ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

61ό έτος
8 Οκτωβρίου 2018


Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2018/C 364/01

Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2018/C 364/02

Υπόθεση C-428/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (Ισπανία) στις 28 Ιουνίου 2018 — Jörg Paul Konrad Fritz Bode κατά Instituto Nacional de la Seguridad Social και Tesorería General de la Seguridad Social

2

2018/C 364/03

Υπόθεση C-462/18 P: Αναίρεση που άσκησε στις 13 Ιουλίου η Mylène Troszczynski κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 16 Μαΐου 2018 στην υπόθεση T-626/16, Troszczynski κατά Κοινοβουλίου

2

2018/C 364/04

Υπόθεση C-493/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 26 Ιουλίου 2018 — UB κατά VA, Tiger SCI, WZ, ως σύνδικος πτωχεύσεως του UB, Banque patrimoine et immobilier SA

4

2018/C 364/05

Υπόθεση C-501/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (Βουλγαρία) στις 30 Ιουλίου 2018 — BT κατά Balgarska narodna banka

4

2018/C 364/06

Υπόθεση C-505/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 30 Ιουλίου 2018 — COPEBI SCA κατά Établissement national des produits de l'agriculture et de la mer (FranceAgriMer)

7

2018/C 364/07

Υπόθεση C-508/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) στις 6 Αυγούστου 2018 — Minister for Justice and Equality κατά OG

8

2018/C 364/08

Υπόθεση C-509/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) στις 6 Αυγούστου 2018 — Minister for Justice and Equality κατά PF

8

2018/C 364/09

Υπόθεση C-517/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 6 Αυγούστου 2018 — Fédération des fabricants de cigares κατά Premier ministre, Ministre des Solidarités et de la Santé

9

 

Γενικό Δικαστήριο

2018/C 364/10

Υπόθεση T-646/16 P: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2018 — Simpson κατά Συμβουλίου (Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή σε βαθμό — Κατάταξη σε βαθμό — Απόφαση περί μη χορηγήσεως του βαθμού AD 9 στον ενδιαφερόμενο κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής του σε γενικό διαγωνισμό του βαθμού AD 9 — Απόρριψη πρωτοδίκως της προσφυγής κατόπιν αναπομπής εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου — Σύνθεση του τμήματος που εξέδωσε πρωτοδίκως τη διάταξη — Διαδικασία διορισμού ενός δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης — Δικαστήριο συσταθέν σύμφωνα με τον νόμο — Αρχή του νόμιμου δικαστή)

11

2018/C 364/11

Υπόθεση T-693/16 P: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2018 — HG κατά Επιτροπής (Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Τοποθέτηση σε τρίτη χώρα — Κατοικία που διατίθεται από τη Διοίκηση — Πειθαρχική κύρωση — Απόρριψη της προσφυγής πρωτοδίκως — Σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού που εξέδωσε την απόφαση πρωτοδίκως — Διαδικασία διορισμού δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης — Δικαστήριο συσταθέν σύμφωνα με τον νόμο — Αρχή του νόμιμου δικαστή)

11

2018/C 364/12

Υπόθεση T-375/18: Προσφυγή-αγωγή της 19ης Ιουνίου 2018 — Gollnisch κατά Κοινοβουλίου

12

2018/C 364/13

Υπόθεση T-401/18: Προσφυγή-αγωγή της 3ης Ιουλίου 2018 — SFIE-PE κατά Κοινοβουλίου

13

2018/C 364/14

Υπόθεση T-402/18: Προσφυγή-αγωγή της 3ης Ιουλίου 2018 — Aquino κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου

14

2018/C 364/15

Υπόθεση T-422/18: Προσφυγή της 6ης Ιουλίου 2018 — RATP κατά Επιτροπής

14

2018/C 364/16

Υπόθεση T-437/18: Αγωγή της 13ης Ιουλίου 2018 — Tilly-Sabco κατά Επιτροπής

15

2018/C 364/17

Υπόθεση T-459/18: Προσφυγή της 31ης Ιουλίου 2018 — Lotte κατά EUIPO — Générale Biscuit-Glico France (PEPERO original)

17

2018/C 364/18

Υπόθεση T-470/18: Προσφυγή της 31ης Ιουλίου 2018 — Telenet κατά Επιτροπής

17

2018/C 364/19

Υπόθεση T-471/18: Προσφυγή της 2ας Αυγούστου 2018 — WV κατά ΕΥΕΔ

18

2018/C 364/20

Υπόθεση T-482/18: Προσφυγή της 10ης Αυγούστου 2018 — XF κατά Επιτροπής

19

2018/C 364/21

Υπόθεση T-501/18: Προσφυγή της 22ας Αυγούστου 2018 — Currency One κατά EUIPO — Cinkciarz.pl (CINKCIARZ)

20


EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/1


Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2018/C 364/01)

Τελευταία δημοσίευση

ΕΕ C 352 της 1.10.2018

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 341 της 24.9.2018

ΕΕ C 328 της 17.9.2018

ΕΕ C 319 της 10.9.2018

ΕΕ C 311 της 3.9.2018

ΕΕ C 301 της 27.8.2018

ΕΕ C 294 της 20.8.2018

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/2


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (Ισπανία) στις 28 Ιουνίου 2018 — Jörg Paul Konrad Fritz Bode κατά Instituto Nacional de la Seguridad Social και Tesorería General de la Seguridad Social

(Υπόθεση C-428/18)

(2018/C 364/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Superior de Justicia de Galicia

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλών: Jörg Paul Konrad Fritz Bode

Εφεσίβλητοι: Instituto Nacional de la Seguridad Social και Tesorería General de la Seguridad Social

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 48 ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία για τη χορήγηση πρόωρης συντάξεως γήρατος το ποσό της καταβλητέας συντάξεως πρέπει να υπερβαίνει το ποσό της κατώτατης συντάξεως που δικαιούται ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με την εν λόγω εθνική νομοθεσία, όταν η «καταβλητέα σύνταξη» έχει την έννοια του πραγματικού ποσού συντάξεως που καταβάλλεται μόνο από το αρμόδιο κράτος μέλος (εν προκειμένω την Ισπανία), χωρίς να συνυπολογίζεται το πραγματικό ποσό συντάξεως που ενδεχομένως καταβάλλεται στο πλαίσιο διαφορετικής παροχής της αυτής φύσεως από άλλο ή άλλα κράτη μέλη;


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/2


Αναίρεση που άσκησε στις 13 Ιουλίου η Mylène Troszczynski κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 16 Μαΐου 2018 στην υπόθεση T-626/16, Troszczynski κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση C-462/18 P)

