ISSN 1977-0901

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 239

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

58ό έτος
21 Ιουλίου 2015


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

2015/C 239/01

Θέση (ΕΕ) αριθ. 10/2015 του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων
Εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 15 Ιουνίου 2015

1

2015/C 239/02

Σκεπτικό του Συμβουλίου: Θέση (ΕΕ) αριθ. 10/2015 του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση σχετικά με την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων

12

2015/C 239/03

Θέση (ΕΕ) αριθ. 11/2015 του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 23 Ιουνίου 2015

14

2015/C 239/04

Σκεπτικό του Συμβουλίου: Θέση (ΕΕ) αριθ. 11/2015 του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

17


EL

 


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

21.7.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 239/1


ΘΈΣΗ (ΕΕ) αριθ. 10/2015 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΣΕ ΠΡΏΤΗ ΑΝΆΓΝΩΣΗ

ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων

Εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 15 Ιουνίου 2015

(2015/C 239/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 33 και 325,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να διασφαλιστεί ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 (2) καλύπτει όλες τις πιθανές μορφές της διακίνησης εμπορευμάτων σε σχέση με το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστούν οι ορισμοί για την «τελωνειακή νομοθεσία» και τους «μεταφορείς» σε σχέση με τις έννοιες της εισόδου και της εξόδου των εμπορευμάτων.

(2)

Για την περαιτέρω βελτίωση των διοικητικών και ποινικών διαδικασιών στο πλαίσιο της αντιμετώπισης παρατυπιών, κρίνεται αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται μέσω αμοιβαίας συνδρομής μπορούν να θεωρούνται παραδεκτά σε διαδικασίες ενώπιον των διοικητικών και δικαστικών αρχών του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής.

(3)

Για την ενίσχυση της σαφήνειας, της συνοχής και της διαφάνειας, είναι απαραίτητο να καθοριστούν με σαφέστερους όρους οι αρχές οι οποίες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα ευρετήρια που δημιουργούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να καθοριστεί ομοιόμορφη παραπομπή στις αρμόδιες αρχές. Η απευθείας πρόσβαση των εν λόγω αρχών αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων.

(4)

Τα δεδομένα σχετικά με τη διακίνηση των εμπορευματοκιβωτίων καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό απάτης κατά την κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός και εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης. Επίσης συμβάλλουν στην πρόληψη, την έρευνα και τη δίωξη πράξεων που συνιστούν ή δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστούν παραβάσεις της τελωνειακής νομοθεσίας. Για να διασφαλιστεί η συλλογή και η χρήση ενός όσο το δυνατό πληρέστερου συνόλου δεδομένων, αποφεύγοντας ταυτόχρονα πιθανές αρνητικές επιπτώσεις για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στον τομέα της διακίνησης φορτίων, κρίνεται αναγκαίο να υποβάλλονται στα κράτη μέλη τα δεδομένα σχετικά με τη διακίνηση των εμπορευματοκιβωτίων από τους μεταφορείς, στο βαθμό που αυτοί συλλέγουν τα εν λόγω δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή μέσω των οικείων συστημάτων εντοπισμού εξοπλισμών ή έχουν αποθηκεύσει τέτοια δεδομένα. Τα εν λόγω δεδομένα θα πρέπει να διαβιβάζονται απευθείας σε ενιαίο ευρετήριο που καταρτίζεται από την Επιτροπή αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό.

(5)

Για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, είναι καθήκον της Ένωσης να καταπολεμά την απάτη στον τελωνειακό τομέα, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην επίτευξη του στόχου της εσωτερικής αγοράς για διάθεση ασφαλών προϊόντων με γνήσια πιστοποιητικά καταγωγής.

(6)

Ο εντοπισμός κρουσμάτων απάτης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ταυτοποίηση και τη διασταυρωτική ανάλυση σχετικών συνόλων επιχειρησιακών δεδομένων. Ως εκ τούτου, απαιτείται η δημιουργία, σε επίπεδο Ένωσης, ενός ευρετηρίου το οποίο θα περιέχει δεδομένα σχετικά με τις εισαγωγές, τις εξαγωγές και τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της διαμετακόμισης εμπορευμάτων εντός των κρατών μελών και των άμεσων εξαγωγών. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να αναπαράγει συστηματικά τα δεδομένα από τις πηγές που διαχειρίζεται η Επιτροπή στο ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν στην Επιτροπή δεδομένα που αφορούν τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς και τις άμεσες εξαγωγές, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων και την υποδομή σε τεχνολογία πληροφοριών των κρατών μελών.

(7)

Η θέσπιση, σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 70/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) του συστήματος ηλεκτρονικού τελωνείου το 2011, βάσει του οποίου τα δικαιολογητικά έγγραφα των εισαγωγών και των εξαγωγών φυλάσσονται πλέον από τους οικονομικούς φορείς και όχι από τις τελωνειακές αρχές, έχει οδηγήσει σε καθυστερήσεις όσον αφορά τη διεξαγωγή ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) στον τελωνειακό τομέα, διότι η OLAF στηρίζεται στη συνδρομή των εν λόγω αρχών ώστε να αποκτήσει αυτά τα έγγραφα. Επίσης, η τριετής περίοδος παραγραφής για την είσπραξη της τελωνειακής οφειλής προσθέτει επιπλέον περιορισμούς όσον αφορά την επιτυχή διεξαγωγή των ερευνών. Για την επιτάχυνση της διεξαγωγής ερευνών στον τομέα των τελωνείων, πέραν των άλλων δυνατοτήτων που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τις διασαφήσεις εισαγωγών και εξαγωγών, θα πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια η διαδικασία με την οποία θα ζητεί από τα κράτη μέλη τα δικαιολογητικά για τις διασαφήσεις αυτές.

(8)

Για τη διασφάλιση της τήρησης του απορρήτου και την αύξηση της ασφάλειας των δεδομένων που εισάγονται στα ευρετήρια που δημιουργούνται βάσει του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97, ενδείκνυται η πρόβλεψη διάταξης με την οποία θα περιορίζεται η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα μόνο σε συγκεκριμένους χρήστες και για καθορισμένους σκοπούς.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 καθορίζει τη διαδικασία επεξεργασίας των δεδομένων. Η εν λόγω επεξεργασία μπορεί επίσης να αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να διεξάγεται με τρόπο που να συνάδει με το σκοπό του προαναφερόμενου κανονισμού και σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), ιδίως δε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ένωσης σε ό,τι αφορά την ποιότητα των δεδομένων, την αναλογικότητα, τον περιορισμό του σκοπού και τα δικαιώματα πληροφόρησης και πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και απαγόρευσης της πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με οργανωτικά και τεχνικά μέτρα και με τη διεθνή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Θα πρέπει να προβλεφθεί ειδική διάταξη με την οποία η πρόσβαση στα εισαχθέντα δεδομένα θα περιορίζεται μόνο σε συγκεκριμένους χρήστες, ώστε να διασφαλίζεται και η εμπιστευτικότητα των εισαχθέντων δεδομένων.

(10)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη οφείλουν να προστατεύουν τις εμπιστευτικές επαγγελματικές πληροφορίες και να διασφαλίζουν την εμπιστευτική μεταχείριση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μέσω του ευρετηρίου των υποβληθέντων μηνυμάτων κατάστασης εμπορευματοκιβωτίων και του ευρετηρίου εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης.

(11)

Για να διασφαλίζεται η επικαιροποίηση των πληροφοριών και το δικαίωμα στη διαφάνεια, καθώς και το δικαίωμα ενημέρωσης των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και στην οδηγία 95/46/ΕΚ, θα πρέπει να προβλέπεται για τη Επιτροπή η δυνατότητα δημοσίευσης στο Διαδίκτυο των επικαιροποιημένων καταλόγων αρμόδιων αρχών που ορίζονται από τα κράτη μέλη και των υπηρεσιών της Επιτροπής που είναι εξουσιοδοτημένες να έχουν πρόσβαση στο Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών (ΤΣΠ).

(12)

Κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97, καθώς και των τυχόν κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν, θα πρέπει να τηρείται το θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του άρθρου 8 της σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνονται, αντίστοιχα, από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόμοιες κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(13)

Για να βελτιωθεί η συνεκτική εποπτεία της προστασίας των δεδομένων, είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων με την κοινή ελεγκτική αρχή, η οποία συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 2009/917/ΔΕΥ του Συμβουλίου (6), με σκοπό την εξασφάλιση συντονισμού μεταξύ των ελέγχων του ΤΣΠ.

