European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά C


C/2023/869

8.12.2023

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση ποινικών δικογραφιών»

[COM(2023) 185 final — 2023/0093 (COD)]

(C/2023/869)

Εισηγητής:

ο κ. Vasco DE MELLO

Αίτηση γνωμοδότησης

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 20.9.2023

Νομική βάση

Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αρμόδιο τμήμα

Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

5.9.2023

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

20.9.2023

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

581

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

209/0/6

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Στόχος της υπό εξέταση πρότασης κανονισμού είναι να καλυφθούν τα υφιστάμενα κενά στο καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, με τη δημιουργία ενός κοινού καθεστώτος για τη διαβίβαση ποινικών δικογραφιών μεταξύ των κρατών μελών, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη ποινικών διώξεων για τις ίδιες πράξεις και με τους ίδιους δράστες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη (αρχή του «ου δις δικάζειν»), καθώς και να αποτραπούν και να μειωθούν τα φαινόμενα ατιμωρησίας που προκαλούνται από τη μη άσκηση ποινικής δίωξης.

1.2.

Για τον σκοπό αυτόν, θεσπίζεται ένα σύνολο ενιαίων κανόνων με στόχο τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την αποστολή και την παραλαβή ποινικών δικογραφιών.

1.3.

Από την άλλη πλευρά, η υπό εξέταση πρόταση αποσκοπεί στη δημιουργία μιας κοινής ψηφιακής δομής που θα επιτρέπει τη διαβίβαση των εν λόγω διαδικαστικών εγγράφων.

1.4.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) επικροτεί την πρωτοβουλία της Επιτροπής για το θέμα αυτό.

1.5.

Ωστόσο, όσον αφορά ορισμένες πτυχές του κειμένου, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ορισμένα σημεία θα πρέπει να προστεθούν ή να διορθωθούν.

1.6.

Για παράδειγμα, όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα των μετεχόντων στη διαδικασία, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να γίνεται ρητή αναφορά τόσο στην Ευρωπαϊκή σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε άλλα νομικά κείμενα που αποβλέπουν στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

1.7.

Η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το προτεινόμενο καθεστώς δεν μπορεί να χρησιμεύσει ώστε οι ύποπτοι/κατηγορούμενοι να μπορούν, κατά το δοκούν, να επιλέξουν ευνοϊκότερο νομικό καθεστώς μέσω της εφαρμογής δικονομικών κανόνων.

1.8.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την απόφαση για την εφαρμογή κοινών ψηφιακών εργαλείων —η δημιουργία των οποίων θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί με ενωσιακούς πόρους—, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία.

1.9.

Ωστόσο, όπως έχει ήδη επισημανθεί σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις, θα πρέπει να διατηρηθεί ο δίαυλος της έγχαρτης επικοινωνίας, ώστε να λαμβάνονται υπόψη εκείνοι οι οποίοι, για διάφορους λόγους, δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικά μέσα.

1.10.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η όλη διαδικασία μετάφρασης θα πρέπει να πραγματοποιείται με τη μέγιστη δυνατή σχολαστικότητα και να μην επιτρέπεται για τους σκοπούς αυτούς η προσφυγή στην τεχνητή νοημοσύνη ή σε άλλα μηχανικά μέσα χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.

1.11.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει το δικαίωμα των διαδίκων να προσφεύγουν σε δικαστήριο ανωτέρου βαθμού λόγω πλημμελούς μετάφρασης των εγγράφων της δικογραφίας.

1.12.

Όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι θα πρέπει να υπάρχει κατάρτιση επί του θέματος για όλους τους επαγγελματίες του κλάδου, καθώς και για άλλους μετέχοντες στη διαδικασία, όπως οι μεταφραστές.

1.13.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να προβλεφθεί μια μέθοδος επίλυσης των αρνητικών συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε περίπτωση εφαρμογής του υπό εξέταση κανονισμού.

1.14.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι θα πρέπει να καταργηθεί η δυνατότητα της αιτούσας αρχής, σε περίπτωση αποδοχής της διαβίβασης, να αποστέλλει στην αρχή προς την οποία απευθύνεται το αίτημα μόνο μέρος και όχι ολόκληρη τη δικογραφία.

1.15.