(2018/C 364/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Mylène Troszczynski (εκπρόσωπος: F. Wagner, avocat)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2018 στην υπόθεση T-626/16, και εν συνεχεία:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 68 της απόφασης 2009/C 159/01 του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Μαΐου και 9ης Ιουλίου 2008, «σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», όπως τροποποιήθηκε, και με την οποία διαπιστώνεται οφειλή της αναιρεσείουσας ύψους 56 554,00 ευρώ·

να ακυρώσει το αριθ. 2016-888 χρεωστικό σημείωμα που κοινοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2016 στην αναιρεσείουσα, με το οποίο της γνωστοποιήθηκε η βεβαίωση οφειλής της, κατόπιν απόφασης του Γενικού Γραμματέα της 23ης Ιουνίου 2016, περί «επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων χρηματικών ποσών λόγω βουλευτικής επικουρίας, κατά το άρθρο 68 των μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών και τα άρθρα 78, 79 και 80 του δημοσιονομικού κανονισμού»·

να αποφανθεί κατά νόμον επί του ποσού που πρέπει να καταβληθεί στην αναιρεσείουσα προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω των αβάσιμων κατηγοριών που διατυπώθηκαν πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας, λόγω της προσβολής της υπόληψής της και λόγω της σημαντικής διατάραξης που προκλήθηκε στην προσωπική και την πολιτική της ζωή λόγω της προσβαλλόμενης απόφασης·

να αποφανθεί κατά νόμον επί του ποσού που πρέπει να καταβληθεί στην αναιρεσείουσα για τα έξοδα της διαδικασίας·

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων·

προτού αποφανθεί οριστικά: να διατάξει το Κοινοβούλιο να προσκομίσει τον διοικητικό φάκελο του J.O. και τον φάκελο της OLAF που τον αφορά.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση ουσιώδους τύπου. Αφενός, κατά την αναιρεσείουσα, οι αποφάσεις που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις υποθέσεις Bilde και Montel συνιστούν νέο γεγονός, το οποίο επήλθε μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και το οποίο παρέσχε διευκρινίσεις ως προς τη φύση και των αριθμό των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να προσκομίζονται. Πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη άλλη πραγματικά στοιχεία πέραν όσων έχουν υποβληθεί στη Γενική Γραμματεία. Η διαδικασία αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων ομοιάζει με την προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας, στην οποία επιτρέπεται να προσκομίζεται, ακόμη και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για την ορθή εκτίμηση της διαφοράς.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας και υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου. Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο δεν επέτρεψε τη διεξαγωγή μιας έντιμης και κατ’ αντιπαράθεση συζήτησης, στο μέτρο που δεν υποχρέωσε στο Κοινοβούλιο να σεβαστεί τα άρθρα 41 και 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Κοινοβούλιο έχει στη διάθεσή του τον διοικητικό φάκελο και τον φάκελο της OLAF, από τους οποίους μπορεί να αντλήσει οφέλη κατά το δοκούν, καθώς τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την απασχόληση είναι δυνατόν να βρίσκονται στους δύο αυτούς φακέλους, αλλά παραμένουν άγνωστα στην αναιρεσείουσα. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι δεν ήταν παράτυπη η παράλειψη προσωπικής ακροάσεως της αναιρεσείουσας από τον Γενικό Γραμματέα.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, εσφαλμένος χαρακτηρισμός της νομικής φύσης των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, δυσμενής διάκριση, μεροληπτική δίωξη, παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της νομιμότητας, καθώς και κατάχρηση εξουσίας. Πρώτον, η παράλειψη κριτικής ανάλυσης των προσκομισθέντων στοιχείων συνιστά έλλειψη αιτιολογίας. Δεύτερον, υπήρξε προσβολή των πολιτικών δικαιωμάτων των βοηθών. Τρίτον, στον τομέα της αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων, το βάρος απόδειξης βαρύνει κατ’ αρχήν τη Διοίκηση, η οποία υποχρεούται να δικαιολογήσει δεόντως την αμφισβήτηση των κεκτημένων. Τέταρτον, υπήρξε διακριτική μεταχείριση εκ μέρους του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου σε βάρος των βουλευτών του Front national. Τέλος, η άρνηση προσκόμισης του διοικητικού φακέλου και του φακέλου της OLAF αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της νομιμότητας, συνιστά δε κατάχρηση εξουσίας.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/4


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 26 Ιουλίου 2018 — UB κατά VA, Tiger SCI, WZ, ως σύνδικος πτωχεύσεως του UB, Banque patrimoine et immobilier SA

(Υπόθεση C-493/18)

(2018/C 364/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour de cassation

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείων: UB

Αναιρεσίβλητοι: VA, Tiger SCI, WZ, ως σύνδικος πτωχεύσεως του UB, Banque patrimoine et immobilier SA

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αποτελεί η αγωγή του ορισθέντος από το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας συνδίκου πτωχεύσεως, η οποία έχει ως αντικείμενο την κήρυξη ως ανενεργών έναντι της διαδικασίας αυτής των υποθηκών που ενεγράφησαν επί των ευρισκομένων σε άλλο κράτος μέλος ακινήτων του οφειλέτη, καθώς και των πωλήσεων των εν λόγω ακινήτων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο κράτος αυτό, προκειμένου τα εν λόγω ακίνητα να επανέλθουν στην περιουσία του οφειλέτη, άμεση απόρροια της διαδικασίας αφερεγγυότητας και εντάσσεται απευθείας σε αυτήν;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας τα μόνα που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση αυτής της αγωγής του συνδίκου πτωχεύσεως ή, απεναντίας, τα μόνα που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τον σκοπό αυτόν είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας των ακινήτων ή υφίσταται μεταξύ των διαφορετικών αυτών δικαστηρίων συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία, και υπό ποιες προϋποθέσεις;

3)

Μπορεί η απόφαση με την οποία ο δικαστής του κράτους μέλους ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας επιτρέπει στον σύνδικο πτωχεύσεως να καταθέσει, σε άλλο κράτος μέλος, αγωγή εμπίπτουσα κατ’ αρχήν στη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που κίνησε τη διαδικασία, να έχει ως αποτέλεσμα τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του άλλου αυτού κράτους στο μέτρο που η απόφαση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως απόφαση σχετική με τη διεξαγωγή διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού [1346/2000] (1) και δυνάμενη, ως τέτοια, να αναγνωρισθεί άνευ ετέρου κατ’ εφαρμογήν της ίδιας διατάξεως;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160, σ. 1).


