ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

61ό έτος
28 Μαΐου 2018


Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2018/C 182/01

Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2018/C 182/02

Υπόθεση C-80/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 6 Φεβρουαρίου 2018 — Asociación Española de la Industria Eléctrica (UNESA) κατά Administración General del Estado και Iberdrola Generación Nuclear S.A.U.

2

2018/C 182/03

Υπόθεση C-81/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 6 Φεβρουαρίου 2018 — Endesa Generación, S.A. κατά Administración General del Estado

3

2018/C 182/04

Υπόθεση C-82/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 6 Φεβρουαρίου 2018 — Endesa Generación, S.A. κατά Administración General del Estado και Iberdrola Generación Nuclear S.A.U.

4

2018/C 182/05

Υπόθεση C-83/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 7 Φεβρουαρίου 2018 — Iberdrola Generación Nuclear S.A.U. κατά Administración General del Estado

6

2018/C 182/06

Υπόθεση C-97/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Rechtbank Noord-Nederland (Κάτω Χώρες) στις 12 Φεβρουαρίου 2018 — Openbaar Ministerie κατά ET

7

2018/C 182/07

Υπόθεση C-99/18 P: Αναίρεση που άσκησε στις 12 Φεβρουαρίου 2018 η FTI Touristik GmbH κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 30 Νοεμβρίου 2017 στην υπόθεση T-475/16, FTI Touristik GmbH κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

8

2018/C 182/08

Υπόθεση C-130/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 19 Φεβρουαρίου 2018 — flightright GmbH κατά Eurowings GmbH

8

2018/C 182/09

Υπόθεση C-134/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Arbeidsrechtbank Antwerpen (Βέλγιο) στις 19 Φεβρουαρίου 2018 — Maria Vester κατά Rijksinstituut voor ziekte- en invaliditeitsverzekering (Riziv)

9

2018/C 182/10

Υπόθεση C-143/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Bonn (Γερμανία) στις 23 Φεβρουαρίου 2018 — Antonio Romano, Lidia Romano κατά DSL Bank

9

2018/C 182/11

Υπόθεση C-160/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) στις 28 Φεβρουαρίου 2018 — X BV κατά Staatssecretaris van Financiën

10

2018/C 182/12

Υπόθεση C-163/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Rechtbank Noord-Nederland (Κάτω Χώρες) την 1η Μαρτίου 2018 — HQ, εξ ονόματος της ιδίας και ως νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου τέκνου της IP, JO κατά Aegean Airlines SA

11

2018/C 182/13

Υπόθεση C-179/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Arbeidsrechtbank Gent (Βέλγιο) στις 7 Μαρτίου 2018 — Ronny Rohart κατά Federale Pensioendienst

12

2018/C 182/14

Υπόθεση C-180/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) στις 9 Μαρτίου 2018 — Agrenergy Srl κατά Ministero dello Sviluppo Economico

12

2018/C 182/15

Υπόθεση C-184/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Central Administrativo Sul (Πορτογαλία) στις 12 Μαρτίου 2018 — Fazenda Pública κατά Carlos Manuel Patrício Teixeira, Maria Madalena da Silva Moreira Patrício Teixeira

13

2018/C 182/16

Υπόθεση C-185/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 9 Μαρτίου 2018 — Oro Efectivo S.L. κατά Diputación Foral de Bizkaia

13

2018/C 182/17

Υπόθεση C-192/18: Προσφυγή της 15ης Μαρτίου 2018 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας

14

2018/C 182/18

Υπόθεση C-201/18: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το cour d’appel de Mons (Βέλγιο) στις 19 Μαρτίου 2018 — Mydibel SA κατά État belge

15

2018/C 182/19

Υπόθεση C-206/18: Προσφυγή της 23ης Μαρτίου 2018 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας

16

2018/C 182/20

Υπόθεση C-221/18 P: Αναίρεση που άσκησε στις 27 Μαρτίου 2018 η Électricité de France (EDF) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 16 Ιανουαρίου 2018 στην υπόθεση T-747/15, EDF κατά Επιτροπής

17

2018/C 182/21

Υπόθεση C-247/18 P: Αναίρεση που άσκησε στις 9 Απριλίου 2018 η Ιταλική Δημοκρατία κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 25 Ιανουαρίου 2018 στην υπόθεση T-91/16, Ιταλία κατά Επιτροπής

18

 

Γενικό Δικαστήριο

2018/C 182/22

Υπόθεση T-271/10: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2018 — H κατά Συμβουλίου (Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Εθνικός εμπειρογνώμονας αποσπασμένος στην EUPM στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Απόφαση περί μετακινήσεως — Αρμοδιότητα του αρχηγού της EUPM να εκδώσει απόφαση περί μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Κατάχρηση εξουσίας — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Ηθική παρενόχληση)

20

2018/C 182/23

Υπόθεση T-274/15: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2018 — Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής (Προσφυγή ακυρώσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά βιοαιθανόλης και αιθανόλης — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου — Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής — Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών — Έγγραφα που αντηλλάγησαν κατόπιν προηγούμενου ελέγχου — Άρνηση της Επιτροπής να αναστείλει τις επίμαχες διαδικασίες επί επί παραβάσει — Πράξη μη δεκτική προσφυγής — Απαράδεκτο»)

20

2018/C 182/24

Υπόθεση T-732/16 R: Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2018 — Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (Ασφαλιστικά μέτρα — Κρατικές ενισχύσεις — Ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία υπέρ συγκεκριμένων επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων — Εγγύηση του δημοσίου παρασχεθείσα από δημόσιο φορέα — Απόφαση που κρίνει τις ενισχύσεις ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Έλλειψη επείγοντος)

21

2018/C 182/25

Υπόθεση T-766/16 R: Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2018 — Hércules Club de Fútbol κατά Επιτροπής (Ασφαλιστικά μέτρα — Κρατικές ενισχύσεις — Ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία υπέρ συγκεκριμένων επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων — Εγγύηση του δημοσίου παρασχεθείσα από δημόσιο φορέα — Απόφαση που κρίνει τις ενισχύσεις ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως — Έλλειψη κατεπείγοντος)

22

2018/C 182/26

Υπόθεση T-361/17: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2018 — Eco-Bat Technologies κ.λπ. κατά Επιτροπής (Προσφυγή ακυρώσεως — Συμπράξεις — Αγορά της ανακυκλώσεως μπαταριών αυτοκινήτου — Απόφαση με την οποία διορθώνεται απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και επιβάλλονται πρόστιμα — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Χρονικό σημείο ενάρξεως — Εκπρόθεσμο — Απαράδεκτο)

22

2018/C 182/27

Υπόθεση T-574/17: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2018 — UD κατά Επιτροπής (Υπαλληλική υπόθεση — Δικαιούχος συντάξεως επιζώντος — Κοινωνική ασφάλιση — Απόρριψη αιτήσεως εκ των προτέρων εγκρίσεως της αποδόσεως ορισμένων ιατρικών δαπανών — Νέα αίτηση — Πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Απαράδεκτο)

23

2018/C 182/28

Υπόθεση T-34/18: Προσφυγή της 24ης Ιανουαρίου 2018 — Giove Gas κατά EUIPO — Primagaz (KALON AL CENTRO DELLA FAMIGLIA)

23

2018/C 182/29

Υπόθεση T-135/18: Προσφυγή της 5ης Μαρτίου 2018 — Szegedi κατά Κοινοβουλίου

24

2018/C 182/30

Υπόθεση T-198/18: Αγωγή της 16ης Μαρτίου 2018 — Chrysses Demetriades & Co. και Provident Fund of the Employees of Chrysses Demetriades & Co κατά Συμβουλίου κ.λπ.

26

2018/C 182/31

Υπόθεση T-203/18: Προσφυγή της 23ης Μαρτίου 2018 — VQ κατά ΕΚΤ

26

2018/C 182/32

Υπόθεση T-219/18: Προσφυγή της 30ής Μαρτίου 2018 — Piaggio & C. κατά EUIPO — Zhejiang Zhongneng Industry Group (Μοτοποδήλατα)

28

2018/C 182/33

Υπόθεση T-228/18: Προσφυγή-αγωγή της 5ης Απριλίου 2018 — Transtec κατά Επιτροπής

29


EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/1


Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2018/C 182/01)

Τελευταία δημοσίευση

ΕΕ C 166 της 14.5.2018

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 161 της 7.5.2018

ΕΕ C 152 της 30.4.2018

ΕΕ C 142 της 23.4.2018

ΕΕ C 134 της 16.4.2018

ΕΕ C 123 της 9.4.2018

ΕΕ C 112 της 26.3.2018

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/2


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 6 Φεβρουαρίου 2018 — Asociación Española de la Industria Eléctrica (UNESA) κατά Administración General del Estado και Iberdrola Generación Nuclear S.A.U.

(Υπόθεση C-80/18)

(2018/C 182/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Supremo

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Asociación Española de la Industria Eléctrica (UNESA)

Αναιρεσίβλητες: Administración General del Estado και Iberdrola Generación Nuclear S.A.U.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που καθιερώνουν τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ (1) ρύθμιση, κατά το μέτρο που αυτή επιδιώκει, μεταξύ άλλων σκοπών, ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς δυνατότητα αποκλίσεως παρά μόνο για λόγους γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, η επιβολή τελών αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με χρήση πυρηνικής ενέργειας, στην περίπτωση που κύριος σκοπός των εν λόγω φορολογικών επιβαρύνσεων δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά η αύξηση των εσόδων από την ηλεκτρική ενέργεια, με αποτέλεσμα οι εν λόγω επιχειρήσεις να επιβαρύνονται περισσότερο, σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που ασκούν την ίδια δραστηριότητα για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας;

2)

Σε ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία την επιβολή περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων, δικαιολογούμενων με επίκληση του εγγενούς ρυπαντικού φορτίου της πυρηνικής δραστηριότητας, αλλά χωρίς πρόβλεψη οιασδήποτε συγκεκριμένης διατάξεως –ο δικαιολογητικός λόγος μνημονεύεται μεν στο προοίμιο του νόμου, αλλά, όσον αφορά το τέλος επί της παραγωγής αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων, δεν εξειδικεύεται στις διατάξεις του νόμου το κόστος που πρέπει να καλυφθεί και, όσον αφορά το τέλος επί της αποθηκεύσεως ραδιενεργών αποβλήτων, απουσιάζει επίσης συγκεκριμένη διάταξη, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι το κόστος διαχειρίσεως και αποθηκεύσεως καλύπτεται ήδη από άλλα τέλη, καθώς και ότι επιπλέον δεν ορίζεται σαφώς η προβλεπόμενη χρήση των εσόδων από τις επιβαρύνσεις αυτές και ότι οι προμνησθείσες επιχειρήσεις φέρουν τη συναφή αστική ευθύνη μέχρι του ποσού των 1 200 000 000 ευρώ;

