ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 220

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

47ό έτος
21 Ιουνίου 2004


Περιεχόμενα

 

Σελίδα

 

*

Ανακοίνωση προς τους αναγνώστες

1

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (kανονισμός για τον Οργανισμό) (EE L 164 της 30.4.2004)

3

 

*

Διορθωτικό στην οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (oδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (EE L 164 της 30.4.2004)

16

 

*

Διορθωτικό στην οδηγία 2004/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 96/48/EΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος (EE L 164 της 30.4.2004)

40

 

*

Διορθωτικό στην οδηγία 2004/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/EΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (EE L 164 της 30.4.2004)

58

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


21.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 220/1


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΏΣΤΕΣ

ES:

El presente Diario Oficial se publica en español, danés, alemán, griego, inglés, francés, italiano, neerlandés, portugués, finés y sueco.

Las correcciones de errores que contiene se refieren a los actos publicados con anterioridad a la ampliación de la Unión Europea del 1 de mayo de 2004.

CS:

Tento Úřední věstník se vydává ve španělštině, dánštině, němčině, řečtině, angličtině, francouzštině, italštině, holandštině, portugalštině, finštině a švédštině.

Tisková oprava zde uvedená se vztahuje na akty uveřejněné před rozšířením Evropské unie dne 1. května 2004.

DA:

Denne EU-Tidende offentliggøres på dansk, engelsk, finsk, fransk, græsk, italiensk, nederlandsk, portugisisk, spansk, svensk og tysk.

Berigtigelserne heri henviser til retsakter, som blev offentliggjort før udvidelsen af Den Europæiske Union den 1. maj 2004.

DE:

Dieses Amtsblatt wird in Spanisch, Dänisch, Deutsch, Griechisch, Englisch, Französisch, Italienisch, Niederländisch, Portugiesisch, Finnisch und Schwedisch veröffentlicht.

Die darin enthaltenen Berichtigungen beziehen sich auf Rechtsakte, die vor der Erweiterung der Europäischen Union am 1. Mai 2004 veröffentlicht wurden.

ET:

Käesolev Euroopa Liidu Teataja ilmub hispaania, taani, saksa, kreeka, inglise, prantsuse, itaalia, hollandi, portugali, soome ja rootsi keeles.

Selle parandused viitavad aktidele, mis on avaldatud enne Euroopa Liidu laienemist 1. mail 2004.

EL:

Η παρούσα Επίσημη Εφημερίδα δημοσιεύεται στην ισπανική, δανική, γερμανική, ελληνική, αγγλική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική, πορτογαλική, φινλανδική και σουηδική γλώσσα.

Τα διορθωτικά που περιλαμβάνει αναφέρονται σε πράξεις που δημοσιεύθηκαν πριν από τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004.

EN:

This Official Journal is published in Spanish, Danish, German, Greek, English, French, Italian, Dutch, Portuguese, Finnish and Swedish.

The corrigenda contained herein refer to acts published prior to enlargement of the European Union on 1 May 2004.

FR:

Le présent Journal officiel est publié dans les langues espagnole, danoise, allemande, grecque, anglaise, française, italienne, néerlandaise, portugaise, finnoise et suédoise.

Les rectificatifs qu'il contient se rapportent à des actes publiés antérieurement à l'élargissement de l'Union européenne du 1er mai 2004.

IT:

La presente Gazzetta ufficiale è pubblicata nelle lingue spagnola, danese, tedesca, greca, inglese, francese, italiana, olandese, portoghese, finlandese e svedese.

Le rettifiche che essa contiene si riferiscono ad atti pubblicati anteriormente all'allargamento dell'Unione europea del 1o maggio 2004.

LV:

Šis Oficiālais Vēstnesis publicēts spāņu, dāņu, vācu, grieķu, angļu, franču, itāļu, holandiešu, portugāļu, somu un zviedru valodā.

Šeit minētie labojumi attiecas uz tiesību aktiem, kas publicēti pirms Eiropas Savienības paplašināšanās 2004. gada 1. maijā.

LT:

Šis Oficialusis leidinys išleistas ispanų, danų, vokiečių, graikų, anglų, prancūzų, italų, olandų, portugalų, suomių ir švedų kalbomis.

Čia išspausdintas teisės aktų, paskelbtų iki Europos Sąjungos plėtros gegužės 1 d., klaidų ištaisymas.

HU:

Ez a Hivatalos Lap spanyol, dán, német, görög, angol, francia, olasz, holland, portugál, finn és svéd nyelven jelenik meg.

Az itt megjelent helyesbítések elsősorban a 2004. május 1-jei európai uniós bővítéssel kapcsolatos jogszabályokra vonatkoznak.

MT:

Dan il-Ġurnal Uffiċjali hu ppubblikat fil-ligwa Spanjola, Daniża, Ġermaniża, Griega, Ingliża, Franċiża, Taljana, Olandiża, Portugiża, Finlandiża u Svediża.

Il-corrigenda li tinstab hawnhekk tirreferi għal atti ppubblikati qabel it-tkabbir ta’ l-Unjoni Ewropea fl-1 ta' Mejju 2004.

NL:

Dit Publicatieblad wordt uitgegeven in de Spaanse, de Deens, de Duitse, de Griekse, de Engelse, de Franse, de Italiaanse, de Nederlandse, de Portugese, de Finse en de Zweedse taal.

De rectificaties in dit Publicatieblad hebben betrekking op besluiten die vóór de uitbreiding van de Europese Unie op 1 mei 2004 zijn gepubliceerd.

PL:

Ten Dziennik Urzędowy jest wydawany w językach: hiszpańskim, duńskim, niemieckim, greckim, angielskim, francuskim, włoskim, niderlandzkim, portugalskim, fińskim i szwedzkim.

Sprostowania zawierają odniesienia do aktów opublikowanych przed rozszerzeniem Unii Europejskiej dnia 1 maja 2004 r.

PT:

O presente Jornal Oficial é publicado nas línguas espanhola, dinamarquesa, alemã, grega, inglesa, francesa, italiana, neerlandesa, portuguesa, finlandesa e sueca.

As rectificações publicadas neste Jornal Oficial referem-se a actos publicados antes do alargamento da União Europeia de 1 de Maio de 2004.

SK:

Tento úradný vestník vychádza v španielskom, dánskom, nemeckom, gréckom, anglickom, francúzskom, talianskom, holandskom, portugalskom, fínskom a švédskom jazyku.

Korigendá, ktoré obsahuje, odkazujú na akty uverejnené pred rozšírením Európskej únie 1. mája 2004.

SL:

Ta Uradni list je objavljen v španskem, danskem, nemškem, grškem, angleškem, francoskem, italijanskem, nizozemskem, portugalskem, finskem in švedskem jeziku.

Vsebovani popravki se nanašajo na akte objavljene pred širitvijo Evropske unije 1. maja 2004.

FI:

Tämä virallinen lehti on julkaistu espanjan, tanskan, saksan, kreikan, englannin, ranskan, italian, hollannin, portugalin, suomen ja ruotsin kielellä. Lehden sisältämät oikaisut liittyvät ennen Euroopan unionin laajentumista 1. toukokuuta 2004 julkaistuihin säädöksiin.

SV:

Denna utgåva av Europeiska unionens officiella tidning publiceras på spanska, danska, tyska, grekiska, engelska, franska, italienska, nederländska, portugisiska, finska och svenska.

Rättelserna som den innehåller avser rättsakter som publicerades före utvidgningen av Europeiska unionen den 1 maj 2004.


Διορθωτικά

21.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 220/3


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων («kανονισμός για τον Οργανισμό»)

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 164 της 30ής Απριλίου 2004 )

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2004 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

ΚΑΝΟΝÏΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 881/2004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 29ης Απριλίου 2004

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων

(«Κανονισμός για τον Οργανισμό»)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 23 Μαρτίου 2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η προοδευτική υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα επιβάλλει την ανάληψη μιας κοινοτικής δράσης αναφορικά με τις τεχνικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στον τομέα των σιδηροδρόμων, όσον αφορά τόσο τις τεχνικές πλευρές όσο και τα ζητήματα ασφαλείας, δύο πτυχές, άλλωστε, οι οποίες είναι αλληλένδετες.

(2)

Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (5), προβλέπει την σταδιακή ελευθέρωση των δικαιωμάτων πρόσβασης στην υποδομή για κάθε κοινοτική σιδηροδρομική επιχείρηση η οποία διαθέτει άδεια και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες μεταφοράς εμπορευμάτων.

(3)

Η οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, περί παροχής αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (6), ορίζει ότι όλες οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι κάτοχοι άδειας και ότι μία άδεια που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος ισχύει σε όλη την Κοινότητα.

(4)

Η οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας της σιδηροδρομικής υποδομής, τις χρεώσεις για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής και την πιστοποίηση ασφαλείας (7), καθιερώνει ένα νέο πλαίσιο με στόχο τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα.

(5)

Οι τεχνικές και λειτουργικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα σιδηροδρομικά συστήματα των κρατών μελών κατέστησαν στεγανές τις εθνικές σιδηροδρομικές αγορές και δεν επέτρεψαν τη δυναμική ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας (8) και η οδηγία 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος (9), προσδιορίζουν ουσιαστικές απαιτήσεις και καθιερώνουν έναν μηχανισμό που αποβλέπει στην εκπόνηση υποχρεωτικών τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας.

(6)

Η ταυτόχρονη αναζήτηση των στόχων της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας προϋποθέτει ένα σημαντικό τεχνικό έργο το οποίο πρέπει να καθοδηγείται από έναν εξειδικευμένο οργανισμό. Γι' αυτό προκύπτει η ανάγκη της ίδρυσης ενός ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων, ο οποίος εφεξής αποκαλείται «Οργανισμός», που θα λειτουργεί στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και με τρόπο που σέβεται την εξισορρόπηση εξουσιών στους κόλπους της Κοινότητας. Η δημιουργία ενός τέτοιου οργανισμού επιτρέπει τον συνυπολογισμό, με βάση υψηλά επίπεδα εμπειρογνωμοσύνης, των σκοπών της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου και, επομένως, συμβάλει στην αναζωογόνηση του σιδηροδρομικού τομέα και στην επίτευξη των γενικών στόχων της κοινής πολιτικής μεταφορών.

(7)

Ο Οργανισμός, προκειμένου να προωθήσει τη δημιουργία ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου χωρίς σύνορα και να συμβάλει στην αναζωογόνηση του τομέα των σιδηροδρόμων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τα ουσιώδη πλεονεκτήματά του σε θέματα ασφάλειας, θα πρέπει να συμβάλει στην ανάπτυξη πραγματικού ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού πολιτισμού και να αποτελέσει ουσιαστικό όργανο διαλόγου, διαβούλευσης και ανταλλαγών μεταξύ όλων των σιδηροδρομικών παραγόντων, με σεβασμό των αρμοδιοτήτων ενός εκάστου.

(8)

Η οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (10), προβλέπει τον προσδιορισμό κοινών δεικτών ασφαλείας, κοινών στόχων ασφαλείας και κοινών μεθόδων ασφαλείας. Για την ανάπτυξη αυτών των μέσων, χρειάζεται μία ανεξάρτητη τεχνική εμπειρογνωμοσύνη.

(9)

Προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαδικασίες χορήγησης πιστοποιητικών ασφαλείας στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί μια εναρμονισμένη μορφή πιστοποιητικών ασφαλείας και μια εναρμονισμένη μορφή αίτησης για χορήγηση πιστοποιητικών ασφαλείας.

(10)

Η οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων προβλέπει την εξέταση των μέτρων ασφαλείας που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο από τη σκοπιά της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας. Για το σκοπό αυτό, καθίσταται απαραίτητη μία γνωμοδότηση, η οποία θα στηρίζεται σε ανεξάρτητη και ουδέτερη εμπειρογνωμοσύνη.

(11)

Επί θεμάτων που άπτονται της ασφάλειας, είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ο μέγιστος βαθμός διαφάνειας και να εξασφαλισθεί μία αποτελεσματική ροή των πληροφοριών. Επί του παρόντος δεν προβλέπεται ακόμη μία ανάλυση των επιδόσεων, η οποία θα διεξάγεται με βάση κοινούς δείκτες και θα συσχετίζει όλους τους παράγοντες του τομέα, και θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθεί ένα τέτοιο μέσο. Όσον αφορά τις στατιστικές, χρειάζεται μία στενή συνεργασία με την Eurostat.

(12)

Οι αρμόδιοι εθνικοί οργανισμοί για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, οι ρυθμιστικοί φορείς και οι υπόλοιπες εθνικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν μία ανεξάρτητη τεχνική γνωμοδότηση όταν χρειάζεται να λάβουν γνώση για υποθέσεις που αφορούν πλείονα κράτη μέλη.

(13)

Η οδηγία 2001/16/ΕΚ ορίζει ότι, το αργότερο μέχρι τις 20 Απριλίου 2004, θα πρέπει να εκπονηθεί μία πρώτη ομάδα τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ). Η Επιτροπή ανέθεσε εντολή για την εκτέλεση αυτών των εργασιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων (AEIF), στην οποία συμμετέχουν οι κατασκευαστές σιδηροδρομικού υλικού καθώς και οι φορείς εκμετάλλευσης και διαχειριστές υποδομής. Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη διαφύλαξη της εμπειρίας που αποκτήθηκε από τους επαγγελματίες του κλάδου στο πλαίσιο της AEIF. Η συνεχής διεξαγωγή των εργασιών, όπως και η εξέλιξη των ΤΠΔ με την πάροδο του χρόνου, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός μόνιμου τεχνικού πλαισίου.

(14)

Η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου θα πρέπει να ενισχυθεί και η επιλογή των νέων επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο την τήρηση του στόχου της διαλειτουργικότητας, ο οποίος καθορίζεται στην απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (11).

(15)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχεια των εργασιών, οι ομάδες εργασίας οι οποίες θα συσταθούν από τον Οργανισμό θα πρέπει να στηρίζονται, εφόσον χρειάζεται, στη σύνθεση της AEIF, η οποία θα συμπληρωθεί από επιπλέον μέλη.

(16)

Η συντήρηση του τροχαίου υλικού συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο του συστήματος ασφαλείας. Τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει μία πραγματική ευρωπαϊκή αγορά στον τομέα της συντήρησης σιδηροδρομικού υλικού, ελλείψει ενός συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για τον τομέα και την πραγματοποίηση διαδρομών χωρίς φορτίο. Το ευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης θα πρέπει, συνεπώς, να αναπτυχθεί σταδιακά.

(17)

Οι απαιτούμενες επαγγελματικές ικανότητες για τους οδηγούς των τρένων αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο τόσο για την ασφάλεια όσο και για τη διαλειτουργικότητα στην Ευρώπη. Επιπλέον, συνιστούν και προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζόμενων στον σιδηροδρομικό τομέα. Η προσέγγιση αυτού του ζητήματος θα πρέπει να γίνει μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο για τον κοινωνικό διάλογο. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει την αναγκαία τεχνική υποστήριξη για το συνυπολογισμό αυτού του ζητήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

(18)

Η καταγραφή αποτελεί, πρώτα και κύρια, μία πράξη αναγνώρισης της ικανότητας ενός τροχαίου υλικού να κυκλοφορεί στο πλαίσιο προδιαγεγραμμένων όρων. Η καταγραφή του υλικού θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και αμεροληψία και εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δημόσιων αρχών. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει τεχνική υποστήριξη ενόψει της εγκαθίδρυσης ενός συστήματος καταγραφής του τροχαίου υλικού.

(19)

Με στόχο τη διασφάλιση του μέγιστου βαθμού διαφάνειας και της ισότιμης πρόσβασης όλων των μερών σε χρήσιμες πληροφορίες, θα πρέπει να εξασφαλισθεί η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία της διαλειτουργικότητας. Το ίδιο ισχύει για τις άδειες και τα πιστοποιητικά ασφαλείας. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει αποτελεσματικά μέσα για την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών.

(20)

Η προώθηση της καινοτομίας στον τομέα της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων είναι σημαντικό καθήκον το οποίο θα πρέπει να ενθαρρύνει ο Οργανισμός. Οιαδήποτε χρηματοδοτική βοήθεια χορηγείται, εν προκειμένω, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Οργανισμού, δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση της σχετικής αγοράς.

(21)

Προκειμένου να εκπληρώσει σωστά τα καθήκοντά του, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα και έναν αυτόνομο προϋπολογισμό ο οποίος θα χρηματοδοτείται κυρίως με επιδότηση της Κοινότητας. Για να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Οργανισμού κατά τη διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων και στο πλαίσιο των γνωμοδοτήσεων και συστάσεων που εκδίδει, ο εντεταλμένος διευθυντής του Οργανισμού θα πρέπει να διαθέτει πλήρεις αρμοδιότητες και το προσωπικό του Οργανισμού θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο.

(22)

Για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία του Οργανισμού, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο ανατίθενται οι αναγκαίες εξουσίες για την κατάρτιση του προϋπολογισμού, την παρακολούθηση της εκτέλεσής του, την έγκριση του κατάλληλου δημοσιονομικού κανονισμού, τη θέσπιση διαφανών διαδικασιών λήψης αποφάσεων εκ μέρους του Οργανισμού, την έγκριση του προγράμματος εργασίας του, την έγκριση του προϋπολογισμού του, τον καθορισμό πολιτικής για τις επισκέψεις στα κράτη μέλη καθώς και τον διορισμό του εντεταλμένου διευθυντή.

(23)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η διαφάνεια κατά τη λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο, οι εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων κλάδων θα πρέπει να παρίστανται μεν στις συζητήσεις αλλά δεν θα πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα ψήφου, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει αποκλειστικά στους εκπροσώπους των δημόσιων αρχών που καλούνται να γνωμοδοτήσουν ενώπιον των αρχών δημοκρατικού ελέγχου. Οι εκπρόσωποι του κλάδου θα πρέπει να διορίζονται από την Επιτροπή με κριτήριο την αντιπροσωπευτικότητά τους, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έναντι των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των διαχειριστών υποδομών, της σιδηροδρομικής βιομηχανίας, των εργατικών ενώσεων, των επιβατών και των φορτωτών.

(24)

Οι εργασίες του Οργανισμού θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται ο ουσιαστικός έλεγχος από πλευράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καλεί σε ακροάσεις τον εντεταλμένο διευθυντή του Οργανισμού. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζει τη σχετική κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα.

(25)

Κατά τα τελευταία χρόνια, με τη δημιουργία όλο και περισσότερων αποκεντρωμένων οργανισμών, η αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή επεδίωξε να βελτιώσει τη διαφάνεια και τον έλεγχο της διαχείρισης των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων προς τους οργανισμούς αυτούς, ιδίως σε ό,τι αφορά την εγγραφή των εισφορών στον προϋπολογισμό, το δημοσιονομικό έλεγχο, την εξουσία περί χορήγησης απαλλαγής, τη συμμετοχή στο συνταξιοδοτικό καθεστώς και την εσωτερική διαδικασία του προϋπολογισμού (κώδικας συμπεριφοράς). Παρομοίως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (12), θα πρέπει να εφαρμόζεται άνευ περιορισμών στον Οργανισμό, ο οποίος θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (13).

(26)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η σύσταση ενός εξειδικευμένου οργανισμού που θα αναλάβει την επεξεργασία κοινών λύσεων σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω του συλλογικού χαρακτήρα των εργασιών που θα πραγματοποιηθούν, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης αναφέρεται στο προαναφερόμενο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και στόχοι του Οργανισμού

Ο παρών κανονισμός ιδρύει Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων, ο οποίος καλείται εφεξής «Οργανισμός».

Στόχος του Οργανισμού είναι να συμβάλλει, σε τεχνικό επίπεδο, στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που αποβλέπει στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης του τομέα των σιδηροδρόμων αυξάνοντας το επίπεδο διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων και στην ανάπτυξη μιας κοινής προσέγγισης ως προς την ασφάλεια του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, ώστε να συντελέσει στην δημιουργία ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα που θα εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας.

Για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων, ο Οργανισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη τη διαδικασία διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τους ειδικούς περιορισμούς που συνεπάγονται οι σιδηροδρομικές διασυνδέσεις με τρίτες χώρες.

Ο Οργανισμός έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στο πλαίσιο των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται.

Άρθρο 2

Χαρακτήρας των πράξεων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός δύναται:

α)

vα απευθύνει συστάσεις προς την Επιτροπή, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 6, 7, 12, 14, 16, 17 και 18·

β)

να διατυπώνει γνώμες προς την Επιτροπή κατ «εφαρμογή των άρθρων 8, 13 και 15, και προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατ» εφαρμογή του άρθρου 10.

Άρθρο 3

Σύνθεση των ομάδων εργασίας

1.   Για την κατάρτιση των συστάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7, 12, 14, 16, 17 και 18, ο Οργανισμός συστήνει περιορισμένο αριθμό ομάδων εργασίας. Αυτές οι ομάδες εργασίας βασίζονται, αφενός, στην εμπειρογνωμοσύνη που έχουν αναπτύξει οι επαγγελματίες του τομέα των σιδηροδρόμων, και ιδίως στην πείρα που έχει αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων (ΕΕΔΣ), και, αφετέρου, στην εμπειρογνωμοσύνη των αρμόδιων εθνικών αρχών. Ο Οργανισμός εξασφαλίζει ότι οι ομάδες εργασίας του είναι ικανές και αντιπροσωπευτικές και ότι εκπροσωπούνται σε αυτές επαρκώς οι κλάδοι της βιομηχανίας και οι χρήστες που θίγονται από μέτρα τα οποία ενδέχεται να προταθούν από την Επιτροπή βάσει συστάσεων που της απευθύνει ο Οργανισμός. Οι εργασίες των ομάδων εργασίας πρέπει να είναι διαφανείς.

Όταν οι εργασίες που προβλέπουν τα άρθρα 6, 12, 16 και 17 έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες εργασίας, στην υγεία και στην ασφάλεια των εργαζομένων του κλάδου, εκπρόσωποι των οργανώσεων των εργαζομένων πρέπει να συμμετέχουν στις σχετικές ομάδες εργασίας.

2.   Ο Οργανισμός διαβιβάζει το εγκριθέν πρόγραμμα εργασιών στους αντιπροσωπευτικούς φορείς του τομέα των σιδηροδρόμων που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο κατάλογος αυτών των φορέων καταρτίζεται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Κάθε φορέας ή/και ομάδα φορέων διαβιβάζει στον Οργανισμό τον κατάλογο των πλέον εξειδικευμένων εμπειρογνωμόνων οι οποίοι είναι εντεταλμένοι να την εκπροσωπούν σε κάθε ομάδα εργασίας.

3.   Οι εθνικές αρχές για την ασφάλεια, που ορίζονται στο άρθρο 16 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, ορίζουν τους αντιπροσώπους τους για τις ομάδες εργασίας στις οποίες επιθυμούν να συμμετάσχουν.

4.   Ο Οργανισμός μπορεί να συμπληρώσει εν ανάγκη τις ομάδες εργασίας με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένους για την ειδικότητά τους στον οικείο τομέα.

5.   Εκπρόσωπος του Οργανισμού προεδρεύει των ομάδων εργασίας.

Άρθρο 4

Διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7, 12, 16 και 17 έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κοινωνικό περιβάλλον ή στις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων στον κλάδο, ο Οργανισμός προβαίνει σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου, η οποία συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής (14).

Η διαβούλευση αυτή διεξάγεται πριν από την υποβολή των συστάσεων του Οργανισμού στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη του τις διαβουλεύσεις αυτές και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις συστάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνει η επιτροπή κλαδικού διαλόγου διαβιβάζονται από τον Οργανισμό στην Επιτροπή και, στη συνέχεια, η Επιτροπή τις διαβιβάζει στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

Άρθρο 5

Διαβούλευση με τους πελάτες και τους επιβάτες των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 12 έχουν άμεσο αντίκτυπο στους πελάτες και τους επιβάτες των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών, ο Οργανισμός προβαίνει σε διαβούλευση με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις τους. Ο κατάλογος των οργανώσεων με τις οποίες πρέπει να διεξάγονται διαβουλεύσεις καταρτίζεται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

Η διαβούλευση αυτή διεξάγεται πριν από την υποβολή των προτάσεων του Οργανισμού στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη του τις διαβουλεύσεις αυτές και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις προτάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνουν οι εν λόγω οργανώσεις διαβιβάζονται από τον Οργανισμό στην Επιτροπή και, στη συνέχεια, η Επιτροπή τις διαβιβάζει στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Άρθρο 6

Τεχνική υποστήριξη

1.   Ο Οργανισμός απευθύνει στην Επιτροπή συστάσεις σχετικά με τις κοινές μεθοδολογίες ασφαλείας τους κοινούς στόχους ασφαλείας (ΚΣΑ), που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, ο Οργανισμός απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με τη λήψη άλλων μέτρων στον τομέα της ασφάλειας.

3.   Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προηγείται της θέσπισης των ΚΣΑ, των ΚΜΑ και των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ), καθώς και για θέματα που αφορούν το υλικό και τις υποδομές που δεν διέπονται από τις ΤΠΔ, ο Οργανισμός δύναται να απευθύνει κάθε χρήσιμη σύσταση στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός εξασφαλίζει τη συνέπεια αυτών των συστάσεων προς τις ΤΠΔ που ήδη εφαρμόζονται ή που βρίσκονται σε στάδιο εκπόνησης.

4.   Ο Οργανισμός υποβάλλει λεπτομερή ανάλυση κόστους/οφέλους προς στήριξη των συστάσεων που απευθύνει κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

5.   Ο Οργανισμός οργανώνει και διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών για την ασφάλεια και των φορέων διερεύνησης που ορίζονται στα άρθρα 16 και 21 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

Άρθρο 7

Πιστοποιητικά ασφαλείας

Ενόψει της εφαρμογής των άρθρων 10 και 15 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, που αφορά την εναρμόνιση των πιστοποιητικών ασφαλείας, ο Οργανισμός καταρτίζει και συνιστά μία ενιαία μορφή πιστοποιητικού ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης μιας ηλεκτρονικής μορφής, καθώς και μία ενιαία μορφή αίτησης χορήγησης πιστοποιητικού ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του καταλόγου των βασικών στοιχείων που πρέπει να παρέχονται.

Άρθρο 8

Εθνικοί κανόνες ασφαλείας

1.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός προβαίνει σε τεχνική εξέταση των νέων εθνικών κανόνων ασφαλείας οι οποίοι διαβιβάζονται σε αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2.   Ο Οργανισμός εξετάζει κατά πόσο οι κανόνες αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ΚΜΑ που καθορίζεται στην οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, καθώς και προς τις ισχύουσες ΤΠΔ. Ο Οργανισμός εξετάζει επίσης κατά πόσον οι εν λόγω κανόνες καθιστούν δυνατή την επίτευξη των ΚΣΑ που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία.

3.   Σε περίπτωση που ο Οργανισμός, αφού λάβει τα σχετικά στοιχεία αιτιολόγησης που ανακοινώνει το κράτος μέλος, κρίνει ότι κάποιος από αυτούς τους κανόνες είτε δεν είναι σύμφωνος προς τις ΤΠΔ, ή προς την ΚΜΑ, είτε δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη των ΚΣΑ, υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση των κανόνων από την Επιτροπή στον Οργανισμό.

Άρθρο 9

Παρακολούθηση των επιδόσεων σε θέματα ασφαλείας

1.   Ο Οργανισμός δημιουργεί ένα δίκτυο με τις εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την ασφάλεια εθνικές αρχές και με τις εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τις έρευνες που προβλέπονται στην οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο των κοινών δεικτών ασφαλείας που παρατίθενται στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας και να συγκεντρώσει τα σχετικά στοιχεία που αφορούν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2.   Με βάση τους κοινούς δείκτες ασφαλείας, τις εθνικές εκθέσεις με αντικείμενο την ασφάλεια και τα ατυχήματα και τις πληροφορίες που ο ίδιος διαθέτει, ο Οργανισμός υποβάλλει ανά διετία έκθεση σχετικά με τις επιδόσεις ασφαλείας η οποία δημοσιοποιείται. Η πρώτη εξ αυτών των εκθέσεων δημοσιεύεται κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους λειτουργίας του Οργανισμού.

3.   Ο Οργανισμός στηρίζεται στα στοιχεία που συγκεντρώνει από την Eurostat και συνεργάζεται με την Eurostat ώστε να αποφεύγεται η πλεονάζουσα επανάληψη των εργασιών και να διασφαλίζεται η μεθοδολογική συνέπεια των κοινών δεικτών ασφαλείας με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται στους άλλους τρόπους μεταφοράς.

Άρθρο 10

Τεχνική γνωμοδότηση

1.   Οι εθνικοί ρυθμιστικοί φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ μπορούν να ζητούν από τον Οργανισμό τεχνική γνωμοδότηση σχετικά με τα θέματα ασφαλείας, των υποθέσεων των οποίων θα λαμβάνουν γνώση.

2.   Οι επιτροπές που αναφέρονται στο άρθρο 35 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ και στο άρθρο 11α της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ, μπορούν να ζητούν από τον Οργανισμό τεχνική γνωμοδότηση σχετικά με τα θέματα ασφαλείας τα οποία εμπίπτουν στα αντίστοιχα πεδία αρμοδιότητάς τους.

3.   Ο Οργανισμός διατυπώνει τη γνώμη του εντός δύο μηνών. Η γνώμη αυτή δημοσιοποιείται από τον Οργανισμό υπό μορφήν από την οποία έχει εξαλειφθεί κάθε εμπορικό απόρρητο.

Άρθρο 11

Δημόσιο μητρώο εγγράφων

1.   Ο Οργανισμός είναι υπεύθυνος για την τήρηση δημόσιου μητρώου των ακόλουθων εγγράφων:

α)

άδειες που χορηγούνται σύμφωνα με την οδηγία 95/18/ΕΚ·

β)

πιστοποιητικά ασφαλείας που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων·

γ)

πορίσματα ερευνών που ανακοινώνονται στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων·

δ)

εθνικούς κανόνες ασφαλείας που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2.   Οι εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), κοινοποιούν στον Οργανισμό εντός μηνός κάθε μεμονωμένη απόφαση που αφορά τη χορήγηση, την ανανέωση, την τροποποίηση ή την ανάκληση οιουδήποτε εγγράφου.

