ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
25 Μαρτίου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 486/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας για τη δασμολογική ατέλεια των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων πολλαπλών ψηφίδων (MCPs), με την τροποποίηση του Παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο

1

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 487/2006 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

3

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 488/2006 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2006, για τον καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας που εφαρμόζεται σε μέτρα διαρθρωτικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα το 2006

5

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 489/2006 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2004, όσον αφορά τις ποικιλίες κάνναβης προοριζόμενης για την παραγωγή ινών, που είναι επιλέξιμες για άμεσες ενισχύσεις

7

 

*

Οδηγία 2006/35/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2006, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I έως ΙV της οδηγίας 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας

9

 

*

Οδηγία 2006/36/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2006, για τροποποίηση της οδηγίας 2001/32/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση προστατευόμενων περιοχών που είναι εκτεθειμένες σε ιδιαίτερους φυτοϋγειονομικούς κινδύνους στην Κοινότητα και την κατάργηση της οδηγίας 92/76/ΕΟΚ

13

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Επιτροπή

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Kahla Porzellan GmbH και της Kahla/Thüringen Porzellan GmbH [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2003) 1520]  ( 1 )

16

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2004, όσον αφορά γερμανικό καθεστώς ενισχύσεων υπέρ των παραγωγών αποστάγματος σιτηρών Kornbranntwein [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2004) 3953]  ( 1 )

50

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2006, για λήψη προστατευτικών μέτρων που αφορούν ορισμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης εκτός των αλιευτικών προϊόντων καταγωγής Μαδαγασκάρης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 888]  ( 1 )

63

 

 

Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει του τίτλου V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

 

*

Κοινή θέση 2006/242/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διάσκεψη αναθεώρησης του 2006 της σύμβασης για τα βιολογικά και τοξινικά όπλα (BTWC)

65

 

*

Κοινή δράση 2006/243/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, προς υποστήριξη της προπαρασκευαστικής επιτροπής της οργάνωσης της συνθήκης για την πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών (CTBTO) στον τομέα της εκπαίδευσης και της δημιουργίας ικανοτήτων ελέγχου και εφαρμογής της στρατηγικής της ΕΕ κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής

68

 

*

Κοινή θέση 2006/244/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον οργανισμό ενεργειακής ανάπτυξης της Κορεατικής Χερσονήσου (KEDO)

73

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 486/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 20ής Μαρτίου 2006

σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας για τη δασμολογική ατέλεια των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων πολλαπλών ψηφίδων (MCPs), με την τροποποίηση του Παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου (1) θέσπισε ονοματολογία των εμπορευμάτων, εφεξής αποκαλούμενη «Συνδυασμένη Ονοματολογία», και καθόρισε τους συμβατικούς δασμούς του κοινού δασμολογίου.

(2)

Το Συμβούλιο, με την απόφασή του 2005/964/ΕΚ (2), συνήψε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τη συμφωνία για τη δασμολογική ατέλεια των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων πολλαπλών ψηφίδων (MCPs) (εφεξής αποκαλούμενη «συμφωνία»).

(3)

Η συμφωνία μηδενίζει τον συντελεστή όλων των τελωνειακών δασμών και λοιπών τελών και επιβαρύνσεων που εφαρμόζονται στα MCPs.

(4)

Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ο θεματοφύλακας που προβλέπεται από τη συμφωνία, παρέλαβε τις πράξεις αποδοχής της συμφωνίας από τέσσερα μέρη. Σύμφωνα με το άρθρο 7, στοιχείο α) της συμφωνίας, τα εν λόγω τέσσερα μέρη συμφώνησαν ότι η συμφωνία τίθεται σε ισχύ την 1η Απριλίου 2006.

(5)

Η συμφωνία θα πρέπει, επομένως, να εφαρμοσθεί με τροποποίηση του Παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο Παράρτημα Ι, Μέρος Πρώτο, Τμήμα ΙΙ «Ειδικές διατάξεις» του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87, προστίθεται το στοιχείο Ζ «Δασμολογική ατέλεια των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων πολλαπλών ψηφίδων (MCPs)», όπως περιέχεται στο Παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2006.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

U. PLASSNIK


(1)  ΕΕ L 256, 7.9.1987, σ. 1· κανονισμός όπως από τροποποιήθηκε τελευταία τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1989/2004 (ΕΕ L 344, 20.11.2004, σ. 5).

(2)  ΕΕ L 349, 31.12.2005, σ. 24.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«Z.   Δασμολογική ατέλεια των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων πολλαπλών ψηφίδων (MCPs)

1)

Προβλέπεται τελωνειακή ατέλεια για τα ολοκληρωμένα κυκλώματα πολλαπλών ψηφίδων (MCPs), τα οποία αποτελούνται από δύο ή περισσότερα διασυνδεδεμένα μονολιθικά ολοκληρωμένα κυκλώματα, που συνενώνονται κατά τρόπο πρακτικά αδιαχώριστο, έστω και σε ένα ή περισσότερα μονωτικά υποθέματα, με ή χωρίς πλαίσιο αγωγού, αλλά χωρίς άλλα ενεργητικά ή παθητικά στοιχεία κυκλώματος.

2)

Τα επιλέξιμα για τη συγκεκριμένη απαλλαγή από δασμούς προϊόντα υπάγονται στις ακόλουθες κλάσεις: 8418, 8422, 8450, 8466, 8473, 8517, 8518, 8522, 8523, 8525, 8528, 8529, 8530, 8531, 8535, 8536, 8537, 8538, 8543, 8548, 8708, 9009, 9026, 9031, 9504.

3)

Κατά την υποβολή στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών της τελωνειακής διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των MCPs, ο διασαφιστής αναγράφει στο τετραγωνίδιο 44 του Ενιαίου Διοικητικού Εγγράφου (“ΕΔΕ”) τον αριθμό αναφοράς C500.»


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 487/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Μαρτίου 2006

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 25 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 386/2005 (ΕΕ L 62 της 9.3.2005, σ. 3).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2006, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

052

97,9

204

52,9

212

102,0

624

101,8

999

88,7

0707 00 05

052

121,0

999

121,0

0709 10 00

624

103,6

999

103,6

0709 90 70

052

77,4

204

53,8

999

65,6

0805 10 20

052

40,8

204

43,0

212

54,3

220

43,9

624

59,3

999

48,3

0805 50 10

052

42,2

624

67,2

999

54,7

0808 10 80

388

76,6

400

127,9

404

92,9

508

82,7

512

76,3

524

62,5

528

79,9

720

80,0

999

84,9

0808 20 50

388

82,6

512

76,3

524

58,2

528

57,2

720

122,5

999

79,4


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/5


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 488/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Μαρτίου 2006

για τον καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας που εφαρμόζεται σε μέτρα διαρθρωτικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα το 2006

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2799/98 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1998, για τη θέσπιση του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2808/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, περί λεπτομερειών εφαρμογής του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ στο γεωργικό τομέα (2), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερη φράση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2808/98, η γενεσιουργός αιτία για τα ποσά διαρθρωτικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα είναι η 1η Ιανουαρίου του έτους κατά τη διάρκεια του οποίου λαμβάνεται η απόφαση χορήγησης της ενίσχυσης.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτη φράση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2808/98, η συναλλαγματική ισοτιμία που πρέπει να χρησιμοποιηθεί είναι ίση προς τον μέσο όρο, υπολογιζόμενο κατά αναλογία χρόνου, των συναλλαγματικών ισοτιμιών που ίσχυσαν κατά το μήνα που προηγήθηκε της ημερομηνίας του γενεσιουργού γεγονότος,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το 2006, στα ποσά διαρθρωτικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2808/98 εφαρμόζεται η συναλλαγματική ισοτιμία που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 36· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1044/2005 (ΕΕ L 172 της 5.7.2005, σ. 76).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συναλλαγματικές ισοτιμίες που αναφέρονται στο άρθρο 1

(EUR 1 = μέσος όρος από την 1η Δεκεμβρίου 2005 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005)

0,573458

κυπριακή λίρα

28,9712

τσεχική κορόνα

7,45403

δανική κορόνα

15,6466

εσθονική κορόνα

252,791

ουγγρικό φιορίνι

3,4528

λιθουανικό λίτας

0,696729

λεττονικό λατς

0,4293

λίρα Μάλτας

3,85493

πολωνικό ζλότι

37,8743

σλοβακική κορόνα

239,505

σλοβενικό τόλαρ

9,43950

σουηδική κορόνα

0,679103

λίρα στερλίνα


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/7


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 489/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Μαρτίου 2006

για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2004, όσον αφορά τις ποικιλίες κάνναβης προοριζόμενης για την παραγωγή ινών, που είναι επιλέξιμες για άμεσες ενισχύσεις

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2019/93, (ΕΚ) αριθ. 1452/2001, (ΕΚ) αριθ. 1453/2001, (ΕΚ) αριθ. 1454/2001, (ΕΚ) αριθ. 1868/94, (ΕΚ) αριθ. 1251/1999, (ΕΚ) αριθ. 1254/1999, (ΕΚ) αριθ. 1673/2000, (ΕΟΚ) αριθ. 2358/71 και (ΕΚ) αριθ. 2529/2001 (1), και ιδίως το άρθρο 52 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (2), θεσπίζονται οι σχετικοί κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, τους όρους για την εξακρίβωση της περιεκτικότητας τετραϋδροκανναβινόλης στις καλλιέργειες κάνναβης.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2004, τα κράτη μέλη κοινοποίησαν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα των δοκιμών για τον προσδιορισμό των επιπέδων τετραϋδροκανναβινόλης στις ποικιλίες κάνναβης που σπάρθηκαν το 2005. Τα εν λόγω αποτελέσματα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την κατάρτιση του καταλόγου ποικιλιών κάνναβης προοριζόμενης για την παραγωγή ινών, που είναι επιλέξιμες για άμεσες ενισχύσεις, κατά τις επόμενες περιόδους εμπορίας και του καταλόγου ποικιλιών που εγκρίνονται προσωρινά για την περίοδο εμπορίας 2006/2007. Για την εξακρίβωση της περιεκτικότητας σε τετραϋδροκανναβινόλη, ορισμένες από τις ποικιλίες αυτές πρέπει να υποβάλλονται στη διαδικασία Β, που προβλέπεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2004.

(3)

Επομένως, πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 796/2004.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης άμεσων ενισχύσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 796/2004 αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εβδόμη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την περίοδο εμπορίας 2006/2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 319/2006 (ΕΕ L 58 της 28.2.2006, σ. 32).

(2)  ΕΕ L 141 της 30.4.2004, σ. 18· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 263/2006 (ΕΕ L 46 της 16.2.2006, σ. 24).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΚΑΝΝΑΒΗΣ ΠΡΟΟΡΙΖΟΜΕΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΙΝΩΝ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΕΣ ΓΙΑ ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

α)

Κάνναβη για την παραγωγή ινών

 

Beniko

 

Carmagnola

 

CS

 

Delta-Llosa

 

Delta 405

 

Dioica 88

 

Epsilon 68

 

Fedora 17

 

Felina 32

 

Felina 34 — Félina 34

 

Ferimon — Férimon

 

Fibranova

 

Fibrimon 24

 

Futura 75

 

Juso 14

 

Red Petiole

 

Santhica 23

 

Santhica 27

 

Tiborszállási

 

Uso-31

β)

Κάνναβη για την παραγωγή ινών, εγκεκριμένη για την περίοδο εμπορίας 2006/2007

 

Białobrzeskie

 

Chamaeleon (1)

 

Cannakomp

 

Fasamo

 

Fibriko TC

 

Finola (1)

 

Kompolti hibrid TC

 

Kompolti

 

Lipko

 

Silesia (2)

 

UNIKO-B


(1)  Για την περίοδο εμπορίας 2006/2007 εφαρμόζεται η διαδικασία B του παραρτήματος Ι.

(2)  Μόνον στην Πολωνία, όπως επετράπη με την απόφαση 2004/297/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 97 της 1.4.2004, σ. 66).»


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/9


ΟΔΗΓΊΑ 2006/35/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Μαρτίου 2006

για την τροποποίηση των παραρτημάτων I έως ΙV της οδηγίας 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (1), και ιδίως το άρθρο 14 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ),

Κατόπιν διαβουλεύσεων με τα οικεία κράτη μέλη,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2000/29/ΕΚ θεσπίζει ορισμένα μέτρα κατά της εισαγωγής στα κράτη μέλη οργανισμών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες και είναι επιβλαβείς για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα. Προβλέπει επίσης την αναγνώριση ορισμένων ζωνών ως προστατευόμενων.

(2)

Από τα στοιχεία που προσκόμισε η Πορτογαλία προκύπτει ότι ο επιβλαβής οργανισμός Bemisia tabaci Genn. (ευρωπαϊκοί πληθυσμοί) είναι πλέον διαδεδομένος στην περιφέρεια Alentejo και σε ορισμένες κοινότητες της περιφέρειας Ribatejo e Oeste. Επομένως, οι περιφέρειες αυτές της πορτογαλικής επικράτειας δεν θα πρέπει να αναγνωρίζονται πλέον ως προστατευόμενες ζώνες σε σχέση με τον συγκεκριμένο επιβλαβή οργανισμό.

(3)

Από στοιχεία που προσκόμισε η Σλοβενία προκύπτει ότι ο επιβλαβής οργανισμός Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al. είναι πλέον διαδεδομένος στις περιφέρειες Gorenjska και Maribor. Αυτές οι περιφέρειες δεν πρέπει να αναγνωρίζονται πλέον ως προστατευόμενες ζώνες όσον αφορά τον Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al.

(4)

Από στοιχεία που προσκόμισε η Σλοβακία προκύπτει ότι ο Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al. είναι πλέον διαδεδομένος σε διάφορες κοινότητες των κομητειών Dunajská Streda, Levice, Topoľčany, Poltár, Rožňava και Trebišov. Αυτές οι κοινότητες δεν πρέπει να αναγνωρίζονται πλέον ως προστατευόμενες ζώνες όσον αφορά τον Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al.

(5)

Η Ιταλία προσκόμισε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al. είναι πλέον διαδεδομένος σε ορισμένα τμήματα της επικράτειάς της. Ως εκ τούτου, αυτά τα τμήματα της ιταλικής επικράτειας δεν πρέπει να αναγνωρίζονται πλέον ως προστατευόμενες ζώνες όσον αφορά τον Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al.

(6)

Η Λιθουανία υπέβαλε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο ιός της νεκρωτικής κίτρινης κηλίδωσης των τεύτλων είναι τώρα διαδεδομένος στην επικράτειά της. Συνεπώς, η Λιθουανία δεν πρέπει να αναγνωρίζεται πλέον ως προστατευόμενη ζώνη όσον αφορά τον ιό της νεκρωτικής κίτρινης κηλίδωσης των τεύτλων.

(7)

Κατά συνέπεια, τα σχετικά παραρτήματα της οδηγίας 2000/29/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθούν ανάλογα.

(8)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα I έως IV της οδηγίας 2000/29/ΕΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο στις 30 Απριλίου 2006 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Μαΐου 2006.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κυρίων διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 169 της 10.7.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/14/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 34 της 7.2.2006, σ. 24).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα παραρτήματα I έως IV της οδηγίας 2000/29/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:

1.

Το παράρτημα Ι μέρος Β τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο α) σημείο 1 τα αναγραφόμενα εντός παρενθέσεων μετά το γράμμα «P» αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Azores, Beira Interior, Beira Litoral, Entre Douro e Minho, Madeira, Ribatejo e Oeste (κοινότητες των Alcobaça, Alenquer, Bombarral, Cadaval, Caldas da Rainha, Lourinhã, Nazaré, Obidos, Peniche και Torres Vedras) και Trás-os-Montes»·

β)

στο στοιχείο β) σημείο 1 το «LT» διαγράφεται.

2.

Το παράρτημα ΙΙ μέρος Β τροποποιείται ως εξής:

στην τρίτη στήλη του στοιχείου β) σημείο 2:

α)

μετά το «Forli-Cesena» και μετά το «Rimini» προστίθεται η φράση «(πλην της επαρχιακής ζώνης που βρίσκεται βόρεια του εθνικού δρόμου αριθ. 9 — Via Emilia)»·

β)

η φράση «Trentino-Alto Adige: αυτόνομη επαρχία του Trento·» διαγράφεται·

γ)

μετά το «SI» προστίθεται η ακόλουθη φράση: «(εκτός από τις περιφέρειες Gorenjska και Maribor)»·

δ)

μετά το «SK» προστίθεται η ακόλουθη φράση: «[εκτός από τις κοινότητες Blahová, Horné Mýto και Okoč (κομητεία Dunajská Streda), Hronovce και Hronské Kľačany (κομητεία Levice), Veľké Ripňany (κομητεία Topoľčany), Málinec (κομητεία Poltár), Hrhov (κομητεία Rožňava), Kazimír, Luhyňa, Malý Horeš, Svätuše και Zatín (κομητεία Trebišov)]».

3.

Το παράρτημα ΙΙΙ μέρος Β τροποποιείται ως εξής:

στη δεύτερη στήλη των σημείων 1 και 2:

α)

μετά το «Forli-Cesena» και μετά το «Rimini» προστίθεται η φράση «(πλην της επαρχιακής ζώνης που βρίσκεται βόρεια του εθνικού δρόμου αριθ. 9 — Via Emilia)»·

β)

η φράση «Trentino-Alto Adige: αυτόνομη επαρχία του Trento·» διαγράφεται·

γ)

μετά το «SI» προστίθεται η ακόλουθη φράση: «(εκτός από τις περιοχές Gorenjska και Maribor)»·

δ)

μετά το «SK» προστίθεται η ακόλουθη φράση: «[εκτός από τις κοινότητες Blahová, Horné Mýto και Okoč (κομητεία Dunajská Streda), Hronovce και Hronské Kľačany (κομητεία Levice), Veľké Ripňany (κομητεία Topoľčany), Málinec (κομητεία Poltár), Hrhov (κομητεία Rožňava), Kazimír, Luhyňa, Malý Horeš, Svätuše και Zatín (κομητεία Trebišov)]».

4.

Το παράρτημα ΙV μέρος Β τροποποιείται ως εξής:

α)

στην τρίτη στήλη του σημείου 20.1, το «LT» διαγράφεται·

β)

στην τρίτη στήλη του σημείου 20.2, το «LT» διαγράφεται·

γ)

στην τρίτη στήλη του σημείου 21, η φράση «Trentino-Alto Adige: αυτόνομη επαρχία του Trento·» διαγράφεται·

δ)

στην τρίτη στήλη των σημείων 21 και 21.3:

1.

μετά το «Forli-Cesena» και μετά το «Rimini» προστίθεται η φράση «(πλην της επαρχιακής ζώνης που βρίσκεται βόρεια του εθνικού δρόμου αριθ. 9 — Via Emilia)»·

2.

μετά το «SI» προστίθεται η ακόλουθη φράση: «(εκτός από τις περιφέρειες Gorenjska και Maribor)»·

3.

μετά το «SK» προστίθεται η ακόλουθη φράση: «[εκτός από τις κοινότητες Blahová, Horné Mýto και Okoč (κομητεία Dunajská Streda), Hronovce και Hronské Kľačany (κομητεία Levice), Veľké Ripňany (κομητεία Topoľčany), Málinec (κομητεία Poltár), Hrhov (κομητεία Rožňava), Kazimír, Luhyňa, Malý Horeš, Svätuše και Zatín (κομητεία Trebišov)]»·

ε)

στην τρίτη στήλη του σημείου 22, το «LT» διαγράφεται·

στ)

στην τρίτη στήλη του σημείου 23, το «LT» διαγράφεται·

ζ)

στην τρίτη στήλη των σημείων 24.1, 24.2 και 24.3:

τα αναγραφόμενα εντός παρενθέσεων μετά το γράμμα «P» αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Azores, Beira Interior, Beira Litoral, Entre Douro e Minho, Madeira, Ribatejo e Oeste (κοινότητες των Alcobaça, Alenquer, Bombarral, Cadaval, Caldas da Rainha, Lourinhã, Nazaré, Obidos, Peniche και Torres Vedras) και Trás-os-Montes»·

η)

στην τρίτη στήλη του σημείου 25, το «LT» διαγράφεται·

θ)

στην τρίτη στήλη του σημείου 26, το «LT» διαγράφεται·

ι)

στην τρίτη στήλη του σημείου 27.1, το «LT» διαγράφεται·

ια)

στην τρίτη στήλη του σημείου 27.2, το «LT» διαγράφεται·

ιβ)

στην τρίτη στήλη του σημείου 30, το «LT» διαγράφεται.


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/13


ΟΔΗΓΊΑ 2006/36/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Μαρτίου 2006

για τροποποίηση της οδηγίας 2001/32/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση προστατευόμενων περιοχών που είναι εκτεθειμένες σε ιδιαίτερους φυτοϋγειονομικούς κινδύνους στην Κοινότητα και την κατάργηση της οδηγίας 92/76/ΕΟΚ

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2000/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, περί μέτρων κατά της εισαγωγής στην Κοινότητα οργανισμών επιβλαβών για τα φυτά ή τα φυτικά προϊόντα και κατά της εξάπλωσής τους στο εσωτερικό της Κοινότητας (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο η) πρώτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την οδηγία 2001/32/ΕΚ της Επιτροπής (2), ορισμένα κράτη μέλη ή ορισμένες περιοχές κρατών μελών αναγνωρίστηκαν ως προστατευόμενες ζώνες σε σχέση με ορισμένους επιβλαβείς οργανισμούς. Σε μερικές περιπτώσεις, η αναγνώριση χορηγήθηκε προσωρινά, επειδή τα απαραίτητα στοιχεία που θα αποδείκνυαν την απουσία του επίμαχου επιβλαβούς οργανισμού από το συγκεκριμένο κράτος μέλος ή περιοχή δεν είχαν παρασχεθεί.

(2)

Στο βαθμό που τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έχουν πλέον παράσχει τα απαραίτητα στοιχεία, οι εν λόγω περιοχές θα πρέπει να αναγνωριστούν ως προστατευόμενες ζώνες σε μόνιμη βάση.

(3)

Ορισμένες περιφέρειες της Πορτογαλίας έχουν αναγνωριστεί ως προστατευόμενες ζώνες όσον αφορά το Bemisia tabaci Genn. (ευρωπαϊκοί πληθυσμοί).

(4)

Η Πορτογαλία υπέβαλε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο οργανισμός Bemisia tabaci Genn. (ευρωπαϊκοί πληθυσμοί) είναι τώρα διαδεδομένος σε ορισμένα μέρη της επικράτειάς της. Επομένως, τα μέρη αυτά της πορτογαλικής επικράτειας δεν θα πρέπει να αναγνωρίζονται πλέον ως προστατευόμενες ζώνες σε σχέση με το συγκεκριμένο επιβλαβή οργανισμό.

(5)

Διάφορες περιφέρειες ή τμήματα περιφερειών της Αυστρίας και της Ιταλίας, ολόκληρη η επικράτεια της Ιρλανδίας, της Λιθουανίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας αναγνωρίστηκαν προσωρινά ως προστατευόμενες ζώνες όσον αφορά το βακτήριο Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al. έως τις 31 Μαρτίου 2006.

(6)

Από τα στοιχεία που διαβίβασαν η Αυστρία, η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Λιθουανία, η Σλοβενία και η Σλοβακία προκύπτει ότι η προσωρινή αναγνώριση των εν λόγω χωρών ως προστατευόμενων ζωνών όσον αφορά το βακτήριο Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al. θα πρέπει να παραταθεί κατ’ εξαίρεση για δύο έτη με σκοπό να δοθεί στις χώρες αυτές ο απαραίτητος χρόνος ώστε είτε να υποβάλουν τα στοιχεία βάσει των οποίων θα αποδεικνύεται η απουσία του βακτηρίου Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al. είτε, ενδεχομένως, να ολοκληρώσουν τις προσπάθειές τους για την εξάλειψη του οργανισμού.

(7)

Επιπλέον, επειδή το βακτήριο Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al. είναι τώρα διαδεδομένο σε κάποια μέρη της Ιταλίας, στις περιφέρειες Gorenjska και Maribor της Σλοβενίας και σε ορισμένες κοινότητες των περιφερειών Dunajská Streda, Levice, Topoľ čany, Poltár, Rožňava και Trebišov της Σλοβακίας, τα αντίστοιχα μέρη της ιταλικής, της σλοβενικής και της σλοβακικής επικράτειας δεν θα πρέπει να αναγνωρίζονται πλέον ως προστατευόμενες ζώνες για το Erwinia amylovora (Burr.) Winsl. et al.

(8)

Η Λιθουανία αναγνωρίστηκε προσωρινά ως προστατευόμενη ζώνη όσον αφορά τον ιό των νεκρωτικών κίτρινων νευρώσεων του τεύτλου έως τις 31 Μαρτίου 2006.

(9)

Η Λιθουανία υπέβαλε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο ιός των νεκρωτικών κίτρινων νευρώσεων του τεύτλου είναι τώρα διαδεδομένος στη χώρα αυτή. Επομένως, η Λιθουανία δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται πλέον ως προστατευόμενη ζώνη σε σχέση με το συγκεκριμένο επιβλαβή οργανισμό.

(10)

Η Μάλτα αναγνωρίστηκε προσωρινά ως προστατευόμενη ζώνη όσον αφορά τον ιό της τριστέτσας των εσπεριδοειδών (ευρωπαϊκά στελέχη) έως τις 31 Μαρτίου 2006.

(11)

Από τα στοιχεία που διαβίβασε η Μάλτα προκύπτει ότι η προσωρινή αναγνώριση της εν λόγω χώρας ως προστατευόμενης ζώνης όσον αφορά τον ιό της τριστέτσας των εσπεριδοειδών (ευρωπαϊκά στελέχη) θα πρέπει να παραταθεί κατ’ εξαίρεση για δύο έτη με σκοπό να δοθεί στη χώρα αυτή ο απαραίτητος χρόνος ώστε είτε να υποβάλει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα αποδεικνύεται η απουσία του ιού της τριστέτσας των εσπεριδοειδών (ευρωπαϊκά στελέχη) είτε, ενδεχομένως, να ολοκληρώσει τις προσπάθειές της για την εξάλειψη του οργανισμού.

(12)

Η Κύπρος αναγνωρίστηκε προσωρινά ως προστατευόμενη ζώνη όσον αφορά τους οργανισμούς Daktulosphaira vitifoliae (Fitch), Ips sexdentatus Börner και Leptinotarsa decemlineata Say έως τις 31 Μαρτίου 2006.

(13)

Από τα στοιχεία που διαβίβασε η Κύπρος προκύπτει ότι η προσωρινή αναγνώρισή της ως προστατευόμενης ζώνης όσον αφορά τους οργανισμούς Daktulosphaira vitifoliae (Fitch), Ips sexdentatus Börner και Leptinotarsa decemlineata Say θα πρέπει να παραταθεί για δύο έτη με σκοπό να δοθεί στη χώρα αυτή ο απαραίτητος χρόνος ώστε είτε να υποβάλει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα αποδεικνύεται η απουσία των επιβλαβών αυτών οργανισμών είτε, ενδεχομένως, να ολοκληρώσει τις προσπάθειές της για την εξάλειψη των οργανισμών.

(14)

Συνεπώς, η οδηγία 2001/32/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(15)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης φυτοϋγειονομικής επιτροπής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2001/32/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Οι περιοχές της Κοινότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα αναγνωρίζονται ως προστατευόμενες ζώνες κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο η) πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2000/29/ΕΚ, όσον αφορά τους επιβλαβείς οργανισμούς που απαριθμούνται μαζί με τα ονόματα των εν λόγω περιοχών στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας».

2)

Το άρθρο 2 διαγράφεται.

3)

Το παράρτημα τροποποιείται ως εξής:

α)

στο σημείο 2 του στοιχείου α), οι λέξεις εντός παρενθέσεων μετά τη λέξη «Πορτογαλία» αντικαθίστανται από τις ακόλουθες λέξεις: «Azores, Beira Interior, Beira Litoral, Entre Douro e Minho, Madeira, Ribatejo e Oeste (κοινότητες Alcobaça, Alenquer, Bombarral, Cadaval, Caldas da Rainha, Lourinhã, Nazaré, Obidos, Peniche και Torres Vedras) και Trás-os-Montes»·

β)

στα σημεία 3.1, 11 και 13 του στοιχείου α), μετά από τη λέξη «Κύπρος» παρεμβάλλονται οι λέξεις «(έως τις 31 Μαρτίου 2008)»·

γ)

το σημείο 2 του στοιχείου β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

Ισπανία, Εσθονία, Γαλλία (Κορσική), Ιταλία (Abruzzi, Basilicata, Calabria, Campania, Friuli-Venezia Giulia, Lazio, Liguria, Marche, Molise, Πεδεμόντιο, Σαρδηνία, Σικελία, Τοσκάνη, Umbria, Valle d’Aosta), Λεττονία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο (Βόρεια Ιρλανδία, Νήσος Μαν και Νήσοι της Μάγχης),

και, έως τις 31 Μαρτίου 2008, Ιρλανδία, Ιταλία [Apúlia, Emilia-Romagna: επαρχίες Forlí-Cesena (εκτός από την επαρχιακή περιοχή που βρίσκεται στο βόρειο όριο της δημόσιας οδού 9 — Via Emilia), Parma, Piacenza, Rimini (εκτός από την επαρχιακή περιοχή που βρίσκεται βορείως της δημόσιας οδού 9 — Via Emilia), Λομβαρδία, Veneto: εκτός από τις κοινότητες Rovigo, Polesella, Villamarzana, Fratta Polesine, San Bellino, Badia Polesine, Trecenta, Ceneselli, Pontecchio Polesine, Arquà Polesine, Costa di Rovigo, Occhiobello, Lendinara, Canda, Ficarolo, Guarda Veneta, Frassinelle Polesine, Villanova del Ghebbo, Fiesso Umbertiano, Castelguglielmo, Bagnolo di Po, Giacciano con Baruchella, Bosaro, Canaro, Lusia, Pincara, Stienta, Gaiba, Salara, που βρίσκονται στην επαρχία Rovigo, επίσης εκτός από τις κοινότητας Castelbaldo, Barbona, Piacenza d’Adige, Vescovana, S. Urbano, Boara Pisani, Masi, που βρίσκονται στην επαρχία Padova, και εκτός από τις κοινότητες Palù, Roverchiara, Legnago, Castagnaro, Ronco all’Adige, Villa Bartolomea, Oppeano, Terrazzo, Isola Rizza, Angiari, που βρίσκονται στην επαρχία Verona], Λιθουανία, Αυστρία [Burgenland, Carinthia, Κάτω Αυστρία, Τιρόλο (διοικητική περιφέρεια Lienz), Styria, Βιένη], Σλοβενία (εκτός από τις περιφέρειες Gorenjska και Maribor), Σλοβακία [εκτός από τις κοινότητες Blahová, Horné Mýto και Okoč (περιφέρεια Dunajská Streda), Hronovce και Hronské Kľ ačany (περιφέρεια Levice), Veľ ké Ripňany (περιφέρεια Topoľ čany), Málinec (περιφέρεια Poltár), Hrhov (περιφέρεια Rožňava), Kazimír, Luhyňa, Malý Horeš, Svätuše και Zatín (περιφέρεια Trebišov)]»·

δ)

στο σημείο 1 του στοιχείου δ), διαγράφεται η λέξη «Λιθουανία»·

ε)

στο σημείο 3 του στοιχείου δ), μετά από τη λέξη «Μάλτα» παρεμβάλλονται οι λέξεις «(έως τις 31 Μαρτίου 2008)».

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 30 Απριλίου 2006 το αργότερο, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και έναν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Μαΐου 2006.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 169 της 10.7.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/14/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 34 της 7.2.2006, σ. 24).

(2)  ΕΕ L 127 της 9.5.2001, σ. 38· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/18/ΕΚ (ΕΕ L 57 της 3.3.2005, σ. 25).


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Επιτροπή

25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/16


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 13ης Μαΐου 2003

σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Kahla Porzellan GmbH και της Kahla/Thüringen Porzellan GmbH

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2003) 1520]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/239/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ -

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και ιδίως το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο α),

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (1) σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα και αφού έλαβε υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 16 Νοεμβρίου 1998 και στις 24 Μαρτίου 1999 η Επιτροπή έλαβε καταγγελίες από ανταγωνιστές, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας χορήγησε καταχρηστικώς κρατικές ενισχύσεις προς την εταιρεία Kahla Porzellan GmbH (Kahla I) και την Kahla/Thüringen Porzellan GmbH.(Kahla II), που εδρεύουν αμφότερες στη Θουριγγία της Γερμανίας.

(2)

Μετά από εκτενή αλληλογραφία και πολυάριθμες συναντήσεις με εκπροσώπους των γερμανικών αρχών η Επιτροπή κίνησε στις 15 Νοεμβρίου 2000 την επίσημη διαδικασία έρευνας για τις ad-hoc ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις εν λόγω επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα κάλεσε τη Γερμανία να υποβάλει πλήρη στοιχεία που θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να αποφανθεί κατά πόσον ορισμένες ενισχύσεις ήταν σύμφωνες με τους όρους των εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν.

(3)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση. Στις 31 Ιουλίου 2001 η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την Kahla II, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στις γερμανικές αρχές με επιστολή της 7ης Αυγούστου 2001.

(4)

Στις 26 Μαρτίου 2001 οι γερμανικές αρχές απάντησαν στην εντολή παροχής πληροφοριών, υπέβαλαν στοιχεία σχετικά με τις ενισχύσεις και ενημέρωσαν την Επιτροπή για τη χορήγηση και άλλων ενισχύσεων προς την επιχείρηση, οι οποίες δεν είχαν κοινοποιηθεί προηγουμένως. Η Επιτροπή ζήτησε στις 28 Μαΐου 2001 συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες έλαβε στις 31 Ιουνίου 2001. Πρόσθετες συμπληρωματικές πληροφορίες δόθηκαν στις 9 Αυγούστου 2001.

(5)

Με επιστολή της 30ης Νοεμβρίου 2001 η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να επεκτείνει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις που δεν είναι σύμφωνες με τα εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν, καθώς και στις ενισχύσεις που δεν είχαν κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή.

(6)

Στις 10 Δεκεμβρίου 2001 η υπόθεση συζητήθηκε διεξοδικά με εκπροσώπους των γερμανικών αρχών και της επιχείρησης.

(7)

Η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την επέκταση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση. Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τον αποδέκτη της ενίσχυσης (Kahla II). Οι εν λόγω παρατηρήσεις κοινοποιήθηκαν με επιστολή της 6ης Μαρτίου 2002 στις γερμανικές αρχές, στις οποίες δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

(8)

Στις 30 Ιανουαρίου η Γερμανία απάντησε στην απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, αποστέλλοντας διεξοδικές πληροφορίες. Με επιστολή της 30ης Απριλίου 2002 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες οι γερμανικές αρχές έδωσαν με την απαντητική επιστολή τους της 29ης Μαΐου 2002, η οποία παρελήφθη την ίδια ημέρα.

(9)

Με επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 2002 η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την Kahla II, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στις γερμανικές αρχές με επιστολή της 6ης Μαρτίου 2002. Στις 18 Μαρτίου 2002 έγινε νέα καταγγελία ότι η Kahla II έλαβε και άλλες ενισχύσεις. Η εν λόγω καταγγελία κοινοποιήθηκε στις γερμανικές αρχές με επιστολή της 30ης Απριλίου 2002. Η απάντηση της Γερμανίας παρελήφθη στις 29 Μαΐου 2002.

(10)

Στις 24 Ιουλίου 2002 η υπόθεση συζητήθηκε εκ νέου με εκπροσώπους των γερμανικών αρχών. Μετά τη συνάντηση αυτή η Γερμανία υπέβαλε πρόσθετες διευκρινίσεις στις 7 Αυγούστου 2002. Στις 30 Ιουλίου 2002 η Kahla II συνέχισε να επιμένει στα προηγούμενα επιχειρήματά της. Με επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2002, που παρελήφθη την ίδια ημέρα, οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

A.   Η επιχείρηση

(11)

Η Kahla II είναι η διάδοχη επιχείρηση της Kahla I. Και οι δύο επιχειρήσεις παράγουν πορσελάνινα και κεραμικά οικιακά σκεύη και εδρεύουν σε περιφέρεια επιλέξιμη για ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α) της Συνθήκης ΕΚ.

(12)

Σύμφωνα με το γερμανικό διάταγμα για τη μετατροπή κρατικών βιομηχανικών συγκροτημάτων, επιχειρήσεων και οργανισμών σε κεφαλαιουχικές εταιρείες (UmwandVO) η εταιρεία VEB Vereinigte Porzellanwerke Kahla μετατράπηκε την 1η Μαρτίου 1990 σε δύο εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. Μία από τις εταιρείες αυτές ήταν η KAHLA I. Στις 23 Απριλίου 1991 η Kahla I ιδιωτικοποιήθηκε από την Treuhandanstalt (THA) με πώληση στον κ. Hoffmann (75,1 % του ονομαστικού κεφαλαίου) και στον κ. Ueing (24,9 % του ονομαστικού κεφαλαίου), έναντι 2 DEM. Η κατακύρωση της ιδιωτικοποίησης έγινε στους μοναδικούς που υπέβαλαν προσφορά, αφού η THA δημοσίευσε την προκήρυξη της προτιθέμενης πώλησης στον κατάλογο των επιχειρήσεων που προσφέρονταν για πώληση (Hoppenstedt) και απευθύνθηκε σε συνδέσμους της κεραμικής βιομηχανίας και σε εμπορικά επιμελητήρια. Η εκκαθάριση της επιχείρησης θα κόστιζε περισσότερο στην THA σύμφωνα με δηλώσεις της Γερμανίας. Η σύμβαση ιδιωτικοποίησης τέθηκε σε ισχύ την 11η Δεκεμβρίου 1992 σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας.

(13)

Τα στοιχεία της επιχείρησης που ακολουθούν υποβλήθηκαν από τη Γερμανία (κύκλος εργασιών και αποτέλεσμα εκμετάλλευσης σε εκατ. DEM):

Πίνακας 1

 

1991

1992

1993

Εργαζόμενοι

1 561

827

696

Κύκλος εργασιών

25,4

29,3

27,9

Αποτέλεσμα εκμετάλλευσης

-29,5

-25,8

-13,4

(14)

Στις 9 Αυγούστου 1993 η επιχείρηση κήρυξε πτώχευση και η πτωχευτική διαδικασία κινήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1993.

