ISSN 1725-2547 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Νομοθεσία |
47ό έτος |
Περιεχόμενα |
|
I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση |
Σελίδα |
|
|
||
|
* |
||
|
* |
||
|
* |
||
|
* |
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1450/2004 της Επιτροπής, της 13ης Αυγούστου 2004, για την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την παραγωγή και την ανάπτυξη κοινοτικών στατιστικών για την καινοτομία ( 1 ) |
|
|
|
|
|
II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση |
|
|
|
Συμβούλιο |
|
|
* |
||
|
|
Επιτροπή |
|
|
* |
|
|
|
(1) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
EL |
Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος. Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο. |
I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/1 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1446/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Αυγούστου 2004
για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του. |
(2) |
Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 14 Αυγούστου 2004.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2004.
Για την Επιτροπή
J. M. SILVA RODRÍGUEZ
Γενικός Διευθυντής Γεωργίας
(1) ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1947/2002 (ΕΕ L 299 της 1.11.2002, σ. 17).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
του κανονισμού της Επιτροπής, της 13ης Αυγούστου 2004, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό τιμών εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών
(EUR/100 kg) |
||
Κωδικός ΣΟ |
Κωδικός τρίτης χώρας (1) |
Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή |
0707 00 05 |
052 |
92,6 |
999 |
92,6 |
|
0709 90 70 |
052 |
78,8 |
999 |
78,8 |
|
0805 50 10 |
382 |
55,0 |
388 |
51,3 |
|
508 |
46,6 |
|
524 |
62,3 |
|
528 |
60,2 |
|
999 |
55,1 |
|
0806 10 10 |
052 |
95,4 |
204 |
87,5 |
|
220 |
100,7 |
|
400 |
179,8 |
|
624 |
139,6 |
|
628 |
137,6 |
|
999 |
123,4 |
|
0808 10 20, 0808 10 50, 0808 10 90 |
388 |
76,7 |
400 |
104,4 |
|
404 |
117,3 |
|
508 |
69,7 |
|
512 |
88,3 |
|
528 |
108,5 |
|
720 |
46,7 |
|
800 |
167,5 |
|
804 |
77,2 |
|
999 |
95,1 |
|
0808 20 50 |
052 |
141,8 |
388 |
95,3 |
|
528 |
87,0 |
|
999 |
108,0 |
|
0809 30 10, 0809 30 90 |
052 |
150,2 |
999 |
150,2 |
|
0809 40 05 |
052 |
101,8 |
066 |
32,0 |
|
093 |
41,6 |
|
094 |
33,4 |
|
400 |
240,6 |
|
624 |
135,6 |
|
999 |
97,5 |
(1) Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2081/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 313 της 28.11.2003, σ. 11). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/3 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1447/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Αυγούστου 2004
για την επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης κατά των εισαγωγών σολομού εκτροφής
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3285/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 518/94 (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2474/2000 (2), και ιδίως τα άρθρα 6 και 8,
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 519/94 του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1765/82, (ΕΟΚ) αριθ. 1766/82 και (ΕΟΚ) αριθ. 3420/83 (3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 427/2003 (4), και ιδίως τα άρθρα 5 και 6,
Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94, αντίστοιχα,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
(1) |
Στις 6 Φεβρουαρίου 2004, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι λόγω της εξέλιξης των εισαγωγών σολομού εκτροφής του Ατλαντικού θεωρήθηκε αναγκαία η επιβολή μέτρων διασφάλισης, δυνάμει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και (ΕΚ) αριθ. 519/94· υπέβαλαν πληροφορίες με τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία όπως καθορίζεται βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94, και ζήτησαν από την Επιτροπή να λάβει μέτρα διασφάλισης βάσει των πράξεων αυτών. |
(2) |
Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι εισαγωγές σολομού εκτροφής του Ατλαντικού στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό, σε απόλυτες τιμές καθώς και σε σχέση με την κοινοτική παραγωγή και κατανάλωση. |
(3) |
Ισχυρίστηκαν ότι η αύξηση του όγκου των εισαγωγών σολομού εκτροφής του Ατλαντικού είχε, μεταξύ άλλων συνεπειών, αρνητικό αντίκτυπο επί των τιμών ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων στην Κοινότητα, και επί του μεριδίου της αγοράς που κατέχουν οι κοινοτικοί παραγωγοί, προκαλώντας ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς. |
(4) |
Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο παρατήρησαν ότι, με βάση τις πληροφορίες που παρείχαν οι κοινοτικοί παραγωγοί, αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθυστερήσει να θεσπίσει μέτρα διασφάλισης, θα προκληθεί ζημία, η οποία δύσκολα επανορθώνεται, και ότι επομένως, πρέπει επειγόντως να επιβληθούν μέτρα. |
(5) |
Η Επιτροπή ενημέρωσε όλα τα κράτη μέλη σχετικά με την κατάσταση και συνεννοήθηκε μαζί τους σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις των εισαγωγών, τις τάσεις των εισαγωγών και τα αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη σοβαρής ζημίας, καθώς και τις διάφορες πτυχές της οικονομικής και εμπορικής κατάστασης σε ό,τι αφορά το υπό εξέταση κοινοτικό προϊόν. |
(6) |
Στις 6 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή άρχισε έρευνα σχετικά με την ύπαρξη σοβαρής ζημίας ή απειλής ζημίας για τους κοινοτικούς παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος ή προϊόντος άμεσα ανταγωνιστικού με το εισαγόμενο, που καθορίστηκε ως σολομός εκτροφής, έστω και σε φιλέτα, νωπός, διατηρημένος με απλή ψύξη ή κατεψυγμένος («το υπό εξέταση προϊόν») (5), όπως εξηγείται στην συνέχεια. |
(7) |
Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα σχετικά με την έρευνα τους παραγωγούς/εξαγωγείς και εισαγωγείς καθώς και τις αντιπροσωπευτικές τους οργανώσεις που ως γνωστόν ενδιαφέρονται, τους αντιπροσώπους χωρών εξαγωγής και τους κοινοτικούς παραγωγούς. Η Επιτροπή έστειλε ερωτηματολόγια σε όλα αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις εκτροφέων σολομού στην Κοινότητα, και στα μέρη αυτά που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας η οποία ορίζεται στην ανακοίνωση. Δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94 του Συμβουλίου και του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 του Συμβουλίου, η Επιτροπή έδωσε επίσης στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους γραπτώς και να ζητήσουν ακρόαση. |
(8) |
Ορισμένες κυβερνήσεις, ορισμένοι παραγωγοί/εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους οργανώσεις οι κοινοτικοί παραγωγοί, προμηθευτές, μεταποιητές και εισαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις τους υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι γραπτές και οι προφορικές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη εξετάσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη για τη συναγωγή προσωρινών συμπερασμάτων. Αναζητήθηκαν και επαληθεύτηκαν όλες οι πληροφορίες που θεωρήθηκαν αναγκαίες για τον προσωρινό προσδιορισμό. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις οκτώ κοινοτικών παραγωγών. |
(9) |
Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί η επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης και για τη μορφή των προτεινόμενων προσωρινών μέτρων. Τους δόθηκε επίσης η ευκαιρία να υποβάλουν σχόλια τα οποία εξετάστηκαν και, όπου κρίθηκε αναγκαίο, λήφθηκαν υπόψη στα προκαταρκτικά συμπεράσματα. |
2. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ
3. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ
(10) |
Το προϊόν για το οποίο δόθηκαν πληροφορίες στην Επιτροπή ότι, λόγω της τάσης που ακολουθούν οι εισαγωγές του, φαίνεται αναγκαία η επιβολή μέτρων διασφάλισης, είναι ο σολομός εκτροφής του Ατλαντικού, έστω και σε φιλέτα, διατηρημένος με απλή ψύξη ή κατεψυγμένος. |
(11) |
Αν το υπό εξέταση προϊόν περιορισθεί στο σολομό εκτροφής του Ατλαντικού, τότε ο ορισμός του προϊόντος θεωρείται ιδιαίτερα στενός. Βάσει των φυσικών χαρακτηριστικών των διαφόρων ειδών σολομού (μέγεθος, σχήμα, γεύση κ.λπ.), της διαδικασίας μεταποίησης και της δυνατότητας υποκατάστασης του σολομού παντός τύπου από πλευράς καταναλωτή, θεωρείται ότι όλοι οι σολομοί εκτροφής αποτελούν ενιαίο προϊόν. Παρομοίως, αν και ο σολομός εκτροφής πωλείται σε διάφορα παρασκευάσματα (ολόκληρο απεντερωμένο ψάρι, ολόκληρο ψάρι χωρίς κεφάλι και απεντερωμένο, φιλέτα), όλα αυτά έχουν την ίδια τελική χρήση και μπορούν εύκολα να αλληλοϋποκατασταθούν. |
(12) |
Ορισμένα μέρη προέβαλαν το επιχείρημα ότι ο διατηρημένος με απλή ψύξη σολομός είναι προϊόν διαφορετικό από τον νωπό σολομό και ότι δεν θα πρέπει να θεωρείται ως μέρος του υπό εξέταση προϊόντος. Ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι οι μεταποιητές τον προτιμούν ενώ οι καταναλωτές προτιμούν τον νωπό σολομό. Ένα άλλο μέρος υποστήριξε ότι είναι ακατάλληλος για την παρασκευή καπνιστού σολομού. Διαπιστώθηκε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ήταν τεκμηριωμένοι. Οι μεταποιητές χρησιμοποιούν νωπό καθώς και διατηρημένο σε απλή ψύξη σολομό εκτροφής και διαπιστώθηκε ότι οι διαφορές είναι ελάχιστες. Επιπλέον, και τα δύο παρασκευάσματα εξυπηρετούν την ίδια τελική χρήση. Επομένως, απορρίφθηκε το επιχείρημα αυτό. |
(13) |
Συνεπώς, θεωρείται ότι ο σολομός εκτροφής (εκτός από τον άγριο) (είτε νωπός ή διατηρημένος σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένος) στα διάφορα περιγραφόμενα παρασκευάσματα, είναι ενιαίο προϊόν. Κατατάσσεται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 0302 12 00, ex 0303 11 00, ex 0303 19 00, ex 0303 22 00, ex 0304 10 13 και ex 0304 20 13. |
4. ΟΜΟΕΙΔΗ Ή ΑΜΕΣΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
(14) |
Έγινε προκαταρκτική εξέταση για να προσδιορισθεί αν το προϊόν το οποίο παράγουν οι κοινοτικοί παραγωγοί (εφεξής καλούμενο «ομοειδές προϊόν») είναι ομοειδές ή άμεσα ανταγωνιστικό με το υπό εξέταση εισαγόμενο προϊόν. |
(15) |
Για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό ελήφθησαν ιδιαίτερα υπόψη τα ακόλουθα προκαταρκτικά συμπεράσματα: |
(16) |
|
(17) |
Επομένως, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι το εισαγόμενο προϊόν και το κοινοτικό προϊόν είναι «ομοειδή ή άμεσα ανταγωνιστικά». |
5. ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ
5.1. Αύξηση των εισαγωγών
5.1.1. Εισαγωγή
(18) |
Έγινε προκαταρκτική εξέταση με βάση στοιχεία για την περίοδο 2000-2003 και με επίκεντρο τις εισαγωγές της πλέον πρόσφατης περιόδου για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το υπό εξέταση προϊόν εισάγεται στην Κοινότητα σε τόσο αυξημένες ποσότητες, σε απόλυτες τιμές ή σε σχέση με την κοινοτική παραγωγή, ή/και υπό τέτοιους όρους ή συνθήκες ώστε να προκαλεί ή να απειλεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς. Ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι η αύξηση των εισαγωγών οφειλόταν στο γεγονός ότι οι εισαγωγές άγριου σολομού συμπεριλαμβάνονταν στα στοιχεία για τις εισαγωγές. Τα στοιχεία της Eurostat δεν πραγματοποιούν διάκριση μεταξύ άγριου σολομού και σολομού εκτροφής. Ωστόσο, από τις διαθέσιμες πληροφορίες (στατιστικές ΗΠΑ και Καναδά για τις εξαγωγές) συνάγεται ότι οι εισαγωγές άγριου σολομού στην Κοινότητα είναι περιορισμένες και οπωσδήποτε μειώθηκαν κατά το διάστημα 2000-2003. Ένα μέρος ισχυρίστηκε επίσης ότι το 2000 δεν θα έπρεπε να λαμβάνεται ως έτος βάσης, επειδή κατά το εν λόγω έτος οι τιμές του σολομού ήταν ασυνήθιστα υψηλές. Η ανάλυση, ωστόσο, επικεντρώνεται στις θεμελιώδεις εξελίξεις κατά την πλέον πρόσφατη περίοδο και αν ληφθεί ως έτος βάσης το 1999 ή το 2001 δεν θα υπάρξουν αλλαγές στο αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής. |
(19) |
Επομένως, τα προσωρινά συμπεράσματα που παρατίθενται κατωτέρω βασίζονται σε στοιχεία από το 2000 έως το 2003. |
5.1.2. Όγκος των εισαγωγών
(20) |
Οι εισαγωγές αυξήθηκαν από 372 789 τόνους το 2000 σε 455 948 τόνους το 2003, αύξηση της τάξης του 22 %. Μεταξύ του 2002 και 2003, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 15 %. |
(21) |
Σε σχέση με την κοινοτική παραγωγή, οι εισαγωγές έπεσαν από 254 % το 2000 σε 235 % το 2001, έκτοτε όμως αυξήθηκαν και πάλι σε 252 % το 2003. |
(22) |
Με βάση τα τριμηνιαία στοιχεία για τα έτη 2002 και 2003 διαπιστώνεται ότι οι ανά τρίμηνο εισαγωγές το 2003 ήταν υψηλότερες από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2002, και ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις (μέχρι 20,8 %) σημειώθηκαν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2003. Πηγή: Eurostat.
|
5.1.3. Συμπέρασμα
(23) |
Με βάση τα στοιχεία για τις εισαγωγές κατά την περίοδο 2000-2003, συνάγεται σε προκαταρκτική βάση, το συμπέρασμα ότι είναι πρόσφατη, αιφνίδια, απότομη και σημαντική η αύξηση των εισαγωγών, τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σε σχέση με την παραγωγή. |
5.2. Τιμές των εισαγωγών
(24) |
Εξετάσθηκαν επίσης οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές με αναφορά στα στοιχεία της Eurostat. Το γεγονός ότι στα στοιχεία περιλαμβάνονται μικρές ποσότητες άγριου σολομού, θεωρείται ότι δεν επηρεάζει σημαντικά τις τιμές. |
(25) |
Ως προς τούτο, πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ Σεπτεμβρίου 1997 και Μαΐου 2003, σε σημαντικό τμήμα των εισαγωγών σολομού εκτροφής από τη Νορβηγία (που καταλαμβάνει περίπου το 55 % της κοινοτικής αγοράς) επιβαλλόταν ΕΤΕ (ελάχιστη τιμή εισαγωγής). Κατά το 2002, επειδή ορισμένοι νορβηγοί παραγωγοί εξαγωγείς παρέβησαν τις αναληφθείσες υποχρεώσεις σε ό,τι αφορά την ΕΤΕ, άρχισε να υποθάλπεται η αποτελεσματικότητα του μέσου αυτού και προκλήθηκε πτώση των τιμών. Στη συνέχεια ανακοινώθηκε, τον Δεκέμβριο του 2002, η λήψη των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών κατά των εισαγωγών από τη Νορβηγία και τα μέτρα αυτά έληξαν τον Μάιο του 2003. Οι τιμές εισαγωγής κατά το 2002 και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2003 σημείωσαν πτώση, εν μέρει λόγω της παραβίασης της ΕΤΕ ή της εθελούσιας παραίτησης από αυτήν, από πλευράς ορισμένων νορβηγών εξαγωγέων. |
(26) |
Οι τιμές εισαγωγής μειώθηκαν κατά 28,5 % μεταξύ του 2000 και του 2003. Τούτο θεωρήθηκε άσχετο με τη συνήθη διακύμανση των τιμών στην αγορά λόγω του μεγέθους της μείωσης σε απόλυτες τιμές, και επειδή οι παραγωγοί εξαγωγείς δεν αποκόμιζαν υπέρμετρα κέρδη το 2000, και το κόστος παραγωγής δεν μειώθηκε ουσιαστικά μεταξύ του 2000 και 2003.
|
(27) |
Οι πρόσφατες εξελίξεις των τιμών φαίνονται σαφέστερα με βάση τα τριμηνιαία στοιχεία. Οι τιμές εισαγωγής παρέμειναν σχετικά σταθερές μεταξύ 2,83 ευρώ και 2,93 ευρώ το 2002, στη συνέχεια σημείωσαν μείωση από 2,87 ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2003, σε 2,24 ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2003 και στη συνέχεια ανέκαμψαν σε 2,48 ευρώ το τέταρτο τρίμηνο του 2003. Πηγή: Eurostat.
|
(28) |
Ενώ δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα πλήρως αξιόπιστα στοιχεία της Eurostat για το πρώτο τρίμηνο του 2004, ωστόσο σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες φαίνεται ότι οι τιμές αυξήθηκαν περίπου σε 2,53 ευρώ/kg το πρώτο τρίμηνο του 2004. Η τιμή αυτή είναι ελαφρώς χαμηλότερη από το μέσο όρο για το 2003 και σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες, οι τιμές ακολουθούν και πάλι πτωτική τάση και είναι εξαιρετικά χαμηλές. Οι ισχυρισμοί ορισμένων ότι θα υπάρξει αύξηση των τιμών κατά τους επόμενους μήνες θεωρούνται αβάσιμοι και οι τρέχουσες πολύ χαμηλές τιμές επιβεβαιώνονται πράγματι και από βιομηχανικές πηγές στις χώρες εξαγωγής. |
5.3. Μερίδιο αγοράς των εισαγωγών
(29) |
Το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών μειώθηκε από 73,5 % το 2000 σε 71,9 % το 2001 και παρέμεινε σταθερό περίπου στο επίπεδο αυτό το 2002 (72 %). Το 2003, αυξήθηκε το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από 72,0 % το 2002 σε 75,0 %, αύξηση 3,0 % και το υψηλότερό τους επίπεδο για την υπό εξέταση περίοδο.
