ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

47ό έτος
20 Μαΐου 2004


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 997/2004 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2004, για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 2730/2000/ΕΚΑΧ της Επιτροπής σχετικά με τις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και για την περάτωση της ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με αυτή την απόφαση

1

 

*

Kανονισμός (ΕΚ) αριθ. 998/2004 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2004, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 950/2001 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας

4

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2004 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1531/2002 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές έγχρωμων συσκευών λήψεως για την τηλεόραση, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας και Ταϊλάνδης, και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές έγχρωμων συσκευών λήψεως για την τηλεόραση, καταγωγής Σιγκαπούρης

7

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1000/2004 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2004, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων φύλλων και ταινιών με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές, με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας, και για την υποβολή των εισαγωγών ορισμένων φύλλων από χάλυβες με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας, σε καταγραφή

10

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1001/2004 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2004, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας και Ουκρανίας και για την υπαγωγή των εισαγωγών νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας ή Ουκρανίας σε καταγραφή

13

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1002/2004 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2004, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που παρέχονται σε σχέση με τη διαδικασία αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσας) καταγωγής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, Ρωσικής Ομοσπονδίας ή Ουκρανίας και για την καταχώριση των εισαγωγών χλωριούχου καλίου καταγωγής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας

16

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1003/2004 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

20

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1004/2004 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2004, περί θεσπίσεως των κατά μονάδα αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων αναλωσίμων εμπορευμάτων

22

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1005/2004 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για ειδικό μέτρο παρέμβασης για τη βρώμη στη Φινλανδία και στη Σουηδία

28

 

 

Κανονισμός (EK) αριθ. 1006/2004 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για καθορισμό του βαθμού στον οποίο μπορούν να ικανοποιηθούν οι αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής που κατατέθηκαν για την υποποσόστωση ΙΙ κατεψυγμένου βοδινού κρέατος η οποία προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 780/2003

31

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1007/2004 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για την τροποποίηση των δασμών κατά την εισαγωγή στον τομέα του ρυζιού

32

 

*

Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2004 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για την επιβολή προσωρινού δασμού κατά των επιδοτήσεων στις εισαγωγές συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας

35

 

*

Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1009/2004 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας

61

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Συμβούλιο

 

*

2004/496/ΕΚ:Απόφαση του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2004, για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών

83

Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των κατάστασεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Aσφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών

84

 

 

Επιτροπή

 

*

2004/497/ΕΚ:Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2004, για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 303/96/ΕΚΑΧ της Επιτροπής για την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης που έχει προσφερθεί σε σχέση με τις εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων φύλλων (λαμαρινών) από χάλυβες με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσίας

86

 

*

2004/498/ΕΚ:Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2004, για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές καρβιδίου του πυριτίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας

88

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 997/2004 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαΐου 2004

για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 2730/2000/ΕΚΑΧ της Επιτροπής σχετικά με τις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και για την περάτωση της ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με αυτή την απόφαση

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («βασικός κανονισμός») και, ιδίως, το άρθρο 9 και το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα εξής:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Προηγούμενη διαδικασία

(1)

Η Επιτροπή, με την απόφαση αριθ. 2730/2000/ΕΚΑΧ (2), επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 2704 00 19(κωδικός TARIC 2704001910), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («ενδιαφερόμενη χώρα» ή «ΛΔΚ»). Το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ ισούται με το σταθερό ποσό των 32,6 ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους εν ξηρώ.

(2)

Ενόψει της λήξεως ισχύος της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα στις 23 Ιουλίου 2002, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 963/2002 (3), αποφάσισε ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που θεσπίστηκαν δυνάμει της απόφασης αριθ. 2277/96/ΕΚΑΧ και τα οποία εξακολουθούσαν να ισχύουν στις 23 Ιουλίου 2002, συνεχίζονται και διέπονται από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού με ισχύ από τις 24 Ιουλίου 2002.

2.   Τρέχουσα διαδικασία

(3)

Στις 11 Δεκεμβρίου 2002, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (4), η Επιτροπή ανήγγειλε την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm (εφεξής «οπτάνθρακας 80+» ή «υπό εξέταση προϊόν»), καταγωγής ΛΔΚ, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και άρχισε έρευνα.

(4)

Η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε η Eucoke-EEIG (η «αιτούσα») εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm. Η αιτούσα ισχυρίστηκε ότι η πρακτική ντάμπινγκ από πλευράς ΛΔΚ είχε όχι μόνο συνεχιστεί αλλά και αυξηθεί, και ότι τα ισχύοντα μέτρα δεν επαρκούσαν πλέον για να αντισταθμίσουν τη ζημιογόνο επίδραση του ντάμπινγκ. Τα στοιχεία που περιελάμβανε η αίτηση επανεξέτασης θεωρήθηκαν επαρκή για να αιτιολογήσουν την έναρξη έρευνας.

(5)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τους παραγωγούς-εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τους χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, τους αντιπροσώπους της ενδιαφερόμενης χώρας εξαγωγής, τον αιτούντα κοινοτικό κλάδο παραγωγής και άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς σχετικά με την έναρξη της ενδιάμεσης επανεξέτασης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίσθηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

3.   Αναστολή των μέτρων

(6)

Υπενθυμίζεται ότι κατά την έρευνα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη παρείχαν πληροφορίες περί μεταβολής των συνθηκών αγοράς που σημειώθηκε μετά το τέλος της περιόδου έρευνας (1η Οκτωβρίου 2001 έως 30 Σεπτεμβρίου 2002), εκπληρώνοντας έτσι τους όρους που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού για την αιτιολόγηση της αναστολής των ισχυόντων μέτρων.

(7)

Από την έρευνα προέκυψε ότι πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις για την αναστολή των μέτρων αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, με την απόφαση αριθ. 264/2004/ΕΚ της Επιτροπής (5), ο δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη από 80 mm, καταγωγής ΛΔΚ, ανεστάλη για διάστημα εννέα μηνών.

4.   Απόσυρση της αίτησης

(8)

Με επιστολή της στις 15 Δεκεμβρίου 2003 στην Επιτροπή, η Eucoke-EEIG απέσυρε επισήμως την αίτησή της.

(9)

Έχοντας υπόψη ότι η έρευνα δεν αποκάλυψε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η περάτωση δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας, κρίνεται ότι η παρούσα διαδικασία πρέπει να περατωθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

5.   Μορφή των μέτρων

(10)

Εντούτοις, κατά την έρευνα, διαπιστώθηκε ότι έπρεπε να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής των ισχυόντων μέτρων ενόψει των δυσκολιών που αντιμετώπισε μια επιχείρηση για την εφαρμογή τους. Πράγματι, διαπιστώθηκε ότι οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους προέβαιναν στην είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ για τις αποστολές οπτάνθρακα που προοριζόταν για χρήση σε υψικαμίνους, τις οποίες δεν αφορούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ και που περιλαμβάνουν μικρό μόνο μέρος του υπό εξέταση προϊόντος. Για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότερη και ομοιόμορφη εφαρμογή των μέτρων, η απαλλαγή που προβλέπει η απόφαση αριθ. 2730/2000/ΕΚΑΧ για τις εξαγωγές που αποτελούν μείγμα τεμαχίων οπτάνθρακα μικρότερου μεγέθους από το εξέταση προϊόν και τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο που δεν υπερβαίνει τα 100 mm, αντικαθίσταται από απαλλαγή που καλύπτει μείγμα στο οποίο η αναλογία οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm δεν αποτελεί πάνω από το 20 % της μικτής αποστολής. Επιπλέον, ως μέθοδος μέτρησης θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί το πρότυπο ISO.

6.   Συμπέρασμα

(11)

Η ενδιάμεση επανεξέταση πρέπει να περατωθεί και να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής των ισχυόντων μέτρων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Περατώνεται η ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με την απόφαση 2730/2000/ΕΚΑΧ στις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 2704 00 19 (κωδικός TARIC 2704001910), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Άρθρο 2

Το άρθρο 1 της απόφασης αριθ. 2730/2000/ΕΚΑΧ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 2704 00 19 (κωδικός Taric 2704001910), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Η διάμετρος των τεμαχίων καθορίζεται σύμφωνα με το πρότυπο ISO 728:1995.

2.   To ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ είναι ίσο με το καθορισμένο ποσό των 32,6 EUR ανά τόνο καθαρού βάρους εν ξηρώ.

3.   Ο δασμός αντιντάμπινγκ εφαρμόζεται επίσης στα τεμάχια οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm, που αποστέλλονται σε μείγματα αποτελούμενα από τεμάχια οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm και οπτάνθρακα σε τεμάχια μικρότερων μεγεθών, εκτός εάν καθορίζεται ότι η ποσότητα τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm δεν αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 20 % του καθαρού βάρους εν ξηρώ της μικτής αποστολής. Η ποσότητα των τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm που περιέχεται σε μείγματα είναι δυνατόν να καθορίζεται με βάση δειγματοληψία σύμφωνα με τα άρθρα 68 έως 70 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου (6). Σε περίπτωση που η ποσότητα των τεμαχίων οπτάνθρακα με διάμετρο μεγαλύτερη των 80 mm καθορίζεται με βάση δειγματοληψία, η επιλογή των δειγμάτων γίνεται σύμφωνα με το πρότυπο ISO 2309:1980.

4.   Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών δύνανται, εφόσον λάβουν δεόντως αιτιολογημένη αίτηση από τους εισαγωγείς και υπό το πρίσμα της ανωτέρω αποσαφήνισης, να επανεκτιμήσουν την κατάσταση των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 16ης Δεκεμβρίου 2000 και 21 Μαΐου 2004.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. COWEN


(1)  EE L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 316 της 15.12.2000, σ. 30.

(3)  ΕΕ L 149 της 7.6.2002, σ. 3. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1310/2002 (ΕΕ L 192 της 20.7.2002, σ. 9).

(4)  ΕΕ C 308 της 11.12.2002, σ. 2.

(5)  ΕΕ L 81 της 19.3.2004, σ. 89.

(6)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 60/2004 (ΕΕ L 9 της 15.1.2004, σ. 8).»


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/4


KΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 998/2004 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαΐου 2004

που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 950/2001 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), (εφεξής, ο «βασικός κανονισμός») και ιδίως τα άρθρα 8, 11 παράγραφος 3 και 22 στοιχείο γ),

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη Συμβουλευτική Επιτροπή,

Εκτιμώντας τα εξής:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 950/2001 (2), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές, στην Κοινότητα, ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου (εφεξής «το υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας. Με την απόφαση 2001/381/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2001 (3), έγινε δεκτή μια ανάληψη υποχρεώσεων για τον ρώσο παραγωγό-εξαγωγέα «United Company Siberian Aluminium».

(2)

Ο δασμός που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από τον εκτελωνισμό, ορίστηκε, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 950/2001, στο 14,9 % για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ρωσίας.

2.   Έρευνα

(3)

Στις 20 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή ανακοίνωσε με δημοσίευση κοινοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4), την έναρξη ορισμένων μερικών ενδιάμεσων επανεξετάσεων των αντιντάμπινγκ μέτρων που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ρωσικής Ομοσπονδίας Ουκρανίας και Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 11 παράγραφος 3 και 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού. Το αντιντάμπινγκ μέτρο που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Ρωσίας είναι ένα από τα μέτρα για τα οποία κινήθηκε η διαδικασία επανεξέτασης (εφεξής «τα μέτρα»).

(4)

Η επανεξέταση κινήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσο, ως συνέπεια της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004 («διεύρυνση»), τα μέτρα θα ήταν σκόπιμο να προσαρμοστούν.

(5)

Δεδομένου ότι ορισμένες ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ρωσίας, αποτελούν επί του παρόντος το αντικείμενο ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, για ένα συγκεκριμένο όγκο, κινήθηκε η διαδικασία επανεξέτασης των μέτρων, έτσι ώστε να ελεγχθεί κατά πόσο η εν λόγω ανάληψη υποχρεώσεων, η οποία προτάθηκε με βάση τα στοιχεία για την Κοινότητα των 15 κρατών μελών, θα πρέπει να προσαρμοστεί λαμβάνοντας υπόψη τη διεύρυνση.

3.   Μέρη που αφορά η έρευνα

(6)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που είναι γνωστά στην Επιτροπή, περιλαμβανομένου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των ενώσεων παραγωγών ή χρηστών στην Κοινότητα, των εξαγωγέων/παραγωγών στις ενδιαφερόμενες χώρες, των εισαγωγέων και των ενώσεών τους και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων χωρών καθώς και όλων των ενδιαφερόμενων μερών στα δέκα νέα κράτη μέλη που προσχωρούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 («η ΕΕ10») ενημερώθηκαν σχετικά με την έναρξη της έρευνας και τους δόθηκε η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους γραπτώς, να υποβάλουν πληροφορίες και να προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(7)

Ως εκ τούτου, γνωστοποίησαν τις απόψεις τους τα ακόλουθα ενδιαφερόμενα μέρη:

α)

Ένωση κοινοτικών παραγωγών:

Eurometaux, Βρυξέλλες, Βέλγιο

β)

Παραγωγοί- εξαγωγείς:

JSC «United Company Siberian Aluminium», Μόσχα, Ρωσία.

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ

(8)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το αλουμινόχαρτο με πάχος 0,009 mm και άνω, έως και 0,018 mm, χωρίς υπόθεμα, που έχει υποστεί απλή έλαση, τυλίγεται σε ρόλους με πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 650 mm, και είναι δυνατό να υπαχθεί προς το παρόν στον κωδικό ΣΟ ex 7607 11 10. Το υπό εξέταση προϊόν είναι κοινώς γνωστό ως αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης («AHF»).

(9)

Το αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης παράγεται με την έλαση των ράβδων ή φύλλων αλουμινίου στο επιθυμητό πάχος. Μετά την έλαση, το αλουμινόχαρτο υφίσταται ανόπτηση με θερμική διαδικασία για να καταστεί εύκαμπτο. Μετά την έλαση και την ανόπτηση, το αλουμινόχαρτο τυλίγεται σε μπομπίνες με πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 650 mm. H διάσταση της μπομπίνας είναι καθοριστική για τη χρησιμοποίηση του προϊόντος, δεδομένου ότι οι χρήστες του προϊόντος αυτού («εταιρείες αναπηνισμού» ή «εταιρείες ανατύλιξης») τυλίγουν το αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης σε μικρότερους ρόλους που προορίζονται για το λιανικό εμπόριο. Το αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης μετά την περιτύλιξή του σε μικρότερους ρόλους, χρησιμοποιείται ως προσωρινή συσκευασία πολλαπλών χρήσεων (κυρίως στα νοικοκυριά, στους τομείς εστίασης και λιανικής πώλησης ειδών διατροφής καθώς και στα ανθοπωλεία).

Γ.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

1.   Αιτήματα των ενδιαφερομένων μερών

(10)

Ο ρώσος παραγωγός-εξαγωγέας που υπόκειται στην ανάληψη υποχρέωσης ως προς την τιμή, δήλωσε ότι ο όγκος των εισαγωγών για τον οποίο εφαρμόζεται η εν λόγω υποχρέωση, υπολογίστηκε με βάση τις πωλήσεις του στην αγορά της ΕΕ15 και ότι, συνεπώς, η ανάληψη υποχρέωσης θα πρέπει να επανεξεταστεί, έτσι ώστε να ληφθεί δεόντως υπόψη η αγορά της ΕΕ25. Ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω επανεξέταση ήταν αναγκαία για την αποφυγή διακρίσεων προς όφελος άλλων εξαγωγέων του υπό εξέταση προϊόντος στην ΕΕ.

2.   Σχόλια που υπέβαλαν τα κράτη μέλη

(11)

Τα κράτη μέλη έχουν γνωστοποιήσει τις απόψεις τους και τα περισσότερα από αυτά υποστηρίζουν την προσαρμογή των μέτρων, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη η διεύρυνση.

3.   Αξιολόγηση

(12)

Πραγματοποιήθηκε ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων και πληροφοριών και επιβεβαιώθηκε ότι ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από τη Ρωσία στην ΕΕ10, ήταν σημαντικός. Δεδομένου ότι ο όγκος των εισαγωγών, που αποτελούν το αντικείμενο της ισχύουσας επί του παρόντος ανάληψης υποχρέωσης ως προς την τιμή, υπολογίστηκε με βάση τις εισαγωγές στην ΕΕ15, δεν λαμβάνεται υπόψη η διόγκωση της αγοράς συνεπεία της διεύρυνσης.

4.   Συμπέρασμα

(13)

Βάσει των προαναφερθέντων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι, για να ληφθεί υπόψη η διεύρυνση, θα πρέπει να προσαρμοστούν τα μέτρα έτσι ώστε να συνυπολογιστεί ο επιπλέον όγκος των εισαγωγών στην αγορά της ΕΕ10.

(14)

Ο αρχικός όγκος των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή για την ΕΕ15, υπολογίστηκε με βάση τις εξαγωγές στην Κοινότητα, κατά την αρχική περίοδο έρευνας, του ρώσου παραγωγού για τον οποίο έγινε αποδεκτή μια ανάληψη υποχρεώσεων. Η αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο της ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, έχει υπολογιστεί βάσει της ίδιας μεθόδου υπολογισμού.

(15)

Ομοίως, κρίνεται σκόπιμο να αποδεχθεί ενδεχομένως η Επιτροπή πρόταση για την τροποποίηση της ανάληψης υποχρέωσης, που θα αντικατοπτρίζει την κατάσταση που θα προκύψει από τη διεύρυνση και με βάση τη μέθοδο που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 14,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ :

Άρθρο 1

Η Επιτροπή δύναται να αποδεχθεί πρόταση για την τροποποίηση αναλήψεων υποχρεώσεων με τις οποίες αυξάνεται ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο της ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, η οποία έχει γίνει αποδεκτή με την απόφαση 2001/381/ΕΚ, σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Ρωσίας. Η εν λόγω αύξηση υπολογίζεται βάσει της ιδίας μεθόδου με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά τον καθορισμό της αρχικής ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, για την Κοινότητα των 15 κρατών μελών, δηλαδή με βάση τις εξαγωγές, στην Κοινότητα, του ρώσου παραγωγού για τον οποίο έγινε αποδεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. COWEN


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 134 της 17.5.2001, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 134 της 17.5.2001, σ. 67.

(4)  ΕΕ C 70 της 20.3.2004, σ. 15.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/7


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 999/2004 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαΐου 2004

σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1531/2002 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές έγχρωμων συσκευών λήψεως για την τηλεόραση, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας και Ταϊλάνδης, και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές έγχρωμων συσκευών λήψεως για την τηλεόραση, καταγωγής Σιγκαπούρης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 8, το άρθρο 11 παράγραφος 3 και το άρθρο 22 στοιχείο γ),

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη Συμβουλευτική Επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1531/2002 (2) το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές, στην Κοινότητα, έγχρωμων συσκευών λήψεως για την τηλεόραση (εφεξής «υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής, μεταξύ άλλων, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (εφεξής «Κίνα»). Με την απόφαση 2002/683/EΚ (3) της Επιτροπής, έγινε αποδεκτή μια ανάληψη υποχρεώσεων για επτά εξαγωγείς στην Κίνα: Haier Electrical Appliances Corporation Ltd, Hisense Import & Export Co., Ltd, Konka Group Co., Ltd, Sichuan Changhong Electric Co. Ltd, Skyworth Multimedia International (Shenzhen) Co., Ltd, TCL King Electrical Appliances (HuiZhou) Co., Ltd, και Xiamen Overseas Chinese Electronic Co, Ltd.

(2)

Ο δασμός που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από τον εκτελωνισμό, ορίσθηκε, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1531/2002, στο 44,6 % για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από την Κίνα.

2.   Έρευνα

(3)

Στις 20 Μαρτίου 2004 η Επιτροπή ανακοίνωσε με δημοσίευση κοινοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4), την έναρξη ορισμένων μερικών ενδιάμεσων επανεξετάσεων των αντιντάμπινγκ μέτρων που επιβάλλονται στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Ρωσικής Ομοσπονδίας, Ουκρανίας και Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, σύμφωνα με τo άρθρο 11 παράγραφος 3 και το άρθρο 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού. Το αντιντάμπινγκ μέτρο που επιβλήθηκε στις εισαγωγές έγχρωμων συσκευών λήψεως για την τηλεόραση, καταγωγής Κίνας, είναι ένα από τα μέτρα για τα οποία κινήθηκε η διαδικασία επανεξέτασης (εφεξής «μέτρα»).

(4)

Η επανεξέταση κινήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσο, ως συνέπεια της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004 («διεύρυνση»), θα ήταν σκόπιμο να προσαρμοσθούν τα μέτρα.

(5)

Δεδομένου ότι ορισμένες ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής Κίνας, αποτελούν επί του παρόντος το αντικείμενο ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, για ένα συγκεκριμένο όγκο, κινήθηκε η διαδικασία επανεξέτασης των μέτρων, έτσι ώστε να ελεγχθεί κατά πόσο η εν λόγω ανάληψη υποχρεώσεων, η οποία προτάθηκε με βάση τα στοιχεία για την Κοινότητα των 15 κρατών μελών, θα πρέπει να προσαρμοσθεί λαμβάνοντας υπόψη τη διεύρυνση.

3.   Μέρη που αφορά η έρευνα

(6)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που είναι γνωστά στην Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των ενώσεων παραγωγών ή χρηστών στην Κοινότητα, των εξαγωγέων/παραγωγών στις ενδιαφερόμενες χώρες, των εισαγωγέων και των ενώσεών τους και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων χωρών καθώς και όλων των ενδιαφερόμενων μερών στα δέκα νέα κράτη μέλη που προσεχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 («ΕΕ των 10») ερωτήθηκαν σχετικά με την έναρξη της έρευνας και τους δόθηκε η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους γραπτώς, να υποβάλλουν πληροφορίες και να προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(7)

Ως εκ τούτου, γνωστοποίησαν τις απόψεις τους τα ακόλουθα ενδιαφερόμενα μέρη:

α)

Kοινοτικός παραγωγός:

Royal Philips Electronics, Eindhoven, Κάτω Χώρες

β)

Παραγωγοί-εξαγωγείς:

China Chamber of Commerce, Beijing, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας· ενεργώντας εξ ονόματος των ακολούθων παραγωγών-εξαγωγέων:

Haier Electrical Appliances Corporation Ltd,

Hisense Import & Export Co., Ltd,

Konka Group Co., Ltd,

Sichuan Changhong Electric Co. Ltd,

Skyworth Multimedia International (Shenzhen) Co., Ltd,

TCL King Electrical Appliances (HuiZhou) Co., Ltd,

Xiamen Overseas Chinese Electronic Co., Ltd.

Β.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ

(8)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι οι έγχρωμες συσκευές λήψεως για τηλεόραση με μέγεθος διαγωνίου οθόνης πάνω από 15,5 cm, έστω και συνδυασμένες, στο ίδιο περίβλημα, με ραδιοφωνικό δέκτη ή/και με ωρολόγιο. Το προϊόν είναι δυνατό να υπαχθεί προς το παρόν στους κωδικούς ΣΟ ex 8528 12 52, 8528 12 54, 8528 12 56, 8528 12 58, ex 8528 12 62 και 8528 12 66.

Γ.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

1.   Αιτήματα των ενδιαφερομένων μερών

(9)

Το Εμπορικό Επιμελητήριο της Κίνας για τις εισαγωγές και εξαγωγές μηχανημάτων και ηλεκτρονικών προϊόντων (CCCME), ενεργώντας εξ ονόματος των εταιρειών για τις οποίες έγινε αποδεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων σε συνδυασμό με το CCCME, δήλωσε ότι ο όγκος των εισαγωγών για τις οποίες ισχύει η ανάληψη υποχρεώσεων ως προς την τιμή, καθορίσθηκε με βάση το ποσοστό της φαινομενικής κατανάλωσης στην ΕΕ των 15 κρατών μελών. Υποστήριξε ότι, επομένως, η ανάληψη υποχρεώσεων θα πρέπει να επανεξετασθεί, έτσι ώστε να ληφθεί δεόντως υπόψη η αγορά της ΕΕ των 25 κρατών μελών. Ισχυρίσθηκε ότι η εν λόγω επανεξέταση ήταν αναγκαία για την αποφυγή διακρίσεων προς όφελος άλλων εξαγωγέων του υπό εξέταση προϊόντος στην ΕΕ.

2.   Σχόλια που υπέβαλαν τα κράτη μέλη

(10)

Τα κράτη μέλη έχουν γνωστοποιήσει τις απόψεις τους και τα περισσότερα από αυτά υποστηρίζουν την προσαρμογή των μέτρων, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη η διεύρυνση.

3.   Αξιολόγηση

(11)

Πραγματοποιήθηκε ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων και πληροφοριών και επιβεβαιώθηκε ότι ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Κίνα στην ΕΕ των 10, ήταν σημαντικός. Δεδομένου ότι ο όγκος των εισαγωγών, που αποτελούν το αντικείμενο της ισχύουσας επί του παρόντος ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, υπολογίσθηκε με βάση την ΕΕ των 15 κρατών μελών, δεν λαμβάνεται υπόψη η διόγκωση της αγοράς συνεπεία της διεύρυνσης.

4.   Συμπέρασμα

(12)

Βάσει των προαναφερθέντων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι, για να ληφθεί υπόψη η διεύρυνση, θα πρέπει να προσαρμοσθούν τα μέτρα έτσι ώστε να συνυπολογισθεί ο επιπλέον όγκος των εισαγωγών στην αγορά της ΕΕ των 10.

(13)

Ο αρχικός όγκος των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, για την ΕΕ των 15, υπολογίσθηκε ως αυξανόμενη ποσότητα που φθάνει ένα συγκεκριμένο ποσοστό της φαινομενικής κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το πέμπτο έτος εφαρμογής της ανάληψης υποχρεώσεων. Η αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο της ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, δύναται να υπολογισθεί βάσει της ίδιας μεθόδου υπολογισμού.

(14)

Ομοίως, κρίνεται σκόπιμο να αποδεχθεί, ενδεχομένως, η Επιτροπή πρόταση για την τροποποίηση της ανάληψης υποχρεώσεων, που θα αντικατοπτρίζει την κατάσταση που θα προκύψει από τη διεύρυνση, με βάση τη μέθοδο που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη (13),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η Επιτροπή δύναται να αποδεχθεί πρόταση για την τροποποίηση της ανάληψης υποχρεώσεων με τις οποίες αυξάνεται ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο της ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, η οποία έχει γίνει αποδεκτή δυνάμει της απόφασης 2002/683/ΕΚ, σχετικά με τις εισαγωγές έγχρωμων συσκευών λήψεως για την τηλεόραση, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Η εν λόγω αύξηση υπολογίζεται βάσει της ιδίας μεθόδου με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε κατά τον καθορισμό της αρχικής ανάληψης υποχρεώσεων ως προς την τιμή, για την ΕΕ των 15 κρατών μελών, δηλαδή με βάση μια αυξανόμενη ποσότητα που φθάνει ένα συγκεκριμένο ποσοστό της φαινομενικής κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το πέμπτο έτος εφαρμογής της ανάληψης υποχρεώσεων.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. COWEN


(1)  EE L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 231 της 29.8.2002, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 231 της 29.8.2002, σ. 42.

(4)  ΕΕ C 70 της 20.3.2004, σ. 15.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/10


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1000/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2004

για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων φύλλων και ταινιών με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές, με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας, και για την υποβολή των εισαγωγών ορισμένων φύλλων από χάλυβες με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας, σε καταγραφή

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (2) («βασικός κανονισμός»), και, ιδίως, το άρθρο 8, το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 21 και το άρθρο 22 στοιχείο γ),

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα εξής:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 990/2004 (3), το Συμβούλιο τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 151/2003 (4) για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων από χάλυβες με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές («το υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας (Ρωσία). Το ποσό του δασμού που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από το δασμό, καθορίζεται σε 40,1 %, για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που κατασκευάζεται από την Novolipetsk Iron & Steel Corporation και σε 14,7 % για το προϊόν που κατασκευάζεται από την OOO Viz Stal.

2.   Έρευνα

(2)

Στις 20 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5), ανήγγειλε την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των ισχυόντων μέτρων («τα μέτρα») σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 και το άρθρο 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(3)

Η επανεξέταση κινήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον, συνεπεία της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004, («Διεύρυνση») και λαμβάνοντας υπόψη το κοινοτικό συμφέρον, χρειάζεται η προσαρμογή των μέτρων για να αποφευχθούν αιφνίδιες και υπερβολικά αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, των διανομέων και των καταναλωτών.

(4)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τις ενώσεις παραγωγών ή χρηστών στην Κοινότητα, τους παραγωγούς-εξαγωγείς των ενδιαφερομένων χωρών, τους εισαγωγείς και τις ενώσεις εισαγωγέων και τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων χωρών, καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη στα δέκα νέα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, σχετικά με την έναρξη της έρευνας και τους έδωσε την ευκαιρία να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση έναρξης. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

3.   Αποτέλεσμα της έρευνας

(5)

Όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 990/2004 η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαρμογή των ισχυόντων μέτρων είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, υπό τον όρο ότι η εν λόγω προσαρμογή δεν θα υπονομεύσει σημαντικά το επιζητούμενο επίπεδο εμπορικής άμυνας.

4.   Αναλήψεις υποχρεώσεων

(6)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 990/2004, η Επιτροπή, με βάση το άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, κάλεσε τις ενδιαφερόμενες εταιρείες να προτείνουν αναλήψεις υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου, προτάθηκαν αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους i) ενός παραγωγού-εξαγωγέα του υπό εξέταση προϊόντος στη Ρωσία, (Novolipetsk Iron & Steel Corporation) από κοινού με εταιρεία στην Ελβετία (Stinol A.G.) και ii) δεύτερου παραγωγού-εξαγωγέα του υπό εξέταση προϊόντος στη Ρωσία (OOO Viz Stal) από κοινού με τη συνδεδεμένη με αυτόν εταιρεία, την Duferco S.A. στην Ελβετία.

(7)

Σημειωτέον ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, οι εν λόγω αναλήψεις υποχρεώσεων θεωρούνται ως ειδικά μέτρα δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 990/2004, δεν ισοδυναμούν άμεσα με δασμό.

(8)

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 990/2004, οι αναλήψεις υποχρεώσεων δεσμεύουν κάθε παραγωγό-εξαγωγέα να τηρεί τα ανώτατα όρια εισαγωγών και, για να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της ανάληψης υποχρέωσης, οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς έχουν συμφωνήσει να ακολουθούν τις παραδοσιακές μεθόδους πώλησης προς ανεξάρτητους πελάτες στα δέκα νέα κράτη μέλη της ΕΕ. Επίσης, οι παραγωγοί-εξαγωγείς γνωρίζουν ότι εάν διαπιστωθεί σημαντική μεταβολή των μεθόδων πώλησης ή, εάν η παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων καταστεί κατά κάποιο τρόπο δύσκολη ή αδύνατη, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων της εταιρείας και στη θέση τους να επιβάλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ ή, ακόμη, να αναπροσαρμόσει το ανώτατο όριο ή να προβεί στη λήψη άλλων μέτρων.

(9)

Άλλη προϋπόθεση των αναλήψεων υποχρεώσεων αποτελεί το γεγονός ότι, σε περίπτωση παραβίασής τους, η Επιτροπή δύναται να ανακαλεί την αποδοχή τους και στη θέση τους να επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ.

(10)

Επίσης, οι επιχειρήσεις θα υποβάλλουν τακτικά στην Επιτροπή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές τους στην Κοινότητα και, επομένως, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να παρακολουθεί αποτελεσματικά τις αναλήψεις υποχρεώσεων.

(11)

Για να μπορέσει η Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά την τήρηση των αναλήψεων υποχρεώσεων από κάθε εταιρεία, όταν υποβάλλεται στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές αίτηση θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με τις αναλήψεις υποχρεώσεων, η απαλλαγή από το δασμό υπόκειται στην προσκόμιση εμπορικού τιμολογίου το οποίο θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 990/2004 του Συμβουλίου. Αυτό το επίπεδο πληροφόρησης είναι επίσης απαραίτητο για να επιτρέψει στις τελωνειακές αρχές να επαληθεύουν με ικανοποιητική ακρίβεια ότι οι αποστολές αντιστοιχούν στα εμπορικά έγγραφα. Στην περίπτωση που δεν προσκομίζεται το έγγραφο αυτό, ή δεν αντιστοιχεί στο προϊόν που παρουσιάζεται στο τελωνείο, καταβάλλεται ο κατάλληλος δασμός αντιντάμπινγκ.

(12)

Με βάση τα ανωτέρω, οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων κρίνονται αποδεκτές.

(13)

Η αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων ισχύει για αρχική περίοδο έξι μηνών, με την επιφύλαξη της συνήθους διάρκειας των μέτρων και εκπνέει μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, εκτός εάν η Επιτροπή θεωρήσει σκόπιμο να παρατείνει την περίοδο εφαρμογής ειδικών μέτρων για άλλους έξι μήνες.

B.   ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

(14)

Με βάση τις ασυνήθεις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης και του εγγενούς κινδύνου παραβίασης των αναλήψεων υποχρεώσεων εξαιτίας των διαφορών σε επίπεδο τιμών μεταξύ των δέκα νέων κρατών μελών και των δεκαπέντε κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και του βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα τους, κρίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για την υπαγωγή ορισμένων εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος σε καταγραφή για μέγιστο διάστημα εννέα μηνών σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(15)

Καλούνται επομένως οι τελωνειακές αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την καταγραφή των εισαγωγών στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ρωσίας που εξάγεται από τις εταιρείες οι οποίες πρότειναν αναλήψεις υποχρεώσεων που έγιναν αποδεκτές και οι οποίες επιθυμούν να τύχουν απαλλαγής από τους δασμούς αντιντάμπινγκ.

(16)

Σε περίπτωση που διαπιστώνεται παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης, μπορούν να εισπραχθούν δασμοί με αναδρομική ισχύ επί των προϊόντων που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα, αρχής γενομένης από την ημερομηνία της παραβίασης της υποχρέωσης.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι αναλήψεις υποχρεώσεων που προτάθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αναφέρονται παρακάτω, στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές φύλλων και ταινιών με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα ψυχρής έλασης για ηλεκτρικές εφαρμογές, με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, καταγωγής Ρωσίας, γίνονται αποδεκτές:

Χώρα

Εταιρεία

Πρόσθετος κωδικός Taric

Ρωσική Ομοσπονδία

Παραγωγή από τη Novolipetsk Iron & Steel Corporation, Lipetsk, Ρωσία και πώληση από την Stinol A.G., Lugano, Ελβετία, στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη της στην Κοινότητα που δρα ως εισαγωγέας

A524

Ρωσική Ομοσπονδία

Παραγωγή από την OOO Viz Stal, Ekaterinburg, Ρωσία και πώληση από την Duferco S.A., Lugano, Ελβετία στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα που δρα ως εισαγωγέας

A525

Άρθρο 2

Οι τελωνειακές αρχές καλούνται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών στην Κοινότητα φύλλων και ταινιών με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα ψυχρής έλασης για ηλεκτρικές εφαρμογές, με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, καταγωγής Ρωσίας, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 7225 11 00 (φύλλα με πλάτος ίσο ή μεγαλύτερο από 600 mm) και στον κωδικό ΣΟ ex 7226 11 00 (φύλλα με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm αλλά μικρότερο από 600 mm), που παράγονται και πωλούνται από τις εταιρείες που απαριθμούνται στο άρθρο 1 οι οποίες επιθυμούν απαλλαγή από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 990/2004 του Συμβουλίου.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται για περίοδο έξι μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12.

(3)  ΕΕ L 122 της 19.5.2004, σ. 5.

(4)  ΕΕ L 25 της 30.1.2003, σ. 7.

(5)  ΕΕ C 70 της 20.3.2004, σ. 15.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/13


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1001/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2004

για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας και Ουκρανίας και για την υπαγωγή των εισαγωγών νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας ή Ουκρανίας σε καταγραφή

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (2) («βασικός κανονισμός»), και, ιδίως, το άρθρο 8, το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 21 και το άρθρο 22 στοιχείο γ),

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Μετά τη λήξη ενδιάμεσης επανεξέτασης και επανεξέτασης ενόψει της λήξεως των μέτρων, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 658/2002 (3), επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου («υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας («Ρωσία»). Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 132/2001 (4), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ουκρανίας. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 993/2004 (5), το Συμβούλιο τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 658/2002 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 132/2001.

(2)

Τα μέτρα συνίστανται σε ειδικό δασμό 47,07 ευρώ ανά τόνο, στην περίπτωση της Ρωσίας, και 33,25 ευρώ ανά τόνο για την Ουκρανία.

2.   Έρευνα

(3)

Στις 20 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (6), ανήγγειλε την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των ισχυόντων μέτρων («τα μέτρα»), σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 και το άρθρο 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(4)

Η επανεξέταση κινήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον, συνεπεία της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004, («Διεύρυνση») και λαμβάνοντας υπόψη το κοινοτικό συμφέρον, χρειάζεται η προσαρμογή των μέτρων για να αποφευχθούν αιφνίδιες και υπερβολικά αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, των διανομέων και των καταναλωτών.

(5)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τις ενώσεις παραγωγών ή χρηστών στην Κοινότητα, τους παραγωγούς-εξαγωγείς των ενδιαφερομένων χωρών, τους εισαγωγείς και τις ενώσεις εισαγωγέων και τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων χωρών, καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη στα δέκα νέα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, σχετικά με την έναρξη της έρευνας και τους έδωσε την ευκαιρία να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση έναρξης. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

3.   Αποτέλεσμα της έρευνας

(6)

Όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 993/2004 του Συμβουλίου, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαρμογή των ισχυόντων μέτρων είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, υπό τον όρο ότι η εν λόγω προσαρμογή δεν θα υπονομεύσει σημαντικά το επιζητούμενο επίπεδο εμπορικής άμυνας.

4.   Αναλήψεις υποχρεώσεων

(7)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 993/2004, η Επιτροπή, με βάση το άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, κάλεσε τις ενδιαφερόμενες εταιρείες να προτείνουν αναλήψεις υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου, προτάθηκαν αναλήψεις υποχρεώσεων από i) παραγωγό-εξαγωγέα του υπό εξέταση προϊόντος στην Ουκρανία (OJSC «Azot»), ii) παραγωγό-εξαγωγέα στη Ρωσία (CJSC MCC Eurochem για προϊόντα παραγόμενα στις μονάδες παραγωγής JSC Nak Azot, Ρωσία) από κοινού με τη συνδεδεμένη εταιρεία (Cumberland Sound Ltd., British Virgin Islands), iii) δύο συνδεδεμένους παραγωγούς-εξαγωγείς στη Ρωσία (OAO«Kirovo – Chepetsky Chimkombinat» και JSC«Azot»), χωριστά και iv) δύο συνδεδεμένους παραγωγούς-εξαγωγείς από κοινού - Joint Stock Company«Acron», Ρωσία και Joint Stock Company«Dorogobuzh», Ρωσία.