(15)

Σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας ο σύνδικος της πτώχευσης αναζητούσε επενδυτές αμέσως μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, για την πώληση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Κατά την άποψη του συνδίκου πτώχευσης η καλύτερη τιμή για τα πάγια περιουσιακά στοιχεία θα επιτυγχανόταν, αν η επιχείρηση επωλείτο ως επιχείρηση που συνέχιζε την επιχειρηματική της δραστηριότητα.

(16)

Το Νοέμβριο του 1993 συστάθηκε η Kahla II από ιδιώτη επενδυτή, τον κ. G. Raithel. Τον Ιανουάριο του 1994 ο σύνδικος της πτώχευσης πώλησε τα οικόπεδα, τα μηχανήματα, τις εγκαταστάσεις και τα αποθέματα της πτωχεύσασας εταιρείας Kahla I στον κ. G. Raithel. 380 εργαζόμενοι διατήρησαν τη θέση τους στη νέα επιχείρηση.

(17)

Η συνολική τιμή ανερχόταν αρχικά σε 7,391 εκατ. DEM. Η σύμβαση τροποποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1994, ώστε η τιμή των 2,05 εκατ. DEM για τα πάγια στοιχεία ενεργητικού, η οποία θα επιδοτείτο με 2,5 εκατ. DEM (βλέπε μέτρο 15), να καταβαλλόταν με την υπογραφή της τροποποιημένης σύμβασης. Τα νόμιμα δικαιώματα, τα εμπορικά σήματα, τα καταχωρημένα υποδείγματα χρησιμότητας και τεχνογνωσία μεταβιβάσθηκαν έναντι 1 DEM. Το πελατολόγιο και το βιβλίο παραγγελιών μεταβιβάσθηκαν δωρεάν. Η τιμή των αποθεμάτων που ανερχόταν σε 2,136 εκατ. DEM θα καταβαλλόταν σε δέκα δόσεις, που θα άρχιζαν την 1η Μαρτίου 1994. Η ακίνητη περιουσία θα επωλείτο απαλλαγμένη τελών έναντι 3,205 εκατ. DEM, καταβλητέων εντός 14 ημερών.

(18)

Δόσεις πληρώνονταν μέχρι το 1996 σύμφωνα με δηλώσεις της Γερμανίας. Ποσό 1 εκατ. DEM καταβλήθηκε τελικά το 1999, αφού ο σύνδικος της πτώχευσης ήρε το εμπράγματο βάρος από τμήμα της ακίνητης περιουσίας. Η συνολική τιμή που καταβλήθηκε τελικά ανήλθε σε 6,727 εκατ. DEM. Η μείωση της τιμής των αποθεμάτων κατά 0,664 εκατ. DEM οφειλόταν σε ζημιές που διαπιστώθηκαν μετά την πώληση σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας. Οι διαθέσιμες πληροφορίες δείχνουν ότι η πώληση χρηματοδοτήθηκε κατά κύριο λόγο με κρατικές ενισχύσεις. Τα ίδια κεφάλαια, χωρίς κανένα στοιχείο ενίσχυσης, ανέρχονταν μόνο σε 55 000 DEM.

(19)

Η THA ενέκρινε την πώληση της ακίνητης περιουσίας στις 18 Ιουλίου 1994 (4) και η διάδοχός της, η Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben (BvS), στις 19 Οκτωβρίου 1995.

(20)

Η σύμβαση πώλησης προέβλεπε ακόμη ότι η κρατική Thüringer Industriebeteiligungs GmbH & Co. KG («TIB»), μια κρατική επιχείρηση που συστάθηκε από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας και ελέγχεται από ένα ίδρυμά του, θα αποκτούσε το 49 % των μετοχών της Kahla II. Αυτό έγινε στις 5 Μαρτίου 1994.

(21)

Η Γερμανία υπέβαλε τα ακόλουθα στοιχεία για την επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης (κύκλος εργασιών και αποτέλεσμα εκμετάλλευσης σε εκατ. DEM):

Πίνακας 2

 

1994

1995

1996

1997

1998

1999

2000

Εργαζόμενοι

380

369

327

323

307

327

322

Κύκλος εργασιών

23

29

32

39

34

35,8

41,6

Αποτέλεσμα εκμετ/σης (5)

 

 

 

 

 

 

 

B.   Χρηματοδοτικά μέτρα

α)   Χρηματοδοτικά μέτρα υπέρ της Kahla I

(22)

Το δημόσιο έλαβε τα ακόλουθα χρηματοδοτικά μέτρα υπέρ της Kahla I, από την ίδρυση μέχρι την πτώχευσή της (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 3

Μέτρα υπέρ της Kahla I

 

Ποσό

Μέτρα πριν από την ιδιωτικοποίηση

1

 

THA

Εγγύηση εξαγωγών

4,5

Μέτρα στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης

2

23.04.1991

THA

Ανάληψη παλαιών χρεών

37,7

3

23.04.1991

THA

Ανάληψη παλαιών χρεών

31,1

4

23.04.1991

THA

Εγγυήσεις

24,9

Μέτρα μετά την ιδιωτικοποίηση

5

12.1991

Ομόσπονδο κράτος

Άμεσες επιχορηγήσεις επενδύσεων

1,825

6

5.10.1992

THA

Δάνειο

4,3

7

1.12.1992

THA

Δάνειο

1,8

8

1993

THA

Έσοδα από τη ρευστοποίηση ακινήτων

5,676

9

 

Stadtsparkasse Jena

Πιστώσεις

3,9

10

1992–1995

Ομόσπονδο κράτος

Επενδυτικά κίνητρα

0,035

Σύνολο

115,736

(23)

Μέτρο 1: Εξαγωγική εγγύηση που χορηγήθηκε πριν από την ιδιωτικοποίηση και σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ.

(24)

Μέτρα 2 και 3: Ανάληψη χρεών από την THA με πιστώσεις της Dresdner Bank AG που χορηγήθηκαν πριν από την 1η Ιουλίου 1990 και με δάνεια της THA που χορηγήθηκαν πριν την ιδιωτικοποίηση.

(25)

Μέτρο 4: Η Γερμανία αναφέρει ότι οι εν λόγω εγγυήσεις της THA δόθηκαν για την εξασφάλιση επενδύσεων, την κάλυψη ζημιών και των δανείων της Dresdner Bank AG. Για τις εγγυήσεις αυτές παρασχέθηκαν από την επιχείρηση διάφορες ασφάλειες, από τις οποίες η THA παραιτήθηκε μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Ως πρόσθετη ασφάλεια παρασχέθηκε στην THA το δικαίωμα να ρευστοποιήσει τα οικόπεδα που δεν χρειάζονταν άμεσα για τη λειτουργία της επιχείρησης. Η αξία των οικοπέδων αυτών εκτιμήθηκε σε 13,3 εκατ. DEM. Τα έσοδα θα χρησίμευαν για την εξόφληση των δανείων τα οποία είχε εγγυηθεί η THA. Η Γερμανία παραδέχεται ότι τα δάνεια που καλύπτονταν με τις εγγυήσεις αυτές δεν αποπληρώθηκαν ποτέ, με τη συγκατάθεση της THA. Οι εγγυήσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 24,9 εκατ. DEM κατά το χρόνο της κατάπτωσής τους.

(26)

Μέτρο 5: Το Δεκέμβριο του 1991 η επιχείρηση έλαβε από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας επενδυτικές επιχορηγήσεις ύψους 1,825 εκατ. DEM.

(27)

Μέτρο 6: Στις 5 Οκτωβρίου 1992 η THA ενέκρινε δάνειο ύψους 4,2 εκατ. DEM, προκειμένου να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα.

(28)

Μέτρο 7: Η THA χορήγησε την 1η Δεκεμβρίου 1992 και πρόσθετο δάνειο ύψους 1,8 εκατ. DEM, προκειμένου επίσης να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα.

(29)

Μέτρο 8: Τα έσοδα από τη ρευστοποίηση των ακινήτων της επιχείρησης που αναφέρθηκε στο μέτρο 3 ανήλθαν συνολικά σε 5,676 εκατ. DEM. 3,4 εκατ. DEM από τα συνολικά έσοδα χορηγήθηκαν στην Kahla I κατά το 1993 και δεν χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή των δανείων που καλύπτονταν με εγγύηση της Treuhand. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι αναβλήθηκε μεν η καταβολή του εν λόγω ποσού στην THA, αλλά η τελευταία δεν παραιτήθηκε από την επιστροφή του, αφού το συνολικό ποσό ύψους 5,676 εκατ. DEM περιλήφθηκε στην πτωχευτική περιουσία. Συνεπώς, το ύψος των πόρων της Treuhand, τους οποίους επωφελήθηκε η επιχείρηση και δεν χρησιμοποίησε για την αποπληρωμή των δανείων, ανερχόταν συνολικά σε 5,676 εκατ. DEM. Η Γερμανία δεν αμφισβήτησε το γεγονός αυτό.

(30)

Μέτρο 9: Δύο δάνεια της Kreis- und Stadtsparkasse Jena, συνολικού ύψους 3,9 εκατ. DEM. Τα εν λόγω δάνεια, με επιτόκιο 13,25 % και 17,25 %, εξασφαλίσθηκαν με εμπράγματα βάρη ύψους 10 εκατ. DEM.

(31)

Μέτρο 10: Κατά την περίοδο 1992 έως 1995 καταβλήθηκαν επενδυτικά κίνητρα ύψους 0,035 εκατ. DEM.

(32)

Η Kahla I έλαβε από το δημόσιο χρηματοδότηση συνολικού ύψους 115,736 εκατ. DEM. Παρά την εν λόγω χρηματοδότηση, στις 29 Σεπτεμβρίου 1993 τέθηκε υπό εκκαθάριση. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η THA ενέγραψε στην πτωχευτική περιουσία υποχρεώσεις ύψους 41,2 εκατ. DEM. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται τα μέτρα 3, 6, 7 και 8, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων.

(33)

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1993 η THA αποφάσισε να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση των εξασφαλίσεων που είχε παράσχει η επιχείρηση για τις εγγυήσεις που έχουν σχέση με το μέτρο 4. Στις 18 Ιουλίου 1994 η THA ή για την ακρίβεια ο διάδοχος οργανισμός, η BvS, παραιτήθηκε από τη νομικά βεβαιωμένη ανάληψη της ακίνητης περιουσίας διότι, σύμφωνα με τη Γερμανία, θα συνεπαγόταν αντισταθμιστικές παροχές προς άλλους πιστωτές και συνεπώς πρόσθετο κόστος.

β)   Χρηματοδοτικά μέτρα υπέρ της KAHLA II

(34)

Το Δημόσιο έλαβε τα ακόλουθα μέτρα υπέρ της Kahla II, από τη σύστασή της μέχρι το 1999 (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 4

Μέτρα υπέρ της Kahla II

 

Ποσό

Μέτρα της περιόδου 1994 – 1996

11

5.4.1994

TIB

Αγορά μετοχών

1,975

12

5.4.1994

TIB

Μετοχικό δάνειο

6,0

13

25.3.1994

Ομόσπονδο κράτος

Εγγύηση δανείου, 90 % (16, 18-22)

 

14

25.3.1994

Ομόσπονδο κράτος

Εγγύηση δανείου 90 % από ιδιωτική τράπεζα, ύψους 6,5 εκατ. DEM,

5,85

15

10.5.1994

Ομόσπονδο κράτος

Επιχορήγηση σε ΜΜΕ-Εξασφάλιση επενδύσεων

2,5

16

4./5.6.1994

DtA Ενίσχυση ιδίων κεφαλαίων

Δάνειο

0,2

17

5/6.1994

ERP Ενθάρρυνση ίδρυση νέων επιχειρήσ.

Δάνειο

1,8

18

3/4.1995

ERP Προώθηση επενδύσεων

Δάνειο

2,0

19

3/4.1995

KfW Ενίσχυση ΜΜΕ

Δάνειο

1,0

20

6./26.4.1995

DtA Προστασία περιβάλλοντος

Δάνειο

1,73

21

7./26.4.1995

ERP Εξοικονόμηση ενέργειας

Δάνειο

3,45

22

3./25.4.1996

ERP Προώθηση επενδύσεων

Δάνειο 2

2,0

23

13.2.1996

Ομόσπονδο κράτος

Εγγύηση δανείου 90 % από ιδιωτική τράπεζα, ύψους 1 εκατ. DEM,

0,9

24

1994-1996/97

Ομόσπονδο κράτος

Άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις

3,36

25

1994-1996

Ομόσπονδο κράτος

Επενδυτικά κίνητρα

0,838

26

1994-1996

Υπηρεσία απασχόλησης

Επιχορηγήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης

1,549

27

1994-1996

 

Διάφορες επιχορηγήσεις

0,492

Μέτρα μετά το 1997

28

1997-1999

Ομόσπονδο κράτος

Άμεσες επενδυτικές επιχορηγήσεις

1,67

29

1997-1999

Ομόσπονδο κράτος

Επενδυτικά κίνητρα

0,365

30

3./5.1999

Ομόσπονδο κράτος

Εγγύηση εξόφλησης 90 % δάνειο ιδιωτικής τράπεζας, ύψους 2,32 εκατ. DEM

0,042

31

1997-1999

Υπηρεσία απασχόλησης

Επιχορηγήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης

0,851

32

1997-1999

 

Διάφορες επιχορηγήσεις

0,352

33

1994-1999

 

Ειδική απόσβεση

0,104

Σύνολο

39,028

(35)

Μέτρο 11: Το Μάρτιο του 1994 η TIB απέκτησε έναντι 1,975 εκατ. DEM το 49 % των μετοχών της Kahla II. Στις 31 Δεκεμβρίου 1999 η TIB έπαυσε να συμμετέχει στην εν λόγω επιχείρηση και εκχώρησε τις μετοχές της στον κ. G. Raithel και στον υιό του, κ. H. Raithel, έναντι του ποσού των […] (6) DEM.

(36)

Μέτρο 12: Το Μάρτιο του 1994 η TIB χορήγησε δάνειο ύψους 6 εκατ. DEM, με δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του δανειζόμενου. Η Γερμανία δηλώνει ότι το εν λόγω δάνειο δεν παρέχει στην TIB πρόσθετα δικαιώματα ψήφου. Τα δάνειο θα τοκιζόταν με επιτόκιο 12 % και το ύψος των τόκων περιοριζόταν στο 50 % του ετήσιου πλεονάσματος. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ότι η Kahla II άρχισε να έχει ικανοποιητικά κέρδη μόλις το 1996. Δεν συμφωνήθηκε επασφάλιστρο. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι το δάνειο εξοφλήθηκε μαζί με τους τόκους, που ανέρχονταν σε 1,631 εκατ. DEM, στις 29 Δεκεμβρίου 1999.

(37)

Μέτρα 13 και 23: Το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας χορήγησε τον Μάρτιο του 1994 εγγύηση 90 % για επενδυτικές πιστώσεις μέχρι ύψους 13,5 εκατ. DEM. Όταν καταβλήθηκαν τελικά οι πιστώσεις, η εγγύηση του μέτρου 13 κάλυπτε τις πιστώσεις 18 έως 22. Η εγγύηση του μέτρου 23 κάλυπτε πίστωση 1 εκατ. DEM που χορήγησε ιδιωτική τράπεζα με επιτόκιο 6,1 % το Φεβρουάριο του 1996.

(38)

Μέτρο 14: Μια ακόμη εγγύηση 90 % από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας το Μάρτιο του 1994 για πιστώσεις κεφαλαίων κίνησης ύψους 6,5 εκατ. DEM. Η πίστωση χορηγήθηκε πραγματικά το Σεπτέμβριο του 1995 από ιδιωτική τράπεζα με επιτόκιο 8,5 %. Η εν λόγω εγγύηση μειώθηκε σταδιακά και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1999.

(39)

Για τις εγγυήσεις αυτές η επιχείρηση κατέβαλε ετήσιο τέλος 0,75 %, το οποίο μειώθηκε σε 0,5 % μετά τον Ιούνιο του 1995.

(40)

Μέτρο 15: Επιχορήγηση σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), αρχικού ύψους 2 εκατ. DEM, που ανήλθε τελικά σε 2,5 εκατ. DEM και χορηγήθηκε στις 10 Μαΐου 1994.

(41)

Μέτρο 16: Δάνειο ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων («δάνειο EKH») ύψους 0,2 εκατ. DEM, που υποτίθεται ότι χορηγήθηκε στον επενδυτή κ. Raithel, τον Ιούνιο του 1994 βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων (7) στο πλαίσιο της ίδρυσης της Kahla II. Σύμφωνα με το καθεστώς αυτό ο επενδυτής έπρεπε να διαθέσει στην επιχείρηση το εν λόγω ποσό με μορφή ίδιων κεφαλαίων. Σύμφωνα με τη Γερμανία το δάνειο εξοφλήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2001.

(42)

Μέτρο 17: Δάνειο ύψους 1,8 εκατ. DEM που υποτίθεται ότι χορηγήθηκε βάσει του προγράμματος ERP ενθάρρυνσης ίδρυσης νέων επιχειρήσεων (8) το Μάιο του 1994.

(43)

Μέτρο 18: Επενδυτικό δάνειο ύψους 2 εκατ. DEM που υποτίθεται ότι χορηγήθηκε βάσει του προγράμματος ERP προώθησης των επενδύσεων σε υφιστάμενες επιχειρήσεις το Μάρτιο του 1995 (9).

(44)

Μέτρο 19: Επενδυτικό δάνειο ύψους 1 εκατ. DEM, που χορηγήθηκε από την Kreditanstalt für Wiederaufbau το Μάρτιο του 1993 (10).

(45)

Μέτρο 20: Επενδυτικό δάνειο ύψους 1,73 εκατ. DEM, που χορηγήθηκε τον Απρίλιο του 1995 βάσει του προγράμματος για την προστασία του περιβάλλοντος.

(46)

Μέτρο 21: Επενδυτικό δάνειο ύψους 3,45 εκατ. DEM που υποτίθεται ότι χορηγήθηκε βάσει του προγράμματος ERP για την προστασία του περιβάλλοντος τον Απρίλιο του 1995 (11).

(47)

Λόγω της μείωσης των επιτοκίων στην αγορά, το υπόλοιπο του δανείου αναχρηματοδοτήθηκε στις 30 Μαρτίου 1998 με νέο δάνειο της Hypovereinsbank, ύψους 7,329 εκατ. DEM, στο πλαίσιο των μέτρων 18-21. Το επιτόκιο του νέου δανείου ανερχόταν σε 5,9 %, ήταν συνεπώς μεγαλύτερο του ισχύοντος επιτοκίου αναφοράς ύψους 5,49 %. Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι από το μέτρο 13 παρασχέθηκε για το νέο αυτό δάνειο εγγύηση που κάλυπτε το 90 %.

(48)

Μέτρο 22: Επενδυτικό δάνειο ύψους 2 εκατ. DEM, που υποτίθεται ότι χορηγήθηκε βάσει του προγράμματος ERP προώθησης των επενδύσεων σε υφιστάμενες επιχειρήσεις το Μάρτιο του 1996 (12).

(49)

Μέτρο 23: Βλέπε στην παράγραφο (37).

(50)

Μέτρο 24: Τον Οκτώβριο του 1994 η Kahla II έλαβε από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας επενδυτικές επιχορηγήσεις ύψους 3,36 εκατ. DEM για επενδύσεις κατά την περίοδο 1994 έως 1996 (13).

(51)

Μέτρο 25: Κατά την περίοδο 1994 έως 1996 η επιχείρηση έλαβε επενδυτικά κίνητρα ύψους 0,838 εκατ. DEM (14).

(52)

Μέτρο 26: Επιχορηγήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης ύψους 1,549 εκατ. DEM κατά την περίοδο 1994 έως 1996.

(53)

Μέτρο 27: Κατά την περίοδο 1994 έως 1996 η επιχείρηση έλαβε επιχορηγήσεις για συμμετοχή σε εκθέσεις ύψους 122 414 DEM, επιχορηγήσεις για διαφήμιση ύψους 0,03 εκατ. DEM, έρευνα και ανάπτυξη ύψους 0,318 εκατ. DEM και την ένταξη εργαζομένων ύψους 0,021 εκατ. DEM.

(54)

Μέτρο 28: Το Δεκέμβριο του 1996 εγκρίθηκαν και άλλες επενδυτικές επιχορηγήσεις ύψους 1,67 εκατ. DEM για τα έτη 1997 έως 1999.

(55)

Μέτρο 29: Η επιχείρηση έλαβε επενδυτικά κίνητρα ύψους 0,365 εκατ. DEM για τα έτη 1997 έως 1999.

(56)

Μέτρο 30: Δάνειο ύψους 2,32 εκατ. DEM χορηγήθηκε το Μάιο του 1999 από ιδιωτική τράπεζα. Το εν λόγω δάνειο εξασφαλίσθηκε επίσης με εγγύηση 90 %, η οποία χορηγήθηκε τον Μάρτιο του 1994 από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας για επενδυτικές πιστώσεις μέχρι 13,5 εκατ. DEM (βλέπε μέτρα 13 και 23). Το εν λόγω δάνειο χορηγήθηκε με επιτόκιο 4,6 %.

(57)

Μέτρο 31: Πρόσθετες επιχορηγήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης ύψους 0,851 εκατ. DEM.

(58)

Μέτρο 32: Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων η επιχείρηση έλαβε κατά την περίοδο 1997 έως 1999 επιχορηγήσεις για συμμετοχή σε εκθέσεις, για διαφήμιση και την ένταξη εργαζομένων, ύψους 342 910 DEM, καθώς και επιχορηγήσεις για δαπάνες προσωπικού που είχε σχέση με ερευνητικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες, ύψους 8 602 DEM. Το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων ανήλθε, συνεπώς, σε 0,352 εκατ. DEM.

(59)

Επιπλέον, μετά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία δήλωσε ότι η επιχείρηση έκανε χρήση μιας διάταξης, που επιτρέπει την φθίνουσα μέθοδο απόσβεσης για τις επενδύσεις (ειδική απόσβεση). Η Γερμανία παραδέχεται ότι το εν λόγω μέτρο αποτελούσε πράγματι πλεονέκτημα για την επιχείρηση, επειδή κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο εμφάνιζε ζημίες κατά τα πρώτα χρόνια, αλλά κατέβαλε και λιγότερους φόρους. Η απώλεια εσόδων του κράτους από τη μείωση των φόρων πρέπει επίσης να θεωρηθεί κρατικό χρηματοοικονομικό μέτρο υπέρ της Kahla II (εφεξής μέτρο 33).

Γ.   Το σχέδιο

(60)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας, στις 25 Μαρτίου 1994 εκπονήθηκε σχέδιο χρηματοδότησης των αναγκών της Kahla II. Οι αρχικά σχεδιαζόμενες δαπάνες μειώθηκαν ελάχιστα, κατά 2 εκατ. DEM περίπου. Λεπτομερής καταγραφή γίνεται στον Πίνακα 5, ο οποίος ελήφθη από τα στοιχεία που υπέβαλε η Γερμανία (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 5

Δαπάνες

Σχεδιάσθηκαν

Πραγματοποιήθηκαν

(1994-1996)

Γήπεδα:

3,200

3,200

Κτίρια:

 

 

Μηχ/κός εξοπλισμός/Εγκατ/σεις

2,050

2,050

Εμπορεύματα:

2,136

1,472

Ανανέωση μηχ/κού εξοπλισμού

14,650

14,977

Άυλα περιουσιακά στοιχεία

 

 

Κεφάλαιο κίνησης:

14,854

12,709

Σύνολο

36,890

34,408

(61)

Για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών εκπονήθηκε το Μάρτιο του 1994 σχέδιο χρηματοδότησης, το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε επανειλημμένα. Ο πίνακας 6 ελήφθη από τα στοιχεία που υπέβαλε η Γερμανία. Τα πλάγια τυπωμένα στοιχεία αναφέρονται σε ιδιωτικούς, υποτίθεται, πόρους. (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 6

Μέτρο

Σχέδιο χρηματοδότησης

25.3.1994

26.4.1995

25.4.1996

Πραγματοποιήθηκαν

11

Αγορά μετοχών από την TIB

1,950

1,975

1,975

1,975

12

Μετοχικό δάνειο (TIB)

6,000

6,000

6,000

6,000

15

Επιχορήγηση προς ΜΜΕ

2,000

2,500

2,500

2,500

 

Δάνεια

13,500

 

 

 

18

KfW-ERP Πρόγραμμα προώθησης επενδύσεων σε υφιστάμενες επιχειρ.

 

2,000

2,000

2,000

19

KfW-Πρόγραμμα ενίσχυσης της μεσαίας τάξης

 

1,000

1,000

1,000

20

DtA-Πρόγραμμα προστασίας του περιβάλλοντος

 

1,730

1,730

1,730

21

ERP-Πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας

 

3,450

3,450

3,450

22

KfW-ERP Πρόγραμμα προώθησ. επενδύσεων σε υφιστάμενες επιχειρ.

 

 

2,000

2,000

 

Τραπεζικά δάνεια

 

5,320

3,320

1,000

(14)

Πίστωση κεφαλαίου κίνησης από τράπεζες

6,500

6,500

6,500

6,500

24

Επενδυτικές επιχορηγήσεις

3,370

3,340

3,340

3,360

25

Επενδυτικά κίνητρα

1,020

1,020

1,020

0,838

 

κ. Raithel (ιδιοκτήτης)

2,550

0,055

0,055

0,055

16

DtA- Ενίσχυση ιδίου κεφαλαίου

 

0,200

0,200

0,200

17

KfW-ERP-πρόγραμμα ενθάρρυνσης ίδρυσης νέων επιχειρ.

 

1,800

1,800

1,800

 

Σύνολο

36,890

36,890

36,890

34,408

(62)

Διαπιστώνεται ότι η συμμετοχή της TIB (μέτρο 11) αυξήθηκε το 1995 κατά 0,25 εκατ. DEM έναντι του αρχικά προβλεπόμενου ποσού. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι το αρχικό σχέδιο προέβλεπε δάνεια ύψους 13,5 εκατ. DEM. Για τα δάνεια αυτά, όπως και για τις πιστώσεις κεφαλαίου κίνησης ύψους 6,5 εκατ. DEM από ιδιωτική τράπεζα, το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας παρείχε εγγυήσεις 90 % (μέτρα 13 και 14). Το 1994 καταβλήθηκε η πίστωση του κεφαλαίου κίνησης. Τα δάνεια συνολικού ύψους 13,5 εκατ. DEM χορηγήθηκαν το 1995 (μέτρα 18-22) και εξασφαλίσθηκαν με εγγυήσεις 90 %.

(63)

Όσον αφορά τους δήθεν ιδιωτικούς πόρους διαπιστώνεται ότι η αρχικά προβλεπόμενη συνεισφορά από μέρους του επενδυτή, ύψους 2,555 εκατ. DEM μειώθηκε σε 2,055 εκατ. DEM, δηλαδή κατά 0,5 εκατ. DEM. Η «επιχορήγηση προς ΜΜΕ» (μέτρο 15) αυξήθηκε κατά 0,5 εκατ. DEM, δηλαδή ακριβώς κατά το ποσό κατά το οποίο μειώθηκε το ποσό του επενδυτή. Όταν καταβλήθηκε πραγματικά η υποτιθέμενη συμμετοχή του ιδιώτη επενδυτή, αυτή συνίστατο εκτός σε ένα ποσό μετρητών ύψους 0,055 εκατ. DEM από ίδιους πόρους του επενδυτή και δύο δάνεια ύψους 2 εκατ. DEM από κρατικές τράπεζες βάσει εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων (μέτρα 16 και 17).

(64)

Διαπιστώνεται ότι ο πίνακας 6, όπως διαβιβάσθηκε από τη Γερμανία, δεν κάνει καμιά παραπομπή στις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει των μέτρων 26 και 27 και το καθεστώς της ειδικής απόσβεσης που μπόρεσε να εφαρμόσει η επιχείρηση σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανίας (μέτρο 33). Σε ξεχωριστό πίνακα που διαβιβάστηκε στις 30 Ιανουαρίου 2002 η Γερμανία υποστήριξε ότι οι επενδύσεις που αποσβέσθηκαν κατά τα έτη 1994 και 1995 ανέρχονταν συνολικά σε 3,603 εκατ. DEM.

(65)

Η Γερμανία διαβίβασε και τον ακόλουθο πίνακα με διάφορες επενδύσεις που πραγματοποίησε η επιχείρηση κατά τα έτη 1997 και 1998 (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 7

Δαπάνες

Σχεδιάσθηκαν

Πραγματοποιήθηκαν

Μηχ/κός εξοπλισμός/Εγκατ/σεις

5,580

 

Άυλα περιουσιακά στοιχεία

0,150

 

Σύνολο

5,730

6,769

(66)

Η χρηματοδότηση των δαπανών αυτών εμφανίζεται λεπτομερώς στον πίνακα 8, όπως διαβιβάσθηκε από τη Γερμανία (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 8

Μέτρο

Χρηματοδότηση

Σχεδιάσθηκαν

Πραγματοποιήθηκαν

 

Εισφορά ιδίων κεφαλαίων

1,318

2,406

28

Επιχορηγήσεις επενδύσεων

1,670

1,670

29

Επενδυτικά κίνητρα

0,279

0,292

 

Άλλες πηγές

2,400

2,400

 

Σύνολο

5,730

6,769

(67)

Διαπιστώνεται ότι ο πίνακας 8, όπως διαβιβάσθηκε από τη Γερμανία, δεν κάνει καμιά παραπομπή στις επιχορηγήσεις που χορηγήθηκαν στα πλαίσια των μέτρων 31 και 32. Ωστόσο, για τη χρηματοδότηση των δαπανών του πίνακα 7 η Γερμανία υποστηρίζει ότι η επιχείρηση προέβη σε απόσβεση των επενδύσεων το πολύ 0,743 εκατ. DEM με τη μέθοδο της ειδικής απόσβεσης (μέτρο 33). Το τελευταίο αναφερόμενο ποσό περιλαμβάνεται πιθανόν στο στοιχείο «Άλλες πηγές» του πίνακα 8.

(68)

Η Γερμανία διαβίβασε ακόμη ένα επενδυτικό σχέδιο (15), στο οποίο εμφανίζονται λεπτομερώς οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1994-2000, καθώς και οι επενδύσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν κατά την περίοδο 2000-2003. Το εν λόγω σχέδιο αναφέρει μεγάλο αριθμό κυρίως μηχανημάτων και εγκαταστάσεων, στα οποία επένδυσε η επιχείρηση. Οι συνολικές δαπάνες της περιόδου 1994-2000 εμφανίζονται στον πίνακα 9, όπως διαβιβάσθηκε από τη Γερμανία (σε εκατ. DEM):

Πίνακας 9

1994

1995

1996

1997

1998

1999

2000

Σύνολο

8,504

4,540

1,933

1,846

4,923

1,370

0,790

23,906

(69)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το τελευταίο επενδυτικό σχέδιο περιλαμβάνει ένα μέρος των επενδύσεων που περιγράφονται στους πίνακες 5 έως 8. Οι σχετικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1994-1996 ανέρχονται συνολικά σε 14,977 εκατ. DEM. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στις πραγματικά υλοποιηθείσες επενδύσεις που εμφανίζονται στον πίνακα 5 και στο στοιχείο «Ανανέωση μηχανολογικού εξοπλισμού». Το συνολικό ποσό των επενδύσεων για τα έτη 1997 και 1998 αντιστοιχεί στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τον πίνακα 7.

Δ.   Ανάλυση της αγοράς

(70)

Τόσο η Kahla I όσο και η Kahla II παράγουν πορσελάνινα και κεραμικά σκεύη οικιακής χρήσης. Η Kahla II επεκτάθηκε και παράγει σήμερα προϊόντα και για τον επαγγελματικό τομέα, ιδίως για ξενοδοχεία, και για διακοσμητικούς σκοπούς, τα οποία επίσης εξάγονται.

(71)

Στον τομέα της επιτραπέζιας και της διακοσμητικής πορσελάνης διεξάγονται έντονες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Ενώ η διακοσμητική πορσελάνη παράγεται σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, οι παραγωγοί της επιτραπέζιας πορσελάνης συγκεντρώνονται κυρίως στη Βόρεια Βαυαρία (Γερμανία), στο Staffordshire (Ηνωμένο Βασίλειο) και στη Limousin (Γαλλία). Εκτός από μια πληθώρα μικρομεσαίων παραγωγών υπάρχει και μια σειρά μεγάλων επιχειρήσεων. Στις τελευταίες περιλαμβάνονται η Villeroy & Boch (Γερμανία/Λουξεμβούργο), η Hutschenreuther και η Rosenthal (Γερμανία), καθώς και η Royal Doulton και η Wedgewood (Ηνωμένο Βασίλειο), οι οποίες συγκεντρώνουν πάνω από το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής της Κοινότητας. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών του τομέα ξενοδοχείων και εστιατορίων δημιουργήθηκε ο κλάδος των «ξενοδοχειακών σκευών» που περιλαμβάνει ειδικά ανθεκτικά πορσελάνινα σκεύη. Κύριοι παραγωγοί και αγοραστές είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Ιταλία. Η στενή σχέση με τον τελικό καταναλωτή και ο αναγκαίος ανταγωνισμός στη σχεδίαση χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα αυτόν τον μεγάλης έντασης εργασίας κλάδο με το τεράστιο φάσμα προϊόντων του. Οι πωλήσεις προς τρίτες χώρες υπερβαίνουν ονομαστικά τις κοινοτικές εισαγωγές, αλλά από ποσοτική άποψη υπερέχουν οι εισαγωγές των εξαγωγών, κυρίως λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών τιμών των εισαγωγών από την Κίνα (16).

(72)

Στον κλάδο της πορσελάνης υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Παραγωγή και κατανάλωση σημείωσαν συνεχή αύξηση κατά την περίοδο 1984-1991, αλλά ακολούθησε κάμψη κατά τα έτη 1992 και 1993. Η ανάκαμψη που αναμενόταν το 1994 δεν ήλθε. Το εμπορικό ισοζύγιο των τελευταίων ετών ήταν θετικό, ωστόσο το μερίδιο των εισαγωγών αυξήθηκε αισθητά, ιδίως στα οικιακά σκεύη. Η αύξηση των εξαγωγών δεν μπορεί να αντισταθμίσει την πίεση του ανταγωνισμού στον τομέα αυτό. Αντίθετα, η τεταμένη κατάσταση λόγω ανταγωνισμού, συνδυαζόμενη με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, θα μπορούσε να οξυνθεί ακόμη περισσότερο λόγω της εισόδου στην αγορά νέων παραγωγών από τη Νοτιοανατολική Ασία και την Ανατολική Ευρώπη (κυρίως από την Τσεχική Δημοκρατία και την Ουγγαρία), οι οποίοι επωφελούνται από τις εμπορικές τους συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση (17).

III.   ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(73)

Κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή εξέτασε τα χρηματοοικονομικά μέτρα υπέρ της Kahla I και της Kahla II βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 61, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΧ. Τα μέτρα περιελάμβαναν κρατικούς πόρους και νόθευαν ή απειλούσαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών, παρέχοντας πλεονεκτήματα στις εν λόγω επιχειρήσεις. Κατά την προσωρινή τους αξιολόγηση η Kahla I και η Kahla II ήταν προβληματικές επιχειρήσεις, κατά την άποψη της Επιτροπής. Η Επιτροπή, επίσης, αμφέβαλε για το κατά πόσον το κράτος συμπεριφέρθηκε ως επιχειρηματίας, χορηγώντας στις εν λόγω επιχειρήσεις οικονομικούς πόρους. Στην προσωρινή αξιολόγηση τα μέτρα αυτά θεωρήθηκαν κρατική ενίσχυση.

(74)

Επειδή η Επιτροπή είχε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον οι εν λόγω ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας για τις ad-hoc ενισχύσεις προς την Kahla I και την Kahla II. Εκτός τούτου, η Γερμανία ισχυρίσθηκε ότι πάρα πολλά μέτρα ενίσχυσης χορηγήθηκαν βάσει εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί κατά πόσον τα μέτρα ήταν σύμφωνα με τα εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων, βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν. Γι’ αυτό και η Επιτροπή, στο πλαίσιο της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, εξέδωσε προς τη Γερμανία εντολή παροχής πληροφοριών, προκειμένου να διευκρινιστεί το θέμα αυτό.

(75)

Οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή ως απάντηση στην εντολή παροχής πληροφοριών διευκρίνισαν απλώς στην περίπτωση ορισμένων μέτρων που υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν βάσει εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, ότι πρόκειται για υφιστάμενες ενισχύσεις. Η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης, σε πολλά μέτρα λεπτομέρειες, οι οποίες δεν της είχαν κοινοποιηθεί προηγουμένως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επέκτεινε την επίσημη διαδικασία έρευνας, προκειμένου να κρίνει τα μέτρα που εξακολουθούν προφανώς να μην είναι σύμφωνα με τα εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων, καθώς και τα μέτρα για τα οποία ενημερώθηκε μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(76)

Στην επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 1999 η Γερμανία εξέφρασε την άποψη ότι κανένα από τα προηγούμενα χρηματοοικονομικά μέτρα δεν έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η Kahla II πρωτοσυστάθηκε το Φεβρουάριο του 1994 και δεν συνεχίσθηκε η επιχειρηματική δραστηριότητα της Kahla I. Σύμφωνα με τις γερμανικές δηλώσεις η Kahla II δεν είναι προβληματική επιχείρηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας η Γερμανία επέμεινε σ’ αυτό, για να στηρίξει δε την επιχειρηματολογία της υπέβαλε αρχικά δύο εκθέσεις που συνέταξαν σύμβουλοι στις 29 Νοεμβρίου 1993 και στις 11 Ιανουαρίου 1994. Μετά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Γερμανία υπέβαλε έκθεση που εκπόνησε άλλος σύμβουλος στις 21 Ιανουαρίου 2002.

(77)

Η Γερμανία δήλωσε κατ’ αρχήν ότι η πλειοψηφία των χρηματοοικονομικών μέτρων των δημόσιων οργανισμών δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ενίσχυση, επειδή οι κρατικές αρχές συμπεριφέρθηκαν όπως ένας επιχειρηματίας, όταν ενέκριναν την οικονομική ενίσχυση στην Kahla II. Τα υπόλοιπα χρηματοοικονομικά μέτρα υπέρ της Kahla II, που δεν θα ενέπιπταν στην αρχή του ιδιώτη επενδυτή της ελεύθερης αγοράς, είτε καλύπτονται από εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων, είτε πρέπει να θεωρηθούν ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, σύμφωνα με τη Γερμανία. Η Γερμανία διαβίβασε λεπτομερή στοιχεία και έγγραφα.

