ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

61ό έτος
31 Ιανουαρίου 2018


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2018/C 34/01

Γνώμη της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2018, σχετικά με το σχέδιο διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων προερχόμενων από την αποξήλωση της μονάδας AMI, που αποτελεί τμήμα του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής Chinon στη Γαλλία

1


 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2018/C 34/02

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση M.8348 — RAG Stiftung / Evonik Industries / Huber Silica) ( 1 )

3

2018/C 34/03

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση M.8692 — SAICA / Emin Leydier) ( 1 )

3

2018/C 34/04

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση M.8745 — CD&R / D'Ieteren / Belron) ( 1 )

4


 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

2018/C 34/05 CON/2017/46

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τροποποιήσεις του πλαισίου της Ένωσης για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (CON/2017/46)

5

2018/C 34/06 CON/2017/47

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με αναθεωρήσεις του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων της Ένωσης (CON/2017/47)

17


 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Συμβούλιο

2018/C 34/07

Απόφαση του Συμβουλίου, της 29ης Ιανουαρίου 2018, για την ανανέωση της θητείας του προέδρου του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

24

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2018/C 34/08

Ισοτιμίες του ευρώ

25

2018/C 34/09

Επεξηγηματικές σημειώσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

26

 

Αρχή για τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τα ευρωπαϊκά πολιτικά ιδρύματα

2018/C 34/10

Απόφαση της Αρχής για τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Κόμματα και τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Ιδρύματα, της 31ης Αυγούστου 2017, για την καταχώριση του Ευρωπαϊκού Χριστιανικού Πολιτικού Κινήματος

27


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2018/C 34/11

Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής

37

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2018/C 34/12

Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση M.8804 — Bain Capital / Fedrigoni) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

48

2018/C 34/13

Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση M.8775 — Shell/Impello) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

50

2018/C 34/14

Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση M.8783 — Repsol/Kia/JV) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

51


 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/1


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Ιανουαρίου 2018

σχετικά με το σχέδιο διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων προερχόμενων από την αποξήλωση της μονάδας AMI, που αποτελεί τμήμα του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής Chinon στη Γαλλία

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2018/C 34/01)

Η αξιολόγηση που ακολουθεί πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ, με την επιφύλαξη τυχόν πρόσθετων αξιολογήσεων που θα πραγματοποιηθούν δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν και από το παράγωγο δίκαιο (1).

Στις 23 Ιουνίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε από την κυβέρνηση της Γαλλίας, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ, γενικά στοιχεία σχετικά με το σχέδιο διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων (2) προερχόμενων από τη μονάδα AMI, που αποτελεί τμήμα του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής Chinon.

Με βάση τα στοιχεία αυτά και μετά από διαβούλευση με την ομάδα εμπειρογνωμόνων, η Επιτροπή διατύπωσε την εξής γνώμη:

1.

Η απόσταση μεταξύ του σταθμού και της πλησιέστερης μεθορίου με άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι 384 km. Το επόμενο πλησιέστερο κράτος μέλος, σε απόσταση 426 km, είναι το Βέλγιο. Η απόσταση μεταξύ του σταθμού και της πλησιέστερης μεθορίου με γειτονική χώρα, εν προκειμένω τις Αγγλονορμανδικές Νήσους (εδάφη εξαρτώμενα από το βρετανικό στέμμα) είναι περίπου 300 km.

2.

Υπό κανονικές συνθήκες αποξήλωσης, οι απορρίψεις αέριων ραδιενεργών λυμάτων δεν είναι ικανές να προκαλέσουν σημαντική, όσον αφορά την υγεία, έκθεση του πληθυσμού άλλου κράτους μέλους ή γειτονικής χώρας, με βάση τα όρια δόσης που καθορίζονται στις οδηγίες για τα βασικά πρότυπα ασφάλειας (3).

3.

Υπό κανονικές συνθήκες αποξήλωσης, δεν προβλέπεται απόρριψη υγρών ραδιενεργών λυμάτων· συνεπώς οι γαλλικές αρχές δεν θα παράσχουν έγκριση απόρριψης ραδιενεργών αποβλήτων για τη συγκεκριμένη ροή ραδιενεργών αποβλήτων.

4.

Τα στερεά ραδιενεργά απόβλητα, τόσο τα απόβλητα της αποξήλωσης όσο και τα λειτουργικά απόβλητα, θα αποθηκεύονται προσωρινά επιτόπου πριν μεταφερθούν σε αδειοδοτημένες μονάδες επεξεργασίας ή διάθεσης που βρίσκονται στη Γερμανία.

Η Επιτροπή συνιστά να διασφαλίζουν οι έλεγχοι της εναπομένουσας ραδιενεργού συγκέντρωσης —οι οποίοι διενεργούνται για να επιβεβαιωθεί ότι τα στερεά απόβλητα μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβατικά μετά την απομόλυνση— την τήρηση των σχετικών με τα επιτρεπόμενα όρια κριτηρίων που καθορίζονται στις οδηγίες για τα βασικά πρότυπα ασφάλειας.

5.

Σε περίπτωση απρόβλεπτων εκλύσεων ραδιενεργών λυμάτων, ως επακόλουθο ατυχήματος του τύπου και του μεγέθους που προβλέπεται στα γενικά στοιχεία, οι δόσεις τις οποίες ενδέχεται να δεχθεί ο πληθυσμός άλλου κράτους μέλους ή γειτονικής χώρας δεν θα είναι σημαντικές από πλευράς υγείας, σύμφωνα με τα επίπεδα αναφοράς που καθορίζονται στις οδηγίες για τα βασικά πρότυπα ασφάλειας.

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η υλοποίηση του σχεδίου διάθεσης ραδιενεργών αποβλήτων οποιασδήποτε μορφής, προερχόμενων από την αποξήλωση της μονάδας AMI, που αποτελεί τμήμα του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής Chinon στη Γαλλία, τόσο υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας όσο και σε περίπτωση ατυχημάτων του τύπου και του μεγέθους που προβλέπονται στα γενικά στοιχεία, δεν είναι ικανή να προκαλέσει σημαντική ραδιενεργή μόλυνση όσον αφορά την υγεία, τα ύδατα, το έδαφος ή την ατμόσφαιρα άλλου κράτους μέλους ή γειτονικής χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών για τα βασικά πρότυπα ασφάλειας.

Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2018.

Για την Επιτροπή

Miguel ARIAS CAÑETE

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Παραδείγματος χάρη, βάσει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να αξιολογούνται περαιτέρω οι περιβαλλοντικές πτυχές. Ενδεικτικά, η Επιτροπή θα ήθελε να επιστήσει την προσοχή στις διατάξεις της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2014/52/ΕΕ· στην οδηγία 2001/42/ΕΚ σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, όπως επίσης και στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (ενδιαιτημάτων) και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, και στην οδηγία 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων.

(2)  Διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων κατά την έννοια του σημείου 1 της σύστασης 2010/635/Ευρατόμ της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 37 της Συνθήκης Ευρατόμ (ΕΕ L 279 της 23.10.2010, σ. 36).

(3)  Οδηγία 96/29/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 1996, για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες (ΕΕ L 159 της 29.6.1996, σ. 1) και οδηγία 2013/59/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό βασικών προτύπων ασφάλειας για την προστασία από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες· και την κατάργηση των οδηγιών 89/618/Ευρατόμ, 90/641/Ευρατόμ, 96/29/Ευρατόμ, 97/43/Ευρατόμ και 2003/122/Ευρατόμ (ΕΕ L 13 της 17.1.2014, σ. 1) από την 6η Φεβρουαρίου 2018.


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/3


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση M.8348 — RAG Stiftung / Evonik Industries / Huber Silica)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2018/C 34/02)

Στις 22 Ιουνίου 2017, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να τη χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1). Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλικά και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις, όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων και ημερομηνιών, καθώς και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/homepage.html?locale=el) με αριθμό εγγράφου 32017M8348. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/3


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση M.8692 — SAICA / Emin Leydier)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2018/C 34/03)

Στις 23 Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1). Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στα αγγλικά και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις, όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων και ημερομηνιών, καθώς και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/homepage.html?locale=el) με αριθμό εγγράφου 32018M8692. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/4


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση M.8745 — CD&R / D'Ieteren / Belron)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2018/C 34/04)

Στις 19 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να τη χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1). Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στα αγγλικά και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις, όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων και ημερομηνιών, καθώς και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/homepage.html?locale=el) με αριθμό εγγράφου 32018M8745. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/5


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 8ης Νοεμβρίου 2017

σχετικά με τροποποιήσεις του πλαισίου της Ένωσης για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων

(CON/2017/46)

(2018/C 34/05)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 2 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις του KKA»).

Στις 17 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (2) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις της OKA»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι ως άνω προτεινόμενες τροποποιήσεις του KKA και της ΟΚΑ περιέχουν διατάξεις που επηρεάζουν τόσο τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης, όσο και τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

Η ΕΚΤ υποστηρίζει τη δέσμη μεταρρυθμίσεων την οποία προωθεί η Επιτροπή στον τραπεζικό τομέα και με την οποία θα ενσωματωθούν στη νομοθεσία της Ένωσης σημαντικά στοιχεία του προγράμματος για την παγκόσμια κανονιστική μεταρρύθμιση. Η πρόταση της Επιτροπής αναμένεται να ενισχύσει ουσιωδώς την αρχιτεκτονική του κανονιστικού πλαισίου, συμβάλλοντας στη μείωση των κινδύνων που απειλούν τον τραπεζικό τομέα. Η πρόοδος αυτή στη μείωση των κινδύνων θα προετοιμάσει το έδαφος για την παράλληλη και ανάλογη εξέλιξη στον επιμερισμό των κινδύνων.

Η παρούσα γνώμη εξετάζει ζητήματα ιδιαίτερης σημασίας για την ΕΚΤ, τα οποία αναλύονται σε δύο χωριστές ενότητες: 1) μεταβολές στο υφιστάμενο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο της Ένωσης· και 2) εφαρμογή των διεθνώς συμφωνημένων εποπτικών προτύπων.

1.   Μεταβολές στο υφιστάμενο κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο της Ένωσης

1.1.   Βελτιώσεις στον πυλώνα 2

1.1.1.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των όρων ενσωμάτωσης των απαιτήσεων του πυλώνα 2 του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ (3) στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (4) (ΟΚΑ) αποσκοπούν στην επίτευξη μεγαλύτερης σύγκλισης στον τομέα της εποπτείας στην Ένωση αποσαφηνίζοντας τα στοιχεία της διάρθρωσης του κεφαλαίου, εισάγοντας τις κατευθύνσεις του πυλώνα 2 σχετικά με τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια και αυστηροποιώντας σημαντικά τους όρους βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εποπτικές τους εξουσίες στο πλαίσιο αυτό.

1.1.2.

Παρόλο που η ΕΚΤ υποστηρίζει εν γένει τη σύγκλιση στον τομέα της εποπτείας, η πρόταση κατάρτισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων δεν αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο επίτευξης του σκοπού αυτού.

Κατά πρώτον, οι απαιτήσεις του πυλώνα 2 εφαρμόζονται κατά περίπτωση σε μεμονωμένα ιδρύματα, πράγμα που απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές τη χρήση της εποπτικής τους κρίσης. Η αποκλειστική εξάρτηση από τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) ή η χρήση τους για τμήματα των στοιχείων κινδύνου όχι μόνο δεν θα οδηγούσε σε μια προσέγγιση εφαρμοζόμενη κατά περίπτωση σε μεμονωμένα ιδρύματα και βασιζόμενη στους κινδύνους, λαμβάνοντας υπόψη την ετερογένεια των προφίλ κινδύνου των εν λόγω ιδρυμάτων, αλλά θα εμπόδιζε ουσιαστικά και τις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν τους κινδύνους και τις εξελίξεις στον κλάδο.

Κατά δεύτερον, οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με τις κοινές διαδικασίες και μεθόδους όσον αφορά τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) (5) παρέχουν ήδη μια κοινή βάση για τη συνεπή εφαρμογή της ΔΕΕΑ στην Ένωση, η οποία εξασφαλίζει επαρκή βαθμό εποπτικής κρίσης και μπορεί να συμπληρώνεται με τη χρήση αξιολογήσεων της ΕΑΤ από ομοτίμους. Τα τελευταία χρόνια η σύγκλιση βελτιώθηκε σημαντικά με την εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών (6), καθώς και με τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου ΔΕΕΑ της ΕΚΤ σε επίπεδο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) (7).

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω θετικές εξελίξεις, η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι το υφιστάμενο πλαίσιο είναι επαρκές και ότι η ενιαία αγορά θα συνεχίσει να επωφελείται όσον αφορά τη σύγκλιση από τα υφιστάμενα εργαλεία, τα οποία μπορούν να συμπληρώνονται με τη χρήση αξιολογήσεων της ΕΑΤ από ομοτίμους.

1.1.3.

Ακόμη, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ χορηγούν στα πιστωτικά ιδρύματα, και όχι στις εποπτικές αρχές, την εξουσία να αποφασίζουν εντός συγκεκριμένων ορίων σχετικά με τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων που κατέχουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του πυλώνα 2 και αποκλείουν τη δυνατότητα καθορισμού των απαιτήσεων του πυλώνα 2 κατά τρόπο που να ικανοποιούνται πλήρως με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διατηρούν την εξουσία να καθορίζουν απαίτηση σχετικά με τη σύνθεση των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων και να απαιτούν την ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων αποκλειστικά με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Από άποψη προληπτικής εποπτείας η τραπεζική κρίση και τα πλέον πρόσφατα γεγονότα της αγοράς κατέδειξαν ότι ενδέχεται να προκύψουν σημαντικές προκλήσεις στην αντιμετώπιση, π.χ., πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, τα οποία δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικά με το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 από άποψη ικανοτήτων απορρόφησης ζημιών και των οποίων το κόστος θα μπορούσε να θέσει σε περαιτέρω κίνδυνο την κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επίσης, η πρακτική που ακολουθεί η ΕΚΤ από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα προληπτικής εποπτείας είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων του πυλώνα 2 με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Απαιτώντας την πλήρωση των αποθεμάτων ασφαλείας μόνο με τη χρήση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα νομοθετικά όργανα της Ένωσης εκδήλωσαν την προτίμησή τους προς το κεφάλαιο της υψηλότερης ποιότητας. Η αλλαγή της πρακτικής αυτής θα οδηγούσε σε μείωση της προβλεψιμότητας όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα και σε άνισους όρους ανταγωνισμού.

1.1.4.

Παρόλο που η θέσπιση κοινής βάσης για την επιβολή κεφαλαιακής καθοδήγησης θα συνδράμει στη συνεπή εφαρμογή της εν λόγω καθοδήγησης σε επίπεδο Ένωσης, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να αποτυπώνουν με μεγαλύτερη σαφήνεια την ανάγκη ευελιξίας κατά τον καθορισμό καθοδήγησης του πυλώνα 2. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σχέση ανάμεσα στο κατώτατο όριο που ισχύει στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και στον καθορισμό της καθοδήγησης του πυλώνα 2. Επειδή οι εν λόγω ασκήσεις προσομοίωσης που πραγματοποιούνται για εποπτικούς σκοπούς χρησιμεύουν ως σημείο εκκίνησης για τον καθορισμό της καθοδήγησης του πυλώνα 2, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει, σύμφωνα και με την τρέχουσα διεθνή βέλτιστη πρακτική, να επιτρέπουν επίσης στις αρμόδιες αρχές την εφαρμογή σταθερού κατώτατου ορίου στις αντίστοιχες ασκήσεις προσομοίωσης για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο μπορεί να είναι χαμηλότερο από τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις ΔΕΕΑ (total SREP capital requirements, εφεξής «TSCR»). Η επιλογή της ευελιξίας ως προς τη χρήση σταθερού κατώτατου ορίου θα πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμη. Εξάλλου, η χρήση των TSCR θα πρέπει να προσαρμόζεται στη μέθοδο που χρησιμοποιείται στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Για παράδειγμα, η χρήση του κατώτατου ορίου TSCR στην περίπτωση δυσμενούς σεναρίου απαιτεί την εφαρμογή μιας δυναμικής μεθόδου λογιστικής κατάστασης. Στις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει ακόμη να περιληφθεί διάταξη για επανεξέταση ανά τριετία.

1.1.5.

Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ο τρόπος αλληλεπίδραση της καθοδήγησης του πυλώνα 2 με τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθεμάτων ασφαλείας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις με τον στόχο πολιτικής του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας. Τούτο περιλαμβάνει την απάλειψη της αναφοράς στην αντιμετώπιση «κυκλικών οικονομικών διακυμάνσεων» ως στόχου πολιτικής της καθοδήγησης του πυλώνα 2. Επίσης, παρόλο που θα πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε αλληλεπικάλυψη μεταξύ της καθοδήγησης του πυλώνα 2 και των απαιτήσεων του πυλώνα 2, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να διευκρινίζουν ότι σε περίπτωση που στο πλαίσιο άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων εντοπίζονται πρόσθετα είδη πιστωτικού κινδύνου σε μια υποθετική κατάσταση, τα οποία αποτελούν μέρος των απαιτήσεων του πυλώνα 2, οι αρμόδιες αρχές θα διατηρούν την ικανότητα εφαρμογής μέτρων αντιμετώπισης των εν λόγω κινδύνων στο πλαίσιο της καθοδήγησης του πυλώνα 2.

1.1.6.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ περιορίζουν την εξουσία των αρμόδιων αρχών να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα συμπληρωματική ή πιο συχνή πληροφόρηση. Παρόλο που η ΕΚΤ υποστηρίζει πλήρως τον υποκείμενο στόχο της αποφυγής αλληλεπικάλυψης της δραστηριότητας υποβολής εκθέσεων και της μείωσης του σχετικού κόστους, η δυνατότητα θέσπισης απαίτησης για έκτακτη παροχή αναλυτικών στοιχείων είναι απαραίτητη ενόψει της ορθής αξιολόγησης των προφίλ κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και για σκοπούς ΔΕΕΑ. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι δύσκολο να γίνουν πλήρως αντιληπτοί εκ των προτέρων με την εναρμονισμένη υποβολή εκθέσεων, ιδίως λόγω του τρόπου με τον οποίο εξελίσσονται οι δραστηριότητες και οι κίνδυνοι των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επίσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει πάντοτε να συλλέγουν πρόσθετες αναλυτικές πληροφορίες προκειμένου να αξιολογούν επαρκώς τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά συγκεκριμένους κινδύνους ή κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, π.χ. τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Για τους λόγους αυτούς η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι οι ως άνω περιορισμοί θα πρέπει να απαλειφθούν από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ.

1.1.7.

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων όχι μόνον όταν οι κίνδυνοι υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο αλλά κάθε φορά που ο κίνδυνος επιτοκίου αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας. Επιπλέον, η προτεινόμενη ανάθεση στην ΕΑΤ εντολής για τη διευκρίνιση ορισμένων εννοιών για σκοπούς εξέτασης της έκθεσης των πιστωτικών ιδρυμάτων στον κίνδυνο επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου μεταφράζεται σε έναν εξαντλητικό κατάλογο περιστάσεων που απαιτούν τη λήψη εποπτικών μέτρων λόγω πιθανών μεταβολών των επιτοκίων (8). Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την επιβολή μέτρων εποπτείας.

1.1.8.

Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές να διαβουλεύονται με τις αρχές εξυγίανσης πριν από την υιοθέτηση οποιασδήποτε πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης (9). Ενώ η ΕΚΤ υποστηρίζει τον στόχο της επίτευξης αποτελεσματικού συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης, η πρόταση περί διεξαγωγής τυπικής διαβούλευσης με τις αρχές εξυγίανσης πριν από τον καθορισμό πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων ή την παροχή καθοδήγησης κατά τα οριζόμενα στην ΟΚΑ θα απέβαινε στην πράξη άσκοπα επαχθής και αδικαιολόγητα τυποκρατική, χωρίς να βελτιώνει την ουσία των ισχυουσών ρυθμίσεων. Επιπλέον, το υφιστάμενο μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ της ΕΚΤ και του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (10), το οποίο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της κατάρτισης των αποφάσεων ΔΕΕΑ του 2016, εξασφαλίζει ήδη αποτελεσματική συνεργασία. Λαμβανομένου υπόψη του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της καθοδήγησης κεφαλαίου, η απόφαση επιβολής της εν λόγω καθοδήγησης θα πρέπει να παραμείνει εκτός του πλαισίου των κοινών αποφάσεων, περιοριζόμενη μόνο στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του σώματος.