|
6. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
(30) |
Σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα έγινε στη Σκοτία και την Ιρλανδία, ωστόσο υπήρχαν επίσης δύο παραγωγοί στη Γαλλία και τουλάχιστον ένας στη Λεττονία. |
(31) |
Κατά το 2003, το σύνολο της κοινοτικής παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος ανήλθε σε 180 593 τόνους, ενώ οι παραγωγοί που συνεργάστηκαν πλήρως στο προσωρινό στάδιο της έρευνας αντιπροσώπευαν παραγωγή 85 231 τόνων, που ισοδυναμεί στο 47 % του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής. Επομένως, αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94. Επομένως θεωρούνται κοινοτικοί παραγωγοί για το σκοπό των προσωρινών προσδιορισμών. |
7. ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
(32) |
Κατά τα τέλη του 2002, οι νορβηγικές προβλέψεις για τη συνολική τους παραγωγή σολομού το 2003 τοποθετούνταν περίπου στους 446 000 τόνους. Μέχρι το Φεβρουάριο 2003, η Kontali Analyse (εταιρεία παροχής πληροφοριών) προέβλεπε παραγωγή 475 000 τόνων. Επρόκειτο για ποσότητα κατά 30 000 τόνους μεγαλύτερη από τη νορβηγική παραγωγή το 2002, αλλά αναμενόταν ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της παραγωγής θα κατευθύνονταν προς τις αναδυόμενες αγορές, όπως τη Ρωσία και την Πολωνία και τις αγορές της Άπω Ανατολής, όπως την Ιαπωνία, το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και την Κίνα. Από το 2000, η αύξηση στη Μέση Ανατολή ήταν αρνητική αλλά η Νορβηγία ανέμενε αντιστροφή της μείωσης αυτής το 2003, με το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς. |
(33) |
Όντως, η πραγματική παραγωγή της Νορβηγίας το 2003 ανήλθε σε 509 000 τόνους (περίπου 63 000 τόνους υψηλότερη από τις προβλέψεις της νορβηγικής κυβέρνησης) και ήταν κατά 6 % υψηλότερη από τις προβλέψεις της Kontali για την παραγωγή. Η παραγωγή ήταν, επίσης, κατά 64 000 τόνους (ή 14 %) υψηλότερη από τη νορβηγική παραγωγή το 2002. Συγχρόνως, όχι μόνο δεν αντεστράφη η πτώση των πωλήσεων στην Άπω Ανατολή, αλλά επιπλέον επιταχύνθηκε ο ρυθμός της πτώσης, τοποθετούμενος σε -6,0 %. Επιπλέον, μειώθηκε η αύξηση στις αναδυόμενες αγορές από 47 % σε 32 % στην περίπτωση της Ρωσίας, και από 50 % σε 30 % στην περίπτωση των ευρωπαϊκών χωρών εκτός της Κοινότητας. Πράγματι, η συνολική κατανάλωση αυξήθηκε γενικά μόνο κατά 6 % σε σύγκριση με 9 % το 2002 και 14 % το 2001. Αυτή η όπως απεδείχθη εσφαλμένη εκτίμηση της παραγωγής, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της παγκόσμιας κατανάλωσης, ήταν απρόβλεπτη. |
(34) |
Κατά συνέπεια, η Νορβηγία αντιμετώπισε ένα σημαντικό πρόβλημα υπερβάλλουσας παραγωγής, το οποίο φαίνεται ότι απεδέχθη. Πράγματι, τον Αύγουστο 2003, σε μια προσπάθεια να αποσύρουν το πλεονάζον προϊόν από την αγορά, ορισμένοι νορβηγοί παραγωγοί εξέτασαν το ενδεχόμενο να καταψύξουν 30 000 τόνους σολομού εκτροφής. Ωστόσο, η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια και εξακολούθησε να υπάρχει υπερβάλλουσα προσφορά στην αγορά. |
(35) |
Επιπλέον, τον Δεκέμβριο 2002 η Επιτροπή ανήγγειλε την πρότασή της για τη λήψη των μέτρων αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων κατά της Νορβηγίας. Τα μέτρα αυτά έπαυσαν επομένως να ισχύουν την 1η Μαΐου 2003. Τα μέτρα είχαν λάβει, σε μεγάλο βαθμό, τη μορφή ΕΤΕ, που στην πράξη διασφάλιζαν μία ελάχιστη τιμή στους παραγωγούς εξαγωγείς. Όταν ανακοινώθηκε η προτεινόμενη παύση των μέτρων, πολλοί νορβηγοί παραγωγοί εξαγωγείς είτε εθελοντικά παραιτήθηκαν από τις δεσμεύσεις τους ή απλά έπαυσαν να τις τηρούν. Οι νορβηγοί παραγωγοί σολομού είχαν γενικά μεγάλα χρέη στις νορβηγικές τράπεζες. Λόγω της πτώσης των τιμών και εν απουσία ΕΤΕ, οι τράπεζες που χορηγούν δάνεια στους νορβηγούς παραγωγούς, άρχισαν να παίρνουν μέτρα προκειμένου να περιορίσουν τον κίνδυνο ζητώντας την εξόφληση των δανείων. Τούτο δημιούργησε ένα φαύλο κύκλο, που οδήγησε σε αύξηση της συλλογής, σε περαιτέρω πίεση των τιμών και σε αυξημένη πίεση των εξαγωγών. Αν και αναμενόταν κάποια προσωρινή και μικρή προσαρμογή των τιμών εισαγωγής σαν αποτέλεσμα της λήψης των μέτρων κατά της Νορβηγίας, ωστόσο ήταν απρόβλεπτο το μέγεθος της πτώσης των τιμών (που επιτείνεται λόγω του προβλήματος της υπερπαραγωγής) και ο φαύλος κύκλος που δημιουργήθηκε λόγω της ανωτέρω περιγραφόμενης λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. |
(36) |
Κατά το 2003, η τιμή της νορβηγικής κορώνας σημείωσε πτώση κατά 13 % σε σχέση με το ευρώ, 12 % σε σχέση με την κορώνα της Δανίας και 14 % σε σχέση με την κορώνα της Σουηδίας. Παρόλο που είναι αναμενόμενες οι νομισματικές διακυμάνσεις, ωστόσο αυτές ήταν σχετικά μεγάλες και διαρκείας και ξεπερνούσαν τις συνήθεις νομισματικές διακυμάνσεις. Ενώ το ευρώ ενισχύθηκε επίσης σε σχέση με την αγγλική λίρα, αυτή σημείωσε πτώση μόνο κατά 6 %, πράγμα που είχε ως συνέπεια ο σολομός εκτροφής που παράγεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, να είναι ακριβότερος στην ευρωζώνη σε σχέση με τις νορβηγικές εισαγωγές, στις αρχές του έτους αυτού. Κύριοι εισαγωγείς νορβηγικού σολομού στην Κοινότητα είναι η Δανία, η Σουηδία, η Γερμανία και η Πολωνία. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των εισαγωγών αυτών μεταφέρεται απευθείας εντός της Κοινότητας προς χώρες της ευρωζώνης, όπως τη Γαλλία και την Ισπανία. Επιπλέον, πάνω από το ήμισυ του σολομού εκτροφής που εισάγεται στη Δανία, και σχεδόν το σύνολο της ποσότητας που εισάγεται στην Πολωνία και σε άλλα νέα κράτη μέλη, στη συνέχεια μεταπωλείται στην ευρωζώνη, αφού μεταποιηθεί. Κατά συνέπεια, η πτώση της τιμής της νορβηγικής κορώνας σε σχέση με το ευρώ είχε επιπτώσεις στις νορβηγικές απευθείας εισαγωγές στην ευρωζώνη καθώς και στις εισαγωγές σε χώρες όπως η Δανία και η Πολωνία, οι οποίες μεταποιούν το σολομό εκτροφής για να τον μεταπωλήσουν στην ευρωζώνη. Οι νομισματικές αυτές κινήσεις είχαν ως συνέπεια η αγορά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να καταστεί, στο σύνολό της, ελκυστικότερη για τους νορβηγούς παραγωγούς εξαγωγείς, κατά κάποιο τρόπο θέτοντάς τους εκτός της επιρροής μιας μείωσης των τιμών τους σε ευρώ και κορώνες, και βοηθώντας τους να διατηρήσουν τα έσοδά τους από τις εξαγωγές στο εθνικό τους νόμισμα. Εντούτοις, οι τιμές ανά μονάδα μειώθηκαν ακόμη και σε νορβηγικές κορώνες. Συγχρόνως, εξαιτίας αυτών των νομισματικών κινήσεων ο εισαγόμενος σολομός έγινε φθηνότερος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και οι εισαγωγές έγιναν ελκυστικότερες για τους εισαγωγείς και τους χρήστες, όπως η μεταποιητική βιομηχανία. Κατά συνέπεια, μεγάλο μέρος της υπερβάλουσας παραγωγής στη Νορβηγία εξήχθη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. |
(37) |
Σύμφωνα με μια προκαταρκτική ανάλυση, αποτελεί απρόβλεπτη εξέλιξη που προκάλεσε αύξηση των εισαγωγών, η σημαντική υπερβάλλουσα παραγωγή στη Νορβηγία (παρά τις προβλέψεις για χαμηλότερες ποσότητες), που ενισχύθηκε λόγω της αποτυχίας του νορβηγικού κλάδου παραγωγής να επιτύχει την προβλεπόμενη αύξηση των εξαγωγών προς αγορές εκτός της Κοινότητας, της απροσδόκητης έκτασης των συνεπειών της παύσης των μέτρων εμπορικής άμυνας κατά της Νορβηγίας και της λειτουργίας του νορβηγικού τραπεζικού συστήματος όπως περιγράφεται πιο πάνω, μαζί με την άνοδο της τιμής του ευρώ εξαιτίας της οποίας η κοινοτική αγορά κατέστη, στο σύνολό της, ελκυστικότερη για τους νορβηγούς εξαγωγείς. Οι εξελίξεις αυτές καθώς και οι συνέπειές τους θα ερευνηθούν περαιτέρω στο οριστικό στάδιο της παρούσας διαδικασίας. |
8. ΣΟΒΑΡΗ ΖΗΜΙΑ
8.1. Εισαγωγή
(38) |
Για τον προσωρινό προσδιορισμό της σοβαρής ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος, έγινε προκαταρκτική αξιολόγηση όλων των αντικειμενικών και δυνάμενων να εκτιμηθούν ποσοτικά παραγόντων, οι οποίοι επηρεάζουν την κατάστασή τους. Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε, για το υπό εξέταση προϊόν, αξιολόγηση της εξέλιξης συνολικών κοινοτικών στοιχείων που αφορούν την κατανάλωση, την παραγωγική ικανότητα, την παραγωγή, τη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού, την απασχόληση, την παραγωγικότητα, το σύνολο των πωλήσεων και το μερίδιο της αγοράς. Αυτά τα συνολικά στοιχεία βασίζονται σε στατιστικές τις οποίες συγκέντρωσαν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία, μέσω πλήρων επισκοπήσεων της βιομηχανίας. Σε ό,τι αφορά στοιχεία για τις εταιρείες, αυτά βασίζονται σε στοιχεία που παρείχαν οι συνεργασθέντες κοινοτικοί παραγωγοί σχετικά με τις ταμειακές ροές, την απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου, τα αποθέματα, τις τιμές, τις πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές και την αποδοτικότητα για τα έτη 2000 έως 2003. |
(39) |
Πρέπει εξαρχής να σημειωθεί ότι, στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σολομού εκτροφής, όπως και αλλού, ο κύκλος παραγωγής μέχρι τη συλλογή είναι μακρύς και σχετικά ανελαστικός και ότι αφού ο σολομός εκτροφής συλλεχθεί, πρέπει να πωληθεί αμέσως επειδή η αποθήκευσή του είναι δυνατή μόνο για λίγες μέρες εάν καταψυχθεί. Η διαδικασία κατάψυξης είναι δαπανηρή και, σε κάθε περίπτωση, είναι περιορισμένη η ικανότητα αυτή στην Κοινότητα. Κατά συνέπεια, το επίπεδο παραγωγής πρέπει να προγραμματίζεται τουλάχιστον δύο χρόνια πριν και, αφού προγραμματισθεί, δεν μπορεί να μεταβληθεί παρά μόνο περιθωριακά. Επομένως, η υπερπροσφορά έχει βραδεία επίπτωση επί της παραγωγής, ωστόσο, είναι άμεση και σημαντική η επίπτωσή της στις τιμές. |
8.2. Ανάλυση της κατάστασης των κοινοτικών παραγωγών
8.2.1. Κατανάλωση
(40) |
Η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα καθορίστηκε προσωρινά με βάση το σύνολο της παραγωγής όλων των παραγωγών στην Κοινότητα και το σύνολο των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, και με εξαίρεση τις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. |
(41) |
Μεταξύ του 2000 και 2003, η κατανάλωση στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 19,7 % από 507 705 τόνους σε 607 728 τόνους. |
(42) |
Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι σχετικά μεγάλη η ελαστικότητα της τιμής του σολομού, επομένως, η πτώση των τιμών στο χονδρεμπόριο μπορεί εν μέρει να εξηγήσει τη σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση της κατανάλωσης το 2003. |
8.2.2. Παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας
(43) |
Η παραγωγή του σολομού εκτροφής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα περιορίζεται πράγματι με κυβερνητικές άδειες, στις οποίες αναφέρεται ειδικά η μέγιστη ποσότητα ζώντων ιχθύων που είναι δυνατόν να εκτρέφονται στο νερό, σε οποιοδήποτε μέρος και ανά πάση στιγμή. Τα στοιχεία που παρατίθενται σε ό,τι αφορά στην ικανότητα, βασίζονται στο σύνολο της ποσότητας για την οποία εκδίδονται άδειες και όχι στην χωρητικότητα των κλωβών σε ιχθείς, που χρησιμοποιούνται από τους κοινοτικούς παραγωγούς. Το κόστος για την αίτηση έκδοσης άδειας καθώς και τη διατήρηση αυτής είναι σχετικά χαμηλό, κατά συνέπεια είναι επίσης χαμηλό το κόστος διατήρησης υπερβάλλουσας ικανότητας. |
(44) |
Η προκαταρκτική έρευνα έδειξε ότι θεωρητικά, η παραγωγική ικανότητα, αφού παρέμεινε σταθερή μεταξύ του 2000 και του 2002, αυξήθηκε κατά 2,2 % μεταξύ του 2000 και του 2003. |
(45) |
Η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας (δηλαδή η ποσότητα των ιχθύων στο νερό σε σχέση με την ποσότητα που καλύπτεται από άδειες) αυξήθηκε από 43 % το 2000 σε 48 % το 2001 και η αύξηση αυτή συνεχίστηκε σταθερά μέχρι το 2003, οπότε και έφθασε το 52 %. Τούτο αντανακλά το γεγονός ότι η παραγωγή αυξήθηκε κατά 23 % μεταξύ του 2000 και 2003, ενώ η ικανότητα που καλύπτεται από άδειες αυξήθηκε μόνο κατά 2,2 %. |
8.2.3. Παραγωγή
(46) |
Η παραγωγή (νοούμενη ως συλλεχθέντες ιχθείς) αυξήθηκε κατά 23 % από 146 664 τόνους το 2000, σε 180 593 τόνους το 2003, μετά από αύξηση για ένα μόνο έτος της τάξης του 7 %. |
(47) |
Πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω του μεγάλου κύκλου παραγωγής, η παραγωγή προγραμματίζεται τουλάχιστον δύο χρόνια πριν και ότι, αφού ξεκινήσει ο κύκλος παραγωγής, δεν μπορούν να προσαρμοστούν τα επίπεδα παραγωγής παρά μόνον περιθωριακά. |
8.2.4. Απασχόληση
(48) |
Η απασχόληση σε ότι αφορά το υπό εξέταση προϊόν, σημείωσε πτώση κατά 6 % από 1 269 το 2000, σε 1 193 το 2003. Το 2001 μειώθηκε η απασχόληση, ενώ το 2002 παρατηρήθηκε μερική ανάκαμψη και η απασχόληση παρέμεινε σταθερή το 2003. |
8.2.5. Παραγωγικότητα
(49) |
Η παραγωγικότητα σημείωσε σταθερή αύξηση καθόλη την υπό εξέταση περίοδο, από 115 τόνους το 2000, σε 151 τόνους το 2003. Τούτο αντανακλά την αυξανόμενη χρήση αυτοματοποιημένων συστημάτων τροφοδοσίας και άλλων μέσων εξοικονόμησης εργατικού δυναμικού καθώς και την ισχυρή πίεση που ασκείται για τον περιορισμό του κόστους ενόψει των αυξανόμενων οικονομικών απωλειών. |
8.2.6. Όγκος πωλήσεων
(50) |
Μεταξύ του 2000 και του 2002, οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών του εν λόγω προϊόντος αυξήθηκαν κατά 14,3 % από 134 916 τόνους σε 154 171 τόνους. Η αύξηση αυτή ήταν παράλληλη με την αύξηση της κατανάλωσης κατά την ίδια περίοδο, κατά 8,5 %. Μεταξύ του 2002 και 2003, οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών σημείωσαν πτώση κατά 1,6 % από 154 171 τόνους σε 151 780 τόνους, παρά την αύξηση της κατανάλωσης μεταξύ του 2002 και 2003, κατά 10,3 %. |
8.2.7. Μερίδιο αγοράς
(51) |
Το μερίδιο αγοράς των κοινοτικών παραγωγών αυξήθηκε από 26,5 % το 2000, σε 28,1 % το 2001 και παρέμεινε περίπου στο επίπεδο αυτό το 2002, στη συνέχεια όμως σημείωσε πτώση κατά 3,0 %, τοποθετούμενο στο 25,0 % το 2003, που είναι και το χαμηλότερο επίπεδο για την υπό εξέταση περίοδο. Τούτο αντανακλά το γεγονός ότι οι εισαγωγές αυξήθηκαν όχι μόνο σε απόλυτες τιμές αλλά και σε σχέση με την κατανάλωση, το 2003. |
8.2.8. Ταμειακή ροή
(52) |
Η ταμειακή ροή ήταν δυνατό να εξετασθεί μόνο στο επίπεδο των συνεργαζόμενων εταιρειών οι οποίες παρήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν και όχι σε σχέση μόνο με το ίδιο το υπό εξέταση προϊόν. Επομένως, ο δείκτης αυτός θεωρήθηκε λιγότερο σημαντικός σε σχέση με τους άλλους αναφερθέντες δείκτες. Ωστόσο διαπιστώνεται ότι οι ταμειακές ροές ήταν ιδιαίτερα αρνητικές το 2001, 2002 και 2003. |
8.2.9. Απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου
(53) |
Η απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου μπορούσε επίσης να εξετασθεί μόνο στο επίπεδο των συνεργαζόμενων εταιρειών οι οποίες παρήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν και όχι μόνο σε σχέση με το ίδιο το υπό εξέταση προϊόν. Επομένως, ο δείκτης αυτός θεωρήθηκε λιγότερο σημαντικός σε σχέση με τους άλλους δείκτες. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου μειώθηκε από 34 % το 2000, σχεδόν στο μηδέν το 2001 και 2002, και έπεσε μέχρι – 20 % το 2003. |
8.2.10. Τιμή του ομοειδούς προϊόντος
(54) |
Η μέση τιμή του ομοειδούς προϊόντος μειώθηκε κατά 20,3 % μεταξύ του 2000 και 2003, με σταθερή μείωση των τιμών κατά την περίοδο αυτή. Οι τιμές έφθασαν στο χαμηλότερο επίπεδο, το 2003 (2,79 ευρώ/kg). |
(55) |
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2004, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων η μέση ανά μονάδα τιμή των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών αυξήθηκε ελαφρώς, ακολουθώντας την ελαφρά αύξηση των μέσων τιμών εισαγωγής. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, οι τιμές σημειώνουν και πάλι πτωτική τάση. Ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι (με αναφορά στις μέσες ετήσιες συναλλαγματικές ισοτιμίες) η μείωση των τιμών ήταν λιγότερο σημαντική σε λίρες στερλίνες. Θεωρείται, ωστόσο, ότι η Επιτροπή δεν θα πρέπει να αποκλίνει από τη συνήθη πρακτική που ακολουθεί στις περιπτώσεις άμυνας κατά εμπορικών πρακτικών όσον αφορά τη χρήση του ευρώ ως νομισματικής μονάδας. |
8.2.11. Κόστος
(56) |
Εκτός από την εξέλιξη της τιμής, εξετάστηκε και η εξέλιξη του κόστους. Το κόστος διακυμάνθηκε μεταξύ 3,0 και 3,2 ευρώ/kg κατά την περίοδο από το 2000 μέχρι το 2003. |
8.2.12. Αποδοτικότητα
(57) |
Η αποδοτικότητα των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών στην Κοινότητα μειώθηκε από 7,3 % το 2000 σε -3,3 % το 2001. Οι απώλειες ήταν λιγότερο έντονες το 2002 (– 2,5 %), στη συνέχεια όμως αυξήθηκαν σε -17,1 % το 2003. Το 2003, όταν οι εισαγωγές έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο και η μέση τιμή των εισαγωγών έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο (2,54 ευρώ/kg), η μέση τιμή του κοινοτικού προϊόντος έπεσε επίσης στο χαμηλότερό της επίπεδο (2,79 ευρώ/kg). Η πτώση της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών μεταξύ του 2000 και 2003 είναι παράλληλη με την πτώση ανά κιλό της τιμής του προϊόντος των κοινοτικών παραγωγών, από 3,50 ευρώ σε 2,79 ευρώ. |
8.2.13. Αποθέματα
(58) |
