ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 298

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

48ό έτος
15 Νοεμβρίου 2005


Περιεχόμενα

 

Δικαστήριο

Σελίδα

 

*

Τροποποίηση του κανονισμού διαδικασίας του Πρωτοδικείου

1

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


Δικαστήριο

15.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 298/1


ΤΡΟΠΟΠΟΊΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 224, πέμπτο εδάφιο,

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο 140, παράγραφος 5,

το άρθρο 63 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου,

τη σύμφωνη γνώμη του Δικαστηρίου,

την έγκριση του Συμβουλίου που παρασχέθηκε στις 18 Ιουλίου 2005 και στις 3 Οκτωβρίου 2005,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Κατόπιν της αποκτηθείσας εμπειρίας, είναι σκόπιμο να τροποποιηθούν ορισμένες διατάξεις του κανονισμού διαδικασίας προκειμένου να αποσαφηνισθεί το περιεχόμενό τους ή να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της αποτελεσματικής οργανώσεως της διεξαγωγής των διαδικασιών.

(2)

Επιβάλλεται να εναρμονισθούν οι διατάξεις περί του ευεργετήματος πενίας προς εκείνες της οδηγίας 2003/8/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, για βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών μέσω της θέσπισης στοιχειωδών κοινών κανόνων σχετικά με το ευεργέτημα της πενίας στις διαφορές αυτές (1).

(3)

Θα πρέπει να θεσπιστεί ρύθμιση σχετικά με την αναίρεση κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το οποίο ιδρύθηκε με την απόφαση 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου της 2ας Νοεμβρίου 2004 (2),

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 2ας Μαΐου 1991 (3), όπως τροποποιήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1994 (4), στις 17 Φεβρουαρίου 1995 (5), στις 6 Ιουλίου 1995 (6), στις 12 Μαρτίου 1997 (7), στις 17 Μαΐου 1999 (8), στις 6 Δεκεμβρίου 2000 (9), στις 21 Μαΐου 2003 (10), στις 19 Απριλίου 2004 (11) και στις 21 Απριλίου 2004 (12), τροποποιείται ως ακολούθως:

1)

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«§ 1   Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο του Πρωτοδικείου, για τρία χρόνια, αμέσως μετά τη μερική ανανέωση που προβλέπεται στα άρθρα 224 της Συνθήκης ΕΚ και 140 της Συνθήκης ΕΚΑΕ».

2)

[Δεδομένου ότι στο ισχύον ελληνικό κείμενο του κανονισμού διαδικασίας η διάταξη του άρθρου 9, δεύτερο εδάφιο, έχει ήδη την προτεινόμενη διατύπωση, παρέλκει οποιαδήποτε τροποποίηση].

3)

Το άρθρο 24, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«§ 1   Στη γραμματεία τηρείται, με ευθύνη του γραμματέα, πρωτόκολλο στο οποίο εγγράφονται κατά συνέχεια και κατά τη σειρά της καταθέσεώς τους όλα τα διαδικαστικά έγγραφα και τα στοιχεία που προσκομίζονται για την υποστήριξή τους.»

4)

Στο άρθρο 32, παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Αν, στο τμήμα μείζονος συνθέσεως ή σε ένα εκ των πενταμελών τμημάτων δεν επιτυγχάνεται, λόγω απουσίας ή κωλύματος δικαστή πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, η απαρτία του άρθρου 10, παράγραφος 1, το τμήμα αυτό συμπληρώνεται με δικαστή οριζόμενο από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου προκειμένου να αποκατασταθεί η απαρτία.»