1.2.   Αλληλεπίδραση μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών εξουσιών

Η ΕΚΤ υποστηρίζει εν γένει την απάλειψη των απαιτήσεων του πυλώνα 2 από τα μέσα μακροπροληπτικής εποπτείας, επαναλαμβάνει όμως την άποψή της ότι η κατάργηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν θα πρέπει να οδηγήσει τις αρχές σε ανεπάρκεια εργαλείων για την εκτέλεση της εντολής τους και την επίτευξη των στόχων πολιτικής τους (11). Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της ΕΚΤ υποστήριξη της προτεινόμενης εξάλειψης των απαιτήσεων του πυλώνα 2 από τα μέσα μακροπροληπτικής εποπτείας τελεί υπό την επιφύλαξη ότι τα εν λόγω μέσα θα διευρυνθούν και θα καταστούν λειτουργικά. Ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό πλαίσιο μακροπροληπτικής εποπτείας είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια νομισματική ένωση η οποία έχει ανάγκη από πολιτικές μακροπροληπτικής εποπτείας για την αντιμετώπιση ανισορροπιών που αφορούν συγκεκριμένες χώρες ή τομείς, και συνεπώς διαδραματίζει σημαντικό συμπληρωματικό ρόλο στην αντιμετώπιση της ετερογένειας των οικονομικών και επιχειρηματικών κύκλων στα διάφορα κράτη μέλη, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς και στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ταυτόχρονα, το αναθεωρημένο πλαίσιο θα πρέπει να αποτρέπει τη διευκόλυνση της λήψης αποφάσεων οριοθέτησης (ring-fencing) που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο κατακερματισμού της αγοράς και να δημιουργήσουν προσκόμματα στην ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

Γενικότερα, η ΕΚΤ επαναλαμβάνει τη σημασία της διεξοδικής αναθεώρησης του πλαισίου πολιτικής μακροπροληπτικής εποπτείας, όπως τονίζεται στη συμβολή της ΕΚΤ στη σχετική διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εν τω μεταξύ, η βελτίωση της αποδοτικότητας στη λειτουργία του ισχύοντος πλαισίου μακροπροληπτικής εποπτείας απαιτεί να δοθεί προτεραιότητα στις ακόλουθες κατ’ ελάχιστον προσαρμογές του. Πρώτον, θα πρέπει να αρθεί η ισχύουσα σήμερα ιεραρχία στην ακολουθία του μηχανισμού ενεργοποίησης (γνωστή ως «pecking order»). Η εν λόγω ιεραρχία παρέχει αντικίνητρα όσον αφορά την επιλογή των μέσων και ευνοεί την αδράνεια. Δεύτερον, η μεγάλη γκάμα διαδικασιών κοινοποίησης και ενεργοποίησης μέτρων μακροπροληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να απλοποιηθεί και να εναρμονιστεί. Τούτο θα συνεπαγόταν, μεταξύ άλλων, την καθιέρωση ενιαίας και απλουστευμένης διαδικασίας ενεργοποίησης για τη χρήση των μακροπροληπτικών εργαλείων του άρθρου 458 του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (12) (KKA) και την εναρμόνιση των διαδικασιών ενεργοποίησης διαφόρων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας κατά τρόπο που να επιτρέπει στις αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας να δρουν αποδοτικά, αποτελεσματικά και έγκαιρα. Εν προκειμένω θα πρέπει επίσης να εξεταστεί η δυνατότητα τροποποίησης των κανόνων που αφορούν το απόθεμα ασφαλείας άλλων συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων και το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου, προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο δικαιοπολιτικός σκοπός αυτών των αποθεμάτων και, με αυτόν τον τρόπο, να εκλείψουν τυχόν αλληλοεπικαλύψεις και να ενισχυθεί η αποτελεσματική χρήση τους από τις αρχές. Τρίτον, η διαδικασία του άρθρου 136 παράγραφος 3 της ΟΚΑ θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί κατά τρόπο ώστε κάθε εντεταλμένη αρχή να αξιολογεί σε τριμηνιαία βάση το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, αλλά να το καθορίζει ή να το επανακαθορίζει μόνον εφόσον παρατηρείται μεταβολή στην ένταση των κυκλικών συστημικών κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να τροποποιηθούν οι διαδικασίες κοινοποίησης του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, ώστε οι εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ να υποχρεούνται να κοινοποιούν στην ΕΚΤ και τις πληροφορίες των στοιχείων α) έως ζ) του άρθρου 136 παράγραφος 7 της ΟΚΑ. Τέλος, η ΕΚΤ θεωρεί ύψιστης σημασίας την αναθεώρηση του πλαισίου πολιτικής μακροπροληπτικής εποπτείας σε τακτά χρονικά διαστήματα με βάση τις εξελίξεις στο πλαίσιο ανάλυσης, καθώς και την πρακτική εμπειρία από την εφαρμογή της πολιτικής. Εν προκειμένω θα πρέπει επίσης να εισαχθεί διάταξη για τη συνολική επανεξέταση του εν λόγω πλαισίου εντός της επόμενης τριετίας, συμπεριλαμβανομένων του πεδίου εφαρμογής και της καταλληλότητας των σχετικών μέσων.

1.3.   Διασυνοριακή απαλλαγή από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

1.3.1.

Η ΕΚΤ γενικά υποστηρίζει τη θέσπιση της δυνατότητας των αρμόδιων αρχών να εξαιρούν από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση θυγατρική επιχείρηση της οποίας το κεντρικό κατάστημα βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της μητρικής της, πράγμα που συνάδει με την ίδρυση του ΕΕΜ και την τραπεζική ένωση.

1.3.2.

Επιπλέον διασφαλίσεις προληπτικής εποπτείας και τροποποιήσεις τεχνικής φύσης θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιθανές ανησυχίες που σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και προκύπτουν από την εφαρμογή αυτού του μηχανισμού απαλλαγών στην τραπεζική ένωση, η οποία ακόμη οδεύει προς την ολοκλήρωσή της. Ειδικότερα, θα μπορούσαν να εισαχθούν οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση απαλλαγής σε θυγατρικές: α) οι ίδιες οι επιλέξιμες για την απαλλαγή θυγατρικές να μην υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, π.χ. τα κατώτατα όρια σημασίας που προβλέπονται στον ΚΕΕΜ· και β) η απαλλαγή να υπόκειται σε κατώφλι 75 %, π.χ. η απαίτηση ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων να μπορεί να μειώνεται το πολύ από 8 % σε 6 % του συνολικού ύψους του ανοίγματος σε κίνδυνο. Εν προκειμένω η εγγύηση θα χρειαζόταν μόνο σε σχέση με το ύψος των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που πράγματι τυγχάνουν απαλλαγής. Επιπλέον, η ΕΚΤ προτείνει επανεξέταση των προϋποθέσεων αυτών τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος τους και εξέταση ιδίως της δυνατότητας περαιτέρω μείωσης του κατωφλίου υπό το φως της εξέλιξης της τραπεζικής ένωσης.

1.3.3.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ θα πρέπει ακόμη να διευκρινίζουν ότι η εγγύηση μητρικής επιχείρησης υπέρ μιας θυγατρικής της πρέπει να αποτυπώνεται δεόντως στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τον πιστωτικό κίνδυνο της μητρικής. Συγκεκριμένα, η μητρική επιχείρηση θα πρέπει να κατέχει το 100 % των δικαιωμάτων ψήφου της θυγατρικής.

1.3.4.

Τέλος, θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες μεταβατικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της διασυνοριακής κεφαλαιακής απαλλαγής, λαμβανομένης υπόψη της σχεδιαζόμενης περαιτέρω προόδου στον τομέα της τραπεζικής ένωσης, όπως αυτή παρατίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης (13) (εφεξής η «ανακοίνωση για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης»).

1.4.   Εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9)

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ προβλέπουν τη σταδιακή θέσπιση προβλέψεων για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες κατά το ΔΠΧΑ 9 (14), προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις του εν λόγω προτύπου στο εποπτικό κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των πιστωτικών ιδρυμάτων (15). Η ΕΚΤ συνιστά η περίοδος μεταβατικών μέτρων για το ΔΠΧΑ 9 να αρχίσει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2018 με γραμμική σταδιακή εφαρμογή (16). Στο πλαίσιο αυτό η προεδρία του Συμβουλίου ενθαρρύνεται να επισπεύσει την εισαγωγή της νομοθεσίας που θέτει σε εφαρμογή τη μεταβατική ρύθμιση για το ΔΠΧΑ 9.

Επιπλέον, η σταδιακή εφαρμογή ενδείκνυται να ισχύει μόνον ως προς την αρχική μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 την 1η Ιανουαρίου 2018 (στατική μέθοδος) και όχι για τα ποσά αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζονται βάσει του ΔΠΧΑ 9 τη σχετική ημερομηνία παροχής στοιχείων κατά τη μεταβατική περίοδο (δυναμική μέθοδος), καθώς η τελευταία αυτή μέθοδος πρόκειται να καθυστερήσει στην πράξη την πλήρη εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 (17).

Προς αποφυγή του διπλού υπολογισμού των ποσών που προστίθενται στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 η ΕΚΤ συνιστά τη διόρθωση, στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, όλων των τμημάτων του ΚΚΑ που προβλέπουν ότι το εν λόγω κεφάλαιο μειώνεται, δηλαδή για την προσθήκη στο κεφάλαιο κατηγορίας 2, για ποσά αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που δεν εκπίπτουν, καθώς και για μειώσεις των τιμών ανοιγμάτων για την τυποποιημένη προσέγγιση του πιστωτικού κινδύνου, για τον δείκτη μόχλευσης και το πλαίσιο μεγάλων ανοιγμάτων.

Τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά για όλα τα ιδρύματα. Διαφορετικά, ιδρύματα που επιλέγουν τη μη εφαρμογή τους θα μπορούσαν να αναγκάσουν και άλλα ιδρύματα σε εκ των προτέρων συμμόρφωση, πράγμα που θα ερχόταν σε αντίθεση με τον ίδιο τον σκοπό της παροχής περισσότερου χρόνου για προσαρμογή στην αρχική μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη μετάβαση στο ΔΠΧΑ 9.

1.5.   Πρόσθετες εκπτώσεις και προσαρμογές στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

Η ΕΚΤ επικροτεί τη διευκρίνιση της Επιτροπής σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της ΟΚΑ και του άρθρου 16 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του ΚΕΕΜ, όπως ορίζονται στην έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό που θεσπίστηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 (εφεξής «έκθεση σχετικά με τον ΕΕΜ») (18) και, ειδικότερα, την επιβεβαίωση ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπεται να ζητούν από πιστωτικά ιδρύματα την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών (αφαιρέσεις, φίλτρα ή παρόμοια μέτρα) σε υπολογισμούς ιδίων κεφαλαίων όπου η λογιστική αντιμετώπιση που εφαρμόζουν δεν θεωρείται συνετή από την άποψη της εποπτείας. Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι η εν λόγω διευκρίνιση θα πρέπει να συμπεριληφθεί άμεσα στο κείμενο της ΟΚΑ χάριν της ασφάλειας δικαίου.

1.6.   Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ

Η ΕΚΤ επικροτεί την απαίτηση δημιουργίας ενδιάμεσων μητρικών επιχειρήσεων της ΕΕ για τραπεζικούς ομίλους τρίτων χωρών με δύο ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση, εφόσον πληρούνται ορισμένα κριτήρια ή συντρέχει υπέρβαση κατώτατων ορίων (19), καθώς αυτό θα επιτρέψει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας να αξιολογεί τους κινδύνους και την οικονομική ευρωστία ολόκληρου του τραπεζικού ομίλου στην Ένωση και να εφαρμόζει απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

Ωστόσο, ορισμένες πτυχές των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ απαιτούν περαιτέρω διευκρινίσεις, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού πλαισίου. Πρώτον, η απαίτηση πρέπει να ισχύει τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών (δηλαδή και στις περιπτώσεις εν μέρει ή αποκλειστικής άσκησης των δραστηριοτήτων του ομίλου τρίτης χώρας στην Ένωση μέσω υποκαταστημάτων). Δεύτερον, αφ’ ης στιγμής ιδρύεται μια ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ, θα πρέπει να απαιτείται η ανασύσταση των υφιστάμενων υποκαταστημάτων του ίδιου τραπεζικού ομίλου τρίτης χώρας ως υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, εφόσον υπερβαίνουν ορισμένο κατώτατο όριο, προκειμένου να αποφεύγονται ευκαιρίες καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού πλαισίου, καθώς η εποπτεία υποκαταστημάτων τρίτων χωρών δεν είναι εναρμονισμένη. Είναι ακόμη σημαντικό, μακροπρόθεσμα, να εναρμονιστεί το κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο των υποκαταστημάτων τρίτων χωρών στην Ένωση. Τρίτον, είτε η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, είτε ως μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών είτε ως πιστωτικό ίδρυμα, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι το πλαίσιο καθορισμού της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δεν οδηγεί σε απρόσφορο αποτέλεσμα ικανό να θέσει σε κίνδυνο την άσκηση αποδοτικής και αποτελεσματικής εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τις οντότητες που ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας σε ατομική βάση. Κατά συνέπεια, όταν η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη ως πιστωτικό ίδρυμα, και προκειμένου να διασφαλίζεται ισοτιμία όρων ανταγωνισμού, θα πρέπει να εξεταστεί η εισαγωγή κριτηρίου παρόμοιου με εκείνο του άρθρου 111 παράγραφος 5 της ΟΚΑ, το οποίο επί του παρόντος εφαρμόζεται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής και η διαδικασία που συνδέεται με την εφαρμογή του άρθρου 111 παράγραφος 5 της ΟΚΑ. Τέταρτον, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ της νομοθεσίας τρίτης χώρας και της απαίτησης σύστασης μίας και μόνο ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, η οποία θα μπορούσε να παρεμποδίσει ή να περιπλέξει υπερβολικά τη συμμόρφωση με την εν λόγω απαίτηση, θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα παρέκκλισης, ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέπουν τη δημιουργία δύο διακριτών ενδιάμεσων μητρικών επιχειρήσεων της ΕΕ (ή να επιτρέπουν την απόσπαση συγκεκριμένων οντοτήτων από τη μία και μοναδική ενδιάμεση μητρική επιχείρηση της ΕΕ). Στην περίπτωση αυτή το όριο για την απαίτηση σύστασης ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ θα πρέπει να ισχύει σε επίπεδο ολόκληρου του ομίλου της τρίτης χώρας, πριν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, έτσι ώστε η άσκηση αυτής να μην οδηγεί σε καταστρατήγηση των εφαρμοστέων κατώτατων ορίων για τη σύσταση ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, κατά τα προβλεπόμενα στις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ.

1.7.   Αναλογικότητα στην υποβολή αναφορών

Η ΕΚΤ υποστηρίζει γενικά μια αναλογική προσέγγιση των υποχρεώσεων υποβολής αναφορών των μικρότερων ιδρυμάτων. Ενίοτε αυτά θα πρέπει να υπόκεινται σε απλουστευμένες απαιτήσεις υποβολής αναφορών ανάλογα με το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και το προφίλ κινδύνου τους.

Η προτεινόμενη ελάττωση της συχνότητας υποβολής εποπτικών αναφορών (20) από τα μικρά πιστωτικά ιδρύματα παρακωλύει την επαρκή εποπτεία τους από τις αρμόδιες αρχές (21). Οι εποπτικές αναφορές είναι εξαιρετικά σημαντικές, καθώς συγκαταλέγονται στις σημαντικότερες πηγές πληροφόρησης για τη συνεχή εποπτεία των μικρότερων ιδρυμάτων. Η διαθεσιμότητα επαρκούς πληροφόρησης επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να προσαρμόζουν την ένταση των εποπτικών τους ενεργειών σε σχέση με τα εν λόγω ιδρύματα. Επιπλέον, αν και η ελάττωση της συχνότητας υποβολής αναφορών για τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα θα μείωνε το κόστος συμμόρφωσής τους από την άποψη των ανθρώπινων πόρων, πιθανόν να μην απέβαινε λιγότερο επαχθής από την άποψη της τεχνολογίας πληροφορικής, αφού τα μικρότερα αυτά ιδρύματα θα πρέπει ούτως ή άλλως να διαθέτουν τα κατάλληλα συστήματα πληροφορικής, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αυτών θα έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

Αντί της ελάττωσης της συχνότητας των εποπτικών αναφορών η ΕΚΤ προτείνει τροποποίηση του εύρους υποβολής αναφορών για τα μικρότερα ιδρύματα, μόλις η ΕΑΤ αξιολογήσει τον οικονομικό αντίκτυπο που θα έχει ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (22) στα πιστωτικά ιδρύματα σε ό,τι αφορά το κόστος συμμόρφωσης και τα εποπτικά οφέλη (23).

Η συνεπής εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θα πρέπει να αναγνωρίζεται συστηματικότερα σε ολόκληρο τον ΚΚΑ. Ενδείκνυται ο εντοπισμός ειδικών περιπτώσεων στις οποίες μια πιο αναλογική μεταχείριση θα μπορούσε να μειώσει το κόστος συμμόρφωσης χωρίς να διακυβεύεται το καθεστώς προληπτικής εποπτείας. Θα μπορούσε επίσης να προβλεφθεί μια πιο αναλογική προσέγγιση, ιδίως στους τομείς της εσωτερικής διακυβέρνησης και του καθεστώτος καταλληλότητας, των αμοιβών και των γνωστοποιήσεων.

1.8.   Αυτόματοι περιορισμοί στις διανομές

Όσον αφορά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ σχετικά με το μέγιστο διανεμητέο ποσό (ΜΔΠ) η ΕΚΤ επικροτεί τη διευκρίνιση ως προς τη διάρθρωση του κεφαλαίου. Επιπλέον, η ίδια προτείνει να συμπεριλαμβάνονται στο ΜΔΠ όλα τα προσωρινά κέρδη/κέρδη του τέλους της χρήσης που δεν περιλαμβάνονται ήδη στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (μετά από τις ήδη καταβληθείσες διανομές) και όχι μόνο τα κέρδη που παράγονται μετά την τελευταία διανομή. Η προσήλωση στην πιο πρόσφατη διανομή ή πληρωμή περιορίζει τα κέρδη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του ΜΔΠ. Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν συχνά πολλαπλές ημερομηνίες λήψης αποφάσεων για την πληρωμή τοκομεριδίων, μερισμάτων και πριμ. Όσο συχνότερα ένα πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει αποφάσεις για διανομή κερδών ή πραγματοποιεί διανομή κερδών, τόσο μικρότερη είναι η περίοδος δημιουργίας κερδών και επομένως και το ποσό των κερδών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του ΜΔΠ. Αυτός ο περιορισμός δεν δικαιολογείται εάν τα προσωρινά κέρδη/κέρδη του τέλους της χρήσης που δημιουργούνται, αλλά δεν έχουν ακόμη συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, είναι υψηλότερα από τις πραγματοποιηθείσες διανομές.

1.9.   Πιστωτικός κίνδυνος και πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου

1.9.1.

Ενώ η νομοθεσία του επιπέδου 2 έχει διευκρινίσει πλήρως τη μοντελοποίηση όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, οι ειδικότερες αυτές προβλέψεις εξακολουθούν να απουσιάζουν όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του ΚΚΑ προκειμένου να ζητηθεί από την ΕΑΤ η ανάπτυξη ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης για τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων (ΜΕΥ) και για τη μέθοδο προηγμένης προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης (advanced credit valuation adjustment, εφεξής «A-CVA»). Αυτά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να καθορίζουν λεπτομερέστερα την αξιολόγηση της σημασίας των μεταβολών και επεκτάσεων μοντέλου τόσο για την ΜΕΥ όσο και για τη μέθοδο A-CVA. Τέλος, θα πρέπει να προστεθεί διάταξη η οποία να υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν έγκριση από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να εφαρμόζουν τη μέθοδο Α-CVA.

1.9.2.

Όσα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν ήδη την ΜΕΥ δεν χρησιμοποιούν μόνο αυτή για τον υπολογισμό ορισμένων από τα ανοίγματά τους αλλά και άλλες (μη εσωτερικές) μεθόδους. Αυτό εγείρει ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο αδυναμίας συμμόρφωσης μεγάλου αριθμού πιστωτικών ιδρυμάτων με την απαίτηση που απαγορεύει τη συνδυασμένη χρήση της ΜΕΥ και άλλων μεθόδων. Θα πρέπει για τον σκοπό αυτόν να τροποποιηθεί ο ΚΚΑ, ώστε να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν άδεια για τη χρήση της ΜΕΥ όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σε μόνιμη και μερική βάση, όπως συμβαίνει για άλλα είδη κινδύνου.

1.9.3.

Επιπλέον, οι ισχύοντες κανόνες του ΚΚΑ για τον προσδιορισμό της παραμέτρου λήξης θα πρέπει να διευρυνθούν ώστε να καλύπτουν ανοίγματα συναλλαγών παραγώγων και χρηματοδότησης τίτλων, καθώς και ανοικτές συναλλαγές.

1.9.4.

Ο ορισμός του εποπτικού συντελεστή δέλτα που προτείνει η Επιτροπή για τη νέα τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό των ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τα μαθηματικά ορθά πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (εφεξής «Επιτροπή της Βασιλείας»).

1.10.   Αντιμετώπιση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

1.10.1.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την εναρμόνιση και την ενίσχυση της εποπτείας των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Είναι σημαντικό οι δράσεις ενοποιημένης εποπτείας να μπορούν να απευθύνονται άμεσα στη μητρική επιχείρηση ενός τραπεζικού ομίλου, είτε πρόκειται για ίδρυμα είτε για εταιρεία συμμετοχών. Εν προκειμένω ο θεμελιώδης εποπτικός στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι η μητρική επιχείρηση αναλαμβάνει την καθοδήγηση και τον συντονισμό των θυγατρικών της κατά τρόπο που να προωθεί αποτελεσματικά την ενοποιημένη εποπτεία. Σε γενικές γραμμές, το νέο καθεστώς θα πρέπει να επιτρέπει να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών και ο ρόλος τους σε έναν όμιλο, προκειμένου να αποτρέπονται τα υπερβολικά κωλύματα στη λειτουργία του ομίλου.

1.10.2.

Ορισμένες πτυχές των προτεινόμενων τροποποιήσεων της ΟΚΑ και του ΚΚΑ επιδέχονται βελτιώσεων ή διευκρινίσεων. Για παράδειγμα χρήζει διευκρίνισης ο τρόπο συσχετισμού των προτεινόμενων τροποποιήσεων που αφορούν την αδειοδότηση των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών με τους ισχύοντες κανόνες εποπτείας των ειδικών συμμετοχών. Επίσης, οι προτεινόμενες ως άνω τροποποιήσεις δεν διευκρινίζουν επαρκώς ποιες από τις ισχύουσες διατάξεις που αναφέρονται σε «πιστωτικό ίδρυμα» θα πρέπει να νοείται ότι περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους και τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών για τους σκοπούς της ενοποιημένης εποπτείας. Περαιτέρω διευκρινίσεις απαιτούνται επίσης και σε σχέση με τα συνεχή μέτρα εποπτείας που μπορεί να εφαρμόζει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και μια μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

1.10.3.