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/4


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (Βουλγαρία) στις 30 Ιουλίου 2018 — BT κατά Balgarska narodna banka

(Υπόθεση C-501/18)

(2018/C 364/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Administrativen sad Sofia-grad

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: BT

Εναγόμενη: Balgarska narodna banka

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Συνάγεται από τις βασικές αρχές του δικαίου της ΕΕ περί ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας ότι το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να χαρακτηρίσει αυτεπαγγέλτως ως αγωγή λόγω μη εκπληρώσεως υποχρεώσεως κράτους μέλους που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) μια αγωγή η οποία έχει ως αντικείμενο την εξωσυμβατική ευθύνη του κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν από παράβαση του ενωσιακού δικαίου τις οποίες φέρεται να διέπραξε υπηρεσία του, εάν

το δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρει ρητώς ως νομική βάση το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, πλην όμως από τους λόγους της αγωγής συνάγεται ότι εγείρονται αξιώσεις για ζημία λόγω παραβάσεως διατάξεων της Ένωσης,

η αξίωση αποζημίωσης στηρίχθηκε σε εθνική διάταξη περί ευθύνης του κράτους για ζημίες που προκαλούνται κατά την άσκηση διοικητικών δραστηριοτήτων, η οποία δεν απαιτεί υπαιτιότητα, προϋποθέτει δε τον παράνομο χαρακτήρα διοικητικής πράξεως, ενέργειας ή παραλείψεως δημόσιας αρχής ή υπαλλήλου κατά την ενάσκηση διοικητικής δραστηριότητας ή επ’ αφορμή αυτής, επελθούσα υλική ζημία ή ηθική βλάβη και άμεση ή έμμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης συμπεριφοράς της δημόσιας αρχής, και

σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, το δικαστήριο οφείλει να προσδιορίζει αυτεπαγγέλτως τη νομική βάση της ευθύνης του κράτους για ενέργειες των δικαστικών αρχών με βάση τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αγωγή;

2)

Έχει η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού (ΕΕ) 1093/201[0] (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την έννοια ότι, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, σύσταση εκδοθείσα κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού, όπου διαπιστώνεται ότι η κεντρική τράπεζα κράτους μέλους παρέβη το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τις προθεσμίες για την καταβολή των εγγυημένων καταθέσεων στους καταθέτες του εκάστοτε πιστωτικού ιδρύματος,

παρέχει στους καταθέτες του πιστωτικού ιδρύματος δικαίωμα επικλήσεως της συστάσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να θεμελιώσουν αγωγή αποζημιώσεως ερειδομένη στην ως άνω παράβαση του ενωσιακού δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τη ρητή εξουσία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών να διαπιστώνει παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι καταθέτες δεν είναι ούτε δύνανται να είναι αποδέκτες ανάλογης συστάσεως, από την οποία δεν απορρέουν άμεσες έννομες συνέπειες γι’ αυτούς,

είναι έγκυρη όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η παραβιασθείσα διάταξη πρέπει να περιέχει σαφείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 1, σημείο 3, περίπτωση i, της οδηγίας 94/19/ΕΚ (2) περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 της οδηγίας αυτής, δεν περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση σαφούς και ανεπιφύλακτης υποχρεώσεως των κρατών μελών και δεν απονέμει άμεσα δικαιώματα στους καταθέτες, όπως επίσης το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία προβλέπει ελάχιστη μόνον εναρμόνιση, η οποία δεν καλύπτει τα κριτήρια βάσει των οποίων διαπιστώνεται η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων, η δε σύσταση δεν θεμελιώθηκε σε άλλες σαφείς και ανεπιφύλακτες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τα κριτήρια αυτά, ήτοι, μεταξύ άλλων, την εκτίμηση περί μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων και την έλλειψη προοπτικής της καταβολής τους στο προσεχές μέλλον ή την ύπαρξη υποχρεώσεως για επιβολή μέτρων έγκαιρης παρεμβάσεως και για διατήρηση του πιστωτικού ιδρύματος σε λειτουργία;

λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της, ήτοι της εγγυήσεως των καταθέσεων, και της εξουσίας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών να εκδίδει συστάσεις για το σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, ισχύει έναντι της εθνικής κεντρικής τράπεζας, η οποία ουδεμία σχέση έχει με το εθνικό σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων και δεν αποτελεί αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 2, περίπτωση [iii], του εν λόγω κανονισμού;

3)

Λαμβάνοντας επίσης υπόψη το παρόν στάδιο εξελίξεως της κρίσιμης για την κύρια δίκη νομοθεσίας της Ένωσης, συνάγεται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ. λπ. (C-222/02, EU:C:2004:606, σκέψεις 38, 39, 43 και 49 έως 51), της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C-46/93 και C-48/93, EU:C:1996:79, σκέψεις 42 και 51), της 15ης Ιουνίου 2000, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-237/98 P, EU:C:2000:321, σκέψη 19) και της 2ας Δεκεμβρίου 1971, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου (5/71, EU:C:1971:116, σκέψη 11) ότι:

Α)

οι διατάξεις της οδηγίας 94/19, και ιδίως το άρθρο 7, παράγραφος 6, αυτής, παρέχουν στους καταθέτες το δικαίωμα να προβάλλουν αξιώσεις αποζημιώσεως έναντι κράτους μέλους λόγω ανεπαρκούς εποπτείας του πιστωτικού ιδρύματος το οποίο διαχειρίζεται τις καταθέσεις τους; Εν προκειμένω, περιορίζονται οι εν λόγω αξιώσεις στο ποσό των καταθέσεων ή επιδέχεται διασταλτική ερμηνεία ο όρος «δικαίωμα αποζημίωσης» που περιέχεται στην εν λόγω διάταξη;

B)

τα μέτρα εποπτείας που λαμβάνονται από την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους –όπως στην περίπτωση της κύριας δίκης– για την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, μεταξύ των οποίων η αναστολή πληρωμών, όπως προβλέπεται ειδικότερα στο άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24/ΕΚ (3), συνιστούν αδικαιολόγητη και δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των καταθετών, εγείροντας ζήτημα εξωσυμβατικής ευθύνης για ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, καθόσον το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους προβλέπει, στο άρθρο 116, παράγραφος 5, του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, και στα άρθρα 4, παράγραφος 2, σημείο 1, και 94, παράγραφος 1, σημείο 4, του νόμου περί αφερεγγυότητας τραπεζών, ότι κατά τον χρόνο εφαρμογής των μέτρων υπολογίζονται συμβατικοί τόκοι και ότι οι απαιτήσεις που υπερβαίνουν το εγγυημένο ποσό των καταθέσεων ικανοποιούνται στο πλαίσιο της κοινής διαδικασίας αφερεγγυότητας, καθώς και ότι είναι δυνατή η καταβολή τόκων;

Γ)

οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους προϋποθέσεις για τη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης για ζημίες προκληθείσες από πράξη ή παράλειψη της κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους κατά την ενάσκηση προληπτικής εποπτείας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο β', ΣΛΕΕ, δεν επιτρέπεται να αντιβαίνουν στις προϋποθέσεις και τις βασικές αρχές που διέπουν την εν λόγω ευθύνη κατά το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα στην αρχή της αυτοτέλειας της αγωγής αποζημιώσεως έναντι της προσφυγής ακυρώσεως και της διαπιστώσεως περί του μη επιτρεπτού προϋποθέσεως του εθνικού δικαίου η οποία απαιτεί να έχει ακυρωθεί προηγουμένως η πράξη ή παράλειψη για την οποία ζητείται αποζημίωση, στην αρχή του μη επιτρεπτού προϋποθέσεως του εθνικού δικαίου κατά την οποία απαιτείται υπαιτιότητα των δημοσίων αρχών ή υπαλλήλων εξαιτίας της συμπεριφοράς των οποίων ζητείται η αποζημίωση, καθώς και στην προϋπόθεση ότι, επί αγωγής αποζημιώσεως για υλική ζημία, ο ενάγων θα πρέπει να έχει υποστεί πραγματική και βέβαια ζημία κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής;

Δ)

βάσει της αρχής του ενωσιακού δικαίου περί αυτοτέλειας της αγωγής αποζημιώσεως έναντι της προσφυγής ακυρώσεως πρέπει να πληρούται η προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της εκάστοτε συμπεριφοράς της δημόσιας αρχής, η οποία ισοδυναμεί με την προϋπόθεση του εθνικού δικαίου κατά την οποία πρέπει να ακυρωθεί η πράξη ή παράλειψη εξαιτίας της οποίας ζητείται αποζημίωση, ήτοι τα μέτρα εξυγιάνσεως πιστωτικού ιδρύματος, λαμβανομένου υπόψη ότι:

τα εν λόγω μέτρα δεν απευθύνονται στην ενάγουσα, η οποία είναι καταθέτης σε πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα δε με την εθνική νομοθεσία και νομολογία ο καταθέτης δεν δύναται να αιτηθεί την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες διατάχθηκαν τα εν λόγω μέτρα, και οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες ,

το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε εν προκειμένω η οδηγία 2001/24/ΕΚ, δεν επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη να παρέχουν σε όλους τους πιστωτές τη δυνατότητα προσβολής του κύρους των μέτρων εποπτείας,

το δίκαιο του κράτους μέλους δεν προβλέπει εξωσυμβατική ευθύνη για ζημίες οι οποίες προκλήθηκαν από σύννομη συμπεριφορά της δημόσιας αρχής ή των υπαλλήλων της;

E)

Αν ερμηνευτικώς κριθεί ότι, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης δεν ισχύει η προϋπόθεση του παρανόμου χαρακτήρα της εκάστοτε συμπεριφοράς της δημόσιας αρχής, εφαρμόζονται επί αγωγών αποζημιώσεως καταθετών πιστωτικού ιδρύματος λόγω πράξεων ή παραλείψεων της κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους, ιδίως όσον αφορά την καταβολή τόκων λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής εγγυημένων καταθέσεων καθώς και του ποσού των καταθέσεων που υπερβαίνει το εγγυημένο ποσό, ως αποζημίωση λόγω παραβάσεως των άρθρων 63 έως 65 και 120, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αναγνωρισθείσες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης και ιδίως

για ζημίες οι οποίες προκλήθηκαν από σύννομη συμπεριφορά δημόσιας αρχής, οι τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις της υπάρξεως πραγματικής ζημίας, της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω ζημίας και της αντίστοιχης συμπεριφοράς, καθώς και της υπάρξεως ασυνήθους και ειδικής ζημίας, ιδίως όταν πρόκειται για αγωγή για την καταβολή τόκων λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής των εγγυημένων καταθέσεων, ή

στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, η προϋπόθεση της «κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος ο οποίος προστατεύει τους ιδιώτες», ιδίως όταν πρόκειται για αγωγή καταθέτη περί καταβολής, εν είδει αποζημιώσεως, ποσού καταθέσεων πέραν του εγγυημένου ποσού, επί της οποίας εφαρμόζεται η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο διαδικασία, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη όσον αφορά το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο β', ΣΛΕΕ, και τη λήψη μέτρων κατά τις διατάξεις της οδηγίας 2001/24/ΕΚ και εφόσον οι περιστάσεις οι οποίες αφορούν το πιστωτικό ίδρυμα και τον προβάλλοντα την αξίωση αποζημιώσεως συνδέονται με ένα μόνο κράτος μέλος, πλην όμως για όλους τους καταθέτες ισχύουν οι ίδιες διατάξεις και η συνταγματική αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου;

4.

Συνάγεται από την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, σημείο 3, περίπτωση i, και 7, παράγραφος 6, της οδηγίας 94/19/ΕΚ, καθώς και από τη νομική εκτίμηση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Vervloet κ.λπ. (C-76/15, EU:C:2016:975, σκέψεις 82 έως 84), ότι το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας καταλαμβάνει καταθέτες

των οποίων οι καταθέσεις δεν ήταν επιστρεπτέες βάσει διατάξεων του νόμου ή συμβατικών όρων κατά το χρονικό διάστημα από την αναστολή των πληρωμών από το πιστωτικό ίδρυμα έως την ανάκληση της άδειας για τη διενέργεια τραπεζικών εργασιών, ο δε ενδιαφερόμενος καταθέτης δεν δήλωσε ότι ζητεί την επιστροφή των καταθέσεών του,

οι οποίοι συνομολόγησαν ρήτρα που προβλέπει την καταβολή των καταθέσεων μέχρι του εγγυημένου ποσού κατά τη διαδικασία που ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους ή και, πιο συγκεκριμένα, μετά την ανάκληση της άδειας του πιστωτικού ιδρύματος, η προϋπόθεση δε αυτή πληρούται, και

όταν κατά το δίκαιο του κράτους μέλους η εν λόγω ρήτρα της συμβάσεως καταθέσεως έχει ισχύ νόμου μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών;

Συνάγεται από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας ή από άλλες διατάξεις του δικαίου της ΕΕ ότι το εθνικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να λάβει υπόψη μια τέτοια ρήτρα της συμβάσεως καταθέσεως και να εξετάσει την αγωγή καταθέτη για καταβολή τόκων, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής εγγυημένων καταθέσεων σύμφωνα με τους όρους της σχετικής συμβάσεως, βάσει των προϋποθέσεων της εξωσυμβατικής ευθύνης για προκαλούμενες από παράβαση του ενωσιακού δικαίου ζημίες και βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 6, της οδηγίας 94/19/ΕΚ;


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12).