5)

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«§ 1   Αν το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η συμπεριφορά συμβούλου ή δικηγόρου ενώπιον του Πρωτοδικείου, του προέδρου, δικαστή ή του γραμματέα είναι ασυμβίβαστη προς το κύρος του Πρωτοδικείου ή προς τις απαιτήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης ή ότι ο εν λόγω σύμβουλος ή δικηγόρος κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του παρασχέθηκαν, πληροφορεί σχετικώς τον ενδιαφερόμενο. Το Πρωτοδικείο μπορεί να πληροφορήσει σχετικώς τις αρμόδιες αρχές στη δικαιοδοσία των οποίων εμπίπτει ο ενδιαφερόμενος, στον οποίο διαβιβάζεται αντίγραφο της επιστολής προς τις εν λόγω αρχές.

Για τους ίδιους λόγους, το Πρωτοδικείο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να τον αποκλείσει, με διάταξη, από τη διαδικασία. Η διάταξη αυτή είναι αμέσως εκτελεστή.»

6)

Το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 6 προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Το άρθρο 102, παράγραφος 2, δεν εφαρμόζεται επί της δεκαήμερης αυτής προθεσμίας.»

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος :

«§ 7   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, και των παραγράφων 2 έως 5, το Πρωτοδικείο μπορεί με απόφαση να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα διαδικαστικό έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται ηλεκτρονικώς στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου λογίζεται ως το πρωτότυπο του εγγράφου αυτού. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

7)

Το άρθρο 46 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής, ο καθού καταθέτει υπόμνημα αντικρούσεως.».

(β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«§ 3   Η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του καθού.»

8)

Το άρθρο 50 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το μοναδικό εδάφιο του άρθρου 50 γίνεται η παράγραφος 1·

(β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«§ 2   Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι όλων των διαδίκων στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, περιλαμβανομένων των παρεμβαινόντων, μπορούν να λαμβάνουν γνώση στη Γραμματεία των εγγράφων της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους στο πλαίσιο των λοιπών σχετικών υποθέσεων. Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, ο πρόεδρος μπορεί εντούτοις, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 67, παράγραφος 3, να εξαιρέσει απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία από αυτήν τη δυνατότητα πρόσβασης.»

9)

Στο άρθρο 55, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«§ 1   Το Πρωτοδικείο επιλαμβάνεται των εκκρεμών υποθέσεων κατά τη σειρά της περατώσεως της αποδεικτικής διαδικασίας. Μεταξύ περισσοτέρων υποθέσεων, η αποδεικτική διαδικασία των οποίων περατώνεται ταυτόχρονα, η σειρά προσδιορίζεται από την ημερομηνία εγγραφής τους στο πρωτόκολλο.»

10)

Το άρθρο 64, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«§ 5   Αν η ολομέλεια ή το τμήμα μείζονος συνθέσεως διατάξει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και δεν προβεί στην εφαρμογή τους, την αναθέτει στο τμήμα στο οποίο είχε αρχικά ανατεθεί η υπόθεση ή στον εισηγητή δικαστή».

11)

Το άρθρο 67, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«§ 1   Αν η ολομέλεια ή το τμήμα μείζονος συνθέσεως αποφασίσει τη διεξαγωγή αποδείξεων και δεν προβεί στη διεξαγωγή αυτή, την αναθέτει στο τμήμα στο οποίο είχε αρχικά ανατεθεί η υπόθεση ή στον εισηγητή δικαστή».

12)

Το άρθρο 76α τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Στην αίτηση αυτή είναι δυνατόν να εκτίθεται ότι ορισμένοι ισχυρισμοί ή ορισμένα επιχειρήματα ή ορισμένα χωρία του δικογράφου της προσφυγής ή του υπομνήματος αντικρούσεως διατυπώνονται μόνο για την περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση δεν εκδικαστεί με ταχεία διαδικασία, ιδίως με την επισύναψη στην αίτηση συνοπτικής αποδόσεως του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και πίνακα των παραρτημάτων τα οποία και μόνον πρέπει να ληφθούν υπόψη στην περίπτωση που η υπόθεση εκδικαστεί με ταχεία διαδικασία».