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα των προτεινόμενων τροποποιήσεων του άρθρου 111 της ΟΚΑ. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενδέχεται να βρίσκεται σε διαφορετική χώρα από αυτήν στην οποία βρίσκεται η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη σε διαφορετικό κράτος μέλος με τις ενοποιημένες απαιτήσεις. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις που να καθορίζουν λεπτομερέστερα τους όρους μιας αποτελεσματικής διασυνοριακής συνεργασίας σε αντίστοιχη περίπτωση.

1.10.4.

Τέλος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της ΟΚΑ θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις που να αποσαφηνίσουν τη μεταχείριση των υφιστάμενων χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών υπαγόμενων στις εν λόγω διατάξεις.

1.11.   Εποπτεία μεγάλων διασυνοριακών επιχειρήσεων επενδύσεων

Οι μεγάλες και πολύπλοκες επιχειρήσεις επενδύσεων τραπεζικού τύπου που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες έχουν αντίκτυπο στον ισολογισμό τους, ιδίως εκείνες που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες, μπορούν να εγείρουν αυξημένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και αυξημένο κίνδυνο δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλες τράπεζες. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι χρήζει περαιτέρω εξέτασης η ενοποιημένη εποπτεία και η εποπτεία σε ατομική βάση των μεγάλων διασυνοριακών επιχειρήσεων επενδύσεων τραπεζικού τύπου στην Ένωση, προκειμένου να διασφαλίζονται συνετά και συνεπή εποπτικά πρότυπα ανάλογα των κινδύνων που ενδέχεται να εγείρουν αυτές οι επιχειρήσεις. Μία από τις πιθανές επιλογές θα ήταν η τροποποίηση της ΟΚΑ/του ΚΚΑ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μεγάλες διασυνοριακές επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα (24). Αυτό θα ήταν σημαντικό για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που συχνά ασκούν δραστηριότητες τραπεζικού τύπου, δηλαδή δραστηριότητες που ασκούνται και από τράπεζες. Για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία θα πρέπει να διατηρηθεί η ισχύουσα διαφοροποίηση στη μεταχείριση που αποτυπώνεται στα εθνικά ρυθμιστικά πλαίσια.

1.12.   Εθνικές εξουσίες

1.12.1.

Ο ΚΕΕΜ αναθέτει στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό να συμβάλει στην ασφάλεια και ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων και στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα καθήκοντα αυτά εκτελούνται λαμβανομένων πλήρως υπόψη της ενότητας και ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, και με σκοπό την αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας (25). Για τον σκοπό αυτό η ΕΚΤ υποχρεούται να εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία της Ένωσης και, εφόσον αυτή αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη (26), ιδίως την ΟΚΑ και την οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών (ΟΑΕΤ) (27). Ωστόσο, ορισμένες εξουσίες εποπτείας δεν αναφέρονται ρητά στο δίκαιο της Ένωσης, ενώ διαφορές στην εθνική νομοθεσία οδηγούν σε ασυμμετρίες στις εποπτικές εξουσίες της ΕΚΤ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

1.12.2.

Εν προκειμένω η ΕΚΤ έχει ήδη εξετάσει το αντικείμενο και την έκταση των υφιστάμενων εποπτικών εξουσιών και έχει αναπτύξει μια προσέγγιση για τη διασφάλιση συνεπούς ερμηνείας των εξουσιών της. Παρά την αποσαφήνιση αυτών των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, η παροχή μιας κοινής νομικής βάσης στο δίκαιο της Ένωσης για τις υφιστάμενες εποπτικές εξουσίες θα ενεργοποιούσε την υποχρέωση μεταφοράς τους και θα διευκόλυνε την ερμηνεία του κατά πόσον ορισμένη εξουσία ειδικά χορηγούμενη βάσει της εθνικής νομοθεσίας εμπίπτει στα ειδικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ. Επιπλέον, θα προωθούσε ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην τραπεζική εποπτεία της Ένωσης μέσω της εναρμόνισης των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών. Για να επιτευχθεί αυτό το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφή αναφορά σε πρόσθετες εξουσίες εποπτείας σε ορισμένους τομείς, προκειμένου να αποφεύγεται η ανασφάλεια δικαίου όσον αφορά τις άμεσες εξουσίες εποπτείας της ΕΚΤ και να εξασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού όσον αφορά τις εξουσίες εποπτείας σε ολόκληρη την τραπεζική ένωση. Οι τομείς αυτοί αφορούν κυρίως τις εξαγορές σε τρίτες χώρες, τις συγχωνεύσεις, τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων και άλλες στρατηγικές αποφάσεις, την τροποποίηση των καταστατικών των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις συμφωνίες των μετόχων τους για την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, την παροχή πίστωσης σε συνδεδεμένα μέρη, την εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εξουσίες εποπτείας που αφορούν τους εξωτερικούς ελεγκτές και τις πρόσθετες εξουσίες που σχετίζονται με την αδειοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

1.13.   Αξιολόγηση καταλληλότητας και πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις

1.13.1.

Επί του παρόντος η ΟΚΑ δεν θεσπίζει απαιτήσεις για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των μελών των διοικητικών οργάνων. Κατά συνέπεια, οι εθνικές πρακτικές διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησης, τις προθεσμίες και το εάν η αξιολόγηση πραγματοποιείται πριν ή αμέσως μετά τον διορισμό. Η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης για την περαιτέρω εναρμόνιση των διαδικασιών αξιολόγησης της καταλληλότητας.

1.13.2.

Οι κάτοχοι καίριων θέσεων ασκούν σημαντική επίδραση στην καθημερινή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και στη γενική δομή της διακυβέρνησής τους. Η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να περιληφθεί ορισμός των κατόχων καίριων θέσεων και να διευκρινιστεί ο ορισμός της ανώτερης διοίκησης. Επιπλέον, προς εναρμόνιση των εθνικών προσεγγίσεων θα πρέπει να προβλεφθεί διάταξη σχετικά με τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών κατά την αξιολόγηση των κατόχων καίριων θέσεων σε σημαντικά ιδρύματα.

1.14.   Ανταλλαγή πληροφοριών

Το ισχύον πλαίσιο της Ένωσης κάνει λίγες συγκεκριμένες αναφορές στην ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την προληπτική εποπτεία και των αρχών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (28). Επίσης, δεν υπάρχουν ρητές διατάξεις που να διέπουν τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την προληπτική εποπτεία και των αρχών που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των κανόνων διαρθρωτικού διαχωρισμού. Η ΕΚΤ προτείνει την τροποποίηση των διατάξεων της ΟΚΑ σχετικά με την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών ώστε να προβλέπεται ρητά η συνεργασία με τις άλλες αυτές αρχές.

1.15.   Σύστημα εκτέλεσης και κυρώσεων

Ο κατάλογος των παραβάσεων που υπόκεινται σε κυρώσεις δυνάμει της ΟΚΑ δεν περιλαμβάνει ορισμένες σημαντικές παραβάσεις, π.χ., σε σχέση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του πυλώνα 1, τους κανονισμούς και αποφάσεις εποπτείας που εκδίδονται από αρμόδιες αρχές, την απαίτηση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση άδειας και τις υποχρεώσεις κοινοποίησης στην αρμόδια αρχή. Επομένως, τα κράτη μέλη διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε ασυνέπειες μεταξύ των κρατών μελών και να υπονομεύσει την αποτελεσματική εκτέλεση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας. Για να αντιμετωπιστεί αυτό η ΕΚΤ προτείνει τη διεύρυνση του καταλόγου παραβάσεων που υπόκεινται σε κυρώσεις.

1.16.   Δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες

1.16.1.

Η ύπαρξη εθνικών δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών στο κανονιστικό πλαίσιο προληπτικής εποπτείας εμποδίζει την εφαρμογή ενιαίων κανόνων σε επίπεδο Ένωσης και προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας και κόστους, παρέχοντας παράλληλα κίνητρα για καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου εποπτικού πλαισίου. Ειδικότερα, τα δικαιώματα των κρατών μελών δημιουργούν εμπόδια στην αποτελεσματική λειτουργία του ΕΕΜ, ο οποίος πρέπει να λαμβάνει υπόψη διαφορετικούς κανονισμούς και πρακτικές που εφαρμόζονται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η ταυτόχρονη και αποκλίνουσα άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων έχει ως αποτέλεσμα ένα κανονιστικό συνονθύλευμα που μπορεί να παρεμποδίσει την ομαλή λειτουργία της εποπτείας της ΕΚΤ εντός των συμμετεχόντων κρατών μελών, καθώς και όσον αφορά τα ανοίγματα που σχετίζονται με τρίτες χώρες.

1.16.2.

Ενίοτε οι αποκλίσεις αυτές επηρεάζουν και τις εξουσίες εποπτείας. Έτσι, τα συγκεκριμένα ανωφελή δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που δεν δικαιολογούνται από άποψη προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εναρμονιστούν απευθείας στη νομοθεσία επιπέδου 1. Ομοίως, θα πρέπει να αποθαρρυνθεί η εισαγωγή νέων τέτοιων δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών, πράγμα το οποίο συμβαίνει π.χ. στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ στον τομέα των επενδύσεων μετοχικού κεφαλαίου σε κεφάλαια.

1.17.   Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την εισαγωγή μιας προκαθορισμένης περιόδου απαλλαγής στις προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Αυτή η προκαθορισμένη περίοδος απαλλαγής θα επιτρέψει στα ιδρύματα να θεωρούν ως αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29). Η εν λόγω περίοδος απαλλαγής είναι σημαντική προκειμένου να παρέχεται στα ιδρύματα ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων τους σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Εντούτοις, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η θέσπιση μέγιστης περιόδου απαλλαγής πέντε ετών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης αναγνώρισης (χωρίς η Επιτροπή να έχει ακόμη εκδώσει εκτελεστική πράξη) θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική ενόψει των πιθανών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέουν από ανοίγματα έναντι μη αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει τη θέσπιση συντομότερης μέγιστης περιόδου απαλλαγής για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

2.   Εφαρμογή διεθνώς συμφωνημένων προτύπων εποπτείας

Η ΕΚΤ επικροτεί την εφαρμογή διεθνώς συμφωνημένων προτύπων εποπτείας στο δίκαιο της Ένωσης. Λόγω της διασυνδεσιμότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή παγκόσμιων προτύπων για τη διασφάλιση της συγκρισιμότητας και της ισοτιμίας των όρων ανταγωνισμού.

2.1.   Δείκτης μόχλευσης

2.1.1.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει τη θέσπιση απαίτησης δείκτη μόχλευσης στο δίκαιο της Ένωσης και τη βαθμονόμησή της στο 3 %, γεγονός που συνάδει με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας και τις συστάσεις της ΕΑΤ (30). Η ΕΚΤ προτείνει η λεπτομερής εφαρμογή των προτύπων των δεικτών μόχλευσης στην Ένωση να λαμβάνει δεόντως υπόψη την έκβαση των εν εξελίξει διεθνών συζητήσεων, κυρίως στους κόλπους της Επιτροπής της Βασιλείας, καθώς και λοιπές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο.

2.1.2.

Η προτεινόμενη τροποποίηση του ΚΚΑ αίρει την υφιστάμενη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών να εξαιρούν από το μέτρο του ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης ενδοομιλικά ανοίγματα ήδη εξαιρούμενα από τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και ανοίγματα από την επανεκχώρηση ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων (31) και, αντ’ αυτού, εισάγει αυτόματες εξαιρέσεις για τα εν λόγω ανοίγματα (32). Η ΕΚΤ είναι της άποψης ότι θα πρέπει να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να εξαιρούν αυτά τα ανοίγματα από τον δείκτη μόχλευσης μόνο με την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής, κατόπιν αξιολόγησης των υποκείμενων, συναφών με τη μόχλευση κινδύνων, όπως συμβαίνει στο ισχύον σήμερα ενωσιακό δίκαιο. Όσον αφορά τα σημαντικά ιδρύματα στον ΕΕΜ η αξιολόγηση αυτή βασίζεται στον Οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο (33).

2.1.3.

Εάν επρόκειτο να διατηρηθεί η εξαίρεση των ανοιγμάτων από εξαγωγικές πιστώσεις που λαμβάνουν δημόσια στήριξη (34), αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στον βαθμό που είναι απαραίτητη και δικαιολογείται βάσει της αναγκαιότητάς της σε επίπεδο Ένωσης και όχι βάσει εθνικών προτιμήσεων, καθώς συνιστά απόκλιση από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας. Και η αυτοδίκαιη εξαίρεση από το μέτρο του ανοίγματος των ανοιγμάτων από προνομιακά δάνεια (35) αποκλίνει από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας και δεν συνάδει με τη δικαιολογητική βάση του δείκτη μόχλευσης ως μέτρου που δεν βασίζεται σε κινδύνους. Επιπλέον, η ως άνω αυτόματη εξαίρεση δεν είναι σύμφωνη με τις συστάσεις της ΕΑΤ και εμποδίζει την αποτελεσματική σύγκριση των δεικτών μόχλευσης στην αγορά. Τέλος, η διατύπωση ορισμένων συχνά ασαφών εξαιρέσεων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται μπορεί να οδηγεί τα ιδρύματα σε διαφορετική ερμηνεία τους, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να έχουν ευρύτερη εφαρμογή και να μην στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις.

2.1.4.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει την εισαγωγή πρόσθετης επιβάρυνσης για το δείκτη μόχλευσης ειδικά για τα παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα (global systemically institutions, εφεξής «G-SIIs»), η οποία θα πρέπει να βασίζεται στα διεθνή πρότυπα σχετικά με τον σχεδιασμό και τη βαθμονόμηση τέτοιων απαιτήσεων μετά την οριστικοποίησή τους. Οι πρόσθετες απαιτήσεις για τα G-SII θα πρέπει να αποτυπώνουν τη συστημική σημασία τους και να προβλέπουν την πρόσθετη ικανότητα απορρόφησης ζημιών που είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί συμπληρωματική προστασία έναντι ενδεχόμενης πτώχευσής τους.

2.1.5.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ προβλέπουν επίσης την αντιστάθμιση του αρχικού περιθωρίου σε περίπτωση ανοιγμάτων παραγώγων που σχετίζονται με την εκκαθάριση συναλλαγών πελατών, η οποία είναι ένα άλλο στοιχείο που αποκλίνει από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας. Η αντιμετώπιση του αρχικού περιθωρίου για τις συγκεκριμένες συναλλαγές είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα που τελεί υπό εξέταση σε διεθνές επίπεδο, η δε εφαρμογή του σε επίπεδο Ένωσης θα πρέπει να αποτυπώνει τα συμπεράσματα της εξέτασης μόλις αυτή ολοκληρωθεί (36).

2.1.6.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ διατηρούν την υφιστάμενη προσέγγιση όσον αφορά τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης με βάση τον ισολογισμό στο τέλος του τριμήνου (37). Η ΕΚΤ συνιστά την επανεξέταση της διάταξης αυτής, λαμβάνοντας υπόψη τις εν εξελίξει διεθνείς συζητήσεις σχετικά με την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης.

2.1.7.

Ο τρόπος μεταχείρισης των αποθεματικών κεντρικής τράπεζας για τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης αποτελεί άλλο ένα ευαίσθητο ζήτημα που επί του παρόντος τελεί υπό αναθεώρηση σε διεθνές επίπεδο. Η εφαρμογή του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να λάβει υπόψη τα συμπεράσματα της εν λόγω αναθεώρησης, αφού οριστικοποιηθεί.

2.1.8.

Η ΕΚΤ συμφωνεί με τις συστάσεις της ΕΑΤ, κατά τις οποίες οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε απαίτηση δείκτη μόχλευσης ακόμη και αν έχουν άδεια τραπεζικής λειτουργίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Η εξαίρεσή τους από τη συγκεκριμένη απαίτηση του δείκτη μόχλευσης δικαιολογείται με βάση τις ειδικές διασφαλίσεις που τους επέβαλε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και με βάση το ότι οι υποχρεώσεις τους, όπως τα περιθώρια που τηρούνται με τη μορφή καταθέσεων, συσσωρεύονται κυρίως για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου σκοπούς και όχι χρηματοδότησης επενδυτικών δραστηριοτήτων.

2.2.   Ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (net stable funding ratio – NSFR)

2.2.1.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ αποκλίνουν από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας όσον αφορά τη μεταχείριση των ρευστών στοιχείων ενεργητικού υψηλής ποιότητας επιπέδου 1, με την εφαρμογή συντελεστή απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης (required stable funding, εφεξής «RSF») 0 % αντί 5 % (38). Η ΕΚΤ προτείνει να διατηρηθεί μια σταθερή απαίτηση χρηματοδότησης για τα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού (εξαιρουμένων των ταμειακών διαθεσίμων και των αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών, τα οποία θα πρέπει να υπόκεινται σε συντελεστή RSF 0 %), δεδομένου ότι αυτά υπόκεινται σε κάποιο κίνδυνο τιμής σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους, ακόμη και αν δεν συντρέχει σενάριο ακραίων καταστάσεων. Η εισαγωγή της ίδιας μεταχείρισης με τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας δεν ενδείκνυται, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών χρονικών πλαισίων των δύο προτύπων.

2.2.2.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ αποκλίνουν από τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας και όσον αφορά την αντιμετώπιση του μελλοντικού κινδύνου χρηματοδότησης σε συμβάσεις παραγώγων (39). Η ΕΚΤ εκφράζει την ικανοποίησή της για την εντολή που δόθηκε στην ΕΑΤ να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την ευκαιρία υιοθέτησης μέτρου πιο ευαίσθητου σε κινδύνους (40), δεδομένου ότι τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας δεν είναι αρκετά ευαίσθητα σε κινδύνους (41). Ωστόσο, οι προτεινόμενες μεταβατικές ρυθμίσεις περιέχουν ορισμένες εννοιολογικές ανεπάρκειες που παρέχουν ευκαιρίες καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου κανονιστικού πλαισίου, ο δε αντίκτυπός τους στα πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί. Ως εκ τούτου και έως ότου προσδιοριστεί καταλληλότερη μεθοδολογία, η ΕΚΤ προτείνει ευθυγράμμιση του μεταβατικού καθεστώτος με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας.

2.2.3.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση συναλλαγών εξασφαλισμένων πιστοδοτήσεων οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ εφαρμόζουν χαμηλότερο συντελεστή RSF από τον προβλεπόμενο στα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας σε ό,τι αφορά τις εξασφαλισμένες και μη εξασφαλισμένες συναλλαγές με χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους εναπομένουσας διάρκειας μικρότερη των έξι μηνών (42). Θα πρέπει να διενεργηθεί μια ολιστική επανεξέταση των συντελεστών που εφαρμόζονται σε όλες τις εξασφαλισμένες συναλλαγές που περιλαμβάνονται στον NSFR, βάσει εμπεριστατωμένης ανάλυσης, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον οι συντελεστές για συγκεκριμένες εξασφαλίσεις και διάρκειες έχουν βαθμονομηθεί σωστά. Μέχρις ότου πραγματοποιηθεί μια τέτοια επανεξέταση η ΕΚΤ προτείνει την εφαρμογή των συντελεστών RSF που προβλέπονται στα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας.

2.2.4.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ περιλαμβάνουν εξαίρεση από την απαίτηση NSFR για στοιχεία του ενεργητικού και υποχρεώσεις που συνδέονται άμεσα με γενικά καλυμμένα ομόλογα τα οποία συνάδουν με την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43) και για ομόλογα τύπου «soft bullet» και υπό αίρεση «pass-through» τα οποία πληρούν ορισμένα κριτήρια όσον αφορά τη λήξη τους (44). Η ΕΚΤ υποστηρίζει τη σύσταση της ΕΑΤ ότι θα πρέπει να απαλλάσσονται μόνον οι πλήρως συνδυασμένες δομές χρηματοδότησης καλυμμένων ομολόγων τύπου «pass-through», δεδομένου ότι δεν δημιουργούν κίνδυνο χρηματοδότησης για την τράπεζα έκδοσης (45). Αντίθετα, η ΕΚΤ προτείνει να μην εξαιρούνται από τον NSFR άλλα καλυμμένα ομόλογα, καθώς αυτά, όπως και άλλες μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, ενέχουν σημαντικούς χρηματοδοτικούς κινδύνους οι οποίοι δεν μετριάζονται από τα διαρθρωτικά τους χαρακτηριστικά. Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των καλυμμένων ομολόγων για τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις, μία de facto απαλλαγή των περισσότερων ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων οδηγεί σε σημαντική απίσχναση των προτύπων προληπτικής εποπτείας.

2.3.   Ριζική αναθεώρηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

2.3.1.

Η ΕΚΤ επικροτεί την πρόταση για την εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης του νέου προτύπου της Επιτροπής της Βασιλείας όσον αφορά τον κίνδυνο αγοράς που προκύπτει από τη ριζική αναθεώρηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (fundamental review of the trading book, εφεξής «FRTB») (46). Η ΕΚΤ συνιστά η λεπτομερή εφαρμογή του προτύπου FRTB στην Ένωση, ιδίως των κατάλληλων μεταβατικών ρυθμίσεων, να λαμβάνει δεόντως υπόψη την έκβαση των εν εξελίξει διεθνών συζητήσεων, ιδίως στην Επιτροπή της Βασιλείας, καθώς και κάθε άλλης εξέλιξης σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η τρέχουσα προβλεπόμενη διετής περίοδος εφαρμογής μπορεί να μην είναι επαρκής για τα ιδρύματα προκειμένου να αποδείξουν τη συμμόρφωσή τους με τις υποδειγματικές απαιτήσεις και για τις αρχές εποπτείας προκειμένου να αξιολογήσουν και να εγκρίνουν σωστά τα υποδείγματα κινδύνου αγοράς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τεχνική προδιαγραφή ορισμένων σημαντικών πτυχών της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων θα προβλεφθεί σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θα είναι διαθέσιμα αρκετό χρόνο μετά την έναρξη ισχύος των προτεινόμενων τροποποιήσεων του ΚΚΑ. Για τον λόγο αυτό θα ήταν σκόπιμο να παραταθεί η φάση εφαρμογής.

