ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

48ό έτος
22 Ιουλίου 2005


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1158/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 του Συμβουλίου περί βραχυπρόθεσμων στατιστικών

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1159/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 του Συμβουλίου περί καθορισμών των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων

16

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1160/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για την τροποποίηση της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14 Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα όσον αφορά την πρόσβαση των υπηρεσιών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν  ( 1 )

18

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1161/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για την κατάρτιση τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα

22

 

*

Οδηγια 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια και για τροποποίηση της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 96/57/ΕΚ και 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

29

 

*

Οδηγία 2005/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/32/ΕΚ σχετικά με την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο

59

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Επιτροπή

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 22ας Απριλίου 2005, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής συμβουλευτικής επιτροπής για την έρευνα στον τομέα της ασφάλειας

70

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

22.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) ΑΡΙΘ. 1158/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6 Ιουλίου 2005

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 του Συμβουλίου περί βραχυπρόθεσμων στατιστικών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1165/98 (3) προβλέπει τη θέσπιση κοινού βασικού πλαισίου για τη συλλογή, την κατάρτιση, τη διαβίβαση και την αξιολόγηση κοινοτικών στατιστικών για τις επιχειρήσεις με σκοπό την ανάλυση του οικονομικού κύκλου.

(2)

Η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 διά των κανονισμών της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 586/2001 (4), (ΕΚ) αριθ. 588/2001 (5) και (ΕΚ) αριθ. 606/2001 (6), όσον αφορά, αντιστοίχως, τον ορισμό των κύριων ομάδων βιομηχανικών κλάδων, τον καθορισμό μεταβλητών και την παραχώρηση παρεκκλίσεων στα κράτη μέλη, οδήγησε στη σώρευση πρακτικής εμπειρίας που επιτρέπει τον καθορισμό μέτρων για την επίτευξη περαιτέρω βελτιώσεων στις βραχυπρόθεσμες στατιστικές.

(3)

Το Συμβούλιο Ecofin, στο οικείο σχέδιο δράσης για τις στατιστικές απαιτήσεις της ΟΝΕ, και στις επακόλουθες εκθέσεις προόδου σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου, επεσήμανε πρόσθετες ουσιώδεις πτυχές για τη βελτίωση των στατιστικών που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1165/98.

(4)

Για τις ανάγκες της νομισματικής πολιτικής της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) χρειάζεται περαιτέρω ανάπτυξη βραχυπρόθεσμων στατιστικών, όπως αναφέρεται στο έγγραφό της για τις στατιστικές απαιτήσεις της ΕΚΤ στον τομέα των γενικών οικονομικών στατιστικών, και ιδίως χρειάζεται ενημερωμένα, αξιόπιστα και πρόσφορα συγκεντρωτικά μεγέθη για την ευρωζώνη.

(5)

Η επιτροπή στατιστικού προγράμματος που συστάθηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ (7) προσδιόρισε κύριους ευρωπαϊκούς οικονομικούς δείκτες (ΚΕΟΔ) που υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98.

(6)

Για τους λόγους αυτούς, κρίνεται απαραίτητη η τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 σε τομείς που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη νομισματική πολιτική και την ανάλυση του οικονομικού κύκλου.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής στατιστικού προγράμματος.

(8)

Η υλοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση συμπεριλαμβάνει τη μείωση των περιττών εμποδίων για τις επιχειρήσεις και τη διάδοση νέων τεχνολογιών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1165/98 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο μόνο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«δ)

συμμετοχή σε ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα που θα συντονίζονται από την Eurostat με σκοπό την παραγωγή ευρωπαϊκών εκτιμήσεων.

Στα παραρτήματα περιέχονται αναλυτικές πληροφορίες για τα συστήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Η έγκριση και εφαρμογή τους διέπεται από τη διαδικασία του άρθρου 18.

Ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα καθιερώνονται εφόσον τα εθνικά δειγματοληπτικά συστήματα δεν πληρούν τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να συμμετάσχουν στα ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα εφόσον τα συστήματα αυτά παρέχουν δυνατότητες για σημαντική μείωση του κόστους που συνεπάγονται το στατιστικό σύστημα και η υποχρέωση συμμόρφωσης στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις που υπέχουν οι επιχειρήσεις. Η συμμετοχή κράτους μέλους σε ευρωπαϊκό δειγματοληπτικό σύστημα συνεπάγεται την εκ μέρους του υποχρέωση υποβολής της σχετικής μεταβλητής σύμφωνα με τον στόχο του εν λόγω συστήματος. Τα ευρωπαϊκά δειγματοληπτικά συστήματα μπορούν να καθορίζουν τους όρους, το επίπεδο λεπτομέρειας και τις προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων.»

β)

Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τη λήψη πληροφοριών που δεν είναι ήδη διαθέσιμες (εντός των απαιτουμένων χρονικών ορίων) σε άλλες πηγές, όπως καταλόγους, χρησιμοποιούνται υποχρεωτικές έρευνες. Οι έρευνες διενεργούνται μέσω ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων και ερωτηματολογίων στο Διαδίκτυο, όπου αυτά είναι διαθέσιμα.»

2.

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Η ποιότητα των μεταβλητών ελέγχεται τακτικά μέσω της σύγκρισής τους με άλλες στατιστικές πληροφορίες, σύγκριση που διενεργείται από κάθε κράτος μέλος και την Επιτροπή (Eurostat). Επί πλέον, οι μεταβλητές ελέγχονται και όσον αφορά την εσωτερική συνοχή.»

β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Η ποιοτική αξιολόγηση διενεργείται συγκρίνοντας τα οφέλη της διαθεσιμότητας στοιχείων με το κόστος συλλογής και την επιβάρυνση των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρών. Για τους σκοπούς της αξιολόγησης, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή, εφόσον το ζητήσει, τις αναγκαίες πληροφορίες, βάσει κοινής ευρωπαϊκής μεθοδολογίας που αναπτύσσει η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη.»

3.

Στο άρθρο 12, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Η Επιτροπή, αφού διαβουλευθεί με την επιτροπή στατιστικού προγράμματος, δημοσιεύει έως τις 11 Φεβρουαρίου 2006 συμβουλευτικό μεθοδολογικό εγχειρίδιο, στο οποίο επεξηγούνται οι κανόνες που περιέχονται στα παραρτήματα και παρέχονται κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες στατιστικές.»

4.

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η Επιτροπή, έως τις 11 Αυγούστου 2008 και εφεξής κάθε τρία έτη, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και ιδίως σχετικά με τη σημασία και την ποιότητά τους, καθώς και με την αναθεώρηση των δεικτών. Η έκθεση αναφέρεται επίσης ειδικώς στο κόστος του στατιστικού συστήματος και τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις, σε σχέση με τα προκύπτοντα οφέλη. Υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ενδεδειγμένες πρακτικές για τον περιορισμό της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων και αναφέρει τρόπους για τον περιορισμό αυτόν και για τη μείωση του κόστους.»

5.

Στο άρθρο 17, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«ια)

δημιουργία ευρωπαϊκών συστημάτων δειγματοληψίας (άρθρο 4).»

6.

Τα παραρτήματα Α έως Δ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 6 Ιουλίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. STRAW


(1)  ΕΕ C 158 της 15.6.2004, σ. 3.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6 Ιουνίου 2005.

(3)  ΕΕ L 162 της 5.6.1998, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 86 της 27.3.2001, σ. 11.

(5)  ΕΕ L 86 της 27.3.2001, σ. 18.

(6)  ΕΕ L 92 της 2.4.2001, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΡΟΣ Α

Το παράρτημα Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 τροποποιείται ως εξής:

Πεδίο εφαρμογής

Το στοιχείο α) («Πεδίο εφαρμογής») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το παρόν παράρτημα εφαρμόζεται σε όλες τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στους τίτλους Γ έως Ε της NACE, ή, ενδεχομένως, σε όλα τα προϊόντα που απαριθμούνται στους τίτλους Γ έως Ε της CPA.»

Κατάλογος μεταβλητών

Το στοιχείο γ) («Κατάλογος μεταβλητών») τροποποιείται ως εξής:

1.

Στην παράγραφο 1, προστίθεται η ακόλουθη μεταβλητή:

«Μεταβλητή

Όνομα

340

Τιμές κατά την εισαγωγή»

2.

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Οι πληροφορίες σχετικά με τις τιμές παραγωγού για το εξωτερικό (αριθ. 312) και τις τιμές κατά την εισαγωγή (αριθ. 340) μπορούν να συλλέγονται με βάση τη μοναδιαία αξία των προϊόντων που προέρχονται από το εξωτερικό εμπόριο ή άλλες πηγές μόνον εφόσον τούτο δεν συνεπάγεται σημαντική υποβάθμιση της ποιότητάς τους έναντι των ειδικών πληροφοριών για τις τιμές. Η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, τους όρους διασφάλισης της απαραίτητης ποιότητας των στοιχείων.»

3.

Η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.

Δεν απαιτείται η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις τιμές παραγωγού και τις τιμές κατά την εισαγωγή (αριθ. 310, 311, 312 και 340) για τις ακόλουθες ομάδες της NACE ή της CPA αντιστοίχως: 12.0, 22.1, 23.3, 29.6, 35.1, 35.3, 37.1, 37.2. Αυτή η απαρίθμηση ομάδων μπορεί να επανεξετασθεί έως τις 11 Αυγούστου 2008, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.»

4.

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.

Η μεταβλητή για τις τιμές κατά την εισαγωγή (αριθ. 340) υπολογίζεται με βάση τα προϊόντα CPA. Οι μονάδες οικονομικής δραστηριότητας που πραγματοποιούν εισαγωγές μπορούν να ταξινομούνται εκτός των δραστηριοτήτων των τίτλων Γ έως Ε της NACE.»

Μορφή

Το στοιχείο δ) («Mορφή»), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Όλες οι μεταβλητές πρέπει να διαβιβάζονται σε αδιόρθωτη μορφή, εάν αυτή είναι διαθέσιμη.

2.

Επιπλέον, η μεταβλητή «παραγωγή» (αριθ. 110) και η μεταβλητή «εργασθείσες» ώρες (αριθ. 220) πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργασίμων ημερών, να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.

3.

Τα κράτη μέλη μπορούν, επιπλέον, να διαβιβάζουν τις μεταβλητές με εποχιακή διόρθωση, καθώς επίσης και υπό μορφή κυκλικών τάσεων. Η Επιτροπή (Eurostat) μπορεί να παράγει και να δημοσιεύει εποχιακά διορθωμένες και κυκλοτασικές σειρές γι' αυτές τις μεταβλητές, αλλά μόνον εάν δεν γίνεται διαβίβαση υπ' αυτές τις μορφές.

4.

Οι μεταβλητές αριθ. 110, 310, 311, 312 και 340 πρέπει να διαβιβάζονται με τη μορφή δείκτη. Όλες οι άλλες μεταβλητές πρέπει να διαβιβάζονται είτε με τη μορφή δείκτη είτε με τη μορφή απόλυτων αριθμών.»

Περίοδος αναφοράς

Στο στοιχείο ε) («Περίοδος αναφοράς»), προστίθεται η ακόλουθη μεταβλητή:

«Μεταβλητή

Περίοδος αναφοράς

340

μήνας»

Επίπεδο λεπτομέρειας

Το στοιχείο στ) («Επίπεδο λεπτομέρειας») τροποποιείται ως εξής:

1.

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Όλες οι μεταβλητές, εκτός από τη μεταβλητή «τιμές κατά την εισαγωγή» (αριθ. 340) πρέπει να διαβιβάζονται στον τίτλο (1 γράμμα), υπότιτλο (2 γράμματα) και τμήμα (διψήφιο επίπεδο) της NACE. Η μεταβλητή 340 πρέπει να υποβάλλεται σε επίπεδο τίτλου (1 γράμμα), υπότιτλου (2 γράμματα) και τμήματος (διψήφιο επίπεδο) της CPA.»

«2.

Επιπλέον, για τον τίτλο Δ της NACE, ο δείκτης παραγωγής (αριθ. 110) και ο δείκτης τιμών παραγωγού (αριθ. 310, 311, 312) πρέπει να διαβιβάζονται και στο τριψήφιο και τετραψήφιο επίπεδο της NACE. Οι διαβιβαζόμενοι δείκτες παραγωγής και τιμών παραγωγού στο τριψήφιο και τετραψήφιο επίπεδο πρέπει να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 90 % της συνολικής προστιθέμενης αξίας κάθε κράτους μέλους για τα προϊόντα που υπάγονται στον τίτλο Δ της NACE σε ένα δεδομένο έτος βάσης. Τα κράτη μέλη των οποίων η συνολική προστιθέμενη αξία του τίτλου Δ της NACE σε ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 4 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν χρειάζεται να διαβιβάζουν τις μεταβλητές στα εν λόγω επίπεδα λεπτομέρειας.»

2.

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Επιπλέον, όλες οι μεταβλητές εκτός εκείνων του «κύκλου εργασιών» και των «νέων παραγγελιών» (αριθ. 120, 121, 122, 130, 131, 132) πρέπει να διαβιβάζονται για το σύνολο της βιομηχανίας, όπως ορίζεται στους τίτλους Γ έως Ε της NACE και για τις κύριες ομάδες βιομηχανικών κλάδων (ΚΟΒΚ), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 586/2001 της Επιτροπής (1).

3.

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.

Οι μεταβλητές του «κύκλου εργασιών» (αριθ. 120, 121, 122) πρέπει να διαβιβάζονται για το σύνολο της βιομηχανίας, όπως ορίζεται στους τίτλους Γ και Δ της NACE και για τις ΚΟΒΚ εκτός από την κύρια ομάδα βιομηχανικού κλάδου που συνδέεται με δραστηριότητες που αφορούν την ενέργεια.

6.

Οι μεταβλητές «νέες παραγγελίες» (αριθ. 130, 131, 132) πρέπει να διαβιβάζονται για το σύνολο του μεταποιητικού κλάδου, τον τίτλο Δ της NACE και για μια περιορισμένη σειρά ΚΟΒΚ που καλύπτουν τα τμήματα της NACE που καθορίζονται στην παράγραφο 8 του στοιχείου γ) («κατάλογος μεταβλητών») του παρόντος παραρτήματος.

7.

Η μεταβλητή «τιμές κατά την εισαγωγή» (αριθ. 340) πρέπει να διαβιβάζεται για το σύνολο των βιομηχανικών προϊόντων, τους τίτλους Γ έως Ε της CPA και τις ΚΟΒΚ που ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 586/2001 από τις ομάδες προϊόντων της CPA. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως εθνικό νόμισμα δεν είναι υποχρεωμένα να διαβιβάζουν τη μεταβλητή αυτή.

8.

Για τη μεταβλητή «τιμές κατά την εισαγωγή» (αριθ. 340), η Επιτροπή δύναται να καθορίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, τους όρους εφαρμογής ενός ευρωπαϊκού δειγματοληπτικού συστήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ).

9.

Οι μεταβλητές για τις «αγορές εξωτερικού» (αριθ. 122, 132 και 312) πρέπει να διαβιβάζονται σύμφωνα με τη διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης. Η διάκριση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται για το σύνολο της βιομηχανίας που καθορίζεται ως τίτλοι Γ έως Ε της NACE και τις ΚΟΒΚ, τίτλος (1 γράμμα), υπότιτλος (2 γράμματα) και τμήμα (διψήφιο επίπεδο) της NACE. Για τη μεταβλητή 122, δεν απαιτούνται στοιχεία για τη NACE E. Επιπλέον, η μεταβλητή «τιμές κατά την εισαγωγή» (αριθ. 340) πρέπει να διαβιβάζεται σύμφωνα με τη διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης. Η διάκριση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται για το σύνολο της βιομηχανίας που καθορίζεται ως τίτλοι Γ έως Ε της CPA και τις ΚΟΒΚ, τίτλος (1 γράμμα), υπότιτλος (2 γράμματα) και τμήμα (διψήφιο επίπεδο) της CPA. Για τη διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης, η Επιτροπή δύναται να καθορίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, τους όρους εφαρμογής ενός ευρωπαϊκού δειγματοληπτικού συστήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ). Το ευρωπαϊκό δειγματοληπτικό σύστημα μπορεί να περιορίζει το πεδίο της μεταβλητής «τιμές κατά την εισαγωγή» στην εισαγωγή προϊόντων από χώρες εκτός ευρωζώνης. Η διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης για τις μεταβλητές 122, 132, 312 και 340 δεν πρέπει να διαβιβάζεται από τα κράτη μέλη που δεν έχουν εισαγάγει το ευρώ ως επίσημο νόμισμά τους.

10.

Τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία στους τίτλους Γ, Δ και Ε της NACE σε ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πρέπει να διαβιβάζουν στοιχεία μόνο για το σύνολο της βιομηχανίας, τις ΚΟΒΚ και το επίπεδο τίτλου της NACE ή το επίπεδο τίτλου της CPA.»

Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων

Το στοιχείο ζ) («Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων») τροποποιείται ως εξής:

1.

Στην παράγραφο 1, τροποποιούνται ή προστίθενται ορισμένες μεταβλητές, ως εξής:

«Μεταβλητή

Προθεσμίες

110

1 μήνας και 10 ημερολογιακές ημέρες

[…]

[…]

210

2 μήνες

[…]

[…]

340

1 μήνας και 15 ημερολογιακές ημέρες»

2.

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί έως 15 ημερολογιακές ημέρες για τα στοιχεία σε επίπεδο ομάδας και τάξης της NACE ή σε επίπεδο ομάδας και τάξης της CPA.

Για τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία στους τίτλους Γ, Δ και Ε της NACE σε ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 3 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί έως 15 ημερολογιακές ημέρες όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με το σύνολο της βιομηχανίας, τις ΚΟΒΚ, το επίπεδο τίτλου και τμήματος της NACE, ή το επίπεδο τίτλου και τμήματος της CPA.»

Πιλοτικές μελέτες

Στο στοιχείο η) («Πιλοτικές μελέτες»), διαγράφονται τα σημεία 2 και 3.

Πρώτη περίοδος αναφοράς

Στο στοιχείο θ) («Πρώτη περίοδος αναφοράς»), προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Η πρώτη περίοδος αναφοράς για τη διαβίβαση της διάκρισης των μεταβλητών για τις αγορές εξωτερικού σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης λήγει το αργότερο τον Ιανουάριο του 2005.

Η πρώτη περίοδος αναφοράς για τη μεταβλητή 340 λήγει το αργότερο τον Ιανουάριο του 2006, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρμόζεται έτος βάσης μετά το 2005.»

Μεταβατική περίοδος

Στο στοιχείο ι) («Μεταβατική περίοδος»), προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.

Για τη μεταβλητή 340 και τη διάκριση σε ευρωζώνη και χώρες εκτός ευρωζώνης για τις μεταβλητές 122, 132, 312 και 340 μπορεί να παραχωρηθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, μεταβατική περίοδος το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2007.

4.

Γα την τροποποίηση των προθεσμιών διαβίβασης των στοιχείων για τη μεταβλητή 110, μπορεί να παραχωρηθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, μεταβατική περίοδος το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2007.

5.

Για την αλλαγή των προθεσμιών για τη διαβίβαση των στοιχείων για τη μεταβλητή 210, μπορεί να παραχωρηθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, μεταβατική περίοδος το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2006.»

ΜΕΡΟΣ Β

Το παράρτημα Β του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 τροποποιείται ως εξής:

Κατάλογος μεταβλητών

Το στοιχείο γ) («Κατάλογος μεταβλητών») τροποποιείται ως εξής:

1.

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Αντί των μεταβλητών «κατασκευαστικού κόστους» (αριθ. 320, 321 και 322) μπορεί να διαβιβάζεται ως προσεγγιστική εκτίμηση η μεταβλητή «τιμές παραγωγού» (αριθ. 310), αλλά μόνον εάν οι πρώτες ανωτέρω μεταβλητές δεν είναι διαθέσιμες. Η πρακτική αυτή επιτρέπεται έως τις 11 Αυγούστου 2010.»

2.

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.

Τα κράτη μέλη διεξάγουν μελέτες που καθιερώνει η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Οι μελέτες διεξάγονται με γνώμονα τα οφέλη της συλλογής των στοιχείων έναντι του κόστους συλλογής και της συνεπαγόμενης για τις επιχειρήσεις επιβάρυνσης με σκοπό να:

α)

αξιολογηθεί η σκοπιμότητα τριμηνιαίας μεταβλητής «τιμές παραγωγού» (αριθ. 310) στον κατασκευαστικό τομέα·

β)

καθορισθεί η κατάλληλη μεθοδολογία για τη συλλογή στοιχείων και τον υπολογισμό των δεικτών.

Η Επιτροπή το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2006, προτείνει ορισμό που θα πρέπει να εφαρμοσθεί για τη μεταβλητή των τιμών παραγωγού.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των μελετών το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2007.

Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο β), προκειμένου να αντικαταστήσει τη μεταβλητή του κατασκευαστικού κόστους με τη μεταβλητή «τιμές παραγωγού» με έναρξη ισχύος από το έτος βάσης 2010».

Mορφή

Το στοιχείο δ) («Μορφή») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Όλες οι μεταβλητές πρέπει να διαβιβάζονται σε αδιόρθωτη μορφή, εάν αυτή είναι διαθέσιμη.

2.

Επιπλέον, οι μεταβλητές «παραγωγή» (αριθ. 110, 115, 116) και «εργασθείσες ώρες» (αριθ. 220) πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργασίμων ημερών, να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζεται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.

3.

Τα κράτη μέλη μπορούν, επιπλέον, να διαβιβάζουν τις μεταβλητές με εποχιακή διόρθωση, καθώς επίσης και υπό μορφή κυκλικών τάσεων. Η Επιτροπή (Eurostat) μπορεί να παράγει εποχιακά διορθωμένες και κυκλοτασικές σειρές γι' αυτές τις μεταβλητές, αλλά μόνον εάν δεν γίνεται διαβίβαση υπ' αυτές τις μορφές.

4.

Οι μεταβλητές αριθ. 110, 115, 116, 320, 321 και 322 πρέπει να διαβιβάζονται με τη μορφή δείκτη. Οι μεταβλητές αριθ. 411 και 412 πρέπει να διαβιβάζονται με τη μορφή απόλυτων αριθμών. Όλες οι άλλες μεταβλητές πρέπει να διαβιβάζονται είτε με τη μορφή δείκτη είτε με τη μορφή απόλυτων αριθμών.»

Περίοδος αναφοράς

Το στοιχείο ε) («Περίοδος αναφοράς») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις μεταβλητές 110, 115 και 116, εφαρμόζεται περίοδος αναφοράς ενός μηνός. Για όλες τις υπόλοιπες μεταβλητές του παρόντος παραρτήματος, εφαρμόζεται περίοδος αναφοράς τουλάχιστον τριμήνου.

Τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία αντιπροσωπεύει στον τίτλο ΣΤ της NACE σε ένα δεδομένο έτος βάσης λιγότερο από το 1 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πρέπει να διαβιβάζουν στοιχεία για τις μεταβλητές 110, 115 και 116 με τρίμηνη περίοδο αναφοράς.»

Επίπεδο λεπτομέρειας

Στο στοιχείο στ) («Επίπεδο λεπτομέρειας»), προστίθενται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.

Τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία στον τίτλο ΣΤ της NACE για ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πρέπει να διαβιβάζουν μόνο στοιχεία για το σύνολο του κατασκευαστικού τομέα (επίπεδο τίτλου NACE).»

Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων

Στο στοιχείο ζ) («Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων»), οι μεταβλητές 110, 115, 116 και 210 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«Μεταβλητή

Προθεσμίες

110

1 μήνας και 15 ημερολογιακές ημέρες

115

1 μήνας και 15 ημερολογιακές ημέρες

116

1 μήνας και 15 ημερολογιακές ημέρες

[…]

[…]

210

2 μήνες»

Πιλοτικές μελέτες

Στο στοιχείο η) («Πιλοτικές μελέτες»), διαγράφονται τα σημεία 1 και 3.

Πρώτη περίοδος αναφοράς

Το στοιχείο θ) («Πρώτη περίοδος αναφοράς»), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η πρώτη περίοδος αναφοράς εντός της οποίας πρέπει να διαβιβασθούν οι μεταβλητές 110, 115 και 116 με μηνιαία περίοδο αναφοράς ορίζεται το αργότερο τον Ιανουάριο του 2005».

Μεταβατική περίοδος

Στο στοιχείο ι) («Μεταβατική περίοδος»), προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.

Για την τροποποίηση της περιόδου αναφοράς για τις μεταβλητές 110, 115 και 116, μπορεί να παραχωρηθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, μεταβατική περίοδος το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2007.

4.

Για την τροποποίηση των προθεσμιών διαβίβασης των μεταβλητών 110, 115, 116 και 210, μπορεί να παραχωρηθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, μεταβατική περίοδος έως τις 11 Αυγούστου 2007.»

ΜΕΡΟΣ Γ

Το παράρτημα Γ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 τροποποιείται ως εξής:

Κατάλογος μεταβλητών

Στο στοιχείο γ) («Επίπεδο λεπτομέρειας»), προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.

Τα κράτη μέλη διεξάγουν μελέτες που καθιερώνει η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Οι μελέτες διεξάγονται με γνώμονα τα οφέλη της συλλογής των στοιχείων έναντι του κόστους συλλογής και της συνεπαγόμενης για τις επιχειρήσεις επιβάρυνσης με σκοπό να:

α)

αξιολογηθεί η σκοπιμότητα διαβίβασης τριμηνιαίας μεταβλητής «εργασθείσες ώρες» (αριθ. 220) για το λιανικό εμπόριο και τον τομέα των επισκευών·

β)

αξιολογηθεί η σκοπιμότητα διαβίβασης τριμηνιαίας μεταβλητής «μεικτοί μισθοί και ημερομίσθια» (αριθ. 230) για το λιανικό εμπόριο και τον τομέα των επισκευών·

γ)

καθορισθεί η κατάλληλη μεθοδολογία για τη συλλογή των στοιχείων και τον υπολογισμό των δεικτών.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα αποτελέσματα των μελετών το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2007.

Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο β), προκειμένου να συμπεριλάβει τη μεταβλητή «εργασθείσες ώρες» (αριθ. 220) και τη μεταβλητή «μεικτοί μισθοί και ημερομίσθια» (αριθ. 230) με έναρξη ισχύος από το έτος βάσης 2010.»

Μορφή

Στο στοιχείο δ) («Mορφή»), οι παράγραφοι 1 έως 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Όλες οι μεταβλητές πρέπει να διαβιβάζονται σε αδιόρθωτη μορφή, εάν αυτή είναι διαθέσιμη.

2.

Η μεταβλητή «κύκλος εργασιών» (αριθ. 120) και η μεταβλητή «όγκος πωλήσεων» (αριθ. 123) πρέπει να διαβιβάζονται και σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Τα κράτη μέλη, στην περίπτωση που και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργάσιμων ημερών, μπορούν να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.»

Επίπεδο λεπτομέρειας

Το στοιχείο στ) («Επίπεδο λεπτομέρειας») τροποποιείται ως εξής:

1.

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Οι μεταβλητές «κύκλος εργασιών» (αριθ. 120) και «αποπληθωριστής πωλήσεων»/«όγκος πωλήσεων» (αριθ. 330/123) πρέπει να διαβιβάζονται με βάση τα επίπεδα λεπτομέρειας που ορίζονται στα σημεία 2, 3 και 4. Η μεταβλητή «αριθμός απασχολούμενων ατόμων» (αριθ. 210) πρέπει να διαβιβάζεται με βάση τα επίπεδα λεπτομέρειας που ορίζονται στην παράγραφο 4.»

2.

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.

Τα κράτη μέλη των οποίων ο κύκλος εργασιών στο τμήμα 52 της NACE για ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πρέπει να διαβιβάζουν μόνο τη μεταβλητή «κύκλος εργασιών» (αριθ. 120) και τη μεταβλητή «αποπληθωριστής πωλήσεων»/«όγκος πωλήσεων» (αριθ. 330/123) σύμφωνα με τα επίπεδα λεπτομέρειας που καθορίζονται στις παραγράφους 3 και 4.»

Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων

Το στοιχείο ζ) («Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Για τις μεταβλητές «κύκλος εργασιών» (αριθ. 120) και «αποπληθωριστής πωλήσεων»/«όγκος πωλήσεων» (αριθ. 330/123), τα στοιχεία διαβιβάζονται εντός δύο μηνών στα επίπεδα λεπτομέρειας που ορίζονται στην παράγραφο 2 του στοιχείου στ) του παρόντος παραρτήματος. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί έως δεκαπέντε ημέρες για τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία για το τμήμα 52 σ' ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 3 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2.

Για τις μεταβλητές «κύκλος εργασιών» (αριθ. 120) και «αποπληθωριστής πωλήσεων»/«όγκος πωλήσεων» (αριθ. 330/123) τα στοιχεία διαβιβάζονται εντός ενός μηνός στο επίπεδο λεπτομέρειας που ορίζεται στο στοιχείο στ), παράγραφοι 3 και 4, του παρόντος παραρτήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να υποβάλλουν στοιχεία για τις μεταβλητές «κύκλος εργασιών», «αποπληθωριστής πωλήσεων»/«όγκος πωλήσεων» αριθ. 120 και 330/123 σύμφωνα με την κατανομή του ευρωπαϊκού δειγματοληπτικού συστήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ). Οι λεπτομέρειες κατανομής καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.

3.

Η μεταβλητή «αριθμός απασχολουμένων ατόμων» πρέπει να διαβιβάζεται εντός προθεσμίας 2 μηνών από τη λήξη της περιόδου αναφοράς. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί έως δεκαπέντε ημέρες για τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία για το τμήμα 52 σ' ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 3 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»

Πιλοτικές μελέτες

Στο στοιχείο η) («Πιλοτικές μελέτες»), διαγράφονται τα σημεία 2 και 4.

Μεταβατική περίοδος

Στο στοιχείο ι) («Μεταβατική περίοδος»), προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.

Για την αλλαγή των προθεσμιών διαβίβασης των στοιχείων της μεταβλητής 210 μπορεί να παραχωρηθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, μεταβατική περίοδος έως τις 11 Αυγούστου 2006.»

ΜΕΡΟΣ Δ

Το παράρτημα Δ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1165/98 τροποποιείται ως εξής:

Κατάλογος μεταβλητών

Το στοιχείο γ) («Κατάλογος μεταβλητών») τροποποιείται ως εξής:

1.

Στην παράγραφο 1, προστίθεται η ακόλουθη μεταβλητή:

«Μεταβλητή

Όνομα

310

Τιμές παραγωγού»

2.

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.

Η μεταβλητή «τιμές παραγωγού» (αριθ. 310) καλύπτει τις υπηρεσίες που παρέχονται σε πελάτες που είναι επιχειρήσεις ή πρόσωπα που εκπροσωπούν επιχειρήσεις.

4.

Τα κράτη μέλη διεξάγουν μελέτες που καθιερώνει η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Οι μελέτες διεξάγονται με γνώμονα τα οφέλη της συλλογής των στοιχείων έναντι του κόστους συλλογής και της συνεπαγόμενης για τις επιχειρήσεις επιβάρυνσης με σκοπό να:

α)

αξιολογηθεί η σκοπιμότητα διαβίβασης τριμηνιαίας μεταβλητής «εργασθείσες ώρες» (αριθ. 220) για τις λοιπές υπηρεσίες·

β)

αξιολογηθεί η σκοπιμότητα διαβίβασης τριμηνιαίας μεταβλητής «μεικτοί μισθοί και ημερομίσθια» (αριθ. 230) για τις λοιπές υπηρεσίες·

γ)

καθορισθεί η κατάλληλη μεθοδολογία για τη συλλογή στοιχείων και τον υπολογισμό των δεικτών·

δ)

καθορισθεί το κατάλληλο επίπεδο λεπτομέρειας. Τα στοιχεία αναλύονται ανά οικονομικές δραστηριότητες με βάση τους τίτλους της NACE και με περαιτέρω αποομαδοποιήσεις, όχι πέραν του διψήφιου επιπέδου τμημάτων NACE ή ομάδων τμημάτων.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα αποτελέσματα των μελετών το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2007.

Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο β), προκειμένου να συμπεριλάβει τη μεταβλητή «εργασθείσες ώρες» (αριθ. 220) και τη μεταβλητή «μεικτοί μισθοί και ημερομίσθια» (αριθ. 230) με έναρξη ισχύος από το έτος βάσης 2010.»

Μορφή

Το στοιχείο δ) («Μορφή») τροποποιείται ως εξής:

1.

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Όλες οι μεταβλητές πρέπει να διαβιβάζονται σε αδιόρθωτη μορφή, εάν αυτή είναι διαθέσιμη.

2.

Η μεταβλητή «κύκλος εργασιών» (αριθ. 120) πρέπει να διαβιβάζεται και σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον και άλλες μεταβλητές επηρεάζονται από τον αριθμό των εργασίμων ημερών, να διαβιβάζουν και τις μεταβλητές αυτές σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Ο κατάλογος των μεταβλητών που πρέπει να διαβιβάζονται σε μορφή διορθωμένη βάσει του αριθμού των εργάσιμων ημερών μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.»

2.

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Η μεταβλητή «τιμές παραγωγού» (αριθ. 310) πρέπει να διαβιβάζεται με τη μορφή δείκτη. Όλες οι άλλες μεταβλητές πρέπει να διαβιβάζονται είτε με τη μορφή δείκτη είτε με τη μορφή απόλυτων αριθμών.»

Περίοδος αναφοράς

Στο στοιχείο ε) («Περίοδος αναφοράς»), προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Τα κράτη μέλη διεξάγουν μελέτες που καθιερώνει η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Οι μελέτες διεξάγονται με γνώμονα τα οφέλη της μείωσης της περιόδου αναφοράς έναντι του κόστους συλλογής και της συνεπαγόμενης για τις επιχειρήσεις επιβάρυνσης με σκοπό την αξιολόγηση της σκοπιμότητας μείωσης της τρίμηνης περιόδου αναφοράς για τη μεταβλητή «κύκλος εργασιών» (αριθ. 120) σε μηνιαία περίοδο αναφοράς.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα αποτελέσματα των μελετών το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2007.

Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, αποφασίζει το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 εάν θα εφαρμόσει το άρθρο 17 στοιχείο δ), με σκοπό την αναθεώρηση της συχνότητας κατάρτισης της μεταβλητής «κύκλος εργασιών».»

Επίπεδο λεπτομέρειας

Το στοιχείο στ) («Επίπεδο λεπτομέρειας») τροποποιείται ως εξής:

1.

Οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Για τα τμήματα 50, 51, 64 και 74 της NACE, η μεταβλητή «κύκλος εργασιών» πρέπει να διαβιβάζεται μόνο σε διψήφιο επίπεδο από τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία στα εν λόγω τμήματα της NACE για ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο του 4 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

4.

Όσον αφορά τον τίτλο Θ της NACE, η μεταβλητή «αριθμός απασχολούμενων ατόμων» (αριθ. 210) πρέπει να διαβιβάζεται μόνο σε επίπεδο τίτλου από τα κράτη μέλη των οποίων η συνολική προστιθέμενη αξία στον τίτλο Θ για ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο του 4 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»

2.

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.

Η μεταβλητή «τιμές παραγωγού» (αριθ. 310) πρέπει να διαβιβάζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες δραστηριότητες και ομάδες δραστηριοτήτων της NACE:

 

60.24, 63.11, 63.12, 64.11, 64.12 σε τετραψήφιο επίπεδο·

 

61.1, 62.1, 64.2 σε τριψήφιο επίπεδο·

 

72.1 έως 72.6 σε τριψήφιο επίπεδο·

 

άθροισμα 74.11 έως 74.14·

 

άθροισμα 74.2 και 74.3·

 

74.4 έως 74.7 σε τριψήφιο επίπεδο.

Η NACE 74.4 μπορεί να δίδεται κατά προσέγγιση με βάση τις διαφημιστικές ανακοινώσεις.

H NACE 74.5 καλύπτει το σύνολο της αξίας εξεύρεσης και προμήθειας προσωπικού.

6.

Ο κατάλογος δραστηριοτήτων και ομάδων μπορεί να τροποποιηθεί το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008 σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.

7.

Για το τμήμα 72 της NACE, η μεταβλητή «τιμές παραγωγού» (αριθ. 310) πρέπει να διαβιβάζεται μόνο σε διψήφιο επίπεδο από τα κράτη μέλη των οποίων η προστιθέμενη αξία στα εν λόγω τμήματα της NACE για ένα δεδομένο έτος βάσης αντιπροσωπεύει λιγότερο του 4 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»

Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων

Το στοιχείο ζ) («Προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων») αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι μεταβλητές πρέπει, μετά τη λήξη της περιόδου αναφοράς, να διαβιβάζονται μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες:

Μεταβλητή

Προθεσμίες

120

2 μήνες

210

2 μήνες

310

3 μήνες».

Πρώτη περίοδος αναφοράς

Στο στοιχείο θ) («Πρώτη περίοδος αναφοράς»), προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Η πρώτη περίοδος αναφοράς για τη διαβίβαση της μεταβλητής «τιμές παραγωγού» αριθ. 310 λήγει το αργότερο το πρώτο τρίμηνο 2006. Για την πρώτη περίοδο αναφοράς μπορεί να παραχωρηθεί παρέκκλιση για ένα έτος σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ορίζεται έτος βάσης μετά το 2006.»

Μεταβατική περίοδος

Στο στοιχείο ι) («Μεταβατική περίοδος»), προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Για τη μεταβλητή αριθ. 310, μπορεί να παραχωρηθεί μεταβατική περίοδος το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2008, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18. Είναι δυνατή η παραχώρηση περαιτέρω μεταβατικής περιόδου ενός έτους για την εφαρμογή της μεταβλητής αριθ. 310 για την ομάδα 63 και τμήμα 74 της NACE, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18. Πέραν αυτών των μεταβατικών περιόδων, μπορεί να χορηγηθεί επιπλέον μεταβατική περίοδος ενός έτους, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18, στα κράτη μέλη των οποίων ο κύκλος εργασιών των δραστηριοτήτων NACE που αναφέρονται στο στοιχείο α), «Πεδίο εφαρμογής» σε ένα δεδομένο έτος βάσης, δεν υπερβαίνει το 1 % του συνόλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Για την τροποποίηση των προθεσμιών για τη διαβίβαση των στοιχείων για τις μεταβλητές 120 και 210, μπορεί να παραχωρηθεί μεταβατική περίοδος το αργότερο έως τις 11 Αυγούστου 2006, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18.»


(1)  ΕΕ L 86 της 27.3.2001, σ. 11


22.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) ΑΡΙΘ. 1159/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6 Ιουλίου 2005

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 του Συμβουλίου περί καθορισμών των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως την πρώτη παράγραφο του άρθρου 156,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2236/95 (3) προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη συγχρηματοδότηση μελετών που αναφέρονται σε έργα κοινού ενδιαφέροντος, σε ποσό που κατά κανόνα δεν υπερβαίνει ποσοστό 50 % του συνολικού κόστους, ενώ η μέγιστη συνεισφορά για έργα στο πεδίο των τηλεπικοινωνιών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ποσοστό 10 % του συνολικού επενδυτικού κόστους.

(2)

Στην απόφαση αριθ. 1336/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17 Ιουνίου 1997, σχετικά με το σύνολο των προσανατολισμών για τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (4), προσδιορίζονται έργα κοινού ενδιαφέροντος. Από την εμπειρία υλοποίησης της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι έργα εισαγωγής μιας υπηρεσίας αφορούν ποσοστό μικρότερο του 5 %, ενώ τα υπόλοιπα είναι μελέτες συναφείς με την εισαγωγή. Κατά συνέπεια, ο άμεσος αντίκτυπος της βοήθειας που χορηγείται για διευρωπαϊκά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα είναι περιορισμένος.

(3)

Το κόστος εισαγωγής μιας διευρωπαϊκής υπηρεσίας που βασίζεται σε ηλεκτρονικά δίκτυα επικοινωνίας δεδομένων είναι σημαντικά μεγαλύτερο από ό, τι το κόστος συγκρίσιμης υπηρεσίας σε μεμονωμένο κράτος μέλος, εξαιτίας γλωσσικών, πολιτιστικών, νομοθετικών και διοικητικών φραγμών.

(4)

Το κόστος μιας προκαταρκτικής μελέτης που αφορά μια υπηρεσία στον τομέα των τηλεπικοινωνιών διαπιστώθηκε ότι συνιστά σημαντικό ποσοστό της συνολικής απαιτούμενης επένδυσης για την εισαγωγή της υπηρεσίας αυτής· κατά συνέπεια η μέγιστη επιτρεπόμενη συνεισφορά βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 δαπανάται για τις μελέτες αυτές, αποκλειομένης της χορήγησης βοήθειας για την εισαγωγή υπηρεσιών. Η χορήγηση, επομένως, ενίσχυσης βάσει του εν λόγω κανονισμού είχε περιορισμένο άμεσο αποτέλεσμα για την ενθάρρυνση της εισαγωγής υπηρεσιών.

(5)

Η κοινοτική ενίσχυση θα πρέπει να χορηγείται κατά προτίμηση σε έργα που στοχεύουν στην ενθάρρυνση της εισαγωγής υπηρεσιών, έχοντας συνεπώς τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας. Κρίνεται επομένως απαραίτητη η αύξηση της μέγιστης συνεισφοράς ως ποσοστό των πραγματικών δαπανών που προκύπτουν από το διευρωπαϊκό χαρακτήρα μιας υπηρεσίας. Η αύξηση της κοινοτικής συνεισφοράς, θα πρέπει, ωστόσο, να ισχύει μόνο για υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος που είναι υποχρεωμένες να υπερνικήσουν τους γλωσσικούς, πολιτιστικούς, νομοθετικούς και διοικητικούς φραγμούς,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε περίπτωση έργων κοινού ενδιαφέροντος που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι της απόφασης αριθ. 1336/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17 Ιουνίου 1997, σχετικά με σύνολο προσανατολισμών για τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (5), το συνολικό ποσό της κοινοτικής ενίσχυσης που χορηγείται δυνάμει του παρόντος κανονισμού δύναται να ανέλθει έως ποσοστό 30 % του συνολικού επενδυτικού κόστους.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει τη δωδέκατη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 6 Ιουλίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. STRAW


(1)  ΕΕ C 234 της 30.9.2003, σ. 23.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18 Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ C 87 E της 7.4.2004, σ. 22) απόφαση του Συμβουλίου της 6 Ιουνίου 2005.

(3)  ΕΕ L 228 της 23.9.1995, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 46).

(4)  ΕΕ L 183 της 11.7.1997, σ. 12· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 1376/2002/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 30.7.2002, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 183 της 11.7.1997, σ. 12· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 1376/2002/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 30.7.2002, σ. 1).»


22.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191/18


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) ΑΡΙΘ. 1160/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6 Ιουλίου 2005

για την τροποποίηση της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14 Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα όσον αφορά την πρόσβαση των υπηρεσιών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο δ),

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 9 της οδηγίας 1999/37/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29 Απριλίου 1999, σχετικά με τα έγγραφα κυκλοφορίας οχημάτων (3), προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται για τη θέση σε εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας και μπορούν να ανταλλάσσουν διμερώς ή πολυμερώς πληροφορίες, ιδίως προκειμένου να εξακριβώνουν, πριν από την έκδοση κάθε άδειας κυκλοφορίας, το νομικό καθεστώς του οχήματος, ενδεχομένως, στο κράτος μέλος όπου είχε εκδοθεί η προηγούμενη άδεια κυκλοφορίας. Η εξακρίβωση αυτή μπορεί ειδικότερα να συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση διασυνδεδεμένων ηλεκτρονικών μέσων.

(2)

Το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (ή «SIS»), το οποίο δημιουργήθηκε βάσει των διατάξεων του τίτλου IV της σύμβασης του 1990 για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14 Ιουνίου 1985, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (4)(εφεξής καλούμενης «σύμβαση Σένγκεν του 1990») και ενσωματώθηκε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το πρωτόκολλο το προσαρτημένο στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αποτελεί ηλεκτρονικό δίκτυο μεταξύ των κρατών μελών και συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων δεδομένα για τα οχήματα με κινητήρα κυλινδρισμού άνω των 50 cc που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απολεσθεί. Βάσει του άρθρου 100 της σύμβασης Σένγκεν του 1990, τα δεδομένα σχετικά με τα εν λόγω οχήματα με κινητήρα τα οποία αναζητούνται προκειμένου να κατασχεθούν ή να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα σε ποινική διαδικασία καταχωρίζονται στο SIS.

(3)

Η απόφαση 2004/919/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την αντιμετώπιση της διασυνοριακής εγκληματικότητας σχετικά με τα οχήματα (5), περιλαμβάνει τη χρήση του SIS ως αναπόσπαστου μέρους της στρατηγικής για την επιβολή του νόμου στον τομέα της εγκληματικότητας που σχετίζεται με τα οχήματα.

(4)

Βάσει του άρθρου 101 παράγραφος 1 της σύμβασης Σένγκεν του 1990, η πρόσβαση στα δεδομένα που έχουν καταχωρισθεί στο SIS καθώς και το δικαίωμα της απευθείας αναζήτησής τους επιφυλάσσονται αποκλειστικά υπέρ των αρχών που είναι αρμόδιες για τους συνοριακούς ελέγχους και άλλους αστυνομικούς και τελωνειακούς ελέγχους που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και για το συντονισμό τους.

(5)

Το άρθρο 102 παράγραφος 4 της σύμβασης Σένγκεν του 1990 προβλέπει ότι τα δεδομένα δεν μπορούν καταρχήν να χρησιμοποιηθούν για διοικητικούς σκοπούς.

(6)

Οι υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες στα κράτη μέλη για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων και που έχουν σαφώς ορισθεί για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που εισάγονται στο SIS και αφορούν τα οχήματα με κινητήρα κυλινδρισμού άνω των 50 cc, τα ρυμουλκούμενα και τα τροχόσπιτα με βάρος, χωρίς φορτίο, ανώτερο των 750 κιλών, καθώς και άδειες κυκλοφορίας οχημάτων και αριθμούς πινακίδων κυκλοφορίας που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί, απολεσθεί ή ακυρωθεί, ώστε να μπορούν να ελέγχουν εάν τα οχήματα που τους παρουσιάζονται για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απολεσθεί. Προς τούτο, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν κανόνες που να επιτρέπουν την πρόσβαση των υπηρεσιών αυτών στα εν λόγω δεδομένα και να τους επιτραπεί η χρησιμοποίηση των εν λόγω δεδομένων για τον διοικητικό σκοπό της τακτικής έκδοσης αδειών κυκλοφορίας οχημάτων.

(7)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, σε περίπτωση θετικής ένδειξης, θα λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται στο πλαίσιο του άρθρου 100 παράγραφος 2 της σύμβασης Σένγκεν του 1990.

(8)

Η σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Συμβούλιο της 20 Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενεάς (SIS II) περιέχει ορισμένες σημαντικές ανησυχίες και σκέψεις σχετικά με την ανάπτυξη του SIS, με ιδιαίτερη έμφαση στην πρόσβαση στο SIS των ιδιωτικών φορέων, όπως είναι οι υπηρεσίες έκδοσης άδειας κυκλοφορίας οχημάτων.

(9)

Στον βαθμό που οι υπηρεσίες οι οποίες είναι υπεύθυνες στα κράτη μέλη για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων δεν είναι κρατικές υπηρεσίες, η πρόσβαση στο SIS θα πρέπει να χορηγείται έμμεσα, ήτοι μέσω αρχής όπως μνημονεύεται στο άρθρο 101 παράγραφος 1 της σύμβασης Σένγκεν του 1990 αρμόδιας για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 118 της σύμβασης Σένγκεν του 1990.

(10)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6), καθώς και οι ειδικοί κανόνες της σύμβασης Σένγκεν του 1990 για την προστασία των δεδομένων, οι οποίοι συμπληρώνουν ή διευκρινίζουν τις αρχές που θεσπίζονται με την οδηγία αυτή, εφαρμόζονται στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τις υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες στα κράτη μέλη για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων.

(11)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η χορήγηση πρόσβασης στο SIS σε υπηρεσίες κρατών μελών υπεύθυνες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων, προς διευκόλυνση των καθηκόντων τους βάσει της οδηγίας 1999/37/ΕΚ, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω της φύσεως του SIS ως κοινού συστήματος πληροφοριών, και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί μόνο σε επίπεδο Κοινότητος, η Κοινότητα μπορεί να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς επίτευξη του σκοπού αυτού.

(12)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν επαρκές χρονικό διάστημα εντός του οποίου να λάβουν τα πρακτικά μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(13)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 σημείο Ζ της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17 Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας, για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (7).

(14)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός αποτελεί, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την ενεργοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν που εντάσσονται στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 1 σημείο Ζ της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης 2004/860/ΕΚ του Συμβουλίου (8) για την υπογραφή εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας.

(15)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(16)

Ο παρών κανονισμός αποτελεί πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή σχετίζεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της πράξης προσχώρησης του 2003,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στον τίτλο IV της σύμβασης Σένγκεν του 1990 παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 102α

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 1, το άρθρο 100 παράγραφος 1, το άρθρο 101 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 102 παράγραφοι 1, 4 και 5, οι υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες στα κράτη μέλη για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων, όπως μνημονεύονται στην οδηγία 1999/37/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29 Απριλίου 1999, σχετικά με τα έγγραφα κυκλοφορίας οχημάτων (9), δικαιούνται πρόσβασης στα ακόλουθα δεδομένα που έχουν καταχωρισθεί στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν με μοναδικό σκοπό να ελέγχουν εάν τα οχήματα που τους παρουσιάζονται για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απολεσθεί:

α)

δεδομένα τα οποία αφορούν οχήματα με κινητήρα κυλινδρισμού άνω των 50 cc που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απολεσθεί·

β)

δεδομένα τα οποία αφορούν ρυμουλκούμενα και τροχόσπιτα, με βάρος, χωρίς φορτίο, ανώτερο των 750 κιλών που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απολεσθεί·

γ)

δεδομένα τα οποία αφορούν άδειες κυκλοφορίας οχημάτων και αριθμούς πινακίδων οχημάτων που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί, απολεσθεί ή ακυρωθεί.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους διέπει την πρόσβαση των υπηρεσιών αυτών στα εν λόγω δεδομένα.

2.   Οι υπηρεσίες της παραγράφου 1 που είναι κρατικές δικαιούνται να συμβουλεύονται απευθείας τα δεδομένα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν που μνημονεύονται στην εν λόγω παράγραφο.

Οι υπηρεσίες της παραγράφου 1 που δεν είναι κρατικές υπηρεσίες έχουν πρόσβαση στα δεδομένα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν της εν λόγω παραγράφου μόνο μέσω αρχής όπως μνημονεύεται στο άρθρο 101 παράγραφος 1. Η εν λόγω αρχή δικαιούται να συμβουλεύεται απευθείας τα δεδομένα και να τα διαβιβάζει στις υπηρεσίες αυτές. Το σχετικό κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες και οι εργαζόμενοι σε αυτές υποχρεούνται να τηρούν τους τυχόν περιορισμούς όσον αφορά την επιτρεπτή χρησιμοποίηση των δεδομένων που τους διαβιβάζονται από την αρχή.

3.   Το άρθρο 100 παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται σε αναζήτηση που γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η κοινοποίηση από υπηρεσίες της παραγράφου 1 προς αστυνομικές ή δικαστικές αρχές πληροφοριών που προκύπτουν από αναζήτηση στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν και δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης ποινικού αδικήματος διέπεται από το εθνικό δίκαιο.

4.   Κάθε έτος, αφού ζητήσει τη γνώμη της κοινής εποπτικής αρχής που συστήθηκε βάσει του άρθρου 115 σχετικά με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων, το Συμβούλιο υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Στην έκθεση αυτή περιλαμβάνονται πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση και τα αποτελέσματα εφαρμογής του παρόντος άρθρου και δηλώνεται με ποιόν τρόπο εφαρμόστηκαν οι κανόνες προστασίας των δεδομένων.»

Άρθρο 2

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 11 Ιανουαρίου 2006.

