ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

60ό έτος
16 Οκτωβρίου 2017


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2017/C 347/01

Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1


 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2017/C 347/02

Υπόθεση C-325/17 P: Αναίρεση που άσκησε στις 31 Μαΐου 2017 η Windrush Aka LLP κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 22 Μαρτίου 2017 στην υπόθεση T-336/15, Windrush Aka LLP κατά EUIPO

2

2017/C 347/03

Υπόθεση C-340/17 P: Αναίρεση που άσκησε στις 7 Ιουνίου 2017 η Alcohol Countermeasure Systems (International) Inc. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 29 Μαρτίου 2017 στην υπόθεση T-638/15, Alcohol Countermeasure Systems (International) κατά EUIPO

3

2017/C 347/04

Υπόθεση C-373/17 P: Αναίρεση που άσκησαν στις 20 Ιουνίου 2017 οι Agria Polska sp. z o.o., Agria Chemicals Poland sp. z o.o., Star Agro Analyse und Handels GmbH, Agria Beteiligungsgesellschaft mbH κατά της απόφασης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2017 στην υπόθεση T-480/15, Agria Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής

4

2017/C 347/05

Υπόθεση C-395/17: Προσφυγή της 30ής Ιουνίου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

5

2017/C 347/06

Υπόθεση C-396/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Αυστρία) στις 3 Ιουλίου 2017 — Martin Leitner κατά Landespolizeidirektion Tirol

6

2017/C 347/07

Υπόθεση C-418/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Nürnberg (Γερμανία) στις 10 Ιουλίου 2017 — Andreas Fabri και Elisabeth Mathes κατά Sun Express Deutschland GmbH

7

2017/C 347/08

Υπόθεση C-425/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof (Γερμανία) στις 14 Ιουλίου 2017 — Günter Hartmann Tabakvertrieb GmbH & Co. KG κατά Stadt Kempten

8

2017/C 347/09

Υπόθεση C-430/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) στις 17 Ιουλίου 2017 — Walbusch Walter Busch GmbH & Co. KG κατά Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV

9

2017/C 347/10

Υπόθεση C-438/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 20 Ιουλίου 2017 — Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Taus Magamadov

9

2017/C 347/11

Υπόθεση C-439/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Hamburg (Γερμανία) στις 20 Ιουλίου 2017 — British American Tobacco (Germany) GmbH κατά Freie und Hansestadt Hamburg

10

2017/C 347/12

Υπόθεση C-445/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε η Commissione Tributaria Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 24 Ιουλίου 2017 — Agenzia delle Dogane e dei Monopoli κατά Pilato SpA

11

2017/C 347/13

Υπόθεση C-452/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal de commerce de Liège (Βέλγιο) στις 27 Ιουλίου 2017 — Zako SPRL κατά Sanidel SA

11

2017/C 347/14

Υπόθεση C-457/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) στις 31 Ιουλίου 2017 — Heiko Jonny Maniero κατά Studienstiftung des deutschen Volkes eV

12

2017/C 347/15

Υπόθεση C-459/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 31 Ιουλίου 2017 — SGI κατά Ministre de l’Action et des Comptes Publics

12

2017/C 347/16

Υπόθεση C-460/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 31 Ιουλίου 2017 — Valériane SNC κατά Ministre de l’Action et des Comptes Publics

13

2017/C 347/17

Υπόθεση C-462/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Hamburg (Γερμανία) την 1η Αυγούστου 2017 — Tänzer & Trasper GmbH κατά Altenweddinger Geflügelhof Kommanditgesellschaft

14

2017/C 347/18

Υπόθεση C-466/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunale di Trento (Ιταλία) στις 3 Αυγούστου 2017 — Chiara Motter κατά Provincia autonoma di Trento

14

2017/C 347/19

Υπόθεση C-472/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Giudice di pace di L’Aquila (Ιταλία) στις 7 Αυγούστου 2017 — Gabriele Di Girolamo κατά Ministero della Giustizia

15

2017/C 347/20

Υπόθεση C-475/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Riigikohus (Εσθονία) στις 8 Αυγούστου 2017 — AS Viking Motors, OÜ TKM Beauty Eesti, AS TKM King, Kaubamaja AS, Selver AS κατά Tallinna linn, Maksu- ja Tolliamet

16

2017/C 347/21

Υπόθεση C-476/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) στις 4 Αυγούστου 2017 — Pelham GmbH, Moses Pelham, Martin Haas κατά Ralf Hütter, Florian Schneider-Esleben

16

2017/C 347/22

Υπόθεση C-478/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunalul Cluj (Ρουμανία) στις 9 Αυγούστου 2017 — ΙQ κατά JP

17

2017/C 347/23

Υπόθεση C-483/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Court of Appeal (Ιρλανδία) στις 9 Αυγούστου 2017 — Neculai Tarola κατά Minister for Social Protection

18

2017/C 347/24

Υπόθεση C-491/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 14 Αυγούστου 2017 — Hoteles Piñero Canarias, S.L. κατά Keefe (εκπροσωπούμενου από τον Nik Eyton ως litigation friend)

18

2017/C 347/25

Υπόθεση C-496/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 17 Αυγούστου 2017 — Deutsche Post AG κατά Hauptzollamt Köln

19

2017/C 347/26

Υπόθεση C-497/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour administrative d’appel de Versailles (Γαλλία) στις 10 Ιουλίου 2017 — Oeuvre d’assistance aux bêtes d’abattoirs (OABA) κατά Ministre de l’agriculture et de l'alimentation, Premier ministre, Bionoor, Ecocert France, Institut national de l’origine et qualité (INAO)

20

2017/C 347/27

Υπόθεση C-502/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Vestre Landsret (Δανία) στις 18 Αυγούστου 2017, C&D Foods Acquisition ApS κατά Skatteministeriet

20

2017/C 347/28

Υπόθεση C-503/17: Προσφυγή της 21ης Αυγούστου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

21

2017/C 347/29

Υπόθεση C-504/17: Προσφυγή της 21ης Αυγούστου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας

22

2017/C 347/30

Υπόθεση C-507/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 21 Αυγούστου 2017 — Google Inc. κατά Commission nationale de l’informatique et des libertés (CNIL)

22

2017/C 347/31

Υπόθεση C-514/17: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour d’appel de Liège (Βέλγιο) στις 23 Αυγούστου 2017 — Ministère public κατά Marin-Simion Sut

23

2017/C 347/32

Υπόθεση C-526/17: Προσφυγή της 4ης Σεπτεμβρίου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

24

 

Γενικό Δικαστήριο

2017/C 347/33

Υπόθεση T-347/14 INTP: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2017 — Yanukovych κατά Συμβουλίου (Διαδικασία — Ερμηνεία διατάξεως)

25

2017/C 347/34

Υπόθεση T-440/17: Προσφυγή της 4ης Ιουλίου 2017 — Arca Capital Bohemia κατά Επιτροπής

25

2017/C 347/35

Υπόθεση T-441/17: Προσφυγή της 4ης Ιουλίου 2017 — Arca Capital Bohemia κατά Επιτροπής

26

2017/C 347/36

Υπόθεση T-447/17: Προσφυγή-αγωγή της 18ης Ιουλίου 2017 — Bowles κατά ΕΚΤ

27

2017/C 347/37

Υπόθεση T-452/17: Προσφυγή της 20ής Ιουλίου 2017 — TL κατά ΕΕΠΔ

28

2017/C 347/38

Υπόθεση T-453/17: Προσφυγή-αγωγή της 20ής Ιουλίου 2017 — TV κατά Συμβουλίου

29

2017/C 347/39

Υπόθεση T-458/17: Προσφυγή της 21ης Ιουλίου 2017 — Shindler κ.λπ. κατά Συμβουλίου

30

2017/C 347/40

Υπόθεση T-461/17: Προσφυγή-αγωγή της 25ης Ιουλίου 2017 — TN κατά ENISA

31

2017/C 347/41

Υπόθεση T-462/17: Προσφυγή-αγωγή της 25ης Ιουλίου 2017 — TO κατά ΕΟΠ

32

2017/C 347/42

Υπόθεση T-467/17: Προσφυγή της 26ης Ιουλίου 2017 — Barata κατά Κοινοβουλίου

33

2017/C 347/43

Υπόθεση T-477/17: Προσφυγή-αγωγή της 31ης Ιουλίου 2017 — Haswani κατά Συμβουλίου

34

2017/C 347/44

Υπόθεση T-479/17: Προσφυγή της 2ας Αυγούστου 2017 — PO κατά ΕΥΕΔ

35

2017/C 347/45

Υπόθεση T-502/17: Προσφυγή της 7ης Αυγούστου 2017 — SFP Asset Management κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

36

2017/C 347/46

Υπόθεση T-503/17: Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Ruiz Sacristán και Arias Mosquera κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

36

2017/C 347/47

Υπόθεση T-504/17: Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Estévez Puerto κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

37

2017/C 347/48

Υπόθεση T-505/17: Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Inverni κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

37

2017/C 347/49

Υπόθεση T-506/17: Προσφυγή της 8ης Αυγούστου 2017 — Makhlouf κατά Συμβουλίου

38

2017/C 347/50

Υπόθεση T-507/17: Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Fundación Pedro Barrié de la Maza, Conde de Fenosa κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

39

2017/C 347/51

Υπόθεση T-508/17: Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Financiere Tesalia κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

39

2017/C 347/52

Υπόθεση T-509/17: Προσφυγή της 7ης Αυγούστου 2017 — Cartera de Inversiones Melca κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

40

2017/C 347/53

Υπόθεση T-537/17: Προσφυγή-αγωγή της 11ης Αυγούστου 2017 — De Loecker κατά ΕΥΕΔ

40

2017/C 347/54

Υπόθεση T-548/17: Προσφυγή της 16ης Αυγούστου 2017 — VF International κατά EUIPO — Virmani (ANOKHI)

41

2017/C 347/55

Υπόθεση T-549/17: Προσφυγή της 14ης Αυγούστου 2017 — Duym κατά Συμβουλίου

42

2017/C 347/56

Υπόθεση T-556/17: Προσφυγή της 17ης Αυγούστου 2017 — Staropilsen κατά EUIPO — Pivovary Staropramen (STAROPILSEN; STAROPLZEN)

43

2017/C 347/57

Υπόθεση T-559/17: Προσφυγή της 9ης Αυγούστου 2017 — Abdulkarim κατά Συμβουλίου

43

2017/C 347/58

Υπόθεση T-561/17: Προσφυγή της 15ης Αυγούστου 2017 — L-Shop-Team κατά EUIPO (bags2GO)

44

2017/C 347/59

Υπόθεση T-565/17: Προσφυγή της 18ης Αυγούστου 2017 — CheapFlights International κατά EUIPO — Momondo Group (Cheapflights)

45

2017/C 347/60

Υπόθεση T-567/17: Προσφυγή της 21ης Αυγούστου 2017 — Disney Enterprises κατά EUIPO — Di Molfetta (DiSNEY FROZEN)

46

2017/C 347/61

Υπόθεση T-577/17: Προσφυγή της 25ης Αυγούστου 2017 — thyssenkrupp Electrical Steel και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo κατά Επιτροπής

46

2017/C 347/62

Υπόθεση T-579/17: Προσφυγή της 28ης Αυγούστου 2017 — Wall Street Systems UK κατά ΕΚΤ

47

2017/C 347/63

Υπόθεση T-587/17: Προσφυγή της 28ης Αυγούστου 2017 — Unigroup κατά EUIPO — Pronova Laboratories (nailicin)

48


EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/1


Τελευταίες δημοσιεύσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2017/C 347/01)

Τελευταία δημοσίευση

ΕΕ C 338 της 9.10.2017

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

ΕΕ C 330 της 2.10.2017

ΕΕ C 318 της 25.9.2017

ΕΕ C 309 της 18.9.2017

ΕΕ C 300 της 11.9.2017

ΕΕ C 293 της 4.9.2017

ΕΕ C 283 της 28.8.2017

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/2


Αναίρεση που άσκησε στις 31 Μαΐου 2017 η Windrush Aka LLP κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 22 Μαρτίου 2017 στην υπόθεση T-336/15, Windrush Aka LLP κατά EUIPO

(Υπόθεση C-325/17 P)

(2017/C 347/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Windrush Aka LLP (εκπρόσωποι: S. Britton, Solicitor, S. Malynicz QC, S. Tregear, Solicitor)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), Jerry Dammers

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2017 στην υπόθεση T-366/15·

να καταδικάσει το EUIPO και τον Jerry Dammers (δικαιούχο του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία και εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά, η δε απόφασή του ενέχει ουσιώδη ανακρίβεια όσον αφορά τις διαπιστώσεις του βάσει των εγγράφων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του.

2)

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, L 105, σ. 1), επειδή απέρριψε το αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως κατόπιν της αποσύρσεως εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ουσιώδους μέρους των αποδεικτικών στοιχείων της χρήσεως του σήματος.

3)

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε νέο λόγο ακυρώσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

4)

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις έννομες συνέπειες της εκχωρήσεως δικαιώματος επί ονόματος, ήτοι ότι μετά από την εκχώρηση ο εκχωρών (δηλαδή, ο δικαιούχος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) δεν έχει πλέον δικαίωμα να συναινεί στη χρήση του ονόματος (δηλαδή, του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ή να αρνείται τη συναίνεση αυτή και άρα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, δεν τίθεται ζήτημα συναινέσεως μετά από την ημερομηνία της εκχωρήσεως.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/3


Αναίρεση που άσκησε στις 7 Ιουνίου 2017 η Alcohol Countermeasure Systems (International) Inc. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 29 Μαρτίου 2017 στην υπόθεση T-638/15, Alcohol Countermeasure Systems (International) κατά EUIPO

(Υπόθεση C-340/17 P)

(2017/C 347/03)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Alcohol Countermeasure Systems (International) Inc. (εκπρόσωποι: E. Baud και P. Marchiset, avocats)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

προκαταρκτικώς, και ελλείψει έγγραφης συγκατάθεσης του EUIPO για την αναστολή της εκτελέσεως της αποφάσεως, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως·

να αναιρέσει την απόφαση για τους λόγους που προβάλλονται με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως […]·

να ακυρώσει την απόφαση R 1323/2014-1, της 11ης Αυγούστου 2015, του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO·

επικουρικώς, να αναιρέσει την απόφαση και να διατάξει την αναστολή της διαδικασίας μέχρι το τέλος της διαδικασίας του Brexit ή το νωρίτερο μέχρι τις 31 Μαΐου 2019, δηλαδή μέχρι την καταληκτική ημερομηνία που προβλέπει το άρθρο 50 της Συνθήκης·

να καταδικάσει τη Lion Laboratories και το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό στην υπόθεση T-638/15 όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραμόρφωση του περιεχομένου των δηλώσεων στις οποίες προέβη η ACS με το δικόγραφο της προσφυγής της, οι οποίες επαναλαμβάνονται στη σκέψη 86 της αποφάσεως, κατά τις οποίες πωλήθηκαν μόνο 64 συσκευές «κατά τις κρίσιμες περιόδους», ενώ ο αριθμός αυτός (ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε) αναφερόταν μόνο στην πρώτη περίοδο (από 5 Οκτωβρίου 2004 έως 4 Οκτωβρίου 2009).

2)

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται επίσης παραμόρφωση επιστολής της 21ης Μαρτίου 2013 την οποία απέστειλε ο δικηγόρος της Lion Laboratories προς το EUIPO, καθώς και παράβαση του κανονισμού 207/2009 (1) και του άρθρου 57, παράγραφος 2, και του κανονισμού 2868/95 (2) (άρθρα 22, παράγραφος 2, και 40, παράγραφος 5). Η επιστολή αυτή δεν περιείχε καμία αναφορά στον αριθμό καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος (υπ’ αριθ. 2040518 σήμα του Ηνωμένου Βασιλείου), αλλά, αντιθέτως, περιελάμβανε δύο αναφορές στο υπ’ αριθ. 2371210 σήμα του Ηνωμένου Βασιλείου, πράγμα που συνεπάγεται ότι η Lion Laboratories i) δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η χρήση του υπ’ αριθ. 2040518 σήματος του Ηνωμένου Βασιλείου ή του σήματος στο οποίο στηρίχθηκε η ανακοπή, και/ή ii) τροποποίησε το σήμα στο οποίο είχε στηριχθεί η εν λόγω διαδικασία.

3)

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο i) δεν έλαβε υπόψη την έννοια της «ουσιαστικής χρήσης», όπως προβλέπεται στον κανονισμό 207/2009 και έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 11ης Μαρτίου 2003, Ansul (C-40/01, EU:C:2003:145) και ii) εφάρμοσε εσφαλμένη μεθοδολογία. Το Γενικό Δικαστήριο δεν περιόρισε την ανάλυσή του στην πρώτη περίοδο και δεν έλαβε υπόψη τις προβλεπόμενες πωλήσεις που συμφωνήθηκαν με την συμφωνία παραχώρησης αποκλειστικής άδειας. Εξάλλου, και υπό το φως της πολύ μικρής χρήσεως η οποία περιορίζεται χρονικά στην πρώτη περίοδο, η ουσιαστική χρήση δεν αποδείχθηκε σε σχέση με διάφορους παράγοντες τους οποίους δεν εκτίμησε το Γενικό Δικαστήριο (όπως i) οι αριθμοί που προβλέπονται από τα μέρη στη συμφωνία παραχώρησης άδειας, ii) τα χαρακτηριστικά της αγοράς (η οποία περιλαμβάνει 30 εκατομμύρια πελάτες) και iii) η φύση των προϊόντων (στα οποία περιλαμβάνονται οι συσκευές μετρήσεως αλκοόλ στον εκπνεόμενο αέρα), iv) η ύπαρξη του υπ’ αριθ. 2371210 σήματος του Ηνωμένου Βασιλείου που κατατέθηκε το 2004). Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε δυσανάλογα ορισμένα έγγραφα, καθώς και στοιχεία που αφορούσαν υπηρεσίες, ενώ η επίκληση του προγενέστερου σήματος έγινε προς στήριξη της ανακοπής αποκλειστικά για προϊόντα της κλάσεως 9.