(14)

Οι διατάξεις που διέπουν την αποθήκευση δεδομένων στο ΤΣΠ συνεπάγονται συχνά αδικαιολόγητες απώλειες πληροφοριών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν διενεργούν συστηματικά τις ετήσιες διαδικασίες επανεξέτασης λόγω του διοικητικού φόρτου που συνεπάγονται, καθώς και λόγω έλλειψης επαρκών πόρων. Κατά συνέπεια, απαιτείται η απλούστευση της διαδικασίας που διέπει την αποθήκευση δεδομένων στο ΤΣΠ μέσω της κατάργησης της υποχρέωσης ετήσιας επανεξέτασης των δεδομένων και του καθορισμού μέγιστης περιόδου αποθήκευσης των δεδομένων πέντε ετών, στην οποία μπορεί να προστεθεί επιπλέον περίοδος δύο ετών, εφόσον αυτό αιτιολογείται, ώστε να ανταποκρίνεται στις αντίστοιχες προβλεπόμενες περιόδους για τα ευρετήρια που δημιουργούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97. Η εν λόγω περίοδος είναι απαραίτητη, αφενός, λόγω των μακρών διαδικασιών εξέτασης των παρατυπιών και, αφετέρου, επειδή τα εν λόγω δεδομένα αυτά είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση κοινών τελωνειακών επιχειρήσεων και ερευνών.

(15)

Για να ενισχυθούν περαιτέρω οι δυνατότητες ανάλυσης των κρουσμάτων απάτης και να διευκολυνθεί η διεξαγωγή ερευνών, τα δεδομένα σχετικά με τους φακέλους των υπό εξέλιξη ερευνών που αποθηκεύονται στο αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών, θα πρέπει να καθίστανται ανώνυμα μετά την παρέλευση ενός έτους από τον τελευταίο έλεγχο και να τηρούνται κατόπιν με κατάλληλη μορφή ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν είναι πλέον δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα εν λόγω δεδομένα.

(16)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η βελτίωση του εντοπισμού, της διερεύνησης και της πρόληψης της τελωνειακής απάτης στην Ένωση είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα επιμέρους κράτη μέλη, αλλά μπορεί, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας ως έχει στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(17)

Στους μεταφορείς οι οποίοι δεσμεύονται, κατά τη χρονική στιγμή έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, από συμβατικές υποχρεώσεις ιδιωτικού δικαίου όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων σχετικά με τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, θα πρέπει να παραχωρείται το δικαίωμα αναβολής της εφαρμογής της υποχρέωσής τους να υποβάλουν μηνύματα κατάστασης εμπορευματοκιβωτίων (ΜΚΕ), ώστε να είναι σε θέση να επαναδιαπραγματευθούν τις συμβάσεις τους και να διασφαλίσουν ότι οι μελλοντικές συμβάσεις συνάδουν με την υποχρέωση διαβίβασης δεδομένων στα κράτη μέλη.

(18)

Δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θέσει σε εφαρμογή ορισμένες από τις διατάξεις του συγκεκριμένου κανονισμού. Ως αποτέλεσμα της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή βάσει του εν λόγω κανονισμού είναι αναγκαίο να συνάδουν με τις διατάξεις των άρθρων 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(19)

Για τη συμπλήρωση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 και τον προσδιορισμό, ειδικότερα, των πληροφοριών που πρέπει να εισάγονται στο ΤΣΠ, είναι σκόπιμο να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ ώστε να καθορίσει τις δράσεις σχετικά με την εφαρμογή της γεωργικής νομοθεσίας για τις οποίες πρέπει να εισαχθούν πληροφορίες στο ΤΣΠ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και, κατά περίπτωση, με εκπροσώπους των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή θα πρέπει, κατά την προετοιμασία και την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(20)

Για να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σχετικά με τη συχνότητα της υποβολής εκθέσεων για τα ΜΚΕ, το μορφότυπο των δεδομένων αυτών, τον τρόπο διαβίβασής τους και σχετικά με τα συγκεκριμένα δεδομένα που πρέπει να περιλαμβάνονται στο ΤΣΠ για καθεμία από τις κατηγορίες στις οποίες θα πρέπει να εισαχθούν δεδομένα. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων θα πρέπει να χρησιμοποιείται η διαδικασία εξέτασης.

(21)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 11 Μαρτίου 2014,

(22)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—   “τελωνειακή νομοθεσία”: η τελωνειακή νομοθεσία όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 5 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8),

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).»·"

β)

προστίθενται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«—   “τελωνειακό έδαφος της Ένωσης”: το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013,

—   “μεταφορείς”: τα πρόσωπα υπό την έννοια του άρθρου 5 σημείο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.».

2)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Με την επιφύλαξη του άρθρου 51, οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων, των επικυρωμένων αντιγράφων, των βεβαιώσεων, όλων των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται από διοικητικές αρχές, των εκθέσεων και οιωνδήποτε στοιχείων που συλλέγει το προσωπικό της αρχής προς την οποία απευθύνεται το αίτημα και που διαβιβάζονται στην αιτούσα αρχή στις περιπτώσεις παροχής συνδρομής σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 11, είναι δυνατό να συνιστούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία, κατά τον ίδιο τρόπο όπως εάν είχαν συλλεχθεί στο κράτος μέλος όπου διεξάγεται η εκάστοτε διαδικασία:

α)

σε διοικητικές διαδικασίες του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, συμπεριλαμβανομένων των επακόλουθων διαδικασιών προσφυγής·

β)

σε δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, εκτός εάν άλλως ορίσει ρητά η αρχή προς την οποία απευθύνεται το αίτημα κατά τη στιγμή διαβίβασης των πληροφοριών.».

3)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Με την επιφύλαξη του άρθρου 51, οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων, των επικυρωμένων αντιγράφων, των βεβαιώσεων, όλων των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται από διοικητικές αρχές, των εκθέσεων και οιωνδήποτε στοιχείων που συλλέγει το προσωπικό της διαβιβάζουσας αρχής και που διαβιβάζονται στη λαμβάνουσα αρχή στα πλαίσια παρεχόμενης συνδρομής σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως 15, είναι δυνατό να συνιστούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία, κατά τον ίδιο τρόπο όπως εάν είχαν συλλεχθεί στο κράτος μέλος όπου διεξάγεται η εκάστοτε διαδικασία:

α)

σε διοικητικές διαδικασίες του κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής, συμπεριλαμβανομένων των επακόλουθων διαδικασιών προσφυγής·

β)

σε δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής, εκτός εάν άλλως ορίσει ρητά η διαβιβάζουσα αρχή κατά τη στιγμή της διαβίβασης των πληροφοριών.».

4)

Το άρθρο 18α τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και για να βοηθήσει τις αρχές του άρθρου 29 να ανιχνεύουν τις διακινήσεις εμπορευμάτων που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο πράξεων αντίθετων προς τις τελωνειακές και γεωργικές ρυθμίσεις, καθώς και τα μεταφορικά μέσα, περιλαμβανομένων και των εμπορευματοκιβωτίων, που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή δημιουργεί και διαχειρίζεται ένα ευρετήριο δεδομένων τα οποία κοινοποιούν οι μεταφορείς (“ευρετήριο μεταφορών”). Στο ευρετήριο μεταφορών έχουν απευθείας πρόσβαση οι προαναφερθείσες αρχές. Μπορούν να χρησιμοποιούν το ευρετήριο μεταφορών μεταξύ άλλων και για την ανάλυση των δεδομένων και την ανταλλαγή πληροφοριών, αποκλειστικά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Στο πλαίσιο της διαχείρισης του ευρετηρίου μεταφορών, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται:

α)

να έχει πρόσβαση ή να ανακτά και να αποθηκεύει το περιεχόμενο των δεδομένων, με οποιοδήποτε μέσο και με οποιαδήποτε μορφή, και να χρησιμοποιεί τα δεδομένα σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται όσον αφορά τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Η Επιτροπή θέτει σε εφαρμογή επαρκείς διασφαλίσεις για τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της λήψης τεχνικών και οργανωτικών μέτρων και του προσδιορισμού απαιτήσεων διαφάνειας. Τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα διαθέτουν το δικαίωμα πρόσβασης και διόρθωσης των δεδομένων·

β)