3.   Για τα κράτη μέλη στα οποία οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν σχετικά με το SIS δεν ισχύουν ακόμη, ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθούν σε ισχύ οι εν λόγω διατάξεις για τα κράτη αυτά, όπως ορίζεται στην απόφαση του Συμβουλίου, η οποία εκδόθηκε προς τούτο σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες.

4.   Το περιεχόμενο του παρόντος κανονισμού καθίσταται δεσμευτικό για τη Νορβηγία 270 ημέρες από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις περί κοινοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της συμφωνίας σύνδεσης Σένγκεν με τη Νορβηγία και την Ισλανδία (10), η Νορβηγία κοινοποιεί στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, πριν από την ημερομηνία της παραγράφου 4, ότι πληρούνται οι συνταγματικές απαιτήσεις προκειμένου να δεσμευθεί από το περιεχόμενο του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 6 Ιουλίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. STRAW


(1)  ΕΕ C 110 της 30.4.2004, σ. 1.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1η Απριλίου 2004 (ΕΕ C 103 E της 29.4.2004, σ. 794), κοινή θέση του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ C 111 Ε της 11.5.2005, σ. 19), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28 Απριλίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Ιουνίου 2005.

(3)  ΕΕ L 138 της 1.6.1999, σ. 57· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/127/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 10 της 16.1.2004, σ. 29).

(4)  ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19· σύμβαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 871/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 29).

(5)  ΕΕ L 389 της 30.12.2004, σ. 28.

(6)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31.

(8)  ΕΕ L 370 της 17.12.2004, σ. 78.

(9)  ΕΕ L 138 της 1.6.1999, σ. 57· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/127/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 10 της 16.1.2004, σ. 29).

(10)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.


22.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191/22


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) ΑΡΙΘ. 1161/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6 Ιουλίου 2005

για την κατάρτιση τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

(1)

Το σχέδιο δράσης σχετικά με τις στατιστικές ανάγκες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ), που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ecofin τον Σεπτέμβριο του 2000, τονίζει ότι απαιτείται επειγόντως να δημιουργηθεί ένα περιορισμένο σύνολο τριμηνιαίων λογαριασμών ανά τομέα και ότι οι εν λόγω λογαριασμοί θα πρέπει να είναι διαθέσιμοι εντός 90 ημερών από τη λήξη του αντίστοιχου τριμήνου.

(2)

Η κοινή έκθεση του Συμβουλίου Ecofin και της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχετικά με τις στατιστικές και τους δείκτες της ευρωζώνης, όπως εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ecofin στις 18 Φεβρουαρίου 2003, τονίζει ότι, έως το 2005, θα πρέπει να εφαρμοστούν πλήρως δράσεις υψηλής προτεραιότητας σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα.

(3)

Η ανάλυση των κυκλικών διακυμάνσεων της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της ΟΝΕ απαιτούν μακροοικονομικές στατιστικές για την οικονομική συμπεριφορά των επιμέρους θεσμικών τομέων και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να προκύψουν από τα στοιχεία που συλλέγονται στο επίπεδο του συνόλου της οικονομίας. Υπάρχει, επομένως, ανάγκη παραγωγής τριμηνιαίων λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα, για την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά και για τη ζώνη του ευρώ.

(4)

Η παραγωγή των λογαριασμών αυτών αποτελεί τμήμα του γενικού στόχου κατάρτισης ενός συστήματος ετήσιων και τριμηνιαίων λογαριασμών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη ζώνη του ευρώ. Το σύστημα περιλαμβάνει τα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη και τους χρηματοπιστωτικούς και μη χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς ανά θεσμικό τομέα. Ο σκοπός εν προκειμένω είναι να επιτευχθεί συνοχή μεταξύ όλων αυτών των λογαριασμών και, όσον αφορά τους λογαριασμούς «αλλοδαπής», μεταξύ των στοιχείων του ισοζυγίου πληρωμών και των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών.

(5)

Η κατάρτιση ευρωπαϊκών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα, σύμφωνα με τις αρχές του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας όπως ορίζεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου (3), απαιτεί τη διαβίβαση από τα κράτη μέλη τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκοί λογαριασμοί πρέπει να αντικατοπτρίζουν την οικονομία του ευρωπαϊκού χώρου συνολικά και ενδέχεται να διαφέρουν από την απλή συνάθροιση των λογαριασμών των κρατών μελών. Ειδικότερα, ο στόχος είναι να ληφθούν υπόψη οι συναλλαγές των οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους λογαριασμούς του συγκεκριμένου χώρου (Ευρωπαϊκή Ένωση ή ζώνη του ευρώ, αναλόγως).

(6)

Η παραγωγή ειδικών κοινοτικών στατιστικών διέπεται από τους κανόνες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17 Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (4).

(7)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, εν προκειμένω η κατάρτιση τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ζώνη του ευρώ, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. Ειδικότερα, όταν τα κράτη μέλη έχουν αμελητέα συμβολή στα ευρωπαϊκά συνολικά μεγέθη, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να υποβάλλουν στοιχεία με πλήρεις λεπτομέρειες.

(8)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28 Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5).

(9)

Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής στατιστικού προγράμματος που συστάθηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (6) και της επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών που συστάθηκε με την απόφαση 91/115/ΕΟΚ του Συμβουλίου (7),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Ο παρών κανονισμός παρέχει ένα κοινό πλαίσιο για τη συμβολή των κρατών μελών στην κατάρτιση τριμηνιαίων ευρωπαϊκών μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα.

Άρθρο 2

Διαβίβαση των τριμηνιαίων μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών ανά θεσμικό τομέα

1.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τριμηνιαίους μη χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς ανά θεσμικό τομέα, όπως ορίζεται στο παράρτημα, εκτός, αρχικά, για τις θέσεις P.1, P.2, D.42, D.43, D.44, D.45 και B.4G.

2.   Το χρονοδιάγραμμα για τη διαβίβαση στοιχείων των θέσεων P.1, P.2, D.42, D.43, D.44, D.45 και B.4G, αντίστοιχα, και οποιαδήποτε απόφαση για την κατανομή των συναλλαγών που απαριθμούνται στο παράρτημα ανά αντίστοιχο τομέα εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 8 παράγραφος 2. Η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται αφού υποβάλει έκθεση η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 9.

3.   Τα τριμηνιαία στοιχεία της παραγράφου 1 διαβιβάζονται στην Επιτροπή το αργότερο 90 ημέρες από τη λήξη του τριμήνου στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία. Κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου τριών ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα τριμηνιαία στοιχεία της παραγράφου 1 υποβάλλονται στην Επιτροπή το αργότερο εντός 95 ημερολογιακών ημερών από τη λήξη του τριμήνου στο οποίο αναφέρονται. Οποιαδήποτε αναθεώρηση των στοιχείων προηγούμενων τριμήνων διαβιβάζεται συγχρόνως.

4.   Η προθεσμία διαβίβασης που καθορίζεται στην παράγραφο 3 μπορεί να παραταθεί κατά πέντε ημέρες το πολύ, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 8 παράγραφος 2.

5.   Η πρώτη διαβίβαση των τριμηνιαίων στοιχείων αφορά τα στοιχεία για το τρίτο τρίμηνο του 2005. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα στοιχεία αυτά όχι αργότερα από τις 3 Ιανουαρίου 2006. Η πρώτη διαβίβαση περιλαμβάνει αναδρομικά στοιχεία για τις περιόδους από το πρώτο τρίμηνο του 1999.

Άρθρο 3

Υποχρέωση υποβολής στοιχείων

1.   Όλα τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα στοιχεία που περιγράφονται στο παράρτημα, όσον αφορά τους τομείς «αλλοδαπή» (S.2) και «δημόσιο» (S.13). Ένα κράτος μέλος του οποίου το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τρέχουσες τιμές αντιπροσωπεύει συνήθως ποσοστό άνω του 1 % του αντίστοιχου συνόλου της Κοινότητας διαβιβάζει τα στοιχεία που περιγράφονται στο παράρτημα για όλους τους θεσμικούς τομείς.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει το ποσοστό του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Κοινότητας σε τρέχουσες τιμές που αντιπροσωπεύει συνήθως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ενός κράτους μέλους, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, βάσει του αριθμητικού μέσου των ετήσιων στοιχείων των τελευταίων τριών ετών που έχουν διαβιβάσει τα κράτη μέλη.

3.   Το ποσοστό (1 %) του συνόλου της Κοινότητας που μνημονεύει η παράγραφος 1 μπορεί να αναπροσαρμοστεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 8 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να δεχτεί παρεκκλίσεις από τον παρόντα κανονισμό εάν η εφαρμογή του απαιτεί μείζονες προσαρμογές των εθνικών στατιστικών συστημάτων. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού ή των μέτρων εφαρμογής που εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 8 παράγραφος 2.

Άρθρο 4

Ορισμοί και πρότυπα

Τα πρότυπα, οι ορισμοί, οι ονοματολογίες και οι λογιστικοί κανόνες σχετικά με τα στοιχεία που διαβιβάζονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού είναι αυτά που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 (εφεξής: «κανονισμός ΕΣΛ»).

Άρθρο 5

Πηγές στοιχείων και απαιτήσεις συνοχής

1.   Τα κράτη μέλη συλλέγουν τις πληροφορίες που απαιτούνται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιώντας όλες τις πηγές που θεωρούν σημαντικές, δίδοντας προτεραιότητα στις άμεσες πληροφορίες όπως αυτές από διοικητικές πηγές ή έρευνες επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Όταν δεν μπορούν να συλλεχθούν τέτοιες άμεσες πληροφορίες, ιδίως για τα αναδρομικά στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5, μπορούν να διαβιβάζονται οι καλύτερες δυνατές εκτιμήσεις.

2.   Τα στοιχεία που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού συμφωνούν με τους τριμηνιαίους μη χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς του δημοσίου και τα τριμηνιαία κύρια μακροοικονομικά μεγέθη του συνόλου της οικονομίας που διαβιβάζονται στην Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος διαβίβασης στοιχείων του κανονισμού ΕΣΛ.

3.   Τα τριμηνιαία στοιχεία που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού είναι ευθυγραμμισμένα με τα αντίστοιχα ετήσια στοιχεία που διαβιβάζονται στο πλαίσιο του προγράμματος διαβίβασης στοιχείων του κανονισμού ΕΣΛ.

Άρθρο 6

Πρότυπα ποιότητας και εκθέσεις

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων βελτιώνεται προοδευτικά με στόχο την ικανοποίηση των κοινών προτύπων ποιότητας που θα καθοριστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 8 παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή ενημερωμένη περιγραφή των πηγών, των μεθόδων και των στατιστικών επεξεργασιών που χρησιμοποιούν, εντός ενός έτους από την πρώτη τους διαβίβαση στοιχείων.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις μείζονες μεθοδολογικές ή άλλες αλλαγές που ενδέχεται να επηρεάσουν τα διαβιβαζόμενα στοιχεία, το αργότερο τρεις μήνες από τη θέση σε ισχύ των εν λόγω αλλαγών.

Άρθρο 7

Μέτρα εφαρμογής

Τα μέτρα εφαρμογής καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 8 παράγραφος 2. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν:

α)

καθορισμό του χρονοδιαγράμματος για τη διαβίβαση στοιχείων των θέσεων P.1, P.2, D.42, D.43, D.44, D.45 και B.4G σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2·

β)

απαίτηση κατανομής των συναλλαγών που απαριθμούνται στο παράρτημα ανά αντίστοιχο τομέα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2·

γ)

αναθεώρηση του χρονοδιαγράμματος των τριμηνιαίων διαβιβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4·

δ)

αναπροσαρμογή του ποσοστού (1 %) του συνόλου της Κοινότητας με στόχο τον καθορισμό της υποχρέωσης διαβίβασης στοιχείων για όλους του θεσμικούς τομείς σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3·

ε)

καθορισμός προτύπων ποιότητας των στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

Άρθρο 8

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 9

Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή

Εντός πενταετίας από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του.

Ειδικότερα, η εν λόγω έκθεση:

α)

παρέχει πληροφορίες για την ποιότητα των παραγόμενων στατιστικών·

β)

αξιολογεί τα οφέλη που προκύπτουν για την Κοινότητα, τα κράτη μέλη και τους προμηθευτές και χρήστες στατιστικών πληροφοριών από τις στατιστικές που παράγονται σε σχέση με το κόστος τους·

γ)

εντοπίζει τομείς στους οποίους υπάρχουν περιθώρια βελτιώσεων και τροποποιήσεων που θεωρούνται αναγκαίες με βάση τα αποτελέσματα που προκύπτουν.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 6 Ιουλίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. STRAW


(1)  ΕΕ C 42 της 18.2.2004, σ. 23.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 30 Μαρτίου 2004 (ΕΕ C 103 E της 29.4.2004, σ. 141), κοινή θέση του Συμβουλίου της 8 Μαρτίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26 Μαΐου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1267/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(6)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(7)  ΕΕ L 59 της 6.3.1991, σ. 19.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Διαβίβαση στοιχείων

Image

Image

Image


22.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191/29


ΟΔΗΓΙΑ 2005/32/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6 Ιουλίου 2005

για θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια και για τροποποίηση της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 96/57/ΕΚ και 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2)

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι διαφορές μεταξύ των νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για τον οικολογικό σχεδιασμό των προϊόντων που καταναλώνουν ενέργεια είναι δυνατόν να δημιουργήσουν εμπόδια στο εμπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην Κοινότητα και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθιέρωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών είναι το μόνο μέσο για την πρόληψη των εμποδίων αυτών στο εμπόριο και για την αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού.

(2)

Τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια (στο εξής «ΠΚΕ») αντιπροσωπεύουν μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης φυσικών πόρων και ενέργειας στην Κοινότητα. Έχουν επίσης και ορισμένες άλλες σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Για τη μεγάλη πλειονότητα των κατηγοριών προϊόντων που διατίθενται στην κοινοτική αγορά, είναι δυνατόν να σημειωθούν πολύ διαφορετικοί βαθμοί περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αν και αυτά παρουσιάζουν παρόμοιες λειτουργικές επιδόσεις. Προς το συμφέρον της αειφόρου ανάπτυξης, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η συνεχής βελτίωση του συνολικού περιβαλλοντικού αντίκτυπου αυτών των προϊόντων, κυρίως μέσω της αναγνώρισης των κύριων πηγών αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της αποφυγής μεταφοράς της ρύπανσης, όταν η βελτίωση αυτή δεν συνεπάγεται υπερβολικό κόστος.

(3)

Ο οικολογικός σχεδιασμός των προϊόντων αποτελεί ζωτικό παράγοντα της κοινοτικής στρατηγικής για την ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων. Ως προληπτική προσέγγιση, που αποσκοπεί στη βελτιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων, διατηρώντας ταυτόχρονα τις λειτουργικές τους ιδιότητες, προσφέρει νέες και πραγματικές ευκαιρίες για τους κατασκευαστές, τους καταναλωτές και την κοινωνία στο σύνολό της.

(4)

Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, για την επίτευξη της οποίας μια από τις διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές είναι η αποδοτικότερη τελική χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, θεωρείται ως ουσιαστική συμβολή στην επίτευξη των στόχων για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Κοινότητα. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί την ταχύτερα αναπτυσσόμενη κατηγορία τελικής χρήσης ενέργειας που υπολογίζεται να αυξηθεί εντός των προσεχών 20 έως 30 ετών, εάν δεν ληφθούν μέτρα πολιτικής για να αντιστραφεί η τάση αυτή. Σύμφωνα με το υποβληθέν, από την Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για τις Κλιματικές Αλλαγές (ΕΠΚΑ), είναι εφικτή η σημαντική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Οι κλιματικές αλλαγές αποτελούν μια από τις προτεραιότητες του Έκτου Κοινοτικού προγράμματος δράσης για το Περιβάλλον, όπως καθορίσθηκε με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3). Η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί τον αποτελεσματικότερο από πλευράς κόστους τρόπο ενίσχυσης της ασφάλειας του εφοδιασμού και μείωσης της εξάρτησης από τις εισαγωγές. Συνεπώς, θα πρέπει να θεσπισθούν ουσιαστικά συνοδευτικά μέτρα και στόχοι που αφορούν τη ζήτηση.

(5)

Θα πρέπει να αναληφθεί δράση κατά τη φάση σχεδιασμού του ΠΚΕ, δεδομένου ότι, σε αυτό το στάδιο, καθορίζεται η ρύπανση που θα προκαλέσει το προϊόν σε ολόκληρο τον κύκλο της ζωής του και αυτό το στάδιο αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος του κόστους.

(6)

Θα πρέπει να καταρτισθεί συνεκτικό πλαίσιο για την εφαρμογή των κοινοτικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τα ΠΚΕ, με στόχο να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αυτές και να βελτιωθεί ο συνολικός περιβαλλοντικός αντίκτυπός τους. Οι κοινοτικές αυτές απαιτήσεις θα πρέπει να σέβονται τις αρχές του θεμιτού ανταγωνισμού και του διεθνούς εμπορίου.

(7)

Οι απαιτήσεις του οικολογικού σχεδιασμού θα πρέπει να ορισθούν λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και τις προτεραιότητες του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το Περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, των εφαρμόσιμων στόχων που τίθενται στις αντίστοιχες θεματικές στρατηγικές του προγράμματος αυτού.

(8)

Η παρούσα οδηγία επιδιώκει να επιτύχει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της μείωσης του δυνητικού περιβαλλοντικού αντίκτυπου των ΠΚΕ, γεγονός που τελικά θα ωφελήσει τους καταναλωτές και τους λοιπούς τελικούς χρήστες. Η αειφόρος ανάπτυξη επιβάλλει επίσης τη δέουσα συνεκτίμηση του αντίκτυπου που θα έχουν τα υπό μελέτη μέτρα στον τομέα της υγείας, καθώς και στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των προϊόντων συμβάλλει στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την υγιή οικονομική δραστηριότητα και, συνεπώς, για την αειφόρο ανάπτυξη.

(9)

Αν κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρεί εθνικές διατάξεις λόγω μειζόνων αναγκών που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος ή να εισαγάγει νέες, με βάση νέα επιστημονικά στοιχεία που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, ενόψει προβλήματος το οποίο συντρέχει μόνο στην περίπτωση αυτού του κράτους μέλους και το οποίο έχει ανακύψει μετά τη λήψη των μέτρων εφαρμογής, μπορεί να το πράξει τηρώντας τους όρους του άρθρου 95 παράγραφοι 4, 5 και 6 της συνθήκης, το οποίο προβλέπει ότι προηγείται κοινοποίηση στην Επιτροπή και έγκριση εκ μέρους της.

(10)

Προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα περιβαλλοντικά οφέλη από τον βελτιωμένο σχεδιασμό, μπορεί να είναι χρήσιμο να ενημερώνονται οι καταναλωτές για τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των ΠΚΕ και να τους παρέχονται συμβουλές για τη χρήση του προϊόντος κατά τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον.

(11)

Η προσέγγιση που καθορίζεται στην Πράσινη Βίβλο για την Ολοκληρωμένη Πολιτική Προϊόντων, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό καινοτόμο στοιχείο του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, αποσκοπεί στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προϊόντων καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Αν ληφθεί υπόψη, στο στάδιο του σχεδιασμού, ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος ενός προϊόντος καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες να διευκολυνθεί η βελτίωση του περιβάλλοντος με αποτελεσματικό, σε σχέση προς το κόστος, τρόπο. Θα πρέπει να προβλεφθεί επαρκής ευελιξία ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ενσωμάτωσης του παράγοντος αυτού στον σχεδιασμό του προϊόντος, λαμβανομένων συγχρόνως υπόψη των τεχνικών, λειτουργικών και οικονομικών παραμέτρων.

(12)

Μολονότι είναι επιθυμητή μια σφαιρική προσέγγιση όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιδόσεις, η μείωση των αερίων θερμοκηπίου μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας θα πρέπει να θεωρείται ως πρώτιστος περιβαλλοντικός στόχος μέχρις ότου καταρτισθεί πρόγραμμα εργασίας.

(13)

Μπορεί να είναι αναγκαία και δικαιολογημένη η θέσπιση ειδικών, ποσοτικά προσδιορισμένων απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για ορισμένα προϊόντα ή περιβαλλοντικές πτυχές τους, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού τους αντίκτυπου. Λαμβάνοντας υπόψη την επείγουσα ανάγκη συμβολής στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων που ανελήφθησαν στα πλαίσια του πρωτοκόλλου του Κιότο της σύμβασης- πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές (UNFCCC), και με την επιφύλαξη της ολοκληρωμένης προσέγγισης που προωθεί η παρούσα οδηγία, θα πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στα μέτρα με υψηλή δυνατότητα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με χαμηλό κόστος. Τα μέτρα αυτά μπορούν επίσης να συμβάλλουν στην αειφόρο χρήση των πόρων και να συνεισφέρουν σημαντικά στο δεκαετές πλαίσιο προγραμμάτων για τη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση που συμφωνήθηκε στην παγκόσμια σύνοδο κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ, τον Σεπτέμβριο του 2002.

(14)

Ως γενική αρχή, η κατανάλωση ενέργειας των ΠΚΕ σε λειτουργία αναμονής ή εκτός λειτουργίας πρέπει να μειωθεί στο ελάχιστο αναγκαίο για την κανονική λειτουργία τους.

(15)

Ενώ τα διαθέσιμα στην αγορά προϊόντα ή τεχνολογίες με τις καλύτερες επιδόσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων διατίθενται στις διεθνείς αγορές, πρέπει να λαμβάνονται ως σημεία αναφοράς, το επίπεδο των απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού θα πρέπει να καθορίζεται βάσει τεχνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών αναλύσεων. Η ευελιξία στη μέθοδο καθορισμού του επιπέδου των απαιτήσεων μπορεί να διευκολύνει την ταχεία βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων. Κατά τις αναλύσεις αυτές, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη και η ενεργός συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών. Η θέσπιση υποχρεωτικών μέτρων απαιτεί την πραγματοποίηση κατάλληλων διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερομένους. Οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούν να αναδείξουν την ανάγκη για σταδιακή θέσπιση απαιτήσεων ή για λήψη μεταβατικών μέτρων. Ο καθορισμός ενδιάμεσων στόχων αυξάνει την προβλεψιμότητα της πολιτικής, επιτρέπει την προσαρμογή του κύκλου ανάπτυξης του προϊόντος και διευκολύνει τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό των ενδιαφερομένων.

(16)

Θα πρέπει να δίδεται προτεραιότητα σε εναλλακτικούς τρόπους δράσης, όπως η αυτορρύθμιση από τη βιομηχανία, όταν η δράση αυτή είναι πιθανόν να εξασφαλίζει την επίτευξη των στόχων πολιτικής ταχύτερα ή με χαμηλότερο κόστος απ' ό, τι οι υποχρεωτικές απαιτήσεις. Εάν οι δυνάμεις της αγοράς δεν κινηθούν προς τη σωστή κατεύθυνση ή με αποδεκτή ταχύτητα, μπορεί να χρειασθεί η λήψη νομοθετικών μέτρων.

(17)

Η αυτορρύθμιση, συμπεριλαμβανομένων των εθελοντικών συμφωνιών ως μονομερών δεσμεύσεων της βιομηχανίας, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη ταχείας προόδου λόγω ταχείας και οικονομικής εφαρμογής, και επιτρέπει την προσαρμογή σε τεχνολογικές επιλογές και ευαισθησίες της αγοράς με ευέλικτο και κατάλληλο τρόπο.

(18)

Για την αξιολόγηση των εθελοντικών συμφωνιών ή άλλων μέτρων αυτορρύθμισης που προτείνονται ως εναλλακτικές δυνατότητες αντί των μέτρων εφαρμογής πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για τα εξής τουλάχιστον ζητήματα: ανοικτός χαρακτήρας της συμμετοχής, προστιθέμενη αξία, αντιπροσωπευτικότητα, ποσοτικά εκπεφρασμένοι και σταδιακώς εφαρμοζόμενοι στόχοι, συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, επίβλεψη και σύνταξη αναφορών, σχέση κόστους-ωφέλειας στη διαχείριση αυτορρυθμιζόμενης πρωτοβουλίας και βιωσιμότητα.

(19)

Το κεφάλαιο 6 της ανακοίνωσης περιβαλλοντικών συμφωνιών σε κοινοτικό επίπεδο στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την απλούστευση και βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος της Επιτροπής μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό κατά την αξιολόγηση της αυτορρύθμισης από τη βιομηχανία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

(20)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνει την ένταξη της αρχής του οικολογικού σχεδιασμού στο πλαίσιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Η ένταξη αυτή μπορεί να διευκολυνθεί από την ευρεία διαθεσιμότητα και την εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τον αειφόρο χαρακτήρα των προϊόντων τους.

(21)

Τα ΠΚΕ που συνάδουν με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού οι οποίες καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να φέρουν τη σήμανση «CE» και συναφή πληροφοριακά στοιχεία, προκειμένου να μπορούν να διατίθενται στην εσωτερική αγορά και να κυκλοφορούν ελεύθερα. Η αυστηρή επιβολή των μέτρων εφαρμογής είναι απαραίτητη ώστε να διασφαλίζεται η μείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου των ΠΚΕ που υπόκεινται στη ρύθμιση και να εξασφαλίζεται ο θεμιτός ανταγωνισμός.

(22)

Κατά την κατάρτιση των μέτρων εφαρμογής και του προγράμματος εργασίας της, η Επιτροπή θα πρέπει να διαβουλεύεται με τους αντιπροσώπους των κρατών μελών καθώς και με τα ενδιαφερόμενα μέρη από την ομάδα του προϊόντος, όπως η βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ και των βιοτεχνιών, των συνδικαλιστικών ενώσεων, των εμπόρων, των εισαγωγέων, των ομάδων προστασίας του περιβάλλοντος και των ενώσεων καταναλωτών.

(23)

Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την υφιστάμενη εθνική περιβαλλοντική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τις τοξικές ουσίες, που κατά τη δεδηλωμένη εκτίμηση των κρατών μελών θα πρέπει να διατηρείται, χωρίς να μειώνονται τα υφιστάμενα και δικαιολογημένα επίπεδα προστασίας στα κράτη μέλη.