3.   Ο Οργανισμός μπορεί να προσθέτει σε αυτό το δημόσιο μητρώο εγγράφων οιοδήποτε δημόσιο έγγραφο ή σύνδεση που αφορά τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 12

Τεχνική υποστήριξη που παρέχει ο Οργανισμός

Ο Οργανισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων σύμφωνα με τις αρχές και τους ορισμούς που καθορίζονται στις οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ. Για το σκοπό αυτό, ο Οργανισμός:

α)

οργανώνει και διεξάγει, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, τις εργασίες των προβλεπόμενων από το άρθρο 3 ομάδων εργασίας για την εκπόνηση των σχεδίων ΤΠΔ και διαβιβάζει στην Επιτροπή τα σχέδια ΤΠΔ·

β)

μεριμνά για την προσαρμογή των ΤΠΔ προς τις τεχνικές προόδους, τις εξελίξεις της αγοράς και τις κοινωνικές απαιτήσεις, και προτείνει στην Επιτροπή τις τροποποιήσεις των ΤΠΔ τις οποίες κρίνει αναγκαίες·

γ)

μεριμνά για το συντονισμό μεταξύ της ανάπτυξης και της ενημέρωσης των ΤΠΔ, αφενός, και την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών προτύπων που καθίστανται αναγκαία για τη διαλειτουργικότητα, αφετέρου, και διατηρεί τις δέουσες επαφές με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης·

δ)

επικουρεί την Επιτροπή στην οργάνωση και διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 20, παράγραφος 5 των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ·

ε)

παρέχει συμβουλές και συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με τις συνθήκες εργασίας όλου του προσωπικού που εκτελεί κρίσιμα για την ασφάλεια καθήκοντα.

Άρθρο 13

Παρακολούθηση των εργασιών των κοινοποιημένων οργανισμών

Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών ως προς τους κοινοποιημένους οργανισμούς που ορίζουν, ο Οργανισμός δύναται, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, να παρακολουθεί την ποιότητα των εργασιών των κοινοποιημένων οργανισμών. Υποβάλλει, εφόσον χρειάζεται, τη γνώμη του στην Επιτροπή.

Άρθρο 14

Παρακολούθηση της διαλειτουργικότητας

1.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός υποβάλλει συστάσεις σχετικά με τις διαδικασίες εφαρμογής της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων, διευκολύνοντας τον συντονισμό μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαχειριστών υποδομής, ιδίως με σκοπό την οργάνωση της μετακίνησης των συστημάτων.

2.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την πρόοδο της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων. Υποβάλλει και δημοσιεύει ανά διετία μία έκθεση σχετικά με την πρόοδο της διαλειτουργικότητας. Η πρώτη εξ αυτών των εκθέσεων υποβάλλεται κατά το δεύτερο έτος λειτουργίας του Οργανισμού.

Άρθρο 15

Διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός εξετάζει από άποψη διαλειτουργικότητας κάθε σχέδιο κατασκευής σιδηροδρομικών έργων υποδομής για το οποίο ζητείται κοινοτική χρηματοδοτική στήριξη. Ο Οργανισμός διατυπώνει γνώμη για τη συμμόρφωση προς τα σχέδια ΤΠΔ εντός δύο μηνών από την υποβολή του αιτήματος. Για τη γνώμη αυτή, λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι παρεκκλίσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 16

Πιστοποίηση των εργαστηρίων συντήρησης

Εντός τριών ετών από την έναρξη των δραστηριοτήτων του, ο Οργανισμός καθιερώνει ένα ευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης του τροχαίου υλικού και διατυπώνει συστάσεις ενόψει της εφαρμογής του συστήματος.

Οι εν λόγω συστάσεις αφορούν ιδίως τα ακόλουθα:

διαρθρωμένο σύστημα διαχείρισης,

προσωπικό με τις αναγκαίες ικανότητες,

εγκαταστάσεις και μέσα,

προδιαγραφές τεχνικής τεκμηρίωσης και συντήρησης.

Άρθρο 17

Επαγγελματικές ικανότητες

1.   Ο Οργανισμός διατυπώνει συστάσεις για τον καθορισμό ενιαίων και κοινών κριτηρίων για τις επαγγελματικές ικανότητες και την αξιολόγηση του προσωπικού που συμμετέχει στην εκμετάλλευση και τη συντήρηση του σιδηροδρομικού συστήματος. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, δίνει προτεραιότητα τους οδηγούς των τρένων και τους εκπαιδευτές τους. Ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων σύμφωνα με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 4.

2.   Ο Οργανισμός διατυπώνει συστάσεις για την καθιέρωση συστήματος για την αναγνώριση των κέντρων επαγγελματικής κατάρτισης.

3.   Ο Οργανισμός ενθαρρύνει και στηρίζει τις ανταλλαγές οδηγών τρένων και επιμορφωτών μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαφόρων κρατών μελών.

Άρθρο 18

Καταγραφή του τροχαίου υλικού

Ο Οργανισμός καταρτίζει και συνιστά στην Επιτροπή την τυποποιημένη μορφή του εθνικού μητρώου οχημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 14 των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 19

Μητρώο των εγγράφων διαλειτουργικότητας

1.   Ο Οργανισμός τηρεί δημόσιο μητρώο των ακολούθων εγγράφων, τα οποία προβλέπονται στις οδηγίες 2001/16/ΕΚ και 96/48/ΕΚ:

α)

δηλώσεις «ΕΚ» ελέγχου των υποσυστημάτων·

β)

δηλώσεις «ΕΚ» πιστότητας των στοιχείων·

γ)

εγκρίσεις για τη θέση σε λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων των αντιστοίχων αριθμών μητρώου·

δ)

μητρώα υποδομών και τροχαίου υλικού.

2.   Οι αρμόδιοι φορείς διαβιβάζουν τα προαναφερόμενα έγγραφα στον Οργανισμό, ο οποίος καθορίζει, σε συμφωνία με τα κράτη μέλη, τις πρακτικές λεπτομέρειες της διαβίβασής τους.

3.   Κατά τη διαβίβαση των εγγράφων της παραγράφου 1, οι αρμόδιοι φορείς μπορούν να αναφέρουν ποια έγγραφα δεν πρέπει να κοινολογούνται για λόγους ασφαλείας.

4.   Ο Οργανισμός συγκροτεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων για τα έγγραφα, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την παράγραφο 3. Το κοινό έχει πρόσβαση στη συγκεκριμένη βάση δεδομένων μέσω ιστοθέσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

Άρθρο 20

Μελέτες

Σε περιπτώσεις όπου η εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού το επιβάλλει, ο Οργανισμός μπορεί να αναθέτει μελέτες τις οποίες χρηματοδοτεί από τον προϋπολογισμό του.

Άρθρο 21

Προώθηση της καινοτομίας

Η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει στον Οργανισμό, σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασιών και τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, το καθήκον να προωθεί τις καινοτομίες οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, ιδίως τη χρήση των νέων τεχνολογιών των πληροφοριών και των συστημάτων εντοπισμού και παρακολούθησης πορείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Άρθρο 22

Νομικό καθεστώς

1.   Ο Οργανισμός είναι κοινοτικός φορέας και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος, ο Οργανισμός διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα από το εθνικό τους δίκαιο. Δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον εντεταλμένο διευθυντή του.

Άρθρο 23

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στον Οργανισμό και στο προσωπικό του.

Άρθρο 24

Προσωπικό

1.   Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και οι διατάξεις εφαρμογής τους που θεσπίζονται από κοινού από τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του εν λόγω καθεστώτος, εφαρμόζονται στο προσωπικό του Οργανισμού.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, ο Οργανισμός ασκεί, όσον αφορά το προσωπικό του, τις εξουσίες που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων αρχή από τον εν λόγω κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 1, το προσωπικό του Οργανισμού αποτελείται από:

έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι προσλαμβάνονται από τον Οργανισμό για μέγιστη διάρκεια πέντε ετών μεταξύ των επαγγελματιών του κλάδου με κριτήριο τα προσόντα και την πείρα τους σε θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων,

υπαλλήλους που προσλαμβάνονται ή αποσπώνται από την Επιτροπή ή από τα κράτη μέλη για μέγιστη διάρκεια πέντε ετών

και

από λοιπό προσωπικό, όπως ορίζεται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο προσλαμβάνεται για εκτελεστικά ή γραμματειακά καθήκοντα.

4.   Οι εμπειρογνώμονες οι οποίοι συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας που οργανώνει ο Οργανισμός δεν ανήκουν στο προσωπικό του. Ο Οργανισμός καταβάλλει τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής τους σύμφωνα με τους κανόνες και τις κλίμακες τιμών που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 25

Σύσταση και αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ιδρύεται διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο:

α)

διορίζει τον εντεταλμένο διευθυντή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31·

β)

εγκρίνει, μέχρι την 30ή Απριλίου κάθε έτους, τη γενική έκθεση του Οργανισμού για το προηγούμενο έτος και τη διαβιβάζει στα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή·

γ)

εγκρίνει, μέχρι την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους και αφού λάβει υπόψη του τη γνώμη της Επιτροπής, το πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει στα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Το εν λόγω πρόγραμμα εργασιών εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας προϋπολογισμού της Κοινότητας. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δηλώσει, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία έγκρισης του προγράμματος εργασιών, ότι διαφωνεί με το πρόγραμμα, το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει το πρόγραμμα και το εγκρίνει, ενδεχομένως τροποποιημένο, σε δεύτερη ανάγνωση είτε με πλειοψηφία δύο τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων της Επιτροπής, είτε με ομοφωνία των αντιπροσώπων των κρατών μελών·

δ)

ασκεί τα καθήκοντά του που αφορούν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο 6·

ε)

θεσπίζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων εκ μέρους του εντεταλμένου διευθυντή·

στ)

καθορίζει πολιτική για τις επισκέψεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου 33·

ζ)

ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο επί του εντεταλμένου διευθυντή και των προϊσταμένων μονάδας που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3·

η)

θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

Άρθρο 26

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος και από τέσσερις αντιπροσώπους της Επιτροπής, καθώς και από έξι αντιπροσώπους, άνευ δικαιώματος ψήφου, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις ακόλουθες κατηγορίες:

σιδηροδρομικές επιχειρήσεις,

διαχειριστές υποδομής,

σιδηροδρομική βιομηχανία,

συνδικάτα των εργαζομένων,

επιβάτες,

φορτωτές,

και διορίζονται από την Επιτροπή βάσει περιορισμένου καταλόγου εκ τριών ονομάτων που υποβάλλει η οικεία ευρωπαϊκή οργάνωση.

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται με βάση τον βαθμό της σχετικής πείρας και εμπειρογνωμοσύνης τους.

2.   Κάθε κράτος μέλος και η Επιτροπή διορίζουν τα αντίστοιχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου καθώς και τους αναπληρωτές τους.

3.   Η διάρκεια της θητείας τους είναι πέντε χρόνια και δύναται να ανανεωθεί άπαξ.

4.   Οσάκις ενδείκνυται, η συμμετοχή αντιπροσώπων τρίτων χωρών και οι σχετικές λεπτομέρειες καθορίζονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του τον πρόεδρο και τον αναπληρωτή πρόεδρό του. Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος είναι απών ή κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του/της.

2.   Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τριετής και δύναται να ανανεωθεί άπαξ. Εάν, ωστόσο, ο πρόεδρος ή αναπληρωτής πρόεδρος, κατά τη διάρκεια της θητείας του, απολέσει την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου, τότε αυτομάτως την ίδια ημέρα λήγει και η θητεία του ως προέδρου ή αναπληρωτή προέδρου.

Άρθρο 28

Συνεδριάσεις

1.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Ο εντεταλμένος διευθυντής του Οργανισμού συμμετέχει στις συνεδριάσεις.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως. Επίσης, συνέρχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου του, ή εάν το ζητήσει η Επιτροπή, η πλειοψηφία των μελών του ή το ένα τρίτο των κρατών μελών που αντιπροσωπεύονται στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 29

Ψηφοφορία

Εκτός εάν προβλέπεται άλλως, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος που έχει δικαίωμα ψήφου έχει μία ψήφο.

Άρθρο 30

Καθήκοντα και αρμοδιότητες του εντεταλμένου διευθυντή

1.   Ο Οργανισμός διοικείται από τον εντεταλμένο διευθυντή του, ο οποίος είναι εντελώς ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο εντεταλμένος διευθυντής:

α)

καταρτίζει το πρόγραμμα εργασιών το οποίο υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

β)

λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση του προγράμματος εργασιών και, στο μέτρο του δυνατού, ανταποκρίνεται στις αιτήσεις παροχής βοήθειας εκ μέρους της Επιτροπής, που αφορούν τα καθήκοντα του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ)

λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την υιοθέτηση εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργία του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

δ)

θεσπίζει ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύγκριση των επιτευγμάτων του Οργανισμού με τους επιχειρησιακούς του στόχους. Σε αυτή τη βάση, ο εντεταλμένος διευθυντής συντάσσει ετησίως σχέδιο γενικής έκθεσης το οποίο υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο. Προς τούτο, θεσπίζει μια πρακτική τακτικής αξιολόγησης, η οποία αντιστοιχεί στα αναγνωρισμένα επαγγελματικά πρότυπα·

ε)

ασκεί ως προς το προσωπικό του Οργανισμού τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 24, παράγραφος 2·

στ)

καταρτίζει σχέδιο κατάστασης προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού, κατ «εφαρμογή του άρθρου 38 και εκτελεί τον προϋπολογισμό κατ» εφαρμογή του άρθρου 39.

3.   Ο εντεταλμένος διευθυντής δύναται να επικουρείται από έναν ή περισσότερους προϊσταμένους μονάδας. Εάν ο εντεταλμένος διευθυντής απουσιάζει ή κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του/της αναλαμβάνει ένας από τους προϊσταμένους των μονάδων.

Άρθρο 31

Διορισμός των υπαλλήλων του Οργανισμού

1.   Ο εντεταλμένος διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση τα προσόντα του και τις τεκμηριωμένες διοικητικές και διαχειριστικές του ικανότητες, καθώς και την επάρκεια και πείρα του στον τομέα των σιδηροδρόμων. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων όλων των μελών του με δικαίωμα ψήφου. Η Επιτροπή δύναται να προτείνει έναν ή περισσότερους υποψήφιους.

Το διοικητικό συμβούλιο έχει δικαίωμα παύσης του εντεταλμένου διευθυντή, σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

2.   Ο εντεταλμένος διευθυντής διορίζει τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 24.

3.   Η διάρκεια της θητείας του εντεταλμένου διευθυντή είναι πέντε χρόνια και δύναται να ανανεωθεί άπαξ.

Άρθρο 32

Ακρόαση του εντεταλμένου διευθυντή

Ο εντεταλμένος διευθυντής υποβάλλει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη γενική έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται επίσης, ανά πάσα στιγμή, να καλούν σε ακρόαση τον εντεταλμένο διευθυντή για θέμα που αφορά τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

Άρθρο 33

Επισκέψεις στα κράτη μέλη

1.   Για την εκπλήρωση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί δυνάμει των άρθρων 8, 9, 10, 13 και 15, ο Οργανισμός δύναται να πραγματοποιεί επισκέψεις στα κράτη μέλη σύμφωνα με την πολιτική που έχει καθορίσει το διοικητικό συμβούλιο. Οι εθνικές αρχές των κρατών μελών διευκολύνουν την εργασία του προσωπικού του Οργανισμού.

2.   Ο Οργανισμός ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη, την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων του Οργανισμού καθώς και την ημερομηνία έναρξης της επίσκεψης. Οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του Οργανισμού πραγματοποιούν τις επισκέψεις αφού παρουσιάσουν απόφαση του εντεταλμένου διευθυντή του Οργανισμού, στην οποία προσδιορίζονται το αντικείμενο και οι στόχοι της επίσκεψής τους.

3.   Μετά το τέλος κάθε επίσκεψης, ο Οργανισμός συντάσσει έκθεση και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή και στο οικείο κράτος μέλος.

Άρθρο 34

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του Οργανισμού διέπεται από τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στην εν λόγω σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει ο Οργανισμός.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός καταβάλλει αποζημίωση για κάθε ζημία που προκλήθηκε από τις υπηρεσίες ή το προσωπικό του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα επιμέρους δίκαια των κρατών μελών.

4.   Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο για την επίλυση διαφορών που αφορούν την αποζημίωση των ζημιών που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.   Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Οργανισμού διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται σε αυτούς.

Άρθρο 35

Γλώσσες

1.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τα γλωσσικά θέματα όσον αφορά τον Οργανισμό. Εφόσον το ζητήσει μέλος του διοικητικού συμβουλίου, η απόφαση αυτή λαμβάνεται με ομοφωνία. Τα κράτη μέλη μπορούν να απευθύνονται στον Οργανισμό στην κοινοτική γλώσσα της επιλογής τους.

2.   Οι μεταφραστικές εργασίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Οργανισμού εκτελούνται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 36

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.   Ο Οργανισμός είναι ανοικτός στη συνεργασία με τρίτες χώρες οι οποίες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Κοινότητα, βάσει των οποίων οι οικείες χώρες έχουν εγκρίνει και εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

2.   Βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, θεσπίζονται ρυθμίσεις οι οποίες προσδιορίζουν τον τρόπο συμμετοχής αυτών των χωρών στις εργασίες του Οργανισμού, ιδίως τη φύση και την έκταση αυτής της συμμετοχής. Οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις σχετικά με τις οικονομικές συνεισφορές και το προσωπικό. Ενδέχεται να προβλέπουν την εκπροσώπηση αυτών των χωρών στο διοικητικό συμβούλιο, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 37

Διαφάνεια

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (15) εφαρμόζεται αναφορικά με τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του Οργανισμού.

Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τα πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο.

Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο καταγγελίας στον Διαμεσολαβητή ή προσφυγής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δυνάμει των άρθρων 195 και 230 της Συνθήκης, αντιστοίχως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 38

Προϋπολογισμός

1.   Όλα τα έσοδα και οι δαπάνες του Οργανισμού αποτελούν αντικείμενο προβλέψεων για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

Ο προϋπολογισμός ισοσκελίζεται ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

2.   Τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονται από:

συνεισφορά της Κοινότητας,

ενδεχόμενη συνεισφορά των τρίτων χωρών που συμμετέχουν στις εργασίες του Οργανισμού δυνάμει του άρθρου 36,

τα τέλη για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και κάθε άλλη υπηρεσία που παρέχει ο Οργανισμός.

3.   Τα έξοδα του Οργανισμού περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες, τα έξοδα υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

4.   Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, βάσει σχεδίου που καταρτίζει ο εντεταλμένος διευθυντής, καταρτίζει την κατάσταση προβλέψεων των εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος. Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει στην Επιτροπή την εν λόγω κατάσταση προβλέψεων, που περιλαμβάνει σχέδιο πίνακα προσωπικού, το αργότερο στις 31 Μαρτίου.

5.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο (αποκαλούμενα εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») μαζί με το προσχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.   Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες όσον αφορά τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της επιχορήγησης που βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό, τον οποίο παραπέμπει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το άρθρο 272 της συνθήκης.

7.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις στο πλαίσιο της επιχορήγησης που προορίζεται για τον Οργανισμό. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού του Οργανισμού.

8.   Ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οσάκις ενδείκνυται, αναπροσαρμόζεται αναλόγως.

9.   Το διοικητικό συμβούλιο κοινοποιεί, όσο το δυνατόν ταχύτερα, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, την πρόθεσή του να υλοποιήσει οιοδήποτε σχέδιο μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, ιδίως τα σχέδια στον τομέα των ακινήτων, όπως η μίσθωση ή η αγορά κτιρίων. Ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Εάν ένας κλάδος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής κοινοποιήσει την πρόθεσή του να διατυπώσει γνώμη επί του σχεδίου, διαβιβάζει τη γνώμη του στο διοικητικό συμβούλιο εντός έξι εβδομάδων από την ημερομηνία κοινοποίησης του σχεδίου.

Άρθρο 39

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εντεταλμένος διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Το αργότερο την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος του οργανισμού γνωστοποιεί στον υπόλογο της Επιτροπής τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των οργάνων και των αποκεντρωμένων Οργανισμών, σύμφωνα με το άρθρο 128 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

3.   Το αργότερο την 31η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους. Η έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς αυτούς, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 248 της συνθήκης. Δημοσιεύει ετησίως έκθεση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

4.   Αφού παραλάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 129 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, ο εντεταλμένος διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού με δική του ευθύνη και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο διατυπώνει γνώμη σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού.

6.   Το αργότερο την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο εντεταλμένος διευθυντής διαβιβάζει τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

8.   Έως τις 30 Σεπτεμβρίου το αργότερο, ο εντεταλμένος διευθυντής του Οργανισμού διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του. Διαβιβάζει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

9.   Ο εντεταλμένος διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ’ αίτησή του, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το οικείο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

10.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν συστάσεως του Συμβουλίου το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 30 Απριλίου του έτους Ν+2, απαλλαγή στον εντεταλμένο διευθυντή σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού για τη χρήση Ν.

Άρθρο 40

Δημοσιονομικός κανονισμός

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στον Οργανισμό εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή. Δεν μπορούν να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 (16), εκτός εάν το επιβάλλουν οι ειδικές απαιτήσεις της λειτουργίας του Οργανισμού και με προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής.

Άρθρο 41

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζεται πλήρως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Ο Οργανισμός προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και θεσπίζει αμέσως τις αναγκαίες προς τον σκοπό αυτό ρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους του Οργανισμού.

3.   Στις αποφάσεις χρηματοδότησης, καθώς και στις εκτελεστικές συμφωνίες και μέσα που απορρέουν από αυτές, ορίζεται ρητώς ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF δύνανται, εν ανάγκη, να διενεργούν επί τόπου ελέγχους στους δικαιούχους χρηματοδότησης από τον Οργανισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 42

Έναρξη των δραστηριοτήτων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός τίθεται σε επιχειρησιακή λειτουργία εντός 24 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 43

Αξιολόγηση

Πέντε έτη από την έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, των επιτευγμάτων του Οργανισμού και των μεθόδων εργασίας του. Στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης, λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των εκπροσώπων του τομέα των σιδηροδρόμων, των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων των πελατών. Τα πορίσματα της αξιολόγησης πρέπει να δημοσιοποιούνται. Η Επιτροπή προτείνει, εάν παραστεί ανάγκη, τροποποίηση του παρόντος κανονισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή, εάν ενδείκνυται, υποβάλλει πρόταση αναθεώρησης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, υπό το πρίσμα των εξελίξεων όσον αφορά τους ρυθμιστικούς Οργανισμούς, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μελετούν την πρόταση αυτή, και ιδίως εξετάζουν κατά πόσον η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου χρειάζεται αναθεώρηση, σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο που θα θεσπισθεί για τους ρυθμιστικούς Οργανισμούς.

Άρθρο 44

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. COX

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. McDOWELL

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Επιτροπή υπενθυμίζει την ανακοίνωσή της του Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με το πλαίσιο λειτουργίας των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών οργανισμών και την υποβληθείσα από αυτήν πρόταση κανονισμού σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων. Η Επιτροπή πιστεύει ότι, σύμφωνα με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιανουαρίου 2004 που αφορά την προαναφερθείσα ανακοίνωση, ένα διοικητικό συμβούλιο με περιορισμένο αριθμό μελών που θα διορίζονται από τα εκτελεστικά όργανα της Κοινότητας θα διασφαλίσει την καλύτερη λειτουργία του Οργανισμού στη διευρυμένη Ένωση. Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναμένει την απάντηση του Συμβουλίου στην ανακοίνωσή της σχετικά με το πλαίσιο λειτουργίας των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών οργανισμών. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει την πρόθεσή της να υποβάλει, εφόσον είναι σκόπιμο, πρόταση για το πλαίσιο λειτουργίας των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών οργανισμών, η οποία θα καλύπτει επίσης τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου.


(1)  ΕΕ C 126 E της 28.5.2002, σ. 323.

(2)  ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 131.

(3)  ΕΕ C 66 της 19.3.2003, σ. 5.

(4)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2003 (ΕΕ C 38 E της 12.2.2004, σ. 135), κοινή θέση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 (ΕΕ C 270 E της 11.11.2003, σ. 48) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ης Απριλίου 2004 και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004.

(5)  ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 143 της 27.6.1995, σ. 70· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26).

(7)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).

(8)  ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1.

(10)  Βλέπε σελίδα 16 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(11)  ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 1346/2001/ΕΚ (ΕΕ L 185 της 6.7.2001, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(14)  Απόφαση 98/500/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 1998, για σύσταση επιτροπών κλαδικού διαλόγου για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27).

(15)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(16)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 72).


21.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 220/16


Διορθωτικό στην οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (oδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων)

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 164 της 30ής Απριλίου 2004 )

Η οδηγία 2004/49/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

ΟΔΗΓΙΑ 2004/49/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 29ης Απριλίου 2004

για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων, η οποία τροποποιεί την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας

(Οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251 της συνθήκης (4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο έχει εγκριθεί από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 23 Μαρτίου 2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να συνεχισθούν οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών, που ξεκίνησαν με την οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, σχετικά με την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (5), χρειάζεται να θεσπισθεί ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Μέχρι σήμερα τα κράτη μέλη καταρτίζουν τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας τους, κυρίως για τις εθνικές γραμμές, με βάση τις τεχνικές και λειτουργικές έννοιες που υφίστανται σε εθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, οι διαφορές ως προς τις αρχές, την προσέγγιση και τη νοοτροπία δυσχεραίνουν την άρση των τεχνικών φραγμών και την καθιέρωση διεθνών μεταφορικών δραστηριοτήτων.

(2)

Με την οδηγία 91/440/ΕΟΚ, την οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (6) και την οδηγία 2001/14/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (7), γίνονται τα πρώτα βήματα προς τη ρύθμιση της αγοράς των ευρωπαϊκών σιδηροδρομικών μεταφορών, με το άνοιγμα της αγοράς των διεθνών σιδηροδρομικών εμπορευματικών υπηρεσιών. Ωστόσο, οι διατάξεις για την ασφάλεια απεδείχθησαν ανεπαρκείς, και οι διαφορές μεταξύ των απαιτήσεων ασφάλειας εξακολουθούν να υφίστανται και να επηρεάζουν τη βέλτιστη λειτουργία των σιδηροδρομικών μεταφορών στην Κοινότητα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να εναρμονισθεί το περιεχόμενο των κανόνων ασφάλειας, η πιστοποίηση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των αρχών ασφάλειας, καθώς και η διερεύνηση των ατυχημάτων.

(3)

Τα μετρό, τα τραμ και άλλα ελαφρά σιδηροδρομικά συστήματα υπόκεινται σε πολλά κράτη μέλη σε τοπικούς ή περιφερειακούς κανόνες ασφάλειας, εποπτεύονται συχνά από τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές και δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις για τη διαλειτουργικότητα ή τη χορήγηση αδειών σε κοινοτικό επίπεδο. Επιπλέον, για τα τραμ ισχύει συχνά η νομοθεσία οδικής ασφάλειας, και δεν μπορούν επομένως να καλυφθούν πλήρως από τους κανόνες σιδηροδρομικής ασφάλειας. Για τους λόγους αυτούς, και σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εξαιρούν τα τοπικά αυτά σιδηροδρομικά συστήματα από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(4)

Τα επίπεδα ασφάλειας του κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος είναι κατά κανόνα υψηλά, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις οδικές μεταφορές. Είναι σημαντική η διατήρηση της ασφάλειας τουλάχιστον στα ίδια επίπεδα κατά την τρέχουσα φάση αναδιάρθρωσης, στο πλαίσιο της οποίας διαχωρίζονται οι αρμοδιότητες των κατά το παρελθόν ολοκληρωμένων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, η αυτορρύθμιση υποχωρεί στο σιδηροδρομικό τομέα, ενώ αυξάνεται περισσότερο η ρύθμιση από το κράτος. Παράλληλα με την τεχνική και την επιστημονική πρόοδο θα πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω και η ασφάλεια, στο μέτρο του δυνατού, και λαμβάνοντας υπόψη την ανταγωνιστικότητα των σιδηροδρομικών μεταφορών.

(5)

Όλοι οι φορείς εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού συστήματος, διαχειριστές υποδομής και σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να φέρουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την ασφάλεια του συστήματος, ο καθένας για το δικό του τμήμα. Όπου αρμόζει, θα πρέπει να συνεργάζονται στην υλοποίηση μέτρων ελέγχου των κινδύνων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαχωρίσουν σαφώς την άμεση αυτή ευθύνη για την ασφάλεια από το καθήκον των αρμόδιων για την ασφάλεια αρχών να παράσχουν ένα εθνικό ρυθμιστικό πλαίσιο και να εποπτεύουν τις επιδόσεις των φορέων εκμετάλλευσης.

(6)

Η ευθύνη των φορέων διαχείρισης των υποδομών και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων όσον αφορά τη λειτουργία του σιδηροδρομικού συστήματος δεν απαλλάσσει τους υπόλοιπους φορείς, όπως οι κατασκευαστές, οι επιφορτισμένες με τη συντήρηση εταιρίες, οι φορείς παροχής υπηρεσιών και οι υπηρεσίες αγοράς υλικού, από την υποχρέωση να αναλαμβάνουν την ευθύνη των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας (8), καθώς και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος (9) ή οιοδήποτε άλλο σχετικό νομοθετικό κείμενο της Κοινότητας.

(7)

Οι απαιτήσεις ασφάλειας για τα υποσυστήματα των διευρωπαϊκών σιδηροδρομικών δικτύων θεσπίζονται στην οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου και στην οδηγία 2001/16/ΕΚ. Εντούτοις, οι οδηγίες αυτές δεν καθορίζουν κοινές απαιτήσεις σε επίπεδο συστήματος και δεν αναφέρονται λεπτομερώς στη ρύθμιση, τη διαχείριση και την εποπτεία της ασφάλειας. Κατά τον καθορισμό των ελάχιστων επιπέδων ασφάλειας των υποσυστημάτων από τις τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ), αυξάνεται η σημασία του καθορισμού στόχων ασφάλειας και σε επίπεδο συστήματος.