να συγκρίνει και να αντιπαραβάλλει τα δεδομένα στα οποία υπάρχει πρόσβαση στο ευρετήριο μεταφορών ή έχουν ανακτηθεί από αυτό, να τα καταλογοποιεί και να τα εμπλουτίζει μέσω άλλων πηγών δεδομένων και να τα αναλύει τηρουμένων των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

γ)

να καθιστά τα δεδομένα του ευρετηρίου μεταφορών προσιτά στις αρχές του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού, με τη χρήση τεχνικών μεθόδων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).»·"

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δημιουργεί και διαχειρίζεται ευρετήριο των υποβληθέντων μηνυμάτων κατάστασης εμπορευματοκιβωτίων (“ευρετήριο ΜΚΕ”). Στο ευρετήριο ΜΚΕ έχουν απευθείας πρόσβαση οι αρχές του άρθρου 29. Οι μεταφορείς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αποθηκεύουν δεδομένα σχετικά με τη διακίνηση και την κατάσταση των εμπορευματοκιβωτίων ή διαθέτουν τέτοια δεδομένα που βρίσκονται αποθηκευμένα για λογαριασμό τους υποβάλλουν μηνύματα κατάστασης εμπορευματοκιβωτίων (ΜΚΕ) στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εμπορευματοκιβώτια που προορίζονται να εισέλθουν με ποντοπόρο σκάφος προερχόμενο από τρίτη χώρα στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, εκτός από:

τα εμπορευματοκιβώτια που προορίζονται να παραμείνουν στο ίδιο ποντοπόρο σκάφος κατά το ταξίδι του και να εξέλθουν του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης επί του συγκεκριμένου σκάφους και

τα εμπορευματοκιβώτια που προορίζονται να εκφορτωθούν και επαναφορτωθούν στο ίδιο ποντοπόρο σκάφος κατά το ταξίδι του, προκειμένου να επιτραπεί η εκφόρτωση ή φόρτωση άλλων εμπορευμάτων, και να εξέλθουν του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης επί του συγκεκριμένου σκάφους·

β)

για μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια που εξέρχονται του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης επί ποντοπόρου σκάφους με προορισμό μια τρίτη χώρα και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ακόλουθων άρθρων:

το άρθρο 2 της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου (10),

το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/64/ΕΕ του Συμβουλίου (11), ή

το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου (12).

Τα δεδομένα διαβιβάζονται απευθείας από τους μεταφορείς στο ευρετήριο ΜΚΕ.

(10)  Οδηγία 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα αλκοολούχα ποτά και την αλκοόλη (ΕΕ L 316 της 31.10.1992, σ. 29)."

(11)  Οδηγία 2011/64/ΕΕ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2011, για τη διάρθρωση και τους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης που εφαρμόζονται στα βιομηχανοποιημένα καπνά (ΕΕ L 176 της 5.7.2011, σ. 24)."

(12)  Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, περί αναδιάρθρωσης του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51).»·"

γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Τα ΜΚΕ υποβάλλονται:

α)

από τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναφέρθηκε ότι το εμπορευματοκιβώτιο είναι κενό πριν από την είσοδό του στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ή την έξοδό του από αυτό, έως την επόμενη φορά που αναφέρεται ξανά ότι το εμπορευματοκιβώτιο είναι κενό·

β)

για τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη φυσική άφιξη στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και έως την παρέλευση ενός μηνός από την είσοδο στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, σε περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα στοιχεία ΜΚΕ τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των σχετικών περιστατικών χαρακτηρισμού του αντίστοιχου εμπορευματοκιβωτίου ως κενού δεν είναι διαθέσιμα στα ηλεκτρονικά αρχεία των μεταφορέων· ή

γ)

για τρεις τουλάχιστον μήνες μετά την έξοδο από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, σε περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα στοιχεία ΜΚΕ τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των σχετικών περιστατικών χαρακτηρισμού του αντίστοιχου εμπορευματοκιβωτίου ως κενού δεν εμφανίζονται στα ηλεκτρονικά αρχεία των μεταφορέων.

6.   Οι μεταφορείς υποβάλλουν ΜΚΕ για τα ακόλουθα ή για παρόμοια περιστατικά, εφόσον αυτά είναι γνωστά στους υποβάλλοντες μεταφορείς και εφόσον τα δεδομένα που αφορούν τα περιστατικά αυτά έχουν παραχθεί, συλλεχθεί ή διατηρηθεί στα ηλεκτρονικά αρχεία των μεταφορέων:

επιβεβαίωση κράτησης,

άφιξη σε εγκαταστάσεις φόρτωσης ή εκφόρτωσης,

αναχώρηση από εγκαταστάσεις φόρτωσης ή εκφόρτωσης,

φόρτωση σε μεταφορικό μέσο ή εκφόρτωση από αυτό,

οδηγία για γέμιση ή εκκένωση,

επιβεβαίωση γέμισης ή εκκένωσης,

κινήσεις μεταξύ σταθμών επιβίβασης/αποβίβασης,

έλεγχος στη θύρα τερματικού σταθμού,

αποστολή προς σοβαρή επισκευή.

Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ποινές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής δεδομένων ή παροχής μη ολοκληρωμένων ή εσφαλμένων δεδομένων. Οι εν λόγω ποινές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

7.   Εντός της Επιτροπής, μόνο διορισμένοι αναλυτές εξουσιοδοτούνται να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ).

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι αναγκαία για την ανίχνευση των διακινήσεων εμπορευμάτων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαγράφονται αμέσως ή τους αφαιρούνται οποιαδήποτε αναγνωριστικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να αποθηκεύονται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών.

Η Επιτροπή εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια ή απαγορευμένη διάδοση, αλλοίωση και πρόσβαση ή από κάθε άλλη μορφή παράνομης επεξεργασίας.

8.   Τα δεδομένα που λαμβάνονται από τους μεταφορείς φυλάσσονται μόνο για τη χρονική περίοδο που απαιτείται για την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο εισήχθησαν και η διάρκεια αποθήκευσής τους δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα πέντε έτη.

9.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη προστατεύουν τις εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με δραστηριότητες, τις οποίες τους παρέχουν οι μεταφορείς.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις υψηλότερες προδιαγραφές ασφάλειας στον τεχνικό και οργανωτικό τομέα, καθώς και στον τομέα του προσωπικού, σε σχέση με το επαγγελματικό απόρρητο ή με άλλα ανάλογης φύσης καθήκοντα που άπτονται της εμπιστευτικότητας, για τους εμπειρογνώμονες που έχουν διορίσει, σύμφωνα με την εθνική και την ενωσιακή νομοθεσία.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τα αιτήματα των υπόλοιπων κρατών μελών όσον αφορά τη μεταχείριση ως εμπιστευτικών των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μέσω του ευρετηρίου ΜΚΕ.».

5)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 18γ

Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, διατάξεις σχετικά με τη συχνότητα της υποβολής εκθέσεων, το μορφότυπο των δεδομένων που περιλαμβάνονται στα ΜΚΕ και τη μέθοδο διαβίβασης των ΜΚΕ.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται έως τις 29 Φεβρουαρίου 2016 σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 43α παράγραφος 2.».

6)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 18δ

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί και διαχειρίζεται ευρετήριο (“ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης”) που περιέχει δεδομένα σχετικά με:

α)

εισαγωγές εμπορευμάτων·

β)

διαμετακόμιση εμπορευμάτων και

γ)

εξαγωγές εμπορευμάτων, στο βαθμό που τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής:

i)

του άρθρου 2 της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ,

ii)

του άρθρου 2 της οδηγίας 2011/64/ΕΕ ή

iii)

του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ.

Το ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης τηρείται όπως περιγράφεται αναλυτικά στα παραρτήματα 37 και 38 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (13).

Η Επιτροπή αναπαράγει συστηματικά τα δεδομένα από τις πηγές που διαχειρίζεται η Επιτροπή βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 στο ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης. Τα κράτη μέλη μπορούν να διαβιβάζουν στην Επιτροπή δεδομένα για τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς και τις άμεσες εξαγωγές, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων και την υποδομή σε τεχνολογία πληροφοριών των κρατών μελών.

Οι υπηρεσίες του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού που έχουν οριστεί από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν το ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης για την ανάλυση και την αντιπαραβολή δεδομένων που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης με ΜΚΕ που υποβάλλονται στο ευρετήριο ΜΚΕ και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Το ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης είναι προσιτό στις εθνικές αρχές του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο της Επιτροπής, δικαίωμα επεξεργασίας των δεδομένων που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης παρέχεται μόνο σε αναλυτές που διορίζονται προς το σκοπό αυτό.