(78)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Γερμανία παραδέχθηκε ότι ορισμένα μέτρα θα μπορούσαν να συνιστούν ενισχύσεις ενώ ορισμένα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στους de-minimis κανόνες που περιέχονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (18) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (19) ή σε εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων. Η Γερμανία εξέφρασε ωστόσο την άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση οι ενισχύσεις πρέπει να θεωρηθούν επενδυτικές ενισχύσεις, που τηρούν τα περιφερειακά ανώτατα όρια ενίσχυσης. Επιπλέον, η Γερμανία διαβίβασε πολλά επενδυτικά σχέδια και συμπληρωματικά στοιχεία για το εν λόγω θέμα, συμπεριλαμβανομένης και μιας εκτίμησης για την ένταση της ενίσχυσης.

(79)

Τελειώνοντας, η Γερμανία ανέφερε ότι σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν δεχθεί κανένα από τα προαναφερθέντα επιχειρήματα,– ιδίως για το μέτρο 26 – θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσον η ενίσχυση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενίσχυση στην απασχόληση που συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

(80)

Στην επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2002 η Γερμανία δήλωσε, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα επιχειρήματα, ότι σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρούσε την Kahla II προβληματική επιχείρηση, τα σχετικά μέτρα ενίσχυσης θα έπρεπε να κριθούν ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης βάσει των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (20) (κατευθυντήριες γραμμές αναδιάρθρωσης).

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(81)

Μετά την κίνηση και την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την Kahla II, τις οποίες κοινοποίησε στη Γερμανία με επιστολές της 7ης Αυγούστου 2001 και της 6ης Μαρτίου 2002. Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Kahla II συμφωνούν σε γενικές γραμμές με εκείνα της Γερμανίας.

(82)

Στη συνέχεια έγινε και νέα καταγγελία ότι η Kahla ΙΙ έλαβε και άλλες ενισχύσεις. Η πληροφορία αυτή διαβιβάσθηκε στη Γερμανία με επιστολή της 30ης Απριλίου 2002. Στις 29 Μαΐου 2002 η Γερμανία απάντησε λέγοντας ότι η επιχείρηση δεν έλαβε καμιά άλλη επιχορήγηση εκτός εκείνων για τις οποίες ενημερώθηκε η Επιτροπή.

(83)

Στις 30 Ιουλίου 2002 η Kahla II υπέβαλε στην Επιτροπή και άλλες παρατηρήσεις που δεν περιείχαν νέα γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία, στις οποίες ωστόσο η Γερμανία επέμεινε στα προαναφερθέντα επιχειρήματά της, ότι η επιχείρηση δεν ήταν ποτέ προβληματική, ότι ορισμένα μέτρα δεν έπρεπε να θεωρηθούν ενισχύσεις και ότι οι ad-hoc ενισχύσεις θα έπρεπε να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά περιφερειακές ενισχύσεις.

VI.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

A.   Η επιχείρηση

(84)

Κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή δεν μπόρεσε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία να αποφανθεί κατά πόσον η Kahla I και η Kahla II ήταν ανεξάρτητες επιχειρήσεις και αν η Kahla II πρέπει να θεωρηθεί ως συνέχεια μιας επιχείρησης ή ως διάδοχη εταιρεία. Γι’ αυτό και η Γερμανία κλήθηκε να υποβάλει πλήρη στοιχεία, προκειμένου να διευκρινιστεί το εν λόγω θέμα.

(85)

Κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Kahla I και η Kahla II είναι δύο διαφορετικές νομικές οντότητες. Η Kahla II θεωρήθηκε διάδοχη εταιρεία, αφού συστάθηκε από τον κ. G. Raithel, για να συνεχίσει τις δραστηριότητες της σε πτώχευση ευρισκόμενης Kahla I και να αναλάβει τα περιουσιακά της στοιχεία. Στα διαθέσιμα έγγραφα η Kahla II χαρακτηρίζεται συχνά ως διάδοχη εταιρεία και η Επιτροπή διαπίστωσε ότι επήλθε μεταβολή στον έλεγχο, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τη νομική μορφή. Η Γερμανία δεν αντέκρουσε την άποψη αυτή.

(86)

Η πώληση των περιουσιακών στοιχείων στην Kahla II δεν έγινε με ανοικτό και άνευ όρων διαγωνισμό. Η Γερμανία δηλώνει ότι οι παράγοντες της αγοράς είχαν ενημερωθεί για το ότι πωλούνταν τα περιουσιακά της στοιχεία. Σύμφωνα με τη Γερμανία, μετά από διαπραγματεύσεις με δύο υποψήφιους επενδυτές ο σύνδικος της πτώχευσης επέλεξε τον κ. G. Raithel ως τον επενδυτή που υπέβαλε την καλύτερη προσφορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του συνδίκου της πτώχευσης οι λόγοι που επιλέχθηκε ο κ. G. Raithel ήταν αφενός η εμπειρία του στην αγορά πορσελάνης και αφετέρου το γεγονός ότι υπέβαλε σημαντικά υψηλότερη προσφορά από τον άλλο προσφέροντα που σύμφωνα με τη Γερμανία προσέφερε 1 DEM. Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι ο κ. G. Raithel προσέφερε πράγματι περισσότερο από 1 DEM, αλλά ότι η προσφερθείσα τιμή θα χρηματοδοτείτο από κρατικούς πόρους. Παρόλα αυτά, από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι ο κ. G. Raithel κατέβαλε 55 000 DEM από ίδιους πόρους και συνεπώς περισσότερα από 1 DEM. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων η Επιτροπή συμφωνεί με την άποψη της Γερμανίας ότι ο κ. G. Raithel υπέβαλε την καλύτερη προσφορά.

(87)

Η Επιτροπή παραδέχεται ότι η αξία του οικοπέδου της Kahla I βασιζόταν σε εκτίμηση ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Η Γερμανία δήλωσε ότι η αξία των παγίων κεφαλαίων και των αποθεμάτων – συνολικά 3,5 εκατ. DEM περίπου – δεν προσδιορίσθηκε βάσει εκτίμησης, επειδή υπήρχαν πρακτικά προβλήματα και μεγάλο μέρος των παγίων στοιχείων ήταν σε κακή κατάσταση κι έπρεπε να αντικατασταθούν. Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα αυτά, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλει για το ότι η τιμή που καταβλήθηκε για τα περιουσιακά στοιχεία της Kahla I δεν ανταποκρινόταν στην αγοραία αξία.

(88)

Όσον αφορά την πώληση του 49 % των μετοχών της TIB στην Kahla II που ακολούθησε, στα επόμενα κεφάλαια εξετάζεται αν αυτή ανταποκρίνεται στη συμπεριφορά ενός επενδυτή της ελεύθερης αγοράς. Η Επιτροπή διαπιστώνει ωστόσο ότι η εκχώρηση των μετοχών στον κ. G. Raithel και τον υιό του στις 31 Δεκεμβρίου 1999 δεν έγινε με ανοικτό, διαφανή και άνευ περιορισμών διαγωνισμό.

(89)

Η TIB είναι κρατικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την πολιτική της, η Επιτροπή θεωρεί ότι η τιμή πώλησης κρατικών μετοχών δεν περιέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης όταν οι μετοχές διατίθενται στο πλαίσιο ανοικτού διαγωνισμού άνευ όρων και διακρίσεων. Βεβαίως τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τη διαδικασία αυτή κατά την εκχώρηση κρατικών μετοχών.

(90)

Αν δεν εφαρμοσθεί μια τέτοια διαδικασία, η τιμή πώλησης μπορεί να περιέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Γι’ αυτό και η Επιτροπή μπορεί κατά περίπτωση να εξετάζει κατά πόσον η τιμή πώλησης ανταποκρίνεται λογικά στην αξία της κρατικής συμμετοχής. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η τιμή των μετοχών που πωλήθηκαν στον κ. G. Raithel και τον υιό του ήταν υψηλότερη από την τιμή που κατέβαλε η ίδια η TIB πριν από έξι χρόνια σχεδόν. Διαπιστώνεται ακόμη ότι η πώληση αφορούσε μειοψηφικό πακέτο μετοχών. Τέλος, τονίζεται ότι δεν κατατέθηκε καμία καταγγελία στο πλαίσιο της κίνησης ή της επέκτασης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι αποκλείσθηκε αυθαίρετα από την πώληση και ότι κανείς από τους μετόχους δεν κατέθεσε προσφορά. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ενίσχυσης στην πώληση των εν λόγω μετοχών, κατά την άποψη της Επιτροπής.

B.   Ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παρ. 1, της Συνθήκης ΕΚ

(91)

Στην Kahla I και την Kahla II χορηγήθηκαν οικονομικές ενισχύσεις από κρατικούς πόρους που προσέφεραν πλεονεκτήματα και στις δύο επιχειρήσεις έναντι των ανταγωνιστών τους. Τα γεγονότα που περιγράφονται στα έγγραφα δείχνουν ότι, όταν οργανισμοί που βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο χορηγούν δάνεια και μετοχές σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η TIB στην Kahla II, οι δραστηριότητές τους πρέπει να καταλογίζονται σαφώς στο κράτος. Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στην έκθεση της 29ης Νοεμβρίου 1993 ενός συμβούλου, σύμφωνα με την οποία το όλο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Kahla πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των προσπαθειών της περιφερειακής κυβέρνησης να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας στην Kahla (21). Επειδή η αγορά πορσελάνης είναι μια ευρωπαϊκή αγορά που χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό και πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, τα οικονομικά πλεονεκτήματα που προσφέρουν σε μια επιχείρηση πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

(92)

Όσον αφορά την Kahla I, η Επιτροπή κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα 2, 3 και 9 δεν συνιστούν ενισχύσεις. Τα υπόλοιπα μέτρα που έλαβε η Γερμανία εξακολουθούν να θεωρούνται ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ. Η Γερμανία δεν αντέκρουσε την άποψη αυτή, η οποία κατά συνέπεια εξακολουθεί να ισχύει.

(93)

Όσον αφορά την Kahla II, η Γερμανία εξακολουθεί να έχει τη γνώμη ότι πρόκειται για νέα επιχείρηση που δεν εξασφαλίζει την επιχειρηματική συνέχεια της Kahla I και η οποία δεν υπήρξε ποτέ προβληματική. Γι’ αυτό και οι δημόσιες αρχές ενήργησαν όπως ένας επενδυτής της ελεύθερης αγοράς κατά τη χορήγηση της οικονομικής τους ενίσχυσης. Η Επιτροπή θα εξετάσει κατ’ αρχήν αν οι δημόσιοι οργανισμοί που προσέφεραν οικονομική ενίσχυση στην Kahla II ενήργησαν όπως ένας επενδυτής της ελεύθερης αγοράς και στη συνέχεια το θέμα των δυσχερειών της επιχείρησης.

(94)

Η Γερμανία υπέβαλε δύο εκθέσεις που συνέταξαν σύμβουλοι, για να στηρίξει τη θέση της ότι οι δημόσιοι οργανισμοί που προσέφεραν οικονομική ενίσχυση στην Kahla II ενήργησαν ως επενδυτές της ελεύθερης αγοράς.

(95)

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 91, η πρώτη έκθεση της 29ης Νοεμβρίου 1993 προτείνει ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης για τη διάδοχη εταιρεία ενόψει των προσπαθειών της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας στην Kahla (22). Η αναδιάρθρωση θα γινόταν κατά την περίοδο 1994-1997 και θα στοίχιζε συνολικά 18,779 εκατ. DEM. Σε κερδοφορία θα έφθανε το 1996, με θετικό αποτέλεσμα ύψους 0,101 εκατ. DEM.

(96)

Η δεύτερη έκθεση συντάχθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1994 για την TIB, πριν αυτή αποκτήσει το 49 % των μετοχών της επιχείρησης. Η μελέτη αναφέρει ότι στόχος της TIB είναι η διατήρηση και η δημιουργία θέσεων εργασίας στη Θουριγγία (23). Στη μελέτη επισημαίνεται ότι η αποκατάσταση της βιωσιμότητας θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με αναδιάρθρωση με τη στήριξη των κρατικών αρχών. Σε κερδοφορία θα έφθανε το 1996, με θετικό αποτέλεσμα ύψους 1,394 εκατ. DEM. Εκτός τούτου η μελέτη ανέφερε ότι η κρατική δέσμευση υπέρ της Kahla II εμπεριείχε πολλούς κινδύνους και αποκλείσθηκε κάθε δυνατότητα επιστροφής της οικονομικής στήριξης από την επιχείρηση πριν από το 1998.

(97)

Λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις αυτές η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα κρατικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – ιδίως η TIB – δεν ενήργησαν όπως ένας επιχειρηματίας της αγοράς, χορηγώντας στη Kahla II οικονομική βοήθεια. Οι εν λόγω εκθέσεις αποδεικνύουν σαφώς ότι στόχος της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους και των χρηματοπιστωτικών της ιδρυμάτων ήταν η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Αυτός δεν είναι ο κύριος στόχος ενός επιχειρηματία της αγοράς. Εκτός τούτου, οι εκθέσεις προβλέπουν ζημιές για δύο χρόνια περίπου και δεν εξετάζουν κανένα αντάλλαγμα για τη συμμετοχή των αρχών, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση οποιουδήποτε επιχειρηματία της αγοράς.

(98)

Όσον αφορά την αγορά των μετοχών από την TIB, η Επιτροπή δεν μπορεί παρά να επιμείνει ότι δεν συμφωνεί με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή της ελεύθερης αγοράς με αποτέλεσμα η εν λόγω αγορά μετοχών να πρέπει να θεωρηθεί ως ενίσχυση. Το γεγονός ότι η TIB πώλησε πέντε χρόνια αργότερα το ποσοστό της στον πλειοψηφικό μέτοχο G. Raithel και τον υιό του και μάλιστα σε τιμή υψηλότερη από εκείνη που κατέβαλε το 1994 δεν αλλάζει τίποτε στο εν λόγω συμπέρασμα. Η συμπεριφορά της TIB πρέπει να κριθεί ex ante, λαμβάνοντας υπόψη τους δυνητικούς κινδύνους και τα αναμενόμενα έσοδα. Βάσει των τότε διαθέσιμων εκθέσεων οι κίνδυνοι αυτοί ήταν υψηλοί (24), ωστόσο δεν ελήφθη κανένα μέτρο για την αντιμετώπισή τους. Επιπλέον, δεν έγινε ανάλυση των μελλοντικών εσόδων και το κέρδος που αποκόμισε η TIB στην πραγματικότητα είναι ελάχιστο.

(99)

Παρά τα λεγόμενα της Γερμανίας, οι συνθήκες αγοράς των μετοχών από την TIB δεν μπορούν να συγκριθούν με τις συνθήκες του ιδιώτη χρηματοδότη Raithel. Ο Raithel υποτίθεται ότι επένδυσε στην επιχείρηση 2,055 εκατ. DEM. Ωστόσο, μόνον τα 0,055 εκατ. DEM προέρχονταν από ιδιωτικούς πόρους. Τα υπόλοιπα 2 εκατ. DEM προέρχονταν από κρατικούς πόρους υπό μορφή 2 δανείων τα οποία χορηγήθηκαν στον Raithel (μέτρα 16 και 17). Εκτός τούτου, ένα από τα δάνεια αυτά (μέτρο 16) καλυπτόταν από εγγύηση του ομοσπονδιακού κράτους έναντι της χορηγείσας αυτό Deutsche Ausgleichbank, ενώ για το άλλο (μέτρο 17) ενεγράφη πρώτη υποθήκη στο οικόπεδο της Kahla II (25). Η TIB, αντίθετα, διέθεσε στην επιχείρηση 1,975 εκατ. DEM από δικούς της πόρους υπό μορφή αγοράς μετοχών. Το εν λόγω ποσό συνιστούσε ίδιο κεφάλαιο, μειωμένης εξασφάλισης σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών. Συνεπώς, ο κίνδυνος που ανέλαβε η TIB είναι σαφώς υψηλότερος από τον κίνδυνο του ιδιώτη χρηματοδότη. Όπως θα αναφερθεί στην παράγραφο 111, ο κ. G. Raithel είχε επιπλέον το δικαίωμα της υπαναχώρησης από τη σύμβαση, αν δεν καταβαλλόταν η συμμετοχή της TIB και/ή τα άλλα μέτρα, ενώ η TIB δεν διέθετε τέτοια δικαιώματα. Γι’ αυτό και συμμετοχή της TIB δεν συμφωνεί με την αρχή του ιδιώτη χρηματοδότη.

(100)

Όσον αφορά τα υπόλοιπα μέτρα που έλαβε η Γερμανία, ένας επενδυτής της ελεύθερης αγοράς, λόγω της ειδικής κατάστασης της επιχείρησης και του γεγονότος ότι δραστηριοποιείται σε αγορά χαρακτηριζόμενη από διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα θα χορηγούσε οικονομική στήριξη μόνον υπό όρους, οι οποίοι θα λάμβαναν υπόψη τα δεδομένα αυτά.

(101)

Η Επιτροπή θα εξετάσει κατ’ αρχήν τις πιστώσεις που χορήγησε η TIB και οι κρατικές τράπεζες. Οι εν λόγω πιστώσεις εμφανίζονται συνοπτικά στον πίνακα 10:

Πίνακας 10

Μέτρο

Ποσό

(DEM)

Επιτόκιο

Επιτόκιο αναφοράς

Εξασφαλίσεις

12

6 εκατ.

12 % (26)

6,62 %

16

0,2 εκατ.

0 % - 5 % (27)

6,62 %

Ομοσπονδιακή εγγύηση

17

1,8 εκατ.

5,5 %

6,62 %

Εμπράγματο βάρος επί των ακινήτων για 1,8 εκατ. DEM με εγγραφή πρώτης υποθήκης. Επικουρικά, εμπράγματο βάρος επί των ακινήτων για 20 εκατ. DEM

18

2 εκατ.

6,5 %

8,28 %

Εμπράγματο βάρος επί των ακινήτων για 1.8 εκατ. DEM με εγγραφή δεύτερης υποθήκης. Εμπράγματο βάρος για 20 εκατ. DEM με εγγραφή δεύτερης και τρίτης υποθήκης. Εκχώρηση σε τρίτους των μηχανημάτων και των δικαιωμάτων, εκχώρηση αποθεμάτων, εκχώρηση απαιτήσεων πελατών, εγγύηση 90% από το ομόσπ. κράτος της Θουριγγίας

19

1 εκατ.

6,75 %

8,28 %

Όπως το μέτρο 18

20

1,73 εκατ.

6,65 %

8,28 %

Όπως το μέτρο 18

21

3,45 εκατ.

6,65 %

8,28 %

Όπως το μέτρο 18

22

2 εκατ.

5 %

7,33 %

Όπως το μέτρο 18

(102)

Ο πίνακας 10 αποδεικνύει ότι τα κρατικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν ενήργησαν ως επιχειρηματίας της ελεύθερης αγοράς. Λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το μετοχικό δάνειο της TIB (μέτρο 12), διαπιστώνεται ότι το συμφωνηθέν επιτόκιο ανερχόταν σε 12 %, αλλά το ύψος των τόκων περιοριζόταν στο 50 % του ετήσιου πλεονάσματος. Στις εκθέσεις τονιζόταν ότι η Kahla II δεν επρόκειτο να σημειώσει κέρδη, τουλάχιστον την πρώτη διετία. Και αυτό επαληθεύτηκε. Δεν συμφωνήθηκε υψηλότερο επιτόκιο για να αντισταθμισθούν τα χρόνια για τα οποία ήταν απίθανη η καταβολή τόκων. Κατά συνέπεια, η TIB εν γνώσει της χορήγησε μετοχικό δάνειο, το οποίο δεν συνδεόταν με πρόσθετα δικαιώματα ψήφου, χωρίς να απαιτεί κάποιες ασφάλειες και με επιτόκιο 0 % για περίοδο τουλάχιστον δύο ετών. Δεν συμφωνήθηκε επασφάλιστρο για τους κινδύνους που προβλέπονταν στην έκθεση βάσει της οποίας χορηγήθηκε το μετοχικό δάνειο (και αγοράσθηκαν οι μετοχές). Όσον αφορά τα υπόλοιπα δάνεια, ο πίνακας δείχνει ότι όλα χορηγήθηκαν με επιτόκιο χαμηλότερο από το επιτόκιο αναφοράς. Όσον αφορά τις εξασφαλίσεις, είτε παρασχέθηκαν από τις αρχές, είτε προσφέρθηκαν ως εγγύηση επανειλημμένα τα ίδια περιουσιακά στοιχεία για όλα τα δάνεια. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν εκτιμήθηκαν από ανεξάρτητους εκτιμητές, με αποτέλεσμα η πραγματική τους αξία να είναι αμφισβητήσιμη. Εκτός τούτου υπενθυμίζεται ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία χρηματοδοτήθηκαν με κρατική στήριξη.

(103)

Η εγγυητική σύμβαση προέβλεπε ότι θα προσφερόταν δευτερευόντως από τον κ. G. Raithel εγγύηση 0,7 εκατ. DEM, εκτός αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι προσέφερε προσωπική εγγύηση για το δάνειο ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων (δάνειο EKH, μέτρο 16). Η σύμβαση του δανείου του μέτρου 16 δεν αναφέρει καμία προσωπική εγγύηση αλλά μια ομοσπονδιακή εγγύηση. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν ενημερώθηκε ποτέ για το ότι δεν παρασχέθηκε ποτέ αυτή η εγγύηση ύψους 0,7 εκατ. DEM. Εν πάσει περιπτώσει, σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή το δάνειο εξασφαλίσθηκε όχι με προσωπική εγγύηση αλλά με εγγύηση του ομοσπονδιακού κράτους. Ακόμη κι αν είχε παρασχεθεί, θα είχε δευτερεύουσα θέση, μετά από όλες τις άλλες ασφάλειες και θα κάλυπτε μικρό μόνο μέρος του πιθανόν πολύ μεγάλου κινδύνου υπερημερίας. Λόγω του γεγονότος αυτού η Επιτροπή δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι κρατικές τράπεζες και τα ιδρύματα δεν ενήργησαν ως επιχειρηματίας που ενεργεί με τους κανόνες της αγοράς. Επιπλέον, η ίδια η Γερμανία χαρακτηρίζει τα δάνεια των μέτρων 16-22 ως υφιστάμενη ενίσχυση (28). Και η Επιτροπή, όπως και η Γερμανία, έχει την άποψη ότι συνιστούν ενισχύσεις. Η κατάταξή τους σε υφιστάμενες ενισχύσεις θα εξετασθεί στα επόμενα κεφάλαια.

(104)

Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις (μέτρα 15, 24-29, 31-32), κανένας επιχειρηματίας της αγοράς, κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν θα χορηγούσε μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις. Η Γερμανία δεν αμφισβήτησε το γεγονός αυτό. Όσον αφορά τις εγγυήσεις του ομόσπονδου κράτους που κάλυπταν το 90 % του οφειλόμενου ποσού (μέτρα 13, 14, 23 και 30), και η ίδια η Γερμανία παραδέχεται τελικά ότι συνιστούν ενισχύσεις. Λόγω του υψηλού κινδύνου που συνεπάγονται και της έλλειψης αντίστοιχου επασφάλιστρου, η Επιτροπή συμμερίζεται πλήρως την άποψη αυτή. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να εξεταστεί περαιτέρω το εν λόγω θέμα. Οι εγγυήσεις αυτές εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας σύμφωνα με τη Γερμανία. Αυτό θα εξετασθεί στο κεφάλαιο Δ της αξιολόγησης.

(105)

Κατόπιν των ανωτέρω η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κρατικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χορήγησαν στην Kahla II τη στήριξη υπό όρους που θα μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνους ενός επιχειρηματία της αγοράς. Κατά συνέπεια, όλα τα μέτρα της Γερμανίας εξακολουθούν να θεωρούνται ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

(106)

Η Kahla II είναι διάδοχη εταιρεία, δηλαδή νεοσυσταθείσα επιχείρηση που εξαγόρασε τα περιουσιακά στοιχεία μιας σε πτώχευση ευρισκόμενης επιχείρησης. Οι διάδοχες εταιρείες, οι οποίες εμφανίσθηκαν ειδικά στην Ανατολική Γερμανία, μολονότι είναι νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις μπορούν, παρά ταύτα, να θεωρηθούν προβληματικές. Αυτό έγκειται στο ότι οι επιχειρήσεις αυτές εξαγοράζουν τα περιουσιακά στοιχεία μιας σε πτώχευση ευρισκόμενης επιχείρησης και συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους, και μάλιστα χωρίς συνήθως να κάνουν προηγουμένως κάποιες αποδεκτές αναδιαρθρώσεις. Οι διάδοχες εταιρείες, συνεπώς, «κληρονομούν» μια σειρά διαρθρωτικών προβλημάτων και απαιτούν ουσιαστικές αλλαγές για να μπορέσουν να δραστηριοποιηθούν στην ελεύθερη οικονομία. Στις αλλαγές αυτές περιλαμβάνονται επενδύσεις για την αντικατάσταση και τον εκσυγχρονισμό των παλαιών μηχανημάτων και των εγκαταστάσεων, αλλαγές στη διάρθρωση της επιχείρησης (παραδοσιακά μεγάλα συγκροτήματα που δραστηριοποιούνταν στα πλαίσια της διευθυνόμενης οικονομίας), μείωση προσωπικού (τα ανατολικογερμανικά συγκροτήματα απασχολούσαν κατά κανόνα πολύ προσωπικό), παραγωγή νέων προϊόντων, μάρκετινγκ κλπ. Εκτός τούτου, πρέπει να οικοδομηθεί εκ νέου η εμπιστοσύνη των πελατών, των προμηθευτών και των πιστωτικών ιδρυμάτων, επειδή η διάδοχη εταιρεία είναι κληρονόμος μιας αποτυχημένης επιχείρησης. Κατ’ αυτήν την έννοια, δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλη νεοσυσταθείσα επιχείρηση.

(107)

Η προσαρμογή γίνεται κατά κανόνα με αναδιάρθρωση, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις περιλαμβάνει κρατικές ενισχύσεις. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των νέων ομόσπονδων κρατών, ενέκρινε ένα ευέλικτο και γενναιόδωρο σχέδιο, που επέτρεπε στις διάδοχες εταιρείες να κάνουν χρήση των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης μέχρι το τέλος του 1999. Η εν λόγω πρακτική έχει κωδικοποιηθεί στην υποσημείωση 10 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (1999) (29). Λόγω της ιδιαίτερης κατάστασής τους οι διάδοχες εταιρείες αποτελούν εξαιρέσεις του κανόνα ότι οι νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις δεν είναι επιλέξιμες για ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(108)

Στο πλαίσιο μιας άλλης διαδικασίας (30) η Γερμανία είχε δηλώσει κατηγορηματικά με επιστολές της 5ης Μαρτίου και 6ης Μαΐου 1999 ότι η Kahla II ήταν προβληματική επιχείρηση. Δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, η Γερμανία με επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 2001 αντέκρουσε τα προηγούμενα στοιχεία και δήλωσε ότι η Kahla II δεν ήταν ποτέ προβληματική. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Γερμανία υποστηρίζει ότι η Kahla II δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική, επειδή δεν πληρούνται όλοι οι όροι που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

(109)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων δεν δίνουν ακριβή ορισμό της προβληματικής επιχείρησης, αλλά αναφέρουν τυπικά συμπτώματα. Στην περίπτωση της Kahla II πληρούται το γενικό κριτήριο που αναφέρεται στο κεφάλαιο 2.1 των κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση (1994) σύμφωνα με το οποίο μια προβληματική επιχείρηση ορίζεται ως εξής: Προβληματική είναι μια επιχείρηση «η οποία δεν είναι σε θέση να εξυγιανθεί με ίδιους πόρους ή συγκεντρώνοντας τα κεφάλαια που χρειάζεται από μετόχους ή μέσω δανεισμού.» Αυτό διαπιστώνεται στις διαθέσιμες κατά το χρόνο σύστασης της Kahla II και χορήγησης της ενίσχυσης (τον καθοριστικό για την αξιολόγηση χρόνο) εκθέσεις (31). Σ’ αυτές η Kahla II θεωρείται προβληματική και περιγράφεται μια αναδιάρθρωση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας (32). Εκ των υστέρων αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες η επιχείρηση δεν έλαβε ποτέ οικονομικούς πόρους από τράπεζες χωρίς κρατική ενίσχυση (33).

(110)

Πράγματι, ορισμένοι από τους δείκτες που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων δεν προβλέπονται στις διάδοχες εταιρείες, επειδή πρόκειται για νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις, στις οποίες δεν μπορεί να ελεγχθεί η πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων κατά το παρελθόν. Κατά συνέπεια, κατά το χρόνο της σύστασης τους δεν εμφανίζουν τα συμπτώματα της μειούμενης αποδοτικότητας ή των αυξανόμενων ζημιών, του φθίνοντος κύκλου εργασιών, της μεγέθυνσης των αποθεμάτων, της μείωσης των εσόδων, της ανόδου των επιβαρύνσεων των τόκων κλπ. Εδώ η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι διάδοχες εταιρείες αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα βάσει του οποίου οι νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις δεν δύνανται να θεωρηθούν προβληματικές και ως εκ τούτου δεν μπορούν να λάβουν ενισχύσεις αναδιάρθρωσης.

(111)

Από την άλλη πλευρά, στις διάδοχες εταιρείες εφαρμόζονται στην πράξη άλλοι δείκτες, ιδίως της χαμηλής καθαρής αξίας του ενεργητικού. Στην περίπτωση της Kahla II η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι είναι διάδοχος μιας επιχείρησης υπό εκκαθάριση και γι’ αυτό πιθανώς να έχει χάσει την εμπιστοσύνη μιας σειράς πελατών, προμηθευτών και πιστωτικών ιδρυμάτων. Έτσι και η εξαγορά ακόμη των περιουσιακών στοιχείων εξαρτάτο από την κρατική στήριξη. Η σύμβαση αγοράς των περιουσιακών στοιχείων της Kahla I προέβλεπε ότι ο νέος επενδυτής, ο κ. G. Raithel, είχε δικαίωμα να υπαναχωρήσει αν δεν εξασφαλιζόταν η χρηματοδότηση που περιελάμβανε διάφορα κρατικά μέτρα (όπως συμμετοχή της TIB και κρατικά δάνεια) (34). Επιπλέον η Kahla II ανέλαβε τα περιουσιακά στοιχεία της Kahla I, η οποία ποτέ δεν προέβη σε επιτυχή αναδιάρθρωση και εξαιτίας αυτού υποχρεώθηκε να κηρύξει πτώχευση. Εκ των υστέρων γίνεται σαφές ότι τα διαρθρωτικά προβλήματα μεταβιβάσθηκαν, επειδή η Kahla II δεν έλαβε καμιά ιδιωτική χρηματοδότηση χωρίς κρατική στήριξη.

(112)

Ένας άλλος δείκτης είναι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των εργαζόμενων. Επειδή η κρατική υποστήριξη που χορηγείται στις διάδοχες εταιρείες συνδέεται συνήθως με τη διατήρηση θέσεων εργασίας, αυτή συνεπάγεται την πρόσθετη επιβάρυνση ότι πρέπει να διατηρηθεί συγκεκριμένος αριθμός θέσεων εργασίας για κάποιο χρονικό διάστημα. Όπως αποδεικνύεται στις εκθέσεις που αναφέρθηκαν στην παράγραφο 91, κύριος στόχος της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους ήταν η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Κατά τα επόμενα χρόνια η Kahla II μείωσε τον αριθμό τους. Από το γεγονός αυτό, συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην αρχή απασχολούσε υπερβολικό αριθμό ατόμων.

(113)

Επειδή, εκτός τούτου, οι διάδοχες εταιρείες είναι υποχρεωμένες να προβούν σε αναδιαρθρώσεις, ώστε να μπορέσουν να δραστηριοποιηθούν στην οικονομία της αγοράς, εμφανίζονται ζημιές κατά τα πρώτα χρόνια, τα έσοδα δεν αυξάνουν και οι αναγκαίες επενδύσεις συνεπάγονται μεγάλη άνοδο των χρεών και των τόκων. Αυτό συνέβη και στην Kahla II. Η Γερμανία, βέβαια, ποτέ δεν χαρακτήρισε τη διαδικασία που εκτυλίχθηκε στην Kahla II ως αναδιάρθρωση, αλλά η Επιτροπή διαπιστώνει ότι και στις δύο εκθέσεις, του Νοεμβρίου 1993 και του Ιανουαρίου 1994, προτάθηκε αναδιάρθρωση αναγκαία για την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της. Επιπλέον, σε μια έκθεση της Projekt Management Eschbach (PME), που υπέβαλε η Γερμανία σε σχέση με άλλη διαδικασία (35), η Kahla II περιγράφεται ως επιχείρηση που βρίσκεται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης και η οποία δεν θα ολοκληρωνόταν πριν από το 1996 (36). Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια διαδικασία δεν είναι τυπική για μια υγιή επιχείρηση.

(114)

Επιπλέον, η Γερμανία θεωρεί ότι οι ζημιές που εμφάνισε η Kahla II κατά τα πρώτα χρόνια οφείλονταν απλώς στην εφαρμογή ενός καθεστώτος ειδικής απόσβεσης (μέτρο 33). Η Επιτροπή φρονεί, ωστόσο, ότι λόγω της εφαρμογής αυτού του καθεστώτος απόσβεσης εμφανίσθηκαν ενδεχομένως μεγαλύτερες ζημιές, αλλά η επιχείρηση, χωρίς την κρατική στήριξη, ασφαλώς θα πραγματοποιούσε πολύ μεγαλύτερες ζημιές και πιθανόν να εξαφανιζόταν από την αγορά. Διαπιστώνεται ότι η κρατική στήριξη θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση της επιχείρησης και την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της στις εκθέσεις που υπέβαλε η Γερμανία το 1993 και το 1994.

(115)

Για να στηρίξει το επιχείρημά της ότι η Kahla II δεν υπήρξε ποτέ προβληματική επιχείρηση, η Γερμανία υπέβαλε έκθεση που συνέταξε κάποιος σύμβουλος στις 21 Ιανουαρίου 2002:

Πίνακας 11

 

1994

1995

1996

1997

1998

1999

2000

Κύκλος εργασιών (εκατ. DEM)

23,19

28,95

31,46

39,10

34,34

35,81

41,60

Αποτέλεσμα εκμετ/σης προ φόρων (εκατ. DEM)

[…] (37)

Έσοδα (εκατ. DEM)

[…]

Αποθέματα

[…]

Αξιοποίηση παραγωγικής ικανότητας %

[…]

Ίδια κεφάλαια %

[…]

Ξένα κεφάλαια %

[…]

(116)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο πίνακας 11 αποτελεί εκ των υστέρων αποτίμηση του ιστορικού της επιχείρησης. Χρήσιμη είναι επίσης η διαπίστωση ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις των εκθέσεων που υπήρχαν το 1994 ότι δηλαδή θα υπήρχαν ζημιές τουλάχιστον κατά την πρώτη διετία. Η Επιτροπή, ωστόσο, θα πρέπει να κάνει την αξιολόγησή της ex-ante, να διαπιστώσει δηλαδή αν η Γερμανία ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη Συνθήκη ΕΚ μετά το 1994 και κοινοποίησε την ενίσχυση. Αν η Γερμανία ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις της, η Επιτροπή θα έκανε την αξιολόγησή της βάσει των εκθέσεων που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Όπως διαπιστώθηκε ήδη στις παραγράφους 95, 96 και 113, οι εν λόγω εκθέσεις βασίζονταν στη βασική προϋπόθεση ότι η επιχείρηση έπρεπε να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά της και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η κρατική υποστήριξη ήταν απόλυτα καθοριστική για την υλοποίηση του στόχου αυτού. Λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω εκθέσεις η Επιτροπή θα θεωρούσε την Kahla II προβληματική επιχείρηση, σύμφωνα με την πάγια τακτική της. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αλλάξει ex post εξαιτίας του ότι τα προβλήματα ξεπεράσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, χάρη στη χορήγηση σημαντικών ενισχύσεων.

(117)

Συνολικά η Επιτροπή, βάσει των εκθέσεων που υπήρχαν την σχετική χρονική στιγμή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Kahla II δεν ήταν σε θέση να εξυγιανθεί με ίδιους πόρους ή συγκεντρώνοντας κεφάλαια με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Η Επιτροπή διαπιστώνει ιδιαίτερα ότι η Γερμανία παραδέχθηκε σαφώς το γεγονός αυτό το 1999. Επιπλέον, η επιχείρηση ενδεχομένως να εξαφανιζόταν από την αγορά χωρίς κρατική υποστήριξη. Δεν έχει σημασία το ότι δεν είναι εφαρμόσιμοι στην Kahla II όλοι οι δείκτες που αναφέρονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων διότι δεν περιλαμβάνουν έναν πλήρη κατάλογο τυπικών συμπτωμάτων ούτε πλήρη και σωρευτικό κατάλογο των κριτηρίων.

(118)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εμμένει στην άποψή της ότι η Kahla II ήταν προβληματική από το 1994 μέχρι τα τέλη του 1996 οπότε, για πρώτη φορά, παρουσίασε ελαφρά θετικό αποτέλεσμα, πιθανότατα χάρη στη χορηγηθείσα ενίσχυση, και το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων άρχισε να αυξάνει. Η Επιτροπή φρονεί ότι η έλλειψη της ιδιωτικής χρηματοδότησης χωρίς κρατική στήριξη και τα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή.

Γ.   Ενισχύσεις που υποτίθεται ότι καλύπτονται από εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων

(119)

Μέρος των ενισχύσεων υπέρ της Kahla I και της Kahla II υποτίθεται ότι χορηγήθηκε στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων. Επειδή η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσον τα μέτρα των ενισχύσεων αυτών ήταν σύμφωνα με τους όρους των καθεστώτων βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν, κάλεσε τη Γερμανία, με εντολή παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (38), να της διαβιβάσει όλα τα αναγκαία για την αξιολόγηση έγγραφα, στοιχεία και δεδομένα. Εφόσον οι πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία είναι ανεπαρκείς για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέτρα καλύπτονται από το οικείο πρόγραμμα, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει βάσει των διαθέσιμων στοιχείων.