2.3.2.

Το προτεινόμενο μεταβατικό καθεστώς, το οποίο εισάγει μια σημαντική εκ νέου βαθμονόμηση προς τα κάτω (κατά 35 %) των κεφαλαιακών απαιτήσεων της FRTB για περίοδο τριών ετών, προκαλεί ανησυχίες, διότι ενδέχεται να οδηγήσει σε κεφαλαιακές απαιτήσεις κινδύνου αγοράς σημαντικά χαμηλότερες από τα τρέχοντα επίπεδα για συγκεκριμένα ιδρύματα. Ενώ η μεταβατική περίοδος μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση του αντικτύπου των κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ προτείνει τη σταδιακή κατάργηση της μεταβατικής βαθμονόμησης, σύμφωνα με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα, καθώς και τον συνδυασμό της με ένα κατώτατο όριο προκειμένου να αποτρέπεται η μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων κινδύνου αγοράς κάτω από τα τρέχοντα επίπεδα.

Όσον αφορά τις πρόσθετες αλλαγές στο πλαίσιο του πλαισίου κινδύνου αγοράς με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης αναλογικότητας, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ που επιτρέπουν στα ιδρύματα με μικρό χαρτοφυλάκιο συναλλαγών να χρησιμοποιούν απλουστευμένες προσεγγίσεις αποτελούν επαρκή προσθήκη, εφόσον τα κατώτατα όρια εφαρμογής τους διατηρούνται στα επίπεδα που καθορίζονται στην πρόταση. Ωστόσο, η προτεινόμενη απλοποιημένη τυποποιημένη προσέγγιση θα πρέπει να είναι αρκετά ευαίσθητη σε κινδύνους και να οδηγεί σε επαρκείς κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σύγκριση με τις νέες προσεγγίσεις που ισχύουν για τα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα. Για τον σκοπό αυτό οι μελλοντικές αναθεωρήσεις του ΚΚΑ θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές εξελίξεις στο επίπεδο της Επιτροπής της Βασιλείας.

2.3.3.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ δεν ενσωματώνουν ορισμένα βασικά στοιχεία των προτύπων της Επιτροπής της Βασιλείας απευθείας στη νομοθεσία επιπέδου 1, όπως είναι η προδιαγραφή της άσκησης καταλογισμού κερδών και ζημιών, αφήνοντας τη ρύθμισή τους σε μεταγενέστερη κατ’ εξουσιοδότηση νομοθεσία. Η ΕΚΤ προτείνει την απευθείας ενσωμάτωση των εν λόγω στοιχείων στον ΚΚΑ, με την εφαρμογή μόνο τεχνικών προδιαγραφών σε τεχνικά πρότυπα.

2.3.4.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ παρέχουν σημαντική ελευθερία μοντελοποίησης στα πιστωτικά ιδρύματα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρές αποκλίσεις στις εποπτικές πρακτικές και στη μοντελοποίηση των κινδύνων. Για να αντιμετωπιστεί αυτό η ΕΚΤ προτείνει να ενσωματωθούν στον ΚΚΑ περιορισμοί στη μοντελοποίηση, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της FRTB βάσει συγκριτικών μελετών.

2.3.5.

Σε αντίθεση με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΚΑ επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να επιλέγουν χωρίς περιορισμούς τις μονάδες διαπραγμάτευσης για τις οποίες υποβάλλουν αίτηση για έγκριση εσωτερικού μοντέλου και εκείνες για τις οποίες θα διατηρούν την τυποποιημένη προσέγγιση. Προκειμένου να αποφευχθεί η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου εποπτικού πλαισίου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν, με βάση την προσέγγιση που επέλεξαν τα πιστωτικά ιδρύματα για συγκρίσιμες μονάδες διαπραγμάτευσης, τη συμπερίληψη μονάδων διαπραγμάτευσης που θεωρούν ότι θα πρέπει να εμπίπτουν στο αντικείμενο της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων.

Σε ξεχωριστό τεχνικό έγγραφο εργασίας παρατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις αναδιατύπωσης των προτεινόμενων τροποποιήσεων του ΚΚΑ και της ΟΚΑ, οι οποίες εκπονήθηκαν από το προσωπικό της ΕΚΤ και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό έγγραφο εργασίας δεν έχει εκδοθεί από το διοικητικό συμβούλιο και διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 8 Νοεμβρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2016) 850 final.

(2)  COM(2016) 854 final.

(3)  Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (www.bis.org).

(4)  Οδηγία 2013/36/Ε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές EBA/GL/2014/13 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες και μεθόδους για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ).

(6)  Βλέπε έκθεση της ΕΑΤ με τίτλο «EBA Report on the convergence of supervisory practices» (EBA-Op-2016-11), 14 Ιουλίου 2016, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ (www.eba.europa.eu).

(7)  Με βάση το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63) (εφεξής ο «ΚΕΕΜ»), η ΕΚΤ διενεργεί εποπτικούς ελέγχους και για τον σκοπό αυτόν έχει ορίσει κοινή μέθοδο ΔΕΕΑ, βλέπε ιδίως τον Οδηγό τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ του Νοεμβρίου 2014, ο οποίος είναι διαθέσιμος στον δικτυακό της τόπο (www.ecb.europa.eu). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη αύξηση της συνοχής στις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σε σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα εντός του ΕΕΜ, η συσχέτιση μεταξύ των συνολικών βαθμολογιών της ΔΕΕΑ και των κεφαλαιακών απαιτήσεων αυξήθηκε από 26 % πριν από το 2014 σε 76 % το 2016 [βλέπε σελίδα 44 του εγχειριδίου μεθοδολογίας της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP) του ΕΕΜ, έκδοση 2016, το οποίο είναι διαθέσιμο υπό την ενότητα της Τραπεζικής Εποπτείας στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ www.bankingsupervision.europa.eu].

(8)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 98 παράγραφος 5α της ΟΚΑ.

(9)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 104γ της ΟΚΑ.

(10)  «Memorandum of Understanding between the Single Resolution Board and the European Central Bank in respect of cooperation and information exchange», της 22ας Δεκεμβρίου 2015, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(11)  Βλέπε έγγραφο με τίτλο «ECB contribution to the European Commission’s consultation on the review of the EU macroprudential policy framework» (12 Δεκεμβρίου 2016), διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(13)  COM(2017) 592 final.

(14)  Βλέπε Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, ΔΠΧΑ 9 Χρηματοοικονομικά Μέσα (2014), διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο www.ifrs.org

(15)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 473α του ΚΚΑ.

(16)  Σύμφωνα με την προτεινόμενη νέα παράγραφο 96Α του σχετικού εγγράφου της Βασιλείας ΙΙΙ, βλέπε τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) στο έγγραφο με τίτλο «Regulatory Treatment of accounting provisions – interim approach and transitional arrangements», Μάρτιος 2017. Βάσει της συγκεκριμένης παραγράφου, τα ποσοστά κάθε έτους καθορίζονται γραμμικά.

(17)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 473α του ΚΚΑ.

(18)  COM(2017) 591 final.

(19)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 21β της ΟΚΑ.

(20)  Βλέπε τα εξής προτεινόμενα νέα άρθρα: άρθρο 99 παράγραφος 4, άρθρο 101 παράγραφος 5, άρθρο 394 παράγραφος 3 και άρθρο 430 παράγραφος 1 του ΚΚΑ.

(21)  Η πρόταση αυτή πρόκειται να επηρεάσει περίπου το 80 % του συνόλου των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων.

(22)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).

(23)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 99 παράγραφος 7 του ΚΚΑ.

(24)  Βλέπε την ανακοίνωση για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, σ. 19, και την έκθεση σχετικά με τον ΕΕΜ, σ. 8.

(25)  Βλέπε άρθρο 1 πρώτη παράγραφος του ΚΕΕΜ.

(26)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 3 του ΚΕΕΜ.

(27)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(28)  Ούτε η ΟΚΑ ούτε η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73) προβλέπουν ειδικά για τη συνεργασία αυτού του είδους.

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(30)  Έκθεση της ΕΑΤ με τίτλο «EBA Report on the leverage ratio requirements under Article 511 of the CRR» (No. EBA-Op-2016-13), 3 Αυγούστου 2016, διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ (www.eba.europa.eu).

(31)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 429α παράγραφος 1 στοιχείο ι) του ΚΚΑ.

(32)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 429α του ΚΚΑ.

(33)  Βλέπε τον Οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο (ενοποιημένη έκδοση), Νοέμβριος 2016, διαθέσιμος στον διαδικτυακό τόπο της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ (www.bankingsupervision.europa.eu).

(34)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 429α παράγραφος 1 στοιχείο στ) του ΚΚΑ.

(35)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 429α παράγραφος 1 στοιχείο ε) του ΚΚΑ

(36)  Βλέπε συμβουλευτικό έγγραφο της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με τίτλο «Revisions to the Basel ΙΙΙ leverage ratio framework», 25 Απριλίου 2016, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org).

(37)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 429 παράγραφος 2 του ΚΚΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014.

(38)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428ιη παράγραφος 1 στοιχείο α) του ΚΚΑ και το σημείο 37 του εγγράφου της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με τίτλο «Basel III: the net stable funding ratio» (εφεξής το «πλαίσιο NSFR της Επιτροπής της Βασιλείας»), Οκτώβριος 2014, διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org).

(39)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428κα παράγραφος 2 και το άρθρο 428κδ παράγραφοι 2, 3 και 4 του ΚΚΑ.

(40)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 510 παράγραφοι 4 και 5 του ΚΚΑ.

(41)  Βλέπε συμβολή του Ευρωσυστήματος στο έγγραφο διαβούλευσης της ΓΔ FISMA της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με περαιτέρω σκέψεις για την εφαρμογή του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 14 Σεπτεμβρίου 2016.

(42)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428ιθ στοιχείο β) και το άρθρο 428κα παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του ΚΚΑ, καθώς και τις παραγράφους 38 και 39 στοιχείο β) του πλαισίου NSFR της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία.

(43)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(44)  Βλέπε το προτεινόμενο νέο άρθρο 428στ παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ) του ΚΚΑ.

(45)  Βλέπε σύσταση 6 της έκθεσης της ΕΑΤ με τίτλο «EBA Report on Net Stable Funding Requirements under Article 510 of the CRR» (EBA Op/2015/22), της 15ης Δεκεμβρίου 2015, η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ (www.eba.europa.eu).

(46)  Κείμενο με τίτλο «BCBS Standards: Minimum capital requirements for market risk», Ιανουάριος 2016, διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο της ΤΔΔ (www.bis.org).


31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/17


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 8ης Νοεμβρίου 2017

σχετικά με αναθεωρήσεις του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων της Ένωσης

(CON/2017/47)

(2018/C 34/06)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 2 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις») (2).

Στις 17 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (3) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις»).

Στις 2 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (4) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης»).

Στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ, της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, της οδηγίας 2012/30/ΕΕ, της οδηγίας 2011/35/ΕΕ, της οδηγίας 2005/56/ΕΚ, της οδηγίας 2004/25/ΕΚ και της οδηγίας 2007/36/ΕΚ (5) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών») (εφεξής από κοινού οι «προτεινόμενοι τροποποιητικοί κανονισμοί και οδηγίες»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι προτεινόμενοι τροποποιητικοί κανονισμοί και οδηγίες περιέχουν διατάξεις που επηρεάζουν τόσο τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης, όσο και τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1.   Εφαρμογή του προτύπου συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών (TLAC) στην Ένωση

Η ΕΚΤ χαιρετίζει τους προτεινόμενους τροποποιητικούς κανονισμούς και οδηγίες, σκοπός των οποίων είναι η εφαρμογή του προτύπου TLAC του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) (6) στα παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα («G-SII») που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση. Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής των απαιτήσεων συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών («TLAC») σε περαιτέρω σύνολο πιστωτικών ιδρυμάτων, π.χ. σε άλλα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα («O-SII»), ενδέχεται να εγείρει ζητήματα βαθμονόμησης λόγω της ετερογένειας των εν λόγω ιδρυμάτων. Ωστόσο, εάν όντως εξεταστεί η συγκεκριμένη δυνατότητα επέκτασης, μια εναλλακτική θα μπορούσε να είναι η επέκτασή του σε ορισμένο υποσύνολο O-SII παρόμοιων με τα G-SII από άποψη μεγέθους, πολυπλοκότητας, επιχειρηματικού μοντέλου, διασύνδεσης και συστημικής σημασίας, ενδεχομένως με χαμηλότερο ελάχιστο επίπεδο βαθμονόμησης. Αυτό θα επέτρεπε την ακριβέστερη αποτύπωση των διαφορών σε σύγκριση με τα G-SII.

2.   Τροποποιήσεις της ελάχιστης απαίτησης ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL)

2.1.

Η ελάχιστη απαίτηση ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων («MREL») περιλαμβάνει δύο σκέλη: απορρόφηση ζημιών και ποσό ανακεφαλαιοποίησης. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών (7) (εφεξής η «ΟΑΕΤ») και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (8) (εφεξής ο «ΚΕΜΕ») παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης της δυνατότητα προσαρμογής του ποσού ανακεφαλαιοποίησης της MREL, προκειμένου να αποτυπώνονται επαρκώς οι κίνδυνοι που απορρέουν από το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και τον συνολικό κίνδυνο (9). Με τον τρόπο αυτό η αρχή εξυγίανσης μπορεί να λαμβάνει υπόψη πιθανή μείωση του ενεργητικού και μεταβολή του προφίλ κινδύνου του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και να προσαρμόζει το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης στο νέο μικρότερο μέγεθος ισολογισμού.

Επιπλέον, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να προσαρμόζει προς τα πάνω το ποσό ανακεφαλαιοποίησης της MREL προκειμένου να προβλέπεται κάποιο «περιθώριο ασφαλείας». Αυτό το μικρό απόθεμα θα διασφαλίζει την επάρκεια των πόρων του ομίλου και των οντοτήτων που θα προκύπτουν από την εξυγίανση ενόψει της κάλυψης τυχόν πρόσθετων έκτακτων ζημιών και απρόβλεπτων εξόδων κατά την περίοδο που έπεται της εξυγίανσης, ενδεχομένως προερχόμενων π.χ. από την οριστικοποίηση της αποτίμησης ή σχετιζόμενων με δαπάνες από την εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης μιας επιχείρησης. Το ύψος του εν λόγω περιθωρίου ασφαλείας θα πρέπει να καθορίζεται κατά περίπτωση, ανάλογα με το σχέδιο εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος.

2.2.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης επιτρέπουν στην εκάστοτε αρχή εξυγίανσης να παρέχει σε ορισμένη οντότητα οδηγίες προς την κατεύθυνση της διατήρησης ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων καθ' υπέρβαση της MREL, έτσι ώστε να καλύπτονται τυχόν πρόσθετες ζημίες της και να διασφαλίζεται η εμπιστοσύνη της αγοράς στην εξυγίανση (10). Η ΕΚΤ συνιστά απάλειψη της προτεινόμενης καθοδήγησης MREL καθώς επιτείνει την πολυπλοκότητα του πλαισίου χωρίς να παρέχει σαφή οφέλη. Κατ' αρχάς, η καθοδήγηση MREL μπορεί να αυξήσει τη συνολική βαθμονόμηση MREL, καθώς η αγορά μπορεί να την εκλάβει ως απαίτηση που πρέπει πάντα να τηρείται. Η εξουσία της αρχής εξυγίανσης να μετατρέπει την καθοδήγηση MREL σε αυστηρή απαίτηση MREL (11) όταν παραβιάζεται σταθερά μπορεί να ενισχύσει την αντίληψη της αγοράς ότι η καθοδήγηση MREL ουσιαστικά συμβάλλει σε μια αυξημένη απαίτηση MREL. Δεύτερον, η καθοδήγηση MREL δεν απαιτείται για την υποστήριξη της συμμόρφωσης με την απαίτηση MREL, δεδομένου ότι η συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας ήδη συρρέει σωρευτικά με την απαίτηση MREL στο κείμενο της πρότασης της Επιτροπής. Τρίτον, η καθοδήγηση MREL δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της σκοπούμενης αποφυγής των περιορισμών ως προς το μέγιστο διανεμητέο ποσό (ΜΔΠ), δεδομένου ότι η παράβαση της συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, η οποία συρρέει σωρευτικά με την απαίτηση MREL, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άμεσους αυτόματους περιορισμούς στις διανομές (12). Τέταρτον, η καθοδήγηση MREL δεν φαίνεται να είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της ευελιξίας της αρχής εξυγίανσης, δεδομένου ότι και η απαίτηση MREL μπορεί να προσαρμοστεί, εάν χρειαστεί, για παράδειγμα λαμβάνοντας υπόψη το προτεινόμενο περιθώριο ασφαλείας.

2.3.

Βάσει των προτεινόμενων τροποποιήσεων της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (13) (ΟΚΑ) (14), ένα πιστωτικό ίδρυμα θα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας εφόσον δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να συμμορφώνεται ταυτόχρονα με τη συνδυασμένη αυτή απαίτηση, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και την MREL. Καθώς η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας συρρέει σωρευτικά τόσο με την απαίτηση MREL (15) (πρώτο σενάριο) όσο και με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (16) (δεύτερο σενάριο), οι εξουσίες αντιμετώπισης τυχόν παραβίασης των αποθεμάτων ασφαλείας πρέπει να προσαρμόζονται στην υποκείμενη κατάσταση. Παρόλο που η αρχή εξυγίανσης είναι η πλέον κατάλληλη για να απαιτήσει σχέδιο αποκατάστασης της MREL υπό το πρώτο σενάριο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με την OKA υπό το δεύτερο σενάριο.

2.4.

Η διαδικασία αντιμετώπισης ή εξάλειψης των εμποδίων ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης λόγω παραβίασης των αποθεμάτων ασφαλείας που συρρέουν σωρευτικά με την MREL (17) θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να συμπεριλάβει διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, όπως άλλωστε ήδη προβλέπεται σε σχέση με άλλα εμπόδια. Ακόμη, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά τις προθεσμίες, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει επαρκή χρόνο, εφόσον χρειάζεται, για να αναπτύξει την πλέον κατάλληλη στρατηγική προς αντιμετώπιση της παραβίασης των αποθεμάτων ασφαλείας. Επιπλέον, η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρόταση της Επιτροπής, η οποία επιτρέπει στην αρχή εξυγίανσης να ζητεί από ένα ίδρυμα αλλαγή του προφίλ διάρκειας των μέσων της MREL στο πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπιση εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης (18).

2.5.

Η ΕΚΤ συνιστά την αποσαφήνιση, στο κείμενο των προτεινόμενων τροποποιήσεων της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, του καθήκοντος των αρχών εξυγίανσης να παρακολουθούν τα επίπεδα των διαθέσιμων επιλέξιμων μέσων MREL και τον ίδιο τον δείκτη MREL, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους υπολογισμούς των αφαιρούμενων ποσών. Ομοίως, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί το καθήκον τους να παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τη MREL και να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή για τυχόν παραβιάσεις και άλλα σχετικά γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα συμμόρφωσης ορισμένου πιστωτικού ιδρύματος με την MREL ή την καθοδήγηση MREL.

2.6.

Σε περίπτωση που συρρέει παραβίαση της MREL με παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίζει την παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, λαμβάνοντας τα σχετικά μέτρα, ήτοι εποπτικά μέτρα, ή κάνοντας χρήση των εξουσιών έγκαιρης παρέμβασης κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης. Η διαβούλευση θα πρέπει να είναι σύντομη, προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη αντίδραση στην παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Επιπλέον, κατά την άσκηση της εξουσίας για την αντιμετώπιση της παραβίασης της MREL η αρχή εξυγίανσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή.

2.7.

Βάσει των προτεινόμενων τροποποιήσεων του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (19) (εφεξής ο «KKA»), η πρόωρη εξόφληση των επιλέξιμων υποχρεώσεων απαιτεί προηγούμενη άδεια για να αποφεύγεται τυχόν αλλοίωση των υποχρεώσεων που μπορούν να υπόκεινται σε διάσωση με ίδια μέσα. Αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας θα πρέπει να είναι η αρχή εξυγίανσης, καθότι η ίδια είναι αρμόδια και για τον προσδιορισμό της MREL και της ποσότητας και ποιότητας των μέσων που θα απαιτούνται για την εκάστοτε προκρινόμενη στρατηγική εξυγίανσης (20).

Στις περιπτώσεις πιστωτικού ιδρύματος το οποίο μετατρέπει επιλέξιμες υποχρεώσεις MREL σε μέσα ιδίων κεφαλαίων προς διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει υποχρεωτικά να διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή, καθώς η έγκριση ενός τέτοιου μέτρου ενδέχεται να καθίσταται αναγκαία για τη διαφύλαξη της κεφαλαιακής θέσης του πιστωτικού ιδρύματος ως επιχείρησης που συνεχίζει να λειτουργεί. Τέλος, οι τροποποιήσεις θα πρέπει να διευκρινίζουν ότι και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του έτους υπόκεινται την ίδια αυτή απαίτηση της προηγούμενης άδειας όταν η υπό εξυγίανση οντότητα ή όμιλος παραβιάζει την οικεία MREL.

2.8.

Η ΕΚΤ θεωρεί θετικές τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, κατά τις οποίες η αυτόματη εφαρμογή περιορισμών ως προς το ΜΔΠ δεν ισχύει όταν η παραβίαση της συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας οφείλεται στην αδυναμία ορισμένου ιδρύματος να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που έχουν παύσει να πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή διάρκειας της MREL (21). Η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει την περίπτωση κατά την οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα παραβιάζει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας του η οποία συρρέει σωρευτικά με την απαίτηση MREL (22), λόγω μείωσης των ιδίων κεφαλαίων του, αλλά δεν παραβιάζει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας του η οποία συρρέει σωρευτικά με κεφαλαιακές απαιτήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εξακολουθεί να διαθέτει σχετικά υψηλό επίπεδο ιδίων κεφαλαίων, το οποίο, ανεξαρτήτως της MREL, θα αρκούσε από μόνο του προς ικανοποίηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και της συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας του.