(2)  Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5).

(3)  Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2001, L 125, σ. 15)


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/7


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 30 Ιουλίου 2018 — COPEBI SCA κατά Établissement national des produits de l'agriculture et de la mer (FranceAgriMer)

(Υπόθεση C-505/18)

(2018/C 364/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα-αναιρεσείουσα: COPEBI SCA

Καθού-αναιρεσίβλητος: Établissement national des produits de l’agriculture et de la mer (FranceAgriMer)

Έτερος διάδικος: Ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2009/402/ΕΚ, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τα «προγράμματα περιόδου εμπορίας» που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία στον τομέα των οπωροκηπευτικών [C 29/05 (πρώην NN 57/05)] (1) την έννοια ότι καλύπτει τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το office national interprofessionnel des fruits, des légumes et de l’horticulture (ONIFLHOR) (Εθνικό Διεπαγγελματικό Γραφείο οπωροκηπευτικών και φυτοκομίας) στην comité économique agricole du bigarreau d’industrie (CEBI) (γεωργική οικονομική επιτροπή για τα κεράσια ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση) και χορηγήθηκαν στους παραγωγούς κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση από τις ομάδες παραγωγών που είναι μέλη της επιτροπής αυτής, ενώ η CEBI δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στο σημείο 15 της απόφασης της Επιτροπής και οι επίμαχες ενισχύσεις, σε αντίθεση με τον μηχανισμό χρηματοδότησης που περιγράφεται στα σημεία 24 έως 28 της εν λόγω απόφασης, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από επιχορηγήσεις του ONIFLHOR, και όχι συγχρόνως και από εθελοντικές εισφορές των παραγωγών, που ονομάζονται «επαγγελματικά μερίδια»;


(1)  ΕΕ L 127, σ. 11.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/8


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) στις 6 Αυγούστου 2018 — Minister for Justice and Equality κατά OG

(Υπόθεση C-508/18)

(2018/C 364/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Supreme Court

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων-νυν αναιρεσίβλητος: Minister for Justice and Equality

Καθού-νυν αναιρεσείων: OG

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει η ανεξαρτησία της εισαγγελίας από την εκτελεστική εξουσία να κρίνεται βάσει του ρόλου της στο οικείο εθνικό νομικό σύστημα; Εάν όχι, ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να κρίνεται η ανεξαρτησία της από την εκτελεστική εξουσία;

2)

Είναι η εισαγγελία η οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, λαμβάνει ενδεχομένως οδηγίες ή εντολές, άμεσα ή έμμεσα, από Υπουργείο Δικαιοσύνης, επαρκώς ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία ώστε να θεωρείται δικαστική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως- πλαισίου (1);

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει η εισαγγελία να είναι επίσης λειτουργικά ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία και ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να κρίνεται η λειτουργική ανεξαρτησία;

4)

Εάν είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία, θεωρείται «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, εισαγγελία της οποίας ο ρόλος περιορίζεται στην κίνηση και τη διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων και στη διασφάλιση της αντικειμενικής και νόμιμης διενέργειας των πράξεων αυτών, στην απαγγελία κατηγοριών, στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και στη δίωξη των εγκλημάτων, χωρίς να έχει αρμοδιότητα για έκδοση εθνικών ενταλμάτων ή για άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων;

5)

Είναι η εισαγγελία του Lübeck δικαστική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών;


(1)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών — Δηλώσεις τις οποίες έκαναν ορισμένα κράτη μέλη με την ευκαιρία της έκδοσης της απόφασης-πλαισίου (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/8


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) στις 6 Αυγούστου 2018 — Minister for Justice and Equality κατά PF

(Υπόθεση C-509/18)

(2018/C 364/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Supreme Court

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων-νυν αναιρεσίβλητος: Minister for Justice and Equality

Καθού-νυν αναιρεσείων: PF

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να καθοριστεί αν μια εισαγγελία που ορίζεται ως δικαστική αρχή εκδόσεως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου (1) του 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, είναι δικαστική αρχή υπό την αυτοτελή έννοια του όρου στο πλαίσιο του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 1, είναι ότι (1) η εισαγγελία είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία και (2) θεωρείται, βάσει της δικής της έννομης τάξεως, ότι απονέμει δικαιοσύνη ή μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης;

2)

Αν όχι, ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα εθνικό δικαστήριο πρέπει να κρίνει αν μια εισαγγελία η οποία ορίζεται ως δικαστική αρχή εκδόσεως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου, είναι δικαστική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1;

3)

Αν στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνεται η απαίτηση η εισαγγελία να απονέμει δικαιοσύνη ή να μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει η συνδρομή της απαίτησης αυτής να εξετάζεται βάσει του ρόλου που έχει η εν λόγω εισαγγελία στη δική της έννομη τάξη ή μήπως πρέπει να κρίνεται βάσει συγκεκριμένων αντικειμενικών κριτηρίων; Αν απαιτούνται αντικειμενικά κριτήρια, ποια είναι τα κριτήρια αυτά;

4)

Είναι η γενική εισαγγελία της Δημοκρατίας της Λιθουανίας δικαστική αρχή κατά την αυτοτελή έννοια του όρου αυτού στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου του 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών;


(1)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών — Δηλώσεις τις οποίες έκαναν ορισμένα κράτη μέλη με την ευκαιρία της έκδοσης της απόφασης-πλαισίου (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 6 Αυγούστου 2018 — Fédération des fabricants de cigares κατά Premier ministre, Ministre des Solidarités et de la Santé

(Υπόθεση C-517/18)

(2018/C 364/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούσα: Fédération des fabricants de cigares

Καθών: Premier ministre, Ministre des Solidarités et de la Santé

Παρεμβαίνουσα: Société nationale d’exploitation industrielle des tabacs et allumettes (SEITA)

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 13 της οδηγίας 2014/40/ΕΕ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, την έννοια ότι απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση στις μονάδες συσκευασίας, στις εξωτερικές συσκευασίες και στα προϊόντα καπνού οιασδήποτε εμπορικής ονομασίας που υπονοεί ορισμένες ιδιότητες, ανεξαρτήτως της φήμης της;

2)

Σε συνάρτηση με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 13 της οδηγίας, σέβονται οι διατάξεις αυτών, στον βαθμό κατά τον οποίο εφαρμόζονται επί των εμπορικών ονομασιών και σημάτων, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, την ελευθερία εκφράσεως, την επιχειρηματική ελευθερία και τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του προηγούμενου ερωτήματος, σέβονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 13 της οδηγίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 24 της ίδιας οδηγίας, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, την ελευθερία εκφράσεως και την επιχειρηματική ελευθερία καθώς και την αρχή της αναλογικότητας;


(1)  Οδηγία 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 2001/37/ΕΚ (ΕΕ L 127, σ. 1).