Στο πλαίσιο αυτό τα αποθέματα αφορούν τους ζωντανούς ιχθείς στο νερό. Οι κοινοτικοί παραγωγοί, καθώς και όλοι οι άλλοι, διαθέτουν αμελητέα αποθέματα ιχθύων που έχουν συλλεχθεί, δεδομένου ότι αυτά πρέπει να πωλούνται αμέσως. Επομένως, η πτώση του επιπέδου των τελικών αποθεμάτων δείχνει μια πτώση της ποσότητας των ζωντανών ιχθύων που εκτρέφονται για να συλλεχθούν εντός της διετίας που ακολουθεί. Επομένως, στην περίπτωση αυτή η πτώση των επιπέδων των αποθεμάτων αποτελεί δείκτη της αυξανόμενης ζημίας. |
(59) |
Τα επίπεδα των αποθεμάτων αυξήθηκαν από 36 332 τόνους το 2000, σε 53 178 τόνους το 2002 και στη συνέχεια έπεσαν σε 43 024 τόνους, το 2003. Τούτο αντιπροσωπεύει μείωση των αποθεμάτων, μεταξύ του 2002 και 2003, της τάξης του 19,1 %. |
8.2.14. Συμπέρασμα
(60) |
Υπενθυμίζεται ότι με την έρευνα απεδείχθη ότι μεταξύ του 2000 και 2003, και ιδίως μεταξύ του 2002 και 2003, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος ήταν αυξημένες και σε μεγάλες ποσότητες στην κοινοτική αγορά. |
(61) |
Σε ότι αφορά στην κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών μεταξύ του 2000 και 2002, η παραγωγική ικανότητα παρέμεινε θεωρητικά λίγο ως πολύ σταθερή, ενώ η παραγωγή αυξήθηκε κατά 14,8 %. Ακολούθησε και αύξηση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας από 43 % σε 50 % κατά την περίοδο αυτή. Αυξήθηκαν επίσης τα αποθέματα ζωντανών ιχθύων στο νερό. Σημειώθηκε κάποια μείωση στην απασχόληση, ενώ η παραγωγικότητα αυξήθηκε κυρίως λόγω της μεγαλύτερης αυτοματοποίησης. |
(62) |
Ο όγκος των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 14,3 % μεταξύ του 2000 και 2002 (συγκρινόμενος με 8,5 % αύξηση της κατανάλωσης), και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν οι κοινοτικοί παραγωγοί αυξήθηκε από 26,5 % σε 28,0 %. |
(63) |
Ωστόσο, ακόμη και κατά την περίοδο αυτή, οι τιμές σημείωσαν πτώση κατά 13,7 % μεταξύ του 2000 και 2002, και παρά τη μικρή μείωση του κόστους το 2002 (εν μέρει οφειλόμενη στη μεγαλύτερη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας και την καλύτερη παραγωγικότητα), φαίνεται ότι αυτό οδήγησε στην πτώση της αποδοτικότητας από 7,3 % το 2000, σε απώλειες της τάξης του – 3,3 % και – 2,5 % το 2001 και 2002, αντίστοιχα. Η απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου και οι ταμειακές ροές σημείωσαν επίσης αρνητική εξέλιξη κατά την περίοδο αυτή. |
(64) |
Μεταξύ του 2002 και 2003, η θέση των κοινοτικών παραγωγών επιδεινώθηκε σημαντικά. Αν και η παραγωγική ικανότητα και η παραγωγή αυξήθηκαν (κατά 7,3 %) σύμφωνα με τα σχέδια για την παραγωγή τα οποία είχαν προηγουμένως συνταχθεί, πράγμα που οδήγησε στη μεγαλύτερη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας και σε βελτιωμένη παραγωγικότητα, ωστόσο όλοι οι άλλοι δείκτες σημείωσαν αρνητική εξέλιξη. Τα αποθέματα των ιχθύων στο νερό μειώθηκαν κατά 19,1 %. Η αύξηση της κατανάλωσης ήταν της τάξης του 10,3 % ενώ οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκαν κατά 1,6 % χάνοντας μερίδιο της αγοράς. Επιπλέον, οι τιμές μειώθηκαν περαιτέρω κατά 7,6 %, ενώ τα κόστη αυξήθηκαν φθάνοντας στο μέσο επίπεδο των τεσσάρων ετών. Τούτο οδήγησε σε απότομη πτώση της αποδοτικότητας και οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν απώλειες της τάξης του 17,1 %. Τις απώλειες αυτές αντανακλούν η συνολική απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου της τάξης του -20 %. Αν και διεφάνη κάποια βελτίωση στις ταμειακές ροές, τούτο οφείλεται στην πράξη, στη μείωση των αποθεμάτων ιχθύων στο νερό και στην απουσία ικανότητας επανεπένδυσης. |
(65) |
Λαμβάνοντας υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες, συνάγεται το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν σοβαρή ζημία που μεταφράζεται σε σημαντική γενική επιδείνωση της κατάστασής τους. |
9. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ
(66) |
Προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσο υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των αυξημένων εισαγωγών και της σοβαρής ζημίας, και να διασφαλιστεί ότι η ζημία που προκλήθηκε από άλλους παράγοντες δεν οφείλεται στις αυξημένες εισαγωγές, έγινε διαχωρισμός μεταξύ των ζημιογόνων συνεπειών των παραγόντων οι οποίοι θεωρήθηκε ότι προκάλεσαν ζημία, οι ζημιογόνες συνέπειες αποδόθηκαν στους παράγοντες οι οποίες τις προκάλεσαν και, αφού καταλογίστηκε η ζημία σε όλους τους πραγματικούς παράγοντες που την προκάλεσαν, προσδιορίστηκε κατά πόσον οι αυξημένες εισαγωγές αποτελούν μια «γνήσια και ουσιαστική» αιτία της σοβαρής ζημίας. |
9.1. Ανάλυση των παραγόντων που προκάλεσαν τη ζημία
9.1.1. Συνέπειες των αυξημένων εισαγωγών
(67) |
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μεταξύ του 2000 και 2003, και ιδίως μεταξύ του 2002 και 2003, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος ήταν αυξημένες και σε μεγάλες ποσότητες στην κοινοτική αγορά. |
(68) |
Ο σολομός εκτροφής είναι στην ουσία ένα βασικό προϊόν, και το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν είναι ανταγωνιστικά κυρίως ως προς την τιμή τους. Είναι εν γένει αποδεκτό ότι οι εισαγωγές, ιδίως από τη Νορβηγία, είναι αυτές που κυριαρχούν στην αγορά και καθορίζουν τις τιμές. Επομένως, ακόμη και χαμηλά επίπεδα πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές οδηγούν σε συμπίεση των τιμών για τους κοινοτικούς παραγωγούς. |
(69) |
Στην τρέχουσα περίπτωση, η σημαντικότερη ζημιογόνος συνέπεια των αυξημένων εισαγωγών ήταν οι μεγάλες οικονομικές απώλειες για τους κοινοτικούς παραγωγούς. Επειδή οι εισαγωγές κατείχαν τα πρωτεία και στην αγορά και ως προς τις τιμές, η αύξησή τους προκάλεσε την πτώση των τιμών σε ολόκληρη την Κοινότητα. Εάν η αύξηση των εισαγωγών ήταν πιο περιορισμένη, το ίδιο θα συνέβαινε και με τη συμπίεση των τιμών. Αν η ζήτηση στην κοινοτική αγορά ήταν τέτοια που να ενισχύει την αύξηση των εισαγωγών σε ουσιαστικά υψηλότερες τιμές, παρόλο που παρόμοια αύξηση θα οδηγούσε σε λιγότερες πωλήσεις και σε μικρότερο μερίδιο αγοράς για τους κοινοτικούς παραγωγούς, είναι πιθανό ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν θα είχαν υποστεί σοβαρή ζημία. |
(70) |
Μεταξύ του 2000 και 2002, οι τιμές των εισαγωγών μειώθηκαν κατά 19 % και παράλληλη μείωση σημείωσαν οι τιμές των κοινοτικών παραγωγών. Αν και το μερίδιο της αγοράς των πωλήσεων των κοινοτικών παραγωγών στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά την περίοδο αυτή, το γεγονός αυτό αντανακλούσε αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή που είχαν ληφθεί κατά τα προηγούμενα έτη, και οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών έγιναν με απώλειες, το 2001 και 2002. |
(71) |
Μεταξύ του 2002 και 2003, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 15 %. Το μερίδιο της αγοράς των εισαγωγών αυξήθηκε από 72 % σε 75 %, ενώ το μερίδιο της αγοράς των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε από 28 % σε 25 %. Κατά την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές αυξήθηκαν από 236 % σε 252 % της κοινοτικής παραγωγής. Έτσι, φαίνεται ότι οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε σχέση με την κοινοτική παραγωγή και κατανάλωση εις βάρος των κοινοτικών παραγωγών. |
(72) |
Ωστόσο, η σημαντικότερη πλευρά της αύξησης των εισαγωγών ήταν οι συνέπειες επί των τιμών και της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών. Όπως σημειώνεται ανωτέρω, είναι εν γένει δεκτό ότι οι εισαγωγές (ιδίως από τη Νορβηγία) είναι καθοριστικές για τις τιμές του σολομού εκτροφής στην κοινοτική αγορά. Επομένως εξετάστηκε κατά πόσον υπήρξε υποτιμολόγηση προκειμένου να προσδιοριστεί αν όντως οι εισαγωγές σε χαμηλές τιμές έτειναν να συμπιέζουν τις τιμές που εφαρμόζουν οι κοινοτικοί παραγωγοί. |
(73) |
Για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό του επιπέδου υποτιμολόγησης, εξετάστηκαν οι πληροφορίες ως προς τις τιμές για συγκρίσιμες περιόδους, στο ίδιο στάδιο εμπορίας και για πωλήσεις σε παρόμοιους πελάτες. Βάσει σύγκρισης μεταξύ του μέσου όρου των τιμών εκ της Γλασκόβης που εφαρμόζουν οι κοινοτικοί παραγωγοί και οι παραγωγοί που εξάγουν προς τους κοινοτικούς εισαγωγείς (τιμή CIF στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συμπεριλαμβανομένου του τελωνειακού δασμού), οι εγχώριες τιμές ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές κατά τα τρία τελευταία έτη, σε ποσοστό κυμαινόμενο μεταξύ 3,1 % και 7,1 %. Τούτο φαίνεται ότι οδήγησε σε συμπίεση των τιμών των κοινοτικών παραγωγών διότι οι εισαγωγές, λόγω του μεγάλου μεριδίου τους της αγοράς, καθορίζουν τις τιμές. Ειδικότερα, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η αύξηση των εισαγωγών σε ακόμη χαμηλότερες τιμές μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2003, εξανάγκασαν τους κοινοτικούς παραγωγούς να μειώνουν συνεχώς τις τιμές τους μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2003, τούτο δε είχε ως συνέπεια να υποστούν απώλειες κατά το έτος αυτό. |
(74) |
Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται μετά από μια άμεση σύγκριση μεταξύ τιμών εισαγωγής και τιμών των κοινοτικών παραγωγών. Οι τιμές εισαγωγής μειώθηκαν κατά 28,5 % μεταξύ του 2000 και 2003, από 3,62 σε 2,59 ευρώ/kg συμπεριλαμβανομένου του δασμού. Κατά την ίδια περίοδο, ο μέσος όρος της τιμής του ομοειδούς προϊόντος μειώθηκε κατά 20 % από 3,50 σε 2,79 ευρώ/kg, με σταθερή πτώση των τιμών για την περίοδο αυτή. |
(75) |
Μεταξύ του 2002 και 2003, ο μέρος όρος της τιμής ανά μονάδα των εισαγωγών μειώθηκε από 2,93 σε 2,59 ευρώ/kg συμπεριλαμβανομένου του δασμού. Με την αύξηση των εισαγωγών στο υψηλότερο επίπεδο και την πτώση του μέσου όρου τιμής των εισαγωγών στο χαμηλότερο επίπεδο (2,59 ευρώ/kg συμπεριλαμβανομένου του δασμού), οι τιμές των εισαγωγών πίεσαν τις τιμές των κοινοτικών παραγωγών προς τα κάτω και η μέση τιμή του κοινοτικού προϊόντος έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδό τους. (2,79 ευρώ/kg). Η μέση τιμή ανά μονάδα του κοινοτικού προϊόντος (προσαρμοσμένη εκ της Γλασκόβης) μειώθηκε από 3,02 σε 2,79 ευρώ/kg, αντιπροσωπεύοντας πτώση της τάξης του 8 %.
|
(76) |
Φαίνεται ότι η πτώση των τιμών των κοινοτικών παραγωγών ήταν η κύρια αιτία της πτώσης της αποδοτικότητας τους. Το 2000, όταν το κόστος τους ανά κιλό ήταν 3,1 ευρώ και η τιμή πώλησης (προσαρμοσμένη εκ της Γλασκόβης) ήταν 3,50 ευρώ, οι κοινοτικοί παραγωγοί είχαν κέρδος της τάξης του 7,3 %. Το 2001 και 2002, παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε αύξηση στην χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, στην παραγωγή, στην παραγωγικότητα, στα αποθέματα ζωντανών ιχθύων, στις πωλήσεις και στο μερίδιο της αγοράς, αυτοί υπέστησαν οικονομικές απώλειες, μειώθηκε η συνολική απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου και ήταν γενικά αρνητική η ταμειακή ροή, αφού οι τιμές των πωλήσεων (προσαρμοσμένες εκ της Γλασκόβης) μειώθηκαν σε 3,23 ευρώ και 3,02 ευρώ, αντίστοιχα, και τα κόστη αρχικά αυξήθηκαν ελαφρά, στη συνέχεια όμως έπεσαν σε 3,2 ευρώ το 2001 και 3,0 ευρώ το 2002, αντίστοιχα. Μειώθηκε επίσης η απασχόληση. |
(77) |
Το 2003, με την πτώση των τιμών (προσαρμοσμένες εκ της Γλασκόβης) σε 2,79 ευρώ εξαιτίας της ασκούμενης από τις φθηνές εισαγωγές πίεσης, και με κόστος τοποθετούμενο στο επίπεδο του 2000, ήτοι 3,1 ευρώ, οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν ζημία της τάξης του 17,1 %. Αυτό αντανακλά και η συνολική αρνητική απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου και ταμειακή ροή. Συγχρόνως μειώθηκε ο όγκος των πωλήσεων κατά 1,6 % καθώς και το μερίδιο της αγοράς κατά 3,0 %, ενώ αυξήθηκε ο όγκος και το μερίδιο της αγοράς των εισαγωγών. Μολονότι αυξήθηκε το παραγωγικό δυναμικό, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας και η παραγωγή καθώς και η παραγωγικότητα και παρέμεινε σταθερή η απασχόληση, άργησαν να εμφανιστούν οι συνέπειες της αύξησης των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές επί της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, της παραγωγής και της απασχόλησης. Το ότι είναι αναμενόμενη η μείωση της παραγωγής σαν αποτέλεσμα της αύξησης των εισαγωγών, φαίνεται από τη μείωση των αποθεμάτων ζωντανών ιχθύων το 2003. |
(78) |
Για τους προαναφερόμενους λόγους, συνάγεται το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της αύξησης των εισαγωγών και της σημαντικής ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και ότι η αύξηση των εισαγωγών με χαμηλές τιμές είχε ζημιογόνες συνέπειες για τους κοινοτικούς παραγωγούς, ιδίως σε ό,τι αφορά στη συμπίεση των τιμών στην κοινοτική αγορά με αποτέλεσμα τις μεγάλες οικονομικές απώλειες των κοινοτικών παραγωγών. |
9.1.2. Συνέπειες των μεταβολών σε ό,τι αφορά στην κατανάλωση στο Ηνωμένο Βασίλειο
(79) |
Ένα μέρος προέβαλε το επιχείρημα ότι υπήρχε κατά τους ισχυρισμούς πτώση της κατανάλωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 2003, και ότι τούτο προκάλεσε ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς. Ωστόσο, η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου δεν μπορεί να απομονωθεί από το σύνολο της κοινοτικής αγοράς και η κατανάλωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αυξήθηκε κατά 19,7 % μεταξύ του 2000 και 2003, και κατά 10,3 % μεταξύ του 2002 και 2003. Επομένως, φαίνεται ότι αυτό που προκάλεσε τις ουσιαστικές απώλειες των κοινοτικών παραγωγών το 2003 ήταν οι χαμηλές τιμές και όχι η κατά τους ισχυρισμούς πτώση της κατανάλωσης. |
9.1.3. Συνέπειες των αλλαγών σε ό,τι αφορά στις εξαγωγικές επιδόσεις
(80) |
Εξετάστηκαν επίσης οι συνέπειες των μεταβολών του επιπέδου των εξαγωγών. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν καθόλη την υπό εξέταση περίοδο και πράγματι διπλασιάστηκαν μεταξύ του 2002 και 2003, κατά συνέπεια συνάγεται, παρά τους ισχυρισμούς ενός μέρους για το αντίθετο, το συμπέρασμα ότι οι μεταβολές του επιπέδου των εξαγωγών δεν αποτελούσαν την αιτία της σοβαρής ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία που αφορούν την αποδοτικότητα βασίζονται σε στοιχεία που αφορούν μόνο τις κοινοτικές πωλήσεις. |
9.1.4. Συνέπειες τυχόν υπερβάλλουσας ικανότητας
(81) |
Εξετάστηκε επίσης αν οι ζημιογόνες συνέπειες οφείλονταν σε υπερβάλλουσα ικανότητα των κοινοτικών παραγωγών. Η θεωρητική παραγωγική ικανότητα αυξήθηκε κατά την περίοδο της έρευνας, κατά 2,2 % μεταξύ του 2000 και 2003 – σημαντικά λιγότερο σε σχέση με την παραγωγή και την κατανάλωση. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η θεωρητική παραγωγική ικανότητα είναι η συνολική ποσότητα ζωντανών ιχθύων για την οποία έχουν εκδοθεί κρατικές άδειες. Το κόστος για την αίτηση έκδοσης άδειας και την κατοχή άδειας είναι χαμηλό. Πράγματι, τα κύρια στοιχεία που προσδιορίζουν το κόστος είναι το κόστος των νεαρών σολομών (smolts), της τροφής και της εργασίας. Επομένως, συνάγεται το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η αύξηση της θεωρητικής παραγωγικής ικανότητας δεν είχε ζημιογόνες συνέπειες για τους κοινοτικούς παραγωγούς. |
9.1.5. Συνέπειες του ανταγωνισμού μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών
(82) |
Ορισμένοι εξαγωγείς προέβαλαν το επιχείρημα ότι η αιτία της πτώσης των τιμών του σολομού στην κοινοτική αγορά ήταν η υπερβάλλουσα προσφορά των κοινοτικών παραγωγών. Ωστόσο, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 15 % το 2003, ενώ οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών στην Κοινότητα μειώθηκαν. Επιπλέον, αυτό που είναι καθοριστικό για την τιμή στην αγορά αυτή, είναι οι εισαγωγές και όχι οι κοινοτικοί παραγωγοί. Πράγματι, μετά από εξέταση της συμπεριφοράς όλων των μερών σε ό,τι αφορά στον καθορισμό των τιμών το 2002 και 2003, φαίνεται με σαφήνεια ότι οι εισαγωγές πωλούνταν σταθερά σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες των κοινοτικών παραγωγών, και ότι οι τιμές των κοινοτικών παραγωγών ακολουθούσαν τις τιμές των εισαγωγών, στην καθοδική τους πορεία. Οι συνέπειες του ανταγωνισμού μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών προκαλούν κάποια εξισορρόπηση – οι απώλειες που υφίσταται ένας παραγωγός αντισταθμίζονται από κέρδη που πραγματοποιεί κάποιος άλλος, ceteris paribus. Επομένως, συμπεραίνεται προκαταρκτικά ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών δεν προκάλεσε την παρατηρηθείσα σοβαρή ζημία. |
9.1.6. Συνέπειες της αυξημένης θνησιμότητας επί του κόστους παραγωγής
(83) |
Ένα μέρος προέβαλε το επιχείρημα ότι τα υψηλότερα από τα συνήθη ποσοστά θνησιμότητας στην Ιρλανδία και τα κρούσματα ασθενειών στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία το 2002 και 2003, θα μπορούσαν να προκαλέσουν αύξηση του κόστους παραγωγής και να διακόψουν τον συνήθη κύκλο παραγωγής ορισμένων παραγωγών. Σύμφωνα με τα επί του παρόντος διαθέσιμα στοιχεία, τα φαινόμενα αυτά αφορούσαν μόνο ένα μικρό αριθμό εκτροφείων. Περαιτέρω, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα, το κόστος παραγωγής για τους κοινοτικούς παραγωγούς μειώθηκε το 2002 και έφτασε περίπου στον τετραετή μέσο όρο, το 2003. Επομένως, συμπεραίνεται προκαταρκτικά ότι τα υψηλότερα από τα συνήθη ποσοστά θνησιμότητας των ιχθύων δεν αποτελούν την αιτία των σημαντικών ζημιογόνων συνεπειών. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό θα ερευνηθεί περαιτέρω κατά τη διάρκεια του οριστικού σταδίου της έρευνας.