Τα κράτη μέλη έχουν άμεση πρόσβαση:

α)

στα δεδομένα που αφορούν το σύνολο των διασαφήσεων που καταρτίζονται και φυλάσσονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

β)

στα δεδομένα που αφορούν οικονομικούς φορείς με αριθμό EORI που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 και που έχει παραχωρηθεί από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους·

γ)

στα δεδομένα διαμετακόμισης·

δ)

σε όλα τα λοιπά δεδομένα εκτός από τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 41β παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Οι αρμόδιες αρχές που έχουν εισαγάγει δεδομένα στο Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού ή δεδομένα από φάκελο έρευνας στο Αρχείο φακέλων τελωνειακών ερευνών που αναφέρεται στο άρθρο 41α παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 41β του παρόντος κανονισμού, διαθέτουν πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα του ευρετηρίου εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης που αφορούν τα εν λόγω δεδομένα ή τον εν λόγω φάκελο έρευνας.

3.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή στο πλαίσιο των δεδομένων που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Υπεύθυνος επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 θεωρείται η Επιτροπή.

Το ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης δεν μπορούν να αποθηκεύονται για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, με μια πρόσθετη περίοδο δύο ετών, εφόσον αιτιολογείται.

4.   Το ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης δεν περιλαμβάνει τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Η Επιτροπή εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, τυχαία απώλεια ή απαγορευμένη διάδοση, αλλοίωση και πρόσβαση ή από κάθε άλλη μορφή απαγορευμένης επεξεργασίας.

5.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη προστατεύουν τις εμπιστευτικές επαγγελματικές πληροφορίες. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις υψηλότερες προδιαγραφές στον τεχνικό και οργανωτικό τομέα, καθώς και στον τομέα της ασφάλειας του προσωπικού, σε σχέση με το επαγγελματικό απόρρητο ή με άλλα ανάλογης φύσεως καθήκοντα που άπτονται της εμπιστευτικότητας, για τους εμπειρογνώμονες που έχουν διορίσει, σύμφωνα με την εθνική και την ενωσιακή νομοθεσία.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τα αιτήματα των υπόλοιπων κρατών μελών όσον αφορά τη μεταχείριση ως εμπιστευτικών των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μέσω του ευρετηρίου εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης.

Άρθρο 18ε

Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει αίτημα προς κράτος μέλος να παράσχει έγγραφα προς υποστήριξη των διασαφήσεων εισαγωγών και εξαγωγών και για τα οποία έχουν δημιουργηθεί ή συγκεντρωθεί αποδεικτικά έγγραφα από οικονομικούς φορείς, όσον αφορά τις έρευνες που αφορούν την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας.

Το αίτημα της πρώτης παραγράφου απευθύνεται προς τις αρμόδιες αρχές. Αν ένα κράτος μέλος έχει ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, το οικείο κράτος μέλος διευκρινίζει ποια διοικητική υπηρεσία έχει την ευθύνη να εξετάσει το αίτημα της Επιτροπής.

Εντός διαστήματος τεσσάρων εβδομάδων από τη λήψη του αιτήματος της Επιτροπής, το κράτος μέλος:

παρέχει τα αιτούμενα τεκμήρια, εφόσον αυτό αιτιολογείται, εντός πρόσθετης περιόδου έξι εβδομάδων,

κοινοποιεί στην Επιτροπή ότι αδυνατεί να ικανοποιήσει το αίτημά της λόγω παράλειψης του οικονομικού φορέα να παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες, ή

απορρίπτει το αίτημα ως συνέπεια απόφασης αρμόδιας διοικητικής ή δικαστικής αρχής του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 3.

(13)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1).»."

7)

Στο άρθρο 21, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι διαπιστώσεις που γίνονται και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο των κοινοτικών αποστολών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 20 και ιδίως με τη μορφή εγγράφων που κοινοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων τρίτων χωρών, καθώς και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο διοικητικής έρευνας, μεταξύ άλλων από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, εξετάζονται σύμφωνα με το άρθρο 45.».

8)

Στο άρθρο 23, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 43, για τον προσδιορισμό των πράξεων σχετικά με την εφαρμογή της γεωργικής νομοθεσίας για τις οποίες απαιτείται η εισαγωγή στοιχείων στο ΤΣΠ.

Οι εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται πριν από τις 29 Φεβρουαρίου 2016.».

9)

Στο άρθρο 25, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, διατάξεις σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να περιληφθούν στο ΤΣΠ όσον αφορά καθεμιά από τις κατηγορίες του άρθρου 24, στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού του ΤΣΠ. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να εμφανίζονται στην κατηγορία που αναφέρεται στο άρθρο 24 στοιχείο ε). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται έως τις 29 Φεβρουαρίου 2016 σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 43α παράγραφος 2.».

10)

Στο άρθρο 29, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η πρόσβαση στα δεδομένα του ΤΣΠ επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο στις εθνικές αρχές που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος, καθώς και στις υπηρεσίες που ορίζονται από την Επιτροπή. Αυτές οι εθνικές αρχές είναι τελωνειακές αρχές, αλλά δύναται να περιλαμβάνονται και άλλες αρχές, οι οποίες είναι αρμόδιες με βάση τους νόμους, τις ρυθμίσεις και τις διαδικασίες του εκάστοτε κράτους μέλους, να ενεργούν για την επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.

Μόνο ο εταίρος του ΤΣΠ που παρέχει τα δεδομένα έχει το δικαίωμα να προσδιορίζει ποιες από τις εθνικές αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία έχει εισαγάγει στο ΤΣΠ.

2.   Κάθε κράτος μέλος αποστέλλει στην Επιτροπή κατάλογο των αρμόδιων εθνικών αρχών που έχουν οριστεί, στις οποίες επιτρέπεται η πρόσβαση στο ΤΣΠ, δηλώνοντας, για κάθε αρχή, σε ποια δεδομένα δύναται να έχει πρόσβαση και για ποιους σκοπούς.

Η Επιτροπή ελέγχει, σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τον κατάλογο των εθνικών αρχών που έχουν οριστεί, με σκοπό να εντοπίσει τυχόν περιπτώσεις δυσανάλογου αριθμού ορισθεισών αρχών. Μετά την ολοκλήρωση του εν λόγω ελέγχου, τα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν ή διορθώνουν τον κατάλογο των εθνικών αρχών που έχουν ορίσει. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Κοινοποιεί επίσης σε όλα τα κράτη μέλη τα αντίστοιχα στοιχεία σχετικά με τις υπηρεσίες της στις οποίες επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στο ΤΣΠ.

Η Επιτροπή δημοσιεύει προς ενημέρωση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον κατάλογο των εθνικών αρχών και των υπηρεσιών της που ορίζονται με τον τρόπο αυτό και δημοσιοποιεί, με ανάρτηση στο Διαδίκτυο, τις επακόλουθες επικαιροποιήσεις του καταλόγου.».

11)

Το άρθρο 30 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 3, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή δημοσιεύει προς ενημέρωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον κατάλογο των εθνικών αρχών και των υπηρεσιών της που ορίζονται με τον τρόπο αυτό και δημοσιοποιεί, με ανάρτηση στο Διαδίκτυο, τις επακόλουθες επικαιροποιήσεις του καταλόγου.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα δεδομένα που έχουν ληφθεί από το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών μπορούν, μετά από προηγούμενη άδεια του κράτους μέλους που τα καταχώρησε στο ΤΣΠ και με την επιφύλαξη των όρων που έχει επιβάλει το εν λόγω κράτος, να κοινοποιούνται και σε άλλες εθνικές αρχές εκτός εκείνων που ορίζονται στην παράγραφο 2, σε τρίτες χώρες και σε διεθνείς ή περιφερειακούς οργανισμούς και/ή σε θεσμικά όργανα της Ένωσης τα οποία συμβάλλουν στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στην ορθή εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει ειδικά μέτρα για να εξασφαλίσει την ασφάλεια των δεδομένων αυτών, όταν μεταδίδονται ή παρέχονται σε υπηρεσίες εκτός της επικράτειάς του.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ' αναλογία έναντι της Επιτροπής, εφόσον αυτή έχει εισαγάγει τα δεδομένα στο ΤΣΠ.».

12)

Ο τίτλος του κεφαλαίου 4 του τίτλου V αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο:

«Κεφάλαιο 4

Αποθήκευση δεδομένων».