3)

Πληρούται η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της προμνησθείσας οδηγίας απαίτηση, κατά την οποία οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες, στην περίπτωση που ο περιβαλλοντικός σκοπός και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών τελών δεν μνημονεύονται συγκεκριμένα στις διατάξεις του νόμου;

4)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατά το άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 2005/89/ΕΚ (2), καθόσον σκοπούν να διασφαλίσουν την «εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού», καλώντας τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι «τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν εμπεριέχουν διακρίσεις και δεν δημιουργούν αδικαιολόγητο βάρος για τους φορείς της αγοράς», εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μεν ότι το βάρος της χρηματοδοτήσεως του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας φέρει το σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά επιβάλλει στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια (πλέον των επιχειρήσεων υδροηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θεωρείται ανανεώσιμη ενέργεια) ιδιαίτερα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, επιρρίπτοντας σε αυτές μεγαλύτερο βάρος συνεισφοράς από ό,τι σε άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς να αντιμετωπίζουν τις επιβαρύνσεις αυτές, καίτοι ορισμένες εξ αυτών είναι πιο ρυπογόνες, προβάλλοντας λόγους προστασίας του περιβάλλοντος λόγω των κινδύνων και των αβεβαιοτήτων που είναι σύμφυτοι με τις πυρηνικές δραστηριότητες, χωρίς εξειδίκευση του κόστους, χωρίς να ορίζεται ότι τα έσοδα θα διατεθούν για σκοπούς περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ η διαχείριση και η αποθήκευση των αποβλήτων καλύπτονται από άλλα τέλη και οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια φέρουν αστική ευθύνη, κατά το μέτρο που η εθνική αυτή νομοθεσία νοθεύει τον απαιτούμενο στην ελευθερωμένη εσωτερική αγορά ελεύθερο ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ευνοούνται οι λοιποί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που δεν επιβαρύνονται με περιβαλλοντικά τέλη ενώ χρησιμοποιούν πιο ρυπογόνες πηγές παραγωγής ενέργειας;

5)

Αντιβαίνει στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο προβλέπεται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», τέλος επί των αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και των ραδιενεργών αποβλήτων που προκύπτουν από την παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια, το οποίο επιβάλλεται μόνο στον κλάδο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, εξαιρουμένου κάθε άλλου τομέα που μπορεί να παράγει τέτοια απόβλητα, με αποτέλεσμα άλλες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα κάνοντας χρήση πυρηνικών υλικών ή πυρηνικής ενέργειας να μην επιβαρύνονται, παρά το γεγονός ότι η δραστηριότητά τους έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον το οποίο πρέπει να προστατευτεί;


(1)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).

(2)  Οδηγία 2005/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, περί μέτρων διασφάλισης του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής (ΕΕ 2005, L 33, σ. 22).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/3


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 6 Φεβρουαρίου 2018 — Endesa Generación, S.A. κατά Administración General del Estado

(Υπόθεση C-81/18)

(2018/C 182/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Supremo

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Endesa Generación, S.A.

Αναιρεσίβλητη: Administración General del Estado

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], που καθιερώνουν τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ (1) ρύθμιση, κατά το μέτρο που αυτή επιδιώκει, μεταξύ άλλων σκοπών, ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς δυνατότητα αποκλίσεως παρά μόνο για λόγους γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, η επιβολή τελών αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με χρήση πυρηνικής ενέργειας, στην περίπτωση που κύριος σκοπός των εν λόγω φορολογικών επιβαρύνσεων δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά η αύξηση των εσόδων του οικονομικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, με αποτέλεσμα οι εν λόγω επιχειρήσεις να επιβαρύνονται περισσότερο, σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που ασκούν την ίδια δραστηριότητα, για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας;

2)

Σε μια ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αντιτίθεται η ως άνω ευρωπαϊκή νομοθεσία στην επιβολή περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων, δικαιολογούμενων με επίκληση του εγγενούς ρυπαντικού φορτίου της πυρηνικής δραστηριότητας, αλλά χωρίς πρόβλεψη οιασδήποτε συγκεκριμένης διατάξεως –ο δικαιολογητικός λόγος μνημονεύεται μεν στο προοίμιο του νόμου, αλλά, όσον αφορά το τέλος επί της παραγωγής αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων, δεν εξειδικεύεται στις διατάξεις του νόμου το κόστος που πρέπει να καλυφθεί και, όσον αφορά το τέλος επί της αποθηκεύσεως ραδιενεργών αποβλήτων, απουσιάζει επίσης συγκεκριμένη διάταξη, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι το κόστος διαχειρίσεως και αποθηκεύσεως καλύπτεται ήδη από άλλα τέλη, καθώς και ότι επιπλέον δεν ορίζεται σαφώς η προβλεπόμενη χρήση των εσόδων από τις επιβαρύνσεις αυτές και ότι οι προμνησθείσες επιχειρήσεις φέρουν τη συναφή αστική ευθύνη μέχρι του ποσού των 1 200 000 000 ευρώ;

3)

Αντιβαίνουν στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ, κατά το οποίο οι ειδικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις παραγωγής πυρηνικής ενέργειας χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες, τα τέλη που θεσπίζονται με τον Ley 15/2012 (νόμο 15/2012), εφόσον ο περιβαλλοντικός σκοπός και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών τελών δεν μνημονεύονται συγκεκριμένα στις διατάξεις του νόμου;

4)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατά το άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 2005/89/ΕΚ (2), καθόσον σκοπούν να διασφαλίσουν την «εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού», καλώντας τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι «τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν εμπεριέχουν διακρίσεις και δεν δημιουργούν αδικαιολόγητο βάρος για τους φορείς της αγοράς», εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μεν ότι το βάρος της χρηματοδοτήσεως του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας φέρει το σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά επιβάλλει στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια (πλέον των επιχειρήσεων υδροηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θεωρείται ανανεώσιμη ενέργεια) ιδιαίτερα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, επιρρίπτοντας σε αυτές μεγαλύτερο βάρος συνεισφοράς από ό,τι σε άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς να αντιμετωπίζουν τις επιβαρύνσεις αυτές, καίτοι ορισμένες εξ αυτών είναι πιο ρυπογόνες, προβάλλοντας λόγους προστασίας του περιβάλλοντος λόγω των κινδύνων και των αβεβαιοτήτων που είναι σύμφυτοι με τις πυρηνικές δραστηριότητες, χωρίς εξειδίκευση του κόστους, χωρίς να ορίζεται ότι τα έσοδα θα διατεθούν για σκοπούς περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ η διαχείριση και η αποθήκευση των αποβλήτων καλύπτονται από άλλα τέλη και οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια φέρουν αστική ευθύνη, κατά το μέτρο που η εθνική αυτή νομοθεσία νοθεύει τον απαιτούμενο στην ελευθερωμένη εσωτερική αγορά ελεύθερο ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ευνοούνται οι λοιποί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που δεν επιβαρύνονται με περιβαλλοντικά τέλη ενώ χρησιμοποιούν πιο ρυπογόνες πηγές παραγωγής ενέργειας;

5)

Αντιβαίνει στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο προβλέπεται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», τέλος επί των αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και των ραδιενεργών αποβλήτων που προκύπτουν από την παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια, το οποίο επιβάλλεται μόνο στον κλάδο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, εξαιρουμένου κάθε άλλου τομέα που μπορεί να παράγει τέτοια απόβλητα, με αποτέλεσμα άλλες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα κάνοντας χρήση πυρηνικών υλικών ή πυρηνικής ενέργειας να μην επιβαρύνονται, παρά το γεγονός ότι η δραστηριότητά τους έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον;


(1)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).

(2)  Οδηγία 2005/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, περί μέτρων διασφάλισης του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής (ΕΕ 2005, L 33, σ. 22).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/4


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 6 Φεβρουαρίου 2018 — Endesa Generación, S.A. κατά Administración General del Estado και Iberdrola Generación Nuclear S.A.U.

(Υπόθεση C-82/18)

(2018/C 182/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Supremo

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Endesa Generación, S.A.

Αναιρεσίβλητες: Administración General del Estado και Iberdrola Generación Nuclear S.A.U.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που καθιερώνουν τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ (1) ρύθμιση, κατά το μέτρο που αυτή επιδιώκει, μεταξύ άλλων σκοπών, ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς δυνατότητα αποκλίσεως παρά μόνο για λόγους γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, η επιβολή τελών αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με χρήση πυρηνικής ενέργειας, στην περίπτωση που κύριος σκοπός των εν λόγω φορολογικών επιβαρύνσεων δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά η αύξηση των εσόδων από την ηλεκτρική ενέργεια, με αποτέλεσμα οι εν λόγω επιχειρήσεις να επιβαρύνονται περισσότερο, σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που ασκούν την ίδια δραστηριότητα για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας;

2)

Σε ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία την επιβολή περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων, δικαιολογούμενων με επίκληση του εγγενούς ρυπαντικού φορτίου της πυρηνικής δραστηριότητας, αλλά χωρίς πρόβλεψη οιασδήποτε συγκεκριμένης διατάξεως –ο δικαιολογητικός λόγος μνημονεύεται μεν στο προοίμιο του νόμου, αλλά, όσον αφορά το τέλος επί της παραγωγής αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων, δεν εξειδικεύεται στις διατάξεις του νόμου το κόστος που πρέπει να καλυφθεί και, όσον αφορά το τέλος επί της αποθηκεύσεως ραδιενεργών αποβλήτων, απουσιάζει επίσης συγκεκριμένη διάταξη, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι το κόστος διαχειρίσεως και αποθηκεύσεως καλύπτεται ήδη από άλλα τέλη, καθώς και ότι επιπλέον δεν ορίζεται σαφώς η προβλεπόμενη χρήση των εσόδων από τις επιβαρύνσεις αυτές και ότι οι προμνησθείσες επιχειρήσεις φέρουν τη συναφή αστική ευθύνη μέχρι του ποσού των 1 200 000 000 ευρώ;

