ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 276

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

59ο έτος
29 Ιουλίου 2016


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2016/C 276/01

Ανακοίνωση της Επιτροπής — Έγγραφο καθοδήγησης για τα κράτη μέλη σχετικά με την επιλογή φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής

1

2016/C 276/02

Ανάκληση κοινοποίησης πράξης συγκέντρωσης (Υπόθεση M.7917 — Boehringer Ingelheim / Sanofi Animal Health Business) ( 1 )

21


 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2016/C 276/03

Ισοτιμίες του ευρώ

22


 

Διορθωτικά

2016/C 276/04

Διορθωτικό στην ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα — Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ( ΕΕ C 171 της 12.5.2016 )

23

2016/C 276/05

Διορθωτικό στην ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα — Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ( ΕΕ C 171 της 12.5.2016 )

23


 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

29.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 276/1


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Έγγραφο καθοδήγησης για τα κράτη μέλη σχετικά με την επιλογή φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής

(2016/C 276/01)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1.

Παραπομπές σε κανονιστικές διατάξεις και κείμενο 2

2.

Ιστορικό 2

3.

Επιλογή φορέων για την εφαρμογή των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής 4

3.1.

Επιλογή σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις 4

3.1.1.

Επιλογή σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ ή της οδηγίας 2014/24/ΕΕ 4

3.1.2.

Κάτω από τα κατώτατα όρια της οδηγίας: επιλογή σύμφωνα με τις αρχές της Συνθήκης 7

3.2.

Περιγραφή της ΕΤΕπ 7

3.3.

Περιγραφή του ΕΤΕ 8

3.4.

Περιγραφή ενός διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού 8

3.5.

Εσωτερική ανάθεση 9

3.5.1.

Προϋποθέσεις για την ανάθεση σε εσωτερικές οντότητες μέχρι να μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία η οδηγία 2014/24/ΕΕ ή έως τη 18η Απριλίου 2016, όποια ημερομηνία είναι προγενέστερη 9

3.5.2.

Προϋποθέσεις για την ανάθεση σε εσωτερικές οντότητες μετά τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 2014/24/ΕΕ (άρθρο 12 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ) ή μετά τη 18η Απριλίου 2016 11

3.6.

Διαδιοικητική συνεργασία 14

3.6.1.

Προϋποθέσεις για διαδιοικητική συνεργασία μέχρι να μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία η οδηγία 2014/24/ΕΕ ή έως τη 18η Απριλίου 2016, όποια ημερομηνία είναι προγενέστερη 15

3.6.2.

Όροι για τη διαδιοικητική συνεργασία μετά τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 2014/24/ΕΕ ή μετά τη 18η Απριλίου 2016 16

3.7.

Απαιτήσεις του άρθρου 7 του ΚΕΚ 17

3.7.1.

Κριτήρια επιλογής 17

3.7.2.

Κριτήρια ανάθεσης 18

3.7.3.

Στοιχεία για τους όρους αναφοράς 19

4.

Παραπομπή, σύνδεσμοι 19

1.   Παραπομπές σε κανονιστικές διατάξεις και κείμενο

Παραπομπές σε κανονιστικές διατάξεις

Άρθρα

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 (1)

Κανονισμός περί κοινών διατάξεων

(εφεξής ΚΚΔ)

Άρθρο 37 παράγραφος 1 — Μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής

Άρθρο 38 παράγραφοι 4 και 5 — Εφαρμογή των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 480/2014 (2)

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός της Επιτροπής

(εφεξής ΚΕΚ)

Άρθρο 7 — Κριτήρια επιλογής των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1305/2013

 

Οδηγία 2004/18/ΕΚ

 

Οδηγία 2014/24/ΕΕ

 

2.   Ιστορικό

Οι διαχειριστικές αρχές που είναι πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής ως εργαλεία για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος μπορούν είτε να αναλάβουν καθήκοντα εφαρμογής άμεσα, είτε να επενδύσουν στο κεφάλαιο νεοσύστατου ή υφιστάμενου νομικού προσώπου είτε να αναθέσουν καθήκοντα εφαρμογής σε άλλους φορείς (3). Στην τελευταία περίπτωση, το άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) του ΚΚΔ προβλέπει διάφορες δυνατότητες για την ανάθεση καθηκόντων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής. Η παρούσα σημείωση αποσκοπεί στην παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις δυνατότητες μιας τέτοιας ανάθεσης (4).

Τα μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής μπορούν να εφαρμοστούν μέσω δομής με ή χωρίς ταμείο χαρτοφυλακίου. Σε περίπτωση που τα μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής εφαρμόζονται μέσω δομής που περιλαμβάνει ταμείο χαρτοφυλακίου, θα επιλέγονται συνήθως δύο επίπεδα φορέων: του φορέα εφαρμογής του ταμείου χαρτοφυλακίου και του φορέα εφαρμογής του συγκεκριμένου προϊόντος ή προϊόντων μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής, δηλαδή ενδιάμεσοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί (και οι δύο αναφέρονται παρακάτω ως φορείς εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής). Η διαχειριστική αρχή αποφασίζει σχετικά με την καταλληλότερη δομή υλοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της εκ των προτέρων αξιολόγησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 37 παράγραφος 2 του ΚΚΔ.

Ο ΚΚΔ καθορίζει διάφορα είδη οντοτήτων στις οποίες οι διαχειριστικές αρχές μπορούν να αναθέτουν τα καθήκοντα της εφαρμογής των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής, χωρίς να διευκρινίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για μια τέτοια ανάθεση.

Ωστόσο, το άρθρο 37 παράγραφος 1 του ΚΚΔ υπενθυμίζει τις γενικές αρχές με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται οι διαχειριστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων κατά την επιλογή των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής: πρέπει να συμμορφώνονται με την ισχύουσα νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις και τις δημόσιες συμβάσεις και, ως εκ τούτου, είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση, αν είναι απαραίτητο κατόπιν διαβούλευσης με τις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο του ανταγωνισμού, ότι τηρούνται όλοι οι ισχύοντες κανόνες σε σχέση με την επιλογή των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής. Σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 4 του ΚΚΔ, οι φορείς εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με την ισχύουσα νομοθεσία (μεταξύ άλλων, για τις δημόσιες συμβάσεις). Το άρθρο 38 παράγραφος 5 του ΚΚΔ, που απηχεί τις αρχές της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), προβλέπει επίσης ότι η επιλογή των ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών πρέπει να γίνεται με βάση ανοικτές, διαφανείς, αναλογικές και χωρίς διακρίσεις διαδικασίες, με την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων (5).

Επιπλέον, το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 του ΚΕΚ περιέχει ειδικές απαιτήσεις που ισχύουν για την επιλογή των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής (με εξαίρεση την ΕΤΕπ και το ΕΤΕ) και το άρθρο 7 παράγραφος 3 για τη διαδικασία επιλογής των ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών από φορείς εφαρμογής ταμείων χαρτοφυλακίου (συμπεριλαμβανομένης της ΕΤΕπ και του ΕΤΕ).

Η επιλογή των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την επιλογή της λειτουργίας του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής (6).

Η επιλογή της λειτουργίας πραγματοποιείται από τη διαχειριστική αρχή (7). Σε αντίθεση με την επιλογή του φορέα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής, η επιλογή της λειτουργίας δεν υπόκειται στους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις, ούτε υπόκειται στην τήρηση του άρθρου 7 του ΚΕΚ.

Με την επιφύλαξη μιας σειράς από καταστάσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στους κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων και εξηγούνται παρακάτω, οι υπηρεσίες που παρέχονται από φορείς εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο του κανονιστικού πλαισίου για τα ΕΔΕΤ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων και αρχών για τις δημόσιες συμβάσεις. Ως εκ τούτου, η επιλογή των εν λόγω οντοτήτων (είτε είναι φορείς εφαρμογής ταμείων χαρτοφυλακίου είτε ενδιάμεσοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί) πρέπει να συμμορφώνεται με την ισχύουσα νομοθεσία.

Ο προσδιορισμός της εφαρμοστέας οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις (οδηγία 2004/18/ΕΚ ή οδηγία 2014/24/ΕΕ) εξαρτάται από την ημερομηνία κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή (8) (δηλαδή η διαχειριστική αρχή του προγράμματος αγοράς υπηρεσιών μιας οντότητας εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής) εκκίνησε τη διαδικασία επιλογής ή από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης να χρησιμοποιηθεί διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση της σύμβασης, καθώς και από την ημερομηνία της μεταφοράς της οδηγίας 2014/24/ΕΕ στην εθνική νομοθεσία. Στις περιπτώσεις εσωτερικής συνεργασίας και διαδιοικητικής συνεργασίας, η ημερομηνία κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή αποφάσισε οριστικά ότι δεν θα εκδοθεί προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση της δημόσιας σύμβασης (9) είναι σημαντική για να καθοριστεί κατά πόσον ισχύουν οι όροι που καθορίζονται από τη νομολογία ή οι διατάξεις της οδηγίας 2014/24/ΕΕ (βλέπε παρακάτω σημεία 3.5 και 3.6) (10).

Η 18η Απριλίου 2016 ήταν η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/24/ΕΕ στην εθνική νομοθεσία. Τα μέτρα μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία που εγκρίθηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία πρέπει να εφαρμόζονται από τις αναθέτουσες αρχές. Ύστερα από την εν λόγω ημερομηνία, ακόμη και αν δεν γίνει μεταφορά στην εθνική νομοθεσία από τα κράτη μέλη, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας 2014/24/ΕΕ. Από τις 18 Απριλίου 2016 και μετά, πρέπει να τηρούνται πλήρως όλες οι διατάξεις της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για την εσωτερική και διαδιοικητική συνεργασία.

Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η οδηγία 2014/24/ΕΕ ασχολείται ειδικά με την ανάθεση καθηκόντων σε δημόσιους φορείς που ανήκουν και ελέγχονται από μια αναθέτουσα αρχή (κάθετη ή εσωτερική συνεργασία), καθώς και με τη διαδιοικητική συνεργασία (οριζόντια συνεργασία). Μέχρι την ημερομηνία μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η ανάθεση των συμβάσεων στο πλαίσιο των δύο ειδών συνεργασίας πρέπει να τηρεί τους όρους που καθορίζονται από τη νομολογία (βλέπε σημεία 3.5.1 και 3.6.1 παρακάτω).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πιθανή αναγνώριση σε προγράμματα ΕΔΕΤ φορέων που εφαρμόζουν μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής δεν απαλλάσσει τις αναθέτουσες αρχές από την εφαρμογή των κανόνων και των αρχών για τις δημόσιες συμβάσεις κατά την επιλογή των φορέων αυτών.

3.   Επιλογή φορέων για την εφαρμογή των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής

3.1.    Επιλογή σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις

Εκτός από τις καταστάσεις που περιγράφονται πιο κάτω και εκτός από την περίπτωση κατά την οποία οι διαχειριστικές αρχές αποφασίζουν να εφαρμόσουν άμεσα ένα μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής βάσει του άρθρου 38 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του ΚΚΔ, πρέπει να επιλέγουν φορείς που εφαρμόζουν μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει επίσης να τηρούνται από τους ενδιάμεσους φορείς (11) και τους φορείς εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου που είναι αναθέτουσες αρχές.

Η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων από ή εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών πρέπει να συμμορφώνεται με τις αρχές της ΣΛΕΕ, και ιδίως με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, την αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης και την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και με άλλες συναφείς θεμελιώδεις αρχές, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής των διακρίσεων, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας. Για δημόσιες συμβάσεις που υπερβαίνουν ορισμένη αξία, οι εθνικές διαδικασίες προμήθειας συντονίζονται, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται στην πράξη και ότι οι δημόσιες συμβάσεις είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό. Για τις εν λόγω δημόσιες συμβάσεις, ισχύουν οι οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις (οδηγία 2004/18/ΕΚ ή 2014/24/ΕΕ).

3.1.1.   Επιλογή σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ ή της οδηγίας 2014/24/ΕΕ

3.1.1.1.   Κατώτατο όριο

Για τις συμβάσεις υπηρεσιών, το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ αναφέρονται σε δύο κατώτατα όρια πάνω από τα οποία ισχύει η σχετική οδηγία (12):

135 000 EUR, για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθεται από τις αναθέτουσες αρχές οι οποίες αναφέρονται ως κεντρικές κυβερνητικές αρχές στο παράρτημα IV της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και ως κεντρικές κρατικές αρχές στο παράρτημα I της οδηγίας 2014/24/ΕΕ·

209 000 EUR για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών που ανατίθεται από αναθέτουσες αρχές άλλου είδους.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, το κατώτατο όριο εφαρμόζεται στην εκτιμώμενη αξία των υπηρεσιών προς παροχή από τον φορέα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής εκτός φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ).

Η βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης είναι, για τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι αμοιβές, οι καταβλητέες προμήθειες, οι τόκοι και οι άλλοι τρόποι αμοιβής (άρθρο 9 παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 5 παράγραφος 13 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ).

3.1.1.2.   Καθοδήγηση σχετικά με τις διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων

Η καθοδήγηση για τους επαγγελματίες για την αποφυγή των πιο συνηθισμένων σφαλμάτων στις δημόσιες συμβάσεις (13) θα μπορούσε να αναφέρεται λυσιτελώς από τις αναθέτουσες αρχές, ακόμη και αν καλύπτει τις προμήθειες στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Περιέχει υπενθυμίσεις για συγκεκριμένα σημεία που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, όπως η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της προσφοράς, η επιλογή της κατάλληλης διαδικασίας επιλογής, ο καθορισμός των κατάλληλων κριτηρίων αποκλεισμού, επιλογής και ανάθεσης (για την αποφυγή της σύγχυσης μεταξύ τους), η ανάγκη να τηρούνται οι ισχύουσες προθεσμίες για να δίνεται στους προσφέροντες επαρκής χρόνος για την προετοιμασία και την υποβολή της προσφοράς και η ανάγκη σωστής τεκμηρίωσης της αξιολόγησης των προσφορών βάσει των κριτηρίων που έχουν ανακοινωθεί.

3.1.1.3.   Επιλογή της διαδικασίας

Οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την καταλληλότερη διαδικασία προμήθειας για την επιλογή των φορέων που εφαρμόζουν μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής.

Για ιδιαίτερα περίπλοκες αγορές, είναι διαθέσιμες στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων συγκεκριμένες διαδικασίες, όπως η ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση ή ο ανταγωνιστικός διάλογος (βλέπε άρθρα 28 έως 31 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και άρθρο 26 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ), οι οποίες επιτρέπουν, υπό ορισμένες συνθήκες, να ληφθούν υπόψη οι ειδικές ανάγκες της αναθέτουσας αρχής.

Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε η μία είτε η άλλη από αυτές τις δύο διαδικασίες, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που οι ανάγκες της αναθέτουσας αρχής δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν χωρίς προσαρμογή των άμεσα διαθέσιμων λύσεων και σε περίπτωση που η σύμβαση δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί χωρίς προηγούμενες διαπραγματεύσεις λόγω των ειδικών περιστάσεων που σχετίζονται με τη φύση, την πολυπλοκότητα ή τη νομική ή χρηματοοικονομική οργάνωση ή λόγω των κινδύνων που συνδέονται με αυτά. Εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή να εκτιμήσει κατά πόσον υφίστανται οι εν λόγω ειδικές περιστάσεις.

Η οδηγία προβλέπει επίσης τη δυνατότητα χρήσης των ίδιων διαδικασιών σε περίπτωση αποτυχίας μιας διαδικασίας προμήθειας. Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 4 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/24/ΕΕ μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση ή ανταγωνιστικός διάλογος σε περίπτωση που υποβληθούν μόνο αντικανονικές ή απαράδεκτες προσφορές ύστερα από ανοικτή ή κλειστή διαδικασία. Σε μια τέτοια κατάσταση, όταν η διαδικασία χρησιμοποιείται σε σχέση με όλους τους προσφέροντες οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στα άρθρα 57 έως 64 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και οι οποίοι, κατά την προηγηθείσα ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, υπέβαλαν προσφορές σύμφωνες προς τις τυπικές απαιτήσεις της διαδικασίας προμήθειας, δεν απαιτείται να δημοσιευτεί γνωστοποίηση προκήρυξης σύμβασης.

3.1.1.4.   Χρήση συμφωνιών-πλαισίων

Για την αποφυγή της ανάγκης για τροποποιήσεις των συμβάσεων και για τη διαχείριση των αλλαγών στο πεδίο εφαρμογής των καθηκόντων που πρόκειται να ανατεθούν, για το μέλλον, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσουν συμφωνία-πλαίσιο (14).

Οι συμφωνίες-πλαίσια παρέχουν κάποια ευελιξία στη διαχείριση των συμβάσεων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι επιτρέπουν την προσαρμογή του όγκου των υπηρεσιών στις ανάγκες των αναθετουσών αρχών και/ή στους δικαιούχους. Δεδομένου ότι δεν είναι πάντοτε εύκολο να προβλεφθεί ο όγκος των αιτημάτων που προέρχονται από δικαιούχους για μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής, η χρήση συμφωνίας-πλαισίου μπορεί να παράσχει την ευελιξία που απαιτείται για την κάλυψη χαμηλότερων ή υψηλότερων όγκων.

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι αναθέτουσες αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να αναθέτουν συγκεκριμένες συμβάσεις ύστερα από συμφωνίες-πλαίσια για το σύνολο του προβλεπόμενου ποσού. Ως εκ τούτου, εάν μια συμφωνία-πλαίσιο καλύπτει διάφορα είδη μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής και διαπιστωθεί ότι ένα συγκεκριμένο μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής δεν είναι κατάλληλα σχεδιασμένο ή καλά προσαρμοσμένο στις ανάγκες των τελικών αποδεκτών, δεν υπάρχει υποχρέωση να υπογραφεί συγκεκριμένη σύμβαση για την εφαρμογή του εν λόγω μέσου.

Η χρήση των ίδιων όρων για διάφορες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες συνεπάγεται τον κίνδυνο οι όροι όσον αφορά την τιμή ή την ποιότητα για μια συγκεκριμένη χρηματοοικονομική υπηρεσία (ή μέσο) να επηρεαστούν από εκείνους που αφορούν άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, ακόμη και αν δεν υπάρχει ουσιώδης συνάφεια μεταξύ των δύο υπηρεσιών (ή μέσων). Για τον λόγο αυτό, αν γίνεται χρήση συμφωνιών-πλαισίων, συνιστάται η χρήση παρτίδων. Αυτό επιτρέπει τον υπολογισμό της τιμής και της ποιότητας κάθε παρτίδας χωριστά και βάσει των δικών της χαρακτηριστικών. Οι προσφέροντες μπορούν να προσαρμόζουν τις προσφορές τους με αντιστάθμιση των οικονομικών συνθηκών ή των συνθηκών ποιότητας μεταξύ των παρτίδων, προκειμένου να παρουσιάζουν την καλύτερη αξία για τις χρηματικές προσφορές για πολλές από τις παρτίδες αυτές ή να καταβάλλουν προσπάθεια για μία συγκεκριμένη παρτίδα που είναι καλύτερα προσαρμοσμένη στις συγκεκριμένες ικανότητές τους.

Συνιστάται στις αναθέτουσες αρχές να αναλύουν πριν από την έναρξη της διαδικασίας υποβολής προσφορών τους ειδικούς στόχους κάθε χρηματοοικονομικής υπηρεσίας (ή μέσου) σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής των τελικών αποδεκτών στους οποίους στοχεύει το μέσο, προκειμένου να καθορίσουν το αντικείμενο της κάθε σύμβασης. Η ευελιξία των συμφωνιών-πλαισίων επιτρέπει τη σύναψη σύμβασης σε περίπτωση που το μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής είναι επιτυχές από την άποψη της ζήτησης, καθώς και τον έλεγχο του κατά πόσον ένα συγκεκριμένο είδος μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής αντιστοιχεί με τις ανάγκες των τελικών δικαιούχων σε έναν συγκεκριμένο οικονομικό τομέα.

Η εκτιμώμενη αξία της συμφωνίας-πλαίσιο (η οποία πρέπει να αναφέρεται στη γνωστοποίηση προκήρυξης σύμβασης), η οποία υπολογίζεται ως η μέγιστη εκτιμώμενη αξία χωρίς ΦΠΑ του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου, θα πρέπει να υπολογίζεται έχοντας κατά νου τη δυνατότητα κάλυψης των αυξήσεων στο ποσό που δίνεται για τη διαχείριση στον φορέα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής.

Όσον αφορά τη διάρκεια της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η διάρκεια μιας συμφωνίας-πλαισίου δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, δεόντως δικαιολογημένων, ιδίως λόγω του αντικειμένου της συμφωνίας-πλαισίου. Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 62 της οδηγίας, «ενώ οι συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ανατεθούν πριν από την εκπνοή της προθεσμίας της ίδιας της συμφωνίας-πλαισίου, η διάρκεια των επιμέρους συμβάσεων που βασίζονται στη συμφωνία-πλαίσιο δεν απαιτείται να συμπίπτει με τη διάρκειά της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, αλλά μπορεί να είναι, κατά περίπτωση, βραχύτερη ή μακρότερη».

3.1.1.5.   Τροποποιήσεις συμβάσεων

Οι τροποποιήσεις της σύμβασης δυνάμει της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, είναι δυνατές μόνο αν οι πληροφορίες αυτές έχουν διατεθεί στην προκήρυξη του διαγωνισμού για όλους τους πιθανούς προσφέροντες και αν οι τροποποιήσεις, ανεξάρτητα από τη νομισματική τους αξία, έχουν προβλεφθεί στα αρχικά έγγραφα προμήθειας σε σαφείς, ακριβείς και αδιαμφισβήτητες ρήτρες επανεξέτασης. Αν συμβαίνει αυτό, η αναθέτουσα αρχή θα έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση του ίδιου φορέα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής για τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της αρχικής εισφοράς μέχρι το ενδεικτικό ποσό της προμήθειας. Αν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις και η αναθέτουσα αρχή τροποποιήσει ουσιαστικά μια σύμβαση χωρίς νέα προμήθεια, η εν λόγω τροποποίηση θα επιφέρει μεταβολή των αρχικών όρων του διαγωνισμού, σε αντίθεση με την αρχή της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης και, ως εκ τούτου, θα αποτελεί παρατυπία.

Σύμφωνα με την οδηγία 2014/24/ΕΕ, είναι δυνατές τροποποιήσεις των συμβάσεων χωρίς νέα διαδικασία προμήθειας, ιδίως στις ακόλουθες περιπτώσεις και εφόσον τηρούνται οι ειδικοί όροι που προβλέπονται στο άρθρο 72 της οδηγίας:

όταν οι τροποποιήσεις προβλέπονται στα έγγραφα της αρχικής προμήθειας με τη μορφή σαφών και ρητών ρητρών αναθεώρησης που αναφέρουν την έκταση και τη φύση των ενδεχόμενων τροποποιήσεων ή προαιρέσεων καθώς και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Οι ρήτρες δεν πρέπει να προβλέπουν τροποποιήσεις ή προαιρέσεις που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τη συνολική φύση της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου. Προκειμένου να καλυφθεί η πιθανότητα η συμβολή του προγράμματος στο μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής να αυξηθεί αργότερα, η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει, κατά την προμήθεια των σχετικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, να εκτιμά εκ των προτέρων τις πιθανές πρόσθετες συνεισφορές προγράμματος και τις επιπτώσεις τους στην εκτιμώμενη αξία της σύμβασης.

για πρόσθετες υπηρεσίες του αρχικού εργολάβου οι οποίες έχουν καταστεί απαραίτητες και δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική προμήθεια, όταν η αλλαγή εργολάβου δεν μπορεί να γίνει για οικονομικούς λόγους και θα συνεπαγόταν σημαντική αναστάτωση ή ουσιαστική επικάλυψη δαπανών για την αναθέτουσα αρχή. Σύμφωνα με το άρθρο 72, η όποια αύξηση της τιμής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50 % της αξίας της αρχικής σύμβασης. Σε περίπτωση όπου επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, ο περιορισμός αυτός ισχύει για την αξία κάθε τροποποίησης. Οι επακόλουθες τροποποιήσεις δεν πρέπει να αποσκοπούν στην αποφυγή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας·

όταν η ανάγκη τροποποίησης προέκυψε λόγω περιστάσεων που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από μια επιμελή αναθέτουσα αρχή, η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τη συνολική φύση της σύμβασης και η όποια αύξηση της τιμής δεν υπερβαίνει το 50 % της αξίας της αρχικής σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου (σε περίπτωση πολλών διαδοχικών τροποποιήσεων, ισχύουν οι όροι που αναφέρονται παραπάνω)·

όταν νέος εργολάβος αντικαθιστά εκείνον στον οποίο ανατέθηκε αρχικά η σύμβαση από την αναθέτουσα αρχή, συνεπεία: i) ρητής ρήτρας αναθεώρησης ή προαίρεσης, σύμφωνα με το πρώτο στοιχείο, ii) μερικής ή ολικής διαδοχής του αρχικού εργολάβου, κατόπιν εταιρικής αναδιάρθρωσης, περιλαμβανομένων της εξαγοράς, της συγχώνευσης και της αφερεγγυότητας, από άλλο οικονομικό φορέα ο οποίος πληροί τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που καθορίστηκαν αρχικά, εφόσον η διαδοχή δεν συνεπάγεται άλλες ουσιώδεις τροποποιήσεις της σύμβασης και δεν έχει στόχο την αποφυγή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή ή iii) όταν η ίδια η αναθέτουσα αρχή αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του κύριου εργολάβου έναντι των υπεργολάβων του και η δυνατότητα αυτή προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 71 της οδηγίας·

όταν οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας τους, δεν είναι ουσιώδεις (15)·

όταν η αξία της τροποποίησης είναι κάτω από τα κατώτατα όρια εφαρμογής της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και το 10 % της αρχικής αξίας της σύμβασης για τις συμβάσεις υπηρεσιών. Επιπροσθέτως, η τροποποίηση δεν μπορεί να μεταβάλλει τη συνολική φύση της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου. Όταν επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, η αξία τους πρέπει να εκτιμάται βάσει της καθαρής σωρευτικής αξίας των διαδοχικών τροποποιήσεων (που διαφέρει από την παραπάνω).

Συμπέρασμα:

Οι αναθέτουσες αρχές που είναι πρόθυμες να αυξήσουν το ποσό των εισφορών του προγράμματος σε μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής που εφαρμόζονται από φορείς που έχουν ήδη επιλεγεί (στο πλαίσιο της περιόδου προγραμματισμού 2007-2013, για παράδειγμα) θα πρέπει να ελέγχουν προσεκτικά κατά πόσον πληρούνται οι όροι για μια τέτοια τροποποίηση της σύμβασης.

Επιπροσθέτως, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές μεταγενέστερες αυξήσεις των εισφορών του προγράμματος για το μέλλον, συνιστάται οι αναθέτουσες αρχές να προβλέπουν τη σύναψη συμφωνιών-πλαισών και όχι να προβαίνουν σε τροποποιήσεις της σύμβασης.

3.1.2.   Κάτω από τα κατώτατα όρια της οδηγίας: επιλογή σύμφωνα με τις αρχές της Συνθήκης

Κάτω από τα κατώτατα όρια των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, η επιλογή των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να συνάδει με τις αρχές της Συνθήκης, εφόσον η σύμβαση είναι διασυνοριακού ενδιαφέροντος.

Οι αρχές της Συνθήκης που πρέπει να τηρούνται είναι εκείνες της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και της ίσης μεταχείρισης, της αποφυγής διακρίσεων, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας.

Η Επιτροπή, με βάση τη νομολογία του ΔΕΚ, εξέδωσε ερμηνευτική ανακοίνωση σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στην ανάθεση συμβάσεων οι οποίες δεν καλύπτονται ή καλύπτονται εν μέρει από τις οδηγίες για τις «δημόσιες συμβάσεις», της 23ης Ιουνίου 2006 (16), στην οποία αναπτύσσονται οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις εν λόγω αρχές.

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής διακρίσεων συνεπάγονται την υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται στην εξασφάλιση, προς όφελος κάθε πιθανού αναδόχου, επαρκούς βαθμού δημοσιότητας ώστε να επιτρέπεται το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό. Σύμφωνα με την υποχρέωση της διαφάνειας οι οικονομικοί φορείς που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με τη σύμβαση πριν αυτή ανατεθεί, έτσι ώστε, εάν το επιθυμούν, να είναι σε θέση να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για την εν λόγω σύμβαση.

Αυτό απαιτεί τη δημοσίευση προκήρυξης, στην οποία οι πιθανοί ενδιαφερόμενοι να έχουν εύκολη πρόσβαση, πριν από την ανάθεση της σύμβασης. Η προκήρυξη αυτή πρέπει να δημοσιεύεται από την αναθέτουσα αρχή με σκοπό το άνοιγμα της ανάθεσης της σύμβασης στον ανταγωνισμό. Οι αναθέτουσες αρχές είναι αρμόδιες να αποφασίσουν για το καταλληλότερο μέσο δημοσιοποίησης των συμβάσεών τους.

Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις αρχές της Συνθήκης εφαρμόζονται σε συμβάσεις κάτω από τα κατώτατα όρια των οδηγιών, οι οποίες παρουσιάζουν διασυνοριακό ενδιαφέρον. Η ύπαρξη ενός ορισμένου διασυνοριακού ενδιαφέροντος πρέπει να εκτιμάται από τις επιμέρους αναθέτουσες αρχές βάσει αξιολόγησης των επιμέρους περιστάσεων της υπόθεσης, όπως το αντικείμενο της σύμβασης, η σημαντική αξία της επίμαχης σύμβασης σε συνδυασμό με τον τόπο εκτελέσεως των εργασιών ή ακόμη τα τεχνικά χαρακτηριστικά της σύμβασης (17), τις λεπτομέρειες του σχετικού τομέα (μέγεθος και δομή της αγοράς, εμπορικές πρακτικές κ.λπ.).

3.2.    Περιγραφή της ΕΤΕπ

Η ΕΤΕπ είναι ένας από τους φορείς που προσδιορίζονται στο ΚΚΔ στους οποίους μπορούν να ανατίθενται από τις διαχειριστικές αρχές καθήκοντα εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής [άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο i) του ΚΚΔ].

Δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ των κρατών μελών και της ΕΤΕπ διέπεται από το πρωτογενές δίκαιο (18), η πρόσβαση στις καταστατικές δραστηριότητες της ΕΤΕπ δεν μπορεί να υπόκειται σε διαδικαστικούς κανόνες και προϋποθέσεις εξωγενείς προς τις διατάξεις που διέπουν τις δραστηριότητες της ΕΤΕπ σύμφωνα με το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι οι διατάξεις των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις (οι οποίες είναι το παράγωγο δίκαιο) δεν ισχύουν για τις εντολές όσον αφορά τη διαχείριση των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής που έχουν συναφθεί μεταξύ των διαχειριστικών αρχών και της ΕΤΕπ. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω συμβάσεις μπορούν να συνάπτονται απευθείας με την ΕΤΕπ.

Σε περίπτωση που η σύμβαση ανατεθεί απευθείας από μια διαχειριστική αρχή στην ΕΤΕπ για την εφαρμογή ενός ταμείου χαρτοφυλακίου, η ΕΤΕπ θα επιλέξει τους ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς οργανισμούς για την εφαρμογή μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής βάσει των εσωτερικών κανόνων και διαδικασιών της τα οποία, δεδομένου ότι η ΕΤΕπ υπόκειται στη Συνθήκη, πρέπει να συμμορφώνονται προς τις αρχές της Συνθήκης.

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του ΚΕΚ, όταν η ΕΤΕπ αναθέτει περαιτέρω καθήκοντα εκτέλεσης σε ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, η επιλογή πρέπει επίσης να σέβεται τις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη (βλέπε σημείο 3.7 παρακάτω).

Συμπέρασμα:

Οι διαχειριστικές αρχές, οι ενδιάμεσοι φορείς και οι φορείς εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου οι οποίοι είναι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν απευθείας με την ΕΤΕπ, δηλαδή χωρίς ανταγωνιστική διαδικασία (19), εντολές σχετικά με την εφαρμογή μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής.

3.3.    Περιγραφή του ΕΤΕ

Το ΕΤΕ ιδρύθηκε το 1994 από το Συμβούλιο των Διοικητών της ΕΤΕπ (που εκπροσωπεί τα κράτη μέλη), με βάση την πράξη πρωτογενούς δικαίου της ΕΕ (20). Η πράξη προσέθεσε το άρθρο 30 στο καταστατικό της ΕΤΕπ, το οποίο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη, εξουσιοδοτώντας το Διοικητικό Συμβούλιο να ιδρύσει το ΕΤΕ και το καταστατικό του. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο [που αντικαταστάθηκε στο μεταξύ από γενικό άρθρο για την ίδρυση θυγατρικών της ΕΤΕπ, το τρέχον άρθρο 28 του πρωτοκόλλου (αριθ. 5) για το καταστατικό της ΕΤΕπ], το ΕΤΕ έχει νομική προσωπικότητα και οικονομική αυτονομία παρόμοια με εκείνη της ΕΤΕπ.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού του, καθήκον του ΕΤΕ είναι να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της παροχής εγγυήσεων και της ανάληψης συμμετοχών σε επιχειρήσεις. Επιπλέον, το ΕΤΕ μπορεί να συμμετέχει σε άλλες δραστηριότητες που συνδέονται ή απορρέουν από τα εν λόγω καθήκοντα.

Όσο για την ΕΤΕπ, η θέση του ΕΤΕ χαρακτηρίζεται από στενή σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τους στόχους του. Το ΕΤΕ προτίθεται να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων και των καθηκόντων της Ένωσης, ασκώντας δραστηριότητες για την επίτευξη των στόχων της Ένωσης.

Το άρθρο 2 παράγραφος 23 του ΚΚΔ ορίζει την «ΕΤΕπ», για τους σκοπούς του ΚΚΔ, αφού περιλαμβάνει την ΕΤΕπ, το ΕΤΕ και οποιαδήποτε (άλλη) θυγατρική της ΕΤΕπ. Ως εκ τούτου, η ΕΤΕπ προσδιορίζεται επίσης στο ΚΚΔ μεταξύ των φορέων στους οποίους μπορούν να ανατίθενται από τις διαχειριστικές αρχές καθήκοντα εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής [άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο i) του ΚΚΔ].

Ως αποτέλεσμα του ειδικού καθεστώτος του ΕΤΕ, οι εντολές σε σχέση με τη διαχείριση μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής μεταξύ των διαχειριστικών αρχών και του ΕΤΕ μπορούν να συνάπτονται απευθείας.

Σε περίπτωση που η σύμβαση ανατεθεί απευθείας από μια διαχειριστική αρχή στο ΕΤΕ για την εφαρμογή ενός ταμείου χαρτοφυλακίου, το ΕΤΕ θα επιλέξει τους ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς οργανισμούς για την εφαρμογή μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής βάσει των εσωτερικών κανόνων και διαδικασιών του τα οποία, δεδομένου ότι το ΕΤΕ υπόκειται στη Συνθήκη, πρέπει να συνάδουν με τις αρχές της Συνθήκης.

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του ΚΕΚ, όταν το ΕΤΕ αναθέτει περαιτέρω καθήκοντα εφαρμογής σε ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, η επιλογή πρέπει να πληροί τις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη (βλέπε σημείο 3.7 παρακάτω).

Συμπέρασμα:

Οι διαχειριστικές αρχές, οι ενδιάμεσοι φορείς και οι φορείς εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου οι οποίοι είναι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν απευθείας με το ΕΤΕ, δηλαδή χωρίς ανταγωνιστική διαδικασία (21), εντολές σχετικά με την εφαρμογή μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής.

3.4.    Περιγραφή ενός διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού

Οι διαχειριστικές αρχές μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανάθεσης της εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής σε διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο ii) του ΚΚΔ.

Το ΚΚΔ δεν περιέχει ορισμό του διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να οριστούν ως οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν συσταθεί από δύο τουλάχιστον χώρες με διακυβερνητικές συμφωνίες για την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης για δραστηριότητες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Οι ιδιοκτήτες ή μέτοχοί τους είναι γενικά οι εθνικές κυβερνήσεις, αλλά μπορεί επίσης να είναι άλλοι διεθνείς οργανισμοί ή/και άλλοι οργανισμοί.

Η ανάθεση καθηκόντων για την εφαρμογή ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής σε έναν διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό μπορεί να γίνει απευθείας από μια διαχειριστική αρχή, υπό τον όρο το κράτος μέλος που έχει ορίσει την εν λόγω διαχειριστική αρχή (22) να είναι μέλος του διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού και τα καθήκοντα που ανατίθενται να εμπίπτουν στην εκ του νόμου αποστολή του οργανισμού. Αυτή η δυνατότητα είναι επίσης ανοικτή υπό τους ίδιους όρους σε ενδιάμεσους φορείς και σε φορείς εφαρμογής ταμείων χαρτοφυλακίου που είναι αναθέτουσες αρχές.

Κατά τον καθορισμό ενός διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού (εκτός από την ΕΤΕπ και το ΕΤΕ), οι διαχειριστικές αρχές πρέπει να ελέγχουν ότι ο οργανισμός συμμορφώνεται με τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 του ΚΕΚ.

Μετά την ανάθεση των καθηκόντων της εφαρμογής ενός ταμείου χαρτοφυλακίου σε έναν διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό από μια διαχειριστική αρχή, το διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιλέξει τους ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς οργανισμούς για την εφαρμογή μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής. Η επιλογή των ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών από τον διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό θα πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του ΚΕΚ, όταν ο διεθνής χρηματοπιστωτικός οργανισμός αναθέτει περαιτέρω καθήκοντα εφαρμογής σε ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, η επιλογή πρέπει να πληροί τις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη (βλέπε σημείο 3.7 παρακάτω).

Συμπέρασμα:

Οι διαχειριστικές αρχές μπορούν να συνάπτουν απευθείας με έναν διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό μέλος του οποίου είναι το κράτος μέλος, δηλαδή χωρίς ανταγωνιστική διαδικασία (23), εντολές όσον αφορά τη διαχείριση των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής, εφόσον τα καθήκοντα που ανατίθενται εμπίπτουν στην εκ του νόμου αποστολή του οργανισμού.

3.5.    Εσωτερική ανάθεση

Το γεγονός και μόνο ότι οι συμβαλλόμενοι σε μια συμφωνία είναι δημόσιες αρχές δεν αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων προμηθειών.

Εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων προμηθειών δεν πρέπει να παρεμποδίζει το δικαίωμα των δημόσιων αρχών να εκτελούν τα καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών που τους ανατίθενται χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους, που περιλαμβάνει τη δυνατότητα εσωτερικών υπηρεσιών.

Στο πλαίσιο αυτό, μια διαχειριστική αρχή μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο ανάθεσης της εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής σε εσωτερική οντότητα (24). Αυτό είναι επίσης δυνατό για ενδιάμεσους φορείς και φορείς εφαρμογής ταμείων χαρτοφυλακίου οι οποίοι είναι αναθέτουσες αρχές, υπό την προϋπόθεση να πληρούνται οι όροι που περιγράφονται παρακάτω.

Πριν από την έγκριση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, οι προϋποθέσεις για τη σύναψη συμβάσεων απευθείας με οντότητες που ανήκουν και ελέγχονται από αναθέτουσα αρχή («εσωτερικές οντότητες») ορίζονταν από τη νομολογία.

Στη συνέχεια, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή μια τέτοια απευθείας ανάθεση ορίζονται και διευρύνονται από την οδηγία 2014/24/ΕΕ. Η εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά κατά περίπτωση.

Κατά τον καθορισμό μιας εσωτερικής οντότητας, πρέπει επίσης να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΚΕΚ.

3.5.1.   Προϋποθέσεις για την ανάθεση σε εσωτερικές οντότητες μέχρι να μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία η οδηγία 2014/24/ΕΕ ή έως τη 18η Απριλίου 2016, όποια ημερομηνία είναι προγενέστερη

Σύμφωνα με τη νομολογία, αν μια δημόσια αρχή, η οποία είναι αναθέτουσα αρχή, αποφασίσει να μην εκτελέσει τα καθήκοντα που της ανατέθηκαν προς το δημόσιο συμφέρον, χρησιμοποιώντας ίδια διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, μπορεί να αναθέσει απευθείας την εφαρμογή των εν λόγω καθηκόντων σε άλλες οντότητες όταν i) είναι 100 % δημόσιες, ii) ασκεί επί των εν λόγω οντοτήτων έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών και iii) οι εν λόγω οντότητες πραγματοποιούν το κύριο μέρος των δραστηριοτήτων τους για την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή αρχές.

3.5.1.1.   Προϋπόθεση πλήρους δημόσιας ιδιοκτησίας

Όσον αφορά τα πρώτα κριτήρια, απαιτείται 100 % δημόσια ιδιοκτησία της οντότητας.

3.5.1.2.   Προϋπόθεση σχετικά με τον ανάλογο έλεγχο

Η αναθέτουσα αρχή πρέπει να ασκεί επί της ενδιαφερόμενης οντότητας έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών. Αυτός ο έλεγχος μπορεί να ασκείται ατομικά ή από κοινού (25).

Έννοια της αναθέτουσας αρχής

Ο έλεγχος πρέπει να ασκείται από τις αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, όπως αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας. Ως εκ τούτου, η προϋπόθεση του αποτελεσματικού ελέγχου πληρούται στην περίπτωση, για παράδειγμα, όπου μια υπηρεσία υπουργείου θέλει να συνάψει σύμβαση με εσωτερική οντότητα του κράτους και αποτελεσματικός έλεγχος ασκείται από άλλη υπηρεσία του ίδιου υπουργείου, μέσω της συμμετοχής στις δομές διακυβέρνησης της εσωτερικής οντότητας. Ωστόσο, δεν πληρούται, για παράδειγμα, στις ακόλουθες καταστάσεις:

όταν ένα κεντρικό υπουργείο θέλει να συνάψει σύμβαση με εσωτερική οντότητα του κράτους και αποτελεσματικός έλεγχος ασκείται από άλλο κεντρικό υπουργείο, μέσω της συμμετοχής στις δομές διακυβέρνησης της εσωτερικής οντότητας,

όταν ένα περιφερειακό υπουργείο θέλει να συνάψει σύμβαση με εσωτερική οντότητα του κράτους και αποτελεσματικός έλεγχος ασκείται από κεντρικό υπουργείο, μέσω της συμμετοχής στις δομές διακυβέρνησης της εσωτερικής οντότητας.

Ανάλογος έλεγχος:

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία (26), δεν υπάρχει «ανάλογος έλεγχος», όταν η υπό εξέταση οντότητα υπόκειται σε έλεγχο που επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να επηρεάζει τις αποφάσεις της εν λόγω οντότητας. Η αναθέτουσα αρχή δεν χρειάζεται να ασκεί την αποφασιστική επιρροή της στην πράξη, αρκεί να έχει τη δυνατότητα να την ασκήσει.

Η εξουσία που ασκείται πρέπει να είναι εξουσία με αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις της εν λόγω οντότητας (27). Με άλλα λόγια, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να ασκεί δομικό και λειτουργικό έλεγχο επί της εν λόγω οντότητας. Αυτό δεν απαιτεί αναγκαστικά καθημερινό επιχειρησιακό έλεγχο (28).

