ISSN 1977-0901

doi:10.3000/19770901.C_2012.141.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

55ό έτος
17 Μαΐου 2012


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 141/01

Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση ( 1 )

1

2012/C 141/02

Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση ( 2 )

5

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

2012/C 141/03

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 7ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ (CON/2012/18)

7

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Συμβούλιο

2012/C 141/04

Σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 2 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2012 — Θέση του Συμβουλίου

25

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 141/05

Ισοτιμίες του ευρώ

26

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 141/06

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων στο πλαíσιο του 7ου Προγράμματος — Πλαισίου Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Επίδειξης της ΕΚ

27

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 141/07

Κρατικές ενισχύσεις — Γερμανία — Κρατική ενίσχυση SA.23129 (12/C) (ex 12/NN) — Πώληση και επαναμίσθωση πολυκατοικιών στο Neubrandenburg — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 1 )

28

 

Διορθωτικά

2012/C 141/08

Διορθωτικό στο MEDIA 2007 — Ανάπτυξη, διανομή, προώθηση και κατάρτιση — Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — EACEA/7/12 — Υποστήριξη της διεθνικής διανομής ευρωπαϊκών ταινιών — Σύστημα αυτόματης υποστήριξης 2012 (ΕΕ C 60 της 29.2.2012)

38

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

 

(2)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/1


Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ

Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 141/01

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

4.8.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32465 (11/N)

Κράτος μέλος

Ηνωμένο Βασίλειο

Περιφέρεια

Wales

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Wales Screen Fund

Νομική βάση

Sections 60, 61 and 70 of the Government of Wales Act 2006. Section 1 of the Welsh Development Agency Act 1975 provides that the Welsh Ministers may provide finance for persons carrying on or intending to carry on businesses to further the economic and social development of Wales or any part of Wales or to promote efficiency in business and international competitiveness in Wales

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Πολιτισμός

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιχορήγηση, Δάνειο με ευνοϊκούς όρους

Προϋπολογισμός

 

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 3 εκατ. GBP;

 

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 9 εκατ. GBP

Ένταση

20 %

Διάρκεια

4.8.2011-4.8.2014

Κλάδοι της οικονομίας

Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Welsh Government

Rhodfa Padarn

Llanbadarn Fawr

Aberystwyth

Ceredigion

Wales

SY23 3UR

UNITED KINGDOM

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

15.12.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.34032 (11/N)

Κράτος μέλος

Ιταλία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Reintroduction of the Italian Guarantee Scheme

Νομική βάση

Decreto-Legge 6 dicembre 2011, n. 201

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία

Είδος ενίσχυσης

Εγγύηση

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 80 000 εκατ. EUR

Ένταση

Διάρκεια

μέχρι τις 30.6.2012

Κλάδοι της οικονομίας

Χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Ministero dell'Economia e delle Finanze

Via XX Settembre 97

00187 Roma RM

ITALIA

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

22.2.2012

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.34280 (N/12)

Κράτος μέλος

Φινλανδία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Valtiontuki miehistön matka- javaihtokustannuksiin;

Statligt stöd för kostnader för besättnings resor och avlösning

Νομική βάση

Merityöaikalaki 9.4.1976/296, Merimiesten vuosilomalaki 1.6.1984/433; Merityösopimuslaki 17.6.2011/756.

Sjöarbetstidslag 9.4.1976/296; Semesterlag för sjömän 1.6.1984/433; Lag om sjöarbetsavtal 17.6.2011/756

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Τομεακή Ανάπτυξη

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιχορήγηση

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη ετήσια δαπάνη: 1,5 εκατ. EUR;

Ένταση

Διάρκεια

Από 1.1.2012

Κλάδοι της οικονομίας

Μεταφορές

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Liikenne- ja viestintäministeriö

Valtioneuvosto

Eteläesplanadi 16

PL 31

FI-00023 Helsinki

SUOMI/FINLAND

Kommunikationsministeriet

Statsrådet

Södra esplanaden 16

PB 31

FI-00023 Helsinki

SUOMI/FINLAND

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

22.2.2012

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.34344 (12/N)

Κράτος μέλος

Ιταλία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Amendment of the Italian Guarantee Scheme

Νομική βάση

Decreto-Legge 6 dicembre 2011, n. 201

Είδος μέτρου

Καθεστώς Ενισχύσεων

Στόχος

Αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής στην οικονομία

Είδος ενίσχυσης

Εγγύηση

Προϋπολογισμός

Προβλεπόμενη συνολική ενίσχυση 110 000 εκατ. EUR

Ένταση

Διάρκεια

μέχρι τις 30.6.2012

Κλάδοι της οικονομίας

Χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Ministero dell'Economia e delle Finanze

Via XX Settembre 97

00187 Roma RM

ITALIA

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm


17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/5


Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ

Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης)

2012/C 141/02

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

10.4.2012

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.33403 (11/N)

Κράτος μέλος

Κάτω Χώρες

Περιφέρεια

Nederland

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Verhoging van de parafiscale heffingen ter financiering van gezondheids- en onderzoeksmaatregelen in de pluimveesector

Νομική βάση

1.

Wet op de bedrijfsorganisatie (artikel 126);

2.

Instellingsbesluit Productschap Pluimvee en Eieren (artikel 6 en 8);

3.

Verordening algemene bepalingen heffingen (PPE) 2005;

4.

Verordening bestemmingsheffingen pluimveevleessector (PPE);

5.

Verordening bestemmingsheffingen legsector;

6.

Verordening fonds gezondheidszorg (PPE) 2011;

7.

Verordening fonds onderzoek en ontwikkeling (PPE) 2011.

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Ζωονόσοι, Έρευνα και ανάπτυξη

Είδος ενίσχυσης

Επιδοτούμενες υπηρεσίες

Προϋπολογισμός

Συνολικός προϋπολογισμός: 23,22 EUR (σε εκατ.)

Ένταση

100 %

Διάρκεια

μέχρι τις 1.7.2017

Κλάδοι της οικονομίας

Εκτροφή πουλερικών

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Productschap voor Pluimvee en Eieren

Postbus 460

2700 AL Zoetermeer

NEDERLAND

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

4.4.2012

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.33628 (11/N)

Κράτος μέλος

Πολωνία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Aid scheme for compensation for damage caused by floods in Poland

Νομική βάση

Ustawa o szczególnych rozwiązaniach związanych z usuwaniem skutków powodzi (Dz.U. nr 234, poz. 1385)

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Θεομηνίες ή έκτακτα γεγονότα

Είδος ενίσχυσης

Επιδότηση επιτοκίου, Μείωση εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, Δάνειο με ευνοϊκούς όρους, Αναβολή της πληρωμής φόρου, Διαγραφή χρέους, Άμεση επιδότηση

Προϋπολογισμός

Ετήσιος προϋπολογισμός: 54 PLN (σε εκατ.)

Ένταση

100 %

Διάρκεια

Κλάδοι της οικονομίας

Γεωργία, δασοκομία και αλιεία

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/7


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 7ης Μαρτίου 2012

σχετικά με την ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ

(CON/2012/18)

2012/C 141/03

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 21 Δεκεμβρίου 2011 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ (1) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός για την παρακολούθηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων») και πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ (2) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός για την ενίσχυση των εποπτικών διαδικασιών») (εφεξής από κοινού οι «προτεινόμενοι κανονισμοί»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι προτεινόμενοι κανονισμοί αφορούν τον πρωταρχικό στόχο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ήτοι τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 127 παράγραφος 1 και 282 παράγραφος 2 της Συνθήκης και στο άρθρο 2 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Γενικές παρατηρήσεις

Όπως αναφέρεται και στη γνώμη CON/2011/13 (3), η τρέχουσα κρίση καταδεικνύει σαφέστατα ότι η φιλόδοξη μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης υπαγορεύεται από το βαθύτερο και επιτακτικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών και, ιδίως, της ζώνης του ευρώ. Η ενίσχυση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), το οποίο ενσωματώνεται σε μία δέσμη έξι νομοθετικών πράξεων (4) που τέθηκαν σε ισχύ στις 13 Δεκεμβρίου 2011, δημιούργησε ένα πιο στιβαρό πλαίσιο στην Ένωση για την εποπτεία και το συντονισμό της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Δεδομένου ότι η συμμετοχή στη νομισματική ένωση έχει σημαντικές επιπτώσεις και απαιτεί πολύ πιο στενό συντονισμό και εποπτεία προκειμένου να διασφαλιστούν η σταθερότητα και η βιωσιμότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της, στη σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου 2011 ανακοινώθηκε η δέσμευση για εφαρμογή συμπληρωματικών μέτρων.

Σύμφωνα και με τη θέση που εξέφρασε στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης των ως άνω νομοθετικών πράξεων, απευθύνοντας έκκληση για την πραγματοποίηση ενός μεγάλου άλματος για τη ζώνη του ευρώ, η ΕΚΤ χαιρετίζει τους προτεινόμενους κανονισμούς και υποδεικνύει ορισμένες τροποποιήσεις που στοχεύουν: α) στην περαιτέρω ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, και β) στην περαιτέρω ενίσχυση της εποπτείας των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν ή υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά τη δημοσιονομική τους σταθερότητα, ανεξαρτήτως εάν λαμβάνουν ή χρειαστεί να λάβουν χρηματοδοτική συνδρομή.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι προτεινόμενοι κανονισμοί συνάδουν και συμπληρώνουν τη νέα συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση στην οικονομική και νομισματική ένωση (εφεξής η «ΣΣΣΔ»), όπως αυτή συμφωνήθηκε στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 30ής Ιανουαρίου 2012.

Τέλος, προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του προαναφερθέντος μεγάλου άλματος είναι η έγκαιρη και δυναμική εφαρμογή από τα κράτη μέλη των υποχρεώσεων που υπέχουν βάσει της ΣΣΣΔ, αλλά και των προτεινόμενων κανονισμών όταν αυτοί εκδοθούν.

I.   Προτεινόμενος κανονισμός για την παρακολούθηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων

Ο εν λόγω προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διατάξεις που θα ενισχύσουν τη δημοσιονομική εποπτεία των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει διαδικασίες στενότερης παρακολούθησης για τη διασφάλιση της διόρθωσης των υπερβολικών ελλειμμάτων. Η ΕΚΤ χαιρετίζει τον προτεινόμενο κανονισμό ο οποίος, όταν εκδοθεί, θα συμπληρώνει το ενισχυμένο ΣΣΑ. Αποτελεί ένα επιπλέον βήμα προς την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης όσον αφορά τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Ειδικότερα, ο προτεινόμενος κανονισμός: α) απαιτεί από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ να διαθέτουν αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες σχετικά με το ισοζύγιο του προϋπολογισμού οι οποίοι εντάσσουν τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς τους στόχους στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τους, καθώς και ανεξάρτητο δημοσιονομικό συμβούλιο για την κατάρτιση ανεξάρτητων μακροοικονομικών ή/και δημοσιονομικών προβλέψεων για τα ετήσια μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα και τα σχέδια νόμων για τον προϋπολογισμό· β) ενισχύει την παρακολούθηση και αξιολόγηση των σχεδίων των προϋπολογισμών όλων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού κοινού δημοσιονομικού χρονοδιαγράμματος, απαιτώντας την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών και παρέχοντας στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδίδει γνώμη σχετικά με τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων και να ζητά αναθεωρημένα προγράμματα σε περίπτωση διαπίστωσης ιδιαίτερα σοβαρών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το ΣΣΑ· γ) συμβάλλει στη διασφάλιση της έγκαιρης διόρθωσης των υπερβολικών ελλειμμάτων με τη στενότερη παρακολούθηση των κρατών μελών που υπόκεινται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και στις συστάσεις της Επιτροπής για την υιοθέτηση συμπληρωματικών μέτρων στην περίπτωση κινδύνου μη συμμόρφωσης με τις συστάσεις του Συμβουλίου· και δ) διασφαλίζει την υψηλή ποιότητα των λογαριασμών της ευρύτερης δημόσιας διοίκησης με τη διενέργεια ευρέως ανεξάρτητου ελέγχου, ο οποίος συμπληρώνει τις ελάχιστες απαιτήσεις που θεσπίστηκαν πρόσφατα για την ανεξαρτησία των εθνικών στατιστικών αρχών και τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραποίησης των δημοσιονομικών στατιστικών στοιχείων.

Παράλληλα, υπάρχει περιθώριο βελτίωσης του προτεινόμενου κανονισμού, προκειμένου αυτός να καταστεί περισσότερο δεσμευτικός και αποτελεσματικός. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ έχει ορισμένες παρατηρήσεις.

1.

Για την περαιτέρω ενίσχυση του κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει — προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη υποβολή σε προγράμματα σταθερότητας (5) — να ζητεί από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ εκτός από την υποβολή σχεδίου του προϋπολογισμού τους (6) και επικαιροποιημένα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά προγράμματα. Αυτά τα προγράμματα θα πρέπει επίσης να καλύπτουν την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, έμμεσες και ενδεχόμενες υποχρεώσεις του δημοσίου και άλλα στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών (7). Αυτό θα επιτρέψει στην Επιτροπή να παρακολουθεί και να αξιολογεί τα σχέδια προϋπολογισμών για το επερχόμενο έτος, λαμβάνοντας υπόψη τις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές επιπτώσεις νέων μέτρων, καθώς και κινδύνους για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών που αφορούν συγκεκριμένες χώρες.

2.

Η ΕΚΤ προτείνει η Επιτροπή να εκδίδει γνώμη κάθε φορά που συγκεκριμένο σχέδιο προϋπολογισμού αναμένεται να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με τις διατάξεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική οι οποίες προβλέπονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και σε διαρθρωτικό έλλειμμα υψηλότερο από εκείνο που προβλέπεται στο πρόγραμμα σταθερότητας του κράτους μέλους· ή σε περίπτωση που ο λόγος του δημόσιου χρέους υπερβαίνει το 60 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και δεν μειώνεται με ικανοποιητικό ρυθμό, όπως ορίζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης· ή όταν η Επιτροπή εντοπίζει κινδύνους για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνει υπόψη της τη γνώμη του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας. Η ΕΚΤ συνιστά επίσης να καταστεί σαφές (στο άρθρο 6 παράγραφος 1) ότι η Επιτροπή αξιολογεί την ποιότητα της διαδικασίας συλλογής των σχετικών στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει, λόγου χάρη, σε γνώμη σχετικά με την ποιότητα των δημοσιονομικών στατιστικών στοιχείων ή την έλλειψη ανεξαρτησίας των μακροοικονομικών ή/και δημοσιονομικών προβλέψεων (8).

3.

Η Επιτροπή θα πρέπει στη γνώμη της να ζητά αναθεωρημένο σχέδιο προϋπολογισμού από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική οι οποίες προβλέπονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Επιπλέον, η Επιτροπή πρέπει να ζητά αναθεωρημένο σχέδιο προϋπολογισμού από τα κράτη μέλη σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την πορεία του ελλείμματος ή/και του χρέους η οποία καθορίζεται στο πρόγραμμα σταθερότητας του κράτους μέλους, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του Συμβουλίου για το πρόγραμμα σταθερότητας, ή όταν εντοπίζει κινδύνους για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών (δηλαδή, αυτό δεν πρέπει να ζητείται μόνο σε περιπτώσεις «ιδιαίτερα σοβαρής μη συμμόρφωσης» με τις διατάξεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική για το επερχόμενο έτος, όπως προβλέπεται στο ΣΣΑ, αλλά μόλις παρατηρηθεί οποιαδήποτε μη συμμόρφωση ή όταν εντοπίζονται άλλοι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα) (9).

4.

Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι η Επιτροπή ζητά αναθεωρημένο σχέδιο προϋπολογισμού σε «ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης» με τις διατάξεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική του ΣΣΑ. Η ΕΚΤ να τροποποιηθεί η ως άνω διατύπωση και να γίνει «περιπτώσεις μη συμμόρφωσης» προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη αναθεώρηση του σχεδίου προϋπολογισμού.

Προκειμένου να ενισχυθεί το διορθωτικό σκέλος του ΣΣΑ, η ΕΚΤ θεωρεί επίσης αναγκαία μια πιο στενή παρακολούθηση της επάρκειας των διορθωτικών μέτρων — εφόσον φαίνεται αμφίβολη η έγκαιρη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος — με τη χρήση μεγαλύτερης πίεσης μεταξύ των εταίρων στο πλαίσιο της Ευρωομάδας, του Συμβουλίου και, τελικά, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, καθώς και με τη συχνότερη χρήση κυρώσεων (που πλήττουν τη φήμη) (10).

II.   Προτεινόμενος κανονισμός για την ενίσχυση των διαδικασιών εποπτείας

Ο εν λόγω προτεινόμενος κανονισμός θεσπίζει ένα μηχανισμό εποπτείας που θα εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με εντάσεις στη χρηματοπιστωτική αγορά ή/και λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή. Γενικά, ο προτεινόμενος κανονισμός είναι ευπρόσδεκτος, καθώς αποτελεί μια σαφή νομική βάση για την άσκηση στενότερης παρακολούθησης στα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν εντάσεις στη χρηματοπιστωτική αγορά ή λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή. Ευπρόσδεκτη είναι και η συμμετοχή της ΕΚΤ και των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει ορισμένες παρατηρήσεις.

1.

Η ΕΚΤ επικροτεί το γεγονός ότι ακόμη και στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν λαμβάνει κανενός είδους οικονομική στήριξη, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να το υποβάλει σε ενισχυμένη εποπτεία εάν αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες [θα ήταν σκόπιμο να χρησιμοποιείται η ίδια ορολογία σε ολόκληρο το αγγλικό κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού, όπου επί του παρόντος χρησιμοποιείται τόσο ο όρος «serious» (π.χ. άρθρο 1) όσο και ο όρος «severe» (π.χ. άρθρο 2). Επίσης, θα διευκόλυνε στην ερμηνεία του προτεινόμενου κανονισμού η παράθεση παραδειγμάτων σχετικά με το τι θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή δυσκολία. Αντίθετα, δεν θα ήταν συνετό να παρατίθεται ένας εξαντλητικός ορισμός. Πράγματι, ένας εξαντλητικός ορισμός θα εμπόδιζε την εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού σε καταστάσεις προκαλούμενες από μεταγενέστερες εξελίξεις στην αγορά, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο έκδοσης του προτεινόμενου κανονισμού (11).

2.

Καθώς οι πηγές των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη που τελούν υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μπορούν αναμφίβολα να ενέχουν ή να προκαλούν συστημικούς κινδύνους, η δράση στον τομέα αυτό θα μπορούσε να ωφεληθεί από την ανάμειξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ). Θα ήταν επομένως χρήσιμο το ΕΣΣΚ να ενημερώνεται, όταν συντρέχει περίπτωση, για τα αποτελέσματα της ενισχυμένης εποπτείας.

3.

Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του προτεινόμενου κανονισμού είναι ότι το Συμβούλιο μπορεί να συστήνει σε κράτη μέλη που τελούν υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας να ζητήσουν χρηματοδοτική συνδρομή και να καταρτίσουν πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής εφόσον διαπιστωθεί ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα και ότι η χρηματοοικονομική κατάστασή τους έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της (12). Η εν λόγω η διάταξη είναι σημαντική, διότι ενθαρρύνει έντονα τα κράτη μέλη να ζητούν χρηματοδοτική συνδρομή και να αποφεύγουν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις σε περίπτωση που κάτι τέτοιο θα ήταν επιζήμιο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί επιβάλλοντας στο Συμβούλιο την υποχρέωση («το Συμβούλιο συστήνει») να προβεί σε τέτοιου είδους σύσταση.

4.

Όσον αφορά τη διαφοροποίηση μεταξύ προληπτικής συνδρομής με ενισχυμένη εποπτεία και χρηματοδοτικής συνδρομής με έντονα ενισχυμένη παρακολούθηση, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι οι απαιτήσεις προσαρμογής θα πρέπει και στις δύο περιπτώσεις να είναι φιλόδοξες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να μην αποφεύγουν ένα πιο φιλόδοξο πρόγραμμα προσαρμογής ζητώντας προληπτική συνδρομή αντί για άμεση χρηματοδοτική συνδρομή.

5.

Επικροτείται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο προτεινόμενος κανονισμός υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διαβουλεύονται με το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΚΤ πριν προσεγγίσουν διεθνείς δανειστές για χρηματοδοτική συνδρομή (13). Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι οι υποχρεώσεις των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που επιθυμούν να λάβουν χρηματοδοτική συνδρομή δεν περιλαμβάνουν μόνο την ανταλλαγή πληροφοριών. Πράγματι, τα εν λόγω κράτη μέλη θα να συζητούν τις δυνατότητες που παρέχουν τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά μέσα της Ένωσης ή της ζώνης του ευρώ και οι διευκολύνσεις διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και δανειστών. Η προτεινόμενη διαδικασία ενισχυμένης εποπτείας θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω με διάφορους τρόπους. Αναγνωρίζεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της χρηματοδοτικής συνδρομής που χορηγείται προληπτικά (14), καθώς τα κράτη μέλη που έχουν λάβει τέτοιου είδους συνδρομή εξαιρούνται από την ενισχυμένη εποπτεία εφόσον δεν γίνονται αναλήψεις από το πιστωτικό όριο, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόσβαση στη χρηματοδοτική συνδρομή δεν εξαρτάται από την υιοθέτηση νέων μέτρων πολιτικής. Ωστόσο, η συνεχής παρακολούθηση από την Επιτροπή των κριτηρίων επιλεξιμότητας που καθορίζονται στις διακυβερνητικές πράξεις για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής, καθώς και σε αυτές της Ένωσης, θα πρέπει να έχει εφαρμογή και στα κράτη μέλη στα οποία έχει χορηγηθεί προληπτικά χρηματοδοτική συνδρομή, ακόμη και αν η συνδρομή αυτή δεν συνδέεται με την υιοθέτηση νέων μέτρων πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, εάν ένα κράτος μέλος το κρίνει απαραίτητο να ζητήσει προληπτική χρηματοδοτική συνδρομή, τότε φαίνεται να δικαιολογείται μια πιο στενή παρακολούθηση.

6.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι ο προτεινόμενος κανονισμός εξαιρεί άνευ όρων κράτη μέλη που λαμβάνουν προληπτική χρηματοδοτική συνδρομή και δάνεια για την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τους από την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και την υποχρέωση να καταρτίζουν πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής (15). Η ΕΚΤ συστήνει να υπάρχει η δυνατότητα αξιολόγησης της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και για τα κράτη μέλη που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα προληπτικής συνδρομής. Αυτό καθίσταται ακόμη πιο αναγκαίο στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος λαμβάνει δάνειο για την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του, δεδομένης της στενής σχέσης μεταξύ της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της αστάθειας του χρηματοπιστωτικού τομέα και των επιπτώσεων του δανείου στο συνολικό επίπεδο χρέους του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Η εξαίρεση από την υποχρέωση κατάρτισης προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής δεν θα πρέπει να αποκλείει την παροχή τεχνικής βοήθειας και την ανάμειξη των κοινοβουλίων (16).

7.

Βασικό στόχο της ενισχυμένης επιτήρησης κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν χρηματοοικονομικές εντάσεις αποτελεί η αποφυγή δευτερογενών αποτελεσμάτων· επομένως, είναι σημαντικό να παρασχεθεί και στο Συμβούλιο η εξουσία να κινεί και να συνεχίζει διαδικασίες ενισχυμένης εποπτείας ζητώντας από την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία ενισχυμένης εποπτείας, να απαιτήσει συμπληρωματικές πληροφορίες για την κατάσταση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να διενεργήσει συμπληρωματικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων ή να ζητήσει τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων (17).

8.

Ο προτεινόμενος κανονισμός απαιτεί από τα κράτη μέλη που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής και αντιμετωπίζουν ανεπάρκεια σε διοικητικό δυναμικό ή σημαντικά προβλήματα κατά την εφαρμογή του προγράμματος να ζητούν τεχνική βοήθεια από την Επιτροπή (18). Η ανάγκη για την παροχή της εν λόγω βοήθειας δικαιολογείται και από το μεγάλο φόρτο εργασίας που συνεπάγεται το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής για τα συγκεκριμένα κράτη μέλη· θα ήταν συνεπώς χρήσιμο να υπάρχει η δυνατότητα και άλλα όργανα της Ένωσης και κράτη μέλη να παρέχουν τέτοιου είδους βοήθεια και να συνεισφέρουν με την τεχνογνωσία τους.

9.

Επίσης, θα ήταν χρήσιμος ο διορισμός συμβούλου-μονίμου κατοίκου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ο οποίος θα παρέχει συμβουλές στις αρχές του κράτους μέλους για την υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής και θα συντονίζει τις ενέργειες με τα όργανα της Ένωσης και τα εμπλεκόμενα στην παροχή τεχνικής βοήθειας κράτη μέλη.

10.

Η ΕΚΤ συμπεραίνει ότι όταν ένα κράτος μέλος πρόκειται να στηριχτεί αποκλειστικά στη χρηματοδοτική συνδρομή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης της Ευρωπαϊκής Διευκόλυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, και όχι σε αυτή τρίτων χωρών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής θα λαμβάνει de facto υπόψη τους όρους οικονομικής πολιτικής που συμφωνήθηκαν μεταξύ όλων των συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο της χορήγησης πρόσβασης στη χρηματοδοτική συνδρομή. Για λόγους νομικής σαφήνειας, η ΕΚΤ προτείνει να προβλεφθεί ρητά το συμπέρασμά της στη διάταξη του άρθρου 6 του προτεινόμενου κανονισμού.

III.   Σχέση με τη ΣΣΣΔ

Η υιοθέτηση της ΣΣΣΔ συνεπάγεται την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού για την παρακολούθηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων. Μεταξύ άλλων, η ΕΚΤ προτείνει ο εν λόγω κανονισμός να καλύπτει στο μέτρο του δυνατού: α) τις διατάξεις για τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένου του χρονοδιαγράμματος για την ταχεία σύγκλιση προς το μεσοπρόθεσμο στόχο, καθώς και το περιθώριο προσωρινών αποκλίσεων λόγω εξαιρετικών περιστάσεων· β) τα βασικά στοιχεία του αυτόματου διορθωτικού μηχανισμού· γ) όσον αφορά τα κράτη μέλη που έχουν υπαχθεί σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, την απαίτηση να θεσπίζουν διαδικασίες δημοσιονομικής και οικονομικής συνεργασίας· και δ) την εκ των προτέρων υποβολή έκθεσης για την έκδοση κρατικών χρεογράφων.

Στην περίπτωση που οι ως άνω τροποποιήσεις δεν συμπεριληφθούν στον προτεινόμενο κανονισμό, η ΕΚΤ θα υποστηρίξει μετ’ επιτάσεως την υποβολή περαιτέρω νομοθετικών προτάσεων. Πράγματι, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις όσον αφορά τα ζητήματα υπό τα στοιχεία γ) και δ) ανωτέρω, μαζί με προτάσεις για το συντονισμό σημαντικών σχεδίων μεταρρύθμισης της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών, έχει καταγραφεί στην όγδοη αιτιολογική σκέψη της ΣΣΣΔ. Η ΕΚΤ υποστηρίζει μετ’ επιτάσεως την προσέγγιση αυτή.

Όσον αφορά τη θέσπιση ενός νέου φάσματος μεσοπρόθεσμων στόχων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ένατη αιτιολογική σκέψη της ΣΣΣΔ, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι, εάν οι εν λόγω στόχοι δεν συμπεριληφθούν στον προτεινόμενο κανονισμό, η Επιτροπή θα μπορούσε να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τη θέσπισή τους. Η ΕΚΤ θα επικροτούσε μια τέτοια πρόταση.

Όσον αφορά τον αυτόματο διορθωτικό μηχανισμό, πλην της αναφοράς των βασικών του στοιχείων στον προτεινόμενο κανονισμό σύμφωνα με όσα προτείνει η ΕΚΤ, η Επιτροπή θα μεριμνήσει για όλα τα υπόλοιπα αναγκαία στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και το άρθρο 3 παράγραφος 2 της ΣΣΣΔ.

Σε περίπτωση που συνεπεία της ΣΣΣΔ επέλθουν περαιτέρω τροποποιήσεις στους προτεινόμενους κανονισμούς ή υπάρξουν περαιτέρω νομοθετικές πρωτοβουλίες μέσω του νομικού πλαισίου της Ένωσης και διατάξεων που αναθέτουν επιπλέον καθήκοντα στο Συμβούλιο, θα πρέπει, όπου κρίνεται σκόπιμο, να χρησιμοποιείται η αντίστροφη ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία. Η απόφαση για μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις πολιτικής που περιέχονται σε ορισμένο πρόγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 του προτεινόμενου κανονισμού για την ενίσχυση των διαδικασιών εποπτείας αποτελεί σοβαρή περίπτωση για την οποία συνιστάται η αντίστροφη ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία.

Σε κάθε περίπτωση, όταν οι διατάξεις της ΣΣΣΔ δεν είναι επαρκώς λεπτομερείς, π.χ. η διάταξη για τον καλύτερο συντονισμό του σχεδιασμού της έκδοσης κρατικών χρεογράφων, και αφού ληφθεί υπόψη η εμπειρία που αποκτήθηκε πρόσφατα από την κρίση δημόσιου χρέους στη ζώνη του ευρώ, ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να περιέχει πιο ειδικές διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να στηρίζονται στο συντονισμό που έχουν ήδη καθιερώσει οι εθνικές υπηρεσίες διαχείρισης χρέους στο πλαίσιο της υποεπιτροπής της ΟΔΕ για τις αγορές κρατικών χρεογράφων της ΕΕ, και να περιέχουν ρυθμίσεις που σαφώς βαίνουν πέραν του τρέχοντος έκτακτου συντονισμού και της ανταλλαγής πληροφοριών.

Τέλος, όσον αφορά τις προθεσμίες που προβλέπονται στην ΣΣΣΔ και στον προτεινόμενο κανονισμό για την παρακολούθηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων, η ταχεία διαδικασία κύρωσης της ΣΣΣΔ και των σχετικών τροποποιήσεων των καταστατικών ή ισοδύναμων νομικών πράξεων θα διασφαλίσει ότι η προθεσμία συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες που προβλέπονται στον προτεινόμενο κανονισμό, π.χ. έξι μήνες μετά την έναρξη ισχύος του, μπορεί να τηρηθεί αποτελεσματικά (19).

Προτάσεις διατύπωσης

Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ υποδεικνύει τροποποιήσεις στις προτάσεις της Επιτροπής, το παράρτημα περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης συνοδευόμενες από την αντίστοιχη αιτιολογία.

Φρανκφούρτη, 7 Μαρτίου 2012.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2011) 821 τελικό.

(2)  COM(2011) 819 τελικό.

(3)  Γνώμη CON/2011/13 της 16ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1173/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 1)· κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1174/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 8)· κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1175/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 12)· κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 25)· κανονισμός (ΕΕ) του Συμβουλίου αριθ. 1177/2011 της 8ης Νοεμβρίου 2011 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 33)· και οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 41).

(5)  Βλ. άρθρο 2, το οποίο αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1).

(6)  Βλ. άρθρο 5 παράγραφος 1.

(7)  Βλ. άρθρο 5 παράγραφος 3 και προτεινόμενη τροποποίηση 3 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(8)  Βλ. προτεινόμενη τροποποίηση 5 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(9)  Βλ. προτεινόμενη τροποποίηση 4 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(10)  Βλ. προτεινόμενες τροποποιήσεις 6 και 9 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(11)  Βλ. προτεινόμενη τροποποίηση 5 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(12)  Βλ. τροποποίηση 9 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(13)  Βλ. άρθρο 4.

(14)  Βλ. άρθρο 2 παράγραφος 3.

(15)  Βλ. άρθρο 13 του προτεινόμενου κανονισμού.

(16)  Βλ. άρθρο 6 παράγραφοι 6 έως 8 του προτεινόμενου κανονισμού και προτεινόμενη τροποποίηση 11 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(17)  Βλ. προτεινόμενη τροποποίηση 8 στο παράρτημα της παρούσας γνώμης.

(18)  Βλ. άρθρο 6 παράγραφος 6.

(19)  Βλ. άρθρο 12 παράγραφος 3 του προτεινόμενου κανονισμού.


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ

Προτάσεις διατύπωσης σχετικά με τον προτεινόμενο κανονισμό για την παρακολούθηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (1)

Τροποποίηση 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α), στ) (νέο) και ζ) (νέο)

«α)

ως “ανεξάρτητο δημοσιονομικό συμβούλιο” νοείται ο οργανισμός ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τις δημοσιονομικές αρχές του κράτους μέλους και είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση της εφαρμογής των εθνικών δημοσιονομικών κανόνων,»

«α)

ως “ανεξάρτητο δημοσιονομικό συμβούλιο” νοείται ο οργανισμός ο οποίος είναι ανεξάρτητος από τις δημοσιονομικές αρχές του κράτους μέλους και είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής των εθνικών δημοσιονομικών κανόνων, καθώς και με τεχνικά καθήκοντα σχετικά με τη διαμόρφωση της δημοσιονομικής πολιτικής [να εξειδικευθεί περαιτέρω από την Επιτροπή],

στ)

ως “ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης” νοείται το ετήσιο κυκλικά προσαρμοσμένο ισοζύγιο χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και τα προσωρινά μέτρα,

ζ)

ως “εξαιρετικές περιστάσεις” νοείται ασυνήθιστο γεγονός το οποίο εκφεύγει του ελέγχου του κράτους μέλους και το οποίο έχει σημαντική επίπτωση στη δημοσιονομική κατάσταση της γενικής κυβέρνησης ή σε περιόδους έντονης οικονομικής κάμψης για τη ζώνη του ευρώ [ή την Ένωση] στο σύνολό της.»

Αιτιολογία

Τα καθήκοντα του ανεξάρτητου δημοσιονομικού συμβουλίου θα πρέπει να καθορίζονται σαφώς από την Επιτροπή. Οι ορισμοί θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτούς της ΣΣΣΔ (άρθρο 3 παράγραφος 3). Η ΕΚΤ προτείνει να χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω όροι στο άρθρο 4.

Τροποποίηση 2

Άρθρο 4 παράγραφοι 1, 1α (νέα), 1β (νέα) και 1γ (νέα)

«1.   Τα κράτη μέλη διαθέτουν αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες σχετικά με το ισοζύγιο του προϋπολογισμού οι οποίοι εντάσσουν στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους τους όπως ορίζονται στο άρθρο 2α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97. Οι κανόνες αυτοί καλύπτουν την ευρύτερη δημόσια διοίκηση ως σύνολο και είναι κατά προτίμηση συνταγματικού χαρακτήρα.»

«1.   Τα κράτη μέλη διαθέτουν αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες σχετικά με το ισοζύγιο του προϋπολογισμού οι οποίοι εντάσσουν στην εθνική δημοσιονομική διαδικασία τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους τους όπως ορίζονται στο άρθρο 2α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97. Οι κανόνες αυτοί καλύπτουν την ευρύτερη δημόσια διοίκηση ως σύνολο και είναι κατά προτίμηση συνταγματικού χαρακτήρα. Τα κράτη μέλη μπορούν προσωρινά να αποκλίνουν από το μακροπρόθεσμο στόχο τους ή από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του μόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών τους μακροπρόθεσμα.

1α.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ετήσια δημοσιονομική θέση της γενικής τους κυβέρνησης είναι ισοσκελισμένη ή πλεονασματική. Για το σκοπό αυτό, εν είδει ειδικής συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών για υπέρβαση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97, το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης δεν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς που καθορίζεται ανά χώρα, με όριοδιαρθρωτικού ελλείμματος ποσοστό 0,5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ). Όταν το επίπεδο του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι αισθητά χαμηλότερο του 60 % του ΑΕΠ και όταν οι κίνδυνοι από την άποψη της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών είναι περιορισμένοι, η καθοριζόμενη ανά χώρα τιμή αναφοράς για το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης μπορεί να αγγίξει ένα όριο διαρθρωτικού ελλείμματος που δεν υπερβαίνει το 1 % του ονομαστικού ΑΕΠ.

1β.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διορθωτικό μηχανισμό, ο οποίος τίθεται αυτομάτως σε λειτουργία, με σκοπό τη διόρθωση των παρατηρούμενων σημαντικών αποκλίσεων από το μεσοπρόθεσμο στόχο ή την πορεία προσαρμογής σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένου του σωρευτικού αντικτύπου τους για τη δυναμική του δημόσιου χρέους. [Ο χαρακτήρας, το μέγεθος και το χρονοδιάγραμμα του διορθωτικού μηχανισμού, ακόμη και στην περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων, καθορίζονται σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού.]

1γ.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ταχεία σύγκλιση των μεσοπρόθεσμών στόχων τους βάσει σύντομων και δεσμευτικών χρονοδιαγραμμάτων που προτείνει η Επιτροπή, η οποία λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους για την βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών κάθε χώρας. Τα προτεινόμενα χρονοδιαγράμματα δημοσιοποιούνται.»

Αιτιολογία

Ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να εμπεριέχει τις βασικές αρχές της ΣΣΣΔ (εν προκειμένω του άρθρου 3).

Τροποποίηση 3

Άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) και παράγραφος 3α (νέα)

 

«ζ)

λεπτομερείς πληροφορίες για την εξέλιξη του χρέους της γενικής κυβέρνησης, καθώς και άλλα στοιχεία που αφορούν την αξιολόγηση των κινδύνων για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών κάθε χώρας, ιδίως μια επισκόπηση των έμμεσων και ενδεχόμενων υποχρεώσεων που θα μπορούσαν να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στον κρατικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου.

3α.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή και την Ευρωομάδα, εκ των προτέρων και εγκαίρως, έκθεση για τα σχέδια έκδοσης κρατικών χρεογράφων της γενικής κυβέρνησης με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό και την παρακολούθησή τους».

Αιτιολογία

Οι απαιτήσεις παρακολούθησης θα πρέπει να περιλαμβάνουν αναφορά στο δημόσιο χρέος και τις έμμεσες και ενδεχόμενες υποχρεώσεις προκειμένου να γίνονται αντιληπτοί οι κίνδυνοι για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Επίσης, ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να αναφέρεται και στην εκ των προτέρων υποβολή εκθέσεων για τα σχέδια έκδοσης κρατικών χρεογράφων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 και στην αιτιολογική σκέψη 8 της ΣΣΣΔ.

Τροποποίηση 4

Άρθρο 5 παράγραφος 5

«5.   Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή διαπιστώνει ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική που περιλαμβάνονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης εντός δύο εβδομάδων από την διαβίβαση του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος ζητά από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να της διαβιβάσει αναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος. Το αίτημα αυτό δημοσιοποιείται.»

«5.   Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή διαπιστώνει περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική που περιλαμβάνονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης εντός δύο εβδομάδων από την διαβίβαση του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος ζητά από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να της διαβιβάσει αναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος. Το αίτημα αυτό δημοσιοποιείται. Επίσης, η Επιτροπή ζητάαναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος από ένα κράτος μέλος σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του σχεδίου του προϋπολογισμού του με την πορεία του ελλείμματος ή/και του χρέους που καθορίζεται στο πρόγραμμα σταθερότητας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν γνώμη του Συμβουλίου για το πρόγραμμα σταθερότητας, ή όταν διαπιστώνει κινδύνους για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.»

Αιτιολογία

Ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις καθοριζόμενες στο ΣΣΑ υποχρεώσεις δημοσιονομικής πολιτικής για το επερχόμενο έτος, καθώς και με τους στόχους του προγράμματος σταθερότητας, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν γνώμη του Συμβουλίου για το πρόγραμμα σταθερότητας. Επίσης η Επιτροπή, όταν διαπιστώνει κινδύνους για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, θα πρέπει να ζητά αναθεωρημένο σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος.

Τροποποίηση 5

Άρθρο 6 παράγραφος 1

«1.   Η Επιτροπή, εν ανάγκη, εκδίδει γνώμη για το σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος μέχρι τις 30 Νοεμβρίου.»

«1.   Η Επιτροπή αξιολογεί τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές επιπτώσεις νέων μέτρων, ενώ αξιολογεί και τις επιπτώσεις για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Επίσης, αξιολογεί και την ποιότητα της διαδικασίας για τη συλλογή των σχετικών στοιχείων. Η Επιτροπή, εν ανάγκη, εκδίδει γνώμη για το σχέδιο δημοσιονομικού προγράμματος μέχρι τις 30 Νοεμβρίου. Εκδίδεται οπωσδήποτε γνώμη σε καθεμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων πρόκειται να οδηγήσουν σε μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δημοσιονομικής πολιτικής που καθορίζονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης· β) όταν τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων πρόκειται να οδηγήσουν σε διαρθρωτικό έλλειμμα υψηλότερο από αυτό που προβλέπει το πρόγραμμα σταθερότητας του κράτους μέλους· γ) όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και δεν ακολουθεί επαρκώς πτωτική πορεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης· ή δ) όταν η Επιτροπή διαπιστώνει κινδύνους για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.»

Αιτιολογία

Προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικός ο προτεινόμενος κανονισμός, είναι σημαντικό να καθοριστούν οι περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή θα υποχρεούται να εκδώσει γνώμη.

Τροποποίηση 6

Άρθρο 6 παράγραφος 4

«4.   Η Ευρωομάδα συζητά τις γνώμες της Επιτροπής σχετικά με τα εθνικά δημοσιονομικά προγράμματα και τη δημοσιονομική κατάσταση και τις προοπτικές στην ευρωζώνη στο σύνολό της με βάση τη γενική αξιολόγηση της Επιτροπής σύμφωνα με την παράγραφο 3. Η αξιολόγηση αυτή δημοσιοποιείται.»

«4.   Η Ευρωομάδα και, σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, συζητά τις γνώμες της Επιτροπής σχετικά με τα εθνικά δημοσιονομικά προγράμματα. Η Ευρωομάδα και, σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, συζητά επίσης τη δημοσιονομική κατάσταση και τις προοπτικές στην ευρωζώνη στο σύνολό της με βάση τη γενική αξιολόγηση της Επιτροπής σύμφωνα με την παράγραφο 3. Η αξιολόγηση αυτή δημοσιοποιείται.»

Αιτιολογία

Η τροποποίηση θα πρέπει να εντείνει την πίεση μεταξύ των εταίρων σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης των κρατών μελών.

Τροποποίηση 7

Άρθρο 7 παράγραφοι 1, 1α (νέα) και 2

«1.   Όταν το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της Συνθήκης ότι υφίσταται δημοσιονομικό έλλειμμα σε κάποιο κράτος μέλος, ισχύουν ως προς το εν λόγω κράτος μέλος οι παράγραφοι 2 έως 5 του παρόντος άρθρου μέχρι την λήξη της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

2.   Το κράτος μέλος που αποτελεί αντικείμενο στενότερης παρακολούθησης προβαίνει αμέσως σε ευρεία αξιολόγηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού εντός του ιδίου έτους όσον αφορά την ευρύτερη δημόσια διοίκηση και τους υποτομείς της. …»

«1.   Όταν το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 6 της Συνθήκης ότι υφίσταται δημοσιονομικό έλλειμμα σε κάποιο κράτος μέλος, ισχύουν ως προς το εν λόγω κράτος μέλος οι παράγραφοι έως 6 του παρόντος άρθρου μέχρι την λήξη της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

1α.   Κράτος μέλος που υπάγεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θεσπίζει πρόγραμμα δημοσιονομικής και οικονομικής συνεργασίας που περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την αποτελεσματική και διαρκή διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματός του.

2.   Κράτος μέλος που αποτελεί αντικείμενο στενότερης παρακολούθησης προβαίνει αμέσως σε ευρεία αξιολόγηση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού εντός του ιδίου έτους όσον αφορά την ευρύτερη δημόσια διοίκηση και τους υποτομείς της.»

Αιτιολογία

Ο προτεινόμενος κανονισμός θα πρέπει να εμπεριέχει τις βασικές αρχές της ΣΣΣΔ (εν προκειμένω του άρθρου 5).

Τροποποίηση 8

Άρθρο 7 παράγραφος 3

«3.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τακτικά στην Επιτροπή και στην οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή ή σε οποιαδήποτε υποεπιτροπή αυτή ορίζει προς το σκοπό αυτό, για την ευρύτερη δημόσια διοίκηση και τους υποτομείς της, έκθεση σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού εντός του ιδίου έτους, τη δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τόσο τις δαπάνες όσο και τα έσοδα, τους στόχους για τις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια έσοδα, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα επιβαλλόμενα μέτρα και τη φύση αυτών που προβλέπονται για την επίτευξη των στόχων. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται.»

«3.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τακτικά στην Επιτροπή και στην οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή ή σε οποιαδήποτε υποεπιτροπή αυτή ορίζει προς το σκοπό αυτό, για την ευρύτερη δημόσια διοίκηση και τους υποτομείς της, έκθεση σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού εντός του ιδίου έτους, τη δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τόσο τις δαπάνες όσο και τα έσοδα, τους στόχους για τις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια έσοδα, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα επιβαλλόμενα μέτρα και τη φύση αυτών που προβλέπονται για την επίτευξη των στόχων. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν επίσης έκθεση για την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής και οικονομικής συνεργασίας και για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αποτελεσματική και διαρκή διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματός του. Η έκθεση αυτή δημοσιοποιείται.»

Αιτιολογία

Σύμφωνα και με την τροποποίηση 7.

Τροποποίηση 9

Άρθρο 8 παράγραφος 3α (νέα)

 

«3α.   Η Ευρωομάδα και το Συμβούλιο συζητούν την επάρκεια των ληφθέντων από το κράτος μέλος μέτρων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, το Συμβούλιο προτείνει συμπληρωματικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της προθεσμίας για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος ή προσαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής και οικονομικής συνεργασίας. Εάν το κράτοςμέλος δεν εφαρμόσει τα συμπληρωματικά μέτρα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζητά την κατάσταση και προτείνει οποιαδήποτε περαιτέρω δράση θεωρεί αναγκαία.»

Αιτιολογία

Η τροποποίηση θα πρέπει να εντείνει την πίεση μεταξύ των εταίρων στο πλαίσιο της Ευρωομάδας και του Συμβουλίου, ενώ σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης να προβλέπει τη δυνατότητα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να προτείνει την ανάληψη περαιτέρω δράσης από το κράτος μέλος.


Προτεινόμενος κανονισμός για την ενίσχυση των διαδικασιών εποπτείας

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροποποιήσεις που προτείνει η ΕΚΤ (2)

Τροποποίηση 1

Αιτιολογική σκέψη 1

«1.

Η άνευ προηγουμένου παγκόσμια κρίση που έπληξε τον κόσμο τα τρία τελευταία χρόνια έβλαψε σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και προκάλεσε ισχυρή επιδείνωση του ελλείμματος και του χρέους των κρατών μελών, οδηγώντας ορισμένα από αυτά να αναζητήσουν χρηματοδοτική συνδρομή εκτός του πλαισίου της Ένωσης.»

«1.

Η άνευ προηγουμένου παγκόσμια κρίση που έπληξε τον κόσμο τα τρία τελευταία χρόνια έβλαψε σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και προκάλεσε ισχυρή επιδείνωση του ελλείμματος και του χρέους των κρατών μελών, οδηγώντας ορισμένα από αυτά να αναζητήσουν χρηματοδοτική συνδρομή τόσο εντός όσο και εκτός του πλαισίου της Ένωσης.»

Αιτιολογία

Χρηματοδοτική συνδρομή έχει παρασχεθεί και από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM), ο οποίος αποτελεί μέσο της Ένωσης.

Τροποποίηση 2

Αιτιολογική σκέψη 4

«4.

Ένα κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να υποβάλλεται σε ενισχυμένη εποπτεία όταν αντιμετωπίζει — ή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει — σοβαρή οικονομική διαταραχή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία επιστροφή του σε κανονική κατάσταση και να προστατευθούν τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ από πιθανά αρνητικά δευτερογενή αποτελέσματα. Αυτή η ενισχυμένη εποπτεία θα πρέπει να περιλαμβάνει ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη στενή παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης και τακτική υποβολή εκθέσεων στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (ΟΔΕ) ή σε υποεπιτροπή την οποία μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό. Οι ίδιες πρακτικές εποπτείας θα πρέπει να εφαρμόζονται στα κράτη μέλη που ζητούν προληπτική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή άλλο διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό.»

«4.

Ένα κράτος μέλος με νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να υποβάλλεται σε ενισχυμένη εποπτεία όταν αντιμετωπίζει — ή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει — σοβαρή οικονομική διαταραχή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία επιστροφή του σε κανονική κατάσταση και να προστατευθούν τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ από πιθανά αρνητικά δευτερογενή αποτελέσματα. Αυτή η ενισχυμένη εποπτεία θα πρέπει να περιλαμβάνει ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη στενή παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης και τακτική υποβολή εκθέσεων στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (ΟΔΕ) ή σε υποεπιτροπή την οποία μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό. Οι ίδιες πρακτικές εποπτείας θα πρέπει να εφαρμόζονται στα κράτη μέλη που ζητούν προληπτική στήριξη από την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή άλλο διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό.»

Αιτιολογία

Σύμφωνα με το άρθρο 1, το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού περιλαμβάνει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM).

Τροποποίηση 3

Άρθρο 1

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα ή/και λαμβάνουν ή ενδέχεται να λάβουν χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), τονΕυρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (EFSM), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) ή άλλους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (ΔΧΟ), όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).»

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα ή/και έχουν ζητήσει ή λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας(EFSF), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (EFSM), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) ή άλλους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (ΔΧΟ), όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).»

Αιτιολογία

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται οι ίδιοι όροι σε ολόκληρο το κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού.

Τροποποίηση 4

Άρθρο 2 παράγραφος 1

«1.   Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία ένα κράτος μέλος που αντιμετωπίζει δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα. Στο εν λόγω κράτος μέλος παρέχεται η δυνατότητα να εκφράσει εκ των προτέρων τις απόψεις του. Η Επιτροπή αποφασίζει κάθε έξι μήνες αν θα παρατείνει την ενισχυμένη εποπτεία.»

«1.   Η Επιτροπή αποφασίζει να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία ένα κράτος μέλος που αντιμετωπίζει ή απειλείται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα, οι οποίες πιθανότατα να έχουν δυσμενή δευτερογενή αποτελέσματα σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Στο εν λόγω κράτος μέλος παρέχεται η δυνατότητα να εκφράσει εκ των προτέρων τις απόψεις του στην ΟΔΕ ή σε οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για το σκοπό αυτό. Η Επιτροπή αποφασίζει κάθε έξι μήνες αν θα παρατείνει την ενισχυμένη εποπτεία και υποβάλλει έκθεση με τα συμπεράσματά της στην ΟΔΕ ή σε οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για το σκοπό αυτό. Το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να κινήσει, να συνεχίσει ή να τερματίσει την ενισχυμένη εποπτεία της.»

Αιτιολογία

Για λόγους ασφάλειας δικαίου είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται οι ίδιοι όροι σε ολόκληρο το κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού. Ακόμη και η απειλή σοβαρών δυσκολιών δικαιολογεί την ενισχυμένη εποπτεία προκειμένου να αποτρέπεται εγκαίρως η επιδείνωση της κατάστασης.

Εν όψει των πιθανών σοβαρών δευτερογενών αποτελεσμάτων και των κινδύνων για τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ, η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής θα πρέπει να είναι περιορισμένη όταν αποφασίζει εάν θα θέσει συγκεκριμένο κράτος μέλος υπό ενισχυμένη εποπτεία, πράγμα που επιτυγχάνεται με τη χρήση της φράσης «αποφασίζει». Επιπλέον, η ΟΔΕ, ή οποιαδήποτε ορισθείσα υποεπιτροπή, θα πρέπει να ενημερώνεται πάντα για την απόφαση να τεθεί ένα κράτος μέλος υπό ενισχυμένη εποπτεία, καθώς και για την πρόοδο κράτους μέλους που έχει ήδη υπαχθεί σε αυτή. Με τον τρόπο αυτόν η ΟΔΕ θα έχει τη δυνατότητα να καταρτίσει εμπεριστατωμένη απόφαση για το Συμβούλιο όσον αφορά οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Επιτροπής, θα πρέπει το Συμβούλιο να έχει την εξουσία να ζητά από την Επιτροπή την κίνηση ή συνέχιση της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας.

Τροποποίηση 5

Άρθρο 2 παράγραφος 2

«2.   Η Επιτροπή αποφασίζει να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία ένα κράτος μέλος που λαμβάνει χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, από την EFSF, τον ΕΜΣ ή οποιονδήποτε άλλο διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπως το ΔΝΤ. Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των σχετικών μέσων προληπτικής χρηματοδοτικής συνδρομής και τον τηρεί ενήμερο, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενες αλλαγές στην πολιτική χρηματοδοτικής συνδρομής της EFSF, του ΕΜΣ ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού.»

«2.   Η Επιτροπή αποφασίζει να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία ένα κράτος μέλος που ζητά ή λαμβάνει χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, από την EFSF, τον EFSM τον ΕΜΣ ή οποιονδήποτε άλλο διεθνή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπως το ΔΝΤ. Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των σχετικών μέσων προληπτικής χρηματοδοτικής συνδρομής και τον τηρεί ενήμερο, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενες αλλαγές στην πολιτική χρηματοδοτικής συνδρομής της EFSF, του ΕΜΣ ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού.»

Αιτιολογία

Και στην περίπτωση αυτή, η ενισχυμένη εποπτεία θα πρέπει να αρχίζει σε πρώιμο στάδιο, μόλις το κράτος μέλος ζητήσει χρηματοδοτική συνδρομή. Η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να καταστεί πιο σαφής, προκειμένου να μην υπάρχει αμφιβολία για το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος υπάγεται αυτομάτως σε ενισχυμένη εποπτεία από τη στιγμή που ζητά τη συνδρομή. Σύμφωνα με το άρθρο 1, το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού περιλαμβάνει και τη χρηματοδοτική συνδρομή που παρέχει ο EFSM.

Τροποποίηση 6

Άρθρο 2 παράγραφος 3

«3.   Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται σε κράτη μέλη που λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση με τη μορφή πιστωτικού ορίου το οποίο δεν συνδέεται με όρους σχετικούς με τη λήψη νέων μέτρων πολιτικής από το οικείο κράτος μέλος, εφόσον δεν γίνονται αναλήψεις από το πιστωτικό όριο.»

«3.   Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται σε κράτη μέλη που λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση με τη μορφή πιστωτικού ορίου το οποίο δεν συνδέεται με όρους σχετικούς με τη λήψη νέων μέτρων πολιτικής από το οικείο κράτος μέλος, εφόσον δεν γίνονται αναλήψεις από το πιστωτικό όριο. Η Επιτροπή παρακολουθεί τη διαρκή συμμόρφωση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται σε διακυβερνητικές πράξεις και πράξεις της Ένωσης για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής, αφού η εν λόγω συνδρομή χορηγηθεί.»

Αιτιολογία

Η εξαίρεση των κρατών μελών που λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή σε προληπτική βάση υπό τη μορφή πιστωτικού ορίου η οποία δεν χορηγείται υπό τον όρο της υιοθέτησης νέων μέτρων πολιτικής από αυτά, εφόσον δεν γίνονται αναλήψεις από το πιστωτικό όριο, δεν θα πρέπει να ισχύει και για την παρακολούθηση όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας.

Τροποποίηση 7

Άρθρο 3 παράγραφος 3

«3.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, το κράτος μέλος που έχει τεθεί υπό ενισχυμένη εποπτεία:

…»

«3.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, το κράτος μέλος που έχει τεθεί υπό ενισχυμένη εποπτεία:

Το Συμβούλιο μπορεί να απαιτήσει από την Επιτροπή να ζητήσει από το κράτος μέλος που έχει τεθεί υπό ενισχυμένη εποπτεία να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και δ) ή/και να υποβληθεί στις αξιολογήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο γ).»

Αιτιολογία

Ενόψει της πιθανότητας να υπάρξουν σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις, θα ήταν χρήσιμο να μπορεί το Συμβούλιο να ζητήσει, διαμέσου της Επιτροπής, συμπληρωματικές πληροφορίες ή συγκεκριμένες ενέργειες από αυτές που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 3.

Τροποποίηση 8

Άρθρο 3 παράγραφος 5

«5.   Στις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται — με βάση την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 — ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα και ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους έχει σημαντικέςδυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει στο οικείο κράτος μέλος να ζητήσει χρηματοδοτική συνδρομή και να καταρτίσει πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη δημοσιοποίηση της σύστασης αυτής.»

«5.   Στις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται — με βάση την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 — ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα και ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους έχει σημαντικέςδυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής, συστήνει στο οικείο κράτος μέλος να ζητήσει χρηματοδοτική συνδρομή και να καταρτίσει πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη δημοσιοποίηση της σύστασης αυτής.»

Αιτιολογία

Το άρθρο 3 παράγραφος 5 θα πρέπει να ενισχυθεί υποχρεώνοντας το Συμβούλιο να συστήσει σε κράτος μέλος να ζητήσει χρηματοδοτική συνδρομή εάν η κατάσταση που επικρατεί σε αυτό έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ· η εν λόγω κατάσταση αποτελεί πράγματι πολύ σοβαρή δικαιολογία.

Τροποποίηση 9

Άρθρο 4

«Ένα κράτος μέλος που επιθυμεί να λάβει χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, από την EFSF, τον ΕΜΣ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή άλλον οργανισμό εκτός του πλαισίου της Ένωσης πληροφορεί αμέσως το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΚΤ σχετικά με την πρόθεσή του αυτή. Η ΟΔΕ, ή οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό, συζητά αυτήν την προβλεπόμενη αίτηση, αφού πρώτα λάβει αξιολόγηση από την Επιτροπή.»

«Ένα κράτος μέλος που προτίθεται να ζητήσει χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, από την EFSF, τον EFSM, τον ΕΜΣ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή άλλον οργανισμό εκτός του πλαισίου της Ένωσης πληροφορεί αμέσως το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΚΤ σχετικά με την πρόθεσή του αυτή. Η ΟΔΕ, ή οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό, συζητά αυτήν την προβλεπόμενη αίτηση, αφού πρώτα λάβει αξιολόγηση από την Επιτροπή, με σκοπό να εξετάσει, μεταξύ άλλων, τις δυνατότητες που υπάρχουν βάσει των υφιστάμενων χρηματοδοτικών μέσων της Ένωσης ή της ζώνης του ευρώ και των διευκολύνσεων διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και δανειστών, πριν το κράτος μέλος απευθυνθεί σε πιθανούς δανειστές.»

Αιτιολογία

Οι υποχρεώσεις των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ δεν θα πρέπει να συνεπάγονται μόνο την απλή ανταλλαγή πληροφοριών με τους Ευρωπαίους εταίρους· θα πρέπει τα εν λόγω κράτη μέλη να υποχρεώνονται ρητά να συζητούν για τη χρήση των διάφορων διευκολύνσεων χρηματοδοτικής συνδρομής που παρέχονται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με το άρθρο 1, στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού περιλαμβάνεται και ο EFSM.

Τροποποίηση 10

Άρθρο 5

«Όταν ζητείται χρηματοδοτική συνδρομή από την EFSF ή τον ΕΜΣ, η Επιτροπή διενεργεί — σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι δυνατόν, με το ΔΝΤ — ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους του οικείου κράτους μέλους, συμπεριλαμβανόμενης της ικανότητας του κράτους μέλους να εξοφλήσει την προβλεπόμενη χρηματοδοτική συνδρομή, και την διαβιβάζει στην ΟΔΕ ή σε οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό.»

«Όταν ζητείται χρηματοδοτική συνδρομή από την EFSF ή τον ΕΜΣ, η Επιτροπή διενεργεί — σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, με το ΔΝΤ — ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους του οικείου κράτους μέλους, συμπεριλαμβανόμενης της ικανότητας του κράτους μέλους να εξοφλήσει την προβλεπόμενη χρηματοδοτική συνδρομή, και την διαβιβάζει στην ΟΔΕ ή σε οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό.»

Αιτιολογία

Σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική, το ΔΝΤ θα πρέπει να εμπλέκεται στην ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει η ίδια διατύπωση να χρησιμοποιείται σε ολόκληρο το κείμενο.

Τροποποίηση 11

Άρθρο 6 παράγραφοι 1, 3, 4 και 6

«1.   Το κράτος μέλος που λαμβάνει χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, το ΔΝΤ, την EFSF ή τον ΕΜΣ συντάσσει σε συμφωνία με την Επιτροπή — που ενεργεί σε συνεργασία με την ΕΚΤ — σχέδιο προγράμματος προσαρμογής, το οποίο στοχεύει στην επαναφορά μιας υγιούς και βιώσιμης οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης και στην αποκατάσταση της ικανότητάς του να χρηματοδοτεί πλήρως τον εαυτό του από τις χρηματαγορές. Το σχέδιο προγράμματος προσαρμογής λαμβάνει δεόντως υπόψη τις τρέχουσες συστάσεις προς το οικείο κράτος μέλος βάσει των άρθρων 121, 126 και/ή 148 της Συνθήκης — και τις δράσεις του που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με αυτές — στοχεύοντας παράλληλα στη διεύρυνση, την ενίσχυση και την εμβάθυνση των απαιτούμενων μέτρων πολιτικής.

2.   Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, βάσει πρότασης της Επιτροπής, εγκρίνει το πρόγραμμα προσαρμογής.

3.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, παρακολουθεί την πρόοδο που επιτυγχάνεται όσον αφορά την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής και ενημερώνει ανά τρίμηνο την ΟΔΕ ή οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό. Το οικείο κράτος μέλος παρέχει πλήρως στην Επιτροπή την αναγκαία συνεργασία. Παρέχει ιδίως στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες η Επιτροπή για την παρακολούθηση του προγράμματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 3 παράγραφος 3.

4.   Η Επιτροπή — σε συνεργασία με την ΕΚΤ — εξετάζει με το οικείο κράτος μέλος τις αλλαγές που ενδεχομένως πρέπει να γίνουν στο πρόγραμμα προσαρμογής του. Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία βάσει πρότασης της Επιτροπής, αποφασίζει για τυχόν αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο πρόγραμμα προσαρμογής.

6.   Το κράτος μέλος που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής και το οποίο αντιμετωπίζει ανεπάρκεια σε διοικητικό δυναμικό ή σημαντικά προβλήματα κατά την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής του ζητεί τεχνική βοήθεια από την Επιτροπή.»

«1.   Το κράτος μέλος που ζητά χρηματοδοτική συνδρομή από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, το ΔΝΤ, την EFSF, τον EFSM ή τον ΕΜΣ συντάσσει σε συμφωνία με την Επιτροπή — που ενεργεί σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, με το ΔΝΤ — σχέδιο προγράμματος προσαρμογής, το οποίο στοχεύει στην επαναφορά μιας υγιούς και βιώσιμης οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης και στην αποκατάσταση της ικανότητάς του να χρηματοδοτεί πλήρως τον εαυτό του από τις χρηματαγορές. Το σχέδιο προγράμματος προσαρμογής λαμβάνει δεόντως υπόψη τις τρέχουσες συστάσεις προς το οικείο κράτος μέλος βάσει των άρθρων 121, 126, 136 και/ή 148 της Συνθήκης — και τις δράσεις του που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με αυτές — στοχεύοντας παράλληλα στη διεύρυνση, την ενίσχυση και την εμβάθυνση των απαιτούμενων μέτρων πολιτικής.

2.   Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, βάσει πρότασης της Επιτροπής, εγκρίνει το πρόγραμμα προσαρμογής. Όταν η χρηματοδοτική συνδρομή προέρχεται από τον EFSM, την EFSF ή τον ΕΜΣ, οι όροι της πρότασης της Επιτροπής εναρμονίζονται πλήρως με εκείνους που συμφωνούνται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που εμπλέκονται στο πλαίσιο της χορήγησης πρόσβασης στις προαναφερόμενες διευκολύνσεις της Ένωσης και τις διακυβερνητικές διευκολύνσεις.

3.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, με το ΔΝΤ, παρακολουθεί την πρόοδο που επιτυγχάνεται όσον αφορά την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Ενημερώνει ανά τρίμηνο την ΟΔΕ ή οποιαδήποτε υποεπιτροπή μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό. Το οικείο κράτος μέλος παρέχει πλήρως στην Επιτροπή την αναγκαία συνεργασία. Παρέχει ιδίως στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες η Επιτροπή για την παρακολούθηση του προγράμματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 3 παράγραφος 3. Σε περίπτωση ανεπαρκούς συνεργασίας, το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, μπορεί να απευθύνει δημόσιο αίτημα στο οικείο κράτος μέλος καθορίζοντας τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από αυτό.

4.   Η Επιτροπή — σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, με το ΔΝΤ — εξετάζει με το οικείο κράτος μέλος τις αλλαγές που ενδεχομένως πρέπει να γίνουν στο πρόγραμμα προσαρμογής του. Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία βάσει πρότασης της Επιτροπής, αποφασίζει για τυχόν αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο πρόγραμμα προσαρμογής.

6.   Το κράτος μέλος που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής και το οποίο αντιμετωπίζει ανεπάρκεια σε διοικητικό δυναμικό ή σημαντικά προβλήματα κατά την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής του ζητεί τεχνική βοήθεια από την Επιτροπή, η οποία μπορεί να συστήσει για το σκοπό αυτό ομάδες εμπειρογνωμόνων με τα κράτη μέλη και άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και σχετικούς διεθνείς οργανισμούς. Η τεχνική βοήθεια μπορεί ναπεριλαμβάνει και το διορισμό συμβούλου-μονίμου κατοίκου και προσωπικού υποστήριξης από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οικείο κράτος μέλος, για την παροχή συμβουλών στις αρχές του κράτους μέλους σχετικά με την υλοποίηση του προγράμματος εφαρμογής και για το συντονισμό των ενεργειών με τα εμπλεκόμενα όργανα.»

Αιτιολογία

Σύμφωνα με το άρθρο 1, στο πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου κανονισμού περιλαμβάνεται και ο EFSM. Η προτεινόμενη τροποποίηση σκοπεί στη διευκρίνιση των αρμοδιοτήτων των εμπλεκόμενων οργάνων.

Με την παράγραφο 2 διευκρινίζεται ότι δεν θα ζητείται από κράτος μέλος που λαμβάνει χρηματοδοτική συνδρομή βάσει ρυθμίσεων με τον EFSM, την EFSF και τον ΕΜΣ να καταρτίζει δύο διαφορετικά προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής· όλοι οι όροι οικονομικής πολιτικής που συμφωνούνται με το συγκεκριμένο κράτος μέλος στο πλαίσιο της χορήγησης πρόσβασης στον EFSM, στην EFSF και στον ΕΜΣ θα τηρούνται πλήρως στο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής του παρόντος άρθρου.

Στην παράγραφο 3, η απειλή της δημοσιότητας σε περίπτωση που το κράτος μέλος δεν συνεργάζεται μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για την ανάληψη περαιτέρω δράσης από μέρους του.

Εκτός από την Επιτροπή, και άλλα όργανα με σχετική τεχνογνωσία, αλλά και κράτη μέλη, θα μπορούσαν να παράσχουν χρήσιμη τεχνική βοήθεια. Ο διορισμός συμβούλου-μόνιμου κατοίκου πρόκειται να αυξήσει σημαντικά την ικανοποιητική εφαρμογή του προγράμματος.

Τροποποίηση 12

Άρθρο 11 παράγραφοι 1, 5 (νέα) και 6 (νέα)

«1.   Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον EFSM, την EFSF ή τον ΕΜΣ. Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα.»

«1.   Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη , τον EFSM, την EFSF, τον ΕΜΣ ή άλλο ΔΧΟ. Το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα.

5.   Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσκαλεί εκπροσώπους του οικείου κράτους μέλους να συμμετέχουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα.

6.   Εκπρόσωποι της Επιτροπής μπορούν να προσκαλούνται από το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους να συμμετέχουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα.»

Αιτιολογία

Το πρώτο σχόλιο σκοπεί στην ευθυγράμμιση της διατύπωσης του παρόντος άρθρου με το άρθρο 1 παράγραφος 1.

Η αυξημένη δημόσια πίεση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια αποτελεί ακόμη ένα κίνητρο για τα οικεία κράτη μέλη να ακολουθήσουν τις κατάλληλες πολιτικές. Η συμμετοχή των εκπροσώπων θα πρέπει επίσης να προβλέπεται και για την παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα, όπως προβλέπεται για την ενισχυμένη εποπτεία (άρθρο 3) και τα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής (άρθρο 6).

Τροποποίηση 13

Άρθρο 12

«Για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το άρθρο 3, το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 4, και το άρθρο 11 παράγραφος 4, ψηφίζουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και το Συμβούλιο ενεργεί χωρίς να λάβει υπόψη την ψήφο του μέλους του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το οικείο κράτος μέλος.

Η ειδική πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.»

«Για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 5, στο άρθρο 6 παράγραφοι 2, 4 και 5, και στο άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 4, ψηφίζουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ και το Συμβούλιο ενεργεί χωρίς να λάβει υπόψη την ψήφο του μέλους του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το οικείο κράτος μέλος.

Η ειδική πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.»

Αιτιολογία

Το άρθρο 12 πρέπει να αναφέρεται σε όλες τις αποφάσεις που λαμβάνει το Συμβούλιο.

Τροποποίηση 14

Άρθρο 13

«Οι διατάξεις των άρθρων 5 και 6 δεν εφαρμόζονται στη χρηματοδοτική συνδρομή που χορηγείται σε προληπτική βάση και στα δάνεια που λαμβάνονται για την ανακεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.»

«Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 5 του άρθρου 6 δεν εφαρμόζονται στη χρηματοδοτική συνδρομή που χορηγείται σε προληπτική βάση και στα δάνεια που λαμβάνονται για την ανακεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η ως άνω εξαίρεση τελεί υπό την επιφύλαξη των όρων από τους οποίους εξαρτώνται τα εν λόγω είδη χρηματοδοτικής συνδρομής βάσει των αντίστοιχων διακυβερνητικών πράξεων ή πράξεων της Ένωσης για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής.»

Αιτιολογία

Η εξαίρεση από το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής (άρθρο 6) πρέπει να περιοριστεί, ώστε να μην αποκλείεται η παροχή τεχνικής βοήθειας και η συμμετοχή των κοινοβουλίων. Θα πρέπει να αφορά μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση του προληπτικού προγράμματος, καθώς και δάνεια που χορηγούνται για την ανακεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων της συμφωνίας-πλαισίου για την EFSF, τη συνθήκη για τον ΕΜΣ και πράξεις χρηματοδοτικής συνδρομής που εκδίδονται για την υλοποίηση της εν λόγω χρηματοδοτικής συνδρομής. Η διατήρηση ανοιχτού του ενδεχομένου αξιολόγησης της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος υπάγεται σε προληπτικό πρόγραμμα έχει πλεονεκτήματα, καθώς θα επαληθεύονται τα κριτήρια επιλεξιμότητας για το πρόγραμμα αυτό. Επίσης, στην περίπτωση της παροχής στήριξης για την ανακεφαλαιοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους δικαιολογείται, δεδομένης της στενής σχέσης μεταξύ της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της αστάθειας στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Εναλλακτικά, η παράγραφος θα μπορούσε να προστεθεί στο άρθρο 6 για μεγαλύτερη σαφήνεια και το άρθρο 13 να διαγραφεί.


(1)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.

(2)  Οι έντονοι χαρακτήρες στο κυρίως κείμενο αφορούν τα σημεία των οποίων την προσθήκη προτείνει η ΕΚΤ. Η χρήση διαγράμμισης στο κυρίως κείμενο αφορά τα σημεία των οποίων τη διαγραφή προτείνει η ΕΚΤ.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Συμβούλιο

17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/25


Σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 2 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2012 — Θέση του Συμβουλίου

2012/C 141/04

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 314, σε συνδυασμό με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο 106α,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά από τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1081/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 (2) και ιδίως το άρθρο 37,

Εκτιμώντας τα εξής:

ο γενικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2012 εγκρίθηκε οριστικά την 1η Δεκεμβρίου 2011 (3),

στις 16 Μαρτίου 2012 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση που περιείχε το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ.2 του γενικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2012,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο μόνο

Η θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 2 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2012 εγκρίθηκε στις 15 Μαΐου 2012.

Το πλήρες κείμενο είναι διαθέσιμο για ανάγνωση ή καταφόρτωση στον ιστότοπο του Συμβουλίου στη διεύθυνση: http://www.consilium.europa.eu/

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2012.

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

M. VESTAGER


(1)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1, με Διορθωτικά στην ΕΕ L 25 της 30.1.2003, σ. 43 και στην ΕΕ L 99 της 14.4.2007, σ. 18.

(2)  ΕΕ L 311 της 26.11.2010, σ. 9.

(3)  ΕΕ L 56 της 29.2.2012, με διορθωτικό στην ΕΕ L 79 της 19.3.2012.


Ευρωπαϊκή Επιτροπή

17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/26


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

16 Μαΐου 2012

2012/C 141/05

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2738

JPY

ιαπωνικό γιεν

102,53

DKK

δανική κορόνα

7,4331

GBP

λίρα στερλίνα

0,79925

SEK

σουηδική κορόνα

9,0970

CHF

ελβετικό φράγκο

1,2011

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,6210

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

25,460

HUF

ουγγρικό φιορίνι

294,32

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6976

PLN

πολωνικό ζλότι

4,3500

RON

ρουμανικό λέι

4,4400

TRY

τουρκική λίρα

2,3180

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,2813

CAD

καναδικό δολάριο

1,2832

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,8959

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,6601

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,6136

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 488,00

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

10,5861

CNY

κινεζικό γιουάν

8,0527

HRK

κροατικό κούνα

7,5440

IDR

ινδονησιακή ρουπία

11 772,46

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

3,9689

PHP

πέσο Φιλιππινών

54,786

RUB

ρωσικό ρούβλι

39,3562

THB

ταϊλανδικό μπατ

40,048

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,5355

MXN

μεξικανικό πέσο

17,5848

INR

ινδική ρουπία

69,4160


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/27


Πρόσκληση υποβολής προτάσεων στο πλαíσιο του 7ου Προγράμματος — Πλαισίου Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Επίδειξης της ΕΚ

2012/C 141/06

Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί πρόσκληση υποβολής προτάσεων στο πλαíσιο του 7ου Προγράμματος – Πλαισίου Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Επίδειξης της ΕΚ (2007-2013).

Ζητείται η υποβολή προτάσεων στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος συνεργασίας: Τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας: FP7-2012-ICT-FI.

Πληροφορίες σχετικά με τις προθεσμίες και τον προϋπολογισμό περιλαμβάνονται στα έγγραφα της πρόσκλησης που είναι δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα:

http://ec.europa.eu/research/participants/portal/page/home


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/28


ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΓΕΡΜΑΝΊΑ

Κρατική ενίσχυση SA.23129 (12/C) (ex 12/NN) — Πώληση και επαναμίσθωση πολυκατοικιών στο Neubrandenburg

Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 141/07

Με επιστολή από 21ης Μαρτίου 2012, που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) σχετικά με το προαναφερθέν μέτρο.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State aid Greffe

J-70 3/232

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Φαξ +32 22961242

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Γερμανία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 30 Μαρτίου 2007 η Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με εικαζόμενη παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ της Bavaria Immobiliengesellschaft (εφεξής: Bavaria), οικοδομικής εταιρίας, μέσω ορισμένων συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ της Bavaria και της ίδιας.

(2)

Το 2007, ο καταγγέλλων κίνησε επίσης παράλληλες διαδικασίες ενώπιον του κατώτερου περιφερειακού δικαστηρίου του Ροστόκ (LG Rostock) ζητώντας την ακύρωση των συμβάσεων. Στις 28 Νοεμβρίου 2008 το κατώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Ροστόκ απέρριψε την προσφυγή αποφαινόμενο ότι οι συμβάσεις δεν συνιστούν παράβαση ούτε της εθνικής νομοθεσίας για τα χρηστά ήθη ούτε της νομοθεσίας της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων.

(3)

Η Επιτροπή κοινοποίησε την προκαταρκτική της εκτίμηση στον καταγγέλλοντα με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2009 και κατέληξε στο συμπέρασμα, με βάση τις πληροφορίες που είχε τότε στη διάθεσή της, ότι το μέτρο δεν συνεπάγεται ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(4)

Στις 9 Οκτωβρίου 2009, ο καταγγέλλων αμφισβήτησε την προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, ο καταγγέλλων άσκησε προσφυγή κατά παραλείψεως κατά της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 256 της ΣΛΕΕ για μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Στις 12 Ιανουαρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

(5)

Στις 19 Ιανουαρίου 2012, ο καταγγέλλων ζήτησε από την Επιτροπή να αναλάβει δράση στη συγκεκριμένη υπόθεση εντός δύο μηνών και απείλησε να ασκήσει εκ νέου προσφυγή κατά παραλείψεως.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(6)

Το 1998 ο καταγγέλλων σύναψε ορισμένες συμβάσεις με καθεστώς πώλησης και επαναμίσθωσης για 12 πολυκατοικίες με συνολικά 557 ατομικά διαμερίσματα στο Neubrandenburg.

(7)

Αναλυτικότερα, η συμφωνία περιελάμβανε δύο κύρια στοιχεία, μια σύμβαση εμφύτευσης (Erbbaurechtsvertrag, εφεξής EBV) και μια διοικητική σύμβαση (Generalverwaltervertrag, εφεξής GVV):

Η EBV αποτελεί το πρώτο μέρος της συμφωνίας και προβλέπει ότι η Bavaria πρέπει να αγοράσει τα εν λόγω κτήρια και να καταβάλει σταθερό μίσθωμα (εν μέρει υπό μορφή κεφαλαιοποιημένης προκαταβολής) για τη χρήση του οικοπέδου επί του οποίου έχουν κτιστεί.

Η GVV αποτελεί το δεύτερο στοιχείο της συμφωνίας και προβλέπει την υποχρέωση της Bavaria να ανακαινίσει πλήρως τις εγκαταστάσεις. Σε αντάλλαγμα, ο καταγγέλλων συμφωνεί για τη μακροχρόνια μίσθωση των κτιρίων έναντι μηνιαίου μισθώματος το οποίο προβλέπεται να διπλασιαστεί μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανακαίνισης.

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΝΤΟΣ

(8)

Ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ του ιδίου και της Bavaria απέφεραν στην τελευταία αθέμιτο οικονομικό πλεονέκτημα. Ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι οι όροι των δύο συμβάσεων δεν πληρούσαν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, ότι είχαν συναφθεί χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και ότι εστιάζονταν σε στόχους περιφερειακής πολιτικής και στην άσκηση πιέσεων για την εξασφάλιση της υποστηριζόμενης από το κράτος ελάφρυνσης του χρέους που προβλέπει ο Altschuldenhilfegesetz (1).

(9)

Ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι αμφότερες οι συμβάσεις συνεπάγονται σημαντικές ζημίες για τον ίδιο. Για την GVV, ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι τα καθορισθέντα δυνάμει της διοικητικής σύμβασης μισθώματα είναι σημαντικά υψηλότερα από τα έσοδα που μπορεί να εξασφαλίσει από τις εν λόγω πολυκατοικίες. Όσον αφορά την EBV, ο καταγγέλλων διατυπώνει την άποψη ότι η τιμή πώλησης του κτιρίου ήταν πολύ χαμηλότερη από την πραγματική του αξία, γεγονός που συνεπάγεται πρόσθετες ζημίες.

ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

(10)

Η Γερμανία επικαλείται το άρθρο 20 παράγραφος 2 του διαδικαστικού κανονισμού του 1999 (2) και δηλώνει ότι, λόγω του ότι δεν υπάρχουν επαρκείς διαθέσιμες πληροφορίες στον δημόσιο τομέα, θα αποφύγει να λάβει θέση. Η Γερμανία τονίζει ότι μόνο ο ίδιος ο καταγγέλλων θα μπορούσε να διαθέτει τις απαραίτητες πληροφορίες για μια τέτοια ανάλυση.

(11)

Παράλληλα με την κοινοποίηση στην Επιτροπή, ο καταγγέλλων κίνησε επίσης διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο ενώπιον του του κατώτερου περιφερειακού δικαστηρίου του Ροστόκ επιδιώκοντας την ακύρωση της συμφωνίας ή των συστατικών μερών της ισχυριζόμενος 1) παράβαση των εθνικών διατάξεων για τα χρηστά ήθη σύμφωνα με το άρθρο 138 του γερμανικού αστικού κώδικα (BGB) και 2) παράβαση του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(12)

Τον Νοέμβριο 2008, το το κατώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Ροστόκ απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της εκτιμώντας ότι η συμφωνία έπρεπε να τηρηθεί. Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι συμβάσεις δεν παρουσιάζουν δυσαναλογία μεταξύ των συμβατικών υποχρεώσεων του καταγγέλλοντος και εκείνων του εναγομένου, ως αποτέλεσμα της οποίας να υπερβαίνεται το επιβαλλόμενο από τη γερμανική νομοθεσία ανώτατο όριο του 200 % (3) άνω της πραγματικής αξίας αγοράς των αγαθών ή υπηρεσιών που απέκτησε ο καταγγέλλων (4). Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, το το κατώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Ροστόκ εφάρμοσε παρόμοια συλλογιστική στην εκτίμησή του για κρατική ενίσχυση και αποφάνθηκε ότι οι συμβάσεις δεν παρείχαν στην Bavaria τέτοιο πλεονέκτημα που να μπορεί να συνιστά παράβαση της αρχής του ιδιώτη επενδυτή.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ

(13)

Προκειμένου ένα μέτρο να αποτελεί κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ πρέπει να αποδειχτεί ότι το μέτρο αυτό 1) παρέχει πλεονέκτημα σε επιχείρηση 2) χρηματοδοτείται από το κράτος με κρατικούς πόρους και 3) στρεβλώνει πραγματικά ή δυνητικά τον ανταγωνισμό κατά τρόπο που 4) προκαλεί πραγματική ή δυνητική στρέβλωση των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

(14)

Για να επαληθευτεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να αποδειχθεί ότι ο δικαιούχος μέτρου έλαβε πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε λάβει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, το οποίο βελτιώνει την οικονομική του θέση ή τον απαλάσσει από επιβάρυνση την οποία διαφορετικά θα έπρεπε να επωμιστεί (5). Σε περιπτώσεις όπου εικαζόμενο μέτρο ενίσχυσης συνίσταται σε εμπορική δραστηριότητα δημόσιας επιχείρησης, το κατάλληλο κριτήριο για τη διαπίστωση πλεονεκτήματος είναι η αρχή του επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, σύμφωνα με την οποία ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ εάν οι όροι της συμφωνίας υπερβαίνουν εκείνους με τους οποίους θα συμφωνούσε ιδιώτης επενδυτής υπό κανονικές συνθήκες οικονομίας της αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων πληροφοριών και των προβλεπόμενων γεγονότων τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης (6).

(15)

Συνεπώς, για να καταδείξει την παράβαση της αρχής του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι οι όροι των δύο συμβάσεων που συνιστούν το εικαζόμενο μέτρο ενίσχυσης υπερβαίνουν εκείνους με τους οποίους θα συμφωνούσε ιδιώτης επενδυτής το 1998.

(16)

Όσον αφορά το πεδίο των μέτρων, η Επιτροπή πιστεύει, σε αντίθεση με τον καταγγέλλοντα αλλά σε συμφωνία με το το κατώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Ροστόκ, ότι η EBV και η GVV αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα, εκτιμώντας ότι καμία από τις δύο συμβάσεις δεν θα είχε συναφθεί χωρίς την άλλη. Συνεπώς, κάθε εκτίμηση κρατικής ενίσχυσης πρέπει να εστιάζεται στο καθεστώς πώλησης και επαναμίσθωσης στο σύνολό του και να μην αναλύει χωριστά τα συστατικά του μέρη. Πρέπει επίσης να εστιάζεται στα οφέλη που προέκυψαν από την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους δυνάμει του Altschuldenhilfegesetz.

(17)

Όσον αφορά τις συνθήκες της αγοράς το 1998, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εκτίμηση του εικαζόμενου μέτρου ενίσχυσης πρέπει να γίνει αντιπαραβάλλοντάς το με παρόμοια καθεστώτα που συνήφθησαν την ίδια περίοδο προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι όροι της συμφωνίας μεταξύ του καταγγέλλοντος και της Bavaria υπερέβησαν τους αντίστοιχους που συμφωνήθηκαν σε παρόμοιες περιστάσεις.

(18)

Βασιζόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου (7), η Επιτροπή αναζήτησε παρόμοιες συμβάσεις που συνήφθησαν περίπου την ίδια περίοδο στην ανατολική Γερμανία. Σύμφωνα με προκαταρκτική αξιολόγηση των συμβάσεων αυτών, η Επιτροπή εκτιμά κατά το παρόν στάδιο ότι οι όροι του εν λόγω καθεστώτος πώλησης και επαναμίσθωσης αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες της αγοράς. Ωστόσο, ο καταγγέλλων επιμένει ότι οι όροι των δύο συμβάσεων υπερέβαιναν σαφώς τους προβλεπόμενους σε παρόμοιες συμφωνίες και ταυτόχρονα θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της προσέγγισης που εφάρμοσε κατά την αντιπαραβολή η Επιτροπή λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών της αγοράς ακινήτων στο Neubrandenburg, όπως η απομονωμένη γεωγραφική θέση της πόλης και η ηλικιακή διάρθρωση του πληθυσμού.

(19)

Συνεπώς, η Επιτροπή καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να σχολιάσουν την έρευνά της και να διαβιβάσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τις διαθέσιμες για την αγορά πληροφορίες το 1998, προκειμένου να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της σχετικής αγοράς των καθεστώτων πώλησης και επαναμίσθωσης μεγάλων κτηριακών συγκροτημάτων στην ανατολική Γερμανία το 1998.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«Hiermit teilt die Kommission Deutschland mit, dass sie nach Prüfung der Angaben Deutschlands zu der vorgenannten Maßnahme beschlossen hat, das Prüfverfahren nach Art. 108 Abs. 2 des Vertrages über die Arbeitsweisen der Europäischen Union (im Folgenden: AEUV) zu eröffnen.

1.   VERFAHREN

(1)

Mit Schreiben vom 30. März 2007 legte die Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH (im Folgenden: Beschwerdeführerin) bei der Kommission in Bezug auf staatliche Beihilfen, die sie angeblich der Bavaria Immobilien Beteiligungsgesellschaft mbH & Co. Objekte Neubrandenburg KG und der Bavaria Immobilien Trading GmbH & Co, Immobilien Leasing Objekt Neubrandenburg KG (im Folgenden: Bavaria) durch einen Erbbaurechtsvertrag (im Folgenden: EBV) und einen Generalverwaltervertrag (im Folgenden: GVV) gewährt haben soll, eine auf Art. 20 Abs. 2 der Verordnung (EG) Nr. 659/1999 des Rates vom 22. März 1999 über besondere Vorschriften für die Anwendung von Art. 108 AEUV (8) (im Folgenden: Verfahrensverordnung) gestützte Beschwerde ein. Sie beantragte die Einleitung eines förmlichen Prüfverfahrens nach Art. 108 Abs. 2 AEUV.