Γενικό Δικαστήριο

8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/11


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2018 — Simpson κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-646/16 P) (1)

((Αίτηση αναιρέσεως - Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Προαγωγή σε βαθμό - Κατάταξη σε βαθμό - Απόφαση περί μη χορηγήσεως του βαθμού AD 9 στον ενδιαφερόμενο κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής του σε γενικό διαγωνισμό του βαθμού AD 9 - Απόρριψη πρωτοδίκως της προσφυγής κατόπιν αναπομπής εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου - Σύνθεση του τμήματος που εξέδωσε πρωτοδίκως τη διάταξη - Διαδικασία διορισμού ενός δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης - Δικαστήριο συσταθέν σύμφωνα με τον νόμο - Αρχή του νόμιμου δικαστή))

(2018/C 364/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Erik Simpson (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: M. Velardo, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: M. Bauer και E. Rebasti)

Αντικείμενο

Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 24ης Ιουνίου 2016, Simpson κατά Συμβουλίου (F-142/11 RENV, EU:F:2016:136).

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Ακυρώνει τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 24ης Ιουνίου 2016, Simpson κατά Συμβουλίου (F-142/11 RENV).

2)

Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο που έκρινε την παρούσα αίτηση αναιρέσεως.

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 419 της 14.11.2016.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/11


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2018 — HG κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-693/16 P) (1)

((Αίτηση αναιρέσεως - Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Τοποθέτηση σε τρίτη χώρα - Κατοικία που διατίθεται από τη Διοίκηση - Πειθαρχική κύρωση - Απόρριψη της προσφυγής πρωτοδίκως - Σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού που εξέδωσε την απόφαση πρωτοδίκως - Διαδικασία διορισμού δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης - Δικαστήριο συσταθέν σύμφωνα με τον νόμο - Αρχή του νόμιμου δικαστή))

(2018/C 364/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: HG (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: αρχικώς G. Berscheid και C. Berardis-Kayser, στη συνέχεια G. Berscheid και T. Bohr, επικουρούμενοι από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο)

Αντικείμενο

Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 19ης Ιουλίου 2016, HG κατά Επιτροπής (F-149/15, EU:F:2016:155), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 19ης Ιουλίου 2016, HG κατά Επιτροπής (F-149/1).

2)

Αναπέμπει την υπόθεση σε τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου διαφορετικό από εκείνο που αποφάνθηκε επί της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 441 της 28.11.2016.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/12


Προσφυγή-αγωγή της 19ης Ιουνίου 2018 — Gollnisch κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-375/18)

(2018/C 364/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Bruno Gollnisch (Villiers-le-Mahieu, Γαλλία) (εκπρόσωπος: B. Bonnefoy-Claudet, δικηγόρος)

Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει τον παράτυπο χαρακτήρα της αποφάσεως του Προέδρου της Αντιπροσωπείας για τις Σχέσεις με την Ιαπωνία, η οποία κοινοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 2018·

να ακυρώσει την απόφαση αυτή·

να ακυρώσει από κοινού την έμμεση απορριπτική απόφαση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκείνην του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί των διοικητικών ενστάσεων οι οποίες τους υποβλήθηκαν στις 2 Μαΐου 2018·

να αναστείλει την ισχύ των πράξεων που εκδόθηκαν και των μέτρων που ελήφθησαν κατόπιν των ανωτέρω πράξεων·

να επιδικάσει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσό 1 ευρώ σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω του αποκλεισμού του από το ταξίδι της κοινοβουλευτικής αποστολής και λόγω του ότι παραβλέφθηκε η επανόρθωση την οποία δικαιούτο·

να του επιδικάσει επίσης ποσό 3 500 ευρώ, λόγω των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την προπαρασκευή της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγή του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει δύο λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση των εκτελεστικών διατάξεων που διέπουν τις εργασίες των εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιπροσωπειών και αποστολών βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/13


Προσφυγή-αγωγή της 3ης Ιουλίου 2018 — SFIE-PE κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-401/18)

(2018/C 364/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγον-ενάγον: Syndicat des fonctionnaires internationaux et européens — Section du Parlement européen (SFIE-PE) (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Το προσφεύγον-ενάγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

κατά συνέπεια:

να ακυρώσει την απόφαση της 2ας Ιουλίου 2018 σχετικά με την επίταξη υπηρεσιών διερμηνέων την 3η Ιουλίου 2018, καθώς και τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με την επίταξη υπηρεσιών διερμηνέων την 4η, 5η, 10η και 11η Ιουλίου 2018.

να καταδικάσει το καθού-εναγόμενο στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης υπολογισθείσας ex aequo et bono σε ποσό ύψους 10 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη·

να καταδικάσει το καθού-εναγόμενο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, το προσφεύγον-ενάγων προβάλλει τρεις λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αφορά προσβολή του δικαιώματος συλλογικής δράσης και του δικαιώματος στην ενημέρωση και τη διαβούλευση, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 28 και 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και την οδηγία 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα — Kοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εκπροσώπηση των εργαζομένων (ΕΕ 2002, L 80, σ. 29), και όπως προσδιορίζονται και εφαρμόζονται από τη συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων του οργάνου, της 12ης Ιουλίου 1990, καθώς και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη.

2.

Ο δεύτερος λόγος αφορά αναρμοδιότητα του εκδότη της προσβαλλόμενης πράξης και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

3.

Ο τρίτος λόγος αφορά προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/14


Προσφυγή-αγωγή της 3ης Ιουλίου 2018 — Aquino κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-402/18)

(2018/C 364/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες-ενάγοντες: Roberto Aquino (Βρυξέλλες, Βέλγιο) και 30 λοιποί προσφεύγοντες-ενάγοντες (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

κατά συνέπεια:

να ακυρώσει την απόφαση της 2ας Ιουλίου 2018 σχετικά με την επίταξη υπηρεσιών διερμηνέων την 3η Ιουλίου 2018, καθώς και τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με την επίταξη υπηρεσιών διερμηνέων την 4η, 5η, 10η και 11η Ιουλίου 2018·

να καταδικάσει το καθού-εναγόμενο στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης υπολογισθείσας ex aequo et bono σε ποσό ύψους 1 000 ευρώ ανά προσφεύγοντα-ενάγοντα προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης·

να καταδικάσει το καθού-εναγόμενο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής τους, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυποι ή παρόμοιοι με τους λόγους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T-401/18, SFIE-PE κατά Κοινοβουλίου.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/14


Προσφυγή της 6ης Ιουλίου 2018 — RATP κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-422/18)