(β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

(i)

το μοναδικό εδάφιο γίνεται το δεύτερο εδάφιο,

(ii)

παρεμβάλλεται το εξής εδάφιο:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 46, παράγραφος 1, αν ο προσφεύγων ζήτησε, σύμφωνα με την παράγραφο 1, την εκδίκαση της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, η προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως είναι ένας μήνας. Αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει να μη δεχθεί την αίτηση αυτή, παρέχεται στον καθού πρόσθετη προθεσμία ενός μηνός για να καταθέσει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να συμπληρώσει το υπόμνημα αντικρούσεως. Οι προθεσμίες του παρόντος εδαφίου μπορούν να παραταθούν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 46, παράγραφος 3.»

(γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«§ 4   Η απόφαση του Πρωτοδικείου να εκδικαστεί η υπόθεση με ταχεία διαδικασία μπορεί να τάσσει όρους που αφορούν την έκταση και τη μορφή των υπομνημάτων των διαδίκων, την περαιτέρω εξέλιξη της δίκης ή τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο.

Αν ένας από τους διαδίκους δεν συμμορφώνεται προς οποιονδήποτε από τους όρους αυτούς, είναι δυνατή η ανάκληση της αποφάσεως εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, η δίκη συνεχίζεται με τη συνήθη διαδικασία.»

13)

Το άρθρο 93 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 93

§ 1   Το ταμείο του Πρωτοδικείου και οι οφειλέτες του διενεργούν τις πληρωμές τους σε ευρώ.

§ 2   Αν τα προς απόδοση έξοδα έγιναν σε άλλο νόμισμα και όχι σε ευρώ ή οι πράξεις που συνεπάγονται αποζημίωση έγιναν σε χώρα η οποία δεν έχει το ευρώ ως νόμισμά της, η μετατροπή των νομισμάτων γίνεται σύμφωνα με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ημέρας της πληρωμής.»

14)

Το κεφάλαιο 7 του Τίτλου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κεφάλαιο 7

ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΠΕΝΙΑΣ

Άρθρο 94

§ 1   Προς εξασφάλιση αποτελεσματικής προσβάσεως στη δικαιοσύνη, παρέχεται το ευεργέτημα πενίας για τις διαδικασίες ενώπιον του Πρωτοδικείου, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθες διατάξεις.

Το ευεργέτημα πενίας καλύπτει το σύνολο ή μέρος των εξόδων νομικής αρωγής και δικαστικής εκπροσωπήσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου. Τα έξοδα αυτά βαρύνουν το ταμείο του Πρωτοδικείου.

§ 2   Κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, τελεί σε πλήρη ή μερική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα έξοδα της παραγράφου 1 δικαιούται να τύχει του ευεργετήματος πενίας.

Η οικονομική κατάσταση εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι το εισόδημα, η περιουσία και η οικογενειακή κατάσταση.

§ 3   Η αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας απορρίπτεται αν αφορά ένδικο βοήθημα προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο.

Άρθρο 95

§ 1   Η αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας μπορεί να υποβληθεί πριν ή μετά την άσκηση της προσφυγής.

Για την αίτηση δεν απαιτείται σύμπραξη δικηγόρου.

§ 2   Η αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας συνοδεύεται από κάθε στοιχείο και δικαιολογητικό έγγραφο με το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί η οικονομική κατάσταση του αιτούντος, όπως πιστοποιητικό αρμόδιας εθνικής αρχής που αποδεικνύει την εν λόγω οικονομική κατάσταση.

Αν η αίτηση υποβάλλεται πριν από την άσκηση της προσφυγής, ο αιτών πρέπει να εκθέσει συνοπτικώς το αντικείμενο της προσφυγής που προτίθεται να ασκήσει, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τα επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.

§ 3   Το Πρωτοδικείο δύναται να ορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 150, ότι είναι υποχρεωτική η χρήση συγκεκριμένου εντύπου για την υποβολή αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας.