(8)

Από τις παρατηρήσεις της OAO «Kirovo – Chepetsky Chimkombinat» και τις διαθέσιμες πληροφορίες στο Διαδίκτυο, η Επιτροπή γνωρίζει ότι η JSC «Azot» και η OAO «Kirovo – Chepetsky Chimkombinat» συνδέονται μέσω της Agrochemical Corporation «Azot», η οποία κατέχει πολύ πάνω από το 5 % του κεφαλαίου κάθε εταιρείας. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού και τον ορισμό των συνδεδεμένων μερών που αναφέρεται στο άρθρο 143 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (7), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2286/2003 (8), η Επιτροπή θεωρεί την JSC «Azot» και την OAO «Kirovo – Chepetsky Chimkombinat» ως συνδεδεμένα μέρη. Σημειωτέον ότι οι αφύσικες αυξήσεις του όγκου εξαγωγών ενός εκ των δύο αυτών παραγωγών-εξαγωγέων, της OAO «Kirovo – Chepetsky Chimkombinat», στα δέκα νέα κράτη της ΕΕ που παρατηρήθηκαν κατά τους πρώτους μήνες του 2004, υπερέβαινε τον παραδοσιακό όγκο εξαγωγών προς τα δέκα νέα κράτη της ΕΕ αμφοτέρων των εταιρειών JSC «Azot» και OAO «Kirovo – Chepetsky Chimkombinat». Ως εκ τούτου, οι αναλήψεις υποχρεώσεων που προτάθηκαν από τους δύο αυτούς παραγωγούς-εξαγωγείς απορρίπτονται διότι το ανώτατο όριο ανάληψης υποχρέωσης για τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς από κοινού, υπολογιζόμενο ως παραδοσιακός όγκος εξαγωγών στα δέκα νέα κράτη της ΕΕ το 2001 και το 2002 με αφαίρεση της αφύσικης αύξησης του όγκου εξαγωγών στα νέα δέκα κράτη της ΕΕ που παρατηρήθηκε τους πρώτους μήνες του 2004, είναι αρνητικό.

(9)

Σημειωτέον ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, οι αναλήψεις υποχρεώσεων που γίνονται αποδεκτές με τον παρόντα κανονισμό θεωρούνται ως ειδικά μέτρα δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) 993/2004, δεν ισοδυναμούν άμεσα με δασμό αντιντάμπινγκ.

(10)

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 993/2004, οι αναλήψεις υποχρεώσεων δεσμεύουν κάθε παραγωγό-εξαγωγέα να τηρεί τις ελάχιστες τιμές εισαγωγής στο πλαίσιο των ανωτάτων εισαγωγικών ορίων και, για να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των αναλήψεων υποχρεώσεων, οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς έχουν συμφωνήσει να ακολουθούν τις παραδοσιακές μεθόδους πώλησης προς ανεξάρτητους πελάτες στα δέκα νέα κράτη μέλη της ΕΕ. Επίσης, οι παραγωγοί-εξαγωγείς γνωρίζουν ότι εάν διαπιστωθεί σημαντική μεταβολή των μεθόδων πώλησης ή, εάν η παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων καταστεί κατά κάποιο τρόπο δύσκολη ή αδύνατη, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων της εταιρείας και στη θέση τους να επιβάλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ ή, ακόμη, να αναπροσαρμόσει το ανώτατο όριο ή να προβεί στη λήψη άλλων μέτρων.

(11)

Άλλη προϋπόθεση των αναλήψεων υποχρεώσεων αποτελεί το γεγονός ότι, σε περίπτωση παραβίασής τους, η Επιτροπή δύναται να ανακαλεί την αποδοχή τους και στη θέση τους να επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ.

(12)

Επίσης, οι επιχειρήσεις θα υποβάλλουν τακτικά στην Επιτροπή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές τους στην Κοινότητα, και επομένως η Επιτροπή θα είναι σε θέση να παρακολουθεί αποτελεσματικά τις αναλήψεις υποχρεώσεων.

(13)

Για να μπορέσει η Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά την τήρηση των αναλήψεων υποχρεώσεων από κάθε εταιρεία, όταν υποβάλλεται στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές αίτηση θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με τις αναλήψεις υποχρεώσεων, η απαλλαγή από το δασμό υπόκειται στην προσκόμιση εμπορικού τιμολογίου το οποίο θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) 993/2004 του Συμβουλίου. Αυτό το επίπεδο πληροφόρησης είναι επίσης απαραίτητο για να επιτρέψει στις τελωνειακές αρχές να επαληθεύουν με ικανοποιητική ακρίβεια ότι οι αποστολές αντιστοιχούν στα εμπορικά έγγραφα. Στην περίπτωση που δεν προσκομίζεται το έγγραφο αυτό, ή δεν αντιστοιχεί στο προϊόν που παρουσιάζεται στο τελωνείο, καταβάλλεται ο κατάλληλος δασμός αντιντάμπινγκ.

(14)

Με βάση τα ανωτέρω, οι αναλήψεις υποχρεώσεων που πρότειναν οι εταιρείες OJSC «Azot», CJSC MCC Eurochem όσον αφορά τα προϊόντα που παράγονται στις μονάδες παραγωγής της στην JSC Nak Azot, Ρωσία, και Joint Stock Company «Acron» από κοινού με την Joint Stock Company«Dorogobuzh» κρίνονται αποδεκτές.

(15)

Η αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων ισχύει για αρχική περίοδο έξι μηνών, με την επιφύλαξη της συνήθους διάρκειας των μέτρων. Ωστόσο, μετά την πάροδο των έξι μηνών, η Επιτροπή πριν αποφασίζει σχετικά με τη συνέχιση της αποδοχής τους προβαίνει σε εκτίμηση, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν εξακολουθούν να υφίστανται οι ειδικές και αρνητικές συνθήκες για τους τελικούς χρήστες στα δέκα νέα κράτη μέλη της ΕΕ, οι οποίες οδήγησαν στην αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων. Ενόψει του βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα των αναλήψεων υποχρεώσεων και των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τις οποίες γίνονται αποδεκτές, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δύνανται, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, να προσαρμόσουν ορισμένους όρους των αναλήψεων υποχρεώσεων εφόσον μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος διαπιστωθεί ότι οι αναλήψεις υποχρεώσεων δεν επιτυγχάνουν τα αποτελέσματα για τα οποία προορίζονται, ήτοι, τη συνέχιση των παραδοσιακών εξαγωγών στην ΕΕ των 10. Ωστόσο, η προσαρμογή των όρων των αναλήψεων υποχρεώσεων πρέπει να εξακολουθεί να διασφαλίζει σημαντική συμβολή στην εξάλειψη της ζημίας.

Β.   ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

(16)

Με βάση τις ασυνήθεις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης και του εγγενούς κινδύνου παραβίασης των αναλήψεων υποχρεώσεων εξαιτίας των διαφορών σε επίπεδο τιμών μεταξύ των δέκα νέων κρατών μελών και των δεκαπέντε κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και του βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα τους, κρίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για την υπαγωγή ορισμένων εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος σε καταγραφή για μέγιστο διάστημα εννέα μηνών σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(17)

Καλούνται επομένως οι τελωνειακές αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την καταγραφή των εισαγωγών στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ουκρανίας και Ρωσίας που εξάγεται από τις εταιρείες οι οποίες πρότειναν αναλήψεις υποχρεώσεων που έγιναν αποδεκτές και οι οποίες επιθυμούν να τύχουν απαλλαγής από τους δασμούς αντιντάμπινγκ.

(18)

Σε περίπτωση που διαπιστώνεται παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης, μπορούν να εισπραχθούν δασμοί με αναδρομική ισχύ επί των προϊόντων που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα, αρχής γενομένης από την ημερομηνία της παραβίασης της υποχρέωσης.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι αναλήψεις υποχρεώσεων που προτάθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αναφέρονται στη συνέχεια, στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου, καταγωγής Ουκρανίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας, γίνονται αποδεκτές.

Χώρα

Εταιρεία

Πρόσθετος κωδικός Taric

Ουκρανία

Παραγωγή και εξαγωγή από την OJSC «Azot», Cherkassy, Ουκρανία στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη της στην Κοινότητα που δρα ως εισαγωγέας

A521

Ρωσική Ομοσπονδία

Παραγωγή από την OJSC MCC Eurochem, Μόσχα, Ρωσία στις μονάδες παραγωγής της στην JSC Nak Azot, Novomoskovsk, Ρωσία και πώληση από την Cumberland Sound Ltd., Tortola, British Virgin Islands στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα που δρα ως εισαγωγέας

A522

Ρωσική Ομοσπονδία

Παραγωγή και εξαγωγή από την Joint Stock Company«Acron», Veliky Novgorod, Ρωσία ή την Joint Stock Company«Dorogobuzh»Verkhnedneprovsky, Smolensk Region, Ρωσία στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα που δρα ως εισαγωγέας

A532

Άρθρο 2

Οι τελωνειακές αρχές καλούνται, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών στην Κοινότητα νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ουκρανίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90 και 3102 40 90, το οποίο παράγεται και πωλείται ή παράγεται και εξάγεται από τις εταιρείες που απαριθμούνται στο άρθρο 1 οι οποίες επιθυμούν απαλλαγή από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 993/2004 του Συμβουλίου.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται για περίοδο έξι μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12.

(3)  ΕΕ L 102 της 18.4.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 23 της 25.1.2001, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 182 της 19.5.2004, σ. 28.

(6)  ΕΕ C 70 της 20.3.2004, σ. 15.

(7)  ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 343 της 31.12.2003, σ. 1.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1002/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2004

για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που παρέχονται σε σχέση με τη διαδικασία αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσας) καταγωγής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, Ρωσικής Ομοσπονδίας ή Ουκρανίας και για την καταχώριση των εισαγωγών χλωριούχου καλίου καταγωγής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (2) (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 8, το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 21 και το άρθρο 22 παράγραφος γ),

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 969/2000 (3), το Συμβούλιο τροποποίησε και επέκτεινε τα μέτρα που επέβαλε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3068/92 (4), όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 643/94 (5) και (ΕΚ) αριθ. 449/98 (6), για τις εισαγωγές στην Κοινότητα χλωριούχου καλίου (εφεξής «το υπό εξέταση προϊόν»), καταγωγής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας (εφεξής «Λευκορωσία»), Ρωσικής Ομοσπονδίας (εφεξής «Ρωσία») και Ουκρανίας. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 992/2004 (7) το Συμβούλιο τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 969/2000.

(2)

Τα μέτρα συνίστανται σε πάγιους δασμούς, που καθορίστηκαν ανά κατηγορία και ποιότητα του προϊόντος, και κυμαίνονται από 19,51 ευρώ/τόνο έως 48,19 ευρώ/τόνο στην περίπτωση της Λευκορωσίας, από 19,61 ευρώ/τόνο έως 40,63 ευρώ/τόνο στην περίπτωση της Ρωσίας και από 19,61 ευρώ/τόνο έως 48,19 ευρώ/τόνο στην περίπτωση της Ουκρανίας.

2.   Έρευνα

(3)

Στις 20 Μαρτίου 2004 η Επιτροπή ανήγγειλε μέσω δημοσίευσης ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (8) την έναρξη ενδιάμεσης μερικής επανεξέτασης των ισχυόντων μέτρων (εφεξής «τα μέτρα») σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 και το άρθρο 22 παράγραφος γ) του βασικού κανονισμού.

(4)

Η επανεξέταση κινήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσο, ως συνέπεια της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004 (εφεξής «διεύρυνση») και, λαμβανομένης υπόψη της πτυχής του κοινοτικού συμφέροντος, πρέπει να προσαρμοστούν τα μέτρα ώστε να αποφευχθούν απότομες και υπερβολικές αρνητικές επιπτώσεις σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων και των χρηστών, των διανομέων και των καταναλωτών.

(5)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που είναι γνωστά στην Επιτροπή, περιλαμβανομένου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των ενώσεων παραγωγών ή χρηστών στην Κοινότητα, των εξαγωγέων/παραγωγών στις ενδιαφερόμενες χώρες, των εισαγωγέων και των ενώσεών τους και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων χωρών καθώς και όλων των ενδιαφερόμενων μερών στα δέκα νέα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 (εφεξής «ΕΕ 10»), ρωτήθηκαν σχετικά με την έναρξη της έρευνας και τους δόθηκε η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους γραπτώς, να υποβάλουν πληροφορίες και να προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

3.   Αποτέλεσμα της έρευνας

(6)

Όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 992/2004, η έρευνα κατέληξε στο ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να προσαρμόσει τα ισχύοντα μέτρα, υπό τον όρο ότι η προσαρμογή αυτή δεν υπονομεύει σημαντικά το επιθυμητό επίπεδο άμυνας του εμπορίου.

4.   Αναλήψεις υποχρεώσεων

(7)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 992/2004, η Επιτροπή σε συμφωνία με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, πρότεινε αναλήψεις υποχρεώσεων στις ενδιαφερόμενες εταιρείες. Ως αποτέλεσμα, προσφέρθηκαν αναλήψεις υποχρεώσεων από i) έναν παραγωγό-εξαγωγέα του υπό εξέταση προϊόντος στη Λευκορωσία (Republican Unitary Enterprise Production Amalgamation Belaruskali) από κοινού με τις συναφείς εταιρείες στη Ρωσία (JSC International Potash Company), στην Αυστρία (Belurs Handelsgesellschaft m.b.H.) και στη Λιθουανία (UAB Baltkalis)q ii) έναν παραγωγό-εξαγωγέα στη Ρωσία (JSC Silvinit) από κοινού με τις συναφείς εταιρείες στη Ρωσία (JSC International Potash Company) και στην Αυστρία (Handelsgesellschaft m.b.H.) και iii) έναν δεύτερο παραγωγό-εξαγωγέα στη Ρωσία (JSC Uralkali) από κοινού με μία εταιρεία της Κύπρου (Fertexim Ltd).

(8)

Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατ'εφαρμογή του άρθρου 22 παράγραφος γ) του βασικού κανονισμού, οι εν λόγω αναλήψεις υποχρεώσεων θεωρούνται ως ειδικά μέτρα, καθώς, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 992/2004, δεν ισοδυναμούν άμεσα με δασμό αντιντάμπινγκ.

(9)

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 992/2004, οι αναλήψεις υποχρεώσεων δεσμεύουν κάθε μεμονωμένο παραγωγό-εξαγωγέα να τηρεί τις ελάχιστες τιμές εισαγωγής εντός των ανώτατων ορίων των εισαγωγών και, για να είναι δυνατή η παρακολούθηση των επιχειρήσεων, οι παραγωγοί-εξαγωγείς συμφώνησαν επίσης να τηρούν ευρέως τα παραδοσιακά τους πρότυπα πώλησης σε μεμονωμένους πελάτες στην ΕΕ10. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς επίσης γνωρίζουν ότι αν διαπιστωθεί ότι αυτά τα παραδοσιακά πρότυπα πώλησης αλλάξουν σημαντικά, ή αν καταστεί δυσχερής ή αδύνατη για οποιοδήποτε λόγο η παρακολούθηση των επιχειρήσεων, η Επιτροπή δικαιούται να αποσύρει την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης της εταιρείας, με αποτέλεσμα να επιβληθούν αντίστοιχοι δασμοί αντιντάμπινγκ, ή δύναται να προσαρμόσει το επίπεδο του ανώτατου ορίου, ή να αναλάβει διορθωτική δράση.

(10)

Προβλέπεται επίσης ότι αν οι επιχειρήσεις διαπράξουν παραβάσεις, η Επιτροπή δικαιούται να αποσύρει την αποδοχή της με αποτέλεσμα να επιβληθούν αντίστοιχοι δασμοί αντιντάμπινγκ.

(11)

Επίσης, οι επιχειρήσεις θα διαβιβάζουν τακτικά στην Επιτροπή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές τους στην Κοινότητα, και επομένως η Επιτροπή θα είναι σε θέση να παρακολουθεί αποτελεσματικά τις αναλήψεις υποχρεώσεων.

(12)

Για να μπορέσει η Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά την τήρηση των αναλήψεων υποχρεώσεων από κάθε εταιρεία, όταν υποβάλλεται στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές αίτηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία βάσει μιας ανάληψης υποχρέωσης, η απαλλαγή από το δασμό εξαρτάται από την προσκόμιση τιμολογίου το οποίο θα περιέχει τουλάχιστον τα πληροφοριακά στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 992/2004. Αυτό το επίπεδο πληροφόρησης είναι επίσης απαραίτητο για να μπορούν οι τελωνειακές αρχές να επαληθεύουν με ικανοποιητική ακρίβεια ότι οι αποστολές αντιστοιχούν στα εμπορικά έγγραφα. Στην περίπτωση που δεν προσκομίζεται το τιμολόγιο αυτό, ή όταν δεν αντιστοιχεί στο προϊόν που παρουσιάζεται στο τελωνείο, καταβάλλεται ο αντίστοιχος δασμός αντιντάμπινγκ.

(13)

Βάσει των ανωτέρω, οι προσφορές των αναλήψεων υποχρεώσεων θεωρούνται αποδεκτές.

(14)

Η αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων περιορίζεται στην αρχική περίοδο των δώδεκα μηνών με την επιφύλαξη της συνήθους διάρκειας των μέτρων. Ωστόσο, έξι μήνες μετά την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, η συνέχιση της αποδοχής τους θα εξαρτάται από την εκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, με σκοπό να επαληθευτεί κατά πόσο εξακολουθούν να ισχύουν οι εξαιρετικές και αρνητικές συνθήκες για τους τελικούς καταναλωτές στην ΕΕ10, οι οποίες οδήγησαν στην αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων.

B.   ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

(15)

Λόγω των ασυνήθων περιστάσεων στη συγκεκριμένη περίπτωση και του ενυπάρχοντος κινδύνου παραβίασης των αναλήψεων υποχρεώσεων λόγω των διαφορών της τιμής μεταξύ της ΕΕ10 και της ΕΕ15 και του βραχύβιου χαρακτήρα τους, θεωρείται ότι συντρέχουν επαρκείς λόγοι ώστε ορισμένες από τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος να καταχωρίζονται για μέγιστη περίοδο εννέα μηνών σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(16)

Οι τελωνειακές αρχές λαμβάνουν κατά συνέπεια την εντολή να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να καταχωρίζουν τις εισαγωγές στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Λευκορωσίας και Ρωσίας το οποίο εξάγεται από τις εταιρείες οι οποίες έχουν προσφέρει αναλήψεις υποχρεώσεων που έγιναν αποδεκτές και οι οποίες επιζητούν όφελος από την απαλλαγή από δασμούς αντιντάμπινγκ.

(17)

Σε περίπτωση διαπίστωσης παραβίασης της ανάληψης υποχρέωσης, μπορούν να εισπραχθούν δασμοί με αναδρομική ισχύ επί των προϊόντων που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα, αρχής γενομένης από την ημερομηνία παραβίασης της ανάληψης υποχρέωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Γίνονται αποδεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων που προσέφεραν οι παραγωγοί-εξαγωγείς που αναφέρονται στη συνέχεια, σε σχέση με τη διαδικασία αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές χλωριούχου καλίου καταγωγής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Χώρα

Εταιρεία

Πρόσθετος κωδικός Taric

Δημοκρατία της Λευκορωσίας

Παράγεται από την Republican Unitary Enterprise Production Amalgamation Belaruskali, Soligorsk, Λευκορωσία, και πωλείται από την JSC International Potash Company, Μόσχα (Ρωσία), ή την Belurs Handelsgesellschaft m.b.H, Βιέννη (Αυστρία), ή την UAB Baltkalis, Βίλνιους, Λιθουανία, στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα που ενεργεί ως εισαγωγέας

A518

Ρωσική Ομοσπονδία

Παράγεται από την JSC Silvinit, Solikamsk, Ρωσία, και πωλείται από την JSC International Potash Company, Μόσχα (Ρωσία), ή την Belurs Handelsgesellschaft m.b.H, Βιέννη (Αυστρία), στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα που ενεργεί ως εισαγωγέας

A519

Ρωσική Ομοσπονδία

Παράγεται από την JSC Uralkali, Berezniki, Ρωσία και πωλείται από την Fertexim Ltd., Λεμεσσός (Κύπρος), στον πρώτο της πελάτη στην Κοινότητα που ενεργεί ως εισαγωγέας

A520

Άρθρο 2

Δίδεται εντολή στις τελωνειακές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να καταχωρίζουν τις εισαγωγές στην Κοινότητα χλωριούχου καλίου καταγωγής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας, που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3104 20 10 (κωδικοί Taric 3104201010 και 3104201090), 3104 20 50 (κωδικοί Taric 3104205010 και 3104205090), 3104 20 90 (κωδικός Taric 3104209000), ex 3105 20 10 (κωδικοί Taric 3105201010 και 3105201020), ex 3105 20 90 (κωδικοί Taric 3105209010 και 3105209020), ex 3105 60 90 (κωδικοί Taric 3105609010 και 3105609020), ex 3105 90 91 (κωδικοί Taric 3105909110 και 3105909120), ex 3105 90 99 (κωδικοί Taric 3105909910 και 3105909920), που παράγεται και πωλείται ή παράγεται και εξάγεται από τις εταιρείες που αναγράφονται στο άρθρο 1 για τις οποίες ζητείται απαλλαγή από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 992/2004.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παραμένει σε ισχύ για διάστημα δώδεκα μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12.

(3)  ΕΕ L 112 της 11.5.2000, σ. 4.

(4)  ΕΕ L 308 της 24.10.1992, σ. 41.

(5)  ΕΕ L 80 της 24.3.1994, σ. 1.

(6)  EE L 58 της 27.2.1998, σ. 15.

(7)  ΕΕ L 182 της 19.5.2004, σ. 23.

(8)  ΕΕ C 70 της 20.3.2004, σ. 15.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/20


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1003/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Μαΐου 2004

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (EK) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 20 Μαΐου 2004.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

J. M. SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας


(1)  ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1947/2002 (ΕΕ L 299 της 1.11.2002, σ. 17).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό τιμών εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(σε EUR/100 χιλιόγραμμα)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

052

97,3

204

64,3

212

89,5

999

83,7

0707 00 05

052

106,9

096

64,5

999

85,7

0709 90 70

052

93,6

204

54,4

999

74,0

0805 10 10, 0805 10 30, 0805 10 50

052

55,0

204

45,7

220

39,6

388

49,5

400

35,9

624

58,5

999

47,4

0805 50 10

388

73,7

528

51,4

999

62,6

0808 10 20, 0808 10 50, 0808 10 90

388

81,0

400

125,2

404

105,0

508

60,7

512

69,7

524

68,7

528

71,8

720

101,4

804

96,6

999

86,7


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2081/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 313 της 28.11.2003, σ. 11). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/22


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1004/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2004

περί θεσπίσεως των κατά μονάδα αξιών για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων αναλωσίμων εμπορευμάτων

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, με τον οποίο καθιερώνεται ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας (1),

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 (2), της Επιτροπής και ιδίως το άρθρο 173, παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

οτί στα άρθρα 173 έως 177 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 προβλέπονται τα κριτήρια για τη θέσπιση, εκ μέρους της Επιτροπής, κατά μονάδα αξιών περιοδικής ισχύος για τα προϊόντα που καθορίζονται σύμφωνα με την κατάταξη που αναφέρεται στο παράρτημα 26 του εν λόγω κανονισμού.

(2)

οτί η εφαρμογή των κανόνων και των κριτηρίων, που καθορίζονται στα ανωτέρω άρθρα επί των στοιχείων που ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 173 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93, οδηγεί, για τα σχετικά προϊόντα, στον καθορισμό των κατά μονάδα αξιών σύμφωνα με τον τρόπο που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατά μονάδα αξίες που αναφέρονται στο άρθρο 173 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα του παραρτήματος.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 21 Μαΐου 2004.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Erkki LIIKANEN

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2700/2000 (ΕΕ L 311 της 12.12.2000, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 343 της 31.12.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2286/2003 (ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κώδικας

Περιγραφή εμπορευμάτων

Ύψος των κατά μονάδα αξιών/100 kg καθαρού βάρους

Είδη, ποικιλίες, κωδικός ΣΟ

EUR

LTL

SEK

CYP

LVL

GBP

CZK

MTL

DKK

PLN

EEK

SIT

HUF

SKK

1.10

Πατάτες πρώιμες

0701 90 50

49,70

29,13

1 587,72

369,80

777,61

12 745,21

171,61

32,41

21,15

236,92

11 868,03

1 997,64

455,44

33,49

 

 

 

 

1.30

Κρεμμύδια άλλα και προς φύτευση

0703 10 19

35,83

21,00

1 144,54

266,58

560,56

9 187,63

123,71

23,37

15,25

170,79

8 555,30

1 440,03

328,31

24,14

 

 

 

 

1.40

Σκόρδα

0703 20 00

131,69

77,20

4 207,20

979,90

2 060,55

33 772,70

454,74

85,89

56,05

627,81

31 448,31

5 293,40

1 206,84

88,75

 

 

 

 

1.50

Πράσα

ex 0703 90 00

50,52

29,61

1 613,96

375,91

790,47

12 955,85

174,45

32,95

21,50

240,84

12 064,18

2 030,65

462,97

34,05

 

 

 

 

1.60

Κουνουπίδια και μπρόκολα

0704 10 00

1.80

Κράμβες λευκές και κράμβες ερυθρές

0704 90 10

59,17

34,69

1 890,32

440,28

925,82

15 174,30

204,32

38,59

25,18

282,08

14 129,94

2 378,36

542,24

39,88

 

 

 

 

1.90

Μπρόκολα [Brassica oleracea L. convar. botrytis (L.) Alef var. italica Plenck]

ex 0704 90 90

61,43

36,01

1 962,50

457,09

961,17

15 753,72

212,12

40,06

26,14

292,85

14 669,48

2 469,18

562,94

41,40

 

 

 

 

1.100

Λάχανο του είδους κήνος

ex 0704 90 90

75,36

44,18

2 407,53

560,74

1 179,13

19 326,07

260,22

49,15

32,07

359,26

17 995,97

3 029,10

690,60

50,79

 

 

 

 

1.110

Μαρούλια στρογγυλά

0705 11 00

1.130

Καρότα

ex 0706 10 00

33,81

19,82

1 080,08

251,56

528,99

8 670,22

116,74

22,05

14,39

161,17

8 073,49

1 358,94

309,82

22,78

 

 

 

 

1.140

Ραφανίδες

ex 0706 90 90

44,01

25,80

1 405,99

327,47

688,61

11 286,36

151,97

28,70

18,73

209,80

10 509,59

1 768,98

403,31

29,66

 

 

 

 

1.160

Μπιζέλια (Pisum sativum)

0708 10 00

438,55

257,08

14 010,49

3 263,19

6 861,88

112 467,20

1 514,33

286,02

186,65

2 090,68

104 726,72

17 627,68

4 018,91

295,54

 

 

 

 

1.170

Φασόλια:

 

 

 

 

 

 

1.170.1

Φασόλια (Vigna spp., Phaseolus spp.)

ex 0708 20 00

119,25

69,91

3 809,80

887,34

1 865,91

30 582,61

411,78

77,78

50,75

568,51

28 477,78

4 793,40

1 092,84

80,37

 

 

 

 

1.170.2

Φασόλια (Phaseolus ssp. vulgaris var. Compressus Savi)

ex 0708 20 00

240,35

140,89

7 678,46

1 788,40

3 760,66

61 637,76

829,93

156,76

102,29

1 145,80

57 395,58

9 660,87

2 202,57

161,97

 

 

 

 

1.180

Κύαμοι

ex 0708 90 00

1.190

Αγγινάρες

0709 10 00

1.200

Σπαράγγια:

 

 

 

 

 

 

1.200.1

Πράσινα

ex 0709 20 00

363,83

213,28

11 623,28

2 707,19

5 692,71

93 304,25

1 256,31

237,29

154,85

1 734,45

86 882,65

14 624,15

3 334,14

245,19

 

 

 

 

1.200.2

Έτερα

ex 0709 20 00

330,76

193,89

10 566,93

2 461,15

5 175,34

84 824,56

1 142,13

215,72

140,77

1 576,82

78 986,56

13 295,08

3 031,13

222,90

 

 

 

 

1.210

Μελιτζάνες

0709 30 00

104,96

61,53

3 353,04

780,96

1 642,21

26 916,04

362,41

68,45

44,67

500,35

25 063,56

4 218,72

961,82

70,73

 

 

 

 

1.220

Σέλινα με ραβδώσεις [Apium graveolens L., var. dulce (Mill.) Pers.]

ex 0709 40 00

101,77

59,66

3 251,25

757,25

1 592,35

26 098,92

351,41

66,37

43,31

485,16

24 302,68

4 090,65

932,62

68,58

 

 

 

 

1.230

Μανιτάρια του είδους Chanterelles

0709 59 10

994,91

583,22

31 784,39

7 402,93

15 566,96

255 144,67

3 435,42

648,88

423,43

4 742,93

237 584,51

39 990,41

9 117,36

670,47

 

 

 

 

1.240

Γλυκοπιπεριές

0709 60 10

203,04

119,02

6 486,66

1 510,81

3 176,95

52 070,71

701,11

132,43

86,42

967,95

48 486,98

8 161,37

1 860,70

136,83

 

 

 

 

1.250

Μάραoο

0709 90 50

1.270

Γλυκοπατάτες ολόκληρες, νωπές (που προορίζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση)

0714 20 10

111,23

65,20

3 553,45

827,64

1 740,36

28 524,81

384,08

72,54

47,34

530,25

26 561,60

4 470,87

1 019,31

74,96

 

 

 

 

2.10

Κάστανα (Castanea spp.), νωπά

ex 0802 40 00

2.30

Ανανάδες νωποί

ex 0804 30 00

98,90

57,98

3 159,65

735,92

1 547,50

25 363,67

341,51

64,50

42,09

471,49

23 618,04

3 975,41

906,35

66,65

 

 

 

 

2.40

Αχλάδια της ποικιλίας Avocats, νωπά

ex 0804 40 00

133,44

78,22

4 263,04

992,91

2 087,90

34 220,94

460,77

87,03

56,79

636,14

31 865,71

5 363,66

1 222,85

89,93

 

 

 

 

2.50

Αχλάδια της ποικιλίας goyaves και μάγγες, νωπαί

ex 0804 50

2.60

Πορτοκάλια γλυκά, νωπά:

 

 

 

 

 

 

2.60.1

Αιματόσαρκα και ημιαιματόσαρκα

0805 10 10

48,60

28,49

1 552,62

361,62

760,42

12 463,47

167,82

31,70

20,68

231,69

11 605,68

1 953,48

445,37

32,75

 

 

 

 

2.60.2

Navels, Navelines, Navelates, Salustianas, Vernas, Valencia Lates, Maltaises, Shamoutis, Ovalis, Trovita, Hamlins

0805 10 30

36,77

21,55

1 174,68

273,60

575,32

9 429,62

126,97

23,98

15,65

175,29

8 780,63

1 477,96

336,96

24,78

 

 

 

 

2.60.3

Έτερα

0805 10 50

48,60

28,49

1 552,62

361,62

760,42

12 463,47

167,82

31,70

20,68

231,69

11 605,68

1 953,48

445,37

32,75

 

 

 

 

2.70

Μανταρίνια (στα οποία περιλαμβάνονται και τα Tangerines και τα Satsumas), νωπά. Κλημεντίνες (Clémentines), Wilkings και παρόμοια υβρίδια εσπεριδοειδών, νωπά:

 

 

 

 

 

 

2.70.1

Clémentines

ex 0805 20

86,45

50,68

2 761,82

643,26

1 352,65

22 170,10

298,51

56,38

36,79

412,12

20 644,26

3 474,86

792,23

58,26

 

 

 

 

2.70.2

Monréales et Satsumas

ex 0805 20

75,02

43,98

2 396,70

558,22

1 173,82

19 239,14

259,05

48,93

31,93

357,64

17 915,01

3 015,47

687,49

50,56

 

 

 

 

2.70.3

Μανταρίνια και εκείνα του είδους wilkings

ex 0805 20 50

71,22

41,75

2 275,27

529,93

1 114,35

18 264,37

245,92

46,45

30,31

339,52

17 007,34

2 862,69

652,66

48,00

 

 

 

 

2.70.4

Tangerines και έτερα

ex 0805 20 70

ex 0805 20 90

34,35

20,13

1 097,29

255,57

537,57

8 808,34

118,60

22,40

14,62

163,74

8 202,11

1 380,59

314,76

23,15

 

 

 

 

2.85

Γλυκολέμονα (Citrus aurantifolia, Citrus latifolia), νωπά

0805 50 90

109,86

64,40

3 509,70

817,45

1 718,94

28 173,65

379,35

71,65

46,76

523,73

26 234,62

4 415,83

1 006,76

74,03

 

 

 

 

2.90

Φράπες και γκρέιπ-φρουτ, νωπά:

 

 

 

 

 

 

2.90.1

Λευκά

ex 0805 40 00

58,01

34,01

1 853,23

431,64

907,65

14 876,51

200,31

37,83

24,69

276,54

13 852,64

2 331,69

531,60

39,09

 

 

 

 

2.90.2

Ροζ

ex 0805 40 00

58,94

34,55

1 882,97

438,56

922,22

15 115,24

203,52

38,44

25,08

280,98

14 074,94

2 369,11

540,13

39,72

 

 

 

 

2.100

Σταφυλαί επιτραπέζιοι

0806 10 10

165,36

96,93

5 282,67

1 230,39

2 587,28

42 405,85

570,80

107,85

70,38

788,29

39 487,30

6 646,53

1 515,33

111,43

 

 

 

 

2.110

Καρπούζια

0807 11 00

50,05

29,34

1 598,95

372,41

783,11

12 835,32

172,82

32,64

21,30

238,60

11 951,94

2 011,76

458,66

33,73

 

 

 

 

2.120

Πέπονες (εκτός των υδροπεπόνων):

 

 

 

 

 

 

2.120.1

Amarillo, Cuper, Honey Dew (συμπεριλαμβάνεται Cantalene), Onteniente, Piel de Sapo (συμπεριλαμβάνεται Verde Liso), Rochet, Tendral, Futuro

ex 0807 19 00

49,91

29,26

1 594,56

371,39

780,96

12 800,09

172,35

32,55

21,24

237,94

11 919,13

2 006,24

457,40

33,64

 

 

 

 

2.120.2

Έτεροι

ex 0807 19 00

89,70

52,58

2 865,60

667,43

1 403,48

23 003,21

309,73

58,50

38,18

427,61

21 420,03

3 605,44

822,00

60,45

 

 

 

 

2.140

Αχλάδια:

 

 

 

 

 

 

2.140.1

Αχλάδια-Nashi (Pyrus pyrifolia),

Αχλάδια-Ya (Pyrus bretscheideri)

ex 0808 20 50

54,31

31,84

1 735,11

404,13

849,80

13 928,34

187,54

35,42

23,12

258,92

12 969,73

2 183,07

497,72

36,60

 

 

 

 

2.140.2

Έτεροι

ex 0808 20 50

79,81

46,78

2 549,61

593,83

1 248,71

20 466,61

275,57

52,05

33,97

380,46

19 058,01

3 207,86

731,36

53,78

 

 

 

 

2.150

Βερίκοκα

0809 10 00

608,11

356,47

19 427,29

4 524,82

9 514,85

155 949,81

2 099,80

396,61

258,81

2 898,98

145 216,67

24 442,98

5 572,72

409,81

 

 

 

 

2.160

Κεράσια

0809 20 95

0809 20 05

338,62

2 519,74

3 097,80

228,13

228,13

228,13

2.170

Ροδάκινα

0809 30 90

172,94

101,38

5 524,83

1 286,79

2 705,88

44 349,77

597,15

112,79

73,60

824,43

41 297,43

6 951,21

1 584,80

116,54

 

 

 

 

2.180

Ροδάκινα υπό την ονομασία Nectarines

ex 0809 30 10

209,78

122,97

6 701,93

1 560,95

3 282,39

53 798,82

724,38

136,82

89,28

1 000,08

50 096,16

8 432,22

1 922,45

141,37

 

 

 

 

2.190

Δαμάσκηνα

0809 40 05

129,50

75,91

4 137,02

963,56

2 026,18

33 209,35

447,15

84,46

55,11

617,34

30 923,74

5 205,11

1 186,71

87,27

 

 

 

 

2.200

Φράουλες

0810 10 00

890,35

521,92

28 444,01

6 624,92

13 930,95

228 330,26

3 074,38

580,69

378,93

4 244,48

212 615,58

35 787,62

8 159,17

600,01

 

 

 

 

2.205

Σμέουρα

0810 20 10

304,95

178,76

9 742,24

2 269,07

4 771,43

78 204,43

1 052,99

198,89

129,79

1 453,76

72 822,06

12 257,47

2 794,56

205,51

 

 

 

 

2.210

Καρποί των φυτών Myrtilles (καρποί του Vaccinium myrtillus)

0810 40 30

1 605,61

941,21

51 294,42

11 947,34

25 122,34

411 758,68

5 544,17

1 047,18

683,35

7 654,26

383 419,67

64 537,49

14 713,81

1 082,02

 

 

 

 

2.220

Ακτινίδια (Actinidia chinensis Planch.)

0810 50 00

124,51

72,99

3 977,84

926,48

1 948,22

31 931,54

429,95

81,21

52,99

593,58

29 733,87

5 004,83

1 141,04

83,91

 

 

 

 

2.230

Ρόδια

ex 0810 90 95

241,37

141,49

7 711,05

1 795,99

3 776,62

61 899,34

833,45

157,42

102,73

1 150,66

57 639,16

9 701,87

2 211,91

162,66

 

 

 

 

2.240

Διόσπυρος (συμπεριλαμβάνεται το Sharon)

ex 0810 90 95

246,31

144,38

7 868,74

1 832,74

3 853,85

63 165,22

850,50

160,64

104,83

1 174,19

58 817,92

9 900,28

2 257,15

165,99

 

 

 

 

2.250

Λίτσι

ex 0810 90


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/28


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1005/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Μαΐου 2004

για ειδικό μέτρο παρέμβασης για τη βρώμη στη Φινλανδία και στη Σουηδία

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (1) και ιδίως το άρθρο 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η βρώμη συγκαταλέγεται μεταξύ των προϊόντων που διέπονται από την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των σιτηρών. Ωστόσο, δεν αποτελεί μέρος των βασικών σιτηρών που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92, για τα οποία προβλέπεται αγορά στην παρέμβαση.

(2)

Η βρώμη παράγεται σε σημαντικές ποσότητες και κατά παράδοση στη Φινλανδία και τη Σουηδία και προσαρμόζεται καλά στις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στις χώρες αυτές. Η παραγωγή αυτή υπερβαίνει κατά πολύ τις ανάγκες των εν λόγω χωρών κατά τρόπο ώστε να είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν τα πλεονάσματά τους προς τρίτες χώρες. Η προσχώρησή τους στην Κοινότητα δεν τροποποίησε καθόλου την κατάσταση που επικρατούσε προηγουμένως.

