ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 142

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

47ό έτος
30 Απριλίου 2004


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμος (ΕΚ) αριθ.851/2004 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του συμβουλιουτης21ης Απριλίου 2004για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

1

 

*

Οδηγια 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του συμβουλιου της21ης Απριλίου 2004σχετικάμε τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

12

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 142/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ 851/2004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

και του συμβουλιουτης 21ης Απριλίου 2004

για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 152 παράγραφος 4,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Aφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Πρωταρχική δέσμευση της Κοινότητας είναι να προστατεύει και να προάγει την ανθρώπινη υγεία με την πρόληψη των ανθρώπινων νόσων, ιδίως των μεταδοτικών, και να αντιμετωπίζει τις ενδεχόμενες απειλές για την υγεία προκειμένου να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ευρωπαίων πολιτών. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της εξάπλωσης των νόσων απαιτεί την υιοθέτηση συνεκτικής προσέγγισης από τα κράτη μέλη και τη συμβολή έμπειρων ειδικών επί θεμάτων δημόσιας υγείας με συντονισμό σε κοινοτικό επίπεδο.

(2)

Η Κοινότητα θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανησυχίες των ευρωπαίων πολιτών σχετικά με τις απειλές για τη δημόσια υγεία κατά τρόπο συντονισμένο και συνεπή. Εφόσον η προστασία της υγείας μπορεί να συνεπάγεται την ανάληψη διάφορων ενεργειών, από την ετοιμότητα και τα μέτρα ελέγχου έως την πρόληψη των ανθρωπίνων νόσων, το πεδίο εφαρμογής των ενεργειών αυτών θα πρέπει να διατηρεί την ευρύτητά του. Ο κίνδυνος της σκόπιμης απελευθέρωσης βιολογικών παραγόντων επίσης απαιτεί συνεπή απάντηση εκ μέρους της Κοινότητας.

(3)

Τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν πληροφορίες για τις μεταδοτικές νόσους μέσω των κατάλληλων δομών ή/και αρχών σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα (3), που επιβάλλει τη διεξαγωγή έγκαιρης επιστημονικής ανάλυσης έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η ανάληψη αποτελεσματικής δράσης από την Κοινότητα.

(4)

Η απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ ζητεί ρητώς τη βελτίωση της κάλυψης και της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων δικτύων αποκλειστικής επιτήρησης που έχουν θεσπιστεί μεταξύ των κρατών μελών για την επιτήρηση των μεταδοτικών νόσων, στα οποία θα πρέπει να βασίζονται οι κοινοτικές ενέργειες καθώς και την ενίσχυση της συνεργασίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς αρμόδιους σε θέματα δημόσιας υγείας, και ιδίως με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ). Το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων θα πρέπει προς το σκοπό αυτό να θεσπίσει σαφείς διαδικασίες συνεργασίας με την ΠΟΥ.

(5)

Μια ανεξάρτητη υπηρεσία, που στο εξής αποκαλείται Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, θα πρέπει να λειτουργεί ως κοινοτική πηγή ανεξάρτητων επιστημονικών συμβουλών, συνδρομής και εμπειρογνωμοσύνης από καταρτισμένο ιατρικό, επιστημονικό και επιδημιολογικό προσωπικό, με ίδιους πόρους ή τους πόρους των αναγνωρισμένων αρμόδιων φορέων που ενεργούν εξ ονόματος των αρχών των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες για την ανθρώπινη υγεία.

(6)

Ο παρών κανονισμός δεν αναθέτει καμία ρυθμιστική εξουσία στο Κέντρο.

(7)

Έργο του Κέντρου θα πρέπει να είναι ο εντοπισμός, η αποτίμηση και η δημοσιοποίηση τρεχόντων και αναδυομένων κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία από μεταδοτικές νόσους. Σε περίπτωση εκδήλωσης μιας νόσου αγνώστου προελεύσεως η οποία υπάρχει πιθανότητα να μεταφερθεί στην Κοινότητα ή να εξαπλωθεί εντός αυτής, το Κέντρο θα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να ενεργεί με ιδία πρωτοβουλία μέχρις ότου καταστεί γνωστή η εστία εκδήλωσης και τότε, σε συνεργασία με τις αρμόδιες σε εθνικό ή κοινοτικό επίπεδο αρχές, να ενεργεί δεόντως.

(8)

Mε αυτό τον τρόπο, το Κέντρο θα αυξήσει την ικανότητα επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και θα στηρίξει την ετοιμότητα αντίδρασης της Κοινότητας. Θα πρέπει να στηρίζει τις τρέχουσες δραστηριότητες, όπως είναι τα σχετικά κοινοτικά προγράμματα δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας, σχετικά με τα θέματα της πρόληψης και του ελέγχου των μεταδοτικών νόσων, της επιδημιολογικής επιτήρησης, των προγραμμάτων κατάρτισης και των μηχανισμών έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης, και θα πρέπει να ενισχύσει την ανταλλαγή καλών πρακτικών και εμπειριών σχετικά με τα προγράμματα εμβολιασμού.

(9)

Επειδή οι αναδυόμενοι κίνδυνοι για την υγεία μπορούν να έχουν επιπτώσεις τόσο στη διανοητική όσο και στη σωματική υγεία, το Κέντρο θα πρέπει στο πεδίο της αποστολής του να συγκεντρώνει και να αναλύει δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τις αναδυόμενες απειλές της υγείας καθώς και τις σχετικές εξελίξεις με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα χάρις στην ετοιμότητα. Θα πρέπει να υποστηρίζει και συντονίζει τα κράτη μέλη για την ανάπτυξη και τη συντήρηση της ικανότητας έγκαιρης αντίδρασης. Σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης για τη δημόσια υγεία το Κέντρο θα πρέπει να λειτουργεί σε στενή συνεργασία με τις υπηρεσίες της Επιτροπής και άλλες υπηρεσίες, τα κράτη μέλη και τους διεθνείς οργανισμούς.

(10)

Tο Κέντρο θα πρέπει να λαμβάνει μέριμνα έτσι ώστε να διαθέτει, ανά πάσα στιγμή, άριστο επιστημονικό δυναμικό χάρη στους δικούς του εμπειρογνώμονες και τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και θα πρέπει να ενθαρρύνει, να αναπτύσσει και να καθοδηγεί εφαρμοσμένες επιστημονικές μελέτες. Με τον τρόπο αυτό θα ενισχύσει την προβολή και την αξιοπιστία της επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης στην Κοινότητα. Επιπλέον, θα υποστηρίζει τα σχέδια ετοιμότητας της Κοινότητας, ενισχύοντας τους δεσμούς με τον κλινικό τομέα και τον τομέα της δημόσιας υγείας αλλά και μεταξύ των τομέων αυτών αυξάνοντας την εργαστηριακή ικανότητα στον τομέα της δημόσιας υγείας για ταχεία διάγνωση και στηρίζοντας και συντονίζοντας προγράμματα κατάρτισης.

(11)

Το διοικητικό συμβούλιο είναι σκόπιμο να επιλεγεί κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζονται τα υψηλότερα δυνατά επίπεδα ικανοτήτων και ένα ευρύ φάσμα εμπειρίας μεταξύ των εκπροσώπων των κρατών μελών, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

(12)

Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να διαθέτει τις αναγκαίες εξουσίες για την κατάρτιση του προϋπολογισμού, την επαλήθευση της εκτέλεσής του, την κατάρτιση του εσωτερικού κανονισμού, την εξασφάλιση συνέπειας με τις κοινοτικές πολιτικές, την έγκριση του δημοσιονομικού κανονισμού του Κέντρου σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης («δημοσιονομικός κανονισμός») (4) και για το διορισμό του διευθυντή ύστερα από κοινοβουλευτική ακρόαση του επιλεγέντος υποψηφίου.

(13)

Ένα συμβουλευτικό σώμα θα πρέπει να παρέχει συμβουλές στο διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του/της. Το σώμα αυτό θα πρέπει να απαρτίζεται από εκπροσώπους των αρμόδιων οργάνων στα κράτη μέλη τα οποία εκτελούν καθήκοντα παρόμοια με τα καθήκοντα του Κέντρου και από εκπροσώπους των σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενδιαφερομένων φορέων, όπως είναι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι επαγγελματικοί ή ακαδημαϊκοί φορείς. Το συμβουλευτικό σώμα αποτελεί ένα μηχανισμό για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους ενδεχόμενους κινδύνους και τη συγκέντρωση γνώσεων, καθώς επίσης και για την παρακολούθηση της επιστημονικής αριστείας και της ανεξαρτησίας των εργασιών του Κέντρου.

(14)

Η εμπιστοσύνη των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, του κοινού και των ενδιαφερόμενων μερών στο Κέντρο έχει πρωταρχική σημασία. Για το σκοπό αυτό πρέπει να κατοχυρωθεί η ανεξαρτησία του, η υψηλή επιστημονική ποιότητα, η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα του Κέντρου.

(15)

Η ανεξαρτησία του Κέντρου και ο ρόλος του για την ενημέρωση του κοινού συνεπάγονται ότι θα είναι σε θέση να επικοινωνεί με ιδία πρωτοβουλία στους τομείς της αποστολής του, έχοντας ως σκοπό να παρέχει αντικειμενικές, αξιόπιστες και κατανοητές πληροφορίες για να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών.

(16)

Tο Κέντρο θα πρέπει να χρηματοδοτείται από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την επιφύλαξη των προτεραιοτήτων που συμφωνήθηκαν από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εντός των δημοσιονομικών προοπτικών. Η διαδικασία που ισχύει για τον προϋπολογισμό της Κοινότητας ισχύει και για τις επιδοτήσεις που χρεώνονται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτιμώνται ετησίως. Επιπλέον το Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει να εκτελεί τον έλεγχο των λογαριασμών.

(17)

Είναι ανάγκη να μπορούν να συμμετέχουν χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν συνάψει συμφωνίες που τις υποχρεώνουν να μεταφέρουν και να εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

(18)

Θα πρέπει να διενεργηθεί ανεξάρτητη εξωτερική αξιολόγηση για να αποτιμηθεί η συμβολή του Κέντρου στην πρόληψη και τον έλεγχο των ανθρωπίνων νόσων και να εξετασθεί η πιθανή ανάγκη επέκτασης του πεδίου αποστολής του Κέντρου σε άλλους σημαντικούς τομείς της δημόσιας υγείας σε κοινοτικό επίπεδο, και ειδικότερα στον τομέα της επιτήρησης της υγείας.

(19)

Το Κέντρο θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να δρομολογεί επιστημονικές μελέτες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων του, εξασφαλίζοντας ότι οι σχέσεις του με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη αποφεύγουν την επικάλυψη των προσπαθειών. Τούτο πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ανοικτό και διαφανή και το Κέντρο πρέπει να λάβει υπόψη του την εμπειρογνωμοσύνη, τις δομές και τους μηχανισμούς που υπάρχουν ήδη στην Κοινότητα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται ανεξάρτητος ευρωπαϊκός οργανισμός για την πρόληψη και τον έλεγχο νόσων, καθορίζεται η αποστολή και τα καθήκοντά του καθώς και η οργανωτική του δομή.

2.   Η υπηρεσία ονομάζεται Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων και στη συνέχεια αναφέρεται ως «το Κέντρο».

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

α)

«Αρμόδιος φορέας»: οποιαδήποτε δομή, ίδρυμα, υπηρεσία ή άλλο επιστημονικό όργανο που αναγνωρίζεται από τις αρχές των κρατών μελών ότι παρέχει ανεξάρτητες επιστημονικές και τεχνικές συμβουλές ή έχει υπεύθυνη ικανότητα για δράση στον τομέα της πρόληψης και του ελέγχου των ανθρώπινων νόσων.

β)

«Πρόληψη και έλεγχος των ανθρώπινων νόσων»: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνουν οι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία αρχές στα κράτη μέλη με σκοπό την πρόληψη και την αναχαίτιση της εξάπλωσης μιας νόσου.

γ)

«Δίκτυο αποκλειστικής επιτήρησης»: κάθε ειδικό δίκτυο για νόσους ή ειδικά ζητήματα υγείας που έχουν επιλεγεί για επιδημιολογική επιτήρηση από διαπιστευμένες δομές και αρχές των κρατών μελών.

δ)

«Μεταδοτικές ασθένειες»: οι κατηγορίες ασθενειών που αναγράφονται στο παράρτημα της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ μετά την τροποποίησή της.

ε)

«Απειλή για την υγεία»: μια κατάσταση ή ένας παράγοντας ή ένα συμβάν που θα μπορούσαν να προκαλέσουν άμεσα ή έμμεσα, κακή υγεία.

στ)

«Eπιδημιολογική παρακολούθηση»: όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ.

ζ)

«Κοινοτικό δίκτυο»: όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ.

η)

Ως «σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης» νοείται το δίκτυο στο πλαίσιο της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ για την πρόληψη και τον έλεγχο μεταδοτικών νόσων, το οποίο δημιουργήθηκε με την καθιέρωση διαρκούς επικοινωνίας της Επιτροπής και των αρμοδίων αρχών υγείας σε κάθε κράτος μέλος με όλα τα κατάλληλα μέσα που ορίζει η απόφαση 2000/57/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης για την πρόληψη και τον έλεγχο μεταδοτικών ασθενειών δυνάμει της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

Άρθρο 3

Αποστολή και αρμοδιότητες του Κέντρου

1.   Για να ενισχυθεί η ικανότητα της Κοινότητας και των κρατών μελών να προστατεύουν την υγεία του ανθρώπου με την πρόληψη και τον έλεγχο των ανθρωπονόσων, αποστολή του Κέντρου είναι ο εντοπισμός, η αξιολόγηση και η γνωστοποίηση υπαρχόντων και αναδυόμενων απειλών για την ανθρώπινη υγεία από μεταδοτικές νόσους και άλλες σοβαρές απειλές για την υγεία. Σε περίπτωση εκδήλωσης άλλων ασθενειών άγνωστης προέλευσης που υπάρχει πιθανότητα να μεταφερθούν στην Κοινότητα ή να εξαπλωθούν εντός αυτής, θα πρέπει το Κέντρο να έχει την αρμοδιότητα να ενεργεί με ιδία πρωτοβουλία μέχρις ότου καταστεί γνωστή η εστία εκδήλωσης. Σε περίπτωση εκδήλωσης η οποία είναι σαφές ότι δεν προκαλείται από μεταδοτική νόσο, το Κέντρο θα πρέπει να ενεργεί μόνο σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, άμα τη αιτήσει αυτών των τελευταίων. Για την εκπλήρωση της αποστολής του, το Κέντρο θα λαμβάνει πλήρως υπόψη τις αρμοδιότητες των κρατών μελών, της Επιτροπής και των άλλων κοινοτικών οργανισμών, καθώς και τις αρμοδιότητες των διεθνών οργανισμών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της δημόσιας υγείας, ώστε να διασφαλιστεί η συνοχή, συνέπεια και αποτελεσματικότητα της δράσης.