Με τον τρόπο αυτόν, εξαλείφεται η πιθανότητα οποιασδήποτε αυθαιρεσίας, η οποία θα μπορούσε ασφαλώς να υπάρξει με τη μερική διαβίβαση της δικογραφίας.

2.   Ιστορικό

2.1.

Η άλλη όψη του νομίσματος της ύπαρξης ενός ενιαίου χώρου ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών είναι η δημιουργία ενός διασυνοριακού χώρου στον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν εγκληματικές δραστηριότητες.

2.2.

Από αμνημονεύτων χρόνων, οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν εκχωρήσει στο κράτος την εξουσία να τιμωρεί όσους παραβιάζουν τον νόμο και διαπράττουν εγκλήματα, σε αντίθεση με την ύπαρξη μιας ιδιωτικής και ανταποδοτικής δικαιοσύνης, με βάση τον νόμο των αντιποίνων («οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος»).

2.3.

Η ύπαρξη του ius puniendi, δηλαδή της δυνατότητας ενός κράτους να τιμωρεί εκείνους οι οποίοι, στο έδαφός του, παραβαίνουν τους νόμους του και, ως εκ τούτου, διαπράττουν εγκλήματα ή εκείνους οι οποίοι διαπράττουν στο εξωτερικό εγκληματικές πράξεις εις βάρος υπηκόων του, αποτελεί εγγενές και κεντρικό χαρακτηριστικό των κυριαρχικών εξουσιών ενός κράτους (1).

2.4.

Πρόκειται για μια κυριαρχική εξουσία τόσο μεγάλης σημασίας για τα κράτη, ώστε τα περισσότερα Συντάγματα θεωρούν τα Κοινοβούλια αποκλειστικώς αρμόδια και αναθέτουν σε αυτά τη θέσπιση νομοθεσίας σε αυτόν τον τομέα.

2.5.

Ωστόσο, η άσκηση από το κράτος του ius puniendi, το οποίο, στο ανώτατο όριο εφαρμογής του, μπορεί να οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας ενός πολίτη, πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται από έναν κραταιό κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, προκειμένου να υπάρχει προστασία από πιθανές καταχρήσεις ή αυθαίρετες συμπεριφορές, που είναι τόσο χαρακτηριστικές σε εκείνους που δεν σέβονται την έννοια του κράτους δικαίου.

2.6.

Όπως προαναφέρθηκε, η ύπαρξη ενιαίας αγοράς θέτει αμέτρητες προκλήσεις όσον αφορά την επιβολή της ποινικής δικαιοσύνης.

2.7.

Η ύπαρξη αυτού του υπερεθνικού χώρου, όπου η κυκλοφορία προσώπων, κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών είναι ελεύθερη μεταξύ κρατών, μπορεί να καταστήσει δυνατή την εγκληματική δραστηριότητα σε διαφορετικές επικράτειες ατιμωρητί ή να καταστήσει δυνατή την ύπαρξη πραγματικών καταφυγίων για τους εγκληματίες, ελλείψει ποινικής δίωξης των εγκληματικών στοιχείων που να είναι επίσης διακρατική.

2.8.

Με την πρόοδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ανάγκη για μεγαλύτερη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και της ποινικής δικαιοσύνης έγινε πιο επιτακτική, καλύφθηκε δε αρχικά με τη σύναψη διαφόρων συμβάσεων μεταξύ των κρατών μελών για την έκδοση και τη δικαστική συνεργασία (2), με αποκορύφωμα τη συμπερίληψη του ζητήματος αυτού στην ίδια τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αφενός ως συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών και αφετέρου με τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο έδαφός της, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (3).

2.9.

Υπάρχει λοιπόν μια εξέλιξη από ένα σύστημα διακυβερνητικής συνεργασίας, βασιζόμενο σε συμβάσεις δικαστικής συνεργασίας και εκδόσεως συναφθείσες μεταξύ κρατών, στο πλαίσιο των οποίων η εξουσία λήψης αποφάσεων κατανέμεται μεταξύ της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, προς ένα σύστημα συνεργασίας στο οποίο η εξουσία λήψεως αποφάσεων εναπόκειται στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, χωρίς καμία παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία, σε αντίθεση με τη διαδικασία εκδόσεως, αποκλείεται παντελώς από τη διαδικασία αυτή.

2.10.

Αυτή η αλλαγή προτύπου —η οποία, όπως προαναφέρθηκε, έχει κατοχυρωθεί στη ΣΛΕΕ— έχει ως ακρογωνιαίο λίθο την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις (4).