(3)

Μια ενδεχόμενη μείωση της καλλιέργειας βρώμης στη Φινλανδία και τη Σουηδία θα πραγματοποιείτο υπέρ άλλων σιτηρών που τυγχάνουν του καθεστώτος παρέμβασης, και κυρίως υπέρ του κριθαριού. Κύριο χαρακτηριστικό της κατάστασης του κριθαριού είναι μια υπερβολική παραγωγή τόσο στις δύο χώρες όσο και στο σύνολο της Κοινότητας. Μια μεταφορά της καλλιέργειας βρώμης προς την καλλιέργεια κριθαριού θα συμβάλει μόνο στην επιδείνωση της πλεονασματικής αυτής κατάστασης. Είναι, κατά συνέπεια, ενδεδειγμένο να συνεχίσει να εξάγεται η βρώμη προς τις τρίτες χώρες.

(4)

Η βρώμη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της επιστροφής που αναφέρεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92. Η γεωγραφική θέση της Φινλανδίας και της Σουηδίας τοποθετεί αυτές τις χώρες σε μια λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση όσον αφορά τις εξαγωγές σε σχέση με τα άλλα κράτη μέλη. Ο καθορισμός μιας επιστροφής βάσει του εν λόγω άρθρου 13 ευνοεί κατά κύριο λόγο τις εξαγωγές από τα άλλα κράτη μέλη. Πρέπει, κατά συνέπεια, να προβλεφθεί ότι η παραγωγή βρώμης στη Φινλανδία και στη Σουηδία θα αντικαθίσταται ολοένα και περισσότερο από την παραγωγή κριθαριού. Πρέπει, επομένως, να αναμένεται, κατά τη διάρκεια των επόμενων περιόδων, η προσκόμιση στην παρέμβαση στη Φινλανδία και τη Σουηδία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92, σημαντικών ποσοτήτων κριθαριού, η μόνη δυνατότητα διάθεσης των οποίων είναι η εξαγωγή προς τις τρίτες χώρες. Οι εξαγωγές αυτές από τα αποθέματα παρέμβασης είναι πιο δαπανηρές για τον κοινοτικό προϋπολογισμό απ' ότι οι απευθείας εξαγωγές.

(5)

Ειδικό μέτρο παρέμβασης κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 αποτρέπει το συμπληρωματικό αυτό κόστος. Η παρέμβαση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη μορφή μέτρου, σκοπός του οποίου είναι η διευκόλυνση της αγοράς βρώμης στη Φινλανδία και τη Σουηδία. Η χορήγηση επιστροφής βάσει διαγωνισμού, η οποία θα εφαρμόζεται μόνο στη βρώμη που παράγεται και εξάγεται από τις δύο αυτές χώρες αποτελεί το πλέον κατάλληλο μέτρο σε αυτό το πλαίσιο.

(6)

Η φύση και οι στόχοι του εν λόγω μέτρου καθιστούν κατάλληλη την έναντι αυτού αναλογική εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92, καθώς και των κανονισμών που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή αυτού του κανονισμού, και ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1501/95 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1995, για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92 του Συμβουλίου, όσον αφορά τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή, καθώς και τα μέτρα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση διαταραχής της αγοράς στον τομέα των σιτηρών (2).

(7)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1501/95 προβλέπει, μεταξύ άλλων δεσμεύσεων του υπερθεματιστή, την υποχρέωση να καταθέσει αίτηση πιστοποιητικού εξαγωγής και να συστήσει εγγύηση. Πρέπει να καθοριστεί το ποσό αυτής της εγγύησης.

(8)

Τα εν λόγω σιτηρά πρέπει να εξαχθούν πράγματι από τα κράτη μέλη στα οποία έχει εφαρμοσθεί ένα ειδικό μέτρο παρέμβασης. Επομένως, πρέπει να περιοριστεί η χρησιμοποίηση των πιστοποιητικών εξαγωγής, αφενός, στις εξαγωγές από το κράτος μέλος στο οποίο είχε ζητηθεί το πιστοποιητικό και, αφετέρου, στη βρώμη, που παράγεται στη Φινλανδία και τη Σουηδία.

(9)

Για να υπάρξει ίση μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ίδια διάρκεια ισχύος των πιστοποιητικών που έχουν εκδοθεί.

(10)

Για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας διαγωνισμού για εξαγωγή, επιβάλλεται να προβλεφθεί μια ελάχιστη ποσότητα, καθώς και η προθεσμία και ο τύπος της διαβίβασης των προσφορών που κατατίθενται στις αρμόδιες αρχές.

(11)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης σιτηρών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Εφαρμόζεται ειδικό μέτρο παρέμβασης, υπό μορφή επιστροφής κατά την εξαγωγή για 100 000 τόνους βρώμης που έχουν παραχθεί στη Φινλανδία και τη Σουηδία και προορίζονται να εξαχθούν από τη Φινλανδία και τη Σουηδία προς όλες τις τρίτες χώρες, εκτός της Βουλγαρίας και Ρουμανίας.

Το άρθρο13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1766/92, καθώς και οι διατάξεις που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή αυτού του άρθρου, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στην εν λόγω επιστροφή.

2.   Οι οργανισμοί παρεμβάσεως της Φινλανδίας και Σουηδίας αναλαμβάνουν την υποχρέωση εφαρμογής του μέτρου που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 2

1.   Προκειμένου να καθοριστεί το ποσό της επιστροφής που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, διεξάγεται διαγωνισμός.

2.   Ο διαγωνισμός αφορά τις ποσότητες βρώμης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, οι οποίες πρέπει να εξαχθούν προς όλες τις τρίτες χώρες, εκτός της Βουλγαρίας και Ρουμανίας.

3.   Ο διαγωνισμός είναι ανοικτός έως τις 15 Ιουλίου 2004. Κατά τη διάρκειά του γίνονται εβδομαδιαίοι διαγωνισμοί για τους οποίους οι ημερομηνίες καταθέσεως των προσφορών καθορίζονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1501/95, η προθεσμία για την υποβολή προσφορών για τον πρώτο διαγωνισμό λήγει στις 27 Μαΐου 2004.

4.   Οι προσφορές πρέπει να κατατεθούν στους οργανισμούς παρέμβασης της Φινλανδίας ή της Σουηδίας που ορίζονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

5.   Ο διαγωνισμός διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1501/95.

Άρθρο 3

Μια προσφορά ισχύει μόνον εάν:

α)

αφορά τουλάχιστον 1 000 τόνους·

β)

συνοδεύεται από γραπτή δέσμευση του προσφέροντος που θα προσδιορίζει ότι αφορά μόνο βρώμη που έχει παραχθεί στη Φινλανδία και τη Σουηδία και που θα εξαχθεί από τη Φινλανδία ή τη Σουηδία.

Αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση που αναφέρεται στο στοιχείο β), η εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1342/2003 της Επιτροπής (3) καταπίπτει, πλην περίπτωσης ανωτέρας βίας.

Άρθρο 4

Στο πλαίσιο του διαγωνισμού που αναφέρεται στο άρθρο 2, στην αίτηση και στο πιστοποιητικό εξαγωγής πρέπει να αναγράφεται στη θέση 20, μία από τις δύο ακόλουθες ενδείξεις:

Asetus (EY) N:o …/2004 — Todistus on voimassa ainoastaan Suomessa ja Ruotsissa,

Förordning (EG) nr …/2004 — Licensen giltig endast i Finland och Sverige.

Άρθρο 5

Η επιστροφή ισχύει μόνον για τις εξαγωγές από τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

Άρθρο 6

Η εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1501/95 είναι 12 ευρώ ανά τόνο.

Άρθρο 7

1.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 23 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1291/2000 της Επιτροπής (4) τα πιστοποιητικά εξαγωγής που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1501/95 θεωρούνται, για τον καθορισμό της διάρκειας ισχύος τους, ότι εκδόθηκαν την ημέρα καταθέσεως της προσφοράς.

2.   Τα πιστοποιητικά εξαγωγής που εκδίδονται στο πλαίσιο του διαγωνισμού που αναφέρεται στο άρθρο 2 ισχύουν από την ημερομηνία εκδόσεώς τους, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, έως το τέλος του τέταρτου μήνα που ακολουθεί.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1291/2000, τα πιστοποιητικά εξαγωγής που εκδίδονται στο πλαίσιο του διαγωνισμού που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού ισχύουν μόνο στη Φινλανδία και στη Σουηδία.

Άρθρο 8

Οι προσφορές που κατατίθενται πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή μέσω του φινλανδικού ή σουηδικού οργανισμού παρεμβάσεως το αργότερο μιάμιση ώρα μετά τη λήξη της προθεσμίας για την εβδομαδιαία κατάθεση των προσφορών, όπως προβλέπεται στην προκήρυξη διαγωνισμού. Πρέπει να διαβιβαστούν σύμφωνα με το υπόδειγμα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν προσφορές, ο φινλανδικός και ο σουηδικός οργανισμός παρέμβασης ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή εντός της ίδιας προθεσμίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Η καθορισμένη ώρα για την κατάθεση των προσφορών είναι η ώρα Βελγίου.

Άρθρο 9

Καταργείται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1814/2003.

Άρθρο 10

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Franz FISCHLER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 181 της 1.7.1992, σ. 21· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1104/2003 (ΕΕ L 158 της 27.6.2003, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 147 της 30.6.1995, σ. 7· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 777/2004 (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 50).

(3)  ΕΕ L 189 της 29.7.2003, σ. 12.

(4)  ΕΕ L 152 της 24.6.2000, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Διαγωνισμός της επιστροφής για την εξαγωγή βρώμης από τη Φινλανδία και τη Σουηδία

[Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1005/2004 (1)]

(Λήξη της προθεσμίας για την υποβολή προσφορών)

1

2

3

Αύξων αριθμός υποβαλλόντων προσφορά

Ποσότητες σε τόνους

Ποσό της επιστροφής κατά την εξαγωγή (σε ευρώ/τόνο)

1

 

 

2

 

 

3

 

 

κ.λπ.

 

 


(1)  Να διαβιβαστεί στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: agri-c1-revente-marche-ue@cec.eu.int


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/31


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EK) αριθ. 1006/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Μαΐου 2004

για καθορισμό του βαθμού στον οποίο μπορούν να ικανοποιηθούν οι αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής που κατατέθηκαν για την υποποσόστωση ΙΙ κατεψυγμένου βοδινού κρέατος η οποία προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 780/2003

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2341/2003 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 2003, περί παρεκκλίσεως από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 780/2003 όσον αφορά επιμέρους δασμολογική ποσόστωση για κατεψυγμένο βόειο κρέας υπαγόμενο στον κωδικό ΣΟ 0202 και προϊόντα υπαγόμενα στον κωδικό ΣΟ 0206 29 91 (2), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2341/2003 καθορίζεται σε 5 742 τόνους η ποσότητα της υποποσόστωσης ΙΙ για την οποία οι εγκεκριμένοι εισαγωγείς μπορούν να υποβάλουν αίτηση πιστοποιητικού εισαγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου από 3 έως 7 Μαΐου 2004. Η ποσότητα αυτή μειώθηκε σε 5 708,65929 τόνους με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 385/2004. Επειδή όμως οι ποσότητες που ζητήθηκαν με τα πιστοποιητικά εισαγωγής υπερβαίνουν τη διαθέσιμη ποσότητα, θα πρέπει να καθοριστεί ένας συντελεστής μείωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2341/2003,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κάθε αίτηση πιστοποιητικού εισαγωγής που κατατέθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 780/2003 (3) κατά τη διάρκεια της περιόδου από 3 έως 7 Μαΐου 2004 γίνεται δεκτή σε ό,τι αφορά το 3,67984 % των ποσοτήτων που ζητήθηκαν.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 20ης Μαΐου 2004.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19ης Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

J. M. SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 346 της 31.12.2003, σ. 33· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 385/2004 (ΕΕ L 64 της 2.3.2004, σ. 24).

(3)  ΕΕ L 114 της 8.5.2003, σ. 8.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/32


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1007/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Μαΐου 2004

για την τροποποίηση των δασμών κατά την εισαγωγή στον τομέα του ρυζιού

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3072/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, περί κοινής οργανώσεβως της αγοράς ρυζιού (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1503/96 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1996, περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3072/95 του Συμβουλίου όσον αφορά τους δασμούς κατά την εισαγωγή στον τομέα του ρυζιού (2), και ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι δασμοί κατά την εισαγωγή στον τομέα του ρυζιού έχουν καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 963/2004 της Επιτροπής (3).

(2)

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1503/96 προβλέπει ότι αν κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής του, ο μέσος όρος των υπολογιζομένων δασμών κατά την εισαγωγή αποκλίνει κατά 10 Ecu ανά τόνο του καθορισμένου δασμού, επέρχεται αντίστοιχη προσαρμογή. Υπήρξε η εν λόγω απόκλιση. Πρέπει, συνεπώς, να προσαρμοστούν οι δασμοί κατά την εισαγωγή που καθορίστηκαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 963/2004.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 963/2004 αντικαθίστανται από τα παραρτήματα Ι και ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 20ης Μαΐου 2004.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19ης Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Franz FISCHLER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 329 της 30.12.1995, σ. 18· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 411/2002 (ΕΕ L 62 της 5.3.2002, σ. 27).

(2)  ΕΕ L 189 της 30.7.1996, σ. 71· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2294/2003 (ΕΕ L 340 της 24.12.2003, σ. 12).

(3)  ΕΕ L 178 της 13.5.2004, σ. 8.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονται στο ρύζι και στα θραύσματα ρυζιού

(σε EUR/t)

Κωδικός ΣΟ

Εισαγωγικός δασμός (5)

Τρίτες χώρες (εκτός ΑΚΕ και Μπαγκλαντές) (3)

ΑΚΕ (1)  (2)  (3)

Μπαγκλαντές (4)

Ρύζι Basmati

Ινδίας και Πακιστάν (6)

Αίγυπτος (8)

1006 10 21

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 10 23

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 10 25

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 10 27

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 10 92

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 10 94

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 10 96

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 10 98

 (7)

69,51

101,16

 

158,25

1006 20 11

247,13

82,16

119,23

 

185,35

1006 20 13

247,13

82,16

119,23

 

185,35

1006 20 15

247,13

82,16

119,23

 

185,35

1006 20 17

203,91

67,03

97,61

0,00

152,93

1006 20 92

247,13

82,16

119,23

 

185,35

1006 20 94

247,13

82,16

119,23

 

185,35

1006 20 96

247,13

82,16

119,23

 

185,35

1006 20 98

203,91

67,03

97,61

0,00

152,93

1006 30 21

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 23

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 25

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 27

 (7)

133,21

193,09

 

312,00

1006 30 42

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 44

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 46

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 48

 (7)

133,21

193,09

 

312,00

1006 30 61

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 63

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 65

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 67

 (7)

133,21

193,09

 

312,00

1006 30 92

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 94

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 96

402,53

128,49

186,36

 

301,90

1006 30 98

 (7)

133,21

193,09

 

312,00

1006 40 00

 (7)

41,18

 (7)

 

96,00


(1)  Για τις εισαγωγές ρυζιού καταγωγής και προελεύσεως κρατών ΑΚΕ, ο εισαγωγικός δασμός εφαρμόζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος που καθορίζεται από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2286/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 348 της 21.12.2002, σ. 5) και (ΕΚ) αριθ. 638/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 93 της 10.4.2003, σ. 3).

(2)  Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1706/98 οι εισαγωγικοί δασμοί δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα καταγωγής των κρατών της Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού, τα οποία εισάγονται απευθείας στο υπερπόντιο διαμέρισμα της Reunión.

(3)  Ο εισαγωγικός δασμός ρυζιού στο υπερπόντιο διαμέρισμα της Reunión καθορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3072/95.

(4)  Για τις εισαγωγές ρυζιού, εκτός των θραυσμάτων ρυζιού (κωδικός ΣΟ 1006 40 00), καταγωγής Μπαγκλαντές, ο εισαγωγικός δασμός εφαρμόζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος που καθορίζεται από τους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 3491/90 του Συμβουλίου (ΕΕ L 337 της 4.12.1990, σ. 1) και (ΕΟΚ) αριθ. 862/91 της Επιτροπής (ΕΕ L 88 της 9.4.1991, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε.

(5)  Η εισαγωγή προϊόντων καταγωγής των υπερποντίων χωρών και εδαφών απαλλάσσεται του εισαγωγικού δασμού σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 της απόφασης 91/482/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 263 της 19.9.1991, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε.

(6)  Για το αποφλοιωμένο ρύζι της ποικιλίας Basmati, καταγωγής Ινδίας και Πακιστάν, μείωση 250 EUR/t [άρθρο 4α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1503/96, όπως τροποποιήθηκε].

(7)  Δασμός που καθορίζεται στο κοινό δασμολόγιο.

(8)  Για τις εισαγωγές ρυζιού καταγωγής και προελεύσεως Αιγύπτου, ο εισαγωγικός δασμός εφαρμόζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος που καθορίζεται από τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2184/96 του Συμβουλίου (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 1) και (ΕΚ) αριθ. 196/97 της Επιτροπής (ΕΕ L 31 της 1.2.1997, σ. 53).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Υπολογισμός των εισαγωγικών δασμών στον τομέα του ρυζιού

 

Τύπος Paddy

Τύπος Indica

Τύπος Japonica

Θραύσματα

Αποφλοιωμένο

Λευκασμένο

Αποφλοιωμένο

Λευκασμένο

1.

Εισαγωγικός δασμός (EUR/τόνο)

 (1)

203,91

416,00

247,13

402,53

 (1)

2.   

Στοιχεία υπολογισμού:

α)

Τιμή cif Arag (EUR/τόνο)

340,32

227,43

321,29

404,74

β)

Τιμή fob (EUR/τόνο)

296,25

379,70

γ)*

Θαλάσσιοι ναύλοι (EUR/τόνο)

25,04

25,04

δ)

Πηγή

USDA και opérateurs

USDA και opérateurs

Opérateurs

Opérateurs


(1)  Δασμός που καθορίζεται στο κοινό δασμολόγιο.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/35


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ (ΕΚ) αριθ. 1008/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Μαΐου 2004

για την επιβολή προσωρινού δασμού κατά των επιδοτήσεων στις εισαγωγές συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (2) της 8ης Μαρτίου 2004 («ο βασικός κανονισμός») και ιδίως το άρθρο 12,

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Γενικά

(1)

Στις 21 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή ανήγγειλε με ανακοίνωση («ανακοίνωση για την έναρξη») που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3) την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας.

(2)

Η διαδικασία κινήθηκε μετά από καταγγελία που υποβλήθηκε τον Ιούλιο 2003 από την European Carbon and Graphite Association (ECGA) εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος, σ'αυτήν την περίπτωση πάνω από το 50 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άσκηση πρακτικών επιδοτήσεων στο υπό εξέταση προϊόν και τη σημαντική ζημία που προέκυπτε από την πρακτική αυτή, στοιχεία τα οποία θεωρήθηκαν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων.

(3)

Πριν από την έναρξη της διαδικασίας και σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή κοινοποίησε στις δημόσιες αρχές της Ινδίας (ΔΑΙ) ότι είχε λάβει δεόντως τεκμηριωμένη καταγγελία στην οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι επιδοτούμενες συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας, προκαλούν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Οι ΔΑΙ κλήθηκαν σε διαβουλεύσεις με σκοπό να διευκρινιστεί η κατάσταση όσον αφορά το περιεχόμενο της καταγγελίας και να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση. Ενώ οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δεν υπέβαλαν αίτηση για διαβουλεύσεις, λήφθηκαν δεόντως υπόψη οι γραπτές παρατηρήσεις των ΔΑΙ όσον αφορά τους ισχυρισμούς που περιείχε η καταγγελία σχετικά με τις επιδοτούμενες εισαγωγές και την σημαντική ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(4)

Η έναρξη παράλληλης διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές στην Κοινότητα του ιδίου προϊόντος, καταγωγής Ινδίας, αναγγέλθηκε με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4) την ίδια ημερομηνία.

(5)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τον καταγγέλλοντα και άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς, τους παραγωγούς-εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους χρήστες και τους προμηθευτές που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(6)

Οι δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς, οι ΔΑΙ, καθώς και οι παραγωγοί, οι χρήστες και οι εισαγωγείς-έμποροι της Κοινότητας, γνωστοποίησαν γραπτώς τις απόψεις τους. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα μέρη που το ζήτησαν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, τα οποία απέδειξαν ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.

2.   Δειγματοληψία

(7)

Λόγω του μεγάλου αριθμού μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στην Κοινότητα, θεωρήθηκε σκόπιμο, σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού, να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής της μεθόδου δειγματοληψίας. Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον είναι αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, κλήθηκαν όλοι οι γνωστοί μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς, δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας και να παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ζητούνται στην ανακοίνωση για την έναρξη, για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003. Μόνον δύο μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς συμφώνησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα και παρείχαν τα απαιτούμενα στοιχεία εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Συνεπώς η δειγματοληψία δεν θεωρήθηκε αναγκαία γι’αυτήν τη διαδικασία.

3.   Ερωτηματολόγια

(8)

Η Επιτροπή έστειλε επίσης ερωτηματολόγια σε όλα τα γνωστά ως ενδιαφερόμενα μέρη, στους δύο μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που αναφέρονται ανωτέρω και σε όλες τις άλλες εταιρείες που αναγγέλθηκαν εντός των προθεσμιών οι οποίες καθορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη, καθώς και στις δημόσιες αρχές της Ινδίας.

(9)

Λήφθηκαν απαντήσεις από δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς, από τους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, από οκτώ εταιρείες χρήστες και από τους δύο μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που αναφέρονται ανωτέρω. Επιπλέον, μία εταιρεία χρήστρια υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις που περιείχαν ορισμένα ποσοτικά στοιχεία και δύο ενώσεις χρηστών υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

(10)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό της πρακτικής επιδοτήσεων, της ζημίας που προέκυψε και του συμφέροντος της Κοινότητας. Πραγματοποιήθηκαν επίσης επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

 

Κοινοτικοί παραγωγοί:

SGL Carbon GmbH, Wiesbaden and Meitingen, Γερμανία·

SGL Carbon SA, La Coruña, Ισπανία·

UCAR SNC, Notre Dame de Briançon, Γαλλία (καθώς και η συνδεδεμένη εταιρεία της, UCAR SA, Etoy, Ελβετία)·

UCAR Electrodos Ibérica SL, Pamplona, Ισπανία·

Graftech SpA, Caserta, Ιταλία.

 

Μη συνδεδεμένοι κοινοτικοί εισαγωγείς:

Promidesa SA, Madrid, Ισπανία·

AGC-Matov allied graphite & carbon GmbH, Βερολίνο, Γερμανία.

 

Χρήστες:

ISPAT Hamburger Stahlwerke GmbH, Hamburg, Γερμανία·

ThyssenKrupp Nirosta GmbH, Krefeld, Γερμανία·

Lech-Stahlwerke, Meitingen, Γερμανία·

Ferriere Nord, Osoppo, Ιταλία.

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδία:

Graphite India Limited (GIL), Kolkatta;

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited, Bhopal.

(11)

Η έρευνα για την πρακτική επιδοτήσεων και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003 (εφεξής «η περίοδος της έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που απαιτήθηκε για την αξιολόγηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από το 1999 έως το τέλος της ΠΕ («η εξεταζόμενη περίοδος»).

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ

(12)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι ηλεκτρόδια από γραφίτη ή/και θηλές που χρησιμοποιούνται για τέτοια ηλεκτρόδια, είτε εισάγονται μαζί ή χωριστά. Το ηλεκτρόδιο γραφίτη είναι μία στήλη από γραφίτη κατασκευασμένη με χύτευση σε κεραμικούς τύπους ή με διέλαση. Τα δύο άκρα αυτού του κυλίνδρου, λεπτύνονται και διαμορφώνονται ελικωτές υποδοχές έτσι ώστε να είναι δυνατό να συνδεθούν δύο ή περισσότερα ηλεκτρόδια σχηματίζοντας στήλη. Για την ένωση δύο υποδοχών χρησιμοποιείται ένας σύνδεσμος επίσης από γραφίτη ονομαζόμενος «θηλή». Το σύνολο ηλεκτροδίων και θηλής από γραφίτη διατίθεται στην αγορά ως προσυναρμογολογημένο «σύστημα ηλεκτροδίων γραφίτη».

(13)

Τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’αυτά τα ηλεκτρόδια παράγονται από πετρελαϊκό οπτάνθρακα (κοκ), ένα προϊόν της πετρελαιοβιομηχανίας, και από υπόλειμμα απόσταξης λιθανθρακόπισσας. Η κατασκευαστική διαδικασία έχει έξι στάδια, δηλαδή μορφοποίηση, όπτηση, εμποτισμός, ανόπτηση, μετατροπή σε γραφίτη και μηχανουργική κατεργασία. Για την μετατροπή σε γραφίτη, το προϊόν θερμαίνεται ηλεκτρικώς σε θερμοκρασία άνω των 3 000 oC. Ο γραφίτης, η κρυσταλλική μορφή του άνθρακα, είναι ένα μοναδικό υλικό με χαμηλή ηλεκτρική αλλά υψηλή θερμική αγωγιμότητα· έχει μεγάλη αντοχή και εξαιρετικές επιδόσεις σε υψηλή θερμοκρασία, και αυτό το καθιστά κατάλληλο για χρήση σε καμίνους ηλεκτρικού τόξου. Ο χρόνος κατεργασίας για ένα σύστημα ηλεκτροδίων γραφίτη είναι περίπου δύο μήνες. Δεν υπάρχουν υποκατάστατα προϊόντα για τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη.

(14)

Τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη χρησιμοποιούνται από τους παραγωγούς προϊόντων σιδήρου και χάλυβα σε καμίνους ηλεκτρικού τόξου, που ονομάζονται επίσης «μίνι χαλυβουργεία», ως αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος για την παραγωγή χάλυβα από ανακυκλωμένο παλαιοσίδηρο. Τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα συστήματα και που καλύπτονται από την παρούσα έρευνα είναι τα ηλεκτρόδια με φαινομένη πυκνότητα 1,65 g/cm3 ή μεγαλύτερη και με ηλεκτρική αντίσταση 6,0 μΩ.m ή μικρότερη. Τα συστήματα ηλεκτροδίου γραφίτη που πληρούν αυτές τις τεχνικές προδιαγραφές απορροφούν πολύ υψηλή ισχύ.

(15)

Ένας Ινδός εξαγωγέας δήλωσε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρήγε το υπό εξέταση προϊόν χωρίς να χρησιμοποιεί «βελονοειδή οπτάνθρακα πρώτης ποιότητας», που είναι εκλεκτής ποιότητας πετρελαϊκός οπτάνθρακας ο οποίος, σύμφωνα με αυτήν την εταιρεία, θεωρείται από τους καταγγέλλοντες απαραίτητος για την παραγωγή του προϊόντος με τις προδιαγραφές που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 14. Αυτός ο εξαγωγέας επομένως ισχυρίστηκε ότι τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’αυτά τα ηλεκτρόδια, και που κατασκευάζονται χωρίς «βελονοειδή οπτάνθρακα πρώτης ποιότητας» πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο της έρευνας. Όντως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές ποιότητες πετρελαϊκού οπτάνθρακα για την παραγωγή συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Εντούτοις, τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος και οι τελικές του χρήσεις, ανεξάρτητα από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται, καθορίζουν τον ορισμό του προϊόντος. Αν τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια καταγωγής Ινδίας και που εισάγονται στην Κοινότητα, ανταποκρίνονται στα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά όπως περιγράφονται στον ορισμό του προϊόντος, τότε θεωρούνται υπό εξέταση προϊόν. Συνεπώς, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε.

2.   ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

(16)

Διαπιστώθηκε ότι το προϊόν που εξαγόταν από την Ινδία στην Κοινότητα, το προϊόν που κατασκευάστηκε και πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά της Ινδίας, καθώς και το προϊόν που κατασκευάστηκε και πωλήθηκε στην Κοινότητα από τους κοινοτικούς παραγωγούς, παρουσίαζαν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και προορίζονταν για την ίδια χρήση, και επομένως, τα εν λόγω προϊόντα θεωρήθηκαν ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΉ

(17)

Με βάση τις πληροφορίες που περιέχει η καταγγελία και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε τα ακόλουθα πέντε καθεστώτα, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς, συνεπάγονται τη χορήγηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων από τις δημόσιες αρχές της Ινδίας:

(i)

Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (DEPB)

(ii)

Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά (EPCG)

(iii)

Καθεστώς προκαταβολικής άδειας (Advance Licence Scheme - ALS)

(iv)

Ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών/μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό (EPZ/EOU)

(v)

Καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος

(18)

Τα καθεστώτα (i), (i) (ii), και (iv) που διευκρινίζονται ανωτέρω βασίζονται στο νόμο του 1992 περί αναπτύξεως και ρυθμίσεως του εξωτερικού εμπορίου (αριθ. 22 του 1992) που άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 1992 («νόμος περί εξωτερικού εμπορίου»). Ο νόμος περί εξωτερικού εμπορίου επιτρέπει στις ΔΑΙ να δημοσιεύουν δηλώσεις που αφορούν την πολιτική στον τομέα των εισαγωγών και των εξαγωγών, που συνοψίζονται στα έγγραφα με τίτλο «Πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών», τα οποία δημοσιεύονται από το υπουργείο εμπορίου ανά πενταετία και αναπροσαρμόζονται στην τρέχουσα κατάσταση τακτικά. Το έγγραφο για την πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών που αφορά την ΠΕ σ’ αυτήν την περίπτωση είναι το πενταετές σχέδιο για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2007. Εξάλλου, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας καθόρισαν τις διαδικασίες που διέπουν την πολιτική εξωτερικού εμπορίου της Ινδίας στο «Εγχειρίδιο των εισαγωγικών και εξαγωγικών διαδικασιών - 1η Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007 (τόμος 1), και το οποίο αναπροσαρμόζεται τακτικά στην τρέχουσα κατάσταση.

(19)

Από το έγγραφο πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών για την περίοδο από 1ης Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007 προκύπτει σαφώς, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, ότι οι άδειες/πιστοποιητικά/εξουσιοδοτήσεις που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της πολιτικής αυτής εξακολουθούν να ισχύουν για τον σκοπό για τον οποίο εκδόθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της ΠΕ.

(20)

Οι μεταγενέστερες μνείες σ’ αυτό το κείμενο της νομικής βάσης των προαναφερόμενων καθεστώτων επιδοτήσεων (i) έως (iv) που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας πραγματοποιούνται με βάση το έγγραφο πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών για την περίοδο από 1ης Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007 και το εγχειρίδιο διαδικασιών - 1η Απριλίου 2002 έως 31 Μαρτίου 2007» (Τόμος 1).

(21)

Το καθεστώς για την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος (v) βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος, ο οποίος τροποποιείται ετησίως από το νόμο περί οικονομικών.

(22)

Το άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι το όριο 3 %, κάτω από το οποίο μια επιδότηση θεωρείται ασήμαντη, το οποίο εφαρμόζεται στις εισαγωγές από ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, δηλαδή τις αναπτυσσόμενες χώρες που είναι μέλη του ΠΟΕ και οι οποίες μνημονεύονται στο παράρτημα VII της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις, καθώς και για τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη του ΠΟΕ οι οποίες έχουν καταργήσει τελείως τις επιδοτήσεις των εξαγωγών, παύει να ισχύει οκτώ έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ. Δεδομένου ότι η εν λόγω συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1995, αυτό το όριο επιδότησης δεν ισχύει πλέον. Το ελάχιστο κατώτατο όριο που ισχύει τώρα για τις εισαγωγές από όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι 2 % όπως προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 5 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Παράλληλα με το ελάχιστο κατώτατο όριο 3 % που ίσχυε για τις χώρες οι οποίες μνημονεύονται στο παράρτημα VII της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα (ASCM), η πρακτική της ΕΚ συνίστατο στο να εφαρμόζεται στις εν λόγω χώρες ένα ελάχιστο κατώτατο όριο 0,3 % για κάθε επιμέρους καθεστώς επιδοτήσεων. Επειδή δεν εφαρμόζεται πλέον το ελάχιστο κατώτατο όριο για τις χώρες που μνημονεύονται στο παράρτημα VII της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα, θεωρείται ότι δεν πρέπει επίσης να εφαρμόζεται πλέον το κατώτατο όριο για κάθε επιμέρους καθεστώς.

2.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΑΣΜΩΝ (DUTY ENTITLEMENT PASSBOOK - DEPB)

α)   Νομική βάση

(23)

Το DEPB τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 1997 με την ανακοίνωση των τελωνείων υπ' αριθμ. 34/97. Το έγγραφο πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών (παράγραφοι 4.3.1 έως 4.3.4) και το εγχειρίδιο διαδικασιών (παράγραφοι 4.37 έως 4.53) περιέχουν λεπτομερή περιγραφή του καθεστώτος. Το καθεστώς DEPB διαδέχεται το καθεστώς του βιβλιαρίου πιστώσεων (Passbook Scheme - PBS), το οποίο έληξε στις 31 Μαρτίου 1997. Από την αρχή, υπήρχαν δύο τύποι καθεστώτων DEPB, οι πιστώσεις DEPB που χορηγούνται πριν από την εξαγωγή και οι DEPB που χορηγούνται μετά την εξαγωγή.

(24)

Οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δήλωσαν ότι το καθεστώς DEPB πριν από την εξαγωγή καταργήθηκε την 1η Απριλίου 2000 και, επομένως, ότι το καθεστώς αυτό δεν εφαρμόστηκε κατά την ΠΕ. Διαπιστώθηκε ότι καμία από τις εταιρείες δεν προσπορίστηκε οφέλη δυνάμει του καθεστώτος DEPB πριν από την εξαγωγή και επομένως, δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί η αντισταθμισιμότητα του καθεστώτος DEPB πριν από την εξαγωγή. Η ακόλουθη ανάλυση αυτού του καθεστώτος στηρίζεται έτσι στο καθεστώς DEPB μόνον πριν από την εξαγωγή.

β)   Δικαίωμα συμμετοχής

(25)

Μπορούν να επωφεληθούν από το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή οι παραγωγοί-εξαγωγείς ή οι έμποροι-εξαγωγείς (δηλαδή οι εμπορικοί φορείς).

γ)   Πρακτική εφαρμογή του καθεστώτος DEPB μετά την εξαγωγή

(26)

Σύμφωνα με το καθεστώς αυτό, οποιοσδήποτε επιλέξιμος εξαγωγέας μπορεί να ζητήσει πιστώσεις που υπολογίζονται ως ποσοστό της αξίας των εξαγομένων τελικών προϊόντων. Αυτά τα ποσοστά DEPB έχουν καθοριστεί από τις ινδικές αρχές για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος, με βάση τους συνήθεις κανόνες εισαγωγών/εξαγωγών («Standard Input/Output norms») («SION»). Η άδεια που αναφέρει το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης εκδίδεται αυτομάτως κατά την παραλαβή της αίτησης.

(27)

Το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή επιτρέπει τη χρησιμοποίηση αυτών των πιστώσεων για την αντιστάθμιση των δασμών που εφαρμόζονται σε μεταγενέστερες εισαγωγές οποιουδήποτε εμπορεύματος, με εξαίρεση τα προϊόντα των οποίων η εισαγωγή απαγορεύεται ή υπόκειται σε περιορισμούς. Τα εμπορεύματα αυτά που εισάγονται έναντι των εν λόγω πιστώσεων μπορούν να πωληθούν στην εγχώρια αγορά (υποκείμενα σε φόρο πωλήσεων) ή να χρησιμοποιηθούν κατά διαφορετικό τρόπο.

(28)

Οι άδειες για καθεστώς DEPB μεταβιβάζονται ελεύθερα και, συνεπώς, πωλούνται συχνά. Η άδεια DEPB η οποία υπόκειται σε τέλος, για την υποβολή της σχετικής αίτησης, ύψους 0,5 % της ληφθείσας πίστωσης, ισχύει για περίοδο 12 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης. Συνεπώς, οι άδειες που εκδίδονταν κατά την διετή περίοδο 1.4.2001 έως 31.3.2003 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά την ΠΕ είτε προς πώληση ή για να αντισταθμίσουν τους εισαγωγικούς δασμούς.

(29)

Πριν από την ΠΕ, δηλαδή μέχρι τις 31.3.2002, η υποβολή άδειας DEPB επέτρεπε την αντιστάθμιση ενός κανονικού εισαγωγικού δασμού μέχρι την ονομαστική αξία της άδειας. Επιπλέον, η άδεια DEPB επέτρεπε επίσης την απαλλαγή από έναν άλλο δασμό, τον ειδικό συμπληρωματικό δασμό («SAD»). Ο δασμός αυτός καθορίζεται στο 4 % κατ’ αξία του δασμού συμπεριλαμβανομένης της τελωνειακής αξίας των περισσότερων εμπορευμάτων που εισάγονται στην Ινδία, καθώς και του υπό εξέταση προϊόντος. Ενώ η απαλλαγή από τον ειδικό συμπληρωματικό δασμό στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, εξαρτάτο από την υποβολή άδειας DEPB, το ποσό του ειδικού συμπληρωματικού δασμού που είχε εξοικονομηθεί, δεν αφαιρείτο από το ποσό της πίστωσης που χορηγείτο στην άδεια.. Επομένως, υπήρξε πρόσθετος όφελος στο πλαίσιο του καθεστώτος DEPB, πέρα από την ονομαστική αξία της άδειας DEPB.

(30)

Από την έναρξη της ΠΕ, δηλαδή την 1.4.2002, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας κατήργησαν την απαλλαγή από τον ειδικό συμπληρωματικό δασμό στο πλαίσιο του καθεστώτος DEPB. Επομένως, κατά την ΠΕ, κάθε αντιστάθμιση του ειδικού συμπληρωματικού δασμού αφαιρείτο απευθείας από την πίστωση της άδειας DEPB που υπέβαλε ο εισαγωγέας. Για να ληφθεί υπό αυτή η αλλαγή του καθεστώτος, και για να αποζημιωθούν οι εξαγωγείς για τα οφέλη που μπορούσαν να αποκομίσουν προηγουμένως με την απαλλαγή από τον ειδικό συμπληρωματικό δασμό, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας αύξησαν τους συντελεστές DEPB από την 1.4.2002 με μία τροπολογία στους συνήθεις κανόνες εισαγωγών/εξαγωγών (SION) για το υπό εξέταση προϊόν. Οι ΔΑΙ χορηγούσαν επίσης, κατόπιν αιτήσεως, συμπληρωματικές πιστώσεις για άδειες που είχαν εκδοθεί πριν την 1.4.2002 για να αυξηθεί η χορηγηθείσα πίστωση στο επίπεδο του αναθεωρημένου συντελεστή DEPB.

δ)   Συμπεράσματα σχετικά με το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή

(31)

Όταν μια εταιρεία εξάγει προϊόντα, λαμβάνει πίστωση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντισταθμιστούν τα ποσά των δασμών που πρέπει να καταβληθούν για μελλοντικές εισαγωγές εμπορευμάτων οποιουδήποτε τύπου ή μπορεί απλώς να πωληθεί στην ελεύθερη αγορά.

(32)

Η πίστωση υπολογίζεται αυτομάτως σύμφωνα με μια μέθοδο που χρησιμοποιεί τους συντελεστές SION, ανεξάρτητα από το αν εισήχθησαν συντελεστές παραγωγής, αν έχει καταβληθεί επ' αυτών εισαγωγικός δασμός ή αν οι συντελεστές παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για την παραγωγή προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγές και σε ποιες ποσότητες. Πράγματι, μια εταιρεία μπορεί να ζητήσει άδεια χορήγησης πιστώσεων ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιεί εισαγωγές ή αν αγοράζει τα προϊόντα από άλλες πηγές. Οι πιστώσεις DEPB θεωρούνται χρηματοδοτική συνδρομή επειδή πρόκειται για μη επιστρεπτέες ενισχύσεις. Περιλαμβάνουν άμεση μεταφορά κεφαλαίων, δεδομένου ότι μπορούν είτε να εκχωρηθούν και να μετατραπούν σε ρευστό είτε να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση των εισαγωγικών δασμών, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν οι δημόσιες αρχές της Ινδίας από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων.

(33)

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) προβλέπει ότι εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, τα καθεστώτα επιστροφής και επιστροφής λόγω υποκατάστασης, τα οποία είναι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι στοιχείο i), καθώς και στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης).

(34)

Στην περίπτωση αυτή, ο εξαγωγέας δεν είναι υποχρεωμένος να καταναλώσει πραγματικά τα εμπορεύματα που εισάγονται με δασμολογική ατέλεια κατά τη διαδικασία παραγωγής και το ποσό της πίστωσης δεν υπολογίζεται ανάλογα με τους πραγματικά χρησιμοποιηθέντες συντελεστές παραγωγής.

(35)

Επίσης δεν υπάρχει κάποιο άλλο εφαρμοζόμενο καθεστώς ή διαδικασία που να επιβεβαιώνει ποιοι είναι οι συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται πραγματικά κατά τη διαδικασία παραγωγής του εξαγόμενου προϊόντος ή αν προέκυψε επιπλέον πληρωμή εισαγωγικών δασμών κατά την έννοια του σημείου i) του παραρτήματος Ι και των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού.

(36)

Τέλος, οι παραγωγοί μπορούν να επωφεληθούν από τα οφέλη που απορρέουν από το καθεστώς DEPB, ανεξάρτητα από το αν εισάγουν συντελεστές παραγωγής. Για να επωφεληθεί του καθεστώτος ένας εξαγωγέας, αρκεί να εξαγάγει απλώς εμπορεύματα, χωρίς να πρέπει να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει υλικό για την παραγωγή τους. Έτσι, ακόμη και οι εξαγωγείς που προμηθεύονται όλους τους συντελεστές παραγωγής από την τοπική αγορά και δεν εισάγουν προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συντελεστές παραγωγής, δικαιούνται επίσης να προσπορίζονται τα οφέλη που απορρέουν από το καθεστώς DEPB. Επομένως, το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή δεν πληροί τα κριτήρια των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού.

(37)

Επειδή δεν υπάρχει (i) απαίτηση να καταναλώνονται οι εισαγόμενοι συντελεστές παραγωγής κατά τη διαδικασία της παραγωγής· και ii) ένα σύστημα ελέγχου όπως επιβάλλει το παράρτημα ΙΙ του βασικού κανονισμού, το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο καθεστώς επιστροφής ή καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης (παράρτημα ΙΙΙ) δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού.

(38)

Επομένως, επειδή δεν εφαρμόζεται η εν λόγω παρέκκλιση στον ορισμό της επιδότησης που προβλέπεται για τα καθεστώτα επιστροφής και επιστροφής λόγω υποκατάστασης που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 32, δεν τίθεται ζήτημα καθ' υπέρβαση επιστροφής και το αντισταθμίσιμο πλεονέκτημα συνίσταται στη διαγραφή των συνολικών εισαγωγικών δασμών που οφείλονται κανονικά εφ'όλων των εισαγωγών.

(39)

Ως εκ τούτου εφόσον η χρηματοδοτική συνεισφορά από τις δημόσιες αρχές της Ινδίας προσπορίζει όφελος στον κάτοχο DEPB και εφόσον οι δημόσιες αρχές παραιτούνται από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων, το καθεστώς αποτελεί επιδότηση. Δεδομένου ότι η επιδότηση μπορεί να ληφθεί μόνον εφόσον πραγματοποιηθούν εξαγωγές, εξαρτάται de jure από την προϋπόθεση επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Επομένως, η επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, είναι αντισταθμίσιμη.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης για το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή

(40)

Tο όφελος που αποκόμισαν οι εταιρείες υπολογίστηκε με βάση το ποσό της πίστωσης που χορηγήθηκε στις άδειες οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ή μεταφέρθηκαν (πωλήθηκαν) κατά την ΠΕ. Για να καθοριστεί με το πιο ακριβή δυνατό τρόπο το ποσό των διαφυγόντων εσόδων, είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ των αδειών που εκδόθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, των αδειών που εκδόθηκαν και μεταφέρθηκαν κατά την διάρκεια της ΠΕ, των αδειών που εκδόθηκαν πριν από την ΠΕ και χρησιμοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, και των αδειών που εκδόθηκαν πριν από την ΠΕ και μεταφέρθηκαν κατά την ΠΕ.

(41)

Σε περίπτωση που η άδεια DEPB εκδόθηκε και χρησιμοποιήθηκε κατά την ΠΕ από τον συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα για την εισαγωγή εμπορευμάτων χωρίς την καταβολή των εφαρμοστέων δασμών (συμπεριλαμβανομένου του ειδικού και συμπληρωματικού δασμού), το όφελος υπολογίστηκε με βάση το σύνολο των εισαγωγικών δασμών από τους οποίους παραιτήθηκε το Δημόσιο, αφού αφαιρέθηκε από το πιστωτικό υπόλοιπο της αντίστοιχης άδειας DEPB.

(42)

Στις περιπτώσεις που οι άδειες DEPB εκδόθηκαν και μεταφέρθηκαν (πωλήθηκαν) κατά την ΠΕ, το όφελος υπολογίστηκε με βάση το ποσό της πίστωσης που χορηγήθηκε στην άδεια (ονομαστική αξία) ανεξάρτητα από την τιμή πώλησης της τελευταίας, δεδομένου ότι η πώληση μιας άδειας αποτελεί καθαρά εμπορική απόφαση που δεν μεταβάλλει το ποσό του οφέλους (ισοδύναμου προς τη μεταφορά κεφαλαίων των δημόσιων αρχών της Ινδίας) που αποκομίστηκε από το καθεστώς.

(43)

Σε περίπτωση που η άδεια DEPB εκδόθηκε πριν από την ΠΕ και χρησιμοποιήθηκε κατά την ΠΕ από τον συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα για την εισαγωγή εμπορευμάτων χωρίς την καταβολή των εφαρμοστέων δασμών, το όφελος υπολογίστηκε με βάση το σύνολο των εισαγωγικών δασμών από τους οποίους παραιτήθηκε το Δημόσιο (συμπεριλαμβανομένου του ειδικού και συμπληρωματικού δασμού), αφού αφαιρέθηκε από το πιστωτικό υπόλοιπο της αντίστοιχης άδειας. Οι συμπληρωματικές άδειες που εκδόθηκαν για τις αυξημένες πιστώσεις DEPB, όπως υπογραμμίζεται ανωτέρω, στο βαθμό που αυτές χρησιμοποιήθηκαν για την αντιστάθμιση των δασμών, λήφθηκαν επίσης υπόψη για να καθοριστεί το ποσό των εσόδων από τα οποία παραιτήθηκαν οι ΔΑΙ.

(44)

Στις περιπτώσεις που οι άδειες DEPB εκδόθηκαν πριν από την ΠΕ και μεταφέρθηκαν (πωλήθηκαν) κατά την ΠΕ, διαπιστώθηκε ότι αυτές οι άδειες πωλήθηκαν σε τιμή που υπερέβαινε την ονομαστική αξία τους. Αυτή η πριμοδότηση εξηγείται με την πρόσθετη απαλλαγή από τον ειδικό και συμπληρωματικό δασμό που επιτρέπεται από αυτές τις άδειες, όπως εξηγείται ανωτέρω. Αν δεν είναι γνωστά τα προϊόντα που εισήχθησαν από τους αγοραστές αυτών των αδειών δεν είναι δυνατό να καθοριστεί το πλήρες ποσό των εσόδων από τα οποία παραιτήθηκαν οι δημόσιες αρχές της Ινδίας (ΔΑΙ). Εντούτοις, ως μια συντηρητική εκτίμηση, αυτό το ποσό πρέπει να ισοδυναμούσε τουλάχιστον στην τιμή πώλησης της άδειας, επειδή δεν υπάρχει κανένα νόημα από οικονομικής πλευράς να πωληθούν οι άδειες σε τιμή υψηλότερη από την πραγματική αξία τους. Το όφελος υπολογίστηκε έτσι με βάση την τιμή πώλησης της άδειας.

(45)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 26, το όφελος που απορρέει από το καθεστώς DEPB στηρίζεται στην αξία των εξαγόμενων τελικών προϊόντων, και δεν χορηγείται ανάλογα με τις ποσότητες που κατασκευάζονται, παράγονται, εξάγονται ή μεταφέρονται. Επομένως, το ποσό της επιδότησης που υπολογίστηκε κατανεμήθηκε στο συνολικό κύκλο εργασιών από τις συνολικές εξαγωγές κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά τον υπολογισμό του οφέλους αφαιρέθηκαν τα έξοδα που είχαν πραγματοποιηθεί κατ'ανάγκη για τη χορήγηση των επιδοτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(46)

Οι εταιρείες υποστήριξαν ότι τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την πληρωμή ειδικευμένων υπαλλήλων, οι προμήθειες πωλήσεων και διάφορα άλλα έξοδα θα έπρεπε να αφαιρεθούν κατά τον υπολογισμό του οφέλους που προκύπτει από το εν λόγω καθεστώς. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφυγή σε τρίτους για την αγορά και την πώληση των αδειών αποτελεί καθαρά εμπορική απόφαση που δεν μεταβάλλει το ποσό της πίστωσης που χορηγείται στις άδειες. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, είναι δυνατό να αφαιρείται από τη συνολική επιδότηση μόνο κάθε αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό τη λήψη της επιδότησης. Δεδομένου ότι τα εν λόγω έξοδα δεν είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση, τα αιτήματα απορρίφθηκαν.

(47)

Οι εταιρείες παρατήρησαν επίσης ότι τα οφέλη από τις άδειες DEPB δημιουργούν επιπλέον έσοδα και, με τον τρόπο αυτό, αυξάνουν τη συνολική φορολογική οφειλή τους, κυρίως όσον αφορά το φόρο εισοδήματος των εταιρειών. Επομένως, ζήτησαν να μειωθεί το όφελος που απορρέει για τις εταιρείες αυτές από το καθεστώς DEPB κατά το ποσό του πράγματι καταβλητέου φόρου εισοδήματος.

(48)

Ο τρόπος τον οποίο επιλέγει η εταιρεία για να χρησιμοποιήσει το όφελος που προσπορίζεται στο πλαίσιο ενός καθεστώτος επιδότησης, και στην παρούσα περίπτωση είτε χρησιμοποιώντας τις άδειες για να αντισταθμίσει τους εισαγωγικούς δασμούς είτε πωλώντας τις άδειες, μπορεί να έχει διαφορετικές επιπτώσεις στην φορολογική κατάσταση της εταιρείας. Δεν εναπόκειται στην αρχή που διεξάγει την έρευνα να εξετάσει τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει τέτοιο όφελος στην φορολογική κατάσταση αυτής της εταιρείας. Συνεπώς, η αίτηση απερρίφθη.

(49)

Και οι δύο εταιρείες που συνεργάσθηκαν, επωφελήθηκαν από αυτό το καθεστώς κατά την ΠΕ και έλαβαν επιδοτήσεις που κυμαίνονταν μεταξύ 14,5 % και 20,4 %.

3.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΑ ΑΓΑΘΑ (EXPORT PROMOTION CAPITAL GOODS - EPCG)

α)   Νομική βάση

(50)

To καθεστώς EPCG αναγγέλθηκε την 1η Απριλίου 1992. Κατά την ΠΕ, το καθεστώς διέπετο από τις τελωνειακές ανακοινώσεις αριθ. 28/97 και 29/97 που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Απριλίου 1997. Τα καθεστώτα περιγράφονται λεπτομερώς στο κεφάλαιο 5 των εγγράφων 2002/2007 για την «Πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών» καθώς και στο κεφάλαιο 5 του σχετικού εγχειριδίου διαδικασιών.

β)   Δικαίωμα συμμετοχής

(51)

Μπορούν να επωφεληθούν από το καθεστώς αυτό οι κατασκευαστές/εξαγωγείς (δηλαδή κάθε κατασκευαστής στην Ινδία που πραγματοποιεί εξαγωγές) ή οι έμποροι/εξαγωγείς (δηλαδή εμπορικοί φορείς) που «συνδέονται» για να υποστηρίξουν τους κατασκευαστές.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(52)

Για να μπορέσει να επωφεληθεί από το καθεστώς αυτό, μία εταιρεία πρέπει να παράσχει στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τον τύπο και την αξία των κεφαλαιουχικών αγαθών που πρόκειται να εισαχθούν. Ανάλογα με τις εξαγωγικές δεσμεύσεις που προτίθεται να αναλάβει, η εταιρεία μπορεί να εισάγει τα κεφαλαιουχικά αγαθά με μηδενικό ή μειωμένο δασμό. Για να εκπληρωθεί η υποχρέωση εξαγωγής, τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων. Κατόπιν αιτήσεως του εξαγωγέα, εκδίδεται άδεια που επιτρέπει την εισαγωγή με προτιμησιακό δασμό. Για την έκδοση της άδειας καταβάλλεται τέλος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης.

(53)

Ο κάτοχος της άδειας EPCG δύναται επίσης να εφοδιαστεί κεφαλαιουχικά αγαθά στην εγχώρια αγορά. Στην περίπτωση αυτή, ο εγχώριος κατασκευαστής κεφαλαιουχικών αγαθών δύναται να εισαγάγει με δασμολογική απαλλαγή τα δομικά στοιχεία που απαιτούνται για την παραγωγή των κεφαλαιουχικών αυτών αγαθών. Εναλλακτικά, ο εγχώριος κατασκευαστής δύναται να ζητήσει από τον κάτοχο αδείας EPCG να προσποριστεί το όφελος που συνδέεται με την προβλεπόμενη εξαγωγή για την προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών.

(54)

Το καθεστώς EPCG υπόκειται σε υποχρέωση εξαγωγής. Για να εκπληρωθεί η υποχρέωση εξαγωγής, τα προϊόντα που έχουν κατασκευαστεί ή παραχθεί με τη χρησιμοποίηση των κεφαλαιουχικών αγαθών, και η αξία αυτών των εξαγωγών πρέπει επίσης να υπερβαίνει το μέσο επίπεδο των εξαγωγών του ίδιου προϊόντος που έχει πραγματοποιήσει η εταιρεία κατά τα τρία έτη που προηγούνται της έκδοσης της άδειας.

(55)

Τελευταία, το καθεστώς τροποποιήθηκε όσον αφορά τον υπολογισμό της υποχρέωσης εξαγωγής. Δυνάμει των νέων κανονισμών, οι εταιρείες θα έχουν στη διάθεσή τους οκτώ έτη για να εκπληρώσουν την εξαγωγική υποχρέωση (η αξία των εξαγωγών θα πρέπει να είναι εξαπλάσια της αξίας του συνολικού ποσού της δασμολογικής απαλλαγής για τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά). Εντούτοις, αυτή η αλλαγή δεν μεταβάλλει τη βασική λειτουργία αυτού του καθεστώτος.

δ)   Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς EPCG

(56)

Η καταβολή μηδενικού ή μειωμένου δασμού από τον εξαγωγέα αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά των δημόσιων αρχών της Ινδίας, εφόσον η δημόσια διοίκηση παραιτείται από την απαίτηση κανονικά οφειλόμενων εσόδων και ο δικαιούχος προσπορίζεται όφελος, δεδομένου ότι καταβάλλει χαμηλότερους δασμούς ή απαλλάσσεται από την καταβολή κανονικά οφειλόμενων εισαγωγικών δασμών. Η άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί χωρίς να αναληφθεί δέσμευση εξαγωγής εμπορευμάτων. Ως τέτοιο το καθεστώς EPCG αποτελεί επιδότηση που θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμη, επειδή εξαρτάται de jure από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(57)

Το όφελος που προσπορίστηκαν οι εταιρείες, υπολογίστηκε με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος απαιτητού δασμού επί των εισαγόμενων κεφαλαιουχικών αγαθών, το οποίο κατανεμήθηκε σε περίοδο που αντιστοιχεί στην κανονική διάρκεια απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στον βιομηχανικό κλάδο του υπό εξέταση προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, το ποσό του οφέλους που καταλογίζεται στην ΠΕ προσαρμόστηκε προσθέτοντας τους τόκους που αντιστοιχούν στην ΠΕ ώστε να καθοριστεί η συνολική αξία του οφέλους που προσπορίζεται ο δικαιούχος με το καθεστώς αυτό. Λόγω του χαρακτήρα της επιδότησης αυτής, η οποία αντιστοιχεί σε εφάπαξ επιχορήγηση, κρίθηκε κατάλληλο το ειδικό εμπορικό επιτόκιο εταιρείας που ίσχυε κατά την ΠΕ. Όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 54, το όφελος στο πλαίσιο του καθεστώτος EPCG εξαρτάται από την αύξηση της αξίας των εξαγομένων τελικών προϊόντων, και δεν χορηγείται ανάλογα με τις ποσότητες που κατασκευάζονται, παράγονται, εξάγονται ή μεταφέρονται. Επομένως, το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στο συνολικό κύκλο εργασιών από τις συνολικές εξαγωγές κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(58)

Και οι δύο εξαγωγείς που συνεργάσθηκαν, επωφελήθηκαν από το καθεστώς EPCG κατά την ΠΕ και έλαβαν επιδοτήσεις που κυμαίνονταν μεταξύ 0,1 % και 0,3 %.

4.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΗΣ ΆΔΕΙΑΣ (ADVANCE LICENCE SCHEME - ALS)

α)   Νομική βάση

(59)

Το καθεστώς αυτό εφαρμόζεται από το 1977-78. Το καθεστώς περιγράφεται στις παραγράφους 4.1.1 έως 4.1.7 του εγγράφου πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών και σε ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου 4 του εγχειριδίου διαδικασιών.

β)   Δικαίωμα συμμετοχής

(60)

Χορηγούνται εκ των προτέρων άδειες στους εξαγωγείς, στους κατασκευαστές-εξαγωγείς ή στους εμπόρους-εξαγωγείς που «συνδέονται» με τους παραγωγούς για να τους δοθεί η δυνατότητα να εισάγουν, με δασμολογική ατέλεια, συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(61)

Ο όγκος των επιτρεπόμενων εισαγωγών δυνάμει του καθεστώτος αυτού καθορίζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό της ποσότητας των εξαγόμενων τελικών προϊόντων. Οι προηγούμενες άδειες υπολογίζουν είτε την ποσότητα είτε την αξία των επιτρεπόμενων εισαγωγών. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι συντελεστές που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των αγορών που επιτρέπεται να πραγματοποιηθούν ατελώς καθορίζεται, για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος, με βάση τα πρότυπα SION. Οι συντελεστές παραγωγής που καθορίζονται στις προηγούμενες άδειες είναι προϊόντα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή των αντίστοιχων τελικών προϊόντων.

(62)

Προκαταβολικές άδειες δύνανται να εκδοθούν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i)

Υλικές εξαγωγές: οι προηγούμενες άδειες μπορούν να χορηγηθούν σε έναν κατασκευαστή-εξαγωγέα ή σε έναν έμπορο-εξαγωγέα, συνδεόμενο με έναν ή περισσότερους παραγωγούς για την εισαγωγή των συντελεστών παραγωγής που απαιτούνται για το προοριζόμενο προς εξαγωγή προϊόν

(ii)

Ενδιάμεσες προμήθειες: δύνανται να χορηγηθούν προηγούμενες άδειες σε έναν παραγωγό-εξαγωγέα για τον ενδιάμεσο εφοδιασμό συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή προϊόντων προοριζόμενων να χορηγηθούν στον τελικό, πραγματικό ή τεκμαιρόμενο, εξαγωγέα, που είναι κάτοχος άλλης προηγούμενης άδειας. Ο κάτοχος προηγούμενης άδειας που σκοπεύει να εφοδιαστεί με συντελεστές παραγωγής από εγχώριες πηγές, αντί να καταφύγει σε άμεση εισαγωγή, έχει τη δυνατότητα να τα εφοδιαστεί με προηγούμενες άδειες για ενδιάμεσες προμήθειες. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ποσότητες που έχουν αγοραστεί στην εγχώρια αγορά διαγράφονται από τις προηγούμενες άδειες και εκδίδεται ενδιάμεση προηγούμενη άδεια προς όφελος του εγχώριου προμηθευτή. Ο κάτοχος μιας τέτοιας ενδιάμεσης προηγούμενης άδειας δικαιούται να εισαγάγει ατελώς τα εμπορεύματα που είναι αναγκαία για την παραγωγή των συντελεστών που παραδίδονται στον τελικό εξαγωγέα.

(iii)

Προβλεπόμενες εξαγωγές: δύνανται να χορηγηθούν προηγούμενες άδειες, με βάση τις προβλεπόμενες εξαγωγές, στον κύριο συμβαλλόμενο με σκοπό την εισαγωγή των απαιτούμενων συντελεστών παραγωγής για την κατασκευή των προϊόντων που πρέπει να παρασχεθούν στις κατηγορίες της παραγράφου 8.2. του εγγράφου πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών. Σύμφωνα με τις δημόσιες αρχές της Ινδίας, οι προβλεπόμενες εξαγωγές αφορούν τις συναλλαγές για τις οποίες τα παρεχόμενα προϊόντα δεν εγκαταλείπουν τη χώρα. Ορισμένες συναλλαγές εφοδιασμού θεωρούνται ως προβλεπόμενες εξαγωγές υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα κατασκευάζονται στην Ινδία, για παράδειγμα ο εφοδιασμός σε εμπορεύματα των μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού, η παροχή κεφαλαιουχικών αγαθών στους κατόχους αδειών στο πλαίσιο του καθεστώτος EPCG.

(iv)

Προηγούμενη εντολή παράδοσης (ΑRO): ο κάτοχος προηγούμενης άδειας που σκοπεύει να εφοδιαστεί με συντελεστές παραγωγής από εγχώριες πηγές, αντί να καταφύγει σε άμεση εισαγωγή, έχει τη δυνατότητα να εφοδιαστεί με αυτά χάρη σε προηγούμενη εντολή παράδοσης (ΑRO). Στις περιπτώσεις αυτές, οι προηγούμενες άδειες επικυρώνονται ως προηγούμενες εντολές παράδοσης και οπισθογραφούνται στον προμηθευτή κατά την παράδοση των συντελεστών παραγωγής που αναφέρονται σε αυτές. Η οπισθογράφηση των ΑRO παρέχει το δικαίωμα στον προμηθευτή από την επιστροφή και από την επιστροφή του τελικού ειδικού φόρου κατανάλωσης. Κατά κάποιο τρόπο, ο μηχανισμός ARO συνίσταται στην επιστροφή φόρων και δασμών στον προμηθευτή του προϊόντος αντί στον εξαγωγέα υπό μορφή επιστροφής/επιστροφής δασμών. Η επιστροφή φόρων/δασμών ισχύει τόσο για τους εγχώριους συντελεστές παραγωγής όσο και για τους εισαγόμενους.

(63)

Κατά τον έλεγχο, καθορίστηκε ότι μόνο οι προηγούμενες άδειες υπό τη μορφή που περιγράφεται παραπάνω στο σημείο (i) (υλικές εξαγωγές) είχαν χρησιμοποιηθεί από έναν παραγωγό-εξαγωγέα κατά την ΠΕ. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να καθοριστεί, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, αν οι προαναφερόμενες κατηγορίες (ii), (iii) και (iv) των προηγούμενων εντολών παράδοσης είναι αντισταθμίσιμες.

δ)   Συμπεράσματα σχετικά με το καθεστώς

(64)

Άδειες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των εισαγωγικών δασμών χορηγούνται μόνο στις εταιρείες εξαγωγής. Εν προκειμένω, το καθεστώς εξαρτάται από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης.

(65)

Όπως αναφέρεται παραπάνω, καθορίστηκε ότι οι προηγούμενες άδειες για τις «υλικές εξαγωγές» χρησιμοποιήθηκαν από μία μόνο εταιρεία κατά την ΠΕ. Οι άδειες αυτές της επέτρεψαν να εισάγει με δασμολογική ατέλεια συντελεστές παραγωγής που προορίζονταν για τα εξαγόμενα προϊόντα.

(66)

Οι δημόσιες αρχές της Ινδίας υποστήριξαν ότι το καθεστώς προηγούμενης άδειας βασίζεται στην ποσότητα και ότι οι συντελεστές παραγωγής που επιτρέπονται δυνάμει της άδειας αυτής έχουν σχέση με την εξαγόμενη ποσότητα. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ανεξάρτητα από τους συντελεστές παραγωγής που εισάγονται δυνάμει του καθεστώτος προηγούμενης άδειας, οι ίδιοι συντελεστές παραγωγής πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή των εξαγόμενων προϊόντων ή για την αναπλήρωση των αποθεμάτων συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιούνται για τα προϊόντα που έχουν ήδη εξαχθεί. Σύμφωνα με τις δημόσιες αρχές της Ινδίας, οι εισαγόμενοι συντελεστές παραγωγής πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τον εξαγωγέα και δεν μπορούν να πωληθούν ή να εκχωρηθούν.

(67)

Ωστόσο, σημειώθηκε ότι δεν υπάρχει κανένα σύστημα ή διαδικασία που επιτρέπει να καθοριστεί ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία των εξαγόμενων προϊόντων. Το σύστημα φανερώνει μόνο ότι τα εμπορεύματα που εισήχθησαν ατελώς χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία παραγωγής, χωρίς διάκριση μεταξύ του προορισμού των εμπορευμάτων (εγχώρια ή εξαγωγική αγορά).

(68)

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) προβλέπει ότι εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, τα καθεστώτα επιστροφής και επιστροφής λόγω υποκατάστασης, τα οποία είναι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι στοιχείο i), καθώς και στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης) του βασικού κανονισμού.

(69)

Επειδή δεν υπάρχει κάποιο άλλο εφαρμοζόμενο καθεστώς ή διαδικασία που να επιβεβαιώνει ποιοι είναι οι συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται πραγματικά κατά τη διαδικασία παραγωγής του εξαγόμενου προϊόντος ή αν προέκυψε επιπλέον πληρωμή εισαγωγικών δασμών κατά την έννοια του σημείου i) του παραρτήματος Ι και των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του βασικού κανονισμού, το καθεστώς ALS δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο καθεστώς επιστροφής ή καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης.

(70)

Επειδή δεν εφαρμόζεται η εν λόγω παρέκκλιση στον ορισμό της επιδότησης που προβλέπεται για τα καθεστώτα επιστροφής και επιστροφής λόγω υποκατάστασης που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 68, δεν τίθεται ζήτημα καθ'υπέρβαση επιστροφής και το αντισταθμίσιμο πλεονέκτημα συνίσταται στη διαγραφή των συνολικών εισαγωγικών δασμών που οφείλονται κανονικά εφ'όλων των εισαγωγών.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(71)

Tο όφελος των εταιρειών υπολογίστηκε με βάση το ποσό της πίστωσης που χορηγήθηκε στις άδειες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την ΠΕ. Όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 61, το όφελος στο πλαίσιο του καθεστώτος ALS στηρίζεται τόσο στην ποσότητα όσο και στην αξία των εξαγομένων τελικών προϊόντων. Επομένως, το ποσό της επιδότησης που υπολογίστηκε έτσι κατανεμήθηκε στο συνολικό κύκλο εργασιών από τις εξαγωγές κατά την ΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά τον υπολογισμό αυτού του οφέλους αφαιρέθηκαν τα έξοδα που είχαν πραγματοποιηθεί κατ'ανάγκη για τη χορήγηση των επιδοτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Πάνω σ’αυτή τη βάση, η επιδότηση που χορηγήθηκε ήταν 0,2 %.

5.   ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ ΕΞΑΓΩΓΩΝ (ΕΡΖ)/ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (EOU)

(72)

Διαπιστώθηκε και επαληθεύθηκε ότι κανένας παραγωγός-εξαγωγέας δεν είναι εγκατεστημένος σε ζώνες EPZ ή δεν είναι μονάδες EOU. Κατά συνέπεια, δεν κρίθηκε αναγκαία η περαιτέρω ανάλυση αυτού του καθεστώτος για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας.

6.   ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

α)   Νομική βάση

(73)

Tο καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος. Ο νόμος αυτός, που τροποποιείται κάθε χρόνο από το νόμο περί δημοσιονομικών, ορίζει τους όρους είσπραξης των φόρων καθώς και τις διάφορες απαλλαγές/μειώσεις που μπορούν να ζητηθούν. Μεταξύ των απαλλαγών που μπορούν να ζητηθούν από τις εταιρείες, περιλαμβάνονται εκείνες που καλύπτονται από τα τμήματα 10Α, 10Β και 80 HHC του νόμου, ο οποίος προβλέπει απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τα κέρδη που προέρχονται από τις εξαγωγικές πωλήσεις.

β)   Πρακτική εφαρμογή

(74)

Οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δήλωσαν ότι το καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος είχε καταργηθεί στις 31.03.2003 και παρείχαν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Ενώ το καθεστώς παρείχε οφέλη στους εν λόγω εξαγωγείς κατά την ΠΕ, το καθεστώς δεν θα παρέχει οφέλη στις εταιρείες εξαγωγής μετά από αυτήν την ημερομηνία. Υπό αυτές τις συνθήκες, και σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί η αντισταθμισιμότητα του καθεστώτος απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος.

7.   ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

(75)

Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, εκφρασμένο κατ' αξία, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας είναι 14,6 % και 20,9 %. Δεδομένου ότι το επίπεδο της συνολικής συνεργασίας με την Ινδία ήταν πολύ υψηλό (100 % των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία στην Κοινότητα) το υπολειπόμενο περιθώριο επιδότησης για όλες τις άλλες εταιρείες καθορίστηκε στο επίπεδο του υψηλότερου ατομικού περιθωρίου επιδότησης, δηλαδή σε 21,0 %.

Τύπος επιδότησης

Πιστώσεις εισαγωγικών δασμών

Προώθηση εξαγ. κεφαλ. αγαθών

ALS

Eλεύθ. βιομηχ. ζώνες εξαγ./μον με εξαγωγ. προσαν.

ITE

ΣΥΝΟΛΟ

 

 

 

 

 

 

 

Graphite India Limited (GIL)

14,5 %

0,1 %

 

 

 

14,6 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

20,5 %

0,3 %

0,2 %

 

 

20,9 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

 

 

 

 

 

20,9 %

Δ.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

(76)

Στο εσωτερικό της Κοινότητας, το ομοειδές προϊόν κατασκευάζεται από την εταιρεία SGL AG («SGL») και από πολλές θυγατρικές της UCAR SA («UCAR»), δηλαδή UCAR SNC, UCAR Electrodos Ibérica SL και Graftech SpA, εξ ονόματος των οποίων υποβλήθηκε η καταγγελία. Οι εγκαταστάσεις παραγωγής της SGL και UCAR βρίσκονται στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία.

(77)

Εκτός από τους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, τις SGL και UCAR, το ομοειδές προϊόν κατασκευαζόταν στην Κοινότητα από δύο άλλους παραγωγούς κατά την περίοδο 1999-ΠΕ. Ένας από αυτούς τους δύο άλλους παραγωγούς κατέστη αφερέγγυος και ζήτησε δικαστική προστασία βάσει του γερμανικού νόμου περί πτωχεύσεων. Αυτή η τελευταία εταιρεία σταμάτησε την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος το Νοέμβριο 2002. Αυτές οι δύο εταιρείες εξέφρασαν την υποστήριξή τους όσον αφορά την καταγγελία αλλά δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Επιτροπής να συνεργαστούν ενεργά στην έρευνα. Θεωρείται ότι και οι τέσσερις ανωτέρω παραγωγοί συνιστούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

2.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(78)

Οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί απάντησαν δεόντως στα ερωτηματολόγια και συνεργάστηκαν πλήρως στην έρευνα. Κατά τη διάρκεια της ΠΕ αντιπροσώπευαν πάνω από το 80 % της κοινοτικής παραγωγής.

(79)

Επομένως, θεωρείται ότι αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 10 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού και καλούνται εφεξής «κοινοτικός κλάδος παραγωγής».

E.   ΖΗΜΙΑ

1.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

(80)

Δεδομένου ότι υπάρχουν μόνον δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος, και δεδομένου ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής περιλαμβάνει επίσης μόνον δύο παραγωγούς, τα στοιχεία που αφορούν είτε τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα καταγωγής Ινδίας, ή τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής παρουσιάζονται υπό μορφή δεικτών για να διατηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας δυνάμει του άρθρου 29 του βασικού κανονισμού.

2.   ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(81)

Η κατανάλωση στην Κοινότητα καθορίστηκε με βάση τους όγκους των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας, τους όγκους των πωλήσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών στην αγορά την Κοινότητας υπολογιζόμενους με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τους όγκους των πωλήσεων που πραγματοποίησαν στην αγορά της Κοινότητας οι δύο Ινδοί συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς, τους όγκους των πωλήσεων που εισήχθησαν από την Πολωνία όπως προέκυψαν από την συνεργασία της SGL, και τα στοιχεία της Eurostat για τις υπόλοιπες εισαγωγές στην Κοινότητα, δεόντως προσαρμοσμένες όπου κρίθηκε σκόπιμο.

(82)

Πάνω σ’αυτή τη βάση, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η κατανάλωση στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκε κατά 9 %. Πιο συγκεκριμένα, αυξήθηκε κατά 14 % μεταξύ του 1999 και του 2000, μειώθηκε κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, κατά περαιτέρω 1 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και εν συνεχεία αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Επειδή το υπό εξέταση προϊόν χρησιμοποιείται κατ’αρχήν στον βιομηχανικό κλάδο χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκάμινους, η εξέλιξη της κατανάλωσης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις οικονομικές τάσεις σ’αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα, που παρουσίασε απότομη ανάπτυξη το 2000 την οποία ακολούθησε καθοδική τάση από το 2001 και εξής.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Συνολική κατανάλωση στην ΕΕ (τόνοι)

119 802

136 418

128 438

126 623

130 615

Δείκτης (1999 = 100)

100

114

107

106

109

3.   ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΧΩΡΑ

α)   Όγκος

(83)

Ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 76 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Λεπτομερώς οι εισαγωγές από την Ινδία αυξήθηκαν κατά 45 % μεταξύ του 1999 και του 2000, κατά περαιτέρω 31 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και παρέμεινε σχεδόν σταθερή σ’ αυτό το επίπεδο το 2002 και κατά την ΠΕ.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών (τόνοι)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

145

176

176

176

Μερίδιο αγοράς των επιδοτούμενων εισαγωγών

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί (βλ. (80) ανωτέρω)

Δείκτης (1999 = 100)

100

127

164

166

161

β)   Μερίδιο αγοράς

(84)

Το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εξαγωγείς στην εν λόγω χώρα αυξήθηκε κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες (ή 61 %) κατά την υπό εξέταση περίοδο για να φθάσει σε επίπεδο 8 έως 10 % κατά την ΠΕ. Πρώτα αυξήθηκε κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 1999 και 2000, κατά περαιτέρω 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και παρέμεινε σχετικά σταθερό σ’αυτό το επίπεδο καθόλη τη διάρκεια του 2002 και την ΠΕ. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το χρονικό διάστημα 1999-ΠΕ, η αύξηση των εισαγωγών και των μεριδίων αγοράς από την εν λόγω χώρα συνέπεσε με μείωση της κατανάλωσης κατά 9 %.

γ)   Τιμές

(i)   Εξέλιξη των τιμών

(85)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μέση τιμή των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας, αυξήθηκε κατά 2 % το 2000, κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και εν συνεχεία μειώθηκε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και σταθεροποιήθηκε σ’αυτό το επίπεδο κατά την ΠΕ. Τη ΠΕ, η μέση τιμή εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας ήταν κατά 1 % υψηλότερη από ό,τι το 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Τιμές των επιδοτούμενων εισαγωγών

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

102

110

101

101

(ii)   Πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

(86)

Πραγματοποιήθηκε σύγκριση για συγκρίσιμα μοντέλα του υπό εξέταση προϊόντος μεταξύ των μέσων τιμών πώλησης των παραγωγών-εξαγωγέων και του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην Κοινότητα. Γι’ αυτόν τον σκοπό, οι τιμές εκ του εργοστασίου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες, καθαρές χωρίς τις μειώσεις και τους φόρους, συγκρίθηκαν με τις τιμές CIF στα σύνορα της Κοινότητας των παραγωγών-εξαγωγέων της Ινδίας, δεόντως προσαρμοσμένες για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα μετά την εισαγωγή. Η σύγκριση έδειξε ότι κατά τη διάρκεια της ΠΕ το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας πωλήθηκε στην Κοινότητα σε τιμές χαμηλότερες κατά 6,5 % με 12,2 % από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(87)

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα περιθώρια χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές τιμές δεν προβάλλουν πλήρως τις επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών στις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, δεδομένου ότι παρατηρήθηκε και συμπίεση και μείωση των τιμών, όπως αποδεικνύεται από την σχετικά χαμηλή αποδοτικότητα που είχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ, ενώ μπορούσε να περιμένει ένα ευλόγως υψηλότερο κέρδος αν δεν είχαν ασκηθεί οι πρακτικές επιδότησης.

4.   ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(88)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε όλους τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που έχουν επίπτωση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

α)   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(89)

Για να γίνει μια έγκυρη εκτίμηση των δεικτών της ζημίας, ήταν αναγκαίο να ενοποιηθούν κατάλληλα ορισμένα στοιχεία που αφορούν την UCAR μαζί με τα στοιχεία των θυγατρικών της εταιρειών παραγωγής στην Κοινότητα (βλ αιτιολογική σκέψη 76 ανωτέρω).

(90)

Η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη προσοχή σε όλες τις πιθανές συνέπειες στους δείκτες της ζημίας που απορρέουν από την προηγούμενη αντιανταγωνιστική συμπεριφορά των δύο καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών. Η Επιτροπή εξασφάλισε ιδίως το ότι το σημείο έναρξης για την εκτίμηση της ζημίας (1999) δεν επηρεαζόταν από οποιαδήποτε αντιανταγωνιστική συμπεριφορά (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 121, 122, 125 κατωτέρω). Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του κόστους και της αποδοτικότητας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς και επαλήθευσε το ότι αποκλείονται σαφώς το άμεσο κόστος των πληρωμών ή οποιοδήποτε έμμεσο κόστος (συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων χρηματοδότησης), σε συνδυασμό με τις κυρώσεις που επέβαλαν οι αρχές ανταγωνισμού, ώστε να υπάρξει μια εικόνα κέρδους που δεν θα περιλαμβάνει καμία από αυτές τις έκτακτες δαπάνες.

β)   Παραγωγή

(91)

Η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 14 % το 2000, μειώθηκε κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκε κατά περαιτέρω 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Η απότομη αύξηση που παρατηρήθηκε το 2000 οφειλόταν στο καλό οικονομικό κλίμα, το οποίο φάνηκε στην αύξηση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας αυτό το έτος.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγή (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

114

98

94

99

γ)   Ικανότητα και συντελεστές χρησιμοποίησης της ικανότητας

(92)

Η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε το 2000 κατά περίπου 2 % και παρέμεινε σ’ αυτά τα επίπεδα το 2001. Το 2002 και την ΠΕ, η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε περαιτέρω κατά αντίστοιχα 5 ποσοστιαίες μονάδες και κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Την ΠΕ, η ικανότητα παραγωγής ήταν κατά 9 % χαμηλότερη από ό,τι το 1999, κυρίως ως το αποτέλεσμα της διακοπής λειτουργίας μιας εγκατάστασης κοινοτικού παραγωγού καθόλη την διάρκεια της ΠΕ.

(93)

Η χρησιμοποίηση της ικανότητας άρχισε από ένα επίπεδο 70 % το 1999, και εν συνεχεία αυξήθηκε στο 81 % το 2000 λόγω της ισχυρής ζήτησης, ειδικότερα από τον βιομηχανικό κλάδο χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκάμινους. Το 2001 και 2002, μειώθηκε σε επίπεδο 70 % και εν συνεχεία αυξήθηκε εκ νέου σε 76 % κατά την ΠΕ.

(94)

Η έρευνα διαπίστωσε ότι υπάρχουν πολλές αιτίες για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η προαναφερθείσα εγκατάσταση παραγωγής, μεταξύ των οποίων οι δύο κυριότερες είναι: (i) υψηλό κόστος παραγωγής που συνδέεται με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη χώρα, και (ii) ο ανταγωνισμός από τις επιδοτούμενες εισαγωγές καταγωγής Ινδίας. Επειδή είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός των αιτιών, η Επιτροπή εξέτασε τις ενδεχόμενες τάσεις της ικανότητας παραγωγής και της χρησιμοποίησης της ικανότητας το 2002 και την ΠΕ αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία αυτής της εγκατάστασης. Ο όγκος παραγωγής δεν μεταβλήθηκε σ’ αυτόν τον υπολογισμό δεδομένου ότι άλλες εγκαταστάσεις παραγωγής αυτού του κοινοτικού παραγωγού αναγκάστηκαν να αυξήσουν την παραγωγή τους για να καλύψουν το κενό. Όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα, αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία αυτής της εγκατάστασης, η ικανότητα παραγωγής και η χρησιμοποίηση της ικανότητας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνολικά θα είχαν φθάσει σε επίπεδα την ΠΕ σχεδόν όμοια με εκείνα του 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

98

98

93

91

Χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

70 %

81 %

70 %

70 %

76 %

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

99

100

108


 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους) χωρίς την διακοπή λειτουργίας

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

98

98

100

101

Χρησιμοποίηση της ικανότητας χωρίς την διακοπή λειτουργίας

70 %

81 %

70 %

65 %

69 %

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

99

93

98

δ)   Αποθέματα

(95)

Κατά την ΠΕ, τα αποθέματα τελικών προϊόντων αντιπροσώπευαν περίπου το 3 % του συνολικού όγκου παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Το επίπεδο των τελικών αποθεμάτων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε συνολικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ήταν περίπου πέντε φορές υψηλότερο κατά την ΠΕ σε σύγκριση με το 1999. Εντούτοις, η έρευνα έδειξε ότι η ανάπτυξη των αποθεμάτων δεν θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός δείκτης της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επειδή οι κοινοτικοί παραγωγοί παράγουν γενικά κατόπιν παραγγελίας και επομένως τα αποθέματα συνίστανται συνήθως σε προϊόντα που είναι έτοιμα να αποσταλούν σε πελάτες.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Τελικό απόθεμα (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

235

700

663

515

ε)   Όγκος πωλήσεων

(96)

Οι πωλήσεις που πραγματοποίησε από τη δική του παραγωγή ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Κοινότητας μειώθηκαν κατά 1 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Ειδικότερα, αυξήθηκαν απότομα κατά 16 % το 2000, μειώθηκαν κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και κατά περαιτέρω 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και εν συνεχεία αυξήθηκαν εκ νέου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Η αύξηση του όγκου των πωλήσεων αντανακλά καθαρά τις οικονομικές τάσεις του βιομηχανικού κλάδου χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκάμινους, ο οποίος μετά την μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε το 2000, σημείωσε επιδείνωση της κατάστασής του το 2001 και 2002.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος παραγωγής της ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

116

99

94

99

στ)   Μερίδιο αγοράς

(97)

Μετά από μια μικρή αρχική ανάκτηση μιας ποσοστιαίας μονάδας το 2000, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μειώθηκε σημαντικά μέχρι το 2002. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,5 ποσοστιαίες μονάδες του μεριδίου αγοράς του το 2001 και περαιτέρω 2,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και εν συνεχεία ανέκτησε 1,9 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Σε σύγκριση με το 1999, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ ήταν χαμηλότερο κατά 6,3 ποσοστιαίες μονάδες ή 9 % σε τιμές δείκτη.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

102

93

89

91

ζ)   Ανάπτυξη

(98)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, όταν η κοινοτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 9 %, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 1 % στην αγορά της Κοινότητας. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,3 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς, όπως φαίνεται ανωτέρω, ενώ οι επιδοτούμενες εισαγωγές κέρδισαν 3,4 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς κατά την ίδια περίοδο.

η)   Απασχόληση

(99)

Το επίπεδο της απασχόλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 17 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 1 % το 2000 και κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2001. Το 2002, και κατά την ΠΕ, σημειώθηκε μείωση αντιστοίχως 9 ποσοστιαίων μονάδων και 3 ποσοστιαίων μονάδων, που οφείλεται κυρίως στη διακοπή λειτουργίας μιας εγκατάστασης παραγωγής ενός κοινοτικού παραγωγού, και στην ανακατανομή μέρους του εργατικού δυναμικού σε πιο αποδοτικούς επιχειρηματικούς τομείς.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Απασχόληση

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

99

95

86

83

θ)   Παραγωγικότητα

(100)

Η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, υπολογιζόμενη ως παραγωγή ανά απασχολούμενο άτομο ανά έτος, κατ’ αρχήν αυξήθηκε σημαντικά κατά 15 % από το 1999 έως το 2000, μειώθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, αυξήθηκε εκ νέου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 11 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, η παραγωγικότητα ήταν κατά 19 % υψηλότερη από εκείνη στην αρχή της περιόδου, πράγμα που αντανακλά τις προσπάθειες ορθολογικής οργάνωσης που κατέβαλε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής για να παραμείνει ανταγωνιστικός. Συγκριτικά, η μέση αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας στην οικονομία της Κοινότητας γενικά (όλοι οι οικονομικοί τομείς) ήταν ακριβώς 1,5 % ετησίως κατά την ίδια περίοδο.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγικότητα (τόνοι ανά απασχολούμενο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

103

108

119

ι)   Μισθοί

(101)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, ο μέσος μισθός ανά απασχολούμενο αυξήθηκε κατά 13 %. Αυτό το στοιχείο είναι ελαφρά χαμηλότερο από τον συντελεστή αύξησης της μέσης ονομαστικής αμοιβής ανά απασχολούμενο (14 %) που παρατηρήθηκε κατά την ίδια περίοδο στην οικονομία της Κοινότητας γενικά (όλοι οι τομείς).

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ετήσιο κόστος εργασίας ανά απασχολούμενο (000 EUR)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

104

105

111

113

κ)   Τιμές πωλήσεων

(102)

Οι ανά μονάδα τιμές για τις πωλήσεις που πραγματοποίησε σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από τη δική του παραγωγή, μειώθηκαν κατά 6 % μεταξύ του 1999 και του 2000, αυξήθηκαν κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκαν κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και αυξήθηκαν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα την ΠΕ. Συνολικά, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μείωση σε ανά μονάδα τιμές πωλήσεων ήταν 8 %. Αυτή η σχετικά άνιση εξέλιξη εξηγείται από τα ακόλουθα.

(103)

Οι τιμές κατευθύνονται από δύο κυρίως δυνάμεις: το κόστος παραγωγής και την κατάσταση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά. Ενώ οι ανά μονάδα τιμές πωλήσεων μειώθηκαν κατά 8 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %. Αυτή η σχετικά ομαλή εξέλιξη του κόστους καλύπτει την απότομη άνοδο 10 ποσοστιαίων μονάδων που παρατηρήθηκε το 2001, λόγω των συνεπειών της αύξησης το 2000 των τιμών των πρώτων υλών. Οι δύο κυριότερες πρώτες ύλες για την κατασκευή συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη, δηλαδή οπτάνθρακας (κοκ) από πετρέλαιο και πίσσα, αντιπροσωπεύουν το 34 % περίπου του συνολικού κόστους παραγωγής. Η ενέργεια η τιμή της οποίας επηρεάζεται επίσης σημαντικά από τις διακυμάνσεις της τιμής πετρελαίου, αντιστοιχεί σε περαιτέρω 13 % του συνολικού κόστους παραγωγής. Συνολικά, αυτά τα τρία βασικά στοιχεία κόστους ενώ η τιμή επηρεάζεται άμεσα από τις διακυμάνσεις της τιμής πετρελαίου, αντιστοιχούν σε περίπου 50 % του συνολικού κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Επειδή οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν μπορούσαν να καλύψουν τις αυξήσεις του κόστους παραγωγής λόγω της συμπίεσης των τιμών που οφείλεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε πτώση της αποδοτικότητας.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ανά μονάδα τιμή στην αγορά ΕΚ (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

94

103

91

92

Ανά μονάδα κόστος παραγωγής (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

101

111

101

102

λ)   Παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές

(104)

Η έρευνα έδειξε ότι οι τιμές των επιδοτούμενων εισαγωγών ήταν χαμηλότερες από τις συμπιεσμένες μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 6 έως 12 % κατά μέσον όρο την ΠΕ (βλ. αιτιολογική σκέψη 86 ανωτέρω). Ωστόσο, από μια ανάλυση των τιμών ανά τύπο προϊόντων προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τιμές που εφάρμοσαν οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς ήταν αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι χαμηλότερες από τις κοινοτικές τιμές που καθορίστηκαν για κάθε χωριστό τύπο προϊόντος σε συνδυασμό με την αύξηση του μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές επηρέασαν τις εγχώριες τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

μ)   Αποδοτικότητα και απόδοση των επενδύσεων

(105)

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από τις πωλήσεις του ιδίας παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες, εκφραζόμενη σε απόδοση επί των καθαρών πωλήσεων πριν από τους φόρους, μειώθηκε κατά 50 % το 2000, κατά περαιτέρω 3 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, κατά περαιτέρω 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και τέλος ανέκτησε 4 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μείωση της αποδοτικότητας ανέρχεται σε 66 % δηλαδή κυμαινόταν από 12 % έως 15 % το 1999 σε 3 % έως 6 % την ΠΕ.

(106)

Η απόδοση των επενδύσεων, εκφραζόμενη σε % κέρδος επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων, ακολούθησε ευρέως την ανωτέρω τάση της αποδοτικότητας καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο. Μειώθηκε κατά 34 % το 2000, το 2001 κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε το 1999, η απόδοση των επενδύσεων μειώθηκε κατά περίπου 90 % την ΠΕ, δηλαδή από 45 % - 55 % το 1999 σε 3 % - 10 % την ΠΕ.

(107)

Η Επιτροπή εξέτασε μεμονωμένα τις επιπτώσεις της προαναφερθείσας διακοπής της λειτουργίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 94 ανωτέρω) στην συνολική αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ. Διαπιστώθηκε ότι η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα ήταν υψηλότερη κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ, και αυτές οι μονάδες δεν θα άλλαζαν σημαντικά την τάση της αποδοτικότητας από το 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (% των καθαρών πωλήσεων)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

51

48

30

34

Απόδοση των επενδύσεων (% κέρδους επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

66

43

17

9

Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (% των καθαρών πωλήσεων) χωρίς τη διακοπή λειτουργίας

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

51

48

35

39

ν)   Ταμειακή ροή και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(108)

Η καθαρή ταμειακή ροή από τις δραστηριότητες λειτουργίας μειώθηκε το 2000 κατά 40 %, ανέκτησε 24 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκε εκ νέου κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και μειώθηκε περαιτέρω κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Η ταμειακή ροή ήταν κατά 35 % χαμηλότερη την ΠΕ από ό,τι στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ταμειακές ροές (σε χιλιάδες EUR)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

60

84

72

65

(109)

Διάφορες εθνικές και περιφερειακές αρχές ανταγωνισμού παγκοσμίως επέβαλαν πρόστιμο στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς για αυθαίρετο καθορισμό τιμών και κατανομή των αγορών στη δεκαετία του 1990. Εκτός από αυτές τις κυρώσεις, επιβλήθηκαν περαιτέρω κυρώσεις στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς σε συνδυασμό, αφενός, με τις συλλογικές προσφυγές στη δικαιοσύνη με πελάτες και μετόχους στις ΗΠΑ και στον Καναδά, και, αφετέρου, τη χρηματοδότηση αυτών των έκτακτων δαπανών. Αυτό είχε ως συνέπεια να αυξηθεί δραματικά το χρέος των δύο ομίλων και να επιδεινωθεί η αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου τους και η ικανότητά τους άντλησης κεφαλαίων. Η πρακτική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι να μη μπορεί να γίνει χωριστή εκτίμηση, σε ό,τι αφορά την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, που θα μπορούσε να περιοριστεί στο πεδίο του τομέα κατασκευής και πώλησης του ομοειδούς προϊόντος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αυτό το αντιμονοπωλιακό παρελθόν. Εντούτοις, τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν ανωτέρω σε ό,τι αφορά την αποδοτικότητα, την απόδοση των επενδύσεων και τις ταμειακές ροές και κατωτέρω όσον αφορά τις επενδύσεις, που είναι βάσιμα μόνον για το ομοειδές προϊόν για το οποίο δεν λήφθηκαν υπόψη οι επιπτώσεις αυτής της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν επιβαρυντικοί παράγοντες, εκτός από την ανωτέρω ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση.

ξ)   Επενδύσεις

(110)

Οι ετήσιες επενδύσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για το υπό εξέταση προϊόν μειώθηκαν κατά περίπου 50 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Ειδικότερα, μειώθηκαν κατά 27 % το 2000, αυξήθηκαν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, εν συνεχεία μειώθηκαν εκ νέου κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Καθαρές επενδύσεις (000 ευρώ)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

73

77

59

51

ο)   Μέγεθος του περιθωρίου επιδότησης

(111)

Όσον αφορά τον αντίκτυπο στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής του μεγέθους του πραγματικού περιθωρίου επιδότησης, λαμβανομένου υπόψη του όγκου και των τιμών των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, ο αντίκτυπος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

π)   Ανάκαμψη μετά τις προηγούμενες επιδοτήσεις ή μετά το ντάμπινγκ

(112)

Επειδή δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ύπαρξη επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ πριν από την κατάσταση που εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία, αυτό το θέμα δεν εξετάστηκε.

5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΗΜΙΑ

(113)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής Ινδίας, αυξήθηκε σημαντικά κατά 76 % και το μερίδιο της κοινοτικής αγοράς αυξήθηκε κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες. Οι μέσες τιμές των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία ήταν διαρκώς χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Επίσης, κατά την περίοδο έρευνας, οι τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σε μέση σταθμισμένη βάση, οι τιμές των εισαγωγών ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές τιμές κατά 6 %-12 % περίπου κατά μέσον όρο, ενώ με βάση τους μεμονωμένους τύπους προϊόντος, η διαφορά αυτή των τιμών ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερη.

(114)

Σε σχέση με την υπό εξέταση περίοδο, διαπιστώθηκε επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, σχεδόν όλοι οι δείκτες της ζημίας σημείωσαν αρνητική τάση: ο όγκος παραγωγής μειώθηκε κατά 1 %, η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε κατά 9 %, οι όγκοι των πωλήσεων στην Κοινότητα μειώθηκαν κατά 1 % και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,3 ποσοστιαίες μονάδες σε μερίδιο αγοράς. Η ανά μονάδα τιμή πωλήσεων μειώθηκε κατά 8 % ενώ το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %, η αποδοτικότητα μειώθηκε κατά 66 %, η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές από τις δραστηριότητες λειτουργίας ακολούθησαν την ίδια αρνητική τάση. Η απασχόληση μειώθηκε κατά 17 %, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50 %.

(115)

Ορισμένοι δείκτες παρουσίασαν φαινομενικά θετική εξέλιξη: κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 13 %, που μπορεί να θεωρηθεί ως ο κανονικός συντελεστής αύξησης, και η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 19 %. Μαζί με τη μείωση της απασχόλησης που αναφέρεται ανωτέρω, αυτή δείχνει τις προσπάθειες που κατέβαλε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής για να παραμείνει ανταγωνιστικός παρά τον ανταγωνισμό που ασκείτο από τις επιδοτούμενες εισαγωγές από την Ινδία.

(116)

Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 8 του βασικού κανονισμού.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(117)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 6 και 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο επιδοτήσεων προκάλεσαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ζημία σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί σημαντική. Εξετάστηκαν επίσης και διάφοροι άλλοι γνωστοί παράγοντες, πέραν των επιδοτούμενων εισαγωγών, που μπορούσαν να προκαλέσουν συγχρόνως ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η πιθανή ζημία που προκλήθηκε από αυτούς δεν αποδόθηκε στις επιδοτούμενες εισαγωγές.

2.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

(118)

Η σημαντική αύξηση του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών κατά 76 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, και του αντίστοιχου μεριδίου τους στην αγορά της Κοινότητας, δηλαδή κατά περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς οι χαμηλότερες τιμές αυτών των εισαγωγών από τις κοινοτικές τιμές (περίπου 6 %-12 % κατά μέσον όρο την ΠΕ) συνέπεσαν με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κατά την ίδια περίοδο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη μείωση του όγκου των πωλήσεών του (-1 %), του μεριδίου αγοράς που κατείχε (-6,3 ποσοστιαίες μονάδες) και επιδείνωση της αποδοτικότητας (-8,7 ποσοστιαίες μονάδες). Αυτή η εξέλιξη πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η κοινοτική αγορά παρουσίαζε ανάπτυξη κατά τα έτη 1999-ΠΕ. Επιπλέον, οι επιδοτούμενες τιμές ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο και ασκούσαν πίεση σ’αυτές. Η επακόλουθη πτώση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (κατά 8 %) σε μία περίοδο κατά την οποία το κόστος παραγωγής είχε αυξηθεί κατά περίπου 2 % προκάλεσε την παρατηρηθείσα μείωση της αποδοτικότητας. Συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές είχαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ

α)   Μείωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την κάμψη της αγοράς χάλυβα

(119)

Δύο ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνδεόταν με την κάμψη που σημειώθηκε το 2001 και στις αρχές του 2002 στους καταναλωτές του ομοειδούς προϊόντος, δηλαδή στη βιομηχανία χάλυβα.

(120)

Η κάμψη του 2001-2002 στη βιομηχανία χάλυβα είναι γνωστή και επιβεβαιώνεται από τις τάσεις της κατανάλωσης του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, η οποία ήταν μεγαλύτερη το 2000, και εν συνεχεία μειώθηκε το 2001 και 2002. Όντως, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε σταθερά τα έτη 2000 έως 2002. Εντούτοις, το επιχείρημα δεν είναι ακριβές για το έτος 2000, κατά τη διάρκεια του οποίου ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπορούσε να επωφεληθεί από την μεγάλη ανάπτυξη της αγοράς χάλυβα, όπως φαίνεται από τις σημαντικές μειώσεις των τιμών πωλήσεων και της αποδοτικότητας που παρατηρήθηκαν αυτό το έτος. Το ίδιο έτος αντίθετα, οι όγκοι των εισαγωγών από την Ινδία αυξήθηκαν απότομα κατά 45 % και το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Σημειώνεται επίσης ότι η κατανάλωση ήταν από το 2000 μέχρι την ΠΕ σημαντικά υψηλότερη από τα επίπεδά της του 1999. Έτσι, η κάμψη στη βιομηχανία χάλυβα δεν οδήγησε σε γενική μείωση της ζήτησης για το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, παρόλο που δεν επιτεύχθηκε το σημαντικό επίπεδο του 2000 τα επόμενα έτη. Συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι η μείωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την κάμψη στην αγορά χάλυβα δεν αποτελούν ικανοποιητική εξήγηση για τη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, και συνέβαλαν μόνον στη ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής μόνον σε πολύ μικρό βαθμό, αν όχι καθόλου. Οι επιπτώσεις επομένως δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

β)   Επαναφορά κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά την διάλυση της σύμπραξης επιχειρήσεων (καρτέλ)

(121)

Πολλά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, οφειλόταν αποκλειστικά στην επαναφορά των κανονικών συνθηκών του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Πιο συγκεκριμένα τα εν λόγω μέρη αποδίδουν την πτώση των τιμών και της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 1999 και εξής στο γεγονός ότι το σημείο έναρξης ήταν τεχνητά υψηλό λόγω της ύπαρξης καρτέλ.

(122)

Στην απόφαση 2002/271/ΕΚ της 18ης Ιουλίου 2001 (5), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί είχαν, από κοινού με άλλους παραγωγούς, δημιουργήσει καρτέλ μεταξύ Μαΐου 1992 και Μαρτίου 1998. Η ΠΕ που καθορίστηκε για την παρούσα διαδικασία κατά των επιδοτήσεων καλύπτει την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003, ενώ η περίοδος για την εκτίμηση των τάσεων της ζημίας καλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως το τέλος της ΠΕ. Επομένως και η ΠΕ και η εξεταζόμενη περίοδο είναι ουσιαστικά προγενέστερες της λειτουργίας του καρτέλ. Η έρευνα έδειξε ότι, παρόλο που υπάρχουν διάφορες συμφωνίες και συμβάσεις, οι μεγαλύτεροι όγκοι των συναλλαγών καλύπτονται τυπικά από ετήσια σύμβαση ενώ ορισμένες παραδόσεις υπόκεινται σε εγγύηση στη διάρκεια του έτους για συγκεκριμένη τιμή. Οι διαπραγματεύσεις για ετήσιες συμβάσεις ουσιαστικά λαμβάνουν χώρα τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του έτους που προηγείται της ενάρξεως ισχύος της σύμβασης. Η έρευνα διαπίστωσε ότι κατά την περίοδο 1998-1999, οι ετήσιες συμβάσεις κάλυπταν το 40 % περίπου των συναλλαγών, οι εξαμηνιαίες συμβάσεις αφορούσαν το 35 % περίπου και οι τριμηνιαίες συμβάσεις ή οι απλές παραγγελίες κάλυπταν το 25 % περίπου. Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις (π.χ. οι τριετείς συμβάσεις) άρχισαν να ανακτούν έδαφος σχετικά πρόσφατα, αλλά ήταν οριακές τα έτη 1997-98, αν όχι ανύπαρκτες, όπως θα αναμενόταν λογικά σε μία αγορά η οποία χαρακτηριζόταν από υψηλές τιμές. Επομένως διαπιστώθηκε ότι όλες σχεδόν οι συναλλαγές που έχουν πράγματι τιμολογηθεί και πληρωθεί το 1999, και οι συνακόλουθες τιμές που εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 0 και 103 ανωτέρω, απορρέουν από συμφωνίες μεταξύ πωλητών και αγοραστών που συνάφθηκαν μετά την περίοδο για την οποία διαπιστώθηκαν αυθαίρετος καθορισμός τιμών και κατανομή των αγορών.

(123)

Ως αποδεικτικό στοιχείο για το επιχείρημα αυτό, τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στην εξέλιξη των τιμών ηλεκτροδίων μεγάλης διαμέτρου (δηλ. με διάμετρο άνω των 700 mm), που είναι ένα τμήμα της αγοράς το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς, δεν εξυπηρετούν οι Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς. Η έρευνα έδειξε ότι, παρόλο που οι δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς δεν εξήγαν αυτό το φάσμα προϊόντος κατά την ΠΕ στην Κοινότητα, ανέπτυξαν την τεχνική ικανότητά τους για να παράγουν αυτό το φάσμα προϊόντος. Η έρευνα έδειξε περαιτέρω ότι οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής γι’αυτό το συγκεκριμένο φάσμα προϊόντος είχαν μειωθεί σχετικά περισσότερο μεταξύ του 1999 και της ΠΕ από ό,τι είχαν μειωθεί οι μέσες τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για το ομοειδές προϊόν συνολικά. Αυτό το φάσμα προϊόντος αντιστοιχεί σε μικρό μερίδιο, περίπου 8 %, του συνολικού όγκου των πωλήσεων που πραγματοποίησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας για το ομοειδές προϊόν. Αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς έχει δύο ακόμη χαρακτηριστικά. Πρώτον, είναι σχετικά πρόσφατα αναπτυσσόμενη αγορά, πράγμα που προϋποθέτει ότι αυτή η αγορά έγινε γρήγορα ανταγωνιστική τα έτη 1999 έως την ΠΕ. Δεύτερον, χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολύ μικρού αριθμού μεγάλων πελατών, οι οποίοι αγοράζουν επίσης ηλεκτρόδια μικρότερης διαμέτρου. Όπως θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς, αυτοί οι μεγαλύτεροι από τον μέσο όρο πελάτες χρησιμοποιούν την αγοραστική τους δύναμη για να επιτύχουν μεγαλύτερες εκπτώσεις από ό,τι θα επετύγχαναν οι «κανονικοί» πελάτες. Η τάση των τιμών γι’αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς στρεβλώνεται επομένως από την επικράτηση των προαναφερομένων μεγάλων πελατών. Τέλος, παρόλο που οι Ινδοί παραγωγοί δεν εξήγαν αυτό το φάσμα προϊόντος σε τακτική βάση κατά την ΠΕ, η έρευνα διαπίστωσε την ύπαρξη ινδικών προσφορών τιμών γι’αυτό το φάσμα προϊόντος, τις οποίες χρησιμοποίησαν οι πελάτες της Κοινότητας ως ένα άλλο μέσο διαπραγμάτευσης τιμών με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(124)

Η Επιτροπή ζήτησε και επέτυχε μακροπρόθεσμες σειρές τιμών (από τα μέσα της δεκαετίας του 1980) από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, για αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Κοινότητας. Αυτή η σειρά τιμών δείχνει ότι οι τιμές αυξήθηκαν σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1990 και έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους το 1998. Μεταξύ του 1998 και του 1999, παρατηρήθηκε απότομη πτώση τιμών κατά 14 %, που αντανακλά καθαρά το τέλος της περιόδου αυθαίρετου καθορισμού τιμών και κατανομής των αγορών.

(125)

Επιπλέον, το επιχείρημα σχετικά με την επαναφορά των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά την διάλυση του καρτέλ δεν παρέχει επαρκή εξήγηση για την απώλεια του μεριδίου αγοράς που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από το 1999 έως την ΠΕ, ως συμμετρικά αντίθετη με την αύξηση του μεριδίου αγοράς των επιδοτούμενων εισαγωγών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επαναφορά των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά τη διάλυση του καρτέλ μπορεί να εξηγήσει μόνον ένα περιορισμένο τμήμα των ζημιογόνων τάσεων που παρατηρήθηκαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, και ότι οι επιπτώσεις της δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

γ)   Επιδόσεις άλλων κοινοτικών παραγωγών

(126)

Κανένας άλλος κοινοτικός παραγωγός που δεν ανήκει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δεν συνεργάστηκε με την έρευνα. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι ένας από τους δύο άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς έγινε αναξιόχρεος και σταμάτησε την παραγωγή του από το Νοέμβριο 2002 (βλ. αιτιολογική σκέψη 77). Με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ο όγκος των πωλήσεων στην ΕΚ των δύο άλλων παραγωγών αυξήθηκε από περίπου 15 000 τόνους το 1999 σε περίπου 21.000 τόνους το 2002, και εν συνεχεία μειώθηκε σε περίπου 19 000 τόνους κατά την ΠΕ. Σε ό,τι αφορά το μερίδιο αγοράς τους, αυτό αυξήθηκε από 12,5 % το 1999 σε 16,6 % το 2002, και εν συνεχεία μειώθηκε σε 14,4 % κατά την ΠΕ. Αν η έρευνα είχε καλύψει το έτος 2003 συνολικά, το μερίδιο αγοράς του μοναδικού άλλου κοινοτικού παραγωγού θα ήταν 9,7 %. Ενώ αληθεύει το ότι οι δύο άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί ανέκτησαν 1,9 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, το γεγονός ότι ένας παραγωγός έγινε αναξιόχρεος είναι ενδεικτικό της ζημιογόνου κατάστασης για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι επιδόσεις άλλων κοινοτικών παραγωγών συνέβαλαν, ενδεχομένως, στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σε πολύ περιορισμένο βαθμό, αν όχι καθόλου, και ότι ως εκ τούτου οι επιπτώσεις τους δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το πόρισμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

δ)   Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

(127)

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο συνολικός όγκος εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγωγής τρίτων χωρών, άλλων εκτός της Ινδίας, αυξήθηκε κατά 20 % από περίπου 13 000 τόνους το 1999 σε περίπου 15 000 τόνους την ΠΕ, και το μερίδιο αγοράς του αυξήθηκε από 10,7 % το 1999 σε 11,8 % κατά την ΠΕ. Όσον αφορά τις μέσες σταθμισμένες τιμές CIF των εν λόγω εισαγωγών, μειώθηκαν κατά 8 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, από 2.400 ευρώ/τόνο το 1999 σε 2.200 ευρώ/τόνο κατά την περίοδο έρευνας. Πρέπει να αναφερθεί ότι οι τιμές των εισαγωγών από τρίτες χώρες άλλες εκτός της Ινδίας παρέμειναν σε ουσιαστικά υψηλότερα επίπεδα από ό,τι οι τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο.

(128)

Διαπιστώθηκε επίσης ότι μόνον οι εισαγωγές καταγωγής των τριών χωρών εκτός της Ινδίας κατείχαν μερίδιο στην αγορά της Κοινότητας άνω του 1 % κατά την ΠΕ, δηλαδή η Ιαπωνία, η Πολωνία και οι ΗΠΑ. Διαπιστώθηκε ότι (i) το μερίδιο αγοράς της Ιαπωνίας αυξήθηκε από 2,1 % το 1999 σε 2,6 % την ΠΕ, (ii) το μερίδιο αγοράς της Πολωνίας αυξήθηκε από 3,3 % το 1999 σε 4,4 % την ΠΕ και (iii) το μερίδιο αγοράς των ΗΠΑ μειώθηκε από 5,3 % το 1999 σε 4,7 % την ΠΕ. Από αυτές τις τρεις χώρες, οι τιμές εισαγωγής CIF της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ φαίνεται ότι ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ενώ οι τιμές των εισαγωγών καταγωγής Πολωνίας ήταν υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, οι τιμές εισαγωγής CIF αυτών των τριών χωρών ήταν πάντα υψηλότερες από τις τιμές της εν λόγω χώρας. Επίσης, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι αυτές οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε επιδοτούμενες τιμές.

(129)

Η έρευνα καθόρισε ότι οι δύο εγκαταστάσεις παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος στην Πολωνία οι οποίες εξήγαν το προϊόν αυτό στην Κοινότητα είναι θυγατρικές ενός καταγγέλλοντος κοινοτικού παραγωγού. Επομένως, όλες οι ανωτέρω εισαγωγές από την Πολωνία πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ για λογαριασμό του προαναφερόμενου κοινοτικού παραγωγού. Η έρευνα καθόρισε επίσης ότι περίπου το 40 % των όγκων του ομοειδούς προϊόντος που εισήχθη από τις ΗΠΑ είχε εισαχθεί στην πραγματικότητα από τον άλλο καταγγέλοντα κοινοτικό παραγωγό προς τελική πώληση στην Κοινότητα. Δεν βρέθηκε καμία ένδειξη για το ότι οι αντίστοιχες μεταπωλήσεις ήταν ζημιογόνες στους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς ή ότι αυτές οι εισαγωγές είχαν πραγματοποιηθεί σε βάρος της ίδιας παραγωγής στην Κοινότητα. Η έρευνα εντούτοις έδειξε ότι οι όγκοι εισαγωγής από τις εγκαταστάσεις παραγωγής των δύο καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών που κατασκευάζουν το ομοειδές προϊόν σε άλλες τρίτες χώρες, ήταν ατομικά και συνολικά ελάχιστοι, δηλαδή κάτω του 1 % της κοινοτικής κατανάλωσης.

(130)

Οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί είναι μεγάλες εταιρείες που λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο τομέας δραστηριότητάς τους δεν περιορίζεται μόνον στην Κοινότητα. Αυτές οι εταιρείες όχι μόνον εισάγουν ορισμένες μικρές ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος για τελική πώληση στην Κοινότητα, αλλά επίσης εξάγουν ένα σημαντικό τμήμα της κοινοτικής παραγωγής τους εκτός Κοινότητας. Η προβληματική που βρίσκεται πίσω από αυτές τις παγκόσμιες αποστολές είναι η όλο και μεγαλύτερη τάση εξειδίκευσης των διαφόρων εγκαταστάσεων σε διαστάσεις και ποιότητες του ομοειδούς προϊόντος, πράγμα που έχει ως άμεση συνέπεια να καταφεύγουν και οι δύο κοινοτικοί παραγωγοί, για ορισμένες διαστάσεις και ποιότητες, σε εισαγωγές από εγκαταστάσεις εκτός ΕΚ για να συμπληρώσουν το φάσμα των προϊόντων που προσφέρουν στους πελάτες στην Κοινότητα.

(131)

Με βάση τις μέσες τιμές, τον μικρό όγκο αυτών των εισαγωγών, το μικρό μερίδιο της αγοράς και τις ανωτέρω παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά το φάσμα του προϊόντος, δεν διαπιστώθηκε ότι αυτές οι εισαγωγές από τις τρίτες χώρες, είτε προέρχονταν από τις εγκαταστάσεις που ανήκουν στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, είτε όχι, συνέβαλαν στη ζημιογόνο κατάσταση που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ιδίως από πλευράς μεριδίου αγοράς, όγκων πωλήσεων, απασχόλησης, επενδύσεων, αποδοτικότητας, απόδοσης των επενδύσεων και ταμειακών ροών.

(132)

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι αυτή η διαδικασία εισήγε διακρίσεις επειδή δεν είχε λάβει υπόψη την ύπαρξη εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας («ΛΔΚ»), όπως φαίνεται από τις σχετικά μεγάλες ποσότητες των εισαγωγών από την ΛΔΚ που δηλώθηκαν στον κωδικό ΣΟ 8545 11 00. Πρέπει πρώτα να τονιστεί ότι ο κωδικός ΣΟ 8545 11 00 καλύπτει όχι μόνον το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, αλλά και άλλα είδη. Δεν είναι επομένως σκόπιμο να συνάγονται συμπεράσματα με μόνη βάση τον ανωτέρω κωδικό ΣΟ. Δόθηκε εντούτοις ιδιαίτερη προσοχή σ’αυτό το θέμα κατά τις επισκέψεις επαλήθευσης που πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις των χρηστών που συνεργάσθηκαν. Ενώ πολλοί χρήστες είχαν δηλώσει στις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο τους όγκους του ομοειδούς προϊόντος που είχαν εισαχθεί από την ΛΔΚ, η επιτόπια επαλήθευση απέδειξε ότι κανένα από αυτά τα κινεζικά ηλεκτρόδια δεν συμφωνούσε με τις προδιαγραφές που ορίζουν το υπό εξέταση προϊόν. Επιπλέον, μια από τις δύο ενώσεις χρηστών δήλωσε σαφώς σε γραπτή παρατήρηση ότι η ΛΔΚ δεν ήταν σε θέση να παράγει και να εξάγει το ομοειδές προϊόν στην Κοινότητα κατά την περίοδο 1999-ΠΕ. Άρα, το επιχείρημα απορρίπτεται.

ε)   Εξαγωγική επίδοση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(133)

Τονίζοντας τη μεγάλη πτώση των τιμών εξαγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι (i) αυτή ήταν ενδεικτική της απουσίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας και (ii) αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ζημία που προκάλεσε μόνος του ο κλάδος αυτός.

(134)

Όπως εξηγείται ανωτέρω, οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έρευνα διαπίστωσε ότι ο κοινοτικός όγκος παραγωγής εξάγει περίπου 15 % περισσότερο όγκο από ό,τι πωλεί στην Κοινότητα. Από ένα επίπεδο περίπου 100 000 τόνων το 1999, ο όγκος των πωλήσεων που εξήγε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε κατά 12 % το 2000, μειώθηκε κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 6 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Κατά την ΠΕ, ο όγκος των εξαγωγικών πωλήσεων βρισκόταν πολύ κοντά στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 1999, και επομένως καμία απώλεια των οικονομιών κλίμακας δεν μπορεί να αποδοθεί στην εξαγωγική δραστηριότητα. Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι τιμές των εξαγωγικών πωλήσεων μειώθηκαν κατά περίπου 14 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Εντούτοις, εξεταζόμενη χωριστά από άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν παίξει κάποιο ρόλο σε επίπεδο παγκόσμιας αγοράς, αυτή η παρατήρηση δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα διαδικασία, που αφορά την κοινοτική αγορά και όχι την παγκόσμια αγορά. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η τάση της αποδοτικότητας που εξετάστηκε στο πλαίσιο εκτίμησης της ζημίας αναφέρεται αποκλειστικά στις πωλήσεις στην Κοινότητα της ίδιας παραγωγής του κοινοτικού κλάδου. Παρόλο που η αποδοτικότητα των εξαγωγικών πωλήσεων επιδεινώθηκε ελαφρά σε σχέση με την αποδοτικότητα των κοινοτικών πωλήσεων, αυτό το γεγονός θεωρείται επίσης άσχετο με την παρούσα διαδικασία. Θεωρείται επομένως ότι η εξαγωγική δραστηριότητα δεν μπορεί να έχει συμβάλει με κανέναν τρόπο στη ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος εξαγωγικών πωλήσεων (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

112

91

93

99

Ανά μονάδα τιμή των εξαγωγικών πωλήσεων (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (80) ανωτέρω]

Δείκτης (1999 = 100)

100

96

102

88

86

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΙΩΔΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

(135)

Εν κατακλείδι, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι η σημαντική ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και που χαρακτηρίζεται κυρίως με την μείωση, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, του μεριδίου αγοράς, με τη μείωση της ανά μονάδα τιμής πωλήσεων (κατά 8 %), με την αύξηση του ανά μονάδα κόστους παραγωγής κατά 2 %, με την συνακόλουθη μείωση της αποδοτικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων, των ταμειακών ροών από τις δραστηριότητες λειτουργίας, και με την μείωση των επενδύσεων και της απασχόλησης οφείλεται στις εν λόγω επιδοτούμενες εισαγωγές.

(136)

Όντως, οι επιπτώσεις της μείωσης της ζήτησης σε συνδυασμό με τη κάμψη στην αγορά χάλυβα, της επαναφοράς των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά τη διάλυση του καρτέλ, των επιδόσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών, των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, των εξαγωγικών επιδόσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ήταν ελάχιστες ή μόνον πολύ περιορισμένες και επομένως δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(137)

Επομένως, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές καταγωγής Ινδίας προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

Ζ.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(138)

Η Επιτροπή εξέτασε αν, παρά τα συμπεράσματα για τις επιδοτήσεις, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, υπήρχαν σοβαροί λόγοι που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέσπιση μέτρων στην προκειμένη περίπτωση δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας. Για το σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε την επίπτωση των μέτρων για όλα τα μέρη που αφορά αυτή η έρευνα.

1.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(139)

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποτελείται από δύο ομίλους εταιρειών, που διαθέτουν συνολικά εννέα εγκαταστάσεις παραγωγής σε διάφορες κοινοτικές χώρες, και απασχολούν 1. 800 άτομα που συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή, στις πωλήσεις και στη διαχείριση του ομοειδούς προϊόντος. Μετά την επιβολή των μέτρων, ο όγκος και οι τιμές των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά αναμένεται να αυξηθούν. Εντούτοις, οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν θα αυξηθούν κατά πάσα πιθανότητα στο επίπεδο οποιουδήποτε αντισταθμιστικού δασμού εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών, των εισαγωγών καταγωγής της εν λόγω χώρας που πραγματοποιούνται με μη επιδοτούμενες τιμές και των εισαγωγών καταγωγής άλλων τρίτων χωρών. Συμπερασματικά, προβλέπεται ότι η αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων, αφενός, και η περαιτέρω μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος, αφετέρου, σε συνδυασμό με μια μέτρια αύξηση των τιμών, θα επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση.

(140)

Αφετέρου, εάν δεν επιβληθούν μέτρα κατά των επιδοτήσεων, η αρνητική τάση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής είναι πιθανό να συνεχιστεί. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα συνεχίσει πιθανόν να χάνει μερίδια αγοράς και να αντιμετωπίζει την επιδείνωση της αποδοτικότητάς του. Αυτό θα οδηγήσει ασφαλώς σε περικοπές της παραγωγής και των επενδύσεων, σε κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής και σε περαιτέρω μειώσεις θέσεων εργασίας στην Κοινότητα.

(141)

Συνεπώς, η επιβολή μέτρων κατά των επιδοτήσεων θα επέτρεπε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να ανακάμψει από τη ζημιογόνο πρακτική επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε.

2.   ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΜΗ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΕΩΝ/ΕΜΠΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(142)

Κατά την ΠΕ, οι δύο συνεργαζόμενοι εισαγωγείς εισήγαγαν περίπου 20 % του συνολικού όγκου εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής εν λόγω χώρας. Από τη συνεργασία από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς φαίνεται ότι οι εισαγωγείς/έμποροι στην Κοινότητα (δηλαδή οι δύο ανωτέρω συνεργαζόμενοι εισαγωγείς, αφενός, και οι μη συνεργαζόμενοι εισαγωγείς/έμποροι αφετέρου) αντιπροσωπεύουν το 40 % περίπου του συνολικού όγκου εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας.

(143)

Εάν επιβληθούν αντισταθμιστικά μέτρα, είναι πιθανό ο όγκος των εισαγωγών καταγωγής της εν λόγω χώρας να μειωθεί. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός η επιβολή μέτρων κατά των επιδοτήσεων να οδηγήσει σε μέτρια αύξηση των τιμών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα, επηρεάζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την οικονομική κατάσταση των εισαγωγέων/εμπόρων. Σε ό,τι αφορά τους δύο συνεργαζόμενους εισαγωγείς, η εμπορική δραστηριότητα για το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας αντιστοιχεί στο 40 % περίπου του συνολικού κύκλου εργασιών τους. Από πλευράς εργατικού δυναμικού τους, από ένα σύνολο 10 απασχολουμένων, οι 4 απασχολούνται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα για το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας. Οι επιπτώσεις που θα έχει στους εισαγωγείς η αύξηση της τιμής εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητά τους να τη μεταφέρουν στους πελάτες τους. Η χαμηλή αναλογία του υπό εξέταση προϊόντος στο συνολικό κόστος των χρηστών (βλ. αιτιολογική σκέψη 147 κατωτέρω) μπορεί επίσης να διευκολύνει τους εισαγωγείς να μεταφέρουν οποιαδήποτε αύξηση της τιμής στους χρήστες.

(144)

Βάσει των στοιχείων αυτών, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων κατά των επιδοτήσεων δεν προβλέπεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση των εισαγωγέων της Κοινότητας.

3.   ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ

(145)

Η κυριότερη βιομηχανία χρήστης που αντιπροσωπεύει το 80 % περίπου της συνολικής κοινοτικής κατανάλωσης του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, είναι ο βιομηχανικός κλάδος χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκάμινους. Κατά την ΠΕ, οι οκτώ συνεργαζόμενοι τελικοί χρήστες κατανάλωσαν το 27 % περίπου του συνολικού όγκου εισαγωγών στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής εν λόγω χώρας, το οποίο εισήχθη είτε απευθείας από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς ή μέσω εισαγωγέων/εμπόρων. Από τη συνεργασία από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς φαίνεται ότι οι τελικοί χρήστες στην Κοινότητα (δηλαδή οι οκτώ ανωτέρω συνεργαζόμενοι χρήστες, αφενός, και οι μη συνεργαζόμενοι χρήστες αφετέρου) αντιπροσωπεύουν το 56 % περίπου του συνολικού όγκου άμεσων εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας. Το υπόλοιπο τμήμα (4 %) εισήχθη από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(146)

Οι συνεργαζόμενοι χρήστες ισχυρίζονται ότι η επιβολή μέτρων κατά των επιδοτήσεων θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική τους κατάσταση, άμεσα με την αύξηση της τιμής της κατανάλωσής τους που προμηθεύονται στην Ινδία, και έμμεσα με την ενδεχόμενη αύξηση της τιμής που εφαρμόζουν οι κοινοτικοί παραγωγοί για το μερίδιο της κατανάλωσής τους που προέρχεται από τους κοινοτικούς παραγωγούς.

(147)

Η έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 1 % του συνολικού κόστους παραγωγής των χρηστών που συνεργάσθηκαν. Η πιθανή επίπτωση του κόστους στους χρήστες θα είναι η ακόλουθη. Εάν εφαρμοστούν αντισταθμιστικά μέτρα, το κόστος παραγωγής των χρηστών θα αυξηθεί μεταξύ 0,15 % (στο χειρότερο σενάριο βάσει του οποίου οι τιμές του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος θα αυξηθούν με το ποσό του δασμού, ανεξάρτητα από την καταγωγή αυτών των προϊόντων) και 0,03 % (μόνον η κατανάλωση που προέρχεται από την Ινδία επηρεάζεται από την αύξηση της τιμής). Τελικά, υπολογίζεται ότι το πραγματικό αποτέλεσμα θα βρίσκεται ανάμεσα σ’αυτά τα δύο σενάρια για τους εξής λόγους. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές του σε ορισμένο βαθμό, αλλά θα επωφεληθεί επίσης από την χαλάρωση της πίεσης επί των τιμών για να ανακτήσει το μερίδιο αγοράς που είχε χάσει από την ανταγωνιστικότητα ως προς τις ινδικές τιμές. Υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και η επαναφορά θεμιτών και πιο αποδοτικών συνθηκών αγοράς θα αυξήσει ασφαλώς την πιθανή προμήθεια από όλες τις χώρες καταγωγής και θα προσελκύσει νέες επενδύσεις. Επί πλέον, περίπου το 15 % της κοινοτικής κατανάλωσης καλύπτεται από εναλλακτικούς προμηθευτές (δηλαδή άλλους κοινοτικούς παραγωγούς και εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες εκτός της Ινδίας). Επομένως, δεν φαίνεται πιθανό να σημειωθεί γενική αύξηση των τιμών. Τέλος, από αυτές τις πολύ περιορισμένες επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής των χρηστών, είναι ενδεχομένως πιθανό να μεταφερθεί τουλάχιστον ένα τμήμα στους κατάντη πελάτες πράγμα που θα έχει τελικά ακόμη μικρότερη επίπτωση στα κέρδη των χρηστών.

(148)

Οι συνεργαζόμενοι χρήστες είναι ακόμη αντίθετοι με την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων με το επιχείρημα ότι αυτά τα μέτρα θα θέσουν φραγμούς σε μία ανταγωνιστική αγορά, και εκ των πραγμάτων θα συμβάλουν στην δημιουργία καρτέλ που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή το 2001.

(149)

Η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις το 2001 στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς οι οποίοι είχαν δημιουργήσει καρτέλ μεταξύ Μαΐου 1992 και Μαρτίου 1998. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι δύο παραγωγοί που αποτελούσαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής είχαν σταματήσει την προηγούμενη πρακτική τους αυθαίρετου καθορισμού των τιμών και κατανομής των αγορών, και έτσι αυτό το σημείο δεν συζητήθηκε από τα μέρη. Η κατάσταση που διακυβεύεται είναι να αποκατασταθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού που είχαν στρεβλωθεί από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των Ινδών εξαγωγέων. Στόχος των μέτρων κατά των επιδοτήσεων δεν είναι να εμποδίσουν την πρόσβαση στην Κοινότητα των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα, αλλά να εξουδετερώσουν τις επιπτώσεις από τη στρέβλωση των όρων της αγοράς λόγω της παρουσίας των επιδοτούμενων εισαγωγών. Η αποκατάσταση θεμιτών όρων στην αγορά δεν θα ωφελήσει μόνον τους κοινοτικούς παραγωγούς, αλλά και τις εναλλακτικές πηγές προμήθειας όπως, για παράδειγμα, τις εισαγωγές που δεν αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε δημιουργήσει καρτέλ τα έτη 1992-1998 δεν πρέπει να του στερεί το δικαίωμα προστασίας στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

(150)

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, μπορεί να συναχθεί προσωρινά το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων κατά των επιδοτήσεων (i) δεν θα επηρεάσει σοβαρά την οικονομική κατάσταση των χρηστών· και (ii) δεν θα έχει αρνητικές συνέπειες στη γενική κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(151)

Η επιβολή μέτρων αναμένεται να δώσει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής την ευκαιρία να ανακτήσει πωλήσεις και μερίδια αγοράς που είχε χάσει και να βελτιώσει την αποδοτικότητά του. Εξάλλου, ενόψει της επιδείνωσης της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, αν δεν ληφθούν μέτρα, υπάρχει κίνδυνος ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί να κλείσουν τις εγκαταστάσεις τους και να απολύσουν ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού τους. Αν και προβλέπονται αρνητικές επιπτώσεις υπό μορφή μείωσης του όγκου εισαγωγών και μέτριας αύξησης των τιμών για τους εισαγωγείς/εμπόρους και για τους χρήστες, η έκταση των φαινομένων αυτών μπορεί να περιοριστεί με τη μεταφορά της αύξησης στους κατάντη πελάτες. Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αποχρώντες λόγοι για τη μη επιβολή μέτρων στην προκειμένη περίπτωση και ότι η εφαρμογή μέτρων δεν θα ήταν αντίθετη με το συμφέρον της Κοινότητας.

H.   ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

(152)

Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων για την πρακτική επιδοτήσεων, τη ζημία και το συμφέρον της Κοινότητας, θεωρείται απαραίτητο να ληφθούν προσωρινά μέτρα ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων.

1.   ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(153)

Το επίπεδο των προσωρινών αντιντασταθμιστικών μέτρων πρέπει να αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, χωρίς να υπερβαίνει τα περιθώρια των επιδοτήσεων που διαπιστώθηκαν. Κατά τον υπολογισμό του απαραίτητου ποσού του δασμού για την εξάλειψη των επιπτώσεων της ζημιογόνου πρακτικής επιδοτήσεων, θεωρήθηκε ότι τα μέτρα θα έπρεπε να επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να πραγματοποιήσει συνολικό κέρδος πριν από το φόρο τέτοιο που θα μπορούσε να επιτύχει εύλογα υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με επιδοτήσεις.

(154)

Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, διαπιστώθηκε προκαταρκτικά ότι ένα περιθώριο κέρδους 9,4 % του κύκλου εργασιών θα μπορούσε να θεωρηθεί το κατάλληλο επίπεδο που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ελλείψει της ζημιογόνου πρακτικής επιδοτήσεων. Οι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί παρατήρησαν ότι μπορούσαν να αναμένουν ευλόγως περιθώριο κέρδους 10 % με 15 % αν δεν υπήρχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές. Η έρευνα διαπίστωσε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε επιτύχει κέρδος που κυμαινόταν μεταξύ 12 % και 15 % του κύκλου εργασιών το 1999 (βλ. αιτιολογική σκέψη 105 ανωτέρω), όταν το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές ήταν το χαμηλότερο. Η Επιτροπή εξέτασε αν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά το 1999 μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές για τις κανονικές συνθήκες αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν. Η έρευνα καθόρισε ότι η επαναφορά των κανονικών όρων ανταγωνισμού μετά το τέλος της περιόδου αυθαίρετου καθορισμού τιμών και κατανομής των αγορών είχε κάποια επίπτωση στις τιμές και ότι η τιμή των βασικών πρώτων υλών είχε αυξηθεί σημαντικά μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρείται ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποδοτικότητα 12 % με 15 % κατά την ΠΕ. Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε τα στατιστικά ισολογισμών εταιρείας ανά τομείς που συγκέντρωσαν οι Κεντρικές Τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Η Επιτροπή διατήρησε τη βάση δεδομένων που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία. Αυτή η εξέταση έδειξε ότι οι εταιρείες που ανήκουν στον κοντινότερο διαθέσιμο τομέα στις ανωτέρω μεγάλες βιομηχανικές χώρες, επέτυχαν κατά μέσον όρο κέρδος, εκτός των τυχόν εκτάκτων αποτελεσμάτων, 9,4 % το 2002. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις και τα στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι το 9,4 % είναι ένα εύλογο κέρδος που θα μπορούσε να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αν δεν υπήρχαν οι επιδοτούμενες εισαγωγές.

(155)

Εν συνεχεία, καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση σύγκριση, συναλλαγή προς συναλλαγή, της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, όπως καθορίστηκε για τον καθορισμό των χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές, και της μη ζημιογόνου τιμής του ομοειδούς προϊόντος που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά. Η μη ζημιογόνος τιμή υπολογίστηκε με την πρόσθεση στις τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, του προαναφερθέντος περιθωρίου κέρδους. Οι τυχόν διαφορές που προέκυψαν από την εν λόγω σύγκριση εκφράστηκαν στη συνέχεια ως εκατοστιαίο ποσοστό της συνολικής αξίας εισαγωγής CIF.

(156)

Η ανωτέρω σύγκριση τιμών έδειξε τα ακόλουθα περιθώρια ζημίας:

Graphite India Limited (GIL)

20,3 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

12,8 %

2.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

(157)

Με βάση τα ανωτέρω, θεωρείται ότι πρέπει να επιβληθεί προσωρινός αντισταθμιστικός δασμός στο επίπεδο του περιθωρίου επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε, αλλά ότι δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο της ζημίας που υπολογίστηκε ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

3.   ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

(158)

Για λόγους χρηστής διαχείρισης, πρέπει να καθοριστεί περίοδος εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη που δήλωσαν ότι ενδιαφέρονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη, μπορούν να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι τα συμπεράσματα όσον αφορά την επιβολή των δασμών που θα συναχθούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, είναι προσωρινά και μπορούν να επανεξεταστούν για την επιβολή οριστικού δασμού.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται προσωρινός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές ηλεκτροδίων από γραφίτη του είδους που χρησιμοποιούνται για ηλεκτρικές κάμινους, με φαινομένη πυκνότητα 1.65 g/cm3 ή μεγαλύτερη και με ηλεκτρική αντίσταση 6.0 μΩ.m ή μικρότερη, που υπάγονται κανονικά στον κωδικό ΣΟ ex 8545 11 00 (κωδικός TARIC 8545110010) και θηλές που χρησιμοποιούνται για τέτοια ηλεκτρόδια, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 8545 90 90 (κωδικός TARIC 8545909010), είτε εισάγονται από κοινού ή χωριστά, καταγωγής Ινδίας.

2.   Ο συντελεστής του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από το δασμό, για τα προϊόντα που παράγονται από τις ακόλουθες εταιρείες στην Ινδία, είναι ο ακόλουθος:

Εταιρεία

Προσωρινός δασμός

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Graphite India Limited (GIL), 31 Chowringhee Road, Kolkatta – 700016, West Bengal

14,6 %

A530

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited, Bhilwara Towers, A-12, Sector-1, Noida – 201301, Uttar Pradesh

12,8 %

A531

Όλες οι άλλες εταιρείες

14,6 %

A999

3.   Εκτός εάν υπάρχει άλλη πρόβλεψη, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

4.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα του προϊόντος που αναφέρεται ανωτέρω εξαρτάται από την παροχή εγγυήσεως, ίσης με το ποσό που αντιστοιχεί στον προσωρινό δασμό.

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού, βάσει των οποίων θεσπίστηκε ο παρών κανονισμός, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται για περίοδο τεσσάρων μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12.

(3)  ΕΕ C 197 της 21.8.2003, σ. 5.

(4)  ΕΕ C 197 της 21.8.2003, σ. 2.

(5)  ΕΕ L 100 της 16.4.2002, σ. 1.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/61


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ (ΕΚ) αριθ. 1009/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Μαΐου 2004

για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2004 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (2) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 7,

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   ΓΕΝΙΚΑ

(1)

Στις 21 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή ανήγγειλε με ανακοίνωση («ανακοίνωση για την έναρξη») που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3) την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας.

(2)

Η διαδικασία κινήθηκε μετά από καταγγελία που υποβλήθηκε τον Ιούλιο 2003 από την European Carbon and Graphite Association (ECGA) εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος, σ'αυτήν την περίπτωση πάνω από το 50 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά το εν λόγω προϊόν και τη σημαντική ζημία που προέκυψε από την πρακτική αυτή, τα οποία θεωρήθηκαν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

(3)

Η έναρξη παράλληλης διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές στην Κοινότητα του ιδίου προϊόντος, καταγωγής Ινδίας, αναγγέλθηκε με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4) την ίδια ημερομηνία.

(4)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τον καταγγέλλοντα και άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς, τους παραγωγούς-εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους χρήστες και τους προμηθευτές που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους αντιπροσώπους της Ινδίας σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(5)

Οι δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας (ΔΑΙ), καθώς και οι παραγωγοί, οι χρήστες και οι εισαγωγείς-έμποροι της Κοινότητας, γνωστοποίησαν γραπτώς τις απόψεις τους. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα μέρη που το ζήτησαν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, τα οποία απέδειξαν ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.

2.   ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ

(6)

Λόγω του μεγάλου αριθμού μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στην Κοινότητα, θεωρήθηκε σκόπιμο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής της μεθόδου δειγματοληψίας. Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον είναι αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, κλήθηκαν όλοι οι γνωστοί μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς, δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας και να παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ζητούνται στην ανακοίνωση για την έναρξη, για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003. Μόνον δύο μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς συμφώνησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα και παρείχαν τα απαιτούμενα στοιχεία εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Συνεπώς η δειγματοληψία δεν θεωρήθηκε αναγκαία γι’ αυτήν τη διαδικασία.

3.   ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(7)

Η Επιτροπή έστειλε επίσης ερωτηματολόγια σε όλα τα γνωστά ως ενδιαφερόμενα μέρη, στους δύο μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που αναφέρονται ανωτέρω και σε όλες τις άλλες εταιρείες που αναγγέλθηκαν εντός των προθεσμιών οι οποίες καθορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη.

(8)

Λήφθηκαν απαντήσεις από δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς, από τους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, από οκτώ εταιρείες χρήστες και από τους δύο μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που αναφέρονται ανωτέρω. Επιπλέον, μία εταιρεία χρήστρια υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις που περιείχαν ορισμένα ποσοτικά στοιχεία και δύο ενώσεις χρηστών υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

(9)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ, της ζημίας που προέκυψε και του συμφέροντος της Κοινότητας. Πραγματοποιήθηκαν επίσης επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

 

Κοινοτικοί παραγωγοί:

SGL Carbon GmbH, Wiesbaden and Meitingen, Γερμανία·

SGL Carbon SA, La Coruña, Ισπανία·

UCAR SNC, Notre Dame de Briançon, Γαλλία (καθώς και η συνδεδεμένη εταιρεία της, UCAR SA, Etoy, Ελβετία)·

UCAR Electrodos Ibérica SL, Pamplona, Ισπανία·

Graftech SpA, Caserta, Ιταλία.

 

Μη συνδεδεμένοι κοινοτικοί εισαγωγείς:

Promidesa SA, Madrid, Ισπανία·

AGC-Matov allied graphite & carbon GmbH, Βερολίνο, Γερμανία.

 

Χρήστες:

ISPAT Hamburger Stahlwerke GmbH, Hamburg, Γερμανία·

ThyssenKrupp Nirosta GmbH, Krefeld, Γερμανία·

Lech-Stahlwerke, Meitingen, Γερμανία·

Ferriere Nord, Osoppo, Ιταλία.

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδία:

Graphite India Limited (GIL), Kolkatta and Nasik·

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited, Bhopal.

(10)

Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003 (εφεξής «η περίοδος της έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που απαιτήθηκε για την αξιολόγηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από το 1999 έως το τέλος της ΠΕ («η εξεταζόμενη περίοδος»).

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   ΥΠO ΕΞEΤΑΣΗ ΠΡΟΪOΝ

(11)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι ηλεκτρόδια από γραφίτη ή/και θηλές που χρησιμοποιούνται για τέτοια ηλεκτρόδια, είτε εισάγονται μαζί ή χωριστά. Το ηλεκτρόδιο γραφίτη είναι μία στήλη από γραφίτη κατασκευασμένη με χύτευση σε κεραμικούς τύπους ή με διέλαση. Τα δύο άκρα αυτού του κυλίνδρου, λεπτύνονται και διαμορφώνονται ελικωτές υποδοχές έτσι ώστε να είναι δυνατό να συνδεθούν δύο ή περισσότερα ηλεκτρόδια σχηματίζοντας στήλη. Για την ένωση δύο υποδοχών χρησιμοποιείται ένας σύνδεσμος επίσης από γραφίτη ονομαζόμενος «θηλή». Το σύνολο ηλεκτροδίων και θηλής από γραφίτη διατίθεται στην αγορά ως προσυναρμογολογημένο «σύστημα ηλεκτροδίων γραφίτη».

(12)

Τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια παράγονται από πετρελαϊκό οπτάνθρακα (κοκ), ένα προϊόν της πετρελαιοβιομηχανίας, και από υπόλειμμα απόσταξης λιθανθρακόπισσας. Η κατασκευαστική διαδικασία έχει έξι στάδια, δηλαδή μορφοποίηση, όπτηση, εμποτισμός, ανόπτηση, μετατροπή σε γραφίτη και μηχανουργική κατεργασία. Για την μετατροπή σε γραφίτη, το προϊόν θερμαίνεται ηλεκτρικώς σε θερμοκρασία άνω των 3 000 °C. Ο γραφίτης, η κρυσταλλική μορφή του άνθρακα, είναι ένα μοναδικό υλικό με χαμηλή ηλεκτρική αλλά υψηλή θερμική αγωγιμότητα· έχει μεγάλη αντοχή και εξαιρετικές επιδόσεις σε υψηλή θερμοκρασία, και αυτό το καθιστά κατάλληλο για χρήση σε καμίνους ηλεκτρικού τόξου. Ο χρόνος κατεργασίας για ένα σύστημα ηλεκτροδίων γραφίτη είναι περίπου δύο μήνες. Δεν υπάρχουν υποκατάστατα προϊόντα για τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη.

(13)

Τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη χρησιμοποιούνται από τους παραγωγούς προϊόντων σιδήρου και χάλυβα σε κάμινους ηλεκτρικού τόξου· ονομάζονται επίσης «μίνι χαλυβουργεία»· ως αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος για την παραγωγή χάλυβα από ανακυκλωμένο παλαιοσίδηρο. Τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα συστήματα και που καλύπτονται από την παρούσα έρευνα είναι τα ηλεκτρόδια με φαινομένη πυκνότητα 1,65 g/cm3 ή μεγαλύτερη και με ηλεκτρική αντίσταση 6.0 μΩ.m ή μικρότερη. Τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη που πληρούν αυτές τις τεχνικές προδιαγραφές απορροφούν πολύ υψηλή ισχύ.

(14)

Ένας Ινδός εξαγωγέας δήλωσε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρήγε το υπό εξέταση προϊόν χωρίς να χρησιμοποιεί ‘βελονοειδή οπτάνθρακα πρώτης ποιότητας’ που είναι εκλεκτής ποιότητας πετρελαϊκός οπτάνθρακας ο οποίος, σύμφωνα με αυτήν την εταιρεία, θεωρείται από τους καταγγέλλοντες απαραίτητος για την παραγωγή του προϊόντος με τις προδιαγραφές που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 ανωτέρω. Αυτός ο εξαγωγέας επομένως ισχυρίστηκε ότι τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια και που κατασκευάζονται χωρίς «βελονοειδή οπτάνθρακα πρώτης ποιότητας», πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο της έρευνας. Όντως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές ποιότητες πετρελαϊκού οπτάνθρακα για την παραγωγή συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Εντούτοις, τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος και οι τελικές του χρήσεις, ανεξάρτητα από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται, καθορίζουν τον ορισμό του προϊόντος. Αν τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια καταγωγής Ινδίας και που εισάγονται στην Κοινότητα, ανταποκρίνονται στα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά όπως περιγράφονται στον ορισμό του προϊόντος, τότε θεωρούνται υπό εξέταση προϊόν. Συνεπώς, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε.

2.   ΟΜΟΕΙΔEΣ ΠΡΟΪOΝ

(15)

Διαπιστώθηκε ότι το προϊόν που εξαγόταν από την Ινδία στην Κοινότητα, το προϊόν που κατασκευάστηκε και πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά της Ινδίας, καθώς και το προϊόν που κατασκευάστηκε και πωλήθηκε στην Κοινότητα από τους κοινοτικούς παραγωγούς, παρουσίαζαν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και προορίζονταν για την ίδια χρήση, και επομένως, τα εν λόγω προϊόντα θεωρήθηκαν ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   ΚΑΝΟΝΙΚH ΑΞIΑ

(16)

Όσον αφορά τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η Επιτροπή προσδιόρισε κατ' αρχήν, για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα, κατά πόσον οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ήταν αντιπροσωπευτικές σε σύγκριση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις του στην Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές στις περιπτώσεις που, για καθέναν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς, ο συνολικός όγκος των εγχωρίων πωλήσεων αντιστοιχούσε τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων στην Κοινότητα.

(17)

Εν συνεχεία, η Επιτροπή προσδιόρισε τους τύπους ηλεκτροδίων γραφίτη που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά από τις εταιρείες οι οποίες έχουν πραγματοποιήσει αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις οι οποίες ήταν παρόμοιες ή άμεσα συγκρίσιμες με τους τύπους του προϊόντος που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στον καθορισμό των τύπων ηλεκτροδίων γραφίτη ήταν i) αν αυτοί οι τύποι είχαν πωληθεί με θηλή ή όχι, ii) η διάμετρός τους και iii) το μήκος τους. Οι τύποι των θηλών που πωλήθηκαν μόνες καθορίστηκαν με βάση τη διάμετρο και το μήκος τους.

(18)

Εν συνεχεία εξετάστηκε αν οι εγχώριες πωλήσεις κάθε συνεργαζόμενου παραγωγού-εξαγωγέα ήταν αντιπροσωπευτικές για κάθε τύπο προϊόντος, δηλαδή αν οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά κάθε τύπου προϊόντος αντιστοιχούσαν σε τουλάχιστον 5 % του όγκου των πωλήσεων του ιδίου τύπου προϊόντος στην Κοινότητα. Γι’ αυτούς τους τύπους του προϊόντος, εξετάστηκε εν συνεχεία, για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα, αν αυτές οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(19)

Επίσης, εξετάστηκε κατά πόσον θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος πραγματοποιήθηκαν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, με τον προσδιορισμό της αναλογίας των επικερδών πωλήσεων του εν λόγω τύπου σε ανεξάρτητους πελάτες. Για τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς καθορίστηκε ότι, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου προϊόντος είχαν πραγματοποιηθεί σε επαρκείς ποσότητες, πάνω από το 80 % σε όγκο είχαν πωληθεί με κέρδος στην εγχώρια αγορά, και ότι οι μέσες σταθμισμένες τιμές πωλήσεων αυτού του τύπου ήταν υψηλότερες από το μέσο σταθμισμένο ανά μονάδα κόστος του. Γι’ αυτούς τους τύπους προϊόντος, επομένως, η κανονική αξία στηρίχτηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή που υπολογίστηκε ως ο μέσος σταθμισμένος όρος των τιμών όλων των εγχωρίων πωλήσεων αυτού του τύπου προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ.

(20)

Για τους υπόλοιπους τύπους προϊόντος για τους οποίους δεν ήταν αντιπροσωπευτικές οι εγχώριες πωλήσεις, η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη στο κόστος κατασκευής των εξαγομένων τύπων, προσαρμοσμένου όταν αυτό κρίθηκε αναγκαίο, ενός εύλογου ποσοστού για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα πωλήσεων και τα γενικά και διοικητικά έξοδα («ΓΔΕΠ») και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, με βάση τα πραγματικά στοιχεία που αφορούν την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

2.   ΤΙΜH ΕΞΑΓΩΓHΣ

(21)

Η έρευνα έδειξε ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις των δύο συνεργαζόμενων Ινδών παραγωγών-εξαγωγέων είχαν πραγματοποιηθεί αποκλειστικά και απευθείας σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα.

(22)

Συνεπώς, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

3.   ΣYΓΚΡΙΣΗ

(23)

Πραγματοποιήθηκε σύγκριση της κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής στο στάδιο εκ του εργοστασίου. Για να εξασφαλισθεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

(24)

Κατά συνέπεια έγιναν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στο κόστος μεταφοράς, θαλάσσιων ναύλων, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, στο κόστος πίστωσης, στις προμήθειες και στις εκπτώσεις όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο με επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία.

(25)

Και οι δύο εταιρείες ζήτησαν να γίνει προσαρμογή της κανονικής αξίας για να ληφθεί υπόψη η επιστροφή των εισαγωγικών επιβαρύνσεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, με την αιτιολογία ότι οι εισαγωγικοί δασμοί επιβάρυναν, κατά τους ισχυρισμούς, το ομοειδές προϊόν όταν προοριζόταν αυτό για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής, αλλά επιστρέφονταν ή δεν καταβάλλονταν όταν το υπό εξέταση προϊόν πωλείτο προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Οι εταιρείες χρησιμοποίησαν το «καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (DEPB)» μετά την εξαγωγή γι’ αυτόν τον λόγο. Σχετικά με αυτό, η έρευνα έδειξε ότι δεν μπορούσε να διαπιστωθεί άμεση σχέση μεταξύ των πιστώσεων που χορήγησαν οι ΔΑΙ σε παραγωγούς-εξαγωγείς στο πλαίσιο του καθεστώτος DEPB και των πρώτων υλών που είχαν αγοραστεί, επειδή οι πιστώσεις μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν έναντι των καταβλητέων δασμών για κάθε εμπόρευμα που επρόκειτο να εισαχθεί εκτός για κεφαλαιουχικά αγαθά και για εμπορεύματα που υπόκεινται σε περιορισμούς ή απαγορεύσεις. Επιπλέον, οι πιστώσεις μπορούσαν επίσης να πωληθούν στην εγχώρια αγορά ή να χρησιμοποιηθούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και δεν υπήρχε κανένας περιορισμός για να χρησιμοποιηθούν για την εισαγωγή των πρώτων υλών που είναι ενσωματωμένες στο εξαγόμενο προϊόν. Για τους λόγους αυτούς, απορρίπτεται ο ισχυρισμός.

(26)

Εναλλακτικά, οι δύο εταιρείες ζήτησαν να γίνει η ίδια προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο κ). Ωστόσο, επειδή οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή θίγει τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών, και ιδίως ότι οι πελάτες καταβάλλουν συνεχώς διαφορετικές τιμές στην εγχώρια αγορά λόγω των πλεονεκτημάτων του προαναφερόμενου καθεστώτος, δεν μπόρεσε να γίνει αποδεκτό το αίτημα προσαρμογής.

(27)

Και οι δύο εταιρείες ζήτησαν να γίνει προσαρμογή για τις διαφορές στο επίπεδο εμπορίου. Επειδή και οι δύο εταιρείες πραγματοποιούσαν πωλήσεις αποκλειστικά σε τελικούς χρήστες στην εγχώρια αγορά, ενώ οι πωλήσεις τους στην Κοινότητα γίνονταν και σε τελικούς χρήστες και σε εμπόρους, ζήτησαν ειδική προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο δ) περίπτωση ii) του βασικού κανονισμού. Μια εταιρεία στήριξε το αίτημά της στο γεγονός ότι οι κοινοτικές τιμές πωλήσεών της σε διανομείς ήταν χαμηλότερες από τις τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί χρήστες, πράγμα που μπορεί να αιτιολογήσει την ειδική προσαρμογή. Ως προς αυτό, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ασκούσε διαφορετικές λειτουργίας για διαφορετικές κατηγορίες πελατών. Επιπλέον, καθορίστηκε ότι οι τιμές που επιβάλλονταν στους διανομείς δεν ήταν συνεχώς χαμηλότερες από τις τιμές για τους τελικούς χρήστες. Επομένως, το αίτημα αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

(28)

Η άλλη εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η προσαύξηση των διανομέων της κατά την μεταπώληση του υπό εξέταση προϊόντος στους τελικούς χρήστες στην αγορά της Κοινότητας, δικαιολογούσε μια προσαρμογή για να ληφθεί υπόψη το επίπεδο εμπορίου. Σχετικά με αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι η τιμή εξαγωγής, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 ανωτέρω, καθορίστηκε με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές. Επομένως δεν θεωρείται βάσιμο το επιχείρημα για τις τιμές μεταπώλησης των διανομέων στην Κοινότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, αυτό το επιχείρημα απορρίφθηκε.

4.   ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΝΤAΜΠΙΝΓΚ

(29)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού, η προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση κανονική αξία ανά τύπο προϊόντος, συγκρίθηκε με την προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής κάθε αντίστοιχου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος.

(30)

Η σύγκριση αυτή έδειξε την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής cif στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Graphite India Limited (GIL)

34,3 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

24,0 %

(31)

Επειδή το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό (100 % των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία στην Κοινότητα) το προσωρινό περιθώριο ντάμπινγκ για τις υπόλοιπες εταιρείες καθορίστηκε στο επίπεδο του υψηλότερου περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για μια συνεργαζόμενη εταιρεία, δηλαδή για την εταιρεία Graphite India Limited, σε 34,3 %.

Δ.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   ΣΥΝΟΛΙΚH ΚΟΙΝΟΤΙΚH ΠΑΡΑΓΩΓH

(32)

Στο εσωτερικό της Κοινότητας, το ομοειδές προϊόν κατασκευάζεται από την εταιρεία SGL AG («SGL») και από πολλές θυγατρικές της UCAR SA («UCAR»), δηλαδή UCAR SNC, UCAR Electrodos Ibérica SL και Graftech SpA, εξ ονόματος των οποίων υποβλήθηκε η καταγγελία. Οι εγκαταστάσεις παραγωγής της SGL και UCAR βρίσκονται στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία.

(33)

Εκτός από τους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, τις SGL και UCAR, το ομοειδές προϊόν κατασκευαζόταν στην Κοινότητα από δύο άλλους παραγωγούς κατά την περίοδο 1999-ΠΕ. Ένας από αυτούς τους δύο άλλους παραγωγούς κατέστη αφερέγγυος και ζήτησε δικαστική προστασία βάσει του γερμανικού νόμου περί πτωχεύσεων. Αυτή η τελευταία εταιρεία σταμάτησε την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος το Νοέμβριο 2002. Αυτές οι δύο εταιρείες εξέφρασαν την υποστήριξή τους όσον αφορά την καταγγελία αλλά δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Επιτροπής να συνεργαστούν ενεργά στην έρευνα. Θεωρείται ότι και οι τέσσερις ανωτέρω παραγωγοί συνιστούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

2.   ΟΡΙΣΜOΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟY ΚΛAΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓHΣ

(34)

Οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί απάντησαν δεόντως στα ερωτηματολόγια και συνεργάστηκαν πλήρως στην έρευνα. Κατά τη διάρκεια της ΠΕ αντιπροσώπευαν πάνω από το 80 % της κοινοτικής παραγωγής.

(35)

Επομένως, θεωρείται ότι αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και καλούνται εφεξής «κοινοτικός κλάδος παραγωγής».

E.   ΖΗΜΙΑ

1.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚH ΠΑΡΑΤHΡΗΣΗ

(36)

Δεδομένου ότι υπάρχουν μόνον δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος, και δεδομένου ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής περιλαμβάνει επίσης μόνον δύο παραγωγούς, τα στοιχεία που αφορούν είτε τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα καταγωγής Ινδίας, ή τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής παρουσιάζονται υπό μορφή δεικτών για να διατηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας δυνάμει του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού.

2.   ΚΟΙΝΟΤΙΚH ΚΑΤΑΝAΛΩΣΗ

(37)

Η κατανάλωση στην Κοινότητα καθορίστηκε με βάση τους όγκους των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας, τους όγκους των πωλήσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών στην αγορά την Κοινότητας υπολογιζόμενους με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τους όγκους των πωλήσεων που πραγματοποίησαν στην αγορά της Κοινότητας οι δύο Ινδοί συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς, τους όγκους των πωλήσεων που εισήχθησαν από την Πολωνία όπως προέκυψαν από την συνεργασία της SGL, και τα στοιχεία της Eurostat για τις υπόλοιπες εισαγωγές στην Κοινότητα, δεόντως προσαρμοσμένες όπου κρίθηκε σκόπιμο.

(38)

Πάνω σ’ αυτή τη βάση, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η κατανάλωση στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκε κατά 9 %. Πιο συγκεκριμένα, αυξήθηκε κατά 14 % μεταξύ του 1999 και του 2000, μειώθηκε κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, κατά περαιτέρω 1 ποσοστιαία μονάδα το 2002, και εν συνεχεία αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Επειδή το υπό εξέταση προϊόν χρησιμοποιείται κατ’ αρχήν στον βιομηχανικό κλάδο χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους, η εξέλιξη της κατανάλωσης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις οικονομικές τάσεις σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα, που παρουσίασε απότομη ανάπτυξη το 2000 την οποία ακολούθησε καθοδική τάση από το 2001 και εξής.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Συνολική κατανάλωση στην ΕΕ (τόνοι)

119 802

136 418

128 438

126 623

130 615

Δείκτης (1999 = 100)

100

114

107

106

109

3.   ΕΙΣΑΓΩΓEΣ ΑΠO ΤΗΝ ΕΝ ΛOΓΩ ΧΩΡΑ

α)   Όγκος

(39)

Ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 76 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Λεπτομερώς οι εισαγωγές από την Ινδία αυξήθηκαν κατά 45 % μεταξύ του 1999 και του 2000, κατά περαιτέρω 31 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και παρέμεινε σχεδόν σταθερή σ’ αυτό το επίπεδο το 2002 και κατά την ΠΕ.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος των εισαγωγών με ντάμπινγκ (τόνοι)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

145

176

176

176

Μερίδιο αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

127

164

166

161

β)   Μερίδιο αγοράς

(40)

Το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εξαγωγείς στην εν λόγω χώρα αυξήθηκε κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες (ή 61 %) κατά την υπό εξέταση περίοδο για να φθάσει σε επίπεδο 8 έως 10 % κατά την ΠΕ. Πρώτα αυξήθηκε κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 1999 και 2000, κατά περαιτέρω 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και παρέμεινε σχετικά σταθερό σ’ αυτό το επίπεδο καθόλη τη διάρκεια του 2002 και την ΠΕ. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το χρονικό διάστημα 1999-ΠΕ, η αύξηση των εισαγωγών και των μεριδίων αγοράς από την εν λόγω χώρα συνέπεσε με μείωση της κατανάλωσης κατά 9 %.

γ)   Τιμές

i)   Εξέλιξη των τιμών

(41)

(Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μέση τιμή των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας, αυξήθηκε κατά 2 % το 2000, κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και εν συνεχεία μειώθηκε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και σταθεροποιήθηκε σ’αυτό το επίπεδο κατά την ΠΕ. Τη ΠΕ, η μέση τιμή εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας ήταν κατά 1 % υψηλότερη από ό,τι το 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Οι τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

102

110

101

101

ii)   Πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

(42)

Πραγματοποιήθηκε σύγκριση για συγκρίσιμα μοντέλα του υπό εξέταση προϊόντος μεταξύ των μέσων τιμών πώλησης των παραγωγών-εξαγωγέων και του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην Κοινότητα. Γι’ αυτόν τον σκοπό, οι τιμές εκ του εργοστασίου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες, καθαρές χωρίς τις μειώσεις και τους φόρους, συγκρίθηκαν με τις τιμές CIF στα σύνορα της Κοινότητας των παραγωγών-εξαγωγέων της Ινδίας, δεόντως προσαρμοσμένες για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα μετά την εισαγωγή. Η σύγκριση έδειξε ότι κατά την ΠΕ το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας πωλήθηκε στην Κοινότητα σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 6,5 % με 12,2 %.

(43)

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα περιθώρια χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές τιμές δεν προβάλλουν πλήρως τις επιπτώσεις των εισαγωγών με ντάμπινγκ στις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, δεδομένου ότι παρατηρήθηκε και συμπίεση και μείωση των τιμών, όπως αποδεικνύεται από την σχετικά χαμηλή αποδοτικότητα που είχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ, ενώ μπορούσε να περιμένει ένα ευλόγως υψηλότερο κέρδος αν δεν είχαν ασκηθεί οι πρακτικές ντάμπινγκ.

4.   ΚΑΤAΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟY ΚΛAΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓHΣ

(44)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5) του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε όλους τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που έχουν επίπτωση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

α)   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(45)

Για να γίνει μια έγκυρη εκτίμηση των δεικτών της ζημίας, ήταν αναγκαίο να ενοποιηθούν κατάλληλα ορισμένα στοιχεία που αφορούν την UCAR μαζί με τα στοιχεία των θυγατρικών της εταιρειών παραγωγής στην Κοινότητα (βλ αιτιολογική σκέψη 32 ανωτέρω).

(46)

Η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη προσοχή σε όλες τις πιθανές συνέπειες στους δείκτες της ζημίας που απορρέουν από την προηγούμενη αντιανταγωνιστική συμπεριφορά των δύο καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών. Η Επιτροπή προσπάθησε επίσης να εξασφαλίσει ιδίως το ότι το σημείο έναρξης για την εκτίμηση της ζημίας (1999) δεν επηρεαζόταν από οποιαδήποτε αντιανταγωνιστική συμπεριφορά (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 77, 78, 80 και 81 κατωτέρω). Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του κόστους και της αποδοτικότητας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς και επαλήθευσε το ότι δεν συμπεριλαμβάνονται το άμεσο κόστος των πληρωμών ή οποιοδήποτε έμμεσο κόστος (καθώς και οι επιβαρύνσεις χρηματοδότησης), σε συνδυασμό με τις κυρώσεις που επέβαλαν οι αρχές ανταγωνισμού, ώστε να υπάρξει μια εικόνα για το κέρδος, την απόδοση των επενδύσεων και τις ταμειακές ροές που δεν θα περιλαμβάνει καμία από αυτές τις έκτακτες δαπάνες.

β)   Παραγωγή

(47)

Η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 14 % το 2000, μειώθηκε κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκε κατά περαιτέρω 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Η απότομη αύξηση που παρατηρήθηκε το 2000 οφειλόταν στο καλό οικονομικό κλίμα, το οποίο φάνηκε στην αύξηση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας αυτό το έτος.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγή (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

114

98

94

99

γ)   Ικανότητα και συντελεστές χρησιμοποίησης της ικανότητας

(48)

Η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε το 2000 κατά περίπου 2 % και παρέμεινε σ’ αυτά τα επίπεδα το 2001. Το 2002 και την ΠΕ, η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε περαιτέρω κατά αντίστοιχα 5 ποσοστιαίες μονάδες και κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Την ΠΕ, η ικανότητα παραγωγής ήταν κατά 9 % χαμηλότερη από ό,τι το 1999, κυρίως ως το αποτέλεσμα της διακοπής λειτουργίας μιας εγκατάστασης κοινοτικού παραγωγού καθόλη τη διάρκεια της ΠΕ.

(49)

Η χρησιμοποίηση της ικανότητας άρχισε από ένα επίπεδο 70 % το 1999, και εν συνεχεία αυξήθηκε στο 81 % το 2000 λόγω της ισχυρής ζήτησης, ειδικότερα από τον βιομηχανικό κλάδο χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους. Το 2001 και 2002, μειώθηκε σε επίπεδο 70 % και εν συνεχεία αυξήθηκε εκ νέου σε 76 % κατά την ΠΕ.

(50)

Η έρευνα διαπίστωσε ότι υπάρχουν πολλές αιτίες για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η προαναφερθείσα εγκατάσταση παραγωγής, μεταξύ των οποίων οι δύο κυριότερες είναι: i) υψηλό κόστος παραγωγής που συνδέεται με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη χώρα, και ii) ο ανταγωνισμός από τις εισαγωγές με ντάμπινγκ καταγωγής Ινδίας. Επειδή είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός των αιτιών, η Επιτροπή εξέτασε τις ενδεχόμενες τάσεις της ικανότητας παραγωγής και της χρησιμοποίησης της ικανότητας το 2002 και την ΠΕ αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία αυτή της εγκατάστασης. Ο όγκος παραγωγής δεν μεταβλήθηκε σ’ αυτόν τον υπολογισμό δεδομένου ότι άλλες εγκαταστάσεις παραγωγής αυτού του κοινοτικού παραγωγού αναγκάστηκαν να αυξήσουν την παραγωγή τους για να καλύψουν το κενό. Όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα, αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία αυτής της εγκατάστασης, η ικανότητα παραγωγής και η χρησιμοποίηση της ικανότητας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνολικά θα είχαν φθάσει σε επίπεδα την ΠΕ σχεδόν όμοια με εκείνα του 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

98

98

93

91

Χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

70 %

81 %

70 %

70 %

76 %

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

99

100

108


 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους) χωρίς την διακοπή λειτουργίας

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

98

98

100

101

Χρησιμοποίηση της ικανότητας χωρίς την διακοπή λειτουργίας

70 %

81 %

70 %

65 %

69 %

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

99

93

98

δ)   Αποθέματα

(51)

Κατά την ΠΕ, τα αποθέματα τελικών προϊόντων αντιπροσώπευαν περίπου το 3 % του συνολικού όγκου παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Το επίπεδο των τελικών αποθεμάτων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε συνολικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ήταν περίπου πέντε φορές υψηλότερο κατά την ΠΕ σε σύγκριση με το 1999. Εντούτοις, η έρευνα έδειξε ότι η ανάπτυξη των αποθεμάτων δεν θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός δείκτης της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επειδή οι κοινοτικοί παραγωγοί παράγουν γενικά κατόπιν παραγγελίας και επομένως τα αποθέματα συνίστανται συνήθως σε προϊόντα που είναι έτοιμα να αποσταλούν σε πελάτες.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Τελικό απόθεμα (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

235

700

663

515

ε)   Όγκος πωλήσεων

(52)

Οι πωλήσεις που πραγματοποίησε από τη δική του παραγωγή ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Κοινότητας μειώθηκαν κατά 1 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Ειδικότερα, αυξήθηκαν απότομα κατά 16 % το 2000, μειώθηκαν κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και κατά περαιτέρω 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και εν συνεχεία αυξήθηκαν εκ νέου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Η αύξηση του όγκου των πωλήσεων αντανακλά καθαρά τις οικονομικές τάσεις του βιομηχανικού κλάδου χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους, ο οποίος μετά την μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε το 2000, σημείωσε επιδείνωση της κατάστασής του το 2001 και 2002.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος παραγωγής της ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

116

99

94

99

στ)   Μερίδιο αγοράς

(53)

Μετά από μια μικρή αρχική ανάκτηση μιας ποσοστιαίας μονάδας το 2000, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μειώθηκε σημαντικά μέχρι το 2002. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,5 ποσοστιαίες μονάδες του μεριδίου αγοράς του το 2001 και περαιτέρω 2,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και εν συνεχεία ανέκτησε 1,9 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Σε σύγκριση με το 1999, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ ήταν χαμηλότερο κατά 6,3 ποσοστιαίες μονάδες ή 9 % σε τιμές δείκτη.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

102

93

89

91

ζ)   Ανάπτυξη

(54)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, όταν η κοινοτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 9 %, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 1 % στην αγορά της Κοινότητας. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,3 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς, όπως φαίνεται ανωτέρω, ενώ οι επιδοτούμενες εισαγωγές κέρδισαν 3,4 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς κατά την ίδια περίοδο.

η)   Απασχόληση

(55)

Το επίπεδο της απασχόλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 17 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 1 % το 2000 και κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2001. Το 2002, και κατά την ΠΕ, σημειώθηκε μείωση αντιστοίχως 9 ποσοστιαίων μονάδων και 3 ποσοστιαίων μονάδων, που οφείλεται κυρίως στη διακοπή λειτουργίας μιας εγκατάστασης παραγωγής ενός κοινοτικού παραγωγού, και στην ανακατανομή μέρους του εργατικού δυναμικού σε πιο αποδοτικούς επιχειρηματικούς τομείς.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Απασχόληση

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

99

95

86

83

θ)   Παραγωγικότητα

(56)

Η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, υπολογιζόμενη ως παραγωγή ανά απασχολούμενο άτομο ανά έτος, κατ’ αρχήν αυξήθηκε σημαντικά κατά 15 % από το 1999 έως το 2000, μειώθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, αυξήθηκε εκ νέου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 11 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, η παραγωγικότητα ήταν κατά 19 % υψηλότερη από εκείνη στην αρχή της περιόδου, πράγμα που αντανακλά τις προσπάθειες ορθολογικής οργάνωσης που κατέβαλε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής για να παραμείνει ανταγωνιστικός. Συγκριτικά, η μέση αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας στην οικονομία της Κοινότητας γενικά (όλοι οι οικονομικοί τομείς) ήταν ακριβώς 1,5 % ετησίως κατά την ίδια περίοδο.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγικότητα (τόνοι ανά απασχολούμενο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

103

108

119

ι)   Μισθοί

(57)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, ο μέσος μισθός ανά απασχολούμενο αυξήθηκε κατά 13 %. Αυτό το στοιχείο είναι ελαφρά χαμηλότερο από τον συντελεστή αύξησης της μέσης ονομαστικής αμοιβής ανά απασχολούμενο (14 %) που παρατηρήθηκε κατά την ίδια περίοδο στην οικονομία της Κοινότητας γενικά (όλοι οι τομείς).

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ετήσιο κόστος εργασίας ανά απασχολούμενο (000 EUR)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

104

105

111

113

κ)   Τιμές πωλήσεων

(58)

Οι ανά μονάδα τιμές για τις πωλήσεις που πραγματοποίησε σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από τη δική του παραγωγή, μειώθηκαν κατά 6 % μεταξύ του 1999 και του 2000, αυξήθηκαν κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκαν κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και αυξήθηκαν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα την ΠΕ. Συνολικά, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μείωση σε ανά μονάδα τιμές πωλήσεων ήταν 8 %. Αυτή η σχετικά άνιση εξέλιξη εξηγείται από τα ακόλουθα.

(59)

Οι τιμές κατευθύνονται από δύο κυρίως δυνάμεις: το κόστος παραγωγής και την κατάσταση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά. Ενώ οι ανά μονάδα τιμές πωλήσεων μειώθηκαν κατά 8 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %. Αυτή η σχετικά ομαλή εξέλιξη του κόστους καλύπτει την απότομη άνοδο 10 ποσοστιαίων μονάδων που παρατηρήθηκε το 2001, λόγω των συνεπειών της αύξησης το 2000 των τιμών των πρώτων υλών. Οι δύο κυριότερες πρώτες ύλες για την κατασκευή συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη, δηλαδή οπτάνθρακας (κοκ) από πετρέλαιο και πίσσα, αντιπροσωπεύουν το 34 % περίπου του συνολικού κόστους παραγωγής. Η ενέργεια η τιμή της οποίας επηρεάζεται επίσης σημαντικά από τις διακυμάνσεις της τιμής πετρελαίου, αντιστοιχεί σε περαιτέρω 13 % του συνολικού κόστους παραγωγής. Συνολικά, αυτά τα τρία βασικά στοιχεία κόστους ενώ η τιμή επηρεάζεται άμεσα από τις διακυμάνσεις της τιμής πετρελαίου, αντιστοιχούν σε περίπου 50 % του συνολικού κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Επειδή οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν μπορούσαν να καλύψουν τις αυξήσεις του κόστους παραγωγής λόγω της συμπίεσης των τιμών που οφείλεται στις εισαγωγές με ντάμπινγκ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε πτώση της αποδοτικότητας.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ανά μονάδα τιμή στην αγορά ΕΚ (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

94

103

91

92

Ανά μονάδα κόστος παραγωγής (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

101

111

101

102

λ)   Παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές

(60)

Η έρευνα έδειξε ότι οι τιμές των εισαγωγών με ντάμπινγκ ήταν χαμηλότερες από τις συμπιεσμένες μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 6 έως 12 % κατά μέσον όρο την ΠΕ (βλ. αιτιολογική σκέψη 42 ανωτέρω). Ωστόσο, από μια ανάλυση των τιμών ανά τύπο προϊόντων προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τιμές που εφάρμοσαν οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς ήταν αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι χαμηλότερες από τις κοινοτικές τιμές που καθορίστηκαν για κάθε χωριστό τύπο προϊόντος σε συνδυασμό με την αύξηση του μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ επηρέασαν τις εγχώριες τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

μ)   Αποδοτικότητα και απόδοση των επενδύσεων

(61)

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από τις πωλήσεις του ιδίας παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες, εκφραζόμενη σε απόδοση επί των καθαρών πωλήσεων πριν από τους φόρους, μειώθηκε κατά 50 % το 2000, κατά περαιτέρω 3 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, κατά περαιτέρω 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και τέλος ανέκτησε 4 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μείωση της αποδοτικότητας ανέρχεται σε 66 % δηλαδή κυμαινόταν από 12 % έως 15 % το 1999 σε 3 % έως 6 % την ΠΕ.

(62)

Η απόδοση των επενδύσεων, εκφραζόμενη σε % κέρδος επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων, ακολούθησε ευρέως την ανωτέρω τάση της αποδοτικότητας καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο. Μειώθηκε κατά 34 % το 2000, το 2001 κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε το 1999, η απόδοση των επενδύσεων μειώθηκε κατά περίπου 90 % την ΠΕ, δηλαδή μεταξύ 45 % με 55 % το 1999 σε 3 % με 10 % την ΠΕ.

(63)

Η Επιτροπή εξέτασε μεμονωμένα τις επιπτώσεις της προαναφερθείσας διακοπής της λειτουργίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 50 ανωτέρω) στην συνολική αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ. Διαπιστώθηκε ότι η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα ήταν υψηλότερη κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ, και αυτές οι μονάδες δεν θα άλλαζαν σημαντικά την τάση της αποδοτικότητας από το 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες ( % των καθαρών πωλήσεων)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

51

48

30

34

Απόδοση των επενδύσεων ( % κέρδους επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

66

43

17

9

Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες ( % των καθαρών πωλήσεων) χωρίς τη διακοπή λειτουργίας

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

51

48

35

39

ν)   Ταμειακή ροή και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(64)

Η καθαρή ταμειακή ροή από τις δραστηριότητες λειτουργίας μειώθηκε το 2000 κατά 40 %, ανέκτησε 24 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκε εκ νέου κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και μειώθηκε περαιτέρω κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Η ταμειακή ροή ήταν κατά 35 % χαμηλότερη την ΠΕ από ό,τι στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ταμειακές ροές (σε χιλιάδες EUR)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

60

84

72

65

(65)

Διάφορες εθνικές και περιφερειακές αρχές ανταγωνισμού παγκοσμίως επέβαλαν πρόστιμο στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς για αυθαίρετο καθορισμό τιμών και κατανομή των αγορών στη δεκαετία του 1990. Εκτός από αυτές τις κυρώσεις, επιβλήθηκαν περαιτέρω κυρώσεις στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς σε συνδυασμό, αφενός, με τις συλλογικές προσφυγές στη δικαιοσύνη με πελάτες και μετόχους στις ΗΠΑ και στον Καναδά, και, αφετέρου, τη χρηματοδότηση αυτών των έκτακτων δαπανών. Αυτό είχε ως συνέπεια να αυξηθεί δραματικά το χρέος των δύο ομίλων και να επιδεινωθεί η αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου τους και η ικανότητά τους άντλησης κεφαλαίων. Η πρακτική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι να μη μπορεί να γίνει χωριστή εκτίμηση, σε ό,τι αφορά την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, που θα μπορούσε να περιοριστεί στο πεδίο του τομέα κατασκευής και πώλησης του ομοειδούς προϊόντος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αυτό το αντιμονοπωλιακό παρελθόν. Εντούτοις, τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν ανωτέρω σε ό,τι αφορά την αποδοτικότητα, την απόδοση των επενδύσεων και τις ταμειακές ροές και κατωτέρω όσον αφορά τις επενδύσεις, που είναι βάσιμα μόνον για το ομοειδές προϊόν για το οποίο δεν λήφθηκαν υπόψη οι επιπτώσεις αυτής της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν επιβαρυντικοί παράγοντες, εκτός από την ανωτέρω ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση.

ξ)   Επενδύσεις

(66)

Οι ετήσιες επενδύσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για το υπό εξέταση προϊόν μειώθηκαν κατά περίπου 50 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Ειδικότερα, μειώθηκαν κατά 27 % το 2000, αυξήθηκαν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, εν συνεχεία μειώθηκαν εκ νέου κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Καθαρές επενδύσεις (000 ευρώ)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

73

77

59

51

ο)   Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ

(67)

Όσον αφορά τον αντίκτυπο στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής του μεγέθους του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τις τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα, ο αντίκτυπος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

π)   Ανάκαμψη μετά το προηγούμενο ντάμπινγκ ή τις προηγούμενες επιδοτήσεις

(68)

Επειδή δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ύπαρξη ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων πριν από την κατάσταση που εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία, αυτό το θέμα δεν εξετάστηκε.

5.   ΣΥΜΠEΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΗΜIΑ

(69)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Ινδίας, αυξήθηκε σημαντικά κατά 76 % και το μερίδιο της κοινοτικής αγοράς αυξήθηκε κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες. Οι μέσες τιμές των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την Ινδία ήταν διαρκώς χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Επίσης, κατά την περίοδο έρευνας, οι τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σε μέση σταθμισμένη βάση, οι τιμές των εισαγωγών ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές τιμές κατά 6 %-12 % περίπου κατά μέσον όρο, ενώ με βάση τους μεμονωμένους τύπους προϊόντος, η διαφορά αυτή των τιμών ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερη.

(70)

Σε σχέση με την υπό εξέταση περίοδο, διαπιστώθηκε επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, σχεδόν όλοι οι δείκτες της ζημίας σημείωσαν αρνητική τάση: ο όγκος παραγωγής μειώθηκε κατά 1 %, η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε κατά 9 %, οι όγκοι των πωλήσεων στην Κοινότητα μειώθηκαν κατά 1 % και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,3 ποσοστιαίες μονάδες σε μερίδιο αγοράς. Η ανά μονάδα τιμή πωλήσεων μειώθηκε κατά 8 % ενώ το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %, η αποδοτικότητα μειώθηκε κατά 66 %, η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές από τις δραστηριότητες λειτουργίας ακολούθησαν την ίδια αρνητική τάση. Η απασχόληση μειώθηκε κατά 17 %, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50 %.

(71)

Ορισμένοι δείκτες παρουσίασαν φαινομενικά θετική εξέλιξη: κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 13 %, που μπορεί να θεωρηθεί ως ο κανονικός συντελεστής αύξησης, και η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 19 %. Μαζί με τη μείωση της απασχόλησης που αναφέρεται ανωτέρω, αυτή δείχνει τις προσπάθειες που κατέβαλε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής για να παραμείνει ανταγωνιστικός παρά τον ανταγωνισμό που ασκείτο από τις εισαγωγές με ντάμπινγκ από την Ινδία.

(72)

Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   ΕΙΣΑΓΩΓH

(73)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ζημία σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί σημαντική. Εξετάστηκαν επίσης, άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν προξενήσει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ούτως ώστε η προκαλούμενη από τους εν λόγω λοιπούς παράγοντες ζημία να μην αποδοθεί στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

2.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(74)

Η σημαντική αύξηση κατά 76 % του όγκου των εισαγωγών με ντάμπινγκ μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, και του αντίστοιχου μεριδίου τους στην αγορά της Κοινότητας, δηλαδή κατά περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς οι χαμηλότερες τιμές αυτών των εισαγωγών από τις κοινοτικές τιμές (περίπου 6 %-12 % κατά μέσον όρο την ΠΕ) συνέπεσαν με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κατά την ίδια περίοδο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη μείωση του όγκου των πωλήσεών του (-1 %), του μεριδίου αγοράς που κατείχε (-6,3 ποσοστιαίες μονάδες) και επιδείνωση της αποδοτικότητας (-8,7 ποσοστιαίες μονάδες). Αυτή η εξέλιξη πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η κοινοτική αγορά παρουσίαζε ανάπτυξη κατά τα έτη 1999-ΠΕ. Επιπλέον, οι τιμές με ντάμπινγκ ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο και ασκούσαν πίεση σ’ αυτές. Η επακόλουθη πτώση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (κατά 8 %) σε μία περίοδο κατά την οποία το κόστος παραγωγής είχε αυξηθεί κατά περίπου 2 % προκάλεσε την παρατηρηθείσα μείωση της αποδοτικότητας. Θεωρείται επομένως προσωρινά ότι οι εισαγωγές με ντάμπινγκ είχαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ Α)

α)   Μείωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την κάμψη της αγοράς χάλυβα

(75)

Δύο ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνδεόταν με την κάμψη που σημειώθηκε το 2001 και στις αρχές του 2002 στους καταναλωτές του ομοειδούς προϊόντος, δηλαδή στη βιομηχανία χάλυβα.

(76)

Η κάμψη του 2001-2002 στη βιομηχανία χάλυβα είναι γνωστή και επιβεβαιώνεται από τις τάσεις της κατανάλωσης του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, η οποία ήταν μεγαλύτερη το 2000, και εν συνεχεία μειώθηκε το 2001 και 2002. Όντως, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε σταθερά τα έτη 2000 έως 2002. Εντούτοις, το επιχείρημα δεν είναι ακριβές για το έτος 2000, κατά τη διάρκεια του οποίου ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπορούσε να επωφεληθεί από την μεγάλη ανάπτυξη της αγοράς χάλυβα, όπως φαίνεται από τις σημαντικές μειώσεις των τιμών πωλήσεων και της αποδοτικότητας που παρατηρήθηκαν αυτό το έτος. Το ίδιο έτος αντίθετα, οι όγκοι των εισαγωγών από την Ινδία αυξήθηκαν απότομα κατά 45 % και το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Σημειώνεται επίσης ότι η κατανάλωση ήταν από το 2000 μέχρι την ΠΕ σημαντικά υψηλότερη από τα επίπεδά της του 1999. Έτσι, η κάμψη στη βιομηχανία χάλυβα δεν οδήγησε σε μείωση της ζήτησης γενικά για το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν παρόλο που το εξαιρετικό επίπεδο του 2000 δεν επιτεύχθηκε τα επόμενα έτη. Συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι η μείωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την κάμψη στην αγορά χάλυβα δεν αποτελούν ικανοποιητική εξήγηση για τη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, και συνέβαλαν μόνον στη ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής μόνον σε πολύ μικρό βαθμό, αν όχι καθόλου. Οι επιπτώσεις επομένως δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

β)   Επαναφορά κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά την διάλυση της σύμπραξης επιχειρήσεων (καρτέλ)

(77)

Πολλά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, οφειλόταν αποκλειστικά στην επαναφορά των κανονικών συνθηκών του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Πιο συγκεκριμένα τα εν λόγω μέρη αποδίδουν την πτώση των τιμών και της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 1999 και εξής στο γεγονός ότι το σημείο έναρξης ήταν τεχνητά υψηλό λόγω της ύπαρξης καρτέλ.

(78)

Στην απόφαση 2002/271/ΕΚ της 18ης Ιουλίου 2001 (5), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί είχαν, από κοινού με άλλους παραγωγούς, δημιουργήσει καρτέλ μεταξύ Μαΐου 1992 και Μαρτίου 1998. Η ΠΕ που καθορίστηκε για την παρούσα διαδικασία αντιντάμπινγκ καλύπτει την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003, ενώ η περίοδος για την εκτίμηση των τάσεων της ζημίας καλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως το τέλος της ΠΕ. Επομένως και η ΠΕ και η εξεταζόμενη περίοδο είναι ουσιαστικά προγενέστερες της λειτουργίας του καρτέλ. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι, παρόλο που υπάρχουν διάφορες συμφωνίες και συμβάσεις, οι μεγαλύτεροι όγκοι των συναλλαγών καλύπτονται τυπικά από ετήσια σύμβαση ενώ ορισμένες παραδόσεις υπόκεινται σε εγγύηση στη διάρκεια του έτους για συγκεκριμένη τιμή. Οι διαπραγματεύσεις για ετήσιες συμβάσεις ουσιαστικά λαμβάνουν χώρα τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του έτους που προηγείται της ενάρξεως ισχύος της σύμβασης. Η έρευνα διαπίστωσε ότι κατά την περίοδο 1998-1999, οι ετήσιες συμβάσεις κάλυπταν το 40 % περίπου των συναλλαγών, οι εξαμηνιαίες συμβάσεις αφορούσαν το 35 % περίπου και οι τριμηνιαίες συμβάσεις ή οι απλές παραγγελίες κάλυπταν το 25 % περίπου. Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις (π.χ. οι τριετείς συμβάσεις) άρχισαν να ανακτούν έδαφος σχετικά πρόσφατα, αλλά ήταν οριακές τα έτη 1997-98, αν όχι εντελώς ανύπαρκτες, όπως θα αναμενόταν λογικά σε μία αγορά η οποία χαρακτηριζόταν από υψηλές τιμές. Επομένως διαπιστώθηκε ότι όλες σχεδόν οι συναλλαγές που έχουν πράγματι τιμολογηθεί και πληρωθεί το 1999, και οι συνακόλουθες τιμές που εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 58 και 59 ανωτέρω, απορρέουν από συμφωνίες μεταξύ πωλητών και αγοραστών που είχαν συναφθεί μετά την περίοδο για την οποία διαπιστώθηκαν αυθαίρετος καθορισμός τιμών και κατανομή των αγορών.

(79)

Ως αποδεικτικό στοιχείο για το επιχείρημα αυτό, τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στην εξέλιξη των τιμών ηλεκτροδίων μεγάλης διαμέτρου (δηλ. με διάμετρο άνω των 700 mm), που είναι ένα τμήμα της αγοράς το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς, δεν εξυπηρετούν οι Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς. Η έρευνα έδειξε ότι, παρόλο που οι δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς δεν εξήγαν αυτό το φάσμα προϊόντος κατά την ΠΕ στην Κοινότητα, ανέπτυξαν την τεχνική ικανότητά τους για να παράγουν αυτό το φάσμα προϊόντος. Η έρευνα έδειξε περαιτέρω ότι οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής γι’αυτό το συγκεκριμένο προϊόν είχαν μειωθεί σχετικά περισσότερο μεταξύ του 1999 και της ΠΕ από ό,τι είχαν μειωθεί οι μέσες τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για το ομοειδές προϊόν συνολικά. Αυτό το φάσμα προϊόντος αντιστοιχεί σε μικρό μερίδιο, περίπου 8 %, του συνολικού όγκου των πωλήσεων που πραγματοποίησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας για το ομοειδές προϊόν. Αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς έχει δύο ακόμη χαρακτηριστικά. Πρώτον, είναι σχετικά πρόσφατα αναπτυσσόμενη αγορά, πράγμα που προϋποθέτει ότι αυτή η αγορά έγινε γρήγορα ανταγωνιστική τα έτη 1999 έως την ΠΕ. Δεύτερον, χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολύ μικρού αριθμού μεγάλων πελατών, οι οποίοι αγοράζουν επίσης ηλεκτρόδια μικρότερης διαμέτρου. Όπως θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς, αυτοί οι μεγαλύτεροι από τον μέσο όρο πελάτες χρησιμοποιούν την αγοραστική τους δύναμη για να επιτύχουν μεγαλύτερες εκπτώσεις από ό,τι θα επετύγχαναν οι «κανονικοί» πελάτες. Η τάση των τιμών γι’ αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς στρεβλώνεται επομένως από την επικράτηση των προαναφερομένων μεγάλων πελατών. Τέλος, παρόλο που οι Ινδοί παραγωγοί δεν εξήγαν αυτό το φάσμα προϊόντος σε τακτική βάση κατά την ΠΕ, η έρευνα διαπίστωσε την ύπαρξη ινδικών προσφορών τιμών γι’ αυτό το φάσμα προϊόντος, τις οποίες χρησιμοποίησαν οι πελάτες της Κοινότητας ως ένα άλλο μέσο διαπραγμάτευσης τιμών με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(80)

Η Επιτροπή ζήτησε και επέτυχε μακροπρόθεσμες σειρές τιμών (από τα μέσα της δεκαετίας του 1980) από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, για αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Κοινότητας. Αυτή η σειρά τιμών δείχνει ότι οι τιμές αυξήθηκαν σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1990 και έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους το 1998. Μεταξύ του 1998 και του 1999, παρατηρήθηκε απότομη πτώση τιμών κατά 14 %, που αντανακλά καθαρά το τέλος της περιόδου αυθαίρετου καθορισμού τιμών και κατανομής των αγορών.

(81)

Επιπλέον, το επιχείρημα σχετικά με την επαναφορά των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά την διάλυση του καρτέλ δεν παρέχει επαρκή εξήγηση για την απώλεια του μεριδίου αγοράς που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από το 1999 έως την ΠΕ, ως συμμετρικά αντίθετη με την αύξηση του μεριδίου αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επαναφορά των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά τη διάλυση του καρτέλ μπορεί να εξηγήσει μόνον ένα περιορισμένο τμήμα των ζημιογόνων τάσεων που παρατηρήθηκαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, και ότι οι επιπτώσεις της δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

γ)   Επιδόσεις άλλων κοινοτικών παραγωγών

(82)

Κανένας άλλος κοινοτικός παραγωγός που δεν ανήκει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δεν συνεργάστηκε με την έρευνα. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι ένας από τους δύο άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς έγινε αναξιόχρεος και σταμάτησε την παραγωγή του από το Νοέμβριο 2002 (βλ. αιτιολογική σκέψη 33). Με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ο όγκος των πωλήσεων στην ΕΚ των δύο άλλων παραγωγών αυξήθηκε από περίπου 15 000 τόνους το 1999 σε περίπου 21 000 τόνους το 2002, και εν συνεχεία μειώθηκε σε περίπου 19 000 τόνους κατά την ΠΕ. Σε ό,τι αφορά το μερίδιο αγοράς τους, αυτό αυξήθηκε από 12,5 % το 1999 σε 16,6 % το 2002, και εν συνεχεία μειώθηκε σε 14,4 % κατά την ΠΕ. Αν η έρευνα είχε καλύψει το έτος 2003 συνολικά, το μερίδιο αγοράς του μοναδικού άλλου κοινοτικού παραγωγού θα ήταν 9,7 %. Ενώ αληθεύει το ότι οι δύο άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί ανέκτησαν 1,9 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, το γεγονός ότι ένας παραγωγός έγινε αναξιόχρεος είναι ενδεικτικό της ζημιογόνου κατάστασης για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι επιδόσεις άλλων κοινοτικών παραγωγών συνέβαλαν, ενδεχομένως, στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σε πολύ περιορισμένο βαθμό, αν όχι καθόλου, και ότι ως εκ τούτου οι επιπτώσεις τους δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το πόρισμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

δ)   Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

(83)

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο συνολικός όγκος εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγωγής τρίτων χωρών, άλλων εκτός της Ινδίας, αυξήθηκε κατά 20 % από περίπου 13 000 τόνους το 1999 σε περίπου 15 000 τόνους την ΠΕ, και το μερίδιο αγοράς του αυξήθηκε από 10,7 % το 1999 σε 11,8 % κατά την ΠΕ. Όσον αφορά τις μέσες σταθμισμένες τιμές CIF των εν λόγω εισαγωγών, μειώθηκαν κατά 8 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, από 2 400 ευρώ/τόνο το 1999 σε 2 200 ευρώ/τόνο κατά την περίοδο έρευνας. Πρέπει να αναφερθεί ότι οι τιμές των εισαγωγών από τρίτες χώρες άλλες εκτός της Ινδίας παρέμειναν σε ουσιαστικά υψηλότερα επίπεδα από ό,τι οι τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο.

(84)

Διαπιστώθηκε επίσης ότι μόνον οι εισαγωγές καταγωγής των τριών χωρών εκτός της Ινδίας κατείχαν μερίδιο στην αγορά της Κοινότητας άνω του 1 % κατά την ΠΕ, δηλαδή η Ιαπωνία, η Πολωνία και οι ΗΠΑ. Διαπιστώθηκε ότι i) το μερίδιο αγοράς της Ιαπωνίας αυξήθηκε από 2,1 % το 1999 σε 2,6 % την ΠΕ, ii) το μερίδιο αγοράς της Πολωνίας αυξήθηκε από 3,3 % το 1999 σε 4,4 % την ΠΕ και iii) το μερίδιο αγοράς των ΗΠΑ μειώθηκε από 5,3 % το 1999 σε 4,7 % την ΠΕ. Από αυτές τις τρεις χώρες, οι τιμές εισαγωγής CIF της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ φαίνεται ότι ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ενώ οι τιμές των εισαγωγών καταγωγής Πολωνίας ήταν υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, οι τιμές εισαγωγής CIF αυτών των τριών χωρών ήταν πάντα υψηλότερες από τις τιμές της εν λόγω χώρας. Επίσης, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι αυτές οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε τιμές με ντάμπινγκ.

(85)

Η έρευνα καθόρισε ότι οι δύο εγκαταστάσεις παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος στην Πολωνία οι οποίες εξήγαν το προϊόν αυτό στην Κοινότητα είναι θυγατρικές ενός καταγγέλλοντος κοινοτικού παραγωγού. Επομένως, όλες οι ανωτέρω εισαγωγές από την Πολωνία πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ για λογαριασμό του προαναφερόμενου κοινοτικού παραγωγού. Η έρευνα καθόρισε επίσης ότι περίπου το 40 % των όγκων του ομοειδούς προϊόντος που εισήχθη από τις ΗΠΑ είχε εισαχθεί στην πραγματικότητα από τον άλλο καταγγέλοντα κοινοτικό παραγωγό προς τελική πώληση στην Κοινότητα. Δεν βρέθηκε καμία ένδειξη για το ότι οι αντίστοιχες μεταπωλήσεις ήταν ζημιογόνες στους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς ή ότι αυτές οι εισαγωγές είχαν πραγματοποιηθεί σε βάρος της ίδιας παραγωγής στην Κοινότητα. Η έρευνα εντούτοις έδειξε ότι οι όγκοι εισαγωγής από τις εγκαταστάσεις παραγωγής των δύο καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών που κατασκευάζουν το ομοειδές προϊόν σε άλλες τρίτες χώρες, ήταν ατομικά και συνολικά ελάχιστοι, δηλαδή κάτω του 1 % της κοινοτικής κατανάλωσης.

(86)

Οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί είναι μεγάλες εταιρείες που λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο τομέας δραστηριότητάς τους δεν περιορίζεται μόνον στην Κοινότητα. Αυτές οι εταιρείες όχι μόνον εισάγουν ορισμένες μικρές ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος για τελική πώληση στην Κοινότητα, αλλά επίσης εξάγουν ένα σημαντικό τμήμα της κοινοτικής παραγωγής τους εκτός Κοινότητας. Η προβληματική που βρίσκεται πίσω από αυτές τις παγκόσμιες αποστολές είναι η όλο και μεγαλύτερη τάση εξειδίκευσης των διαφόρων εγκαταστάσεων σε διαστάσεις και ποιότητες του ομοειδούς προϊόντος, πράγμα που έχει ως άμεση συνέπεια να καταφεύγουν και οι δύο κοινοτικοί παραγωγοί, για ορισμένες διαστάσεις και ποιότητες, σε εισαγωγές από εγκαταστάσεις εκτός ΕΚ για να συμπληρώσουν το φάσμα των προϊόντων που προσφέρουν στους πελάτες στην Κοινότητα.

(87)

Με βάση τις μέσες τιμές, τον μικρό όγκο αυτών των εισαγωγών, το μικρό μερίδιο της αγοράς και τις ανωτέρω παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά το φάσμα του προϊόντος, δεν διαπιστώθηκε ότι αυτές οι εισαγωγές από τις τρίτες χώρες, είτε προέρχονταν από τις εγκαταστάσεις που ανήκουν στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, είτε όχι, συνέβαλαν στη ζημιογόνο κατάσταση που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ιδίως από πλευράς μεριδίου αγοράς, όγκων πωλήσεων, απασχόλησης, επενδύσεων, αποδοτικότητας, απόδοσης των επενδύσεων και ταμειακών ροών.

(88)

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι αυτή η διαδικασία εισήγαγε διακρίσεις επειδή δεν είχε λάβει υπόψη την ύπαρξη εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας («ΛΔΚ»), όπως φαίνεται από τις σχετικά μεγάλες ποσότητες των εισαγωγών από την ΛΔΚ που δηλώθηκαν στον κωδικό ΣΟ 8545 11 00. Πρέπει πρώτα να τονιστεί ότι ο κωδικός ΣΟ 8545 11 00 καλύπτει όχι μόνον το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, αλλά και άλλα είδη. Δεν είναι επομένως σκόπιμο να συνάγονται συμπεράσματα με μόνη βάση τον ανωτέρω κωδικό ΣΟ. Δόθηκε εντούτοις ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτό το θέμα κατά τις επισκέψεις επαλήθευσης που πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις των χρηστών που συνεργάσθηκαν. Ενώ πολλοί χρήστες είχαν δηλώσει στις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο τους όγκους του ομοειδούς προϊόντος που είχαν εισαχθεί από την ΛΔΚ, η επιτόπια επαλήθευση απέδειξε ότι κανένα από αυτά τα κινεζικά ηλεκτρόδια δεν συμφωνούσε με τις προδιαγραφές που ορίζουν το υπό εξέταση προϊόν. Επιπλέον, μια από τις δύο ενώσεις χρηστών δήλωσε σαφώς σε γραπτή παρατήρηση ότι η ΛΔΚ δεν ήταν σε θέση να παράγει και να εξάγει το ομοειδές προϊόν στην Κοινότητα κατά την περίοδο 1999-ΠΕ. Άρα, το επιχείρημα απορρίπτεται.

ε)   Εξαγωγική επίδοση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(89)

Τονίζοντας τη μεγάλη πτώση των τιμών εξαγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι i) αυτή ήταν ενδεικτική της απουσίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών με ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας και ii) αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ζημία που προκάλεσε μόνος του ο κλάδος αυτός.

(90)

Όπως εξηγείται ανωτέρω, οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έρευνα διαπίστωσε ότι ο κοινοτικός όγκος παραγωγής εξάγει περίπου 15 % περισσότερο όγκο από ό,τι πωλεί στην Κοινότητα. Από ένα επίπεδο περίπου 100 000 τόνων το 1999, ο όγκος των πωλήσεων που εξήγε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε κατά 12 % το 2000, μειώθηκε κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 6 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Κατά την ΠΕ, ο όγκος των εξαγωγικών πωλήσεων βρισκόταν πολύ κοντά στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 1999, και επομένως καμία απώλεια των οικονομιών κλίμακας δεν μπορεί να αποδοθεί στην εξαγωγική δραστηριότητα. Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι τιμές των εξαγωγικών πωλήσεων μειώθηκαν κατά περίπου 14 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Εντούτοις, εξεταζόμενη χωριστά από άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν παίξει κάποιο ρόλο σε επίπεδο παγκόσμιας αγοράς, αυτή η παρατήρηση δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα διαδικασία, που αφορά την κοινοτική αγορά και όχι την παγκόσμια αγορά. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η τάση της αποδοτικότητας που εξετάστηκε στο πλαίσιο εκτίμησης της ζημίας αναφέρεται αποκλειστικά στις πωλήσεις στην Κοινότητα της ίδιας παραγωγής του κοινοτικού κλάδου. Παρόλο που η αποδοτικότητα των εξαγωγικών πωλήσεων επιδεινώθηκε ελαφρά σε σχέση με την αποδοτικότητα των κοινοτικών πωλήσεων, αυτό το γεγονός θεωρείται επίσης άσχετο με την παρούσα διαδικασία. Θεωρείται επομένως ότι η εξαγωγική δραστηριότητα δεν μπορεί να έχει συμβάλει με κανέναν τρόπο στη ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος εξαγωγικών πωλήσεων (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

112

91

93

99

Ανά μονάδα τιμή των εξαγωγικών πωλήσεων (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

96

102

88

86

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΙΩΔΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

(91)

Εν κατακλείδι, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι η σημαντική ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και που χαρακτηρίζεται κυρίως με την μείωση, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, του μεριδίου αγοράς, της ανά μονάδα τιμής πώλησης (8 %) ενώ το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %, με την συνακόλουθη μείωση της αποδοτικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και των ταμειακών ροών από τις δραστηριότητες λειτουργίας, και με την μείωση των επενδύσεων και της απασχόλησης, οφείλεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(92)

Όντως, οι επιπτώσεις της μείωσης της ζήτησης σε συνδυασμό με τη κάμψη στην αγορά χάλυβα, της επαναφοράς των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά τη διάλυση του καρτέλ, των επιδόσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών, των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, των εξαγωγικών επιδόσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ήταν ελάχιστες ή μόνον πολύ περιορισμένες και επομένως δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(93)

Επομένως, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ καταγωγής Ινδίας προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

Ζ.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(94)

Η Επιτροπή εξέτασε αν, παρά τα συμπεράσματα περί ντάμπινγκ, ζημίας και αιτιώδους συνάφειας, υπήρχαν σοβαροί λόγοι που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέσπιση μέτρων στην προκειμένη περίπτωση δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας. Για το σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε την επίπτωση των μέτρων για όλα τα μέρη που αφορά αυτή η έρευνα.

1.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(95)

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποτελείται από δύο ομίλους εταιρειών, που διαθέτουν συνολικά εννέα εγκαταστάσεις παραγωγής σε διάφορες κοινοτικές χώρες, και απασχολούν 1 800 άτομα που συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή, στις πωλήσεις και στη διαχείριση του ομοειδούς προϊόντος. Μετά την επιβολή των μέτρων, ο όγκος και οι τιμές των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά αναμένεται να αυξηθούν. Εντούτοις, οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν θα αυξηθούν κατά πάσα πιθανότητα στο επίπεδο οποιουδήποτε δασμού αντιντάμπινγκ εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών, των εισαγωγών καταγωγής της εν λόγω χώρας που πραγματοποιούνται σε τιμές χωρίς ντάμπινγκ και των εισαγωγών καταγωγής άλλων τρίτων χωρών. Συμπερασματικά, προβλέπεται ότι η αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων, αφενός, και η περαιτέρω μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος, αφετέρου, σε συνδυασμό με μια μέτρια αύξηση των τιμών, θα επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση.

(96)

Εξάλλου, εάν δεν επιβληθούν μέτρα αντιντάμπνγκ, είναι πιθανό ότι η αρνητική τάση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα συνεχιστεί. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα συνεχίσει πιθανόν να χάνει μερίδια αγοράς και να αντιμετωπίζει την επιδείνωση της αποδοτικότητάς του. Αυτό θα οδηγήσει ασφαλώς σε περικοπές της παραγωγής και των επενδύσεων, σε κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής και σε περαιτέρω μειώσεις θέσεων εργασίας στην Κοινότητα.

(97)

Εν κατακλείδι, η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να ανακάμψει από τη ζημιογόνο πρακτική ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε.

2.   ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΜΗ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΕΩΝ/ΕΜΠΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(98)

Κατά την ΠΕ, οι δύο συνεργαζόμενοι εισαγωγείς εισήγαγαν περίπου 20 % του συνολικού όγκου εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής εν λόγω χώρας. Από τη συνεργασία από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς φαίνεται ότι οι εισαγωγείς/έμποροι στην Κοινότητα (δηλαδή οι δύο ανωτέρω συνεργαζόμενοι εισαγωγείς, αφενός, και οι μη συνεργαζόμενοι εισαγωγείς/έμποροι αφετέρου) αντιπροσωπεύουν το 40 % περίπου του συνολικού όγκου εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας.

(99)

Εάν επιβληθούν μέτρα αντιντάμπινγκ, είναι πιθανό οι εισαγωγές καταγωγής της εν λόγω χώρας να μειωθούν. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ να οδηγήσει σε μέτρια αύξηση των τιμών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα, επηρεάζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την οικονομική κατάσταση των εισαγωγέων/εμπόρων. Σε ό,τι αφορά τους δύο συνεργαζόμενους εισαγωγείς, η εμπορική δραστηριότητα για το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας αντιστοιχεί στο 40 % περίπου του συνολικού κύκλου εργασιών τους. Από πλευράς εργατικού δυναμικού τους, από ένα σύνολο 10 απασχολουμένων, οι 4 απασχολούνται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα για το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας. Οι επιπτώσεις που θα έχει στους εισαγωγείς η αύξηση της τιμής εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητά τους να τη μεταφέρουν στους πελάτες τους. Η χαμηλή αναλογία του υπό εξέταση προϊόντος στο συνολικό κόστος των χρηστών (βλ. αιτιολογική σκέψη 103 κατωτέρω) μπορεί επίσης να διευκολύνει τους εισαγωγείς να μεταφέρουν οποιαδήποτε αύξηση της τιμής στους χρήστες.

(100)

Βάσει των στοιχείων αυτών, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ δεν προβλέπεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση των εισαγωγέων της Κοινότητας.

3.   ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ

(101)

Η κυριότερη βιομηχανία χρήστης που αντιπροσωπεύει το 80 % περίπου της συνολικής κοινοτικής κατανάλωσης του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, είναι ο βιομηχανικός κλάδος χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους. Κατά την ΠΕ, οι οκτώ συνεργαζόμενοι τελικοί χρήστες κατανάλωσαν το 27 % περίπου του συνολικού όγκου εισαγωγών στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής εν λόγω χώρας, το οποίο εισήχθη είτε απευθείας από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς ή μέσω εισαγωγέων/εμπόρων. Από τη συνεργασία από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς φαίνεται ότι οι τελικοί χρήστες στην Κοινότητα (δηλαδή οι οκτώ ανωτέρω συνεργαζόμενοι χρήστες, αφενός, και οι μη συνεργαζόμενοι χρήστες αφετέρου) αντιπροσωπεύουν το 56 % περίπου του συνολικού όγκου άμεσων εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας. Το υπόλοιπο τμήμα (4 %) εισήχθη από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(102)

Οι συνεργαζόμενοι χρήστες ισχυρίζονται ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική τους κατάσταση, άμεσα με την αύξηση της τιμής της κατανάλωσής τους που προμηθεύονται στην Ινδία, και έμμεσα με την ενδεχόμενη αύξηση της τιμής που εφαρμόζουν οι κοινοτικοί παραγωγοί για το μερίδιο της κατανάλωσής τους που προέρχεται από τους κοινοτικούς παραγωγούς.

(103)

Η έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 1 % του συνολικού κόστους παραγωγής των χρηστών που συνεργάσθηκαν. Η πιθανή επίπτωση του κόστους στους χρήστες θα είναι η ακόλουθη. Εάν εφαρμοστούν μέτρα αντιντάμπινγκ, το κόστος παραγωγής των χρηστών θα αυξηθεί μεταξύ 0,15 % (στο χειρότερο σενάριο βάσει του οποίου οι τιμές του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος θα αυξηθούν με το ποσό του δασμού, ανεξάρτητα από την καταγωγή αυτών των προϊόντων) και 0,03 % (μόνον η κατανάλωση που προέρχεται από την Ινδία επηρεάζεται από την αύξηση της τιμής). Τελικά, υπολογίζεται ότι το πραγματικό αποτέλεσμα θα βρίσκεται ανάμεσα σ’αυτά τα δύο σενάρια για τους εξής λόγους. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές του σε ορισμένο βαθμό, αλλά θα επωφεληθεί επίσης από την χαλάρωση της πίεσης επί των τιμών για να ανακτήσει το μερίδιο αγοράς που είχε χάσει από την ανταγωνιστικότητα ως προς τις ινδικές τιμές. Υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και η επαναφορά θεμιτών και πιο αποδοτικών συνθηκών αγοράς θα αυξήσει ασφαλώς την πιθανή προμήθεια από όλες τις χώρες καταγωγής και θα προσελκύσει νέες επενδύσεις. Επί πλέον, περίπου το 15 % της κοινοτικής κατανάλωσης καλύπτεται από εναλλακτικούς προμηθευτές (δηλαδή τον άλλο κοινοτικό παραγωγό και εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες εκτός της Ινδίας). Επομένως, δεν φαίνεται πιθανό να σημειωθεί γενική αύξηση των τιμών. Τέλος, από αυτές τις πολύ περιορισμένες επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής των χρηστών, είναι ενδεχομένως πιθανό να μεταφερθεί τουλάχιστον ένα τμήμα στους κατάντη πελάτες πράγμα που θα έχει τελικά ακόμη μικρότερη επίπτωση στα κέρδη των χρηστών.

(104)

Οι συνεργαζόμενοι χρήστες είναι ακόμη αντίθετοι με την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ με το επιχείρημα ότι αυτά τα μέτρα θα θέσουν φραγμούς σε μία ανταγωνιστική αγορά, και εκ των πραγμάτων θα συμβάλουν στην δημιουργία του καρτέλ που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή το 2001.

(105)

Η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο το 2001 στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς οι οποίοι είχαν δημιουργήσει καρτέλ μεταξύ Μαΐου 1992 και Μαρτίου 1998. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι δύο παραγωγοί που αποτελούσαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής είχαν σταματήσει την προηγούμενη πρακτική τους αυθαίρετου καθορισμού των τιμών και κατανομής των αγορών, και έτσι αυτό το σημείο δεν συζητήθηκε από τα μέρη. Η κατάσταση που διακυβεύεται είναι να αποκατασταθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού που είχαν στρεβλωθεί από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των Ινδών εξαγωγέων. Στόχος των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν είναι να εμποδίσουν την πρόσβαση στην Κοινότητα των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα, αλλά να εξουδετερώσουν τις επιπτώσεις από τη στρέβλωση των όρων της αγοράς λόγω της παρουσίας των εισαγωγών με ντάμπινγκ. Η αποκατάσταση θεμιτών όρων στην αγορά δεν θα ωφελήσει μόνον τους κοινοτικούς παραγωγούς, αλλά και τις εναλλακτικές πηγές προμήθειας όπως, για παράδειγμα, τις εισαγωγές που δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε δημιουργήσει καρτέλ τα έτη 1992-1998 δεν πρέπει να του στερεί το δικαίωμα προστασίας στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

(106)

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, μπορεί να συναχθεί προσωρινά το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ i) δεν θα επηρεάσει σοβαρά την οικονομική κατάσταση των χρηστών· και ii) δεν θα έχει αρνητικές συνέπειες στη γενική κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(107)

Η επιβολή μέτρων αναμένεται να δώσει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής την ευκαιρία να ανακτήσει πωλήσεις και μερίδια αγοράς που είχε χάσει και να βελτιώσει την αποδοτικότητά του. Εξάλλου, ενόψει της επιδείνωσης της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, αν δεν ληφθούν μέτρα, υπάρχει κίνδυνος ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί να κλείσουν τις εγκαταστάσεις τους και να απολύσουν ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού τους. Αν και προβλέπονται αρνητικές επιπτώσεις υπό μορφή μείωσης του όγκου εισαγωγών και μέτριας αύξησης των τιμών για τους εισαγωγείς/εμπόρους και για τους χρήστες, η έκταση των φαινομένων αυτών μπορεί να περιοριστεί με τη μεταφορά της αύξησης στους κατάντη πελάτες. Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αποχρώντες λόγοι για τη μη επιβολή μέτρων στην προκειμένη περίπτωση και ότι η εφαρμογή μέτρων θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

Η.   ΠΡΟΤΑΣΗ ΛΗΨΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(108)

Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων για την πρακτική ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας, θεωρείται απαραίτητο να ληφθούν προσωρινά μέτρα ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

1.   ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(109)

Το επίπεδο των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει να αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, χωρίς να υπερβαίνει τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν. Κατά τον υπολογισμό του απαραίτητου ποσού του δασμού για την εξάλειψη των επιπτώσεων της ζημιογόνου πρακτικής ντάμπινγκ, θεωρήθηκε ότι τα μέτρα θα έπρεπε να επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να πραγματοποιήσει συνολικό κέρδος πριν από το φόρο τέτοιο που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει εύλογα υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με επιδοτήσεις.

(110)

Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, διαπιστώθηκε προκαταρκτικά ότι ένα περιθώριο κέρδους 9,4 % του κύκλου εργασιών θα μπορούσε να θεωρηθεί το κατάλληλο επίπεδο που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ελλείψει της ζημιογόνου πρακτικής ντάμπινγκ. Οι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί παρατήρησαν ότι μπορούσαν να αναμένουν ευλόγως περιθώριο κέρδους 10 % με 15 % αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ. Η έρευνα διαπίστωσε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε επιτύχει κέρδος που κυμαινόταν μεταξύ 12 % και 15 % του κύκλου εργασιών το 1999 (βλ. αιτιολογική σκέψη 61 ανωτέρω), όταν το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ ήταν το χαμηλότερο. Η Επιτροπή εξέτασε αν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά το 1999 μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές για τις κανονικές συνθήκες αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν. Η έρευνα καθόρισε ότι η επαναφορά των κανονικών όρων ανταγωνισμού μετά το τέλος της περιόδου αυθαίρετου καθορισμού τιμών και κατανομής των αγορών είχε κάποια επίπτωση στις τιμές και ότι η τιμή των βασικών πρώτων υλών είχε αυξηθεί σημαντικά μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρείται ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποδοτικότητα 12 % με 15 % κατά την ΠΕ. Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε τα στατιστικά ισολογισμών εταιρείας ανά τομείς που συγκέντρωσαν οι Κεντρικές Τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Η Επιτροπή διατήρησε τη βάση δεδομένων που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία. Αυτή η εξέταση έδειξε ότι οι εταιρείες που ανήκουν στον κοντινότερο διαθέσιμο τομέα στις ανωτέρω μεγάλες βιομηχανικές χώρες, επέτυχαν κατά μέσον όρο κέρδος, εκτός των τυχόν εκτάκτων αποτελεσμάτων, 9,4 % το 2002. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις και τα στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι το 9,4 % είναι ένα εύλογο κέρδος που θα μπορούσε να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ.

(111)

Εν συνεχεία, καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση σύγκριση, συναλλαγή προς συναλλαγή, της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, όπως καθορίστηκε για τον καθορισμό των χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές, και της μη ζημιογόνου τιμής του ομοειδούς προϊόντος που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά. Η μη ζημιογόνος τιμή υπολογίστηκε με την πρόσθεση στις τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, του προαναφερθέντος περιθωρίου κέρδους. Οι τυχόν διαφορές που προέκυψαν από την εν λόγω σύγκριση εκφράστηκαν στη συνέχεια ως εκατοστιαίο ποσοστό της συνολικής αξίας εισαγωγής CIF.

(112)

Η ανωτέρω σύγκριση τιμών έδειξε τα ακόλουθα περιθώρια ζημίας:

Graphite India Limited (GIL)

20,3 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

12,8 %

2.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

(113)

Με βάση τα ανωτέρω, θεωρείται ότι πρέπει να επιβληθεί προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο της ζημίας που υπολογίζεται ανωτέρω σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(114)

Στην παράλληλη διαδικασία κατά των επιδοτήσεων, επιβλήθηκαν επίσης αντισταθμιστικοί δασμοί στα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου (6) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων»). Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, κανένα προϊόν δεν πρέπει να υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικούς δασμούς για να αντιμετωπιστεί η ίδια και μόνη κατάσταση που προκύπτει από το ντάμπινγκ ή τις εξαγωγικές επιδοτήσεις, θεωρείται αναγκαίο να καθοριστεί αν, και μέχρι ποίου βαθμού, τα ποσά των επιδοτήσεων και τα περιθώρια του ντάμπινγκ απορρέουν από την ίδια κατάσταση.

(115)

Τα καθεστώτα επιδοτήσεων που εξετάστηκαν και διαπιστώθηκαν ότι είναι αντισταθμίσιμα στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, αποτελούσαν εξαγωγικές επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Επομένως, τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ινδία οφείλονται εν μέρει στην ύπαρξη των αντισταθμίσιμων εξαγωγικών επιδοτήσεων και έτσι ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να είναι μικρότερος από το περιθώριο ντάμπινγκ και το περιθώριο της ζημίας που διαπιστώθηκε στην παρούσα διαδικασία από τον οποίο αφαιρείται ο προσωρινός αντισταθμιστικός δασμός που επιβλήθηκε για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις των εξαγωγικών επιδοτήσεων.

(116)

Συνεπώς, οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ πρέπει να είναι οι ακόλουθοι:

Εταιρεία

Περιθώριο εξάλειψης της ζημίας

Περιθώριο ντάμπινγκ

Προσωρινός αντισταθμιστικός δασμός

Προτεινόμενος δασμός αντιντάμπινγκ

Graphite India Limited (GIL)

20,3 %

34,3 %

14,6 %

5,7 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

12,8 %

24,0 %

12,8 %

0 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

20,3 %

34,3 %

14,6 %

5,7 %

3.   ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

(117)

Για λόγους χρηστής διαχείρισης, πρέπει να ταχθεί προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, μπορούν να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι τα συμπεράσματα όσον αφορά την επιβολή των δασμών που θα συναχθούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, είναι προσωρινά και μπορούν να επανεξεταστούν για την επιβολή οριστικού δασμού.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στις εισαγωγές ηλεκτροδίων από γραφίτη του είδους που χρησιμοποιούνται για ηλεκτρικές κάμινους, με φαινόμενη πυκνότητα 1.65 g/cm3 ή μεγαλύτερη και με ηλεκτρική αντίσταση 6.0 μΩ.m ή μικρότερη, που υπάγονται κανονικά στον κωδικό ΣΟ ex 8545 11 00 (κωδικός TARIC 8545110010) και στις θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 8545 90 90 (κωδικός TARIC 8545909010) είτε εισάγονται από κοινού ή χωριστά, καταγωγής Ινδίας.

2.   Ο συντελεστής του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από το δασμό, για τα προϊόντα που παράγονται από τις ακόλουθες εταιρείες στην Ινδία, είναι ο ακόλουθος:

Εταιρεία

Προσωρινός δασμός

Πρόσθ. κωδικός TARIC

Graphite India Limited (GIL), 31 Chowringhee Road, Kolkatta — 700016, West Bengal

5,7 %

A530

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited, Bhilwara Towers, A-12, Sector-1, Noida — 201301, Uttar Pradesh

0 %

A531

Όλες οι άλλες εταιρείες

5,7 %

A999

3.   Εκτός εάν υπάρχει άλλη πρόβλεψη, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

4.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα του προϊόντος που αναφέρεται ανωτέρω εξαρτάται από την παροχή εγγυήσεως, ίσης με το ποσό που αντιστοιχεί στον προσωρινό δασμό.

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού, βάσει των οποίων θεσπίστηκε ο παρών κανονισμός, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.

Δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται για περίοδο έξι μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12.

(3)  ΕΕ C 197 της 21.8.2003, σ. 2.

(4)  ΕΕ C 197 της 21.8.2003, σ. 5.

(5)  ΕΕ L 100 της 16.4.2002, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Συμβούλιο

20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/83


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Μαΐου 2004

για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών

(2004/496/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 95, σε συνδυασμό με την πρώτη πρόταση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 300 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 23 Φεβρουαρίου 2004 το Συμβούλιο εξουσιοδότησε την Επιτροπή να διαπραγματευθεί, εξ ονόματος της Κοινότητας, μια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών.

(2)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει διατυπώσει γνώμη εντός της προθεσμίας που, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 300 παράγραφος 3 της Συνθήκης, όρισε το Συμβούλιο, λόγω της επείγουσας ανάγκης να διορθωθεί η κατάσταση αβεβαιότητας στην οποία έχουν περιέλθει οι αεροπορικές εταιρείες και οι επιβάτες καθώς και να προστατευθούν τα οικονομικά συμφέροντα των ενδιαφερομένων.

(3)

Η παρούσα συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών εγκρίνεται με την παρούσα εξ ονόματος της Κοινότητας.

Το κείμενο της συμφωνίας επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Με την παρούσα εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος του Συμβουλίου να ορίσει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. COWEN


ΣΥΜΦΩΝΊΑ

μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των κατάστασεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς προς το Υπουργείο Εσωτερικής Aσφάλειας, Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη σημασία του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, περιλαμβανομένης της ιδιωτικής ζωής, καθώς και τη σημασία της συμμόρφωσης προς τις αξίες αυτές κατά την πρόληψη και καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των συναφών εγκλημάτων καθώς και άλλων σοβαρών διεθνών εγκλημάτων, όπως του οργανωμένου εγκλήματος,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τους νόμους και κανονισμούς των Ηνωμένων Πολιτειών που απαιτούν από κάθε αερομεταφορέα ο οποίος πραγματοποιεί διεθνείς επιβατικές πτήσεις από και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρέχει στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (εφεξής «DHS»), Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων (εφεξής «CBP») ηλεκτρονική πρόσβαση στα στοιχεία των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών (εφεξής «PNR»), που συλλέγονται και αποθηκεύονται στα αυτόματα συστήματα ελέγχου κρατήσεων/αναχωρήσεων του αερομεταφορέα,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και ιδίως το άρθρο 7 στοιχείο γ),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η CBP στις 11 Μαΐου 2004, οι οποίες θα δημοσιευθούν στο Ομοσπονδιακό Μητρώο (Federal Register) (εφεξής «οι δεσμεύσεις»),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την απόφαση 2004/1799 της Επιτροπής που εκδόθηκε στις 17 Μαΐου 2004, με βάση το άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία η CBP θεωρείται ότι παρέχει επαρκή προστασία όσον αφορά τα στοιχεία PNR που διαβιβάζονται εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής «Κοινότητα») σχετικά με τις πτήσεις από και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις οι οποίες επισυνάπτονται στην παρούσα απόφαση (εφεξής «απόφαση»),

ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΟΝΤΑΣ ότι οι αερομεταφορείς που διαθέτουν συστήματα ελέγχου κρατήσεων/αναχωρήσεων εντός της επικράτειας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θα πρέπει να μεριμνούν για τη διαβίβαση των στοιχείων PNR προς την CBP μόλις αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη, αλλά ότι μέχρι τότε οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας,

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι η παρούσα συμφωνία δεν συνιστά προηγούμενο για οποιεσδήποτε μελλοντικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή μεταξύ ενός εκ των συμβαλλομένων μερών και οποιουδήποτε κράτους, όσον αφορά τη διαβίβαση οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη δέσμευση και των δύο πλευρών να συνεργασθούν ώστε να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατόν μια κατάλληλη και αμοιβαίως ικανοποιητική λύση σχετικά με την επεξεργασία των προκαταβολικών στοιχείων σχετικά με τους επιβάτες (Advance Passenger Information - API) που διαβιβάζονται από την Κοινότητα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΕΞΗΣ:

1.

Η CBP δύναται να έχει ηλεκτρονική πρόσβαση στα στοιχεία PNR που περιλαμβάνονται στα συστήματα ελέγχου κρατήσεων/αναχωρήσεων των αερομεταφορέων («συστήματα κρατήσεων») τα οποία ευρίσκονται στην επικράτεια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τηρουμένης αυστηρώς της αποφάσεως και εν όσω αυτή ισχύει, και μόνον έως ότου δημιουργηθεί ένα ικανοποιητικό σύστημα που θα επιτρέπει τη διαβίβαση των εν λόγω στοιχείων εκ μέρους των αερομεταφορέων.

2.

Οι αερομεταφορείς που πραγματοποιούν διεθνείς επιβατικές πτήσεις από και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες επεξεργάζονται τα στοιχεία PNR που περιλαμβάνονται στα αυτόματα συστήματα κρατήσεών τους, όπως απαιτεί η CBP, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και τηρουμένης αυστηρώς της αποφάσεως και εν όσω αυτή ισχύει.

3.

Η CBP λαμβάνει υπόψη της την απόφαση και δηλώνει ότι εφαρμόζει τις δεσμεύσεις που αναφέρονται στο παράρτημά της.

4.

Η CBP επεξεργάζεται τα στοιχεία PNR που λαμβάνει και αντιμετωπίζει τα άτομα περί των οποίων τα επεξεργασμένα στοιχεία σύμφωνα με τους νόμους και το σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς αθέμιτες διακρίσεις, ιδίως, με βάση την ιθαγένεια ή τη χώρα διαμονής.

5.

Η CBP και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζουν από κοινού και ανά τακτά διαστήματα την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.

6.

Στην περίπτωση που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάποιο σύστημα εξακρίβωσης στοιχείων των επιβατών, το οποίο υποχρεώνει τους αερομεταφορείς να επιτρέπουν στις αρχές την πρόσβαση σε στοιχεία PNR όσον αφορά τα πρόσωπα των οποίων το ταξίδι περιλαμβάνει πτήση από και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, το DHS ενθαρρύνει ενεργώς, στο μέτρο του δυνατού και τηρουμένης αυστηρώς της αρχής της αμοιβαιότητας, τη συνεργασία των αεροπορικών εταιρειών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του.

7.

Η παρούσα συμφωνία τίθεται σε ισχύ με την υπογραφή της. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία οποτεδήποτε μέσω της διπλωματικής οδού. Η λήξη της συμφωνίας επέρχεται ενενήντα (90) ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της καταγγελίας προς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Η παρούσα συμφωνία μπορεί να τροποποιηθεί οποτεδήποτε κατόπιν αμοιβαίας γραπτής συμφωνίας.

8.

Η παρούσα συμφωνία δεν αποκλίνει από τις νομοθεσίες των συμβαλλόμενων μερών ούτε τις τροποποιεί. Με την παρούσα συμφωνία δεν δημιουργούνται ούτε απονέμονται δικαιώματα ή οφέλη σε τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου.

Τόπος …, Ημερομηνία υπογραφής …

Η παρούσα συμφωνία συντάσσεται σε δύο αντίτυπα στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ισπανική, ιταλική, λετονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική γλώσσα, και κάθε κείμενο θεωρείται εξίσου αυθεντικό. Σε περίπτωση διαφορών, υπερισχύει το κείμενο στην αγγλική γλώσσα.

Για την Eυρωπαϊκή Kοινότητα

Για τις Ηνωμένες Πολιτείεσ της Aμερικής

Tom RIDGE

Υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών


Επιτροπή

20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/86


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 17ης Μαΐου 2004

για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 303/96/ΕΚΑΧ της Επιτροπής για την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης που έχει προσφερθεί σε σχέση με τις εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων φύλλων (λαμαρινών) από χάλυβες με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσίας

(2004/497/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής ο «βασικός κανονισμός»), και ιδίως τα άρθρα 8 και 9,

κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Καταργείται το άρθρο 2 της απόφασης αριθ. 303/96/ΕΚΑΧ της Επιτροπής.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επoμένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 42 της 20.2.1996, σ. 7.

(3)  ΕΕ L 308 της 29.11.1996, σ. 11· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση αριθ. 435/2001/ΕΚΑΧ (ΕΕ L 63 της 3.3.2001, σ. 14).

(4)  ΕΕ C 53 της 20.2.2001, σ. 13.

(5)  ΕΕ L 149 της 7.6.2002, σ. 2· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1310/2002 (ΕΕ L 192 της 20.7.2002, σ. 9).

(6)  ΕΕ C 186 της 6.8.2002, σ. 15.

(7)  ΕΕ C 242 της 8.10.2002, σ. 16.

(8)  ΕΕ L 25 της 31.1.2003, σ. 7.

(9)  ΕΕ L 182 της 19.5.2004, σ. 15.


20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/88


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2004

για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές καρβιδίου του πυριτίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας

(2004/498/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (2) («βασικός κανονισμός»), και, ιδίως, το άρθρο 8, το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 21 και το άρθρο 22 στοιχείο γ),

Ύστερα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1100/2000 (3), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Κοινότητα καρβιδίου του πυριτίου («υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής Ουκρανίας. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 991/2004 (4), το Συμβούλιο τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1100/2000.

(2)

Το ποσό του δασμού που επιβάλλεται στην καθαρή τιμή, ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από τον δασμό, καθορίζεται σε 24 % για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ουκρανίας.

2.   Έρευνα

(3)

Στις 20 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5), ανήγγειλε την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης των ισχυόντων μέτρων («τα μέτρα») σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 και το άρθρο 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(4)

Η επανεξέταση κινήθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον, συνεπεία της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004 («Διεύρυνση»), και λαμβάνοντας υπόψη το κοινοτικό συμφέρον, χρειάζεται προσαρμογή των μέτρων για να αποφευχθούν αιφνίδιες και υπερβολικά αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, των διανομέων και των καταναλωτών.

(5)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τις ενώσεις παραγωγών ή χρηστών στην Κοινότητα, τους παραγωγούς-εξαγωγείς των ενδιαφερομένων χωρών, τους εισαγωγείς και τις ενώσεις εισαγωγέων και τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων χωρών, καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη στα δέκα νέα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, σχετικά με την έναρξη της έρευνας και τους έδωσε την ευκαιρία να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση έναρξης. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

3.   Αποτέλεσμα της έρευνας

(6)

Όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 991/2004, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαρμογή των ισχυόντων μέτρων είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, υπό τον όρο ότι η εν λόγω προσαρμογή δεν θα υπονομεύσει σημαντικά το επιζητούμενο επίπεδο εμπορικής άμυνας.

4.   Ανάληψη υποχρέωσης

(7)

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 991/2004, η Επιτροπή, με βάση το άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, κάλεσε την ενδιαφερόμενη εταιρεία να προτείνει ανάληψη υποχρέωσης. Ως εκ τούτου, προτάθηκε ανάληψη υποχρέωσης από έναν παραγωγό-εξαγωγέα του υπό εξέταση προϊόντος στην Ουκρανία, της Open Joint Stock Company «Zaporozhsky Abrasivny Combinat».

(8)

Σημειωτέον ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, η εν λόγω ανάληψη υποχρέωσης θεωρείται ως ειδικό μέτρο δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 991/2004, δεν ισοδυναμεί άμεσα με δασμό αντιντάμπινγκ.

(9)

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 991/2004, η ανάληψη υποχρέωσης δεσμεύει τον παραγωγό-εξαγωγέα να τηρεί τα ανώτατα όρια εισαγωγών και, για να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της ανάληψης υποχρέωσης, ο ενδιαφερόμενος παραγωγός-εξαγωγέας έχει συμφωνήσει να ακολουθεί τις παραδοσιακές μεθόδους πώλησης προς ανεξάρτητους πελάτες στα δέκα νέα κράτη μέλη της ΕΕ. Επίσης, ο παραγωγός-εξαγωγέας γνωρίζει ότι εάν διαπιστωθεί σημαντική μεταβολή των μεθόδων πώλησης ή, εάν η παρακολούθηση της ανάληψης υποχρέωσης καταστεί κατά κάποιο τρόπο δύσκολη ή αδύνατη, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης της εταιρείας και στη θέση της να επιβάλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ ή, ακόμη, να αναπροσαρμόσει το ανώτατο όριο ή να προβεί στη λήψη άλλων μέτρων.

(10)

Άλλη προϋπόθεση της ανάληψης υποχρέωσης αποτελεί το γεγονός ότι, σε περίπτωση παραβίασής της, η Επιτροπή δύναται να ανακαλεί την αποδοχή της και στη θέση της να επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ.

(11)

Επίσης, η επιχείρηση θα υποβάλλει τακτικά στην Επιτροπή λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές της στην Κοινότητα και, επομένως, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να παρακολουθεί αποτελεσματικά την ανάληψη υποχρέωσης.

(12)

Για να μπορέσει η Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά την τήρηση των αναλήψεων υποχρεώσεων από κάθε εταιρεία, όταν υποβάλλεται στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές αίτηση θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με τις αναλήψεις υποχρεώσεων, η απαλλαγή από το δασμό υπόκειται στην προσκόμιση εμπορικού τιμολογίου το οποίο θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 991/2004 του Συμβουλίου. Αυτό το επίπεδο πληροφόρησης είναι επίσης απαραίτητο για να επιτρέψει στις τελωνειακές αρχές να επαληθεύουν με ικανοποιητική ακρίβεια ότι οι αποστολές αντιστοιχούν στα εμπορικά έγγραφα. Σε περίπτωση που δεν προσκομίζεται το έγγραφο αυτό, ή δεν αντιστοιχεί στο προϊόν που παρουσιάζεται στο τελωνείο, καταβάλλεται ο κατάλληλος δασμός αντιντάμπινγκ.

(13)

Με βάση τα ανωτέρω, η προτεινόμενη ανάληψη υποχρέωσης κρίνεται αποδεκτή.

(14)

Η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ισχύει για αρχική περίοδο έξι μηνών, με την επιφύλαξη της συνήθους διάρκειας των μέτρων και εκπνέει μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, εκτός εάν η Επιτροπή θεωρήσει σκόπιμο να παρατείνει την περίοδο εφαρμογής ειδικών μέτρων για άλλους έξι μήνες,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Η ανάληψη υποχρέωσης που προτάθηκε από τον παραγωγό-εξαγωγέα που αναφέρεται στη συνέχεια, στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές καρβιδίου του πυριτίου καταγωγής Ουκρανίας, γίνεται αποδεκτή.

Χώρα

Εταιρεία

Πρόσθετος κωδικός Taric

Ουκρανία

Παραγωγή και εξαγωγή από την Open Joint Stock Company «Zaporozhsky Abrasivny Combinat», Zaporozhye, Ουκρανία, στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα που δρα ως εισαγωγέας

A523

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται για περίοδο έξι μηνών.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12.

(3)  ΕΕ L 125 της 26.5.2000, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 182 της 18.5.2004, σ. 18.

(5)  ΕΕ C 70 της 20.3.2004, σ. 15.