ISSN 1977-0901 |
||
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 380 |
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
62ό έτος |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις |
|
|
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ |
|
|
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
|
2019/C 380/01 |
Συστάσεις προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων |
EL |
|
I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
8.11.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 380/1 |
Συστάσεις προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων
(2019/C 380/01)
Οι παρούσες Συστάσεις απευθύνονται στα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης και απηχούν τις διατάξεις του τίτλου 3 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (1). Υπενθυμίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής και τα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εθνικά δικαστήρια πριν υποβάλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, παρέχουν δε ταυτόχρονα στα δικαστήρια αυτά πρακτικές υποδείξεις σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο των αιτήσεων αυτών. Ειδικότερα, δεδομένου ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως επιδίδονται κατά κανόνα, αφού μεταφραστούν, σε όλους τους κατά το άρθρο 23 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένους, οι δε αποφάσεις του Δικαστηρίου που περατώνουν τη δίκη δημοσιεύονται καταρχήν σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να δίδεται μεγάλη προσοχή στην παρουσίαση των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως και, ειδικότερα, στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αυτές περιέχουν.
Περιεχόμενα
Σημεία |
||
Εισαγωγή |
1 – 2 |
|
I. |
Διατάξεις οι οποίες έχουν εφαρμογή σε όλες τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως |
3 – 32 |
Το όργανο που ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως |
3 – 7 |
|
Το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως |
8 – 11 |
|
Η κατάλληλη στιγμή για την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως |
12 – 13 |
|
Η μορφή και το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως |
14 – 20 |
|
Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η ανωνυμοποίηση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως |
21 – 22 |
|
Η αποστολή στο Δικαστήριο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και της εθνικής δικογραφίας |
23 – 24 |
|
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής και της εθνικής διαδικασίας |
25 – 27 |
|
Τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική αρωγή |
28 – 29 |
|
Η διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και η εφαρμογή της αποφάσεώς του από το αιτούν δικαστήριο |
30 – 32 |
|
II. |
Διατάξεις σχετικές με τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που απαιτούν επίσπευση της εκδικάσεως της υποθέσεως |
33 – 41 |
Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας και της επείγουσας διαδικασίας |
34 – 36 |
|
Το αίτημα εφαρμογής της ταχείας ή της επείγουσας διαδικασίας |
37 – 39 |
|
Η επικοινωνία μεταξύ του Δικαστηρίου, του αιτούντος δικαστηρίου και των διαδίκων της κύριας δίκης |
40 – 41 |
|
Παράρτημα – Τα ουσιώδη στοιχεία της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. |
Η προδικαστική παραπομπή, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 19, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΣΕΕ) και 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ), αποτελεί θεμελιώδη μηχανισμό του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός της είναι η διασφάλιση της ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου αυτού στην Ένωση, με την παροχή στα δικαστήρια των κρατών μελών ενός μέσου το οποίο τους επιτρέπει να υποβάλλουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Δικαστήριο) προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή το κύρος των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. |
2. |
