ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

63ό έτος
10 Φεβρουαρίου 2020


Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2020/C 45/01

Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1

2020/C 45/02

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 26ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών καθηκόντων του

2


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2020/C 45/03

Υπόθεση C-211/17: Διάταξη του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Curtea de Apel Bacău (Ρουμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – SC Topaz Development SRL κατά Constantin Juncu, Raisa Juncu (Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Προσύμφωνο αγοραπωλησίας το οποίο είχε καταρτιστεί από τον κτηματομεσίτη και πιστοποιηθεί από συμβολαιογράφο – Άρθρο 3, παράγραφος 2, και άρθρο 4, παράγραφος 1 – Απόδειξη ότι το περιεχόμενο των ρητρών προέκυψε από διαπραγματεύσεις – Τεκμήριο – Υπογραφή της σύμβασης από τον καταναλωτή – Άρθρο 3, παράγραφος 3 – Παράρτημα, σημείο 1, στοιχεία δ' έως στ' και θ' – Ρητή διαλυτική αίρεση – Ποινική ρήτρα – Καταχρηστικός χαρακτήρας – Άρθρα 6 και 7 – Δυνατότητα του εθνικού δικαστή να τροποποιήσει τη ρήτρα που έχει διαπιστωθεί ότι είναι καταχρηστική)

8

2020/C 45/04

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-540/17 και C-541/17: Διάταξη του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 2019 [αιτήσεις του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Adel Hamed (C-540/17), Amar Omar (C-541/17) (Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο α' – Απόρριψη, από τις αρχές κράτους μέλους, μιας αίτησης ασύλου ως απαράδεκτης λόγω της προηγούμενης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Πραγματικός και αποδεδειγμένος κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης – Συνθήκες ζωής των ατόμων που απολαύουν του καθεστώτος πρόσφυγα στο άλλο αυτό κράτος μέλος)

9

2020/C 45/05

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-439/18 και C-472/18: Διάταξη του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 15ης Οκτωβρίου 2019 [αιτήσεις του Tribunal Superior de Justicia de Galicia (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – OH (C-439/18), ER (C-472/18) κατά Agencia Estatal de la Administración Tributaria (AEAT) (Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 97/81/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Ρήτρα 4 – Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες – Αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Εργαζόμενος με καθεστώς κάθετης κυκλικής μερικής απασχόλησης – Αναγνώριση της αρχαιότητας – Τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων αρχαιότητας τριετίας – Μη προσμέτρηση των μη δεδουλευμένων περιόδων)

10

2020/C 45/06

Υπόθεση C-552/18: Διάταξη του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 20ής Νοεμβρίου 2019 [αίτηση του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Indaco Service Soc. coop. sociale, η οποία ενεργεί εξ ονόματός της και ως εκπρόσωπος της Coop. sociale il Melograno, κατά Uffictio Territoriale del Governo Taranto (Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γ' και ζ' – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Προαιρετικοί λόγοι αποκλεισμού – Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα – Αμφισβήτηση της ακεραιότητας του οικονομικού φορέα – Προηγούμενη σύμβαση – Εκτέλεση – Παραβάσεις – Καταγγελία της σύμβασης – Δικαστική προσφυγή – Αξιολόγηση της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης από την αναθέτουσα αρχή – Η αναθέτουσα αρχή κωλύεται έως ότου περατωθεί η δικαστική διαδικασία)

10

2020/C 45/07

Υπόθεση C-756/18: Διάταξη του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Tribunal d’instance d’Aulnay-Sous-Bois (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – LC, MD κατά easyJet Airline Co. Ltd (Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Άρθρο 99 – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Μεγάλη καθυστέρηση πτήσεως – Δικαίωμα των επιβατών σε αποζημίωση – Αποδεικτικό στοιχείο παρουσίας του επιβάτη στον έλεγχο εισιτηρίων – Κράτηση επιβεβαιωμένη από τον αερομεταφορέα)

11

2020/C 45/08

Υπόθεση C-292/19: Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (Ουγγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – PORR Építési Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága (Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) – Βάση επιβολής του φόρου – Μείωση – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 90 – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – Απαίτηση που έχει καταστεί μη εισπράξιμη à la suite d’une procédure de faillite)

12

2020/C 45/09

Υπόθεση C-486/19: Διάταξη του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 19ης Νοεμβρίου 2019 – [αίτηση του Korkein oikeus (Φινλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Ποινική δίκη κατά A, B (Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Κρατικές ενισχύσεις – Φόρος βαρύνων τα είδη ζαχαροπλαστικής, τα παγωτά και τα αναψυκτικά – Απαλλαγή ομοειδών προϊόντων που μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Εξουσία επιβολής ποινικής κυρώσεως σε περίπτωση μη τηρήσεως των υποχρεώσεων που προβλέπονται σχετικά με τον φόρο αυτό)

13

2020/C 45/10

Υπόθεση C-713/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 ο Ramón Guiral Broto κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2019 στην υπόθεση T-772/17, Café del Mar κ.λπ. κατά EUIPO - Guiral Broto (C del M)

13

2020/C 45/11

Υπόθεση C-714/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 ο Ramón Guiral Broto κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2019 στην υπόθεση T-773/17, Café del Mar κ.λπ. κατά EUIPO - Guiral Broto (Café del Mar)

14

2020/C 45/12

Υπόθεση C-715/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 ο Ramón Guiral Broto κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2019 στην υπόθεση T-774/17, Café del Mar κ.λπ. κατά EUIPO - Guiral Broto (C del M)

14

2020/C 45/13

Υπόθεση C-759/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Gera (Γερμανία) στις 16 Οκτωβρίου 2019 – PG κατά Volkswagen AG

15

2020/C 45/14

Υπόθεση C-786/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Köln (Γερμανία) στις 23 Οκτωβρίου 2019 – The North of England P & I Association Ltd., ταυτόχρονα ως διάδοχος εταιρία της Marine Shipping Mutual Insurance Company κατά Bundeszentralamt für Steuern

16

2020/C 45/15

Υπόθεση C-793/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 29 Οκτωβρίου 2019 – Bundesrepublik Deutschland κατά SpaceNet AG

16

2020/C 45/16

Υπόθεση C-794/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 29 Οκτωβρίου 2019 – Bundesrepublik Deutschland κατά Telekom Deutschland GmbH

18

2020/C 45/17

Υπόθεση C-802/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) στις 31 Οκτωβρίου 2019 – Εταιρία Z κατά Finanzamt Y

20

2020/C 45/18

Υπόθεση C-804/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landesgericht Salzburg (Αυστρία) στις 31 Οκτωβρίου 2019 – BU κατά Markt24 GmbH

21

2020/C 45/19

Υπόθεση C-808/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Gera (Γερμανία) στις 4 Νοεμβρίου 2019 – DS κατά Volkswagen AG

22

2020/C 45/20

Υπόθεση C-809/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Gera (Γερμανία) στις 4 Νοεμβρίου 2019 – ER κατά Volkswagen AG

23

2020/C 45/21

Υπόθεση C-816/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Hamburg (Γερμανία) στις 5 Νοεμβρίου 2019 – QF κατά Germanwings GmbH

24

2020/C 45/22

Υπόθεση C-827/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Audiencia Provincial de Pontevedra (Ισπανία) στις 13 Νοεμβρίου 2019 – D.A.T.A. κ.λπ. κατά Ryanair D.A.C.

25

2020/C 45/23

Υπόθεση C-841/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Juzgado de lo Social no41 de Madrid (Ισπανία) στις 20 Νοεμβρίου 2019 – JL κατά Fondo de Garantía Salarial (Fogasa)

25

2020/C 45/24

Υπόθεση C-842/19: Προσφυγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου

26

2020/C 45/25

Υπόθεση C-872/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 28 Νοεμβρίου 2019 η Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-65/18, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου

27

2020/C 45/26

Υπόθεση C-874/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 28 Νοεμβρίου 2019 η Aeris Invest Sàrl κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 10 Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση T-599/18, Aeris Invest κατά SRB

28

2020/C 45/27

Υπόθεση C-883/19 P: Αναίρεση που άσκησαν στις 3 Δεκεμβρίου 2019 οι HSBC Holdings plc, HSBC Bank plc και HSBC France κατά της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, στην υπόθεση T-105/17, HSBC Holdings plc κ.λπ. κατά Επιτροπής

29

2020/C 45/28

Υπόθεση C-885/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η Fiat Chrysler Finance Europe κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-755/15 και T-759/15, Luxembourg και Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής

30

2020/C 45/29

Υπόθεση C-888/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-586/14 RENV, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής

31

2020/C 45/30

Υπόθεση C-891/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-500/17, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής

32

2020/C 45/31

Υπόθεση C-897/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Vrhovni sud (Κροατία) στις 5 Δεκεμβρίου 2019 – Ρωσική Ομοσπονδία

33

2020/C 45/32

Υπόθεση C-735/18: Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Justice de paix du troisième canton de Charleroi (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – IZ κατά Ryanair DAC

34

2020/C 45/33

Υπόθεση C-281/19: Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 2019 [αίτηση του Tribunal administratif de Paris (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – XS κατά Recteur de l’académie de Paris

34

2020/C 45/34

Υπόθεση C-395/19: Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2019 [αίτηση του Tribunal d’instance de Nice (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – VT, WU κατά easyJet Airline Co. Ltd

34

 

Γενικό Δικαστήριο

2020/C 45/35

Υπόθεση T-749/19: Προσφυγή της 1ης Νοεμβρίου 2019 – John Wood Group κ.λπ. κατά Επιτροπής

35

2020/C 45/36

Υπόθεση T-762/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Rio Tinto European Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής

36

2020/C 45/37

Υπόθεση T-763/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Ultra Electronics Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής

38

2020/C 45/38

Υπόθεση T-764/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Keller Holdings κατά Επιτροπής

40

2020/C 45/39

Υπόθεση T-765/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Genus Investments κατά Επιτροπής

41

2020/C 45/40

Υπόθεση T-766/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Just Eat Holding κατά Επιτροπής

43

2020/C 45/41

Υπόθεση T-767/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Markit Group κατά Επιτροπής

45

2020/C 45/42

Υπόθεση T-768/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Elementis κατά Επιτροπής

46

2020/C 45/43

Υπόθεση T-769/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Informa κ.λπ. κατά Επιτροπής

48

2020/C 45/44

Υπόθεση T-770/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Merlin UK Finco 1 κ.λπ. κατά Επιτροπής

50

2020/C 45/45

Υπόθεση T-771/19: Προσφυγή της 11ης Νοεμβρίου 2019 – Experian Finance 2012 κατά Επιτροπής

51

2020/C 45/46

Υπόθεση T-772/19: Προσφυγή της 11ης Νοεμβρίου 2019 – William Grant & Sons και William Grant & Sons Investments κατά Επιτροπής

53

2020/C 45/47

Υπόθεση T-773/19: Προσφυγή της 11ης Νοεμβρίου 2019 – BAE Systems κατά Επιτροπής

54

2020/C 45/48

Υπόθεση T-774/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – FA Sub 3 κατά Επιτροπής

55

2020/C 45/49

Υπόθεση T-775/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Sheldon και Kingfisher International κατά Επιτροπής

57

2020/C 45/50

Υπόθεση T-776/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – JIB Overseas κατά Επιτροπής

59

2020/C 45/51

Υπόθεση T-778/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – RDI Reit κατά Επιτροπής

60

2020/C 45/52

Υπόθεση T-779/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Ashtead Financing κατά Επιτροπής

62

2020/C 45/53

Υπόθεση T-780/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Smith & Nephew USD και Smith & Nephew USD One κατά Επιτροπής

64

2020/C 45/54

Υπόθεση T-781/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Rigid Plastic Containers Finance και RPC Pisces Holdings κατά Επιτροπής

65

2020/C 45/55

Υπόθεση T-782/19: Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – St Schrader Holding Company UK κατά Επιτροπής

67

2020/C 45/56

Υπόθεση T-783/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Royal Mail Investments κατά Επιτροπής

69

2020/C 45/57

Υπόθεση T-784/19: Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – William Hill και William Hill Organization κατά Επιτροπής

70

2020/C 45/58

Υπόθεση T-785/19: Προσφυγή της 13ης Νοεμβρίου 2019 – Anglo American International κατά Επιτροπής

72

2020/C 45/59

Υπόθεση T-786/19: Προσφυγή της 13ης Νοεμβρίου 2019 – Simfer Jersey κατά Επιτροπής

73

2020/C 45/60

Υπόθεση T-787/19: Προσφυγή της 13ης Νοεμβρίου 2019 – The Sage Group κ.λπ. κατά Επιτροπής

75

2020/C 45/61

Υπόθεση T-789/19: Προσφυγή της 14ης Νοεμβρίου 2019 – Moerenhout κ.λπ. κατά Επιτροπής

76

2020/C 45/62

Υπόθεση T-798/19: Προσφυγή της 18ης Νοεμβρίου 2019 – Bennahmias κατά Κοινοβουλίου

77

2020/C 45/63

Υπόθεση T-799/19: Προσφυγή της 18ης Νοεμβρίου 2019 – Bennahmias κατά Κοινοβουλίου

78

2020/C 45/64

Υπόθεση T-800/19: Προσφυγή της 20ής Νοεμβρίου 2019 – Austria Tabak κατά EUIPO – Mignot & De Block (AIR)

79

2020/C 45/65

Υπόθεση T-802/19: Προσφυγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – Kisscolor Living κατά EUIPO – Teoxane (KISS COLOR)

79

2020/C 45/66

Υπόθεση T-803/19: Αγωγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – etc-gaming και Casino-Equipment κατά Επιτροπής

80

2020/C 45/67

Υπόθεση T-810/19: Προσφυγή της 25ης Νοεμβρίου 2019 – Victoria’s Secret Stores Brand Management κατά EUIPO – Yiwu Dearbody Cosmetics (BODYSECRETS)

81

2020/C 45/68

Υπόθεση T-820/19: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2019 – Totalizator Sportowy κατά EUIPO – Lottoland Holdings (LOTTOLAND)

82

2020/C 45/69

Υπόθεση T-825/19: Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2019 – Tazzetti κατά Επιτροπής

83

2020/C 45/70

Υπόθεση T-826/19: Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2019 – Tazzetti κατά Επιτροπής

85

2020/C 45/71

Υπόθεση T-833/19: Προσφυγή της 6ης Δεκεμβρίου 2019 – Grammer κατά EUIPO (Αναπαράσταση γεωμετρικής μορφής)

85

2020/C 45/72

Υπόθεση T-834/19: Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2019 – e*Message Wireless Information Services κατά EUIPO – Apple (e*message)

86

2020/C 45/73

Υπόθεση T-836/19: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Première Vision κατά EUIPO – Vente-Privee.com (PV)

87

2020/C 45/74

Υπόθεση T-838/19: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

88

2020/C 45/75

Υπόθεση T-839/19: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

89

2020/C 45/76

Υπόθεση T-840/19: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

90

2020/C 45/77

Υπόθεση T-841/19: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

91

2020/C 45/78

Υπόθεση T-842/19: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

92

2020/C 45/79

Υπόθεση T-843/19: Προσφυγή-αγωγή της 12ης Δεκεμβρίου 2019 – Correia κατά ΕΟΚΕ

93

2020/C 45/80

Υπόθεση T-844/19: Προσφυγή της 12ης Δεκεμβρίου 2019 – Apologistics κατά EUIPO – Peikert (discount-apotheke.de)

94

2020/C 45/81

Υπόθεση T-847/19: Προσφυγή της 13ης Δεκεμβρίου 2019 – X-cen-tek κατά EUIPO – Altenloh, Brinck & Co. (PAX)

95

2020/C 45/82

Υπόθεση T-858/19: Προσφυγή της 18ης Δεκεμβρίου 2019 – easyCosmetic Swiss κατά EUIPO – U.W.I. Unternehmensberatungs- und Wirtschaftsinformations (easycosmetic)

96


EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/1


Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2020/C 45/01)

Τελευταία δημοσίευση

ΕΕ C 36 της 3.2.2020

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 27 της 27.1.2020

ΕΕ C 19 της 20.1.2020

ΕΕ C 10 της 13.1.2020

ΕΕ C 432 της 23.12.2019

ΕΕ C 423 της 16.12.2019

ΕΕ C 413 της 9.12.2019

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/2


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

της 26ης Νοεμβρίου 2019

σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών καθηκόντων του

(2020/C 45/02)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

έχοντας υπόψη το άρθρο 15, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Διοικητικής Επιτροπής της 11ης Νοεμβρίου 2019,

εκτιμώντας ότι πρέπει να θεσπισθούν κανόνες περί της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών καθηκόντων του,

εκτιμώντας ότι, λόγω διοικητικής αναδιοργάνωσης, πρέπει να τροποποιηθούν οι διατάξεις περί της αρχής που είναι αρμόδια για να αποφασίσει σχετικά με την απάντηση που πρέπει να δοθεί σε αρχική αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο οι οποίες περιέχονται στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών λειτουργιών του (1),

ΕΚΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στα έγγραφα που έχουν καταρτιστεί ή παραληφθεί από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών καθηκόντων του..

2.   Η παρούσα απόφαση δεν θίγει τα δικαιώματα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενδεχομένως απορρέουν από πράξεις του διεθνούς δικαίου, πρωτογενείς ή εφαρμοστικές αυτών.

Άρθρο 2

Δικαιούχοι

1.   Κάθε πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα εντός κράτους μέλους έχει δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, να επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν κατοικεί ή δεν έχει την καταστατική του έδρα εντός κράτους μέλους.

Άρθρο 3

Εξαιρέσεις

1.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφο εάν η γνωστοποίησή του ενδέχεται να θίξει την προστασία:

α)

του δημοσίου συμφέροντος, όσον αφορά:

τη δημόσια ασφάλεια,

την άμυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις,

τις διεθνείς σχέσεις,

τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Ένωσης ή κράτους μέλους

β)

της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης που αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφο εάν η γνωστοποίησή του ενδέχεται να θίξει την προστασία:

των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που άπτονται της διανοητικής ιδιοκτησίας,

των δικαιοδοτικών διαδικασιών και των νομικών γνωμοδοτήσεων,

των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

3.   Η πρόσβαση σε έγγραφο που το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καταρτίσει για εσωτερική του χρήση ή έχει παραλάβει και το οποίο αφορά ζήτημα επί του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη λάβει απόφαση δεν επιτρέπεται, στην περίπτωση κατά την οποία η γνωστοποίησή του θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρόσβαση σε έγγραφο περιέχον γνωμοδοτήσεις προοριζόμενες για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο διασκέψεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων που διεξάγονται εντός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εκτός αυτού όταν έχει μετάσχει σε αυτές το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται ακόμη και μετά τη λήψη της αποφάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία η γνωστοποίησή του θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης..

4.   Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 2 και 3 εξαιρέσεις δεν εφαρμόζονται αν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του σχετικού εγγράφου.

5.   Αν μία ή περισσότερες από τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 1, 2 και 3 εξαιρέσεις αφορούν μέρος μόνον του ζητηθέντος εγγράφου, τα λοιπά μέρη του εγγράφου γνωστοποιούνται.

6.   Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 1, 2 και 3 εξαιρέσεις εφαρμόζονται αποκλειστικά κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δικαιολογείται η προστασία όσον αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμόζονται επί διάστημα τριάντα ετών κατ’ ανώτατο όριο. Αν πρόκειται για έγγραφο για το οποίο ισχύουν οι εξαιρέσεις που αφορούν την ιδιωτική ζωή ή τα εμπορικά συμφέροντα, οι εξαιρέσεις μπορούν, εν ανάγκη, να εφαρμοστούν και πέραν του χρονικού αυτού διαστήματος.

7.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9.

Άρθρο 4

Υποβολή της αρχικής αιτήσεως

1.   Η αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να συντάσσεται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, με συμπλήρωση του σχετικού εντύπου που διατίθεται στον ιστότοπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αίτηση πρέπει να αποστέλλεται κατά προτίμηση ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τις υποδείξεις που περιέχονται στον προαναφερθέντα ιστότοπο, ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ταχυδρομικά ή με τηλεομοιοτυπία.

2.   Η αίτηση πρέπει να διατυπώνεται με επαρκή ακρίβεια και να περιέχει ειδικότερα τα στοιχεία που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του ή των ζητουμένων εγγράφων, καθώς και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του αιτούντος.

3.   Αν η αίτηση δεν είναι επαρκώς ακριβής, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλεί τον αιτούντα να τη διευκρινίσει και τον επικουρεί προς τούτο.

4.   Αν η αίτηση αφορά πολύ μακροσκελές έγγραφο ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να προβεί σε άτυπη συνεννόηση με τον αιτούντα για την εξεύρεση δίκαιου διακανονισμού.

5.   Ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτησή του.

Άρθρο 5

Χειρισμός της αρχικής αιτήσεως

1.   Αμέσως μετά την πρωτοκόλληση του περιέχοντος την αίτηση εντύπου, αποστέλλεται εγγράφως (με ηλεκτρονική επιστολή, με ταχυδρομική επιστολή ή με τηλεομοιοτυπία) βεβαίωση παραλαβής στον αιτούντα.

2.   Εντός προθεσμίας ενός μηνός κατ’ ανώτατο όριο μετά την πρωτοκόλληση αυτή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπει την πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο και το παραδίδει στον αιτούντα.

3.   Αν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι σε θέση να επιτρέψει την πρόσβαση στο ζητηθέν έγγραφο, γνωστοποιεί στον αιτούντα, εντός της προβλεπομένης στην παράγραφο 2 προθεσμίας και εγγράφως, τους λόγους της ολικής ή μερικής αρνήσεως, ενημερώνοντάς τον σχετικά με το δικαίωμά του να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση εντός προθεσμίας ενός μηνός από της παραλαβής της απαντήσεως.

4.   Κατ’ εξαίρεση, όταν επί παραδείγματι η αίτηση αφορά πολύ μακροσκελές έγγραφο ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα, αφού ενημερωθεί προηγουμένως ο αιτών και δοθεί εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

5.   Στην προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, περίπτωση, η προθεσμία απαντήσεως αρχίζει να τρέχει μόνον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει τα πρόσθετα στοιχεία του αιτούντος με τα οποία διευκρινίζεται επαρκώς η αίτηση.