|
9.1.7. Συνέπειες του υψηλότερου κόστους παραγωγής γενικά
(84) |
Ένα μέρος προέβαλε το επιχείρημα ότι το κόστος παραγωγής της νορβηγικής βιομηχανίας ήταν χαμηλότερο από το κόστος παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών και ότι τούτο δικαιολογεί τις αυξημένες εισαγωγές και τη σοβαρή ζημία. Σύμφωνα με τα προς το παρόν διαθέσιμα στοιχεία, ενώ η Νορβηγία έχει πλεονεκτήματα σε ότι αφορά ορισμένα κόστη, οι κοινοτικοί παραγωγοί έχουν πλεονεκτήματα σε ότι αφορά άλλα. Γενικά, σημειώνεται ότι ενώ οι κοινοτικοί παραγωγοί υφίστανται σημαντικές απώλειες στη σημερινή αγορά, το ίδιο συμβαίνει και στους νορβηγούς παραγωγούς. Όπως παρατηρείται στο τμήμα 8.2.12, οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν απώλεια -2,5 % το 2002. Σύμφωνα με στοιχεία της νορβηγικής κυβέρνησης, το 2002 οι απώλειες ενός δείγματος 151 εκτροφείων σολομού και ιριδίζουσας πέστροφας ανήλθαν σε –13 %. (δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί αντίστοιχα στοιχεία για το 2003). Επιπλέον, τα εκτροφεία αυτά λειτουργούσαν ενώ ήταν υπερχρεωμένα, το δε χρέος τους αντιπροσώπευε σημαντικό τμήμα του συνόλου του κόστους. Το συνολικό χρέος (με εξαίρεση τις συμμετοχές και τις προμήθειες) ανήλθε σε 6,8 δισεκατ. NOK σε σύγκριση με ένα συνολικό κύκλο εργασιών 5,7 δισεκατ. NOK (9). Η κατάσταση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε τις νορβηγικές τράπεζες στην πραγματική εξαγορά ορισμένων νορβηγών παραγωγών. Επομένως συνάγεται το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι οι νορβηγοί παραγωγοί δεν είναι αποδοτικότεροι από τους κοινοτικούς, όμως το επιχείρημα αυτό θα ερευνηθεί περαιτέρω κατά το οριστικό στάδιο της έρευνας. |
9.1.8. Υψηλότερο κόστος μεταφοράς στη Σκοτία
(85) |
Ένα μέρος προέβλεπε το επιχείρημα ότι είναι λιγότερο αναπτυγμένη η υποδομή στις απομακρυσμένες περιοχές της Σκοτίας και ότι αυτό συνεπάγεται αυξημένο κόστος και μπορεί να προκαλέσει ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς. Ως προς τούτο, σημειώνεται ότι τα ιχθυοτροφεία στη Νορβηγία, η οποία κυριαρχεί στην κοινοτική αγορά, συχνά βρίσκονται σε απομακρυσμένες τοποθεσίες όπου είναι σχετικά περιορισμένη η οδική υποδομή. |
(86) |
Το κόστος μεταφοράς δεν αποτελεί μεγάλο μέρος του συνολικού κόστους παραγωγής σολομού εκτροφής και ποικίλει ανάλογα με την προέλευση των εμπορευμάτων και τον προορισμό όπου παραδίδονται. Γενικά, δεν θεωρείται ότι υπάρχει σημαντική διαφορά του κόστους μεταφοράς στην κοινοτική αγορά, όπως μεταξύ της Νορβηγίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. Επιπλέον, οι παραγωγοί εξαγωγείς (οι οποίοι εξ ορισμού είναι εγκατεστημένοι εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) είναι εν γένει πιθανόν να επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος μεταφοράς όταν πραγματοποιούν πωλήσεις στην κοινοτική αγορά. Επομένως, δεν θεωρείται ότι το υψηλότερο κόστος μεταφοράς στη Σκοτία συνέβαλε στη ζημία που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί. |
(87) |
Επιπλέον, και σε κάθε περίπτωση, δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το κόστος μεταφοράς στη Σκοτία αυξήθηκε κατά τα τελευταία έτη και επομένως, το υψηλότερο κόστος μεταφοράς δεν εξηγεί την πρόσφατη αύξηση των οικονομικών απωλειών που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί. |
9.1.9. Λοιποί παράγοντες
(88) |
Δεν εντοπίστηκαν άλλοι παράγοντες αιτιώδους συνάφειας, πιθανώς κατάλληλοι, κατά το προσωρινό στάδιο της έρευνας. |
9.2. Απόδοση των ζημιογόνων συνεπειών
(89) |
Η αύξηση των εισαγωγών είχε μόνο περιορισμένες αρνητικές συνέπειες επί των ποσοτήτων που πωλούν οι κοινοτικοί παραγωγοί, αν και το 2003, παρατηρήθηκε κάποια πτώση των πωλήσεών τους και του μεριδίου αγοράς. Ωστόσο, διαπιστώνεται κυρίως ότι η σημαντική αύξηση των εισαγωγών είχε καταστροφικές συνέπειες επί της αποδοτικότητας των κοινοτικών παραγωγών, λόγω της πτώσης των τιμών που επακολούθησε. Δεδομένου ότι οι εισαγωγές (περίπου 70-75 % της αγοράς) είναι καθοριστικές για το ύψος των τιμών, η καθοδική πορεία των τιμών εισαγωγής είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση των τιμών των κοινοτικών παραγωγών. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τις σημαντικές απώλειες των κοινοτικών παραγωγών. Στο στάδιο αυτό δεν προσδιορίστηκαν άλλοι παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει στη ζημία, εκτός από την αύξηση των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές. |
9.3. Συμπέρασμα
(90) |
Επομένως, αφού προσδιορίστηκε ότι δεν υπήρξαν σημαντικές ζημιογόνες συνέπειες εξαιτίας των άλλων γνωστών παραγόντων, συνάγεται το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι υπάρχει πραγματικός και ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των αυξημένων εισαγωγών σε χαμηλές τιμές και της σοβαρής ζημίας των κοινοτικών παραγωγών. |
10. ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
(91) |
Σύμφωνα με τον προκαταρκτικό προσδιορισμό, υφίστανται κρίσιμες περιστάσεις, υπό τις οποίες μια καθυστέρηση προκαλεί ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς που δύσκολα επανορθώνεται. Αυτοί αντιμετώπισαν μια σοβαρή πτώση, κυρίως σε ότι αφορά τα αποθέματα ζωντανών ιχθύων, τις ανά μονάδα τιμές, την αποδοτικότητα και την απόδοση του απασχολούμενου κεφαλαίου, λόγω των αυξημένων εισαγωγών σε χαμηλές τιμές του υπό εξέταση προϊόντος. |
(92) |
Είναι εξαιρετικά επισφαλής η οικονομική κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών. Υπέστησαν ουσιαστικές απώλειες το 2003 (– 17,1 %). Κατά συνέπεια, αρκετοί κοινοτικοί παραγωγοί ήδη πτώχευσαν ή τελούν υπό διαχείριση, και πολλοί άλλοι σχεδιάζουν είτε να περιορίσουν την παραγωγή τους ή να αποσυρθούν εξ ολοκλήρου από την αγορά. Δεδομένου ότι τα προβλήματα συνεχίζονται, αρκετοί κοινοτικοί παραγωγοί προσπαθούν να πωλήσουν την επιχείρησή τους. Ωστόσο, δεδομένου ότι υφίστανται απώλειες και πρόσφατα βρίσκονται σε πτώχευση και τελούν υπό διαχείριση, δεν εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον από πιθανούς αγοραστές. Άλλοι απλά κλείνουν την επιχείρηση προκειμένου να συγκρατήσουν τις απώλειές τους. |
(93) |
Το 2003 και τους πρώτους μήνες του 2004, πέντε κοινοτικοί παραγωγοί πτώχευσαν ή τέθηκαν υπό διαχείριση. Άλλοι δύο εξαγοράστηκαν από επιχειρήσεις ζωοτροφών και βρίσκονται στο στάδιο και ετοιμάζονται να διακόψουν τις δραστηριότητές τους. Επιπλέον, έπαυσαν να λειτουργούν επτά επιπλέον κοινοτικοί παραγωγοί ή βρίσκονται στη διαδικασία παύσης των δραστηριοτήτων τους. |
(94) |
Οι ουσιαστικές απώλειες το 2003 είχαν ως αποτέλεσμα ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί, ιδίως ανεξάρτητες εταιρείες οι οποίες δεν μπορούν να επαναπαύονται σε οικονομική στήριξη από μια μεγαλύτερη επιχείρηση, να επαναπαύονται σε παρατεταμένες πιστώσεις από εταιρείες ζωοτροφών και να κάνουν χρήση της δυνατότητας χρεωστικού υπολοίπου, ως μέσο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Ορισμένες εταιρείες αναγκάζονται να θυσιάσουν την αποδοτικότητα προκειμένου να διασφαλίσουν επαρκείς ταμειακές ροές για την κάλυψη των οικονομικών τους υποχρεώσεων (για παράδειγμα, συλλέγοντας ιχθείς πριν φθάσουν στο βέλτιστο μέγεθός τους). Ενώ η στρατηγική αυτή δυνατόν να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους για μια βραχεία περίοδο, ωστόσο περιορίζει περαιτέρω την αποδοτικότητά τους και επομένως, τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους. |
(95) |
Χωρίς μια άμεση και σημαντική ανάκαμψη της εκτροφής σολομού στην Κοινότητα, περισσότεροι κοινοτικοί παραγωγοί θα αναγκαστούν να πτωχεύσουν ή θα τεθούν υπό διαχείριση δεδομένου ότι οι εταιρείες και οι τράπεζες επιδιώκουν να περιορίσουν την έκθεσή τους σε επισφαλή χρέη. Ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί ήδη έπαψαν να προβαίνουν σε υπεραναλήψεις ή τις περιόρισαν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εθνικές αρχές και οι τράπεζες συζήτησαν το θέμα του καθορισμού των λόγων ανάκλησης της στήριξης. Ωστόσο, οι τράπεζες ετόνισαν ότι οφείλουν να λειτουργούν σύμφωνα με εμπορικά κριτήρια. |
(96) |
Μπορεί ήδη να λεχθεί ότι εάν δεν εφαρμοστούν προσωρινά μέτρα διασφάλισης στην αγορά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα θα συνεχιστούν σε υψηλό επίπεδο και, ιδίως σαν αποτέλεσμα της συμπίεσης των τιμών που θα επακολουθήσει, οι κοινοτικοί παραγωγοί θα εξακολουθήσουν να υφίστανται απώλειες και θα αναγκαστούν ακόμη περισσότερο να πτωχεύσουν. Μια τέτοια ζημία είναι δύσκολο να επανορθωθεί δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα έχουν παύσει να λειτουργούν, οι απασχολούμενοι σε αυτές θα έχουν αναγκαστεί να μετεγκατασταθούν προς εξεύρεση εργασίας και οι δανειστές θα παίρνουν μεγάλες προφυλάξεις σε ότι αφορά την χορήγηση χρηματοδότησης για την επανέναρξη λειτουργίας διαλυμένων εταιρειών. Προκειμένου να αποφευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει να ληφθούν προσωρινά μέτρα διασφάλισης. |
10.1. Συμπέρασμα
(97) |
Κατά συνέπεια, έχοντας κατά νου την επισφαλή οικονομική κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών, αποτέλεσμα των μεγάλων απωλειών τις οποίες υπέστησαν, και τη συνεχιζόμενη απειλή από τους παραγωγούς εξαγωγείς, θεωρείται ότι υφίσταται κρίσιμη κατάσταση κατά την οποία, οποιαδήποτε καθυστέρηση θέσπισης προσωρινών μέτρων διασφάλισης, θα προκαλέσει ζημία που δύσκολα επανορθώνεται. Επομένως συμπεραίνεται ότι πρέπει να θεσπιστούν προσωρινά μέτρα διασφάλισης χωρίς καθυστέρηση. |
11. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
(98) |
Με την προκαταρκτική ανάλυση των συμπερασμάτων της έρευνας επιβεβαιώνεται η ύπαρξη κρίσιμης κατάστασης και η ανάγκη προσωρινών μέτρων διασφάλισης προκειμένου να προληφθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στους κοινοτικούς παραγωγούς, η οποία δύσκολα επανορθώνεται. |
11.1. Μορφή και επίπεδο των προσωρινών μέτρων διασφάλισης
(99) |
Η κοινοτική παραγωγή σολομού εκτροφής δεν επαρκεί προς κάλυψη της ζήτησης επομένως είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η φύση των λαμβανόμενων μέτρων δεν είναι τέτοια που να αρνείται την πρόσβαση των παραγωγών εξαγωγέων στην κοινοτική αγορά. Επειδή φαίνεται ότι η κύρια αιτία της ζημίας των κοινοτικών παραγωγών είναι ο μεγάλος όγκος των εισαγωγών που έχουν ως αποτέλεσμα τις χαμηλές τιμές και που προκαλούν τη συμπίεση και πτώση των τιμών, τα λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να οδηγήσουν στην αύξηση των τιμών και όχι να περιορίσουν αδικαιολόγητα την προσφορά. |
(100) |
Στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και (ΕΚ) αριθ. 519/94 προβλέπεται ότι τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης έχουν τη μορφή δασμολογικών αυξήσεων. Επομένως, δίδεται προτίμηση σε μέτρα βασιζόμενα στους δασμούς, στις περιπτώσεις που κρίνονται κατάλληλα. Στην παρούσα περίπτωση, προκειμένου να παραμείνει ανοικτή η κοινοτική αγορά και να διασφαλιστεί ότι υπάρχει προσφορά προς κάλυψη της ζήτησης, είναι σκόπιμο να καθοριστούν ποσοστώσεις χωρίς δασμούς διασφάλισης που να αντανακλούν τα παραδοσιακά επίπεδα των εισαγωγών. Πέραν των ποσοστώσεων αυτών, θα πρέπει να καταβάλλεται συμπληρωματικός δασμός στις εισαγωγές. Μπορούν να συνεχιστούν έτσι τα παραδοσιακά επίπεδα εισαγωγών σολομού εκτροφής χωρίς την καταβολή συμπληρωματικού δασμού και μπορούν να εισάγονται απεριόριστες ποσότητες κατόπιν καταβολής του συμπληρωματικού δασμού. |
(101) |
Προκειμένου να διατηρηθούν οι παραδοσιακές εμπορικές ροές και να διασφαλιστεί ότι η κοινοτική αγορά παραμένει επίσης ανοικτή σε οικονομικούς παράγοντες μικρότερης εμβέλειας, οι δασμολογικές ποσοστώσεις πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των χωρών/περιφερειών εκείνων οι οποίες έχουν ουσιαστικό συμφέρον να προμηθεύουν το υπό εξέταση προϊόν, και ένα μέρος πρέπει να διατεθεί σε άλλες χώρες. Κατόπιν συνεννόησης με τη Νορβηγία και τις νήσους Φερόε που έχουν ουσιαστικό συμφέρον και αντιπροσωπεύουν ουσιαστικό μερίδιο των εισαγωγών, θεωρείται σκόπιμο να διατεθεί μία ειδική δασμολογική ποσόστωση για καθεμία από τις χώρες αυτές, με βάση το ποσοστό επί της συνολικής ποσότητας του προϊόντος που προσέφερε η χώρα αυτή κατά την τριετή περίοδο από το 2001 μέχρι το 2003. Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών κατά την περίοδο αυτή ήταν καταγωγής Νορβηγίας και νήσων Φερόε, επομένως πρέπει να επιβληθούν στις χώρες αυτές ειδικές ανά χώρα δασμολογικές ποσοστώσεις και μια άλλη ποσόστωση σε όλες τις λοιπές χώρες. Για να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη διοικητική επιβάρυνση, το σύστημα των δασμολογικών ποσοστώσεων πρέπει να λειτουργεί με βάση τη χρονολογική σειρά των αιτήσεων. |
(102) |
Φαίνεται ότι υπό τις κανονικές συνθήκες, η κοινοτική κατανάλωση σολομού εκτροφής αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό περίπου 4 % έως 5 %, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού επιπέδου αύξησης που παρατηρήθηκε σε νέα κράτη μέλη. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αύξηση αυτή, οι δασμολογικές ποσοστώσεις (βάσει του μέσου όρου εισαγωγών το 2001 έως 2003) πρέπει να αυξηθούν κατά 5 %. Επειδή η αγορά του σολομού είναι εποχιακή με υψηλότερες εισαγωγές και πωλήσεις το δεύτερο εξάμηνο σε σχέση με το πρώτο, πρέπει να προσαρμόζονται οι δασμολογικές ποσοστώσεις ανάλογα με την κάθε εποχή. Οι ποσοστώσεις υπολογίστηκαν με βάση ισοδύναμο ολόκληρου ιχθύος (ΙΟΙ) και οι σχέσεις μετατροπής σε φιλέτα και μη φιλέτα που πράγματι εισάγονται είναι αντίστοιχα 1:0,65 και 1:0,9. |
(103) |
Ο συμπληρωματικός δασμός πρέπει να καθοριστεί σε επίπεδο που να βοηθά τους κοινοτικούς παραγωγούς συγχρόνως όμως δεν πρέπει να αποτελεί μια αδικαιολόγητη ζημιογόνα επιβάρυνση για τους εισαγωγείς και τους χρήστες. Δεν θεωρείται κατάλληλος ένας δασμός κατ' αξία επειδή θα αποτελούσε κίνητρο για χαμηλότερες τιμές εισαγωγής χωρίς δασμό και για υψηλότερες, σε απόλυτες τιμές σε περίπτωση αύξησης των τιμών. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί ένα σταθερό ποσό. |
(104) |
Το επίπεδο της απόκλισης των τιμών, που αντανακλά το βαθμό στον οποίο η τιμή του εισαγόμενου προϊόντος είναι χαμηλότερη από την τιμή την οποία θα μπορούσαν να προσδοκούν να επιτύχουν οι κοινοτικοί παραγωγοί σε μια μη ζημιογόνο κατάσταση, θεωρείται ως λογική βάση για τον καθορισμό του επιπέδου του δασμού. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση (κατά την οποία 70-75 % του υπό εξέταση προϊόντος εισάγεται), το επίπεδο της απόκλισης των τιμών υπολογίστηκε προσωρινά με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο της μη ζημιογόνου τιμής ανά τόνο του κοινοτικού προϊόντος, με βάση το κόστος παραγωγής του κοινοτικού προϊόντος συν ένα ελάχιστο περιθώριο κέρδους για τη βιομηχανία (5 %). Αυτή η μη ζημιογόνος τιμή συγκρίθηκε με την προκαταρκτική σταθμισμένη μέση τιμή ανά τόνο του εισαγόμενου υπό εξέταση προϊόντος κατά το πρώτο τρίμηνο του 2004 (10). Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών εκφράστηκε σε ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας του εισαγόμενου προϊόντος και είχε ως αποτέλεσμα απόκλιση των τιμών κατά 17,8 %, η οποία σημαίνει καταβλητέο δασμό 469 ευρώ ανά τόνο (ΙΟΙ), που με βάση τις ως άνω σχέσεις μετατροπής, ισοδυναμεί με 522 ευρώ/τόνο για τους απεντερωμένους ιχθείς και 722 ευρώ/τόνο για τα φιλέτα. |
(105) |
Σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων, πρέπει να προβλεφθεί επανεξέταση των μέτρων από την Επιτροπή. |
(106) |
Σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας, τα προσωρινά μέτρα διασφάλισης δεν εφαρμόζονται σε προϊόντα καταγωγής αναπτυσσόμενης χώρας, εφόσον το μερίδιο επί των εισαγωγών του προϊόντος αυτού στην Κοινότητα δεν υπερβαίνει το 3 %. Σχετικά σημειώνεται ότι οι εισαγωγές από την Χιλή κατά τη πλέον πρόσφατη περίοδο για την οποία υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία (δεύτερο εξάμηνο του 2003) τοποθετούνται σε επίπεδο χαμηλότερο από το 3 % και επομένως είναι σκόπιμο να μην εφαρμοστεί στη Χιλή ο συμπληρωματικός δασμός διασφάλισης δυνάμει των προσωρινών μέτρων διασφάλισης και να επανεξεταστεί η κατάσταση κατά το τελικό στάδιο της έρευνας. Οι αναπτυσσόμενες χώρες στις οποίες δεν εφαρμόζονται τα προσωρινά μέτρα πρέπει επομένως να αναφερθούν, αναφορά η οποία γίνεται στο παράρτημα ΙΙ. |
11.2. Σύστημα παρακολούθησης
(107) |
Όπως σημειώνεται ανωτέρω, θεωρείται ότι η τάση που ακολούθησαν οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος προκάλεσε σοβαρή ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς. Επομένως θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα αναδρομικής επιτήρησης σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94 σε ότι αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα. Ειδικότερα, καθίσταται έτσι δυνατή η στενή παρακολούθηση των εισαγωγών από χώρες στις οποίες δεν εφαρμόζονται προσωρινά μέτρα. Για να διασφαλιστεί συνοχή, η επιτήρηση θα πρέπει να διαρκεί καθόσο διαρκούν και τα προσωρινά μέτρα. Η επιτήρηση γίνεται σύμφωνα με το σύστημα που ορίζεται στο άρθρο 308δ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (11), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2286/2003 (12), και τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα στοιχεία στην Επιτροπή σε εβδομαδιαία βάση. |
11.3. Διάρκεια
(108) |
Η διάρκεια των προσωρινών μέτρων δεν υπερβαίνει τις 200 ημέρες. Τα μέτρα αρχίζουν να ισχύουν στις 15 Αυγούστου 2004 και παραμένουν σε ισχύ για 176 ημέρες εκτός εάν επιβληθούν οριστικά μέτρα ή αν περατωθεί η έρευνα χωρίς την επιβολή μέτρων πριν από την ημερομηνία αυτή. |
12. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
12.1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
(109) |
Εκτός από τις απρόβλεπτες εξελίξεις, τις αυξημένες εισαγωγές, τη σοβαρή ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και τις κρίσιμες περιστάσεις, εξετάστηκε κατά πόσον υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επιβολή προσωρινών μέτρων αντίκειται στο συμφέρον της Κοινότητας. Προς το σκοπό αυτό, εξετάστηκε ο αντίκτυπος των πιθανών προσωρινών μέτρων εφ’ όλων των μερών που εμπλέκονται στη διαδικασία και οι πιθανές συνέπειες της λήψης ή όχι προσωρινών μέτρων, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων. |
12.2. Συμφέρον των κοινοτικών παραγωγών
(110) |
Ο συνδυασμένος ετήσιος κύκλος εργασιών των κοινοτικών παραγωγών υπερβαίνει τα 500 εκατ. ευρώ και πέρα από την άμεση απασχόληση περίπου τις 1 450 θέσεις απασχόλησης που ενδέχεται να δημιουργηθούν έμμεσα υποστηρίζονται σύμφωνα με τις εκτιμήσεις 8 000 επιπλέον θέσεις απασχόλησης στη μεταποίηση και σε άλλους τομείς. Οι κοινοτικοί παραγωγοί αποτελούν μέρος μιας βιομηχανίας με σημαντική ανάπτυξη, της οποίας η παραγωγή διπλασιάστηκε μεταξύ του 1995 και 2001. Επιτυγχάνουν αυξανόμενη αποδοτικότητα στην παραγωγή ενός προϊόντος του οποίου η αγορά διευρύνεται στην Κοινότητα και γενικότερα. Υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς η δραστηριότητά τους είναι βιώσιμη και ανταγωνιστική και η παραγωγικότητά τους αυξανόμενη. |
(111) |