Η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής βασίζεται στη στενή συνεργασία του Δικαστηρίου με τα δικαστήρια των κρατών μελών. Για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της διαδικασίας αυτής, είναι σκόπιμη η υπενθύμιση των ουσιωδών χαρακτηριστικών της και η παροχή ορισμένων διευκρινίσεων με στόχο την αποσαφήνιση των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας σε ό,τι αφορά, μεταξύ άλλων, το όργανο που ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αντικείμενο της σχετικής αιτήσεως, καθώς και τη μορφή και το περιεχόμενό της. Οι διευκρινίσεις αυτές, οι οποίες αφορούν όλες τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (I), συμπληρώνονται από ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που απαιτούν επίσπευση της εκδικάσεως της υποθέσεως (II) και από ένα παράρτημα, στο οποίο παρατίθενται συνοπτικά τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει κάθε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. |
I. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
Το όργανο που ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως
3. |
Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης ασκείται με αποκλειστική πρωτοβουλία του εθνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν εκφράσει την επιθυμία για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Στο εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά και το οποίο φέρει την ευθύνη της αποφάσεως που θα εκδοθεί εναπόκειται αποκλειστικά να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. |
4. |
Ο όρος «δικαστήριο» ερμηνεύεται από το Δικαστήριο ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο λαμβάνει συναφώς υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως είναι η ίδρυση με νόμο του οργάνου το οποίο υποβάλλει το ερώτημα, ο μόνιμος χαρακτήρας του, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της προσφυγής σε αυτό, η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως κατά την ενώπιόν του διαδικασία, η εφαρμογή, από το όργανο αυτό, κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. |
5. |
Τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης εφόσον εκτιμούν ότι η επίλυση του ζητήματος από το Δικαστήριο είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως (βλέπε άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ). Η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη ιδίως όταν ανακύπτει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου νέο ερμηνευτικό ζήτημα το οποίο έχει γενικότερη σημασία για την ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή όταν η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί να παράσχει τις διευκρινίσεις που είναι αναγκαίες σε ένα καινοφανές νομικό ή πραγματικό πλαίσιο. |
6. |
Ωστόσο, όταν ανακύπτει ζήτημα σε υπόθεση εκκρεμή ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο τέτοιο ερώτημα (βλέπε άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ), εκτός εάν υπάρχει ήδη σχετική νομολογία ή εάν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία του οικείου κανόνα δικαίου. |
7. |
Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, μολονότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την ευχέρεια να απορρίπτουν τους λόγους που προβάλλονται ενώπιόν τους σχετικά με το ανίσχυρο μιας πράξεως θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, εντούτοις η δυνατότητα κήρυξης ως ανίσχυρης μιας τέτοιας πράξεως ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστήριου. Εφόσον, λοιπόν, ένα δικαστήριο κράτους μέλους έχει αμφιβολίες ως προς το κύρος μιας τέτοιας πράξεως, οφείλει να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους έχει τις αμφιβολίες αυτές. |
Το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
8. |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να αφορά την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης και όχι την ερμηνεία κανόνων του εθνικού δικαίου ή ζητήματα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης. |
9. |
Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μόνον εφόσον το δίκαιο της Ένωσης είναι εφαρμοστέο στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκθέτει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία που το οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ενδέχεται να έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση. |
10. |