(120)

Κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα 1, 4, 5, 6, 7 και 10 υπέρ της Kahla I συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις που δεν πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την άποψή της ότι το μέτρο 8 δεν χορηγήθηκε στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων και πρέπει να αξιολογηθεί ως ad-hoc ενίσχυση.

(121)

Όσον αφορά την Kahla II η Επιτροπή κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα 28 και 29 υπέρ της Kahla II συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις που δεν πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου από την Επιτροπή. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την άποψή της ότι τα μέτρα 11, 12 και 20 δεν χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Όσον αφορά τα υπόλοιπα μέτρα που υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων, η Επιτροπή θα επανεξετάσει εν μέρει τις προκαταρκτικές αξιολογήσεις που έκανε κατά την κίνηση και την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(122)

Μέτρα 13, 14, 23 και 30: Οι εν λόγω κρατικές εγγυήσεις που καλύπτουν το 90 % των οφειλόμενων ποσών βασίζονταν σε καθεστώς που δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στην Επιτροπή. Το καθεστώς καταχωρήθηκε υπό τον αριθμό NN 46/97 και δεν εγκρίθηκε ποτέ από την Επιτροπή. Γι’ αυτό και, όπως διαπιστώνεται κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι εν λόγω εγγυήσεις πρέπει να αξιολογηθούν ως ad-hoc ενισχύσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή στην απόφασή της σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές εγγυήσεων του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας (39) όρισε ότι η Θουριγγία όφειλε να παύσει την εφαρμογή του εν λόγω μη κοινοποιηθέντος καθεστώτος.

(123)

Όσον αφορά το στοιχείο ενίσχυσης των εν λόγω εγγυήσεων η Γερμανία ισχυρίζεται ότι βάσει συμφωνίας μεταξύ αυτής και της Επιτροπής το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης θα ανέρχεται στο 0,5 % του καλυπτόμενου από την εγγύηση ποσού. Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά κρατικές εγγυήσεις που καλύπτουν το 80 % του οφειλόμενου ποσού και είναι σύμφωνες με εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων. Οι παρούσες εγγυήσεις υπερβαίνουν το προαναφερθέν όριο κατά 10 % και δεν χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος εγγυήσεων, αλλά στο πλαίσιο μη κοινοποιηθέντος καθεστώτος που δεν εγκρίθηκε ποτέ από την Επιτροπή. Επιπλέον, η συμφωνία απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της τις προβληματικές επιχειρήσεις. Συνεπώς, σε αντίθεση με τους υπολογισμούς της Γερμανίας, το ποσοστό του 0,5 % δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις προκείμενες εγγυήσεις.

(124)

Όσον αφορά τις εγγυήσεις στο πλαίσιο των μέτρων 13, 14 και 23. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (40) ισχύουν τα εξής: «Στην περίπτωση στην οποία, κατά το χρόνο χορήγησης του δανείου, υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, λ. χ. επειδή αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, η αξία της εγγύησης μπορεί να φθάνει μέχρι και το ποσό που καλύπτει η εν λόγω εγγύηση». Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο Β της αξιολόγησης (παράγραφοι 106-118), η Kahla II κατά το χρόνο χορήγησης των εν λόγω μέτρων ήταν προβληματική επιχείρηση. Αυτό σημαίνει ότι το στοιχείο ενίσχυσης των εγγυήσεων που χορηγήθηκαν μέχρι το 1996 ανέρχεται ενδεχομένως στο 90 % των αντίστοιχων δανείων.

(125)

Όσον αφορά το μέτρο 30, το οποίο χορηγήθηκε όταν η επιχείρηση δεν ήταν πλέον προβληματική, η Γερμανία εκφράζει εκ νέου την άποψη ότι, βάσει της συμφωνίας με την Επιτροπή που αναφέρθηκε στην παράγραφο 123, το ισοδύναμο επιχορήγησης πρέπει να καθοριστεί στο 0,5 %. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά κρατικές εγγυήσεις που καλύπτουν το 80 % του οφειλόμενου ποσού και χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων. Στην προκειμένη περίπτωση η εγγύηση υπερέβη το ποσοστό του 80 % κατά 10 % και δεν χορηγήθηκε στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ισοδύναμο επιχορήγησης 0,5 %. Κατά το χρόνο χορήγησης της εν λόγω εγγύησης το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας είχε συμφωνήσει να εξαρτήσει τις εγγυήσεις από τη απόφαση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές για τις εγγυήσεις του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας (41), σύμφωνα με την οποία το ισοδύναμο επιχορήγησης εγγυήσεων που καλύπτουν το 80 % του οφειλόμενου ποσού και χορηγούνται στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων, κυμαίνεται μεταξύ 0,5 % και 2 %. Αν και η εν λόγω απόφαση αφορά εγγυήσεις που καλύπτουν το 80 % του οφειλόμενου ποσού και χορηγούνται στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων, είναι λογικό κατά την άποψη της Επιτροπής να εφαρμόσουμε εδώ ανάλογα την εν λόγω ρύθμιση. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός, ωστόσο, ότι η εγγύηση κάλυπτε μεγάλο μέρος των συμφυών κινδύνων των δανείων, που αντικατοπτρίζεται στο χαμηλό επιτόκιο που καθόρισε η ιδιωτική τράπεζα, η Επιτροπή θα εφαρμόσει στην παρούσα ρύθμιση για τις εγγυήσεις το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο του 2 %.

(126)

Ομοίως η Επιτροπή θεωρεί λογικό να εφαρμόσει ποσοστό 2 % για το ισοδύναμο επιχορήγησης στην εγγύηση του μέτρου 13 που καλύπτει το 90 % του οφειλόμενου ποσού, και μάλιστα μετά τις 30 Μαρτίου 1998, όταν τα δάνεια των μέτρων 18-21 αποπληρώθηκαν με δάνειο από την αγορά. Το επιτόκιο του δανείου της αγοράς ανερχόταν σε 5,90 %, ενώ το επιτόκιο των δανείων των μέτρων 18 έως 21 κυμαινόταν μεταξύ 6,5 % και 6,75 %. Συνεπώς, τα δάνεια που έλαβε η επιχείρηση από κρατικούς πόρους αποπληρώθηκαν τότε με ιδιωτικό δάνειο, όταν αυτή πλέον μπορούσε να πάρει από την αγορά ιδιωτικό δάνειο με επιτόκιο μικρότερο των δανείων που έπαιρνε από κρατικούς πόρους. Σχετικά με το θέμα αυτό υπενθυμίζεται ότι η μετατροπή αυτή ήταν δυνατή μόνον επειδή υπήρχε κρατική εγγύηση που κάλυπτε το 90 % του νέου δανείου.

(127)

Σύμφωνα με τη Γερμανία οι εγγυήσεις αυτές εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας. Η εφαρμογή του καθεστώτος των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας εξετάζεται στο κεφάλαιο Δ της αξιολόγησης.

(128)

Μέτρο 15: Επιχορήγηση ύψους 2,5 εκατ. DEM υποτίθεται ότι χορηγήθηκε στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων (42). Κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Επιτροπή διαπίστωσε εσφαλμένα ότι το εν λόγω καθεστώς προβλέπεται μόνο για ΜΜΕ. Η Γερμανία δικαιολογημένα επεσήμανε ότι και μεγάλες επιχειρήσεις υπό ορισμένους όρους είναι επιλέξιμες για ενισχύσεις στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος. Ωστόσο, από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος καθεστώτος αποκλείονται κατηγορηματικά οι προβληματικές επιχειρήσεις.

(129)

Η Επιτροπή πρόσφατα έλαβε αρνητική απόφαση σχετικά με το εν λόγω καθεστώς εξαιτίας κατάχρησης, επειδή εφαρμόσθηκε μεταξύ άλλων και σε προβληματικές επιχειρήσεις (43). Στην απόφασή της η Επιτροπή δήλωσε ρητά ότι η Γερμανία είχε συμπεριλάβει την Kahla II στις προβληματικές επιχειρήσεις, οι οποίες έκαναν χρήση του εν λόγω καθεστώτος, αντίθετα προς τις εγκεκριμένες από την Επιτροπή ειδικές διατάξεις. Στην απόφασή της σχετικά με το προαναφερθέν καθεστώς, στο γενικό πλαίσιο του οποίου εξετάσθηκε η μεμονωμένη εφαρμογή, η Επιτροπή δήλωσε ότι είναι ανεξάρτητη από την απόφασή της στην προκειμένη περίπτωση. Στην παρούσα απόφαση η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι η Kahla II κατά το χρόνο χορήγησης της εν λόγω ενίσχυσης ήταν προβληματική επιχείρηση. Συνεπώς, διατηρείται η θέση του ότι η εν λόγω ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί νέα ενίσχυση.

(130)

Μέτρο 16: Δάνειο ύψους 0,2 εκατ. DEM υποτίθεται ότι εγκρίθηκε στο πλαίσιο εγκεκριμένου προγράμματος ενίσχυσης ιδίων κεφαλαίων (44). Το πρόγραμμα προοριζόταν μόνο για ΜΜΕ. Ωστόσο, επειδή η Kahla II είχε πάνω από 250 εργαζόμενους και συνεπώς κατά το χρόνο χορήγησης του εν λόγω μέτρου δεν συγκαταλεγόταν στις ΜΜΕ, η ενίσχυση δεν είναι προφανώς σύμφωνη με το καθεστώς. Η Γερμανία επεσήμανε πρόσφατα ότι το δάνειο δεν χορηγήθηκε στην επιχείρηση, αλλά στον κ. G. Raithel. Στην έγκριση του καθεστώτος, στο πλαίσιο του οποίου χορηγήθηκε το δάνειο, η Επιτροπή καθόρισε ότι οι επενδυτές λαμβάνουν τέτοια υποστήριξη μόνον υπό τον όρο ότι θα το συνεισφέρουν ως κεφάλαιο στην επιχείρηση. Αυτό έκανε και ο κ. G. Raithel. Κατά συνέπεια, σκοπός του εν λόγω δανείου ήταν η υποστήριξη μιας επιχείρησης, παρόλο που χορηγήθηκε απ’ ευθείας σε ιδιώτη. Γι’ αυτό και το δάνειο πρέπει να αξιολογηθεί ως νέα ενίσχυση υπέρ της Kahla II.

(131)

Μέτρα 17, 18, 19 και 22: Κατά την έρευνα η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση πληρούνται οι όροι του καθεστώτος, σύμφωνα με το οποίο χορηγήθηκαν τα εν λόγω δάνεια (45). Κατά συνέπεια, τα εν λόγω δάνεια συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις, που δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν εκ νέου από την Επιτροπή.

(132)

Μέτρο 21: Το δάνειο αυτό υποτίθεται ότι χορηγήθηκε στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων (46). Το καθεστώς, ωστόσο, προέβλεπε δάνεια μέχρι 2 εκατ. DEM σε επιχειρήσεις των νέων ομόσπονδων κρατών. Το παρόν δάνειο υπερβαίνει το όριο αυτό. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να συμπεράνει ότι πληρούνται οι όροι του οικείου καθεστώτος. Λαμβάνοντας υπόψη την ευνοϊκή μεταχείριση ως προς τους τόκους, τη μειωμένη αξία των εξασφαλίσεων που προσφέρθηκαν και την παροχή εγγύησης που καλύπτει το 90 % του οφειλόμενου ποσού, δηλαδή το σύνολο σχεδόν του κινδύνου μη εξόφλησης, η Επιτροπή φρονεί ότι το παρόν δάνειο κατά το χρόνο χορήγησής του συνιστά ενδεχομένως ενίσχυση ίσο προς το συνολικό ύψος του δανείου.

(133)

Τα μέτρα 24 και 25 χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων ενισχύσεων και μάλιστα με σκοπό να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις που εμφανίζονται λεπτομερώς στον πίνακα 5. Εκτός τούτου, από τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία προκύπτει ότι ένα μέρος της στο πλαίσιο του καθεστώτος της ειδικής απόσβεσης (μέτρο 33) χορηγηθείσας ενίσχυσης, εξυπηρετούσε τη χρηματοδότηση και των επενδύσεων αυτών. Η Γερμανία απέδειξε ότι όλα αυτά τα μέτρα συμφωνούν με τους όρους των καθεστώτων βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν. Κατά συνέπεια, τα μέτρα 24, 25 και 33 συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις που δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν εκ νέου από την Επιτροπή.

(134)

Μέτρο 26: Οι επιχορηγήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης σε συνδυασμό με περιβαλλοντικές επενδύσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν βάσει εγκεκριμένου καθεστώτος, δεν θεωρούνται ενισχύσεις (47). Όπως όμως διαπιστώθηκε κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το καθεστώς – όσον αφορά τα περιβαλλοντικά στοιχεία του – προβλεπόταν για την εξάλειψη περιβαλλοντικών κινδύνων σε κρατικές επιχειρήσεις. Συνεπώς είναι σαφές ότι οι επιχορηγήσεις δεν συμφωνούν με το πρόγραμμα βάσει του οποίου υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν. Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 1994 (48) η Γερμανία διευκρίνισε στην Επιτροπή τον τρόπο ερμηνείας της παρούσας διάταξης. Η Γερμανία δήλωσε ρητά ότι τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν μόνο σε κοινότητες, σε δήμους, κλπ. Επιχειρήσεις της Treuhand πριν από την ιδιωτικοποίησή τους ήταν επίσης επιλέξιμες για την εν λόγω ενίσχυση, επειδή μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή θεωρούνταν κρατικές (49). Η Επιτροπή εξέφρασε την άποψη ότι τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν ενισχύσεις, επειδή δεν παραχωρούσαν πλεονέκτημα σε καμιά επιχείρηση (50).

(135)

Η Kahla II, όμως, κατά το χρόνο της χορήγησης των μέτρων αυτών ήταν ιδιωτική επιχείρηση και συνεπώς δεν ήταν επιλέξιμη για την εν λόγω ενίσχυση. Εκτός τούτου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι μέρος των επιχορηγήσεων αυτών χορηγήθηκε από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας, ενώ σύμφωνα με τη σχετική διάταξη μόνον η Bundesanstalt für Arbeit δικαιούτο να χορηγήσει τέτοιες επιχορηγήσεις. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις (51).

(136)

Μετά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Γερμανία άλλαξε την επιχειρηματολογία της και ισχυριζόταν ότι τα εν λόγω μέτρα δεν είχαν παραχωρήσει πλεονέκτημα στην επιχείρηση. Στην αρχή η Γερμανία υποστήριζε ότι οι ενισχύσεις δόθηκαν για την απομάκρυνση παλιών εγκαταστάσεων, πράγμα που είχε σημασία για το περιβάλλον. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν μπορεί να δεχθεί ότι η απομάκρυνση παλιών εγκαταστάσεων δεν αποτελούσε πλεονέκτημα για την επιχείρηση. Εργασίες αυτού του είδους συνεπάγονται αναγκαστικά αύξηση της διαθέσιμης επιφάνειας και αύξηση της αξίας της επιχείρησης.

(137)

Η Γερμανία ισχυρίσθηκε πρόσφατα ότι τα μέτρα αφορούσαν την εξάλειψη περιβαλλοντικών κινδύνων που προέκυψαν τον Ιούλιο του 1990. Σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής τέτοια μέτρα δεν συνιστούν ενίσχυση. Η Γερμανία, όμως, δεν προσκόμισε καμιά απόδειξη ότι υπήρχαν κάποιοι κίνδυνοι που προέκυψαν πριν από τον Ιούλιο του 1990. Εκτός τούτου, τέτοιοι κίνδυνοι υποτίθεται ότι εξαλείφθηκαν από την Kahla I, η οποία έκανε χρήση της υποστήριξης αυτής το 1991 (μέτρο 2) στο ύψος του αναγκαίου για την εξάλειψη των κινδύνων αυτών ποσού. Η Γερμανία δεν προσκόμισε καμιά απόδειξη ότι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν, όταν πωλήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της Kahla I. Ακόμη και αν συνέβαινε αυτό, ο αγοραστής θα έπρεπε να ελέγξει προσεκτικά κατά πόσον τα περιουσιακά στοιχεία ήταν απαλλαγμένα από τέτοιους κινδύνους. Αν δεν συνέβη κάτι τέτοιο, δεν επέδειξε την κατάλληλη επιμέλεια και συνεπώς είναι απαράδεκτο να αξιώνει αργότερα κρατική υποστήριξη για το σκοπό αυτό. Αν γινόταν ο κατάλληλος έλεγχος, η ύπαρξη τέτοιων κινδύνων και η ανάγκη να εξευρεθούν πόροι για την εξάλειψή τους θα λαμβανόταν υπόψη στην τιμή αγοράς και όχι αργότερα στην αξίωση για κρατική υποστήριξη.

(138)

Η Γερμανία ανέφερε επίσης πως αν η επιχείρηση γνώριζε ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν ενίσχυση, ίσως να μην έκανε τις σχετικές εργασίες ή να χρησιμοποιούσε εσωτερικό, λιγότερο ή άλλο προσωπικό. Η Γερμανία ισχυρίζεται πως το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θεωρεί το καθεστώς ενισχύσεις και το ενέκρινε, αποτελούσε ικανή αφορμή για να υπάρχει η δικαιολογημένη προσδοκία ότι τα μέτρα δεν συνιστούσαν ενισχύσεις. Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί το εν λόγω επιχείρημα, επειδή η έγκριση του καθεστώτος έγινε βάσει της κοινοποίησης και των πληροφοριών που διαβίβασε συμπληρωματικά η Γερμανία. Γι’ αυτό και η Γερμανία δεν μπορεί να ενεργεί συνειδητά ενάντια στην κοινοποίηση και να επικαλείται εσφαλμένες προσδοκίες. Και ο αποδέκτης δεν μπορεί να επικαλείται τέτοιες προσδοκίες, όταν στο γερμανικό καθεστώς προβλέπεται σαφώς ότι τέτοια μέτρα δεν μπορούν να εφαρμόζονται προς το συμφέρον μιας μεμονωμένης επιχείρησης και ότι η Bundesanstalt für Arbeit ήταν η μόνη αρμόδια να χορηγεί τέτοιες επιχορηγήσεις, ενώ στην προκειμένη περίπτωση ένα μέρος της υποστήριξης παρασχέθηκε από το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας.

(139)

Η Γερμανία υποστήριξε, τελειώνοντας, ότι οι εν λόγω επιχορηγήσεις συνιστούν γενικό μέτρο, από το οποίο μπορούν να επωφεληθούν αδιακρίτως όλες οι επιχειρήσεις της Γερμανίας. Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι ο ισχυρισμός αυτός αντίκειται σ’ όλες τις πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν προηγουμένως. Από τις διατάξεις του γερμανικού νόμου (§ 249h AFG) και όλα τα διαβιβασθέντα στην Επιτροπή έγγραφα, τα οποία επέτρεψαν στην Επιτροπή να θεωρήσει ότι το πρόγραμμα δεν συνιστά ενίσχυση και να το εγκρίνει, συνάγεται σαφώς ότι δεν μπορούν να επωφεληθούν όλες οι επιχειρήσεις από τα μέτρα αυτά. Αντίθετα, ο γερμανικός νόμος και όλα τα διαβιβασθέντα στην Επιτροπή έγγραφα, τα οποία θα επέτρεπαν την αξιολόγηση των διατάξεων, αναφέρονται σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αποκλείουν ρητά μέτρα υπέρ μεμονωμένων επιχειρήσεων. Η εν λόγω διάταξη κρύβει σαφώς μια επιλεκτική συνιστώσα, από την οποία έπεται πως το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί γενικό.

(140)

Μέτρο 27: Επιχορηγήσεις για διάφορους σκοπούς που χορηγήθηκαν κατά τα έτη 1995 και 1996. Επειδή δεν αναφέρθηκε καμιά νομική βάση, η Επιτροπή αξιολόγησε προσωρινά τις επιχορηγήσεις ως νέες ενισχύσεις. Η Γερμανία απέδειξε στη συνέχεια ότι χορηγήθηκαν επιχορηγήσεις για την έρευνα και την ανάπτυξη ύψους 0,318 εκατ. DEM στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων (52). Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, οι εν λόγω ενισχύσεις είναι σύμφωνες με το καθεστώς αυτό και συνεπώς συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις, οι οποίες δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν εκ νέου.

(141)

Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις για ένταξη εργαζομένων ύψους 0,021 εκατ. DEM, η Γερμανία υποστηρίζει ότι δεν συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, επειδή προβλέπονταν μόνο για την ενίσχυση της απασχόλησης ατόμων με ειδικές ανάγκες. Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι μόνον τα μέτρα που υπάγονται στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για την απασχόληση (53) (κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση) και εφαρμόζονται σε μεμονωμένα άτομα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, χωρίς να ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής δεν συνιστούν ενίσχυση. Παρά την εντολή παροχής πληροφοριών ειδικά όσον αφορά το εν λόγω σημείο, η Γερμανία δεν προσκόμισε αποδείξεις για το θέμα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, βάσει των πληροφοριών που της διαβίβασαν, ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

(142)

Οι υπόλοιπες επιχορηγήσεις για τη συμμετοχή σε εκθέσεις, ύψους 0,122 εκατ. DEM, καθώς και οι επιχορηγήσεις για διαφήμιση, ύψους 0,030 εκατ. DEM, υποτίθεται ότι εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας. Στα επόμενα κεφάλαια εξετάζεται κατά πόσον είναι σύμφωνες με το καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

(143)

Μέτρα 28 και 29: Όπως αναφέρθηκε κατά την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, τα εν λόγω μέτρα αξιολογούνται ως υφιστάμενες ενισχύσεις, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών. Επιπλέον, από τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γερμανία προκύπτει ότι μέρος των ενισχύσεων επενδύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος ειδικής απόσβεσης (μέτρο 33) εξυπηρετούσε επίσης τη χρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών. Η Γερμανία απέδειξε ότι όλα αυτά τα μέτρα είναι σύμφωνα με τα καθεστώτα, βάσει των οποίων υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν. Αποτελούν, συνεπώς, υφιστάμενες ενισχύσεις, οι οποίες δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν εκ νέου από την Επιτροπή.

(144)

Μέτρο 31: Άλλες επιχορηγήσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων (54). Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε η Γερμανία, η Επιτροπή φρονεί ότι οι επιχορηγήσεις αυτές είναι σύμφωνες με το καθεστώς βάσει του οποίου χορηγήθηκαν. Κατά συνέπεια, συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις, οι οποίες δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν εκ νέου από την Επιτροπή.

(145)

Μέτρο 32: Επιχορηγήσεις για διάφορους σκοπούς. Επειδή δεν αναφέρθηκε καμιά νομική βάση, η Επιτροπή αξιολόγησε προσωρινά τις επιχορηγήσεις αυτές ως νέες ενισχύσεις. Η Γερμανία, ωστόσο, απέδειξε ότι οι επιχορηγήσεις ύψους 0,009 εκατ. DEM χορηγήθηκαν για έρευνα και ανάπτυξη στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων (55). Το εν λόγω πρόγραμμα, όμως, ισχύει μόνο για ΜΜΕ. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες η Kahla II δεν μπορούσε ποτέ κατά την περίοδο 1997-1999 να θεωρηθεί ΜΜΕ, επειδή δεν τηρήθηκε ποτέ το όριο των 250 εργαζομένων, ούτε και μετά την αφαίρεση του αριθμού των ασκουμένων. Κατά συνέπεια, οι ενισχύσεις δεν εμπίπτουν προφανώς στο καθεστώς σύμφωνα με το οποίο υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν και πρέπει να αξιολογηθούν ως νέες ενισχύσεις.

(146)

Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις για ένταξη εργαζομένων η Γερμανία επανέλαβε ότι δεν αποτελούν ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, επειδή προβλέπονταν για την ενίσχυση της απασχόλησης ατόμων με αναπηρίες. Όπως στην περίπτωση των επιχορηγήσεων που προαναφέρθηκαν στο μέτρο 27, έτσι κι εδώ η Γερμανία δεν προσκόμισε καμιά απόδειξη για το θέμα, παρά την εντολή παροχής πληροφοριών ειδικά όσον αφορά το εν λόγω σημείο. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της επιχείρησης (56) οι επιχορηγήσεις για την ένταξη προσωπικού ανήλθαν σε 0,119 εκατ. DEM το 1997 και το 1998 και σε ένα άγνωστου ύψους μέρος των αναφερόμενων στην έκθεση του 1999 επιχορηγήσεων για εκθέσεις και ένταξη προσωπικού συνολικού ύψους 0,121 εκατ. DEM για το 1999. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, βάσει των πληροφοριών που της διαβίβασαν, ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

(147)

Οι υπόλοιπες επιχορηγήσεις για τη συμμετοχή σε εκθέσεις και διαφήμιση, ύψους 0,103 εκατ. DEM για το 1997 και το 1998 καθώς και σε ένα μέρος, άγνωστου ύψους, των αναφερόμενων στην έκθεση του 1999 επιχορηγήσεων για εκθέσεις και ένταξη προσωπικού συνολικού ύψους 0,121 εκατ. DEM για το 1999, υποτίθεται ότι εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας. Στο κεφάλαιο Δ της αξιολόγησης εξετάζεται κατά πόσον αυτές είναι σύμφωνες με το καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

(148)

Λόγω των ανωτέρω παρατηρήσεων, τα μέτρα 17, 18, 19, 22, 24, 25, μέρος του μέτρου 27, τα μέτρα 28, 29, 31, καθώς και το μέτρο 33 αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις, οι οποίες δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν εκ νέου από την Επιτροπή.

Δ.   Υποτιθέμενα μέτρα ήσσονος σημασίας (de minimis)

(149)

Τα μέτρα 13, 14, 23, μέρος του μέτρου 27, το μέτρο 30, καθώς και μέρος του μέτρου 32 υποτίθεται ότι εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας  (57). Σύμφωνα με το εν λόγω καθεστώς το συνολικό ανώτατο ποσό ενίσχυσης ήσσονος σημασίας είναι 100 000 EUR επί μία τριετία μετά την ημερομηνία χορήγησης της πρώτης ενίσχυσης ήσσονος σημασίας. Το ποσό αυτό καλύπτει κάθε κρατική ενίσχυση που χορηγείται ως ενίσχυση ήσσονος σημασίας και δεν περιορίζει τη δυνατότητα χορήγησης στον αποδέκτη άλλων ενισχύσεων στο πλαίσιο καθεστώτων που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή. Οι σχετικές περίοδοι είναι από 25 Μαρτίου 1994 έως 25 Μαρτίου 1997 και από 25 Μαρτίου 1997 έως 25 Μαρτίου 2000.

(150)

Κατά την πρώτη περίοδο, από το 1994 έως το 1997, τα μέτρα 13, 14, 23 και μέρος του μέτρου 27 υποτίθεται ότι εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

(151)

Μολονότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του μέτρου 27 και υποτίθεται ότι εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, δηλαδή οι επιχορηγήσεις για τη συμμετοχή σε εκθέσεις ύψους 122 000 DEM και οι επιχορηγήσεις για διαφήμιση ύψους 30 000 DEM, ανέρχονται συνολικά σε 152 000 DEM (77 716 EUR), το ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθεί στο ισοδύναμο επιχορήγησης των εγγυήσεων που χορηγήθηκαν στα μέτρα 13, 14 και 23. Όπως διαπιστώνεται στη παράγραφο 124, η αξία της εγγύησης μπορεί να φθάνει μέχρι και το ποσό που καλύπτει η εν λόγω εγγύηση (58). Αυτό σημαίνει ότι το στοιχείο ενίσχυσης των εν λόγω εγγυήσεων κατά το χρόνο χορήγησής τους ανέρχεται ενδεχομένως στο 90 % των αντίστοιχων δανείων, που υπερβαίνει κατά πολύ το καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι όλα αυτά τα μέτρα εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

(152)

Για την περίοδο 1997 έως 2000 η εγγύηση του μέτρου 30 και μέρος του μέτρου 32 υποτίθεται ότι εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

(153)

Όσον αφορά την παρασχεθείσα στο μέτρο 30 εγγύηση, το στοιχείο ενίσχυσης μπορεί να καθοριστεί σε 41 760 DEM, αν, όπως εξηγείται στην παράγραφο 125, εφαρμοσθεί ένα ισοδύναμο επιχορήγησης ίσο με 2 %. Το μέρος του μέτρου 32, που υποτίθεται ότι εμπίπτει στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, περιλαμβάνει επιχορηγήσεις για τη συμμετοχή σε εκθέσεις, ύψους 294 000 DEM, και επιχορηγήσεις για μειώσεις κόστους, ύψους 114 000 DEM. Επιπλέον, θα έπρεπε να συνυπολογισθεί και η νέα αξία της εγγύησης του μέτρου 13 από τότε που κάλυπτε το δάνειο της αγοράς. Όπως εξηγείται στην παράγραφο 47, τα δάνεια αυτά ανήλθαν συνολικά σε 7,329 εκατ. DEM. Αν εφαρμοσθεί κι εδώ ένα ισοδύναμο επιχορήγησης 2 % στο ποσό του καλυπτομένου από την εγγύηση δανείου, προκύπτει στοιχείο ενίσχυσης ύψους 131 922 DEM. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που υποτίθεται ότι εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας κατά την περίοδο 1997-1999 ανέρχονται συνολικά σε 581 682 DEM. Το ποσό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το ανώτατο όριο του καθεστώτος των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

(154)

Κατόπιν τούτου η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι όλα αυτά τα μέτρα εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας. Ως εκ τούτου, συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

E.   Νέες ενισχύσεις

(155)

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω παρατηρήσεων, το μέτρο 8 υπέρ της Kahla I, καθώς και τα μέτρα 11, 12, 13, 14, 15, 16, 20, 21, 23, 26, 27, 30 και 32 υπέρ της Kahla II αξιολογούνται ως νέες ενισχύσεις. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτές είναι σύμφωνες με εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων.

ΣΤ.   Συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά

(156)

Στη Συνθήκη ΕΚ προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται γενικώς με την κοινή αγορά. Οι αναφερόμενες στο άρθρο 87, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ εξαιρέσεις δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στην προκειμένη περίπτωση, επειδή τα μέτρα ενίσχυσης δεν είναι κοινωνικού χαρακτήρα, δεν δόθηκαν σε μεμονωμένους καταναλωτές, δεν εξυπηρετούν επανόρθωση ζημιών που οφείλονται σε θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, ούτε χορηγήθηκαν προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οι οποίες θίγονται από τη διαίρεση της Γερμανίας. Οι δυνατότητες εξαίρεσης από τη γενική αρχή του ασυμβίβαστου των κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά ρυθμίζονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α) και γ) της Συνθήκης ΕΚ. Το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α) επιτρέπει στην Επιτροπή να εγκρίνει ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης ορισμένων περιοχών. Το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ) προβλέπει την έγκριση κρατικών ενισχύσεων για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Η Επιτροπή εξέδωσε διάφορες κατευθυντήριες γραμμές, στις οποίες αναφέρονται επακριβώς οι όροι υπό τους οποίους μπορούν να εγκριθούν ενισχύσεις βάσει της εν λόγω διάταξης.

(157)

Η Γερμανία δεν αμφισβητεί ότι οι ενισχύσεις υπέρ της Kahla I, παρότι η θιγόμενη επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε περιοχή στην οποία μπορούν να χορηγηθούν περιφερειακές ενισχύσεις σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α) της Συνθήκης ΕΚ, πρέπει να αξιολογηθούν στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (1994), επειδή οι ενισχύσεις δεν ήταν περιφερειακής φύσης πρωτίστως, αλλά αφορούσαν την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας προβληματικής επιχείρησης. Η Επιτροπή υπενθυμίζει στο σημείο αυτό ότι πρέπει να αξιολογηθεί μόνον η ενίσχυση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του μέτρου 8.

(158)

Όσον αφορά την Kahla II η Γερμανία ισχυρίζεται ότι τα μέτρα που αξιολογήθηκαν ως ενισχύσεις και δεν καλύπτονται με εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων ή δεν εμπίπτουν στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, ήταν περιφερειακής φύσης. Η Επιτροπή υπενθυμίζει στο σημείο αυτό ότι οι ad-hoc ενισχύσεις που πρέπει να αξιολογηθούν περιλαμβάνουν τα μέτρα 11, 12, 13, 14, 15, 16, 20, 21, 23, 26, 27, 30 και 32.

(159)

Η Επιτροπή φρονεί ότι για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά την περίοδο 1994-1996 με την κοινή αγορά, δεν είναι εφαρμοστέες οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (59) (κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις). Στην υποσημείωση 10 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών καθορίζεται το εξής: «Όσον αφορά τις ενισχύσεις ad-hoc υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων, αυτές διέπονται από ειδικούς κανόνες και δεν λαμβάνονται ως περιφερειακές ενισχύσεις καθαυτές.» Οι ειδικοί αυτοί κανόνες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

(160)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν ήταν εφαρμοστέες οι κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις που ίσχυαν κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Οι κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης ισχύουσες διατάξεις που αναφέρονται στην υποσημείωση 2 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, ωστόσο, ορίζουν επίσης ρητά ότι μια τέτοια ενίσχυση δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί όταν αντίκειται στους ειδικούς κανόνες των ενισχύσεων υπέρ προβληματικών επιχειρήσεων. Όπως αναφέρεται στο προηγούμενο κεφάλαιο Β της αξιολόγησης (παράγραφοι 106-118), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Kahla II μέχρι το 1996 ήταν προβληματική επιχείρηση. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αξιολογηθούν οι ενισχύσεις ad-hoc σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες. Αυτό καθίσταται σαφές και από το είδος των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν με τις ενισχύσεις. Η Επιτροπή παραπέμπει στον πίνακα 5, σύμφωνα με τον οποίο το 80 % των δαπανών αναλώθηκε στην ανανέωση του μηχανικού εξοπλισμού και σε κεφάλαιο κίνησης, δηλαδή σε τυπικές δαπάνες αναδιάρθρωσης και όχι σε δαπάνες στο πλαίσιο επενδυτικού σχεδίου.

(161)

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος αυτού, η Επιτροπή δεν δύναται να συμπεράνει ότι όλες οι ενισχύσεις ad-hoc που χορηγήθηκαν μέχρι το 1996 υπέρ της Kahla II μπορούν να θεωρηθούν περιφερειακές ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(162)

Η Γερμανία υποστήριξε πρόσφατα ότι οι ενισχύσεις του μέτρου 26 πρέπει να θεωρηθούν ενισχύσεις στην απασχόληση. Οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις στην απασχόληση (60) προβλέπουν ενισχύσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανίας οι επιχορηγήσεις χρησιμοποιήθηκαν για την απομάκρυνση μέρους των παλιών εγκαταστάσεων της Kahla II. Οι εν λόγω εργασίες έγιναν από ανέργους και είχαν σαν αποτέλεσμα την προσωρινή απασχόληση ανέργων. Στην ουσία, όμως, δεν οδήγησαν σε μόνιμη απασχόληση. Πέραν αυτού, η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί ενίσχυση για τη διατήρηση θέσεων εργασίας, επειδή μεσολάβησε σημαντική μείωση του προσωπικού της επιχείρησης (από 380 το 1994 σε 327 άτομα το 1996). Εκτός τούτου, οι εξηγήσεις της Γερμανίας για τη χρήση της ενίσχυσης, για την προσωρινή δηλαδή απασχόληση ανέργων, ενισχύουν σαφώς την άποψη ότι στην Kahla II δεν διατηρήθηκαν θέσεις εργασίας. [Γι’ αυτό και η Επιτροπή φρονεί ότι το μέτρο 26 δεν μπορεί να εγκριθεί ως ενίσχυση στην απασχόληση, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις στην απασχόληση. Η άποψη αυτή της Επιτροπής ισχύει και για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, επειδή αυτές κατοχυρώνουν μια ήδη υφιστάμενη πρακτική και δεν μπορεί να εγκριθεί ενίσχυση στην απασχόληση αν δεν δημιουργούνται ούτε διατηρούνται θέσεις εργασίας.]

(163)

Επειδή η επιχείρηση κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης ad-hoc ήταν προβληματική, πρέπει να εξετασθεί αν η ενίσχυση υπέρ της Kahla II μέχρι το 1996 και η ενίσχυση υπέρ της Kahla I μπορούν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή φρονεί ότι καμιά από τις υπόλοιπες κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές, όπως για παράδειγμα οι κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση της έρευνας και της ανάπτυξης, της προστασίας του περιβάλλοντος, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ή της κατάρτισης, δεν είναι εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Επειδή όλες οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν πριν τεθεί σε ισχύ η αναθεωρημένη έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, πρέπει να εφαρμοσθούν οι κατευθυντήριες γραμμές της 23ης Δεκεμβρίου 1994 (61). Παρακάτω εξετάζεται με τη σειρά η τήρηση των βασικότερων όρων που θεσπίζονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(164)

Οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων είναι κατά κανόνα συνδυασμός λειτουργικών ενισχύσεων για την κάλυψη ζημιών, κοινωνικών δαπανών, κεφαλαίων κίνησης κλπ. με ουσιαστικές επενδύσεις. Αυτό μπορεί να ελεγχθεί σαφώς με βάση τον σκοπό των μέτρων ενίσχυσης υπέρ της Kahla I και της Kahla II μέχρι το 1996 (62).

(165)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις υπέρ της Kahla I, όπως τονίσθηκε κατά την κίνηση και την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεν υποβλήθηκε ποτέ στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης. Όταν δεν υπάρχει σχέδιο αναδιάρθρωσης, δεν πληρούνται οι όροι που είναι απαραίτητοι για την έγκρισή της σύμφωνα με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές και ιδιαίτερα αυτός της ύπαρξης ενός τεκμηριωμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης κατά τη χορήγηση της ενίσχυσης (63). Κατά συνέπεια, η σύμφωνα με το μέτρο 8 χορηγηθείσα ενίσχυση πρέπει να αξιολογηθεί ως μη συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

(166)

Σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν υπέρ της Kahla II κατά την περίοδο 1994 έως 1996 η Επιτροπή διαπίστωσε κατά την κίνηση και την επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας πως υπήρχαν ενδείξεις ότι η επιχείρηση είχε πραγματοποιήσει αναδιάρθρωση. Οι εκθέσεις που διαβιβάσθηκαν από τη Γερμανία περιγράφουν μέτρα για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας: νέο προσανατολισμό στην παραγωγή προϊόντων, μείωση προσωπικού, αντικατάσταση των παλαιών μηχανημάτων και εγκαταστάσεων, κλείσιμο εγκαταστάσεων παραγωγής, επενδύσεις με στόχο να τηρηθούν τεχνικές προδιαγραφές και περιβαλλοντικά πρότυπα και δημιουργία ενός δικτύου διανομής. Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Γερμανία ανέφερε ότι τα μέτρα αυτά ήταν μέρος του πρώτου επιχειρησιακού σχεδίου, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε περαιτέρω, και αρνήθηκε να χαρακτηρίσει τα μέτρα αυτά ως σχέδιο αναδιάρθρωσης. Στην επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2002 η Γερμανία δήλωσε τελικά ότι σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρήσει την Kahla II προβληματική επιχείρηση, τότε τα μέτρα αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν σχέδιο αναδιάρθρωσης.