Η προϋπόθεση του ανάλογου ελέγχου πληρούται όταν η αναθέτουσα αρχή συμμετέχει στο εποπτικό ή το διοικητικό συμβούλιο της οντότητας (για παράδειγμα, εμπορική και αναπτυξιακή τράπεζα) και έχει τη δυνατότητα να ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις του εργολάβου.

Για να εκτιμηθεί κατά πόσον η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις της οντότητας, το ΔΕΚ εξετάζει i) κατά πόσον υπάρχει ιδιωτική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της οντότητας, ii) τη σύνθεση των οργάνων λήψεως αποφάσεών της και iii) την έκταση των εξουσιών που διαθέτει το διοικητικό συμβούλιό της (29).

Σύμφωνα με το ΔΕΚ, η συμμετοχή μιας ιδιωτικής επιχείρησης, έστω και μειοψηφικής, στο κεφάλαιο μιας εταιρείας στην οποία συμμετέχει επίσης η αναθέτουσα αρχή, αποκλείει την πιθανότητα η αναθέτουσα αρχή να ασκεί επί της εταιρείας αυτής έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών (30).

Ωστόσο, το γεγονός ότι η χορηγούσα αναθέτουσα αρχή που χορηγεί κατέχει, μόνη ή σε συνδυασμό με άλλες αναθέτουσες αρχές, το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου σε μια οντότητα, έχει την τάση να δείχνει –κατά κανόνα, αλλά όχι οριστικά– ότι η εν λόγω αναθέτουσα αρχή ασκεί επί της εν λόγω οντότητας έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών (31).

Το γεγονός ότι οι φορείς λήψης αποφάσεων της οντότητας αποτελούνται από εκπροσώπους των αναθετουσών αρχών στις οποίες ανήκει η οντότητα δείχνει ότι η οντότητα είναι υπό τον έλεγχο των αναθετουσών αρχών, οι οποίες είναι συνεπώς σε θέση να ασκούν αποφασιστική επιρροή τόσο επί των στρατηγικών στόχων όσο και επί των σημαντικών αποφάσεων της οντότητας.

Είναι απαραίτητο να ελέγχεται η έκταση των εξουσιών που ανατίθενται στο διοικητικό συμβούλιό της για να αξιολογηθεί κατά πόσον η οντότητα είναι προσανατολισμένη στην αγορά και έχει τέτοιο βαθμό ανεξαρτησίας που θα καθιστούσε δευτερεύοντα τον έλεγχο που ασκείται από τις αναθέτουσες αρχές οι οποίες συνδέονται με αυτήν.

Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η νομική μορφή της εταιρείας, λόγω του γεγονότος ότι ορισμένες μορφές εταιρειών μπορούν να επιδιώκουν στόχους ανεξαρτήτως των μετόχων τους.

Εάν σύμφωνα με το καταστατικό της, η εταιρεία στοχεύει στην επιδίωξη των συμφερόντων των ιδιοκτητών της και δεν επιδιώκει κανένα συμφέρον διαφορετικό από εκείνο των συνδεδεμένων αναθετουσών αρχών, αυτό αποτελεί ένδειξη ελέγχου ανάλογου με εκείνον που ασκείται στις υπηρεσίες της ίδιας της αναθέτουσας αρχής.

Ο έλεγχος που ασκείται από τις αναθέτουσες αρχές, μέσω των καταστατικών φορέων, επί των αποφάσεων της εν λόγω οντότητας μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτρέπει στις εν λόγω αρχές να ασκούν επί της εν λόγω οντότητας έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκείται στις δικές τους υπηρεσίες.

Αυτός ο έλεγχος πρέπει να είναι αποτελεσματικός (32). Δεν αρκεί ο έλεγχος που ασκείται να αποτελείται ουσιαστικά από πεδίο δράσης που παρέχει το εταιρικό δίκαιο στην πλειοψηφία των μετόχων, γεγονός που οδηγεί σε όρια στην εξουσία της αναθέτουσας αρχής να επηρεάζει τις αποφάσεις των εν λόγω εταιρειών (33).

Ανάλογος έλεγχος μπορεί να ασκείται ατομικά ή από κοινού:

Δεν είναι ουσιώδες ο έλεγχος να ασκείται ατομικά: είναι αποδεκτός ο από κοινού ανάλογος έλεγχος. Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν γίνεται χρήση μιας οντότητας που ανήκει από κοινού σε μια σειρά από αναθέτουσες αρχές, ο «ανάλογος έλεγχος» μπορεί να ασκείται από κοινού από τις εν λόγω αρχές, χωρίς να είναι απαραίτητο ο εν λόγω έλεγχος να ασκείται ατομικά από καθεμία από αυτές. Οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται με πλειοψηφία, ανάλογα με την περίπτωση (34).

Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, η προϋπόθεση σχετικά με τον έλεγχο που ασκείται από την αναθέτουσα δημόσια αρχή μπορεί να πληρούται στην περίπτωση που η αρχή αυτή δεν κατέχει παρά μόνον το 0,25 % του κεφαλαίου της δημόσιας επιχείρησης (35). Ο από κοινού ανάλογος έλεγχος είναι δυνατός ακόμη και αν το ποσοστό εταιρικής συμμετοχής είναι πολύ χαμηλό, υπό την προϋπόθεση τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτήν την εταιρική συμμετοχή να είναι επαρκή για να ασκούν οι μέτοχοι αποτελεσματικό έλεγχο από κοινού (36).

Όταν η διαχειριστική αρχή, ο ενδιάμεσος φορέας ή ο φορέας εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή, συμμετέχει στο όργανο λήψης αποφάσεων μιας οντότητας που ανήκει συλλογικά και ελέγχεται από πολλούς δημόσιους ιδιοκτήτες, είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί κατά πόσον υπάρχει από κοινού ανάλογος έλεγχος επί της οντότητας.

3.5.1.3.   Όρος σχετικά με το ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων της οντότητας που ασκούνται για την ελέγχουσα δημόσια αρχή ή αρχές.

Η οντότητα πρέπει να ασκεί το ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων της για την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή αρχές, δηλαδή κατά την εκτέλεση καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή από άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από την εν λόγω αναθέτουσα αρχή, ανεξάρτητα από τον δικαιούχο της εκτέλεσης της σύμβασης. Το ΔΕΚ δεν έχει μέχρι στιγμής καθορίσει ένα ποσοστό που θα μπορούσε να αποτελέσει το κύριο μέρος των δραστηριοτήτων μιας οικονομικής οντότητας (37).

Σε περίπτωση που η διαχειριστική αρχή δεν είναι ο μοναδικός ιδιοκτήτης και ελεγκτής της οντότητας, η προϋπόθεση ο φορέας να διεξάγει το ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του για την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή αρχές πληρούται έστω και αν κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης η εσωτερική οντότητα δεν εκτελεί συγκεκριμένα τα καθήκοντα που ανατίθενται από τη διαχειριστική αρχή, αλλά το ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας του εν λόγω οργανισμού αποτελείται από καθήκοντα που ανατίθενται από τις άλλες αρχές που την ελέγχουν.

Συμπέρασμα:

Ως εκ τούτου, η διαχειριστική αρχή, ο ενδιάμεσος φορέας ή φορέας εφαρμογής μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή μπορεί, υπό τους προαναφερόμενους όρους, να αναθέτει καθήκοντα εφαρμογής των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής σε 100 % δημόσια επιχείρηση (για παράδειγμα μια τράπεζα ανάπτυξης) επί της οποίας ασκεί έλεγχο που είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών, υπό τον όρο αυτή η οντότητα να πραγματοποιεί το κύριο μέρος των δραστηριοτήτων της για την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή αρχές. Η επιλογή των ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών από εσωτερικές οντότητες πρέπει να πληροί τους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις υπό τον όρο ότι οι εσωτερικές οντότητες είναι αναθέτουσες αρχές οι ίδιες.

3.5.2.   Προϋποθέσεις για την ανάθεση σε εσωτερικές οντότητες μετά τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 2014/24/ΕΕ (άρθρο 12 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ) ή μετά τη 18η Απριλίου 2016

Σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει δημόσια σύμβαση με ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, υπό τον όρο ότι πληρούνται τρεις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις.

3.5.2.1.   Προϋπόθεση σχετικά με την ιδιοκτησία της εσωτερικής οντότητας

Δεν πρέπει να υπάρχει άμεση ιδιωτική κεφαλαιακή συμμετοχή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση μειοψηφικές και χωρίς δυνατότητα αρνησικυρίας μορφές ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με τις Συνθήκες, οι οποίες δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

Μειοψηφική και χωρίς δυνατότητα αρνησικυρίας μορφή ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής σύμφωνα με τις Συνθήκες σημαίνει ιδιωτική συμμετοχή που προκύπτει από διαφανή και χωρίς διακρίσεις διαδικασία (38) σύμφωνα με τις αρχές της Συνθήκης.

Δεν απαιτείται η αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες μιας εσωτερικής οντότητας να κατέχει μετοχές σε αυτήν την οντότητα, υπό τον όρο η εν λόγω οντότητα να ανήκει κατά 100 % στο δημόσιο, να ελέγχει την εσωτερική οντότητα (σημείο 3.5.2.2 κατωτέρω) και να πληρούνται τα κριτήρια της δραστηριότητας (σημείο 3.5.2.3 κατωτέρω) (39).

3.5.2.2.   Όρος ελέγχου της εσωτερικής οντότητας από αναθέτουσες αρχές

Η αναθέτουσα αρχή πρέπει να ασκεί έλεγχο επί του εν λόγω νομικού προσώπου ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών. Κωδικοποιώντας τα κριτήρια που προσδιορίζονται από τη νομολογία, στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας προβλέπεται ότι μια αναθέτουσα αρχή θεωρείται ότι ασκεί τον εν λόγω έλεγχο όταν ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου. Ως εκ τούτου, οι δείκτες της αποφασιστικής επιρροής από την αναθέτουσα αρχή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις της οντότητας που αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 3.5.1.2 είναι άνευ σημασίας.

Ο έλεγχος αυτός μπορεί, επίσης, να ασκείται από άλλο νομικό πρόσωπο το οποίο με τη σειρά του ελέγχεται κατά τον ίδιο τρόπο από την αναθέτουσα αρχή (άρθρο 12 παράγραφος 1) ή από κοινού, εφόσον πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 της οδηγίας (40).

Εκτός από τις περιπτώσεις του κοινού ελέγχου, απευθείας ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων είναι επίσης δυνατή σε περίπτωση που ένα ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο το οποίο είναι αναθέτουσα αρχή αναθέτει σύμβαση στην αναθέτουσα αρχή η οποία το ελέγχει ή σε άλλο νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο της ίδιας αναθέτουσας αρχής, εφόσον δεν υπάρχει άμεση ιδιωτική κεφαλαιακή συμμετοχή στο νομικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η δημόσια σύμβαση εξαιρουμένων των μη, ιδιωτικής κεφαλαιακής συμμετοχής που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο (βλέπε άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας).

3.5.2.3.   Όρος άσκησης της δραστηριότητας για τις ελέγχουσες αναθέτουσες αρχές

Το ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο πρέπει να ασκεί πάνω από το 80 % των δραστηριοτήτων του κατά την άσκηση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή από άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από την εν λόγω αναθέτουσα αρχή, ανεξάρτητα από τον δικαιούχο της εκτέλεσης της σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, για τον προσδιορισμό του ποσοστού των δραστηριοτήτων λαμβάνεται υπόψη ο μέσος συνολικός κύκλος εργασιών ή άλλο ενδεδειγμένο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος που βαρύνει το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή όσον αφορά τις υπηρεσίες, τα αγαθά και τα έργα κατά την τριετία που προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης.

Αν, λόγω της ημερομηνίας κατά την οποία δημιουργήθηκε ή άρχισε τις δραστηριότητές του το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή, ή λόγω αναδιοργάνωσης των δραστηριοτήτων του, ο κύκλος εργασιών ή άλλο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος, δεν διατίθεται για την τελευταία τριετία ή δεν είναι πλέον κατάλληλο, αρκεί να αποδειχθεί ότι η μέτρηση της δραστηριότητας είναι αξιόπιστη, ιδίως μέσω προβολών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Τα κράτη μέλη επιτρέπεται να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε από τις δύο μεθόδους. Όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών, ο κύκλος εργασιών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις δραστηριότητες της οντότητας (π.χ. αναπτυξιακή/εμπορική τράπεζα), και από αυτόν πάνω από το 80 % θα πρέπει να δημιουργείται από τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή από άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από την εν λόγω αναθέτουσα αρχή.

Κάθε φορά που μια διαχειριστική αρχή ή ενδιάμεσος φορέας ορίζει μια εσωτερική οντότητα ως φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου και ο εν λόγω φορέας είναι αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με την ισχύουσα οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις, κατά την επιλογή ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών πρέπει να τηρεί τους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του ΚΕΚ, η επιλογή πρέπει να σέβεται τις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη (βλέπε σημείο 3.7 παρακάτω).

Στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ενός κράτους μέλους που στοχεύουν στην επίτευξη δημοσίου συμφέροντος υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο ii) του ΚΚΔ μπορούν να ανατεθούν καθήκοντα εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής, όταν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

Συμπέρασμα:

Μια διαχειριστική αρχή, ενδιάμεσος φορέας ή φορέας εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει συμβάσεις για την εφαρμογή μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής απευθείας με εσωτερικές οντότητες, υπό τον όρο να τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ. Η επιλογή των ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών από εσωτερικές οντότητες πρέπει να πληροί τους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις αν οι εσωτερικές οντότητες είναι αναθέτουσες αρχές οι ίδιες.

Παράδειγμα 1:

Στην περιφέρεια X ανήκει το 100 % περιφερειακής αναπτυξιακής τράπεζας, καθήκον της οποίας, όπως ορίζεται στο καταστατικό της, είναι η στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της περιφέρειας.

Η περιφέρεια X προεδρεύει του εποπτικού συμβουλίου της τράπεζας, καθήκον του οποίου είναι να δίνει τις στρατηγικές κατευθύνσεις των δραστηριοτήτων της τράπεζας και να ψηφίζει σχετικά με τον προϋπολογισμό, το προσωπικό και τους διορισμούς των διευθυντών της τράπεζας.

Η τράπεζα μπορεί ελεύθερα να λαμβάνει καθημερινές αποφάσεις χρηματοδότησης, δηλαδή για την εκταμίευση δανείων και εγγυήσεων σε επιχειρήσεις στην περιφέρεια που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής όσων θεωρούνται «σημαντικά». Οι σημαντικές αποφάσεις (όπως οι αποφάσεις για τις στρατηγικές δανεισμού, το προσωπικό και τον προϋπολογισμό) υπόκεινται στην αποφασιστική επιρροή της ελέγχουσας αναθέτουσας αρχής.