6.   Για τον υπολογισμό των προθεσμιών, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (2).

Άρθρο 6

Υποβολή της επιβεβαιωτικής αιτήσεως

1.   Ο αιτών δύναται να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση σε περίπτωση που η απάντηση στην αρχική αίτησή του είναι εν όλω ή εν μέρει αρνητική.

2.   Η παράλειψη απαντήσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αρχική αίτηση εντός της προβλεπομένης προθεσμίας παρέχει το δικαίωμα στον αιτούντα να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση.

3.   Η επιβεβαιωτική αίτηση πρέπει να αποσταλεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός προθεσμίας ενός μηνός, είτε από της παραλαβής της εν όλω ή εν μέρει αρνητικής απαντήσεως στην αίτηση προσβάσεως στο συγκεκριμένο έγγραφο είτε, ελλείψει οποιασδήποτε απαντήσεως στην αρχική αίτηση, από της λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως.

4.   Η επιβεβαιωτική αίτηση πρέπει να διατυπώνεται σύμφωνα με τις τυπικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4.

Άρθρο 7

Χειρισμός της επιβεβαιωτικής αιτήσεως

1.   Ο χειρισμός της επιβεβαιωτικής αιτήσεως πραγματοποιείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, εξαιρουμένης της ενημερώσεως περί του δικαιώματος υποβολής επιβεβαιωτικής αιτήσεως.

2.   Αν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίψει εν όλω ή εν μέρει επιβεβαιωτική αίτηση, ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τις διαδικασίες τις οποίες δύναται να χρησιμοποιήσει για να προσβάλει την άρνηση αυτή, ήτοι την άσκηση ένδικης προσφυγής ή την υποβολή καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται αντιστοίχως στα άρθρα 263 και 228 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Η απουσία εμπρόθεσμης απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση λογίζεται ως αρνητική απάντηση και παρέχει στον αιτούντα το δικαίωμα να κινήσει τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 8

Αρμόδιες αρχές

1.   Αρμόδια αρχή για να αποφασίσει σχετικά με την απάντηση που πρέπει να δοθεί σε αρχική αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο είναι ο Διευθυντής της Βιβλιοθήκης.

2.   Αν το ζητούμενο έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή της Γραμματείας του Δικαστηρίου ή της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου, αρμόδιες αρχές είναι, αντιστοίχως, ο βοηθός Γραμματέας του Δικαστηρίου και ο βοηθός Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου.

Οι βοηθοί Γραμματείς του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου δύνανται να μεταβιβάσουν σε διοικητικό υπάλληλο της οικείας Γραμματείας τις εξουσίες τους ως αρμοδίων αρχών για την αρχική αίτηση.

3.   Αρμόδια αρχή για να αποφασίσει σχετικά με την απάντηση που πρέπει να δοθεί σε επιβεβαιωτική αίτηση είναι ο Γραμματέας του Δικαστηρίου ή, αν η επιβεβαιωτική αίτηση αφορά έγγραφο ευρισκόμενο στην κατοχή της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου.

4.   Αν κράτος μέλος, στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο το οποίο αυτό κατέχει και το οποίο προέρχεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών καθηκόντων του, απευθυνθεί προς διαβούλευση στο Δικαστήριο, η απάντηση στην εν λόγω αίτηση διαβουλεύσεως δίδεται από την αρχή που θα ήταν αρμόδια δυνάμει της παραγράφου 3 να δώσει απάντηση σε επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως αφορώσα το ίδιο έγγραφο και υποβληθείσα απευθείας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο Γραμματέας του Δικαστηρίου μπορεί να ορίσει άλλη αρχή αρμόδια για να αποφασίσει σχετικά με την απάντηση σε αρχική αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο.

Άρθρο 9

Έγγραφα τρίτων

1.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπει την πρόσβαση σε ευρισκόμενο στην κατοχή του έγγραφο τρίτου μόνον αφού λάβει τη συγκατάθεση του οικείου τρίτου.

2.   Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ως «τρίτος»νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα εκτός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων των κρατών μελών, των λοιπών θεσμικών ή άλλων οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των τρίτων χωρών.

3.   Αν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποβληθεί αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο τρίτου, η αρμόδια αρχή απευθύνεται στον εν λόγω τρίτο για να πληροφορηθεί αν αυτός αντιτίθεται στη γνωστοποίηση του εγγράφου, εκτός αν αποφασίσει αυτεπαγγέλτως να αρνηθεί την εν λόγω γνωστοποίηση βάσει μιας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 3.

Άρθρο 10

Διαδικασία προσβάσεως

1.   Τα έγγραφα χορηγούνται ως έχουν από πλευράς περιεχομένου και μορφής. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υποχρεούται, δυνάμει της παρούσας αποφάσεως, να δημιουργήσει νέο έγγραφο ή να συγκεντρώσει στοιχεία κατόπιν σχετικής αιτήσεως του αιτούντος.

Το παραδιδόμενο αντίγραφο μπορεί να είναι σε χαρτί ή σε ηλεκτρονική μορφή. Συναφώς, λαμβάνεται πλήρως υπόψη η προτίμηση του αιτούντος.

Αν ο όγκος των εγγράφων είναι μεγάλος ή ο χειρισμός τους δυσχερής, ο αιτών δύναται να κληθεί να τα εξετάσει επί τόπου.

2.   Αν έγγραφο έχει ήδη γνωστοποιηθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από άλλο θεσμικό όργανο και αν η πρόσβαση σε αυτό είναι ευχερής, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να ενημερώσει απλώς τον αιτούντα σχετικά με τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αποκτήσει το εν λόγω έγγραφο.

Άρθρο 11

Κόστος της προσβάσεως

1.   Ο αιτών δύναται να υποχρεωθεί να καταβάλει τέλος για την παραγωγή και την αποστολή των αντιγράφων των ζητουμένων εγγράφων.

2.   Κατά κανόνα, η επί τόπου εξέταση των εγγράφων ή η παραγωγή αντιγράφων των οποίων ο αριθμός δεν υπερβαίνει τις είκοσι σελίδες A4 είναι δωρεάν.

3.   Το τέλος για την παραγωγή και την αποστολή των αντιγράφων υπολογίζεται βάσει πίνακα τιμών καθοριζομένου με απόφαση του Γραμματέα του Δικαστηρίου. Το εν λόγω τέλος δεν δύναται να υπερβαίνει το πραγματικό κόστος των ενεργειών αυτών.

4.   Τα δημοσιευμένα έγγραφα εξακολουθούν να υπόκεινται σε ίδιο σύστημα τιμών.

Άρθρο 12

Αναπαραγωγή εγγράφων

1.   Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη κάθε ισχύουσας κανονιστικής ρυθμίσεως περί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία ενδέχεται να περιορίζει το δικαίωμα του αποδέκτη να αναπαράγει ή να χρησιμοποιεί τα γνωστοποιούμενα έγγραφα.

2.   Τα έγγραφα τα οποία καλύπτονται από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας του οποίου δικαιούχος είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία γνωστοποιούνται δυνάμει της παρούσας αποφάσεως δεν δύνανται να αναπαράγονται ή να χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Μέτρα εφαρμογής

Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας αποφάσεως. Τα μέτρα αυτά δημοσιεύονται στον ιστότοπο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Καταργεί και αντικαθιστά την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που κατέχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών λειτουργιών του.

Λουξεμβούργο, 3 Δεκεμβρίου 2019.

Ο Γραμματέας

Alfredo CALOT ESCOBAR

Ο Πρόεδρος

Koen LENAERTS


(1)  ΕΕ C 445 της 30.11.2016, σ. 3.

(2)  ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1, ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131.


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/8


Διάταξη του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Curtea de Apel Bacău (Ρουμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – SC Topaz Development SRL κατά Constantin Juncu, Raisa Juncu

(Υπόθεση C-211/17) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου - Προστασία των καταναλωτών - Οδηγία 93/13/ΕΟΚ - Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές - Προσύμφωνο αγοραπωλησίας το οποίο είχε καταρτιστεί από τον κτηματομεσίτη και πιστοποιηθεί από συμβολαιογράφο - Άρθρο 3, παράγραφος 2, και άρθρο 4, παράγραφος 1 - Απόδειξη ότι το περιεχόμενο των ρητρών προέκυψε από διαπραγματεύσεις - Τεκμήριο - Υπογραφή της σύμβασης από τον καταναλωτή - Άρθρο 3, παράγραφος 3 - Παράρτημα, σημείο 1, στοιχεία δ' έως στ' και θ' - Ρητή διαλυτική αίρεση - Ποινική ρήτρα - Καταχρηστικός χαρακτήρας - Άρθρα 6 και 7 - Δυνατότητα του εθνικού δικαστή να τροποποιήσει τη ρήτρα που έχει διαπιστωθεί ότι είναι καταχρηστική)

(2020/C 45/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Curtea de Apel Bacău

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

SC Topaz Development SRL

κατά

Constantin Juncu, Raisa Juncu

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, απλώς και μόνον η υπογραφή σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και ορίζει ότι, μέσω της συγκεκριμένης σύμβασης, ο καταναλωτής αποδέχεται το σύνολο των συμβατικών ρητρών τις οποίες έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, δεν ανατρέπει το τεκμήριο ότι τέτοιες ρήτρες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το παράρτημα της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι ρητή διαλυτική αίρεση και ποινική ρήτρα όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι οποίες περιέχονται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και έχουν καταρτιστεί αποκλειστικώς από τον τελευταίο και υπέρ του, ενδέχεται να συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες κατά την έννοια του σημείου l, στοιχεία δ' και στ', του ως άνω παραρτήματος, όπερ πρέπει να ελεγχθεί από το εθνικό δικαστήριο.

3)

Το άρθρο 6 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι σε περίπτωση που κριθούν καταχρηστικές η ρητή διαλυτική αίρεση και η ποινική ρήτρα οι οποίες περιέχονται σε προσύμφωνο αγοραπωλησίας που έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να θεραπεύσει την ακυρότητα τέτοιων καταχρηστικών ρητρών αντικαθιστώντας τες κατά τη δική του κρίση, εκτός αν η σύμβαση δεν είναι δυνατό να υπάρξει εφόσον καταργηθούν οι καταχρηστικές αυτές ρήτρες, η δε ακύρωση της σύμβασης στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες.


(1)  ΕΕ C 249 της 31.7.2017.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/9


Διάταξη του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 2019 [αιτήσεις του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Adel Hamed (C-540/17), Amar Omar (C-541/17)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-540/17 και C-541/17) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου - Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης - Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας - Οδηγία 2013/32/ΕΕ - Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο α' - Απόρριψη, από τις αρχές κράτους μέλους, μιας αίτησης ασύλου ως απαράδεκτης λόγω της προηγούμενης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος - Άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Πραγματικός και αποδεδειγμένος κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης - Συνθήκες ζωής των ατόμων που απολαύουν του καθεστώτος πρόσφυγα στο άλλο αυτό κράτος μέλος)

(2020/C 45/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesverwaltungsgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

κατά

Adel Hamed (C-540/17), Amar Omar (C-541/17)

Διατακτικό

Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο α', της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να ασκήσει την ευχέρεια την οποία του παρέχει η ως άνω διάταξη και να απορρίψει ως απαράδεκτη μια αίτηση διεθνούς προστασίας με την αιτιολογία ότι έχει ήδη χορηγηθεί στον αιτούντα το καθεστώς του πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος, σε περίπτωση που οι συνθήκες ζωής τις οποίες ο αιτών αναμένεται να αντιμετωπίσει ως δικαιούχος του συγκεκριμένου καθεστώτος στο άλλο αυτό κράτος μέλος τον εκθέτουν σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


(1)  ΕΕ C 402 της 27.11.2017.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/10


Διάταξη του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 15ης Οκτωβρίου 2019 [αιτήσεις του Tribunal Superior de Justicia de Galicia (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – OH (C-439/18), ER (C-472/18) κατά Agencia Estatal de la Administración Tributaria (AEAT)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-439/18 και C-472/18) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Κοινωνική πολιτική - Οδηγία 97/81/ΕΚ - Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης - Ρήτρα 4 - Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες - Αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και την εργασία - Οδηγία 2006/54/ΕΚ - Άρθρο 14, παράγραφος 1 - Εργαζόμενος με καθεστώς κάθετης κυκλικής μερικής απασχόλησης - Αναγνώριση της αρχαιότητας - Τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων αρχαιότητας τριετίας - Μη προσμέτρηση των μη δεδουλευμένων περιόδων)

(2020/C 45/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Superior de Justicia de Galicia

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

OH (C-439/18), ER (C-472/18)

κατά

Agencia Estatal de la Administración Tributaria (AEAT)

Διατακτικό

Κανονιστική ρύθμιση και επιχειρηματική πρακτική, όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, σύμφωνα με τις οποίες, όσον αφορά τους εργαζόμενους με καθεστώς κάθετης κυκλικής μερικής απασχόλησης, λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό της αρχαιότητας που απαιτείται για τη λήψη επιδομάτων αρχαιότητας τριετίας ως συμπληρωματικών αποδοχών, μόνον οι πράγματι δεδουλευμένοι περίοδοι εργασίας, αποκλειομένων επομένως των μη δεδουλευμένων περιόδων, ενώ η εν λόγω ρύθμιση και η πρακτική αυτή δεν εφαρμόζονται στους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, προσκρούουν στη ρήτρα 4, παράγραφοι 1 και 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, συναφθείσας στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία προσαρτάται στην οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, καθώς και στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.


(1)  ΕΕ C 373 της 15.10.2018.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/10


Διάταξη του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 20ής Νοεμβρίου 2019 [αίτηση του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Indaco Service Soc. coop. sociale, η οποία ενεργεί εξ ονόματός της και ως εκπρόσωπος της Coop. sociale il Melograno, κατά Uffictio Territoriale del Governo Taranto

(Υπόθεση C-552/18) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου - Δημόσιες συμβάσεις - Οδηγία 2014/24/ΕΕ - Άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γ' και ζ' - Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών - Προαιρετικοί λόγοι αποκλεισμού - Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα - Αμφισβήτηση της ακεραιότητας του οικονομικού φορέα - Προηγούμενη σύμβαση - Εκτέλεση - Παραβάσεις - Καταγγελία της σύμβασης - Δικαστική προσφυγή - Αξιολόγηση της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης από την αναθέτουσα αρχή - Η αναθέτουσα αρχή κωλύεται έως ότου περατωθεί η δικαστική διαδικασία)

(2020/C 45/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Consiglio di Stato

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Indaco Service Soc. coop. sociale, η οποία ενεργεί στο όνομά της και ως εκπρόσωπος της qualité de mandataire de Coop. sociale il Melograno

κατά

Ufficio Territoriale del Governo Taranto

παρουσία της: Cometa Società Cooperativa Sociale

Διατακτικό

Το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχεία γ' και ζ', της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας η άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά απόφασης καταγγελίας δημόσιας σύμβασης που έλαβε η αναθέτουσα αρχή λόγω «σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος» κατά την εκτέλεση της σύμβασης αυτής εμποδίζει την αναθέτουσα αρχή που προκηρύσσει νέο διαγωνισμό να αποκλείσει έναν οικονομικό φορέα, κατά το στάδιο της επιλογής των διαγωνιζομένων, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του εν λόγω οικονομικού φορέα.


(1)  ΕΕ C 436 της 3.12.2018.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/11


Διάταξη του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Tribunal d’instance d’Aulnay-Sous-Bois (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – LC, MD κατά easyJet Airline Co. Ltd

(Υπόθεση C-756/18) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου - Άρθρο 99 - Αεροπορικές μεταφορές - Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 - Μεγάλη καθυστέρηση πτήσεως - Δικαίωμα των επιβατών σε αποζημίωση - Αποδεικτικό στοιχείο παρουσίας του επιβάτη στον έλεγχο εισιτηρίων - Κράτηση επιβεβαιωμένη από τον αερομεταφορέα)

(2020/C 45/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal d’instance d’Aulnay-Sous-Bois

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

LC, MD

κατά

easyJet Airline Co. Ltd

Διατακτικό

Ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α', αυτού, έχει την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να απορριφθεί αίτημα καταβολής της προβλεπόμενης από τον κανονισμό αυτό αποζημιώσεως υποβληθέν από επιβάτες πτήσεως αφιχθείσας με καθυστέρηση τριών ή πλειόνων ωρών, οι οποίοι έχουν επιβεβαιωμένη κράτηση για την πτήση αυτή, για τον λόγο και μόνον ότι, κατά την υποβολή του αιτήματός τους αποζημιώσεως, οι επιβάτες αυτοί δεν απέδειξαν την παρουσία τους στον έλεγχο εισιτηρίων της εν λόγω πτήσεως, ιδίως μέσω της κάρτας επιβιβάσεως, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι δεν μεταφέρθηκαν με την εν λόγω πτήση που σημείωσε καθυστέρηση, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


(1)  ΕΕ C 54 της 11.2.2019.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/12


Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (Ουγγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – PORR Építési Kft. κατά Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

(Υπόθεση C-292/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) - Βάση επιβολής του φόρου - Μείωση - Οδηγία 2006/112/ΕΚ - Άρθρο 90 - Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας - Απαίτηση που έχει καταστεί μη εισπράξιμη à la suite d’une procédure de faillite)

(2020/C 45/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

PORR Építési Kft.

κατά

Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága

Διατακτικό

Το άρθρο 90 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν τη μείωση της βάσεως επιβολής του ΦΠΑ εάν ο υποκείμενος στον φόρο μπορεί να αποδείξει ότι η απαίτηση που έχει έναντι του οφειλέτη του έχει καταστεί οριστικώς μη εισπράξιμη, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή δεν συνιστά περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος δυνάμενη να εμπίπτει στην παρέκκλιση από την υποχρέωση μειώσεως της βάσεως επιβολής του ΦΠΑ, που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.


(1)  ΕΕ C 220 της 1.7.2019.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/13


Διάταξη του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 19ης Νοεμβρίου 2019 – [αίτηση του Korkein oikeus (Φινλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – Ποινική δίκη κατά A, B

(Υπόθεση C-486/19) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου - Κρατικές ενισχύσεις - Φόρος βαρύνων τα είδη ζαχαροπλαστικής, τα παγωτά και τα αναψυκτικά - Απαλλαγή ομοειδών προϊόντων που μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ - Εξουσία επιβολής ποινικής κυρώσεως σε περίπτωση μη τηρήσεως των υποχρεώσεων που προβλέπονται σχετικά με τον φόρο αυτό)

(2020/C 45/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Korkein oikeus

Ποινική δίκη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

A, B

Διατακτικό

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει τη δυνατότητα επιβολής ποινικής κυρώσεως δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου σε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό εταιρίας υποκείμενης σε φόρο καταναλώσεως που βαρύνει ορισμένα προϊόντα, όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη φόρος, και το οποίο παρέβη τις σχετικές με τον φόρο αυτό υποχρεώσεις του, ενώ παράλληλα μια φοροαπαλλαγή ομοειδών προϊόντων, προβλεπόμενη υπέρ άλλων επιχειρήσεων, θα πρέπει να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.


(1)  ΕΕ C 295 της 2.9.2019.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/13


Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 ο Ramón Guiral Broto κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2019 στην υπόθεση T-772/17, Café del Mar κ.λπ. κατά EUIPO - Guiral Broto (C del M)

(Υπόθεση C-713/19 P)

(2020/C 45/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Ramón Guiral Broto (εκπρόσωπος: A. Sirimarco, abogado)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Café del Mar, SC, José Les Viamonte, Carlos Andrea González και Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2019, το Δικαστήριο (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων) απέρριψε την αίτηση εγκρίσεως και έκρινε ότι ο Ramón Guiral Broto φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/14


Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 ο Ramón Guiral Broto κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2019 στην υπόθεση T-773/17, Café del Mar κ.λπ. κατά EUIPO - Guiral Broto (Café del Mar)

(Υπόθεση C-714/19 P)

(2020/C 45/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Ramón Guiral Broto (εκπρόσωπος: A. Sirimarco, abogado)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Café del Mar, SC, José Les Viamonte και Carlos Andrea González

Με διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2019, το Δικαστήριο (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων) απέρριψε την αίτηση εγκρίσεως και έκρινε ότι ο Ramón Guiral Broto φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/14


Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 ο Ramón Guiral Broto κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2019 στην υπόθεση T-774/17, Café del Mar κ.λπ. κατά EUIPO - Guiral Broto (C del M)

(Υπόθεση C-715/19 P)

(2020/C 45/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Ramón Guiral Broto (εκπρόσωπος: A. Sirimarco, abogado)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Café del Mar, S. C., José Les Viamonte, Carlos Andrea González και Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2019, το Δικαστήριο (τμήμα εγκρίσεως της εξετάσεως των αναιρέσεων) απέρριψε την αίτηση εγκρίσεως και έκρινε ότι ο Ramón Guiral Broto φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/15


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Gera (Γερμανία) στις 16 Οκτωβρίου 2019 – PG κατά Volkswagen AG

(Υπόθεση C-759/19)

(2020/C 45/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Gera

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: PG

Εναγομένη: Volkswagen AG

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν τα άρθρα 6, παράγραφος 1, 27, παράγραφος 1, της EG-FGV (1) ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (2) την έννοια ότι ο κατασκευαστής παραβαίνει την υποχρέωσή του για χορήγηση ισχύοντος πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της EG-FGV (ή την υποχρέωσή του να παραδώσει πιστοποιητικό συμμόρφωσης κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ) όταν έχει εγκαταστήσει στο όχημα απαγορευμένο σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού 715/2007 (3) και η διάθεση στην αγορά ενός τέτοιου οχήματος προσκρούει στην απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά οχήματος χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, της EG-FGV (ή στην απαγόρευση πωλήσεως χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ);

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως:

1

α)

Αποσκοπούν τα άρθρα 6, 27 της EG-FGV ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, 46 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ στην προστασία τρίτου προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 823, παράγραφος 2, του BGB (Bürgerliches Gesetzbuch, αστικού κώδικα) και μάλιστα σε σχέση με την ελευθερία διαθέσεως και την περιουσία του; Εμπίπτει η απόκτηση από τελικό καταναλωτή οχήματος που τέθηκε σε κυκλοφορία χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης στους κινδύνους προς αποτροπή των οποίων θεσπίστηκαν οι εν λόγω διατάξεις;

2)

Αποσκοπεί το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 στην προστασία και του τελικού καταναλωτή και μάλιστα αναφορικά με την ελευθερία διαθέσεως και την περιουσία του; Εμπίπτει η απόκτηση από τελικό καταναλωτή οχήματος στο οποίο έχει εγκατασταθεί απαγορευμένο σύστημα αναστολής στους κινδύνους προς αποτροπή των οποίων θεσπίστηκαν οι εν λόγω διατάξεις;


(1)  EG-Fahrzeuggenehmigungsverordnung (κανονιστικής αποφάσεως περί εγκρίσεως ΕΚ των οχημάτων) της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (BGBl. I, σ. 126), όπως τροποποιήθηκε πλέον πρόσφατα με το άρθρο 7 της κανονιστικής αποφάσεως της 23ης Μαρτίου 2017 (BGBl. I, σ. 522).