Άρθρο 96

§ 1   Πριν αποφανθεί επί της αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας, το Πρωτοδικείο ζητεί από τον αντίδικο να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις, εκτός αν προκύπτει ήδη, βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων, είτε η μη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 94, παράγραφος 2, είτε η συνδρομή αυτών της παραγράφου 3.

§ 2   Επί της αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας αποφασίζει ο πρόεδρος με διάταξη. Ο πρόεδρος μπορεί να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Η διάταξη με την οποία απορρίπτεται η αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

§ 3   Με τη διάταξη η οποία εγκρίνει την παροχή του ευεργετήματος της πενίας διορίζεται δικηγόρος για να εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο.

Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει προτείνει ο ίδιος δικηγόρο ή δεν πρέπει να εγκριθεί η επιλογή του, ο γραμματέας διαβιβάζει τη διάταξη περί παροχής του ευεργετήματος πενίας και αντίγραφο της αιτήσεως προς την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους, της οποίας γίνεται μνεία στο παράρτημα ΙΙ του συμπληρωματικού κανονισμού του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ο δικηγόρος στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος διορίζεται βάσει των προτάσεων της εν λόγω αρχής.

Η διάταξη περί παροχής του ευεργετήματος πενίας μπορεί να καθορίζει το ποσό το οποίο θα καταβληθεί στον δικηγόρο που θα εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο ή ένα ανώτατο ποσό το οποίο δεν μπορούν, κατ' αρχήν, να υπερβούν οι δαπάνες και η αμοιβή του δικηγόρου. Η διάταξη αυτή μπορεί να προβλέπει συμμετοχή του ενδιαφερομένου στα έξοδα του άρθρου 94, παράγραφος 1, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής του καταστάσεως.

§ 4   Η υποβολή αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας αναστέλλει την προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής μέχρι την ημερομηνία κοινοποιήσεως της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, στις περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3, της διατάξεως περί διορισμού του δικηγόρου στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος.

§ 5   Αν οι συνθήκες που οδήγησαν στην παροχή του ευεργετήματος πενίας μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πρόεδρος μπορεί να ανακαλέσει το σχετικό ευεργέτημα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, αφού ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος. Ο πρόεδρος μπορεί να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Η διάταξη περί ανακλήσεως του ευεργετήματος πενίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

§ 6   Οι εκδιδόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου διατάξεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο.

Άρθρο 97

§ 1   Σε περίπτωση παροχής του ευεργετήματος πενίας, ο πρόεδρος μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του δικηγόρου του ενδιαφερομένου, να διατάξει να δοθεί προκαταβολή στον δικηγόρο.

§ 2   Αν, δυνάμει της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, ο δικαιούχος του ευεργετήματος πενίας καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα, ο πρόεδρος καθορίζει, με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο, τις δαπάνες και την αμοιβή του δικηγόρου που βαρύνουν το ταμείο του Πρωτοδικείου, Ο πρόεδρος μπορεί να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

§ 3   Αν, με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, το Πρωτοδικείο καταδίκασε άλλο διάδικο στα δικαστικά έξοδα του δικαιούχου του ευεργετήματος πενίας, ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδώσει στο ταμείο του Πρωτοδικείου τα ποσά που προκαταβλήθηκαν στο πλαίσιο του ευεργετήματος.

Σε περίπτωση αμφισβητήσεως ή αν ο γραμματέας καλέσει τον διάδικο αυτό να αποδώσει τα ποσά αυτά και αυτός δεν συμμορφώνεται, ο πρόεδρος αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο. Ο πρόεδρος μπορεί να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

§ 4   Αν ηττηθεί ο δικαιούχος του ευεργετήματος πενίας, το Πρωτοδικείο μπορεί, για λόγους επιεικείας, αποφαινόμενο επί των δικαστικών εξόδων με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, να διατάξει ότι ένας ή περισσότεροι από τους λοιπούς διαδίκους θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα ή ότι τα έξοδα αυτά θα βαρύνουν, εν όλω ή εν μέρει, το ταμείο του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο του ευεργετήματος πενίας.»