3)

Πληρούται η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της προμνησθείσας οδηγίας απαίτηση, κατά την οποία οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες, στην περίπτωση που ο περιβαλλοντικός σκοπός και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών τελών δεν μνημονεύονται συγκεκριμένα στις διατάξεις του νόμου;

4)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατά το άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 2005/89/ΕΚ (2), καθόσον σκοπούν να διασφαλίσουν την «εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού», καλώντας τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι «τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν εμπεριέχουν διακρίσεις και δεν δημιουργούν αδικαιολόγητο βάρος για τους φορείς της αγοράς», εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μεν ότι το βάρος της χρηματοδοτήσεως του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας φέρει το σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά επιβάλλει στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια (πλέον των επιχειρήσεων υδροηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θεωρείται ανανεώσιμη ενέργεια) ιδιαίτερα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, επιρρίπτοντας σε αυτές μεγαλύτερο βάρος συνεισφοράς από ό,τι σε άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς να αντιμετωπίζουν τις επιβαρύνσεις αυτές, καίτοι ορισμένες εξ αυτών είναι πιο ρυπογόνες, προβάλλοντας λόγους προστασίας του περιβάλλοντος λόγω των κινδύνων και των αβεβαιοτήτων που είναι σύμφυτοι με τις πυρηνικές δραστηριότητες, χωρίς εξειδίκευση του κόστους, χωρίς να ορίζεται ότι τα έσοδα θα διατεθούν για σκοπούς περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ η διαχείριση και η αποθήκευση των αποβλήτων καλύπτονται από άλλα τέλη και οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια φέρουν αστική ευθύνη, κατά το μέτρο που η εθνική αυτή νομοθεσία νοθεύει τον απαιτούμενο στην ελευθερωμένη εσωτερική αγορά ελεύθερο ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ευνοούνται οι λοιποί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που δεν επιβαρύνονται με περιβαλλοντικά τέλη ενώ χρησιμοποιούν πιο ρυπογόνες πηγές παραγωγής ενέργειας;

5)

Αντιβαίνει στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο προβλέπεται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», τέλος επί των αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και των ραδιενεργών αποβλήτων που προκύπτουν από την παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια, το οποίο επιβάλλεται μόνο στον κλάδο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, εξαιρουμένου κάθε άλλου τομέα που μπορεί να παράγει τέτοια απόβλητα, με αποτέλεσμα άλλες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα κάνοντας χρήση πυρηνικών υλικών ή πυρηνικής ενέργειας να μην επιβαρύνονται, παρά το γεγονός ότι η δραστηριότητά τους έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον το οποίο πρέπει να προστατευτεί;


(1)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).

(2)  Οδηγία 2005/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, περί μέτρων διασφάλισης του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής (ΕΕ 2005, L 33, σ. 22).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/6


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 7 Φεβρουαρίου 2018 — Iberdrola Generación Nuclear S.A.U. κατά Administración General del Estado

(Υπόθεση C-83/18)

(2018/C 182/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Supremo

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Iberdrola Generación Nuclear S.A.U

Αναιρεσίβλητη: Administración General del Estado

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που καθιερώνουν τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ (1) ρύθμιση, κατά το μέτρο που αυτή επιδιώκει, μεταξύ άλλων σκοπών, ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς δυνατότητα αποκλίσεως παρά μόνο για λόγους γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, η επιβολή τελών αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με χρήση πυρηνικής ενέργειας, στην περίπτωση που κύριος σκοπός των εν λόγω φορολογικών επιβαρύνσεων δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά η αύξηση των εσόδων από την ηλεκτρική ενέργεια, με αποτέλεσμα οι εν λόγω επιχειρήσεις να επιβαρύνονται περισσότερο, σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που ασκούν την ίδια δραστηριότητα για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας;

2)

Σε ανταγωνιστική και χωρίς διακρίσεις αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία την επιβολή περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων, δικαιολογούμενων με επίκληση του εγγενούς ρυπαντικού φορτίου της πυρηνικής δραστηριότητας, αλλά χωρίς πρόβλεψη οιασδήποτε συγκεκριμένης διατάξεως –ο δικαιολογητικός λόγος μνημονεύεται μεν στο προοίμιο του νόμου, αλλά, όσον αφορά το τέλος επί της παραγωγής αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων, δεν εξειδικεύεται στις διατάξεις του νόμου το κόστος που πρέπει να καλυφθεί και, όσον αφορά το τέλος επί της αποθηκεύσεως ραδιενεργών αποβλήτων, απουσιάζει επίσης συγκεκριμένη διάταξη, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι το κόστος διαχειρίσεως και αποθηκεύσεως καλύπτεται ήδη από άλλα τέλη, καθώς και ότι επιπλέον δεν ορίζεται σαφώς η προβλεπόμενη χρήση των εσόδων από τις επιβαρύνσεις αυτές και ότι οι προμνησθείσες επιχειρήσεις φέρουν τη συναφή αστική ευθύνη μέχρι του ποσού των 1 200 000 000 ευρώ;

3)

Πληρούται η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της προμνησθείσας οδηγίας απαίτηση, κατά την οποία οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, περιλαμβανομένης της προστασίας του περιβάλλοντος, πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες, στην περίπτωση που ο περιβαλλοντικός σκοπός και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών τελών δεν μνημονεύονται συγκεκριμένα στις διατάξεις του νόμου;

4)

Αντιβαίνει στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατά το άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 2005/89/ΕΚ (2), καθόσον σκοπούν να διασφαλίσουν την «εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού», καλώντας τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι «τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν εμπεριέχουν διακρίσεις και δεν δημιουργούν αδικαιολόγητο βάρος για τους φορείς της αγοράς», εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μεν ότι το βάρος της χρηματοδοτήσεως του ελλείμματος λόγω των ισχυόντων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας φέρει το σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά επιβάλλει στις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια (πλέον των επιχειρήσεων υδροηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θεωρείται ανανεώσιμη ενέργεια) ιδιαίτερα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, επιρρίπτοντας σε αυτές μεγαλύτερο βάρος συνεισφοράς από ό,τι σε άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς να αντιμετωπίζουν τις επιβαρύνσεις αυτές, καίτοι ορισμένες εξ αυτών είναι πιο ρυπογόνες, προβάλλοντας λόγους προστασίας του περιβάλλοντος λόγω των κινδύνων και των αβεβαιοτήτων που είναι σύμφυτοι με τις πυρηνικές δραστηριότητες, χωρίς εξειδίκευση του κόστους, χωρίς να ορίζεται ότι τα έσοδα θα διατεθούν για σκοπούς περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ η διαχείριση και η αποθήκευση των αποβλήτων καλύπτονται από άλλα τέλη και οι επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια φέρουν αστική ευθύνη, κατά το μέτρο που η εθνική αυτή νομοθεσία νοθεύει τον απαιτούμενο στην ελευθερωμένη εσωτερική αγορά ελεύθερο ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ευνοούνται οι λοιποί παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που δεν επιβαρύνονται με περιβαλλοντικά τέλη ενώ χρησιμοποιούν πιο ρυπογόνες πηγές παραγωγής ενέργειας;

5)

Αντιβαίνει στο άρθρο 191, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο προβλέπεται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», τέλος επί των αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και των ραδιενεργών αποβλήτων που προκύπτουν από την παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια, το οποίο επιβάλλεται μόνο στον κλάδο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, εξαιρουμένου κάθε άλλου τομέα που μπορεί να παράγει τέτοια απόβλητα, με αποτέλεσμα άλλες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα κάνοντας χρήση πυρηνικών υλικών ή πυρηνικής ενέργειας να μην επιβαρύνονται, παρά το γεγονός ότι η δραστηριότητά τους έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον το οποίο πρέπει να προστατευτεί;


(1)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).

(2)  Οδηγία 2005/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, περί μέτρων διασφάλισης του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής (ΕΕ 2005, L 33, σ. 22).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/7


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Rechtbank Noord-Nederland (Κάτω Χώρες) στις 12 Φεβρουαρίου 2018 — Openbaar Ministerie κατά ET

(Υπόθεση C-97/18)

(2018/C 182/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Rechtbank Noord-Nederland, τοποθεσία Leeuwarden

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Κατηγορούσα αρχή: Openbaar Ministerie

Καταδικασθείς: ET

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2006/783/ΔΕΥ (1) την έννοια ότι, σε περίπτωση εκτελέσεως στις Κάτω Χώρες αποφάσεως δημεύσεως η οποία μεταβιβάσθηκε από το κράτος εκδόσεως, μπορεί να εφαρμοστεί προσωποκράτηση κατά την έννοια του άρθρου 577c του Wetboek van Strafvordering (κώδικα ποινικής δικονομίας), λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της αποφάσεως του Hoge Raad της 20ής Δεκεμβρίου 2011 (2) από την οποία προκύπτει ότι η προσωποκράτηση πρέπει να θεωρηθεί ως ποινή κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ;

2)

Ασκεί επιρροή στη δυνατότητα εφαρμογής της προσωποκρατήσεως το ενδεχόμενο να προβλέπει και το δίκαιο του κράτους εκδόσεως τη δυνατότητα εφαρμογής προσωποκρατήσεως;


(1)  Απόφαση-πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης (ΕΕ 2006, L 328, σ. 59).

(2)  NL:HR:2011:BP9449.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/8


Αναίρεση που άσκησε στις 12 Φεβρουαρίου 2018 η FTI Touristik GmbH κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 30 Νοεμβρίου 2017 στην υπόθεση T-475/16, FTI Touristik GmbH κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-99/18 P)

(2018/C 182/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: FTI Touristik GmbH (εκπρόσωπος: A. Parr, Rechtsanwältin)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Harald Prantner και Daniel Giersch

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2017 (T-475/16)·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση ενέχει παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 (1). Κατά την άποψή της, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, δεν ελήφθησαν υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά που θα έπρεπε να συνεκτιμηθούν προς θεμελίωση της αιτιολογίας σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται νομικό σφάλμα.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 154, σ. 1.)