2.11.

Ωστόσο, η ύπαρξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταστεί δυνατή μόνον εάν υπάρχει ισορροπία μεταξύ των αρχών της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, διαφορετικά τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες και εγγυήσεις κάθε πολίτη μπορεί να υπονομευθούν στο όνομα μιας ασφάλειας και δικαιοσύνης φαινομενικής και απολυταρχικής.

2.12.

Για να υπάρχει εμπιστοσύνη στην εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών με ισότιμο ή ισοδύναμο τρόπο, ώστε η αρμόδια αρχή του κράτους αναγνώρισης να εμπνέει εμπιστοσύνη και αξιοπιστία κατά την εκτέλεση της αναγνωρισθείσας δικαστικής απόφασης.

2.13.

Η εν λόγω αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον τομέα του ποινικού δικαίου, στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (5) και, στη συνέχεια, σε άλλες νομικές πράξεις παρεμφερούς φύσεως, όπως, μεταξύ άλλων, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας (6).

2.14.

Το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καίτοι κατοχυρώνει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, σέβεται τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις εγγυήσεις που παρέχονται στους πολίτες (7).

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1.

Όπως και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η υπό εξέταση πρόταση για τη ρύθμιση της διαβίβασης ποινικών δικογραφιών από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο αποτελεί ένα μέσο για την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη καταπολέμηση του εγκλήματος το οποίο λειτουργεί υπερεθνικά, ιδίως του οργανωμένου εγκλήματος.

3.2.

Ωστόσο, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη με το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η Επιτροπή, με την υπό εξέταση πρόταση, επιδιώκει τη δημιουργία ενός ενιαίου μέσου δικαστικής συνεργασίας, άμεσα εφαρμοστέου, για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

3.3.

Με τον νέο αυτό κανονισμό επιδιώκεται να καλυφθούν τα υφιστάμενα κενά στο καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και να καταστεί η ευρωπαϊκή ποινική δικαιοσύνη καλύτερη και αποτελεσματικότερη, για παράδειγμα με την αποφυγή της επικάλυψης διαδικασιών για τις ίδιες πράξεις και με τους ίδιους αυτουργούς σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, καθώς και την αποτροπή και τη μείωση των φαινομένων ατιμωρησίας που προκύπτουν από τη μη άσκηση ποινικής δίωξης.

3.4.

Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς βαθύ σεβασμό των θεμελιωδών και των ατομικών δικαιωμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ιδίως των πλέον απροστάτευτων ατόμων, των ατόμων με αναπηρία, καθώς και των παιδιών.

3.5.

Από την άλλη πλευρά, η υπό εξέταση πρόταση κανονισμού αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου κατά τη διαβίβαση ποινικών δικογραφιών μεταξύ κρατών μελών.

3.6.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι όλες οι πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος στα κράτη μέλη, ιδίως του πλέον οργανωμένου, είναι σημαντικές (8).

3.7.

Η ύπαρξη εγκληματικών οργανώσεων που δρουν στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δραστηριότητα των οποίων είναι άκρως επιζήμια για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, πρέπει να έχει κοινή ισχυρή απόκριση, ειδάλλως θα υπάρξουν περιπτώσεις ατιμωρησίας, κάτι που πραγματικά δεν είναι διόλου επιθυμητό.

3.8.

Αν και πρόκειται για ζήτημα συντρέχουσας αρμοδιότητας μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (9), η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η επιλογή από την Επιτροπή του νομικού μέσου που χρησιμοποιείται σε αυτήν την πρόταση —του κανονισμού— αποτελεί τολμηρή επιλογή, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά λεπτό για τα κράτη μέλη, εφόσον πρόκειται για εγγενή αρμοδιότητα της κυριαρχίας του κράτους, όπως περιγράφεται ανωτέρω.

3.9.

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η επιλογή που έγινε είναι η πλέον ενδεδειγμένη, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί ο στόχος της τυποποίησης των διαδικασιών σε όλα τα κράτη μέλη (10).

3.10.

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του υπό εξέταση σχεδίου νομικής πράξης, μόνο μέσω της ύπαρξης κοινών κανόνων για τη διαβίβαση ποινικών δικογραφιών θα μπορέσει να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά το διασυνοριακό έγκλημα.