4)

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο παρερμήνευσε την έννοια της «ουσιαστικής χρήσης» εφαρμόζοντας ακατάλληλο κριτήριο για να καθορίσει αν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε ως σήμα. Εξάλλου, η απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Céline (C-17/06, EU:C:2007:497) δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση που i) τα επίμαχα προϊόντα φέρουν άλλα σήματα, ii) τα προϊόντα αυτά έχουν άλλα ονόματα και iii) το σήμα έγινε αντιληπτό από ορισμένους πελάτες ως κοινό όνομα. Οι περιστάσεις αυτές συνιστούν επιπλέον εμπόδιο για την απόδειξη της υπάρξεως συνδέσμου, στην αντίληψη του πελάτη, μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του σημείου που χρησιμοποιείται ως κοινό όνομα ή ως εταιρική επωνυμία.

5)

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται λόγος δημοσίας τάξεως: ένα προγενέστερο δικαίωμα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν παρέχει τη δυνατότητα ακυρώσεως ενός σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το πρίσμα της διαδικασίας του Brexit και της κοινοποιήσεως που απηύθυνε το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 50 ΣΕΕ. Η παροχή της δυνατότητας να ακυρωθεί το ως άνω σήμα θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξόδων και τη δημιουργία περιττών και δυσανάλογων εμποδίων στο ενιαίο καθεστώς προστασίας των σημάτων, εφόσον δύο χρόνια αργότερα το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα αποτελεί πλέον μέρος του ενιαίου συστήματος σημάτων της ΕΕ. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της εδαφικότητας την οποία κατοχυρώνει η Σύμβαση των Παρισίων του 1883 και παρέβη το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE 2009, L 78, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (EE 1995, L 303, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/4


Αναίρεση που άσκησαν στις 20 Ιουνίου 2017 οι Agria Polska sp. z o.o., Agria Chemicals Poland sp. z o.o., Star Agro Analyse und Handels GmbH, Agria Beteiligungsgesellschaft mbH κατά της απόφασης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2017 στην υπόθεση T-480/15, Agria Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-373/17 P)

(2017/C 347/04)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Agria Polska sp. z o.o., Agria Chemicals Poland sp. z o.o., Star Agro Analyse und Handels GmbH, Agria Beteiligungsgesellschaft mbH (εκπρόσωποι: P. Graczyk και W. Rocławski)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει στο σύνολό της την απόφαση που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2017 στην υπόθεση T-480/15,

να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, κηρύσσοντας άκυρη την απόφαση της Επιτροπής,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ΣΕΕ, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει πρόδηλα σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της πιθανότητας παράβασης των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ, της ύπαρξης συμφέροντος της Ένωσης στην κίνηση διαδικασίας έρευνας καθώς και της έκτασης των αναγκαίων μέτρων έρευνας.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται μεταξύ άλλων τα κατωτέρω σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο (i) δικαιολόγησε τη χρονική σύμπτωση των δραστηριοτήτων των ανταγωνιστών των αναιρεσειουσών (υποβολή καταγγελιών ενώπιον των εθνικών αρχών) αποκλειστικά και μόνον βάσει διευκρινίσεων που προσκόμισαν οι εν λόγω ανταγωνιστές (ii) δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ακυρώθηκαν οι περισσότερες διοικητικές αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν επί των καταγγελιών των ανταγωνιστών αλλά και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες δυνάμει των αποφάσεων αυτών (iii) δεν συνεκτίμησε την περίσταση ότι οι καταγγελίες απευθύνθηκαν επίσης σε αναρμόδια όργανα, περιοριζόμενο στη διαπίστωση ότι, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου προσβολής της φήμης ή αρνητικής επίδρασης στην αρχική κατάσταση των πωλούμενων προϊόντων, η ενημέρωση των αρμόδιων αρχών μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη (iv) επιβεβαίωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Ένωση δεν είχε επαρκές συμφέρον να κινήσει διαδικασία έρευνας, μολονότι οι δραστηριότητες που καλύπτονταν από τη σχετική καταγγελία αφορούσαν το έδαφος διαφόρων κρατών μελών καθώς και επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες σε διάφορες αγορές· κακώς διαπίστωσε ότι η εκ μέρους των αναιρεσειουσών υποβολή καταγγελίας στην αρμόδια αρχή προστασίας του ανταγωνισμού προεξοφλούσε την αποκλειστική αρμοδιότητα της τελευταίας (v) δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η έκταση των αναγκαίων μέτρων έρευνας και η ανάγκη κινητοποίησης σημαντικών πόρων συνηγορούν υπέρ της αρμοδιότητας της Επιτροπής (vi) διαπίστωσε ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της αποκαλούμενης «καταστρατήγησης της διαδικασίας».

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της πλήρους αποτελεσματικότητας (effet utile) του δικαίου της Ένωσης καθώς και από εσφαλμένη ερμηνεία της αρχής αυτής σε σχέση με την πρακτική εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 105 ΣΛΕΕ και το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο (i) δεν έλαβε υπόψη τον ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η Επιτροπή στο ενωσιακό σύστημα προστασίας του ανταγωνισμού, δεχόμενο ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να εξακριβώνει κατά πόσον οι εθνικές αρχές διαθέτουν κατάλληλα μέσα εκπλήρωσης των καθηκόντων που απορρέουν από τον κανονισμό 1/2003 (ii) δεν συνεκτίμησε τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών όσον αφορά την έλλειψη αποτελεσματικότητας των μέσων παροχής έννομης προστασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μέσω ιδιωτικής επιβολής (private enforcement) των κανόνων ανταγωνισμού, λόγω της έλλειψης κατάλληλων διαδικασιών και της παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης προσφυγής/αγωγής κατά το πολωνικό δίκαιο (iii) διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι η αρχή προστασίας του ανταγωνισμού [Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów (πρόεδρος του γραφείου προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών, στο εξής: UOKiK)] δεν είχε πρόθεση να κινήσει διαδικασία λόγω παράβασης και να επιβάλει αποτελεσματικές κυρώσεις, μολονότι ήταν πέραν αμφιβολίας ότι ο πρόεδρος του UOKiK αρνήθηκε να κινήσει σχετική διαδικασία επικαλούμενος την παρέλευση της ενιαύσιας τότε προθεσμίας παραγραφής.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στο εξής: ΕΣΔΑ), από προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (άρθρο 47 ΕΣΔΑ) και από προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης (άρθρο 41, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ) καθόσον το Γενικό Δικαστήριο: (i) επικύρωσε την απόφαση με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία των αναιρεσειουσών χωρίς να εξετάσει αν όντως υπήρξε παράβαση, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η εθνική αρχή προστασίας του ανταγωνισμού αρνήθηκε να κινήσει διαδικασία λόγω μη συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων και παρά την έλλειψη πραγματικής δυνατότητας προβολής αξιώσεων αποζημίωσης κατά το αστικό δίκαιο (ii) κακώς διαπίστωσε ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας για τον λόγο ότι οι αναιρεσείουσες είχαν δικαίωμα να προσβάλουν την απόφαση της Επιτροπής περί απόρριψης της καταγγελίας (iii) δεν έλαβε υπόψη ότι τα δικαιώματα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου και χρηστής διοίκησης περιλαμβάνουν επίσης δικαίωμα εκδίκασης της διαφοράς εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν τηρήθηκε εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της περί άρνησης κίνησης διαδικασίας έρευνας μετά την παρέλευση 4,5 ετών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας των αναιρεσειουσών.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/5


Προσφυγή της 30ής Ιουνίου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών

(Υπόθεση C-395/17)

(2017/C 347/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J.-F. Brakeland και A. Caeiros)

Καθού: Βασίλειο των Κάτω Χωρών

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 5 (στη συνέχεια άρθρο 10) της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (νυν άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), επειδή δεν κατέβαλε αποζημίωση για την απώλεια των ποσών που αποτελούν ίδιους πόρους τα οποία δυνάμει των άρθρων 2, 6, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1552/1989 (1) (νυν άρθρων 2, 6, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000 (2)) θα έπρεπε να είχαν βεβαιωθεί και τεθεί στη διάθεση του προϋπολογισμού της Ένωσης αν δεν είχαν εκδοθεί πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 κατά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως 91/482 (3) του Συμβουλίου και του άρθρου 12, παράγραφος 6, του παραρτήματος II της αποφάσεως αυτής για την εισαγωγή γάλακτος σε σκόνη και ρυζιού από το Κουρασάο κατά την περίοδο 1997-2000, ή του άρθρου 35, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2001/822 (4) του Συμβουλίου και του άρθρου 15, παράγραφος 4, του παραρτήματος IIΙ της αποφάσεως αυτής για την εισαγωγή πλιγουριών και σιμιγδαλιών από την Αρούμπα κατά την περίοδο 2002-2003·

να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Οι τελωνειακές αρχές του Κουρασάο και της Αρούμπα, δύο υπερπόντιων χωρών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, κακώς εξέδωσαν πιστοποιητικά καταγωγής EUR.1 για γάλα σε σκόνη, ρύζι, πλιγούρια και σιμιγδάλια. Όντως δεν αμφισβητείται ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως προτιμησιακής καταγωγής υπό το καθεστώς των σχετικών αποφάσεων για τη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Οι ατασθαλίες όσον αφορά τα πιστοποιητικά συνεπάγονται για την Ένωση απώλεια ιδίων πόρων ύψους 18 192 641,95 ευρώ σχετικά με τα διοικητικά σφάλματα στο Κουρασάο και ύψους 298 080 ευρώ σχετικά με τα διοικητικά σφάλματα στην Αρούμπα.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι Κάτω Χώρες ως κράτος μέλος είναι υπεύθυνες βάσει του δικαίου της ΕΕ για αυτή την απώλεια ιδίων πόρων που προκλήθηκε από περιοχές που είναι δικές τους υποδιαιρέσεις, και ότι, στο πλαίσιο του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας, πρέπει να θέσουν στη διάθεση του προϋπολογισμού της ΕΕ το συνολικό ποσό των τελωνειακών δασμών και άλλων επιβαρύνσεων (πλέον τόκων) που δεν βεβαιώθηκαν και δεν εισπράχθηκαν.


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της αποφάσεως 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (EE 1989, L 155, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της αποφάσεως 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (EE 2000, L 130, σ. 1).

(3)  Απόφαση 91/482/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΕ 1991, L 263, σ. 1).

(4)  Απόφαση 2001/822/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2001, για τη σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα («Overseas association») (ΕΕ 2001, L 314, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/6


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Αυστρία) στις 3 Ιουλίου 2017 — Martin Leitner κατά Landespolizeidirektion Tirol

(Υπόθεση C-396/17)

(2017/C 347/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesverwaltungsgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Martin Leitner

Καθής: Landespolizeidirektion Tirol

Προδικαστικά ερωτήματα

1.1.

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα τα άρθρα 1, 2 και 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (1) σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση η οποία, προκειμένου να αρθεί διάκριση εις βάρος υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων, προβλέπει μεταβατική ρύθμιση βάσει της οποίας για την ένταξη από το μέχρι τούδε ισχύον διετές σύστημα σε νέο (αυτό καθαυτό απαλλαγμένο από διακρίσεις όσον αφορά τους πρωτοδιόριστους δημοσίους υπαλλήλους) διετές σύστημα εφαρμόζεται ένα «μεταβατικό ποσό» το οποίο, καίτοι υπολογίζεται χρηματικώς, ωστόσο αντιστοιχεί σε κάποια συγκεκριμένη κατάταξη σε κλιμάκιο, με αποτέλεσμα η διάκριση λόγω ηλικίας εις βάρος των υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων να διατηρείται αμείωτη;

1.2.

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 17 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στους υπηρετούντες δημοσίους υπαλλήλους να ζητήσουν, συμφώνως προς την ερμηνεία που δόθηκε στα άρθρα 9 και 16 της οδηγίας 2000/78 από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του της 11ης Νοεμβρίου 2014 στην υπόθεση C-530/13, Schmitzer, να αναγνωριστεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78, το μισθολογικό καθεστώς τους κατά τον προγενέστερο της μεταβάσεως στο νέο σύστημα αποδοχών χρόνο, προβλέποντας ότι οι αντίστοιχες νομικές βάσεις παύουν να εφαρμόζονται αναδρομικώς από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του αρχικού νόμου και αποκλείοντας, ειδικότερα, την αναγνώριση των προγενέστερων της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας περιόδων προϋπηρεσίας;

1.3.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1.2:

Επιτάσσει η διακηρυσσόμενη, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold, υπεροχή του δικαίου της Ένωσης ότι οι διατάξεις για τους υπηρετούντες δημόσιους υπαλλήλους που τέθηκαν εκτός ισχύος αναδρομικώς πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται κατά τον προγενέστερο της μεταβάσεως χρόνο, ούτως ώστε οι υπάλληλοι αυτοί να μπορούν να εντάσσονται στο προγενέστερο σύστημα αναδρομικώς κατά τρόπο που δεν ενέχει διάκριση και, ως εκ τούτου, να μεταβαίνουν στο νέο σύστημα αποδοχών κατά τρόπο που δεν ενέχει διάκριση;

1.4.

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα τα άρθρα 1, 2 και 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση η οποία αίρει υφιστάμενη διάκριση λόγω ηλικίας (όσον αφορά την αναγνώριση προγενέστερων του 18ου έτους της ηλικίας περιόδων προϋπηρεσίας) απλώς δηλωτικώς, ορίζοντας ότι οι πράγματι διανυθείσες προγενέστερες περίοδοι οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο διακρίσεως πρέπει πλέον να λογίζονται αναδρομικώς ως απαλλαγμένες κάθε διακρίσεως, μολονότι στην πράξη η διάκριση διατηρείται αμετάβλητη;


(1)  Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, EE L 303, σ. 16.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/7


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Amtsgericht Nürnberg (Γερμανία) στις 10 Ιουλίου 2017 — Andreas Fabri και Elisabeth Mathes κατά Sun Express Deutschland GmbH

(Υπόθεση C-418/17)

(2017/C 347/07)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Amtsgericht Nürnberg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: Andreas Fabri, Elisabeth Mathes

Εναγομένη: Sun Express Deutschland GmbH

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (1) η αλλαγή κρατήσεως που συνεπάγεται ταξίδι με άλλη πτήση;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)

Έχει εφαρμογή η διάταξη αυτή και σε αλλαγή κρατήσεως η οποία δεν οφείλεται στον αερομεταφορέα, αλλά αποκλειστικά στον ταξιδιωτικό πράκτορα;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως και ματαιώσεως ή μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91 (ΕΕ L 46, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/8


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bayerischer Verwaltungsgerichtshof (Γερμανία) στις 14 Ιουλίου 2017 — Günter Hartmann Tabakvertrieb GmbH & Co. KG κατά Stadt Kempten

(Υπόθεση C-425/17)

(2017/C 347/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bayerischer Verwaltungsgerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Günter Hartmann Tabakvertrieb GmbH & Co. KG

Καθού: Stadt Kempten

Παρεμβαίνουσα: Landesanvaltschaft Bayern

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας 2014/40/EΕ (1) την έννοια ότι ως «προϊόντα που προορίζονται για μάσηση» μπορούν να θεωρούνται μόνο τα προϊόντα καπνού μασήσεως με την κλασική έννοια του όρου;

2)

Έχει το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας 2014/40/EΕ την έννοια ότι τα «προϊόντα που προορίζονται για μάσηση» είναι ταυτόσημα με τον «καπνό μάσησης» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της οδηγίας;

3)

Στηρίζεται η εκτίμηση του εάν ένα προϊόν καπνού «προορίζεται για μάσηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 8, της οδηγίας 2014/40/ΕΕ σε αντικειμενική θεώρηση αναφερόμενη στο προϊόν και όχι στις πληροφορίες που παρέχει ο κατασκευαστής ή στην πραγματική του χρήση από τους καταναλωτές;

4)

Έχει το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας 2014/40/EΕ την έννοια ότι ένα προϊόν καπνού, για να προορίζεται για μάσηση, πρέπει να είναι αντικειμενικά κατάλληλο για μάσηση με βάση τη σύσταση και τη σκληρότητά του και ότι η μάσηση του προϊόντος καπνού πρέπει να προκαλεί την έκλυση των συστατικών που περιέχει;

5)

Έχει το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας 2014/40/EΕ την έννοια ότι, για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος καπνού ως «προοριζόμενου για μάσηση», πρέπει επιπλέον, και παράλληλα αρκεί, η επαναλαμβανόμενη άσκηση ελαφριάς πιέσεως με τα δόντια ή τη γλώσσα στο προϊόν καπνού να οδηγεί στην έκλυση μεγαλύτερης ποσότητας συστατικών του προϊόντος από ό,τι η απλή διατήρησή του μέσα στο στόμα;

6)

Ή μήπως η ιδιότητα του «προοριζόμενου για μάσηση» προϊόντος απαιτεί η απλή διατήρησή του στο στόμα ή το απλό γλείψιμό του να μην οδηγεί σε έκλυση συστατικών;

7)