(167)

Ωστόσο δεν είναι φανερό ποιο από τα έγγραφα που διαβιβάσθηκαν πρέπει να θεωρηθεί ως οικείο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ότι η πρώτη έκθεση συντάχθηκε πριν από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων και ότι προοριζόταν αποκλειστικά για την TIB, προκειμένου αυτή να αποφασίσει για τη σκοπιμότητα αγοράς μετοχών της επιχείρησης. Παρότι αμφότερα τα έγγραφα πρότειναν σειρά μέτρων αναγκαίων για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, ο επενδυτής τα ανέπτυξε περαιτέρω σύμφωνα με τα λεγόμενα της Γερμανίας. Σε περίπτωση που οι εκθέσεις αυτές ληφθούν ως σχέδιο αναδιάρθρωσης, καθίσταται εμφανές ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν αποτελούσαν τελική μορφή του σχεδίου κι αυτό προκύπτει σαφέστερα από την εξέταση των δαπανών των προτεινόμενων μέτρων. Η πρώτη έκθεση προέβλεπε συνολικές δαπάνες ύψους 30,945 εκατ. DEM, που περιελάμβαναν επενδύσεις, εξαγορά περιουσιακών στοιχείων, κάλυψη ζημιών και καταβολή τόκων δανείων. Η δεύτερη έκθεση πρότεινε μέτρα αναδιάρθρωσης συνολικού ύψους 27,727 εκατ. DEM που περιελάμβαναν επενδύσεις (συμπεριλαμβανομένης και της εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων), κάλυψη ζημιών και κεφάλαιο κίνησης. Οι δαπάνες που προβλέπονται στην πρώτη έκθεση, αλλά κι αυτές που προβλέπονται στη δεύτερη δεν συμφωνούν με εκείνες που περιγράφει η Γερμανία στο “επενδυτικό σχέδιο” και εμφανίζει λεπτομερώς στον πίνακα 5, βάσει του οποίου υποτίθεται ότι χορηγήθηκε η ενίσχυση. Και στις δύο εκθέσεις, ο κατάλογος των μέτρων που προβλέπονταν για τη χρηματοδότηση των δαπανών αυτών δεν καλύπτει όλες τις ενισχύσεις που πραγματικά χορηγήθηκαν στην επιχείρηση (πρβλ. πίνακα 4), όπως ακριβώς συμβαίνει και στο “επενδυτικό σχέδιο” (πίνακας 5). Συνεπώς, αν κάποιο από τα έγγραφα αυτά θεωρηθεί ως σχέδιο αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή δεν μπορεί παρά να συμπεράνει είτε ότι δεν επρόκειτο για το τελικό σχέδιο είτε ότι η επιχείρηση έλαβε ενισχύσεις υπέρ το δέον.

(168)

Ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω έγγραφα υπείχαν θέση σχεδίου αναδιάρθρωσης, δεν μπορούν να θεωρηθεί ότι αποτελούσαν την τελική μορφή ενός τέτοιου σχεδίου. Εκτός τούτου, δεν μπορεί να συναχθεί σε ποιο βαθμό υλοποιήθηκαν τα προτεινόμενα μέτρα στην πραγματικότητα.

(169)

Για να διαπιστώσει η Επιτροπή την εκπλήρωση των κριτηρίων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων χρειάζεται, αφενός, ακριβή στοιχεία ως προς το ποια μέτρα αναδιάρθρωσης υλοποιήθηκαν, προκειμένου να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης (64). Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Επιτροπής, η Γερμανία δεν διαβίβασε ποτέ την τελική μορφή του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Kahla II ούτε έδωσε στοιχεία ως προς τα μέτρα αναδιάρθρωσης που υλοποιήθηκαν πραγματικά. Επειδή λείπουν τα στοιχεία αυτά, δεν μπορούν να ελεγχθούν τα κριτήρια των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

(170)

Η Επιτροπή διαπιστώνει αφετέρου ότι η ιδιωτική συμβολή στις συνολικές δαπάνες δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντική. Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή κάλεσε επίσημα τη Γερμανία να της διαβιβάσει πληροφορίες για οποιαδήποτε συμβολή είχαν ή θα έχουν ιδιώτες επενδυτές. Στην επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2002 η Γερμανία αναφέρει την υποτιθέμενη ιδιωτική χρηματοδότηση σύμφωνα με την έκθεση της 29ης Νοεμβρίου 1993. Αυτή συνίσταται στη συμμετοχή του κ. G. Raithel ύψους 2,055 εκατ. DEM, σε πληρωμές τόκων 0,986 εκατ. DEM από τα δάνεια στον κ. G. Raithel, σε έσοδα ύψους 2,217 εκατ. DEM και στην εισφορά κεφαλαίου από μέρους της TIB ύψους 7,975 εκατ. DEM.

(171)

Η υποτιθέμενη συμβολή του επενδυτή συνίστατο σε δύο δάνεια του Δημοσίου με επιδοτούμενο επιτόκιο (μέτρα 16 και 17) συνολικού ύψους 2 εκατ. DEM και σε 0,055 εκατ. DEM, τα οποία συνεισέφερε στην επιχείρηση ο επενδυτής από ίδιους πόρους ως ίδιο κεφάλαιο. Μόνον η τελευταία συμβολή ήταν καθαρά ιδιωτική. Το δάνειο του μέτρου 16, ύψους 0,2 εκατ. DEM, ήταν εξασφαλισμένο με ομοσπονδιακή εγγύηση, ενώ το δάνειο του μέτρου 17, ύψους 1,8 εκατ. DEM, ήταν ασφαλισμένο με εγγραφή υποθήκης στο οικόπεδο της Kahla II. Η αγορά αυτών των περιουσιακών στοιχείων χρηματοδοτήθηκε με κρατικές ενισχύσεις. Λόγω του ότι τα ανωτέρω δάνεια χορηγήθηκαν από κρατικούς πόρους και λαμβάνοντας υπόψη τις παρασχεθείσες ασφάλειες, τα δάνεια των μέτρων 16 και 17 δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβολή ιδιώτη επενδυτή. Όσον αφορά τις νέες υποτιθέμενες καταβολές τόκων ύψους 0,986 εκατ. DEM, η Επιτροπή δεν έλαβε ποτέ σχετικές πληροφορίες. Πιθανόν να αναφέρονται στην καταβολή τόκων από τον κ. G. Raithel για τα δύο δάνεια των μέτρων 16 και 17. Ωστόσο, οι εν λόγω καταβολές τόκων δεν καλύπτουν κάποιες δαπάνες αναδιάρθρωσης. Όσον αφορά τα έσοδα η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα προγραμματιζόμενα κέρδη δεν θεωρούνται σημαντική συμβολή, κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών αναδιάρθρωσης. Εκτός τούτου, η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε αν πραγματοποιήθηκαν πράγματι τα έσοδα αυτά ή αν χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη δαπανών αναδιάρθρωσης.

(172)

Επειδή η επιχείρηση άρχισε να πραγματοποιεί κάποια κέρδη, ο επενδυτής μετέτρεψε στις 30 Μαρτίου 1998 ένα μέρος των δανείων του Δημοσίου σε ιδιωτικά δάνεια. Ωστόσο, η συμβολή αυτή ήταν αβέβαιη κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης και έγινε μετά την αναδιάρθρωση. Γι’ αυτό και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η μετέπειτα συμβολή κατέστη δυνατή χάρη στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης με τις κρατικές ενισχύσεις. Η Επιτροπή σημειώνει, επιπλέον, ότι η συμβολή ήταν δυνατή μόνο χάρη στην εγγύηση που παρασχέθηκε για το εν λόγω δάνειο και κάλυπτε το 90 % του οφειλόμενου ποσού (65). Εκτός τούτου, έγινε και πάλι μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης, ενώ κατά το χρόνο χορήγησης των ενισχύσεων ήταν και είναι ασαφές ποιοι πόροι χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό. Τελικά, επειδή δεν υπάρχει συνολική εικόνα των δαπανών αναδιάρθρωσης, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ιδιωτική συμβολή ήταν σημαντική.

(173)

Ενισχύσεις αναδιάρθρωσης μπορούν να χορηγηθούν μόνο βάσει ενός οριστικού σχεδίου αναδιάρθρωσης που περιλαμβάνει μέτρα αντιστάθμισης των ενδεχόμενων αρνητικών επιπτώσεων της ενίσχυσης και σημαντική συμβολή από ιδιωτικούς πόρους. Επειδή, παρά την εντολή παροχής πληροφοριών, δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε υπό τις προϋποθέσεις αυτές, υπάρχει πράγματι κάποια ένδειξη ότι δεν πληρούνται οι όροι αυτοί. Κατά συνέπεια, οι ενισχύσεις ad-hoc που χορηγήθηκαν στην Kahla II μέχρι το 1996 συνιστούν ενισχύσεις αναδιάρθρωσης μη συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(174)

Κατόπιν τούτου η Επιτροπή δεν δύναται να συμπεράνει ότι οι ενισχύσεις ad-hoc που χορηγήθηκαν στην Kahla II μέχρι το 1996 μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(175)

Λαμβανομένων υπόψη των μετρίων θετικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης που σημείωσε η επιχείρηση, η Επιτροπή φρονεί ότι η Kahla II δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον προβληματική μετά το 1997. Σύμφωνα με την αίτηση της Γερμανίας, η Επιτροπή αξιολογεί τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Kahla II στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι αυτό αφορά μόνον τα μέτρα 30 και 32, που πρέπει να αξιολογηθούν ως ενισχύσεις ad-hoc, αφού τα υπόλοιπα μέτρα αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

(176)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις, οι ad-hoc ενισχύσεις που χορηγούνται σε μεμονωμένες επιχειρήσεις ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εν λόγω αγορά, ενώ η επίδρασή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη μπορεί να είναι πολύ περιορισμένη. Οι ενισχύσεις αυτές εντάσσονται, γενικά, σε τοπικά ή κλαδικά μέτρα βιομηχανικής πολιτικής και αποκλίνουν από το πνεύμα και το σκοπό της πολιτικής των περιφερειακών ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν αποδεικνύεται το αντίθετο, οι ενισχύσεις αυτές δεν πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η αγορά πορσελάνης είναι κορεσμένη και ο κλάδος πάσχει από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Αυτό συμπληρώνει τα αρνητικά δεδομένα των ad-hoc ενισχύσεων, αφού κάθε επενδυτική επιχορήγηση πιθανόν να είχε αρνητικές επιπτώσεις στον κλάδο.

(177)

Οι περιφερειακές ενισχύσεις έχουν ως στόχο είτε την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων (αρχικές επενδύσεις) είτε τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ως αρχική επένδυση νοείται μια επένδυση παγίου κεφαλαίου η οποία αφορά τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, την επέκταση ή τη θεμελιώδη αλλαγή στο προϊόν ή τη μέθοδο παραγωγής μιας υφιστάμενης εγκατάστασης (μέσω εξορθολογισμού, διαφοροποίησης ή εκσυγχρονισμού).

(178)

Η Επιτροπή διαπιστώνει κατ’ αρχήν ότι μέρος των εν λόγω ενισχύσεων (μέτρο 32) συνίσταται σε επιχορηγήσεις που υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν για έρευνα και ανάπτυξη, ένταξη εργαζομένων, συμμετοχή σε εκθέσεις και μειώσεις κόστους. Τέτοιες δαπάνες δεν είναι επενδύσεις. Από την άλλη πλευρά, το μέτρο 30 είναι εγγύηση για δάνειο το οποίο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις, ενώ το σημείο αυτό δεν το επικαλέσθηκε ποτέ η Γερμανία.

(179)

Η Επιτροπή κάλεσε κατηγορηματικά και επίσημα τη Γερμανία να της υποβάλλει περιγραφή των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν ή προγραμματίζονται. Για την εξέταση του ερωτήματος αν έγινε αρχική επένδυση η Γερμανία υπέβαλε απλώς τα επενδυτικά σχέδια που εμφανίζονται στους πίνακες 7 και 9. Η Γερμανία δεν διαβίβασε περιγραφή των υποτιθέμενων επενδυτικών σχεδίων. Σύμφωνα με τα εν λόγω σχέδια αγοράσθηκαν μηχανήματα και πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις σε υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Επειδή δεν δόθηκε καμιά άλλη εξήγηση, η Επιτροπή δεν δύναται να συμπεράνει ότι οι επενδύσεις αυτές έχουν σχέση με την επέκταση, τη θεμελιώδη αλλαγή στο προϊόν ή τη μέθοδο παραγωγής μιας υφιστάμενης εγκατάστασης.

(180)

Ακόμη και αν αυτό συνέβαινε, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί σε καμιά άλλη σχετική πληροφορία. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να προσδιορισθούν οι συνολικές δαπάνες που θα μπορούσαν να τύχουν ενίσχυσης. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσον τηρείται η μέγιστη επιτρεπόμενη ένταση της ενίσχυσης ύψους 35 %, λαμβάνοντας υπόψη τη συσσώρευση με τις υπόλοιπες ενισχύσεις επενδύσεων που καλύπτονται από εγκεκριμένα καθεστώτα ενισχύσεων (μέτρα 28, 29 και μέρος του μέτρου 33).

(181)

Επιπλέον, σύμφωνα με το κεφάλαιο 4.2 των κατευθυντήριων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις, η χρηματοδοτική συμβολή του αποδέκτη της ενίσχυσης πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο 25 % του απαιτούμενου κεφαλαίου, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι ενισχυόμενες παραγωγικές επενδύσεις είναι βιώσιμες και υγιείς. Το ελάχιστο αυτό ποσό συμβολής πρέπει να μη συνοδεύεται από καμία ενίσχυση. Αυτό δεν ισχύει π.χ. στην περίπτωση που πρόκειται για δάνειο με επιδότηση επιτοκίου ή με εγγύηση του Δημοσίου, το οποίο περιέχει στοιχεία ενίσχυσης.

(182)

Η Επιτροπή κάλεσε κατηγορηματικά και επίσημα τη Γερμανία να την ενημερώσει για οποιαδήποτε συμβολή είχε ή πρόκειται να έχει ο επενδυτής. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία ο επενδυτής μετέτρεψε στις 30 Μαρτίου 1998 τα δάνεια του Δημοσίου σε δάνεια της αγοράς. Ωστόσο, είναι αμφισβητήσιμο αν τα δάνεια μπορούν να αξιολογηθούν ως ιδιωτική συμβολή χωρίς καμία ενίσχυση, επειδή έχουν σχέση με τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν προηγουμένως. Επιπλέον, τα εν λόγω δάνεια καλύπτονταν με κρατική εγγύηση που κάλυπτε το 90 % του ποσού. Σύμφωνα με τον πίνακα 8 η ίδια συμβολή στις επενδύσεις που υποτίθεται ότι πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1997-1998, ανερχόταν συνολικά σε 2,406 εκατ. DEM. Ωστόσο, δεν δόθηκε καμιά εξήγηση ως προς την προέλευση του εν λόγω ποσού. Ελλείψει εξηγήσεων η Επιτροπή δεν δύναται να συμπεράνει ότι η συμβολή του αποδέκτη της ενίσχυσης ανερχόταν τουλάχιστον στο 25 % του συνολικού επενδυτικού κόστους.

(183)

Τα μέτρα αυτά, επίσης, δεν μπορούν να θεωρηθούν ενισχύσεις λειτουργίας που συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, επειδή δεν πληρούνται οι όροι που καθορίσθηκαν στις κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Σύμφωνα με τους όρους αυτούς τέτοιου είδους ενισχύσεις μπορούν να χορηγηθούν, αν δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και τη φύση τους, και το ύψος τους είναι ανάλογο των προς αντιστάθμιση μειονεκτημάτων. Η Γερμανία δεν απέδειξε τίποτε απ’ όλα αυτά. Επιπλέον, η Γερμανία δεν απέδειξε ότι η ενίσχυση είχε έκτακτο και φθίνοντα χαρακτήρα.

(184)

Συνοψίζοντας, η Επιτροπή δεν δύναται να συμπεράνει ότι οι επενδύσεις που υποτίθεται ότι πραγματοποίησε η Kahla II μετά το 1997 συνιστούν επιλέξιμες επενδύσεις κατά την έννοια των περιφερειακών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα. Εκτός τούτου, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι το 25 % των συνολικών δαπανών δεν συνοδευόταν από καμιά ενίσχυση και ότι καλύφθηκε από τον αποδέκτη της ενίσχυσης. Τέλος, η Επιτροπή δεν δύναται να συμπεράνει ότι η ενίσχυση είχε θετική επίδραση στην περιοχή ή την αγορά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν δύναται να καταλήξει στη διαπίστωση ότι οι ενισχύσεις κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά

(185)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γερμανία χορήγησε την ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών η Επιτροπή δεν δύναται να συμπεράνει ότι οι ad-hoc ενισχύσεις υπέρ της Kahla I και της Kahla II μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(186)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (66) οι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν, έστω και αν η ανάκτηση της ενίσχυσης αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, κατά την άποψη της Επιτροπής. Ειδικότερα, από τα πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει ότι ο αποδέκτης μπορούσε να επικαλεσθεί δικαιολογημένες προσδοκίες.

(187)

Για τον λόγο αυτόν απαιτείται η ανάκτηση όλων των παράνομων και ασυμβίβαστων με την κοινή αγορά ενισχύσεων υπέρ των Kahla I και Kahla II. Όσον αφορά τις ενισχύσεις που ήδη επεστράφησαν, απαιτείται παρά ταύτα ανάκτηση εφόσον το επιστραφέν ποσό είναι μικρότερο του οφειλόμενου, στο οποίο περιλαμβάνονται και τόκοι υπολογιζόμενοι με το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης των περιφερειακών ενισχύσεων.

(188)

Τα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν θα περιλαμβάνουν και τους τόκους που αναλογούν στο χρονικό διάστημα από τη διάθεση της παράνομης ενίσχυσης στον αποδέκτη μέχρι την πραγματική τους ανάκτηση. Οι τόκοι θα υπολογισθούν με βάση το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιδότησης των περιφερειακών ενισχύσεων -

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η κρατική ενίσχυση της Γερμανίας υπέρ της Kahla Porzellan GmbH που αφορά το μέτρο 8, δηλαδή τα έσοδα από την αξιοποίηση των οικοπέδων της επιχείρησης, τα οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή των εγγυημένων από την Treuhand δανείων, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

2.   Οι ακόλουθες κρατικές ενισχύσεις της Γερμανίας υπέρ της Kahla/Thüringen Porzellan GmbH δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά:

α)

Μέτρο 11: Συμμετοχή της TIB στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

β)

Μέτρο 12: Μετοχικό δάνειο της TIB.

γ)

Μέτρα 13, 14, 23 και 30: Εγγυήσεις του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας που καλύπτουν το 90 % των οφειλόμενων ποσών.

δ)

Μέτρο 15: Επιχορήγηση του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας.

ε)

Μέτρο 16: Δάνειο κρατικής τράπεζας για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων.

στ)

Μέτρο 21: Δάνειο κρατικής τράπεζας.

ζ)

Μέτρο 26: Επιχορηγήσεις για ενίσχυση της απασχόλησης.

η)

Μέτρο 27: Μέτρα για ένταξη εργαζομένων, για συμμετοχή σε εκθέσεις και για διαφήμιση.

θ)

Μέτρο 32: Μέτρα για έρευνα και ανάπτυξη, ένταξη εργαζομένων, συμμετοχή σε εκθέσεις και μειώσεις κόστους.

Άρθρο 2

1.   Η Γερμανία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τον αποδέκτη των αναφερομένων στο άρθρο 1 ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα. Αν οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν ήδη επιστραφεί, ανάκτηση απαιτείται στην περίπτωση που το επιστραφέν ποσό είναι μικρότερο του οφειλόμενου, στο οποίο περιλαμβάνονται και τόκοι υπολογιζόμενοι με βάση το επιτόκιο αναφοράς που ίσχυε κατά το χρόνο χορήγησης των ενισχύσεων για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης των περιφερειακών ενισχύσεων.

2.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης πραγματοποιείται πάραυτα, σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης. Τα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν περιλαμβάνουν και τους τόκους που αναλογούν στο χρονικό διάστημα από τη διάθεση της παράνομης ενίσχυσης στον αποδέκτη μέχρι την πραγματική τους ανάκτηση. Οι τόκοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που ίσχυε για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης των περιφερειακών ενισχύσεων.

Άρθρο 3

Οι γερμανικές αρχές ενημερώνουν την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έχουν λάβει για να συμμορφωθούν με αυτή.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 13 Μαΐου 2003.

Για την Επιτροπή

Mario MONTI

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 185 της 30.6.2001, σ. 45 και ΕΕ C 26 της 30.1.2002, σ. 19.

(2)  ΕΕ C 185 της 30.6.2001, σ. 45.

(3)  ΕΕ C 26 της 30.1.2002, σ. 19.

(4)  Σε περίπτωση πτώχευσης των τέως επιχειρήσεων της Treuhand η ακίνητη περιουσία μεταβιβαζόταν και πάλι στην THA, η οποία από την πλευρά της έπρεπε να συνεισφέρει την αξία στην πτωχευτική περιουσία.

(5)  Εμπιστευτική πληροφορία. Προσαρμοσμένες τιμές (σε σχέση με το έτος 1994):

1994

1995

1996

1997

1998

1999

2000

- 100

- 181

3

70

78

11

186

(6)  Εμπιστευτική πληροφορία, 30-40 % υψηλότερη από την τιμή που κατέβαλε παλαιότερα η TIB.

(7)  N 213/93, ΕΕ C 302 της 9.11.1993, σ. 6.

(8)  N 108c/1994, SG(94) D/17293 της 1.12.1994, ΕΕ C 390 της 31.12.1994, σ. 14.

(9)  N 108b/1994, SG(94) D/17293 της 1.12.1994, ΕΕ C 390 της 31.12.1994, σ. 13.

(10)  KfW-Πρόγραμμα ενίσχυσης της μεσαίας τάξης, NN 109/93, SG (94), D/372 της 14.01.94, ΕΕ C 373 της 29.12.1994, σ. 3.

(11)  Περιβαλλοντικό πρόγραμμα ERP, N 563d/94, SG(94), D/17530 της 5.12.1994ΕΕ C 390 της 31.12.1994, σ. 16.

(12)  Πρβλ. υποσημείωση 7.

(13)  23ο Σχέδιο πλαίσιο του κοινού στόχου για τη βελτίωση της περιφερειακής οικονομικής δομής, N 157/94, SG (94) D/ 11038, 1.8.1994.

(14)  N 561/92, SG (92) D/16623 της 24.11.1992 και N 494/A/1995, SG (95) D/17154, 27.12.1995.

(15)  Διαβιβάσθηκε ως συνημμένο υπ’ αριθ. 17 της επιστολής της 15ης Μαρτίου 2001, που παρελήφθη από την Επιτροπή στις 26. Μαρτίου 2001 (A/32477).

(16)  Στοιχεία από την ιστοσελίδα της Cerame-Unie (http://www.cerameunie.org).

(17)  Πανόραμα της Βιομηχανίας της ΕΕ 1997, 9-20; NACE (αναθεώρηση 1). Βλ. επίσης και την απόφαση 1999/157/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με την υπόθεση C 35/97, Triptis Porzellan GmbH (ΕΕ L 52 της 27.2.1999, σ. 48).

(18)  ΕΕ C 68 της 6.3.1996, σ. 9.

(19)  ΕΕ L 10 της 13.1.2001,σ. 30.

(20)  ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12 και ΕΕ C 288 της 9.10.1999,σ. 2.

(21)  «Το σχέδιο της διάδοχης εταιρείας Kahla πρέπει να το δούμε υπό τις ειδικές συνθήκες διαρθρωτικής πολιτικής του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας, και ιδίως υπό το πρίσμα των προσπαθειών της κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους να διατηρήσει τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας στο πλαίσιο των δυνατοτήτων ενίσχυσης», Έκθεση των Röls Bühler Stüpges Hauck & Partner, που διαβιβάσθηκε ως παράρτημα 1 της επιστολής της 31ης Ιανουαρίου 2000, και παρελήφθη στις 3 Απριλίου 2000 υπό τον αριθμό A/32839.

(22)  Πρβλ. υποσημείωση 19.

(23)  «Στόχος της TIB είναι η διατήρηση και η δημιουργία θέσεων εργασίας στη βιομηχανία του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας», Έκθεση Arthur Andersen, που διαβιβάσθηκε ως παράρτημα 2 της επιστολής της 31 Μαρτίου 2000, και παρελήφθη στις 3 Απριλίου 2000 υπό τον αριθμό A732839.

(24)  «Υπάρχει ωστόσο πληθώρα κινδύνων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποτυχία του σχεδίου» και «Γι’ αυτό και η απόφαση για μια συμμετοχή στην Kahla/Thüringen Porzellan GmbH μπορεί κατά βάση να εγκριθεί, μόνον αν έχουμε πλήρη συνείδηση του εναπομείναντος υψηλού κινδύνου. Σημαίνει όμως παράλληλα και άρνηση σε άλλους παραγωγούς πορσελάνης της Θουριγγίας, προκειμένου να μην τεθεί σε περαιτέρω κίνδυνο η επιτυχία του σχεδίου», Έκθεση Arthur Andersen ( βλέπε υποσημείωση 23).

(25)  Υπενθυμίζεται ότι η εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων της Kahla II χρηματοδοτήθηκε κατ’ εξοχήν με ενισχύσεις.

(26)  Το δάνειο είχε επιτόκιο 12 %, αλλά η καταβολή των τόκων περιοριζόταν στο 50 % των ετήσιων κερδών.

(27)  Κατά τα τρία πρώτα χρόνια η καταβολή των τόκων είχε αναληφθεί από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Το επιτόκιο κατά το τέταρτο έτος ανερχόταν σε 2 %, κατά το πέμπτο σε 3 % και κατά το έκτο σε 5 %.

(28)  Μετά την επέκταση της διαδικασίας η Γερμανία άλλαξε την άποψή της και δεν θεωρούσε τα δάνεια των μέτρων 16 και 17 ως ενίσχυση, επειδή καταβλήθηκαν απ’ ευθείας στον κ G. Raithel, παρόλο που υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν στα πλαίσια εγκεκριμένου προγράμματος ενισχύσεων.

(29)  Παρόλο που αυτές, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 163, δεν είναι εφαρμοστέες στις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν κατά την περίοδο 1994-1996. Η υποσημείωση 10 των κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (1999) κωδικοποιεί την πρακτική της Επιτροπής, αναφέροντας τα ακόλουθα: Μόνες εξαιρέσεις του κανόνα ότι οι νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις δεν είναι επιλέξιμες για ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης «είναι οι περιπτώσεις που διαχειρίζεται η Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben στο πλαίσιο της αποστολής της για τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλες ανάλογες περιπτώσεις στα νέα ομόσπονδα κράτη, και ιδίως για επιχειρήσεις από εκκαθαρίσεις ή εξαγορές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999».

(30)  C 69/98, SG (98) D/ 11285 της 4ης Δεκεμβρίου 1998.

(31)  «Οι υπολογισμοί του σχεδίου της επιχείρησης δείχνουν ότι η διάδοχη εταιρεία (…) δεν θα είναι σε θέση να αναλάβει μόνη της το τεράστιο κόστος χρηματοδότησης της αναδιάρθρωσης σε σχέση με τον προγραμματιζόμενο κύκλο εργασιών». Έκθεση των Röls Bühler Stüpges Hauck & Partner (βλέπε υποσημείωση 21).

(32)  «Στόχος των εργασιών μας θα είναι να κρίνουμε την ικανότητα και την αξία της εξυγίανσης της στη διάδοχη εταιρεία συνεχιζόμενης επιχείρησης, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις θέσεις εργασίας που πρέπει να διατηρηθούν σε μακροπρόθεσμη βάση και τους χρηματοοικονομικούς πόρους που θα διαθέσει η TIB ως δυνητικός εταίρος», Έκθεση Arthur Andersen (βλέπε υποσημείωση 23).

(33)  Όλα τα δάνεια των ιδιωτικών τραπεζών, για τα οποία ενημερώθηκε η Επιτροπή, καλύπτονταν με κρατικές εγγυήσεις σε ποσοστό 90 %.

(34)  «Ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη συνολική σύμβαση χωρίς καμιά οικονομική συνέπεια (…), αν (…) δεν εγκριθεί η ακόλουθη χρηματοδότηση μέχρι τις 31.12.1994. Το ίδιο ισχύει και αν γίνει μερική μόνο χρηματοδότηση». Τα χρηματοοικονομικά μέτρα της παρούσας σύμβασης αφορούν δάνεια ERP και KfW ύψους 2,5 εκατ. DEM, συμμετοχή της TIB ύψους 7,95 εκατ. DEM, τραπεζικά δάνεια ύψους 13,35 εκατ. DEM και κρατική εγγύηση ύψους 20 εκατ. DEM που κάλυπτε το 90 % του οφειλόμενου ποσού(Σύμβαση αγοράς που συνάφθηκε μεταξύ του συνδίκου της Kahla I και του Günter Raithel στις 26.1.1994).

(35)  C 36/2000, Graf von Henneberg Porzellan GmbH.

(36)  «Επειδή και η Kahla βρίσκεται σε ανασυγκρότηση αυτή την εποχή και θα απαιτήσει σίγουρα όλο το 1996 μέχρι να ισχυροποιηθεί, είναι σχεδόν αδιανόητη η πρόωρη αύξηση της παραγωγής». Έκθεση της PME της 24.8.1995.

(37)  Εμπιστευτική πληροφορία. Βλ. πίνακα της παραγράφου (21)

(38)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(39)  NN 25/95, SG (96) D/ 11031 της 16.12.1996.

(40)  ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14, κεφάλαιο 3.2.

(41)  NN25/95, SG (96) D/11031 της 16.12.1996.

(42)  N 408/93, SG (93) D/ 19245, 26.11.1993 (ΕΕ C 213 της 19.8.1992, σ. 2).

(43)  C 69/98, SG (2002) D/34461 της 19.6.2002 (μη δημοσιευθείσα ακόμη).

(44)  ERP-πρόγραμμα ενίσχυσης του ιδίου κεφαλαίου, N 213/93, SG (93) D/16665 της 13.10.1993.

(45)  Πρόγραμμα ERP ενθάρρυνσης ίδρυσης νέων επιχειρήσεων, N 108c/1994, (βλ. υποσημ. 6).

Πρόγραμμα ERP προώθησης επενδύσεων σε υφιστάμενες επιχειρήσεις, N 108b/1994, (βλ. υποσημ. 7).

KfW--Πρόγραμμα ενίσχυσης της μεσαίας τάξης, NN 109/93, SG (94), (βλ. υποσημ. 8).

(46)  Περιβαλλοντικό πρόγραμμα ERP N 563d/94, (βλ. υποσημ. 9).

(47)  NN 117/92, SG (95) D/ 341 της 13.1.1995.

(48)  Καταχωρήθηκε στις 29.7.1994 υπό τον αριθμό A/33865.

(49)  «Φορείς των μέτρων βάσει του άρθρου 124h του νόμου για την ενίσχυση της απασχόλησης στον τομέα της εξυγίανσης και της βελτίωσης του περιβάλλοντος είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κυρίως φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης (δήμοι, επαρχίες, κοινότητες κ.ά.), καθώς και δημόσιες επιχειρήσεις της Threuhandanstalt». Επιστολή της 29.7.1994, ( βλ. υποσημ. 52).

(50)  «Αυτό σημαίνει ότι μέτρα που συμφέρουν μια επιχείρηση δεν είναι επιλέξιμα.» Επιστολή της 29.7.1994, που μνημονεύεται στην υποσημείωση 52.

(51)  Πρβλ και την απόφαση στην υπόθεση C 36/2000, SG (2001) D/292014.

(52)  N 660/93, SG D/21632 της 31.12.1993 και N 477/91, SG (91) D/22704 της 25.11.1991.

(53)  ΕΕ C 334 της 12.12.1995, σ. 4.

(54)  NN107/97, ισχύει από την 1η Απριλίου 1997, εγκριθέν με επιστολή SG (98) 1049 της 6.2.1993.

(55)  NN 331/96, SG (97) D/ 482 της 23.01.1997.

(56)  Εκθέσεις ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων της Kahla/Thüringen Porzellan GmbH για τα έτη 1997, 1998 και 1999.

(57)  Βλέπε υποσημ. 16 και 17.

(58)  Βλέπε υποσημ. 37.

(59)  ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

(60)  βλέπε υποσημείωση 50.

(61)  Στο κεφάλαιο 7.5 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (1999) αναφέρεται το εξής: «Η Επιτροπή θα εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κάθε ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης η οποία χορηγείται χωρίς την άδειά της και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 88,παράγραφος 3, της συνθήκης ΕΚ με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης».

(62)  Πρβλ. ιδίως τον πίνακα 5.

(63)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Μαρτίου 2000 στην υπόθεση. C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή. 2001, σ. I-2481, αιτ.. σκ.. 27.

(64)  Βλέπε υποσημ. 59.

(65)  Η σύμβαση του δανείου προέβλεπε επικουρικά τα ίδια εμπράγματα βάρη ως ασφάλειες, όπως φαίνεται στον πίνακα 10, και επικουρικά την εκχώρηση της ασφάλειας ζωής του κ. G. Raithel ύψους 1,8 εκατ. DEM.

(66)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/50


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 16ης Νοεμβρίου 2004

όσον αφορά γερμανικό καθεστώς ενισχύσεων υπέρ των παραγωγών αποστάγματος σιτηρών «Kornbranntwein»

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2004) 3953]

(Το γερμανικό κείμενο είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/240/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις απόψεις τους βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων (1) και έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους.

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2000 έξι γερμανοί βιομηχανικοί παραγωγοί, που ανήκουν στην κοινοπραξία βιομηχανικών παραγωγών Kornbranntwein, υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή σε σχέση με την τροποποίηση του γερμανικού νόμου για το μονοπώλιο οινοπνεύματος της 2ας Μαΐου 1976 από το νόμο Haushaltssanierungsgesetz - («HsanG») της 22ας Δεκεμβρίου 1999 (2).

(2)

Στόχος των καταγγελλόντων ήταν να διαπιστωθεί ότι ο γερμανός νομοθέτης τροποποιώντας το νόμο για το μονοπώλιο οινοπνεύματος (3) εισήγαγε καθεστώς το οποίο αποτελεί παράβαση του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ, διότι συνιστά διάκριση μεταξύ των βιομηχανικών και γεωργικών παραγωγών Kornbranntwein, στο βαθμό που μόνον οι γεωργικοί παραγωγοί θεωρούνται πλέον επιλέξιμοι για τη χορήγηση ενισχύσεων που μέχρι τότε εδικαιούντο όλοι οι παραγωγοί αδιακρίτως. Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι το νέο καθεστώς παρέχει στους γεωργικούς παραγωγούς Kornbranntwein αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, το οποίο αξιολογούν ως ενίσχυση ασυμβίβαστη με τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού.

(3)

Στις 3 Ιανουαρίου 2001 η Επιτροπή ζήτησε για πρώτη φορά περισσότερες πληροφορίες από τη Γερμανία όσον αφορά τις επίμαχες τροποποιήσεις. Η Γερμανία απάντησε σχετικά με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου, στην οποία επισημαίνει ότι τα εξεταζόμενα μέτρα ενίσχυσης είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή ήδη το 1976 και ότι ο νέος νόμος εξυπηρετεί μόνο τη βελτίωση του υπάρχοντος μηχανισμού. Στις 16 Μαρτίου 2001 η Επιτροπή υπέβαλε νέα σειρά ερωτήσεων στη Γερμανία, που για να απαντήσει σχετικά ζήτησε παράταση της προθεσμίας, την οποία η Επιτροπή χορήγησε με επιστολή της 9ης Απριλίου 2001.

(4)

Στις 24 Απριλίου 2001 η Γερμανία απέστειλε απάντηση στην Επιτροπή, η οποία στις 19 Νοεμβρίου διαβίβασε τα πρώτα συμπεράσματα και τις παρατηρήσεις της. Με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2001 η Γερμανία επέμεινε στις απόψεις που διατύπωσε στις 14 Φεβρουαρίου 2001 και διαβεβαίωσε εκ νέου την Επιτροπή ότι οι εξεταζόμενες ενισχύσεις συμβιβάζονται με τις κοινοτικές διατάξεις.

(5)

Με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2002 η Επιτροπή κάλεσε τη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (4), να υποβάλει τις παρατηρήσεις της και προτάσεις κατάλληλων μέτρων προκειμένου η νομοθεσία όσον αφορά τις ενισχύσεις για τους παραγωγούς Kornbranntwein να εναρμονιστεί με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Στις 19 Μαρτίου 2002 η Γερμανία πληροφόρησε εγγράφως την Επιτροπή ότι δεν θεωρεί απαραίτητη τη λήψη μέτρων, δεδομένου ότι δεν συμμερίζεται τα συμπεράσματα της Επιτροπής, ιδίως το συμπέρασμα ότι το απόσταγμα σιτηρών αποτελεί βιομηχανικό και όχι γεωργικό προϊόν.

(6)

Με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2002 η Επιτροπή πρότεινε στη Γερμανία σειρά κατάλληλων μέτρων για την αναδιατύπωση του γερμανικού νόμου όσον αφορά τις ενισχύσεις υπέρ των παραγωγών Kornbranntwein. Με επιστολές της 19ης και 23ης Ιουλίου 2002 η Γερμανία πληροφόρησε την Επιτροπή ότι απορρίπτει την πρότασή της και ότι, ως εκ τούτου, δεν προτίθεται να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα εντός της τεθείσας προθεσμίας.

(7)

Ως αποτέλεσμα, στις 16 Οκτωβρίου 2002 η Επιτροπή αποφάσισε σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσης. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2002 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5), στην οποία όλοι οι ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τα εν λόγω μέτρα.

(8)

Στις 12 Νοεμβρίου 2002 η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας.

(9)

Η Επιτροπή έλαβε σχόλια συνολικά από 54 τρίτους ενδιαφερόμενους, μεταξύ των οποίων ένα κείμενο παρατηρήσεων με 2 000 περίπου υπογραφές. Στις 7 Φεβρουαρίου 2003 η Επιτροπή διαβίβασε τα εν λόγω σχόλια στη Γερμανία προκειμένου αυτή να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Στις 26 Φεβρουαρίου 2003 η Γερμανία ζήτησε από την Επιτροπή παράταση της προθεσμίας απάντησης, που χορηγήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου. Η απάντηση της Γερμανίας παρελήφθη τελικά από την Επιτροπή με επιστολή της 19ης Μαρτίου 2003.

(10)

Στις 5 Ιουνίου 2003 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μετά από αίτηση της Γερμανίας· για το σκοπό αυτό η Γερμανία απέστειλε στην Επιτροπή στις 4 Ιουνίου 2003 μία προπαρασκευαστική επιστολή και στις 2 Ιουλίου 2003 μια δεύτερη επιστολή.

(11)

Στις 13 Αυγούστου 2003 οι καταγγέλλοντες υπέβαλαν εγγράφως τις απόψεις τους στην Επιτροπή στο πλαίσιο των προκαταρκτικών διαδικασιών συνεδρίασης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 29 Αυγούστου 2003 μετά από αίτηση των καταγγελλόντων.

(12)

Στις 5 Μαρτίου 2003 η Επιτροπή διαβίβασε στη Γερμανία την επιστολή των καταγγελλόντων της 13ης Αυγούστου 2003. Η Γερμανία απάντησε σχετικά με επιστολή της 5ης Απριλίου 2004.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

A.   Το γερμανικό μονοπώλιο οινοπνεύματος και η εξέλιξή του

(13)

Το γερμανικό μονοπώλιο οινοπνεύματος καθιερώθηκε με το νόμο της 8ης Απριλίου 1922 (6) και τροποποιήθηκε με το νόμο της 2ας Μαΐου 1976 (7) ως αποτέλεσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μεταξύ άλλων της απόφασης της 17ης Φεβρουαρίου 1976 στην υπόθεση 45/75 (Rewe-Zentrale) (8). Ο νέος νόμος της 2ας Μαΐου 1976 σχετικά με το μονοπώλιο οινοπνεύματος καταργεί την πολιτική στήριξης των τιμών, που απέρρεε από τα μέτρα εδαφικής προστασίας και συνιστούσε παράβαση του άρθρου 31 της συνθήκης ΕΚ (πρώην άρθρο 37), και την αντικαθιστά με έναν μηχανισμό αντιστάθμισης των τιμών.

(14)

Στις 9 Απριλίου 1976 η Γερμανία κοινοποίησε τον τροποποιημένο νόμο όσον αφορά το μονοπώλιο οινοπνεύματος (9) σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3 (νυν άρθρο 88 παράγραφος 3) της συνθήκης ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού αριθ. 26 του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 1962 περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (10). Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφος 1 και παράγραφος 3 πρώτη πρόταση της συνθήκης εφαρμόζονται στις ενισχύσεις τις χορηγούμενες για την παραγωγή ή την εμπορία των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της συνθήκης [νυν και στο εξής παράρτημα I της συνθήκης ΕΚ· η υπογράμμιση της Επιτροπής]». (11) Ως εκ τούτου τα κράτη μέλη έχουν απλώς υποχρέωση ανακοίνωσης, χωρίς να απαιτείται έγκριση της Επιτροπής.

(15)

Στην επιστολή κοινοποίησής της η Γερμανία επισήμανε στην Επιτροπή ότι θα συνεχίσει να τηρεί τη νομική υποχρέωσή της να αγοράζει την παραγωγή των εγχώριων παραγωγών αποστάγματος σε τιμή κάλυψης της κόστους.

(16)

Στην κοινοποίηση του 1976 δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ προϊόντων διαφορετικού είδους, ήτοι μεταξύ ουδέτερης και αρωματικής αλκοόλης, όπως για παράδειγμα το Kornbranntwein. Η Επιτροπή δεν έχει λάβει θέση όσον αφορά το περιεχόμενο της κοινοποίησης.

(17)

Σύμφωνα με την τροποποίηση του νόμου του 1976 το μονοπώλιο συνίσταται στην αγορά και στην εμπορία αλκοόλης από την Bundesmonopolverwaltung für Branntwein («BfB»), διοικητική αρχή που υπάγεται στο υπουργείο οικονομικών. Η BfB αγοράζει την αλκοόλη σε νομοθετικά εγγυημένες τιμές, την υποβάλλει σε ανόρθωση (12) και την διαθέτει σε τιμές αγοράς. Από το εν λόγω μονοπώλιο εξαιρείται το Kornbranntwein.

(18)

Ο νόμος της 2ας Μαΐου 1976 αναθέτει στην Deutsche Kornbranntwein-Vermarktung GmbH (DKV) (13) ανάλογη αποστολή με αυτήν της BfB, ωστόσο αποκλειστικά για την αγορά και την εμπορία του Kornbranntwein. Με το νόμο του 1976 η DKV απέκτησε το αποκλειστικό δικαίωμα αφενός να αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής Kornbranntwein σε νομοθετικά εγγυημένες τιμές, που καλύπτουν τα έξοδα των παραγωγών, βιομηχανικών ή γεωργικών (14), και αφετέρου να διαθέτει το Kornbrenntwein σε τιμές αγοράς, ενδεχομένως μετά το μετασχηματισμό και/ή την ανόρθωσή του. Μέχρι το 2000 άνω του 80 % του παραγόμενου στη Γερμανία Kornbranntwein διατίθετο στην αγορά από την DKV και το υπόλοιπο 20 % από τους ίδιους τους παραγωγούς (15).

(19)

Η DKV ως αντιπαροχή για την εκπλήρωση της αποστολής που της ανατίθεται βάσει του άρθρου 82 του νόμου για το μονοπώλιο οινοπνεύματος λαμβάνει αποζημίωση, η οποία, ελλείψει αγοραίας τιμής, καθορίζεται με βάση τις κατευθυντήριες αρχές για τον καθορισμό τιμών κατά την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων βάσει του κόστους (Leitsätzen für die Preisermittlung bei öffentlichen Aufträgen aufgrund von Selbstkosten (LSP).

(20)

Οι γερμανοί παραγωγοί Kornbranntwein, που θεωρούνται επιλέξιμοι ενίσχυσης, έχουν την υποχρέωση να παραδίδουν στην DKV συγκεκριμένες ποσότητες στο ύψος των δικαιωμάτων τους απόσταξης (Brennrechte), που καθορίζονται από τις κρατικές υπηρεσίες σε ετήσια βάση. Οι εν λόγω παραγωγοί μπορούν να παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα αλκοόλης, για την οποία ωστόσο δεν ισχύει πλέον καμία εγγύηση τιμής. Οι γεωργικοί παραγωγοί (σε αντίθεση με τους βιομηχανικούς για προφανείς λόγους) υποχρεούνται από το νόμο να επεξεργάζονται τις πρώτες ύλες που οι ίδιοι παράγουν (σιτηρά) και να εκμεταλλεύονται στη γεωργική τους επιχείρηση τα υποπροϊόντα της απόσταξης, για παράδειγμα, να χρησιμοποιούν ως ζωοτροφή τα κατάλοιπα της διύλισης και την κοπριά ως λίπασμα.

(21)

Ορισμένοι παραγωγοί εκμεταλλεύονται και εμπορεύονται οι ίδιοι το σύνολο ή μέρος της παραγωγής τους χωρίς τη βοήθεια της DKV. Στην περίπτωση αυτή λαμβάνουν από την DKV, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων τους απόσταξης το ισόποσο των εξόδων τους για την ανόρθωση, αποθήκευση και εμπορία, με τα οποία δεν επιβαρύνθηκε η DKV. Οι εν λόγω παραγωγοί εξομοιώνονται χρηματοοικονομικά κατ’ αυτόν τον τρόπο με τους παραγωγούς που παραδίδουν την παραγωγή τους στην DKV.

(22)

Με το νόμο HSanG επήλθαν αλλαγές στο μονοπώλιο με στόχο την περικοπή των ενισχύσεων. Πρωταρχικά, περιορίστηκε ο κύκλος των δικαιούχων ενίσχυσης και αναδιοργανώθηκε εν μέρει ο μηχανισμός διανομής των ενισχύσεων. Αφότου τέθηκε σε ισχύ ο HSanG οι γεωργικοί παραγωγοί είναι οι μόνοι που συνεχίζουν να επωφελούνται πλήρως του παλαιού καθεστώτος, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5 του τροποποιημένου μονοπωλίου οινοπνεύματος τα δικαιώματα απόσταξης για τους βιομηχανικούς παραγωγούς για τα έτη χρήσης 2000/2001 μέχρι 2005/2006 μειώνονται στο 50 % των κανονικών δικαιωμάτων τους (16). Σύμφωνα με τη μεταβατική περίοδο, που από το νόμο προβλέπεται να λήξει το 2005/2006, επιλέξιμοι για ενίσχυση θεωρούνται μόνο οι γεωργικοί παραγωγοί.

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 58α του νόμου περί μονοπωλίου οινοπνεύματος που τροποποιήθηκε από τον HsanG, οι βιομηχανικοί παραγωγοί μετά το έτος χρήσης 2006/2007, ήτοι από την 30ή Σεπτεμβρίου 2006, δεν επιτρέπεται πλέον να συμμετέχουν στο μονοπώλιο, μπορούν ωστόσο ήδη από το 2001 να αποχωρήσουν οικειοθελώς από το μονοπώλιο. Προκειμένου να αποζημιωθούν οι βιομηχανικοί παραγωγοί για τις αναπόφευκτες απώλειες, ο νομοθέτης προέβλεψε ότι οι παραγωγοί που αποχωρούν πρόωρα από το μονοπώλιο πρέπει να λάβουν αντιστάθμιση. Για το λόγο αυτό μεγάλο μέρος των βιομηχανικών παραγωγών επέλεξε να αποχωρήσει πρόωρα από το μονοπώλιο.

(24)

Για λόγους ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με το νόμο μπορούν και οι γεωργικοί παραγωγοί να εγκαταλείψουν το μονοπώλιο· στην περίπτωση αυτή λαμβάνουν τα ίδια ποσά αντιστάθμισης με τους βιομηχανικούς παραγωγούς.

(25)

Η DKV θα πρέπει να εκπληρώνει μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2006 την αποστολή που της ανατέθηκε με το νόμο της 2ας Μαΐου 1976· στη συνέχεια η BfB θα μπορεί να αναλάβει τα καθήκοντά της.

B.   Περιγραφή των εξεταζόμενων ενισχύσεων

(26)

Η κατάργηση του μονοπωλίου εισαγωγής οινοπνεύματος στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70 και το άνοιγμα της αγοράς προκάλεσαν αυτόματα σαφή αύξηση των γερμανικών εισαγωγών οινοπνεύματος και ταυτόχρονα σαφή μείωση της τιμής πώλησης, χωρίς ωστόσο η εν λόγω μείωση της τιμής να γίνει αισθητή και από τον παραγωγό.

(27)

Το μονοπώλιο (μέσω της DKV και της BfB) προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες της αγοράς και μείωσε τις τιμές πώλησής του σε ένα ανταγωνιστικό επίπεδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τιμή πώλησης αλκοόλης από 333 DEM/hl κατά μέσο όρο το 1976 μειώθηκε σε 115 DEM/hl στο διάστημα 1999/2000.

(28)

Για το 1999/2000 η νομοθετικά καθορισμένη τιμή αγοράς που η DKV έπρεπε να καταβάλει στους παραγωγούς Kornbranntwein ήταν 263 DEM ανά hl αλκοόλης (έναντι 296 DEM/hl, που η BfG καταβάλλει στους παραγωγούς άλλου αποστάγματος). Η εν λόγω τιμή αγοράς υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται τα έξοδα του παραγωγού. Τα έξοδα αναφοράς υπολογίζονται με βάση τα μέσα έξοδα παραγωγής ενός συνετού παραγωγού για ένα εκατόλιτρο αλκοόλης. Κατά τα ίδιο χρονικό διάστημα η τιμή πώλησης του Kornbranntwein από τη DKV ήταν 157 DEM/hl αλκοόλης (έναντι 93 DEM/hl για την ουδέτερη αλκοόλη).

(29)

Ως εκ τούτου, το σύστημα αντιστάθμισης έχει αποδεδειγμένα ως στόχο να περιορίσει τις συνέπειες ενός ελλείμματος, που θίγει το μονοπώλιο διανομής αποστάγματος και ως εκ τούτου και την DKV. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της Γερμανίας, οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν στους παραγωγούς Kornbrenntwein για την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 1999 μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2000 ανήλθαν σε 36,6 εκατ. DEM (18,7 εκατ. ευρώ).

(30)

Η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης στην αγορά (αγοραία τιμή) σαφώς συνιστά ενίσχυση. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τη Γερμανία.

(31)

Το σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 58α του νόμου περί μονοπωλίου οινοπνεύματος έχει ως στόχο να διευκολύνει την έξοδο των παραγωγών Kornbranntwein από το μονοπώλιο. Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω (βλ. παράγραφο 22) οι παραγωγοί που είναι διατεθειμένοι να αποχωρήσουν πρόωρα από το μονοπώλιο ως αντιπαροχή για την οικειοθελή έξοδό τους και αντί των ενισχύσεων λειτουργίας, λαμβάνουν, για την αντιστάθμιση των εξόδων παραγωγής και μέχρι το Σεπτέμβριο του 2006, προοδευτικά μειούμενα ποσά αντιστάθμισης, τα οποία καταβάλλονται κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες κάθε έτους χρήσης. Με τα εν λόγω ποσά αντιστάθμισης προσφέρεται στους παραγωγούς που το επιθυμούν η δυνατότητα να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους στη λεγόμενη «ελεύθερη» αγορά Kornbranntwein παρά την αποχώρησή τους από το μονοπώλιο (17). Κατά συνέπεια, πρόκειται για αναδιάταξη ήδη υφιστάμενων ενισχύσεων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά βούληση από τους παραγωγούς.

(32)

Υπενθυμίζεται ότι σχεδόν όλοι οι βιομηχανικοί καθώς και ορισμένοι γεωργικοί παραγωγοί επέλεξαν την εν λόγω εναλλακτική λύση.

(33)

Το έλλειμμα από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της πώλησης των προϊόντων στην αγοραία τιμή καλύπτεται από πόρους του προϋπολογισμού. Για το λόγο αυτό αυξήθηκε αντίστοιχα ο φόρος αλκοόλης. Πρόκειται για φόρο κατανάλωσης, που επιβάλλεται τόσο στην εγχώρια όσο και στην εισαγόμενη αλκοόλη.

(34)

Στο τέλος του έτους χρήσης 1999/2000 (πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος) υπήρχαν 68 βιομηχανικοί και 409 γεωργικοί παραγωγοί που παρήγαγαν συνολικά 253 000 εκατόλιτρα Kornbranntwein Την 1η Οκτωβρίου 2001 ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης υπήρχαν στην αγορά μόνον 11 βιομηχανικοί παραγωγοί με συνολική παραγωγή 5 000 εκατόλιτρα. Ο αριθμός των γεωργικών παραγωγών μειώθηκε σε 340 με συνολική παραγωγή 142 000 εκατόλιτρα.

(35)

Οι 57 βιομηχανικοί παραγωγοί που αποχώρησαν πρόωρα από το μονοπώλιο είχαν λάβει στο τέλος του οικονομικού έτους 2001/2002 ποσά αντιστάθμισης συνολικού ύψους 5,9 εκατ. ευρώ, οι γεωργικοί παραγωγοί 0,6 εκατ. ευρώ. Οι 47 παραγωγοί που διαθέτουν μόνοι τους στην αγορά την παραγωγή τους (συνολικά 5 400 εκατόλιτρα Kornbranntwein) έλαβαν για το σκοπό αυτό ενισχύσεις ύψους 315 000 ευρώ. Τέλος η DKV έλαβε το οικονομικό έτος 2001/2002 επιχορήγηση 6,6 εκατ. ευρώ.

Γ.   Παρατηρήσεις τρίτων

(36)

Μετά τη δημοσίευση της απόφασής της να κινήσει τη διαδικασία, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από 54 ενδιαφερόμενους, μεταξύ των οποίων φυσικά πρόσωπα, επιχειρήσεις, συνδέσμους και επαγγελματικές ενώσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των ενδιαφερομένων (47) απορρίπτει τα μέτρα που προτείνει η Επιτροπή και τα οποία αποτελούν το σημείο εκκίνησης για τη συγκεκριμένη διαδικασία· οι παρατηρήσεις τριών ενδιαφερομένων ήταν εν μέρει θετικές και τεσσάρων εντελώς θετικές.

(37)

Οι θετικές παρατηρήσεις προέρχονται από εκπροσώπους της βιομηχανίας οινοπνευματωδών. Οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι είναι μάλιστα της άποψης ότι η Επιτροπή στην απόφασή της σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας δεν προχώρησε σε βάθος και ότι το γερμανικό μονοπώλιο οινοπνεύματος θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων.

(38)

Και οι 35 γεωργικοί παραγωγοί απορρίπτουν τη θέση της Επιτροπής. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Γενικά αμφισβητείται η άποψη της Επιτροπής ότι το Kornbranntwein αποτελεί βιομηχανικό προϊόν. Κατά την άποψή τους πρόκειται σαφώς για γεωργικό προϊόν. Κριτική ασκείται επίσης όσον αφορά τον όρο «Kornbranntwein» που χρησιμοποιεί η Επιτροπή· το προϊόν που παραδίδεται στη DKV θα ήταν ορθότερο να χαρακτηρίζεται «ακάθαρτη αλκοόλη» ή και «ακάθαρτη αλκοόλη σιτηρών». Η αλκοόλη που παραδίδεται στη DKV δεν αποτελεί πόσιμο προϊόν, δεδομένου ότι χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία και ανόρθωση. Ορισμένοι προέβαλαν το επιχείρημα ότι η κατάσταση των γεωργικών παραγωγών δεν συγκρίνεται με αυτή των βιομηχανικών, δεδομένου ότι διαφέρουν οι περιορισμοί στους οποίους αυτοί υπόκεινται. Στο σημείο αυτό αναλύονται διεξοδικά οι διαφορετικές φάσεις της διαδικασίας παραγωγής του Kornbranntwein, που προκύπτει από ένα σύστημα της οικονομίας ανακύκλωσης (καλλιέργεια σιτηρών, αποστακτήριο, χρησιμοποίηση των καταλοίπων ως ζωοτροφής, χρησιμοποίηση της κοπριάς ως λιπάσματος για την καλλιέργεια σιτηρών), που απαιτεί έναν αυστηρά οικολογικό τρόπο οργάνωσης. Ως εκ τούτου, οι γεωργικοί παραγωγοί είναι της άποψης ότι στην περίπτωσή τους θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις της συνθήκης ΕΚ για τα γεωργικά προϊόντα και ότι θα υφίσταντο αναμφισβήτητα άνιση μεταχείριση σε σχέση με τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, που παραδίδουν την αλκοόλη τους στην BfB, εάν εφαρμόζονταν στην περίπτωσή τους οι αυστηρότεροι κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης ΕΚ. Η κατάργηση του μονοπωλίου την 1η Ιανουαρίου 2004 θα τους οδηγούσε σε σίγουρη καταστροφή, δεδομένου ότι πολλοί παραγωγοί έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις, στις οποίες δεν θα μπορούν πλέον να ανταποκριθούν. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις το αποστακτήριο αποτελεί τον πυρήνα της γεωργικής εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα η εξαφάνισή του να θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση όλης της εκμετάλλευσης. Μία επαγγελματική ένωση, που εκπροσωπεί τους γεωργικούς παραγωγούς που διαθέτουν μόνοι τους στην αγορά το Kornbranntwein επίσης χαρακτηρίζει το Kornbranntwein ως γεωργικό προϊόν και θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει τον εν λόγω χαρακτηρισμό. Τέλος, πολλοί από τους ενδιαφερομένους που υπέβαλαν παρατηρήσεις είναι της άποψης ότι τα μέτρα ενίσχυσης δεν κινδυνεύουν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, δεδομένου ότι το Kornbranntwein αποτελεί αλκοόλη που μπορεί να παραχθεί μόνο στο γερμανόφωνο χώρο.

(39)

Η κοινοπραξία βιομηχανικών παραγωγών επικρίνει την απόφαση κίνησης της διαδικασίας στο βαθμό που σε αυτήν προτείνεται η κατάργηση όλων των ενισχύσεων αδιακρίτως, τόσο υπέρ των βιομηχανικών όσο και υπέρ των γεωργικών παραγωγών. Μολονότι αυτή υποκίνησε τη διαδικασία, η καταγγέλλουσα θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι η Επιτροπή θέτει υπό αμφισβήτηση τα ποσά αντιστάθμισης για τους βιομηχανικούς παραγωγούς, που είχαν προβλεφθεί ως κίνητρο για μία πρόωρη αποχώρηση από το μονοπώλιο. Τα ποσά αντιστάθμισης, κατά την άποψη της καταγγέλλουσας, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 88 της συνθήκης ΕΚ, αλλά αποτελούν το ισόποσο των δικαιωμάτων απόσταξης, από τα οποία έπρεπε να παραιτηθούν οι βιομηχανικοί παραγωγοί, σε αντίθεση με τους γεωργικούς. Η έγκριση των ποσών αντιστάθμισης που προβλέπει ο HSanG όχι μόνο επιβάλλεται για λόγους προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αλλά είναι και απαραίτητη προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους θιγόμενους παραγωγούς να αναπροσανατολίσουν τις δραστηριότητές τους μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου με όρους οικονομικά αποδεκτούς, ιδιαίτερα δεδομένου ότι τα προβλεπόμενα ποσά είναι κατά πολύ χαμηλότερα των ζημιών που προκαλεί ο νέος νόμος. Εξάλλου, η χορήγησή τους δεν επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, δεδομένου ότι δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό, ειδάλλως όλα τα μέλη της επαγγελματικής ένωσης θα είχαν σταματήσει την παραγωγή Kornbranntwein, διότι θα ήταν αδύνατον να παραμείνουν σε μία επιδοτούμενη αγορά χωρίς να λαμβάνουν επιχορηγήσεις. Αντίθετα, η καταγγέλλουσα εμμένει στη θέση της ότι οι ενισχύσεις για τους γεωργικούς παραγωγούς είναι παράνομες διότι συνιστούν άνιση μεταχείριση. Τρεις βιομηχανικοί παραγωγοί ζήτησαν ευθέως να διατηρηθούν οι διατάξεις του HSanG σχετικά με την πληρωμή ποσών αντιστάθμισης ως αντιπαροχής για μία πρόωρη αποχώρηση από το μονοπώλιο.

(40)

Οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις, μεταξύ των οποίων ένας εμπειρογνώμονας ο οποίος ανέφερε ότι συμμετείχε στις προπαρασκευαστικές εργασίες για τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 1989 για τη θέσπιση των γενικών κανόνων σχετικά με τον ορισμό, τον χαρακτηρισμό και την παρουσίαση των αλκοολούχων ποτών (18), και η ένωση καταναλωτών, που συγκέντρωσε 2 000 υπογραφές, απορρίπτουν τη θέση που υποστηρίζει η Επιτροπή στην απόφασή της για κίνηση της διαδικασίας, χρησιμοποιώντας σε γενικές γραμμές τα ίδια επιχειρήματα με τους γεωργικούς παραγωγούς και επισημαίνουν ιδίως το γεγονός ότι το Kornbranntwein είναι ένα προϊόν το οποίο πρέπει να συνεχίσει να χαρακτηρίζεται ως γεωργικό και ότι η Επιτροπή δεν θα πρέπει να θέσει υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής του. Η DKV υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση που στην τελική της απόφαση δεν αλλάξει γνώμη όσον αφορά τα κατάλληλα μέτρα που έχει προτείνει, θα πρέπει κατά τον καθορισμό της προθεσμίας για την εφαρμογή τους να λάβει υπόψη της τη βασική αρχή της αναλογικότητας και να παρατείνει τη μεταβατική περίοδο μετά την 1η Ιανουαρίου 2004, προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στις θιγόμενες επιχειρήσεις να μεταστρέψουν τις δραστηριότητές τους.

Δ.   Παρατηρήσεις της Γερμανίας

(41)

Η Γερμανία δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι το σύστημα καθορισμού των εξόδων παραγωγής από τη DKV έχει το χαρακτήρα ενισχύσεων λειτουργίας. Ωστόσο, είναι της άποψης ότι το Kornbranntwein πρέπει να συνεχίσει να υπάγεται στις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ που ισχύουν για τα γεωργικά προϊόντα και δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από την Επιτροπή ως βιομηχανικό προϊόν. Η Γερμανία σε καμία περίπτωση δε συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι τα αποστάγματα σιτηρών που παράγονται στο πλαίσιο του μονοπωλίου δεν αποτελούν γεωργικό προϊόν που εντάσσεται στην κατηγορία αιθυλική αλκοόλη αλλά ένα αλκοολούχο ποτό που χαρακτηρίζεται ως «Branntwein» (απόσταγμα οίνου) και κατά συνέπεια αποτελεί βιομηχανικό προϊόν. Η Γερμανία τεκμηριώνει τη θέση της με το επιχείρημα ότι η διατύπωση του παραρτήματος I της συνθήκης ΕΚ είναι σαφής και ότι το περιεχόμενο κειμένου της συνθήκης ΕΚ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με διάταξη του παράγωγου δικαίου, όπως ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89.

(42)

Για να στηρίξει την επιχειρηματολογία της η Γερμανία αναφέρει ότι το Δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας σε πολλές αποφάσεις μεταξύ άλλων στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 1979 στην υπόθεση 91/78 (Hansen GmbH & Co/Hauptzollamt Flensburg) (19) και της 15ης Ιανουαρίου 1985 στην υπόθεση 253/83, (Sektkellerei C.A Kupferberg & Cie KG a.A/Hauptzollamt Mainz) (20) ότι ο φόρος επί της αλκοόλης δεν εισάγει διακρίσεις, αναγνώρισε το συμβιβάσιμο του εν λόγω φόρου με τις διατάξεις των άρθρων 37 και 95 (νυν άρθρα 31 και 90 αντίστοιχα) (21) και ως εκ τούτου έμμεσα και με τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

(43)

Όσον αφορά τα ποσά αντιστάθμισης για τους παραγωγούς που αποφάσισαν να αποχωρήσουν πρόωρα από το μονοπώλιο, η Γερμανία υποστηρίζει ότι πρόκειται για αναγκαίο κίνητρο λόγω της μακροχρόνιας ένταξης των παραγωγών στο μονοπώλιο οινοπνεύματος, διευκρινίζοντας ότι τα δικαιώματα απόσταξης παρά τους ισχυρισμούς της καταγγέλλουσας, δεν αποτελούν στοιχείο ενεργητικού. Εξάλλου, για λόγους ισότιμης μεταχείρισης οι γεωργικοί παραγωγοί θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να αποχωρήσουν από το μονοπώλιο, και μάλιστα υπό τους ίδιους όρους όπως και οι βιομηχανικοί.

(44)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή εμμείνει στην εκτίμησή της, τόσο για τις ενισχύσεις λειτουργίας υπέρ των παραγωγών που θα παραμείνουν στο μονοπώλιο όσο και για τα ποσά αντιστάθμισης που χορηγούνται ως αντιπαροχή για την πρόωρη αποχώρηση από το μονοπώλιο, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί μία μακροχρόνια μεταβατική περίοδος λόγω της παραδοσιακής ένταξης των παραγωγών Kornbranntwein στο μονοπώλιο οινοπνεύματος και της ως εκ τούτου οφειλόμενης προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι παραγωγοί, τόσο βιομηχανικοί όσο και γεωργικοί, χρειάζονται τον εν λόγω χρόνο προκειμένου να προσαρμόσουν τις διαρθρώσεις παραγωγής τους στην ελεύθερη αγορά ή για να μεταστρέψουν την εκμετάλλευσή τους σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου η Γερμανία πρότεινε παράταση της μεταβατικής περιόδου μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2006. Η Γερμανία πρόβαλε συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θα πρέπει να παρατείνει τουλάχιστον μέχρι το έτος χρήσης 2005/2006 το τέλος της μεταβατικής περιόδου που στο πλαίσιο των κατάλληλων μέτρων προβλεπόταν αρχικά για την 1η Ιανουαρίου 2004. Κάθε άλλη απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο πολυάριθμων βιομηχανικών και γεωργικών παραγωγών και την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας.

(45)

Η Γερμανία αμφισβητεί τον ισχυρισμό της καταγγέλλουσας ότι ο νόμος HSanG της 22ας Δεκεμβρίου 1999 εισήγαγε διάκριση σε βάρος των βιομηχανικών παραγωγών, δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος έχει μόνο ως στόχο να τροποποιήσει το μονοπώλιο μειώνοντας ελάχιστα τον αριθμό των αποδεκτών ενίσχυσης, με μεταβατική περίοδο έξι ετών και αντίστοιχη χρηματοοικονομική αντιστάθμιση που καταβάλλεται εξίσου στους γεωργικούς και βιομηχανικούς παραγωγούς.

III.   ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

A.   Εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού:

(46)

Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, η επεξεργασία του Kornbranntwein διαφέρει οργανωτικά από τα προϊόντα αλκοόλης γεωργικής προέλευσης που εμπίπτουν στο μονοπώλιο (βλ. παράγραφοι 16 έως 24). Το 1930 δημιουργήθηκε ειδικά για το εν λόγω προϊόν στο πλαίσιο του μονοπωλίου οινοπνεύματος ένας οργανισμός με ξεχωριστή νομική οντότητα, η DKV. Με το νόμο της 2ας Μαΐου 1976 η Γερμανία επιβεβαίωσε εκ νέου ότι το Kornbranntwein αποτελεί αντικείμενο ειδικής μεταχείρισης διατηρώντας τη συνύπαρξη δύο διαφορετικών οργανισμών οργάνωσης της αγοράς, ήτοι της BfB και της DKV.

(47)

Η πλειονότητα των βασικών προϊόντων αλκοόλης (προϊόντα απόσταξης) που παραδίδονται στη BfB προορίζονται φανερά για την παραγωγή ουδέτερης, ακατάλληλης για χρήση αλκοόλης, ενώ τα προϊόντα απόσταξης που παραδίδονται στη DKV (που προσδιορίζονται ως «Kornfeindestillat» από τη Γερμανία) χαρακτηρίζονται από τις αρωματικές ιδιότητές τους και ως εκ τούτου είναι κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.

(48)

Η εν λόγω διαφορά εξηγείται βασικά από την κατάσταση στην οποία το βασικό προϊόν παραδίδεται από τους παραγωγούς στους δύο οργανισμούς πωλήσεων και την ποιότητα του προϊόντος προς πώληση μετά τη μετατροπή και/ή ανόρθωσή του από τις δύο υπηρεσίες.

(49)

Η BfB αγοράζει κυρίως ακάθαρτη αλκοόλη (λαμβανόμενη μεταξύ άλλων από φρούτα, πατάτες, μελάσα, σιτηρά) την οποία πωλεί γενικά μετά τη μετατροπή και/ή την ανόρθωσή της ως ουδέτερη αλκοόλη.

(50)

Η DKV αγοράζει ένα προϊόν απόσταξης – το «Kornfeindestillat»-, το οποίο θεωρείται ήδη ως αλκοολούχο ποτό κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89. Η ανόρθωση του εν λόγω προϊόντος απόσταξης από τη DKV συνίσταται ιδίως στην τυποποίηση του κατ’ όγκο αλκοολικού τύπου του τελικού προϊόντος (32 % στο προϊόν που χαρακτηρίζεται ως Korn και 37,5 % στο προϊόν Kornbrand).

(51)

Στο παράρτημα I της συνθήκης ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό αριθ. 7α του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1959, περί εγγραφής ορισμένων προϊόντων στον πίνακα του παραρτήματος ΙΙ της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (22) αναφέρεται η αιθυλική αλκοόλη, μετουσιωμένη ή μη, οιουδήποτε αλκοολομετρικού τίτλου, λαμβανόμενη από γεωργικά προϊόντα περιλαμβανόμενα στο παράρτημα Ι της συνθήκης, εξαιρουμένων των αποσταγμάτων, ηδύποτων και ετέρων οινοπνευματωδών ποτών, συνθέτων αλκοολούχων παρασκευασμάτων (καλουμένων συμπεπυκνωμένων εκχυλισμάτων) δια την παρασκευή ποτών. Το κείμενο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με τη βοήθεια των κλάσεων 22.08 και 22.09 (νυν 22.07 και 22.08) του τελωνειακού δασμολογίου, όπου ορίζονται τα αλκοολούχα, τα ηδύποτα και άλλα οινοπνευματώδη ποτά.

(52)

Στις επεξηγηματικές σημειώσεις για το τελωνειακό δασμολόγιο το απόσταγμα οίνου, το οποίο ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι, ορίζεται ως εξής: «(…) λαμβάνεται με απόσταξη (χωρίς παρουσία αρωματικών ουσιών) φυσικών υγρών που έχουν υποστεί ζύμωση όπως είναι το κρασί και ο μηλίτης, ή με απόσταξη φρούτων, σταμφύλων, σπόρων ή άλλων φυσικών προϊόντων που προηγουμένως έχουν υποστεί ζύμωση. Χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη γεύση και άρωμα· αυτό οφείλεται στο ότι περιέχει δευτερογενή συστατικά στοιχεία, (εστέρες, οξέα, ανώτερες αλκοόλες κ.λπ), που εξαρτώνται από το είδος της πρώτης ύλης που χρησιμοποιήθηκε για την απόσταξη

(53)

Η κλάση περιλαμβάνει επίσης «αιθυλική αλκοόλη μη μετουσιωμένη με κατ’ όγκο αλκοολικό τίτλο λιγότερο του 80 % […]». Στις επεξηγηματικές σημειώσεις για το εν λόγω προϊόν αναφέρονται τα εξής: «… ανεξάρτητα εάν προορίζεται για πόση ή τεχνικούς σκοπούς· διαφέρει από τα προϊόντα, όπως για παράδειγμα το απόσταγμα οίνου, ακόμη και όταν προορίζεται για πόση από το γεγονός ότι δεν περιέχει αρωματικές ουσίες.»

(54)

Το Kornbranntwein αποτελεί κατά συνέπεια απόσταγμα οίνου, το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία αρωματικών ουσιών και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί αιθυλική αλκοόλη. Υπέρ αυτού συνηγορεί κατά τα άλλα και το στοιχείο γ παράγραφος 4 των επεξηγηματικών σημειώσεων για την κλάση πρώην 22.09 (νυν 22.08, στοιχείο γ, παράγραφος 2)· στο σημείο αυτό τονίζεται ότι στην κλάση αυτή ανήκουν εκτός από την αιθυλική αλκοόλη και το «ουίσκυ και άλλα αποστάγματα οίνου από την απόσταξη γλεύκους σιτηρών (γλεύκους κριθής, βρώμης, σίκαλης, σίτου, αραβοσίτου κ.λπ.)».

(55)

Στις απαντήσεις της προς την Επιτροπή η Γερμανία συγχέει το προϊόν Kornalkohol, το οποίο με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια (βλ. παράγραφο 53) μπορεί να θεωρηθεί ως αιθυλική αλκοόλη, με το αλκοολούχο ποτό Kornbranntwein. Σύμφωνα με το νόμο για το μονοπώλιο οινοπνεύματος στη μορφή του HSanG της 22ας Δεκεμβρίου 1999, ο γερμανός νομοθέτης πράγματι αντιμετωπίζει διαφορετικά το Kornalkohol από το Kornbranntwein, ακριβώς διότι πρόκειται για δύο διαφορετικά παρασκευάσματα.

(56)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εμμένει στην άποψή της ότι τα εν λόγω παρασκευάσματα αποτελούν διαφορετικά προϊόντα· το πρώτο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ουδέτερης αλκοόλης, ενώ το δεύτερο, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, περιέχει ουσίες που του προσδίδουν άρωμα και γεύση.

(57)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 διευκρινίζεται ότι ο κανονισμός θεσπίζει τους γενικούς κανόνες για τον ορισμό, την περιγραφή και την παρουσίαση των αλκοολούχων ποτών.

(58)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού παρατίθενται οι διάφορες κατηγορίες αλκοολούχων ποτών. Στο στοιχείο γ) ένα «αλκοολούχο ποτό σιτηρών» ορίζεται ως

«1.

Το αλκοολούχο ποτό που λαμβάνεται με απόσταξη γλεύκους σιτηρών που έχει υποστεί ζύμωση, και το οποίο παρουσιάζει οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που προέρχονται από τις χρησιμοποιηθείσες πρώτες ύλες.

Η επωνυμία «αλκοολούχο ποτό σιτηρών» μπορεί να αντικαθίσταται από τις επωνυμίες «Korn» ή «Kornbrand» όταν πρόκειται για το ποτό που παράγεται στη Γερμανία και στις περιοχές της Κοινότητας όπου η γερμανική γλώσσα είναι μία από τις επίσημες γλώσσες, υπό την προϋπόθεση ότι η παραγωγή του ποτού αυτού στις εν λόγω περιοχές είναι παραδοσιακή και εφόσον το αλκοολούχο ποτό σιτηρών λαμβάνεται χωρίς κανένα πρόσθετo:·

είτε με αποκλειστική απόσταξη του ζυμωμένου γλεύκους από πλήρεις σπόρους σιταριού, κριθαριού, βρώμης, σίκαλης ή πολυγόνου με όλα τα συστατικά του

είτε με επαναπόσταξη προϊόντος απόσταξης που έχει ληφθεί σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση.

2.

Για να μπορεί ένα αλκοολούχο ποτό σιτηρών να ονομασθεί «απόσταγμα σιτηρών» θα πρέπει να προέρχεται από απόσταξη, σε λιγότερο από 95 % γλεύκους σιτηρών που έχει υποστεί ζύμωση και το οποίο παρουσιάζει οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που προέρχονται από τις χρησιμοποιηθείσες πρώτες ύλες.»