(8)

Θα πρέπει να θεσπισθούν προοδευτικά κοινοί στόχοι ασφάλειας (ΚΣΑ) και κοινές μέθοδοι ασφάλειας (ΚΜΑ), προκειμένου να διασφαλίζεται η διατήρηση υψηλού επιπέδου ασφάλειας και, όπου και όποτε χρειάζεται και είναι εύλογα εφικτή, η βελτίωσή του. Οι κοινοί αυτοί στόχοι και μέθοδοι θα πρέπει να παρέχουν μέσα αξιολόγησης του επιπέδου ασφάλειας και των επιδόσεων των φορέων εκμετάλλευσης σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς και στα κράτη μέλη.

(9)

Οι πληροφορίες για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού συστήματος σπανίζουν και συνήθως δεν δημοσιεύονται. Είναι επομένως απαραίτητο να καθορισθούν κοινοί δείκτες ασφάλειας (ΚΔΑ) προκειμένου να ελέγχεται η συμμόρφωση του συστήματος προς τους ΚΣΑ και να διευκολύνεται η παρακολούθηση του βαθμού σιδηροδρομικής ασφάλειας. Ωστόσο, οι εθνικοί ορισμοί που αφορούν τους ΚΔΑ μπορούν να εφαρμόζονται για μεταβατική περίοδο και, κατά συνέπεια, κατά τη σύνταξη της πρώτης σειράς ΚΣΑ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκταση της ανάπτυξης των κοινών ορισμών των ΚΔΑ.

(10)

Οι εθνικοί κανόνες ασφάλειας, που βασίζονται συχνά σε εθνικά τεχνικά πρότυπα, θα πρέπει να αντικατασταθούν προοδευτικά από κανόνες βασισμένους σε κοινά πρότυπα, τα οποία καθορίζονται από τις ΤΠΔ. Η καθιέρωση νέων εθνικών κανόνων που δεν βασίζονται σε κοινά πρότυπα θα πρέπει να περιορισθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι νέοι εθνικοί κανόνες θα πρέπει να είναι σύμφωνοι προς την κοινοτική νομοθεσία και να διευκολύνουν τη μετάβαση προς μια κοινή προσέγγιση για τη σιδηροδρομική ασφάλεια. Θα πρέπει, επομένως, να ζητείται η γνώμη όλων των ενδιαφερομένων προτού θεσπισθεί από κράτος μέλος εθνικός κανόνας ασφάλειας που επιτάσσει υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας από ό,τι ο ΚΣΑ. Στις περιπτώσεις αυτές, το νέο σχέδιο κανόνα θα πρέπει να εξετάζεται από την Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να λάβει απόφαση εάν διαπιστωθεί ότι η πρόταση κανόνα δεν συμβιβάζεται με την κοινοτική νομοθεσία ή ότι αποτελεί μέσο αυθαίρετης διάκρισης ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών δραστηριοτήτων μεταξύ κρατών μελών.

(11)

Η ισχύουσα κατάσταση, κατά την οποία οι εθνικοί κανόνες ασφάλειας εξακολουθούν να έχουν σημασία, θα πρέπει να θεωρηθεί ως μεταβατική περίοδος, η οποία θα οδηγήσει τελικά στην κατάσταση κατά την οποία θα ισχύουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες.

(12)

Η ανάπτυξη των ΚΣΑ, ΚΜΑ και ΚΔΑ, καθώς και η ανάγκη να διευκολυνθεί η πορεία προς μία κοινοτική προσέγγιση για τη σιδηροδρομική ασφάλεια, απαιτούν τεχνική υποστήριξη σε κοινοτικό επίπεδο. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων, που συστήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), δημιουργείται για την έκδοση συστάσεων όσον αφορά τους ΚΣΑ, τις ΚΜΑ και τους ΚΔΑ, καθώς και για την περαιτέρω εναρμόνιση των μέτρων και την παρακολούθηση της προόδου της σιδηροδρομικής ασφάλειας στην Κοινότητα.

(13)

Κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους και την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, οι διαχειριστές της υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εφαρμόζουν ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας, να πληρούν τις κοινοτικές απαιτήσεις και να συμπεριλαμβάνουν κοινά στοιχεία. Οι πληροφορίες για την ασφάλεια και την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, θα πρέπει να υποβάλλονται στην αρχή για την ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους.

(14)

Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η οδηγία 89/391/EΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (11), καθώς και οι σχετικές με αυτή ειδικές οδηγίες, εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στις σιδηροδρομικές μεταφορές. Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, θα πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη η οδηγία 96/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (12).

(15)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο ασφάλειας των σιδηροδρόμων και ισότιμη μεταχείριση όλων των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, οι τελευταίες θα πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις ασφάλειας. Το πιστοποιητικό ασφάλειας θα πρέπει να αποδεικνύει ότι η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει θεσπίσει το σύστημά της για τη διαχείριση της ασφάλειας και ότι είναι σε θέση να συμμορφωθεί προς τα σχετικά πρότυπα και κανόνες ασφάλειας. Για τις διεθνείς υπηρεσίες μεταφορών, θα πρέπει να επαρκεί η έγκριση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας σε ένα κράτος μέλος και να αποκτά η έγκριση κοινοτική ισχύ. Από την άλλη πλευρά, η τήρηση των εθνικών κανόνων θα πρέπει να πιστοποιείται περαιτέρω σε κάθε κράτος μέλος. Τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η θέσπιση ενός κοινού πιστοποιητικού ασφάλειας με κοινοτική ισχύ.

(16)

Επιπλέον των απαιτήσεων ασφαλείας που καθορίζονται στο πιστοποιητικό ασφαλείας, οι εγκεκριμένες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις πρέπει να συμμορφώνονται με τις εθνικές απαιτήσεις, οι οποίες είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις, όσον αφορά τις συνθήκες υγείας και ασφάλειας και τις κοινωνικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των νομικών διατάξεων που αφορούν το χρονικό διάστημα οδήγησης, και τα δικαιώματα των εργαζομένων και των καταναλωτών, όπως προβλέπονται στα άρθρα 6 και 12 της οδηγίας 95/18/ΕΚ.

(17)

Κάθε διαχειριστής υποδομής έχει καίρια ευθύνη για τον ασφαλή σχεδιασμό, συντήρηση και λειτουργία του οικείου σιδηροδρομικού δικτύου. Εκ παραλλήλου με την πιστοποίηση ασφαλείας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, ο διαχειριστής της υποδομής θα πρέπει να υπόκειται και σε άδεια ασφαλείας εκδιδόμενη από την αρχή για την ασφάλεια σχετικά με το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας και με άλλες διατάξεις για την ικανοποίηση των απαιτήσεων ασφαλείας.

(18)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν προσπάθειες για να βοηθήσουν όσους υποψηφίους επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά ως σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες και να ανταποκρίνονται χωρίς καθυστέρηση στα αιτήματα πιστοποίησης της ασφάλειας. Για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εκτελούν διεθνείς μεταφορές, είναι σημαντικό να ακολουθούνται παρόμοιες διαδικασίες στα διάφορα κράτη μέλη. Μολονότι το πιστοποιητικό ασφάλειας θα περιέχει εθνικά στοιχεία για το άμεσο μέλλον, θα πρέπει, εντούτοις, να είναι δυνατή η εναρμόνιση των κοινών στοιχείων του και η διευκόλυνση της δημιουργίας ενός κοινού προτύπου.

(19)

Η πιστοποίηση του προσωπικού των συρμών και η άδεια θέσης του χρησιμοποιούμενου τροχαίου υλικού σε λειτουργία για τα διάφορα εθνικά δίκτυα, συνιστούν συχνά ανυπέρβλητα εμπόδια για τους νεοεισερχομένους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι εγκαταστάσεις για την κατάρτιση και πιστοποίηση όσον αφορά το προσωπικό των συρμών που είναι απαραίτητες για να πληρούνται οι απαιτήσεις εθνικών κανόνων, είναι διαθέσιμες στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που ζητούν πιστοποιητικό ασφάλειας. Θα πρέπει να θεσπισθεί μία κοινή διαδικασία χορήγησης αδειών για τη θέση σε λειτουργία του χρησιμοποιούμενου τροχαίου υλικού.

(20)

Ο χρόνος οδήγησης και οι περίοδοι ανάπαυσης για τους οδηγούς των τρένων και το λοιπό σιδηροδρομικό προσωπικό που ασκεί καθήκοντα ασφαλείας, έχουν σημαντικό αντίκτυπο ως προς την ασφάλεια του σιδηροδρομικού συστήματος. Τα θέματα αυτά εμπίπτουν στα άρθρα 137 έως 139 της Συνθήκης και αποτελούν ήδη αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου που έχει συσταθεί σύμφωνα με την απόφαση 98/500/ΕΚ (13).

(21)

Η ανάπτυξη ασφαλούς κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος απαιτεί την καθιέρωση εναρμονισμένων όρων για τη χορήγηση των κατάλληλων αδειών οδήγησης σε οδηγούς τρένων και σε προσωπικό συνοδείας με καθήκοντα ασφαλείας· για το θέμα αυτό, η Επιτροπή έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να προτείνει σύντομα περαιτέρω νομοθεσία. Όσον αφορά το λοιπό προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με βασικά καθήκοντα ασφαλείας, τα προσόντα του έχουν ήδη καθορισθεί με τις οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ.

(22)

Στο πλαίσιο του νέου κοινού ρυθμιστικού πλαισίου για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, θα πρέπει να δημιουργηθούν εθνικές αρχές σε όλα τα κράτη μέλη για τη ρύθμιση και την εποπτεία της ασφάλειας των σιδηροδρόμων. Προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία τους σε κοινοτικό επίπεδο, θα πρέπει να ανατεθούν στις αρχές αυτές τα ίδια ελάχιστα καθήκοντα και αρμοδιότητες. Είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί στις αρμόδιες για την ασφάλεια εθνικές αρχές ασφάλειας υψηλός βαθμός ανεξαρτησίας. Θα πρέπει να εκτελούν τα καθήκοντά τους με ανοικτό και αμερόληπτο τρόπο, ούτως ώστε να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός ενιαίου κοινοτικού σιδηροδρομικού συστήματος, και να συνεργάζονται με στόχο τον συντονισμό των κριτηρίων που χρησιμοποιούν για τη λήψη των αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά την πιστοποίηση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων που εκτελούν διεθνείς μεταφορές.

(23)

Αν και τα σοβαρά σιδηροδρομικά ατυχήματα είναι σπάνια, μπορούν, εντούτοις, να έχουν καταστρεπτικές συνέπειες και να προκαλέσουν στην κοινή γνώμη ανησυχία για το βαθμό ασφάλειας του σιδηροδρομικού συστήματος. Κατά συνέπεια, όλα αυτά τα ατυχήματα θα πρέπει να διερευνώνται ως προς την ασφάλεια, ούτως ώστε να αποφεύγεται η επανάληψή τους, και τα αποτελέσματα των ερευνών θα πρέπει να δημοσιοποιούνται. Τα άλλα ατυχήματα και συμβάντα ενδέχεται να αποτελούν σημαντικές προειδοποιήσεις για σοβαρά ατυχήματα και θα πρέπει επίσης να διερευνώνται ως προς την ασφάλεια, όταν χρειάζεται.

(24)

Η έρευνα ως προς την ασφάλεια θα πρέπει να διαχωρίζεται από τη δικαστική ανάκριση για το ίδιο συμβάν, ενώ θα πρέπει να εξασφαλίζεται η πρόσβαση σε στοιχεία και μαρτυρίες. Θα πρέπει να πραγματοποιείται από μόνιμο φορέα, ανεξάρτητο από τους διάφορους παράγοντες στο χώρο των σιδηροδρόμων. Ο εν λόγω φορέας θα πρέπει να λειτουργεί ούτως ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων και οποιαδήποτε δυνατή σχέση με τα αίτια των περιστατικών που διερευνώνται. Συγκεκριμένα, η λειτουργική του ανεξαρτησία δεν θα πρέπει να θίγεται εάν συνδέεται στενά με την εθνική αρχή ασφαλείας ή τη ρυθμιστική αρχή, για λόγους που αφορούν την οργάνωση και τις νομικές δομές. Οι έρευνες θα πρέπει να διεξάγονται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια. Για κάθε περιστατικό, ο φορέας διερεύνησης θα πρέπει να συγκροτεί τη σχετική ομάδα έρευνας, η οποία θα διαθέτει την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη για την εξεύρεση των άμεσων καθώς και των βαθύτερων αιτίων του συμβάντος.

(25)

Οι εκθέσεις για τις έρευνες και οποιαδήποτε πορίσματα και συστάσεις παρέχουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες για την περαιτέρω βελτίωση της σιδηροδρομικής ασφάλειας και θα πρέπει να δημοσιοποιούνται σε κοινοτικό επίπεδο. Οι αποδέκτες των συστάσεων ασφάλειας θα πρέπει να προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες και ο φορέας διερεύνησης να λαμβάνει γνώση αυτών των ενεργειών.

(26)

Εφόσον οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, και συγκεκριμένα ο συντονισμός των δραστηριοτήτων στα κράτη μέλη για τη ρύθμιση και την εποπτεία της ασφάλειας, η διερεύνηση των ατυχημάτων και η κατάρτιση σε κοινοτικό επίπεδο κοινών στόχων ασφάλειας, κοινών μεθόδων ασφάλειας, κοινών δεικτών ασφάλειας και κοινών απαιτήσεων για τα πιστοποιητικά ασφάλειας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, ως εκ τούτου, λόγω της κλίμακας της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(27)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών εξουσιών που ανατίθενται στην Επιτροπή (14).

(28)

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην αναδιοργάνωση και ενοποίηση της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Συνεπώς, οι διατάξεις που αφορούν την πιστοποίηση ασφαλείας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, τις οποίες είχε προηγουμένως καθορίσει η οδηγία 2001/14/ΕΚ, θα πρέπει να καταργηθούν μαζί με όλες τις αναφορές στην πιστοποίηση της ασφάλειας. Η οδηγία 95/18/ΕΚ περιλαμβάνει απαιτήσεις για τα προσόντα ασφαλείας του προσωπικού κίνησης και για την ασφάλεια του τροχαίου υλικού, οι οποίες καλύπτονται από τις απαιτήσεις για την πιστοποίηση ασφαλείας της παρούσας οδηγίας και δεν θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν μέρος των απαιτήσεων για τη χορήγηση άδειας. Προκειμένου να λάβει άδεια πρόσβασης στη σιδηροδρομική υποδομή, η εγκεκριμένη σιδηροδρομική επιχείρηση θα πρέπει να διαθέτει πιστοποιητικό ασφαλείας.

(29)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλίσει την ανάπτυξη και τη βελτίωση της ασφάλειας των κοινοτικών σιδηροδρόμων, καθώς και της πρόσβασης στην αγορά όσων παρέχουν σιδηροδρομικές υπηρεσίες:

α)

εναρμονίζοντας τη δομή του ρυθμιστικού συστήματος στα κράτη μέλη·

β)

καθορίζοντας τις αρμοδιότητες των παραγόντων·

γ)

καταρτίζοντας κοινούς στόχους ασφάλειας και κοινή μεθοδολογία ασφάλειας προκειμένου να επιτευχθεί η εναρμόνιση των εθνικών κανόνων·

δ)

απαιτώντας τη συγκρότηση, σε κάθε κράτος μέλος, αρχής ασφάλειας και φορέα διερεύνησης ατυχημάτων και συμβάντων·

ε)

καθορίζοντας κοινές αρχές διαχείρισης, ρύθμισης και εποπτείας της ασφάλειας των σιδηροδρόμων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία αφορά το σιδηροδρομικό σύστημα των κρατών μελών, το οποίο μπορεί να χωρισθεί σε υποσυστήματα σχετικά με τομείς διαρθρωτικής και λειτουργικής φύσεως. Καλύπτει τις απαιτήσεις ασφάλειας ολόκληρου του συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της ασφαλούς διαχείρισης της υποδομής και της εκμετάλλευσης της κυκλοφορίας και της αλληλεπίδρασης σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαχειριστών υποδομής.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τα μέτρα που θεσπίζουν για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:

α)

τα μετρό, τραμ και άλλα ελαφρά σιδηροδρομικά συστήματα·

β)

τα δίκτυα τα λειτουργικώς αποκομμένα από τα υπόλοιπα σιδηροδρομικά συστήματα και τα οποία προορίζονται μόνο για τη λειτουργία τοπικών, αστικών ή προαστιακών υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών, καθώς και τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις με δραστηριότητες μόνο στα δίκτυα αυτά·

γ)

τη σιδηροδρομική υποδομή που ανήκει σε ιδιώτες και υπάρχει για να χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τον κύριο της υποδομής για τις δικές του μεταφορές φορτίου.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για το σκοπό της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«σιδηροδρομικό σύστημα»: το σύνολο των υποσυστημάτων σχετικά με τομείς διαρθρωτικής και λειτουργικής φύσεως, όπως ορίζονται στις οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/EΚ, καθώς και η διαχείριση και λειτουργία ολόκληρου του συστήματος·

β)

«διαχειριστής υποδομής»: κάθε φορέας ή επιχείρηση που είναι υπεύθυνος ιδίως για την εγκατάσταση και τη συντήρηση της σιδηροδρομικής υποδομής, ή μέρους αυτής, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ, της διαχείρισης των συστημάτων ελέγχου και ασφάλειας συμπεριλαμβανομένης επίσης της υποδομής. Τα καθήκοντα του διαχειριστή της υποδομής ενός δικτύου ή ενός μέρους δικτύου μπορούν να ανατίθενται σε διαφορετικούς φορείς ή επιχειρήσεις·

γ)

«σιδηροδρομική επιχείρηση»: κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση κατά την έννοια της οδηγίας 2001/14/ΕΚ, και κάθε άλλη δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας είναι η παροχή υπηρεσιών σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων ή/και επιβατών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση αυτή εξασφαλίζει υποχρεωτικά και την έλξη· συμπεριλαμβάνονται επίσης οι επιχειρήσεις που παρέχουν μόνον έλξη·

δ)

«τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ)»: οι προδιαγραφές που ισχύουν για κάθε υποσύστημα ή τμήμα υποσυστήματος προκειμένου αυτό να ανταποκρίνεται στις βασικές απαιτήσεις και να εξασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, όπως ορίζονται στην οδηγία 96/48/ΕΚ και στην οδηγία 2001/16/ΕΚ.

ε)

«κοινοί στόχοι ασφάλειας (ΚΣΑ)»: τα επίπεδα ασφάλειας που πρέπει κατ «ελάχιστον να επιτυγχάνονται στα διάφορα τμήματα του σιδηροδρομικού συστήματος (όπως φέρ» ειπείν το συμβατικό σιδηροδρομικό σύστημα, το σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, τις μακρές σιδηροδρομικές σήραγγες ή τις γραμμές που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις μεταφορές εμπορευμάτων) καθώς και σε ολόκληρο το σύστημα, τα οποία εκφράζονται με κριτήρια αποδοχής κινδύνων·

στ)

«κοινές μέθοδοι ασφάλειας (ΚΜΑ)»: η μεθοδολογία που καταρτίζεται για την περιγραφή του τρόπου αξιολόγησης της επίτευξης των στόχων ασφάλειας και της συμμόρφωσης με άλλες αιτήσεις ασφάλειας·

ζ)

«αρχή για την ασφάλεια»: ο εθνικός φορέας που αναλαμβάνει τα καθήκοντα που αφορούν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή κάθε οργανισμός δύο κρατών μελών στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν αναθέσει τα καθήκοντα αυτά ώστε να εξασφαλίζεται ένα ενιαίο καθεστώς ασφαλείας για την εξειδικευμένη διαμεθοριακή υποδομή·

η)

«εθνικοί κανόνες ασφάλειας»: το σύνολο των κανόνων που περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις σιδηροδρομικής ασφάλειας οι οποίες επιβάλλονται σε επίπεδο κράτους μέλους και ισχύουν για περισσότερες από μία σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του φορέα από τον οποίο εκδίδονται·

θ)

«σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας»: η οργάνωση και οι ρυθμίσεις που θεσπίζονται από έναν διαχειριστή υποδομής ή μία σιδηροδρομική επιχείρηση με στόχο την εξασφάλιση της ασφαλούς διαχείρισης των μεταφορών που εκτελεί·

ι)

«υπεύθυνος έρευνας»: το πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για τη διοργάνωση, τη διεξαγωγή και τον έλεγχο μιας έρευνας·

ια)

«ατύχημα»: κάθε ακούσιο ή απρομελέτητο αιφνίδιο περιστατικό ή μία ειδική αλληλουχία τέτοιων περιστατικών με βλαβερές συνέπειες· τα ατυχήματα διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: συγκρούσεις, εκτροχιασμοί, ατυχήματα σε ισόπεδες διαβάσεις, ατυχήματα που προκαλούνται σε άτομα από κινούμενο τροχαίο υλικό, πυρκαγιές και άλλα·

ιβ)

«σοβαρό ατύχημα»: κάθε σύγκρουση ή εκτροχιασμός συρμών, με τουλάχιστον έναν νεκρό ή πέντε ή περισσότερους σοβαρά τραυματισμένους, ή εκτεταμένες ζημίες στο τροχαίο υλικό, την υποδομή ή το περιβάλλον, καθώς και κάθε άλλο παρόμοιο ατύχημα με προφανείς επιπτώσεις για τη ρύθμιση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων και τη διαχείριση της ασφάλειας. Ως «εκτεταμένες ζημίες» νοούνται οι ζημίες οι οποίες μπορούν να εκτιμηθούν αμέσως από τον φορέα των ερευνών ότι θα κοστίσουν συνολικά τουλάχιστον 2 εκατ. EUR·

ιγ)

«συμβάν»: κάθε περιστατικό, πλην ατυχήματος ή σοβαρού ατυχήματος, που συνδέεται με τη λειτουργία των τρένων και επηρεάζει την ασφαλή λειτουργία τους·

ιδ)

«έρευνα/διερεύνηση»: διαδικασία που διεξάγεται με σκοπό την πρόληψη ατυχημάτων και συμβάντων και η οποία περιλαμβάνει τη συγκέντρωση και την ανάλυση πληροφοριών, την εξαγωγή συμπερασμάτων, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των αιτίων, και, οσάκις κρίνεται ενδεδειγμένο, τη διατύπωση συστάσεων ασφάλειας·

ιε)

«αίτια»: ενέργειες, παραλείψεις, γεγονότα ή συνθήκες, ή συνδυασμός αυτών, που οδηγούν σε ατύχημα ή συμβάν·

ιστ)

«Οργανισμός»: ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων, ο κοινοτικός οργανισμός για την ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων·

ιζ)

«κοινοποιημένοι οργανισμοί»: οι οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με την αξιολόγηση της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας ή τη διεξαγωγή της κοινοτικής διαδικασίας ελέγχου των υποσυστημάτων, όπως ορίζονται στις οδηγίες 96/48/EΚ και 2001/16/EΚ·

ιη)

«στοιχεία διαλειτουργικότητας»: κάθε βασικό στοιχείο, ομάδα στοιχείων, υποσύνολο ή πλήρες σύνολο υλικών ενσωματωμένων ή προοριζόμενων να ενσωματωθούν σε ένα υποσύστημα, από το οποίο εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα η διαλειτουργικότητα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας ή του συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος, όπως ορίζονται στις οδηγίες 96/48/EΚ και 2001/16/EΚ. Η έννοια του «στοιχείου» καλύπτει στοιχεία υλικά όσο και άυλα, όπως το λογισμικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 4

Εξέλιξη και βελτίωση της σιδηροδρομικής ασφάλειας

1.   Tα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συνολική διατήρηση της σιδηροδρομικής ασφάλειας και, στο μέτρο του δυνατού, τη συνεχή βελτίωσή της, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της κοινοτικής νομοθεσίας, καθώς και την τεχνική και επιστημονική πρόοδο, και δίδοντας προτεραιότητα στην πρόληψη των σοβαρών ατυχημάτων.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση, εφαρμογή και επιβολή των κανόνων ασφάλειας με ανοικτό και αμερόληπτο τρόπο, για την προαγωγή της ανάπτυξης ενός ενιαίου συστήματος ευρωπαϊκών σιδηροδρομικών μεταφορών.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα ανάπτυξης και βελτίωσης της σιδηροδρομικής ασφάλειας λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη συστηματικής προσέγγισης.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι την ευθύνη για την ασφαλή λειτουργία του σιδηροδρομικού συστήματος και τον έλεγχο των σχετικών κινδύνων αναλαμβάνουν οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, που υποχρεούνται να εφαρμόζουν τα απαραίτητα μέτρα ελέγχου των κινδύνων, κατά περίπτωση, σε συνεργασία μεταξύ τους καθώς και τους εθνικούς κανόνες και πρότυπα ασφάλειας, και να καταρτίζουν συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Με επιφύλαξη της αστικής ευθύνης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου των κρατών μελών, κάθε διαχειριστής υποδομής και σιδηροδρομική επιχείρηση αναλαμβάνει την ευθύνη για το τμήμα του συστήματος που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του και για την ασφαλή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας υλικού και της ανάθεσης υπηρεσιών, έναντι των χρηστών, των πελατών, των εμπλεκομένων εργαζομένων και των τρίτων.

4.   Τούτο δεν θίγει την ευθύνη κάθε κατασκευαστή, συντηρητή, συντηρητή συρμών, παρέχοντος υπηρεσίες και προμηθευτή να παραδίδουν τροχαίο υλικό, εγκαταστάσεις, εξαρτήματα και άλλο υλικό ή υπηρεσίες σύμφωνα με τις ισχύουσες προϋποθέσεις και όρους χρήσης, προκειμένου να είναι δυνατή η ασφαλής χρησιμοποίησή τους από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ή/και τους διαχειριστές υποδομής.

Άρθρο 5

Κοινοί δείκτες ασφάλειας

1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η αξιολόγηση της επίτευξης των ΚΣΑ και να εξασφαλισθεί η παρακολούθηση της γενικής εξέλιξης της σιδηροδρομικής ασφάλειας, τα κράτη μέλη συγκεντρώνουν πληροφορίες για τους κοινούς δείκτες ασφάλειας (ΚΔΑ) μέσω των ετήσιων εκθέσεων των αρχών για την ασφάλεια, σύμφωνα με το άρθρο 18.

Ως πρώτο έτος αναφοράς για τους ΚΔΑ ορίζεται το 2006· οι σχετικές πληροφορίες υποβάλλονται με την ετήσια έκθεση το επόμενο έτος.

Οι ΚΔΑ καθορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I.

2.   Πριν από τις 30 Απριλίου 2009, το παράρτημα Ι αναθεωρείται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2, ιδίως για να συμπεριλάβει τους κοινούς ορισμούς των ΚΔΑ και τις κοινές μεθόδους υπολογισμού του κόστους ατυχήματος.

Άρθρο 6

Κοινές μέθοδοι ασφαλείας

1.   Η πρώτη σειρά ΚΜΑ που καλύπτει τουλάχιστον τις μεθόδους που περιγράφονται στην παράγραφο 3, στοιχείο α), θεσπίζεται από την Επιτροπή πριν από τις 30 Απριλίου 2008, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2. Οι ΚΜΑ δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η δεύτερη σειρά ΚΜΑ που καλύπτει το υπόλοιπο τμήμα των μεθόδων που περιγράφονται στην παράγραφο 3, θεσπίζεται από την Επιτροπή πριν από τις 30 Απριλίου 2010, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2. Οι ΚΜΑ δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τα σχέδια ΚΣΑ και τα σχέδια αναθεωρημένων ΚΣΑ καταρτίζονται από τον Οργανισμό δυνάμει των εντολών που εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2.

Το σχέδιο ΚΜΑ βασίζεται στην εξέταση των υφιστάμενων μεθόδων στα κράτη μέλη.

3.   Η ΚΜΑ περιγράφει τον τρόπο αξιολόγησης του επιπέδου ασφάλειας και της επίτευξης των στόχων ασφάλειας και της συμμόρφωσης προς άλλες απαιτήσεις ασφάλειας, αναπτύσσοντας και ορίζοντας:

α)

τις μεθόδους αξιολόγησης και εκτίμησης των κινδύνων·

β)

τις μεθόδους αξιολόγησης της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των πιστοποιητικών ασφάλειας και των αδειών ασφάλειας που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11

και

γ)

καθόσον δεν καλύπτονται από ΤΠΔ, τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να ελέγχεται κατά πόσον τα διαρθρωτικά υποσυστήματα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και του διευρωπαϊκού συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος λειτουργούν και συντηρούνται σύμφωνα με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις.

4.   Η ΚΜΑ αναθεωρείται τακτικά, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία από την εφαρμογή της καθώς και τη συνολική εξέλιξη της ασφάλειας των σιδηροδρόμων και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

5.   Τα κράτη μέλη επιφέρουν όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις στους εθνικούς τους κανόνες ασφάλειας με γνώμονα τη θέσπιση ΚΔΑ και τυχόν αναθεώρησή τους.

Άρθρο 7

Κοινοί στόχοι ασφάλειας

1.   Οι ΚΣΑ αναπτύσσονται, θεσπίζονται και αναθεωρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει το παρόν άρθρο.

2.   Τα σχέδια ΚΣΑ και τα σχέδια αναθεωρημένων ΚΣΑ καταρτίζονται από τον Οργανισμό δυνάμει των εντολών που εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2.