15)

Το άρθρο 113 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«Άρθρο 113

Το Πρωτοδικείο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως ή να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί· η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4.».

16)

Το άρθρο 114, παράγραφος 2, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«§ 2   Αμέσως μετά την κατάθεση της αιτήσεως, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για να υποβάλλει εγγράφως τα αιτήματα και τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματά του».

17)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος Τίτλος:

«ΤΙΤΛΟΣ 5

ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 137

§ 1   Η αναίρεση ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου ή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

§ 2   Η Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαβιβάζει αμέσως τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης και, κατά περίπτωση, την αίτηση αναιρέσεως στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου.

Άρθρο 138

§ 1   Η αίτηση αναιρέσεως περιέχει:

α)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του διαδίκου που ασκεί την αναίρεση, ο οποίος καλείται αναιρεσείων,

β)

τον προσδιορισμό των λοιπών διαδίκων στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης,

γ)

τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα,

δ)

τα αιτήματα του αναιρεσείοντος.

Το άρθρο 43 και το άρθρο 44, παράγραφοι 2 και 3, του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται και επί των αναιρέσεων.

§ 2   Στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως επισυνάπτεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Πρέπει να γίνεται μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κοινοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα.

§ 3   Αν το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 44, παράγραφος 3, ή με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, έχει εφαρμογή το άρθρο 44, παράγραφος 6, του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 139

§ 1   Τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο:

α)

την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης,

β)

την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής οποιουδήποτε νέου αιτήματος.

§ 2   Η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκης.

Άρθρο 140

Το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως επιδίδεται σε όλους τους διαδίκους της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκης. Το άρθρο 45 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται εν προκειμένω.

Άρθρο 141

§ 1   Κάθε διάδικος στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως εντός δύο μηνών από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως. Η προθεσμία αυτή δεν παρατείνεται.

§ 2   Το υπόμνημα αντικρούσεως περιέχει:

α)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του διαδίκου που το υποβάλλει,

β)

την ημερομηνία κατά την οποία του επιδόθηκε η αίτηση αναιρέσεως,

γ)

τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα,

δ)

τα αιτήματα.

Τα άρθρα 43 και 44, παράγραφοι 2 και 3, του παρόντος κανονισμού έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.

Άρθρο 142

§ 1   Τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως έχουν ως αντικείμενο:

α)

την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ή την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης,

β)

την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένου κάθε νέου αιτήματος.

§ 2   Το υπόμνημα αντικρούσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκης.

Άρθρο 143

§ 1   Το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και το υπόμνημα αντικρούσεως μπορούν να συμπληρωθούν με υπόμνημα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, αν ο πρόεδρος, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του αναιρεσείοντος που υποβάλλεται εντός επτά ημερών από την επίδοση του υπομνήματος αντικρούσεως, το κρίνει αναγκαίο και επιτρέψει ρητώς την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως είτε για να υποστηρίξει ο αναιρεσείων την άποψή του είτε για να παρασχεθούν στοιχεία χρήσιμα για την απόφαση επί της αναιρέσεως. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία προσκομίζεται το υπόμνημα απαντήσεως και, κατά την επίδοση του υπομνήματος αυτού, την ημερομηνία κατά την οποία προσκομίζεται το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

§ 2   Όταν το αίτημα του υπομνήματος αντικρούσεως είναι η ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στηριζόμενη σε λόγο που δεν υποβλήθηκε με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος μπορεί να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως αποκλειστικά επί του λόγου αυτού, εντός δύο μηνών από την επίδοση του σχετικού υπομνήματος αντικρούσεως. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και προκειμένου για κάθε άλλο συμπληρωματικό υπόμνημα μετά την υποβολή αυτού του υπομνήματος απαντήσεως.