2.   Στο πλαίσιο της αποστολής του το Κέντρο:

α)

αναζητεί, συλλέγει, συμπιλεί, αξιολογεί και διαδίδει τα σχετικά επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία·

β)

παρέχει επιστημονικές γνωμοδοτήσεις και επιστημονική και τεχνική υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης·

γ)

παρέχει έγκαιρη ενημέρωση στην Επιτροπή, στα κράτη μέλη, στους κοινοτικούς οργανισμούς και στους διεθνείς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της δημόσιας υγείας·

δ)

συντονίζει το ευρωπαϊκό δίκτυο των φορέων που δραστηριοποιούνται στους σχετικούς με την αποστολή του Κέντρου τομείς, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων που προκύπτουν από υποστηριζόμενες από την Επιτροπή δράσεις στον τομέα της δημόσιας υγείας και που λειτουργούν τα δίκτυα αποκλειστικής επιτήρησης

και

ε)

ανταλλάσσει πληροφορίες, εμπειρίες και βέλτιστες πρακτικές και διευκολύνει την ανάπτυξη και εφαρμογή συνδυασμένων δράσεων.

3.   Το Κέντρο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνεργάζονται για την προώθηση της αποτελεσματικής συνοχής μεταξύ των αντίστοιχων δραστηριοτήτων τους.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις των κρατών μελών

Τα κράτη μέλη:

α)

παρέχουν εγκαίρως στο Κέντρο τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα που σχετίζονται με την αποστολή του·

β)

κοινοποιούν στο Κέντρο κάθε μήνυμα που διαβιβάζεται στο κοινοτικό δίκτυο μέσω του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης·

και

γ)

προσδιορίζουν, εντός του επιχειρησιακού πεδίου αποστολής του Κέντρου, τους αναγνωρισμένους αρμόδιους φορείς και τους εμπειρογνώμονες της δημόσιας υγείας οι οποίοι μπορούν να υποστηρίζουν την κοινοτική αντίδραση στις απειλές για την υγεία, όπως έρευνες πεδίου σε περίπτωση έξαρσης κρουσμάτων ή εμφάνισης εστιών νόσων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Άρθρο 5

Λειτουργία δικτύων αποκλειστικής επιτήρησης και δραστηριότητες δικτύωσης

1.   Το Κέντρο, με την λειτουργία δικτύων αποκλειστικής επιτήρησης και με την παροχή τεχνικής και επιστημονικής τεχνογνωσίας στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη, υποστηρίζει δραστηριότητες δικτύωσης αρμόδιων φορέων που αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Tο Κέντρο διασφαλίζει την ολοκληρωμένη λειτουργία δικτύων αποκλειστικής επιτήρησης αρχών και δομών που προβλέπονται από την απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ, με τη συνδρομή, αν χρειαστεί, ενός ή περισσότερων δικτύων παρακολούθησης. Ειδικότερα:

α)

συμβάλλει στη διασφάλιση της ποιότητας με την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων επιτήρησης παρόμοιων δικτύων αποκλειστικής επιτήρησης για την εξασφάλιση της βέλτιστης λειτουργίας

β)

συντηρεί τη βάση (τις βάσεις) δεδομένων επιδημιολογικής επιτήρησης

γ)

κοινοποιεί τα αποτελέσματα της ανάλυσης δεδομένων στο κοινοτικό δίκτυοι

και

δ)

εναρμονίζει και εξορθολογίζει τις εν χρήσει μεθόδους.

3.   Tο Κέντρο, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ των ειδικών εργαστηρίων και εργαστηρίων αναφοράς, ενισχύει την ανάπτυξη επαρκούς ικανότητας εντός της Κοινότητας για τη διάγνωση, τον εντοπισμό, την ταυτοποίηση και τον χαρακτηρισμό μολυσματικών παραγόντων που ενδέχεται να αποτελέσουν απειλή για τη δημόσια υγεία. Το Κέντρο διατηρεί και επεκτείνει τη συνεργασία αυτή και στηρίζει την εφαρμογή των συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας.

4.   Tο Κέντρο συνεργάζεται με τους αρμόδιους φορείς που έχουν αναγνωρίσει τα κράτη μέλη ιδίως για τη διενέργεια προπαρασκευαστικών εργασιών με σκοπό την έκδοση επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας, για τη συλλογή δεδομένων και τον προσδιορισμό των αναδυόμενων απειλών για την υγεία.

Άρθρο 6

Επιστημονικές γνώμες και μελέτες

1.   Tο Κέντρο υποστηρίζει ανεξάρτητες επιστημονικές γνώμες, ειδικές συμβουλές, δεδομένα και πληροφορίες.

2.   Το Κέντρο λαμβάνει μέριμνα ώστε να έχει ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή του άριστο επιστημονικό δυναμικό, μέσω των καλύτερων εμπειρογνωμόνων που υπάρχουν. Όταν ανεξάρτητη επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη δεν είναι διαθέσιμη από τα υφιστάμενα ειδικά δίκτυα επιτήρησης, το Κέντρο μπορεί να συγκροτεί ανεξάρτητες ad hoc επιστημονικές ομάδες.

3.   Το Κέντρο μπορεί να προωθεί και να δρομολογεί τις επιστημονικές μελέτες που είναι αναγκαίες για τη διεκπεραίωση της αποστολής του και εφαρμοσμένες επιστημονικές μελέτες και σχέδια σχετικά με τη σκοπιμότητα, την ανάπτυξη και την προετοιμασία των δραστηριοτήτων του. Το Κέντρο αποφεύγει τις επικαλύψεις με ερευνητικά προγράμματα των κρατών μελών ή της Κοινότητας.

4.   Το Κέντρο διαβουλεύεται με την Επιτροπή σχετικά με τον προγραμματισμό και τη θέσπιση προτεραιοτήτων όσον αφορά την έρευνα και τις μελέτες για τη δημόσια υγεία.

Άρθρο 7

Διαδικασία για την υποβολή επιστημονικής γνώμης

1.   Το Κέντρο εκδίδει επιστημονική γνώμη:

α)

ύστερα από αίτημα της Επιτροπής, για κάθε θέμα που εμπίπτει στην αποστολή του, και σε κάθε περίπτωση που η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει τη γνωμοδότηση του Κέντρου·

β)

ύστερα από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή κράτους μέλους, για θέματα που εμπίπτουν στην αποστολή του

και

γ)

με δική του πρωτοβουλία, για θέματα που εμπίπτουν στην αποστολή του.

2.   Τα αιτήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να συνοδεύονται από συμπληρωματικές πληροφορίες που να εξηγούν το επιστημονικό θέμα που πρέπει να εξεταστεί καθώς και το κοινοτικό ενδιαφέρον που αυτό παρουσιάζει.

3.   Το Κέντρο εκδίδει επιστημονικές γνώμες εντός αμοιβαίως συμπεφωνημένης προθεσμίας.

4.   Σε περίπτωση υποβολής αιτημάτων για το ίδιο θέμα ή όταν ένα αίτημα δεν συμμορφώνεται με την παράγραφο 2, ή δεν είναι σαφές, το Κέντρο μπορεί να το απορρίψει ή να προτείνει την τροποποίηση της αίτησης γνωμοδότησης, σε διαβούλευση με το θεσμικό όργανο ή το κράτος μέλος που την υπέβαλε. Στο θεσμικό όργανο ή στο κράτος μέλος που υπέβαλε τη σχετική αίτηση δίδεται αιτιολόγηση της άρνησης.

5.   Σε περίπτωση που το Κέντρο έχει ήδη εκδώσει επιστημονική γνώμη για ένα συγκεκριμένο θέμα κατόπιν αιτήματος και κρίνει ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να δικαιολογούν την επανεξέτασή του, δίνονται στο θεσμικό όργανο ή στο κράτος μέλος που υπέβαλε τη σχετική αίτηση στοιχεία προς επίρρωση αυτής της κρίσεως.

6.   Ο εσωτερικός κανονισμός του Κέντρου προσδιορίζει τις προδιαγραφές όσον αφορά το μορφότυπο, το αιτιολογικό και τη δημοσίευση της επιστημονικής γνώμης.

Άρθρο 8

Λειτουργία του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης

1.   Το Κέντρο υποστηρίζει και βοηθά την Επιτροπή διαχειριζόμενο τη λειτουργία του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης και εξασφαλίζοντας, από κοινού με τα κράτη μέλη, την ικανότητα συντονισμένης αντίδρασης.

2.   Το Κέντρο αναλύει το περιεχόμενο των μηνυμάτων που λαμβάνει μέσω του συστήματος έγκαιρου συναγερμού και ταχείας αντίδρασης. Το Κέντρο παρέχει τις πληροφορίες, την τεχνογνωσία, τις συμβουλές και την ανάλυση κινδύνου. Το Κέντρο μεριμνά επίσης, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης είναι πραγματικά και αποτελεσματικά συνδεδεμένο με άλλα κοινοτικά συστήματα συναγερμού (π.χ. για την υγεία των ζώων, τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και την πολιτική προστασία).

Άρθρο 9

Επιστημονική και τεχνική υποστήριξη και κατάρτιση

1.   Το Κέντρο παρέχει επιστημονική και τεχνική τεχνογνωσία στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή και σε άλλους οργανισμούς της Κοινότητας σχετικά με την ανάπτυξη, την τακτή επανεξέταση και την αναπροσαρμογή σχεδίων ετοιμότητας, καθώς και την ανάπτυξη στρατηγικών παρέμβασης στους τομείς που εμπίπτουν στην αποστολή του.

2.   Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη, τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμοί (συγκεκριμένα η ΠΟΥ) μπορεί να ζητήσουν από το Κέντρο την παροχή επιστημονικής ή τεχνικής υποστήριξης σε κάθε τομέα της αποστολής του. Η επιστημονική και τεχνική υποστήριξη που παρέχει το Κέντρο θα βασίζεται στην τεκμηριωμένη επιστήμη και τεχνολογία. Η υποστήριξη αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την παροχή βοήθειας στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη για την ανάπτυξη τεχνικών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την καλή πρακτική και με προστατευτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ως αντίδραση σε απειλές προς την ανθρώπινη υγεία, παρέχοντας βοήθεια εμπειρογνωμόνων, καθώς και κινητοποιώντας και συντονίζοντας ομάδες ερευνών. Το Κέντρο ανταποκρίνεται στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων του και της αποστολής του.

3.   Αιτήματα παροχής επιστημονικής ή τεχνικής υποστήριξης προς το Κέντρο συνοδεύονται από προθεσμία που ορίζεται σε συμφωνία με το Κέντρο.

4.   Σε περίπτωση αιτήματος υποστήριξης από την Επιτροπή, ένα κράτος μέλος, μια τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, και όταν που οι οικονομικές δυνατότητες του Κέντρου δεν επαρκούν για την ικανοποίηση του αιτήματος, το Κέντρο αξιολογεί το αίτημα και διερευνά τις δυνατότητες αντίδρασης άμεσα ή μέσω άλλων κοινοτικών μηχανισμών.

5.   Το Κέντρο ενημερώνει τις αρχές των κρατών μελών και την Επιτροπή, χωρίς καθυστέρηση, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικτύου που έχει συσταθεί με την απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ για οποιοδήποτε τέτοιο αίτημα και για τις προθέσεις του.

6.   Το Κέντρο υποστηρίζει και συντονίζει καταλλήλως προγράμματα κατάρτισης, προκειμένου να συνδράμει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή ώστε να έχουν επαρκή αριθμό καταρτισμένων ειδικών, ιδίως σε ό,τι αφορά την επιδημιολογική εποπτεία και τις επιτόπιες έρευνες, και να έχουν την ικανότητα λήψης υγειονομικών μέτρων για τον έλεγχο των εκδηλώσεων νόσων.

Άρθρο 10

Προσδιορισμός των αναδυόμενων απειλών για τη δημόσια υγεία

1.   Tο Κέντρο καθιερώνει, στους τομείς που εμπίπτουν στην αποστολή του και σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, διαδικασίες για τη συστηματική διερεύνηση, τη συλλογή, τη σύνθεση και την ανάλυση πληροφοριών και δεδομένων με σκοπό τον προσδιορισμό των αναδυόμενων απειλών που ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις για τη σωματική και πνευματική υγεία και οι οποίες θα μπορούσαν να πλήξουν την Κοινότητα.

2.   Tο Κέντρο διαβιβάζει στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ετήσια αξιολόγηση των υπαρχουσών και των αναδυόμενων απειλών για την υγεία στην Κοινότητα.

3.   Το Κέντρο ενημερώνει επίσης την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, όσο το δυνατόν συντομότερα, για πορίσματα που απαιτούν την άμεση προσοχή τους.

Άρθρο 11

Συλλογή και ανάλυση δεδομένων

1.   Tο Κέντρο συντονίζει τη συλλογή, την επικύρωση, την ανάλυση και τη διάδοση δεδομένων σε κοινοτικό επίπεδο συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών εμβολιασμού. Η στατιστική πτυχή της εν λόγω συλλογής δεδομένων αναπτύσσεται σε συνεργασία με κράτη μέλη που χρησιμοποιούν, ως ενδείκνυται, το κοινοτικό στατιστικό πρόγραμμα, για την προώθηση συνέργιας και την αποφυγή επικαλύψεων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 το Κέντρο:

αναπτύσσει, με τα αρμόδια όργανα των κρατών μελών και την Επιτροπή, κατάλληλες διαδικασίες προς διευκόλυνση της διαβούλευσης και της διαβίβασης δεδομένων και της πρόσβασης σε αυτά,

διεξάγει τεχνική και επιστημονική αξιολόγηση μέτρων πρόληψης και ελέγχου σε κοινοτικό επίπεδο

και

συνεργάζεται στενά με τους αρμόδιους φορείς των κρατών μελών, οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της συλλογής δεδομένων, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τρίτες χώρες, την ΠΟΥ και άλλους διεθνείς οργανισμούς.

3.   Το Κέντρο διαθέτει τις σχετικές πληροφορίες που συνέλεξε, βάσει των παραγράφων 1 και 2, στα κράτη μέλη κατά τρόπο αντικειμενικό, αξιόπιστο και προσιτό.

Άρθρο 12

Ανακοινώσεις για τις δραστηριότητες του Κέντρου

1.   Tο Κέντρο εκδίδει ανακοινώσεις με δική του πρωτοβουλία για τους τομείς που καλύπτει η αποστολή του, αφού ενημερώσει εκ των προτέρων την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Εξασφαλίζει ότι το κοινό και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη λαμβάνουν αντικειμενικές, αξιόπιστες και προσιτές πληροφορίες σε σχέση με τα αποτελέσματα των εργασιών του. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, το Κέντρο διαθέτει πληροφορίες για το ευρύ κοινό, μεταξύ άλλων μέσω ειδικής ιστοθέσης. Επίσης δημοσιεύει τις γνωμοδοτήσεις του που δίδονται σύμφωνα με το άρθρο 6.

2.   Tο Κέντρο συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για την εξασφάλιση της αναγκαίας συνοχής στη διαδικασία ανακοίνωσης των κινδύνων όσον αφορά τις απειλές για την υγεία.