Από τις ρυθμίσεις αυτές προκύπτει ότι η περιφέρεια X ασκεί στην τράπεζα έλεγχο που είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών.

Η περιφέρεια X θέλει να αναθέσει στην περιφερειακή αναπτυξιακή τράπεζα καθήκοντα εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής.

Δεδομένου ότι ελέγχει αποτελεσματικά την τράπεζα που της ανήκει πλήρως και δεδομένου ότι η τράπεζα δεν ασκεί άλλη εμπορική δραστηριότητα, εκτός από τα καθήκοντα που εκτελούνται για την περιφέρεια X, υπάρχει μια εσωτερική σχέση μεταξύ της περιφέρειας X και της τράπεζας, η οποία επιτρέπει στην περιφέρεια X να αναθέτει καθήκοντα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής στην τράπεζα, υπό τον όρο ότι η τράπεζα πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 7 του ΚΕΚ.

Παράδειγμα 2:

Στην περιφέρεια X ανήκει το 1 % εθνικής αναπτυξιακής τράπεζας, καθήκον της οποίας, όπως ορίζεται από τον νόμο, είναι η στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης του κράτους μέλους.

Η περιφέρεια X είναι μέλος του εποπτικού συμβουλίου της τράπεζας. Η τράπεζα μπορεί ελεύθερα να λαμβάνει καθημερινές αποφάσεις χρηματοδότησης, δηλαδή για την εκταμίευση δανείων και εγγυήσεων σε επιχειρήσεις στην περιφέρεια που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής όσων θεωρούνται «σημαντικά». Ωστόσο, οι σημαντικές αποφάσεις (όπως οι αποφάσεις για τις στρατηγικές δανεισμού, το προσωπικό και τον προϋπολογισμό) υπόκεινται στην αποφασιστική επιρροή της ελέγχουσας αναθέτουσας αρχής. Με βάση τα δικαιώματα που συνδέονται με τη συμμετοχή της, η περιφέρεια X ασκεί στην τράπεζα έλεγχο που είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών.

Εκτός στα καθήκοντα που ασκεί για την περιφέρεια X, η τράπεζα έχει εμπορικές δραστηριότητες που αντιπροσωπεύουν το 15 % του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών της.

Τον Ιούνιο του 2016 (σύμφωνα με την οδηγία 2014/24/ΕΕ), η περιφέρεια X θέλει να αναθέσει στην τράπεζα καθήκοντα εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής. Δεδομένου ότι ελέγχει αποτελεσματικά την τράπεζα (παρά το γεγονός ότι της ανήκει μόνο το 1 %) και δεδομένου ότι η τράπεζα ασκεί πάνω από το 80 % των δραστηριοτήτων της κατά την άσκηση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από τους ιδιοκτήτες της (41) (όπως υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο του συνολικού κύκλου εργασιών της τράπεζας για τα τρία έτη που προηγούνται της ανάθεσης της σύμβασης), υπάρχει μια εσωτερική σχέση μεταξύ της περιφέρειας X και της τράπεζας, η οποία επιτρέπει στην περιφέρεια X να αναθέτει καθήκοντα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής στην τράπεζα, υπό τον όρο ότι η τράπεζα πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 7 του ΚΕΚ.

Παράδειγμα 3:

Στο κράτος ανήκει το 100 % μιας αναπτυξιακής τράπεζας, καθήκον της οποίας είναι η στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης του κράτους μέλους.

Το Υπουργείο X είναι μέλος του εποπτικού συμβουλίου της τράπεζας. Η τράπεζα μπορεί ελεύθερα να λαμβάνει καθημερινές αποφάσεις χρηματοδότησης, δηλαδή για την εκταμίευση δανείων και εγγυήσεων σε επιχειρήσεις στην περιφέρεια που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής όσων θεωρούνται «σημαντικά». Ωστόσο, οι σημαντικές αποφάσεις (όπως οι αποφάσεις για τις στρατηγικές δανεισμού, το προσωπικό και τον προϋπολογισμό) υπόκεινται στην αποφασιστική επιρροή της ελέγχουσας αναθέτουσας αρχής και κατά συνέπεια, το Υπουργείο X ασκεί στην τράπεζα έλεγχο που είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών.

Εκτός στα καθήκοντα που ασκεί για το Υπουργείο X, η τράπεζα έχει εμπορικές δραστηριότητες που αντιπροσωπεύουν το 15 % του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών της.

Τον Ιούνιο του 2016 (σύμφωνα με την οδηγία 2014/24/ΕΕ), το Υπουργείο X θέλει να αναθέσει στην τράπεζα καθήκοντα εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής. Δεδομένου ότι ελέγχει αποτελεσματικά την τράπεζα και δεδομένου ότι η τράπεζα ασκεί πάνω από το 80 % των δραστηριοτήτων της κατά την άσκηση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από τους ιδιοκτήτες της (42) (όπως υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο του συνολικού κύκλου εργασιών της τράπεζας για τα τρία έτη που προηγούνται της ανάθεσης της σύμβασης), υπάρχει μια εσωτερική σχέση μεταξύ του Υπουργείου X και της τράπεζας, η οποία επιτρέπει στο Υπουργείο X να αναθέτει καθήκοντα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής στην τράπεζα, υπό τον όρο ότι η τράπεζα πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 7 του ΚΕΚ.

3.6.    Διαδιοικητική συνεργασία  (43)

Και πάλι, το γεγονός και μόνο ότι οι συμβαλλόμενοι σε μια συμφωνία είναι οι ίδιοι δημόσιες αρχές δεν αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων προμηθειών.

Εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων προμηθειών δεν πρέπει να παρεμποδίζει το δικαίωμα των δημόσιων αρχών να εκτελούν τα καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών που τους ανατίθενται χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους, συνεργαζόμενες, ενδεχομένως, με άλλες δημόσιες αρχές. Έχοντας κατά νου την ανάγκη να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού σε σχέση με ιδιώτες οικονομικούς φορείς, δόθηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τη διαδιοικητική συνεργασία από την οδηγία 2014/24/ΕΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, μια διαχειριστική αρχή, ένας ενδιάμεσος φορέας ή ένας φορέας εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο χρήσης της διαδιοικητικής συνεργασίας για την ανάθεση καθηκόντων εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι απαιτήσεις για την εν λόγω συνεργασία (44).

Η διαδιοικητική συνεργασία για την εφαρμογή των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής μπορεί να υλοποιηθεί μέσω σύμβασης μεταξύ της διαχειριστικής αρχής, του ενδιάμεσου φορέα ή του φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή, και μιας άλλης αναθέτουσας αρχής που ελέγχει μια 100 % δημόσια οντότητα η οποία είναι ικανή να εφαρμόζει μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής (δηλαδή μια εσωτερική οντότητα). Εναλλακτικά, μια συμφωνία χρηματοδότησης μπορεί να συναφθεί απευθείας μεταξύ της διαχειριστικής αρχής, του ενδιάμεσου φορέα ή του φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή και της αναθέτουσας αρχής που εφαρμόζει το μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής. Η σύμβαση/συμφωνία χρηματοδότησης θα πρέπει να καλύπτει τις λεπτομέρειες για την αμοιβή του φορέα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής (45).

Κατά τη χρήση διαδιοικητικής συνεργασίας, μια διαχειριστική αρχή, ένας ενδιάμεσος φορέας ή ένας φορέας εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή πρέπει να διασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 του ΚΕΚ.

3.6.1.   Προϋποθέσεις για διαδιοικητική συνεργασία μέχρι να μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία η οδηγία 2014/24/ΕΕ ή έως τη 18η Απριλίου 2016, όποια ημερομηνία είναι προγενέστερη

Πριν από την έγκριση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, οι συνθήκες υπό τις οποίες μπορούν να συνάπτονται συμβάσεις (46) μεταξύ δημόσιων αρχών (διαδιοικητική συνεργασία) δεν υπάγονταν στους κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων και ορίζονταν από τη νομολογία.

Διαδιοικητική συνεργασία μεταξύ των δημόσιων αρχών για να διασφαλίσουν ότι ένα δημόσιο καθήκον που πρέπει όλες να ασκήσουν επιτρέπεται να πραγματοποιείται εκτός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις (47). Οι κανόνες για τις δημόσιες προμήθειες δεν είναι εφαρμόσιμοι στον βαθμό που:

η διαδιοικητική συνεργασία αφορά αποκλειστικά δημόσιες αρχές, χωρίς τη συμμετοχή ιδιώτη,

τηρείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ούτως ώστε κανένας ιδιωτικός φορέας παροχής υπηρεσιών να μην περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών (48) και

η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής διέπεται αποκλειστικά από εκτιμήσεις και απαιτήσεις που αφορούν την επιδίωξη στόχων δημοσίου συμφέροντος τους οποίους πρέπει να υλοποιούν οι αρχές (49).

Δεν υπάρχει νομολογία για τη διαδιοικητική συνεργασία σε σχέση με τα μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής. Ωστόσο, παραδείγματα σε άλλους τομείς μπορούν να απεικονίσουν τη θέση του ΔΕΚ για το κατά πόσον η συνεργασία διέπεται αποκλειστικά από εκτιμήσεις και απαιτήσεις που αφορούν την επιδίωξη στόχων δημοσίου συμφέροντος.

Το ΔΕΚ αναγνώρισε ότι οι τοπικές αρχές επιδιώκουν τον στόχο να διασφαλίσουν ότι ένα δημόσιο καθήκον εκτελείται αν υπάρχει συνεργασία στον τομέα της διάθεσης αποβλήτων για την εφαρμογή των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ (50).

Το ΔΕΚ ανέλυσε επίσης τη συνεργασία ανάμεσα σε ένα πανεπιστήμιο και μια δημόσια επιχείρηση που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο για την αγορά ενός συστήματος πληροφορικής για τη διαχείριση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το ΔΕΚ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω συνεργασία δεν αποσκοπεί στην εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος το οποίο πρέπει να εκτελέσουν τόσο το πανεπιστήμιο όσο και η υπό εξέταση εταιρεία, δεδομένου ότι στην τελευταία δεν έχει ανατεθεί απευθείας η εκτέλεση καθήκοντος δημόσιας υπηρεσίας (51).

Η διαδιοικητική συνεργασία για την εφαρμογή μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής απαιτεί οι συνεργαζόμενες αρχές να ασκούν τα καθήκοντά τους προς το δημόσιο συμφέρον. Αυτό συμβαίνει αν όλες οι δραστηριότητες της αναθέτουσας αρχής/επιφορτισμένης οντότητας ασκούνται στο πλαίσιο δημόσιας εντολής που έχει ανατεθεί από τον νόμο, ούτως ώστε η εφαρμογή του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής να επιτρέπει στις αρχές να εκτελούν λειτουργίες που τους ανατίθενται από την ΕΕ ή την εθνική νομοθεσία, όπως η χρηματοδότηση κοινωνικών μέτρων ή η παροχή χρηματοδότησης σε συγκεκριμένα είδη ΜΜΕ ή η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης ή της έρευνας. Η επιδίωξη από μια διαχειριστική αρχή (ενδιάμεσο φορέα ή φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου η οποία είναι αναθέτουσα αρχή) των επιχειρησιακών στόχων και δραστηριοτήτων που περιγράφονται στο πρόγραμμα (και όχι δραστηριότητες υποστήριξης, όπως η ανάπτυξη των εργαλείων πληροφορικής ή η μίσθωση γραφείων που είναι απαραίτητα για τη στέγαση του προσωπικού που εργάζεται για την εφαρμογή των ΕΔΕΤ) μπορεί να θεωρηθεί καθήκον δημοσίου συμφέροντος. Αν οι ίδιοι στόχοι και δραστηριότητες ασκούνται από άλλες δημόσιες αρχές, οι επιδόσεις τους μπορεί να αφήσουν περιθώριο για διαδιοικητική συνεργασία.

Η συνεργασία μεταξύ δημόσιων αρχών πρέπει να διέπεται αποκλειστικά από εκτιμήσεις και απαιτήσεις που αφορούν την επιδίωξη στόχων δημοσίου συμφέροντος, γεγονός που απαιτεί ανάλυση κατά περίπτωση.

Η αμοιβή που καταβάλλεται από τη διαχειριστική αρχή, τον ενδιάμεσο φορέα ή τον φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή για την εφαρμογή του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής στον φορέα εφαρμογής μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να είναι ισοδύναμη με εκείνη που καταβάλλεται από τις άλλες δημόσιες αρχές που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του φορέα εφαρμογής μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής για τα ίδια είδη χρηματοοικονομικών προϊόντων που παραδίδονται στα ίδια είδη δικαιούχων, υπό τον όρο της τήρησης των εφαρμοστέων κανονιστικών διατάξεων σχετικά με τα έξοδα και τις αμοιβές διαχείρισης (βλέπε ιδίως τα άρθρα 12 και 13 του ΚΕΚ).

Συμπέρασμα:

Μέχρι η οδηγία 2014/24/ΕΕ να μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία ή μέχρι τη 18η Απριλίου 2016, όποια ημερομηνία είναι προγενέστερη, μια διαχειριστική αρχή, ένας ενδιάμεσος φορέας ή ένας φορέας εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή, υπό τον όρο της συμμόρφωσης με τους όρους που καθορίζονται στη νομολογία, συνάπτει συμφωνίες διοικητικής συνεργασίας με δημόσια αρχή που θα μπορούσε να αναλάβει το καθήκον της εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής.

3.6.2.   Όροι για τη διαδιοικητική συνεργασία μετά τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 2014/24/ΕΕ ή μετά τη 18η Απριλίου 2016

Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, μια σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν πληρούνται τρεις όροι:

i)

η σύμβαση θεσπίζει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επιδίωξη των κοινών τους στόχων. Όπως αναφέρεται στο σημείο 3.6.1, η επιδίωξη από μια διαχειριστική αρχή, ενδιάμεσο φορέα ή φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή, των επιχειρησιακών στόχων και δραστηριοτήτων που περιγράφονται στο πρόγραμμα (και όχι δραστηριότητες υποστήριξης, όπως η ανάπτυξη των εργαλείων πληροφορικής, η μίσθωση γραφείων που είναι απαραίτητα για τη στέγαση του προσωπικού που εργάζεται για την εφαρμογή των ΕΔΕΤ) μπορεί να θεωρηθεί καθήκον δημοσίου συμφέροντος·

ii)

η υλοποίηση της εν λόγω συνεργασίας λαμβάνει αποκλειστικά υπόψη το δημόσιο συμφέρον (βλέπε τις συνέπειες που εξηγούνται ανωτέρω στο σημείο 3.6.1 όσον αφορά τις αποδοχές)·

iii)

οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές εκτελούν στην ανοικτή αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός δεν ισχύει για τη δραστηριότητα στην αγορά εκτός της συνεργασίας.