(24)

Θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις ενότητες και τους κανόνες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στις οδηγίες τεχνικής εναρμόνισης και που καθορίζονται από την απόφαση 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22 Ιουλίου 1993, για τις ενότητες που αφορούν τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας και τους κανόνες επίθεσης και χρήσης της σήμανσης πιστότητας «CE» που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στις οδηγίες τεχνικής εναρμόνισης (4).

(25)

Οι αρχές επιτήρησης θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που σχεδιάζονται εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να βελτιωθεί η επιτήρηση της αγοράς. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να αξιοποιεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνιών και τα σχετικά κοινοτικά προγράμματα. Η ανταλλαγή πληροφοριών για περιβαλλοντικές επιδόσεις και επιτεύξεις κύκλου ζωής των διαφόρων σχεδιαστικών λύσεων θα πρέπει να διευκολύνεται. Η σώρευση και η διάδοση των γνώσεων που παράγονται από τις προσπάθειες οικολογικού σχεδιασμού των κατασκευαστών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οφέλη της παρούσας οδηγίας.

(26)

Αρμόδιος φορέας είναι συνήθως ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας τον οποίο έχουν ορίσει οι δημόσιες αρχές και διαθέτει τα αναγκαία εχέγγυα αμεροληψίας και τεχνικής εμπειρίας για τον έλεγχο της συμμόρφωσης ενός προϊόντος με τα ισχύοντα μέτρα εφαρμογής.

(27)

Δεδομένης της σημασίας της αποφυγής παραβιάσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν τα αναγκαία μέσα για την αποτελεσματική επίβλεψη της αγοράς.

(28)

Όσον αφορά την κατάρτιση και την ενημέρωση των ΜΜΕ στον οικολογικό σχεδιασμό, μπορεί να είναι σκόπιμη η εξέταση συνοδευτικών δραστηριοτήτων.

(29)

Είναι προς το συμφέρον της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς να υπάρχουν πρότυπα που να έχουν εναρμονισθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Όταν έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα στοιχεία ενός τέτοιου προτύπου, η συμμόρφωση με το εν λόγω πρότυπο θα πρέπει να συνιστά τεκμήριο συμμόρφωσης με τις αντίστοιχες απαιτήσεις που καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής τα οποία θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας, αν και θα πρέπει να επιτρέπονται και άλλα μέτρα απόδειξης της εν λόγω συμμόρφωσης.

(30)

Ένας από τους κύριους ρόλους των εναρμονισμένων προτύπων θα πρέπει να είναι η βοήθεια των κατασκευαστών κατά την εφαρμογή των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα πρότυπα αυτά θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστικό ρόλο στην καθιέρωση μεθόδων μέτρησης και δοκιμών. Στην περίπτωση γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, τα εναρμονισμένα πρότυπα θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στην καθοδήγηση των κατασκευαστών όσον αφορά την καθιέρωση του οικολογικού προφίλ των προϊόντων τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Τα πρότυπα αυτά θα πρέπει να αναφέρουν σαφώς τη σχέση των ρητρών τους με τις αντίστοιχες απαιτήσεις. Τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν θα πρέπει να έχουν ως σκοπό τον καθορισμό ορίων για περιβαλλοντικές πτυχές.

(31)

Όσον αφορά τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στην παρούσα οδηγία, η παραπομπή σε σχετικά διεθνή πρότυπα, όπως το ISO 14040, είναι χρήσιμη.

(32)

Η παρούσα οδηγία συνάδει με ορισμένες αρχές για την εφαρμογή της νέας προσέγγισης, κατά τα οριζόμενα στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 7 Μαΐου 1985, για νέα προσέγγιση στο θέμα της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης (5), και της παραπομπής σε εναρμονισμένα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 28 Οκτωβρίου 1999, για τον ρόλο της τυποποίησης στην Ευρώπη (6) συνέστησε στην Επιτροπή να εξετάσει εάν η αρχή της νέας προσέγγισης θα μπορούσε να επεκταθεί, ως μέσο βελτίωσης και απλούστευσης της νομοθεσίας, και σε τομείς που δεν καλύπτονται ακόμη, όπου αυτό είναι δυνατόν.

(33)

Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει ισχύουσες κοινοτικές πράξεις, όπως η οδηγία 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1992, για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων των οικιακών συσκευών με την επισήμανση και την παροχή ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα (7), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1980/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17 Ιουλίου 2000, περί αναθεωρημένου κοινοτικού συστήματος απονομής οικολογικού σήματος (8), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2422/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Νοεμβρίου 2001, σχετικά με κοινοτικό πρόγραμμα επισήμανσης ενεργειακής απόδοσης για γραφειακό εξοπλισμό (9), η οδηγία 2002/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27 Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (10), η οδηγία 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27 Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (11) και η οδηγία 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27 Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων (12). Οι συνέργειες μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των ισχυουσών κοινοτικών πράξεων θα πρέπει να συμβάλλουν στην αύξηση του αντίστοιχου αντίκτυπου τους και στη θέσπιση συνεκτικών απαιτήσεων τις οποίες πρέπει να εφαρμόζουν οι κατασκευαστές.

(34)

Δεδομένου ότι η οδηγία 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21 Μαΐου 1992, σχετικά με τις απαιτήσεις απόδοσης για τους νέους λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα (13), η οδηγία 96/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3 Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με τις απαιτήσεις για την ενεργειακή απόδοση των οικιακών ηλεκτρικών ψυγείων, καταψυκτών και συνδυασμών τους (14) και η οδηγία 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18 Σεπτεμβρίου 2000, σχετικά με τις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για τα στραγγαλιστικά πηνία που προορίζονται για τους λαμπτήρες φθορισμού (15), περιέχουν ήδη διατάξεις για την αναθεώρηση των απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης, αυτές θα πρέπει να ενσωματωθούν στο παρόν πλαίσιο.

(35)

Η οδηγία 92/42/ΕΟΚ προβλέπει ένα σύστημα επισήμανσης βάσει αστέρων προκειμένου να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα ενεργειακά χαρακτηριστικά των λεβήτων. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη και η βιομηχανία συμφωνούν ότι το σύστημα επισήμανσης βάσει αστέρων αποδείχθηκε ότι δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, η οδηγία 92/42/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ανοίξει ο δρόμος για πιο αποτελεσματικά συστήματα.

(36)

Οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στην οδηγία 78/170/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13 Φεβρουαρίου 1978, περί λειτουργίας των μονάδων παραγωγής θερμότητας για τη θέρμανση χώρων και την παραγωγή ζεστού νερού σε υπάρχοντα και σε νέα μη βιομηχανικά κτίρια καθώς και περί της μονώσεως του δικτύου διανομής ζεστού νερού οικιακής χρήσεως στα νέα μη βιομηχανικά κτίρια (16) έχουν αντικατασταθεί από τις διατάξεις της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ, της οδηγίας 90/396/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29 Ιουνίου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές αερίου (17) και της οδηγίας 2002/91/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16 Δεκεμβρίου 2002, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (18). Κατά συνέπεια, η οδηγία 78/170/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(37)

Η οδηγία 86/594/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1η Δεκεμβρίου 1986, που αφορά τον από αέρος μεταφερόμενο θόρυβο που εκπέμπουν οι οικιακές συσκευές (19) καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τον θόρυβο που εκπέμπουν αυτές οι συσκευές και προβλέπει διαδικασία για τον προσδιορισμό του επιπέδου του θορύβου. Για σκοπούς εναρμόνισης, οι εκπομπές θορύβου θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων. Εφόσον η παρούσα οδηγία προβλέπει μια τέτοια ολοκληρωμένη προσέγγιση, η οδηγία 86/594/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(38)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28 Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (20).

(39)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τις κυρώσεις που θα επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(40)

Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (21), ορίζεται ότι το Συμβούλιο παροτρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση, και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι θα αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία των οδηγιών με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.

(41)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση της απαίτησης για επίτευξη κατάλληλου επιπέδου περιβαλλοντικών επιδόσεων από τα προϊόντα, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου,

(42)

Η Επιτροπή των Περιφερειών δεν έδωσε τη γνώμη της, αν και της ζητήθηκε,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει ένα πλαίσιο για τη θέσπιση κοινοτικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια, προκειμένου να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών στην εσωτερική αγορά.

2.   Η παρούσα οδηγία προβλέπει τη θέσπιση απαιτήσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια τα οποία καλύπτονται από μέτρα εφαρμογής, προκειμένου τα εν λόγω προϊόντα να διατίθενται στην αγορά ή/και να τίθενται σε λειτουργία. Συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη αυξάνοντας την ενεργειακή απόδοση και το επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα μέσα μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων.

4.   Η παρούσα οδηγία και τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται δυνάμει αυτής ισχύουν υπό την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τη διαχείριση αποβλήτων, και της κοινοτικής νομοθεσίας περί χημικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης της κοινοτικής νομοθεσίας περί φθοριωμένων αερίων θερμοκηπίων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«προϊόν που καταναλώνει ενέργεια (ΠΚΕ)»: το προϊόν το οποίο, αφού διατεθεί στην αγορά ή/και τεθεί σε λειτουργία, εξαρτάται από την κατανάλωση ενέργειας (ηλεκτρική ενέργεια, ορυκτά καύσιμα και ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές) για να λειτουργήσει σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, καθώς και το προϊόν το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση της ενέργειας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημάτων που εξαρτώνται από την κατανάλωση ενέργειας και προορίζονται να ενσωματωθούν σε ΠΚΕ που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, και τα οποία διατίθενται στην αγορά ή/και τίθενται σε λειτουργία ως μεμονωμένα εξαρτήματα για τελικούς χρήστες, και των οποίων οι περιβαλλοντικές επιδόσεις μπορούν να αξιολογούνται με ανεξάρτητο τρόπο·

2.

«κατασκευαστικά στοιχεία και υπομονάδες συναρμολόγησης»: εξαρτήματα που προορίζονται να ενσωματωθούν σε ΠΚΕ και τα οποία δεν διατίθενται στην αγορά ή/και τίθενται σε λειτουργία ως μεμονωμένα εξαρτήματα για τελικούς χρήστες ή οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των οποίων δεν μπορούν να αξιολογούνται με ανεξάρτητο τρόπο,

3.

«μέτρα εφαρμογής»: μέτρα που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τα οποία θεσπίζουν απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για συγκεκριμένα ΠΚΕ ή για ορισμένες περιβαλλοντικές πτυχές τους·

4.

«διάθεση στην αγορά»: κυκλοφορία, για πρώτη φορά, ΠΚΕ στην κοινοτική αγορά, με στόχο τη διανομή ή τη χρήση του στην Κοινότητα, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν, και ανεξάρτητα από την τεχνική πώλησης·

5.

«θέση σε λειτουργία»: η πρώτη χρήση ΠΚΕ από τον εντός της Κοινότητας τελικό χρήστη προς τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται·

6.

«κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ΠΚΕ τα οποία εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία και είναι υπεύθυνο για τη συμμόρφωσή τους με αυτή, ενόψει της διάθεσής τους στην αγορά ή/και της θέσης τους σε λειτουργία με τη δική του επωνυμία ή το δικό του σήμα ή για δική του χρήση. Εάν δεν υπάρχει κατασκευαστής κατά τα οριζόμενα στην πρώτη πρόταση, ή εισαγωγέας κατά την έννοια του σημείου 8, οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει στην αγορά ή/και θέτει σε λειτουργία ΠΚΕ τα οποία εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία θεωρείται κατασκευαστής·

7.

«εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Κοινότητα, το οποίο έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να διεκπεραιώνει, εξ ονόματός του, όλες ή ορισμένες από τις υποχρεώσεις και διατυπώσεις που συνδέονται με την παρούσα οδηγία·

8.

«εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Κοινότητα που διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην κοινοτική αγορά στο πλαίσιο των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων·

9.

«υλικά»: όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής των ΠΚΕ·

10.

«σχεδιασμός προϊόντος»: το σύνολο των διαδικασιών που μετατρέπουν τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί το προϊόν από απόψεως νομικής, τεχνικής, ασφαλείας, λειτουργίας, αγοράς ή άλλης σε τεχνικές προδιαγραφές ενός ΠΚΕ·

11.

«περιβαλλοντική πτυχή»: στοιχείο ή λειτουργία ενός ΠΚΕ που μπορεί να αλληλεπιδράσει με το περιβάλλον κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής του·

12.

«περιβαλλοντικός αντίκτυπος»: κάθε μεταβολή στο περιβάλλον η οποία προκύπτει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ΠΚΕ κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής του·

13.

«κύκλος ζωής»: τα διαδοχικά και αλληλοσυνδεόμενα στάδια ενός ΠΚΕ, από τη χρήση της πρώτης ύλης έως την τελική διάθεσή του·

14.

«επαναχρησιμοποίηση»: κάθε ενέργεια με την οποία ένα ΠΚΕ ή εξαρτήματά του, που έχουν φτάσει στο τέλος της πρώτης χρήσης τους, χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό για τον οποίο σχεδιάσθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς χρήσης ενός ΠΚΕ το οποίο επιστρέφεται σε σημεία συλλογής, διανομείς, φορείς ανακύκλωσης ή κατασκευαστές, καθώς και της επαναχρησιμοποίησης ενός ΠΚΕ μετά από ανακαίνιση·

15.

«ανακύκλωση»: η επανεπεξεργασία αποβλήτων στα πλαίσια μιας διαδικασίας παραγωγής για τον αρχικό σκοπό ή για άλλους σκοπούς, όχι όμως για την ανάκτηση ενέργειας·

16.

«ανάκτηση ενέργειας»: κάθε χρήση καυσίμων αποβλήτων ως μέσων παραγωγής ενέργειας μέσω της άμεσης καύσης με ή χωρίς άλλα απόβλητα αλλά με ανάκτηση της θερμότητας·

17.

«ανάκτηση»: κάθε εφαρμοστέα ενέργεια που προβλέπεται στο παράρτημα II B της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15 Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (22)·

18.

«απόβλητο»: κάθε ουσία ή αντικείμενο των κατηγοριών που ορίζονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ την οποία ο κάτοχος απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει·

19.

«επικίνδυνο απόβλητο»: κάθε απόβλητο που εμπίπτει στο άρθρο 1, παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12 Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (23)·

20.

«οικολογικό προφίλ»: περιγραφή, σύμφωνα με το εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής για το συγκεκριμένο ΠΚΕ, των εισροών και εκροών (όπως πρώτες ύλες, εκπομπές και απόβλητα) που συνδέονται με ένα ΠΚΕ καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του και που είναι σημαντικές από την άποψη του περιβαλλοντικού αντίκτυπου του και εκφράζονται σε φυσικά μεγέθη τα οποία μπορούν να μετρηθούν·

21.

«περιβαλλοντικές επιδόσεις» ενός ΠΚΕ: τα αποτελέσματα της εκ μέρους του κατασκευαστή διαχείρισης των περιβαλλοντικών πτυχών του ΠΚΕ, όπως αντικατοπτρίζονται στον φάκελο τεχνικών προδιαγραφών·

22.

«βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων»: η διαδικασία βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων ενός ΠΚΕ, κατά τη διάρκεια διαδοχικών γενεών του, αν και όχι κατ' ανάγκην για όλες τις περιβαλλοντικές πτυχές του προϊόντος ταυτοχρόνως·

23.

«οικολογικός σχεδιασμός»: η ένταξη των περιβαλλοντικών πτυχών στο σχεδιασμό του προϊόντος με στόχο τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων του ΠΚΕ καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του·

24.

«απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού»: κάθε απαίτηση που αφορά ένα ΠΚΕ ή τον σχεδιασμό ενός ΠΚΕ, σκοπός της οποίας είναι η βελτίωση των περιβαλλοντικών του επιδόσεων, ή κάθε απαίτηση παροχής πληροφοριών για τις περιβαλλοντικές πτυχές ενός ΠΚΕ·

25.

«γενική απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού»: κάθε απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού που βασίζεται στο οικολογικό προφίλ συνολικά και που δεν θέτει συγκεκριμένες οριακές τιμές για συγκεκριμένες περιβαλλοντικές πτυχές·

26.

«ειδική απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού»: μια ποσοτικοποιημένη και μετρήσιμη απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού που αφορά μια συγκεκριμένη περιβαλλοντική πτυχή ενός ΠΚΕ, όπως η κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρήση, υπολογιζόμενη για δεδομένη μονάδα επίδοσης·

27.

«εναρμονισμένο πρότυπο»: τεχνική προδιαγραφή που εκδίδεται από αναγνωρισμένο φορέα τυποποίησης βάσει εντολής της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (24), με σκοπό τη θέσπιση ευρωπαϊκής απαίτησης, η συμμόρφωση με την οποία δεν είναι υποχρεωτική.

Άρθρο 3

Διάθεση στην αγορά ή/και θέση σε λειτουργία

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα ΠΚΕ που καλύπτονται από μέτρα εφαρμογής μπορούν να διατίθενται στην αγορά ή/και να τίθενται σε λειτουργία μόνο εάν έχουν συμμορφωθεί με τα εν λόγω μέτρα και φέρουν τη σήμανση CE σύμφωνα με το άρθρο 5.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την επιτήρηση της αγοράς. Φροντίζουν ώστε οι εν λόγω αρχές να διαθέτουν και να χρησιμοποιούν τις απαραίτητες εξουσίες, προκειμένου να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τα οποία είναι αρμόδιες δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα καθήκοντα, τις εξουσίες και τις οργανωτικής φύσεως ρυθμίσεις των αρμόδιων αρχών. Οι αρχές αυτές δύνανται:

i)

να οργανώνουν κατάλληλους ελέγχους συμμόρφωσης των ΠΚΕ, σε κατάλληλη κλίμακα, και να υποχρεώνουν τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του να αποσύρει από την αγορά μη συμμορφούμενα προϊόντα ΠΚΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7,

ii)

να απαιτούν την παροχή όλων των αναγκαίων πληροφοριών εκ μέρους των ενδιαφερομένων, όπως ορίζεται στα μέτρα εφαρμογής,

iii)

να λαμβάνουν δείγματα των προϊόντων και να τα υποβάλλουν σε ελέγχους συμμόρφωσης.

3.   Τα κράτη μέλη τηρούν ενήμερη την Επιτροπή ως προς τα αποτελέσματα της επιτήρησης της αγοράς, και, οσάκις ενδείκνυται, η Επιτροπή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στα υπόλοιπα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται η δυνατότητα στους καταναλωτές και τους λοιπούς ενδιαφερομένους να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά με τη συμμόρφωση των προϊόντων στις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 4

Ευθύνες του εισαγωγέα

Όταν ο παραγωγός δεν είναι εγκατεστημένος εντός της Κοινότητας και δεν υπάρχει εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, η υποχρέωση:

να διασφαλίζει ότι το ΠΚΕ το οποίο διαθέτει στην αγορά ή θέτει σε λειτουργία συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία και τα ισχύοντα μέτρα εφαρμογής,

να έχει διαθέσιμη τη δήλωση συμμόρφωσης και την τεχνική τεκμηρίωση,

βαρύνει τον εισαγωγέα.

Άρθρο 5

Σήμανση και δήλωση συμμόρφωσης

1.   Πριν από τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής, τοποθετείται στο προϊόν η σήμανση συμμόρφωσης CE και εκδίδεται δήλωση συμμόρφωσης, με την οποία ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του διασφαλίζει και δηλώνει ότι το ΠΚΕ έχει συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

2.   Η σήμανση συμμόρφωσης CE αποτελείται από τα αρχικά «CE», όπως ορίζεται στο παράρτημα III.

3.   Η δήλωση συμμόρφωσης περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα VI και παραπέμπει στο εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής.

4.   Η τοποθέτηση στο ΠΚΕ σημάτων που ενδέχεται να παραπλανήσουν τους χρήστες ως προς την έννοια ή τη μορφή της σήμανσης CE απαγορεύεται.

5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με το μέρος 2 του παραρτήματος Ι να είναι διατυπωμένες στην ή τις επίσημες γλώσσες τους, όταν το ΠΚΕ φθάνει στον τελικό χρήστη.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν επίσης την παροχή των εν λόγω πληροφοριών σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες κοινοτικές γλώσσες.

Κατά την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδίως υπόψη:

α)

τη δυνατότητα παροχής των πληροφοριών με εναρμονισμένα σύμβολα ή αναγνωρισμένους κωδικούς ή άλλα μέτρα·

β)

το είδος των χρηστών που προβλέπεται να χρησιμοποιήσουν το ΠΚΕ και τη φύση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται.

Άρθρο 6

Ελεύθερη κυκλοφορία

1.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν, για λόγους απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού που αφορούν τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, μέρος 1, οι οποίες καλύπτονται από το εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής, τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία στο έδαφός τους ενός ΠΚΕ, που έχει συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής και φέρει τη σήμανση CE σύμφωνα με το άρθρο 5.

2.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν, για λόγους απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού που αφορούν τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, μέρος 1, ενός ΠΚΕ που φέρει τη σήμανση CE σύμφωνα με το άρθρο 5, για το οποίο το εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής δεν προβλέπει απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού.

3.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν την παρουσίαση, π.χ. σε εμπορικές εκθέσεις και επιδείξεις, ΠΚΕ τα οποία δεν συμφωνούν με τις διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, υπό την προϋπόθεση να υπάρχει ορατή ένδειξη σύμφωνα με την οποία δεν διατίθενται στην αγορά/τίθενται σε λειτουργία έως ότου συμμορφωθούν με τις διατάξεις αυτές.

Άρθρο 7

Ρήτρα διασφάλισης

1.   Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι ένα ΠΚΕ που φέρει την αναφερόμενη στο άρθρο 5 σήμανση CE και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται δεν έχει συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του υποχρεούται να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση του ΠΚΕ με τις διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής ή/και με τη σήμανση CE και να θέτει τέρμα στην παράβαση σύμφωνα με τους όρους που θέτει το κράτος μέλος.

Όταν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι ΠΚΕ ενδέχεται να μη συμμορφώνεται, το κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, τα οποία, αναλόγως της βαρύτητας της μη συμμόρφωσης, μπορεί να φθάνουν και στην απαγόρευση της διάθεσης του ΠΚΕ στην αγορά, μέχρι να αποδειχθεί η συμμόρφωση.

Αν η μη συμμόρφωση συνεχίζεται, το κράτος μέλος αποφασίζει να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διάθεση του εν λόγω ΠΚΕ στην αγορά ή/και τη θέση του σε λειτουργία ή διασφαλίζει την απόσυρσή του από την αγορά.

Σε περιπτώσεις απαγόρευσης ή απόσυρσης από την αγορά, ενημερώνονται αμέσως η Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

2.   Κάθε απόφαση η οποία λαμβάνεται από κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και η οποία περιορίζει ή απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ενός ΠΚΕ, αναφέρει με ακρίβεια τους λόγους στους οποίους βασίζεται.

Η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται αμέσως στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος συγχρόνως ενημερώνεται για τα ένδικα μέσα που διαθέτει δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος και για τις προθεσμίες άσκησης των μέσων αυτών.

3.   Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει της παραγράφου 1, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους και, ιδίως, διευκρινίζοντας αν η μη συμμόρφωση οφείλεται:

α)

στη μη πλήρωση των απαιτήσεων του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής·

β)

στην εσφαλμένη εφαρμογή των εναρμονισμένων προτύπων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 2·

γ)

σε ελλείψεις των εναρμονισμένων προτύπων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή αρχίζει αμελλητί διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, και μπορεί να ζητά τεχνικές συμβουλές από ανεξάρτητους εξωτερικούς εμπειρογνώμονες.

Μετά τις διαβουλεύσεις αυτές, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος το οποίο έλαβε την απόφαση και τα άλλα κράτη μέλη για τις απόψεις της.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η απόφαση δεν είναι δικαιολογημένη, ενημερώνει αμέσως σχετικά τα κράτη μέλη.

5.   Όταν η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου βασίζεται σε έλλειψη του εναρμονισμένου προτύπου, η Επιτροπή κινεί αμέσως τη διαδικασία του άρθρου 10 παράγραφοι 2, 3 και 4. Η Επιτροπή ενημερώνει συγχρόνως την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1.

6.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εγγυηθούν, όταν αυτό δικαιολογείται, την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που παρέχονται κατά τη διαδικασία αυτήν.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιοποιούνται με διαφανή τρόπο.

8.   Η γνώμη της Επιτροπής για τις αποφάσεις αυτές δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Αξιολόγηση συμμόρφωσης

1.   Πριν από τη διάθεση στην αγορά ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής, ή/και τη θέση ενός ΠΚΕ σε λειτουργία, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του μεριμνά για τη διενέργεια αξιολόγησης σχετικά με τη συμμόρφωση του ΠΚΕ με όλες τις οικείες απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

2.   Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης διευκρινίζονται από τα μέτρα εφαρμογής και αφήνουν στους κατασκευαστές τη δυνατότητα να επιλέγουν μεταξύ του εσωτερικού ελέγχου σχεδιασμού, που αναφέρεται στο παράρτημα ΙV, και του συστήματος διαχείρισης, που αναφέρεται στο παράρτημα V. Όταν είναι δεόντως δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον κίνδυνο, η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης επιλέγεται μεταξύ των σχετικών ενοτήτων που περιγράφονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ.

Όταν ένα κράτος μέλος έχει ισχυρές ενδείξεις ενδεχόμενης μη συμμόρφωσης ΠΚΕ, το εν λόγω κράτος μέλος δημοσιεύει το ταχύτερο δυνατόν τεκμηριωμένη αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ΠΚΕ, την οποία μπορεί να διεξαγάγει αρμόδιος φορέας, ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη διορθωτική επέμβαση, εφόσον απαιτείται.

Αν ένα ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής έχει σχεδιασθεί από οργανισμό καταχωρημένο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19 Μαρτίου 2001, για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) (25) και η σχεδιαστική λειτουργία περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής αυτής της καταχώρισης, το σύστημα διαχείρισης αυτού του οργανισμού τεκμαίρεται ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V της παρούσας οδηγίας.