3.   Το Κέντρο συνεργάζεται δεόντως με τους αρμόδιους φορείς στα κράτη μέλη και με τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τις εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Oργανωση

Άρθρο 13

Όργανα του Κέντρου

Tο Κέντρο αποτελείται από:

α)

το διοικητικό συμβούλιο·

β)

το διευθυντή και το προσωπικό του/της·

γ)

το συμβουλευτικό σώμα.

Άρθρο 14

Διοικητικό Συμβούλιο

1.   Tο διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από τρία μέλη τα οποία εκπροσωπούν την Επιτροπή και διορίζονται από αυτή, ένα μέλος ορίζεται από κάθε κράτος μέλος, ενώ δύο μέλη ορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

2.   Tα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται έτσι ώστε να τηρούνται τα αυστηρότερα κριτήρια επάρκειας και να διασφαλίζεται ένα ευρύ φάσμα γνώσεων.

Αναπληρωτές, που αντικαθιστούν τα μέλη κατά την απουσία τους, ορίζονται με την ίδια διαδικασία.

Η θητεία των μελών είναι τετραετής και μπορεί να παραταθεί.

3.   Tο διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό του βάσει πρότασης του διευθυντή. Ο εν λόγω κανονισμός δημοσιοποιείται.

Tο διοικητικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρό του ένα από τα μέλη του για περίοδο δύο ετών με δυνατότητα παράτασης.

Tο διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος με πρόσκληση του προέδρου ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον κανονισμό λειτουργίας του.

5.   Tο διοικητικό συμβούλιο:

α)

ασκεί πειθαρχικό έλεγχο στο διευθυντή τον οποίο και ορίζει ή παύει σύμφωνα με το άρθρο 17·

β)

μεριμνά ώστε το Κέντρο να εκπληρώνει την αποστολή του και να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί υπό τους όρους του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων στη βάση τακτικών ανεξάρτητων και εξωτερικών αξιολογήσεων ανά πενταετία·

γ)

συντάσσει κατάλογο των αρμόδιων φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 5 και τον δημοσιοποιεί·

δ)

εγκρίνει πριν από την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους το πρόγραμμα εργασίας για το προσεχές έτος. Επίσης εγκρίνει ένα αναθεωρήσιμο πολυετές πρόγραμμα. Tο διοικητικό συμβούλιο μεριμνά έτσι ώστε τα εν λόγω προγράμματα να είναι σύμφωνα με τις νομοθετικές προτεραιότητες και τις προτεραιότητες πολιτικής της Κοινότητας στον τομέα της αποστολής τους. Πριν από την 30ή Μαρτίου κάθε έτους το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τη γενική έκθεση για τις δραστηριότητές του κατά το προηγούμενο έτος·

ε)

εγκρίνει τους δημοσιονομικούς κανόνες που ισχύουν για το Κέντρο, ύστερα από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (6), εκτός αν αυτό απαιτείται ειδικά για τη λειτουργία του Κέντρου και με προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής·

στ)

καθορίζει, με ομοφωνία των μελών του, τους κανόνες όσον αφορά τις γλώσσες του Κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διάκρισης μεταξύ των εσωτερικών εργασιών του Κέντρου και της εξωτερικής επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διασφαλίζεται και στις δύο περιπτώσεις η πρόσβαση και η συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων φορέων στις εργασίες του Κέντρου.

6.   Ο διευθυντής συμμετέχει στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου και παρέχει γραμματειακή υποστήριξη.

Άρθρο 15

Ψηφοφορία

1.   Tο διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία όλων των μελών του. Για την ψήφιση του κανονισμού του Κέντρου, των εσωτερικών κανόνων λειτουργίας του, του προϋπολογισμού, του ετήσιου προγράμματος εργασιών, του διορισμού και της παύσης του Διευθυντή απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων.

2.   Καθένα από τα μέλη αυτά διαθέτει μια μόνο ψήφο. Ο διευθυντής του Κέντρου δεν ψηφίζει.

3.   Στην περίπτωση απουσίας ενός μέλους, ο αναπληρωτής του εξουσιοδοτείται να ψηφίσει για λογαριασμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός θα ρυθμίσει με περισσότερες λεπτομέρειες τα περί της ψηφοφορίας, ιδίως τους όρους υπό τους οποίους ένα μέλος μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό άλλου.

Άρθρο 16

Διευθυντής

1.   Tο Κέντρο διοικείται από το διευθυντή του, ο οποίος είναι εντελώς ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου αντίστοιχα.

2.   Ο διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του Κέντρου και είναι υπεύθυνος για τα εξής:

α)

την καθημερινή διοίκηση του Κέντρου·

β)

τη σύνταξη σχεδίων προγραμμάτων εργασίας·

γ)

την προετοιμασία των συζητήσεων στο διοικητικό συμβούλιο·

δ)

την εκτέλεση των προγραμμάτων εργασίας και των αποφάσεων που λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο·

ε)

την εξασφάλιση της κατάλληλης επιστημονικής, τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης στο συμβουλευτικό σώμα·

στ)

την εξασφάλιση της εκτέλεσης των καθηκόντων του σύμφωνα με τις απαιτήσεις των χρηστών του, ιδίως όσον αφορά την επιστημονική αριστεία και την ανεξαρτησία των δραστηριοτήτων και γνωμών, την επάρκεια των παρεχόμενων υπηρεσιών και του χρόνου που απαιτείται για την παροχή τους·

ζ)

την κατάρτιση της κατάστασης εσόδων και εξόδων και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Κέντρου·

η)

όλα τα θέματα προσωπικού, και ιδίως την άσκηση των εξουσιών που καθορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφος 2.

3.   Κάθε έτος ο διευθυντής υποβάλει στο διοικητικό συμβούλιο προς έγκριση:

α)

σχέδιο γενικής έκθεσης το οποίο καλύπτει όλες τις δραστηριότητες του Κέντρου για το προηγούμενο έτος·

β)

σχέδιο προγραμμάτων εργασίας·

γ)

το σχέδιο των ετήσιων λογαριασμών για το προηγούμενο έτος·

δ)

το σχέδιο προϋπολογισμού για το προσεχές έτος.

4.   Ο διευθυντής διαβιβάζει, το αργότερο έως τις 15 Ιουνίου, τη γενική έκθεση για τις δραστηριότητες του Κέντρου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, ύστερα από έγκριση της έκθεσης από το διοικητικό συμβούλιο. Το Κέντρο διαβιβάζει ετησίως στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή κάθε πληροφορία σχετικά με το αποτέλεσμα των διαδικασιών αξιολόγησης.

5.   Ο διευθυντής ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητες του Κέντρου.

Άρθρο 17

Διορισμός του διευθυντή

1.   Ο διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο βάσει καταλόγου υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή κατόπιν γενικού διαγωνισμού και μετά από δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που δημοσιεύεται στην ΕπίσημηΕφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αλλού για περίοδο πέντε ετών, η οποία μπορεί να παραταθεί για μια ακόμη περίοδο μέγιστης διάρκειας πέντε ετών.

2.   Πριν από το διορισμό, ο υποψήφιος που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο καλείται χωρίς καθυστέρηση να προβεί σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών του.

Άρθρο 18

Συμβουλευτικό σώμα

1.   Το συμβουλευτικό σώμα αποτελείται από μέλη των τεχνικώς αρμόδιων φορέων των κρατών μελών οι οποίοι έχουν εκτελούν καθήκοντα παρεμφερή με τα καθήκοντα του Κέντρου· κάθε κράτος μέλος μπορεί να ορίσει μόνο έναν εκπρόσωπο, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος για την επιστημονική του επάρκεια, καθώς και τρία μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου, τα οποία ορίζονται από την Επιτροπή και εκπροσωπούν ενδιαφερομένους φορείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις για την εκπροσώπηση ασθενών, επαγγελματικές ενώσεις ή τον ακαδημαϊκό χώρο. Οι εκπρόσωποι μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωματικούς οι οποίοι διορίζονται ταυτόχρονα με τους εκπροσώπους.

2.   Τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος δεν πρέπει να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Το συμβουλευτικό σώμα υποστηρίζει το διευθυντή στην εξασφάλιση της επιστημονικής αριστείας και της ανεξαρτησίας των δραστηριοτήτων και γνωμών του Κέντρου.

4.   Το συμβουλευτικό σώμα αποτελεί ένα μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών για τις απειλές για την υγεία που μπορεί να εμφανιστούν και για τη συγκέντρωση γνώσεων. Εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία του Κέντρου με τους αρμόδιους φορείς, ιδίως όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

συνέπεια των επιστημονικών μελετών του Κέντρου με τα κράτη μέλη·

β)

στις περιπτώσεις όπου το Κέντρο και ένας εθνικός φορέας συνεργάζονται·

γ)

στην προώθηση, την έναρξη λειτουργίας και την επίβλεψη των ευρωπαϊκών δικτύων των οποίων οι δραστηριότητες εμπίπτουν στους τομείς της αποστολής του Κέντρου·

δ)

στις περιπτώσεις που το Κέντρο ή ένα κράτος μέλος εντοπίζουν μία αναδυόμενη απειλή για τη δημόσια υγεία·

ε)

στη συγκρότηση των επιστημονικών ομάδων από το Κέντρο·

στ)

στις επιστημονικές προτεραιότητες και τις προτεραιότητες για τη δημόσια υγεία που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας.

5.   Ο διευθυντής προεδρεύει του συμβουλευτικού σώματος. Στην περίπτωση απουσίας του, προεδρεύει αναπληρωτής προερχόμενος από το Κέντρο. Το συμβουλευτικό σώμα συνεδριάζει τακτικά, ύστερα από πρόσκληση του διευθυντή ή ύστερα από αίτημα τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του και τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο. Οι διαδικασίες λειτουργίας του διευκρινίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του Κέντρου και δημοσιεύονται.

6.   Στις εργασίες του συμβουλευτικού σώματος είναι δυνατόν να συμμετέχουν εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής.

7.   Το Κέντρο παρέχει την τεχνική και διοικητική υποστήριξη που είναι απαραίτητη για το συμβουλευτικό σώμα και εξασφαλίζει τη γραμματειακή υποστήριξη για τις συνεδριάσεις του.

8.   Ο διευθυντής δύναται επίσης να καλεί για συμμετοχή εμπειρογνώμονες ή εκπροσώπους επαγγελματικών ή επιστημονικών φορέων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων με αναγνωρισμένη πείρα σε θέματα που συνδέονται με το έργο του Κέντρου για συνεργασία επί συγκεκριμένων καθηκόντων και για συμμετοχή στις σχετικές δραστηριότητες του συμβουλευτικού σώματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

διαφανεια και εμπιστευτικοτητα

Άρθρο 19

Δήλωση συμφερόντων

1.   Tα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος, οι επιστημονικές ομάδες και ο διευθυντής αναλαμβάνουν τη δέσμευση να λειτουργούν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθυντής, τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος και οι εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν σε επιστημονικές ομάδες προβαίνουν σε δήλωση δέσμευσης και σε δήλωση συμφερόντων, όπου αναφέρονται είτε η απουσία οιωνδήποτε συμφερόντων μπορούν να θεωρηθούν επιζήμια για την ανεξαρτησία τους, είτε τυχόν άμεσα ή έμμεσα συμφέροντα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιζήμια για την ανεξαρτησία τους. Οι δηλώσεις αυτές γίνονται κάθε έτος εγγράφως.

3.   Ο διευθυντής, τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος, καθώς και οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν στις επιστημονικές ομάδες δηλώνουν σε κάθε συνεδρίαση οποιαδήποτε συμφέροντα θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιζήμια για την ανεξαρτησία τους σε σχέση με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να απέχουν από τις σχετικές συζητήσεις και αποφάσεις.

Άρθρο 20

Διαφάνεια και προστασία των πληροφοριών

1.   Για τα έγγραφα που διατηρεί το Κέντρο στην κατοχή του ισχύουν οι αρχές του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (7).

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την υλοποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1049/2001 εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

3.   Αποφάσεις που λαμβάνονται από το Κέντρο σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1049/2001 μπορεί να αποτελέσουν αιτία προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν τα άρθρα 195 και 230 της συνθήκης αντίστοιχα.

4.   Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα υφίστανται επεξεργασία ούτε θα κοινοποιούνται, παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου τούτο είναι εντελώς αναγκαίο για την εκπλήρωση της αποστολής του Κέντρου. Στις περιπτώσεις αυτές, εφαρμόζεται ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, για την προστασία των προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οργανισμούς και για την ελεύθερη κυκλοφορία τέτοιων δεδομένων (8).

Άρθρο 21

Εμπιστευτικότητα

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 20, το Κέντρο δεν δημοσιοποιεί σε τρίτα μέρη εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνει, για τις οποίες έχει ζητηθεί και αιτιολογηθεί η εμπιστευτική μεταχείρισή τους, εκτός από πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιηθούν λόγω των περιστάσεων προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία. Με την επιφύλαξη της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ, αν οι εμπιστευτικές πληροφορίες έχουν υποβληθεί από κράτος μέλος, δεν δύνανται να αποκαλυφθούν χωρίς τη συγκατάθεση του κράτους μέλους αυτού.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθυντής, καθώς και οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν στις επιστημονικές ομάδες, τα μέλη του συμβουλευτικού σώματος και τα μέλη του προσωπικού του Κέντρου, υπόκεινται στις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 287 της Συνθήκης, ακόμα και όταν έχουν πάψει τα καθήκοντά τους.

3.   Τα συμπεράσματα των επιστημονικών γνωμών που εκδίδει το Κέντρο σε σχέση με προβλέψιμες συνέπειες για την υγεία δεν κρατούνται σε καμία περίπτωση εμπιστευτικά.

4.   Το Κέντρο καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Δημοσιονομικεσ Διαταξεισ

Άρθρο 22

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό, καταρτίζονται οι εκτιμήσεις όλων των εσόδων και των εξόδων του Κέντρου και αναγράφονται στον προϋπολογισμό του Κέντρου.

2.   Τα έσοδα και τα έξοδα που αναγράφονται στον προϋπολογισμό πρέπει να είναι ισοσκελισμένα.

3.   Στα έσοδα του Κέντρου, με επιφύλαξη άλλων πόρων, περιλαμβάνονται:

α)

επιδότηση από την Κοινότητα που εντάσσεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα της Επιτροπής)·

β)

πληρωμές που καταβάλλονται για παρεχόμενες υπηρεσίες·

γ)

οποιεσδήποτε χρηματοδοτικές εισφορές από τους αρμόδιους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 5·

δ)

οποιαδήποτε εθελοντική εισφορά από τα κράτη μέλη.