(2)  Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1).

(3)  Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/16


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Köln (Γερμανία) στις 23 Οκτωβρίου 2019 – The North of England P & I Association Ltd., ταυτόχρονα ως διάδοχος εταιρία της Marine Shipping Mutual Insurance Company κατά Bundeszentralamt für Steuern

(Υπόθεση C-786/19)

(2020/C 45/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht Köln

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: The North of England P & I Association Ltd., ταυτόχρονα ως διάδοχος εταιρία της Marine Shipping Mutual Insurance Company

Καθής: Bundeszentralamt für Steuern

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 2, στοιχείο δ', δεύτερη περίπτωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτη ημιπερίοδος, της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ (1) ήτοι με το άρθρο 46, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ (2) ως προς τον καθορισμό του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος, την έννοια ότι πρόκειται συναφώς, στην περίπτωση της ασφαλίσεως κατά κινδύνων που έχουν σχέση με τη λειτουργία ποντοπόρου πλοίου, για το κράτος στην επικράτεια του οποίου έχει καταχωρισθεί ποντοπόρο πλοίο σε επίσημο μητρώο προς τον σκοπό της αποδείξεως της κυριότητας ή για το κράτος τη σημαία του οποίου φέρει το ποντοπόρο πλοίο;


(1)  Δεύτερη οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239Ε/ΕΟΚ (ΕΕ 1988, L 172, σ. 1).

(2)  Οδηγία του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ 1992, L 228, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/16


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 29 Οκτωβρίου 2019 – Bundesrepublik Deutschland κατά SpaceNet AG

(Υπόθεση C-793/19)

(2020/C 45/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesverwaltungsgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Bundesrepublik Deutschland

Αναιρεσίβλητη: SpaceNet AG

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (1), λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, του άρθρου 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2), καθώς και του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την έννοια ότι αποκλείει εθνικό καθεστώς το οποίο επιβάλλει στους φορείς παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να αποθηκεύουν και να διατηρούν δεδομένα κίνησης και θέσης των τελικών χρηστών των υπηρεσιών αυτών, εάν

η εν λόγω υποχρέωση δεν προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένου λόγου από απόψεως τόπου, χρόνου ή χώρου,

αντικείμενο της υποχρεώσεως αποθήκευσης στο πλαίσιο παροχής διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών –οι οποίες περιλαμβάνουν και τη μετάδοση σύντομων, πολυμεσικών ή παρόμοιων μηνυμάτων, καθώς και τις αναπάντητες ή ανεπιτυχείς κλήσεις– είναι τα εξής δεδομένα:

ο τηλεφωνικός αριθμός ή άλλο αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής, καθώς και κάθε άλλης γραμμής σε περίπτωση εκτροπής ή προώθησης κλήσεων,

η ημερομηνία και η ώρα έναρξης και λήξης της σύνδεσης και –σε περίπτωση μεταδόσεως σύντομου, πολυμεσικού ή παρόμοιου μηνύματος– οι χρόνοι αποστολής και λήψης του μηνύματος με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης,

τα στοιχεία της υπηρεσίας που χρησιμοποιήθηκε, εάν στο πλαίσιο της υπηρεσίας τηλεφωνίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές υπηρεσίες,

επίσης, όσον αφορά τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας,

1.

ο διεθνής αναγνωριστικός κωδικός ταυτότητας συνδρομητών για την καλούσα και τη συνδεδεμένη γραμμή,

2.

ο διεθνής αναγνωριστικός κωδικός ταυτότητας του καλούντος και του συνδεδεμένου τερματικού εξοπλισμού,

3.

η ημερομηνία και η ώρα της αρχικής ενεργοποίησης της υπηρεσίας με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης, εφόσον οι υπηρεσίες είχαν προπληρωθεί,

4.

οι ονομασίες των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν από την καλούσα και τη συνδεδεμένη γραμμή κατά την έναρξη της σύνδεσης,

επίσης, όσον αφορά τις τηλεφωνικές υπηρεσίες μέσω διαδικτύου, οι διευθύνσεις πρωτοκόλλου διαδικτύου της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής και οι αποδοθέντες κωδικοί ταυτότητας χρήστη,

αντικείμενο της υποχρεώσεως αποθήκευσης στο πλαίσιο παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι τα εξής δεδομένα:

η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου που αποδίδεται στον συνδρομητή για τη χρήση του διαδικτύου,

ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός της γραμμής μέσω της οποίας πραγματοποιείται η χρήση του διαδικτύου, καθώς και ο αποδοθείς κωδικός ταυτότητας χρήστη,

η ημερομηνία και η ώρα έναρξης και λήξης της χρήσης του Διαδικτύου υπό την αποδοθείσα διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης,

σε περίπτωση χρήσης διαδικτύου μέσω δικτύου κινητής επικοινωνίας, η ονομασία του κυψελωτού κυττάρου που χρησιμοποιήθηκε κατά την έναρξη της σύνδεσης στο διαδίκτυο,

δεν επιτρέπεται να αποθηκεύονται τα ακόλουθα δεδομένα:

το περιεχόμενο της επικοινωνίας,

τα δεδομένα των προβληθέντων ιστοτόπων,

τα δεδομένα των υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,

τα δεδομένα που αφορούν συνδέσεις προς ή από συγκεκριμένες γραμμές προσώπων, υπηρεσιών και οργανισμών του τομέα κοινωνικής πρόνοιας ή του εκκλησιαστικού τομέα,

η διάρκεια της διατηρήσεως για τα δεδομένα θέσης, δηλαδή την ονομασία των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν, είναι τέσσερις εβδομάδες και για τα λοιπά δεδομένα ανέρχεται σε δέκα εβδομάδες,

εξασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία των διατηρούμενων δεδομένων από κινδύνους καταχρήσεως, καθώς και από κάθε αθέμιτη πρόσβαση και

τα διατηρούμενα δεδομένα δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη δίωξη ιδιαιτέρως σοβαρών ποινικών αδικημάτων και για την αποτροπή συγκεκριμένης απειλής κατά της ζωής ή της ελευθερίας προσώπου ή κατά της ακεραιότητας του ομοσπονδιακού κράτους ή ομόσπονδου κράτους, εξαιρουμένης της διευθύνσεως πρωτοκόλλου διαδικτύου που αποδίδεται σε συνδρομητή για τη χρήση του διαδικτύου η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο κοινοποιήσεως αποθηκευμένων δεδομένων για τη δίωξη κάθε ποινικού αδικήματος, για την αποτροπή απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, καθώς και για την εκτέλεση καθηκόντων των υπηρεσιών πληροφοριών;


(1)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11).

(2)  ΕΕ 2000, C 364, σ. 1.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/18


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 29 Οκτωβρίου 2019 – Bundesrepublik Deutschland κατά Telekom Deutschland GmbH

(Υπόθεση C-794/19)

(2020/C 45/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesverwaltungsgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Bundesrepublik Deutschland

Αναιρεσίβλητη: Telekom Deutschland GmbH

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (1), λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, του άρθρου 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2), καθώς και του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την έννοια ότι αποκλείει εθνικό καθεστώς το οποίο επιβάλλει στους φορείς παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να αποθηκεύουν και να διατηρούν δεδομένα κίνησης και θέσης των τελικών χρηστών των υπηρεσιών αυτών, εάν

η εν λόγω υποχρέωση δεν προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένου λόγου από απόψεως τόπου, χρόνου ή χώρου,

αντικείμενο της υποχρεώσεως αποθήκευσης στο πλαίσιο παροχής διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών –οι οποίες περιλαμβάνουν και τη μετάδοση σύντομων, πολυμεσικών ή παρόμοιων μηνυμάτων, καθώς και τις αναπάντητες ή ανεπιτυχείς κλήσεις– είναι τα εξής δεδομένα:

ο τηλεφωνικός αριθμός ή άλλο αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής, καθώς και κάθε άλλης γραμμής σε περίπτωση εκτροπής ή προώθησης κλήσεων,

η ημερομηνία και η ώρα έναρξης και λήξης της σύνδεσης και –σε περίπτωση μεταδόσεως σύντομου, πολυμεσικού ή παρόμοιου μηνύματος– οι χρόνοι αποστολής και λήψης του μηνύματος με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης,

τα στοιχεία της υπηρεσίας που χρησιμοποιήθηκε, εάν στο πλαίσιο της υπηρεσίας τηλεφωνίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές υπηρεσίες,

επίσης, όσον αφορά τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας,

1.

ο διεθνής αναγνωριστικός κωδικός ταυτότητας συνδρομητών για την καλούσα και τη συνδεδεμένη γραμμή,

2.

ο διεθνής αναγνωριστικός κωδικός ταυτότητας του καλούντος και του συνδεδεμένου τερματικού εξοπλισμού,

3.

η ημερομηνία και η ώρα της αρχικής ενεργοποίησης της υπηρεσίας με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης, εφόσον οι υπηρεσίες είχαν προπληρωθεί,

4.

οι ονομασίες των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν από την καλούσα και τη συνδεδεμένη γραμμή κατά την έναρξη της σύνδεσης,

επίσης, όσον αφορά τις τηλεφωνικές υπηρεσίες μέσω διαδικτύου, οι διευθύνσεις πρωτοκόλλου διαδικτύου της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής και οι αποδοθέντες κωδικοί ταυτότητας χρήστη,

αντικείμενο της υποχρεώσεως αποθήκευσης στο πλαίσιο παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι τα εξής δεδομένα:

η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου που αποδίδεται στον συνδρομητή για τη χρήση του διαδικτύου,

ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός της γραμμής μέσω της οποίας πραγματοποιείται η χρήση του διαδικτύου, καθώς και ο αποδοθείς κωδικός ταυτότητας χρήστη,

η ημερομηνία και η ώρα έναρξης και λήξης της χρήσης του Διαδικτύου υπό την αποδοθείσα διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης,

σε περίπτωση χρήσης διαδικτύου μέσω δικτύου κινητής επικοινωνίας, η ονομασία του κυψελωτού κυττάρου που χρησιμοποιήθηκε κατά την έναρξη της σύνδεσης στο διαδίκτυο,

δεν επιτρέπεται να αποθηκεύονται τα ακόλουθα δεδομένα:

το περιεχόμενο της επικοινωνίας,

τα δεδομένα των προβληθέντων ιστοτόπων,

τα δεδομένα των υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,

τα δεδομένα που αφορούν συνδέσεις προς ή από συγκεκριμένες γραμμές προσώπων, υπηρεσιών και οργανισμών του τομέα κοινωνικής πρόνοιας ή του εκκλησιαστικού τομέα,

η διάρκεια της διατηρήσεως για τα δεδομένα θέσης, δηλαδή την ονομασία των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν, είναι τέσσερις εβδομάδες και για τα λοιπά δεδομένα ανέρχεται σε δέκα εβδομάδες,

εξασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία των διατηρούμενων δεδομένων από κινδύνους καταχρήσεως, καθώς και από κάθε αθέμιτη πρόσβαση και

τα διατηρούμενα δεδομένα δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη δίωξη ιδιαιτέρως σοβαρών ποινικών αδικημάτων και για την αποτροπή συγκεκριμένης απειλής κατά της ζωής ή της ελευθερίας προσώπου ή κατά της ακεραιότητας του ομοσπονδιακού κράτους ή ομόσπονδου κράτους, εξαιρουμένης της διευθύνσεως πρωτοκόλλου διαδικτύου που αποδίδεται σε συνδρομητή για τη χρήση του διαδικτύου η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο κοινοποιήσεως αποθηκευμένων δεδομένων για τη δίωξη κάθε ποινικού αδικήματος, για την αποτροπή απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, καθώς και για την εκτέλεση καθηκόντων των υπηρεσιών πληροφοριών;


(1)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11).

(2)  ΕΕ 2000, C 364, σ. 1.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/20


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) στις 31 Οκτωβρίου 2019 – Εταιρία Z κατά Finanzamt Y

(Υπόθεση C-802/19)

(2020/C 45/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesfinanzhof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα και αναιρεσείουσα: Εταιρία Z

Καθής και αναιρεσίβλητη: Finanzamt Y

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι φαρμακείο που παραδίδει φαρμακευτικά προϊόντα σε δημόσιο ταμείο ασφαλίσεως ασθενείας έχει, βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Οκτωβρίου 1996, Union Elida Gibbs Ltd., C-317/94 (EU:C:1996:400), δικαίωμα μειώσεως της φορολογικής βάσεως λόγω της εκπτώσεως που παρέχει προς τους ασφαλισμένους του;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως: Αντιβαίνει στις αρχές της ουδετερότητας και της ίσης μεταχειρίσεως στην εσωτερική αγορά η δυνατότητα φαρμακείου να μειώσει τη βάση υπολογισμού του φόρου εντός του κράτους μέλους ενώ δεν παρέχεται η ίδια δυνατότητα σε φαρμακείο που πραγματοποιεί ενδοκοινοτικές παραδόσεις στο δημόσιο ταμείο ασφαλίσεως ασθενείας από άλλο κράτος μέλος;


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/21


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landesgericht Salzburg (Αυστρία) στις 31 Οκτωβρίου 2019 – BU κατά Markt24 GmbH

(Υπόθεση C-804/19)

(2020/C 45/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landesgericht Salzburg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: BU

Εναγομένη: Markt24 GmbH

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει εφαρμογή το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (1) σε σχέση εργασίας, για την οποία είχε συναφθεί μεν σύμβαση εργασίας στην Αυστρία για την παροχή υπηρεσιών στη Γερμανία, πλην όμως η εργαζόμενη, καίτοι παρέμεινε επί αρκετούς μήνες στην Αυστρία ευρισκόμενη σε ετοιμότητα προς εργασία, δεν παρέσχε την εργασία της;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα

2)

Έχει το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 την έννοια ότι χωρεί εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία παρέχει σε εργαζομένη τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής στον τόπο όπου κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας έχει ή, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, είχε την κατοικία της (καθιστώντας με τον τρόπο αυτόν ευχερέστερη την άσκηση αγωγής), όπως είναι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο a, του Arbeits- und Sozialgerichtsgesetz (νόμου περί δικαστηρίων εργατικών διαφορών και διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: ASGG);

3)

Έχει το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 την έννοια ότι χωρεί εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία παρέχει σε εργαζόμενο τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής στον τόπο όπου πρέπει να καταβάλλεται η αμοιβή ή, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, όπου έπρεπε να καταβάλλεται η αμοιβή (καθιστώντας με τον τρόπο αυτόν ευχερέστερη την άσκηση αγωγής), όπως είναι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο d, του ASGG;

4)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα

4.1.

Έχει το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 την έννοια ότι, σε περίπτωση σχέσεως εργασίας στο πλαίσιο της οποίας η εργαζομένη δεν παρέσχε εργασία, η αγωγή πρέπει να ασκείται στο κράτος μέλος όπου εκείνη παρέμενε ενόσω βρισκόταν σε ετοιμότητα προς εργασία;

4.2.

Έχει το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 την έννοια ότι, σε περίπτωση σχέσεως εργασίας στο πλαίσιο της οποίας η εργαζόμενη δεν παρέσχε εργασία, η αγωγή πρέπει να ασκείται στο κράτος μέλος όπου έλαβαν χώρα οι προσυμβατικές επαφές και συνήφθη η σύμβαση εργασίας, ακόμη και αν με την εν λόγω σύμβαση είχε συμφωνηθεί ή/και είχε προβλεφθεί η πιθανότητα παροχής της εργασίας σε διαφορετικό κράτος μέλος;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα

5)

Εφαρμόζεται το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 σε σχέση εργασίας, για την οποία είχε συναφθεί μεν σύμβαση στην Αυστρία για παροχή της εργασίας στη Γερμανία, πλην όμως η εργαζομένη, καίτοι παρέμεινε επί αρκετούς μήνες στην Αυστρία ευρισκόμενη σε ετοιμότητα προς εργασία, δεν παρέσχε τις υπηρεσίες της, στην περίπτωση που είναι δυνατή η εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία παρέχει στην εργαζομένη τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής στον τόπο όπου κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας έχει ή, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, είχε την κατοικία της (καθιστώντας με τον τρόπο αυτόν ευχερέστερη την άσκηση αγωγής), όπως είναι το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο a, του ASGG, ή στην περίπτωση που είναι δυνατή η εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία παρέχει στην εργαζομένη τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής στον τόπο όπου πρέπει να καταβάλλεται η αμοιβή ή, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, όπου έπρεπε να καταβάλλεται η αμοιβή (καθιστώντας με τον τρόπο αυτόν ευχερέστερη την άσκηση αγωγής), όπως είναι το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο d, του ASGG;


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/22


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Gera (Γερμανία) στις 4 Νοεμβρίου 2019 – DS κατά Volkswagen AG

(Υπόθεση C-808/19)

(2020/C 45/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Gera

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: DS

Εναγομένη: Volkswagen AG

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν τα άρθρα 6, παράγραφος 1, 27, παράγραφος 1, της EG-Fahrzeuggenehmigungsverordnung (EG-FGV) (1) ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (2) την έννοια ότι ο κατασκευαστής παραβαίνει την υποχρέωσή του για χορήγηση ισχύοντος πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της EG-FGV (ή την υποχρέωσή του να παραδώσει πιστοποιητικό συμμόρφωσης κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ) όταν έχει εγκαταστήσει στο όχημα απαγορευμένο σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 (3) και η διάθεση στην αγορά ενός τέτοιου οχήματος προσκρούει στην απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά οχήματος χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, της EG-FGV (ή στην απαγόρευση πωλήσεως χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ);

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως:

1

α)

Αποσκοπούν τα άρθρα 6, 27 της EG-FGV ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, 46 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ στην προστασία και του τελικού καταναλωτή –στην περίπτωση μεταπωλήσεως στην αγορά μεταχειρισμένων οχημάτων–, ειδικότερα του μεταγενέστερου αγοραστή και μάλιστα σε σχέση με την ελευθερία διαθέσεως και την περιουσία του; Εμπίπτει η απόκτηση από αγοραστή ενός μεταχειρισμένου οχήματος που τέθηκε σε κυκλοφορία χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης στους κινδύνους προς αποτροπή των οποίων θεσπίστηκαν οι εν λόγω διατάξεις;

2)

Αποσκοπεί το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007, στην προστασία και του τελικού καταναλωτή –στην περίπτωση της μεταπωλήσεως στην αγορά μεταχειρισμένων οχημάτων–, ειδικότερα του μεταγενέστερου αγοραστή και μάλιστα αναφορικά με την ελευθερία διαθέσεως και την περιουσία του; Εμπίπτει η απόκτηση από αγοραστή ενός μεταχειρισμένου οχήματος στο οποίο έχει εγκατασταθεί απαγορευμένο σύστημα αναστολής στους κινδύνους προς αποτροπή των οποίων θεσπίστηκαν οι εν λόγω διατάξεις;

3)

Έχουν τα άρθρα 6, 27 της EG-FGV ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, 46 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007, την έννοια ότι σε περίπτωση παραβάσεώς τους δεν μπορεί να αφαιρεθεί εν όλω ή εν μέρει η αποζημίωση χρήσεως για την πραγματική χρήση του οχήματος από τη ζημία του τελικού καταναλωτή (και αν ναι: με ποιον τρόπο ή σε ποια έκταση;) όταν ο τελικός καταναλωτής εξαιτίας της εν λόγω παραβάσεως μπορεί να απαιτήσει και όντως απαιτεί την αναστροφή της συμβάσεως πωλήσεως του οχήματος; Αλλάζει κάτι στην ερμηνεία αν η παράβαση συνοδεύεται από εξαπάτηση των αρμόδιων για την παροχή εγκρίσεων αρχών και των τελικών καταναλωτών ως προς το ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εγκρίσεως και ότι το όχημα επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στην οδική κυκλοφορία χωρίς περιορισμούς και η παράβαση και η απάτη τελούνται με σκοπό τη μείωση των εξόδων και τη μεγιστοποίηση των κερδών μέσω των μεγαλύτερων πωλήσεων με ταυτόχρονη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε βάρος των καταναλωτών που δεν γνώριζαν τίποτα επ’ αυτού;


(1)  EG-Fahrzeuggenehmigungsverordnung (κανονιστική ρύθμιση περί εγκρίσεως ΕΚ των οχημάτων) της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (BGBl. I, σ. 126), όπως τροποποιήθηκε πλέον πρόσφατα με το άρθρο 7 της κανονιστικής ρυθμίσεως της 23ης Μαρτίου 2017 (BGBl. I, σ. 522).