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/8


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 19 Φεβρουαρίου 2018 — flightright GmbH κατά Eurowings GmbH

(Υπόθεση C-130/18)

(2018/C 182/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Amtsgericht Düsseldorf

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: flightright GmbH

Εναγομένη: Eurowings GmbH

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ', σημείο iii, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (1), την έννοια ότι η αξίωση αποζημιώσεως για ματαίωση πτήσεως λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως αποκλείεται και στην περίπτωση που ο επιβάτης αεροπορικών μεταφορών υφίσταται εξαιτίας της εναλλακτικής πτήσεως που του προσφέρεται απώλεια χρόνου συνολικά μικρότερη από τρεις ώρες, μεγαλύτερη όμως από δύο ώρες, διότι η πραγματική άφιξη καθυστερεί περισσότερο από δύο ώρες αλλά λιγότερο από τρεις ώρες σε σχέση με την προγραμματισμένη άφιξη;


(1)  ΕΕ L 46, σ. 1.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Arbeidsrechtbank Antwerpen (Βέλγιο) στις 19 Φεβρουαρίου 2018 — Maria Vester κατά Rijksinstituut voor ziekte- en invaliditeitsverzekering (Riziv)

(Υπόθεση C-134/18)

(2018/C 182/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Arbeidsrechtbank Antwerpen

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Maria Vester

Καθού: Rijksinstituut voor ziekte- en invaliditeitsverzekering (Riziv)

Προδικαστικό ερώτημα

1)

Διαπράττεται παράβαση των άρθρων 45 και 48 της Συνθήκης της 25ης Μαρτίου 1957 για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) όταν το τελευταίο αρμόδιο κράτος μέλος, κατά την έναρξη της ανικανότητας προς εργασία, μετά τη συμπλήρωση περιόδου αναμονής συνιστάμενης σε 52 εβδομάδες ανικανότητας προς εργασία, κατά την οποία χορηγούνταν παροχές ασθενείας, αρνείται τη χορήγηση παροχής αναπηρίας βάσει του άρθρου 57 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, και το άλλο κράτος μέλος, το οποίο δεν είναι το τελευταία αρμόδιο κράτος μέλος, εφαρμόζει για την εξέταση του δικαιώματος αναλογικώς επιμερισμένης παροχής αναπηρίας περίοδο αναμονής διάρκειας 104 εβδομάδων σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο;

2)

Συνάδει σε αυτήν την περίπτωση με το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας το ότι ο ενδιαφερόμενος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αναμονής εξηρτάτο από παροχές κοινωνικής πρόνοιας, ή υποχρεώνουν τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ το κράτος, που δεν είναι το τελευταίο αρμόδιο κράτος, να εξετάσει το δικαίωμα για παροχές αναπηρίας μετά τη συμπλήρωση της περιόδου αναμονής η οποία προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου αρμόδιου κράτους, ακόμη και αν δεν το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο του κράτους που δεν είναι το τελευταίο αρμόδιο κράτος;


(1)  ΕΕ 2004, L 166, σ. 1.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Bonn (Γερμανία) στις 23 Φεβρουαρίου 2018 — Antonio Romano, Lidia Romano κατά DSL Bank

(Υπόθεση C-143/18)

(2018/C 182/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Bonn

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: Antonio Romano, Lidia Romano

Εναγομένη: DSL Bank

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της οδηγίας 2002/65 (1) την έννοια ότι απαγορεύει εθνική διάταξη ή πρακτική, όπως αυτή που εφαρμόζεται στην υπόθεση της κύριας δίκης, βάσει της οποίας το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν αποκλείεται σε περίπτωση συμβάσεων δανείου που συνάπτονται εξ αποστάσεως και η εκτέλεσή τους έχει ολοκληρωθεί πλήρως και από τα δύο μέρη με ρητή αίτηση του καταναλωτή προτού ασκήσει ο καταναλωτής το δικαίωμα υπαναχωρήσεως;

2)

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 2, το άρθρο 5, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, και το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2002/65 την έννοια ότι η δέουσα λήψη των πληροφοριών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο α', της οδηγίας 2002/65, καθώς και η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως του καταναλωτή με βάση το εθνικό δίκαιο, πρέπει να κρίνονται μόνο με γνώμονα τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων και όλων των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη της σχετικής συμβάσεως;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα:

3)

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/65 την έννοια ότι αποκλείει εθνική διάταξη κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι μετά τη δήλωση υπαναχωρήσεως από σύμβαση καταναλωτικού δανείου που έχει συναφθεί εξ αποστάσεως ο προμηθευτής οφείλει να καταβάλει στον καταναλωτή, πέραν του ποσού που εισέπραξε από αυτόν βάσει της εξ αποστάσεως συμβάσεως, και αποζημίωση για τη χρήση του εν λόγω ποσού;


(1)  Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 271, σ. 16).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/10


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) στις 28 Φεβρουαρίου 2018 — X BV κατά Staatssecretaris van Financiën

(Υπόθεση C-160/18)

(2018/C 182/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hoge Raad der Nederlanden

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: X BV

Αναιρεσίβλητος: Staatssecretaris van Financiën

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει οι παράγραφοι 2, 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95 (1) σε συνδυασμό με το άρθρο 141 του κανονισμού 1234/2007 (2) να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι με τον περιγραφόμενο σε αυτές μηχανισμό ελέγχου, επίσης στην περίπτωση εκ των υστέρων ελέγχου, ο μοναδικός σκοπός είναι να διασφαλιστεί η δυνατότητα των αρμοδίων αρχών να λαμβάνουν εγκαίρως γνώση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων αναφορικά με διαδοχικές συναλλαγές που μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την ορθότητα της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής cif και να αποτελέσουν λόγο για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας;

Ή είναι ορθή η αντίθετη άποψη, και πρέπει ο προβλεπόμενος στις παραγράφους 2, 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95 μηχανισμός ελέγχου, επίσης στην περίπτωση εκ των υστέρων ελέγχου, να νοηθεί υπό την έννοια ότι μία ή περισσότερες μεταπωλήσεις από τον εισαγωγέα στην κοινοτική αγορά σε τιμή κατώτερη της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής cif της αποστολής, αυξημένης κατά το οφειλόμενο ποσό εισαγωγικών δασμών, δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους διαθέσεως στην κοινοτική αγορά, οπότε ήδη γι’ αυτόν τον λόγο οφείλονται πρόσθετοι δασμοί; Έχει για την απάντηση στο τελευταίο ερώτημα σημασία αν η προαναφερθείσα μεταπώληση ή η μεταπώληση από τον εισαγωγέα πραγματοποιήθηκε σε τιμή κατώτερη της ισχύουσας αντιπροσωπευτικής τιμής; Έχει συναφώς σημασία το ότι η αντιπροσωπευτική τιμή κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου 2009 υπολογιζόταν με άλλον τρόπο από ό,τι κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την ημερομηνία αυτή; Έχει περαιτέρω σημασία για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά αν οι αγοραστές στην Ένωση είναι επιχειρήσεις συνδεδεμένες με τον εισαγωγέα;

2)

Αν από την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα 1 προκύψει ότι η μεταπώληση με ζημία αποτελεί επαρκή ένδειξη για την απόρριψη της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής cif, πώς πρέπει τότε να καθοριστεί το ύψος των οφειλόμενων πρόσθετων δασμών; Πρέπει η βάση αυτή να καθοριστεί σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται για τον προσδιορισμό της τελωνειακής αξίας στα άρθρα 29 έως 31 του κανονισμού 2913/92 (3) του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα; Ή πρέπει η βάση αυτή να καθοριστεί αποκλειστικά βάσει της ισχύουσας αντιπροσωπευτικής τιμής; Εμποδίζει το άρθρο 141, παράγραφος 3, του κανονισμού 1234/2007 κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου 2009 τη χρήση της καθορισθείσας κατά την περίοδο αυτή αντιπροσωπευτικής τιμής;

3)

Αν από την απάντηση στα ερωτήματα 1 και 2 προκύψει ότι για την οφειλή πρόσθετων δασμών είναι καθοριστικό το ότι τα εισαχθέντα προϊόντα μεταπωλήθηκαν με ζημία στην κοινοτική αγορά και συνεπώς για τον υπολογισμό του ύψους των οφειλόμενων πρόσθετων δασμών πρέπει να ληφθεί ως βάση η αντιπροσωπευτική τιμή, είναι τότε οι παράγραφοι 2, 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95 συμβατές με το άρθρο 141 του κανονισμού 1234/2007, και τούτο υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Kloosterboer Rotterdam (C-317/99, ECLI:EU:C:2001:681);


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1484/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, περί των κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών και καθορισμού τους, στους τομείς του κρέατος πουλερικών και αυγών και της αυγοαλβουμίνης καθώς και περί καταργήσεως του κανονισμού 163/67/ΕΟΚ (ΕΕ 1995, L 145, σ. 47).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1).

(3)  EE 1992, L 302, σ. 1.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/11


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Rechtbank Noord-Nederland (Κάτω Χώρες) την 1η Μαρτίου 2018 — HQ, εξ ονόματος της ιδίας και ως νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου τέκνου της IP, JO κατά Aegean Airlines SA

(Υπόθεση C-163/18)

(2018/C 182/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Rechtbank Noord-Nederland

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: HQ, εξ ονόματος της ιδίας και ως νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου τέκνου της IP, JO

Εναγομένη: Aegean Airlines SA

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 (1) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάτης, ο οποίος δυνάμει της (μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο) οδηγίας 90/314/ΕΟΚ (2) για τα οργανωμένα ταξίδια έχει δικαίωμα να αξιώσει από τον διοργανωτή του ταξιδίου του την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου του, δεν δύναται να αξιώσει την επιστροφή επίσης από τον αερομεταφορέα;

2)

Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, δύναται παρά ταύτα ο επιβάτης να αξιώσει από τον αερομεταφορέα την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου του, όταν αποδεικνύεται ότι ο διοργανωτής του ταξιδίου του, σε περίπτωση που είναι υπεύθυνος, δεν είναι από οικονομικής απόψεως σε θέση να επιστρέψει το αντίτιμο του εισιτηρίου και αυτός ο διοργανωτής του ταξιδίου δεν έλαβε μέτρα εγγυήσεως ώστε να διασφαλίσει την επιστροφή;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).