13)

Το άρθρο 33 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 33

Τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο ΤΣΠ φυλάσσονται μόνο κατά τη χρονική περίοδο που απαιτείται για την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο εισήχθησαν και δεν μπορούν να αποθηκεύονται για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, με μια πρόσθετη περίοδο δύο ετών, εφόσον αιτιολογείται.».

14)

Στο άρθρο 37 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων ενεργεί σε συντονισμό με την κοινή ελεγκτική αρχή, η οποία συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 2009/917/ΔΕΥ (14) του Συμβουλίου, εντός του πεδίου εφαρμογής των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, με σκοπό την εξασφάλιση της συντονισμένης εποπτείας και διενέργειας ελέγχων του ΤΣΠ.

(14)  Απόφαση 2009/917/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τη χρήση της πληροφορικής για τελωνειακούς σκοπούς (ΕΕ L 323 της 10.12.2009, σ. 20).»."

15)

Το άρθρο 38 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) διαγράφεται·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ειδικότερα, τόσο τα κράτη μέλη όσο και η Επιτροπή λαμβάνουν μέτρα ώστε:

α)

να εμποδίζουν κάθε μη εξουσιοδοτημένο άτομο να έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των δεδομένων·

β)

να εμποδίζουν την ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων και υποθεμάτων τους από μη εξουσιοδοτημένα άτομα·

γ)

να εμποδίζουν τη μη εξουσιοδοτημένη εισαγωγή δεδομένων και κάθε μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, τροποποίηση ή διαγραφή δεδομένων·

δ)

να εμποδίζουν την πρόσβαση σε δεδομένα του ΤΣΠ από μη εξουσιοδοτημένα άτομα μέσω συσκευών διαβίβασης δεδομένων·

ε)

να διασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τη χρήση του ΤΣΠ, τα εξουσιοδοτημένα άτομα έχουν δικαίωμα πρόσβασης μόνο σε δεδομένα για τα οποία έχουν αρμοδιότητα·

στ)

να διασφαλίζουν ότι είναι δυνατόν να ελέγχεται και να βεβαιώνεται σε ποιες αρχές είναι δυνατό να διαβιβάζονται τα δεδομένα μέσω εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων·

ζ)

να διασφαλίζουν ότι είναι δυνατό να ελέγχεται και να εξακριβώνεται εκ των υστέρων ποια δεδομένα εισήχθησαν στο ΤΣΠ, πότε εισήχθησαν και από ποιον, και να παρακολουθείται η υποβολή ερωτημάτων·

η)

να εμποδίζεται η μη εξουσιοδοτημένη ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή των δεδομένων κατά τη διάρκεια της διαβίβασής τους και της μεταφοράς των σχετικών υποθεμάτων.».

16)

Το άρθρο 41δ τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η περίοδος κατά την οποία τα δεδομένα μπορούν να αποθηκεύονται εξαρτάται από τους νόμους, τις ρυθμίσεις και τις διαδικασίες του κράτους μέλους παροχής τους. Οι μέγιστες και μη σωρευτικές χρονικές περίοδοι, οι οποίες υπολογίζονται από την ημερομηνία καταχώρησης των δεδομένων στο φάκελο έρευνας και οι οποίες δεν μπορούν να ξεπεραστούν, είναι οι ακόλουθες:

α)

δεδομένα που σχετίζονται με φακέλους ερευνών σε εξέλιξη δεν μπορούν να αποθηκευτούν πέραν των τριών ετών εάν δεν έχει διαπιστωθεί καμία πράξη που συνιστά παραβίαση των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων· τα δεδομένα πρέπει να καθίστανται ανώνυμα πριν από την προθεσμία αυτή εάν έχει παρέλθει ένα έτος από την τελευταία παρατήρηση·

β)

δεδομένα που σχετίζονται με διοικητικές ή ποινικές έρευνες κατά τις οποίες έχει διαπιστωθεί τέλεση πράξης που συνιστά παραβίαση της τελωνειακής και γεωργικής νομοθεσίας, αλλά οι οποίες δεν έχουν ακόμη καταλήξει στην έκδοση διοικητικής απόφασης, ποινικής καταδίκης ή επιβολής προστίμου για ποινικό αδίκημα ή επιβολής διοικητικής κύρωσης, δεν μπορούν να αποθηκευτούν πέραν των έξι ετών·

γ)

δεδομένα που σχετίζονται με διοικητικές ή ποινικές έρευνες, οι οποίες έχουν καταλήξει στην έκδοση διοικητικής απόφασης, ποινικής καταδίκης ή απόφασης επιβολής προστίμου για ποινικό αδίκημα ή επιβολής διοικητικής κύρωσης, δεν μπορούν να αποθηκευτούν πέραν των 10 ετών.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή καθιστά τα δεδομένα ανώνυμα ή τα διαγράφει μόλις παρέλθει η μέγιστη προθεσμία αποθήκευσης της παραγράφου 1.».

17)

Το άρθρο 43 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 43

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από … (15). Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που τις έχουν ανατεθεί εννέα μήνες το αργότερο πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για διαστήματα ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί στην παράταση εντός τριών μηνών το αργότερο πριν τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης τερματίζει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος οποιωνδήποτε κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4 τίθενται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν εγείρει αντίρρηση ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της εκάστοτε πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

18)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 43α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16).

2.   Όπου γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 43β

Μέχρι την … (17), η Επιτροπή πραγματοποιεί αξιολόγηση:

της ανάγκης να διευρυνθούν τα δεδομένα για τις εξαγωγές που περιέχονται στα ευρετήρια που προβλέπονται στα άρθρα 18α και 18δ, ώστε να περιληφθούν και τα δεδομένα σχετικά με άλλα εμπορεύματα εκτός από τα οριζόμενα στα άρθρα 18α παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και 18δ παράγραφος 1 στοιχείο γ), και

της δυνατότητας να διευρυνθούν τα δεδομένα που περιέχονται στο ευρετήριο μεταφορών, ώστε να περιληφθούν και τα δεδομένα σχετικά με τις εισαγωγές, τις εξαγωγές και τη διαμετακόμιση αγαθών διά ξηράς και αέρος.

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

19)

Στο άρθρο 53, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τους μεταφορείς οι οποίοι, στις… (18) δεσμεύονται από ιδιωτικές συμβάσεις που δεν τους επιτρέπουν να εκπληρώσουν την υποχρέωση υποβολής μηνυμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 18α παράγραφος 4, η εν λόγω υποχρέωση εφαρμόζεται από τις … (19).».

Άρθρο 2

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από την 1η Σεπτεμβρίου 2016.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τα σημεία 5, 8, 9, 17 και 18 του άρθρου 1 εφαρμόζονται από τις … (18).

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 15ης Απριλίου 2014, (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 15ης Ιουνίου 2015. Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ... (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1).

(3)  Απόφαση αριθ. 70/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, για ένα περιβάλλον χωρίς χαρτί για τα τελωνεία και τις εμπορικές επιχειρήσεις (ΕΕ L 23 της 26.1.2008, σ. 21).

(4)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(6)  Απόφαση 2009/917/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τη χρήση της πληροφορικής για τελωνειακούς σκοπούς (ΕΕ L 323 της 10.12.2009, σ. 20).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(15)  Έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(17)  Δύο έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(18)  Έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(19)  Ένα έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.


21.7.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 239/12


Σκεπτικό του Συμβουλίου: Θέση (ΕΕ) αριθ. 10/2015 του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση σχετικά με την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων

(2015/C 239/02)

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Στις 26 Νοεμβρίου 2013 η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την ανωτέρω πρόταση, η οποία βασίζεται στα άρθρα 33 και 325 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπεί στη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος καταπολέμησης της απάτης στον τελωνειακό τομέα.

2.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο γνωμοδότησε στις 18 Μαρτίου 2014.

3.

Στις 15 Απριλίου 2014 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθόρισε τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση (1).

4.

Η Ομάδα «Τελωνειακή Ένωση» εξέτασε την πρόταση σε διάφορες συνεδριάσεις στη διάρκεια της ελληνικής και της ιταλικής προεδρίας· στη συνεδρίασή της στις 9 Σεπτεμβρίου 2014 κατέληξε σε ευρεία συμφωνία όσον αφορά το συμβιβαστικό κείμενο της προεδρίας, ως έχει στο έγγρ. 13179/14, με αρνητικές ψήφους της ΑΥ και της ΓΕ και αποχή της ΙΣ.

5.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2014 η Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων έδωσε εντολή στην προεδρία να αρχίσει συνεδριάσεις τριμερούς διαλόγου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

6.

Στις 10 Νοεμβρίου, 10 Δεκεμβρίου και 18 Δεκεμβρίου 2014 διεξήχθησαν αντιστοίχως τρεις συνεδριάσεις τριμερούς διαλόγου (2). Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε την ημέρα εκείνη εγκρίθηκε από την Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων. Στη συνέχεια, με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2015, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημέρωσε το Συμβούλιο ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου χωρίς τροπολογίες στη δεύτερή του ανάγνωση.

7.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, κατά τη σύνοδό του στις 20 Απριλίου 2015 το Συμβούλιο κατέληξε σε πολιτική συμφωνία, ως έχει στο έγγρ. 7565/15.

II.   ΣΤΟΧΟΣ

8.

Ο παρών κανονισμός προβλέπει τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97. Οι εν λόγω τροποποιήσεις αποσκοπούν στην κάλυψη κενών στα υφιστάμενα συστήματα εντοπισμού της τελωνειακής απάτης, και στις καθυστερήσεις στις έρευνες της OLAF, στον εξορθολογισμό της εποπτείας της προστασίας των δεδομένων, και στη διευκρίνηση της δυνατότητας περιορισμού της προβολής των δεδομένων και των κανόνων σχετικά με το ζήτημα του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνδρομής.

III.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

A.   Γενικά

9.

Το Συμβούλιο εισήγαγε ορισμένες τροπολογίες στην αρχική πρόταση και τροποποίησε ουσιαστικά τη δομή του κειμένου. Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε 53 τροπολογίες της πρότασης της Επιτροπής.

Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση τροποποιεί, ως εκ τούτου, την αρχική πρόταση της Επιτροπής αναδιατυπώνοντάς την εν μέρει βάσει της συμφωνίας που επιτεύχθηκε με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

B.   Βασικά θέματα πολιτικής

10.   Ορισμοί

Ο ορισμός της «τελωνειακής νομοθεσίας» τροποποιήθηκε ώστε να ευθυγραμμίζεται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 και προστέθηκαν οι ορισμοί του «τελωνειακού εδάφους της Ένωσης» και των «μεταφορέων».

11.   Παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία

Το Συμβούλιο αποσαφήνισε τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες.

12.   Ευρετήρια

Διευκρινίστηκαν ο στόχος, το περιεχόμενο και η χρήση των ευρετηρίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Το Συμβούλιο προέβλεψε ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το ίδιο επίπεδο πρόσβασης στο ευρετήριο στοιχείων CSM όπως η Επιτροπή και ότι τα δεδομένα που αφορούν τις μεταφορές εξαγωγής ευαίσθητων αγαθών, όπως καπνού και προϊόντων καπνού, αλκοόλης και τα αλκοολούχων ποτών και ενεργειακών προϊόντων, θα πρέπει να αναφέρονται από τους μεταφορείς στο ευρετήριο των μηνυμάτων κατάστασης εμπορευματοκιβωτίων (CSM). Η δυνατότητα διαβίβασης επιλεγμένων δεδομένων από το «Ευρετήριο εισαγωγών, εξαγωγών και διαμετακόμισης» σε διεθνείς οργανισμούς ή υπηρεσίες της ΕΕ αποσύρθηκε.

13.   Διακινήσεις εμπορευματοκιβωτίων από τρίτη χώρα σε τρίτη χώρα

Το Συμβούλιο διευκρίνισε τους κανόνες σχετικά με τις εν λόγω διακινήσεις εμπορευματοκιβωτίων που δεν θα πρέπει να αναφέρονται στο ευρετήριο CSM.

14.   Προστασία δεδομένων

Οι αναφορές στους κανόνες προστασίας των δεδομένων έχουν εξορθολογιστεί, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

15.   Αίτηση εγγράφων από την Επιτροπή στα κράτη μέλη

Το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι τα κράτη μέλη, κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, θα πρέπει να παρέχουν δικαιολογητικά έγγραφα διασάφησης των εισαγωγών και εξαγωγών, και ότι η αίτηση αυτή θα πρέπει να διεκπεραιώνεται εντός διαστήματος τεσσάρων εβδομάδων.

16.   Αποθήκευση δεδομένων

Τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών (ΤΣΠ) θα πρέπει να αποθηκεύονται για διάστημα έως πέντε ετών, με πρόσθετα δύο έτη εάν αυτό δικαιολογείται.

17.   Αξιολόγηση

Το Συμβούλιο προέβλεψε αξιολόγηση από την Επιτροπή, δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού, της ανάγκης επέκτασης των δεδομένων για τις εξαγωγές και των δεδομένων για τις χερσαίες και αεροπορικές διακινήσεις στα συναφή ευρετήρια.

18.   Ημερομηνία εφαρμογής

Ως ημερομηνία εφαρμογής ορίστηκε η 1η Σεπτεμβρίου 2016, λαμβανομένων υπόψη των κατ' εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων που πρέπει να εκδοθούν, και των προπαρασκευαστικών εργασιών που πρέπει να ολοκληρώσουν τα κράτη μέλη.

19.   Αιτιολογικές παράγραφοι

Οι αιτιολογικές παράγραφοι τροποποιήθηκαν από το Συμβούλιο για να υπάρχει αντιστοιχία με το τροποποιημένο διατακτικό του κανονισμού και για να ληφθούν υπόψη ορισμένες ανησυχίες που εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κατά τον καθορισμό της θέσης του, το Συμβούλιο έλαβε πλήρως υπόψη την πρόταση της Επιτροπής και τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση.


(1)  8658/14 CODEC 1023 UD 112 AGRI 294 ENFOCUSTOMS 46 PE 250.

(2)  Στη συνέχεια, τον Ιανουάριο του 2015 η λετονική προεδρία ενέκυψε σε ορισμένα εκκρεμή τεχνικά ζητήματα.


21.7.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 239/14


ΘΈΣΗ (ΕΕ) αριθ. 11/2015 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΣΕ ΠΡΏΤΗ ΑΝΆΓΝΩΣΗ

ενόψει της έκδοσης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 23 Ιουνίου 2015

(2015/C 239/03)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 254 πρώτη παράγραφος και το άρθρο 281 δεύτερη παράγραφος,

Έχοντας υπόψη την Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη το αίτημα του Δικαστηρίου,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο αριθμός των υποθέσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σημειώνει σταθερή αύξηση, ως αποτέλεσμα της προοδευτικής διευρύνσεως της δικαιοδοσίας του μετά την ίδρυσή του. Το αποτέλεσμα είναι ότι διαχρονικώς ο αριθμός των υποθέσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αυξάνεται σταθερά πράγμα το οποίο έχει επίπτωση στη διάρκεια των διαδικασιών.

(2)

Η σημερινή διάρκεια των διαδικασιών μοιάζει απαράδεκτη για τους διαδίκους, ιδίως υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.

(3)

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το Γενικό Δικαστήριο οφείλεται σε διαρθρωτικά αίτια που σχετίζονται και με την αύξηση του αριθμού και του είδους των νομικών πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης, καθώς και με τον όγκο και την πολυπλοκότητα των υποθέσεων που υποβάλλονται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ιδίως στους τομείς του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων.

(4)

Κατά συνέπεια, χρειάζονται μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, και η χρήση της δυνατότητας αύξησης του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία προβλέπεται από τις Συνθήκες, θα επέτρεπε την ταυτόχρονη μείωση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, του όγκου των εκκρεμών υποθέσεων και της υπερβολικής διάρκειας των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

(5)

Λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή εξέλιξη του φόρτου εργασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο αριθμός των δικαστών θα πρέπει να οριστεί σε 56 μετά από διαδικασία τριών σταδίων, ενώ εξυπακούεται ότι σε καμία στιγμή δεν μπορεί να υπάρχουν στο Γενικό Δικαστήριο περισσότεροι από δύο δικαστές διορισμένοι κατόπιν προτάσεως του ίδιου κράτους μέλους.

(6)

Δώδεκα επιπλέον δικαστές θα πρέπει να αναλάβουν καθήκοντα … (2), ώστε να μειωθεί ταχέως ο φόρτος εκκρεμών υποθέσεων.