Άρθρο 144

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που ακολουθούν, το άρθρο 48, παράγραφος 2, τα άρθρα 49, 50 και 51, παράγραφος 1, τα άρθρα 52, 55 έως 64, 76α έως 110, το άρθρο 115, παράγραφοι 2 και 3, και τα άρθρα 116, 123 έως 127 και 129 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατ' αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Άρθρο 145

Όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Πρωτοδικείο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, εν όλω ή εν μέρει, με αιτιολογημένη διάταξη.

Άρθρο 146

Μετά την υποβολή των υπομνημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 141, παράγραφος 1, και, αν συντρέχει περίπτωση, στο άρθρο 143, παράγραφοι 1 και 2, το Πρωτοδικείο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα και τους διαδίκους, μπορεί να αποφανθεί επί της αναιρέσεως χωρίς προφορική διαδικασία, εκτός αν ένας από τους διαδίκους υποβάλει υπόμνημα με το οποίο να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να ακουσθεί. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εντός μηνός από την επίδοση στον διάδικο του εγγράφου γνωστοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο.

Άρθρο 147

Η προκαταρκτική έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 52 υποβάλλεται στο Πρωτοδικείο μετά την υποβολή των υπομνημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 141, παράγραφος 1, και, αν συντρέχει περίπτωση, στο άρθρο 143, παράγραφοι 1 και 2. Αν δεν υποβληθούν τα εν λόγω υπομνήματα, εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής τους.

Άρθρο 148

Όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Πρωτοδικείο κρίνει το ίδιο τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.

Το άρθρο 88 έχει εφαρμογή μόνον επί των αναιρέσεων που ασκούν τα όργανα.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 87, παράγραφος 2, το Πρωτοδικείο, προκειμένου περί αναιρέσεων που ασκούνται από μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους οργάνου, μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, εφόσον αυτό επιβάλλει η επιείκεια.

Σε περίπτωση παραιτήσεως από την αναίρεση, έχει εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 5.

Άρθρο 149

Το δικόγραφο της παρεμβάσεως που υποβάλλεται ενώπιον του Πρωτοδικείου, όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, πρέπει να κατατεθεί πριν από τη λήξη προθεσμίας ενός μηνός, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία της κατά το άρθρο 24, παράγραφος 6, δημοσιεύσεως».

18)

Το άρθρο 136α αναριθμείται σε άρθρο 150 και το άρθρο 137 σε άρθρο 151.

Άρθρο 2

Οι παρούσες τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας, το κείμενο των οποίων είναι αυθεντικό στις γλώσσες που μνημονεύονται στο άρθρο 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Τίθενται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του δευτέρου μηνός από τη δημοσίευσή τους, εξαιρέσει των σημείων 17 και 18 του άρθρου 1.

Τα σημεία 17 και 18 του άρθρου 1 τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του άρθρου 1 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 4, δεύτερο δάφιο, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ.

Έγινε στο Λουξεμβούργο στις 12 Οκτωβρίου 2005.

Ο Γραμματέας

E. COULON

Le Président

B. VESTERDORF


(1)  ΕΕ L 26, 31.3.2005, σ. 41.

(2)  ΕΕ L 333, 9.11.2004, σ. 7.

(3)  ΕΕ L 136, 30.5.1991, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 249, 24.9.1994, σ. 17.

(5)  ΕΕ L 44, 28.2.1995, σ. 64.

(6)  ΕΕ L 172, 22.7.1995, σ. 3.

(7)  ΕΕ L 103, 19.4.1997, σ. 6.

(8)  ΕΕ L 135, 29.5.1999, σ. 92.

(9)  ΕΕ L 322, 19.12.2000, σ. 4.

(10)  ΕΕ L 147, 14.3.2003, σ. 22.

(11)  ΕΕ L 132, 29.4.2004, σ. 3.

(12)  ΕΕ L 127, 29.4.2004, σ. 108.