Δύναται να προσδοθεί σε ένα προϊόν καπνού η ιδιότητα του κατάλληλου «για μάσηση», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 8, της οδηγίας 2014/40, και λόγω της μορφής της εξωτερικής σε σχέση με τον επεξεργασμένο καπνό παρουσιάσεως, όπως για παράδειγμα λόγω της συσκευασίας του σε φακελάκι κυτταρίνης;


(1)  Οδηγία 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 2001/37/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 127, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) στις 17 Ιουλίου 2017 — Walbusch Walter Busch GmbH & Co. KG κατά Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV

(Υπόθεση C-430/17)

(2017/C 347/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesgerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εναγόμενη και αναιρεσείουσα: Walbusch Walter Busch GmbH & Co. KG

Ενάγον και αναιρεσίβλητο: Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Κρίνεται, κατά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ (1), το ζήτημα αν μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως (εν προκειμένω: διαφημιστικό φυλλάδιο με ταχυδρομική κάρτα παραγγελίας) παρέχει περιορισμένο χώρο ή χρόνο για την απεικόνιση των πληροφοριών με γνώμονα

α)

αν το μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως παρέχει, από τη φύση του (αφηρημένα), περιορισμένο χώρο ή χρόνο,

ή με γνώμονα,

β)

αν παρέχει περιορισμένο χώρο ή χρόνο με τη (συγκεκριμένη) μορφή που έχει προσλάβει κατ’ επιλογήν του επιχειρηματία;

2)

Σε περίπτωση περιορισμένης δυνατότητας απεικονίσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ, συνάδει με το άρθρο 8, παράγραφος 4, και με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο η', της οδηγίας 2011/83/ΕΕ το να περιορίζεται η ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως απλώς και μόνο στην ενημέρωση σχετικά με την ύπαρξη δικαιώματος υπαναχωρήσεως;

3)

Είναι, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο η', της οδηγίας 2011/83/ΕΕ, επιτακτικώς επιβεβλημένο, ακόμη και σε περίπτωση περιορισμένης δυνατότητας απεικονίσεως, να επισυνάπτεται πάντοτε στο μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως, πριν από τη σύναψη εξ αποστάσεως συμβάσεως, το υπόδειγμα εντύπου υπαναχωρήσεως κατά το παράρτημα I, τμήμα B, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ;


(1)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, EE L 304, σ. 64.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) στις 20 Ιουλίου 2017 — Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Taus Magamadov

(Υπόθεση C-438/17)

(2017/C 347/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesverwaltungsgericht

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Aναιρεσείουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Aναιρεσίβλητος: Taus Magamadov

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αποκλείει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (1) την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που προβλέπει ότι αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία υποβάλλεται ενώ άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει επικουρική προστασία, είναι απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογή της διευρυμένης σε σχέση με την προϊσχύσασα ρύθμιση εξουσιοδοτήσεως που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, στον βαθμό που η εθνική ρύθμιση εφαρμόζεται και για αιτήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την 20ή Ιουλίου 2015 ελλείψει εθνικού μεταβατικού καθεστώτος; Ισχύει τούτο σε κάθε περίπτωση όταν η αίτηση ασύλου εξακολουθεί να εμπίπτει εξ ολοκλήρου στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013;

2)

Επιτρέπει, ειδικότερα, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν αναδρομικώς τη διευρυμένη εξουσιοδότηση που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, με αποτέλεσμα να θεωρούνται ως απαράδεκτες και οι αιτήσεις ασύλου οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και πριν από την μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της διευρυμένης αυτής εξουσιοδοτήσεως, αλλά δεν είχαν κριθεί με απόφαση καταστάσα απρόσβλητη κατά τον χρόνο της εν λόγω μεταφοράς;


(1)  Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (EE L 180, σ. 60).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/10


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Hamburg (Γερμανία) στις 20 Ιουλίου 2017 — British American Tobacco (Germany) GmbH κατά Freie und Hansestadt Hamburg

(Υπόθεση C-439/17)

(2017/C 347/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Verwaltungsgericht Hamburg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: British American Tobacco (Germany) GmbH

Καθού: Freie und Hansestadt Hamburg

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 7, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων και την κατάργηση της οδηγίας 2001/37/ΕΚ (1) (στο εξής: οδηγία) την έννοια ότι η απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων καπνού που περιέχουν αρωματικές ουσίες σε οποιοδήποτε από τα συστατικά τους δεν καλύπτει τα προϊόντα καπνού τα οποία, λόγω των αρωματικών ουσιών που περιέχουν τα συστατικά τους, έχουν χαρακτηριστικό άρωμα/γεύση, κατά την έννοια του σχετικού ορισμού στο άρθρο 2, σημείο 25, της οδηγίας;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 14, της οδηγίας την έννοια ότι η μεταβατική διάταξη καλύπτει μόνον την απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων καπνού με χαρακτηριστικό άρωμα/γεύση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ή καλύπτει –και– την απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων καπνού που περιέχουν αρωματικές ουσίες σε οποιοδήποτε από τα συστατικά τους βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 7, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα ή σε περίπτωση που η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα έχει την έννοια ότι το άρθρο 7, παράγραφος 14, της οδηγίας καλύπτει και την απαγόρευση της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων καπνού που περιέχουν αρωματικές ουσίες σε οποιοδήποτε από τα συστατικά τους βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 7, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας:

Πώς πρέπει να ερμηνεύονται οι όροι «προϊόν καπνού με χαρακτηριστικό άρωμα/γεύση» και «συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων» οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 7, παράγραφος 14, της οδηγίας;


(1)  EE L 127, σ. 1.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/11


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε η Commissione Tributaria Regionale del Lazio (Ιταλία) στις 24 Ιουλίου 2017 — Agenzia delle Dogane e dei Monopoli κατά Pilato SpA

(Υπόθεση C-445/17)

(2017/C 347/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Commissione Tributaria Regionale del Lazio

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: Agenzia delle Dogane e dei Monopoli

Εφεσίβλητη: Pilato SpA

Προδικαστικό ερώτημα

Πρέπει η κλάση ΣΟ 8704 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνονται σε αυτήν οι νεκροφόρες; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, πρέπει οι νεκροφόρες να καταταγούν στην κλάση ΣΟ 8705 ή στην κλάση ΣΟ 8703;


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/11


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal de commerce de Liège (Βέλγιο) στις 27 Ιουλίου 2017 — Zako SPRL κατά Sanidel SA

(Υπόθεση C-452/17)

(2017/C 347/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal de commerce de Liège

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Zako SPRL

Εναγόμενη: Sanidel SA

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986 για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (1) την έννοια ότι απαιτεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να προσελκύει και να επισκέπτεται τους πελάτες ή τους προμηθευτές εκτός των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως του αντιπροσωπευομένου;

2)

Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προαναφερθείσας οδηγίας 86/653/ΕΟΚ την έννοια ότι απαιτεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να μη μπορεί να ασκεί άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο και τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των πράξεων αυτών επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως επί του δευτέρου ερωτήματος, έχει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της προαναφερθείσας οδηγίας 86/653/ΕΟΚ την έννοια ότι απαιτεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να μη μπορεί να ασκεί άλλα καθήκοντα πέραν των συνδεόμενων με τη διαπραγμάτευση της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων για τον αντιπροσωπευόμενο και τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των πράξεων αυτών επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, παρά μόνον κατά τρόπο παρεπόμενο;


(1)  ΕΕ L 382, σ. 17.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/12


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) στις 31 Ιουλίου 2017 — Heiko Jonny Maniero κατά Studienstiftung des deutschen Volkes eV

(Υπόθεση C-457/17)

(2017/C 347/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesgerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείων: Heiko Jonny Maniero

Αναιρεσίβλητο: Studienstiftung des deutschen Volkes eV

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Καλύπτει η έννοια «εκπαίδευση» στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2000/43/ΕΚ (1) την απονομή υποτροφιών εκ μέρους σωματείου με σκοπό την προώθηση σχεδίων ερευνών ή σπουδών στην αλλοδαπή;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Σε σχέση με την απονομή των υποτροφιών που μνημονεύονται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, συντρέχει έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43/ΕΚ σε βάρος υποψηφίου, λόγω της προϋποθέσεως υποψηφιότητας η οποία συνίσταται στην επιτυχή ολοκλήρωση της Erstes Juristisches Staatsexamen [της κρατικής εξετάσεως πρώτου επιπέδου για τις νομικές σπουδές] στη Γερμανία, εάν ο υποψήφιος, ο οποίος είναι πολίτης της Ένωσης, έχει αποκτήσει αντίστοιχο τίτλο σπουδών σε κράτος που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να συνδέεται η επιλογή του τόπου αποκτήσεως του τίτλου σπουδών με την εθνοτική του καταγωγή, ενώ είχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει, όπως και ένας ημεδαπός, στην Erstes Juristisches Staatsexamen κατόπιν νομικών σπουδών στην ημεδαπή, καθόσον κατοικεί στην ημεδαπή και ομιλεί με ευχέρεια τη γερμανική γλώσσα;

Είναι κρίσιμο, συναφώς, το ότι το πρόγραμμα υποτροφιών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη χαρακτηριστικά που να εισάγουν διακρίσεις, προωθεί σχέδια ερευνών ή σπουδών στην αλλοδαπή με σκοπό να παράσχει σε όσους έχουν ολοκληρώσει τις νομικές σπουδές στη Γερμανία τη δυνατότητα να γνωρίσουν αλλοδαπά συστήματα δικαίου, καθώς και να αποκτήσουν εμπειρία διαβιώσεως στην αλλοδαπή και γλωσσικές γνώσεις;


(1)  Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (EE L 180, σ. 22).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/12


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 31 Ιουλίου 2017 — SGI κατά Ministre de l’Action et des Comptes Publics

(Υπόθεση C-459/17)

(2017/C 347/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: SGI

Αναιρεσίβλητο: Ministère de l’Action et des Comptes Publics

Προδικαστικό ερώτημα

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 17 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ της 17ης Μαΐου 1977 (1), του οποίου οι διατάξεις επαναλήφθηκαν κατ’ ουσία στο άρθρο 168 της οδηγίας της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (2), την έννοια ότι, για να απορριφθεί αίτημα υποκειμένου στον φόρο να εκπέσει, από τον φόρο προστιθεμένης αξίας που αυτός οφείλει κατ’ αναλογία των δικών του πράξεων, τον φόρο που αναγράφεται σε τιμολόγια τα οποία αντιστοιχούν σε αγαθά ή παροχές υπηρεσιών τα οποία ή οι οποίες η φορολογική αρχή αποδεικνύει ότι δεν του παρασχέθηκαν πράγματι, πρέπει να ερευνάται, σε όλες τις περιπτώσεις, αν αποδείχθηκε ότι αυτός εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πράξη αυτή ενέχει απάτη περί τον φόρο προστιθεμένης αξίας, ανεξαρτήτως του αν η απάτη αυτή διαπράχθηκε με πρωτοβουλία του εκδότη του τιμολογίου, του αποδέκτη του ή τρίτου;


(1)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

(2)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/13


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 31 Ιουλίου 2017 — Valériane SNC κατά Ministre de l’Action et des Comptes Publics

(Υπόθεση C-460/17)

(2017/C 347/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: SNC Valériane

Αναιρεσίβλητο: Ministère de l’Action et des Comptes Publiques

Προδικαστικό ερώτημα

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 17 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ της 17ης Μαΐου 1977 (1), του οποίου οι διατάξεις επαναλήφθηκαν κατ’ ουσία στο άρθρο 168 της οδηγίας της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (2), την έννοια ότι, για να απορριφθεί αίτημα υποκειμένου στον φόρο να εκπέσει, από τον φόρο προστιθεμένης αξίας που αυτός οφείλει κατ’ αναλογία των δικών του πράξεων, τον φόρο που αναγράφεται σε τιμολόγια τα οποία αντιστοιχούν σε αγαθά ή παροχές υπηρεσιών τα οποία ή οι οποίες η φορολογική αρχή αποδεικνύει ότι δεν του παρασχέθηκαν πράγματι, πρέπει να ερευνάται, σε όλες τις περιπτώσεις, αν αποδείχθηκε ότι αυτός εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πράξη αυτή ενέχει απάτη περί τον φόρο προστιθεμένης αξίας, ανεξαρτήτως του αν η απάτη αυτή διαπράχθηκε με πρωτοβουλία του εκδότη του τιμολογίου, του αποδέκτη του ή τρίτου;


(1)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).

(2)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/14


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Hamburg (Γερμανία) την 1η Αυγούστου 2017 — Tänzer & Trasper GmbH κατά Altenweddinger Geflügelhof Kommanditgesellschaft

(Υπόθεση C-462/17)

(2017/C 347/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Hamburg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Tänzer & Trasper GmbH

Εναγόμενη: Altenweddinger Geflügelhof Kommanditgesellschaft

Προδικαστικό ερώτημα

Αποτελούν τα απαριθμούμενα στην κατηγορία 41 του Παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 110/2008 συστατικά τα ελάχιστα απαραίτητα συστατικά ενός αλκοολούχου ποτού προκειμένου αυτό να μπορεί να διατίθεται στην αγορά με την ένδειξη «λικέρ με βάση αυγά» (ελάχιστες προδιαγραφές) ή η κατηγορία 41 του Παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 110/2008 (1) απαριθμεί εξαντλητικά τα συστατικά τα οποία επιτρέπεται να περιέχει ένα προϊόν προκειμένου να διατίθεται στην αγορά με την ένδειξη «λικέρ με βάση αυγά»;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008 σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1576/89 (ΕΕ 2008, L 39, σ. 16).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/14


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunale di Trento (Ιταλία) στις 3 Αυγούστου 2017 — Chiara Motter κατά Provincia autonoma di Trento

(Υπόθεση C-466/17)

(2017/C 347/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunale di Trento

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Chiara Motter

Εναγομένη: Provincia autonoma di Trento

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Συνιστά, για τους σκοπούς εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας πλαισίου, ο αρχικός αντικειμενικός έλεγχος της επαγγελματικής καταλληλότητας, ο οποίος συνίσταται σε ευδόκιμη συμμετοχή του ενδιαφερομένου σε δημόσιο διαγωνισμό, παράγοντα ο οποίος συνδέεται με την απαιτούμενη κατάρτιση και τον οποίον το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη προκειμένου να κρίνει αν η κατάσταση του εργαζομένου με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου είναι ανάλογη προς την κατάσταση του εργαζομένου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, καθώς και προκειμένου να εξακριβώσει αν συντρέχει αντικειμενικός λόγος ικανός να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση του εργαζομένου με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου έναντι του εργαζομένου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου;

2)

Προσκρούει στην προβλεπόμενη από τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εθνικός κανόνας, όπως αυτός του άρθρου 485, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 297 της 16ης Απριλίου 1994, κατά τον οποίο, για τον υπολογισμό της αρχαιότητας κατά τον χρόνο καταλήψεως οργανικής θέσεως με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, τα πρώτα τέσσερα έτη προϋπηρεσίας διανυθείσας υπό καθεστώς ορισμένου χρόνου αναγνωρίζονται πλήρως, ενώ τα επιπλέον έτη αναγνωρίζονται μόνον κατά τα δύο τρίτα για νομικούς σκοπούς και μόνον κατά το ένα τρίτο για οικονομικούς σκοπούς, για τον λόγο ότι δεν έχει προηγηθεί, για τους σκοπούς της παροχής εργασίας υπό καθεστώς ορισμένου χρόνου, «έλεγχος της επαγγελματικής καταλληλότητας, συνιστάμενος σε ευδόκιμη συμμετοχή του ενδιαφερομένου σε δημόσιο διαγωνισμό»;

3)

Προσκρούει στην προβλεπόμενη από τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εθνικός κανόνας, όπως αυτός του άρθρου 485, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 297 της 16ης Απριλίου 1994, κατά τον οποίο, για τον υπολογισμό της αρχαιότητας κατά τον χρόνο καταλήψεως οργανικής θέσεως με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, τα πρώτα τέσσερα έτη προϋπηρεσίας διανυθείσας υπό καθεστώς ορισμένου χρόνου αναγνωρίζονται πλήρως, ενώ τα επιπλέον έτη αναγνωρίζονται μόνον κατά τα δύο τρίτα για νομικούς σκοπούς και μόνον κατά το ένα τρίτο για οικονομικούς σκοπούς, τούτο δε προκειμένου να αποφεύγονται αντίστροφες διακρίσεις εις βάρος των κατεχόντων οργανική θέση υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί κατόπιν ευδόκιμης συμμετοχής σε δημόσιο διαγωνισμό;


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/15


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Giudice di pace di L’Aquila (Ιταλία) στις 7 Αυγούστου 2017 — Gabriele Di Girolamo κατά Ministero della Giustizia

(Υπόθεση C-472/17)

(2017/C 347/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Giudice di pace di L’Aquila

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτών: Gabriele Di Girolamo

Καθού: Ministero della Giustizia

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Εμπίπτει η υπηρεσιακή δραστηριότητα του αιτούντος ειρηνοδίκη στην έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» η οποία περιέχεται στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 (1), της ρήτρας 2 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία υλοποιείται με την οδηγία 1999/70 (2) και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης);