3.   Η πρώτη σειρά σχεδίων ΚΣΑ βασίζεται σε εξέταση των υφιστάμενων στόχων και επιδόσεων ασφάλειας των κρατών μελών και εξασφαλίζει ότι δεν μειώνονται οι σημερινές επιδόσεις σε θέματα ασφάλειας του σιδηροδρομικού συστήματος σε κανένα κράτος μέλος. Θεσπίζονται από την Επιτροπή πριν από τις 30 Απριλίου 2009, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2, και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η δεύτερη σειρά σχεδίων ΚΣΑ βασίζεται στις εμπειρίες που αποκτώνται από την πρώτη σειρά σχεδίων ΚΣΑ και την εφαρμογή τους. Αντανακλούν τους τομείς προτεραιότητας στους οποίους η ασφάλεια επιβάλλεται να βελτιωθεί. Θεσπίζονται από την Επιτροπή πριν από τις 30 Απριλίου 2011, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2, και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όλες οι προτάσεις σχεδίων και αναθεωρημένων ΚΣΑ αντανακλούν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που καθορίζει το άρθρο 4 παράγραφος 1. Συνοδεύονται από αξιολόγηση του εκτιμώμενου κόστους και ωφέλειας, με περιγραφή του πιθανού αντίκτυπου σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και οικονομικούς παράγοντες, και της κοινωνικής αποδοχής του κινδύνου. Περιλαμβάνουν χρονοδιάγραμμα σταδιακής εφαρμογής, κατά περίπτωση, ιδίως προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη το είδος και το ύψος της επένδυσης που απαιτείται για την εφαρμογή τους. Στα εν λόγω σχέδια, αναλύεται ο πιθανός αντίκτυπος στις ΤΠΔ για τα υποσυστήματα και περιλαμβάνονται, οσάκις ενδείκνυται, επακόλουθες προτάσεις τροποποίησης των ΤΠΔ.

4.   Οι ΚΣΑ ορίζουν τα επίπεδα ασφάλειας που πρέπει τουλάχιστον να επιτευχθούν στα διάφορα τμήματα του σιδηροδρομικού συστήματος και σε ολόκληρο το σύστημα, σε κάθε κράτος μέλος, υπό μορφή κριτηρίων αποδοχής των κινδύνων για:

α)

μεμονωμένους κινδύνους που αφορούν τους επιβάτες, το προσωπικό, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού των εργολάβων, τους χρήστες των ισόπεδων διαβάσεων και άλλους, και, υπό την επιφύλαξη των υφιστάμενων εθνικών και διεθνών κανόνων περί ευθύνης, μεμονωμένους κινδύνους που αφορούν άτομα που βρίσκονται χωρίς άδεια στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις·

β)

κινδύνους για την κοινωνία.

5.   Οι ΚΣΑ αναθεωρούνται τακτικά, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική εξέλιξη της ασφάλειας των σιδηροδρόμων.

6.   Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε αναγκαία τροποποίηση των εθνικών τους κανόνων ασφάλειας ώστε να επιτευχθούν τουλάχιστον οι ΚΣΑ, και τυχόν αναθεωρημένοι ΚΣΑ, σύμφωνα με τα προσαρτημένα σε αυτούς χρονοδιαγράμματα εφαρμογής. Κοινοποιούν αυτούς τους κανόνες στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3.

Άρθρο 8

Εθνικοί κανόνες ασφάλειας

1.   Κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη καταρτίζουν δεσμευτικούς εθνικούς κανόνες ασφαλείας και μεριμνούν ώστε να δημοσιεύονται και τίθενται στη διάθεση όλων των διαχειριστών υποδομής, των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των αιτούντων πιστοποιητικό ασφάλειας και των αιτούντων άδεια ασφαλείας σε απλή γλώσσα, κατανοητή από όλους τους ενδιαφερομένους.

2.   Πριν από τις 30 Απριλίου 2005, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή όλους τους ισχύοντες σχετικούς εθνικούς κανόνες ασφάλειας, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, και επισημαίνουν τον τομέα εφαρμογής τους.

Η κοινοποίηση παρέχει επιπλέον πληροφορίες για το βασικό περιεχόμενο των κανόνων, με παραπομπές στα νομικά κείμενα, για το είδος της νομοθεσίας, καθώς και για τον φορέα ή οργανισμό που είναι υπεύθυνος για τη δημοσίευσή της.

3.   Το αργότερο τέσσερα χρόνια από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, ο Οργανισμός αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίοι οι εθνικοί κανόνες ασφάλειας δημοσιεύονται και τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων σύμφωνα με την παράγραφο 1, και αναθέτει στην Επιτροπή να λάβει μέτρα σχετικά με την κατάρτιση ενιαίου προτύπου υποδείγματος για τη δημοσίευση των εν λόγω κανόνων και τον καθορισμό του γλωσσικού καθεστώτος, προκειμένου οι χρήστες να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε τροποποίηση κοινοποιημένων εθνικών κανόνων ασφάλειας και κάθε νέο παρόμοιο κανόνα που έχει τυχόν θεσπισθεί, εκτός εάν ο κανόνας αφορά εξ ολοκλήρου την εφαρμογή των ΚΔΑ.

5.   Προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο η καθιέρωση νέων ειδικών εθνικών κανόνων προλαμβάνοντας έτσι τη δημιουργία περαιτέρω φραγμών και με προοπτική τη σταδιακή εναρμόνιση των κανόνων ασφαλείας, η Επιτροπή ελέγχει την καθιέρωση νέων εθνικών κανόνων εκ μέρους των κρατών μελών.

6.   Εάν, μετά τη θέσπιση ΚΣΑ, κράτος μέλος προτίθεται να καθιερώσει νέο εθνικό κανόνα ασφαλείας, ο οποίος απαιτεί υψηλότερο επίπεδο ασφαλείας από αυτό που ορίζει ο ΚΣΑ ή εάν κράτος μέλος προτίθεται να εισάγει νέο εθνικό κανόνα ασφαλείας, ο οποίος ενδέχεται να επηρεάσει την εκμετάλλευση σιδηροδρομικών επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη στην επικράτεια του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, το κράτος μέλος διαβουλεύεται με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη εγκαίρως και ισχύει η διαδικασία της παραγράφου 7.

7.   Το κράτος μέλος υποβάλλει το σχέδιο κανόνα ασφαλείας στην Επιτροπή προς εξέταση, και δηλώνει τους λόγους θέσπισής του.

Εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι το σχέδιο κανόνα ασφαλείας δεν συμβιβάζεται με την ΚΜΑ ή τουλάχιστον με την επίτευξη του ΚΣΑ, ή ότι αποτελεί μέσο αυθαίρετης διάκρισης ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών δραστηριοτήτων μεταξύ κρατών μελών, λαμβάνεται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27 παράγραφος 2, απόφαση με αποδέκτη το οικείο κράτος μέλος.

Εάν η Επιτροπή έχει σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά τη συμβατότητα του σχεδίου κανόνα ασφάλειας με την ΚΜΑ ή τουλάχιστον με την επίτευξη του ΚΣΑ, ή θεωρεί ότι αποτελεί μέσο αυθαίρετης διάκρισης ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό των σιδηροδρομικών δραστηριοτήτων μεταξύ κρατών μελών, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το οποίο αναστέλλει την έγκριση, την έναρξη ισχύος ή την εφαρμογή του κανόνα, έως ότου ληφθεί απόφαση εντός προθεσμίας έξι μηνών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας

1.   Οι διαχειριστές της υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θεσπίζουν τα συστήματά τους για τη διαχείριση της ασφάλειας προκειμένου να εξασφαλίζουν ότι το σιδηροδρομικό σύστημα μπορεί να επιτύχει τουλάχιστον τους ΚΣΑ, ότι πληροί τους εθνικούς κανόνες ασφάλειας που περιγράφονται στο άρθρο 8 και στο παράρτημα ΙΙ και τις απαιτήσεις ασφάλειας που θεσπίζονται στο πλαίσιο των ΤΠΔ, καθώς και ότι τα σχετικά μέρη των ΚΜΑ εφαρμόζονται.

2.   Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας πληροί τις απαιτήσεις και περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ, με προσαρμογή στη φύση, το μέγεθος και άλλες συνθήκες της επιδιωκόμενης δραστηριότητας. Εξασφαλίζει τον έλεγχο όλων των κινδύνων που προκαλεί η δραστηριότητα του διαχειριστή της υποδομής ή της σιδηροδρομικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συντήρησης και της χρησιμοποίησης εργολάβων. Με την επιφύλαξη των υφιστάμενων εθνικών και διεθνών κανόνων περί ευθύνης, το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας λαμβάνει επίσης υπόψη, οσάκις ενδείκνυται και είναι εύλογο, τους κινδύνους που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τρίτων.

3.   Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας κάθε διαχειριστή υποδομής λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες της εκμετάλλευσης του δικτύου από διάφορες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και λαμβάνει μέτρα ώστε όλες οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να ασκούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ΤΠΔ και τους εθνικούς κανόνες ασφάλειας, καθώς και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από το πιστοποιητικό ασφάλειας που έχουν λάβει. Το εν λόγω σύστημα καταρτίζεται επιπλέον με στόχο τον συντονισμό των διαδικασιών έκτακτης ανάγκης του διαχειριστή της υποδομής με όλες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στο πλαίσιο της υποδομής του.

4.   Όλοι οι διαχειριστές υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις υποβάλλουν ετησίως στην αρμόδια για την ασφάλεια αρχή, πριν από τις 30 Ιουνίου, ετήσια έκθεση ασφάλειας για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει:

α)

πληροφορίες για την επίτευξη των στόχων της επιχείρησης στον τομέα της ασφάλειας και για τα αποτελέσματα των προγραμμάτων ασφάλειας·

β)

την κατάρτιση των εθνικών δεικτών ασφάλειας και των ΚΔΑ που ορίζονται στο παράρτημα I, εφόσον είναι συναφείς με την επιχείρηση που υποβάλλει την έκθεση·

γ)

τα αποτελέσματα του εσωτερικού ελέγχου ασφάλειας·

δ)

παρατηρήσεις για ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες των σιδηροδρομικών υπηρεσιών και της διαχείρισης της υποδομής που ενδέχεται να ενδιαφέρουν την αρμόδια για την ασφάλεια αρχή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 10

Πιστοποιητικά ασφάλειας

1.   Προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή, μία σιδηροδρομική επιχείρηση πρέπει να έχει λάβει πιστοποιητικό ασφάλειας σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Το πιστοποιητικό ασφάλειας μπορεί να καλύπτει ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο ενός κράτους μέλους ή μόνο ένα καθορισμένο τμήμα αυτού.

Το πιστοποιητικό ασφάλειας αποβλέπει να αποδείξει ότι η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει θεσπίσει το σύστημά της για τη διαχείριση της ασφάλειας και είναι σε θέση να πληροί τις απαιτήσεις των ΤΠΔ και άλλης σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, καθώς και των εθνικών κανόνων ασφάλειας, προκειμένου να ελέγχει τους κινδύνους και να προβαίνει σε ασφαλή εκμετάλλευση του δικτύου.

2.   Το πιστοποιητικό ασφάλειας περιλαμβάνει:

α)

πιστοποίηση αποδοχής του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας της σιδηροδρομικής επιχείρησης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 9 και στο παράρτημα ΙΙΙ

και

β)

πιστοποίηση αποδοχής των μέτρων που λαμβάνει η σιδηροδρομική επιχείρηση προκειμένου να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που επιβάλλει η ασφαλής εκμετάλλευση του σχετικού δικτύου. Οι απαιτήσεις μπορεί να περιλαμβάνουν εφαρμογή των ΤΠΔ και των εθνικών κανόνων ασφάλειας, την αποδοχή των πιστοποιητικών του προσωπικού και την άδεια θέσης σε λειτουργία του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιεί η σιδηροδρομική επιχείρηση. Η πιστοποίηση βασίζεται στην τεκμηρίωση που υποβάλλει η σιδηροδρομική επιχείρηση, όπως περιγράφεται στο παράρτημα IV.

3.   Η αρχή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο η σιδηροδρομική επιχείρηση άρχισε να ασκεί τις δραστηριότητές της, χορηγεί την πιστοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η πιστοποίηση που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 2, πρέπει να καθορίζει το είδος και την έκταση των καλυπτόμενων σιδηροδρομικών δραστηριοτήτων. Η πιστοποίηση που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), πρέπει να ισχύει σε όλη την Κοινότητα για ισοδύναμες δραστηριότητες σιδηροδρομικών μεταφορών.

4.   Η αρχή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο η σιδηροδρομική επιχείρηση σκοπεύει να εκτελέσει συμπληρωματικές υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών χορηγεί τη συμπληρωματική εθνική πιστοποίηση που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β).

5.   Το πιστοποιητικό ασφάλειας ανανεώνεται κατόπιν αιτήσεως της σιδηροδρομικής επιχείρησης σε διαστήματα τα οποία δεν υπερβαίνουν την πενταετία. Ενημερώνεται, εν μέρει ή στο σύνολό του, κάθε φορά που ο τύπος ή η έκταση της δραστηριότητας υφίσταται ουσιαστική τροποποίηση.

Ο κάτοχος του πιστοποιητικού ασφάλειας ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή για την ασφάλεια για όλες τις σημαντικές τροποποιήσεις των όρων του οικείου μέρους του πιστοποιητικού ασφάλειας. Επιπλέον, κοινοποιεί στην αρχή για την ασφάλεια, όποτε εισάγονται νέες κατηγορίες προσωπικού ή νέοι τύποι τροχαίου υλικού.

Η αρχή για την ασφάλεια μπορεί να απαιτεί την αναθεώρηση του οικείου μέρους του πιστοποιητικού ασφάλειας κατόπιν ουσιαστικών μεταβολών του ρυθμιστικού πλαισίου ασφάλειας.

Εάν η αρχή για τη ασφάλεια διαπιστώσει ότι ο κάτοχος πιστοποιητικού ασφαλείας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις πιστοποίησης που έχει εκδώσει, ανακαλεί το εν λόγω στοιχείο α) ή/και β) του πιστοποιητικού, αιτιολογώντας την απόφασή της. Μία αρχή ασφαλείας που ανακαλεί συμπληρωματική εθνική πιστοποίηση που χορηγήθηκε δυνάμει της παραγράφου 4 γνωστοποιεί, πάραυτα, την απόφασή της στην αρχή ασφαλείας που χορήγησε την πιστοποίηση της παραγράφου 2 στοιχείο α).

Επίσης, η αρχή ασφαλείας οφείλει να αφαιρεί το πιστοποιητικό ασφαλείας εφόσον προκύπτει ότι ο κάτοχός του δεν το χρησιμοποίησε για το σκοπό για τον οποίο είχε εκδοθεί επί ένα έτος μετά τη χορήγησή του.

6.   Η αρχή για την ασφάλεια ενημερώνει τον Οργανισμό εντός μηνός για το αναφερόμενο στην παράγραφο 2 στοιχείο α), πιστοποιητικό ασφάλειας που έχει εκδοθεί, ανανεωθεί, τροποποιηθεί ή ανακληθεί. Γνωστοποιεί το όνομα και τη διεύθυνση της σιδηροδρομικής επιχείρησης, την ημερομηνία έκδοσης, το πεδίο εφαρμογής και την ισχύ του πιστοποιητικού ασφάλειας καθώς και, σε περίπτωση ανάκλησης, τους λόγους της απόφασης αυτής.

7.   Πριν από τις 30 Απριλίου 2009, ο Οργανισμός αξιολογεί την εξέλιξη ως προς την πιστοποίηση της ασφάλειας και υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση με συστάσεις για μία στρατηγική προσανατολισμένη στη θέσπιση ενός ενιαίου κοινοτικού πιστοποιητικού ασφάλειας. Κατόπιν των συστάσεων, η Επιτροπή προβαίνει στις δέουσες ενέργειες.

Άρθρο 11

Έγκριση ασφάλειας των διαχειριστών υποδομής

1.   Για να έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται μια σιδηροδρομική υποδομή, ο διαχειριστής υποδομής πρέπει να λαμβάνει έγκριση ασφαλείας από την αρχή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η εν λόγω υποδομή.

Η έγκριση ασφάλειας περιλαμβάνει:

α)

έγκριση η οποία επιβεβαιώνει την αποδοχή του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας του διαχειριστή υποδομής, όπως περιγράφεται στο άρθρο 9 και στο παράρτημα ΙΙΙ

και

β)

έγκριση που επιβεβαιώνει την αποδοχή των μέτρων που έχει λάβει ο διαχειριστής υποδομής προκειμένου να τηρούνται συγκεκριμένες προδιαγραφές απαραίτητες για τον ασφαλή σχεδιασμό, συντήρηση και λειτουργία της σιδηροδρομικής υποδομής, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της συντήρησης και λειτουργίας του συστήματος ελέγχου κυκλοφορίας και σηματοδότησης.

2.   Η έγκριση ασφάλειας ανανεώνεται κατόπιν αιτήσεως της υποδομής, σε διαστήματα τα οποία δεν υπερβαίνουν την πενταετία. Οσάκις πραγματοποιούνται ουσιώδεις μεταβολές στην υποδομή, τη σηματοδότηση ή την ηλεκτροδότηση, ή στις αρχές της λειτουργίας και συντήρησής της, η εν λόγω έγκριση ενημερώνεται, εν μέρει ή στο σύνολό της. Ο κάτοχος της έγκρισης ασφάλειας ενημερώνει αμελλητί την αρχή για την ασφάλεια για τις μεταβολές αυτές.

Η αρχή για την ασφάλεια μπορεί να απαιτεί η έγκριση ασφαλείας να αναθεωρείται μετά από ουσιαστικές μεταβολές του κανονιστικού πλαισίου της ασφαλείας.

Εάν η αρχή για την ασφάλεια διαπιστώσει ότι ένας εγκεκριμένος διαχειριστής υποδομής δεν πληροί πλέον τους όρους της έγκρισης ασφάλειας, ανακαλεί την έγκριση αιτιολογώντας την απόφασή της.

3.   Η αρχή για την ασφάλεια ενημερώνει τον Οργανισμό εντός ενός μηνός για τις εγκρίσεις ασφάλειας που έχουν εκδοθεί, ανανεωθεί, τροποποιηθεί ή ανακληθεί. Γνωστοποιεί το όνομα και τη διεύθυνση του διαχειριστή υποδομής, την ημερομηνία έκδοσης, το πεδίο και την ισχύ της έγκρισης ασφάλειας και, σε περίπτωση ανάκλησης, τους λόγους της απόφασής του.

Άρθρο 12

Απαιτήσεις υποβολής αιτήσεων για πιστοποιητικά ασφαλείας και εγκρίσεις ασφαλείας

1.   Η αρχή για την ασφάλεια λαμβάνει απόφαση για μια αίτηση χορήγησης πιστοποιητικού ασφάλειας ή έγκρισης ασφάλειας αμελλητί, και το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και των τυχόν συμπληρωματικών πληροφοριών που έχει ζητήσει η εν λόγω αρχή. Εάν ζητηθεί από τον αιτούντα να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες, οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται εγκαίρως.

2.   Προκειμένου να διευκολύνεται η ίδρυση νέων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και η υποβολή αιτήσεων από σιδηροδρομικές επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών, η αρχή για την ασφάλεια παρέχει λεπτομερή καθοδήγηση ως προς τον τρόπο λήψης του πιστοποιητικού ασφάλειας. Καταρτίζει κατάλογο με όλες τις απαιτήσεις που έχουν θεσπισθεί βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, και θέτει όλα τα σχετικά έγγραφα στη διάθεση του αιτούντος.

Παρέχονται ειδικές οδηγίες στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για πιστοποιητικό ασφάλειας όσον αφορά υπηρεσίες σε καθορισμένο τμήμα υποδομής, με σαφή προσδιορισμό των κανόνων που ισχύουν για το οικείο τμήμα.

3.   Στους αιτούντες παρέχεται δωρεάν έγγραφο με οδηγίες για την υποβολή αιτήσεων, που, αφενός, περιγράφει και επεξηγεί τις προϋποθέσεις των πιστοποιητικών ασφάλειας και, αφετέρου, απαριθμεί τα έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν. Όλες οι αιτήσεις για πιστοποιητικά ασφάλειας πρέπει να υποβάλλονται στη γλώσσα που ζητά η αρχή για την ασφάλεια.

Άρθρο 13

Πρόσβαση στις εγκαταστάσεις κατάρτισης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για πιστοποιητικό ασφάλειας δίκαιη και άνευ διακρίσεων πρόσβαση στις εγκαταστάσεις κατάρτισης των οδηγών και του προσωπικού των τρένων, εφόσον η κατάρτιση αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των απαιτήσεων που προβλέπονται για τη λήψη του πιστοποιητικού ασφάλειας.

Οι παρεχόμενες υπηρεσίες πρέπει να περιλαμβάνουν εκπαίδευση για τις απαραίτητες γνώσεις των δρομολογίων, τους κανόνες και τις διαδικασίες λειτουργίας, τη σηματοδότηση και το σύστημα ελέγχου-χειρισμού, καθώς και τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης που ισχύουν για τα εκτελούμενα δρομολόγια.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι διαχειριστές υποδομής και το προσωπικό που επιτελεί βασικά καθήκοντα ασφάλειας έχουν δίκαιη και άνευ διακρίσεων πρόσβαση στις εγκαταστάσεις κατάρτισης.

Σε περίπτωση που οι υπηρεσίες κατάρτισης δεν περιλαμβάνουν εξέταση και χορήγηση πιστοποιητικών, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την πρόσβαση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων στην πιστοποίηση αυτή, εφόσον αυτό απαιτείται για τη λήψη του πιστοποιητικού ασφάλειας.

Η αρχή για την ασφάλεια εξασφαλίζει ότι, στο πλαίσιο της παροχής των υπηρεσιών κατάρτισης ή, οσάκις απαιτείται, της χορήγησης πιστοποιητικών, πληρούνται οι απαιτήσεις ασφάλειας των ΤΠΔ ή των εθνικών κανόνων ασφάλειας, που περιγράφονται στο άρθρο 8 και στο παράρτημα ΙΙ.

2.   Εάν οι εγκαταστάσεις κατάρτισης διατίθενται μόνο μέσω των υπηρεσιών μίας και μοναδικής σιδηροδρομικής επιχείρησης ή του διαχειριστή της υποδομής, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τίθενται στη διάθεση και των άλλων σιδηροδρομικών επιχειρήσεων σε εύλογο κόστος, το οποίο δεν εισάγει διακρίσεις, και το οποίο σχετίζεται με το κόστος και μπορεί να περιλαμβάνει ένα περιθώριο κέρδους.

3.   Κατά την πρόσληψη νέων οδηγών τρένων, προσωπικού επί των τρένων καθώς και προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με βασικά καθήκοντα ασφαλείας, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη τυχόν κατάρτιση, προσόντα και εμπειρία που έχουν αποκτηθεί στο παρελθόν από άλλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Για τον σκοπό αυτό τα εν λόγω μέλη του προσωπικού δικαιούνται πρόσβασης, λήψης αντιγράφων και γνωστοποίησης αναφορικά με όλα τα έγγραφα που πιστοποιούν την κατάρτιση, τα προσόντα και την εμπειρία τους.

4.   Κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση και κάθε διαχειριστής υποδομής είναι, εν πάση περιπτώσει, υπεύθυνοι για το επίπεδο της κατάρτισης και των προσόντων του προσωπικού τους που επιτελεί εργασία σχετική με την ασφάλεια, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 και το παράρτημα ΙΙΙ.

Άρθρο 14

Θέση σε λειτουργία του χρησιμοποιούμενου τροχαίου υλικού

1.   Το τροχαίο υλικό για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σε ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β), και το οποίο δεν καλύπτεται πλήρως από την αντίστοιχη ΤΠΔ, λαμβάνει άδεια λειτουργίας σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εάν απαιτείται άδεια από το ή τα εν λόγω κράτη μέλη.

2.   Η σιδηροδρομική επιχείρηση που υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας έναρξης λειτουργίας και σε άλλα κράτη μέλη, υποβάλλει στην αρμόδια για την ασφάλεια αρχή τεχνικό φάκελο για το τροχαίο υλικό και το είδος του τροχαίου υλικού, αναφέροντας τη χρήση για την οποία το προορίζει στο δίκτυο. Ο φάκελος περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

στοιχεία που αποδεικνύουν ότι για το τροχαίο υλικό έχει χορηγηθεί άδεια έναρξης λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και τεκμηρίωση για το ιστορικό της λειτουργίας και της συντήρησής του και, οσάκις ενδείκνυται, τις τεχνικές τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τη χορήγηση άδειας·

β)

τα σχετικά τεχνικά στοιχεία, το πρόγραμμα συντήρησης και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά που ζητεί η αρχή για την ασφάλεια και τα οποία είναι απαραίτητα για τη χορήγηση συμπληρωματικής άδειας·

γ)

στοιχεία για τα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν ότι το τροχαίο υλικό είναι συμβατό με το σύστημα ενεργειακής τροφοδοσίας, το σύστημα σηματοδότησης και ελέγχου-χειρισμού, το εύρος των τροχιών και το περιτύπωμα των υποδομών, το μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο ανά άξονα και άλλους περιορισμούς του δικτύου·

δ)

πληροφορίες για τις εξαιρέσεις από τους εθνικούς κανόνες ασφάλειας που χρειάζονται για τη χορήγηση της άδειας, καθώς και στοιχεία, με βάση την αξιολόγηση των κινδύνων, που αποδεικνύουν ότι η αποδοχή του τροχαίου υλικού δεν συνεπάγεται αδικαιολόγητους κινδύνους για το δίκτυο.

3.   Η αρχή για την ασφάλεια μπορεί να ζητεί τη διεξαγωγή δοκιμών λειτουργίας στο δίκτυο, προκειμένου να εξακριβώσει τη συμμόρφωση προς τις περιοριστικές παραμέτρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) και στην περίπτωση αυτή, ορίζει το εύρος και το περιεχόμενό τους.

4.   Η αρχή για την ασφάλεια λαμβάνει την απόφασή της για μία αίτηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο αμελλητί, και το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών μετά την υποβολή του πλήρους τεχνικού φακέλου, συμπεριλαμβανομένης της τεκμηρίωσης για τις δοκιμές λειτουργίας. Το πιστοποιητικό της άδειας μπορεί να περιλαμβάνει προϋποθέσεις χρήσης και άλλους περιορισμούς.

Άρθρο 15

Εναρμόνιση των πιστοποιητικών ασφάλειας

1.   Πριν από τις 30 Απριλίου 2009, λαμβάνονται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27 παράγραφος 2, οι αποφάσεις για τις κοινές εναρμονισμένες απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) και το παράρτημα IV, καθώς και για ένα κοινό έντυπο των εγγράφων οδηγιών υποβολής αιτήσεων.

2.   Ο Οργανισμός, κατόπιν εντολής που εγκρίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27 παράγραφος 2, προτείνει κοινές εναρμονισμένες απαιτήσεις και ένα κοινό έντυπο των εγγράφων οδηγιών υποβολής αιτήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

ΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Άρθρο 16

Καθήκοντα

1.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει μία αρχή για την ασφάλεια. Η εν λόγω αρχή μπορεί να είναι το Υπουργείο που είναι υπεύθυνο για θέματα μεταφορών και είναι ανεξάρτητη ως προς την οργάνωση, τη νομική μορφή και τη λήψη αποφάσεων από οποιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση, διαχειριστή υποδομής, αιτούντα και φορέα προμηθειών.

2.   Στην αρχή για την ασφάλεια ανατίθενται τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

έγκριση της έναρξης λειτουργίας των διαρθρωτικών υποσυστημάτων που αποτελούν το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 96/48/EΚ και εξακρίβωση ότι αυτά τα υποσυστήματα λειτουργούν και συντηρούνται σύμφωνα με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις·

β)

έγκριση της έναρξης λειτουργίας των διαρθρωτικών συστημάτων που αποτελούν το συμβατικό διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ και εξακρίβωση ότι λειτουργούν και συντηρούνται σύμφωνα με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις·

γ)

επίβλεψη όσον αφορά τη συμμόρφωση των στοιχείων διαλειτουργικότητας με τις βασικές απαιτήσεις όπως απαιτεί το άρθρο 12 των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ·

δ)

έγκριση της θέσης σε λειτουργία νέου και σημαντικά τροποποιημένου τροχαίου υλικού το οποίο δεν καλύπτεται ακόμα από ΤΠΔ·

ε)

έκδοση, ανανέωση, τροποποιήσεις και ανάκληση σχετικών τμημάτων των πιστοποιητικών ασφάλειας και των εγκρίσεων ασφάλειας που χορηγούνται σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 και εξακρίβωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις των εν λόγω πιστοποιητικών, καθώς και ότι οι διαχειριστές της υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ασκούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινοτικού ή εθνικού δικαίου·

στ)

παρακολούθηση, προώθηση και, όπου απαιτείται επιβολή και ανάπτυξη του κανονιστικού πλαισίου ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος εθνικών κανόνων ασφαλείας·

ζ)

επίβλεψη για να εξακριβωθεί ότι το τροχαίο υλικό είναι δεόντως καταχωρημένο και ότι οι πληροφορίες για την ασφάλεια που περιέχονται στο εθνικό μητρώο, που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 14, των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/EΚ, είναι ακριβείς και ενημερωμένες.

3.   Τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν δύνανται να μεταβιβάζονται ούτε να ανατίθενται βάσει υπεργολαβίας σε διαχειριστή υποδομής ή σιδηροδρομική επιχείρηση ή οντότητα προμηθειών.

Άρθρο 17

Αρχές για τη λήψη αποφάσεων

1.   Η αρχή για την ασφάλεια εκτελεί τα καθήκοντά της με ανοικτό και αμερόληπτο τρόπο και με διαφάνεια. Ειδικότερα, δίνει τη δυνατότητα σε όλα τα μέρη να εκφράζουν τις απόψεις τους και αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

Απαντά άμεσα στα αιτήματα και τις υποβαλλόμενες αιτήσεις και διαβιβάζει τα αιτήματά της για ενημέρωση αμελλητί και εκδίδει όλες τις αποφάσεις της εντός τεσσάρων μηνών αφού λάβει όλες τις πληροφορίες που έχει ζητήσει. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητεί την τεχνική συνδρομή των διαχειριστών υποδομής και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων ή άλλων ειδικευμένων οργάνων όταν επιτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 16.

Κατά την κατάρτιση του εθνικού κανονιστικού πλαισίου, η αρχή για την ασφάλεια διαβουλεύεται με όλα τα εμπλεκόμενα και ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων διαχειριστές υποδομής, σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, κατασκευαστές και φορείς συντήρησης, εκπροσώπους των χρηστών και του προσωπικού.

2.   Η αρχή για την ασφάλεια έχει το δικαίωμα να διενεργεί όλες τις επιθεωρήσεις και έρευνες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και έχει πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα, καθώς και στους χώρους, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό των διαχειριστών υποδομής και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις της αρχής για την ασφάλεια υπόκεινται σε ένδικα μέσα.

4.   Οι αρχές για την ασφάλεια συμμετέχουν ενεργά στην ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών προκειμένου να εναρμονίζουν τα κριτήρια που χρησιμοποιούν για τη λήψη των αποφάσεών τους σε ολόκληρη την Κοινότητα. Η συνεργασία αποβλέπει ιδίως να διευκολύνει και να συντονίζει την πιστοποίηση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων στις οποίες έχουν παραχωρηθεί διεθνείς σιδηροδρομικές διαδρομές, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 της οδηγίας 2001/14/EK.

Ο Οργανισμός επικουρεί τις αρχές για την ασφάλεια στα καθήκοντά τους.

Άρθρο 18

Ετήσια έκθεση

Η αρχή για την ασφάλεια δημοσιεύει σε ετήσια βάση έκθεση για τις δραστηριότητές της του προηγούμενου έτους και την αποστέλλει στον Οργανισμό ως την 30ή Σεπτεμβρίου το αργότερο. Η έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες για:

α)

την εξέλιξη της σιδηροδρομικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης μιας συγκεντρωτικής κατάστασης σε επίπεδο κράτους μέλους για τους ΚΔΑ που καθορίζονται στο παράρτημα Ι·

β)

σημαντικές μεταβολές στις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις όσον αφορά την ασφάλεια των σιδηροδρόμων·

γ)

τις εξελίξεις ως προς την πιστοποίηση της ασφάλειας και την έγκριση της ασφάλειας·

δ)

αποτελέσματα και εμπειρίες από την εποπτεία διαχειριστών υποδομής και σιδηροδρομικών επιχειρήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ

Άρθρο 19

Υποχρέωση διερεύνησης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή έρευνας από τον φορέα διερεύνησης που προβλέπει το άρθρο 21 μετά από σοβαρά σιδηροδρομικά ατυχήματα, στόχος της οποίας είναι η πιθανή βελτίωση της σιδηροδρομικής ασφάλειας και η πρόληψη ατυχημάτων.

2.   Πέραν των σοβαρών ατυχημάτων, ο φορέας διερεύνησης που αναφέρεται στο άρθρο 21 μπορεί να διερευνά τα ατυχήματα και τα συμβάντα που, υπό κάπως διαφορετικές συνθήκες, θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε σοβαρά ατυχήματα, μεταξύ των οποίων τεχνικές βλάβες στα διαρθρωτικά υποσυστήματα ή στα στοιχεία διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας ή του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος.

Ο φορέας διερεύνησης έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει κατά πόσον πρέπει να διερευνηθεί ή όχι ένα τέτοιο ατύχημα ή συμβάν. Στην απόφασή του, λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

α)

η σοβαρότητα του ατυχήματος ή του συμβάντος·

β)

εάν αυτό εντάσσεται σε μια σειρά ατυχημάτων ή συμβάντων σημαντικών σε επίπεδο συστήματος, ως σύνολο·

γ)

οι επιπτώσεις του για τη σιδηροδρομική ασφάλεια σε κοινοτικό επίπεδο

και

δ)

τα αιτήματα διαχειριστών υποδομής, σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, της αρμόδιας για την ασφάλεια αρχής ή των κρατών μελών.

3.   Η έκταση των ερευνών και η διαδικασία που εφαρμόζεται κατά τη διεξαγωγή τους, καθορίζονται από τον φορέα διερεύνησης, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές και τους στόχους των άρθρων 20 και 22, καθώς και σε συνάρτηση με τα διδάγματα που αναμένεται να συναχθούν για τη βελτίωση της ασφάλειας από το ατύχημα ή το συμβάν.

4.   Η έρευνα δεν αφορά επ’ ουδενί την απόδοση υπαιτιότητας ή ευθύνης.

Άρθρο 20

Καθεστώς έρευνας

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων εσωτερικών τους νομικών συστημάτων, ένα νομικό καθεστώς έρευνας που θα επιτρέπει στους υπευθύνους ερευνών να εκτελούν το έργο τους κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο και το συντομότερο δυνατόν.

2.   Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία των κρατών μελών και, οσάκις ενδείκνυται, σε συνεργασία με τις αρμόδιες για τη δικαστική ανάκριση αρχές, δίδεται, το συντομότερο δυνατόν, στους διενεργούντες την έρευνα:

α)

πρόσβαση στον τόπο του ατυχήματος ή του συμβάντος, καθώς και στο σχετικό τροχαίο υλικό και τις εγκαταστάσεις υποδομής, ελέγχου της κυκλοφορίας και σηματοδότησης·

β)

το δικαίωμα άμεσης καταγραφής των αποδεικτικών στοιχείων και ελεγχόμενης απομάκρυνσης των συντριμμιών, των εγκαταστάσεων ή στοιχείων υποδομής για εξέταση ή ανάλυση·

γ)

πρόσβαση και δικαίωμα χρήσης των στοιχείων των συσκευών καταγραφής επί των τρένων, καθώς και του εξοπλισμού εγγραφής φωνητικών μηνυμάτων και δεδομένων για τη λειτουργία του συστήματος σηματοδότησης και ελέγχου της κυκλοφορίας·

δ)

πρόσβαση στα αποτελέσματα της νεκροψίας των θυμάτων·

ε)

πρόσβαση στα αποτελέσματα της εξέτασης του προσωπικού του τρένου και του λοιπού σιδηροδρομικού προσωπικού που εμπλέκεται στο ατύχημα ή συμβάν·

στ)

η δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων του εμπλεκόμενου σιδηροδρομικού προσωπικού και λοιπών μαρτύρων·

ζ)

πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες και αρχεία που τηρεί ο διαχειριστής της υποδομής, οι εμπλεκόμενες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και η αρχή για την ασφάλεια.

3.   Η έρευνα πραγματοποιείται ανεξαρτήτως οποιασδήποτε δικαστικής ανάκρισης.

Άρθρο 21

Φορέας διερεύνησης

1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα ατυχήματα και τα συμβάντα που αναφέρονται στο άρθρο 19 διερευνώνται από μόνιμο φορέα, ο οποίος περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον άτομο ικανό να επιτελεί τα καθήκοντα του υπεύθυνου έρευνας σε περίπτωση ατυχήματος ή συμβάντος. Ο εν λόγω φορέας είναι ανεξάρτητος ως προς την οργάνωση, τη νομική μορφή και τη λήψη αποφάσεων από οποιονδήποτε διαχειριστή υποδομής, σιδηροδρομική επιχείρηση, φορέα χρέωσης, φορέα κατανομής και κοινοποιημένο οργανισμό και από οποιονδήποτε τρίτο με συμφέροντα αντικρουόμενα με τα καθήκοντα που ανατίθενται στον φορέα διερεύνησης. Επιπλέον, είναι λειτουργικά ανεξάρτητος από την αρχή για την ασφάλεια και από οποιονδήποτε σιδηροδρομικό ρυθμιστικό φορέα.

2.   Ο φορέας διερεύνησης ασκεί τα εκτελεστικά του καθήκοντα ανεξαρτήτως των οργανισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και, για το σκοπό αυτό, πρέπει να μπορεί να διαθέτει επαρκείς πόρους. Στους διενεργούντες την έρευνα δίδεται καθεστώς που τους παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις ανεξαρτησίας.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, οι διαχειριστές υποδομής και, οσάκις ενδείκνυται η αρχή για την ασφάλεια, υποχρεούνται να αναφέρουν άμεσα στον φορέα διερεύνησης τα ατυχήματα και τα συμβάντα που αναφέρονται στο άρθρο 19. Ο φορέας διερεύνησης πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται σε αυτές τις αναφορές και να προβαίνει στις απαραίτητες ρυθμίσεις για την έναρξη της έρευνας μία το αργότερο εβδομάδα αφού λάβει την έκθεση σχετικά με το εν προκειμένω ατύχημα ή συμβάν.

4.   Ο φορέας διερεύνησης μπορεί να συνδυάζει τα καθήκοντα που αναλαμβάνει βάσει της παρούσας οδηγίας με τα καθήκοντα διερεύνησης άλλων περιστατικών πέραν των σιδηροδρομικών ατυχημάτων και συμβάντων, ενόσω οι έρευνες αυτές δεν θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

5.   Εφόσον απαιτείται, ο φορέας διερεύνησης μπορεί να ζητά τη βοήθεια φορέων διερεύνησης άλλων κρατών μελών ή του Οργανισμού για την παροχή εμπειρογνωμοσύνης ή τη διενέργεια τεχνικών επιθεωρήσεων, αναλύσεων ή αξιολογήσεων.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στον φορέα διερεύνησης τη διεξαγωγή ερευνών για άλλα σιδηροδρομικά ατυχήματα και συμβάντα πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 19.

7.   Οι φορείς διερεύνησης συμμετέχουν ενεργά στην ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών με στόχο την κατάρτιση κοινών μεθόδων έρευνας και κοινών αρχών παρακολούθησης της συνέχειας που δίδεται στις συστάσεις για την ασφάλεια, καθώς και την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο.

Ο Οργανισμός επικουρεί τους φορείς διερεύνησης στα καθήκοντά τους.

Άρθρο 22

Διενέργεια έρευνας

1.   Η διερεύνηση ατυχήματος ή συμβάντος που αναφέρεται στο άρθρο 19 διενεργείται από τον φορέα διερεύνησης του κράτους μέλους στο οποίο συνέβη. Εάν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί σε ποιο κράτος μέλος συνέβη ή εάν συνέβη σε συνοριακή εγκατάσταση μεταξύ δύο κρατών μελών ή πλησίον αυτής, οι αρμόδιοι φορείς συμφωνούν ποιος από τους δύο θα αναλάβει τη διεξαγωγή της έρευνας ή συμφωνούν να συνεργασθούν για την πραγματοποίησή της. Στην πρώτη περίπτωση, ο άλλος φορέας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στην έρευνα και να λαμβάνει πλήρη γνώση των αποτελεσμάτων της.

Φορείς διερεύνησης άλλου κράτους μέλους καλούνται να συμμετάσχουν σε έρευνες οσάκις στο ατύχημα ή το συμβάν ενέχεται σιδηροδρομική επιχείρηση εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος και εγκεκριμένη από αυτό.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να συμφωνούν ότι οι σχετικοί φορείς θα πρέπει να διεξάγουν έρευνες σε συνεργασία υπό άλλες συνθήκες.

2.   Για κάθε ατύχημα ή συμβάν ο αρμόδιος για την έρευνα φορέας εξασφαλίζει τα ενδεδειγμένα μέσα, μεταξύ των οποίων την απαραίτητη για την εκτέλεση της έρευνας πραγματογνωμοσύνη σε λειτουργικά και τεχνικά θέματα. Η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται από τον φορέα διερεύνησης ή από εξωτερικό φορέα ανάλογα με τον χαρακτήρα του προς διερεύνηση ατυχήματος ή συμβάντος.

3.   Η έρευνα διενεργείται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και εξασφαλίζει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη εκφράζουν τις απόψεις τους και λαμβάνουν γνώση των αποτελεσμάτων. Ο σχετικός διαχειριστής υποδομής και οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, η αρχή για την ασφάλεια, τα θύματα και οι συγγενείς τους, οι ιδιοκτήτες των περιουσιακών στοιχείων που υπέστησαν ζημίες, οι κατασκευαστές, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και οι εκπρόσωποι του προσωπικού και των χρηστών ενημερώνονται τακτικά για την έρευνα και την πρόοδό της και έχουν, στο μέτρο του δυνατού, την ευκαιρία να υποβάλλουν τις γνώμες και απόψεις τους κατά την έρευνα και τη δυνατότητα να σχολιάζουν πληροφορίες που περιέχονται στα σχέδια εκθέσεων.

4.   Ο φορέας διερεύνησης ολοκληρώνει τις εξετάσεις του τόπου του ατυχήματος, το ταχύτερο δυνατό, προκειμένου ο διαχειριστής της υποδομής να είναι σε θέση να αποκαταστήσει την υποδομή και να την ανοίξει για τις σιδηροδρομικές μεταφορές όσο το δυνατόν συντομότερα.

Άρθρο 23

Εκθέσεις

1.   Για την έρευνα ατυχήματος ή συμβάντος που αναφέρεται στο άρθρο 19 συντάσσονται εκθέσεις σε μορφή ανάλογη με το είδος και τη σοβαρότητα του ατυχήματος ή του συμβάντος και τη σημασία των πορισμάτων. Στις εκθέσεις δηλώνονται οι στόχοι των ερευνών, όπως αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1, και περιλαμβάνονται, όπου απαιτείται, συστάσεις για την ασφάλεια.

2.   Ο φορέας διερεύνησης δημοσιεύει την τελική έκθεση το συντομότερο δυνατόν, και κατά κανόνα το αργότερο εντός 12 μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το περιστατικό. Στην έκθεση τηρείται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια η δομή που καθορίζεται στο παράρτημα V. Η έκθεση, μαζί με τις συστάσεις ασφάλειας, κοινοποιείται στα εμπλεκόμενα μέρη που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 καθώς και στους ενδιαφερόμενους φορείς και μέρη άλλων κρατών μελών.

3.   Ο φορέας διερεύνησης δημοσιεύει ετησίως έως την 30ή Σεπτεμβρίου το αργότερο ετήσια έκθεση απολογισμού για όλες τις έρευνες που διενεργήθηκαν το προηγούμενο έτος, τις συστάσεις ασφάλειας που εκδόθηκαν και τα μέτρα που ελήφθησαν σύμφωνα με τις προεκδοθείσες συστάσεις.

Άρθρο 24

Πληροφορίες προς διαβίβαση στον Οργανισμό

1.   Εντός μίας εβδομάδας μετά τη λήψη της απόφασης να αρχίσει η διεξαγωγή έρευνας, ο φορέας διερεύνησης ενημερώνει σχετικά τον Οργανισμό. Παρέχονται πληροφορίες για την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο του περιστατικού, καθώς και για το είδος και τις συνέπειές του όσον αφορά την απώλεια ζώων, τραυματισμών και υλικών ζημιών.

2.   Ο φορέας διερεύνησης διαβιβάζει στον Οργανισμό αντίγραφο των τελικών εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 καθώς και της ετήσιας έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 3.

Άρθρο 25

Συστάσεις ασφάλειας

1.   Σύσταση ασφάλειας που εκδίδεται από φορέα διερεύνησης δεν δημιουργεί σε καμία περίπτωση τεκμήριο υπαιτιότητας ή ευθύνης για ατύχημα ή συμβάν.

2.   Οι συστάσεις απευθύνονται στην αρχή για την ασφάλεια και, όπου απαιτείται λόγω του χαρακτήρα της σύστασης, σε άλλους φορείς ή αρχές του κράτους μέλους ή άλλων κρατών μελών. Τα κράτη μέλη και οι αρχές τους για την ασφάλεια λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι συστάσεις για την ασφάλεια που εκδίδονται από τους φορείς διερεύνησης λαμβάνονται δεόντως υπόψη και, οσάκις ενδείκνυται, ακολουθούνται από τις δέουσες ενέργειες.

3.   Η αρχή για την ασφάλεια, καθώς και άλλες αρχές ή φορείς ή, οσάκις ενδείκνυται, άλλα κράτη μέλη αποδέκτες των συστάσεων ενημερώνουν τουλάχιστον ετησίως τον φορέα διερεύνησης για τα μέτρα που λαμβάνονται ή προγραμματίζονται σε συνέχεια της σύστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 26

Αναπροσαρμογή των παραρτημάτων

Τα παραρτήματα αναπροσαρμόζονται βάσει της τεχνικής και επιστημονικής προόδου, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27 παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 21 της οδηγίας 96/48/EΚ.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 αυτής.

4.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 28

Μέτρα εφαρμογής

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να θέτουν υπόψη της Επιτροπής κάθε μέτρο σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι δέουσες αποφάσεις λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 27 παράγραφος 2.

2.   Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εξετάζει την εφαρμογή και την εκτέλεση των διατάξεων σχετικά με την πιστοποίηση και την έγκριση της ασφάλειας και, εντός δύο μηνών από την παραλαβή σχετικού αιτήματος, αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 27 παράγραφος 2, αν το σχετικό μέτρο μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται. Η Επιτροπή ανακοινώνει την απόφασή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 29

Τροποποιήσεις της οδηγίας 95/18/EΚ

Η οδηγία 95/18/EΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Οι απαιτήσεις όσον αφορά την επαγγελματική ικανότητα πληρούνται όταν η αιτούσα σιδηροδρομική επιχείρηση έχει ή θα έχει διαχειριστική οργάνωση με τις απαραίτητες γνώσεις και πείρα για την ασφαλή και αξιόπιστη άσκηση επιχειρησιακού ελέγχου και εποπτείας όσον αφορά το είδος των υπηρεσιών που ορίζονται στην άδεια εκμετάλλευσης».

2.

Στο παράρτημα, το τμήμα ΙΙ διαγράφεται.

Άρθρο 30

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/14/EΚ

Η οδηγία 2001/14/EΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οδηγία 2001/14/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής».

2.

Στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

τις ρυθμίσεις για την πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (15), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (16).

3.

Το άρθρο 32 διαγράφεται.

4.

Στο άρθρο 34 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Μετά από αίτηση κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εξετάζει την εφαρμογή και την εκτέλεση των διατάξεων που αφορούν τη χρέωση, την κατανομή χωρητικότητας και, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω αίτησης, αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 35, παράγραφος 2, αν το σχετικό μέτρο μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται. Η Επιτροπή ανακοινώνει την απόφασή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη».

Άρθρο 31

Έκθεση και περαιτέρω κοινοτική δράση

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πριν από τις 30 Απριλίου 2007, και, εν συνεχεία, κάθε πέντε έτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Η έκθεση συνοδεύεται, όπου είναι απαραίτητο, από προτάσεις για περαιτέρω κοινοτική δράση.

Άρθρο 32

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παραβιάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές, αμερόληπτες και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες αυτούς στην Επιτροπή ως την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 33 και κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση η οποία τους επηρεάζει.

Άρθρο 33

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία μέχρι τις 30 Απριλίου 2006. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο της αναφοράς αυτής.

Άρθρο 34

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 35

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. COX

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. McDOWELL

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΟΙΝΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Κοινοί δείκτες ασφάλειας που καλούνται να αναφέρουν οι αρμόδιες για την ασφάλεια αρχές.

Οι δείκτες που αφορούν δραστηριότητες που εμπίπτουν στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), θα πρέπει να διαχωρίζονται, εφόσον υποβάλλονται.

Εάν ανακαλυφθούν νέα γεγονότα ή σφάλματα μετά την υποβολή της έκθεσης, οι δείκτες για ένα συγκεκριμένο έτος τροποποιούνται ή διορθώνονται από την αρχή για την ασφάλεια με την πρώτη ευκαιρία και, το αργότερο, στο πλαίσιο της επόμενης ετήσιας έκθεσης.

Για τους δείκτες για τα ατυχήματα υπό τον ακόλουθο τίτλο 1, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 91/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τις στατιστικές σχετικά με τις σιδηροδρομικές μεταφορές (17), εφόσον διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες.

1.   Δείκτες σχετικά με τα ατυχήματα

1.

Συνολικός και σχετικός (ανά συρμοχιλιόμετρο) αριθμός ατυχημάτων και κατανομή ανά είδος ατυχήματος μεταξύ των ακολούθων:

συγκρούσεις τρένων, μεταξύ των οποίων συγκρούσεις με εμπόδια εντός της ελεύθερης διατομής,

εκτροχιασμοί τρένων,

ατυχήματα σε ισόπεδες διαβάσεις, μεταξύ των οποίων ατυχήματα με πεζούς σε ισόπεδες διαβάσεις,

ατυχήματα που προκαλούνται σε άτομα από κινούμενο τροχαίο υλικό, εξαιρουμένων των αυτοκτονιών,

αυτοκτονίες,

πυρκαγιές σε τροχαίο υλικό,

άλλα.

Κάθε ατύχημα αναφέρεται με τον τύπο του πρωτογενούς ατυχήματος, έστω κι αν οι συνέπειες του δευτερογενούς ατυχήματος είναι σοβαρότερες, π.χ. μια πυρκαγιά μετά από εκτροχιασμό.

2.

Συνολικός και σχετικός (ανά συρμοχιλιόμετρο) αριθμός σοβαρά τραυματισμένων και νεκρών ανά είδος ατυχήματος με κατανομή στις παρακάτω κατηγορίες:

επιβάτες (και σε σχέση με το συνολικό αριθμό επιβατοχιλιομέτρων),

υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού των εργολάβων,

χρήστες ισόπεδων διαβάσεων,

άτομα που βρίσκονται χωρίς άδεια στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις,

άλλοι.

2.   Δείκτες σχετικά με συμβάντα και αποσοβηθέντα ατυχήματα

1.

Συνολικός και σχετικός (ανά συρμοχιλιόμετρο) αριθμός σπασμένων σιδηροτροχιών, λυγισμένων γραμμών και βλαβών σηματοδότησης λόγω τοποθέτησης σε λάθος πλευρά.

2.

Συνολικός και σχετικός (ανά συρμοχιλιόμετρο) αριθμός επικίνδυνων παραβιάσεων σηματοδοτών.

3.

Συνολικός και σχετικός (ανά συρμοχιλιόμετρο) αριθμός σπασμένων τροχών και αξόνων χρησιμοποιούμενου τροχαίου υλικού.

3.   Δείκτες σχετικά με τις συνέπειες των ατυχημάτων

1.

Συνολικό και σχετικό (ανά συρμοχιλιόμετρο) κόστος σε ευρώ όλων των ατυχημάτων, στο οποίο, εάν είναι δυνατόν, θα πρέπει να υπολογίζεται και να συμπεριλαμβάνεται:

αποζημίωση λόγω θανάτων και τραυματισμών,

αποζημίωση για απώλεια ή ζημία σε περιουσιακά στοιχεία επιβατών, προσωπικού ή τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών που προκλήθηκαν στο περιβάλλον,

το κόστος αντικατάστασης ή επισκευής του τροχαίου υλικού και των σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων που υπέστησαν ζημίες,

το κόστος λόγω καθυστερήσεων, διαταραχών και τροποποιήσεων της κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένου του επιπλέον κόστους που συνεπάγεται το προσωπικό και η απώλεια μελλοντικών εσόδων.

Από το ανωτέρω κόστος αφαιρούνται οι αποζημιώσεις που εισπράττονται ή που εκτιμάται ότι θα εισπραχθούν από τρίτους, όπως τους ιδιοκτήτες των αυτοκίνητων οχημάτων που εμπλέκονται στα ατυχήματα σε ισόπεδες διαβάσεις. Η αποζημίωση που εισπράττεται δυνάμει των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων ή των διαχειριστών υποδομής δεν αφαιρείται.

2.

Συνολικός και σχετικός (με τον αριθμό των δεδουλευμένων ωρών) αριθμός ωρών εργασίας του προσωπικού και των συμβασιούχων που χάθηκαν λόγω των ατυχημάτων.

4.   Δείκτες σχετικά με την τεχνική ασφάλεια της υποδομής και την εφαρμογή της

1.

Ποσοστό των χρησιμοποιούμενων σιδηροδρομικών γραμμών με αυτόματο σύστημα προστασίας συρμών (ATP), ποσοστό συρμοχιλιομέτρων σε γραμμές με λειτουργικά συστήματα ΑΤΡ.

2.

Αριθμός των ισόπεδων διαβάσεων (συνολικά και ανά χιλιόμετρο γραμμής). Ποσοστό των ισόπεδων διαβάσεων με αυτόματο ή χειροκίνητο σύστημα προστασίας.

5.   Δείκτες σχετικά με τη διαχείριση της ασφάλειας

Εσωτερικοί έλεγχοι που διενεργήθηκαν από διαχειριστές υποδομής και σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, όπως ορίζεται στα έγγραφα τεκμηρίωσης του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας. Συνολικός αριθμός περατωθέντων ελέγχων και ο αριθμός ως ποσοστό των απαιτούμενων (ή/και προγραμματισμένων) ελέγχων.

6.   Ορισμοί

Οι αναφέρουσες αρχές μπορούν κατά την υποβολή των στοιχείων σύμφωνα με το παρόν παράρτημα να χρησιμοποιούν ορισμούς των δεικτών και μεθόδους υπολογισμού του κόστους που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο. Όλοι οι χρησιμοποιούμενοι ορισμοί και μέθοδοι υπολογισμού επεξηγούνται σε παράρτημα της ετήσιας έκθεσης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 18.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Οι εθνικές διατάξεις ασφαλείας που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 8 περιλαμβάνουν:

1.

Κανόνες που αφορούν τους υφιστάμενους εθνικούς στόχους ασφάλειας και τις μεθόδους ασφάλειας,

2.

κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις για τα συστήματα διαχείρισης της ασφάλειας και την πιστοποίηση ασφάλειας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων,

3.

κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις για την έγκριση της θέσης σε λειτουργία και της συντήρησης του νέου και σημαντικά τροποποιημένου τροχαίου υλικού, οι οποίοι δεν καλύπτονται ακόμα από ΤΠΔ. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει κανόνες για την ανταλλαγή τροχαίου υλικού μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, τα συστήματα ταξινόμησης και τις απαιτήσεις σχετικά με τις διαδικασίες δοκιμών,

4.

κοινοί κανόνες εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού δικτύου που δεν καλύπτονται ακόμα από ΤΠΔ, μεταξύ των οποίων κανόνες που αφορούν το σύστημα σηματοδότησης και διαχείρισης της κυκλοφορίας,

5.

κανόνες στο πλαίσιο των οποίων θεσπίζονται οι απαιτήσεις για τις πρόσθετες εσωτερικές ρυθμίσεις λειτουργίας (εταιρικοί κανόνες) που πρέπει να καθορισθούν από τους διαχειριστές υποδομής και τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις,

6.

κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις για το προσωπικό που εκτελεί κρίσιμα καθήκοντα ασφάλειας, μεταξύ των οποίων κριτήρια επιλογής, καλή ιατρική κατάσταση και επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και πιστοποίηση, εφόσον δεν καλύπτονται από ΤΠΔ,

7.

κανόνες σχετικά με τη διερεύνηση των ατυχημάτων και συμβάντων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

1.   Απαιτήσεις για το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας

Πρέπει να παρέχεται τεκμηρίωση για όλα τα τμήματα του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, το οποίο περιγράφει κυρίως την κατανομή των αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο της οργάνωσης του διαχειριστή της υποδομής ή της σιδηροδρομικής επιχείρησης. Υποδεικνύει επιπλέον πώς διασφαλίζεται από τη διαχείριση ο έλεγχος στα διάφορα επίπεδα, πώς συμμετέχει το προσωπικό και οι εκπρόσωποί του σε όλα τα επίπεδα και πώς εξασφαλίζεται η συνεχής βελτίωση του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας.

2.   Βασικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας

Τα βασικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας είναι:

α)

πολιτική ασφάλειας εγκεκριμένη από τον διευθύνοντα σύμβουλο του Οργανισμού και κοινοποιημένη σε όλο το προσωπικό·

β)

ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι του οργανισμού για τη διατήρηση και την ενίσχυση της ασφάλειας, καθώς και σχέδια και διαδικασίες επίτευξης των στόχων·

γ)

διαδικασίες για τη συμμόρφωση προς τα υφιστάμενα, νέα και τροποποιημένα τεχνικά και λειτουργικά πρότυπα ή άλλες προϋποθέσεις σχετικές με προδιαγραφές που θεσπίζονται στο πλαίσιο:

των ΤΠΔ,

ή

των εθνικών κανόνων ασφαλείας που αναφέρονται στο άρθρο 8 και στο παράρτημα II,

ή

άλλων σχετικών κανόνων,

ή

αποφάσεων των αρχών,

και διαδικασιών με στόχο την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τα πρότυπα και άλλες προϋποθέσεις σχετικές με προδιαγραφές καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του εξοπλισμού και των δραστηριοτήτων·

δ)

διαδικασίες και μέθοδοι αξιολόγησης των κινδύνων και εφαρμογής μέτρων ελέγχου των κινδύνων κάθε φορά που, λόγω μεταβολής των όρων εκμετάλλευσης ή της εισαγωγής νέου υλικού, δημιουργούνται νέοι κίνδυνοι για την υποδομή ή τις σιδηροδρομικές δραστηριότητες·

ε)

εξασφάλιση προγραμμάτων κατάρτισης του προσωπικού και συστημάτων τα οποία διασφαλίζουν ότι διατηρείται η επάρκεια προσόντων του προσωπικού και εκτελούνται αναλόγως οι σχετικές αρμοδιότητες·

στ)

ρυθμίσεις για την παροχή επαρκούς πληροφόρησης στο πλαίσιο του οργανισμού και, όπου απαιτείται, μεταξύ οργανισμών που εκμεταλλεύονται την ίδια υποδομή·

ζ)

διαδικασίες και μορφότυποι για τον τρόπο τεκμηρίωσης των πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια και καθορισμός διαδικασίας ελέγχου της μορφής των ζωτικής σημασίας πληροφοριών ασφάλειας·

η)

διαδικασίες για την εξασφάλιση της αναφοράς, διερεύνησης και ανάλυσης ατυχημάτων, συμβάντων, στοιχείων αποσοβηθέντων ατυχημάτων και άλλων επικίνδυνων περιστατικών, καθώς και της λήψης των απαραίτητων προληπτικών μέτρων·

θ)

εξασφάλιση σχεδίων δράσης και προειδοποίησης, καθώς και πληροφόρησης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, τα οποία έχουν συμφωνηθεί με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές·

ι)

διατάξεις για περιοδικούς εσωτερικούς ελέγχους του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ

Προκειμένου η αρμόδια για την ασφάλεια αρχή να εκδώσει το συγκεκριμένο τμήμα του πιστοποιητικού ασφάλειας που αφορά το δίκτυο, πρέπει να υποβάλλονται τα ακόλουθα έγγραφα:

έγγραφα της σιδηροδρομικής επιχείρησης για τις ΤΠΔ ή τμήματα αυτών και, ενδεχομένως, για τους εθνικούς κανόνες ασφάλειας και λοιπούς κανόνες που εφαρμόζονται για τις δραστηριότητές της, το προσωπικό και το τροχαίο υλικό της, καθώς και έγγραφα που τεκμηριώνουν τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζεται η συμμόρφωση μέσω του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας,

έγγραφα της σιδηροδρομικής επιχείρησης για τις διάφορες κατηγορίες του προσωπικού που απασχολείται ή που εκτελεί καθήκοντα βάσει σύμβασης στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων που αποδεικνύουν ότι το εν λόγω προσωπικό πληροί τις απαιτήσεις των ΤΠΔ ή των εθνικών κανόνων και ότι έχει πιστοποιηθεί δεόντως,

έγγραφα της σιδηροδρομικής επιχείρησης για τους διάφορους τύπους τροχαίου υλικού που χρησιμοποιεί στις δραστηριότητές της, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων που αποδεικνύουν ότι το εν λόγω υλικό πληροί τις απαιτήσεις των ΤΠΔ ή των εθνικών κανόνων και ότι έχει πιστοποιηθεί δεόντως.