(2)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/23


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Gera (Γερμανία) στις 4 Νοεμβρίου 2019 – ER κατά Volkswagen AG

(Υπόθεση C-809/19)

(2020/C 45/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Gera

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: ER

Εναγομένη: Volkswagen AG

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν τα άρθρα 6, παράγραφος 1, 27, παράγραφος 1, της EG-Fahrzeuggenehmigungsverordnung (EG-FGV) (1) ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (2) την έννοια ότι ο κατασκευαστής παραβαίνει την υποχρέωσή του για χορήγηση ισχύοντος πιστοποιητικού σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της EG-FGV (ή την υποχρέωσή του να παραδώσει πιστοποιητικό συμμόρφωσης κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ) όταν έχει εγκαταστήσει στο όχημα απαγορευμένο σύστημα αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του άρθρου 3, σημείο 10, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 (3) και η διάθεση στην αγορά ενός τέτοιου οχήματος προσκρούει στην απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά οχήματος χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, της EG-FGV (ή στην απαγόρευση πωλήσεως χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/46/ΕΚ);

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως:

1

α)

Αποσκοπούν τα άρθρα 6, 27 της EG-FGV ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, 46 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ στην προστασία και του τελικού καταναλωτή –στην περίπτωση μεταπωλήσεως στην αγορά μεταχειρισμένων οχημάτων–, ειδικότερα του μεταγενέστερου αγοραστή και μάλιστα σε σχέση με την ελευθερία διαθέσεως και την περιουσία του; Εμπίπτει η απόκτηση από αγοραστή ενός μεταχειρισμένου οχήματος που τέθηκε σε κυκλοφορία χωρίς ισχύον πιστοποιητικό συμμόρφωσης στους κινδύνους προς αποτροπή των οποίων θεσπίστηκαν οι εν λόγω διατάξεις;

2)

Αποσκοπεί το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007, στην προστασία και του τελικού καταναλωτή –στην περίπτωση της μεταπωλήσεως στην αγορά μεταχειρισμένων οχημάτων–, ειδικότερα του μεταγενέστερου αγοραστή και μάλιστα αναφορικά με την ελευθερία διαθέσεως και την περιουσία του; Εμπίπτει η απόκτηση από αγοραστή ενός μεταχειρισμένου οχήματος στο οποίο έχει εγκατασταθεί απαγορευμένο σύστημα αναστολής στους κινδύνους προς αποτροπή των οποίων θεσπίστηκαν οι εν λόγω διατάξεις;

3)

Έχουν τα άρθρα 6, 27 της EG-FGV ή τα άρθρα 18, παράγραφος 1, 26, παράγραφος 1, 46 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007, την έννοια ότι σε περίπτωση παραβάσεώς τους δεν μπορεί να αφαιρεθεί εν όλω ή εν μέρει η αποζημίωση χρήσεως για την πραγματική χρήση του οχήματος από τη ζημία του τελικού καταναλωτή (και αν ναι: με ποιον τρόπο ή σε ποια έκταση;) όταν ο τελικός καταναλωτής εξαιτίας της εν λόγω παραβάσεως μπορεί να απαιτήσει και όντως απαιτεί την αναστροφή της συμβάσεως πωλήσεως του οχήματος; Αλλάζει κάτι στην ερμηνεία αν η παράβαση συνοδεύεται από εξαπάτηση των αρμόδιων για την παροχή εγκρίσεων αρχών και των τελικών καταναλωτών ως προς το ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εγκρίσεως και ότι το όχημα επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στην οδική κυκλοφορία χωρίς περιορισμούς και η παράβαση και η απάτη τελούνται με σκοπό τη μείωση των εξόδων και τη μεγιστοποίηση των κερδών μέσω των μεγαλύτερων πωλήσεων με ταυτόχρονη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε βάρος των καταναλωτών που δεν γνώριζαν τίποτα επ’ αυτού;


(1)  EG-Fahrzeuggenehmigungsverordnung (κανονιστική ρύθμιση περί εγκρίσεως ΕΚ των οχημάτων) της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (BGBl. I, σ. 126), όπως τροποποιήθηκε πλέον πρόσφατα με το άρθρο 7 της κανονιστικής ρυθμίσεως της 23ης Μαρτίου 2017 (BGBl. I, σ. 522).

(2)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/24


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Hamburg (Γερμανία) στις 5 Νοεμβρίου 2019 – QF κατά Germanwings GmbH

(Υπόθεση C-816/19)

(2020/C 45/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Amtsgericht Hamburg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: QF

Εναγόμενη: Germanwings GmbH

Προδικαστικό ερώτημα

Συνιστά η οργανωμένη από συνδικάτο απεργία του ιδίου προσωπικού ενός πραγματικού αερομεταφορέα «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 (1);


(1)  οήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/25


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Audiencia Provincial de Pontevedra (Ισπανία) στις 13 Νοεμβρίου 2019 – D.A.T.A. κ.λπ. κατά Ryanair D.A.C.

(Υπόθεση C-827/19)

(2020/C 45/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Audiencia Provincial de Pontevedra

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούντες: D.A.T.A., L.F.A., A.M.A.G., L.F.A., J.G.C., S.C.C., A.C.V., A.A.G., A.C.A., L.C.A., N.P.B. και P.C.A.

Εφεσίβλητη: Ryanair D.A.C.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Μπορεί η άσκηση, από το προσωπικό του αερομεταφορέα, του δικαιώματος απεργίας η οποία κηρύχθηκε από συνδικαλιστική οργάνωση προς διεκδίκηση βελτιώσεων στην εργασία, όταν δεν καθορίζεται από προηγούμενη απόφαση του εργοδότη, αλλά από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, να θεωρηθεί «έκτακτη περίσταση», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 (1), ή πρόκειται, αντιθέτως, για περίσταση συνδεόμενη αναπόσπαστα με την άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα;

2)

Σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση, υποχρεούται ο μεταφορέας να λάβει κάποιο επιτρεπόμενο από τον νόμο μέτρο, ακόμη και όταν η άσκηση του δικαιώματος απεργίας ανακοινώθηκε σε αυτόν εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο περιόδου προειδοποίησης, όπως για παράδειγμα να παράσχει πτήσεις με άλλες εταιρίες μη επηρεαζόμενες από την απεργία;

3)

Προκειμένου απεργία του πληρώματος θαλάμου επιβατών της αεροπορικής εταιρίας να θεωρηθεί «έκτακτη περίσταση», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, ασκεί επιρροή ο τρόπος με τον οποίο αναστέλλεται η απεργία, ιδίως στην περίπτωση που αναστέλλεται λόγω αμοιβαίων παραχωρήσεων των δύο μερών;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/25


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Juzgado de lo Social no41 de Madrid (Ισπανία) στις 20 Νοεμβρίου 2019 – JL κατά Fondo de Garantía Salarial (Fogasa)

(Υπόθεση C-841/19)

(2020/C 45/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Juzgado de lo Social no 41 de Madrid

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: JL

Καθού: Fondo de Garantía Salarial (Fogasa)

Προδικαστικό ερώτημα

Πρέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΚ (1) και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ (2) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία, όσον αφορά το ποσό για το οποίο ευθύνεται το FOGASA (3) έναντι του εργαζομένου με καθεστώς μερικής απασχόλησης, η βάση των καταβλητέων σε αυτόν μισθών, η οποία είναι μειωμένη λόγω μερικής απασχόλησης, μειώνεται εκ νέου κατά τον υπολογισμό του ορίου ευθύνης του FOGASA δυνάμει του άρθρου 33 του εργατικού κώδικα, καθώς λαμβάνεται εκ νέου υπόψη ο παράγοντας της μερικής απασχόλησης, σε σχέση με την αντίστοιχη περίπτωση εργαζομένου με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή θίγει ιδίως τις γυναίκες εργαζόμενες σε σχέση με τους άνδρες εργαζόμενους;


(1)  Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).

(2)  Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

(3)  Fondo de Garantía Salarial (ταμείο εγγύησης μισθών).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/26


Προσφυγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου

(Υπόθεση C-842/19)

(2020/C 45/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: W. Roels, A. Armenia)

Καθού: Βασίλειο του Βελγίου

Αιτήματα

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι μη τηρώντας όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 2018, στην υπόθεση C-110/17, Επιτροπή κατά Βελγίου, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

να υποχρεώσει το Βασίλειο του Βελγίου να καταβάλει, σε λογαριασμό που θα υποδείξει η Επιτροπή, χρηματική ποινή ύψους 22 076,55 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως στην εκτέλεση της προπαρατεθείσας αποφάσεως C-110/17, από την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την ημέρα που θα εκτελεστεί η προπαρατεθείσα απόφαση C-110/17 ·

να υποχρεώσει το Βασίλειο του Βελγίου να καταβάλει, σε λογαριασμό που θα υποδείξει η Επιτροπή, είτε ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 2 029 000 ευρώ είτε, σε περίπτωση υπέρβασης του προπαρατεθέντος ελάχιστου κατ’ αποκοπήν ποσού, ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 4 905,90 ευρώ, από την ημερομηνία εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως C-110/17 μέχρι την ημέρα που θα εκδοθεί η απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση ή μέχρι την ημέρα που θα εκτελεστεί η προπαρατεθείσα απόφαση C-110/17, εάν αυτή χωρήσει νωρίτερα ·

να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή αιτιάται το Βασίλειο του Βελγίου ότι δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 12 Απριλίου 2018.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/27


Αναίρεση που άσκησε στις 28 Νοεμβρίου 2019 η Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-65/18, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση C-872/19 P)

(2020/C 45/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας (εκπρόσωποι: L. Giuliano και F. Di Gianni, avvocati)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που με αυτή απορρίφθηκε η προσφυγή της ως απαράδεκτη·

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης και της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αίτησης αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει έναν μοναδικό λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αποτελείται από τρία σκέλη.

Το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο του άρθρου 236, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, υπό το πρίσμα της νομολογίας Almaz-Antey:

1.

Το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο κριτήριο για να εξετάσει κατά πόσον οι προσβληθείσες διατάξεις αφορούν άμεσα τη Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας (1).

2.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον δεν έλαβε υπόψη ορισμένες ουσιώδεις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης κατά την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί στην απόφαση Almaz-Antey.

3.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις πραγματικές συνέπειες των προσβληθεισών διατάξεων στη Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας.


(1)  Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/2074 του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Βενεζουέλα (ΕΕ 2017, L 295, σ. 60)


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/28


Αναίρεση που άσκησε στις 28 Νοεμβρίου 2019 η Aeris Invest Sàrl κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 10 Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση T-599/18, Aeris Invest κατά SRB

(Υπόθεση C-874/19 P)

(2020/C 45/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Aeris Invest Sàrl (εκπρόσωποι: R. Vallina Hoset, A. Sellés Marco, abogados)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB)

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 2019, Aeris Invest κατά SRB, T-599/18, EU:T:2019:740, καθόσον κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί, δεσμευόμενο από τα νομικά ζητήματα τα οποία θα έχει επιλύσει η απόφαση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα αιτήματα που είχε πρωτοδίκως υποβάλει η αναιρεσείουσα· και

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12) και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Κατά την αναιρεσείουσα, η προσβληθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξη έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα στο μέτρο που η οριστική αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης εξυγίανσης.

Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, η αναιρεσείουσα εκφράζει την άποψη ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 17 του Χάρτη. Η ερμηνεία του άρθρου 20 του κανονισμού 806/2014 στην οποία προβαίνει η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη είναι ασυμβίβαστη με το δικαίωμα ιδιοκτησίας στο μέτρο που επιτρέπει επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση.

Βάσει του τρίτου λόγου, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 20, παράγραφος 11, στοιχείο β', του κανονισμού 806/2014. Μετά την έκδοση ης απόφασης εξυγίανσης και την απομείωση της αξίας των μετοχών, οι πρώην μέτοχοι της Banco Popular κατέστησαν πιστωτές της εν λόγω οντότητας. Ως εκ τούτου, το άρθρο 20, παράγραφος 11, στοιχείο β', του κανονισμού 806/2014 έχει εφαρμογή στους πρώην μετόχους, στο μέτρο που η διάταξη αυτή προβλέπει υποχρέωση να ληφθεί απόφαση επί της «επανεγγραφής απαιτήσεων» υπό το φως της οριστικής αποτίμησης.

Τέλος, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 20, παράγραφοι 11 και 14, του κανονισμού 806/2014, καθώς και στο άρθρο 41 του Χάρτη, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη ότι η προσβληθείσα πράξη έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα εις βάρος της αναιρεσείουσας, στο μέτρο που παρεμποδίζει την πρόσβαση της AERIS σε πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες όσον αφορά τη λογιστική κατάσταση μιας οντότητας στη μετοχική σύνθεση της οποίας η AERIS μετείχε σε ποσοστό 3,45 %.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/29


Αναίρεση που άσκησαν στις 3 Δεκεμβρίου 2019 οι HSBC Holdings plc, HSBC Bank plc και HSBC France κατά της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, στην υπόθεση T-105/17, HSBC Holdings plc κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-883/19 P)

(2020/C 45/27)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: HSBC Holdings plc, HSBC Bank plc, HSBC France (εκπρόσωποι: K. Bacon QC, D. Bailey, Barristers, M. Simpson, Solicitor, C. Angeli, avocate, M. Giner, advocate)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα), της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, στην υπόθεση T-105/17, HSBC Holdings plc κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο β', της αποφάσεως C(2016) 8530 τελικό της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39914 – Παράγωγα Επιτοκίου σε Ευρώ) (1)· επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο β', της αποφάσεως αυτής καθόσον αφορά τη συμμετοχή της HSBC σε ενιαία και διαρκή παράβαση κατόπιν της 19ης Μαρτίου 2007· και

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η HSBC σε αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Πρώτος λόγος: το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση ουσιώδους τύπου, συγκεκριμένα δε σε αυτήν της προσβολής των δικαιωμάτων που απολαύει η HSBC βάσει των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας, της χρηστής διοικήσεως και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

Δεύτερος λόγος: το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας εσφαλμένα το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά τον εκ μέρους του χαρακτηρισμό του αντικειμένου της από 19 Μαρτίου 2007 χειραγωγήσεως και/ή παραμορφώνοντας το περιεχόμενο των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων.

Τρίτος λόγος: το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι οι δύο συζητήσεις συνιστούσαν ως εκ του αντικειμένου τους παραβάσεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι ο ευνοϊκός προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρας των συζητήσεων αυτών μπορούσε να ληφθεί υπόψη βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον στον πλαίσιο περιορισμών παρεπόμενων κύριας πράξεως ή στο πλαίσιο εκτιμήσεως βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

Τέταρτος λόγος: οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά δύο συζητήσεις της 12ης και 16ης Φεβρουαρίου 2007 συνιστούν προδήλως παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή του το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο.

Πέμπτος λόγος: η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ενιαία και διαρκής παράβαση την οποία εντόπισε με την απόφασή του έτεινε προς την επίτευξη ενιαίου σκοπού ενέχει δις πλάνη περί το δίκαιο: i) πρόδηλη παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τη συζήτηση της 27ης Μαρτίου 2007· και ii) πλάνη περί το δίκαιο ως προς την κρίση ότι με τις δύο συζητήσεις για τις μέσες τιμές επιδιωκόταν η επίτευξη του καθορισθέντος από το Γενικό Δικαστήριο ενιαίου σκοπού.

Έκτος λόγος: το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι η HSBC μετείχε σε ενιαία και διαρκή παράβαση ενέχουσα συμπεριφορά η οποία δεν χαρακτηρίσθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως συμπεριφορά της HSBC συνιστώσα παράβαση.


(1)  ΕΕ 2019, C 130, σ. 4.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/30


Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η Fiat Chrysler Finance Europe κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-755/15 και T-759/15, Luxembourg και Fiat Chrysler Finance Europe κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-885/19 P)

(2020/C 45/28)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Fiat Chrysler Finance Europe (εκπρόσωποι: J. Rodriguez, abogado, N. de Boynes, avocat, M. Engel, Rechtsanwalt, G. Maisto, avvocato)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ιρλανδία

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο πενταμελές τμήμα) της 24ης Σεπτεμβρίου 2019 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-755/15 και T-759/15·

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής της 21ης Οκτωβρίου 2015 (1) σύμφωνα με το άρθρο 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ ή, επικουρικώς, εάν και στον βαθμό που το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί οριστικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο· και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της Fiat Chrysler Finance Europe σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, και 184, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου καθώς και στα έξοδα της Fiat Chrysler Finance Europe σε πρώτο βαθμό.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Πρώτος λόγος αναιρέσεως: η ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το κατά πόσον η Συμφωνία Προέγκρισης Ενδοομιλικής Τιμολόγησης (ΣΠΕΤ) παρέσχε οικονομικό πλεονέκτημα στη Fiat Chrysler Finance Europe ενέχει παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ διότι (i) το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως το νομικό κριτήριο σχετικά με το κατά πόσον με τη ΣΠΕΤ εγκρίθηκε μια μέθοδος η οποία έβαινε πέραν του εφαρμοστέου περιθωρίου εκτίμησης, και ii) το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε ορθώς την οικεία επιχείρηση η οποία επωφελήθηκε από το τη ΣΠΕΤ.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ανάλυση της νομικής βάσης την οποία χρησιμοποιεί η Επιτροπή όσον αφορά την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού είναι ακατάλληλη και αντιφατική και παραβιάζει τη γενική αρχή περί παραθέσεως κατάλληλης και συνεκτικής αιτιολογίας.

Τρίτος λόγος αναιρέσεως: το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου i) επικυρώνοντας την εσφαλμένως προσδιορισθείσα από την Επιτροπή αρχή του πλήρους ανταγωνισμού χωρίς να ελέγξει το πεδίο εφαρμογής της ούτε το περιεχόμενό της και ii) κρίνοντας ότι το τεκμήριο επιλεκτικότητας είχε εφαρμογή όσον αφορά τη ΣΠΕΤ.


(1)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/2326 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38375 (2014/C πρώην 2014/NN), την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο υπέρ της Fiat [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 7152] (ΕΕ 2016, L 351, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/31


Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-586/14 RENV, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-888/19 P)

(2020/C 45/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH (εκπρόσωπος: R. MacLean, Solicitor)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd, Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή, όπως επαναλήφθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί το ίδιο επί της ουσίας ως προς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή, όπως επαναλήφθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η πρωτοδίκως προσφεύγουσα περί παράβασης των κείμενων διατάξεων· και

να καταδικάσει την πρωτοδίκως προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας τόσο στην παρούσα διαδικασία όσο και στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και στην προηγούμενη αναιρετική διαδικασία.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να αναιρεθεί, προβάλλοντας συναφώς τρεις λόγους αναιρέσεως.

Πρώτος λόγος αναιρέσεως: Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετιζόμενων μεταξύ τους εννοιών των «μειζόνων στρεβλώσεων» και της «οικονομικής κατάστασης» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ', τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ (1) και ως προς τη συνακόλουθη μετάθεση του βάρους απoδείξεως περί της δυνατότητας υπαγωγής σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ) από την πρωτοδίκως προσφεύγουσα στην Επιτροπή.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ως προς τα όρια του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση αιτήσεων υπαγωγής σε ΚΟΑ και υποκατέστησε με τη δική του αξιολόγηση των περιστάσεων που αφορούν τον παραγωγό-εξαγωγέα εκείνη της Επιτροπής.

Τρίτος λόγος αναιρέσεως: Η αναιρεσείουσα ζητεί την ακύρωση του πρώτου σημείου του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας στην εν λόγω κρίση, απεφάνθη ultra petita.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/32


Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση T-500/17, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-891/19 P)

(2020/C 45/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: T. Maxian Rusche και N. Kuplewatzky)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Hubei Xinyegang Special Tube Co. Ltd, ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, Válcovny trub Chomutov a.s., Vallourec Deutschland GmbH

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως ως νόμω αβάσιμους·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να επανεξετάσει τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως·

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης, ώστε να κρίνει οριστικά επ’ αυτών το Γενικό Δικαστήριο.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως.

Πρώτον, οι σκέψεις 59 έως 67 της αποφάσεως ενέχουν πλείονα νομικά σφάλματα. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 4, το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 8 και το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού (1) ερμηνεύοντας τις δύο τελευταίες διατάξεις υπό την έννοια ότι συνεπάγονται υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη την κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ανάλυση των επιπτώσεων επί των τιμών. Ωστόσο, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού επιβάλλει να γίνεται σύγκριση σε επίπεδο ομοειδούς προϊόντος όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, και όχι λεπτομερής αξιολόγηση των επιπτώσεων στο επίπεδο των επιμέρους τμημάτων της αγοράς, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο. Η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο προς επίρρωση της εκτίμησής του δεν την επιβεβαιώνει και το Γενικό Δικαστήριο παραμορφώνει τα πραγματικά περιστατικά, τόσο εκείνα στα οποία βασίζονται οι σχετικές προγενέστερες αποφάσεις όσο και εκείνα στα οποία βασίζεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός (2). Τέλος, εν πάση περιπτώσει, δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν εξέταση ανά επιμέρους τμήμα της αγοράς.

Δεύτερον, στις σκέψεις 59 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον προσβαλλόμενο κανονισμό ή παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη χρήση της μεθόδου συγκρίσεως ανά αριθμό ελέγχου του προϊόντος (στο εξής: ΑΕΠ) εκ μέρους της Επιτροπής κατά την εξέταση των επιπτώσεων επί των τιμών. Η χρήση της μεθόδου συγκρίσεως ανά ΑΕΠ ενσωματώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως την κατάτμηση της αγοράς (και πολλούς ακόμη παράγοντες), οπότε σε οποιαδήποτε εξέταση των επιπτώσεων επί των τιμών βάσει της μεθόδου αυτής λαμβάνονται κατ’ ανάγκην υπόψη οι εν λόγω παράγοντες. Δεν ήταν, επομένως, απαραίτητο να αναλυθούν περαιτέρω οι επιπτώσεις επί των τιμών ανά επιμέρους τμήμα της αγοράς.

Τρίτον, στις σκέψεις 77 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ανάλυση βάσει επιμέρους τμημάτων της αγοράς στη διάρκεια της έρευνας και στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

Τέταρτον, στις σκέψεις 68 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύει εσφαλμένα το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, το οποίο απαιτεί απλώς να διαπιστώνονται οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, είναι άνευ σημασίας οι επιπτώσεις των πωλήσεων άλλων τύπων του προϊόντος που δεν εξήχθησαν από τους παραγωγείς-εξαγωγείς οι οποίοι εξετάστηκαν δειγματοληπτικά.