2.9.

Για την περίπτωση που ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει μέσα MREL η ΕΚΤ συνιστά επιμήκυνση της περιόδου εξαίρεσης από την εφαρμογή περιορισμών ΜΔΠ, δεδομένου ότι η προτεινόμενη περίοδος έξι μηνών ενδέχεται να μην καθυστερεί επαρκώς την αυτόματη εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών και, ως εκ τούτου, να επιτείνει περαιτέρω την πίεση στις αγορές χρηματοδότησης όταν συντρέχει ανάγκη έκδοσης νέων κεφαλαίων ή χρεωστικών τίτλων (23). Αντ' αυτού, η εξαίρεση θα πρέπει να ισχύει για περίοδο δώδεκα μηνών, εξασφαλίζοντας επιπλέον χρόνο στο ίδρυμα για την έκδοση επιλέξιμων μέσων MREL. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι καθώς τα μέσα MREL έχουν γενικά μικρότερες διάρκειες από τα μέσα ιδίων κεφαλαίων συνεπάγονται μεγαλύτερους κινδύνους αναχρηματοδότησης, γεγονός που μπορεί να συμπίπτει με μελλοντική πίεση στις αγορές χρηματοδότησης.

2.10.

Από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν είναι επιθυμητές οι διασταυρούμενες συμμετοχές υποχρεώσεων MREL μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων. Για την αποτροπή της διπλής καταμέτρησης και τον περιορισμό των επιπτώσεων μετάδοσης οι κανόνες αφαίρεσης ποσών σε σχέση με όλες τις συμμετοχές εξωτερικών υποχρεώσεων MREL, ήτοι υποχρεώσεων που έχουν εκδοθεί προς οντότητες εκτός του ομίλου εξυγίανσης, θα πρέπει να ισχύουν ανεξάρτητα από τον τύπο του πιστωτικού ιδρύματος, δηλαδή να μην περιορίζονται στα G-SII. Η ίδια μέθοδος που προτείνεται επί του παρόντος για τα G-SII θα πρέπει να ισχύει για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή θα πρέπει οι αφαιρέσεις από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις MREL και από τα ίδια κεφάλαια να πραγματοποιούνται βάσει αντίστοιχης προσέγγισης των αφαιρούμενων ποσών. Σε γενικές γραμμές, άλλες πτυχές των κανόνων αφαίρεσης θα πρέπει να συνάδουν με όσα έχουν συμφωνηθεί διεθνώς για την TLAC, δηλαδή σύμφωνα με το κείμενο βασικών όρων του ΣΧΣ για την TLAC και το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ (24), μεταξύ άλλων και για τραπεζικούς ομίλους με περισσότερες οντότητες και ομίλους εξυγίανσης.

2.11.

Από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας η δυνατότητα εξυγίανσης μπορεί να μειώνεται εάν οι νέοι «μη προτιμώμενοι» τίτλοι χρέους υψηλής προτεραιότητας και οι τίτλοι χρέους μειωμένης εξασφάλισης πρόκειται να διακρατούνται από επενδυτές λιανικής. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα εισαγωγής σαφών και εύληπτων απαιτήσεων γνωστοποίησης, και άλλων διασφαλίσεων, με σκοπό την εγρήγορση των επενδυτών όσον αφορά τους κινδύνους που συνδέονται με αυτούς τους τίτλους. Στο ίδιο πνεύμα κρίνεται ενδεχομένως σκόπιμο να εξεταστεί η δυνατότητα εισαγωγής απαίτησης ελάχιστης ονομαστικής αξίας 100 000 ευρώ ανά μονάδα για κάθε τίτλο. Αυτό πρόκειται να αυξήσει το κατώτατο όριο επένδυσης και, κατ' επέκταση, τα επίπεδα εγρήγορσης των επενδυτών, περιορίζοντας τις άμεσες επενδύσεις λιανικής. Αναφορικά με τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να επιδιωχθεί η θέσπιση κοινού πλαισίου σε επίπεδο Ένωσης, προκειμένου να αποφευχθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις σε επίπεδο κρατών μελών και, συνεπώς, ο κατακερματισμός της αγοράς της Ένωσης σε σχέση με τους συγκεκριμένους τίτλους (25).

2.12.

Η αντιμετώπιση των υπό εξυγίανση ομίλων βάσει προσέγγισης «πολλαπλών σημείων έναρξης» χρήζει αποσαφήνισης. Πρώτον, ο ορισμός του «ομίλου εξυγίανσης» θα πρέπει να αποκλείει τις θυγατρικές τρίτων χωρών οι οποίες είναι οι ίδιες σημεία έναρξης, δεδομένου ότι αυτές θα αντιμετωπίζονται χωριστά από τον υπόλοιπο όμιλο σε περίπτωση εξυγίανσης (26). Δεύτερον, οι τροποποιήσεις θα πρέπει να διευκρινίζουν ότι η συμμόρφωση με την MREL σε επίπεδο οντότητας εξυγίανσης πρέπει να επιτυγχάνεται σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης (27). Τρίτον, οι προτεινόμενοι κανόνες για τις αφαιρέσεις από επιλέξιμες υποχρεώσεις που ισχύουν σε υπό εξυγίανση ομίλους βάσει της προσέγγισης πολλαπλών σημείων έναρξης (28) θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν πλήρως το πρότυπο TLAC όσον αφορά τις επιτρεπόμενες προσαρμογές και τις συνιστώσες του μαθηματικού τύπου.

3.   Μεταβατικές διατάξεις για την MREL

3.1.

Ένας βασικός παράγοντας κατά την εφαρμογή της MREL σε σχέση με συγκεκριμένη οντότητα είναι ο καθορισμός κατάλληλης μεταβατικής περιόδου. Το δυνητικά υψηλό επίπεδο ελλειμμάτων MREL που μπορεί να σημειωθεί κατά την έναρξη της εισαγωγής των νέων εναρμονισμένων επιπέδων θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά την έγκαιρη ικανοποίηση των υπό εξέταση απαιτήσεων στο σημερινό μακροοικονομικό περιβάλλον. Για τον λόγο αυτό η ΕΚΤ προτείνει για τα πιστωτικά ιδρύματα την πρόβλεψη ελάχιστης μεταβατικής περιόδου κατάλληλης διάρκειας, η οποία δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη της περιόδου που ισχύει για τα G-SII που καθορίζονται στο πρότυπο TLAC. Επιπλέον, θα πρέπει να δοθεί στην αρχή εξυγίανσης η ευελιξία να ορίζει κατά περίπτωση οριστική προθεσμία συμμόρφωσης μεγαλύτερη της εναρμονισμένης ελάχιστης. Η ΕΚΤ συνιστά να διευκρινιστεί ότι οποιαδήποτε επιμήκυνση της ελάχιστης μεταβατικής περιόδου για δεδομένο ίδρυμα θα πρέπει να βασίζεται σε αξιολόγηση των προκλήσεων τις οποίες συνεπάγεται η ικανοποίηση της απαίτησης MREL και με τις οποίες θα ερχόταν αντιμέτωπο ένα τέτοιο ίδρυμα λόγω περιορισμένης πρόσβασης στην αγορά ή περιορισμένων δυνατοτήτων της αγοράς ή παρόμοιων περιορισμών στο οικείο μακροοικονομικό περιβάλλον.

3.2.

Επιπλέον, η ΕΚΤ θεωρεί θετική την εισαγωγή νέων κριτηρίων επιλεξιμότητας για τα επιλέξιμα μέσα MREL που ευθυγραμμίζουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας MREL με τα κριτήρια επιλεξιμότητας TLAC (29) και εισάγουν πρόσθετα χαρακτηριστικά που βελτιώνουν τη μονιμότητα των επιλέξιμων μέσων MREL (30). Αυτά θα συνδράμουν στη διασφάλιση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών MREL κατά το χρονικό σημείο της εξυγίανσης. Ωστόσο, τα πρόσθετα χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας TLAC ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω ελλείμματα, π.χ. καθιστώντας μη επιλέξιμες τις υποχρεώσεις με ρήτρες επιτάχυνσης, γεγονός που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της οριστικής μεταβατικής περιόδου συμμόρφωσης με την MREL κατά περίπτωση. Εναλλακτικά, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις θα μπορούσαν να αναδιατυπωθούν, ώστε να ορίζουν ότι οι υποχρεώσεις που ήταν επιλέξιμες για την MREL αλλά δεν πληρούν τα νέα πρόσθετα χαρακτηριστικά θα υπόκεινται στο προϊσχύσαν καθεστώς, πράγμα που σημαίνει ότι θα εξακολουθήσουν να διατηρούν την επιλεξιμότητά τους και υπό το ισχύον σήμερα καθεστώς. Η συνεχιζόμενη υπαγωγή τους στο προϊσχύσαν καθεστώς θα πρέπει να εξαλειφθεί σταδιακά σε εύλογο χρονικό διάστημα.

3.3.

Αναφορικά με την υποχρεωτική εξαίρεση των υποχρεώσεων από χρεωστικούς τίτλους με ενσωματωμένα παράγωγα από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση του ορισμού των «ενσωματωμένων παραγώγων». Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί μέσω της ανάπτυξης κατάλληλων κανονιστικών τεχνικών προτύπων (31).

4.   Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

4.1.

Μεταξύ των εποπτικών μέτρων της OKA (32), του κανονισμού για τον ΕΕΜ (33) (ΚΕΕΜ) και των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που προβλέπονται στη ΟΑΕΤ σημειώνεται σημαντική αλληλεπικάλυψη τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τους όρους εφαρμογής τους. Αυτό δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις στην πρακτική εφαρμογή του πλαισίου έγκαιρης παρέμβασης, ιδίως λόγω έλλειψης σαφήνειας σε σχέση με τους όρους της έγκαιρης παρέμβασης.

4.2.

Επιπλέον, οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης της ΕΚΤ πρέπει να ασκούνται με βάση τις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν τη ΟΑΕΤ στα οικεία δίκαια (34). Τούτο συνεπάγεται αβεβαιότητα όσον αφορά τα διαθέσιμα μέτρα και τις προϋποθέσεις άσκησής τους σε κάθε κράτος μέλος.

4.3.

Συνεπώς, η ΕΚΤ συνιστά την απάλειψη από το κείμενο της ΟΑΕΤ των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που προβλέπονται ήδη στην OKA και τον KEEM, καθώς και την τροποποίηση του ΚΕΜΕ κατά τρόπο ώστε να προβλεφθεί στο κείμενο κανονισμού νομική βάση για τις εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης της ΕΚΤ προς διευκόλυνση της συνεπούς εφαρμογής των σχετικών μέτρων.

5.   Μέσο χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση

5.1.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις παρέχουν τόσο στις αρμόδιες αρχές όσο και στις αρχές εξυγίανσης νέες εξουσίες αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής και παράδοσης. Ενώ η ΕΚΤ επικροτεί γενικά την εναρμόνιση των εν λόγω εξουσιών σε επίπεδο Ένωσης, αναμένει ότι αυτές οι εκτεταμένες εξουσίες θα ασκούνται μόνο υπό ακραίες περιστάσεις, εάν και εφόσον συντρέχει περίπτωση άσκησής τους. Λόγω του εξαιρετικού του χαρακτήρα και της επίδρασής του στη συνέχεια των συμβάσεων το μέσο χρεοστασίου θα πρέπει να αποφασίζεται σε στενό συντονισμό μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών. Η ΕΚΤ προτείνει την εισαγωγή διαδικασίας για την ανάθεση της αρμοδιότητας για το χρεοστάσιο στην αρμόδια αρχή ή στην αρχή εξυγίανσης, ανάλογα με το κατά πόσον το χρεοστάσιο επιβάλλεται πριν ή μετά την αξιολόγηση του κατά πόσο ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει». Μια τέτοια διαδικασία θα πρέπει, κατά κανόνα, να αποφεύγει την επιβολή διαδοχικών χρεοστασίων. Μόνο κατ' εξαίρεση η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί, όταν καλείται βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, να επιβάλλει επιπλέον χρεοστάσιο προκειμένου να γεφυρώσει το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ως άνω αξιολόγηση έως τη λήψη της σχετικής δράσης εξυγίανσης.

5.2.

Γενικά, κάθε εργαλείο χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση θα πρέπει να είναι διακριτό και ανεξάρτητο από τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης. Πρωταρχικός στόχος του χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση θα πρέπει να είναι η πρόληψη σοβαρής επιδείνωσης του ισολογισμού ενός πιστωτικού ιδρύματος. Ειδικότερα, το εργαλείο του χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση σε περίπτωση ανάγκης πρόκειται να παρέχει στην αρμόδια αρχή επαρκή χρόνο για να οριστικοποιήσει την αξιολόγηση του κατά πόσο ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει», λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον χρόνο που απαιτείται για την έκδοση μιας τέτοιας τυπικής απόφασης, η οποία μάλιστα απαιτεί και διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης. Ακόμη, ένα χρεοστάσιο εξασφαλίζει στην αρχή εξυγίανσης επιπλέον χρόνο για την παράλληλη έναρξη των προπαρασκευαστικών της ενεργειών ενόψει της άσκησης των καθηκόντων εξυγίανσής της. Η μέγιστη περίοδος του χρεοστασίου θα πρέπει να είναι συνολικά πέντε εργάσιμες ημέρες, περιορισμός ο οποίος είναι επίσης αναγκαίος λαμβανομένης υπόψη της σοβαρής επίπτωσης του χρεοστασίου στα δικαιώματα των πιστωτών. Η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι οι παρατεταμένες περίοδοι αδυναμίας πρόσβασης των καταθετών στις καταθέσεις τους υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και ενδέχεται τελικά να δημιουργήσουν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

5.3.

Ένα αποτελεσματικό χρεοστάσιο πριν από την εξυγίανση πρέπει να έχει το ευρύτερο δυνατό πεδίο εφαρμογής, προκειμένου να επιτρέπει την έγκαιρη αντίδραση στις εκροές ρευστότητας. Προς διαφύλαξη ορισμένου βαθμού ευελιξίας η γενική εξαίρεση που διέπει τις καλυμμένες καταθέσεις και τις απαιτήσεις βάσει συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών θα πρέπει να αντικατασταθεί από περιορισμένες εξαιρέσεις χορηγούμενες κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή η αρμόδια αρχή θα μπορούσε, για παράδειγμα, να επιτρέπει στους καταθέτες καθημερινά την ανάληψη περιορισμένου ποσού καταθέσεων συναρτώμενου με το επίπεδο προστασίας που θεσπίζεται βάσει της οδηγίας για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων (εφεξής η «ΟΣΕΚ») (35), λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη πιθανούς περιορισμούς ως προς τη ρευστότητα και περιορισμούς τεχνικής φύσης. Θα πρέπει να προβλεφθούν διασφαλίσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των καταθετών, όπως η σαφής γνωστοποίηση της εκάστοτε προβλεπόμενης αποκατάστασης της πρόσβασης στις καταθέσεις. Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθούν οι πιθανές επιπτώσεις βάσει της ΟΣΕΚ, δεδομένου ότι το εργαλείο χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση δεν θα ήταν χρήσιμο αν θεωρούνταν ότι ενεργοποιεί την άρση της πρόσβασης σε καταθέσεις βάσει της ΟΣΕΚ.

5.4.

Η ΕΚΤ προτείνει την επέκταση των υφιστάμενων εξαιρέσεων από το χρεοστάσιο που αφορούν τις υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών (ΥΧΑ), περιλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και σε α) κεντρικά αποθετήρια αξιών (ΚΑΑ) τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με τον κανονισμό για τα κεντρικά αποθετήρια κινητών αξιών (36) και β) συστήματα πληρωμών τρίτων χωρών με την επιφύλαξη της εφαρμογής συνεργατικού πλαισίου επίβλεψης στο οποίο συμμετέχει τουλάχιστον μία κεντρική τράπεζα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Αναστολή που απαγορεύει σε συμμετέχοντα (πιστωτικό ίδρυμα) να πραγματοποιήσει πληρωμές σε μια ΥΧΑ θα τον οδηγήσει de facto σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του καθώς αυτές θα καθίστανται ληξιπρόθεσμες. Ως προς τις υποχρεώσεις πληρωμών σε ΥΧΑ αυτό θα καθιστούσε τον συμμετέχοντα σε αθέτηση. Εφόσον δεν επρόκειτο να εξαιρεθεί αυτός ο τύπος πληρωμών, το χρεοστάσιο θα είχε κατ' ουσία τη δυνατότητα δημιουργίας και διάδοσης συστημικού κινδύνου πριν από την ενεργοποίηση των διασφαλίσεων της ΥΧΑ (37).

5.5.

Η προτεινόμενη εναρμόνιση των εξουσιών χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση θα πρέπει ακόμη να μην επηρεάζει άλλες εξουσίες χρεοστασίου, π.χ. εποπτικές ή δικαστικές αρμοδιότητες, που έχουν εισαχθεί σε εθνικό επίπεδο με σκοπό τη διαφύλαξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών κατά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Εάν ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα δεν τεθεί υπό εξυγίανση μετά την επιβολή χρεοστασίου, π.χ. διότι η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι η εξυγίανση δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, τα εθνικά αυτά εργαλεία ενδέχεται να αποβούν και πάλι χρήσιμα. Μια παρόμοια κατάσταση θα μπορούσε να εκδηλωθεί εάν η υπό πτώχευση οντότητα τεθεί υπό καθεστώς αφερεγγυότητας μετά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης.

5.6.

Οι εξαιρέσεις της ΟΑΕΤ που ισχύουν για τις κεντρικές τράπεζες πρέπει να επεκταθούν και στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), μεταξύ άλλων και όσον αφορά το εργαλείο του χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση. Καθώς η ΤΔΔ έχει αναλάβει τα καθήκοντα της προώθησης της συνεργασίας μεταξύ κεντρικών τραπεζών και της παροχής πρόσθετων διευκολύνσεων αναφορικά με διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές, καθώς επίσης και το ρόλο του διαχειριστή (trustee) ή αντιπροσώπου όσον αφορά τους διεθνείς χρηματοοικονομικούς διακανονισμούς, κρίνεται σκόπιμη η μεταχείρισή της κατά τρόπο παρόμοιο με τη μεταχείριση μίας κεντρικής τράπεζας βάσει της ΟΑΕΤ.

5.7.

Θα πρέπει εξάλλου να διενεργηθούν περαιτέρω αξιολογήσεις όσον αφορά την αναγνώριση του εργαλείου χρεοστασίου κατά το δίκαιο τρίτων χωρών, ειδικά στις περιπτώσεις απουσίας μηχανισμών αναγνώρισης. Ειδικότερα, θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά οι πιθανές επιπτώσεις του εν λόγω εργαλείου για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου της Διεθνούς Ένωσης Συμφωνιών Ανταλλαγής και Παραγώγων («ISDA») του 2015 περί αναστολής υποχρεώσεων στην παγκόσμια εξυγίανση (International Swaps and Derivatives Association 2015 Universal Resolution Stay Protocol), η οποία αναγνωρίζει μόνο μια συντομότερη περίοδο αναστολής, με τη δυνατότητα εξαίρεσης όσον αφορά χώρες που εν συνεχεία τροποποιούν τη διάρκεια της νόμιμης αναστολής.

5.8.

Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά οι πιθανές επιπτώσεις των κανονιστικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας δεδομένης της προτεινόμενης διάρκειας των εργαλείων χρεοστασίου και της προβλεπόμενης αναστολής των δικαιωμάτων καταγγελίας ή συμψηφισμού/εκκαθαριστικού συμψηφισμού.

6.   Αξιολόγηση του αν ορισμένο λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει»

Μολονότι οι προτεινόμενες από την Επιτροπή τροποποιήσεις του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης δεν αντιμετωπίζουν το θέμα αυτό, η διαδικασία εξυγίανσης που ορίζεται στον ΚΕΜΕ χρήζει επείγουσας προσοχής. Ειδικότερα, η αναντιστοιχία μεταξύ των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ και του SRB σε σχέση με συγκεκριμένα ιδρύματα, σε συνδυασμό με την τρέχουσα διατύπωση του ΚΕΜΕ, οδηγούν σε ανασφάλεια δικαίου ως προς την ταυτότητα της αρχής που είναι αρμόδια για την αξιολόγηση του αν ορισμένο λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του SRB «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει». Αν και το γράμμα του άρθρου 18 του ΚΕΜΕ υποδηλώνει ότι η ΕΚΤ είναι αρμόδια για την αξιολόγηση του αν λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα «βαδίζουν προς πτώχευση ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν», δεν λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, από τη συστηματική ερμηνεία του νομικού πλαισίου της Ένωσης συνάγεται ότι η αξιολόγηση του αν ένας λιγότερο σημαντικός διασυνοριακός όμιλος ή ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του SRB «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει» θα πρέπει να μην εμπίπτει στην άμεση αρμοδιότητα της ΕΚΤ, αλλά στην αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών αρχών ως των αρμόδιων εποπτικών αρχών για τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα βάσει του KEEM (38). Η ΕΚΤ συνιστά περαιτέρω τροποποίηση του ΚΕΜΕ ώστε να προβλέπεται ρητά η αρμοδιότητα της οικείας εθνικής αρμόδιας αρχής όσον αφορά την αξιολόγηση του αν ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του SRB «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει» (39).

Σε ξεχωριστό τεχνικό έγγραφο εργασίας παρατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις αναδιατύπωσης των προτεινόμενων τροποποιητικών κανονισμών και οδηγιών, οι οποίες εκπονήθηκαν από το προσωπικό της ΕΚΤ και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό έγγραφο εργασίας δεν έχει εκδοθεί από το διοικητικό συμβούλιο και διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον διαδικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 8 Νοεμβρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2016) 850 τελικό.