Σύμφωνα με την τελευταία προϋπόθεση, η οποία προβλέπει αυστηρό περιορισμό των δραστηριοτήτων στην αγορά εκτός της συνεργασίας, οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές πρέπει να εκτελούν λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία στην ανοικτή αγορά.

Αν τα μέρη της διαδιοικητικής συνεργασίας δεν ασκούν οικονομικές δραστηριότητες ή οποιουδήποτε είδους ανταγωνισμό με άλλους φορείς της αγοράς, η προϋπόθεση του άρθρου 12 παράγραφος 4 στοιχείο γ) πληρούται, διότι δεν ασκείται δραστηριότητα σε ανοικτή αγορά.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, για τον προσδιορισμό του ποσοστού των δραστηριοτήτων λαμβάνεται υπόψη ο μέσος συνολικός κύκλος εργασιών ή άλλο ενδεδειγμένο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος που βαρύνει το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή όσον αφορά τις υπηρεσίες, τα αγαθά και τα έργα κατά την τριετία που προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης. Εξ ορισμού αυτός ο υπολογισμός δεν καλύπτει τις δραστηριότητες που άρχισαν πρόσφατα να ασκούνται στο πλαίσιο της συνεργασίας, δηλαδή δεν ασκούνταν από κάποια συμμετέχουσα αναθέτουσα αρχή πριν από τη συνεργασία.

Αν, λόγω της ημερομηνίας κατά την οποία δημιουργήθηκε ή άρχισε τις δραστηριότητές του το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο ή αναθέτουσα αρχή, ή λόγω αναδιοργάνωσης των δραστηριοτήτων του, ο κύκλος εργασιών ή άλλο μέτρο βάσει δραστηριοτήτων, όπως το κόστος, δεν διατίθεται για την τελευταία τριετία ή δεν είναι πλέον κατάλληλο, αρκεί να αποδειχθεί ότι η μέτρηση της δραστηριότητας είναι αξιόπιστη, ιδίως μέσω προβολών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Είναι επίσης διαθέσιμο το φάσμα των συμβατικών ρυθμίσεων που περιγράφονται ανωτέρω στο σημείο 3.6.1 (52),

Συμπέρασμα:

Μετά τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας 2014/24/ΕΕ ή μετά τη 18η Απριλίου 2016, μια διαχειριστική αρχή, ένας ενδιάμεσος φορέας ή ένας φορέας εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή μπορεί να είναι σε θέση να συνάπτει συμφωνίες διαδιοικητικής συνεργασίας που πληρούν τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία με άλλες αναθέτουσες αρχές στις οποίες θα μπορούσε να ανατεθεί το καθήκον της εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής. Είναι επίσης διαθέσιμο το φάσμα των συμβατικών ρυθμίσεων που περιγράφονται ανωτέρω στο σημείο 3.6.1.

Παράδειγμα:

Το Υπουργείο Οικονομίας ελέγχει το 100 % δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας της οποίας το καθήκον, όπως ορίζεται από τον νόμο, είναι η παροχή δανείων και εγγυήσεων σε ΜΜΕ για την υποστήριξη της καινοτομίας σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας.

Η περιφέρεια Y υλοποιεί πρόγραμμα με στόχο την υποστήριξη της καινοτομίας στην περιοχή. Δεν ελέγχει, ούτε ατομικά ούτε από κοινού, την εθνική αναπτυξιακή τράπεζα. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει εσωτερική σχέση μεταξύ των δύο.

Η διαδιοικητική συνεργασία θα μπορούσε να είναι δυνατή, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για μια τέτοια συνεργασία:

1.

Η σύμβαση για την καθιέρωση συνεργασίας που συνάπτεται είτε μεταξύ του Υπουργείου Οικονομίας και της περιφέρειας Y είτε μεταξύ της αναπτυξιακής τράπεζας και της περιφέρειας Y πρέπει να στοχεύει στη διασφάλιση ότι οι δημόσιες υπηρεσίες τις οποίες πρέπει να εκτελούν το Υπουργείο και η περιφέρεια Y παρέχονται με σκοπό την επίτευξη των στόχων που έχουν από κοινού. Όσον αφορά την περιφέρεια Y, είναι αρκετό η στήριξη της καινοτομίας στην περιφέρεια να αποτελεί στόχο που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα.

2.

Η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής πρέπει να διέπεται αποκλειστικά από εκτιμήσεις που αφορούν το δημόσιο συμφέρον. Ειδικότερα, η αμοιβή της υπηρεσίας πρέπει να παρέχεται στην περιφέρεια υπό τους ίδιους όρους όπως και στο Υπουργείο. Αν τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που η περιφέρεια ζητά από την τράπεζα να εφαρμόσει ήδη παρέχονται από την τράπεζα για το Υπουργείο, η τράπεζα χρεώνει τα ίδια έξοδα και αμοιβές στην περιφέρεια για την εφαρμογή ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής που παρέχει τα προϊόντα αυτά. Αν τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που η περιφέρεια ζητά από την τράπεζα να εφαρμόσει δεν παρέχονται από την τράπεζα, η εθνική αναπτυξιακή τράπεζα δέχεται να χρεώνει τα ίδια έξοδα και αμοιβές στην περιφέρεια όπως εκείνα που θα χρέωνε για το Υπουργείο.

3.

Οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές πρέπει να εκτελούν στην ανοικτή αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία. Η εθνική αναπτυξιακή τράπεζα δεν πρέπει να παρέχει χρηματοδότηση του οικείου είδους από τη συνεργασία (δηλαδή είδος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που παρέχεται σε ορισμένο είδος αποδεκτών σε συγκεκριμένο τομέα, για παράδειγμα ίδια κεφάλαια για την καινοτομία με στόχο νεοσύστατες επιχειρήσεις) στην ελεύθερη αγορά για πάνω από 20 % του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών της για τα τρία έτη που προηγούνται της ανάθεσης της σύμβασης.

Υπό τον όρο η εθνική αναπτυξιακή τράπεζα να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 7 του ΚΕΚ, η περιφέρεια Y μπορεί να αναθέσει σύμβαση στην εν λόγω τράπεζα και να υπογράψει απευθείας τη σύμβαση με την τράπεζα.

3.7.    Απαιτήσεις του άρθρου 7 του ΚΕΚ

Το άρθρο 7 του ΚΕΚ καθορίζει τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται από τη διαχειριστική αρχή κατά την επιλογή των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής. Οι κανόνες του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν για την επιλογή των φορέων εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής (με την εξαίρεση της επιλογής της ΕΤΕπ και του ΕΤΕ), ανεξάρτητα από το ύψος της σύμβασης και ανεξάρτητα από τη διαδικασία επιλογής των ενδιαφερόμενων φορέων (ανοικτή πρόσκληση, διαδικασία με διαπραγμάτευση, ανταγωνιστική διαδικασία, απευθείας ανάθεσης). Οι διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 3 του ΚΕΚ ισχύουν για την επιλογή των ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών από τους φορείς εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου.

Υπενθυμίζοντας τις αρχές της διαφάνειας και της μη εισαγωγής διακρίσεων που προβλέπονται στη Συνθήκη, στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του ΚΕΚ προβλέπεται ότι η διαδικασία επιλογής πρέπει να είναι διαφανής και να δικαιολογείται για αντικειμενικούς λόγους, και δεν πρέπει να προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων.

Όταν τα καθήκοντα της εφαρμογής των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής ανατίθενται σε τρίτο, σύμφωνα με μία από τις διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων που προβλέπονται στην οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις, ενόψει του άρθρου 7 του ΚΕΚ πρέπει να εισάγει τουλάχιστον την επιλογή, τα κριτήρια ανάθεσης και τα στοιχεία για τους όρους αναφοράς που αναφέρονται παρακάτω στα σημεία 3.7.1 έως 3.7.3. Εκτός αυτής της κατάστασης, δηλαδή στην περίπτωση της απευθείας ανάθεσης της σύμβασης, πρέπει να εφαρμόζονται τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στο άρθρο 7 του ΚΕΚ, όχι όμως ως κριτήρια επιλογής, κριτήρια ανάθεσης και στοιχεία που αναφέρονται από την άποψη της αναφοράς.

3.7.1.   Κριτήρια επιλογής

Τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ) και στο άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του ΚΕΚ συνδέονται με τη νομική, χρηματοοικονομική, οικονομική και οργανωτική ικανότητα του φορέα στον οποίο πρόκειται να ανατεθούν καθήκοντα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής. Ως εκ τούτου, πρέπει να εφαρμόζεται το ακόλουθο ελάχιστο σύνολο κριτηρίων επιλογής.

3.7.1.1.   Νομική ικανότητα

Η νομική ικανότητα του επιφορτισμένου φορέα πρέπει να ελέγχεται για να διασφαλιστεί ότι ο φορέας που επιλέγεται επιτρέπεται να εκτελεί τα καθήκοντα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η διαδικασία επιλογής πρέπει να ελέγχει το δικαίωμα του επιφορτισμένου φορέα να εκτελεί τα σχετικά καθήκοντα εφαρμογής σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ και το εθνικό δίκαιο (άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του ΚΕΚ).

3.7.1.2.   Οικονομική και χρηματοοικονομική ικανότητα

Ο φορέας που είναι επιφορτισμένος με καθήκοντα εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να έχει την οικονομική και χρηματοοικονομική ικανότητα να εκτελεί την εργασία. Ως εκ τούτου, η διαδικασία επιλογής πρέπει να εξασφαλίζει ότι η οικονομική και χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του επιφορτισμένου φορέα είναι επαρκείς (άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) του ΚΕΚ). Η επάρκεια θα πρέπει να ελέγχεται με βάση το είδος των καθηκόντων που θα ανατεθούν στον φορέα και τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειάς τους.

3.7.1.3.   Οργανωτική ικανότητα

Ο φορέας που είναι επιφορτισμένος με καθήκοντα εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να έχει την οργανωτική ικανότητα να εφαρμόζει ένα μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής στο πλαίσιο της εφαρμογής ενός προγράμματος, δηλαδή:

διαθέτει επαρκή ικανότητα να εφαρμόσει το μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής, συμπεριλαμβανομένης μιας οργανωτικής δομής και ενός πλαισίου διακυβέρνησης που παρέχουν την αναγκαία διασφάλιση στη διαχειριστική αρχή [άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του ΚΕΚ]. Η διαχειριστική αρχή πρέπει να αξιολογήσει πόσο καλά κατευθύνεται και ελέγχεται το σύστημα που έχει τεθεί σε εφαρμογή στον φορέα στον οποίο πρόκειται να ανατεθούν καθήκοντα εφαρμογής. Το σύστημα που τέθηκε σε εφαρμογή θα πρέπει να καλύπτει πτυχές όπως: σχεδιασμός, εγκατάσταση, επικοινωνία, παρακολούθηση της προόδου σε σχέση με τους στόχους, διαχείριση κινδύνων και επιχειρηματικοί έλεγχοι,

αποτελεσματικό και αποδοτικό σύστημα εσωτερικών ελέγχων [άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του ΚΕΚ]. Ένα αποτελεσματικό και αποδοτικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο φορέας που είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή μέσου/μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής έχει θέσει σε εφαρμογή επαρκές περιβάλλον ελέγχου και τηρεί τις διαδικασίες που ισχύουν για την εκτέλεση, τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τον μετριασμό των κινδύνων,

η χρήση λογιστικού συστήματος που παρέχει ακριβή, πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία σε εύθετο χρόνο [άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του ΚΕΚ].

3.7.1.4.   Πείρα

Προκειμένου να διασφαλιστεί η επιλογή των πλέον κατάλληλων φορέων για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής, η διαχειριστική αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη την πείρα του φορέα που είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής με την εφαρμογή ανάλογων μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής (όχι κατ’ ανάγκη με κονδύλια της ΕΕ) σε γενικές γραμμές, καθώς και την εμπειρογνωμοσύνη και την εμπειρία των μελών της προτεινόμενης ομάδας ειδικότερα (άρθρο 7 παράγραφος 2 του ΚΕΚ). Αυτή η απαίτηση δεν θα πρέπει να εμποδίζει την περιγραφή μιας νεοσυσταθείσας οντότητας, κατά την αξιολόγηση της εμπειρίας των μελών της ομάδας. Η αξιολόγηση της εμπειρίας των μελών της ομάδας θα αποτελεί κανονικά ένα από τα κριτήρια ανάθεσης, δεδομένου ότι είναι σημαντική όσον αφορά την προσφορά (για την αξιολόγηση του ποιος θα εργαστεί για την παροχή των δημοπρατούμενων υπηρεσιών) και όχι όσον αφορά τον προσφέροντα.

3.7.2.   Κριτήρια ανάθεσης

Το δεύτερο σύνολο κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως στ) του ΚΕΚ συνδέεται με το αντικείμενο της σύμβασης για την εφαρμογή του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής. Ως εκ τούτου, πρέπει να εφαρμόζεται το ακόλουθο ελάχιστο σύνολο κριτηρίων ανάθεσης. Η χρήση μόνο της μεθοδολογίας χαμηλότερης τιμής ή μόνο της μεθοδολογίας του κόστους (δηλαδή μόνο στο πλαίσιο των αμοιβών ή των εξόδων διαχείρισης των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής) για την αξιολόγηση των προσφορών που υποβάλλονται από φορείς εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής δεν θα επέτρεπε στις διαχειριστικές αρχές να εφαρμόζουν το πλήρες ελάχιστο σύνολο κριτηρίων αξιολόγησης. Κατά συνέπεια, οι διαχειριστικές αρχές που επιλέγουν φορείς εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να εφαρμόζουν την πιο συμφέρουσα από οικονομική άποψη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των προσφορών.

3.7.2.1.   Μεθοδολογία επενδύσεων

Η διαχειριστική αρχή πρέπει να αξιολογεί τις προσφορές με βάση τη μεθοδολογία επενδύσεων που προτείνεται στις προσφορές των προσφερόντων όσον αφορά την επιλογή των ενδιάμεσων χρηματοδοτικών οργανισμών ή των τελικών αποδεκτών, κατά περίπτωση, τους όρους και τις προϋποθέσεις που εφαρμόζονται σε σχέση με την υποστήριξη που παρέχεται στους τελικούς αποδέκτες, συμπεριλαμβανομένης της τιμολόγησης, και, όταν ο φορέας εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής χορηγεί δικούς του οικονομικούς πόρους στο μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής ή μοιράζεται τον κίνδυνο, σχετικά με τα προτεινόμενα μέτρα για την ευθυγράμμιση των συμφερόντων και τον μετριασμό των πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων.