Πέμπτον, στις σκέψεις 67 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ελήφθησαν υπόψη οι συνέπειες του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού το οποίο αφορά τη δειγματοληψία, με αποτέλεσμα να θίγεται η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου αυτού. Η διαπίστωση η οποία περιέχεται στις σκέψεις αυτές παραβλέπει ότι είναι εγγενές στοιχείο της δειγματοληψίας ότι η Επιτροπή εξετάζει μόνον τις εισαγωγές των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που περιλαμβάνονται στο δείγμα. Επομένως, είναι εύλογο να υπάρχουν πωλήσεις οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη λόγω της χρήσης δείγματος. Ωστόσο, το παράπλευρο αυτό γεγονός δεν υπονομεύει τη νομιμότητα της ανάλυσης των επιπτώσεων επί των τιμών που διενεργήθηκε βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος το οποίο ελήφθη σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

Έκτον, στις σκέψεις 34, 35, και 45 της αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε αναχαρακτηρισμό του πρώτου και του δεύτερου λόγου της ασκηθείσας προσφυγής και απεφάνθη, συνεπώς, ultra petita. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επίσης, σε νομική πλάνη, διότι προσδιόρισε εσφαλμένα την έκταση του δικαστικού ελέγχου σχετικά με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της ασκηθείσας προσφυγής. Ακόμη και εάν το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να ασκήσει τέτοιο έλεγχο, όπερ δεν ισχύει, το Γενικό Δικαστήριο δεν χαρακτήρισε ορθώς ή ακόμη παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η εξέταση της Επιτροπής.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/804 της Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 2017, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο (εκτός από χυτοσίδηρο) ή χάλυβα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα), κυκλικής διατομής, με εξωτερική διάμετρο που υπερβαίνει τα 406,4 mm, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2017, L 121, σ. 3).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/33


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Vrhovni sud (Κροατία) στις 5 Δεκεμβρίου 2019 – Ρωσική Ομοσπονδία

(Υπόθεση C-897/19)

(2020/C 45/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η κροατική

Αιτούν δικαστήριο

Vrhovni sud

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

I. N.

Ρωσική Ομοσπονδία

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 18 ΣΛΕΕ την έννοια ότι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αποφαίνεται περί της εκδόσεως σε τρίτο κράτος πολίτη κράτους που δεν είναι μεν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είναι μέλος του χώρου Σένγκεν, υποχρεούται να ενημερώνει περί της αιτήσεως εκδόσεως το κράτος μέλος του χώρου Σένγκεν του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι πολίτης;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, και εφόσον το κράτος μέλος του χώρου Σένγκεν έχει ζητήσει την έκδοση του προσώπου αυτού για την κίνηση διαδικασίας για την οποία ζητείται η έκδοση, πρέπει να του παραδοθεί το πρόσωπο αυτό κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ισλανδία και τη Νορβηγία;


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/34


Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Justice de paix du troisième canton de Charleroi (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – IZ κατά Ryanair DAC

(Υπόθεση C-735/18) (1)

(2020/C 45/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 44 της 4.2.2019.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/34


Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 2019 [αίτηση του Tribunal administratif de Paris (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – XS κατά Recteur de l’académie de Paris

(Υπόθεση C-281/19) (1)

(2020/C 45/33)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 187 της 3.6.2019.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/34


Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2019 [αίτηση του Tribunal d’instance de Nice (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – VT, WU κατά easyJet Airline Co. Ltd

(Υπόθεση C-395/19) (1)

(2020/C 45/34)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 246 της 22.7.2019.


Γενικό Δικαστήριο

10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/35


Προσφυγή της 1ης Νοεμβρίου 2019 – John Wood Group κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-749/19)

(2020/C 45/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: John Wood Group plc (Aberdeen, Ηνωμένο Βασίλειο), WGPSN (Holdings) Ltd (Aberdeen), Wood Group Investments Ltd (Aberdeen) και Amec Foster Wheeler Ltd (Knutsford, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: C. McDonnell, Barrister, B. Goren, Solicitor, M. Περιστεράκη, δικηγόρος, και K. Desai, Solicitor)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται παράνομη κρατική ενίσχυση, να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής C(2019) 2526 της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ, καθόσον με αυτό διαπιστώνεται η ύπαρξη παράνομης κρατικής ενισχύσεως, και να ακυρώσει την υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να ανακτήσει την προβαλλόμενη παράνομη κρατική ενίσχυση που οι προσφεύγουσες έλαβαν στο πλαίσιο αυτό (άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον υποχρεώνουν το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει από τις προσφεύγουσες την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση, και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν εννέα λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται ορθά το πλαίσιο, τον σκοπό και τη λειτουργία των κανόνων του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις Ελεγχόμενες Αλλοδαπές Εταιρίες (ΕΑΕ) όσον αφορά τη μεταχείριση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης. Τα συμπεράσματα της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση στηρίζονται σε πολλαπλά πρόδηλα σφάλματα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά την κατανόηση του γενικού φορολογικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, την κατανόηση των σκοπών του καθεστώτος των ΕΑΕ, το ακριβές πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως για τη χρηματοδότηση ομίλων και τον ορισμό των επιλέξιμων δανειακών σχέσεων.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα θεωρεί την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ως φορολογική απαλλαγή και συνακόλουθα ως πλεονέκτημα. Όσον αφορά τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης, η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων συνιστά φορολογική διάταξη και μέρος του ορισμού των ορίων των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ, όχι επιλεκτικό πλεονέκτημα. Η Επιτροπή δεν προέβη σε ποσοτική ανάλυση προκειμένου να αποδείξει ότι πρόκειται για πλεονέκτημα και, ελλείψει πειστικών αποδεικτικών στοιχείων ότι το επίμαχο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πλεονεκτήματος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ισχύει.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή προσδιόρισε εσφαλμένα το σύστημα αναφοράς για την αξιολόγηση των συνεπειών των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και μη ορθώς χαρακτήρισε τους κανόνες αυτούς ως διακριτό σύνολο κανόνων σε σχέση με το γενικό σύστημα φόρου εταιριών του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε ορθώς τον σκοπό των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και δεν έλαβε υπόψη τη διακριτική ευχέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκ μέρους της ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια κατά την εξέταση του ζητήματος της συγκρισιμότητας. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το διαφορετικό επίπεδο κινδύνου για τη φορολογική βάση του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που δεν φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση δανείων στο εσωτερικό του ομίλου είναι συγκρίσιμη με τη χορήγηση δανείων σε τρίτα μέρη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα μέτρα σχετικά με τις ΕΑΕ συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συμβατότητα των επίμαχων μέτρων με τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράλογη και ασυνεπής, στο μέτρο που η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι η εφαρμογή του κεφαλαίου 9 του μέρους 9Α του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] δικαιολογείται στις περιπτώσεις στις οποίες ο μοναδικός λόγος για την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ, στο πλαίσιο της περιπτώσεως που αναφέρεται στο ως άνω κεφάλαιο 5 είναι το κριτήριο του «συνδεδεμένου με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφαλαίου», με το σκεπτικό ότι το εν λόγω κριτήριο μπορεί να είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, πλην όμως ταυτόχρονα, και χωρίς να παράσχει επαρκή αιτιολογία, δέχθηκε ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δεν δικαιολογείται ποτέ σε περιπτώσεις στις οποίες το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών θα είχε ως συνέπεια την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5. Συγκεκριμένα, το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, ούτως ώστε η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δικαιολογούνταν και σε σχέση με το εν λόγω κριτήριο και συνακόλουθα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον αυτή επικυρωθεί, διά της ανακτήσεως από τις προσφεύγουσες της προβαλλόμενης κρατικής ενισχύσεως θα έχει ως συνέπεια παραβίαση θεμελιωδών αρχών του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεδομένου ότι οι επίμαχες ΕΑΕ, στην περίπτωση των προσφευγουσών, είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η διαταγή περί ανακτήσεως που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβάσιμη και αντίθετη προς θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κρίσιμα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως το συμπέρασμα ότι η επιβάρυνση ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5 θα μπορούσε να επιβληθεί κάνοντας χρήση του κριτηρίου των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών χωρίς δυσκολία ή δυσανάλογο βάρος.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει, επίσης, την αρχή της χρηστής διοικήσεως η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να προβλέπει τον διαφανή και προβλέψιμο χαρακτήρα των διοικητικών διαδικασιών της και να λαμβάνει τις αποφάσεις της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Δεν είναι λογικό η Επιτροπή να χρειάζεται περισσότερα από τέσσερα έτη για την έκδοση της αποφάσεώς της για την κίνηση διαδικασίας έρευνας στην υπό κρίση υπόθεση και να εκδίδει απόφαση περισσότερο από έξι έτη μετά από την έναρξη ισχύος του επίδικου μέτρου


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/36


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Rio Tinto European Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-762/19)

(2020/C 45/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Rio Tinto European Holdings Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο), Rio Tinto International Holdings Ltd (Λονδίνο) και Rio Tinto Simfer UK Ltd (Λονδίνο) (εκπρόσωποι: N. Niejahr και B. Hoorelbeke, δικηγόροι, A. Stratakis και P. O’Gara, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1), καθόσον με αυτή διαπιστώνεται ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και διατάσσεται η επιστροφή της εντόκως, μεταξύ άλλων από τις προσφεύγουσες·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που με αυτή διατάσσεται η επιστροφή της ασυμβίβαστης ενισχύσεως εντόκως, μεταξύ άλλων από τις προσφεύγουσες·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών σχετικά με την παρούσα διαδικασία.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως:

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα:

α)

στις εταιρίες που κάνουν χρήση της εξαιρέσεως του 75 % για χαμηλού κινδύνου επιλέξιμες δανειακές σχέσεις, διότι η Επιτροπή:

εσφαλμένως χαρακτήρισε το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ ως το σύστημα αναφοράς·

υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η εξαίρεση του 75 % συνιστά παρέκκλιση από το φορολογικό σύστημα αναφοράς, δεδομένου ότι:

(i)

η διαπίστωση περί παρεκκλίσεως στηρίζεται εσφαλμένα στη νομοθετική τεχνική·

(ii)

το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών δεν αποτελεί το κεντρικό κριτήριο για το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ, και

(iii)

οι επιλέξιμες και μη επιλέξιμες δανειακές σχέσεις δεν τελούν στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση και, εν πάση περιπτώσει, υπέπεσε σε νομική πλάνη καθόσον εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν ή στηρίχθηκε υπερβολικά στους όρους της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου·

υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η εξαίρεση του 75 % δεν δικαιολογείται από τη φύση και τη συνολική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος με τον ίδιο τρόπο όπως η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ που εφαρμόζεται σε μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης τα οποία εμπίπτουν στο άρθρο 371EC του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010].

β)

στις εταιρίες που κάνουν χρήση των εξαιρέσεων σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον, διότι η Επιτροπή:

εσφαλμένως χαρακτήρισε το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ ως το σύστημα αναφοράς·

υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι εξαιρέσεις σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον συνιστούν παρέκκλιση από το φορολογικό σύστημα αναφοράς, δεδομένου ότι:

(i)

η διαπίστωση περί παρεκκλίσεως στηρίζεται εσφαλμένα στη νομοθετική τεχνική και το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών δεν αποτελεί το κεντρικό κριτήριο για το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ·

(ii)

οι φορολογούμενοι οι οποίοι μπορούν να επικαλεσθούν τις εξαιρέσεις σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον δεν βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση με τους φορολογούμενους οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να τις επικαλεσθούν.

υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι οι εξαιρέσεις σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον δεν δικαιολογούνται από τη φύση και τη συνολική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν απέδειξε ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, καθόσον χαρακτήρισε το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως ως ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση η οποία δεν παραβιάζει την ελευθερία εγκαταστάσεως όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθόσον:

μεταχειρίστηκε τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης που προκύπτουν από επιλέξιμα δάνεια κατά τον ίδιο τρόπο με τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης που προκύπτουν από μη επιλέξιμα δάνεια, και

μεταχειρίστηκε την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ διαφορετικά αναλόγως του αν τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης εμπίπτουν στα άρθρα 371EB ή 371EC του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010].

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, επικουρικώς, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου, καθόσον διέταξε την επιστροφή των ποσών των προβαλλόμενων ασυμβίβαστων ενισχύσεων από τους δικαιούχους του προβαλλόμενου μέτρου ενισχύσεως, διότι η επιστροφή αυτή παραβιάζει γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμένα την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/38


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Ultra Electronics Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-763/19)

(2020/C 45/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Ultra Electronics Holdings plc (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο), DF Group Ltd (Λονδίνο) και Ultra Electronics Swiss Holdings Company Ltd (Λονδίνο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός τους (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/40


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Keller Holdings κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-764/19)

(2020/C 45/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Keller Holdings Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/41


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Genus Investments κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-765/19)

(2020/C 45/39)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Genus Investments Ltd (Basingstoke, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/43


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Just Eat Holding κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-766/19)

(2020/C 45/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Just Eat Holding Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/45


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Markit Group κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-767/19)

(2020/C 45/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Markit Group Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/46


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Elementis κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-768/19)

(2020/C 45/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Elementis Holdings Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/48


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Informa κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-769/19)

(2020/C 45/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Informa plc (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο), Maypond Ltd (Δουβλίνο, Ιρλανδία), Tanahol Ltd (Δουβλίνο) και Colonygrove Ltd (Λονδίνο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και/ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός τους (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/50


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – Merlin UK Finco 1 κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-770/19)

(2020/C 45/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Merlin UK Finco 1 Ltd (Poole, Ηνωμένο Βασίλειο), Merlin UK Finco 2 Ltd (Poole), Charcoal Newco 1 Ltd (Poole) και Charcoal Newco 1A Ltd (Poole) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός των (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/51


Προσφυγή της 11ης Νοεμβρίου 2019 – Experian Finance 2012 κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-771/19)

(2020/C 45/45)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Experian Finance 2012 Ltd (Νόττινχαμ, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/53


Προσφυγή της 11ης Νοεμβρίου 2019 – William Grant & Sons και William Grant & Sons Investments κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-772/19)

(2020/C 45/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: William Grant & Sons Holdings Ltd (Dufftown, Ηνωμένο Βασίλειο) και William Grant & Sons Investments Ltd (Dufftown) (εκπρόσωποι: C. McDonnell, Barrister, B. Goren, Solicitor, M. Περιστεράκη, δικηγόρος, και K. Desai, Solicitor)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται παράνομη κρατική ενίσχυση, να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως C(2019) 2526 τελικό της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ, καθόσον με αυτό διαπιστώνεται η ύπαρξη παράνομης κρατικής ενισχύσεως, και να ακυρώσει την υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να ανακτήσει την προβαλλόμενη παράνομη κρατική ενίσχυση που οι προσφεύγουσες έλαβαν στο πλαίσιο αυτό (άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον υποχρεώνουν το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει από τις προσφεύγουσες την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση, και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν εννέα λόγους ακυρώσεως:

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται ορθά το πλαίσιο, τον σκοπό και τη λειτουργία των κανόνων του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις Ελεγχόμενες Αλλοδαπές Εταιρίες (ΕΑΕ) όσον αφορά τη μεταχείριση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης. Τα συμπεράσματα της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση στηρίζονται σε πολλαπλά πρόδηλα σφάλματα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά την κατανόηση του γενικού φορολογικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, την κατανόηση των σκοπών του καθεστώτος των ΕΑΕ, το ακριβές πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως για τη χρηματοδότηση ομίλων και τον ορισμό των επιλέξιμων δανειακών σχέσεων.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα θεωρεί την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ως φορολογική απαλλαγή και συνακόλουθα ως πλεονέκτημα. Όσον αφορά τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης, η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων συνιστά φορολογική διάταξη και μέρος του ορισμού των ορίων των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ, όχι επιλεκτικό πλεονέκτημα. Η Επιτροπή δεν προέβη σε ποσοτική ανάλυση προκειμένου να αποδείξει ότι πρόκειται για πλεονέκτημα και, ελλείψει πειστικών αποδεικτικών στοιχείων ότι το επίμαχο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πλεονεκτήματος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ισχύει.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή προσδιόρισε εσφαλμένα το σύστημα αναφοράς για την αξιολόγηση των συνεπειών των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και μη ορθώς χαρακτήρισε τους κανόνες αυτούς ως διακριτό σύνολο κανόνων σε σχέση με το γενικό σύστημα φόρου εταιριών του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε ορθώς τον σκοπό των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και δεν έλαβε υπόψη τη διακριτική ευχέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκ μέρους της ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια κατά την εξέταση του ζητήματος της συγκρισιμότητας. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το διαφορετικό επίπεδο κινδύνου για τη φορολογική βάση του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που δεν φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση δανείων στο εσωτερικό του ομίλου είναι συγκρίσιμη με τη χορήγηση δανείων σε τρίτα μέρη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα μέτρα σχετικά με τις ΕΑΕ συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συμβατότητα των επίμαχων μέτρων με τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράλογη και ασυνεπής, στο μέτρο που η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι η εφαρμογή του κεφαλαίου 9 του μέρους 9Α του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] δικαιολογείται στις περιπτώσεις στις οποίες ο μοναδικός λόγος για την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ, στο πλαίσιο της περιπτώσεως που αναφέρεται στο κεφάλαιο 5 του ως άνω μέρους 9Α, είναι το κριτήριο του «συνδεδεμένου με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφαλαίου», με το σκεπτικό ότι το εν λόγω κριτήριο μπορεί να είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, πλην όμως ταυτόχρονα, και χωρίς να παράσχει επαρκή αιτιολογία, δέχθηκε ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δεν δικαιολογείται ποτέ σε περιπτώσεις στις οποίες το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών θα είχε ως συνέπεια την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5. Συγκεκριμένα, το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, ούτως ώστε η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δικαιολογούνταν και σε σχέση με το εν λόγω κριτήριο και συνακόλουθα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον αυτή επικυρωθεί, διά της ανακτήσεως από τις προσφεύγουσες της προβαλλόμενης κρατικής ενισχύσεως θα έχει ως συνέπεια παραβίαση θεμελιωδών αρχών του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεδομένου ότι οι επίμαχες ΕΑΕ, στην περίπτωση των προσφευγουσών, είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η διαταγή περί ανακτήσεως που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβάσιμη και αντίθετη προς θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κρίσιμα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως το συμπέρασμα ότι η επιβάρυνση ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5 θα μπορούσε να επιβληθεί κάνοντας χρήση του κριτηρίου των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών χωρίς δυσκολία ή δυσανάλογο βάρος.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει, επίσης, την αρχή της χρηστής διοικήσεως η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να προβλέπει τον διαφανή και προβλέψιμο χαρακτήρα των διοικητικών διαδικασιών της και να λαμβάνει τις αποφάσεις της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Δεν είναι λογικό η Επιτροπή να χρειάζεται περισσότερα από τέσσερα έτη για την έκδοση της αποφάσεώς της για την κίνηση διαδικασίας έρευνας στην υπό κρίση υπόθεση και να εκδίδει απόφαση περισσότερο από έξι έτη μετά από την έναρξη ισχύος του επίδικου μέτρου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/54


Προσφυγή της 11ης Νοεμβρίου 2019 – BAE Systems κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-773/19)

(2020/C 45/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: BAE Systems plc (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: N. Gràcia Malfeito, δικηγόρος, W. Leslie, Solicitor, και I. Lunneryd, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2019) 2526 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896, που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιριών (ΕΑΕ)·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το οικείο σύστημα αναφοράς αποτελούνταν από τους κανόνες περί ΕΑΕ και όχι από το σύστημα φορολόγησης εταιριών του ΗΒ. Ειδικότερα, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι το σύστημα αναφοράς είναι οι κανόνες του ΗΒ περί ΕΑΕ εφαρμόζει εσφαλμένα τη νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ. Η Επιτροπή, αντ’ αυτού, έπρεπε να διαπιστώσει ότι το εφαρμοστέο σύστημα αναφοράς ήταν το σύστημα φορολόγησης εταιριών του ΗΒ, του οποίου οι κανόνες περί ΕΑΕ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τους σκοπούς του συστήματος αναφοράς.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέλειψε να αιτιολογήσει τη θέση της ότι η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ισοδυναμεί με επιλεκτική απόκλιση από το σύστημα αναφοράς, και ειδικότερα, ότι επιχειρήσεις που λαμβάνουν άλλους τύπους μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομικά και πραγματική κατάσταση με επιχειρήσεις που λαμβάνουν μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης από επιλέξιμα δάνεια. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έσφαλε καθόσον διαπίστωσε ότι μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης από ανάντη δάνεια και moneyboxes δεν έχουν ως συνέπεια ουσιωδώς μεγαλύτερο κίνδυνο τεχνητής διοχέτευσης από τα επιλέξιμα δάνεια. Επιπλέον, η Επιτροπή έσφαλε καθόσον επικεντρώθηκε στη νομοθετική τεχνική και όχι στα αποτελέσματα της εξαίρεσης για τη χρηματοδότηση ομίλων.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέλειψε να αιτιολογήσει τη θέση της ότι η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων δεν αιτιολογούνταν από τη φύση και τη γενική διάρθρωση των φορολογικών κανόνων σχετικά με το κριτήριο των καθηκόντων σημαινόντων στελεχών. Ειδικότερα, η Επιτροπή έσφαλε καθόσον διαπίστωσε ότι η διοικητική επιβάρυνση για την εφαρμογή του κριτηρίου των καθηκόντων σημαινόντων στελεχών δεν δικαιολογεί την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων και ότι η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων δεν δικαιολογείται από την ανάγκη συμμόρφωσης προς τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Η εκτίμηση της Επιτροπής βασίζεται σε μη τεκμηριωμένα επιχειρήματα και δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται πλεονέκτημα, πέραν της απλής αναφοράς στην ενδεχόμενη ύπαρξη πλεονεκτήματος υπό ορισμένες συνθήκες.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/55


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – FA Sub 3 κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-774/19)

(2020/C 45/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: FA Sub 3 Ltd (Τορτόλα, Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/57


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Sheldon και Kingfisher International κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-775/19)

(2020/C 45/49)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Sheldon Holdings Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) και Kingfisher International Holdings Ltd (Λονδίνο) (εκπρόσωποι: G. Motta και N. Baeten, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

i)

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1) στο σύνολό της

ii)

επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, καθόσον διαπιστώνει ότι το τμήμα 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (Διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010)] ισοδυναμούσε με παράνομη κρατική ενίσχυση για τους σκοπούς του άρθρου 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

iii)

όλως επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2, 3, και 4 της απόφασης (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής·

iv)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έντεκα λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή επέλεξε εσφαλμένο σύστημα αναφοράς όσον αφορά την ανάλυση επιλεξιμότητας. Αξιολογούμενο με βάση το ορθό σύστημα αναφοράς, το καθεστώς της εξαίρεσης για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») δεν αποτελεί απόκλιση και δεν είναι επιλεκτικό.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως τον χαρακτήρα του κύριου σκοπού του συστήματος αναφοράς το οποίο επέλεξε και δεν έλαβε υπόψη όλους τους σκοπούς του συστήματος αυτού, με αποτέλεσμα να εφαρμόσει στην ανάλυσή της εσφαλμένο και υποθετικό σύστημα αναφοράς.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε ουσιωδώς εσφαλμένως τον ρόλο του επίδικου μέτρου, κατά τα φαινόμενα στηριζόμενη στην εσφαλμένη βάση σχετικά με την κανονιστική τεχνική. Κατ’ ορθή ερμηνεία, το επίδικο μέτρο δεν συνιστά απόκλιση από το επιλεγέν από την Επιτροπή σύστημα αναφοράς.

4.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο προέβαινε σε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων που ήταν συγκρίσιμες υπό το πρίσμα των σκοπών του επιλεγέντος συστήματος αναφοράς.

5.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι το επίδικο μέτρο δεν συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα επειδή απορρέει από τις κατευθυντήριες αρχές και προκύπτει από τον χαρακτήρα του επιλεγέντος από την Επιτροπή συστήματος αναφοράς, είναι δε εγγενής μηχανισμός αναγκαίος για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού.

6.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται ότι η απόφαση της Επιτροπής βαίνει πέραν των εξουσιών που αυτή διαθέτει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και προσβάλλει τη φορολογική κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου.

7.

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται ότι η διεξαγωγή της έρευνας της Επιτροπής για το επίδικο μέτρο είχε ως αποτέλεσμα παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (1), καθώς και του καθήκοντος χρηστής διοίκησης που υπέχει δυνάμει του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.

Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει δυνάμει του άρθρου 296 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αναγνώρισε ότι το τμήμα 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (Διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010) ήταν πλήρως δικαιολογημένο και δεν αποτελούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα.

10.

Με τον δέκατο λόγο προβάλλεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί ανάκτηση της ενίσχυσης καθόσον, κατόπιν της υπόθεσης C-196/04, Cadbury Schweppes (2), τούτο θα παραβίαζε γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ σχετικά με τη θεμελιώδη ελευθερία εγκατάστασης.

11.

Με τον ενδέκατο λόγο προβάλλεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί ανάκτηση της ενίσχυσης, επειδή οι οδηγίες της Επιτροπής σχετικά με την ανάκτηση εκδόθηκαν κατά υπέρβαση εξουσίας και παραβιάζουν γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ σχετικά με την ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015 L 248, σ. 9).

(2)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes plc και Cadbury Schweppes Overseas Ltd κατά Commissioners of Inland Revenue (υπόθεση C-196/04, EU:C:2006:554).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/59


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – JIB Overseas κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-776/19)

(2020/C 45/50)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: JIB Overseas Holdings Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/60


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – RDI Reit κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-778/19)

(2020/C 45/51)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: RDI Reit plc (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: C. McDonnell, Barrister, B. Goren, Solicitor, Μ. Περιστεράκη, δικηγόρος, και K. Desai, Solicitor)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται παράνομη κρατική ενίσχυση, να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένη; αποφάσεως C(2019) 2526 τελικό της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ, καθόσον με αυτό διαπιστώνεται η ύπαρξη παράνομης κρατικής ενισχύσεως, και να ακυρώσει την υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να ανακτήσει την προβαλλόμενη παράνομη κρατική ενίσχυση που η προσφεύγουσα έλαβε στο πλαίσιο αυτό (άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον υποχρεώνουν το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση, και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους ακυρώσεως:

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται ορθά το πλαίσιο, τον σκοπό και τη λειτουργία των κανόνων του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρίες (ΕΑΕ) όσον αφορά τη μεταχείριση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης. Τα συμπεράσματα της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση στηρίζονται σε πολλαπλά πρόδηλα σφάλματα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά την κατανόηση του γενικού φορολογικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, την κατανόηση των σκοπών του καθεστώτος των ΕΑΕ, το ακριβές πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως για τη χρηματοδότηση ομίλων και τον ορισμό των επιλέξιμων δανειακών σχέσεων.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα θεωρεί την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ως φορολογική απαλλαγή και συνακόλουθα ως πλεονέκτημα. Όσον αφορά τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης, η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων συνιστά φορολογική διάταξη και μέρος του ορισμού των ορίων των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ, όχι επιλεκτικό πλεονέκτημα. Η Επιτροπή δεν προέβη σε ποσοτική ανάλυση προκειμένου να αποδείξει ότι πρόκειται για πλεονέκτημα και, ελλείψει πειστικών αποδεικτικών στοιχείων ότι το επίμαχο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πλεονεκτήματος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ισχύει.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή προσδιόρισε εσφαλμένα το σύστημα αναφοράς για την αξιολόγηση των συνεπειών των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και μη ορθώς χαρακτήρισε τους κανόνες αυτούς ως διακριτό σύνολο κανόνων σε σχέση με το γενικό σύστημα φόρου εταιριών του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε ορθώς τον σκοπό των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και δεν έλαβε υπόψη τη διακριτική ευχέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκ μέρους της ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια κατά την εξέταση του ζητήματος της συγκρισιμότητας. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το διαφορετικό επίπεδο κινδύνου για τη φορολογική βάση του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που δεν φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση δανείων στο εσωτερικό του ομίλου είναι συγκρίσιμη με τη χορήγηση δανείων σε τρίτα μέρη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα μέτρα σχετικά με τις ΕΑΕ συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συμβατότητα των επίμαχων μέτρων με τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράλογη και ασυνεπής, στο μέτρο που η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι η εφαρμογή του κεφαλαίου 9 του μέρους 9Α του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] δικαιολογείται στις περιπτώσεις στις οποίες ο μοναδικός λόγος για την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ, στο πλαίσιο της περιπτώσεως που αναφέρεται στο κεφάλαιο 5 του ως άνω μέρους 9Α, είναι το κριτήριο του «συνδεδεμένου με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφαλαίου», με το σκεπτικό ότι το εν λόγω κριτήριο μπορεί να είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, πλην όμως ταυτόχρονα, και χωρίς να παράσχει επαρκή αιτιολογία, δέχθηκε ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δεν δικαιολογείται ποτέ σε περιπτώσεις στις οποίες το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών θα είχε ως συνέπεια την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5. Συγκεκριμένα, το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, ούτως ώστε η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δικαιολογούνταν και σε σχέση με το εν λόγω κριτήριο και συνακόλουθα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον αυτή επικυρωθεί, διά της ανακτήσεως από την προσφεύγουσα της προβαλλόμενης κρατικής ενισχύσεως θα έχει ως συνέπεια παραβίαση θεμελιωδών αρχών του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεδομένου ότι οι επίμαχες ΕΑΕ, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η διαταγή περί ανακτήσεως που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβάσιμη και αντίθετη προς θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κρίσιμα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως το συμπέρασμα ότι η επιβάρυνση ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5 θα μπορούσε να επιβληθεί κάνοντας χρήση του κριτηρίου των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών χωρίς δυσκολία ή δυσανάλογο βάρος.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει, επίσης, την αρχή της χρηστής διοικήσεως η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να προβλέπει τον διαφανή και προβλέψιμο χαρακτήρα των διοικητικών διαδικασιών της και να λαμβάνει τις αποφάσεις της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Δεν είναι λογικό η Επιτροπή να χρειάζεται περισσότερα από τέσσερα έτη για την έκδοση της αποφάσεώς της για την κίνηση διαδικασίας έρευνας στην υπό κρίση υπόθεση και να εκδίδει απόφαση περισσότερο από έξι έτη μετά από την έναρξη ισχύος του επίδικου μέτρου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/62


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Ashtead Financing κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-779/19)

(2020/C 45/52)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ashtead Financing Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/64


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Smith & Nephew USD και Smith & Nephew USD One κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-780/19)

(2020/C 45/53)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Smith & Nephew USD Ltd (Watford, Ηνωμένο Βασίλειο) και Smith & Nephew USD One Ltd (Watford) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ ή την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός τους (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/65


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Rigid Plastic Containers Finance και RPC Pisces Holdings κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-781/19)

(2020/C 45/54)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Rigid Plastic Containers Finance Ltd (Rushden, Ηνωμένο Βασίλειο) και RPC Pisces Holdings Ltd (Rushden) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός των (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/67


Προσφυγή της 8ης Νοεμβρίου 2019 – St Schrader Holding Company UK κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-782/19)

(2020/C 45/55)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: St Schrader Holding Company UK Ltd (Swindon, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/69


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – Royal Mail Investments κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-783/19)

(2020/C 45/56)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Royal Mail Investments Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: M. Whitehouse και P. Halford, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ (ΕΕ 2019, L 216, σ. 1

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έντεκα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι το καθεστώς σχετικά με την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων («το επίδικο μέτρο») είχε ως συνέπεια οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στην έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και/ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της ανάλυσης «επιλεκτικότητας».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένα ή ελλιπώς και δεν αντιλήφθηκε ορθώς τους σχετικούς σκοπούς του συστήματος αναφοράς το οποίο επελέγη.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως συνεπαγόμενο παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς το οποίο επελέγη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον εσφαλμένως χαρακτήρισε το επίδικο μέτρο ως εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, κρίνοντας εσφαλμένως ότι συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση επιχειρήσεων ευρισκομένων σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έλαβε υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου κατά την εκ μέρους της εκτίμηση της επιλεκτικότητας του επίδικου μέτρου, ενώ η πράξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο μέτρο συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία συνιστά προσβολή της φορολογικής κυριαρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως καθόσον έκρινε ότι η προβαλλόμενη εξαίρεση δεν δικαιολογείται όσον αφορά τη φορολόγηση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης τα οποία προκύπτουν από επιλέξιμες δανειακές σχέσεις που εμπίπτουν εκ πρώτης όψεως στο άρθρο 371EB («Δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο) του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010]. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις σχετικά με το «αντιστοιχισμένο συμφέρον» και τους «επιλέξιμους πόρους», η απόφαση της Επιτροπής στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους δικαιολογητικούς λόγους ή την έλλειψη αυτών.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2) του Συμβουλίου καθώς και το καθήκον χρηστής διοικήσεως κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην απόφασή της περί κινήσεως της διαδικασίας ότι είχε αμφιβολίες σχετικά με τη δικαιολόγηση της εξαιρέσεως του 75 % βάσει του άρθρου 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] προκειμένου να αποφευχθούν οι πρακτικές δυσχέρειες της ανάλυσης των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών σε σχέση με δραστηριότητες που αφορούν τον δανεισμό στο εσωτερικό του ομίλου, γεγονός που θα παρείχε την ευκαιρία στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό· κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς το σημείο αυτό· και στην προσβαλλόμενη απόφαση επέλεξε να αγνοήσει τις παρατηρήσεις που είχαν πράγματι υποβληθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανίσχυρη.

10.

Με τον δέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επιβολή φόρου σε βάρος εταιρίας του Ηνωμένου Βασιλείου επί των κερδών των αλλοδαπών θυγατρικών «στον βαθμό που αυτά μπορεί να καταλογιστούν σε εγχώρια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες» δεν θέτει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και ότι το επίδικο μέτρο δεν ήταν απαραίτητο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη.

Προς στήριξη του αιτήματός της (επικουρικώς) περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τον ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

11.

Με τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό (πράγμα το οποίο δεν ισχύει) ότι το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης και διατάσσοντας την ανάκτηση ανεξάρτητα από το αν η ίδρυση ΕΑΕ και η εκ μέρους της χορήγηση δανείων σε αλλοδαπές εταιρίες του ομίλου συνεπάγεται πράγματι άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, η ανάκτηση θίγει την ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που τούτο συμβαίνει, η διαταγή περί ανακτήσεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/70


Προσφυγή της 12ης Νοεμβρίου 2019 – William Hill και William Hill Organization κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-784/19)

(2020/C 45/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: William Hill plc (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) και William Hill Organization Ltd (Λονδίνο) (εκπρόσωποι: C. McDonnell, Barrister, B. Goren, Solicitor, Μ. Περιστεράκη, δικηγόρος, και K. Desai, Solicitor)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται παράνομη κρατική ενίσχυση, να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως C(2019) 2526 τελικό της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιριών (ΕΑΕ), καθόσον με αυτό διαπιστώνεται η ύπαρξη παράνομης κρατικής ενισχύσεως, και να ακυρώσει την υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να ανακτήσει την προβαλλόμενη παράνομη κρατική ενίσχυση που οι προσφεύγουσες έλαβαν στο πλαίσιο αυτό (άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον υποχρεώνουν το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει από τις προσφεύγουσες την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση, και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν εννέα λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται ορθά το πλαίσιο, τον σκοπό και τη λειτουργία των κανόνων του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ όσον αφορά τη μεταχείριση των μη εμπορικών κερδών χρηματοδότησης. Τα συμπεράσματα της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση στηρίζονται σε πολλαπλά πρόδηλα σφάλματα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά την κατανόηση του γενικού φορολογικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, την κατανόηση των σκοπών του καθεστώτος των ΕΑΕ, το ακριβές πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως για τη χρηματοδότηση ομίλων και τον ορισμό των επιλέξιμων δανειακών σχέσεων.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα θεωρεί την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ως φορολογική απαλλαγή και συνακόλουθα ως πλεονέκτημα. Όσον αφορά τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης, η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων συνιστά φορολογική διάταξη και μέρος του ορισμού των ορίων των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ, όχι επιλεκτικό πλεονέκτημα. Η Επιτροπή δεν προέβη σε ποσοτική ανάλυση προκειμένου να αποδείξει ότι πρόκειται για πλεονέκτημα και, ελλείψει πειστικών αποδεικτικών στοιχείων ότι το επίμαχο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πλεονεκτήματος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ισχύει.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή προσδιόρισε εσφαλμένα το σύστημα αναφοράς για την αξιολόγηση των συνεπειών των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και μη ορθώς χαρακτήρισε τους κανόνες αυτούς ως διακριτό σύνολο κανόνων σε σχέση με το γενικό σύστημα φόρου εταιριών του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε ορθώς τον σκοπό των κανόνων σχετικά με τις ΕΑΕ και δεν έλαβε υπόψη τη διακριτική ευχέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκ μέρους της ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια κατά την εξέταση του ζητήματος της συγκρισιμότητας. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το διαφορετικό επίπεδο κινδύνου για τη φορολογική βάση του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χορηγήσεως δανείων σε οντότητα του ομίλου που δεν φορολογείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση δανείων στο εσωτερικό του ομίλου είναι συγκρίσιμη με τη χορήγηση δανείων σε τρίτα μέρη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα μέτρα σχετικά με τις ΕΑΕ συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη συμβατότητα των επίμαχων μέτρων με τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράλογη και ασυνεπής, στο μέτρο που η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι η εφαρμογή του κεφαλαίου 9 του μέρους 9Α του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] δικαιολογείται στις περιπτώσεις στις οποίες ο μοναδικός λόγος για την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ, στο πλαίσιο της περιπτώσεως που αναφέρεται στο κεφάλαιο 5 του ως άνω μέρους 9Α, είναι το κριτήριο του «συνδεδεμένου με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφαλαίου», με το σκεπτικό ότι το εν λόγω κριτήριο μπορεί να είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, πλην όμως ταυτόχρονα, και χωρίς να παράσχει επαρκή αιτιολογία, δέχθηκε ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δεν δικαιολογείται ποτέ σε περιπτώσεις στις οποίες το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών θα είχε ως συνέπεια την επιβολή επιβάρυνσης ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5. Συγκεκριμένα, το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, ούτως ώστε η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι η εφαρμογή του εν λόγω κεφαλαίου 9 δικαιολογούνταν και σε σχέση με το εν λόγω κριτήριο και συνακόλουθα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον αυτή επικυρωθεί, διά της ανακτήσεως από τις προσφεύγουσες της προβαλλόμενης κρατικής ενισχύσεως θα έχει ως συνέπεια παραβίαση θεμελιωδών αρχών του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεδομένου ότι οι επίμαχες ΕΑΕ, στην περίπτωση των προσφευγουσών, είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η διαταγή περί ανακτήσεως που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβάσιμη και αντίθετη προς θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κρίσιμα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως το συμπέρασμα ότι η επιβάρυνση ΕΑΕ βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 5 θα μπορούσε να επιβληθεί κάνοντας χρήση του κριτηρίου των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών χωρίς δυσκολία ή δυσανάλογο βάρος.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει, επίσης, την αρχή της χρηστής διοικήσεως η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να προβλέπει τον διαφανή και προβλέψιμο χαρακτήρα των διοικητικών διαδικασιών της και να λαμβάνει τις αποφάσεις της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Δεν είναι λογικό η Επιτροπή να χρειάζεται περισσότερα από τέσσερα έτη για την έκδοση της αποφάσεώς της για την κίνηση διαδικασίας έρευνας στην υπό κρίση υπόθεση και να εκδίδει απόφαση περισσότερο από έξι έτη μετά από την έναρξη ισχύος του επίδικου μέτρου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/72


Προσφυγή της 13ης Νοεμβρίου 2019 – Anglo American International κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-785/19)

(2020/C 45/58)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Anglo American International Holdings Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωπος: M. Anderson, Solicitor)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2019 στο σύνολό της, καθόσον αφορά την προσφεύγουσα·

επικουρικώς, να διατάξει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί, ζημίες, ελαφρύνσεις ή απαλλαγές από τις οποίες μπορούσε να επωφεληθεί η προσφεύγουσα όταν ζήτησε την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ή από τις οποίες θα μπορούσε να επωφεληθεί τότε αν δεν είχε ζητήσει την Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων, πρέπει σε κάθε περίπτωση να ληφθούν υπόψη, ακόμη και αν η δυνατότητα επικλήσεως των εν λόγω ζημιών, ελαφρύνσεων ή απαλλαγών έχει πλέον παραγραφεί βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου, τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για αυτόματη διαδικασία·

σε κάθε περίπτωση, να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η καθής δεν απέδειξε ότι η Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων συνιστά πλεονέκτημα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής δεν απέδειξε ότι η Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων συνιστά πλεονέκτημα σε κάθε περίπτωση που εφαρμόζεται.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι δεν υπήρχε κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η αίτηση εφαρμογής της Εξαίρεσης για τη Χρηματοδότηση Ομίλων οδήγησε αδιαμφισβήτητα σε μείωση του βρετανικού φόρου εταιριών.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων δεν ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών. Η Επιτροπή έσφαλε καθόσον (i) προσδιόρισε το σύστημα αναφοράς με ιδιαίτερα στενό τρόπο, ήτοι υπάγοντάς το στους κανόνες του μέρους 9A του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας του 2010 (Διεθνείς και λοιπές διατάξεις)], αντί για το ευρύτερο βρετανικό σύστημα φορολογίας εταιριών, (ii) δεν έλαβε υπόψη ότι το κεφάλαιο 9 του εν λόγω μέρους 9A δεν συνιστά παρέκκλιση από το κεφάλαιο 5 αυτού, και (iii) δεν αναγνώρισε ότι, ακόμη και αν το εν λόγω κεφάλαιο 9 συνιστά παρέκκλιση από το κεφάλαιο 5, δικαιολογείται από τη φύση ή τη γενική οικονομία του εν λόγω μέρους 9A.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων δεν επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έσφαλε καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων είναι ικανή να επηρεάσει τις επιλογές των πολυεθνικών ομίλων όσον αφορά την τοποθεσία στην οποία ασκούνται τα καθήκοντά τους χρηματοδοτήσεως και την τοποθεσία της έδρας τους εντός της Ένωσης.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων δεν στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι αίτηση εφαρμογής της Εξαίρεσης για τη Χρηματοδότηση Ομίλων οδήγησε αδιαμφισβήτητα σε μείωση του βρετανικού φόρου εταιριών.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι ανάκτηση της προβαλλόμενης ενισχύσεως έρχεται σε αντίθεση με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο έλεγχος βάσει των Καθηκόντων των Σημαινόντων Στελεχών που προβλέπεται στο τμήμα 371ΕΒ του εν λόγω μέρους 5 δεν παρέχει ασφάλεια δικαίου, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως για να αντιμετωπίσει την εν λόγω ανασφάλεια και ότι η καθής παρέβη το καθήκον της να διεξαγάγει πλήρη ανάλυση όλων των κρίσιμων παραγόντων. Η καθής, διατάσσοντας την ανάκτηση ενισχύσεως, ενήργησε αντίθετα προς το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (1) του Συμβουλίου, το οποίο απαγορεύει την ανάκτηση ενισχύσεως σε περίπτωση που η ανάκτηση αυτή είναι αντίθετη προς γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι το επιλεκτικό πλεονέκτημα θα καταργούνταν και δεν θα απαιτούνταν ανάκτηση, αν το Ηνωμένο Βασίλειο επέκτεινε αναδρομικά την Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων σε ανάντη δάνεια και σε δάνεια προς τρίτους. Η Επιτροπή δεν αναγνώρισε ότι η λήψη τέτοιου είδους μέτρων καταργεί οποιοδήποτε επιλεκτικό πλεονέκτημα (υποθέτοντας προς το παρόν ότι υπάρχει τέτοιο πλεονέκτημα) και στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται παράνομη κρατική ενίσχυση που πρέπει να ανακτηθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί, ζημίες, ελαφρύνσεις ή απαλλαγές από τις οποίες μπορούσε να επωφεληθεί η προσφεύγουσα (είτε δυνάμει αξίωσης, επιλογής ή αυτομάτως) όταν ζητούσε την Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων, ή από τις οποίες θα μπορούσε να επωφεληθεί τότε αν δεν είχε ζητήσει την Εξαίρεση για τη Χρηματοδότηση Ομίλων, πρέπει να ληφθούν υπόψη, ακόμη και αν η δυνατότητα επικλήσεως των εν λόγω ζημιών, ελαφρύνσεων ή απαλλαγών έχει παραγραφεί βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι αυτή είναι η ορθή ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως αλλά, εφόσον τούτο δεν γίνεται δεκτό, η εν λόγω απόφαση είναι εσφαλμένη διότι, μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοιου είδους ζημίες, ελαφρύνσεις ή απαλλαγές, οδηγεί σε υπερεκτίμηση του ποσού της ενισχύσεως η οποία επιφέρει στρέβλωση στην εσωτερική αγορά.