(2)  Η ΕΚΤ έχει εκδώσει ήδη γνώμη σχετικά με ορισμένες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Βλέπε γνώμη CON/2017/46. Βλέπε γνώμη CON/2017/46. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(3)  COM(2016) 854 τελικό.

(4)  COM(2016) 851 τελικό.

(5)  COM(2016) 852 τελικό.

(6)  Βλέπε κείμενο του ΣΧΣ της 9ης Νοεμβρίου 2015 με τίτλο «Principles on Loss-absorbing and Recapitalisation Capacity of G-SIBs in Resolution Total Loss-absorbing Capacity (TLAC) Term Sheet» (εφεξής το «κείμενο βασικών όρων του ΣΧΣ για την TLAC»), το οποίο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΣΧΣ (www.fsb.org).

(7)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στον πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(9)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 45γ παράγραφος 3 της ΟΑΕΤ και νέο άρθρο 12δ παράγραφος 3 του ΚΕΜΕ.

(10)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 45ε παράγραφος 1 της ΟΑΕΤ και νέο άρθρο 12στ παράγραφος 1 του ΚΕΜΕ.

(11)  Βλέπε Προτεινόμενο νέο άρθρο 45ε παράγραφος 3 της ΟΑΕΤ.

(12)  Βλέπε παραγράφους 2.9 και 2.10.

(13)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(14)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α της OKA.

(15)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 1 στοιχείο δ) της OKA.

(16)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της OKA.

(17)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο η1) της OKA.

(18)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ι1) της ΟΑΕΤ.

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(20)  Αυτό συνάδει με την άποψη που διατυπώνεται στην παράγραφο 2.6.

(21)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 2 της OKA.

(22)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 1 στοιχείο δ) της OKA.

(23)  Σημειωτέον ότι μια παραβίαση συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας μπορεί επίσης να συμβεί σε υψηλά επίπεδα ρυθμιστικού κεφαλαίου, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα κατ' ουσία πληροί σε μεγάλο βαθμό την οικεία MREL μέσω των ιδίων κεφαλαίων και όχι μέσω άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων MREL.

(24)  Διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (www.bis.org).

(25)  Βλέπε επίσης παράγραφο 3.5 γνώμης CON/2017/23.

(26)  Αυτή η διευκρίνιση σχετικά με τη μεταχείριση θυγατρικών τρίτων χωρών μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη MREL για αυτούς τους τύπους ομίλων.

(27)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 11 παράγραφος 3 του ΚΚΑ.

(28)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 72ε παράγραφος 4 του ΚΚΑ.

(29)  Η βασική εναπομένουσα διαφορά είναι ότι η μειωμένη εξασφάλιση δεν απαιτείται για όλα τα ιδρύματα και ότι τα δομημένα αξιόγραφα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι επιλέξιμα για τη MREL.

(30)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 72β παράγραφος 2, στοιχείο η) (παροχή κινήτρων αποπληρωμής σε σχέση με τα στοιχεία), στοιχείο θ) (δικαιώματα προαίρεσης αγοράς ασκούμενα κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη), στοιχείο ια) (ανάγκη συμμόρφωσης με τα άρθρα 77 και 78 του KKA), στοιχείο ιβ) (παράλειψη αναφοράς σε πρόωρη αποπληρωμή), στοιχείο ιγ) (δικαιώματα επιτάχυνσης υπέρ του κατόχου) και στοιχείο ιδ) (αποσύνδεση του ύψους των πληρωμών από την πιστοληπτική διαβάθμιση του ιδρύματος) του KKA.

(31)  Βλέπε επίσης παράγραφο 2.1.2 της γνώμης CON/2017/6 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Μαρτίου 2017, σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία (ΕΕ C 132 της 26.4.2017, σ. 1).

(32)  Βλέπε ιδίως άρθρο 104 της OKA.

(33)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(34)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(35)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149). Για παράδειγμα, το άρθρο 8 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου οι καταθέτες θα πρέπει να αποκτούν πρόσβαση σε ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεών τους που επαρκεί για την κάλυψη του κόστους διαβίωσής τους, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υποβολή σχετικού αιτήματος.

(36)  Βλέπε άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(37)  Για τον λόγο αυτό, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε διεθνές επίπεδο (νόμοι για το αμετάκλητο του διακανονισμού και βασικά χαρακτηριστικά του FSB) υπάρχει μια κοινή αντίληψη της ανάγκης προστασίας των οικονομικών υποχρεώσεων από χρεοστάσιο που συνδέονται με ΥΧΑ.

(38)  Βλέπε άρθρο 6 παράγραφος 4 του ΚΕΕΜ.

(39)  Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΚΕΜΕ.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Συμβούλιο

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/24


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Ιανουαρίου 2018

για την ανανέωση της θητείας του προέδρου του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2018/C 34/07)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (1), και ιδίως το άρθρο 166 παράγραφος 2,

Λαμβάνοντας υπόψη ότι,

στις 21 Νοεμβρίου 2017, το διοικητικό συμβούλιο του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να προτείνει στο Συμβούλιο την παράταση της θητείας του κ. Θεόφιλου ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ ως προέδρου του Τμήματος Προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για περίοδο πέντε ετών ή έως την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον αυτή συμπληρώνεται κατά τη διάρκεια της νέας θητείας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θητεία του κ. Θεόφιλου ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ ως προέδρου του Τμήματος Προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατείνεται για την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2018 έως 30 Σεπτεμβρίου 2023 ή έως την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον αυτή συμπληρώνεται κατά τη διάρκεια της νέας θητείας.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 29 Ιανουαρίου 2018.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. PORODZANOV


(1)  ΕΕ L 154 της 16.6.2017, σ. 1.


Ευρωπαϊκή Επιτροπή

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/25


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

30 Ιανουαρίου 2018

(2018/C 34/08)

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2421

JPY

ιαπωνικό γιεν

134,98

DKK

δανική κορόνα

7,4415

GBP

λίρα στερλίνα

0,87930

SEK

σουηδική κορόνα

9,7825

CHF

ελβετικό φράγκο

1,1589

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

9,5628

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

25,330

HUF

ουγγρικό φιορίνι

310,38

PLN

πολωνικό ζλότι

4,1449

RON

ρουμανικό λέου

4,6513

TRY

τουρκική λίρα

4,6833

AUD

δολάριο Αυστραλίας

1,5345

CAD

δολάριο Καναδά

1,5304

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,7117

NZD

δολάριο Νέας Ζηλανδίας

1,6937

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,6280

KRW

ουόν Νότιας Κορέας

1 329,25

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

14,7979

CNY

κινεζικό ρενμινπί γιουάν

7,8566

HRK

κροατική κούνα

7,4188

IDR

ρουπία Ινδονησίας

16 630,48

MYR

μαλαισιανό ρινγκίτ

4,8448

PHP

πέσο Φιλιππινών

63,753

RUB

ρωσικό ρούβλι

69,5888

THB

ταϊλανδικό μπατ

39,014

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

3,9280

MXN

πέσο Μεξικού

23,1289

INR

ινδική ρουπία

79,0570


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/26


Επεξηγηματικές σημειώσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2018/C 34/09)

Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα C 180 της 8ης Ιουνίου 2017, η επεξηγηματική σημείωση για την κλάση «2309 Παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων» αντικαταστάθηκε από νέο κείμενο. Το εν λόγω κείμενο δεν ήταν απολύτως ακριβές και θα πρέπει να αντικατασταθεί· δεν θα πρέπει να θεωρείται αξιόπιστο.

Δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου (1), οι επεξηγηματικές σημειώσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) τροποποιούνται ως εξής:

Στη σελίδα 106, η επεξηγηματική σημείωση για την κλάση «2309 Παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων», όπως τροποποιήθηκε (3), αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2309

Παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων

Βλέπε τη σημείωση 1 του παρόντος κεφαλαίου.

Όσον αφορά την έννοια του όρου “γαλακτοκομικά προϊόντα”, βλέπε τη συμπληρωματική σημείωση 4 του παρόντος κεφαλαίου.

Η περιεκτικότητα σε γαλακτοκομικά προϊόντα, η περιεκτικότητα σε άμυλο και η περιεκτικότητα σε γλυκόζη, σιρόπι γλυκόζης, μαλτοδεξτρίνη και σιρόπι μαλτοδεξτρίνης υπολογίζονται στο προϊόν ως έχει, ανεξαρτήτως της πηγής προέλευσής τους.

Όσον αφορά το άμυλο, ισχύουν τα ακόλουθα:

Σε περίπτωση που η παρουσία αμύλου δεν είναι προφανής, μπορεί να χρησιμοποιείται ποιοτική μικροσκοπική μέθοδος ή ποιοτική δοκιμή χρωματισμού με διάλυμα ιωδίου για την επαλήθευση της παρουσίας του αμύλου.

Για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε άμυλο πρέπει να εφαρμόζεται η πολωσιμετρική μέθοδος (καλούμενη επίσης τροποποιημένη μέθοδος Ewers), η οποία περιγράφεται στο παράρτημα III, μέρος IΒ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 152/2009 της Επιτροπής (ΕΕ L 54 της 26.2.2009, σ. 1).

Όταν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της πολωσιμετρικής μεθόδου, π.χ. λόγω της παρουσίας σε σημαντικές ποσότητες υλικών όπως αυτά που παρατίθενται στη συνέχεια, πρέπει να εφαρμόζεται η ενζυμική μέθοδος ανάλυσης για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας σε άμυλο η οποία καθορίζεται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 121/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 37 της 12.2.2008, σ. 3).

Οι συγκεκριμένες πρώτες ύλες που καθορίζονται παρακάτω είναι γνωστό ότι παρεμποδίζουν την εφαρμογή της πολωσιμετρικής μεθόδου:

α)

προϊόντα (ζαχαρο)τεύτλων, όπως πολτός (ζαχαρο)τεύτλων, μελάσα (ζαχαρο)τεύτλων, μελασωμένος πολτός (ζαχαρο)τεύτλων, βινάσσα (ζαχαρο)τεύτλων, ζάχαρη (από ζαχαρότευτλα)·

β)

πολτός εσπεριδοειδών·

γ)

λιναρόσπορος· πλακούντες έκθλιψης λιναρόσπορου· πλακούντες εκχυλισμένου λιναρόσπορου·

δ)

σπόροι κράμβης· πλακούντες έκθλιψης κραμβόσπορων· πλακούντες εκχυλισμένων κραμβόσπορων· φλοιοί κραμβόσπορων·

ε)

ηλιανθόσποροι (σπέρματα ηλιοτροπίου)· πλακούντες εκχυλισμένων ηλιανθόσπορων· πλακούντες εκχυλισμένων μερικώς αποφλοιωμένων ηλιανθόσπορων·

στ)

πλακούντες έκθλιψης φοινικοκαρυάς· πλακούντες εκχυλισμένης φοινικοκαρυάς·

ζ)

πολτός πατάτας·

η)

αφυδατωμένη μαγιά·

θ)

προϊόντα πλούσια σε ινουλίνη (π.χ. τεμάχια και σιμιγδάλια κολοκασίου)·

ι)

υπολείμματα ζωικού λίπους·

ια)

προϊόντα σόγιας.

Προϊόντα με περιεκτικότητα σε άμυλο μικρότερη του 0,5 % κατά βάρος δεν πρέπει να θεωρούνται ως προϊόντα που περιέχουν άμυλο.

Όσον αφορά τη γλυκόζη, για τον προσδιορισμό της μπορεί να χρησιμοποιείται υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC) [Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 904/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 249 της 18.9.2008, σ. 9)].».


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256 της 7.9.1987, σ. 1).

(2)  ΕΕ C 76 της 4.3.2015, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 180 της 8.6.2017, σ. 35.


Αρχή για τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τα ευρωπαϊκά πολιτικά ιδρύματα

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/27


Απόφαση της Αρχής για τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Κόμματα και τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Ιδρύματα

της 31ης Αυγούστου 2017

για την καταχώριση του Ευρωπαϊκού Χριστιανικού Πολιτικού Κινήματος

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2018/C 34/10)

Η ΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2014, σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και των ευρωπαϊκών πολιτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 9,

Έχοντας υπόψη την αίτηση που υπέβαλε το Ευρωπαϊκό Χριστιανικό Πολιτικό Κίνημα,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Αρχή για τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τα ευρωπαϊκά πολιτικά ιδρύματα (η «Αρχή») έλαβε αίτηση καταχώρισης ως ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος, δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014, από το Ευρωπαϊκό Χριστιανικό Πολιτικό Κίνημα (ο «αιτών») στις 11 Ιουλίου 2017.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014, στις 8 Αυγούστου 2017 η Αρχή κάλεσε τον αιτούντα να υποβάλει πρόσθετα στοιχεία προκειμένου να συμπληρώσει την αίτηση,

(3)

Ο αιτών υπέβαλε αναθεωρημένες μορφές τμημάτων της αίτησης στις 15 Αυγούστου 2017, 22 Αυγούστου 2017, 24 Αυγούστου 2017 και 29 Αυγούστου 2017,

(4)

Ο αιτών υπέβαλε έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014 και, ειδικότερα, ότι εκπροσωπείται τουλάχιστον στο ένα τέταρτο των κρατών μελών τουλάχιστον από τα ακόλουθα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εθνικών κοινοβουλίων, περιφερειακών κοινοβουλίων ή περιφερειακών συνελεύσεων: κ. Hrvoje Zekanović (Hrvatski rast, Κροατία), κ. Franck Margain (Parti chrétien-démocrate, Γαλλία), κ. Ivars Brīvers (Kristīgi demokrātiskā savienība, Λετονία), κ. Bastiaan Belder (Staatkundig Gereformeerde Partij, Κάτω Χώρες), κ. Marek Jurek (Prawica Rzeczypospolitej, Πολωνία), και κα Petronela-Mihaela Csokany (Uniunea Bulgară din Banat, Ρουμανία), που είναι μέλη των κομμάτων μελών του αιτούντος, και ο κ. Branislav Škripek (Σλοβακία), που είναι μέλος του αιτούντος απευθείας,

(5)

Ο αιτών υπέβαλε τη δήλωση στη μορφή που προβλέπεται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014, καθώς και το καταστατικό του αιτούντος, το οποίο περιέχει τις διατάξεις που ορίζονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού,

(6)

Ο αιτών υπέβαλε πρόσθετα έγγραφα σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2401 (2),

(7)

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014, η Αρχή εξέτασε την αίτηση και τα υποβληθέντα δικαιολογητικά έγγραφα και θεωρεί ότι ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις καταχώρισης που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού και ότι το καταστατικό του αιτούντος περιέχει τις διατάξεις που ορίζονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Δια της παρούσης, το Ευρωπαϊκό Χριστιανικό Πολιτικό Κίνημα καταχωρίζεται ως ευρωπαϊκό πολιτικό κόμμα.

Αποκτά ευρωπαϊκή νομική προσωπικότητα κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της κοινοποίησής της.

Άρθρο 3

Αποδέκτης της παρούσας απόφασης είναι το

European Christian Political Movement

Bergstraat 33

3811 NG Amersfoort

THE NETHERLANDS

Βρυξέλλες, 31 Αυγούστου 2017.

Για την Αρχή για τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Κόμματα και τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Ιδρύματα

Ο Διευθυντής

M. ADAM


(1)  ΕΕ L 317 της 4.11.2014, σ. 1.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2401 της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 2015, όσον αφορά το περιεχόμενο και τη λειτουργία του μητρώου για τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τα ευρωπαϊκά πολιτικά ιδρύματα (ΕΕ L 333 της 19.12.2015, σ. 50).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Article 1

Name and logo

1.   The name of the association is European Christian Political Movement (EPCM).

2.   The logo exists out of the letters E, C, P, M, in blue and green.

Article 2

Registered office

The registered office of the Association is located at The Hague, The Netherlands (Chamber of Commerce, Koninginnegracht 13, 2514 AA Den Haag). The ECPM head office is at the Bergstraat 33, 3811 NG, Amersfoort, The Netherlands.

Article 3

Objects

1.   The objects of the association are to reinforce Christian politics on a European, national, regional and local level, as expressed in the basic programme of the association.

2.   The association may pursue its objects with all legal means, including in particular by:

a.

promoting mutual contacts among political parties endorsing the association’s objects;

b.

promoting and exchanging knowledge and experience that may contribute to achieving the association’s objects;

c.

organizing trainings in order to increase the knowledge and skills of the members and their officers;

d.

promoting the further shaping of Christian politics in Europe;

e.

promoting concrete legislation to conform to the basic programme of the association;

f.

participating in European elections.

3.   The organisation does not pursue profit goals.

Article 4

Members

Members may be:

a.

Political parties in Europe endorsing the basic programme, as mentioned in article 3;

b.

politicians who qualify for Article 3(1)(b) of Regulation (EC) No 2004/2003 (including amendments from Regulation (EC) No 1524/2007) of the European Parliament and of the Council of the fourth day of November two thousand and three on the regulations governing political parties at European level and the rules regarding their funding and who are also endorsing the basic programme, as mentioned in article 3 and members of national parliaments from nations which have full membership in the Council of Europe.

c.

The association with limited legal competence: European Christian Political Youth (ECPYouth) with its registered office in the Hague, the Netherlands.

Article 5

Associated Bodies

1.   Associated bodies are organizations or individual members of the European Parliament that (can) support the association’s work, either financially or by contributing expertise or otherwise.

2.   Associated bodies do not have any rights and obligations other than those conferred and imposed on them by or pursuant to this charter.

Article 6

Admission

1.   The board shall decide on the admission of members and associated bodies.

2.   In the event of non-admission as a member, the general assembly may still decide to admit the relevant party or individual.

Article 7

Termination of membership

1.   The membership shall end:

a.

by the member’s notice of termination;

b.

by notice of termination by or on behalf of the association, which may be given if a member has ceased to meet the requirements for membership as set in this charter, if the member fails to perform its obligations vis-à-vis the association, as well as if the association cannot reasonably be required to continue the membership;

c.

by disqualification, which may be pronounced only if a member acts contrary to the association’s charter, the regulations or the resolutions, or prejudices the association.

2.   Notice of termination on behalf of the association shall be given by the board.

3.   Notice of termination of the membership by the member may be given only with effect from the end of the association year and with due observance of a four-week notice period. The membership may, however, be terminated with immediate effect if the association or the member cannot reasonably be required to continue the membership.

4.   Notice of termination contrary to the provisions of the foregoing paragraph shall result in termination as per the earliest possible time following the effective date of termination stated in the notice.

5.   A member shall not be authorized by means of notice of termination of its membership to exclude vis-à-vis itself a resolution imposing more stringent financial obligations on the members.

6.   Disqualification from the membership shall be effectuated by then board.

7.   The person involved may lodge an appeal against a resolution of the association to terminate the membership based on the argument that the association cannot reasonably be required to continue the membership, and against a resolution to disqualify a member from membership within one month of receipt of the notice of the resolution at the general assembly. The person involved shall be notified of the resolution in writing, stating the reasons, as soon as possible. During the appeal period and pending the appeal, the member will be suspended.

8.   In the event of termination of the membership in the course of any association year, the annual contribution shall, nevertheless, remain due in full.

Article 8

Termination of the rights and obligations of associated bodies

An associated body’s rights and obligations may at all times mutually be terminated by giving notice, provided that a financial contribution for the current association year promised shall remain due in full.

Article 9

Notice of termination on behalf of the association shall be given by the board.

Article 10

Annual contributions

1.   The members shall pay an annual contribution to be determined by the general assembly.

2.   Under special circumstances the board may grant a full or partial exemption from the obligation to pay a contribution.

Article 11

Board

1.   The board shall consist of at least four private individuals who are either a:

a.

member;

b.

member of a member-party or;

c.

member or staff member of an associate or an individual member, and who are to be elected by the general assembly.

2.   The number of board members shall be determined by the general assembly based on a motion of the board.

3.   Board members will be appointed by the general assembly.

4.   The standing orders may give further regulations on the appointment of board members.

Article 12

Termination of board membership - Periodic membership - Suspension

1.   Every board member shall retire ultimately four years after appointment. The retiring board member shall be eligible for reappointment once

2.   Every board member, even if appointed for a limited period of time, may at all times be dismissed or suspended by the general assembly. Any suspension not followed by a dismissal resolution within three months shall end by expiry of such term. The retiring board member shall be eligible for reappointment. A person appointed to fill a temporary vacancy shall take the place of his predecessor in the rotation schedule.

3.   Furthermore, a board membership shall end:

a.

by termination of a member’s membership of the association;

b.

by resignation.

Article 13

Board offices - Board decision - Making process

1.   The chairman shall be appointed to office by the general assembly. The other offices shall be divided among the board members in mutual consultation, provided that the board may also assign the duties of the secretary and the treasurer to non-board members.

2.   Standing orders may set additional regulations in respect of the meetings and decision-making process of the board.

Article 14

Board duties - Representation

1.   Save as restricted in this charter, the board shall be responsible for the management of the association.

2.   In the event of vacancies on the board, the board shall retain its powers. It shall, however, convene a general assembly as soon as possible to discuss the filling of the vacancy or vacancies.

3.   The board shall be authorized to have committees to be appointed by the board perform certain parts of the board’s duties under the responsibility of the board.

4.   The board shall be authorized to enter into agreements to purchase, alienate or encumber property subject to public registration, to enter into agreements in which the association binds itself as a guarantor or as joint and several debtor, warrants performance by third parties, or binds itself as security for a third-party debt.

5.   The association shall be represented both in and out of court either by the board or by the chairman acting jointly together with another board member.

6.   With regard to daily management, the association is validly represented by the General Director.

Article 15

Financial management, annual report and reporting

1.   The General Director is responsible for the daily financial management, including expenditure and fundraising and is fully authorized with regard to bank matters and loans below €25.000. In consultation with the Board, the General Director appoints an independent administrator to conduct the administration. The administrator can transfer funds only with written approval of the General Director. The General Director will inform the Board of the financial developments and reports on all transfers over €1.000. The independent administrator prepares the accounts after which they are adopted by the General Director and verified by the Board. The Board will be fully transparent to its members and the European Parliament regarding donations and the financial accounts while maintaining the protection of personal data and privacy as long as this does not conflict with any ruling in this charter.