(2)  Οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ 1990, L 158, σ. 59).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/12


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Arbeidsrechtbank Gent (Βέλγιο) στις 7 Μαρτίου 2018 — Ronny Rohart κατά Federale Pensioendienst

(Υπόθεση C-179/18)

(2018/C 182/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Arbeidsrechtbank Gent

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Ronny Rohart

Καθής: Federale Pensioendienst

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 (1) του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, την έννοια ότι αποκλείει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν επιτρέπει, κατά τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος μισθωτού βάσει των δραστηριοτήτων του στο εν λόγω κράτος μέλος, να λαμβάνεται υπόψη η στρατιωτική θητεία την οποία ο ενδιαφερόμενος εκπλήρωσε στο κράτος μέλος αυτό, επειδή ο ενδιαφερόμενος, κατά τον χρόνο της στρατιωτικής του θητείας καθώς και κατόπιν αυτής, ήταν αδιαλείπτως υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εξομοιώσεως κατά τη νομοθετική ρύθμιση του κράτους μέλους αυτού;


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων) (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/12


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) στις 9 Μαρτίου 2018 — Agrenergy Srl κατά Ministero dello Sviluppo Economico

(Υπόθεση C-180/18)

(2018/C 182/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Consiglio di Stato

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Agrenergy Srl

Αναιρεσίβλητο: Ministero dello Sviluppo Economico

Προδικαστικό ερώτημα

Πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο α', της οδηγίας 2009/28/ΕΚ (1) να ερμηνευθεί –επίσης υπό το πρίσμα της γενικής αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του γενικού ρυθμιστικού πλαισίου που τέθηκε από την οδηγία όσον αφορά την προώθηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές– υπό την έννοια ότι αποκλείει τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιας εθνικής ρυθμίσεως η οποία επιτρέπει στην Ιταλική Κυβέρνηση να επιβάλει, με διαδοχικά εκτελεστικά διατάγματα, τη μείωση ή ακόμη και την κατάργηση των τιμών ενθαρρύνσεως που είχαν καθοριστεί προηγουμένως;


(1)  Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ L 140, σ. 16).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/13


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Central Administrativo Sul (Πορτογαλία) στις 12 Μαρτίου 2018 — Fazenda Pública κατά Carlos Manuel Patrício Teixeira, Maria Madalena da Silva Moreira Patrício Teixeira

(Υπόθεση C-184/18)

(2018/C 182/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Central Administrativo Sul

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: Fazenda Pública

Εφεσίβλητοι: Carlos Manuel Patrício Teixeira, Maria Madalena da Silva Moreira Patrício Teixeira

Προδικαστικό ερώτημα

Πρέπει τα άρθρα 12, 56, 57 και 58 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (νυν άρθρα 18, 63, 64 και 65 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη (άρθρο 43, παράγραφος 2, του Código IRS, ο οποίος θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 442-A/88, της 30ής Νοεμβρίου, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τον νόμο 109-B/2001, της 27ης Δεκεμβρίου), η οποία επιβάλλει μεγαλύτερο φόρο στην υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση ενός ακινήτου κείμενου σε κράτος μέλος (Πορτογαλία) από υπήκοο του εν λόγω κράτους μέλους ο οποίος είναι κάτοικος τρίτου κράτους (Ανγκόλα) από τον φόρο που θα επέβαλε, στο πλαίσιο του ίδιου είδους συναλλαγής, επί της υπεραξίας η οποία θα προέκυπτε υπέρ του κατοίκου του κράτους όπου κείται το ακίνητο;


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/13


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ισπανία) στις 9 Μαρτίου 2018 — Oro Efectivo S.L. κατά Diputación Foral de Bizkaia

(Υπόθεση C-185/18)

(2018/C 182/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal Supremo

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Oro Efectivo S.L.

Αναιρεσίβλητο: Diputación Foral de Bizkaia

Προδικαστικό ερώτημα

Προσκρούει στην οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (1), και στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας που απορρέει από την εν λόγω οδηγία, καθώς και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί της ερμηνείας της, εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από έναν επιχειρηματία ή επαγγελματία την καταβολή έμμεσου φόρου διαφορετικού από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για την απόκτηση ορισμένου κινητού αγαθού (ιδίως χρυσού, ασημιού ή κοσμημάτων), όταν:

1)

το αποκτηθέν αγαθό προορίζεται, διά της επεξεργασίας του και της μεταγενέστερης μεταβίβασής του, για την οικονομική δραστηριότητα του εν λόγω επιχειρηματία·

2)

πρόκειται να εκτελεσθούν πράξεις υποκείμενες στον ΦΠΑ κατά την εκ νέου διάθεση του αποκτηθέντος αγαθού στο εμπόριο, και

3)

η εφαρμοστέα στο εν λόγω κράτος νομοθεσία δεν επιτρέπει στον επιχειρηματία ή τον επαγγελματία να εκπίπτει, στο πλαίσιο των πράξεων αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε βάσει του φόρου αυτού για την πρώτη από τις προαναφερθείσες αποκτήσεις;


(1)  EE 2006, L 347, σ. 1.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/14


Προσφυγή της 15ης Μαρτίου 2018 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας

(Υπόθεση C-192/18)

(2018/C 182/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Szmytkowska, K. Banks, H. Krämer και C. Valero)

Καθής: Δημοκρατία της Πολωνίας

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, εισάγοντας με το άρθρο 13, παράγραφοι 1 έως 3, του Ustawa z dnia 12 lipca 2017 r. o zmianie ustawy — Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου της 12ης Ιουλίου 2017 περί τροποποιήσεως του νόμου για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων) διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, των δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου και των εισαγγελέων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 157 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τα άρθρα 5, στοιχείο α', και 9, παράγραφος 1, στοιχείο στ', της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση) (1) και

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μειώνοντας με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου αυτού τo όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων και παρέχοντας παράλληλα στον Υπουργό Δικαιοσύνης το δικαίωμα να αποφασίζει την παράταση του χρόνου ενεργού υπηρεσίας των δικαστών βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 26, στοιχεία b και c, του νόμου αυτού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι, εισάγοντας με το άρθρο 13, παράγραφοι 1 έως 3, του Ustawa z dnia 12 lipca 2017 r. o zmianie ustawy — Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου της 12ης Ιουλίου 2017 περί τροποποιήσεως του νόμου για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων) διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, των δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου και των εισαγγελέων, και μειώνοντας με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου αυτού το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, παρέχοντας παράλληλα στον Υπουργό Δικαιοσύνης το δικαίωμα να αποφασίζει την παράταση του χρόνου ενεργού υπηρεσίας των δικαστών βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 26, στοιχεία b και c, του νόμου αυτού, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 157 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τα άρθρα 5, στοιχείο α', και 9, παράγραφος 1, στοιχείο στ', της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση), καθώς και τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


(1)  ΕΕ 2006, L 204, σ. 23.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/15


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το cour d’appel de Mons (Βέλγιο) στις 19 Μαρτίου 2018 — Mydibel SA κατά État belge

(Υπόθεση C-201/18)

(2018/C 182/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour d’appel de Mons

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα και αντεφεσίβλητη: Mydibel SA

Εφεσίβλητο και αντεκκαλούν: État belge

Προδικαστικό ερώτημα

Πρέπει τα άρθρα 14, 15, 168, 184, 185, 187 και 188 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ της 28ης Νοεμβρίου 2006 του Συμβουλίου, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (1), να ερμηνεύονται και να έχουν εφαρμογή κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η αναθεώρηση/διακανονισμός του ΦΠΑ επί επενδυτικού ακινήτου για το οποίο ορθώς ασκήθηκε το δικαίωμα εκπτώσεως του αρχικού φόρου, όταν το εν λόγω επενδυτικό ακίνητο αποτέλεσε αντικείμενο πράξεως «sale and lease back» (πωλήσεως και επαναμισθώσεως), δεδομένου ότι:

η σύμβαση «sale and lease back» αποτελείται από τον ταυτόχρονο συνδυασμό της παροχής δικαιώματος επιφάνειας (δηλαδή προσωρινού εμπράγματου δικαιώματος) εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο σε δύο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και της χρηματοδοτικής μισθώσεως εκ μέρους των εν λόγω δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στον υποκείμενο στον φόρο·

η εν λόγω πράξη «sale and lease back» συνιστά πράξη αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα με σκοπό την αύξηση της ρευστότητας του υποκειμένου στον φόρο·

δεν επιβλήθηκε ΦΠΑ στην πράξη «sale and lease back» (πώληση και επαναμίσθωση)·

το επενδυτικό ακίνητο παρέμεινε στην κυριότητα του υποκειμένου στον φόρο και χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της φορολογηθείσας δραστηριότητάς του κατά τρόπο συνεχή και διαρκή, τόσο πριν όσο και μετά τη σύναψη της πράξεως.

Συνάδει μία ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων η οποία συνεπάγεται αναθεώρηση/διακανονισμό του αρχικώς εκπεσθέντος ΦΠΑ, με την αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ και/ή την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως;


(1)  EE L 347, σ. 1.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/16


Προσφυγή της 23ης Μαρτίου 2018 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας

(Υπόθεση C-206/18)

(2018/C 182/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Samnadda, J. Hottiaux, G. von Rintelen)

Καθής: Δημοκρατία της Πολωνίας

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 43 της οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (1), παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία αυτή και παραλείποντας, εν πάση περιπτώσει, να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τις διατάξεις αυτές·

να επιβάλει στη Δημοκρατία της Πολωνίας, δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας της οδηγίας 2014/26/ΕΕ ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 87 612 ευρώ από την ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της υπό κρίση υποθέσεως·

να καταδικάσει την Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Κατά το άρθρο 43, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/26/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων καθώς και τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά, τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να θεσπίσουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία μέχρι τις 10 Απριλίου 2016. Έπρεπε δε να ανακοινώσουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Στις 22 Νοεμβρίου 2017, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπέβαλε στην Επιτροπή τρία ήδη υφιστάμενα νομοθετήματα με τα οποία επιχειρείτο η εν μέρει μόνο μεταφορά της οδηγίας 2014/26/ΕΕ. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας εξακολουθεί να μην έχει ενσωματώσει στην έννομη τάξη της και να μην έχει θεσπίσει όλες τις αναγκαίες διατάξεις, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή ζητεί να υποχρεωθεί η Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλλει ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 87 612 ευρώ από την ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της υπό κρίση υποθέσεως. Το ύψος της χρηματικής ποινής καθορίστηκε λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως, της διάρκειάς της και της ανάγκης να εξασφαλισθεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της.