(59)

Στην προκειμένη περίπτωση οι παραγωγοί Kornbranntwein παραδίδουν στη DKV ένα προϊόν (Kornfeindestillat) το οποίο αφού ληφθεί με τη διαδικασία που περιγράφεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89, στη συνέχεια μετατρέπεται ή/και υποβάλλεται σε ανόρθωση από τη DKV η οποία και το διαθέτει στην αγορά.

(60)

Η Γερμανία είναι της άποψης ότι η Επιτροπή δεν θα πρέπει να στηριχθεί στο εν λόγω κείμενο, διότι το συγκεκριμένο κείμενο θέτει μόνο κανόνες για την πώληση αλκοολούχων ποτών με γνώμονα την προστασία των καταναλωτών. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι αυτός είναι όντως ο σκοπός του κανονισμού· ωστόσο αυτό κατά κανέναν τρόπο δεν αποκλείει τη χρησιμοποίησή του με σκοπό την περιγραφή και τον ορισμό του Kornbranntwein ως αλκοολούχου ποτού, που με αυτή την ιδιότητα υπόκειται άμεσα στους κανόνες ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί την τελική της εκτίμηση, ότι το εν λόγω κείμενο παράγωγου δικαίου ενισχύει την άποψή της όσον αφορά την κατάταξη του εξεταζόμενου προϊόντος.

(61)

Σε μία από τις ανακοινώσεις της στην Επιτροπή η Γερμανία επισημαίνει ότι το κείμενο του παραρτήματος Ι της συνθήκης ΕΚ διαφέρει ανάλογα με τη γλώσσα. Για παράδειγμα, η λέξη «Branntwein» λείπει στο αγγλικό και στο ολλανδικό κείμενο, τα οποία αναφέρουν μόνο «ηδύποτα» και «οινοπνευματώδη ποτά». Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι τα κείμενα στη γερμανική και σε άλλες γλώσσες είναι σαφή στο σημείο αυτό και αναφέρουν αναμφίμβολα τα «αποστάγματα» Τα κείμενα σε γλώσσες που, όπως τα αγγλικά και τα ολλανδικά, δεν εξαιρούν ρητά το απόσταγμα οίνου πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοσθούν λαμβάνοντας υπόψη τις άλλες γλώσσες και το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι το απόσταγμα οίνου συγκαταλέγεται στα άλλα οινοπνευματώδη ποτά, τα οποία επίσης εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παραρτήματος Ι.

(62)

Στο πλαίσιο της διαχείρισης και περαιτέρω ανάπτυξης της κοινής αγοράς στον τομέα των γεωργικών προϊόντων το Συμβούλιο εξέδωσε στις 8 Απριλίου 2003 τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 670/2003 για τη θέσπιση ειδικών μέτρων σχετικά με την αγορά στον τομέα της αιθυλικής αλκοόλης γεωργικής προέλευσης (23). Με τον εν λόγω κανονισμό δημιουργείται για πρώτη φορά κοινή οργάνωση αγοράς για την αλκοόλη γεωργικής προέλευσης.

(63)

Στην απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία η Επιτροπή έλαβε υπόψη της ορισμένα σημεία του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος τότε ήταν ακόμη στο στάδιο διαβούλευσης, προκειμένου να στηρίξει την επιχειρηματολογία της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα ήταν και τώρα ενδιαφέρον να ληφθούν υπόψη τόσο οι προπαρασκευαστικές εργασίες για τη συγκεκριμένη νομική πράξη καθώς και το τελικό κείμενο του κανονισμού, διότι συνηγορούν ενδεχομένως υπέρ της άποψης της Επιτροπής ότι το Kornbranntwein αποτελεί βιομηχανικό προϊόν. Στο πρώτο σχέδιο του άρθρου 1 τα αλκοολούχα ποτά κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Στο τελικό κείμενο του κανονισμού τα σχετικά γεωργικά προϊόντα ορίζονται με βάση το παράρτημα Ι της συνθήκης ΕΚ. Στις κλάσεις του τελωνειακού δασμολογίου στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, και για τις οποίες ισχύει ο κανονισμός, δεν αναφέρεται το απόσταγμα οίνου με τη μορφή του Kornbranntwein, αλλά μόνο η αιθυλική αλκοόλη, μετουσιωμένη και μη μετουσιωμένη, καθώς και τα μετουσιωμένα αποστάγματα.

(64)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Kornbranntwein αποτελεί αλκοολούχο ποτό που εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του παραρτήματος I της συνθήκης ΕΚ και ως εκ τούτου υπόκειται στους κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης.

B.   Τα εξεταζόμενα μέτρα πρέπει να εκτιμηθούν ως υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ

(65)

Η Επιτροπή απέδειξε ότι το Kornbranntwein αποτελεί βιομηχανικό προϊόν, για το οποίο ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

(66)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.»

(67)

Τα εξεταζόμενα μέτρα παρέχουν πλεονέκτημα στους παραγωγούς Kornbranntwein, δεδομένου ότι αποτελούν εγγύηση για την κάλυψη των εξόδων παραγωγής βάσει των σχετικών δικαιωμάτων απόσταξης κάθε παραγωγού ανεξάρτητα από την τιμή στην οποία το προϊόν θα διατεθεί τελικά στη γερμανική αγορά. Υπενθυμίζεται ότι: στο χρονικό διάστημα 1999/2000 το Kornbranntwein αγοράσθηκε από την DKV στην τιμή των 263 DEM/hl και στη συνέχεια διατέθηκε στην αγορά στην τιμή των 157 DEM/hl, το οποίο στο εξεταζόμενο χρονικό διάστημα αντιστοιχεί σε επιδοτήσεις ύψους 36,6 εκατ. DEM (18,7 εκατ. ευρώ). Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι γερμανοί παραγωγοί Kornbranntwein μπορούν να πωλούν την παραγωγή τους υπό χρηματοοικονομικούς όρους ουσιαστικά ευνοϊκότερους σε σχέση με αυτούς που θα ίσχυαν σε περίπτωση που θα έπρεπε να διαθέσουν την παραγωγή τους άμεσα υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, δηλαδή χωρίς τις σημαντικές επιδοτήσεις του μονοπωλίου.

(68)

Στις περιπτώσεις στις οποίες η DKV δεν εμπλέκεται η ίδια στην παραγωγική διαδικασία του Kornbranntwein οι σχετικοί παραγωγοί λαμβάνουν, ανάλογα με τα δικαιώματα απόσταξής τους, αποζημίωση στο ύψος των εξόδων, με τα οποία δεν επιβαρύνθηκε η DKV για την ανόρθωση, την εμπορία, την αποθήκευση κ.λπ. του Kornbranntwein.

(69)

Χάρη στις εν λόγω ενισχύσεις οι γερμανικοί παραγωγοί μπορούν να πωλούν το τμήμα της παραγωγής τους που δεν εμπίπτει στα δικαιώματα απόσταξης και το οποίο μπορούν να διαθέτουν άμεσα στην αγορά, σε τιμές τις οποίες δεν θα μπορούσαν να ζητήσουν εάν χάρη στο μονοπώλιο δεν ελάμβαναν υπεραυξημένη τιμή για το υπόλοιπο της παραγωγής τους που παραδίδουν στην DKV.

(70)

Η εν λόγω ευνοϊκή μεταχείριση έχει επιπτώσεις στα τρέχοντα έξοδα παραγωγής και διάθεσης στην αγορά, δηλαδή στα λειτουργικά έξοδα της κάθε επιχείρησης.

(71)

Πλεονέκτημα συνιστούν επίσης τα λεγόμενα ποσά αντιστάθμισης, τα οποία χορηγούνται στους παραγωγούς αντί των εξόδων παραγωγής σε περίπτωση που αυτοί αποχωρούν πρόωρα από το μονοπώλιο, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν στην «ελεύθερη» αγορά Kornbranntwein. Οι χορηγούμενοι πόροι αντικαθιστούν τις επιχορηγήσεις για την παραγωγή και την εμπορία ενός συγκεκριμένου προϊόντος, ισοδυναμούν ωστόσο ουσιαστικά με επιχορηγήσεις. Στο πλαίσιο αυτό είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι τα ποσά αντιστάθμισης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για άλλους σκοπούς εκτός από την επιβίωση στην «ελεύθερη» αγορά Kornbranntwein, για παράδειγμα για το κλείσιμο ή την αναδιάρθρωση των σχετικών επιχειρήσεων παραγωγής.

(72)

Ο νόμος HSanG, με τον οποίο θα έπρεπε να μειωθεί συνολικά το μέγεθος των επιχορηγήσεων στο πλαίσιο του μονοπωλίου οινοπνεύματος, έχει εμφανώς ως στόχο τη δημιουργία ενός ισορροπημένου μεταβατικού καθεστώτος, το οποίο να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των παραγωγών με βάση τις επιμέρους ιδιαιτερότητες και τους στόχους τους. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι δεν υπόκεινται όλοι οι παραγωγοί στους ίδιους περιορισμούς· για παράδειγμα οι γεωργικοί παραγωγοί υποχρεούνται από το νόμο να ακολουθούν την οικολογική αρχή της οικονομίας ανακύκλωσης.

(73)

Τα ποσά αντιστάθμισης χορηγούνται ανεξαρτήτως επενδύσεων και κατ’ αυτό τον τρόπο αφορούν την τρέχουσα λειτουργία των δικαιούχων επιχειρήσεων παραγωγής.

(74)

Τα μέτρα χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, είτε πρόκειται για επιχορηγήσεις όσον αφορά τα έξοδα παραγωγής είτε για ποσά αντιστάθμισης. Η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της πώλησης των προϊόντων στην αγοραία τιμή στην Γερμανία καλύπτεται με πόρους του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού· αυτό ισχύει επίσης για τα ποσά αντιστάθμισης υπέρ των παραγωγών που αποχωρούν πρόωρα από το μονοπώλιο.

(75)

Στόχος των μέτρων είναι η στήριξη της παραγωγής Kornbranntwein. Ως εκ τούτου, τα μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα.

(76)

Είναι εντελώς προφανές ότι τα μέτρα νοθεύουν τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά και επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, δεδομένου ότι οι γερμανοί παραγωγοί ανταγωνίζονται τους παραγωγούς άλλων κρατών μελών που ενδεχομένως θα επιθυμούσαν να διαθέσουν την ίδια αλκοόλη στη γερμανική αγορά. Όπως επανειλημμένα επισημάνθηκε από τρίτους, η επωνυμία Kornbranntwein σύμφωνα με τον ίδιο αναφερθέντα κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά «όταν πρόκειται για το ποτό που παράγεται στη Γερμανία και στις περιοχές της Κοινότητας όπου η γερμανική γλώσσα είναι μία από τις επίσημες γλώσσες , υπό την προϋπόθεση ότι η παραγωγή του ποτού αυτού στις εν λόγω περιοχές είναι παραδοσιακή[…]» (24). Επιπλέον, το Kornbranntwein ανταγωνίζεται άλλα αποστάγματα οίνου και αλκοολούχα ποτά από άλλα κράτη μέλη. Το γεγονός, ότι το Δικαστήριο στις υποθέσεις Hansen και Sektkellerei C.A. Kupferberg αποφάσισε ότι τα άρθρα 95 και 37 της συνθήκης ΕΟΚ θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά την έννοια ότι δεν παρεμποδίζουν την έμπρακτη μείωση της τιμής πώλησης του αποστάγματος οίνου που πωλείται από τη σχετική αρχή του μονοπωλίου, εφόσον το ποσοστό φόρου που επιβάλλεται πραγματικά στα εισαγόμενα προϊόντα δεν είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο που ισχύει για τα εθνικά προϊόντα, δεν προδικάζει την εκτίμηση των κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή.

(77)

Ως εκ τούτου είναι πέραν αμφιβολίας ότι τα εξεταζόμενα μέτρα ενδέχεται να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(78)

Κατά συνέπεια, τα εξεταζόμενα μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα έχουν ως στόχο να καλύψουν τα έξοδα για την τρέχουσα λειτουργία των σχετικών επιχειρήσεων, αποτελούν λειτουργικές ενισχύσεις.

(79)

Αφού εξέτασε τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τη Γερμανία, τους καταγγέλλοντες και τους ενδιαφερόμενους τρίτους, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος της 22ας Δεκεμβρίου 1999 είχε ως στόχο την αναδιοργάνωση του μονοπωλίου οινοπνεύματος όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με το νόμο της 2ας Μαΐου 1976, προκειμένου να μειωθούν γενικά οι επιχορηγήσεις για την παραγωγή Kornbranntwein. Η Επιτροπή διαπιστώνει περαιτέρω ότι τα μέτρα που απορρέουν από το νόμο του 1976 κοινοποιήθηκαν από τη Γερμανία τον Απρίλιο του 1976 βάσει των διατάξεων για τα γεωργικά προϊόντα και ότι η εν λόγω κοινοποίηση την εποχή εκείνη δεν αποτέλεσε αφορμή για να υποβληθούν περαιτέρω παρατηρήσεις.

(80)

Σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ καθώς και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 η Επιτροπή συνέστησε στη Γερμανία, με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2002, τη λήψη κατάλληλων μέτρων, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Kornbranntwein θα πρέπει να θεωρηθεί βιομηχανικό προϊόν και ότι τα σχετικά μέτρα συνιστούν υφιστάμενες ενισχύσεις που δεν συμβιβάζονται πλέον με την κοινή αγορά, γεγονός το οποίο αμφισβητήθηκε από τη Γερμανία.

(81)

Οι κρατικές ενισχύσεις που ανάγονται στο νόμο για το μονοπώλιο οινοπνεύματος, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων ενίσχυσης για το Kornbranntwein βάσει του νόμου της 2ας Μαΐου 1976, κοινοποιήθηκαν δεόντως από την Γερμανία χωρίς τότε η Επιτροπή να διατυπώσει επιφυλάξεις όσον αφορά το συμβιβάσιμό τους με τους κανόνες ανταγωνισμού της Κοινότητας. Από την πλευρά της η Γερμανία, ενημέρωσε την Επιτροπή ότι προτίθετο να εφαρμόσει τα μέτρα. Κατά συνέπεια, πρόκειται για υφιστάμενη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) περίπτωση iii) του κανονισμού ΕΚ αριθ. 659/1999.

(82)

Στην απόφαση της 19ης Ιουνίου 2002 για την πρόταση κατάλληλων μέτρων η Επιτροπή επίσης δεν έκρινε ότι τα μέτρα που απορρέουν από το νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 1999 αποτελούν νέες ενισχύσεις.

(83)

Ο πραγματικός σκοπός του νόμου HSanG της 22ας Δεκεμβρίου 1999 συνίσταται στον περιορισμό του κύκλου των αποδεκτών ενίσχυσης και του ύψους των παρεχόμενων επιχορηγήσεων. Το γεγονός αυτό δεν αλλάζει τον πυρήνα του συστήματος που καθιερώθηκε με το νόμο της 2ας Μαΐου 1976, σύμφωνα με το οποίο τα έξοδα του παραγωγού καλύπτονται ανεξάρτητα από την αγοραία τιμή του Kornbranntwein. Το ίδιο ισχύει και για τα ποσά αντιστάθμισης, τα οποία χορηγούνται για την πρόωρη αποχώρηση από το μονοπώλιο και αντικαθιστούν για κάποιο χρονικό διάστημα τις επιχορηγήσεις.

(84)

Ως εκ τούτου, ο νόμος HSanG του 1999 δεν ήταν υποχρεωτικό να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή πριν τεθεί σε εφαρμογή.

(85)

Η άποψη αυτή ανταποκρίνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφασή του της 9ης Αυγούστου 1994 στην υπόθεση C 44/03 («Namur-Les assurances du crédit SA») (25). Στην περίπτωση αυτή ένας δημόσιος οργανισμός είχε αποφασίσει να επεκτείνει τις δραστηριότητές του, κατά τρόπο ώστε και οι διευρυμένες δραστηριότητές του να επωφελούνται των δημόσιων ενισχύσεων που ο εν λόγω οργανισμός ελάμβανε βάσει νομοθεσίας η οποία ίσχυε πριν τεθεί σε εφαρμογή η συνθήκη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι πρόκειται για νέα ενίσχυση ή μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή φέρει αποτελέσματα χωρίς να έχει μεταβληθεί το καθεστώς ενισχύσεων που εισάχθηκε από το νόμο.

(86)

Ως εκ τούτου, ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει καθεστώτος ενισχύσεων που υφίστατο πριν τεθεί σε εφαρμογή η Συνθήκη δεν υπάγονται στην υποχρέωση εκ των προτέρων κοινοποίησης ούτε στην απαγόρευση εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3, αλλά πρέπει να εξετάζονται διαρκώς σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου.

«Συγκεκριμένα θα αποτελούσε παράγοντα νομικής ανασφάλειας να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να γνωστοποιούν στην Επιτροπή και να υποβάλουν στον προληπτικό της έλεγχο όχι μόνο τις νέες ενισχύσεις ή τις κατά κυριολεξία τροποποιήσεις χορηγουμένων ενισχύσεων σε επιχείρηση υπαγομένη σε καθεστώς υφισταμένων ενισχύσεων, αλλά και κάθε μέτρο που θίγει τη δραστηριότητά της και μπορεί να έχει επιπτώσεις στη λειτουργία της κοινής αγοράς ή στον ανταγωνισμό».

(87)

Η Επιτροπή συμφωνεί με την εν λόγω εκτίμηση.

(88)

Με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό ΕΚ αριθ. 659/1999.

α)   Προκαταρκτικά μέτρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999

(89)

Το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 υπό τον τίτλο Συνεργασία σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1 της συνθήκης ορίζει ότι:

«(1)   Η Επιτροπή λαμβάνει από το οικείο κράτος μέλος όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εξέταση, σε συνεργασία με το κράτος μέλος, των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(2)   Εφόσον η Επιτροπή θεωρήσει ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος για την προκαταρκτική της γνώμη και το καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας ενός μηνός …».

(90)

Με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2002 η Επιτροπή επισήμανε δεόντως στη Γερμανία ότι μετά την εξέταση των απαντήσεών της καθώς και των στοιχείων που διαβίβασαν οι καταγγέλλοντες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εξεταζόμενα μέτρα ενίσχυσης εμπίπτουν στους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΚ και ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι ειδικές διατάξεις που ισχύουν για τα γεωργικά προϊόντα, δεδομένου ότι το Kornbranntwein αποτελεί βιομηχανικό προϊόν, και ως τέτοιο δεν εμπίπτει στο παράρτημα Ι της συνθήκης ΕΚ.

(91)

Αφού η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα μέτρα της Γερμανίας υπέρ των συγκεκριμένων παραγωγών αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις, που ενδεχομένως να μην συμβιβάζονται με τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ, κάλεσε τη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού ΕΚ 659/1999, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2002. Επιπλέον, η Γερμανία κλήθηκε να υποβάλει προτάσεις κατάλληλων μέτρων, προκειμένου να τροποποιήσει τη νομοθεσία της για το μονοπώλιο κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ.

(92)

Με επιστολή της 19ης Μαρτίου 2002 η Γερμανία αμφισβήτησε την εκτίμηση της Επιτροπής και ισχυρίστηκε εκ νέου ότι το Kornbranntwein θα πρέπει να υπαχθεί στις ισχύουσες διατάξεις για τα γεωργικά προϊόντα.

β)   Πρόταση κατάλληλων μέτρων

(93)

Το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 ορίζει τα εξής όσον αφορά τα κατάλληλα μέτρα:

«Εφόσον η Επιτροπή, με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλε το οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 17, συνάγει ότι το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβιβάσιμο ή δεν είναι πλέον συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, εκδίδει σύσταση με την οποία προτείνει κατάλληλα μέτρα στο οικείο κράτος μέλος. Η σύσταση μπορεί να προτείνει, συγκεκριμένα: a) την ουσιαστική τροποποίηση του καθεστώτος ενισχύσεων, ή β) την επιβολή ορισμένων διαδικαστικών όρων ή γ) την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων».

(94)

Σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 η Επιτροπή πρότεινε στη Γερμανία, στο πλαίσιο της απόφασης της 19ης Ιουνίου 2002, κατάλληλα μέτρα για τη μεταρρύθμιση των σχετικών διατάξεων της γερμανικής νομοθεσίας όσον αφορά το Kornbranntwein (νόμος της 2ας Μαΐου και νόμος της 22ας Δεκεμβρίου 1999) κατά την εξής έννοια:

α)

Τόσο οι γεωργικοί όσο και οι βιομηχανικοί παραγωγοί Kornbranntwein δεν επιτρέπεται πλέον να λαμβάνουν λειτουργικές ενισχύσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων για τη διατήρηση νομοθετικά εγγυημένων τιμών.

β)

Οι εν λόγω παραγωγοί δεν δικαιούνται πλέον κανενός είδους ενισχύσεις ως αντιστάθμιση για την ενδεχόμενη πρόωρη αποχώρησή τους από το σύστημα.

γ)

Οι νομοθετικές τροποποιήσεις πρέπει να τεθούν σε ισχύ το ταχύτερο δυνατό μετά το έτος 2002/2003 και το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2004.

δ)

Η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που έλαβε με έκθεση την οποία υποβάλλει το αργότερο μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2003. Μία δεύτερη έκθεση σχετικά με την πραγματική εφαρμογή των μέτρων πρέπει να διαβιβασθεί στην Επιτροπή μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου του 2003.

Γ.   Εκτίμηση όσον αφορά τη νομολογία που επικαλείται η Γερμανία προκειμένου να δικαιολογήσει τα μέτρα ενίσχυσης

(95)

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάνθηκε επανειλημμένα όσον αφορά το συμβιβάσιμο των νομικών διατάξεων για το γερμανικό μονοπώλιο οινοπνεύματος με συγκεκριμένους κανόνες της συνθήκης ΕΚ (βλ. ιδίως τις αποφάσεις στις υποθέσεις Hansen und Sektkellerei C.A. Kupferberg, βλ. παράγραφο 42).

(96)

Στις απαντήσεις της προς την Επιτροπή η Γερμανία βασίζεται στην εν λόγω νομολογία από την οποία εξάγει το συμπέρασμα ότι οι διατάξεις του νόμου για το μονοπώλιο οινοπνεύματος της 2ας Μαΐου 1976 έχουν ήδη εξεταστεί και επικυρωθεί από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, ο νόμος για το μονοπώλιο οινοπνεύματος (στη μορφή του νόμου της 22ας Δεκεμβρίου 1999) δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από την Επιτροπή, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν εξέφρασε σχετικά αντιρρήσεις.

(97)

Ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να εξεταστεί διεξοδικότερα η εν λόγω νομολογία.

(98)

Στο πλαίσιο των σχετικών υποθέσεων που προαναφέρθηκαν, είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης όσον αφορά την εγκυρότητα των φορολογικών διατάξεων που θεσπίζονται από το γερμανικό μονοπώλιο οινοπνεύματος σε σχέση με τα άρθρα 37 και 95 (νυν άρθρα 31 και 90) της συνθήκης ΕΚ. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα φορολογικά μέτρα που απορρέουν από το νόμο για το μονοπώλιο οινοπνεύματος συμβιβάζονται με τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ.

(99)

Στην απόφασή του το Δικαστήριο περιορίστηκε στο να επισημάνει ότι κατά την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 η Επιτροπή έχει μεγαλύτερα περιθώρια παρέμβασης, ενώ το άρθρο 37 ισχύει άμεσα, δηλαδή επιβεβαίωσε κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η Επιτροπή εξουσιοδοτείται βάσει της συνθήκης ΕΚ να εκτιμήσει τα εξεταζόμενα μέτρα από την άποψη των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.

(100)

Επιπλέον, το Δικαστήριο δήλωσε ότι τα άρθρα 92 και 93 αφενός και το άρθρο 37, αφετέρου, μολονότι έχουν ως κοινό στόχο να αποτρέψουν το ενδεχόμενο τα κράτη μέλη μέσω της δραστηριότητας ενός κρατικού μονοπωλίου ή της χορήγησης ενισχύσεων να νοθεύσουν τους όρους του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά ή να εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των παραγωγών ή των εμπόρων άλλων κρατών μελών, αποτελούν ωστόσο διατάξεις που προβλέπουν διαφορετικούς όρους εφαρμογής για τα δύο διαφορετικά είδη κρατικών μέτρων που αποτελούν αντίστοιχα το αντικείμενό τους. Τέλος, το Δικαστήριο δήλωσε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί σε ποιο βαθμό είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 92 και 93 στην παραγωγή των σχετικών γεωργικών προϊόντων και στις εμπορικές συναλλαγές με αυτά.

(101)

Από αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις δεν ισχύουν για τις επιχορηγήσεις που παρέχονται στο πλαίσιο του μονοπωλίου Kornbranntwein.

(102)

Η Γερμανία, μολονότι αναγνωρίζει ότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε άμεσα όσον αφορά τη νομιμότητα βάσει των άρθρων 92 και 93, ισχυρίζεται ωστόσο ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Δικαστήριο χαρακτήρισε το εξεταζόμενο προϊόν ως γεωργικό προϊόν, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κοινής οργάνωσης αγοράς.

(103)

Η Επιτροπή κρίνει ότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε όσον αφορά τις εξεταζόμενες κρατικές ενισχύσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου, τις οποίες επικαλείται η Γερμανία στην προκειμένη περίπτωση, δεν προδικάζουν ούτε την κατάταξη του εξεταζόμενου προϊόντος ούτε την εκτίμηση των ενισχύσεων υπέρ των γερμανών παραγωγών με βάση τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Η αναφερθείσα νομολογία ως εκ τούτου δεν σχετίζεται με την εξεταζόμενη περίπτωση.

Δ.   Συμβιβάσιμο των ενισχύσεων

(104)

Στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ αναφέρονται συγκεκριμένα είδη ενισχύσεων που συμβιβάζονται με τη συνθήκη ΕΚ. Λόγω του είδους και του αντικειμένου των ενισχύσεων είναι ωστόσο σαφές ότι οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) δεν ισχύουν στην εξεταζόμενη περίπτωση.

(105)

Στο άρθρο 87 παράγραφος 3 απαριθμούνται τα είδη των ενισχύσεων που δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Είναι προφανές ότι το εξεταζόμενο καθεστώς δεν αποσκοπεί στην προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους ούτε στην προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά την έννοια των εξαιρέσεων του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ).

(106)

Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξεταζόμενες ενισχύσεις ισχύουν αδιάκριτα για όλες τις περιοχές της Γερμανίας. Είναι επίσης πέραν αμφιβολίας ότι οι ενισχύσεις δεν προορίζονται για την προώθηση μέτρων κατά την έννοια των εξαιρέσεων για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων (άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ)) στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, της προστασίας του περιβάλλοντος, της απασχόλησης ή της εκπαίδευσης σύμφωνα με τα σχετικά κοινοτικά πλαίσια ή τις κατευθυντήριες γραμμές της Κοινότητας. Δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε κανένας άλλος λόγος σε σχέση με την ανάπτυξη συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, οι εξεταζόμενες ενισχύσεις μπορούν ως εκ τούτου να θεωρηθούν ότι δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

(107)

Ωστόσο η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχουν πολλοί ειδικοί λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να επιτρέψει τη διατήρηση του συστήματος που εφαρμόζεται στη Γερμανία για μία ορισμένη μεταβατική περίοδο.

(108)

Μετά την κίνηση της διαδικασίας όλοι οι ενδιαφερόμενοι παράγοντες, με εξαίρεση τους εκπροσώπους της βιομηχανίας αλκοολούχων ποτών, διαμαρτυρήθηκαν κατά της προθεσμίας που πρότεινε η Επιτροπή. Η Γερμανία εξήγησε στην Επιτροπή ότι μία προθεσμία περισσότερων ετών είναι απαραίτητη προκειμένου να καταργηθούν οι εξεταζόμενες ενισχύσεις υπό αποδεκτούς όρους, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξη των θιγόμενων παραγωγών, οι οποίοι μέχρι τώρα επωφελούντο ενός συστήματος επιδοτήσεων που κοινοποιείτο δεόντως στην Επιτροπή χωρίς να έχει αμφισβητηθεί από αυτήν για δεκαετίες.

(109)

Στη συνέχεια η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι το έτος χρήσης όσον αφορά την παραγωγή Kornbranntwein αρχίζει την 1η Οκτωβρίου ενός έτους και λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου. Η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της το στοιχείο αυτό κατά τον καθορισμό της προθεσμίας εντός της οποίας η Γερμανία θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει την νομοθετική μεταρρύθμιση.

(110)

Η Γερμανία έπεισε την Επιτροπή ότι τόσο οι βιομηχανικοί όσο και οι γεωργικοί παραγωγοί, οι οποίοι μέχρι τώρα παρέδιδαν στην DKV τα προϊόντα απόσταξης που παρήγαγαν στο πλαίσιο του μονοπωλίου μελλοντικά στο πλαίσιο του νέου συστήματος θα εμπορεύονται το Kornbranntwein αλλά μόνοι τους, πρέπει να πραγματοποιήσουν σημαντικές επενδύσεις. Στις επενδύσεις αυτές περιλαμβάνεται για παράδειγμα η αγορά νέου εξοπλισμού απόσταξης ή η κατασκευή νέων κτιρίων και αποθηκευτικών χώρων (δεξαμενές χάλυβα, ξύλινα δοχεία, εργαστηριακός εξοπλισμός, εγκατάσταση εμφιάλωσης, αποθηκευτικός χώρος για τα συσκευασμένα προϊόντα, οικοδομικές άδειες κ.λπ). Η Γερμανία υπολογίζει ότι ένας παραγωγός με ετήσια παραγωγή 1 000 hl Kornalkohol ετησίως πρέπει να επενδύσει τουλάχιστον 400 000 ευρώ για να διαθέσει στην αγορά την ίδια ποσότητα αλκοόλης.

(111)

Είναι προφανές ότι οι απαιτούμενες αναδιαρθρώσεις δεν είναι εφικτές χωρίς παράταση της προθεσμίας, διατηρώντας παράλληλα με παράλληλη διατήρηση της υφιστάμενης χρηματοοικονομικής ενίσχυσης είτε με τη μορφή κάλυψης των εξόδων παραγωγής είτε με τη μορφή ποσών αντιστάθμισης. Αυτό ισχύει κυρίως για τους μικρούς παραγωγούς, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των θιγόμενων επιχειρήσεων και/ή γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

(112)

Η Επιτροπή θεωρεί δικαιολογημένο το αίτημα της Γερμανίας στο βαθμό που, όπως αποδείχθηκε, η απότομη κατάργηση ενισχύσεων που χορηγούντο επί δεκαετίες, θα έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη μεγάλου μέρους των επιχειρήσεων που θίγονται από τα μέτρα, κυρίως δε των γεωργικών παραγωγών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί μία μεταβατική περίοδος ώστε στο διάστημα αυτό οι εν λόγω επιχειρήσεις να μπορέσουν να προσαρμόσουν την παραγωγή τους στη νέα κατάσταση.

(113)

Η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη της το γεγονός ότι το Kornbranntwein ανταγωνίζεται άλλα προϊόντα τα οποία εμπίπτουν στο παράρτημα Ι της συνθήκης ΕΚ και λαμβάνουν ενισχύσεις. Ωστόσο, στην εξεταζόμενη περίπτωση πρόκειται για λειτουργικές ενισχύσεις, οι οποίες πρέπει να καταργηθούν εντός εύλογης προθεσμίας. Βάσει των προαναφερθέντων θεωρεί στο πλαίσιο αυτό εύλογη την διατήρηση του καθεστώτος για άλλα δυόμισι χρόνια (μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2006). Μετά την εν λόγω ημερομηνία η Γερμανία πρέπει να καταργήσει το καθεστώς με όλες τις συνέπειές του.

(114)

Ως εκ τούτου η Επιτροπή ορίζει τα εξής:

α)

Οι γεωργικοί και βιομηχανικοί παραγωγοί Kornbranntwein δεν δικαιούνται πλέον καμία λειτουργική ενίσχυση με τη μορφή επιχορηγήσεων για τη διατήρηση νομοθετικά εγγυημένων τιμών.

β)

Οι εν λόγω παραγωγοί δεν δικαιούνται επίσης οποιαδήποτε άλλη ενίσχυση ως αντιστάθμιση για ενδεχόμενη πρόωρη αποχώρησή τους από το σύστημα.

γ)

Οι νομοθετικές τροποποιήσεις πρέπει να δρομολογηθούν το ταχύτερο δυνατό το έτος χρήσης 2005/2006 και να τεθούν σε ισχύ το αργότερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2006.

δ)

Η Γερμανία πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που έλαβε υποβάλλοντας έκθεση το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2005. Μία δεύτερη έκθεση σχετικά με την πραγματική εφαρμογή των μέτρων πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή μέχρι το τέλος του 2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς ενισχύσεων που προβλέπεται από το γερμανικό νόμο περί μονοπωλίου οινοπνεύματος δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η Γερμανία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1, από την 30ή Σεπτεμβρίου 2006.

Άρθρο 3

Το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 2005 η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή όσον αφορά τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την κατάργηση τους καθεστώτος ενισχύσεων.

Το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006 η Γερμανία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την πραγματική εφαρμογή των ληφθέντων μέτρων.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 16 Νοεμβρίου 2004.

Για την Επιτροπή

Mario MONTI

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 269 της 8.11.2003, σ. 2.

(2)  Bundesgesetzblatt έτος 1999 Μέρος I αριθ. 58, Βόννη, 28 Δεκεμβρίου 1999. Με το νόμο HSanG πραγματοποιήθηκε μία γενική μεταρρύθμιση του γερμανικού μονοπωλίου οινοπνεύματος. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2000.

(3)  Νόμος για το μονοπώλιο οινοπνεύματος (Branntweinmonopolgesetz) της 2ας Μαΐου 1976.

(4)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1· τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(5)  ΕΕ C 308 της 11.9.2002, σ. 6.

(6)  Reichsgesetzblatt I, σ. 335, 405.

(7)  Νόμος για την τροποποίηση του νόμου όσον αφορά το μονοπώλιο οινοπνεύματος, Bundesgesetzblatt I N 50 της 7ης Μαΐου 1976, σ. 1145.

(8)  Συλ. 1976, σ.181 (Σκέψη 27). Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο αποφάνθηκε συγκεκριμένα ότι «υπάρχει παραβίαση του άρθρου 37 (νυν άρθρο 31) της συνθήκης, εάν η επιβάρυνση του εισαγόμενου προϊόντος διαφέρει από αυτήν του αντίστοιχου εγχώριου προϊόντος, το οποίο υπόκειται άμεσα ή έμμεσα στο μονοπώλιο.»

(9)  Η κοινοποίηση αφορούσε όλα τα προϊόντα που εμπίπτουν στο μονοπώλιο, συμπεριλαμβανομένου του Kornbranntwein.

(10)  ΕΕ 30 της 20.4.1962, σ. 62/993 τροποποιήθηκε από τον κανονισμό αριθ. 49 (ΕΕ 53 της 1.7.1962, σ. 62/1571)..

(11)  Με τη συνθήκη του Άμστερνταμ το παράρτημα II της συνθήκης μετατράπηκε σε παράρτημα Ι. Ωστόσο, το περιεχόμενό του παραμένει αμετάβλητο.

(12)  Ανόρθωση: επεξεργασία της αλκοόλης με απόσταξη, διήθηση ή άλλη διαδικασία

(13)  Η εταιρεία αστικού δικαίου DΚV (GmbH), που συστάθηκε το 1930 με κανονισμό της υπηρεσίας Reichsmonopolamt (νυν Bundesmonopolbehörde) και υπάγεται σήμερα στο υπουργείο οικονομικών, διαθέτει τα αποκλειστικά δικαιώματα διανομής για το Kornbranntwein.

(14)  Μέχρι τη θέση σε ισχύ του νόμου της 28ης Δεκεμβρίου 1999.

(15)  Με βάση τα στοιχεία της DKV κατά το έτος χρήσης 2000/2001, δηλαδή ένα έτος μετά τη θέση σε ισχύ του HSanG, 24 % και κατά το έτος χρήσης 2001/2002 40,6 % της παραγωγής Kornbranntwein παράχθηκε στην ελεύθερη αγορά.

(16)  Ένα έτος χρήσης αρχίζει την 1η Οκτωβρίου κάθε έτους και λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου.

(17)  Η «ελεύθερη» αγορά Kornbranntwein αποτελούσε κατά το έτος χρήσης 2001/2002 το 40,8 % της αγοράς.

(18)  ΕΕ L 60 της 12.6.1989, σ. 1· κανονισμός που τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10 2003, σ. 1).

(19)  Συλ. 1979, σ. 935.

(20)  Συλ. 1985, σ. 157.

(21)  Το άρθρο 90 (πρώην άρθρο 95) ορίζει ότι: «Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων.»

(22)  ΕΕ 7 της 30.1.1961, σ. 61/71

(23)  ΕΕ L 97 της 15.4.2003, σ. 9.

(24)  Έχει προστεθεί υπογράμμιση της Επιτροπής.

(25)  Συλ. 1994, σ. I-3829.


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/63


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Μαρτίου 2006

για λήψη προστατευτικών μέτρων που αφορούν ορισμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης εκτός των αλιευτικών προϊόντων καταγωγής Μαδαγασκάρης

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 888]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/241/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (1), και ιδίως το άρθρο 22,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση 97/517/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 1997, για τη λήψη προστατευτικών μέτρων που αφορούν ορισμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης, εκτός των αλιευτικών προϊόντων καταγωγής Μαδαγασκάρης (2), έχει τροποποιηθεί (3) κατά τρόπο ουσιαστικό. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω απόφασης.

(2)

Από τους κοινοτικούς ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν στη Μαδαγασκάρη διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις όσον αφορά την υποδομή και την υγιεινή των αλιευτικών εγκαταστάσεων κρεατοπαραγωγής και ότι δεν υπάρχουν αρκετές εγγυήσεις για την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που πραγματοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές. Η διαχείριση της υγείας των ζώων στη χώρα αυτή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και μη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων. Η παραγωγή και η επεξεργασία ζωικών προϊόντων στη χώρα αυτή με εξαίρεση τα αλιευτικά προϊόντα, αποτελεί ένα εν δυνάμει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

(3)

Δεν πρέπει να επιτρέπεται η εισαγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης, εκτός των αλιευτικών προϊόντων, από τη Μαδαγασκάρη, μέχρις ότου υπάρξουν εγγυήσεις ότι δεν υφίσταται πλέον κίνδυνος.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στα προϊόντα ζωικής προέλευσης εκτός των αλιευτικών προϊόντων, καταγωγής Μαδαγασκάρης.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την εισαγωγή των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Άρθρο 3

Η απόφαση 97/517/ΕΚ καταργείται.

Οι αναφορές στην καταργούμενη απόφαση θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα απόφαση και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 214 της 6.8.1997, σ. 54· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 97/553/ΕΚ (ΕΕ L 228 της 19.8.1997, σ. 31).

(3)  Βλέπε παράρτημα Ι.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Καταργούμενη απόφαση με την τροποποίησή της

Απόφαση 97/517/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 214 της 6.8.1997, σ. 54)

 

Απόφαση 97/553/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 228 της 19.8.1997, σ. 31)

Μόνον όσον αφορά την αναφορά στην απόφαση 97/517/ΕΚ που περιέχεται στο άρθρο 1


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Απόφαση 97/517/EK

Παρούσα απόφαση

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 4

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ


Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει του τίτλου V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/65


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ 2006/242/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 20ής Μαρτίου 2006

σχετικά με τη διάσκεψη αναθεώρησης του 2006 της σύμβασης για τα βιολογικά και τοξινικά όπλα (BTWC)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 15,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί ότι η σύμβαση περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών (βιολογικών) και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών (BTWC) αποτελεί βασικό στοιχείο του διεθνούς πλαισίου μη διάδοσης όπλων και αφοπλισμού και τον ακρογωνιαίο λίθο των προσπαθειών που καταβάλλονται προκειμένου οι βιολογικοί παράγοντες και οι τοξίνες να μην αναπτυχθούν και να μη χρησιμοποιηθούν ποτέ ως όπλα. Εκτός αυτού, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει προσηλωμένη στον σχεδιασμό μέτρων για την εξακρίβωση της πλέον μακροπρόθεσμης συμμόρφωσης προς τη BTWC.

(2)

Στις 17 Μαΐου 1999 το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή θέση 1999/346/ΚΕΠΠΑ (1), όσον αφορά την πορεία θέσπισης ενός νομικά δεσμευτικού πρωτοκόλλου που θα ενισχύσει την τήρηση της BTWC, και στις 25 Ιουνίου 1996 την κοινή θέση 96/408/ΚΕΠΠΑ (2) σχετικά με την προπαρασκευή της τέταρτης διάσκεψης αναθεώρησης της BTWC.

(3)

Στις 17 Νοεμβρίου 2003 το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή θέση 2003/805/ΚΕΠΠΑ για την καθολική ισχύ και την επίρρωση των πολυμερών συμφωνιών στον τομέα της μη διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής και των φορέων τους (3). Η κοινή αυτή θέση περιλαμβάνει την BTWC ως πολυμερή συμφωνία του είδους αυτού.

(4)

Στις 12 Δεκεμβρίου 2003 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε στρατηγική κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής, η οποία αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της BTWC, την περαιτέρω μελέτη όσον αφορά την εξακρίβωση της BTWC, την υποστήριξη της εθνικής εφαρμογής της BTWC, μεταξύ άλλων μέσω της ποινικής νομοθεσίας, και την ενίσχυση της συμμόρφωσης προς αυτήν.

(5)

Στις 28 Απριλίου 2004 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε ομόφωνα την απόφαση 1540 (2004) η οποία χαρακτηρίζει τη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής και των φορέων τους ως απειλή για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια. Η εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω απόφασης συμβάλλει στην εφαρμογή της BTWC.

(6)

Την 1η Ιουνίου 2004 το Συμβούλιο ενέκρινε δήλωση υπέρ της πρωτοβουλίας ασφάλειας κατά της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής.

(7)

Στις 14 Νοεμβρίου 2002 τα συμβαλλόμενα κράτη της BTWC αποφάσισαν, με συναίνεση, να διοργανωθούν τρεις ετήσιες συνεδριάσεις των συμβαλλομένων κρατών, διάρκειας μιας εβδομάδας, από το 2003 έως την έκτη διάσκεψη αναθεώρησης, η οποία θα διοργανωθεί το αργότερο τέλη του 2006. Κάθε συνεδρίαση των συμβαλλομένων κρατών θα προετοιμασθεί από σύνοδο εμπειρογνωμόνων διάρκειας δύο εβδομάδων και η έκτη διάσκεψη αναθεώρησης θα εξετάσει το έργο αυτών των συνεδριάσεων και θα αποφασίσει σχετικά με περαιτέρω δράση. Τα συμβαλλόμενα κράτη αποφάσισαν ότι η έκτη διάσκεψη αναθεώρησης θα πραγματοποιηθεί στη Γενεύη το 2006 και ότι θα προηγηθεί προπαρασκευαστική επιτροπή.

(8)

Στις 13 Δεκεμβρίου 1982 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε ψήφισμα (A/RES/37/98) σχετικά με τα χημικά και βακτηριολογικά (βιολογικά) όπλα, με το οποίο ζητείται από τον Γενικό Γραμματέα να εξετάζει τυχόν πληροφορίες που λαμβάνει όσον αφορά δραστηριότητες κατά παράβαση του πρωτοκόλλου της Γενεύης του 1925, ενώ στις 26 Αυγούστου 1988 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έλαβε την απόφαση 620 η οποία, μεταξύ άλλων, ενθαρρύνει τον Γενικό Γραμματέα να διεξάγει ταχέως έρευνες σε περίπτωση καταγγελιών ενδεχόμενης χρήσης χημικών και βακτηριολογικών (βιολογικών) ή τοξινικών όπλων κατά παράβαση του πρωτοκόλλου της Γενεύης του 1925.

(9)

Στις 27 Φεβρουαρίου 2006, η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε ως προς κοινή δράση όσον αφορά τη BTWC με στόχο την προώθηση του παγκόσμιου χαρακτήρα της BTWC και την υποστήριξη της εφαρμογής της από τα συμβαλλόμενα κράτη ώστε να εξασφαλισθεί ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα ενσωματώσουν τις διεθνείς υποχρεώσεις της BTWC στις εθνικές νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις τους.

(10)

Παράλληλα με την κοινή δράση, η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε σχέδιο δράσης όσον αφορά τη BTWC, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη της ΕΕ ανέλαβαν να υποβάλουν δηλώσεις σχετικά με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης στα Ηνωμένα Έθνη τον Απρίλιο 2006 και καταλόγους συναφών εμπειρογνωμόνων και εργαστηρίων στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για τη διευκόλυνση της διερεύνησης καταγγελιών χρήσης χημικών και βιολογικών όπλων.

(11)

Με την προοπτική της προσεχούς διάσκεψης αναθεώρησης της BTWC από τις 20 Νοεμβρίου έως τις 8 Δεκεμβρίου 2006 και της προπαρασκευαστικής επιτροπής της από τις 26 έως τις 28 Απριλίου 2006, η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να καταστεί επίκαιρη,

ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ:

Άρθρο 1

Στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η περαιτέρω ενίσχυση της σύμβασης περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών (βιολογικών) και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών (BTWC). Η ΕΕ εξακολουθεί να επιδιώκει αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την ενίσχυση και την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τη BTWC. Επομένως, η ΕΕ προωθεί την επιτυχή έκβαση της έκτης διάσκεψης αναθεώρησης το 2006.

Άρθρο 2

Ενόψει του στόχου του άρθρου 1, η Ευρωπαϊκή Ένωση:

α)

συμβάλλει στην πλήρη επανεξέταση της λειτουργίας της BTWC στο πλαίσιο της έκτης διάσκεψης αναθεώρησης, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των δεσμεύσεων που ανέλαβαν τα συμβαλλόμενα κράτη στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης·

β)

υποστηρίζει περαιτέρω ενδιάμεσο πρόγραμμα εργασιών κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της έκτης και της έβδομης διάσκεψης αναθεώρησης και καθορίζει συγκεκριμένους τομείς και διαδικασίες για περαιτέρω πρόοδο στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος εργασιών·

γ)

υποστηρίζει τη διεξαγωγή έβδομης διάσκεψης αναθεώρησης της BTWC το αργότερο έως το 2011·

δ)

συμβάλλει στη διαμόρφωση συναίνεσης για την επιτυχή έκβαση της έκτης διάσκεψης αναθεώρησης, βάσει του πλαισίου που καθόρισαν προηγούμενες σχετικές διασκέψεις και προωθεί μεταξύ άλλων τα ακόλουθα πρωταρχικά θέματα:

i)

οικουμενική προσχώρηση όλων των κρατών στη BTWC, μεταξύ άλλων με έκκληση προς όλα τα κράτη μη μέρη της BTWC να προσχωρήσουν σ’ αυτήν χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή και να αναλάβουν νομική δέσμευση όσον αφορά τον αφοπλισμό και τη μη διάδοση βιολογικών και τοξινικών όπλων και, εν αναμονή της προσχώρησής τους στη BTWC, με ενθάρρυνση των κρατών αυτών να συμμετέχουν ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις των συμβαλλομένων κρατών της BTWC και να εφαρμόζουν, σε εθελοντική βάση, τις διατάξεις της. Επιδίωξη καθιέρωσης της απαγόρευσης των βιολογικών και τοξινικών όπλων ως κανόνα διεθνούς δικαίου καθολικής εφαρμογής, μεταξύ άλλων μέσω της καθολικότητας της BTWC·

ii)

πλήρη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη BTWC και ουσιαστική εφαρμογή από όλα τα συμβαλλόμενα κράτη·

iii)

όσον αφορά την πλήρη συμμόρφωση όλων των συμβαλλομένων κρατών προς όλες τις διατάξεις της BTWC, κατά περίπτωση ενίσχυση των εθνικών μέτρων εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών νομοθετικών ρυθμίσεων, και έλεγχος των παθογόνων μικροοργανισμών και τοξινών στο πλαίσιο της BTWC. Επιδίωξη εντοπισμού αποτελεσματικών μηχανισμών για την ενίσχυση και εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς την BTWC·

iv)

προσπάθειες βελτίωσης της διαφάνειας μέσω μεγαλύτερης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών της BTWC [μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ)], με τον καθορισμό μέτρων αξιολόγησης και βελτίωσης της κάλυψης των χωρών και της χρησιμότητας του μηχανισμού των ΜΟΕ, και τη διερεύνηση της σκοπιμότητας οιασδήποτε ενδεχόμενης ενίσχυσης της εμβέλειάς του·

v)

συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση 1540 (2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ιδίως για την εξάλειψη του κινδύνου απόκτησης ή χρήσης βιολογικών ή τοξινικών όπλων για τρομοκρατικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης πρόσβασης τρομοκρατών σε υλικά, εξοπλισμό και γνώσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη και παραγωγή βιολογικών και τοξινικών όπλων·

vi)

τα προγράμματα της Παγκόσμιας Εταιρικής Σχέσης της Ομάδας G8 με στόχο τον αφοπλισμό καθώς και τον έλεγχο και την ασφάλεια ευαίσθητων υλικών, εγκαταστάσεων και γνώσεων·

vii)

εξέταση και λήψη αποφάσεων για περαιτέρω δράση όσον αφορά τις εργασίες που διεξήχθησαν έως τώρα στο πλαίσιο του ενδιάμεσου προγράμματος εργασιών κατά το χρονικό διάστημα 2003 έως 2005 και τις προσπάθειες συζήτησης και προώθησης γενικής κατανόησης και αποτελεσματικής δράσης όσον αφορά: τη λήψη των απαραίτητων εθνικών μέτρων για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που προβλέπει η BTWC, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ποινικών νομοθετικών διατάξεων· εθνικούς μηχανισμούς για επίτευξη και διατήρηση της ασφάλειας και της εποπτείας παθογόνων μικροοργανισμών και τοξινών· την ενίσχυση των διεθνών ικανοτήτων αντιμετώπισης, διερεύνησης και άμβλυνσης των επιπτώσεων σε περιπτώσεις καταγγελλόμενης χρήσης βιολογικών ή τοξινικών όπλων ή ύποπτων εκδηλώσεων ασθενειών· την ενίσχυση και διεύρυνση εθνικών και διεθνών θεσμικών προσπαθειών και υφιστάμενων μηχανισμών για την επιτήρηση, ανίχνευση, διάγνωση και καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών που πλήττουν ανθρώπους, ζώα και φυτά· το περιεχόμενο, την πανηγυρική δημοσιοποίηση και τη θέσπιση κωδίκων δεοντολογίας για επιστήμονες· σημειωτέον ότι θα απαιτηθούν περαιτέρω προσπάθειες σχετικά με τα προαναφερόμενα θέματα από όλα τα συμβαλλόμενα κράτη για τη βελτίωση της εφαρμογής της BTWC.

Άρθρο 3

Η δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σκοπούς του άρθρου 2 περιλαμβάνει:

α)

συμφωνία εκ μέρους των κρατών μελών όσον αφορά συγκεκριμένες, πρακτικές και εφικτές προτάσεις για την ουσιαστική ενίσχυση της εφαρμογής της BTWC, προς υποβολή εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπ’ όψιν των συμβαλλομένων κρατών της BTWC κατά την έκτη διάσκεψη αναθεώρησης·

β)

κατά περίπτωση, διαβήματα της προεδρίας σύμφωνα με το άρθρο 18 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο:

i)

την προώθηση της οικουμενικής προσχώρησης στη BTWC·

ii)

την προώθηση της εθνικής εφαρμογής της BTWC από τα συμβαλλόμενα κράτη·

iii)

την ενθάρρυνση των συμβαλλομένων κρατών να υποστηρίξουν και να συμμετάσχουν σε ουσιαστική και πλήρη αναθεώρηση της BTWC και, με αυτό τον τρόπο, να επαναλάβουν την προσήλωσή τους στον θεμελιώδη αυτό διεθνή κανόνα κατά των βιολογικών όπλων·

iv)

την προώθηση των προαναφερόμενων προτάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς εξέταση από τα συμβαλλόμενα κράτη, που αποσκοπούν στην περαιτέρω ενίσχυση της BTWC·

γ)

δηλώσεις της προεδρίας εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια της διάσκεψης αναθεώρησης.

Άρθρο 4

Η παρούσα κοινή θέση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

Άρθρο5

Η παρούσα κοινή θέση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2006.

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

U. PLASSNIK


(1)  ΕΕ L 133 της 28.5.1999, σ. 3.

(2)  ΕΕ L 168 της 6.7.1996, σ. 3.

(3)  ΕΕ L 302 της 20.11.2003, σ. 34.


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/68


ΚΟΙΝΉ ΔΡΆΣΗ 2006/243/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 20ής Μαρτίου 2006

προς υποστήριξη της προπαρασκευαστικής επιτροπής της οργάνωσης της συνθήκης για την πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών (CTBTO) στον τομέα της εκπαίδευσης και της δημιουργίας ικανοτήτων ελέγχου και εφαρμογής της στρατηγικής της ΕΕ κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 14,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 12 Δεκεμβρίου 2003, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τη στρατηγική της ΕΕ κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής, το κεφάλαιο ΙΙΙ της οποίας περιλαμβάνει κατάλογο μέτρων για την καταπολέμηση της διάδοσης των όπλων αυτών τόσο εντός της ΕΕ όσο και στις τρίτες χώρες.

(2)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει δραστήρια την εν λόγω στρατηγική και θέτει ήδη σε εφαρμογή τα μέτρα που απαριθμούνται στο οικείο κεφάλαιο III, ιδίως με την αποδέσμευση χρηματοοικονομικών πόρων για τη στήριξη ειδικών σχεδίων εκτελουμένων από πολυμερή όργανα.

(3)

Τα κράτη που έχουν υπογράψει τη συνθήκη για την πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών (CTBT), η οποία θεσπίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Σεπτεμβρίου 1996, αποφάσισαν να συστήσουν προπαρασκευαστική επιτροπή, η οποία θα διαθέτει νομική προσωπικότητα και θα αναλάβει την αποτελεσματική εφαρμογή της CTBT, εν αναμονή της σύστασης της οργάνωσης της CTBT (CΤΒΤΟ).

(4)

Στις 17 Νοεμβρίου 2003 το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή θέση 2003/805/ΚΕΠΠΑ για την καθολική ισχύ και επίρρωση των πολυμερών συμφωνιών στον τομέα της μη διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής καθώς και των φορέων τους (1).

(5)

Η ταχεία έναρξη ισχύος και η καθολική ισχύς της CTBT, καθώς και η ενίσχυση του συστήματος παρακολούθησης και ελέγχου της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO, αποτελούν σημαντικούς στόχους της στρατηγικής της ΕΕ κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής.

(6)

Η προπαρασκευαστική επιτροπή της CTBTO επιδιώκει τους στόχους που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 και προσπαθεί ήδη να προσδιορίσει τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε το ελεγκτικό της σύστημα να ενισχυθεί κατά τον καλύτερο τρόπο με την έγκαιρη παροχή εμπειρογνωμοσύνης και εκπαίδευσης στο προσωπικό των υπογραφόντων κρατών που συμμετέχει στην εφαρμογή του ελεγκτικού συστήματος. Είναι επομένως σκόπιμο να της ανατεθεί η τεχνική εφαρμογή της παρούσας κοινής δράσης,

ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Για τον σκοπό της άμεσης υλοποίησης στην πράξη ορισμένων στοιχείων της στρατηγικής της ΕΕ κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής, η ΕΕ υποστηρίζει τις δραστηριότητες της προπαρασκευαστικής επιτροπής στον τομέα της εκπαίδευσης και της δημιουργίας ικανοτήτων ελέγχου με σκοπό την προαγωγή των ακόλουθων στόχων:

ενίσχυση των επιχειρησιακών επιδόσεων του συστήματος ελέγχου της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO,

βελτίωση της ικανότητας των υπογραφόντων κρατών της CTBT να εκπληρώνουν τις σχετικές υποχρεώσεις ελέγχου που απορρέουν από τη CTBT και να είναι σε θέση να επωφελούνται πλήρως από τη συμμετοχή στο καθεστώς της συνθήκης και από τις δυνητικές μη στρατιωτικές και επιστημονικές εφαρμογές.

2.   Το πρόγραμμα της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO, το οποίο αντιστοιχεί σε μέτρα της στρατηγικής της ΕΕ, αποσκοπεί στους ακόλουθους στόχους:

παροχή κατάρτισης με χρήση υπολογιστή με σκοπό τη δημιουργία ικανοτήτων ως προς το σύστημα ελέγχου της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO,

παροχή ηλεκτρονικής, διαδραστικής πρόσβασης σε μαθήματα κατάρτισης και τεχνικά εργαστήρια καθώς και συνεχούς πρόσβασης σε ενότητες κατάρτισης.

Το πρόγραμμα αυτό θα εκτελεστεί επ’ωφελεία όλων των υπογραφόντων κρατών της συνθήκης CTBT.

Λεπτομερής περιγραφή του προγράμματος περιλαμβάνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

1.   Η προεδρία, επικουρούμενη από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου/Ύπατο Εκπρόσωπο (ΓΓ/ΥΕ) αναλαμβάνει την εφαρμογή της κοινής δράσης σε πλήρη σύμπραξη με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Η Επιτροπή εποπτεύει την ορθή εφαρμογή της οικονομικής συνεισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 3.

3.   Η τεχνική εφαρμογή του προγράμματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ανατίθεται στην προπαρασκευαστική επιτροπή του CTBTO, η οποία ασκεί τα καθήκοντά της υπό την ευθύνη της προεδρίας και υπό τον έλεγχο του ΓΓ/ΥΕ. Προς τούτο, ο ΓΓ/ΥΕ προβαίνει στους αναγκαίους διακανονισμούς με την προπαρασκευαστική επιτροπή της CΤΒΤΟ.

Άρθρο 3

1.   Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την εκτέλεση του προγράμματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 είναι 1 133 000 ευρώ.

2.   Η διαχείριση των κατά την παράγραφο 1 δαπανών που χρηματοδοτούνται από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόκειται στις διαδικασίες και τους κανόνες της Κοινότητας που εφαρμόζονται σε θέματα προϋπολογισμού, με την προϋπόθεση ότι η τυχόν προχρηματοδότηση δεν παραμένει στην κυριότητα της Κοινότητας.

3.   Για τον σκοπό της εκτέλεσης των δαπανών της παραγράφου 1, η Επιτροπή συνάπτει ειδικό χρηματοδοτικό διακανονισμό με την προπαρασκευαστική επιτροπή της CΤΒΤΟ σύμφωνα με τους κανονισμούς και κανόνες, ο οποίος ορίζει ότι η προπαρασκευαστική επιτροπή εξασφαλίζει προβολή της συνεισφοράς της ΕΕ αντίστοιχη με το ύψος της.

Άρθρο 4

Η προεδρία, επικουρούμενη από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου/Ύπατο Εκπρόσωπο για την ΚΕΠΠΑ, υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας κοινής δράσης, βάσει τακτικών εκθέσεων που εκπονεί η προπαρασκευαστική επιτροπή της CTBTO. Η Επιτροπή συμπράττει πλήρως και παρέχει ενημέρωση επί των χρηματοδοτικών πτυχών της εφαρμογής του προγράμματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Η παρούσα κοινή δράση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της υιοθέτησής της.

Λήγει 15 μήνες μετά την υιοθέτησή της.

Άρθρο 6

Η παρούσα κοινή δράση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2006.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

U. PLASSNIK


(1)  EE L 302 της 20.11.2003, σ. 34.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Υποστήριξη από την ΕΕ της προπαρασκευαστικής επιτροπής της οργάνωσης της συνθήκης για την πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών (CTBTO) στον τομέα της εκπαίδευσης και της δημιουργίας ικανοτήτων ελέγχου και εφαρμογής της στρατηγικής της ΕΕ κατά της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής

1.   Περιγραφή

Η προπαρασκευαστική επιτροπή CTBTO δημιουργεί ήδη ένα παγκόσμιο σύστημα ελέγχου, το οποίο αποτελείται από 321 σταθμούς παρακολούθησης, 16 εργαστήρια αναφοράς, το Διεθνές Κέντρο Δεδομένων (IDC) και την ικανότητα επιτόπιας επιθεώρησης (OSI). Ουσιαστικό χαρακτηριστικό του συστήματος είναι η αποκεντρωμένη φύση του: τα δεδομένα που συλλέγονται από τους σταθμούς διανέμονται στα υπογράφοντα κράτη μαζί με προϊόντα από το IDC για τελική ανάλυση, ενώ ομάδες επιτόπιων επιθεωρήσεων συγκροτούνται βάσει διεθνούς πίνακα εμπειρογνωμόνων. Ως εκ τούτου, το σύστημα στηρίζεται στη διαθεσιμότητα εμπειρογνωμόνων στα υπογράφοντα κράτη οι οποίοι φροντίζουν για τη λειτουργία των σταθμών και χρησιμοποιούν τα δεδομένα του Διεθνούς Συστήματος Παρακολούθησης (IMS) και τα προϊόντα του IDC μέσω των εθνικών τους κέντρων δεδομένων, καθώς και στη διαθεσιμότητα ικανοτήτων για ομάδες OSI.

Προκειμένου να βελτιωθεί η ικανότητα των υπογραφόντων κρατών της CTBT να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις ελέγχου που υπέχουν βάσει της CTBT και να είναι σε θέση να επωφεληθούν πλήρως από τη συμμετοχή στο σύστημα της συνθήκης, η προπαρασκευαστική επιτροπή της CTBTO έχει από συστάσεώς της τονίσει τη σημασία της εκπαίδευσης και της δημιουργίας ικανοτήτων. Επιπροσθέτως των παραδοσιακών μεθόδων κατάρτισης, οι νέες τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας προσφέρουν φάσμα δυνατοτήτων για την εμβάθυνση και διεύρυνση της δημιουργίας ικανοτήτων στο μέλλον.

Το πρόγραμμα της ηλεκτρονικής κατάρτισης είναι ως προς τη φύση του παγκόσμιο. Θα φθάσει σε όλα τα υπογράφοντα κράτη της CTBT και θα προσφέρει στους εξουσιοδοτημένους χρήστες ηλεκτρονική, διαδραστική πρόσβαση στα μαθήματα κατάρτισης και στα τεχνικά εργαστήρια καθώς και συνεχή πρόσβαση σε ενότητες κατάρτισης μέσω του προηγμένου συστήματος επικοινωνίας (Expert Communication System) της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO.

2.   Περιγραφή του προγράμματος

Το Νοέμβριο του 2005 εγκαινιάστηκε ένα πιλοτικό πρόγραμμα για τη διερεύνηση των διαθέσιμων τεχνολογικών επιλογών όσον αφορά τις διαδικτυακές εκπομπές και τις διαδικτυακές συσκέψεις καθώς και την κατάρτιση με χρήση υπολογιστή, με επιλεγμένα υπογράφοντα κράτη της CTBT σε όλες τις περιοχές. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της πιλοτικής φάσης, κατά την οποία θα αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στους διαφέροντες τεχνολογικούς περίγυρους όπου θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι ηλεκτρονικής κατάρτισης, θα αναπτυχθούν η μεθοδολογία, η τεχνική υποδομή και η ουσία των δράσεων δημιουργίας ικανοτήτων.

Το πρόγραμμα θα καλύπτει την ανάπτυξη και εκτέλεση της δημιουργίας ικανοτήτων με βάση τις ακόλουθες βασικές ιδέες:

κατάρτιση/αυτοδιδασκαλία με χρήση υπολογιστή (CBT)

Η κατάρτιση/αυτοδιδασκαλία με χρήση υπολογιστή CBT εξασφαλίζει στον εξουσιοδοτημένο χρήστη κάποια διαδραστικότητα και συνεχή διαθεσιμότητα των ενοτήτων κατάρτισης. Η CBT απαιτεί μακρύ χρόνο ανάπτυξης, καθόσον το όλο περιεχόμενο/κείμενο, (εικόνες, ερωταποκρίσεις κ.λπ.) των ενοτήτων της πρέπει να αναπτυχθεί, να επανεξεταστεί, να δοκιμαστεί και να αναθεωρηθεί πολλές φορές πριν από την πρώτη διανομή στους σπουδαστές. Αν η διδασκόμενη ύλη δεν αλλάζει ουσιωδώς, η CBT μπορεί να αποτελεί μια αποτελεσματική μέθοδο για την μετάδοση συνεπούς εκπαιδευτικού υλικού στο ευρύ κοινό. Για παράδειγμα, το προσωπικό των ΕΚΔ χρειάζεται βασική εξοικείωση με τις βασικές ιδέες και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην προσωρινή τεχνική γραμματεία. Οι συμμετέχοντες σε δραστηριότητες OSI (Integrated Field Experiment 2008) θα πρέπει να καταρτιστούν σε μεγάλους αριθμούς.

Σε συνέχεια της πιλοτικής φάσης, η οποία θα χρηματοδοτηθεί μέσω διμερών εθελοντικών συνεισφορών, το πρόγραμμα θα εκτελεστεί σε δύο φάσεις:

Φάση 1: Εκπόνηση πρωτότυπου συστήματος ηλεκτρονικής κατάρτισης και έναρξη εφαρμογής εκπαιδευτικού λογισμικού

Τα αποτελέσματα της πιλοτικής φάσης θα πρέπει να επιτρέπουν τον προσδιορισμό μιας βασικής ιδέας η οποία να ανταποκρίνεται στα ποικίλα αιτήματα των δυνητικών χρηστών από τεχνικής όσο και ουσιαστικής απόψεως.

Θα αναπτυχθούν και θα δοκιμαστούν πρωτότυπες ενότητες για κατάρτιση με χρήση υπολογιστή.

Τα συστατικά μέρη για το οποία ενδείκνυται η μάθηση εξ αποστάσεως περιλαμβάνουν:

ενότητες κατάρτισης online για στοιχεία του συστήματος,

εκπαιδευτικές δέσμες και διαλέξεις με στατικές πληροφορίες ή ώριμες διαδικασίες,

παροχή εκπαιδευτικού υλικού, περιλαμβανομένου υλικού τεχνικής και πολιτικής τεκμηρίωσης, διαθέσιμου σε ιστότοπο,

συστήματα δοκιμών όπου οι χειριστές σταθμού μπορούν να διεξάγουν εικονικές συνεδρίες που αφορούν συνήθεις διαδικασίες λειτουργίας και συντήρησης,

πρακτική κατάρτιση στο Geotool με βάση το πρόγραμμα αυτοδιδασκαλίας. Αυτή θα μπορούσε να ενταχθεί στην προπαρασκευαστική κατάρτιση για μια πιο εξειδικευμένη σειρά μαθημάτων,

ενότητες του εκπαιδευτικού κύκλου για τους συμμετέχοντες στην άσκηση OSI Integrated Field Exercise.

Φάση 2: Πλήρης εφαρμογή του εκπαιδευτικού λογισμικού

Στη δεύτερη φάση θα αναπτυχθούν και θα εφαρμοστούν όλες οι εναπομένουσες ενότητες για την κατάρτιση με χρήση υπολογιστή. Η ανάπτυξη περιεχομένου για ορισμένες ενότητες θα ανατεθεί σε όργανα εταίρους των υπογραφόντων κρατών της CTBT, τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο κατά την ανάπτυξη των τεχνικών και διαδικασιών που χρησιμοποιήθηκαν κατά τις εργασίες της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO. Οι ενότητες που θα αναπτυχθούν κατά τη φάση 2 θα επωφεληθούν από την πείρα που αποκτήθηκε κατά την ανάπτυξη πρωτοτύπων στη φάση 1.

Η φάση της ανάπτυξης και εκτέλεσης προβλέπεται να συνοδεύεται από εκτενή αξιολόγηση με σκοπό την ακριβέστερη προσαρμογή της μεθοδολογίας και των τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται στις διάφορες ανάγκες των δυνητικών χρηστών. Προς το σκοπό αυτόν, θα προστεθεί ένας ειδικός μηχανισμός αξιολόγησης στη διεξαγόμενη αξιολόγηση των δραστηριοτήτων εκπαίδευσης και δημιουργίας ικανοτήτων της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO. Ορισμένα υπογράφοντα κράτη της CTBT από όλο τον κόσμο θα κληθούν να συνεργαστούν στενά με την προπαρασκευαστική επιτροπή της CTBTO καθόλη τη διάρκεια του προγράμματος και να παράσχουν πληροφορίες για τη χρηστικότητα των προϊόντων δημιουργίας ικανοτήτων. Ειδικότερα, το στοιχείο του προγράμματος που αφορά την κατάρτιση με χρήση υπολογιστή θα πρέπει να υποβληθεί σε επανειλημμένες δοκιμές και αξιολογήσεις προτού καταστεί δυνατή η υλοποίηση ενός τελικού προϊόντος.

Αποτελέσματα του προγράμματος

Αύξηση του αριθμού εκπαιδευμένων εμπειρογνωμόνων για δοκιμές, αξιολογήσεις και προσωρινή λειτουργία του ελεγκτικού συστήματος της CTBT.

Βελτιωμένη προετοιμασία των συμμετεχόντων στα τεχνικά εργαστήρια.

Αύξηση του αριθμού συμμετεχόντων και καλύτερη διάδοση και εφαρμογή των συμπερασμάτων των τεχνικών εργαστηρίων.

Βελτίωση της προσβασιμότητας στις ενότητες κατάρτισης ανεξαρτήτως ωριαίων ατράκτων και σταδίου τεχνολογικής ανάπτυξης του κράτους υποδοχής.

Παροχή εκπαίδευσης και δημιουργίας ικανοτήτων με ηλεκτρονικά μέσα σε όλα τα υπογράφοντα κράτη της CTBT.

3.   Διάρκεια

Η υπολογιζόμενη συνολική διάρκεια των δυο διαδοχικών φάσεων του προγράμματος θα είναι 15 μήνες.

4.   Δικαιούχοι

Οι δικαιούχοι της ηλεκτρονικής κατάρτισης είναι όλα τα υπογράφοντα κράτη της CTBT. Η ικανότητα των κρατών αυτών να εφαρμόσουν την CTBT και το σχετικό ελεγκτικό σύστημα και να επωφεληθούν πλήρως από τη συμμετοχή στο έργο της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO έχει ουσιώδη σημασία για την ορθή λειτουργία της CTBT. Θα δοθεί η δέουσα προσοχή στη γλωσσική πολυμορφία των δικαιούχων, με την πρόβλεψη, ανάλογα με την περίπτωση, ενοτήτων κατάρτισης σε διάφορες γλώσσες.

5.   Φορέας υλοποίησης

Η προπαρασκευαστική επιτροπή της CTBTO θα αναλάβει την τεχνική υλοποίηση του προγράμματος. Αυτή θα γίνει απευθείας από το προσωπικό της προσωρινής τεχνικής γραμματείας της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO, και από εμπειρογνώμονες ή ανάδοχους των υπογραφόντων κρατών της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO. Στην περίπτωση των αναδόχων, η προμήθεια οποιωνδήποτε αγαθών, εργασιών ή υπηρεσιών από την προπαρασκευαστική επιτροπή της CTBTO στα πλαίσια της παρούσας κοινής δράσης θα διεξάγεται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και διαδικασίες της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO, όπως ορίζονται λεπτομερώς στη συμφωνία συνεισφοράς της ΕΕ με την προπαρασκευαστική επιτροπή της CTBTO.

6.   Συμμετοχή τρίτων

Το πρόγραμμα θα χρηματοδοτηθεί κατά 100 % από την παρούσα κοινή δράση. Οι εμπειρογνώμονες των υπογραφόντων κρατών της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO μπορούν να θεωρούνται ως συμμετέχοντες τρίτοι. Θα εργασθούν σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες εργασίας των εμπειρογνωμόνων της προπαρασκευαστικής επιτροπής της CTBTO.

7.   Κατ’ εκτίμηση απαιτούμενοι πόροι

Η συνεισφορά της ΕΕ θα καλύψει εξ ολοκλήρου την εφαρμογή των δυο φάσεων του προγράμματος, όπως περιγράφονται στο παρόν παράρτημα. Το κατ’ εκτίμηση κόστος έχει ως εξής:

Φάση 1: (προδιαγραφές, ανάπτυξη πρωτοτύπων συμπεριλαμβανομένης της δοκιμής των πρώτων ενοτήτων)

519 400 ευρώ

Φάση 2: (ανάπτυξη των υπόλοιπων ενοτήτων, δοκιμή και αξιολόγηση ενοτήτων με επιλεγμένους δικαιούχους)

580 600 ευρώ

Επιπλέον, έχει προβλεφθεί έκτακτο αποθεματικό το οποίο ανέρχεται περίπου στο 3 % των επιλέξιμων δαπανών (δηλαδή συνολικά 33 000 ευρώ) για απρόβλεπτα έξοδα.

8.   Ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την κάλυψη του κόστους του προγράμματος

Το συνολικό κόστος του προγράμματος ανέρχεται σε 1 133 000 ευρώ.


25.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 88/73


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ 2006/244/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 20ής Μαρτίου 2006

για τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον οργανισμό ενεργειακής ανάπτυξης της Κορεατικής Χερσονήσου (KEDO)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 15,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει της κοινής θέσης 2001/869/ΚΕΠΠΑ (1), η Ευρωπαϊκή Ένωση συμμετέχει στον οργανισμό ενεργειακής ανάπτυξης της Κορεατικής Χερσονήσου (KEDO), προκειμένου να συμβάλει στην εξεύρεση γενικής λύσης στο ζήτημα της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων στην Κορεατική Χερσόνησο.

(2)

Η στρατηγική της ΕΕ κατά της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής, την οποία ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 12 Δεκεμβρίου 2003, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην συμμόρφωση όλων των μερών με τις διατάξεις της συνθήκης για την αποτροπή της διάδοσης των πυρηνικών όπλων.

(3)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της συμμετοχής της στον KEDO, συμβάλλει στον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στην εξεύρεση γενικής λύσης στο πρόβλημα της διάδοσης των πυρηνικών όπλων στην Κορεατική Χερσόνησο.

(4)

Επετεύχθη μεταξύ των μελών του εκτελεστικού γραφείου του KEDO συναίνεση να παύσει το σχέδιο του πυρηνικού αντιδραστήρα ελαφρού ύδατος, του KEDO, (σχέδιο ΑΕΥ) και να διαλυθεί ομαλώς ο KEDO, πριν από το τέλος του 2006.

(5)

Προς τούτο, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) διαπραγματεύθηκε την ανανέωση της συμμετοχής της στον KEDO, με συγκεκριμένο σκοπό την υποστήριξη της παύσης του σχεδίου ΑΕΥ και την διάλυση του KEDO.

(6)

Τα υφιστάμενα λεπτομερή συμφωνηθέντα για την εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο εκτελεστικό γραφείο του ΚΕDΟ θα πρέπει να διατηρηθούν και, προς τούτο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφώνησαν ότι, όταν το εκτελεστικό γραφείο του KEDO εξετάζει ζήτημα που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα της Ευρατόμ, το λόγο θα λαμβάνει η προεδρία του Συμβουλίου για να διατυπώσει τη σχετική θέση της.

(7)

Η κοινή θέση 2001/869/ΚΕΠΠΑ έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2005 και θα πρέπει να αντικατασταθεί με νέα,

ΥΙΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ:

Άρθρο 1

Στόχος της παρούσας κοινής θέσης είναι να επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να συμμετάσχει στην διαδικασία παύσης το ταχύτερο δυνατόν του σχεδίου ΑΕΥ και ομαλής διάλυσης του KEDO εντός του 2006.

Άρθρο 2

1.   Για θέματα που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ευρατόμ, η θέση που θα λαμβάνεται στο εκτελεστικό γραφείο του KEDO καθορίζεται από το Συμβούλιο και διατυπώνεται από την προεδρία.

2.   Συνεπώς, η προεδρία συμπράττει στενά στις εργασίες στο εκτελεστικό γραφείο του KEDO και ενημερώνεται αμέσως για κάθε θέμα κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας που εξετάζεται κατά τις συνεδριάσεις του.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο σε τακτά διαστήματα και, οσάκις απαιτείται, υπό την αιγίδα της προεδρίας επικουρούμενης από τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου/Ύπατο Εκπρόσωπο για την ΚΕΠΠΑ.

Άρθρο 3

Η παρούσα κοινή θέση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της εκδόσεώς της και εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την παύση του KEDO ή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ανάλογα με ποια ημερομηνία είναι η νωρίτερη.

Άρθρο 4

Η παρούσα κοινή θέση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2006.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

U. PLASSNIK


(1)  ΕΕ L 325 της 8.12.2001, σ. 1.