4.   Στα έξοδα του Κέντρου περιλαμβάνονται οι δαπάνες προσωπικού, οι διοικητικές δαπάνες, οι δαπάνες υποδομής και λειτουργίας, καθώς και οι δαπάνες που προκύπτουν από συμβάσεις που συνάπτονται με τα θεσμικά όργανα ή με τρίτα μέρη.

5.   Κάθε έτος το διοικητικό συμβούλιο, με βάση το σχέδιο εκτίμησης που συντάσσει ο διευθυντής, εκτιμά τα έσοδα και τα έξοδα του Κέντρου για το ακόλουθο οικονομικό έτος. Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει την εκτίμηση αυτή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο πίνακας προσωπικού, στην Επιτροπή έως τις 31 Μαρτίου το αργότερο.

6.   Η εκτίμηση διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (που στο εξής αναφέρονται ως «η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.   Με βάση την εκτίμηση αυτή η Επιτροπή εισάγει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις εκτιμήσεις που κρίνει σκόπιμες για το σχέδιο του πίνακα προσωπικού και το ποσό της επιδότησης από το γενικό προϋπολογισμό, τον οποίο και υποβάλλει στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 272 της συνθήκης.

8.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις αναλήψεις υποχρεώσεων για την επιδότηση προς το Κέντρο. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το σχέδιο δημιουργίας του Κέντρου.

9.   Ο προϋπολογισμός του Κέντρου εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Λαμβάνει την τελική του μορφή ύστερα από την τελική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσαρμόζεται δεόντως όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

10.   Το διοικητικό συμβούλιο κοινοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή εκτέλεσης σχεδίων που μπορεί να έχουν σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως σχεδίων σχετικών με ακίνητα, όπως η ενοικίαση ή η αγορά κτηρίων. Επίσης, πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή.

Σε περίπτωση που ένα από τα μέρη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχή εκδηλώσει την πρόθεση να εκδώσει γνωμοδότηση σχετικά, διαβιβάζει τη γνωμοδότηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης του σχεδίου.

Άρθρο 23

Εκτέλεση του προϋπολογισμού του Κέντρου

1.   Ο διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Κέντρου.

2.   Το αργότερο έως την 1η Μαρτίου ύστερα από κάθε οικονομικό έτος ο υπόλογος του Κέντρου διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής μαζί με την έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους. Ο λογιστής της Επιτροπής προβαίνει στην ενοποίηση των προσωρινών λογαριασμών των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών δυνάμει του άρθρου 128 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.   Το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς του Κέντρου στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μαζί με την έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.   Μετά από την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των προσωρινών λογαριασμών του Κέντρου, σύμφωνα με το άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο διευθυντής καταρτίζει με δική του ευθύνη τους οριστικούς λογαριασμούς του Κέντρου και τους διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο για γνωμοδότηση.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει γνώμη επί των οριστικών λογαριασμών του Κέντρου.

6.   Το αργότερο έως την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο διευθυντής διαβιβάζει τους οριστικούς λογαριασμούς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μαζί με τη γνωμοδότηση του διοικητικού συμβουλίου.

7.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

8.   Το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου, ο διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Διαβιβάζει επίσης την εν λόγω απάντηση στο διοικητικό συμβούλιο.

9.   Ο διευθυντής διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από αίτηση του τελευταίου, οποιαδήποτε πληροφορία απαιτείται για την εύρυθμη εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το εν λόγω οικονομικό έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

10.   Μετά από σύσταση του Συμβουλίου το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβαίνει μέχρι την 30ή Απριλίου του έτους N+2 σε απαλλαγή του εκτελεστικού διευθυντή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.

Άρθρο 24

Εφαρμογή του δημοσιονομικού κανονισμού

Το άρθρο 185 του δημοσιονομικού κανονισμού εφαρμόζεται για την απαλλαγή του προϋπολογισμού, τους ελέγχους και τους λογιστικούς κανόνες του Κέντρου.

Άρθρο 25

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πρακτικών στο Κέντρο εφαρμόζονται άνευ περιορισμών οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (9).

2.   Το Κέντρο προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (10) και εκδίδει, πάραυτα, τις ενδεδειγμένες διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλο το προσωπικό του Κέντρου.

3.   Οι αποφάσεις χρηματοδότησης και οι συμφωνίες και μέσα εφαρμογής που απορρέουν από τις αποφάσεις αυτές αναφέρουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν, εάν χρειαστεί, να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους όσον αφορά τους αποδέκτες της χρηματοδότησης του Κέντρου καθώς τους υπαλλήλους που είναι αρμόδιοι για τη χορήγησή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26

Νομική προσωπικότητα και προνόμια

1.   Το Κέντρο έχει νομική προσωπικότητα. Σε όλα τα κράτη μέλη του αναγνωρίζονται οι ευρύτερες δυνατές εξουσίες που παρέχονται εκ του νόμου στα νομικά πρόσωπα. Μπορεί ιδίως να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να προσφεύγει στη Δικαιοσύνη.

2.   Στο Κέντρο εφαρμόζεται το πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 27

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του Κέντρου διέπεται από το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στην υπό κρίση σύμβαση. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αρμοδιότητα να εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με οποιαδήποτε ρήτρα διαιτησίας περιλαμβάνεται σε σύμβαση που έχει συνάψει το Κέντρο.

2.   Στην περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, το Κέντρο σύμφωνα με τις κοινές γενικές αρχές των δικαίων των κρατών μελών επανορθώνει τυχόν ζημίες που προκάλεσε το ίδιο ή οι υπάλληλοί του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει οποιαδήποτε διαφορά αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

3.   Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Κέντρου διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό του Κέντρου.

Άρθρο 28

Έλεγχος της νομιμότητας

1.   Τα κράτη μέλη, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τρίτο πρόσωπο που θίγεται άμεσα και ατομικά, δύνανται να παραπέμπουν στην Επιτροπή κάθε πράξη του Κέντρου, ρητή ή σιωπηρή, για τον έλεγχο της νομιμότητάς της. Tο προσωπικό του Κέντρου υπόκειται στους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Η παραπομπή αυτή στην Επιτροπή πραγματοποιείται εντός ενός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε για πρώτη φορά γνώση της εν λόγω πράξης.

3.   Η Επιτροπή λαμβάνει σχετικά με το θέμα αυτό απόφαση εντός προθεσμίας ενός μηνός. Σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί απόφαση κατά τη διάρκεια αυτής της προθεσμίας, το εν λόγω αίτημα θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.

4.   Οι ρητές ή σιωπηρές αποφάσεις της Επιτροπής που αναφέρονται στην παράγραφο 3, για την απόρριψη διοικητικής προσφυγής, μπορούν να προσβάλλονται στο Δικαστήριο με προσφυγή ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 230 της συνθήκης.

Άρθρο 29

Προσωπικό

1.   Το προσωπικό του Κέντρου υπόκειται στους κανόνες και τους κανονισμούς που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Έναντι του προσωπικού του, το Κέντρο ασκεί τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

3.   Ενθαρρύνεται, στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανονισμών, η απόσπαση στο Κέντρο εμπειρογνωμόνων του τομέα δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένων επιδημιολόγων, για ορισμένο χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων ειδικού χαρακτήρα του Κέντρου.

Άρθρο 30

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.   Tο Κέντρο είναι ανοικτό στη συμμετοχή χωρών που έχουν συνάψει συμφωνίες με την Κοινότητα, δυνάμει των οποίων έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

2.   Δυνάμει των σχετικών διατάξεων αυτών των συμφωνιών, εφαρμόζονται ρυθμίσεις με τις οποίες διευκρινίζονται ειδικότερα η φύση, η έκταση και ο τρόπος με τον οποίο οι χώρες αυτές θα συμμετάσχουν στις εργασίες του Κέντρου, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή στα δίκτυα που διαχειρίζεται το Κέντρο, την εγγραφή στον κατάλογο των αρμόδιων οργανισμών στους οποίους το Κέντρο μπορεί να αναθέτει ορισμένα καθήκοντα, τις οικονομικές συνεισφορές και το προσωπικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Ρήτρα επανεξέτασης

1.   Το αργότερο στις 20 Μαΐου 2007, το Κέντρο, σε συνεργασία με την Επιτροπή, αναθέτει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης εξωτερικής αξιολόγησης των επιτευγμάτων του, βάσει των όρων αναφοράς που εκδίδει το διοικητικό συμβούλιο σε συμφωνία με την Επιτροπή. Με την αξιολόγηση κρίνονται:

α)

η ενδεχόμενη ανάγκη επέκτασης της αποστολής του Κέντρου σε άλλες σχετικές δραστηριότητες κοινοτικού επιπέδου στον τομέα της δημοσίας υγείας ιδίως παρακολούθησης της υγείας

και

β)

ο προγραμματισμός περαιτέρω τέτοιων επανεξετάσεων.

Στην αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα καθήκοντα του Κέντρου, οι εργασιακές πρακτικές και ο αντίκτυπος του Κέντρου στην πρόληψη και τον έλεγχο των ανθρώπινων ασθενειών, πρέπει δε να περιλαμβάνεται ανάλυση των φαινομένων συνεργίας και των οικονομικών επιπτώσεων μιας τέτοιας επέκτασης. Η αξιολόγηση θα λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των ενδιαφερομένων, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εξετάζει τα συμπεράσματα της αξιολόγησης και εκδίδει συστάσεις προς την Επιτροπή, εφόσον είναι αναγκαίο, σχετικά με τις αλλαγές στο Κέντρο, τις εργασιακές πρακτικές του και το εύρος της αποστολής του. Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης και τις συστάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και τις δημοσιοποιεί. Ύστερα από εκτίμηση της έκθεσης και των συστάσεων, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει οποιεσδήποτε προτάσεις τροποποίησης του κανονισμού κρίνει αναγκαίες.

Άρθρο 32

Έναρξη λειτουργίας του Κέντρου

Το Κέντρο αρχίζει τη λειτουργία του στις 20 Μαΐου 2005.

Άρθρο 33

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 21 Απριλίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. COX

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. ROCHE


(1)  ΕΕ C 32 της 5.2.2004, σ. 57.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 2004 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαρτίου 2004.

(3)  ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1 απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (EE L 248 της 16.9.2001, σ. 1).

(5)  EE L 21 της 26.1.2000, σ. 32.

(6)  EE L 357 της 31.12.2002, σ. 72.

(7)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(8)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.


30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 142/12


ΟΔΗΓΙΑ 2004/25/EK ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 21ης Απριλίου 2004

σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

TO EYΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) της συνθήκης είναι απαραίτητος ο συντονισμός των εγγυήσεων που απαιτούν τα κράτη μέλη, για την προστασία των συμφερόντων τόσο των εταίρων όσο και των τρίτων, από τις εταιρείες που υπάγονται στο δίκαιο ενός κράτους μέλους και των οποίων οι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ενός κράτους μέλους, ούτως ώστε οι εγγυήσεις αυτές να καταστούν ισοδύναμες σε ολόκληρη την Κοινότητα.

(2)

Είναι αναγκαίο να προστατεύονται τα συμφέροντα των κατόχων τίτλων εταιρειών που διέπονται από το δίκαιο ενός κράτους μέλους, όταν οι εταιρείες αυτές αποτελούν αντικείμενο δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή μεταβίβασης του ελέγχου τους και τουλάχιστον ένα μέρος των τίτλων τους είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους.

(3)

Είναι ανάγκη να εξασφαλισθεί, σε κοινοτική κλίμακα, σαφήνεια και διαφάνεια ως προς τα διακανονιστέα νομικά ζητήματα σε περιπτώσεις δημόσιων προσφορών εξαγοράς και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις στις μορφές αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων εντός της Κοινότητας λόγω αυθαίρετων διαφορών στις αντιλήψεις όσον αφορά τη διοίκηση και τη διαχείριση.

(4)

Λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετούν οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, φαίνεται αδιανόητο ότι θα πρέπει να αποτελέσουν στόχο δημόσιων προσφορών εξαγοράς. Δεδομένου ότι, για ιστορικούς λόγους, ορισμένες από αυτές τις κεντρικές τράπεζες έχουν τους τίτλους τους εισηγμένους σε οργανωμένες αγορές κρατών μελών, επιβάλλεται να εξαιρεθούν ρητά από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(5)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίσει μία ή περισσότερες αρχές που θα εποπτεύουν τις διεπόμενες από την παρούσα οδηγία πτυχές των προσφορών και θα εξασφαλίζουν ότι οι συμμετέχοντες σε δημόσιες προσφορές εξαγοράς συμμορφώνονται με τους κανόνες που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Όλες αυτές οι αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους.

(6)

Οι ρυθμίσεις για την εξαγορά, προκειμένου να είναι αποτελεσματικές, θα πρέπει να είναι ευέλικτες και να επιτρέπουν την αντιμετώπιση νέων δεδομένων και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων. Ωστόσο, κατά την εφαρμογή θεσπισμένων κανόνων ή εξαιρέσεων ή κατά την παραχώρηση παρεκκλίσεων, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να τηρούν ορισμένες γενικές αρχές.

(7)

Αυτόνομα όργανα θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν εποπτεία.

(8)

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, οι αποφάσεις εποπτεύουσας αρχής θα πρέπει να μπορούν να ελέγχονται από ανεξάρτητο δικαστήριο, όταν συντρέχουν οι κατάλληλες περιστάσεις. Εντούτοις, θα πρέπει να επαφίεται στα κράτη μέλη να προσδιορίζουν κατά πόσον θα πρέπει να χορηγούνται δικαιώματα των οποίων θα είναι δυνατή η επίκληση στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών, είτε πρόκειται για διαδικασίες κατά της εποπτεύουσας αρχής είτε για διαδικασίες μεταξύ μετεχόντων σε προσφορά.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των κατόχων τίτλων, ιδίως των κατόχων μειοψηφουσών συμμετοχών, μετά την απόκτηση του ελέγχου των εταιρειών τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία αυτή, επιβάλλοντας στο πρόσωπο το οποίο έχει αποκτήσει τον έλεγχο μιας εταιρείας την υποχρέωση να απευθύνει προσφορά σε όλους τους κατόχους τίτλων της εν λόγω εταιρείας για την εξαγορά του συνόλου των συμμετοχών τους σε δίκαιη τιμή, σύμφωνα με κοινό ορισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν νέα μέσα προστασίας των συμφερόντων των κατόχων τίτλων, όπως η υποχρέωση υποβολής μερικής προσφοράς στις περιπτώσεις που ο προσφέρων δεν αποκτά τον έλεγχο της εταιρείας ή η υποχρέωση υποβολής προσφοράς ταυτόχρονα με την απόκτηση του ελέγχου της εταιρείας.