9.

Με τον ένατο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη θέση της σε σχέση με την απαλλαγή επιλέξιμων πόρων και την απαλλαγή του αντιστοιχισμένου συμφέροντος και δεν διεξήγαγε πλήρη ανάλυση όλων των κρίσιμων παραγόντων. Η Επιτροπή δεν διέκρινε μεταξύ τριών ξεχωριστών απαλλαγών βάσει του εν λόγω κεφαλαίου 9, οι οποίες λειτουργούν ανεξάρτητα, και δεν αντιλήφθηκε ότι η απαλλαγή επιλέξιμων πόρων και η απαλλαγή αντιστοιχισμένου συμφέροντος δεν είναι ένδειξη για τον έλεγχο βάσει των Καθηκόντων των Σημαινόντων Στελεχών και ότι η ύπαρξη της απαλλαγής του αντιστοιχισμένου συμφέροντος στο εν λόγω κεφάλαιο 9 καταδεικνύει ότι η καθής έσφαλε προσδιορίζοντας το σύστημα αναφοράς με υπερβολικά στενό τρόπο, ήτοι υπάγοντάς το στους κανόνες του ως άνω μέρους 9A αντί για το ευρύτερο βρετανικό σύστημα φορολογίας εταιριών.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/73


Προσφυγή της 13ης Νοεμβρίου 2019 – Simfer Jersey κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-786/19)

(2020/C 45/59)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Simfer Jersey Ltd (St Helier, Jersey) (εκπρόσωποι: N. Niejahr και B. Hoorelbeke, δικηγόροι, A. Stratakis και P. O’Gara, Solicitors)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2019/1352 της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ, καθόσον με αυτή διαπιστώνεται ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και διατάσσεται η επιστροφή της εντόκως, μεταξύ άλλων από την προσφεύγουσα·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2, 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που με αυτή διατάσσεται η επιστροφή της ασυμβίβαστης ενισχύσεως εντόκως, μεταξύ άλλων από την προσφεύγουσα·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας σχετικά με την παρούσα διαδικασία.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως:

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα

α)

στις εταιρίες που κάνουν χρήση της εξαιρέσεως του 75 % για χαμηλού κινδύνου επιλέξιμες δανειακές σχέσεις, διότι η Επιτροπή:

εσφαλμένως χαρακτήρισε το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ ως το σύστημα αναφοράς και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η εξαίρεση του 75 % συνιστά παρέκκλιση από το φορολογικό σύστημα αναφοράς, δεδομένου ότι:

(i)

η διαπίστωση περί παρεκκλίσεως στηρίζεται εσφαλμένα στη νομοθετική τεχνική·

(ii)

το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών δεν αποτελεί το κεντρικό κριτήριο για το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ, και

(iii)

οι επιλέξιμες και μη επιλέξιμες δανειακές σχέσεις δεν τελούν στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση και, εν πάση περιπτώσει, υπέπεσε σε νομική πλάνη καθόσον εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν ή στηρίχθηκε υπερβολικά στους όρους της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1164 (1) του Συμβουλίου.

υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η εξαίρεση του 75 % δεν δικαιολογείται από τη φύση και τη συνολική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος με τον ίδιο τρόπο όπως η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ που εφαρμόζεται σε μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης τα οποία εμπίπτουν στο άρθρο 371EC του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] (επενδύσεις κεφαλαίου από το ΗΒ).

β)

στις εταιρίες που κάνουν χρήση των εξαιρέσεων σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον και τους επιλέξιμους πόρους, διότι η Επιτροπή:

εσφαλμένως χαρακτήρισε το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ ως το σύστημα αναφοράς και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι εξαιρέσεις σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον και τους επιλέξιμους πόρους συνιστούν παρέκκλιση από το φορολογικό σύστημα αναφοράς, δεδομένου ότι:

(i)

η διαπίστωση περί παρεκκλίσεως στηρίζεται εσφαλμένα στη νομοθετική τεχνική και το κριτήριο των καθηκόντων των σημαινόντων στελεχών δεν αποτελεί το κεντρικό κριτήριο για το καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τις ΕΑΕ·

(ii)

φορολογούμενοι οι οποίοι μπορούν να επικαλεσθούν τις εξαιρέσεις σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον και τους επιλέξιμους πόρους δεν βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση με τους φορολογούμενους οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να τις επικαλεσθούν.

υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι οι εξαιρέσεις σχετικά με το αντιστοιχισμένο συμφέρον και τους επιλέξιμους πόρους δεν δικαιολογούνται από τη φύση και τη συνολική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν απέδειξε ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, καθόσον χαρακτήρισε το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως ως ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση η οποία δεν παραβιάζει την ελευθερία εγκαταστάσεως όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθόσον μεταχειρίστηκε τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης που προκύπτουν από επιλέξιμα δάνεια κατά τον ίδιο τρόπο με τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης που προκύπτουν από μη επιλέξιμα δάνεια και μεταχειρίστηκε την εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ διαφορετικά αναλόγως του αν τα μη εμπορικά κέρδη χρηματοδότησης εμπίπτουν στα άρθρα 371EB ή 371EC του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010].

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, επικουρικώς, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το προβαλλόμενο μέτρο ενισχύσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 16, παράγραφος 1, του Διαδικαστικού Κανονισμού (2), καθόσον διέταξε την επιστροφή των ποσών των προβαλλόμενων ασυμβίβαστων ενισχύσεων από τους δικαιούχους του προβαλλόμενου μέτρου ενισχύσεως, διότι η επιστροφή αυτή παραβιάζει γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμένα την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (EE 2016, L 193, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/75


Προσφυγή της 13ης Νοεμβρίου 2019 – The Sage Group κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-787/19)

(2020/C 45/60)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: The Sage Group plc (Newcastle Upon Tyne, Ηνωμένο Βασίλειο), Sage Treasury Company Ltd (Newcastle Upon Tyne), Sage Irish Investments One Ltd (Newcastle Upon Tyne) και Sage Irish Investments Two Ltd (Newcastle Upon Tyne) (εκπρόσωποι: J. Lesar, Solicitor, και K. Beal, QC)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2019) 2526 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιριών (ΕΑΕ)·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν οκτώ λόγους:

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και/ή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη αξιολογήσεως ή εκτιμήσεως κατά την επιλογή του πλαισίου αναφοράς για την ανάλυση του φορολογικού καθεστώτος. Η Επιτροπή έπρεπε να θεωρήσει ως πλαίσιο αναφοράς το σύστημα φορολογήσεως εταιριών του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι μόνον το σύστημα φορολογήσεως ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιριών (ΕΑΕ) αυτό καθεαυτό.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και/ή σε πρόδηλη πλάνη αξιολογήσεως ή εκτιμήσεως, καθόσον υιοθέτησε εσφαλμένη προσέγγιση κατά την ανάλυση του καθεστώτος ΕΑΕ. Η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 124 έως 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εσφαλμένα θεώρησε τις διατάξεις του κεφαλαίου 9 του τμήματος 9A του νόμου περί φορολογίας του 2010 (Διεθνείς και λοιπές διατάξεις) ως μορφή παρεκκλίσεως από γενική φορολογική υποχρέωση που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 5 αυτού.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον διαπίστωσε στις αιτιολογικές σκέψεις 127 έως 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το κριτήριο επιλεκτικότητας πληρούνταν λόγω του ότι συγκρίσιμες πραγματικά και νομικά εταιρίες αντιμετωπίζονταν διαφορετικά.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η απαλλαγή του 75 % δυνάμει του τμήματος 371ID του Taxation (International and Other Provisions) Act 2010 [νόμου περί φορολογίας (Διεθνείς και λοιπές διατάξεις) του 2010] δικαιολογείται από τη φύση και τη γενική δομή του φορολογικού συστήματος.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η επιβολή φορολογικής επιβάρυνσης στις ΕΑΕ που εμπίπτουν ως κατηγορία στις απαλλαγές που περιλαμβάνονται στο εν λόγω κεφάλαιο 9 αντιβαίνει στην ελευθερία εγκαταστάσεως των προσφευγουσών σε αντίθεση προς το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη αξιολογήσεως ή εκτιμήσεως ως προς την απαλλαγή του 75 % και την καθορισμένη αναλογία.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν είναι σύμφωνη προς τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων ή την αρχή της ισότητας.

8.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν ή δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο γράμμα της οδηγίας του Συμβουλίου (ΕΕ) 2016/1164 (1), η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα ratione temporis.


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1164 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ 2016, L 193, σ. 1).


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/76


Προσφυγή της 14ης Νοεμβρίου 2019 – Moerenhout κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-789/19)

(2020/C 45/61)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Tom Moerenhout (Humbeek, Βέλγιο) και έξι άλλοι προσφεύγοντες (εκπρόσωπος: G. Devers, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής κατά της αποφάσεως C(2019) 6390 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, περί αρνήσεως καταχωρίσεως της πρότασης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών με τίτλο «Διασφάλιση της συμμόρφωσης της κοινής εμπορικής πολιτικής με τις Συνθήκες της ΕΕ και με το διεθνές δίκαιο [Ensuring Common Commercial Policy conformity with EU Treaties and compliance with international law]» (ΕΕ 2019, L 241, σ. 12), οι προσφεύγοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους.

1.

Πρώτος λόγος, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθώς και του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (ΕΕ 2011, L 65, σ. 1), καθόσον η Επιτροπή παραμόρφωσε το περιεχόμενο της πρότασης πρωτοβουλίας πολιτών.

2.

Δεύτερος λόγος, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 211/2011 καθόσον η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

3.

Τρίτος λόγος, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κανονισμού 211/2011 καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η δράση στην οποία απέβλεπε η πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών μπορούσε να υιοθετηθεί μόνο βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, ενώ η εν λόγω δράση προδήλως ανάγεται στην κοινή εμπορική πολιτική.

4.

Τέταρτος λόγος, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κανονισμού 211/2011 καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη άλλες νομικές βάσεις με τις οποίες προδήλως συσχετίζεται η πρόταση ΕΠΠ, ήτοι το άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 114 ΣΛΕΕ.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/77


Προσφυγή της 18ης Νοεμβρίου 2019 – Bennahmias κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-798/19)

(2020/C 45/62)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Jean-Luc Bennahmias (Μασσαλία, Γαλλία) (εκπρόσωποι: J.-M. Rikkers, J.-L. Teheux και M. Ganilsy, δικηγόροι)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 2019-1599 που διατάσσει την ανάκτηση του ποσού των 29 806 ευρώ·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους.

1.

Πρώτος λόγος, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον η συλλογιστική του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ασαφής στο μέτρο που δεν υποδεικνύει για ποιον λόγο τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν συνιστούν αποδείξεις παροχής εργασίας.

2.

Δεύτερος λόγος, που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως από την οποία πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη από τον Γενικό Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ανακριβή.

3.

Τρίτος λόγος, που αντλείται από αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Συναφώς, ο προσφεύγων φρονεί ότι δεν εναπόκειται στον ίδιο να αποδείξει την εργασία του κοινοβουλευτικού βοηθού του, αλλά αντιθέτως στο Κοινοβούλιο εναπόκειται να αποδείξει το αντίθετο.

4.

Τέταρτος λόγος, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας στο μέτρο που το ποσό που αξιώνεται από τον προσφεύγοντα θα προϋπέθετε ότι ο κοινοβουλευτικός βοηθός ουδέποτε εργάστηκε για τον προσφεύγοντα.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/78


Προσφυγή της 18ης Νοεμβρίου 2019 – Bennahmias κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-799/19)

(2020/C 45/63)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Jean-Luc Bennahmias (Μασσαλία, Γαλλία) (εκπρόσωποι: J.-M. Rikkers, J.-L. Teheux και M. Ganilsy, δικηγόροι)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2019·

να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 2019-1598 που διατάσσει την ανάκτηση του ποσού των 15 105 ευρώ·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους.

1.

Πρώτος λόγος, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον η συλλογιστική του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ασαφής στο μέτρο που δεν υποδεικνύει για ποιον λόγο τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν συνιστούν αποδείξεις παροχής εργασίας.

2.

Δεύτερος λόγος, που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως από την οποία πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη από τον Γενικό Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ανακριβή.

3.

Τρίτος λόγος, που αντλείται από αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Συναφώς, ο προσφεύγων φρονεί ότι δεν εναπόκειται στον ίδιο να αποδείξει την εργασία του κοινοβουλευτικού βοηθού του, αλλά αντιθέτως στο Κοινοβούλιο εναπόκειται να αποδείξει το αντίθετο.

4.

Τέταρτος λόγος, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας στο μέτρο που το ποσό που αξιώνεται από τον προσφεύγοντα θα προϋπέθετε ότι ο κοινοβουλευτικός βοηθός ουδέποτε εργάστηκε για τον προσφεύγοντα.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/79


Προσφυγή της 20ής Νοεμβρίου 2019 – Austria Tabak κατά EUIPO – Mignot & De Block (AIR)

(Υπόθεση T-800/19)

(2020/C 45/64)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Austria Tabak GmbH (Βιέννη, Αυστρία) (εκπρόσωποι: J. Gracia Albero και R. Ahijón Lana, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Mignot & De Block BV (Eindhoven, Κάτω Χώρες)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Επίδικο σήμα: Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης AIR – Υπ’ αριθ. 2 309 110 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 16ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 1665/2018-4

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ανακοπών και ενώπιον του τετάρτου τμήματος προσφυγών.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/79


Προσφυγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – Kisscolor Living κατά EUIPO – Teoxane (KISS COLOR)

(Υπόθεση T-802/19)

(2020/C 45/65)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Kisscolor Living GmbH (Bad Homburg, Γερμανία) (εκπρόσωπος: T. Büttner, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Teoxane SA (Genf, Ελβετία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης KISS COLOR σε χρώμα άσπρο και κόκκινο – Υπ’ αριθ. 16 396 996 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 16ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 2167/2018-4

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/80


Αγωγή της 19ης Νοεμβρίου 2019 – etc-gaming και Casino-Equipment κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-803/19)

(2020/C 45/66)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Ενάγουσες: etc-gaming GmbH (Βιέννη, Αυστρία) και Casino-Equipment Vermietungs GmbH (Βιέννη) (εκπρόσωπος: A. Schuster, δικηγόρος)

Εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να αποκαταστήσει τη ζημία ύψους 110 836 927,73 ευρώ την οποία προκάλεσε παράνομα και υπαίτια στην περιουσία των εναγουσών καθόσον παρέλειψε να θεσπίσει, όπως επιβαλλόταν, ένδικο βοήθημα υπό την έννοια των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 13 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)·

επικουρικώς, να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να αποκαταστήσει καταρχήν τη ζημία την οποία προκάλεσε παράνομα και υπαίτια στην περιουσία των εναγουσών καθόσον παρέλειψε να θεσπίσει, όπως επιβαλλόταν, ένδικο βοήθημα υπό την έννοια των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 13 της ΕΣΔΑ, και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και τη μελλοντική περαιτέρω ζημία·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η αγωγή στηρίζεται στον εξής λόγο:

Η παράλειψη της Ένωσης να υλοποιήσει τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη για τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος προκάλεσε στις ενάγουσες κατά τρόπο παράνομο και υπαίτιο ζημία ύψους τουλάχιστον 110 836 927,73 ευρώ. Η ζημία αυτή συνίσταται στο ότι οι ενάγουσες, ελλείψει ενδίκου βοηθήματος που να παρέχει τη δυνατότητα επανεξέτασης της μη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο από τα υποχρεούμενα προς τούτο εθνικά δικαστήρια, δεν είχαν νομικώς τη δυνατότητα να διασφαλίσουν την επικράτηση του ενωσιακού δικαίου και συνεπώς τη μη εφαρμογή, λόγω υπέρτερης ισχύος του εν λόγω δικαίου, των εθνικών φορολογικών κανόνων του νόμου περί τυχηρών παιγνίων, οι οποίοι οδηγούν σε φορολογικές υποχρεώσεις πολλαπλάσιου ύψους από τον πραγματοποιηθέντα κατά το ίδιο χρονικό διάστημα κύκλο εργασιών.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/81


Προσφυγή της 25ης Νοεμβρίου 2019 – Victoria’s Secret Stores Brand Management κατά EUIPO – Yiwu Dearbody Cosmetics (BODYSECRETS)

(Υπόθεση T-810/19)

(2020/C 45/67)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Victoria’s Secret Stores Brand Management, Inc. (Reynoldsburg, Οχάιο, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωπος: J. Dickerson, Solicitor)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Yiwu Dearbody Cosmetics Co.Ltd (Yiwu City, Κίνα)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης BODYSECRETS – Υπ’ αριθ. 13 921 978 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 5ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 2422/2018-5

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να επιτρέψει την κήρυξη της ακυρότητας του υπ’ αριθ. 13 921 978 σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

να καταδικάσει τη δικαιούχο στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', και 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/82


Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2019 – Totalizator Sportowy κατά EUIPO – Lottoland Holdings (LOTTOLAND)

(Υπόθεση T-820/19)

(2020/C 45/68)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Totalizator Sportowy sp. z o.o. (Βαρσοβία, Πολωνία) (εκπρόσωπος: B. Matusiewicz-Kulig, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Lottoland Holdings Ltd (Ocean Village, Γιβραλτάρ)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Επίδικο σήμα: Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης LOTTOLAND – Υπ’ αριθ. 11 369 981 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 2ας Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση R 97/2019-4

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που διατηρεί σε ισχύ το υπ’ αριθ. 11 369 981 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης LOTTOLAND για όλες τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κλάση 42·

να ακυρώσει στο σύνολό της την καταχώριση του υπ’ αριθ. 11 369 981 σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης LOTTOLAND, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε στην κλάση 42·

επικουρικώς,

να αναπέμψει την υπόθεση στο EUIPO·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την κατάργηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/1430.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/83


Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2019 – Tazzetti κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-825/19)

(2020/C 45/69)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Tazzetti SpA (Volpiano, Ιταλία) (εκπρόσωποι: M. Condinanzi, E. Ferrero και C. Vivani, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (σημείωμα) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 ARES (2019) 6014426 που απευθύνεται στην προσφεύγουσα, την απόφαση (σημείωμα) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 ARES (2019) 6024220 που απευθύνεται στην προσφεύγουσα, την απόφαση (σημείωμα) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2019 ARES (2019) 6048224 που απευθύνεται στην Tazzetti SA, την απόφαση (σημείωμα) ARES (2019) 6871575 που απευθύνεται στην Tazzetti SpA, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες πράξεις, και, οσάκις απαιτείται, και κατόπιν διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/661 της Επιτροπής της 25ης Απριλίου 2019 για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ηλεκτρονικού μητρώου για τις ποσοστώσεις που αφορούν τη διάθεση υδροφθορανθράκων στην αγορά (EE L 112/11 της 26ης Απριλίου 2019), και ιδίως του άρθρου 7 αυτού, να κηρυχθούν ανεφάρμοστες και, ως εκ τούτου, να ακυρωθούν οι ως άνω αναφερόμενες αποφάσεις οι οποίες είχαν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του ίδιου κανονισμού.

Να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 16, παράγραφοι 1, 3 και 5 και του άρθρου 17, καθώς και των παραρτημάτων V και VI του κανονισμού (ΕΕ) 517/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τα φθοριούχα αέρια του θερμοκηπίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 842/2006 (ΕΕ 2014, L 150, σ. 195), παράβαση του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και της έννοιας του εκτελεστικού μέτρου, κατάχρηση εξουσίας, παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι μέρος του άρθρου 7 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/661 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2019, για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ηλεκτρονικού μητρώου για τις ποσοστώσεις που αφορούν τη διάθεση υδροφθορανθράκων στην αγορά (ΕΕ 2019, L 112, σ. 11), αντιβαίνει στα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 517/2014 της 16ης Απριλίου 2014 και, παρεμπιπτόντως, ότι, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή.

Προβάλλεται συναφώς ότι το εν λόγω άρθρο 7 αντιβαίνει στα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 517/2014, καθόσον, δυνάμει αυτού, οι ποσοστώσεις που υπολογίζονται με βάση τις οικείες τιμές αναφοράς δεν κατανέμονται στον κατεστημένο φορέα που ελέγχεται από τον μοναδικό δηλούντα, με αποτέλεσμα οι εν λόγω ποσοστώσεις να κατανέμονται αποκλειστικά στον μοναδικό δηλούντα, ο οποίος έχει τον ίδιο πραγματικό δικαιούχο με τον πρώτο κατεστημένο φορέα.

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της εννόμου τάξεως της Ένωσης όσον αφορά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας, του άρθρου 6 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6, 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και του άρθρου 11 ΣΛΕΕ. Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης κατάχρηση εξουσίας.

Προβάλλεται συναφώς ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα της προσφεύγουσας, κατά το μέτρο που στερούν αναιτίως από την εταιρία που ελέγχεται από την προσφεύγουσα τις ποσοστώσεις υδροφθορανθράκων οι οποίες της αναλογούν με βάση τις οικείες τιμές αναφοράς. Κατά το μέτρο που οι διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού σκοπούν να περιορίσουν/αποκλείσουν την κατανομή των ποσοστώσεων στους νεοεισερχόμενους φορείς που προηγουμένως δεν δραστηριοποιούνταν στην αγορά, η εφαρμογή του κανονισμού στην οποία προέβη η Επιτροπή όσον αφορά την ελεγχόμενη από την προσφεύγουσα εταιρία (και επομένως όσον αφορά την ίδια την προσφεύγουσα) στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας. Οι προβαλλόμενες πλημμέλειες και λόγοι εφαρμόζονται ακόμα και στην περίπτωση που οι ποσοστώσεις που αναλογούν στην ελεγχόμενη από την προσφεύγουσα εταιρία κριθούν ως κατανεμητέες στην προσφεύγουσα ως μοναδικό δηλούντα.

4.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της σχετικής υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Προβάλλεται συναφώς ότι η εφαρμογή του άρθρου 7 του εκτελεστικού κανονισμού 2019/661 στην οποία προέβη η Επιτροπή βαίνει πέραν του απαιτούμενου και αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση όσον αφορά την καλύτερη και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του ηλεκτρονικού μητρώου. Οι προβαλλόμενες πλημμέλειες και λόγοι εφαρμόζονται ακόμα και στην περίπτωση που οι ποσοστώσεις που αναλογούν στην ελεγχόμενη από την προσφεύγουσα εταιρεία κριθούν ως κατανεμητέες στην προσφεύγουσα ως μοναδικό δηλούντα: στην περίπτωση αυτή, και υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων σκοπών, ουδόλως κρίνεται δικαιολογημένη ή εύλογη η επεμβατικότητα των αποφάσεων επί της επιχειρηματικής οργανώσεως του ομίλου του οποίου είναι επικεφαλής η εταιρία, η οποία επιφέρει φορολογικές και οικονομικές συνέπειες, καθώς και συνέπειες ως προς τον προϋπολογισμό.

5.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 49 επ. και των άρθρων 63 επ. ΣΛΕΕ.

Προβάλλεται συναφώς ότι η ζημία που προκαλείται στις δραστηριότητες της προσφεύγουσας λόγω της μη κατανομής των ποσοστώσεων στην ελεγχόμενη εταιρία, ακόμα και στην περίπτωση που κατανέμονται στην προσφεύγουσα, συνεπάγεται παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, όπως η ελευθερία εγκαταστάσεως, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα συνιστά εταιρία ιταλικού δικαίου που έκανε χρήση του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, οι οποίες κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαγοράζοντας εταιρία ισπανικού δικαίου με σκοπό τη διεξαγωγή τμήματος των εν λόγω επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων στην ισπανική αγορά.

6.

Με τον έκτο λόγο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της απαγορεύσεως αναδρομικότητας των κανόνων που γεννούν ατομικά δικαιώματα.

Προβάλλεται συναφώς ότι η προσφεύγουσα έχει το δικαίωμα να οργανώνει τις οικείες επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς και εκείνες του ομίλου των επιχειρήσεων που ελέγχει, με βάση τις εύλογες προβλέψεις αποδόσεως που προκύπτουν από την προσδοκία των ποσοστώσεων που θα κατανεμηθούν με βάση τις αξίες αναφοράς (και) στην ισπανική ελεγχόμενη εταιρία. Η απόφαση περί μη κατανομής ποσοστώσεων στην Tazzetti SA προσβάλλει τις ως άνω αρχές και παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ, κατά το μέτρο που ουδόλως επεξηγείται η επιλογή στην οποία προβαίνει η Επιτροπή και λόγω απουσίας σταθμίσεως των συμφερόντων. Η προσβολή στοιχειοθετείται ομοίως στην περίπτωση στην οποία οι ποσοστώσεις της ίδιας της ελεγχόμενης ισπανικής εταιρίας κατανεμηθούν στην προσφεύγουσα υπό την ιδιότητά της ως μοναδικού δηλούντος.

7.

Με τον έβδομο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Προβάλλεται συναφώς ότι καίτοι με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις κρίνεται ότι η Tazzetti SA τελεί στην ίδια κατάσταση με εκείνη των νεοεισερχόμενων στην αγορά, εντούτοις η ίδια η ελεγχόμενη εταιρία Tazzetti SA, όπως και η προσφεύγουσα, συνιστά κατεστημένο φορέα, η οποία έχει εδώ και καιρό παγιώσει την παρουσία της στην αγορά.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/85


Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2019 – Tazzetti κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-826/19)

(2020/C 45/70)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Tazzetti, SA (Μαδρίτη, Ισπανία) (εκπρόσωποι: M. Condinanzi, E. Ferrero και C. Vivani, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κηρύξει άκυρες τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, αφού διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητάς τους, και, εάν χρειαστεί, να διατάξει τη μη εφαρμογή του κανονισμού εφαρμογής (ΕΕ) 2019/661, ιδίως του άρθρου 7,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται η ακύρωση της απόφασης (σημειώματος) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2019 ARES (2019) 6048224 που απευθύνεται στην Tazzetti SA, της απόφασης (σημειώματος) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 ARES (2019) 6014426 που απευθύνεται στην Tazzetti S.p.A., της απόφασης (σημειώματος) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 ARES (2019) 6024220 που απευθύνεται στην Tazzetti S.p.A., καθώς και τυχόν μεταγενέστερων πράξεων, και, εάν χρειαστεί, και κατόπιν διαπιστώσεως της έλλειψης νομιμότητας, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/661 της Επιτροπής της 25ης Απριλίου 2019 για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ηλεκτρονικού μητρώου για τις ποσοστώσεις που αφορούν τη διάθεση υδροφθορανθράκων στην αγορά (EE L 112/11 της 26ης Απριλίου 2019), και ιδίως του άρθρου 7 αυτού, καθώς και να κηρυχθούν ανεφάρμοστες και, ως εκ τούτου, να ακυρωθούν οι ως άνω αναφερόμενες αποφάσεις οι οποίες είχαν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του ίδιου κανονισμού.

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρεμφερή με εκείνα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T-825/19, Tazzetti κατά Επιτροπής.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/85


Προσφυγή της 6ης Δεκεμβρίου 2019 – Grammer κατά EUIPO (Αναπαράσταση γεωμετρικής μορφής)

(Υπόθεση T-833/19)

(2020/C 45/71)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Grammer AG (Amberg, Γερμανία) (εκπρόσωποι: J. Bühling και D. Graetsch, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Επίδικο σήμα: Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αναπαράσταση γεωμετρικής μορφής) – Υπ’ αριθ. 15 389 621 αίτηση καταχωρίσεως

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 19ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 1478/2019-2

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/86


Προσφυγή της 5ης Δεκεμβρίου 2019 – e*Message Wireless Information Services κατά EUIPO – Apple (e*message)

(Υπόθεση T-834/19)

(2020/C 45/72)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: e*Message Wireless Information Services GmbH (Βερολίνο, Γερμανία) (εκπρόσωπος: A. Hotz, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Apple Inc. (Cupertino, Καλιφόρνια, Ηνωμένες Πολιτείες)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης e*message σε χρώμα κίτρινο-πορτοκαλί και μαύρο – Υπ’ αριθ. 1 548 619 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 10ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 2454/2018-5

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την υπ’ αριθ. 13 800 C απόφαση του τμήματος ακυρώσεως του EUIPO της 25ης Οκτωβρίου 2018·

να απορρίψει το αίτημα περί ακυρώσεως του υπ’ αριθ. 1 548 619 σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Σεπτεμβρίου 2016·

να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα το EUIPO και την αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών σε περίπτωση που αυτή παρέμβει.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του άρθρου 2, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (αρχή κράτους δικαίου και αρχή της νομιμότητας)·

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της κρατούσας ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κατά τον χρόνο της αίτησης καταχωρίσεως του προσβαλλόμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λόγω ελλιπών διαπιστώσεων ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1 στοιχεία β' και γ', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου κατά τον χρόνο της αίτησης καταχωρίσεως·

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', και το άρθρο 64, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου λόγω ελλιπών πραγματικών διαπιστώσεων ως προς την αντίληψη του κοινού κατά τον χρόνο της αίτησης καταχωρίσεως και λόγω πολύ χαμηλών απαιτήσεων ως προς την απόδειξη και τη διαπίστωση ενός απόλυτου λόγου απαραδέκτου κατά το χρονικό σημείο της αίτησης καταχωρίσεως σε περίπτωση διαδικασιών καταχώρισης στο απώτερο παρελθόν·

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1 στοιχείο γ', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου λόγω πλημμελούς αξιολογήσεως των εικονιστικών στοιχειών του προσβαλλόμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λόγω ελλιπών πραγματικών διαπιστώσεων κατά τον χρόνο της αίτησης καταχωρίσεως·

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου λόγω πλημμελούς αξιολογήσεως του διακριτικού χαρακτήρα και λόγω ελλιπών πραγματικών διαπιστώσεων κατά τον χρόνο της αίτησης καταχωρίσεως·

Παράβαση του άρθρου 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφοι 1-3 ΣΕΕ, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και παραβίαση των γενικών αρχών δικαίου της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου (άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ) λόγω πλημμελούς ανακλήσεως μιας ευνοϊκής νόμιμης διοικητικής πράξεως·

Παράβαση του άρθρου 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφοι 1-3 ΣΕΕ, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και παραβίαση των γενικών αρχών δικαίου της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου (άρθρο 2, εδάφιο 1, ΣΕΕ) λόγω πλημμελούς ανακλήσεως μιας ευνοϊκής παράνομης διοικητικής πράξεως.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/87


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Première Vision κατά EUIPO – Vente-Privee.com (PV)

(Υπόθεση T-836/19)

(2020/C 45/73)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Première Vision (Λυών, Γαλλία) (εκπρόσωπος: C. Champagner Katz, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Vente-Privee.com SA (Παρίσι, Γαλλία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Επίδικο σήμα: Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης PV – Υπ’ αριθ. 13 999 578 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 3ης Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση R 2125/2018-1

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO και την ανακόπτουσα, εφόσον παρέμβει, στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/88


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

(Υπόθεση T-838/19)

(2020/C 45/74)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Koopman International BV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: B. van Werven, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικοι ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Tinnus Enterprises LLC (Plano, Τέξας, Ηνωμένες Πολιτείες) και Mystic Products Import & Export, SL (Badalona, Ισπανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σχεδίου: Tinnus Enterprises

Επίδικο σχέδιο: Υπ’ αριθ. 1431 829-0006 σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Προσβαλλόμενη απόφαση: Προσωρινή απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 1005/2018-3

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, και να κρίνει ότι η εν λόγω διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να συνεχισθεί·

να συνεκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή με τις εκκρεμούσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές σχετικά με τις υποθέσεις R 1006/2018-3, R 1008/2018-3, R 1010/2018-3 και R 1009/2018-3, οι οποίες ασκήθηκαν από την Koopman International ταυτοχρόνως με την υπό κρίση προσφυγή·

να καταδικάσει την Tinnus Enterprises στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «ασφάλειας δικαίου»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «οικονομίας της διαδικασίας»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «χρηστής διοικήσεως»·

Το τμήμα προσφυγών στάθμισε εσφαλμένα τα συμφέροντα των διαδίκων.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/89


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

(Υπόθεση T-839/19)

(2020/C 45/75)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Koopman International BV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: B. van Werven, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικοι ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Tinnus Enterprises LLC (Plano, Τέξας, Ηνωμένες Πολιτείες) και Mystic Products Import & Export, SL (Badalona, Ισπανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σχεδίου: Tinnus Enterprises

Επίδικο σχέδιο: Υπ’ αριθ. 1431 829-0002 σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Προσβαλλόμενη απόφαση: Προσωρινή απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 1006/2018-3

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, και να κρίνει ότι η εν λόγω διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να συνεχισθεί·

να συνεκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή με τις εκκρεμούσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές σχετικά με τις υποθέσεις R 1008/2018-3, R 1005/2018-3, R 1010/2018-3 και R 1009/2018-3, οι οποίες ασκήθηκαν από την Koopman International ταυτοχρόνως με την υπό κρίση προσφυγή·

να καταδικάσει την Tinnus Enterprises στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «ασφάλειας δικαίου»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «οικονομίας της διαδικασίας»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «χρηστής διοικήσεως»·

Το τμήμα προσφυγών στάθμισε εσφαλμένα τα συμφέροντα των διαδίκων.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/90


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

(Υπόθεση T-840/19)

(2020/C 45/76)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Koopman International BV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: B. van Werven, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικοι ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Tinnus Enterprises LLC (Plano, Τέξας, Ηνωμένες Πολιτείες) και Mystic Products Import & Export, SL (Badalona, Ισπανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σχεδίου: Tinnus Enterprises

Επίδικο σχέδιο: Υπ’ αριθ. 1431 829-0005 σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Προσβαλλόμενη απόφαση: Προσωρινή απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 1008/2018-3

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, και να κρίνει ότι η εν λόγω διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να συνεχισθεί·

να συνεκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή με τις εκκρεμούσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές σχετικά με τις υποθέσεις R 1006/2018-3, R 1005/2018-3, R 1010/2018-3 και R 1009/2018-3, οι οποίες ασκήθηκαν από την Koopman International ταυτοχρόνως με την υπό κρίση προσφυγή·

να καταδικάσει την Tinnus Enterprises στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «ασφάλειας δικαίου»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «οικονομίας της διαδικασίας»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «χρηστής διοικήσεως»·

Το τμήμα προσφυγών στάθμισε εσφαλμένα τα συμφέροντα των διαδίκων.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/91


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products Import & Export (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

(Υπόθεση T-841/19)

(2020/C 45/77)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Koopman International BV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: B. van Werven, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικοι ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Tinnus Enterprises LLC (Plano, Τέξας, Ηνωμένες Πολιτείες) και Mystic Products Import & Export, SL (Badalona, Ισπανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σχεδίου: Tinnus Enterprises

Επίδικο σχέδιο: Υπ’ αριθ. 1431 829-0008 σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Προσβαλλόμενη απόφαση: Προσωρινή απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 1009/2018-3

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, και να κρίνει ότι η εν λόγω διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να συνεχισθεί·

να συνεκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή με τις εκκρεμούσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές σχετικά με τις υποθέσεις R 1006/2018-3, R 1008/2018-3, R 1005/2018-3 και R 1010/2018-3, οι οποίες ασκήθηκαν από την Koopman International ταυτοχρόνως με την υπό κρίση προσφυγή·

να καταδικάσει την Tinnus Enterprises στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «ασφάλειας δικαίου»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «οικονομίας της διαδικασίας»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «χρηστής διοικήσεως»·

Το τμήμα προσφυγών στάθμισε εσφαλμένα τα συμφέροντα των διαδίκων.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/92


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2019 – Koopman International κατά EUIPO – Tinnus Enterprises και Mystic Products (Εξοπλισμός για τη διανομή υγρών)

(Υπόθεση T-842/19)

(2020/C 45/78)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Koopman International BV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: B. van Werven, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικοι ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Tinnus Enterprises LLC (Plano, Τέξας, Ηνωμένες Πολιτείες) και Mystic Products Import & Export, SL (Badalona, Ισπανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σχεδίου: Tinnus Enterprises

Επίδικο σχέδιο: Υπ’ αριθ. 1431 829-0007 σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Προσβαλλόμενη απόφαση: Προσωρινή απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 1010/2018-3

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, και να κρίνει ότι η εν λόγω διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να συνεχισθεί·

να συνεκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή με τις εκκρεμούσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές σχετικά με τις υποθέσεις R 1006/2018-3, R 1008/2018-3, R 1005/2018-3 και R 1009/2018-3, οι οποίες ασκήθηκαν από την Koopman International ταυτοχρόνως με την υπό κρίση προσφυγή·

να καταδικάσει την Tinnus Enterprises στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «ασφάλειας δικαίου»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «οικονομίας της διαδικασίας»·

Το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε, ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο της «χρηστής διοικήσεως»·

Το τμήμα προσφυγών στάθμισε εσφαλμένα τα συμφέροντα των διαδίκων.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/93


Προσφυγή-αγωγή της 12ης Δεκεμβρίου 2019 – Correia κατά ΕΟΚΕ

(Υπόθεση T-843/19)

(2020/C 45/79)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Paula Correia (Woluwe-Saint-Étienne, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: L. Levi και M. Vandenbussche, δικηγόροι)

Καθής-εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) παραδεκτή και βάσιμη·

και συνακόλουθα:

να ακυρώσει τη ληφθείσα σε άγνωστη ημερομηνία απόφαση, της οποίας η προσφεύγουσα έλαβε γνώση στις 12 Απριλίου 2019, περί μη προαγωγής/νέας κατάταξής της το 2019·

να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπολογιζόμενης κατά δίκαιη και εύλογη κρίση (ex aequo et bono) στο ποσό των 2 000 ευρώ·

να καταδικάσει την καθής-εναγόμενη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

1.

Πρώτος λόγος που αντλείται από μη τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις περί προαγωγής και νέας κατάταξης των εκτάκτων υπαλλήλων των γραμματειών των ομάδων και ιδίως της γραμματείας της ομάδας I θίγει τις διαδικαστικές εγγυήσεις τις οποίες παρέχει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά την απόφαση περί μη προαγωγής/νέας κατάταξης της προσφεύγουσας για το 2019 και για άλλες περιόδους προαγωγών. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή καταρχάς στερείται παντελώς αιτιολογίας. Έπειτα, από κανένα κανονιστικό κείμενο, γενική απόφαση ή κοινοποίηση προς την προσφεύγουσα ή, γενικότερα, προς τους εκτάκτους υπαλλήλους των ομάδων ή τους εκτάκτους υπαλλήλους της ομάδας I δεν προκύπτουν τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη και εφαρμόζονται για τον καθορισμό εκείνων των εκτάκτων υπαλλήλων οι οποίοι θα τύχουν προαγωγής ή νέας κατάταξης. Η έλλειψη κριτηρίων, εγγυήσεων δίκαιης μεταχείρισης, ενημερώσεως και αιτιολογήσεως αντιβαίνει ακόμη περισσότερο στις απαιτήσεις του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο μέτρο που ορισμένα μέλη του προσωπικού των γραμματειών και ειδικότερα της γραμματείας της ομάδας I παρουσιάζουν ταχύτατη εξέλιξη σταδιοδρομίας και άλλα πολύ αργή, όπως η προσφεύγουσα.

2.

Δεύτερος λόγος που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως για τον καθορισμό των κριτηρίων και των όρων εφαρμογής του άρθρου 10 του ΚΛΠ, τα ως άνω κριτήρια και όροι πρέπει να διασφαλίζουν τον επιτασσόμενο από το δίκαιο της Ένωσης βαθμό προβλεψιμότητας και ιδίως να τηρούν την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Τούτο όμως δεν συμβαίνει καθόσον δεν υφίστανται κριτήρια που να παρέχουν στους έκτακτους υπαλλήλους τη δυνατότητα να γνωρίζουν πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις θα χωρήσει προαγωγή ή νέα κατάταξή τους συνεπαγόμενη τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας στη σύμβαση προσλήψεώς τους.

3.

Τρίτος λόγος που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η εξέταση των εκθέσεων αξιολογήσεώς της από την τελευταία προαγωγή της το 2016 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφασή περί μη προαγωγής της το 2019 πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

4.

Τέταρτος λόγος που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι τα συμφέροντά της δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη στιγμή κατά την οποία η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε ποιοι υπάλληλοι θα ετύγχαναν προαγωγής ή νέας κατάταξης.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/94


Προσφυγή της 12ης Δεκεμβρίου 2019 – Apologistics κατά EUIPO – Peikert (discount-apotheke.de)

(Υπόθεση T-844/19)

(2020/C 45/80)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Apologistics GmbH (Markkleeberg, Γερμανία) (εκπρόσωπος: H. Hug, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Franz Michael Peikert (Offenbach, Γερμανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτών: Ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Επίδικο σήμα: Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης discount-apotheke.de σε χρώμα ανοιχτό πράσινο, σκούρο πράσινο και άσπρο – Υπ’ αριθ. 14 678 007 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 10ης Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση R 2309/2018-5

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση του τμήματος ανακοπών της 5ης Οκτωβρίου 2018·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/95


Προσφυγή της 13ης Δεκεμβρίου 2019 – X-cen-tek κατά EUIPO – Altenloh, Brinck & Co. (PAX)

(Υπόθεση T-847/19)

(2020/C 45/81)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: X-cen-tek GmbH & Co. KG (Wardenburg, Γερμανία) (εκπρόσωπος: H. Hillers, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Altenloh, Brinck & Co. GmbH & Co. KG (Ennepetal, Γερμανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης PAX – Υπ’ αριθ. 16 487 803 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 στην υπόθεση R 2324/2018-2

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


10.2.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 45/96


Προσφυγή της 18ης Δεκεμβρίου 2019 – easyCosmetic Swiss κατά EUIPO – U.W.I. Unternehmensberatungs- und Wirtschaftsinformations (easycosmetic)

(Υπόθεση T-858/19)

(2020/C 45/82)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: easyCosmetic Swiss GmbH (Baar, Ελβετία) (εκπρόσωποι: D. Terheggen και S. E. Sullivan, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: U.W.I. Unternehmensberatungs- und Wirtschaftsinformations GmbH (Bad Nauheim, Γερμανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης easycosmetic – Υπ’ αριθ. 13 801 675 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 4ης Οκτωβρίου 2019 στην υπόθεση R 973/2019-2

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.