2.   The General Director will sign off spending which will be recorded by the administrator. All expenditure will be conducted in accordance with the rules and guidelines for expenditure concerning European political parties. Other staff members can only do expenditure within an established limit and with the sole purpose of arranging travel and stay and meeting rooms.

3.   The board remains the final administrative and financial representation of the association and shall keep records of the association’s financial position, so as to show its rights and obligations at all times.

4.   The board shall issue its annual report at a congress within six months of the end of the association year - save an extension of such term by the general assembly -, reporting on its management as conducted over the past financial year, under simultaneous submission of a balance sheet and a statement of income and expenditure. After expiry of the said term any member may demand in court that the board report in accordance with the foregoing sentence.

5.   The European Parliament appoints the auditor. The General Director and administrator will cooperate with the auditor to establish the annual accounts. These accounts will be submitted to the Board and General Assembly for approval.

6.   The association year shall run from the first day of January until the thirty-first day of December. (change of order, was article 15.1)

Article 16

The General Assembly

1.   The general assembly is the general meeting by law. All powers in the association not conferred on the board by law or in this charter shall vest in the General Assembly.

2.   Ultimately six months after the end of each association year, a congress – the annual meeting - shall be held to discuss, inter alia:

a.

the annual report and the report as referred to in article 15, as well as the report of the committee referred to in such article;

b.

the appointment of the committee referred to in article 15 for the following association year;

c.

the filling of vacancies, if any;

d.

motions submitted by the board or by the members, if any, as announced in the notice convening the meeting.

3.   Any other assemblies shall be held as often as the board deems appropriate.

4.   Furthermore, on the written request of at least such number of members as are entitled to cast one tenth of the votes, the board shall convene a congress within a maximum term of four weeks. If the request is not complied with within fourteen days, the requesting members may convene the meeting themselves by giving notice in accordance with article 20 or by placing an advertisement in a daily newspaper at least widely read in the place where the association has its registered office.

Article 17

Access and voting right

1.   In compliance with article 20, the general assembly shall be open to members of the association, board members, representatives of the associated bodies and invited guests. Suspended members and suspended board members shall not have access to the congress.

2.   Other than those referred to in paragraph 1 have admission to the general assembly, unless casu quo the general assembly decides to meet in camera.

3.   Every member of the association who is not suspended shall have the right to cast a vote.

4.   Every associated body has a right to cast a vote on subjects concerning: political content.

5.   In the general assembly each member party has three votes and every individual member has one vote. Every associate body has one vote. The number of votes by individual members and associates can only make up for forty-nine percent (49 %) of the total votes. If the votes of individual members exceed forty-nine percent (49 %) of the total votes then the chairman of the association (or his substitute) is allowed to determine an alternative division of the votes that ensures that the individual members will receive forty-nine percent (49 %) of the total votes.

6.   A memberparty may cast his vote only through a representative having power of attorney to the satisfaction of the chairman of the meeting.

Article 18

Chair - Minutes

1.   The general assembly shall be chaired by the chairman of the association or his deputy. In the absence of the chairman and his deputy, one of the other board members to be designated by the board shall act as chairman. If the chair is not filled according to this procedure either, the meeting shall appoint its own chairman.

2.   The secretary or another person designated for such purpose by the chairman shall keep minutes of the proceedings at each meeting, to be adopted and signed by the chairman and the person keeping the minutes.

Article 19

Congress decision - Making process

1.   The decision pronounced at the general assembly by the chairman to the effect that a resolution has been adopted shall be decisive. The same shall be true for the substance of a resolution adopted to the extent that a vote was taken on a motion not set forth in writing.

2.   If, however, immediately after the decision referred to in paragraph 1 is pronounced, the correctness thereof is challenged, a new vote shall be taken if the majority of the meeting or, if the original vote was not taken by roll-call or by ballot, a person entitled to vote so requires. Such new vote shall supersede the legal consequences of the original vote.

3.   To the extent not provided otherwise by law or in this charter, all resolutions of the general assembly shall be adopted by an absolute majority of the votes cast.

4.   Blank votes shall be deemed not to have been cast.

5.   If, in an election of persons, none of the candidates has obtained an absolute majority of the votes, a second vote or, in the event of a binding nomination, a second vote between the nominated candidates, shall be held. If in such second vote none of the candidates has obtained an absolute majority either, revotes shall be taken until either one person has obtained an absolute majority of the votes or a vote held between two persons ends in a tie. Such revotes (not including the second vote) shall at all times be held between the persons between whom the preceding vote had been held, with the exception of the person who had obtained the least votes during such preceding vote. If during the preceding vote the least votes had been obtained by more than one person, a drawing of lots shall decide who of such persons can no longer be voted for in the new vote. In the event that a vote between two persons ends in a tie, a drawing of lots shall decide who of such two persons is elected.

6.   In the event that a vote on a motion other than on an election of persons ends in a tie, the motion shall be deemed to have been rejected.

7.   All votes shall be taken orally, unless the chairman deems a vote by ballot appropriate or if any of the persons entitled to vote so requires prior to the vote. Written votes shall be taken by secret, unsigned ballot. Resolutions may be adopted by acclamation, unless any of the persons entitled to vote requires a vote by roll-call.

8.   A unanimous resolution of all members, even outside a meeting, shall have the same force as a resolution of the congress of the general assembly, provided adopted with the prior knowledge of the board.

9.   As long as all members are present or represented at a general assembly, valid resolutions may be adopted, provided unanimously, with respect to all items to be discussed - thus, including a motion to amend this charter or to dissolve the association - even if no notice convening a congress has been sent or has been sent in accordance with the requirements in that respect or any other requirements with respect to convening and holding meetings, or any related formalities, have not been observed.

10.   Decisions are only valid if at least one quarter of the members are present during the meeting.

Article 20

Convening the General Assembly

1.   The general assembly shall be convened by the board. The notice convening the general assembly shall be sent to the addresses of the members according to the membership register as referred to in article 4. The term for convening a congress shall be at least seven days.

2.   The notice convening the general assembly shall state the items to be discussed, without prejudice to the provisions of article 21. In the notice convening the general assembly, the board can indicate some items that shall exclusively be discussed by the members. Items mentioned in article 17.4 can never be indicated by the board as to be discussed exclusively.

Article 21

Amendment of the Charter

1.   This charter of the association may be amended only by a resolution of the general assembly, the notice convening such meeting stating that a motion to amend the charter shall be discussed at such meeting.

2.   Those who had convened the congress of the general assembly to discuss a motion to amend the charter shall deposit a copy of such motion in which the proposed amendment is quoted verbatim, at a suitable location, for inspection by the members, at least five days prior to the meeting until the end of the day of the meeting. Furthermore, a copy as referred to above shall be sent to all members.

3.   A resolution to amend the charter shall require at least two thirds of the votes cast in a meeting at which at least two thirds of the members are present or represented. If two thirds of the members are not present or represented, a second meeting shall be convened and held within four weeks thereafter, in which a resolution may be passed on the motion as discussed in the previous meeting, irrespective of the number of members present or represented, provided by a majority of at least two thirds of the votes cast.

4.   An amendment of the charter shall not take effect until after having been set forth in an instrument executed before a civil-law notary. Every board member shall be authorized to have the instrument executed, in accordance with the of the general assembly.

Article 22

Dissolution

1.   The association may be dissolved by a resolution of the general assembly. The provisions of paragraphs 1, 2 and 3 of the foregoing article shall apply mutatis mutandis.

2.   The appropriation of any credit balance after liquidation shall be determined by the general assembly in the resolution to dissolve the association.

Article 23

Standing orders

1.   The general assembly may adopt standing orders.

2.   The standing orders may not be contrary to the law, even where nonmandatory, or with this charter.

Article 24

Affiliated foundation

Sallux is the foundation affiliated to ECPM and will function as its sole European political foundation in accordance with the Regulation (EC) No 1141/2014 of the European Parliament and of the Council on the regulations governing political foundations and the rules regarding their funding.

Annex I

List of Members of the European Christian Political Movement on June 1, 2017

Full name

English translation

Acronym

Type of membership

Member state

Hayastani Qristonea-Demokratakan Miowt'yown

Christian Democratic Union of Armenia

HQDM

Full membership

Armenia

Hrvatski rast

Croatian Growth

HRAST

Full membership

Croatia

Eesti Kristlikud Demokraadid

Estionian Christian Democrats

EKD

Full membership

Estonia

Parti Chrétien-Démocrate

Christian Democratic Party

PCD

Full membership

France

Christian Democratic People’s party

 

CDPP

Full membership

Georgia

Bündnis C – Christen für Deutschland

Alliance C – Christians for Germanny

Bundnis-C

Full membership

Germany

Kristigi Demokratiska Savieniba

Christian Democratic Union

KDS

Full membership

Latvia

Partidul Popular Crestin Democrat

Christian Democratic People's party

PPCD

Full membership

Moldova

ChristenUnie

Christian Union

CU

Full membership

The Netherlands

Staatkundig Gereformeerde Partij

Politically Reformed Party

SGP

Full membership

The Netherlands

Prawica Rzeczypospolitej

Right Wing of the Republic

PR

Full membership

Poland

Uniunea Bulgara din Banat

Bulgarian Union in Banat

UBB

Full membership

Romania

Evangelische Volkspartei

Evangelical People's Party

EVP

Full membership

Switzerland

Khrystiyansko Demokratichnyj Soyuz

Christian-Democratic Union

KDS

Full membership

Ukraine

Christian Peoples Alliance

 

CPA

Full membership

United Kingdom


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/37


Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής

(2018/C 34/11)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής «η Επιτροπή») έλαβε καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), στην οποία υποστηρίζεται ότι οι εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και, επομένως, προκαλούν σημαντική ζημία (2) στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

1.   Καταγγελία

Η καταγγελία υποβλήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2017 από το European Biodiesel Board («ο καταγγέλλων») εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν άνω του 25 %, της συνολικής παραγωγής βιοντίζελ της Ένωσης.

2.   Προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας

Το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και/ή παραφινικά πετρέλαια που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστό ως βιοντίζελ, σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος («το υπό εξέταση προϊόν»).

3.   Ισχυρισμός περί παροχής επιδότησης

Το προϊόν το οποίο κατά τους ισχυρισμούς αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων είναι το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, καταγωγής Αργεντινής («η οικεία χώρα»), το οποίο σήμερα υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98 (κωδικοί TARIC 1516209821, 1516209829 και 1516209830), ex 1518 00 91 (κωδικοί TARIC 1518009121, 1518009129 και 1518009130), ex 1518 00 95 (κωδικός TARIC 1518009510), ex 1518 00 99 (κωδικοί TARIC 1518009921, 1518009929 και 1518009930), ex 2710 19 43 (κωδικοί TARIC 2710194321, 2710194329 και 2710194330), ex 2710 19 46 (κωδικοί TARIC 2710194621, 2710194629 και 2710194630), ex 2710 19 47 (κωδικοί TARIC 2710194721, 2710194729 και 2710194730), 2710 20 11, 2710 20 15, 2710 20 17, ex 3824 99 92 (κωδικοί TARIC 3824999210, 3824999212 και 3824999220), 3826 00 10 και ex 3826 00 90 (κωδικοί TARIC 3826009011, 3826009019 και 3826009030). Οι εν λόγω κωδικοί ΣΟ και TARIC παρέχονται μόνο για λόγους πληροφόρησης.

Ο καταγγέλων περιλαμβάνει στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι παραγωγοί του προϊόντος, προέλευσης Αργεντινής, που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας επωφελήθηκαν από διάφορες επιδοτήσεις που χορήγησε η κυβέρνηση της Αργεντινής.

Οι πρακτικές επιδοτήσεων συνίστανται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

i)

παροχές από το Δημόσιο προϊόντων ή υπηρεσιών έναντι μικρότερου από το κανονικό τιμήματος, όπως η παροχή σπόρων σόγιας·

ii)

κρατικές προμήθειες αγαθών έναντι τιμήματος μεγαλύτερου από το κανονικό και/ή στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών, όπως η αγορά βιοντίζελ κατόπιν κυβερνητικής εντολής (Συμφωνία προμήθειας βιοντίζελ)·

iii)

άμεση μεταφορά πόρων, όπως η παροχή δανείων, και χρηματοδότηση εξαγωγών με προτιμησιακούς όρους, συμπεριλαμβανομένης της προτιμησιακής δανειοδότησης από την Εθνική Τράπεζα της Αργεντινής (Banco de la Nación Argentina, «BNA»)· και

iv)

κρατικά διαφυγόντα ή μη εισπραχθέντα έσοδα, όπως το σύστημα επιταχυνόμενων αποσβέσεων για τους παραγωγούς βιοντίζελ στο πλαίσιο του νόμου περί βιοντίζελ του 2006, απαλλαγή και αναβολή καταβολής φόρου επί του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος για τους παραγωγούς βιοντίζελ, στο πλαίσιο του νόμου περί βιοντίζελ του 2006, και διάφορες τοπικές φορολογικές απαλλαγές.

Ο καταγγέλλων ισχυρίζεται επίσης ότι τα προαναφερόμενα μέτρα ισοδυναμούν με επιδοτήσεις διότι συνεπάγονται χρηματοδοτική συνεισφορά εκ μέρους της κυβέρνησης της Αργεντινής ή άλλων περιφερειακών κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων) και αποφέρουν όφελος στους παραγωγούς-εξαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Υποστηρίζεται ότι περιορίζονται μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους ή ομάδες επιχειρήσεων και ότι είναι, επομένως, ειδικές και αντισταθμίσιμες. Με βάση τα παραπάνω, τα ποσά των εικαζόμενων επιδοτήσεων φαίνονται σημαντικά για την οικεία χώρα.

Υπό το πρίσμα του άρθρου 10 παράγραφος 2 και του άρθρου 10 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή συνέταξε υπόμνημα στο οποίο αναλύονται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, βάσει των οποίων ξεκίνησε την έρευνα. Το εν λόγω υπόμνημα είναι διαθέσιμο στον φάκελο προς εξέταση από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να διερευνήσει άλλες σχετικές επιδοτήσεις που είναι πιθανό να προκύψουν κατά τη διάρκεια της έρευνας.

4.   Ισχυρισμός περί πρόκλησης ζημίας και αιτιώδης συνάφεια

Ο καταγγέλλων παρείχε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι εισαγωγές του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας από την οικεία χώρα αυξήθηκαν συνολικά τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σε όρους μεριδίου της αγοράς σε σημαντικό ποσοστό, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι οι εισαγωγές εισέρχονται στην Ένωση σε τιμές που είχαν, μεταξύ άλλων συνεπειών, αρνητικό αντίκτυπο στο επίπεδο των τιμών των πωλήσεων, το μερίδιο της αγοράς, τις πωληθείσες ποσότητες και τα κέρδη του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

Περαιτέρω, ο καταγγέλλων παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ότι υπάρχει επαρκής και ελεύθερα διαθέσιμη παραγωγική ικανότητα στην Αργεντινή, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα σημαντικής αύξησης των εισαγωγών.

Επιπλέον, η φύση των εικαζόμενων επιδοτήσεων είναι τέτοια που, ενδεχομένως, έχει αρνητική επίδραση στο εμπόριο

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η ροή των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων είναι πιθανό να αυξηθεί σημαντικά λόγω της πρόσφατης μείωσης των υφιστάμενων μέτρων αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών στην ΕΕ του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας (3) και της πρόσφατης επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής («ΗΠΑ») σε σχέση με το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την πιθανότητα επαναπροσανατολισμού των εξαγωγών προς την Ένωση, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων. Ο καταγγέλων ισχυρίζεται ότι αυτές οι αλλαγές των συνθηκών είναι σαφώς προβλέψιμες και επικείμενες και ότι, λόγω των επικείμενων περαιτέρω εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, θα επερχόταν υλική ζημία.

Ο καταγγέλων ισχυρίζεται επίσης ότι η προοπτική κατακλυσμού της αγοράς με προϊόντα αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί τον κύριο λόγο της επικείμενης ζημίας και ότι δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες που μπορούν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια.

5.   Διαδικασία

Η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, ύστερα από ενημέρωση των κρατών μελών, ότι η καταγγελία υποβλήθηκε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή εξ ονόματός του και ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη διαδικασίας, ξεκινά τη διαδικασία έρευνας δυνάμει του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού.

Η έρευνα θα καθορίσει κατά πόσον το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας καταγωγής της οικείας χώρας αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων και κατά πόσον αυτές οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων προξένησαν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι καταφατική, η έρευνα θα εξετάσει κατά πόσον η επιβολή μέτρων θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον της Ένωσης.

Η κυβέρνηση της Αργεντινής κλήθηκε να συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις.

5.1.    Περίοδος έρευνας και εξεταζόμενη περίοδος

Η έρευνα σχετικά με τις επιδοτήσεις και τη ζημία θα καλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2017 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 (εφεξής «η περίοδος έρευνας»). Η εξέταση των σχετικών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας θα καλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (εφεξής «η εξεταζόμενη περίοδος»).

5.2.    Διαδικασία για τον προσδιορισμό της επιδότησης

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς (4) του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας από την οικεία χώρα καλούνται να συμμετάσχουν στην έρευνα της Επιτροπής. Θα κληθούν επίσης να συνεργαστούν όσο το δυνατόν στενότερα με την Επιτροπή άλλα μέρη από τα οποία η τελευταία θα ζητήσει σχετικές πληροφορίες για να κρίνει κατά πόσον το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας έλαβε αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και ποιο ήταν το ύψος τους.

5.2.1.   Συμμετοχή παραγωγών-εξαγωγέων στην έρευνα

Διαδικασία επιλογής όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς που θα αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας στην οικεία χώρα

α)   Δειγματοληψία

Λόγω του δυνητικά μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων στην οικεία χώρα οι οποίοι εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία και προκειμένου να ολοκληρωθεί η έρευνα εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίσει τους παραγωγούς-εξαγωγείς που θα συμμετάσχουν στην έρευνα σε έναν εύλογο αριθμό, επιλέγοντας ένα δείγμα (η διαδικασία αυτή αναφέρεται επίσης ως «δειγματοληψία»). Η δειγματοληψία θα διενεργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού.

Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει αν είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον είναι αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς ή οι εκπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους καλούνται να αναγγελθούν στην Επιτροπή. Τα εν λόγω μέρη οφείλουν να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά, υποβάλλοντας στην Επιτροπή τις σχετικές με την εταιρεία ή τις εταιρείες τους πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας ανακοίνωσης.

Για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που κρίνει αναγκαίες για την επιλογή του δείγματος των παραγωγών-εξαγωγέων, η Επιτροπή θα έλθει επίσης σε επαφή με τις αρχές της οικείας χώρας και μπορεί να απευθυνθεί σε όλες τις γνωστές ενώσεις παραγωγών-εξαγωγέων.

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν να υποβάλουν οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την επιλογή του δείγματος, εκτός από τις πληροφορίες που απαιτούνται ανωτέρω, οφείλουν να το πράξουν εντός 21 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.

Αν είναι αναγκαίο να επιλεγεί δείγμα, οι παραγωγοί-εξαγωγείς είναι δυνατόν να επιλεγούν με βάση τον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο εξαγωγών στην Ένωση για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Η Επιτροπή θα κοινοποιήσει σε όλους τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς, στις αρχές της οικείας χώρας και στις ενώσεις παραγωγών-εξαγωγέων τις εταιρείες που επελέγησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα.

Η Επιτροπή, προκειμένου να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς, θα αποστείλει ερωτηματολόγια στους παραγωγούς-εξαγωγείς που θα επιλεγούν για το δείγμα, σε γνωστές ενώσεις παραγωγών-εξαγωγέων και στις αρχές της οικείας χώρας.

Όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς που επιλέχθηκαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα και οι αρχές της οικείας χώρας θα πρέπει να υποβάλουν συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο μέσα σε 37 ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της επιλογής του δείγματος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 28 του βασικού κανονισμού, οι εταιρείες που συμφώνησαν να συμπεριληφθούν ενδεχομένως στο δείγμα, αλλά δεν επιλέχθηκαν ως μέρος του δείγματος, θεωρούνται συνεργαζόμενες («συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα»). Με την επιφύλαξη του τμήματος β) κατωτέρω, ο αντισταθμιστικός δασμός που ενδέχεται να επιβληθεί στις εισαγωγές από συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα δεν θα υπερβαίνει τα σταθμισμένα μέσα ποσά επιδότησης που καθορίστηκαν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα (5).

β)   Ατομικό ποσό αντισταθμίσιμης επιδότησης για τις εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα

Οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα μπορούν να ζητήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, να καθορίσει η Επιτροπή το ατομικό τους ποσό επιδότησης. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς που επιθυμούν να ζητήσουν τον καθορισμό ατομικού ποσού επιδότησης πρέπει να ζητήσουν ερωτηματολόγιο και να το επιστρέψουν δεόντως συμπληρωμένο εντός 37 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του δείγματος που επιλέχθηκε, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.

Ωστόσο, οι παραγωγοί-εξαγωγείς που ζητούν τον καθορισμό ατομικού ποσού επιδότησης θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η Επιτροπή μπορεί παρά ταύτα να αποφασίσει να μην καθορίσει το ατομικό τους ποσό επιδότησης αν, για παράδειγμα, ο αριθμός των παραγωγών-εξαγωγέων είναι τόσο μεγάλος ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής ο καθορισμός αυτός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

5.2.2.   Συμμετοχή μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στην έρευνα  (6)  (7)

Οι μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας από την οικεία χώρα προς την Ένωση καλούνται να συμμετάσχουν στην παρούσα έρευνα.