Σαφώς κινδυνεύει η θέση των κοινοτικών παραγωγών εκτός εάν διορθωθεί το τρέχον επίπεδο των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές. Τα προτεινόμενα μέτρα θα εφαρμοστούν σε όλες τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος, εκτός από τις εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες, των οποίων οι εξαγωγές στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν υπερβαίνουν το 3 % των εισαγωγών στην Κοινότητα. Επομένως θα εφαρμοστούν περίπου στο 95 % των εν λόγω εισαγωγών. Κατά συνέπεια, μπορεί ήδη να λεχθεί ότι τα μέτρα θα είναι αποτελεσματικά και θα καταστήσουν δυνατή την αύξηση των τιμών των κοινοτικών παραγωγών σε ένα δίκαιο επίπεδο. |
12.3. Συμφέρον των εξαρτώμενων βιομηχανιών
(112) |
Είναι μάλλον απομακρυσμένες οι περιοχές στις οποίες γίνεται η εκτροφή σολομού – κυρίως στη δυτική ακτή της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Είναι περιορισμένες οι ευκαιρίες απασχόλησης και η οικονομική δραστηριότητα που δημιουργείται χάρη στην εκτροφή του σολομού αποτελεί μια σημαντική συμβολή στις τοπικές αυτές οικονομίες. Χωρίς την συμβολή αυτή, πολλές από τις μικρές τοπικές επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες στους κοινοτικούς παραγωγούς και στους απασχολούμενους τους δεν θα μπορούσαν πλέον να επιβιώσουν. Επομένως είναι προς το συμφέρον των εξαρτώμενων βιομηχανιών η λήψη αποτελεσματικών προσωρινών μέτρων. |
12.4. Συμφέροντα των παραγωγών νεαρών σολομών και ζωοτροφών
(113) |
Είναι προς το συμφέρον των σημαντικότερων προμηθευτών των κοινοτικών παραγωγών (όπως των παραγωγών νεαρών σολομών και ζωοτροφών) να υπάρχει ισχυρή και προβλέψιμη ζήτηση για το προϊόν τους σε τιμή που να τους αποφέρει εύλογο κέρδος. Επειδή αρκετοί από τους προμηθευτές αυτούς έχουν επίσης παραχωρήσει ουσιαστικές πιστώσεις στους κοινοτικούς παραγωγούς, είναι επίσης προς το συμφέρον τους οι κοινοτικοί παραγωγοί να εξακολουθήσουν να δραστηριοποιούνται και να είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Εάν δεν βελτιωθεί η κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών, πολλοί από τους παραγωγούς νεαρών σολομών θα αντιμετωπίσουν ουσιαστικά επισφαλή χρέη, εξαιτίας των οποίων θα περιοριστεί η αποδοτικότητά τους και σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να απειληθεί η ικανότητά τους να συνεχίσουν την εμπορική τους δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει και για τους παραγωγούς ζωοτροφών. Επομένως, είναι προς το συμφέρον των παραγωγών νεαρών σολομών και των παραγωγών ζωοτροφών να ληφθούν προσωρινά μέτρα. |
12.5. Συμφέρον των χρηστών, μεταποιητών και εισαγωγέων στην Κοινότητα
(114) |
Προκειμένου να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος επί των εισαγωγών, μεταποιητών και χρηστών της λήψης ή μη μέτρων, απεστάλησαν ερωτηματολόγια στους αναγγελθέντες εισαγωγείς, μεταποιητές και χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά. Οι εισαγωγείς/μεταποιητές/χρήστες συνήθως αποτελούν μία και την αυτή οντότητα και πολλοί στην πράξη συνδέονται με παραγωγούς εξαγωγείς εκτός της Κοινότητας, ιδίως στη Νορβηγία. Παραλήφθηκαν απαντήσεις από έξι εισαγωγείς/μεταποιητές/χρήστες και από μια οργάνωση μεταποιητών. Επιπλέον, αρκετές οργανώσεις μεταποιητών υπέβαλαν παρατηρήσεις στην Επιτροπή. |
(115) |
Ορισμένοι προέβαλαν το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να ληφθούν μέτρα επειδή η πτώση των τιμών του σολομού εκτροφής ήταν σύντομη και προσωρινή αφού διήρκεσε δύο ή τρεις μήνες μόνο μετά την λήξη ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ κατά της Νορβηγίας, τον Μάιο 2003, και έκτοτε οι τιμές επανήλθαν στο κανονικό τους επίπεδο. Οι μεταποιητές ετόνισαν ότι οποιαδήποτε αύξηση των τιμών θα επιφέρει αύξηση του βασικού τους κόστους, θα μειώσει τις πωλήσεις τους και την αποδοτικότητά τους και ενδέχεται να οδηγήσει σε απώλειες θέσεων απασχόλησης ή ακόμη και σε μετεγκατάσταση, τονίζοντας ότι η απασχόληση στον τομέα μεταποίησης των ιχθύων είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με την απασχόληση στην βιομηχανία εκτροφής ιχθύων και ότι σε ορισμένες περιπτωσεις παρέχει θέσεις εργασίας σε περιοχές με χαμηλή απασχόληση. |
(116) |
Δεν υπάρχουν ακόμη πλήρως αξιόπιστα διαθέσιμα στοιχεία από την Eurostat σε ότι αφορά τις τιμές για το πρώτο τρίμηνο του 2004. Ωστόσο, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν από το τέταρτο τρίμηνο του 2003 κατά μέσο όρο σε 2,53 ευρώ/κιλό περίπου το πρώτο τρίμηνο του 2004 και ότι οι τιμές των κοινοτικών παραγωγών επίσης αυξήθηκαν ελαφρά. Παρόλα αυτά, οι τιμές των κοινοτικών παραγωγών εξακολουθούν να τοποθετούνται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο μιας μη ζημιογόνου τιμής. Επιπλέον, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, οι τιμές ακολουθούν και πάλι μια πτωτική τάση. |
(117) |
Οι κύριοι παράγοντες που επιβαρύνουν τους μεταποιητές είναι το κόστος των πρώτων υλών και το κόστος απασχόλησης, και αληθεύει το γεγονός ότι μια αύξηση των τιμών των πρώτων υλών συνεπάγεται αύξηση τους κόστους των μεταποιητών. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχουν οι μεταποιητές, το κόστος των πρώτων υλών τους μειώθηκε κατά 10 % μεταξύ του 2002 και 2003, ενώ είχε ήδη σημειώσει πτώση κατά 18 % μεταξύ του 2000 και 2002. Το 2003, ήταν κατά 26 % χαμηλότερο σε σχέση με το 2000. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με πληροφορίες που παρείχαν οι ίδιοι, οι τιμές τους πώλησης παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο το 2002 και 2003. Τρεις μεταποιητές παρείχαν στοιχεία σχετικά με την αποδοτικότητα της δραστηριότητάς τους μεταποίησης σολομού. Σύμφωνα με αυτά, η αποδοτικότητα αυξήθηκε από 15 % το 2000 σε 31 % το 2002, και σε 33 % το 2003. Αυτό το επίπεδο αποδοτικότητας, ενώ δεν είναι κατ’ ανάγκη αντιπροσωπευτικό για το σύνολο της μεταποιητικής βιομηχανίας, ωστόσο δεν θεωρείται ασύνηθες. Ορισμένες επιχειρήσεις μεταποίησης αμφισβήτησαν το συγκεκριμένο επίπεδο αποδοτικότητας, αν και δεν συνεργάστηκαν παρέχοντας στοιχεία της δικής τους αποδοτικότητας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, φαίνεται ότι η μεταποιητική βιομηχανία είναι ικανή να απορροφήσει μία μέτρια αύξηση του κόστους των πρώτων υλών της, χωρίς απώλεια θέσεων απασχόλησης ή μετεγκατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι δεν είναι διατηρήσιμα τα τρέχοντα επίπεδα τιμών μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα. |
(118) |
Οι μεταποιητές ετόνισαν επίσης ότι είναι αναγκαίο οι εμπορευόμενοι στις κύριες ευρωπαϊκές αγορές και οι καταναλωτές να εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση σε προϊόν καλής ποιότητας σε χαμηλές τιμές. Εξέφρασαν επίσης την ιδιαίτερη ανησυχία τους σχετικά με τη δυνατότητα κερδοσκοπικών αγορών αμέσως μετά την καθιέρωση της δασμολογικής ποσόστωσης και ισχυρίστηκαν ότι σε περίπτωση συμπλήρωσης της δασμολογικής ποσόστωσης μπορεί να χρειαστεί να σταματήσουν την παραγωγή. Τέλος, ανέφεραν ότι εάν πρέπει να ληφθούν μέτρα, αυτά θα πρέπει να διατηρήσουν την επάρκεια της προσφοράς και να συμβάλουν στη σταθερότητα των τιμών στην αγορά, ούτως ώστε να είναι περισσότερο προβλέψιμο το κόστος. Σχετικά με αυτό, ενώ ορισμένοι εξέφρασαν άμεσα την αντίθεσή τους προς κάθε μορφή μέτρων, άλλοι ανέφεραν ότι στην περίπτωση που πρέπει να επιβληθούν μέτρα, θα προτιμούσαν ένα σύστημα δασμολογικών ποσοστώσεων, ενώ ορισμένοι εξέφρασαν την προτίμησή τους για ένα σύστημα χορήγησης αδειών. |
(119) |
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα προτεινόμενα προσωρινά μέτρα συνίστανται σε δασμολογικές ποσοστώσεις βασιζόμενες στον μέσο όρο εισαγωγών στην Κοινότητα (συμπεριλαμβανομένων των νέων κρατών μελών) κατά την περίοδο 2001 μέχρι 2003 συν 5 %, πέραν των οποίων εφαρμόζεται συμπληρωματικός δασμός. Επομένως, η μεταποιητική βιομηχανία στο σύνολο της Κοινότητας εξακολουθεί να έχει πρόσβαση σε επαρκή προσφορά πρώτων υλών χωρίς συμπληρωματικό δασμό. |
(120) |
Επομένως, τα μειονεκτήματα που ενδέχεται να προκύψουν για τους μεταποιητές/χρήστες και εισαγωγείς, εφόσον βέβαια υπάρξουν, δεν θεωρούνται ότι υπερκαλύπτουν τα οφέλη που αναμένεται ότι θα προκύψουν για τους κοινοτικούς παραγωγούς συνεπεία των προτεινόμενων προσωρινών μέτρων, τα οποία θεωρούνται ως το ελάχιστο αναγκαίο προκειμένου να προληφθεί η περαιτέρω σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης των κοινοτικών παραγωγών. |
12.6. Συμφέρον των καταναλωτών στην Κοινότητα
(121) |
Επειδή το υπό εξέταση προϊόν είναι ένα καταναλωτικό προϊόν, η Επιτροπή ενημέρωσε διάφορες οργανώσεις καταναλωτών σχετικά με την έναρξη έρευνας. Δεν ελήφθησαν απαντήσεις από τις οργανώσεις καταναλωτών. Επειδή τα περιθώρια μεταξύ της τιμής του ολόκληρου ιχθύος εκ του εκτροφείου και της λιανικής τιμής των μεταποιημένων προϊόντων σολομού ήταν μεγάλα, θεωρήθηκε ότι τα μέτρα δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί των λιανικών τιμών και επομένως θεωρήθηκε ότι θα είναι ελάχιστος ο αντίκτυπος επί των καταναλωτών. |
13. ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
(122) |
Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94 προβλέπουν ότι εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα επιτήρησης ή διασφάλισης είναι αναγκαία, θα λάβει τις αναγκαίες αποφάσεις το αργότερο εντός εννέα μηνών από την έναρξη της έρευνας αλλά ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί για μια περίοδο μέχρι δύο μηνών. |
13.1. Λόγοι παράτασης
(123) |
Για τους ακόλουθους λόγους, θεωρείται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την παράταση της προθεσμίας για την ολοκλήρωση της έρευνας για μέτρα διασφάλισης σε ότι αφορά το υπό εξέταση προϊόν, για μία περαιτέρω περίοδο δύο μηνών. |
(124) |
Την 1η Μαΐου 2004, διευρύνθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα με την προσχώρηση δέκα νέων κρατών μελών. Μέχρι την ημερομηνία αυτή, η έρευνα που αφορά την παρούσα διαδικασία περιορίστηκε στην ΕΕ-15. Ένας μεγάλος αριθμός ενδιαφερομένων μερών συνεργάστηκαν στην αναληφθείσα μέχρι σήμερα έρευνα σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν και ήδη προβλέπεται ότι οι οικονομικοί παράγοντες από τα νέα κράτη μέλη θα εκφράσουν επίσης την επιθυμία τους να συνεργαστούν πλήρως στις περαιτέρω έρευνες που θα γίνουν. Η Επιτροπή, για να επαληθεύσει τις επιπλέον πληροφορίες που θα παραλάβει, θα αποστείλει περαιτέρω ερωτηματολόγια στους κοινοτικούς παραγωγούς, παραγωγούς ζωοτροφών και νεαρών σολομών και στους εισαγωγείς, μεταποιητές και χρήστες στα νέα κράτη μέλη προκειμένου να βεβαιωθεί για την κατάστασή τους ειδικότερα. Για να δοθεί η ευκαιρία στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς παράγοντες να ασκήσουν τα δικαιώματά τους δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94 και το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94, τους παρέχεται εύλογο χρονικό διάστημα για να απαντήσουν στα ερωτηματολόγια. Επιπλέον, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα ζητήσουν στη συνέχεια να επαληθεύσουν τις πληροφορίες που παρέχονται ως απάντηση στα ερωτηματολόγια, μέσω επιτόπου επαληθεύσεων στις εγκαταστάσεις των ενδιαφερομένων μερών πριν καταλήξουν σε συμπεράσματα. |
(125) |
Μετά την ολοκλήρωση της περαιτέρω έρευνας της Επιτροπής και πριν τη θέσπιση οριστικών μέτρων διασφάλισης για το υπό εξέταση προϊόν, εφόσον υπάρξουν, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι επιπλέον υποχρεωμένη να κοινοποιήσει σε ορισμένους εμπορικούς εταίρους με τους οποίους έχει συνάψει διμερείς συμφωνίες και να κοινοποιήσει στους εμπορικούς εταίρους του ΠΟΕ τυχόν προταθέντα μέτρα, εγκαίρως. |
(126) |
Επιπλέον, εάν τα προσωρινά μέτρα (τα οποία εφαρμόζονται παράλληλα με την έρευνα) παύσουν να ισχύουν το τέταρτο τρίμηνο του 2004, τούτο θα δημιουργήσει αβεβαιότητα στην αγορά κατά τη διάρκεια της πλέον δραστήριας περιόδου μέχρι τα Χριστούγεννα. |
13.2. Παράταση της προθεσμίας
(127) |
Επομένως θεωρείται ότι, υπό τις ανωτέρω περιγραφόμενες περιστάσεις, υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις και πρέπει να παραταθεί η προθεσμία για την ολοκλήρωση της έρευνας διασφάλισης σε σχέση με τον σολομό εκτροφής, για δύο μήνες από τις 6 Δεκεμβρίου 2004 έως τις 6 Φεβρουαρίου 2005, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Σύστημα δασμολογικών ποσοστώσεων και συμπληρωματικοί δασμοί αυτών
1. Ανοίγεται καθεστώς δασμολογικής ποσόστωσης για την περίοδο 15 Αυγούστου 2004 έως 6 Φεβρουαρίου 2005 σε σχέση με τις εισαγωγές στην Κοινότητα σολομού εκτροφής (εκτός από τον άγριο), σε φιλέτα ή όχι, νωπά, διατηρημένα σε απλή ψύξη ή κατεψυγμένα, που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 0302 12 00, ex 0303 11 00, ex 0303 19 00, ex 0303 22 00, ex 0304 10 13 και ex 0304 20 13 (εφεξής «σολομός εκτροφής»). Ο όγκος των δασμολογικών ποσοστώσεων και οι χώρες στις οποίες εφαρμόζονται αναφέρονται ειδικότερα στο παράρτημα Ι. Οι ποσοστώσεις υπολογίστηκαν με βάση ισοδύναμο ολόκληρου ιχθύος (ΙΟΙ) και οι σχέσεις μετατροπής σε φιλέτα και μη φιλέτα που πράγματι εισάγονται είναι αντίστοιχα 1:0,65 και 1:0,9.
2. Ο άγριος σολομός δεν υπόκειται, ούτε κατανέμεται σε δασμολογικές ποσοστώσεις. Για το σκοπό του παρόντος κανονισμού, άγριος σολομός είναι το προϊόν για το οποίο οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου γίνεται δεκτή η τελωνειακή διασάφηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία βεβαιώνονται, με τη βοήθεια παντός κατάλληλου εγγράφου που παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι αλιεύθηκε στη θάλασσα, σε ότι αφορά τον σολομό Ατλαντικού ή Ειρηνικού, ή σε ποτάμια, σε ότι αφορά το σολομό του Δούναβη.
3. Για το σκοπό του καθορισμού του επιπέδου του συμπληρωματικού καταβλητέου δασμού, ο σολομός εκτροφής που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 0302 12 00, ex 0303 11 00, ex 0303 19 00, ex 0303 22 00 υπάγεται στην ομάδα 1 του παραρτήματος Ι, ενώ αυτός που υπάγεται στους κωδικούς ex 0304 10 13 και ex 0304 20 13 ανήκει στην ομάδα 2.
4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, οι εισαγωγές σολομού εκτροφής που υπερβαίνουν το επίπεδο της δασμολογικής ποσόστωσης, υπόκεινται σε συμπληρωματικό δασμό που αναφέρεται στο παράρτημα Ι για την ομάδα στη οποία ανήκει.
5. Εξακολουθεί να ισχύει ο συμβατικός συντελεστής δασμού που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2658/87 (13), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2344/2003 (14), ή άλλος προτιμησιακός συντελεστής δασμού, για τις εισαγωγές σολομού εκτροφής.
6. Στην περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων, τα μέτρα αυτά επανεξετάζονται από την Επιτροπή.
Άρθρο 2
Αναπτυσσόμενες χώρες
Στις εισαγωγές σολομού εκτροφής καταγωγής μιας εκ των αναπτυσσομένων χωρών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ, δεν υπόκεινται ούτε καταλογίζονται στις δασμολογικές ποσοστώσεις.
Άρθρο 3
Γενικές διατάξεις
1. Η καταγωγή του σολομού εκτροφής στον οποίο εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στην Κοινότητα.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα σολομού εκτροφής καταγωγής αναπτυσσόμενης χώρας υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) |
ότι προσκομίζεται πιστοποιητικό καταγωγής εκδιδόμενο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές της χώρας αυτής το οποίο πληροί τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93, και |
β) |
ότι το προϊόν μεταφέρθηκε απευθείας, κατά την έννοια του άρθρου 4, από τη χώρα αυτή στην Κοινότητα. |
3. Το πιστοποιητικό καταγωγής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) δεν απαιτείται για εισαγωγές σολομού εκτροφής που καλύπτονται από απόδειξη καταγωγής η οποία εκδίδεται ή συντάσσεται σύμφωνα με τους σχετικούς κείμενους κανόνες προκειμένου να επωφεληθεί της εφαρμογής προτιμησιακών δασμολογικών μέτρων.
4. Η απόδειξη καταγωγής γίνεται αποδεκτή μόνο εφόσον ο σολομός εκτροφής πληροί τα κριτήρια για τον καθορισμό της καταγωγής κατά τα οριζόμενα στις ισχύουσες διατάξεις στην Κοινότητα.
Άρθρο 4
Απευθείας μεταφορά
1. Ως απευθείας μεταφορά στην Κοινότητα από τρίτη χώρα νοούνται οι ακόλουθες περιπτώσεις:
α) |
τα προϊόντα μεταφέρονται χωρίς να διέλθουν από το έδαφος άλλης τρίτης χώρας· |
β) |
τα προϊόντα μεταφέρονται μέσω μιας ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, εκτός από τη χώρα καταγωγής, με ή χωρίς μεταφόρτωση ή προσωρινή αποθήκευση στις χώρες αυτές, υπό τον όρο ότι η διέλευση αυτή δικαιολογείται για γεωγραφικούς λόγους ή αποκλειστικά οφείλεται σε απαιτήσεις της μεταφοράς και υπό τον όρο ότι τα προϊόντα:
|
2. Η απόδειξη ότι οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 στοιχείο β) προϋποθέσεις πληρούνται, υποβάλλεται στις κοινοτικές αρχές. Η απόδειξη αυτή παρέχεται ειδικότερα με την μορφή ενός εκ των ακόλουθων εγγράφων:
α) |
ενιαίο έγγραφο μεταφοράς που εκδίδεται στη χώρα καταγωγής και καλύπτει τη διέλευση μέσω της χώρας ή των χωρών διέλευσης· |
β) |
πιστοποιητικό που εκδίδουν οι τελωνειακές αρχές της χώρας ή των χωρών διαμετακόμισης στο οποίο αναφέρονται:
|
Άρθρο 5
Εισαγωγές στη διαδικασία αποστολής στην Κοινότητα
1. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα που βρίσκονται στη διαδικασία αποστολής στην Κοινότητα κατά την έννοια της παραγράφου 2.
2. Θεωρείται ότι βρίσκονται στη διαδικασία αποστολής στην Κοινότητα τα προϊόντα εφόσον:
— |
έχουν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, και |
— |
αποστέλλονται από τον τόπο φόρτωσης στην χώρα καταγωγής, προς το χώρο εκφόρτωσης στην Κοινότητα, με έγκυρο έγγραφο μεταφοράς που εκδόθηκε πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. |
3. Τα ενδιαφερόμενα μέρη παρέχουν, προς διαβεβαίωση των τελωνειακών αρχών, απόδειξη για την πλήρωση των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 προϋποθέσεων.
Ωστόσο, οι αρχές δύνανται να θεωρήσουν ότι τα προϊόντα έχουν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, εάν προσκομιστεί ένα από τα ακόλουθα έγγραφα:
— |
στην περίπτωση θαλάσσιας μεταφοράς, η φορτωτική βάσει της οποίας διαπιστώνεται ότι η φόρτωση έγινε πριν από την ημερομηνία αυτή, |
— |
στην περίπτωση σιδηροδρομικής μεταφοράς, το δελτίο αποστολής το οποίο έγινε αποδεκτό από τη διοίκηση των σιδηροδρόμων της χώρας καταγωγής πριν από την ημερομηνία αυτή, |
— |
στην περίπτωση οδικής μεταφοράς, η σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων (CMR) για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή κάθε άλλο έγγραφο μεταφοράς που εκδίδει η χώρα καταγωγής πριν από την ημερομηνία αυτή, |
— |
στην περίπτωση αεροπορικής μεταφοράς, το δελτίο αεροπορικής αποστολής με το οποίο διαπιστώνεται ότι ο αερομεταφορέας παρέλαβε τα προϊόντα πριν από την ημερομηνία αυτή. |
Άρθρο 6
Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται στενά για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 7
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται έως τις 6 Φεβρουαρίου 2005.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2004.
Για την Επιτροπή
Pascal LAMY
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 53.
(2) ΕΕ L 286 της 11.11.2000, σ. 1.
(3) ΕΕ L 67 της 10.3.1994, σ. 89.
(4) ΕΕ L 65 της 8.3.2003, σ. 1.
(5) ΕΕ C 58 της 6.3.2004, σ. 7.
(6) Τιμές προσαρμοσμένες στην τιμή εκ της Γλασκόβης.
(7) Τιμές προσαρμοσμένες προς την τιμή εκ της Γλασκόβης.
(8) Οι τιμές εισαγωγής είναι τιμές CIF συμπεριλαμβανομένου του εισαγωγικού δασμού 2 %.
(9) Στατιστική έρευνα της νορβηγικής διεύθυνσης αλιείας του 2002.
(10) Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων εν απουσία αξιόπιστων στοιχείων για την περίοδο αυτή από την Eurostat.
(11) ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1.
(12) ΕΕ L 343 της 31.12.2003, σ. 1.
(13) ΕΕ L 256 της 7.9.1987, σ. 1.
(14) ΕΕ L 346 της 31.12.2003, σ. 38.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
Κωδικός ΣΟ |
Κωδικός TARIC |
Ομάδα |
Καταγωγή (για τις ομάδες 1 και 2) |
Δασμολογική ποσόστωση (για τις ομάδες 1 και 2) σε τόνους (ΙΟΙ) |
Αύξων αριθμός (για τις ομάδες 1) |
Αύξων αριθμός (για τις ομάδες 2) |
Συμπληρωματικός δασμός ΕUR/τόνο |
|
Ομάδα 1 |
Ομάδα 2 |
|||||||
ex 0302 12 00 |
0302120021 |
1 |
Νορβηγία |
163 997 |
90.780 |
90.788 |
522 |
722 |
0302120022 |
1 |
Φερόες |
22 230 |
90.694 |
90.695 |
|
|
|
0302120023 |
1 |
Λοιπά |
20 108 |
90.077 |
90.078 |
|
|
|
0302120029 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
0302120039 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
0302120099 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
ex 0303 11 00 |
0303110019 |
1 |
|
|
|
|
|
|
0303110099 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
ex 0303 19 00 |
0303190019 |
1 |
|
|
|
|
|
|
0303190099 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
ex 0303 22 00 |
0303220021 |
1 |
|
|
|
|
|
|
0303220022 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
0303220023 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
0303220029 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
0303220089 |
1 |
|
|
|
|
|
|
|
ex 0304 10 13 |
0304101321 |
2 |
|
|
|
|
|
|
0304101329 |
2 |
|
|
|
|
|
|
|
0304101399 |
2 |
|
|
|
|
|
|
|
ex 0304 20 13 |
0304201321 |
2 |
|
|
|
|
|
|
0304201329 |
2 |
|
|
|
|
|
|
|
0304201399 |
2 |
|
|
|
|
|
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
Κατάλογος των αναπτυσσομένων χωρών — οι οποίες εξαιρούνται των μέτρων δεδομένου ότι εξάγουν λιγότερο από 3 % των εισαγωγών στην Κοινότητα.
Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αφγανιστάν, Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Αγκόλα, Αργεντινή, Αμερικανική Σαμόα, Μπαρμπάντος, Μπανγκλαντές, Μπουρκίνα Φάσο, Μπαχρέιν, Μπουρούντι, Μπενίν, Μπρούνεϊ Νταρουσάλαμ, Βολιβία, Βραζιλία, Μπαχάμες, Μπουτάν, Μποτσουάνα, Μπελίζ, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Κονγκό, Ακτή του Ελεφαντοστού, Χιλή, Καμερούν, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Κούβα, Πράσινο Ακρωτήριο, Τζιμπουτί, Ντομίνικα, Δομινικανή Δημοκρατία, Αλγερία, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ερυθραία, Αιθιοπία, Φίτζι, Ομοσπονδιακά Κράτη Μικρονησίας, Γκαμπόν, Γρενάδα, Γκάνα, Γκάμπια, Γουινέα, Ισημερινή Γουινέα, Γουατεμάλα, Γουινέα-Μπισσάου, Γουιάνα, Ονδούρα, Αϊτή, Χονγκ Κονγκ, Ινδονησία, Ινδία, Ιράκ, Ιράν (Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν), Τζαμάικα, Ιορδανία, Κένυα, Καμπότζη, Κιριμπάτι, Κομόρες, Άγιος Χριστόφορος και Νέβις, Κουβέιτ, Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος, Λίβανος, Αγία Λουκία, Σρι Λάνκα, Λιβερία, Λεσόθο, Λαϊκή Αραβική Σοσιαλιστική Λιβυκή Τζαμαχιρία, Μαρόκο, Μαδαγασκάρη, Νήσοι Μάρσαλ, Μάλι, Μυανμάρ, Μογγολία, Μαυριτανία, Μαυρίκιος, Μαλδίβες, Μαλάουι, Μεξικό, Μαλαισία, Μοζαμβίκη, Ναμίμπια, Νίγηρας, Νιγηρία, Νικαράγουα, Νεπάλ, Ναούρου, Ομάν, Παναμάς, Περού, Παπούα-Νέα Γουινέα, Φιλιππίνες, Πακιστάν, Παλάου, Παραγουάη, Κατάρ, Ρουάντα, Σαουδική Αραβία, Νήσοι Σολομώντος, Σεϋχέλλες, Σουδάν, Σιέρα Λεόνε, Σενεγάλη, Σομαλία, Σουρινάμ, Σάο Τομέ και Πρίντσιπε, Ελ Σαλβαδόρ, Αραβική Δημοκρατία της Συρίας, Σουαζιλάνδη, Τσαντ, Τόγκο, Ταϊλάνδη, Τυνησία, Τόγκα, Ανατολικό Τιμόρ, Τρινιδάδ και Τομπάγκο, Τουβαλού, Τανζανία (Ηνωμένη Δημοκρατία), Κινεζική Ταϊπέι, Ουγκάντα, Ουρουγουάη, Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Βενεζουέλα, Βιετνάμ, Βανουάτου, Δυτικές Σαμόα, Υεμένη, Νότια Αφρική, Ζάμπια και Ζιμπάμπουε.
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/30 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1448/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Αυγούστου 2004
για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2771/1999 περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τα μέτρα παρέμβασης στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2771/1999 της Επιτροπής (2), προβλέπει ότι το βούτυρο παρέμβασης που διατίθεται σε πώληση πρέπει να έχει εισέλθει σε απόθεμα πριν από την 1η Απριλίου 2002. |
(2) |
Λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς του βουτύρου και των ποσοτήτων βουτύρου της παρέμβασης, κρίνεται σκόπιμο να διατεθεί προς πώληση το βούτυρο που έχει εισέλθει σε απόθεμα πριν από την 1η Ιουνίου 2002. |
(3) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2771/1999 η ημερομηνία «1η Απριλίου 2002» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «1η Ιουνίου 2002».
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2004.
Για την Επιτροπή
Franz FISCHLER
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 186/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 29 της 3.2.2004, σ. 6).
(2) ΕΕ L 333 της 24.12.1999, σ. 11· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1236/2004 (ΕΕ L 235 της 6.7.2004, σ. 4).
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/31 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1449/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Αυγούστου 2004
για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1609/88 για τον καθορισμό της ημερομηνίας εισόδου σε απόθεμα βουτύρου που πωλείται βάσει των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3143/85 και (ΕΚ) αριθ. 2571/97
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1255/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 10,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2571/97 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με την πώληση σε μειωμένη τιμή βουτύρου και τη χορήγηση ενίσχυσης στην κρέμα γάλακτος, στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για την κατασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής (2), το βούτυρο που διατίθεται σε πώληση πρέπει να εισέλθει σε απόθεμα πριν από ημερομηνία που πρέπει να καθοριστεί. |
(2) |
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρούμενες τάσεις στην αγορά βουτύρου και τις διαθέσιμες ποσότητες αντίστοιχων αποθεμάτων, θα πρέπει να τροποποιηθεί η ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1609/88 της Επιτροπής (3), σχετικά με το βούτυρο που διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2571/97. |
(3) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1609/88, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Το βούτυρο που διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2571/97 πρέπει να εισέλθει σε απόθεμα πριν από την 1η Ιουνίου 2002.».
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2004.
Για την Επιτροπή
Franz FISCHLER
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 48· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 186/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 29 της 3.2.2004, σ. 6).
(2) ΕΕ L 350 της 20.12.1997, σ. 3· ανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 921/2004 (ΕΕ L 163 της 30.4.2004, σ. 94).
(3) ΕΕ L 143 της 10.6.1988, σ. 23· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1714/2003 (ΕΕ L 243 της 27.9.2003, σ. 103).
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/32 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1450/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Αυγούστου 2004
για την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την παραγωγή και την ανάπτυξη κοινοτικών στατιστικών για την καινοτομία
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
την απόφαση αριθ. 1608/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την παραγωγή και την ανάπτυξη κοινοτικών στατιστικών για την επιστήμη και την τεχνολογία (1), και ιδίως το άρθρο 3,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η απόφαση αριθ. 1608/2003/ΕΚ καθόρισε τις επιμέρους στατιστικές δράσεις που απαιτούνται για την κατάρτιση των κοινοτικών στατιστικών για την επιστήμη, την τεχνολογία και την καινοτομία. |
(2) |
Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν μέτρα για την υλοποίηση των επιμέρους στατιστικών δράσεων, όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ. |
(3) |
Οι επιμέρους στατιστικές δράσεις πρέπει να συνεκτιμούν την απόφαση αριθ. 2367/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με το κοινοτικό στατιστικό πρόγραμμα 2003-2007 (2), η οποία καθόρισε ειδικά το πρόγραμμα εργασίας για την παραγωγή και τη βελτίωση των στατιστικών για την καινοτομία για την περίοδο 2003 έως 2007. |
(4) |
Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η συνοχή των κοινοτικών στατιστικών για την καινοτομία με άλλα διεθνή πρότυπα, λαμβανομένων υπόψη των εργασιών που πραγματοποιεί ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και άλλοι διεθνείς οργανισμοί. |
(5) |
Κατά την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ, όταν θεσπίζονται διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στις διοικητικές πηγές και το στατιστικό απόρρητο είναι σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο που παρέχει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (3). |
(6) |
Τα μέτρα που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής του στατιστικού προγράμματος, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ όσον αφορά τις κοινοτικές στατιστικές για την καινοτομία.
Άρθρο 2
1. Ο παρών κανονισμός καλύπτει τις κοινοτικές στατιστικές για την καινοτομία. Για τις στατιστικές αυτές, ο κατάλογος των στατιστικών μεταβλητών, οι δραστηριότητες και οι τομείς που καλύπτονται, οι αναλύσεις των αποτελεσμάτων, η συχνότητα, οι προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων και η μεταβατική περίοδος καθορίζονται στο παράρτημα.
2. Με βάση τα συμπεράσματα των εκθέσεων που υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο βάσει του άρθρου 5 της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ, ο κατάλογος των στατιστικών μεταβλητών, οι δραστηριότητες και οι τομείς που καλύπτονται, οι αναλύσεις των αποτελεσμάτων, η συχνότητα, οι προθεσμίες για τη διαβίβαση των στοιχείων και άλλα χαρακτηριστικά που περιέχονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού μπορούν να αναθεωρούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Άρθρο 3
Τα κράτη μέλη συλλέγουν τα απαραίτητα στοιχεία χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό διαφόρων πηγών όπως οι δειγματοληπτικές έρευνες, οι διοικητικές πηγές στοιχείων ή άλλες πηγές στοιχείων. Οι άλλες πηγές στοιχείων πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμες, όσον αφορά την ποιότητα ή τις διαδικασίες στατιστικής εκτίμησης, προς τις δειγματοληπτικές έρευνες ή τις διοικητικές πηγές στοιχείων.
Άρθρο 4
Οι κοινοτικές στατιστικές για την καινοτομία που παρατίθενται στο παράρτημα βασίζονται σε εναρμονισμένες έννοιες και ορισμούς που περιλαμβάνονται στην πιο πρόσφατη έκδοση του εγχειριδίου Oslo. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν αυτές τις εναρμονισμένες έννοιες και ορισμούς στις καταρτιζόμενες στατιστικές.
Οι εκθέσεις που υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 5 της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ περιέχουν αναφορά στις έννοιες και τους ορισμούς καθώς και τις εφαρμογές τους.
Άρθρο 5
Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τις συγκεντρωτικές στατιστικές, όπως καταγράφονται στο παράρτημα, σε υποχρεωτική βάση και τα επιμέρους αρχεία δεδομένων σε εθελοντική βάση, χρησιμοποιώντας ένα τυποποιημένο μορφότυπο διαβίβασης που καθορίζεται από την Επιτροπή (Eurostat) σε συνεργασία με αυτά.
Άρθρο 6
Η αξιολόγηση της ποιότητας πραγματοποιείται από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή (Eurostat).
Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat), έπειτα από αίτημά της, τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση της ποιότητας των στατιστικών που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού και οι οποίες είναι αναγκαίες για την ικανοποίηση της απαίτησης υποβολής εκθέσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της απόφασης αριθ. 1608/2003/ΕΚ.
Άρθρο 7
Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2004.
Για την Επιτροπή
Joaquín ALMUNIA
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 230 της 16.9.2003, σ. 1.
(2) ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 1.
(3) ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
Τμήμα 1
Τα κράτη μέλη καταρτίζουν τις ακόλουθες κοινοτικές στατιστικές για την καινοτομία:
Κωδικός |
Τίτλος |
Σχόλια |
1 |
Αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία |
Ως απόλυτη τιμή και ως ποσοστό % όλων των επιχειρήσεων |
2 |
Αριθμός καινοτόμων επιχειρήσεων που εισήγαγαν νέα ή σημαντικά βελτιωμένα προϊόντα, νέα για την αγορά |
Ως απόλυτη τιμή, ως ποσοστό % όλων των επιχειρήσεων και ως ποσοστό % όλων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία |
3 |
Κύκλος εργασιών από την καινοτομία, για νέα ή σημαντικά βελτιωμένα προϊόντα, νέα για την αγορά |
Ως απόλυτη τιμή, ως ποσοστό % του συνολικού κύκλου εργασιών και ως ποσοστό % του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία |
4 |
Κύκλος εργασιών από την καινοτομία, για νέα ή σημαντικά βελτιωμένα προϊόντα, τα οποία είναι νέα για την εταιρεία αλλά όχι για την αγορά |
Ως απόλυτη τιμή, ως ποσοστό % του συνολικού κύκλου εργασιών και ως ποσοστό % του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία |
5 |
Αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία και συμμετέχουν σε συνεργασίες καινοτομίας |
Ως απόλυτη τιμή και ως ποσοστό % των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία |
6 |
Δαπάνες για καινοτομία |
Ως απόλυτη τιμή, ως ποσοστό % του συνολικού κύκλου εργασιών και ως ποσοστό % του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία — προαιρετικό |
7 |
Αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία, στις οποίες η καινοτομία είχε ιδιαίτερα σημαντική επίδραση |
Ως απόλυτη τιμή και ως ποσοστό % των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία |
8 |
Αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία, οι οποίες ανέφεραν ιδιαίτερα σημαντικές πηγές πληροφόρησης για καινοτομία |
Ως απόλυτη τιμή και ως ποσοστό % των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία — προαιρετικό |
9 |
Αριθμός επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρούς ανασταλτικούς παράγοντες |
Ως απόλυτη τιμή, ως ποσοστό % όλων των επιχειρήσεων, ως ποσοστό % όλων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην καινοτομία και ως ποσοστό % των επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιούνται στην καινοτομία |
Εκτός από τις στατιστικές που ορίζονται στον προηγούμενο πίνακα, τα κράτη μέλη καταρτίζουν πρόσθετες στατιστικές (συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεών τους) σύμφωνα με τα κύρια θέματα που περιέχονται στο εγχειρίδιο Oslo. Αυτές οι πρόσθετες στατιστικές θα αποφασιστούν σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη.
Τμήμα 2
Πρέπει να καλύπτονται, τουλάχιστον, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στη NACE αναθ. 1.1 τίτλους Γ, Δ, E, Θ, Ι, στη NACE αναθ. 1.1 τμήματα 51, 72 και στη NACE αναθ. 1.1 ομάδες 74.2 και 74.3.
Τμήμα 3
Πρέπει να υποβάλλονται εκθέσεις για όλες τις μεταβλητές κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός από τις μεταβλητές 1, 2, 3, 4 και 5 για τις οποίες υποβάλλονται εκθέσεις κάθε δύο χρόνια.
Τμήμα 4
Το πρώτο έτος αναφοράς για το οποίο θα καταρτιστούν οι στατιστικές είναι το ημερολογιακό έτος 2004.
Τμήμα 5
1. |
Όλα τα αποτελέσματα αναλύονται κατά οικονομική δραστηριότητα (NACE αναθ. 1.1) σε επίπεδο τίτλου και κατά τις ακόλουθες τάξεις μεγέθους απασχόλησης: 10-49 εργαζόμενοι, 50-249 εργαζόμενοι, περισσότεροι από 249 εργαζόμενοι. |
2. |
Όλα τα αποτελέσματα αναλύονται επίσης κατά οικονομική δραστηριότητα (NACE αναθ. 1.1) σε επίπεδο τμήματος. |
3. |
Τα αποτελέσματα της μεταβλητής 5 αναλύονται κατά είδος της συνεργασίας καινοτομίας. Τα αποτελέσματα της μεταβλητής 7 αναλύονται κατά είδος της επίδρασης της καινοτομίας. Τα αποτελέσματα της μεταβλητής 8 αναλύονται κατά είδος των πηγών πληροφόρησης. Τα αποτελέσματα της μεταβλητής 9 αναλύονται κατά είδος των ανασταλτικών παραγόντων. Οι αναλύσεις αυτές θα αποφασιστούν σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. |
Τμήμα 6
1. |
Όλα τα αποτελέσματα διαβιβάζονται εντός 18 μηνών από το τέλος του ημερολογιακού έτους της περιόδου αναφοράς. |
2. |
Τα κράτη μέλη μπορούν, σε εθελοντική βάση, να διαβιβάσουν στην Επιτροπή (Eurostat) επιμέρους αρχεία στοιχείων που να καλύπτουν όλες τις στατιστικές μονάδες που επισκοπήθηκαν στο πλαίσιο των εθνικών ερευνών για την καινοτομία. |
Τμήμα 7
1. |
Το ερωτηματολόγιο έρευνας που χρησιμοποιείται για την έρευνα κοινοτικής καινοτομίας που διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια και αρχίζει με το έτος αναφοράς 2004 καλύπτει τα κύρια θέματα που καταγράφονται στο εγχειρίδιο Oslo, όσον αφορά τη μέτρηση της καινοτομίας στις επιχειρήσεις. |
2. |
Σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, η Επιτροπή (Eurostat) θα καταρτίσει μεθοδολογικές συστάσεις για τις έρευνες κοινοτικής καινοτομίας, για την επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου εναρμόνισης των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Οι συστάσεις αυτές θα καλύπτουν τουλάχιστον τον πληθυσμό στόχο, τη μεθοδολογία της έρευνας (συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών πτυχών), το εναρμονισμένο ερωτηματολόγιο έρευνας, τη συλλογή, την επεξεργασία και τη διαβίβαση των στοιχείων καθώς και απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα των στοιχείων. |
3. |
Επίσης, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, θα καταρτιστούν μεθοδολογικές συστάσεις για άλλες έρευνες σχετικά με την καινοτομία που διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, αρχής γενομένης το έτος αναφοράς 2006. |
4. |
Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την εθνική μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στις εθνικές στατιστικές για την καινοτομία. |
Τμήμα 8
Στο βαθμό που τα εθνικά στατιστικά συστήματα απαιτούν καίριες προσαρμογές, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει στα κράτη μέλη παρεκκλίσεις όσον αφορά τις στατιστικές που πρέπει να καταρτιστούν για το πρώτο έτος αναφοράς 2004. Πρόσθετες παρεκκλίσεις μπορούν να εγκριθούν όσον αφορά την κάλυψη των οικονομικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τη NACE αναθ. 1.1 ή/και τις αναλύσεις κατά τάξη μεγέθους των στατιστικών που πρέπει να καταρτιστούν για το έτος αναφοράς 2006.
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/36 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1451/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Αυγούστου 2004
για τον καθορισμό των δασμών κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών που εφαρμόζονται από την 16η Αυγούστου 2004
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα των σιτηρών (1),
τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1249/96 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1996, περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου όσον αφορά τους δασμούς κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών (2), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 1,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 προβλέπει ότι κατά την εισαγωγή των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, εισπράττονται οι δασμοί του κοινού δασμολογίου. Εντούτοις, για τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, ο δασμός κατά την εισαγωγή ισούται με την τιμή παρεμβάσεως που ισχύει για τα προϊόντα αυτά κατά την εισαγωγή προσαυξημένη κατά 55 % και μειωμένη κατά την τιμή cif κατά την εισαγωγή που εφαρμόζεται στην εν λόγω αποστολή. Εντούτοις, ο δασμός αυτός δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει το δασμό του κοινού δασμολογίου. |
(2) |
Δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003, οι τιμές cif κατά την εισαγωγή υπολογίζονται με βάση τις αντιπροσωπευτικές τιμές για το εν λόγω προϊόν στη διεθνή αγορά. |
(3) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1249/96 έχει καθορίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 όσον αφορά τους δασμούς κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών. |
(4) |
Οι δασμοί κατά την εισαγωγή εφαρμόζονται έως ότου ισχύει νέος καθορισμός. |
(5) |
Για να καταστεί δυνατή η κανονική λειτουργία του καθεστώτος των δασμών κατά την εισαγωγή, πρέπει, για τον υπολογισμό αυτό, να ληφθούν υπόψη οι αντιπροσωπευτικές τιμές της αγοράς που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς. |
(6) |
Η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96 οδηγεί στον καθορισμό των δασμών κατά την εισαγωγή, σύμφωνα με το παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Οι δασμοί κατά την εισαγωγή στον τομέα των σιτηρών που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 καθορίζονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού, με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ.
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 16η Αυγούστου 2004.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2004.
Για την Επιτροπή
J. M. SILVA RODRÍGUEZ
Γενικός Διευθυντής Γεωργίας
(1) ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 78.
(2) ΕΕ L 161 της 29.6.1996, σ. 125· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1110/2003 (ΕΕ L 158 της 27.6.2003, σ. 12).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
Δασμοί κατά την εισαγωγή των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 που εφαρμόζονται από την 16ης Αυγούστου 2004
Κωδικός ΣΟ |
Περιγραφή των εμπορευμάτων |
Δασμός κατά την εισαγωγή (1) (σε EUR/τόνο) |
1001 10 00 |
Σιτάρι σκληρό υψηλής ποιότητας |
0,00 |
μέσης ποιότητας |
0,00 |
|
βασικής ποιότητας |
3,85 |
|
1001 90 91 |
Σιτάρι μαλακό που προορίζεται για σπορά |
0,00 |
ex 1001 90 99 |
Σιτάρι μαλακό, εκλεκτής ποιότητας εκτός από εκείνο που προορίζεται για σπορά |
0,00 |
1002 00 00 |
Σίκαλη |
27,41 |
1005 10 90 |
Καλαμπόκι για σπορά εκτός από το υβρίδιο |
54,93 |
1005 90 00 |
Καλαμπόκι εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά (2) |
54,93 |
1007 00 90 |
Σόργο σε κόκκους εκτός από το υβρίδιο που προορίζεται για σπορά |
37,50 |
(1) Για τα εμπορεύματα που φθάνουν στην Κοινότητα από τον Ατλαντικό Ωκεανό ή μέσω της διώρυγας του Σουέζ [άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96] ο εισαγωγέας μπορεί να επωφεληθεί μειώσεως των δασμών κατά:
— |
3 EUR/t εάν το λιμάνι βρίσκεται στην Μεσόγειο θάλασσα ή, |
— |
2 EUR/t εάν το λιμάνι εκφόρτωσης βρίσκεται στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, στην Εσθονία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία ή από την πλευρά του Ατλαντικού της Ιβηρικής χερσονήσου. |
(2) Ο εισαγωγέας μπορεί να επωφεληθεί κατ' αποκοπή μειώσεως 24 EUR/t όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
Στοιχεία υπολογισμού των δασμών
περίοδος από τις 30.7-12.8.2004
1. |
Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96:
|
2. |
Μέσοι όροι κατά την περίοδο αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96: Ναύλος/κόστος: Κόλπος του Μεξικού-Rotterdam: 27,08 EUR/t. Μεγάλες Λίμνες-Rotterdam: 32,48 EUR/t. |
3. |
|
(1) Αρνητική πριμοδότηση 10 EUR/t [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].
(2) Αρνητική πριμοδότηση 30 EUR/t [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].
(3) Θετική πριμοδότηση 14 EUR/t ενσωματωμένη [άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1249/96].
(4) Fob Duluth.
II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση
Συμβούλιο
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/39 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 19ης Ιουλίου 2004
για την έγκριση της προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη διεθνή σύμβαση για την προστασία των φυτών, όπως αναθεωρήθηκε και εγκρίθηκε με το ψήφισμα 12/97 της εικοστής ενάτης συνόδου της διάσκεψης του FAO τον Νοέμβριο 1997
(2004/597/ΕΚ)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση και το άρθρο 300 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η διεθνής σύμβαση για την προστασία των φυτών (στο εξής «σύμβαση ΔΣΠΦ») υιοθετήθηκε από τη διάσκεψη του FAO το 1951 και τέθηκε σε ισχύ το επόμενο έτος. Στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τη διάσκεψη του FAO το 1979 και οι τροποποιήσεις τέθηκαν σε ισχύ το 1991. |
(2) |
Το 1997 η σύμβαση ΔΣΠΦ αναθεωρήθηκε για μία ακόμη φορά προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με τη συμφωνία για την εφαρμογή των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών μέτρων της τελικής πράξης του Γύρου της Ουρουγουάης, να διασφαλιστεί η συνεκτικότητα με το νέο σύστημα κατάρτισης διεθνών προτύπων στο πλαίσιο της ΔΣΠΦ και προκειμένου να καταστούν συμβαλλόμενα μέρη της οι οργανισμοί που είναι μέλη του FAO. Το αναθεωρημένο κείμενο εγκρίθηκε με το ψήφισμα 12/97 της διάσκεψης του FAO τον Νοέμβριο 1997. |
(3) |
Οι τροποποιήσεις του αναθεωρημένου κειμένου θα τεθούν σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την αποδοχή τους από τα δύο τρίτα των συμβαλλομένων μερών. Από την ημερομηνία εκείνη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δικαιούται να καταστεί συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης ΔΣΠΦ. Επί του παρόντος, 43 χώρες, εκ των οποίων τέσσερα κράτη μέλη, έχουν αποδεχθεί το αναθεωρημένο κείμενο. |
(4) |
Ένας από τους κυριότερους στόχους της ΔΣΠΦ είναι η διασφάλιση «κοινής και αποτελεσματικής δράσης για την πρόληψη της εξάπλωσης και εισαγωγής επιβλαβών οργανισμών για τα φυτά και τα φυτικά προϊόντα και η πρόβλεψη κατάλληλων μέσων για την καταπολέμησή τους». |
(5) |
Η αρμοδιότητα της Κοινότητας να συνάπτει ή να προσχωρεί σε διεθνείς συμφωνίες ή συνθήκες δεν απορρέει ρητά μόνο από τη συνθήκη αλλά μπορεί να απορρέει και από άλλες διατάξεις της συνθήκης και πράξεις που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα. |
(6) |
Το αντικείμενο της ΔΣΠΦ εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό. |
(7) |
Συνεπώς, το αντικείμενο της ΔΣΠΦ αφορά τόσο την Κοινότητα όσο και τα κράτη μέλη της. |
(8) |
Θα πρέπει λοιπόν η Κοινότητα να προσχωρήσει στη σύμβαση ΔΣΠΦ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. |
(9) |
Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί ο Πρόεδρος του Συμβουλίου να καταθέσει το έγγραφο προσχώρησης της Κοινότητας, |
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:
Άρθρο 1
1. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα υποβάλει αίτηση προσχώρησης στη διεθνή σύμβαση για την προστασία των φυτών (στο εξής «σύμβαση ΔΣΠΦ») όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.
2. Το αναθεωρημένο κείμενο της σύμβασης ΔΣΠΦ, όπως εγκρίθηκε με το ψήφισμα 12/97 της εικοστής ένατης συνόδου της διάσκεψης του FAO τον Νοέμβριο 1997, παρατίθεται στο παράρτημα I.
Άρθρο 2
1. Εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος του Συμβουλίου να καταθέσει το έγγραφο προσχώρησης στον γενικό διευθυντή του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής «FAO»).
2. Η δήλωση που παρατίθεται στο παράρτημα II επισυνάπτεται στην πράξη προσχώρησης.
Βρυξέλλες, 19 Ιουλίου 2004.
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
C. VEERMAN
(1) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
INTERNATIONAL PLANT PROTECTION CONVENTION
New revised text approved by Resolution 12/97 of the 29th Session of the FAO Conference in November 1997
The Contracting Parties,
— |
recognising the necessity for international cooperation in controlling pests of plants and plant products and in preventing their international spread, and especially their introduction into endangered areas, |
— |
recognising that phytosanitary measures should be technically justified, transparent and should not be applied in such a way as to constitute either a means of arbitrary or unjustified discrimination or a disguised restriction, particularly on international trade, |
— |
desiring to ensure close coordination of measures directed to these ends, |
— |
desiring to provide a framework for the development and application of harmonised phytosanitary measures and the elaboration of international standards to that effect, |
— |
taking into account internationally approved principles governing the protection of plant, human and animal health, and the environment, and |
— |
noting the agreements concluded as a result of the Uruguay Round of Multilateral Trade Negotiations, including the Agreement on the Application of Sanitary and Phytosanitary Measures, |
HAVE AGREED AS FOLLOWS:
Article I
Purpose and responsibility
1. With the purpose of securing common and effective action to prevent the spread and introduction of pests of plants and plant products, and to promote appropriate measures for their control, the Contracting Parties undertake to adopt the legislative, technical and administrative measures specified in this Convention and in supplementary agreements pursuant to Article XVI.
2. Each Contracting Party shall assume responsibility, without prejudice to obligations assumed under other international agreements, for the fulfilment within its territories of all requirements under this Convention.
3. The division of responsibilities for the fulfilment of the requirements of this Convention between Member Organisations of FAO and their Member States that are Contracting Parties shall be in accordance with their respective competencies.
4. Where appropriate, the provisions of this Convention may be deemed by Contracting Parties to extend, in addition to plants and plant products, to storage places, packaging, conveyances, containers, soil and any other organism, object or material capable of harbouring or spreading plant pests, particularly where international transportation is involved.
Article II
Use of terms
1. For the purpose of this Convention, the following terms shall have the meanings hereunder assigned to them:
‘Area of low pest prevalence’— an area, whether all of a country, part of a country, or all or parts of several countries, as identified by the competent authorities, in which a specific pest occurs at low levels and which is subject to effective surveillance, control or eradication measures;
‘Commission’— the Commission on Phytosanitary Measures established under Article XI;
‘Endangered area’— an area where ecological factors favour the establishment of a pest whose presence in the area will result in economically important loss;
‘Establishment’— perpetuation, for the foreseeable future, of a pest within an area after entry;
‘Harmonised phytosanitary measures’— phytosanitary measures established by Contracting Parties based on international standards;
‘International standards’— international standards established in accordance with Article X, paragraphs 1 and 2;
‘Introduction’— the entry of a pest resulting in its establishment;
‘Pest’— any species, strain or biotype of plant, animal or pathogenic agent injurious to plants or plant products;
‘Pest risk analysis’— the process of evaluating biological or other scientific and economic evidence to determine whether a pest should be regulated and the strength of any phytosanitary measures to be taken against it;
‘Phytosanitary measure’— any legislation, regulation or official procedure having the purpose to prevent the introduction and/or spread of pests;
‘Plant products’— unmanufactured material of plant origin (including grain) and those manufactured products that, by their nature or that of their processing, may create a risk for the introduction and spread of pests;
‘Plants’— living plants and parts thereof, including seeds and germplasm;
‘Quarantine pest’— a pest of potential economic importance to the area endangered thereby and not yet present there, or present but not widely distributed and being officially controlled;
‘Regional standards’— standards established by a regional plant protection organisation for the guidance of the members of that organisation;
‘Regulated article’— any plant, plant product, storage place, packaging, conveyance, container, soil and any other organism, object or material capable of harbouring or spreading pests, deemed to require phytosanitary measures, particularly where international transportation is involved;
‘Regulated non-quarantine pest’— a non-quarantine pest whose presence in plants for planting affects the intended use of those plants with an economically unacceptable impact and which is therefore regulated within the territory of the importing Contracting Party;
‘Regulated pest’— a quarantine pest or a regulated non-quarantine pest;
‘Secretary’— Secretary of the Commission appointed pursuant to Article XII;
‘Technically justified’— justified on the basis of conclusions reached by using an appropriate pest risk analysis or, where applicable, another comparable examination and evaluation of available scientific information.
2. The definitions set forth in this Article, being limited to the application of this Convention, shall not be deemed to affect definitions established under domestic laws or regulations of Contracting Parties.
Article III
Relationship with other international agreements
Nothing in this Convention shall affect the rights and obligations of the Contracting Parties under relevant international agreements.
Article IV
General provisions relating to the organisational arrangements for national plant protection
1. Each Contracting Party shall make provision, to the best of its ability, for an official national plant protection organisation with the main responsibilities set out in this Article.
2. The responsibilities of an official national plant protection organisation shall include the following:
(a) |
the issuance of certificates relating to the phytosanitary regulations of the importing Contracting Party for consignments of plants, plant products and other regulated articles; |
(b) |
the surveillance of growing plants, including both areas under cultivation (inter alia fields, plantations, nurseries, gardens, greenhouses and laboratories) and wild flora, and of plants and plant products in storage or in transportation, particularly with the object of reporting the occurrence, outbreak and spread of pests, and of controlling those pests, including the reporting referred to under Article VIII paragraph 1(a); |
(c) |
the inspection of consignments of plants and plant products moving in international traffic and, where appropriate, the inspection of other regulated articles, particularly with the object of preventing the introduction and/or spread of pests; |
(d) |
the disinfestation or disinfection of consignments of plants, plant products and other regulated articles moving in international traffic, to meet phytosanitary requirements; |
(e) |
the protection of endangered areas and the designation, maintenance and surveillance of pest-free areas and areas of low pest prevalence; |
(f) |
the conduct of pest risk analyses; |
(g) |
to ensure through appropriate procedures that the phytosanitary security of consignments after certification regarding composition, substitution and reinfestation is maintained prior to export; and |
(h) |
training and development of staff. |
3. Each Contracting Party shall make provision, to the best of its ability, for the following:
(a) |
the distribution of information within the territory of the Contracting Party regarding regulated pests and the means of their prevention and control; |
(b) |
research and investigation in the field of plant protection; |
(c) |
the issuance of phytosanitary regulations; and |
(d) |
the performance of such other functions as may be required for the implementation of this Convention. |
4. Each Contracting Party shall submit a description of its official national plant protection organisation and of changes in such organisation to the Secretary. A Contracting Party shall provide a description of its organisational arrangements for plant protection to another Contracting Party, upon request.
Article V
Phytosanitary certification
1. Each Contracting Party shall make arrangements for phytosanitary certification, with the objective of ensuring that exported plants, plant products and other regulated articles and consignments thereof are in conformity with the certifying statement to be made pursuant to paragraph 2(b) of this Article.
2. Each Contracting Party shall make arrangements for the issuance of phytosanitary certificates in conformity with the following provisions:
(a) |
Inspection and other related activities leading to issuance of phytosanitary certificates shall be carried out only by or under the authority of the official national plant protection organisation. The issuance of phytosanitary certificates shall be carried out by public officers who are technically qualified and duly authorised by the official national plant protection organisation to act on its behalf and under its control with such knowledge and information available to those officers that the authorities of importing Contracting Parties may accept the phytosanitary certificates with confidence as dependable documents. |
(b) |
Phytosanitary certificates, or their electronic equivalent where accepted by the importing Contracting Party concerned, shall be as worded in the models set out in the Annex to this Convention. These certificates should be completed and issued taking into account relevant international standards. |
(c) |
Uncertified alterations or erasures shall invalidate the certificates. |
3. Each Contracting Party undertakes not to require consignments of plants or plant products or other regulated articles imported into its territories to be accompanied by phytosanitary certificates inconsistent with the models set out in the Annex to this Convention. Any requirements for additional declarations shall be limited to those technically justified.
Article VI
Regulated pests
1. Contracting Parties may require phytosanitary measures for quarantine pests and regulated non-quarantine pests, provided that such measures are:
(a) |
no more stringent than measures applied to the same pests, if present within the territory of the importing Contracting Party; and |
(b) |
limited to what is necessary to protect plant health and/or safeguard the intended use and can be technically justified by the Contracting Party concerned. |
2. Contracting Parties shall not require phytosanitary measures for non-regulated pests.
Article VII
Requirements in relation to imports
1. With the aim of preventing the introduction and/or spread of regulated pests into their territories, Contracting Parties shall have sovereign authority to regulate, in accordance with applicable international agreements, the entry of plants and plant products and other regulated articles and, to this end, may:
(a) |
prescribe and adopt phytosanitary measures concerning the importation of plants, plant products and other regulated articles, including, for example, inspection, prohibition on importation, and treatment; |
(b) |
refuse entry or detain, or require treatment, destruction or removal from the territory of the Contracting Party, of plants, plant products and other regulated articles or consignments thereof that do not comply with the phytosanitary measures prescribed or adopted under subparagraph (a); |
(c) |
prohibit or restrict the movement of regulated pests into their territories; |
(d) |
prohibit or restrict the movement of biological control agents and other organisms of phytosanitary concern claimed to be beneficial into their territories. |
2. In order to minimise interference with international trade, each Contracting Party, in exercising its authority under paragraph 1 of this Article, undertakes to act in conformity with the following:
(a) |
Contracting Parties shall not, under their phytosanitary legislation, take any of the measures specified in paragraph 1 of this Article unless such measures are made necessary by phytosanitary considerations and are technically justified. |
(b) |
Contracting Parties shall, immediately upon their adoption, publish and transmit phytosanitary requirements, restrictions and prohibitions to any Contracting Party or parties that they believe may be directly affected by such measures. |
(c) |
Contracting Parties shall, on request, make available to any Contracting Party the rationale for phytosanitary requirements, restrictions and prohibitions. |
(d) |
If a Contracting Party requires consignments of particular plants or plant products to be imported only through specified points of entry, such points shall be so selected as not to unnecessarily impede international trade. The Contracting Party shall publish a list of such points of entry and communicate it to the Secretary, any regional plant protection organisation of which the Contracting Party is a member, all Contracting Parties which the Contracting Party believes to be directly affected, and other Contracting Parties upon request. Such restrictions on points of entry shall not be made unless the plants, plant products or other regulated articles concerned are required to be accompanied by phytosanitary certificates or to be submitted to inspection or treatment. |
(e) |
Any inspection or other phytosanitary procedure required by the plant protection organisation of a Contracting Party for a consignment of plants, plant products or other regulated articles offered for importation, shall take place as promptly as possible with due regard to their perishability. |
(f) |
Importing Contracting Parties shall, as soon as possible, inform the exporting Contracting Party concerned or, where appropriate, the re-exporting Contracting Party concerned, of significant instances of non-compliance with phytosanitary certification. The exporting Contracting Party or, where appropriate, the re-exporting Contracting Party concerned, should investigate and, on request, report the result of its investigation to the importing Contracting Party concerned. |
(g) |
Contracting Parties shall institute only phytosanitary measures that are technically justified, consistent with the pest risk involved and represent the least restrictive measures available, and result in the minimum impediment to the international movement of people, commodities and conveyances. |
(h) |
Contracting Parties shall, as conditions change, and as new facts become available, ensure that phytosanitary measures are promptly modified or removed if found to be unnecessary. |
(i) |
Contracting Parties shall, to the best of their ability, establish and update lists of regulated pests, using scientific names, and make such lists available to the Secretary, to regional plant protection organisations of which they are members and, on request, to other Contracting Parties. |
(j) |
Contracting Parties shall, to the best of their ability, conduct surveillance for pests and develop and maintain adequate information on pest status in order to support categorisation of pests, and for the development of appropriate phytosanitary measures. This information shall be made available to Contracting Parties, on request. |
3. A Contracting Party may apply measures specified in this Article to pests which may not be capable of establishment in its territories but, if they gained entry, cause economic damage. Measures taken against these pests must be technically justified.
4. Contracting Parties may apply measures specified in this Article to consignments in transit through their territories only where such measures are technically justified and necessary to prevent the introduction and/or spread of pests.
5. Nothing in this Article shall prevent importing Contracting Parties from making special provision, subject to adequate safeguards, for the importation, for the purpose of scientific research, education, or other specific use, of plants and plant products and other regulated articles, and of plant pests.
6. Nothing in this Article shall prevent any Contracting Party from taking appropriate emergency action on the detection of a pest posing a potential threat to its territories or the report of such a detection. Any such action shall be evaluated as soon as possible to ensure that its continuance is justified. The action taken shall be immediately reported to Contracting Parties concerned, the Secretary, and any regional plant protection organisation of which the Contracting Party is a member.
Article VIII
International cooperation
1. The Contracting Parties shall cooperate with one another to the fullest practicable extent in achieving the aims of this Convention, and shall in particular:
(a) |
cooperate in the exchange of information on plant pests, particularly the reporting of the occurrence, outbreak or spread of pests that may be of immediate or potential danger, in accordance with such procedures as may be established by the Commission; |
(b) |
participate, in so far as is practicable, in any special campaigns for combating pests that may seriously threaten crop production and need international action to meet the emergencies; and |
(c) |
cooperate, to the extent practicable, in providing technical and biological information necessary for pest risk analysis. |
2. Each Contracting Party shall designate a contact point for the exchange of information connected with the implementation of this Convention.
Article IX
Regional plant protection organisations
1. The Contracting Parties undertake to cooperate with one another in establishing regional plant protection organisations in appropriate areas.
2. The regional plant protection organisations shall function as the coordinating bodies in the areas covered, shall participate in various activities to achieve the objectives of this Convention and, where appropriate, shall gather and disseminate information.
3. The regional plant protection organisations shall cooperate with the Secretary in achieving the objectives of the Convention and, where appropriate, cooperate with the Secretary and the Commission in developing international standards.
4. The Secretary will convene regular Technical Consultations of representatives of regional plant protection organisations to:
(a) |
promote the development and use of relevant international standards for phytosanitary measures; and |
(b) |
encourage inter-regional cooperation in promoting harmonised phytosanitary measures for controlling pests and in preventing their spread and/or introduction. |
Article X
Standards
1. The Contracting Parties agree to cooperate in the development of international standards in accordance with the procedures adopted by the Commission.
2. International standards shall be adopted by the Commission.
3. Regional standards should be consistent with the principles of this Convention; such standards may be deposited with the Commission for consideration as candidates for international standards for phytosanitary measures if more broadly applicable.
4. Contracting Parties should take into account, as appropriate, international standards when undertaking activities related to this Convention.
Article XI
Commission on Phytosanitary Measures
1. Contracting Parties agree to establish the Commission on Phytosanitary Measures within the framework of the Food and Agriculture Organisation of the United Nations (FAO).
2. The functions of the Commission shall be to promote the full implementation of the objectives of the Convention and, in particular, to:
(a) |
review the state of plant protection in the world and the need for action to control the international spread of pests and their introduction into endangered areas; |
(b) |
establish and keep under review the necessary institutional arrangements and procedures for the development and adoption of international standards, and to adopt international standards; |
(c) |
establish rules and procedures for the resolution of disputes in accordance with Article XIII; |
(d) |
establish such subsidiary bodies of the Commission as may be necessary for the proper implementation of its functions; |
(e) |
adopt guidelines regarding the recognition of regional plant protection organisations; |
(f) |
establish cooperation with other relevant international organisations on matters covered by this Convention; |
(g) |
adopt such recommendations for the implementation of the Convention as necessary; and |
(h) |
perform such other functions as may be necessary to the fulfilment of the objectives of this Convention. |
3. Membership in the Commission shall be open to all Contracting Parties.
4. Each Contracting Party may be represented at sessions of the Commission by a single delegate who may be accompanied by an alternate, and by experts and advisers. Alternates, experts and advisers may take part in the proceedings of the Commission but may not vote, except in the case of an alternate who is duly authorised to substitute for the delegate.
5. The Contracting Parties shall make every effort to reach agreement on all matters by consensus. If all efforts to reach consensus have been exhausted and no agreement is reached, the decision shall, as a last resort, be taken by a two-thirds majority of the Contracting Parties present and voting.
6. A Member Organisation of FAO that is a Contracting Party and the Member States of that Member Organisation that are Contracting Parties shall exercise their membership rights and fulfil their membership obligations in accordance, mutatis mutandis, with the Constitution and General Rules of FAO.
7. The Commission may adopt and amend, as required, its own Rules of Procedure, which shall not be inconsistent with this Convention or with the Constitution of FAO.
8. The Chairperson of the Commission shall convene an annual regular session of the Commission.
9. Special sessions of the Commission shall be convened by the Chairperson of the Commission at the request of at least one-third of its members.
10. The Commission shall elect its Chairperson and no more than two Vice-Chairpersons, each of whom shall serve for a term of two years.
Article XII
Secretariat
1. The Secretary of the Commission shall be appointed by the Director-General of FAO.
2. The Secretary shall be assisted by such secretariat staff as may be required.
3. The Secretary shall be responsible for implementing the policies and activities of the Commission and carrying out such other functions as may be assigned to the Secretary by this Convention and shall report thereon to the Commission.
4. The Secretary shall disseminate:
(a) |
international standards to all Contracting Parties within 60 days of adoption; |
(b) |
to all Contracting Parties, lists of points of entry under Article VII paragraph 2(d) communicated by Contracting Parties; |
(c) |
lists of regulated pests whose entry is prohibited or referred to in Article VII paragraph 2(i) to all Contracting Parties and regional plant protection organisations; |
(d) |
information received from Contracting Parties on phytosanitary requirements, restrictions and prohibitions referred to in Article VII paragraph 2(b), and descriptions of official national plant protection organisations referred to in Article IV paragraph 4. |
5. The Secretary shall provide translations in the official languages of FAO of documentation for meetings of the Commission and international standards.
6. The Secretary shall cooperate with regional plant protection organisations in achieving the aims of the Convention.
Article XIII
Settlement of disputes
1. If there is any dispute regarding the interpretation or application of this Convention, or if a Contracting Party considers that any action by another Contracting Party is in conflict with the obligations of the latter under Articles V and VII of this Convention, especially regarding the basis of prohibiting or restricting the imports of plants, plant products or other regulated articles coming from its territories, the Contracting Parties concerned shall consult among themselves as soon as possible with a view to resolving the dispute.
2. If the dispute cannot be resolved by the means referred to in paragraph 1, the Contracting Party or parties concerned may request the Director-General of FAO to appoint a committee of experts to consider the question in dispute, in accordance with rules and procedures that may be established by the Commission.
3. This Committee shall include representatives designated by each Contracting Party concerned. The Committee shall consider the question in dispute, taking into account all documents and other forms of evidence submitted by the Contracting Parties concerned. The Committee shall prepare a report on the technical aspects of the dispute for the purpose of seeking its resolution. The preparation of the report and its approval shall be according to rules and procedures established by the Commission, and it shall be transmitted by the Director-General to the Contracting Parties concerned. The report may also be submitted, upon its request, to the competent body of the international organisation responsible for resolving trade disputes.
4. The Contracting Parties agree that the recommendations of such a committee, while not binding in character, will become the basis for renewed consideration by the Contracting Parties concerned of the matter out of which the disagreement arose.
5. The Contracting Parties concerned shall share the expenses of the experts.
6. The provisions of this Article shall be complementary to and not in derogation of the dispute settlement procedures provided for in other international agreements dealing with trade matters.
Article XIV
Substitution of prior agreements
This Convention shall terminate and replace, between Contracting Parties, the International Convention respecting measures to be taken against the Phylloxera vastatrix of 3 November 1881, the additional Convention signed at Berne on 15 April 1889 and the International Convention for the Protection of Plants signed at Rome on 16 April 1929.
Article XV
Territorial application
1. Any Contracting Party may at the time of ratification or adherence or at any time thereafter communicate to the Director-General of FAO a declaration that this Convention shall extend to all or any of the territories for the international relations of which it is responsible, and this Convention shall be applicable to all territories specified in the declaration as from the 30th day after the receipt of the declaration by the Director-General.
2. Any Contracting Party which has communicated to the Director-General of FAO a declaration in accordance with paragraph 1 of this Article may at any time communicate a further declaration modifying the scope of any former declaration or terminating the application of the provisions of the present Convention in respect of any territory. Such modification or termination shall take effect as from the 30th day after the receipt of the declaration by the Director-General.
3. The Director-General of FAO shall inform all Contracting Parties of any declaration received under this Article.
Article XVI
Supplementary agreements
1. The Contracting Parties may, for the purpose of meeting special problems of plant protection which need particular attention or action, enter into supplementary agreements. Such agreements may be applicable to specific regions, to specific pests, to specific plants and plant products, to specific methods of international transportation of plants and plant products, or otherwise supplement the provisions of this Convention.
2. Any such supplementary agreements shall come into force for each Contracting Party concerned after acceptance in accordance with the provisions of the supplementary agreements concerned.
3. Supplementary agreements shall promote the intent of this Convention and shall conform to the principles and provisions of this Convention, as well as to the principles of transparency, non-discrimination and the avoidance of disguised restrictions, particularly on international trade.
Article XVII
Ratification and adherence
1. This Convention shall be open for signature by all States until 1 May 1952 and shall be ratified at the earliest possible date. The instruments of ratification shall be deposited with the Director-General of FAO, who shall give notice of the date of deposit to each of the signatory states.
2. As soon as this Convention has come into force in accordance with Article XXII it shall be open for adherence by non-signatory States and Member Organisations of FAO. Adherence shall be effected by the deposit of an instrument of adherence with the Director-General of FAO, who shall notify all Contracting Parties.
3. When a Member Organisation of FAO becomes a Contracting Party to this Convention, the Member Organisation shall, in accordance with the provisions of Article II(7) of the FAO Constitution, as appropriate, notify at the time of its adherence such modifications or clarifications to its declaration of competence submitted under Article II(5) of the FAO Constitution as may be necessary in light of its acceptance of this Convention. Any Contracting Party to this Convention may, at any time, request a Member Organisation of FAO that is a Contracting Party to this Convention to provide information as to which, as between the Member Organisation and its Member States, is responsible for the implementation of any particular matter covered by this Convention. The Member Organisation shall provide this information within a reasonable time.
Article XVIII
Non-Contracting Parties
The Contracting Parties shall encourage any State or Member Organisation of FAO, not a party to this Convention, to accept this Convention, and shall encourage any non-Contracting Party to apply phytosanitary measures consistent with the provisions of this Convention and any international standards adopted hereunder.
Article XIX
Languages
1. The authentic languages of this Convention shall be all official languages of FAO.
2. Nothing in this Convention shall be construed as requiring Contracting Parties to provide and to publish documents or to provide copies of them other than in the language(s) of the Contracting Party, except as stated in paragraph 3 below.
3. The following documents shall be in at least one of the official languages of FAO:
(a) |
information provided according to Article IV paragraph 4; |
(b) |
cover notes giving bibliographical data on documents transmitted according to Article VII paragraph 2(b); |
(c) |
information provided according to Article VII(2)(b), (d), (i) and (j); |
(d) |
notes giving bibliographical data and a short summary of relevant documents on information provided according to Article VIII(1)(a); |
(e) |
requests for information from contact points as well as replies to such requests, but not including any attached documents; |
(f) |
any document made available by Contracting Parties for meetings of the Commission. |
Article XX
Technical assistance
The Contracting Parties agree to promote the provision of technical assistance to Contracting Parties, especially those that are developing Contracting Parties, either bilaterally or through the appropriate international organisations, with the objective of facilitating the implementation of this Convention.
Article XXI
Amendment
1. Any proposal by a Contracting Party for the amendment of this Convention shall be communicated to the Director-General of FAO.
2. Any proposed amendment of this Convention received by the Director-General of FAO from a Contracting Party shall be presented to a regular or special session of the Commission for approval and, if the amendment involves important technical changes or imposes additional obligations on the Contracting Parties, it shall be considered by an advisory committee of specialists convened by FAO prior to the Commission.
3. Notice of any proposed amendment of this Convention, other than amendments to the Annex, shall be transmitted to the Contracting Parties by the Director-General of FAO not later than the time when the agenda of the session of the Commission at which the matter is to be considered is dispatched.
4. Any such proposed amendment of this Convention shall require the approval of the Commission and shall come into force as from the 30th day after acceptance by two-thirds of the Contracting Parties. For the purpose of this Article, an instrument deposited by a Member Organisation of FAO shall not be counted as additional to those deposited by Member States of such an organisation.
5. Amendments involving new obligations for Contracting Parties, however, shall come into force in respect of each Contracting Party only on acceptance by it and as from the 30th day after such acceptance. The instruments of acceptance of amendments involving new obligations shall be deposited with the Director-General of FAO, who shall inform all Contracting Parties of the receipt of acceptance and the entry into force of amendments.
6. Proposals for amendments to the model phytosanitary certificates set out in the Annex to this Convention shall be sent to the Secretary and shall be considered for approval by the Commission. Approved amendments to the model phytosanitary certificates set out in the Annex to this Convention shall become effective 90 days after their notification to the Contracting Parties by the Secretary.
7. For a period of not more than 12 months from an amendment to the model phytosanitary certificates set out in the Annex to this Convention becoming effective, the previous version of the phytosanitary certificates shall also be legally valid for the purpose of this Convention.
Article XXII
Entry into force
As soon as this Convention has been ratified by three signatory States it shall come into force among them. It shall come into force for each State or Member Organisation of FAO ratifying or adhering thereafter from the date of deposit of its instrument of ratification or adherence.
Article XXIII
Denunciation
1. Any Contracting Party may at any time give notice of denunciation of this Convention by notification addressed to the Director-General of FAO. The Director-General shall at once inform all Contracting Parties.
2. Denunciation shall take effect one year from the date of receipt of the notification by the Director-General of FAO.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ I
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Declaration by the European Community on the exercise of competence according to Article XVII(3) of the International Plant Protection Convention
In accordance with the provisions of Article II(7) of the FAO Constitution, the European Community hereby declares that its declaration of competence submitted to FAO under Article II(5) of the FAO Constitution still applies in the light of its adherence to the International Plant Protection Convention.
Επιτροπή
14.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 267/54 |
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 13ης Αυγούστου 2004
σχετικά με μια χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας για την εξάλειψη της κλασικής πανώλους των χοίρων στο Λουξεμβούργο το 2003
[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 3084]
(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
(2004/598/ΕΚ)
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
την απόφαση 90/424/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένες δαπάνες στον κτηνιατρικό τομέα (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 3 και το άρθρο 5 παράγραφος 3,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Το 2003 στο Λουξεμβούργο σημειώθηκαν κρούσματα της κλασικής πανώλους των χοίρων. Η εκδήλωση της ασθένειας αυτής αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για το κοινοτικό ζωικό κεφάλαιο. |
(2) |
Προκειμένου να συμβάλει στην εξάλειψη της ασθένειας το ταχύτερο δυνατόν, η Κοινότητα έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει χρηματικά στις επιλέξιμες δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται το κράτος μέλος, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην απόφαση 90/424/ΕΟΚ. |
(3) |
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (2), τα κτηνιατρικά και φυτοϋγειονομικά μέτρα που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες χρηματοδοτούνται από το τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων. Για τους οικονομικούς ελέγχους ισχύουν τα άρθρα 8 και 9 του εν λόγω κανονισμού. |
(4) |
Η καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας εξαρτάται από την υλοποίηση των προγραμματισμένων ενεργειών και τη διαβίβαση εκ μέρους των αρχών όλων των αναγκαίων πληροφοριών εντός ορισμένων προθεσμιών. |
(5) |
Στις 12 Μαρτίου 2004 το Λουξεμβούργο υπέβαλε επίσημη αίτηση αποζημίωσης για το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στην επικράτειά του. Σύμφωνα με την αίτηση θανατώθηκαν 1 351 ζώα. |
(6) |
Είναι σκόπιμο να οριστούν οι έννοιες «άμεση και προσήκουσα αποζημίωση των εκτροφέων», οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 της απόφασης 90/424/ΕΟΚ, καθώς και οι έννοιες «λογικές πληρωμές» και «δικαιολογημένες πληρωμές» και οι κατηγορίες επιλέξιμων δαπανών που ανήκουν στις «άλλες δαπάνες» που συνδέονται με την υποχρεωτική θανάτωση. |
(7) |
Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:
Άρθρο 1
Χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας στο Λουξεμβούργο
Για τους σκοπούς της εξάλειψης της κλασικής πανώλους των χοίρων το 2003, το Λουξεμβούργο δύναται να λάβει χρηματοδοτική συνδρομή από την Κοινότητα που να ανέρχεται στο 50 % των δαπανών που πραγματοποίησε για:
α) |
την άμεση και προσήκουσα αποζημίωση των εκτροφέων που υποχρεώνονται να προβούν σε υποχρεωτική θανάτωση των ζώων τους στο πλαίσιο των μέτρων για την εξάλειψη των εστιών της κλασικής πανώλους των χοίρων, οι οποίες εκδηλώθηκαν το 2003 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 2 πρώτη και έβδομη περίπτωση της απόφασης 90/424/ΕΟΚ και σύμφωνα με την παρούσα απόφαση· |
β) |
τις λειτουργικές δαπάνες που συνδέονται με τη θανάτωση των ζώων, την καταστροφή νεκρών ζώων και προϊόντων, τον καθαρισμό και την απολύμανση των χώρων και τον καθαρισμό και την απολύμανση, ή την καταστροφή, εφόσον απαιτείται, του μολυσμένου εξοπλισμού, υπό τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση του άρθρου 3 παράγραφος 2 της απόφασης 90/424/ΕΟΚ και στην παρούσα απόφαση. |
Άρθρο 2
Ορισμοί
Στην παρούσα απόφαση, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) |
ως «άμεση και προσήκουσα αποζημίωση» νοείται η καταβολή, εντός 90 ημερών από τη θανάτωση των ζώων, αποζημίωσης η οποία αντιστοιχεί στην αγοραία αξία τους όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1· |
β) |
ως «λογικές πληρωμές» νοούνται οι πληρωμές για την αγορά υλικών ή υπηρεσιών σε τιμές ανάλογες με τις αγοραίες τιμές πριν από την εκδήλωση της κλασικής πανώλους των χοίρων· |
γ) |
ως «δικαιολογημένες πληρωμές» νοούνται οι πληρωμές για την αγορά υλικών ή υπηρεσιών για τις οποίες αποδεικνύεται η φύση και η άμεση σύνδεση με την υποχρεωτική θανάτωση των ζώων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο α). |
Άρθρο 3
Επιλέξιμες δαπάνες που καλύπτονται από τη χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας
1. Το ανώτατο ποσό, ανά ζώο, της αποζημίωσης που καταβάλλεται στους ιδιοκτήτες των ζώων βασίζεται στην αγοραία αξία που είχαν τα ζώα πριν από την πώλησή τους ή τη θανάτωσή τους.
2. Εάν οι πληρωμές αποζημιώσεων που καταβάλλει το Λουξεμβούργο δυνάμει του άρθρου 1 στοιχείο α) πραγματοποιούνται μετά την προθεσμία των 90 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α), τα επιλέξιμα ποσά μειώνονται για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά την προθεσμία ως εξής:
— |
25 % για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από 91 έως 105 ημέρες μετά τη θανάτωση των ζώων, |
— |
50 % για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από 106 έως 120 ημέρες μετά τη θανάτωση των ζώων, |
— |
75 % για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από 121 έως 135 ημέρες μετά τη θανάτωση των ζώων, |
— |
100 % για πληρωμές που πραγματοποιούνται έπειτα από περισσότερες από 135 ημέρες από τη θανάτωση των ζώων. |
Ωστόσο, η Επιτροπή θα εφαρμόσει διαφορετική χρονική κλίμακα ή/και μικρότερες μειώσεις ή καμία μείωση, εάν για ορισμένα μέτρα προκύψουν εξαιρετικές συνθήκες διαχείρισης ή εάν το Λουξεμβούργο προβάλει άλλες βάσιμες αιτιολογίες.
3. Οι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο β), επιλέξιμες για χρηματοδοτική συνδρομή, μπορούν να είναι μόνο αυτές που παρουσιάζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.
4. Στον υπολογισμό της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
α) |
ο φόρος προστιθέμενης αξίας· |
β) |
οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων· |
γ) |
η χρήση δημόσιου υλικού εκτός από αναλώσιμα. |
Άρθρο 4
Προϋποθέσεις για την πληρωμή και παραστατικά
1. Η χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 41 της απόφασης 90/424/ΕΟΚ με βάση τα ακόλουθα:
α) |
αίτηση αποζημίωσης που υποβάλλεται σύμφωνα με τα παραρτήματα Ι και ΙΙ και εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2· |
β) |
αναλυτικά παραστατικά έγγραφα που επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που αναγράφονται στην αίτηση η οποία αναφέρεται στο στοιχείο α)· |
γ) |
τα πορίσματα των ενδεχόμενων επιτόπιων ελέγχων που διενεργεί η Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5. |
Τα έγγραφα που αναφέρονται στο στοιχείο β) καθώς και οι σχετικές εμπορικές πληροφορίες παραμένουν διαθέσιμα για τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργεί η Επιτροπή.
2. Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) υποβάλλεται σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με τα παραρτήματα Ι και ΙΙ εντός 60 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.
Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή, η χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας μειώνεται κατά 25 % για κάθε μήνα καθυστέρησης.
Άρθρο 5
Επιτόπιοι έλεγχοι από την Επιτροπή
Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων εξάλειψης της κλασικής πανώλους των χοίρων και τις σχετικές δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν.
Άρθρο 6
Αποδέκτης
Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.
Βρυξέλλες, 13 Αυγούστου 2004.
Για την Επιτροπή
David BYRNE
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 19 απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 31).
(2) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
Αίτηση συμβολής στην αποζημίωση του κόστους για την υποχρεωτική θανάτωση των ζώων
Εστία αριθ. |
Επαφή με την εστία αριθ. |
Αριθ. Αναγνώρισης της εκμετάλλευσης |
Εκτροφέας |
Τόπος της εκμετάλλευσης |
Ημερομηνία σφαγής |
Μέθοδος καταστροφής |
Βάρος τη στιγμή της καταστρο-φής |
Αριθμός ζώων ανά κατηγορία |
Καταβληθέν ποσόν ανά κατηγορία |
Άλλες δαπάνες που καταβλήθηκαν στον εκτροφέα (μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) |
Συνολική αποζημίωση (μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) |
Ημερομηνία πληρωμής |
|||||||||
Επώνυμο |
Όνομα |
Εγκατάσταση επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων |
Σφαγείο |
Άλλη (να διευκρινιστεί) |
θηλυκοί χοίροι |
Κάπροι |
Χοιρίδια |
Χοίροι |
Θηλυκοί χοίροι |
Κάπροι |
Χοιρίδια |
Χοίροι |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Αίτηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 4
«Λοιπές δαπάνες» που πραγματοποιήθηκαν (αν ισχύει) για την εκμετάλλευση αριθ. … ή κατάλογος (εξαιρουμένης της αποζημίωσης για την αξία των ζώων) |
|
Στοιχείο |
Ποσό χωρίς το ΦΠΑ |
Θανάτωση |
|
Καταστροφή σφαγίων (μεταφορά και επεξεργασία) |
|
Καθαρισμός και απολύμανση (μισθοί και προϊόντα) |
|
Ζωοτροφές (αποζημίωση και καταστροφή) |
|
Εξοπλισμός (αποζημίωση και καταστροφή) |
|
Σύνολο |
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Επιλέξιμες δαπάνες όπως αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3
1) |
Δαπάνες για την υποχρεωτική θανάτωση των ζώων:
|
2) |
Δαπάνες για την καταστροφή των σφαγίων:
|
3) |
Δαπάνες για τον καθαρισμό και την απολύμανση των εκμεταλλεύσεων:
|
4) |
Δαπάνες για την καταστροφή μολυσμένων ζωοτροφών:
|
5) |
Δαπάνες σχετικές με την αποζημίωση για την καταστροφή του μολυσμένου εξοπλισμού, ίση με την αγοραία τιμή του εξοπλισμού αυτού. Οι δαπάνες αποζημίωσης για την ανοικοδόμηση ή την ανανέωση των κτιρίων της εκμετάλλευσης και οι δαπάνες για την υποδομή δεν είναι επιλέξιμες. |