3.11.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, τόσο από την άποψη του υπόπτου/κατηγορουμένου όσο και από την άποψη του θύματος, έχει δεόντως επιτευχθεί στην υπό εξέταση πρόταση κανονισμού, αφενός με την ύπαρξη τυποποιημένου καταλόγου λόγων άρνησης της διαβίβασης και αφετέρου με το δικαίωμα ακρόασης και προσφυγής του υπόπτου/κατηγορουμένου και του θύματος.

3.12.

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι στην πρόταση κανονισμού θα έπρεπε να υπάρχει ρητή αναφορά τόσο στην Ευρωπαϊκή σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε άλλα νομικά κείμενα που αποβλέπουν στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (11).

3.13.

Η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η δυνατότητα διαβίβασης ποινικών δικογραφιών από κράτη στα οποία εφαρμόζεται η αρχή της υποχρεωτικής άσκησης δίωξης (12) σε κράτη στα οποία εφαρμόζεται η αρχή της σκοπιμότητας (13) ενδέχεται να αποτελέσει παράγοντα που θα μπορούσε να ευνοήσει τον αυτουργό της αξιόποινης πράξης για την επίτευξη ευνοϊκότερης γι’ αυτόν ποινής, γεγονός που θα μπορούσε να είναι επιζήμιο υπό το πρίσμα των στόχων που επιδιώκονται με τον υπό εξέταση κανονισμό (14).

3.14.

Για την ΕΟΚΕ, είναι εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι η διαβίβαση των δικογραφιών μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών θα πραγματοποιείται με ψηφιακές διαδικασίες.

3.15.

Ωστόσο, πρέπει να διασφαλίζεται η δυνατότητα χρήσης του διαύλου έγχαρτης επικοινωνίας και να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες σε όλους, ιδίως στους πλέον απροστάτευτους (15).

3.16.

Εντούτοις, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι, για τον σκοπό αυτό, δεν αρκεί να δημιουργηθεί μια κοινή εφαρμογή με κοινούς κανόνες. Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί μια ισχυρή υποδομή σε επίπεδο Ένωσης, κοινή για όλα τα κράτη μέλη και διαλειτουργική μεταξύ των διαφόρων συστημάτων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη.

3.17.

Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις (16) της, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να καλύπτονται από κονδύλια που θα χορηγήσει η Ένωση.

3.18.

Όπως ήδη αναφέρεται σε άλλες γνωμοδοτήσεις (17), η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή της υπό εξέταση νομοθετικής πράξης, είναι απαραίτητη η κατάρτιση των επαγγελματιών του δικαστικού κλάδου τόσο ως προς τα θέματα αυτά όσο και ως προς τη χρήση συνολικά του ψηφιακού συστήματος που θα στηρίξει τη διαβίβαση των δικογραφιών μεταξύ των κρατών μελών.

3.19.

Η κατάρτιση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες των ευάλωτων υπόπτων/κατηγορουμένων, μαρτύρων ή θυμάτων.

3.20.

Παρότι η κατάρτιση θα πρέπει να απευθύνεται ειδικά στους δικαστές και εισαγγελείς, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι είναι σημαντικό να ενισχυθεί η κατάρτιση και άλλων βασικών παραγόντων της δικαστικής διαδικασίας, όπως οι δικηγόροι, οι μεταφραστές και άλλοι (18).

3.21.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι οι μεταφράσεις όλων των εγγράφων της διαβιβαζόμενης δικογραφίας θα πρέπει να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και πιστότητα.

3.22.

Είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να οφείλουν να εγγυώνται την πιστότητα της μετάφρασης των εγγράφων της δικογραφίας.

3.23.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι στην υπό εξέταση πρόταση κανονισμού θα πρέπει να θεσπιστεί ένας κανόνας που να απαγορεύει την παραγωγή μετάφρασης με τη χρήση μηχανικών ή ηλεκτρονικών μέσων ή μέσων τεχνητής νοημοσύνης.

3.24.

Η ύπαρξη μεταφράσεων που έχουν παραχθεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα και, ως εκ τούτου, σε κακοδικίες και κακές αποφάσεις.

3.25.

Η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το κόστος μετάφρασης των εγγράφων που απαρτίζουν τη δικογραφία ενδέχεται να οδηγήσει σε χαμηλότερη ποιότητα της πραγματοποιούμενης μετάφρασης, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων των διαδίκων.