(10)

Η υποχρέωση υποβολής προσφοράς προς όλους τους κατόχους τίτλων δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στους κατόχους συμμετοχών που εξασφαλίζουν τον έλεγχο μιας εταιρείας που υφίστανται ήδη, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

(11)

Η υποχρέωση υποβολής προσφοράς δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται για την απόκτηση τίτλων οι οποίοι δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου σε τακτικές γενικές συνελεύσεις μετόχων. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν ότι η υποχρέωση υποβολής προσφοράς προς όλους τους κατόχους τίτλων δεν αφορά μόνον τους τίτλους οι οποίοι παρέχουν δικαίωμα ψήφου αλλά και τους τίτλους οι οποίοι προσφέρουν δικαίωμα ψήφου μόνον σε ειδικές περιπτώσεις ή και τους τίτλους οι οποίοι δεν παρέχουν δικαίωμα ψήφου.

(12)

Για να περιορισθεί η δυνατότητα εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών από τους κατόχους τους, θα πρέπει να απαιτείται από τον προσφέροντα να ανακοινώνει το συντομότερο δυνατό την απόφασή του για υποβολή προσφοράς και να ενημερώνει την εποπτική αρχή σχετικά με την προσφορά.

(13)

Οι κάτοχοι τίτλων θα πρέπει να ενημερώνονται κατάλληλα για τους όρους της προσφοράς μέσω ενός εγγράφου προσφοράς. Κατάλληλη πληροφόρηση θα πρέπει να παρέχεται και στους εκπροσώπους του προσωπικού της εταιρείας, ή, ελλείψει αυτών, απευθείας στο προσωπικό.

(14)

Ο χρόνος ο οποίος παρέχεται για την αποδοχή της προσφοράς θα πρέπει να ρυθμισθεί.

(15)

Οι εποπτικές αρχές, για να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους ικανοποιητικά, θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να μπορούν να απαιτούν από τους μετέχοντες στην προσφορά να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον εαυτό τους, και θα πρέπει να συνεργάζονται με τις άλλες αρχές εποπτείας των κεφαλαιαγορών και να τους παρέχουν πληροφορίες αμελλητί, με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο.

(16)

Για να αποφεύγονται οι πράξεις οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε ματαίωση της προσφοράς, θα πρέπει να περιορισθούν οι εξουσίες του συμβουλίου της υπό εξαγορά εταιρείας όσον αφορά τη διενέργεια πράξεων εξαιρετικού χαρακτήρα, χωρίς να παρακωλύεται αδικαιολόγητα η υπό εξαγορά εταιρεία στην άσκηση των κανονικών της επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

(17)

Το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας θα πρέπει να είναι υποχρεωμένο να δημοσιεύει έγγραφο το οποίο θα περιλαμβάνει την γνώμη του σχετικά με την προσφορά, και τους λόγους στους οποίους βασίζεται η γνώμη αυτή, συμπεριλαμβανομένων των απόψεών του ως προς τις επιπτώσεις της εφαρμογής της στο σύνολο των συμφερόντων της εταιρείας, και ειδικότερα στην απασχόληση.

(18)

Προκειμένου να ενισχυθούν η αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων διατάξεων σε θέματα ελεύθερης διαπραγμάτευσης τίτλων των εταιρειών που καλύπτει η παρούσα οδηγία και η ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, είναι σημαντικό οι διαρθρώσεις και οι μηχανισμοί άμυνας που προβλέπονται από τις εν λόγω εταιρείες να είναι διαφανείς και να παρουσιάζονται τακτικά με εκθέσεις στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων.

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι κάθε προσφέρων έχει τη δυνατότητα να αποκτά συμφέροντα πλειοψηφίας σε άλλες εταιρείες και να ασκεί πλήρως τον έλεγχό τους. Προς τούτο, περιορισμοί στη μεταβίβαση τίτλων, περιορισμοί στα δικαιώματα ψήφου, ειδικά δικαιώματα διορισμού και δικαιώματα πολλαπλής ψήφου θα πρέπει να αίρονται ή να αναστέλλονται κατά τη διάρκεια του παρεχομένου χρόνου αποδοχής της προσφοράς ή όταν η γενική συνέλευση των μετόχων αποφασίζει σχετικά με αμυντικά μέτρα ή επί τροποποιήσεων του καταστατικού ή σχετικά με την απομάκρυνση ή τον διορισμό μελών του συμβουλίου κατά την πρώτη γενική συνέλευση των μετόχων μετά την εκπνοή της προσφοράς. Όταν οι κάτοχοι των τίτλων έχουν υποστεί ζημία λόγω της άρσης των δικαιωμάτων, θα πρέπει να προβλέπεται δίκαιη αποζημίωση σύμφωνα με τις τεχνικές διευθετήσεις που καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

(20)

Όλα τα ειδικά δικαιώματα που κατέχουν κράτη μέλη σε εταιρείες θα πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των σχετικών διατάξεων της συνθήκης. Τα ειδικά δικαιώματα που κατέχουν κράτη μέλη σε εταιρείες και τα οποία προβλέπονται στο ιδιωτικό ή δημόσιο εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να εξαιρούνται από τον κανόνα εξουδετέρωσης των μέτρων αμύνης («breakthrough»), εάν είναι συμβατά με τη συνθήκη.

(21)

Λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες διαφορές στους μηχανισμούς και τις δομές του εταιρικού δικαίου των κρατών μελών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην απαιτούν από εταιρείες εγκατεστημένες στην επικράτειά τους να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας που περιορίζουν τις εξουσίες του συμβουλίου της υπό εξαγορά εταιρείας κατά τη διάρκεια του παρεχομένου χρόνου αποδοχής προσφοράς, καθώς και τις διατάξεις που καθιστούν άκυρους τους περιορισμούς που προβλέπονται στο καταστατικό ή σε ειδικές συμφωνίες. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη θα πρέπει τουλάχιστον να επιτρέπουν στις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στην επικράτειά τους να επιλέγουν, με δυνατότητα ανάκλησης της επιλογής, εάν θα εφαρμόσουν αυτές τις διατάξεις. Με την επιφύλαξη των διεθνών συμφωνιών στις οποίες είναι μέρος η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην απαιτούν από εταιρείες, οι οποίες εφαρμόζουν αυτές τις διατάξεις σύμφωνα με τις προαιρετικές διευθετήσεις, να τις εφαρμόζουν όταν οι εταιρείες αυτές αποτελούν αντικείμενο προσφορών που προέρχονται από εταιρείες οι οποίες δεν εφαρμόζουν τις ίδιες διατάξεις συνεπεία της χρήσης αυτών των προαιρετικών διευθετήσεων.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες που να καλύπτουν τη δυνατότητα έκπτωσης μιας προσφοράς, το δικαίωμα του προσφέροντος να αναθεωρήσει την προσφορά του, τη δυνατότητα υποβολής ανταγωνιστικών προσφορών για τους τίτλους μιας εταιρείας, την κοινολόγηση του αποτελέσματος της προσφοράς, καθώς και το αμετάκλητο της προσφοράς και τους επιτρεπόμενους όρους.

(23)

Η κοινολόγηση των πληροφοριών και οι διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους του προσωπικού του προσφέροντος και της υπό εξαγορά εταιρείας θα πρέπει να διέπονται από τις προσήκουσες εθνικές διατάξεις, και ιδίως εκείνες που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1994, σχετικά με τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους (4), της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (5), της οδηγίας 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Εταιρείας όσον αφορά τον ρόλο των εργαζομένων (6) και της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα — Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εκπροσώπηση των εργαζομένων (7). Ωστόσο, θα πρέπει να παρέχεται στους εργαζομένους των οικείων εταιρειών, ή στους εκπροσώπους τους, η δυνατότητα να εκφέρουν τη γνώμη τους ως προς τις προβλεπόμενες επιπτώσεις της προσφοράς στην απασχόληση. Με την επιφύλαξη των κανόνων της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (8), τα κράτη μέλη μπορούν πάντοτε να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις σχετικά με την κοινολόγηση πληροφοριών και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων της προσφέρουσας εταιρείας πριν από την υποβολή προσφοράς.

(24)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να είναι δυνατό σε έναν προσφέροντα ο οποίος έχει αποκτήσει, ύστερα από δημόσια προσφορά εξαγοράς, ένα ορισμένο ποσοστό του κεφαλαίου μιας εταιρείας που παρέχει δικαιώματα ψήφου, να υποχρεώνει τους κατόχους των εναπομενόντων τίτλων να του πωλήσουν τους τίτλους τους. Παρομοίως, όταν ένας προσφέρων έχει αποκτήσει, ύστερα από δημόσια προσφορά εξαγοράς, ένα ορισμένο ποσοστό του κεφαλαίου μιας εταιρείας που παρέχει δικαιώματα ψήφου, οι κάτοχοι των εναπομενόντων τίτλων θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν από αυτόν να αγοράσει τους τίτλους τους. Αυτές οι διαδικασίες υποχρεωτικής αποχώρησης και υποχρεωτικής εξαγοράς θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο υπό ειδικές συνθήκες που συνδέονται με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν εθνικούς κανόνες για τις διαδικασίες υποχρεωτικής αποχώρησης και υποχρεωτικής εξαγοράς υπό άλλες συνθήκες.

(25)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, και συγκεκριμένα ο προσδιορισμός των ελάχιστων κατευθυντήριων γραμμών για τη διεξαγωγή δημόσιων προσφορών εξαγοράς και η εξασφάλιση επαρκούς προστασίας στους κατόχους τίτλων σε ολόκληρη την Κοινότητα, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη επειδή υπάρχει ανάγκη διαφάνειας και ασφάλειας του δικαίου όταν η εξαγορά ή η απόκτηση ελέγχου έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα και μπορούν, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(26)

Η έκδοση οδηγίας αποτελεί την κατάλληλη διαδικασία για τη θέσπιση ενός πλαισίου το οποίο καθορίζει ορισμένες κοινές αρχές και έναν περιορισμένο αριθμό γενικών απαιτήσεων τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν, μέσω λεπτομερέστερων κανόνων, σύμφωνα με τα εθνικά τους συστήματα και τις συνήθεις πρακτικές τους.

(27)

Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν κυρώσεις για οποιαδήποτε παράβαση των εθνικών διατάξεων οι οποίες μεταφέρουν την παρούσα οδηγία στο εθνικό δίκαιο.

(28)

Ενδέχεται να απαιτούνται από καιρού εις καιρό μέτρα τεχνικής καθοδήγησης και εφαρμογής για τους κανόνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νέες εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Για ορισμένες διατάξεις, η Επιτροπή θα πρέπει, επομένως, να διαθέτει την εξουσία να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν τροποποιούν τα ουσιώδη στοιχεία της παρούσας οδηγίας και ότι η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, αφού λάβει τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (9). Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (10) και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη δήλωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 5 Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Για τις άλλες διατάξεις, επιβάλλεται να ανατεθεί σε επιτροπή επαφών το καθήκον να επικουρεί τα κράτη μέλη και τις εποπτικές αρχές κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να συμβουλεύει την Επιτροπή, εάν είναι αναγκαίο, για προσθήκες ή τροποποιήσεις στην παρούσα οδηγία. Στο έργο της αυτό, η επιτροπή επαφών μπορεί να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη βάσει της παρούσας οδηγίας σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς που έχουν υποβληθεί στις οργανωμένες αγορές τους.

(29)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διευκολύνει τη διαδικασία προς μια δίκαιη και ισόρροπη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις εξαγορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς τούτο, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλλει προτάσεις για την έγκαιρη αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει μέτρα συντονισμού που αφορούν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, κώδικες πρακτικών και άλλες διευθετήσεις των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των διευθετήσεων που έχουν θεσπισθεί από οργανισμούς επίσημα εξουσιοδοτημένους να ρυθμίζουν τις αγορές (στο εξής: «κανόνες»), σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς για την απόκτηση τίτλων εταιρείας διεπόμενης από το δίκαιο κράτους μέλους, εφόσον το σύνολο ή ένα μέρος των τίτλων αυτών είναι εισηγμένο για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ (11) σε ένα ή σε περισσότερα κράτη μέλη (στο εξής: «οργανωμένη αγορά»).

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες προσφορές εξαγοράς τίτλων εκδιδόμενων από εταιρίες που έχουν ως αντικείμενο τη συλλογική επένδυση κεφαλαίων παρεχόμενων από το κοινό και λειτουργούν βάσει της αρχής του καταμερισμού των κινδύνων και τα μερίδια των οποίων, κατόπιν αιτήματος του κατόχου τους, επαναγοράζονται ή εξαργυρώνονται, άμεσα ή έμμεσα, από τα περιουσιακά στοιχεία των εταιρειών αυτών. Οι ενέργειες που επιχειρούν οι εταιρείες αυτές για να εξασφαλίσουν ότι η χρηματιστηριακή αξία των μεριδίων τους δεν θα αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία του ενεργητικού τους, λογίζονται ισοδύναμες με επαναγορά ή εξαργύρωση.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν ισχύει σε δημόσιες προσφορές εξαγοράς για τίτλους που εκδίδονται από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

«δημόσια προσφορά εξαγοράς» ή «προσφορά»: δημόσια προσφορά (εκτός προσφοράς εκ μέρους της ίδιας της υπό εξαγορά εταιρείας) απευθυνόμενη στους κατόχους τίτλων μιας εταιρείας για την απόκτηση του συνόλου ή μέρους των τίτλων αυτών, ανεξάρτητα αν η προσφορά είναι υποχρεωτική ή εθελούσια, υπό την προϋπόθεση ότι έπεται της απόκτησης ελέγχου της υπό εξαγορά εταιρείας ή ότι αποσκοπεί σε αυτήν, βάσει του εθνικού δικαίου·

β)

«υπό εξαγορά εταιρεία»: η εταιρεία οι τίτλοι της οποίας αποτελούν αντικείμενο προσφοράς·

γ)

«προσφέρων»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που προβαίνει σε προσφορά·

δ)

«πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση»: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συνεργάζονται με τον προσφέροντα ή με την υπό εξαγορά εταιρεία, βάσει ρητής ή σιωπηρής, προφορικής ή γραπτής συμφωνίας, η οποία έχει ως σκοπό την απόκτηση του ελέγχου της υπό εξαγορά εταιρείας ή τη ματαίωση της επιτυχούς έκβασης της προσφοράς·

ε)

«τίτλοι»: οι κινητές αξίες που ενσωματώνουν δικαιώματα ψήφου σε μια εταιρεία·

στ)

«μετέχοντες στην προσφορά»: ο προσφέρων, τα μέλη του συμβουλίου του προσφέροντος, εάν ο προσφέρων είναι εταιρεία, η υπό εξαγορά εταιρεία, οι κάτοχοι τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας και τα μέλη του συμβουλίου της υπό εξαγορά εταιρείας, καθώς και τα πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με τους μετέχοντες·

ζ)

«τίτλοι με δικαίωμα πολλαπλής ψήφου»: οι τίτλοι που περιλαμβάνονται σε διακριτή και ξεχωριστή κατηγορία και που έκαστος δίνει δικαίωμα σε περισσότερες της μιας ψήφους.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο δ) τα πρόσωπα που ελέγχονται από άλλο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 87 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (12), θεωρούνται ως πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση τόσο με αυτό το άλλο πρόσωπο όσο και μεταξύ τους.