Αν ένα ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής έχει σχεδιασθεί από οργανισμό ο οποίος διαθέτει σύστημα διαχείρισης που περιλαμβάνει τη λειτουργία του σχεδιασμού του προϊόντος και το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με εναρμονισμένα πρότυπα, οι αριθμοί αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό το σύστημα διαχείρισης τεκμαίρεται ότι έχει συμμορφωθεί με τις αντίστοιχες απαιτήσεις του παραρτήματος V.

3.   Μετά τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του διατηρεί, για διενέργεια επιθεώρησης, επί χρονικό διάστημα 10 ετών μετά την κατασκευή του τελευταίου ΠΚΕ, τα σχετικά έγγραφα που αφορούν τη διενεργηθείσα αξιολόγηση συμμόρφωσης, καθώς και τις δηλώσεις συμμόρφωσης που εκδόθηκαν.

Τα σχετικά έγγραφα τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους εντός 10 ημερών μετά την παραλαβή σχετικού αιτήματος.

4.   Τα έγγραφα που αφορούν την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και τη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 5 συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας.

Άρθρο 9

Τεκμήριο συμμόρφωσης

1.   Τα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα ΠΚΕ που φέρουν την αναφερόμενη στο άρθρο 5 σήμανση CE έχουν συμμορφωθεί με τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

2.   Τα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα ΠΚΕ για τα οποία έχουν εφαρμοσθεί εναρμονισμένα πρότυπα, οι αριθμοί αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής στο οποίο αναφέρονται τα εν λόγω πρότυπα.

3.   Τα ΠΚΕ στα οποία έχει απονεμηθεί το κοινοτικό οικολογικό σήμα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1980/2000 τεκμαίρεται ότι έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το οικολογικό σήμα.

4.   Για τους σκοπούς της τεκμαιρόμενης συμμόρφωσης στα πλαίσια της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 παράγραφος 2, μπορεί να αποφασίζει ότι και άλλα οικολογικά σήματα πληρούν ισοδύναμους όρους με το κοινοτικό οικολογικό σήμα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1980/2000. Τα ΠΚΕ στα οποία έχουν απονεμηθεί τέτοια οικολογικά σήματα, τεκμαίρεται ότι έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το οικολογικό σήμα.

Άρθρο 10

Εναρμονισμένα πρότυπα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, κατά το δυνατόν, για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων ώστε να καθίσταται δυνατή η διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη σε εθνικό επίπεδο σχετικά με τη διαδικασία κατάρτισης και παρακολούθησης των εναρμονισμένων προτύπων.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα, η εφαρμογή των οποίων τεκμαίρεται ότι πληροί τις ειδικές διατάξεις ενός εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις εν λόγω διατάξεις, το οικείο κράτος μέλος ή η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τη μόνιμη επιτροπή που συστάθηκε με το άρθρο 5 της οδηγίας 98/34/ΕΚ, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της κατεπειγόντως.

3.   Υπό το πρίσμα της γνώμης της εν λόγω επιτροπής, η Επιτροπή αποφασίζει να δημοσιεύσει, να μη δημοσιεύσει, να δημοσιεύσει με περιορισμό, να διατηρήσει ή να αποσύρει τις αναφορές των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Η Επιτροπή ενημερώνει τον οικείο ευρωπαϊκό φορέα τυποποίησης και, αν χρειάζεται, εκδίδει νέα εντολή με σκοπό την αναθεώρηση των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων.

Άρθρο 11

Απαιτήσεις για τα κατασκευαστικά στοιχεία και τις υπομονάδες συναρμολόγησης

Τα μέτρα εφαρμογής δύνανται να απαιτούν από τους κατασκευαστές ή τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους τους οι οποίοι διαθέτουν στην αγορά ή/και θέτουν σε λειτουργία κατασκευαστικά στοιχεία και υπομονάδες αξιολόγησης να παρέχουν στον κατασκευαστή ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής τις σχετικές πληροφορίες για την υλική σύνθεση και για την κατανάλωση ενέργειας, υλικών ή/και πόρων των κατασκευαστικών στοιχείων ή υπομονάδων συναρμολόγησης.

Άρθρο 12

Διοικητική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη λήψη των δεόντων μέτρων ώστε να ενθαρρύνουν τις αρμόδιες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας αρχές να συνεργάζονται μεταξύ τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να παρέχουν προς την Επιτροπή πληροφορίες, ούτως ώστε να υποβοηθείται η λειτουργία της παρούσας οδηγίας, και ιδίως η εφαρμογή του άρθρου 7.

Η διοικητική συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αξιοποιούν, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και μπορούν να υποστηρίζονται από σχετικά κοινοτικά προγράμματα.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.   Η ακριβής φύση και η δομή της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 παράγραφος 2.

3.   Η Επιτροπή λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και να συμβάλει σε αυτήν κατά τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 13

Επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους

1.   Στο πλαίσιο προγραμμάτων από τα οποία οι ΜΜΕ και πολύ μικρές επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν οφέλη, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της πρωτοβουλίες που βοηθούν τις ΜΜΕ και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να ενσωματώσουν περιβαλλοντικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής αποδοτικότητας, κατά το σχεδιασμό των προϊόντων τους.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ιδίως με την ενίσχυση των δικτύων και δομών παροχής βοήθειας, για την ενθάρρυνση των ΜΜΕ και των πολύ μικρών επιχειρήσεων να υιοθετήσουν, ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού του προϊόντος, περιβαλλοντικώς υγιή προσέγγιση και να προσαρμοσθούν προς τη μελλοντική ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Άρθρο 14

Πληροφορίες για τον καταναλωτή

Σύμφωνα με τα ισχύοντα μέτρα εφαρμογής, οι κατασκευαστές διασφαλίζουν, υπό τη μορφή που κρίνουν κατάλληλη, ότι στους καταναλωτές των ΠΚΕ παρέχονται:

η αναγκαία πληροφόρηση σχετικά με το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν στην αειφόρο χρήση του προϊόντος,

τα οικολογικά χαρακτηριστικά του προϊόντος και τα οφέλη του οικολογικού σχεδιασμού, όταν τα μέτρα εφαρμογής το απαιτούν.

Άρθρο 15

Μέτρα εφαρμογής

1.   Όταν ένα ΠΚΕ πληροί τα κριτήρια που παρατίθενται στην παράγραφο 2, εμπίπτει σε μέτρο εφαρμογής ή μέτρο αυτορρύθμισης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο β). Όταν η Επιτροπή εγκρίνει μέτρα εφαρμογής, ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 παράγραφος 2.

2.   Τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα ακόλουθα:

α)

το ΠΚΕ πρέπει να αντιπροσωπεύει σημαντικό όγκο πωλήσεων και εμπορικών συναλλαγών εντός της Κοινότητας, ενδεικτικά άνω των 200 000 τεμαχίων εντός ενός έτους, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία·

β)

δεδομένων των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά ή/και τίθενται σε λειτουργία, το ΠΚΕ πρέπει να έχει σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο εντός της Κοινότητας, όπως προσδιορίζεται στις κοινοτικές στρατηγικές προτεραιότητες κατά τα οριζόμενα στην απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ·

γ)

το ΠΚΕ πρέπει να παρουσιάζει σημαντικές δυνατότητες βελτίωσης όσον αφορά τον περιβαλλοντικό του αντίκτυπο χωρίς υπερβολικό κόστος, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα:

έλλειψη άλλης σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας ή ακατάλληλη αντιμετώπιση του ζητήματος από τις δυνάμεις της αγοράς,

μεγάλη ανισότητα περιβαλλοντικών επιδόσεων μεταξύ των διαθέσιμων στην αγορά ΠΚΕ με ισοδύναμες λειτουργίες.

3.   Όταν καταρτίζει σχέδιο μέτρου εφαρμογής, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τυχόν απόψεις τις οποίες έχει εκφράσει η επιτροπή του άρθρου 19 παράγραφος 1 και επιπλέον λαμβάνει υπόψη:

α)

τις κοινοτικές περιβαλλοντικές προτεραιότητες, όπως αυτές που καθορίζονται στην απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ, ή στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την αλλαγή του κλίματος (ΕΠΑΚ) της Επιτροπής·

β)

συναφείς κοινοτικές διατάξεις και μέτρα αυτορρύθμισης, όπως οι εθελοντικές συμφωνίες, τα οποία, κατόπιν αξιολογήσεως σύμφωνα με το άρθρο 17, αναμένεται να επιτύχουν τους στόχους της σχετικής πολιτικής ταχύτερα ή με μικρότερο κόστος απ' ό, τι οι υποχρεωτικές απαιτήσεις.

4.   Κατά την κατάρτιση σχεδίου μέτρου εφαρμογής, η Επιτροπή:

α)

μελετά τον κύκλο ζωής του ΠΚΕ και όλες τις σημαντικές περιβαλλοντικές παραμέτρους, μεταξύ άλλων την ενεργειακή αποδοτικότητα. Το βάθος ανάλυσης των περιβαλλοντικών πτυχών και της δυνατότητας βελτίωσής τους είναι ανάλογο της σημασίας τους. Η υιοθέτηση των απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού στις σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές ενός ΠΚΕ δεν επιβραδύνεται αδικαιολόγητα από αβεβαιότητες που αφορούν τις άλλες πτυχές·

β)

πραγματοποιεί αξιολόγηση των συνεπειών για το περιβάλλον, τους καταναλωτές και τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, από άποψη ανταγωνιστικότητας και για τις αγορές εκτός Κοινότητας, καινοτομίας, πρόσβασης στην αγορά και κόστους και οφέλους·

γ)

λαμβάνει υπόψη την υφισταμένη εθνική νομοθεσία για το περιβάλλον την οποία τα κράτη μέλη θεωρούν σχετική·

δ)

προβαίνει στις δέουσες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους·

ε)

καταρτίζει επεξηγηματικό υπόμνημα του σχεδίου μέτρου εφαρμογής, βασιζόμενη στην αξιολόγηση που προβλέπεται στο στοιχείο β)·

στ)

ορίζει ημερομηνία(-ες) εφαρμογής, τυχόν σταδιακά ή μεταβατικά μέτρα ή περιόδους, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις ενδεχόμενες επιπτώσεις για τις ΜΜΕ ή για συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων που κατασκευάζονται κατά κύριο λόγο από ΜΜΕ.

5.   Τα μέτρα εφαρμογής πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

δεν πρέπει να υπάρχει σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στη λειτουργικότητα του προϊόντος σε ό, τι αφορά τον χρήστη·

β)

δεν πρέπει να επηρεάζονται αρνητικά η υγεία, η ασφάλεια και το περιβάλλον·

γ)

δεν πρέπει να υπάρχει σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στους καταναλωτές, ιδίως όσον αφορά την προσιτή τιμή και το κόστος του κύκλου ζωής του προϊόντος·

δ)

δεν πρέπει να υπάρχει σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας·

ε)

καταρχήν, ο καθορισμός μιας απαίτησης οικολογικού σχεδιασμού δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια να επιβάλλει στους κατασκευαστές τη χρήση μιας αποκλειστικής τεχνολογίας·

στ)

δεν πρέπει να βαρύνει με υπερβάλλοντα διοικητικό φόρτο τους κατασκευαστές.

6.   Τα μέτρα εφαρμογής θεσπίζουν απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού σύμφωνα με το παράρτημα I ή/και το παράρτημα II.

Θεσπίζονται ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για επιλεγμένες περιβαλλοντικές πτυχές που έχουν σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο.

Τα μέτρα εφαρμογής μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι δεν είναι απαραίτητη η απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού σχετικά με τις ορισμένες ειδικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, μέρος 1.

7.   Οι απαιτήσεις διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι αρχές επιτήρησης της αγοράς μπορούν να επαληθεύουν τη συμμόρφωση του ΠΚΕ προς τις απαιτήσεις του μέτρου εφαρμογής. Στο μέτρο εφαρμογής προσδιορίζεται κατά πόσον η διαδικασία επαλήθευσης μπορεί να επιτευχθεί άμεσα στο ΠΚΕ ή βάσει τεχνικής τεκμηρίωσης.

8.   Τα μέτρα εφαρμογής περιλαμβάνουν τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα VII.

9.   Οι σχετικές μελέτες και αναλύσεις που χρησιμοποιεί η Επιτροπή κατά την κατάρτιση των μέτρων εφαρμογής θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, λαμβανομένης ιδιαιτέρως υπόψη της εύκολης προσβάσεως και χρήσεως από ενδιαφερόμενες ΜΜΕ.

10.   Εφόσον απαιτείται, μέτρο εφαρμογής που καθορίζει απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού συνοδεύεται από κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες θεσπίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2, για τον υπολογισμό των διαφόρων περιβαλλοντικών πτυχών· οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές καλύπτουν ιδιαιτερότητες των ΜΜΕ που χρησιμοποιούνται στον παραγωγικό τομέα και επηρεάζονται από τα μέτρα εφαρμογής. Εφόσον απαιτείται, σύμφωνα προς το άρθρο 13 παράγραφος 1, η Επιτροπή μπορεί να παρέχει επιπλέον ειδικευμένο υλικό για να διευκολύνει τις ΜΜΕ στην εφαρμογή.

Άρθρο 16

Πρόγραμμα εργασίας

1.   Σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 15 και μετά από συνεργασία με το φόρουμ διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 18, η Επιτροπή καταρτίζει πρόγραμμα εργασίας το οποίο δημοσιοποιείται, το αργότερο στις 6 Ιουλίου 2007.

Το πρόγραμμα εργασίας καταρτίζει, για τα τρία επόμενα χρόνια, ενδεικτικό κατάλογο ομάδων προϊόντων που θεωρούνται ότι έχουν προτεραιότητα για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής.

Το πρόγραμμα εργασίας τροποποιείται περιοδικά από την Επιτροπή μετά από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης.

2.   Ωστόσο, κατά τη μεταβατική περίοδο εντός της οποίας καταρτίζεται το πρώτο πρόγραμμα εργασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 παράγραφος 2 και τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 15, και μετά από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης, η Επιτροπή θεσπίζει, κατά τα προσήκοντα, εκ των προτέρων:

μέτρα εφαρμογής αρχίζοντας από τα προϊόντα που έχουν χαρακτηρισθεί από το ΕΠΑΚ ως παρέχοντα μεγάλες δυνατότητες οικονομικώς αποδοτικής μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, όπως ο εξοπλισμός θέρμανσης και παραγωγής ζεστού νερού, τα συστήματα ηλεκτρικών κινητήρων, τα συστήματα φωτισμού τόσο του οικιακού όσο και του τριτογενούς τομέα, οι οικιακές συσκευές, ο γραφειακός εξοπλισμός τόσο του οικιακού όσο και του τριτογενούς τομέα, οι καταναλωτικές ηλεκτρονικές συσκευές και τα συστήματα θέρμανσης, αερισμού, και κλιματισμού,

χωριστό μέτρο εφαρμογής που αφορά τη μείωση της ενεργειακής απώλειας όλων των προϊόντων σε λειτουργία αναμονής.

Άρθρο 17

Αυτορρύθμιση

Οι εθελοντικές συμφωνίες ή άλλα μέτρα αυτορρύθμισης που προτάθηκαν ως εναλλακτικές λύσεις αντί των μέτρων εφαρμογής στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας αξιολογούνται τουλάχιστον βάσει του παραρτήματος VΙΙI.

Άρθρο 18

Φόρουμ διαβούλευσης

Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι, κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της, ως προς κάθε μέτρο εφαρμογής, εφαρμόζει ισόρροπη συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών και όλων των ενδιαφερομένων για το εν λόγω προϊόν ή ομάδα προϊόντων, όπως η βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, των βιοτεχνιών, των συνδικαλιστικών ενώσεων, των εμπόρων, των εμπόρων λιανικής πώλησης, των εισαγωγέων, των ενώσεων προστασίας του περιβάλλοντος και των οργανώσεων καταναλωτών. Τα εν λόγω μέρη συμβάλλουν ειδικότερα στον ορισμό και στην αναθεώρηση των μέτρων εφαρμογής, στην εξέταση της αποτελεσματικότητας των καθιερωμένων μηχανισμών εποπτείας της αγοράς και στην αξιολόγηση των εθελοντικών μηχανισμών και άλλων μέτρων αυτορρύθμισης. Τα εν λόγω μέρη συναντώνται σε ένα φόρουμ διαβούλευσης, Η Επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό του φόρουμ.

Άρθρο 19

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 20

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη ορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού μη συμμόρφωσης και του αριθμού τεμαχίων των μη συμμορφούμενων προϊόντων που διατίθενται στην κοινοτική αγορά.

Άρθρο 21

Τροποποίηση

1.   Η οδηγία 92/42/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 6 διαγράφεται.

2.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέτρο εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια (26), όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση κατά τη χρήση, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, και είναι δυνατόν να τροποποιείται ή να καταργείται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ.

3.

Στο παράρτημα I, το τμήμα 2 διαγράφεται.

4.

Το παράρτημα ΙΙ διαγράφεται.

2.   Η οδηγία 96/57/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέτρο εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια (27), όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση κατά τη χρήση, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, και είναι δυνατόν να τροποποιείται ή να καταργείται σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ.

3.   Η οδηγία 2000/55/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέτρο εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6 Ιουλίου 2005, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια (28), όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση κατά τη χρήση, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, και είναι δυνατόν να τροποποιείται ή να καταργείται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/32/ΕΚ.

Άρθρο 22

Κατάργηση

Οι οδηγίες 78/170/ΕΟΚ και 86/594/ΕΟΚ καταργούνται. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξακολουθούν να εφαρμόζουν τα υφιστάμενα εθνικά μέτρα που υιοθετήθηκαν δυνάμει της οδηγίας 86/594/ΕΟΚ έως ότου θεσπισθούν μέτρα εφαρμογής για τα σχετικά προϊόντα δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 23

Επανεξέταση

Το αργότερο στις 6 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή επανεξετάζει την αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εφαρμογής της, του ορίου για τη λήψη μέτρων εφαρμογής, των μηχανισμών επιτήρησης της αγοράς και οποιασδήποτε σχετικής αυτορρύθμισης που προκύπτει, μετά από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης που αναφέρει το άρθρο 18 και, ανάλογα με την περίπτωση, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προτάσεις για την τροποποίησή της.

Άρθρο 24

Απόρρητο

Οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών από τον κατασκευαστή ή/και τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 και το παράρτημα Ι μέρος 2, είναι αναλογικές και λαμβάνουν υπόψη το εύλογο του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών.

Άρθρο 25

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 11 Αυγούστου 2007.

Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κυρίων διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 6 Ιουλίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. STRAW


(1)  ΕΕ C 112 της 30.4.2004, σ. 25.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20 Απριλίου 2004 (ΕΕ C 104 E της 30.4.2004, σ. 319), κοινή θέση του Συμβουλίου της 29 Νοεμβρίου 2004 (ΕΕ C 38 E της 15.2.2005, σ. 45), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13 Απριλίου 2005 και απόφαση του Συμβουλίου της 23 Μαΐου 2005.

(3)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 220 της 30.8.1993, σ. 23.

(5)  ΕΕ C 136 της 4.6.1985, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 141 της 19.5.2000, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 297 της 13.10.1992, σ. 16· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 237 της 21.9.2000, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 332 της 15.12.2001, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 37 της 13.2.2003, σ. 24· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/108/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 106).

(11)  ΕΕ L 37 της 13.2.2003, σ. 19.

(12)  ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/98/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 305 της 1.10.2004, σ. 63).

(13)  ΕΕ L 167 της 22.6.1992, σ. 17· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 52 της 21.2.2004, σ. 50).

(14)  ΕΕ L 236 της 18.9.1996, σ. 36.

(15)  ΕΕ L 279 της 1.11.2000, σ. 33.

(16)  ΕΕ L 52 της 23.2.1978, σ. 32· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 82/885/ΕΟΚ (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 19).

(17)  ΕΕ L 196 της 26.7.1990, σ. 15· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 93/68/ΕΟΚ (ΕΕ L 220 της 30.8.1993, σ. 1).

(18)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 65.

(19)  ΕΕ L 344 της 6.12.1986, σ. 24· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(20)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(21)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(22)  ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 39· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(23)  ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 20· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 94/31/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 2.7.1994, σ. 28).

(24)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(25)  ΕΕ L 114 της 24.4.2001, σ. 1.

(26)  ΕΕ L 191 της 22.7.2005, σ. 29

(27)  ΕΕ L 191 της 22.7.2005, σ. 29

(28)  ΕΕ L 191 της 22.7.2005, σ. 29


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Μέθοδος καθορισμού των γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού

(η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15)

Οι γενικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού αποσκοπούν στη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων ΠΚΕ, με γνώμονα τις σημαντικές περιβαλλοντικές του πτυχές και χωρίς καθορισμό οριακών τιμών. Η μέθοδος σύμφωνα με το παρόν παράρτημα εφαρμόζεται όταν δεν ενδείκνυται να οριστούν οριακές τιμές για την υπό εξέταση ομάδα προϊόντων. Κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίου μέτρου εφαρμογής το οποίο θα υποβληθεί στην επιτροπή του άρθρου 19, η Επιτροπή προσδιορίζει σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές οι οποίες διευκρινίζονται στο μέτρο εφαρμογής.

Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής που θεσπίζουν γενικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού σύμφωνα με το άρθρο 15, η Επιτροπή προσδιορίζει, όπως ενδείκνυται ανάλογα με το ΠΚΕ που καλύπτεται από το μέτρο εφαρμογής, τις σχετικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού εκ των απαριθμούμενων στο μέρος 1, τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών εκ των απαριθμούμενων στο μέρος 2 και τις απαιτήσεις για τον κατασκευαστή εκ των απαριθμούμενων στο μέρος 3.

Μέρος 1. Παράμετροι οικολογικού σχεδιασμού για τα ΠΚΕ

1.1.

Οι σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές προσδιορίζονται με συνεκτίμηση των ακόλουθων φάσεων του κύκλου ζωής του προϊόντος και στο βαθμό που αυτές συνδέονται με τον σχεδιασμό του προϊόντος:

α)

επιλογή και χρησιμοποίηση πρώτων υλών·

β)

κατασκευή·

γ)

συσκευασία, μεταφορά και διανομή·

δ)

εγκατάσταση και συντήρηση·

ε)

χρήση·

στ)

τέλος ζωής, ήτοι κατάσταση ενός ΠΚΕ που έχει φθάσει στο τέλος της πρώτης του χρήσης έως την τελική διάθεσή του.

1.2.

Για κάθε φάση, πρέπει να εκτιμώνται οι ακόλουθες περιβαλλοντικές πτυχές, ανάλογα με την περίπτωση:

α)

προβλεπόμενη κατανάλωση υλικών, ενέργειας και άλλων πόρων, όπως γλυκού νερού·

β)

προβλεπόμενες εκπομπές στον αέρα, το νερό ή το έδαφος·

γ)

προβλεπόμενη ρύπανση μέσω φυσικών φαινομένων, όπως ο θόρυβος, οι δονήσεις, οι ακτινοβολίες, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία·

δ)

προβλεπόμενη παραγωγή αποβλήτων·

ε)

δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και ανάκτησης υλικών ή/και ενέργειας, λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2002/96/ΕΚ.

1.3.

Ιδιαίτερα, πρέπει να χρησιμοποιούνται και να συμπληρώνονται από άλλες, οσάκις απαιτείται, οι ακόλουθες παράμετροι για την αξιολόγηση των δυνατοτήτων βελτίωσης των περιβαλλοντικών πτυχών που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο:

α)

βάρος και όγκος του προϊόντος·

β)

χρήση υλικών που προέρχονται από δραστηριότητες ανακύκλωσης·

γ)

κατανάλωση ενέργειας, νερού και άλλων πόρων καθ«όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής·

δ)

χρήση ουσιών που ταξινομούνται ως επικίνδυνες για την υγεία ή/και το περιβάλλον σύμφωνα με την οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27 Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (1) και λαμβανομένης υπόψη της νομοθεσίας σχετικά με την εμπορία και τη χρήση συγκεκριμένων ουσιών, όπως οι οδηγίες 76/769/ΕΟΚ ή 2002/95/ΕΚ·

ε)

ποσότητα και φύση των αναλωσίμων που χρειάζονται για τη σωστή χρήση και συντήρηση·

στ)

ευχέρεια επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης, όπως εκφράζεται μέσω των εξής στοιχείων: αριθμός χρησιμοποιουμένων υλικών και εξαρτημάτων, χρήση τυποποιημένων εξαρτημάτων, χρόνος που απαιτείται για την αποσυναρμολόγηση, πολυπλοκότητα των εργαλείων που απαιτούνται για την αποσυναρμολόγηση, χρήση προτύπων κωδικοποίησης για τον προσδιορισμό των εξαρτημάτων και των υλικών που είναι κατάλληλα για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση (συμπεριλαμβανομένης της σήμανσης των πλαστικών εξαρτημάτων σύμφωνα με τα πρότυπα ISO), χρήση εύκολα ανακυκλώσιμων υλικών, ευχερής πρόσβαση σε πολύτιμα και άλλα ανακυκλώσιμα εξαρτήματα και υλικά, ευχερής πρόσβαση σε εξαρτήματα και υλικά που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες·

ζ)

ενσωμάτωση μεταχειρισμένων εξαρτημάτων·

η)

αποφυγή τεχνικών λύσεων που βλάπτουν την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση εξαρτημάτων και ολόκληρων συσκευών·

θ)

παράταση του χρόνου ζωής, όπως εκφράζεται μέσω των εξής στοιχείων: ελάχιστη εγγυημένη διάρκεια ζωής, ελάχιστο διάστημα διαθεσιμότητας ανταλλακτικών, δομοστοιχειωτός σχεδιασμός, δυνατότητα αναβάθμισης, δυνατότητα επιδιόρθωσης·

ι)

ποσότητες παραγομένων αποβλήτων και ποσότητες παραγομένων επικίνδυνων αποβλήτων·

ια)

εκπομπές στον αέρα (αέρια θερμοκηπίου, παράγοντες οξίνισης, πτητικές οργανικές ενώσεις, ουσίες που εξασθενούν τη στιβάδα του όζοντος, ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι, βαρέα μέταλλα, λεπτά σωματίδια και αιωρούμενα σωματίδια), με την επιφύλαξη της οδηγίας 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16 Δεκεμβρίου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα (2)·

ιβ)

εκπομπές στο νερό (βαρέα μέταλλα, ουσίες που έχουν αρνητική επίδραση στο ισοζύγιο οξυγόνου, ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι)·

ιγ)

εκπομπές στο έδαφος (ιδίως διαρροή και διάχυση επικίνδυνων ουσιών κατά τη φάση της χρήσης των προϊόντων, και κίνδυνος απόπλυσης κατά τη διάθεση των προϊόντων ως αποβλήτων).