Λόγω του δυνητικά μεγάλου αριθμού μη συνδεδεμένων εισαγωγέων οι οποίοι εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία, και με σκοπό να ολοκληρωθεί η έρευνα εντός των νόμιμων προθεσμιών, η Επιτροπή μπορεί να περιορίσει τους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που θα συμμετάσχουν στην έρευνα σε έναν εύλογο αριθμό, επιλέγοντας δείγμα (η εν λόγω διαδικασία αναφέρεται επίσης ως «δειγματοληψία»). Η δειγματοληψία θα διενεργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού.

Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον είναι αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, όλοι οι μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς ή οι εκπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους καλούνται να αναγγελθούν στην Επιτροπή. Τα εν λόγω μέρη οφείλουν να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλοντας στην Επιτροπή τις πληροφορίες σχετικά με την/τις εταιρεία/-ες τους που απαιτούνται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας ανακοίνωσης.

Η Επιτροπή, για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που κρίνει αναγκαίες για την επιλογή του δείγματος μη συνδεδεμένων εισαγωγέων, μπορεί επίσης να έρθει σε επαφή με κάθε γνωστή ένωση εισαγωγέων.

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν να υποβάλουν οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την επιλογή του δείγματος, εκτός από τις πληροφορίες που απαιτούνται ανωτέρω, οφείλουν να το πράξουν εντός 21 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.

Αν είναι αναγκαίο να επιλεγεί δείγμα, οι εισαγωγείς είναι δυνατόν να επιλεγούν βάσει του μεγαλύτερου αντιπροσωπευτικού όγκου πωλήσεων στην Ένωση του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, καταγωγής οικείας χώρας, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα στο χρονικό διάστημα που είναι διαθέσιμο. Η Επιτροπή θα κοινοποιήσει σε όλους τους γνωστούς μη συνδεδεμένους εισαγωγείς και στις ενώσεις εισαγωγέων τις εταιρείες που επιλέχθηκαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα.

Η Επιτροπή, για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που κρίνει αναγκαίες για την έρευνά της, θα αποστείλει ερωτηματολόγια στους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που συμμετέχουν στο δείγμα και σε κάθε γνωστή ένωση εισαγωγέων. Τα μέρη αυτά πρέπει να υποβάλουν συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο εντός 37 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του δείγματος που επιλέχθηκε, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

5.3.    Διαδικασία για τον προσδιορισμό της ζημίας και έρευνα στους ενωσιακούς παραγωγούς

Ο προσδιορισμός της ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδότησης, της επίπτωσής τους στις τιμές της ενωσιακής αγοράς και της επακόλουθης επίπτωσης αυτών των εισαγωγών στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Προκειμένου να τεκμηριωθεί κατά πόσον ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία, οι παραγωγοί της Ένωσης του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας καλούνται να συμμετάσχουν στην έρευνα της Επιτροπής.

Συμμετοχή παραγωγών της Ένωσης στην έρευνα

Λόγω του μεγάλου αριθμού των παραγωγών της Ένωσης που εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία και προκειμένου να ολοκληρωθεί η έρευνα εντός των προβλεπόμενων χρονικών ορίων, η Επιτροπή αποφάσισε να περιορίσει τους παραγωγούς της Ένωσης που θα συμμετάσχουν στην έρευνα σε έναν εύλογο αριθμό, επιλέγοντας ένα δείγμα (η εν λόγω διαδικασία αναφέρεται επίσης ως «δειγματοληψία»). Η δειγματοληψία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού.

Η Επιτροπή επέλεξε προσωρινά ένα δείγμα παραγωγών της Ένωσης. Λεπτομέρειες αναφέρονται στον φάκελο προς εξέταση από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται με την παρούσα ανακοίνωση να συμβουλευτούν τον φάκελο (συγκεκριμένα, πρέπει να έρθουν σε επαφή με την Επιτροπή στη διεύθυνση που αναγράφεται κατωτέρω στο σημείο 5.7). Άλλοι παραγωγοί της Ένωσης, ή αντιπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους, οι οποίοι εκτιμούν ότι υπάρχουν λόγοι για να συμπεριληφθούν στο δείγμα, πρέπει να επικοινωνήσουν με την Επιτροπή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν να υποβάλουν άλλες σχετικές πληροφορίες για την επιλογή του δείγματος πρέπει να το πράξουν εντός 21 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

Η Επιτροπή θα κοινοποιήσει σε όλους τους γνωστούς παραγωγούς και/ή ενώσεις παραγωγών της Ένωσης την τελική επιλογή των εταιρειών που θα συμπεριληφθούν στο δείγμα.

Η Επιτροπή, για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που κρίνει αναγκαίες για την έρευνα, θα αποστείλει ερωτηματολόγια στους παραγωγούς της Ένωσης που θα συμπεριληφθούν στο δείγμα και σε γνωστές ενώσεις παραγωγών της Ένωσης. Τα μέρη αυτά πρέπει να υποβάλουν συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο εντός 37 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του δείγματος που επιλέχθηκε, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

5.4.    Διαδικασία για την εκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης

Σε περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη ζημιογόνων επιδοτήσεων θα αποφασιστεί, με βάση το άρθρο 31 του βασικού κανονισμού, αν η έκδοση μέτρων κατά των επιδοτήσεων δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης. Οι ενωσιακοί παραγωγοί, οι εισαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών καλούνται να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά. Για να συμμετάσχουν στην έρευνα, οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών πρέπει να αποδείξουν, εντός της ίδιας προθεσμίας, ότι υπάρχει αντικειμενική σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων τους και του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.

Τα μέρη που θα αναγγελθούν εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας μπορούν να υποβάλουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης εντός 37 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά. Αυτές οι πληροφορίες παρέχονται είτε σε ελεύθερη μορφή είτε με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου που έχει καταρτίσει η Επιτροπή. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 31 θα ληφθούν υπόψη μόνον εφόσον τεκμηριώνονται με αντικειμενικά στοιχεία κατά την υποβολή τους.

5.5.    Άλλες γραπτές παρατηρήσεις

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας ανακοίνωσης, καλούνται όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, να υποβάλουν πληροφορίες και να προσκομίσουν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Οι πληροφορίες και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή εντός 37 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά.

5.6.    Δυνατότητα ακρόασης από τις υπηρεσίες ερευνών της Επιτροπής

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν ακρόαση από τις υπηρεσίες ερευνών της Επιτροπής. Κάθε αίτηση ακρόασης θα πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και να προσδιορίζει τους λόγους υποβολής της. Για ακροάσεις σχετικά με θέματα που αφορούν το αρχικό στάδιο της έρευνας, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, η αίτηση ακρόασης πρέπει να υποβληθεί εντός των συγκεκριμένων προθεσμιών που θα ορίσει η Επιτροπή κατά την επικοινωνία της με τα μέρη.

5.7.    Οδηγίες για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων και την αποστολή συμπληρωμένων ερωτηματολογίων και αλληλογραφίας

Οι πληροφορίες που υποβάλλονται στην Επιτροπή για τους σκοπούς των ερευνών εμπορικής άμυνας δεν υπόκεινται σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη, πριν υποβάλουν στην Επιτροπή πληροφορίες και/ή δεδομένα τα οποία υπόκεινται σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων, πρέπει να ζητήσουν ειδική άδεια από τον κάτοχο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που να επιτρέπει ρητά στην Επιτροπή α) να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες και τα δεδομένα για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διαδικασίας εμπορικής άμυνας, και β) να παράσχει τις πληροφορίες και/ή τα στοιχεία στα ενδιαφερόμενα στην παρούσα έρευνα μέρη σε μορφή που να τους επιτρέπει να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους.

Όλες οι γραπτές παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που ζητούνται στην παρούσα ανακοίνωση, καθώς και τα συμπληρωμένα ερωτηματολόγια και η αλληλογραφία των ενδιαφερόμενων μερών, τα οποία διαβιβάζονται εμπιστευτικώς, πρέπει να φέρουν την ένδειξη «Limited» («Περιορισμένης διανομής») (8). Τα μέρη που υποβάλλουν πληροφορίες κατά τη διάρκεια της έρευνας καλούνται να αιτιολογήσουν το αίτημά τους για εμπιστευτική μεταχείριση.

Τα μέρη που υποβάλλουν πληροφορίες «Limited» οφείλουν να προσκομίσουν μη εμπιστευτικές περιλήψεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι οποίες θα φέρουν την ένδειξη «For inspection by interested parties» («Για εξέταση από τα ενδιαφερόμενα μέρη»). Οι εν λόγω περιλήψεις θα πρέπει να είναι αρκετά λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν την κατανόηση, σε ικανοποιητικό βαθμό, της ουσίας της πληροφορίας που υποβάλλεται εμπιστευτικά.

Αν ένα μέρος που υποβάλλει εμπιστευτικές πληροφορίες δεν δικαιολογήσει τους λόγους για τους οποίους αιτείται την εμπιστευτική μεταχείρισή τους ή δεν προσκομίσει μη εμπιστευτική περίληψή τους στην απαιτούμενη μορφή και ποιότητα, η Επιτροπή μπορεί να μη λάβει υπόψη της τις εν λόγω πληροφορίες εκτός αν αποδειχθεί ικανοποιητικά από κατάλληλες πηγές ότι η πληροφορία είναι σωστή.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να υποβάλλουν όλες τις παρατηρήσεις και τις αιτήσεις τους με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μαζί με σαρωμένες εξουσιοδοτήσεις και πιστοποιητικά, με την εξαίρεση ογκωδών απαντήσεων, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε CD-ROM ή DVD αυτοπροσώπως ή με συστημένο ταχυδρομείο. Με τη χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα ενδιαφερόμενα μέρη εκφράζουν τη συμφωνία τους με τους κανόνες που ισχύουν για την ηλεκτρονική υποβολή στοιχείων οι οποίοι περιέχονται στο έγγραφο «ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ», το οποίο δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου: http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2011/june/tradoc_148003.pdf.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να δηλώσουν την επωνυμία, τη διεύθυνση, τον αριθμό τηλεφώνου και έγκυρη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και να διασφαλίσουν ότι η παρεχόμενη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι η λειτουργική και επίσημη επιχειρηματική τους διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η οποία ελέγχεται σε καθημερινή βάση. Αφού υποβληθούν τα στοιχεία επικοινωνίας, η Επιτροπή θα επικοινωνεί με τα ενδιαφερόμενα μέρη μόνο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εκτός αν τα εν λόγω μέρη ζητήσουν ρητά να λαμβάνουν όλα τα έγγραφα της Επιτροπής με άλλα μέσα επικοινωνίας ή εκτός αν η φύση του προς αποστολή εγγράφου απαιτεί τη χρήση συστημένου ταχυδρομείου. Για περαιτέρω κανόνες και πληροφορίες σχετικά με την αλληλογραφία με την Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που εφαρμόζονται για την υποβολή παρατηρήσεων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να συμβουλεύονται τις προαναφερόμενες οδηγίες επικοινωνίας με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Διεύθυνση αλληλογραφίας της Επιτροπής:

European Commission

Directorate-General for Trade

Directorate H

Office: CHAR 04/039

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Ηλ. ταχυδρομείο:

Επιδότηση: TRADE-AS644-BIODIESEL-SUBSIDY@ec.europa.eu

Ζημία: TRADE-AS644-BIODIESEL-INJURY@ec.europa.eu

6.   Άρνηση συνεργασίας

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αρνητικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 του βασικού κανονισμού.

Εάν διαπιστωθεί ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία.

Εάν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, με συνέπεια τα συμπεράσματα να βασίζονται στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργαστεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 του βασικού κανονισμού.

Τυχόν παράλειψη απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπαγόταν υπέρμετρη επιπλέον επιβάρυνση ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος. Το ενδιαφερόμενο μέρος θα πρέπει να επικοινωνήσει αμέσως με την Επιτροπή.

7.   Σύμβουλος ακροάσεων

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν την παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων για τις διαδικασίες εμπορικών προσφυγών. Ο σύμβουλος ακροάσεων ενεργεί ως μεσάζων μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και των υπηρεσιών έρευνας της Επιτροπής. Ο σύμβουλος ακροάσεων εξετάζει τις αιτήσεις πρόσβασης στον φάκελο, τις διαφωνίες σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εγγράφων, τις αιτήσεις παράτασης προθεσμιών και τις αιτήσεις ακρόασης από τρίτους. Ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί να διοργανώσει ακρόαση με ένα μεμονωμένο ενδιαφερόμενο μέρος και να μεσολαβήσει ώστε να εξασφαλιστεί η πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερόμενων μερών.

Οι αιτήσεις ακρόασης με τον σύμβουλο ακροάσεων θα πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς και να εξηγούν τους λόγους υποβολής τους. Για ακροάσεις σχετικά με θέματα που αφορούν το αρχικό στάδιο της έρευνας, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια, η αίτηση ακρόασης θα πρέπει να υποβάλλεται εντός των συγκεκριμένων προθεσμιών που ορίζει η Επιτροπή κατά την επικοινωνία της με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Για περισσότερες πληροφορίες και στοιχεία επικοινωνίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ανατρέξουν στις ιστοσελίδες του συμβούλου ακροάσεων στον δικτυακό τόπο της ΓΔ Εμπορίου: http://ec.europa.eu/trade/trade-policy-and-you/contacts/hearing-officer/

8.   Χρονοδιάγραμμα της έρευνας

Η έρευνα θα ολοκληρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, εντός 13 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, μπορούν να θεσπιστούν προσωρινά μέτρα το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

9.   Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θα συλλεγούν στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας θα γίνει σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (9).


(1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 55.

(2)  Ο γενικός όρος «ζημία» αναφέρεται στην υλική ζημία, καθώς και στον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας ή σημαντικής επιβράδυνσης της δημιουργίας κλάδου, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) του βασικού κανονισμού.

(3)  ΕΕ L 239 της 19.9.2017, σ. 9.

(4)  Παραγωγός-εξαγωγέας είναι κάθε εταιρεία στην οικεία χώρα η οποία παράγει και εξάγει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας στην ενωσιακή αγορά, είτε άμεσα είτε μέσω τρίτου, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε από τις συνδεδεμένες με αυτόν εταιρείες που συμμετέχουν στην παραγωγή, τις εγχώριες πωλήσεις ή τις εξαγωγές του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.

(5)  Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δεν λαμβάνονται υπόψη μηδενικά και ασήμαντα ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, καθώς και ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που καθορίζονται υπό τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 28 του βασικού κανονισμού.

(6)  Στο δείγμα μπορούν να συμπεριληφθούν μόνο εισαγωγείς που δεν συνδέονται με παραγωγούς-εξαγωγείς. Οι εισαγωγείς που είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς-εξαγωγείς υποχρεούνται να συμπληρώσουν το παράρτημα I του ερωτηματολογίου για τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς. Σύμφωνα με το άρθρο 127 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 558), δύο πρόσωπα θεωρούνται συνδεόμενα αν: α) το ένα μετέχει στη διεύθυνση ή στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης του άλλου· β) έχουν από νομική άποψη την ιδιότητα των επιχειρηματικών εταίρων· γ) το ένα είναι εργοδότης του άλλου· δ) ένα τρίτο μέρος, άμεσα ή έμμεσα, έχει στην κυριότητά του ή ελέγχει ή κατέχει το 5 % ή περισσότερο των μετοχών ή μεριδίων με δικαίωμα ψήφου, του ενός και του άλλου· ε) το ένα από αυτά ελέγχει το άλλο άμεσα ή έμμεσα· στ) και τα δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από ένα τρίτο πρόσωπο· ζ) μαζί ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα ένα τρίτο πρόσωπο· ή η) είναι μέλη της ίδιας οικογένειας. Πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη της ίδιας οικογένειας μόνο αν συνδέονται μεταξύ τους με μία από τις ακόλουθες σχέσεις: i) σύζυγοι, ii) πρώτου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, iii) αδελφοί και αδελφές (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), iv) δεύτερου βαθμού ανιόντες και κατιόντες, σε ευθεία γραμμή, v) θείος ή θεία και ανιψιός ή ανιψιά, vi) γονείς του ετέρου των συζύγων και γαμπρός ή νύφη, vii) αδελφοί ή αδελφές του ή της συζύγου. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1), «πρόσωπα» θεωρούνται τα φυσικά πρόσωπα, τα νομικά πρόσωπα ή οι ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα, αλλά οι οποίες αναγνωρίζονται, σύμφωνα με το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, ότι διαθέτουν δικαιοπρακτική ικανότητα.

(7)  Τα στοιχεία που παρέχονται από μη συνδεδεμένους εισαγωγείς μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν σε σχέση με πτυχές αυτής της έρευνας διαφορετικές από τον προσδιορισμό της επιδότησης.

(8)  Έγγραφο που φέρει την ένδειξη «Limited» είναι εμπιστευτικό, σύμφωνα με το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού και το άρθρο 12 της συμφωνίας του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα. Το έγγραφο αυτό επίσης προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(9)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Image

Κείμενο της εικόνας

Image

Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Image

Κείμενο της εικόνας

Image

Κείμενο της εικόνας

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/48


Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.8804 — Bain Capital / Fedrigoni)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2018/C 34/12)

1.

Στις 24 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1).

Η παρούσα κοινοποίηση αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

Bain Capital Investors LLC («Bain Capital») (Ηνωμένες Πολιτείες)

Fedrigoni SpA («Fedrigoni») (Ιταλία)

Η Bain Capital αποκτά, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων, τον αποκλειστικό έλεγχο της Fedrigoni.

Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι οι εξής:

—   για την Bain Capital: εταιρεία επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων σε εταιρείες διαφόρων κλάδων, όπως η τεχνολογία της πληροφορικής, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το λιανικό εμπόριο και τα καταναλωτικά προϊόντα, οι επικοινωνίες, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και η βιομηχανία/μεταποίηση,

—   για την Fedrigoni: ιταλική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και την πώληση διαφόρων τύπων χαρτιού, όπως χαρτί για γραφική χρήση, χαρτί υψηλής ποιότητας, χαρτί και λύσεις ασφαλείας (για παράδειγμα, χαρτί για τραπεζογραμμάτια, διαπραγματεύσιμους τίτλους και στοιχεία ασφαλείας), αυτοκόλλητες ετικέτες και χαρτικά είδη.

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2), σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια να εξεταστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης. Θα πρέπει πάντοτε να σημειώνονται τα ακόλουθα στοιχεία αναφοράς:

M.8804 — Bain Capital / Fedrigoni

Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με φαξ ή ταχυδρομικώς. Στοιχεία επικοινωνίας:

Email: COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu

Φαξ +32 22964301

Ταχυδρομική διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

Merger Registry

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(2)  ΕΕ C 366 της 14.12.2013, σ. 5.


31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/50


Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.8775 — Shell/Impello)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2018/C 34/13)

1.

Στις 22 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1).

Η παρούσα κοινοποίηση αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

The Shell Petroleum Company Limited («Shell Petroleum», Ηνωμένο Βασίλειο), που ανήκει στον όμιλο εταιρειών Shell και τελεί υπό τον έλεγχο της Royal Dutch Shell plc. («Shell», Ηνωμένο Βασίλειο),

Impello Limited («Impello», Ηνωμένο Βασίλειο).

Η Shell αποκτά, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων, τον έλεγχο του συνόλου της Impello.

Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι οι εξής:

—   για τη Shell: διεθνής όμιλος εταιρειών ενέργειας και πετροχημικών ο οποίος δραστηριοποιείται στην εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, στην παραγωγή, την παρασκευή, την εμπορία και τη μεταφορά προϊόντων πετρελαίου και χημικών ουσιών, καθώς και στα προϊόντα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Shell δραστηριοποιείται επίσης στην εμπορία και τη χονδρική προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, μεταξύ άλλων, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία,

—   για την Impello: ανεξάρτητος προμηθευτής ενέργειας σε οικιακούς πελάτες στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία (υπό την επωνυμία «First Utility»).

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2), σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια να εξεταστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης. Θα πρέπει πάντοτε να σημειώνονται τα ακόλουθα στοιχεία αναφοράς:

M.8775 — Shell/Impello

Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με φαξ ή ταχυδρομικώς. Στοιχεία επικοινωνίας:

Email: COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu

Φαξ +32 22964301

Ταχυδρομική διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

Merger Registry

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 (ο «κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(2)  ΕΕ C 366 της 14.12.2013, σ. 5.


31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/51


Προηγούμενη κοινοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.8783 — Repsol/Kia/JV)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2018/C 34/14)

1.

Στις 24 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1).

Η παρούσα κοινοποίηση αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

Repsol Comercial de Productos Petrolíferos, SA, («Repsol», Ισπανία),

Kia Motors Iberia, SLU («Kia», Ισπανία).

Η Repsol και η Kia αποκτούν, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 3 παράγραφος 4 του κανονισμού συγκεντρώσεων, τον κοινό έλεγχο νεοσυσταθείσας εταιρείας που αποτελεί κοινή επιχείρηση («JV»).

Η συγκέντρωση πραγματοποιείται με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι οι εξής:

—   για την Repsol: κάθετα ολοκληρωμένη ενεργειακή επιχείρηση εισηγμένη στο χρηματιστήριο,

—   για την Kia: διανομή αυτοκινήτων στην Ισπανία. Η Kia είναι εξολοκλήρου θυγατρική της Kia Motors Company, η οποία είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου του ομίλου Kia, και ελέγχεται τελικά από την Hyundai Motor Company,

—   για την JV: κοινοχρησία αυτοκινήτων στη Μαδρίτη.

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία για την εξέταση ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2), σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια να εξεταστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να της υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης. Θα πρέπει πάντοτε να σημειώνονται τα ακόλουθα στοιχεία αναφοράς:

M.8783 — Repsol/Kia/JV

Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με φαξ ή ταχυδρομικώς. Στοιχεία επικοινωνίας:

Email: COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu

Φαξ +32 22964301

Ταχυδρομική διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

Merger Registry

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 (ο «κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(2)  ΕΕ C 366 της 14.12.2013, σ. 5.