αυστηρή και αξιόπιστη μεθοδολογία για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών ή των τελικών αποδεκτών, κατά περίπτωση [άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α) του ΚΕΚ],

οι όροι και προϋποθέσεις που εφαρμόζονται σε σχέση με τη στήριξη που παρέχεται στους τελικούς αποδέκτες, περιλαμβανομένης της τιμολόγησης [άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του ΚΕΚ]. Η τιμολόγηση θα πρέπει να καλύπτει το εύρος των τιμών για τα διάφορα είδη υπηρεσιών και τα πρόσθετα πλεονεκτήματα που προσφέρονται σε σύγκριση με μια συνήθη εμπορική πράξη (π.χ. μείωση των εξασφαλίσεων, διευκολύνσεις στην επιστροφή σε περίπτωση δυσκολιών αποπληρωμής, δυνατότητα ή μη παροχής τεχνικών και/ή χρηματοοικονομικών συμβουλών σε συγκεκριμένους τομείς για σύνθετα έργα κ.λπ.). Όταν η τιμή δεν προκαθορίζεται από τον πάροχο για δεδομένο τύπο υπηρεσίας, θα πρέπει να προβλεφθεί και να κοινοποιηθεί η μέθοδος υπολογισμού της τιμής ή μια επαρκώς λεπτομερής εκτίμηση.

Οι όροι και οι προϋποθέσεις θα μπορούσαν να λάβουν τη μορφή ενός απλού κλιμακωτού οδηγού που βοηθά τους τελικούς αποδέκτες να κατανοούν πώς θα πρέπει να υποβάλλουν τις αιτήσεις τους για επενδύσεις, ποια είδη υπηρεσιών πρέπει να παρέχονται και ποιου είδους αποδοχές θα καλύπτονται από τη σύμβαση.

στις περιπτώσεις που ο φορέας εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής χορηγεί δικούς του χρηματοδοτικούς πόρους στο μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής ή μοιράζεται τον κίνδυνο, τα προτεινόμενα μέτρα για την ευθυγράμμιση των συμφερόντων και τον μετριασμό πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων [άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του ΚΕΚ]. Ένα μέτρο για την αποτελεσματική ευθυγράμμιση των συμφερόντων μεταξύ των επενδυτών θα ήταν η δημιουργία κατάλληλης δομής επιμερισμού κερδών και κινδύνου για τους χρηματοδοτικούς πόρους που επενδύονται από τον φορέα (53).

3.7.2.2.   Ικανότητα άντλησης πρόσθετων πόρων  (54)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί το υψηλότερο δυνατό αποτέλεσμα μόχλευσης για ένα δεδομένο μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής, ένα από τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζεται κατά την επιλογή του φορέα που θα επιφορτιστεί με την εφαρμογή του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής είναι η ικανότητά του να αντλεί πρόσθετους πόρους για επενδύσεις στους τελικούς αποδέκτες, εκτός από τις συνεισφορές προγραμμάτων [άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του ΚΕΚ]. Ως εκ τούτου, οι προσφορές πρέπει να αξιολογούνται με βάση την ικανότητα του φορέα να πραγματοποιεί πρόσθετες επενδύσεις.

3.7.2.3.   Προσθετικότητα της επενδυτικής δραστηριότητας  (55)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστιθέμενη αξία της παρέμβασης των ταμείων ESI, ένα από τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την επιλογή του φορέα που θα επιφορτιστεί με την εφαρμογή ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής είναι η ικανότητά του να αποδείξει ότι η εφαρμογή του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής θα αποτελέσει πρόσθετη δραστηριότητα σε σύγκριση με την τρέχουσα δραστηριότητα του φορέα [άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του ΚΕΚ].

3.7.2.4.   Επίπεδο εξόδων και αμοιβών διαχείρισης

Ένα από τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την επιλογή της προσφοράς του φορέα εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής είναι το επίπεδο των εξόδων διαχείρισης τα οποία αποτελούν την «τιμή» των υπηρεσιών που παρέχονται στη διαχειριστική αρχή. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η μεθοδολογία που προτείνεται για τον υπολογισμό τους.

3.7.3.   Στοιχεία για τους όρους αναφοράς

Συνιστάται να εισαχθούν στους όρους αναφοράς προϋποθέσεις για τις οποίες πρέπει να συμφωνήσουν οι προσφέροντες. Η εισαγωγή στους όρους αναφοράς δεν είναι μόνο τρόπος να εξασφαλιστεί η τήρησή τους, αλλά εξασφαλίζει σε προηγούμενο στάδιο ότι οι δυνητικοί προσφέροντες ενημερώνονται γι’ αυτές τις προϋποθέσεις.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να ελεγχθεί η συμμόρφωση των διαδικασιών που καθορίζονται και εφαρμόζονται από τον φορέα που είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή μέσου/μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής με τους ισχύοντες κανόνες, ο φορέας θα πρέπει να συμφωνεί να ελέγχεται από ελεγκτικούς οργανισμούς των κρατών μελών, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του ΚΕΚ). Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι ο φορέας συμφωνεί να ελεγχθεί, συνιστάται αυτή η προϋπόθεση να αναφέρεται στους όρους αναφοράς της πρόσκλησης και στη σχετική συμφωνία χρηματοδότησης (56). Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση του άρθρου 38 παράγραφος 4 του ΚΚΔ, συνιστάται επίσης οι όροι αναφοράς να αναφέρουν ότι ο φορέας εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής δεν πρέπει να εγκαθίσταται και δεν πρέπει να διατηρεί επιχειρηματικές σχέσεις με νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί σε εδάφη των οποίων οι περιοχές δικαιοδοσίας δεν συνεργάζονται με την Ένωση για την εφαρμογή των διεθνώς συμφωνημένων φορολογικών προτύπων, και πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τις ως άνω προϋποθέσεις στις συμβάσεις τους με τους επιλεγέντες ενδιάμεσους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.

4.   Παραπομπή, σύνδεσμοι

SEC(2011) 1169 final ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις στις σχέσεις μεταξύ των αναθετουσών αρχών («συνεργασία μεταξύ δημοσίων φορέων»)

http://ec.europa.eu/internal_market/publicprocurement/docs/public_public_cooperation/sec2011_1169_el.pdf

Οδηγία 2004/18/ΕΚ

Οδηγία 2014/24/ΕΕ

Επεξηγηματικό σημείωμα για την προνομιακή αμοιβή EGESIF_15-0030-00


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 320).

(2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 480/2014 της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΕ L 138 της 13.5.2014, σ. 5).

(3)  Βλέπε άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχεία α), β) και γ) του ΚΚΔ.

(4)  Σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο α) του ΚΚΔ, εφόσον για την επιλογή του φορέα εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής απαιτείται η σύναψη σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ισχύουν οι κανόνες για την επιλογή των εν λόγω οντοτήτων όπως διευκρινίζονται στο παρόν σημείωμα.

(5)  Η υποχρέωση να ακολουθείται ανοικτή, διαφανής, αναλογική και χωρίς διακρίσεις διαδικασία επιλογής με την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων τηρείται όταν οι ενδιάμεσοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί επιλέγονται σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές για τις δημόσιες συμβάσεις. Όταν είναι δυνατή η απευθείας σύμβαση με ενδιάμεσο χρηματοδοτικοί οργανισμό, οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να ελέγχουν κατά πόσον περισσότεροι του ενός φορείς με τους οποίους είναι δυνατή η σύναψη απευθείας σύμβασης θα μπορούσαν να παράσχουν την υπό εξέταση χρηματοοικονομική υπηρεσία. Όταν συμβαίνει αυτό, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να προβαίνουν σε ανοικτή, διαφανή, αναλογική και χωρίς διακρίσεις διαδικασία επιλογής με την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των ενδιαφερομένων οντοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 5 του ΚΚΔ. Ένας τρόπος για να εξασφαλιστεί η τήρηση των απαιτήσεων αυτών είναι, εκτός των διαδικαστικών απαιτήσεων της οδηγίας, να ενημερώνονται όλες οι ενδιαφερόμενες οντότητες για την προβλεπόμενη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και να καλούνται να υποβάλουν προσφορά την οποία θα αξιολογεί η αναθέτουσα αρχή.

(6)  Η επιλογή της λειτουργίας πρέπει να νοείται ως η απόφαση να πραγματοποιείται χρηματοδοτική συνεισφορά του προγράμματος στο μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής και όχι οι μεταγενέστερες επενδύσεις από το μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής στους τελικούς αποδέκτες.

(7)  Η επιλογή της λειτουργίας του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής για τα ΕΤΠΑ/ΤΣ/ΕΚΤ πρέπει να πραγματοποιείται από τη διαχειριστική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 3 στοιχείο α) του ΚΚΔ. Για το ΕΓΤΑΑ, η επιλογή της λειτουργίας του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 4, το άρθρο 66 και το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013.

(8)  Η αναθέτουσα αρχή ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 9 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ως «αναθέτουσες αρχές» νοούνται: το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μιας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου) και στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ (ως «αναθέτουσες αρχές» νοούνται το κράτος, οι περιφερειακές ή οι τοπικές αρχές, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή οι ενώσεις μιας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου).

(9)  Η ημερομηνία αναφοράς για να καθοριστεί ποια οδηγία εφαρμόζεται είναι η ημερομηνία κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει, με τον τρόπο αυτό, οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει ή όχι υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για την ανάθεση μιας δημοσίας συμβάσεως (πρβλ. υπόθεση C-576/10, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 52).

(10)  Η απόφαση ανάθεσης πρέπει να τεκμηριώνεται, αλλά δεν υπάρχει νομική απαίτηση σχετικά με την ακριβή μορφή που θα πρέπει να έχει μια τέτοια απόφαση. Η αξιολόγηση των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 7 του ΚΕΚ δεν συνιστά από μόνη της απόφαση ανάθεσης, αλλά η απόφαση της αναθέτουσας αρχής που έχει ληφθεί με βάση την αξιολόγηση μπορεί να ληφθεί ως η ημερομηνία κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή αποφάσισε οριστικά ότι δεν θα εκδοθεί προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση της δημόσιας σύμβασης.

(11)  Ο ενδιάμεσος φορέας ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 18 του ΚΚΔ ως «κάθε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που ενεργεί υπό την ευθύνη μιας διαχειριστικής αρχής ή αρχής πιστοποίησης ή εκτελεί καθήκοντα εξ ονόματος μιας τέτοιας αρχής σε σχέση με δικαιούχους που υλοποιούν πράξεις». Οι ενδιάμεσοι φορείς θα πρέπει να επιλέγονται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τις δημόσιες συμβάσεις και, κατά περίπτωση, τις εξαιρέσεις τους. Το άρθρο 123 παράγραφος 6 του ΚΚΔ επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να «ορίσει έναν ή περισσότερους ενδιάμεσους φορείς για να επιτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής ή της αρχής πιστοποίησης υπό την ευθύνη της εν λόγω αρχής». Αυτή η διάταξη ισχύει για το ΕΤΠΑ, το ΕΚΤ, το Ταμείο Συνοχής και το ΕΤΘΑ. Το άρθρο 66 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 προβλέπει την ίδια δυνατότητα για το ΕΓΤΑΑ, η οποία ορίζει ότι η διαχειριστική αρχή διατηρεί την πλήρη ευθύνη για την αποδοτικότητα και την αρτιότητα των καθηκόντων διαχείρισης και εφαρμογής που ανατίθενται σε άλλο φορέα και διασφαλίζει ότι όλα τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες δίνονται στον ενδιάμεσο φορέα για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων.

(12)  Αυτά τα κατώτατα όρια υπόκεινται σε επανεξέταση κάθε δύο έτη, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

(13)  Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ISBN 978-92-79-50323-8 – δεν έχει ακόμη κοινοποιηθεί στα κράτη μέλη στην τελική του έκδοση.

(14)  Πρβλ. άρθρο 1 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και άρθρο 33 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ

(15)  Σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 4, «Η τροποποίηση σύμβασης ή απόφασης-πλαισίου κατά τη διάρκειά της θεωρείται ουσιώδης […], όταν καθιστά τη σύμβαση ή την απόφαση-πλαίσιο ουσιωδώς διαφορετική, ως προς το χαρακτήρα, από εκείνη η οποία συνήφθη αρχικώς. Εν πάση περιπτώσει, με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, η τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης όταν πληρούται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η τροποποίηση εισάγει όρους οι οποίοι, εάν αποτελούσαν μέρος της αρχικής διαδικασίας προμήθειας, θα είχαν οδηγήσει στη συμμετοχή διαφορετικών υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικώς ή στην αποδοχή άλλης προσφοράς από εκείνη που επελέγη αρχικώς ή θα προσέλκυαν επιπλέον συμμετέχοντες στη διαδικασία προμήθειας·

β)

η τροποποίηση αλλάζει την οικονομική ισορροπία της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου υπέρ του εργολάβου κατά τρόπο που δεν προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση ή συμφωνία-πλαίσιο·

γ)

η τροποποίηση επεκτείνει σημαντικά το αντικείμενο της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαίσιο·

δ)

όταν νέος εργολάβος αντικαθιστά εκείνον στον οποίο είχε ανατεθεί αρχικώς η σύμβαση σε περιπτώσεις διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1».

(16)  Η ερμηνεία της Επιτροπής έχει επιβεβαιωθεί από το Γενικό Δικαστήριο με απόφαση της 20ής Μαΐου 2010 στην υπόθεση T-258/06, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

(17)  Υπόθεση C-278/14 SC Enterprise Focused Solutions SRL κατά Spitalul Județean de Urgență Alba Iulia, σκέψη 20. Η εγγύτητα προς τα σύνορα μπορεί ακόμη να έχει ως αποτέλεσμα συμβάσεις χαμηλής αξίας να παρουσιάζουν βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον [συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-147/06 και C-148/06, SECAP SpA (C-147/06) και Santorso Soc. coop. arl (C-148/06), κατά Comune di Torino, σκέψη 31].

(18)  Πρβλ. άρθρο 175 της ΣΛΕΕ.

(19)  Όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 6 του ΚΕΚ, ελλείψει ανταγωνιστικής διαδικασίας, για τα έξοδα και τις αμοιβές διαχείρισης ισχύουν τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 13.

(20)  Πράξη για την τροποποίηση του Πρωτοκόλλου περί του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, με την οποία εξουσιοδοτείται το Συμβούλιο των Διοικητών να ιδρύσει Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (ΕΕ L 173 της 7.7.1994, σ. 14).