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, δύναται ο τακτικός δικαστής ή δικαστής «togato» να θεωρηθεί εργαζόμενος αορίστου χρόνου αντίστοιχος προς τον εργαζόμενο ορισμένου χρόνου που είναι ο ειρηνοδίκης, για τους σκοπούς εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, μήπως η διαφορά μεταξύ της διαδικασίας προσλήψεως των αορίστου χρόνου τακτικών δικαστών και των διαδικασιών επιλογής που εκ του νόμου προβλέπονται για την πρόσληψη των ορισμένης διάρκειας ειρηνοδικών συνιστά αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1 και/ή σημείο 4, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, για να δικαιολογηθεί ότι το «ζωντανό δίκαιο» που έχει διαμορφωθεί από το Corte suprema di cassazione, Sezioni unite (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σε διευρυμένη σύνθεση, Ιταλία) με την απόφαση 13721/2017 και από το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με τη γνωμοδότηση 464/2017 της 8ης Απριλίου 2017, δεν εφαρμόζει στους ειρηνοδίκες, όπως στην περίπτωση του αιτούντος, εργαζόμενου ορισμένου χρόνου, τους ίδιους όρους εργασίας με εκείνους που ισχύουν για τους τακτικούς δικαστές, αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, και για να δικαιολογηθεί η μη εφαρμογή των μέτρων προλήψεως και κολασμού της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου τα οποία προβλέπονται στη ρήτρα 5 της προαναφερθείσας συμφωνίας-πλαισίου και στο άρθρο 5, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, το οποίο μεταφέρει τους κανόνες αυτούς στο εσωτερικό δίκαιο, λαμβανομένου υπόψη ότι στο εσωτερικό δίκαιο δεν υπάρχει ούτε θεμελιώδης αρχή ούτε συνταγματικός κανόνας που μπορούν να δικαιολογήσουν τη γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων μεταχείριση όσον αφορά τους όρους εργασίας ή την απόλυτη απαγόρευση της μετατροπής της σχέσεως εργασίας των ειρηνοδικών σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και υπό το πρίσμα ενός προηγούμενου κανόνα του εσωτερικού δικαίου (άρθρο 1 του νόμου 217/1974), ο οποίος είχε ήδη προβλέψει την εξομοίωση των όρων εργασίας και τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των μη τακτικών δικαστών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου;

4)

Σε κάθε περίπτωση, σε μια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, αποκλείουν το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη και η κατά το δίκαιο της Ένωσης έννοια του ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστή όπως ειρηνοδίκης που, ενώ έχει συμφέρον για συγκεκριμένη λύση της διαφοράς υπέρ του αιτούντος, ο οποίος ασκεί ως αποκλειστική εργασία τα ίδια με αυτόν δικαστικά καθήκοντα, υποκαταστήσει τον καθορισμένο από τον νόμο δικαστή, επειδή το πιο υψηλό εθνικό δικαστήριο –το Corte suprema di cassazione, Sezioni unite (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σε διευρυμένη σύνθεση)– αρνείται να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των οποίων έγινε επίκληση, επιβάλλοντας στον καθορισμένο από τον νόμο δικαστή να κρίνει, αν του ζητηθεί να αναγνωρίσει το δικαίωμα που έτυχε επικλήσεως, ότι είναι αναρμόδιος, μολονότι το επίμαχο δικαίωμα –όπως η άδεια μετ’ αποδοχών στη διαφορά της κύριας δίκης– θεμελιώνεται στο πρωτογενές και στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, η δε «κοινοτική» νομοθεσία έχει άμεση εφαρμογή έναντι του κράτους; Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να υποδείξει τα εθνικά ένδικα βοηθήματα που πρέπει να ασκηθούν, ώστε η παράβαση του κανόνα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης να μην έχει επίσης ως αποτέλεσμα, στο εσωτερικό δίκαιο, την απόλυτη άρνηση προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εν προκειμένω διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.


(1)  Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

(2)  Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43)


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/16


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Riigikohus (Εσθονία) στις 8 Αυγούστου 2017 — AS Viking Motors, OÜ TKM Beauty Eesti, AS TKM King, Kaubamaja AS, Selver AS κατά Tallinna linn, Maksu- ja Tolliamet

(Υπόθεση C-475/17)

(2017/C 347/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική

Αιτούν δικαστήριο

Riigikohus

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσες: AS Viking Motors, OÜ TKM Beauty Eesti, AS TKM King, Kaubamaja AS, Selver AS

Αναιρεσίβλητοι: Tallinna linn, Maksu- ja Tolliamet

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 401 της οδηγίας 2006/112 (1) του Συμβουλίου την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικό φόρο ο οποίος έχει γενική εφαρμογή και υπολογίζεται με βάση την τιμή, πλην όμως, δυνάμει των σχετικών διατάξεων, επιβάλλεται μόνο κατά το στάδιο της πωλήσεως αγαθού ή της παροχής υπηρεσίας σε καταναλωτή, με αποτέλεσμα την τελική φορολογική επιβάρυνση να φέρει ο καταναλωτής, και ο οποίος θίγει τη λειτουργία του κοινού συστήματος ΦΠΑ και νοθεύει τον ανταγωνισμό;


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (EΕ 2006, L 347, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/16


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) στις 4 Αυγούστου 2017 — Pelham GmbH, Moses Pelham, Martin Haas κατά Ralf Hütter, Florian Schneider-Esleben

(Υπόθεση C-476/17)

(2017/C 347/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Bundesgerichtshof

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εναγόμενοι και αναιρεσείοντες: Pelham GmbH, Moses Pelham, Martin Haas

Ενάγοντες και αναιρεσίβλητοι: Ralf Hütter, Florian Schneider-Esleben

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Υφίσταται προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματος του παραγωγού φωνογραφημάτων για αναπαραγωγή των φωνογραφημάτων του, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας 2001/29/ΕΚ (1), σε περίπτωση που από τα φωνογραφήματά του λαμβάνονται ηχητικά αποσπάσματα ελάχιστης διάρκειας, τα οποία ενσωματώνονται σε άλλο φωνογράφημα;

2)

Συνιστά το φωνογράφημα, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί ελάχιστης διάρκειας ηχητικά αποσπάσματα από άλλο φωνογράφημα, αντίγραφο του άλλου φωνογραφήματος υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας 2006/115/ΕΚ (2);

3)

Μπορούν τα κράτη μέλη να θεσπίζουν διάταξη, η οποία να προβλέπει ρητώς (όπως το άρθρο 24, παράγραφος 1, UrhG) ότι το πεδίο προστασίας του αποκλειστικού δικαιώματος του παραγωγού φωνογραφημάτων προς αναπαραγωγή (άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας 2001/29/ΕΚ) και διανομή στο κοινό (άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας 2006/115/EΚ) του φωνογραφήματός του περιορίζεται με τον τρόπο αυτό εξ ορισμού, υπό την έννοια ότι ένα αυτοτελές και ανεξάρτητο έργο που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο ελεύθερης χρήσεως του φωνογραφήματός του μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως χωρίς τη συναίνεσή του;

4)

Μπορεί ένα έργο ή άλλο προστατευόμενο αντικείμενο, υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο δ', της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιείται με σκοπό την παράθεση αποσπασμάτων, όταν δεν είναι εμφανές ότι πρόκειται για έργο τρίτου ή για άλλο προστατευόμενο αντικείμενο που ανήκει σε τρίτο;

5)

Αφήνουν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που αφορούν το αποκλειστικό δικαίωμα του παραγωγού φωνογραφημάτων προς αναπαραγωγή και διανομή (άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας 2001/29/ΕΚ και άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας 2006/115/EΚ) καθώς και τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς των εν λόγω δικαιωμάτων (άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ και άρθρο 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ) ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη μεταφορά τους στην εσωτερική έννομη τάξη;

6)

Με ποιον τρόπο λαμβάνονται υπόψη τα κατοχυρωμένα στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα, κατά τον καθορισμό του πεδίου προστασίας του αποκλειστικού δικαιώματος του παραγωγού φωνογραφημάτων προς αναπαραγωγή (άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας 2001/29/ΕΚ) και διανομή στο κοινό (άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο β', της οδηγίας 2006/115/EΚ) των φωνογραφημάτων του και του πεδίου εφαρμογής των εξαιρέσεων και περιορισμών των εν λόγω δικαιωμάτων (άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ και άρθρο 10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ);


(1)  Οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (EE 2001, L 167, σ. 10).

(2)  Οδηγία 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμισθώσεως, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (EE 2006, L 376, σ. 28).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/17


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunalul Cluj (Ρουμανία) στις 9 Αυγούστου 2017 — ΙQ κατά JP

(Υπόθεση C-478/17)

(2017/C 347/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunalul Cluj

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: ΙQ

Εναγόμενος: JP

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αναφέρεται η έκφραση «τ[ο] δικαστήρι[ο] κράτους μέλους που έχ[ει] δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης» η οποία περιέχεται στο άρθρο 15 τόσο στα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό όσο και στα δευτεροβάθμια δικαστήρια; Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η υπόθεση μπορεί, βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 (1), να παραπεμφθεί σε δικαστήριο που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση, στην περίπτωση που το έχον δικαιοδοσία δικαστήριο από το οποίο ζητείται να παραπέμψει την υπόθεση είναι δευτεροβάθμιο, ενώ το δικαστήριο που είναι σε θέση να την κρίνει καλύτερα είναι πρωτοβάθμιο.

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ποια τύχη πρέπει να επιφυλάξει στην πρωτόδικη απόφαση το έχον δικαιοδοσία δικαστήριο το οποίο παραπέμπει την υπόθεση σε δικαστήριο που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/18


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Court of Appeal (Ιρλανδία) στις 9 Αυγούστου 2017 — Neculai Tarola κατά Minister for Social Protection

(Υπόθεση C-483/17)

(2017/C 347/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Court of Appeal

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλών: Neculai Tarola

Εφεσίβλητος: Minister for Social Protection

Προδικαστικό ερώτημα

Πολίτης άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, έχοντας ασκήσει για δώδεκα μήνες το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, εισέρχεται στο κράτος υποδοχής και εργάζεται (βάσει εργασιακής σχέσεως μη στηριζόμενης σε σύμβαση ορισμένου χρόνου) επί δύο εβδομάδες έναντι αμοιβής και ακολούθως καθίσταται ακουσίως άνεργος, διατηρεί, υπό τις περιστάσεις αυτές, την ιδιότητα του εργαζομένου για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο ενός επιπλέον εξαμήνου, για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γ', και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (1), ώστε να δικαιούται να λαμβάνει επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας ή, ενδεχομένως, παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως υπό τις ίδιες περιστάσεις όπως αν ήταν κάτοικος και υπήκοος του κράτους υποδοχής;


(1)  Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77)


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/18


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 14 Αυγούστου 2017 — Hoteles Piñero Canarias, S.L. κατά Keefe (εκπροσωπούμενου από τον Nik Eyton ως litigation friend)

(Υπόθεση C-491/17)

(2017/C 347/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Supreme Court of the United Kingdom

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείουσα: Hoteles Piñero Canarias, S.L.

Αναιρεσίβλητος: Godfrey Keefe (εκπροσωπούμενος από τον Nik Eyton ως litigation friend)

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3 (1), η αγωγή του ζημιωθέντος κατά του αντισυμβαλλομένου του ασφαλιστή ή του ασφαλισμένου να αφορά υπόθεση ασφαλίσεως, υπό την έννοια ότι θέτει ζήτημα κύρους ή ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου;

2)

Πρέπει, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3, να υπάρχει κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων αν δεν επιτραπεί η συνεκδίκαση;

3)

Διαθέτει το δικαστήριο εξουσία εκτιμήσεως για να απορρίψει ή επιτρέψει τη συνεκδίκαση αγωγής η οποία εμπίπτει στο άρθρο 11, παράγραφος 3;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/19


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (Γερμανία) στις 17 Αυγούστου 2017 — Deutsche Post AG κατά Hauptzollamt Köln

(Υπόθεση C-496/17)

(2017/C 347/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht Düsseldorf

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Deutsche Post AG

Καθού: Hauptzollamt Köln

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 (1) της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, την έννοια ότι η τελωνειακή διοίκηση επιτρέπεται, βάσει της διατάξεως αυτής, να ζητήσει από τον αιτούντα να γνωστοποιήσει, όσον αφορά τα μέλη του εποπτικού του συμβουλίου και τους δραστηριοποιούμενους σε αυτόν διευθύνοντες συμβούλους, προϊσταμένους τμημάτων, προϊσταμένους λογιστηρίου, προϊσταμένους του τμήματος τελωνειακών υποθέσεων καθώς και τα υπεύθυνα για τις τελωνειακές υποθέσεις και τα αρμόδια για τον χειρισμό των υποθέσεων αυτών μέλη του προσωπικού, αφενός, τους αριθμούς φορολογικού μητρώου που έχει χορηγήσει, για τους σκοπούς της εισπράξεως του φόρου εισοδήματος, η γερμανική Bundeszentralamt für Steuern [κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική υπηρεσία] και, αφετέρου, τα στοιχεία των αρμόδιων για τη βεβαίωση του φόρου εισοδήματος φορολογικών υπηρεσιών;


(1)  EE 2015, L 343, σ. 558.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/20


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour administrative d’appel de Versailles (Γαλλία) στις 10 Ιουλίου 2017 — Oeuvre d’assistance aux bêtes d’abattoirs (OABA) κατά Ministre de l’agriculture et de l'alimentation, Premier ministre, Bionoor, Ecocert France, Institut national de l’origine et qualité (INAO)

(Υπόθεση C-497/17)

(2017/C 347/26)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour administrative d’appel de Versailles

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγον: Oeuvre d’assistance aux bêtes d’abattoirs (OABA)

Καθών: Ministre de l’agriculture et de l’alimentation, Premier ministre, Bionoor, Ecocert France, Institut national de l’origine et qualité (INAO)

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχουν οι εφαρμοστέοι κανόνες του δικαίου της Ένωσης, που απορρέουν ιδίως:

από το άρθρο 13 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

από τον κανονισμό (ΕΚ) 834/2007, του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007 (1), του οποίου οι λεπτομέρειες εφαρμογής έχουν καθορισθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 889/2008 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2008 (2),

και από τον κανονισμό (ΕΚ) 1099/2009 του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 (3)

την έννοια ότι επιτρέπουν ή απαγορεύουν τη χορήγηση της ευρωπαϊκής ενδείξεως «βιολογική γεωργία» σε προϊόντα από ζώα που αποτέλεσαν αντικείμενο σφαγής στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων χωρίς προηγούμενη αναισθησία η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τους όρους που καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1099/2009;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 (EE L 189, σ 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 889/2008 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 834/2007 του Συμβουλίου για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων όσον αφορά τον βιολογικό τρόπο παραγωγής, την επισήμανση και τον έλεγχο των προϊόντων (ΕΕ L 250, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους (ΕΕ L 303, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/20


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Vestre Landsret (Δανία) στις 18 Αυγούστου 2017, C&D Foods Acquisition ApS κατά Skatteministeriet

(Υπόθεση C-502/17)

(2017/C 347/27)

Γλώσσα διαδικασίας: η δανική

Αιτούν δικαστήριο

Vestre Landsret

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: C&D Foods Acquisition ApS

Καθού: Skatteministeriet

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει το άρθρο 168 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ (1) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εταιρία χαρτοφυλακίου, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, έχει δικαίωμα πλήρους εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών που αφορά υπηρεσίες που της παρασχέθηκαν στο πλαίσιο ερευνών δέουσας επιμέλειας πριν από σχεδιασθείσα, αλλά μη ολοκληρωθείσα, μεταβίβαση μετοχών μιας θυγατρικής της στην οποία η εταιρία χαρτοφυλακίου παρείχε διαχειριστικές και μηχανογραφικές υπηρεσίες υποκείμενες σε ΦΠΑ;

2)

Επηρεάζεται η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα από το γεγονός ότι η τιμή των υποκείμενων σε ΦΠΑ διαχειριστικών και μηχανογραφικών υπηρεσιών, τις οποίες η εταιρία χαρτοφυλακίου παρείχε στο πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητάς της, καθοριζόταν με βάση τις δαπάνες της εταιρίας χαρτοφυλακίου για τους μισθούς των εργαζομένων της, προσαυξημένες με ένα «περιθώριο» 10 %;

3)

Ανεξαρτήτως των απαντήσεων που θα δοθούν στα προηγούμενα ερωτήματα, δύναται να υπάρχει δικαίωμα εκπτώσεως αν οι επίμαχες στην κύρια δίκη δαπάνες συμβουλευτικών υπηρεσιών θεωρηθούν ως γενικά έξοδα και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπό ποιες προϋποθέσεις;


(1)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (EE L 347, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/21


Προσφυγή της 21ης Αυγούστου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

(Υπόθεση C-503/17)

(2017/C 347/28)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: F. Tomat, J. Tomkin)

Καθού: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, επιτρέποντας τη χρήση σημανθέντων καυσίμων για τον ανεφοδιασμό ιδιωτικών σκαφών αναψυχής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 95/60/EΚ (1)·

να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η παροχή της δυνατότητας πωλήσεως σημανθέντων καυσίμων για την κίνηση ιδιωτικών σκαφών αναψυχής δεν συνάδει, κατ’ αρχήν, με την οδηγία 95/60/ΕΚ (οδηγία για τη φορολογική σήμανση). Η υποχρέωση σημάνσεως των καυσίμων που έχουν φορολογηθεί με μειωμένο φορολογικό συντελεστή αποσκοπεί συγκεκριμένα στο να διασφαλιστεί η δυνατότητα ευχερούς διακρίσεως των καυσίμων αυτών από καύσιμα για τα οποία έχει καταβληθεί ολόκληρος ο ειδικός φόρος καταναλώσεως. Εντούτοις, το αποτέλεσμα του εθνικού μέτρου είναι ότι, εάν στη δεξαμενή ιδιωτικού σκάφους αναψυχής, το οποίο έχει ανεφοδιαστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, βρεθεί σημανθέν καύσιμο, δεν είναι δυνατό, βάσει της σημάνσεως, να καθοριστεί εάν το χρησιμοποιούμενο καύσιμο έχει φορολογηθεί με πλήρη ή με μειωμένο φορολογικό συντελεστή.


