ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 309

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

48ό έτος
25 Νοεμβρίου 2005


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1888/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 για τη θέσπιση κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα

9

 

*

Οδηγία 2005/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την εικοστή όγδοη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων (τολουόλιο και τριχλωροβενζόλιο) ( 1 )

13

 

*

Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ( 1 )

15

 

*

Οδηγία 2005/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τη χρήση συστημάτων μετωπικής προστασίας στα οχήματα με κινητήρα και με την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου

37

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

25.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 309/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1888/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Οκτωβρίου 2005

περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 για τη θέσπιση κοινής ονοματολογίας των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 (3) αποτελεί το νομικό πλαίσιο για την περιφερειακή ταξινόμηση ώστε να καταστεί δυνατή η συλλογή, κατάρτιση και διάδοση εναρμονισμένων περιφερειακών στατιστικών στην Κοινότητα.

(2)

Όλες οι στατιστικές των κρατών μελών που διαβιβάζονται στην Επιτροπή και οι οποίες ταξινομούνται ανά εδαφικές μονάδες θα πρέπει να χρησιμοποιούν την ταξινόμηση NUTS, αν είναι δυνατόν.

(3)

Είναι αναγκαίο να αναπροσαρμοστούν τα παραρτήματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 ώστε να ληφθεί υπόψη η προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το παράρτημα Ι τροποποιείται σύμφωνα με το κείμενο που παρουσιάζεται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

2.

Τα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ αντικαθίστανται από το κείμενο που περιέχεται στο παράρτημα ΙΙ και στο παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Οκτωβρίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. ALEXANDER


(1)  ΕΕ C 157 της 28.6.2005, σ. 149.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Απριλίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2005.

(3)  ΕΕ L 154 της 21.6.2003, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1059/2003 τροποποιείται ως εξής:

1.

Μεταξύ BE — BELGIQUE/BELGIË και DK — DANMARK παρεμβάλλεται ο ακόλουθος πίνακας:

«Κωδικόσ

Nuts 1

Nuts 2

Nuts 3

CZ

ČESKÁ REPUBLIKA

 

 

CZ0

ČESKÁ REPUBLIKA

 

 

CZ01

 

Praha

 

CZ010

 

 

Hlavní město Praha

CZ02

 

Střední Čechy

 

CZ020

 

 

Středočeský kraj

CZ03

 

Jihozápad

 

CZ031

 

 

Jihočeský kraj

CZ032

 

 

Plzeňský kraj

CZ04

 

Severozápad

 

CZ041

 

 

Karlovarský kraj

CZ042

 

 

Ústecký kraj

CZ05

 

Severovýchod

 

CZ051

 

 

Liberecký kraj

CZ052

 

 

Královéhradecký kraj

CZ053

 

 

Pardubický kraj

CZ06

 

Jihovýchod

 

CZ061

 

 

Vysočina

CZ062

 

 

Jihomoravský kraj

CZ07

 

Střední Morava

 

CZ071

 

 

Olomoucký kraj

CZ072

 

 

Zlínský kraj

CZ08

 

Moravskoslezsko

 

CZ080

 

 

Moravskoslezský kraj

CZZ

EXTRA-REGIO

 

 

CZZZ

 

Extra-Regio

 

CZZZZ

 

 

Extra-Regio»

2.

Μεταξύ DE — DEUTSCHLAND και GR — ΕΛΛΑΔΑ (Ellada) παρεμβάλλεται ο ακόλουθος πίνακας:

«Κωδικόσ

Nuts 1

Nuts 2

Nuts 3

EE

EESTI

 

 

EE0

EESTI

 

 

EE00

 

Eesti

 

EE001

 

 

Põhja-Eesti

EE004

 

 

Lääne-Eesti

EE006

 

 

Kesk-Eesti

EE007

 

 

Kirde-Eesti

EE008

 

 

Lõuna-Eesti

EEZ

EXTRA-REGIO

 

 

EEZZ

 

Extra-Regio

 

EEZZZ

 

 

Extra-Regio»

3.

Μεταξύ IT — ITALIA και LU — LUXEMBOURG (GRAND-DUCHÉ) παρεμβάλλεται ο ακόλουθος πίνακας:

«Κωδικόσ

Nuts 1

Nuts 2

Nuts 3

CY

ΚΥΠΡΟΣ/KIBRIS

 

 

CY0

ΚΥΠΡΟΣ/KIBRIS

 

 

CY00

 

Κύπρος/Kıbrıs

 

CY000

 

 

Κύπρος/Kıbrıs

CYZ

EXTRA-REGIO

 

 

CYZZ

 

Extra-Regio

 

CYZZZ

 

 

Extra-Regio

LV

LATVIJA

 

 

LV0

LATVIJA

 

 

LV00

 

Latvija

 

LV003

 

 

Kurzeme

LV005

 

 

Latgale

LV006

 

 

Rīga

LV007

 

 

Pierīga

LV008

 

 

Vidzeme

LV009

 

 

Zemgale

LVZ

EXTRA-REGIO

 

 

LVZZ

 

Extra-Regio

 

LVZZZ

 

 

Extra-Regio

LT

LIETUVA

 

 

LT0

LIETUVA

 

 

LT00

 

Lietuva

 

LT001

 

 

Alytaus apskritis

LT002

 

 

Kauno apskritis

LT003

 

 

Klaipėdos apskritis

LT004

 

 

Marijampolės apskritis

LT005

 

 

Panevėžio apskritis

LT006

 

 

Šiaulių apskritis

LT007

 

 

Tauragės apskritis

LT008

 

 

Telšių apskritis

LT009

 

 

Utenos apskritis

LT00A

 

 

Vilniaus apskritis

LTZ

EXTRA-REGIO

 

 

LTZZ

 

Extra-Regio

 

LTZZZ

 

 

Extra-Regio»

4.

Μεταξύ LU — LUXEMBOURG (GRAND-DUCHÉ) και NL — NEDERLAND παρεμβάλλεται ο ακόλουθος πίνακας:

«Κωδικόσ

Nuts 1

Nuts 2

Nuts 3

HU

MAGYARORSZÁG

 

 

HU1

KÖZÉP-MAGYARORSZÁG

 

 

HU10

 

Közép-Magyarország

 

HU101

 

 

Budapest

HU102

 

 

Pest

HU2

DUNÁNTÚL

 

 

HU21

 

Közép-Dunántúl

 

HU211

 

 

Fejér

HU212

 

 

Komárom-Esztergom

HU213

 

 

Veszprém

HU22

 

Nyugat-Dunántúl

 

HU221

 

 

Győr-Moson-Sopron

HU222

 

 

Vas

HU223

 

 

Zala

HU23

 

Dél-Dunántúl

 

HU231

 

 

Baranya

HU232

 

 

Somogy

HU233

 

 

Tolna

HU3

ALFÖLD ÉS ÉSZAK

 

 

HU31

 

Észak-Magyarország

 

HU311

 

 

Borsod-Abaúj-Zemplén

HU312

 

 

Heves

HU313

 

 

Nógrád

HU32

 

Észak-Alföld

 

HU321

 

 

Hajdú-Bihar

HU322

 

 

Jász-Nagykun-Szolnok

HU323

 

 

Szabolcs-Szatmár-Bereg

HU33

 

Dél-Alföld

 

HU331

 

 

Bács-Kiskun

HU332

 

 

Békés

HU333

 

 

Csongrád

HUZ

EXTRA-REGIO

 

 

HUZZ

 

Extra-Regio

 

HUZZZ

 

 

Extra-Regio

MT

MALTA

 

 

MT0

MALTA

 

 

MT00

 

Malta

 

MT001

 

 

Malta

MT002

 

 

Gozo and Comino/Għawdex u Kemmuna

MTZ

EXTRA-REGIO

 

 

MTZZ

 

Extra-Regio

 

MTZZZ

 

 

Extra-Regio»

5.

Μεταξύ AT — ÖSTERREICH και PT — PORTUGAL παρεμβάλλεται ο ακόλουθος πίνακας:

«Κωδικόσ

Nuts 1

Nuts 2

Nuts 3

PL

POLSKA

 

 

PL1

CENTRALNY

 

 

PL11

 

Łódzkie

 

PL111

 

 

Łódzki

PL112

 

 

Piotrkowsko-skierniewicki

PL113

 

 

Miasto Łódź

PL12

 

Mazowieckie

 

PL121

 

 

Ciechanowsko-płocki

PL122

 

 

Ostrołęcko-siedlecki

PL124

 

 

Radomski

PL126

 

 

Warszawski

PL127

 

 

Miasto Warszawa

PL2

POŁUDNIOWY

 

 

PL21

 

Małopolskie

 

PL211

 

 

Krakowsko-tarnowski

PL212

 

 

Nowosądecki

PL213

 

 

Miasto Kraków

PL22

 

Śląskie

 

PL224

 

 

Częstochowski

PL225

 

 

Bielsko-bialski

PL226

 

 

Centralny śląski

PL227

 

 

Rybnicko-jastrzębski

PL3

WSCHODNI

 

 

PL31

 

Lubelskie

 

PL311

 

 

Bialskopodlaski

PL312

 

 

Chełmsko-zamojski

PL313

 

 

Lubelski

PL32

 

Podkarpackie

 

PL321

 

 

Rzeszowsko-tarnobrzeski

PL322

 

 

Krośnieńsko-przemyski

PL33

 

Świętokrzyskie

 

PL330

 

 

Świętokrzyski

PL34

 

Podlaskie

 

PL341

 

 

Białostocko-suwalski

PL342

 

 

Łomżyński

PL4

PÓŁNOCNO-ZACHODNI

 

 

PL41

 

Wielkopolskie

 

PL411

 

 

Pilski

PL412

 

 

Poznański

PL413

 

 

Kaliski

PL414

 

 

Koniński

PL415

 

 

Miasto Poznań

PL42

 

Zachodniopomorskie

 

PL421

 

 

Szczeciński

PL422

 

 

Koszaliński

PL43

 

Lubuskie

 

PL431

 

 

Gorzowski

PL432

 

 

Zielonogórski

PL5

POŁUDNIOWO-ZACHODNI

 

 

PL51

 

Dolnośląskie

 

PL511

 

 

Jeleniogórsko-wałbrzyski

PL512

 

 

Legnicki

PL513

 

 

Wrocławski

PL514

 

 

Miasto Wrocław

PL52

 

Opolskie

 

PL520

 

 

Opolski

PL6

PÓŁNOCNY

 

 

PL61

 

Kujawsko-pomorskie

 

PL611

 

 

Bydgoski

PL612

 

 

Toruńsko-włocławski

PL62

 

Warmińsko-mazurskie

 

PL621

 

 

Elbląski

PL622

 

 

Olsztyński

PL623

 

 

Ełcki

PL63

 

Pomorskie

 

PL631

 

 

Słupski

PL632

 

 

Gdański

PL633

 

 

Gdańsk-Gdynia-Sopot

PLZ

EXTRA-REGIO

 

 

PLZZ

 

Extra-Regio

 

PLZZZ

 

 

Extra-Regio»

6.

Μεταξύ PT — PORTUGAL και FI — SUOMI/FINLAND παρεμβάλλεται ο ακόλουθος πίνακας:

«Κωδικόσ

Nuts 1

Nuts 2

Nuts 3

SI

SLOVENIJA

 

 

SI0

SLOVENIJA

 

 

SI00

 

Slovenija

 

SI001

 

 

Pomurska

SI002

 

 

Podravska

SI003

 

 

Koroška

SI004

 

 

Savinjska

SI005

 

 

Zasavska

SI006

 

 

Spodnjeposavska

SI009

 

 

Gorenjska

SI00A

 

 

Notranjsko-kraška

SI00B

 

 

Goriška

SI00C

 

 

Obalno-kraška

SI00D

 

 

Jugovzhodna Slovenija

SI00E

 

 

Osrednjeslovenska

SIZ

EXTRA-REGIO

 

 

SIZZ

 

Extra-Regio

 

SIZZZ

 

 

Extra-Regio

SK

SLOVENSKÁ REPUBLIKA

 

 

SK0

SLOVENSKÁ REPUBLIKA

 

 

SK01

 

Bratislavský kraj

 

SK010

 

 

Bratislavský kraj

SK02

 

Západné Slovensko

 

SK021

 

 

Trnavský kraj

SK022

 

 

Trenčiansky kraj

SK023

 

 

Nitriansky kraj

SK03

 

Stredné Slovensko

 

SK031

 

 

Žilinský kraj

SK032

 

 

Banskobystrický kraj

SK04

 

Východné Slovensko

 

SK041

 

 

Prešovský kraj

SK042

 

 

Košický kraj

SKZ

EXTRA-REGIO

 

 

SKZZ

 

Extra-Regio

 

SKZZZ

 

 

Extra-Regio»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Υφιστάμενες διοικητικές μονάδες

Σε επίπεδο NUTS 1, στο Βέλγιο “Gewesten/Regions”, στη Γερμανία “Länder”, στην Πορτογαλία “Continente”, “Região dos Açores” και “Região da Madeira” και στο Ηνωμένο Βασίλειο: “Scotland”, “Wales”, “Northern Ireland” και το “Government Office Regions of England”.

Σε επίπεδο NUTS 2, “Provincies/Provinces” στο Βέλγιο, “Regierungsbezirke” στη Γερμανία, “περιφέρειες” στην Ελλάδα, “comunidades y ciudades autόnomas” στην Ισπανία, “régions” στη Γαλλία, “regions” στην Ιρλανδία, “regioni” στην Ιταλία, “provincies” στις Κάτω Χώρες, “Länder” στην Αυστρία και “województwa” στην Πολωνία.

Σε επίπεδο NUTS 3, “arrondissementen arrondissements” στο Βέλγιο, “Kraje” στην Τσεχική Δημοκρατία, “Amtskommuner” στη Δανία, “Kreise/kreisfreie Stadte” στη Γερμανία, “νομοί” στην Ελλάδα, “provincias” στην Ισπανία, “départements” στη Γαλλία, “regional authority regions” στην Ιρλανδία, “provincie” στην Ιταλία, “Apskritis” στη Λιθουανία, “megyék” στην Ουγγαρία, “Kraje” στη Σλοβακική Δημοκρατία, “län” στη Σουηδία και “maakunnat/landskap” στη Φινλανδία.»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Μικρότερες διοικητικές μονάδες

“Gemeenten/Communes” στο Βέλγιο, “Obce” στην Τσεχική Δημοκρατία, “Kommuner” στη Δανία, “Gemeinden” στη Γερμανία, “Vald, Linn” στην Εσθονία, “Δήμοι/κοινότητες” στην Ελλάδα, “Municipios” στην Ισπανία, “Communes” στη Γαλλία, “counties ή county boroughs” στην Ιρλανδία, “Comuni” στην Ιταλία, “Δήμοι/κοινότητες (Dimoi/koinotites)” στην Κύπρο, “Pilsētas, novadi, pagasti” στη Λεττονία, “Seniūnija” στη Λιθουανία, “Communes” στο Λουξεμβούργο, “Települések” στην Ουγγαρία, “Lokalitajiet” στη Μάλτα, “Gemeenten” στις Κάτω Χώρες, “Gemeinden” στην Αυστρία, “Gminy, miasta” στην Πολωνία, “Freguesias” στην Πορτογαλία, “Občina” στη Σλοβενία, “Obce” στη Σλοβακική Δημοκρατία, “Kunnat/Kommuner” στη Φινλανδία, “Kommuner” στη Σουηδία και “Wards” στο Ηνωμένο Βασίλειο.»


25.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 309/9


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Οκτωβρίου 2005

σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 95 και 135,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ένα από τα καθήκοντα της Κοινότητας είναι να προάγει την αρμονική, ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας εγκαθιδρύοντας κοινή αγορά και οικονομική και νομισματική ένωση. Προς το σκοπό αυτόν, η εσωτερική αγορά περικλείει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων.

(2)

H εισαγωγή των προϊόντων παράνομων δραστηριοτήτων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η επένδυσή τους μετά τη νομιμοποίηση παραβλάπτουν την υγιή και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, η οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (3), θέσπισε κοινοτικό μηχανισμό για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με την παρακολούθηση των συναλλαγών μέσω των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων τύπων επαγγελμάτων. Επειδή υπάρχει κίνδυνος η εφαρμογή του μηχανισμού αυτού να οδηγήσει σε αύξηση των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων για παράνομους σκοπούς, η οδηγία 91/308/ΕΟΚ θα πρέπει να συμπληρωθεί με σύστημα ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα.

(3)

Επί του παρόντος μόνο μερικά κράτη μέλη εφαρμόζουν, δυνάμει της εθνικής τους νομοθεσίας, τέτοια συστήματα ελέγχου. Η ανομοιογένεια της νομοθεσίας παραβλάπτει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, είναι ανάγκη να εναρμονιστούν τα βασικά στοιχεία σε κοινοτικό επίπεδο ώστε να εξασφαλιστεί ισοδύναμο επίπεδο ελέγχου των κινήσεων ρευστών διαθεσίμων που διέρχονται τα σύνορα της Κοινότητας. Ωστόσο, η εναρμόνιση αυτή δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις της συνθήκης, εθνικούς ελέγχους στις κινήσεις ρευστών διαθεσίμων εντός της Κοινότητας.

(4)

Θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι συμπληρωματικές δραστηριότητες άλλων διεθνών φορέων, και ιδίως της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης για το ξέπλυμα χρήματος (FATF), η οποία συγκροτήθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας των Επτά στο Παρίσι το 1989. Η ειδική σύσταση ΙΧ της FATF της 22ας Οκτωβρίου 2004 καλεί τις κυβερνήσεις να θεσπίσουν μέτρα για τον εντοπισμό των φυσικών κινήσεων ρευστών διαθεσίμων, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν σύστημα βασιζόμενο σε δήλωση, ή άλλη υποχρέωση κοινολόγησης.

(5)

Κατ' ακολουθίαν, τα ρευστά διαθέσιμα που μεταφέρει φυσικό πρόσωπο εισερχόμενο ή εξερχόμενο από την Κοινότητα θα πρέπει να υπόκεινται στην αρχή της υποχρεωτικής δήλωσης. Η αρχή αυτή επιτρέπει στις τελωνειακές αρχές να συγκεντρώνουν πληροφορίες για τις εν λόγω κινήσεις ρευστών διαθεσίμων και, κατά περίπτωση, να διαβιβάζουν τις πληροφορίες αυτές σε άλλες αρχές. Οι τελωνειακές αρχές βρίσκονται στα σύνορα της Κοινότητας, όπου ο έλεγχος είναι πιο αποτελεσματικός, ορισμένες δε έχουν ήδη αποκτήσει πρακτική εμπειρία στον τομέα αυτόν. Θα πρέπει επίσης να γίνεται χρήση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (4). Η αμοιβαία αυτή συνδρομή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των ελέγχων ρευστών διαθεσίμων και τη διαβίβαση των πληροφοριών οι οποίες ενδεχομένως θα βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.

(6)

Ενόψει του προληπτικού της σκοπού και του αποτρεπτικού της χαρακτήρα, η υποχρέωση δήλωσης θα πρέπει να πληρούται κατά την είσοδο ή την έξοδο από την Κοινότητα. Ωστόσο, για να επικεντρωθεί η δράση των αρχών στις σημαντικές κινήσεις ρευστών διαθεσίμων, στην υποχρέωση αυτή θα πρέπει να υπόκεινται μόνο οι κινήσεις ποσών ύψους 10 000 ευρώ και άνω. Επίσης, θα πρέπει να διευκρινίζεται ότι η υποχρέωση δήλωσης επιβάλλεται στα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν το συγκεκριμένο ποσό, ανεξάρτητα από το αν τα πρόσωπα αυτά είναι κύριοι του ποσού ή όχι.

(7)

Για τις παρεχόμενες πληροφορίες θα πρέπει να χρησιμοποιείται κοινό υπόδειγμα. Τούτο θα διευκολύνει τις αρμόδιες αρχές στην ανταλλαγή πληροφοριών.

(8)

Είναι επιθυμητό να δοθούν οι ορισμοί που είναι αναγκαίοι για την ομοιόμορφη ερμηνεία του παρόντος κανονισμού.

(9)

Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζονται στις αρχές που μνημονεύει το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.

(10)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (5), και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6), έχουν εφαρμογή στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατ' εφαρμογήν του παρόντος κανονισμού.

(11)

Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσά ρευστών διαθεσίμων συνδέονται με παράνομη δραστηριότητα, η οποία συνδέεται με την κίνηση ρευστών διαθεσίμων, όπως μνημονεύεται στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από τις αρμόδιες αρχές μπορούν να διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών ή/και στην Επιτροπή. Ομοίως, θα πρέπει να προβλέπεται η διαβίβαση ορισμένων πληροφοριών όταν υπάρχουν ενδείξεις για κινήσεις ποσών ρευστών διαθεσίμων ύψους κατώτερου από το κατώτατο όριο που καθορίζεται με τον παρόντα κανονισμό.

(12)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων.