Μέρος 2. Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών

Τα μέτρα εφαρμογής μπορεί να απαιτούν από τον κατασκευαστή την παροχή πληροφοριών, οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάζουν τον τρόπο χειρισμού, χρήσης ή ανακύκλωσης του προϊόντος από μέρη άλλα πλην του κατασκευαστή. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση:

πληροφορίες από τον σχεδιαστή σχετικά με τη διαδικασία κατασκευής,

πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τα σημαντικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και επιδόσεις του προϊόντος· οι πληροφορίες αυτές πρέπει να συνοδεύουν το προϊόν, όταν αυτό διατίθεται στην αγορά, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να συγκρίνει αυτές τις πτυχές των προϊόντων,

πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τον τρόπο εγκατάστασης, χρήσης και συντήρησης του προϊόντος, προκειμένου να ελαχιστοποιείται ο αντίκτυπός του στο περιβάλλον και να διασφαλίζεται η βέλτιστη προσδοκώμενη διάρκεια ζωής του, καθώς και σχετικά με τον τρόπο επιστροφής του προϊόντος μετά το τέλος της ζωής του, και, ανάλογα με την περίπτωση, παροχή πληροφοριών για την περίοδο διαθεσιμότητας ανταλλακτικών και για τις δυνατότητες για βελτίωση του προϊόντος,

παροχή πληροφοριών για τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας σχετικά με την αποσυναρμολόγηση, την ανακύκλωση ή τη διάθεση του προϊόντος μετά το τέλος της ζωής του.

Οι πληροφορίες πρέπει να βρίσκονται επάνω στο ίδιο το προϊόν, όταν αυτό είναι δυνατόν.

Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από άλλη κοινοτική νομοθεσία, όπως η οδηγία 2002/96/ΕΚ.

Μέρος 3. Απαιτήσεις για τον κατασκευαστή

1.

Λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές πτυχές οι οποίες, σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής, είναι δυνατόν να επηρεάζονται ουσιαστικά από τον σχεδιασμό του προϊόντος, οι κατασκευαστές ΠΚΕ υποχρεούνται να διενεργούν αξιολόγηση του μοντέλου ΠΚΕ καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του, με βάση ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με τις κανονικές συνθήκες και για τους σκοπούς της χρησιμοποίησής του. Άλλες περιβαλλοντικές πτυχές μπορεί να εξετάζονται σε εθελοντική βάση.

Με βάση αυτή την αξιολόγηση, οι κατασκευαστές καταρτίζουν το οικολογικό προφίλ του ΠΚΕ. Το οικολογικό προφίλ βασίζεται σε χαρακτηριστικά του προϊόντος που έχουν σχέση με το περιβάλλον και σε εισροές/εκροές που προκύπτουν καθ» όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του προϊόντος και εκφράζονται σε φυσικά μεγέθη τα οποία είναι δυνατόν να μετρηθούν.

2.

Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν την αξιολόγηση αυτή για να αξιολογούν τις εναλλακτικές σχεδιαστικές λύσεις και την επιτευχθείσα περιβαλλοντική επίδοση του προϊόντος βάσει κριτηρίων αξιολόγησης.

Τα κριτήρια αξιολόγησης προσδιορίζονται από την Επιτροπή στο μέτρο εφαρμογής βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώνονται κατά την κατάρτιση του μέτρου.

Η επιλογή συγκεκριμένης σχεδιαστικής λύσης εξασφαλίζει εύλογη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων περιβαλλοντικών πτυχών και μεταξύ, αφενός, των περιβαλλοντικών πτυχών και άλλων σχετικών θεμάτων, όπως η ασφάλεια και η υγεία, οι τεχνικές απαιτήσεις λειτουργικότητας, ποιότητας και επιδόσεων, και, αφετέρου, των οικονομικών πτυχών, συμπεριλαμβανομένου του κόστους κατασκευής και της δυνατότητας εμπορίας, τηρουμένου, συγχρόνως, του συνόλου της σχετικής νομοθεσίας.


(1)  ΕΕ  196 της 16.8.1967, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/73/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 152 της 30.4.2004, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 59 της 27.2.1998, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/26/ΕΚ (ΕΕ L 146 της 30.4.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Μέθοδος καθορισμού των ειδικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού

(η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15)

Οι ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού αποσκοπούν στη βελτίωση μιας επιλεγμένης περιβαλλοντικής πτυχής του προϊόντος. Μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή απαιτήσεων για μειωμένη κατανάλωση ενός συγκεκριμένου πόρου, όπως όρια για τη χρήση αυτού του πόρου κατά τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής του ΠΚΕ, όπως ενδείκνυται (π.χ. όρια για την κατανάλωση νερού στη φάση της χρήσης ή για τις ποσότητες ενός συγκεκριμένου υλικού που ενσωματώνεται στο προϊόν ή απαίτηση για τις ελάχιστες ποσότητες ανακυκλωμένου υλικού).

Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής που καθορίζουν ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού δυνάμει του άρθρου 15, η Επιτροπή προσδιορίζει, όπως ενδείκνυται ανάλογα με το ΠΚΕ που καλύπτεται από το μέτρο εφαρμογής, τις σχετικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού εκ των απαριθμούμενων στο παράρτημα Ι, μέρος 1 και ορίζει το επίπεδο των απαιτήσεων αυτών σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19, παράγραφος 2, ως ακολούθως:

1.

Στην τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική ανάλυση επιλέγεται ένας αριθμός αντιπροσωπευτικών μοντέλων του εν λόγω ΠΚΕ στην αγορά και προσδιορίζονται οι τεχνικές εναλλακτικές δυνατότητες βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής βιωσιμότητας των εν λόγω εναλλακτικών επιλογών και αποφεύγοντας κάθε σημαντική απώλεια επιδόσεων ή χρησιμότητας του προϊόντος για τους καταναλωτές.

Η τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική ανάλυση προσδιορίζει επίσης, για τις συγκεκριμένες περιβαλλοντικές πτυχές, τα προϊόντα και την τεχνολογία με τις καλύτερες επιδόσεις που είναι διαθέσιμα στην αγορά.

Η αποδοτικότητα προϊόντων που διατίθενται στις διεθνείς αγορές και τα σημεία αναφοράς που ορίζονται στη νομοθεσία άλλων χωρών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση καθώς και κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων.

Με βάση την ανάλυση αυτή και λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και τεχνικής εφικτότητας, καθώς και των δυνατοτήτων βελτίωσης, λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα με στόχο τη μείωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου του προϊόντος στο ελάχιστο.

Όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρήση, το επίπεδο της ενεργειακής απόδοσης ή κατανάλωσης καθορίζεται με στόχο το ελάχιστο κόστος κύκλου ζωής για τους τελικούς χρήστες για αντιπροσωπευτικά μοντέλα ΠΚΕ, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών σε άλλες περιβαλλοντικές πτυχές. Η μέθοδος διενέργειας της ανάλυσης κόστους κύκλου ζωής χρησιμοποιεί πραγματικό προεξοφλητικό επιτόκιο βάσει των δεδομένων που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μια ρεαλιστική διάρκεια ζωής για το ΠΚΕ· βασίζεται στο άθροισμα των διακυμάνσεων της τιμής αγοράς (που προκύπτει από τις διακυμάνσεις του βιομηχανικού κόστους) και των λειτουργικών δαπανών που προκύπτουν από τα διάφορα επίπεδα εναλλακτικών επιλογών για πραγματοποίηση τεχνικών βελτιώσεων υπολογιζόμενων με αφαίρεση για όλη τη διάρκεια ζωής των εξεταζομένων αντιπροσωπευτικών μοντέλων ΠΚΕ. Οι λειτουργικές δαπάνες καλύπτουν πρωτίστως την κατανάλωση ενέργειας και τις πρόσθετες δαπάνες για άλλους πόρους (όπως νερό ή απορρυπαντικά).

Πρέπει να διεξάγεται ανάλυση ευαισθησίας που να καλύπτει τα σχετικά στοιχεία (όπως τιμή της ενέργειας ή άλλων πόρων, κόστος των πρώτων υλών ή κόστος παραγωγής, προεξοφλητικά επιτόκια) και, κατά περίπτωση, το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος, συμπεριλαμβανομένων των αποτρεπόμενων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, προκειμένου να ελέγχεται αν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές και αν τα γενικά συμπεράσματα είναι αξιόπιστα. Η απαίτηση αναπροσαρμόζεται ανάλογα.

Παρόμοια μεθοδολογία μπορεί να εφαρμόζεται και για άλλους πόρους, όπως για το νερό.

2.

Για τη σύνταξη των τεχνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών αναλύσεων, μπορούν να χρησιμοποιούνται πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο πλαίσιο άλλων κοινοτικών δραστηριοτήτων.

Το ίδιο ισχύει και για πληροφορίες που προέρχονται από υφιστάμενα προγράμματα που εφαρμόζονται σε άλλα μέρη του κόσμου, για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τα ΠΚΕ που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών με τους οικονομικούς εταίρους της ΕΕ.

3.

Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η απαίτηση λαμβάνει υπόψη της τον κύκλο ανασχεδιασμού του προϊόντος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Σήμανση CE

(η οποία αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2)

Image

Η σήμανση CE πρέπει να έχει ύψος τουλάχιστον 5 mm. Αν η σήμανση CE μειωθεί ή αυξηθεί, πρέπει να τηρούνται οι αναλογίες που δίνονται στο παραπάνω σχήμα.

Η σήμανση CE πρέπει να τίθεται πάνω στο ΠΚΕ. Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πρέπει να τίθεται πάνω στη συσκευασία και στα συνοδευτικά έγγραφα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Εσωτερικός έλεγχος σχεδιασμού

(η οποία αναφέρεται στο άρθρο 8)

1.

Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις οι οποίες καθορίζονται στο τμήμα 2 του παρόντος παραρτήματος διασφαλίζει και δηλώνει ότι το ΠΚΕ πληροί τις σχετικές απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Η δήλωση συμμόρφωσης μπορεί να καλύπτει ένα ή περισσότερα προϊόντα και πρέπει να φυλάσσεται από τον κατασκευαστή.

2.

Ο κατασκευαστής καταρτίζει φάκελο τεχνικής τεκμηρίωσης που καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ΠΚΕ με τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

Η εν λόγω τεκμηρίωση περιλαμβάνει ιδίως:

α)

γενική περιγραφή του ΠΚΕ και της χρήσης για την οποία προορίζεται·

β)

τα πορίσματα σχετικών μελετών περιβαλλοντικής αξιολόγησης που εκπόνησε ο κατασκευαστής ή/και παραπομπές σε βιβλιογραφία περιβαλλοντικής αξιολόγησης ή σε περιπτωσιολογικές μελέτες, που χρησιμοποιούνται από τον κατασκευαστή για την αξιολόγηση, την τεκμηρίωση και τον καθορισμό λύσεων όσον αφορά το σχεδιασμό του προϊόντος·

γ)

το οικολογικό προφίλ, εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής·

δ)

στοιχεία των προδιαγραφών σχεδιασμού του προϊόντος σχετικά με τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του·

ε)

κατάλογο των αναφερόμενων στο άρθρο 10 κατάλληλων προτύπων, που εφαρμόσθηκαν εν όλω ή εν μέρει, και περιγραφή των λύσεων που υιοθετήθηκαν για να καλυφθούν οι απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής σε περίπτωση μη εφαρμογής των προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή όταν τα εν λόγω έγγραφα δεν πληρούν πλήρως τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής·

στ)

αντίγραφο των πληροφοριών που αφορούν τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του προϊόντος οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος I, μέρος 2·

ζ)

τα αποτελέσματα των μετρήσεων που διενεργήθηκαν για τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού, με λεπτομερή στοιχεία για τη συμμόρφωση των μετρήσεων αυτών με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού που καθορίζονται στο εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής.

3.

Ο κατασκευαστής πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει ότι το προϊόν κατασκευάζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές σχεδιασμού που αναφέρονται στο τμήμα 2 και με τις απαιτήσεις του μέτρου που εφαρμόζεται σ' αυτό.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Σύστημα διαχείρισης για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης

(η οποία αναφέρεται στο άρθρο 8)

1.

Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ο οποίος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του τμήματος 2 του παρόντος παραρτήματος, διασφαλίζει και δηλώνει ότι το ΠΚΕ πληροί τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Η δήλωση συμμόρφωσης μπορεί να καλύπτει ένα ή περισσότερα προϊόντα και πρέπει να φυλάσσεται από τον κατασκευαστή.

2.

Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ΠΚΕ είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται σύστημα διαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι ο κατασκευαστής εφαρμόζει τα περιβαλλοντικά στοιχεία που καθορίζονται στο τμήμα 3 του παρόντος παραρτήματος.

3.

Περιβαλλοντικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης

Το παρόν σημείο προσδιορίζει τα στοιχεία ενός συστήματος διαχείρισης και τις διαδικασίες βάσει των οποίων ο κατασκευαστής μπορεί να αποδεικνύει ότι το ΠΚΕ πληροί τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

3.1.

Πολιτική στον τομέα των περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος

Ο κατασκευαστής πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύει ότι πληροί τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Ο κατασκευαστής πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παρέχει ένα πλαίσιο για τον καθορισμό και την επανεξέταση των στόχων και δεικτών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος για τη βελτίωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος.

Όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τον κατασκευαστή για τη βελτίωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιδόσεων και τον καθορισμό του οικολογικού προφίλ του ΠΚΕ, εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής, μέσω του σχεδιασμού και της κατασκευής του, πρέπει να τεκμηριώνονται με συστηματικό και τακτικό τρόπο υπό μορφή γραπτών διαδικασιών και οδηγιών.

Οι εν λόγω διαδικασίες και οδηγίες πρέπει, ιδίως, να περιλαμβάνουν κατάλληλη περιγραφή:

του καταλόγου των εγγράφων που πρέπει να συντάσσονται - και ανάλογα με την περίπτωση - να προσκομίζονται για να αποδεικνύεται η συμμόρφωση του ΠΚΕ,

των στόχων και δεικτών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος και της οργανωτικής δομής, των ευθυνών, των εξουσιών της διοίκησης και του τρόπου κατανομής των πόρων όσον αφορά την εφαρμογή και τη διατήρησή τους,

των ελέγχων και των δοκιμών που πρέπει να διενεργούνται μετά την κατασκευή του προϊόντος για να ελέγχονται οι επιδόσεις του σε σχέση με τους δείκτες περιβαλλοντικών επιδόσεων,

των διαδικασιών για τον έλεγχο της αναγκαίας τεκμηρίωσης και για τη διασφάλιση της συνεχούς ενημέρωσής της,

της μεθόδου για τον έλεγχο της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των περιβαλλοντικών στοιχείων του συστήματος διαχείρισης.

3.2.

Προγραμματισμός

Ο κατασκευαστής θεσπίζει και διατηρεί:

α)

διαδικασίες για τον καθορισμό του οικολογικού προφίλ του προϊόντος·

β)

στόχους και δείκτες περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος, οι οποίοι συνεκτιμούν τις τεχνολογικές εναλλακτικές επιλογές οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις·

γ)

πρόγραμμα για την επίτευξη αυτών των στόχων.

3.3.

Εφαρμογή και τεκμηρίωση

3.3.1.

Η τεκμηρίωση του συστήματος διαχείρισης καλύπτει, ιδίως, τα εξής:

α)

καθορίζονται και τεκμηριώνονται ευθύνες και αρχές ούτως ώστε να διασφαλίζεται η επίτευξη ουσιαστικών περιβαλλοντικών επιδόσεων από το προϊόν και η υποβολή εκθέσεων για τη λειτουργία του, με στόχο την επανεξέταση και τη βελτίωσή του·

β)

συντάσσονται έγγραφα που περιγράφουν τις τεχνικές ελέγχου και εξακρίβωσης του σχεδιασμού και τις διαδικασίες και τα συστηματικά μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον σχεδιασμό του προϊόντος·

γ)

ο κατασκευαστής συντάσσει και διατηρεί πληροφορίες που περιγράφουν τα βασικά περιβαλλοντικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης και τις διαδικασίες ελέγχου όλων των απαιτούμενων εγγράφων.

3.3.2.

Η τεκμηρίωση του ΠΚΕ διευκρινίζει, ιδίως, τα ακόλουθα:

α)

τη γενική περιγραφή του ΠΚΕ και την προβλεπόμενη χρήση του·

β)

τα αποτελέσματα σχετικών μελετών περιβαλλοντικής αξιολόγησης εκ μέρους του κατασκευαστή, ή/και παραπομπές σε βιβλιογραφία περιβαλλοντικής αξιολόγησης ή σε περιπτωσιολογικές μελέτες που χρησιμοποίησε ο κατασκευαστής για την αξιολόγηση, την τεκμηρίωση και τον καθορισμό λύσεων όσον αφορά τον σχεδιασμό του προϊόντος·

γ)

το οικολογικό προφίλ εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής·

δ)

τα έγγραφα που περιγράφουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων που διενεργήθηκαν για τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού, με λεπτομερή στοιχεία για τη συμμόρφωση των μετρήσεων αυτών με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού που καθορίζονται στο εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής·

ε)

ο κατασκευαστής καθορίζει προδιαγραφές που αναφέρουν, ιδίως, τα πρότυπα που εφαρμόσθηκαν· σε περίπτωση μη εφαρμογής των προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή όταν τα εν λόγω πρότυπα δεν πληρούν πλήρως τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης·

στ)

αντίγραφο των πληροφοριών σχετικά με τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του προϊόντος οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι, μέρος 2.

3.4.

Έλεγχος και διορθωτικά μέτρα

α)

ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζει ότι το ΠΚΕ κατασκευάζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές σχεδιασμού του και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του μέτρου εφαρμογής που εφαρμόζεται σε αυτό·

β)

ο κατασκευαστής θεσπίζει και διατηρεί διαδικασίες για τη διερεύνηση και την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης, και επιφέρει στις τεκμηριωμένες διαδικασίες τις τροποποιήσεις που προκύπτουν από τα διορθωτικά μέτρα·

γ)

ο κατασκευαστής διενεργεί τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια, πλήρη εσωτερικό έλεγχο του συστήματος διαχείρισης, αναφορικά προς τα περιβαλλοντικά του στοιχεία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Δήλωση συμμόρφωσης

(η οποία αναφέρεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3)

Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ πρέπει να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του.

2.

Περιγραφή του μοντέλου, επαρκή για τη σαφή αναγνώρισή του.

3.

Ανάλογα με την περίπτωση, τα στοιχεία των εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων.

4.

Ανάλογα με την περίπτωση, τα άλλα τεχνικά πρότυπα και προδιαγραφές που χρησιμοποιήθηκαν.

5.

Ανάλογα με την περίπτωση, τα στοιχεία άλλης κοινοτικής νομοθεσίας που προβλέπει την τοποθέτηση της σήμανσης CE.

6.

Στοιχεία ταυτότητας και υπογραφή του προσώπου που έχει το δικαίωμα να δεσμεύει τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Περιεχόμενο των μέτρων εφαρμογής

(η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 8)

Τα μέτρα εφαρμογής πρέπει να διευκρινίζουν, ιδίως:

1.

Τον ακριβή ορισμό του ή των τύπων των καλυπτομένων ΠΚΕ.

2.

Τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για το καλυπτόμενο ΠΚΕ, τις ημερομηνίες εφαρμογής και τα σταδιακά ή μεταβατικά μέτρα ή περιόδους,

σε περίπτωση γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, τις σχετικές φάσεις και πτυχές εκ των αναφερομένων στο παράρτημα Ι, τμήμα 1.1. και 1.2, μαζί με παραδείγματα παραμέτρων επιλεγομένων ΕΚ των αναφερομένων στο παράρτημα I, τμήμα 1.3, ως οδηγίες για την αξιολόγηση βελτιώσεων συγκεκριμένων περιβαλλοντικών πτυχών,

σε περίπτωση ειδικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, το ή τα επίπεδά τους.

3.

Τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα Ι, μέρος Ι, και για τις οποίες δεν χρειάζεται απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού.

4.

Τις απαιτήσεις σχετικά με την εγκατάσταση του ΠΚΕ, όταν το στοιχείο αυτό έχει άμεση σχέση με τις εξεταζόμενες περιβαλλοντικές επιδόσεις.

5.

Τα πρότυπα ή/και τις μεθόδους μέτρησης που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν· όταν υπάρχουν, χρησιμοποιούνται εναρμονισμένα πρότυπα, των οποίων οι αριθμοί αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.

Λεπτομερή στοιχεία για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης δυνάμει της απόφασης 93/465/ΕΟΚ

όταν οι ενότητες που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν είναι διαφορετικές από την ενότητα A, τους παράγοντες που οδηγούν στην επιλογή αυτής της συγκεκριμένης διαδικασίας,

ανάλογα με την περίπτωση, τα κριτήρια για την έγκριση ή/και την πιστοποίηση των τρίτων μερών.

Όταν για το ίδιο ΠΚΕ ορίζονται διαφορετικές ενότητες σε άλλες απαιτήσεις ΕΚ, η ενότητα που ορίζεται στο μέτρο εφαρμογής υπερισχύει όσον αφορά τη σχετική απαίτηση.

7.

Τις απαιτήσεις για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι κατασκευαστές, ιδίως για τα στοιχεία τεχνικής τεκμηρίωσης που απαιτούνται για να διευκολυνθεί ο έλεγχος της συμμόρφωσης των ΠΚΕ με τα μέτρα εφαρμογής.

8.

Τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ΠΚΕ, τα οποία έχουν συμμορφωθεί με τους κανονισμούς που ίσχυαν στο έδαφός τους κατά την ημερομηνία έκδοσης του μέτρου εφαρμογής.

9.

Την ημερομηνία αξιολόγησης και ενδεχόμενης αναθεώρησης του μέτρου εφαρμογής, λαμβανομένης υπόψη της ταχύτητας της τεχνολογικής προόδου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIΙI

Πέραν της βασικής νομικής απαιτήσεως κατά την οποία οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης συμμορφώνονται προς όλες τις διατάξεις της συνθήκης (ιδίως προς τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού), καθώς και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων πολυμερών εμπορικών κανόνων, ο εξής μη εξαντλητικός κατάλογος ενδεικτικών κριτηρίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση του παραδεκτού των πρωτοβουλιών αυτορρύθμισης ως εναλλακτικής λύσης αντί μέτρου εφαρμογής στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας:

1.   Ανοικτός χαρακτήρας της συμμετοχής

Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης είναι ανοικτές στη συμμετοχή φορέων τρίτων χωρών, στις φάσεις τόσο της προετοιμασίας όσο και της εφαρμογής.

2.   Προστιθέμενη αξία

Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης δημιουργούν προστιθέμενη αξία (μεγαλύτερη από ό, τι οι «συνήθεις υποθέσεις») όσον αφορά τη βελτίωση της γενικής περιβαλλοντικής απόδοσης του καλυπτόμενου ΠΚΕ.

3.   Αντιπροσωπευτικότητα

Ο βιομηχανικός κλάδος και οι φορείς του που συμμετέχουν σε δράσεις αυτορρύθμισης αντιπροσωπεύουν μεγάλη πλειοψηφία του σχετικού οικονομικού τομέα, με όσο το δυνατόν λιγότερες εξαιρέσεις. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα για τη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού.

4.   Στόχοι ποσοτικά εκπεφρασμένοι και σταδιακώς εφαρμοζόμενοι

Οι στόχοι που καθορίζουν οι συμμετέχοντες εκφράζονται με σαφήνεια και ακρίβεια, σε επακριβώς καθορισμένη βάση. Αν η πρωτοβουλία αυτορρύθμισης καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα, περιλαμβάνονται προσωρινοί στόχοι. Εξασφαλίζεται η δυνατότητα εποπτείας της συμμόρφωσης προς τους σκοπούς και τους ενδιαμέσους στόχους κατά τρόπο οικονομικώς προσιτό και αξιόπιστο, με σαφείς και αξιόπιστους δείκτες. Η ανάπτυξη των δεικτών αυτών διευκολύνεται με στοιχεία που προέρχονται από την έρευνα και τις επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις.

5.   Συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών

Για τη διασφάλιση της διαφάνειας, οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης δημοσιοποιούνται, μεταξύ άλλων με τη χρήση του Διαδικτύου και άλλων ηλεκτρονικών μέσων διάδοσης των πληροφοριών.

Τούτο ισχύει επίσης για τις προσωρινές και τις τελικές εκθέσεις παρακολούθησης. Οι συμμετέχοντες —δηλαδή η βιομηχανία, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ και οι ενώσεις καταναλωτών— έχουν τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων σχετικά με τις πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης.

6.   Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων

Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης πρέπει να περιλαμβάνουν ένα καλοσχεδιασμένο σύστημα παρακολούθησης, με σαφώς προσδιορισμένες ευθύνες για τη βιομηχανία και τους ανεξάρτητους φορείς ελέγχου. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, σε συνεργασία με τους συμμετέχοντες στην πρωτοβουλία αυτορρύθμισης, καλούνται να εποπτεύουν την επίτευξη των στόχων.

Το σχέδιο εποπτείας και υποβολής εκθέσεων πρέπει να είναι λεπτομερές, διαφανές και αντικειμενικό. Απόκειται στις υπηρεσίες της Επιτροπής να εξετάζουν, επικουρούμενες από την επιτροπή του άρθρου 19, παράγραφος 1, εάν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της εθελοντικής συμφωνίας ή άλλων αυτορρυθμιστικών μέτρων.