(2018/C 364/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Régie autonome des transports parisiens (RATP) (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωποι: E. Morgan de Rivery, P. Delelis και C. Lavin, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, περί παροχής προσβάσεως σε έγγραφα τα οποία αφορά η καταχωρηθείσα με αριθμό πρωτοκόλλου GestDem 2017/7530 αίτηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), καθώς και του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο β', και του άρθρου 5, παράγραφος 6, του τμήματος σχετικά με τις διατάξεις για την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001 του κώδικα ορθής συμπεριφοράς της Επιτροπής ο οποίος προσαρτάται στον εσωτερικό κανονισμό της τελευταίας [C(2000) 3614 (ΕΕ 2000, L 308, σ. 26)], καθόσον η Επιτροπή ουδόλως μπορούσε να κοινοποιήσει τα επίμαχα έγγραφα χωρίς να ενημερώσει την προσφεύγουσα.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της αρχής της χρηστής διοικήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, παράβαση του καθήκοντός της επιμέλειας όπως διευκρινίζεται με τη σχετική νομολογία, και συνεπώς, του σκοπού του κανονισμού 1049/2001 σύμφωνα με τον οποίο, κατά το άρθρο 1, στοιχείο γ', ο κανονισμός στοχεύει στην «προώθηση ορθής διοικητικής πρακτικής ως προς την πρόσβαση στα έγγραφα».

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρμόσει τις εξαιρέσεις τις οποίες, ωστόσο, επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Ο λόγος ακυρώσεως αυτός υποδιαιρείται σε τρία σκέλη:

με το πρώτο σκέλος προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε εσκεμμένα να εφαρμόσει το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας που ισχύει επί των εγγράφων·

με το δεύτερο σκέλος προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει υπόψη την ανάμειξη σε ένδικες διαδικασίες που συνετελέσθη με την κοινοποίηση των εγγράφων·

με το τρίτο σκέλος προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και του άρθρου 339 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα εμπορικά, οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα της προσφεύγουσας.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', καθώς και του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1), καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να αποκρύψει την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που είναι ο συντάκτης των επίδικων εγγράφων.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, καθόσον ουδόλως ενημέρωσε την προσφεύγουσα, είτε πριν είτε μετά την αποστολή των εγγράφων, για τους λόγους που μπορούσαν να αιτιολογήσουν την επιθυμία της να αποστείλει τα εν λόγω έγγραφα.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/15


Αγωγή της 13ης Ιουλίου 2018 — Tilly-Sabco κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-437/18)

(2018/C 364/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Ενάγουσα: Tilly-Sabco (Guerlesquin, Γαλλία) (εκπρόσωποι: R. Milchior και S. Charbonnel, δικηγόροι)

Εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει παραδεκτή την αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα από τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 689/2013, της 18ης Ιουλίου 2013, με τον οποίον καθορίστηκαν μηδενικές επιστροφές στον τομέα του κρέατος πουλερικών (ΕΕ L 196/13 της 19ης Ιουλίου 2013

να κρίνει ότι η Επιτροπή οφείλει στην ενάγουσα ποσό, κατά κύριο λόγο, ύψους 3 238 000 ευρώ, εκ του οποίου:

2 848 000 ευρώ που ισοδυναμούν με τις μη εισπραχθείσες επιστροφές για τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο από 19 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2013·

390 000 ευρώ που ισοδυναμούν με τις επιστροφές οι οποίες αφορούν το διαφυγόν κέρδος που σχετίζεται με τη μη πραγματοποίηση συμπληρωματικών πωλήσεων 3 550 τόνων με προορισμό τις χώρες της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει, κατά κύριο λόγο, ποσό 3 238 000 ευρώ·

αναπροσαρμοσμένο με την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων, υπολογιζόμενων με αφετηρία την 20ή Σεπτεμβρίου 2017 και μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, βάσει του ετησίου ποσοστού πληθωρισμού που έχει διαπιστώσει, για την οικεία περίοδο, η Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένη η εταιρία αυτή·

προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με αφετηρία την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί στην υπό κρίση υπόθεση και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες·

να επιτρέψει στην ενάγουσα να προσαρμόσει το υπόμνημά της και τα αιτήματά της σε περίπτωση που η Επιτροπή εκδώσει εκτελεστικό κανονισμό για την αντικατάσταση του κανονισμού 689/2013 πριν από την περάτωση της γραπτής διαδικασίας στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας αγωγής.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αγωγής της, η ενάγουσα προβάλλει τρεις ισχυρισμούς που αντιστοιχούν στις τρεις προϋποθέσεις βασιμότητας της αγωγής αποζημιώσεως, οι οποίες πληρούνται σωρευτικώς εν προκειμένω, ήτοι την ύπαρξη ζημιογόνου γεγονότος που αντιστοιχεί στον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης συμπεριφοράς, την ύπαρξη ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας.

Πρώτον, η ενάγουσα φρονεί ότι η έκδοση από την Επιτροπή του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 689/2013 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2013, για τον καθορισμό των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του κρέατος πουλερικών (ΕΕ 2013, L 196, σ. 13), ο οποίος ακυρώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής (C-183/16 P, EU:C:2017:704), συνιστά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης επαρκή για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως.

Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας παρανόμως πράξη περί μηδενισμού του ποσού των επιστροφών επί των πωλήσεων κατεψυγμένων κοτόπουλων σε ορισμένες χώρες εκτός ζώνης ΕΕ, διέπραξε κατάφωρη παράβαση στοιχειοθετούσα ζημιογόνο γεγονός το οποίο προκάλεσε πραγματική και βέβαιη ζημία σε βάρος της ενάγουσας. Η ζημία αυτή συνίσταται, κατά την προσφεύγουσα, στο γεγονός ότι δεν είχε λάβει τις επιστροφές μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013.

Τρίτον, η ενάγουσα εταιρία επισημαίνει ότι βασίμως ζητεί την αποκατάσταση της θετικής ζημίας σχετικά με την παράνομη κατάργηση των επιστροφών για την περίοδο από 19 Ιουλίου 2013 έως 31 Δεκεμβρίου 2013. Συνεπώς, η υπαίτια συμπεριφορά της Επιτροπής ήταν η καθοριστική αιτία της ζημίας που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη και, επομένως, υπάρχει άμεση και ευθεία συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς αυτής και της εν λόγω ζημίας.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/17


Προσφυγή της 31ης Ιουλίου 2018 — Lotte κατά EUIPO — Générale Biscuit-Glico France (PEPERO original)

(Υπόθεση T-459/18)

(2018/C 364/17)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Lotte Corp. (Σεούλ, Νότια Κορέα) (εκπρόσωπος: G. Ringeisen, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Générale Biscuit-Glico France (Clamart, Γαλλία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης PEPERO original σε χρώμα κόκκινο, καφέ, κίτρινο, άσπρο

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 11ης Μαΐου 2018 στην υπόθεση R 913/2017-1

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που ακύρωσε το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αριθμό 7 413 651 της εταιρίας LOTTE και την υποχρέωσε να αποδώσει τα έξοδα και τα τέλη της εταιρίας Générale Biscuit-Glico France·

να υποχρεώσει το EUIPO και την εταιρία Générale Biscuit-Glico France να αποδώσει στην εταιρία LOTTE τα έξοδα επαγγελματικής εκπροσωπήσεως σε καθεμία από τις διαδικασίες·

να καταδικάσει το EUIPO και την εταιρία Générale Biscuit-Glico France στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Παράβαση του άρθρου 64 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

Παράβαση του άρθρου 60, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

Παράβαση του άρθρου 94 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/17


Προσφυγή της 31ης Ιουλίου 2018 — Telenet κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-470/18)

(2018/C 364/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Telenet (Mechelen, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: Y. Desmedt και E. Monard, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη στο σύνολό της· και

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της Επιτροπής C(2018) 3410 τελικό, της 25ης Μαΐου 2018, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (1), όσον αφορά την υπόθεση BE/2018/2073: Χονδρική παροχή τοπικής πρόσβασης σε σταθερή θέση στο Βέλγιο, την υπόθεση BE/2018/2074: Χονδρική παροχή κεντρικής πρόσβασης, σε σταθερή θέση, για προϊόντα μαζικής κατανάλωσης στο Βέλγιο και την υπόθεση BE/2018/2075: Χονδρική παροχή πρόσβασης σε ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις στο Βέλγιο.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ και υπέπεσε σε κατάχρηση της εκ μέρους της εξουσίας εκτιμήσεως, καθόσον δεν κίνησε έρευνα του σταδίου II.

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διατύπωσε πλείονες ανησυχίες όσον αφορά τον καθορισμό της συγκεκριμένης αγοράς από την εθνική ρυθμιστική αρχή του Βελγίου.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να κινήσει έλεγχο του σταδίου II σε περίπτωση που έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς ένα προτεινόμενο κανονιστικό μέτρο.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμά της ότι ο επιλεχθείς ορισμός της αγοράς δεν μεταβάλλει το ρυθμιστικό αποτέλεσμα.

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον εκτίμησε ότι μπορούσε να αποφασίσει να μην κινήσει έρευνα του σταδίου II, για τον λόγο ότι ο ορισμός της αγοράς τον οποίο η Επιτροπή έκρινε καταλληλότερο φέρεται να οδηγεί στο ίδιο ρυθμιστικό αποτέλεσμα με εκείνον που προτάθηκε στο σχέδιο μέτρου. Οι κατάλληλοι ορισμοί της αγοράς απαιτούν μεταβολή της νομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σχέδιο μέτρου το οποίο υπέβαλε στην Επιτροπή η εθνική ρυθμιστική αρχή του Βελγίου περιείχε ορισμό της αγοράς ο οποίος δεν είχε υποβληθεί σε δημόσια διαβούλευση, όπως απαιτούν τα άρθρα 6 και 16, παράγραφος 6, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή παρέβη τις απαιτήσεις περί τη διαδικασία καθόσον διατύπωσε παρατηρήσεις για πρόταση που δεν είχε υποβληθεί σε δημόσια διαβούλευση.


(1)  Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33).


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/18


Προσφυγή της 2ας Αυγούστου 2018 — WV κατά ΕΥΕΔ

(Υπόθεση T-471/18)

(2018/C 364/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: WV (εκπρόσωπος: É. Boigelot, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ)

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προερχόμενη από [εμπιστευτικό(1) απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2017, με στοιχεία αναφοράς «eeas.ba.hr.3(2017)6459331», η οποία επιφέρει κράτηση επί του μισθού της προσφεύγουσας ίση με 72 ημερολογιακές ημέρες·

να ακυρώσει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τη ρητή απορριπτική απόφαση της 2ας Μαΐου 2018 («eeas.ba.hr.3/ED/ld(2018)2309062»), κατόπιν της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 3 Ιανουαρίου 2018·

να αποφασίσει ότι τα ποσά που θα πρέπει να επιστραφούν στην προσφεύγουσα μετά την ακύρωση αυτή θα προσαυξηθούν με τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 5 % ετησίως ή με οποιοδήποτε άλλο επιτόκιο ορίσει το Γενικό Δικαστήριο, υπολογιζόμενους από την ημέρα της πραγματικής επιστροφής και ανάλογα με την ημερομηνία των διάφορων κρατήσεων που πραγματοποιήθηκαν·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 134 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των άρθρων 1ε, παράγραφος 2, 12, 12α, 21, 25, 26, 55 και 60 του ΚΥΚ και του καθήκοντος μέριμνας, από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, καθώς και από παράβαση των άρθρων 1 και 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1). Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης παράβαση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 41, 47 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ καθώς και κατάχρηση δικαιώματος και καταστρατήγηση διαδικασίας, πέραν της πρόδηλης παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ισότητας των όπλων. Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής η οποία επιβάλλει στη διοίκηση να ακυρώσει μια απόφαση μόνο βάσει νομικώς παραδεκτών λόγων, ήτοι λόγων λυσιτελών και μη ενεχόντων πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, πραγματικά ή νομικά, καθώς και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ασφάλειας δικαίου, πέραν της παραβιάσεως της αρχής του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).


(1)  Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/19


Προσφυγή της 10ης Αυγούστου 2018 — XF κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-482/18)

(2018/C 364/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: XF (εκπρόσωπος: J.-N. Louis, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2017 περί απορρίψεως του αιτήματός του για τη χορήγηση της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, κατόπιν της μετακομίσεώς του και της αναλήψεως των καθηκόντων του στην έδρα της ΕΥΕΔ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει ένα μόνο λόγο, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 20 του ΚΥΚ και του άρθρου 5 του παραρτήματός του VII.


8.10.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 364/20


Προσφυγή της 22ας Αυγούστου 2018 — Currency One κατά EUIPO — Cinkciarz.pl (CINKCIARZ)

(Υπόθεση T-501/18)

(2018/C 364/21)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η πολωνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Currency One S.A. (Poznań, Πολωνία) (εκπρόσωπος: P. Szmidt, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Cinkciarz.pl sp. z o.o. (Zielona Góra, Πολωνία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Επίδικο σήμα: Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης CINKCIARZ — Υπ’ αριθ. 13 678 991 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας.

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 18ης Ιουνίου 2018 στην υπόθεση R 2598/2017-5.

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.