(7)

Τον Σεπτέμβριο του 2016, η αρμοδιότητα εκδίκασης σε πρώτο βαθμό υποθέσεων δημόσιας διοίκησης της Ένωσης και οι επτά θέσεις των δικαστών του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να μεταφερθούν στο Γενικό Δικαστήριο, βάσει νομοθετικού αιτήματος που θα υποβληθεί μελλοντικά από το Δικαστήριο.

(8)

Οι υπόλοιποι εννέα επιπλέον δικαστές θα πρέπει να αναλάβουν καθήκοντα τον Σεπτέμβριο του 2019. Για λόγους οικονομικής και αποτελεσματικής διαχείρισης, το ανωτέρω δεν θα πρέπει να συνεπάγεται την πρόσληψη επιπλέον εισηγητών ή λοιπού υποστηρικτικού προσωπικού. Με τη λήψη μέτρων εσωτερικής αναδιοργάνωσης εντός του οργάνου θα πρέπει να διασφαλισθεί η αποδοτική αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού.

(9)

Οι διατάξεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη μερική ανανέωση δικαστών και γενικών εισαγγελέων, που λαμβάνει χώρα ανά τριετία, πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως.

(10)

Το πρωτόκολλο αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το πρωτόκολλο αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Όταν, ανά τριετία, αντικαθίστανται μερικώς οι δικαστές, αντικαθίσταται το ήμισυ του αριθμού των δικαστών. Εάν ο αριθμός των δικαστών είναι περιττός, ο αριθμός των δικαστών που αντικαθίστανται θα πρέπει εναλλάξ να είναι ο επόμενος αριθμός άνω του ημίσεος του αριθμού των δικαστών και ο επόμενος αριθμός κάτω του ημίσεος.

Η πρώτη παράγραφος ισχύει επίσης και κατά την ανά τριετία μερική αντικατάσταση των γενικών εισαγγελέων.».

2)

Το άρθρο 48 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 48

Το Γενικό Δικαστήριο απαρτίζεται από:

α)

40 δικαστές από την … (3),

β)

47 δικαστές από την 1η Σεπτεμβρίου του 2016,

γ)

δύο δικαστές ανά κράτος μέλος από την 1η Σεπτεμβρίου του 2019.».

Άρθρο 2

Η θητεία των επιπλέον δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 48 του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως εξής:

α)

Η θητεία έξι από τους δώδεκα επιπλέον δικαστές που θα διορισθούν μετά την … (3) λήγει στις 31 Αυγούστου του 2016. Αυτοί οι έξι δικαστές επιλέγονται διά κλήρου. Η θητεία των υπόλοιπων έξι δικαστών λήγει στις 31 Αυγούστου του 2019.

β)

Η θητεία τριών από τους επτά επιπλέον δικαστές που θα διορισθούν από την 1η Σεπτεμβρίου του 2016 λήγει στις 31 Αυγούστου του 2019. Αυτοί οι τρείς δικαστές επιλέγονται διά κλήρου. Η θητεία των υπόλοιπων τεσσάρων δικαστών λήγει στις 31 Αυγούστου του 2022.

γ)

Η θητεία τεσσάρων από τους εννέα επιπλέον δικαστές που θα διορισθούν από την 1η Σεπτεμβρίου του 2019, λήγει στις 31 Αυγούστου του 2022. Αυτοί οι τέσσερεις δικαστές επιλέγονται διά κλήρου. Η θητεία των υπόλοιπων πέντε δικαστών λήγει στις 31 Αυγούστου του 2025.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 23ης Ιουνίου 2015.

(2)  «τον Σεπτέμβριο 2015» ή «όταν τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός» αν η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού είναι μετά τις 31 Αυγούστου 2015.

(3)  «1η Σεπτεμβρίου 2015» ή η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, αν αυτή είναι μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2015.


21.7.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 239/17


Σκεπτικό του Συμβουλίου: Θέση (ΕΕ) αριθ. 11/2015 του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2015/C 239/04)

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Στις 28 Μαρτίου 2011, το Δικαστήριο υπέβαλε νομοθετική πρωτοβουλία (1) βάσει του άρθρου 281 δεύτερο εδάφιο της ΣΛΕΕ για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αύξηση του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου κατά 12. Ενώ οι λοιπές προτεινόμενες τροπολογίες εγκρίθηκαν στις 11 Αυγούστου 2012, το Συμβούλιο δεν κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία ως προς την αύξηση του αριθμού των δικαστών.

2.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε, κατά την ολομέλεια της 15ης Απριλίου 2014, τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση σχετικά με την πρόταση του Δικαστηρίου και συμφώνησε με την αύξηση του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου κατά 12.

3.

Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική αύξηση του φόρτου εργασίας του Γενικού Δικαστηρίου κατά την περίοδο που ακολούθησε την υποβολή της αρχικής πρότασης, το Δικαστήριο πρότεινε, στις 13 Οκτωβρίου 2014 (2), στους συννομοθέτες να την τροποποιήσουν ώστε ο αριθμός των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου να διπλασιαστεί σε τρία στάδια έως το 2019, συμπεριλαμβάνοντας την ενσωμάτωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στο Γενικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την καθαρή αύξηση του αριθμού των δικαστών κατά 21 επιπλέον δικαστές.

4.

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων κατέληξε στις 11 Δεκεμβρίου 2014 σε καταρχήν συμφωνία σχετικά με τα βασικά στοιχεία της μεταρρύθμισης, όπως περιέχεται στο έγγραφο 16576/14 της 8ης Δεκεμβρίου 2014.

5.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, η προεδρία προσπάθησε να εισέλθει σε άτυπες συζητήσεις με την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπό τετραμερή σύνθεση, με τη συμμετοχή του Δικαστηρίου και της Επιτροπής, με σκοπό την επίτευξη «συμφωνίας σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση» σχετικά με τη μεταρρύθμιση, ούτως ώστε το Συμβούλιο να εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση βάσει του κειμένου που απετέλεσε το αντικείμενο της προκαταρκτικής διαπραγμάτευσης και το οποίο θα μπορούσε στη συνέχεια να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 7, στοιχείο α) της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές δεν στέφθηκαν από επιτυχία.

6.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο αποφάσισε να εκδώσει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 5 της ΣΛΕΕ και να τη διαβιβάσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με το ανά χείρας σκεπτικό.

II.   ΣΤΟΧΟΣ

7.

Ο αριθμός των υποθέσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σημειώνει σταθερή αύξηση λόγω της προοδευτικής διεύρυνσης της δικαιοδοσίας του. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούν διαχρονικά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αυξάνεται σταθερά. Το γεγονός αυτό έχει αντίκτυπο στη διάρκεια της διαδικασίας, προκαλώντας δυσαρέσκεια από την πλευρά των διαδίκων και δεν συμβαδίζει με την υποχρέωση της Ένωσης να εξασφαλίζει την έκδοση των αποφάσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κατάσταση αυτή προκαλεί ανησυχία, ιδίως στους τομείς του ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων.

8.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική αύξηση του φόρτου εργασίας του Γενικού Δικαστηρίου ήδη από το 2011, το Δικαστήριο, όπως αναφέρεται στο σημείο 3 ανωτέρω, πρότεινε στις 13 Οκτωβρίου 2014, οι συννομοθέτες να προχωρήσουν στην τροποποίηση της αρχικής πρότασης έτσι ώστε να διπλασιαστεί ο αριθμός των δικαστών στο Γενικό Δικαστήριο σε τρία διαδοχικά στάδια έως το 2019, συμπεριλαμβάνοντας την ενσωμάτωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να επιτευχθούν οι ακόλουθοι στόχοι:

ισοσκέλιση του αριθμού των υποθέσεων για τις οποίες εκδίδεται απόφαση με τον αριθμό των νέων υποθέσεων που υποβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου, εμποδίζοντας έτσι την αύξηση του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων,

διευθέτηση των υποθέσεων που εκκρεμούν,

μείωση της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, του κινδύνου παράβασης του άρθρου 47 του Χάρτη από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

απλούστευση του δικαστικού αρχιτεκτονήματος της Ένωσης και μεγαλύτερη συνοχή της νομολογίας,

μεγαλύτερη ευελιξία στον χειρισμό των υποθέσεων, επιτρέποντας στο Γενικό Δικαστήριο, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να τοποθετεί μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό δικαστών σε ένα ή περισσότερα τμήματα, αναλόγως των μεταβολών του φόρτου εργασίας, ή να ορίζει ορισμένα τμήματα αρμόδια για την εκδίκαση υποθέσεων που εμπίπτουν σε ορισμένους θεματικούς τομείς,

επίλυση των επαναλαμβανόμενων προβλημάτων που συνδέονται με το διορισμό των δικαστών του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αποφυγή ενδεχόμενων παρόμοιων προβλημάτων κατά τον διορισμό των επιπλέον δικαστών στο Γενικό Δικαστήριο,

επαναφορά στο Δικαστήριο της αρμοδιότητας να αποφαίνεται επί προσφυγών σε διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, καθιστώντας έτσι περιττή τόσο τη διαδικασία επανεξέτασης (η εφαρμογή της οποίας έχει αποδειχθεί πολύπλοκη) όσο και τη θέση του αναπληρωτή δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

III.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

9.