Άρθρο 3

Γενικές αρχές

1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τήρηση των ακόλουθων αρχών:

α)

όλοι οι κάτοχοι των τίτλων μιας υπό εξαγορά εταιρείας της ίδιας κατηγορίας πρέπει να τυγχάνουν ισότιμης μεταχείρισης· επιπλέον, εάν ένα πρόσωπο αποκτήσει τον έλεγχο της εταιρείας, οι λοιποί κάτοχοι τίτλων πρέπει να προστατεύονται·

β)

οι κάτοχοι των τίτλων μιας υπό εξαγορά εταιρείας πρέπει να διαθέτουν επαρκή χρόνο και ενημέρωση, προκειμένου να μπορούν να καταλήξουν σε απόφαση για την προσφορά ύστερα από κατάλληλη πληροφόρηση. Όταν παρέχει συμβουλές στους κατόχους τίτλων, το συμβούλιο της υπό εξαγοράς εταιρείας πρέπει να διατυπώνει γνώμη ως προς τις επιπτώσεις της εφαρμογής της προσφοράς στην απασχόληση, τους όρους απασχόλησης και τους τόπους διεξαγωγής των δραστηριοτήτων της εταιρείας·

γ)

το συμβούλιο μιας υπό εξαγορά εταιρείας πρέπει να ενεργεί προς το συμφέρον της εταιρείας εν τω συνόλω της και δεν πρέπει να αφαιρεί από τους κατόχους τίτλων τη δυνατότητα να αποφασίζουν για το αξιόλογο της προσφοράς·

δ)

δεν επιτρέπεται η δημιουργία τεχνητών αγορών των τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας, της προσφέρουσας εταιρείας ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας που έχει σχέση με την προσφορά κατά τρόπο που να οδηγεί σε τεχνητή αύξηση ή μείωση της αξίας των τίτλων αυτών και σε στρέβλωση της ομαλής λειτουργίας των αγορών·

ε)

ο προσφέρων, πριν να ανακοινώσει προσφορά, πρέπει να εξασφαλίζει ότι μπορεί να τηρήσει την υποχρέωσή του να καταβάλει πλήρως το αντάλλαγμα τοις μετρητοίς, εφόσον έχει προσφερθεί τέτοιο αντάλλαγμα, και να έχει λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να εξασφαλίσει την καταβολή κάθε άλλου είδους ανταλλάγματος·

στ)

η άσκηση των δραστηριοτήτων της υπό εξαγορά εταιρείας δεν πρέπει να παρακωλύεται, λόγω προσφοράς για τους τίτλους της, πέρα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

2.   Για τον σκοπό της τήρησης των αρχών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη:

α)

εξασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία·

β)

μπορούν να προβλέπουν πρόσθετους όρους και αυστηρότερες διατάξεις από τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία για τη ρύθμιση των προσφορών.

Άρθρο 4

Εποπτική αρχή και εφαρμοστέο δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της προσφοράς, για τους σκοπούς των κανόνων που θεσπίζουν ή εισάγουν δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Οι αρχές που ορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι είτε δημόσιες αρχές είτε ενώσεις είτε ιδιωτικοί οργανισμοί που αναγνωρίζονται από το εθνικό δίκαιο ή από τις δημόσιες αρχές που έχουν ρητά εξουσιοδοτηθεί, για τον σκοπό αυτό, από το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τον ορισμό της αρχής ή των αρχών και διευκρινίζουν κάθε ενδεχόμενη κατανομή αρμοδιοτήτων. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αυτές οι αρχές ασκούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα και ανεξάρτητα από όλους τους μετέχοντες στην προσφορά.

2.

α)

Η αρμόδια αρχή για την εποπτεία της προσφοράς είναι η αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η υπό εξαγορά εταιρεία, εφόσον οι τίτλοι της είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σ’ αυτό το κράτος μέλος.

β)

Εάν οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας δεν είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα, η αρμόδια αρχή για την εποπτεία της προσφοράς είναι η αρχή του κράτους μέλους στην οργανωμένη αγορά του οποίου είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας.

Εάν οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, η αρμόδια αρχή για την εποπτεία της προσφοράς είναι η αρχή του κράτους μέλους στην οργανωμένη αγορά του οποίου έχουν εισαχθεί πρώτα οι τίτλοι προς διαπραγμάτευση.

γ)

Εάν οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας έχουν εισαχθεί πρώτα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές δύο ή περισσότερων κρατών μελών ταυτοχρόνως, η υπό εξαγορά εταιρεία προσδιορίζει ποια από τις εποπτικές αρχές αυτών των κρατών μελών είναι η αρμόδια αρχή για την εποπτεία της προσφοράς, κοινοποιώντας αυτές τις οργανωμένες αγορές και τις εποπτικές αρχές τους την πρώτη ημέρα της συναλλαγής.

Εάν οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας είναι ήδη εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές δύο ή περισσότερων κρατών μελών κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 και είχαν εισαχθεί ταυτοχρόνως, οι εποπτικές αρχές των εν λόγω κρατών μελών συμφωνούν ποια αρχή, μεταξύ αυτών, είναι η αρμόδια αρχή για την εποπτεία της προσφοράς εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1. Άλλως, η υπό εξαγορά εταιρεία προσδιορίζει ποια από τις αρχές αυτές είναι η αρμόδια αρχή, την πρώτη ημέρα της συναλλαγής μετά την εν λόγω προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων.

δ)

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δημοσιοποιούνται οι αποφάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο γ).

ε)

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ), τα θέματα που άπτονται του ανταλλάγματος μιας προσφοράς, ιδίως η τιμή, καθώς και τα θέματα που άπτονται της διαδικασίας της προσφοράς, ιδίως η ενημέρωση για την απόφαση του προσφέροντος να προβεί σε προσφορά, το περιεχόμενο του εγγράφου της προσφοράς και η κοινολόγηση της προσφοράς, ρυθμίζονται σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής. Σε θέματα ενημέρωσης που πρέπει να παρέχεται στους εργαζομένους της υπό εξαγορά εταιρείας και σε θέματα εταιρικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά το ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου το απαιτούμενο για την απόκτηση ελέγχου και τις παρεκκλίσεις από την υποχρέωση προσφοράς, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε ενέργειες ικανές να ματαιώσουν την προσφορά, οι εφαρμοστέοι κανόνες και η αρμόδια αρχή είναι οι κανόνες και η αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η υπό εξαγορά εταιρεία.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται ή είχαν απασχοληθεί στο παρελθόν από τις εποπτικές αρχές τους, τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορούν να κοινολογηθούν, σε κανένα πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο βάσει νομοθετικών διατάξεων.

4.   Οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και οι λοιπές εποπτικές αρχές των κεφαλαιαγορών, ιδίως σύμφωνα με την οδηγία 93/22/ΕΟΚ, την οδηγία 2001/34/ΕΚ, την οδηγία 2003/6/ΕΚ και την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση, συνεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες, οσάκις απαιτείται για την εφαρμογή των κανόνων που έχουν θεσπισθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ιδίως στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία β), γ) και ε). Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται με τον τρόπο αυτόν, καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου το οποίο ισχύει για τα πρόσωπα που απασχολούνται ή είχαν απασχοληθεί στο παρελθόν από τις εποπτικές αρχές οι οποίες λαμβάνουν τις πληροφορίες. Η συνεργασία περιλαμβάνει τη δυνατότητα να επιδίδονται τα νομικά έγγραφα που είναι απαραίτητα για την επιβολή των μέτρων που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις προσφορές, καθώς και άλλη σχετική συνδρομή που μπορεί ευλόγως να ζητηθεί από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές για τους σκοπούς της διερεύνησης κάθε πραγματικής ή καταγγελλόμενης παράβασης των κανόνων που έχουν θεσπισθεί ή εισαχθεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

5.   Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν όλες τις απαιτούμενες εξουσίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το καθήκον να εξασφαλίζουν την τήρηση των θεσπισθέντων ή εισαχθέντων κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κανόνων από τους μετέχοντες στην προσφορά.

Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των γενικών αρχών του άρθρου 3 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να προβλέπουν, στους κανόνες που θεσπίζουν ή εισάγουν δυνάμει της παρούσας οδηγίας, παρεκκλίσεις από αυτούς τους κανόνες:

i)

συμπεριλαμβάνοντας τις παρεκκλίσεις αυτές στους εθνικούς κανόνες τους, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες που καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο· ή/και

ii)

εξουσιοδοτώντας τις εποπτικές αρχές τους, οσάκις έχουν αρμοδιότητα, να παρεκκλίνουν από αυτούς τους εθνικούς κανόνες ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες που αναφέρονται στο σημείο i) ή σε άλλες ειδικές συνθήκες· στην περίπτωση αυτή απαιτείται αιτιολογημένη απόφαση.

6.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να ορίζουν τις, δικαστικές ή άλλες αρχές, που είναι υπεύθυνες να επιλύουν τις διαφορές και να αποφαίνονται για παρατυπίες οι οποίες τυχόν διεπράχθησαν στη διαδικασία προσφοράς, ούτε την εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν εάν και υπό ποίες προϋποθέσεις οι μετέχοντες στην προσφορά έχουν δικαίωμα να προσφεύγουν σε διοικητική ή δικαστική διαδικασία. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εξουσία που μπορεί να έχουν δικαστήρια κράτους μέλους να αρνούνται την εκδίκαση υποθέσεως και να αποφασίζουν εάν η συγκεκριμένη δίκη επηρεάζει ή όχι την έκβαση της προσφοράς. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να ορίζουν τη νομική κατάσταση όσον αφορά την ευθύνη των εποπτικών αρχών, ή τις διαφορές μεταξύ των μετεχόντων στην προσφορά.

Άρθρο 5

Προστασία των μειοψηφούντων μετόχων, υποχρεωτική προσφορά, δίκαιη τιμή

1.   Εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, λόγω της απόκτησης από το ίδιο ή από πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση μαζί του, έχει στην κατοχή του τίτλους εταιρείας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 1, οι οποίοι, προστιθέμενοι στις τυχόν ήδη υπάρχουσες συμμετοχές του και στις συμμετοχές προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, του παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, δεδομένο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω εταιρεία, με το οποίο αποκτά τον έλεγχό της, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το πρόσωπο αυτό είναι υποχρεωμένο να υποβάλει προσφορά ως μέσο προστασίας των μειοψηφούντων μετόχων της εταιρείας αυτής. Η προσφορά αυτή πρέπει να απευθύνεται, το συντομότερο δυνατό, προς όλους τους κατόχους των τίτλων αυτών, για όλες τις συμμετοχές τους, σε δίκαιη τιμή όπως ορίζεται στην παράγραφο 4.

2.   Η υποχρέωση υποβολής προσφοράς, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1, δεν ισχύει πλέον, όταν ο έλεγχος της εταιρείας αποκτήθηκε με εθελούσια προσφορά που υποβλήθηκε σύμφωνα με την παρούσα οδηγία προς όλους τους κατόχους τίτλων και για το σύνολο των συμμετοχών τους.

3.   Το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου με το οποίο αποκτάται ο έλεγχος για τους σκοπούς της παραγράφου 1 καθώς και ο τρόπος υπολογισμού του, προσδιορίζονται από τους κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο η εταιρεία έχει την καταστατική της έδρα.

4.   Ως δίκαιη τιμή θεωρείται η ανώτερη τιμή που κατέβαλε για τους ίδιους τίτλους ο προσφέρων ή τα πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτόν, επί μια περίοδο της οποίας η διάρκεια καθορίζεται από τα κράτη μέλη αλλά δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι μηνών και μεγαλύτερη των δώδεκα μηνών πριν από την προσφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Εάν, μετά τη δημοσιοποίηση της προσφοράς και πριν κλείσει η προσφορά για αποδοχή, ο προσφέρων ή πρόσωπο που ενεργεί σε συνεννόηση με αυτόν, αγοράζουν τίτλους σε τιμή ανώτερη της τιμής προσφοράς, ο προσφέρων αυξάνει την προσφορά του όχι λιγότερο από την ανώτερη τιμή που κατέβαλε για τους ούτως αποκτηθέντες τίτλους.

Υπό τον όρο ότι τηρούνται οι γενικές αρχές του άρθρου 3 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν τις εποπτικές αρχές τους να προσαρμόζουν την τιμή που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, υπό δεδομένες συνθήκες και με κριτήρια που προσδιορίζονται σαφώς. Προς τούτο, τα κράτη μέλη δύνανται να καταρτίζουν πίνακα των περιπτώσεων στις οποίες η ανώτερη τιμή δύναται να προσαρμόζεται προς τα πάνω ή προς τα κάτω, όπως, παραδείγματος χάριν, όταν η ανώτερη τιμή καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αγοραστή και πωλητή, όταν οι τιμές της αγοράς για τους συγκεκριμένους τίτλους έχουν υποστεί χειρισμούς, όταν έκτακτα γεγονότα έχουν επηρεάσει τις τιμές της αγοράς, γενικά ή ορισμένες τιμές ειδικότερα, ή όταν πρόκειται για τη διάσωση προβληματικής επιχείρησης. Τα κράτη μέλη μπορούν, επίσης, να καθορίζουν τα εφαρμοστέα στις περιπτώσεις αυτές κριτήρια, όπως π.χ. τη μέση τιμή της αγοράς για μια συγκεκριμένη περίοδο, την αξία εκκαθάρισης της εταιρείας ή άλλα αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης χρησιμοποιούμενα, εν γένει, σε χρηματοοικονομικές αναλύσεις.

Κάθε απόφαση της εποπτικής αρχής με την οποία προσαρμόζεται η δίκαιη τιμή, πρέπει να αιτιολογείται και να δημοσιοποιείται.

5.   Ο προσφέρων δύναται να προσφέρει ως αντάλλαγμα τίτλους ή μετρητά ή συνδυασμό αυτών.

Ωστόσο, εφόσον το αντάλλαγμα που προτείνει ο προσφέρων δεν αποτελείται από ρευστοποιήσιμους τίτλους εισηγμένους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, το αντάλλαγμα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει ως εναλλακτική δυνατότητα μετρητά.

Σε κάθε περίπτωση, ο προσφέρων προτείνει, τουλάχιστον ως εναλλακτική δυνατότητα, αντάλλαγμα σε μετρητά, όταν ο ίδιος ή πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτόν, έχουν αποκτήσει, με την καταβολή μετρητών, τίτλους που φέρουν 5 % ή περισσότερο από τα δικαιώματα ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει την ίδια στιγμή με την περίοδο που αποφασίζεται από το κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 4 και λήγει όταν η προσφορά κλείσει για αποδοχή.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την προσφορά ανταλλάγματος σε μετρητά, τουλάχιστον ως εναλλακτική δυνατότητα, σε όλες τις περιπτώσεις.

6.   Επιπλέον της προστασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν περαιτέρω μέσα για την προστασία των συμφερόντων των κατόχων τίτλων, στο βαθμό που αυτά τα μέσα δεν παρακωλύουν την ομαλή διεξαγωγή της προσφοράς.