Όσον αφορά τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες αφορούν την ερμηνεία του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, αυτού, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Αν και οι περιπτώσεις τέτοιας εφαρμογής μπορεί να ποικίλλουν, εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο, ότι ένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης, πλην του Χάρτη, έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Στο μέτρο που το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως όταν μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση από το αιτούν δικαστήριο δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αφεαυτών, την αρμοδιότητα αυτή. |
11. |
Τέλος, μολονότι για την έκδοση της αποφάσεώς του το Δικαστήριο λαμβάνει, κατ’ ανάγκην, υπόψη το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται από το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εντούτοις δεν εφαρμόζει το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης στην εν λόγω διαφορά. Το Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, επιχειρεί να δώσει απάντηση χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να αντλήσει τις συγκεκριμένες συνέπειες της απαντήσεως αυτής, αφήνοντας ενδεχομένως ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα που κρίνεται αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης. |
Η κατάλληλη στιγμή για την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
12. |
Ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα όταν διαπιστώνει ότι για την έκδοση της αποφάσεώς του είναι αναγκαία μια απόφαση σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, το εθνικό δικαστήριο μπορεί καλύτερα να εκτιμήσει σε ποιο στάδιο της ενώπιόν του διαδικασίας πρέπει να υποβληθεί το ερώτημα αυτό. |
13. |
Εντούτοις, στο μέτρο που η αίτηση αυτή θα αποτελέσει τη βάση της διαδικασίας που θα διεξαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και στο μέτρο που το τελευταίο πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία τα οποία θα του επιτρέψουν να ελέγξει την αρμοδιότητά του για να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα και, σε καταφατική περίπτωση, να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα αυτά, είναι αναγκαίο η απόφαση περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος να λαμβάνεται σε στάδιο της δίκης κατά το οποίο το αιτούν δικαστήριο είναι σε θέση να προσδιορίσει, με επαρκή ακρίβεια, το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης καθώς και τα ανακύπτοντα σε αυτή νομικά ζητήματα. Ενδέχεται, επίσης, να είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης η προδικαστική παραπομπή να γίνεται μετά από κατ’ αντιμωλίαν συζήτηση. |
Η μορφή και το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
14. |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να λάβει οποιαδήποτε αποδεκτή από το εθνικό δίκαιο μορφή, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι αποτελεί τη βάση στην οποία θα στηριχθεί η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία καθώς και ότι επιδίδεται σε όλους τους κατά το άρθρο 23 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Οργανισμός) ενδιαφερομένους και, ιδίως, σε όλα τα κράτη μέλη, προκειμένου να υποβληθούν τυχόν παρατηρήσεις εκ μέρους τους. Η συνακόλουθη ανάγκη μεταφράσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά, επομένως, αναγκαία την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου διατύπωσή της κατά τρόπο απλό, σαφή και ακριβή, χωρίς περιττά στοιχεία. Όπως δείχνει η εμπειρία, δέκα σελίδες αρκούν συνήθως για να εκτεθεί επαρκώς το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, καθώς και οι λόγοι που δικαιολογούν την υποβολή της στο Δικαστήριο. |
15. |
Το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως καθορίζεται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και συνοψίζεται στο παράρτημα του παρόντος εγγράφου. Πέραν του κειμένου των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνει:
Σε περίπτωση απουσίας ενός ή περισσοτέρων από τα προαναφερόμενα στοιχεία, το Δικαστήριο ενδέχεται, ιδίως βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν ή να απορρίψει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως απαράδεκτη. |
16. |
Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να προσδιορίσει επακριβώς τις εθνικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης καθώς και τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία ή των οποίων αμφισβητείται το κύρος. Στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να παρατίθενται τόσο ο ακριβής τίτλος και η ημερομηνία δημοσιεύσεως των πράξεων που περιέχουν τις κρίσιμες διατάξεις όσο και τα στοιχεία δημοσιεύσεώς τους. Σε περίπτωση παραπομπών στη νομολογία, το αιτούν δικαστήριο καλείται να αναφέρει τον αριθμό ECLI («European Case Law Identifier») της σχετικής αποφάσεως. |
17. |
Εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαίο για την κατανόηση της υποθέσεως, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να παραθέτει συνοπτικά τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων της κύριας δίκης. Στο πλαίσιο αυτό είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι μεταφράζεται μόνον η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και όχι τα τυχόν παραρτήματά της. |
18. |
Το αιτούν δικαστήριο μπορεί, επίσης, να εκθέτει συνοπτικά την άποψή του ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα υποβαλλόμενα προδικαστικά ερωτήματα. Μια τέτοια ένδειξη είναι χρήσιμη για το Δικαστήριο, ιδιαίτερα όταν καλείται να αποφανθεί επί αιτήσεως στο πλαίσιο ταχείας ή επείγουσας διαδικασίας. |
19. |
Τέλος, τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλονται στο Δικαστήριο πρέπει να παρατίθενται σε διακριτό και σαφώς προσδιοριζόμενο τμήμα της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου, κατά προτίμηση στην αρχή ή στο τέλος της. Τα ερωτήματα πρέπει να είναι κατανοητά καθεαυτά, χωρίς να χρειάζεται να προστρέξει κανείς στο σκεπτικό της αποφάσεως. |
20. |
Προς διευκόλυνση του αναγνώστη, είναι σημαντικό η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να αποστέλλεται δακτυλογραφημένη στο Δικαστήριο και οι σελίδες και οι παράγραφοι της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου να είναι αριθμημένες. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει χειρόγραφες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως. |
Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η ανωνυμοποίηση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
21. |
Προκειμένου να διασφαλιστεί η βέλτιστη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της εκδικάσεως της υποθέσεως από το Δικαστήριο, της επιδόσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερομένους και της μεταγενέστερης δημοσιοποιήσεως, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει πλήρη γνώση της υποβαλλόμενης στο Δικαστήριο δικογραφίας, καλείται να προβαίνει στην ανωνυμοποίηση της υποθέσεως, αντικαθιστώντας, παραδείγματος χάριν, με αρχικά ή με συνδυασμό γραμμάτων τα ονόματα των φυσικών προσώπων των οποίων γίνεται μνεία στην αίτηση και απαλείφοντας τα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ταυτότητά τους. Λόγω της αυξανόμενης χρήσεως των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και ιδίως της χρήσεως μηχανών αναζητήσεως, ενδέχεται να είναι μειωμένη η αποτελεσματικότητα της ανωνυμοποιήσεως που διενεργείται μετά την επίδοση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερομένους και τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανακοινώσεως σχετικά με την υπόθεση. |
22. |
Προς διευκόλυνση της διεκπεραιώσεως της υποθέσεως, το αιτούν δικαστήριο καλείται να αποστέλλει στο Δικαστήριο, εφόσον υπάρχουν, δύο μορφές του κειμένου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, ήτοι πλήρες κείμενο της αιτήσεως, το οποίο περιλαμβάνει τα ονόματα και τα πλήρη στοιχεία των διαδίκων της κύριας δίκης, και ανωνυμοποιημένο κείμενο της εν λόγω αιτήσεως. |
Η αποστολή στο Δικαστήριο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και της εθνικής δικογραφίας
23. |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να φέρει ημερομηνία και υπογραφή και να αποστέλλεται, ακολούθως, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ηλεκτρονικώς ή ταχυδρομικώς (Greffe de la Cour de justice, Rue du Fort Niedergrünewald, L-2925 Λουξεμβούργο). Για λόγους σχετικούς ιδίως με την ανάγκη να διασφαλίζεται η ταχεία διεκπεραίωση της υποθέσεως και η βέλτιστη επικοινωνία με το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο συνιστά τη χρήση της εφαρμογής e-Curia. Πληροφορίες για τον τρόπο προσβάσεως στην εφαρμογή αυτή, η οποία παρέχει τη δυνατότητα καταθέσεως και επιδόσεως διαδικαστικών εγγράφων ηλεκτρονικώς, καθώς και για τους όρους χρήσεώς της είναι διαθέσιμες στον διαδικτυακό τόπο του θεσμικού οργάνου (https://curia.europa.eu/jcms/jcms/P_78957/el/). Προς διευκόλυνση της διεκπεραιώσεως των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως από το Δικαστήριο και ιδίως της μεταφράσεώς τους σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να αποστέλλουν, εκτός από το πρωτότυπο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μέσω του e-Curia, και μορφότυπο του κειμένου της που να επιτρέπει επεξεργασία (λογισμικό επεξεργασίας κειμένου, όπως το «Word», το «Open Office» ή το «LibreOffice») στην εξής διεύθυνση: DDP-GreffeCour@curia.europa.eu. |
24. |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιέλθει στη Γραμματεία μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα τα οποία είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο και, ιδίως, τα ακριβή στοιχεία των διαδίκων της κύριας δίκης και των τυχόν εκπροσώπων τους, καθώς και τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης ή αντίγραφό της. Η δικογραφία αυτή (ή το αντίγραφό της) –που μπορεί να αποσταλεί ηλεκτρονικώς ή ταχυδρομικώς– φυλάσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας στη Γραμματεία, όπου, πλην αντιθέτων υποδείξεων του αιτούντος δικαστηρίου, θα μπορούν να τη συμβουλεύονται οι κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερόμενοι. |
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής και της εθνικής διαδικασίας
25. |
Το εθνικό δικαστήριο διατηρεί μεν την αρμοδιότητα να λαμβάνει προσωρινά μέτρα, ιδίως όταν το προδικαστικό ερώτημα αφορά το κύρος μιας πράξεως, πλην όμως η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως συνεπάγεται την αναστολή της εθνικής διαδικασίας μέχρις ότου αποφανθεί το Δικαστήριο. |
26. |
Μολονότι το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως όσο αυτή δεν έχει ανακληθεί από το αιτούν δικαστήριο, εντούτοις δεν πρέπει να λησμονείται ο ρόλος του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, ο οποίος συνίσταται στη συμβολή του στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στη διατύπωση γνωμοδοτήσεων επί γενικών ή υποθετικών ερωτημάτων. Στο μέτρο που η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, στο τελευταίο εναπόκειται να ενημερώνει το Δικαστήριο για κάθε διαδικαστική ενέργεια δυνάμενη να επηρεάσει την ενώπιόν του διαδικασία και, ιδίως, για οποιαδήποτε παραίτηση ή συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και για κάθε άλλο γεγονός που συνεπάγεται κατάργηση της δίκης. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει, επίσης, να ενημερώνει το Δικαστήριο για την τυχόν έκδοση αποφάσεως κατόπιν ενδίκου μέσου που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως περί παραπομπής και για τις συνέπειες που αυτή επιφέρει επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Προς το συμφέρον της εύρυθμης διεξαγωγής της προδικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και ιδίως προς αποφυγή της επένδυσης χρόνου και πόρων σε προδικαστικές παραπομπές που ενδέχεται να ανακληθούν ή να καταστούν άνευ αντικειμένου, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να κοινοποιούνται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν. |
27. |
Εξάλλου, εφιστάται η προσοχή των εθνικών δικαστηρίων στο γεγονός ότι η ανάκληση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να επηρεάσει τον χειρισμό παρόμοιων υποθέσεων από το αιτούν δικαστήριο. Οσάκις η έκβαση πλειόνων εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου εξαρτάται από την απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα, ενδείκνυται η ένωση των υποθέσεων αυτών πριν από την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα παρά την τυχόν ανάκληση ως προς μία ή περισσότερες υποθέσεις. |
Τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική αρωγή
28. |
Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία προδικαστικής παραπομπής διεξάγεται ατελώς, ενώ το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων των διαδίκων στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί σχετικά. |
29. |
Σε περίπτωση ανεπάρκειας των πόρων διαδίκου της κύριας δίκης, το Δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει στον εν λόγω διάδικο δικαστική αρωγή, προκειμένου αυτός να καλύψει ιδίως τα έξοδα εκπροσωπήσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου. Πάντως, η δικαστική αυτή αρωγή χορηγείται μόνον εφόσον ο εν λόγω διάδικος δεν τυγχάνει ήδη αρωγής σε εθνικό επίπεδο ή αν η σχετική αρωγή δεν καλύπτει –ή καλύπτει μόνο μερικώς– τα έξοδα στα οποία αυτός υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο διάδικος καλείται, σε κάθε περίπτωση, να διαβιβάσει στο Δικαστήριο όλα τα πληροφοριακά στοιχεία και δικαιολογητικά τα οποία καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της πραγματικής οικονομικής κατάστασής του. |
Η διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και η εφαρμογή της αποφάσεώς του από το αιτούν δικαστήριο
30. |
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η Γραμματεία του Δικαστηρίου διατηρεί επαφή με το αιτούν δικαστήριο στο οποίο διαβιβάζει αντίγραφο όλων των διαδικαστικών εγγράφων καθώς και, κατά περίπτωση, των αιτήσεων παροχής συμπληρωματικών στοιχείων ή διευκρινίσεων που θεωρούνται αναγκαία προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το εν λόγω δικαστήριο. |
31. |
Κατά το πέρας διαδικασίας που περιλαμβάνει, καταρχήν, έγγραφο και προφορικό στάδιο, το Δικαστήριο αποφαίνεται, με απόφαση, επί των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο ενδέχεται να αποφανθεί επί των ερωτημάτων αυτών χωρίς προφορική διαδικασία ή ακόμη και χωρίς να ζητήσει τις γραπτές παρατηρήσεις των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερομένων. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν το ερώτημα που υποβάλλεται με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι ταυτόσημο με ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, όταν η απάντηση σε τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, μπορεί να αποφαίνεται ταχέως επί του υποβληθέντος ερωτήματος με αιτιολογημένη διάταξη η οποία έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ισχύ με τις αποφάσεις. |
32. |
Μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την υπογραφή της διατάξεως που περατώνει τη δίκη, η Γραμματεία διαβιβάζει την απόφαση ή τη διάταξη του Δικαστηρίου στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο παρακαλείται να ενημερώσει το Δικαστήριο για τον τρόπο με τον οποίο εφάρμοσε την απόφαση αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Η αποστολή της οριστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να γίνει, με ρητή μνεία του αριθμού τής ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεως, στην εξής διεύθυνση: Follow-up-DDP@curia.europa.eu. |
II. ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ
33. |
Υπό τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπουν το άρθρο 23α του Οργανισμού και τα άρθρα 105 έως 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εκδικαστεί με την ταχεία διαδικασία ή με την επείγουσα διαδικασία. Η εφαρμογή των ως άνω διαδικασιών αποφασίζεται από το Δικαστήριο, κατόπιν χωριστού και δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου στο οποίο πρέπει να εκτίθενται οι νομικές και πραγματικές συνθήκες που δικαιολογούν την εφαρμογή αυτής(αυτών) της διαδικασίας(ών) ή, όλως εξαιρετικώς, αυτεπαγγέλτως όταν κρίνεται ότι αυτό επιβάλλουν η φύση ή οι ειδικές συνθήκες της υποθέσεως. |
Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας και της επείγουσας διαδικασίας
34. |
Κατά το άρθρο 105 του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να υπαχθεί σε ταχεία διαδικασία, παρεκκλίνουσα από τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί την εξέτασή της το συντομότερο δυνατόν. Επειδή η εν λόγω διαδικασία συνεπάγεται σημαντικούς περιορισμούς για όλους τους μετέχοντες σε αυτή και, ιδίως, για το σύνολο των κρατών μελών που καλούνται να υποβάλουν παρατηρήσεις, γραπτές ή προφορικές, εντός πολύ βραχύτερων προθεσμιών σε σχέση με τις συνήθεις, η εφαρμογή της πρέπει να ζητείται μόνον όταν συντρέχει περίπτωση επείγοντος που δικαιολογεί την ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο ταχέως επί των υποβαλλόμενων ερωτημάτων. Τέτοια περίπτωση επείγοντος μπορεί να συντρέχει ιδίως εφόσον η ταχεία έκδοση αποφάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη σημαντικού και επικείμενου κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή για το περιβάλλον ή όταν ειδικές περιστάσεις επιβάλλουν την εντός συντομότατου χρονικού διαστήματος άρση αβεβαιότητας που άπτεται θεμελιωδών ζητημάτων του εθνικού συνταγματικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία, ο μεγάλος αριθμός προσώπων ή νομικών καταστάσεων που αφορά ενδεχομένως η απόφαση την οποία θα εκδώσει το αιτούν δικαστήριο μετά την απάντηση του Δικαστηρίου επί των προδικαστικών ερωτημάτων, το σημαντικό οικονομικό διακύβευμα ή ακόμη η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να αποφανθεί ταχέως δεν αποτελούν αντιθέτως, αυτά καθεαυτά, εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να δικαιολογήσουν την ταχεία διαδικασία. |