Προκειμένου να αποφεύγονται οι επαναλήψεις και να περιορίζεται ο όγκος των πληροφοριών, θα πρέπει να υποβάλλεται μόνο συνοπτική τεκμηρίωση όσον αφορά τα στοιχεία που συμμορφώνονται προς τις ΤΠΔ και άλλες απαιτήσεις των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΒΑΣΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ

1.   Συνοπτική παρουσίαση

Η συνοπτική παρουσίαση περιλαμβάνει μια σύντομη περιγραφή του περιστατικού, πότε και πού έλαβε χώρα και τις συνέπειές του. Αναφέρονται επίσης τα άμεσα αίτια, καθώς και οι παράγοντες που συνετέλεσαν και τα βαθύτερα αίτια, όπως προκύπτουν από τη διερεύνηση. Παρατίθενται οι βασικές συστάσεις και παρέχονται πληροφορίες για κάθε αποδέκτη.

2.   Άμεσα γεγονότα του περιστατικού

1.

Το περιστατικό:

ημερομηνία, ακριβής ώρα και τόπος του περιστατικού,

περιγραφή των γεγονότων και του χώρου του ατυχήματος, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών των υπηρεσιών διάσωσης και των επειγόντων περιστατικών,

η απόφαση να αρχίσει η διεξαγωγή έρευνας, η σύνθεση της ομάδας έρευνας και η πραγματοποίηση της έρευνας.

2.

Το «σκηνικό» του περιστατικού:

εμπλεκόμενο προσωπικό και εργολάβοι, καθώς και τρίτοι και μάρτυρες,

οι συρμοί και η σύνθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού καταχώρισης του εμπλεκόμενου τροχαίου υλικού,

περιγραφή της υποδομής και του συστήματος σηματοδότησης – είδη γραμμών, αιχμές αλλαγών, αλληλομανδάλωση, σηματοδότες, σύστημα προστασίας τρένων,

μέσα επικοινωνίας,

έργα εκτελούμενα στον χώρο ή πλησίον αυτού,

θέση σε εφαρμογή του σχεδίου για έκτακτο σιδηροδρομικό περιστατικό και επακόλουθη αλυσίδα γεγονότων,

θέση σε εφαρμογή του σχεδίου έκτακτης ανάγκης των δημόσιων υπηρεσιών διάσωσης, της αστυνομίας και των ιατρικών υπηρεσιών, καθώς και επακόλουθη αλυσίδα γεγονότων.

3.

Θάνατοι, τραυματισμοί και υλικές ζημίες:

επιβάτες και τρίτοι, προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων των εργολάβων,

φορτίο, αποσκευές και άλλα αγαθά,

τροχαίο υλικό, υποδομή και περιβάλλον.

4.

Εξωτερικές συνθήκες:

καιρικές συνθήκες και γεωγραφικά στοιχεία.

3.   Φάκελος ερευνών και ανακρίσεων

1.

Συνοπτική παρουσίαση των μαρτυριών (με προστασία της ταυτότητας των ατόμων):

σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων των εργολάβων,

άλλοι μάρτυρες.

2.

Το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας:

η γενική οργάνωση και ο τρόπος με τον οποίο δίδονται και εκτελούνται οι εντολές,

απαιτήσεις για το προσωπικό και τρόπος επιβολής τους,

διαδικασίες εσωτερικών ελέγχων και λογιστικών ελέγχων, καθώς και τα αποτελέσματά τους,

διασύνδεση μεταξύ των διαφόρων παραγόντων της υποδομής.

3.

Κανόνες και κανονισμοί:

σχετικοί κοινοτικοί και εθνικοί κανόνες και κανονισμοί,

άλλοι κανόνες, όπως κανόνες λειτουργίας, τοπικές οδηγίες, απαιτήσεις για το προσωπικό, προδιαγραφές συντήρησης και ισχύοντα πρότυπα.

4.

Λειτουργία τροχαίου υλικού και τεχνικών εγκαταστάσεων:

σύστημα σηματοδότησης και ελέγχου-χειρισμού, συμπεριλαμβανομένων των καταχωρίσεων των αυτόματων συσκευών καταγραφής στοιχείων,

υποδομή,

εξοπλισμός επικοινωνιών,

τροχαίο υλικό, συμπεριλαμβανομένων των καταχωρίσεων των αυτόματων συσκευών καταγραφής στοιχείων.

5.

Τεκμηρίωση για το λειτουργικό σύστημα:

μέτρα που λαμβάνονται από το προσωπικό για τον έλεγχο της κυκλοφορίας και τη σηματοδότηση,

ανταλλαγή φωνητικών μηνυμάτων σχετικών με το περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων από τις καταγραφές,

μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία και την περιφρούρηση του χώρου του περιστατικού.

6.

Διασύνδεση ανθρώπου-μηχανής:

χρόνος εργασίας του εμπλεκόμενου προσωπικού,

ιατρικές και προσωπικές καταστάσεις με επιπτώσεις στο περιστατικό, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης σωματικής ή ψυχολογικής έντασης,

σχεδιασμός του εξοπλισμού με επιπτώσεις στη διασύνδεση ανθρώπου-μηχανής.

7.

Προγενέστερα περιστατικά παρόμοιου χαρακτήρα.

4.   Ανάλυση και συμπεράσματα

1.

Τελικός απολογισμός της αλυσίδας γεγονότων:

εξαγωγή των συμπερασμάτων για το περιστατικό, με βάση τα γεγονότα που προέκυψαν στο πλαίσιο του τμήματος 3.

2.

Συζήτηση:

ανάλυση των περιστατικών που προέκυψαν στο πλαίσιο του τμήματος 3, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα αίτια του περιστατικού και τις επιδόσεις των υπηρεσιών διάσωσης.

3.

Συμπεράσματα:

άμεσα και έμμεσα αίτια του περιστατικού, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων που συνετέλεσαν σε αυτό και σχετίζονται με τις ενέργειες των εμπλεκόμενων προσώπων, ή την κατάσταση του τροχαίου υλικού ή των τεχνικών εγκαταστάσεων,

βασικά αίτια που συνδέονται με τις ικανότητες, τις διαδικασίες και τη συντήρηση,

βαθύτερα αίτια που συνδέονται με τις προϋποθέσεις του ρυθμιστικού πλαισίου και την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας.

4.

Συμπληρωματικές παρατηρήσεις:

ανεπάρκειες και αδυναμίες που αποκάλυψε η έρευνα, χωρίς συνάφεια όμως με τα συμπεράσματα για τα αίτια.

5.   Ληφθέντα μέτρα

Κατάλογος των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή υιοθετηθεί ως αποτέλεσμα του περιστατικού.

6.   Συστάσεις


(1)  ΕΕ C 126 E της 28.5.2002, σ. 332.

(2)  ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 131.

(3)  ΕΕ C 66 της 19.3.2003, σ. 5.

(4)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2003 (ΕΕ C 38 E της 12.2.2004, σ. 92), κοινή θέση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 (ΕΕ C 270 E της 11.11.2003, σ. 25), και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ης Απριλίου 2004 και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004.

(5)  ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 143 της 27.6.1995, σ. 70· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26).

(7)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).

(8)  ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6.

(9)  ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1.

(10)  Βλέπε σελίδα 3 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(11)  ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1.

(12)  ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 25· Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/29/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 90 της 8.4.2003, σ. 47).

(13)  Απόφαση της Επιτροπής 98/500/ΕΚ, της 20ής Μαΐου 1998, για σύσταση επιτροπών κλαδικού διαλόγου για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27).

(14)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(15)  ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25.

(16)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 164

(17)  ΕΕ L 14 της 21.1.2003, σ. 1.


21.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 220/40


Διορθωτικό στην οδηγία 2004/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 96/48/EΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 164 της 30ής Απριλίου 2004 )

Η οδηγία 2004/50/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

ΟΔΗΓΙΑ 2004/50/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 29ης Απριλίου 2004

για τροποποίηση της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 71 και 156,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

την γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 23 Μαρτίου 2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τα άρθρα 154 και 155 της συνθήκης, η Κοινότητα συμβάλλει στην εγκατάσταση και την ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα των μεταφορών. Για να υλοποιήσει αυτούς τους στόχους, η Κοινότητα αναλαμβάνει κάθε δράση που αποδεικνύεται αναγκαία για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων, ιδίως στον τομέα της εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων.

(2)

Στο σιδηροδρομικό τομέα, ένα πρώτο μέτρο που λήφθηκε ήταν η έκδοση της οδηγίας 96/48/ΕΚ (5) σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας. Για να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτής της οδηγίας, καταρτίσθηκαν σχέδια τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων (ΑΕΙF), η οποία ορίζεται ως κοινός αντιπροσωπευτικός οργανισμός στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας, και εγκρίθηκαν από την Επιτροπή την 30ή Μαΐου 2002.

(3)

Η Επιτροπή ενέκρινε στις 10 Σεπτεμβρίου 1999 έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η οποία παρείχε μια πρώτη αξιολόγηση της προόδου που είχε σημειωθεί στην υλοποίηση της διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας. Στο ψήφισμά του της 17ης Μαΐου 2000 (6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να παρουσιάσει προτάσεις τροποποίησης της οδηγίας 96/48/ΕΚ με βάση το πρότυπο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ (7).

(4)

Η οδηγία 2001/16/ΕΚ, όπως και η οδηγία 96/48/EK, θεσπίζουν κοινοτικές διαδικασίες για την προετοιμασία και την υιοθέτηση ΤΠΔ, καθώς και κοινούς κανόνες για την αξιολόγηση της πιστότητας προς αυτές τις TΠΔ. Η εντολή για την ανάπτυξη της πρώτης ομάδας ΤΠΔ ανατέθηκε στην AEIF, η οποία ορίζεται επίσης ως κοινός αντιπροσωπευτικός οργανισμός.

(5)

Οι εργασίες για την ανάπτυξη των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, η εφαρμογή της οδηγίας 96/48/ΕΚ σε συγκεκριμένα σχέδια και οι εργασίες της επιτροπής που συγκροτήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, ώθησαν την Επιτροπή να προτείνει αλλαγές στις δύο οδηγίες για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων.

(6)

Η έγκριση, αφενός, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (κανονισμός για τον Οργανισμό) (8) και, αφετέρου, της οδηγίας 2003/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (9), καθιστούν αναγκαία την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων. Συγκεκριμένα, μόλις συσταθεί ο Οργανισμός, οι εργασίες για την κατάρτιση κάθε σχεδίου ΤΠΔ, νέου ή προς αναθεώρηση, θα ανατίθενται σε αυτόν από την Επιτροπή.

(7)

Η θέση σε ισχύ των οδηγιών 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (10), 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, για τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (11) και 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (12), επηρεάζει την υλοποίηση της διαλειτουργικότητας. Η διεύρυνση των δικαιωμάτων πρόσβασης πρέπει, όπως και στους άλλους τρόπους μεταφοράς, να προχωρήσει σε συνδυασμό με την παράλληλη εφαρμογή των αναγκαίων συνοδευτικών μέτρων εναρμόνισης. Κατά συνέπεια, απαιτείται η υλοποίηση της διαλειτουργικότητας σε ολόκληρο το δίκτυο, με την προοδευτική επέκταση του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2001/16/ΕΚ. Είναι επίσης αναγκαίο να διευρυνθεί η νομική βάση της οδηγίας 2001/16/ΕΚ ώστε να συμπεριλάβει και το άρθρο 71 της Συνθήκης, στο οποίο βασίζεται η οδηγία 2001/12/ΕΚ.

(8)

Η Λευκή Βίβλος σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών προαναγγέλλει την παρούσα οδηγία, η οποία αποτελεί στοιχείο της στρατηγικής της Επιτροπής για την αναζωογόνηση των σιδηροδρόμων και, κατά συνέπεια, για την επαναφορά της ισορροπίας στη χρήση των μεταφορικών μέσων, στα πλαίσια της επιδίωξης του απώτερου στόχου της αποσυμφόρησης των οδικών αρτηριών στην Ευρώπη.

(9)

Οι ΤΠΔ που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας 96/48/ΕΚ δεν αφορούν ρητά τις εργασίες ανανέωσης των υποδομών και του τροχαίου υλικού ούτε τις αντικαταστάσεις που πραγματοποιούνται στα πλαίσια προληπτικής συντήρησης. Αυτό προβλέπεται απεναντίας στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/16/ΕΚ σχετικά με τους συμβατικούς σιδηροδρόμους, και οι δύο οδηγίες θα πρέπει να εναρμονισθούν ως προς το σημείο αυτό.

(10)

Η ανάπτυξη των ΤΠΔ στον τομέα του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας απέδειξε την ανάγκη να διευκρινισθεί η σχέση ανάμεσα στις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ και τις ΤΠΔ, αφενός, και τα ευρωπαϊκά πρότυπα και άλλα κείμενα ρυθμιστικού χαρακτήρα, αφετέρου. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στα πρότυπα ή τα τμήματα προτύπων η εφαρμογή των οποίων πρέπει να καταστεί υποχρεωτική προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της εν λόγω οδηγίας και τα «εναρμονισμένα» πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί στο πνεύμα της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση και την τυποποίηση.

(11)

Κατά κανόνα, οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές αναπτύσσονται στο πνεύμα της νέας προσέγγισης όσον αφορά την τεχνική εναρμόνιση και την τυποποίηση. Βάσει αυτών τεκμαίρεται η πιστότητα προς ορισμένες βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 96/48/ΕΚ, ιδίως στις περιπτώσεις των στοιχείων διαλειτουργικότητας και των διεπαφών. Αυτές οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές (ή τα εφαρμοστέα τμήματά τους) δεν είναι υποχρεωτικές και καμία ρητή αναφορά στις προδιαγραφές αυτές δεν πρέπει να προβλέπεται στις ΤΠΔ. Οι αναφορές στις ευρωπαϊκές αυτές προδιαγραφές δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τα στοιχεία αναφοράς των εθνικών προτύπων στα οποία έχουν μεταφερθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

(12)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας, οι ΤΠΔ μπορούν να παραπέμπουν ρητώς σε ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές. Αυτή η ρητή παραπομπή έχει κάποιες συνέπειες που πρέπει να διευκρινίζονται συγκεκριμένα. Η εφαρμογή αυτών των ευρωπαϊκών προτύπων ή προδιαγραφών καθίσταται ιδίως υποχρεωτική από τη στιγμή που αρχίζει να ισχύει η ΤΠΔ.

(13)

Όλες οι διατάξεις που πρέπει να πληρούνται από ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας, καθώς και η διαδικασία που πρέπει να τηρείται για την αξιολόγηση της πιστότητας, καθορίζονται από την ΤΠΔ. Επίσης, χρειάζεται να διευκρινισθεί ότι κάθε στοιχείο πρέπει να υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στις ΤΠΔ και να συνοδεύεται από το σχετικό πιστοποιητικό.

(14)

Για λόγους ασφαλείας, επιβάλλεται να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να δίνουν έναν αναγνωριστικό κωδικό σε κάθε όχημα που κυκλοφορεί. Στη συνέχεια, το όχημα θα πρέπει να καταγράφεται σε ένα εθνικό μητρώο. Όλα τα κράτη μέλη, καθώς και ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες της Κοινότητας, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμβουλεύονται τα μητρώα. Τα μητρώα θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνοχή όσον αφορά τη μορφή των δεδομένων. Κατά συνέπεια, τα μητρώα αυτά θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο κοινών προδιαγραφών λειτουργικών και τεχνικών.

(15)

Θα πρέπει να διευκρινισθεί ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις των βασικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται μεν σε ένα υποσύστημα χωρίς όμως να έχουν ακόμα διατυπωθεί πλήρεις σχετικές προδιαγραφές στα πλαίσια της αντίστοιχης ΤΠΔ. Στην περίπτωση αυτή, είναι επιθυμητό οι οργανισμοί που έχουν επιφορτισθεί με τη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και με τη διαδικασία ελέγχου να είναι οι οργανισμοί που έχουν ήδη κοινοποιηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 20 των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ.

(16)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (13).

(17)

Θα πρέπει να διευκρινισθεί ο ορισμός του τροχαίου υλικού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να αναφέρεται και στο τροχαίο υλικό που έχει σχεδιασθεί για να κυκλοφορεί αποκλειστικά σε γραμμές που έχουν διευθετηθεί ή πρόκειται να διευθετηθούν για μεγάλη ταχύτητα, σε ταχύτητες της τάξης των 200 km/ώρα.

(18)

Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να θίγει, κατά το δυνατόν, τις εργασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει στα πλαίσια των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ, ούτε την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών από τα κράτη μέλη στις περιπτώσεις σχεδίων που βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(19)

Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω του διευρωπαϊκού του χαρακτήρα που αναγνωρίζεται στη συνθήκη, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που καθιερώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(20)

Η Επιτροπή θέσπισε στις 30 Μαΐου 2002 τις ΤΠΔ που ισχύουν για το σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας σχετικά με την υποδομή, το τροχαίο υλικό, την ενέργεια, τον έλεγχο, την οδήγηση και τη σηματοδότηση, την εκμετάλλευση και τη συντήρηση, τα δε σχέδια ΤΠΔ που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 και στο άρθρο 2 παράγραφος 5, αφορούν την αναθεώρηση αυτών των ΤΠΔ ή τη θέσπιση νέων ΤΠΔ.

(21)

Δεδομένου ότι αναπτύσσεται ένα σχέδιο συστήματος αναφοράς τεχνικών κανόνων που αφορούν τον υφιστάμενο βαθμό διαλειτουργικότητας του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ, απαιτείται να ενημερωθούν οι τεχνικοί αυτοί κανόνες εν όψει της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής που προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία και να ληφθεί επίσης υπόψη η πρώτη ομάδα ΤΠΔ που θα θεσπισθεί έως το 2004.

(22)

Παρά τις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/16/ΕΚ, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η εθελοντική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εν λόγω οδηγίας από τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο με σκοπό να βελτιωθεί η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας και να αυξηθούν οι εξοικονομήσεις κλίμακας στον κατασκευαστικό τομέα.

(23)

Επομένως, οι οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 96/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι ο καθορισμός των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, στο κοινοτικό έδαφος, όπως περιγράφεται στο παράρτημα Ι.

Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη θέση σε λειτουργία, την αναδιευθέτηση, την ανανέωση, την εκμετάλλευση και τη συντήρηση των τμημάτων του συστήματος αυτού, τα οποία τίθενται σε λειτουργία μετά τις 30 Απριλίου 2004, καθώς και τα προσόντα και τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας του προσωπικού που συμμετέχει στην εκμετάλλευση του συστήματος.

2.   Η επιδίωξη του στόχου αυτού πρέπει να οδηγήσει στον καθορισμό μεγίστου επιπέδου τεχνικής εναρμόνισης και:

α)

να επιτρέψει να διευκολυνθούν, να βελτιωθούν και να αναπτυχθούν διεθνείς υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών στο κοινοτικό έδαφος καθώς και σε τρίτες χώρες·

β)

να συντελέσει στην προοδευτική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς εξοπλισμού και υπηρεσιών κατασκευής, ανανέωσης, αναδιευθέτησης και εκμετάλλευσης του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας·

γ)

να συντελέσει στη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.»

2.

Στο άρθρο 2, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ι)

“βασική παράμετρος”: κάθε ρυθμιστική, τεχνική ή λειτουργική προϋπόθεση, ζωτική για τη διαλειτουργικότητα, η οποία πρέπει να αποτελεί αντικείμενο απόφασης ή σύστασης σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, πριν από την κατάρτιση ολοκληρωμένων σχεδίων ΤΠΔ·

ια)

“ειδική περίπτωση”: κάθε τμήμα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας για το οποίο απαιτούνται ειδικές, προσωρινές ή οριστικές, διατάξεις των ΤΠΔ λόγω περιορισμών γεωγραφικών, τοπογραφικών, αστικού περιβάλλοντος ή συνοχής με το υπάρχον σύστημα. Στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται ειδικότερα, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα δίκτυα που είναι απομονωμένα από το δίκτυο του υπόλοιπου κοινοτικού εδάφους, το περίγραμμα τροχαίου υλικού, το ελεύθερο εύρος των σιδηροδρομικών οδών ή η απόσταση μεταξύ των σιδηροδρομικών οδών·

ιβ)

“αναδιευθέτηση”: σοβαρές εργασίες μετατροπής ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος οι οποίες βελτιώνουν τις συνολικές επιδόσεις του υποσυστήματος·

ιγ)

“αντικατάσταση στο πλαίσιο συντήρησης”: αντικατάσταση στοιχείων από άλλα με την ίδια λειτουργία και τις ίδιες επιδόσεις στο πλαίσιο προληπτικής ή διορθωτικής συντήρησης,

ιδ)

“ανανέωση”: σοβαρές εργασίες υποκατάστασης ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος οι οποίες δεν τροποποιούν τις συνολικές επιδόσεις του υποσυστήματος·

ιε)

“υπάρχον σιδηροδρομικό σύστημα”: το σύνολο το οποίο απαρτίζεται από τη σιδηροδρομική υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των γραμμών και των μόνιμων εγκαταστάσεων του υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου και από το υπάρχον τροχαίο υλικό κάθε κατηγορίας και προέλευσης που κυκλοφορεί επί της υποδομής αυτής·

ιστ)

“θέση σε λειτουργία”: το σύνολο των λειτουργιών με τις οποίες ένα υποσύστημα τίθεται σε κατάσταση ονομαστικής λειτουργίας.»

3.

Στο άρθρο 2, το στοιχείο η) απαλείφεται.

4.

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε υποσύστημα αποτελεί αντικείμενο μίας ΤΠΔ. Εφόσον απαιτείται, ένα υποσύστημα είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο περισσότερων ΤΠΔ, ενώ μια ΤΠΔ είναι δυνατόν να καλύπτει περισσότερα του ενός υποσυστήματα. Η απόφαση για την κατάρτιση ή/και την αναθεώρηση μιας ΤΠΔ καθώς και η επιλογή του τεχνικού και γεωγραφικού της πεδίου εφαρμογής, απαιτούν εντολή σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.»

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στο βαθμό που απαιτείται προς επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 1, κάθε ΤΠΔ:

α)

αναφέρει το σκοπούμενο πεδίο εφαρμογής (τμήμα του δικτύου ή του τροχαίου υλικού που αναφέρεται στο παράρτημα Ι: υποσύστημα ή τμήμα υποσυστήματος που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ)·

β)

διευκρινίζει τις βασικές απαιτήσεις του σχετικού υποσυστήματος και των διεπαφών του με άλλα υποσυστήματα·

γ)

καθορίζει τις λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούνται από το υποσύστημα και τις διεπαφές του με τα άλλα υποσυστήματα. Εάν χρειάζεται, οι εν λόγω προδιαγραφές μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χρήση του υποσυστήματος, π.χ. ανάλογα με τις κατηγορίες γραμμών, ή/και τροχαίου υλικού που προβλέπονται στο παράρτημα Ι·

δ)

προσδιορίζει τα στοιχεία διαλειτουργικότητας και τις διεπαφές που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ευρωπαϊκών προδιαγραφών, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προτύπων, οι οποίες είναι αναγκαίες για να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας·

ε)

αναφέρει, σε κάθε υπό εξέταση περίπτωση, τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για να αξιολογείται η πιστότητα ή η καταλληλότητα χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας, αφενός, ή ο έλεγχος “ΕΚ” των υποσυστημάτων, αφετέρου. Οι εν λόγω διαδικασίες βασίζονται στις ενότητες που ορίζονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ·

στ)

προσδιορίζει τη στρατηγική εφαρμογής των ΤΠΔ. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται τα στάδια που πρέπει να ολοκληρωθούν για την προοδευτική μετάβαση από την υπάρχουσα κατάσταση προς την τελική κατάσταση κατά την οποία η τήρηση των ΤΠΔ αποτελεί τον κανόνα·

ζ)

προσδιορίζει, για το οικείο προσωπικό, τα επαγγελματικά προσόντα και τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας κατά την εργασία που απαιτούνται για την λειτουργία και τη συντήρηση των εν λόγω υποσυστημάτων καθώς και για την εφαρμογή των ΤΠΔ.»

γ)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Στις ΤΠΔ είναι δυνατόν να γίνεται ρητή, σαφώς προσδιορισμένη παραπομπή σε ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές (ή τα σχετικά αποσπάσματα αυτών) θεωρούνται ως παραρτήματα της σχετικής ΤΠΔ και η εφαρμογή τους καθίσταται υποχρεωτική από τη στιγμή που τίθεται σε ισχύ η ΤΠΔ. Ελλείψει ευρωπαϊκών προτύπων ή προδιαγραφών και εν αναμονή της κατάρτισής τους, είναι δυνατόν να γίνεται παραπομπή σε άλλα σαφώς καθορισμένα κανονιστικά έγγραφα· στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα είναι ευκόλως προσιτά και δημοσιοποιήσιμα.»

5.

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Τα σχέδια των ΤΠΔ και οι επακόλουθες τροποποιήσεις αυτών συντάσσονται κατόπιν εντολής της Επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2. Συντάσσονται υπό την ευθύνη του Οργανισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (“κανονισμός για τον Οργανισμό”) (14), σε συνεργασία με τις ομάδες εργασίας που αναφέρονται σε αυτά τα άρθρα.

Οι ΤΠΔ θεσπίζονται και αναθεωρούνται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις ΤΠΔ στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο Οργανισμός ευθύνεται για την προετοιμασία της αναθεώρησης και της ενημέρωσης των ΤΠΔ και την υποβολή οιασδήποτε σκόπιμης σύστασης στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, ούτως ώστε να λαμβάνονται υπόψη η εξέλιξη της τεχνολογίας ή οι κοινωνικές επιταγές.

3.   Κάθε σχέδιο ΤΠΔ καταρτίζεται σε δύο φάσεις.

Καταρχάς, ο Οργανισμός προσδιορίζει τις βασικές παραμέτρους για τη συγκεκριμένη ΤΠΔ, καθώς και τις διεπαφές με τα άλλα υποσυστήματα και όποιες άλλες ειδικές περιπτώσεις είναι αναγκαίες. Για καθεμιά από τις παραμέτρους και τις διεπαφές αυτές, υποβάλλονται οι πλέον βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις συνοδευόμενες από τεχνική ή οικονομική αιτιολόγηση. Λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Εφόσον απαιτείται, αναφέρονται ειδικές περιπτώσεις.

Στη συνέχεια, ο Οργανισμός καταρτίζει το σχέδιο της ΤΠΔ με βάση τις βασικές αυτές παραμέτρους. Ενδεχομένως, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη του την τεχνική πρόοδο, τις ήδη επιτελεσθείσες εργασίες τυποποίησης, τις ήδη συγκροτημένες ομάδες εργασίας και τις αναγνωρισμένες ερευνητικές εργασίες. Στο σχέδιο της ΤΠΔ, επισυνάπτεται μία συνολική εκτίμηση του αναμενόμενου κόστους και οφέλους της εφαρμογής των ΤΠΔ· στην εκτίμηση αναφέρεται ο αναμενόμενος αντίκτυπος για όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και οικονομικούς παράγοντες.

4.   Κατά την κατάρτιση, θέσπιση και αναθεώρηση κάθε ΤΠΔ (συμπεριλαμβανομένων των βασικών παραμέτρων) λαμβάνονται υπόψη το αναμενόμενο κόστος και όφελος όλων των εξεταζόμενων τεχνικών λύσεων, καθώς και οι μεταξύ τους διεπαφές, προκειμένου να καθορισθούν και να υλοποιηθούν οι πλέον βιώσιμες λύσεις. Τα κράτη μέλη συμμετέχουν στην εκτίμηση αυτή παρέχοντας τα αναγκαία δεδομένα.

5.   Η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 τηρείται τακτικά ενήμερη για τις εργασίες κατάρτισης των ΤΠΔ. Η επιτροπή μπορεί, κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών, να διατυπώνει οιεσδήποτε προϋποθέσεις ή χρήσιμες συστάσεις σχετικά με το σχεδιασμό των ΤΠΔ και την εκτίμηση του κόστους/οφέλους. Ειδικότερα, η επιτροπή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, να ζητήσει να εξετασθούν εναλλακτικές λύσεις και να συμπεριληφθεί, στην επισυναπτόμενη στο σχέδιο ΤΠΔ έκθεση, η εκτίμηση του κόστους/οφέλους των εν λόγω εναλλακτικών λύσεων.

6.   Κατά τη θέσπιση κάθε ΤΠΔ, η ημερομηνία έναρξης ισχύος της ΤΠΔ καθορίζεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Όταν διάφορα υποσυστήματα πρέπει να τεθούν ταυτόχρονα σε λειτουργία για λόγους τεχνικής συμβατότητας, οι ημερομηνίες έναρξης ισχύος των αντίστοιχων ΤΠΔ πρέπει να συμπίπτουν.

7.   Κατά την κατάρτιση, θέσπιση και αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των χρηστών, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά που έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες υπό τις οποίες χρησιμοποιούν τα υποσυστήματα αυτά. Προς το σκοπό αυτόν, ο Οργανισμός συμβουλεύεται τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και οργανισμούς χρηστών κατά τις εργασίες κατάρτισης και αναθεώρησης των ΤΠΔ. Στο σχέδιο ΤΠΔ επισυνάπτεται έκθεση περί των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων αυτών.

Ο κατάλογος των αντιπροσωπευτικών ενώσεων και οργανισμών των οποίων πρέπει να ζητείται η γνώμη, καταρτίζεται οριστικά από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, προτού εκδοθεί η εντολή για την αναθεώρηση των ΤΠΔ, και μπορεί να επανεξετάζεται και να ενημερώνεται κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

8.   Κατά την κατάρτιση, τη θέσπιση και την αναθεώρηση των ΤΠΔ, λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο ζ).

Προς το σκοπό αυτό, ζητείται η γνώμη των κοινωνικών εταίρων πριν από την υποβολή του σχεδίου ΤΠΔ, στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, προς θέσπιση ή αναθεώρηση.

Η γνώμη των κοινωνικών εταίρων ζητείται στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής (15). Οι κοινωνικοί εταίροι διατυπώνουν τη γνώμη τους εντός προθεσμίας τριών μηνών.

6.

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Ένα κράτος μέλος δύναται να μην εφαρμόζει μια ή περισσότερες ΤΠΔ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το τροχαίο υλικό, στις ακόλουθες περιπτώσεις και συνθήκες:

α)

σε πρόταση νέας γραμμής, στην ανανέωση ή αναδιευθέτηση υφισταμένης γραμμής ή σε οιοδήποτε στοιχείο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης ή αποτελεί αντικείμενο μιας υπό εκτέλεση σύμβασης κατά τη δημοσίευση των ΤΠΔ·

β)

στα σχέδια ανανέωσης ή αναδιευθέτησης ήδη υπάρχουσας γραμμής, όταν το περίγραμμα τροχαίου υλικού, το ελεύθερο εύρος των σιδηροδρομικών οδών, η απόσταση μεταξύ των σιδηροδρομικών οδών, ή η τάση της ηλεκτρικής παροχής της εν λόγω ΤΠΔ, είναι ασύμβατες με εκείνες της υπάρχουσας γραμμής·

γ)

σε πρόταση νέας γραμμής, ανανέωσης ή αναδιευθέτησης ήδη υπάρχουσας γραμμής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, όταν το σιδηροδρομικό του δίκτυο είναι περίκλειστο ή αποκομμένο λόγω της θάλασσας από το σιδηροδρομικό δίκτυο του υπόλοιπου κοινοτικού εδάφους·

δ)

σε κάθε σχέδιο ανανέωσης, επέκτασης ή αναδιευθέτησης ήδη υπάρχουσας γραμμής, όταν η εφαρμογή των εν λόγω ΤΠΔ θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα του σχεδίου ή/και τη συνοχή του σιδηροδρομικού συστήματος του κράτους μέλους·

ε)

όταν, κατόπιν ατυχήματος ή θεομηνίας, οι συνθήκες για την ταχεία αποκατάσταση του δικτύου δεν επιτρέπουν τεχνικώς ή οικονομικώς τη μερική ή ολική εφαρμογή των αντίστοιχων ΤΠΔ.

Σε όλες τις περιπτώσεις, το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί εκ των προτέρων στην Επιτροπή τη σκοπούμενη παρέκκλισή του και της διαβιβάζει φάκελο με τις ΤΠΔ ή τα αποσπάσματα των ΤΠΔ που δεν επιθυμεί να εφαρμόσει, καθώς και με τις αντίστοιχες προδιαγραφές που επιθυμεί να εφαρμόσει. Η Επιτροπή εξετάζει τα μέτρα που προβλέπει το κράτος μέλος. Στις περιπτώσεις των στοιχείων β) και δ), η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Εφόσον απαιτείται, καταρτίζεται σύσταση σχετικά με τις προδιαγραφές που πρέπει να εφαρμοσθούν. Ωστόσο, στην περίπτωση του στοιχείου β), η απόφαση της Επιτροπής δεν αφορά το περίγραμμα τροχαίου υλικού και το ελεύθερο εύρος των σιδηροδρομικών οδών.»

7.

Στο άρθρο 9 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, δεν μπορούν να απαιτούν τη διενέργεια ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία οδηγεί στη δήλωση πιστότητας “ΕΚ” ή καταλληλότητας χρήσης.»

8.

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κάθε στοιχείο διαλειτουργικότητας υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στην αντίστοιχη ΤΠΔ και συνοδεύεται από το σχετικό πιστοποιητικό.»

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη κρίνουν ότι ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας πληροί τις βασικές απαιτήσεις εφόσον συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην αντίστοιχη ΤΠΔ ή προς τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές που καταρτίζονται για τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω προϋποθέσεις.»

γ)

Οι παράγραφοι 4 και 5 απαλείφονται.

9.

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Όταν κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνει ότι κάποιες ευρωπαϊκές προδιαγραφές οι οποίες χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας δεν πληρούν τις βασικές απαιτήσεις, μπορεί να αποφασίζεται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2 και αφού ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί με την οδηγία 98/34/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (16), να αποσυρθούν μερικώς ή πλήρως αυτές οι προδιαγραφές από τις δημοσιεύσεις όπου έχουν καταχωρηθεί ή να τροποποιηθούν.

10.

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

1.   Κάθε κράτος μέλος εγκρίνει τη θέση σε λειτουργία των διαρθρωτικών υποσυστημάτων του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας τα οποία ευρίσκονται στην επικράτειά του ή αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε αυτή.

Προς το σκοπό αυτόν, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε τα εν λόγω υποσυστήματα να μπορούν να τίθενται σε λειτουργία μόνον εάν έχουν σχεδιασθεί, κατασκευασθεί και εγκατασταθεί κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται η τήρηση των σχετικών με αυτά βασικών απαιτήσεων, όταν ενσωματώνονται στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας.

Ειδικότερα, κάθε κράτος μέλος ελέγχει τη συνάφεια των εν λόγω υποσυστημάτων προς το σύστημα στο οποίο ενσωματώνονται.

2.   Όταν τα υποσυστήματα τίθενται σε λειτουργία και, στη συνέχεια, σε τακτά διαστήματα, κάθε κράτος μέλος ελέγχει κατά πόσον η εκμετάλλευση και η συντήρηση των υποσυστημάτων αυτών πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις. Προς το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται οι διαδικασίες αξιολόγησης και ελέγχου που προβλέπονται στο πλαίσιο των αντιστοίχων διαρθρωτικών και λειτουργικών ΤΠΔ.

3.   Σε περίπτωση ανανέωσης ή αναδιευθέτησης, ο διαχειριστής της υποδομής ή η σιδηροδρομική εταιρεία υποβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος φάκελο με περιγραφή του σχεδίου. Το κράτος μέλος εξετάζει το φάκελο αυτόν και αποφασίζει, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική υλοποίησης που αναφέρεται στην οικεία ΤΠΔ, κατά πόσον το μέγεθος των εργασιών επιβάλλει την έκδοση νέας έγκρισης για τη θέση σε λειτουργία κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

Η νέα αυτή έγκριση για τη θέση σε λειτουργία απαιτείται κάθε φορά που το συνολικό επίπεδο ασφάλειας του θεωρουμένου υποσυστήματος μπορεί να επηρεασθεί από τις προβλεπόμενες εργασίες.

4.   Όταν τα κράτη μέλη εγκρίνουν τη θέση σε λειτουργία τροχαίου υλικού, έχουν την ευθύνη να εξασφαλίζουν ότι σε κάθε όχημα δίδεται αλφαριθμητικός αναγνωριστικός κωδικός. Αυτός ο κωδικός πρέπει να αναγράφεται σε κάθε όχημα και να είναι καταγεγραμμένος σε εθνικό μητρώο οχημάτων το οποίο πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το μητρώο τηρεί τις κοινές προδιαγραφές που ορίζονται στην παράγραφο 5·

β)

το μητρώο τηρείται και ενημερώνεται από οργανισμό ανεξάρτητο από οιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση·

γ)

έχουν πρόσβαση στο μητρώο οι αρμόδιες για την ασφάλεια αρχές και οι φορείς διερεύνησης που αναφέρονται στα άρθρα 16 και 21 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (17) καθώς και οι ρυθμιστικοί φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (18), ο Οργανισμός, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές της υποδομής, για την ικανοποίηση οποιουδήποτε νόμιμου αιτήματός τους.

Σε περίπτωση τροχαίου υλικού που τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά σε τρίτη χώρα, τα κράτη μέλη δύνανται να αποδεχθούν οχήματα σαφώς αναγνωρισμένα σύμφωνα με διαφορετικό κωδικό σύστημα. Ωστόσο, όταν ένα κράτος μέλος έχει επιτρέψει τη θέση σε λειτουργία τέτοιων οχημάτων στο έδαφός του, θα πρέπει να είναι δυνατόν να λαμβάνονται, από το εθνικό μητρώο οχημάτων, τα αντίστοιχα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχεία γ), δ) και ε).

5.   Οι κοινές προδιαγραφές για το μητρώο οχημάτων θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2, βάσει σχεδίου προδιαγραφών που καταρτίζει ο Οργανισμός. Αυτά τα σχέδια προδιαγραφών περιλαμβάνουν: το περιεχόμενο, τη μορφή των δεδομένων, τη λειτουργική και τεχνική αρχιτεκτονική, τον τρόπο λειτουργίας, τους κανόνες εισαγωγής δεδομένων και ανάγνωσης. Το εν λόγω μητρώο περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

αναφορές στη δήλωση ελέγχου “ΕΚ” και στο φορέα που την εξέδωσε·

β)

αναφορές στο μητρώο τροχαίου υλικού που αναφέρεται στο άρθρο 22α·

γ)

στοιχεία ταυτότητας του ιδιοκτήτη του οχήματος ή του μισθωτή χρηματοδοτικής μίσθωσης·

δ)

ενδεχόμενους περιορισμούς όσον αφορά τον τρόπο χρήσεως του οχήματος·

ε)

ζωτικά για την ασφάλεια στοιχεία σχετικά με το πρόγραμμα συντήρησης του οχήματος.

11.

Στο άρθρο 15, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, δεν μπορούν να απαιτούν τη διενέργεια ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη δήλωση “ΕΚ” ελέγχου.»

12.

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εάν δεν υπάρχουν ΤΠΔ, καθώς και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει κοινοποιηθεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 7, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, για κάθε υποσύστημα, στα λοιπά κράτη μέλη και στην Επιτροπή, κατάλογο των τεχνικών κανόνων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των βασικών απαιτήσεων. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται μέχρι τις 30 Απριλίου 2005, και, στη συνέχεια, κάθε φορά που τροποποιείται ο κατάλογος τεχνικών κανόνων. Με την ευκαιρία αυτή, τα κράτη μέλη ορίζουν επίσης τους οργανισμούς που είναι αρμόδιοι να πραγματοποιούν, στην περίπτωση αυτών των τεχνικών κανόνων, τη διαδικασία ελέγχου του άρθρου 18.»

13.

Στο άρθρο 17, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στην περίπτωση αυτή, οι ΤΠΔ αναθεωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2. Εάν ορισμένες τεχνικές πτυχές οι οποίες αντιστοιχούν στις βασικές απαιτήσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν ρητώς από ΤΠΔ, τότε αυτές προσδιορίζονται σαφώς σε παράρτημα της ΤΠΔ. Για τις πτυχές αυτές, εφαρμόζεται το άρθρο 16, παράγραφος 3.»

14.

Στο άρθρο 18, παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Καλύπτει επίσης τον έλεγχο των διεπαφών του υποσυστήματος αυτού με το σύστημα στο οποίο ενσωματώνεται, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στη αντίστοιχη ΤΠΔ και στα μητρώα που προβλέπονται στο άρθρο 22α».

15.

Στο άρθρο 20 η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή συγκροτεί ομάδα συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών (εφεξής καλούμενη “ομάδα συντονισμού”), η οποία συζητεί όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με την εφαρμογή των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 και της διαδικασίας ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 18 ή με την εφαρμογή των ΤΠΔ στον τομέα αυτόν. Οι εκπρόσωποι των κρατών μελών μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές στις εργασίες της ομάδας συντονισμού.

Η Επιτροπή και οι παρατηρητές ενημερώνουν την επιτροπή του άρθρου 21, για τις εργασίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού. Η Επιτροπή, εφόσον απαιτείται, προτείνει τα μέτρα που απαιτούνται για την επίλυση των προβλημάτων.

Εφόσον απαιτείται, ο συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών επιτελείται σύμφωνα με το άρθρο 21.»

16.

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (19), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που καθορίζει το άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

4.   Εφόσον αποδειχθεί αναγκαίο, η επιτροπή δύναται να συστήσει ομάδες εργασίας που θα την επικουρούν στην εκτέλεση των καθηκόντων της, ιδίως προκειμένου να συντονισθούν οι κοινοποιημένοι οργανισμοί.

17.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 21α

1.   Η επιτροπή μπορεί να συζητήσει οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τη διαλειτουργικότητα μεταξύ του συστήματος αυτού και εκείνου τρίτων χωρών.

2.   Η επιτροπή μπορεί να συζητήσει οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Εάν χρειασθεί, η Επιτροπή εκδίδει σύσταση εφαρμογής, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.

Άρθρο 21β

1.   Η Επιτροπή, είτε με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, μπορεί να αποφασίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2, να αναθέσει την κατάρτιση ΤΠΔ για κάποιο συμπληρωματικό θέμα, στο μέτρο που αυτό αφορά υποσύστημα που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ.

2.   Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, η επιτροπή, βάσει προτάσεως της Επιτροπής, θεσπίζει το πρόγραμμα εργασιών της, το οποίο είναι σύμφωνο με τους στόχους της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος (20).

Άρθρο 21γ

Τα παραρτήματα II έως VI μπορούν να τροποποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.

18.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να δημοσιεύονται και να ενημερώνονται κάθε χρόνο μητρώο υποδομών και μητρώο τροχαίου υλικού, αντιστοίχως. Τα μητρώα αυτά αναγράφουν, για κάθε σχετικό υποσύστημα ή τμήμα υποσυστήματος, τα κύρια χαρακτηριστικά, όπως τις βασικές παραμέτρους, και την αντιστοιχία τους με τα χαρακτηριστικά που επιτάσσουν οι εφαρμοστέες ΤΠΔ. Προς το σκοπό αυτό, κάθε ΤΠΔ αναφέρει επακριβώς ποια στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται στα μητρώα υποδομών και τροχαίου υλικού.

2.   Αντίγραφο των μητρώων αυτών διαβιβάζεται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και στον Οργανισμό και διατίθεται προκειμένου να το συμβουλεύονται τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των επαγγελματικών παραγόντων του τομέα.»

19.

Το παράρτημα I αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας.

20.

Το παράρτημα II αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας.

21.

Στο παράρτημα ΙΙΙ, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«2.4.4.   Έλεγχος

Τα τρένα πρέπει να είναι εξοπλισμένα με συσκευή καταγραφής. Τα δεδομένα που συλλέγει αυτή η συσκευή και η επεξεργασία των πληροφοριών πρέπει να εναρμονίζονται.»

22.

Στο παράρτημα VII σημείο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, ο Οργανισμός και το προσωπικό που επιφορτίζεται με τη διεξαγωγή των ελέγχων πρέπει να είναι λειτουργικώς ανεξάρτητα από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγκρίσεων θέσης σε λειτουργία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, των αδειών στο πλαίσιο της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (21) και των πιστοποιητικών ασφαλείας στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/49/ΕΚ, καθώς και ανεξάρτητα από τους φορείς που είναι αρμόδιοι για τη διεξαγωγή των ερευνών σε περίπτωση ατυχήματος.

Άρθρο 2

Η οδηγία 2001/16/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο: «Οδηγία 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος».

2.

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να επιτευχθεί, εντός του κοινοτικού εδάφους, η διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, όπως περιγράφεται στο παράρτημα Ι. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη θέση σε λειτουργία, την αναδιευθέτηση, την ανανέωση, την εκμετάλλευση και τη συντήρηση των στοιχείων του συστήματος αυτού, τα οποία τίθενται σε λειτουργία την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, καθώς και τα προσόντα και τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας του προσωπικού που συμμετέχει στην εκμετάλλευση και συντήρηση του συστήματος.»·

β)

η εισαγωγική φράση στην παράγραφο 2, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η επιδίωξη αυτού του στόχου πρέπει να οδηγήσει στον καθορισμό βέλτιστου επιπέδου τεχνικής εναρμόνισης και:»·

γ)

στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας επεκτείνεται σταδιακά ώστε να καλύψει ολόκληρο το συμβατικό σιδηροδρομικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της σιδηροδρομικής πρόσβασης στις κύριες εγκαταστάσεις τερματικών σταθμών και λιμένων που εξυπηρετούν, πραγματικά ή δυνητικά, περισσότερους από έναν χρήστες, με εξαίρεση τις υποδομές και το τροχαίο υλικό που προορίζονται αποκλειστικά και μόνον για τοπική, ιστορική ή τουριστική χρήση ή την υποδομή που είναι λειτουργικώς απομονωμένη από το υπόλοιπο σιδηροδρομικό σύστημα, και με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων από την εφαρμογή των ΤΠΔ που αναφέρονται στο άρθρο 7.

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα τμήματα του δικτύου τα οποία δεν καλύπτονται ακόμη από την παράγραφο 1, μόνο από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των οικείων ΤΠΔ που πρόκειται να εγκριθούν σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται κατωτέρω και για το πεδίο εφαρμογής που ορίζονται σ’ αυτές.

Η Επιτροπή θεσπίζει, έως την 1η Ιανουαρίου 2006, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 21 παράγραφος 2, πρόγραμμα εργασιών για την κατάρτιση νέων ΤΠΔ ή/και την αναθεώρηση των ΤΠΔ που έχουν ήδη θεσπισθεί προκειμένου να καλυφθούν οι σιδηροδρομικές γραμμές και το τροχαίο υλικό που δεν καλύπτονται ακόμη.

Αυτό το πρόγραμμα εργασιών θα αναφέρει μια πρώτη δέσμη νέων ΤΠΔ ή/και τροποποιήσεων ΤΠΔ που πρέπει να καταρτισθούν έως τον Ιανουάριο του 2009, με την επιφύλαξη του άρθρου 5 παράγραφος 5, για τη δυνατότητα πρόβλεψης ειδικών περιπτώσεων και του άρθρου 7 για την πρόβλεψη παρεκκλίσεων σε ειδικές περιστάσεις. Η επιλογή των θεμάτων που καλύπτονται από τις ΤΠΔ βασίζεται στην αναμενόμενη οικονομική απόδοση κάθε προτεινομένου μέτρου και στην αρχή της αναλογικότητας των μέτρων που λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο. Προς το σκοπό αυτό, δίδεται η δέουσα προσοχή στο παράρτημα I, σημείο 4 και στην απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των στόχων για απρόσκοπτη κίνηση των σιδηροδρόμων και τεχνική εναρμόνιση, και, αφετέρου, του προβλεπομένου διευρωπαϊκού, εθνικού, περιφερειακού ή τοπικού επιπέδου κυκλοφορίας.

Μετά την κατάρτιση αυτής της πρώτης ομάδας, ο καθορισμός των προτεραιοτήτων για την κατάρτιση νέων ΤΠΔ ή για την αναθεώρηση υφισταμένων ΤΠΔ θεσπίζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 21 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο στην περίπτωση σχεδίων που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο υλοποίησης ή που υπόκεινται σε σύμβαση υπό εκτέλεση κατά τον χρόνο δημοσίευσης της σχετικής ομάδας ΤΠΔ.»

3.

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο η) απαλείφεται·

β)

τα στοιχεία ιβ) και ιγ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιβ)

“αναδιευθέτηση”: σοβαρές εργασίες μετατροπής ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος οι οποίες βελτιώνουν τις συνολικές επιδόσεις του υποσυστήματος·

ιγ)

“ανανέωση”: σοβαρές εργασίες υποκατάστασης ενός υποσυστήματος ή τμήματος ενός υποσυστήματος οι οποίες δεν τροποποιούν τις συνολικές επιδόσεις του υποσυστήματος,»·

γ)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιε)

“αντικατάσταση στο πλαίσιο συντήρησης”: αντικατάσταση στοιχείων από άλλα με την ίδια λειτουργία και τις ίδιες επιδόσεις στο πλαίσιο προληπτικής ή διορθωτικής συντήρησης·

ιστ)

“θέση σε λειτουργία”: το σύνολο των λειτουργιών με τις οποίες ένα υποσύστημα τίθεται σε κατάσταση ονομαστικής λειτουργίας.»

4.

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε υποσύστημα αποτελεί αντικείμενο μίας ΤΠΔ. Εφόσον απαιτείται, ένα υποσύστημα είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο περισσότερων ΤΠΔ, ενώ μια ΤΠΔ είναι δυνατόν να καλύπτει περισσότερα του ενός υποσυστήματα. Η απόφαση για την κατάρτιση ή/και την αναθεώρηση μιας ΤΠΔ καθώς και η επιλογή του τεχνικού και γεωγραφικού της πεδίου εφαρμογής, απαιτούν εντολή σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.»·

β)

στην παράγραφο 3 το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

να αναφέρει, σε κάθε υπό εξέταση περίπτωση, τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για να αξιολογείται είτε η πιστότητα ή η καταλληλότητα χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας, αφενός, ή ο έλεγχος “ΕΚ” των υποσυστημάτων, αφετέρου. Οι εν λόγω διαδικασίες βασίζονται στις ενότητες που ορίζονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ·»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Στις ΤΠΔ είναι δυνατόν να γίνεται ρητή, σαφώς προσδιορισμένη παραπομπή σε ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω ευρωπαϊκά πρότυπα ή προδιαγραφές (ή τα σχετικά αποσπάσματα αυτών) θεωρούνται ως παραρτήματα της σχετικής ΤΠΔ και η εφαρμογή τους καθίσταται υποχρεωτική από τη στιγμή που τίθεται σε ισχύ η ΤΠΔ. Ελλείψει ευρωπαϊκών προτύπων ή προδιαγραφών και εν αναμονή της κατάρτισής τους, είναι δυνατόν να γίνεται παραπομπή σε άλλα σαφώς καθορισμένα κανονιστικά έγγραφα· στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα είναι ευκόλως προσιτά και δημοσιοποιήσιμα.»

5.

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Τα σχέδια των ΤΠΔ και οι επακόλουθες τροποποιήσεις αυτών συντάσσονται κατόπιν εντολής της Επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2. Συντάσσονται υπό την ευθύνη του Οργανισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (κανονισμός για τον Οργανισμό) (22), σε συνεργασία με τις ομάδες εργασίας που αναφέρονται σε αυτά τα άρθρα.

Οι ΤΠΔ θεσπίζονται και αναθεωρούνται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις ΤΠΔ στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο Οργανισμός ευθύνεται για την προετοιμασία της αναθεώρησης και της ενημέρωσης των ΤΠΔ και την υποβολή οιασδήποτε σκόπιμης σύστασης στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη της τεχνολογίας ή οι κοινωνικές επιταγές.

3.   Κάθε σχέδιο ΤΠΔ καταρτίζεται σε δύο φάσεις:

Κατ’ αρχάς, ο Οργανισμός προσδιορίζει τις βασικές παραμέτρους για τη συγκεκριμένη ΤΠΔ, καθώς και τις διεπαφές με τα άλλα υποσυστήματα και όποιες άλλες ειδικές περιπτώσεις είναι αναγκαίες. Για καθεμιά από τις παραμέτρους και τις διεπαφές αυτές, υποβάλλονται οι πλέον βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις συνοδευόμενες από τεχνική ή οικονομική αιτιολόγηση. Λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Εφόσον απαιτείται, αναφέρονται ειδικές περιπτώσεις.

Στη συνέχεια, ο Οργανισμός καταρτίζει το σχέδιο της ΤΠΔ με βάση τις βασικές αυτές παραμέτρους. Ενδεχομένως, ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη του την τεχνική πρόοδο, τις ήδη επιτελεσθείσες εργασίες τυποποίησης, τις ήδη συγκροτημένες ομάδες εργασίας και τις αναγνωρισμένες ερευνητικές εργασίες. Στο σχέδιο της ΤΠΔ επισυνάπτεται μία συνολική εκτίμηση του αναμενόμενου κόστους και οφέλους της εφαρμογής των ΤΠΔ. Στην εκτίμηση αναφέρεται ο αναμενόμενος αντίκτυπος για όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και οικονομικούς παράγοντες.

4.   Κατά την κατάρτιση, θέσπιση και αναθεώρηση κάθε ΤΠΔ (συμπεριλαμβανομένων των βασικών παραμέτρων) λαμβάνονται υπόψη το αναμενόμενο κόστος και όφελος όλων των εξεταζόμενων τεχνικών λύσεων, καθώς και οι μεταξύ τους διεπαφές, προκειμένου να καθορισθούν και να υλοποιηθούν οι πλέον βιώσιμες λύσεις. Τα κράτη μέλη συμμετέχουν στην εκτίμηση αυτή παρέχοντας τα αναγκαία δεδομένα.

5.   Η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 τηρείται τακτικά ενήμερη για τις εργασίες κατάρτισης των ΤΠΔ. Η επιτροπή μπορεί, κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών, να διατυπώνει οιεσδήποτε προϋποθέσεις ή χρήσιμες συστάσεις σχετικά με το σχεδιασμό των ΤΠΔ και την εκτίμηση του κόστους/οφέλους. Ειδικότερα, η επιτροπή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, να ζητήσει να εξετασθούν εναλλακτικές λύσεις και να συμπεριληφθεί, στην επισυναπτόμενη στο σχέδιο ΤΠΔ έκθεση, η εκτίμηση κόστους/οφέλους των εν λόγω εναλλακτικών λύσεων.

6.   Κατά τη θέσπιση κάθε ΤΠΔ, η ημερομηνία έναρξης ισχύος της ΤΠΔ καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, παράγραφος 2. Όταν διάφορα υποσυστήματα πρέπει να τεθούν ταυτόχρονα σε λειτουργία για λόγους τεχνικής συμβατότητας, οι ημερομηνίες έναρξης ισχύος των αντίστοιχων ΤΠΔ πρέπει να συμπίπτουν.

7.   Κατά την κατάρτιση, θέσπιση και αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των χρηστών, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά που έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνθήκες υπό τις οποίες χρησιμοποιούν τα υποσυστήματα αυτά. Προς τον σκοπό αυτόν, ο Οργανισμός συμβουλεύεται τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και οργανισμούς χρηστών κατά τις εργασίες κατάρτισης και αναθεώρησης των ΤΠΔ. Στο σχέδιο ΤΠΔ, επισυνάπτεται έκθεση περί των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων αυτών.

Ο κατάλογος των αντιπροσωπευτικών ενώσεων και οργανισμών των οποίων πρέπει να ζητείται η γνώμη, καταρτίζεται οριστικά από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, προτού εκδοθεί η εντολή για την πρώτη ΤΠΔ, και μπορεί να επανεξετάζεται και να ενημερώνεται κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή της Επιτροπής.

8.   Κατά την κατάρτιση, τη θέσπιση και την αναθεώρηση των ΤΠΔ, λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο ζ).

Προς το σκοπό αυτό, ζητείται η γνώμη των κοινωνικών εταίρων πριν από την υποβολή του σχεδίου ΤΠΔ, στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21, προς θέσπιση ή αναθεώρηση.

Η γνώμη των κοινωνικών εταίρων ζητείται στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου που έχει συσταθεί δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής (23). Οι κοινωνικοί εταίροι διατυπώνουν τη γνώμη τους εντός προθεσμίας τριών μηνών.

6.

Στο άρθρο 7, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

στα σχέδια νέας γραμμής, ανανέωσης ή αναδιευθέτησης ήδη υπάρχουσας γραμμής, ή σε κάθε στοιχείο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, το οποίο βρίσκεται σε προηγμένο στάδιο ανάπτυξης ή για το οποίο εκτελείται ήδη σύμβαση κατά τη δημοσίευση αυτών των ΤΠΔ.»

7.

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κάθε στοιχείο διαλειτουργικότητας υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρεται στην αντίστοιχη ΤΠΔ και συνοδεύεται από το σχετικό πιστοποιητικό.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη κρίνουν ότι ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας πληροί τις βασικές απαιτήσεις εφόσον συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην αντίστοιχη ΤΠΔ ή προς τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές που καταρτίζονται για τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω προϋποθέσεις.»·

γ)

οι παράγραφοι 4 και 5 απαλείφονται.

8.

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνει ότι ευρωπαϊκές προδιαγραφές οι οποίες χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας δεν πληρούν τις βασικές απαιτήσεις, μπορεί να αποφασίζεται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2 και αφού ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί με την οδηγία 98/34/ΕΚ, να αποσυρθούν μερικώς ή ολικώς αυτές οι προδιαγραφές από τις δημοσιεύσεις όπου έχουν καταχωρηθεί ή να τροποποιηθούν.»

9.

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Προς το σκοπό αυτόν, χρησιμοποιούνται οι διαδικασίες αξιολόγησης και ελέγχου που προβλέπονται στο πλαίσιο των σχετικών διαρθρωτικών και λειτουργικών ΤΠΔ.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Σε περίπτωση ανανέωσης ή αναδιευθέτησης, ο διαχειριστής της υποδομής ή η σιδηροδρομική επιχείρηση υποβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος φάκελο με περιγραφή του σχεδίου. Το κράτος μέλος εξετάζει το φάκελο αυτόν και αποφασίζει, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική υλοποίησης που αναφέρεται στην οικεία ΤΠΔ, κατά πόσον το μέγεθος των εργασιών επιβάλλει την έκδοση νέας έγκρισης για τη θέση σε λειτουργία κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

Η νέα αυτή έγκριση για τη θέση σε λειτουργία απαιτείται κάθε φορά που το συνολικό επίπεδο ασφάλειας του θεωρουμένου υποσυστήματος μπορεί να επηρεασθεί από τις προβλεπόμενες εργασίες. Εάν απαιτείται νέα έγκριση, το κράτος μέλος αποφασίζει σε ποιον βαθμό θα πρέπει να ισχύσει η ΤΠΔ στο σχέδιο. Το κράτος μέλος κοινοποιεί την απόφασή του στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη.»·

γ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Όταν τα κράτη μέλη εγκρίνουν τη θέση σε λειτουργία τροχαίου υλικού, έχουν την ευθύνη να εξασφαλίζουν ότι σε κάθε όχημα δίδεται αλφαριθμητικός αναγνωριστικός κωδικός. Αυτός ο κωδικός πρέπει να αναγράφεται σε κάθε όχημα και να είναι καταγεγραμμένος σε εθνικό μητρώο οχημάτων το οποίο πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το μητρώο τηρεί τις κοινές προδιαγραφές που ορίζονται στην παράγραφο 5·

β)

το μητρώο τηρείται και ενημερώνεται από οργανισμό ανεξάρτητο από οιαδήποτε σιδηροδρομική επιχείρηση·

γ)

έχουν πρόσβαση στο μητρώο οι αρχές για την ασφάλεια και οι φορείς διερεύνησης που αναφέρονται στα άρθρα 16 και 21 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (24). Έχουν επίσης πρόσβαση σε αυτό, οι ρυθμιστικοί φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (25), ο Οργανισμός, οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι διαχειριστές της υποδομής, για την ικανοποίηση οποιουδήποτε νόμιμου αιτήματός τους.

