ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
9 Μαρτίου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 398/2006 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 399/2006 της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2006, περί θεσπίσεως των κατά μονάδα αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων αναλωσίμων εμπορευμάτων

3

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 400/2006 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για την κατάταξη εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία

9

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 401/2006 της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 2006, για τον καθορισμό μεθόδων δειγματοληψίας και ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων μυκοτοξινών στα τρόφιμα ( 1 )

12

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 402/2006 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ( 1 )

35

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 403/2006 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για τον καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή βοείου κρέατος

40

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 404/2006 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για τον καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του χοιρείου κρέατος

44

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 405/2006 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών κατά την εισαγωγή στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών καθώς και της αυγοαλβουμίνης και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95

46

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 406/2006 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του κρέατος πουλερικών

48

 

*

Οδηγία 2006/29/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων ιδρυμάτων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ή την προσθήκη τους σε αυτό

50

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Συμβούλιο

 

*

Απόφαση αριθ. 5/2004 της Επιτροπής των Πρέσβεων ΑΚΕ-ΕΚ, της 17ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό του Κέντρου Ανάπτυξης Επιχειρήσεων

52

 

 

Επιτροπή

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση κανόνων, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη χρήση του λογοτύπου του EMAS (κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου), σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε συσκευασίες μεταφοράς και σε τριτογενείς συσκευασίες [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 306]  ( 1 )

63

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2006, περί καθορισμού ερωτηματολογίου που αφορά την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 598]  ( 1 )

65

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2006, σχετικά με την κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση, για το 2006, σε ορισμένα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς στον κτηνιατρικό τομέα δημόσιας υγείας των υπολειμμάτων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 604]

78

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2006, για την τροποποίηση του προσαρτήματος Β του παραρτήματος XII της πράξης προσχώρησης του 2003 όσον αφορά ορισμένες εγκαταστάσεις των τομέων του κρέατος και του γάλακτος στην Πολωνία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 609]  ( 1 )

80

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2006, για την έγκριση της διάθεσης στην αγορά τροφίμων που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο της σειράς 1507 (DAS-Ø15Ø7-1) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

82

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 398/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 9 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 386/2005 (ΕΕ L 62 της 9.3.2005, σ. 3).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

052

105,7

204

52,2

212

102,0

624

92,6

999

88,1

0707 00 05

052

152,0

204

59,0

999

105,5

0709 10 00

220

46,4

624

102,5

999

74,5

0709 90 70

052

130,2

204

62,6

999

96,4

0805 10 20

052

56,4

204

44,3

212

42,3

220

39,2

400

61,3

448

41,1

512

33,1

624

65,9

999

48,0

0805 50 10

052

74,2

624

68,8

999

71,5

0808 10 80

400

124,3

404

90,2

512

71,5

524

62,6

528

72,0

720

78,2

999

83,1

0808 20 50

388

80,9

400

74,8

512

65,4

528

70,8

720

45,0

999

67,4


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 399/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 7ης Μαρτίου 2006

περί θεσπίσεως των κατά μονάδα αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων αναλωσίμων εμπορευμάτων

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, με τον οποίο καθιερώνεται ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας (1),

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (2) για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, και ιδίως το άρθρο 173 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ότι στα άρθρα 173 έως 177 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 προβλέπονται τα κριτήρια για τη θέσπιση, εκ μέρους της Επιτροπής, κατά μονάδα αξιών περιοδικής ισχύος για τα προϊόντα που καθορίζονται σύμφωνα με την κατάταξη που αναφέρεται στο παράρτημα 26 του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Ότι η εφαρμογή των κανόνων και των κριτηρίων, που καθορίζονται στα ανωτέρω άρθρα επί των στοιχείων που ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 173 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93, οδηγεί, για τα σχετικά προϊόντα, στον καθορισμό των κατά μονάδα αξιών σύμφωνα με τον τρόπο που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατά μονάδα αξίες που αναφέρονται στο άρθρο 173 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα του παραρτήματος.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 10 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 7 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 648/2005 (ΕΕ L 117 της 4.5.2005, σ. 13).

(2)  ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2005 (ΕΕ L 148 της 11.6.2005, σ. 5).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κώδικας

Περιγραφή εμπορευμάτων

Ύψος των κατά μονάδα αξιών/100 kg καθαρού βάρους

Είδη, ποικιλίες, κωδικός ΣΟ

EUR

LTL

SEK

CYP

LVL

GBP

CZK

MTL

DKK

PLN

EEK

SIT

HUF

SKK

1.10

Πατάτες πρώιμες

0701 90 50

37,30

21,44

1 063,95

278,34

583,64

9 492,14

128,79

25,96

16,01

141,80

8 933,73

1 386,13

352,88

25,55

 

 

 

 

1.30

Κρεμμύδια άλλα από τα προς φύτευση

0703 10 19

32,33

18,58

922,15

241,24

505,85

8 227,02

111,63

22,50

13,88

122,90

7 743,03

1 201,38

305,85

22,15

 

 

 

 

1.40

Σκόρδα

0703 20 00

175,09

100,63

4 994,14

1 306,50

2 739,59

44 555,58

604,56

121,86

75,17

665,61

41 934,46

6 506,41

1 656,42

119,94

 

 

 

 

1.50

Πράσα

ex 0703 90 00

73,93

42,49

2 108,59

551,62

1 156,69

18 811,90

255,25

51,45

31,74

281,03

17 705,23

2 747,08

699,36

50,64

 

 

 

 

1.60

Κουνουπίδια και μπρόκολα

0704 10 00

1.80

Κράμβες λευκές και κράμβες ερυθρές

0704 90 10

46,87

26,94

1 336,87

349,73

733,36

11 927,01

161,83

32,62

20,12

178,18

11 225,36

1 741,69

443,40

32,11

 

 

 

 

1.90

Μπρόκολα [Brassica oleracea L. convar. botrytis (L.) Alef var. italica Plenck]

ex 0704 90 90

 

 

 

 

1.100

Λάχανο του είδους κήνος

ex 0704 90 90

101,11

58,11

2 883,96

754,46

1 582,03

25 729,46

349,11

70,37

43,41

384,37

24 215,85

3 757,25

956,53

69,26

 

 

 

 

1.110

Μαρούλια στρογγυλά

0705 11 00

1.130

Καρότα

ex 0706 10 00

47,87

27,51

1 365,40

357,20

749,00

12 181,48

165,29

33,32

20,55

181,98

11 464,86

1 778,85

452,86

32,79

 

 

 

 

1.140

Ραφανίδες

ex 0706 90 90

80,59

46,32

2 298,73

601,36

1 260,99

20 508,30

278,27

56,09

34,60

306,37

19 301,83

2 994,81

762,43

55,21

 

 

 

 

1.160

Μπιζέλια (Pisum sativum)

0708 10 00

363,62

208,97

10 371,63

2 713,29

5 689,47

92 531,25

1 255,52

253,08

156,10

1 382,31

87 087,80

13 512,25

3 439,99

249,08

 

 

 

 

1.170

Φασόλια:

 

 

 

 

 

 

1.170.1

Φασόλια (Vigna spp., Phaseolus spp.)

ex 0708 20 00

120,53

69,27

3 437,79

899,35

1 885,84

30 670,48

416,16

83,89

51,74

458,18

28 866,19

4 478,78

1 140,22

82,56

 

 

 

 

1.170.2

Φασόλια (Phaseolus ssp. vulgaris var. compressus Savi)

ex 0708 20 00

202,00

116,09

5 761,65

1 507,28

3 160,61

51 402,94

697,47

140,59

86,72

767,90

48 379,00

7 506,32

1 910,98

138,37

 

 

 

 

1.180

Κύαμοι

ex 0708 90 00

1.190

Αγγινάρες

0709 10 00

1.200

Σπαράγγια:

 

 

 

 

 

 

1.200.1

Πράσινα

ex 0709 20 00

287,72

165,35

8 206,75

2 146,94

4 501,90

73 217,10

993,45

200,26

123,52

1 093,78

68 909,87

10 691,82

2 721,95

197,09

 

 

 

 

1.200.2

Έτερα

ex 0709 20 00

491,72

282,59

14 025,26

3 669,10

7 693,71

125 127,40

1 697,80

342,24

211,09

1 869,26

117 766,39

18 272,23

4 651,80

336,83

 

 

 

 

1.210

Μελιτζάνες

0709 30 00

163,50

93,96

4 663,51

1 220,00

2 558,22

41 605,85

564,53

113,80

70,19

621,55

39 158,25

6 075,66

1 546,76

112,00

 

 

 

 

1.220

Σέλινα με ραβδώσεις [Apium graveolens L., var. dulce (Mill.) Pers.]

ex 0709 40 00

61,51

35,35

1 754,39

458,96

962,39

15 651,92

212,37

42,81

26,41

233,82

14 731,14

2 285,63

581,88

42,13

 

 

 

 

1.230

Μανιτάρια του είδους Chanterelles

0709 59 10

334,34

192,15

9 536,38

2 494,78

5 231,28

85 079,50

1 154,41

232,70

143,53

1 270,99

80 074,43

12 424,07

3 162,96

229,02

 

 

 

 

1.240

Γλυκοπιπεριές

0709 60 10

179,16

102,97

5 110,31

1 336,89

2 803,31

45 591,96

618,62

124,70

76,92

681,09

42 909,87

6 657,75

1 694,95

122,73

 

 

 

 

1.250

Μάρασο

0709 90 50

1.270

Γλυκοπατάτες ολόκληρες, νωπές (που προορίζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση)

0714 20 10

108,61

62,42

3 098,01

810,46

1 699,45

27 639,13

375,02

75,60

46,63

412,90

26 013,17

4 036,11

1 027,53

74,40

 

 

 

 

2.10

Κάστανα (Castanea spp.), νωπά

ex 0802 40 00

2.30

Ανανάδες νωποί

ex 0804 30 00

64,85

37,27

1 849,85

483,93

1 014,76

16 503,60

223,93

45,14

27,84

246,55

15 532,72

2 410,00

613,55

44,43

 

 

 

 

2.40

Αχλάδια της ποικιλίας Avocats, νωπά

ex 0804 40 00

183,60

105,51

5 236,79

1 369,88

2 872,70

46 720,41

633,93

127,78

78,82

697,95

43 971,94

6 822,54

1 736,90

125,77

 

 

 

 

2.50

Αχλάδια της ποικιλίας goyaves και μάγγες, νωπά

ex 0804 50

2.60

Πορτοκάλια γλυκά, νωπά:

 

 

 

 

 

 

2.60.1

Αιματόσαρκα και ημιαιματόσαρκα

ex 0805 10 20

 

 

 

 

2.60.2

Navels, Navelines, Navelates, Salustianas, Vernas, Valencia Lates, Maltaises, Shamoutis, Ovalis, Trovita, Hamlins

ex 0805 10 20

 

 

 

 

2.60.3

Έτερα

ex 0805 10 20

 

 

 

 

2.70

Μανταρίνια (στα οποία περιλαμβάνονται και τα Tangerines και τα Satsumas), νωπά. Κλημεντίνες (Clémentines), Wilkings και παρόμοια υβρίδια εσπεριδοειδών, νωπά:

 

 

 

 

 

 

2.70.1

Clémentines

ex 0805 20 10

82,40

47,35

2 350,26

614,84

1 289,26

20 968,05

284,51

57,35

35,37

313,24

19 734,54

3 061,94

779,52

56,44

 

 

 

 

2.70.2

Monréales et Satsumas

ex 0805 20 30

131,58

75,62

3 753,06

981,82

2 058,78

33 483,16

454,32

91,58

56,49

500,20

31 513,41

4 889,51

1 244,79

90,13

 

 

 

 

2.70.3

Μανταρίνια και εκείνα του είδους wilkings

ex 0805 20 50

55,49

31,89

1 582,75

414,06

868,23

14 120,59

191,60

38,62

23,82

210,95

13 289,90

2 062,02

524,95

38,01

 

 

 

 

2.70.4

Tangerines και έτερα

ex 0805 20 70

ex 0805 20 90

57,91

33,28

1 651,75

432,11

906,09

14 736,21

199,95

40,30

24,86

220,14

13 869,30

2 151,91

547,84

39,67

 

 

 

 

2.85

Γλυκολέμονα (Citrus aurantifolia, Citrus latifolia), νωπά

0805 50 90

81,87

47,05

2 335,05

610,86

1 280,92

20 832,34

282,67

56,98

35,14

311,21

19 606,81

3 042,13

774,47

56,08

 

 

 

 

2.90

Φράπες και γκρέιπ-φρουτ, νωπά:

 

 

 

 

 

 

2.90.1

Λευκά

ex 0805 40 00

65,73

37,77

1 874,73

490,44

1 028,40

16 725,52

226,94

45,75

28,22

249,86

15 741,59

2 442,41

621,80

45,02

 

 

 

 

2.90.2

Ροζ

ex 0805 40 00

81,29

46,72

2 318,65

606,57

1 271,92

20 685,97

280,68

56,58

34,90

309,03

19 469,05

3 020,75

769,03

55,68

 

 

 

 

2.100

Σταφυλαί επιτραπέζιοι

0806 10 10

152,10

87,41

4 338,43

1 134,96

2 379,89

38 705,65

525,18

105,86

65,30

578,22

36 428,67

5 652,15

1 438,94

104,19

 

 

 

 

2.110

Καρπούζια

0807 11 00

59,49

34,19

1 696,83

443,90

930,82

15 138,42

205,41

41,41

24,54

226,15

14 247,86

2 210,65

562,79

40,75

 

 

 

 

2.120

Πέπονες (εκτός των υδροπεπόνων):

 

 

 

 

 

 

2.120.1

Amarillo, Cuper, Honey Dew (συμπεριλαμβάνεται Cantalene), Onteniente, Piel de Sapo (συμπεριλαμβάνεται Verde Liso), Rochet, Tendral, Futuro

ex 0807 19 00

66,18

38,03

1 887,58

493,80

1 035,45

16 840,21

228,50

46,06

28,41

251,57

15 849,54

2 459,16

626,06

45,33

 

 

 

 

2.120.2

Έτεροι

ex 0807 19 00

62,76

36,07

1 790,22

468,33

982,05

15 971,61

216,71

43,68

26,94

238,60

15 032,03

2 332,32

593,77

42,99

 

 

 

 

2.140

Αχλάδια:

 

 

 

 

 

 

2.140.1

Αχλάδια-Nashi (Pyrus pyrifolia),

Αχλάδια-Ya (Pyrus bretscheideri)

ex 0808 20 50

 

 

 

 

2.140.2

Έτεροι

ex 0808 20 50

 

 

 

 

2.150

Βερίκοκα

0809 10 00

149,08

85,68

4 252,21

1 112,41

2 332,60

37 936,39

514,74

103,76

64,00

566,73

35 704,66

5 539,81

1 410,34

102,12

 

 

 

 

2.160

Κεράσια

0809 20 05

0809 20 95

137,39

78,96

3 918,77

1 025,18

2 149,69

34 961,63

474,39

95,62

58,98

522,29

32 904,90

5 105,41

1 299,75

94,11

 

 

 

 

2.170

Ροδάκινα

0809 30 90

121,07

69,58

3 453,15

903,37

1 894,26

30 807,54

418,01

84,26

51,97

460,23

28 995,19

4 498,79

1 145,32

82,93

 

 

 

 

2.180

Ροδάκινα υπό την ονομασία Nectarines

ex 0809 30 10

132,53

76,17

3 780,20

988,92

2 073,67

33 725,32

457,61

92,24

56,90

503,82

31 741,32

4 924,87

1 253,79

90,78

 

 

 

 

2.190

Δαμάσκηνα

0809 40 05

151,05

86,81

4 308,38

1 127,10

2 363,41

38 437,57

521,54

105,13

64,85

574,21

36 176,36

5 613,00

1 428,97

103,47

 

 

 

 

2.200

Φράουλες

0810 10 00

235,92

135,58

6 729,05

1 760,36

3 691,29

60 033,67

814,57

164,20

101,28

896,84

56 502,00

8 776,66

2 231,84

161,60

 

 

 

 

2.205

Σμέουρα

0810 20 10

530,81

305,06

15 140,29

3 960,80

8 305,37

135 075,22

1 832,78

369,44

227,88

2 017,87

127 128,99

19 724,90

5 021,62

363,60

 

 

 

 

2.210

Καρποί των φυτών Myrtilles (καρποί του Vaccinium myrtillus)

0810 40 30

978,68

562,45

27 914,89

7 302,71

15 313,01

249 044,70

3 379,19

681,16

420,15

3 720,45

234 393,86

36 367,75

9 258,61

670,40

 

 

 

 

2.220

Ακτινίδια (Actinidia chinensis Planch.)

0810 50 00

178,63

102,66

5 095,06

1 332,90

2 794,95

45 455,98

616,77

124,33

76,69

679,06

42 781,89

6 637,89

1 689,89

122,36

 

 

 

 

2.230

Ρόδια

ex 0810 90 95

184,95

106,26

5 275,33

1 380,06

2 893,84

47 064,23

638,60

128,73

79,40

703,09

44 295,52

6 872,74

1 749,68

126,69

 

 

 

 

2.240

Διόσπυρος (συμπεριλαμβάνεται το Sharon)

ex 0810 90 95

161,38

92,75

4 603,14

1 204,21

2 525,10

41 067,26

557,22

112,32

69,28

613,50

38 651,35

5 997,01

1 526,74

110,55

 

 

 

 

2.250

Λίτσι

ex 0810 90


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/9


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 400/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για την κατάταξη εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της συνδυασμένης ονοματολογίας που επισυνάπτεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87, πρέπει να αποφασιστούν οι διατάξεις για την κατάταξη των εμπορευμάτων που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 έχει καθορίσει τους γενικούς κανόνες για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας. Αυτοί οι κανόνες εφαρμόζονται επίσης σε κάθε άλλη ονοματολογία που την περιλαμβάνει, έστω και εν μέρει ή με την προσθήκη ενδεχομένως υποδιαιρέσεων, η οποία έχει συνταχθεί από ειδικούς κοινοτικούς νομοθετικούς κανόνες ενόψει της εφαρμογής δασμολογικών ή άλλων μέτρων στο πλαίσιο των εμπορικών ανταλλαγών.

(3)

Κατ’ εφαρμογή των εν λόγω γενικών κανόνων, τα εμπορεύματα που περιγράφονται στη στήλη 1 του πίνακα του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού πρέπει να καταταγούν στους αντίστοιχους κωδικούς ΣΟ που σημειώνονται στη στήλη 2 βάσει των διατάξεων της στήλης 3.

(4)

Είναι σκόπιμο, οι δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες οι οποίες εκδίδονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την κατάταξη των εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία και δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο που καθορίζει ο παρών κανονισμός να μπορούν να συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο επίκλησης από τον κάτοχό τους κατά τη διάρκεια περιόδου τριών μηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (2).

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής τελωνειακού κώδικα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα εμπορεύματα που περιγράφονται στη στήλη 1 του πίνακα του παραρτήματος κατατάσσονται στη συνδυασμένη ονοματολογία στους αντίστοιχους κωδικούς ΣΟ που σημειώνονται στη στήλη 2 του εν λόγω πίνακα.

Άρθρο 2

Οι δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες που εκδίδονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο που καθορίζει ο παρών κανονισμός μπορούν να συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο επίκλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, κατά τη διάρκεια περιόδου τριών μηνών.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

László KOVÁCS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  EE L 256 της 7.9.1987, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 267/2006 (EE L 47 της 17.2.2006, σ. 1).

(2)  EE L 302 της 19.10.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 648/2005 (EE L 117 της 4.5.2005, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Κατάταξη (Κωδικός ΣΟ)

Αιτιολογία

(1)

(2)

(3)

1.

Σύνολο ειδών συσκευασμένο για τη λιανική πώληση, που αποτελείται από:

μία φορητή συσκευή που λειτουργεί με ηλεκτρικές στήλες για την ψηφιακή εγγραφή και αναπαραγωγή του ήχου, που περιλαμβάνει τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία σε ενιαίο περίβλημα: ηλεκτρονικό σύστημα σηματοδότησης με ψηφιακό/αναλογικό μετατροπέα, μνήμη τύπου flash, πλήκτρα ελέγχου, χώρο για τις ηλεκτρικές στήλες, βύσμα USB και σύνδεσμο για ακουστικά κεφαλής,

μία συσκευή λήψης για τη ραδιοφωνία που λειτουργεί με ηλεκτρικές στήλες, με ακουστικά αυτιών με καλώδιο σύνδεσης,

ένα καλώδιο USB,

ένα CD–ROM, και

ένα εγχειρίδιο οδηγιών χρήσης.

Η ψηφιακή συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου εγγράφει τον ήχο σε μορφότυπο (format) MP3 και μπορεί να συνδεθεί με μία αυτόματη μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών μέσω θύρας USB για την μεταφόρτωση ή τη μετάδοση μορφότυπων MP3 ή άλλων μορφότυπων. Διαθέτει επίσης δυνατότητα εγγραφής της φωνής.

Η χωρητικότητα αποθήκευσης της μνήμης είναι 128 MB.

Η συσκευή λήψης για τη ραδιοφωνία μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα.

8520 90 00

Η κατάταξη καθορίζεται από τους γενικούς κανόνες 1, 3 στοιχείο β) και 6 για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας, καθώς και από το κείμενο των κωδικών ΣΟ 8520 και 8520 90 00.

Η ψηφιακή συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου προσδίδει τον ουσιώδη χαρακτήρα στο σύνολο.

2.

Φορητή συσκευή λήψης για τη ραδιοφωνία που λειτουργεί με ηλεκτρικές στήλες που συνδυάζεται στο ίδιο περίβλημα με συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

μία μνήμη τύπου flash,

έναν μικροεπεξεργαστή με τη μορφή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων («chips»),

ένα ηλεκτρονικό σύστημα, που περιλαμβάνει ενισχυτή ακουστικής συχνοτήτας,

μία διάταξη απεικόνισης υγρών κρυστάλλων (LCD),

μία συσκευή λήψης για τη ραδιοφωνία, και

πλήκτρα ελέγχου.

Ο μικροεπεξεργαστής είναι προγραμματισμένος για τη χρήση του μορφοτύπου (format) MP3.

Η συσκευή διαθέτει συνδέσμους για στερεοφωνική ακρόαση και για ακουστικά κεφαλής και αυτιών, καθώς και σύνδεσμο για συσκευή τηλεχειρισμού.

Μπορεί να συνδεθεί με αυτόματη μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών μέσω θύρας USB για την μεταφόρτωση ή τη μετάδοση μορφοτύπων MP3 ή άλλων μορφοτύπων. Διαθέτει επίσης δυνατότητα εγγραφής της φωνής.

Η χωρητικότητα αποθήκευσης της μνήμης είναι 128 ΜΒ.

8527 13 99

Η κατάταξη καθορίζεται από τους γενικούς κανόνες 1 και 6 για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας, καθώς και από το κείμενο των κωδικών ΣΟ 8527, 8527 13 και 8527 13 99.

Η κατάταξη βασίζεται στο κείμενο της κλάσης 8527 · συσκευές λήψης για τη ραδιοφωνία, έστω και συνδυασμένες, στο ίδιο περίβλημα, με συσκευή εγγραφής ή αναπαραγωγής του ήχου.

3.

Μηχανοκίνητο αμαξίδιο του γκολφ με σωληνωτό σασί από αργίλιο, με τροχούς, με κάθισμα που χρησιμοποιείται όταν το αμαξίδιο δεν κινείται, και ένα τιμόνι. Η κίνησή του ελέγχεται χειροκίνητα.

Οι διατάξεις ελέγχου για τη λειτουργία του αμαξιδίου του γκολφ είναι τοποθετημένες στο τιμόνι.

Το αμαξίδιο έχει μέγιστη ταχύτητα 6,5 km/ώρα και είναι εξοπλισμένο με ηλεκτρικό κινητήρα των 24 volt που λειτουργεί με ηλεκτρικές στήλες.

Το αμαξίδιο προορίζεται να μεταφέρει ένα σάκο με ράβδους του γκολφ.

(Βλέπε φωτογραφία) (1)

8704 90 00

Η κατάταξη καθορίζεται από τις διατάξεις των γενικών κανόνων 1 και 6 για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας καθώς και από το κείμενο των κωδικών ΣΟ 8704 και 8704 90 00.

To αμαξίδιο του γκολφ εξαιρείται από την κλάση 8703 επειδή δεν δύναται να μεταφέρει πρόσωπα.

Επιπλέον, εξαιρείται από την κλάση 8709 επειδή δεν είναι του τύπου που χρησιμοποιείται μέσα στα εργοστάσια, αποθήκες, λιμάνια ή αεροδρόμια για τη μεταφορά των εμπορευμάτων σε μικρές αποστάσεις.

Το όχημα χρησιμοποιείται μόνο στα γήπεδα του γκολφ για τη μεταφορά των σάκων του γκολφ.

4.

Πολυλειτουργική συσκευή, η οποία μπορεί να επιτελεί τις ακόλουθες λειτουργίες:

σάρωση,

εκτύπωση με λέιζερ,

φωτοαντιγραφή με λέιζερ (έμμεση διαδικασία).

Η συσκευή, η οποία διαθέτει διάφορους δίσκους τροφοδοσίας χαρτιού, έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής έως και 40 σελίδων Α4 το λεπτό.

Η συσκευή λειτουργεί είτε αυτόνομα (ως συσκευή φωτοαντιγραφής) είτε σε σύνδεση με αυτόνομη μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών ή σε δίκτυο (ως εκτυπωτής, σαρωτής και συσκευή φωτοαντιγραφής).

9009 12 00

Η κατάταξη καθορίζεται από τους γενικούς κανόνες 1, 3 στοιχείο γ) και 6 για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας, τη σημείωση 5 E) του κεφαλαίου 84, καθώς και από το κείμενο των κωδικών ΣΟ 9009 και 9009 12 00.

Η συσκευή επιτελεί διάφορες λειτουργίες, αλλά καμία από αυτές δεν της προσδίδει τον ουσιώδη της χαρακτήρα.

Image


(1)  Η φωτογραφία έχει καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα.


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/12


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 401/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 23ης Φεβρουαρίου 2006

για τον καθορισμό μεθόδων δειγματοληψίας και ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων μυκοτοξινών στα τρόφιμα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2001, για τον καθορισμό μέγιστων τιμών ανοχής για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα (2), προβλέπει τα μέγιστα όρια για ορισμένες μυκοτοξίνες σε ορισμένα τρόφιμα.

(2)

Η δειγματοληψία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ακρίβεια με την οποία καθορίζονται τα επίπεδα των μυκοτοξινών, τα οποία κατανέμονται κατά τρόπο ανομοιόμορφο σε μία παρτίδα. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να καθοριστούν γενικά κριτήρια με τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται η μέθοδος δειγματοληψίας.

(3)

Είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν τα γενικά κριτήρια, με τα οποία πρέπει να συμμορφώνονται οι μέθοδοι ανάλυσης, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα εργαστήρια τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή των ελέγχων χρησιμοποιούν μεθόδους ανάλυσης με συγκρίσιμο επίπεδο απόδοσης.

(4)

Η οδηγία 98/53/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 1998, για την καθιέρωση τρόπων δειγματοληψίας και μεθόδων ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων περιεκτικοτήτων για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα (3), καθορίζει τις μεθόδους δειγματοληψίας και τα κριτήρια απόδοσης για τις μεθόδους ανάλυσης που χρησιμοποιούνται για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων αφλατοξινών στα τρόφιμα.

(5)

Η οδηγία 2002/26/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2002, για τη καθιέρωση τρόπων δειγματοληψίας και μεθόδων ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων περιεκτικοτήτων ωχρατοξίνης Α στα τρόφιμα (4), η οδηγία 2003/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Αυγούστου 2003, για τη καθιέρωση τρόπων δειγματοληψίας και μεθόδων ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων περιεκτικοτήτων πατουλίνης στα τρόφιμα (5), και η οδηγία 2005/38/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2005, για την καθιέρωση τρόπων δειγματοληψίας και μεθόδων ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων τοξινών Fusariu στα τρόφιμα (6), καθιερώνουν δειγματοληπτικές μεθόδους και κριτήρια επιδόσεων για την ωχρατοξίνη A, την πατουλίνη και τις τοξίνες Fusarium αντίστοιχα.

(6)

Είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται όποτε είναι δυνατόν η ίδια δειγματοληπτική μέθοδος στο ίδιο προϊόν για τον έλεγχο των μυκοτοξινών. Συνεπώς, οι δειγματοληπτικές μέθοδοι και τα κριτήρια επιδόσεων για τις μεθόδους ανάλυσης που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τον επίσημο έλεγχο όλων των μυκοτοξινών πρέπει να συγκεντρωθούν σε μια ενιαία νομοθετική πράξη, ώστε να είναι ευκολότερη η εφαρμογή τους.

(7)

Οι αφλατοξίνες κατανέμονται κατά τρόπο πολύ ανομοιογενή σε μια παρτίδα, ειδικότερα σε παρτίδα τροφίμων με σωματίδια μεγάλου μεγέθους, όπως τα ξερά σύκα ή οι αραχίδες. Για να επιτευχθεί ο ίδιος βαθμός αντιπροσωπευτικότητας, σε παρτίδες τροφίμων με σωματίδια μεγάλου μεγέθους, το βάρος του συνολικού δείγματος πρέπει να είναι μεγαλύτερο από ό,τι στην περίπτωση παρτίδων με τρόφιμα μικρότερου σωματιδιακού μεγέθους. Εφόσον η κατανομή των μυκοτοξινών σε μεταποιημένα προϊόντα είναι γενικά λιγότερο ανομοιογενής από ό,τι σε ακατέργαστα σιτηρά, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν απλούστερες διατάξεις δειγματοληψίας για τα μεταποιημένα προϊόντα.

(8)

Οι οδηγίες 98/53/ΕΚ, 2002/26/ΕΚ, 2003/78/ΕΚ και 2005/38/ΕΚ πρέπει επομένως να καταργηθούν.

(9)

Είναι σκόπιμο η ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού να συμπίπτει με την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 856/2005 της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2005, με τον οποίο τροποποιείται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 σχετικά με τις τοξίνες Fusarium (7).

(10)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η δειγματοληψία για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων μυκοτοξινών στα τρόφιμα πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 2

Η προετοιμασία των δειγμάτων και οι μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιούνται για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των μυκοτοξινών στα τρόφιμα πρέπει να συμμορφώνονται με τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα II.

Άρθρο 3

Καταργούνται οι οδηγίες 98/53/ΕΚ, 2002/26/ΕΚ, 2003/78/ΕΚ και 2005/38/ΕΚ.

Οι αναφορές στις καταργηθείσες οδηγίες θεωρείται ότι αποτελούν αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Φεβρουαρίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 191 της 28.5.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 16.3.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 199/2006 (ΕΕ L 32 της 4.2.2006, σ. 34).

(3)  ΕΕ L 201 της 17.7.1998, σ. 93· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/43/ΕΚ (ΕΕ L 113 της 20.4.2004, σ. 14).

(4)  ΕΕ L 75 της 16.3.2002, σ. 38· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/5/ΕΚ (ΕΕ L 27 της 29.1.2005, σ. 38).

(5)  ΕΕ L 203 της 12.8.2003, σ. 40.

(6)  ΕΕ L 143 της 7.6.2005, σ. 18.

(7)  ΕΕ L 143 της 7.6.2005, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι (1)

ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΣΗΜΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΜΥΚΟΤΟΞΙΝΩΝ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ

A.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Οι επίσημοι έλεγχοι πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004. Οι ακόλουθες γενικές διατάξεις ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

A.1.   Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

Τα δείγματα που προορίζονται για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των μυκοτοξινών στα τρόφιμα λαμβάνονται σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα. Τα συνολικά δείγματα που λαμβάνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούνται ως αντιπροσωπευτικά των παρτίδων. Η συμμόρφωση όσον αφορά τα ανώτατα όρια που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 466/2001 προσδιορίζεται βάσει των επιπέδων που διαπιστώνονται στα εργαστηριακά δείγματα.

A.2.   Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

A.2.1.

«παρτίδα»: η εκάστοτε παραδιδόμενη προσδιορίσιμη ποσότητα τροφίμου, για την οποία ο αρμόδιος υπάλληλος έχει διαπιστώσει ότι παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι η προέλευση, η ποικιλία, το είδος συσκευασίας, ο συσκευαστής, ο αποστολέας ή η σήμανση·

A.2.2.

«υποπαρτίδα»: καθορισμένο τμήμα μεγάλης παρτίδας, στο οποίο θα εφαρμοστεί η μέθοδος δειγματοληψίας· κάθε υποπαρτίδα πρέπει να διαχωρίζεται με φυσικό τρόπο και να είναι αναγνωρίσιμη·

A.2.3.

«στοιχειώδες δείγμα»: ποσότητα υλικού που λαμβάνεται από ένα μόνο σημείο της παρτίδας ή της υποπαρτίδας·

A.2.4.

«συνολικό δείγμα»: το συνδυασμένο σύνολο όλων των στοιχειωδών δειγμάτων που έχουν ληφθεί από την παρτίδα ή την υποπαρτίδα·

A.2.5.

«εργαστηριακό δείγμα»: δείγμα που προορίζεται για το εργαστήριο.

A.3.   Γενικές διατάξεις

A.3.1.   Προσωπικό

Η δειγματοληψία πρέπει να πραγματοποιείται από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, το οποίο ορίζεται από το εκάστοτε κράτος μέλος.

A.3.2.   Προϊόν από το οποίο λαμβάνονται δείγματα

Κάθε παρτίδα που πρόκειται να εξεταστεί αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής δειγματοληψίας. Σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις δειγματοληψίας για τις διάφορες μυκοτοξίνες, οι μεγάλες παρτίδες πρέπει να υποδιαιρούνται σε υποπαρτίδες, οι οποίες υφίστανται δειγματοληψία ξεχωριστά.

A.3.3.   Μέτρα προφύλαξης που πρέπει να λαμβάνονται

Στη διάρκεια της δειγματοληψίας και της προετοιμασίας των δειγμάτων, πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις ώστε να αποφεύγονται αλλαγές, οι οποίες:

επηρεάζουν την περιεκτικότητα σε μυκοτοξίνες, επιδρούν αρνητικά στον αναλυτικό προσδιορισμό, ή καθιστούν μη αντιπροσωπευτικά τα στοιχειώδη δείγματα·

επηρεάζουν την ασφάλεια τροφίμων των παρτίδων που πρόκειται να υποστούν δειγματοληψία.

Επίσης, πρέπει να λαμβάνονται όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια των προσώπων που λαμβάνουν τα δείγματα.

A.3.4.   Στοιχειώδη δείγματα

Στο μέτρο του δυνατού, πρέπει να λαμβάνονται στοιχειώδη δείγματα σε διαφορετικά σημεία της παρτίδας ή της υποπαρτίδας. Τυχόν παρέκκλιση από τη διαδικασία αυτή πρέπει να καταγράφεται στο αρχείο που προβλέπεται στο μέρος A.3.8 του παρόντος παραρτήματος I.

A.3.5.   Παρασκευή του συνολικού δείγματος

Το συνολικό δείγμα λαμβάνεται με τη συνένωση των στοιχειωδών δειγμάτων.

A.3.6.   Πανομοιότυπα δείγματα

Από το ομογενοποιημένο συνολικό δείγμα λαμβάνονται πανομοιότυπα δείγματα για σκοπούς εφαρμογής εκτελεστικών μέτρων, εμπορίου (υπεράσπισης) και διαιτησίας (διαιτητή), υπό τον όρο ότι η διαδικασία αυτή δεν αντιβαίνει στους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος σχετικά με τα δικαιώματα των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων.

A.3.7.   Συσκευασία και αποστολή των δειγμάτων

Κάθε δείγμα τοποθετείται σε έναν καθαρό περιέκτη από αδρανή ύλη, ο οποίος παρέχει την κατάλληλη προστασία από μόλυνση και από οιαδήποτε βλάβη που μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Πρέπει να λαμβάνονται επίσης όλες οι αναγκαίες προφυλάξεις για να αποτραπεί κάθε αλλοίωση της σύνθεσης του δείγματος, η οποία μπορεί να επέλθει κατά τη διάρκεια της μεταφοράς ή της αποθήκευσης.

A.3.8.   Σφράγιση και επισήμανση των δειγμάτων

Κάθε δείγμα που λαμβάνεται για επίσημη χρήση σφραγίζεται στον τόπο της δειγματοληψίας και ταυτοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος.

Για κάθε δειγματοληψία πρέπει να τηρείται αρχείο, το οποίο να επιτρέπει την αναμφισβήτητη αναγνώριση της εκάστοτε παρτίδας και στο οποίο να αναγράφεται η ημερομηνία και ο τόπος δειγματοληψίας, καθώς και κάθε άλλη συμπληρωματική πληροφορία που ενδέχεται να αποβεί χρήσιμη για τον παρασκευαστή.

A.4.   Διαφορετικοί τύποι παρτίδων

Τα τρόφιμα μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο χύμα, σε εμπορευματοκιβώτια ή σε επιμέρους συσκευασίες όπως σάκοι, συσκευασίες λιανικής πώλησης κ.λπ. Η μέθοδος δειγματοληψίας μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις διαφορετικές μορφές συσκευασίας, με τις οποίες διατίθενται στην αγορά τα εν λόγω προϊόντα.

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται σε άλλα μέρη του παρόντος παραρτήματος, ο ακόλουθος τύπος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναφορά για τη δειγματοληψία των παρτίδων που διατίθενται στο εμπόριο σε επιμέρους συσκευασίες (σάκοι, σακούλες, συσκευασίες λιανικής πώλησης κ.λπ.):

Formula

βάρος: σε kg

συχνότητα δειγματοληψίας (ΣΔ): κάθε νιοστός (n) σάκος, ή άλλη ατομική συσκευασία, από τον οποίο πρέπει να ληφθεί ένα στοιχειώδες δείγμα (τα δεκαδικά ψηφία στρογγυλοποιούνται στον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό).

B.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΣΙΤΗΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΣΙΤΗΡΩΝ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων επιπέδων που έχουν καθιερωθεί για την αφλατοξίνη B1, τις συνολικές αφλατοξίνες, την ωχρατοξίνη A και τις τοξίνες Fusarium στα σιτηρά και τα προϊόντα σιτηρών.

B.1.   Βάρος του στοιχειώδους δείγματος

Το βάρος του στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι περίπου 100 γραμμάρια, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν μέρος Β του παραρτήματος I.

Σε περίπτωση παρτίδων σε συσκευασίες λιανικής πώλησης, το βάρος του στοιχειώδους δείγματος εξαρτάται από το βάρος του συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης.

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης που ζυγίζει περισσότερα από 100 γραμμάρια, τα συνολικά δείγματα ζυγίζουν περισσότερο από 10 kg. Εάν το βάρος ενός μεμονωμένου συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης είναι πολύ μεγαλύτερο από 100 γραμμάρια, τότε λαμβάνονται 100 γραμμάρια στοιχειώδους δείγματος από κάθε τέτοιο μεμονωμένο συσκευασμένο προϊόν. Αυτό μπορεί να γίνει είτε όταν λαμβάνεται το δείγμα είτε στο εργαστήριο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας θα οδηγούσε σε απαράδεκτες εμπορικές επιπτώσεις που θα προέκυπταν από ζημίες στην παρτίδα (λόγω της μορφής της συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που ένα προϊόν υψηλής αξίας διατίθεται στην αγορά σε συσκευασίες λιανικής των 500 γραμμαρίων ή του 1 kg, το συνολικό δείγμα μπορεί να ληφθεί με τη συνάθροιση ορισμένων στοιχειωδών δειγμάτων, ο αριθμός των οποίων είναι μικρότερος από τον αριθμό που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2, υπό την προϋπόθεση ότι το βάρος του συνολικού δείγματος ισούται με το απαιτούμενο βάρος του συνολικού δείγματος που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2.

Όταν η λιανική συσκευασία ζυγίζει λιγότερο από 100 γραμμάρια και εάν η διαφορά δεν είναι πολύ μεγάλη, μια τέτοια επιμέρους συσκευασία εκλαμβάνεται ως ένα στοιχειώδες δείγμα, έτσι ώστε το συνολικό δείγμα να ζυγίζει λιγότερο από 10 kg. Εάν το βάρος της λιανικής συσκευασίας είναι πολύ μικρότερο των 100 γραμμαρίων, ένα στοιχειώδες δείγμα αποτελείται από δύο ή περισσότερες λιανικές συσκευασίες, έτσι ώστε τα 100 γραμμάρια να προσεγγίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο.

B.2.   Γενική επισκόπηση της μεθόδου δειγματοληψίας για τα σιτηρά και τα προϊόντα σιτηρών

Πίνακας 1

Υποδιαίρεση των παρτίδων σε υποπαρτίδες σε συνάρτηση με το προϊόν και το βάρος της παρτίδας

Προϊόν

Βάρος της παρτίδας (σε τόνους)

Βάρος ή αριθμός υποπαρτίδων

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

Σιτηρά και προϊόντα σιτηρών

≥ 1 500

500 τόνοι

100

10

> 300 και < 1 500

3 υποπαρτίδες

100

10

≥ 50 και ≤ 300

100 τόνοι

100

10

< 50

3-100 (2)

1-10

B.3.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τα σιτηρά και τα προϊόντα σιτηρών σε παρτίδες ≥ 50 τόνους

Με την προϋπόθεση ότι η υποπαρτίδα μπορεί να διαχωριστεί με φυσικό τρόπο, κάθε παρτίδα πρέπει να υποδιαιρείται σε υποπαρτίδες σύμφωνα με τον πίνακα 1. Δεδομένου ότι το βάρος των παρτίδων δεν αποτελεί πάντα ακριβές πολλαπλάσιο του βάρους των υποπαρτίδων, το βάρος των υποπαρτίδων ενδέχεται να υπερβαίνει το αναφερόμενο βάρος κατά ποσοστό έως 20 %. Στην περίπτωση που μια παρτίδα δεν διαιρείται ή δεν μπορεί να διαιρεθεί με φυσικό τρόπο σε υποπαρτίδες, λαμβάνονται τουλάχιστον 100 στοιχειώδη δείγματα από αυτήν.

Κάθε υποπαρτίδα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής δειγματοληψίας.

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων: 100. Βάρος του συνολικού δείγματος = 10 kg

Αν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου δειγματοληψίας που περιγράφεται στο παρόν σημείο λόγω των απαράδεκτων εμπορικών επιπτώσεων που θα προέκυπταν από ζημία της παρτίδας (λόγω του τύπου συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμόζεται εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας, υπό τον όρο ότι είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική και ότι περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως. Εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις που είναι πρακτικά αδύνατη η εφαρμογή της προαναφερθείσας μεθόδου δειγματοληψίας. Πρόκειται π.χ. για την περίπτωση όπου μεγάλες παρτίδες σιτηρών αποθηκεύονται σε αποθήκες ή όπου τα σιτηρά αποθηκεύονται σε σιρούς (3).

B.4.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τα σιτηρά και τα προϊόντα σιτηρών για παρτίδες < 50 τόνους

Για παρτίδες σιτηρών κάτω των 50 τόνων, το σχέδιο δειγματοληψίας που χρησιμοποιείται πρέπει να περιλαμβάνει 10 έως 100 στοιχειώδη δείγματα, ανάλογα με το βάρος της παρτίδας, που να αποτελούν συνολικό δείγμα 1 έως 10 kg. Για πολύ μικρές παρτίδες (≤ 0,5 τόνοι), μπορεί να λαμβάνεται μικρότερος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων, όμως στην περίπτωση αυτή το συνολικό δείγμα που συγκεντρώνει όλα τα στοιχειώδη δείγματα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 kg.

Τα στοιχεία του πίνακα 2 μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται.

Πίνακας 2

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται σε συνάρτηση με το βάρος της παρτίδας σιτηρών και προϊόντων σιτηρών

Βάρος παρτίδας (τόνοι)

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος

(σε kg)

≤ 0,05

3

1

> 0,05-≤ 0,5

5

1

> 0,5-≤ 1

10

1

> 1-≤ 3

20

2

> 3-≤ 10

40

4

> 10-≤ 20

60

6

> 20-≤ 50

100

10

B.5.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο μέρος Β του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό δείγμα δεν είναι μικρότερο του 1 kg (4).

B.6.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης·

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Γ.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΞΗΡΑΜΕΝΑ ΦΡΟΥΤΑ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΣΤΑΦΙΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ, ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΑ ΞΗΡΑ ΣΥΚΑ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων επιπέδων που καθορίζονται για

την αφλατοξίνη B1 και τις συνολικές αφλατοξίνες στα αποξηραμένα φρούτα, εξαιρουμένων των ξηρών σύκων, και

την ωχρατοξίνη A στις σταφίδες (κορινθιακή, ξανθή σταφίδα και σουλτανίνα).

Γ.1.   Βάρος του στοιχειώδους δείγματος

Το βάρος του στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι περίπου 100 γραμμάρια, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν μέρος Γ του παραρτήματος I.

Σε περίπτωση παρτίδων σε συσκευασίες λιανικής πώλησης, το βάρος του στοιχειώδους δείγματος εξαρτάται από το βάρος του συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης.

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης που ζυγίζει περισσότερα από 100 γραμμάρια, τα συνολικά δείγματα ζυγίζουν περισσότερο από 10 kg. Εάν το βάρος ενός μεμονωμένου συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης είναι πολύ μεγαλύτερο από 100 γραμμάρια, τότε λαμβάνονται 100 γραμμάρια στοιχειώδους δείγματος από κάθε τέτοιο μεμονωμένο συσκευασμένο προϊόν. Αυτό μπορεί να γίνει είτε όταν λαμβάνεται το δείγμα είτε στο εργαστήριο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας θα οδηγούσε σε απαράδεκτες εμπορικές επιπτώσεις που θα προέκυπταν από ζημίες στην παρτίδα (λόγω της μορφής της συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που ένα προϊόν υψηλής αξίας διατίθεται στην αγορά σε συσκευασίες λιανικής των 500 γραμμαρίων ή του 1 kg, το συνολικό δείγμα μπορεί να ληφθεί με τη συνάθροιση ορισμένων στοιχειωδών δειγμάτων, ο αριθμός των οποίων είναι μικρότερος από τον αριθμό που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2, υπό την προϋπόθεση ότι το βάρος του συνολικού δείγματος αντιστοιχεί στο απαιτούμενο βάρος του συνολικού δείγματος που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2.

Όταν η λιανική συσκευασία ζυγίζει λιγότερο από 100 γραμμάρια και εάν η διαφορά δεν είναι πολύ μεγάλη, μια τέτοια επιμέρους συσκευασία εκλαμβάνεται ως ένα στοιχειώδες δείγμα, έτσι ώστε το συνολικό δείγμα να ζυγίζει λιγότερο από 10 kg. Εάν το βάρος της λιανικής συσκευασίας είναι πολύ μικρότερο των 100 γραμμαρίων, ένα στοιχειώδες δείγμα αποτελείται από δύο ή περισσότερες λιανικές συσκευασίες, έτσι ώστε τα 100 γραμμάρια να προσεγγίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο.

Γ.2.   Γενική επισκόπηση της μεθόδου δειγματοληψίας των αποξηραμένων φρούτων, εξαιρουμένων των ξηρών σύκων

Πίνακας 1

Υποδιαίρεση των παρτίδων σε υποπαρτίδες σε συνάρτηση με το προϊόν και το βάρος της παρτίδας

Προϊόν

Βάρος της παρτίδας (σε τόνους)

Βάρος ή αριθμός υποπαρτίδων

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

Αποξηραμένα φρούτα

≥ 15

15-30 τόνοι

100

10

< 15

10-100 (5)

1-10

Γ.3.   Μέθοδος δειγματοληψίας των ξηρών καρπών (παρτίδες ≥ 15 τόνους), εξαιρουμένων των ξηρών σύκων

Υπό την προϋπόθεση ότι μια υποπαρτίδα μπορεί υλικά να διαχωρίζεται, κάθε παρτίδα πρέπει να υποδιαιρείται σε υποπαρτίδες σύμφωνα με τον πίνακα 1. Δεδομένου ότι το βάρος των παρτίδων δεν αποτελεί πάντα ακριβές πολλαπλάσιο του βάρους των υποπαρτίδων, το βάρος των υποπαρτίδων ενδέχεται να υπερβαίνει το αναφερόμενο βάρος κατά ποσοστό έως 20 %.

Κάθε υποπαρτίδα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής δειγματοληψίας.

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων: 100. Βάρος του συνολικού δείγματος = 10 kg

Αν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του προαναφερθέντος τρόπου δειγματοληψίας, λόγω εμπορικών συνεπειών που θα προέκυπταν από ζημία της παρτίδας (λόγω της μορφής της συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας, υπό τον όρο ότι είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική και ότι περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως.

Γ.4.   Μέθοδος δειγματοληψίας των αποξηραμένων φρούτων (παρτίδες < 15 τόνους), εξαιρουμένων των ξηρών σύκων

Για παρτίδες αποξηραμένων φρούτων κάτω των 15 τόνων, εξαιρουμένων των ξηρών σύκων, το σχέδιο δειγματοληψίας πρέπει να χρησιμοποιείται με 10 έως 100 στοιχειώδη δείγματα, ανάλογα με το βάρος της παρτίδας, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα βάρους 1 έως 10 kg.

Τα στοιχεία του ακόλουθου πίνακα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται.

Πίνακας 2

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται ανάλογα με το βάρος της παρτίδας αποξηραμένων φρούτων

Βάρος παρτίδας (τόνοι)

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

≤ 0,1

10

1

> 0,1-≤ 0,2

15

1,5

> 0,2-≤ 0,5

20

2

> 0,5-≤ 1,0

30

3

> 1,0-≤ 2,0

40

4

> 2,0-≤ 5,0

60

6

> 5,0-≤ 10,0

80

8

> 10,0-≤ 15,0

100

10

Γ.5.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό δείγμα δεν είναι μικρότερο του 1 kg (6).

Γ.6.   Ειδικές διατάξεις για τη δειγματοληψία των αποξηραμένων φρούτων, εξαιρουμένων των ξηρών σύκων που διατίθενται στο εμπόριο σε συσκευασίες εν κενώ

Για παρτίδες ίσες με ή μεγαλύτερες από 15 τόνους, πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 25 στοιχειώδη δείγματα ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα 10 kg, ενώ για παρτίδες μικρότερες των 15 τόνων, πρέπει να λαμβάνεται το 25 % του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που αναφέρονται στον πίνακα 2, ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα το βάρος του οποίου να αντιστοιχεί στο βάρος της παρτίδας που υποβλήθηκε σε δειγματοληψία (βλ. πίνακα 2).

Γ.7.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης·

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Δ.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΞΗΡΑ ΣΥΚΑ, ΤΙΣ ΑΡΑΧΙΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΜΕ ΚΕΛΥΦΟΣ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων επιπέδων που έχουν καθιερωθεί για την αφλατοξίνη B1 και τις συνολικές αφλατοξίνες στα ξερά σύκα, τις αραχίδες και τους καρπούς με κέλυφος.

Δ.1.   Βάρος του στοιχειώδους δείγματος

Το βάρος του στοιχειώδους δείγματος είναι περίπου 300 γραμμάρια, εκτός αν το βάρος του δείγματος ορίζεται διαφορετικά στο μέρος Δ του παραρτήματος I.

Σε περίπτωση παρτίδων σε συσκευασίες λιανικής πώλησης, το βάρος του στοιχειώδους δείγματος εξαρτάται από το βάρος του συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης.

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης που ζυγίζει περισσότερα από 300 γραμμάρια, τα συνολικά δείγματα ζυγίζουν περισσότερο από 30 kg. Εάν το βάρος ενός μεμονωμένου συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης είναι πολύ μεγαλύτερο από 300 γραμμάρια, τότε λαμβάνονται 300 γραμμάρια στοιχειώδους δείγματος από κάθε τέτοιο μεμονωμένο συσκευασμένο προϊόν. Αυτό μπορεί να γίνει είτε όταν λαμβάνεται το δείγμα είτε στο εργαστήριο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας θα οδηγούσε σε απαράδεκτες εμπορικές επιπτώσεις που θα προέκυπταν από ζημίες στην παρτίδα (λόγω της μορφής της συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που ένα προϊόν υψηλής αξίας διατίθεται στην αγορά σε συσκευασίες λιανικής των 500 γραμμαρίων ή του 1 kg, το συνολικό δείγμα μπορεί να ληφθεί με τη συνάθροιση ορισμένων στοιχειωδών δειγμάτων, ο αριθμός των οποίων είναι μικρότερος από τον αριθμό που αναφέρεται στους πίνακες 1, 2 και 3, υπό την προϋπόθεση ότι το βάρος του συνολικού δείγματος αντιστοιχεί στο απαιτούμενο βάρος του συνολικού δείγματος που αναφέρεται στους πίνακες 1, 2 και 3.

Όταν η λιανική συσκευασία ζυγίζει λιγότερο από 300 γραμμάρια και εάν η διαφορά δεν είναι πολύ μεγάλη, μια τέτοια επιμέρους συσκευασία εκλαμβάνεται ως ένα στοιχειώδες δείγμα, έτσι ώστε το συνολικό δείγμα να ζυγίζει λιγότερο από 30 kg. Εάν το βάρος της λιανικής συσκευασίας είναι πολύ μικρότερο των 300 γραμμαρίων, ένα στοιχειώδες δείγμα αποτελείται από δύο ή περισσότερες λιανικές συσκευασίες, έτσι ώστε τα 300 γραμμάρια να προσεγγίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο.

Δ.2.   Γενική επισκόπηση της μεθόδου δειγματοληψίας για τα ξηρά σύκα, τις αραχίδες και τους καρπούς με κέλυφος

Πίνακας 1

Υποδιαίρεση των παρτίδων σε υποπαρτίδες σε συνάρτηση με το προϊόν και το βάρος της παρτίδας

Προϊόν

Βάρος παρτίδας (τόνοι)

Βάρος ή αριθμός υποπαρτίδων

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

Ξηρά σύκα

≥ 15

15-30 τόνοι

100

30

< 15

10-100 (7)

≤ 30

Αραχίδες, φιστίκια Αιγίνης, καρύδια Βραζιλίας και άλλοι καρποί με κέλυφος

≥ 500

100 τόνοι

100

30

> 125 και < 500

5 υποπαρτίδες

100

30

≥ 15 και ≤ 125

25 τόνοι

100

30

< 15

10-100 (7)

≤ 30

Δ.3.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τα ξηρά σύκα, τις αραχίδες και τους καρπούς με κέλυφος (παρτίδες ≥ 15 τόνους)

Υπό την προϋπόθεση ότι μια υποπαρτίδα μπορεί υλικά να διαχωρίζεται, κάθε παρτίδα πρέπει να υποδιαιρείται σε υποπαρτίδες σύμφωνα με τον πίνακα 1. Δεδομένου ότι το βάρος των παρτίδων δεν αποτελεί πάντα ακριβές πολλαπλάσιο του βάρους των υποπαρτίδων, το βάρος των υποπαρτίδων ενδέχεται να υπερβαίνει το αναφερόμενο βάρος κατά ποσοστό έως 20 %.

Κάθε υποπαρτίδα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής δειγματοληψίας.

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων: 100.

Βάρος του συνολικού δείγματος = 30 kg, τα οποία πρέπει να αναμιχθούν και να υποδιαιρεθούν σε τρία ίσα εργαστηριακά δείγματα των 10 kg πριν από τη σύνθλιψη (η διαίρεση αυτή σε τρία εργαστηριακά δείγματα δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση των αραχίδων και των καρπών με κέλυφος που προορίζονται να υποστούν διαλογή ή άλλες φυσικές επεξεργασίες καθώς και στην περίπτωση που υπάρχει διαθέσιμος εξοπλισμός, ο οποίος είναι σε θέση να ομογενοποιήσει δείγμα 30 kg).

Κάθε εργαστηριακό δείγμα 10 kg πρέπει να συνθλίβεται χωριστά σε λεπτομερή σωματίδια και να αναμειγνύεται επιμελώς προκειμένου να εξασφαλίζεται η πλήρης ομογενοποίησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος II.

Αν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου δειγματοληψίας που περιγράφεται ανωτέρω λόγω των εμπορικών επιπτώσεων που θα προέκυπταν από ζημία της παρτίδας (λόγω της μορφής συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμόζεται εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας, υπό τον όρο ότι είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική και ότι περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως.

Δ.4.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τα ξηρά σύκα, τις αραχίδες και τους καρπούς με κέλυφος (παρτίδες < 15 τόνους)

Ο αριθμός των στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται εξαρτάται από το βάρος της παρτίδας, με ελάχιστο το 10 και μέγιστο το 100.

Τα στοιχεία του πίνακα 2 που ακολουθεί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται και την επακόλουθη διαίρεση του συνολικού δείγματος.

Πίνακας 2

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται σε συνάρτηση με το βάρος της παρτίδας και τον αριθμό των υποδιαιρέσεων του συνολικού δείγματος

Βάρος παρτίδας (τόνοι)

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg) (στην περίπτωση συσκευασμένων προϊόντων λιανικής πώλησης, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να αποκλίνει –βλ. σημείο Δ.1)

Αριθμός εργαστηριακών δειγμάτων από το συνολικό δείγμα

≤ 0,1

10

3

1 (καμία υποδιαίρεση)

> 0,1-≤ 0,2

15

4,5

1 (καμία υποδιαίρεση)

> 0,2-≤ 0,5

20

6

1 (καμία υποδιαίρεση)

> 0,5-≤ 1,0

30

9 (– < 12 kg)

1 (καμία υποδιαίρεση)

> 1,0-≤ 2,0

40

12

2

> 2,0-≤ 5,0

60

18 (– < 24 kg)

2

> 5,0-≤ 10,0

80

24

3

> 10,0-≤ 15,0

100

30

3

Βάρος του συνολικού δείγματος ≤ 30 kg, τα οποία πρέπει να αναμειχθούν και να υποδιαιρεθούν σε τρία ίσα εργαστηριακά δείγματα των ≤ 10 kg πριν από τη σύνθλιψη (η διαίρεση αυτή σε τρία εργαστηριακά δείγματα δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση των ξηρών σύκων, των αραχίδων και των καρπών με κέλυφος που προορίζονται να υποστούν διαλογή ή άλλες φυσικές επεξεργασίες καθώς και στην περίπτωση που υπάρχει διαθέσιμος εξοπλισμός, ο οποίος είναι σε θέση να ομογενοποιήσει δείγμα έως και 30 kg).

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το βάρος του συνολικού δείγματος είναι μικρότερο από 30 kg, το συνολικό δείγμα πρέπει να διαιρεθεί σε εργαστηριακά δείγματα σύμφωνα με την ακόλουθη κατάταξη:

< 12 kg: καμία υποδιαίρεση σε εργαστηριακά δείγματα

≥ 12-< 24 kg: υποδιαίρεση σε δύο εργαστηριακά δείγματα

≥ 24 kg: υποδιαίρεση σε τρία εργαστηριακά δείγματα.

Κάθε εργαστηριακό δείγμα πρέπει να συνθλίβεται χωριστά σε λεπτομερή σωματίδια και να αναμειγνύεται επιμελώς προκειμένου να εξασφαλίζεται η πλήρης ομογενοποίησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος II.

Αν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου δειγματοληψίας που περιγράφεται ανωτέρω λόγω των απαράδεκτων εμπορικών επιπτώσεων που θα προέκυπταν από ζημία της παρτίδας (λόγω της μορφής συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμόζεται εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας, υπό τον όρο ότι είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική και ότι περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως.

Δ.5.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τα παράγωγα προϊόντα και τα σύνθετα τρόφιμα

Δ.5.1.   Παράγωγα τρόφιμα με πολύ μικρό μέγεθος σωματιδίου, π.χ. αλεύρι, φιστικοβούτυρο (ομοιογενής κατανομή της μόλυνσης από αφλατοξίνες)

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων: 100· για παρτίδες κάτω των 50 τόνων ο αριθμός των στοιχειωδών δειγμάτων πρέπει να είναι 10 έως 100, ανάλογα με το βάρος της παρτίδας (βλ. πίνακα 3)

Πίνακας 3

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται, ανάλογα με το βάρος της παρτίδας

Βάρος παρτίδας (τόνοι)

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

≤ 1

10

1

> 1-≤ 3

20

2

> 3-≤ 10

40

4

> 10-≤ 20

60

6

> 20-≤ 50

100

10

Το βάρος του στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι περίπου 100 γραμμάρια. Σε περίπτωση παρτίδων σε συσκευασίες λιανικής πώλησης, το βάρος του στοιχειώδους δείγματος εξαρτάται από το βάρος του συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης.

Βάρος συνολικού δείγματος = 1-10 kg επαρκώς αναμεμειγμένο.

Δ.5.2.   Άλλα παράγωγα προϊόντα με σχετικά μεγάλο μέγεθος σωματιδίου (ανομοιογενής κατανομή της μόλυνσης από αφλατοξίνες)

Η μέθοδος δειγματοληψίας και η όροι αποδοχής έχουν όπως για τα ξηρά σύκα, τις αραχίδες και τους καρπούς με κέλυφος (Δ.3 και Δ.4)

Δ.6.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορούν να εφαρμοστούν άλλες αποτελεσματικές μέθοδοι δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζουν επαρκώς την αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι περιγράφονται και τεκμηριώνονται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό δείγμα δεν είναι μικρότερο του 1 kg (8).

Δ.7.   Ειδική μέθοδος δειγματοληψίας για τις αραχίδες, τους καρπούς με κέλυφος, τα ξηρά σύκα και τα παράγωγα προϊόντα σε συσκευασίες εν κενώ

Δ.7.1.   Φιστίκια Αιγίνης, αραχίδες, καρύδια Βραζιλίας και ξηρά σύκα

Για παρτίδες ίσες με ή μεγαλύτερες από 15 τόνους, πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 50 στοιχειώδη δείγματα ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα 30 kg, ενώ για παρτίδες μικρότερες των 15 τόνων, πρέπει να λαμβάνεται το 50 % του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που αναφέρονται στον πίνακα 2, ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα το βάρος του οποίου να αντιστοιχεί στο βάρος της παρτίδας που υποβλήθηκε σε δειγματοληψία (βλ. πίνακα 2).

Δ.7.2.   Καρποί με κέλυφος εκτός των φιστικιών Αιγίνης και των καρυδιών Βραζιλίας

Για παρτίδες ίσες με ή μεγαλύτερες από 15 τόνους, πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 25 στοιχειώδη δείγματα ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα 30 kg, ενώ για παρτίδες μικρότερες των 15 τόνων, πρέπει να λαμβάνεται το 25 % του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που αναφέρονται στον πίνακα 2, ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα το βάρος του οποίου να αντιστοιχεί στο βάρος της παρτίδας που υποβλήθηκε σε δειγματοληψία (βλ. πίνακα 2).

Δ.7.3.   Προϊόντα που παράγονται από καρπούς με κέλυφος, σύκα και αραχίδες με μικρό μέγεθος σωματιδίου

Για παρτίδες ίσες με ή μεγαλύτερες από 50 τόνους, πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 25 στοιχειώδη δείγματα ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα 10 kg, ενώ για παρτίδες μικρότερες των 50 τόνων, πρέπει να λαμβάνεται το 25 % του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που αναφέρονται στον πίνακα 3, ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα το βάρος του οποίου να αντιστοιχεί στο βάρος της παρτίδας που υποβλήθηκε σε δειγματοληψία (βλ. πίνακα 3).

Δ.8.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Για τα ξηρά σύκα, τις αραχίδες και τους καρπούς με κέλυφος που υφίστανται διαδικασία διαλογής ή άλλη φυσική επεξεργασία:

αποδοχή εφόσον το συνολικό δείγμα ή ο μέσος όρος των εργαστηριακών δειγμάτων είναι σύμφωνος προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης,

απόρριψη, εφόσον το συνολικό δείγμα ή ο μέσος όρος των εργαστηριακών δειγμάτων υπερβαίνει το ανώτατο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Για τα ξηρά σύκα, τις αραχίδες και τους καρπούς με κέλυφος που προορίζονται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο:

αποδοχή εφόσον κανένα από τα εργαστηριακά δείγματα δεν υπερβαίνει το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης,

απόρριψη εφόσον ένα ή περισσότερα εργαστηριακά δείγματα υπερβαίνει(-ουν) το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Σε περίπτωση συνολικού δείγματος 12 kg ή λιγότερο:

αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης·

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Ε.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων επιπέδων που έχουν καθιερωθεί για την αφλατοξίνη B1 και τις συνολικές αφλατοξίνες στα μπαχαρικά.

E.1.   Βάρος του στοιχειώδους δείγματος

Το βάρος του στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι περίπου 100 γραμμάρια, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν μέρος Ε του παραρτήματος I.

Σε περίπτωση παρτίδων σε συσκευασίες λιανικής πώλησης, το βάρος του στοιχειώδους δείγματος εξαρτάται από το βάρος του συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης.

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης που ζυγίζει περισσότερα από 100 γραμμάρια, τα συνολικά δείγματα ζυγίζουν περισσότερο από 10 kg. Εάν το βάρος ενός μεμονωμένου συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης είναι πολύ μεγαλύτερο από 100 γραμμάρια, τότε λαμβάνονται 100 γραμμάρια στοιχειώδους δείγματος από κάθε τέτοιο μεμονωμένο συσκευασμένο προϊόν. Αυτό μπορεί να γίνει είτε όταν λαμβάνεται το δείγμα είτε στο εργαστήριο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας θα οδηγούσε σε απαράδεκτες εμπορικές επιπτώσεις που θα προέκυπταν από ζημίες στην παρτίδα (λόγω της μορφής της συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που ένα προϊόν υψηλής αξίας διατίθεται στην αγορά σε συσκευασίες λιανικής των 500 γραμμαρίων ή του 1 kg, το συνολικό δείγμα μπορεί να ληφθεί με τη συνάθροιση ορισμένων στοιχειωδών δειγμάτων, ο αριθμός των οποίων είναι μικρότερος από τον αριθμό που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2, υπό την προϋπόθεση ότι το βάρος του συνολικού δείγματος αντιστοιχεί στο απαιτούμενο βάρος του συνολικού δείγματος που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2.

Όταν η λιανική συσκευασία ζυγίζει λιγότερο από 100 γραμμάρια και εάν η διαφορά δεν είναι πολύ μεγάλη, μια τέτοια επιμέρους συσκευασία εκλαμβάνεται ως ένα στοιχειώδες δείγμα, έτσι ώστε το συνολικό δείγμα να ζυγίζει λιγότερο από 10 kg. Εάν το βάρος της λιανικής συσκευασίας είναι πολύ μικρότερο των 100 γραμμαρίων, ένα στοιχειώδες δείγμα αποτελείται από δύο ή περισσότερες λιανικές συσκευασίες, έτσι ώστε τα 100 γραμμάρια να προσεγγίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο.

E.2.   Γενική επισκόπηση της μεθόδου δειγματοληψίας για τα μπαχαρικά

Πίνακας 1

Υποδιαίρεση των παρτίδων σε υποπαρτίδες σε συνάρτηση με το προϊόν και το βάρος της παρτίδας

Προϊόν

Βάρος της παρτίδας (σε τόνους)

Βάρος ή αριθμός υποπαρτίδων

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (kg)

Μπαχαρικά

≥ 15

25 τόνοι

100

10

< 15

5-100 (9)

0,5-10

E.3.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τα μπαχαρικά (παρτίδες ≥ 15 τόνους)

Υπό την προϋπόθεση ότι μια υποπαρτίδα μπορεί υλικά να διαχωρίζεται, κάθε παρτίδα πρέπει να υποδιαιρείται σε υποπαρτίδες σύμφωνα με τον πίνακα 1. Δεδομένου ότι το βάρος των παρτίδων δεν αποτελεί πάντα ακριβές πολλαπλάσιο του βάρους των υποπαρτίδων, το βάρος των υποπαρτίδων ενδέχεται να υπερβαίνει το αναφερόμενο βάρος κατά ποσοστό έως 20 %.

Κάθε υποπαρτίδα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής δειγματοληψίας.

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων: 100. Βάρος του συνολικού δείγματος = 10 kg.

Αν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου δειγματοληψίας που περιγράφεται ανωτέρω λόγω των απαράδεκτων εμπορικών επιπτώσεων που θα προέκυπταν από ζημία της παρτίδας (λόγω της μορφής συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας, υπό τον όρο ότι είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική και ότι περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως.

E.4.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τα μπαχαρικά (παρτίδες < 15 τόνους)

Για παρτίδες μπαχαρικών κάτω των 15 τόνων, το σχέδιο δειγματοληψίας πρέπει να χρησιμοποιείται με 5 έως 100 στοιχειώδη δείγματα, ανάλογα με το βάρος της παρτίδας, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα βάρους 0,5 έως 10 kg.

Τα στοιχεία του ακόλουθου πίνακα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται.

Πίνακας 2

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται, ανάλογα με το βάρος της παρτίδας μπαχαρικών

Βάρος παρτίδας (τόνοι)

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

≤ 0,01

5

0,5

> 0,01-≤ 0,1

10

1

> 0,1-≤ 0,2

15

1,5

> 0,2-≤ 0,5

20

2

> 0,5-≤ 1,0

30

3

> 1,0-≤ 2,0

40

4

> 2,0-≤ 5,0

60

6

> 5,0-≤ 10,0

80

8

> 10,0-≤ 15,0

100

10

E.5.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις δειγματοληψίας που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό δείγμα δεν είναι μικρότερο του 0,5 kg (10).

E.6.   Ειδική μέθοδος δειγματοληψίας για τα μπαχαρικά που διατίθενται στο εμπόριο σε συσκευασίες εν κενώ

Για παρτίδες ίσες με ή μεγαλύτερες από 15 τόνους, πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 25 στοιχειώδη δείγματα ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα 10 kg, ενώ για παρτίδες μικρότερες των 15 τόνων, πρέπει να λαμβάνεται το 25 % του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που αναφέρονται στον πίνακα 2, ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα το βάρος του οποίου να αντιστοιχεί στο βάρος της παρτίδας που υποβλήθηκε σε δειγματοληψία (βλ. πίνακα 2).

E.7.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης,

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

ΣΤ.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΑΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΒΡΕΦΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΒΡΕΦΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΓΙΑ ΒΡΕΦΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΒΡΕΦΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων επιπέδων που έχουν καθιερωθεί για την αφλατοξίνη M1 στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, στα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων του βρεφικού γάλακτος, του γάλακτος δεύτερης βρεφικής ηλικίας και των διαιτητικών τροφίμων (γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα) για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς που προορίζονται ειδικά για βρέφη.

ΣΤ.1.   Μέθοδος δειγματοληψίας για το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων του γάλακτος για βρέφη και του γάλακτος δεύτερης βρεφικής ηλικίας

Το συνολικό δείγμα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 kg ή 1 λίτρο, εκτός εάν δεν είναι δυνατόν, π.χ. στην περίπτωση που έχει ληφθεί για δειγματοληψία μία μόνο φιάλη.

Ο ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται από την παρτίδα πρέπει να είναι αυτός που αναφέρεται στον πίνακα 1. Ο καθορισμένος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων εξαρτάται από τη συνήθη μορφή με την οποία τα συγκεκριμένα προϊόντα διατίθενται στο εμπόριο. Στην περίπτωση μη συσκευασμένων υγρών προϊόντων, η παρτίδα πρέπει να αναμειγνύεται όσο το δυνατόν επιμελέστερα και στο βαθμό που αυτό δεν επηρεάζει την ποιότητα του προϊόντος, είτε με χειρωνακτικά είτε με μηχανικά μέσα αμέσως πριν από τη δειγματοληψία. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατανομή αφλατοξίνης Μ1 σε μία δεδομένη παρτίδα είναι ομοιογενής. Αρκεί επομένως να λαμβάνονται τρία στοιχειώδη δείγματα από μία παρτίδα για το σχηματισμό του συνολικού δείγματος.

Τα στοιχειώδη δείγματα, τα οποία συχνά μπορεί να συνίστανται σε φιάλη ή σε συσκευασμένο προϊόν, πρέπει να είναι ισοβαρή. Το βάρος ενός στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι τουλάχιστον 100 γραμμάρια, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα περίπου 1 kg ή 1 λίτρου τουλάχιστον. Τυχόν παρέκκλιση από τη μέθοδο αυτή πρέπει να καταγράφεται στο αρχείο που προβλέπεται στο μέρος A.3.8 του παραρτήματος I.

Πίνακας 1

Ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται από κάθε παρτίδα

Μορφή κυκλοφορίας στο εμπόριο

Όγκος ή βάρος της παρτίδας (σε λίτρα ή kg)

Ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται

Ελάχιστος όγκος ή βάρος του συνολικού δείγματος (σε λίτρα ή kg)

Χύμα

3-5

1

Φιάλες/συσκευασμένα πακέτα

≤ 50

3

1

Φιάλες/συσκευασμένα πακέτα

50 έως 500

5

1

Φιάλες/συσκευασμένα πακέτα

> 500

10

1

ΣΤ.2.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως (11).

ΣΤ.3.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης (ή το όριο απόφασης –βλ. παράρτημα II σημείο 4.4),

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης (ή το όριο απόφασης –βλ. παράρτημα II σημείο 4.4).

Ζ.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΦΕ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων επιπέδων που έχουν καθιερωθεί για την ωχρατοξίνη Α στους φρυγμένους κόκκους καφέ, τον φρυγμένο και αλεσμένο καφέ και τον διαλυτό καφέ.

Ζ.1.   Βάρος του στοιχειώδους δείγματος

Το βάρος του στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι περίπου 100 γραμμάρια, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παρόν μέρος Ζ του παραρτήματος I.

Σε περίπτωση παρτίδων σε συσκευασίες λιανικής πώλησης, το βάρος του στοιχειώδους δείγματος εξαρτάται από το βάρος του συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης.

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης που ζυγίζει περισσότερα από 100 γραμμάρια, τα συνολικά δείγματα ζυγίζουν περισσότερο από 10 kg. Εάν το βάρος ενός μεμονωμένου συσκευασμένου προϊόντος λιανικής πώλησης είναι πολύ μεγαλύτερο από 100 γραμμάρια, τότε λαμβάνονται 100 γραμμάρια στοιχειώδους δείγματος από κάθε τέτοιο μεμονωμένο συσκευασμένο προϊόν. Αυτό μπορεί να γίνει είτε όταν λαμβάνεται το δείγμα είτε στο εργαστήριο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας θα οδηγούσε σε απαράδεκτες εμπορικές επιπτώσεις που θα προέκυπταν από ζημίες στην παρτίδα (λόγω της μορφής της συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που ένα προϊόν υψηλής αξίας διατίθεται στην αγορά σε συσκευασίες λιανικής των 500 γραμμαρίων ή του 1 kg, το συνολικό δείγμα μπορεί να ληφθεί με τη συνάθροιση ορισμένων στοιχειωδών δειγμάτων, ο αριθμός των οποίων είναι μικρότερος από τον αριθμό που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2, υπό την προϋπόθεση ότι το βάρος του συνολικού δείγματος αντιστοιχεί στο απαιτούμενο βάρος του συνολικού δείγματος που αναφέρεται στους πίνακες 1 και 2.

Όταν η λιανική συσκευασία ζυγίζει λιγότερο από 100 γραμμάρια και εάν η διαφορά δεν είναι πολύ μεγάλη, μια τέτοια επιμέρους συσκευασία εκλαμβάνεται ως ένα στοιχειώδες δείγμα, έτσι ώστε το συνολικό δείγμα να ζυγίζει λιγότερο από 10 kg. Εάν το βάρος της λιανικής συσκευασίας είναι πολύ μικρότερο των 100 γραμμαρίων, ένα στοιχειώδες δείγμα αποτελείται από δύο ή περισσότερες λιανικές συσκευασίες, έτσι ώστε τα 100 γραμμάρια να προσεγγίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο.

Ζ.2.   Γενική επισκόπηση της μεθόδου δειγματοληψίας για τον φρυγμένο καφέ

Πίνακας 1

Υποδιαίρεση των παρτίδων σε υποπαρτίδες σε συνάρτηση με το προϊόν και το βάρος της παρτίδας

Προϊόν

Βάρος της παρτίδας (σε τόνους)

Βάρος ή αριθμός υποπαρτίδων

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (kg)

Φρυγμένοι κόκκοι καφέ, φρυγμένος και αλεσμένος καφές και διαλυτός καφές

≥ 15

15-30 τόνοι

100

10

< 15

10-100 (12)

1-10

Ζ.3.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τους φρυγμένους κόκκους καφέ, το φρυγμένο και αλεσμένο καφέ και το διαλυτό καφέ (παρτίδες ≥ 15 τόνους)

Υπό την προϋπόθεση ότι μια υποπαρτίδα μπορεί υλικά να διαχωρίζεται, κάθε παρτίδα πρέπει να υποδιαιρείται σε υποπαρτίδες σύμφωνα με τον πίνακα 1. Δεδομένου ότι το βάρος της παρτίδας δεν αποτελεί πάντα ακριβές πολλαπλάσιο του βάρους των υποπαρτίδων, το βάρος της υποπαρτίδας μπορεί να υπερβεί το αναφερόμενο βάρος έως 20 %.

Κάθε υποπαρτίδα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής δειγματοληψίας.

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων: 100.

Βάρος του συνολικού δείγματος = 10 kg.

Αν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου δειγματοληψίας που περιγράφεται ανωτέρω λόγω των απαράδεκτων εμπορικών επιπτώσεων που θα προέκυπταν από ζημία της παρτίδας (λόγω της μορφής συσκευασίας, του μέσου μεταφοράς κ.λπ.), μπορεί να εφαρμόζεται εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας, υπό τον όρο ότι είναι όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική και ότι περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως.

Ζ.4.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τους φρυγμένους κόκκους καφέ, το φρυγμένο και αλεσμένο καφέ και το διαλυτό καφέ (παρτίδες < 15 τόνους)

Για τους φρυγμένους κόκκους καφέ, το φρυγμένο και αλεσμένο καφέ και το διαλυτό καφέ κάτω των 15 τόνων, το σχέδιο δειγματοληψίας πρέπει να εφαρμόζεται με 10 έως 100 στοιχειώδη δείγματα, ανάλογα με το βάρος της παρτίδας, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα βάρους 1 έως 10 kg.

Τα στοιχεία του ακόλουθου πίνακα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται.

Πίνακας 2

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται ανάλογα με το βάρος της παρτίδας φρυγμένων κόκκων καφέ, φρυγμένου και αλεσμένου καφέ και διαλυτού καφέ

Βάρος παρτίδας (τόνοι)

Αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

≤ 0,1

10

1

> 0,1-≤ 0,2

15

1,5

> 0,2-≤ 0,5

20

2

> 0,5-≤ 1,0

30

3

> 1,0-≤ 2,0

40

4

> 2,0-≤ 5,0

60

6

> 5,0-≤ 10,0

80

8

> 10,0-≤ 15,0

100

10

Ζ.5.   Μέθοδος δειγματοληψίας για τους φρυγμένους κόκκους καφέ, το φρυγμένο και αλεσμένο καφέ και το διαλυτό καφέ που διατίθενται στο εμπόριο σε συσκευασίες εν κενώ

Για παρτίδες ίσες με ή μεγαλύτερες από 15 τόνους, πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 25 στοιχειώδη δείγματα ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα 10 kg, ενώ για παρτίδες μικρότερες των 15 τόνων, πρέπει να λαμβάνεται το 25 % του αριθμού των στοιχειωδών δειγμάτων που αναφέρονται στον πίνακα 2, ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα το βάρος του οποίου να αντιστοιχεί στο βάρος της παρτίδας που υποβλήθηκε σε δειγματοληψία (βλ. πίνακα 2).

Ζ.6.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις δειγματοληψίας που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό δείγμα δεν είναι μικρότερο του 1 kg (13).

Ζ.7.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης,

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Η.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΥΜΟΥΣ ΦΡΟΥΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΧΥΜΟΥ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ, ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΟΥ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ, ΤΟΥ ΜΗΛΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων επιπέδων που καθορίζονται για

την ωχρατοξίνη A στο κρασί, τον χυμό και το μούστο σταφυλιού, και

την πατουλίνη στους χυμούς φρούτων, το νέκταρ φρούτων, τα οινοπνευματώδη ποτά, το μηλίτη και άλλα ποτά που έχουν υποστεί ζύμωση και προέρχονται από μήλα ή περιέχουν χυμό μήλων.

Η.1.   Μέθοδος δειγματοληψίας

Το συνολικό δείγμα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 kg, εκτός εάν δεν είναι δυνατόν, π.χ. στην περίπτωση που έχει ληφθεί για δειγματοληψία μία μόνο φιάλη.

Ο ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται από την παρτίδα πρέπει να είναι αυτός που αναφέρεται στον πίνακα 1. Ο καθορισμένος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων εξαρτάται από τη συνήθη μορφή με την οποία τα συγκεκριμένα προϊόντα διατίθενται στο εμπόριο. Στην περίπτωση μη συσκευασμένων υγρών προϊόντων, η παρτίδα πρέπει να αναμειγνύεται όσο το δυνατόν επιμελέστερα και στο βαθμό που αυτό δεν επηρεάζει την ποιότητα του προϊόντος, είτε με χειρωνακτικά είτε με μηχανικά μέσα αμέσως πριν από τη δειγματοληψία. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατανομή ωχρατοξίνης Α και πατουλίνης σε μία δεδομένη παρτίδα είναι ομοιογενής. Αρκεί επομένως να λαμβάνονται τρία στοιχειώδη δείγματα από μία παρτίδα για το σχηματισμό του συνολικού δείγματος.

Τα στοιχειώδη δείγματα, τα οποία συχνά μπορεί να συνίστανται σε φιάλη ή σε συσκευασμένο προϊόν, πρέπει να είναι ισοβαρή. Το βάρος ενός στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι τουλάχιστον 100 γραμμάρια, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα περίπου 1 λίτρου τουλάχιστον. Τυχόν παρέκκλιση από τη μέθοδο αυτή πρέπει να καταγράφεται στο αρχείο που προβλέπεται στο μέρος A.3.8 του παραρτήματος I.

Πίνακας 1

Ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται από κάθε παρτίδα

Μορφή κυκλοφορίας στο εμπόριο

Όγκος της παρτίδας (σε λίτρα)

Ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται

Ελάχιστος όγκος του συνολικού δείγματος (σε λίτρα)

Χύμα (χυμός φρούτων, οινοπνευματώδη ποτά, μηλίτης, κρασί)

3

1

Φιάλες/άλλες συσκευασίες (χυμός φρούτων, οινοπνευματώδη ποτά, μηλίτης)

≤ 50

3

1

Φιάλες/άλλες συσκευασίες (χυμός φρούτων, οινοπνευματώδη ποτά, μηλίτης)

50 έως 500

5

1

Φιάλες/άλλες συσκευασίες (χυμός φρούτων, οινοπνευματώδη ποτά, μηλίτης)

> 500

10

1

Φιάλες/άλλες συσκευασίες κρασιού

≤ 50

1

1

Φιάλες/άλλες συσκευασίες κρασιού

50 έως 500

2

1

Φιάλες/άλλες συσκευασίες κρασιού

> 500

3

1

Η.2.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I (14).

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως.

H.3.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης,

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Θ.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΜΗΛΟΥ ΚΑΙ ΧΥΜΟ ΜΗΛΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΤΕΡΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΜΗΛΟΥ ΓΙΑ ΒΡΕΦΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των ανωτάτων ορίων που έχουν καθιερωθεί για την πατουλίνη στα στερεά προϊόντα μήλου και το χυμό μήλου, καθώς και στα στερεά προϊόντα μήλου για βρέφη και μικρά παιδιά.

Θ.1.   Μέθοδος δειγματοληψίας

Το συνολικό δείγμα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 kg, εκτός εάν δεν είναι δυνατόν, π.χ. στην περίπτωση που έχει ληφθεί για δειγματοληψία ένα μόνο συσκευασμένο πακέτο του σχετικού προϊόντος.

Ο ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται από την παρτίδα πρέπει να είναι αυτός που αναφέρεται στον πίνακα 1. Στην περίπτωση μη συσκευασμένων υγρών προϊόντων, η παρτίδα πρέπει να αναμειγνύεται όσο το δυνατόν επιμελέστερα και στο βαθμό που αυτό δεν επηρεάζει την ποιότητα του προϊόντος, είτε με χειρωνακτικά είτε με μηχανικά μέσα αμέσως πριν από τη δειγματοληψία. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατανομή πατουλίνης σε μία δεδομένη παρτίδα είναι ομοιογενής. Αρκεί επομένως να λαμβάνονται τρία στοιχειώδη δείγματα από μία παρτίδα για το σχηματισμό του συνολικού δείγματος.

Τα στοιχειώδη δείγματα πρέπει να έχουν παρόμοιο βάρος. Το βάρος ενός στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι τουλάχιστον 100 γραμμάρια, έτσι ώστε να συγκεντρώνεται συνολικό δείγμα περίπου 1 kg τουλάχιστον. Τυχόν παρέκκλιση από τη μέθοδο αυτή πρέπει να καταγράφεται στο αρχείο που προβλέπεται στο μέρος A.3.8 του παραρτήματος I.

Πίνακας 1

Ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται από κάθε παρτίδα

Βάρος της παρτίδας (σε kg)

Ελάχιστος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

< 50

3

1

50 έως 500

5

1

> 500

10

1

Εάν η παρτίδα αποτελείται από μεμονωμένες συσκευασίες, τότε ο αριθμός των συσκευασιών που πρέπει να ληφθούν για να αποτελέσουν το συνολικό δείγμα δίνεται στον πίνακα 2.

Πίνακας 2

Αριθμός συσκευασιών (στοιχειώδη δείγματα) που πρέπει να λαμβάνονται για να αποτελέσουν το συνολικό δείγμα, εάν η παρτίδα αποτελείται από μεμονωμένες συσκευασίες

Αριθμός συσκευασιών ή μονάδων ανά παρτίδα

Αριθμός συσκευασιών ή μονάδων που πρέπει να ληφθούν

Βάρος συνολικού δείγματος (σε kg)

1 έως 25

1 συσκευασία ή μονάδα

1

26 έως 100

Περίπου 5 %, τουλάχιστον 2 συσκευασίες ή μονάδες

1

> 100

περίπου 5 %, το μέγιστο 10 συσκευασίες ή μονάδες

1

Θ.2.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις δειγματοληψίας που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως (15).

Θ.3.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης,

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.

Ι.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΜΕΝΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΣΙΤΗΡΑ ΓΙΑ ΒΡΕΦΗ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ

Αυτή η μέθοδος δειγματοληψίας εφαρμόζεται κατά τον επίσημο έλεγχο των ανώτατων ορίων που καθορίζονται:

για τις αφλατοξίνες, την ωχρατοξίνη A και τις τοξίνες Fusarium σε παιδικές τροφές και σε μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τα σιτηρά για βρέφη και μικρά παιδιά,

για τις αφλατοξίνες και την ωχρατοξίνη A σε διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς (εκτός από το γάλα και τα προϊόντα γάλακτος) που προορίζονται ειδικά για βρέφη, και

για την πατουλίνη σε παιδικές τροφές, εκτός των μεταποιημένων τροφίμων με βάση τα σιτηρά για βρέφη και μικρά παιδιά. Για τον έλεγχο των ανώτατων ορίων που έχουν καθιερωθεί για την πατουλίνη σε χυμό μήλου και σε στερεά προϊόντα μήλου για βρέφη και μικρά παιδιά, εφαρμόζεται η μέθοδος δειγματοληψίας που περιγράφεται στο μέρος Θ του παραρτήματος I.

Ι.1.   Μέθοδος δειγματοληψίας

Η μέθοδος δειγματοληψίας για τα σιτηρά και τα προϊόντα σιτηρών όπως αναφέρεται στο σημείο B.4 του παραρτήματος I εφαρμόζεται για τρόφιμα που προορίζονται για βρέφη και μικρά παιδιά. Αντίστοιχα, ο αριθμός των στοιχειωδών δειγμάτων που πρέπει να λαμβάνονται εξαρτάται από το βάρος της παρτίδας, δηλαδή από 10 τουλάχιστον έως 100 κατ’ ανώτατο όριο, σύμφωνα με τον πίνακα 2 του σημείου B.4 του παραρτήματος I. Για πολύ μικρές παρτίδες (≤ 0,5 τόνων), πρέπει να λαμβάνεται μικρότερος αριθμός στοιχειωδών δειγμάτων, αλλά το συνολικό δείγμα που αποτελείται από όλα τα στοιχειώδη δείγματα πρέπει επίσης, στην περίπτωση αυτή, να είναι τουλάχιστον 1 kg.

το βάρος του στοιχειώδους δείγματος πρέπει να είναι περίπου 100 γραμμάρια. Σε περίπτωση παρτίδων που συνίστανται σε συσκευασίες λιανικής πώλησης, το βάρος του στοιχειώδους δείγματος εξαρτάται από το βάρος της συσκευασίας λιανικής πώλησης και για πολύ μικρές παρτίδες (≤ 0,5 τόνους) τα στοιχειώδη δείγματα πρέπει να έχουν τόσο βάρος ώστε όλα μαζί να αποτελούν συνολικό δείγμα βάρους τουλάχιστον 1 kg. Τυχόν παρέκκλιση από τη μέθοδο αυτή πρέπει να καταγράφεται στο αρχείο που προβλέπεται στο μέρος A.3.8.

βάρος συνολικού δείγματος = 1-10 kg επαρκώς αναμεμειγμένο.

Ι.2.   Δειγματοληψία στο στάδιο της λιανικής πώλησης

Η δειγματοληψία τροφίμων στο στάδιο της λιανικής πώλησης πρέπει να γίνεται, εφόσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο παρόν μέρος του παραρτήματος I.

Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μπορεί να εφαρμοστεί εναλλακτική μέθοδος δειγματοληψίας στο στάδιο της λιανικής πώλησης, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η αντιπροσωπευτικότητα του συνολικού δείγματος σε σχέση με την παρτίδα από την οποία ελήφθη και ότι η μέθοδος αυτή περιγράφεται και τεκμηριώνεται πλήρως (16).

Ι.3.   Αποδοχή μιας παρτίδας ή υποπαρτίδας

Αποδοχή εφόσον το εργαστηριακό δείγμα είναι σύμφωνο προς το μέγιστο όριο, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης,

απόρριψη εφόσον το εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει το μέγιστο όριο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, λαμβανομένης υπόψη της διόρθωσης για ανάκτηση και της αβεβαιότητας της μέτρησης.


(1)  Στην ιστοσελίδα http://europa.eu.int/comm/food/food/chemicalsafety/contaminants/aflatoxin_guidance_en.pdf. είναι διαθέσιμο καθοδηγητικό έγγραφο που απευθύνεται στις αρμόδιες αρχές και αφορά τον έλεγχο της συμμόρφωσης με την κοινοτική νομοθεσία για τις αφλατοξίνες. Το εν λόγω έγγραφο παρέχει συμπληρωματικές πρακτικές πληροφορίες, οι οποίες υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

(2)  Ανάλογα με το βάρος της παρτίδας –βλ. πίνακα 2.

(3)  Από την 1η Ιουλίου 2006 και εξής θα παρέχεται καθοδήγηση για τη δειγματοληψία σε τέτοιες παρτίδες σε καθοδηγητικό έγγραφο διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://europa.eu.int/comm/food/food/chemicalsafety/contaminants/index_en.htm

(4)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 kg.

(5)  Ανάλογα με το βάρος της παρτίδας –βλ. πίνακα 2 του παρόντος παραρτήματος.

(6)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 kg.

(7)  Ανάλογα με το βάρος της παρτίδας –βλ. πίνακα 2 του παρόντος παραρτήματος.

(8)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 kg.

(9)  Ανάλογα με το βάρος της παρτίδας –βλ. πίνακα 2 του παρόντος παραρτήματος.

(10)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 0,5 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 0,5 kg.

(11)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 kg.

(12)  Ανάλογα με το βάρος της παρτίδας –βλ. πίνακα 2 του παρόντος παραρτήματος.

(13)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 kg.

(14)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 λίτρου, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 λίτρου.

(15)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 kg.

(16)  Στην περίπτωση που η παρτίδα που πρέπει να υποβληθεί σε δειγματοληψία είναι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να ληφθεί συνολικό δείγμα 1 kg, το βάρος του συνολικού δείγματος μπορεί να είναι μικρότερο του 1 kg.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΠΙΣΗΜΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΜΥΚΟΤΟΞΙΝΩΝ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Προφυλάξεις

Δεδομένου ότι οι μυκοτοξίνες είναι γενικά ανομοιογενείς, τα δείγματα πρέπει να προετοιμάζονται και ιδιαίτερα να ομογενοποιούνται με ιδιαίτερη επιμέλεια.

Το πλήρες δείγμα όπως λαμβάνεται από το εργαστήριο πρέπει να ομογενοποιείται, στην περίπτωση που η ομογενοποίηση γίνεται από το εργαστήριο.

Για την ανάλυση των αφλατοξινών, πρέπει να αποφεύγεται κατά το μέτρο του δυνατού το φως της ημέρας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεδομένου ότι η αφλατοξίνη αποσυντίθεται προοδευτικά υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας.

1.2.   Υπολογισμός της αναλογίας κελύφους/πυρήνα στους ολόκληρους καρπούς με κέλυφος

Τα όρια που καθορίζονται για τις αφλατοξίνες στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 466/2001 εφαρμόζονται στο εδώδιμο τμήμα του καρπού. Το επίπεδο των αφλατοξινών στο εδώδιμο τμήμα μπορεί να προσδιοριστεί ως εξής:

στα δείγματα καρπών με το κέλυφός τους, μπορεί να αφαιρεθεί το κέλυφος και η περιεκτικότητα σε αφλατοξίνες αναλύεται στο εδώδιμο τμήμα,

οι καρποί με το κέλυφός τους μπορούν να ληφθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προετοιμασίας του δείγματος. Η μέθοδος δειγματοληψίας και ανάλυσης πρέπει να αξιολογεί το βάρος του πυρήνα του καρπού στο συνολικό δείγμα. Το βάρος του πυρήνα του καρπού στο συνολικό δείγμα εκτιμάται αφού οριστεί ένας κατάλληλος συντελεστής για την αναλογία μεταξύ κελύφους και πυρήνα στους ολόκληρους καρπούς. Η αναλογία αυτή χρησιμεύει στον προσδιορισμό της ποσότητας πυρήνα στο χύμα δείγμα που λαμβάνεται μέσω της διαδικασίας προετοιμασίας και ανάλυσης του δείγματος,

Για το σκοπό αυτό λαμβάνονται με τυχαία επιλογή 100 περίπου ολόκληροι καρποί με κέλυφος από την παρτίδα ή διαχωρίζονται από κάθε συνολικό δείγμα. Για κάθε εργαστηριακό δείγμα, η αναλογία μπορεί να επιτευχθεί με τη ζύγιση ολόκληρων των καρπών, την αφαίρεση του κελύφους τους και την εκ νέου ζύγιση αφενός των πυρήνων και αφετέρου των κελυφών.

Ωστόσο, η αναλογία του κελύφους προς τον πυρήνα μπορεί να προσδιοριστεί από το εργαστήριο με βάση περισσότερα του ενός δείγματα κι έτσι η αναλογία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη για τις μελλοντικές εργασίες ανάλυσης. Εάν όμως βρεθεί ότι ένα συγκεκριμένο εργαστηριακό δείγμα υπερβαίνει οποιοδήποτε όριο, η αναλογία για το εν λόγω δείγμα πρέπει να προσδιοριστεί με τη χρήση των 100 περίπου καρπών που είχαν διαχωριστεί από το συνολικό δείγμα για το σκοπό αυτόν.

2.   ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΟΠΩΣ ΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Κάθε εργαστηριακό δείγμα πρέπει να αλέθεται σε λεπτά σωματίδια και να αναμειγνύεται επιμελώς μέσω διαδικασίας που έχει αποδειχθεί ότι επιτυγχάνει πλήρη ομογενοποίηση.

Στην περίπτωση που το μέγιστο επίπεδο ισχύει για την ξηρή ύλη, η περιεκτικότητα του προϊόντος σε ξηρή ύλη πρέπει να καθορίζεται σε μέρος του ομογενοποιημένου δείγματος, με τη χρήση μεθόδου για την οποία έχει αποδειχθεί ότι επιτυγχάνει τον ακριβή προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε ξηρή ύλη.

3.   ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ

Από το ομογενοποιημένο υλικό λαμβάνονται πανομοιότυπα δείγματα για σκοπούς εφαρμογής εκτελεστικών μέτρων, εμπορίου (υπεράσπισης) και διαιτησίας (διαιτητή), υπό τον όρο ότι η διαδικασία αυτή δεν αντιβαίνει στους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος σχετικά με τα δικαιώματα των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων.

4.   ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ

4.1.   Ορισμοί

Ορισμένοι από τους συνηθέστερα χρησιμοποιούμενους ορισμούς τους οποίους τα εργαστήρια πρέπει να χρησιμοποιούν, είναι οι ακόλουθοι:

r

=

Επαναληψιμότητα: τιμή κάτω από την οποία μπορεί να αναμένεται ότι η απόλυτη διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων δυο μεμονωμένων δοκιμών, που παράγονται κάτω από συνθήκες επαναληψιμότητας, δηλαδή το ίδιο δείγμα, ο ίδιος χειριστής, ο ίδιος εξοπλισμός, το ίδιο εργαστήριο και μικρή χρονική απόσταση, βρίσκεται εντός των ορίων ειδικής πιθανότητας (κατά κανόνα 95 %) και επομένως r = 2,8 × sr.

sr

=

Τυπική απόκλιση, υπολογιζόμενη με βάση τα αποτελέσματα που παρήχθησαν υπό συνθήκες επαναληψιμότητας.

RSDr

=

Σχετική τυπική απόκλιση, υπολογιζόμενη με βάση τα αποτελέσματα που παρήχθησαν υπό συνθήκες επαναληψιμότητας [(sr /

Image

) × 100].

R

=

Αναπαραγωγιμότητα, τιμή κάτω από την οποία μπορεί να αναμένεται ότι η απόλυτη διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων των μεμονωμένων δοκιμών, που προέκυψαν υπό συνθήκες αναπαραγωγιμότητας, δηλαδή για το ίδιο υλικό που ελήφθη από χειριστές σε διάφορα εργαστήρια, χρησιμοποιώντας την τυποποιημένη μέθοδο δοκιμασίας, βρίσκεται εντός ορισμένου ορίου πιθανότητας (κατά κανόνα 95 %)· R = 2,8 × sR.

sR

=

Τυπική απόκλιση, υπολογιζόμενη με βάση τα αποτελέσματα που παρήχθησαν υπό συνθήκες αναπαραγωγιμότητας.

RSDR

=

Σχετική τυπική απόκλιση, υπολογιζόμενη με βάση τα αποτελέσματα που παρήχθησαν υπό συνθήκες αναπαραγωγιμότητας [(sR /

Image

) × 100].

4.2.   Γενικές απαιτήσεις

Οι μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των τροφίμων πρέπει να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των σημείων 1 και 2 του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

4.3.   Ειδικές απαιτήσεις

4.3.1.   Κριτήρια απόδοσης

Εφόσον δεν απαιτείται από την κοινοτική νομοθεσία καμία ειδική μέθοδος για τον καθορισμό των επιπέδων μυκοτοξινών στα τρόφιμα, τα εργαστήρια μπορούν να εφαρμόσουν τη μέθοδο της επιλογής τους υπό τον όρο ότι τηρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

Κριτήρια απόδοσης για τις αφλατοξίνες

Κριτήριο

Συγκέντρωση Εύρος

Συνιστώμενη τιμή

Ανώτατη επιτρεπόμενη τιμή

Λευκά

Όλες οι συγκεντρώσεις

Αμελητέα

Ανάκτηση αφλατοξίνης M1

0,01-0,05 μg/kg

60 έως 120 %

 

> 0,05 μg/kg

70 έως 110 %

 

Ανάκτηση αφλατοξινών B1, B2, G1, G2

< 1,0 μg/kg

50 έως 120 %

 

1-10 μg/kg

70 έως 110 %

 

> 10 μg/kg

80 έως 110 %

 

Πιστότητα RSDR

Όλες οι συγκεντρώσεις

Παράγωγη της εξίσωσης του Horwitz

2 × παράγωγη τιμή της εξίσωσης του Horwitz

Η πιστότητα RSDr μπορεί να υπολογιστεί με πολλαπλασιασμό της τιμής πιστότητας RSDR επί 0,66 στην εκάστοτε συγκέντρωση που παρουσιάζει ενδιαφέρον.

Οι τιμές ισχύουν τόσο για την αφλατοξίνη B1 όσο και για το άθροισμα B1 + B2 + G1 + G2.

Αν πρέπει να καταγραφούν τα αθροίσματα των μεμονωμένων αφλατοξινών B1 + B2 + G1 + G2 το ποσοστό ανάκτησης καθεμιάς από αυτές μέσω της μεθόδου ανάλυσης πρέπει να είναι είτε γνωστό είτε ισοδύναμο.

β)

Κριτήρια απόδοσης για την ωχρατοξίνη A

Επίπεδο μg/kg

Ωχρατοξίνη A

RSDr %

RSDR %

Ανάκτηση %

< 1

≤ 40

≤ 60

50 έως 120

1-10

≤ 20

≤ 30

70 έως 110

γ)

Κριτήρια απόδοσης για την πατουλίνη

Επίπεδο μg/kg

Πατουλίνη

RSDr %

RSDR %

Ανάκτηση %

< 20

≤ 30

≤ 40

50 έως 120

20-50

≤ 20

≤ 30

70 έως 105

> 50

≤ 15

≤ 25

75 έως 105

δ)

Κριτήρια απόδοσης για τη δεσοξυνιβαλενόλη

Επίπεδο μg/kg

Δεσοξυνιβαλενόλη

RSDr %

RSDR %

Ανάκτηση %

> 100-≤ 500

≤ 20

≤ 40

60 έως 110

> 500

≤ 20

≤ 40

70 έως 120

ε)

Κριτήρια απόδοσης για τη ζεαραλενόνη

Επίπεδο μg/kg

Ζεαραλενόνη

RSDr %

RSDR %

Ανάκτηση %

≤ 50

≤ 40

≤ 50

60 έως 120

> 50

≤ 25

≤ 40

70 έως 120

στ)

Κριτήρια απόδοσης για τις φουμονισίνες B1 και B2

Επίπεδο μg/kg

Φουμονισίνη B1 ή B2

RSDr %

RSDR %

Ανάκτηση %

≤ 500

≤ 30

≤ 60

60 έως 120

> 500

≤ 20

≤ 30

70 έως 110

ζ)

Κριτήρια απόδοσης για τις τοξίνες T-2 και HT-2

Επίπεδο μg/kg

Τοξίνη T-2

RSDr %

RSDR %

Ανάκτηση %

50-250

≤ 40

≤ 60

60 έως 130

> 250

≤ 30

≤ 50

60 έως 130


Επίπεδο μg/kg

Τοξίνη HT-2

RSDr %

RSDR %

Ανάκτηση %

100-200

≤ 40

≤ 60

60 έως 130

> 200

≤ 30

≤ 50

60 έως 130

η)

Σημειώσεις σχετικά με τα κριτήρια απόδοσης για τις μυκοτοξίνες

Δεν αναφέρονται τα όρια ανίχνευσης των χρησιμοποιούμενων μεθόδων, δεδομένου ότι οι τιμές που αφορούν την πιστότητα παρέχονται μόνο για τις συγκεντρώσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον

Οι τιμές που αφορούν την πιστότητα υπολογίζονται βάσει της εξίσωσης του Horwitz, δηλαδή:

RSDR = 2(1-0,5logC)

όπου:

RSDR είναι η σχετική τυπική απόκλιση, η οποία υπολογίζεται με βάση τα αποτελέσματα που παράγονται υπό συνθήκες αναπαραγωγιμότητας [(sR/Image) × 100]

C είναι το ποσοστό συγκέντρωσης (ήτοι 1 = 100g/100g, 0,001 = 1 000 mg/kg).

Πρόκειται για μια γενική εξίσωση σχετικά με την πιστότητα, για την οποία έχει διαπιστωθεί ότι είναι ανεξάρτητη από την προς ανάλυση ουσία ή τη μήτρα, αλλά ότι συναρτάται αποκλειστικά με τη συγκέντρωση, για τις περισσότερες μεθόδους ανάλυσης καθημερινής πρακτικής.

4.3.2.   Προσέγγιση της «καταλληλότητας για τη σκοπούμενη χρήση»

Σε περίπτωση που υπάρχει περιορισμένος αριθμός πλήρως επικυρωμένων μεθόδων ανάλυσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά μια προσέγγιση «καταλληλότητας για τη σκοπούμενη χρήση», η οποία να καθορίζει μία μόνο παράμετρο, μια λειτουργία καταλληλότητας, για την αξιολόγηση του βαθμού αποδοχής των μεθόδων ανάλυσης. Η λειτουργία καταλληλότητας είναι μια λειτουργία αβεβαιότητας η οποία προσδιορίζει τα μέγιστα επίπεδα αβεβαιότητας από την άποψη της καταλληλότητας για τη σκοπούμενη χρήση.

Λόγω του περιορισμένου αριθμού μεθόδων ανάλυσης, πλήρως επικυρωμένων με δοκιμασία συνεργασίας, ειδικά για τον καθορισμό των τοξινών T-2 και HT-2, η προσέγγιση της λειτουργίας αβεβαιότητας, η οποία προσδιορίζει τη μέγιστη αποδεκτή αβεβαιότητα, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της καταλληλότητας (της «καταλληλότητας για τη σκοπούμενη χρήση») της μεθόδου ανάλυσης που πρέπει να χρησιμοποιείται από το εργαστήριο. Το εργαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει μια μέθοδο η οποία θα παράγει αποτελέσματα στο πλαίσιο της μέγιστης τυπικής αβεβαιότητας. Η μέγιστη τυπική αβεβαιότητα μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

Uf είναι η μέγιστη τυπική αβεβαιότητα (μg/kg).

LOD είναι το όριο ανίχνευσης της μεθόδου (μg/kg).

α είναι μια σταθερά, ένας αριθμητικός παράγοντας που πρέπει να χρησιμοποιείται ανάλογα με την τιμή της C. Οι τιμές που πρέπει να χρησιμοποιούνται παρατίθενται στον πίνακα που ακολουθεί.

C είναι η συγκέντρωση ενδιαφέροντος (μg/kg).

Εάν μια αναλυτική μέθοδος παρέχει αποτελέσματα με μετρήσεις αβεβαιότητας μικρότερες από τη μέγιστη τυπική αβεβαιότητα, η μέθοδος θα θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη που ανταποκρίνεται στα κριτήρια απόδοσης που παρατίθενται στο σημείο 4.3.1.

Πίνακας

Αριθμητικές τιμές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για το α ως σταθερά στον τύπο που παρατίθεται σε αυτό το σημείο, ανάλογα με τη συγκέντρωση ενδιαφέροντος

C (μg/kg)

α

≤ 50

0,2

51-500

0,18

501-1 000

0,15

1 001-10 000

0,12

> 10 000

0,1

4.4.   Εκτίμηση της αβεβαιότητας της μέτρησης, υπολογισμός του ποσοστού ανάκτησης και καταγραφή των αποτελεσμάτων (1)

Το αναλυτικό αποτέλεσμα καταγράφεται σε μορφή διορθωμένη ή μη προς ανάκτηση. Ο τρόπος καταγραφής και το ποσοστό ανάκτησης πρέπει να ανακοινώνονται. Το αναλυτικό αποτέλεσμα με μορφή διορθωμένη προς ανάκτηση χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης πρέπει να αναφέρονται ως x +/– U όπου x είναι το αποτέλεσμα της ανάλυσης και U η διευρυμένη αβεβαιότητα της μέτρησης.

U είναι η διευρυμένη αβεβαιότητα της μέτρησης, με τη χρήση ενός συντελεστή κάλυψης 2, ο οποίος επιτρέπει ποσοστό εμπιστοσύνης περίπου 95 %.

Για τρόφιμα ζωικής προέλευσης, η συνεκτίμηση της αβεβαιότητας των μετρήσεων μπορεί επίσης να γίνει μέσω του καθορισμού του ορίου απόφασης (CCα) σύμφωνα με την απόφαση 2002/657/ΕΚ της Επιτροπής (2) (σημείο 3.1.2.5 του παραρτήματος – περίπτωση ουσιών με καθορισμένο επιτρεπόμενο όριο).

Οι παρόντες ερμηνευτικοί κανόνες για το αποτέλεσμα των αναλύσεων ενόψει της αποδοχής ή της απόρριψης μιας παρτίδας εφαρμόζονται στα αποτελέσματα των αναλύσεων που παράγονται από το δείγμα που υποβάλλεται σε επίσημο έλεγχο. Στην περίπτωση αναλύσεων για λόγους δικαιώματος προσφυγής ή διαιτησίας, εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία.

4.5.   Πρότυπα ποιότητας των εργαστηρίων

Τα εργαστήρια πρέπει να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (3).


(1)  Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις διαδικασίες για την εκτίμηση της αβεβαιότητας μέτρησης και με τις διαδικασίες για την εκτίμηση του ποσοστού ανάκτησης περιέχονται στο έγγραφο με τίτλο «Report on the relationship between analytical results, measurement uncertainty, recovery factors and the provisions of EU food and feed legislation» (Έκθεση σχετικά με τη σχέση μεταξύ των αναλυτικών αποτελεσμάτων, της αβεβαιότητας μέτρησης, των παραγόντων ανάκτησης και των διατάξεων της ΕΕ για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές) — http://europa.eu.int/comm/food/food/chemicalsafety/contaminants/report-sampling_analysis_2004_en.pdf

(2)  ΕΕ L 221 της 17.8.2002, σ. 8· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2004/25/ΕΚ (ΕΕ L 6 της 10.1.2004, σ. 38).

(3)  Βλ. επίσης τις μεταβατικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2076/2005 της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2005, για τη θέσπιση μεταβατικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 853/2004, (ΕΚ) αριθ. 854/2004 και (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 853/2004 και (ΕΚ) αριθ. 854/2004 (ΕΕ L 338 της 22.12.2005, σ. 83).


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/35


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 402/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (1), και ιδίως το άρθρο 247,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε αφότου τέθηκε σε εφαρμογή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 89/97 της Επιτροπής, της 20ής Ιανουαρίου 1997, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93, που προβλέπει ορισμένες διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (2), θα πρέπει να καθοριστούν οι μέθοδοι προσδιορισμού του καθαρού βάρους των νωπών μπανανών. Αυτές οι μέθοδοι θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη ζύγιση των νωπών μπανανών για να προσδιορίζεται το καθαρό τους βάρος καθώς και την έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών ζύγισης των μπανανών από οικονομικούς φορείς που θα έχουν εγκριθεί προς τον σκοπό αυτό από τις τελωνειακές αρχές. Θα πρέπει να προσδιορίζεται το καθαρό βάρος κάθε αποστολής νωπών μπανανών για κάθε μέσο μεταφοράς.

(2)

Για να παρασχεθεί επαρκής χρόνος στα κράτη μέλη και τους οικονομικούς φορείς να προετοιμαστούν για την έγκριση των ζυγιστών, τα μέτρα που αφορούν τη ζύγιση των νωπών μπανανών και την έκδοση των πιστοποιητικών ζύγισης μπανανών θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή την 1η Ιουνίου 2006.

(3)

Για τις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρονικών κυκλωμάτων των κεφαλαίων 84 και 85 της συνδυασμένης ονοματολογίας, επιβλήθηκαν αντισταθμιστικοί δασμοί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1480/2003 του Συμβουλίου, της 11ης Αυγούστου 2003, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένων τύπων ηλεκτρονικών μικροκυκλωμάτων, γνωστών ως DRAMs (dynamic random access memories — δυναμικές μνήμες ταχείας προσπέλασης), καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας (3). Για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής αυτών των αντισταθμιστικών δασμών, είναι αναγκαίο να υπάρχει ειδικός κανόνας καταγωγής για τα προϊόντα που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (4) θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής τελωνειακού κώδικα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 τροποποιείται ως εξής:

1)

Μετά το άρθρο 290 παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

2)

Το άρθρο 290α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 290α

Για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου και των παραρτημάτων 38β και 38γ εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

“εγκεκριμένος ζυγιστής”: κάθε οικονομικός φορέας, ο οποίος εγκρίνεται από τελωνείο για τη ζύγιση νωπών μπανανών·

β)

“αρχεία του αιτούντος”: όλα τα έγγραφα που έχουν σχέση με τη ζύγιση των νωπών μπανανών·

γ)

“καθαρό βάρος νωπών μπανανών”: το βάρος των ίδιων των μπανανών χωρίς τα υλικά συσκευασίας και τα εμπορευματοκιβώτια κάθε είδους·

δ)

“αποστολή νωπών μπανανών”: η αποστολή που περιλαμβάνει τη συνολική ποσότητα νωπών μπανανών που φορτώνονται σε ένα μόνο μέσο μεταφοράς και αποστέλλονται από έναν μόνο εξαγωγέα σε έναν ή περισσότερους παραλήπτες·

ε)

“τόπος εκφόρτωσης”: ο τόπος εκφόρτωσης ή διαχείρισης αποστολής νωπών μπανανών υπό τελωνειακό καθεστώς ή, στην περίπτωση διακίνησης με εμπορευματοκιβώτια, κάθε τόπος εκφόρτωσης των εμπορευματοκιβωτίων από πλοίο ή αεροσκάφος, ή άλλο κύριο μέσο μεταφοράς, ή ο τόπος εκκένωσης του εμπορευματοκιβωτίου.»

3)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 290β:

«Άρθρο 290β

1.   Κάθε τελωνείο απονέμει την ιδιότητα του εγκεκριμένου ζυγιστή, κατ’ αίτηση, σε οικονομικούς φορείς που συμμετέχουν στην εισαγωγή, στη μεταφορά, στην αποθήκευση και στη διαχείριση νωπών μπανανών υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αιτών παρέχει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις για την ορθή διαδικασία ζύγισης·

β)

ο αιτών διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό ζύγισης·

γ)

τα αρχεία του αιτούντος επιτρέπουν στις τελωνειακές αρχές να πραγματοποιούν αποτελεσματικούς ελέγχους.

Το τελωνείο δεν απονέμει την ιδιότητα του εγκεκριμένου ζυγιστή, εφόσον ο αιτών έχει παραβιάσει σοβαρά ή κατ’ επανάληψη την τελωνειακή νομοθεσία.

Η έγκριση περιορίζεται στη ζύγιση των νωπών μπανανών σε χώρους οι οποίοι επιτηρούνται από το τελωνείο που χορηγεί την έγκριση.

2.   Το τελωνείο που χορηγεί την έγκριση ανακαλεί το καθεστώς εγκεκριμένου ζυγιστή, εάν ο δικαιούχος δεν πληροί πλέον τους όρους της παραγράφου 1.»

4)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 290γ:

«Άρθρο 290γ

1.   Για τον έλεγχο του καθαρού βάρους κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα νωπών μπανανών που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 0803 00 19, στις διασαφήσεις για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, επισυνάπτεται το πιστοποιητικό ζύγισης, όπου αναγράφεται το καθαρό βάρος της σχετικής αποστολής νωπών μπανανών ανά είδος συσκευασίας και καταγωγή.

Το πιστοποιητικό ζύγισης των μπανανών καταρτίζεται από εγκεκριμένους ζυγιστές σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο παράρτημα 38β και επί εντύπου που αντιστοιχεί στο υπόδειγμα του παραρτήματος 38γ.

Υπό τους όρους που καθορίζονται από τις τελωνειακές αρχές, το πιστοποιητικό αυτό είναι δυνατόν να υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές και σε ηλεκτρονική μορφή.

2.   Ο εγκεκριμένος ζυγιστής ενημερώνει εκ των προτέρων τις τελωνειακές αρχές σχετικά με τη ζύγιση κάθε αποστολής νωπών μπανανών, ενόψει της κατάρτισης του πιστοποιητικού ζύγισης, παρέχοντας διευκρινίσεις σχετικά με το είδος της συσκευασίας, την καταγωγή, τον χρόνο και τον τόπο ζύγισης.

3.   Τα τελωνεία επαληθεύουν το καθαρό βάρος των νωπών μπανανών που εισάγονται με πιστοποιητικά ζύγισης, βάσει ανάλυσης κινδύνου, ελέγχοντας το 5 % τουλάχιστον των πιστοποιητικών ζύγισης των μπανανών που υποβάλλονται κάθε χρόνο είτε παρευρισκόμενα κατά τη ζύγιση των αντιπροσωπευτικών δειγμάτων μπανανών που πραγματοποιεί ο εγκεκριμένος ζυγιστής είτε ζυγίζοντας τα ίδια τα δείγματα σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παραρτήματος 38β».

5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 290δ:

«Άρθρο 290δ

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον κατάλογο των εγκεκριμένων ζυγιστών και κάθε μεταγενέστερες αλλαγές αυτού.

Η Επιτροπή διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες στα άλλα κράτη μέλη.»

6)

Το παράρτημα 11 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

7)

Το παράρτημα 38β αντικαθίσταται από το κείμενο που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

8)

Παρεμβάλλεται το παράρτημα 38γ το κείμενο του οποίου παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο, τα σημεία 4, 7 και 8 του άρθρου 1 εφαρμόζονται από την 1η Ιουνίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

László KOVÁCS

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 648/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 117 της 4.5.2005, σ. 13).

(2)  ΕΕ L 17 της 21.1.1997, σ. 28.

(3)  ΕΕ L 212 της 22.8.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2116/2005 (EE L 340 της 23.12.2005, σ. 7).

(4)  ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 215/2006 (ΕΕ L 38 της 9.2.2006, σ. 11).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

Μεταξύ των εγγραφών που αφορούν προϊόντα τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7117 και ex 8482 παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«ex 8473 30 10 και ex 8473 50 10

Ηλεκτρονικά ολοκληρωμένα κυκλώματα γνωστά με την ονομασία “Δυναμικές μνήμες τυχαίας προσπέλασης” (“DRAM” — Dynamic Random Access Memories)

Κατασκευή κατά την οποία η αξία που προκύπτει λόγω της κατεργασίας και της μεταποίησης και, ενδεχομένως, της ενσωμάτωσης καταγόμενων εξαρτημάτων, αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 45 % της εργοστασιακής τιμής των προϊόντων.

Εάν δεν πληρούται ο κανόνας του 45 %, οι DRAM θεωρείται ότι κατάγονται από τη χώρα από την οποία κατάγονται τα εξαρτήματα που αντιπροσωπεύουν το υψηλότερο ποσοστό προστιθέμενης αξίας.»

β)

Μεταξύ των εγγραφών που αφορούν προϊόντα τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟex 8542 και ex 9009 παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«ex 8548 90 10

Ηλεκτρονικά ολοκληρωμένα κυκλώματα γνωστά με την ονομασία “Δυναμικές μνήμες τυχαίας προσπέλασης” (“DRAM” — Dynamic Random Access Memories)

Κατασκευή κατά την οποία η αξία που προκύπτει λόγω της κατεργασίας και της μεταποίησης και, ενδεχομένως, της ενσωμάτωσης καταγόμενων εξαρτημάτων, αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 45 % της εργοστασιακής τιμής των προϊόντων.

Εάν δεν πληρούται ο κανόνας του 45 %, οι DRAM θεωρείται ότι κατάγονται από τη χώρα από την οποία κατάγονται τα εξαρτήματα που αντιπροσωπεύουν το υψηλότερο ποσοστό προστιθέμενης αξίας.»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 38β

Διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 290γ παράγραφος 1

Για την εφαρμογή του άρθρου 290γ, το καθαρό βάρος μιας αποστολής νωπών μπανανών προσδιορίζεται από εγκεκριμένους ζυγιστές σε κάθε τόπο εκφόρτωσης σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

1.

Λαμβάνεται ένα δείγμα μονάδων συσκευασίας μπανανών για κάθε είδος συσκευασίας και για κάθε καταγωγή. Το δείγμα μονάδων συσκευασίας μπανανών που πρόκειται να ζυγιστεί αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της αποστολής νωπών μπανανών. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες ποσότητες:

Αριθμός μονάδων συσκευασίας μπανανών

(ανά είδος συσκευασίας και ανά καταγωγή)

Αριθμός μονάδων συσκευασίας μπανανών προς έλεγχο

— μέχρι 400

5

— από 401 έως 700

7

— από 701 έως 1 000

10

— από 1 001 έως 2 000

13

— από 2 001 έως 4 000

15

— από 4 001 έως 6 000

18

— άνω των 6 000

21

2.

Το καθαρό βάρος προσδιορίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:

α)

με το ζύγισμα κάθε μονάδας συσκευασίας μπανανών που πρόκειται να ελεγχθεί (μεικτό βάρος)·

β)

με το άνοιγμα τουλάχιστον μιας μονάδας συσκευασίας μπανανών και με τον υπολογισμό του βάρους της συσκευασίας·

γ)

το βάρος αυτής της συσκευασίας γίνεται αποδεκτό για όλες τις συσκευασίες του ιδίου τύπου και της ίδιας καταγωγής και αφαιρείται από το βάρος όλων των ζυγισμένων μονάδων συσκευασίας μπανανών·

δ)

το μέσο καθαρό βάρος ανά μονάδα συσκευασίας μπανανών που προσδιορίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο για κάθε είδος και για κάθε καταγωγή με βάση το βάρος του ελεγχθέντος δείγματος γίνεται αποδεκτό ως βάση προσδιορισμού του καθαρού βάρους της αποστολής νωπών μπανανών.

3.

Στις περιπτώσεις που οι τελωνειακές αρχές δεν επαληθεύουν ταυτοχρόνως τα πιστοποιητικά ζύγισης μπανανών, το καθαρό βάρος που δηλώνεται στα πιστοποιητικά αυτά γίνεται αποδεκτό από τις τελωνειακές αρχές, υπό τον όρο ότι η διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος και του μέσου καθαρού βάρους που προσδιορίζεται από τις τελωνειακές αρχές δεν υπερβαίνει το 1 %.

4.

Το πιστοποιητικό ζύγισης των μπανανών προσκομίζεται στο τελωνείο στο οποίο κατατίθεται η διασάφηση για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία. Οι τελωνειακές αρχές εφαρμόζουν τα αποτελέσματα της δειγματοληψίας που αναγράφονται στο πιστοποιητικό ζύγισης των μπανανών, στο σύνολο της αποστολής των νωπών μπανανών που αναφέρεται στο πιστοποιητικό.»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Προστίθεται το ακόλουθο παράρτημα 38γ:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 38γ

Image


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/40


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 403/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για τον καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή βοείου κρέατος

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (1), και ιδίως το άρθρο 33 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 προβλέπει ότι η διαφορά μεταξύ των τιμών των προϊόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του κανονισμού στην παγκόσμια αγορά και των τιμών των εν λόγω προϊόντων στην Κοινότητα μπορεί να καλυφθεί με χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή.

(2)

Οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΟΚ) αριθ. 32/82 (2), (ΕΟΚ) αριθ. 1964/82 (3), (ΕΟΚ) αριθ. 2388/84 (4), (ΕΟΚ) αριθ. 2973/79 (5) και (ΕΚ) αριθ. 2051/96 (6) θεσπίζουν τους όρους χορήγησης ειδικών επιστροφών κατά την εξαγωγή ορισμένων τεμαχίων βοείου κρέατος και ορισμένων προϊόντων βοείου κρέατος σε κονσέρβα, καθώς και τους όρους χορήγησης ενίσχυσης σχετικά με ορισμένους προορισμούς.

(3)

Η αυξανόμενη έλλειψη βοείου κρέατος στην κοινοτική αγορά είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών πέραν της βασικής τιμής, που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999, η οποία αντιπροσωπεύει το επιδιωκόμενο επίπεδο στήριξης στην κοινοτική αγορά.

(4)

Υπάρχει γενικότερη ανησυχία των πολιτών όσον αφορά την καλή διαβίωση των ζώων τα οποία εξάγονται και μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις και των οποίων η καλή μεταχείριση δεν μπορεί να διασφαλιστεί πλήρως, ιδίως όταν παραδίδονται σε τρίτες χώρες. Όσον αφορά τη μεταφορά, παρόλο που οι συνθήκες μεταφοράς των ζώντων ζώων υπόκεινται σε ουσιώδεις διαδικαστικές απαιτήσεις και ελέγχους, που ενισχύθηκαν το 2003, η πείρα δείχνει ότι δεν εξασφαλίζεται πάντα η τήρηση των όρων καλής διαβίωσης των ζώων. Επιπλέον, οι κανόνες καλής διαβίωσης των ζώων στις χώρες προορισμού συχνά είναι λιγότερο αυστηροί απ’ ό,τι στην Κοινότητα.

(5)

Οι εξαγωγές ζώντων ζώων για σφαγή παρουσιάζει χαμηλή προστιθέμενη αξία για την Κοινότητα και οι επιστροφές κατά την εξαγωγή που χορηγούνται για την εξαγωγή των ζώων αυτών οδηγούν σε αύξηση των δαπανών που συνδέονται με την παρακολούθηση και τον έλεγχο της τήρησης των όρων καλής διαβίωσης των ζώων. Ως εκ τούτου, για την εξασφάλιση ισορροπίας και της φυσικής εξέλιξης των τιμών και των συναλλαγών στην εσωτερική αγορά, καθώς και της καλής διαβίωσης των ζώων, οι εξαγωγές ζώντων ζώων για σφαγή σε τρίτες χώρες δεν πρέπει πλέον να ενθαρρύνονται μέσω των επιστροφών κατά την εξαγωγή.

(6)

Όσον αφορά τα ζώντα ζώα αναπαραγωγής, για την αποφυγή καταχρήσεων, οι επιστροφές κατά την εξαγωγή για τα ζώα αναπαραγωγής καθαρής φυλής, πρέπει να περιοριστούν στις δαμαλίδες και στις αγελάδες, ηλικίας τριάντα μηνών κατ’ ανώτατο όριο.

(7)

Συνεπώς, πρέπει να καταργηθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2147/2005 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2005, για τον καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή βοείου κρέατος (7).

(8)

Για να καταστεί δυνατό ορισμένα κοινοτικά προϊόντα του τομέα του βοείου κρέατος να διατίθενται στη διεθνή αγορά, πρέπει να χορηγηθούν επιστροφές κατά την εξαγωγή για κάποιους προορισμούς για ορισμένα προϊόντα με τους κωδικούς ΣΟ 0201, 0202 και 1602 50.

(9)

Η απορρόφηση επιστροφών κατά την εξαγωγή για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων του τομέα του βοείου κρέατος είναι αμελητέα. Το ίδιο συμβαίνει επίσης όσον αφορά την απορρόφηση για ορισμένους προορισμούς που βρίσκονται πολύ κοντά στην επικράτεια της Κοινότητας. Για αυτές τις κατηγορίες, δεν πρέπει πλέον να ορίζονται επιστροφές κατά την εξαγωγή.

(10)

Οι επιστροφές που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται με βάση τους κωδικούς προϊόντων όπως ορίστηκαν στην ονοματολογία που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3846/87, της 17ης Δεκεμβρίου 1987, που καθορίζει την ονοματολογία των γεωργικών προϊόντων για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή (8).

(11)

Τα ποσά των επιστροφών για το σύνολο των κατεψυγμένων τεμαχίων κρεάτων πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα ποσά των επιστροφών για τα νωπά ή τα διατηρημένα σε απλή ψύξη τεμάχια κρεάτων, εκτός από τα κρέατα που προέρχονται από αρσενικά ενήλικα βοοειδή.

(12)

Πρέπει να ενισχυθεί ο έλεγχος των προϊόντων που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 1602 50, θέτοντας ως προϋπόθεση για τη χορήγηση επιστροφών για τα εν λόγω προϊόντα την παρασκευή στο πλαίσιο του καθεστώτος που προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 565/80 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1980, σχετικά με την προκαταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (9).

(13)

Οι επιστροφές πρέπει να χορηγούνται μόνο για τα προϊόντα στα οποία επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα στην Κοινότητα. Ως εκ τούτου, για να είναι επιλέξιμα για επιστροφή, τα προϊόντα πρέπει να φέρουν το σήμα καταλληλότητας που ορίζεται στην οδηγία 64/433/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών νωπών κρεάτων (10), την οδηγία 77/99/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών προϊόντων με βάση το κρέας (11), και την οδηγία 94/65/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1994, περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων για την παραγωγή και τη θέση στην αγορά κιμάδων και παρασκευασμάτων κρέατος (12).

(14)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1964/82, η ειδική επιστροφή μειώνεται εάν η ποσότητα κρέατος χωρίς οστά που προορίζεται για εξαγωγή είναι κατώτερη από 95 %, αλλά όχι κατώτερη από 85 %, του συνολικού βάρους των τεμαχίων που προέρχονται από την αφαίρεση οστών.

(15)

Οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αποσκοπούν ιδίως στην ελευθέρωση του εμπορίου των προϊόντων που υπάγονται στην κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος. Πρέπει συνεπώς να καταργηθούν οι επιστροφές κατά την εξαγωγή για τις δύο αυτές χώρες. Ωστόσο, η εν λόγω κατάργηση δεν πρέπει να οδηγήσει στη δημιουργία διαφοροποιημένης επιστροφής για τις εξαγωγές προς άλλες χώρες.

(16)

Η επιτροπή διαχείρισης βοείου κρέατος δεν διατύπωσε γνώμη εντός στην προθεσμίας που όρισε ο πρόεδρός της,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Ο κατάλογος των προϊόντων για τα οποία χορηγείται επιστροφή κατά την εξαγωγή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999, καθώς και τα ποσά της εν λόγω επιστροφής και οι τόποι προορισμού, καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα προϊόντα πρέπει να πληρούν τους σχετικούς όρους υγειονομικής σήμανσης, όπως προβλέπεται:

στο κεφάλαιο XI του παραρτήματος I της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ,

στο κεφάλαιο VI του παραρτήματος B της οδηγίας 77/99/ΕΟΚ,

στο κεφάλαιο VI του παραρτήματος I της οδηγίας 94/65/ΕΚ.

Άρθρο 2

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1964/82, το ύψος της επιστροφής για τα προϊόντα που υπάγονται στον κωδικό προϊόντος 0201 30 00 9100 μειώνεται κατά 10 EUR/100 kg.

Άρθρο 3

Ο μη καθορισμός επιστροφής κατά την εξαγωγή για τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία δεν θεωρείται ως διαφοροποίηση της επιστροφής.

Άρθρο 4

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2147/2005 καταργείται.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 9 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1913/2005 (ΕΕ L 307 της 25.11.2005, σ. 2).

(2)  ΕΕ L 4 της 8.1.1982, σ. 11· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 744/2000 (ΕΕ L 89 της 11.4.2000, σ. 3).

(3)  ΕΕ L 212 της 21.7.1982, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2772/2000 (ΕΕ L 321 της 19.12.2000, σ. 35).

(4)  ΕΕ L 221 της 18.8.1984, σ. 28· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3661/92 (ΕΕ L 370 της 19.12.1992, σ. 16).

(5)  ΕΕ L 336 της 29.12.1979, σ. 44· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3434/87 (ΕΕ L 327 της 18.11.1987, σ. 7).

(6)  ΕΕ L 274 της 26.10.1996, σ. 18· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2333/96 (ΕΕ L 317 της 6.12.1996, σ. 13).

(7)  ΕΕ L 342 της 24.12.2005, σ. 12.

(8)  ΕΕ L 366 της 24.12.1987, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 558/2005 (ΕΕ L 94 της 13.4.2005, σ. 22).

(9)  ΕΕ L 62 της 7.3.1980, σ. 5· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 444/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 67 της 12.3.2003, σ. 3).

(10)  ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 2012/64· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης 2003.

(11)  ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 85· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(12)  ΕΕ L 368 της 31.12.1994, σ. 10· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 806/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για τον καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του βοείου κρέατος

Κωδικός προϊόντος

Προορισμός

Μονάδα μέτρησης

Ποσό των επιστροφών (7)

0102 10 10 9140

B00

EUR/100 kg ζων βάρος

33,3

0102 10 30 9140

B00

EUR/100 kg ζων βάρος

33,3

0201 10 00 9110 (1)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

47,1

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

27,7

0201 10 00 9130 (1)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

62,8

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

37,0

0201 20 20 9110 (1)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

62,8

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

37,0

0201 20 30 9110 (1)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

47,1

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

27,7

0201 20 50 9110 (1)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

78,5

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

46,2

0201 20 50 9130 (1)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

47,1

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

27,7

0201 30 00 9050

US (3)

EUR/100 kg καθαρό βάρος

15,2

CA (4)

EUR/100 kg καθαρό βάρος

15,2

0201 30 00 9060 (6)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

29,1

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

9,7

0201 30 00 9100 (2)  (6)

B04

EUR/100 kg καθαρό βάρος

109,1

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

64,2

EG

EUR/100 kg καθαρό βάρος

133,1

0201 30 00 9120 (2)  (6)

B04

EUR/100 kg καθαρό βάρος

65,4

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

38,5

EG

EUR/100 kg καθαρό βάρος

79,8

0202 10 00 9100

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

20,9

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

7,0

0202 20 30 9000

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

20,9

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

7,0

0202 20 50 9900

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

20,9

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

7,0

0202 20 90 9100

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

20,9

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

7,0

0202 30 90 9100

US (3)

EUR/100 kg καθαρό βάρος

15,2

CA (4)

EUR/100 kg καθαρό βάρος

15,2

0202 30 90 9200 (6)

B02

EUR/100 kg καθαρό βάρος

29,1

B03

EUR/100 kg καθαρό βάρος

9,7

1602 50 31 9125 (5)

B00

EUR/100 kg καθαρό βάρος

55,1

1602 50 31 9325 (5)

B00

EUR/100 kg καθαρό βάρος

49,0

1602 50 39 9125 (5)

B00

EUR/100 kg καθαρό βάρος

55,1

1602 50 39 9325 (5)

B00

EUR/100 kg καθαρό βάρος

49,0

Σημείωση: Οι κωδικοί των προϊόντων, καθώς και οι κωδικοί των προορισμών της σειράς «A» ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3846/87 της Επιτροπής (ΕΕ L 366 της 24.12.1987, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

Οι αλφαβητικοί-αριθμητικοί κωδικοί των προορισμών ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12).

Οι άλλοι προορισμοί καθορίζονται ως εξής:

B00

:

Όλοι οι προορισμοί (τρίτες χώρες, άλλα εδάφη, ανεφοδιασμός και προορισμοί που εξομοιούνται με εξαγωγή εκτός της Κοινότητας) εκτός της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.

B02

:

B04 και προορισμός EG.

B03

:

Αλβανία, Κροατία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Σερβία, Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ανεφοδιασμός πλοίων και εφοδιασμός σε καύσιμα [προορισμοί που εμφαίνονται στα άρθρα 36 και 45 και, εφόσον ενδείκνυται, στο άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/1999 της Επιτροπής (ΕΕ L 102 της 17.4.1999, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε].

B04

:

Τουρκία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Μολδαβία, Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιζικιστάν, Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη, Λίβανος, Συρία, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, Υπεριορδανία και Λωρίδα της Γάζας, Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ομάν, Υεμένη, Πακιστάν, Σρι Λάνκα, Μιανμάρ (Βιρμανία), Ταϊλάνδη, Βιετνάμ, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Κίνα, Βόρεια Κορέα, Χονγκ Κονγκ, Σουδάν, Μαυριτανία, Μαλί, Μπουρκίνα Φάσο, Νίγηρ, Τσαντ, Πράσινο Ακρωτήριο, Σενεγάλη, Γκάμπια, Γουινέα Μπισάου, Γουινέα, Σιέρα Λεόνε, Λιβερία, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκάνα, Τόγκο, Μπενίν, Νιγηρία, Καμερούν, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Ισημερινή Γουινέα, Σάο Τομέ και Πρίνσιπε, Γκαμπόν, Κονγκό, Κονγκό (Λαοκρατική Δημοκρατία), Ρουάντα, Μπουρούντι, Αγία Ελένη και κτήσεις, Αγκόλα, Αιθιοπία, Ερυθραία, Τζιμπουτί, Σομαλία, Ουγκάντα, Τανζανία, Σεϋχέλλες και κτήσεις, βρετανικό έδαφος Ινδικού Ωκεανού, Μοζαμβίκη, Μαυρίκιος, Κομόρες, Μαγιότ, Ζάμπια, Μαλάουι, Νότιος Αφρική, Λεσότο.


(1)  Η υπαγωγή σ' αυτή τη διάκριση εξαρτάται από την προσκόμιση της βεβαιώσεως που εμφαίνεται στο παράρτημα του τροποποιημένου κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 32/82.

(2)  Η χορήγηση της επιστροφής εξαρτάται από την τήρηση των όρων που προβλέπονται από τον τροποποιημένο κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1964/82.

(3)  Χορηγούμενες σύμφωνα με τους όρους του τροποποιημένου κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2973/79.

(4)  Χορηγούμενες σύμφωνα με τους όρους του τροποποιημένου κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2051/96.

(5)  Η χορήγηση της επιστροφής εξαρτάται από την τήρηση των όρων που προβλέπονται από τον τροποποιημένο κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2388/84.

(6)  Η περιεκτικότητα σε άπαχο βόειο κρέας, εξαιρουμένου του λίπους, καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία ανάλυσης που αναφέρεται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2429/86 της Επιτροπής (ΕΕ L 210 της 1.8.1986, σ. 39). Ο όρος «μέση περιεκτικότητα» αναφέρεται στην ποσότητα του δείγματος, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2002 (ΕΕ L 117 της 4.5.2002, σ. 6). Διενεργείται δειγματοληψία από το τμήμα της σχετικής παρτίδας που παρουσιάζει τον υψηλότερο βαθμό κινδύνου.

(7)  Δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 10 του τροποποιημένου κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 καμία επιστροφή δεν χορηγείται κατά την εξαγωγή προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες και επανεξάγονται στις τρίτες χώρες.

Σημείωση: Οι κωδικοί των προϊόντων, καθώς και οι κωδικοί των προορισμών της σειράς «A» ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3846/87 της Επιτροπής (ΕΕ L 366 της 24.12.1987, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

Οι αλφαβητικοί-αριθμητικοί κωδικοί των προορισμών ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12).

Οι άλλοι προορισμοί καθορίζονται ως εξής:

B00

:

Όλοι οι προορισμοί (τρίτες χώρες, άλλα εδάφη, ανεφοδιασμός και προορισμοί που εξομοιούνται με εξαγωγή εκτός της Κοινότητας) εκτός της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.

B02

:

B04 και προορισμός EG.

B03

:

Αλβανία, Κροατία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Σερβία, Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ανεφοδιασμός πλοίων και εφοδιασμός σε καύσιμα [προορισμοί που εμφαίνονται στα άρθρα 36 και 45 και, εφόσον ενδείκνυται, στο άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/1999 της Επιτροπής (ΕΕ L 102 της 17.4.1999, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε].

B04

:

Τουρκία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Μολδαβία, Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιζικιστάν, Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη, Λίβανος, Συρία, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, Υπεριορδανία και Λωρίδα της Γάζας, Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ομάν, Υεμένη, Πακιστάν, Σρι Λάνκα, Μιανμάρ (Βιρμανία), Ταϊλάνδη, Βιετνάμ, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Κίνα, Βόρεια Κορέα, Χονγκ Κονγκ, Σουδάν, Μαυριτανία, Μαλί, Μπουρκίνα Φάσο, Νίγηρ, Τσαντ, Πράσινο Ακρωτήριο, Σενεγάλη, Γκάμπια, Γουινέα Μπισάου, Γουινέα, Σιέρα Λεόνε, Λιβερία, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκάνα, Τόγκο, Μπενίν, Νιγηρία, Καμερούν, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Ισημερινή Γουινέα, Σάο Τομέ και Πρίνσιπε, Γκαμπόν, Κονγκό, Κονγκό (Λαοκρατική Δημοκρατία), Ρουάντα, Μπουρούντι, Αγία Ελένη και κτήσεις, Αγκόλα, Αιθιοπία, Ερυθραία, Τζιμπουτί, Σομαλία, Ουγκάντα, Τανζανία, Σεϋχέλλες και κτήσεις, βρετανικό έδαφος Ινδικού Ωκεανού, Μοζαμβίκη, Μαυρίκιος, Κομόρες, Μαγιότ, Ζάμπια, Μαλάουι, Νότιος Αφρική, Λεσότο.


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/44


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 404/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για τον καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του χοιρείου κρέατος

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του χοιρείου κρέατος (1), και ιδίως το άρθρο 13 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75, η διαφορά μεταξύ των τιμών των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, στη διεθνή αγορά και στην Κοινότητα, μπορεί να καλυφθεί με επιστροφή κατά την εξαγωγή.

(2)

Δεδομένης της παρούσας κατάστασης της αγοράς στον τομέα του χοιρείου κρέατος, είναι σκόπιμο να καθοριστούν επιστροφές κατά την εξαγωγή με εφαρμογή των κανόνων και κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75, η κατάσταση της διεθνούς αγοράς ή οι ειδικές απαιτήσεις ορισμένων αγορών δύνανται να καταστήσουν αναγκαία τη διαφοροποίηση της επιστροφής για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75 ανάλογα με τον τόπο προορισμού.

(4)

Οι επιστροφές πρέπει να χορηγούνται μόνο για τα προϊόντα στα οποία επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα στην Κοινότητα και τα οποία φέρουν υγειονομικό σήμα που κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 1 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (2). Τα εν λόγω προϊόντα πρέπει επίσης να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (3) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (4).

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης χοιρείου κρέατος,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Χορηγούνται επιστροφές κατά την εξαγωγή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75, στα προϊόντα που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού και για τα ποσά που ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα υπό την προϋπόθεση της παραγράφου 2.

2.   Τα προϊόντα που είναι επιλέξιμα για επιστροφή βάσει της παραγράφου 1 πρέπει να πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και (ΕΚ) αριθ. 853/2004, ιδίως όσον αφορά την παρασκευή σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τη σήμανση καταλληλότητας που προβλέπονται στο παράρτημα I τμήμα I κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 9 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1913/2005 (ΕΕ L 307 της 25.11.2005, σ. 2).

(2)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55· διορθώθηκε στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 22.

(3)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206· διορθώθηκε στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 83.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Επιστροφές κατά την εξαγωγή στον τομέα του χοιρείου κρέατος που εφαρμόζονται από τις 9 Μαρτίου 2006

Κωδικός προϊόντος

Προορισμός

Μονάδα μέτρησης

Ποσό των επιστροφών

0210 11 31 9110

P08

EUR/100 kg

54,20

0210 11 31 9910

P08

EUR/100 kg

54,20

0210 19 81 9100

P08

EUR/100 kg

54,20

0210 19 81 9300

P08

EUR/100 kg

54,20

1601 00 91 9120

P08

EUR/100 kg

19,50

1601 00 99 9110

P08

EUR/100 kg

15,20

1602 41 10 9110

P08

EUR/100 kg

29,00

1602 41 10 9130

P08

EUR/100 kg

17,10

1602 42 10 9110

P08

EUR/100 kg

22,80

1602 42 10 9130

P08

EUR/100 kg

17,10

1602 49 19 9130

P08

EUR/100 kg

17,10

Σημ.: Οι κωδικοί των προϊόντων, καθώς και οι κωδικοί των προορισμών της σειράς «A» ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3846/87 της Επιτροπής (ΕΕ L 366 της 24.12.1987, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

Οι αριθμητικοί κωδικοί των προορισμών ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12).

Οι άλλοι προορισμοί καθορίζονται ως εξής:

P08

Όλοι οι προορισμοί πλην της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/46


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 405/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών κατά την εισαγωγή στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών καθώς και της αυγοαλβουμίνης και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2771/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα των αυγών (1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 4,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (2), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 4,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2763/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, όσον αφορά το κοινό καθεστώς συναλλαγών για την αυγοαλβουμίνη και την λακταλβουμίνη (3), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1484/95 της Επιτροπής (4), καθόρισε τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος σχετικά με την εφαρμογή των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών καθώς και της αυγοαλβουμίνης.

(2)

Προκύπτει από τον τακτικό έλεγχο των στοιχείων στα οποία βασίζεται ο καθορισμός των αντιπροσωπευτικών τιμών, για τα προϊόντα των τομέων του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης ότι πρέπει να τροποποιηθούν οι αντιπροσωπευτικές τιμές για τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις διακυμάνσεις των τιμών ανάλογα με την προέλευση· ότι πρέπει, συνεπώς, να δημοσιευθούν οι αντιπροσωπευτικές τιμές.

(3)

Πρέπει να εφαρμοστεί η τροποποίηση αυτή το συντομότερο δυνατό λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της αγοράς.

(4)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης κρέατος πουλερικών και αυγών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 αντικαθίσταται από το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 9 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 49· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 806/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 77· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 806/2003.

(3)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 104· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2916/95 της Επιτροπής (ΕΕ L 305 της 19.12.1995, σ. 49).

(4)  ΕΕ L 145 της 29.6.1995, σ. 47· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 224/2006 (ΕΕ L 38 της 9.2.2006, σ. 32).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή εμπορευμάτων

Αντιπροσωπευτική τιμή

(EUR/100 kg)

Εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3

(EUR/100 kg)

Προέλευση (1)

0207 12 90

Σφάγια από κοτόπουλα, που ονομάζονται “κοτόπουλα 65 %”, κατεψυγμένα

108,2

3

01

95,8

7

02

0207 14 10

Τεμάχια χωρίς κόκαλα από κατεψυγμένους πετεινούς ή κότες

190,7

35

01

221,6

24

02

277,8

7

03

0207 25 10

Σφάγια από γάλους και γαλοπούλες που παρουσιάζονται μαδημένα μη τεμαχισμένα, κατεψυγμένα — “γάλοι 80 %”

170,0

0

01

0207 27 10

Τεμάχια χωρίς κόκαλα από γαλοπούλες, κατεψυγμένα

247,4

15

01

261,8

11

03

1602 32 11

Παρασκευάσματα άψητα από πετεινούς ή κότες

179,7

34

01

167,9

40

02


(1)  Προέλευση εισαγωγών:

01

Βραζιλία

02

Αργεντινή

03

Χιλή.»


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/48


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 406/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του κρέατος πουλερικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2777/75, η διαφορά μεταξύ των τιμών των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, στη διεθνή αγορά και στην Κοινότητα, μπορεί να καλυφθεί με επιστροφή κατά την εξαγωγή.

(2)

Δεδομένης της παρούσας κατάστασης των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών, είναι σκόπιμο να καθοριστούν επιστροφές κατά την εξαγωγή με εφαρμογή των κανόνων και κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2777/75.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2777/75, η κατάσταση της διεθνούς αγοράς ή οι ειδικές απαιτήσεις ορισμένων αγορών δύνανται να καταστήσουν αναγκαία τη διαφοροποίηση της επιστροφής ανάλογα με τον τόπο προορισμού.

(4)

Οι επιστροφές πρέπει να χορηγούνται μόνο για τα προϊόντα στα οποία επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα στην Κοινότητα και τα οποία φέρουν το σήμα καταλληλότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (2). Τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να συμμορφώνονται επίσης με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (3).

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης κρέατος πουλερικών και αυγών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Χορηγούνται επιστροφές κατά την εξαγωγή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2777/75, στα προϊόντα που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού και για το ποσό που ορίζεται στο εν λόγω παράρτημα υπό την προϋπόθεση της παραγράφου 2.

2.   Τα προϊόντα που είναι επιλέξιμα για επιστροφή βάσει της παραγράφου 1 πρέπει να πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και (ΕΚ) αριθ. 853/2004, ιδίως όσον αφορά την παρασκευή σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις και την τήρηση των σχετικών με το σήμα καταλληλότητας όρων του παραρτήματος II τμήμα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 9 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 77· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1913/2005 (ΕΕ L 307 της 25.11.2005, σ. 2).

(2)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55· διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 22.

(3)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1· διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Επιστροφές κατά την εξαγωγή στον τομέα του κρέατος πουλερικών που εφαρμόζονται από τις 9 Μαρτίου 2006

Κωδικός προϊόντος

Προορισμός

Μονάδα μέτρησης

Ποσό των επιστροφών

0105 11 11 9000

A02

EUR/100 pcs

0,80

0105 11 19 9000

A02

EUR/100 pcs

0,80

0105 11 91 9000

A02

EUR/100 pcs

0,80

0105 11 99 9000

A02

EUR/100 pcs

0,80

0105 12 00 9000

A02

EUR/100 pcs

1,60

0105 19 20 9000

A02

EUR/100 pcs

1,60

0207 12 10 9900

V03

EUR/100 kg

40,00

0207 12 90 9190

V03

EUR/100 kg

40,00

0207 12 90 9990

V03

EUR/100 kg

40,00

0207 14 20 9900

V03

EUR/100 kg

20,00

0207 14 60 9900

V03

EUR/100 kg

20,00

0207 14 70 9190

V03

EUR/100 kg

20,00

0207 14 70 9290

V03

EUR/100 kg

20,00

Σημείωση: Οι κωδικοί των προϊόντων, καθώς και οι κωδικοί των προορισμών της σειράς «A» ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3846/87 της Επιτροπής (ΕΕ L 366 της 24.12.1987, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

Οι αριθμητικοί κωδικοί των προορισμών ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12).

Οι άλλοι προορισμοί καθορίζονται ως εξής:

V03

A24, Ανγκόλα, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ, Ομάν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία, Υεμένη, Λίβανος, Ιράκ, Ιράν.


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/50


ΟΔΗΓΊΑ 2006/29/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2006

για την τροποποίηση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων ιδρυμάτων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ή την προσθήκη τους σε αυτό

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 60 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ περιλαμβάνει κατάλογο των ιδρυμάτων που εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

(2)

Το Υπουργείο Οικονομικών της Δανίας και το Υπουργείο Εσωτερικών και Υγείας της Δανίας ζήτησε να συμπεριληφθεί η Ένωση Ενυπόθηκης Πίστης των Δήμων (KommuneKredit) στον κατάλογο του άρθρου 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, έτσι ώστε να εξαιρεθεί η Kommune Kredit από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Λαμβάνοντας υπόψη το νομικό καθεστώς και την ειδική της διάρθρωση, θεωρείται δικαιολογημένη η ένταξη της KommuneKredit στον κατάλογο του άρθρου 2 παράγραφος 3.

(3)

Το Υπουργείο Οικονομικών της Φινλανδίας επανέλαβε το αίτημά του να αντικατασταθεί η Kera OY/Kera Ab από την FinnveraOyj/Finnvera Abp στον κατάλογο του άρθρου 2 παράγραφος 3. Η Finnvera Plc προέκυψε από τη συγχώνευση της Kera Plc και του φινλανδικού οργανισμού εγγυήσεων. Η Finnvera Plc ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες όπως και η προκάτοχός της Kera Plc.

(4)

Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών της Ελλάδος ζήτησε τη διαγραφή της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου από τον κατάλογο των εξαιρέσεων του άρθρου 2 παράγραφος 3. Η πρώτη έπαυσε να υφίσταται μετά τη συγχώνευσή της με εμπορική τράπεζα, ενώ το δεύτερο θα λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2000/12/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 2 παράγραφος 3 τέταρτη περίπτωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

στη Δανία, του “Dansk Eksportfinansieringsfond”, του “Danmarks Skibskreditfond”, του “Dansk Landbrugs Realkreditfond” και του “Kommune Kredit”».

Άρθρο 2

Το άρθρο 2 παράγραφος 3 έκτη περίπτωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

στην Ελλάδα, του “Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων”».

Άρθρο 3

Το άρθρο 2 παράγραφος 3 δέκατη τέταρτη περίπτωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

στη Φινλανδία, της “Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AB” και της “Finnvera Oyj/Finnvera Abp”».

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 2006. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει από την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Συμβούλιο

9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/52


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 5/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΤΩΝ ΠΡΈΣΒΕΩΝ ΑΚΕ-ΕΚ

της 17ης Δεκεμβρίου 2004

σχετικά με τον δημοσιονομικό κανονισμό του Κέντρου Ανάπτυξης Επιχειρήσεων

(2006/192/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΕΩΝ ΑΚΕ-ΕΚ,

Έχοντας υπόψη:

τη συμφωνία εταιρικής σχέσης μεταξύ, αφενός των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού και αφετέρου, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, που υπογράφηκε στο Κοτονού, στις 23 Ιουνίου 2000 (1), καλούμενης εφεξής «η συμφωνία», και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 6 του παραρτήματος ΙΙΙ της εν λόγω συμφωνίας,

την εσωτερική συμφωνία της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 μεταξύ των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνεδρίασαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση της κοινοτικής βοήθειας που παρέχεται βάσει του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου της συμφωνίας,

το δημοσιονομικό κανονισμό ο οποίος εφαρμόζεται στο ένατο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (9ο ΕΤΑ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η επιτροπή των πρέσβεων θα πρέπει, μετά την υπογραφή της συμφωνίας να θεσπίσει το δημοσιονομικό κανονισμό του Κέντρου Ανάπτυξης Επιχειρήσεων, καλούμενου εφεξής «το Κέντρο»,

(2)

Η επιτροπή των πρέσβεων θα πρέπει να ορίσει τις διαδικασίες έγκρισης του προϋπολογισμού του Κέντρου,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

I.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΣ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΙΣΟΣΚΕΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ

Άρθρο 1

1.   Όλα τα έσοδα και τα έξοδα του Κέντρου πρέπει να περιλαμβάνονται σε προβλέψεις βασισμένες σε τεκμηριωμένο από άποψη δαπανών ετήσιο πρόγραμμα εργασίας, το οποίο θα καταρτισθεί για κάθε δημοσιονομικό έτος και πρέπει να εγγράφονται στον προϋπολογισμό.

2.   Τα έσοδα και τα έξοδα που εγγράφονται στον προϋπολογισμό, πρέπει να είναι ισοσκελισμένα.

Άρθρο 2

Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται και εκτελείται σε ευρώ και οι λογαριασμοί εμφανίζονται σε ευρώ. Εντούτοις, για τις ανάγκες του ταμείου, ο υπόλογος και, στην περίπτωση των παγίων προκαταβολών, οι υπόλογοι παγίων προκαταβολών είναι εξουσιοδοτημένοι να πραγματοποιούν πράξεις σε εθνικά νομίσματα των χωρών ΑΚΕ καθώς και της ΕΕ.

Άρθρο 3

1.   Τα έσοδα περιλαμβάνουν τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης, το ποσό που εισπράττεται από φόρους επί των αποδοχών, των μισθών και άλλων αμοιβών που καταβάλλονται από το Κέντρο, καθώς και διάφορες άλλες εισπράξεις.

2.   Τα έσοδα δύνανται επίσης να περιλαμβάνουν συνεισφορές άλλων χορηγών στον προϋπολογισμό του Κέντρου.

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του καταστατικού του και των διαδικαστικών κανόνων, το Κέντρο δύναται επίσης να διαχειρίζεται εξ ονόματος τρίτων πόρους που προορίζονται για την άσκηση δραστηριοτήτων που προβλέπονται στη συμφωνία. Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για τη διαχείριση των εν λόγω πόρων καθορίζονται στο άρθρο 37 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 4

Οι προβλέψεις δαπανών περιλαμβάνουν δαπάνες λειτουργίας και παρέμβασης. Μεταξύ των εν λόγω δύο ειδών δαπανών πρέπει να γίνεται σαφής διαχωρισμός.

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ

Άρθρο 5

1.   Το δημοσιονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου.

2.   Οι πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό επιτρέπονται για την περίοδο ενός δημοσιονομικού έτους.

α)

Εντούτοις, οι πιστώσεις που έχουν δεόντως αναληφθεί κατά τη διάρκεια ενός δημοσιονομικού έτους, αλλά δεν έχουν καταβληθεί μέχρι στις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω έτους, μεταφέρονται αυτομάτως μόνο στο επόμενο δημοσιονομικό έτος. Οι πιστώσεις που μεταφέρονται κατά τον τρόπο αυτό, πρέπει να εντοπίζονται σαφώς στους λογαριασμούς του τρέχοντος οικονομικού έτους.

β)

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις που εφαρμόζονται για μακροπρόθεσμα σχέδια, ο διευθυντής δύναται να εγκρίνει τη μεταφορά πιστώσεων για δεύτερο συνεχές έτος. Στους λογαριασμούς πρέπει να εμφανίζονται οι μεταφερθείσες κατά τον τρόπο αυτό πιστώσεις. Εντούτοις, ο διευθυντής ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο, κατά την επόμενη συνεδρίασή του, σχετικά με την εν λόγω απόφασή του.

γ)

Κατά τη λήξη της ισχύος κάθε χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου της συμφωνίας, οι τυχόν πιστώσεις που έχουν αναληφθεί αλλά δεν έχουν ακόμα καταβληθεί, μεταφέρονται αυτόματα στο επόμενο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της συμφωνίας. Οι αναληφθείσες πιστώσεις που δεν έχουν ακόμα καταβληθεί κατά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας, μεταφέρονται αλλά μόνο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, μεταξύ της εν λόγω συμφωνίας και της επομένης, ή, ενδεχομένως, κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο εκκαθάρισης.

δ)

Σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται για την κατάρτιση του προϋπολογισμού, οι εναπομένουσες πιστώσεις κατά τη λήξη του δημοσιονομικού έτους, διατίθενται εκ νέου για τους επόμενους προϋπολογισμούς.

3.   Εφόσον, κατά την αρχή του δημοσιονομικού έτους, ο προϋπολογισμός για το έτος αυτό δεν έχει εγκριθεί, ο διευθυντής, για να διασφαλίσει τη συνέχιση της λειτουργίας του Κέντρου, επιτρέπει την ανάληψη υποχρεώσεων, την έγκριση και την πληρωμή μηνιαίων διοικητικών και λειτουργικών δαπανών, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω μηνιαίες δαπάνες για το τρέχον έτος δεν δύνανται ωστόσο να υπερβαίνουν το ένα δωδέκατο των αντίστοιχων πιστώσεων, για κάθε άρθρο, που έχουν εγκριθεί στον προϋπολογισμό του προηγουμένου έτους.

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Άρθρο 6

1.   Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δηλαδή σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας.

2.   Η αρχή της οικονομίας ορίζει ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται από το Κέντρο για την άσκηση των δραστηριοτήτων του, καθίστανται εγκαίρως διαθέσιμα στην ενδεδειγμένη ποσότητα και ποιότητα και στην καλύτερη τιμή.

Η αρχή της αποδοτικότητας αφορά την καλύτερη σχέση μεταξύ χρησιμοποιηθέντων μέσων και επιτευχθέντων αποτελεσμάτων.

Η αρχή της αποτελεσματικότητας αφορά την υλοποίηση των συγκεκριμένων στόχων που έχουν τεθεί και την επίτευξη των αναμενόμενων αποτελεσμάτων.

3.   Για όλους τους τομείς δραστηριότητας που καλύπτονται από τον προϋπολογισμό, προσδιορίζονται στόχοι ειδικοί, μετρήσιμοι, επιτεύξιμοι, σχετικοί και χρονικά προγραμματισμένοι. Η επίτευξη των εν λόγω στόχων παρακολουθείται μέσω δεικτών απόδοσης για κάθε δραστηριότητα και παρέχεται ενημέρωση στη Γενική Διεύθυνση από τον διευθυντή. Η εν λόγω ενημέρωση παρέχεται το αργότερο κάθε έτος με τα έγγραφα που συνοδεύουν το προσχέδιο προϋπολογισμού και πρέπει να παρέχεται μαζί με τα έγγραφα που υποβάλλονται στην Επιτροπή για την αιτιολόγηση του ετήσιου κονδυλίου που ζητά το Κέντρο από το ΕΤΑ.

4.   Για τη βελτίωση της λήψης αποφάσεων, το Κέντρο διεξάγει τακτικά εκ των προτέρων και εκ των υστέρων αξιολογήσεις των προγραμμάτων ή δραστηριοτήτων, σύμφωνα με πολυετές πρόγραμμα αξιολόγησης που θα καταρτιστεί κατόπιν συμφωνίας με την Επιτροπή. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης περιλαμβάνονται στα έγγραφα που κοινοποιούνται στην Επιτροπή με σκοπό την αιτιολόγηση του ετήσιου ποσού το οποίο ζητά το Κέντρο από το ΕΤΑ.

II.   ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 7

1.   Εντός των ορίων του συνολικού προϋπολογισμού που διατίθεται για το Κέντρο βάσει του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου, αυξημένου με τις πιθανές συνεισφορές από άλλους χορηγούς, και βάσει των γενικών κατευθύνσεων που έχουν καθοριστεί με την εγκριθείσα από την Επιτροπή στρατηγική, ο διευθυντής καταρτίζει σχέδιο ετήσιου προγράμματος εργασίας και τον σχετικό προϋπολογισμό. Το εν λόγω σχέδιο διαβιβάζεται στο διοικητικό συμβούλιο, το αργότερο στις 15 Ιουλίου του έτους που προηγείται της εκτέλεσής του.

Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας και ο σχετικός προϋπολογισμός εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο, μέχρι στις 31 Ιουλίου και υποβάλλονται στην επιτροπή των πρέσβεων για έγκριση. Ο προϋπολογισμός διαβιβάζεται στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Επιτροπή), η οποία κινεί τις ισχύουσες κοινοτικές διαδικασίες όσον αφορά την αιτούμενη από το ΕΤΑ συνεισφορά, βάσει της προβλεπομένης προς τον σκοπό αυτό χωριστής διάθεσης πιστώσεων.

2.   Ο προϋπολογισμός είναι διαθέσιμος για την ανάληψη υποχρεώσεων μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια κοινοτική αρχή λαμβάνει την απόφαση χρηματοδότησης για την αιτούμενη συνεισφορά από το ΕΤΑ. Το Κέντρο ενημερώνεται σχετικά με την εν λόγω απόφαση.

3.   Οι όροι και οι προϋποθέσεις που ισχύουν για τη συνεισφορά του ΕΤΑ, καθορίζονται στη συμφωνία χρηματοδότησης που υπογράφεται μεταξύ του Κέντρου και της Επιτροπής.

4.   Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει τις κατάλληλες προβλέψεις εσόδων από άλλους χορηγούς.

Άρθρο 8

1.   Οι ημερομηνίες για την καταβολή της συνεισφοράς του ΕΤΑ καθορίζονται στη συμφωνία χρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3. Πρέπει επίσης να αφαιρείται η συνεισφορά από προηγούμενα δημοσιονομικά έτη, η οποία αντιπροσωπεύει ακυρωθείσες δαπάνες.

2.   Ο προϋπολογισμός υποδιαιρείται σε τίτλους (γραμμές του προϋπολογισμού), κεφάλαια, άρθρα και θέσεις, ανάλογα με τη φύση ή τους σκοπούς των εσόδων ή δαπανών.

Άρθρο 9

Εφόσον παρίσταται ανάγκη, ο διευθυντής υποβάλλει σχέδιο συμπληρωματικού ή διορθωτικού προϋπολογισμού, το οποίο εξετάζεται και εγκρίνεται κατά τον ίδιο τρόπο και σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες με εκείνες του προϋπολογισμού που περιλαμβάνει τις αρχικές προβλέψεις.

III.   ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 10

1.   Ο διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό με δική του ευθύνη, σύμφωνα με τις αρχές του τμήματος Ι, και εντός των ορίων των εγκεκριμένων πιστώσεων. Υποβάλλει έκθεση στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τη διαχείριση του προϋπολογισμού.

2.   Οι εγκριθείσες πιστώσεις χρησιμοποιούνται μόνο σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες του δημοσιονομικού κανονισμού και ειδικότερα την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 6.

Άρθρο 11

1.   Κανένα έσοδο δεν εισπράττεται και καμία δαπάνη δεν πραγματοποιείται εάν δεν έχει πιστωθεί ή χρεωθεί στο κατάλληλο άρθρο του προϋπολογισμού.

Δεν δύνανται να αναληφθούν ή να εγκριθούν δαπάνες καθ’ υπέρβαση των εγκεκριμένων πιστώσεων για το συγκεκριμένο δημοσιονομικό έτος ή των πιστώσεων που έχουν μεταφερθεί από προηγούμενα δημοσιονομικά έτη.

2.   Τα έσοδα και οι δαπάνες εγγράφονται πλήρως στους λογαριασμούς χωρίς καμία προσαρμογή του ενός σε σχέση με το άλλο.

Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό, τα ακόλουθα δύνανται να αφαιρεθούν από τα εγκριθέντα ποσά:

α)

πρόστιμα που επιβάλλονται για τμήμα της σύμβασης·

β)

αναπροσαρμογή ποσών που κατεβλήθησαν εσφαλμένα, με τη μείωση, επ’ ευκαιρία επακόλουθης εκκαθάρισης στο πλαίσιο του κεφαλαίου, του άρθρου και του δημοσιονομικού έτους, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκε η εν λόγω καθ’ υπέρβαση πληρωμή·

γ)

η αξία των οχημάτων, του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων που παρέχονται ως αντάλλαγμα κατά την αγορά νέων προϊόντων του ιδίου είδους· η καθαρή τιμή αγοράς εγγράφεται στους λογαριασμούς ως το ιστορικό κόστος για τον προσδιορισμό της αξίας απογραφής.

Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό, δύνανται να επαναχρησιμοποιηθούν τα ακόλουθα:

α)

επιστροφές αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών·

β)

έσοδα από πληρωμές ασφαλίστρων·

γ)

τα έσοδα από την πώληση οχημάτων, εξοπλισμού και εγκαταστάσεων που αποσύρονται με την ευκαιρία της αντικατάστασής τους·

δ)

τα έσοδα από την πώληση δημοσιεύσεων του Κέντρου.

Άρθρο 12

1.   Οι μεταφορές μεταξύ τίτλων αποφασίζονται από τον διευθυντή, με εξαίρεση την περίπτωση μεταφορών από ή προς άρθρα που αφορούν τις αποδοχές του προσωπικού. Ο διευθυντής ενημερώνει σχετικά με τις αποφάσεις του το διοικητικό συμβούλιο κατά την επόμενη συνεδρίασή του.

Οι μεταφορές μεταξύ τίτλων, εφόσον πρόκειται για άρθρα που αφορούν τις αποδοχές του προσωπικού, αποφασίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, βάσει προτάσεως του διευθυντή.

2.   Οι μεταφορές μεταξύ κεφαλαίων και στο εσωτερικό κεφαλαίων αποφασίζονται από τον διευθυντή, ο οποίος ενημερώνει σχετικά το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 13

Τα έσοδα του Κέντρου καταβάλλονται σε έναν ή περισσότερους λογαριασμούς που έχουν ανοιχθεί στο όνομα του Κέντρου.

IV.   ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 14

1.   Ο δημοσιονομικός έλεγχος ασκείται από δημοσιονομικό ελεγκτή και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, από έναν ή περισσότερους βοηθούς ελεγκτές, όλοι, δε, πρέπει να διαθέτουν την κατάλληλη πείρα στον τομέα των δημοσιονομικών κανονισμών διεθνών οργανισμών.

2.   Για διοικητικούς λόγους, ο ελεγκτής υποβάλλει έκθεση απευθείας στον διευθυντή, ενώ οι βοηθοί ελεγκτές αναφέρουν απευθείας στον ελεγκτή.

3.   Ο ελεγκτής και οι βοηθοί ελεγκτές ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο. Ο ελεγκτής και οι βοηθοί ελεγκτές δεσμεύονται από τον ισχύοντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Εντούτοις, κάθε μέτρο που αφορά πειθαρχικές πράξεις, την παύση, τη λήξη της περιόδου απασχόλησης ή δικαστικές διώξεις, πρέπει να προσυπογράφεται από το διοικητικό συμβούλιο, βάσει πλήρως αιτιολογημένης πρότασης του διευθυντή.

4.   Πριν την εξουσιοδότηση πράξης από διατάκτη, πρέπει να επαληθεύονται από τον δημοσιονομικό έλεγχο οι λειτουργικές και δημοσιονομικές πτυχές. Η εν λόγω επαλήθευση σκοπεί να διασφαλίσει ότι:

α)

η δαπάνη είναι νόμιμη και σύμφωνη με τις ισχύουσες διατάξεις·

β)

έχει εφαρμοστεί η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του άρθρου 6.

Η εν λόγω επαλήθευση οδηγεί στη χορήγηση ή την άρνηση της έγκρισης.

Ο δημοσιονομικός ελεγκτής παρέχει την έγκρισή του μόνον εφόσον κρίνει ότι πληρούνται οι ανωτέρω όροι. Σε κάθε περίπτωση αρνήσεως της έγκρισης, ο δημοσιονομικός ελεγκτής πρέπει να υποβάλλει γραπτώς παρατηρήσεις διευκρινίζοντας τους λόγους της άρνησης, που κοινοποιούνται στον διευθυντή.

Εκτός από περιπτώσεις ανεπάρκειας των πιστώσεων, ο διευθυντής δύναται, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, την οποία λαμβάνει με αποκλειστική ευθύνη του, να μη λάβει υπόψη την άρνηση του δημοσιονομικού ελεγκτή. Η εν λόγω απόφαση είναι τελική και δεσμευτική και ανακοινώνεται προς ενημέρωση στο δημοσιονομικό ελεγκτή. Ο διευθυντής ενημερώνει γραπτώς το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τη λήψη των εν λόγω αποφάσεων, κατά την επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου.

Ο δημοσιονομικός ελεγκτής έχει πρόσβαση σε όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία, καθώς και σε κάθε άλλο έγγραφο που αφορά τις δαπάνες και τα έσοδα που πρόκειται να ελεγχθούν. Δύναται επίσης να προβεί σε επαληθεύσεις επιτόπου.

5.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο ελεγκτής και οι βοηθοί ελεγκτές απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας. Δεν λαμβάνουν τυχόν οδηγίες και δεν τους επιβάλλονται περιορισμοί όσον αφορά την εκτέλεση της αποστολής που τους έχει ανατεθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος δημοσιονομικού κανονισμού, συνεπεία του διορισμού τους.

6.   Ο διευθυντής δύναται να ζητήσει από το δημοσιονομικό ελεγκτή να γνωμοδοτήσει για θέματα που αφορούν τη διάγνωση, την οργάνωση, τη βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών του Κέντρου. Ο διευθυντής δύναται επίσης να ζητήσει από τον δημοσιονομικό ελεγκτή να προβεί σε επαληθεύσεις εγγράφων και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, σε επιτόπου επαληθεύσεις για τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των πράξεων που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό.

7.   Κατά το πέρας κάθε δημοσιονομικού έτους, και το αργότερο μέχρι την 30ή Απριλίου του επομένου έτους, ο δημοσιονομικός ελεγκτής συντάσσει έκθεση επί των δραστηριοτήτων, στην οποία γνωμοδοτεί σχετικά με τη δημοσιονομική διαχείριση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Υποβάλλει την έκθεσή του στον διευθυντή, ο οποίος τη διαβιβάζει, ενδεχομένως μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις, στο διοικητικό συμβούλιο, κατά την επόμενη συνεδρίασή του.

Άρθρο 15

Οι εξωτερικοί ελεγκτές που αναφέρονται στο άρθρο 27 εκφράζουν ανεξάρτητες γνώμες σχετικά με την ποιότητα της διαχείρισης και τα συστήματα ελέγχου.

V.   ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 16

1.   Η διαχείριση του προϋπολογισμού του Κέντρου πραγματοποιείται βάσει της αρχής ότι διατάκτες και υπόλογοι είναι διαφορετικά πρόσωπα.

2.   Τα καθήκοντα του διατάκτη, του ελεγκτή και του υπόλογου είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους.

3.   Η διαχείριση των πιστώσεων βαρύνει τον διατάκτη, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος για την ανάληψη των δαπανών, για τη βεβαίωση των προς είσπραξη δικαιωμάτων και για την έκδοση των ενταλμάτων είσπραξης και των ενταλμάτων πληρωμής. Οι εισπράξεις και οι πληρωμές πραγματοποιούνται από τον υπόλογο.

Άρθρο 17

1.   Κάθε μέτρου που δύναται να οδηγήσει σε δαπάνες πληρωτέες από το Κέντρο, πρέπει να προηγείται πρόταση ανάληψης υποχρεώσεων, η οποία υποβάλλεται από τον διατάκτη. Η πρόταση, συνοδευόμενη από τα πρωτότυπα δικαιολογητικά έγγραφα, πρέπει να διαβιβάζεται στον δημοσιονομικό ελεγκτή για προηγούμενη επαλήθευση.

2.   Οι επαναληπτικές δαπάνες δύνανται να αποτελέσουν το αντικείμενο προσωρινής ανάληψης υποχρεώσεων.

3.   Τηρείται λογαριασμός με τις αναλήψεις υποχρεώσεων και τα εντάλματα πληρωμής.

Άρθρο 18

1.   Σκοπός της εκκαθάρισης των δαπανών από τον διατάκτη, είναι:

α)

η επαλήθευση της ύπαρξης δικαιωμάτων του δικαιούχου·

β)

ο προσδιορισμός ή η βεβαίωση της ύπαρξης και του ποσού του χρέους·

γ)

η βεβαίωση των όρων υπό τους οποίους η πληρωμή καθίσταται απαιτητή.

2.   Κάθε εκκαθάριση δαπάνης προϋποθέτει την υποβολή δικαιολογητικών που πιστοποιούν την ύπαρξη απαίτησης του δικαιούχου και, ενδεχομένως, την παροχή υπηρεσίας.

Άρθρο 19

1.   Εντολή πληρωμής είναι η πράξη με την οποία ο διατάκτης επιφορτίζει, με την έκδοση εντάλματος πληρωμής, τον υπόλογο, να πληρώσει δαπάνη της οποίας πραγματοποίησε την εκκαθάριση.

2.   Το ένταλμα πληρωμής συνοδεύεται από τα πρωτότυπα δικαιολογητικά έγγραφα, τα οποία φέρουν ή συνοδεύονται από την έγκριση του διατάκτη που πιστοποιεί την ακρίβεια των προς πληρωμή ποσών, την παραλαβή των προμηθειών ή την εκτέλεση της υπηρεσίας.

3.   Τα αντίγραφα των δικαιολογητικών εγγράφων, επικυρωμένα από τον διατάκτη ως ακριβή αντίγραφα των πρωτοτύπων, δύνανται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αντικαταστήσουν τα πρωτότυπα.

4.   Τα εντάλματα πληρωμής αποστέλλονται στον δημοσιονομικό έλεγχο για προηγούμενη επαλήθευση.

Άρθρο 20

1.   Η πληρωμή είναι η τελική πράξη η οποία απαλλάσσει το Κέντρο από τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του.

2.   Η πληρωμή των δαπανών πραγματοποιείται από τον υπόλογο εντός των ορίων των διαθέσιμων κεφαλαίων.

3.   Σε περίπτωση λογιστικού λάθους, ή αμφισβήτησης της εξοφλητικής ισχύος της πληρωμής, ή μη τήρησης των τύπων που υπαγορεύονται από τον παρόντα δημοσιονομικό κανονισμό, ο υπόλογος ενημερώνει αμέσως τον διατάκτη και τον δημοσιονομικό ελεγκτή. Ο διευθυντής δύναται να απαιτήσει γραπτώς και με δική του ευθύνη, την πραγματοποίηση της πληρωμής. Ο διευθυντής ενημερώνει γραπτώς το διοικητικό συμβούλιο, κατά την επόμενη συνεδρίασή του, σχετικά με τη λήψη ανάλογων αποφάσεων.

Άρθρο 21

1.   Κατά κανόνα, οι πληρωμές πραγματοποιούνται μέσω τραπεζικού λογαριασμού, κατά προτίμηση με τραπεζική μεταφορά, ή, εφόσον συντρέχει λόγος, με επιταγή. Οι συναλλαγές καθορίζονται σε ευρώ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον τούτο είναι σκόπιμο, δύναται να χρησιμοποιηθεί άλλο νόμισμα.

2.   Οι επιταγές και οι τραπεζικές εντολές μεταφοράς φέρουν δύο υπογραφές, εκ των οποίων η μία πρέπει να είναι εκείνη του υπόλογου.

3.   Ο διευθυντής δύναται, για δεόντως αιτιολογημένους λόγους, να επιτρέψει πληρωμές σε μετρητά. Για τις εν λόγω πληρωμές πρέπει να εκδίδεται απόδειξη.

4.   Ελλείψει πραγματικών ισοτιμιών, η ισοτιμία που πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό σε ευρώ των πληρωμών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν, ή των εσόδων που πρόκειται να εισπραχθούν σε τοπικό νόμισμα χώρας ΑΚΕ, είναι εκείνες που ισχύουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός της πραγματικής ημερομηνίας της πράξης, όπως έχουν καταγραφεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Άρθρο 22

1.   Για την πληρωμή ορισμένων κατηγοριών δαπανών, δύνανται να καθοριστούν πάγιες προκαταβολές, σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζονται από το Κέντρο.

2.   Κάθε απόφαση έγκρισης πάγιας προκαταβολής λαμβάνεται από τον διευθυντή, βάσει πρότασης του αρμόδιου για τον φάκελο υπαλλήλου. Πριν από την υποβολή της στον διευθυντή, κάθε πρόταση πρέπει να εγκρίνεται από τον υπόλογο και από τον δημοσιονομικό ελεγκτή.

3.   Σε κάθε απόφαση πρέπει να διευκρινίζεται:

το όνομα του υπόλογου για τις πάγιες προκαταβολές,

η αρμοδιότητα του εν λόγω ορισθέντος υπόλογου,

το μέγιστο ύψος της προκαταβολής,

η διάρκεια της χρησιμοποίησης των προκαταβολών,

τα μέσα με τα οποία θα παρασχεθούν τα δικαιολογητικά έγγραφα, καθώς και η σχετική προθεσμία,

το είδος και το μέγιστο ύψος κάθε δαπάνης.

4.   Πριν από κάθε πληρωμή προκαταβολών πρέπει να προηγείται ανάληψη υποχρεώσεων.

5.   Ο διατάκτης και ο υπόλογος λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλιστεί ότι οι εκκαθαρίσεις οι σχετικές με τις εγκριθείσες προκαταβολές, παρέχονται για τα ακριβή ποσά και εντός της απαιτούμενης προθεσμίας.

Άρθρο 23

1.   Ο διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη για τις πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κέντρου.

2.   Ο διευθυντής δύναται να αναθέσει ορισμένα από τα καθήκοντά του σε μέλη του προσωπικού που υπάγονται σε αυτόν. Κάθε απόφαση για την ανάθεση εξουσιών πρέπει να αναφέρει τη διάρκεια και τα όρια της εντολής άσκησης καθηκόντων διατάκτη.

3.   Ο διευθυντής δύναται να αναθέσει ορισμένα καθήκοντα δημοσιονομικής εκτέλεσης σε τρίτους, που θα είναι κατάλληλα επιλεγμένοι.

Άρθρο 24

1.   Ο υπόλογος ορίζεται από τον διευθυντή με σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Στο Κέντρο, ο υπόλογος είναι επιφορτισμένος με:

α)

την ορθή εκτέλεση των πληρωμών, την είσπραξη των εσόδων και την ανάκτηση των ποσών που εντοπίστηκαν ως εισπράξιμα·

β)

την προετοιμασία και την παρουσίαση των λογαριασμών σύμφωνα με το άρθρο 26·

γ)

την τήρηση λογαριασμών σύμφωνα με το άρθρο 26·

δ)

την εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 26, των λογιστικών κανόνων και μεθόδων, καθώς και του λογιστικού σχεδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν εγκριθεί από τον λογιστή της Επιτροπής·

ε)

τη θέσπιση και την επικύρωση λογιστικών συστημάτων, καθώς και, ενδεχομένως, την επικύρωση συστημάτων που έχουν θεσπιστεί από τον διατάκτη και προορίζονται για την παροχή ή την αιτιολόγηση λογιστικών πληροφοριών·

στ)

τη διαχείριση του ταμείου.

3.   Ο υπόλογος λαμβάνει από τον διατάκτη, ο οποίος εγγυάται την αξιοπιστία τους, όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την τήρηση λογαριασμών, που θα παρουσιάζουν πιστή εικόνα των οικονομικών στοιχείων του Κέντρου, καθώς και της δημοσιονομικής εκτέλεσης.

4.   Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και με το άρθρο 22, ο υπόλογος είναι το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο για τη διαχείριση των κονδυλίων και των λοιπών οικονομικών στοιχείων. Είναι υπεύθυνος για την ασφαλή φύλαξη των εν λόγω στοιχείων.

5.   Ο υπόλογος δύναται να αναθέσει ορισμένα καθήκοντα σε υφισταμένους του, οι οποίοι υπάγονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων του.

6.   Η πράξη ανάθεσης καθορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στους υφισταμένους καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

Άρθρο 25

1.   Η αναζήτηση κάθε ποσού που οφείλεται στο Κέντρο προϋποθέτει την έκδοση εντάλματος είσπραξης από τον διατάκτη. Τα εντάλματα είσπραξης υποβάλλονται στον εσωτερικό φορέα ελέγχου για προηγούμενη επαλήθευση.

2.   Ο υπόλογος έχει την ευθύνη των ενταλμάτων είσπραξης που του διαβιβάζει ο διατάκτης.

3.   Για κάθε πληρωμή σε χρήματα στο ταμείο του υπόλογου ή του υπεύθυνου για τις προκαταβολές, εκδίδεται απόδειξη.

VI.   ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ, ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ, ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ (OLAF)

Άρθρο 26

1.   Η λογιστική τηρείται σε ευρώ, ανά ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με τη μέθοδο της διπλής καταγραφής. Εμφανίζεται το σύνολο των εσόδων και των δαπανών από την 1η Ιανουαρίου έως στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους και περιλαμβάνει τα πρωτότυπα δικαιολογητικά έγγραφα.

Το κλείσιμο των λογαριασμών πραγματοποιείται κατά το πέρας του δημοσιονομικού έτους, για να παράσχει τη δυνατότητα κατάρτισης των λογαριασμών του Κέντρου.

2.   Οι εγγραφές πραγματοποιούνται βάσει λογιστικού συστήματος που περιλαμβάνει την ονοματολογία των θέσεων του προϋπολογισμού και κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ των λογαριασμών που επιτρέπουν την κατάρτιση του ισολογισμού και εκείνων που επιτρέπουν την κατάρτιση των λογαριασμών εσόδων και δαπανών. Οι εν λόγω εγγραφές δύνανται να καταγράφονται σε ηλεκτρονικό σύστημα που θα παράσχει τη δυνατότητα κατάρτισης γενικού μηνιαίου ισολογισμού. Οι προκαταβολές εγγράφονται λογιστικά σε προσωρινό λογαριασμό και εκκαθαρίζονται το αργότερο κατά το τέλος του επόμενου δημοσιονομικού έτους, εκτός από την περίπτωση προκαταβολών με μόνιμο χαρακτήρα.

3.   Εφόσον ο διατάκτης, ο ελεγκτής και ο υπόλογος κρίνουν από κοινού ότι το σύστημα παρέχει εγγυήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις ασφάλειας, το Κέντρο δύναται να χρησιμοποιήσει ηλεκτρονικές μεθόδους επεξεργασίας.

4.   Οι χωριστοί λογαριασμοί που τηρούνται για τα κονδύλια που διαχειρίζονται εξ ονόματος τρίτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 37, ενοποιούνται στον ισολογισμό και τον λογαριασμό εσόδων και δαπανών του Κέντρου.

5.   Το Κέντρο καταρτίζει ισολογισμό και λογαριασμό εσόδων και δαπανών το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους N + 1.

Στον ισολογισμό εμφαίνονται οι χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις του Κέντρου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους Ν.

Ο λογαριασμός εσόδων και εξόδων περιλαμβάνει:

α)

πίνακα «Έσοδα» που περιλαμβάνει:

αναμενόμενες εισπράξεις από το ΕΤΑ, βάσει των εγκεκριμένων αναλήψεων υποχρεώσεων του τρέχοντος έτους, καθώς και των μεταφερθεισών από προηγούμενα έτη,

τα πραγματικά έσοδα που προέρχονται από φόρους επί των αμοιβών και εισπραχθέντες τόκους,

άλλα πραγματικά έσοδα·

β)

πίνακα «Δαπάνες» που περιλαμβάνει:

τις πραγματικές πληρωμές για αναλήψεις υποχρεώσεων του έτους, που μεταφέρθηκαν από προηγούμενα δημοσιονομικά έτη,

τις πραγματικές πληρωμές ή αναλήψεις υποχρεώσεων που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του έτους Ν,

περιληπτικό πίνακα στον οποίο εμφαίνονται οι πραγματικές πληρωμές για έπιπλα, εξοπλισμό και άλλα στοιχεία απογραφής,

εγκεκριμένες αναλήψεις υποχρεώσεων που πρέπει να μεταφερθούν στο επόμενο οικονομικό έτος·

γ)

σημειώσεις για τους λογαριασμούς που περιλαμβάνουν:

τις εφαρμοζόμενες λογιστικές αρχές,

συνοπτικούς πίνακες κονδυλίων που αναλήφθηκαν, κατεβλήθησαν, ακυρώθηκαν ή μεταφέρθηκαν για το προηγούμενο και το τρέχον έτος,

λεπτομερείς σημειώσεις και υπολογισμούς που αιτιολογούν τα στοιχεία της δημοσιονομικής κατάστασης.

6.   Κάθε τρίμηνο, συντάσσεται έκθεση οικονομικής κατάστασης, στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ως προς την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού και τη χρησιμοποίηση πιστώσεων που μεταφέρθηκαν. Η εν λόγω έκθεση οικονομικής κατάστασης πιστοποιείται από τον δημοσιονομικό ελεγκτή και διαβιβάζεται στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 27

1.   Το διοικητικό συμβούλιο ορίζει επαγγελματική εταιρεία ελεγκτών διεθνούς φήμης για περίοδο τριών ετών από κατάσταση τουλάχιστον τριών προτεινόμενων εταιρειών, με σκοπό τον έλεγχο των λογαριασμών του Κέντρου. Εντούτοις, η ίδια εταιρεία ελεγκτών δεν δύναται να ορισθεί για περισσότερα από τρία συνεχή έτη.

2.   Οι ελεγκτές ελέγχουν τα βιβλία και το ταμείο του Κέντρου, διασφαλίζουν ότι οι καταστάσεις απογραφής και οι ισολογισμοί έχουν καταρτισθεί δεόντως και με καλή πίστη, σύμφωνα με τις δέουσες λογιστικές διαδικασίες και διασφαλίζουν την ορθότητα των στοιχείων που αφορούν τους λογαριασμούς του Κέντρου.

Σκοπός του ελέγχου είναι να αποδειχθεί η νομιμότητα και η κανονικότητα όλων των εσόδων που εισπράχθηκαν και των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν, καθώς και η ποιότητα της χρηματοδοτικής διαχείρισης.

Οι ελεγκτές πιστοποιούν ότι οι δημοσιονομικές καταστάσεις έχουν συνταχθεί καταλλήλως και σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, καθώς και ότι αντικατοπτρίζουν ακριβώς την οικονομική κατάσταση του Κέντρου.

3.   Οι ελεγκτές παρέχουν στο Κέντρο συμβουλές σχετικές με την αντιμετώπιση κινδύνων, γνωμοδοτώντας ανεξάρτητα σχετικά με την ποιότητα της διαχείρισης και τα συστήματα ελέγχου και διατυπώνοντας συστάσεις για τη βελτίωση των όρων εκτέλεσης των πράξεων και για την προώθηση της χρηστής οικονομικής διαχείρισης.

Οι ελεγκτές είναι επιφορτισμένοι με:

α)

την αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των εσωτερικών συστημάτων διαχείρισης, καθώς και της αποδοτικότητας του Κέντρου ως προς την υλοποίηση των προγραμμάτων και των δράσεων σε σχέση με τους σχετικούς κινδύνους και

β)

την εκτίμηση της επάρκειας και της ποιότητας των εσωτερικών συστημάτων ελέγχου που εφαρμόζονται σε κάθε πράξη σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

4.   Οι ελεγκτές ασκούν τα καθήκοντά τους σε όλες τις δραστηριότητες και υπηρεσίες του Κέντρου. Έχουν πλήρη και απεριόριστη πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.   Κατά το κλείσιμο κάθε δημοσιονομικού έτους, οι ελεγκτές συντάσσουν έκθεση το αργότερο μέχρι την 30ή Ιουνίου. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στον διευθυντή, ο οποίος με τη σειρά του τη διαβιβάζει μαζί με τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του στο διοικητικό συμβούλιο. Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει στη συνέχεια την έκθεση στην επιτροπή, μαζί με τις συστάσεις του.

Βάσει της εν λόγω έκθεσης και των εκθέσεων της οικονομικής κατάστασης, η επιτροπή παρέχει απαλλαγή στον διευθυντή σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Άρθρο 28

Η Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) δύνανται να προβαίνουν σε ελέγχους σχετικά με τις χορηγηθείσες πιστώσεις στο Κέντρο από το ΕΤΑ, σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό ΕΤΑ. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δύναται να ελέγξει τη νομιμότητα και την κανονικότητα των εσόδων και των δαπανών, καθώς και την τήρηση των διατάξεων της συμφωνίας και εκείνων του δημοσιονομικού κανονισμού του ένατου ΕΤΑ.

VII.   ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΚΤΩΝ, ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΟΥ, ΤΩΝ ΒΟΗΘΩΝ ΥΠΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΓΙΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

Άρθρο 29

Οι διατάκτες οι οποίοι κατά τη βεβαίωση των προς είσπραξη εσόδων, την έκδοση των ενταλμάτων είσπραξης, την ανάληψη υποχρεώσεων δαπανών ή την υπογραφή ενταλμάτων πληρωμής, παραβιάζουν τον παρόντα δημοσιονομικό κανονισμό, υπέχουν πειθαρχικές και ενδεχομένως χρηματικές ευθύνες. Το αυτό ισχύει και όταν αμελούν να συντάξουν ένα έγγραφο που δημιουργεί απαίτηση ή όταν αμελούν ή καθυστερούν την έκδοση ενταλμάτων είσπραξης χωρίς αιτιολόγηση. Η εν λόγω ευθύνη δύναται στοιχειοθετηθεί μόνο εφόσον το σφάλμα έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως ή ήταν το αποτέλεσμα σοβαρής παράλειψης εκ μέρους των.

Άρθρο 30

1.   Ο υπόλογος και οι βοηθοί υπόλογοι υπέχουν πειθαρχική και ενδεχομένως χρηματική ευθύνη για τις πληρωμές που πραγματοποιούν κατά παράβαση του άρθρου 19.

Είναι πειθαρχικώς και χρηματικώς υπεύθυνοι για κάθε απώλεια ή μείωση των κεφαλαίων, των αξιών και των εγγράφων των οποίων έχουν τη φύλαξη, εφόσον η απώλεια ή η μείωση αυτή προκύπτει από σφάλμα εκ προθέσεως ή από σοβαρή αμέλεια που τους καταλογίζεται.

Υπό τους αυτούς όρους, είναι υπεύθυνοι για την ορθή εκτέλεση των εντολών που λαμβάνουν σχετικά με τη χρησιμοποίηση και τη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών και ιδίως:

α)

όταν οι πληρωμές ή οι εισπράξεις που πραγματοποιούν δεν συμφωνούν με τα ποσά που αναφέρονται στα εντάλματα πληρωμής ή είσπραξης·

β)

όταν πραγματοποιούν πληρωμές σε πρόσωπα άλλα από αυτά των δικαιούχων.

2.   Οι υπόλογοι παγίων προκαταβολών είναι πειθαρχικώς και ενδεχομένως χρηματικώς υπεύθυνοι στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν αδυνατούν να αιτιολογήσουν με τα κατάλληλα αποδεικτικά έγγραφα πληρωμές που έχουν πραγματοποιήσει·

β)

όταν πραγματοποιούν πληρωμές σε πρόσωπα άλλα από αυτά των δικαιούχων.

Οι υπόλογοι παγίων προκαταβολών είναι πειθαρχικώς και χρηματικώς υπεύθυνοι για κάθε απώλεια ή μείωση των κεφαλαίων, των αξιών και των εγγράφων των οποίων έχουν τη φύλαξη, εάν η εν λόγω απώλεια ή μείωση προκύπτει από σφάλμα εκ προθέσεως ή από σοβαρή αμέλεια που τους καταλογίζεται.

Άρθρο 31

1.   Ο υπόλογος, οι βοηθοί υπόλογοι και οι υπόλογοι παγίων προκαταβολών ασφαλίζονται κατά των κινδύνων που διατρέχουν κατά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους.

Το Κέντρο καλύπτει τις σχετικές δαπάνες ασφάλισης. Διευκρινίζει τις κατηγορίες των μελών του προσωπικού που υπηρετούν ως υπόλογοι, βοηθοί υπόλογοι και υπόλογοι παγίων προκαταβολών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους θα καλύψει τα έξοδα ασφάλισης που επιβαρύνουν τα εν λόγω μέλη του προσωπικού για την προστασία τους από τους κινδύνους που διατρέχουν στο πλαίσιο της ασκήσεως των αντίστοιχων καθηκόντων τους.

2.   Στον υπόλογο, στους βοηθούς υπολόγους και στους υπολόγους παγίων προκαταβολών χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις. Το επίπεδο των εν λόγω αποζημιώσεων καθορίζεται σε κανονισμό τον οποίο θα συντάξει το Κέντρο. Τα ποσά που αντιστοιχούν στις εν λόγω αποζημιώσεις πιστώνονται κάθε μήνα σε λογαριασμό που ανοίγεται από το Κέντρο στο όνομα καθενός από τους υπαλλήλους αυτούς, προκειμένου να συσταθεί ένα κεφάλαιο εγγύησης που προορίζεται να καλύψει τις τυχόν απώλειες για τις οποίες το εν λόγω πρόσωπο θα μπορούσε να είναι υπεύθυνο, στο βαθμό που η εν λόγω απώλεια δεν έχει καλυφθεί με επιστροφές από τις ασφαλιστικές εταιρείες.

Το πιστωτικό υπόλοιπο των εν λόγω λογαριασμών εγγύησης καταβάλλεται στους ενδιαφερόμενους αφού παύσουν να ασκούν καθήκοντα υπόλογου, βοηθού υπόλογου ή υπόλογου παγίων προκαταβολών και αφού τους δοθεί τελική απαλλαγή όσον αφορά τη διαχείρισή τους.

3.   Η απαλλαγή παρέχεται στον υπόλογο, τους βοηθούς υπόλογους και τον υπόλογο παγίων προκαταβολών από τον διευθυντή, βάσει της έκθεσης εξωτερικών ελεγκτών, εντός δύο ετών από το κλείσιμο συγκεκριμένου οικονομικού έτους.

Άρθρο 32

Η χρηματική και πειθαρχική ευθύνη την οποία υπέχουν ο διατάκτης, οι βοηθοί υπόλογοι και οι υπόλογοι παγίων προκαταβολών, καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων του Κέντρου.

VIII.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Article 33

Η ανάθεση των συμβάσεων που συνάπτονται από το Κέντρο για την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, σε συνδυασμό ενδεχομένως με τις διατάξεις της συμφωνίας και των γενικών κανονισμών που έχουν εκδοθεί στη βάση αυτή από το Συμβούλιο Υπουργών ΑΚΕ-ΕΚ, καθώς και από τους κανόνες που αφορούν την ανάθεση συμβάσεων στον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται για το ΕΤΑ· οι υποψήφιοι πρέπει να είναι υπήκοοι των κρατών μελών της Κοινότητας ή των κρατών ΑΚΕ, εκτός από περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, που έχουν εγκριθεί από τον διευθυντή.

Σε περίπτωση αντίθεσης, εφαρμόζονται οι κανόνες του τμήματος Α.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«Απευθείας ανάθεση»

Διαδικασία στην οποία το Κέντρο διαβουλεύεται με τον υποψήφιο της επιλογής του και διαπραγματεύεται τους όρους της σύμβασης με αυτόν.

2)

«Απλουστευμένη διαδικασία»

Διαδικασία χωρίς προηγούμενη δημοσίευση και όρους εντολής, στην οποία δύνανται να υποβάλουν προσφορές μόνο οι υποψήφιοι (τουλάχιστον τρεις) που έχουν κληθεί από το Κέντρο.

3)

«Διαδικασία με διαπραγμάτευση»

Διαδικασία χωρίς προηγούμενη δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού και των όρων εντολής, κατά την οποία το Κέντρο διαβουλεύεται με τον ή τους υποψηφίους της επιλογής του και διαπραγματεύεται με έναν ή περισσότερους από αυτούς, τους όρους της σύμβασης. Πρέπει να ισχύει ένας ή περισσότεροι από τους όρους που καθορίζονται στο σημείο Γ.1 ε) κατωτέρω.

4)

«Κλειστή πρόσκληση υποβολής προσφορών χωρίς δημοσίευση»

Διαδικασία κατά την οποία μόνο οι υποψήφιοι που καλούνται από το Κέντρο με βάση τα στοιχεία του φακέλου των προμηθευτών, δύνανται να υποβάλουν προσφορά σχετική με τη συγγραφή υποχρεώσεων που συντάσσεται από το Κέντρο.

5)

«Κλειστή πρόσκληση υποβολής προσφορών με δημοσίευση»

Διαδικασία στην οποία μόνο οι υποψήφιοι που καλούνται από το Κέντρο δύνανται να υποβάλουν προσφορά σχετική με την ανακοίνωση και τη συγγραφή υποχρεώσεων που έχουν δημοσιευθεί από το Κέντρο.

6)

«Ανοιχτή πρόσκληση υποβολής προσφορών»

Διαδικασία στην οποία μόνο τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις τους δύνανται να υποβάλουν προσφορά σχετική με την πρόσκληση και τους όρους εντολής που δημοσιεύθηκαν από το Κέντρο.

1)

Συμβάσεις προμηθειών

α)

Συνάπτονται με ανοικτό διαγωνισμό συμβάσεις που αφορούν την αγορά ή τη μίσθωση προμηθειών, εξοπλισμού ή κινητών αγαθών. Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Κοινότητας ή κράτους ΑΚΕ, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που εγκρίνονται από τον διευθυντή·

β)

οι συμβάσεις δύνανται να συνάπτονται με απευθείας ανάθεση (ενιαία προσφορά) όταν το συνολικό ύψος της σύμβασης δεν υπερβαίνει το ποσό των 4 999 ευρώ·

γ)

οι συμβάσεις συνάπτονται με απλουστευμένη διαδικασία, μετά από διαβούλευση με τουλάχιστον τρεις προμηθευτές, εφόσον το συνολικό ύψος της σύμβασης είναι μεταξύ 5 000 ευρώ και 29 999 ευρώ·

δ)

οι συμβάσεις συνάπτονται μετά από προκήρυξη κλειστού μειοδοτικού διαγωνισμού σε τρεις τουλάχιστον υποψηφίους, χωρίς δημοσίευση της προκήρυξης, εφόσον το συνολικό ύψος της σύμβασης ανέρχεται σε ποσό μεταξύ 30 000 ευρώ και 149 999 ευρώ·

ε)

δύνανται να συνάπτονται μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση, με σύμφωνη γνώμη του διευθυντή και βάσει δεόντως αιτιολογημένου φακέλου, εφόσον το ποσό της σύμβασης υπερβαίνει τα 4 999 ευρώ και ισχύει ένας ή πλείονες των ακόλουθων όρων:

για λόγους επείγουσας ανάγκης, που δεν αποδίδονται στο Κέντρο,

για λόγους ειδικά τεχνικούς και δεόντως αιτιολογημένους,

όταν η σύμβαση αφορά συμπληρωματικές προμήθειες, υπηρεσίες ή εργασίες οι οποίες, από τεχνική άποψη, δεν δύνανται να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση,

όταν η πρόσκληση υποβολής προσφορών ήταν ανεπιτυχής.

Οι όροι υπό τους οποίους δύνανται να εγκριθούν οι παρεκκλίσεις του στοιχείου ε) διευκρινίζονται σε εσωτερική οδηγία του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο ενημερώνεται πάραυτα για κάθε σχετική απόφαση.

2)

Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών

α)

Συνάπτονται συμβάσεις που αφορούν την παροχή υπηρεσιών, μετά από προκήρυξη κλειστού διαγωνισμού, που αποστέλλεται τουλάχιστον σε τρεις υποψηφίους. Οι εν λόγω υποψήφιοι πρέπει να είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Κοινότητας ή κράτους ΑΚΕ, με εξαίρεση δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που εγκρίνονται από τον διευθυντή·

β)

οι συμβάσεις δύνανται να συνάπτονται με απευθείας ανάθεση εφόσον το συνολικό κόστος των υπηρεσιών για το Κέντρο δεν υπερβαίνει τα 4 999 ευρώ·

γ)

οι συμβάσεις συνάπτονται με απλουστευμένη διαδικασία, μετά από διαβούλευση με τρεις τουλάχιστον προμηθευτές, εφόσον το συνολικό κόστος των υπηρεσιών για το Κέντρο ανέρχεται σε ποσό μεταξύ 5 000 ευρώ και 199 999 ευρώ. Εντούτοις, για συμβάσεις μεταξύ 150 000 ευρώ και 199 999 ευρώ, η διαβούλευση πρέπει να πραγματοποιείται με βάση λεπτομερείς όρους εντολής·

δ)

οι συμβάσεις συνάπτονται μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση, μετά από σύμφωνη γνώμη του διευθυντή και βάσει δεόντως αιτιολογημένου φακέλου, εφόσον το ποσό της σύμβασης υπερβαίνει τα 4 999 ευρώ και ισχύει ένας ή πλείονες των όρων του σημείου Γ.1 στοιχείο ε).

3)

Ο ανάδοχος επιλέγεται με βάση τη δηλωθείσα τιμή, την απόδειξη της επαγγελματικής του ικανότητας, της εμπειρίας και της οικονομικής ευρωστίας, καθώς και με βάση την προτεινόμενη προθεσμία για την εκτέλεση της σύμβασης.

4)

Οι συμβάσεις καταρτίζονται αποκλειστικά σε ευρώ.

5)

Σε περιπτώσεις που οι υπηρεσίες που καλύπτονται από τα σημεία 1 και 2 κατανέμονται σε διάφορες συμβάσεις, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό κόστος των υπηρεσιών.

6)

Σε ειδικές περιπτώσεις, το Κέντρο δύναται να αναθέσει τη διοργάνωση απλουστευμένων διαδικασιών και διαγωνισμών σε εξωτερικό φορέα, υπό τον όρο ότι η επιλογή των εταιρειών που θα κληθούν, οι όροι εντολής και η επιλογή του αναδόχου θα παραμείνει αποκλειστική αρμοδιότητα του Κέντρου ή, σε περίπτωση συγχρηματοδότησης, κοινή αρμοδιότητα του Κέντρου και των λοιπών φορέων συγχρηματοδότησης.

Άρθρο 34

Το Κέντρο δύναται να συμμετάσχει χρηματοδοτικά σε πρωτοβουλίες επιχειρήσεων, επιχειρηματιών, ενδιάμεσων και φορέων παροχής υπηρεσιών, ως εξής:

1)

Το Κέντρο δύναται να συμμετάσχει στο κόστος των υπηρεσιών για επιλέξιμα σχέδια για τα οποία την ευθύνη της χρηματοδότησης και διαχείρισης φέρει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπήκοος ενός κράτους μέλους της Κοινότητας ή ενός κράτους ΑΚΕ και που έχει υποβάλει στο Κέντρο αίτηση για τη χορήγηση συνδρομής.

2)

Το Κέντρο εκτιμά το κόστος των υπηρεσιών, την επιλογή των προμηθευτών, την απόδειξη της επαγγελματικής ικανότητας, της εμπειρίας και της οικονομικής ευρωστίας, καθώς και την προθεσμία για την ολοκλήρωση των εργασιών και τις αναμενόμενες επιπτώσεις του προγράμματος που προτείνεται από τον δικαιούχο. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί κατάσταση κριτηρίων παρεμφερή με τη χρησιμοποιούμενη από την Επιτροπή για τη διοίκηση του ΕΤΑ, προσαρμοσμένη ώστε να αντιστοιχεί στους σκοπούς του Κέντρου.

3)

Εφόσον είναι υπεργολάβος, ο δικαιούχος πρέπει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 33.

4)

Οι συμφωνίες συνάπτονται αποκλειστικά σε ευρώ.

5)

Οι μέθοδοι εφαρμογής της εν λόγω συμμετοχής καθορίζονται σε εσωτερική οδηγία.

Άρθρο 35

1.   Τηρείται μόνιμο βιβλίο απογραφής ολόκληρης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Κέντρου. Στο βιβλίο απογραφής εγγράφεται μόνο η κινητή ιδιοκτησία της οποίας η αξία ανέρχεται σε 350 ευρώ ή περισσότερο. Ο αριθμός απογραφής αναγράφεται σε κάθε τιμολόγιο πριν από την πληρωμή του.

2.   Οι πωλήσεις κινητών και εξοπλισμού, των οποίων η αξία αγοράς υπερβαίνει τα 1 000 ευρώ, θα αποτελούν το αντικείμενο κατάλληλης διαφήμισης, σύμφωνα με την εσωτερική οδηγία που θα εκπονηθεί από τον διευθυντή.

3.   Εφόσον οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο ή αντικείμενο του καταλόγου απογραφής έχει απομακρυνθεί, αποσυρθεί ή εξαφανιστεί λόγω απώλειας ή κλοπής ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, συντάσσεται δελτίο που υπογράφεται από τον διευθυντή και τον αρμόδιο για τον εξοπλισμό και πιστοποιείται από τον εσωτερικό έλεγχο.

4.   Το Κέντρο τηρεί υλική και λογιστική απογραφή, τα στοιχεία της οποίας αντιπαραβάλλονται τακτικά. Η αντιπαραβολή αυτή θεωρείται από τον φορέα εσωτερικού ελέγχου.

Άρθρο 36

Ο παρών δημοσιονομικός κανονισμός εφαρμόζεται πλήρως στις αποκεντρωμένες δομές του Κέντρου.

IX.   ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΡΙΤΩΝ

Άρθρο 37

1.   Το Κέντρο δύναται επίσης να διαχειρίζεται πόρους που προορίζονται για την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στη συμφωνία, για λογαριασμό τρίτων. Ο κατάλογος των εν λόγω πόρων περιλαμβάνεται σε παράρτημα του προϋπολογισμού του Κέντρου.

2.   Ο παρών δημοσιονομικός κανονισμός εφαρμόζεται για τη διαχείριση των εν λόγω πόρων.

Εντούτοις, η διαχείριση άλλων πόρων που διατίθενται από την Επιτροπή διέπεται από τις δημοσιονομικές διατάξεις που θεσπίζονται σε συμφωνία που υπογράφεται από την Επιτροπή και το Κέντρο. Ελλείψει των εν λόγω διατάξεων, ο παρών δημοσιονομικός κανονισμός εξακολουθεί να ισχύει.

3.   Επισυνάπτονται επίσης στον προϋπολογισμό του Κέντρου οι δέουσες προβλέψεις δαπανών που θα χρηματοδοτηθούν από τους εν λόγω πόρους. Είναι σκόπιμο να γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ λειτουργικών δαπανών και δαπανών παρέμβασης.

4.   Τηρούνται χωριστοί λογαριασμοί για τη διαχείριση των εν λόγω πόρων για λογαριασμό τρίτων.

5.   Για κάθε κονδύλι που διαχειρίζεται το Κέντρο για λογαριασμό τρίτου, τα δελτία δημοσιονομικής κατάστασης περιλαμβάνουν ισολογισμό και λογαριασμό εσόδων και δαπανών, όπου εμφαίνεται η κατάσταση στις 31 Δεκεμβρίου του συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Πιστοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας που υπογράφεται μεταξύ του Κέντρου και του χορηγού.

Ελλείψει των εν λόγω διατάξεων, η πιστοποίηση πραγματοποιείται από τον δημοσιονομικό ελεγκτή του Κέντρου.

6.   Τα εν λόγω δελτία δημοσιονομικής κατάστασης επισυνάπτονται στις δημοσιονομικές καταστάσεις του Κέντρου.

Άρθρο 38

Τα κράτη ΑΚΕ, τα κράτη μέλη και η Κοινότητα δεσμεύονται, καθένα στο βαθμό που το αφορά, να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 39

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2005.

Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 2004.

Για την επιτροπή των πρέσβεων

Ο πρόεδρος

T. J. A. M. de BRUIJN


(1)  ΕΕ L 317 της 15.12.2000, σ. 3.


Επιτροπή

9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/63


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Μαρτίου 2006

για τη θέσπιση κανόνων, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη χρήση του λογοτύπου του EMAS (κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου), σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε συσκευασίες μεταφοράς και σε τριτογενείς συσκευασίες

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 306]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/193/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών στο κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το λογότυπο του ΕΜΑS καταδεικνύει στο ευρύ κοινό και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ότι ο καταχωρισμένος στο EMAS οργανισμός έχει καθιερώσει ένα σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001.

(2)

Το λογότυπο του EMAS δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε προϊόντα ή στη συσκευασία τους, ή σε συνδυασμό με συγκριτικούς ισχυρισμούς αναφορικά με άλλα προϊόντα, δραστηριότητες ή υπηρεσίες. Ωστόσο, ως μέρος της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει σε ποιες εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί το λογότυπο του EMAS.

(3)

Ορισμένοι καταχωρισμένοι στο ΕΜΑS οργανισμοί εκδήλωσαν ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσουν το λογότυπο του ΕΜΑS στις οικείες συσκευασίες μεταφοράς ή σε τριτογενείς συσκευασίες, θεωρώντας το ως έναν αποτελεσματικό τρόπο γνωστοποίησης περιβαλλοντικών πληροφοριών στους άμεσα ενδιαφερόμενους.

(4)

Η αξιολόγηση, η οποία διεξήχθη από την Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001, με αντικείμενο τη χρήση, την αναγνώριση και την ερμηνεία του λογοτύπου, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση των συσκευασιών μεταφοράς και των τριτογενών συσκευασιών, όπως ορίζονται στην οδηγία 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (2), συνιστά εξαιρετική περίσταση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001, δεδομένου ότι μια τέτοια συσκευασία δεν συνδέεται άμεσα με τα προϊόντα και, ως εκ τούτου, επιτρέπεται η χρήση του λογοτύπου του EMAS σε μια τέτοια συσκευασία.

(5)

Επιπροσθέτως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν γίνεται σύγχυση με σήματα περιβαλλοντικών προϊόντων και να γνωστοποιηθεί με σαφήνεια στο κοινό και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ότι η χρήση του λογότυπου δεν συνδέεται κατά κανένα τρόπο με τα προϊόντα ή με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που είναι συσκευασμένο σε συσκευασία μεταφοράς ή σε τριτογενή συσκευασία, αλλά με το σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης που εφαρμόζει ο καταχωρισμένος οργανισμός, πρέπει να προστεθούν στο λογότυπο συμπληρωματικές πληροφορίες.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 761/2001,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι καταχωρισμένοι στο ΕΜΑS οργανισμοί δύνανται να χρησιμοποιούν τα δύο λογότυπα του EMAS που εμφαίνονται στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001 στις οικείες συσκευασίες μεταφοράς και σε τριτογενείς συσκευασίες, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 94/62/ΕΚ.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το λογότυπο του EMAS συμπληρώνεται από το ακόλουθο κείμενο: «[Επωνυμία του καταχωρισμένου στο EMAS οργανισμού] είναι οργανισμός καταχωρισμένος στο κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (Community Eco-Management and Audit Scheme-EMAS)».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 1 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Σταύρος ΔΉΜΑΣ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 114 της 24.4.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 196/2006 (ΕΕ L 32 της 4.2.2006, σ. 4).

(2)  ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 10· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/20/ΕΚ (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 17).


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/65


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Μαρτίου 2006

περί καθορισμού ερωτηματολογίου που αφορά την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 598]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/194/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (1), και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το ερωτηματολόγιο που πρέπει να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη για τη σύνταξη των εκθέσεων ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης πρέπει να στοχεύει στο λεπτομερή απολογισμό της εφαρμογής από τα κράτη μέλη των κύριων μέτρων που ορίζει η εν λόγω οδηγία.

(2)

Το ερωτηματολόγιο για την περίοδο 2006-2008 πρέπει να προσαρμοστεί, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ και τη χρήση προηγούμενων ερωτηματολογίων, σύμφωνα με την απόφαση 1999/391/ΕΚ της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 1999, για το ερωτηματολόγιο σχετικά με την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC) (εφαρμογή της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ του Συμβουλίου) (2). Για λόγους σαφήνειας πρέπει να αντικατασταθεί η απόφαση 1999/391/ΕΚ.

(3)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής που έχει συσταθεί με βάση το άρθρο 6 της οδηγίας 91/692/ΕΟΚ (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται το επισυναπτόμενο ως παράρτημα στην παρούσα απόφαση ερωτηματολόγιο που αφορά την οδηγία 96/61/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το παρόν ερωτηματολόγιο ως βάση για τη σύνταξη της έκθεσης για την περίοδο 1η Ιανουαρίου 2006-31η Δεκεμβρίου 2008 που πρέπει να υποβάλουν στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/61/ΕΚ.

Άρθρο 2

Καταργείται η απόφαση 1999/391/ΕΚ.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 2 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Σταύρος ΔΉΜΑΣ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 257 της 10.10.1996, σ. 26· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 148 της 15.6.1999, σ. 39· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2003/241/ΕΚ (ΕΕ L 89 της 5.4.2003, σ. 17).

(3)  ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΡΟΣ 1

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 96/61/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ (IPPC)

Γενικές παρατηρήσεις:

Το παρόν, τρίτο, ερωτηματολόγιο που αφορά την οδηγία 96/61/ΕΚ καλύπτει την περίοδο 2006 έως 2008. Λαμβάνοντας υπόψη την πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας, τις πληροφορίες που έχουν ήδη συγκεντρωθεί από το πρώτο ερωτηματολόγιο και τις περαιτέρω πληροφορίες που ζητήθηκαν με το δεύτερο ερωτηματολόγιο, το παρόν ερωτηματολόγιο επικεντρώνεται στις αλλαγές και την πρόοδο που σημειώθηκε στα κράτη μέλη όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή της οδηγίας. Όσον αφορά τα θέματα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία, η Επιτροπή θα συνεχίσει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη και κατάλληλη μεταφορά της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, συγκεκριμένα με τη συνεπή εφαρμογή των διαδικασιών επί παραβάσει.

Στις περιπτώσεις ερωτημάτων παρεμφερών με ερωτήματα προηγούμενων ερωτηματολογίων, αρκεί απλώς η παραπομπή σε προηγούμενες απαντήσεις εφόσον η κατάσταση έχει παραμείνει αμετάβλητη, μολονότι τούτο σαφώς δεν θα είναι δυνατόν για τα κράτη μέλη για τα οποία θα είναι η πρώτη περίοδος αναφοράς. Εάν έχουν μεσολαβήσει εξελίξεις πρέπει να περιγράφονται σε νέα απάντηση. Για να διευκολυνθεί η ανάγνωση σε περίπτωση παραπομπής σε προηγούμενη απάντηση, παρακαλείσθε να συμπληρώσετε στο ερωτηματολόγιο το κείμενο των προηγούμενων απαντήσεων, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο για πρακτικούς λόγους.

Κατά την απάντηση του ερωτηματολογίου επί ειδικών ερωτημάτων που αφορούν γενικώς δεσμευτικούς κανόνες ή επίσημες κατευθύνσεις που εκδίδονται από διοικητικούς φορείς, παρακαλείσθε να αναφέρετε σύντομες πληροφορίες σχετικά με τον τύπο των κανόνων ή κατευθύνσεων και, κατά περίπτωση, ιστοσυνδέσμους ή άλλα μέσα πρόσβασης στις πληροφορίες αυτές.

1.   Γενική περιγραφή

1.1.

Έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές από την τελευταία περίοδο αναφοράς (2003-2005) στην εθνική ή περιφερειακή νομοθεσία και στο (στα) σύστημα(-τα) έκδοσης αδείας για την εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ; Εάν ναι, να περιγραφούν οι αλλαγές αυτές και τα αίτιά τους και να περιληφθούν παραπομπές στη νέα νομοθεσία.

1.2.

Έχουν προκύψει στο κράτος μέλος δυσκολίες κατά την εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ που οφείλονται στο διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό και τις ικανότητές του; Εάν ναι, να περιγραφούν οι δυσκολίες, και ενδεχομένως να τεκμηριωθούν με δεδομένα σχετικά με το τρέχον διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό. Να περιγραφούν οποιαδήποτε σχέδια για την αντιμετώπιση αυτών των δυσκολιών (για παράδειγμα αύξηση του δυναμικού).

2.   Πλήθος εγκαταστάσεων και αδειών (άρθρο 2 παράγραφος 3, άρθρο 2 παράγραφος 4 και άρθρο 4)

2.1.

Να αναφερθούν αναλυτικά στοιχεία σχετικά με το πλήθος νέων και υφιστάμενων εγκαταστάσεων, όπως ορίζονται στην οδηγία 96/61/ΕΚ (εγκαταστάσεις IPPC), και αδειών, κατανεμημένα ανά τύπο δραστηριότητας, με βάση το πρότυπο και τις παρατηρήσεις που ορίζονται στο μέρος 2.

3.   Υφιστάμενες εγκαταστάσεις (άρθρο 5)

3.1.

Να περιγραφούν οποιαδήποτε νομικώς δεσμευτικά μέτρα ή διοικητικά σχέδια για την εξασφάλιση της τήρησης των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 έως τις 30 Οκτωβρίου 2007. Έχουν υποχρεωθεί οι φορείς εκμετάλλευσης να υποβάλουν, ή θα μπορούσαν οι αρμόδιες αρχές να απαιτήσουν από τους φορείς εκμετάλλευσης να υποβάλουν, αιτήσεις έκδοσης αδείας για το σκοπό αυτό;

4.   Αιτήσεις έκδοσης αδείας (άρθρο 6)

4.1.

Να περιγραφούν οποιοιδήποτε γενικοί δεσμευτικοί κανόνες, έγγραφα κατευθύνσεων ή έντυπα υποβολής αιτήσεων που έχουν εκδοθεί για να εξασφαλίζεται ότι, εν γένει ή για ειδικά ζητήματα, οι αιτήσεις περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες οι οποίες απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 (π.χ. μέθοδος για την αξιολόγηση σημαντικών εκπομπών από εγκαταστάσεις).

5.   Συντονισμός της διαδικασίας και των όρων έκδοσης αδείας (άρθρα 7-8)

5.1.

Να περιγραφούν οποιεσδήποτε μεταβολές επήλθαν από την τελευταία περίοδο αναφοράς στην οργανωτική δομή των διαδικασιών έκδοσης αδείας (διοικητικά επίπεδα, κατανομή αρμοδιοτήτων κ.λπ.).

5.2.

Προέκυψαν ιδιαίτερες δυσκολίες για την εξασφάλιση πλήρους συντονισμού της διαδικασίας και των όρων έκδοσης αδείας, ιδιαιτέρως όταν εμπλέκονται πλείονες αρμόδιες αρχές, όπως απαιτείται από το άρθρο 7; Να περιγραφούν οποιαδήποτε σχετικά με το θέμα έγγραφα κατευθύνσεων ή νομοθεσία.

5.3.

Ποιες είναι οι νομοθετικές διατάξεις, οι διαδικασίες ή οι κατευθύνσεις που χρησιμοποιούνται για να εξασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές απορρίπτουν την αίτηση έκδοσης αδείας σε περιπτώσεις που η εγκατάσταση δεν πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/61/ΕΚ; Να αναφερθούν, εάν υπάρχουν, πληροφορίες σχετικά με το πλήθος και τις περιστάσεις απόρριψης αιτήσεων έκδοσης αδείας.

6.   Καταλληλότητα και επάρκεια των όρων έκδοσης αδείας [άρθρο 3 στοιχείο δ), άρθρο 3 στοιχείο στ), άρθρο 9, άρθρο 16 παράγραφος 1, άρθρο 16 παράγραφος 2]

6.1.

Να περιγραφούν γενικοί δεσμευτικοί κανόνες ή ειδικές κατευθύνσεις προς τις αρμόδιες αρχές που έχουν εκδοθεί για τα ακόλουθα ζητήματα:

1.

Τις διαδικασίες και τα κριτήρια για τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπής και άλλους όρους για την έκδοση αδείας.

2.

Τις γενικές αρχές για τον καθορισμό των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών.

3.

Την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 4.

6.2.

Ζητήματα που σχετίζονται με τα έγγραφα αναφοράς των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (BREF) σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/61/ΕΚ:

1.

Πώς, σε γενικές γραμμές, συνεκτιμούνται εν γένει ή σε ειδικές περιπτώσεις οι πληροφορίες που δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 όταν καθορίζονται οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές; Με ποιο συγκεκριμένο τρόπο αξιοποιούνται τα BREF για τον καθορισμό των όρων έκδοσης αδείας; Έχουν μεταφραστεί τα BREF (ή μέρος τους);

2.

Πόσο χρήσιμες είναι οι πληροφορίες που δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 ως πηγή ενημέρωσης για τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπής, ισοδύναμων παραμέτρων και τεχνικών μέτρων με βάση τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές; Πώς θα μπορούσαν να βελτιωθούν οι πληροφορίες αυτές;

6.3.

Άλλα ζητήματα που αφορούν τους όρους έκδοσης αδείας:

1.

Έχουν ληφθεί υπόψη συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης για τον καθορισμό των όρων έκδοσης αδείας; Εάν ναι, με ποιο τρόπο;

2.

Τι είδους όροι έκδοσης αδείας ή άλλα μέτρα εφαρμόστηκαν κατά κανόνα για τους σκοπούς του άρθρου 3 στοιχείο στ) (αποκατάσταση χώρου ύστερα από οριστική παύση δραστηριοτήτων) και πώς εφαρμόστηκαν στην πράξη;

3.

Τι είδους όροι έκδοσης αδείας σχετικά με την ενεργειακή απόδοση καθορίστηκαν κατά κανόνα (άρθρο 3 στοιχείο δ ); Πώς αξιοποιήθηκε η δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3) να μην επιβάλλονται απαιτήσεις σχετικά με την ενεργειακή απόδοση;

7.   Διαθέσιμα αντιπροσωπευτικά στοιχεία (άρθρο 16 παράγραφος 1)

7.1.

Να παρασχεθούν τα διαθέσιμα αντιπροσωπευτικά στοιχεία σχετικά με τις οριακές τιμές εκπομπής και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις ανά κατηγορία δραστηριοτήτων σύμφωνα με το παράρτημα Ι της οδηγίας 96/61/ΕΚ και, ενδεχομένως, τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές από τις οποίες προκύπτουν αυτές οι τιμές. Να περιγραφεί ο τρόπος με τον οποίο επιλέχθηκαν και συλλέχθηκαν αυτά τα στοιχεία. Η Επιτροπή θα προτείνει, πριν ή κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, κατευθύνσεις για την απάντηση αυτού του ερωτήματος ώστε να ληφθούν ιδιαιτέρως υπόψη δύο συγκεκριμένοι κλάδοι. Θα αξιολογηθούν τα στοιχεία (σχετικά με τις οριακές τιμές εκπομπής και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις) που θα διαβιβασθούν για να συγκριθούν, στο βαθμό που είναι δυνατόν, οι οριακές τιμές που καθορίστηκαν και οι επιδόσεις που επιτεύχθηκαν. Εν συνεχεία θα είναι δυνατή η σύγκριση με τα αντίστοιχα επίπεδα εκπομπών των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών σύμφωνα με τα έγγραφα BREF.

8.   Γενικοί δεσμευτικοί κανόνες (άρθρο 9 παράγραφος 8)

8.1.

Για ποιες κατηγορίες εγκαταστάσεων και για ποιες απαιτήσεις έχουν, ενδεχομένως, καθοριστεί γενικοί δεσμευτικοί κανόνες όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 8; Να περιληφθούν παραπομπές στους γενικούς δεσμευτικούς κανόνες. Ποιος είναι ο τύπος αυτών των κανόνων (π.χ. ποιος τους καθορίζει και ποιο είναι το νομικό τους καθεστώς); Έχει προβλεφθεί η δυνατότητα συνεκτίμησης τοπικών συνθηκών (που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4) κατά την εφαρμογή των κανόνων αυτών;

8.2.

Εάν είναι γνωστό, πόσες εγκαταστάσεις (απόλυτος αριθμός ή ποσοστό) έχουν υπαχθεί στους κανόνες αυτούς έως το τέλος της περιόδου αναφοράς;

9.   Ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος (άρθρο 10)

9.1.

Υπήρξαν περιπτώσεις που εφαρμόστηκε το άρθρο 10 και η χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών δεν επαρκούσε για να τηρηθεί ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος που καθορίζεται στην κοινοτική νομοθεσία (όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 7); Εάν ναι, να αναφερθούν παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων και των πρόσθετων μέτρων που λήφθηκαν.

10.   Εξέλιξη των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών (άρθρο 11)

10.1.

Λήφθηκαν ενδεχομένως μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν ή ενημερώνονται σχετικά με την εξέλιξη των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών; Εάν ναι, να αναφερθούν λεπτομέρειες. Εάν όχι, ποια είναι τα σχέδια για να τηρηθεί αυτή η απαίτηση;

11.   Μεταβολές των εγκαταστάσεων (άρθρο 12, άρθρο 2 παράγραφος 10)

11.1.

Με ποιον τρόπο αποφασίζουν οι αρμόδιες αρχές στην πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 12, κατά πόσον «μεταβολή της λειτουργίας» ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον [άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο α)] ή συνιστά «ουσιαστική μεταβολή» που ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον άνθρωπο ή στο περιβάλλον [άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο β)]; Να περιληφθεί παραπομπή σε σχετικές νομικές διατάξεις, κατευθύνσεις ή διαδικασίες.

11.2.

Πόσες φορές διεκπεραιώθηκαν αιτήσεις «ουσιαστικής μεταβολής» κατά την περίοδο αναφοράς; Να δοθούν στοιχεία ανά τύπο δραστηριότητας, χρησιμοποιώντας το πρότυπο και τις παρατηρήσεις που ορίζονται στο μέρος 2.

12.   Επανεξέταση και αναπροσαρμογή των όρων αδείας (άρθρο 13)

12.1.

Η συχνότητα της επανεξέτασης και, ενδεχομένως, αναπροσαρμογής των όρων της αδείας (άρθρο 13) καθορίζεται στην εθνική ή περιφερειακή νομοθεσία ή με άλλους τρόπους, για παράδειγμα με χρονικούς περιορισμούς στις άδειες; Εάν ναι, ποιοι είναι οι εν λόγω άλλοι τρόποι; Να περιληφθεί παραπομπή στη σχετική νομοθεσία, κατευθύνσεις ή διαδικασίες.

12.2.

Ποια είναι η αντιπροσωπευτική συχνότητα (ή η αναμενόμενη αντιπροσωπευτική συχνότητα) της επανεξέτασης των όρων έκδοσης αδείας; Σε περιπτώσεις που είναι διαφορετική η αντιπροσωπευτική συχνότητα μεταξύ εγκαταστάσεων ή μεταξύ κλάδων, να παρασχεθούν τυχόν διαθέσιμες ενδεικτικές πληροφορίες.

12.3.

Σε τι συνίσταται η διαδικασία επανεξέτασης και αναπροσαρμογής (εκσυγχρονισμού) των όρων έκδοσης αδειών; Πώς εφαρμόζεται η διάταξη επανεξέτασης των όρων έκδοσης αδειών στις περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών; Να περιληφθεί παραπομπή στη σχετική νομοθεσία, κατευθύνσεις ή διαδικασίες·

13.   Τήρηση των όρων αδείας (άρθρο 14)

13.1.

Πώς εφαρμόζεται στην πράξη η απαίτηση του άρθρου 14 να ενημερώνει τακτικά ο φορέας εκμετάλλευσης την αρμόδια αρχή για τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των απορρίψεων; Να περιληφθεί παραπομπή σε συγκεκριμένες κανονιστικές διατάξεις, διαδικασίες ή κατευθύνσεις προς τις αρμόδιες αρχές επ’ αυτού του θέματος. Διαβιβάζουν οι φορείς εκμετάλλευσης τακτική έκθεση παρακολούθησης; Να παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με την αντιπροσωπευτική συχνότητα διαβίβασης τέτοιων στοιχείων. Σε περιπτώσεις που είναι διαφορετική η αντιπροσωπευτική συχνότητα μεταξύ κλάδων, να παρασχεθούν τυχόν διαθέσιμες ενδεικτικές πληροφορίες.

13.2.

Να παρασχεθούν αντιπροσωπευτικές πληροφορίες σχετικά με τις εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/61/ΕΚ όσον αφορά τα κατωτέρω ζητήματα, στο βαθμό που είναι δυνατόν και εφόσον δεν έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο της έκθεσης σύμφωνα με τη σύσταση για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων στα κράτη μέλη:

Διενέργεια επιτόπιων ελέγχων και δειγματοληψία (τύπος, αριθμός, συχνότητα).

Είδη και πλήθος μέτρων (π.χ. κυρώσεις ή άλλα μέτρα) που λήφθηκαν ύστερα από ατυχήματα, συμβάντα και καταστρατήγηση των όρων της αδείας.

14.   Ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού (άρθρα 15, 15α)

14.1.

Ποιες είναι οι τυχόν σημαντικές μεταβολές που επήλθαν μετά την τελευταία περίοδο αναφοράς όσον αφορά τη μεταφορά της νομοθεσίας σχετικά με την ενημέρωση και τη συμμετοχή του κοινού στην διαδικασία έκδοσης αδειών, σύμφωνα με την οδηγία 96/61/ΕΚ (άρθρα 15 και 15α), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1); Ποιες ήταν οι συνέπειες της τροποποίησης των απαιτήσεων στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, τους αιτούμενους άδεια και το κοινό;

15.   Διασυνοριακή συνεργασία (άρθρο 17)

15.1.

Υπήρξαν περιπτώσεις κατά την περίοδο αναφοράς που εφαρμόστηκαν οι απαιτήσεις του άρθρου 17 όσον αφορά τη διασυνοριακή ενημέρωση και συνεργασία; Να αναφερθούν χαρακτηριστικά παραδείγματα των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται εν γένει.

16.   Σχέση με άλλες κοινοτικές πράξεις

16.1.

Πώς κρίνει εν γένει το κράτος μέλος την αποτελεσματικότητα της οδηγίας 96/61/ΕΚ, μεταξύ άλλων, σε σχέση προς άλλες κοινοτικές πράξεις για το περιβάλλον; Με βάση τυχόν σχετικές μελέτες και αναλύσεις, ποιο ήταν το κατ’ εκτίμηση περιβαλλοντικό όφελος και οι δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων διοικητικών δαπανών και δαπανών για την εξασφάλιση της τήρησης) που επέφερε η εφαρμογή της οδηγίας 96/61/ΕΚ; Να περιληφθούν παραπομπές σε αυτές τις μελέτες και αναλύσεις.

16.2.

Ποια ήταν η πρακτική πείρα όσον αφορά τη διασύνδεση απαιτήσεων για την έκδοση αδείας σύμφωνα με την οδηγία 96/61/ΕΚ με απαιτήσεις άλλων κοινοτικών πράξεων οι οποίες είναι δυνατόν να εφαρμοστούν σε εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/61/ΕΚ; Ποια μέτρα έχουν ληφθεί σύμφωνα με την εθνική ή περιφερειακή νομοθεσία ή με διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να βελτιωθεί η συνοχή μεταξύ της εφαρμογής της οδηγίας 96/61/ΕΚ και των εν λόγω άλλων πράξεων; Άλλες κοινοτικές πράξεις που ενδέχεται να σχετίζονται με το παρόν ερώτημα είναι για παράδειγμα οι εξής:

Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (2),

Οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (3),

Οδηγία 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1999, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις (4),

Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (5),

Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (6),

Οδηγία 2000/76/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την αποτέφρωση των αποβλήτων (7),

Οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης (8),

Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (9),

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006.

16.3.

Έχουν ληφθεί μέτρα σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο για τον εξορθολογισμό της υποβολής των στοιχείων που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές από τους φορείς εκμετάλλευσης σύμφωνα με την οδηγία 96/61/ΕΚ και με άλλες κοινοτικές πράξεις; Να αναφερθούν τυχόν τέτοια μέτρα και οποιεσδήποτε δυνατότητες που θεωρούνται κατάλληλες για τη βελτίωση των απαιτήσεων της ΕΕ εν προκειμένω.

17.   Γενικές παρατηρήσεις

17.1.

Υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα εφαρμογής που θεωρούνται προβληματικά στο κράτος μέλος; Εάν ναι, να αναφερθούν αναλυτικώς.

ΜΕΡΟΣ 2

ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ 2.1

Σημειώσεις:

Γενική σημείωση: Το παρόν υπόδειγμα προορίζεται για τη συλλογή στοιχείων χετικά με το πλήθος «εγκαταστάσεων» όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 και «αδειών» όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 9. Το πλήθος των εγκαταστάσεων δεν ισούται κατ’ ανάγκη με το πλήθος των αδειών επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9, η άδεια ενδέχεται να καλύπτει μέρος εγκατάστασης, ολόκληρη εγκατάσταση ή περισσότερες τις μιας εγκαταστάσεις. Περαιτέρω κατευθύνσεις και επεξηγήσεις σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να καταγραφούν στους πίνακες 1 και 2 δίδονται στις κατωτέρω σημειώσεις 1-9. Τα κράτη μέλη οφείλουν να συμπληρώσουν τον πίνακα 1 όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα. Τα κράτη μέλη ενδεχομένως να επιθυμούν να υποβάλουν πρόσθετα σχόλια (για παράδειγμα όσον αφορά την αποκατάσταση χώρου) εάν χρειάζονται προς τεκμηρίωση και επεξήγηση των στοιχείων των πινάκων 1 και 2. Στο πλήθος των αδειών πρέπει να συμπεριλαμβάνονται όλες οι άδειες που εκδόθηκαν μετά την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας 96/61/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία (30 Οκτωβρίου 1999) για τις εγκαταστάσεις που εξακολουθούν να λετουργούν στο τέλος του 2008.

1.

Για όλες τις στήλες υπ’ αριθ. 1-9, ο πίνακας 1 αποτελεί το πρότυπο για τη συλλογή στοιχείων με βάση την κύρια δραστηριότητα που επιτελείται σε εγκατάσταση σύμφωνα με το παράρτημα I. Ει δυνατόν, οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις υποκατηγορίες του παραρτήματος I [1.1, 2.3 α), 6.4 β) κ.λπ.]. Στην αριστερή στήλη εμφαίνονται οι αριθμοί των υποκατηγοριών του παραρτήματος I και συνοπτική περιγραφή της αντίστοιχης δραστηριότητας (βλέπε παραρτημα Ι της οδηγίας 96/61/ΕΚ για την πλήρη περιγραφή συμπεριλαμβανομένων των ορίων). Κατά τη συμπλήρωση του πίνακα 1, πρέπει να προσεχθεί να μην καταμετρηθεί πάνω από μία φορά η ίδια εγκατάσταση ή άδεια, ακόμα και αν καλύπτει διάφορες δραστηριότητες. Όταν εγκατάσταση ή άδεια καλύπτει δραστηριότητες που εμπίπτουν σε δύο ή περισσότερες κατηγορίες του παραρτήματος I πρέπει, κατά συνέπεια, να καταλογίζεται σε μία κατηγορία του παραρτήματος Ι (π.χ. την κατηγορία που περιγράφει καλύτερα την εγκατάσταση ή την άδεια).

2.

Στις στήλες 1 και 3 απαιτείται απλώς να καταγραφεί το πλήθος, αντιστοίχως, των νέων και υφιστάμενων εγκαταστάσεων, ανά κύριο είδος δραστηριότητας του παραρτήματος Ι, που λειτουργούσαν στο τέλος της περιόδου αναφοράς. «Υφιστάμενες εγκαταστάσεις» είναι οι οριζόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 96/61/ΕΚ, και «νέες εγκαταστάσεις» είναι όλες οι λοιπές. Στη στήλη 6 αναγράφεται απλώς το άθροισμα των αριθμών των στηλών 1 και 3.

3.

Στη στήλη 2 απαιτείται να καταγραφούν στοιχεία σχετικά με το πλήθος των αδειών που εκδόθηκαν για νέες εγκαταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 4 έως το τέλος της περιόδου αναφοράς. Όπως αναφέρεται στην ανωτέρω γενική σημείωση, το πλήθος των αδειών δεν ισούται κατ’ ανάγκην με το πλήθος των εγκαταστάσεων, ακόμα και αν έχουν αδειοδοτηθεί πλήρως όλες οι νέες εγκαταστάσεις.

4.

Οι στήλες 4-6 αφορούν τους διάφορους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να εκδοθεί άδεια για υφιστάμενες εγκαταστάσεις σύμφωνα με την οδηγία 96/61/ΕΚ. Πρόκειται για τις εξής περιπτώσεις:

α)

έκδοση αδείας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 6 και 8. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για νέα άδεια σύμφωνα με τη στήλη 4. Στη στήλη αυτή συμπεριλαμβάνονται οποιεσδήποτε τέτοιες νέες άδειες που εκδόθηκαν ύστερα από προταθείσα «ουσιαστική μεταβολή»·

β)

εναλλακτικώς προς την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 6 και 8, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1) παρέχεται στην αρμόδια αρχή η δυνατότητα να εξασφαλίσει την τήρηση των διατάξεων σε υφιστάμενη εγκαταστάση με την «επανεξέταση και τον ενδεχόμενο εκσυγχρονισμό (αναπροσαρμογή)» των όρων που ίσχυαν ήδη για την εγκατάσταση, για παράδειγμα σύμφωνα με άδεια που θα μπορούσε να ονομαστεί «άδεια προ-IPPC» (δηλαδή άδεια που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθεσία προγενέστερη της οδηγίας 96/61/ΕΚ). Στη στήλη 5 πρέπει να να καταγραφούν στοιχεία για τις περιπτώσεις που έχουν επανεξεταστεί οι όροι αδείας προ-IPPC, χωρίς ωστόσο να εκσυγχρονιστούν επειδή κρίθηκε ότι πληρούν ήδη τις απαιτήσεις της οδηγίας 96/61/ΕΚ·

γ)

παρομοίως, στη στήλη 6 πρέπει να καταγραφούν δεδομένα γαι τις περιπτώσεις που οι όροι αδείας προ-IPPC επανεξετάστηκαν και εν συνεχεία εκσυγχρονίστηκαν ούτως ώστε να τηρούν την οδηγία 96/61/ΕΚ. Στη στήλη αυτή συμπεριλαμβάνονται οι άδειες που επανεξετάστηκαν και εκσυγχρονίστηκαν ύστερα από πρόταση «ουσιαστικής μεταβολής».

5.

Στη στήλη 7 πρέπει να καταγραφούν στοιχεία σχετικά με άδειες για υφιστάμενες εγκαταστάσεις οι οποίες στο τέλος του 2008 δεν είχαν είχαν εκδοθεί, επανεξεταστεί και ενδεχομένως εκσυγχρονιστεί, αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1. Τα κράτη μέλη οφείλουν να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τις εν λόγω τυχόν εκκρεμούσες αιτήσεις αδείας.

6.

Στη στήλη 9 πρέπει να καταγραφούν στοιχεία σχετικά με το πλήθος αιτήσεων έκδοσης αδείας (ή εκσυγχρονισμό αδειών) από φορείς εκμετάλλευσης υφιστάμενων ή νέων εγκαταστάσεων για προτεινόμενη «ουσιαστική μεταβολή», όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο β), οι οποίες διεκπεραιώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς. Συμπεριλαμβάνονται ουσιαστικές μεταβολές σε εγκαταστάσεις που τηρούσαν ήδη την οδηγία 96/61/ΕΚ.

7.

Στη στήλη 10 πρέπει να καταγραφούν στοιχεία σχετικά με άδειες για υφιστάμενες εγκαταστάσεις οι οποίες στο τέλος Οκτωβρίου 2007 δεν είχαν εκδοθεί, επανεξεταστεί και ενδεχομένως εκσυγχρονιστεί, αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1. Τα κράτη μέλη οφείλουν να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τις εν λόγω τυχόν εκκρεμούσες αιτήσεις αδείας.

8.

Παρότι τα κράτη μέλη οφείλουν εν γένει να αναφέρουν τα κύρια είδη δραστηριότητας που απαριθμούνται στον πίνακα 1 όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα, αναγνωρίζεται ότι τούτο είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο στη χημική βιομηχανία και ότι σε πολλές εγκαταστάσεις της χημικής βιομηχανίας εκτελούνται περισσότερες της μιας δραστηριότητες που ορίζονται στις υποκατηγορίες της κατηγορίας 4. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη οφείλουν να αναφέρουν τα ενδεχομένως διαθέσιμα στοιχεία ανά υποκατηγορία, ειδάλλως να αναφέρουν συνολικά αριθμητικά στοιχεία για την κατηγορία 4 (δηλαδή όχι στοιχεία ανά υποκατηγορία).

9.

Σκοπός του πίνακα 1 είναι να αναφερθεί το συνολικό πλήθος των αδειών που κρίθηκε ότι τηρούν την οδηγία ή εκκρεμούν στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Στην πρώτη σειρά πρέπει να καταγραφεί το άθροισμα των συνόλων των στηλών 2, 4, 5 και 6 του πίνακα 1. Στη δεύτερη σειρά πρέπει να καταγραφεί το σύνολο της στήλης 7 του πίνακα 1.

Πίνακας 1

Είδος εγκατάστασης με βάση τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 96/61/ΕΚ (βλ. σημείωση 1)

Άδειες για ΝΕΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ (άρθρο 4)

Άδειες για ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ (άρθρο 5 παράγραφος 1)

 

 

 

 

1.

Πλήθος νέων εγκαταστάσεων σε λειτουργία στο τέλος του 2008 (βλ. σημείωση 2)

2.

Πλήθος αδειών που εκδόθηκαν έως το τέλος του 2008 (βλ. σημείωση 3)

3.

Πλήθος υφιστάμενων εγκαταστάσεων σε λειτουργία στο τέλος του 2008 (βλ. σημείωση 2)

4.

Πλήθος νέων αδειών που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 έως το τέλος του 2008 (βλ. σημείωση 4α)

5.

Πλήθος αδειών προ-IPPC που επανεξετάσθηκαν αλλά δεν εκσυγχρονίστηκαν έως το τέλος του 2008 (βλ. σημείωση 4β)

6.

Πλήθος αδειών προ-IPPC που επανεξετάσθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν έως το τέλος του 2008 (βλ. σημείωση 4γ)

7.

Πλήθος αδειών που ενδεχομένως εκκρεμούσαν στο τέλος του 2008 (αντιθέτως προς τις διατάξεις της οδηγίας) (βλ. σημείωση 5)

8.

Πλήθος εγκαταστάσεων (1+3)

9.

Πλήθος αιτήσεων για «ουσιαστική μεταβολή» που διεκπεραιώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς (βλ. σημείωση 6)

Πλήθος αδειών που ενδεχομένως εκκρεμούσαν στο τέλος Οκτωβρίου του 2007 (αντιθέτως προς τις διατάξεις της οδηγίας) (βλ. σημείωση 7)

1.   

Ενέργεια

1.1.

Καύση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1.2.

Διύληση πετρελαίου και αερίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1.3.

Οπτανθρακοποίηση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1.4.

Αεροποίηση και υγροποίηση άνθρακα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.   

Σιδηρούχα μέταλλα

2.1.

Φρύξη ή επίτηξη μεταλλεύματος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.2.

Παραγωγή χυτοσιδήρου ή χάλυβα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.3 α)

Με εξέλαση εν θερμώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.3 β)

Με σφυρηλάτηση

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.3 γ)

Με επίθεση στρώματος τηγμένου μετάλλου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.4.

Χυτήρια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.5 α)

Παραγωγή ακατέργαστων μη σιδηρούχων μετάλλων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.5 β)

Τήξη μη σιδηρούχων μετάλλων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.6.

Επιφανειακή επεξεργασία μετάλλων και πλαστικών υλικών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.   

Ορυκτά

3.1.

Παραγωγή τσιμέντου ή ασβέστου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.2.

Παραγωγή αμιάντου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.3.

Παραγωγή γυαλιού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.4.

Τήξη ορυκτών υλών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.5.

Παραγωγή κεραμικών ειδών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.   

Χημικά προϊόντα (βλ. σημείωση 8)

4.1.

Παραγωγή οργανικών χημικών προϊόντων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.2.

Παραγωγή ανόργανων χημικών προϊόντων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.3.

Παραγωγή λιπασμάτων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.4.

Παραγωγή φυτοϋγειονομικών προϊόντων/βιοκτόνων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.5.

Παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.6.

Παραγωγή εκρηκτικών υλών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5.   

Απόβλητα

5.1.

Διάθεση ή αξιοποίηση επικίνδυνων αποβλήτων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5.2.

Καύση αστικών αποβλήτων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5.3.

Διάθεση ακίνδυνων αποβλήτων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5.4.

Χώροι υγειονομικής ταφής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.   

Λοιπές

6.1. α)

Παραγωγή χαρτοπολτού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.1. β)

Παραγωγή χαρτιού και χαρτονιού

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.2.

Προεπεξεργασία ή βαφή ινών ή υφασμάτων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.3.

Δέψη δερμάτων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.4 α)

Σφαγεία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.4 β)

Επεξεργασία και μεταποίηση για την παραγωγή προϊόντων διατροφής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.4 γ)

Επεξεργασία και μεταποίηση γάλακτος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.5.

Διάθεση ή αξιοποίηση σφαγίων και ζωικών απορριμμάτων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.6 α)

Εντατική εκτροφή πουλερικών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.6 β)

Εντατική εκτροφή χοίρων παραγωγής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.6 γ)

Εντατική εκτροφή χοιρομητέρων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.7.

Επεξεργασία της επιφάνειας με τη χρησιμοποίηση οργανικών διαλυτών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.8.

Παραγωγή άνθρακα ή ηλεκτρογραφίτη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνολο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Πίνακας 2

 

Σύνολα (βλ. σημείωση 9)

Συνολικό πλήθος αδειών που κρίθηκαν ότι τηρούν την οδηγία

(Πίνακας 1 στήλες 2 + 4 + 5 + 6)

 

Συνολικό πλήθος αδειών που ενδεχομένως εκκρεμούσαν στο τέλος του 2008 (αντιθέτως προς τις διατάξεις της οδηγίας)

(Πίνακας 1 στήλη 7)

 


(1)  ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17.

(2)  ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40.

(3)  ΕΕ L 10 της 14.1.1997, σ. 13.

(4)  ΕΕ L 85 της 29.3.1999, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 91.

(8)  ΕΕ L 309 της 27.11.2001, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32.


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/78


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Μαρτίου 2006

σχετικά με την κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση, για το 2006, σε ορισμένα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς στον κτηνιατρικό τομέα δημόσιας υγείας των υπολειμμάτων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 604]

(Τα κείμενα στη γαλλική, γερμανική, ιταλική και ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(2006/195/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την απόφαση 90/424/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες δαπάνες στον κτηνιατρικό τομέα (1), και ιδίως το άρθρο 28 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στην απόφαση 90/424/ΕΟΚ προβλέπεται ότι η Κοινότητα πρέπει να συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κτηνιατρικών ελέγχων με τη χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης σε εργαστήρια αναφοράς. Σύμφωνα με την κτηνιατρική νομοθεσία της Κοινότητας, κάθε εργαστήριο που έχει οριστεί ως εργαστήριο αναφοράς μπορεί να λαμβάνει κοινοτική ενίσχυση υπό ορισμένους όρους.

(2)

Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 156/2004 της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου 2004, σχετικά με την κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση στα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς βάσει του άρθρου 28 της απόφασης 90/424/ΕΟΚ (2), προβλέπεται ότι η χρηματοδοτική ενίσχυση από την Κοινότητα πρέπει να χορηγείται εάν τα εγκεκριμένα προγράμματα εργασίας διεκπεραιώνονται αποτελεσματικά και εάν οι δικαιούχοι υποβάλουν όλα τα αναγκαία στοιχεία εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων.

(3)

Η Επιτροπή αξιολόγησε τα προγράμματα εργασίας και τα αντίστοιχα προσχέδια προϋπολογισμού που υποβλήθηκαν από τα σχετικά κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς για το έτος 2006.

(4)

Συνεπώς, πρέπει να χορηγηθεί κοινοτική χρηματοδοτική ενίσχυση για τα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς τα οποία ορίστηκαν για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που καθορίζονται στην οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (3).

(5)

Επιπλέον θα πρέπει επίσης να χορηγείται ενίσχυση για τη διοργάνωση τεχνικών εργαστηρίων σε τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς.

(6)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (4), τα κτηνιατρικά και φυτοϋγειονομικά μέτρα που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες χρηματοδοτούνται από το τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων. Για σκοπούς δημοσιονομικού ελέγχου, στην παρούσα απόφαση εφαρμόζονται τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στη Γερμανία για τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παράρτημα V κεφάλαιο 2 της οδηγίας 96/23/ΕΚ που πρέπει να εκτελέσει το Bundesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit [πρώην Bundesinstitut für gesundheitlichen Verbraucherschutz und Veterinärmedizin (BGVV)], Βερολίνο, Γερμανία, για την ανίχνευση υπολειμμάτων ορισμένων ουσιών.

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η εν λόγω χρηματοδοτική ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 425 000 ευρώ.

2.   Εκτός από το ανώτατο ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στη Γερμανία για τη διοργάνωση τεχνικού εργαστηρίου από το εργαστήριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η εν λόγω ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 30 000 ευρώ.

Άρθρο 2

1.   Η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στη Γαλλία για τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παράρτημα V κεφάλαιο 2 της οδηγίας 96/23/ΕΚ που πρέπει να εκτελέσει το Laboratoire d’études et de recherches sur les médicaments vétérinaires et les désinfectants de L’Agence Française de Sécurité Sanitaire des aliments [πρώην Laboratoire des médicaments veterinaries (CNEVA-LMV)], Fougères, Γαλλία, για την ανίχνευση υπολειμμάτων ορισμένων ουσιών.

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η εν λόγω χρηματοδοτική ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 425 000 ευρώ.

2.   Εκτός από το ανώτατο ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στη Γαλλία για τη διοργάνωση τεχνικού εργαστηρίου από το εργαστήριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η εν λόγω ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 30 000 ευρώ.

Άρθρο 3

1.   Η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στην Ιταλία για τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παράρτημα V κεφάλαιο 2 της οδηγίας 96/23/ΕΚ που πρέπει να εκτελέσει το Istituto Superiore di Sanità, Ρώμη, Ιταλία, για την ανίχνευση υπολειμμάτων ορισμένων ουσιών.

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η εν λόγω χρηματοδοτική ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 255 000 ευρώ.

2.   Εκτός από το ανώτατο ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στην Ιταλία για τη διοργάνωση τεχνικού εργαστηρίου από το εργαστήριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η εν λόγω ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 30 000 ευρώ.

Άρθρο 4

1.   Η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στις Κάτω Χώρες για τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παράρτημα V κεφάλαιο 2 της οδηγίας 96/23/ΕΚ που πρέπει να εκτελέσει το Rijksinstituut voor Volksgezondheid en Milieuhygiëne (RIVM), Bilthoven, Κάτω Χώρες, για την ανίχνευση υπολειμμάτων ορισμένων ουσιών.

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η εν λόγω χρηματοδοτική ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 425 000 ευρώ.

2.   Εκτός από το ανώτατο ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Κοινότητα χορηγεί χρηματοδοτική ενίσχυση στις Κάτω Χώρες για τη διοργάνωση τεχνικού εργαστηρίου από το εργαστήριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η εν λόγω ενίσχυση δεν υπερβαίνει το ποσό των 30 000 ευρώ.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία και στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

Βρυξέλλες, 2 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 19· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2006/53/ΕΚ (ΕΕ L 29 της 2.2.2006, σ. 37).

(2)  ΕΕ L 27 της 30.1.2004, σ. 5.

(3)  ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 191 της 28.5.2004, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103.


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/80


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Μαρτίου 2006

για την τροποποίηση του προσαρτήματος Β του παραρτήματος XII της πράξης προσχώρησης του 2003 όσον αφορά ορισμένες εγκαταστάσεις των τομέων του κρέατος και του γάλακτος στην Πολωνία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 609]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/196/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την πράξη προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας, και ιδίως το παράρτημα XII κεφάλαιο 6 τμήμα B υποτμήμα I παράγραφος 1 στοιχείο ε),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Παραχωρήθηκε στην Πολωνία μεταβατική περίοδος για ορισμένες εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο προσάρτημα B (1) του παραρτήματος ΧΙΙ της πράξης προσχώρησης του 2003.

(2)

Το προσάρτημα B του παραρτήματος XII της πράξης προσχώρησης του 2003 έχει τροποποιηθεί από τις αποφάσεις της Επιτροπής 2004/458/ΕΚ (2), 2004/471/ΕΚ (3), 2004/474/ΕΚ (4), 2005/271/ΕΚ (5), 2005/591/ΕΚ (6), 2005/854/ΕΚ (7) και 2006/14/ΕΚ (8).

(3)

Σύμφωνα με επίσημη δήλωση της αρμόδιας αρχής της Πολωνίας, ορισμένες εγκαταστάσεις των τομέων του κρέατος και του γάλακτος έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία αναβάθμισής τους και έχουν πλέον συμμορφωθεί πλήρως με την κοινοτική νομοθεσία. Επιπλέον, ορισμένες εγκαταστάσεις έχουν διακόψει τις δραστηριότητές τους. Οι εγκαταστάσεις αυτές πρέπει επομένως να διαγραφούν από τον κατάλογο των εγκαταστάσεων που υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις.

(4)

Επομένως, το προσάρτημα Β του παραρτήματος ΧΙΙ της πράξης προσχώρησης του 2003 πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

(5)

Η μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων έχει ενημερωθεί για τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης διαγράφονται από το προσάρτημα Β του παραρτήματος ΧΙΙ της πράξης προσχώρησης του 2003.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 3 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 227 E της 23.9.2003, σ. 1392.

(2)  ΕΕ L 156 της 30.4.2004, σ. 53· διορθώθηκε στην ΕΕ L 202 της 7.6.2004, σ. 39.

(3)  ΕΕ L 160 της 30.4.2004, σ. 56· διορθώθηκε στην ΕΕ L 212 της 12.6.2004, σ. 31.

(4)  ΕΕ L 160 της 30.4.2004, σ. 73· διορθώθηκε στην ΕΕ L 212 της 12.6.2004, σ. 44.

(5)  ΕΕ L 86 της 5.4.2005, σ. 13.

(6)  ΕΕ L 200 της 30.7.2005, σ. 96.

(7)  ΕΕ L 316 της 2.12.2005, σ. 17.

(8)  ΕΕ L 10 της 14.1.2006, σ. 66.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατάλογος εγκαταστάσεων που πρέπει να διαγραφούν από το προσάρτημα Β του παραρτήματος XII της πράξης προσχώρησης του 2003

Εγκαταστάσεις παραγωγής κρέατος

Αρχικός κατάλογος

Αριθ.

Αριθ. κτηνιατρικής έγκρισης

Επωνυμία της εγκατάστασης

35.

08040206

AGROMAS Sp. z o.o.

71.

12160208

Wojnickie Zakłady Mięsne

«MEAT COMPANY»

99.

14370101

Ubojnia Trzody i Bydła «WILPOL»

155.

24610323

«Basco» s.c.

181.

24170301

Zakład Przetwórstwa

Mięsnego B.Wisniewska

186.

26040209

«Wir» Szproch I

Przetwórstwo Mięsa SJ.

209.

30090103

Firma Handlowo

Usługowa – Andrzej Mejsner

239.

30280102

PHU ROMEX Grażyna Pachela, Ubojnia Bydła

243.

30290201

Rzeźnictwo Kujawa,

Maik s.j.

246.

30300112

Ubój Trzody

Mariusz Marciniak


Κρέας πουλερικών

Αρχικός κατάλογος

Αριθ.

Αριθ. κτηνιατρικής έγκρισης

Επωνυμία της εγκατάστασης

31.

18630501

Jedynka Spółka z o.o.

Zakład Produkcyjny

34.

24610602

Szerwal 2000 Sp. z o.o.


Τομέας του γάλακτος

Αρχικός κατάλογος

Αριθ.

Αριθ. κτηνιατρικής έγκρισης

Επωνυμία της εγκατάστασης

57.

20111601

OSM Dąbrowa Białostocka

66.

24781601

OSM w Zabrzu

68.

24061602

OSM Krzepice

74.

24161602

OSM «Rokitnianka» w

Szczekocinach

101.

30151601

OSM «Top-Tomyśl»

103.

30201601

OSM Kowalew – Dobrzyca

Zakład Kowalew

107.

30231601

SM Udziałowców

110.

30281601

ZPM «Mlecz» Wolsztyn, Oddział Damasławek

111.

30301601

SM Września


9.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 70/82


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Μαρτίου 2006

για την έγκριση της διάθεσης στην αγορά τροφίμων που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο της σειράς 1507 (DAS-Ø15Ø7-1) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(2006/197/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 15 Φεβρουαρίου 2001, οι εταιρείες Pioneer Overseas Corporation και Dow AgroSciences Europe υπέβαλαν από κοινού προς τις αρμόδιες αρχές των Κάτω Χωρών αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων (2), για τη διάθεση στην αγορά τροφίμων και συστατικών τροφίμων που προέρχονται από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο της σειράς 1507 ως νέα τρόφιμα ή ως νέα συστατικά τροφίμων («τα προϊόντα»).

(2)

Στην αρχική έκθεση αξιολόγησης της 4ης Νοεμβρίου 2003, ο αρμόδιος οργανισμός αξιολόγησης των τροφίμων των Κάτω Χωρών είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα είναι εξίσου ασφαλή με τα τρόφιμα και τα συστατικά τροφίμων που προέρχονται από σειρές συμβατικού αραβοσίτου και μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο.

(3)

Η Επιτροπή διαβίβασε την αρχική έκθεση αξιολόγησης σε όλα τα κράτη μέλη στις 10 Νοεμβρίου 2003. Εντός της περιόδου των 60 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 διατυπώθηκαν αιτιολογημένες αντιρρήσεις για τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά σύμφωνα με τη διάταξη αυτή. Κατά συνέπεια, απαιτήθηκε πρόσθετη έκθεση αξιολόγησης.

(4)

Το άρθρο 46 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 (στο εξής «ο κανονισμός») ορίζει ότι οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού, δηλαδή τις 18 Απριλίου 2004, μετατρέπονται σε αιτήσεις δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙ τμήμα 1 του κανονισμού στις περιπτώσεις όπου απαιτείται πρόσθετη έκθεση αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 ή 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97.

(5)

Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 περιορίζεται στη διάθεση στην αγορά νέων τροφίμων ή νέων συστατικών τροφίμων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Επομένως, η παρούσα απόφαση δεν καλύπτει τη διάθεση στην αγορά ζωοτροφών που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από αραβόσιτο της σειράς 1507.

(6)

Συγκεκριμένα, η διάθεση στην αγορά γενετικώς τροποποιημένου αραβοσίτου της σειράς 1507 σε ορισμένα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων ζωοτροφών που περιέχουν ή αποτελούνται από τον αραβόσιτο αυτό, ρυθμίζεται από την απόφαση 2005/772/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2005, για τη διάθεση στην αγορά, σύμφωνα με την οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ένα προϊόν αραβοσίτου (Zea mays L., σειράς 1507) γενετικώς τροποποιημένου με αντοχή στα επιβλαβή λεπιδόπτερα και με ανοχή έναντι του ζιζανιοκτόνου «γλυφοσινικό αμμώνιο» (3).

(7)

Ζωοτροφές που παράγονται από αραβόσιτο της σειράς 1507 είχαν διατεθεί στην αγορά πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού, δηλαδή τη 18η Απριλίου 2004. Κατά συνέπεια, οι ζωοτροφές αυτές υπόκεινται στις απαιτήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 20 του κανονισμού και μπορούν να διατίθενται στην αγορά και να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο κοινοτικό μητρώο των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών.

(8)

Στις 3 Μαρτίου 2005, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή») διατύπωσε τη γνώμη, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού, ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η διάθεση των προϊόντων στην αγορά ενδέχεται να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στο περιβάλλον (4). Πριν διατυπώσει τη γνώμη της, η Αρχή εξέτασε όλα τα συγκεκριμένα ερωτήματα και τις ανησυχίες που εξέφρασαν τα κράτη μέλη.

(9)

Κατά συνέπεια, η γνώμη της Αρχής ήταν ότι δεν χρειάζονται ειδικές απαιτήσεις επισήμανσης εκτός από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού. Η Αρχή συνέστησε επίσης να μην απαιτούνται ειδικοί όροι ή περιορισμοί για τη διάθεση στην αγορά ή/και ειδικοί όροι ή περιορισμοί για τη χρήση και το χειρισμό, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά, ούτε ειδικοί όροι για την προστασία ιδιαίτερων οικοσυστημάτων/περιβάλλοντος ή/και γεωγραφικών περιοχών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο ε) του κανονισμού.

(10)

Στη γνώμη της, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο παρακολούθησης του περιβάλλοντος, το οποίο συνίσταται σε γενικό σχέδιο εποπτείας που υποβάλλεται από τον αιτούντα, συνάδει με την προβλεπόμενη χρήση των προϊόντων.

(11)

Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, πρέπει να δοθεί έγκριση.

(12)

Πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικός αναγνωριστικός κωδικός στον αραβόσιτο της σειράς 1507 όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 65/2004 της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2004, για την καθιέρωση συστήματος σχηματισμού και απόδοσης αποκλειστικών αναγνωριστικών κωδικών για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (5).

(13)

Το σύνολο των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης για την έγκριση των προϊόντων πρέπει να καταχωριστούν στο κοινοτικό μητρώο των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών, όπως προβλέπεται στον κανονισμό.

(14)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού, οι όροι έγκρισης του προϊόντος δεσμεύουν όλα τα πρόσωπα που διαθέτουν το προϊόν στην αγορά.

(15)

Η παρούσα απόφαση κοινοποιείται μέσω του Οργανισμού Ελέγχου της Βιοασφάλειας στα μέρη που προσυπογράφουν το πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη βιοασφάλεια που επισυνάπτεται στη σύμβαση για τη βιολογική ποικιλότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 15 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1946/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, για τις διασυνοριακές διακινήσεις γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (6).

(16)

Η μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων δεν εξέδωσε γνώμη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση προς το Συμβούλιο στις 5 Οκτωβρίου 2005 σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (7)· το Συμβούλιο καλούνταν να ενεργήσει εντός τριών μηνών.

(17)

Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν ενήργησε εντός της ορισμένης προθεσμίας, και η Επιτροπή πρέπει τώρα να εκδώσει απόφαση,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Προϊόντα

Η παρούσα απόφαση καλύπτει τα τρόφιμα και τα συστατικά τροφίμων που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο (Zea mays L.) της σειράς 1507 και αναφέρονται περαιτέρω στο παράρτημα της παρούσας απόφασης («τα προϊόντα»), στα οποία έχει αποδοθεί ο αποκλειστικός αναγνωριστικός κωδικός DAS-Ø15Ø7-1, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 65/2004.

Άρθρο 2

Διάθεση στην αγορά

Η διάθεση των προϊόντων στην αγορά εγκρίνεται, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση και στο παράρτημά της, για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003.

Άρθρο 3

Επισήμανση

Για τους σκοπούς των ειδικών απαιτήσεων επισήμανσης που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003, η «ονομασία του οργανισμού» είναι «αραβόσιτος».

Άρθρο 4

Παρακολούθηση των περιβαλλοντικών συνεπειών

1.   Οι κάτοχοι έγκρισης εξασφαλίζουν την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου παρακολούθησης για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αναφέρεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

2.   Οι κάτοχοι έγκρισης υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις για την εφαρμογή και τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων παρακολούθησης.

Στις εκθέσεις αυτές αναφέρονται ρητά τα τμήματα εκείνα των εκθέσεων που θεωρούνται εμπιστευτικά, μαζί με τις επαληθεύσιμες αιτιολογίες της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003.

Τα εμπιστευτικά τμήματα των εν λόγω εκθέσεων υποβάλλονται με χωριστά έγγραφα.

Άρθρο 5

Κοινοτικό μητρώο

Οι πληροφορίες που περιέχονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης καταχωρίζονται στο κοινοτικό μητρώο των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών που αναφέρεται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003.

Άρθρο 6

Κάτοχοι έγκρισης

Οι κάτοχοι έγκρισης είναι οι ακόλουθοι:

α)

Pioneer Overseas Corporation, Βέλγιο, που εκπροσωπεί την Pioneer Hi-Bred International, Ηνωμένες Πολιτείες, και

β)

Dow AgroSciences Europe, Ηνωμένο Βασίλειο, που εκπροσωπεί τη Mycogen Seeds, Ηνωμένες Πολιτείες,

εταιρείες οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκτέλεση των καθηκόντων των κατόχων έγκρισης που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1829/2003.

Άρθρο 7

Διάρκεια ισχύος

Η παρούσα απόφαση ισχύει για περίοδο δέκα ετών από την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 3 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 43 της 14.2.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 291 της 5.11.2005, σ. 42.

(4)  http://www.efsa.eu.int/science/gmo/gm_ff_applications/more_info/503/op_gm07_ej182_1507_opinion_nl_doc2_en1.pdf

(5)  ΕΕ L 10 της 16.1.2004, σ. 5.

(6)  ΕΕ L 287 της 5.11.2003, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

α)   Αιτούντες και κάτοχοι έγκρισης:

Επωνυμία: Pioneer Overseas Corporation

Διεύθυνση: Avenue des Arts 44, B-1040 Brussels, Belgium

Εξ ονόματος της Pioneer Hi-Bred International, Inc., 400 Locus Street, Suite 800, Des Moines, IA 50309, United States

και

Επωνυμία: Dow AgroSciences Europe Ltd

Διεύθυνση: European Development Centre, 3 Milton Park, Abingdon, Oxon OX14 4RN, United Kingdom.

Εξ ονόματος της Mycogen Seeds c/o Dow AgroSciences LLC, 9330 Zionsville Road, Indianapolis, IN 46268-1054, United States.

β)   Ονομασία και χαρακτηριστικά των προϊόντων: Τρόφιμα και συστατικά τροφίμων που περιέχουν, αποτελούνται ή παράγονται από γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο (Zea mays L.) της σειράς 1507 όπως περιγράφονται στην αίτηση, με αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό DAS-Ø15Ø7-1, με αντοχή στην πυραλίδα του αραβοσίτου (Ostrinia nubilalis) και σε ορισμένα άλλα επιβλαβή λεπιδόπτερα και με ανοχή έναντι του ζιζανιοκτόνου «γλυφοσινικό αμμώνιο». Ο γενετικώς τροποποιημένος αραβόσιτος DAS-Ø15Ø7-1 περιέχει τις εξής αλληλουχίες DNA σε δύο κασέτες:

συνθετική μορφή του αποκομμένου γονιδίου cry1F, που λαμβάνεται από τον Bacillus thuringiensis, υποείδος aizawai, και προσδίδει αντοχή στην πυραλίδα του αραβοσίτου (Ostrinia nubilalis) και σε ορισμένα άλλα επιβλαβή λεπιδόπτερα, ρυθμιζόμενο από τον υποκινητή της ουβικιτίνης ubiZM1(2) που προέρχεται από τον Zea mays L. και από την καταληκτική αλληλουχία ORF25PolyA που προέρχεται από το Agrobacterium tumefaciens pTi15955·

συνθετική μορφή του γονιδίου pat, που λαμβάνεται από το στέλεχος Tü494 του Streptomyces viridochromogenes και προσδίδει ανοχή έναντι του ζιζανιοκτόνου «γλυφοσινικό αμμώνιο», ρυθμιζόμενο από τον υποκινητή 35S και τις καταληκτικές ακολουθίες του ιού της μωσαϊκής της ανθοκράμβης (Cauliflower Mosaic Virus).

γ)   Επισήμανση: Καμία άλλη ειδική απαίτηση πέραν εκείνων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003.

Για τους σκοπούς του άρθρου 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003, η «ονομασία του οργανισμού» είναι «αραβόσιτος».

δ)   Μέθοδος ανίχνευσης:

ποσοτικοποιημένη εξειδικευμένη μέθοδος πραγματικού χρόνου που βασίζεται στην PCR (αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης) για τον γενετικώς τροποποιημένο αραβόσιτο DAS-Ø15Ø7-1,

επικυρωμένη από το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς που ιδρύθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 και δημοσιευμένη στη διεύθυνση http://gmo-crl.jrc.it/detectionmethods/TC1507-WEB-Protocol-Validation.pdf

υλικό αναφοράς: Υλικό αναφοράς: ERM®-BF418, διαθέσιμο μέσω του Κοινού Κέντρου Ερευνών (ΚΚΕρ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ινστιτούτο Υλικών Αναφοράς και Μετρήσεων (IRMM) στο δικτυακό τόπο http://www.irmm.jrc.be/html/reference_materials_catalogue/index.htm

ε)   Αποκλειστικός κωδικός αναγνώρισης:

DAS-Ø15Ø7-1.

στ)   Απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ του πρωτοκόλλου της Καρθαγένης για τη βιοασφάλεια της σύμβασης για τη βιολογική ποικιλότητα: Biosafety Clearing House, Record ID βλέπε απόφαση 2006/197/ΕΚ.

ζ)   Όροι ή περιορισμοί σχετικά με τη διάθεση στην αγορά, τη χρήση ή το χειρισμό των προϊόντων: Δεν απαιτούνται.

η)   Σχέδιο παρακολούθησης: Σχέδιο παρακολούθησης για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις σύμφωνα με το παράρτημα VII της οδηγίας 2001/18/ΕΚ.

[Σύνδεσμος http://gmo-crl.jrc.it/detectionmethods/TC1507-WEB-Protocol-Validation.pdf]

θ)   Απαιτήσεις παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά για να χρησιμοποιηθεί το τρόφιμο για ανθρώπινη κατανάλωση: Δεν απαιτείται.

Σημείωση: Οι σύνδεσμοι με τα σχετικά έγγραφα ενδέχεται να χρειάζονται τροποποίηση με την πάροδο του χρόνου. Οι τροποποιήσεις αυτές θα γνωστοποιούνται στο κοινό μέσω της επικαιροποίησης του κοινοτικού μητρώου των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και ζωοτροφών.