35. |
Η ως άνω διαπίστωση επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η διαδικασία αυτή, η οποία εφαρμόζεται μόνο στους τομείς που μνημονεύονται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει ακόμη μεγαλύτερους περιορισμούς στους ενδιαφερομένους, καθόσον περιορίζει τον αριθμό των διαδίκων που έχουν τη δυνατότητα να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις και, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, παρέχει τη δυνατότητα να παραλειφθεί εντελώς το στάδιο της γραπτής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, η εφαρμογή της διαδικασίας αυτής πρέπει να ζητείται μόνο σε περιπτώσεις όπου είναι απολύτως αναγκαίο το Δικαστήριο να αποφανθεί ταχέως επί των ερωτημάτων που του υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο. |
36. |
Χωρίς να είναι εδώ δυνατή η εξαντλητική απαρίθμηση των περιστάσεων αυτών, ιδίως λόγω της ποικιλομορφίας και της διαρκούς εξελίξεως των κανόνων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει, για παράδειγμα, αίτημα να ακολουθηθεί η επείγουσα προδικαστική διαδικασία στην κατά το άρθρο 267, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ περίπτωση ενδιαφερομένου ο οποίος είναι κρατούμενος ή στερείται της ελευθερίας του, όταν η απάντηση στο ανακύπτον ζήτημα είναι αποφασιστικής σημασίας για την εκτίμηση της νομικής καταστάσεως του προσώπου αυτού ή, ακόμη, στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια μικρών παιδιών, ιδίως όταν η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα και η εφαρμογή της συνήθους διαδικασίας μπορεί να πλήξει σοβαρά, αν όχι ανεπανόρθωτα, τη σχέση του παιδιού με (έναν από) τους γονείς του ή την ανάπτυξή του, καθώς και την ένταξή του στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του. Αντιθέτως, συμφέροντα καθαρά οικονομικής φύσεως, όσο σημαντικά και θεμιτά και αν είναι, η νομική αβεβαιότητα όσον αφορά την κατάσταση των διαδίκων της υποθέσεως της κύριας δίκης ή διαδίκων παρόμοιων ένδικων διαφορών, ο μεγάλος αριθμός προσώπων ή νομικών καταστάσεων που αφορά ενδεχομένως η απόφαση την οποία θα εκδώσει το αιτούν δικαστήριο μετά την απάντηση του Δικαστηρίου επί των προδικαστικών ερωτημάτων ή ακόμη ο σημαντικός αριθμός των υποθέσεων τις οποίες ενδέχεται να αφορά η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αποτελούν περιστάσεις ικανές να δικαιολογήσουν, αυτές καθεαυτές, την επείγουσα προδικαστική διαδικασία. |
Το αίτημα εφαρμογής της ταχείας ή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας
37. |
Για να είναι σε θέση το Δικαστήριο να αποφασίσει σύντομα αν πρέπει να ακολουθήσει την ταχεία ή την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, το σχετικό αίτημα πρέπει να εκθέτει επακριβώς τις νομικές και πραγματικές συνθήκες που δικαιολογούν το επείγον και, ιδίως, τους κινδύνους που υφίστανται αν ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Στο μέτρο του δυνατού, το αιτούν δικαστήριο πρέπει επίσης να εκθέτει συνοπτικά την άποψή του όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα υποβαλλόμενα ερωτήματα. Μια τέτοια ένδειξη διευκολύνει τους διαδίκους της κύριας δίκης και τους λοιπούς ενδιαφερομένους που μετέχουν στη διαδικασία να λάβουν θέση και, ως εκ τούτου, συμβάλλει στην ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας. |
38. |
Το αίτημα εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας ή της επείγουσας διαδικασίας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να υποβάλλεται με σαφήνεια, κατά τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου να διαπιστώσει αμέσως ότι η υπόθεση χρήζει ειδικής μεταχειρίσεως. Προς τούτο, το αιτούν δικαστήριο καλείται να διευκρινίζει ποια από τις δύο διαδικασίες αφορά το αίτημά του στην προκειμένη περίπτωση και να αναφέρει, σε αυτό, το εφαρμοστέο άρθρο του Κανονισμού Διαδικασίας (το άρθρο 105, σχετικά με την ταχεία διαδικασία, ή το άρθρο 107, σχετικά με την επείγουσα διαδικασία). Η σχετική μνεία πρέπει να γίνεται σε ένα ευχερώς προσδιορίσιμο σημείο της αποφάσεως περί παραπομπής ή σε χωριστό έγγραφο του αιτούντος δικαστηρίου. |
39. |
Όσον αφορά την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου αυτή καθεαυτή, η συντομία στη διατύπωσή της είναι ακόμη σημαντικότερη σε περιπτώσεις επείγοντος, καθόσον συμβάλλει στην ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας. |
Η επικοινωνία μεταξύ του Δικαστηρίου, του αιτούντος δικαστηρίου και των διαδίκων της κύριας δίκης
40. |
Το δικαστήριο που υποβάλλει αίτημα για την εφαρμογή της ταχείας ή της επείγουσας διαδικασίας καλείται να διαβιβάσει το αίτημα αυτό και την ίδια την απόφαση περί παραπομπής –μαζί με μορφότυπο του κειμένου της που να επιτρέπει επεξεργασία (λογισμικό επεξεργασίας κειμένου, όπως το «Word», το «Open Office» ή το «LibreOffice»)– μέσω της εφαρμογής e-Curia ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (DDP-GreffeCour@curia.europa.eu). |
41. |
Για τη διευκόλυνση της μετέπειτα επικοινωνίας του Δικαστηρίου τόσο με το αιτούν δικαστήριο όσο και με τους διαδίκους της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο καλείται επίσης να δηλώσει την ηλεκτρονική διεύθυνσή του και ενδεχομένως τον αριθμό συσκευής τηλεομοιοτυπίας (φαξ) του, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιεί το Δικαστήριο, καθώς και τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις και ενδεχομένως τους αριθμούς συσκευής τηλεομοιοτυπίας των εκπροσώπων των διαδίκων της κύριας δίκης. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Τα ουσιώδη στοιχεία της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
Στο παρόν παράρτημα υπενθυμίζονται συνοπτικά τα κύρια στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Μετά από κάθε στοιχείο ακολουθεί παραπομπή στο σημείο των παρουσών συστάσεων όπου το στοιχείο αυτό αναπτύσσεται εκτενέστερα.
Ανεξαρτήτως της ηλεκτρονικής ή ταχυδρομικής διαβιβάσεώς τους, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να διαλαμβάνουν:
1. |
την ονομασία του δικαιοδοτικού οργάνου που υποβάλλει το προδικαστικό ερώτημα και, κατά περίπτωση, το αρμόδιο τμήμα ή δικαστικό σχηματισμό (βλέπε, συναφώς, σημεία 3 έως 7)· |
2. |
τα ακριβή στοιχεία των διαδίκων της κύριας δίκης και των τυχόν εκπροσώπων τους ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου (όσον αφορά τους διαδίκους της κύριας δίκης, βλέπε, όμως, σημεία 21 και 22 των παρουσών συστάσεων, σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα)· |
3. |
το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης και τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά (βλέπε σημείο 15)· |
4. |
τις κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης (βλέπε σημεία 15 και 16)· |
5. |
τους λόγους για τους οποίους το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει για την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης (βλέπε σημεία 8 έως 11 και 15 έως 18)· |
6. |
τα προδικαστικά ερωτήματα (βλέπε σκέψη 19) και, ενδεχομένως, |
7. |
της τυχόν απαιτούμενης ειδικής μεταχειρίσεως της αιτήσεως όσον αφορά, παραδείγματος χάριν, την ανάγκη τηρήσεως ανωνυμίας ως προς τα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαφορά ή επισπεύσεως της εκδικάσεώς της από το Δικαστήριο (βλέπε σημεία 33 επ.). |
Από τυπικής απόψεως, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να είναι δακτυλογραφημένες, χρονολογημένες και υπογεγραμμένες και να περιέρχονται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατά προτίμηση ηλεκτρονικώς, συνοδευόμενες από όλα τα χρήσιμα και κρίσιμα έγγραφα για την εκδίκαση της υποθέσεως (βλέπε, συναφώς, σημεία 20 έως 24 των παρουσών συστάσεων και, όσον αφορά τις αιτήσεις που απαιτούν ταχεία εκδίκαση, σημεία 40 και 41).
Συνιστώμενοι από το Δικαστήριο τρόποι διαβιβάσεως εγγράφων
Προς διασφάλιση της βέλτιστης επικοινωνίας με τα δικαιοδοτικά όργανα που του υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα, το Δικαστήριο συνιστά τη χρήση των εξής τρόπων διαβιβάσεως εγγράφων:
1) |
Κατάθεση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (ή των λοιπών κρίσιμων εγγράφων που συνδέονται με την αίτηση αυτή):
|
2) |
Αποστολή της οριστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου (ανωνυμοποιημένης, εφόσον χρειάζεται, ιδίως προς ανάρτησή της στο διαδίκτυο), κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως: Follow-up-DDP@curia.europa.eu |