Άρθρο 6

Πληροφόρηση ως προς την προσφορά

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δημοσιοποιείται αμελλητί η απόφαση υποβολής προσφοράς και ότι ενημερώνεται η εποπτική αρχή για την προσφορά. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να ενημερώνεται η εποπτική αρχή προτού δημοσιοποιηθεί η εν λόγω απόφαση. Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της προσφοράς, τα συμβούλια της υπό εξαγορά εταιρείας και του προσφέροντος πληροφορούν σχετικά, αντιστοίχως, τους εκπροσώπους του προσωπικού τους ή, ελλείψει αυτών, το ίδιο το προσωπικό.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο προσφέρων έχει την υποχρέωση να καταρτίζει και να δημοσιοποιεί εγκαίρως έγγραφο προσφοράς το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου οι κάτοχοι τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας να είναι σε θέση να καταλήξουν σε απόφαση ως προς την προσφορά ύστερα από κατάλληλη πληροφόρηση. Ο προσφέρων διαβιβάζει το έγγραφο προσφοράς στην εποπτική αρχή πριν από τη δημοσιοποίησή του. Μετά τη δημοσιοποίηση του εγγράφου προσφοράς, τα συμβούλια της υπό εξαγορά εταιρείας και του προσφέροντος το διαβιβάζουν, αντίστοιχα, στους εκπροσώπους του προσωπικού τους ή, ελλείψει αυτών, στο ίδιο το προσωπικό.

Στις περιπτώσεις στις οποίες το έγγραφο της προσφοράς που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο υπόκειται σε εκ των προτέρων έγκριση από την εποπτική αρχή, και έχει εγκριθεί, αναγνωρίζεται, με την επιφύλαξη, ενδεχομένως, της απαιτούμενης μετάφρασής του, σε κάθε άλλο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας, χωρίς να απαιτείται η λήψη έγκρισης από τις εποπτικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Αυτές οι εποπτικές αρχές μπορούν, ωστόσο, να απαιτήσουν να περιλαμβάνει το έγγραφο της προσφοράς, πρόσθετες πληροφορίες, μόνον εφόσον οι πληροφορίες αυτές αφορούν συγκεκριμένα την αγορά κράτους μέλους ή κρατών μελών στην οποία είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας και αφορούν τις ακολουθητέες διατυπώσεις για την αποδοχή της προσφοράς και για τη λήψη του οφειλόμενου ανταλλάγματος στο τέλος της προσφοράς, καθώς και το φορολογικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται το προσφερόμενο στους κατόχους των τίτλων αντάλλαγμα.

3.   Το έγγραφο προσφοράς που προβλέπεται στην παράγραφο 2 καθορίζει τουλάχιστον:

α)

τους όρους της προσφοράς·

β)

την ταυτότητα του προσφέροντος και, εάν ο προσφέρων είναι εταιρεία, τον τύπο, την επωνυμία και την καταστατική έδρα της εταιρείας·

γ)

τους τίτλους ή την (τις) κατηγορία(-ες) τίτλων που αποτελούν αντικείμενο της προσφοράς, οσάκις ενδείκνυται·

δ)

το αντάλλαγμα που προσφέρεται για κάθε τίτλο ή κατηγορία τίτλων και, σε περίπτωση υποχρεωτικής προσφοράς, τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του, μαζί με λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να καταβληθεί το αντάλλαγμα·

ε)

την αποζημίωση που προσφέρεται για τα δικαιώματα που τυχόν αίρονται ως αποτέλεσμα του κανόνα εξουδετέρωσης των μέσων αμύνης που προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 4, μαζί με λεπτομέρειες για τον τρόπο καταβολής της αποζημίωσης και τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της·

στ)

τα μέγιστα και ελάχιστα ποσοστά ή ποσότητες τίτλων που αναλαμβάνει να αποκτήσει ο προσφέρων·

ζ)

λεπτομέρειες των υφισταμένων συμμετοχών του προσφέροντος, εάν υπάρχουν, και των προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση μαζί του, στην υπό εξαγορά εταιρεία·

η)

όλες τις τυχόν προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η προσφορά·

θ)

τις προθέσεις του προσφέροντος όσον αφορά τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της υπό εξαγορά εταιρείας και, στο βαθμό που επηρεάζεται από την προσφορά, της προσφέρουσας εταιρείας, καθώς και όσον αφορά τη διατήρηση των θέσεων εργασίας του προσωπικού και των στελεχών τους, περιλαμβανομένης και οποιασδήποτε σημαντικής αλλαγής στους όρους απασχόλησης, ιδίως τα στρατηγικά σχέδια του προσφέροντος για τις δύο εταιρείες και τις πιθανές επιπτώσεις τους στην απασχόληση και τους τόπους διεξαγωγής των δραστηριοτήτων της εταιρείας·

ι)

τον παρεχόμενο χρόνο αποδοχής της προσφοράς·

ια)

σε περίπτωση που το αντάλλαγμα που παρέχει ο προσφέρων περιλαμβάνει τίτλους οποιουδήποτε είδους, πληροφορίες σχετικά με τους τίτλους αυτούς·

ιβ)

πληροφορίες για τη χρηματοδότηση της προσφοράς·

ιγ)

την ταυτότητα των προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση με τον προσφέροντα ή με την υπό εξαγορά εταιρεία και, στην περίπτωση που πρόκειται για εταιρείες, τη μορφή, την επωνυμία και την καταστατική έδρα τους, τη σχέση τους με τον προσφέροντα και, ει δυνατόν, με την υπό εξαγορά εταιρεία·

ιδ)

το εθνικό δίκαιο που θα διέπει τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του προσφέροντος και των κατόχων τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας ως αποτέλεσμα της προσφοράς καθώς και τα αρμόδια δικαστήρια.

4.   Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 18 παράγραφος 2, τους κανόνες εφαρμογής της παραγράφου 3.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι μετέχοντες στην προσφορά έχουν την υποχρέωση να παρέχουν στις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους τους, ανά πάσα στιγμή κατόπιν αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους σχετικά με την προσφορά και οι οποίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της εποπτικής αρχής.

Άρθρο 7

Παρεχόμενος χρόνος αποδοχής

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο παρεχόμενος χρόνος αποδοχής της προσφοράς δεν μπορεί να είναι κατώτερος των δύο εβδομάδων ούτε ανώτερος των δέκα εβδομάδων από την ημερομηνία δημοσίευσης του εγγράφου προσφοράς. Υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η γενική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο στ), τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν παράταση της περιόδου των δέκα εβδομάδων, υπό τον όρο ότι ο προσφέρων θα γνωστοποιήσει τουλάχιστον δύο εβδομάδες ενωρίτερα την πρόθεσή του να κλείσει την προσφορά.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κανόνες που τροποποιούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 περίοδο. Ένα κράτος μέλος μπορεί να εξουσιοδοτήσει την εποπτική αρχή να χορηγήσει παρέκκλιση από την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 περίοδο, ώστε να επιτρέψει στην υπό εξαγορά εταιρεία να συγκαλέσει γενική συνέλευση των μετόχων για να εξετάσει την προσφορά.

Άρθρο 8

Κοινολόγηση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η προσφορά δημοσιοποιείται κατά τρόπο που επιτυγχάνει τη διαφάνεια και το αδιάβλητο της αγοράς για τους τίτλους της υπό εξαγορά εταιρείας, του προσφέροντος ή κάθε άλλης εταιρείας η οποία επηρεάζεται από την προσφορά, ώστε να αποφεύγονται ιδίως η δημοσίευση ή η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την κοινολόγηση όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και εγγράφων δυνάμει του άρθρου 6 κατά τρόπο που εξασφαλίζει ότι αυτές είναι εύκολα και αμέσως διαθέσιμες στους κατόχους τίτλων, τουλάχιστον σε εκείνα τα κράτη μέλη όπου οι τίτλοι της υπό εξαγορά εταιρείας είναι εισηγμένοι για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, καθώς και στους εκπροσώπους του προσωπικού της υπό εξαγορά εταιρείας, και του προσφέροντος, ή, ελλείψει αυτών, στο ίδιο το προσωπικό τους.

Άρθρο 9

Υποχρεώσεις του συμβουλίου της υπό εξαγορά εταιρείας

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

2.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας πρέπει να έχει λάβει εκ των προτέρων εξουσιοδότηση από τη γενική συνέλευση των μετόχων, η οποία παρέχεται για τον σκοπό αυτό πριν να αναλάβει οιαδήποτε ενέργεια, που ενδέχεται να οδηγήσει στη ματαίωση της προσφοράς, με εξαίρεση την αναζήτηση εναλλακτικών προσφορών, και ιδίως πριν να προβεί στην έκδοση μετοχών με σκοπό την μακροχρόνια παρεμπόδιση του προσφέροντος να αποκτήσει τον έλεγχο της υπό εξαγορά εταιρείας.

Η εξουσιοδότηση αυτή είναι υποχρεωτική τουλάχιστον από τη στιγμή που το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας λάβει τις πληροφορίες σχετικά με την προσφορά οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτη φράση, και μέχρις ότου το αποτέλεσμα της προσφοράς δημοσιοποιηθεί ή η προσφορά εκπέσει. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν να λαμβάνεται η εξουσιοδότηση αυτή σε προγενέστερο στάδιο, π.χ. από τη στιγμή που το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας πληροφορείται ότι επίκειται προσφορά.

3.   Όσον αφορά τις αποφάσεις που λήφθηκαν μεν πριν από την έναρξη της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, περιόδου αλλά δεν έχουν ακόμη τεθεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε εφαρμογή, η γενική συνέλευση των μετόχων εγκρίνει ή επιβεβαιώνει κάθε απόφαση που δεν εντάσσεται στη συνήθη πορεία των δραστηριοτήτων της εταιρείας και η εφαρμογή της οποίας δύναται να οδηγήσει στη ματαίωση της προσφοράς.

4.   Προκειμένου να αποκτηθεί η εκ των προτέρων άδεια, έγκριση ή επιβεβαίωση από τους κατόχους των τίτλων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν κανόνες που να επιτρέπουν τη σύγκληση γενικής συνέλευσης των μετόχων συντόμως, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω γενική συνέλευση δεν θα πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας μικρότερης των δύο εβδομάδων από την κοινοποίησή της.

5.   Το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας καταρτίζει και δημοσιοποιεί έγγραφο που περιλαμβάνει την αιτιολογημένη γνώμη του σχετικά με την προσφορά και τους λόγους επί των οποίων βασίζεται, συμπεριλαμβανομένων των απόψεών του όσον αφορά τα αποτελέσματα της υλοποίησης της προσφοράς στο σύνολο των συμφερόντων της εταιρείας, και ειδικότερα στην απασχόληση, καθώς και όσον αφορά τα στρατηγικά σχέδια του προσφέροντος για την υπό εξαγορά εταιρεία και τις πιθανές επιπτώσεις τους στην απασχόληση και τους τόπους όπου διεξάγονται οι δραστηριότητες της εταιρείας, όπως αναφέρονται στο έγγραφο της προσφοράς σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο θ). Το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας γνωστοποιεί, εντός της ιδίας προθεσμίας, τη γνώμη αυτή στους εκπροσώπους του προσωπικού της ή, ελλείψει αυτών, στο ίδιο το προσωπικό της. Εάν το συμβούλιο της υπό εξαγορά εταιρείας λάβει εγκαίρως χωριστή γνώμη από τους εκπροσώπους του προσωπικού της όσον αφορά τα αποτελέσματα της προσφοράς στην απασχόληση, επισυνάπτει τη γνώμη αυτή στο έγγραφο.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ως «συμβούλιο» νοείται τόσο το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας όσο και το εποπτικό συμβούλιο της εταιρείας, όταν η οργάνωση της εταιρείας ακολουθεί διάρθρωση σε δύο επίπεδα.

Άρθρο 10

Πληροφορίες σχετικά με τις εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 δημοσιεύουν αναλυτικές πληροφορίες ως προς τα εξής:

α)

διάρθρωση του κεφαλαίου τους, συμπεριλαμβανομένων των τίτλων που δεν είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους και, κατά περίπτωση, ένδειξη των διαφόρων κατηγοριών μετοχών με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνδέονται με κάθε κατηγορία μετοχών και το ποσοστό του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν·

β)

όλους τους περιορισμούς στη μεταβίβαση τίτλων, όπως τους περιορισμούς στην κατοχή τίτλων ή την υποχρέωση λήψης έγκρισης από την εταιρεία ή από άλλους κατόχους τίτλων, με την επιφύλαξη του άρθρου 46 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ·

γ)

τις σημαντικές άμεσες ή έμμεσες συμμετοχές (συμπεριλαμβανομένων εμμέσων συμμετοχών μέσω πυραμιδικών διαρθρώσεων ή αλληλοσυμμετοχής) κατά την έννοια του άρθρου 85 της οδηγίας 2001/34/ΕΚ·

δ)

τους κατόχους κάθε είδους τίτλων που παρέχουν ειδικά δικαιώματα ελέγχου και περιγραφή των εν λόγω δικαιωμάτων·

ε)

τον μηχανισμό ελέγχου που τυχόν προβλέπεται σε ένα σύστημα συμμετοχής των εργαζομένων, εφόσον τα δικαιώματα ελέγχου δεν ασκούνται άμεσα από τους εργαζόμενους·

στ)

τους κάθε είδους περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου, όπως τους περιορισμούς των δικαιωμάτων ψήφου σε κατόχους δεδομένου ποσοστού ή αριθμού ψήφων, τις προθεσμίες άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου, ή συστήματα στα οποία, με τη συνεργασία της εταιρείας, τα χρηματοπιστωτικά δικαιώματα που απορρέουν από τίτλους διαχωρίζονται από την κατοχή των τίτλων·

ζ)

τις συμφωνίες μεταξύ μετόχων οι οποίες είναι γνωστές στην εταιρεία και δύνανται να συνεπάγονται περιορισμούς στη μεταβίβαση τίτλων ή/και στα δικαιώματα ψήφου, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/34/ΕΚ·

η)

τους κανόνες όσον αφορά τον διορισμό και την αντικατάσταση μελών του συμβουλίου καθώς και όσον αφορά την τροποποίηση του καταστατικού·

θ)

τις εξουσίες των μελών του συμβουλίου, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα έκδοσης ή επαναγοράς μετοχών·

ι)

κάθε σημαντική συμφωνία στην οποία συμμετέχει η εταιρεία και η οποία αρχίζει να ισχύει, τροποποιείται ή λήγει σε περίπτωση αλλαγής στον έλεγχο της εταιρείας κατόπιν δημόσιας προσφοράς εξαγοράς και τα αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής, εκτός εάν, ως εκ της φύσεώς της, η κοινολόγησή της θα προκαλούσε σοβαρή ζημία στην εταιρεία· η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όταν η εταιρεία είναι ρητά υποχρεωμένη να κοινολογεί παρόμοιες πληροφορίες βάσει άλλων νομικών απαιτήσεων·

ια)

κάθε συμφωνία που έχει συνάψει η εταιρεία με τα μέλη του συμβουλίου της ή του προσωπικού της, η οποία προβλέπει αποζημίωση σε περίπτωση παραίτησης ή απόλυσης χωρίς βάσιμο λόγο ή εάν τερματισθεί η απασχόλησή τους εξαιτίας της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς.