(13)

Οι εξουσίες των αρμοδίων αρχών θα πρέπει να συμπληρώνονται με την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν κυρώσεις. Ωστόσο, κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε περίπτωση μη υποβολής δηλώσεως σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(14)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να επιτευχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό από τα κράτη μέλη και συνεπώς μπορεί, λόγω των διεθνικών διαστάσεων που έχει η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην εσωτερική αγορά, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(15)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και επαναλαμβάνονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στο άρθρο 8,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος

1.   Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τις διατάξεις της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ ως προς τις συναλλαγές μέσω των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επαγγελμάτων θεσπίζοντας εναρμονισμένους κανόνες για τον έλεγχο, από τις αρμόδιες αρχές, των ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα εθνικά μέτρα ελέγχου των ρευστών διαθεσίμων εντός της Κοινότητας εφόσον τα μέτρα αυτά λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 58 της συνθήκης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1.

«αρμόδιες αρχές»: οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών ή οι τυχόν άλλες αρχές που είναι επιφορτισμένες από τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,

2.

«ρευστά διαθέσιμα»:

α)

διαπραγματεύσιμοι τίτλοι στον κομιστή, συμπεριλαμβανομένων νομισματικών μέσων εκδιδομένων στον κομιστή όπως ταξιδιωτικών επιταγών, διαπραγματεύσιμοι τίτλοι (συμπεριλαμβανομένων επιταγών, γραμματίων και εντολών πληρωμής) είτε εκδιδόμενοι στον κομιστή είτε οπισθογραφημένοι χωρίς περιορισμό, είτε εκδιδόμενοι σε διαταγή εικονικού δικαιούχου, είτε διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε η κατοχή να συνεπάγεται κυριότητα, και μη πλήρεις τίτλοι (συμπεριλαμβανομένων επιταγών, γραμματίων και εντολών πληρωμής) υπογεγραμμένοι αλλά με παράλειψη του ονόματος του δικαιούχου·

β)

τα μετρητά (χαρτονομίσματα και κέρματα που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής).

Άρθρο 3

Υποχρέωση δήλωσης

1.   Κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Κοινότητα και μεταφέρει ρευστά διαθέσιμα αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 10 000 ευρώ δηλώνει το εν λόγω ποσό στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μέσω των οποίων εισέρχεται ή εξέρχεται από την Κοινότητα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η υποχρέωση δήλωσης δεν έχει εκπληρωθεί εάν η παρεχόμενη πληροφορία είναι ανακριβής ή ελλιπής.

2.   Η δήλωση της παραγράφου 1 περιέχει λεπτομέρειες για:

α)

τον δηλούντα, μεταξύ των οποίων το ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία και τον τόπο γεννήσεως και την υπηκοότητα·

β)

τον κύριο των ρευστών διαθεσίμων·

γ)

τον αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων·

δ)

το ποσό και το είδος των ρευστών διαθεσίμων·

ε)

την προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση των ρευστών διαθεσίμων·

στ)

τη διαδρομή·

ζ)

το μεταφορικό μέσο.

3.   Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς, προφορικώς ή ηλεκτρονικώς, με τρόπο που καθορίζεται από το κράτος μέλος της παραγράφου 1. Ωστόσο, ο δηλών δύναται, αν το ζητήσει, να παράσχει τις πληροφορίες γραπτώς. Όταν υποβληθεί γραπτή δήλωση, χορηγείται στον δηλούντα με αίτησή του επικυρωμένο αντίγραφό της.

Άρθρο 4

Εξουσίες των αρμοδίων αρχών

1.   Για τον έλεγχο της τήρησης της υποχρέωσης δήλωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η εθνική νομοθεσία, να υποβάλλουν σε έλεγχο τα φυσικά πρόσωπα, τις αποσκευές τους και τα μεταφορικά τους μέσα.

2.   Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης του άρθρου 3, τα ρευστά διαθέσιμα είναι δυνατό να δεσμεύονται με διοικητική απόφαση, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της εθνικής νομοθεσίας.

Άρθρο 5

Καταχώριση και επεξεργασία πληροφοριών

1.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3 ή/και το άρθρο 4 καταχωρίζονται και υφίστανται επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του άρθρου 3 παράγραφος 1, και τίθενται στη διάθεση των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους που μνημονεύονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.

2.   Όταν από τους ελέγχους που προβλέπονται στο άρθρο 4 προκύπτει ότι φυσικό πρόσωπο εισέρχεται ή εξέρχεται από την Κοινότητα με ποσά ρευστών διαθεσίμων μικρότερα από το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 3 και όταν υπάρχουν ενδείξεις παράνομων δραστηριοτήτων συναφών με την κίνηση των ρευστών διαθεσίμων, όπως μνημονεύονται στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, οι πληροφορίες αυτές, το ονοματεπώνυμο, η ημερομηνία και ο τόπος γεννήσεως και η υπηκοότητα του εν λόγω προσώπου καθώς και οι λεπτομέρειες του μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιήθηκε είναι δυνατόν επίσης να καταχωρίζονται και να υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του άρθρου 3 παράγραφος 1, και να τίθενται στη διάθεση των αρχών του κράτους μέλους που μνημονεύονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ.

Άρθρο 6

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσά των ρευστών διαθεσίμων αφορούν παράνομες δραστηριότητες, συνδεόμενες με κίνηση ρευστών διαθεσίμων, όπως μνημονεύεται στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω της δήλωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 ή των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 4 είναι δυνατόν να διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

2.   Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ποσά των ρευστών διαθεσίμων αφορούν προϊόν απάτης ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, οι εν λόγω πληροφορίες διαβιβάζονται και στην Επιτροπή.

Άρθρο 7

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

Στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορούν να γνωστοποιηθούν από κράτη μέλη ή από την Επιτροπή σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης των αρμοδίων αρχών που έλαβαν τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το άρθρο 3 ή/και το άρθρο 4 και εφόσον συνάδει με τις αντίστοιχες εθνικές και κοινοτικές διατάξεις περί διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών όταν αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 8

Επαγγελματικό απόρρητο

Κάθε πληροφορία η οποία είναι από τη φύση της εμπιστευτικού χαρακτήρα ή η οποία παρέχεται υπό τύπο εμπιστευτικό καλύπτεται από το επαγγελματικό απόρρητο και δεν ανακοινώνεται από τις αρμόδιες αρχές χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου ή της αρχής που έχει παράσχει την εν λόγω πληροφορία. Ωστόσο, η διαβίβαση πληροφοριών επιτρέπεται εφόσον οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να το πράξουν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ιδίως στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών. Κατά την αποκάλυψη ή τη διαβίβαση πληροφοριών τηρούνται πλήρως οι ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων, ιδίως δε η οδηγία 95/46/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 9

Κυρώσεις

1.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κυρώσεις για τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.   Έως τις 15 Ιουνίου 2007, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3.

Άρθρο 10

Αξιολόγηση

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του.

Άρθρο 11

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 15 Ιουνίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 26 Οκτωβρίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. ALEXANDER


(1)  ΕΕ C 227 Ε της 24.9.2002, σ. 574.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Μαΐου 2003 (ΕΕ C 67 Ε της 17.3.2004, σ. 259), κοινή θέση του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ C 144 Ε της 14.6.2005, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουνίου 2005. Απόφαση του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2005.

(3)  ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 76).

(4)  ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(5)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.


25.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 309/13


ΟΔΗΓΊΑ 2005/59/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Οκτωβρίου 2005

σχετικά με την εικοστή όγδοη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων (τολουόλιο και τριχλωροβενζόλιο)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι κίνδυνοι που ενέχουν για τον άνθρωπο και το περιβάλλον το τολουόλιο και το τριχλωροβενζόλιο (TCB) έχουν αξιολογηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1993, για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες (3). Με την αξιολόγηση του κινδύνου εντοπίστηκε η ανάγκη για μείωση αυτών των κινδύνων και η επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον (CSTEE) επιβεβαίωσε αυτό το συμπέρασμα.

(2)

Στη σύσταση 2004/394/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των κινδύνων και τις στρατηγικές περιορισμού των κινδύνων από τις ουσίες: ακετονιτρίλιο, ακρυλαμίδιο, ακρυλονιτρίλιο, ακρυλικό οξύ, βουταδιένιο, υδροφθόριο, υπεροξείδιο του υδρογόνου, μεθακρυλικό οξύ, μεθακρυλικό μεθύλιο, τολουόλιο, τριχλωροβενζόλιο (4), που εγκρίθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93, περιλαμβάνεται στρατηγική μείωσης των κινδύνων για το τολουόλιο και το τριχλωροβενζόλιο (εφεξής: TCB), με τη σύσταση περιορισμών για τη μείωση των κινδύνων από ορισμένες χρήσεις των εν λόγω ουσιών.

(3)

Προκειμένου να προστατευθούν η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, είναι συνεπώς αναγκαίο να περιοριστεί η κυκλοφορία στην αγορά και η χρήση του τολουολίου και του TCB.

(4)

Ο στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση διατάξεων εναρμόνισης για το τολουόλιο και το TCB, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και, παράλληλα, την εξασφάλιση προστασίας υψηλού επιπέδου της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, όπως απαιτείται από το άρθρο 95 της συνθήκης.

(5)

Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμοσθεί με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας που προβλέπει ελάχιστες απαιτήσεις για την προστασία των εργαζομένων και η οποία περιέχεται στην οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (5), και στις ειδικές οδηγίες που βασίζονται σ' αυτή, ιδίως την οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (6), και την οδηγία 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία (έκτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου) (7).

(6)

Η οδηγία 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου (8) θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 2006, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 15 Ιουνίου 2007.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της παραπομπής αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 26 Οκτωβρίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. ALEXANDER


(1)  ΕΕ C 120 της 20.5.2005, σ. 6.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Απριλίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της.19ης Σεπτεμβρίου 2005.

(3)  ΕΕ L 84 της 5.4.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 144 της 30.4.2004, σ. 72. Διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 199 της 7.6.2004, σ. 41.

(5)  ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(6)  ΕΕ L 131 της 5.5.1998, σ. 11.

(7)  ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 50. Διορθωμένη έκδοση στην ΕΕ L 229 της 29.6.2004, σ. 23.

(8)  ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/98/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 305 της 1.10.2004, σ. 63).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα ακόλουθα σημεία προστίθενται στο παράρτημα I της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ:

«48.

Τολουόλιο

CAS No. 108-88-3

Δεν μπορεί να διατίθεται στην αγορά ή να χρησιμοποιείται ως ουσία ή συστατικό παρασκευασμάτων σε συγκέντρωση ίση ή μεγαλύτερη του 0,1 % κατά μάζα σε κολλητικές ουσίες και βαφές ψεκασμού που προορίζονται για πώληση στο ευρύ κοινό.

49.

Τριχλωροβενζόλιο

CAS No. 120-82-1

Δεν μπορεί να διατίθεται στην αγορά ή να χρησιμοποιείται ως ουσία ή συστατικό παρασκευασμάτων σε συγκέντρωση ίση ή μεγαλύτερη του 0,1 % κατά μάζα για όλες τις χρήσεις εκτός της χρήσης

ως ενδιάμεσου σύνθεσης, ή

ως διαλύτη διαδικασίας σε κλειστές χημικές εφαρμογές για αντιδράσεις χλωρίωσης, ή

για την παρασκευή 1,3,5 - τρινιτρο - 2,4,6 - τριαμινοβενζολίου (TATB)».


25.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 309/15


ΟΔΗΓΊΑ 2005/60/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Οκτωβρίου 2005

σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη περίοδος, και το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η μαζική ροή χρημάτων που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες δύναται να επιφέρει ζημία στη σταθερότητα και τη φήμη του χρηματοπιστωτικού τομέα και συνιστά απειλή για την ενιαία αγορά, η δε τρομοκρατία κλονίζει τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Αποτελέσματα μπορούν να επιφέρουν, εκτός από την προσέγγιση του ποινικού δικαίου, και οι προσπάθειες πρόληψης μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(2)

Η φερεγγυότητα, η ακεραιότητα και η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και η αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του μπορούν να κλονιστούν σοβαρά από τις προσπάθειες των εγκληματιών και των συνεργών τους είτε να συγκαλύψουν την προέλευση των προϊόντων των εγκληματικών δραστηριοτήτων είτε να διοχετεύσουν νόμιμο ή παράνομο χρήμα με σκοπό την τρομοκρατία. Η κοινοτική δράση σε αυτόν τον τομέα είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η θέσπιση μέτρων από τα κράτη μέλη για την προστασία των χρηματοπιστωτικών τους συστημάτων, τα οποία μπορεί να μη συνάδουν με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και με τους κανόνες του κράτους δικαίου και της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης.

(3)

Εάν δεν θεσπιστούν ορισμένα μέτρα συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο, οι μετερχόμενοι τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και οι χρηματοδοτούντες την τρομοκρατία ενδέχεται να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και την ελεύθερη παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που συνεπάγεται ο ενιαίος χρηματοπιστωτικός χώρος για να διευκολύνουν τις παράνομες δραστηριότητές τους.

(4)

Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (4) θεσπίστηκε ως απάντηση στις εν λόγω ανησυχίες στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Απαιτούσε από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να υποχρεώνουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων και ευρείας κλίμακας άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών τους, να τηρούν τα δέοντα αρχεία, να θεσπίζουν εσωτερικές διαδικασίες για την κατάρτιση του προσωπικού και την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς και να αναφέρουν κάθε ένδειξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις αρμόδιες αρχές.

(5)

Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας διενεργούνται συχνά σε διεθνές επίπεδο. Τα μέτρα που λαμβάνονται αποκλειστικά σε εθνικό ή ακόμα και σε κοινοτικό επίπεδο, χωρίς να ληφθούν υπόψη ο διεθνής συντονισμός και η διεθνής συνεργασία, έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Τα μέτρα που θεσπίζονται από την Κοινότητα στον τομέα αυτόν θα πρέπει να μην αντιβαίνουν προς τις άλλες δράσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο άλλων διεθνών φόρουμ. Η κοινοτική δράση θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει υπόψη ιδιαίτερα τις συστάσεις της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης (εφεξής «FATF»), η οποία αποτελεί τον κυριότερο διεθνή φορέα που ενεργοποιείται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Εφόσον οι συστάσεις της FATF αναθεωρήθηκαν ουσιαστικά και επεκτάθηκαν το 2003, η κοινοτική οδηγία θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με το νέο αυτό διεθνές πρότυπο.

(6)

Η γενική συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS) επιτρέπει στα μέλη να θεσπίζουν μέτρα αναγκαία για την προστασία των χρηστών ηθών, την πρόληψη της απάτης, καθώς και να θεσπίζουν μέτρα για λόγους προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανόμενης της διασφάλισης της σταθερότητας και ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(7)

Καίτοι αρχικά περιοριζόταν στα αδικήματα που σχετίζονται με τη διακίνηση ναρκωτικών, τα τελευταία έτη παρατηρείται η τάση μεγάλης διεύρυνσης του ορισμού της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που βασίζεται σε ευρύτερη κλίμακα κύριων αδικημάτων. Η διεύρυνση της κλίμακας κυρίων αδικημάτων διευκολύνει την υποβολή αναφορών υπόπτων συναλλαγών και τη διεθνή συνεργασία σε αυτόν τον τομέα. Επομένως, ο ορισμός του σοβαρού εγκλήματος θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τον ορισμό του σοβαρού εγκλήματος στην απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (5).

(8)

Περαιτέρω, η εκμετάλλευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη διοχέτευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή ακόμα και νομιμοποιημένων εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με σκοπό την τρομοκρατία δημιουργεί σαφείς κινδύνους για την ακεραιότητα, την ορθή λειτουργία, τη φήμη και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συνεπώς, τα προληπτικά μέτρα της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να επεκταθούν, ώστε να διέπουν όχι μόνο τη διαχείριση εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες αλλά και τη συλλογή χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την τρομοκρατία.

(9)

Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ, παρόλο που επέβαλε την υποχρέωση της εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, περιελάμβανε σχετικά λίγες λεπτομέρειες για τις συναφείς διαδικασίες. Ενόψει της ουσιώδους σημασίας που έχει η εν λόγω πτυχή της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είναι σκόπιμο, σύμφωνα με τα νέα διεθνή πρότυπα, να εισαχθούν ειδικότερες και λεπτομερέστερες διατάξεις που να αφορούν την εξακρίβωση και τον έλεγχο της ταυτότητας του πελάτη και κάθε πραγματικού δικαιούχου. Προς τούτο, απαιτείται ο ακριβής ορισμός της έννοιας του «πραγματικού δικαιούχου». Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί οι μεμονωμένοι δικαιούχοι νομικού προσώπου ή νομικού μηχανισμού, όπως ιδρύματος ή εταιρείας καταπιστευτικής διαχείρισης (trust), και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να αναγνωρισθεί η ταυτότητα ενός προσώπου ως πραγματικού δικαιούχου, θα ήταν επαρκές να αναγνωρισθεί η κατηγορία προσώπων που θεωρούνται δικαιούχοι του ιδρύματος ή της εταιρείας καταπιστευτικής διαχείρισης. Αυτή η απαίτηση δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την αναγνώριση της ταυτότητας των ατόμων που αποτελούν την εν λόγω κατηγορία προσώπων.

(10)

Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, να εξακριβώνουν και να ελέγχουν την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου. Προκειμένου να τηρείται η απαίτηση αυτή, θα πρέπει να επαφίεται στα εν λόγω ιδρύματα, οργανισμούς και πρόσωπα εάν θα κάνουν χρήση των δημόσιων αρχείων των πραγματικών δικαιούχων, εάν θα ζητήσουν από τους πελάτες τους τα σχετικά δεδομένα ή εάν θα λάβουν την πληροφορία με άλλον τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκταση των μέτρων δέουσας επιμέλειας (due diligence) ως προς τον πελάτη συσχετίζεται με τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, γεγονός που εξαρτάται από τον τύπο του πελάτη, την επιχειρηματική σχέση, το προϊόν ή τη συναλλαγή.

(11)

Συμβάσεις δανείων που προβλέπουν ότι ο λογαριασμός του δανείου χρησιμεύει αποκλειστικά για τον σκοπό αυτόν και η αποπληρωμή του γίνεται από λογαριασμό που ανοίχθηκε στο όνομα του πελάτη σε ένα από τα πιστωτικά ιδρύματα που διέπονται από την παρούσα οδηγία σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ), θεωρούνται γενικώς ως παράδειγμα τύπων συναλλαγών χαμηλότερου κινδύνου.

(12)

Εφόσον οι επενδυτές νομικού προσώπου ή νομικού μηχανισμού ασκούν ουσιώδη έλεγχο στη χρήση των περιουσιακών στοιχείων, θα πρέπει να θεωρούνται πραγματικοί δικαιούχοι.

(13)

Οι σχέσεις καταπιστευτικής διαχείρισης χρησιμοποιούνται ευρέως σε εμπορικά προϊόντα ως διεθνώς αναγνωρισμένο χαρακτηριστικό των χρηματοπιστωτικών αγορών που υπόκεινται σε συνολική εποπτεία. Η υποχρέωση προσδιορισμού του πραγματικού δικαιούχου δεν απορρέει από μόνο το γεγονός ότι υφίσταται σχέση καταπίστευσης στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση.

(14)

Οι διατάξεις που θεσπίζει η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να ισχύουν εφόσον οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ασκούνται στο διαδίκτυο.

(15)

Καθώς η εντατικοποίηση των ελέγχων στον χρηματοπιστωτικό τομέα ώθησε πολλούς μετερχομένους τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδοτούντες την τρομοκρατία να αναζητήσουν εναλλακτικές μεθόδους για την απόκρυψη της προέλευσης των προϊόντων των εγκληματικών δραστηριοτήτων και επειδή οι δίαυλοι αυτοί μπορούν να αξιοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, οι υποχρεώσεις κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θα πρέπει να επεκταθούν στους διαμεσολαβητές ασφαλειών ζωής και στους φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις.

(16)

Οι νομικές οντότητες που εμπίπτουν ήδη στη νομική ευθύνη ασφαλιστικής επιχείρησης και, επομένως, εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην κατηγορία των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.

(17)

Η άσκηση καθηκόντων διευθυντή ή διαχειριστή εταιρείας δεν καθιστά αφεαυτής τον ασκούντα φορέα παροχής υπηρεσιών καταπιστευτικής διαχείρισης και εταιρικών υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτόν, ο ορισμός καλύπτει μόνο τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα διευθυντή ή διαχειριστή για τρίτο πρόσωπο στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους.

(18)

Έχει επανειλημμένως αποδειχθεί ότι οι συναλλαγές μεγάλων ποσών σε μετρητά προσφέρονται ιδιαίτερα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Συνεπώς, στα κράτη μέλη εντός των οποίων επιτρέπεται η καταβολή πληρωμής σε μετρητά που υπερβαίνουν το ισχύον όριο, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, εμπορεύονται αγαθά και δέχονται την καταβολή πληρωμών σε μετρητά, θα πρέπει να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Έμποροι αγαθών υψηλής αξίας, όπως πολύτιμοι λίθοι και μέταλλα ή έργα τέχνης, καθώς και δημοπράτες εμπίπτουν οπωσδήποτε στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εφόσον οι καταβολές προς αυτούς γίνονται σε μετρητά για ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των 15 000 ευρώ. Προκειμένου να εξασφαλισθεί ο ουσιαστικός έλεγχος της συμμόρφωσης της δυνητικώς ευρείας αυτής ομάδας προσώπων, ιδρυμάτων και οργανισμών προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εστιάζουν τις ελεγκτικές δραστηριότητές τους κυρίως στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εκτίθενται σε σχετικά υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σύμφωνα με τη βασική αρχή του ελέγχου λόγω κινδύνου. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών καταστάσεων που επικρατούν στα διάφορα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να θεσπίσουν αυστηρότερες διατάξεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν καταλλήλως τον κίνδυνο που εγκυμονεί η καταβολή μεγάλων ποσών σε μετρητά.

(19)

Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ συμπεριέλαβε τους συμβολαιογράφους και άλλους ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος της Κοινότητας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· το πεδίο αυτό εφαρμογής θα πρέπει να παραμείνει ως έχει στην παρούσα οδηγία· οι εν λόγω επαγγελματίες νομικοί, όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη, εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν συμμετέχουν σε χρηματοπιστωτικές ή εταιρικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής φορολογικών συμβουλών, οι οποίες ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάχρησης των υπηρεσιών των εν λόγω επαγγελματιών νομικών για τη νομιμοποίηση των προϊόντων των εγκληματικών δραστηριοτήτων ή για σκοπούς χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(20)

Όταν ανεξάρτητα μέλη επαγγελμάτων που παρέχουν νομικές συμβουλές, αναγνωρίζονται από τον νόμο και υπόκεινται σε έλεγχο, όπως οι δικηγόροι, διαπιστώνουν τη νομική θέση ενός πελάτη ή εκπροσωπούν τον πελάτη στα πλαίσια νομικής διαδικασίας, δεν θα ήταν σκόπιμο, βάσει της παρούσας οδηγίας, να επιβληθεί στους επαγγελματίες αυτούς νομικούς, για τις συγκεκριμένες δραστηριότητές τους, η υποχρέωση να αναφέρουν τυχόν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Πρέπει να προβλεφθούν εξαιρέσεις από οποιαδήποτε υποχρέωση αναφοράς πληροφοριών που αποκτήθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από νομικές διαδικασίες ή κατά τη διάρκεια της διαπίστωσης της νομικής θέσης του πελάτη. Συνεπώς, η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο νομικός σύμβουλος συμμετέχει σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή εάν ο δικηγόρος γνωρίζει ότι ο πελάτης ζητά νομικές συμβουλές με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(21)

Υπηρεσίες άμεσα συγκρίσιμες πρέπει να αντιμετωπίζονται ομοίως, όταν παρέχονται από επαγγελματία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα που θεσπίζονται στην ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά τους ελεγκτές, τους εξωτερικούς λογιστές και τους φορολογικούς συμβούλους, οι οποίοι, σε ορισμένα κράτη μέλη, δικαιούνται να υπερασπίζονται ή να εκπροσωπούν έναν πελάτη στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών ή να διαπιστώνουν τη νομική του θέση, οι πληροφορίες που αποκτούν κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις υποχρεώσεις αναφοράς βάσει της παρούσας οδηγίας.

(22)

Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο κίνδυνος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν είναι ο ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις. Σύμφωνα με την προσέγγιση που βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, θα πρέπει να εισαχθεί στην κοινοτική νομοθεσία η αρχή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να επιτρέπεται η απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη.

(23)

Η παρέκκλιση σχετικά με την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων ομαδοποιημένων λογαριασμών που τηρούν συμβολαιογράφοι ή άλλοι ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί δεν αίρει τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι εν λόγω συμβολαιογράφοι ή άλλοι ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν την ανάγκη οι εν λόγω συμβολαιογράφοι και άλλοι ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί να εξακριβώνουν οι ίδιοι την ταυτότητα των δικαιούχων των ομαδοποιημένων λογαριασμών που αυτοί τηρούν.

(24)

Επίσης, η κοινοτική νομοθεσία θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι ορισμένες καταστάσεις ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Καίτοι θα πρέπει να διαπιστώνονται η ταυτότητα και η επιχειρηματική εικόνα όλων των πελατών, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες απαιτούνται ιδιαίτερα αυστηρές διαδικασίες εξακρίβωσης και ελέγχου της ταυτότητας του πελάτη.

(25)

Αυτό ισχύει ιδίως στις επιχειρηματικές σχέσεις με πρόσωπα που κατέχουν ή κατείχαν σημαντικές δημόσιες θέσεις, ιδίως πρόσωπα που προέρχονται από χώρες όπου η δωροδοκία είναι ευρέως διαδεδομένη. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να εκθέσουν ιδίως τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε σημαντικούς νομικούς κινδύνους ή/και σε κινδύνους για τη φήμη του. Η διεθνής προσπάθεια για την καταπολέμηση της δωροδοκίας δικαιολογεί επίσης την ανάγκη αυξημένης προσοχής στις περιπτώσεις αυτές και την εφαρμογή ολοκληρωμένων μέτρων συνήθους δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για πρόσωπα πολιτικώς εκτεθειμένα που κατοικούν στο εσωτερικό του κράτους μέλους, ή αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα.

(26)

Η λήψη έγκρισης από την ανώτερη διοίκηση για την εγκαθίδρυση επιχειρηματικών σχέσεων δεν συνεπάγεται τη λήψη έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο αλλά από την αμέσως ανώτερη αρχή της ιεραρχίας του προσώπου που ζητεί την εν λόγω έγκριση.

(27)

Για την αποφυγή της επανάληψης των διαδικασιών εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη που οδηγούν σε καθυστερήσεις και έλλειψη αποτελεσματικότητας στις συναλλαγές είναι σκόπιμο, υπό τον όρο των καταλλήλων εγγυήσεων, να επιτρέπεται η εισαγωγή πελατών, η εξακρίβωση της ταυτότητας των οποίων έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε άλλο πλαίσιο. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ίδρυμα, οργανισμός ή πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας βασίζεται σε τρίτο μέρος, η τελική ευθύνη για τη διαδικασία δέουσας επιμέλειας απόκειται στο ίδρυμα, στον οργανισμό ή στο πρόσωπο στο οποίο ο πελάτης είναι εισηγμένος. Το τρίτο μέρος, ή εισάγων, εξακολουθεί να υπέχει επίσης ίδια ευθύνη όσον αφορά το σύνολο των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεώσεως να αναφέρει ύποπτες συναλλαγές και να τηρεί αρχεία, εφόσον η σχέση του με τον πελάτη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(28)

Στις περιπτώσεις σχέσεων πρακτόρευσης ή εξωτερικής ανάθεσης βάσει συμβάσεως μεταξύ ιδρυμάτων, οργανισμών ή προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και εξωτερικών φυσικών ή νομικών προσώπων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, κάθε υποχρέωση που αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράλληλες δραστηριότητες και την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, την οποία υπέχουν οι εν λόγω πράκτορες ή εξωτερικοί συνεργάτες ως τμήμα των ιδρυμάτων, οργανισμών ή προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, μπορεί μόνο να συσταθεί συμβατικά και δεν απορρέει από την παρούσα οδηγία. Η ευθύνη για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία εξακολουθεί να βαρύνει το ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της.

(29)

Οι ύποπτες συναλλαγές θα πρέπει να γνωστοποιούνται στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ), η οποία αποτελεί το εθνικό κέντρο παραλαβής, ανάλυσης και διαβίβασης προς τις αρμόδιες αρχές των αναφορών για τις ύποπτες συναλλαγές καθώς και άλλων πληροφοριών σχετικά με την ενδεχόμενη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αυτό δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τα συστήματα αναφοράς που διαθέτουν, στο πλαίσιο των οποίων η αναφορά υποβάλλεται μέσω εισαγγελικής αρχής ή άλλης αρχής επιβολής του νόμου, εφόσον οι πληροφορίες διαβιβάζονται άμεσα και χωρίς αλλοιώσεις στις ΜΧΠ δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ασκούν κανονικά τα καθήκοντά τους, συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς συνεργασίας με άλλες ΜΧΠ.

(30)

Κατά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση της διενέργειας υπόπτων συναλλαγών, το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δύναται να εκτελεί ύποπτες συναλλαγές προτού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές, όταν η αποφυγή της διενέργειας της συναλλαγής είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των προσώπων υπέρ των οποίων διενεργείται η εικαζόμενη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν θίγει τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη να δεσμεύουν αμελλητί κεφάλαια ή άλλα περιουσιακά στοιχεία των τρομοκρατών, των τρομοκρατικών οργανώσεων και όσων χρηματοδοτούν την τρομοκρατία, βάσει των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

(31)

Εφόσον κράτος μέλος αποφασίζει να κάνει χρήση των εξαιρέσεων του άρθρου 23 παράγραφος 2 μπορεί να επιτρέψει ή να ζητήσει από τον αυτορρυθμιζόμενο φορέα που εκπροσωπεί τα πρόσωπα τα οποία μνημονεύονται σε αυτό το άρθρο να μην διαβιβάσει στη ΜΧΠ οποιαδήποτε πληροφορία αποκτά από αυτά τα πρόσωπα υπό τις περιστάσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό.

(32)

Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι που ανέφεραν τις υποψίες τους για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες απειλήθηκαν ή εκτέθηκαν σε εχθρικές ενέργειες. Καίτοι η παρούσα οδηγία δεν μπορεί να επέμβει στις δικαστικές διαδικασίες των κρατών μελών, αυτό το ζήτημα είναι καίριο για την αποτελεσματικότητα του συστήματος καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επίγνωση του εν λόγω προβλήματος και να πράξουν ότι μπορούν για να προστατεύσουν τους εργαζόμενους από απειλές και εχθρικές ενέργειες αυτού του είδους.

(33)

Η γνωστοποίηση πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 28 θα πρέπει να συνάδει προς τους κανόνες της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες που θεσπίζει η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6). Επιπλέον, το άρθρο 28 δεν επιτρέπεται να θίγει την εθνική νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του επαγγελματικού απορρήτου.

(34)

Τα πρόσωπα που απλώς μετατρέπουν έντυπα έγγραφα σε ηλεκτρονικά δεδομένα και ενεργούν στο πλαίσιο συμβολαίου με πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, το ίδιο ισχύει, δε, και για κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο που παρέχει σε πιστωτικά ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα απλώς συστήματα μηνυμάτων ή άλλα συστήματα υποστήριξης για τη διαβίβαση κεφαλαίων ή συστήματα συμψηφισμού και διακανονισμού.

(35)

Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας αποτελούν διεθνή προβλήματα και η προσπάθεια καταπολέμησής τους θα πρέπει να είναι παγκόσμια. Όταν τα κοινοτικά πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν υποκαταστήματα και θυγατρικές που βρίσκονται σε τρίτες χώρες η νομοθεσία των οποίων στον τομέα αυτόν είναι ελλιπής, προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή πολύ διαφορετικών προτύπων εντός ιδρύματος ή οργανισμού ή ομίλου ιδρυμάτων ή οργανισμών, θα πρέπει τα εν λόγω υποκαταστήματα ή οι θυγατρικές να εφαρμόζουν το κοινοτικό πρότυπο ή να γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσής τους ότι η εφαρμογή αυτή δεν είναι δυνατή.

(36)

Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να μπορούν να ανταποκρίνονται γρήγορα στα αιτήματα πληροφοριών σχετικά με τις επιχειρηματικές σχέσεις τους με κατονομασμένα πρόσωπα. Για τον σκοπό της εξακρίβωσης των επιχειρηματικών αυτών σχέσεων και προκειμένου να μπορούν να παράσχουν ταχέως τις πληροφορίες αυτές, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά συστήματα, αντίστοιχα με το μέγεθος και τη φύση των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είναι εύλογο να έχουν στη διάθεσή τους ηλεκτρονικά συστήματα. Η ρύθμιση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο διαδικασιών που οδηγούν σε μέτρα όπως η δέσμευση ή η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των περιουσιακών στοιχείων των τρομοκρατών), σύμφωνα με τη σχετική εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

(37)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά την άσκηση της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης δέουσας επιμέλειας για πελάτες ή επιχειρηματικές σχέσεις υψηλού κινδύνου, όπως αρμόζουσες διαδικασίες για τη διακρίβωση του αν κάποιο πρόσωπο είναι πολιτικώς εκτεθειμένο, καθώς και ορισμένες πρόσθετες, λεπτομερέστερες απαιτήσεις, όπως η ύπαρξη διαδικασιών και πολιτικών για τη διαχείριση της συμμόρφωσης. Τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να πληρούν όλα τα ιδρύματα, οργανισμοί και πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ενώ αναμένεται από τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτών στις ιδιαιτερότητες των διαφόρων επαγγελμάτων και στις διαφορές κλίμακας και μεγέθους των ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(38)

Για να διατηρηθεί η επαγρύπνηση των ιδρυμάτων, οργανισμών και άλλων φορέων που υπάγονται στην κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτόν, θα πρέπει να τους παρέχεται, εφόσον είναι δυνατόν, η δυνατότητα υποβολής σχολίων σχετικά με τη χρησιμότητα των αναφορών που υποβάλουν και τη συνέχεια που δίδεται σε αυτές. Προς τούτο και για να είναι δυνατή η επανεξέταση των συστημάτων τους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν και να βελτιώνουν τις σχετικές στατιστικές.

(39)

Σε περίπτωση εγγραφής σε μητρώο ή χορήγησης αδείας σε ανταλλακτήρια συναλλάγματος ή σε φορείς παροχής υπηρεσιών προς εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις ή σε καζίνα σε εθνικό επίπεδο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που διευθύνουν ουσιαστικά ή πρόκειται να διευθύνουν τις επιχειρήσεις αυτών των νομικών προσώπων καθώς και οι πραγματικοί δικαιούχοι τους είναι ικανά και κατάλληλα. Τα κριτήρια για την εκτίμηση της ικανότητας και καταλληλότητας ενός προσώπου θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει τουλάχιστον να αντανακλούν την ανάγκη προστασίας των εν λόγω οντοτήτων από καταχρήσεις για εγκληματικούς σκοπούς εκ μέρους των διαχειριστών ή των πραγματικών δικαιούχων τους.

(40)

Λαμβάνοντας υπόψη τον διεθνή χαρακτήρα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο ο συντονισμός και η συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ, όπως προβλέπει η απόφαση 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών (7), συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενωσιακού δικτύου ΜΧΠ. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να παράσχει τη δέουσα συνδρομή για την προώθηση του εν λόγω συντονισμού, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής συνδρομής.

(41)

Η σημασία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θα πρέπει να οδηγήσει τα κράτη μέλη στη θέσπιση αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στην εθνική νομοθεσία για αδυναμία τήρησης των εθνικών διατάξεων που θα εκδοθούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κυρώσεις θα πρέπει να προβλέπονται για φυσικά και για νομικά πρόσωπα. Εφόσον τα νομικά πρόσωπα συχνά εμπλέκονται σε πολύπλοκες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει επίσης να προσαρμοστούν στις δραστηριότητες των νομικών προσώπων.

(42)

Φυσικά πρόσωπα τα οποία, εντός της δομής νομικού προσώπου, αλλά σε αυτόνομη βάση, ασκούν κάποια από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α) και β), υπέχουν ανεξάρτητη ευθύνη για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, με εξαίρεση το άρθρο 35.

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και επαρκώς συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ενδέχεται να χρειαστεί να διευκρινισθούν τεχνικές πτυχές των κανόνων που θεσπίζει η παρούσα οδηγία, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων πράξεων που ισχύουν στον χρηματοοικονομικό τομέα, των διαφόρων επαγγελμάτων και κινδύνων που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη, καθώς και των τεχνικών εξελίξεων στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η Επιτροπή θα πρέπει ως εκ τούτου να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει εκτελεστικά μέτρα, όπως ορισμένα κριτήρια για την εξακρίβωση καταστάσεων χαμηλού και υψηλού κινδύνου, στις οποίες θα αρκούσε η απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ή θα ήταν σκόπιμη η αυξημένη δέουσα επιμέλεια, υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν τροποποιούν τα ουσιαστικά στοιχεία της παρούσας οδηγίας, και ότι η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζει η παρούσα οδηγία, μετά από διαβουλεύσεις με την επιτροπή πρόληψης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(44)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν με βάση την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8). Προς τούτο, θα πρέπει να θεσπιστεί νέα επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία θα αντικαταστήσει την επιτροπή επαφών για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που συστήθηκε με την οδηγία 91/308/ΕΟΚ.

(45)

Ενόψει των πολύ σημαντικών τροποποιήσεων που πρέπει να επέλθουν στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, αυτή θα πρέπει να καταργηθεί για λόγους σαφήνειας.

(46)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(47)

Κατά την άσκηση των εκτελεστικών της αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να τηρεί τις εξής αρχές: την ανάγκη υψηλού επίπεδο διαφάνειας και διαβουλεύσεως με ιδρύματα, οργανισμούς και πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, καθώς και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο· την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές θα είναι σε θέση να διασφαλίζουν αδιάλειπτη συμμόρφωση προς τους κανόνες· την ανάγκη της εξασφάλισης, όσον αφορά τα εκτελεστικά μέτρα, μακροπρόθεσμης ισορροπίας μεταξύ κόστους και οφέλους για τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας· την ανάγκη τήρησης της αναγκαίας ευελιξίας κατά την εφαρμογή των εκτελεστικών μέτρων, με προσέγγιση ανταποκρινόμενη στον βαθμό κινδύνου· την ανάγκη διασφάλισης συνάφειας με τη λοιπή κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτόν· την ανάγκη προστασίας της Κοινότητας, των κρατών μελών της και των πολιτών τους από τις συνέπειες της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(48)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ακολουθεί τις βασικές αρχές που αναγνωρίζει, συγκεκριμένα, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουδεμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ή να εφαρμόζεται κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας απαγορεύονται.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ακόλουθη συμπεριφορά, όταν τελείται εκ προθέσεως, θεωρείται ως νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες:

α)

η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες της δραστηριότητάς του·

β)

η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή εκ σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα·

γ)

η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα·

δ)

η συμμετοχή σε μια από τις πράξεις που αναφέρουν τα προηγούμενα τρία στοιχεία, η σύσταση οργανώσεως για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της.

3.   Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμα και εάν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία διεξήχθησαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή στο έδαφος τρίτης χώρας.

4.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» νοείται η παροχή ή συλλογή κεφαλαίων καθ' οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν ή εν γνώσει του γεγονότος ότι θα χρησιμοποιηθούν, στο σύνολό τους ή εν μέρει, για τη διάπραξη εγκλήματος κατά την έννοια των άρθρων 1 έως 4 της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (9).

5.   Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία του πραγματικού των πράξεων που σημειώνονται στις παραγράφους 2 και 4 μπορεί να συνάγονται από τα πραγματικά περιστατικά.

Άρθρο 2

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

1.

στα πιστωτικά ιδρύματα·

2.

στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

3.

στα ακόλουθα νομικά ή φυσικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων:

α)

ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φορολογικούς συμβούλους·

β)

συμβολαιογράφους και άλλους ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς, όταν συμμετέχουν είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στον σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:

i)

την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων·

ii)

τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους·

iii)

το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων·

iv)

την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών·

v)

τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών καταπιστευτικής διαχείρισης (trusts), επιχειρήσεων ή ανάλογων μονάδων·

γ)

φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής των στοιχείων α) ή β)·

δ)

κτηματομεσίτες·

ε)

άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά, μόνον εφόσον η πληρωμή γίνεται σε μετρητά και αφορά ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 15 000 ευρώ, ανεξαρτήτως του αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση·

στ)

καζίνα.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ασκούν χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες περιστασιακά ή σε πολύ περιορισμένη κλίμακα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι χαμηλός δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος 1 ή 2.

Άρθρο 3

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται κάθε πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (10), συμπεριλαμβανομένου και κάθε ευρισκόμενου στην Κοινότητα υποκαταστήματος, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, πιστωτικού ιδρύματος με έδρα εντός ή εκτός της Κοινότητας.

2.

ως «χρηματοπιστωτικός οργανισμός» νοείται:

α)

κάθε επιχείρηση εκτός από πιστωτικό ίδρυμα, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στη διενέργεια μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που περιλαμβάνονται στα σημεία 2 έως 12 και 14 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος και των γραφείων πληρωμών και εμβασμάτων·

β)

οι ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες έχουν λάβει μόνιμη άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (11), εφόσον ασκούν δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής·

γ)

οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (12)·

δ)

οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους·

ε)

οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (13), εκτός των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών κατά το άρθρο 2 παράγραφος 7 της ως άνω οδηγίας, όταν δραστηριοποιούνται στον τομέα της ασφάλειας ζωής και άλλων ασφαλειών με επενδυτικό σκοπό·

στ)

τα υποκαταστήματα, όταν βρίσκονται στην Κοινότητα, χρηματοπιστωτικών οργανισμών κατά την έννοια των στοιχείων α) έως ε), η έδρα των οποίων βρίσκεται εντός ή εκτός της Κοινότητας·

3.

ως «περιουσία» νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανόμενης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων·

4.

ως «εγκληματική δραστηριότητα» νοείται κάθε είδους εγκληματική ανάμειξη στη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος·

5.

ως «σοβαρά εγκλήματα» νοούνται τουλάχιστον:

α)

οι πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 1 έως 4 της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ·

β)

οποιοδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α), της σύμβασης του 1988 των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών·

γ)

οι δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων, όπως ορίζονται με το άρθρο 1 της κοινής δράσης 98/733/ΔΕΥ, της 21ης Δεκεμβρίου 1998, που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (14)·

δ)

η απάτη, τουλάχιστον βαρεία, όπως ορίζεται με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (15)·

ε)

η δωροδοκία·

στ)

όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας μέγιστης διάρκειας άνω του έτους, ή όσον αφορά τα κράτη εκείνα που έχουν ελάχιστο κατώτατο όριο για τα αδικήματα στο νομικό σύστημά τους, όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας ελάχιστης διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών.

6.

ως «πραγματικός δικαιούχος» νοείται το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία τελικά κατέχουν ή ελέγχουν τον πελάτη, ή/και το φυσικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα. Ως «πραγματικός δικαιούχος» νοείται τουλάχιστον:

α)

όσον αφορά τις εταιρείες:

i)

το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία τελικά κατέχουν ή ελέγχουν νομική οντότητα, κατέχοντας, αμέσως ή εμμέσως, ή ελέγχοντας επαρκές ποσοστό των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου της εν λόγω νομικής οντότητας, μεταξύ άλλων μέσω μετοχών στον κομιστή, εκτός από εταιρεία που έχει νόμιμα εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά και η οποία υπόκειται στις απαιτήσεις γνωστοποίησης που συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία ή υπόκειται σε ισότιμα διεθνή πρότυπα· ποσοστό ύψους 25 % συν μία μετοχή θεωρείται ότι πληροί το κριτήριο αυτό,

ii)

το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα τα οποία ασκούν κατ' άλλο τρόπο έλεγχο στη διαχείριση νομικής οντότητας·

β)

στην περίπτωση νομικών οντοτήτων, όπως τα ιδρύματα, και νομικών μηχανισμών, όπως οι εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης, που διοικούν ή διανέμουν κεφάλαια:

i)

όταν οι μελλοντικοί δικαιούχοι έχουν προσδιορισθεί ήδη, το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα που δικαιούνται το 25 % ή περισσότερο των περιουσιακών στοιχείων νομικού μηχανισμού ή νομικής οντότητας,

ii)

όταν τα άτομα που αποτελούν δικαιούχους του νομικού μηχανισμού ή της νομικής οντότητας δεν έχουν προσδιορισθεί ακόμη, η κατηγορία προσώπων προς το συμφέρον της οποίας έχει κυρίως συσταθεί ή δρα ο νομικός μηχανισμός ή η νομική οντότητα,

iii)

το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο στο 25 % ή περισσότερο των περιουσιακών στοιχείων νομικού μηχανισμού ή νομικής οντότητας·

7.

ως «φορείς παροχής υπηρεσιών καταπιστευτικής διαχείρισης και εταιρικών υπηρεσιών» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ως επιχειρηματική δραστηριότητα παρέχουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη:

α)

συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα·

β)

ασκούν καθήκοντα διευθυντή ή γραμματέα εταιρείας, εταίρου προσωπικής εταιρείας ή κάτοχου ανάλογης θέσης σε σχέση με άλλα νομικά πρόσωπα ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

γ)

παρέχουν καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία, προσωπική εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μηχανισμό·

δ)

ασκούν καθήκοντα καταπιστευματοδόχου σε εταιρεία ρητής καταπιστευματικής διαχείρισης (express trust) ή ανάλογο νομικό μηχανισμό ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

ε)

ασκούν καθήκοντα μετόχου εξ ονόματος άλλου προσώπου, εκτός εισηγμένης εταιρείας η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης κατά την κοινοτική νομοθεσία ή σε ανάλογα διεθνή πρότυπα, ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

8.

ως «πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία έχει ή είχε ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, και οι άμεσοι στενοί συγγενείς τους ή τα πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες των προσώπων αυτών·

9.

ως «επιχειρηματική σχέση» νοείται η επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση η οποία συνδέεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και η οποία αναμενόταν, κατά τον χρόνο σύναψης της επαφής, ότι θα είχε κάποια διάρκεια·

10.

ως «εικονική τράπεζα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα ή ίδρυμα ασχολούμενο με ανάλογες δραστηριότητες, που έχει συσταθεί εντός ζώνης δικαιοδοσίας, στην οποία δεν έχει φυσική παρουσία, συμπεριλαμβανομένης πραγματικής διεύθυνσης και διοίκησης, και το οποίο δεν συνδέεται με ρυθμιζόμενο χρηματοπιστωτικό όμιλο.

Άρθρο 4

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας επεκτείνονται στο σύνολό τους ή εν μέρει σε επαγγελματικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων, εκτός των ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων του άρθρου 2 παράγραφος 1 που ασχολούνται με δραστηριότητες ιδιαίτερα επιδεκτικές σε χρήσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.   Εφόσον κράτος μέλος αποφασίζει να επεκτείνει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σε επαγγελματικούς κλάδους ή κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 2 παράγραφος 1 ενημερώνει την Επιτροπή συναφώς.

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να τηρούν ανώνυμους λογαριασμούς ή ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 9 παράγραφος 6 τα κράτη μέλη απαιτούν σε κάθε περίπτωση οι κάτοχοι και δικαιούχοι υφιστάμενων ανώνυμων λογαριασμών ή ανώνυμων βιβλιαρίων καταθέσεων, να υπόκεινται σε μέτρα δέουσας επιμέλειας το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε πριν χρησιμοποιηθούν καθ' οιονδήποτε τρόπο οι λογαριασμοί ή τα βιβλιάρια καταθέσεων.

Άρθρο 7

Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εφαρμόζουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιπτώσεις:

α)

όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις·

β)

όταν διενεργούν περιστασιακές συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 15 000 ευρώ ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση·

γ)

όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο·

δ)

όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια ή την καταλληλότητα των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη.

Άρθρο 8

1.   Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν:

α)

την εξακρίβωση και τον έλεγχο της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή·

β)

την εξακρίβωση, ενδεχομένως, της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου και τη λήψη ευλόγων μέτρων αναλόγως του βαθμού κινδύνου για τον έλεγχο της ταυτότητάς του ώστε να διασφαλίζεται ότι το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο· όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τις εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και ανάλογους νομικούς μηχανισμούς, τη λήψη ευλόγων μέτρων αναλόγως του βαθμού κινδύνου για να γίνει κατανοητή η διάρθρωση της κυριότητας και του ελέγχου του πελάτη·

γ)

τη συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης·

δ)

την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις γνώσεις του ιδρύματος, οργανισμού ή προσώπου σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των κεφαλαίων, καθώς και η διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

2.   Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εφαρμόζουν καθεμία από τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, κατά την παράγραφο 1, αλλά μπορούν να καθορίζουν την έκταση των μέτρων αυτών ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, που θα εξαρτάται από το είδος του πελάτη, της επιχειρηματικής σχέσης, του προϊόντος ή της συναλλαγής. Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 37, περιλαμβανομένων των αυτορρυθμιζόμενων φορέων, ότι η έκταση των μέτρων είναι ανάλογη με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 9

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν η εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου να πραγματοποιείται πριν τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων ή τη διενέργεια της συναλλαγής.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν να ολοκληρώνεται η εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου κατά τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή διεξαγωγή των επιχειρήσεων και εφόσον ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω διαδικασίες περατώνονται το συντομότερο δυνατόν μετά την αρχική επαφή.

3.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν, όσον αφορά τις δραστηριότητες ασφάλειας ζωής, να επιτρέπουν την εξακρίβωση της ταυτότητας του δικαιούχου του ασφαλιστηρίου μετά τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης. Στην περίπτωση αυτή, η εξακρίβωση πραγματοποιείται το αργότερο κατά τον χρόνο της πληρωμής ή, το αργότερο, όταν ο δικαιούχος σκοπεύει να ασκήσει δικαιώματα που του παρέχει το ασφαλιστήριο.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, υπό τον όρο ότι υπάρχουν οι κατάλληλες εγγυήσεις που διασφαλίζουν ότι οι συναλλαγές δεν θα γίνονται από τον πελάτη ή για λογαριασμό του, προτού διευκρινισθεί η πλήρης συμμόρφωση προς τις προαναφερθείσες διατάξεις.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να συμμορφωθεί προς τα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 8 παράγραφος 1 να μην μπορεί να εκτελέσει συναλλαγή μέσω τραπεζικού λογαριασμού, να συνάψει την επιχειρηματική σχέση ή να εκτελέσει τη συναλλαγή, ή να πρέπει να περατώσει την επιχειρηματική σχέση και να εξετάσει τη δυνατότητα υποβολής έκθεσης στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) σε σχέση με τον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 22.

Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν το προηγούμενο εδάφιο εφόσον συμβολαιογράφοι, ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί, ελεγκτές, εξωτερικοί λογιστές και φοροτεχνικοί ενεργούν στο πλαίσιο της αξιολόγησης της νομικής κατάστασης των εντολέων τους ή εκτελούν δραστηριότητες ως υπερασπιστές η ή εκπρόσωποι των εντολοδοτών τους σε ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών σχετικά με την κίνηση ή την αποφυγή κίνησης δίκης.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όχι μόνο σε όλους τους νέους πελάτες, αλλά και στους υπάρχοντες πελάτες την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

Άρθρο 10

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν να εξακριβώνεται και να ελέγχεται η ταυτότητα όλων των πελατών των καζίνων όταν αγοράζουν ή ανταλλάσσουν μάρκες αξίας ίσης ή μεγαλύτερης από 2 000 ευρώ.

2.   Σε κάθε περίπτωση, τα καζίνα που τελούν υπό κρατική εποπτεία θεωρείται ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, εάν πραγματοποιούν την καταχώριση, εξακρίβωση και έλεγχο της ταυτότητας των πελατών τους ήδη κατά την είσοδό τους στο καζίνο, ή πριν από αυτήν, ανεξάρτητα από το πόσες μάρκες αγοράζουν.

ΤΜΗΜΑ 2

Απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη

Άρθρο 11

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 στοιχεία α), β) και δ), το άρθρο 8 και το άρθρο 9 παράγραφος 1, τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα όταν ο πελάτης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοοικονομικός οργανισμός που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοοικονομικός οργανισμός που ευρίσκεται σε τρίτη χώρα η οποία επιβάλλει απαιτήσεις ισοδύναμες προς αυτές της παρούσας οδηγίας και τελεί υπό εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή του προς τις απαιτήσεις αυτές.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 στοιχεία α), β) και δ), το άρθρο 8 και το άρθρο 9 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα, στους οργανισμούς και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να μην εφαρμόζουν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, και συγκεκριμένα όσον αφορά:

α)

τις εισηγμένες εταιρείες οι τίτλοι των οποίων είναι δεκτοί για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και τις εισηγμένες εταιρείες από τρίτες χώρες που υπόκεινται στις απαιτήσεις γνωστοποίησης που συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία·

β)

τους πραγματικούς δικαιούχους ομαδοποιημένων λογαριασμών που τηρούν συμβολαιογράφοι και άλλοι ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί από τα κράτη μέλη, ή από τρίτες χώρες υπό τον όρο ότι υπόκεινται σε απαιτήσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνάδουν με τα διεθνή πρότυπα και τελούν υπό εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς αυτές τις απαιτήσεις, και επίσης υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου διατίθενται, κατόπιν αιτήσεως, στα ιδρύματα που ενεργούν ως ιδρύματα κατάθεσης των ομαδοποιημένων λογαριασμών·

γ)

τις εθνικές δημόσιες αρχές,

ή ως προς οποιονδήποτε άλλο πελάτη παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και πληροί τα τεχνικά κριτήρια που καθορίζονται κατά το άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο β).

3.   Στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 2, τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας συγκεντρώνουν, πάντως, επαρκείς πληροφορίες ώστε να κρίνουν εάν ο πελάτης μπορεί να εξαιρεθεί κατά την έννοια των εν λόγω παραγράφων.

4.   Τα κράτη μέλη ενημερώνονται αμοιβαία και ενημερώνουν την Επιτροπή τόσο για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εκτιμούν ότι τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 ή 2, όσο και όταν πληρούνται τα τεχνικά κριτήρια τα οποία καθορίζονται κατά το άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο β).

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 στοιχεία α), β) και δ), το άρθρο 8 και το άρθρο 9 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα, στους οργανισμούς και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να μην εφαρμόζουν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, και συγκεκριμένα όσον αφορά:

α)

τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής όταν τα ετήσια ασφάλιστρα δεν υπερβαίνουν τα 1 000 ευρώ ή η εφάπαξ καταβολή δεν υπερβαίνει τα 2 500 ευρώ·

β)

τα συμβόλαια συνταξιοδοτικής ασφάλισης εάν δεν περιέχουν ρήτρα εξαγοράς και το συμβόλαιο δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως εγγύηση·

γ)

τα συνταξιοδοτικά ή ανάλογα καθεστώτα που προσφέρουν συνταξιοδοτικές παροχές στους εργαζόμενους, στα οποία οι εισφορές καταβάλλονται μέσω αφαίρεσης από το μισθό και των οποίων οι κανόνες δεν επιτρέπουν τη μεταφορά των δικαιωμάτων των μελών·

δ)

το ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 στοιχείο β), της οδηγίας 2000/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (16), εφόσον η νομισματική αξία που είναι αποθηκευμένη στο ηλεκτρονικό υπόθεμα, αν αυτό δεν μπορεί να επαναφορτιστεί, δεν υπερβαίνει τα 150 ευρώ, ή εφόσον, αν το ηλεκτρονικό υπόθεμα μπορεί να επαναφορτιστεί, το συνολικό ποσό συναλλαγής για ένα ημερολογιακό έτος δεν υπερβαίνει τα 2 500 ευρώ, εκτός εάν ο κομιστής εξαργυρώσει ποσό 1 000 ευρώ ή μεγαλύτερο κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος, κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/46/ΕΚ·

ή ως προς οποιοδήποτε άλλο προϊόν ή συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και πληροί τα τεχνικά κριτήρια που καθορίζονται κατά το άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Άρθρο 12

Όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 4 τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα ιδρύματα, στους οργανισμούς και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να εφαρμόζουν την απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή στις εισηγμένες εταιρείες από την τρίτη εμπλεκόμενη χώρα ή σε άλλες οντότητες που προκύπτουν από καταστάσεις που πληρούν τα τεχνικά κριτήρια που καθορίζονται κατά το άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο β).

ΤΜHMA 3

Αυξημένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη

Άρθρο 13

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να εφαρμόζουν, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, επιπλέον των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 7, 8 και 9, παράγραφος 6, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω της φύσης τους, μπορούν να παρουσιάσουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τουλάχιστον στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 και σε άλλες περιπτώσεις που παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και πληρούν τα τεχνικά κριτήρια που καθορίζονται κατά το άρθρο 40 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

2.   Όταν ο πελάτης δεν είναι παρών για να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα αυτά να λαμβάνουν ειδικά και κατάλληλα μέτρα προς αντιστάθμιση του υψηλότερου κινδύνου, π.χ. εφαρμόζοντας ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

διασφάλιση ότι η ταυτότητα του πελάτη εξακριβώνεται με πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα, δεδομένα ή πληροφορίες·

β)

συμπληρωτικά μέτρα για τον έλεγχο ή την πιστοποίηση των υποβληθέντων εγγράφων ή απαίτηση επιβεβαιωτικής πιστοποίησης από πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοοικονομικό οργανισμό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας·

γ)

διασφάλιση ότι η πρώτη πληρωμή στο πλαίσιο των συναλλαγών να γίνει μέσω λογαριασμού, ο οποίος έχει ανοιχθεί επ' ονόματι του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα.

3.   Όσον αφορά τις διασυνοριακές σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης με τα ιδρύματα-πελάτες από τρίτες χώρες, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά τους ιδρύματα:

α)

να συγκεντρώνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το ίδρυμα-πελάτη για να καταλάβουν πλήρως το είδος της επιχείρησης του πελάτη και να εκτιμήσουν, από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, τη φήμη του ιδρύματος και την ποιότητα της εποπτείας·

β)

να αξιολογούν τους ελέγχους του ιδρύματος πελάτη κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

γ)

να λαμβάνουν έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη πριν τη σύναψη νέων σχέσεων ανταπόκρισης·

δ)

να τεκμηριώνουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες κάθε ιδρύματος·

ε)

όσον αφορά τους λογαριασμούς πλάγιας πρόσβασης (payable-through accounts), να διασφαλίζουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα-πελάτης έχει ελέγξει την ταυτότητα των πελατών και έχει εφαρμόσει συνεχή έλεγχο των πελατών που έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς του ανταποκριτή και ότι αυτό μπορεί να παράσχει δεδομένα σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος-ανταποκριτή.

4.   Όσον αφορά τις συναλλαγές ή τις επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

α)

να διαθέτουν τις κατάλληλες διαδικασίες ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου για να καθορίζουν εάν ο πελάτης είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο·

β)

να διαθέτουν την έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων με παρόμοιους πελάτες·

γ)

να λαμβάνουν επαρκή μέτρα για να καθορίσουν την πηγή του πλούτου και την προέλευση των κεφαλαίων τα οποία αφορά η επιχειρηματική σχέση ή η συναλλαγή·

δ)

να διενεργούν ενισχυμένη και συνεχή παρακολούθηση της επιχειρηματικής σχέσης.

5.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πιστωτικά ιδρύματα να συνάπτουν ή να συνεχίζουν σχέση τραπεζικής ανταπόκρισης με εικονική τράπεζα και απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι δεν συνάπτει ή δεν συνεχίζει σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης με τράπεζα η οποία είναι γνωστό ότι επιτρέπει να χρησιμοποιούνται οι λογαριασμοί της από εικονική τράπεζα.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας προσέχουν ιδιαίτερα κάθε απειλή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία μπορεί να προκύψει από προϊόντα ή συναλλαγές που ενδέχεται να ευνοήσουν την ανωνυμία, και λαμβάνουν μέτρα, εάν χρειασθεί, για την πρόληψη της χρησιμοποίησής τους σε σχέδια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ΤΜΗΜΑ 4

Εκτέλεση από τρίτα μέρη

Άρθρο 14

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα, στους οργανισμούς και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να βασίζονται σε τρίτους για την εκτέλεση των απαιτήσεων του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ). Ωστόσο, η τελική ευθύνη για την εκτέλεση των εν λόγω απαιτήσεων εξακολουθεί να βαρύνει το ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, το οποίο βασίζεται σε τρίτο μέρος.

Άρθρο 15

1.   Εφόσον κράτος μέλος επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που βρίσκονται στο έδαφός τους και μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1 ή 2, να αποτελούν τρίτους στους οποίους βασίζονται πρόσωπα, ιδρύματα ή οργανισμοί της ημεδαπής, το εν λόγω κράτος μέλος επιτρέπει εν πάση περιπτώσει στα ιδρύματα, στους οργανισμούς και στα πρόσωπά του που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά του και σημειώνονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 να αναγνωρίζουν και να δέχονται, σύμφωνα με το άρθρο 14, το αποτέλεσμα των διαδικασιών για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ), τις οποίες διενεργεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας ίδρυμα ή οργανισμός κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 ή 2, σε άλλο κράτος μέλος (εκτός των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος και των γραφείων πληρωμών και εμβασμάτων) και οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 16 και 18, ακόμη και αν τα έγγραφα ή δεδομένα στα οποία βασίζονται οι απαιτήσεις αυτές διαφέρουν από τα απαιτούμενα στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης.

2.   Εφόσον κράτος μέλος επιτρέπει στα κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α), ανταλλακτήρια συναλλάγματος και γραφεία πληρωμών και εμβασμάτων που βρίσκονται στο έδαφός του να αποτελούν τρίτους στους οποίους βασίζονται πρόσωπα, ιδρύματα ή οργανισμοί της ημεδαπής, το εν λόγω κράτος μέλος επιτρέπει εν πάση περιπτώσει στα εν λόγω ανταλλακτήρια συναλλάγματος και γραφεία πληρωμών και εμβασμάτων να αναγνωρίζουν και να δέχονται, σύμφωνα με το άρθρο 14, το αποτέλεσμα των διαδικασιών για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ), τις οποίες διενεργεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας η ίδια κατηγορία ιδρυμάτων ή οργανισμών σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 16 και 18, ακόμη και αν τα έγγραφα ή τα δεδομένα στα οποία βασίζονται οι απαιτήσεις αυτές διαφέρουν από τα απαιτούμενα στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης.

3.   Εφόσον κράτος μέλος επιτρέπει στα κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α), β) και γ), πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφός του να αποτελούν τρίτα μέρη στα οποία βασίζονται πρόσωπα, ιδρύματα ή οργανισμοί στην ημεδαπή, το εν λόγω κράτος μέλος επιτρέπει εν πάση περιπτώσει στα εν λόγω πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφός του να αναγνωρίζουν και να δέχονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14, το αποτέλεσμα των διαδικασιών για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ), τις οποίες διενεργεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας πρόσωπο που μνημονεύεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α), β) και γ), και οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 16 και 18, ακόμη και αν τα έγγραφα ή τα δεδομένα στα οποία βασίζονται οι απαιτήσεις αυτές διαφέρουν από τα απαιτούμενα στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης.

Άρθρο 16

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ως «τρίτοι» νοούνται τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που απαριθμούνται στο άρθρο 2 ή ισοδύναμα ιδρύματα, οργανισμοί και πρόσωπα που ευρίσκονται σε τρίτη χώρα, εφόσον πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

υπόκεινται σε υποχρεωτική επαγγελματική καταχώρηση αναγνωρισμένη από τον νόμο·

β)

εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και μέτρα φύλαξης αρχείων σύμφωνα ή ισοδύναμα με αυτά που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία και υπόκεινται σε εποπτεία, σύμφωνα με το τμήμα 2 του κεφαλαίου V, όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή βρίσκονται σε τρίτη χώρα που επιβάλλει ισοδύναμες απαιτήσεις με αυτές που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνονται αμοιβαία και ενημερώνουν την Επιτροπή για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εκτιμούν ότι τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο β).

Άρθρο 17

Όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 4 τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα ιδρύματα, στους οργανισμούς και στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να βασίζονται σε τρίτα μέρη από την εμπλεκόμενη τρίτη χώρα για την εκτέλεση των απαιτήσεων του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ).

Άρθρο 18

1.   Τα τρίτα μέρη θέτουν αμέσως στη διάθεση του ιδρύματος, του οργανισμού ή του προσώπου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης τις πληροφορίες που ζητούνται κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ).

2.   Τα αντίστοιχα αντίγραφα των δεδομένων εξακρίβωσης και ελέγχου της ταυτότητας και άλλα συναφή έγγραφα για την ταυτότητα του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου διαβιβάζονται αμελλητί, κατόπιν αιτήσεως, από το τρίτο μέρος στο ίδρυμα, στον οργανισμό ή στο πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης.

Άρθρο 19

Το τμήμα αυτό δεν εφαρμόζεται σε σχέσεις εξωτερικής ανάθεσης ή σχέσεις αντιπροσώπευσης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, δυνάμει της συμβατικής ρύθμισης, ο φορέας παροχής της εξωτερικής υπηρεσίας ή ο αντιπρόσωπος πρέπει να θεωρείται τμήμα του ιδρύματος, του οργανισμού ή του προσώπου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 20

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε συναλλαγή που κρίνεται ότι, λόγω της φύσεώς της, είναι ιδιαίτερα επιδεκτική ως προς το να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και ιδίως στις πολύπλοκες ή ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές και σε όλα τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή σαφή νόμιμο λόγο.

Άρθρο 21

1.   Κάθε κράτος μέλος δημιουργεί ΜΧΠ για να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.   Η ΜΧΠ δημιουργείται σε επίπεδο κεντρικής εθνικής μονάδας. Είναι υπεύθυνη να παραλαμβάνει και, στον βαθμό που επιτρέπεται, να ζητά, να αναλύει και να διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές τις γνωστοποιήσεις πληροφοριών οι οποίες αφορούν ενδεχόμενη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή ενδεχόμενη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή οι οποίες επιβάλλονται από εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. Διαθέτει επαρκείς πόρους προκειμένου να είναι σε θέση να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά της.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ΜΧΠ έχει εγκαίρως πρόσβαση, αμέσως ή εμμέσως, στις πληροφορίες χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσεως και στις πληροφορίες που αφορούν την επιβολή του νόμου, τις οποίες ζητεί προκειμένου να επιτελέσει σωστά τα καθήκοντά της.

Άρθρο 22

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και, εφόσον απαιτείται, από τους διευθυντές και τους υπαλλήλους τους, να συνεργάζονται πλήρως:

α)

ενημερώνοντας αμελλητί τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, με δική τους πρωτοβουλία, όταν το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας γνωρίζει, έχει υποψίες ή έχει εύλογους λόγους να υποπτεύεται ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

β)

παρέχοντας αμελλητί στη ΜΧΠ, ή σε άλλες αρμόδιες αρχές για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατόπιν δικού τους αιτήματος, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία.

2.   Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 διαβιβάζονται στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο το οποίο τις διαβιβάζει. Η διαβίβαση αυτή πραγματοποιείται κατά κανόνα από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ορισθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 34.

Άρθρο 23

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 22 παράγραφος 1 τα κράτη μέλη μπορούν, στην περίπτωση των προσώπων που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α) και β), να ορίσουν ως αρχή που πρέπει να ενημερωθεί σε πρώτο στάδιο προσήκοντα αυτορρυθμιζόμενο φορέα του οικείου επαγγελματικού κλάδου αντί για τη ΜΧΠ. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο οριζόμενος αυτορρυθμιζόμενος φορέας διαβιβάζει στις περιπτώσεις αυτές αμέσως αυτούσιες τις πληροφορίες στη ΜΧΠ.

2.   Τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 έναντι των συμβολαιογράφων, των ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών, των ελεγκτών, εξωτερικών λογιστών και φορολογικών συμβούλων όσον αφορά τις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά τη διαπίστωση της νομικής θέση του πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν στο πλαίσιο ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δίκη.

Άρθρο 24

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να αποφεύγουν τη διενέργεια συναλλαγών, για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, προτού ολοκληρώσουν τις απαραίτητες ενέργειες κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχείο α). Σύμφωνα με τη νομοθεσία των κρατών μελών, είναι δυνατόν να δοθεί εντολή να μην εκτελεστεί η συναλλαγή.

2.   Αν υπάρχει υπόνοια ότι η συναλλαγή συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και εφόσον η αποφυγή της είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των προσώπων υπέρ των οποίων διενεργείται η εικαζόμενη νομιμοποίηση εσόδων ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τα εμπλεκόμενα ιδρύματα, οργανισμοί και πρόσωπα ενημερώνουν τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών αμέσως μετά τη συναλλαγή.

Άρθρο 25

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν κατά τη διάρκεια των ελέγχων που πραγματοποιούνται στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, από τις αρμόδιες αρχές περί των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 37, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, οι αρχές αυτές ανακαλύψουν γεγονότα που θα μπορούσαν να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αυτές ενημερώνουν αμελλητί τη ΜΧΠ.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτεύουσες αρχές, οι οποίες είναι επιφορτισμένες, βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, με την εποπτεία των αγορών μετοχών, συναλλάγματος και χρηματοοικονομικών παραγώγων, ενημερώνουν τη ΜΧΠ, εάν ανακαλύψουν γεγονότα που θα μπορούσαν να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Άρθρο 26

Η καλόπιστη γνωστοποίηση που προβλέπουν το άρθρο 22 παράγραφος 1 και το άρθρο 23 από ίδρυμα, οργανισμό ή πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή από υπάλληλο ή από διευθυντή τους, των πληροφοριών που μνημονεύονται στα άρθρα 22 και 23 δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συμβατικής ή νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για το ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο, τους διευθυντές ή τους υπαλλήλους τους.

Άρθρο 27

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσουν τους υπαλλήλους των ιδρυμάτων, οργανισμών ή προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, οι οποίοι αναφέρουν τις υπόνοιές τους για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είτε εσωτερικά είτε στη ΜΧΠ, από την έκθεσή τους σε απειλές ή εχθρικές ενέργειες.

ΤΜΗΜΑ 2

Απαγόρευση γνωστοποίησης

Άρθρο 28

1.   Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και οι διευθυντές και οι υπάλληλοί τους δεν γνωστοποιούν στον εμπλεκόμενο πελάτη ή σε τρίτους το γεγονός ότι διαβιβάσθηκαν πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 ή ότι διεξάγεται ή μπορεί να διεξαχθεί έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.   Η απαγόρευση της παραγράφου 1 δεν περιλαμβάνει τη γνωστοποίηση στις αρχές συμπεριλαμβανομένων των αυτορρυθμιζόμενων φορέων κατά το άρθρο 37 ή τη γνωστοποίηση προς τον σκοπό της ποινικής δίωξης.

3.   Η απαγόρευση της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ ιδρυμάτων ή οργανισμών από τα κράτη μέλη ή από τρίτες χώρες, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, κατά το άρθρο 2 σημείο 12 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (17).

4.   Η απαγόρευση της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τη γνωστοποίηση μεταξύ προσώπων που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α) και β), από τα κράτη μέλη, ή από τρίτες χώρες που επιβάλλουν απαιτήσεις ισοδύναμες με αυτές που θεσπίζει η παρούσα οδηγία, τα οποία ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, είτε σε σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε όχι, στο πλαίσιο του ίδιου νομικού προσώπου ή δικτύου. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «δίκτυο» νοείται η ευρύτερη δομή στην οποία υπάγεται το πρόσωπο και η οποία διαθέτει κοινή κυριότητα, διαχείριση ή έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις σχετικές διατάξεις.

5.   Όσον αφορά τα ιδρύματα, οργανισμούς ή πρόσωπα κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1, 2 και 3 στοιχεία α) και β), σε περιπτώσεις που αφορούν τον ίδιο πελάτη και την ίδια συναλλαγή στην οποία εμπλέκονται δύο ή περισσότερα ιδρύματα ή πρόσωπα, η απαγόρευση της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τη γνωστοποίηση μεταξύ των οικείων ιδρυμάτων, οργανισμών ή προσώπων με την προϋπόθεση ότι αυτοί βρίσκονται σε κράτος μέλος, ή σε τρίτη χώρα που επιβάλλει υποχρεώσεις ισοδύναμες με αυτές που θεσπίζει η παρούσα οδηγία, και ότι ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό κλάδο και υπόκεινται σε ισοδύναμες υποχρεώσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

6.   Όταν τα πρόσωπα που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α) και β), επιχειρούν να αποτρέψουν πελάτη από του να εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα, αυτό δεν αποτελεί γνωστοποίηση κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου 1.

7.   Τα κράτη μέλη ενημερώνονται αμοιβαία και ενημερώνουν την Επιτροπή για τις περιπτώσεις στις οποίες εκτιμούν ότι τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 3, 4 ή 5.

Άρθρο 29

Όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 4 τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων από την οικεία τρίτη χώρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΦΥΛΑΞΗ ΑΡΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Άρθρο 30

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να φυλάσσουν τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες για να χρησιμοποιηθούν σε κάθε διερεύνηση ή ανάλυση ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από τη ΜΧΠ ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο:

α)

στην περίπτωση της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αντίγραφο ή τα στοιχεία αναφοράς των απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής τους σχέσης με τον πελάτη·

β)

στην περίπτωση επιχειρηματικών σχέσεων και συναλλαγών, τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και τα αρχεία, που συνίστανται στα πρωτότυπα έγγραφα ή σε αντίγραφα τα οποία γίνονται δεκτά σε δικαστικές διαδικασίες σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά την εκτέλεση των συναλλαγών ή την περάτωση της επιχειρηματικής σχέσης.

Άρθρο 31

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να εφαρμόσουν, εφόσον απαιτείται, στα υποκαταστήματά τους και τις θυγατρικές τους πλειοψηφικής συμμετοχής που ευρίσκονται σε τρίτες χώρες, μέτρα τουλάχιστον ισοδύναμα με αυτά που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και τη φύλαξη αρχείων.

Όταν η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή αυτών των ισοδυνάμων μέτρων, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα σχετικά πιστωτικά ιδρύματα ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του εκάστοτε κράτους μέλους προέλευσης.

2.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενημερώνονται αμοιβαία για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 και θα μπορούσε να αναληφθεί συντονισμένη δράση προκειμένου να επιτευχθεί λύση.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 32

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τους να εφαρμόζουν συστήματα που τους καθιστούν δυνατό να μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως και ταχέως σε ερώτημα της ΜΧΠ ή άλλων αρχών σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, ως προς το εάν διατηρούν ή είχαν διατηρήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και ως προς το είδος αυτής της επιχειρηματικής σχέσης.

Άρθρο 33

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μπορούν να αναθεωρήσουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων τους όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας με την τήρηση ολοκληρωμένων στατιστικών για θέματα που αφορούν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτών.

2.   Οι στατιστικές αυτές καλύπτουν τουλάχιστον τις αναφορές ύποπτων συναλλαγών που υποβλήθηκαν στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτές τις αναφορές και την καταγραφή σε ετήσια βάση του αριθμού των περιπτώσεων που ερευνήθηκαν, του αριθμού των προσώπων που διώχθηκαν, του αριθμού των προσώπων που καταδικάσθηκαν για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν, κατασχέθηκαν ή δημεύθηκαν.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δημοσίευση τακτικής αναθεώρησης των στατιστικών εκθέσεών τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΜΕΤΡΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Εσωτερικές διαδικασίες, κατάρτιση και ανάδραση

Άρθρο 34

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, να θεσπίσουν επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αναφοράς ύποπτων συναλλαγών, φύλαξης αρχείων, εσωτερικού ελέγχου, αξιολόγησης κινδύνου, διαχείρισης κινδύνου, διαχείρισης της συμμόρφωσης και επικοινωνίας, ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να κοινοποιούν τις σχετικές πολιτικές και διαδικασίες, εφόσον απαιτείται, στα υποκαταστήματά τους και στις θυγατρικές τους εταιρείες, την κυριότητα των οποίων έχουν κατά πλειοψηφία, που ευρίσκονται σε τρίτες χώρες.

Άρθρο 35

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε οι υπάλληλοί τους να λάβουν γνώση των διατάξεων που ισχύουν βάσει της παρούσας οδηγίας.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή των αρμοδίων υπαλλήλων σε ειδικά τρέχοντα προγράμματα κατάρτισης, τα οποία τους εκπαιδεύουν να εντοπίζουν τις δραστηριότητες που τυχόν συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και τους διδάσκουν να ενεργούν σωστά σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Όταν φυσικό πρόσωπο, εμπίπτον σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος νομικού προσώπου, οι δυνάμει του παρόντος τμήματος υποχρεώσεις βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι το φυσικό.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας έχουν πρόσβαση σε ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές των μετερχομένων τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και τις ενδείξεις για τον εντοπισμό υπόπτων συναλλαγών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν είναι δυνατό, προβλέπεται η έγκαιρη ανάδραση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των αναφορών για εικαζόμενη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας καθώς και τη συνέχεια που δόθηκε στις αναφορές αυτές.

ΤΜΗΜΑ 2

Εποπτεία

Άρθρο 36

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και οι φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο ενώ τα καζίνα έχουν λάβει άδεια για να μπορούν να διενεργούν τις επιχειρήσεις τους νόμιμα. Με την επιφύλαξη μελλοντικής κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα γραφεία πληρωμών και εμβασμάτων λαμβάνουν άδεια ή εγγράφονται σε μητρώο για να μπορούν να διενεργούν τις επιχειρήσεις τους νόμιμα.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να αρνούνται τη χορήγηση αδειών ή εγγραφής σε μητρώο στα πρόσωπα της παραγράφου 1 εάν δεν έχουν πειστεί ότι τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν ή θα διευθύνουν τις επιχειρήσεις των οντοτήτων αυτών ή οι πραγματικοί δικαιούχοι των εν λόγω οντοτήτων είναι κατάλληλα και έντιμα πρόσωπα.

Άρθρο 37

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές τουλάχιστον να παρακολουθούν αποτελεσματικά και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση των ιδρυμάτων, των οργανισμών και των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προς τις απαιτήσεις της.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν επαρκή εξουσία, συμπεριλαμβανόμενης της εξουσίας να απαιτούν την προσκόμιση οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικών με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διενεργούν δε ελέγχους και έχουν επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.   Στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοοικονομικών οργανισμών και καζίνων, οι αρμόδιες αρχές έχουν ενισχυμένη εποπτική εξουσία, ιδίως δε τη δυνατότητα να διενεργούν επιτόπιες επιθεωρήσεις.

4.   Στην περίπτωση των φυσικών και νομικών προσώπων του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α) έως ε) τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1 ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

5.   Στην περίπτωση των προσώπων περί των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α) και β), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1 από αυτορρυθμιζόμενους φορείς, αρκεί αυτοί να τηρούν την παράγραφο 2.

ΤΜΗΜΑ 3

Συνεργασία

Άρθρο 38

Η Επιτροπή παρέχει τη συνδρομή που απαιτείται ενδεχομένως για τη διευκόλυνση του συντονισμού, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ εντός της Κοινότητας.

ΤΜΗΜΑ 4

Κυρώσεις

Άρθρο 39

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας μπορούν να θεωρούνται υπεύθυνα για τις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, να μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοοικονομικών οργανισμών για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω μέτρα ή οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

3.   Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αυτά μπορούν τουλάχιστον να θεωρούνται υπεύθυνα για παραβάσεις κατά την παράγραφο 1, οι οποίες διαπράττονται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικώς είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού βάσει:

α)

εξουσιοδότησης για την εκπροσώπηση του νομικού προσώπου·

β)

εξουσίας λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου· ή

γ)

εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

4.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ήδη με την παράγραφο 3, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα δύνανται να υπέχουν ευθύνη όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που μνημονεύεται στην παράγραφο 3 κατέστησε εφικτή τη διάπραξη των παραβάσεων της παραγράφου 1 προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΜΕΤΡΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 40

1.   Για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 2 μπορεί να θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα εφαρμογής:

α)

διασαφήνιση των τεχνικών πτυχών των ορισμών του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχεία α) και δ) και παράγραφοι 6, 7, 8, 9 και 10·

β)

καθορισμός τεχνικών κριτηρίων προκειμένου να εκτιμηθεί εάν οι περιπτώσεις παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατά το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 5·

γ)

καθορισμός τεχνικών κριτηρίων προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον οι περιπτώσεις παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας κατά το άρθρο 13·

δ)

καθορισμός τεχνικών κριτηρίων προκειμένου να εκτιμηθεί εάν, σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 2, δικαιολογείται η μη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ορισμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που ασκούν χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες περιστασιακά ή σε πολύ περιορισμένη κλίμακα.

2.   Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή θεσπίζει τα πρώτα μέτρα για την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχεία β) και δ) από τις 15 Ιουνίου 2006.

3.   Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 2, προσαρμόζει τα ποσά που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχείο ε), στο άρθρο 7 στοιχείο β), στο άρθρο 10 παράγραφος 1 και στο άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχεία α) και δ), λαμβάνοντας υπόψη της την κοινοτική νομοθεσία, τις οικονομικές εξελίξεις καθώς και τις μεταβολές των διεθνών προτύπων.

4.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι τρίτη χώρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 ή 2, του άρθρου 28 παράγραφοι 3, 4 ή 5, ή των μέτρων που θεσπίζονται κατά την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου ή με το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β), ή ότι η νομοθεσία της τρίτης αυτής χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται κατά το άρθρο 31 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, εκδίδει σχετική απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 2.

Άρθρο 41

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που εφεξής καλείται «επιτροπή».

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης και με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται με τη διαδικασία αυτή δεν τροποποιούν τις ουσιώδεις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

4.   Με την επιφύλαξη των μέτρων εφαρμογής που έχουν ήδη θεσπιστεί, η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που προβλέπουν τη θέσπιση τεχνικών κανόνων και αποφάσεων με τη διαδικασία της παραγράφου 2 αναστέλλεται τέσσερα χρόνια μετά από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να παρατείνουν τις σχετικές διατάξεις κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής κατά τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης και προς τον σκοπό αυτό τις επανεξετάζουν πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων ετών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 42

Έως τις 15 Δεκεμβρίου 2009, και τουλάχιστον ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση περί εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, την οποία και διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Για την πρώτη έκθεση, η Επιτροπή περιλαμβάνει ειδική εξέταση της αντιμετώπισης των δικηγόρων και άλλων ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών.

Άρθρο 43

Έως τις 15 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή παρουσιάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τα ποσοστά των ορίων του άρθρου 3 παράγραφος 6, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στο πιθανό όφελος και στις πιθανές συνέπειες της μείωσης του ποσοστού στο άρθρο 3 παράγραφος 6 στοιχείο α) σημείο i) και στοιχείο β) σημεία i) και iii), από 25 % σε 20 %. Η Επιτροπή δύναται να υποβάλει πρόταση τροποποίησης της παρούσας οδηγίας βάσει της εκθέσεως αυτής.

Άρθρο 44

Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ καταργείται.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρείται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 45

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 15 Δεκεμβρίου 2007 το αργότερο. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων αυτών και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των σημαντικότερων διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα τον οποίο διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 46

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 47

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 26 Οκτωβρίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. ALEXANDER


(1)  Γνώμη της 11ης Μαΐου 2005 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 40 της 17.2.2005, σ. 9.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαΐου 2005 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2005.

(4)  ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 76).

(5)  ΕΕ L 182 της 5.7.2001, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 271 της 24.10.2000, σ. 4.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3.

(10)  ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

(11)  ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ.

(12)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

(14)  ΕΕ L 351 της 29.12.1998, σ. 1.

(15)  ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 49.

(16)  ΕΕ L 275 της 27.10.2000, σ. 39.