(1)  ΕΕ 2014, L 84, σ. 72.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/17


Αναίρεση που άσκησε στις 27 Μαρτίου 2018 η Électricité de France (EDF) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 16 Ιανουαρίου 2018 στην υπόθεση T-747/15, EDF κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-221/18 P)

(2018/C 182/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Électricité de France (EDF) (εκπρόσωπος: M. Debroux, avocat)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γαλλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί κυρίως από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να δεχθεί την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή και να ακυρώσει κατά συνέπεια τα άρθρα 1 έως 5 της αποφάσεως (ΕΕ) 2016/154 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.13869 (C 68/2002) (πρώην NN 80/2002) (1)·

Επικουρικώς:

να αποφανθεί αμετακλήτως επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, να κάνει δεκτό το πρώτο αυτό σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να κρίνει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς έχει εφαρμογή στο επίμαχο μέτρο·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση, προκειμένου να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της 22ας Δεκεμβρίου 2015, και να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης·

Όλως επικουρικώς:

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση, προκειμένου να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της 22ας Δεκεμβρίου 2015 (συμπεριλαμβανομένων των επικουρικώς προβληθέντων λόγων ακυρώσεως), και να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης·

Και εν πάση περιπτώσει:

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις κύριους λόγους αναιρέσεως και έναν επικουρικό λόγο.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραβίαση του δεδικασμένου της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009, EDF κατά Επιτροπής (T-156/04). Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίζει το επίμαχο μέτρο ως φορολογική απαλλαγή, σε αντίθεση με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009 επί της ίδιας υποθέσεως η οποία είχε ρητώς απορρίψει την προσέγγιση αυτή. Προς δικαιολόγηση της αποκλίσεως αυτής ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση φαίνεται εμμέσως να δέχεται, εσφαλμένως, την ανάγκη ερμηνείας της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2009«υπό το πρίσμα» της επικυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2012 (C-124/10 P). Ωστόσο, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου, ο οποίος ανάγεται σε πραγματική διαπίστωση.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραμόρφωση των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων. Τα στοιχεία αυτά περιγράφουν το μέτρο αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου της EDF που πράγματι εφαρμόστηκε και εξ αυτών δεν προκύπτει η φορολογική απαλλαγή την οποία διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της φύσεως και του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως οι οποίες επιβάλλονται από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα από την απόφαση Frucona Košice της 20ής Σεπτεμβρίου 2007 (C-300/16 P), επί της οποίας ωστόσο υποβλήθηκαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τόσο ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου, όσο και ως προς την παράλειψη συζητήσεως των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που στηρίζονται στην απόφαση Frucona Košice.

Τέλος, με τον επικουρικώς προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον χαρακτηρισμό της προσαπτόμενης ενισχύσεως ως νέα ενίσχυση, ενώ έπρεπε να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση.


(1)  ΕΕ L 34, σ. 152.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/18


Αναίρεση που άσκησε στις 9 Απριλίου 2018 η Ιταλική Δημοκρατία κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 25 Ιανουαρίου 2018 στην υπόθεση T-91/16, Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-247/18 P)

(2018/C 182/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: G. Palmieri, P. Gentili, avvocato dello Stato)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει, σύμφωνα με τα άρθρα 56 και 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, η οποία κοινοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2018 και εκδόθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως T-91/16, με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2015)9413 της 17.12.2015, η οποία κοινοποιήθηκε στις 18.12.2015, περί μειώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα στην Περιφέρεια Σικελίας, το οποίο εντάσσεται στο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης για τις κοινοτικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις του στόχου αριθ. 1 στην Ιταλία στις οικείες περιοχές (POR Sicilia 2000-2006)· ως εκ τούτου, ζητεί να ακυρωθεί η ως άνω απόφαση της Επιτροπής.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Ιταλική Δημοκρατία προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, υπόθεση T-91/16, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέρριψε την προσφυγή της Ιταλίας κατά της αποφάσεως της Επιτροπής C(2015)9413 της 17.12.2015, η οποία κοινοποιήθηκε στις 18.12.2015, περί μειώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα στην Περιφέρεια Σικελίας, το οποίο εντάσσεται στο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης για τις κοινοτικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις του στόχου αριθ. 1 στην Ιταλία στις οικείες περιοχές (POR Sicilia 2000-2006)

Πρώτος λόγος αναιρέσεως. Παράβαση των άρθρων 39 του κανονισμού 1260/99 (1) · 4, 6 και 10 του κανονισμού 438/[2001] (2) · 317 ΣΛΕΕ· και παραβίαση της αρχής του βάρους αποδείξεως.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν επισήμανε ότι από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία το ίδιο διαπίστωσε προέκυπτε ότι η Επιτροπή διενήργησε εκ νέου επαληθεύσεις το 2008 ως προς τις ίδιες δαπάνες που είχαν ήδη επαληθευτεί επιτυχώς το 2005 και 2006, χωρίς να έχουν ανακύψει νέα πραγματικά περιστατικά.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως. Παράβαση των άρθρων 39 του κανονισμού 1260/99· 100 του κανονισμού 1083/2006 (3) · 145 του κανονισμού 1303/2013 (4) · και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς να προκύπτει η σχετική αιτιολογία, ότι είναι δικαιολογημένη η άνω των επτά ετών συνολική διάρκεια της διαδικασίας διορθώσεως, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή ενήργησε, κατ’ ουσίαν, κατά τρόπο ώστε να ξεκινήσει η αποσβεστική προθεσμία των έξι μηνών από την ακρόαση, η οποία προβλέπεται για την έκδοση της τελικής αποφάσεως, σε χρόνο τον οποίο καθόρισε η ίδια κατά διακριτική ευχέρεια, ανατρέποντας τον αποκλειστικό χαρακτήρα της προθεσμίας.

Τρίτος λόγος αναιρέσεως. Παράβαση του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1260/99 και του άρθρου 10 του κανονισμού 438/2001. Παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ποσοστό σφάλματος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ουσιωδώς διαφορετικό για τα χρονικά διαστήματα πριν και μετά τις 31.12.2006· και τούτο ίσχυε ως προς το αντικείμενο των δαπανών τόσο για τα «αναδρομικά» έργα όσο και για άλλα έργα. Ωστόσο, έκρινε κατά παράβαση του νόμου ότι ήταν ορθή κατά παρέκταση διόρθωση του ενιαίου ποσοστού σφάλματος της τάξεως 32,65 % αδιακρίτως για όλα τα έτη του προγραμματισμού και για όλα τα είδη έργων. Με τον τρόπο αυτό παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και της αντιπροσωπευτικότητας των δειγμάτων.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 438/2001 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2001, για θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων (ΕΕ L 63, σ. 21).

(3)  Κανονισμός (EK) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 (ΕΕ L 210, σ. 25).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ L 347, σ. 320).


Γενικό Δικαστήριο

28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/20


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2018 — H κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-271/10) (1)

((Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας - Εθνικός εμπειρογνώμονας αποσπασμένος στην EUPM στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη - Απόφαση περί μετακινήσεως - Αρμοδιότητα του αρχηγού της EUPM να εκδώσει απόφαση περί μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Κατάχρηση εξουσίας - Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως - Ηθική παρενόχληση))

(2018/C 182/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: H (εκπρόσωπος: M. Velardo, δικηγόρος)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: A. Vitro και F. Naert)

Αντικείμενο

Πρώτον, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ περί ακυρώσεως, αφενός, της υπογραφείσας από τον προϊστάμενο προσωπικού της Αστυνομικής Αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2010, με την οποία η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε, αντί της προηγούμενης θέσεώς της, στη θέση Criminal Justice Adviser — Prosecutor στο περιφερειακό γραφείο στην Μπάνια Λούκα (Βοσνία-Ερζεγοβίνη), και, αφετέρου, της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2010, την οποία υπέγραψε ο Αρχηγός της EUPM κατά την έννοια του άρθρου 6 της αποφάσεως 2009/906/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με την Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPM) στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (ΒΑ) (ΕΕ 2009, L 322, σ. 22), και με την οποία επιβεβαιώθηκε η απόφαση της 7ης Απριλίου 2010, καθώς και, δεύτερον, αίτημα βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ περί αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία φέρεται να υπέστη η προσφεύγουσα.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την H στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 221 της 14.8.2010.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/20


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2018 — Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-274/15) (1)

((Προσφυγή ακυρώσεως - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Αγορά βιοαιθανόλης και αιθανόλης - Διοικητική διαδικασία - Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου - Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής - Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών - Έγγραφα που αντηλλάγησαν κατόπιν προηγούμενου ελέγχου - Άρνηση της Επιτροπής να αναστείλει τις επίμαχες διαδικασίες επί επί παραβάσει - Πράξη μη δεκτική προσφυγής - Απαράδεκτο»))

(2018/C 182/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Alcogroup (Βρυξέλλες, Βέλγιο) και Alcodis (Βρυξέλλες) (εκπρόσωποι: P. de Bandt, J. Dewispelaere και J. Probst, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Τ. Χριστοφόρου, C. Giolito, V. Bottka και F. Jimeno Fernández)

Παρεμβαίνοντες υπέρ των προσφευγουσών: Orde van Vlaamse Balies (Βρυξέλλες) (εκπρόσωποι: αρχικά T. Bontinck και P. Goffinet, στη συνέχεια F. Wijckmans, S. Engelen και S. De Keer, δικηγόροι), Ordre des barreaux francophones et germanophone (Βρυξέλλες) (εκπρόσωποι: T. Bontinck, A. Guillerme και P. Goffinet, δικηγόροι), και Ordre français des avocats du barreau de Bruxelles (Βρυξέλλες) (εκπρόσωποι: T. Bontinck, A. Guillerme και P. Goffinet, δικηγόροι)

Αντικείμενο

Προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2015) 1769 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2015, η οποία απευθύνθηκε στην Alcogroup καθώς και σε κάθε επιχείρηση που ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της Alcodis, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (AT.40244 — AQUAVIT), καθώς και της αποφάσεως της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 2015, η οποία απευθύνθηκε στην Alcogroup στο πλαίσιο των ερευνών AT.A0244 — Bioéthanol — και AT.A0054 — Oil and Biofuel Markets,

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)

Η Alcogroup και η Alcodis φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

3)

Η Orde van Vlaamse Balies, η Ordre des barreaux francophones et germanophone και η Ordre français des avocats du barreau de Bruxelles φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στα οποία υποβλήθηκαν κατά την παρούσα διαδικασία.


(1)  EE C 279 της 24.8.2015.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/21


Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2018 — Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-732/16 R)

((«Ασφαλιστικά μέτρα - Κρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία υπέρ συγκεκριμένων επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων - Εγγύηση του δημοσίου παρασχεθείσα από δημόσιο φορέα - Απόφαση που κρίνει τις ενισχύσεις ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Έλλειψη επείγοντος»))

(2018/C 182/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αιτών: Valencia Club de Fútbol, SAD (Βαλένθια, Ισπανία) (εκπρόσωποι: J. R. García Gallardo Gil Fournier και A. Guerrero Righetto, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Luengo, B. Stromsky και P. Němečková)

Παρεμβαίνον υπέρ του αιτούντος: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος A. Gavela Llopis)

Αντικείμενο

Αίτηση δυνάμει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ περί αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/365 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους Valencia Club de Fútbol, Hércules Club de Fútbol, SAD και Elche Club de Fútbol, SAD (ΕΕ 2017, L 55, σ. 12).

Διατακτικό

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)

Ανακαλεί τη διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2016, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T-732/16 R).

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/22


Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2018 — Hércules Club de Fútbol κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-766/16 R)

((«Ασφαλιστικά μέτρα - Κρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία υπέρ συγκεκριμένων επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων - Εγγύηση του δημοσίου παρασχεθείσα από δημόσιο φορέα - Απόφαση που κρίνει τις ενισχύσεις ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως - Έλλειψη κατεπείγοντος»))

(2018/C 182/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αιτών: Hércules Club de Fútbol, SAD (Αλικάντε, Ισπανία) (εκπρόσωποι: S. Rating και Y. Martínez Mata, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Luengo, B. Stromsky και P. Němečková)

Παρεμβαίνον υπέρ του προσφεύγοντος: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: A. Gavela Llopis)

Αντικείμενο

Αίτηση δυνάμει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ περί αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/365 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους Valencia Club de Fútbol, Hércules Club de Fútbol, SAD και Elche Club de Fútbol, SAD (ΕΕ 2017, L 55, σ. 12).

Διατακτικό

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)

Ανακαλεί τη διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2016, Hércules Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T-766/16 R).

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/22


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2018 — Eco-Bat Technologies κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-361/17) (1)

((«Προσφυγή ακυρώσεως - Συμπράξεις - Αγορά της ανακυκλώσεως μπαταριών αυτοκινήτου - Απόφαση με την οποία διορθώνεται απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και επιβάλλονται πρόστιμα - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής - Χρονικό σημείο ενάρξεως - Εκπρόθεσμο - Απαράδεκτο»))

(2018/C 182/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Eco-Bat Technologies Ltd (Matlock, Ηνωμένο Βασίλειο), Berzelius Metall GmbH (Braubach, Γερμανία) και Société traitements chimiques des métaux (STCM) (Bazoches-les-Gallerandes, Γαλλία) (εκπρόσωποι: M. Brealey, QC, I. Vandenborre και S. Dionnet, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: F. van Schaik, G. Conte, I. Rogalski και J. Szczodrowski)

Αντικείμενο

Προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως C(2017) 900 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (υπόθεση AT.40018 — Ανακύκλωση μπαταριών αυτοκινήτου), όπως διορθώθηκε με την απόφαση C(2017) 2223 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 2017, και, αφετέρου, τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)

Καταδικάζει την Eco-Bat Technologies Ltd, την Berzelius Metall GmbH και τη Société traitements chimiques des métaux (STCM) στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 318 της 25.9.2017.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/23


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2018 — UD κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-574/17) (1)

((Υπαλληλική υπόθεση - Δικαιούχος συντάξεως επιζώντος - Κοινωνική ασφάλιση - Απόρριψη αιτήσεως εκ των προτέρων εγκρίσεως της αποδόσεως ορισμένων ιατρικών δαπανών - Νέα αίτηση - Πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική - Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής - Απαράδεκτο))

(2018/C 182/27)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: UD (εκπρόσωποι: S. Orlandi και T. Martin, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: T. Bohr και M. Mensi)

Αντικείμενο

Προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μη χορηγηθεί στον προσφεύγοντα εκ των προτέρων έγκριση για την απόδοση σ’ αυτόν ορισμένων ιατρικών δαπανών.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)

Καταδικάζει τον UD στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.


(1)  EE C 369 της 30.10.2017.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/23


Προσφυγή της 24ης Ιανουαρίου 2018 — Giove Gas κατά EUIPO — Primagaz (KALON AL CENTRO DELLA FAMIGLIA)

(Υπόθεση T-34/18)

(2018/C 182/28)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Giove Gas Srl (Tarquinia, Ιταλία) (εκπρόσωποι: A. Bergonzini και F. Dinelli, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Compagnie des gaz de petrole Primagaz (Παρίσι, Γαλλία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «KALON AL CENTRO DELLA FAMIGLIA» — Υπ’ αριθ. 14 740 559 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 27ης Νοεμβρίου 2017 στην υπόθεση R 1271/2017-2

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

να διατάξει την καταχώριση του σήματος.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 1001/2017.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/24


Προσφυγή της 5ης Μαρτίου 2018 — Szegedi κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-135/18)

(2018/C 182/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Csanád Szegedi (Βουδαπέστη, Ουγγαρία) (εκπρόσωπος: Kristóf Bodó, δικηγόρος)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει το υπ’ αριθ. 2017-1635 χρεωστικό σημείωμα το οποίο εξέδωσε ο Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Να ακυρώσει την απόφαση περί ανακτήσεως την οποία εξέδωσε ο Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 30 Νοεμβρίου 2017, για ποσό ύψους 264 196,11 ευρώ.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από το γεγονός ότι, στην απόφαση του Γενικού Γραμματέα, τα συμπεράσματα σχετικά με την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και τους διαπιστευμένους κοινοβουλευτικούς βοηθούς έρχονται σε αντίθεση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Ο προσφεύγων ζήτησε μόνον την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου στις περιπτώσεις εκείνες που το εδικαιούτο βάσει των όσων ορίζονταν στην απόφαση 2009/C 159/01 του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί στους οποίους αναφέρεται η απόφαση, οι οποίοι έχουν συμβατική σχέση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκτελούσαν υποστηρικτικές εργασίες για την εκτέλεση των βουλευτικών καθηκόντων του προσφεύγοντος στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων.

Ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση στις αποδείξεις στις οποίες στηρίζονται τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στην απόφαση του Γενικού Γραμματέα. Μολονότι το ζήτησε εγγράφως, ο Γενικός Γραμματέας δεν του απέστειλε τις εν λόγω αποδείξεις, για αυτόν δε τον λόγο κωλυόταν διαρκώς να καταθέσει παρατηρήσεις επί της ουσίας. Η απόφαση του Γενικού Γραμματέα, επί της οποίας ερείδεται το χρεωστικό σημείωμα, ως νομική πράξη που πλήττει τον προσφεύγοντα, εξεδόθη κατά παράβαση των αρχών της αμερόληπτης και δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας του προσφεύγοντα.

3.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από το γεγονός ότι στην απόφαση του Γενικού Γραμματέα εμφιλοχώρησε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως. Εν αντιθέσει προς όσα διαλαμβάνει η απόφαση του Γενικού Γραμματέα, τα επιχειρήματα που εκτίθενται στο σκέψη 54 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 2014, στην υπόθεση T-479/13, Marciani κατά Κοινοβουλίου, δεν μπορούν να θεωρηθούν κρίσιμα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ακριβώς διότι στην περίπτωση του βουλευτή Marciani έπρεπε να εφαρμοσθούν αυτές οι ρυθμίσεις ΕΑΒ [ρυθμίσεις που αφορούν τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου], ενώ διαρκούσης της θητείας του προσφεύγοντος ως βουλευτού εξακολουθούσε να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) 160/2009 του Συμβουλίου.

4.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από την έλλειψη νομικής θεμελιώσεως της επιστροφής των καταβληθεισών αποδοχών στους διαπιστευμένους κοινοβουλευτικούς βοηθούς. Ο λόγος αυτός αποτελείται από δύο σκέλη:

Το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου στηρίζεται στην ανυπαρξία νομικής σχέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 160/2009 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και όχι ο βουλευτής, είναι αυτός που συνδέεται με νομική σχέση με τον διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό, το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν επιστρέφει τα έξοδα, αλλά καταβάλλει τις αποδοχές. Όσον αφορά την αντίστοιχη εργασιακή σχέση με τους διαπιστευμένους κοινοβουλευτικούς βοηθούς, ο προσφεύγων ουδεμία συμβατική σχέση έχει με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν κατέβαλε στον προσφεύγοντα τον αναλογούντα μισθό του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού. Ελλείψει νομικής σχέσεως και νομικής θεμελιώσεως, ο προσφεύγων ουδεμία υποχρέωση επιστροφής μπορεί να υπέχει υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου στηρίζεται στο γεγονός ότι η εξωτερική δραστηριότητα των διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών δεν γεννά κανένα δικαίωμα επιστροφής των καταβληθεισών αποδοχών. Το άρθρο 12 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει την άσκηση κάποιας εξωτερικής δραστηριότητας, αλλά απαιτεί μόνον να λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Αντιθέτως, στην περίπτωση που δεν ζητηθεί η σύμφωνη γνώμη, η ρύθμιση δεν επιβάλλει κυρώσεις υπό τη μορφή της εξ ολοκλήρου επιστροφής των καταβληθεισών αποδοχών.

5.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από την απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής ενός κανόνα δικαίου που επιβάλλει μια υποχρέωση. Το σημείο 8 της αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα παραπέμπει, στο πλαίσιο των νομικών βάσεων του συμπεράσματος, στο άρθρο 39α των μέτρων εφαρμογής, παρά το γεγονός ότι η απόφαση 2015/C 397/03 του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που τροποποιεί τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2016, με αποτέλεσμα να μην ασκεί επιρροή στην παρούσα διαφορά.

6.

Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά το ύψος του ποσού. Το αιτούμενο ποσό δεν δικαιολογείται αναλυτικά ούτε με κάποια μέθοδο υπολογισμού, προϋποθέτει δε ότι ο κοινοβουλευτικός βοηθός ουδέποτε εργάστηκε για τον προσφεύγοντα.

7.

Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αντλείται από το γεγονός ότι υπήρξε αξιολόγηση του αποδεικτικού εγγράφου της ημερομηνίας του ταξιδίου, το οποίο προσαρτάται στη επιστροφή των εξόδων ταξιδίου, η οποία αποκλίνει από τον σκοπό της, αντλήθηκε δε εντεύθεν ένα αβάσιμο συμπέρασμα.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/26


Αγωγή της 16ης Μαρτίου 2018 — Chrysses Demetriades & Co. και Provident Fund of the Employees of Chrysses Demetriades & Co κατά Συμβουλίου κ.λπ.

(Υπόθεση T-198/18)

(2018/C 182/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Ενάγοντες: Chrysses Demetriades & Co. LLC (Λευκωσία, Κύπρος), Provident Fund of the Employees of Chrysses Demetriades & Co LLC (Λευκωσία) (εκπρόσωπος: Π Τριδήμας, Barrister)

Εναγόμενοι: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωομάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση

Αιτήματα

Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να υποχρεώσει τους εναγομένους να καταβάλουν στους ενάγοντες τα ποσά που παρατίθενται στο παράρτημα της αγωγής, πλέον τόκων από τις 26 Μαρτίου 2013 και μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου·

να καταδικάσει τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα.

Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή τα εναγόμενα θεσμικά όργανα υπέχουν εξωσυμβατική ευθύνη·

να καθορίσει την ακολουθητέα διαδικασία για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας που πρέπει να αποκατασταθεί και την οποία πράγματι υπέστησαν οι ενάγοντες· και

να καταδικάσει τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αγωγής τους, οι ενάγοντες προβάλλουν τέσσερις ισχυρισμούς οι οποίοι είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυποι ή παρεμφερείς με εκείνους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T-198/18, JV Voscf LTD κ.λπ. κατά Συμβουλίου.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/26


Προσφυγή της 23ης Μαρτίου 2018 — VQ κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-203/18)

(2018/C 182/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: VQ (εκπρόσωπος: G. Cahill, Barrister)

Καθής: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την απόφαση SNC-2016-0026 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 14ης Μαρτίου 2018·

να κρίνει παράνομο, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, το άρθρο 18, παράγραφος 6 του κανονισμού 1024/2013 (1) και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει την ανωτέρω απόφαση, και

να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 18, παράγραφος 1 του κανονισμού 1024/2013 και του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον επιβλήθηκε διοικητικό χρηματικό πρόστιμο βάσει νομικού πλαισίου το οποίο ερείδεται σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου που δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι εξαγορές ιδίων μετοχών στις οποίες προέβη μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2014 και 31ης Δεκεμβρίου 2015 δεν έπρεπε να θεωρηθεί ότι αντίκεινται στα άρθρα 77, στοιχείο α', και 78 του κανονισμού 575/2013 (2), δεδομένου ότι το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου ούτε είχε τεθεί σε ισχύ ούτε είχε καθοριστεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2016.

Καθόσον η απόφαση της ΕΚΤ βασίζεται στους κανόνες που διέπουν το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου στην οδηγία 2013/36 (3), οι οποίοι δεν ήταν δεσμευτικοί, ούτε σε ισχύ, ούτε καθορισμένοι έως την 1η Ιανουαρίου 2016, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η ΕΚΤ επέβαλε διοικητικό χρηματικό πρόστιμο μολονότι δεν υφίστατο άμεσης ισχύος κανόνας του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου.

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο άρθρο 18, παράγραφος 1 του κανονισμού 1024/2013 και, ιδίως, στην αρχή της νομιμότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

2.

Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η ΕΚΤ παρέβη το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 468/2014 (4), καθόσον διέταξε τη δημοσίευση διοικητικού χρηματικού προστίμου υπό μη ανωνυμοποιημένη μορφή.

3.

Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το άρθρο 18, παράγραφος 6 του κανονισμού 1024/2013 είναι παράνομο και αντίκειται στο άρθρο 263, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθόσον επιβάλλει υποχρέωση δημοσιεύσεως κάθε διοικητικού χρηματικού προστίμου ανεξαρτήτως του εάν ο καθού η κύρωση προτίθεται να ασκήσει προσφυγή κατ’ αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας του άρθρου 263, εδάφιο 6, ΣΛΕΕ.

Το Συμβούλιο, καθόσον θέσπισε τον κανόνα του άρθρου 18, παράγραφος 6 του κανονισμού 1024/2013, στέρησε από εκείνους που σκοπεύουν να προσφύγουν κατά της αποφάσεως περί μη ανωνυμοποιήσεως διοικητικού χρηματικού προστίμου τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την προθεσμία των δύο μηνών του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Η προσβαλλόμενη διάταξη παρεκκλίνει από την προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, και παρέχει στην ΕΚΤ το δικαίωμα να καθορίσει μονομερώς πότε ένα πιστωτικό ίδρυμα δύναται να ασκήσει προσφυγή.

Δεδομένου ότι η ΕΚΤ έχει την εξουσία να δημοσιεύσει το διοικητικό χρηματικό πρόστιμο, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να ασκήσει προσφυγή πριν την απόφαση της ΕΚΤ περί της δημοσιεύσεως του προστίμου. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αδικαιολόγητη αβεβαιότητα για το πιστωτικό ίδρυμα, η οποία ενδέχεται να περιορίσει τη δυνατότητά του να ασκήσει προσφυγή και, τελικώς, προσβάλλει το θεμελιώδες του δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 18, εδάφιο 6 του κανονισμού 1024/2013 αντίκειται στο άρθρο 263, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Καθόσον η ΕΚΤ στέρησε την προσφεύγουσα το δικαίωμά της σε πραγματικής προσφυγής, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1).


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/28


Προσφυγή της 30ής Μαρτίου 2018 — Piaggio & C. κατά EUIPO — Zhejiang Zhongneng Industry Group (Μοτοποδήλατα)

(Υπόθεση T-219/18)

(2018/C 182/32)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Piaggio & C. SpA (Pontedera, Ιταλία) (εκπρόσωπος: F. Jacobacci, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Zhejiang Zhongneng Industry Group Co. Ltd (Taizhou, Κίνα)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σχεδίου ή υποδείγματος: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Επίδικο σχέδιο: Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα αριθ. 1 783 655-0002

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 19ης Ιανουαρίου 2018, στην υπόθεση R 1496/2015-3

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να κηρύξει την ακυρότητα του κοινοτικού υποδείγματος της δικαιούχου το οποίο καταχωρίσθηκε με αριθ. 1 783 655-0002, για όλους του λόγους που προβάλλονται με την υπό κρίση προσφυγή·

να υποχρεώσει το καθού και τη δικαιούχο του υποδείγματος να καταβάλουν τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, βάσει του άρθρου 190 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου·

να καταδικάσει το EUIPO και την ενδεχομένως παρεμβαίνουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα·

Παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε', του κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα·

Παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο στ', του κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα.


28.5.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/29


Προσφυγή-αγωγή της 5ης Απριλίου 2018 — Transtec κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-228/18)

(2018/C 182/33)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Transtec (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: L. Levi και N. Flandin, δικηγόροι)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη

κατά συνέπεια:

να ακυρώσει την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018, με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την προσφορά της κοινοπραξίας της οποίας επικεφαλής είναι η προσφεύγουσα για την παρτίδα αριθ. 3, στο πλαίσιο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών «Σύμβαση πλαίσιο για την εφαρμογή της εξωτερικής βοήθειας 2018 (SIEA EUROPAID/138778/DH/SER/MULTI» (στο εξής: πρόσκληση) σχετικά με σύμβαση πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών σε τρίτες χώρες δικαιούχους της εξωτερικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την οποία ανέθεσε την παρτίδα αριθ. 3 σε δέκα άλλους διαγωνιζομένους·

δυνάμει των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας (βλ. άρθρο 55 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου) να καλέσει την καθής-εναγομένη (στο εξής: καθής) να γνωστοποιήσει (i) τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα των 10 αποδεκτών προσφορών για την παρτίδα αριθ. 3 καθώς και τη βαθμολογία όσον αφορά τις επιμέρους θέσεις 1.1, 1.2, 1.3, 1.4, 1.5, 1.6 της κατηγορίας «Συνολική Οργάνωση και Μεθοδολογία» (Global Organisation and Methodology) και τη βαθμολογία που έλαβαν οι 10 αποδεκτές προσφορές για την παρτίδα αριθ. 3 στην κατηγορία «Τεχνική βαθμολογία» (Technical score) και στην κατηγορία «Οικονομική βαθμολογία» (Financial score) και να προσκομίσει (ii) τη λεπτομερή έκθεση της επιτροπής αξιολογήσεως·

να κρίνει παραδεκτό και βάσιμο το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως ύψους 2 400 000 ευρώ μικτά·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 106 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός) και του άρθρου 4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους (Instructions to Tenderers) (στο εξής: οδηγίες). Η Επιτροπή διέπραξε την παράβαση αυτή διότι δεν απέκλεισε λόγω παρατυπιών διαγωνιζόμενο ο οποίος μετείχε σε μια από τις ανάδοχες κοινοπραξίες.

2.

Ο δεύτερος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής και παράβαση των διατάξεων του άρθρου 110, παράγραφος 5, του δημοσιονομικού κανονισμού, του άρθρου 151 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) για την τήρηση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και του άρθρου 15, παράγραφος 3, των οδηγιών, διότι η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς με τη δέουσα προσοχή προσφορές οι οποίες ήταν ασυνήθιστα χαμηλές.

3.

Ο τρίτος λόγος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και από το άρθρο 161, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής.

4.

Ο τέταρτος λόγος αφορά προσβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 47 του Χάρτη δικαιώματος πραγματικής προσφυγής.

5.

Ο πέμπτος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της διασφαλίσεως θεμιτού ανταγωνισμού, βάσει του άρθρου 102, παράγραφοι 1 και 2, του δημοσιονομικού κανονισμού λόγω του παράνομου χαρακτήρα των διατάξεων του άρθρου 7 των οδηγιών.

6.

Ο έκτος λόγος αφορά παραβίαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 41 του Χάρτη αρχής της χρηστής διοικήσεως λόγω του παράνομου χαρακτήρα των διατάξεων του άρθρου 7 των οδηγιών.