Η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιστοιχεί κατ' ουσίαν στην πρόταση του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2014 (βλέπε ανωτέρω, σημείο 3), αν και με μειωμένο κόστος. Προβλέπει την αύξηση του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου σε 56 σε τρία διαδοχικά στάδια:

από τον Σεπτέμβριο του 2015 (ή από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του τροποποιημένου κανονισμού, εφόσον είναι μεταγενέστερη της 1ης Σεπτεμβρίου 2015): αύξηση του αριθμού των δικαστών κατά 12,

από τον Σεπτέμβριο του 2016: μεταβίβαση της αρμοδιότητας εκδίκασης σε πρώτο βαθμό των υποθέσεων δημόσιας διοίκησης στο Γενικό Δικαστήριο και μεταφορά 7 θέσεων δικαστών από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, βάσει νομοθετικού αιτήματος που θα υποβληθεί μελλοντικά από το Δικαστήριο με την επιφύλαξη της έγκρισής του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο,

από τον Σεπτέμβριο του 2019: αύξηση του αριθμού των δικαστών κατά 9.

10.

Κατά τα στάδια 1 και 2, έκαστος των επιπλέον δικαστών θα έχει στη διάθεσή του τρεις εισηγητές. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική παράγραφο αριθ. 9 και συμφωνήθηκε με το Δικαστήριο, το τρίτο στάδιο δεν πρέπει να επιφέρει επιπλέον διοικητικό κόστος (δεν θα υπάρξουν προσλήψεις επιπλέον εισηγητών και βοηθητικών διοικητικών υπαλλήλων).

11.

Επιπλέον, στο πλαίσιο του πολιτικού συμβιβασμού, το Δικαστήριο θα υποβάλλει ετησίως στοιχεία τόσο σχετικά με τη δικαιοδοτική του δραστηριότητα όσο και, μεταξύ άλλων, με την εξέλιξη των προσφυγών, και, εφόσον απαιτείται, θα προτείνει κατάλληλα μέτρα. Επιπλέον, έχει συμφωνηθεί ότι, κατά το δεύτερο και τρίτο στάδιο της διεύρυνσης του Γενικού Δικαστηρίου, θα αξιολογηθεί η κατάσταση του Γενικού Δικαστηρίου και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, θα γίνουν ορισμένες προσαρμογές, με την προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα αφορούν τον αριθμό των δικαστών, αλλά ενδεχομένως οποιαδήποτε άλλη πτυχή σχετικά με τη λειτουργία και τις διοικητικές δαπάνες του Δικαστηρίου. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο αναμένεται να προβεί σε αναθεώρηση της εσωτερικής οργάνωσης και του εσωτερικού κανονισμού του και, σε αυτή τη βάση, να θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα και να υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις προς έγκριση στο Συμβούλιο εγκαίρως πριν από το τελικό στάδιο της διεύρυνσης το 2019.

12.

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η εν λόγω μεταρρύθμιση του Γενικού Δικαστηρίου είναι αναγκαία, δεδομένου ότι ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων και η υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών το 2015 υπερβαίνουν κατά πολύ τα επίπεδα του 2011, έτος κατά το οποίο το Δικαστήριο είχε υποβάλει την αρχική νομοθετική πρωτοβουλία για αύξηση του αριθμού των δικαστών κατά 12. Το 2010, ο αριθμός των νέων υποθέσεων ανήλθε σε 636. Το 2014, υποβλήθηκαν 912 νέες υποθέσεις, αριθμός που αντιπροσωπεύει αύξηση κατά περίπου 43 % σε 4 χρόνια. Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση κατά την οποία τα μέρη, ιδίως οικονομικοί φορείς σε υποθέσεις ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, αναμένουν ορισμένες φορές πάνω από τέσσερα έτη για την έκδοση απόφασης. Καθ' όλο αυτό το διάστημα σημαντικά ποσά δεν μπορούν να αποδεσμευτούν και να διοχετευθούν στην ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, η καθυστέρηση των αποφάσεων ήδη έχει δώσει αφορμές για άσκηση αγωγών αποζημίωσης κατά της Ένωσης. Εκτός από τη ζημιά που υφίσταται το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν η ίδια δεν τηρεί τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της, η παράλειψη μεταρρύθμισης του Γενικού Δικαστηρίου επιβαρύνει με σημαντικό κόστος την ευρωπαϊκή οικονομία και τους φορολογουμένους.

13.

Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση του αριθμού των δικαστών κατά 21 είναι δικαιολογημένη. Απέναντι σε μία αύξηση του φόρτου εργασίας κατά 43 %, η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιπαραβάλει αύξηση του αριθμού των δικαστών μόνο κατά 22 % (από 40 σε 49), εάν εξαιρεθούν οι 7 θέσεις που μεταφέρονται από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Το μέτρο αυτό αποδεικνύεται ουδέτερο όσον αφορά τη δικαιοδοτική ικανότητα του Γενικού Δικαστηρίου καθώς από το 2016 στον φόρτο εργασίας του θα προστεθούν και οι υποθέσεις δημόσιας διοίκησης (150-200 υποθέσεις ετησίως). Επιπλέον, νέες νομοθετικές πράξεις που είτε έχουν ήδη εγκριθεί είτε βρίσκονται υπό συζήτηση ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση του αριθμού των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

14.

Η μείωση του αριθμού των δικαιοδοσιών σε δύο αντί για τρεις θα επιφέρει την απλούστευση του δικαστικού συστήματος, την ενίσχυση της συνοχής της νομολογίας και οικονομίες κλίμακας. Η μεταρρύθμιση θα επιτρέψει την εξειδίκευση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου με προφανείς θετικές συνέπειες για την παραγωγικότητά του. Επιπλέον, θα επιτρέψει στο Γενικό Δικαστήριο να βελτιώσει την ποιότητα των διαβουλεύσεων καθιστώντας συχνότερη τη λήψη αποφάσεων σε τμήματα των πέντε αντί των τριών δικαστών και καλώντας, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, μέλη του Γενικού Δικαστηρίου να ασκήσουν καθήκοντα γενικού εισαγγελέα.

15.

Το κόστος της μεταρρύθμισης που προκύπτει από τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (βλέπε σημεία 10 και 11 ανωτέρω) ισοδυναμεί με πρόσθετο ετήσιο κόστος ύψους 13,5 εκατ. ευρώ σε καθαρό ποσό υπό κανονικές συνθήκες, σε σύγκριση με την αρχική πρόταση των 11,2 εκατ. ευρώ για 12 επιπλέον δικαστές που έχει γίνει ήδη δεκτή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη θέση του σε πρώτη ανάγνωση. Επομένως, η θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αντιπροσωπεύει αύξηση του συνολικού κόστους της μεταρρύθμισης κατά 20 % σε σύγκριση με την πρόταση του 2011, ενώ ταυτόχρονα ο αριθμός των νέων υποθέσεων που εισάγονται στο Γενικό Δικαστήριο κατ' έτος έχει αυξηθεί κατά 43 %. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη το κόστος της μη μεταρρύθμισης, οι εν λόγω δαπάνες φαίνονται μετριοπαθείς και δικαιολογημένες.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

16.

Η μεταρρύθμιση που προβλέπεται από τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, θα επιτρέψει, εφόσον εγκριθεί, μια βιώσιμη και μακροπρόθεσμη λύση στις τρέχουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δικαιοδοσίες της Ένωσης και θα της βοηθήσει να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους εντός των προθεσμιών και των προτύπων ποιότητας που δικαιούνται να αναμένουν οι ευρωπαίοι πολίτες και οι επιχειρήσεις σε μια Ένωση που βασίζεται στο κράτος δικαίου.


(1)  Έγγραφο 8787/11.

(2)  Έγγραφο 14448/14 + COR 1.