Σε περίπτωση τροχαίου υλικού που τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά σε τρίτη χώρα, τα κράτη μέλη δύνανται να αποδεχθούν οχήματα σαφώς αναγνωρισμένα σύμφωνα με διαφορετικό κωδικό σύστημα. Ωστόσο, όταν ένα κράτος μέλος έχει επιτρέψει τη θέση σε λειτουργία τέτοιων οχημάτων στο έδαφος του, πρέπει να είναι δυνατόν να λαμβάνονται, από το μητρώο, τα αντίστοιχα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχεία γ), δ) και ε).

5.   Οι κοινές προδιαγραφές για το μητρώο οχημάτων θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, βάσει σχεδίου προδιαγραφών που καταρτίζει ο Οργανισμός. Αυτά τα σχέδια προδιαγραφών περιλαμβάνουν: το περιεχόμενο, τη μορφή των δεδομένων, τη λειτουργική και τεχνική αρχιτεκτονική, τον τρόπο λειτουργίας, τους κανόνες εισαγωγής δεδομένων και ανάγνωσης. Το εν λόγω μητρώο περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

αναφορές στη δήλωση “ΕΚ” ελέγχου και στο φορέα που την εξέδωσε·

β)

αναφορές στο μητρώο τροχαίου υλικού που αναφέρεται στο άρθρο 24·

γ)

στοιχεία ταυτότητας του ιδιοκτήτη του οχήματος ή του μισθωτή χρηματοδοτικής μίσθωσης·

δ)

ενδεχόμενους περιορισμούς όσον αφορά τον τρόπο χρήσεως του οχήματος·

ε)

ζωτικά για την ασφάλεια στοιχεία σχετικά με το πρόγραμμα συντήρησης του οχήματος.

10.

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Εάν δεν υπάρχουν ΤΠΔ, καθώς και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει κοινοποιηθεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 7, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, για κάθε υποσύστημα, στα λοιπά κράτη μέλη και στην Επιτροπή, κατάλογο των τεχνικών κανόνων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των βασικών απαιτήσεων. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται πριν από τις 30 Απριλίου 2005, και, στη συνέχεια, κάθε φορά που τροποποιείται ο κατάλογος τεχνικών κανόνων. Με την ευκαιρία αυτή, τα κράτη μέλη ορίζουν επίσης τους οργανισμούς που είναι αρμόδιοι να πραγματοποιούν, στην περίπτωση αυτών των τεχνικών κανόνων, τη διαδικασία ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 18.»

11.

Στο άρθρο 17, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στην περίπτωση αυτή, οι ΤΠΔ αναθεωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2. Εάν ορισμένες τεχνικές πτυχές οι οποίες αντιστοιχούν στις βασικές απαιτήσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν ρητώς από ΤΠΔ, τότε αυτές προσδιορίζονται σαφώς σε παράρτημα της ΤΠΔ. Για τις πτυχές αυτές, εφαρμόζεται το άρθρο 16 παράγραφος 3.»

12.

Στο άρθρο 20, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή συγκροτεί ομάδα συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών, εφεξής αναφερόμενη ως “ομάδα συντονισμού”, η οποία εξετάζει όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με την εφαρμογή των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 και της διαδικασίας ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 18, ή με την εφαρμογή των ΤΠΔ στον τομέα αυτόν. Οι εκπρόσωποι των κρατών μελών μπορούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές στις εργασίες της ομάδας συντονισμού.

Η Επιτροπή και οι παρατηρητές ενημερώνουν την επιτροπή του άρθρου 21 παράγραφος 1, για τις εργασίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ομάδας συντονισμού. Η Επιτροπή, εφόσον απαιτείται, προτείνει τα μέτρα που απαιτούνται για την επίλυση των προβλημάτων.

Εφόσον απαιτείται, ο συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών επιτελείται σύμφωνα με το άρθρο 21.»

13.

Στο άρθρο 21, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Εφόσον αποδειχθεί αναγκαίο, η επιτροπή δύναται να συστήνει ομάδες εργασίας για να την επικουρούν στην εκτέλεση των καθηκόντων της, ιδίως προκειμένου να συντονισθούν οι κοινοποιημένοι οργανισμοί.»

14.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 21α

Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στην επιτροπή οιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Εάν χρειασθεί, η Επιτροπή εκδίδει σύσταση εφαρμογής, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.

Άρθρο 21β

Τα παραρτήματα II έωςVI μπορούν να τροποποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.»

15.

Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

1.   Η σειρά προτεραιότητας για τη θέσπιση ΤΠΔ είναι η ακόλουθη, με την επιφύλαξη της σειράς έκδοσης των εντολών που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1:

α)

η πρώτη ομάδα ΤΠΔ καλύπτει τον έλεγχο/χειρισμό και τη σηματοδότηση, τις τηλεματικές εφαρμογές για τη μεταφορά εμπορευμάτων, την εκμετάλλευση και διαχείριση της κυκλοφορίας (περιλαμβανομένων των προσόντων του προσωπικού για τις διασυνοριακές υπηρεσίες βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ), τα φορτηγά οχήματα, τα προβλήματα θορύβου που προκύπτουν από το τροχαίο υλικό και την υποδομή. Όσον αφορά το τροχαίο υλικό, αναπτύσσεται καταρχάς το προοριζόμενο για διεθνή χρήση·

β)

οι ακόλουθες πτυχές εξετάζονται επίσης σε συνάρτηση με τους πόρους της Επιτροπής και του Οργανισμού: τηλεματικές εφαρμογές για τη μεταφορά επιβατών, συντήρηση, με ιδιαίτερη σημασία στην ασφάλεια, οχήματα επιβατών, μονάδες έλξης και μηχανές τρένων, υποδομή, ενέργεια και ατμοσφαιρική ρύπανση. Όσον αφορά το τροχαίο υλικό, αναπτύσσεται κατ’ αρχάς το προοριζόμενο για διεθνή χρήση·

γ)

κατ’ αίτηση της Επιτροπής, ενός κράτους μέλους ή του Οργανισμού, η επιτροπή δύναται να αποφασίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, να καταρτίσει ΤΠΔ για ένα πρόσθετο αντικείμενο εφόσον αυτό αφορά υποσύστημα αναφερόμενο στο παράρτημα ΙΙ.

2.   Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, η Επιτροπή θεσπίζει πρόγραμμα εργασιών τηρώντας τη σειρά προτεραιότητας που ορίζεται στην παράγραφο 1 και εκείνη των άλλων καθηκόντων που της αναθέτει η παρούσα οδηγία.

Οι ΤΠΔ του πρώτου προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο α), πρέπει να έχουν καταρτισθεί έως τις 20 Απριλίου 2004 το αργότερο.

3.   Το πρόγραμμα εργασιών αποτελείται από τα ακόλουθα στάδια:

α)

ανάπτυξη, βάσει σχεδίου του Οργανισμού, αντιπροσωπευτικής αρχιτεκτονικής του συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος, λαμβανομένου υπόψη του καταλόγου υποσυστημάτων (παράρτημα ΙΙ), ώστε να εξασφαλίζεται συνοχή μεταξύ των ΤΠΔ· η αρχιτεκτονική αυτή πρέπει να περιλαμβάνει ιδίως τα διάφορα στοιχεία του συστήματος αυτού και τις διεπαφές τους και να λειτουργεί ως πλαίσιο αναφοράς για τον προσδιορισμό των χώρων χρήσης κάθε ΤΠΔ·

β)

θέσπιση πρότυπης δομής για την ανάπτυξη των ΤΠΔ·

γ)

καθιέρωση μεθόδου εκτίμησης του κόστους/οφέλους των λύσεων που περιέχονται στις ΤΠΔ·

δ)

έκδοση των απαιτούμενων εντολών για την κατάρτιση των ΤΠΔ·

ε)

θέσπιση των βασικών παραμέτρων για κάθε ΤΠΔ·

στ)

έγκριση των σχεδίων προγραμμάτων τυποποίησης·

ζ)

διαχείριση της μεταβατικής περιόδου μεταξύ της έναρξης ισχύος της οδηγίας 2004/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τροποποίηση της οδηγίας 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος (26) και της δημοσίευσης των ΤΠΔ, περιλαμβανομένης της θέσπισης του συστήματος αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 25.

16.

Στο άρθρο 24, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Αντίγραφο των μητρώων αυτών διαβιβάζεται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και στον Οργανισμό και διατίθεται προκειμένου να το συμβουλεύονται τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των επαγγελματικών παραγόντων του τομέα.»

17.

Στο άρθρο 25, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ο Οργανισμός καταρτίζει, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 881/2004, βάσει των πληροφοριών που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του άρθρου 16 παράγραφος 3, των τεχνικών εγγράφων του επαγγέλματος και των κειμένων των οικείων διεθνών συμφωνιών, σχέδιο συστήματος αναφοράς για τους τεχνικούς κανόνες που εξασφαλίζουν το σημερινό βαθμό διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών γραμμών του τροχαίου υλικού που προστίθεται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3. Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, εξετάζει το σχέδιο και αποφασίζει κατά πόσον αυτό μπορεί να αποτελέσει σύστημα αναφοράς εν αναμονή της θέσπισης των ΤΠΔ.»

18.

Το παράρτημα Ι αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας.

19.

Στο παράρτημα ΙΙΙ, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«2.4.4.   Έλεγχος

Τα τρένα πρέπει να είναι εξοπλισμένα με συσκευή καταγραφής. Τα δεδομένα που συλλέγει αυτή η συσκευή και η επεξεργασία των πληροφοριών πρέπει να εναρμονίζονται.»

20.

Στο παράρτημα VII σημείο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ειδικότερα, o Οργανισμός και το προσωπικό που επιφορτίζεται με τη διεξαγωγή των ελέγχων πρέπει να είναι λειτουργικώς ανεξάρτητα από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγκρίσεων θέσης σε λειτουργία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, των αδειών στο πλαίσιο της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις (27) και των πιστοποιητικών ασφαλείας στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/49/ΕΚ καθώς και ανεξάρτητα από τους φορείς που είναι αρμόδιοι για τη διεξαγωγή των ερευνών σε περίπτωση ατυχήματος.

21.

Το παράρτημα VIII απαλείφεται.

Άρθρο 3

Η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας να μην θίγει, κατά το δυνατόν, τις εργασίες κατάρτισης ΤΠΔ για τις οποίες έχει ήδη δοθεί σχετική εντολή στο πλαίσιο των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ, και εξασφαλίζει ότι δεν επηρεάζονται τα σχέδια που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο εκπόνησης κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από τις 30 Απριλίου 2006. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. COX

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. McDOWELL

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

1.   Η ΥΠΟΔΟΜΗ

Η υποδομή του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας αποτελείται από την υποδομή των σιδηροδρομικών γραμμών του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών που προσδιορίζονται στην απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (28 29), ή εκείνων που αναφέρονται σε κάθε ενημέρωση της απόφασης αυτής κατόπιν της αναθεώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 21 της απόφασης αυτής.

Στις γραμμές μεγάλης ταχύτητας περιλαμβάνονται:

οι γραμμές που έχουν ειδικά κατασκευασθεί για μεγάλη ταχύτητα και εξοπλισθεί για ταχύτητες γενικώς ίσες προς ή μεγαλύτερες από 250 km/ώρα,

οι γραμμές που έχουν ειδικά διευθετηθεί για μεγάλη ταχύτητα και εξοπλισθεί για ταχύτητες της τάξης των 200 km/ώρα,

οι γραμμές που έχουν ειδικά διευθετηθεί για μεγάλη ταχύτητα, διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά λόγω περιορισμών οφειλομένων στην τοπογραφία, στη διαμόρφωση του εδάφους ή στον πολεοδομικό σχεδιασμό, και η ταχύτητα των οποίων πρέπει να προσαρμόζεται κατά περίπτωση.

Η εν λόγω υποδομή περιλαμβάνει τα συστήματα διαχείρισης της κυκλοφορίας, εντοπισμού και καθορισμού πορείας: τις τεχνικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας δεδομένων και τηλεπικοινωνιών που προβλέπονται για τη μεταφορά επιβατών στις εν λόγω γραμμές ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής και αρμονική εκμετάλλευση του δικτύου και η αποτελεσματική διαχείριση της κυκλοφορίας.

2.   ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΥΛΙΚΟ

Το τροχαίο υλικό στο οποίο αναφέρεται η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει τις αμαξοστοιχίες που έχουν σχεδιασθεί για να κυκλοφορούν:

είτε, στις γραμμές που έχουν ειδικά κατασκευασθεί για μεγάλη ταχύτητα, με ταχύτητα τουλάχιστον 250 km/ώρα, ενώ υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα είναι δυνατόν να αναπτύξουν ταχύτητες που υπερβαίνουν τα 300 km/ώρα,

είτε με ταχύτητες της τάξης των 200 km/ώρα στις γραμμές του τμήματος 1, όπου είναι συμβατές με τα επίπεδα επιδόσεων αυτών των γραμμών.

3.   ΣΥΝΟΧΗ ΤΟΥ ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

Η ποιότητα των ευρωπαϊκών σιδηροδρομικών μεταφορών απαιτεί μεταξύ άλλων άριστη συνοχή μεταξύ των χαρακτηριστικών της υποδομής (υπό την ευρεία έννοια του όρου, δηλαδή τα σταθερά μέρη όλων των σχετικών υποσυστημάτων) και εκείνων του τροχαίου υλικού (το οποίο περιλαμβάνει τα επί της αμαξοστοιχίας μέρη όλων των σχετικών υποσυστημάτων). Από τη συνοχή αυτή εξαρτώνται τα επίπεδα επιδόσεων, η ασφάλεια, η ποιότητα εξυπηρέτησης και το κόστος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

1.   ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το σύστημα που συγκροτεί το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας υποδιαιρείται στα ακόλουθα υποσυστήματα που αντιστοιχούν:

α)

είτε σε τομείς διαρθρωτικής φύσεως:

υποδομή,

ενέργεια,

έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση,

εκμετάλλευση και διαχείριση της κυκλοφορίας,

τροχαίο υλικό·

β)

είτε σε τομείς λειτουργικής φύσεως:

συντήρηση,

τηλεματικές εφαρμογές για τη μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων.

2.   ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΟΙ ΤΟΜΕΙΣ

Για κάθε υποσύστημα, ο κατάλογος των πτυχών που αφορούν τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου καθορίζεται στις εντολές για την εκπόνηση ΤΠΔ που ανατίθενται στον Οργανισμό.

Βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1, οι εντολές αυτές καταρτίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.

Εφόσον απαιτείται, ο κατάλογος των πτυχών που αφορούν τη διαλειτουργικότητα ο οποίος καθορίζεται στις εντολές διευκρινίζεται από τον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο γ).»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΤΟ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

1.   ΥΠΟΔΟΜΗ

Η υποδομή του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος αποτελείται από τις γραμμές του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών που προσδιορίζονται στην απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (28 29) ή απαριθμούνται σε τυχόν ενημέρωση της απόφασης αυτής κατόπιν της αναθεώρησης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 21 της απόφασης αυτής.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το δίκτυο αυτό μπορεί να υποδιαιρείται στις κάτωθι κατηγορίες:

γραμμές προβλεπόμενες για τη μεταφορά επιβατών,

γραμμές προβλεπόμενες για μεικτή μεταφορά (επιβατών και εμπορευμάτων),

γραμμές ειδικά σχεδιασμένες ή διευθετημένες για τη μεταφορά εμπορευμάτων,

κόμβοι επιβατών,

κόμβοι εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των διατροπικών τερματικών σταθμών,

γραμμές σύνδεσης των ανωτέρω στοιχείων.

Η εν λόγω υποδομή περιλαμβάνει συστήματα διαχείρισης της κυκλοφορίας, εντοπισμού και καθορισμού πορείας: τις τεχνικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας δεδομένων και τηλεπικοινωνιών που προβλέπονται για τη μεταφορά επιβατών σε μεγάλες αποστάσεις και τη μεταφορά εμπορευμάτων στο εν λόγω δίκτυο ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής και αρμονική εκμετάλλευση του δικτύου και η αποτελεσματική διαχείριση της κυκλοφορίας.

2.   ΤΡΟΧΑΙΟ ΥΛΙΚΟ

Το τροχαίο υλικό περιλαμβάνει όλο το υλικό που μπορεί να κυκλοφορεί σε όλο ή σε μέρος του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου, συμπεριλαμβανομένων:

των θερμικών ή ηλεκτροκίνητων αυτοκινηταμαξών,

των θερμικών ή ηλεκτροκίνητων μονάδων έλξης,

των οχημάτων επιβατών,

των φορτηγών οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου του τροχαίου υλικού που έχει σχεδιασθεί για τη μεταφορά φορτηγών αυτοκινήτων.

Η κατασκευή κινητής σιδηροδρομικής υποδομής και ο εξοπλισμός συντήρησης περιλαμβάνονται αλλά δεν αποτελούν την πρώτη προτεραιότητα.

Καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές πρέπει να υποδιαιρείται σε:

τροχαίο υλικό διεθνούς χρήσης,

τροχαίο υλικό εθνικής χρήσης.

3.   ΣΥΝΟΧΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η ποιότητα των ευρωπαϊκών σιδηροδρομικών μεταφορών απαιτεί μεταξύ άλλων άριστη συνοχή μεταξύ των χαρακτηριστικών της υποδομής (υπό την ευρεία έννοια του όρου, δηλαδή τα σταθερά μέρη όλων των σχετικών υποσυστημάτων) και εκείνων του τροχαίου υλικού (το οποίο περιλαμβάνει τα επί της αμαξοστοιχίας μέρη όλων των σχετικών υποσυστημάτων). Από τη συνοχή αυτή εξαρτώνται τα επίπεδα επιδόσεων, η ασφάλεια, η ποιότητα εξυπηρέτησης και το κόστος.

4.   ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.   Υποκατηγορίες γραμμών και τροχαίου υλικού

Προκειμένου να επιτυγχάνεται η διαλειτουργικότητα αποτελεσματικώς από άποψη κόστους, μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερες υποκατηγορίες όλων των κατηγοριών γραμμών και τροχαίου υλικού που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Εφόσον απαιτείται, οι λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, είναι δυνατόν να διαφέρουν αναλόγως της υποκατηγορίας.

2.   Διασφαλίσεις όσον αφορά το κόστος

Στην εκτίμηση του κόστους-οφέλους των προτεινομένων μέτρων θα συνυπολογίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

κόστος του προτεινόμενου μέτρου,

μείωση του κόστους κεφαλαίων και των επιβαρύνσεων, λόγω των εξοικονομήσεων κλίμακας της καλύτερης χρήσης του τροχαίου υλικού,

μείωση των δαπανών επενδύσεων και συντήρησης/λειτουργίας, λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού μεταξύ κατασκευαστών και επιχειρήσεων συντήρησης,

περιβαλλοντικά οφέλη, λόγω τεχνικών βελτιώσεων του σιδηροδρομικού συστήματος,

αύξηση της ασφάλειας λειτουργίας.

Επιπλέον, σε αυτή την εκτίμηση αναφέρεται ο αναμενόμενος αντίκτυπος για όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και οικονομικούς παράγοντες.


(1)  ΕΕ C 126 E της 28.5.2002, σ. 312.

(2)  ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 131.

(3)  ΕΕ C 66 της 19.3.2003, σ. 5.

(4)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2003 (ΕΕ C 38 E της 12.2.2004, σ. 119), κοινή θέση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 (ΕΕ C 270 E της 11.11.2003, σ. 7), και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2004 και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004.

(5)  ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(6)  ΕΕ C 59 της 23.2.2001, σ. 121.

(7)  ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1.

(8)  Βλέπε σελίδα 3 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(9)  Βλέπε σελίδα 16 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(10)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26.

(12)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).

(13)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(14)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27

(16)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ (ΕΕ L 217 της 5.8.1998, σ. 18).»

(17)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44.

(18)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).»

(19)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23

(20)  ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1

(21)  ΕΕ L 143 της 27.6.1995, σ. 70· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26).»

(22)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 1.

(23)  ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27

(24)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44.

(25)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).»

(26)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 114

(27)  ΕΕ L 143 της 27.6.1995, σ. 70· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26).»

(28)  ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 1346/2001/ΕΚ (ΕΕ L 185 της 6.7.2001, σ. 1).»

(29)  ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1 απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 1346/2001/ΕΚ (ΕΕ L 185 της 6.7.2001, σ. 1).»


21.6.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 220/58


Διορθωτικό στην οδηγία 2004/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/440/EΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 164 της 30ής Απριλίου 2004 )

Η οδηγία 2004/51/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

ΟΔΗΓΙΑ 2004/51/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 29ης Απριλίου 2004

για τροποποίηση της οδηγίας 91/440/EΟΚ του Συμβουλίου για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (4), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 23 Μαρτίου 2004,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991 (5), προβλέπει ότι, στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια, παρέχονται δικαιώματα πρόσβασης στο Διευρωπαϊκό Δίκτυο Σιδηροδρομικών Εμπορευματικών Μεταφορών και, από το 2008 το αργότερο, σε ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο για την εκτέλεση διεθνών υπηρεσιών σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών.

(2)

Η επέκταση αυτών των δικαιωμάτων πρόσβασης για τις διεθνείς υπηρεσίες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών σε ολόκληρο το δίκτυο από 1ης Ιανουαρίου 2006, θα πρέπει να αυξήσει τα αναμενόμενα οφέλη όσον αφορά την αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης των μεταφορών και την ανάπτυξη των διεθνών σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών.

(3)

Η επέκταση αυτών των δικαιωμάτων πρόσβασης σε παντός τύπου υπηρεσία σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών από 1ης Ιανουαρίου 2007, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των σιδηροδρομικών μεταφορών σε σύγκριση με τους άλλους τρόπους μεταφοράς. Θα διευκολύνει επίσης τις βιώσιμες μεταφορές μεταξύ και εντός των κρατών μελών, ενθαρρύνοντας τον ανταγωνισμό και παρέχοντας τη δυνατότητα εισροής νέων κεφαλαίων και δημιουργίας νέων επιχειρήσεων.

(4)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί τμήμα ενός συγκεντρωτικού συνόλου μέτρων τα οποία έχουν εξαγγελθεί με τη Λευκή Βίβλο για την πολιτική μεταφορών και εμπεριέχουν την οδηγία 2004/49/ΕΚ για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων (Οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων) (6), την οδηγία 2004/50/ΕΚ για τροποποίηση των οδηγιών για τη διαλειτουργικότητα (7) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 881/2004 για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (Οργανισμός για τους σιδηρόδρομους) (8). Αυτή η δέσμη μέτρων, που αναφέρεται ως «δεύτερη δέσμη μέτρων για τους σιδηροδρόμους», υιοθετήθηκε προκειμένου να αναπτύξει περαιτέρω το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο στον τομέα των σιδηροδρόμων, όπως θεσπίσθηκε ιδίως με τις οδηγίες 2001/12/ΕΚ (9), 2001/13/ΕΚ (10) και 2001/14/ΕΚ (11), οι οποίες αναφέρονται ως «πρώτη δέσμη μέτρων για τους σιδηροδρόμους». Προκειμένου να συμπληρωθεί το κανονιστικό πλαίσιο και να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την επίτευξη ενός ενοποιημένου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, η Επιτροπή πρότεινε, στις 3 Μαρτίου 2004, μια τρίτη δέσμη μέτρων η οποία θα συνεισφέρει περαιτέρω στον στόχο της παρούσας οδηγίας. Αυτή η προταθείσα τρίτη δέσμη διέπει την χορήγηση αδειών οδηγών τραίνων, τη ποιότητα των υπηρεσιών για τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίου, τα δικαιώματα των επιβατών στις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές και στο άνοιγμα των αγορών για τις σιδηροδρομικές υπηρεσίες διεθνών επιβατηγών μεταφορών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε ήδη, τον Οκτώβριο του 2003, αυτή τη νομοθετική διαδικασία με τροποποίηση που στοχεύει στο άνοιγμα των αγορών για όλες τις υπηρεσίες επιβατηγών μεταφορών μέχρι το 2008. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν να εξετάσουν επιμελώς την τρίτη δέσμη μέτρων. Όσον αφορά το άνοιγμα των αγορών για τις υπηρεσίες διεθνών επιβατηγών μεταφορών, ο αριθμός έτους 2010, ο οποίος έχει προταθεί από την Επιτροπή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ο στόχος που δίνει σε όλες τις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προετοιμασθούν καταλλήλως.

(5)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει τις εξελίξεις της κυκλοφορίας, της ασφάλειας, των συνθηκών εργασίας και της κατάστασης των επιχειρήσεων και θα πρέπει να υποβάλλει, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006, έκθεση για τις εξελίξεις αυτές, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από νέες προτάσεις που θα εξασφαλίζουν τη βάση για τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τις οικονομίες των κρατών μελών, για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και τους υπαλλήλους τους, καθώς και για τους χρήστες.

(6)

Οι υπηρεσίες σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών παρέχουν σημαντικές ευκαιρίες για τη δημιουργία νέων μεταφορικών υπηρεσιών και τη βελτίωση των ήδη υφισταμένων, σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

(7)

Προκειμένου οι σιδηροδρομικές εμπορευματικές μεταφορές να γίνουν πλήρως ανταγωνιστικές, απαιτείται όλο και περισσότερο η παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών μεταξύ και εντός των κρατών μελών.

(8)

Εφόσον η ασφάλεια των σιδηροδρόμων ρυθμίζεται από την οδηγία 2004/49/EΚ, ως μέρος ενός νέου συνεκτικού κοινοτικού ρυθμιστικού πλαισίου για τον σιδηροδρομικό τομέα, οι διατάξεις της οδηγίας 91/440/EΟΚ που αφορούν την ασφάλεια θα πρέπει να καταργηθούν.

(9)

Επομένως, η οδηγία 91/440/EΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 2 διαγράφεται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων.

2.

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 παρέχεται, υπό δίκαιους όρους, πρόσβαση στο διευρωπαϊκό δίκτυο σιδηροδρομικών υπηρεσιών μεταφοράς φορτίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 10α και στο παράρτημα Ι και, το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2006, σε όλο το σιδηροδρομικό δίκτυο, με σκοπό την εκτέλεση υπηρεσιών διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων.

Επιπροσθέτως, το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2007, στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 παρέχεται, υπό δίκαιους όρους, πρόσβαση στην υποδομή όλων των κρατών μελών, με σκοπό την εκτέλεση παντός τύπου σιδηροδρομικών υπηρεσιών μεταφοράς εμπορευμάτων.»

β)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση που έχει αναλάβει την παροχή υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών συνάπτει τις αναγκαίες συμφωνίες, επί τη βάσει του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου, με τους διαχειριστές υποδομής της χρησιμοποιούμενης σιδηροδρομικής υποδομής. Οι όροι που διέπουν αυτές τις συμφωνίες είναι αμερόληπτοι και διαφανείς, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/14/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (12).

γ)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η σιδηροδρομική πρόσβαση και η παροχή υπηρεσιών στους τερματικούς σταθμούς και τους λιμένες που συνδέονται με σιδηροδρομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, και οι οποίες εξυπηρετούν, πραγματικά ή δυνητικά, περισσότερους από έναν τελικούς πελάτες, παρέχονται σε όλες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, κατά τρόπο αμερόληπτο και με διαφάνεια, και οι σχετικές αιτήσεις σιδηροδρομικών επιχειρήσεων μπορούν να υπάγονται σε περιορισμούς μόνον εάν υπάρχουν βιώσιμες σιδηροδρομικές εναλλακτικές λύσεις υπό τις συνθήκες της αγοράς.»

δ)

Η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην Επιτροπή των Περιφερειών και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει:

εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη και αποτέλεσμα της λειτουργίας των διαφόρων ενεχομένων φορέων,

ανάπτυξη της αγοράς, ιδιαίτερα εξέλιξη της διεθνούς κυκλοφορίας, δραστηριότητες και μερίδιο της αγοράς από όλους τους φορείς της, συμπεριλαμβανομένων των νεοεισερχομένων,

επιπτώσεις επί του συνολικού τομέα των μεταφορών, ιδίως όσον αφορά την αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης των μεταφορών,

επιπτώσεις στο επίπεδο ασφάλειας σε κάθε κράτος μέλος,

συνθήκες εργασίες στον εν λόγω τομέα, για κάθε κράτος μέλος.

Εφόσον χρειάζεται, η έκθεση αυτή συνοδεύεται από τις δέουσες προτάσεις ή συστάσεις για συνέχιση της κοινοτικής δράσης όσον αφορά την ανάπτυξη της σιδηροδρομικής αγοράς και του νομικού πλαισίου που την διέπει.»

3.

Στο άρθρο 10β παράγραφος 4, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

την κατάσταση του ευρωπαϊκού δικτύου σιδηροδρομικών μεταφορών·».

4.

Το άρθρο 14 απαλείφεται.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2005, το αργότερο. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. COX

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. McDOWELL


(1)  ΕΕ C 291 E της 26.11.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 131.

(3)  ΕΕ C 66 της 19.3.2003, σ. 5.

(4)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2003 (ΕΕ C 38 E της 12.2.2004, σ. 89), κοινή θέση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 (ΕΕ C 270 E της 11.11.2003, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην ΕΕ). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2004 και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004.

(5)  ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1).

(6)  Βλέπε σελίδα 16 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(7)  Βλέπε σελίδα 40 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(8)  Βλέπε σελίδα 3 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(9)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26.

(11)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).

(12)  ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).»