7.   Οικονομική αποδοτικότητα της διαχείρισης πρωτοβουλιών αυτορρύθμισης

Το κόστος διαχείρισης των πρωτοβουλιών αυτορρύθμισης, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση, δεν πρέπει να οδηγεί σε δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση σε σχέση με τους στόχους τους και τα άλλα διαθέσιμα μέσα πολιτικής.

8.   Αειφορία

Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης ανταποκρίνονται στους στόχους πολιτικής της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της ολοκληρωμένης προσέγγισης, καθώς και στην οικονομική και την κοινωνική διάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης. Ενσωματώνεται η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών (υγεία, ποιότητα ζωής και οικονομικά συμφέροντα).

9.   Συμβατότητα κινήτρων

Οι πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης δεν αναμένεται να φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν άλλοι παράγοντες και κίνητρα - πίεση στην αγορά, φορολογία, και νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο - στέλνουν αντιφατικά μηνύματα στους συμμετέχοντες στη δέσμευση. Η συνέπεια της πολιτικής αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο από την άποψη αυτή και λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της πρωτοβουλίας.


22.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191/59


ΟΔΗΓΊΑ 2005/33/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 6 Ιουλίου 2005

για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/32/ΕΚ σχετικά με την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η περιβαλλοντική πολιτική της Κοινότητας, όπως καθορίζεται στα προγράμματα δράσης για το περιβάλλον και, ιδίως, στο έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, το οποίο θεσπίσθηκε με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), βάσει των αρχών του άρθρου 174 της συνθήκης, αποσκοπεί στην επίτευξη επιπέδων ποιότητας του αέρα που δεν οδηγούν σε απαράδεκτες επιπτώσεις ή κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον.

(2)

Η οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26 Απριλίου 1999, σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας ορισμένων υγρών καυσίμων σε θείο (5), ορίζει τη μέγιστη επιτρεπτή περιεκτικότητα σε θείο του βαρέος μαζούτ, του πετρελαίου εσωτερικής καύσης και του πετρελαίου εσωτερικής καύσης πλοίων που χρησιμοποιούνται στην Κοινότητα.

(3)

Με την οδηγία 1999/32/ΕΚ ζητείται από την Επιτροπή να εξετάσει ποια μέτρα μπορούν να λαμβάνονται για να μειωθεί η συμβολή των καυσίμων των πλοίων, πέραν του ντίζελ πλοίων, στην οξίνιση, και, εφόσον απαιτείται, να υποβάλει πρόταση.

(4)

Οι εκπομπές που προέρχονται από τη ναυτιλία λόγω της καύσης καυσίμων πλοίων με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο συμβάλλουν στην ατμοσφαιρική ρύπανση με τη μορφή διοξειδίου του θείου και αιωρούμενων σωματιδίων, βλάπτουν την υγεία του ανθρώπου, προκαλούν ζημίες στο περιβάλλον, στη δημόσια και ιδιωτική περιουσία και στην πολιτιστική κληρονομιά και συμβάλλουν στην οξίνιση.

(5)

Οι άνθρωποι και το φυσικό περιβάλλον σε παράκτιες περιοχές και σε περιοχές πλησίον λιμένων επηρεάζονται ιδιαίτερα από τη μόλυνση από πλοία που χρησιμοποιούν καύσιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο. Κατά συνέπεια, απαιτείται η λήψη ειδικών μέτρων ως προς το θέμα αυτό.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα οδηγία συμπληρώνουν τα εθνικά μέτρα τα οποία λαμβάνουν τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν με τα ανώτατα όρια εκπομπών για τους ατμοσφαιρικούς ρύπους που καθορίζονται με την οδηγία 2001/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(7)

Η μείωση της περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο έχει ορισμένα πλεονεκτήματα για τα πλοία όσον αφορά τη λειτουργική αποδοτικότητα και τις δαπάνες συντήρησης, και διευκολύνει την αποτελεσματική χρήση ορισμένων τεχνολογιών μείωσης των εκπομπών, όπως η επιλεκτική καταλυτική μείωση.

(8)

Η συνθήκη απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εξόχως αποκέντρων περιοχών της Κοινότητας, και κυρίως των γαλλικών υπερποντίων διαμερισμάτων, των Αζορών, της Μαδέρας και των Καναρίων Νήσων.

(9)

Το 1997, στο πλαίσιο διπλωματικής διάσκεψης, υιοθετήθηκε πρωτόκολλο για την τροποποίηση της διεθνούς σύμβασης για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία του 1973, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1978 (στο εξής «MARPOL»). Με το πρωτόκολλο αυτό προστίθεται ένα νέο παράρτημα VI στη MARPOL, στο οποίο περιέχονται κανονισμοί για την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από πλοία. Το πρωτόκολλο του 1997 και, συνεπώς, το παράρτημα VI της MARPOL, τέθηκαν σε ισχύ στις 19 Μαΐου 2005.

(10)

Με το παράρτημα VI της MARPOL προβλέπεται ότι ορισμένες περιοχές θα χαρακτηρισθούν ως περιοχές ελέγχου των εκπομπών οξειδίου του θείου (στο εξής «περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx»). Η Βαλτική Θάλασσα χαρακτηρίσθηκε ήδη ως τέτοια περιοχή. Μετά από συζητήσεις στο πλαίσιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ), επιτεύχθηκε καταρχήν συμφωνία για τον χαρακτηρισμό της Βόρειας Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένης της Μάγχης, ως περιοχής ελέγχου των εκπομπών SOx μετά την έναρξη ισχύος του παραρτήματος VI.

(11)

Δεδομένου του παγκόσμιου χαρακτήρα των θαλάσσιων μεταφορών, θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για την εξεύρεση λύσεων σε διεθνές επίπεδο. Τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώξουν να εξασφαλίσουν εντός του ΔΝΟ παγκόσμια μείωση της μέγιστης επιτρεπόμενης περιεκτικότητας σε θείο των καυσίμων πλοίων, εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, εάν θα ήταν σκόπιμο να ορισθούν νέες θαλάσσιες περιοχές ως περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx σύμφωνα με το παράρτημα VI της MARPOL.

(12)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, είναι αναγκαία η επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων που αφορούν την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο. Για να εξασφαλισθεί η αξιόπιστη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, απαιτούνται ουσιαστική δειγματοληψία και αποτρεπτικές κυρώσεις σε ολόκληρη την Κοινότητα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβαίνουν σε ενέργειες επιβολής του νόμου για τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους και για τα σκάφη κάθε σημαίας που καταπλέουν στους λιμένες τους. Είναι επίσης σκόπιμο να συνεργάζονται στενά τα κράτη μέλη προκειμένου να προβαίνουν σε πρόσθετες ενέργειες επιβολής του νόμου για άλλα σκάφη, σύμφωνα με το διεθνές ναυτικό δίκαιο.

(13)

Προκειμένου να δοθεί επαρκής χρόνος στο ναυτιλιακό κλάδο για την τεχνική προσαρμογή ώστε το μέγιστο όριο θείου κατά βάρος να είναι 0,1 % των καυσίμων πλοίων που χρησιμοποιούνται από σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας και από σκάφη ελλιμενισμένα σε κοινοτικούς λιμένες, η ημερομηνία εφαρμογής της απαίτησης αυτής θα πρέπει να είναι η 1η Ιανουαρίου 2010. Επειδή η προθεσμία αυτή ενδέχεται να θέσει τεχνικά προβλήματα στην Ελλάδα, είναι σκόπιμη η προσωρινή παρέκκλιση για ορισμένα συγκεκριμένα σκάφη που εκτελούν δρομολόγια εντός της επικράτειας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

(14)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεωρηθεί ως το πρώτο στάδιο της εξελισσόμενης διαδικασίας για τη μείωση των εκπομπών στη θάλασσα, προσφέροντας προοπτικές για περαιτέρω μείωση των εκπομπών μέσω χαμηλότερων ορίων θείου και τεχνολογιών μείωσης και για την ανάπτυξη οικονομικών μέσων ως κινήτρων για την επίτευξη σημαντικών μειώσεων.

(15)

Είναι ουσιώδες να ενισχυθούν οι θέσεις των κρατών μελών στις διαπραγματεύσεις του ΔΝΟ, ιδίως προκειμένου να προωθηθούν, στη φάση αναθεώρησης του παραρτήματος VI της MARPOL 73/78, η εξέταση περισσότερο φιλόδοξων μέτρων όσον αφορά αυστηρότερα όρια για το θείο στο βαρύ μαζούτ που χρησιμοποιείται από τα πλοία και η χρήση ισοδύναμων εναλλακτικών μέτρων μείωσης των εκπομπών.

(16)

Η συνέλευση του ΔΝΟ, με το ψήφισμα A.926(22), κάλεσε τις κυβερνήσεις, ιδίως εκεί όπου έχουν ορισθεί περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, να εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα καυσίμων πλοίων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο εντός της δικαιοδοσίας τους και να ζητήσουν από τις βιομηχανίες πετρελαίου και τα ναυπηγεία να διευκολύνουν τη διαθεσιμότητα και τη χρήση καυσίμων πλοίων με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι τοπικοί προμηθευτές καυσίμων πλοίων διαθέτουν καύσιμα που ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές σε επαρκείς ποσότητες για την κάλυψη της ζήτησης.

(17)

Ο ΔΝΟ έχει θεσπίσει κατευθυντήριες γραμμές για τη δειγματοληψία του μαζούτ για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς το παράρτημα VI της MARPOL και οφείλει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές για τα συστήματα καθαρισμού των καυσαερίων και άλλες τεχνολογικές μεθόδους για τον περιορισμό των εκπομπών SOx στις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx.

(18)

Με την οδηγία 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23 Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων (7) αναδιατυπώνεται η οδηγία 88/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου (8). Η οδηγία 1999/32/ΕΚ θα πρέπει να αναθεωρηθεί αντιστοίχως, όπως προβλέπει το άρθρο 3 παράγραφος 4 αυτής.

(19)

Είναι σκόπιμο η επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία, η οποία έχει θεσπισθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), να συνδράμει την Επιτροπή στο πλαίσιο της έγκρισης τεχνολογιών μείωσης των εκπομπών.

(20)

Οι τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών, εάν δεν έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και έχουν αναπτυχθεί με τους κατάλληλους μηχανισμούς έγκρισης και ελέγχου, μπορούν να προσφέρουν τουλάχιστον ισοδύναμες ή και μεγαλύτερες μειώσεις εκπομπών από ό, τι η χρήση καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο. Η ύπαρξη σωστών συνθηκών έχει ουσιώδη σημασία για την προώθηση της ανάδειξης νέων τεχνολογιών μείωσης των εκπομπών.

(21)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα θα πρέπει να συνδράμει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, ανάλογα με την περίπτωση, στην παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(22)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28 Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (10).

(23)

Η οδηγία 1999/32/ΕΚ θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 1999/32/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του θείου, οι οποίες οφείλονται στην καύση ορισμένων υγρών καυσίμων παραγώγων πετρελαίου, επιτυγχάνεται με την επιβολή ορίων περιεκτικότητας των εν λόγω καυσίμων σε θείο, ως προϋπόθεση για τη χρήση τους εντός της επικράτειας, των χωρικών υδάτων και των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών ή των ζωνών ελέγχου της ρύπανσης των κρατών μελών.

Ωστόσο, οι περιορισμοί στην περιεκτικότητα σε θείο ορισμένων υγρών καυσίμων παραγώγων πετρελαίου, οι οποίοι θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία, δεν ισχύουν για:

α)

τα καύσιμα που προορίζονται για έρευνα και δοκιμές·

β)

τα καύσιμα που προορίζονται να υποστούν επεξεργασία πριν από την τελική καύση·

γ)

τα καύσιμα που προορίζονται να υποστούν επεξεργασία στη βιομηχανία διύλισης·

δ)

τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται και διατίθενται στην αγορά στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας, εφόσον τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίσουν ότι στις περιοχές αυτές:

τηρούνται τα πρότυπα ποιότητας του αέρα,

το βαρύ μαζούτ δεν χρησιμοποιείται εάν η περιεκτικότητά του σε θείο υπερβαίνει το 3 % κατά μάζα·

ε)

τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται από πολεμικά πλοία και άλλα σκάφη που εκτελούν στρατιωτική υπηρεσία. Ωστόσο, με τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων τα οποία δεν δυσχεραίνουν την επιχειρησιακή δραστηριότητα ή ικανότητα των εν λόγω πλοίων, τα κράτη μέλη επιδιώκουν να διασφαλίζουν ότι τα πλοία αυτά λειτουργούν κατά τρόπο συμβιβαζόμενο με την παρούσα οδηγία, εφόσον αυτό είναι εύλογο και πρακτικά εφικτό·

στ)

οιαδήποτε χρήση καυσίμων σε σκάφος που είναι αναγκαία ειδικά για την ασφάλεια του πλοίου ή για τη διάσωση ανθρώπινων ζωών στη θάλασσα·

ζ)

οιαδήποτε χρήση καυσίμων σε πλοίο που καθίσταται αναγκαία λόγω βλάβης του σκάφους ή του εξοπλισμού του, υπό τον όρο ότι, μετά την εμφάνιση της βλάβης, έχουν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση των υπερβολικών εκπομπών και ότι λαμβάνονται, το ταχύτερο δυνατό, μέτρα για την αποκατάσταση της βλάβης. Τούτο δεν εφαρμόζεται εάν ο πλοιοκτήτης ή ο πλοίαρχος προκάλεσαν τη βλάβη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας·

η)

τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται σε πλοία τα οποία χρησιμοποιούν εγκεκριμένες τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών σύμφωνα με το άρθρο 4γ.».

2.

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο σημείο 1, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2710 19 51 έως 2710 19 69, ή».

β)

Στο σημείο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«πετρέλαιο εσωτερικής καύσης:

κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2710 19 25, 2710 19 29 ή 2710 19 45 ή 2710 19 49, ή

κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, του οποίου λιγότερο από το 65 % κατ' όγκο (συμπεριλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 250 oC και του οποίου τουλάχιστον 85 % κατ' όγκον (συμπεριλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 350 oC με τη μέθοδο ASTM D86.».

γ)

Το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

καύσιμα πλοίων: κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου που προορίζεται για πλοία ή χρησιμοποιείται επ' αυτών, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων που ορίζονται στο πρότυπο ISO 8217,».

δ)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«3α.

ντίζελ πλοίων: κάθε καύσιμο πλοίων το ιξώδες ή η πυκνότητα του οποίου εμπίπτουν στο εύρος του ιξώδους ή της πυκνότητας που καθορίζονται για τις ποιότητες DMB και DMC στον πίνακα I του ISO 8217·

3β.

πετρέλαιο εσωτερικής καύσης πλοίων: κάθε καύσιμο πλοίων το ιξώδες ή η πυκνότητα του οποίου εμπίπτουν στο εύρος του ιξώδους ή της πυκνότητας που καθορίζονται για τις ποιότητες DMX και DMA στον πίνακα I του ISO 8217·

3γ.

MARPOL: η διεθνής σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία του 1973, όπως τροποποιήθηκε από το σχετικό πρωτόκολλο του 1978·

3δ.

παράρτημα VI της MARPOL: το παράρτημα με τίτλο “Κανονισμοί για την πρόληψη ρύπανσης του αέρα από πλοία”, το οποίο προστίθεται στη MARPOL με το πρωτόκολλο του 1997·

3ε.

περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx: θαλάσσιες περιοχές που ορίζονται με αυτόν τον τρόπο από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) δυνάμει του παραρτήματος VI της MARPOL·

3στ.

επιβατηγά πλοία: πλοία που μεταφέρουν περισσότερους από 12 επιβάτες· ως επιβάτης νοείται οιοδήποτε άτομο, εκτός από:

i)

τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος ή άλλα άτομα που απασχολούνται ή έχουν προσληφθεί υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στο πλοίο για τις ανάγκες του εν λόγω πλοίου, και

ii)

παιδιά κάτω του ενός έτους·

3ζ.

τακτικό δρομολόγιο: σειρά διαπλεύσεων επιβατηγού πλοίου που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία μεταξύ των αυτών δύο ή περισσότερων λιμανιών, ή σειρά ταξιδιών από και προς το ίδιο λιμάνι χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, είτε:

i)

σύμφωνα με δημοσιευμένο πρόγραμμα δρομολογίων είτε

ii)

όταν οι διαπλεύσεις είναι τόσο τακτικές ή συχνές που να συνιστούν αναγνωρίσιμο πρόγραμμα·

3η.

πολεμικό πλοίο: πλοίο το οποίο ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους και φέρει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τέτοια πλοία της εθνικότητάς του, υπό τη διοίκηση αξιωματικού δεόντως τοποθετημένου από την κυβέρνηση του κράτους και του οποίου το όνομα εμφαίνεται στη σχετική επετηρίδα ή ανάλογο πίνακα, και το οποίο πλοίο είναι επανδρωμένο με πλήρωμα που τελεί υπό κανονική στρατιωτική πειθαρχία·

3θ.

ελλιμενισμένα πλοία: πλοία που βρίσκονται ασφαλώς προσδεδεμένα ή αγκυροβολημένα σε κοινοτικό λιμένα κατά τη διάρκεια της παραμονής τους για φόρτωση, εκφόρτωση ή διανυκτέρευση, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που διανύουν όταν δεν εκτελούν εργασίες φορτοεκφόρτωσης·

3ι.

σκάφος εσωτερικής ναυσιπλοΐας: σκάφος που προορίζεται ιδίως να χρησιμοποιηθεί σε εσωτερική πλωτή οδό, όπως ορίζεται στην οδηγία 82/714/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4 Οκτωβρίου 1982, για τη θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών για τα πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας (11), συμπεριλαμβανομένων όλων των σκαφών που διαθέτουν:

i)

κοινοτικό πιστοποιητικό εσωτερικής ναυσιπλοΐας, όπως ορίζεται στην οδηγία 82/714/ΕΟΚ,

ii)

πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 22 της αναθεωρημένης σύμβασης για τη ναυσιπλοΐα του Ρήνου·

3ια.

Διάθεση στην αγορά: η προμήθεια ή η διάθεση σε τρίτους, επί πληρωμή ή δωρεάν, οπουδήποτε εντός της δικαιοδοσίας των κρατών μελών, καυσίμων πλοίων προς καύση επ' αυτών. Εξαιρείται η προμήθεια ή η διάθεση καυσίμων πλοίων προς εξαγωγή στις δεξαμενές φορτίου των πλοίων·

3ιβ.

εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας: τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα, οι Αζόρες, η Μαδέρα και οι Κανάριες Νήσοι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 299 της συνθήκης·

3ιγ.

τεχνολογία μείωσης των εκπομπών: σύστημα καθαρισμού των καυσαερίων ή κάθε άλλη εξακριβώσιμη και αναγκαστικής εφαρμογής τεχνολογική μέθοδος.

ε)

Το σημείο 6 απαλείφεται.

3.

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Μέγιστη περιεκτικότητα του βαρέος μαζούτ σε θείο

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2003, δεν χρησιμοποιείται, εντός της επικράτειάς τους, βαρύ μαζούτ περιεκτικότητας σε θείο άνω του 1 % κατά μάζα.

2.

i)

Με την επιφύλαξη της κατάλληλης παρακολούθησης των εκπομπών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, η απαίτηση αυτή δεν εφαρμόζεται για το βαρύ μαζούτ που χρησιμοποιείται:

α)

στις εγκαταστάσεις καύσης, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/80/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23 Οκτωβρίου 2001, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων (12), οι οποίες θεωρούνται νέες εγκαταστάσεις σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 9 της εν λόγω οδηγίας και οι οποίες τηρούν τις οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου που ισχύουν για αυτές τις εγκαταστάσεις, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα ΙV, της εν λόγω οδηγίας, και σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτής·

β)

στις εγκαταστάσεις καύσης, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/80/ΕΚ, οι οποίες θεωρούνται υφιστάμενες εγκαταστάσεις σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 10 της εν λόγω οδηγίας, όταν οι εκπεμπόμενες από αυτές ποσότητες διοξειδίου του θείου είναι το πολύ 1 700 mg/Nm3, όταν το καυσαέριο έχει περιεκτικότητα οξυγόνου 3 % κατ' όγκο σε ξηρή βάση, και όταν, από την 1η Ιανουαρίου 2008, οι εκπεμπόμενες ποσότητες διοξειδίου του θείου από τις εγκαταστάσεις καύσης που εμπίπτουν στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2001/80/ΕΚ είναι ίσες ή μικρότερες από εκείνες οι οποίες προκύπτουν λόγω συμμόρφωσης προς τις οριακές τιμές εκπομπών διοξειδίου του θείου για νέες εγκαταστάσεις που περιέχονται στο μέρος A του παραρτήματος IV της εν λόγω οδηγίας, καθώς και όταν είναι σκόπιμο να εφαρμόζονται τα άρθρα 5, 7 και 8 αυτής·

γ)

σε άλλες εγκαταστάσεις καύσης, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των στοιχείων α) ή β), όταν οι εκπεμπόμενες από αυτές ποσότητες διοξειδίου του θείου δεν υπερβαίνουν τα 1 700 mg/Nm3, όταν το καυσαέριο έχει περιεκτικότητα οξυγόνου 3 % κατ' όγκο σε ξηρή βάση·

δ)

για την καύση σε διυλιστήρια, όταν ο μηνιαίος μέσος όρος των εκπομπών διοξειδίου του θείου όλων των εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου, ανεξαρτήτως του τύπου του χρησιμοποιούμενου καυσίμου ή συνδυασμού καυσίμων, είναι εντός ορίου το οποίο ορίζει κάθε κράτος μέλος και το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 1 700 mg/Nm3. Αυτό δεν εφαρμόζεται σε εγκαταστάσεις καύσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου α) ή, από την 1η Ιανουαρίου 2008, στις εγκαταστάσεις καύσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου β).

ii)

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι οι εγκαταστάσεις καύσης που χρησιμοποιούν βαρύ μαζούτ με συγκέντρωση σε θείο μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1, λειτουργούν μόνο με άδεια εκδιδόμενη από την αρμόδια αρχή, στην οποία ορίζονται τα όρια εκπομπής.

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 2 επανεξετάζονται και, εάν χρειάζεται, τροποποιούνται, υπό το πρίσμα κάθε τυχόν μελλοντικής τροποποίησης της οδηγίας 2001/80/ΕΚ.

4.

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

Από την 1η Ιανουαρίου 2010:

i)

στην παράγραφο 1, οι λέξεις «περιλαμβανομένου και του ντίζελ πλοίων,» απαλείφονται·

ii)

η παράγραφος 2 απαλείφεται.

β)

Από τις 11 Αυγούστου 2005, οι παράγραφοι 3 και 4 απαλείφονται.

5.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 4α

Μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων πλοίων που χρησιμοποιούνται σε περιοχές ελέγχου των εκπομπών SΟx και από επιβατηγά πλοία που εκτελούν τακτικά δρομολόγια από ή προς λιμένες της Κοινότητας.

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι, στα χωρικά τους ύδατα, στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες τους και στις ζώνες τους ελέγχου ρύπανσης που ανήκουν σε περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, δεν χρησιμοποιούνται καύσιμα πλοίων εάν η περιεκτικότητα των καυσίμων αυτών σε θείο υπερβαίνει το 1,5 % κατά μάζα. Αυτό ισχύει για όλα τα σκάφη κάθε σημαίας, συμπεριλαμβανομένων των σκαφών το ταξίδι των οποίων άρχισε εκτός της Κοινότητας.

2.   Οι ημερομηνίες εφαρμογής για την παράγραφο 1 είναι οι ακόλουθες:

α)

για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας που αναφέρεται στον κανονισμό 14 παράγραφος 3 στοιχείο α) του παραρτήματος VI της MARPOL, 11 Αυγούστου 2006·

β)

για τη Βόρεια Θάλασσα:

12 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του ορισμού ΔΝΟ, σύμφωνα με τις θεσμοθετημένες διαδικασίες, ή

11 Αυγούστου 2007,

εάν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη·

γ)

για οιεσδήποτε άλλες θαλάσσιες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων, τις οποίες ο ΔΝΟ ορίζει μεταγενεστέρως ως περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx σύμφωνα με τον κανονισμό 14 παράγραφος 3 στοιχείο β) του παραρτήματος VI της MARPOL: 12 μήνες από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του εν λόγω ορισμού.

3.   Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την επιβολή της εφαρμογής της παραγράφου 1 τουλάχιστον όσον αφορά:

τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους, και

στην περίπτωση κρατών μελών που συνορεύουν με περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx, τα σκάφη κάθε σημαίας ενόσω βρίσκονται στους λιμένες τους.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβαίνουν σε πρόσθετες ενέργειες επιβολής του νόμου για άλλα σκάφη, σύμφωνα με το διεθνές ναυτιλιακό δίκαιο.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), δεν χρησιμοποιούνται στα χωρικά τους ύδατα, στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες τους και στις ζώνες τους ελέγχου της ρύπανσης, από επιβατηγά πλοία που εκτελούν τακτικά δρομολόγια από ή προς οποιονδήποτε κοινοτικό λιμένα, καύσιμα πλοίων των οποίων η περιεκτικότητα σε θείο υπερβαίνει το 1,5 % κατά μάζα. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την επιβολή της εφαρμογής της απαίτησης αυτής τουλάχιστον όσον αφορά τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους και τα σκάφη κάθε σημαίας ενόσω βρίσκονται στους λιμένες τους.

5.   Από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), τα κράτη μέλη απαιτούν τη σωστή συμπλήρωση των ημερολογίων των πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών αλλαγής καυσίμων, ως προϋπόθεση για την είσοδο των πλοίων σε λιμένες της Κοινότητας.