3.26.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι τόσο ο ύποπτος/κατηγορούμενος όσο και το θύμα θα πρέπει να έχει δικαίωμα ένστασης/προσφυγής αναφορικά με ζητήματα μετάφρασης της δικογραφίας.

3.27.

Τέλος, δύο ακροτελεύτιες επισημάνσεις:

3.28.

Η πρόταση κανονισμού δεν παρέχει καμία λύση σε περίπτωση αρνητικής σύγκρουσης δικαιοδοσιών.

3.28.1.

Δηλαδή, εάν η δικαστική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση αρνηθεί τη διαβίβαση της δικογραφίας, είναι δυνατό να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο να μην συνεχιστεί η ποινική δίωξη, διότι οι αρχές των δύο ενδιαφερόμενων κρατών μελών θεωρούν ότι δεν έχουν τη δικαιοδοσία να συνεχίσουν την ποινική διαδικασία.

3.28.1.1.

Για τις περιπτώσεις αυτές, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι θα πρέπει να προβλεφθεί μια ένδικη διαδικασία για την επίλυση αυτών των συγκρούσεων, η οποία θα μπορούσε να συνεπάγεται την ανάθεση αρμοδιότητας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίλυση των εν λόγω συγκρούσεων.

3.28.2.

Τέλος, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, μετά την αποδοχή της διαβίβασης της ποινικής δικογραφίας, η αιτούσα αρχή θα πρέπει να διαβιβάσει το πρωτότυπο του φακέλου της υπόθεσης στο σύνολό του, μαζί με τη μετάφρασή του, ή αντίγραφο του φακέλου.

3.28.2.1.

Επομένως, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να απαλειφθεί η αναφορά στη δυνατότητα διαβίβασης μόνο «των σχετικών μερών» της δικογραφίας, καθώς αυτό υπονομεύει τα δικαιώματα υπεράσπισης του υπόπτου/κατηγορουμένου ή των θυμάτων.

3.28.2.2.

Με τον τρόπο αυτόν, αποτρέπεται ο πειρασμός να αποστέλλονται αυθαίρετα τα έγγραφα της δικογραφίας που μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για κάποιους από τους διαδίκους.

Βρυξέλλες, 20 Σεπτεμβρίου 2023.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Oliver RÖPKE


(1)  Σημειωτέον ότι η εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου σε εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε μια δεδομένη επικράτεια αποτελούσε πάντοτε, για τους υπηκόους της εν λόγω επικράτειας, σαφή εκδήλωση της απώλειας της κρατικής κυριαρχίας —για παράδειγμα, αυτό που συνέβη στην Κίνα στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Ευρωπαίοι ανάγκασαν το κινεζικό κράτος να επιτρέψει να δικάζονται ιδιωτικά οι υπήκοοι των εν λόγω κρατών και σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας καταγωγής τους.

(2)  Επ’ αυτού, βλέπε την Ευρωπαϊκή σύμβαση Εκδόσεως του 1957, την Ευρωπαϊκή σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων, της 20ής Απριλίου 1959, την Ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διαβίβαση των ποινικών δικογραφιών, της 15ης Μαΐου 1972, τη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν και τις πολυάριθμες πολυμερείς και διμερείς συμβάσεις εκδόσεως που έχουν συναφθεί μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών.

(3)  Βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 2 και άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ι), καθώς και τον τίτλο V, ιδίως τα άρθρα 67 και 82, της ΣΛΕΕ.

(4)  Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 67 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, αποτελεί τελικώς αναγνώριση δικαστικής απόφασης, που έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, από άλλη αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και της οποίας τα αποτελέσματα στο κράτος αναγνώρισης αναμένεται να είναι ισοδύναμα με τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να παράγει απόφαση αρμόδιας εθνικής αρχής (πρβλ. Manuel Monteiro Guedes — Do mandado de detenção europeu [Περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης], σ. 65, Almedina, Coimbra, 2006). Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων αντιτίθεται προς την αρχή του διττού αξιοποίνου, που χαρακτηρίζει τις συμβάσεις εκδόσεως, η οποία σημαίνει ότι, για να γίνει έκδοση, οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει να στοιχειοθετούν ποινικό αδίκημα τόσο σύμφωνα με το δίκαιο του αιτούντος κράτους όσο και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

(5)  Βλέπε, σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ L 81 της 27.3.2009, σ. 24).

(6)  Βλέπε, σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 130 της 1.5.2014, σ. 1).

(7)  Τούτο προκύπτει πλήρως από τον κατάλογο των λόγων άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τους οποίους μπορεί να επικαλεστεί η αρμόδια αρχή της χώρας αναγνώρισης, από τα όρια εφαρμογής του ίδιου του εντάλματος και, τέλος, από την κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων του υπόπτου/κατηγορουμένου.

(8)  Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ), στη γνωμοδότησή της με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια εργαλειοθήκη ευκαιριών» [COM(2020) 710 final] (ΕΕ C 286 της 16.7.2021, σ. 88), διατύπωσε την άποψη ότι «[…] [η] ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης αποτελεί βασικό εργαλείο για τη διασφάλιση πραγματικής διασύνδεσης μεταξύ των αρχών των κρατών μελών για την καταπολέμηση εγκληματικών πρακτικών που επηρεάζουν σοβαρά τον ευρωπαϊκό χώρο […]».

(9)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ι) της ΣΛΕΕ.

(10)  Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια διαδικασία ομοσπονδοποίησης, η οποία θα πρέπει να μεριμνά για τον σεβασμό των εθνικών ευαισθησιών.

(11)  Είναι σημαντικό να είναι καθορισμένες οι έννοιες των θεμελιωδών δικαιωμάτων που θέλουμε να προασπίσουμε, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί από τα κράτη μέλη να σέβονται τα δικαιώματα αυτά «[…] μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», είτε το πρωτογενές είτε το παράγωγο.

(12)  Η νομική θεωρία ορίζει την αρχή της υποχρεωτικής άσκησης δίωξης στις ποινικές δίκες ως τη νομική υποχρέωση που επιβάλλει στη δικαστική αρχή να συνεχίζει την ποινική δίωξη χωρίς να είναι δυνατόν να ορίζεται η ποινή κατόπιν διαπραγμάτευσης με τον ύποπτο/κατηγορούμενο.

(13)  Σε αντίθεση με την αρχή της νομιμότητας, η αρχή της σκοπιμότητας επιτρέπει στη δικαστική αρχή που διεξάγει την ποινική διαδικασία να διαπραγματεύεται με τον ύποπτο/κατηγορούμενο το μέγεθος της ποινής που θα του επιβληθεί, ενώ το δικαστήριο έχει απλώς τον ρόλο του επικυρωτή της συμφωνίας που επιτυγχάνεται.

(14)  Η υπό εξέταση πρόταση κανονισμού δεν μπορεί να χρησιμεύει ως μέσο ώστε ο ύποπτος/κατηγορούμενος να είναι σε θέση να αμβλύνει είτε τα αναγκαστικά μέτρα στα οποία υπόκειται κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης είτε το μέγεθος της ποινής στην οποία μπορεί να καταδικαστεί.

(15)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέματα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ψηφιοποίηση της δικαστικής συνεργασίας και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε διασυνοριακές αστικές, εμπορικές και ποινικές υποθέσεις και για την τροποποίηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας» [COM(2021) 759 final — 2021/0394 (COD)] και «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/8/ΕΚ του Συμβουλίου, των αποφάσεων-πλαισίων 2002/465/ΔΕΥ, 2002/584/ΔΕΥ, 2003/577/ΔΕΥ, 2005/214/ΔΕΥ, 2006/783/ΔΕΥ, 2008/909/ΔΕΥ, 2008/947/ΔΕΥ, 2009/829/ΔΕΥ και 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου, και της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την ψηφιοποίηση της δικαστικής συνεργασίας» [COM(2021) 760 final — 2021/0395 (COD)] (ΕΕ C 323 της 26.8.2022, σ. 77).

(16)   ΕΕ C 286 της 16.7.2021, σ. 88.

(17)   ΕΕ C 323 της 26.8.2022, σ. 77 και ΕΕ C 286 της 16.7.2021, σ. 88.

(18)  Στο ίδιο πνεύμα, βλέπε «Διασφάλιση της δικαιοσύνης στην ΕΕ — Στρατηγική για την ευρωπαϊκή δικαστική κατάρτιση 2021-2024» [COM(2020) 713].


ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2023/869/oj

ISSN 1977-0901 (electronic edition)