(17)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα οδηγία

Οδηγία 91/308/ΕΟΚ

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 στοιχείο Γ

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 1 στοιχείο Γ πρώτη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 1 στοιχείο Γ δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 1 στοιχείο Γ τρίτη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 στοιχείο Γ τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 στοιχείο Γ τρίτο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφος 4

 

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 1 στοιχείο Γ δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2α παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 2α παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1 παράγραφος 3 στοιχεία α) β) και δ) έως στ)

Άρθρο 2α παράγραφοι 3 έως 7

Άρθρο 2 παράγραφος 1 και παράγραφος 3 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 1 στοιχείο Α

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 1 στοιχείο B σημείο 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 1 στοιχείο B σημείο 2

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 1 στοιχείο Β σημείο 3

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 στοιχείο B σημείο 4

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 1 στοιχείο Β δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 1 στοιχείο Δ

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 1 στοιχείο Ε πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 1 στοιχείο E δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α)

 

Άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο β)

Άρθρο 1 στοιχείο E πρώτη περίπτωση

Άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο γ)

Άρθρο 1 στοιχείο E δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 στοιχείο E τρίτη περίπτωση

Άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο ε)

Άρθρο 1 στοιχείο Ε τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο στ)

Άρθρο 1 στοιχείο Ε πέμπτη περίπτωση και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 6

 

Άρθρο 3 παράγραφος 7

 

Άρθρο 3 παράγραφος 8

 

Άρθρο 3 παράγραφος 9

 

Άρθρο 3 παράγραφος 10

 

Άρθρο 4

Άρθρο 12

Άρθρο 5

Άρθρο 15

Άρθρο)

 

Άρθρο 7 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 7 στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 7 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 8

Άρθρο 7 στοιχεία δ

Άρθρο 3 παράγραφος 7

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως δ)

 

Άρθρο 8 παράγραφος 2

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφοι 2 έως 6

 

Άρθρο 10

Άρθρο 3 παράγραφοι 5 και 6

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 9

Άρθρο 11 παράγραφος 2

 

Άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4

 

Άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο δ)

 

Άρθρο 12

 

Άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 3 παράγραφοι 10 και 11

Άρθρο 13 παράγραφοι 3 έως 5

 

Άρθρο 13 παράγραφος 6

Άρθρο 5

Άρθρο 14

 

Άρθρο 15

 

Άρθρο 16

 

Άρθρο 17

 

Άρθρο 18

 

Άρθρο 19

 

Άρθρο 20

Άρθρο 5

Άρθρο 21

 

Άρθρο 22

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 23

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 24

Άρθρο 7

Άρθρο 25

Άρθρο 10

Άρθρο 26

Άρθρο 9

Άρθρο 27

 

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφοι 2 έως 7

 

Άρθρο 29

 

Άρθρο 30 στοιχείο α)

Άρθρο 4 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 30 στοιχείο β)

Άρθρο 4 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 31

 

Άρθρο 32

 

Άρθρο 33

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 34 παράγραφος 2

 

Άρθρο 35 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρώτη περίοδος

Άρθρο 35 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) δεύτερη περίοδος

Άρθρο 35 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 35 παράγραφος 2

 

Άρθρο 35 παράγραφος 3

 

Άρθρο 36

 

Άρθρο 37

 

Άρθρο 38

 

Άρθρο 39 παράγραφος 1

Άρθρο 14

Άρθρο 39 παράγραφοι 2 έως 4

 

Άρθρο 40

 

Άρθρο 41

 

Άρθρο 42

Άρθρο 17

Άρθρο 43

 

Άρθρο 44

 

Άρθρο 45

Άρθρο 16

Άρθρο 46

Άρθρο 16


25.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 309/37


ΟΔΗΓΊΑ 2005/66/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Οκτωβρίου 2005

σχετικά με τη χρήση συστημάτων μετωπικής προστασίας στα οχήματα με κινητήρα και με την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα συστήματα που προβλέπουν πρόσθετη μετωπική προστασία των οχημάτων με κινητήρα χρησιμοποιούνται ολοένα περισσότερο τα τελευταία έτη. Ορισμένα από τα συστήματα αυτά παρουσιάζουν κινδύνους για την ασφάλεια των πεζών και άλλων χρηστών των οδών στην περίπτωση σύγκρουσης. Συνεπώς, απαιτούνται μέτρα για να διαφυλαχθεί το κοινό από τους εν λόγω κινδύνους.

(2)

Τα συστήματα μετωπικής προστασίας είτε παρέχονται ως αρχικός εξοπλισμός που έχει τοποθετηθεί σε όχημα είτε διατίθενται στην αγορά ως χωριστές τεχνικές μονάδες. Οι τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου οχημάτων με κινητήρα όσον αφορά τυχόν συστήματα μετωπικής προστασίας που τοποθετούνται στα οχήματα, θα πρέπει να εναρμονισθούν προκειμένου να προληφθεί η θέσπιση απαιτήσεων που ποικίλλουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και να εξασφαλισθεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για τους ίδιους λόγους, είναι απαραίτητο να εναρμονισθούν οι τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου των συστημάτων μετωπικής προστασίας ως χωριστών τεχνικών μονάδων κατά την έννοια της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους (3).

(3)

Είναι αναγκαίος ο έλεγχος της χρήσης των συστημάτων μετωπικής προστασίας και η θέσπιση απαιτήσεων σχετικά με τις δοκιμές, την κατασκευή και την εγκατάσταση τις οποίες πρέπει να τηρεί κάθε σύστημα μετωπικής προστασίας, το οποίο είτε τοποθετείται στο όχημα ως αρχικός εξοπλισμός είτε διατίθεται στην αγορά ως χωριστή τεχνική μονάδα. Οι δοκιμές θα πρέπει να απαιτούν τη σχεδίαση των συστημάτων μετωπικής προστασίας κατά τρόπο που να βελτιώνει την ασφάλεια των πεζών και να περιορίζει τον αριθμό των τραυματισμών.

(4)

Αυτές οι απαιτήσεις θα πρέπει επίσης να εξετασθούν στο πλαίσιο της προστασίας των πεζών και άλλων ευάλωτων χρηστών των οδών και σε σχέση με την οδηγία 2003/102/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την προστασία πεζών και άλλων ανεπαρκώς προστατευόμενων χρηστών των οδών στην περίπτωση σύγκρουσης με μηχανοκίνητο όχημα (4). Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αναθεωρηθεί υπό το πρίσμα περαιτέρω έρευνας και εμπειρίας που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων ετών εφαρμογής της.

(5)

Η παρούσα οδηγία είναι μια από τις επιμέρους οδηγίες που εμπίπτει στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης τύπου ΕΚ, που θεσπίσθηκε με την οδηγία 70/156/ΕΟΚ.

(6)

Η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί τον αντίκτυπο της παρούσας οδηγίας και να υποβάλλει σχετικές εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Αν κρίνει αναγκαία την επίτευξη περαιτέρω βελτιώσεων της προστασίας των πεζών, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με την τεχνική πρόοδο.

(7)

Αναγνωρίζεται, ωστόσο, ότι ορισμένα οχήματα που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, και στα οποία μπορούν να προσαρμόζονται συστήματα μετωπικής προστασίας, δεν θα υπόκεινται στην οδηγία 2003/102/ΕΚ. Θεωρείται ότι, στα οχήματα αυτά, η εφαρμογή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τη δοκιμή ομοιώματος άνω μέρους του ποδιού, ενδέχεται να είναι τεχνικά ανέφικτη. Για να διευκολυνθεί η βελτίωση της ασφάλειας των πεζών, όσον αφορά τις κρανιακές κακώσεις, μπορεί να είναι αναγκαίο να επιτραπεί η επιβολή εναλλακτικών υποχρεώσεων αντί της δοκιμής ομοιώματος άνω μέρους του ποδιού, με ισχύ αποκλειστικά για τα οχήματα αυτά, εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, ότι η τοποθέτηση συστημάτων μετωπικής προστασίας δεν αυξάνει τον κίνδυνο τραυματισμού στο πόδι για τους πεζούς ή άλλους ευάλωτους χρήστες των οδών.

(8)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και για την προσαρμογή της στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5).

(9)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η προώθηση της ασφάλειας των πεζών και άλλων ευάλωτων χρηστών των οδών, μέσω της θέσπισης τεχνικών απαιτήσεων για την έγκριση τύπου οχημάτων με κινητήρα όσον αφορά τα συστήματα μετωπικής προστασίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του άρθρου αυτού, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(10)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού προγράμματος για την οδική ασφάλεια και μπορεί να συμπληρωθεί από εθνικά μέτρα για την απαγόρευση ή τον περιορισμό της χρήσης συστημάτων μετωπικής προστασίας που διατέθηκαν ήδη στην αγορά πριν από την έναρξη ισχύος της.

(11)

Κατά συνέπεια, η οδηγία 70/156/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Θέμα

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη βελτίωση της προστασίας των πεζών και των οχημάτων με τη λήψη μέτρων παθητικής ασφάλειας. Καθορίζει τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου οχημάτων με κινητήρα όσον αφορά τα συστήματα μετωπικής προστασίας που παρέχονται είτε ως αρχικός εξοπλισμός που τοποθετείται στα οχήματα είτε ως χωριστές τεχνικές μονάδες.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί και οι ορισμοί του παραρτήματος Ι σημείο 1:

1.

ως «όχημα», νοείται κάθε όχημα με κινητήρα, της κατηγορίας Μ1, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 και στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ, συνολικής επιτρεπόμενης μάζας που δεν υπερβαίνει τους 3,5 τόνους, καθώς και κάθε όχημα με κινητήρα, της κατηγορίας Ν1, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 και στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ,

2.

ως «χωριστή τεχνική μονάδα», νοείται κάθε χωριστή τεχνική μονάδα κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ, η οποία προορίζεται για εγκατάσταση και χρήση σε έναν ή περισσότερους τύπους οχημάτων.

Άρθρο 3

Διατάξεις έγκρισης τύπου

1.   Από τις 25 Αυγούστου 2006, σε σχέση με νέο τύπο οχήματος στο οποίο έχει τοποθετηθεί σύστημα μετωπικής προστασίας που τηρεί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, τα κράτη μέλη δεν δύνανται, για λόγους που αφορούν τα συστήματα μετωπικής προστασίας:

α)

να αρνούνται τη χορήγηση έγκρισης τύπου ΕΚ ή εθνικής έγκρισης τύπου·

β)

να απαγορεύουν την καταχώριση σε μητρώο, πώληση ή θέση σε λειτουργία.

2.   Από τις 25 Αυγούστου 2006, σε σχέση με νέο τύπο συστήματος μετωπικής προστασίας, το οποίο διατίθεται ως χωριστή τεχνική μονάδα, και το οποίο τηρεί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, τα κράτη μέλη δεν δύνανται:

α)

να αρνούνται τη χορήγηση έγκρισης τύπου ΕΚ, ή εθνικής έγκρισης τύπου·

β)

να απαγορεύουν την πώληση ή θέση σε λειτουργία.

3.   Από τις 25 Νοεμβρίου 2006, σε σχέση με νέο τύπο οχήματος στο οποίο έχει τοποθετηθεί σύστημα μετωπικής προστασίας ή νέο τύπο συστήματος μετωπικής προστασίας που προσφέρεται ως χωριστή τεχνική μονάδα, που δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, τα κράτη μέλη αρνούνται τη χορήγηση έγκρισης τύπου ΕΚ ή εθνικής έγκρισης τύπου.

4.   Από τις 25 Μαΐου 2007, σε σχέση με οχήματα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, τα κράτη μέλη, για λόγους που αφορούν τα συστήματα μετωπικής προστασίας:

α)

θεωρούν τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης που συνοδεύουν νέα οχήματα σύμφωνα με την οδηγία 70/156/ΕΟΚ ως μη ισχύοντα πλέον για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας·

β)

απαγορεύουν την καταχώριση σε μητρώο, πώληση ή θέση σε λειτουργία νέων οχημάτων που δεν συνοδεύονται από πιστοποιητικό συμμόρφωσης σύμφωνα με την οδηγία 70/156/ΕΟΚ.

5.   Από τις 25 Μαΐου 2007, οι απαιτήσεις που ορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, σε σχέση με συστήματα μετωπικής προστασίας που διατίθενται ως χωριστές τεχνικές μονάδες, ισχύουν για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ.

Άρθρο 4

Μέτρα εφαρμογής και τροποποιήσεις

1.   Η Επιτροπή, θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ, λεπτομερείς τεχνικές απαιτήσεις για τις διατάξεις περί δοκιμών που περιλαμβάνονται στο σημείο 3 του παραρτήματος Ι.

2.   Οι αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ.

Άρθρο 5

Επανεξέταση

Το αργότερο στις 25 Αυγούστου 2010, υπό το πρίσμα της τεχνικής προόδου και της εμπειρίας, η Επιτροπή επανεξετάζει τις τεχνικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, και ιδίως τους όρους για την απαίτηση της δοκιμής ομοιώματος άνω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας, τη συμπερίληψη δοκιμής ομοιώματος κεφαλής ενηλίκου προς σύστημα μετωπικής προστασίας και την προδιαγραφή δοκιμής ομοιώματος κεφαλής παιδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας. Τα αποτελέσματα αυτής της επανεξέτασης αποτελούν αντικείμενο έκθεσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν, ως αποτέλεσμα αυτής της επανεξέτασης, θεωρείται σκόπιμη η προσαρμογή των τεχνικών διατάξεων της παρούσας οδηγίας, η εν λόγω προσαρμογή πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ.

Άρθρο 6

Τροποποιήσεις της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ

Τα παραρτήματα I, III, IV και XI της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 7

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν έως τις 25 Αυγούστου 2006, το αργότερο, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 25 Αυγούστου 2006.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8

Χωριστές τεχνικές μονάδες

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη χρήση των συστημάτων μετωπικής προστασίας που διατέθηκαν στην αγορά ως χωριστές τεχνικές μονάδες πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 10

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 26 Οκτωβρίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. ALEXANDER


(1)  ΕΕ C 112 της 30.4.2004, σ. 18.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαΐου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Οκτωβρίου 2005.

(3)  ΕΕ L 42 της 23.2.1970, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/49/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 194 της 26.7.2005, σ. 12).

(4)  ΕΕ L 321 της 6.12.2003, σ. 15.

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.


KΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I:

Τεχνικές διατάξεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ:

Διοικητικές διατάξεις για την έγκριση τύπου

Προσάρτημα 1:

Δελτίο πληροφοριών (όχημα)

Προσάρτημα 2:

Δελτίο πληροφοριών (χωριστή τεχνική μονάδα)

Προσάρτημα 3:

Πιστοποιητικό έγκρισης τύπου ΕΚ (όχημα)

Προσάρτημα 4:

Πιστοποιητικό έγκρισης τύπου ΕΚ (χωριστή τεχνική μονάδα)

Προσάρτημα 5:

Υπόδειγμα του σήματος έγκρισης τύπου ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III:

Τροποποιήσεις της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1.   ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.1.

«Τύπος οχήματος», είναι η κατηγορία οχημάτων που, έμπροσθεν των κολώνων Α, δεν διαφέρουν ως προς σημαντικές παραμέτρους, όπως:

α)

τη δομή·

β)

τις κύριες διαστάσεις·

γ)

τα υλικά των εξωτερικών επιφανειών του οχήματος·

δ)

τα κατασκευαστικά στοιχεία (εξωτερικά ή εσωτερικά)·

ε)

τη μέθοδο τοποθέτησης συστήματος μετωπικής προστασίας,

στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν επίπτωση στην εγκυρότητα των αποτελεσμάτων των δοκιμών πρόσκρουσης που περιγράφονται στην παρούσα οδηγία.

Προκειμένου να λάβουν τα συστήματα μετωπικής προστασίας έγκριση τύπου ως χωριστές τεχνικές μονάδες, κάθε αναφορά σε όχημα ερμηνεύεται ότι αναφέρεται στο πλαίσιο στο οποίο προσαρμόζεται το σύστημα για δοκιμή και το οποίο αντιπροσωπεύει τις πρόσθιες και εξωτερικές διαστάσεις του συγκεκριμένου οχήματος για το οποίο λαμβάνει έγκριση τύπου το σύστημα.

1.2.

«Κανονική θέση πορείας», είναι η θέση του οχήματος σε κατάσταση λειτουργίας, ευρισκομένου επί του εδάφους, με τα λάστιχα φουσκωμένα στις συνιστώμενες πιέσεις, τους εμπρόσθιους τροχούς σε θέση πορείας προς τα εμπρός, με όλα τα υγρά που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του οχήματος σε κατάσταση πληρότητας, με όλο τον κανονικό εξοπλισμό, όπως προβλέπεται από τον κατασκευαστή του οχήματος, με μάζα 75 kg τοποθετημένη στη θέση του οδηγού και με μάζα 75 kg τοποθετημένη στο πρόσθιο κάθισμα επιβάτη και με την ανάρτηση ρυθμισμένη για ταχύτητα οδήγησης 40 ή 35 km/h, υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, που καθορίζονται από τον κατασκευαστή (ειδικά για οχήματα με ενεργό ανάρτηση ή διάταξη αυτόματης οριζοντίωσης).

1.3.

«Εξωτερική επιφάνεια», είναι το εξωτερικό του οχήματος, έμπροσθεν των κολόνων Α, συμπεριλαμβανομένων του καλύμματος του κινητήρα, των φτερών, των διατάξεων φωτισμού και φωτεινής σηματοδότησης και των ορατών ενισχυτικών κατασκευαστικών στοιχείων.

1.4.

«Ακτίνα καμπυλότητος», είναι η ακτίνα του τόξου ενός κύκλου που προσεγγίζει το περισσότερο δυνατόν τη στρογγυλεμένη μορφή του υπό εξέταση κατασκευαστικού στοιχείου.

1.5.

«Απώτατη εξωτερική ακμή» του οχήματος, σε σχέση με τις πλευρές του οχήματος, είναι το επίπεδο που είναι παράλληλο προς το διάμηκες επίπεδο συμμετρίας του οχήματος και συμπίπτει με την πλευρική απώτατη ακμή και, σε σχέση με το πρόσθιο και οπίσθιο άκρο, το κάθετο εγκάρσιο επίπεδο του οχήματος που συμπίπτει με τις εξωτερικές πρόσθιες και οπίσθιες ακμές, μη λαμβανομένων υπόψη των προεξοχών:

α)

των ελαστικών επισώτρων κοντά στο σημείο επαφής τους με το έδαφος και των βαλβίδων πλήρωσης των επισώτρων με αέρα·

β)

των τυχών αντιολισθητικών διατάξεων που έχουν τοποθετηθεί στους τροχούς·

γ)

των κατόπτρων οδήγησης·

δ)

των πλευρικών δεικτών κατεύθυνσης των φανών όγκου, των πρόσθιων και οπίσθιων φανών θέσης και των φανών στάθμευσης·

ε)

σε σχέση με τα πρόσθια και οπίσθια άκρα, των μερών που έχουν τοποθετηθεί πάνω στους προφυλακτήρες, των διατάξεων έλξης και των εξατμίσεων.

1.6.

«Προφυλακτήρας», είναι η πρόσθια, κατώτερη, εξωτερική δομή του οχήματος, όπως αυτό έλαβε την έγκριση τύπου. Περιλαμβάνει όλες τις δομές που προορίζονται να εξασφαλίσουν προστασία στο όχημα όταν έρχεται σε μετωπική σύγκρουση, έχοντας χαμηλή ταχύτητα, με άλλο όχημα, και επίσης τυχόν προσαρτήματα στη δομή αυτή, όπως πινακίδες καταχώρισης. Δεν περιλαμβάνει εξοπλισμό που προστίθεται στο όχημα μετά την έγκριση τύπου και αποσκοπεί στην εξασφάλιση πρόσθετης μετωπικής προστασίας στο όχημα.

1.7.

«Σύστημα μετωπικής προστασίας», είναι μια χωριστή δομή ή χωριστές δομές, όπως ένας προφυλακτήρας, ή συμπληρωματικός προφυλακτήρας, που αποσκοπεί στην προστασία της εξωτερικής επιφάνειας του οχήματος, επάνω ή/και κάτω από τον προφυλακτήρα του αρχικού εξοπλισμού, από ζημία σε περίπτωση σύγκρουσης με ένα αντικείμενο. Οι δομές, με μέγιστη μάζα κάτω από 0,5 kg, που σκοπό έχουν να προστατεύουν μόνο τους φανούς, εξαιρούνται του παρόντος ορισμού.

1.8.

«Γραμμή αναφοράς πρόσθιου άκρου του καλύμματος κινητήρα», είναι το γεωμετρικό ίχνος των σημείων επαφής μεταξύ επίπεδης επιφάνειας μήκους 1 000 mm και της πρόσθιας επιφανείας του καλύμματος κινητήρα, όταν η επίπεδη επιφάνεια, σε θέση παράλληλη προς το κατακόρυφο διάμηκες επίπεδο του αυτοκινήτου και με κλίση προς τα πίσω 50° και με το κατώτερο άκρο της σε ύψος 600 mm υπεράνω του εδάφους, μετατοπίζεται πλαγίως και σε επαφή με το πρόσθιο άκρο του καλύμματος κινητήρα. Για οχήματα των οποίων η ανώτερη επιφάνεια του καλύμματος κινητήρα έχει κλίση περίπου 50°, ούτως ώστε η επίπεδη επιφάνεια να έρχεται σε συνεχή επαφή ή να έχει πολλά σημεία επαφής αντί για ένα, η γραμμή αναφοράς καθορίζεται με την επίπεδη επιφάνεια κεκλιμένη προς τα πίσω υπό γωνία 40°. Για οχήματα τέτοιου σχήματος ώστε το κάτω μέρος της επίπεδης επιφάνειας να έρχεται πρώτο σε επαφή, η επαφή αυτή θεωρείται ότι είναι η γραμμή αναφοράς του πρόσθιου άκρου του καλύμματος κινητήρα στην εν λόγω πλάγια θέση. Για οχήματα τέτοιου σχήματος ώστε το ανώτερο μέρος του ευθύγραμμου άκρου να έρχεται πρώτο σε επαφή, τότε το γεωμετρικό ίχνος της απόστασης περιτύλιξης 1 000 mm, όπως ορίζεται στο σημείο 1.13, χρησιμοποιείται ως γραμμή αναφοράς του πρόσθιου άκρου του καλύμματος κινητήρα στην εν λόγω πλάγια θέση. Εάν το άνω άκρο του προφυλακτήρα έρχεται σε επαφή με την επίπεδη επιφάνεια στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, θεωρείται επίσης ως γραμμή αναφοράς του πρόσθιου άκρου του καλύμματος κινητήρα κατά την παρούσα οδηγία.

1.9.

«Η γραμμή αναφοράς του ανώτερου τμήματος συστήματος μετωπικής προστασίας» καθορίζει το ανώτατο όριο των σημαντικών σημείων επαφής πεζού με το σύστημα μετωπικής προστασίας ή το όχημα. Ορίζεται ως το γεωμετρικό ίχνος των πλέον υψηλών σημείων επαφής μεταξύ επίπεδης επιφάνειας μήκους 700 mm και του συστήματος μετωπικής προστασίας ή του πρόσθιου τμήματος του οχήματος (όπου γίνεται η επαφή), όταν η επίπεδη επιφάνεια, κρατούμενη παράλληλη προς το κατακόρυφο διάμηκες επίπεδο του οχήματος και με κλίση προς τα πίσω 20°, διέρχεται διά του προσθίου άκρου του οχήματος, διατηρώντας επαφή με το έδαφος και με την επιφάνεια του συστήματος μετωπικής προστασίας ή του οχήματος.

1.10.

«Η γραμμή αναφοράς κατώτερου τμήματος συστήματος μετωπικής προστασίας» καθορίζει το κατώτερο όριο σημαντικών σημείων επαφής πεζού με το σύστημα μετωπικής προστασίας ή το όχημα. Ορίζεται ως το γεωμετρικό ίχνος των κατώτατων σημείων επαφής μεταξύ επίπεδης επιφάνειας μήκους 700 mm και του συστήματος μετωπικής προστασίας, όταν η επίπεδη επιφάνεια, κρατούμενη παράλληλη προς το κατακόρυφο διάμηκες επίπεδο του οχήματος και με κλίση προς τα εμπρός 25°, διέρχεται διά του προσθίου άκρου του οχήματος, διατηρώντας ταυτόχρονα επαφή με το έδαφος και με την επιφάνεια του συστήματος μετωπικής προστασίας ή του οχήματος.

1.11.

«Ανώτερο ύψος συστήματος μετωπικής προστασίας», είναι η κατακόρυφη απόσταση μεταξύ του εδάφους και της γραμμής αναφοράς ανώτερου τμήματος συστήματος μετωπικής προστασίας, όπως ορίζεται στο σημείο 1.9, με το όχημα τοποθετημένο στην κανονική θέση πορείας.

1.12.

«Κατώτερο ύψος συστήματος μετωπικής προστασίας», είναι η κατακόρυφη απόσταση μεταξύ του εδάφους και της γραμμής αναφοράς κατώτερου τμήματος συστήματος μετωπικής προστασίας, όπως ορίζεται στο σημείο 1.10, με το όχημα τοποθετημένο στην κανονική θέση πορείας.

1.13.

«Απόσταση περιτύλιξης 1 000 mm», είναι το γεωμετρικό ίχνος που περιγράφεται στην πρόσθια ανώτερη επιφάνεια από το ένα άκρο εύκαμπτης ταινίας μήκους 1 000 mm, όταν βρίσκεται σε κατακόρυφο επίπεδο στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου και μετατοπίζεται πλαγίως κατά μήκος του πρόσθιου μέρους του καλύμματος κινητήρα και του προφυλακτήρα. Η ταινία κρατείται τεντωμένη καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, με το ένα άκρο σε επαφή με το έδαφος, κατακόρυφα κάτω από την πρόσθια επιφάνεια του προφυλακτήρα, και με το άλλο άκρο σε επαφή με την πρόσθια ανώτερη επιφάνεια. Το όχημα βρίσκεται στην κανονική θέση πορείας.

1.14.

«Γραμμή αναφοράς πρόσθιου άκρου συστήματος μετωπικής προστασίας», είναι το γεωμετρικό ίχνος των σημείων επαφής μεταξύ επίπεδης επιφάνειας μήκους 1 000 mm και της πρόσθιας επιφανείας του συστήματος μετωπικής προστασίας, όταν η επίπεδη επιφάνεια, σε θέση παράλληλη προς το κατακόρυφο διάμηκες επίπεδο του αυτοκινήτου και με κλίση προς τα πίσω 50°, μετατοπίζεται πλαγίως και σε επαφή με το πρόσθιο άκρο του συστήματος μετωπικής προστασίας. Για οχήματα των οποίων η ανώτερη επιφάνεια του συστήματος μετωπικής προστασίας έχει κλίση περίπου 50°, ούτως ώστε η επίπεδη επιφάνεια να έρχεται σε συνεχή επαφή ή να έχει πολλά σημεία επαφής αντί για ένα, η γραμμή αναφοράς καθορίζεται με την επίπεδη επιφάνεια κεκλιμένη προς τα πίσω υπό γωνία 40°.

1.15.

Το «κριτήριο επιδόσεων κεφαλής (ΚΕΚ)», υπολογίζεται με την εξίσωση:

Image

όπου «α» είναι η προκύπτουσα επιτάχυνση στο κέντρο βάρους της κεφαλής (m/s ως πολλαπλάσιο του «g», η οποία αποτελεί συνάρτηση του χρόνου και καθίσταται αντιληπτή στη συχνότητα των 1 000Hz. t1 και t2 είναι δύο χρόνοι που καθορίζουν την έναρξη και το τέλος της σχετικής περιόδου καταγραφής για την οποία η τιμή του ΚΕΚ είναι η μεγίστη μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας στιγμής επαφής. Οι τιμές του ΚΕΚ για τις οποίες το χρονικό διάστημα (t1 - t2) είναι μεγαλύτερο των 15 ms αγνοούνται για τους σκοπούς του υπολογισμού της μεγίστης τιμής.

2.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

2.1.

Συστήματα μετωπικής προστασίας

Οι ακόλουθες απαιτήσεις ισχύουν ομοίως για τα συστήματα μετωπικής προστασίας που έχουν τοποθετηθεί σε νέα οχήματα και τα συστήματα μετωπικής προστασίας που προσφέρονται ως χωριστές τεχνικές μονάδες για τοποθέτηση σε συγκεκριμένα οχήματα.

Ωστόσο, με τη συμφωνία της αρμόδιας αρχής έγκρισης, μπορεί να θεωρείται ότι οι απαιτήσεις οι οποίες περιέχονται στο σημείο 3 πληρούνται εν όλω ή εν μέρει, εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί ανάλογες δοκιμές σε συστήματα μετωπικής προστασίας βάσει άλλης οδηγίας για έγκριση τύπου.

2.1.1.

Τα κατασκευαστικά στοιχεία του συστήματος μετωπικής προστασίας πρέπει να είναι σχεδιασμένα κατά τρόπον ώστε όλες οι άκαμπτες επιφάνειες που μπορούν να έρθουν σε επαφή με μια σφαίρα διαμέτρου 100 mm να έχουν ακτίνα καμπυλότητας τουλάχιστον 5 mm.

2.1.2.

Η συνολική μάζα του συστήματος μετωπικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των υποστηριγμάτων και στερεώσεων, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1,2 % της μάζας του οχήματος για το οποίο έχει σχεδιασθεί, με ανώτατο όριο τα 18 kg.

2.1.3.

Το ύψος του συστήματος μετωπικής προστασίας, όταν τοποθετείται σε όχημα, δεν πρέπει, σε κανένα σημείο, να υπερβαίνει τα 50 mm πάνω από τη γραμμή αναφοράς πρόσθιου άκρου του καλύμματος κινητήρα, όπως ορίζεται στο σημείο 1.8, όταν η μέτρηση γίνεται στο κατακόρυφο διάμηκες επίπεδο του οχήματος που διέρχεται από το σημείο αυτό.

2.1.4.

Το σύστημα μετωπικής προστασίας δεν πρέπει να αυξάνει το πλάτος του οχήματος στο οποίο έχει τοποθετηθεί. Εάν το συνολικό πλάτος του συστήματος μετωπικής προστασίας υπερβαίνει κατά 75 % το πλάτος του οχήματος, τα άκρα του συστήματος πρέπει να είναι κυρτωμένα προς την εξωτερική επιφάνεια ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος αγκίστρωσης. Η απαίτηση αυτή θεωρείται ότι πληρούται είτε εφόσον το σύστημα μετωπικής προστασίας βρίσκεται μέσα σε φάτνωμα ή ενσωματωμένο στο αμάξωμα είτε εφόσον το άκρο του συστήματος είναι στραμμένο έτσι ώστε να μην μπορεί να έλθει σε επαφή με σφαίρα διαμέτρου 100 mm και το διάστημα μεταξύ του άκρου του συστήματος και του περιβάλλοντος αμαξώματος να μην υπερβαίνει τα 20 mm.

2.1.5.

Με την επιφύλαξη του σημείου 2.1.4, το διάστημα μεταξύ των κατασκευαστικών στοιχείων του συστήματος μετωπικής προστασίας και της εξωτερικής επιφάνειας του οχήματος κάτω από το σύστημα αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 80 mm. Τα κατά τόπους κενά στο γενικό περίγυρο του αμαξώματος που ευρίσκεται από κάτω (όπως ανοίγματα σε εσχάρες, σημεία εισαγωγής αέρα κ.λπ.)δεν λαμβάνονται υπόψη.

2.1.6.

Σε οποιοδήποτε πλευρικό σημείο του οχήματος, και για να διαφυλαχθούν τα οφέλη του προφυλακτήρα του οχήματος, η κατά μήκος απόσταση μεταξύ του πλέον πρόσθιου μέρους του προφυλακτήρα και του πλέον πρόσθιου τμήματος του συστήματος μετωπικής προστασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 50 mm.

2.1.7.

Το σύστημα μετωπικής προστασίας δεν πρέπει να μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του προφυλακτήρα. Η απαίτηση αυτή θεωρείται ότι πληρούται εφόσον υπάρχουν το πολύ δύο κατακόρυφα κατασκευαστικά στοιχεία και κανένα οριζόντιο κατασκευαστικό στοιχείο του συστήματος μετωπικής προστασίας εμπρός από τον προφυλακτήρα.

2.1.8.

Το σύστημα μετωπικής προστασίας δεν μπορεί να έχει κλίση προς τα εμπρός από την κατακόρυφο. Τα άνω τμήματα του συστήματος μετωπικής προστασίας δεν μπορεί να επεκτείνονται προς τα πάνω ή προς τα πίσω (προς το αλεξήνεμο) περισσότερο από 50 mm από τη γραμμή αναφοράς του πρόσθιου άκρου του καλύμματος κινητήρα του οχήματος, όπως ορίζεται στο σημείο 1.8, όταν αφαιρεθεί το σύστημα μετωπικής προστασίας. Κάθε σημείο μέτρησης τοποθετείται στο κατακόρυφο διάμηκες επίπεδο του οχήματος που διέρχεται από το σημείο αυτό.

2.1.9.

Η τήρηση των απαιτήσεων άλλων οδηγιών που αφορούν έγκριση τύπου οχήματος, δεν πρέπει να επηρεάζεται από την τοποθέτηση συστημάτων μετωπικής προστασίας.

2.2.

Τα συστήματα μετωπικής προστασίας ως χωριστές τεχνικές μονάδες μπορούν να διανέμονται, να διατίθενται στην αγορά ή να πωλούνται μόνον όταν συνοδεύονται από κατάλογο τύπων οχημάτων για τα οποία το σύστημα μετωπικής προστασίας έχει λάβει έγκριση τύπου και από σαφείς οδηγίες συναρμολόγησης. Οι οδηγίες συναρμολόγησης περιέχουν συγκεκριμένες οδηγίες εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων τρόπων στερέωσης για τα οχήματα για τα οποία η μονάδα έχει εγκριθεί και για την τοποθέτηση των εγκεκριμένων κατασκευαστικών στοιχείων στο εν λόγω όχημα κατά τρόπο που να συμφωνεί με τις σχετικές διατάξεις του σημείου 2.1.

3.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΕΣ

3.1.

Τα συστήματα μετωπικής προστασίας πρέπει να υποβάλλονται στις ακόλουθες δοκιμές προκειμένου να εγκριθούν:

3.1.1.

Δοκιμή ομοιώματος κάτω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας. Η δοκιμή αυτή εκτελείται με ταχύτητα πρόσκρουσης 40 km/h. Η μέγιστη δυναμική γωνία κάμψεως του γόνατος δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 21,0o, η μέγιστη δυναμική μετατόπιση διάτμησης του γόνατος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 6,0 mm, και η επιτάχυνση που μετράται στο άνω άκρο της κνήμης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 200 g.

3.1.1.1.

Ωστόσο, όσον αφορά συστήματα μετωπικής προστασίας τα οποία έχουν εγκριθεί ως χωριστές τεχνικές μονάδες για χρήση μόνο σε συγκεκριμένα οχήματα συνολικής επιτρεπόμενης μάζας που δεν υπερβαίνει τους 2,5 τόνους και έχουν λάβει έγκριση τύπου πριν από την 1η Οκτωβρίου 2005, ή σε οχήματα συνολικής επιτρεπόμενης μάζας που υπερβαίνει τους 2,5 τόνους, οι διατάξεις του σημείου 3.1.1 μπορούν να αντικαθίστανται από τις διατάξεις είτε του σημείου 3.1.1.1.1, είτε του σημείου 3.1.1.1.2.

3.1.1.1.1.

Η δοκιμή αυτή εκτελείται με ταχύτητα πρόσκρουσης 40 km/h. Η μέγιστη δυναμική γωνία κάμψεως του γόνατος δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 26,0o, η μέγιστη δυναμική μετατόπιση διάτμησης του γόνατος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 7,5 mm, και η επιτάχυνση που μετράται στο άνω άκρο της κνήμης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 250 g.

3.1.1.1.2.

Οι δοκιμές αυτές πραγματοποιούνται σε όχημα με εγκατεστημένο σύστημα μετωπικής προστασίας και σε όχημα χωρίς σύστημα μετωπικής προστασίας, με ταχύτητα πρόσκρουσης 40 km/h. Οι δύο δοκιμές πραγματοποιούνται σε ομοιόμορφες τοποθεσίες, ύστερα από συμφωνία με την αρμόδια αρχή δοκιμής. Καταγράφονται οι τιμές για τη μέγιστη δυναμική γωνία κάμψεως του γόνατος, τη μέγιστη δυναμική μετατόπιση διάτμησης του γόνατος και την επιτάχυνση που μετράται στο άνω άκρο της κνήμης. Σε κάθε περίπτωση, η καταγεγραμμένη τιμή για το όχημα με εγκατεστημένο σύστημα μετωπικής προστασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το 90 % της αντίστοιχης καταγεγραμμένης τιμής για το όχημα χωρίς σύστημα μετωπικής προστασίας.

3.1.1.2.

Εάν το ύψος του κάτω μέρους συστήματος μετωπικής προστασίας είναι μεγαλύτερο από 500 mm, αυτή η δοκιμή πρέπει να αντικαθίσταται από τη δοκιμή ομοιώματος άνω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας, όπως καθορίζεται στο σημείο 3.1.2.

3.1.2.

Δοκιμή ομοιώματος άνω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας. Η δοκιμή αυτή εκτελείται με ταχύτητα πρόσκρουσης 40 km/h. Το στιγμιαίο άθροισμα των δυνάμεων πρόσκρουσης ως προς το χρόνο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 7,5 kN και η ροπή κάμψεως επί του κρουστικού εκκρεμούς της δοκιμής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 510 Nm.

Η δοκιμή ομοιώματος άνω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας πραγματοποιείται, εφόσον το κατώτερο ύψος του συστήματος μετωπικής προστασίας στη θέση δοκιμής υπερβαίνει τα 500 mm.

3.1.2.1.

Ωστόσο, όσον αφορά συστήματα μετωπικής προστασίας τα οποία έχουν εγκριθεί ως χωριστές τεχνικές μονάδες για χρήση μόνο σε συγκεκριμένα οχήματα συνολικής επιτρεπόμενης μάζας που δεν υπερβαίνει τους 2,5 τόνους και έχουν λάβει έγκριση τύπου πριν από την 1η Οκτωβρίου 2005, ή σε οχήματα συνολικής επιτρεπόμενης μάζας που υπερβαίνει τους 2,5 τόνους, οι διατάξεις του σημείου 3.1.2 μπορούν να αντικαθίστανται από τις διατάξεις είτε του σημείου 3.1.2.1.1, είτε του σημείου 3.1.2.1.2.

3.1.2.1.1.

Η δοκιμή αυτή εκτελείται με ταχύτητα πρόσκρουσης 40 km/h. Το στιγμιαίο άθροισμα των δυνάμεων πρόσκρουσης ως προς τον χρόνο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 9,4 kN και η ροπή κάμψεως επί του κρουστικού εκκρεμούς της δοκιμής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 640 Nm.

3.1.2.1.2.

Οι δοκιμές αυτές πραγματοποιούνται σε όχημα με εγκατεστημένο σύστημα μετωπικής προστασίας και σε όχημα χωρίς σύστημα μετωπικής προστασίας, με ταχύτητα πρόσκρουσης 40 km/h. Οι δύο δοκιμές πραγματοποιούνται σε ομοιόμορφες τοποθεσίες, μετά από συμφωνία με την αρμόδια αρχή δοκιμής. Καταγράφονται οι τιμές για τη μέγιστη δυναμική γωνία κάμψεως του γόνατος, τη μέγιστη δυναμική μετατόπιση διάτμησης του γόνατος και την επιτάχυνση που μετράται στο άνω άκρο της κνήμης. Σε κάθε περίπτωση, η καταγεγραμμένη τιμή για το όχημα με εγκατεστημένο σύστημα μετωπικής προστασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το 90 % της αντίστοιχης καταγεγραμμένης τιμής για το όχημα χωρίς σύστημα μετωπικής προστασίας.

3.1.2.2.

Εάν το ύψος του κάτω μέρους συστήματος μετωπικής προστασίας είναι λιγότερο από 500 mm, αυτή η δοκιμή δεν είναι επιβεβλημένη.

3.1.3.

Δοκιμή ομοιώματος άνω μέρους ποδιού προς πρόσθιο άκρο συστήματος μετωπικής προστασίας. Η δοκιμή αυτή εκτελείται με ταχύτητα πρόσκρουσης 40 km/h. Το στιγμιαίο άθροισμα των δυνάμεων πρόσκρουσης ως προς τον χρόνο, προς το άνω και το κάτω μέρος του κρουστικού εκκρεμούς, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει πιθανή τιμή στόχου 5,0 kN και η ροπή κάμψεως επί του κρουστικού εκκρεμούς δεν θα πρέπει να υπερβαίνει πιθανή τιμή στόχου 300 Nm. Τα δύο αποτελέσματα καταγράφονται αποκλειστικά για λόγους παρακολούθησης.

3.1.4.

Δοκιμή ομοιώματος κεφαλής παιδιού/μικρόσωμου ενηλίκου προς σύστημα μετωπικής προστασίας. Η δοκιμή πραγματοποιείται με ταχύτητα πρόσκρουσης 35 km/h με τη χρήση ομοιώματος κεφαλής κρουστικού 3,5 kg για το παιδί/μικρόσωμο ενήλικο. Το κριτήριο επιδόσεων κεφαλής (ΚΕΚ), που υπολογίζεται από τη συνισταμένη των μετρήσεων χρόνου του επιταχυνσιομέτρου, σύμφωνα με το σημείο 1.15, δεν πρέπει να υπερβαίνει την τιμή 1 000 σε κάθε περίπτωση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΥΠΟΥ

1.   ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΥΠΟΥ ΕΚ

1.1.

Αίτηση για έγκριση τύπου ΕΚ οχήματος στο οποίο έχει τοποθετηθεί σύστημα μετωπικής προστασίας

1.1.1.

Υπόδειγμα του δελτίου πληροφοριών το οποίο απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ, περιλαμβάνεται στο προσάρτημα 1.

1.1.2.

Αντιπροσωπευτικό όχημα του προς έγκριση τύπου, εξοπλισμένο με σύστημα μετωπικής προστασίας, υποβάλλεται στην τεχνική υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τη διεξαγωγή των δοκιμών έγκρισης τύπου. Κατόπιν αιτήματος της τεχνικής υπηρεσίας, υποβάλλονται ομοίως συγκεκριμένα κατασκευαστικά στοιχεία ή δείγματα των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν.

1.2.

Αίτηση για έγκριση τύπου ΕΚ συστημάτων μετωπικής προστασίας που θεωρούνται χωριστές τεχνικές μονάδες

1.2.1.

Υπόδειγμα του δελτίου πληροφοριών που απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ, περιλαμβάνεται στο προσάρτημα 2.

1.2.2.

Δείγμα του προς έγκριση τύπου του συστήματος μετωπικής προστασίας υποβάλλεται στην τεχνική υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τη διεξαγωγή των δοκιμών έγκρισης τύπου. Εάν η υπηρεσία το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να ζητά περαιτέρω δείγματα. Τα δείγματα είναι σαφώς και ανεξίτηλα σημειωμένα με την εμπορική ονομασία ή το εμπορικό σήμα του αιτούντος και με τον χαρακτηρισμό του τύπου. Πρέπει να προβλέπεται η επακόλουθη υποχρεωτική απεικόνιση του σήματος έγκρισης τύπου ΕΚ.

2.   ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΥΠΟΥ ΕΚ

2.1.

Υποδείγματα των πιστοποιητικών έγκρισης τύπου ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, του άρθρου 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ, περιλαμβάνονται:

α)

στο προσάρτημα 3 για τις αιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο 1.1·

β)

στο προσάρτημα 4 για τις αιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο 1.2.

3.   ΣΗΜΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΥΠΟΥ ΕΚ

3.1.

Κάθε σύστημα μετωπικής προστασίας που συμφωνεί με τον τύπο που έχει εγκριθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία φέρει σήμα έγκρισης τύπου ΕΚ.

3.2.

Το σήμα αυτό αποτελείται από:

3.2.1.

Ορθογώνιο που περιβάλλει το γράμμα «e» ακολουθούμενο από τον διακριτικό αριθμό ή τα γράμματα του κράτους μέλους που χορήγησε την έγκριση τύπου:

1

για Γερμανία

2

για Γαλλία

3

για Ιταλία

4

για Κάτω Χώρες

5

για Σουηδία

6

για Βέλγιο

9

για Ισπανία

11

για Ηνωμένο Βασίλειο

12

για Αυστρία

13

για Λουξεμβούργο

17

για Φινλανδία

18

για Δανία

21

για Πορτογαλία

23

για Ελλάδα

IRL

για Ιρλανδία

49

για Κύπρο

8

για Τσεχική Δημοκρατία

29

για Εσθονία

7

για Ουγγαρία

32

για Λεττονία

36

για Λιθουανία

50

για Μάλτα

20

για Πολωνία

27

για Σλοβακική Δημοκρατία

26

για Σλοβενία.

3.2.2.

Πλησίον του ορθογωνίου, το «βασικό αριθμό έγκρισης» που περιλαμβάνει στον τομέα 4 του αριθμού έγκρισης τύπου σύμφωνα με το παράρτημα VII της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ, του οποίου προτάσσονται τα δύο ψηφία που αντιστοιχούν στον αύξοντα αριθμό της πλέον πρόσφατης μείζονος τεχνικής τροποποίησης της παρούσας οδηγίας κατά την ημερομηνία χορήγησης της έγκρισης τύπου ΕΚ. Στην παρούσα οδηγία, ο αύξων αριθμός είναι 01.

Ένας αστερίσκος τοποθετημένος μετά τον αύξοντα αριθμό σημαίνει ότι το σύστημα μετωπικής προστασίας εγκρίθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία που επιτρέπει, όσον αφορά τη δοκιμή ποδιού, το σημείο 3.1.1.1 ή 3.1.2.1 του παραρτήματος Ι. Εάν η αρχή έγκρισης δεν επιτρέπει τη διαδικασία αυτή, ο αστερίσκος αντικαθίσταται από κενό διάστημα.

3.3.

Το σήμα έγκρισης τύπου ΕΚ τοποθετείται στο σύστημα μετωπικής προστασίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ανεξίτηλο και σαφώς αναγνώσιμο, ακόμα και στην περίπτωση όπου το σύστημα είναι εγκατεστημένο στο όχημα.

3.4.

Παράδειγμα του σήματος έγκρισης τύπου ΕΚ περιλαμβάνεται στο προσάρτημα 5.

Προσάρτημα 1

ΔΕΛΤΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ αριθ. ...

σύμφωνα με το παρΐρτημα Ι της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την έγκριση τύπου ΕΚ οχημάτων σε σχέση με την τοποθέτηση συστημάτων μετωπικής προστασίας

Οι κάτωθι πληροφορίες, εφόσον είναι απαραίτητες, διαβιβάζονται εις τριπλούν συνοδευόμενες από κατάλογο περιεχομένων. Τυχόν σχέδια πρέπει να υποβάλλονται σε κατάλληλη κλίμακα και με επαρκείς λεπτομέρειες, σε διαστάσεις Α4 ή σε φάκελο διαστάσεων Α4. Οι τυχόν υποβαλλόμενες φωτογραφίες πρέπει να είναι επαρκώς λεπτομερείς.

Εφόσον τα συστήματα, τα κατασκευαστικά στοιχεία ή οι χωριστές τεχνικές μονάδες χρησιμοποιούν ειδικά υλικά, πρέπει να δίδονται πληροφορίες όσον αφορά τις επιδόσεις τους.

0.   ΓΕΝΙΚΑ

0.1.

Μάρκα (εμπορική ονομασία του κατασκευαστή):

0.2.

Τύπος και γενική εμπορική περιγραφή(-ές):

0.3.

Μέσα αναγνώρισης του τύπου, εφόσον υπάρχει σχετική σήμανση στο όχημα:

0.3.1.

Σημείο επισήμανσης:

0.4.

Κατηγορία του οχήματος:

0.5.

Επωνυμία και διεύθυνση κατασκευαστή:

0.8.

Διεύθυνση συνεργείου (συνεργείων) συναρμολόγησης:

1.   ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

1.1.

Φωτογραφίες ή/και σχέδια αντιπροσωπευτικού οχήματος:

2.   ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (σε kg και mm)

2.8.

Μέγιστο αποδεκτό τεχνικά βάρος με φορτίο δηλούμενο από τον κατασκευαστή (ανώτατο και κατώτατο):

2.8.1.

Κατανομή της ανωτέρω μάζας μεταξύ των αξόνων (ανώτατο και κατώτατο):

9.   ΑΜΑΞΩΜΑ

9.1.

Τύπος αμαξώματος:

9.[11].

Σύστημα μετωπικής προστασίας

9.[11].1.

Γενική διευθέτηση (σχέδια ή φωτογραφίες) που δείχνει τη θέση και την προσάρτηση των συστημάτων μετωπικής προστασίας:

9.[11].2.

Σχέδια ή/και φωτογραφίες, κατά περίπτωση, εσχάρων λήψης αέρα, εσχάρων ψυγείου, διακοσμητικών λωρίδων, συμβόλων, εμβλημάτων και κοιλωμάτων, καθώς επίσης και οποιωνδήποτε άλλων εξωτερικών προεξοχών και τμημάτων της εξωτερικής επιφάνειας που μπορεί να θεωρηθούν κρίσιμης σημασίας (π.χ. εξοπλισμός φωτισμού). Εάν τα απαριθμούμενα στην προηγούμενη πρόταση μέρη δεν θεωρούνται βασικής σημασίας, είναι δυνατόν να αντικαθίστανται, για λόγους τεκμηρίωσης, από φωτογραφίες, συνοδευόμενες, εάν χρειάζεται, από διαστασιολογημένες λεπτομέρειες ή/και κείμενο:

9.[11].3.

Πλήρεις λεπτομέρειες των απαιτούμενων συνδέσεων και πλήρεις οδηγίες, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων ροπής στρέψης, για την τοποθέτηση.

9.[11].4.

Σχέδιο προφυλακτήρων:

9.[11].5.

Σχέδιο του ίχνους προβολής επί οριζοντίου επιπέδου στο μπροστινό άκρο του οχήματος:

Ημερομηνία:

Προσάρτημα 2

ΔΕΛΤΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ αριθ. …

όσον αφορά την έγκριση τύπου ΕΚ συστημάτων μετωπικής προστασίας ως χωριστών τεχνικών μονάδων (2005/66/EK)

Οι κάτωθι πληροφορίες, εφόσον απαιτείται, διαβιβάζονται εις τριπλούν συνοδευόμενες από κατάλογο περιεχομένων. Τυχόν σχέδια πρέπει να υποβάλλονται σε κατάλληλη κλίμακα και με επαρκείς λεπτομέρειες, σε διαστάσεις Α4 ή σε φάκελο διαστάσεων Α4. Οι τυχόν υποβαλλόμενες φωτογραφίες πρέπει να είναι επαρκώς λεπτομερείς.

Εφόσον τα συστήματα, τα κατασκευαστικά στοιχεία ή οι χωριστές τεχνικές μονάδες χρησιμοποιούν ειδικά υλικά, πρέπει να δίδονται πληροφορίες όσον αφορά τις επιδόσεις τους.

0.   ΓΕΝΙΚΑ

0.1.

Μάρκα (εμπορική επωνυμία του κατασκευαστή):

0.2.

Τύπος και γενική εμπορική περιγραφή(-ές):

0.5.

Επωνυμία και διεύθυνση κατασκευαστή:

0.7.

Θέση και μέθοδος τοποθέτησης του σήματος έγκρισης τύπου ΕΚ:

1.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ

1.1.

Λεπτομερής τεχνική περιγραφή (συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών ή σχεδίων):

1.2.

Οδηγίες συναρμολόγησης και τοποθέτησης, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων ροπών στρέψης:

1.3.

Κατάλογος τύπων οχημάτων στους οποίους μπορεί να τοποθετηθεί.

1.4.

Τυχόν περιορισμοί χρήσεως και προϋποθέσεις εγκατάστασης:

Προσάρτημα 3

(ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ)

[Μέγιστο μέγεθος σελίδας: A4 (210 × 297 mm)]

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΥΠΟΥ ΕΚ

ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ανακοίνωση που αφορά:

την έγκριση τύπου

την επέκταση της έγκρισης τύπου

την άρνηση έγκρισης τύπου

την ανάκληση έγκρισης τύπου

τύπου οχήματος με σύστημα μετωπικής προστασίας που έχει τοποθετηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2005/66/EΚ.

Αριθμός έγκρισης τύπου:

Λόγος επέκτασης:

ΕΝΟΤΗΤΑ I

0.1.

Μάρκα (εμπορική ονομασία του κατασκευαστή):

0.2.

Τύπος και γενική εμπορική περιγραφή(-ές):

0.3.

Μέσα αναγνώρισης του τύπου, εφόσον υπάρχει σχετική σήμανση στο όχημα:

0.3.1.

Σημείο επισήμανσης:

0.4.

Κατηγορία του οχήματος:

0.5.

Επωνυμία και διεύθυνση κατασκευαστή:

0.7.

Στην περίπτωση συστήματος μετωπικής προστασίας, θέση και μέθοδος τοποθέτησης του σήματος έγκρισης τύπου ΕΚ:

0.8.

Διεύθυνσης συνεργείου (συνεργείων) συναρμολόγησης:

ΕΝΟΤΗΤΑ II

1.

Συμπληρωματικές πληροφορίες (όπου ενδείκνυται): Βλέπε την προσθήκη

2.

Τεχνική υπηρεσία αρμόδια για τη διενέργεια των δοκιμών:

3.

Ημερομηνία της έκθεσης δοκιμών:

4.

Αριθμός της έκθεσης δοκιμών:

5.

(Τυχόν) σχόλια: βλέπε προσθήκη

6.

Τόπος:

7.

Ημερομηνία:

8.

Υπογραφή:

9.

Επισυνάπτεται ευρετήριο του πακέτου πληροφοριών που έχει κατατεθεί στην αρχή εγκρίσεων, το οποίο μπορεί να λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως.

Προσθήκη

στο πιστοποιητικό έγκρισης τύπου ΕΚ αριθ […]

σχετικά με την έγκριση τύπου οχήματος όσον αφορά την τοποθέτηση συστήματος μετωπικής προστασίας

1.

Τυχόν συμπληρωματικές πληροφορίες:

2.

Παρατηρήσεις:

3.

Αποτελέσματα δοκιμών που προβλέπονται στο παράρτημα Ι σημείο 3

Δοκιμή

Καταγραφείσα τιμή

Επιτυχής/αποτυχής έκβαση

Ομοίωμα κάτω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας

-

3 θέσεις δοκιμών

(εάν εκτελείται δοκιμή)

Γωνία κάμψεως

……

…… μοίρες

……

 

Δυναμική μετατόπιση

……

…… mm

……

 

Επιτάχυνση στην κνήμη

……

…… g

……

 

Ομοίωμα άνω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας

-

3 θέσεις δοκιμών

(εάν εκτελείται δοκιμή)

Άθροισμα δυνάμεων κρούσης

……

…… kN

……

 

Ροπή κάμψης

……

…… Nm

……

 

Ομοίωμα άνω μέρος ποδιού προς πρόσθιο άκρο συστήματος μετωπικής προστασίας

-

3 θέσεις δοκιμών

(μόνο παρακολούθηση)

Άθροισμα δυνάμεων κρούσης

……

…… kN

……

 

Ροπή κάμψης

……

…… Nm

……

 

Ομοίωμα κεφαλής παιδιού/μικρόσωμου ενηλίκου ((3,5 kg) προς σύστημα μετωπικής προστασίας

Τιμές ΚΕΚ

(τουλάχιστον 3 τιμές)

……

……

……

 

Προσάρτημα 4

(ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ)

[Μέγιστο μέγεθος σελίδας: A4 (210 × 297 mm)]

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΥΠΟΥ ΕΚ

ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ανακοίνωση που αφορά:

την έγκριση τύπου

την επέκταση της έγκρισης τύπου

την άρνηση έγκρισης τύπου

την ανάκληση έγκρισης τύπου

τύπου συστήματος μετωπικής προστασίας ως χωριστής τεχνικής μονάδας βάσει της οδηγίας 2005/66/ΕΚ.

Αριθμός έγκρισης τύπου:

Λόγος επέκτασης:

ΕΝΟΤΗΤΑ I

0.1.

Μάρκα (εμπορική ονομασία του κατασκευαστή):

0.2.

Τύπος και γενική εμπορική περιγραφή(-ές):

0.3.

Μέσα αναγνώρισης του τύπου, εφόσον υπάρχει σχετική επισήμανση στο σύστημα μετωπικής προστασίας:

0.3.1.

Σημείο επισήμανσης:

0.5.

Επωνυμία και διεύθυνση κατασκευαστή:

0.7.

Θέση και μέθοδος τοποθέτησης του σήματος έγκρισης ΕΚ:

0.8.

Διεύθυνση/διευθύνσεις εργοστασίου συναρμολόγησης:

ΕΝΟΤΗΤΑ II

1.

Συμπληρωματικές πληροφορίες: Βλέπε προσθήκη

2.

Τεχνική υπηρεσία αρμόδια για τη διενέργεια των δοκιμών:

3.

Ημερομηνία της έκθεσης δοκιμών:

4.

Αριθμός της έκθεσης δοκιμών:

5.

Τυχόν σχόλια: βλέπε προσθήκη

6.

Τόπος:

7.

Ημερομηνία:

8.

Υπογραφή:

9.

Επισυνάπτεται ευρετήριο του πακέτου πληροφοριών που έχει κατατεθεί στην αρχή έγκρισης, το οποίο μπορεί να λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως.

Προσθήκη

στο πιστοποιητικό έγκρισης τύπου ΕΚ αριθ. […]

που αφορά την έγκριση τύπου συστήματος μετωπικής προστασίας βάσει της οδηγίας 2005/66/EΚ

1.

Συμπληρωματικές πληροφορίες:

1.1.

Μέθοδος τοποθέτησης:

1.2.

Οδηγίες συναρμολόγησης και τοποθέτησης:

1.3.

Κατάλογος οχημάτων στα οποία επιτρέπεται η εγκατάσταση συστήματος μετωπικής προστασίας, τυχόν περιορισμοί στη χρήση και απαραίτητες προϋποθέσεις εγκατάστασης:

2.

Παρατηρήσεις:

3.

Αποτελέσματα δοκιμών που προβλέπονται στο παράρτημα Ι σημείο 3

Δοκιμή

Καταγραφείσα τιμή

Επιτυχής/αποτυχής έκβαση

Ομοίωμα κάτω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας

-

3 θέσεις δοκιμών

(εάν εκτελείται δοκιμή)

Γωνία κάμψεως

……

…… μοίρες

……

 

Δυναμική μετατόπιση

……

…… mm

……

 

Επιτάχυνση στην κνήμη

……

…… g

……

 

Ομοίωμα άνω μέρους ποδιού προς σύστημα μετωπικής προστασίας

-

3 θέσεις δοκιμών

(εάν εκτελείται δοκιμή)

Άθροισμα δυνάμεων κρούσης

……

…… kN

……

 

Ροπή κάμψης

……

…… Nm

……

 

Ομοίωμα άνω μέρος ποδιού προς πρόσθιο άκρο συστήματος μετωπικής προστασίας

-

3 θέσεις δοκιμών

(μόνο παρακολούθηση)

Άθροισμα δυνάμεων κρούσης

……

…… kN

……

 

Ροπή κάμψης

……

…… Nm

……

 

Ομοίωμα κεφαλής παιδιού/μικρόσωμου ενηλίκου ((3,5 kg) προς σύστημα μετωπικής προστασίας

Τιμές ΚΕΚ

(τουλάχιστον 3 τιμές)

……

……

……

 

Προσάρτημα 5

Υπόδειγμα του σήματος έγκρισης τύπου ΕΚ

Image

(a ≥ 12 mm)

Η διάταξη που φέρει το ανωτέρω απεικονιζόμενο σήμα έγκρισης τύπου ΕΚ είναι σύστημα μετωπικής προστασίας τύπου που εγκρίθηκε στη Γερμανία (e1) σύμφωνα με την παρούσα οδηγία (01) με το βασικό αριθμό έγκρισης 1471.

Ο αστερίσκος σημαίνει ότι το σύστημα μετωπικής προστασίας εγκρίθηκε σύμφωνα με την εξέταση, όσον αφορά τη δοκιμή ποδιού, που επιτρέπει το σημείο 3.1.1.1 ή 3.1.2.1 του παραρτήματος Ι. Εάν η αρχή έγκρισης δεν επιτρέπει την εξέταση αυτή, ο αστερίσκος αντικαθίσταται από κενό διάστημα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 70/156/ΕΟΚ

Τα παραρτήματα της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ τροποποιούνται ως εξής:

1.

Στο παράρτημα Ι παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

9.[24].

«Συστήματα μετωπικής προστασίας

9.[24].1.

Πρέπει να υποβάλλεται αναλυτική περιγραφή, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών ή/και σχεδίων, του οχήματος όσον αφορά τη δομή, τις διαστάσεις, τις αντίστοιχες γραμμές αναφοράς και τα κατασκευαστικά στοιχεία του συστήματος μετωπικής προστασίας και του πρόσθιου τμήματος του οχήματος.

9.[24].2.

Πρέπει να υποβάλλεται αναλυτική περιγραφή, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών ή/και σχεδίων, της μεθόδου τοποθέτησης του συστήματος μετωπικής προστασίας στο όχημα. Η εν λόγω περιγραφή περιλαμβάνει τις διαστάσεις όλων των βιδών και την απαιτούμενη ροπή στρέψης.».

2.

Στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος Ι τμήμα Α παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«9.[24].

 

9.[24].1.

Πρέπει να υποβάλλεται αναλυτική περιγραφή, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών ή/και σχεδίων, του οχήματος όσον αφορά τη δομή, τις διαστάσεις, τις αντίστοιχες γραμμές αναφοράς και τα κατασκευαστικά στοιχεία του συστήματος μετωπικής προστασίας και του πρόσθιου τμήματος του οχήματος.

9.[24].2.

Πρέπει να υποβάλλεται αναλυτική περιγραφή, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών ή/και σχεδίων, της μεθόδου τοποθέτησης του συστήματος μετωπικής προστασίας στο όχημα. Η εν λόγω περιγραφή περιλαμβάνει τις διαστάσεις όλων των βιδών και την απαιτούμενη ροπή στρέψης.».

3.

Στο παράρτημα IV μέρος I προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

Αντικείμενο

Αριθμός οδηγίας

Παραπομπή στην ΕΕ

Δυνατότητα εφαρμογής

M1

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«[60]. Σύστημα μετωπικής προστασίας

2005/66/EΚ

L 309 της 25.11.2005, σ. 37

X (1)

Χ

 

 

 

 

4.

Το παράρτημα XI τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο προσάρτημα 1 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

Σημείο

Αντικείμενο

Αριθμός οδηγίας

M1 ≤ 2 500 (1) kg

M1 > 2 500 (1) kg

M2

M3

«[60]

Σύστημα μετωπικής προστασίας

2005/66/EΚ

X

X (2)

β)

Στο προσάρτημα 2 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

Σημείο

Αντικείμενο

Αριθμός οδηγίας

M1

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«[60]

Σύστημα μετωπικής προστασίας

2005/66/EΚ

—»

γ)

Στο προσάρτημα 3 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

Σημείο

Αντικείμενο

Αριθμός οδηγίας

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«[60]

Σύστημα μετωπικής προστασίας

2005/66/EΚ

—»


(1)  Συνολικής επιτρεπόμενης μάζας που δεν υπερβαίνει τους 3,5 τόνους.»

(2)  Συνολικής επιτρεπόμενης μάζας που δεν υπερβαίνει τους 3,5 τόνους.»