(1)  Οδηγία 95/60/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, σχετικά με τη φορολογική σήμανση του πετρελαίου ντήζελ και του φωτιστικού πετρελαίου (ΕΕ 1995, L 291, σ. 46).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/22


Προσφυγή της 21ης Αυγούστου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας

(Υπόθεση C-504/17)

(2017/C 347/29)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: F. Tomat, J. Tomkin)

Καθής: Ιρλανδία

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία, μη διασφαλίζοντας την εφαρμογή των ελάχιστων επιπέδων φορολογήσεως των καυσίμων που ορίζει η οδηγία 2003/96/ΕΚ (1) του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 4 και 7 της οδηγίας αυτής·

να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία, επιτρέποντας τη χρήση σημανθέντων καυσίμων για την κίνηση ιδιωτικών σκαφών αναψυχής, ακόμη και όταν τα καύσιμα αυτά δεν έχουν απαλλαγεί από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως ούτε έχουν φορολογηθεί με μειωμένο φορολογικό συντελεστή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 95/60/ΕΚ (2) του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1995, σχετικά με τη φορολογική σήμανση του πετρελαίου ντήζελ και του φωτιστικού πετρελαίου·

να καταδικάσει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το σύστημα της Ιρλανδίας για την επιβολή και είσπραξη του ειδικού φόρου καταναλώσεως, επί καυσίμων τα οποία χρησιμοποιούνται για την κίνηση ιδιωτικών σκαφών αναψυχής, δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που υπέχει το εν λόγω κράτος μέλος από την οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου (στο εξής: οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας) και την οδηγία 95/60/ΕΚ (στο εξής: οδηγία για τη φορολογική σήμανση).

Όσον αφορά την καταβολή ειδικών φόρων καταναλώσεως, είναι προφανές ότι στην πραγματικότητα μόνον ένας πολύ μικρός αριθμός ιδιοκτητών σκαφών αναψυχής υποβάλλει δηλώσεις για την καταβολή ολόκληρου του ποσού του ειδικού φόρου καταναλώσεως. Η Επιτροπή εκτιμά, επίσης, ότι η παροχή της δυνατότητας πωλήσεως σημανθέντων καυσίμων για χρήσεις που φορολογούνται με πλήρη φορολογικό συντελεστή δεν συνάδει, κατ’ αρχήν, με την οδηγία για τη φορολογική σήμανση. Η υποχρέωση σημάνσεως των καυσίμων που έχουν φορολογηθεί με μειωμένο φορολογικό συντελεστή αποσκοπεί συγκεκριμένα στο να διασφαλιστεί η δυνατότητα ευχερούς διακρίσεως των καυσίμων αυτών από καύσιμα για τα οποία έχει καταβληθεί ολόκληρος ο ειδικός φόρος καταναλώσεως. Εντούτοις, το αποτέλεσμα του εθνικού μέτρου είναι ότι, εάν στη δεξαμενή ιδιωτικού σκάφους αναψυχής, το οποίο έχει ανεφοδιαστεί στην Ιρλανδία, βρεθεί σημανθέν καύσιμο, δεν είναι δυνατό, βάσει της σημάνσεως, να καθοριστεί εάν το χρησιμοποιούμενο καύσιμο έχει φορολογηθεί με πλήρη ή με μειωμένο φορολογικό συντελεστή.


(1)  ΕΕ 2003, L 283, σ. 51.

(2)  ΕΕ 1995, L 291, σ. 46.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/22


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 21 Αυγούστου 2017 — Google Inc. κατά Commission nationale de l’informatique et des libertés (CNIL)

(Υπόθεση C-507/17)

(2017/C 347/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Google Inc.

Καθής: Commission nationale de l’informatique et des libertés (CNIL)

Παρεμβαίνοντες: Wikimedia Foundation Inc., Fondation pour la liberté de la presse, Microsoft Corp., Reporters Committee for Freedom of the Press κ.λπ., Article 19 κ.λπ., Internet Freedom Foundation κ.λπ., Défenseur des droits

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει το «δικαίωμα σε απενεργοποίηση», όπως καθιερώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση που εξέδωσε στις 13 Μαΐου 2014 (1) βάσει των διατάξεων του άρθρου 12, στοιχείο β', και του άρθρου 14, στοιχείο α', της οδηγίας της 24ης Οκτωβρίου 1995 (2), την έννοια ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως μηχανής αναζητήσεως οφείλει, όταν κάνει δεκτό αίτημα απενεργοποιήσεως, να εφαρμόζει την εν λόγω απενεργοποίηση στο σύνολο των ονομάτων χώρου της μηχανής αναζητήσεως που εκμεταλλεύεται, ώστε οι επίμαχοι σύνδεσμοι να μην εμφανίζονται πλέον, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο πραγματοποιείται η αναζήτηση βάσει του ονόματος του αιτούντος, μεταξύ άλλων εκτός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας της 24ης Οκτωβρίου 1995;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχει το «δικαίωμα σε απενεργοποίηση», όπως καθιερώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προπαρατεθείσα απόφασή του, την έννοια ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως μηχανής αναζητήσεως οφείλει μόνο, όταν κάνει δεκτό αίτημα απενεργοποιήσεως, να απαλείφει τους επίμαχους συνδέσμους από τα αποτελέσματα που εμφανίζονται κατόπιν αναζητήσεως που πραγματοποιείται βάσει του ονόματος του αιτούντος στο όνομα χώρου που αντιστοιχεί στο κράτος στο οποίο τεκμαίρεται ότι υποβλήθηκε το αίτημα ή, γενικότερα, στα ονόματα χώρου της μηχανής αναζητήσεως τα οποία αντιστοιχούν στις εθνικές επεκτάσεις της εν λόγω μηχανής αναζητήσεως για το σύνολο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

3)

Επιπλέον, συμπληρωματικά προς την υποχρέωση που μνημονεύεται στο δεύτερο ερώτημα, έχει το «δικαίωμα σε απενεργοποίηση», όπως καθιερώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προπαρατεθείσα απόφασή του, την έννοια ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως μηχανής αναζητήσεως που κάνει δεκτό αίτημα απενεργοποιήσεως οφείλει να απαλείφει, διά της τεχνικής του γεωγραφικού αποκλεισμού, από διεύθυνση IP η οποία τεκμαίρεται ότι ευρίσκεται στο κράτος κατοικίας του δικαιούχου του «δικαιώματος σε απενεργοποίηση», τα επίμαχα αποτελέσματα των αναζητήσεων που πραγματοποιούνται βάσει του ονόματός του, ή ακόμη, γενικότερα, από διεύθυνση IP η οποία τεκμαίρεται ότι ευρίσκεται σε κράτος μέλος που υπόκειται στην οδηγία της 24ης Οκτωβρίου 1995, και τούτο ανεξάρτητα από το όνομα χώρου που χρησιμοποιεί ο χρήστης του Διαδικτύου που πραγματοποιεί την αναζήτηση;


(1)  Απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain και Google, C-131/12, EU:C:2014:317.

(2)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (EE L 281, σ. 31).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/23


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour d’appel de Liège (Βέλγιο) στις 23 Αυγούστου 2017 — Ministère public κατά Marin-Simion Sut

(Υπόθεση C-514/17)

(2017/C 347/31)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour d’appel de Liège

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούσα: Ministère public

Καθού: Marin-Simion Sut

Προδικαστικό ερώτημα

Μπορεί το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (1) να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να τύχει εφαρμογής σε πράξεις για τις οποίες έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή από δικαστήριο του κράτους εκδόσεως εφόσον οι ίδιες πράξεις τιμωρούνται στο κράτος εκτελέσεως μόνο με ποινή προστίμου, γεγονός που συνεπάγεται, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του κράτους εκτελέσεως, αδυναμία εκτελέσεως της στερητικής της ελευθερίας ποινής στο κράτος μέλος εκτελέσεως, και τούτο εις βάρος της κοινωνικής επανεντάξεως του καταδικασθέντος και των οικογενειακών, κοινωνικών, οικονομικών και λοιπών δεσμών του;


(1)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών — Δηλώσεις τις οποίες έκαναν ορισμένα κράτη μέλη με την ευκαιρία της έκδοσης της απόφασης-πλαισίου (EE L 190, σ. 1).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/24


Προσφυγή της 4ης Σεπτεμβρίου 2017 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-526/17)

(2017/C 347/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Gattinara, P. Ondrůšek, A. Tokár)

Καθής: Ιταλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παρατείνοντας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2046 την παραχώρηση του έργου του αυτοκινητοδρόμου A 12 Civitavecchia-Λιβόρνο άνευ προκηρύξεως δημοσίου διαγωνισμού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 58 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114), όπως έχει τροποποιηθεί·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η παράταση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2046 της παραχώρησεως του έργου του αυτοκινητοδρόμου A 12 Civitavecchia-Λιβόρνο συνιστά τροποποίηση ουσιώδους όρου της εν λόγω παραχωρήσεως· δεδομένου ότι πρόκειται για ουσιώδη τροποποίηση της παραχωρήσεως, η χρονική αυτή παράταση ισοδυναμεί με σύναψη νέας συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου και, ως τέτοια, έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο δημοσιότητας μέσω της προκηρύξεως δημοσίου διαγωνισμού. Εφόσον δεν δημοσιεύθηκε καμία προκήρυξη δημοσίου διαγωνισμού, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 58 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.


Γενικό Δικαστήριο

16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/25


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2017 — Yanukovych κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-347/14 INTP) (1)

((Διαδικασία - Ερμηνεία διατάξεως))

(2017/C 347/33)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Olga Stanislavivna Yanukovych, ως κληρονόμος του Viktor Viktorovych Yanukovych (Κίεβο, Ουκρανία) (εκπρόσωπος: T. Beazley, QC)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: J. P. Hix και P. Mahnič Bruni)

Παρεμβαίνουσα υπέρ του καθού: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: αρχικώς S. Bartelt και D. Gauci, εν συνεχεία E. Paasivirta και J. Norris-Usher)

Αντικείμενο

Αίτηση ερμηνείας της διατάξεως της 12ης Ιουλίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου (T-347/14, EU:T:2016:433)

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Το σημείο 3 του διατακτικού της διατάξεως της 12ης Ιουλίου 2016, Yanukovych κατά Συμβουλίου (T-347/14), έχει την έννοια ότι, αναφορικά με το αίτημα ακυρώσεως που διατυπώθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, αφορά τόσο τα δικαστικά έξοδα του V. Viktorovych Yanukovych όσο και εκείνα της Olga Stanislavivna Yanukovych, ως κληρονόμου του V. Viktorovych Yanukovych.

2)

Η Ο. Stanislavivna Yanukovych, ως κληρονόμος του V. Viktorovych Yanukovych, αφενός, και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα όσον αφορά τη διαδικασία ερμηνείας.

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

4)

Το πρωτότυπο της παρούσας διατάξεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της ερμηνευθείσας διατάξεως, στο περιθώριο της οποίας γίνεται μνεία της παρούσας διατάξεως.


(1)  EE C 253 της 4.8.2014.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/25


Προσφυγή της 4ης Ιουλίου 2017 — Arca Capital Bohemia κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-440/17)

(2017/C 347/34)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Arca Capital Bohemia a.s. (Πράγα, Τσεχική Δημοκρατία) (εκπρόσωπος: M. Nedelka, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση COMP/D3/PB/2017/026659 της Επιτροπής, της 15ης Μαρτίου 2017, περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, σε σχέση με την υπόθεση COMP/SA.17006 — C 27/04 (ex CZ 49/03) — Agrobanka Praha a.s. και GE Capital Bank a.s·

να ακυρώσει την απόφαση C(2017) 3130 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2017, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση COMP/D3/PB/2017/026659 της 15ης Μαρτίου 2017·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα της προσφεύγουσας.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από το ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 αποτέλεσαν το αντικείμενο εσφαλμένης εφαρμογής.

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής νομολογίας η οποία, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις στο πλαίσιο των οποίων ο διοικητικός φάκελος έχει ήδη διεκπεραιωθεί. Ωσαύτως, σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, υφίσταται εντονότατο δημόσιο συμφέρον για την εκ μέρους των πολιτών λήψη όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών προκειμένου να ελέγχονται οι κρατικοί οργανισμοί, τα δε επιχειρήματα που στηρίζονται στην προστασία εμπορικών συμφερόντων θα πρέπει να εξετάζονται υπό διαφορετικό πρίσμα από εκείνο το οποίο προσιδιάζει στην εξέταση των υποθέσεων σχετικά με συγχωνεύσεις ή συμπράξεις.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από το ότι για τη γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους που, κατά την άποψή της, υπαγόρευσαν την ιδιωτικοποίηση της συγκεκριμένης τράπεζας και σχετικά με τη σταθερότητα του τσεχικού τραπεζικού τομέα.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/26


Προσφυγή της 4ης Ιουλίου 2017 — Arca Capital Bohemia κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-441/17)

(2017/C 347/35)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Arca Capital Bohemia a.s. (Πράγα, Τσεχική Δημοκρατία) (εκπρόσωπος: M. Nedelka, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση COMP/F3/NB/tt*D-2017/025322 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2017, περί μερικής αρνήσεως παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, σε σχέση με την υπόθεση COMP/SA. 25076 (2011/NN) — Ιδιωτικοποίηση της Rental Housing — Karbon Invest·

να ακυρώσει την απόφαση C(2017) 3129 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2017, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση COMP/F3/NB/tt*D-2017/025322 της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2017·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα της προσφεύγουσας.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από το ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 αποτέλεσαν το αντικείμενο εσφαλμένης εφαρμογής.

Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής νομολογίας η οποία, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις στο πλαίσιο των οποίων ο διοικητικός φάκελος έχει ήδη διεκπεραιωθεί. Ωσαύτως, σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, υφίσταται εντονότατο δημόσιο συμφέρον για την εκ μέρους των πολιτών λήψη όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών προκειμένου να ελέγχονται οι κρατικοί οργανισμοί, τα δε επιχειρήματα που στηρίζονται στην προστασία εμπορικών συμφερόντων θα πρέπει να εξετάζονται υπό διαφορετικό πρίσμα από εκείνο το οποίο προσιδιάζει στην εξέταση των υποθέσεων σχετικά με συγχωνεύσεις ή συμπράξεις.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από το ότι για τη γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η εν λόγω ιδιωτικοποίηση είχε κατάφωρα αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο και κάνει λόγο για ευρέως διαδεδομένες υπόνοιες ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας έγιναν εσφαλμένοι χειρισμοί εκ μέρους των κρατικών οργανισμών.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/27


Προσφυγή-αγωγή της 18ης Ιουλίου 2017 — Bowles κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-447/17)

(2017/C 347/36)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Carlos Bowles (Φρανκφούρτη επί του Μάιν, Γερμανία) (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

κατά συνέπεια,

να ακυρώσει την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2017 η οποία κοινοποιήθηκε στο προσωπικό την 1η Φεβρουαρίου 2017, με την οποία τοποθετήθηκε ο M. [X] στη θέση του συμβούλου του προέδρου και συντονιστή του συμβουλίου της διευθύνσεως, να ακυρώσει την απόφαση περί μη τοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στη θέση αυτή και να ακυρώσει την απόφαση με την οποία δεν επετράπη στον προσφεύγοντα-ενάγοντα να υποβάλει υποψηφιότητα για τη θέση αυτή·

να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση της διοικητικής ενστάσεως, η οποία εκδόθηκε στις 16 Μαΐου 2017 και παραλήφθηκε στις 23 Μαΐου 2017·

να διατάξει την αποκατάσταση της υλικής ζημίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος η οποία συνίσταται σε απώλεια της ευκαιρίας να τοποθετηθεί στη θέση του συμβούλου του προέδρου και συντονιστή του συμβουλίου της διευθύνσεως·

να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του προσφεύγοντος-ενάγοντος η οποία συμβολικώς εκτιμάται ex aequo et bono σε 1 ευρώ·

να καταδικάσει την καθής-εναγομένη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει τέσσερις λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της δημοσιότητας, της διαφάνειας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και παράβαση των άρθρων 20.2 του εσωτερικού κανονισμού, 8 (a) των όρων απασχολήσεως [του προσωπικού της ΕΚΤ] και 1a.1.1 των κανόνων για θέματα προσωπικού και των άρθρων 2 και 3 ΣΕΕ και 20 και 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προσφεύγων-ενάγων εκτιμά συναφώς ότι δεν είχε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του συμβούλου του προέδρου και συντονιστή του συμβουλίου της διευθύνσεως, ενώ, αντιθέτως, η δυνατότητα αυτή προσφέρθηκε στον M. [X].

2.

Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 1a.7 των κανόνων για θέματα προσωπικού, καθόσον αυτή η νομική βάση επέτρεπε μόνον την τοποθέτηση υποψηφίου στη θέση του συμβούλου μέλους της διευθύνσεως και όχι την τοποθέτηση υποψηφίου στη θέση του συμβούλου του προέδρου και συντονιστή του συμβουλίου της διευθύνσεως η οποία προσθέτει ευθύνες επίσης αντιστοιχούσες σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνες του συμβούλου.

3.

Ο τρίτος λόγος αφορά έλλειψη διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού σχετικά με τη δημιουργία νέας θέσεως εργασίας και με την τροποποίηση του επιπέδου της θέσεως του συντονιστή, κατά παράβαση των άρθρων 48 και 49 των όρων απασχολήσεως και του πρωτοκόλλου συμφωνίας.

4.

Ο τέταρτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως λόγω της ελλείψεως περιγραφής των καθηκόντων για τη θέση του συμβούλου του προέδρου και συντονιστή του συμβουλίου της διευθύνσεως.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/28


Προσφυγή της 20ής Ιουλίου 2017 — TL κατά ΕΕΠΔ

(Υπόθεση T-452/17)

(2017/C 347/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: TL (εκπρόσωποι: T. Léonard και M. Cock, δικηγόροι)

Καθού: Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι, απορρίπτοντας την ένσταση με την αιτιολογία ότι αποτελούσε αίτηση επανεξετάσεως και μη αντικρούοντας τα επιχειρήματα του υποβάλλοντος την ένσταση, η απόφαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: ΕΕΠΔ) της 16ης Μαΐου 2017 περί απορρίψεως του αιτήματος ανωνυμίας της αποφάσεως [εμπιστευτικού χαρακτήρα] (1) και των ιστοσελίδων που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, παραβαίνει:

το άρθρο 46, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1) καθώς και τα άρθρα 33 και 34, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/504/ΕΕ του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για την έκδοση εσωτερικού κανονισμού (ΕΕ 2013, L 273, σ. 41), τα οποία θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 46, στοιχείο α', το οποίο αναθέτει στον ΕΕΠΔ το καθήκον να εξετάζει τις ενστάσεις και να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τα αποτελέσματα της έρευνάς του·

το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβάλλει στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης τη γενική υποχρέωση αιτιολογήσεως·

να διαπιστώσει ότι, κρίνοντας τον ΕΕΠΔ αναρμόδιο να εξετάσει την ένσταση του προσφεύγοντος, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 46, στοιχείο γ', του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

κατά συνέπεια:

να κρίνει άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει τον ΕΕΠΔ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από τη μη εξέταση εκ μέρους του ΕΕΠΔ της ενστάσεως που ο προσφεύγων υπέβαλε ενώπιόν του. Απορρίπτοντας την ένσταση με την αιτιολογία ότι συνιστούσε αίτηση επανεξετάσεως και μη αντικρούοντας τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του αιτήματός του ανωνυμίας, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει, κατά την άποψή του, το άρθρο 46, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001, το οποίο αναθέτει στον ΕΕΠΔ το καθήκον εξετάσεως των ενστάσεων και ενημερώσεως του υποκειμένου των δεδομένων για τα αποτελέσματα της έρευνάς του, καθώς και τα άρθρα 33 και 34, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2013/504/ΕΕ του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων της 17ης Δεκεμβρίου 2012 για την έκδοση εσωτερικού κανονισμού, τα οποία θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 46, στοιχείο α', δυνάμει των οποίων ο ΕΕΠΔ εξετάζει τις ενστάσεις και ενημερώνει τον υποβάλλοντα σχετικά με το αποτέλεσμα της ενστάσεως και τα λαμβανόμενα μέτρα. Κατά τον προσφεύγοντα, ο ΕΕΠΔ δεν εξέτασε την ένσταση διότι την χαρακτήρισε εσφαλμένως ως αίτηση επανεξετάσεως. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβάλλει στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης τη γενική υποχρέωση αιτιολογήσεως.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 46, στοιχείο γ', του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001, ερμηνευομένου υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι ο ΕΕΠΔ έκρινε εσφαλμένως ότι δεν ήταν αρμόδιος να εξετάσει την ένσταση του προσφεύγοντος.


(1)  Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/29


Προσφυγή-αγωγή της 20ής Ιουλίου 2017 — TV κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-453/17)

(2017/C 347/38)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: TV (εκπρόσωποι: L. Levi και A. Blot, δικηγόροι)

Καθού-εναγόμενο: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

κατά συνέπεια,

να ακυρώσει την απόφαση της 19ης Αυγούστου 2016 περί απολύσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας του, ήτοι την 1η Σεπτεμβρίου 2016·

να ακυρώσει την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της 11ης Απριλίου 2017, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος της 4ης Νοεμβρίου 2016·

να διατάξει την καταβολή στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αποζημιώσεως ύψους 20 000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη·

να καταδικάσει το καθού-εναγόμενο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει πέντε λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον επιβεβαιώνει τη γνώμη της επιτροπής εκθέσεων (CORAP), η οποία υποκατέστησε την εκτίμηση των βαθμολογητών με τη δική της.

3.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από πρόδηλη πλάνη περί τα πράγματα και περί το δίκαιο που ενέχει η αιτιολογία στην οποία στηρίζεται η έκθεση σχετικά με την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας.

4.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από το ότι η περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν πραγματοποιήθηκε υπό κανονικές συνθήκες.

5.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

Ο προσφεύγων-ενάγων θεωρεί, εξάλλου, ότι, οι παράνομες συμπεριφορές που εκτίθενται με τους λόγους της προσφυγής-αγωγής θεμελιώνουν ευθύνη του καθού-εναγομένου. Ως εκ τούτου, ζητεί την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προβάλλει ότι υπέστη λόγω των προσβαλλομένων αποφάσεων.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/30


Προσφυγή της 21ης Ιουλίου 2017 — Shindler κ.λπ. κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-458/17)

(2017/C 347/39)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Harry Shindler (Porto d’Ascoli, Ιταλία) και 12 λοιποί προσφεύγοντες (εκπρόσωπος: J. Fouchet, δικηγόρος)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ), XT 21016/17, και το παράρτημα της αποφάσεως αυτής XT 21016/17, ADD 1 REV 2, της 22ας Μαΐου 2017, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση·

κατά συνέπεια,

να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένης της δικηγορικής αμοιβής ύψους 5 000 ευρώ·

με κάθε επιφύλαξη, και ειδικότερα για την υποβολή από την SCP CORNILLE-POUYANNE, Avocats au Barreau de Bordeaux (δικηγόροι του Δικηγορικού Συλλόγου του Bordeaux), των παρατηρήσεων που θεωρούνται χρήσιμες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που καθορίζεται από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν δύο λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος στηρίζεται στην έλλειψη εξωτερικής νομιμότητας της αποφάσεως (ΕΕ, Ευρατόμ), XT 21016/17, και του παραρτήματος αυτής XT 21016/17, ADD 1 REV 2, της 22ας Μαΐου 2017, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει δύο σκέλη:

Το πρώτο σκέλος στηρίζεται σε παραβίαση της Συνθήκης Ευρατόμ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση και το παράρτημά της προβλέπουν την αυτόματη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, ταυτόχρονα με την αποχώρηση από την Ένωση, χωρίς αυτή να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής διαδικασίας διαπραγμάτευσης και αποχώρησης.

Το δεύτερο σκέλος στηρίζεται σε προσβολή της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση και το παράρτημά της αναθέτουν στην Ένωση μια κατ’ εξαίρεση οριζόντια αρμοδιότητα κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και αποκλείουν τη δυνατότητα συνάψεως μικτής συμφωνίας, με συνέπεια ουδεμία επικύρωση της τελικής συμφωνίας από τα κράτη μέλη να προβλέπεται.

2.

Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται στην έλλειψη εσωτερικής νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και περιλαμβάνει τρία σκέλη:

Το πρώτο σκέλος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ισότητας, στο μέτρο που, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και του παραρτήματός της, το καθού δέχθηκε να κινηθεί διαδικασία αποχωρήσεως χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στους Ευρωπαίους πολίτες του εξωτερικού να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της ενδεχόμενης απώλειας της ευρωπαϊκής ιθαγένειάς τους. Με τον τρόπο αυτό, το δικαίωμα ακροάσεως και εκφράσεως των απόψεών τους στο πλαίσιο μιας εκλογικής διαδικασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν έγινε σεβαστό. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνει, επομένως, την ύπαρξη μιας ομάδας πολιτών δεύτερης κατηγορίας, οι οποίοι στερήθηκαν του δικαιώματός τους ψήφου λόγω του ότι έκαναν χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας και, συνακόλουθα, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτών. Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι εισάγεται διάκριση μεταξύ Ευρωπαίων πολιτών λόγω του τόπου κατοικίας τους.

Το δεύτερο σκέλος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 203 ΣΛΕΕ, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει την αποχώρηση των Βρετανικών υπερπόντιων χωρών και εδαφών χωρίς να έχει παρασχεθεί στους κατοίκους των χωρών αυτών και εδαφών η δυνατότητα να ψηφίσουν σχετικά με την αποχώρηση από το καθεστώς συνδέσεως το οποίο προβλέπουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες, χωρίς αναφορά στην ειδική διαδικασία του άρθρου 203 ΣΛΕΕ που έχει εφαρμογή επ’ αυτών, με συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση να θίγει την κατά το άρθρο 199 ΣΛΕΕ ελευθερία εγκαταστάσεως.

Το τρίτο σκέλος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο μέτρο που οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων, με αβέβαιο αποτέλεσμα, για τη σύναψη της συμφωνίας αποχωρήσεως θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα τα οποία αυτοί αντλούν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, παρά το γεγονός ότι αυτοί έχουν δημιουργήσει προσωπικούς και οικογενειακούς δεσμούς σε άλλο κράτος μέλος διά της ασκήσεως του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση και το παράρτημά της δεν είναι σύμφωνη με την απαίτηση περί προβλεψιμότητας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και προσβάλλει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/31


Προσφυγή-αγωγή της 25ης Ιουλίου 2017 — TN κατά ENISA

(Υπόθεση T-461/17)

(2017/C 347/40)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: TN (εκπρόσωποι: L. Levi και A. Blot, δικηγόροι)

Καθού-εναγόμενος: Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA)

Αιτήματα

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) της 25ης Νοεμβρίου 2016, με την οποία ανακλήθηκε η προσφορά απασχολήσεως σύμφωνα με την οποία ο προσφεύγων-ενάγων επρόκειτο να αναλάβει τη θέση του προϊσταμένου του τομέα εταιρικών υπηρεσιών και της μονάδας διαχειρίσεως πελατών·

να ακυρώσει την απόφαση του ENISA της 20ής Απριλίου 2017, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος·

να επιδικάσει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αποζημίωση προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη·

να καταδικάσει τον ENISA στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει τρεις λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αφορά παραβίαση εκ μέρους του καθού-εναγομένου των συμβατικών υποχρεώσεών του έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει ότι η προσφορά απασχολήσεως δεν μπορούσε να ανακληθεί καθώς είχε ήδη συναφθεί σύμβαση και αμφισβητεί τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του καθού-εναγομένου.

2.

Ο δεύτερος λόγος αφορά μη επιτρεπόμενη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του προσφεύγοντος-ενάγοντος και παράβαση του άρθρου 12 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αθέτηση της υποχρεώσεως επιμέλειας και προσβολή του δικαιώματος για χρηστή διοίκηση.

3.

Ο τρίτος λόγος αφορά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

Ο προσφεύγων-ενάγων δεν κλήθηκε σε ακρόαση πριν από τη λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως για ανάκληση της προσφοράς απασχολήσεως.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/32


Προσφυγή-αγωγή της 25ης Ιουλίου 2017 — TO κατά ΕΟΠ

(Υπόθεση T-462/17)

(2017/C 347/41)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: TO (εκπρόσωπος: N. Lhoëst, δικηγόρος)

Καθού-εναγόμενος: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ)

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) της 22ας Σεπτεμβρίου 2016 περί καταγγελίας της συμβάσεως προσλήψεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας ως συμβασιούχου υπαλλήλου·

να ακυρώσει την απόφαση του ΕΟΠ της 20ής Απριλίου 2017 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 21ης Δεκεμβρίου 2016·

να καταδικάσει τον ΕΟΠ να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα αποζημίωση υπολογιζόμενη βάσει της απώλειας μισθού 4 ετών, αφαιρουμένου του επιδόματος ανεργίας το οποίο θα έχει λάβει κατά την περίοδο αυτή·

να καταδικάσει τον ΕΟΠ να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ποσό ύψους 3 500,00 ευρώ ως αποζημίωση για τις επιβαρύνσεις λόγω πρόωρης λήξης της συμβάσεως μισθώσεώς της στην Κοπεγχάγη, με την επιφύλαξη της αυξήσεως του ποσού αυτού, εφόσον παρίσταται ανάγκη·

να ακυρώσει το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας του Σεπτεμβρίου 2016, ιδίως καθόσον δεν περιλαμβάνει τον μισθό για τις 22 Σεπτεμβρίου 2016·

να καταδικάσει τον ΕΟΠ να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ποσό ύψους 50 000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε η απόφαση περί απολύσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2016·

να καταδικάσει τον ΕΟΠ να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ποσό ύψους 5 000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε η παράβαση από τον ΕΟΠ του άρθρου 26 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

να καταδικάσει τον ΕΟΠ να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ποσό ύψους 10 000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε η ψυχολογική πίεση που άσκησε σε αυτή ο ΕΟΠ κατά τη διάρκεια της ανικανότητάς της προς εργασία·

όλως επικουρικώς, να καταδικάσει τον ΕΟΠ να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ποσό που αντιστοιχεί σε ένα μήνα προειδοποιήσεως και αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που συμπλήρωσε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84 του ΚΛΠ·

να καταδικάσει τον ΕΟΠ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει οκτώ λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από το ανεφάρμοστο του άρθρου 48, στοιχείο β', του ΚΛΠ.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 48, στοιχείο β', και 16, παράγραφος 2, του ΚΛΠ.

3.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας λόγω διακρίσεως όσον αφορά το άρθρο 48, στοιχείο β', του ΚΛΠ.

4.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 26 του ΚΥΚ και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

5.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1) και του άρθρου 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.

Ο έκτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 84 του ΚΛΠ, του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθήκοντος μέριμνας.

7.

Ο έβδομος λόγος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

8.

Ο όγδοος λόγος αντλείται από κατάχρηση εξουσίας.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/33


Προσφυγή της 26ης Ιουλίου 2017 — Barata κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-467/17)

(2017/C 347/42)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Carlos Manuel Henriques Barata (Λισσαβώνα, Πορτογαλία) (εκπρόσωποι: G. Pandey, D. Rovetta και V. Villante, δικηγόροι)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις ακόλουθες αποφάσεις και πράξεις, στις περιπτώσεις δε που ενδείκνυται, αφού κηρύξει προηγουμένως ως παράνομη και ανεφάρμοστη έναντι του προσφεύγοντος την προκήρυξη διαγωνισμού EP/CAST/S/16/2016 (1) δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ:

την από 26 Οκτωβρίου 2016 απόφαση του διευθυντή ανάπτυξης ανθρωπίνων πόρων περί μη εγγραφής του C. Barata στο σχέδιο του πίνακα υποψηφίων για μια θέση συμβασιούχου υπαλλήλου στην ομάδα καθηκόντων I ως οδηγού στο πλαίσιο της διαδικασίας για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων CAST 2016/2017·

την περιλαμβανόμενη σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 28ης Νοεμβρίου 2016 απόφαση της ΓΔ INLO [Γενικής Διεύθυνσης Υποδομών και Υλικοτεχνικής Υποστήριξης] του Κοινοβουλίου να επικυρώσει την προαναφερθείσα απόφαση περί μη εγγραφής του C. Barata στο σχέδιο του πίνακα υποψηφίων για μια θέση συμβασιούχου υπαλλήλου στην ομάδα καθηκόντων I ως οδηγού στο πλαίσιο της διαδικασίας για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων CAST 2016/2017·

την από 25 Απριλίου 2017 απόφαση της Γενικής Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία έχει υπογραφεί από τον Klaus Welle και η οποία κοινοποιήθηκε στον C. Barata με συστημένη επιστολή, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στις 9 Ιανουαρίου 2017 δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ)·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους υποστηρίζοντας ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 25 του ΚΥΚ και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, παράβαση που προέκυψε από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των θεωρητικής φύσεως δεξιοτήτων του προσφεύγοντος και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως πραγματικών στοιχείων, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως γνησιότητας του περιέχοντος ένα ερωτηματολόγιο πιστοποιητικού που φέρεται ότι αντιστοιχεί στο έγγραφο που προσκόμισε ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού. Κατά τον προσφεύγοντα, η πρόδηλη πλάνη έλαβε χώρα συνεπεία της ελλείψεως ελέγχου εκ μέρους του Κοινοβουλίου όσον αφορά την επιμέλεια που όφειλε να επιδείξει ένας εξωτερικός συνεργάτης στον οποίο είχε ανατεθεί το έργο της αξιολογήσεως των αιτήσεων υποψηφιότητας στο πλαίσιο των διαδικασιών επιλογής CAST του 2016. Το γεγονός αυτό είχε, καθ’ εαυτό, αρνητικό αντίκτυπο επί των υποχρεώσεων παραθέσεως επαρκούς αιτιολογίας έναντι του προσφεύγοντος.

Ο προσφεύγων προβάλλει, επίσης, παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας λόγω της προσβολής των δικαιωμάτων του άμυνας και των δικαιωμάτων του ακροάσεως, πράγμα που ισοδυναμεί με παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας καθώς και το ανεφάρμοστο της προκηρύξεως διαγωνισμού EP/CAST/S/16/2016.

Ο προσφεύγων υποστηρίζει, επίσης, ότι το Κοινοβούλιο ενήργησε ultra vires καθόσον ανέθεσε τη διεξαγωγή της διαδικασίας επιλογής στην Ecole de Maîtrise Automobile (στο εξής: εξωτερικός συνεργάτης), που δεν δεσμευόταν από τον ΚΥΚ και από τον εσωτερικό κώδικα δεοντολογίας των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τον προσφεύγοντα, τούτο ισοδυναμεί με παράβαση της προκηρύξεως διαγωνισμού και του άρθρου 30 του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το παράρτημα III του ΚΥΚ, επιρρωννύοντας την κατά τα ανωτέρω παράβαση του καθήκοντος χρηστής διοικήσεως.

Περαιτέρω, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση του άρθρου 1 του ΚΥΚ, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, εκ μέρους του Κοινοβουλίου ή/και του εξωτερικού συνεργάτη και εν σχέσει προς το ότι οι υποψήφιοι που συμμετείχαν στην επίμαχη πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος είχαν περιορισμένη δυνατότητα επιλογής όσον αφορά τη δεύτερη γλώσσα.

Τέλος, ο προσφεύγων διατείνεται ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας ευκαιριών καθώς και παράβαση του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 25 του ΚΥΚ — εν σχέσει προς το ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ο εξωτερικός συνεργάτης παρέλειψαν να παραθέσουν αιτιολογία ως προς τις αποφάσεις τους, περίσταση που καθίσταται ακόμη πιο ισχυρή εξαιτίας της ελλείψεως ελέγχου που θα έπρεπε να ασκείται ως προς τη δραστηριότητα του τελευταίου αυτού εξωτερικού συνεργάτη. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι τούτο ισοδυναμεί με παράβαση της προκηρύξεως διαγωνισμού EP/CAST/S/16/2016, με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και με προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του προσφεύγοντος και με παραβίαση της αρχής της ισότητας.


(1)  Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος — Συμβασιούχοι υπάλληλοι — Ομάδα καθηκόντων Ι — Οδηγοί (Α/Γ) — EP/CAST/S/16/2016 (ΕΕ 2016, C 131 A/01).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/34


Προσφυγή-αγωγή της 31ης Ιουλίου 2017 — Haswani κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-477/17)

(2017/C 347/43)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: George Haswani (Yabroud, Συρία) (εκπρόσωπος: G. Karouni, δικηγόρος)

Καθού-εναγόμενο: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/850 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2016, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας·

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/840 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2016, για την εφαρμογή του κανονισμού (EE) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία·

να ακυρώσει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/917 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2017 για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας·

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/907 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (EE) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία·

να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/1245 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 2017, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας·

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1241 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία·

κατά συνέπεια,

να διατάξει την απαλοιφή του ονόματος του G. Haswani από τα παραρτήματα των ανωτέρω πράξεων·

να υποχρεώσει το Συμβούλιο να καταβάλει το ποσόν των 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικά του δικαστικά έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντα-ενάγοντα, τα οποία ο τελευταίος επιφυλάσσεται να δικαιολογήσει κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει τέσσερις λόγους.

1.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία απορρέει από το άρθρο 296, εδάφιο 2, ΣΛΕΕ. Ο προσφεύγων-ενάγων προσάπτει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι περιορίστηκε σε γενικές και αόριστες διατυπώσεις χωρίς να μνημονεύσει, συγκεκριμένα και ειδικά, τους λόγους για τους οποίους εκτιμά, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, ότι πρέπει να επιβληθούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα στον προσφεύγοντα-ενάγοντα. Ως εκ τούτου, δεν παρατέθηκε κανένα συγκεκριμένο και αντικειμενικό στοιχείο δυνάμενο να προσαφθεί στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από την απαίτηση περί αναλογικότητας όταν θίγονται θεμελιώδη δικαιώματα. Ο προσφεύγων-ενάγων εκτιμά ότι τα επίδικα μέτρα πρέπει να ακυρωθούν καθόσον είναι δυσανάλογα σε σχέση με τον σκοπό που φέρεται να επιδιώκεται και αποτελούν υπέρμετρη παραβίαση της επιχειρηματικής ελευθερίας και προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιστοίχως. Η δυσαναλογία προκύπτει, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, λόγω του ότι τα μέτρα αφορούν κάθε σημαντική οικονομική δραστηριότητα, χωρίς κανένα άλλο κριτήριο.

3.

Με τον τρίτο λόγο, προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον το Συμβούλιο φέρεται να έκανε δεκτά στις διαδοχικές αιτιολογίες που παρέθεσε προς στήριξη των περιοριστικών μέτρων στοιχεία τα οποία προδήλως στερούνται πραγματικής βάσεως, δεδομένου ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά είναι έωλα.

4.

Ο τέταρτος λόγος αφορά το αίτημα περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως, καθόσον η απόδοση στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ορισμένων σοβαρών, μη αποδεδειγμένων γεγονότων, θέτει τον ίδιο και την οικογένειά του, όπως υποστηρίζει, σε κίνδυνο, στοιχείο που αποδεικνύει τη σημασία της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί και το οποίο δικαιολογεί το αίτημά του περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/35


Προσφυγή της 2ας Αυγούστου 2017 — PO κατά ΕΥΕΔ

(Υπόθεση T-479/17)

(2017/C 347/44)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: PO (εκπρόσωποι: N. de Montigny και J.-N. Louis, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει

το φύλλο υπολογισμού της 10ης Νοεμβρίου 2016 που του διαβίβασε η μονάδα ανθρώπινων πόρων της ΕΥΕΔ καθώς και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 24ης Οκτωβρίου 2016, με το οποίο η ίδια υπηρεσία του επισημαίνει ότι δεν δικαιούται επιστροφή των σχολικών δαπανών για τα δύο τέκνα του πέραν του ανώτατου ορίου που προβλέπει το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, καθόσον βρίσκεται σε διαδικασία κινητικότητας·

εφόσον παρίσταται αναγκαίο, την από 16 Μαΐου 2017 απάντηση περί ρητής απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

1.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, καθόσον το φύλλο υπολογισμού της 10ης Νοεμβρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη ατομική απόφαση), καθώς και το σημείωμα της 15ης Απριλίου 2016 και το σημείωμα της 22ας Σεπτεμβρίου 2016 στα οποία στηρίζεται και οι Κατευθυντήριες Γραμμές εκδόθηκαν κατά παράβαση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) και του παραρτήματος X αυτού.

2.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, καθόσον τα εν λόγω σημειώματα στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη ατομική απόφαση εκδόθηκαν κατά παράβαση των Κατευθυντήριων Γραμμών.

3.

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλόμενης ατομικής αποφάσεως για τους ακόλουθους λόγους:

παραβίαση των αρχών της προφυλάξεως, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και των κεκτημένων δικαιωμάτων·

προσβολή του δικαιώματος στον οικογενειακό βίο και του δικαιώματος εκπαιδεύσεως·

παραβίαση των αρχών ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων·

παράλειψη σταθμίσεως των συμφερόντων και λήψη του μέτρου χωρίς τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/36


Προσφυγή της 7ης Αυγούστου 2017 — SFP Asset Management κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

(Υπόθεση T-502/17)

(2017/C 347/45)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: SFP Asset Management, S.A. (Γενεύη, Ελβετία), Twenty First Trade Inc. (Παναμάς, Παναμάς), Merlos Infor, S.L. (Μπανταλόνα, Ισπανία) (εκπρόσωπος: J. Gálvez Pascual, δικηγόρος)

Καθού: Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το SRB παρέβη το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόσον εξέδωσε κατά την εκτελεστική σύνοδό του της 7ης Ιουνίου 2017 την απόφαση SRB/EES/2017/08, με την οποία ενέκρινε το καθεστώς εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος Banco Popular Español, S.A.·

να ακυρώσει συνεπώς με ex tunc αποτελέσματα την εν λόγω απόφαση καθώς και τις μεταγενέστερες εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν ενδεχομένως από το SRB.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρόμοιοι προς τα όσα προβάλλονται στις υποθέσεις T-478/17, Mutualidad de la Abogacía και Hermandad Nacional de Arquitectos Superiores y Químicos κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-481/17, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán y Bueno και SFL κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-482/17, Comercial Vascongada Recalde κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-483/17, García Suárez κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-484/17, Fidesban κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-497/17, Sáchez del Valle και Calatrava Real State 2015 κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και T-498/17, Pablo Alvarez de Linera Granda κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/36


Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Ruiz Sacristán και Arias Mosquera κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

(Υπόθεση T-503/17)

(2017/C 347/46)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Jaime Ruiz Sacristán (Cuauhtémoc, Μεξικό), José María Arias Mosquera (Μαδρίτη, Ισπανία) (εκπρόσωποι: B. Gutiérrez de la Roza Pérez, P. Rubio Escobar, R. Ruiz de la Torre Esporrín και B. Fernández García, δικηγόροι)

Καθών: Επιτροπή και Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις εξής πράξεις:

απόφαση (SRB/EES/2017/08) την οποία εξέδωσε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά την εκτελεστική σύνοδό του της 7ης Ιουνίου 2017, με την οποία εγκρίθηκε το καθεστώς εξυγίανσης του ιδρύματος Banco Popular Español, S.A.

απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español, S.A.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρόμοιοι προς τα όσα προβάλλονται στις υποθέσεις T-478/17, Mutualidad de la Abogacía και Hermandad Nacional de Arquitectos Superiores y Químicos κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-481/17, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán y Bueno και SFL κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-482/17, Comercial Vascongada Recalde κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-483/17, García Suárez κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-484/17, Fidesban κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-497/17, Sáchez del Valle και Calatrava Real State 2015 κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και T-498/17, Pablo Álvarez de Linera Granda κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/37


Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Estévez Puerto κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

(Υπόθεση T-504/17)

(2017/C 347/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: José Ramón Estévez Puerto (Jeréz de la Frontera, Ισπανία) και 14 άλλοι προσφεύγοντες (εκπρόσωποι: B. Gutiérrez de la Roza Pérez, P. Rubio Escobar, R. Ruíz de la Torre Esporrín και B. Fernández García, δικηγόροι)

Καθών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις εξής πράξεις:

απόφαση (SRB/EES/2017/08) την οποία εξέδωσε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά την εκτελεστική σύνοδό του της 7ης Ιουνίου 2017, με την οποία εγκρίθηκε το καθεστώς εξυγίανσης του ιδρύματος Banco Popular Español, S.A.·

απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρόμοιοι προς τα όσα προβάλλονται στις υποθέσεις T-478/17, Mutualidad de la Abogacía και Hermandad Nacional de Arquitectos Superiores y Químicos κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-481/17, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán y Bueno και SFL κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-482/17, Comercial Vascongada Recalde κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-483/17, García Suárez κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-484/17, Fidesban κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-497/17, Sáchez del Valle και Calatrava Real State 2015 κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και T-498/17, Pablo Álvarez de Linera Granda κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/37


Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Inverni κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

(Υπόθεση T-505/17)

(2017/C 347/48)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Inverni, SL (Μαδρίτη, Ισπανία), Inverindesa, SL (Μαδρίτη) και Isaac Ignacio Fernández Fernández (Οβιέδο, Ισπανία) (εκπρόσωποι: B. Gutiérrez de la Roza Pérez, P. Rubio Escobar, R. Ruiz de la Torre Esporrín και B. Fernández García, δικηγόροι)

Καθών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις εξής πράξεις:

απόφαση (SRB/EES/2017/08) την οποία εξέδωσε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά την εκτελεστική σύνοδό του της 7ης Ιουνίου 2017, με την οποία εγκρίθηκε το καθεστώς εξυγίανσης του ιδρύματος Banco Popular Español, S.A.·

απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρόμοιοι προς τα όσα προβάλλονται στις υποθέσεις T-478/17, Mutualidad de la Abogacía και Hermandad Nacional de Arquitectos Superiores y Químicos κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-481/17, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán y Bueno και SFL κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-482/17, Comercial Vascongada Recalde κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-483/17, García Suárez κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-484/17, Fidesban κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-497/17, Sáchez del Valle και Calatrava Real State 2015 κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και T-498/17, Pablo Álvarez de Linera Granda κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/38


Προσφυγή της 8ης Αυγούστου 2017 — Makhlouf κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-506/17)

(2017/C 347/49)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Rami Makhlouf (Δαμασκός, Συρία) (εκπρόσωπος: E. Ruchat, δικηγόρος)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την παρούσα προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

κατά συνέπεια, να ακυρώσει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/917, της 29ης Μαΐου 2017, και τις επακόλουθες εκτελεστικές της πράξεις, στο μέτρο που τον αφορούν·

να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους ακύρωσης.

1.

Πρώτον, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις θίγουν τα δικαιώματα άμυνάς του, ιδίως το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ και στα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης].

2.

Δεύτερον, ότι το καθού παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεών του, αφού η αιτιολογία που παρείχε δεν επαρκεί για να γίνει δεκτό ότι εκπληρώθηκε η υποχρέωση την οποία υπέχουν τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 41 του Χάρτη.

3.

Τρίτον, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης όσον αφορά την εμπλοκή του προσφεύγοντος στη χρηματοδότηση του συριακού καθεστώτος.

4.

Τέταρτον, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις θίγουν αδικαιολόγητα και δυσανάλογα τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσφεύγοντος, και συγκεκριμένα το δικαίωμά του στην ιδιοκτησία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 17 του Χάρτη, το δικαίωμα προστασίας της υπόληψής του, όπως κατοχυρώνεται στα άρθρα 8 και 10, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 48 του Χάρτη, και το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της ΕΣΔΑ.

5.

Πέμπτον, ότι δεν τηρήθηκαν στην περίπτωσή του οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (κυρώσεων) στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της ΕΕ (έγγραφο 15114/05 του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 2005).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/39


Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Fundación Pedro Barrié de la Maza, Conde de Fenosa κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

(Υπόθεση T-507/17)

(2017/C 347/50)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγον: Fundación Pedro Barrié de la Maza, Conde de Fenosa (Λα Κορούνια, Ισπανία) (εκπρόσωποι: B. Gutiérrez de la Roza Pérez, P. Rubio Escobar, R. Ruiz de la Torre Esporrín και B. Fernández García, δικηγόροι)

Καθών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις εξής πράξεις:

απόφαση (SRB/EES/2017/08) την οποία εξέδωσε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά την εκτελεστική σύνοδό του της 7ης Ιουνίου 2017, με την οποία εγκρίθηκε το καθεστώς εξυγίανσης του ιδρύματος Banco Popular Español, S.A.·

απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρόμοιοι προς τα όσα προβάλλονται στις υποθέσεις T-478/17, Mutualidad de la Abogacía και Hermandad Nacional de Arquitectos Superiores y Químicos κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-481/17, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán y Bueno και SFL κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-482/17, Comercial Vascongada Recalde κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-483/17, García Suárez κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-484/17, Fidesban κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-497/17, Sáchez del Valle και Calatrava Real State 2015 κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και T-498/17, Pablo Álvarez de Linera Granda κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/39


Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2017 — Financiere Tesalia κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

(Υπόθεση T-508/17)

(2017/C 347/51)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Financiere Tesalia, SA (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο), Cartera Zurbano, SA (Μαδρίτη, Ισπανία), Finexperta, SA (Μαδρίτη), Eurosigma, SA (Μαδρίτη) (εκπρόσωποι: B. Gutiérrez de la Roza Pérez, P. Rubio Escobar, R. Ruiz de la Torre Esporrín και B. Fernández García, δικηγόροι)

Καθών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις εξής πράξεις:

απόφαση (SRB/EES/2017/08) την οποία εξέδωσε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά την εκτελεστική σύνοδό του της 7ης Ιουνίου 2017, με την οποία εγκρίθηκε το καθεστώς εξυγίανσης του ιδρύματος Banco Popular Español, S.A.·

απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρόμοιοι προς τα όσα προβάλλονται στις υποθέσεις T-478/17, Mutualidad de la Abogacía και Hermandad Nacional de Arquitectos Superiores y Químicos κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-481/17, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán y Bueno και SFL κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-482/17, Comercial Vascongada Recalde κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-483/17, García Suárez κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-484/17, Fidesban κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-497/17, Sáchez del Valle και Calatrava Real State 2015 κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και T-498/17, Pablo Alvarez de Linera Granda κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/40


Προσφυγή της 7ης Αυγούστου 2017 — Cartera de Inversiones Melca κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB)

(Υπόθεση T-509/17)

(2017/C 347/52)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Cartera de Inversiones Melca, SL (Avilés, Ισπανία), Servicios Inmobiliarios Avilés, SL (Avilés), Hotel Avilés, SA (Avilés), Arside Construcciones Mecánicas, SA (Carreño, Ισπανία) (εκπρόσωποι: B. Gutiérrez de la Roza Pérez, P. Rubio Escobar, R. Ruiz de la Torre Esporrín και B. Fernández García, δικηγόροι)

Καθών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις εξής πράξεις:

απόφαση (SRB/EES/2017/08) την οποία εξέδωσε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά την εκτελεστική σύνοδό του της 7ης Ιουνίου 2017, με την οποία εγκρίθηκε το καθεστώς εξυγίανσης του ιδρύματος Banco Popular Español, S.A.·

απόφαση (ΕΕ) 2017/1246 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2017, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular Español.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Οι λόγοι και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρόμοιοι προς τα όσα προβάλλονται στις υποθέσεις T-478/17, Mutualidad de la Abogacía και Hermandad Nacional de Arquitectos Superiores y Químicos κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-481/17, Fundación Tatiana Pérez de Guzmán y Bueno και SFL κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-482/17, Comercial Vascongada Recalde κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-483/17, García Suárez κ.λπ. κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-484/17, Fidesban κ.λπ. κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, T-497/17, Sáchez del Valle και Calatrava Real State 2015 κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, και T-498/17, Pablo Alvarez de Linera Granda κατά Επιτροπής και Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/40


Προσφυγή-αγωγή της 11ης Αυγούστου 2017 — De Loecker κατά ΕΥΕΔ

(Υπόθεση T-537/17)

(2017/C 347/53)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων-ενάγων: Stéphane De Loecker (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: J.-N. Louis και N. de Montigny, δικηγόροι)

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2016 με την οποία η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης απέρριψε την αίτηση αρωγής που ο S. De Loecker υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 12α και 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 250 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει δύο λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, καθόσον η καθής-εναγομένη, με την έκδοση της αποφάσεως της 10ης Οκτωβρίου 2016, με την οποία απέρριψε την αίτηση αρωγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), δεν έλαβε υπόψη το σκεπτικό της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 16ης Δεκεμβρίου 2015, De Loecker κατά ΕΥΕΔ (F-34/15, EU:F:2015:153). Ο προσφεύγων-ενάγων φρονεί επίσης ότι η καθής-εναγομένη δεν τήρησε τη διαδικασία που θέσπισε η Υπηρεσία Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής (IDOC) σε συνέχεια της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2017, Kerstens κατά Επιτροπής (T-270/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:74).

2.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/41


Προσφυγή της 16ης Αυγούστου 2017 — VF International κατά EUIPO — Virmani (ANOKHI)

(Υπόθεση T-548/17)

(2017/C 347/54)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: VF International Sagl (Stabio, Ελβετία) (εκπρόσωπος: T. van Innis, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Ken Virmani (Μόναχο, Γερμανία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτών: Ο αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «ANOKHI» — Υπ’ αριθ. 13 025 382 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 26ης Μαΐου 2017 στην υπόθεση R 2307/2015-4

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα έξοδα της προσφεύγουσας.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Παράβαση των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', και 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009·

Παράβαση των άρθρων 85 του κανονισμού 207/2009 και 94 του κανονισμού 2868/95.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/42


Προσφυγή της 14ης Αυγούστου 2017 — Duym κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-549/17)

(2017/C 347/55)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Frederik Duym (Οστάνδη, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: M. Velardo, δικηγόρος)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση στην οποία στηρίζεται το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2016 περί οριστικού αποκλεισμού του από τη διαδικασία για τον διορισμό προϊσταμένου τμήματος στη ΓΔΑ 3B τμήμα NL και την επακόλουθη απόφαση περί διορισμού της [X] ως προϊσταμένης του τμήματος ολλανδικής μεταφράσεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση)·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

1.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, στο μέτρο που το Συμβούλιο αρνήθηκε να παράσχει στον προσφεύγοντα έγγραφη αιτιολογία περιέχουσα αριθμητικά στοιχεία βαθμολογίας όσον αφορά την αποτυχία του στη διαδικασία για τον διορισμό προϊσταμένου του τμήματος ολλανδικής μεταφράσεως.

2.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον όχι απλώς η εξεταστική επιτροπή δεν προέβη σε συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων βάσει αριθμητικής βαθμολογήσεως, αλλά δεν υφίσταται καν στο φάκελο της υποθέσεως άλλο έγγραφο, όπως μια συγκεντρωτική έκθεση, που να αποδεικνύει ότι υπήρξε συναίνεση στο πλαίσιο της εξεταστικής επιτροπής για τον διορισμό της [X] αντί του προσφεύγοντος.

3.

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση της εσωτερικής ανακοινώσεως κενής θέσεως, καθόσον για την αξιολόγηση του προσφεύγοντος συνεκτιμήθηκε και ο πολιτικός ρόλος του προϊσταμένου του μεταφραστικού τμήματος ενώ η ανακοίνωση κενής θέσεως ουδεμία αναφορά έκανε στο στοιχείο αυτό και ούτε από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) προκύπτει ότι ο προϊστάμενος μεταφραστικού τμήματος έχει πολιτικό ρόλο.

4.

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από μη λήψη υπόψη του συμφέροντος της υπηρεσίας και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο μέτρο που δεν εξετάστηκε η γνώση της ολλανδικής γλώσσας, ενώ επρόκειτο για ολλανδόφωνο τμήμα. Συναφώς, ο προσφεύγων προβάλλει, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της εσωτερικής ανακοινώσεως κενής θέσεως, υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του ΚΥΚ. Δεδομένου ότι η προκήρυξη αυτή δεν απαιτούσε άριστη γνώση της ολλανδικής γλώσσας, προσέκρουε στο άρθρο 7 του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων ζητεί να αναγνωριστεί η έλλειψη νομιμότητας της ανακοινώσεως αυτής incidenter tantum στην παρούσα διαδικασία. Τέλος, υποστηρίζει ότι, ενώ οι προϊστάμενοι των άλλων μεταφραστικών υπηρεσιών των θεσμικών οργάνων κατέχουν άριστα τη γλώσσα στην οποία μεταφράζει το τμήμα τους, αυτό δεν συμβαίνει για την ολλανδική γλώσσα. Κατά συνέπεια, η γλώσσα αυτή υφίσταται διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τις άλλες γλώσσες, κατά παράβαση του άρθρου 1 του κανονισμού 1/1958 περί ισοτιμίας όλων των γλωσσών.

5.

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, συγκεκριμένα, από παράβαση του άρθρου 1δ του ΚΥΚ εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου και γλώσσας, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο προσφεύγων θεωρεί ότι ο περιορισμός των γλωσσών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη συνέντευξη μόνον την αγγλική γλώσσα συνιστά πρόδηλη παράβαση του άρθρου 1δ του ΚΥΚ, διότι η [X] είχε ως δεύτερη γλώσσα την αγγλική, ενώ η αγγλική δεν ήταν παρά τρίτη γλώσσα για τον προσφεύγοντα. Επιπλέον, η πείρα του σε διευθυντικά καθήκοντα ήταν σαφώς μεγαλύτερη αυτής της [X], με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου, στο μέτρο που από άλλα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εσωτερικής επιλογής, το Συμβούλιο έχει την τάση να επιλέγει γυναίκες για να αντισταθμίσει το διορισμό αντρών βάσει της εξωτερικής διαδικασίας. Τέλος, ο προσφεύγων εκτιμά ότι, με τον τρόπο αυτό, έλαβε χώρα μια παράλογη επιλογή, καθόσον, βάσει της επιλογής αυτής, απολαύει πλεονεκτήματος και τίθεται σε προνομιακή θέση μία μόνον γλώσσα, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/43


Προσφυγή της 17ης Αυγούστου 2017 — Staropilsen κατά EUIPO — Pivovary Staropramen (STAROPILSEN; STAROPLZEN)

(Υπόθεση T-556/17)

(2017/C 347/56)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Staropilsen s. r. o. (Pilsen, Τσεχική Δημοκρατία) (εκπρόσωπος: A. Kodrasová, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Pivovary Staropramen s. r. o. (Πράγα, Τσεχική Δημοκρατία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Δικαιούχος του επίδικου σήματος: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «STAROPILSEN; STAROPLZEN» — Υπ’ αριθ. 9 034 893 σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 20ής Ιουνίου 2017 στην υπόθεση R 236/2017-4

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση των άρθρων 53, παράγραφος 1, στοιχείο α', και 8, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού 207/2009.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/43


Προσφυγή της 9ης Αυγούστου 2017 — Abdulkarim κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-559/17)

(2017/C 347/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Mouhamad Wael Abdulkarim (Ντουμπάι, Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα) (εκπρόσωποι: J.-P. Buyle και L. Cloquet, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/917 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2017, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα·

να ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/907 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2017, για την εφαρμογή του κανονισμού (EE) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία, καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του ο προσφεύγων προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

1.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, στην οποία, κατά τον προσφεύγοντα, υπέπεσε το καθού, δεχόμενο ότι ο προσφεύγων υποβοήθησε τη στήριξη του συριακού καθεστώτος. Συγκεκριμένα, κατά όσων γίνονται δεκτά με τις προσβαλλόμενες πράξεις ο προσφεύγων προβάλλει τα ακόλουθα επιχειρήματα:

ο ίδιος αδικαιολογήτως χαρακτηρίσθηκε ως «επιφανής επιχειρηματίας»·

δεν συνδέεται με το εν λόγω καθεστώς, δεν ασκεί καμία επιρροή επ’ αυτού και δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο καταστρατηγήσεως των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν εξαιτίας της καταστάσεως στη Συρία·

ομοίως, η ανάμειξή του κατά το παρελθόν στην εταιρία Alkarim For Trade and Industry L.L.C. ή σε άλλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη Μέση Ανατολή στον τομέα του πετρελαίου, των βιομηχανικών ελαίων, των λιπαντικών και των λιπών αδικαιολογήτως οδήγησε στον χαρακτηρισμό του ως «σημαντικού επιχειρηματία»·

δεν κατοικεί και, συνεπώς, δεν ασκεί δραστηριότητες στη Συρία.

2.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας, καθόσον τα μέτρα που ελήφθησαν με τις προσβαλλόμενες πράξεις είχαν συνέπειες τέτοιες ώστε να πρέπει αυτά καθ’ εαυτά να θεωρηθούν δυσανάλογα.

3.

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, καθόσον τα επίμαχα μέτρα εμπόδισαν τον προσφεύγοντα να απολαύει απρόσκοπτα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας του.

4.

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από κατάχρηση εξουσίας, καθόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών των δηλωθέντων, ήτοι για την εκτόπιση του προσφεύγοντος από την αγορά προκειμένου να ευνοηθούν άλλοι παράγοντες της αγοράς αυτής, και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω πράξεις είναι παράνομες λόγω καταχρήσεως εξουσίας.

5.

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων είναι στην πραγματικότητα αμιγώς τυπική και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι απότοκος εμβριθούς αναλύσεως εκ μέρους του καθού.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/44


Προσφυγή της 15ης Αυγούστου 2017 — L-Shop-Team κατά EUIPO (bags2GO)

(Υπόθεση T-561/17)

(2017/C 347/58)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: L-Shop-Team GmbH (Ντόρτμουντ, Γερμανία) (εκπρόσωπος: A. Sautter, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «bags2GO» — Υπ’ αριθ. 15 356 901 αίτηση καταχωρίσεως

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 14ης Ιουνίου 2017 στην υπόθεση R 1650/2016-5

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού 207/2009.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/45


Προσφυγή της 18ης Αυγούστου 2017 — CheapFlights International κατά EUIPO — Momondo Group (Cheapflights)

(Υπόθεση T-565/17)

(2017/C 347/59)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: CheapFlights International Ltd (Speenoge, Ιρλανδία) (εκπρόσωποι: A. von Mühlendahl και H. Hartwig, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Momondo Group Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «Cheapflights» — Υπ’ αριθ. 3 485 349 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του τμήματος μείζονος σύνθεσης του EUIPO της 1ης Ιουνίου 2017 στην υπόθεση R 1893/2011-G

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO και τη Momondo Group Limited, εφόσον παρέμβει στη δίκη, στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι λόγοι

Παράβαση του άρθρου 64, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009·

Παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009·

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 216/96 της Επιτροπής·

Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει σειρά διαπιστώσεων με τις οποίες αμφισβητεί ή αρνείται ευθέως το κύρος των σημάτων της προσφεύγουσας. Η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας ως δικαιούχου εγκύρως καταχωρισθέντων σημάτων τα οποία μάλιστα δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του καθού.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/46


Προσφυγή της 21ης Αυγούστου 2017 — Disney Enterprises κατά EUIPO — Di Molfetta (DiSNEY FROZEN)

(Υπόθεση T-567/17)

(2017/C 347/60)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Disney Enterprises, Inc. (Burbank, Καλιφόρνια, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωπος: M. Graf, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Fabio Di Molfetta (Bisceglie, Ιταλία)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «DiSNEY FROZEN» — Υπ’ αριθ. 11 830 965 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 12ης Μαΐου 2017 στην υπόθεση R 2342/2016-5

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009.


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/46


Προσφυγή της 25ης Αυγούστου 2017 — thyssenkrupp Electrical Steel και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-577/17)

(2017/C 347/61)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: thyssenkrupp Electrical Steel GmbH (Gelsenkirchen, Γερμανία) και thyssenkrupp Electrical Steel Ugo (Isbergues, Γαλλία) (εκπρόσωποι: M. Günes, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει το συμπέρασμα της Επιτροπής στο έγγραφο Ares(2017)3010674 της 15ης Ιουνίου 2017, κατά το οποίο δεν θίγονται τα ουσιώδη συμφέροντα των παραγωγών της Ένωσης από τη χορήγηση άδειας για τελειοποίηση προς επανεξαγωγή ορισμένων προϊόντων χάλυβα με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές (GOES)·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, βάσει του άρθρου 134, παράγραφος 1 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους.

1.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Στο συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι επληρούντο οι οικονομικές προϋποθέσεις όσον αφορά την ανωτέρω χορήγηση άδειας για τελειοποίηση προς εξαγωγή δεν παρατίθεται η αιτιολογία στην οποία αυτό βασίζεται.

2.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών

Το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η ανωτέρω χορήγηση άδειας για τελειοποίηση προς εξαγωγή δεν θίγει τα ουσιώδη συμφέροντα των παραγωγών της Ένωσης βασίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

3.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 211, παράγραφος 4, στοιχείο β', του κανονισμού περί ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (1) και του βασικού κανονισμού (2)

Καθόσον έκρινε ότι επληρούντο οι οικονομικές προϋποθέσεις όσον αφορά την ανωτέρω χορήγηση άδειας για τελειοποίηση προς εξαγωγή, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στην εκτίμηση των παραγόντων που προβλέπονται στο άρθρο 211, παράγραφος 4, στοιχείο β', του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, αλλά βάσισε την εκτίμησή της σε παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στον βασικό κανονισμό.

4.

Με τον τέταρτο λόγο, προβάλλεται παράβαση του άρθρου 259, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού για την εφαρμογή του κανονισμού περί ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, καθώς και των οριζόντιων κανόνων για τη λειτουργία των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής

Στο μέτρο που εξουσιοδότησε την ομάδας τελωνειακών εμπειρογνωμόνων να καταλήξει στο συμπέρασμα σχετικά με το αν πληρούνται οι οικονομικές προϋποθέσεις, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 259, παράγραφος 4 του εκτελεστικού κανονισμού για την εφαρμογή του κανονισμού περί ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (3) και τους οριζόντιους κανόνες της Επιτροπής για τη δημιουργία και τη λειτουργία των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής.

5.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, καθόσον δεν δημοσιοποίησε ορισμένες σημαντικές πληροφορίες που παρέχονταν στην αίτηση για την χορήγηση της ανωτέρω άδειας για τελειοποίηση προς επανεξαγωγή ή μη εμπιστευτικές περιλήψεις των πληροφοριών αρκούντως λεπτομερώς ώστε να καταστεί δυνατή η εύλογη κατανόηση της ουσίας των εμπιστευτικώς υποβληθέντων πληροφοριών.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 5).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2015, L 343, σ. 558).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/47


Προσφυγή της 28ης Αυγούστου 2017 — Wall Street Systems UK κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-579/17)

(2017/C 347/62)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Wall Street Systems UK Ltd (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωπος: A. Csaki, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κηρύξει άκυρη την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) περί αναθέσεως της συμβάσεως σε άλλον διαγωνιζόμενο με την από 17 Αυγούστου 2017 απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής της, καθώς και όλες τις μελλοντικές συναφείς αποφάσεις·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τα εξής.

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την απόφαση της καθής περί αναθέσεως της συμβάσεως σε άλλον διαγωνιζόμενο, με την από 17 Αυγούστου 2017 απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής της, και ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση καθώς και όλες τις μελλοντικές συναφείς αποφάσεις (ειδικότερα κάθε απόφαση περί αναθέσεως συμβάσεως). Η προαναφερθείσα απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της αποφάσεως (ΕΕ) 2016/245 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1) και κατά παραβίαση του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης, συγκεκριμένα των αρχών της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της οικονομικής αποδοτικότητας.


(1)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/245 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 9ης Φεβρουαρίου 2016, για τη θέσπιση των κανόνων περί ανάθεσης συμβάσεων (ΕΕ 2016, L 45, σ. 15).


16.10.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 347/48


Προσφυγή της 28ης Αυγούστου 2017 — Unigroup κατά EUIPO — Pronova Laboratories (nailicin)

(Υπόθεση T-587/17)

(2017/C 347/63)

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Unigroup ApS (Lyngby, Δανία) (εκπρόσωπος: M. Rijsdijk, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Pronova Laboratories BV (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες)

Στοιχεία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

Αιτούσα: Η προσφεύγουσα

Επίδικο σήμα: Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «nailicin» — Υπ’ αριθ. 14 096 499 αίτηση καταχωρίσεως

Διαδικασία ενώπιον του EUIPO: Διαδικασία ανακοπής

Προσβαλλόμενη απόφαση: Απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 9ης Ιουνίου 2017 στην υπόθεση R 2359/2016-5

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να κηρύξει μη τεκμηριωμένη την καταχώριση αριθ. 894 557 στη Μπενελούξ και να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα ανακοπών ή στο τμήμα προσφυγών του EUIPO·

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενος λόγος

Παράβαση του κανόνα 19 του κανονισμού 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα.