ISSN 1977-0901

doi:10.3000/19770901.C_2013.216.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

56ό έτος
30 Ιουλίου 2013


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2013/C 216/01

Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, μετά την 1η Αυγούστου 2013, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης (Τραπεζική ανακοίνωση) ( 1 )

1

2013/C 216/02

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6946 — BayWa/Bohnhorst Agrarhandel) ( 1 )

16

2013/C 216/03

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6980 — Cinven/CeramTec) ( 1 )

16

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2013/C 216/04

Ισοτιμίες του ευρώ

17

2013/C 216/05

Γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συγκεντρώσεων όπως διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίασή της, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, σχετικά με σχέδιο απόφασης για την υπόθεση — COMP/M.6663 Ryanair/Aer Lingus III — Εισηγητής: Εσθονία

18

2013/C 216/06

Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων — Ryanair/Aer Lingus III (COMP/M.6663)

20

2013/C 216/07

Περίληψη απόφασης της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2013, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/M.6663 — Ryanair/Aer Lingus III) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 1106 final]  ( 1 )

22

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2013/C 216/08

Μέτρα εξυγίανσης — Απόφαση για μέτρο εξυγίανσης έναντι της Διεθνής Ένωσις Ανώνυμος Ασφαλιστική Εταιρία(Δημοσίευση βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων)

31

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2013/C 216/09

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.7001 — Carlyle/Klenk Holz) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

32

2013/C 216/10

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.6922 — Triton/Logstor) ( 1 )

33

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/1


Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, μετά την 1η Αυγούστου 2013, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης («Τραπεζική ανακοίνωση»)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2013/C 216/01

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης μέχρι σήμερα, η Επιτροπή εξέδωσε έξι ανακοινώσεις (εφεξής οι «ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση») (1). Οι ανακοινώσεις αυτές παρείχαν αναλυτική καθοδήγηση σχετικά με τα κριτήρια για το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

2.

Οι ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση παρέχουν ένα συνεκτικό πλαίσιο συντονισμένης δράσης για τη στήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, ώστε να διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να ελαχιστοποιούνται παράλληλα οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και μεταξύ κρατών μελών στην ενιαία αγορά. Προσδιορίζουν αναλυτικά τους όρους πρόσβασης σε κρατικές ενισχύσεις και τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου οι εν λόγω ενισχύσεις να χαρακτηρίζονται συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει των αρχών για τις κρατικές ενισχύσεις που ορίζονται στη Συνθήκη. Μέσω των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση, οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων οι οποίοι διέπουν τη δημόσια βοήθεια προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα επικαιροποιήθηκαν τακτικά, όποτε χρειάσθηκε να προσαρμοσθούν στην εξέλιξη της κρίσης. Οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν αναγκαία μία ακόμη επικαιροποίηση των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση.

Νομική βάση

3.

Οι ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση, καθώς και όλες οι επιμέρους αποφάσεις για μέτρα και καθεστώτα ενίσχυσης τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω ανακοινώσεων, εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης, το οποίο επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τη χορήγηση ενισχύσεων με σκοπό την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.

4.

Από την έναρξη της κρίσης, έχει αναληφθεί σημαντική δράση για την αντιμετώπιση των δυσκολιών του δημοσιονομικού τομέα. Η εξέλιξη της κρίσης κατέστησε αναγκαία την προσαρμογή ορισμένων διατάξεων του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες αφορούν τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα πρόσβασής τους, κατ’ εξαίρεση, σε σημαντική δημόσια στήριξη. Παρά την έκτακτη χρήση δημοσιονομικών και νομισματικών μέσων, τα οποία συνέβαλαν ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση της κρίσης, η οικονομική ανάκαμψη παραμένει πολύ επισφαλής και άνιση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας σε ορισμένα κράτη μέλη αντιμετωπίζει περαιτέρω προκλήσεις όσον αφορά την πρόσβαση σε μεσομακροπρόθεσμη χρηματοδότηση και την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων. Οι προκλήσεις αυτές απορρέουν από την οικονομική ύφεση και την απομόχλευση δημοσίου ή ιδιωτικού χρέους. Οι πιέσεις επί των χρηματαγορών και οι κίνδυνοι ευρύτερων δευτερογενών επιπτώσεων εξακολουθούν να υφίστανται.

5.

Η επιμονή των πιέσεων στις αγορές κρατικών χρεωστικών τίτλων καταδεικνύει περίτρανα τη συνεχιζόμενη αστάθεια των χρηματαγορών. Ο υψηλός βαθμός αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης συνεχίζει να ανησυχεί τις αγορές για το ενδεχόμενο μετάδοσης. Λόγω της μεγάλης αστάθειας των χρηματαγορών και της αβεβαιότητας ως προς τις οικονομικές προοπτικές, καθώς και του επακόλουθου διαρκούς κινδύνου σοβαρής διαταραχής στην οικονομία των κρατών μελών, δικαιολογείται η διατήρηση, ως δικτύου ασφαλείας, της δυνατότητας των κρατών μελών να παρέχουν μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της κρίσης βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης όσον αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

6.

Υπό τις περιστάσεις αυτές των συνεχιζόμενων πιέσεων που δέχονται οι χρηματαγορές, και δεδομένου του κινδύνου ευρύτερων δευτερογενών επιπτώσεων, η Επιτροπή θεωρεί ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η εφαρμογή της παρέκκλισης αυτής παραμένει δυνατή, ωστόσο, μόνον εφόσον η κατάσταση κρίσης συνεχίζεται προκαλώντας πραγματικά έκτακτες περιστάσεις οι οποίες απειλούν τη γενικότερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ως πρωταρχικός στόχος

7.

Στο πλαίσιο της απόκρισής της στην οικονομική κρίση, και βάσει των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση, πρωταρχικός στόχος της Επιτροπής ήταν η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, από κοινού με τη μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των κρατικών ενισχύσεων και των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και μεταξύ κρατών μελών. Για να επιτευχθεί χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι ανάγκη, αφενός, να προληφθούν μεγάλες δευτερογενείς επιπτώσεις για το υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από τη χρεοκοπία ενός πιστωτικού ιδρύματος και, αφετέρου, να εξασφαλισθεί ότι το τραπεζικό σύστημα ως σύνολο θα συνεχίσει να χορηγεί επαρκή δανειοδότηση προς την πραγματική οικονομία. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένει πρωταρχικής σημασίας για την εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα βάσει της παρούσας ανακοίνωσης. Στην εκτίμησή της, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη την εξέλιξη της κρίσης από οξεία αναταραχή του συνόλου του συστήματος προς μια κατάσταση πιο θεμελιωδών οικονομικών δυσκολιών σε μέρη της Ένωσης, με αντιστοίχως υψηλότερο κίνδυνο κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς.

8.

Αυτός ο πρωταρχικός στόχος δεν αντανακλάται μόνο στη δυνατότητα πρόσβασης των προβληματικών τραπεζών σε κρατική ενίσχυση όταν απαιτείται για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά και στον τρόπο με τον οποίον αξιολογούνται τα σχέδια αναδιάρθρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι δεν μπορεί να εξασφαλισθεί χρηματοπιστωτική σταθερότητα χωρίς έναν υγιή χρηματοπιστωτικό τομέα. Ως εκ τούτου, τα σχέδια άντλησης κεφαλαίων πρέπει να αξιολογούνται σε στενή συνεργασία με την αρμόδια εποπτική αρχή ώστε να εξασφαλίζεται ότι η βιωσιμότητα θα μπορεί να αποκατασταθεί εντός ευλόγου χρονικού πλαισίου και σε σταθερή και μόνιμη βάση. Σε αντίθετη περίπτωση, το προβληματικό ίδρυμα θα πρέπει να εκκαθαρίζεται με ελεγχόμενο τρόπο.

9.

Κατά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το μακροοικονομικό περιβάλλον που επηρεάζει τόσο τη βιωσιμότητα των τραπεζών όσον και την ανάγκη να εξακολουθήσει η πραγματική οικονομία ενός δεδομένου κράτους μέλους να έχει πρόσβαση σε πιστώσεις από υγιείς τράπεζες. Όταν εκτιμά σχέδια αναδιάρθρωσης τραπεζών, η Επιτροπή θα συνεχίσει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε οργάνου και κράτους μέλους: συγκεκριμένα, θα προβαίνει σε αναλογική αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των τραπεζών όταν η ανάγκη κρατικής ενίσχυσης οφείλεται στην κρίση δημόσιου χρέους και όχι σε υπερβολική ανάληψη κινδύνων (2) και θα λαμβάνει υπόψη στην εκτίμησή της την ανάγκη διασφάλισης του ανταγωνισμού επί ίσοις όροις σε ολόκληρη την ενιαία αγορά, ιδίως όσον αφορά την εξέλιξη του καταμερισμού των επιβαρύνσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

10.

Επιπλέον, όταν μεγάλα μέρη του χρηματοπιστωτικού τομέα ενός κράτους μέλους έχουν ανάγκη αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή προσπαθεί να ακολουθεί συντονισμένη προσέγγιση στην αξιολόγηση των επιμέρους σχεδίων αναδιάρθρωσης τραπεζών, ώστε να προσφέρει συστημικές λύσεις. Η Επιτροπή έχει ακολουθήσει αυτήν την προσέγγιση ιδίως για τα κράτη μέλη που ακολουθούν πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει συγκεκριμένα υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα της αναδιάρθρωσης επιμέρους χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τόσο σε επίπεδο τομέα (για παράδειγμα, εν σχέσει προς τη διάρθρωση της αγοράς) όσο και στο σύνολο της οικονομίας, ιδίως όσον αφορά την παροχή επαρκούς δανειοδότησης στην πραγματική οικονομία κατά τρόπο υγιή και βιώσιμο.

11.

Επιπλέον, στην εκτίμησή της σχετικά με τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων και τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή αξιολογεί τη δυνατότητα υλοποίησης των προτεινόμενων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των εκποιήσεων, καθώς και τις επιπτώσεις τους όσον αφορά τη διάρθρωση της αγοράς και τους φραγμούς εισόδου. Συγχρόνως, η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίζει ότι οι λύσεις που σχεδιάζονται για μια συγκεκριμένη υπόθεση ή ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος συνάδουν με τον στόχο της πρόληψης σημαντικών ασυμμετριών μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες θα μπορούσαν να κατακερματίσουν ακόμα περισσότερο την ενιαία αγορά και να προκαλέσουν χρηματοπιστωτική αστάθεια, εμποδίζοντας την ανάκαμψη εντός της Ένωσης.

Εξέλιξη του κανονιστικού πλαισίου και ανάγκη αναθεώρησης των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση

12.

Από την έναρξη της κρίσης, η Ένωση ανέλαβε να υλοποιήσει ορισμένες θεσμικές και κανονιστικές αλλαγές με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη βελτίωση της πρόληψης, της διαχείρισης και της επίλυσης τραπεζικών κρίσεων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να αναλάβει νέες πρωτοβουλίες για την περαιτέρω ενδυνάμωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης μέσω της σύστασης μιας τραπεζικής ένωσης, αρχής γενομένης με έναν ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ) και έναν ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης για τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε κράτος μέλος το οποίο συμμετέχει στον ΕΕΜ. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν επίσης να συστήσουν μηχανισμό σταθερότητας μέσω του οποίου θα μπορούν να διατίθενται οικονομικοί πόροι στα μέλη του και στις τράπεζές τους, σε περίπτωση ανάγκης.

13.

Τα μέτρα αυτά θα πρέπει κατ’ ανάγκην να θεσπισθούν σχετικά σταδιακά, για παράδειγμα προκειμένου να μπορέσει να τεθεί σε ισχύ η σχετική νομοθεσία ή να συσταθούν τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών. Ορισμένα από αυτά περιορίζονται εντός της ζώνης του ευρώ. Στο μεταξύ διάστημα, οι αυξανόμενες αποκλίσεις όσον αφορά την οικονομική ανάκαμψη ανά την Ένωση, η ανάγκη μείωσης και αναδιάταξης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και η ύπαρξη θυλάκων ευπάθειας στον χρηματοπιστωτικό τομέα οδήγησαν σε συνεχείς εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και σε κατακερματισμό με αυξανόμενες στρεβλώσεις στην ενιαία αγορά. Η ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς χρειάζεται επομένως να προστατευθεί, μεταξύ άλλων μέσω ενισχυμένων κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Η προσαρμογή των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση μπορεί να συμβάλει στην ομαλή μετάβαση στο μελλοντικό καθεστώς βάσει της πρότασης οδηγίας της Επιτροπής για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων («οδηγία περί ανάκαμψης και εξυγίανσης») (3) παρέχοντας περισσότερη σαφήνεια στις αγορές. Οι προσαρμοσμένες ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση μπορούν επίσης να εξασφαλίσουν πιο αποφασιστική αναδιάρθρωση και σαφέστερο καταμερισμό των επιβαρύνσεων για όλες τις τράπεζες που λαμβάνουν κρατική ενίσχυση σε ολόκληρη την ενιαία αγορά.

14.

Ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλληλεπιδρά ενίοτε με τις αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών των κρατών μελών. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εποπτικές αρχές ενδέχεται να απαιτούν προσαρμογές σε ζητήματα όπως η εταιρική διακυβέρνηση και οι πρακτικές σχετικά με τις αποδοχές - ζητήματα τα οποία, όσον αφορά τις τράπεζες που λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις, συχνά ρυθμίζονται ήδη στα σχέδια αναδιάρθρωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι σημαντικό να υπάρχει συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων εποπτικών αρχών, χωρίς βεβαίως να αμφισβητείται κατ’ ελάχιστον η αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής όσον αφορά τον έλεγχο κρατικών ενισχύσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τον εξελικτικό χαρακτήρα του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου στην Ένωση, ιδίως στη ζώνη του ευρώ, η Επιτροπή θα βρίσκεται σε στενή επαφή, όπως κάνει ήδη, με τις εποπτικές αρχές για να διασφαλίζει την ομαλή αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων ρόλων και αρμοδιοτήτων όλων των εμπλεκόμενων αρχών.

Καταμερισμός των επιβαρύνσεων

15.

Στις ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση καθίσταται σαφές ότι, ακόμη και μεσούσης της κρίσης, εξακολουθούν να ισχύουν οι γενικές αρχές ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα, προκειμένου να περιοριστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και μεταξύ κρατών μελών στην ενιαία αγορά και για να αντιμετωπιστεί ο ηθικός κίνδυνος, η ενίσχυση θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο και σε κατάλληλη ίδια εισφορά στα έξοδα αναδιάρθρωσης από τον δικαιούχο της ενίσχυσης. Η τράπεζα και οι κάτοχοι του κεφαλαίου της θα πρέπει να συμβάλλουν όσο το δυνατό περισσότερο στην αναδιάρθρωση με δικούς τους πόρους (4). Η κρατική στήριξη πρέπει να χορηγείται υπό όρους που συνεπάγονται κατάλληλο καταμερισμό των επιβαρύνσεων από όσους έχουν επενδύσει στην τράπεζα.

16.

Από την έναρξη της κρίσης, κατά την εξέταση της συμβατότητας των ενισχύσεων σε τράπεζες, η Επιτροπή απαιτεί τουλάχιστον έναν ελάχιστο βαθμό καταμερισμού των επιβαρύνσεων σε σχέση με το ποσό της ενίσχυσης που έλαβαν οι τράπεζες αυτές, ιδίως με την απορρόφηση των ζημιών με το διαθέσιμο κεφάλαιο και την καταβολή κατάλληλου τιμήματος για τις κρατικές παρεμβάσεις. Επιπροσθέτως, προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανή εκροή κεφαλαίων, η Επιτροπή έχει θεσπίσει κανόνες για την επαναγορά υβριδικών μέσων, καθώς και περιορισμούς στη διανομή μερισμάτων ή τοκομεριδίων. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν επέβαλε εκ των προτέρων κατώτατα όρια για τις ίδιες εισφορές ή τυχόν περαιτέρω απαιτήσεις (5).

17.

Κατά τα πρώτα στάδια της κρίσης, τα κράτη μέλη δεν υπερέβησαν εν γένει τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τον εκ των προτέρων καταμερισμό των επιβαρύνσεων, ούτε οι πιστωτές υποχρεώθηκαν να συμβάλουν στη διάσωση πιστωτικών ιδρυμάτων για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

18.

Η κρίση του δημόσιου χρέους κατέστησε, ωστόσο, σαφές ότι μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα μακροπρόθεσμα, ιδίως για τα κράτη μέλη στα οποία το κόστος της διάσωσης τραπεζών εξασθένισε σημαντικά τη δημοσιονομική τους κατάσταση. Πράγματι, ορισμένα κράτη μέλη χρειάσθηκε να υπερβούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπουν οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων θεσπίζοντας νέα νομικά πλαίσια που επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις σχετικά με τον εκ των προτέρων καταμερισμό των επιβαρύνσεων. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε αποκλίνουσες προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων μεταξύ των κρατών μελών, και συγκεκριμένα μεταξύ εκείνων που περιορίστηκαν στις ελάχιστες απαιτήσεις βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και εκείνων που υπερέβησαν τις εν λόγω απαιτήσεις, απαιτώντας τη διάσωση με ίδια μέσα των επενδυτών ή δανειστών. Οι αποκλίνουσες αυτές προσεγγίσεις στον καταμερισμό των επιβαρύνσεων μεταξύ των κρατών μελών είχαν ως αποτέλεσμα διαφορές στις δαπάνες χρηματοδότησης μεταξύ τραπεζών αναλόγως της κατ' εκτίμηση πιθανότητας διάσωσης με ίδια μέσα ως συνάρτηση της δημοσιονομικής ισχύος ενός κράτους μέλους. Οι διαφορές αυτές συνιστούν απειλή για την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς και ενέχουν τον κίνδυνο υπονόμευσης του ανταγωνισμού επί ίσοις όροις, στην προάσπιση του οποίου αποσκοπεί ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων.

19.

Υπό το πρίσμα των προαναφερόμενων εξελίξεων, θα πρέπει να καταστούν αυστηρότερες οι ελάχιστες απαιτήσεις για τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων. Προτού χορηγηθεί σε μια τράπεζα οποιαδήποτε μορφή ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, είτε πρόκειται για ανακεφαλαιοποίηση είτε για μέτρο απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, θα πρέπει να έχει εξαντληθεί κάθε μέτρο δημιουργίας κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής των δανειακών απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης, εφόσον γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα και δεν διακυβεύεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Δεδομένου ότι χρειάζεται κάποια ενίσχυση αναδιάρθρωσης για να αποτραπεί η ενδεχομένως ανεξέλεγκτη κατάρρευση μιας τράπεζας, προκειμένου να περιορίζεται η ενίσχυση στο ελάχιστο, θα πρέπει να τηρούνται αυτά τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων ανεξαρτήτως του αρχικού βαθμού φερεγγυότητας της τράπεζας. Ως εκ τούτου, προτού χορηγήσουν ενίσχυση αναδιάρθρωσης σε μια τράπεζα, τα κράτη μέλη χρειάζεται είτε να εξασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι και οι μικρότεροι κάτοχοι κεφαλαίου της τράπεζας θα μεριμνούν για την απαιτούμενη εισφορά είτε να θεσπίζουν το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για την εξασφάλιση τέτοιων εισφορών.

20.

Καταρχήν, η εφαρμογή μέτρων για τον περιορισμό στρεβλώσεων του ανταγωνισμού εξαρτάται από τον βαθμό καταμερισμού των επιβαρύνσεων και λαμβάνει επίσης υπόψη το μεταβαλλόμενο επίπεδο καταμερισμού των επιβαρύνσεων για τις ενισχυόμενες τράπεζες ανά την Ένωση. Των λοιπών παραγόντων μη μεταβαλλομένων, ο ενισχυμένος καταμερισμός των επιβαρύνσεων καθιστά, επομένως, λιγότερο επιτακτική την ανάγκη για μέτρα αντιμετώπισης των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, τα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού θα πρέπει να είναι σχεδιασμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο την κατάσταση της αγοράς που θα είχε προκύψει εάν ο δικαιούχος της ενίσχυσης είχε εξέλθει από την αγορά χωρίς την ενίσχυση.

Αποτελεσματική διαδικασία αναδιάρθρωσης και περαιτέρω εκσυγχρονισμός του πλαισίου

21.

Χρειάζεται μεν να διατηρηθούν ορισμένες διευκολύνσεις για τη στήριξη των τραπεζών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η συνεχιζόμενη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όμως ορισμένες διαδικασίες και προϋποθέσεις θα πρέπει να βελτιωθούν και να αναπτυχθούν περαιτέρω. Είναι επίσης αναγκαίο να συνεχισθεί η διαδικασία ευθυγράμμισης του νομικού πλαισίου προς τις εξελίξεις της αγοράς, η οποία άρχισε τον Ιούνιο του 2010 με την αύξηση της προμήθειας εγγύησης (6) και συνεχίστηκε με την ανακοίνωση περί παράτασης του 2010 (7).

22.

Η τραπεζική ανακοίνωση του 2008 έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να θέτουν σε εφαρμογή καθεστώτα διάσωσης χωρίς συγχρόνως να αποκλείουν την πραγματοποίηση παρεμβάσεων ad hoc. Δεδομένων των διαστάσεων της κρίσης και της γενικευμένης διάβρωσης της εμπιστοσύνης στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα της ΕΕ, όπως εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την εξάντληση της ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά, η Επιτροπή αποφάσισε ότι θα εγκρίνει όλα τα αναγκαία μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων διάσωσης και των καθεστώτων ανακεφαλαιοποίησης. Χάρη στην προσωρινή έγκριση ενισχύσεων διάσωσης, με τη μορφή τόσο εγγυήσεων όσο και μέτρων ανακεφαλαιοποίησης και απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, μπόρεσε να αποτραπεί ο πανικός και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην αγορά.

23.

Ωστόσο, στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, υπάρχει μικρότερη ανάγκη θέσπισης διαρθρωτικών μέτρων διάσωσης που χορηγούνται αποκλειστικά με βάση προκαταρκτική αξιολόγηση η οποία στηρίζεται στην παραδοχή ότι πρέπει να διασωθούν σχεδόν όλες οι τράπεζες και η οποία αναβάλλει την εις βάθος αξιολόγηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης για ένα μεταγενέστερο στάδιο. Η προσέγγιση αυτή συνέβαλε μεν ώστε να αποτραπεί η καθολική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όμως οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης μεμονωμένων δικαιούχων συχνά καθυστέρησαν. Η καθυστέρηση στην ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των τραπεζών προκάλεσε σε ορισμένες περιπτώσεις αύξηση του κόστους που επωμίσθηκαν οι φορολογούμενοι. Η παρούσα ανακοίνωση θεσπίζει την αρχή ότι τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης και απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων θα εγκρίνονται μόνον αφού εγκριθεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης της τράπεζας. Η προσέγγιση αυτή εξασφαλίζει ότι το ποσό της ενίσχυσης θα είναι περισσότερο ανάλογο προς τις ανάγκες, ότι θα εντοπίζονται και θα αντιμετωπίζονται εγκαίρως οι πηγές των προβλημάτων της τράπεζας και ότι θα διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα καθεστώτα εγγυήσεων θα παραμείνουν διαθέσιμα για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες. Τα καθεστώτα αυτά μπορούν, ωστόσο, να λειτουργήσουν απλώς ως μέσο παροχής ρευστότητας σε τράπεζες χωρίς κεφαλαιακό έλλειμμα όπως ορίζεται από την αρμόδια εποπτική αρχή (8).

24.

Στην παρούσα ανακοίνωση καθορίζονται οι απαιτούμενες τροποποιήσεις των παραμέτρων βάσει των οποίων θα αξιολογείται από την 1η Αυγούστου 2013 η συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων σε τράπεζες. Συγκεκριμένα, η παρούσα ανακοίνωση:

α)

αντικαθιστά την τραπεζική ανακοίνωση του 2008 και παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τα κριτήρια συμβατότητας των μέτρων στήριξης ρευστότητας,

β)

προσαρμόζει και συμπληρώνει τις ανακοινώσεις σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση και σχετικά με τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία,

γ)

συμπληρώνει την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης παρέχοντας λεπτομερέστερες κατευθύνσεις σχετικά με τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων μεταξύ μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης,

δ)

θεσπίζει την αρχή ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί κανένα μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ή προστασίας περιουσιακών στοιχείων εάν προηγουμένως δεν έχει εγκριθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης και προτείνει μια διαδικασία για τη μόνιμη έγκριση τέτοιων μέτρων,

ε)

παρέχει κατευθύνσεις σχετικά με τις απαιτήσεις συμβατότητας των ενισχύσεων εκκαθάρισης.

2.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

25.

Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που εκτίθενται στην παρούσα ανακοίνωση και σε όλες τις ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση (9) στα «πιστωτικά ιδρύματα» (αναφέρονται επίσης ως «τράπεζες») (10). Τα πιστωτικά ιδρύματα εμφανίζουν υψηλό βαθμό αλληλοσύνδεσης υπό την έννοια ότι η άτακτη χρεοκοπία ενός πιστωτικού ιδρύματος μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως σύνολο. Τα πιστωτικά ιδρύματα είναι εκτεθειμένα σε αιφνίδιες απώλειες εμπιστοσύνης, γεγονός που ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους. Εάν κινδυνεύσει έστω και ένα μόνο σύνθετο ίδρυμα, μπορεί να υποστεί συστηματική πίεση ολόκληρος ο χρηματοπιστωτικός τομέας, πράγμα το οποίο μπορεί να έχει με τη σειρά του έντονα αρνητικό αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας, για παράδειγμα λόγω του δανειοδοτικού ρόλου που διαδραματίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα στην πραγματική οικονομία, και θα μπορούσε, επομένως, να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

26.

Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που εκτίθενται στην παρούσα ανακοίνωση και σε όλες τις ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση όταν χρειάζεται, τηρουμένων των αναλογιών, σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (11), του άρθρου 4 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ (12) ή του άρθρου 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/78/ΕΚ (13).

27.

Κάθε ενίσχυση προς τέτοια ιδρύματα τα οποία έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών των ιδρυμάτων αυτών, και τα οποία αναπτύσσουν σημαντικές δραστηριότητες σε κράτος μέλος θα εξετάζεται βάσει της παρούσας ανακοίνωσης.

3.   ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΜΕΙΩΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

28.

Τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης και απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων περιουσιακών στοιχείων, χορηγούνται κατά κανόνα για την κάλυψη κεφαλαιακού ελλείμματος. Για τους σκοπούς της παρούσας ανακοίνωσης, ο όρος «κεφαλαιακό έλλειμμα» αναφέρεται σε ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων, η οποία διαπιστώνεται στο πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης, προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ανάλογης δράσης σε επίπεδο Ένωσης, ζώνης του ευρώ ή κρατών μελών και, κατά περίπτωση, επιβεβαιώνεται από την αρμόδια εποπτική αρχή. Αυτή η δημόσια στήριξη είναι κατά κανόνα μόνιμου χαρακτήρα και δεν μπορεί εύκολα να ακυρωθεί.

29.

Δεδομένης της μη αναστρεψιμότητας των εν λόγω μέτρων στην πράξη και των δημοσιονομικών τους συνεπειών για τα χορηγούντα κράτη μέλη, και λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της κρίσης για τη λήψη των αποφάσεων της, η Επιτροπή μπορεί να τα εγκρίνει μόνο κατ’ αρχήν εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αποδείξει ότι έχει εξαντλήσει κάθε δυνατότητα για τον περιορισμό των εν λόγω ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη καλούνται να υποβάλλουν σχέδιο άντλησης κεφαλαίων πριν από την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης ή ως μέρος τέτοιου σχεδίου. Ένα σχέδιο άντλησης κεφαλαίων πρέπει να περιλαμβάνει ιδίως μέτρα για την άντληση κεφαλαίων από την τράπεζα, καθώς και δυνητικά μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης της τράπεζας.

30.

Σε συνδυασμό με τον εμπεριστατωμένο έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού της τράπεζας και με τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της κεφαλαιακής της επάρκειας, ένα σχέδιο άντλησης κεφαλαίων θα επέτρεπε στα κράτη μέλη, από κοινού με την Επιτροπή και την αρμόδια αρχή ελέγχου, να προσδιορίσουν επακριβώς το (υπολειπόμενο) κεφαλαιακό έλλειμμα της τράπεζας που χρειάζεται να καλυφθεί με κρατική ενίσχυση. Για κάθε τέτοιο υπολειπόμενο κεφαλαιακό έλλειμμα το οποίο πρέπει να καλυφθεί με κρατική ενίσχυση, απαιτείται η υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης.

31.

Τα σχέδια αναδιάρθρωσης που προβλέπουν τη χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, εκτός από τις απαιτήσεις σχετικά με την άντληση κεφαλαίων και τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχέδιο άντλησης κεφαλαίων όπως προβλέπεται στις παραγράφους 3.1 έως 3.1, πριν από την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης ή ως μέρος τέτοιου σχεδίου, θα συνεχίσουν να αξιολογούνται βάσει της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης.

3.1.   Αντιμετώπιση κεφαλαιακού ελλείμματος — Προκαταρκτική κοινοποίηση και κοινοποίηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης

32.

Ευθύς μόλις διαπιστωθεί κεφαλαιακό έλλειμμα το οποίο αναμένεται να οδηγήσει σε αίτημα για χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή κάθε αναγκαίο μέτρο για την ελαχιστοποίηση του κόστους που συνεπάγεται για το κράτος μέλος η αντιμετώπιση αυτού του ελλείμματος. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη καλούνται να πραγματοποιούν επαφές με την Επιτροπή πριν από την κοινοποίηση. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω εκούσιων επαφών πριν από την κοινοποίηση, η Επιτροπή θα προσφέρει τη συνδρομή της όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εξασφαλισθεί η συμβατότητα της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, και ιδίως σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των απαιτήσεων για τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Βάση για της επαφές πριν από την κοινοποίηση θα αποτελέσει το σχέδιο άντλησης κεφαλαίων που καταρτίστηκε από το κράτος μέλος και την τράπεζα και εγκρίθηκε από την αρμόδια εποπτική αρχή. Το σχέδιο αυτόν πρέπει:

α)

να απαριθμεί τα μέτρα άντλησης κεφαλαίων τα οποία θα λάβει η τράπεζα, καθώς και τα (ενδεχόμενα) μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης,

β)

να περιλαμβάνει διασφαλίσεις για την αποτροπή των εκροών κεφαλαίων από την τράπεζα οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν π.χ. εάν η τράπεζα προέβαινε στην αγορά μεριδίων σε άλλες επιχειρήσεις ή στην καταβολή μερισμάτων ή τοκομεριδίων.

33.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλουν αναλυτική μεθοδολογία και τα δεδομένα τροφοδότησης που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό του κεφαλαιακού ελλείμματος, επικυρωμένα από την αρμόδια εποπτική αρχή. Η μεθοδολογία πρέπει να εκτίθεται ανά τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας.

34.

Μετά την υποβολή του σχεδίου άντλησης κεφαλαίων και τον συνυπολογισμό των πορισμάτων, αφενός, του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού της τράπεζας και, αφετέρου, της μακροπρόθεσμης αξιολόγησης της κεφαλαιακής της επάρκειας, το κράτος μέλος πρέπει να προσδιορίσει το υπολειπόμενο κεφαλαιακό έλλειμμα που πρέπει να καλυφθεί με κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή θα προτείνει στο κράτος μέλος να συζητήσουν το σχέδιο αναδιάρθρωσης πριν από την κοινοποίησή του. Μόλις επιτευχθεί συμφωνία επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης, το κράτος μέλος μπορεί να το κοινοποιήσει επισήμως. Η Επιτροπή θα εγκρίνει μέτρα ανακεφαλαιοποίησης ή προστασίας περιουσιακών στοιχείων ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης μόνο κατόπιν συμφωνίας επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

3.1.1.   Μέτρα άντλησης κεφαλαίων από την τράπεζα

35.

Στο σχέδιο άντλησης κεφαλαίων που ενέκρινε η αρμόδια εποπτική αρχή, ο δικαιούχος θα πρέπει να προσδιορίζει και, στο μέτρο του δυνατού, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της τράπεζας, να εφαρμόζει κάθε μέτρο άντλησης κεφαλαίου που είναι δυνατό να τεθεί σε εφαρμογή. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

εκδόσεις δικαιωμάτων,

β)

εκούσια μετατροπή χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης σε μετοχικό κεφάλαιο με βάση κινήτρου σχετικού με την επικινδυνότητα,

γ)

πράξεις διαχείρισης παθητικού, οι οποίες θα πρέπει καταρχήν να συμβάλλουν κατά 100 % στη δημιουργία κεφαλαίων εάν το κεφαλαιακό έλλειμμα δεν μπορεί να καλυφθεί πλήρως και, ως εκ τούτου, απαιτείται κρατική ενίσχυση,

δ)

πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού και χαρτοφυλακίων οι οποίες συμβάλλουν στη δημιουργία κεφαλαίων,

ε)

τιτλοποίηση χαρτοφυλακίων για τη δημιουργία κεφαλαίων από παρεπόμενες δραστηριότητες,

στ)

μη διανομή κερδών,

ζ)

άλλα μέτρα για τη μείωση των κεφαλαιακών αναγκών.

36.

Εάν στο σχέδιο άντλησης κεφαλαίων αναφέρεται ότι τα προσδιορισθέντα μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εντός έξι μηνών από την υποβολή του σχεδίου αυτού, η Επιτροπή θα συμβουλευθεί την αρμόδια εποπτική αρχή προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον θα πρέπει να θεωρήσει τα εν λόγω μέτρα ως μέτρα άντλησης κεφαλαίων.

37.

Όταν η οικονομική συγκυρία είναι ευνοϊκή, πρέπει να παρέχονται κίνητρα ώστε τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών να προβαίνουν σε ευρείες αναδιαρθρώσεις ελαχιστοποιώντας έτσι την ανάγκη προσφυγής σε κρατική στήριξη. Συνεπώς, αν η προσφυγή σε κρατικές ενισχύσεις θα μπορούσε ευλόγως να είχε αποφευχθεί σε περίπτωση που οι διοικήσεις των τραπεζών είχαν αναλάβει ενδεδειγμένη και έγκαιρη δράση, κάθε οντότητα που εξαρτάται από κρατικές ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση ή την εύτακτη εκκαθάρισή της θα πρέπει κανονικά να αντικαταστήσει τον Γενικό Διευθυντή της τράπεζας, καθώς και άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, κατά περίπτωση.

38.

Για τους ίδιους λόγους, οι οντότητες αυτές θα πρέπει να εφαρμόζουν αυστηρές πολιτικές όσον αφορά τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών. Προς τον σκοπό αυτόν, απαιτείται η επιβολή ανώτατου ορίου στις αποδοχές των διοικητικών στελεχών σε συνδυασμό με κίνητρα που διασφαλίζουν ότι η τράπεζα εφαρμόζει το σχέδιο αναδιάρθρωσης με γνώμονα την επίτευξη βιώσιμων και μακροπρόθεσμων στόχων της εταιρείας. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε τράπεζα λαμβάνει κρατική ενίσχυση υπό μορφή μέτρων ανακεφαλαιοποίησης ή απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να περιορίζει στο κατάλληλο επίπεδο το συνολικό ύψος των αποδοχών που χορηγεί στο προσωπικό της, συμπεριλαμβανομένων των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών. Το εν λόγω ανώτατο όριο των συνολικών αποδοχών πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις δυνατές σταθερές και μεταβλητές συνιστώσες, καθώς και τις συντάξεις, και να ευθυγραμμίζεται με τα άρθρα 93 και 94 της οδηγίας της ΕΕ για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD IV) (14).

Το συνολικό ύψος των αποδοχών καθενός από τα πρόσωπα αυτά δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15πλάσιο του εθνικού μέσου μισθού στο κράτος μέλος στο οποίο έχει συσταθεί ο δικαιούχος (15) ή το 10πλάσιο του μέσου μισθού των υπαλλήλων της δικαιούχου τράπεζας.

Οι περιορισμοί σχετικά με τις αποδοχές πρέπει να εφαρμόζονται μέχρι τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης ή έως ότου η τράπεζα εξοφλήσει την κρατική ενίσχυση, αναλόγως με ποιο από τα δύο συμβεί νωρίτερα.

39.

Οποιαδήποτε τράπεζα λαμβάνει κρατική ενίσχυση υπό μορφή μέτρων ανακεφαλαιοποίησης ή απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων δεν θα πρέπει κατά κανόνα να καταβάλλει αποζημιώσεις αποχώρησης άνω των προβλεπόμενων από τον νόμο ή από σύμβαση.

3.1.2.   Καταμερισμός των επιβαρύνσεων μεταξύ μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης

40.

H κρατική στήριξη ενέχει το ενδεχόμενο ηθικού κινδύνου και μπορεί να υπονομεύσει την πειθαρχία της αγοράς. Για να περιορισθεί ο ηθικός κίνδυνος, η ενίσχυση θα πρέπει να χορηγείται υπό όρους που εξασφαλίζουν τον κατάλληλο καταμερισμό των επιβαρύνσεων από τους υφιστάμενους επενδυτές.

41.

Ο κατάλληλος καταμερισμός των επιβαρύνσεων συνεπάγεται κατά κανόνα, μετά την απορρόφηση των ζημιών κατά πρώτο λόγο από ίδια κεφάλαια, εισφορές από τους κατόχους υβριδικού κεφαλαίου και τους κατόχους οφειλών μειωμένης εξασφάλισης. Οι κάτοχοι υβριδικού κεφαλαίου και οφειλών μειωμένης εξασφάλισης πρέπει να συμβάλουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό στη μείωση του κεφαλαιακού ελλείμματος. Οι εισφορές αυτές μπορούν να λάβουν τη μορφή είτε μετατροπής σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (16) είτε μείωσης της αξίας του κεφαλαίου των μέσων. Εν πάση περιπτώσει, οι ταμειακές εκροές από τον δικαιούχο προς τους κατόχους των τίτλων αυτών πρέπει να αποτρέπονται στον βαθμό που επιτρέπεται από νομική άποψη.

42.

Η Επιτροπή δεν θα απαιτεί την καταβολή εισφοράς από τους κατόχους χρεωστικών τίτλων αυξημένης εξασφάλισης (ιδίως από κατόχους ασφαλισμένων καταθέσεων, ανασφάλιστων καταθέσεων, ομολόγων και κάθε άλλου χρεωστικού τίτλου αυξημένης εξασφάλισης) ως υποχρεωτικό στοιχείο του καταμερισμού των επιβαρύνσεων βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις είτε με μετατροπή σε κεφάλαιο, είτε με μείωση της αξίας των μέσων.

43.

Όταν ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας που διαπίστωσε κεφαλαιακό έλλειμμα παραμένει πάνω από το θεσπισμένο ελάχιστο ποσοστό στην ΕΕ, η τράπεζα θα πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να αποκαταστήσει η ίδια την κεφαλαιακή της θέση, ιδίως μέσω μέτρων άντλησης κεφαλαίου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 35. Εάν δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα, περιλαμβανομένης άλλης εποπτικής δράσης, π.χ. μέτρα έγκαιρης παρέμβασης ή άλλες διορθωτικές ενέργειες για την αντιμετώπιση του κεφαλαιακού ελλείμματος όπως επιβεβαιώθηκε από την αρμόδια αρχή εποπτείας ή εξυγίανσης, τότε το χρέος μειωμένης εξασφάλισης πρέπει να μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο, κατά κανόνα προτού χορηγηθεί η κρατική ενίσχυση.

44.

Σε περίπτωση που η τράπεζα δεν πληροί πλέον τις ελάχιστες κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, το χρέος μειωμένης εξασφάλισης πρέπει να μετατρέπεται ή να απομειώνεται, κατά κανόνα προτού χορηγηθεί η κρατική ενίσχυση. Δεν πρέπει να χορηγείται κρατική ενίσχυση προτού τα ίδια κεφάλαια, το υβριδικό κεφάλαιο και οι μετοχές μειωμένης εξασφάλισης διατεθούν στο σύνολό τους προς αντιστάθμιση τυχόν ζημιών.

45.

Μπορεί να γίνει εξαίρεση στις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 43 και 44 εφόσον η εφαρμογή τέτοιων μέτρων θα έθετε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή θα είχε δυσανάλογα αποτελέσματα. Η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε να ισχύει σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ύψος της ενίσχυσης που πρόκειται να χορηγηθεί είναι μικρό εν σχέσει προς τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού της τράπεζας και το κεφαλαιακό έλλειμμα έχει μειωθεί σημαντικά, ιδίως μέσω μέτρων άντλησης κεφαλαίου όπως αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 35. Το πρόβλημα των δυσανάλογων αποτελεσμάτων ή του κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπισθεί με την επανεξέταση του χρονοδιαγράμματος θέσπισης των μέτρων κάλυψης του κεφαλαιακού ελλείμματος.

46.

Στο πλαίσιο των παραγράφων 43 και 44, θα πρέπει να τηρείται η αρχή «κανένας πιστωτής να μην βρίσκεται σε χειρότερη θέση» (17). Τοιουτοτρόπως, οι πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης δεν θα εισπράξουν λιγότερα από ό,τι θα άξιζαν τα μέσα τους εάν δεν είχε χορηγηθεί κρατική ενίσχυση.

3.1.3.   Πρόληψη της εκροής κεφαλαίων πριν από απόφαση αναδιάρθρωσης

47.

Για να περιορισθεί η ενίσχυση στο ελάχιστο αναγκαίο, οι εκροές κεφαλαίων πρέπει να αποτρέπονται σε όσο το δυνατόν πρωιμότερο στάδιο. Επομένως, αφ’ ης στιγμής οι κεφαλαιακές ανάγκες ήταν γνωστές ή έπρεπε να είναι γνωστές στην τράπεζα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η τράπεζα θα πρέπει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση των κεφαλαίων της. Ειδικότερα, από τη στιγμή εκείνη, τα ιδρύματα που έχουν εντοπίσει ή όφειλαν να έχουν εντοπίσει κεφαλαιακές ανάγκες:

α)

δεν πρέπει να καταβάλουν μερίσματα επί μετοχών ή τοκομεριδίων επί υβριδικών κεφαλαιακών μέσων (ή οποιαδήποτε άλλα μέσα για τα οποία η πληρωμή τοκομεριδίου βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της τράπεζας)·

β)

δεν πρέπει να επαναγοράσουν καμία από τις ίδιες μετοχές ή να ασκήσουν δικαίωμα προαίρεσης επί υβριδικών κεφαλαιακών μέσων κατά την περίοδο της αναδιάρθρωσης χωρίς πρότερη έγκριση της Επιτροπής· και

γ)

δεν πρέπει να επαναγοράσουν υβριδικά κεφαλαιακά μέσα, εκτός εάν το εν λόγω μέτρο, ενδεχομένως σε συνδυασμό με άλλα, επιτρέπει στο ίδρυμα να απορροφήσει πλήρως το κεφαλαιακό έλλειμμα και εάν πραγματοποιηθεί σε τιμή που προσεγγίζει επαρκώς τις τρέχουσες αγοραίες τιμές (18) και δεν υπερβαίνει το 10 % της αγοραίας τιμής. Κάθε επαναγορά υπόκειται σε πρότερη έγκριση της Επιτροπής·

δ)

δεν πρέπει να εκτελέσουν καμία πράξη διαχείρισης κεφαλαίων χωρίς πρότερη έγκριση της Επιτροπής·

ε)

δεν πρέπει να προβούν σε επιθετικές εμπορικές πρακτικές· και

στ)

δεν πρέπει να αποκτήσουν συμμετοχή σε καμία επιχείρηση, είτε πρόκειται για περιουσιακό στοιχείο είτε για μεταβίβαση μετοχών. Η εν λόγω απαίτηση δεν καλύπτει: i) εξαγορές που πραγματοποιούνται κατά τη συνήθη ροή των τραπεζικών δραστηριοτήτων για τη διαχείριση υφιστάμενων απαιτήσεων προς προβληματικές επιχειρήσεις· και ii) την απόκτηση εταιρικών μεριδίων εφόσον, αφενός, η καταβαλλόμενη τιμή αγοράς είναι κάτω του 0,01 % του τελευταίου διαθέσιμου ισολογισμού του ιδρύματος τη δεδομένη χρονική στιγμή και, αφετέρου, η συνολική τιμή αγοράς που καταβάλλεται για όλες αυτές τις εξαγορές από εκείνη τη χρονική στιγμή έως το τέλος της περιόδου αναδιάρθρωσης είναι κάτω του 0,025 % του τελευταίου διαθέσιμου ισολογισμού του ιδρύματος τη δεδομένη χρονική στιγμή· iii) την εξαγορά επιχείρησης, κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής, εάν τούτο είναι αναγκαίο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή για την εξασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού·

ζ)

δεν πρέπει να κάνουν διαφήμιση στην οποία γίνεται λόγος για την κρατική στήριξη, ούτε να εφαρμόσουν οποιεσδήποτε επιθετικές εμπορικές στρατηγικές οι οποίες δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς τη στήριξη του κράτους μέλους.

48.

Δεδομένου ότι πρέπει να εξασφαλίζεται ο περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο, αν μια τράπεζα αναλάβει δράσεις οι οποίες δεν ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις που παρατίθενται στην παράγραφο 47 σε χρονική στιγμή κατά την οποία η ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια θα έπρεπε να είχε καταστεί εμφανής σε μια καλώς λειτουργούσα επιχείρηση, η Επιτροπή, για να προσδιορίσει τα μέτρα που απαιτούνται για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, θα προσθέσει στο ποσό της ενίσχυσης ποσό ισοδύναμο με την εκροή κεφαλαίων.

3.1.4.   Κάλυψη του υπολειπόμενου κεφαλαιακού ελλείμματος με ενίσχυση αναδιάρθρωσης

49.

Εάν μετά την εφαρμογή των μέτρων άντλησης κεφαλαίων και καταμερισμού των επιβαρύνσεων παραμείνει ένα κεφαλαιακό έλλειμμα, αυτό μπορεί καταρχήν να καλυφθεί με μέτρα ανακεφαλαιοποίησης με πόρους του δημοσίου, με μέτρα απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων ή με συνδυασμό των δύο. Προκειμένου να χαρακτηρισθεί συμβιβάσιμη μια τέτοια ενίσχυση, θα πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης που θα είναι σύμφωνο με τις σχετικές ενότητες των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση.

3.2.   Ενίσχυση διάσωσης υπό τη μορφή μέτρων ανακεφαλαιοποίησης και απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων

50.

Μόλις η Επιτροπή αρχίσει να εφαρμόζει τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση, ένα κράτος μέλος θα πρέπει να κοινοποιήσει στην Επιτροπή σχέδιο αναδιάρθρωσης και να λάβει έγκριση κρατικής ενίσχυσης προτού λάβει οιοδήποτε μέτρο ανακεφαλαιοποίησης ή απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει, κατ’ εξαίρεση, στο κράτος μέλος να χορηγήσει τέτοια μέτρα σε προσωρινή βάση ως ενισχύσεις διάσωσης προτού εγκριθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης, σε περίπτωση που τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Εάν ένα κράτος μέλος επικαλεσθεί αυτή τη ρήτρα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η Επιτροπή θα ζητήσει από την αρμόδια εποπτική αρχή να διενεργήσει εκ των προτέρων ανάλυση που θα επιβεβαιώνει την ύπαρξη τρέχοντος (όχι προβλεπόμενου για το μέλλον) κεφαλαιακού ελλείμματος το οποίο θα υποχρέωνε την εποπτική αρχή να ανακαλέσει αμέσως την άδεια λειτουργίας του τραπεζικού ιδρύματος σε περίπτωση που δεν ληφθούν τα μέτρα αυτά. Επιπλέον, κάθε τέτοια ανάλυση θα πρέπει να αποδεικνύει ότι ο έκτακτος κίνδυνος για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν μπορεί να αποσοβηθεί με ιδιωτικά κεφάλαια εντός επαρκώς σύντομου χρονικού διαστήματος ή με οποιοδήποτε άλλο λιγότερο στρεβλωτικό προσωρινό μέτρο, π.χ. με κρατική εγγύηση.

51.

Κάθε μέτρο διάσωσης που εμπίπτει στην παράγραφο 50 πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή. Προκειμένου να εγκριθεί προσωρινά από την Επιτροπή, ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να είναι σύμφωνο με τους κανόνες που διέπουν τις αποδοχές και τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων που συνεπάγονται τα μέτρα αυτά, όπως καθορίζονται στην ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης, στην ανακοίνωση περί παράτασης του 2011 και, κατά περίπτωση, στην ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.

52.

Εξάλλου, οι ενισχύσεις διάσωσης υπό τη μορφή μέτρων ανακεφαλαιοποίησης και απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων δεν πρέπει να εμποδίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις περί καταμερισμού των επιβαρύνσεων που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση. Συνεπώς, είτε τα απαιτούμενα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων πρέπει να υλοποιηθούν ως μέρος της ενίσχυσης διάσωσης, είτε τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης ή απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να διαμορφώνονται κατά τρόπο που καθιστά δυνατή την εκ των υστέρων εφαρμογή των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων. Αυτή η εκ των υστέρων εφαρμογή μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με ανακεφαλαιοποίηση ιδίων κεφαλαίων σε μορφή που έχει προτεραιότητα έναντι των υφιστάμενων κεφαλαιακών μέσων και χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης, τηρώντας παράλληλα το ισχύον κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο.

53.

Μετά την έγκριση των ενισχύσεων διάσωσης, το κράτος μέλος οφείλει να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης σύμφωνα με την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της απόφασης για προσωρινή έγκριση της ενίσχυσης. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα αξιολογηθεί βάσει της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές του καταμερισμού των επιβαρύνσεων που περιγράφονται στην παρούσα ανακοίνωση.

3.3.   Καθεστώτα ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάρθρωσης μικρών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων

54.

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε μικρές τράπεζες τείνουν να επηρεάζουν λιγότερο τον ανταγωνισμό από ό,τι οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε μεγάλες τράπεζες. Για τον λόγο αυτόν, και για να εξασφαλισθεί αναλογική διοικητική μεταχείριση, καλό είναι να προβλεφθεί η δυνατότητα εφαρμογής απλούστερης διαδικασίας σε σχέση με τις μικρές τράπεζες, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στο ελάχιστο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι διατεθειμένη να εγκρίνει καθεστώτα για την ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση μικρών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εφόσον αυτά έχουν σαφώς καθορισμένους στόχους και η διάρκειά τους δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τις αρχές που καθορίστηκαν στις ανακοινώσεις σχετικά με την κρίση, και ιδίως τις υποχρεώσεις καταμερισμού των επιβαρύνσεων που καθορίζει η παρούσα ανακοίνωση. Η εφαρμογή ενός τέτοιου καθεστώτος θα πρέπει επιπλέον να περιορίζεται σε τράπεζες με συνολικό ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 100 εκατ. EUR. Το άθροισμα των ισολογισμών των τραπεζών που λαμβάνουν ενίσχυση βάσει του καθεστώτος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1,5 % του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων που διαθέτουν οι τράπεζες στην εγχώρια αγορά του οικείου κράτους μέλους.

55.

Η Επιτροπή θα αξιολογεί τα εν λόγω καθεστώτα ώστε να εξακριβώνει εάν επιτυγχάνουν τον στόχο τους και εάν εφαρμόζονται σωστά. Για τον σκοπό αυτόν, το κράτος μέλος πρέπει να υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη χρήση του καθεστώτος σε εξαμηνιαία βάση μετά την έγκρισή του.

4.   ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

56.

Με την ενίσχυση ρευστότητας και με εγγυήσεις για την κάλυψη υποχρεώσεων σταθεροποιείται προσωρινά το παθητικό του ισολογισμού μιας τράπεζας. Ως εκ τούτου, αντίθετα από τα μέτρα ανακεφαλαιοποίησης και απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, πριν από τη χορήγηση των οποίων πρέπει καταρχήν να προηγείται η κοινοποίηση σχεδίου αναδιάρθρωσης από το οικείο κράτος μέλος και η έγκρισή του από την Επιτροπή, στην περίπτωση εγγυήσεων και ενισχύσεων ρευστότητας η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί τη χορήγησή τους από τα κράτη μέλη σε προσωρινή βάση ως ενισχύσεις διάσωσης προτού εγκριθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης.

57.

Οι εγγυήσεις και οι ενισχύσεις ρευστότητας μπορούν να κοινοποιούνται ατομικά στην Επιτροπή. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί επίσης να εγκρίνει καθεστώτα που προβλέπουν μέτρα ρευστότητας για μέγιστη περίοδο έξι μηνών.

58.

Τα εν λόγω καθεστώτα πρέπει να αφορούν αποκλειστικά τράπεζες που δεν παρουσιάζουν κεφαλαιακό έλλειμμα. Όταν μια τράπεζα με κεφαλαιακό έλλειμμα αντιμετωπίζει επείγουσα ανάγκη ρευστότητας, απαιτείται ατομική κοινοποίηση στην Επιτροπή (19). Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 32-34, τηρουμένων των αναλογιών, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης, εκτός εάν επιστραφεί η ενίσχυση εντός δύο μηνών.

59.

Προκειμένου να εγκριθούν από την Επιτροπή, οι εγγυήσεις και οι ενισχύσεις ρευστότητας πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

οι εγγυήσεις μπορούν να χορηγηθούν μόνο για νέες εκδόσεις χρεωστικών τίτλων με εξοφλητική προτεραιότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων (δηλαδή αποκλείονται οι χρεωστικοί τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης),

β)

οι εγγυήσεις μπορούν να χορηγηθούν μόνο για χρεωστικούς τίτλους με περίοδο εξόφλησης από τρεις μήνες έως πέντε έτη (ή επτά έτη κατ’ ανώτατο όριο στην περίπτωση καλυμμένων ομολόγων). Οι εγγυήσεις με διάρκεια ισχύος άνω των τριών ετών πρέπει, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να περιορίζονται στο ένα τρίτο των εκκρεμουσών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν σε μια μεμονωμένη τράπεζα,

γ)

το ελάχιστο επίπεδο αποζημίωσης των κρατικών εγγυήσεων πρέπει να είναι σύμφωνο με τη μέθοδο αποτίμησης που προβλέπεται στην ανακοίνωση περί παράτασης του 2011,

δ)

σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή εντός δύο μηνών για κάθε πιστωτικό ίδρυμα στον οποίο χορηγήθηκαν εγγυήσεις για νέες ή για ανανεωμένες υποχρεώσεις για τις οποίες, κατά τη στιγμή της χορήγησης της νέας εγγύησης, το σύνολο των εκκρεμουσών εγγυημένων υποχρεώσεων (συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων που χορηγήθηκαν πριν από την ημερομηνία της εν λόγω απόφασης) υπερέβαινε τόσο το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων όσο και το συνολικό ποσό των 500 εκατ. EUR,

ε)

για κάθε πιστωτικό ίδρυμα που προκαλεί κατάπτωση της εγγύησης, πρέπει να υποβληθεί ατομικό σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης εντός δύο μηνών από την ενεργοποίηση της εγγύησης,

στ)

οι αποδέκτες εγγυήσεων και ενισχύσεων ρευστότητας δεν πρέπει να κάνουν διαφήμιση στην οποία γίνεται λόγος για την κρατική στήριξη, ούτε να εφαρμόσουν οποιεσδήποτε επιθετικές εμπορικές στρατηγικές οι οποίες δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς τη στήριξη του κράτους μέλους.

60.

Για τα καθεστώτα εγγυήσεων και ενίσχυσης ρευστότητας, πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα επιπλέον κριτήρια:

α)

το καθεστώς πρέπει να περιορίζεται σε τράπεζες που δεν παρουσιάζουν κεφαλαιακό έλλειμμα όπως πιστοποιείται από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 28,

β)

οι εγγυήσεις με διάρκεια ισχύος άνω των τριών ετών πρέπει να περιορίζονται στο ένα τρίτο των συνολικών εγγυήσεων που χορηγήθηκαν στη συγκεκριμένη τράπεζα,

γ)

τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σε τριμηνιαία βάση σχετικά με: i) τη λειτουργία του καθεστώτος, ii) τις εκδόσεις εγγυημένων χρεωστικών τίτλων και iii) τα τέλη που χρεώθηκαν,

δ)

τα κράτη μέλη πρέπει να συμπληρώνουν τις εκθέσεις τους σχετικά με τη λειτουργία του καθεστώτος με επικαιροποιημένες πληροφορίες όσον αφορά το κόστος συγκρίσιμων μη εγγυημένων εκδόσεων χρεωστικών τίτλων (φύση, όγκο, διαβάθμιση, νόμισμα).

61.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορούν επίσης να εγκριθούν εγγυήσεις που καλύπτουν ανοίγματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με σκοπό την αποκατάσταση της δανειακής ροής προς την πραγματική οικονομία σε χώρες στις οποίες οι συνθήκες δανεισμού είναι ιδιαίτερα δύσκολες σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ένωσης. Κατά την αξιολόγηση των μέτρων αυτών, η Επιτροπή θα εξετάζει ιδίως εάν αυτά αποφέρουν αδικαιολόγητο όφελος το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί π.χ. για την ανάπτυξη άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αυτών των τραπεζών. Οι εγγυήσεις αυτές μπορούν να καλύπτουν μόνο περίοδο έως επτά ετών. Ενδεχόμενη έγκριση των εγγυήσεων αυτών από την Επιτροπή δεν συνεπάγεται υποχρέωση της τράπεζας να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης.

5.   ΠΑΡΟΧΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

62.

Οι συνήθεις δραστηριότητες των κεντρικών τραπεζών που συνδέονται με τη νομισματική πολιτική, όπως πράξεις ανοιχτής αγοράς και πάγιες διευκολύνσεις, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Η ειδική στήριξη σε συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα (που κοινώς αναφέρονται ως «επείγουσα στήριξη της ρευστότητας») ενδέχεται να αποτελεί ενίσχυση εάν δεν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι (20):

α)

το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει μεν ρευστότητα προσωρινά αλλά είναι φερέγγυο κατά τη στιγμή της παροχής ρευστότητας, η οποία λαμβάνει χώρα σε εξαιρετικές περιστάσεις και δεν αποτελεί μέρος ευρύτερης δέσμης ενισχύσεων,

β)

η ταμειακή διευκόλυνση καλύπτεται πλήρως από εξασφαλίσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι κατάλληλες περικοπές αποτίμησης (haircuts), σε συνάρτηση με την ποιότητα και την αγοραία αξία τους,

γ)

η Κεντρική Τράπεζα χρεώνει τον δικαιούχο με ορισμένο επιτόκιο ως ποινή,

δ)

το μέτρο λαμβάνεται με πρωτοβουλία της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως δεν υποστηρίζεται με καμία αντεγγύηση εκ μέρους του κράτους.

63.

Οι παρεμβάσεις ταμείων εγγύησης καταθέσεων για την αποζημίωση καταθετών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα κράτη μέλη η οδηγία 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (21) δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση (22). Ωστόσο, ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση η χρήση αυτών ή παρόμοιων ταμείων για να βοηθήσουν στην αναδιάρθρωση πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα εν λόγω ταμεία εγγύησης καταθέσεων μπορεί βεβαίως να προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα, όμως ενδέχεται να συνιστούν ενίσχυση στον βαθμό που υπόκεινται σε κρατικό έλεγχο και η απόφαση για τη χρήση πόρων των ταμείων αυτών είναι καταλογιστέα στο κράτος (23). Η Επιτροπή θα αξιολογεί βάσει της παρούσας ανακοίνωσης το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται υπό τη μορφή τέτοιων παρεμβάσεων.

64.

Οι κρατικές ενισχύσεις υπό τη μορφή παρεμβάσεων από ταμείο εξυγίανσης θα αξιολογούνται ως προς τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά βάσει της παρούσας ανακοίνωσης.

6.   ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ

6.1.   Γενικές αρχές

65.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν την έξοδο μη βιώσιμων φορέων από την αγορά, επιτρέποντας συγχρόνως στη διαδικασία εξόδου να πραγματοποιηθεί κατά εύτακτο τρόπο ώστε να μη διαταραχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται το ενδεχόμενο εύτακτης εκκαθάρισης ενός προβληματικού πιστωτικού ιδρύματος όταν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει με αξιόπιστο τρόπο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.

66.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων και της απουσίας μηχανισμών που επιτρέπουν την εξυγίανσή τους χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενδέχεται να μην είναι εφικτή η εκκαθάριση ενός πιστωτικού ιδρύματος με βάση τη συνήθη διαδικασία αφερεγγυότητας. Για τον λόγο αυτόν, τα κρατικά μέτρα για τη στήριξη της εκκαθάρισης προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να θεωρηθούν συμβιβάσιμη ενίσχυση, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης προς την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 44.

67.

Η εύτακτη εκκαθάριση πρέπει να αποσκοπεί στην παύση της δραστηριότητας του προβληματικού πιστωτικού ιδρύματος εντός περιορισμένης χρονικής περιόδου. Ο στόχος αυτός συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να αναληφθεί καμία νέα επιχειρηματική δραστηριότητα που αφορά τρίτους. Δεν εμποδίζει, ωστόσο, την εκτέλεση ήδη ανειλημμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, εάν κατά τον τρόπο αυτόν μειώνεται το κόστος εκκαθάρισης. Επιπλέον, η εκκαθάριση θα πρέπει να αποσκοπεί, στο μέτρο του δυνατού, στην εκποίηση τμημάτων της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή στοιχείων του ενεργητικού μέσω ανταγωνιστικής διαδικασίας. Για μια εύτακτη διαδικασία εκκαθάρισης, τα έσοδα από οποιαδήποτε πώληση στοιχείων ενεργητικού απαιτείται να συμβάλλουν στην κάλυψη του κόστους εκκαθάρισης.

68.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν μια σειρά εργαλείων για τη διοργάνωση της εκκαθάρισης προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Κάθε μέτρο κρατικής ενίσχυσης που εφαρμόζεται για τη στήριξη μιας τέτοιας εκκαθάρισης πρέπει να είναι σύμφωνο με τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 69-82.

6.2.   Όροι για την έγκριση ενίσχυσης εκκαθάρισης

69.

Τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν σχέδιο για την εύτακτη εκκαθάριση ενός πιστωτικού ιδρύματος.

70.

Η Επιτροπή θα αξιολογεί το συμβιβάσιμο των μέτρων ενίσχυσης που προβλέπεται να εφαρμοσθούν για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων με τα ίδια κριτήρια, τηρουμένων των αναλογιών, όπως αυτά που καθορίζονται στα τμήματα 2, 3 και 4 της ανακοίνωσης περί αναδιάρθρωσης για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης.

71.

Δεδομένου του ιδιαίτερου χαρακτήρα μιας εύτακτης εκκαθάρισης, ακολουθούν οι παρακάτω παρατηρήσεις στις παραγράφους 72-78.

6.2.1.   Περιορισμός του κόστους εκκαθάρισης

72.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι η ενίσχυση επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα να εκκαθαρισθεί με εύτακτο τρόπο, περιορίζοντας συγχρόνως το ποσό της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο για να συνεχίσει να λειτουργεί κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου και σύμφωνα με τις υποχρεώσεις σχετικά με τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων της παρούσας ανακοίνωσης.

6.2.2.   Περιορισμός των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

73.

Για να αποφευχθούν αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, η φάση της εκκαθάρισης θα πρέπει να περιορίζεται στο χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για την εύτακτη διεκπεραίωσή της.

74.

Όσο διάστημα το δικαιούχο πιστωτικό ίδρυμα παραμένει σε λειτουργία, δεν πρέπει να ανταγωνίζεται ενεργώς στην αγορά ούτε να ασκεί νέες δραστηριότητες. Η λειτουργία του πρέπει καταρχήν να περιορίζεται στη συνέχιση και την ολοκλήρωση εκκρεμών δραστηριοτήτων για υφιστάμενους πελάτες. Οποιαδήποτε νέα δραστηριότητα με υφιστάμενους πελάτες πρέπει να περιορίζεται στην τροποποίηση των όρων συμβάσεων που έχουν ήδη συναφθεί και στην αναδιάρθρωση ανεξόφλητων δανείων, εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές βελτιώνουν την καθαρή παρούσα αξία του σχετικού περιουσιακού στοιχείου.

75.

Η τιμολογιακή πολιτική του πιστωτικού ιδρύματος που πρόκειται να εκκαθαριστεί πρέπει να διαμορφώνεται κατά τρόπον ώστε να ενθαρρύνει τους πελάτες να αναζητήσουν ελκυστικότερες εναλλακτικές δυνατότητες.

76.

Όταν απαιτείται άδεια λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος, π.χ. για διαχωριζόμενη τράπεζα επισφαλειών ή για προσωρινό ίδρυμα που δημιουργείται με μοναδικό σκοπό την εύτακτη εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος («ενδιάμεση τράπεζα»), η άδεια αυτή θα πρέπει να ισχύει μόνο για τις δραστηριότητες που είναι απολύτως αναγκαίες για την εκκαθάριση. Η εν λόγω άδεια λειτουργίας θα πρέπει να ανακαλείται από την αρμόδια εποπτική αρχή το ταχύτερο δυνατόν.

6.2.3.   Καταμερισμός των επιβαρύνσεων

77.

Στο πλαίσιο μιας εύτακτης εκκαθάρισης, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων ηθικής φύσεως, φροντίζοντας ιδίως να μην χορηγηθεί πρόσθετη ενίσχυση προς όφελος των μετόχων και των κατόχων χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης. Επομένως, οι απαιτήσεις των μετόχων και των κατόχων χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης δεν πρέπει να μεταφερθούν σε καμία συνεχιζόμενη οικονομική δραστηριότητα.

78.

Τα τμήματα 3.1.2 και 3.1.3 πρέπει να εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

6.3.   Πώληση πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εύτακτης εκκαθάρισης

79.

Η πώληση πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διάρκεια διαδικασίας εύτακτης εκκαθάρισης ενδέχεται να συνεπάγεται κρατική ενίσχυση προς τον αγοραστή, εκτός εάν η πώληση οργανώνεται μέσω ανοικτού και άνευ όρων διαγωνισμού και τα περιουσιακά στοιχεία πωλούνται στον πλειοδότη. Ο διαγωνισμός αυτός θα πρέπει, κατά περίπτωση, να επιτρέπει την πώληση τμημάτων του ιδρύματος σε διαφορετικούς προσφέροντες.

80.

Ειδικότερα, κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσον υπάρχει ενίσχυση προς τον αγοραστή του πιστωτικού ιδρύματος ή μερών αυτού, η Επιτροπή θα εξετάζει εάν:

α)

η διαδικασία πώλησης είναι ανοικτή, άνευ όρων και διακρίσεων,

β)

η πώληση πραγματοποιείται υπό όρους της αγοράς,

γ)

το πιστωτικό ίδρυμα ή η κυβέρνηση, ανάλογα με το επιλεγόμενο σύστημα, θα πρέπει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν υψηλότερη τιμή πώλησης για τα σχετικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού.

81.

Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι παρέχεται ενίσχυση στον αγοραστή, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τη συμβατότητα της σχετικής ενίσχυσης χωριστά.

82.

Σε περίπτωση χορήγησης της ενίσχυσης στην πωλούμενη οικονομική δραστηριότητα (σε αντίθεση με τον αγοραστή της δραστηριότητας), το συμβιβάσιμο της εν λόγω ενίσχυσης θα υποβάλλεται σε ατομική εξέταση υπό το φως της παρούσας ανακοίνωσης. Εάν η διαδικασία εκκαθάρισης συνεπάγεται την πώληση οικονομικής οντότητας που κατέχει σημαντικό μερίδιο της αγοράς, η Επιτροπή θα εκτιμά, αφενός, την ανάγκη λήψης μέτρων για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού οι οποίες προκύπτουν από την ενίσχυση που παρέχεται στην εν λόγω οικονομική οντότητα και, αφετέρου, τη βιωσιμότητα της οντότητας που θα προέκυπτε από την πώληση. Κατά την εκτίμηση της βιωσιμότητας, η Επιτροπή θα λαμβάνει δεόντως υπόψη το μέγεθος και την ισχύ του αγοραστή εν σχέσει προς το μέγεθος και την ισχύ της αποκτηθείσας επιχειρηματικής δραστηριότητας.

6.4.   Όροι για την έγκριση καθεστώτων εύτακτης εκκαθάρισης

83.

Τα καθεστώτα που εφαρμόζουν κράτη μέλη για την αντιμετώπιση προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων ενδέχεται να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα χορήγησης ενισχύσεων προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύτακτη εκκαθάριση προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων και να περιορισθούν παράλληλα τα αρνητικά δευτερογενή αποτελέσματα για τον κλάδο και για το σύνολο της οικονομίας.

84.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορούν να εγκρίνονται καθεστώτα ενισχύσεων για την εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων περιορισμένου μεγέθους (24), υπό τον όρο ότι θα είναι καλά σχεδιασμένα ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις σχετικά με τον καταμερισμό των επιβαρύνσεων από μετόχους και κατόχους οφειλών μειωμένης εξασφάλισης που καθορίζονται στην παράγραφο 44 και, αφετέρου, να μην προκύψει ηθικός κίνδυνος ή άλλα προβλήματα ανταγωνισμού.

85.

Το συμβιβάσιμο των εν λόγω καθεστώτων θα αξιολογείται βάσει των όρων που αναφέρονται στο τμήμα 3. Όταν κοινοποιούν ένα καθεστώς στην Επιτροπή, τα κράτη μέλη οφείλουν, επομένως, να παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και τους όρους για τις παρεμβάσεις υπέρ των δικαιούχων ιδρυμάτων.

86.

Δεδομένου ότι ο βαθμός στρέβλωσης του ανταγωνισμού ενδέχεται να ποικίλλει αναλόγως των χαρακτηριστικών του δικαιούχου ιδρύματος και της θέσης που κατέχει στην αγορά, μπορεί να χρειασθεί η διενέργεια ατομικής αξιολόγησης προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η διαδικασία δεν οδηγεί σε αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Επομένως, τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγούνται βάσει εγκεκριμένου καθεστώτος υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων με περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους άνω των 3 δισεκατ. EUR πρέπει να κοινοποιούνται ατομικώς προς έγκριση.

6.5.   Παρακολούθηση

87.

Τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν τακτικές εκθέσεις, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, σχετικά με την εφαρμογή οποιουδήποτε καθεστώτος που εγκρίνεται σύμφωνα με το τμήμα 6.4. Οι εν λόγω εκθέσεις θα πρέπει επίσης να παρέχουν για κάθε πιστωτικό ίδρυμα υπό εκκαθάριση τις πληροφορίες που αναφέρονται στο τμήμα 6.4.

88.

Για να είναι σε θέση η Επιτροπή να παρακολουθεί την πρόοδο της διαδικασίας εύτακτης εκκαθάρισης και τον αντίκτυπό της επί του ανταγωνισμού, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν τακτικές εκθέσεις (τουλάχιστον σε ετήσια βάση) σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας εκκαθάρισης κάθε τράπεζας υπό εκκαθάριση, καθώς και τελική έκθεση στο τέλος της διαδικασίας εκκαθάρισης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να διορισθεί εντολοδόχος παρακολούθησης ή εντολοδόχος εκποίησης, ή και οι δύο, για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τους όρους και τις υποχρεώσεις που τέθηκαν προκειμένου να εγκριθεί η ενίσχυση.

7.   ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ

89.

Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που εκτίθενται στην παρούσα ανακοίνωση από την 1η Αυγούστου 2013.

90.

Οι κοινοποιήσεις που έχουν καταχωρισθεί από την Επιτροπή πριν από τις 1 Αυγούστου 2013 θα εξετάζονται σύμφωνα με τα κριτήρια που ίσχυαν κατά τον χρόνο της κοινοποίησης.

91.

Η Επιτροπή θα εξετάζει βάσει της παρούσας ανακοίνωσης κατά πόσον είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κάθε ενίσχυση που χορηγείται χωρίς την έγκρισή της και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, εάν μέρος ή το σύνολο της εν λόγω ενίσχυσης χορηγηθεί μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

92.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, θα διενεργεί την εξέταση βάσει των ανακοινώσεων σχετικά με την κρίση που ισχύουν τη χρονική στιγμή κατά την οποία χορηγείται η ενίσχυση.

93.

Η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, θα επανεξετάσει την παρούσα ανακοίνωση, ιδίως προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς ή του κανονιστικού περιβάλλοντος οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν τους κανόνες που θεσπίζει η ανακοίνωση.

94.

Η τραπεζική ανακοίνωση του 2008 παύει να ισχύει από την 31η Ιουλίου 2013.

95.

Η παράγραφος 47 και το παράρτημα 5 της ανακοίνωσης περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων καταργούνται.

96.

Η ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης τροποποιείται ως ακολούθως:

Στην παράγραφο 4, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο: «Όταν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει κρατική ενίσχυση, το κράτος μέλος οφείλει να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης για να επιβεβαιωθεί ή να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των μεμονωμένων τραπεζών χωρίς εξάρτηση από κρατική στήριξη».

Η υποσημείωση 4 που αφορά την παράγραφο 4 καταργείται.

Η τρίτη περίπτωση της παραγράφου 7 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο: «Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τη βασική αρχή του κατάλληλου καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δικαιούχων τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα».

Η παράγραφος 8 καταργείται.

Στην υποσημείωση 1 που αφορά την παράγραφο 21, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το εξής κείμενο: «Βλέπε τμήμα 6 της τραπεζικής ανακοίνωσης του 2013».

Η παράγραφος 25 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο: «Κάθε παρέκκλιση από τον κατάλληλο ex ante καταμερισμό των επιβαρύνσεων που ενδέχεται να έχει επιτραπεί κατ’ εξαίρεση κατά τη φάση διάσωσης για λόγους διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να αντισταθμίζεται με περαιτέρω εισφορά σε μεταγενέστερο στάδιο της αναδιάρθρωσης, παραδείγματος χάρη με τη μορφή ρητρών ανάκτησης και/ή ριζικότερης αναδιάρθρωσης, όπως με πρόσθετα μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού».


(1)  Ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης («τραπεζική ανακοίνωση του 2008») (ΕΕ C 270 της 25.10.2008, σ. 8)· ανακοίνωση σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης: περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού («ανακοίνωση περί ανακεφαλαιοποίησης») (ΕΕ C 10 της 15.1.2009, σ. 2)· ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα («ανακοίνωση περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων») (ΕΕ C 72 της 26.3.2009, σ. 1)· ανακοίνωση της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων («ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης») (ΕΕ C 195 της 19.8.2009, σ. 9)· ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, από την 1η Ιανουαρίου 2011, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης («ανακοίνωση περί παράτασης του 2010») (ΕΕ C 329 της 7.12.2010, σ. 7), και ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, από την 1η Ιανουαρίου 2012, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης («ανακοίνωση περί παράτασης του 2011») (ΕΕ C 356 της 6.12.2011, σ. 7).

(2)  Βλέπε την ανακοίνωση περί παράτασης του 2011, σημείο 14.

(3)  Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2012, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, COM(2012) 0280 τελικό.

(4)  Βλέπε π.χ. την ανακοίνωση περί αναδιάρθρωσης, σημείο 22.

(5)  Αυτόθι, σημείο 24.

(6)  Βλέπε έγγραφο εργασίας της ΓΔ Ανταγωνισμού, της 30ής Απριλίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στις εγγυήσεις μετά την 30ή Ιουνίου 2010 («The application of State aid rules to government guarantee schemes covering bank debt to be issued after 30 June 2010»).

(7)  Με την ανακοίνωση αυτή θεσπίζεται η απαίτηση υποβολής σχεδίου αναδιάρθρωσης για όλες τις τράπεζες που λαμβάνουν κρατική στήριξη με τη μορφή μέτρων που αφορούν το κεφάλαιο ή απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων, ανεξάρτητα από το ποσό της ενίσχυσης.

(8)  «Αρμόδια εποπτική αρχή» είναι κάθε αρμόδια εθνική αρχή που έχει ορισθεί από συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1) ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του άρθρου 1 της πρότασης της Επιτροπής για κανονισμό του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων για τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε κράτος μέλος που συμμετέχει στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό.

(9)  Βλ. υποσημείωση 1.

(10)  Όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση).

(11)  Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3).

(12)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).

(13)  Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1).

(14)  Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(15)  Όπως δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο του ΟΟΣΑ, υπό τον τίτλο Average Annual Wages (Μέσοι ετήσιοι μισθοί) σε σταθερές τιμές για το τελευταίο διαθέσιμο έτος,

(16)  Όπως ορίζεται στο άρθρο 26 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(17)  Τούτο μπορεί να επιτευχθεί π.χ. με τη σύσταση εταιρείας χαρτοφυλακίου. Η συμμετοχή στην τράπεζα θα εγγραφόταν στο ενεργητικό της εταιρείας χαρτοφυλακίου, ενώ τα ίδια κεφάλαια, το υβριδικό κεφάλαιο και οι μετοχές μειωμένης εξασφάλισης που υπήρχαν στην τράπεζα πριν τις παρεμβάσεις κρατικής ενίσχυσης συνιστούν το παθητικό της εταιρείας χαρτοφυλακίου με την ίδια ιεράρχηση που είχε θεσπίσει η τράπεζα πριν την παρέμβαση.

(18)  Για παράδειγμα, εάν η επαναγορά πραγματοποιηθεί με διψήφια έκπτωση σε ποσοστιαίες μονάδες ονομαστικής αξίας εν σχέσει προς την αγοραία τιμή (ή, εάν δεν υπάρχει αγορά, εν σχέσει προς κατά προσέγγιση εκτίμηση της αγοραίας τιμής) για να αποφέρει κέρδη, ή εάν η επαναγορά αποτελεί μέρος ανταλλαγής χάρη στην οποία το πιστωτικό ίδρυμα εξασφαλίζει υψηλότερης ποιότητας κεφάλαια περιορίζοντας το έλλειμμα.

(19)  Οι τράπεζες που έχουν ήδη λάβει εγκεκριμένη ενίσχυση διάσωσης κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας ανακοίνωσης, αλλά δεν έχουν ακόμη εξασφαλίσει τελική έγκριση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης μπορούν να λάβουν στήριξη στο πλαίσιο καθεστώτος ρευστότητας χωρίς την υποχρέωση ατομικής κοινοποίησης.

(20)  Στις περιπτώσεις αυτές, τα μέτρα θα εξετάζονται εκ των υστέρων ως μέρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

(21)  Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1994 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5).

(22)  Βλ., κατ’ αναλογία, υπόθεση T-351/02 Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1047, καθώς και υπόθεση C-460/07 Puffer, Συλλογή 2009, σ. I-3251, σκέψη 70.

(23)  Βλέπε Danish winding-up scheme (ΕΕ C 312 της 17.11.2010, σ. 5).

(24)  Βλ. π.χ. N 407/10, Danish winding-up scheme for banks (ΕΕ C 312 της 17.11.2010, σ. 7).


30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/16


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6946 — BayWa/Bohnhorst Agrarhandel)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2013/C 216/02

Στις 11 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα γερμανικά και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32013M6946. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/16


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6980 — Cinven/CeramTec)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2013/C 216/03

Στις 24 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32013M6980. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/17


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

29 Ιουλίου 2013

2013/C 216/04

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,3270

JPY

ιαπωνικό γιεν

129,91

DKK

δανική κορόνα

7,4560

GBP

λίρα στερλίνα

0,86340

SEK

σουηδική κορόνα

8,5812

CHF

ελβετικό φράγκο

1,2330

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,8605

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

25,914

HUF

ουγγρικό φιορίνι

297,88

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λετονικό λατς

0,7024

PLN

πολωνικό ζλότι

4,2294

RON

ρουμανικό λέου

4,4010

TRY

τουρκική λίρα

2,5535

AUD

δολάριο Αυστραλίας

1,4364

CAD

δολάριο Καναδά

1,3636

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

10,2938

NZD

δολάριο Νέας Ζηλανδίας

1,6444

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,6818

KRW

ουόν Νότιας Κορέας

1 476,78

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

13,0362

CNY

κινεζικό ρενμινπί γιουάν

8,1377

HRK

κροατική κούνα

7,5055

IDR

ρουπία Ινδονησίας

13 627,27

MYR

μαλαισιανό ρινγκίτ

4,2809

PHP

πέσο Φιλιππινών

57,468

RUB

ρωσικό ρούβλι

43,5560

THB

ταϊλανδικό μπατ

41,363

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,9945

MXN

πέσο Μεξικού

16,8476

INR

ινδική ρουπία

78,8500


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/18


Γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συγκεντρώσεων όπως διατυπώθηκε κατά τη συνεδρίασή της, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, σχετικά με σχέδιο απόφασης για την υπόθεση — COMP/M.6663 Ryanair/Aer Lingus III

Εισηγητής: Εσθονία

2013/C 216/05

1.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η κοινοποιηθείσα πράξη αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού περί συγκεντρώσεων.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

2.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η κοινοποιηθείσα πράξη έχει ενωσιακή διάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού συγκεντρώσεων.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

3.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με τους ορισμούς της Επιτροπής όσον αφορά τις σχετικές αγορές που αναφέρονται στο σχέδιο απόφασης. Συγκεκριμένα,

α)

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι οι επιπτώσεις της πράξης συγκέντρωσης θα πρέπει να εκτιμηθούν με βάση μια προσέγγιση ζευγών πόλεων αναχώρησης και προορισμού.

β)

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα υποκατάστασης αεροδρόμιων.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

4.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η Aer Arann είναι ανταγωνίστρια της Ryanair, αλλά όχι της Aer Lingus.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

5.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η Aer Lingus και η Ryanair είναι πολύ στενοί, αν όχι άμεσοι ανταγωνιστές, σε όλα τα δρομολόγια των οποίων οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

6.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα εμπόδια εισόδου στην αγορά σε αυτή την περίπτωση είναι σημαντικά.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

7.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι επιζήμιες συνέπειες της πράξης συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό δεν θα αντισταθμίζονταν επαρκώς από μια είσοδο σε ένα απομονωμένο δρομολόγιο ή περισσότερες εισόδους αερομεταφορέων που εκτελούν ορισμένα δρομολόγια από και προς τις βάσεις στην έδρα τους εκτός της Ιρλανδίας.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

8.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση μπορεί να παρεμποδίσει ουσιωδώς στην άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε 46 δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες των μερών αλληλεπικαλύπτονται, και συγκεκριμένα:

στα εξής 28 μονοπωλιακά δρομολόγια: Δουβλίνο–Αλικάντε/Μούρθια· Δουβλίνο–Βερολίνο· Δουβλίνο–Μπιλμπάο/Σανταντέρ· Δουβλίνο–Birmingham/East Midlands· Δουβλίνο–Βρυξέλλες/Charleroi· Δουβλίνο–Βουδαπέστη· Δουβλίνο–Εδιμβούργο/Γλασκόβη· Δουβλίνο–Fuerteventura· Δουβλίνο–Γρασκόβη/Prestwick· Δουβλίνο–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ/Leeds· Δουβλίνο–Μασσαλία· Δουβλίνο–Μιλάνο/Bergamo· Δουβλίνο–Νίκαια· Δουβλίνο–Ρώμη· Δουβλίνο–Τενερίφη· Δουβλίνο–Toulouse/Carcassonne· Δουβλίνο–Βενετία/Treviso· Δουβλίνο–Βιέννη/Μπρατισλάβα· Δουβλίνο–Βαρσοβία/Modlin· Cork–Αλικάντε· Cork–Faro· Cork–Λονδίνο· Cork–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ· Cork–Τενερίφη· Knock–Birmingham/East Midlands· Knock–Λονδίνο· Shannon–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ· και Shannon–Λονδίνο·

στα 7 δρομολόγια στα οποία η οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγχώνευση θα λειτουργούσε παράλληλα με άλλες αεροπορικές εταιρείες τακτικών πτήσεων: Δουβλίνο–Bristol/Cardiff/Exeter (ανεξάρτητα από τον ακριβή ορισμό της αγοράς)· Δουβλίνο–Φρανκφούρτη· Δουβλίνο–Λονδίνο· Δουβλίνο–Μαδρίτη· Δουβλίνο–Μόναχο· Δουβλίνο–Παρίσι και Δουβλίνο–Στοκχόλμη και

στα 11 δρομολόγια στα οποία η οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγχώνευση θα λειτουργούσε παράλληλα με αεροπορικές εταιρείες που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις: Δουβλίνο–Βαρκελώνη, Δουβλίνο–Faro, Δουβλίνο–Γκραν Κανάρια, Δουβλίνο–Ίμπιζα, Δουβλίνο–Lanzarote, Δουβλίνο–Μάλαγα, Δουβλίνο–Palma, Cork–Βαρκελώνη, Cork–Lanzarote, Cork–Μάλαγα και Cork–Palma.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

9.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την εξάλειψη του πιο αξιόπιστου δυνητικού ανταγωνιστή στα ακόλουθα 6 δρομολόγια: i) εν δυνάμει ανταγωνιστικά δρομολόγια της Ryanair: Δουβλίνο–Μπολόνια, Δουβλίνο–Bordeaux, Cork–Παρίσι/Beauvais, Cork–Μόναχο/Memmingen, Cork–Birmingham· ii) εν δυνάμει ανταγωνιστικό δρομολόγιο της Aer Lingus: Δουβλίνο–Newcastle.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

10.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ryanair στις 17 Οκτωβρίου 2012, στις 7 Δεκεμβρίου 2012, στις 15 Ιανουαρίου 2013 και την 1η Φεβρουαρίου 2013 δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντόπισε η Επιτροπή και δεν θα εξαλείψουν τη σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού που προκύπτει από την κοινοποιηθείσα πράξη.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

11.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι δεσμεύσεις της IAG δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν όλα τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντόπισε η Επιτροπή.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

12.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι δεσμεύσεις της Flybe δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν όλα τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντόπισε η Επιτροπή.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.

13.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης πρέπει επομένως να κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ βάσει των άρθρων 2 παράγραφος 3 και 8 παράγραφος 3 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και του άρθρου 57 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Μια μειοψηφία μελών απέχει.


30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/20


Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων (1)

Ryanair/Aer Lingus III

(COMP/M.6663)

2013/C 216/06

Ιστορικό

(1)

Στις 24 Ιουλίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε, δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων (2), κοινοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης με την οποία η Ryanair Holdings plc αποκτά, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων, τον έλεγχο της επιχείρησης Aer Lingus Group plc με δημόσια προσφορά η οποία ανακοινώθηκε στις 19 Ιουνίου 2012.

Η κοινοποίηση των αιτιάσεων

(2)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού περί συγκεντρώσεων στις 29 Αυγούστου 2012 και εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων («ΚΑ») στις 13 Νοεμβρίου 2012. Περίπου ένα μήνα πριν από την έκδοση της ΑΑ, στις 17 Οκτωβρίου 2012, η Ryanair υπέβαλε μια σειρά επίσημων δεσμεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, τις οποίες η Επιτροπή αποφάσισε να μην υποβάλει σε έρευνα αγοράς.

(3)

Η Aer Lingus, η οποία αποτελεί το στόχο της δημόσιας προσφοράς και, κατά συνέπεια, το άλλο εμπλεκόμενο μέρος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος β του εκτελεστικού κανονισμού (3), έλαβε στις 21 Νοεμβρίου 2012 μια μη εμπιστευτική εκδοχή της ΚΑ. Εξέφρασε αμέσως ανησυχίες σχετικά με τη σύνταξη του συνόλου του τμήματος που αφορούσε τις δεσμεύσεις της Ryanair και την αξιολόγησή τους από την Επιτροπή. Η Aer Lingus ζήτησε να της παρασχεθεί αντίγραφο του τμήματος, αφού αυτό απορρίφθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού. Αφού εξέτασα την αιτιολογημένη αίτηση, ζήτησα από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού να παράσχει στην Aer Lingus μια μη εμπιστευτική εκδοχή του τμήματος της ΚΑ που αφορά τις δεσμεύσεις της Ryanair, όπως προβλέπεται από το άρθρο 13 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού. Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού ζήτησε στη συνέχεια από την Ryanair να παράσχει μια μη επιμελημένη έκδοση του τμήματος που αφορά τις δεσμεύσεις, η οποία στη συνέχεια διαβιβάστηκε στην Aer Lingus.

(4)

Η Ryanair υπέβαλε την απάντησή της στην ΚΑ στις 28 Νοεμβρίου 2012 και η Aer Lingus τις παρατηρήσεις της στις 30 Νοεμβρίου 2012. Καμία από τις δύο δεν ζήτησε επίσημη ακρόαση.

(5)

Στις 14 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή απέστειλε στην Ryanair επιστολή όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, στην οποία η Ryanair απάντησε στις 20 Δεκεμβρίου 2012.

Πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης

(6)

Στο κοινοποιούν μέρος παρασχέθηκε κατ’ επανάληψη και κατόπιν αιτήματός του πλήρης πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης μέσω CD-ROM από τον Νοέμβριο 2012 έως τον Φεβρουάριο 2013, ενώ στην Aer Lingus παρασχέθηκε πρόσβαση κατόπιν αιτήματός της, στο βαθμό που ήταν αναγκαίο για την προετοιμασία των παρατηρήσεών της, καθώς και επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

(7)

Επιπλέον, διαμορφώθηκαν δύο αίθουσες ποσοτικών δεδομένων για την εν λόγω υπόθεση από τις 21 έως τις 23 και στις 27 Νοεμβρίου 2012. Οι εξωτερικοί οικονομικοί σύμβουλοι τόσο της Ryanair όσο και της Aer Lingus είχαν ξεχωριστή πρόσβαση στα δεδομένα, δηλαδή στην ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τη συσχέτιση μεταξύ της Ryanair και των μέσων ακαθάριστων τιμών της Aer Lingus.

Τρίτα πρόσωπα

(8)

Τρεις ανταγωνιστές των συγχωνευόμενων οντοτήτων, δηλαδή η International Airlines Group SA, η Flybe Group plc και η Aer Arran, ένα αεροδρόμιο, δηλαδή η Dublin Airport Authority και το Ιρλανδικό Υπουργείο Μεταφορών, Τουρισμού και Αθλητισμού απέδειξαν την ύπαρξη «εύλογου συμφέροντος», κατά την έννοια του άρθρου 18 παράγραφος 4 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και, κατά συνέπεια, τους δόθηκε η δυνατότητα γραπτής ακρόασης ως τρίτα πρόσωπα.

Δεσμεύσεις

(9)

Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που εντοπίζονται στην ΚΑ, η Ryanair υπέβαλε αναθεωρημένες σειρές δεσμεύσεων στις 7 Δεκεμβρίου 2012, στις 15 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου 2013, οι οποίες υποβλήθηκαν όλες σε έρευνες αγοράς. Τα αποτελέσματα των ερευνών αγοράς και οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε τις προτεινόμενες δεσμεύσεις εξηγήθηκαν κατά τη διάρκεια ενημερωτικών συσκέψεων, η τελευταία εκ των οποίων έλαβε χώρα στις 12 Φεβρουαρίου 2013. Επιπλέον, η Ryanair έλαβε κατ’ επανάληψη πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, γεγονός που της επέτρεψε να επαληθεύσει τις πληροφορίες στις οποίες στηρίζεται η θέση της Επιτροπής.

Τα διαδικαστικά δικαιώματα του στόχου της συγκέντρωσης

(10)

Η Aer Lingus, η εταιρεία η οποία αποτέλεσε στόχο της εχθρικής εξαγοράς, διαμαρτυρήθηκε για τον περιορισμένο ρόλο που κατάφερε να διαδραματίσει σε μια έρευνα, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την ανεξαρτησία της. Η εταιρεία πιστεύει ότι δεν έχει τηρηθεί η αρχή της ισότητας των όπλων. Για παράδειγμα, δεν ενεπλάκη στην προ της κοινοποίησης διαδικασία, έλαβε υπερβολικά επιμελημένα έγγραφα από το κοινοποιούν μέρος, δεν της παρασχέθηκαν βασικά έγγραφα στην αρχή της φάσης ΙΙ, έλαβε περιορισμένη μόνο πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης και δεν έλαβε μέρος στον διάλογο με την Επιτροπή σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα.

(11)

Είναι αλήθεια ότι οι εξαγοραζόμενες εταιρείες δεν απολαμβάνουν το ίδιο διαδικαστικό καθεστώς με τις εξαγοράζουσες εταιρείες. Όπως παραδέχεται και η ίδια η Aer Lingus, οι ισχύοντες κανονισμοί αποδίδουν περιορισμένο μόνο ρόλο στα άλλα εμπλεκόμενα μέρη. Επομένως, δεν μπορώ να διαπιστώσω ότι η Aer Lingus δεν ήταν σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά σε αυτή τη διαδικασία τα δικαιώματα που της παρέχουν οι ισχύοντες κανονισμοί και οι βέλτιστες πρακτικές. Στη μόνη περίπτωση που μου υπέδειξε να εξετάσω μια δυσμενή διαδικαστική απόφαση, ήμουν σε θέση να αποφασίσω υπέρ της Aer Lingus (βλ. ανωτέρω σημείο 3).

Το σχέδιο απόφασης της Επιτροπής

(12)

Κατά τη γνώμη μου, το σχέδιο απόφασης της Επιτροπής αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στις αιτιάσεις ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί στα μέρη η δυνατότητα να αναπτύξουν τις απόψεις τους. Λόγω του εξαιρετικά ευαίσθητου χαρακτήρα ορισμένων δεδομένων που προέρχονται από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος και ένα τρίτο μέρος, η Επιτροπή ζήτησε και έλαβε εξουσιοδότηση από το κοινοποιούν μέρος, η οποία επιτρέπει στους εξωτερικούς συμβούλους του (i) να λάβουν την απόφαση της Επιτροπής εκ μέρους του, σε αποκλειστικά συμβουλευτική βάση και (ii) να παράσχουν στην Ryanair αντίγραφο αυτού το οποίο έχει συνταχθεί ώστε να μην συμπεριλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες. Και οι δύο πάροχοι έχουν επίγνωση αυτής της περιορισμένης δημοσιότητας και έχουν δώσει τη γραπτή συγκατάθεσή τους.

Τελικές παρατηρήσεις

(13)

Συνολικά, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι όλοι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία κατάφεραν να ασκήσουν αποτελεσματικά τα διαδικαστικά δικαιώματά τους στην παρούσα υπόθεση.

Βρυξέλλες, 19 Φεβρουαρίου 2013.

Michael ALBERS


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 της απόφασης του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 13ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού, ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 29 («απόφαση 2011/695/ΕΕ»).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ, 802/2004 της Επιτροπής για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, ΕΕ L 133 της 30.4.2004, σ. 1.


30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/22


Περίληψη απόφασης της Επιτροπής

της 27ης Φεβρουαρίου 2013

με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ

(Υπόθεση COMP/M.6663 — Ryanair/Aer Lingus III)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 1106 final]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2013/C 216/07

Στις 27 Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σε υπόθεση συγκέντρωσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων  (1), ιδίως του άρθρου 8 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού. Μια μη εμπιστευτική εκδοχή του πλήρους κειμένου της απόφασης στη γλώσσα του πρωτοτύπου της υπόθεσης βρίσκεται στον δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, στην ακόλουθη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/environment/pops/index_en.htm

I.   ΤΑ ΜΕΡΗ

(1)

Η Ryanair είναι μια αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστους, η οποία παρέχει υπηρεσίες τακτικών αεροπορικών μεταφορών από σημείο σε σημείο, κυρίως στην Ευρώπη. Η εταιρεία διαθέτει στόλο 294 αεροσκαφών και 51 βάσεις σε όλη την Ευρώπη, με σημαντικότερες αυτές του Stansted στο Λονδίνο, του Charleroi στις Βρυξέλλες, του Μιλάνου και του Δουβλίνου. Συγκεκριμένα, κατά τη θερινή περίοδο εκμετάλλευσης της IATA 2012, η Ryanair εκτέλεσε 62 δρομολόγια μικρών αποστάσεων από το Δουβλίνο.

(2)

Η Aer Lingus είναι μια αεροπορική εταιρεία με έδρα την Ιρλανδία. Παρέχει κυρίως υπηρεσίες τακτικών αεροπορικών μεταφορών από σημείο σε σημείο. Η Aer Lingus είναι εγκατεστημένη στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου από το οποίο εκτελεί μεγάλο μέρος των τακτικών της πτήσεων. Κατά τη θερινή περίοδο 2012, η Air Lingus (συμπεριλαμβανομένης της Aer Arann) εκτέλεσε 66 δρομολόγια μικρών αποστάσεων από το Δουβλίνο. Η Aer Lingus δεν είναι μέλος κάποιας αεροπορικής συμμαχίας και υιοθετεί τη φιλοσοφία της «αρχιτεκτονικής ανοιχτού δικτύου», η οποία της εξασφαλίζει ουδετερότητα, προκειμένου να συμμετέχει σε διάφορες συμμαχίες και να παρέχει συνδεσιμότητα μέσω μεγάλων κόμβων σε διεθνείς προορισμούς, πέραν του να εκτελεί δρομολόγια από σημείο προς σημείο.

(3)

Η μειοψηφική συμμετοχή της Ryanair στην Aer Lingus αντιστοιχεί στο 29,82 % του συνολικού εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της Aer Lingus, γεγονός που την καθιστά τον μεγαλύτερο μέτοχο της Aer Lingus. Η ιρλανδική κυβέρνηση (ο Υπουργός Οικονομικών) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος με ποσοστό περίπου 25,1 %.

II.   Η ΠΡΑΞΗ

(4)

Στις 24 Ιουλίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, με την οποία η επιχείρηση Ryanair Holdings plc («Ryanair» Ιρλανδίας) αποκτά, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού συγκεντρώσεων, έλεγχο του συνόλου της Aer Lingus Group plc («Aer Lingus» Ιρλανδίας) με δημόσια προσφορά που ανακοινώθηκε στις 19 Ιουνίου 2012 («η πράξη συγκέντρωσης»).

III.   ΣΥΝΟΨΗ

(5)

Μετά την έρευνα αγοράς κατά το πρώτο στάδιο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού συγκεντρώσεων και διατύπωσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, στις 29 Αυγούστου 2012, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού συγκεντρώσεων.

(6)

Κατά το δεύτερο στάδιο της έρευνας αγοράς, επιβεβαιώθηκε ότι υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά τον ανταγωνισμό σε ορισμένες αγορές, με αποτέλεσμα την κοινοποίηση αιτιάσεων («ΚΑ») στις 13 Νοεμβρίου 2012. Τα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους μέσω γραπτής απάντησης στην κοινοποίηση αιτιάσεων. Στις 14 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, στην οποία η Ryanair απάντησε στις 20 Δεκεμβρίου 2012.

(7)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού συγκεντρώσεων, η Ryanair υπέβαλε ένα πρώτο επίσημο σύνολο δεσμεύσεων στις 17 Οκτωβρίου 2012. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η διενέργεια διαβούλευσης με τους φορείς της αγοράς δεν ήταν δικαιολογημένη, καθώς οι δεσμεύσεις της 17ης Οκτωβρίου 2012 δεν κάλυπταν όλα τα δρομολόγια για τα οποία, σύμφωνα με την ΚΑ, είχε συναχθεί το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η πράξη συγκέντρωσης θα παρεμπόδιζε ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.

(8)

Στις 7 Δεκεμβρίου 2012, η Ryanair υπέβαλε ένα αναθεωρημένο σύνολο δεσμεύσεων. Έπειτα από την υποβολή των εν λόγω δεσμεύσεων, η Επιτροπή ξεκίνησε έρευνα αγοράς. Έπειτα από τα αποτελέσματα της έρευνας αγοράς, η Ryanair υπέβαλε τροποποιημένη σειρά δεσμεύσεων, στις 15 Ιανουαρίου 2013. Με βάση τα αποτελέσματα της δεύτερης έρευνας αγοράς, η Ryanair υπέβαλε αναθεωρημένη σειρά δεσμεύσεων την 1η Φεβρουαρίου 2013 (στο εξής: «τελική σειρά δεσμεύσεων»). Ξεκίνησε τρίτη έρευνα αγοράς.

(9)

Η έρευνα αγοράς έδειξε ότι η τελική σειρά δεσμεύσεων που πρότεινε η Ryanair δεν ήταν σε θέση να εξαλείψει τα εντοπισθέντα σημαντικά κωλύματα στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.

(10)

Ως εκ τούτου, στις 27 Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση που κηρύσσει την πράξη συγκέντρωσης ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ (η «απόφαση»), σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού συγκεντρώσεων.

IV.   ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Α.   Οι σχετικές αγορές προϊόντος

(11)

Τόσο η Ryanair όσο και η Aer Lingus παρέχουν υπηρεσίες τακτικών αεροπορικών μεταφορών επιβατών εντός του ΕΟΧ και οι δραστηριότητές τους επικαλύπτονται σε 46 δρομολόγια προς/από την Ιρλανδία. Δεν υπήρχαν άλλες αγορές οι οποίες επηρεάστηκαν από την πράξη συγκέντρωσης, εκτός από όσες σχετίζονται με τις υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών επιβατών.

1.   Παραδοσιακή μέθοδος των ζευγών αφετηρία/προορισμός (Α&Π)

(12)

Σύμφωνα με την πρακτική της σε θέματα λήψης αποφάσεων, η Επιτροπή αξιολόγησε την πράξη συγκέντρωσης με τη μέθοδο των ζευγών αφετηρία/προορισμός (Α&Π), η οποία κατέδειξε δυνατότητα υποκατάστασης από πλευράς ζήτησης. Ως εκ τούτου, κάθε συνδυασμός ενός σημείου αναχωρήσεως και ενός σημείου προορισμού θεωρήθηκε αυτοτελής αγορά.

(13)

Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι επιβάτες υπό διέλευση δεν ανήκαν στην ίδια αγορά με τους επιβάτες Α-Π και ότι δεν ήταν σκόπιμο να καθοριστεί μια συνολική αγορά για τις πτήσεις μικρών αποστάσεων από/προς την Ιρλανδία, δεδομένου του περιορισμένου βαθμού της δυνατότητας υποκατάστασης από πλευράς προσφοράς μεταξύ των διαφόρων Α-Π, ούτε μια αγορά για «πελάτες χωρίς συγκεκριμένο προορισμό», δεδομένου ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιβατών, οι πτήσεις από την Ιρλανδία σε έναν προορισμό δεν ήταν δυνατό να υποκατασταθούν απλώς με μια πτήση προς άλλο προορισμό.

2.   Δυνατότητα υποκατάστασης αεροδρομίων

(14)

Σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της σε θέματα λήψης αποφάσεων, κατά τον καθορισμό των σχετικών αγορών Α-Π για τις υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών επιβατών, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι πτήσεις από ή προς αεροδρόμια που είχαν επαρκώς επικαλυπτόμενες ζώνες δραστηριότητας μπορούσαν να θεωρηθούν από τους επιβάτες ως υποκατάστατα πτήσεων.

(15)

Κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ αεροδρομίων, η Επιτροπή στηρίχθηκε στις ακόλουθες ποιοτικές και ποσοτικές πηγές στοιχείων: i) αντίστοιχα προηγούμενα της Επιτροπής και ιδίως η απόφαση του 2007, όπου αξιολογήθηκε σε βάθος η δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ αεροδρομίων προς/από την Ιρλανδία, ii) μια ζώνη δραστηριότητας των αεροδρομίων με «πρώτη αντιπροσωπευτική τιμή» τα 100 χιλιόμετρα/1 ώρα διαδρομής με αυτοκίνητο στο κέντρο της πόλης, για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει εκ πρώτης όψεως δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ των αεροδρομίων, iii) τα αποτελέσματα της έρευνας αγοράς, iv) η συμπεριφορά της Aer Lingus και της Ryanair όσον αφορά την παρακολούθηση των τιμών, v) ο τρόπος με τον οποίο η Ryanair παρείχε τις υπηρεσίες της και vi) μια ανάλυση συσχέτισης των τιμών, η οποία τεκμηριώνει ποσοτικά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή σχετικά με τον ορισμό της αγοράς. Η Επιτροπή κατέληξε στα συμπεράσματά της με ομαδοποίηση των στοιχείων.

(16)

Στην παρούσα υπόθεση, η δυνατότητα υποκατάστασης των τακτικών αεροπορικών μεταφορών από διάφορα αεροδρόμια ήταν χρήσιμη για τρεις λόγους: i) για να προσδιοριστεί εάν συμπίπτουν οι δραστηριότητες των μερών, ii) για να εκτιμηθούν οι περιορισμοί από άποψη ανταγωνισμού τους οποίους υφίστανται οι αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε άλλα αεροδρόμια και iii) για να εκτιμηθούν οι προοπτικές εισόδου στα σχετικά πρόσθετα αεροδρόμια.

(17)

Οι δραστηριότητες της Ryanair αλληλεπικαλύπτονταν με αυτές της Aer Lingus σε 16 δρομολόγια (2) στα οποία η Aer Lingus και η Ryanair εκτελούν πτήσεις μεταξύ των ίδιων δύο αεροδρομίων και για τα οποία δεν υπήρχε ζήτημα δυνατότητας υποκατάστασης αεροδρομίων, επειδή δεν υπήρχαν άλλα προσδιορισθέντα σχετικά αεροδρόμια.

(18)

Σε 10 επιπλέον δρομολόγια (3), αν και υπάρχουν περισσότερα από ένα αεροδρόμια στην πόλη αναχωρήσεων ή την πόλη προορισμού, η Ryanair και η Aer Lingus εκτελούν πτήσεις στο ίδιο αεροδρόμιο (προσέγγιση «ζευγών αεροδρομίων»). Σε ορισμένα δρομολόγια, το άλλο αεροδρόμιο εξυπηρετείτο εξίσου από ένα από τα μέρη ή από άλλη αεροπορική εταιρεία. Όσον αφορά τα δρομολόγια αυτά, η δυνατότητα υποκατάστασης αεροδρομίων ήταν χρήσιμη ιδίως για την αξιολόγηση των σχεδίων εισόδου των δυνητικών ανταγωνιστών των μερών. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν εντόπισε κανένα σχέδιο εισόδου/επέκτασης, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαλειφθούν τα προβλήματα ανταγωνισμού που έχουν εντοπιστεί για τα συγκεκριμένα δρομολόγια λόγω της έγκαιρης, πιθανής και επαρκούς εισόδου/επέκτασης, δεν ήταν απαραίτητο να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά τη χρησιμότητα της δυνατότητας υποκατάστασης των εν λόγω αεροδρομίων για τα δρομολόγια από το Δουβλίνο, το Cork και το Shannon.

(19)

Όσον αφορά 19 δρομολόγια («ζεύγη πόλεων») (4), η Ryanair και η Aer Lingus εκτελούν πτήσεις από την Ιρλανδία προς διάφορα αεροδρόμια προορισμού. Όσον αφορά τα δρομολόγια αυτά, η δυνατότητα υποκατάστασης αεροδρομίων ήταν χρήσιμη για να προσδιοριστεί αν υπήρχε αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των μερών. Η απόφαση αξιολογεί τη δυνατότητα υποκατάστασης ενός σημαντικού ποσοστού των επιβατών της Aer Lingus και της Ryanair που ταξιδεύουν από/προς 17 αεροδρόμια (5) προς/από το Δουβλίνο, το Cork, το Shannon ή το Knock.

(20)

Για το υπόλοιπο ένα επιπλέον δρομολόγιο, Δουβλίνο–Bristol/Cardiff/Exeter, το ζήτημα της δυνατότητας υποκατάστασης αεροδρομίων ήταν χρήσιμο μόνο για να διαπιστωθεί αν τα μέρη θα αντιμετώπιζαν περιορισμούς ως προς τον ανταγωνισμό από τις πτήσεις από Exeter προς Δουβλίνο [καθώς τα μέρη εκτελούν πτήσεις προς το ίδιο αεροδρόμιο (Bristol), ενώ το ζήτημα δεν ήταν χρήσιμο για να διαπιστωθεί αν υπήρχε αλληλεπικάλυψη].

(21)

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα ακόλουθα αεροδρόμια μπορούν να υποκατασταθούν για τα δρομολόγια από/προς το Δουβλίνο, το Cork, το Shannon ή το Knock, ενώ το ζήτημα κατά πόσον οι προγραμματισμένες υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς επιβατών από σημείο σε σημείο μεταξύ Δουβλίνου ή Cork είναι χρήσιμες και ορισμένα (6) ζεύγη αεροδρομίων ανήκουν στην ίδια αγορά, παρέμεινε ανοικτό, δεδομένου ότι δεν έχει καμία επίπτωση στην αξιολόγηση του ανταγωνισμού:

El Prat, Girona και Reus στη Βαρκελώνη

αεροδρόμια Λονδίνου (Heathrow, Gatwick, Stansted, Luton και City)

Arlanda και Skavsta στη Στοκχόλμη

Μπιλμπάο και Σανταντέρ

Μάντσεστερ και Λίβερπουλ (για το Cork και το Shannon)

Τουλούζης και Carcassonne

Birmingham και East Midlands (για το Knock)

Linate, Malpensa και Bergamo στο Μιλάνο

Βενετίας και Τρεβίζο

Βρυξελλών και Charleroi

Μονάχου και Memmingen

Βιέννης και Μπρατισλάβα

Γλασκόβης και Prestwick

CDG, Beauvais και Orly στο Παρίσι

Βαρσοβίας και Modlin

Φρανκφούρτης και Hahn

Fiumicino και Ciampino στη Ρώμη

 

3.   Αγορά για απευθείας πτήσεις και πτήσεις με ανταπόκριση

(22)

Σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής σε θέματα λήψης αποφάσεων, η δυνατότητα υποκατάστασης των πτήσεων με ανταπόκριση σε απευθείας πτήσεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της πτήσης. Κατά γενικό κανόνα, όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της πτήσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα οι πτήσεις με ανταπόκριση να ασκούν ανταγωνιστικούς περιορισμούς στις απευθείας πτήσεις.

(23)

Η Επιτροπή έκρινε ότι, επειδή τα επικαλυπτόμενα δρομολόγια στην προκειμένη περίπτωση είναι πτήσεις μικρών αποστάσεων (δηλαδή διάρκειας μικρότερης των 6 ωρών) ή μεσαίων αποστάσεων (δρομολόγια διάρκειας άνω των τριών ωρών, όπου οι απευθείας πτήσεις συνήθως δεν παρέχουν τη δυνατότητα επιστροφής αυθημερόν), είναι απίθανο οι πτήσεις με ανταπόκριση να ασκούν ανταγωνιστικούς περιορισμούς στις απευθείας πτήσεις. Ωστόσο, στην απόφαση συνάγεται το συμπέρασμα ότι το ζήτημα αν οι πτήσεις με ανταπόκριση αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς μπορεί να παραμείνει ανοικτό, διότι δεν μεταβάλλει τελικά την εκτίμηση από την άποψη του ανταγωνισμού.

4.   Διάκριση μεταξύ ομάδων επιβατών

(24)

Στην απόφαση του 2007, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σκόπιμο να οριστούν αυτοτελείς αγορές για τις διάφορες κατηγορίες επιβατών, ιδίως λόγω της διαπίστωσης ότι και οι δύο αεροπορικές εταιρείες δεν εισήγαγαν διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων τύπων επιβατών, επιλέγοντας εισιτήρια χωρίς επιστροφή που υπόκεινται σε περιορισμούς μόνο στα δρομολόγια μικρών αποστάσεων. Η Ryanair, η Aer Lingus και η μεγάλη πλειονότητα των ερωτηθέντων στην έρευνα αγοράς επιβεβαίωσαν το ίδιο συμπέρασμα στην προκειμένη περίπτωση.

(25)

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σκόπιμο να οριστούν αυτοτελείς αγορές για τις διάφορες κατηγορίες επιβατών, είτε με βάση τη διάκριση μεταξύ επιβατών που είναι ευαίσθητοι στον παράγοντα χρόνο και επιβατών που δεν είναι ευαίσθητοι στην παράγοντα χρόνο, τη διάκριση μεταξύ επιβατών που πραγματοποιούν επαγγελματικά ταξίδια και επιβατών που πραγματοποιούν ταξίδια αναψυχής ή με βάση την προσέγγιση του «χρόνου μεταξύ κράτησης και αναχώρησης».

5.   Δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ ναυλωμένων και τακτικών πτήσεων

(26)

Η Ryanair ισχυρίστηκε ότι, ιδίως στα ταξίδια αναψυχής, οι αεροπορικές εταιρείες οι οποίες εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις δημιουργούσαν σημαντικούς ανταγωνιστικούς περιορισμούς στις υπηρεσίες των μερών. Εκτός αυτού, η Ryanair επεσήμανε ότι η μείωση των ναυλωμένων πτήσεων από την Ιρλανδία ήταν άμεση συνέπεια της επέκτασης της Ryanair σε διάφορα δρομολόγια ναυλωμένων πτήσεων.

(27)

Σύμφωνα με την προηγούμενη πρακτική της σε θέματα λήψης αποφάσεων, η Επιτροπή διέκρινε τρεις τύπους δραστηριοτήτων στον τομέα των ναυλωμένων πτήσεων:

i)

Τις πωλήσεις πακέτων διακοπών. Οι πωλήσεις θέσεων σε «πακέτα διακοπών» δεν θεωρείται ότι μπορούν να υποκαταστήσουν τις θέσεις σε τακτικές πτήσεις που εκτελεί η Ryanair και η Aer Lingus στα εν λόγω δρομολόγια. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε από την πλειονότητα των ερωτηθέντων στην έρευνα αγοράς. Οι περισσότεροι επιβάτες αγοράζουν μόνο θέσεις και όχι πακέτα διακοπών.

ii)

Τις πωλήσεις θέσεων σε επιχειρήσεις οργάνωσης ταξιδίων. Από άποψη ζήτησης, οι πωλήσεις αυτές υπάγονται σε αγορά προγενέστερου σταδίου σε σχέση με τις πωλήσεις θέσεων στους ιδιώτες, οπότε και χαρακτηρίζονται από διαφορετικές συνθήκες ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε σε προηγούμενες αποφάσεις της, ότι οι «χονδρικές» πωλήσεις πακέτων θέσεων σε επιχειρήσεις οργάνωσης ταξιδίων δεν υπάγονται στην ίδια αγορά με τις υπηρεσίες τακτικών αεροπορικών μεταφορών για τελικούς πελάτες.

iii)

Τις πωλήσεις μεμονωμένων θέσεων σε τελικούς πελάτες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στο ίδιο δρομολόγιο, οι πωλήσεις μεμονωμένων θέσεων από αεροπορικές εταιρείες ναυλωμένων πτήσεων είναι παρόμοιες με τις πωλήσεις υπηρεσιών τακτικών αεροπορικών μεταφορών επιβατών. Ωστόσο, ορισμένοι από τους ερωτηθέντες στην έρευνα αγοράς επεσήμαναν ότι οι ναυλωμένες πτήσεις είναι κατώτερης ποιότητας σε σύγκριση με τις τακτικές πτήσεις, κυρίως λόγω των περιορισμένων παροχών των μεμονωμένων θέσεων και της περιορισμένης ορατότητας για τους καταναλωτές (εκτός από τη συχνότητα των δρομολογίων και τις τιμές των ναύλων). Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα που συνάγεται στην απόφαση είναι ότι το ζήτημα μπορεί να παραμείνει ανοικτό, διότι δεν μεταβάλλει τελικά την εκτίμηση όσον αφορά τον ανταγωνισμό.

Β.   Εκτίμηση από την άποψη του ανταγωνισμού

1.   Γενικό πλαίσιο

(28)

H Επιτροπή ανέλυσε τις αλλαγές που επήλθαν στις συνθήκες της αγοράς από το 2007. Σε γενικές γραμμές, οι κυριότερες αλλαγές φαίνεται να είναι οι εξής: i) η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που από το 2008 έχει επηρεάσει πολλά κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ιρλανδίας· ii) η περαιτέρω ενοποίηση στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών· iii) η μείωση του αριθμού των τακτικών αεροπορικών εταιρειών στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου· iv) η αύξηση του αριθμού των δρομολογίων στα οποία η Ryanair και η Aer Lingus ανταγωνίζονται σε σχέση με την απόφαση του 2007, καθώς και τα επίπεδα συγκέντρωσης· v) η μειωμένη δραστηριότητα των εταιρειών ναυλωμένων πτήσεων από το Δουβλίνο· vi) η ανάπτυξη νέων υποδομών στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου.

2.   Μεταχείριση της Aer Arann

(29)

Η Επιτροπή θεωρεί την Aer Arann ανταγωνίστρια της Ryanair, αλλά όχι της Aer Lingus. Πράγματι, η Aer Arann είναι στενά συνδεδεμένη και εξαρτώμενη από την Aer Lingus στο πλαίσιο της συμφωνίας franchise. Ως εκ τούτου, κατά την εκτίμηση του ανταγωνισμού, τα μερίδια αγοράς της Aer Arann (η οποία δραστηριοποιείται με το περιφερειακό εμπορικό σήμα της Aer Lingus) αποδόθηκαν στην Aer Lingus.

3.   Μερίδια αγοράς και επίπεδα συγκέντρωσης

(30)

Τα μέρη θα είχαν πολύ σημαντικά μερίδια αγοράς και στα 46 δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητές τους αλληλοεπικαλύπτονται.

(31)

Η συναλλαγή θα δημιουργήσει μονοπωλιακές θέσεις σε 28 δρομολόγια: Δουβλίνο–Αλικάντε/Μούρθια· Δουβλίνο–Βερολίνο· Δουβλίνο–Μπιλμπάο/Σανταντέρ· Δουβλίνο–Birmingham/East Midlands· Δουβλίνο–Βρυξέλλες/Charleroi· Δουβλίνο–Βουδαπέστη· Δουβλίνο–Εδιμβούργο/Γλασκόβη· Δουβλίνο–Fuerteventura· Δουβλίνο–Γλασκόβη/Prestwick· Δουβλίνο–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ/Leeds· Δουβλίνο–Μασσαλία· Δουβλίνο–Μιλάνο/Bergamo· Δουβλίνο–Νίκαια· Δουβλίνο–Ρώμη· Δουβλίνο–Τενερίφη· Δουβλίνο–Toulouse/Carcassonne· Δουβλίνο–Βενετία/Treviso· Δουβλίνο–Βιέννη/Μπρατισλάβα· Δουβλίνο–Βαρσοβία/Modlin· Cork–Αλικάντε· Cork–Faro· Cork–Λονδίνο· Cork–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ· Cork–Τενερίφη· Knock–Birmingham/East Midlands· Knock–Λονδίνο· Shannon–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ· και Shannon–Λονδίνο.

(32)

Στα 18 δρομολόγια στα οποία οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται, η οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση θα λειτουργούσε παράλληλα με άλλες αεροπορικές εταιρείες.

(33)

Σε 11 από αυτά τα 18 δρομολόγια, η(οι) άλλη(-ες) αεροπορική(-ές) εταιρεία(-ες) είναι εταιρεία ναυλωμένων πτήσεων. Το συνολικό μερίδιο αγοράς των μερών σε κάθε ένα από αυτά τα δρομολόγια θα υπερέβαινε το 80 %.

(34)

Σε 6 άλλα δρομολόγια από τα 18, οι ανταγωνιστές των μερών είναι τακτικές αεροπορικές εταιρείες, το επιχειρηματικό μοντέλο των οποίων διαφέρει από αυτό των μερών. Σε αυτά τα 6 δρομολόγια, το συνολικό μερίδιο αγοράς της Ryanair και της Aer Lingus θα ήταν πάνω από 50 %.

(35)

Όσον αφορά το τελευταίο δρομολόγιο, Δουβλίνο–Bristol/Cardiff/Exeter, εάν στη σχετική αγορά περιλαμβάνονται οι πτήσεις μεταξύ Δουβλίνου και Exeter, ανταγωνιστής των μερών είναι η Flybe, μια τακτική περιφερειακή αεροπορική εταιρεία με χαμηλό μερίδιο αγοράς μεταξύ (5-10 %) (7).

4.   Στενή σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus

(36)

Η έρευνα της Επιτροπής κατέδειξε ότι η Ryanair και η Aer Lingus ανταγωνίζονται η μία την άλλη ενεργά σε όλα τα δρομολόγια των οποίων οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται.

(37)

Στην πλειονότητα των δρομολογίων των οποίων οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται (28 από 46), η Ryanair και η Aer Lingus είναι οι μόνες αεροπορικές εταιρείες που λειτουργούν. Στα εν λόγω δρομολόγια, η Ryanair και η Aer Lingus είναι από τη φύση τους άμεσοι ανταγωνιστές.

(38)

Ακόμη και σε αυτά τα δρομολόγια στα οποία η Ryanair και η Aer Lingus αντιμετωπίζουν έναν ή περισσότερους ανταγωνιστές, τα μέρη συνήθως είναι μακράν οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές, όπως υποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τη σημαντική διαφορά στο μερίδιο αγοράς μεταξύ του(των) ανταγωνιστή(-ών) και καθενός εκ των μερών. Τα μέρη είναι άμεσοι ανταγωνιστές, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται μια εταιρεία ναυλωμένων πτήσεων, όπου καθένα εκ των μερών αποτελεί μακράν τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή.

(39)

Επιπλέον, η Ryanair και η Aer Lingus έχουν παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα τα οποία διαφέρουν από αυτά των περισσότερων ανταγωνιστών τους. Ειδικότερα, τόσο η Ryanair όσο και η Aer Lingus προσφέρουν (κυρίως) υπηρεσίες από σημείο σε σημείο, οι οποίες διαφέρουν από τις υπηρεσίες των αερομεταφορέων που λειτουργούν ως δίκτυα και σκοπούν στην μεταφορά επιβατών προς το κεντρικό αεροδρόμιό τους. Και οι δύο εφαρμόζουν πραγματικά μοντέλα τιμολόγησης απλών εισιτηρίων, προσφέρουν μία μόνο κατηγορία θέσεων στις πτήσεις μικρών αποστάσεων και πραγματοποιούν τις περισσότερες κρατήσεις τους μέσω του δικτυακού τους τόπου και όχι μέσω ταξιδιωτικών πρακτόρων, σε αντίθεση με τους αερομεταφορείς που λειτουργούν ως δίκτυα. Εκτός αυτού, σε αντίθεση με άλλους ανταγωνιστές, χαίρουν πολύ υψηλής αναγνωρισιμότητας στην Ιρλανδία και διαθέτουν και οι δύο σημαντικές βάσεις στην Ιρλανδία, ιδίως στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου.

(40)

Η ανάλυση παλινδρόμησης της Επιτροπής επιβεβαίωσε την ύπαρξη σημαντικής ανταγωνιστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus.

(41)

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Aer Lingus και η Ryanair είναι πολύ στενοί, αν όχι άμεσοι ανταγωνιστές, σε όλα τα δρομολόγια των οποίων οι υπηρεσίες αλληλεπικαλύπτονται. Η συναλλαγή επομένως θα οδηγούσε στην κατάργηση αυτής της ιδιαίτερα στενής ανταγωνιστικής σχέσης και της σημαντικής ανταγωνιστικής πίεσης που αμφότερες οι αεροπορικές εταιρείες ασκούν μεταξύ τους πριν από τη συναλλαγή. Οι ταξιδιωτικές επιλογές των πελατών θα μειώνονταν σημαντικά και οι ανταγωνιστές κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσουν επαρκή πίεση στην οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση ως προς τη συμπεριφορά της στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό των ναύλων.

5.   Είσοδος/εμπόδια για την είσοδο στην αγορά

(42)

Η έρευνα της Επιτροπής επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια για την είσοδο στην αγορά, τα οποία καθιστούν δύσκολη κάθε νέα είσοδο στα δρομολόγια στα οποία οι δραστηριότητες των μερών αλληλεπικαλύπτονται.

(43)

Τα εν λόγω εμπόδια για την είσοδο στην αγορά σχετίζονται με την ισχυρή θέση της Ryanair και της Aer Lingus στην αγορά της Ιρλανδίας και, ιδίως, με τους ακόλουθους παράγοντες:

i)

την ισχυρή θέση των μερών στην αγορά του Δουβλίνου, του Cork και του Shannon, ως αποτέλεσμα των εδραιωμένων βάσεών τους·

ii)

η οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση θα είχε τα δύο ισχυρότερα εμπορικά σήματα στην Ιρλανδία και ένας νεοεισερχόμενος θα χρειαζόταν πολύ χρόνο και επενδύσεις για να αναβαθμίσει το δικό του. Πράγματι, λόγω της αναγγελθείσας στρατηγικής δύο εμπορικών σημάτων, η οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση θα είχε ισχυρή θέση σε δύο διαφορετικά τμήματα της αγοράς (δηλαδή, το τμήμα των υπηρεσιών με ελάχιστες παροχές και τους χαμηλότερους ναύλους, καθώς και το τμήμα με υψηλότερο επίπεδο υπηρεσιών). Αυτό το εμπόδιο εισόδου στην αγορά ήταν εξίσου σημαντικό για τα δρομολόγια από και προς το Δουβλίνο, το Shannon, το Cork και το Knock·

iii)

ο φόβος επιθετικών αντιποίνων από την οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση σε περίπτωση εισόδου. Αυτό το εμπόδιο εισόδου στην αγορά ήταν εξίσου σημαντικό για τα δρομολόγια από και προς το Δουβλίνο, το Shannon, το Cork και το Knock·

iv)

το γεγονός ότι οι νεοεισερχόμενοι μεταφορείς ενδέχεται να δυσκολευτούν να εξασφαλίσουν χρονοθυρίδες κατά τις ώρες αιχμής νωρίς το πρωί και θέσεις στάθμευσης στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου. Άλλωστε, οι περιορισμοί δυναμικότητας σε ορισμένους αερολιμένες προορισμού θα συνέβαλε στα ήδη σημαντικά εμπόδια εισόδου στην αγορά·

v)

το ύψος των τελών και των φόρων στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου πιθανόν να αποθάρρυνε τους νεοεισερχόμενους μεταφορείς να ξεκινήσουν δρομολόγια από και προς το Δουβλίνο·

vi)

η ιρλανδική αγορά δεν θεωρείται από πολλούς ανταγωνιστές ως ελκυστική αγορά και η οικονομική ύφεση στην Ιρλανδία (αλλά και σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Ισπανία) έχει επιδεινώσει περαιτέρω την ελκυστικότητά της σε σύγκριση με το 2007·

vii)

τέλος, η ικανότητα των μερών να επηρεάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται στα ιρλανδικά αεροδρόμια, όπως για παράδειγμα ζητήματα σχετικά με τον συντονισμό των χρονοθυρίδων (στο Δουβλίνο), λειτουργικά ζητήματα ή τη χρήση και την ανάπτυξη των αερολιμενικών υποδομών στα αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Cork και του Shannon.

(44)

Το συμπέρασμα ότι τα εμπόδια εισόδου στην αγορά σε αυτή την περίπτωση είναι σημαντικά επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έλαβαν χώρα περιορισμένες νέες είσοδοι (από αεροπορικές εταιρείες εκτός από τη Ryanair της Aer Lingus) στα αλληλεπικαλυπτόμενα δρομολόγια.

6.   Μορφές εισόδου/επέκτασης

(45)

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας αγοράς, προκειμένου να είναι αποτελεσματικός ανταγωνιστής με την οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση σε κάθε ένα από τα αεροδρόμια του Δουβλίνου, του Cork και του Shannon ξεχωριστά, ένας νεοεισερχόμενος αερομεταφορέας θα πρέπει να δημιουργήσει μια βάση σε κάθε ένα από αυτά τα αντίστοιχα αεροδρόμια. Χωρίς μεγάλο αριθμό δρομολογίων στα οποία θα μπορεί να κατανείμει τα εν λόγω πάγια έξοδα, θα είναι δύσκολο να επιτύχει το ίδιο επίπεδο κόστους-αποτελεσματικότητας που απολαμβάνουν τόσο η Ryanair όσο και η Aer Lingus. Επιπλέον, η βάση παρέχει τη δυνατότητα εξασφάλισης ενδιαφέροντος προγράμματος με αναχωρήσεις νωρίς το πρωί και αφίξεις αργά το βράδυ και επαρκείς δραστηριότητες και, ως εκ τούτου, παρουσία στην αγορά και αναγνωρισιμότητα του σήματος.

(46)

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια βάση στην Ιρλανδία (στο Δουβλίνο, συγκεκριμένα) φαίνεται επομένως να είναι ζωτικής σημασίας για τους μεταφορείς, προκειμένου να είναι σε θέση να παρέχουν επαρκή κάλυψη της ιρλανδικής αγοράς και να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση.

7.   Σχέδια εισόδου από πραγματικούς και δυνητικούς ανταγωνιστές

(47)

Η Επιτροπή εξέτασε αν οι δυνητικοί ανταγωνιστές θα έχουν σχέδια εισόδου και επέκτασης σε μεμονωμένο ή συνολικό επίπεδο, τα οποία θα είναι επαρκή ώστε να αντισταθμίσουν τις δυνητικές επιζήμιες συνέπειες στον ανταγωνισμό όσον αφορά τα σχετικά δρομολόγια.

(48)

Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, θα έπρεπε να εισέλθουν νέοι ανταγωνιστές σε 32 αλληλεπικαλυπτόμενα δρομολόγια όπου διατηρεί βάσεις η Ryanair και στα δύο άκρα των δρομολογίων. Η είσοδος υπό αυτές τις περιστάσεις φάνηκε να είναι ακόμη πιο δύσκολη. Επιπλέον, σύμφωνα με την πλειονότητα των ανταγωνιστών, η δυνατότητα εισόδου και μόνο δεν θα χειραγωγούσε την οντότητα που θα προέκυπτε μετά τη συγκέντρωση.

(49)

Η απόφαση συνάγει ότι τα αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα της πράξης συγκέντρωσης δεν θα αντισταθμίζονταν επαρκώς από μια είσοδο σε ένα απομονωμένο δρομολόγιο ή περισσότερες εισόδους αερομεταφορέων που εκτελούν ορισμένα δρομολόγια από και προς τις βάσεις στην έδρα τους.

8.   Πραγματικός ανταγωνισμός  (8)

(50)

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πράξη συγκέντρωσης είναι πιθανόν να παρεμποδίσει ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης στα ακόλουθα 28 δρομολόγια, όπου η οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση θα είχε το μονοπώλιο μετά την πράξη: Δουβλίνο–Αλικάντε/Μούρθια· Δουβλίνο–Βερολίνο· Δουβλίνο–Μπιλμπάο/Σανταντέρ· Δουβλίνο–Birmingham/East Midlands· Δουβλίνο–Βρυξέλλες· Δουβλίνο–Βουδαπέστη· Δουβλίνο–Εδιμβούργο/Γλασκόβη· Δουβλίνο–Fuerteventura· Δουβλίνο–Διεθνές Αεροδρόμιο Γλασκόβης/Prestwick· Δουβλίνο–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ/Leeds· Δουβλίνο–Μασσαλία· Δουβλίνο–Μιλάνο· Δουβλίνο–Νίκαια· Δουβλίνο–Ρώμη· Δουβλίνο–Τενερίφη· Δουβλίνο–Toulouse/Carcassonne· Δουβλίνο–Βενετία/Treviso· Δουβλίνο–Βιέννη/Μπρατισλάβα· Δουβλίνο–Βαρσοβία/Modlin· Cork–Αλικάντε· Cork–Faro· Cork–Λονδίνο· Cork–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ· Cork–Τενερίφη· Knock–Birmingham/East Midlands· Knock–Λονδίνο· Shannon–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ· και Shannon–Λονδίνο.

(51)

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πράξη συγκέντρωσης είναι πιθανόν να περεμποδίσει ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης στα ακόλουθα 7 δρομολόγια, όπου δραστηριοποιούνται άλλοι αερομεταφορείς τακτικών πτήσεων: Δουβλίνο–Bristol/Cardiff/Exeter (ανεξάρτητα από τον ακριβή ορισμό της αγοράς)· Δουβλίνο–Φρανκφούρτη· Δουβλίνο–Λονδίνο· Δουβλίνο–Μαδρίτη· Δουβλίνο–Μόναχο· Δουβλίνο–Παρίσι και Δουβλίνο–Στοκχόλμη. Επιπλέον, η πράξη συγκέντρωσης είναι επίσης πιθανόν να οδηγήσει στην κατάργηση αυτής της ιδιαίτερα στενής ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus και, κατά συνέπεια, στην κατάργηση της σημαντικής ανταγωνιστικής πίεσης που αμφότερες οι αεροπορικές εταιρείες ασκούν μεταξύ τους πριν από την πράξη σε κάθε ένα από τα εν λόγω δρομολόγια. Οι ταξιδιωτικές επιλογές των πελατών θα μειώνονταν επομένως σημαντικά και ο(οι) ανταγωνιστής(-ές) δεν θα ήταν πιθανόν σε θέση να ασκήσει(-ουν) επαρκή πίεση στην οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση ως προς τη συμπεριφορά της στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό των ναύλων σε κάθε ένα από τα εν λόγω δρομολόγια.

(52)

Η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πράξη συγκέντρωσης είναι πιθανόν να παρεμποδίσει ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης στα ακόλουθα 11 δρομολόγια, όπου δραστηριοποιούνται εταιρείες που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις: Δουβλίνο–Βαρκελώνη, Δουβλίνο–Faro, Δουβλίνο–Γκραν Κανάρια, Δουβλίνο–Ίμπιζα, Δουβλίνο–Lanzarote, Δουβλίνο–Μάλαγα, Δουβλίνο–Palma, Cork–Βαρκελώνη, Cork–Lanzarote, Cork–Μάλαγα και Cork–Palma. Επιπλέον, η πράξη συγκέντρωσης είναι επίσης πιθανόν να οδηγήσει στην κατάργηση αυτής της ιδιαίτερα στενής ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ της Ryanair και της Aer Lingus και, κατά συνέπεια, στην κατάργηση της σημαντικής ανταγωνιστικής πίεσης που αμφότερες οι αεροπορικές εταιρείες ασκούν μεταξύ τους πριν από την πράξη σε κάθε ένα από τα εν λόγω δρομολόγια. Επομένως, οι ταξιδιωτικές επιλογές των πελατών θα μειωθούν σημαντικά και οι εταιρείες που εκτελούν ναυλωμένες πτήσεις κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι σε θέση να ασκήσουν επαρκή πίεση στην οντότητα που θα προκύψει από τη συγκέντρωση ως προς τη συμπεριφορά της στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό των ναύλων στα εν λόγω δρομολόγια.

9.   Δυνητικός ανταγωνισμός

(53)

Ο ανταγωνισμός στα δρομολόγια που εκμεταλλεύεται επί του παρόντος τόσο η Ryanair όσο και η Aer Lingus από το Δουβλίνο, το Shannon, και το Cork, όπου και οι δύο αεροπορικές εταιρείες διατηρούν βάσεις, δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα. Μια τέτοια μεμονωμένη ανάλυση συνεπάγεται ότι οι αντίστοιχες αγορές προϊόντων είναι εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους. Και οι δύο εταιρείες έχουν την απαραίτητη ευελιξία να μετακινούν και να προσθέτουν δρομολόγια από τις υφιστάμενες βάσεις τους στα αεροδρόμια αυτά αντιδρώντας στις μεταβολές της δομής του ανταγωνισμού στα διάφορα δρομολόγια τα οποία εκτελούν από τις βάσεις τους. Η ανάλυση πρέπει, κατά συνέπεια, να είναι δυναμική και να εξετάζει σε ποιο βαθμό η εξαφάνιση ενός από τους στενότερους και πιο σημαντικούς ανταγωνιστές μιας αεροπορικής εταιρείας θα μπορούσε να εξαλείψει τον δυνητικό ανταγωνισμό που θα είχε ασκήσει πίεση στην Ryanair και την Aer Lingus σε περίπτωση που δεν είχε λάβει χώρα η πράξη συγκέντρωσης.

(54)

Στην ανάλυση της Επιτροπής επισημαίνεται ότι, ως αποτέλεσμα του δυναμικού ανταγωνισμού μεταξύ τους και της πολύ περιορισμένης επίπτωσης της εισόδου άλλων αεροπορικών εταιρειών στα μέρη, η Ryanair και η Aer Lingus ασκούν μεταξύ τους ενδεχόμενες ανταγωνιστικές πιέσεις.

(55)

Έπειτα από μια προσεκτική προσέγγιση, η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανό η πράξη συγκέντρωσης να οδηγήσει σε σημαντικό περιορισμό του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης, με την εξάλειψη του πιο αξιόπιστου δυνητικού νεοεισερχόμενου ανταγωνιστή στα ακόλουθα 6 δρομολόγια: i) εν δυνάμει ανταγωνιστικά δρομολόγια της Ryanair: Δουβλίνο–Μπολόνια, Δουβλίνο–Bordeaux, Cork–Παρίσι/Beauvais, Cork–Μόναχο/Memmingen, Cork–Birmingham· ii) εν δυνάμει ανταγωνιστικό δρομολόγιο της Aer Lingus: Δουβλίνο–Newcastle.

Γ.   Βελτίωση αποτελεσματικότητας

(56)

Η Ryanair ισχυρίστηκε ότι η πράξη συγκέντρωσης θα βελτιώσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα, η οποία θα ωφελήσει όλους τους πελάτες. Η Ryanair θα εφαρμόσει την τεχνογνωσία της όσον αφορά τη μείωση του κόστους για να βελτιώσει την αποδοτικότητα της Aer Lingus, να μειώσει το κόστος και τις τιμές της και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι των άλλων αεροπορικών εταιρειών στα κύρια αεροδρόμια.

(57)

Η Ryanair δεν παρείχε τις σχετικές πληροφορίες για να αποδείξει ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας είναι επαληθεύσιμη, σχετική με τη συγκέντρωση και είναι πιθανό να ωφελήσει τους καταναλωτές, ούτε η Επιτροπή συγκέντρωσε επαληθεύσιμα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Ryanair μπορούσε να μειώσει το κόστος της Aer Lingus χωρίς επιπτώσεις σε άλλα επωφελή για τους καταναλωτές στοιχεία, όπως η ποιότητα των υπηρεσιών ή η τοποθεσία του αεροδρομίου. Επιπλέον, μέρος της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας που επικαλείται η Ryanair ήταν πιθανό να μην αφορά τη συγκεκριμένη συγκέντρωση (όπως η μείωση του κόστους προσωπικού, του κόστους των καυσίμων και του κόστους διανομής).

(58)

Ως εκ τούτου, η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν πληρούσε τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις οριζόντιες συγκεντρώσεις. Επιπλέον, λόγω των άκρως υψηλών συνδυασμένων μεριδίων αγοράς και της απουσίας έγκαιρης, επαρκούς και πιθανής εισόδου, διαπιστώθηκε ότι η προβαλλόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν θα απέφερε οφέλη στους καταναλωτές.

Δ.   Δεσμεύσεις

1.   Περιγραφή της τελικής σειράς δεσμεύσεων

1.1.   Εκχώρηση στην Flybe της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Aer Lingus σε 43 αλληλεπικαλυπτόμενα δρομολόγια

(59)

Η Ryanair πρότεινε να μεταβιβάσει στην Flybe μια νέα και αυτόνομη εταιρεία (εφεξής αναφερόμενη ως η Εκχωρούμενη Επιχείρηση, η οποία πιθανώς να ονομαζόταν «Flybe Ιρλανδίας»), στην οποία θα μετέφερε ορισμένα στοιχεία ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, μετρητών ύψους 100 εκατ. EUR, τουλάχιστον 9 μισθωμένων Airbus A 320, χρονοθυρίδων (στα αεροδρόμια αναχωρήσεως και προορισμού), προσωπικού, καθώς και μιας ατελούς, μη αποκλειστικής, μη υπεκχωρήσιμης και μη μεταβιβάσιμης άδειας εκμετάλλευσης του εμπορικού σήματος «Aer Lingus» για διάστημα 3 ετών. Το εν λόγω εμπορικό σήμα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με το εμπορικό σήμα «Flybe».

(60)

Η Ryanair δεσμεύτηκε να αναπτύξει, σε συνεννόηση με την Flybe, ένα επιχειρηματικό σχέδιο για την Εκχωρούμενη Επιχείρηση για το πρώτο έτος, στο οποίο θα καθοριζόταν το συμφωνημένο ύψος των προβλεπόμενων ετήσιων κερδών προ φόρων.

(61)

Η Flybe θα εκμεταλλευόταν ένα συμφωνημένο πρόγραμμα σε 43 δρομολόγια για μια ελάχιστη περίοδο 6 περιόδων εκμετάλλευσης της IATA. Εφόσον οι συνολικές εβδομαδιαίες συχνότητες ανά περίοδο εκμετάλλευσης που έχουν προγραμματιστεί από την Εκχωρούμενη Επιχείρηση σε όλα τα δρομολόγια από/προς την Ιρλανδία παρέμεναν αμετάβλητες, η Flybe όφειλε μόνο να προγραμματίσει πτήσεις για: i) το 90 % των δρομολογίων της Flybe κατά την τρίτη και τέταρτη περίοδο εκμετάλλευσης της IATA από τις πρώτες 6 περιόδους εκμετάλλευσης της IATA και ii) το 85 % των δρομολογίων της Flybe κατά την πέμπτη και έκτη περίοδο εκμετάλλευσης της IATA από τις πρώτες 6 περιόδους εκμετάλλευσης της IATA.

(62)

Σε περίπτωση κατάχρησης των χρονοθυρίδων, προβλεπόταν ένας μηχανισμός κυρώσεων βάσει μιας προοδευτικής κλίμακας ανάλογα με τη σπουδαιότητα του δρομολογίου και όπου οι κυρώσεις μειώνονται σταδιακά κατά τη διάρκεια των πρώτων 6 περιόδων εκμετάλλευσης της IATA.

(63)

Κατά τη διάρκεια των πρώτων 6 περιόδων εκμετάλλευσης της IATA, η Flybe θα δημιουργούσε βάση στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου και θα διατηρούσε επιχειρησιακή βάση για 1 αεροσκάφος στο αεροδρόμιο του Cork.

(64)

Κατά τη διάρκεια των 3 πρώτων περιόδων ΙΑΤΑ, η αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου της Aer Lingus θα χωριζόταν σε δύο τμήματα που θα έφεραν το εμπορικό σήμα και το λογότυπο της Aer Lingus και της Εκχωρούμενης Επιχείρησης, αντίστοιχα, ενώ και στα δύο θα υπήρχε σύνδεσμος προς τους αντίστοιχους δικτυακούς τόπους κρατήσεων. Μετά τις 3 πρώτες περιόδους IATA, θα τοποθετούνταν ένα διαφημιστικό πλαίσιο (banner) στην κορυφή του δικτυακού τόπου της Aer Lingus με έναν σύνδεσμο προς τον δικτυακό τόπο της Εκχωρούμενης Επιχείρησης.

(65)

Όσον αφορά τα 6 δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται η Aer Arann, η Flybe όφειλε να εκπληρώσει την υποχρέωση εκμετάλλευσης των εν λόγω δρομολογίων, αναλαμβάνοντας τη σύμβαση δικαιόχρησης της Aer Arann ή συνάπτοντας νέας σύμβαση δικαιόχρησης με την Aer Arann.

1.2.   Παραχώρηση στην IAG (British Airways) χρονοθυρίδων για 3 αλληλεπικαλυπτόμενα δρομολόγια στο Λονδίνο

(66)

Για 6 περιόδους εκμετάλλευσης της IATA, η Ryanair δεσμεύθηκε ότι η IAG θα αναλάμβανε την εκμετάλλευση του δρομολογίου Δουβλίνο–Λονδίνο, Cork–Λονδίνο και Shannon–Λονδίνο με αεροσκάφη Airbus A319 ή αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας τις δικές της χρονοθυρίδες σε συνδυασμό με εκείνες που θα παραχωρηθούν από την Ryanair:

i)

η IAG και η Ryanair επρόκειτο να συνάψουν σύμβαση μίσθωσης με το αεροδρόμιο Gatwick ή σύμβαση μεταβίβασης μεταξύ Heathrow–Gatwick, ανάλογα με το αν και πότε επρόκειτο να εκπληρωθεί η λεγόμενη προϋπόθεση μεταβίβασης για το Heathrow, το οποίο συνίστατο στο να αποφασιστεί τόσο από την Ryanair όσο και από την IAG ότι η εκτέλεση της σύμβασης μεταβίβασης Heathrow–Gatwick δεν θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 10 του καταστατικού της Aer Lingus (ή άλλης μεταγενέστερης διάταξης) ή οποιουδήποτε άλλου εφαρμοστέου νόμου ή κανονισμού.

ii)

σε περίπτωση που ετίθετο σε εφαρμογή η σύμβαση μίσθωσης για το Gatwick, η IAG θα εκμεταλλευόταν i) 68 εβδομαδιαίες συχνότητες στο δρομολόγιο Δουβλίνο–Λονδίνο/Gatwick, 13 εβδομαδιαίες συχνότητες στο δρομολόγιο Cork–Λονδίνο/Gatwick και 7 εβδομαδιαίες συχνότητες στο δρομολόγιο Shannon-Λονδίνο/Gatwick χρησιμοποιώντας ζεύγη χρονοθυρίδων που ανήκουν στην Ryanair και ii) επιπλέον 2 εβδομαδιαίες συχνότητες στο δρομολόγιο Δουβλίνο–Gatwick, 1 εβδομαδιαία συχνότητα στο δρομολόγιο Cork–Gatwick και 7 εβδομαδιαίες συχνότητες στο δρομολόγιο Shannon–Gatwick, χρησιμοποιώντας χρονοθυρίδες που ανήκουν ή επρόκειτο να αποκτηθούν από την IAG·

iii)

εκτός από την εκμετάλλευση των χρονοθυρίδων στο Gatwick, η IAG θα εκμεταλλευόταν 7 εβδομαδιαίες συχνότητες στο δρομολόγιο Δουβλίνο–Heathrow χρησιμοποιώντας χρονοθυρίδες που θα είχε μισθώσει από την Ryanair. Σύμφωνα με μια αναθεωρημένη σύμβαση με την IAG, η IAG θα σύναπτε επίσης μια συμπληρωματική σύμβαση μίσθωσης για το Heathrow·

iv)

εάν εκπληρωνόταν η προϋπόθεση μεταβίβασης για το Heathrow, η IAG θα μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά της να καταγγείλει τη σύμβαση μίσθωσης για το Gatwick (και τη σύμβαση μίσθωσης για το Heathrow, εφόσον ίσχυε) και να θέσει σε ισχύ τη σύμβαση μεταβίβασης Heathrow–Gatwick (δικαίωμα προαίρεσης της IAG). Ειδικότερα, η IAG θα μεταβίβαζε τις χρονοθυρίδες της (όπως αναφέρεται παραπάνω) για την εκμετάλλευση του δρομολογίου Δουβλίνο–Gatwick και 7 επιπλέον χρονοθυρίδων στο Gatwick με αντάλλαγμα χρονοθυρίδες της Aer Lingus στο Heathrow του Λονδίνου, ώστε η IAG να αναλάβει την εκμετάλλευση: α) 70 εβδομαδιαίων συχνοτήτων για το δρομολόγιο Δουβλίνο–Heathrow, β) 14 εβδομαδιαίες συχνότητες για το δρομολόγιο Cork–Heathrow και γ) 14 εβδομαδιαίες συχνότητες για το δρομολόγιο Shannon–Heathrow. Μια αναθεωρημένη σύμβαση με την IAG πρόσθεσε μια νέα σύμβαση μίσθωσης για το Heathrow και τροποποίησε τον αριθμό των χρονοθυρίδων στο Gatwick που θα λάμβανε η Ryanair σε αντάλλαγμα για τις χρονοθυρίδες στο Heathrow.

1.3.   Πρόσθετες παραχωρήσεις χρονοθυρίδων στα δρομολόγια Λονδίνο–Ιρλανδία

(67)

Σύμφωνα με τη διαδικασία μεταβίβασης χρονοθυρίδων και κατά τη διάρκεια 6 περιόδων εκμετάλλευσης της IATA, η Ryanair δεσμεύθηκε να μεταβιβάσει ή να φροντίσει ώστε η Aer Lingus να μεταβιβάσει σε οποιαδήποτε ενδιαφερόμενη αεροπορική εταιρεία επαρκείς χρονοθυρίδες για την εκμετάλλευση συχνοτήτων με δικό της αεροσκάφος στα δρομολόγια Δουβλίνο–Λονδίνο, Cork–Λονδίνο και/ή Shannon–Λονδίνο, με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των χρονοθυρίδων που θα μεταβιβαστεί δεν θα υπερβαίνει τη διαφορά των αλληλεπικαλυπτόμενων δρομολογίων.

1.4.   Δυνητικός ανταγωνισμός

(68)

Κατά τη διάρκεια των πρώτων 6 περιόδων εκμετάλλευσης της IATA και ανά πάσα στιγμή μετέπειτα, η Ryanair δεσμεύθηκε να μεταβιβάσει ή να φροντίσει ώστε η Aer Lingus να μεταβιβάσει χρονοθυρίδες για τα δρομολόγια δυνητικών ανταγωνιστών σε οποιαδήποτε ενδιαφερόμενη αεροπορική εταιρεία.

2.   Αξιολόγηση της τελικής σειράς δεσμεύσεων

2.1.   Η Flybe δεν ήταν κατάλληλος αγοραστής

(69)

Η Επιτροπή έκρινε ότι η Flybe δεν ήταν κατάλληλος αγοραστής που θα καθιστούσε την Εκχωρούμενη Επιχείρηση ενεργό ανταγωνιστή στην αγορά.

(70)

Πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι, ελλείψει ειδικά καθορισμένων στοιχείων ενεργητικού που επρόκειτο να παραχωρηθούν στο πλαίσιο της επιχείρησης Flybe Ιρλανδίας, δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Εκχωρούμενη Επιχείρηση θα διέθετε τα απαραίτητα στοιχεία ενεργητικού προκειμένου να είναι βιώσιμη και ανταγωνιστική.

(71)

Δεύτερον, σε σχέση με το επιχειρηματικό μοντέλο της Flybe, η Επιτροπή έκρινε ότι ενώ οι δραστηριότητες στα δρομολόγια που συνδέουν την Ιρλανδία με το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να ενταχθούν στο υφιστάμενο επιχειρηματικό μοντέλο της Flybe, ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο αεροσκάφος, άλλα δρομολόγια, και ιδίως δρομολόγια αναψυχής με μεγαλύτερη διάρκεια, δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στο υφιστάμενο επιχειρηματικό μοντέλο της Flybe. Η Επιτροπή επεσήμανε επίσης ότι η Flybe δεν διέθετε εμπειρία στην εκμετάλλευση αεροσκαφών Airbus A320 και, επομένως, θα αντιμετώπιζε δυσκολία στην κατανόηση της αγοράς στην οποία θα δραστηριοποιείτο.

(72)

Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας η Ryanair επρόκειτο να καταρτίσει ένα επιχειρηματικό σχέδιο για την Flybe Ιρλανδίας και η συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας η Ryanair επρόκειτο να προβεί στην (ανα)διάρθρωση της βάσης κόστους της Εκχωρούμενης Επιχείρησης, παρόλο που δεν θα οδηγούσε σε μια μακροχρόνια σχέση μεταξύ της οντότητας που προκύπτει από τη συγκέντρωση και της Εκχωρούμενης Επιχείρησης, προφανώς δεν συμβιβάζεται με την έννοια των ανεξάρτητων ανταγωνιστών.

(73)

Τέταρτον, δεδομένου ότι η προηγούμενη εμπειρία της Flybe όσον αφορά την ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε νέες αγορές ήταν μάλλον διαφορετική από την προτεινόμενη εξαγορά της Flybe Ιρλανδίας, δεδομένου ότι η Flybe είχε περιορισμένη μόνο εμπειρία στην ιρλανδική αγορά και δεδομένου ότι η Flybe, σε αντίθεση με την Aer Lingus, είχε περιορισμένη μόνο εμπειρία και αποτελέσματα όσον αφορά τη σχέση ανταγωνισμού της με τη Ryanair, η Επιτροπή έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι η Flybe είχε την αποδεδειγμένη σχετική πείρα για να διατηρήσει και να αναπτύξει την Flybe Ιρλανδίας ως έναν βιώσιμο και ενεργό ανταγωνιστή της οντότητας που προκύπτει από τη συγκέντρωση.

(74)

Πέμπτον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Flybe δεν διέθετε τους οικονομικούς πόρους για να διατηρήσει και να αναπτύξει την Flybe Ιρλανδίας μεσοπρόθεσμα ως έναν βιώσιμο και ενεργό ανταγωνιστή της οντότητας που προκύπτει από τη συγκέντρωση.

(75)

Έκτον, όσον αφορά την ικανότητά της να ανταγωνιστεί την οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση μετά την πράξη συγχωνεύσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, παρά την προτεινόμενη παραχώρηση άδειας χρήσης του εμπορικού σήματος, την αναφορά στον δικτυακό τόπο και την εισφορά κεφαλαίων στην Flybe Ιρλανδίας, δεν ήταν βέβαιο εάν η Flybe θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει ένα επαρκώς ισχυρό εμπορικό σήμα, ιδίως όσον αφορά τους επιβάτες που προέρχονται από την Ιρλανδία, το οποίο θα της επέτρεπε να ασκήσει επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση, ώστε να επιλυθούν τα εντοπισθέντα από την Επιτροπή προβλήματα ανταγωνισμού. Επιπλέον, η ικανότητα της Flybe Ιρλανδίας να ασκήσει επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση, ώστε να επιλυθούν τα εντοπισθέντα από την Επιτροπή προβλήματα ανταγωνισμού, ήταν πιθανό να επηρεαστεί από τις προτεινόμενες περιορισμένες δραστηριότητες της βάσης και τον προτεινόμενο αριθμό παραχωρούμενων συχνοτήτων και τη συνεπαγόμενη μεταφορική ικανότητα. Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα έσοδα και η βάση κόστους της Flybe Ιρλανδίας είναι απίθανο να της επιτρέψουν να εκμεταλλευτεί επικερδώς και τα 43 δρομολόγια.

(76)

Έβδομον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Flybe δεν θα είχε επαρκή κίνητρα να συνεχίσει να δραστηριοποιείται σε μόνιμη βάση, τουλάχιστον σε σχέση με ένα σημαντικό μέρος των 43 δρομολογίων της Flybe.

(77)

Επιπλέον, η Επιτροπή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι δεσμεύσεις σε σχέση με την Flybe δεν ήταν πιθανό να εφαρμοστούν άμεσα όσον αφορά τη σύμβαση δικαιόχρησης. Επίσης, η Επιτροπή δεν μπορούσε να διαπιστώσει σαφώς ότι οι προτεινόμενες δεσμεύσεις, μετά την εφαρμογή τους, θα αντιμετώπιζαν πλήρως και αδιαμφισβήτητα τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντοπίζονται στην παρούσα απόφαση όσον αφορά τα δρομολόγια της Aer Arann.

(78)

Τέλος, οι δεσμεύσεις δεν ήταν σαφείς και ήγειραν αμφιβολίες ως προς το αν θα εφαρμόζονταν εγκαίρως.

2.2.   Αβεβαιότητες ως προς τα τρία δρομολόγια του Λονδίνου — IAG

(79)

Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να συναγάγει με τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας ότι οι νέες εμπορικές δομές που προκύπτουν από την τελική σειρά δεσμεύσεων όσον αφορά τα τρία δρομολόγια του Λονδίνου θα ήταν αρκετά λειτουργικές και βιώσιμες, ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα εμπόδιζαν σε σημαντικό βαθμό την άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στα τρία δρομολόγια του Λονδίνου κατά τη διάρκεια της ελάχιστης περιόδου και μετέπειτα.

(80)

Ανεξάρτητα από το εάν θα ίσχυε η σύμβαση μίσθωσης για το Gatwick ή η σύμβαση μεταβίβασης μεταξύ Heathrow-Gatwick, η συνολική μεταφορική ικανότητα για τα δρομολόγια ήταν πιθανό να μειωθεί και η οντότητα που προκύπτει από τη συγχώνευση θα παρέμενε κυρίαρχη από άποψη συχνοτήτων και μεταφορικής ικανότητας στα τρία δρομολόγια του Λονδίνου (Δουβλίνο, Cork και Shannon). Επιπλέον, η IAG έχει διαφορετικό επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο επικεντρώνεται περισσότερο στους επιβάτες που ταξιδεύουν για επαγγελματικούς λόγους και τους επιβάτες πτήσεων με ανταποκρίσεις (το οποίο έχει σημασία αν ισχύει η σύμβαση μεταβίβασης μεταξύ Heathrow-Gatwick). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η IAG δεν θα περιορίσει αρκετά την οντότητα που προκύπτει από τη συγχώνευση μετά την πράξη συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της ελάχιστης περιόδου.

(81)

Η Επιτροπή έκρινε ότι πιθανότατα η IAG θα αποχωρούσε από τα εν λόγω τρία δρομολόγια από το Gatwick και θα μείωνε σημαντικά τις δραστηριότητές της στα δρομολόγια αυτά από το Heathrow στο τέλος της ελάχιστης περιόδου. Η Επιτροπή δεν είχε επίσης εντοπίσει κάποια επαρκή, πιθανή και έγκαιρη είσοδο στα εν λόγω δρομολόγια κατά τη διάρκεια της έρευνας αγοράς που διεξήγαγε.

(82)

Τέλος, η πολυπλοκότητα των δεσμεύσεων, οι αντιφάσεις μεταξύ των δεσμεύσεων, του εντύπου RM σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα, της σύμβασης IAG και του μηχανισμού επίλυσης διαφορών, ήγειραν αμφιβολίες ως προς το αν οι δεσμεύσεις επρόκειτο να εκπληρωθούν εγκαίρως.

2.3.   Συμπέρασμα

(83)

Με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της έρευνας αγοράς, η Επιτροπή έκρινε ότι η τελική σειρά δεσμεύσεων δεν ήταν πιθανό να οδηγήσει στην είσοδο στην αγορά νέων ανταγωνιστών που θα ήταν σε θέση να ασκήσουν επαρκή ανταγωνιστική πίεση στην οντότητα που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση.

(84)

Η τελική σειρά δεσμεύσεων δεν επέτρεψε στην Επιτροπή να συμπεράνει, με τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας, ότι θα ήταν δυνατή η έγκαιρη υλοποίησή τους και ότι θα ήταν αρκετά λειτουργικές και βιώσιμες για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα εμπόδιζαν σε σημαντικό βαθμό την άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού τον οποίο αποσκοπούσαν να καταργήσουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

(85)

Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει σαφώς ότι το τελικό σύνολο δεσμεύσεων, μετά την εφαρμογή του, θα αντιμετώπιζε πλήρως και αδιαμφισβήτητα τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντοπίζονται στην παρούσα απόφαση.

(86)

Επομένως, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ryanair δεν ήταν δυνατόν να εξαλείψουν την εντοπισθείσα σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, και, κατά συνέπεια, ότι δεν ήταν δυνατόν να καταστήσουν την πράξη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

V.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(87)

Για τους ανωτέρω λόγους, η απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη συγκέντρωση μπορεί να παρεμποδίσει ουσιωδώς τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, ή σε μεγάλο τμήμα της.

(88)

Κατά συνέπεια, η συγκέντρωση κηρύχθηκε ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 (εφεξής «κανονισμός συγκεντρώσεων»). Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») εισήγαγε ορισμένες αλλαγές, όπως η αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση» και του όρου «κοινή αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά». Η παρούσα απόφαση ακολουθεί την ορολογία της ΣΛΕΕ.

(2)  Δουβλίνο–Βερολίνο, Δουβλίνο–Βουδαπέστη, Δουβλίνο–Faro, Δουβλίνο–Φουερτεβεντούρα, Δουβλίνο–Γκραν Κανάρια, Δουβλίνο–Ίμπιζα, Δουβλίνο–Lanzarote, Δουβλίνο–Μαδρίτη, Δουβλίνο–Μάλαγα, Δουβλίνο–Μασσαλία, Δουβλίνο–Νίκαια, Δουβλίνο–Palma, Cork–Μάλαγα, Cork–Faro, Cork–Lanzarote, Cork–Palma.

(3)  Δουβλίνο–Βαρκελώνη El Prat/Girona/Reus, Δουβλίνο–Αλικάντε/Μούρθια, Δουβλίνο–Νότιος Τενερίφη/Βόρειος Τενερίφη, Δουβλίνο–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ/Leeds Bradford, Δουβλίνο–Λονδίνο Heathrow/Gatwick/Luton/Stansted/City/Southend, Cork–Λονδίνο Heathrow/Gatwick/Stansted, Δουβλίνο–Birmingham/East Midlands, Δουβλίνο–Εδιμβούργο/Γλασκόβη, Cork–Αλικάντε/Μούρθια, Cork–Νότιος Τενερίφη/Βόρειος Τενερίφη.

(4)  Δουβλίνο–Μπιλμπάο/Santander, Δουβλίνο–Βρυξέλλες/Charleroi, Δουβλίνο–Μιλάνο Malpensa/Μιλάνο Linate/Bergamo, Δουβλίνο–Φρανκφούρτη/Frankfurt Hahn, Δουβλίνο–Ρώμη Ciampino/Fiumicino, Δουβλίνο–Βιέννη/Μπρατισλάβα, Δουβλίνο–Παρίσι CDG/Παρίσι Beauvais/Orly, Δουβλίνο–Τουλούζη/Carcassonne, Δουβλίνο–Γλασκόβη/Prestwik, Δουβλίνο–Βενετία/Treviso, Δουβλίνο–Μόναχο/Memmingen, Δουβλίνο–Βαρσοβία/Warsaw–Modlin, Δουβλίνο–Στοκχόλμη Arlanda/Skavsta, Cork–Βαρκελώνη El Prat/Girona/Reus/Skavsta, Cork–Βαρκελώνη El Prat/Girona/Reus, Cork–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ/Leeds Bradford, Knock–Birmingham/East Midlands, Knock–Λονδίνο Heathrow/Gatwick/Luton/Stansted/City/Southend, Shannon–Μάντσεστερ/Λίβερπουλ/Leeds Bradford, Shannon–Λονδίνο Heathrow/Gatwick/Luton/Stansted/City/Southend.

(5)  Επισημαίνεται ότι, ενώ υπάρχουν 19 δρομολόγια στα οποία το ζήτημα της δυνατότητας υποκατάστασης αεροδρομίων ήταν χρήσιμο, υπάρχουν μόνο 17 ζεύγη αεροδρομίων. Πρόκειται για τις εξής: Βαρκελώνη El Prat, Girona και Reus· Μπιλμπάο και Σανταντέρ· αεροδρόμια Λονδίνου (Heathrow, Gatwick, Stansted, Luton και City)· Στοκχόλμη Arlanda και Skavsta· Μάντσεστερ, Λίβερπουλ και Leeds Bradford (για το Cork και το Shannon)· Τουλούζη και Carcassone· Birmingham και East Midlands (για το Knock)· Μιλάνο Linate, Malpensa και Bergamo· Βενετία και Τρεβίζο· Βρυξέλλες και Charleroi· Μόναχο και Memmingen· Βιέννη και Μπρατισλάβα· Γλασκόβη και Prestwick· Παρίσι CDG, Beauvais και Orly· Βαρσοβία και Modlin· Φρανκφούρτη και Hahn· Ρώμη Fiumicino και Ciampino.

(6)  London Southend και αεροδρόμια Λονδίνου, Εδιμβούργου και Γλασκόβης, Μάντσεστερ, Λίβερπουλ, Leeds Bradford (για το Δουβλίνο), Birmingham και East Midlands (για το Δουβλίνο), Bristol/Cardiff/Exeter, Αλικάντε και Μούρθια, Νότιος/Βόρειος Τενερίφη.

(7)  Ωστόσο, το δρομολόγιο αυτό θα αποτελούσε μονοπώλιο, εάν η αγορά περιλάμβανε μόνο υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς μεταξύ του αεροδρομίου του Δουβλίνου και του Bristol.

(8)  Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα τα δρομολόγια από τα οποία εξήλθαν τα μέρη μετά την ανακοίνωση της πράξης συγκέντρωσης δεν αφορούν τη συγκεκριμένη πράξη συγκέντρωσης και δεν αντιμετωπίζονται ως αλληλεπικάλυψη μεταξύ των μερών για το σκοπό της αξιολόγησης όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Τα δρομολόγια αυτά είναι τα εξής: Δουβλίνο–Κρακοβία, Δουβλίνο–Βερόνα και Δουβλίνο–Βίλνιους.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/31


Μέτρα εξυγίανσης

Απόφαση για μέτρο εξυγίανσης έναντι της «Διεθνής Ένωσις Ανώνυμος Ασφαλιστική Εταιρία»

(Δημοσίευση βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων)

2013/C 216/08

Ασφαλιστική επιχείρηση

«Διεθνής Ένωσις Ανώνυμος Ασφαλιστική Εταιρία» με έδρα στην οδό Ηλία Ηλιού 66, τκ 11764 Αθήνα, ΑΡΜΑΕ 12836/Β/05/1986, ΑΦΜ 094058455 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον κ. Ανδρέα Βαλυράκη, πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας

Ημερομηνία, έναρξη ισχύος και φύση της απόφασης

Απόφαση 80/3/28.6.2013 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την απαγόρευση ελεύθερης διάθεσης (δέσμευση) του συνόλου των, κατά την έκδοση της παρούσας υφιστάμενων, σε ασφαλιστική τοποθέτηση και ελεύθερων περιουσιακών στοιχείων καθώς και των χρηματοπιστωτικών μέσων της Εταιρείας «Διεθνής Ένωσις Ανώνυμος Ασφαλιστική Εταιρία», τηρουμένων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Επιπλέον, αναστέλλονται όλες οι ασφαλιστικές εργασίες της εν λόγω εταιρείας που αφορούν στο σύνολο της δραστηριότητάς της σε όλους τους κλάδους ασφάλισης.

Έναρξη ισχύος: 28.6.2013

Λήξη ισχύος: 15.7.2013

Αρμόδιες αρχές

Τράπεζα της Ελλάδος

Ελευθερίου Βενιζέλου 21

102 50 Αθήνα/Athens

ΕΛΛΑΔΑ/GREECE

Εποπτικές αρχές

Τράπεζα της Ελλάδος

Ελευθερίου Βενιζέλου 21

102 50 Αθήνα/Athens

ΕΛΛΑΔΑ/GREECE

Διορισμένος διοικητής

 

Εφαρμοστέο δίκαιο

Ελληνικό Δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 17γ του ν.δ. 400/1970


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/32


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.7001 — Carlyle/Klenk Holz)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2013/C 216/09

1.

Στις 22 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση CSP III Klenk (Νήσοι Κέιμαν), Ltd, φορέας εξαγοράς που ανήκει και ελέγχεται από κεφάλαια που διαχειρίζεται ο όμιλος Carlyle Group (ΗΠΑ), αποκτά, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων, τον έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Klenk Holz AG (Γερμανία) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

Ο όμιλος Carlyle Group παρέχει υπηρεσίες εναλλακτικής διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε παγκόσμιο επίπεδο·

Η Klenk Holz AG είναι παράγει προϊόντα ξυλείας για τον κλάδο των κατασκευών αλλά και για ιδιοκατασκευές (DIY) στο σπίτι. Επιπλέον η Klenk παράγει και πωλεί στρογγυλή ξυλεία και καυσόξυλα και παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες σχεδιασμού. Η Klenk ασκεί επίσης δραστηριότητες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.7001 — Carlyle/Klenk Holz. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301), ηλεκτρονικά στην COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32 («Ανακοίνωση σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία»).


30.7.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 216/33


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.6922 — Triton/Logstor)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2013/C 216/10

1.

Στις 19 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή έλαβε κοινοποίηση σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1), με την οποία η επιχείρηση Tri-Langley Acquisition ApS, φορέας εξαγοράς τελικά ελεγχόμενος από την Triton Managers III Limited and TFF III Limited («Triton», Τζέρσεϋ) αποκτά κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, αποκλειστικό έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης LRA III ApS, («Logstor», Δανία) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

Triton: Επιχείρηση επενδύσεων ιδιωτικών συμμετοχών σε εταιρείες χαρτοφυλακίου δραστηριοποιούμενες σε διάφορους κλάδους. Μία από τις εταιρίες χαρτοφυλακίου της Triton είναι η Battenfeld-Cincinnati, η οποία δραστηριοποιείται στην κατασκευή και πώληση πλαστικών μηχανημάτων, εξωθητήρων και γραμμών εξώθησης·

Logstor: Κατασκευή και πώληση προμονωμένων σωλήνων.

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.6922 — Triton/Logstor. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301), ηλεκτρονικά στην COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).