6.   Από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2, στοιχείο α), και σύμφωνα με το άρθρο 18 του παραρτήματος VI της MARPOL, τα κράτη μέλη:

τηρούν μητρώο των τοπικών προμηθευτών καυσίμων πλοίων,

εξασφαλίζουν ότι η περιεκτικότητα σε θείο όλων των καυσίμων πλοίων που πωλούνται στην επικράτειά τους αναγράφεται στο δελτίο παράδοσης της αποθήκης καυσίμων, που συνοδεύεται από σφραγισμένο δείγμα που φέρει την υπογραφή του εκπροσώπου του παραλαμβάνοντος πλοίου,

λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα κατά των προμηθευτών καυσίμων πλοίων για τους οποίους διαπιστώνεται ότι παραδίδουν καύσιμα που δεν συμφωνούν με τις προδιαγραφές που αναφέρονται στο δελτίο παράδοσης της αποθήκης καυσίμων,

εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα δέοντα μέτρα θεραπείας ώστε τα καύσιμα πλοίων που δεν είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές να συμμορφωθούν με αυτές.

7.   Από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν διατίθεται στην αγορά, στην επικράτειά τους, ντίζελ πλοίων, εάν η περιεκτικότητα σε θείο του εν λόγω ντίζελ πλοίων υπερβαίνει το 1,5 % κατά μάζα.

8.   Η Επιτροπή κοινοποιεί στα κράτη μέλη τις ημερομηνίες εφαρμογής που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) και δημοσιεύει τις εν λόγω ημερομηνίες στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4β

Μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων πλοίων που χρησιμοποιούνται από σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας και από σκάφη ελλιμενισμένα σε κοινοτικούς λιμένες

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2010, τα ακόλουθα σκάφη δεν χρησιμοποιούν καύσιμα πλοίων με περιεκτικότητα σε θείο που να υπερβαίνει το 0,1 % κατά μάζα:

α)

σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας, και

β)

σκάφη ελλιμενισμένα σε κοινοτικούς λιμένες, παρέχεται στο πλήρωμα επαρκής χρόνος για να ολοκληρώσει κάθε αναγκαία εργασία αλλαγής καυσίμων, το συντομότερο δυνατόν, μετά την άφιξη στη θέση ελλιμενισμού και, όσο το δυνατόν αργότερα, πριν από την αναχώρηση.

Τα κράτη μέλη απαιτούν να καταχωρίζεται στα ημερολόγια των πλοίων η χρονική στιγμή κάθε εργασίας αλλαγής καυσίμων.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται:

α)

όταν, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα προγράμματα δρομολογίων, τα πλοία αναμένεται να παραμείνουν ελλιμενισμένα για λιγότερο από δύο ώρες·

β)

στα σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας που διαθέτουν πιστοποιητικό συμμόρφωσης προς τη διεθνή σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, του 1974, όπως τροποποιήθηκε, ενόσω τα σκάφη αυτά βρίσκονται στη θάλασσα·

γ)

μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2012, για τα σκάφη τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα και τα οποία εκτελούν υπηρεσία αποκλειστικά εντός της επικράτειας της Ελληνικής Δημοκρατίας·

δ)

στα πλοία που κλείνουν όλες τις μηχανές και συνδέονται με παροχή ηλεκτρικής ενεργείας όσο είναι ελλιμενισμένα.

3.   Από την 1η Ιανουαρίου 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δεν διατίθεται στην αγορά, εντός της επικράτειάς τους, πετρέλαιο εσωτερικής καύσης πλοίων, εάν η περιεκτικότητα σε θείο του εν λόγω πετρελαίου εσωτερικής καύσης πλοίων υπερβαίνει το 0,1 % κατά μάζα.

Άρθρο 4γ

Δοκιμές και χρήση νέων τεχνολογιών μείωσης των εκπομπών

1.   Κράτη μέλη, σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη, μπορούν, κατά περίπτωση, να εγκρίνουν δοκιμές τεχνολογιών μείωσης των εκπομπών σε πλοία που φέρουν τη σημαία τους ή σε θαλάσσιες περιοχές εντός της δικαιοδοσίας τους. Κατά τις δοκιμές αυτές, η χρησιμοποίηση καυσίμων πλοίων που πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 4α και 4β δεν είναι υποχρεωτική, υπό τον όρο ότι:

στην Επιτροπή και σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος λιμένα απευθύνεται κοινοποίηση γραπτώς τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την έναρξη των δοκιμών,

η διάρκεια της άδειας για τη διενέργεια των δοκιμών δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες,

όλα τα πλοία τα οποία συμμετέχουν στις δοκιμές είναι εφοδιασμένα με απαραβίαστο εξοπλισμό για τη συνεχή παρακολούθηση των εκπομπών καυσαερίων και τον χρησιμοποιούν καθ' όλη τη διάρκεια των δοκιμών,

όλα τα πλοία τα οποία συμμετέχουν στις δοκιμές επιτυγχάνουν μειώσεις των εκπομπών τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω των ορίων περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο που καθορίζονται με την παρούσα οδηγία,

υπάρχουν τα κατάλληλα συστήματα διαχείρισης αποβλήτων για όλα τα απόβλητα που παράγονται από τις τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών καθ' όλη τη διάρκεια των δοκιμών,

διενεργείται εκτίμηση των επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά τα οικοσυστήματα σε περίκλειστους εσωτερικούς και σε εξωτερικούς λιμένες και εκβολές ποταμών καθ' όλη τη διάρκεια των δοκιμών, και

παρέχονται στην Επιτροπή και δημοσιεύονται πλήρη αποτελέσματα, εντός έξι μηνών από το τέλος των δοκιμών.

2.   Οι τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών για τα πλοία που φέρουν σημαία κράτους μέλους εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5 Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (13), λαμβάνοντας υπόψη:

τις κατευθυντήριες γραμμές που συντάσσει ο ΔΝΟ,

τα αποτελέσματα τυχόν δοκιμών που έχουν διενεργηθεί δυνάμει της παραγράφου 1,

τις συνέπειες για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των εφικτών μειώσεων των εκπομπών και τις επιπτώσεις στα οικοσυστήματα σε περίκλειστους εσωτερικούς και σε εξωτερικούς λιμένες και εκβολές ποταμών,

τη δυνατότητα παρακολούθησης και εξακρίβωσης.

3.   Τα κριτήρια για τη χρήση τεχνολογιών μείωσης των εκπομπών από τα πλοία κάθε σημαίας σε περίκλειστους εσωτερικούς και εξωτερικούς λιμένες και σε εκβολές ποταμών στην Κοινότητα καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 9 παράγραφος 2. Η Επιτροπή γνωστοποιεί τα κριτήρια αυτά στον ΔΝΟ.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πλοία να χρησιμοποιούν εγκεκριμένες τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών, αντί της χρήσης καυσίμων πλοίων με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο που πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 4α και 4β, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω πλοία:

επιτυγχάνουν συνεχώς μειώσεις των εκπομπών οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω των ορίων περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο που προβλέπει η παρούσα οδηγία,

έχουν εγκατεστημένο εξοπλισμό συνεχούς παρακολουθήσεως των εκπομπών, και

αποδεικνύουν σαφώς ότι τα τυχόν απόβλητα που απορρίπτουν σε περίκλειστους εσωτερικούς και εξωτερικούς λιμένες και σε εκβολές ποταμών, δεν έχουν επιπτώσεις επί των οικοσυστημάτων, βάσει κριτηρίων τα οποία οι αρχές του κράτους του λιμένα γνωστοποιούν στον ΔΝΟ.

6.

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζουν ότι η περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 4α και 4β.

Χρησιμοποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, καθένα από τα ακόλουθα μέσα δειγματοληψίας, ανάλυσης και επιθεώρησης:

δειγματοληψία των καυσίμων πλοίων που προορίζονται για καύση επί των πλοίων κατά την παράδοσή τους στα πλοία, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΔΝΟ, και ανάλυση της περιεκτικότητάς τους σε θείο,

δειγματοληψία και ανάλυση της περιεκτικότητας σε θείο των καυσίμων πλοίων που προορίζονται για καύση επί των πλοίων και τα οποία περιέχονται σε δεξαμενές, εφόσον είναι εφικτό, και σε δείγματα από σφραγισμένες αποθήκες καυσίμων επί πλοίων,

επιθεώρηση των ημερολογίων των πλοίων και των δελτίων παράδοσης αποθηκών καυσίμων.

Η δειγματοληψία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ το σχετικό όριο για τη μέγιστη περιεκτικότητα των καυσίμων σε θείο. Διεξάγεται με επαρκή συχνότητα, σε επαρκείς ποσότητες και κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δείγματα είναι αντιπροσωπευτικά των εξεταζόμενων καυσίμων και των καυσίμων που χρησιμοποιούνται από τα πλοία ενώ βρίσκονται σε σχετικές θαλάσσιες περιοχές, λιμένες και εσωτερικές πλωτές οδούς.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης εύλογα μέτρα, ανάλογα με την περίπτωση, για να παρακολουθούν την περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων πλοίων, πλην εκείνων για τα οποία εφαρμόζονται τα άρθρα 4α και 4β.».

β)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τη μέθοδο ISO 8754 (1992) και τη μέθοδο PrEN ISO 14596 για το βαρύ μαζούτ και τα καύσιμα πλοίων·».

7.

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Σύνταξη εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Με βάση τα αποτελέσματα της δειγματοληψίας, της ανάλυσης και των επιθεωρήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 6, τα κράτη μέλη, έως τις 30 Ιουνίου κάθε έτους, υποβάλλουν στην Επιτροπή σύντομη έκθεση σχετικά με την περιεκτικότητα σε θείο των υγρών καυσίμων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εντός της επικράτειάς τους κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Η έκθεση αυτή αναφέρει τον συνολικό αριθμό δειγμάτων που ελέγχθηκαν ανά τύπο καυσίμων καθώς και την αντίστοιχη ποσότητα καυσίμων που χρησιμοποιήθηκε και την υπολογισμένη μέση περιεκτικότητα σε θείο. Τα κράτη μέλη αναφέρουν επίσης τον αριθμό των επιθεωρήσεων που διενεργήθηκαν επί των πλοίων, καθώς και τη μέση περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων πλοίων τα οποία χρησιμοποιούνται στην επικράτειά τους και τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας στις 11 Αυγούστου 2005.

2.   Με βάση, μεταξύ άλλων:

α)

τις ετήσιες εκθέσεις οι οποίες υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β)

τις παρατηρούμενες τάσεις της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, της οξίνισης, του κόστους των καυσίμων και της μεταστροφής από έναν τρόπο μεταφοράς σε άλλον, και

γ)

την πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών οξειδίων του θείου από τα πλοία μέσω των μηχανισμών του ΔΝΟ, κατόπιν των σχετικών κοινοτικών πρωτοβουλιών·

δ)

μια νέα ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας, που συμπεριλαμβάνει τα άμεσα και έμμεσα οφέλη στο περιβάλλον, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 4α παράγραφος 4, και τυχόν μέτρα για περαιτέρω μείωση των εκπομπών, και

ε)

την εφαρμογή του άρθρου 4γ·

η Επιτροπή, έως το 2008, υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύσει την εν λόγω έκθεση με προτάσεις τροποποίησης της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά:

ένα δεύτερο στάδιο οριακών τιμών για το θείο, οι οποίες θεσπίζονται για κάθε κατηγορία καυσίμων και,

λαμβάνοντας υπόψη τις εργασίες, στο πλαίσιο του ΔΝΟ, τις θαλάσσιες περιοχές όπου πρέπει να χρησιμοποιούνται καύσιμα πλοίων με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο.

Η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία σε προτάσεις σχετικά με:

α)

τον ορισμό επιπρόσθετων περιοχών ελέγχου των εκπομπών SOx·

β)

τη μείωση, ει δυνατόν, σε 0,5 % των ορίων περιεκτικότητας σε θείο για τα καύσιμα πλοίων που χρησιμοποιούνται στις περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx·

γ)

εναλλακτικά ή συμπληρωματικά μέτρα.

3.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την ενδεχόμενη χρήση οικονομικών μέσων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται μηχανισμοί, όπως διαφοροποιημένες επιβαρύνσεις και χιλιομετρικά τέλη, εμπορεύσιμες άδειες εκπομπών και αντισταθμίσεις.

Η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να υποβάλει προτάσεις για οικονομικά μέσα, ως εναλλακτικά ή συμπληρωματικά μέτρα, στο πλαίσιο της επανεξέτασης του 2008, υπό την προϋπόθεση ότι τα οφέλη για το περιβάλλον και την υγεία μπορούν να αποδειχθούν σαφώς.

4.   Τυχόν απαιτούμενες τροποποιήσεις για την τεχνική προσαρμογή του άρθρου 2 σημεία 1, 2, 3, 3α, 3β και 4, ή του άρθρου 6 παράγραφος 2, υπό το πρίσμα της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 9 παράγραφος 2. Οι προσαρμογές αυτές δεν οδηγούν σε άμεσες αλλαγές όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής ή τα όρια για την περιεκτικότητα των καυσίμων σε θείο που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.».

8.

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (14), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.».

9.

Προστίθεται το κείμενο που περιέχεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι τις 11 Αυγούστου 2006. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 6 Ιουλίου 2005.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. STRAW


(1)  ΕΕ C 45 Ε της 25.2.2003, σ. 277.

(2)  ΕΕ C 208 της 3.9.2003, σ. 27.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4 Ιουνίου 2003 (ΕΕ C 68 Ε της 18.3.2004, σ. 311), κοινή θέση του Συμβουλίου της 9 Δεκεμβρίου 2004 ((ΕΕ C 63 Ε της 15.3.2005, σ. 26), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13 Απριλίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23 Μαΐου 2005.

(4)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 121 της 11.5.1999, σ. 13· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 309 της 27.11.2001, σ. 22· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003 (ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 703).

(7)  ΕΕ L 309 της 27.11.2001, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(8)  ΕΕ L 336 της 7.12.1988, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 415/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 10).

(10)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(11)  ΕΕ L 301 της 28.10.1982, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003».

(12)  ΕΕ L 309 της 27.11.2001, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003».

(13)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 415/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 10).».

(14)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΚΑΦΗ

Όνομα σκάφους

Έτος παράδοσης

Αριθμός ΔΝΟ

ARIADNE PALACE

2002

9221310

IKARUS PALACE

1997

9144811

KNOSSOS PALACE

2001

9204063

OLYMPIA PALACE

2001

9220330

PASIPHAE PALACE

1997

9161948

FESTOS PALACE

2001

9204568

EUROPA PALACE

2002

9220342

BLUE STAR I

2000

9197105

BLUE STAR II

2000

9207584

BLUE STAR ITHAKI

1999

9203916

BLUE STAR NAXOS

2002

9241786

BLUE STAR PAROS

2002

9241774

HELLENIC SPIRIT

2001

9216030

OLYMPIC CHAMPION

2000

9216028

LEFKA ORI

1991

9035876

SOPHOKLIS VENIZELOS

1990

8916607»


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Επιτροπή

22.7.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 191/70


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 22ας Απριλίου 2005

για τη σύσταση της ευρωπαϊκής συμβουλευτικής επιτροπής για την έρευνα στον τομέα της ασφάλειας

(2005/516/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το 2003 η Επιτροπή συνέστησε μια ομάδα προσωπικοτήτων για την έρευνα στον τομέα της ασφάλειας, πρωταρχική αποστολή της οποίας ήταν να προτείνει τις αρχές και προτεραιότητες ενός ευρωπαϊκού προγράμματος έρευνας στον τομέα της ασφάλειας (ΕΠΕΑ).

(2)

Με βάση την έκθεση «Έρευνα για μια ασφαλή Ευρώπη», την οποία υπέβαλε η ομάδα προσωπικοτήτων το 2004, η ανακοίνωση της Επιτροπής της 7 Σεπτεμβρίου 2004 με τίτλο «Έρευνα στον τομέα της ασφάλειας: τα επόμενα βήματα» (1) πρότεινε τη σύσταση μιας ευρωπαϊκής συμβουλευτικής επιτροπής για την έρευνα στον τομέα της ασφάλειας (εφεξής «ΕΣΕΕΑ»).

(3)

Είναι αναγκαίο να συσταθεί η ΕΣΕΕΑ και να καθοριστούν τα καθήκοντα και η δομή της.

(4)

Η ΕΣΕΕΑ πρέπει να συμβάλει στο περιεχόμενο και την εφαρμογή του ΕΠΕΑ.

(5)

Η ΕΣΕΕΑ πρέπει να περιλαμβάνει εμπειρογνώμονες από διάφορες ομάδες συμφερόντων, και συγκεκριμένα: χρήστες, εκπροσώπους της βιομηχανίας και ερευνητικών οργανισμών. Σύμφωνα με τους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται, η ΕΣΕΕΑ πρέπει να απαρτίζεται από δύο ομάδες με ξεχωριστούς αλλά συμπληρωματικούς ρόλους.

(6)

Πρέπει να προβλέπονται κανόνες για τη διάδοση των πληροφοριών από τα μέλη της ΕΣΕΕΑ, με την επιφύλαξη των κανόνων της Επιτροπής σχετικά με την ασφάλεια, όπως ορίζονται στο παράρτημα της απόφασης 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ και Ευρατόμ της Επιτροπής (2).

(7)

Είναι σκόπιμο να οριστεί περίοδος εφαρμογής της παρούσας απόφασης. Η Επιτροπή θα εξετάσει εν ευθέτω χρόνω τη σκοπιμότητα παράτασης της εν λόγω περιόδου,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Συμβουλευτική επιτροπή

Συνιστάται, από την 1η Ιουλίου 2005, συμβουλευτική επιτροπή με την ονομασία ευρωπαϊκή συμβουλευτική επιτροπή για την έρευνα στον τομέα της ασφάλειας (εφεξής «ΕΣΕΕΑ»), στο πλαίσιο της Επιτροπής.

Άρθρο 2

Καθήκοντα

Η Επιτροπή μπορεί να συμβουλεύεται την ΕΣΕΕΑ για οποιοδήποτε θέμα σχετικά με το περιεχόμενο και την εφαρμογή του ευρωπαϊκού προγράμματος έρευνας στον τομέα της ασφάλειας (εφεξής «ΕΠΕΑ»), το οποίο πρόκειται να υλοποιηθεί μέσω του ερευνητικού προγράμματος-πλαισίου της ΕΚ.

Η ΕΣΕΕΑ επιτελεί το έργο της έχοντας πλήρη γνώση του ευρωπαϊκού πλαισίου πολιτικής, ιδίως δε των ερευνητικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται σε εθνικό επίπεδο, και υποστηρίζοντας τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες πολιτικής για την έρευνα.

Ειδικότερα, αλλά όχι αποκλειστικά, η ΕΣΕΕΑ διατυπώνει συστάσεις προς την Επιτροπή όσον αφορά τους ακόλουθους τομείς:

α)

στρατηγικές αποστολές, στοχοθετημένους τομείς και προτεραιότητες που ορίζονται για το ΕΠΕΑ, με βάση την έκθεση «Έρευνα για μια ασφαλή Ευρώπη» της ομάδας προσωπικοτήτων, λαμβάνοντας παράλληλα, υπόψη την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, καθώς και τις εθνικές και διακυβερνητικές δραστηριότητες·

β)

τεχνολογικές ικανότητες που πρέπει να αποκτήσουν οι σχετικοί ευρωπαϊκοί φορείς· συνιστά στρατηγική για τη βελτίωση της τεχνολογικής βάσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, έτσι ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά της·

γ)

στρατηγικές και λειτουργικές πτυχές του ΕΠΕΑ, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα και τα αποτελέσματα που έχουν συγκεντρωθεί από την προπαρασκευαστική δράση για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού βιομηχανικού δυναμικού όσον αφορά την έρευνα στον τομέα της ασφάλειας (3), από τις υπηρεσίες της Επιτροπής που έχουν ενεργό ενδιαφέρον για τον τομέα της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας που καλύπτεται από το ερευνητικό πρόγραμμα-πλαίσιο της ΕΚ, καθώς και από άλλες ομάδες εμπειρογνωμόνων και συμβούλων·

δ)

θέματα εφαρμογής όπως η ανταλλαγή διαβαθμισμένων πληροφοριών και τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας·

ε)

βελτιστοποίηση της χρήσης δημόσιων υποδομών έρευνας και αξιολόγησης στο πλαίσιο του ΕΠΕΑ·

στ)

επικοινωνιακή στρατηγική επικοινωνιών για την προώθηση της ενημέρωσης/ευαισθητοποίησης σχετικά με το ΕΠΕΑ, καθώς και για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τα ερευνητικά προγράμματα των ενδιαφερομένων.

Οι πρόεδροι και των δύο ομάδων της ΕΣΕΕΑ που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 μπορούν να υποδεικνύουν στην Επιτροπή ότι είναι επιθυμητό να συμβουλεύεται την ΕΣΕΕΑ για άλλα θέματα.

Άρθρο 3

Μέλη της ΕΣΕΕΑ — Διορισμός

1.   Τα μέλη της ΕΣΕΕΑ διορίζονται από την Επιτροπή μεταξύ ειδικών και εμπειρογνωμόνων χάραξης στρατηγικής υψηλού επιπέδου, οι οποίοι έχουν πείρα στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 2.

2.   Τα μέλη διορίζονται ad personam και δεν διορίζονται αναπληρωτές τους. Τα μέλη εργάζονται σε προσωπικό επίπεδο και συμβουλεύουν την Επιτροπή αδέσμευτα από οποιαδήποτε εξωτερική καθοδήγηση. Δεν διαδίδουν πληροφορίες τις οποίες έλαβαν από την ΕΣΕΕΑ κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων της, εάν η Επιτροπή φρονεί ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι εμπιστευτικές.

3.   Τα μέλη διορίζονται για περίοδο που δεν υπερβαίνει την ημερομηνία λήξης ισχύος της παρούσας απόφασης. Παραμένουν εν ενεργεία μέχρις ότου αντικατασταθούν ή μέχρι το πέρας της θητείας τους.

4.   Τα μέλη που δεν είναι πλέον ικανά να συμβάλουν επωφελώς στις εργασίες της ΕΣΕΕΑ, τα οποία παραιτούνται ή δεν τηρούν τους όρους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 287 της συνθήκης μπορούν να αντικαθίστανται από την Επιτροπή, για το υπόλοιπο της θητείας τους.

5.   Ο κατάλογος των μελών της ΕΣΕΕΑ και των επόμενων διορισμών δημοσιεύεται από την Επιτροπή στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πληροφόρηση.

Άρθρο 4

Λειτουργία

1.   Η ΕΣΕΕΑ απαρτίζεται από δύο ομάδες:

α)

μια ομάδα που εξετάζει τις απαιτήσεις όσον αφορά τη ζήτηση για έρευνα στον τομέα της ασφάλειας·

β)

μια ομάδα που εξετάζει τις απαιτήσεις όσον αφορά την αλυσίδα παροχής τεχνολογίας.

2.   Τα μέλη της ΕΣΕΕΑ εκλέγουν πρόεδρο για κάθε ομάδα.

3.   Σε συμφωνία με την Επιτροπή, μπορούν να συγκροτούνται υποομάδες ad hoc προκειμένου να εξετάζουν ειδικά θέματα, με βάση εντολή μίας ή και των δύο ομάδων της ΕΣΕΕΑ. Διαλύονται μόλις εκπληρωθεί η αποστολή τους.

4.   Για το χειρισμό ειδικών θεμάτων της ημερήσιας διάταξης, η Επιτροπή μπορεί να καλεί εμπειρογνώμονες ή παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων ατόμων με ειδικές γνώσεις από υπηρεσίες της Επιτροπής, προκειμένου να καθοδηγούν τις εργασίες της ΕΣΕΕΑ ή να συμμετέχουν σε υποομάδες ad hoc, εάν αυτό κρίνεται χρήσιμο ή αναγκαίο.

5.   Οι ομάδες της ΕΣΕΕΑ συνεδριάζουν κανονικά στα γραφεία της Επιτροπής, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες και το χρονοδιάγραμμα που ορίζει η Επιτροπή. Και οι δύο ομάδες της ΕΣΕΕΑ μπορούν να χρησιμοποιούν τις γραμματειακές υπηρεσίες της Επιτροπής. Μπορούν να πραγματοποιούν κοινές συνεδριάσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται συνοχή προσέγγισης και μεγαλύτερος συντονισμός. Οι κοινές αυτές συνεδριάσεις προεδρεύονται από τους προέδρους των ομάδων της ΕΣΕΕΑ.

6.   Οι ομάδες της ΕΣΕΕΑ εγκρίνουν συμφωνημένους γενικούς όρους λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένου του εσωτερικού τους κανονισμού, με βάση πρόταση της Επιτροπής.

7.   Δημιουργείται περιορισμένο εσωτερικό δίκτυο πληροφορικής (Intranet) προκειμένου να κυκλοφορούν τα έγγραφα εργασίας, συμπεράσματα, πρακτικά ή οποιαδήποτε άλλα σχετικά έγγραφα εργασίας.

Άρθρο 5

Έξοδα

Τα έξοδα ταξιδίου που πραγματοποιούνται από τα μέλη και επιλεγμένους εμπειρογνώμονες σε σχέση με τις δραστηριότητες της ΕΣΕΕΑ επιστρέφονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες της Επιτροπής. Τα μέλη και οι επιλεγμένοι εμπειρογνώμονες δεν αμείβονται για τις υπηρεσίες που παρέχουν.

Άρθρο 6

Διάδοση πληροφοριών

Οι κανόνες σχετικά με τη διάδοση πληροφοριών από τα μέλη της ΕΣΕΕΑ ορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό της ΕΣΕΕΑ.

Όλα τα άτομα που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΣΕΕΑ απαγορεύεται να διαδίδουν πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση λόγω αυτής της ιδιότητάς τους.

Άρθρο 7

Εφαρμογή

Η ισχύς της παρούσας απόφασης λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2006.

Βρυξέλλες, 22 Απριλίου 2005.

Για την Επιτροπή

Günter VERHEUGEN

Αντιπρόεδρος


(1)  COM(2004) 590 τελικό.

(2)  ΕΕ L 317 της 3.12.2001, σ. 1· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2005/94/ΕΚ, Ευρατόμ (ΕΕ L 31 της 4.2.2005, σ. 66).

(3)  COM(2004) 72 τελικό.