(2)

Die Kommission richtete mit Schreiben vom 06. August 2007 ein Auskunftsersuchen an das Bundesministerium für Wirtschaft und Technologie. Die Antworten des Ministeriums vom 04. September 2007, 12. Oktober 2007, 17. Oktober 2007, 11. Juli 2008, 12. Dezember 2008 und 30. Juni 2009 wurden der Beschwerdeführerin übermittelt, die dazu am 5. November 2007, 26. Februar 2008, 15. Juli 2008, 30. September 2008, 18. Dezember 2008 und 6. März 2009 Stellung nahm.

(3)

Am 28. November 2008 verkündete das LG Rostock seine Entscheidung im nationalen Rechtsstreit zwischen Bavaria und der Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft. Dabei kommt das Gericht zu dem Schluss, dass es an einer Begünstigung zugunsten von Bavaria mangelt und daher keine Verletzung von Art. 107 Abs. 1 AEUV vorliegt.

(4)

Mit Schreiben vom 4. Juni 2009 forderte die Beschwerdeführerin die Kommission gemäß Art. 265 Abs. 2 AEUV auf, binnen zwei Monaten, also bis zum 4. August 2009, das förmliche Prüfverfahren nach Art. 108 Abs. 2 EG einzuleiten.

(5)

Mit Schreiben von 29. Juli 2009 teilten die Dienststellen der Kommission der Beschwerdeführerin ihre vorläufige Ansicht mit, dass weder der EBV noch der GVV eine staatliche Beihilfe im Sinne des Art. 107 Abs. 1 AEUV darzustellen scheinen.

(6)

Mit Schreiben vom 26. August 2009 beanstandete die Beschwerdeführerin die von den Dienststellen der Kommission vorgenommene Würdigung des Sachverhalts und forderte die Kommission auf, das förmliche Prüfverfahren binnen zwei Wochen, also bis zum 9. September 2009, einzuleiten.

(7)

Die Kommission informierte die Beschwerdeführerin mit Schreiben vom 15. September 2009, dass ihr nach einer Analyse ihrer Ausführungen in den nächsten Wochen eine Stellungnahme zugehen werde. Mit Schreiben vom 22. September 2009 teilte die Beschwerdeführerin mit, dass sie mit dem von der Kommission vorgeschlagenen Vorgehen nicht einverstanden sei.

(8)

Am 09. Oktober 2009 erhob die Beschwerdeführerin Klage vor dem Gericht und forderte dieses auf, die im Schreiben der Kommission vom 29. Juli 2009 enthaltene Entscheidung für nichtig zu erklären oder hilfsweise, gemäß Art. 265 AEUV, festzustellen, dass die Kommission es rechtswidrig unterlassen hat, das förmliche Prüfverfahren gemäß Art. 108 Abs. 2 AEUV einzuleiten. Am 12. Januar 2012 wies das Gericht zu Klage als unzulässig ab. (9)

(9)

Mit Schreiben vom 19. Januar 2012 fordert die Beschwerdeführerin die Kommission erneut gemäß Art. 265 Abs. 2 AEUV auf, binnen zwei Monaten, also bis zum 20. März 2012, das förmliche Prüfverfahren gemäß Art. 108 Abs. 2 AEUV einzuleiten.

2.   BESCHREIBUNG DER MASSNAHMEN

(10)

Die Beschwerdeführerin, die Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH, ist eine kommunale Eigengesellschaft nach deutschem Recht, deren Gesellschaftsanteile zu 100 % von der Stadt Neubrandenburg (Deutschland) gehalten werden. Sie verfolgt das Ziel einer ausreichenden Wohnungsversorgung in der Stadt Neubrandenburg nebst Umland.

(11)

Die Beschwerdeführerin ist unter anderem Eigentümerin einer Reihe von Grundstücken in Neubrandenburg, auf denen insgesamt zwölf Mietshäuser mit 557 Wohnungen stehen. Die Beschwerdeführerin schloss am 21.01.1998 mit der Bavaria den EBV und den GVV (im Folgenden: fragliche Verträge) ab, um im Rahmen eines Immobilienleasings die genannten 12 Mietshäuser weiter zu bewirtschaften. Die fraglichen Verträge wurden nicht vorab bei der Kommission angemeldet.

2.1.   Erbbaurechtsvertrag (EBV)

(12)

Am 21.01.1998 schlossen die Beschwerdeführerin und Bavaria, als sogenannte Zwischenerwerberin, den EBV über die Bestellung von Erbbaurechten für die 12 Mietshäuser mit insgesamt 557 Wohnungseinheiten zugunsten der Bavaria für die Dauer von 75 Jahren. Der EBV gliedert sich in zwei Hauptbestandteile:

a.

Bavaria verpflichtete sich zur Zahlung eines Betrages in Höhe von […] (10) EUR an die Beschwerdeführerin, wovon […] EUR als kapitalisierter Erbbauzins auf Grund und Boden für die Zeit bis zum 31. Dezember 2028 und […] EUR als Kaufpreis für die Altbausubstanz entfielen.

b.

Ab 01. Januar 2029 hat Bavaria außerdem über einen Zeitraum von 10 Jahren jährlich einen Erbbauzins in Höhe von […] % des derzeitigen Grundstückwertes, der auf […] EUR pro Quadratmeter beziffert wurde, zu entrichten. Für die nachfolgende Restlaufzeit ist eine Anpassung des Erbbauzinses an den Preisindex für die Gesamtlebenshaltungskosten vorgesehen, sofern sich dieser um mehr als […] % verändert.

(13)

Vor Abschluss des EBV mit Bavaria hat die Beschwerdeführerin den Wert des Grundbesitzes durch hausinterne Sachverständige 1997 ermitteln lassen. Laut diesem Gutachten betrug der Wert der Objekte […] EUR. Im Jahr 2007 beauftragte die Beschwerdeführerin zusätzlich den externen Sachverständigen Hr. Hecht, rückwirkend ein weiteres Verkehrswertgutachten der Gebäudesubstanz für das Jahr 1997 zu erstellen. Daraus geht ein Schätzwert von […] EUR hervor.

(14)

Bavaria verpflichtete sich außerdem zur Sanierung und Erhaltung der Gebäude. Ferner übernahm Bavaria die Verpflichtung der Beschwerdeführerin aus dem Altschuldenhilfegesetz (im Folgenden: AltSchG) (11), einer lex specialis zur Teilentlastung der ostdeutschen Gemeinden vom strukturellen Erbe der DDR Wohnungspolitik, wonach die Beschwerdeführerin 15 % der Wohnfläche in ihrem Besitz bis zum 31. Dezember 2003 zu privatisieren hatte, um eine Entlastung von ihren Altverbindlichkeiten zu erhalten. (12)

(15)

Neben dem erzielten Kaufpreis hat die Beschwerdeführerin von einer Entlastung in Höhe von […] EUR aus dem Altschuldenhilfegesetz profitiert. Nach dem AltSchG wurden kommunalen Wohnungsunternehmen, Kommunen, Wohnungsgenossenschaften und privaten Vermietern von Wohnraum auf Antrag - sachlich und zeitlich begrenzt - staatliche Altschuldenhilfen gewährt. Diese Hilfen dienen dem Abbau der Schuldenlast aus Krediten, die aufgrund von Rechtsvorschriften der ehemaligen Deutschen Demokratischen Republik im Rahmen des volkseigenen und genossenschaftlichen Wohnungsbaus sowie zur Schaffung und Erhaltung oder Besserung von privatem Wohnraum gewährt worden sind (sogenannte Altverbindlichkeiten gemäß § 3 AltSchG). Die Anträge auf Altschuldenhilfe mussten spätestens bis zum 31. Dezember 1993 bei der kreditgebenden Bank gestellt werden (§ 9 AltSchG).

(16)

Als Formen der Altschuldenhilfe sieht das Gesetz zum einen die Übernahme eines Teils der am 1. Januar 1994 bestehenden Altverbindlichkeiten ab dem 1. Juli 1995 (sogenannte Teilentlastung gemäß § 4 AltSchG) vor. Die Schulden, für die eine Teilentlastung gewährt wird, übernimmt der sogenannte Erblastentilgungsfonds (§ 4 Abs. 1 Satz 1 AltSchG).

(17)

Die Höhe der Teilentlastung errechnet sich aus der Altschuldenlast je Quadratmeter der beim Wohnungsunternehmen vorhandenen gesamten Wohnfläche nach dem Stand vom 1. Januar 1993. Übernommen wird der Teil der Kreditbelastung, der 76,69 EUR (150 DM) je Quadratmeter Wohnfläche übersteigt. Bei der Berechnung dieses Betrags werden höchstens 511,29 EUR (1 000 DM) Kreditbelastung je Quadratmeter Wohnfläche berücksichtigt.

(18)

Für die Gewährung einer Teilentlastung muss ein Wohnungsunternehmen nach § 5 Abs. 1 AltSchG mindestens 15 Prozent seines zahlenmäßigen Wohnungsbestandes mit mindestens 15 Prozent seiner Wohnfläche nach dem Stand vom 1. Januar 1993 bis 31. Dezember 2003 privatisieren oder im Falle der Wohnungsgenossenschaften veräußern. Weiterhin wird in § 5 Abs.2 AltSchG festgelegt, dass das betreffende Wohnungsunternehmen einen Teil des Verkaufserlöses an den Erblastentilgungsfonds zurückerstatten muss, wenn der Verkaufserlös 76,69 EUR je Quadratmeter verkaufter Wohnfläche zuzüglich der in Verbindung mit dem Verkauf entstandenen Sanierungskosten übersteigt. Der abzuführende Prozentsatz des Verkaufserlöses ist abhängig vom Datum des Verkaufs und liegt bei 20 % für Verkäufe bis 1994 und bei 55 % für Verkäufe bis 2003.

(19)

Durch das Bavaria-Geschäft wurden der Beschwerdeführerin Altlasten in Höhe von […] EUR erlassen. Nach Berücksichtigung der Abführungen an den Erblastentilgungsfonds von […] EUR ergibt sich eine Gesamtentlastung der Beschwerdeführerin von […] EUR.

2.2.   Generalverwaltervertrag (GVV)

(20)

Ebenfalls am 21. Januar 1998 unterzeichneten Bavaria und die Beschwerdeführerin einen Generalverwaltervertrag. Danach obliegt der Beschwerdeführerin die Verwaltung und ordnungsgemäße Bewirtschaftung des seitens der Bavaria zu sanierenden streitgegenständlichen Wohnungsbestandes über einen Zeitraum von 30 Jahren. Die Beschwerdeführerin verpflichtete sich für die Zeit bis zum Abschluss der Sanierungsarbeiten zur Zahlung eines monatlichen Festbetrages über […] EUR ([…] EUR p.a.). Nach Beendigung der Sanierungsarbeiten erhöht sich dieser Betrag auf […] EUR ([…] EUR p.a.). Ab 01. Januar 2000 steigt dieser Festgeldbetrag um jährlich […] % wobei Bezugsgröße der zuletzt vertraglich geschuldete Betrag ist. Im Gegenzug trat Bavaria der Beschwerdeführerin alle Ansprüche aus den Mietverhältnissen über die streitgegenständlichen Wohnungen ab.

3.   POSITION DER BESCHWERDEFÜHRERIN

(21)

Um einen wirtschaftlichen Vorteil der Bavaria zu begründen und somit das Vorliegen einer Beihilfe nach Art. 107 Abs. (1) AEUV festzustellen, argumentiert die Beschwerdeführerin, dass die geschlossenen Verträge marktunüblich sind, weil ihr aufgrund marktfremder Vertragsbestandteile Verluste entstehen und kein Bieterverfahren zur Auswahl von Bavaria stattgefunden hat. Laut der Beschwerdeführerin, müssen die Verträge bei der Bewertung ihrer Marktüblichkeit getrennt betrachtet werden.

3.1.   Erbbaurechtsvertrag (EBV)

(22)

In Bezug auf den EBV argumentiert die Beschwerdeführerin, dass sowohl der vertraglich vereinbarte Erbbauzins als auch der vereinbarte Kaufpreis unangemessen niedrig sind.

(23)

Aus dem EBV sind der Beschwerdeführerin nach eigenen Angaben Verluste in Höhe von […] EUR entstanden. Dies ergibt sich aus der Differenz des Verkehrswertes laut dem Gutachten von 1997, dessen Schätzwert […] EUR betrug, und den gezahlten Kaufpreis von […] EUR.

(24)

Laut Beschwerdeführerin müssen bei der Berechnung der Verluste die Entlastungen durch das AltSchG außer Acht gelassen werden. Denn unter Berücksichtigung aller ihrer AltSchG-Privatisierungsmaßnahmen habe sie bezogen auf die Zahl der nach dem AltSchG zu privatisierenden Wohnungseinheiten einen Erfüllungsstand von […] % erreicht. Das Bavaria-Geschäft habe hieran nur einen geringen Anteil von lediglich […] % und sei demzufolge für ihre Entlastung nach dem AltSchG irrelevant. Hätte kein Vertragsabschluss mit Bavaria stattgefunden, hätte man sich auch nach anderen Vertragspartnern bis Ende 2003 umsehen können. Vor diesem Hintergrund sei eine anteilige Zuordnung der lediglich zum Teil durch das Bavaria-Geschäft ermöglichten Altschuldenentlastung abwegig. Selbst bei Berücksichtigung der AltSchG-Entlastung bleibe ein deutlicher Verlust zu Lasten der Beschwerdeführerin bestehen.

3.2.   Generalverwaltervertrag (GVV)

3.2.1.    Marktüblichkeit

(25)

Laut der Beschwerdeführerin ist der GVV marktunüblich, da er Bavaria überhöhte Garantiezahlungen in Verbindung mit einer inflationsunabhängigen jährlichen fixen Erhöhung sowie einer festen Vertragslaufzeit von 30 Jahren gewährt. Vergleichbare Verträge habe es nicht gegeben.

(26)

Durch die vereinbarte fixe Mietgarantie und ihre ebenfalls bereits festgelegte Erhöhung, liege das gesamte zu tragende Risiko bei der Beschwerdeführerin selbst.

(27)

Bavaria sei es nur möglich gewesen diese marktunüblichen Konditionen durchzusetzen, weil seitens der Beschwerdeführerin ein Zeitdruck zum Abschluss der Verträge bestand, um von einer Entlastung der Altschulden Gebrauch machen zu können. Durch zusätzliche regionalpolitische Zielvorgaben und mangelnder Kenntnis der Beihilferegelungen, habe die Beschwerdeführerin nach eigenen Angaben weder wirtschaftlich handeln können noch die daraus resultierende Begünstigung erkannt.

(28)

Weiterhin gibt die Beschwerdeführerin an, dass Bavaria nicht in einem Bieterverfahren ausgewählt worden sei. Laut der Beschwerdeführerin wurden 72 mögliche Firmen angeschrieben, die an einer Zusammenarbeit interessiert waren. Allerdings habe es keinen offenen Aufruf zur Abgabe von Angeboten im Rahmen präziser Vorgaben gegeben. Mangels jener präzisen Vorgaben wäre eine wirkliche Vergleichbarkeit der eingesandten Interessenbekundungen nicht gewährleistet gewesen. Zudem war Bavaria nicht unter den 72 angeschriebenen Unternehmen. Ein offizielles Bieterverfahren habe somit nicht stattgefunden.

3.2.2.    Wirtschaftlichkeitsanalyse

(29)

Die Beschwerdeführerin saldiert den ihr entstehenden Verlust durch den GVV auf […] EUR und legt zum Beweis eine Cashflow-Analyse vor. Als Grund für den Verlust gibt sie die einnahmeunabhängigen Garantiezahlungen, die jährliche Steigerung derselben um […] % sowie die 30 jährige Laufzeit an.

(30)

Die Cashflow-Analyse der Beschwerdeführerin beruht auf Nominalwerten. Es wird keine Abzinsung vorgenommen. Die verwendeten Werte für die ersten 7 Jahre beruhen auf bereits realisierten Zahlen.

(31)

Damit ergibt sich nach Ansicht der Beschwerdeführerin ein Gesamtverlust von […] EUR aus dem EBV und dem GVV.

4.   POSITION DER BUNDESREGIERUNG

(32)

Die Bundesregierung ist der Ansicht, dass für die Kommission in Anbetracht der vorliegenden Informationen keine ausreichenden Gründe bestehen, zu dem Fall eine Auffassung zu vertreten. Die Verfahrensordnung Nr. 659/1999 sieht in Art. 20 Abs. 2 Satz 2 die Möglichkeit ausdrücklich vor, von einer Entscheidung über ein vom Beschwerdeführer behauptetes Vorliegen einer staatlichen Beihilfe abzusehen. Voraussetzung ist eine unzureichende Informationslage. Diese unzureichende Informationslage kann vorliegend selbst durch ein Auskunftsersuchen oder eine Auskunftsanordnung nicht verbessert werden. Weder die Bundesregierung noch die Regierungen der beteiligten Länder Berlin und Mecklenburg-Vorpommern haben originäre Kenntnisse über das Bieterverfahren und den Verlauf der Privatisierung. Über diese Informationen verfügt nur die Beschwerdeführerin selbst. Da Informationen zur wirtschaftlichen Lage, zur Marktsicherung, zum Bieterverfahren und zu den Handlungsoptionen der Beschwerdeführerin zum Entscheidungszeitpunkt sowie zur evtl. Einflussnahme staatlicher Stellen auf die Entscheidungsfindung nicht vollumfänglich zu ermitteln sind, ist das Verfahren mangels ausreichender Informationen zur Beurteilung des Falls einzustellen.

(33)

Die Bundesregierung vertritt zudem die Auffassung, dass das anhängige zivilrechtliche Verfahren vor dem LG Rostock Vorrang vor dem Prüfverfahren der Kommission haben sollte. Eine beihilferechtliche Rechtschutzlücke zu Lasten der Beschwerdeführerin besteht in diesem Fall nicht, da die beihilferechtliche Würdigung der streitgegenständlichen Verträge Gegenstand des zivilrechtlichen Berufungsverfahrens ist. Durch ein Eingreifen der Kommission wird dagegen die in der Mitteilung der Kommission über die Durchsetzung des Beihilferechts durch die einzelstaatlichen Gerichte (13) als sachgerecht erachtete Arbeitsteilung unterlaufen. Nach Abschnitt 2.2 der Mitteilung ist es insbesondere Aufgabe der Gerichte, über die Einhaltung von Art. 108 Abs. 3 AEUV zu wachen und damit über das Vorliegen einer Beihilfe zu entscheiden.

5.   GERICHTSVERFAHREN IN DEUTSCHLAND

(34)

Am 28. November 2008 verkündete das LG Rostock seine Entscheidung im Rechtsstreit zwischen Bavaria und der Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft. Ausgangspunkt aller rechtlichen Erwägung des LG Rostocks ist, dass der GVV nicht isoliert von dem EBV betrachtet werden kann. Diese Betrachtungsweise weicht von der Auffassung der Beschwerdeführerin ab, begründet sich laut dem Gericht aber wie folgt: Der GVV ist ein Bestandteil eines Immobilienleasingvertrages in der "sale-and-lease-back"-Variante. Die Verträge stehen im Zusammenhang miteinander und keiner der Verträge wäre ohne den anderen geschlossen worden. Dies verdeutlicht der Umstand, dass sowohl der GVV und der EBV am gleichen Tag, dem 21. Januar 1998, unterzeichnet wurden und wechselseitig aufeinander Bezug nehmen.

5.1.   Erbbaurechtsvertrag (EBV)

(35)

Für die Betrachtung des Verkaufserlöses berücksichtigt das LG Rostock die Befreiung von Altverbindlichkeiten, weil durch das abgeschlossene Immobilienleasingmodell mit Bavaria erst die Voraussetzungen dafür geschaffen worden sind, dass die Beschwerdeführerin eine Befreiung von Altverbindlichkeiten erlangt. Somit ergibt sich ein Gesamtkaufpreis von […] EUR. Verglichen mit dem geschätzten Wert der Gesamtgebäudesubstanz von […] EUR durch den Sachverständigen Hecht ergibt sich eine Differenz von nur […] %.

(36)

Dies rechtfertige nicht die Annahme, dass eine Begünstigung Bavarias vorliegt. Die Argumentation der Beschwerdeführerin, dass ihr wegen der Regelung des § 5 Abs. 3 AltSchG die Teilentlastung von ihren Altverbindlichkeiten auch bei Scheitern des Bavaria-Geschäftes zugutegekommen wäre, überzeugte das Gericht nicht. Maßgebend sind laut dem LG Rostock allein die Verhältnisse bei Vertragsabschluss, auf eine spätere tatsächliche Entwicklung bzw. Übererfüllung des AltSchG kommt es nicht an. Im Übrigen ist der Teil des § 5 Abs. 3 S.1 AltSchG, wonach Privatisierungsverpflichtungen noch bis 31. Dezember 2003 hätten erfüllt werden können, erst am 01. September 2000 in Kraft getreten und galt damit bei Abschluss der streitgegenständlichen Verträge im Jahr 1998 noch gar nicht. Auch der Einwand der Beschwerdeführerin, dass sie auch ohne das Bavaria-Geschäft, welches nur […] % des privatisierten Wohnungsbestandes ausgemacht habe, die Voraussetzungen des AltSchG erfüllt habe, ist wegen der Maßgeblichkeit der Verhältnisse bei Vertragsabschluss ohne rechtliche Relevanz.

(37)

Das Gericht hat ebenfalls die Marktüblichkeit des EBV überprüft mit dem Ergebnis, dass der vertraglich vereinbarte Erbbauzins nicht unangemessen niedrig ist. Als Vergleich zieht das Gericht den geschätzten Liegenschaftszins des Sachverständigen Hecht heran, der diesen auf […] % p.a. schätzt. Zudem fließen der Beschwerdeführerin durch die Kapitalisierung des Erbbauzinses und dessen Entrichtung im Voraus Vorteile zu, die sie in die Lage versetzt hat, die Summe sofort gewinnbringend anzulegen.

5.2.   Generalverwaltervertrag (GVV)

(38)

Was die Laufzeit des GVV betrifft, so stellt das LG Rostock fest, dass das Immobilienleasing eine besondere Form des Finanzierungsleasings mit langer Vertragsdauer bis zu 30 Jahre ist. Immobilienleasingverträge zeichnen sich durch lange Vertragslaufzeiten aus, innerhalb derer der Leasingnehmer für die Voll- bzw. Teilamortisation der vom Leasinggeber für die Anschaffung der Leasingsache getätigten Aufwendungen und Kosten einzustehen hat.

(39)

Dem Argument der Beschwerdeführerin, dass die Leasingraten unangemessen hoch sind, setzt das Gericht einen Vergleich der Leasingraten mit dem Marktzins entgegen. Dabei kommt das Gericht zu dem Schluss, dass die Leasingraten nicht als unangemessen hoch anzusehen sind.

(40)

Gleiches gilt für die vorgesehene jährliche Erhöhung um […] %. Nach Berechnungen des Gerichts ist die jährliche Steigerung des Mietzinses aber schon im Hinblick auf die jährliche Inflation gerechtfertigt. So lag nach Kenntnis des Gerichts die Inflationsrate im Zeitraum von 1970 bis 1998 bei durchschnittlich 3,52 % p.a. Hinzu kommt, dass sich die tatsächliche Mietzinsentwicklung über den sehr langen Zeitraum von 30 Jahren nur schwer prognostizieren lässt, was für beide Vertragspartner auf der Hand gelegen hat. Das Gericht schlussfolgert, das nicht davon ausgegangen werden kann, dass dies schon bei Vertragsabschluss außer Verhältnis zu der für die gesamte Laufzeit zu prognostizierten Zinsentwicklung stand.

5.3.   Zusammenfassung

(41)

Das Gericht kommt in seiner Gesamtbetrachtung zu dem Schluss, dass sich keine Nichtigkeit der Verträge aus Art. 107 AEUV ergibt, da es am Vorliegen einer Begünstigung der Bavaria fehlt.

(42)

Die Beschwerdeführerin hat gegen das Urteil des Landgerichts Rechtsmittel eingelegt, das Verfahren ist derzeit beim OLG Rostock anhängig. (14)

6.   BEIHILFERECHTLICHE WÜRDIGUNG

6.1.   Vorliegen einer staatlichen Beihilfe im Sinne des Artikels 107 Absatz 1 AEUV

(43)

Nach Art. 107 Abs. 1 AEUV stellt eine Maßnahme eine staatliche Beihilfe dar, wenn sie die vier folgenden Voraussetzungen kumulativ erfüllt:

a.

Die Maßnahme muss einem Unternehmen einen Vorteil verschaffen.

b.

Die Maßnahme muss von einem Mitgliedstaat oder aus staatlichen Mitteln finanziert werden.

c.

Die Maßnahme muss den Wettbewerb verfälschen bzw. zu verfälschen drohen, indem einem Unternehmen Vorteile verschafft werden.

d.

Die Maßnahme muss geeignet sein, den Handel zwischen Mitgliedstaaten zu beeinträchtigen.

6.1.1.    Vorteil für ein Unternehmen

(44)

Nach ständiger Rechtsprechung des EuGH (15) ist zur Feststellung eines Vorteils im Sinne des Beihilfenrechts zu prüfen, ob ein privater Kapitalgeber von vergleichbarer Größe den betreffenden Vorgang zu den gleichen Bedingungen abgewickelt hätte. Eine Begünstigung liegt immer dann vor, wenn die Maßnahme unter solchen Umständen erfolgt, die für einen privaten Investor unter Marktbedingungen nicht annehmbar wären. Dabei geht der EuGH davon aus, dass ein privater Kapitalgeber an einem langfristigen Engagement mit angemessenem Profit interessiert ist.

(45)

Zur Feststellung eines möglichen Vorteils prüft die Kommission im vorliegenden Fall, ob die fraglichen Verträge marktüblich sind und zu den gleichen Konditionen von einem privaten Kapitalgeber abgeschlossen worden wären. Dabei versetzt sich die Kommission in die Situation von 1998, da bei der Prüfung der Marktüblichkeit allein die Verhältnisse bei Vertragsabschluss maßgeblich sind, nicht eine spätere tatsächliche Entwicklung.

(46)

Entgegen der Auffassung der Beschwerdeführerin stützt die Kommission die vorläufige Bewertung der Marktüblichkeit der 1998 zwischen der Beschwerdeführerin und Bavaria geschlossenen Verträge auf eine gemeinsame Betrachtung des EBV und des GVV. Da die vertraglichen Beziehungen Bestandteil eines sogenannten Immobilienleasingvertrags in der "sale-and-lease-back"-Variante darstellen, stehen sie im Zusammenhang miteinander und keiner der Verträge wäre ohne den anderen abgeschlossen worden. Dies verdeutlicht insbesondere der Umstand, dass beide Verträge am gleichen Tag, dem 21. Januar 1998, unterzeichnet wurden und wechselseitig aufeinander Bezug nehmen. Wie bereits erwähnt, kommt auch das LG Rostock in seinem Urteil zu dieser Einschätzung.

(47)

Die Kommission betrachtet daher die beiden fraglichen Verträge – EBV und GVV – zusammenfasst als Einzelmaßnahme im Sinne des Art. 1 lit. e der Verfahrensordnung. Die Bewertung eines möglichen wirtschaftlichen Vorteils für Bavaria basiert daher auf einer Analyse der Erlöse, den die Beschwerdeführerin zum Zeitpunkt aus dem gemeinsamen Abschluss des EBV und des GVV im Jahr 1998 erwarten konnte.

6.1.1.1.   Erbbaurechtsvertrag (EBV)

(48)

Mit Abschluss der Verträge verpflichtete Bavaria sich zur Zahlung eines Betrages in Höhe von […] EUR an die Beschwerdeführerin, wovon […] EUR als kapitalisierter Erbbauzins auf Grund und Boden für die Zeit bis zum 31. Dezember 2028 […] EUR als Kaufpreis für die Altbausubstanz entfielen.

(49)

Vor Abschluss des EBV mit Bavaria hat die Beschwerdeführerin den Wert des Grundbesitzes durch hausinterne Sachverständige 1997 ermitteln lassen. Laut diesem Gutachten betrug der Wert der Objekte […] EUR. Im Jahr 2007 beauftragte die Beschwerdeführerin zusätzlich den externen Sachverständigen Hr. Hecht, rückwirkend ein weiteres Verkehrswertgutachten der Gebäudesubstanz für das Jahr 1997 zu erstellen. Daraus geht ein Schätzwert von […] EUR hervor, auf welchen sich das LG Rostock in seinem Urteil bezieht.

(50)

Im Weiteren berücksichtigt das LG Rostock die Befreiung von Altverbindlichkeiten für die Betrachtung des Verkaufserlöses. Dabei argumentiert das Gericht, dass durch das abgeschlossene Immobilienleasingmodell mit Bavaria erst die Voraussetzungen dafür geschaffen worden seien, dass die Beschwerdeführerin eine Befreiung von Altverbindlichkeiten erlangte. Durch die Einrechnung der AltSchG-Entlastung ergibt sich ein Gesamtkaufpreis von […] EUR, welcher sich aus dem erzielten Kaufpreis von […] EUR und der AltSchG-Entlastung von […] EUR zusammensetzt.

(51)

Aufbauend auf dem vom externen Sachverständigen Hr. Hecht im Jahr 2007 rückwirkend ermittelten Verkehrswertes kommt das LG Rostock zu dem Schluss, dass der Gesamtkaufpreis lediglich […] % niedriger als der damalige Verkehrswert der Gebäudesubstanz ist.

(52)

Das LG Rostock argumentiert in diesem Zusammenhang weiterhin, dass die Beschwerdeführerin unter Berücksichtigung des GVV von dem niedrigen Kaufpreis profitiert habe und somit eine eventuelle Begünstigung aus dem EBV bei einer gemeinsamen Belastung der Verträge revidiert werde. Durch den niedrigeren Kaufpreis reduzierten sich die Gesamtinvestitionskosten, die Bavaria als Leasinggeber vorzufinanzieren habe. Diese habe unmittelbaren Einfluss auf den seitens der Beschwerdeführerin geschuldeten Leasingzins, da der Leasingzins sich an den Gesamtinvestitionskosten orientiere.

(53)

Basiert man die oben angebrachte Berechnung allerdings auf den im Jahr 1997 durch hausinterne Sachverständiger festgelegten Verkehrswert von […] EUR, lag der von Bavaria gezahlte Kaufpreis um circa […] % unter dem tatsächlichen Verkehrswert der Gebäudesubstanz.

(54)

Für die Kommission stellen sich zum jetzigen Zeitpunkt vor allem zwei Fragen zum EBV:

(55)

Erstens gilt es zu klären, ob die Entlastung durch das AltSchG in die Bewertung miteinbezogen werden soll. Dabei macht die Beschwerdeführerin widersprüchliche Angaben, weil sie zum einem angibt, dass sie bei Abschluss der Verträge unter Zeitdruck stand, um die Voraussetzungen des AltSchG zu erfüllen. Andererseits argumentiert sie, dass sie auch ohne die fraglichen Verträge die AltSchG-Voraussetzungen erfüllt hätte. Das LG Rostock hingegen stellt eindeutig darauf ab, dass vor Vertragsabschluss die Bedingungen noch nicht erfüllt waren und daher die AltSchG-Entlastung eingerechnet werden muss.

(56)

Zweitens kann die Kommission zum derzeitigen Zeitpunkt nicht nachvollziehen, worin die Unterschiede zwischen den Wertgutachten liegen bzw. worauf die ungleiche Wertermittlung der Gutachten basiert. Daher lässt sich zum jetzigen Zeitpunkt nicht nachweisen, welches der Gutachten, die beide von der Beschwerdeführerin in Auftrag gegeben und vorgelegt wurden, den tatsächlichen Verkehrswert des Grundbesitzes im Jahr 1998 darlegt.

6.1.1.2.   Generalverwaltervertrag (GVV)

6.1.1.2.1.   Marktüblichkeit

(57)

Die Beschwerdeführerin vertritt die Auffassung dass der GVV angesichts der vorhersehbaren negativen Entwicklung des Immobilienmarkts in Neubrandenburg bereits 1998 nicht marktüblich war. Die Beschwerdeführerin argumentiert, dass es einem nach marktwirtschaftlichen Prinzipien handelnden privaten Investor hätte klar sein müssen, dass die einnahmeunabhängigen Garantiezahlungen, die jährliche Steigerung derselben um […] % sowie die 30 jährige Laufzeit im Hinblick auf die Entwicklung des Mietspiegels nicht akzeptabel seien.

(58)

Der Kommission liegen mehrere Verträge aus ähnlich gelagerten Immobiliengeschäften in Ostdeutschland, die im selben Zeitraum abgeschlossen wurden, vor. Im Rahmen des nationalen Gerichtsverfahrens hat die Bavaria zwei nach ihren Aussagen vergleichbare Verträge vorgelegt, um die Marktüblichkeit der fraglichen Verträge zu beweisen. Dabei handelt es sich um Verträge, die die Bavaria selbst mit folgenden Vertragspartnern abgeschlossen hat:

a.

Generalverwalter- und Mietgarantievertrag mit der […] vom 13. August 1998,

b.

Generalverwalter- und Mietgarantievertrag mit der […] vom 01. Dezember 1999.

(59)

Der Kommission liegt darüber hinaus ein weiterer, von der Bundesregierung übersandter Vertrag vor, den die Bavaria mit der Wohnungsbaugesellschaft der […] am 19. Dezember 1997 abgeschlossen hat. Diese drei Verträge werden im Folgenden als Beispielverträge bezeichnet.

(60)

Die der Kommission vorliegenden Beispielverträge weisen ähnliche Klauseln wie der GVV auf: Im Vergleich zur Garantiezahlung der Beschwerdeführerin an Bavaria beinhalten die Beispielverträge teilweise eine höhere Festgeldzahlung des Verwalters pro Quadratmeter. Weiterhin sind auch in den Beispielverträgen Steigerungen des Fixbetrages über Jahre hinweg vereinbart, teilweise beinhalten diese sogar die gleiche Indexierung wie der GVV. Die Laufzeit von 30 Jahren scheint in Anbetracht anderer "sale-and-lease-back"-Modelle angemessen.

(61)

Die Beschwerdeführerin argumentiert, dass die Beispielverträge nicht mit dem GVV vergleichbar seien. Dabei weist die Beschwerdeführerin aber lediglich auf graduelle Unterschiede zwischen den Verträgen hin, welche die Marktüblichkeit der fraglichen Verträge nicht zwingend in Frage stellen. Auch das Argument der Beschwerdeführerin, die Beispielverträge stellten schon aufgrund der unterschiedlichen geographischen Lage der betreffenden Immobilien keinen Vergleichspunkt dar, kann die Kommission vorläufig nicht folgen.

(62)

Das Verfahren zur Auswahl eines geeigneten Immobilienfonds lässt ebenfalls Rückschlüsse auf marktübliches Verhalten der Beschwerdeführerin zu. Aus der Aufsichtsratsvorlage Nr. 97/97 vom 17. April 1997 ist ersichtlich, dass bereits am 02. Oktober 1996 72 mögliche Unternehmen, die Interesse an der Privatisierungsübernahme hatten, angeschrieben wurden. Durch das Anschreiben ergaben sich Kontakte zu mehreren Unternehmen, wovon fünf Angebote als "verwertbar" eingestuft wurden (16). Dadurch hatte die Beschwerdeführerin, genau wie ein Privatinvestor, die Möglichkeit, sich am Markt zu erkundigen, unterschiedliche Angebote einzuholen und eine rationale Investitionsentscheidung zu treffen.

(63)

Das LG Rostock kommt im Hinblick auf die Marktüblichkeit der Verträge zu der Einschätzung, dass sich auch ein privater Investor auf das fragliche Geschäft eingelassen hätte. Laut der Einschätzung des Gerichts stellt der nach der Sanierung voraussichtlich zu erzielende monatliche Mietzins von […] EUR pro Quadratmeter die Grundlage zur Kalkulation der monatlich zu entrichtenden Festgeldbeträge dar. Da das im GVV festgelegte monatliche Entgelt innerhalb des Mittelwerts der zu dieser Zeit gültigen Mietzinsspanne lag, kommt das Gericht zu dem Schluss, dass hieraus kein Vorteil für Bavaria entsteht.

(64)

Ein Vergleich der vereinbarten Mieten mit dem Mietspiegel der Stadt Neubrandenburg zeigt, dass die in dem Mietspiegel der Stadt Neubrandenburg für den Zeitraum 01. März 2006 bis 29 Februar 2008 ausgewiesenen Mittelwerte der Mietzinsspannen für vollmodernisierte Wohnungen in dem hier maßgebenden Stadtviertel Ost und im Industrieviertel in etwa dem vertraglich vereinbarten Betrag in Höhe von […] EUR pro Quadratmeter nach einer Vertragslaufzeit von 10 Jahren entsprechen bzw. nur geringfügig unter diesem Betrag liegen. Obwohl allein die Erwartungen und die wirtschaftliche Situation der Beschwerdeführerin zum Zeitpunkt des Vertragsabschlusses für das Vorliegen eines wirtschaftlichen Vorteils entscheidend sind, weist die tatsächliche Entwicklung des Mietspiegels auf die Marktüblichkeit der fraglichen Verträge hin.

(65)

Das LG Rostock kommt weiterhin zu dem Schluss, dass die im GVV festgelegte jährliche Erhöhung der Garantiezahlung um […] % bereits im Hinblick auf die jährliche Inflation gerechtfertigt sei. Diese lag im Beispielzeitraum von 1970 bis 1998 bei durchschnittlich 3,52 % und war damit höher als die jährliche Steigerung der Garantiezahlung von […] %.

(66)

Sowohl die Beispielverträge als auch die tatsächliche Entwicklung des Mietspiegels und die Einschätzung des LG Rostock weisen auf die Marktüblichkeit des GVV zwischen der Beschwerdeführerin und Bavaria hin. Die Kommission ist aber an weiteren objektiv nachvollziehbaren Informationen zum Immobilienmarkt in 1998 und den damaligen Erwartungen der Marktteilnehmer über die zukünftige Entwicklung interessiert, um die Argumente der Beschwerdeführerin eingehender prüfen zu können.

6.1.1.2.2.   Wirtschaftlichkeitsanalyse

(67)

Der Kommission liegt eine Cashflow-Analyse der Beschwerdeführerin vor, welche die Unwirtschaftlichkeit des Bavaria-Geschäfts belegen soll. Das Ergebnis der Berechnung zeigt einen Verlust von circa […] Millionen Euro aus dem GVV und EBV. Die Kommission stellt in der vorläufigen Prüfung jedoch fest, dass die von der Beschwerdeführerin durchgeführte Cashflow-Analyse methodisch erheblich zu kritisieren ist:

a.

Die von der Beschwerdeführerin durchgeführte Cashflow-Analyse basiert auf bereits realisierten Daten für die Jahre 1998 bis 2005. Die Beschwerdeführerin führt daher eine ex post Betrachtung durch und versetzt sich nicht in die für die Beurteilung maßgebliche Situation bei Vertragsabschluss im Jahr 1998.

b.

Die Beschwerdeführerin nimmt weder eine Abzinsung der Werte in den späteren Jahren vor noch berechnet sie eine Mietsteigerung während der 30-jährigen Laufzeit des GVV ein.

c.

Die Beschwerdeführerin rechnet die laut §5 Nr. 5 des GVV zu leistenden Zahlung auf ein Instandhaltungskonto bei den Ausgaben mit ein. Wie jedoch aus dem Gerichtsverfahren vor dem LG Rostock hervorgeht, hat die Beschwerdeführerin in den Jahren 1998 bis 2004 keine Instandhaltungsrücklage gebildet. Weiterhin kommt das Gericht zu dem Schluss, dass der betreffende Paragraph im GVV unwirksam ist. Daher könne Bavaria hieraus keine Ansprüche gegenüber der Beschwerdeführerin herleiten.

(68)

Die Kommission kommt zum vorläufigen Schluss, dass die vorgelegte Cash-Flow Analyse aufgrund der methodischen Mängel einen wirtschaftlichen Vorteil zugunsten von Bavaria nicht nachweisen kann.

6.1.1.3.   Zusammenfassung

(69)

Aufgrund der vorliegenden Informationen scheint es der Kommission zum jetzigen Zeitpunkt nicht möglich, einen wirtschaftlichen Vorteil zugunsten von Bavaria nachzuweisen.

(70)

Um jedoch die Argumente der Beschwerdeführerin eingehender zu prüfen, ersucht die Kommission die Beteiligten um zusätzliche zweckdienliche Informationen in Bezug auf die Marktüblichkeit der fraglichen Verträge.

6.1.2.    Verwendung staatlicher Mittel

(71)

Die Maßnahme muss dem Staat zurechenbar sein und aus staatlichen Mittel gewährt werden. Laut der Rechtsprechung des EuGH in Stardust Marine  (17) können auch staatliche Beihilfen, welche nicht direkt aus dem Staatshaushalt finanziert werden, diese Kriterium erfüllen, sofern die Mittel der Kontrolle des Staates unterliegen. Es genüge bereits der Umstand, dass die Mittel öffentlicher Unternehmen unter der Kontrolle des Staates und diesem damit zur Verfügung stehen. Denn der Staat sei in der Lage, durch die Ausübung seines beherrschenden Einflusses auf diese Unternehmen die Verwendung der Mittel zu steuern, um gegebenenfalls besondere Vorteile zugunsten anderer Unternehmen zu finanzieren.

(72)

Bei der Beschwerdeführerin handelt es sich um eine 100 % Tochtergesellschaft der Stadt Neubrandenburg und damit um ein öffentliches Unternehmen im Sinne von Art. 2 Abs. 1 lit. b) der vom EuGH im Stardust Marine-Urteil herangezogenen Transparenzrichtlinie (18). Die Stadt Neubrandenburg hält als Körperschaft des öffentlichen Rechts sämtliche Geschäftsanteile an der Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft und kann als Alleingesellschafter über den Aufsichtsrat und die Gesellschafterversammlung wesentliche Kontrolle über die Beschwerdeführerin ausüben. Daher kommt die Kommission zum vorläufigen Schluss, dass die Kommune die Möglichkeit hat, die Verwendung der Mittel der Beschwerdeführerin zu steuern. Folglich würde die Maßnahme aus staatlichen Mitteln finanziert.

(73)

Weiterhin ergibt die vorläufige Untersuchung der Kommission, dass die Stadt Neubrandenburg über den staatlich besetzten Aufsichtsrat am Zustandekommen der Verträge maßgeblich beteiligt war. Daher könnten der Abschluss der Verträge und die darin zugesagten Zahlungen dem Staat zugerechnet werden.

6.1.3.    Selektivität

(74)

Gemäß Art. 107 Abs. 1 AEUV gilt eine Maßnahme nur dann als staatliche Beihilfe, wenn sie bestimmte Unternehmen oder Produktionszweige begünstigt. Die Spezifität oder die Selektivität einer Maßnahme ist damit eines der Merkmale des Begriffs der staatlichen Beihilfe. Maßnahmen mit nur allgemeinem Charakter fallen nicht unter das Beihilfenrecht.

(75)

Eine mögliche Begünstigung, welche Bavaria durch die fraglichen Verträge gewährt würde, wäre selektiv im Sinne des Beihilfenrechts.

6.1.4.    Wettbewerbsverzerrungen

(76)

Ein weiteres Tatbestandsmerkmal staatlicher Beihilfen unter Art. 107 Abs. 1 AEUV ist, dass die Maßnahme den Wettbewerb verzerrt oder zu verzerren droht. Nach der ständigen Rechtsprechung verzerren Beihilfen, welche die Position eines Unternehmens im Vergleich zu seinen Wettbewerbern im innergemeinschaftlichen Handel stärken, grundsätzlich die Wettbewerbsbedingungen.

(77)

Die Kommission kommt zum vorläufigen Schluss, dass Bavaria mit anderen Immobilienfonds, die von nationalen und internationalen Konkurrenzunternehmen betrieben werden, im Wettbewerb um Anleger und Anlageobjekte stehen. Durch einen möglichen finanziellen Vorteil würde die Position von Bavaria im innergemeinschaftlichen Handel gestärkt und dadurch potenziell der Wettbewerb verzerrt.

6.1.5.    Auswirkungen auf den Handel zwischen Mitgliedsstaaten

(78)

Damit eine Maßnahme Auswirkungen auf den Handel zwischen Mitgliedstaaten hat, ist es ausreichend, dass die Einfuhr von konkurrierenden Produkten oder Dienstleistungen aus anderen Mitgliedstaaten durch die stärkere Marktposition des Begünstigten erschwert wird.

(79)

Da sowohl der Anlegermarkt als auch der Markt für Immobilienobjekte eine grenzüberschreitende, gemeinschaftsweite Dimension haben, besteht ein unionsweites Interesse an der Bereitstellung der fraglichen Dienste. Ein wirtschaftlicher Vorteil zugunsten Bavaria würde deren Marktposition stärken und hätte daher Auswirkungen auf den innergemeinschaftlichen Handel zwischen den Mitgliedsstaaten.

6.2.   Rechtswidrigkeit nach Artikel 108 Absatz 3 AEUV

(80)

Die fraglichen Verträge wurden nicht von der Bundesrepublik Deutschland bei der Kommission notifiziert und sind daher, im Falle eines wirtschaftlichen Vorteils für Bavaria und damit dem Vorliegen einer staatlichen Beihilfe, rechtswidrig nach Art. 108 Abs. 3 AEUV.

6.3.   Vereinbarkeit der staatlichen Beihilfe mit dem Binnenmarkt

(81)

Bei der Prüfung der Vereinbarkeit einer Maßnahme mit dem Binnenmarkt gemäß Art. 107 Abs. 2 und 3 AEUV obliegt die Beweislast dem Mitgliedsstaat. Derzeit führt Deutschland aber keine Argumente an, welche die Maßnahme unter Art. 107 Abs. 2 und 3 AEUV oder als Dienstleistung von allgemeinem wirtschaftlichem Interesse unter Art. 106 Abs. 2 AEUV rechtfertigen könnten.

7.   BESCHLUSS

(82)

Aus diesen Gründen fordert die Kommission Deutschland im Rahmen des Verfahrens nach Artikel 108 Absatz 2 AEUV auf, innerhalb eines Monats nach Eingang dieses Schreibens Stellung zu nehmen und alle für die Würdigung der Maßnahme sachdienlichen Informationen zu übermitteln. Deutschland wird aufgefordert, unverzüglich eine Kopie dieses Schreibens an die potenziellen Beihilfeempfänger weiterzuleiten.

(83)

Die Kommission erinnert Deutschland an die aufschiebende Wirkung des Artikels 108 Absatz 3 AEUV und verweist auf Artikel 14 der Verordnung (EG) Nr. 659/1999 des Rates, dem zufolge alle rechtswidrigen Beihilfen von den Empfängern zurückgefordert werden können.

(84)

Die Kommission weist Deutschland darauf hin, dass sie die Beteiligten durch die Veröffentlichung des vorliegenden Schreibens und einer aussagekräftigen Zusammenfassung dieses Schreibens im Amtsblatt der Europäischen Union informieren wird. Außerdem wird sie die Beteiligten in den EFTA-Staaten, die das EWR Abkommen unterzeichnet haben, durch die Veröffentlichung einer Bekanntmachung in der EWR-Beilage zum Amtsblatt der Europäischen Union und die EFTA Überwachungsbehörde durch die Übermittlung einer Kopie dieses Schreibens von dem Vorgang in Kenntnis setzen. Alle Beteiligten werden aufgefordert, innerhalb eines Monats ab dem Datum dieser Veröffentlichung Stellung zu nehmen.»


(1)  Ο Altschuldenhilfegesetz (AltSchG), είναι lex specialis που αποσκοπεί στη μερική ελάφρυνση των δήμων της ανατολικής Γερμανίας από το χρέος που συνδέεται με τη διαρθρωτική κληρονομιά της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) στον στεγαστικό τομέα. Προβλέπει ότι για να επιτύχει ένας δήμος ελάφρυνση του χρέους πρέπει να ιδιωτικοποιήσει μέρος του χαρτοφυλακίου του εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. [Altschuldenhilfe-Gesetz της 23ης Ιουνίου 1993 (BGBl. I S. 944, 986)].

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(3)  Άρθρο 138 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch — BGB).

(4)  Βλέπε για παράδειγμα: Armbrüster, Münchner Kommentar zum BGB (6th Ed) «§138 Sittenwidriges Rechtsgeschäft, Wucher» Rn. 113-115.

(5)  Σύμφωνα με την υπόθεση C-379/98 Preussen Elektra λαμβανομένης υπόψη της υπόθεσης C-482/99 Γαλλία κατά Επιτροπής (Stardust Marine), Συλλογή 2002, σ. I-4397.

(6)  Βλέπε: υπόθεση C-234/84 Βέλγιο κατά Επιτροπής (Meura), Συλλογή 1986, σ. 2263· υπόθεση C-301/87 Γαλλία κατά Επιτροπής (Boussac), Συλλογή 1990, σ. I-307 σκέψη 39· υπόθεση C-303/88 Ιταλία κατά Επιτροπής (ENI Lanerossi), Συλλογή 1991, σ. I-1433 σκέψεις 21-24· υπόθεση C-42/93 Ισπανία κατά Επιτροπής [Merco], Συλλογή 1994, σ. I-4125, 1996.

(7)  Υπόθεση C-83/01 P, etc Chronopost κατά UFEX, Συλλογή 2003, σ. I-6993.

(8)  ABl. L 83 vom 27.3.1999, S. 1.

(9)  Urteil vom 12. Januar 2012, Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft/Kommission (T-407/09, noch nicht veröffentlicht).

(10)  Teile des Textes wurden geändert um sicherzustellen, dass vertrauliche Informationen nicht veröffentlicht werden; Diese Teile werden im Folgenden durch eckige Klammern ersetzt.

(11)  Altschuldenhilfe-Gesetz vom 23. Juni 1993 (BGBl. I S. 944, 986), zuletzt geändert am 31. Oktober 2006 (BGBl. I S. 2407).

(12)  Ibid. §5 Abs.1.

(13)  Abl. C 85 vom 9.4.2009, S. 1.

(14)  Verfahrensnummer: 1 U 75 /09.

(15)  Urteil vom 10. Juli 1986, Belgien/Kommission (C-234/84, Slg. 1986, 2263); Urteil vom 10. Juli 1986, Belgien/Kommission (C-40/85, Slg. 1986, 2321); Urteil vom 14. Februar 1990, Frankreich/Kommission (C-301/87, Slg. 1990, I 307); Urteil vom 21. März 1991, Italien/Kommission (C-303/88, Slg. 1991, I-1433).

(16)  Diese fünf Angebote wurden der Kommission aber bisher nicht vorgelegt

(17)  Urteil vom 16. Mai 2002, Frankreich/Kommission (C–482/99, Slg. 2002, I–4397).

(18)  Richtlinie 2000/52/EG der Kommission vom 26. Juli 2000 zur Änderung der Richtlinie 80/723/EWG über die Transparenz der finanziellen Beziehungen zwischen den Mitgliedstaaten und den öffentlichen Unternehmen (Abl. L 193 vom 29.07.2000, S. 75).


Διορθωτικά

17.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 141/38


Διορθωτικό στο MEDIA 2007 — Ανάπτυξη, διανομή, προώθηση και κατάρτιση — Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — EACEA/7/12 — Υποστήριξη της διεθνικής διανομής ευρωπαϊκών ταινιών — Σύστημα «αυτόματης» υποστήριξης 2012

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 60 της 29ης Φεβρουαρίου 2012 )

2012/C 141/08

Στη σελίδα 11, σημείο 6 πρώτο εδάφιο:

αντί:

«Οι προτάσεις για τη “δημιουργία” δυνητικού κεφαλαίου πρέπει να αποσταλούν το αργότερο στις 30 Απριλίου 2012 (ημερομηνία της σφραγίδας του ταχυδρομείου).»

διάβαζε:

«Οι προτάσεις για τη “δημιουργία” δυνητικού κεφαλαίου πρέπει να αποσταλούν το αργότερο στις 18 Ιουνίου 2012 (ημερομηνία της σφραγίδας του ταχυδρομείου).».