(21)  Όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 6 του ΚΕΚ, ελλείψει ανταγωνιστικής διαδικασίας, για τα έξοδα και τις αμοιβές διαχείρισης ισχύουν τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 13.

(22)  Όσον αφορά τα προγράμματα ΕΕΣ, είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η διαχειριστική αρχή.

(23)  Όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 6 του ΚΕΚ, ελλείψει ανταγωνιστικής διαδικασίας, για τα έξοδα και τις αμοιβές διαχείρισης ισχύουν τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 13.

(24)  Εφόσον πληρούνται οι όροι για την εσωτερική οντότητα, αυτό μπορεί να επιτρέψει την απευθείας ανάθεση της σύμβασης σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος με σκοπό την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο ii) του ΚΚΔ και στους φορείς δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο iii) του ΚΚΔ.

(25)  Είναι δύσκολο να προβλεφθεί συγκρότηση όπου μια αναθέτουσα αρχή θα ήλεγχε αποτελεσματικά μια εσωτερική οντότητα, χωρίς η εν λόγω οντότητα να της ανήκει, έστω και μερικώς.

(26)  Υπόθεση C-107/98 Teckal.

(27)  Υπόθεση C-458/03 Parking Brixen, σκέψεις 63-70, Υπόθεση C-340/04 Carbotermo, σκέψη 38, Υπόθεση C-324/07 Coditel Brabant, σκέψη 28· και Υπόθεση C-573/07 Sea, σκέψη 65.

(28)  Υποθέσεις C-182/11 και C-183/11 Econord SpA κατά Comune di Cagno, Comune di Varese, Comune di Solbiate Comune di Varese, σκέψη 27.

(29)  Υπόθεση C-324/07, Coditel Brabant SA κατά Commune d’Uccle, Région de Bruxelles-Capitale, σκέψη 29.

(30)  Υπόθεση C-26/03 Stadt Halle και RPL Lochau, σκέψη 49.

(31)  Υπόθεση C-340/04 Carbotermo και Consorzio Alisei, σκέψη 37 και Υπόθεση C-295/05 Asemfo [2007] ECR I-2999, σκέψη 57.

(32)  Υπόθεση C-324/07 Coditel Brabant SA κατά Commune d’Uccle, Région de Bruxelles-Capitale, σκέψη 54.

(33)  Υπόθεση C-458/03 Parking Brixen, σκέψη 69 και Υπόθεση C-340/04 Carbotermo, σκέψη 39. Στο πλαίσιο της υπό εξέταση περίπτωσης, το ΔΕΚ έκρινε ότι ο έλεγχος δεν είναι ανάλογος με εκείνον που ασκείται από μια αναθέτουσα αρχή επί των δικών της υπηρεσιών, όταν το καταστατικό μιας εταιρείας δεν παρέχει στην αναθέτουσα αρχή αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου ή ειδικές εξουσίες ψηφοφορίας για τον περιορισμό της ελευθερίας δράσης που παρέχεται σε διοικητικό συμβούλιο στο οποίο δίνονται οι ευρύτερες δυνατές εξουσίες για την τακτική και έκτακτη διαχείριση της εταιρείας και όταν η επιρροή της αναθέτουσας αρχής επί της εσωτερικής οντότητας ασκείται μέσω μιας εταιρείας συμμετοχών, αφού η παρέμβαση ενός τέτοιου μεσάζοντα ενδέχεται, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, να αποδυναμώσει τον έλεγχο που ασκεί πιθανώς η αναθέτουσα αρχή επί μιας συμμετοχικής εταιρείας απλώς και μόνο διότι κατέχει μετοχές της εν λόγω εταιρείας.

(34)  Υπόθεση C-324/07 Coditel Brabant SA κατά Commune d’Uccle, Région de Bruxelles-Capitale, σκέψη 54.

(35)  Υπόθεση C-295/05 Asemfo, σκέψεις 56 έως 61.

(36)  Υπόθεση C-182/11 Econord SpA κατά Comune di Cagno, σκέψη 33.

(37)  Μπορεί, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το ΔΕΚ δέχτηκε ποσοστό 90 % (βλέπε υπόθεση C-295/05, Asemfo, σκέψη 63).

(38)  Πρβλ. Υπόθεση C-64/08, Engelmann, σκέψη 50 και υπόθεση C-25/14, UNIS, σκέψη 39, που υπενθυμίζουν ότι, παρά το γεγονός ότι η υποχρέωση διαφάνειας δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκη υποχρέωση προκηρύξεως διαγωνισμού, η υποχρέωση διαφάνειας συνεπάγεται προσήκουσα δημοσιότητα η οποία καθιστά δυνατό, αφενός, το άνοιγμα στον ανταγωνισμό και, αφετέρου, τον έλεγχο της αδιάβλητης διεξαγωγής των διαδικασιών αναθέσεως.

(39)  Είναι δύσκολο να προβλεφθεί συγκρότηση όπου μια αναθέτουσα αρχή θα ήλεγχε αποτελεσματικά μια εσωτερική οντότητα, χωρίς η εν λόγω οντότητα να της ανήκει, έστω και μερικώς.

(40)  Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, ο από κοινού έλεγχος απαιτεί να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

τα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου απαρτίζονται από αντιπροσώπους όλων των αναθετουσών αρχών που συμμετέχουν· ένας αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπεί πολλές ή όλες τις συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές·

ii)

οι εν λόγω αναθέτουσες αρχές είναι σε θέση να ασκούν από κοινού αποφασιστική επιρροή στους στρατηγικούς στόχους και τις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου· και

iii)

το ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο δεν επιδιώκει συμφέροντα αντίθετα από αυτά των αναθετουσών αρχών που το ελέγχουν.

(41)  Για τους σκοπούς του παραδείγματος, θεωρείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ιδιοκτησίας μιας εσωτερικής οντότητας που προβλέπονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ και υπενθυμίζονται παραπάνω.

(42)  Για τους σκοπούς του παραδείγματος, θεωρείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ιδιοκτησίας μιας εσωτερικής οντότητας που προβλέπονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ και υπενθυμίζονται παραπάνω.

(43)  Εφόσον πληρούνται οι όροι για τη διαδιοικητική συνεργασία, αυτό μπορεί να επιτρέψει την απευθείας ανάθεση της σύμβασης σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος με σκοπό την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος υπό τον έλεγχο της δημόσιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο ii) του ΚΚΔ και στους φορείς δημοσίου δικαίου που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο iii) του ΚΚΔ.

(44)  Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να ορίσει έναν ενδιάμεσο φορέα στο πλαίσιο της διαδιοικητικής συνεργασίας. Ο ενδιάμεσος αυτός φορέας θα μπορούσε στη συνέχεια να αναθέτει καθήκοντα εφαρμογής ενός μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής, μέσω διαδιοικητικής συνεργασίας ή σε εσωτερική οντότητα του ενδιάμεσου φορέα.

(45)  Σε περίπτωση που η σύμβαση συναφθεί με την εσωτερική οντότητα, τότε η τιμή θα μπορούσε να καταβληθεί στον φορέα εφαρμογής του μέσου χρηματοοικονομικής τεχνικής είτε άμεσα από τη διαχειριστική αρχή είτε έμμεσα μέσω της δημόσιας αρχής που συνεργάζεται με τη διαχειριστική αρχή. Στην υπόθεση C-480/06 (Επιτροπή κατά Γερμανίας) η υπηρεσία καθαριότητας της πόλεως του Αμβούργου ανέλαβε να διαθέσει δυνατότητα 120 000 τόνων ετησίως σε τέσσερις Landkreise (διοικητικές περιφέρειες), έναντι ορισμένου ποσού το οποίο υπολογίζεται κατά τον ίδιο τρόπο για καθέναν από τους συμβαλλομένους. Το ποσό αυτό καταβαλλόταν στον έχοντα την εκμετάλλευση της εγκαταστάσεως, αντισυμβαλλόμενο της υπηρεσίας καθαριότητας της πόλεως του Αμβούργου, μέσω της υπηρεσίας καθαριότητας (βλέπε σκέψη 5).

(46)  Δεν υπάρχει επίσημη απαίτηση σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ που να διέπει τη σύμβαση.

(47)  Υπόθεση C-480/06, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 37 και 44 έως 47 και Υπόθεση C-159/11 ASL Lecce, σκέψεις 35 έως 37.

(48)  Όταν οι δημόσιες αρχές δεν μπορούν να εκπληρώσουν το 100 % των υπηρεσιών μέσω διαδιοικητικής συνεργασίας και πρέπει να αναθέσουν σύμβαση σε ιδιώτη για το υπόλοιπο μέρος, αυτό πρέπει να γίνεται μέσω της διαδικασίας των δημοσίων συμβάσεων, κατά περίπτωση, για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης.

(49)  Υπόθεση C-480/06, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 44 έως 47.

(50)  Υπόθεση C-480/06, Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 37.

(51)  Case C-15/13 Technische Universität Hamburg-Harburg, Hochschul-Informations-System GmbH κατά Datenlotsen Informationssysteme GmbH, σκέψεις 16 και 35.

(52)  δηλαδή άμεση σύμβαση μεταξύ της διαχειριστικής αρχής, του ενδιάμεσου φορέα ή του φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή, και μιας άλλης αναθέτουσας αρχής που ελέγχει μια 100 % δημόσια οντότητα που είναι ικανή να εφαρμόζει μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής (δηλαδή μια εσωτερική οντότητα) και άμεση σύμβαση μεταξύ της διαχειριστικής αρχής, του ενδιάμεσου φορέα ή του φορέα εφαρμογής ταμείου χαρτοφυλακίου ο οποίος είναι αναθέτουσα αρχή και της αναθέτουσας αρχής που εφαρμόζει το μέσο χρηματοοικονομικής τεχνικής.

(53)  Πρβλ. επεξηγηματικό σημείωμα για την προνομιακή αμοιβή EGESIF_15-0030-00

(54)  Η απαίτηση να αποδεικνύουν οι προσφέροντες την ικανότητά τους να αντλούν πρόσθετους πόρους θα μπορούσε εναλλακτικά να αποτελεί κριτήριο επιλογής, αν η αναθέτουσα αρχή θα ήθελε να αξιολογήσει κατά πόσον ο εργολάβος άντλησε πρόσθετους πόρους κατά το παρελθόν και όχι σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο η διαχείριση του οποίου δημοπρατείται.

(55)  Η απαίτηση να αποδεικνύουν οι προσφέροντες την προσθετικότητα της επενδυτικής δραστηριότητας θα μπορούσε εναλλακτικά να αποτελεί κριτήριο επιλογής, αν η αναθέτουσα αρχή θέλει να αξιολογήσει κατά πόσον ο εργολάβος είναι σε θέση να παρέχει πρόσθετη επενδυτική δραστηριότητα.

(56)  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά την ΕΤΕπ (δηλαδή την ΕΤΕπ και το ΕΤΕ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 23 του ΚΚΔ), σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 του ΚΕΚ, η διαχειριστική αρχή πρέπει να δίνει εντολή σε επιχείρηση που πρέπει να λειτουργεί κάτω από κοινό πλαίσιο που έχει συσταθεί από την Επιτροπή για να διενεργεί ελέγχους. Όσον αφορά τους φορείς εφαρμογής μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής εκτός από την ΕΤΕπ, οι ελεγκτικές αρχές μπορούν είτε να διενεργούν τους ελέγχους άμεσα είτε να δίνουν εντολή σε εξωτερικές επιχειρήσεις. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να επιλέξουν αυτές τις επιχειρήσεις μετά την εφαρμογή των κανόνων και των αρχών για τις δημόσιες συμβάσεις.


29.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 276/21


Ανάκληση κοινοποίησης πράξης συγκέντρωσης

(Υπόθεση M.7917 — Boehringer Ingelheim / Sanofi Animal Health Business)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2016/C 276/02)

[Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου]

Στις 8 Ιουνίου 2016, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση προτεινόμενης συγκέντρωσης μεταξύ της Boehringer Ingelheim και Sanofi Animal Health Business. Στις 22 Ιουλίου 2016, το/τα κοινοποιούν/-ντα μέρος/-η ενημέρωσε/-αν την Επιτροπή ότι ανακαλεί/-ούν την κοινοποίησή του/τους.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

29.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 276/22


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

28 Ιουλίου 2016

(2016/C 276/03)

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,1090

JPY

ιαπωνικό γιεν

116,14

DKK

δανική κορόνα

7,4398

GBP

λίρα στερλίνα

0,84220

SEK

σουηδική κορόνα

9,5497

CHF

ελβετικό φράγκο

1,0892

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

9,4405

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

27,045

HUF

ουγγρικό φιορίνι

312,15

PLN

πολωνικό ζλότι

4,3636

RON

ρουμανικό λέου

4,4585

TRY

τουρκική λίρα

3,3491

AUD

δολάριο Αυστραλίας

1,4735

CAD

δολάριο Καναδά

1,4595

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

8,6022

NZD

δολάριο Νέας Ζηλανδίας

1,5646

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,4977

KRW

ουόν Νότιας Κορέας

1 251,17

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

15,7968

CNY

κινεζικό ρενμινπί γιουάν

7,3838

HRK

κροατική κούνα

7,4855

IDR

ρουπία Ινδονησίας

14 530,67

MYR

μαλαισιανό ρινγκίτ

4,5018

PHP

πέσο Φιλιππινών

52,242

RUB

ρωσικό ρούβλι

73,6747

THB

ταϊλανδικό μπατ

38,676

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

3,6306

MXN

πέσο Μεξικού

20,8716

INR

ινδική ρουπία

74,3543


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


Διορθωτικά

29.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 276/23


Διορθωτικό στην ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα

Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 171 της 12ης Μαΐου 2016 )

(2016/C 276/04)

Στη σελίδα 4, στο τμήμα «Προθεσμία υποβολής προσφορών»:

αντί:

«27 Ιουνίου 2016, 10:00 (ώρα Κεντρικής Ευρώπης)»

διάβαζε:

«15 Αυγούστου 2016, 10:00 (ώρα Κεντρικής Ευρώπης)».


29.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 276/23


Διορθωτικό στην ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα

Πρόσκληση υποβολής προσφορών για την εκμετάλλευση τακτικών αεροπορικών γραμμών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 171 της 12ης Μαΐου 2016 )

(2016/C 276/05)

Στη σελίδα 5, σειρά «Προθεσμία υποβολής των προσφορών»:

αντί:

«27 Ιουνίου 2016, ώρα 10:00 (ώρα Κεντρικής Ευρώπης)»

διάβαζε:

«15 Αυγούστου 2016, ώρα 10:00 (ώρα Κεντρικής Ευρώπης)».