2.   Οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δημοσιεύονται στην ετήσια έκθεση διαχείρισης της εταιρείας, που προβλέπεται στο άρθρο 46 της οδηγίας 78/660/EΟΚ (13) και στο άρθρο 36 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (14).

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ώστε, όσον αφορά τις εταιρείες οι τίτλοι των οποίων είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους μέλους, τα συμβούλια να υποβάλλουν επεξηγηματικές εκθέσεις στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων, σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 11

Εξουδετέρωση των μέτρων άμυνας (breakthrough)

1.   Με την επιφύλαξη άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ορίζονται στο κοινοτικό δίκαιο των εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 7 όταν δημοσιοποιείται μια προσφορά.

2.   Περιορισμοί στη μεταβίβαση τίτλων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο καταστατικό της υπό εξαγοράς εταιρείας, δεν ισχύουν ως προς τον προσφέροντα κατά τη διάρκεια του παρεχόμενου χρόνου για την αποδοχή της προσφοράς που ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1.

Περιορισμοί στη μεταβίβαση τίτλων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της υπό εξαγορά εταιρείας και κατόχων των τίτλων της ή στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ κατόχων τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας, οι οποίες συνάπτονται μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, δεν ισχύουν ως προς τον προσφέροντα κατά τη διάρκεια της περιόδου που παρέχεται για την αποδοχή της προσφοράς, και η οποία ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1.

3.   Οι περιορισμοί στο δικαίωμα ψήφου που περιλαμβάνονται στο καταστατικό της υπό εξαγορά εταιρείας δεν παράγουν αποτελέσματα στη γενική συνέλευση των μετόχων που αποφασίζει τη λήψη αμυντικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9.

Οι περιορισμοί στο δικαίωμα ψήφου που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της υπό εξαγοράς εταιρείας και κατόχων τίτλων της, ή στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ κατόχων τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας, οι οποίες τίθενται σε ισχύ μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, δεν παράγουν αποτελέσματα στη γενική συνέλευση των μετόχων που αποφασίζει τη λήψη αμυντικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9.

Οι τίτλοι με δικαίωμα πολλαπλής ψήφου έχουν έκαστος μία μόνο ψήφο στη γενική συνέλευση των μετόχων που αποφασίζει περί αμυντικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9.

4.   Σε περίπτωση που, μετά από προσφορά, ο προσφέρων κατέχει το 75 % ή περισσότερο του κεφαλαίου που φέρει δικαιώματα ψήφου, οι περιορισμοί στη μεταβίβαση τίτλων ή στα δικαιώματα ψήφου, οι οποίοι αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, καθώς και τα έκτακτα δικαιώματα των μετόχων ως προς τον διορισμό ή την παύση μελών του συμβουλίου, που προβλέπονται στο καταστατικό της υπό εξαγορά εταιρείας, δεν ισχύουν· οι τίτλοι με δικαίωμα πολλαπλής ψήφου έχουν μία μόνο ψήφο κατά την πρώτη γενική συνέλευση των μετόχων που πραγματοποιείται μετά το κλείσιμο της προσφοράς και συγκαλείται από τον προσφέροντα με αντικείμενο την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας ή την παύση ή τον διορισμό μελών του συμβουλίου.

Προς τούτο, ο προσφέρων έχει το δικαίωμα να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων, σε σύντομο χρονικό διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνέλευση δεν θα πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας μικρότερης των δύο εβδομάδων από την κοινοποίησή της.

5.   Όταν αίρονται δικαιώματα βάσει των παραγράφων 2, 3 ή 4 ή/και του άρθρου 12, πρέπει να προβλέπεται δίκαιη αποζημίωση για οποιαδήποτε ζημία υπέστησαν οι κάτοχοι αυτών των δικαιωμάτων. Οι διατάξεις για τον προσδιορισμό αυτής της αποζημίωσης και οι όροι καταβολής της, ορίζονται από τα κράτη μέλη.

6.   Οι παράγραφοι 3 και 4 δεν έχουν εφαρμογή στους τίτλους για τους οποίους οι περιορισμοί των δικαιωμάτων ψήφου αντισταθμίζονται από ειδικά χρηματικά πλεονεκτήματα.

7.   Το παρόν άρθρο δεν ισχύει όταν τα κράτη μέλη κατέχουν τίτλους στην υπό εξαγορά εταιρεία, οι οποίοι παρέχουν ειδικά δικαιώματα στα κράτη μέλη τα οποία είναι συμβατά με τη συνθήκη, ή σε ειδικά δικαιώματα που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και είναι συμβατά με τη συνθήκη, ή σε συνεταιρισμούς.

Άρθρο 12

Προαιρετικές διευθετήσεις

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιφυλάσσονται του δικαιώματος να μην υποχρεώνουν εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και που έχουν την καταστατική τους έδρα στην επικράτειά τους, να εφαρμόζουν το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 ή/και το άρθρο 11.

2.   Όταν τα κράτη μέλη κάνουν χρήση της επιλογής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, επιτρέπουν παρόλα αυτά στις εταιρείες που έχουν την καταστατική τους έδρα στην επικράτειά τους να επιλέγουν, με δυνατότητα ανάκλησης της επιλογής, εάν θα εφαρμόσουν το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 ή/και το άρθρο 11, με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παράγραφος 7.

Η απόφαση της εταιρείας λαμβάνεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου έχει την καταστατική της έδρα η εταιρεία και κατ’ εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την τροποποίηση του καταστατικού. Η απόφαση γνωστοποιείται στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους όπου έχει την καταστατική της έδρα η εταιρεία και σε όλες τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπου οι τίτλοι της είναι αποδεκτοί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή όπου έχει ζητηθεί παρόμοια αποδοχή.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται, υπό τους όρους που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, να εξαιρούν τις εταιρείες που εφαρμόζουν το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 ή/και το άρθρο 11 από την υποχρέωση εφαρμογής των άρθρων αυτών, εάν αυτές οι εταιρείες αποτελέσουν αντικείμενο προσφοράς εξαγοράς που προέρχεται από εταιρεία η οποία δεν εφαρμόζει το ίδιο άρθρο με εκείνες ή από εταιρεία η οποία ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από την τελευταία, σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕOΚ.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή στις αντίστοιχες εταιρείες κοινολογούνται αμελλητί.

5.   Οιοδήποτε μέτρο εφαρμοζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 3 εξαρτάται από την άδεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων της υπό εξαγορά εταιρείας, η οποία πρέπει να έχει χορηγηθεί όχι νωρίτερα από 18 μήνες πριν από τη δημοσιοποίηση της προσφοράς σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1.

Άρθρο 13

Άλλοι κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των προσφορών

Τα κράτη μέλη καθορίζουν επίσης κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των προσφορών, τουλάχιστον όσον αφορά τα εξής:

α)

την έκπτωση της προσφοράς·

β)

την αναθεώρηση της προσφοράς·

γ)

τις ανταγωνιστικές προσφορές·

δ)

την κοινολόγηση των αποτελεσμάτων της προσφοράς·

ε)

το αμετάκλητο της προσφοράς και τους επιτρεπόμενους όρους.

Άρθρο 14

Πληροφόρηση και διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους του προσωπικού

Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη των κανόνων σχετικά με την ενημέρωση και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους και, εάν τα κράτη μέλη το προβλέπουν, τη συναπόφαση με το προσωπικό του προσφέροντος και της υπό εξαγορά εταιρείας που διέπονται από τις προσήκουσες εθνικές διατάξεις, ιδίως εκείνες που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογή των οδηγιών 94/45/ΕΚ, 98/59/ΕΚ, 2001/86/ΕΚ και 2002/14/ΕΚ.

Άρθρο 15

Δικαίωμα αποχώρησης

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, άπαξ και υποβληθεί προσφορά προς όλους τους κατόχους τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας και για το σύνολο των τίτλων τους, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 5.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο προσφέρων είναι σε θέση να απαιτήσει από όλους τους κατόχους των εναπομενόντων τίτλων να του πωλήσουν τους τίτλους τους σε δίκαιη τιμή. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν το δικαίωμα αυτό σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν ο προσφέρων κατέχει τίτλους που αντιπροσωπεύουν όχι λιγότερο από το 90 % του κεφαλαίου που φέρει δικαιώματα ψήφου και το 90 % των δικαιωμάτων ψήφου της υπό εξαγορά εταιρείας· ή

β)

όταν έχει αποκτήσει ή έχει συμφωνήσει οριστικά να αποκτήσει, σε συνέχεια αποδοχής της προσφοράς εξαγοράς, τίτλους που αντιπροσωπεύουν όχι λιγότερο από το 90 % του κεφαλαίου της υπό εξαγορά εταιρείας που φέρει δικαιώματα ψήφου και το 90 % των δικαιωμάτων ψήφου που περιλαμβάνονται στην προσφορά.

Τα κράτη μέλη μπορούν, στην περίπτωση του στοιχείου α), να καθορίζουν υψηλότερη τιμή κατωφλίου, η οποία όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το 95 % του κεφαλαίου που φέρει δικαιώματα ψήφου και το 95 % των δικαιωμάτων ψήφου.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ισχύουν κανόνες με τους οποίους μπορεί να υπολογισθεί πότε επιτυγχάνεται το κατώφλι.

Όταν η υπό εξαγορά εταιρεία έχει εκδώσει περισσότερες από μία κατηγορίες τίτλων, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το δικαίωμα υποχρεωτικής αποχώρησης μπορεί να ασκείται μόνο στην κατηγορία για την οποία έχει επιτευχθεί το κατώφλι που ορίζεται στην παράγραφο 2.

4.   Εάν ο προσφέρων επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα υποχρεωτικής αποχώρησης, πρέπει να το πράξει εντός τριών μηνών από το πέρας της περιόδου που παρέχεται για την αποδοχή της προσφοράς και η οποία αναφέρεται στο άρθρο 7.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εξασφάλιση εύλογης τιμής. Η τιμή αυτή πρέπει να λαμβάνει την ίδια μορφή με το αντάλλαγμα της προσφοράς ή να συνίσταται σε μετρητά. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι πρέπει να προσφέρονται μετρητά, τουλάχιστον ως εναλλακτική λύση.

Στο πλαίσιο εθελούσιας προσφοράς, και στις δύο περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β), το αντάλλαγμα της προσφοράς τεκμαίρεται εύλογο εφόσον ο προσφέρων απέκτησε, με την αποδοχή της προσφοράς, τίτλους που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 90 % του κεφαλαίου που φέρει δικαιώματα ψήφου, τα οποία περιλαμβάνονται στην προσφορά.

Στο πλαίσιο υποχρεωτικής προσφοράς, το αντάλλαγμα της προσφοράς τεκμαίρεται εύλογο.

Άρθρο 16

Δικαίωμα εξαγοράς

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, άπαξ και υποβληθεί προσφορά απευθυνόμενη προς όλους τους κατόχους τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας και για το σύνολο των τίτλων τους, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 και 3.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο κάτοχος των εναπομενόντων τίτλων δύναται να απαιτήσει από τον προσφέροντα να αγοράσει τους τίτλους του από αυτόν σε εύλογη τιμή, υπό τις ίδιες συνθήκες με εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

3.   Το άρθρο 15 παράγραφοι 3 έως 5 εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

Άρθρο 17

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται για την παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή τους. Οι ούτως προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα εν λόγω μέτρα στην Επιτροπή το αργότερο κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση, το συντομότερο δυνατόν.

Άρθρο 18

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την ευρωπαϊκή επιτροπή κινητών αξιών που έχει συσταθεί με την απόφαση 2001/528/ΕΚ (στο εξής: «η επιτροπή»).

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένου του άρθρου 8 αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή δεν τροποποιούν τις ουσιώδεις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες.

3.   Με την επιφύλαξη των ήδη εγκριθέντων μέτρων εφαρμογής, τέσσερα έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, αναστέλλεται η εφαρμογή όσων διατάξεών της απαιτούν την έγκριση τεχνικών κανόνων και αποφάσεων σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ανανεώνουν τις σχετικές διατάξεις σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 251 της συνθήκης και, προς τούτο, τις επανεξετάζουν πριν από το πέρας της προαναφερόμενης περιόδου.

Άρθρο 19

Επιτροπή επαφών

1.   Ορίζεται επιτροπή επαφών, η οποία έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

να διευκολύνει, με την επιφύλαξη των άρθρων 226 και 227 της συνθήκης, την εναρμονισμένη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας μέσω τακτικών συνεδριάσεων για την αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων που ανακύπτουν σε σχέση με την εφαρμογή της·

β)

να συμβουλεύει την Επιτροπή, αν είναι ανάγκη, για προσθήκες ή τροποποιήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Η επιτροπή επαφών δεν έχει αρμοδιότητα να εκτιμά το βάσιμο των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εποπτικές αρχές σε επιμέρους περιπτώσεις.

Άρθρο 20

Αναθεώρηση

Πέντε έτη μετά την προβλεπόμενη στο άρθρο 21 παράγραφος 1 ημερομηνία, η Επιτροπή εξετάζει την παρούσα οδηγία βάσει της εμπειρίας που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή της και, εν ανάγκη, προτείνει την αναθεώρησή της. Η εξέταση αυτή περιλαμβάνει επισκόπηση των δομών ελέγχου και των φραγμών στις προσφορές εξαγοράς που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

Προς τούτο, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή ετησίως πληροφορίες για τις προσφορές εξαγοράς που υποβλήθηκαν όσον αφορά εταιρείες οι τίτλοι των οποίων είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση στις οργανωμένες αγορές τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν την εθνικότητα των οικείων εταιρειών, το αποτέλεσμα της προσφοράς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία βοηθούν να κατανοηθεί πώς λειτουργούν στην πράξη οι δημόσιες προσφορές εξαγοράς.

Άρθρο 21

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 20 Μαΐου 2006. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στους τομείς που διέπονται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 21 Απριλίου 2004.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. COX

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. ROCHE


(1)  EE C 45 E της 25.2.2003, σ. 1.

(2)  EE C 208 της 3.9.2003, σ. 55.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαρτίου 2004.

(4)  ΕΕ L 254 της 30.9.1994, σ. 64· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/74/ΕΚ (ΕΕ L 10 της 16.1.1998, σ. 22).

(5)  ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 16.

(6)  ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 22.

(7)  EE L 80 της 23.3.2002, σ. 29.

(8)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(9)  ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2004/8/ΕΚ (ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 33).

(10)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(11)  Οδηγία 93/22/ΕΟΚ, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 27)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(13)  Τετάρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιριών ορισμένων μορφών (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16).

(14)  Έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΚ.