ISSN 1977-0901

doi:10.3000/19770901.C_2012.035.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

55ό έτος
9 Φεβρουαρίου 2012


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

 

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

2012/C 035/01

Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τις νομικές προτάσεις για την κοινή γεωργική πολιτική μετά το 2013

1

2012/C 035/02

Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τη δέσμη νομοθετικών μέτρων για τα θύματα εγκληματικών πράξεων, η οποία περιλαμβάνει πρόταση οδηγίας για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων και πρόταση κανονισμού για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις

10

2012/C 035/03

Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων επί της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρήση και τη διαβίβαση των φακέλων επιβατών (φάκελοι PNR) στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών

16

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 035/04

Ισοτιμίες του ευρώ

23

2012/C 035/05

Διοικητική Επιτροπή των Ευρωπαϊκων Κοινοτήτων για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων — Τιμή μετατροπής των νομισμάτων κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου

24

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

 

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

2012/C 035/06

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ στις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών

26

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 035/07

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — EACEA/5/12 — MEDIA 2007 — Ανάπτυξη, διανομή, προώθηση και κατάρτιση κατάρτιση — Κατάρτιση

40

2012/C 035/08

Απόσπασμα της δικαστικής απόφασης όσον αφορά την Akcinė bendrovė bankas SNORAS κατ’ έφαρμογή της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής η οδηγία)

42

 

Διορθωτικά

2012/C 035/09

Διορθωτικό στην ετήσια προκήρυξη υποβολής προτάσεων 2011 στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος εργασίας 2011 για επιχορηγήσεις στο πεδίο του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών (ΔΕΔ-Μ) για την περίοδο 2007-2013 [απόφαση E(2011) 1772 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση Ε(2011) 9531] (ΕΕ C 7 της 10.1.2012)

43

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/1


Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τις νομικές προτάσεις για την κοινή γεωργική πολιτική μετά το 2013

2012/C 35/01

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 16,

Έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 7 και 8,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2),

Έχοντας υπόψη το αίτημα γνωμοδότησης το οποίο υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Διαβούλευση με τον ΕΕΠΔ

1.

Στις 12 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε τις ακόλουθες προτάσεις (στο εξής: οι προτάσεις) σχετικά με την κοινή γεωργική πολιτική (στο εξής: η «ΚΓΠ») μετά το 2013, οι οποίες διαβιβάσθηκαν αυθημερόν στον ΕΕΠΔ για γνωμοδότηση:

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (στο εξής: ο «κανονισμός για τις άμεσες ενισχύσεις») (3),

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων (στο εξής: ο «κανονισμός ενιαίας ΚΟΑ») (4),

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (στο εξής: ο «κανονισμός για την αγροτική ανάπτυξη») (5),

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (στο εξής: ο «οριζόντιος κανονισμός») (6),

πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με τον καθορισμό ορισμένων ενισχύσεων και επιστροφών που συνδέονται με την κοινή οργάνωση των αγορών γεωργικών προϊόντων (7),

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή των άμεσων ενισχύσεων στους γεωργούς για το έτος 2013 (8),

πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 όσον αφορά το καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης και τη στήριξη στους αμπελοκαλλιεργητές (9).

2.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή ζήτησε επίσημα τη γνώμη του καθώς και για το γεγονός ότι στην παρούσα γνωμοδότηση παραπέμπουν τα προτεινόμενα προοίμια του κανονισμού για τις άμεσες ενισχύσεις, του κανονισμού ενιαίας ΚΟΑ, του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη και του οριζόντιου κανονισμού.

1.2.   Στόχοι των προτάσεων και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

3.

Στόχος των προτάσεων είναι η παροχή ενός πλαισίου για 1) βιώσιμη παραγωγή τροφίμων, 2) βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων και δράση για την κλιματική αλλαγή, και 3) ισορροπημένη εδαφική ανάπτυξη. Για τον σκοπό αυτό, θεσπίζουν αρκετά επιμέρους καθεστώτα στήριξης για τους γεωργούς καθώς και άλλα μέτρα για την τόνωση της γεωργικής και της αγροτικής ανάπτυξης.

4.

Στο πλαίσιο των προγραμμάτων αυτών, διεξάγεται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα –τα οποία σχετίζονται κυρίως με τους δικαιούχους ενισχύσεων αλλά και με τρίτους– σε διάφορα στάδια (επεξεργασία αιτήσεων ενίσχυσης, εξασφάλιση της διαφάνειας των πληρωμών, έλεγχος και καταπολέμηση της απάτης κ.λπ.). Παρότι το μεγαλύτερο μέρος της επεξεργασίας διεξάγεται από τα κράτη μέλη και με ευθύνη των κρατών μελών, η Επιτροπή έχει δυνατότητα πρόσβασης στα περισσότερα από τα δεδομένα αυτά. Οι δικαιούχοι, ενίοτε δε και τρίτοι –π.χ. για τον σκοπό των ελέγχων καταπολέμησης της απάτης–, οφείλουν να παρέχουν πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές.

1.3.   Στόχος της γνωμοδότησης του ΕΕΠΔ

5.

Η σημασία της προστασίας των δεδομένων στο πλαίσιο της ΚΓΠ αναδείχθηκε από το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Schecke, με την οποία ακύρωσε νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με τη δημοσίευση ονομάτων δικαιούχων γεωργικών ταμείων (10). Ο ΕΕΠΔ γνωρίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν πτυχές της προστασίας δεδομένων στο επίκεντρο των προτάσεων. Ωστόσο, στον βαθμό που οι προτάσεις σχετίζονται με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να διατυπωθούν σχετικές παρατηρήσεις.

6.

Στόχος της παρούσας γνωμοδότησης δεν είναι να αναλυθεί το σύνολο των προτάσεων, αλλά να παρασχεθούν στοιχεία και καθοδήγηση για τον σχεδιασμό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που απαιτείται για τη διαχείριση της ΚΓΠ κατά τρόπο που να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων και, ταυτόχρονα, να διασφαλίζει την αποτελεσματική διαχείριση των ενισχύσεων, την πρόληψη και την έρευνα της απάτης, καθώς και τη διαφάνεια και τη λογοδοσία όσον αφορά τις δαπάνες.

7.

Για τον σκοπό αυτόν, η παρούσα γνωμοδότηση διαρθρώνεται σε δύο μέρη: ένα πρώτο, γενικότερο, μέρος το οποίο περιλαμβάνει ανάλυση και συστάσεις που αφορούν τις περισσότερες προτάσεις. Πρόκειται κυρίως για παρατηρήσεις που αφορούν τις ανατιθέμενες και τις εκτελεστικές εξουσίες της Επιτροπής. Στο δεύτερο μέρος εξετάζονται συγκεκριμένες διατάξεις οι οποίες περιέχονται σε αρκετές προτάσεις (11) και διατυπώνονται συστάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίζονται σε αυτές.

2.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

2.1.   Γενικές παρατηρήσεις

8.

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, οι περισσότερες εργασίες επεξεργασίας εκτελούνται από τα κράτη μέλη. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε πλήθος περιπτώσεων. Ως εκ τούτου, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι στο προοίμιο των σχετικών προτάσεων περιλαμβάνονται αναφορές στην εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (12).

9.

Σε γενικές γραμμές, ο ΕΕΠΔ παρατηρεί ότι πολλά καίριας σημασίας ζητήματα στην προστασία των δεδομένων δεν περιλαμβάνονται στις παρούσες προτάσεις, αλλά ρυθμίζονται μέσω εκτελεστικών ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Η παρατήρηση αυτή αφορά, για παράδειγμα, τα μέτρα που πρόκειται να εκδοθούν σχετικά με την παρακολούθηση των ενισχύσεων, τη θέσπιση συστημάτων ΤΠ, τις διαβιβάσεις πληροφοριών σε τρίτες χώρες και τους επιτόπιους ελέγχους (13).

10.

Το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ θέτει τις προϋποθέσεις για την άσκηση ανατιθέμενων εξουσιών από την Επιτροπή. Στην Επιτροπή μπορεί να ανατεθεί η εξουσία έκδοσης μη νομοθετικών πράξεων οι οποίες «συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης». Επίσης, οι νομοθετικές πράξεις πρέπει να οριοθετούν σαφώς «τους στόχους, το περιεχόμενο, την έκταση και τη διάρκεια της εξουσιοδότησης». Όσον αφορά τις εκτελεστικές εξουσίες, το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι αυτές μπορούν να ανατεθούν στην Επιτροπή όταν «απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης». Διασφαλίζεται εξάλλου η άσκηση του προσήκοντος ελέγχου από τα κράτη μέλη.

11.

Ο ΕΕΠΔ φρονεί ότι οι κεντρικές πτυχές της επεξεργασίας που προβλέπεται στις προτάσεις και οι αναγκαίες εγγυήσεις της προστασίας των δεδομένων δεν μπορούν να θεωρηθούν «μη ουσιώδη στοιχεία». Επομένως, τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία πρέπει να ρυθμίζονται ήδη στα κύρια νομοθετικά κείμενα, προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου (14):

Πρέπει να αναφέρεται ρητώς ο συγκεκριμένος σκοπός κάθε πράξης επεξεργασίας. Αυτό ισχύει ιδίως όσον αφορά τη δημοσίευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις διαβιβάσεις σε τρίτες χώρες.

Οι κατηγορίες δεδομένων που θα υποβληθούν σε επεξεργασία πρέπει να προβλέπονται και να προσδιορίζονται, επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, το πεδίο της επεξεργασίας παραμένει ασαφές (15).

Τα δικαιώματα πρόσβασης πρέπει να αποσαφηνισθούν, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση της Επιτροπής στα δεδομένα. Συναφώς, πρέπει να προσδιορίζεται ότι η Επιτροπή μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνον όταν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο, π.χ. για σκοπούς ελέγχου.

Πρέπει να προβλέπονται μέγιστες περίοδοι διατήρησης, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις στις προτάσεις προβλέπονται μόνον ελάχιστες περίοδοι διατήρησης (16).

Πρέπει να προσδιορίζονται τα δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης. Μολονότι οι δικαιούχοι μπορεί να γνωρίζουν ότι τα δεδομένα που τους αφορούν υποβάλλονται σε επεξεργασία, οι τρίτοι πρέπει επίσης να ενημερώνονται κατάλληλα ότι τα δεδομένα τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς ελέγχου.

Το πεδίο και ο σκοπός των διαβιβάσεων σε τρίτες χώρες πρέπει να ορίζονται και να συνάδουν με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

12.

Αφού προσδιορισθούν τα ως άνω στοιχεία στις κύριες νομοθετικές πράξεις, μπορούν να εκδοθούν κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις για τη λεπτομερέστερη εφαρμογή των συγκεκριμένων εγγυήσεων. Ο ΕΕΠΔ αναμένει ότι θα ζητηθεί η γνώμη του σχετικά με τις εκτελεστικές και τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εξετάζουν θέματα τα οποία άπτονται της προστασίας των δεδομένων.

13.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να υποβληθούν σε επεξεργασία δεδομένα τα οποία σχετίζονται με αδικήματα ή υπόνοιες τέλεσης αδικημάτων (π.χ. σε σχέση με απάτη). Καθώς η εφαρμοστέα νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προβλέπει ειδική προστασία των εν λόγω δεδομένων (17), ενδέχεται να απαιτείται προηγούμενος έλεγχος από τις αρμόδιες εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων ή τον ΕΕΠΔ (18).

14.

Τέλος, πρέπει να προβλέπεται η λήψη μέτρων ασφαλείας, ιδίως όσον αφορά ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και συστήματα. Οι αρχές της λογοδοσίας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής ήδη από τον σχεδιασμό πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη.

2.2.   Ειδικές παρατηρήσεις

Περιορισμός σκοπού και πεδίο επεξεργασίας

15.

Το άρθρο 157 του κανονισμού ενιαίας ΚΟΑ αναθέτει στην Επιτροπή την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων όσον αφορά τις απαιτήσεις κοινοποίησης για διάφορους σκοπούς (όπως εξασφάλιση της διαφάνειας στην αγορά, έλεγχο των μέτρων της ΚΓΠ ή εφαρμογή διεθνών συμφωνιών) (19) λαμβάνοντας «υπόψη [τις] ανάγκες σε δεδομένα και [τις] συνέργειες μεταξύ δυνητικών πηγών δεδομένων» (20). Ο ΕΕΠΔ συνιστά να προσδιορίζεται στην παρούσα διάταξη ποιες πηγές δεδομένων πρόκειται να χρησιμοποιούνται και για ποιους συγκεκριμένους σκοπούς. Συναφώς, ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να υπενθυμίσει τον κίνδυνο η διασύνδεση βάσεων δεδομένων να αντίκειται στην αρχή του περιορισμού του σκοπού (21), σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τον αρχικό σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν (22).

16.

Τα άρθρα 74 και 77 του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη θεσπίζουν ένα σύστημα παρακολούθησης και αξιολόγησης, το οποίο εκπονείται «σε συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών» για σκοπούς παρακολούθησης και αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένου ενός ηλεκτρονικού συστήματος πληροφοριών. Το σύστημα συνεπάγεται την επεξεργασία «των βασικών χαρακτηριστικών του δικαιούχου και του έργου», τα οποία παρέχονται από τους ίδιους τους δικαιούχους (άρθρο 78). Η διάταξη πρέπει ρητώς να διαλαμβάνει εάν αυτά τα «κύρια στοιχεία» περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Εξάλλου, πρέπει να καθορίζονται οι κατηγορίες δεδομένων που πρόκειται να υποβάλλονται σε επεξεργασία και να ζητηθεί η γνώμη του ΕΕΠΔ για τις εκτελεστικές πράξεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 74.

17.

Επιπλέον, το άρθρο 92 της ίδιας πρότασης προβλέπει τη θέσπιση ενός νέου συστήματος πληροφοριών από την «Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη» για την ασφαλή ανταλλαγή «δεδομένων κοινού ενδιαφέροντος». Ο ορισμός των κατηγοριών δεδομένων που πρόκειται να αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής είναι υπερβολικά ευρύς και πρέπει να περιορισθεί στην περίπτωση που πρόκειται να διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με χρήση του συγκεκριμένου συστήματος. Επιπροσθέτως, πρέπει να αποσαφηνισθεί η σχέση μεταξύ του άρθρου 77 και του άρθρου 92, καθώς δεν είναι σαφές κατά πόσον έχουν τον ίδιο σκοπό και το ίδιο πεδίο εφαρμογής.

18.

Στην αιτιολογική σκέψη 40 του οριζόντιου κανονισμού αναφέρεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου (23) για ορισμένες πληρωμές και ότι θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη «να χρησιμοποιούν το εν λόγω ολοκληρωμένο σύστημα και για άλλα ενωσιακά καθεστώτα στήριξης»«για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της παρακολούθησης της ενωσιακής στήριξης». Η διάταξη αυτή πρέπει να αποσαφηνισθεί, ιδίως εάν δεν αφορά μόνον την αξιοποίηση συνεργιών όσον αφορά τις υποδομές, αλλά και τη χρήση πληροφοριών που αποθηκεύονται σε αυτές για τον σκοπό της παρακολούθησης άλλων καθεστώτων στήριξης.

19.

Σύμφωνα με το άρθρο 73 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του οριζόντιου κανονισμού, οι αιτήσεις ενίσχυσης περιλαμβάνουν, εκτός από τα αγροτεμάχια και τα δικαιώματα ενίσχυσης, «οποιοδήποτε άλλο στοιχείο προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό ή απαιτείται για την εφαρμογή της σχετικής τομεακής γεωργικής νομοθεσίας ή από το σχετικό κράτος μέλος» (24). Εάν οι πληροφορίες αυτές πρόκειται να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να προσδιορίζονται οι κατηγορίες των απαιτούμενων δεδομένων.

Δικαιώματα πρόσβασης

20.

Ο οριζόντιος κανονισμός ιδρύει ορισμένους οργανισμούς για την πρακτική εφαρμογή της ΚΓΠ και οριοθετεί τα καθήκοντά τους (άρθρα 7 έως 15). Για την Επιτροπή, προβλέπονται οι ακόλουθες αρμοδιότητες (τίτλοι IV-VII):

θα έχει δυνατότητα πρόσβασης στα δεδομένα που επεξεργάζονται οι εν λόγω οργανισμοί για σκοπούς ελέγχου (συγκεκριμένων πληρωμών και δικαιούχων) (25),

θα έχει επίσης δυνατότητα πρόσβασης στα περισσότερα από τα εν λόγω δεδομένα για τη γενική αξιολόγηση των μέτρων (26).

21.

Το πρώτο καθήκον που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο θα περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ, για το δεύτερο καθήκον, δεν υπάρχει κατά τα φαινόμενα αναγκαιότητα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: η γενική αξιολόγηση των μέτρων μπορεί να διενεργηθεί επίσης βάσει συνολικών ή ανωνυμοποιημένων δεδομένων. Εάν η Επιτροπή δεν παράσχει κατάλληλη αιτιολόγηση για την αναγκαιότητα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, πρέπει να αποσαφηνίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να παρέχονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στην Επιτροπή για τον σκοπό της γενικής αξιολόγησης των μέτρων.

22.

Τα άρθρα 49 έως 52 και 61 έως 63 του οριζόντιου κανονισμού θεσπίζουν τους κανόνες για τους επιτόπιους ελέγχους (27). Η πρόταση αναφέρει ότι αυτοί διενεργούνται κυρίως από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά κατ’ οίκον επισκέψεις ή επίσημες ανακρίσεις ατόμων, όμως η Επιτροπή θα έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που εξασφαλίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Στο σημείο αυτό, ο νομοθέτης πρέπει να προσδιορίζει ότι η Επιτροπή θα έχει πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα μόνον όταν αυτό απαιτείται για σκοπούς ελέγχου. Πρέπει επίσης να προσδιορίζονται οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις οποίες θα έχει πρόσβαση η Επιτροπή.

23.

Για τον σκοπό της παρακολούθησης της ενίσχυσης, ο οριζόντιος κανονισμός θεσπίζει ένα σύστημα διαχείρισης και ελέγχου (28) (άρθρα 68-78), το οποίο αποτελείται από διάφορες βάσεις δεδομένων:

ηλεκτρονική βάση δεδομένων (άρθρο 70),

σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων (άρθρο 71),

σύστημα για τον προσδιορισμό και την καταγραφή των δικαιωμάτων ενίσχυσης (άρθρο 72),

αιτήσεις ενίσχυσης (άρθρο 73).

24.

Η ηλεκτρονική βάση δεδομένων περιλαμβάνει μία βάση δεδομένων ανά κράτος μέλος (και, προαιρετικά, αποκεντρωμένες βάσεις δεδομένων στο εσωτερικό τους). Η βάση δεδομένων καταγράφει τα δεδομένα που προκύπτουν για κάθε δικαιούχο από τις αιτήσεις ενίσχυσης και τις αιτήσεις πληρωμής. Δεδομένου ότι μπορεί να μην είναι απαραίτητα για σκοπούς ελέγχου όλα τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω αιτήσεων ενίσχυσης, πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο δυνατοτήτων ελαχιστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων στον συγκεκριμένο τομέα.

25.

Η πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου δεν ρυθμίζεται ρητώς. Όπως και για τους επιτόπιους ελέγχους, ο ΕΕΠΔ συνιστά στον νομοθέτη να θεσπίσει σαφώς οριοθετημένους κανόνες για την πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα.

26.

Όσον αφορά τους ελέγχους, ο οριζόντιος κανονισμός προβλέπει τον έλεγχο εμπορικών εγγράφων, περιλαμβανομένων εκείνων τρίτων (άρθρα 79-88) (29). Τα εν λόγω έγγραφα μπορεί να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων. Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες τρίτοι υποχρεούνται να γνωστοποιούν τα εμπορικά τους έγγραφα πρέπει να προσδιορίζονται στην πράξη (30).

27.

Το άρθρο 87 της ίδιας πρότασης προβλέπει ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων που «καταρτίζονται ενόψει ή κατόπιν των ελέγχων»«σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές νομοθετικές διατάξεις». Ο κανόνας αυτός ισχύει τόσο σε περιπτώσεις στις οποίες οι υπάλληλοι της Επιτροπής ενδέχεται να συμμετέχουν στον έλεγχο (παράγραφος 2) όσο και σε περιπτώσεις στις οποίες ο νόμος περιορίζει ορισμένες πράξεις αποκλειστικά για υπαλλήλους ειδικά οριζόμενους από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διενεργείται ο έλεγχος (παράγραφος 4). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο (δηλαδή για σκοπούς ελέγχου), ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο μπορεί να επιτρέπει την πρόσβαση για άλλους σκοπούς. Ο ΕΕΠΔ παροτρύνει τον νομοθέτη να εισαγάγει στο κείμενο διευκρινίσεις σχετικές προς τον σκοπό αυτόν.

28.

Σύμφωνα με το άρθρο 102 του οριζόντιου κανονισμού, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή ορισμένες κατηγορίες στοιχείων, δηλώσεων και εγγράφων. Αυτά περιλαμβάνουν επίσης «σύνοψη των αποτελεσμάτων όλων των διαθέσιμων λογιστικών ελέγχων και των ελέγχων που διενεργήθηκαν» [άρθρο 102 παράγραφος 1 στοιχείο γ) περίπτωση v)]. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να προσδιορίζεται ότι δεν θα περιλαμβάνονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στις εν λόγω συνόψεις ή, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι αναγκαία, πρέπει να προσδιορίζεται ο σκοπός για τον οποίο πρέπει να ανακοινωθούν.

Περίοδοι διατήρησης

29.

Το άρθρο 70 παράγραφος 1 του οριζόντιου κανονισμού ορίζει ότι η ηλεκτρονική βάση δεδομένων επιτρέπει πρόσβαση, «μέσω της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους», σε δεδομένα από το 2000 και μετά και επιτρέπει «άμεση και απευθείας πρόσβαση» στα δεδομένα που σχετίζονται με τα πέντε συνεχόμενα προηγούμενα έτη (31).

30.

Το σύστημα για τον προσδιορισμό και την καταγραφή των δικαιωμάτων ενίσχυσης επιτρέπει «επαλήθευση των δικαιωμάτων και διασταυρωτικούς ελέγχους για τις αιτήσεις ενίσχυσης και το σύστημα αναγνώρισης αγροτεμαχίων». Το άρθρο 72 παράγραφος 2 του οριζόντιου κανονισμού ορίζει ότι τα δεδομένα είναι διαθέσιμα για διάστημα «τουλάχιστον» τεσσάρων ετών (32).

31.

Σε σχέση με τα δύο αυτά συστήματα, ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, οι οποίες ορίζουν ότι τα δεδομένα δεν πρέπει να διατηρούνται με μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται για περίοδο η οποία υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεχθεί. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ορίζονται μέγιστες περίοδοι διατήρησης και όχι απλώς ελάχιστες περίοδοι διατήρησης.

Διεθνείς διαβιβάσεις

32.

Το άρθρο 157 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού ενιαίας ΚΟΑ ορίζει ότι τα δεδομένα μπορούν να διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες και σε διεθνείς οργανισμούς. Ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε χώρες οι οποίες δεν προβλέπουν επαρκή προστασία μπορεί να δικαιολογείται μόνον κατά περίπτωση, εάν τυγχάνει εφαρμογής οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις του άρθρου 26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ ή του άρθρου 9 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (για παράδειγμα, εάν η διαβίβαση είναι αναγκαία ή επιβάλλεται εκ του νόμου για σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος).

33.

Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να προσδιορίζεται ο συγκεκριμένος σκοπός της διαβίβασης (π.χ., η εφαρμογή διεθνών συμφωνιών) (33). Οι σχετικές διεθνείς συμφωνίες πρέπει να περιλαμβάνουν συγκεκριμένες εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων από τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα. Επιπλέον, εάν τα δεδομένα πρόκειται να διαβιβασθούν από την Επιτροπή, η διαβίβαση πρέπει να υπόκειται στην έγκριση του ΕΕΠΔ (34).

Δημοσίευση πληροφοριών

34.

Στην αιτιολογική σκέψη 70 του οριζόντιου κανονισμού καθώς και στην αιτιολογική έκθεση των προτάσεων αναφέρεται ότι τελούν υπό επεξεργασία νέοι κανόνες σχετικά με τη δημοσίευση πληροφοριών που αφορούν τους δικαιούχους, «λαμβανομένων υπόψη των αντιρρήσεων που διατύπωσε το Δικαστήριο» στην απόφασή του στην υπόθεση Schecke (35).

35.

Ο ΕΕΠΔ υπενθυμίζει ότι οι κανόνες για τη δημοσίευση πληροφοριών που αφορούν τους δικαιούχους πρέπει να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας. Όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο (36), πρέπει να επιτευχθεί ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για εγγύηση διαφάνειας των ενεργειών της και για χρηστή διαχείριση των δημοσίων πόρων και, αφετέρου, της προσβολής του δικαιώματος των ενδιαφερόμενων δικαιούχων στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής, εν γένει, και στην προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα.

36.

Η υποχρέωση αυτή ισχύει επίσης όσον αφορά το άρθρο 157 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού ενιαίας ΚΟΑ, σύμφωνα με το οποίο τα δεδομένα μπορούν να δημοσιεύονται «με την επιφύλαξη των κανόνων για την προστασία προσωπικών δεδομένων και του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου». Το άρθρο 157 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και το άρθρο 157 παράγραφος 3 στοιχείο γ) αναθέτουν στην Επιτροπή την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σχετικά με «τους όρους και τα μέσα δημοσίευσης των πληροφοριών» και εκτελεστικών πράξεων σχετικά με τις ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι πληροφορίες και τα έγγραφα τίθενται στη διάθεση του κοινού.

37.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η δημοσίευση πληροφοριών και εγγράφων τελεί υπό την επιφύλαξη της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ουσιώδη στοιχεία, όπως ο σκοπός της δημοσίευσης καθώς και οι κατηγορίες δεδομένων που πρόκειται να δημοσιεύονται, πρέπει να προσδιορίζονται στις προτάσεις και όχι μέσω εκτελεστικών ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Δικαιώματα προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα

38.

Τα δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα πρέπει να προσδιορίζονται, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης και το δικαίωμα πρόσβασης. Η υποχρέωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά το άρθρο 81 του οριζόντιου κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο εμπορικά έγγραφα δικαιούχων, αλλά και προμηθευτών, πελατών, μεταφορέων και άλλων τρίτων, μπορούν να υποβάλλονται σε έλεγχο. Μολονότι οι δικαιούχοι μπορεί να γνωρίζουν ότι τα δεδομένα που τους αφορούν υποβάλλονται σε επεξεργασία, οι τρίτοι πρέπει επίσης να ενημερώνονται κατάλληλα για το γεγονός ότι τα δεδομένα τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς ελέγχου (π.χ. μέσω ειδοποίησης σχετικής με την ιδιωτική ζωή η οποία παρέχεται κατά τη συλλογή και μέσω πληροφοριών σε όλους τους σχετικούς δικτυακούς τόπους και τα έγγραφα). Η υποχρέωση ενημέρωσης των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, περιλαμβανομένων τρίτων, πρέπει να περιλαμβάνεται στις προτάσεις.

Μέτρα ασφαλείας

39.

Πρέπει να προβλέπονται μέτρα ασφαλείας, ιδίως όσον αφορά τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και τα συστήματα. Οι αρχές της λογοδοσίας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής ήδη από τον σχεδιασμό πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Κατάλογος των μέτρων ασφαλείας που θα εγκριθούν σε σχέση με τις εν λόγω ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και τα συστήματα μπορεί να θεσπισθεί τουλάχιστον μέσω κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων. Η πρόβλεψη αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο ελέγχων μπορεί να περιλαμβάνουν δεδομένα σχετικά με υπόνοιες τέλεσης αδικημάτων.

40.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τις απαιτήσεις που θεσπίζει το άρθρο 103 του οριζόντιου κανονισμού όσον αφορά την εμπιστευτικότητα και το επαγγελματικό απόρρητο για τον έλεγχο κατά την έννοια των άρθρων 79-88 του ίδιου κανονισμού.

3.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

41.

Ο ΕΕΠΔ φρονεί ότι οι βασικές πτυχές των πράξεων επεξεργασίας που προβλέπονται στις προτάσεις και οι αναγκαίες εγγυήσεις της προστασίας των δεδομένων πρέπει να ρυθμίζονται στις κύριες νομοθετικές πράξεις και όχι σε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις, προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου:

Ο συγκεκριμένος σκοπός κάθε πράξης επεξεργασίας πρέπει να αναφέρεται ρητώς στις προτάσεις, ιδίως όσον αφορά τη δημοσίευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις διεθνείς διαβιβάσεις.

Πρέπει να προσδιορίζονται οι κατηγορίες δεδομένων που θα υποβάλλονται σε επεξεργασία.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνον εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο.

Πρέπει να αποσαφηνίζονται τα δικαιώματα πρόσβασης. Ειδικότερα, πρέπει να προσδιορίζεται ότι η Επιτροπή μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο, για παράδειγμα, για σκοπούς ελέγχου.

Στις προτάσεις πρέπει να προβλέπονται μέγιστες περίοδοι διατήρησης.

Τα δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα πρέπει να προσδιορίζονται, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα ενημέρωσης. Πρέπει να διασφαλίζεται ότι δεν ενημερώνονται μόνον οι δικαιούχοι για την επεξεργασία των δεδομένων τους αλλά και οι τρίτοι.

Ο συγκεκριμένος σκοπός και το πεδίο των διεθνών διαβιβάσεων πρέπει να περιορίζονται στο μέτρο του αναγκαίου και να προσδιορίζονται επαρκώς στις προτάσεις.

42.

Τα στοιχεία αυτά μπορούν να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας σε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις. Ο ΕΕΠΔ αναμένει να ζητηθεί η γνώμη του συναφώς.

43.

Επιπλέον, πρέπει να προβλέπονται μέτρα ασφαλείας τουλάχιστον από τις εκτελεστικές ή τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, ιδίως όσον αφορά τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και τα συστήματα. Οι αρχές της λογοδοσίας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής ήδη από τον σχεδιασμό πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη.

44.

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να υποβληθούν σε επεξεργασία δεδομένα τα οποία σχετίζονται με αδικήματα ή υπόνοιες τέλεσης αδικημάτων (π.χ. σε σχέση με απάτη), ενδέχεται να απαιτείται προηγούμενος έλεγχος από τις αρμόδιες εθνικές αρχές προστασίας των δεδομένων ή τον ΕΕΠΔ.

Βρυξέλλες, 14 Δεκεμβρίου 2011.

Giovanni BUTTARELLI

Αναπληρωτής Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(2)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(3)  COM(2011) 625 τελικό.

(4)  COM(2011) 626 τελικό.

(5)  COM(2011) 627 τελικό.

(6)  COM(2011) 628 τελικό.

(7)  COM(2011) 629 τελικό.

(8)  COM(2011) 630 τελικό.

(9)  COM(2011) 631 τελικό.

(10)  Δικαστήριο, 9 Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke, C-92/09 και C-93/09.

(11)  Πολλές από τις διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται ήδη στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.

(12)  COM(2011) 625 τελικό: αιτιολογική σκέψη 42, COM(2011) 626 τελικό: αιτιολογική σκέψη 137, COM(2011) 627 τελικό: αιτιολογική σκέψη 67,·COM(2011) 628 τελικό: αιτιολογική σκέψη 69.

(13)  Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 157 του κανονισμού ενιαίας ΚΟΑ, τίτλος VII (Παρακολούθηση και αξιολόγηση), άρθρα 78 και 92 του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη, καθώς και τα άρθρα 21-23, 49-52 και τον τίτλο V, κεφάλαια II και III του οριζόντιου κανονισμού.

(14)  Βλ. επίσης γνωμοδότηση ΕΕΠΔ σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 89/666/ΕΟΚ, 2005/56/ΕΚ και 2009/101/ΕΚ όσον αφορά τη διασύνδεση των κεντρικών και των εμπορικών μητρώων καθώς και των μητρώων εταιρειών (ΕΕ C 220 της 26.7.2011, σ. 1), παράγραφος 3.2· γνωμοδότηση ΕΕΠΔ σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ C 216 της 22.7.2011, σ. 9), παράγραφοι 13, 28 και 30 γνωμοδότηση ΕΕΠΔ επί της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας, παράγραφοι 7, 12 και 13. Όλα τα ανωτέρω έγγραφα είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση http://www.edps.europa.eu

(15)  Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρα 77 και 92 του κανονισμού για την αγροτική ανάπτυξη.

(16)  Βλ. άρθρο 70 παράγραφος 1 και άρθρο 72 παράγραφος 2 του οριζόντιου κανονισμού.

(17)  Άρθρο 10 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και άρθρο 8 παράγραφος 5 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(18)  Άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και άρθρο 20 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(19)  Οι σκοποί των απαιτήσεων κοινοποίησης είναι οι ακόλουθοι: «εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, παρακολούθηση, ανάλυση και διαχείριση της αγοράς γεωργικών προϊόντων, εξασφάλιση διαφάνειας στην αγορά, ορθή λειτουργία των μέτρων της ΚΓΠ, έλεγχο, παρακολούθηση, αξιολόγηση και λογιστικό έλεγχο των μέτρων της ΚΓΠ, εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων κοινοποίησης στο πλαίσιο των εν λόγω συμφωνιών» (βλ. άρθρο 157 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο).

(20)  Η ανταλλαγή πληροφοριών για παρόμοιους σκοπούς προβλέπεται ήδη στην ισχύουσα νομοθεσία [βλ., για παράδειγμα, άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (στο εξής: ο «κανονισμός για τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ») (ΕΕ L 209 της 11.8.2005, σ. 1) και άρθρο 192 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1)].

(21)  Βλ. επίσης γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ για την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) [COM(2005) 230 τελικό], πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) [COM(2005) 236 τελικό] και πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) των υπηρεσιών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας οχημάτων [COM(2005) 237 τελικό] (ΕΕ C 91 της 19.4.2006, σ. 38), ιδίως παράγραφο 10 γνωμοδότηση ΕΕΠΔ σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο — Επισκόπηση της διαχείρισης των πληροφοριών στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ιδίως παράγραφοι 47-48· παρατηρήσεις ΕΕΠΔ στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τη διαλειτουργικότητα των ευρωπαϊκών βάσεων δεδομένων της 10ης Μαρτίου 2006. Όλα τα ανωτέρω έγγραφα είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση http://www.edps.europa.eu

(22)  Βλ. άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, καθώς και τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(23)  Θεσπίσθηκε ήδη βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (ΕΕ L 30 της 31.1.2009, σ. 16) (στο εξής: ο «κανονισμός για τις άμεσες ενισχύσεις»).

(24)  Το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού για τις άμεσες ενισχύσεις περιέχει παρόμοια διατύπωση.

(25)  Το άρθρο 36 του κανονισμού για τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ προβλέπει ήδη την ανταλλαγή δεδομένων για παρόμοιους σκοπούς.

(26)  Βλ. άρθρο 110.

(27)  Επιτόπιοι έλεγχοι έχουν ήδη θεσπισθεί από την ισχύουσα νομοθεσία (βλ. άρθρα 36 και 37 του κανονισμού για τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ).

(28)  Παρόμοιο με το σύστημα που έχει ήδη θεσπισθεί από το άρθρο 14 του κανονισμού για τις άμεσες ενισχύσεις.

(29)  Ο έλεγχος εμπορικών εγγράφων, περιλαμβανομένων εμπορικών εγγράφων τρίτων, και η πρόσβαση της Επιτροπής σε αυτά προβλέπονται ήδη στην ισχύουσα νομοθεσία [βλ., για παράδειγμα, άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2008, περί των ελέγχων, εκ μέρους των κρατών μελών, των πράξεων που αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 143 της 3.6.2008, σ. 1)].

(30)  Βλ. επίσης γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων της 19ης Απριλίου 2011 σχετικά με κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ C 216 της 22.7.2011, σ. 9), ιδίως παράγραφος 32, διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.edps.europa.eu

(31)  Όπως ήδη αναφέρεται στο άρθρο 16 του κανονισμού για τις άμεσες ενισχύσεις.

(32)  Το άρθρο 18 του κανονισμού για τις άμεσες ενισχύσεις περιέχει παρεμφερή διατύπωση.

(33)  Το άρθρο 157 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού ενιαίας ΚΟΑ περιλαμβάνει απαρίθμηση σκοπών για την ανακοίνωση πληροφοριών στην Επιτροπή, αλλά δεν προσδιορίζει για ποιους από τους σκοπούς αυτούς μπορούν να διαβιβασθούν δεδομένα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.

(34)  Άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(35)  Δικαστήριο, 9 Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke and Eifert, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-92/09 και C-93/09.

(36)  Δικαστήριο, Schecke, σκέψεις 77-88.


9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/10


Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τη δέσμη νομοθετικών μέτρων για τα θύματα εγκληματικών πράξεων, η οποία περιλαμβάνει πρόταση οδηγίας για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων και πρόταση κανονισμού για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις

2012/C 35/02

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 16,

Έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 7 και 8,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2), και ιδίως το άρθρο 41 παράγραφος 2,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Ιστορικό

1.

Στις 18 Μαΐου 2011, η Επιτροπή ενέκρινε δέσμη νομοθετικών μέτρων για την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Η δέσμη νομοθετικών μέτρων περιλαμβάνει πρόταση οδηγίας για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων (στο εξής η «προτεινόμενη οδηγία») και πρόταση κανονισμού για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις (στο εξής ο «προτεινόμενος κανονισμός») (3). Αμφότερες οι προτάσεις συνοδεύονται από ανακοίνωση της Επιτροπής για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (4).

2.

Η γνώμη του ΕΕΠΔ δεν ζητήθηκε βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, παρά το γεγονός ότι η νομοθετική πρωτοβουλία περιλαμβανόταν στον κατάλογο προτεραιοτήτων νομοθετικής διαβούλευσης του ΕΕΠΔ (5). Επομένως, η παρούσα γνωμοδότηση βασίζεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να περιληφθεί παραπομπή στην παρούσα γνωμοδότηση στο προοίμιο των πράξεων που θα εκδοθούν.

1.2.   Στόχοι και πεδίο εφαρμογής της δέσμης νομοθετικών μέτρων

3.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τους στόχους πολιτικής της δέσμης νομοθετικών μέτρων οι οποίοι, σύμφωνα με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης και το σχέδιο δράσης του, πρόκειται να ενισχύσουν τα δικαιώματα των θυμάτων εγκληματικών πράξεων και να διασφαλίσουν την κάλυψη της ανάγκης τους για προστασία, υποστήριξη και πρόσβαση στη δικαιοσύνη (6).

4.

Η προτεινόμενη οδηγία προορίζεται να αντικαταστήσει την απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (7). Θεσπίζει κοινούς ελάχιστους κανόνες για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Ειδικότερα, στόχος της προτεινόμενης οδηγίας είναι να διασφαλίζεται ότι τα θύματα θα αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ότι θα υπάρχει κατάλληλη ανταπόκριση στις ειδικές ανάγκες των ευάλωτων θυμάτων, ότι τα θύματα θα λαμβάνουν κατάλληλη υποστήριξη και πληροφορίες, και ότι θα μπορούν να συμμετέχουν στις διαδικασίες (8).

5.

Στόχος του προτεινόμενου κανονισμού είναι να διασφαλίζεται ότι τα θύματα που επωφελούνται ενός μέτρου προστασίας σε μια αστική υπόθεση σε ένα κράτος μέλος θα διαθέτουν το ίδιο επίπεδο προστασίας εάν μετακινηθούν σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να χρειάζεται να υποβληθούν σε χωριστή διαδικασία (9). Το συγκεκριμένο μέτρο συμπληρώνει την πρόταση οδηγίας για την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας (στο εξής η «πρωτοβουλία ΕΕΠ»), η οποία αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων προστασίας που λαμβάνονται σε ποινικές υποθέσεις. Η πρωτοβουλία ΕΕΠ, επί της οποίας ο ΕΕΠΔ εξέδωσε γνωμοδότηση τον Οκτώβριο του 2010 (10), εξετάζεται επί του παρόντος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

1.3.   Στόχος της παρούσας γνωμοδότησης

6.

Η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατέχει κεντρική θέση στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπως προβλέπεται στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης, και ειδικότερα στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Τον Οκτώβριο του 2010, ο ΕΕΠΔ εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με την πρωτοβουλία ΕΕΠ, τονίζοντας την αναγκαιότητα για ένα συνεκτικό καθεστώς προστασίας των δεδομένων όσον αφορά τις πρωτοβουλίες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (11). Με την ευκαιρία αυτή, ο ΕΕΠΔ τόνισε ότι η επεξεργασία δεδομένων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα από την άποψη των δεδομένων και των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει η σχετική επεξεργασία για τα υποκείμενα των δεδομένων αυτών (12). Επομένως, πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στις πτυχές προστασίας των δεδομένων που σχετίζονται με τις πρωτοβουλίες στον συγκεκριμένο τομέα και να θεσπισθούν κατάλληλοι κανόνες και εγγυήσεις, όπου απαιτείται.

7.

Κατά τον ΕΕΠΔ, ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί βασικό στοιχείο της προστασίας των θυμάτων την οποία προτίθενται να διασφαλίσουν οι προτεινόμενες πράξεις. Επομένως, η παρούσα γνωμοδότηση επικεντρώνεται στις πτυχές των προτάσεων που σχετίζονται με την ιδιωτική ζωή και περιέχει προτάσεις για τη βελτίωση ή την ενίσχυση της προστασίας των θυμάτων.

2.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

2.1.   Οδηγία για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων

8.

Διάφορες διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας αφορούν άμεσα ή έμμεσα την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων (13). Γενικά, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τις διατάξεις αυτές, καθώς στοχεύουν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής των θυμάτων. Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι τα πρότυπα προστασίας μπορούν να ενισχυθούν και να αποσαφηνισθούν σε μερικές περιπτώσεις, χωρίς να θίγεται η φύση τους ως ελάχιστων προτύπων.

9.

Τα σχόλια του ΕΕΠΔ θα επικεντρωθούν κυρίως στις ακόλουθες πτυχές: 1) το άρθρο 23 της προτεινόμενης οδηγίας, το οποίο πραγματεύεται το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και τις σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης, 2) τα δικαιώματα πληροφόρησης των θυμάτων και πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, και 3) την προστασία της εμπιστευτικότητας των επικοινωνιών μεταξύ του θύματος και των υπηρεσιών υποστήριξης θυμάτων. Οι πτυχές αυτές θα εξετασθούν στις υποπαραγράφους που ακολουθούν.

2.1.1.   Η προστασία της ιδιωτικής ζωής του θύματος

10.

Η κύρια ουσιαστική διάταξη της προτεινόμενης οδηγίας η οποία αφορά την ιδιωτική ζωή είναι το άρθρο 23 με τίτλο «Δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής». Το άρθρο 23 παράγραφος 1 ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δικαστικές αρχές να μπορούν να εγκρίνουν, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της υπόληψης του θύματος και των μελών της οικογένειάς του». Ο ΕΕΠΔ έχει διάφορες παρατηρήσεις σχετικά με τη συγκεκριμένη διάταξη.

11.

Πρώτον, το άρθρο 23 παράγραφος 1 δεν καλύπτει το πλήρες δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης είναι πολύ πιο περιορισμένο, καθώς προβλέπει απλώς την εξουσία των «δικαστικών αρχών» να εγκρίνουν μέτρα προστασίας «κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας». Ωστόσο, η προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν πρέπει να διασφαλίζεται μόνον «κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας», αλλά και κατά το στάδιο της διερεύνησης και της προδικασίας. Γενικότερα, η ιδιωτική ζωή πρέπει να διασφαλίζεται, όταν απαιτείται, από την πρώτη επικοινωνία με τις αρμόδιες αρχές καθώς και μετά την περάτωση της δικαστικής διαδικασίας.

12.

Συναφώς αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετές διεθνείς πράξεις έχουν υιοθετήσει μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση σε σύγκριση με το άρθρο 23 παράγραφος 1. Η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης Rec(2006) 8 σχετικά με τη βοήθεια στα θύματα εγκληματικών πράξεων, για παράδειγμα, ορίζει ότι τα κράτη πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφεύγεται, στον βαθμό του εφικτού, η καταπάτηση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των θυμάτων και να προστατεύονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των θυμάτων, ιδίως κατά τη διερεύνηση και τη δίωξη (η υπογράμμιση δική μας) (14). Άλλες πράξεις περιέχουν παρόμοιες διατάξεις (15).

13.

Εν όψει των προαναφερθέντων, ο ΕΕΠΔ συνιστά να προστεθεί στο άρθρο 23 μια πρώτη παράγραφος η οποία θα ορίζει με γενικότερους όρους ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στον βαθμό του εφικτού, την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των θυμάτων καθώς και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των θυμάτων από την πρώτη επικοινωνία με τις επίσημες αρχές και μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Επιπλέον, το παρόν άρθρο 23 παράγραφος 1 πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να επιτρέπει στις δικαστικές αρχές να εγκρίνουν μέτρα προστασίας και «κατά τη διάρκεια της ποινικής διερεύνησης».

14.

Δεύτερον, το άρθρο 23 παράγραφος 1 δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετικά με το περιεχόμενο των συγκεκριμένων μέτρων που μπορούν να εγκρίνουν οι δικαστικές αρχές για να προστατεύσουν το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής του θύματος. Ο ΕΕΠΔ αντιλαμβάνεται την πρόθεση να δοθεί στα κράτη μέλη μέγιστος βαθμός ευελιξίας στον συγκεκριμένο τομέα. Ωστόσο, η αποσαφήνιση της διατύπωσης μπορεί να είναι σκόπιμη. Ειδικότερα, η πρόταση μπορεί να παρέχει κατάλογο των ελάχιστων μέτρων τα οποία μπορούν να εγκρίνουν οι δικαστικές αρχές, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, με σκοπό την προστασία της ιδιωτικής ζωής του θύματος (16). Ο κατάλογος μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τις ακόλουθες κατηγορίες μέτρων:

μη κοινολόγηση ή περιορισμένη κοινολόγηση πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα και τον τόπο στον οποίο βρίσκονται το θύμα ή μέλη της οικογένειας στους κατάλληλους φορείς και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22)·

εντολή αφαίρεσης ορισμένων εμπιστευτικών δεδομένων από τον φάκελο ή απαγόρευσης της κοινολόγησης συγκεκριμένων πληροφοριών·

περιορισμός της δημοσίευσης ευαίσθητων πληροφοριών στις δικαστικές και άλλες αποφάσεις που συνήθως δημοσιοποιούνται.

15.

Τρίτον, το άρθρο 23 δεν περιέχει καμία διάταξη η οποία να εγγυάται την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που κατέχουν οι δημόσιες αρχές. Συναφώς, η προπαρατεθείσα σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης Rec(2006) 8 παρέχει και πάλι χρήσιμα παραδείγματα. Στο σημείο 11, η σύσταση ορίζει ότι τα κράτη πρέπει να απαιτούν από όλες τις υπηρεσίες που βρίσκονται σε επικοινωνία με θύματα να θεσπίζουν σαφή πρότυπα βάσει των οποίων μπορούν να γνωστοποιούν σε τρίτο μόνον τις πληροφορίες τις οποίες έλαβαν από θύμα ή οι οποίες σχετίζονται με θύμα, υπό την προϋπόθεση ότι το θύμα συγκατατέθηκε ρητώς στην εν λόγω γνωστοποίηση ή ότι υπάρχει νομική απαίτηση ή έγκριση για να πράξουν κάτι τέτοιο. Ο ΕΕΠΔ καλεί τον νομοθέτη να περιλάβει παρόμοια διάταξη στην προτεινόμενη οδηγία.

2.1.2.   Ιδιωτική ζωή και μέσα ενημέρωσης

16.

Το άρθρο 23 παράγραφος 2 ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τα μέσα ενημέρωσης να προβαίνουν σε μέτρα αυτορύθμισης με σκοπό να προστατεύεται η ιδιωτική ζωή του θύματος, η προσωπική του ακεραιότητα και τα προσωπικά δεδομένα». Και στο σημείο αυτό η πρόταση υιοθέτησε μια μινιμαλιστική προσέγγιση, παραπέμποντας απλώς στο μέτρο της αυτορύθμισης.

17.

Ο ΕΕΠΔ κατανοεί τους λόγους για την υιοθέτηση επιφυλακτικής στάσης στο θέμα αυτό και συμφωνεί γενικά με την προσέγγιση της Επιτροπής. Η σχέση μεταξύ μέσων ενημέρωσης και ιδιωτικής ζωής είναι εξαιρετικά λεπτή και πολύπλοκη. Είναι επίσης ένας τομέας στον οποίο, εντός των ορίων που θέτουν ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι διαφορετικές παραδόσεις και οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ κρατών μελών μπορεί να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται επίσης συνεκτική με το ισχύον πλαίσιο προστασίας των δεδομένων (άρθρο 9 της οδηγίας 95/46/ΕΚ), το οποίο αφήνει κάποια ελευθερία κινήσεων στα κράτη μέλη σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης (17).

18.

Όσον αφορά την αυτορρύθμιση, ο ΕΕΠΔ είναι πεπεισμένος ότι το συγκεκριμένο μέτρο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον συμβιβασμό της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης. Επιπλέον, το άρθρο 23 παράγραφος 2 αντικατοπτρίζει την προσέγγιση που υιοθετείται στη σύσταση Rec(2006) 8, η οποία προβλέπει επίσης ότι τα κράτη πρέπει να ενθαρρύνουν τα μέσα ενημέρωσης να θεσπίζουν και να τηρούν μέτρα αυτορρύθμισης για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των θυμάτων (18). Τα μέτρα αυτορρύθμισης μπορούν επίσης να λειτουργούν σε συνδυασμό με διατάξεις του εθνικού πλαισίου, αλλά οι διατάξεις αυτές πρέπει να είναι συμβατές με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορά το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (19).

2.1.3.   Συγκεκριμένη πληροφόρηση και δικαιώματα πρόσβασης

19.

Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι το άρθρο 3 της προτεινόμενης οδηγίας, το οποίο πραγματεύεται το δικαίωμα λήψης πληροφοριών από την πρώτη επικοινωνία με αρμόδια αρχή, δεν αναφέρει τις πληροφορίες που σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων. Προκειμένου να διασφαλίζεται η κατάλληλη προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, τα θύματα πρέπει να λαμβάνουν σε εύθετο χρόνο κάθε αναγκαία πληροφορία η οποία θα τους επιτρέπει να κατανοήσουν πλήρως με ποιον τρόπο θα υποβληθούν σε επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν.

20.

Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά να προστεθεί στο άρθρο 3 μια επιπλέον διάταξη η οποία θα προσδιορίζει ότι στα θύματα πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες που αφορούν την περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Επιπλέον, ο νομοθέτης μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο συμπερίληψης κανόνων σχετικά με την πρόσβαση των θυμάτων στα προσωπικά δεδομένα που τους αφορούν, διαφυλάσσοντας παράλληλα τα εύλογα συμφέροντα που σχετίζονται με την ποινική διερεύνηση και δίωξη.

2.1.4.   Εμπιστευτικότητα των επικοινωνιών μεταξύ θυμάτων και υπηρεσιών υποστήριξης

21.

Η προτεινόμενη οδηγία αναγνωρίζει το δικαίωμα των θυμάτων εγκληματικών πράξεων να λάβουν υποστήριξη από τη στιγμή που έχει διαπραχθεί το έγκλημα, καθώς και καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, καθώς και μεταγενέστερα, ανάλογα με τις ανάγκες του θύματος (20). Ορισμένες κατηγορίες θυμάτων, όπως τα θύματα σεξουαλικής βίας, βίας συνδεόμενης με το φύλο, το φυλετικό μίσος ή άλλων εγκληματικών πράξεων λόγω προκαταλήψεων, καθώς και τα θύματα τρομοκρατίας, μπορεί να ζητήσουν υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης (21), περιλαμβανομένης της ψυχολογικής. Στις περιπτώσεις αυτές, οι επικοινωνίες μεταξύ του θύματος και των επαγγελματιών που παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης πρέπει να προστατεύονται δεόντως κατά της κοινολόγησης. Σε αντίθετη περίπτωση, το θύμα μπορεί να αποθαρρύνεται να επικοινωνήσει ελεύθερα με τον σύμβουλό του. Έτσι, ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 να είναι οι υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων «εμπιστευτικές». Ωστόσο, το εύρος και οι συνέπειες της εμπιστευτικότητας αυτής πρέπει να αποσαφηνισθούν.

22.

Ειδικότερα, η προτεινόμενη οδηγία δεν προσδιορίζει κατά πόσον οι επικοινωνίες των θυμάτων με τους παρόχους υπηρεσιών υποστήριξης πρέπει να θεωρούνται «προνομιακές», υπό την έννοια ότι η κοινολόγησή τους στη διάρκεια δικαστικής διαδικασίας αποκλείεται ή περιορίζεται άλλως πως. Αυτό θα ισχύει κανονικά εάν ο πάροχος υπηρεσιών υποστήριξης είναι επαγγελματίας του τομέα της υγείας ο οποίος υπόκειται σε υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η υποστήριξη δεν παρέχεται από τέτοιους επαγγελματίες. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι αμφίβολο εάν το θύμα προστατεύεται κατά της κοινολόγησης.

23.

Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά να διευκρινίζεται ότι το θύμα των συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων πρέπει να έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την κοινολόγηση σε οποιαδήποτε δικαστική ή διοικητική διαδικασία εμπιστευτικών επικοινωνιών με έναν πάροχο υπηρεσιών υποστήριξης και ότι τέτοιες επικοινωνίες μπορούν να γνωστοποιηθούν από τρίτο μόνον με τη συγκατάθεση του θύματος. Αυτό θα ισχύει κανονικά επίσης σε κάθε ποινική διαδικασία, με την επιφύλαξη των εύλογων και βάσιμων συμφερόντων που σχετίζονται με τη διερεύνηση ή τη δίωξη (δηλαδή συλλογή απαραίτητων αποδείξεων από τις δικαστικές αρχές).

2.2.   Κανονισμός για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις

2.2.1.   Εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων

24.

Όπως προαναφέρθηκε, ο προτεινόμενος κανονισμός συμπληρώνει την πρωτοβουλία ΕΕΠ για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε ποινικές υποθέσεις. Καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός αφορά τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις (22), η εφαρμογή του υπάγεται στο πεδίο του πρώην πρώτου πυλώνα και, επομένως, στο πεδίο της οδηγίας 95/46/ΕΚ (23). Αυτό δεν ίσχυε για την πρωτοβουλία ΕΕΠ.

25.

Επομένως, ο ΕΕΠΔ συνιστά να περιληφθεί παραπομπή στην οδηγία 95/46/ΕΚ, τουλάχιστον στις αιτιολογικές σκέψεις της πρότασης, η οποία θα αναφέρει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία βάσει του κανονισμού πρέπει να προστατεύονται σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

2.2.2.   Παροχή πληροφοριών στο πρόσωπο που συνιστά απειλή

26.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του προτεινόμενου κανονισμού, ένα μέρος που επιθυμεί να επικαλεστεί σε άλλο κράτος μέλος εντολή προστασίας παρέχει στις αρμόδιες αρχές ένα πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό εκδίδεται χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο που καθορίζεται στο παράρτημα του προτεινόμενου κανονισμού. Το παράρτημα περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προστατευόμενου προσώπου όσο και του προσώπου που συνιστά απειλή, όπως την ταυτότητα και τον τόπο στον οποίο βρίσκονται, καθώς και περιγραφή του μέτρου προστασίας. Ο ΕΕΠΔ αναγνωρίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό, τα οποία απαιτούνται στο παράρτημα, είναι καταρχήν κατάλληλα, συναφή και όχι υπερβολικά για τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται.

27.

Ωστόσο, δεν είναι επαρκώς σαφές από την πρόταση ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του προστατευόμενου προσώπου θα γνωστοποιηθούν στο πρόσωπο που συνιστά απειλή, ιδίως δυνάμει του άρθρου 13 (24). Συναφώς, ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι το πρόσωπο που συνιστά απειλή πρέπει να λαμβάνει μόνον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση του μέτρου. Επιπλέον, η σχετική γνωστοποίηση πρέπει, στον βαθμό που είναι εφικτό, να αποφεύγει την κοινολόγηση της διεύθυνσης ή άλλων στοιχείων επικοινωνίας που αφορούν το προστατευόμενο πρόσωπο (25). Ο περιορισμός αυτός πρέπει να προσδιορίζεται στο κείμενο του άρθρου 13.

3.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

28.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τους στόχους πολιτικής των δύο υπό εξέταση προτάσεων και συμμερίζεται γενικά την προσέγγιση της Επιτροπής. Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των θυμάτων στην προτεινόμενη οδηγία μπορεί, σε μερικές περιπτώσεις, να ενισχυθεί και να αποσαφηνισθεί.

29.

Όσον αφορά την προτεινόμενη οδηγία για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ο ΕΕΠΔ συμβουλεύει τον νομοθέτη:

να συμπεριλάβει στο άρθρο 23 μια γενική διάταξη για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία θα αναφέρει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στον βαθμό του εφικτού, την προστασία της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής των θυμάτων και προστατεύουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των θυμάτων από την πρώτη επικοινωνία με τις επίσημες αρχές, καθ’ όλη την τυχόν δικαστική διαδικασία και ύστερα από μια τέτοια διαδικασία. Επιπλέον, το παρόν άρθρο 23 παράγραφος 1 πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να επιτρέπει στις δικαστικές αρχές να εγκρίνουν προστατευτικά μέτρα και «κατά τη διάρκεια της ποινικής διερεύνησης»·

να προσδιορίσει στο άρθρο 23 παράγραφος 1 έναν κατάλογο ελάχιστων μέτρων (όπως αναφέρεται στην παράγραφο 14) τα οποία μπορούν να εγκρίνουν οι δικαστικές αρχές για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της υπόληψης των θυμάτων και των μελών της οικογένειάς τους·

να προβλέψει ότι τα κράτη μέλη απαιτούν από όλες τις αρχές που βρίσκονται σε επικοινωνία με θύματα να θεσπίζουν σαφή πρότυπα βάσει των οποίων μπορούν να γνωστοποιούν σε τρίτο μόνον τις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σε σχέση με ένα θύμα, υπό την προϋπόθεση ότι το θύμα συγκατατέθηκε ρητώς στην εν λόγω γνωστοποίηση ή ότι υπάρχει νόμιμη απαίτηση ή έγκριση για να πράξουν κάτι τέτοιο·

να συμπεριλάβει στο άρθρο 3 απαίτηση παροχής στα θύματα πληροφοριών σχετικά με την περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, και να εξετάσει κατά πόσον θα συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις για το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του θύματος·

να διευκρινίσει το πεδίο εφαρμογής της απαίτησης εμπιστευτικότητας των υπηρεσιών υποστήριξης θυμάτων βάσει του άρθρου 7, προσδιορίζοντας ότι το θύμα έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη γνωστοποίηση, στο πλαίσιο οποιασδήποτε δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας, εμπιστευτικών επικοινωνιών με έναν πάροχο υπηρεσιών υποστήριξης και ότι, καταρχήν, τέτοιες επικοινωνίες μπορούν να γνωστοποιούνται από τρίτο μόνον με τη συγκατάθεση του θύματος (βλέπε ειδικότερα παραγράφους 22-23).

30.

Όσον αφορά τον προτεινόμενο κανονισμό για την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις, ο ΕΕΠΔ συμβουλεύει τον νομοθέτη:

να εισαγάγει, τουλάχιστον στις αιτιολογικές σκέψεις της πρότασης, παραπομπή στην οδηγία 95/46/ΕΚ, η οποία να αναφέρει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο του κανονισμού πρέπει να προστατεύονται σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ·

να αναφέρει σαφώς στο άρθρο 13 ότι στο πρόσωπο που συνιστά απειλή πρέπει να παρέχονται μόνον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του προστατευόμενου προσώπου τα οποία είναι απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση του μέτρου. Η εν λόγω κοινοποίηση πρέπει, στον βαθμό του εφικτού, να αποφεύγει τη γνωστοποίηση της διεύθυνσης ή άλλων στοιχείων επικοινωνίας που αφορούν το προστατευόμενο πρόσωπο.

Βρυξέλλες, 17 Οκτωβρίου 2011.

Giovanni BUTTARELLI

Αναπληρωτής Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  ΕΕ L 281της 23.11.1995, σ. 31.

(2)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(3)  COM(2011) 275 και COM(2011) 276, αντίστοιχα.

(4)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής — Ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, COM(2011) 274.

(5)  Διατίθεται στον δικτυακό τόπο του ΕΕΠΔ (http://www.edps.europa.eu) στην ενότητα: Consultation/Priorities.

(6)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής — Ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπ.π., σ. 2.

(7)  ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 1. Στην αιτιολογική έκθεση αναγνωρίζεται ότι, μολονότι έχουν πραγματοποιηθεί βελτιώσεις στον τομέα αυτό, οι στόχοι της απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου δεν έχουν επιτευχθεί πλήρως.

(8)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής — Ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπ.π., σ. 8.

(9)  Ibid.

(10)  Γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ της 5ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας και σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ C 355 της 29.12.2010, σ. 1).

(11)  Ibid., βλέπε ειδικότερα ενότητα II της γνωμοδότησης.

(12)  Ibid., σημείο 1.

(13)  Βλέπε, ειδικότερα, την αιτιολογική σκέψη 22, στην οποία αναγνωρίζεται ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής του θύματος μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέσο για την πρόληψη επακόλουθης θυματοποίησης· την αιτιολογική σκέψη 27, η οποία αναφέρεται στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που παρέχεται στα φυσικά πρόσωπα βάσει της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου και της Σύμβασης αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης· το άρθρο 21 που αφορά μέτρα για να αποφεύγονται οι άσκοπες ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή των θυμάτων και μέτρα που καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών· το άρθρο 23 που αφορά το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και τη συμπεριφορά των μέσων ενημέρωσης.

(14)  Σημείο 10.8 της σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης Rec(2006) 8.

(15)  Βλέπε, π.χ., σχέδιο σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη δικαιοσύνη και την υποστήριξη των θυμάτων εγκληματικών πράξεων και κατάχρηση εξουσίας, άρθρα 5 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), 6, 8 παράγραφος 6 στοιχείο ζ) κατευθυντήριες γραμμές της επιτροπής υπουργών για την προστασία των θυμάτων τρομοκρατικών ενεργειών, οι οποίες εκδόθηκαν στις 2 Μαρτίου 2005, σημείο VΙΙΙ· κατευθυντήριες γραμμές για τη δικαιοσύνη για παιδιά θύματα και μάρτυρες εγκληματικών πράξεων, ECOSOC Res 2005/20, 2005, σημεία 8 στοιχείο α), 26 έως 28.

(16)  Αυτό συνάδει με την προσέγγιση που υιοθετείται στο άρθρο 21 σχετικά με το δικαίωμα προστασίας ευάλωτων θυμάτων κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

(17)  Το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46/ΕΚ ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τις εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, οι οποίες είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης.

(18)  Σημείο 10.9 της σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης Rec(2006) 8.

(19)  Το άρθρο 10 παράγραφος 2 της ΕΣΑΔ επιτρέπει μόνον περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης οι οποίοι «προβλέπονται από τον νόμο» και είναι «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επιδίωξη συγκεκριμένων και σημαντικών δημόσιων συμφερόντων (όπως η εθνική ασφάλεια, η εδαφική ακεραιότητα, η προάσπιση της τάξης και η πρόληψη του εγκλήματος, η υγεία και η δημόσια ηθική) ή για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων. Στις προτάσεις της στην υπόθεση Satakunnan (υπόθεση C-73/07, Tietosuojavaltuutettu κατά Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia, Συλλογή 2008, σ. I-9831), η γενική εισαγγελέας Kokott σημείωσε ορθώς ότι «[η] αυστηρή εφαρμογή της προστασίας των δεδομένων θα μπορούσε να περιορίσει αισθητά την ελευθερία λόγου. Πράγματι, η δημοσιογραφία για σκοπούς έρευνας θα αποκλειόταν σε μεγάλο βαθμό εάν τα μέσα μαζικής ενημερώσεως μπορούσαν να επεξεργαστούν και να δημοσιεύσουν πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα μόνο με τη συγκατάθεση ή κατόπιν ενημερώσεως των ενδιαφερομένων. Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι τα μέσα μαζικής ενημερώσεως μπορούν να θίξουν την ιδιωτική ζωή. Κατά συνέπεια, πρέπει να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας» (σκέψη 43).

(20)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 13 και άρθρο 7 της προτεινόμενης οδηγίας.

(21)  Ibid.

(22)  Βλέπε άρθρο 81 ΣΛΕΕ, ήτοι πρώην άρθρο 65 της συνθήκης ΕΚ.

(23)  Η οδηγία 95/46/ΕΚ δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι δραστηριότητες που προβλέπονται στις διατάξεις των τίτλων V και VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, εν πάση περιπτώσει, στην επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου (βλέπε άρθρο 3 της οδηγίας).

(24)  Το άρθρο 13 αφορά τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης στο πρόσωπο που συνιστά απειλή.

(25)  Βλέπε συναφώς τη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ της 5ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας και σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, όπ. π., παράγραφοι 45-49.


9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/16


Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων επί της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρήση και τη διαβίβαση των φακέλων επιβατών (φάκελοι PNR) στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών

2012/C 35/03

Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 16,

Έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 7 και 8,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (2), και ιδίως το άρθρο 41,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ:

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.   Διαβούλευση με τον ΕΕΠΔ και στόχος της γνωμοδότησης

1.

Στις 28 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρήση και τη διαβίβαση των φακέλων επιβατών (φάκελοι PNR) στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών (3) (στο εξής: η «συμφωνία»).

2.

Στις 9 Νοεμβρίου 2011, ζητήθηκε άτυπα η γνώμη του ΕΕΠΔ σχετικά με το σχέδιο πρότασης, στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας. Στις 11 Νοεμβρίου 2011, ο ΕΕΠΔ εξέδωσε ορισμένες εμπιστευτικές παρατηρήσεις. Στόχος της παρούσας γνωμοδότησης είναι η συμπλήρωση των ως άνω παρατηρήσεων εν όψει της παρούσας πρότασης και η δημοσιοποίηση της άποψης του ΕΕΠΔ. Η παρούσα γνωμοδότηση βασίζεται επίσης σε παλαιότερες παρεμβάσεις του ΕΕΠΔ και της ομάδας εργασίας του άρθρου 29 σχετικά με τους φακέλους PNR.

1.2.   Πλαίσιο της πρότασης

3.

Στόχος της συμφωνίας είναι να παράσχει σαφή νομική βάση για τη διαβίβαση δεδομένων PNR από την ΕΕ στις ΗΠΑ. Η διαβίβαση βασίζεται επί του παρόντος στη συμφωνία του 2007 (4), επειδή το Κοινοβούλιο αποφάσισε να αναστείλει την ψηφοφορία σχετικά με την παροχή της συγκατάθεσής του έως ότου ληφθούν υπόψη οι επιφυλάξεις του σχετικά με την προστασία των δεδομένων. Ειδικότερα, στο ψήφισμά του της 5ης Μαΐου 2010 (5), το Κοινοβούλιο περιέλαβε τις ακόλουθες απαιτήσεις:

συμμόρφωση προς τη νομοθεσία προστασίας των δεδομένων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο

εκτίμηση αντικτύπου στην ιδιωτική ζωή πριν από την έγκριση οποιασδήποτε νομοθετικής πράξης

δοκιμή αναλογικότητας από την οποία να αποδεικνύεται ότι τα υφιστάμενα νομικά μέσα δεν είναι επαρκή

αυστηρός περιορισμός του σκοπού (6) και περιορισμός της χρήσης δεδομένων PNR σε συγκεκριμένα εγκλήματα ή απειλές, εξεταζόμενα κατά περίπτωση

περιορισμός του αριθμού δεδομένων που συγκεντρώνονται

περιορισμός της διάρκειας των περιόδων αποθήκευσης

απαγόρευση εξόρυξης δεδομένων και δημιουργίας προφίλ

απαγόρευση αυτοματοποιημένων αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν σοβαρά τους πολίτες (7)

κατάλληλοι μηχανισμοί ανεξάρτητης επανεξέτασης και δικαστικής εποπτείας και δημοκρατικού ελέγχου

όλες οι διεθνείς διαβιβάσεις πρέπει να συνάδουν με τα πρότυπα προστασίας των δεδομένων της ΕΕ και να υποβάλλονται σε διαπίστωση επάρκειας.

4.

Η παρούσα συμφωνία πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο της συνολικής προσέγγισης σχετικά με τους φακέλους PNR, η οποία περιλαμβάνει διαπραγματεύσεις και με άλλες τρίτες χώρες [και συγκεκριμένα την Αυστραλία (8) και τον Καναδά (9)] και πρόταση για δημιουργία συστήματος φακέλων PNR σε επίπεδο ΕΕ (10). Εμπίπτει επίσης στο πεδίο των τρεχουσών διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (11). Σε σχέση με τις γενικότερες εξελίξεις στον τομέα, η συμφωνία μονογραφήθηκε λίγες εβδομάδες πριν από την αναμενόμενη έγκριση των προτάσεων για την αναθεώρηση του γενικού πλαισίου προστασίας των δεδομένων (12).

5.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τη συνολική αυτή προσέγγιση, στόχος της οποίας είναι να παράσχει ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο για τη σύναψη συμφωνιών σχετικά με φακέλους PNR σύμφωνα με τις νομικές απαιτήσεις της ΕΕ. Εντούτοις, εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η παρούσα συγκυρία δεν επιτρέπει να διασφαλισθεί στην πράξη η συνεκτικότητα των εν λόγω συμφωνιών με τους νέους κανόνες της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων. Επιθυμεί να υπενθυμίσει επίσης ότι η γενική συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ σχετικά με τις ανταλλαγές δεδομένων πρέπει να εφαρμόζεται στη συμφωνία για τους φακέλους PNR μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ.

2.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

6.

Σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, κάθε περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να είναι αναγκαίος, αναλογικός και να προβλέπεται από τον νόμο. Όπως έχουν αναφέρει επανειλημμένως ο ΕΕΠΔ (13) και η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 (14), η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα των συστημάτων φακέλων PNR και των μαζικών διαβιβάσεων δεδομένων PNR σε τρίτες χώρες δεν έχει αποδειχθεί ακόμη. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων συμμερίζονται επίσης την άποψη αυτή (15). Οι ειδικές παρατηρήσεις που ακολουθούν δεν θίγουν την παρούσα προκαταρκτική και θεμελιώδη παρατήρηση.

7.

Καίτοι η παρούσα συμφωνία εισάγει ορισμένες βελτιώσεις σε σύγκριση με εκείνη του 2007, ειδικότερα δε καθιερώνει κατάλληλες εγγυήσεις στο πεδίο της ασφάλειας των δεδομένων και της εποπτείας, δεν φαίνεται να ικανοποιούνται ούτε οι κύριες ανησυχίες που διατυπώθηκαν στις προαναφερόμενες γνωμοδοτήσεις ούτε οι προϋποθέσεις που έθεσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προκειμένου να παράσχει τη συγκατάθεσή του (16).

3.   ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

3.1.   Αναγκαιότητα αποσαφήνισης του σκοπού

8.

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας ορίζει ότι οι ΗΠΑ επεξεργάζονται τους φακέλους PNR με σκοπό την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη α) τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και άλλων συναφών εγκλημάτων, και β) άλλων εγκλημάτων για τα οποία προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών και τα οποία έχουν διεθνικό χαρακτήρα. Ορισμένες από τις έννοιες αυτές εξειδικεύονται περαιτέρω.

9.

Παρότι οι ορισμοί αυτοί είναι πιο σαφείς από εκείνους που περιέχονταν στη συμφωνία του 2007, εξακολουθούν να περιέχουν αόριστες έννοιες και εξαιρέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπερβάσεις της αρχής του περιορισμού του σκοπού και να κλονίσουν την ασφάλεια δικαίου. Ειδικότερα:

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), η διατύπωση «συμπεριφορά η οποία (…) φαίνεται ότι έχει ως στόχο να εκφοβίσει ή να επιβάλει εξαναγκασμό» [ή] «να επηρεάσει την πολιτική μιας κυβέρνησης» μπορεί να αναφέρεται επίσης σε δραστηριότητες οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν τρομοκρατικές αξιόποινες πράξεις σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου (17). Οι διατυπώσεις «φαίνεται ότι», «εκφοβίσει» και «επηρεάσει» πρέπει να αποσαφηνισθούν για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο αυτό.

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρέπει να περιέχει κατάλογο συγκεκριμένων αδικημάτων. Η αναφορά σε «άλλα εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών» δεν επαρκεί, καθώς το κατώτατο αυτό όριο ποινής προβλέπεται για διαφορετικά αδικήματα στην ΕΕ και στις ΗΠΑ καθώς και στα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ και στις πολιτείες των ΗΠΑ.

Τα ήσσονος βαρύτητας αδικήματα πρέπει να αποκλείονται σαφώς από τον σκοπό της συμφωνίας.

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, πρέπει να ορισθεί η έννοια της «σοβαρής απειλής», η δε χρήση δεδομένων PNR, «όταν διατάσσεται από δικαστήριο», πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

Ομοίως, για την αποφυγή της εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 3 σε σκοπούς όπως ο έλεγχος των συνόρων, πρέπει να διευκρινισθεί ότι μόνον άτομα ύποπτα για συμμετοχή σε οποιαδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 μπορούν να «υποβληθούν σε αυστηρότερες ανακρίσεις ή εξετάσεις».

3.2.   Αναγκαιότητα περιορισμού του καταλόγου δεδομένων PNR που διαβιβάζονται

10.

Το παράρτημα I της συμφωνίας περιέχει 19 είδη δεδομένων που διαβιβάζονται στις ΗΠΑ. Τα περισσότερα εξ αυτών ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες δεδομένων, είναι δε ταυτόσημα με τα πεδία δεδομένων που προβλέπονται στη συμφωνία του 2007 και που ήδη κρίθηκαν δυσανάλογα από τον ΕΕΠΔ και την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 (18).

11.

Η διαπίστωση αυτή αφορά ειδικότερα το πεδίο «Γενικές παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένων OSI (19), SSI (20) και SSR (21)», το οποίο μπορεί να αποκαλύπτει δεδομένα που σχετίζονται με θρησκευτικές πεποιθήσεις (π.χ. προτιμήσεις γευμάτων) ή με την υγεία (π.χ. αίτημα για αναπηρικό καροτσάκι). Τέτοια ευαίσθητα δεδομένα πρέπει να αποκλείονται ρητώς από τον κατάλογο.

12.

Αξιολογώντας την αναλογικότητα του καταλόγου, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, επειδή η διαβίβαση πραγματοποιείται νωρίτερα (άρθρο 15 παράγραφος 3 της συμφωνίας), οι κατηγορίες αυτές αφορούν όχι μόνον τους πραγματικούς ταξιδιώτες αλλά και πρόσωπα τα οποία τελικά δεν ταξιδεύουν (π.χ. λόγω ακυρώσεων).

13.

Επιπλέον, η ύπαρξη ανοικτών πεδίων δεδομένων μπορεί να υποσκάψει την ασφάλεια δικαίου. Κατηγορίες όπως «κάθε διαθέσιμη πληροφορία για σύνδεσμο επαφής», «όλες οι πληροφορίες σχετικά με τις αποσκευές» και «γενικές παρατηρήσεις» πρέπει να ορίζονται πληρέστερα.

14.

Επομένως, ο κατάλογος πρέπει να περιορισθεί. Σύμφωνα με τη γνώμη της ομάδας εργασίας του άρθρου 29 (22), θεωρούμε ότι τα δεδομένα πρέπει να περιορίζονται στις ακόλουθες πληροφορίες: κωδικός ανεύρεσης φακέλου του επιβάτη (PNR record locator code), ημερομηνία κράτησης, προβλεπόμενη(ες) ημερομηνία(ες) ταξιδιού, ονοματεπώνυμο επιβάτη, άλλα ονόματα που εμφαίνονται στο PNR, πλήρες δρομολόγιο του ταξιδιού, ενδείξεις δωρεάν εισιτηρίων, εισιτήρια άνευ επιστροφής, ticketing field information (πληροφορίες πεδίου έκδοσης εισιτηρίων), δεδομένα ATFQ (Automatic Ticket Fare Quote), αριθμός εισιτηρίου, ημερομηνία έκδοσης εισιτηρίου, ιστορικό μη εμφάνισης (no show history), αριθμός αποσκευών, αριθμοί επισήμανσης των αποσκευών, πληροφορίες σχετικά με επιβάτη τελευταίας στιγμής (go show information), αριθμός αποσκευών σε κάθε τμήμα της διαδρομής, εκούσιες/ακούσιες αλλαγές θέσης, λεπτομέρειες σχετικά με τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στα δεδομένα PNR όσον αφορά τα προαναφερθέντα στοιχεία.

3.3.   Το DHS δεν πρέπει να επεξεργάζεται ευαίσθητα δεδομένα

15.

Το άρθρο 6 της συμφωνίας ορίζει ότι το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security — DHS) χρησιμοποιεί αυτόματα συστήματα για το φιλτράρισμα και την απόκρυψη ευαίσθητων δεδομένων. Ωστόσο, τα ευαίσθητα δεδομένα αποθηκεύονται για τουλάχιστον 30 ημέρες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (άρθρο 6 παράγραφος 4). Ο ΕΕΠΔ επισημαίνει ότι ακόμη και μετά την απόκρυψή τους, τα δεδομένα αυτά παραμένουν «ευαίσθητα» και σχετίζονται με φυσικά πρόσωπα που μπορούν να αναγνωρισθούν.

16.

Όπως έχει ήδη αναφέρει ο ΕΕΠΔ, το DHS δεν πρέπει να επεξεργάζεται ευαίσθητα δεδομένα τα οποία σχετίζονται με πολίτες της ΕΕ, ακόμη και εάν αυτά αποκρύπτονται κατά την παραλαβή τους. Ο ΕΕΠΔ συνιστά να ορισθεί ρητά στο κείμενο της συμφωνίας ότι οι αερομεταφορείς δεν πρέπει να διαβιβάζουν ευαίσθητα δεδομένα στο DHS.

3.4.   Η περίοδος διατήρησης είναι υπερβολική

17.

Το άρθρο 8 ορίζει ότι τα δεδομένα PNR θα διατηρούνται έως 5 έτη σε ενεργό βάση δεδομένων, ακολούθως δε θα μεταφέρονται σε αδρανή βάση δεδομένων και θα αποθηκεύονται για διάστημα έως 10 ετών. Αυτή η μέγιστη περίοδος διατήρησης 15 ετών είναι εμφανώς δυσανάλογη, ανεξάρτητα από το κατά πόσον τα δεδομένα διατηρούνται σε «ενεργό» ή σε «αδρανή» βάση δεδομένων, όπως έχουν ήδη υπογραμμίσει ο ΕΕΠΔ και η ομάδα εργασίας του άρθρου 29.

18.

Στο άρθρο 8 παράγραφος 1 ορίζεται ότι τα δεδομένα θα «αποπροσωποποιούνται και [θα] αποκρύπτονται» έξι μήνες μετά την παραλαβή τους από το DHS. Ωστόσο, τόσο τα δεδομένα που αποκρύπτονται όσο και τα δεδομένα που αποθηκεύονται σε «αδρανή βάση δεδομένων» παραμένουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εφόσον δεν ανωνυμοποιούνται. Επομένως, τα δεδομένα πρέπει να ανωνυμοποιούνται (με μη αναστρέψιμο τρόπο) ή να διαγράφονται αμέσως μετά την ανάλυση ή την πάροδο διαστήματος το πολύ 6 μηνών.

3.5.   Χρήση της μεθόδου «προώθησης» και συχνότητα διαβιβάσεων

19.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το άρθρο 15 παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι τα δεδομένα θα διαβιβάζονται κάνοντας χρήση της μεθόδου «προώθησης». Ωστόσο, το άρθρο 15 παράγραφος 5 υποχρεώνει τους μεταφορείς να «παρέχουν πρόσβαση» σε δεδομένα PNR σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Προκειμένου να αποκλεισθεί οριστικά η χρήση του συστήματος «παροχής απευθείας πρόσβασης» στα δεδομένα, και εν όψει των ανησυχιών που προέβαλε εκ νέου πρόσφατα η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 (23), συνιστούμε ενθέρμως να απαγορεύεται ρητά στη συμφωνία η δυνατότητα αξιωματούχων των ΗΠΑ να έχουν χωριστή πρόσβαση στα δεδομένα μέσω ενός συστήματος «απευθείας πρόσβασης».

20.

Η συμφωνία πρέπει να καθορίζει τον αριθμό και την περιοδικότητα των διαβιβάσεων από τους αερομεταφορείς προς το DHS. Για λόγους βελτίωσης της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να περιγράφονται επίσης αναλυτικότερα οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα επιτρέπονται πρόσθετες διαβιβάσεις.

3.6.   Ασφάλεια δεδομένων

21.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το άρθρο 5 της συμφωνίας σχετικά με την ασφάλεια και την ακεραιότητα των δεδομένων και, ειδικότερα, την υποχρέωση ενημέρωσης των θιγόμενων φυσικών προσώπων σε περίπτωση συμβάντος σχετικού με την ιδιωτική ζωή. Ωστόσο, πρέπει να αποσαφηνισθούν τα ακόλουθα στοιχεία της ειδοποίησης περί παραβίασης των δεδομένων:

Οι αποδέκτες της ειδοποίησης: πρέπει να προσδιορισθούν οι «αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές» οι οποίες επιβάλλεται να ενημερώνονται. Σε κάθε περίπτωση, μεταξύ των αρχών αυτών πρέπει να περιλαμβάνονται οι εθνικές αρχές προστασίας των δεδομένων. Πρέπει να ενημερώνεται επίσης η αρμόδια αρχή των ΗΠΑ.

Το κατώτατο όριο ειδοποίησης των ως άνω αρχών: πρέπει να ορισθεί τι συνιστά «σημαντικό συμβάν που αφορά την ιδιωτική ζωή».

Πρέπει να προσδιορισθεί το περιεχόμενο της ειδοποίησης προς τα φυσικά πρόσωπα και τις αρχές.

22.

Ο ΕΕΠΔ στηρίζει την υποχρέωση καταχώρησης ή τεκμηρίωσης κάθε πρόσβασης και επεξεργασίας των φακέλων PNR, καθώς η επιβολή παρόμοιων δεσμεύσεων θα καταστήσει δυνατό τον έλεγχο της συμμόρφωσης του DHS προς τους όρους χρήσης των δεδομένων PNR και θα επιτρέπει τη διακρίβωση κρουσμάτων μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στο σύστημα.

3.7.   Εποπτεία και επιβολή

23.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η συμμόρφωση με τις διασφαλίσεις για την προστασία της ιδιωτικής ζωής που περιέχονται στη συμφωνία θα υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση και εποπτεία των υπευθύνων για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στα Υπουργεία («Department Privacy Officers»), όπως ο επικεφαλής υπεύθυνος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής («Chief Privacy Officer») στο DHS, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1. Ωστόσο, η ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα επιτάσσει όπως ο ΕΕΠΔ και οι εθνικές αρχές προστασίας των δεδομένων συνεργασθούν με το DHS σχετικά με τις διαδικασίες και τις πρακτικές λεπτομέρειες άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων (24). Ο ΕΕΠΔ θεωρεί ευπρόσδεκτη την αναφορά σε μια τέτοια συνεργασία στη συμφωνία.

24.

Ο ΕΕΠΔ υποστηρίζει θερμά το δικαίωμα επανόρθωσης «ανεξαρτήτως ιθαγένειας, χώρας καταγωγής ή τόπου διαμονής», το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο. Ωστόσο, εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το άρθρο 21 ορίζει ρητώς ότι η συμφωνία «δεν δημιουργεί ούτε παρέχει, δυνάμει του δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών, δικαιώματα ή οφέλη σε οποιοδήποτε […] πρόσωπο». Ακόμη και αν παρέχεται δικαίωμα «δικαστικής επανεξέτασης» στις ΗΠΑ βάσει της συμφωνίας, το δικαίωμα αυτό ενδέχεται να μην είναι ισοδύναμο προς το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής στην ΕΕ, ιδίως εν όψει του περιορισμού που αναφέρεται στο άρθρο 21.

3.8.   Περαιτέρω εθνική και διεθνής διαβίβαση

25.

Το άρθρο 16 της συμφωνίας απαγορεύει τη διαβίβαση των δεδομένων σε εθνικές αρχές οι οποίες δεν παρέχουν στους φακέλους PNR «ισοδύναμες ή συγκρίσιμες» διασφαλίσεις με εκείνες που ορίζονται στην παρούσα συμφωνία. Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τη διάταξη αυτή. Ωστόσο, ο κατάλογος των αρχών που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα PNR πρέπει να αποσαφηνισθεί περαιτέρω. Όσον αφορά τις διεθνείς διαβιβάσεις, η συμφωνία ορίζει ότι αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται μόνον εάν η σκοπούμενη χρήση του παραλήπτη συνάδει με την παρούσα συμφωνία και προβλέπει διασφαλίσεις προστασίας της ιδιωτικής ζωής «αντίστοιχες» με εκείνες που προβλέπονται στη συμφωνία, εκτός από τις επείγουσες περιπτώσεις.

26.

Όσον αφορά τους όρους «ισοδύναμες», «συγκρίσιμες» ή «αντίστοιχες» που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία, ο ΕΕΠΔ επιθυμεί να επισημάνει ότι καμία εγχώρια ή διεθνής περαιτέρω διαβίβαση δεν πρέπει να πραγματοποιείται από το DHS, εκτός εάν ο παραλήπτης προβλέπει διασφαλίσεις οι οποίες είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με εκείνες που θεσπίζονται στην παρούσα συμφωνία. Η συμφωνία πρέπει επίσης να διευκρινίζει ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR πραγματοποιείται κατά περίπτωση, να διασφαλίζει ότι θα διαβιβάζονται μόνον τα αναγκαία δεδομένα στους εκάστοτε αποδέκτες και να μην επιτρέπει καμία εξαίρεση. Επιπλέον, ο ΕΕΠΔ συνιστά να υπόκεινται οι διαβιβάσεις δεδομένων σε τρίτες χώρες σε προηγούμενη δικαστική έγκριση.

27.

Το άρθρο 17 παράγραφος 4 ορίζει ότι, όταν τα δεδομένα κατοίκου κράτους μέλους της ΕΕ διαβιβάζονται σε τρίτη χώρα, οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους πρέπει να ενημερώνονται για περιπτώσεις στις οποίες το DHS είναι ενήμερο για την κατάσταση αυτή. Η προϋπόθεση αυτή πρέπει να αφαιρεθεί, καθώς το DHS πρέπει να είναι πάντοτε ενήμερο για τις περαιτέρω διαβιβάσεις σε τρίτες χώρες.

3.9.   Τύπος και επανεξέταση της συμφωνίας

28.

Δεν είναι σαφές ποιος είναι ο νομικός τύπος που επιλέγουν οι ΗΠΑ για τη σύναψη της παρούσας συμφωνίας και με ποιον τρόπο η συμφωνία θα καταστεί νομικά δεσμευτική στις ΗΠΑ. Το σημείο αυτό πρέπει να αποσαφηνισθεί.

29.

Το άρθρο 20 παράγραφος 2 εξετάζει τη συνεκτικότητα με το κυοφορούμενο σύστημα φακέλων PNR της ΕΕ. Ο ΕΕΠΔ σημειώνει ότι οι διαβουλεύσεις για την προσαρμογή της παρούσας συμφωνίας πρέπει να εξετάζουν ιδίως «κατά πόσον οποιοδήποτε μελλοντικό σύστημα της ΕΕ για τους φακέλους PNR θα εφαρμόζει λιγότερο αυστηρά πρότυπα προστασίας δεδομένων από αυτά που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία». Για λόγους διασφάλισης της αναγκαίας συνεκτικότητας, κάθε προσαρμογή πρέπει επίσης (και πρωτίστως) να λαμβάνει υπόψη τις τυχόν αυστηρότερες διασφαλίσεις που θα ισχύουν σε οποιοδήποτε μελλοντικό σύστημα φακέλων PNR.

30.

Η συμφωνία πρέπει να τύχει επανεξέτασης και εν όψει του νέου πλαισίου για την προστασία των δεδομένων και της ενδεχόμενης σύναψης γενικής συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Θα μπορούσε να προστεθεί μια νέα διάταξη, παρόμοια με εκείνη του άρθρου 20 παράγραφος 2, η οποία θα αναφέρει ότι «εάν και όταν θεσπισθεί νέο νομικό πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων στην ΕΕ ή συναφθεί νέα συμφωνία σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις μεταξύ των μερών για να καθοριστεί κατά πόσον η παρούσα συμφωνία θα προσαρμοστεί αναλόγως. Στις διαβουλεύσεις αυτές θα εξεταστεί ιδίως το κατά πόσον οποιαδήποτε τροποποίηση του νομικού πλαισίου της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων ή οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία για την προστασία των δεδομένων μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ θα εφαρμόζει αυστηρότερες διασφαλίσεις για την προστασία των δεδομένων από εκείνες που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία».

31.

Όσον αφορά την επανεξέταση της συμφωνίας (άρθρο 23), ο ΕΕΠΔ θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές προστασίας των δεδομένων πρέπει να περιλαμβάνονται ρητώς στην ομάδα επανεξέτασης. Η επανεξέταση πρέπει να επικεντρωθεί, μεταξύ άλλων, στην αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των μέτρων, στην πραγματική άσκηση των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, και στον έλεγχο του τρόπου εξέτασης των αιτημάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, ιδίως όταν δεν επιτρέπεται άμεση πρόσβαση. Πρέπει εξάλλου να προσδιορίζεται η συχνότητα των επανεξετάσεων.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

32.

Ο ΕΕΠΔ εκφράζει την ικανοποίησή του για τις διασφαλίσεις σχετικά με την ασφάλεια των δεδομένων και την εποπτεία οι οποίες προβλέπονται στη συμφωνία, καθώς και για τις βελτιώσεις που αυτή περιέχει σε σύγκριση με τη συμφωνία του 2007. Εντούτοις, παραμένουν πολλές ανησυχίες, ιδίως όσον αφορά τη συνεκτικότητα της συνολικής προσέγγισης σχετικά με τους φακέλους PNR, τον σεβασμό της αρχής του περιορισμού του σκοπού, τις κατηγορίες δεδομένων που θα διαβιβάζονται στο DHS, την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, την περίοδο διατήρησης, τις εξαιρέσεις στη μέθοδο «προώθησης», τα δικαιώματα των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και τις περαιτέρω διαβιβάσεις.

33.

Οι παρατηρήσεις αυτές δεν θίγουν τις απαιτήσεις αναγκαιότητας και αναλογικότητας για κάθε σύμφωνο με το υφιστάμενο πλαίσιο νομιμότητας σύστημα φακέλων PNR και κάθε συμφωνία η οποία προβλέπει τη μαζική διαβίβαση δεδομένων PNR από την ΕΕ σε τρίτες χώρες. Όπως επανέλαβε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 5ης Μαΐου, «η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα αποτελούν κεφαλαιώδεις αρχές χωρίς τις οποίες αποκλείεται να είναι αποτελεσματική η καταπολέμηση της τρομοκρατίας».

Βρυξέλλες, 9 Δεκεμβρίου 2011.

Peter HUSTINX

Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων


(1)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(2)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(3)  COM(2011) 807 τελικό.

(4)  Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) από τους αερομεταφορείς στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (DHS) (ΕΕ L 204 της 4.8.2007, σ. 18).

(5)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Μαΐου 2010 σχετικά με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για συμφωνίες σχετικά με τις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) με τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τον Καναδά (ΕΕ C 81Ε της 15.3.2011, σ. 70). Βλ. επίσης ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2003 σχετικά με τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από τις αεροπορικές εταιρείες στην υπηρεσία μετανάστευσης των ΗΠΑ (ΕΕ C 61E της 10.3.2004, σ. 381), της 9ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τη διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αεροπορικές εταιρείες στην περίπτωση των υπερατλαντικών πτήσεων: στάδιο των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ (ΕΕ C 81E της 31.3.2004, σ. 105), της 31ης Μαρτίου 2004 σχετικά με το σχέδιο απόφασης της Επιτροπής που επισημαίνει το κατάλληλο επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στα Μητρώα Ονομάτων Επιβατών (PNR) που διαβιβάζονται στην Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών (ΕΕ C 103E της 29.4.2004, σ. 665), σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Συμβούλιο της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που αφορά τη χρήση δεδομένων από τα μητρώα ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διακρατικού εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ C 305E της 14.12.2006, σ. 250), ψήφισμα της 14ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την παγκόσμια εταιρεία διατραπεζικών χρηματοπιστωτικών τηλεπικοινωνιών (SWIFT), τη συμφωνία για την κατάσταση ονομάτων επιβατών (PNR) και το διατλαντικό διάλογο επί των θεμάτων αυτών (ΕΕ C 287E της 29.11.2007, σ. 349), και ψήφισμα της 12ης Ιουλίου 2007 σχετικά με τη συμφωνία PNR με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής [κείμενα εγκριθέντα, P6_TA(2007)0347]. Όλα τα έγγραφα είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση http://www.europarl.europa.eu

(6)  Περιορίζεται σε σκοπούς επιβολής του νόμου και διαφύλαξης της ασφάλειας σε περιπτώσεις οργανωμένων και διεθνικών σοβαρών μορφών εγκλήματος ή διασυνοριακής φύσεως τρομοκρατίας, βάσει των νομικών ορισμών που περιέχονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3) και στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1).

(7)  «Καμιά απόφαση απαγόρευσης πτήσης ή έρευνας ή δίωξης δεν επιτρέπεται να ληφθεί με βάση αποκλειστικά τα αποτελέσματα τέτοιων αυτοματοποιημένων αναζητήσεων ή φυλλομετρήσεων βάσεων δεδομένων».

(8)  Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αυστραλίας για την επεξεργασία και τη διαβίβαση, από τους αερομεταφορείς, δεδομένων από τις καταστάσεις επιβατών (Passenger Name Record - PNR) προς την Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων της Αυστραλίας (Australian Customs and Border Protection Service), η οποία υπογράφηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2011.

(9)  Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της κυβέρνησης του Καναδά σχετικά με την επεξεργασία εκ των προτέρων πληροφοριών σχετικά με τους επιβάτες και των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών (ΕΕ L 82 της 21.3.2006, σ. 15).

(10)  Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους επιβατών (δεδομένα PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών εγκλημάτων (COM/2011/0032 τελικό).

(11)  Στις 3 Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο ενέκρινε την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διαβίβαση και την επεξεργασία αυτών με σκοπό την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση ή δίωξη αξιόποινων πράξεων, περιλαμβανομένης της τρομοκρατίας, στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Βλ. ανακοίνωση Τύπου της Επιτροπής στη διεύθυνση http://europa.eu/rapid/pressReleasesAction.do?reference=IP/10/1661

(12)  Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα Συνολική προσέγγιση όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 4 Νοεμβρίου 2010, COM(2010) 609 τελικό, καθώς και τις επακόλουθες σχετικές εξελίξεις.

(13)  Γνωμοδότηση ΕΕΠΔ της 25ης Μαρτίου 2011 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους επιβατών (δεδομένα PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών εγκλημάτων. Επίσης, γνωμοδότηση ΕΕΠΔ της 15ης Ιουλίου 2011 περί της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αυστραλίας για την επεξεργασία και τη διαβίβαση, από τους αερομεταφορείς, δεδομένων από τις καταστάσεις επιβατών (Passenger Name Record — PNR) προς την Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων της Αυστραλίας (Australian Customs and Border Protection Service), γνωμοδότηση ΕΕΠΔ της 19ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη γενική προσέγγιση για τις διαβιβάσεις δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) σε τρίτες χώρες και γνωμοδότηση ΕΕΠΔ της 20ής Δεκεμβρίου 2007 όσον αφορά το σχέδιο πρότασης απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για τη χρήση των δεδομένων των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών (PNR) με σκοπό την επιβολή του νόμου. Όλα τα έγγραφα είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση http://www.edps.europa.eu

(14)  Γνώμη WP29 10/2011 για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους επιβατών, για την πρόβλεψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών εγκλημάτων· γνώμη 7/2010 σχετικά με την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη γενική προσέγγιση για τις διαβιβάσεις δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) σε τρίτες χώρες· γνώμη 5/2007 σχετικά με τη συναφθείσα τον Ιούλιο του 2007 συμφωνία παρακολούθησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) από τους αερομεταφορείς στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών· τέλος, γνώμη 4/2003 σχετικά με το επίπεδο προστασίας που εξασφαλίζεται στις ΗΠΑ όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων των επιβατών. Όλα τα έγγραφα είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/justice/policies/privacy/workinggroup/wpdocs/2011_en.htm

(15)  Γνωμοδότηση FRA της 14ης Ιουνίου 2011 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους επιβατών (δεδομένα PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών εγκλημάτων (διαθέσιμη στη διεύθυνση http://fra.europa.eu/fraWebsite/attachments/FRA-PNR-Opinion-June2011.pdf) και γνωμοδότηση ΕΟΚΕ της 5ης Μαΐου 2011 επί της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους επιβατών (δεδομένα PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών εγκλημάτων (διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.eesc.europa.eu/?i=portal.en.soc-opinions.15579).

(16)  Βλέπε υποσημείωση 5.

(17)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3).

(18)  Βλ. προπαρατεθείσες γνωμοδοτήσεις του ΕΕΠΔ και γνώμες της WP29.

(19)  Άλλες συμπληρωματικές πληροφορίες.

(20)  Ειδικές υπηρεσιακές πληροφορίες.

(21)  Αιτήσεις ειδικών υπηρεσιών.

(22)  Βλ. προπαρατεθείσα γνώμη WP29 4/2003.

(23)  Βλ. επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2011 της ομάδας εργασίας του άρθρου 29 προς την Επίτροπο Malmström σχετικά με τις συμφωνίες της ΕΕ με τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία για τους φακέλους PNR.

(24)  Για παράδειγμα, η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 έχει ήδη παράσχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενημέρωση των επιβατών [βλ. γνώμη WP29 2/2007 της 15ης Φεβρουαρίου 2007 (όπως αναθεωρήθηκε και επικαιροποιήθηκε στις 24 Ιουνίου 2008) σχετικά με την ενημέρωση των επιβατών για τη διαβίβαση στις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής δεδομένων που περιέχονται στο σύστημα καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών (PNR), διαθέσιμες στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/justice/policies/privacy/docs/wpdocs/2008/wp151_el.pdf].


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/23


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

8 Φεβρουαρίου 2012

2012/C 35/04

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,3274

JPY

ιαπωνικό γιεν

102,11

DKK

δανική κορόνα

7,4328

GBP

λίρα στερλίνα

0,83495

SEK

σουηδική κορόνα

8,8285

CHF

ελβετικό φράγκο

1,2114

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,6290

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

24,812

HUF

ουγγρικό φιορίνι

289,65

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6990

PLN

πολωνικό ζλότι

4,1773

RON

ρουμανικό λέι

4,3505

TRY

τουρκική λίρα

2,3191

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,2251

CAD

καναδικό δολάριο

1,3199

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

10,2927

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,5814

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,6519

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 480,91

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

10,0158

CNY

κινεζικό γιουάν

8,3614

HRK

κροατικό κούνα

7,5823

IDR

ινδονησιακή ρουπία

11 791,74

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

3,9878

PHP

πέσο Φιλιππινών

56,109

RUB

ρωσικό ρούβλι

39,5590

THB

ταϊλανδικό μπατ

40,791

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,2853

MXN

μεξικανικό πέσο

16,8232

INR

ινδική ρουπία

65,2350


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/24


Άρθρο 107 παράγραφοι 1, 2 και 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72

Περίοδος αναφοράς: Ιανουαρίου 2012

Περίοδος εφαρμογής: Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2012

01-2012

EUR

BGN

CZK

DKK

LVL

LTL

HUF

PLN

1 EUR =

1

1,95580

25,5308

7,43531

0,698968

3,45280

307,329

4,37601

1 BGN =

0,511300

1

13,0539

3,80167

0,357382

1,76542

157,137

2,23745

1 CZK =

0,0391684

0,0766056

1

0,291229

0,0273775

0,135241

12,0376

0,171402

1 DKK =

0,134493

0,263042

3,43372

1

0,0940066

0,464379

41,3337

0,588545

1 LVL =

1,43068

2,79812

36,5264

10,6376

1

4,93985

439,690

6,26068

1 LTL =

0,289620

0,566439

7,39422

2,15341

0,202435

1

89,0087

1,26738

1 HUF =

0,00325384

0,00636386

0,0830731

0,0241933

0,00227433

0,0112349

1

0,0142389

1 PLN =

0,228518

0,446936

5,83425

1,69911

0,159727

0,789029

70,2304

1

1 RON =

0,230327

0,450474

5,88043

1,71255

0,160991

0,795274

70,7862

1,00791

1 SEK =

0,112991

0,220988

2,88475

0,840122

0,0789771

0,390135

34,7254

0,494450

1 GBP =

1,20178

2,35043

30,6823

8,93558

0,840003

4,14949

369,341

5,25899

1 NOK =

0,130290

0,254821

3,32640

0,968744

0,0910683

0,449864

40,0418

0,570149

1 ISK =

0,00626073

0,0122447

0,159841

0,0465504

0,00437605

0,021617

1,92410

0,0273970

1 CHF =

0,825910

1,61531

21,0861

6,14089

0,577284

2,85170

253,826

3,61419


01-2012

RON

SEK

GBP

NOK

ISK

CHF

1 EUR =

4,34165

8,85027

0,832102

7,67520

159,726

1,21079

1 BGN =

2,21988

4,52514

0,425453

3,92433

81,6678

0,619075

1 CZK =

0,170056

0,346651

0,0325921

0,300626

6,25621

0,0474246

1 DKK =

0,583923

1,19030

0,111912

1,03226

21,4821

0,162843

1 LVL =

6,21151

12,6619

1,19047

10,9808

228,517

1,73225

1 LTL =

1,25743

2,56321

0,240993

2,22289

46,2598

0,350668

1 HUF =

0,0141270

0,0287974

0,00270753

0,0249739

0,519723

0,00393971

1 PLN =

0,992147

2,02245

0,190151

1,75393

36,5003

0,276687

1 RON =

1

2,03846

0,191656

1,76781

36,7892

0,278877

1 SEK =

0,490567

1

0,0940200

0,867228

18,0476

0,136808

1 GBP =

5,21769

10,6360

1

9,22388

191,955

1,45509

1 NOK =

0,565672

1,15310

0,108414

1

20,8106

0,157753

1 ISK =

0,0271819

0,0554091

0,00520956

0,0480523

1

0,0075804

1 CHF =

3,58581

7,30952

0,687241

6,33902

131,919

1

Note: all cross rates involving ISK are calculated using ISK/EUR rate data from the Central Bank of Iceland

reference: Jan-12

1 EUR in national currency

1 unit of N.C. in EUR

BGN

1,95580

0,511300

CZK

25,5308

0,0391684

DKK

7,43531

0,134493

LVL

0,698968

1,43068

LTL

3,45280

0,289620

HUF

307,329

0,00325384

PLN

4,37601

0,228518

RON

4,34165

0,230327

SEK

8,85027

0,112991

GBP

0,832102

1,20178

NOK

7,67520

0,130290

ISK

159,726

0,00626073

CHF

1,21079

0,825910

Note: ISK/EUR rates based on data from the Central Bank of Iceland

1.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 ορίζει ότι η τιμή μετατροπής σε ένα νόμισμα ποσών εκφραζομένων σε άλλο νόμισμα υπολογίζεται από την Επιτροπή και βασίζεται στο μηνιαίο μέσο όρο των τιμών συναλλάγματος των νομισμάτων που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που καθορίζεται στην παράγραφο 2.

2.

Η περίοδος αναφοράς είναι:

ο μήνας Ιανουάριος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επομένου Απριλίου,

ο μήνας Απρίλιος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επομένου Ιουλίου,

ο μήνας Ιούλιος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επομένου Οκτωβρίου,

ο μήνας Οκτώβριος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επομένου Ιανουαρίου.

Οι τιμές μετατροπής των νομισμάτων θα δημοσιευθούν στη δεύτερη Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σειρά «C») των μηνών Φεβρουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Νοεμβρίου.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/26


Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ στις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών

2012/C 35/06

А.

Η παρούσα ανακοίνωση εκδίδεται σύμφωνα με τους κανόνες της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής «συμφωνία ΕΟΧ») και της συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (στο εξής «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου»).

В.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής «Επιτροπή») εξέδωσε «κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ στις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών» (1). Αυτή η μη-δεσμευτική πράξη ορίζει τις αρχές που θα ακολουθεί η Επιτροπή κατά τον ορισμό αγορών και την αξιολόγηση συμφωνιών συνεργασίας στις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από τις αλλαγές που επέφερε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, δηλ. υπηρεσιών τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών, ενδομεταφορών (καμποτάζ) και διεθνών μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ) (2).

Γ.

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ θεωρεί ότι η προαναφερθείσα πράξη αφορά τον ΕΟΧ. Προκειμένου να διατηρήσει ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού και να διασφαλίσει ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ σε όλο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υιοθετεί την παρούσα ανακοίνωση ασκώντας την εξουσία της 25ης παρέχεται με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου. Η Αρχή προτίθεται να ακολουθεί τις αρχές και τους κανόνες που θεσπίζονται στην παρούσα ανακοίνωση, όποτε εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες ΕΟΧ σε συγκεκριμένη υπόθεση (3).

Δ.

Συγκεκριμένα, σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι η παροχή κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 53 από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατά τον ορισμό αγορών και την εκτίμηση συμφωνιών συνεργασίας στις υπηρεσίες τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών, ενδομεταφορών (καμποτάζ) και διεθνών μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ).

Ε.

Η παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η εποπτεύουσα αρχή βάσει του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν τις αρχές που θα ακολουθήσει η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατά τον ορισμό αγορών και την αξιολόγηση συμφωνιών συνεργασίας στις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από τις αλλαγές που επέφερε η ενσωμάτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου στη συμφωνία ΕΟΧ, ήτοι τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών, ενδομεταφορές (καμποτάζ) και διεθνείς μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ) (4).

2.

Στόχος αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών είναι να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων που παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες, κυρίως εάν αυτές παρέχονται προς ή/και από λιμένα ή λιμένες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, να εκτιμήσουν εάν οι συμφωνίες (5) τους συνάδουν με το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν εφαρμόζονται σε άλλους τομείς.

3.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (6) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (7), ώστε να συμπεριλάβει τις ενδομεταφορές και τις μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ). Η ενσωμάτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου στη συμφωνία ΕΟΧ τροποποίησε, επομένως, ανάλογα τους σχετικούς κανόνες ΕΟΧ. Συνεπώς, από την 9η Δεκεμβρίου 2006, όλοι οι τομείς των υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών υπόκεινται στο διαδικαστικό πλαίσιο γενικής εφαρμογής.

4.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 κατάργησε επίσης τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 (νυν άρθρων 81 και 82) της συνθήκης ΕΚ στις θαλάσσιες μεταφορές (8), ο οποίος περιλάμβανε την απαλλαγή κατά κατηγορία για τις διασκέψεις τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών, η οποία επέτρεπε στις ναυτιλιακές εταιρείες τακτικών γραμμών που είναι μέλη των διασκέψεων αυτών να καθορίζουν τις τιμές και τους λοιπούς όρους μεταφοράς, δεδομένου ότι το σύστημα διασκέψεων δεν πληροί πλέον τα κριτήρια του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 101 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ). Η ενσωμάτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου στη συμφωνία ΕΟΧ έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της απαλλαγής κατά κατηγορία του συστήματος διασκέψεων από την απαγόρευση που διατυπώνεται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, από την 18η Οκτωβρίου 2008. Μετά την ημερομηνία αυτή, οι ναυτιλιακές μεταφορών τακτικών γραμμών που εκτελούν δρομολόγια προς ή/και από ένα ή περισσότερους λιμένες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου πρέπει να παύσουν κάθε δραστηριότητα σε επίπεδο διασκέψεων τακτικών γραμμών που αντίκειται στο άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ. Και τούτο, ασχέτως εάν άλλες αρμόδιες αρχές επιτρέπουν, ρητά ή σιωπηρά, τον καθορισμό τιμών μέσα από διασκέψεις ή τη σύναψη συμφωνιών συζήτησης. Εξάλλου, τα μέλη των διασκέψεων θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, από την 18η Οκτωβρίου 2008, κάθε συμφωνία που συνάπτεται στο πλαίσιο του συστήματος διασκέψεων συνάδει με το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ.

5.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές συμπληρώνουν τις οδηγίες που ήδη εξέδωσε η Αρχή σε άλλες ανακοινώσεις. Δεδομένου ότι οι υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών χαρακτηρίζονται από συμφωνίες εκτενούς συνεργασίας μεταξύ ανταγωνιζόμενων μεταφορέων, οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ σε συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (9) και οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της Συμφωνίας ΕΟΧ (10) έχουν ιδιαίτερη σχέση με το αντικείμενο.

6.

Οι συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας στις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών σχετικά με την παροχή κοινών υπηρεσιών καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 823/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (κοινοπραξίες), όπως εφαρμόζεται στη συμφωνία ΕΟΧ (11). Την 26η Απριλίου 2010, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 823/2000 της Επιτροπής θα αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 906/2009 της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2009 (12). Οι εν λόγω κανονισμοί, όπως εφαρμόζονται στη συμφωνία ΕΟΧ, καθορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, τις συνθήκες υπό τις οποίες η απαγόρευση του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ δεν εφαρμόζεται σε συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων μεταφορέων που εκμεταλλεύονται σκάφη (κοινοπραξίες).

7.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές τίθενται σε εφαρμογή με την επιφύλαξη της ερμηνείας του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ που ενδέχεται να δώσει το Δικαστήριο ΕΖΕΣ, το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

8.

Η Αρχή θα θέσει σε εφαρμογή τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές για περίοδο πέντε ετών.

2.   ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

2.1.   Πεδίο εφαρμογής

9.

Οι τομείς των θαλάσσιων μεταφορών που επηρεάζονται άμεσα από τις αλλαγές που επιφέρει η ενσωμάτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου στη συμφωνία ΕΟΧ είναι οι υπηρεσίες τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών, οι ενδομεταφορές (καμποτάζ) και οι διεθνείς μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ).

10.

Οι υπηρεσίες τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών περιλαμβάνουν τη μεταφορά εμπορευμάτων, κυρίως μέσω εμπορευματοκιβωτίων, η οποία πραγματοποιείται σε τακτική βάση προς λιμένες συγκεκριμένης γεωγραφικής οδού, γνωστής εν γένει ως εμπορικής γραμμής. Άλλα γενικά χαρακτηριστικά των τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών είναι ότι τα ωράρια και οι ημερομηνίες των ταξιδίων γνωστοποιούνται εκ των προτέρων και ότι οι υπηρεσίες είναι διαθέσιμες σε κάθε χρήστη μεταφορών.

11.

Στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 του Συμβουλίου, όπως ενσωματώθηκε στο κεφάλαιο Ζ, σημείο 11 του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ (13), οι μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ) ορίζονταν ως μεταφορές χύδην φορτίων ή χύδην φορτίων τοποθετημένων εντός συσκευασίας (break-bulk), με πλοίο ναυλωμένο εν όλω ή εν μέρει από έναν ή περισσότερους φορτωτές, επί τη βάσει ναύλωσης κατά ταξίδι ή χρονοναύλωσης, ή οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης για μη τακτικά προγραμματισμένα ταξίδια ή ταξίδια που δεν έχουν ανακοινωθεί, όταν οι ναύλοι αποτελούν αντικείμενο ελευθέρων διαπραγματεύσεων κατά περίπτωση και ανάλογα με τους όρους της προσφοράς και της ζήτησης. Πρόκειται κυρίως για τη μη προγραμματισμένη μεταφορά ενός μόνο προϊόντος, το οποίο καταλαμβάνει ολόκληρο το πλοίο (14).

12.

Οι ενδομεταφορές συνίστανται στην παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία και των τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών, που συνδέουν δύο ή περισσότερους λιμένες του ίδιου κράτους ΕΟΧ (15). Παρόλο που οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές δεν αφορούν συγκεκριμένα τις ενδομεταφορές, παρά ταύτα εφαρμόζονται στις υπηρεσίες αυτές στο μέτρο που παρέχονται είτε ως υπηρεσίες τακτικών γραμμών είτε ως μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία.

2.2.   Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών του ΕΟΧ

13.

Το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ εφαρμόζεται σε όλες τις συμφωνίες που ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά το εμπόριο μεταξύ κρατών ΕΟΧ. Για να πληρούται ο όρος του επηρεασμού του εμπορίου, πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί επαρκώς, βάσει ενός συνόλου νομικών ή πραγματικών αντικειμενικών στοιχείων, ότι η συμφωνία ή πρακτική μπορεί να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών ΕΟΧ (16). Η Αρχή έχει εκδώσει οδηγίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόζει την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου στις κατευθυντήριες γραμμές της για την έννοια των επιπτώσεων στο εμπόριο που αναφέρεται στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (17).

14.

Οι υπηρεσίες μεταφορών που παρέχουν οι ναυτιλιακές εταιρείες τακτικών γραμμών και οι ομάδες συνεργασίας έχουν συχνά διεθνή χαρακτήρα, καθώς συνδέουν λιμένες του ΕΟΧ με τρίτες χώρες ή/και εκτελούν εξαγωγές και εισαγωγές μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών ΕΟΧ (δηλαδή εμπόριο μεταξύ κρατών ΕΟΧ) (18). Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι πιθανό να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών του ΕΟΧ, μεταξύ άλλων, λόγω των επιπτώσεών τους στις αγορές παροχής μεταφορικών υπηρεσιών και υπηρεσιών διαμεσολάβησης (19).

15.

Ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών του ΕΟΧ έχει ιδιαίτερη σχέση με τις υπηρεσίες θαλάσσιων ενδομεταφορών, καθώς καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ και την αλληλεπίδρασή του με το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 3 του κεφαλαίου ΙΙ του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Ο βαθμός στον οποίο οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να επηρεάσουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών ΕΟΧ θα πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση (20).

2.3.   Η σχετική αγορά

16.

Για να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις μίας συμφωνίας στον ανταγωνισμό για τους σκοπούς του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί η σχετική αγορά προϊόντος και η σχετική γεωγραφική αγορά ή αγορές. Κύριος σκοπός του προσδιορισμού της αγοράς είναι ο συστηματικός εντοπισμός των περιορισμών που αντιμετωπίζει μία επιχείρηση όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Οδηγίες επί του θέματος παρέχονται στην ανακοίνωση της Αρχής για τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του δικαίου ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ (21). Οι οδηγίες αυτές αφορούν επίσης τον ορισμό των αγορών σε σχέση με τις υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών.

17.

Η σχετική αγορά προϊόντος περιλαμβάνει όλα εκείνα τα προϊόντα ή/και τις υπηρεσίες που ο καταναλωτής θεωρεί ότι μπορούν να εναλλάσσονται μεταξύ τους ή να υποκαθίστανται, λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται. Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή στην οποία δραστηριοποιούνται οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις όσον αφορά την προσφορά και ζήτηση προϊόντων ή υπηρεσιών, στην οποία οι όροι ανταγωνισμού είναι αρκούντως ομοιογενείς και μπορεί να διακρίνεται από γειτονικές γεωγραφικές περιοχές όπου οι συνθήκες ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά (22). Ένας μεταφορέας (ή μεταφορείς) δεν μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, εάν οι πελάτες μπορούν να στραφούν εύκολα σε άλλους παρόχους υπηρεσιών (23).

2.3.1.   Τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών

18.

Σε διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής, καθώς και σε αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (24), οι υπηρεσίες τακτικών θαλάσσιων μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια έχουν προσδιοριστεί ως η σχετική αγορά προϊόντος για τις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών. Οι εν λόγω αποφάσεις και δικαστικές αποφάσεις αφορούσαν τις θαλάσσιες μεταφορές σε διακινήσεις ανοικτής θαλάσσης. Στην ίδια αγορά υπηρεσιών δεν έχουν συμπεριληφθεί άλλοι τρόποι μεταφοράς, παρόλο που, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υπηρεσίες αυτές μπορεί να είναι, σε περιορισμένο βαθμό, εναλλάξιμες. Τούτο συνέβαινε διότι ένα πολύ περιορισμένο μόνο ποσοστό των εμπορευμάτων που μεταφέρονται με εμπορευματοκιβώτια μπορεί εύκολα να εξυπηρετηθεί με άλλους τρόπους μεταφοράς, όπως οι αεροπορικές μεταφορές (25).

19.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα ήταν ίσως ενδεδειγμένο να προσδιοριστεί μία αγορά προϊόντος μικρότερης εμβέλειας, περιοριζόμενη σε ένα συγκεκριμένο είδος προϊόντος που μεταφέρεται διά θαλάσσης. Παραδείγματος χάρη, η μεταφορά αναλώσιμων αγαθών θα μπορούσε να περιορίζεται σε εμπορευματοκιβώτια-ψυγεία ή να περιλαμβάνει μεταφορά σε συμβατικά πλοία-ψυγεία. Παρά το γεγονός ότι, σε εξαιρετικές περιστάσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί κάποια υποκατάσταση μεταξύ της κλασικής μεταφοράς χύδην ετερογενούς φορτίου εντός συσκευασίας («break bulk») και της μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια (26), δεν παρατηρείται διαρκής μεταστροφή από τα εμπορευματοκιβώτια προς το χύδην φορτίο. Για τις περισσότερες κατηγορίες εμπορευμάτων και χρηστών εμπορευμάτων τοποθετούμενων σε εμπορευματοκιβώτια, το χύδην ετερογενές φορτίο δεν προσφέρει εύλογη εναλλακτική λύση στις τακτικές θαλάσσιες μεταφορές φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια (27). Από τη στιγμή που ένα φορτίο μεταφέρεται τακτικά με εμπορευματοκιβώτια είναι απίθανο να μεταφερθεί πάλι ως φορτίο μη συσκευασμένο σε εμπορευματοκιβώτια (28). Επομένως, μέχρι σήμερα στις τακτικές γραμμές μεταφοράς με εμπορευματοκιβώτια παρατηρείται κυρίως μονόπλευρη δυνατότητα υποκατάστασης (29).

20.

Η σχετική γεωγραφική αγορά συνίσταται στην περιοχή στην οποία λαμβάνει χώρα η εμπορία των υπηρεσιών, συνήθως μία σειρά λιμένων σε κάθε πλευρά της υπηρεσίας μεταφοράς, και καθορίζεται από αλληλεπικαλυπτόμενες λεκάνες απορροής των λιμένων. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή πλευρά της υπηρεσίας, μέχρι σήμερα η γεωγραφική αγορά στις περιπτώσεις τακτικών γραμμών μεταφοράς αντιστοιχεί σε μία σειρά λιμένων στη Βόρεια Ευρώπη ή τη Μεσόγειο. Λόγω της περιορισμένης δυνατότητας υποκατάστασης των υπηρεσιών τακτικών γραμμών μεταφοράς από τη Μεσόγειο με τις υπηρεσίες που παρέχονται από τους λιμένες της Βόρειας Ευρώπης, οι λιμένες αυτοί θεωρείται ότι ανήκουν σε χωριστές αγορές (30).

2.3.2.   Μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία (μεταφορές τραμπ)

21.

Η Αρχή δεν έχει ακόμη εφαρμόσει το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ στις υπηρεσίες μεταφορών τραμπ. Οι επιχειρήσεις μπορούν στην αξιολόγησή τους να λάβουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία, στο βαθμό που αυτά έχουν σχέση με τις υπηρεσίες μεταφορών τραμπ που παρέχουν.

Στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντος από την πλευρά της ζήτησης (υποκατάσταση σε επίπεδο ζήτησης)

22.

Οι «βασικοί όροι» μίας μεμονωμένης αίτησης μεταφοράς αποτελούν την αφετηρία για τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία, διότι συνήθως περιέχουν τα ουσιώδη στοιχεία (31) της επίμαχης αίτησης μεταφοράς. Ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες των χρηστών της μεταφοράς, οι ανάγκες περιλαμβάνουν διαπραγματεύσιμα και μη διαπραγματεύσιμα στοιχεία. Μετά τον προσδιορισμό του, ένα διαπραγματεύσιμο στοιχείο των βασικών όρων, παραδείγματος χάρη το είδος ή το μέγεθος του σκάφους, μπορεί να δείξει ότι η σχετική αγορά, όσον αφορά αυτό το συγκεκριμένο στοιχείο, είναι ευρύτερη από την οριζόμενη στην αρχική αίτηση μεταφοράς.

23.

Η φύση των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο των μεταφορών τραμπ μπορεί να ποικίλλει, γι' αυτό υπάρχουν διάφορες συμβάσεις μεταφοράς. Συνεπώς, είναι ίσως αναγκαίο να διαπιστωθεί εάν ο ναυλωτής θεωρεί δυνατή την υποκατάσταση των υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο συμβάσεων χρονοναύλωσης, συμβάσεων ναύλωσης ανά ταξίδι και συμβολαίων εργολαβικής μεταφοράς φορτίου. Εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, ενδέχεται να ανήκουν στην ίδια σχετική αγορά.

24.

Οι τύποι σκαφών υποδιαιρούνται συνήθως σε ορισμένα τυποποιημένα βιομηχανικά μεγέθη (32). Λόγω σημαντικών οικονομιών κλίμακας, μία υπηρεσία με σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ όγκου φορτίου και μεγέθους πλοίου ενδέχεται να μην μπορεί να προσφέρει ανταγωνιστικούς ναύλους. Συνεπώς, η δυνατότητα υποκατάστασης πλοίων διαφορετικών μεγεθών πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση, ώστε να εξακριβώνεται κατά πόσο κάθε μέγεθος σκάφους αποτελεί μία ξεχωριστή σχετική αγορά.

Στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντος από την πλευρά της προσφοράς (υποκατάσταση σε επίπεδο προσφοράς)

25.

Τα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του υπό μεταφορά φορτίου, καθώς και το είδος του πλοίου παρέχουν τις πρώτες ενδείξεις όσον αφορά τη σχετική αγορά από την πλευρά της προσφοράς (33). Εάν τα σκάφη μπορούν να προσαρμοστούν ώστε να μεταφέρουν ένα συγκεκριμένο φορτίο με αμελητέο κόστος και σε σύντομο χρονικό διάστημα (34), διάφοροι πάροχοι υπηρεσιών τραμπ δύνανται να ανταγωνίζονται για τη μεταφορά του εν λόγω φορτίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σχετική αγορά από την πλευρά της προσφοράς θα περιλαμβάνει περισσότερα του ενός είδους πλοία.

26.

Ωστόσο, ορισμένα είδη πλοίων είναι τεχνικά προσαρμοσμένα ή/και ειδικά κατασκευασμένα, ώστε να παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες μεταφορών. Παρόλο που τα πλοία ειδικών χρήσεων μπορούν να μεταφέρουν και άλλα είδη φορτίου, ενδέχεται να εμφανίζουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Επομένως, ενδέχεται να περιορίζεται η ικανότητα των παρόχων εξειδικευμένων υπηρεσιών να ασκήσουν ανταγωνισμό για τη μεταφορά άλλων φορτίων.

27.

Στις μεταφορές τραμπ, οι ελλιμενισμοί πραγματοποιούνται με βάση ατομικές αιτήσεις. Η κινητικότητα των σκαφών μπορεί, ωστόσο, να περιορίζεται από περιορισμούς που σχετίζονται με τους τερματικούς σταθμούς και τα βυθίσματα ή από περιβαλλοντικούς κανόνες για ειδικούς τύπους σκαφών σε ορισμένους λιμένες ή περιοχές.

Πρόσθετες εκτιμήσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντος

28.

Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη αλυσιδωτής υποκατάστασης ανάμεσα στα μεγέθη των πλοίων για μεταφορές τραμπ. Σε ορισμένες αγορές μεταφορών τραμπ δεν υπάρχει άμεση δυνατότητα υποκατάστασης πλοίων που βρίσκονται στα άκρα της αγοράς. Οι επιπτώσεις της αλυσιδωτής υποκατάστασης ενδέχεται, παρά ταύτα, να ασκήσουν πίεση στις τιμές που εφαρμόζονται στα άκρα της αγοράς και να οδηγήσουν στη συμπερίληψή τους σε έναν ευρύτερο ορισμό της αγοράς.

29.

Σε ορισμένες αγορές μεταφορών τραμπ, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο τα πλοία μπορούν να θεωρηθούν δέσμια μεταφορική ικανότητα και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση κατά την αξιολόγηση της σχετικής αγοράς.

30.

Η δυνατότητα υποκατάστασης από άποψη προσφοράς ή ζήτησης μπορεί να επηρεάζεται και από πρόσθετους παράγοντες, όπως η αξιοπιστία του παρόχου υπηρεσίας, η ασφάλεια, η προστασία και οι κανονιστικές απαιτήσεις, για παράδειγμα η απαίτηση διπλού κύτους που επιβάλλεται στα δεξαμενόπλοια που εκτελούν δρομολόγια στα ύδατα του ΕΟΧ (35).

Γεωγραφική διάσταση

31.

Οι απαιτήσεις μεταφοράς περιλαμβάνουν συνήθως γεωγραφικά στοιχεία, όπως λιμένες ή περιοχές φόρτωσης και εκφόρτωσης. Οι λιμένες αυτοί παρέχουν τις πρώτες κατευθύνσεις για τον ορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς από την πλευρά της ζήτησης, με την επιφύλαξη του οριστικού ορισμού της σχετικής γεωγραφικής αγοράς.

32.

Ορισμένες γεωγραφικές αγορές μπορεί να ορίζονται βάσει της κατεύθυνσής τους ή μπορεί να εμφανίζονται μόνο προσωρινά, παραδείγματος χάρη όταν οι κλιματικές συνθήκες ή οι περίοδοι συγκομιδής επηρεάζουν περιοδικά τη ζήτηση για μεταφορά συγκεκριμένων φορτίων. Στο πλαίσιο αυτό, η ανατοποθέτηση των πλοίων, οι διαδρομές άνευ φορτίου και οι εμπορικές ανισορροπίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την οριοθέτηση των σχετικών γεωγραφικών αγορών.

2.4.   Υπολογισμός των μεριδίων αγοράς

33.

Τα μερίδια αγοράς παρέχουν χρήσιμες πρώτες ενδείξεις για τη διάρθρωση της αγοράς και την ανταγωνιστική σημασία των μερών και των ανταγωνιστών τους. Η Αρχή και η Επιτροπή ερμηνεύουν τα μερίδια αγοράς κατά περίπτωση βάσει των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά. Στις υπηρεσίες τακτικών γραμμών, τα στοιχεία για τον όγκο ή/και τη μεταφορική ικανότητα έχουν αναγνωριστεί ως βάση υπολογισμού των μεριδίων αγοράς σε διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής και αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (36).

34.

Στις αγορές μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ), οι πάροχοι υπηρεσιών ανταγωνίζονται για την ανάθεση των συμβάσεων μεταφοράς, δηλαδή πωλούν διαδρομές ή μεταφορική ικανότητα. Ανάλογα με τις εκάστοτε υπό εξέταση ειδικές υπηρεσίες, διάφορα στοιχεία μπορεί να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να υπολογίζουν τα ετήσια μερίδιά τους στην αγορά (37), όπως για παράδειγμα:

α)

ο αριθμός των ταξιδίων·

β)

το μερίδιο των μερών, σε όγκο ή αξία, στη συνολική μεταφορά ενός συγκεκριμένου φορτίου (μεταξύ ζευγών λιμένων ή κατηγοριών λιμένων)·

γ)

το μερίδιο των μερών στην αγορά συμβάσεων χρονοναύλωσης·

δ)

τα μερίδια των μερών όσον αφορά τη μεταφορική ικανότητα στον σχετικό στόλο (ανά τύπο και μέγεθος πλοίου).

3.   ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

35.

Οι συμφωνίες συνεργασίας αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό των αγορών θαλάσσιων μεταφορών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αυτές συμφωνίες μπορεί να συναφθούν από πραγματικούς ή δυνητικούς ανταγωνιστές και ενδέχεται να επηρεάσουν δυσμενώς τις παραμέτρους του ανταγωνισμού, οι επιχειρήσεις πρέπει να μεριμνούν ιδιαίτερα για τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες ανταγωνισμού. Στις αγορές υπηρεσιών, όπως είναι οι θαλάσσιες μεταφορές, τα ακόλουθα στοιχεία έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εκτίμηση των επιπτώσεων που μπορεί να έχει μία συμφωνία στη σχετική αγορά: τιμές, δαπάνες, ποιότητα, συχνότητα και ποικιλία της παρεχόμενης υπηρεσίας, καινοτομία, εμπορική προώθηση και εμπορευματοποίηση της υπηρεσίας.

36.

Τρία ζητήματα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις υπηρεσίες που καλύπτουν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές: οι συμφωνίες τεχνικού περιεχομένου, οι ανταλλαγές πληροφοριών και οι ομάδες συνεργασίας.

3.1.   Συμφωνίες τεχνικού περιεχομένου

37.

Ορισμένα είδη τεχνικών συμφωνιών δεν εμπίπτουν ενδεχομένως στην απαγόρευση του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ, διότι δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, για τις οριζόντιες συμφωνίες, μοναδικό αντικείμενο και αποτέλεσμα των οποίων είναι η επίτευξη τεχνικών βελτιώσεων ή τεχνικής συνεργασίας. Μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή συμφωνίες που αφορούν την υλοποίηση περιβαλλοντικών προτύπων. Δεν εμπίπτουν, καταρχήν, στην κατηγορία αυτή συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών σχετικά με την τιμή, τη μεταφορική ικανότητα ή άλλες παραμέτρους ανταγωνισμού (38).

3.2.   Ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών

38.

Ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών προϋποθέτει διακανονισμό βάσει του οποίου οι επιχειρήσεις ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες ή τις διαβιβάζουν σε μία κοινή υπηρεσία υπεύθυνη για τη συγκέντρωση, την κατάρτιση και την επεξεργασία τους πριν εκείνη τις επαναδιαβιβάσει στους συμμετέχοντες με τη συμφωνηθείσα μορφή και συχνότητα.

39.

Η συγκέντρωση, ανταλλαγή και δημοσίευση συνολικών στατιστικών στοιχείων και γενικών πληροφοριών σχετικά με την αγορά αποτελεί κοινή πρακτική σε πολλούς κλάδους. Αυτές οι δημοσιευμένες πληροφορίες σχετικά με την αγορά είναι ένα καλό μέσο για την ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς και της πληροφόρησης των πελατών, και, κατ’ επέκταση μπορούν να παράγουν οφέλη από την άποψη της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, η ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορική άποψη και εξατομικευμένων δεδομένων της αγοράς μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να συνιστά παράβαση του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές έχουν σκοπό να βοηθήσουν τους παρόχους υπηρεσιών τακτικών γραμμών μεταφοράς να εκτιμούν πότε οι ανταλλαγές αυτές συνιστούν παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

40.

Στον τομέα των τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών, οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών που συμμετέχουν σε κοινοπραξίες τακτικών γραμμών οι οποίες διαφορετικά θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ επιτρέπονται στο μέτρο που είναι επικουρικές και απαραίτητες για την κοινή εκμετάλλευση των υπηρεσιών τακτικών γραμμών μεταφορών και για τις λοιπές μορφές συνεργασίας που καλύπτει η απαλλαγή κατά κατηγορία στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 823/2000, όπως ενσωματώνεται στη συμφωνία ΕΟΧ (39). Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές δεν αφορούν τις εν λόγω ανταλλαγές πληροφοριών.

3.2.1.   Γενικά

41.

Κατά την αξιολόγηση των συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών βάσει της νομοθεσίας ΕΟΧ περί ανταγωνισμού, θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις.

42.

Η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να συνιστά μηχανισμό που διευκολύνει την υλοποίηση μίας αντιανταγωνιστικής πρακτικής, όπως είναι ο έλεγχος της συμμόρφωσης με ένα καρτέλ· όταν η ανταλλαγή πληροφοριών είναι επικουρική μίας αντιανταγωνιστικής πρακτικής αυτού του είδους, η αξιολόγησή της πρέπει να πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την εκτίμηση της εν λόγω πρακτικής. Η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται ακόμη και να εμπεριέχει τον σκοπό να περιορισθεί ο ανταγωνισμός (40). Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές δεν αφορούν ανταλλαγές πληροφοριών αυτού του είδους.

43.

Ωστόσο, αυτή καθαυτή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται εκ του αποτελέσματός της να συνιστά παράβαση του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ. Τούτο συμβαίνει όταν η ανταλλαγή πληροφοριών μειώνει ή καταργεί τον βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τη λειτουργία της υπό εξέταση αγοράς με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων (41). Κάθε οικονομικός παράγοντας πρέπει να καθορίζει αυτόνομα την πολιτική που σκοπεύει να ακολουθήσει στην αγορά. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεφάνθη ακόμη ότι απαγορεύεται συνεπώς στις επιχειρήσεις να προβαίνουν σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επαφή με άλλους παράγοντες της αγοράς που επηρεάζει τη συμπεριφορά ενός ανταγωνιστή ή αποκαλύπτει τη δική τους (σκοπούμενη) συμπεριφορά, εάν ο σκοπός ή το αποτέλεσμα των επαφών αυτών είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού, ήτοι η διαμόρφωση όρων ανταγωνισμού που δεν ανταποκρίνονται στις κανονικές συνθήκες της υπό εξέταση αγοράς, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της αγοράς (42). Αντιθέτως, στην αγορά χαρτοπολτού, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεφάνθη ότι οι μονομερείς τριμηνιαίες ανακοινώσεις των τιμών προς τους χρήστες, στις οποίες προβαίνουν ανεξάρτητα οι παραγωγοί, αποτελούν καθαυτές εκδήλωση συμπεριφοράς εντός της αγοράς που δεν μειώνει την αβεβαιότητα που έχει κάθε επιχείρηση σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών της και, ως εκ τούτου, ελλείψει οποιασδήποτε προκαταρκτικής εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ παραγωγών, δεν συνιστούν καθαυτές παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 ΕΚ, (νυν άρθρο 102 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ) (43).

44.

Η νομολογία των κοινοτικών δικαστηρίων παρέχει κάποιες γενικές κατευθύνσεις για την εξέταση των πιθανών συνεπειών μίας ανταλλαγής πληροφοριών. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί ότι όταν υπάρχει πραγματικά ανταγωνιστική αγορά, η διαφάνεια ενδέχεται να οδηγήσει σε ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ προμηθευτών (44). Ωστόσο, σε μία ολιγοπωλιακή αγορά με υψηλή συγκέντρωση, στην οποία έχει ήδη περιοριστεί σημαντικά ο ανταγωνισμός, οι ανταλλαγές σε μικρά διαστήματα, επακριβών πληροφοριών σχετικά με τις μεμονωμένες πωλήσεις μεταξύ των κυριότερων ανταγωνιστών, οι οποίες αποκλείουν άλλους προμηθευτές και καταναλωτές, ενδέχεται να νοθεύσουν σημαντικά τον ανταγωνισμό που υφίσταται μεταξύ των προμηθευτών. Στις περιπτώσεις αυτές, η ανταλλαγή, σε τακτική και συχνή βάση, πληροφοριών που αφορούν την εκμετάλλευση της αγοράς έχει ως αποτέλεσμα την περιοδική γνωστοποίηση σε όλους τους ανταγωνιστές των θέσεων και των στρατηγικών των διαφόρων επιμέρους ανταγωνιστών στην αγορά (45). Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει επίσης διαπιστώσει ότι ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών ενδέχεται να συνιστά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, ακόμη και όταν η αγορά δεν εμφανίζει υψηλή συγκέντρωση, αλλά παρατηρείται μείωση της αυτονομίας των επιχειρήσεων όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων εξαιτίας της πίεσης που ασκείται κατά τις επακόλουθες συζητήσεις με ανταγωνιστές (46).

45.

Συνάγεται επομένως ότι οι πραγματικές ή δυνητικές συνέπειες της ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση, καθώς τα αποτελέσματα της αξιολόγησης εξαρτώνται από ένα συνδυασμό παραγόντων, διαφορετικών σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Η διάρθρωση της αγοράς στην οποία λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή, καθώς και τα χαρακτηριστικά των πληροφοριών που ανταλλάσσονται είναι δύο βασικά στοιχεία που εξετάζει η Αρχή κατά την αξιολόγηση της ανταλλαγής πληροφοριών. Η αξιολόγηση πρέπει να συνεκτιμά τις πραγματικές ή δυνητικές συνέπειες της ανταλλαγής πληροφοριών σε σύγκριση με την ανταγωνιστική θέση που θα προέκυπτε κατά την απουσία της συμφωνίας ανταλλαγής πληροφοριών (47). Για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, η ανταλλαγή πρέπει να έχει αισθητές δυσμενείς επιπτώσεις στις παραμέτρους του ανταγωνισμού (48).

46.

Οι κατωτέρω οδηγίες αναφέρονται κυρίως στην ανάλυση περιορισμού του ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ υπάρχουν στην παράγραφο 58 κατωτέρω και στη γενική ανακοίνωση επί του θέματος (49).

3.2.2.   Διάρθρωση της αγοράς

47.

Ο βαθμός συγκέντρωσης και η διάρθρωση της προσφοράς και της ζήτησης σε μία δεδομένη αγορά αποτελούν κύρια ζητήματα, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η ανταλλαγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ (50).

48.

Ο βαθμός συγκέντρωσης έχει ιδιαίτερη σημασία καθόσον, στις ολιγοπωλιακές αγορές υψηλής συγκέντρωσης, είναι πιθανότερη η εμφάνιση και η διατήρηση περιοριστικών επιπτώσεων σε σύγκριση με αγορές που εμφανίζουν λιγότερη συγκέντρωση. Σε μία αγορά υψηλής συγκέντρωσης, η αυξημένη διαφάνεια μπορεί να ενισχύσει την αλληλεξάρτηση των επιχειρήσεων και να μειώσει την ένταση του ανταγωνισμού.

49.

Σημαντική είναι επίσης η διάρθρωση της προσφοράς και της ζήτησης, ιδίως ο αριθμός των ανταγωνιζόμενων επιχειρηματιών, η συμμετρία και η σταθερότητα των μεριδίων τους στην αγορά, καθώς και οι υφιστάμενοι διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ των ανταγωνιστών (51). Η Αρχή μπορεί επίσης να αναλύσει και άλλους παράγοντες, όπως είναι η ομοιογένεια των υπηρεσιών και η συνολική διαφάνεια της αγοράς.

3.2.3.   Χαρακτηριστικά των ανταλλασσόμενων πληροφοριών

50.

Περισσότερο από κάθε άλλη ανταλλαγή πληροφοριών είναι πιθανότερο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ η μεταξύ ανταγωνιστών ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορική άποψη δεδομένων, που αφορούν τις παραμέτρους του ανταγωνισμού, όπως είναι η τιμή, η μεταφορική ικανότητα ή το κόστος. Η ευαισθησία των δεδομένων από εμπορική άποψη θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τα κριτήρια που παρατίθενται κατωτέρω.

51.

Η ανταλλαγή πληροφοριών ήδη διαθέσιμων στο κοινό δεν συνιστά κατ’ αρχήν παράβαση του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ (52). Είναι, ωστόσο, σημαντικό να προσδιοριστεί το επίπεδο διαφάνειας της αγοράς, καθώς και κατά πόσο η ανταλλαγή βελτιώνει τις πληροφορίες, καθιστώντας τις πιο προσιτές, ή/και κατά πόσο συνδυάζει πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό με άλλες πληροφορίες. Οι πληροφορίες που προκύπτουν ενδέχεται να καταστούν ευαίσθητες από εμπορική άποψη και η ανταλλαγή τους να περιορίσει δυνητικά τον ανταγωνισμό.

52.

Οι πληροφορίες μπορεί να είναι ατομικές ή συγκεντρωτικές. Τα ατομικά στοιχεία αφορούν μία συγκεκριμένη ή προσδιορίσιμη επιχείρηση. Τα συγκεντρωτικά στοιχεία συνδυάζουν δεδομένα από επαρκή αριθμό ανεξάρτητων επιχειρήσεων, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η αναγνώριση ατομικών στοιχείων. Η ανταλλαγή ατομικών πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών είναι πιθανότερο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ (53) από ό,τι η ανταλλαγή συγκεντρωτικών πληροφοριών, η οποία, κατ’ αρχήν, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η Αρχή θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο επίπεδο συγκέντρωσης των πληροφοριών, το οποίο δεν θα πρέπει να επιτρέπει το διαχωρισμό των πληροφοριών κατά τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να διαπιστώνουν, άμεσα ή έμμεσα, τις ανταγωνιστικές στρατηγικές των ανταγωνιστών τους.

53.

Ωστόσο, στις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών η αξιολόγηση των ανταλλαγών προβλέψεων μεταφορικής ικανότητας, ακόμη και σε συγκεντρωτική μορφή, ιδίως όταν πραγματοποιούνται σε αγορές υψηλής συγκέντρωσης, θα πρέπει να γίνεται με προσοχή. Στις αγορές τακτικών γραμμών, τα στοιχεία για την ικανότητα αποτελούν τη βασική παράμετρο συντονισμού της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς και έχουν άμεση επίπτωση στις τιμές. Οι ανταλλαγές συγκεντρωτικών προβλέψεων σχετικά με την ικανότητα, οι οποίες προσδιορίζουν σε ποιες διαδρομές θα χρησιμοποιηθεί η μεταφορική ικανότητα μπορεί να είναι αντιανταγωνιστικές στο μέτρο που ενδέχεται να οδηγήσουν στην υιοθέτηση μίας κοινής πολιτικής από πολλούς ή όλους τους μεταφορείς και να καταλήξουν στην παροχή υπηρεσιών σε τιμές υψηλότερες από το επίπεδο που αντιστοιχεί στις συνθήκες του ανταγωνισμού. Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος διαχωρισμού των δεδομένων, αφού αυτά μπορούν να συνδυαστούν με ατομικές ανακοινώσεις των εταιρειών τακτικών γραμμών. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στις επιχειρήσεις να διαπιστώσουν τις θέσεις και τις στρατηγικές των ανταγωνιστών τους στην αγορά.

54.

Εξίσου σημαντικοί παράγοντες είναι η παλαιότητα των στοιχείων και η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρονται. Τα στοιχεία μπορεί να είναι ιστορικά, πρόσφατα ή μελλοντικά. Η ανταλλαγή ιστορικών πληροφοριών δεν θεωρείται γενικά ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, επειδή δεν μπορεί να έχει πραγματικό αντίκτυπο στη μελλοντική συμπεριφορά της επιχείρησης. Σε παλαιότερες υποθέσεις, η Επιτροπή έκρινε ως ιστορικές, πληροφορίες, παλαιότερες του ενός έτους (54), ενώ πρόσφατες θεωρούνται πληροφορίες νεότερες του ενός έτους (55). Ο ιστορικός ή ο πρόσφατος χαρακτήρας των πληροφοριών θα πρέπει να υπολογίζεται με κάποια ευελιξία, λαμβάνοντας υπόψη σε ποιο βαθμό τα στοιχεία καθίστανται παρωχημένα στη σχετική αγορά. Το χρονικό διάστημα εντός του οποίου τα δεδομένα καθίστανται ιστορικά είναι κατά πάσα πιθανότητα βραχύτερο εάν τα δεδομένα είναι υπό συγκεντρωτική παρά υπό εξατομικευμένη μορφή. Παρομοίως, οι ανταλλαγές πρόσφατων δεδομένων για τον όγκο και τη μεταφορική ικανότητα είναι μάλλον απίθανο να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, εάν τα στοιχεία είναι συγκεντρωτικά σε βαθμό που οι συναλλαγές των επιμέρους ναυτιλιακών εταιρειών ή μεταφορέων να μην μπορούν να εντοπιστούν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα. Τα μελλοντικά στοιχεία αφορούν την άποψη μίας επιχείρησης για τον τρόπο που θα εξελιχθεί η αγορά ή για τη στρατηγική που σκοπεύει να ακολουθήσει στην εν λόγω αγορά. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η ανταλλαγή μελλοντικών δεδομένων να είναι προβληματική, ιδίως όταν αφορά τις τιμές ή την παραγωγή. Αποκαλύπτει ενδεχομένως την εμπορική στρατηγική που σκοπεύει να ακολουθήσει μία επιχείρηση στην αγορά. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό μεταξύ των μερών που ανταλλάσσουν τα δεδομένα και να περιορίσει έτσι δυνητικά τον ανταγωνισμό.

55.

Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συχνότητα της ανταλλαγής. Όσο συχνότερα ανταλλάσσονται τα στοιχεία, τόσο ταχύτερα μπορούν να αντιδράσουν οι ανταγωνιστές. Αυτό διευκολύνει τα αντίποινα και τελικά ελαττώνει τα κίνητρα για την ανάληψη ανταγωνιστικών δράσεων στην αγορά. Θα μπορούσε έτσι να περιοριστεί ο λεγόμενος «άδηλος ανταγωνισμός».

56.

Θα πρέπει επίσης να εξετάζεται ο τρόπος δημοσίευσης των στοιχείων, ώστε να αξιολογούνται τα αποτελέσματά τους στην αγορά/αγορές. Όσο περισσότερες είναι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται με τους πελάτες, τόσο μικρότερος ο κίνδυνος να είναι προβληματικές. Αντιθέτως, εάν η διαφάνεια της αγοράς βελτιώνεται μόνο προς όφελος των προμηθευτών, ενδέχεται να στερήσει στους πελάτες τη δυνατότητα να επωφεληθούν από αύξηση του «άδηλου ανταγωνισμού».

57.

Στις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών, οι δείκτες τιμών χρησιμοποιούνται για να αποτυπώσουν τις μέσες διακυμάνσεις των τιμών για τη μεταφορά ενός εμπορευματοκιβωτίου θαλάσσης. Ένας δείκτης τιμών ο οποίος στηρίζεται σε δεόντως ενοποιημένα δεδομένα για τις τιμές είναι μάλλον απίθανο να αντιβαίνει στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, υπό την προϋπόθεση ότι ο βαθμός συγκέντρωσης είναι τέτοιος, ώστε να μην επιτρέπει τον διαχωρισμό των πληροφοριών κατά τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να διαπιστώνουν, άμεσα ή έμμεσα, τις ανταγωνιστικές στρατηγικές των ανταγωνιστών τους. Εάν ο δείκτης τιμών μειώνει ή καταργεί τον βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τη λειτουργία της αγοράς με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, συνιστά παράβαση του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Για να εκτιμηθεί η πιθανή επίδραση ενός τέτοιου δείκτη τιμών σε δεδομένη αγορά αναφοράς, πρέπει να εξετάζεται ο βαθμός συγκέντρωσης των δεδομένων και ο ιστορικός ή πρόσφατος χαρακτήρας τους, καθώς και η συχνότητα δημοσίευσης του δείκτη. Γενικά, είναι σημαντικό να εκτιμώνται από κοινού όλα τα επιμέρους στοιχεία του εκάστοτε μηχανισμού ανταλλαγής πληροφοριών, ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η δυνητική αλληλεπίδραση μεταξύ τους, παραδείγματος χάρη, μεταξύ, αφενός, της ανταλλαγής δεδομένων για την ικανότητα και τον όγκο και, αφετέρου, του εκάστοτε δείκτη τιμών.

58.

Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μεταφορέων η οποία περιστέλλει τον ανταγωνισμό ενδέχεται, παρόλα αυτά, να επιφέρει βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας, όπως για παράδειγμα, καλύτερο προγραμματισμό επενδύσεων και αποτελεσματικότερη χρήση της μεταφορικής ικανότητας. Τέτοιες βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας πρέπει να τεκμηριώνονται και να μετακυλίονται στους πελάτες, καθώς και να σταθμίζονται σε συνάρτηση με τις επιζήμιες για τον ανταγωνισμό συνέπειες της ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ. Σχετικά με το θέμα αυτό, έχει σημασία να αναφερθεί ότι ένας από τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ είναι ότι οι καταναλωτές πρέπει να αποκομίζουν δίκαιο μερίδιο του οφέλους που απορρέει από την εκάστοτε περιοριστική συμφωνία. Εάν πληρούνται και οι τέσσερις σωρευτικοί όροι που καθορίζονται στο άρθρο 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, η απαγόρευση του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ δεν είναι εφαρμοστέα (56).

3.2.4.   Επαγγελματικές ενώσεις

59.

Στις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών, όπως και σε κάθε άλλο τομέα, μπορούν σε μία επαγγελματική ένωση να πραγματοποιούνται συζητήσεις και ανταλλαγές πληροφοριών, υπό την προϋπόθεση ότι η ένωση δεν χρησιμοποιείται α) ως φόρουμ για συναντήσεις καρτέλ (57), β) ως διάρθρωση που εκδίδει αντιανταγωνιστικές αποφάσεις ή συστάσεις προς τα μέλη της (58), ή γ) ως μέσο ανταλλαγής πληροφοριών που μειώνει ή καταργεί τον βαθμό αβεβαιότητας όσον αφορά τη λειτουργία της αγοράς με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, ενώ δεν πληροί τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3 (59). Θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των συζητήσεων αυτού του είδους και εκείνων που διενεργούνται νομίμως στους κόλπους μίας επαγγελματικής ένωσης, και αφορούν για παράδειγμα τα τεχνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα.

3.3.   Συμφωνίες ομαδικής συνεργασίας (pool) στον τομέα των μεταφορών τραμπ

60.

Η πλέον επαναλαμβανόμενη μορφή οριζόντιας συνεργασίας στον τομέα των μεταφορών τραμπ είναι η συμφωνία ομαδικής συνεργασίας ναυτιλιακών εταιρειών. Δεν υπάρχει παγκόσμιο πρότυπο για μία συμφωνία ομαδικής συνεργασίας. Ορισμένα χαρακτηριστικά είναι, ωστόσο, κοινά στις περισσότερες συμφωνίες ομαδικής συνεργασίας σε διαφορετικά τμήματα της αγοράς, όπως εξηγείται στη συνέχεια.

61.

Μια τυπική ομάδα συνεργασίας ναυτιλιακών εταιρειών συγκεντρώνει ένα αριθμό παρόμοιων σκαφών (60) διαφορετικής ιδιοκτησίας, την εκμετάλλευση των οποίων αναλαμβάνει μία ενιαία διοίκηση. Ο διαχειριστής της ομάδας συνεργασίας είναι κατά κανόνα υπεύθυνος για την εμπορική διαχείριση (παραδείγματος χάρη, κοινή εμπορία (61), διαπραγμάτευση ναύλων και κεντρική διαχείριση των εσόδων και των εξόδων ταξιδίου) (62), καθώς και την εμπορική εκμετάλλευση (σχεδιασμός των κινήσεων των πλοίων και καθοδήγηση των πλοίων, διορισμός πρακτόρων στους λιμένες, ενημέρωση επιβατών, έκδοση τιμολογίων ναύλου, παραγγελίες καυσίμων, είσπραξη των εσόδων των πλοίων και διανομή τους βάσει προκαθορισμένου συστήματος στάθμισης κ.λπ). Ο διαχειριστής της ομάδας συνεργασίας συχνά ενεργεί υπό την εποπτεία ενός διοικητικού συμβουλίου το οποίο εκπροσωπεί τους πλοιοκτήτες. Την ευθύνη για την τεχνική λειτουργία των πλοίων (ασφάλεια, πλήρωμα, επισκευές, συντήρηση κ.λπ.) φέρει συνήθως ο εκάστοτε πλοιοκτήτης. Τα μέλη της ομάδας συνεργασίας, παρά το γεγονός ότι εμπορεύονται τις υπηρεσίες τους από κοινού, συχνά τις εκτελούν χωριστά.

62.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το κύριο χαρακτηριστικό μίας ομάδας συνεργασίας ναυτιλιακών εταιρειών είναι η από κοινού πώληση, συνδυασμένη με στοιχεία από κοινού παραγωγής. Έχουν, επομένως, σχέση με το αντικείμενο τόσο οι οδηγίες για τις κοινές πωλήσεις, ως παραλλαγή μίας συμφωνίας κοινής εμπορίας, όσο και οι οδηγίες για την κοινή παραγωγή που περιέχονται στις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για την εφαρμογή του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (63). Δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των ομάδων συνεργασίας ποικίλλουν, κάθε ομάδα συνεργασίας πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση προκειμένου να διαπιστωθεί, σε συνάρτηση με το κέντρο βάρους της (64), εάν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ και, σε περίπτωση που αυτό ισχύει, εάν πληροί τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ.

63.

Οι ομάδες συνεργασίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (65), επειδή δημιουργούνται ως κοινή επιχείρηση που εκτελεί μόνιμα όλες τις λειτουργίες μίας αυτόνομης οικονομικής οντότητας [αποκαλούμενες λειτουργικά αυτόνομες επιχειρήσεις, βλέπε άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004] δεν θίγονται άμεσα από τις αλλαγές που επέφερε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 και δεν τις αφορούν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Οδηγίες για τη λειτουργική αυτονομία υπάρχουν, μεταξύ άλλων, στην κωδικοποιημένη ανακοίνωση της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (66). Στο μέτρο που οι ομάδες συνεργασίας έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των μητρικών εταιρειών, ο συντονισμός αυτός εκτιμάται με βάση τα κριτήρια του άρθρου 53 παράγραφος 1 και παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η πράξη συμβιβάζεται με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ (67).

3.3.1.   Ομάδες συνεργασίας που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ

64.

Οι συμφωνίες ομαδικής συνεργασίας δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, εάν οι μετέχοντες στην ομάδα συνεργασίας δεν είναι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές. Τούτο θα ίσχυε, για παράδειγμα, εάν δύο ή περισσότεροι πλοιοκτήτες σύστηναν μία ομάδα συνεργασίας ναυτιλιακών εταιρειών με σκοπό την υποβολή προσφορών και την εκτέλεση συμβολαίων εργολαβικής μεταφοράς φορτίων τα οποία δεν θα μπορούσαν να αναλάβουν ή να εκτελέσουν ως μεμονωμένες επιχειρήσεις. Το συμπέρασμα αυτό δεν ακυρώνεται στις περιπτώσεις που οι ομάδες αυτές μεταφέρουν περιστασιακά άλλο φορτίο που αντιπροσωπεύει μικρό μέρος του συνολικού όγκου.

65.

Οι ομάδες συνεργασίας η δραστηριότητα των οποίων δεν επηρεάζει τις σχετικές παραμέτρους του ανταγωνισμού, διότι είναι ήσσονος σημασίας, ή/και δεν επηρεάζουν σημαντικά το εμπόριο μεταξύ κρατών ΕΟΧ (68), δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Μία συμφωνία συνεργασίας, ωστόσο, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανακοίνωσης της Αρχής για συμφωνίες ήσσονος σημασίας, εάν περιλαμβάνει τον καθορισμό των τιμών, συμπεριλαμβανομένης της κοινής πώλησης.

3.3.2.   Ομάδες συνεργασίας που εν γένει εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ

66.

Οι συμφωνίες ομαδικής συνεργασίας μεταξύ ανταγωνιστών οι οποίες περιορίζονται στις κοινές πωλήσεις έχουν κατά κανόνα ως αντικείμενο και αποτέλεσμα τον συντονισμό της πολιτικής τιμών των εν λόγω ανταγωνιστών (69).

3.3.3.   Ομάδες συνεργασίας που ενδεχομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ

67.

Όταν η συμφωνία ομαδικής συνεργασίας δεν έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, επιβάλλεται η διενέργεια ανάλυσης των επιπτώσεών της στη σχετική αγορά. Μία συμφωνία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ όταν ενδέχεται να έχει αισθητές δυσμενείς επιπτώσεις σε παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά, όπως οι τιμές, οι δαπάνες, η ποιότητα και η ποικιλία των υπηρεσιών, καθώς και η καινοτομία. Οι συμφωνίες μπορούν να έχουν το αποτέλεσμα αυτό εφόσον περιορίζουν σημαντικά τον συναγωνισμό μεταξύ των μερών της συμφωνίας ή μεταξύ αυτών και τρίτων μερών (70).

68.

Ορισμένες ομάδες συνεργασίας μεταφορών τραμπ δεν περιλαμβάνουν κοινές πωλήσεις, αλλά, παρά ταύτα, συνεπάγονται κάποιο βαθμό συντονισμού των παραμέτρων του ανταγωνισμού (για παράδειγμα, κοινό προγραμματισμό δρομολογίων ή πραγματοποίηση κοινών αγορών). Οι περιπτώσεις αυτές υπόκεινται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, μόνο εάν οι συμβαλλόμενοι διαθέτουν κάποια ανταγωνιστική ισχύ (71).

69.

Η ικανότητα της ομάδας συνεργασίας να έχει αισθητά δυσμενείς επιπτώσεις στην αγορά εξαρτάται από το οικονομικό πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη της συνδυασμένης ισχύος των μερών στην αγορά και του χαρακτήρα της συμφωνίας, καθώς και άλλων διαρθρωτικών παραγόντων στη σχετική αγορά. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη εάν η συμφωνία ομαδικής συνεργασίας επηρεάζει τη συμπεριφορά των μερών σε όμορες αγορές που συνδέονται στενά με την άμεσα θιγόμενη από τη συνεργασία αγορά (72). Επί παραδείγματι, αυτό μπορεί να ισχύει όταν η σχετική αγορά της ομάδας συνεργασίας είναι η αγορά μεταφοράς δασικών προϊόντων με ειδικευμένα σκάφη που έχουν το σχήμα κιβωτίου (αγορά A) και τα μέλη της ομάδας συνεργασίας εκμεταλλεύονται επίσης πλοία στην αγορά ξηρού χύδην φορτίου (αγορά B).

70.

Όσον αφορά τους διαρθρωτικούς παράγοντες στη σχετική αγορά, εάν η ομάδα συνεργασίας έχει μικρό μερίδιο αγοράς, είναι απίθανο να προκαλέσει περιοριστικά αποτελέσματα. Κάποιοι πρόσθετοι παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων μίας ομάδας συνεργασίας στη σχετική αγορά είναι ο βαθμός συγκέντρωσης της αγοράς, η θέση και ο αριθμός των ανταγωνιστών, η σταθερότητα των μεριδίων αγοράς διαχρονικά, η πολλαπλή συμμετοχή σε ομάδες συνεργασίας, οι φραγμοί εισόδου και η πιθανότητα εισόδου στην αγορά, η διαφάνεια της αγοράς, η αντισταθμιστική αγοραστική ισχύς των χρηστών των υπηρεσιών μεταφοράς, καθώς και η φύση των υπηρεσιών (για παράδειγμα ομοιογενείς υπηρεσίες έναντι διαφοροποιημένων υπηρεσιών).

71.

Όσον αφορά το χαρακτήρα της συμφωνίας, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ρήτρες που επηρεάζουν την ανταγωνιστική συμπεριφορά της ομάδας συνεργασίας ή των μελών της στην αγορά, όπως ρήτρες που απαγορεύουν στα μέλη να δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά εκτός της ομάδας συνεργασίας (ρήτρες μη άσκησης ανταγωνισμού), περίοδοι «παγώματος» και προθεσμίες προειδοποίησης (ρήτρες εξόδου), καθώς και ανταλλαγές ευαίσθητων από εμπορική άποψη πληροφοριών. Θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθούν τυχόν δεσμοί μεταξύ ομάδων συνεργασίας, είτε σε επίπεδο διαχείρισης είτε σε επίπεδο μελών, καθώς και η κατανομή δαπανών και εσόδων

3.3.4.   Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ

72.

Όταν οι ομάδες συνεργασίας εμπίπτουν στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, οι μετέχουσες επιχειρήσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούν τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ (73). Το άρθρο 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ δεν αποκλείει εκ των προτέρων ορισμένα είδη συμφωνιών από το πεδίο εφαρμογής του. Κατ' αρχήν, καλύπτονται από τον κανόνα εξαίρεσης όλες οι περιοριστικές συμφωνίες που πληρούν τις τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει μία αναλογική κλίμακα. Όσο μεγαλύτερος είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού που διαπιστώνεται βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και το όφελος που μετακυλίεται στους καταναλωτές.

73.

Εναπόκειται στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να αποδείξουν ότι η ομάδα συνεργασίας βελτιώνει τις υπηρεσίες μεταφορών ή προάγει την τεχνική και οικονομική πρόοδο μέσω της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να συνίσταται στην εξοικονόμηση δαπανών η οποία αποτελεί εγγενές στοιχείο της μείωσης του ανταγωνισμού, αλλά πρέπει να προκύπτει από την ολοκλήρωση οικονομικών δραστηριοτήτων.

74.

Τα θετικά αποτελέσματα των ομάδων συνεργασίας μπορούν για παράδειγμα να απορρέουν από την επίτευξη καλύτερων ποσοστών χρησιμοποίησης και οικονομιών κλίμακας. Τυπικό χαρακτηριστικό των ομάδων συνεργασίας μεταφορών τραμπ είναι ότι προγραμματίζουν από κοινού τις κινήσεις των πλοίων, ώστε να κατανέμουν τους στόλους τους σε διαφορετικά γεωγραφικά σημεία. Η κατανομή των σκαφών μπορεί να μειώσει τον αριθμό των διαδρομών άνευ φορτίου οι οποίες ενδέχεται να αυξήσουν τη συνολική χρησιμοποίηση της μεταφορικής ικανότητας της ομάδας συνεργασίας και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε οικονομίες κλίμακας.

75.

Οι καταναλωτές πρέπει να λαμβάνουν δίκαιο μερίδιο από τα οφέλη που προκύπτουν. Βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, εκείνο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι τα ευεργετικά αποτελέσματα για όλους τους καταναλωτές στη σχετική αγορά, και όχι το αποτέλεσμα για κάθε μεμονωμένο καταναλωτή (74). Η μετακύλιση των κερδών πρέπει τουλάχιστον να αποζημιώνει τους καταναλωτές για τυχόν πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις που προκλήθηκαν εις βάρος τους από τον περιορισμό του ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ (75). Προκειμένου να εκτιμηθεί η πιθανότητα μετακύλισης, θα πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να συνεκτιμηθούν επίσης η διάρθρωση των αγορών μεταφορών τραμπ και η ελαστικότητα της ζήτησης.

76.

Μια ομάδα συνεργασίας δεν πρέπει να επιβάλλει περιορισμούς που δεν είναι αναγκαίοι για την επίτευξη των θετικών αποτελεσμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ανάγκη να εξεταστεί κατά πόσο τα μέρη θα μπορούσαν να έχουν επιτύχει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας με τις δικές τους δυνάμεις. Κατά την εκτίμηση αυτή, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξεταστεί, ποια είναι η ελάχιστη αποδοτική κλίμακα για την παροχή διαφόρων ειδών υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών τραμπ. Επιπλέον, κάθε περιοριστική ρήτρα που περιλαμβάνεται σε μια συμφωνία συνεργασίας πρέπει να είναι ευλόγως αναγκαίο να επιτύχει τις εξαγγελθείσες βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας. Οι περιοριστικές ρήτρες μπορούν να δικαιολογηθούν για μεγαλύτερη περίοδο ή για ολόκληρη τη διάρκεια της ομαδικής συνεργασίας ή μόνο για μεταβατική περίοδο.

77.

Τέλος, η ομάδα συνεργασίας δεν πρέπει να παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα των επίμαχων υπηρεσιών.


(1)  ΕΕ C 245 της 26.9.2008, σ. 2.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 (νυν άρθρα 81 και 82) της συνθήκης ΕΚ στις θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του, ώστε να συμπεριλάβει τις ενδομεταφορές και τις διεθνείς μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία (ΕΕ L 269 της 28.9.2006, σ. 1). Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1491/2006 ενσωματώθηκε στη συμφωνία ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 153/2006 της Μικτής Επιτροπής ΕΟΧ, τροποποιώντας τα παραρτήματα XIII (μεταφορές) και XIV (ανταγωνισμός) καθώς και το πρωτόκολλο 21 (ΕΕ L 89 της 29.3.2007, σ. 25 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 15 της 29.3.2007, σ. 20).

(3)  Η αρμοδιότητα διαχείρισης μεμονωμένων υποθέσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ επιμερίζεται μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και της Επιτροπής, σύμφωνα με τους κανόνες που διατυπώνονται στο άρθρο 56 της συμφωνίας ΕΟΧ. Μόνο μία από τις εποπτεύουσες αρχές είναι αρμόδια να διαχειρίζεται κάθε δεδομένη υπόθεση.

(4)  Βλ. υποσημείωση 2 σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1491/2006 του Συμβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2006 και την ενσωμάτωσή του στη συμφωνία ΕΟΧ.

(5)  Ο όρος «συμφωνία» χρησιμοποιείται για συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές.

(6)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1) ενσωματώθηκε στο παράρτημα XIV και τα πρωτόκολλα 21 και 23 της Συμφωνίας ΕΟΧ, με την απόφαση αριθ. 130/2004 της Μικτής Επιτροπής ΕΟΧ της 24ης Σεπτεμβρίου 2004 (ΕΕ L 64 της 10.3.2005, σ. 57 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 12 της 10.3.2005, σ. 42) καθώς και στο κεφάλαιο ΙΙ του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου με τη συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΖΕΣ της 24ης Σεπτεμβρίου 2004.

(7)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18) ενσωματώθηκε στα πρωτόκολλα 21 και 23 της Συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 178/2004 της Μικτής Επιτροπής ΕΟΧ της 3ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ L 133 της 26.5.2005, σ. 35 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 26 της 26.5.2005, σ. 25) καθώς και στο κεφάλαιο ΙΙΙ του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου με τη συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΖΕΣ της 3ης Δεκεμβρίου 2004.

(8)  Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4056/1986 του Συμβουλίου (ΕΕ L 378 της 31.12.1986, σ. 4) ενσωματώθηκε στο κεφάλαιο Ζ σημείο 11 του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ.

(9)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ σε συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (EE C 266 της 31.10.2002, σ. 1 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 55 της 31.10.2002, σ. 1).

(10)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ (EE C 208 της 6.9.2007, σ. 1 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 42 της 6.9.2007, σ. 1).

(11)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 823/2000 της Επιτροπής (ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 24) ενσωματώθηκε στο κεφάλαιο Ζ σημείο 11γ του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 49/2000 της Μικτής Επιτροπής ΕΟΧ (EE L 237 της 21.9.2000, σ. 60 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 42 της 21.9.2000, σ. 3).

(12)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 906/2009 της Επιτροπής (ΕΕ L 256 της 29.9.2009, σ. 31) δεν έχει ενσωματωθεί ακόμα στη συμφωνία ΕΟΧ.

(13)  Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 8.

(14)  Η Επιτροπή έχει προσδιορίσει σειρά ιδιαίτερων χαρακτηριστικών για τις εξειδικευμένες μεταφορές, τα οποία τις διακρίνουν από τις υπηρεσίες τακτικών γραμμών και τις υπηρεσίες μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία. Οι εξειδικευμένες μεταφορές συνίστανται στην παροχή τακτικών υπηρεσιών για συγκεκριμένο είδος φορτίου. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται συνήθως βάσει συμβολαίων εργολαβικής μεταφοράς φορτίων με τη χρησιμοποίηση σκαφών ειδικών χρήσεων, τα οποία από τεχνική άποψη είναι προσαρμοσμένα ή/και κατασκευασμένα για τη μεταφορά ειδικού φορτίου. Απόφαση 94/980/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 1994, στην υπόθεση IV/34.446 — Trans-Atlantic Agreement (ΕΕ L 376 της 31.12.1994, σ. 1) (στο εξής «απόφαση TAA»), σκέψεις 47-49.

(15)  Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές — καμποτάζ) (ΕΕ L 364 της 12.12.1992, σ. 7) ενσωματώθηκε στο κεφάλαιο V σημείο 53α του παραρτήματος ΧΙΙΙ της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 70/97 της Μικτής Επιτροπής ΕΟΧ (EE L 30 της 5.2.1998, σ. 42 και συμπλήρωμα ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 5 της 5.2.1998, σ. 175).

(16)  Αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση 42/84 Remia BV και λοιποί κατά Επιτροπής [1985], συλλ. 2545, σκέψη 22 και υπόθεση 319/82 Ciments et Bétons de l'Est κατά Kerpen & Kerpen [1983] συλλ. 4173, σκέψη 9.

(17)  EE C 291 της 30.11.2006, σ. 46 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 59 της 30.11.2006, σ. 18.

(18)  Το γεγονός ότι η υπηρεσία παρέχεται από/προς λιμένα εκτός ΕΟΧ δεν αποκλείει αφ' εαυτού την πιθανότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών του ΕΟΧ. Θα πρέπει να διενεργηθεί προσεκτική ανάλυση των επιπτώσεων σε πελάτες και άλλους οικονομικούς παράγοντες εντός του ΕΟΧ, οι οποίοι βασίζονται στις υπηρεσίες, ώστε να καθοριστεί εάν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του ΕΟΧ. Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου που αναφέρεται στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 17.

(19)  Απόφαση 93/82/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992 (υποθέσεις IV/32.448 και IV/32.450 — CEWAL) (ΕΕ L 34 της 10.2.1993, σ. 1), παράγραφος 90, η οποία επικυρώθηκε από το Πρωτοδικείο στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-24/93 έως T-26/93 και T-28/93 Compagnie Maritime Belge και λοιποί κατά Επιτροπής [1996], συλλ. II-1201, σκέψη 205. Η απόφαση TAA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 14, παράγραφοι 288 έως 296, επικυρώθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-395/94 Atlantic Container Line και λοιποί κατά Επιτροπής (στο εξής «απόφαση TAA»), σκέψεις 72-74· Απόφαση 1999/243/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 (υπόθεση IV/34.134 — Trans-Atlantic Conference Agreement) (στο εξής «η απόφαση TACA») (ΕΕ L 95 της 9.4.1999, σ. 1), παράγραφοι 386-396. Απόφαση 2003/68/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Νοεμβρίου 2002 (υπόθεση COMP/37.396 — Αναθεωρημένη TACA) (στο εξής «η αναθεωρημένη απόφαση TACA») (ΕΕ L 26 της 31.1.2003, σ. 53), παράγραφος 73.

(20)  Για οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή του επηρεασμού του εμπορίου, βλέπε τις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου, που εμπεριέχεται στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, όπως αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 17.

(21)  ΕΕ L 200 της 16.7.1998, σ. 48 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 28 της 16.7.1998, σ. 3.

(22)  Ανακοίνωση για τον ορισμό της αγοράς, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 21, παράγραφος 8.

(23)  Ανακοίνωση για τον ορισμό της αγοράς, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 21, παράγραφος 13.

(24)  Απόφαση TAA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 14, και η απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, παράγραφοι 60-84. Ο ορισμός αγοράς στην απόφαση TACA επικυρώθηκε από το Πρωτοδικείο στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-191/98, T-212/98 έως Τ-214/98, Atlantic Container Line AB και λοιποί κατά Επιτροπής [2003], συλλ. II-3275 (στο εξής «δικαστική απόφαση TACA»), σκέψεις 781-883.

(25)  Παράγραφος 62 της απόφασης TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, και σκέψεις 783-789 της δικαστικής απόφασης TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 24.

(26)  Απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, παράγραφος 71.

(27)  Δικαστική απόφαση TAA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 18, σκέψη 273, και δικαστική απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 24, σκέψη 809.

(28)  Δικαστική απόφαση TAA, οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, σκέψη 281· απόφαση της Επιτροπής της Ιουλίου 2005 στην υπόθεση COMP/M.3829 — MAERSK/PONL (ΕΕ C 147 της 17.6.2005, σ. 18), παράγραφος 13.

(29)  Απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, παράγραφοι 62-75· δικαστική απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 24, σκέψη 795 και απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση MAERSK/PONL, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 28, παράγραφοι 13 και 112-117.

(30)  Απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, παράγραφοι 76-83, και αναθεωρημένη απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, παράγραφος 39.

(31)  Παραδείγματος χάρη, για ναύλωση κατά ταξίδι τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης μεταφοράς είναι το φορτίο που πρόκειται να μεταφερθεί, ο όγκος του φορτίου, οι λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης, οι ημέρες σταλιών ή η προθεσμία άφιξης του φορτίου, καθώς και τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν το ζητούμενο πλοίο.

(32)  Σύμφωνα με την αντίληψη του κλάδου, τα διαφορετικά μεγέθη πλοίων συνιστούν χωριστές αγορές. Ο επαγγελματικός τύπος και η Baltic Exchange δημοσιεύουν δείκτες τιμών για κάθε τυποποιημένο μέγεθος πλοίου. Στις εκθέσεις των συμβούλων η αγορά διαιρείται βάσει του μεγέθους των πλοίων.

(33)  Για παράδειγμα, τα υγρά χύδην φορτία δεν μπορούν να μεταφέρονται σε πλοία ξηρού χύδην φορτίου ή το φορτίο πλοίων-ψυγείων δεν μπορεί να μεταφέρεται με οχηματαγωγά πλοία. Πολλά δεξαμενόπλοια είναι σε θέση να μεταφέρουν ακάθαρτα και καθαρά πετρελαιοειδή. Ωστόσο, ένα δεξαμενόπλοιο δεν μπορεί να μεταφέρει καθαρά προϊόντα αμέσως μετά τη μεταφορά ακάθαρτων προϊόντων.

(34)  Η μετατροπή ενός πλοίου μεταφοράς ξηρού χύδην φορτίου, ώστε από άνθρακα να μεταφέρει σιτηρά μπορεί να απαιτήσει μονοήμερη διαδικασία καθαρισμού πραγματοποιήσιμη στη διάρκεια ενός ταξιδιού άνευ φορτίου. Σε άλλες αγορές μεταφορών τραμπ η περίοδος καθαρισμού ενδέχεται να διαρκεί περισσότερο.

(35)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 417/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, για την εσπευσμένη σταδιακή καθιέρωση απαιτήσεων διπλού κύτους ή ισοδύναμου σχεδιασμού για τα πετρελαιοφόρα μονού κύτους και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2978/94 του Συμβουλίου (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 1) ενσωματώθηκε στο κεφάλαιο V σημείο 56ιγ' του παραρτήματος XIII της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 132/2002 της Μικτής Επιτροπής ΕΟΧ (ΕΕ L 336 της 12.12.2002, σ. 32 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 61 της 12.12.2002, σ. 26).

(36)  Απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, παράγραφος 85· η αναθεωρημένη απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 19, παράγραφοι 85 και 86 και η δικαστική απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 24, σκέψεις 924, 925 και 927.

(37)  Ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της σχετικής αγοράς μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία (τραμπ), δύναται να προβλέπονται συντομότερες περίοδοι, π.χ. σε αγορές στις οποίες τα συμβόλαια εργολαβικής μεταφοράς συνάπτονται για χρονικές περιόδους μικρότερες του έτους.

(38)  Απόφαση 2000/627/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2000 (υπόθεση IV/34.018 — Far East Trade Tariff Charges and Surcharges Agreement (FETTCSA)) (ΕΕ L 268 της 20.10.2000, σ. 1), παράγραφος 153. Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-229/94, Deutsche Bahn AG κατά Επιτροπής [1997], συλλ. ΙΙ-1689, σκέψη 37.

(39)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 823/2000, που αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 11, εφαρμόζεται σε διεθνείς υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών τακτικών γραμμών από ή προς ένα ή περισσότερους λιμένες του ΕΟΧ αποκλειστικά για τη μεταφορά εμπορευμάτων, κυρίως μέσω εμπορευματοκιβωτίων — βλέπε τα άρθρα 1 και 2 και το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο ζ).

(40)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni [1999], συλλ. I-4125, σκέψεις 121 έως 126.

(41)  Αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-7/95 P, John Deere κατά Επιτροπής [1998], συλλ. I-3111, σκέψη 90, και στην υπόθεση C-194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής [2003], συλλ. I-10821, σκέψη 81.

(42)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-238/05, Asnef-Equifax κατά Asociación de Usuarios de Servicios Bancarios (Ausbanc) [2006], συλλ. I-11125, σκέψη 52 και στην υπόθεση C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni [1999], συλλ. I-4125, που αναφέρεται ανωτέρω στην υποσημείωση 40 σκέψεις 116 και 117.

(43)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις υποθέσεις C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 και C-125/85 έως C-129/85, A. Ahlström Osakeyhtiö και λοιποί κατά Επιτροπής [1993], συλλ. I-1307, σκέψεις 59 έως 65.

(44)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-7/95 P, John Deere κατά Επιτροπής, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 41 σκέψη 88.

(45)  Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-35/92 John Deere Ltd κατά Επιτροπής [1994], συλλ. II-957, σκέψη 51, η οποία επικυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό με την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-7/95 P, John Deere Ltd κατά Επιτροπής, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 41.

(46)  Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-141/94 Thyssen Stahl AG κατά Επιτροπής [1999], συλλ. II-347, σκέψεις 402 και 403.

(47)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-7/95 P, John Deere Ltd κατά Επιτροπής, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 41 σκέψεις 75-77.

(48)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 10 παράγραφος 16.

(49)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 10.

(50)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 10, παράγραφος 25.

(51)  Στις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών υφίστανται λειτουργικοί ή/και διαρθρωτικοί δεσμοί μεταξύ ανταγωνιστών, π.χ. συμμετοχή σε συμφωνίες κοινοπραξίας που επιτρέπουν στις ναυτιλιακές εταιρείες τακτικών γραμμών να ανταλλάσσουν πληροφορίες με σκοπό την παροχή μίας κοινής υπηρεσίας. Η ύπαρξη τυχόν τέτοιων δεσμών θα πρέπει να συνεκτιμάται κατά περίπτωση κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μίας συμπληρωματικής ανταλλαγής πληροφοριών στην επίμαχη αγορά.

(52)  Δικαστική απόφαση TACA, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 24, σκέψη 1154.

(53)  Απόφαση 78/252/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1977, στην υπόθεση IV/29.176 — Vegetable Parchment (ΕΕ L 70 της 13.3.1978, σ. 54).

(54)  Απόφαση 92/157/EOK της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 1992, στην υπόθεση IV/31.370 — UK Agricultural Tractor Registration Exchange (ΕΕ L 68 της 13.3.1992, σ. 19), παράγραφος 50.

(55)  Απόφαση 98/4/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 1997, στην υπόθεση IV/36.069 — Wirtschaftsvereinigung Stahl (ΕΕ L 1 της 3.1.1998, σ. 10), παράγραφος 17.

(56)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, οι οποίες αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 10.

(57)  Απόφαση 2004/421/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, στην υπόθεση COMP/38.240 — Industrial tubes (ΕΕ L 125 της 28.4.2004, σ. 50).

(58)  Απόφαση 82/896/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 1982, στην υπόθεση IV/29.883 — AROW/BNIC (ΕΕ L 379 της 31.12.1982, σ. 1)· απόφαση 96/438/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1996, στην υπόθεση IV/34.983 — Fenex (ΕΕ L 181 της 20.7.1996, σ. 28).

(59)  Απόφαση 92/157/ΕΟΚ της Επιτροπής, UK Agricultural Tractor Registration Exchange, που αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 54.

(60)  Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η ομάδα συνεργασίας να προσελκύει μεγάλα συμβόλαια εργολαβικής μεταφοράς φορτίων, να συνδυάζει διάφορα τέτοια συμβόλαια και να μειώνει τον αριθμό των διαδρομών άνευ φορτίου με τον ορθολογικό προγραμματισμό του στόλου.

(61)  Για παράδειγμα, τα πλοία της ομάδας συνεργασίας διατίθενται στο εμπόριο ως μία εμπορική μονάδα που παρέχει μεταφορικές λύσεις ανεξάρτητα από το πλοίο το οποίο εκτελεί πράγματι τον πλου.

(62)  Για παράδειγμα, τα έσοδα της ομάδας συνεργασίας συγκεντρώνονται από την κεντρική διοίκηση και διανέμονται στους συμμετέχοντες βάσει ενός περίπλοκου συστήματος στάθμισης.

(63)  Αντίστοιχα στο τμήμα 5 και στο τμήμα 3 των κατευθυντηρίων γραμμών, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 9.

(64)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 9, παράγραφος 12.

(65)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («κοινοτικός κανονισμός περί συγκεντρώσεων») (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1), που ενσωματώθηκε στο κεφάλαιο Α σημείο 1 του παραρτήματος XIV της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 78/2004 της Κοινής Επιτροπής ΕΟΧ (ΕΕ L 219 της 19.6.2004, σ. 13 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 της 19.6.2004, σ. 1).

(66)  ΕΕ C 95 της 16.4.2008, σ. 1.

(67)  Άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, που αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 65.

(68)  Ανακοίνωση της Αρχής σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ (αρχή de minimis) (ΕΕ C 67 της 20.3.2003, σ. 20 και συμπλήρωμα ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 15 της 20.3.2003, σ. 11), και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του εμπορίου, που αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 17.

(69)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ σε συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 9, τμήμα 5. Οι δραστηριότητες των ανεξάρτητων μεσιτών πλοίων κατά «την επιδιόρθωση ενός πλοίου» δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.

(70)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3, οι οποίες αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 10.

(71)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ σε συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 9, παράγραφος 149.

(72)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ σε συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 9 παράγραφος 142.

(73)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 10.

(74)  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-238/05 Asnef-Equifax κατά Ausbanc, που αναφέρεται στην ανωτέρω υποσημείωση 42, σκέψη 70.

(75)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ, που αναφέρονται στην ανωτέρω υποσημείωση 10, παράγραφος 24.


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/40


ΠΡΌΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΉΣ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ — EACEA/5/12

MEDIA 2007 — Ανάπτυξη, διανομή, προώθηση και κατάρτιση κατάρτιση

Κατάρτιση

2012/C 35/07

1.   Στόχοι και περιγραφή

Η παρούσα αναγγελία πρόσκλησης υποβολής προτάσεων βασίζεται στην απόφαση αριθ. 1718/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί εφαρμογής προγράμματος υποστήριξης του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα (MEDIA 2007) (1).

Μεταξύ των ενεργειών που πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή δυνάμει της προαναφερθείσας απόφασης περιλαμβάνεται η βελτίωση της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών του οπτικοακουστικού τομέα ώστε να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες για τη δημιουργία ανταγωνιστικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά και τις λοιπές αγορές.

Η πρόσκληση υποβολής προτάσεων EACEA/5/12 είναι η τελευταία πρόσκληση για δράσεις συνεχούς κατάρτισης που δημοσιεύεται στο πλαίσιο του MEDIA 2007 και παρέχει μια 2ετή συμφωνία-πλαίσιο εταιρικής σχέσης.

2.   Επιλέξιμοι υποψήφιοι

Οι αιτούντες πρέπει να είναι εγκατεστημένοι σε μία από τις ακόλουθες χώρες:

τις 27 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τις χώρες της και του ΕΟΧ: Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Νορβηγία,

την Ελβετία και την Κροατία.

Η παρούσα πρόσκληση απευθύνεται σε υποψηφίους που ανήκουν σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες ιδρυμάτων, οι δραστηριότητες των οποίων συμβάλλουν στις προαναφερθείσες ενέργειες:

σχολές κινηματογράφου και τηλεόρασης,

πανεπιστήμια,

ειδικά ιδρύματα επαγγελματικής κατάρτισης,

ιδιωτικές επιχειρήσεις του οπτικοακουστικού τομέα,

ειδικευμένες επαγγελματικές οργανώσεις/ενώσεις του οπτικοακουστικού κλάδου.

3.   Επιλέξιμες δραστηριότητες

Οι ακόλουθες ενέργειες και οι συναφείς δραστηριότητες που διεξάγονται στις χώρες MEDIA είναι επιλέξιμες:

Δραστηριότητες με στόχο την ανάπτυξη της ικανότητας των επαγγελματιών του οπτικοακουστικού τομέα να αντιλαμβάνονται και να ενσωματώνουν την ευρωπαϊκή διάσταση στο έργο τους βελτιώνοντας την εμπειρογνωμοσύνη τους στους ακόλουθους τομείς:

Κατάρτιση στην οικονομική, χρηματοδοτική και εμπορική διαχείριση

Κατάρτιση στις νέες οπτικοακουστικές τεχνολογίες

Κατάρτιση στην ανάπτυξη σχεδίων σεναρίων

Η μέγιστη διάρκεια των σχεδίων είναι 12 μήνες.

4.   Κριτήρια ανάθεσης

Θα χορηγηθούν βαθμοί στις επιλέξιμες αιτήσεις, σε σύνολο 100 βαθμών, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

Ποιότητα του περιεχομένου της δραστηριότητας (20 βαθμοί)

Διαχείριση του σχεδίου (20 βαθμοί)

Ποιότητα της εταιρικής σχέσης με τον οπτικοακουστικό κλάδο (20 βαθμοί)

Ευρωπαϊκή διάσταση (20 βαθμοί)

Αντίκτυπος (20 βαθμοί)

5.   Προϋπολογισμός σχεδίων

Ο μέγιστος διαθέσιμος προϋπολογισμός για την παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων ανέρχεται σε 7 000 000 EUR.

Η χρηματοοικονομική ενίσχυση της Επιτροπής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50 % / 60 % των συνολικών επιλέξιμων δαπανών.

Ο Οργανισμός επιφυλάσσεται του δικαιώματος να μην χορηγήσει όλους τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους.

6.   Προθεσμία υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας

Οι προθεσμίες υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας έχουν οριστεί ως εξής 16ης Απριλίου 2012.

Οι αιτήσεις πρέπει να αποσταλούν στην ακόλουθη διεύθυνση:

Education, Audiovisual and Culture Executive Agency (EACEA)

Call for proposals EACEA/5/12

Mr Constantin DASKALAKIS

BOUR 3/30

Avenue du Bourget/Bourgetlaan 1

1140 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Δεκτές γίνονται μόνο οι αιτήσεις που υποβάλλονται με το κατάλληλο έντυπο αίτησης, δεόντως συμπληρωμένες, χρονολογημένες και υπογεγραμμένες από άτομο που δικαιούται να συνάπτει νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις εκ μέρος του αιτούντος οργανισμού.

Οι αιτήσεις που αποστέλλονται μέσω τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν θα γίνονται δεκτές.

7.   Αναλυτικές πληροφορίες

Αναλυτικές κατευθυντήριες γραμμές για τους υποψηφίους καθώς και τα έντυπα υποψηφιότητας διατίθενται στην ακόλουθη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/culture/media/programme/training/forms/index_en.htm

Οι αιτήσεις πρέπει υποχρεωτικά να υποβάλλονται με το προβλεπόμενο έντυπο και να περιέχουν το σύνολο των παραρτημάτων και των πληροφοριών που απαιτούνται


(1)  ΕΕ L 327 της 24.11.2006, σ. 12.


9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/42


Απόσπασμα της δικαστικής απόφασης όσον αφορά την Akcinė bendrovė bankas SNORAS κατ’ έφαρμογή της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής «η οδηγία»)

2012/C 35/08

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ — ΤΗΡΗΤΕΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Στις 7 Δεκεμβρίου 2011, το περιφερειακό δικαστήριο του Vilnius εξέδωσε απόφαση κίνησης διαδικασιών κήρυξης πτώχευσης ως προς την ανώνυμη εταιρεία — τράπεζα SNORAS [Akcinė bendrovė bankas SNORAS, κωδικός νομικού προσώπου: 112025973, αριθμός μητρώου ΦΠΑ: LT120259716, επίσημη έδρα: A. Vivulskio g. 7, Vilnius, Λιθουανία, εγγεγραμμένη στο μητρώο νομικών προσώπων (εφεξής «AB bankas SNORAS»)] στην αστική υπόθεση αριθ. B2-7791-611/2011, δικαστική διαδικασία αριθ. 2-55-3-03098-2011-9. Το δικαστήριο διόρισε τον κ. Neil Cooper ως σύνδικο πτώχευσης της AB bankas SNORAS. Το μέρος της απόφασης σχετικά με την κίνηση διαδικασιών κήρυξης πτώχευσης άρχισε να ισχύει στις 20 Δεκεμβρίου 2011, οπότε η AB bankas SNORAS εισήλθε σε καθεστώς εταιρείας σε πτώχευση. Οι διαδικασίες κήρυξης πτώχευσης ως προς την AB bankas SNORAS συνιστούν διαδικασίες εκκαθάρισης κατά την έννοια της οδηγίας.

Βάσει της απόφασης του περιφερειακού δικαστηρίου του Vilnius της 7ης Δεκεμβρίου 2011, οι πιστωτές δικαιούνται να αναγγείλουν οικονομικές απαιτήσεις που είχαν ανακύψει πριν από την κίνηση διαδικασιών κήρυξης πτώχευσης εντός ενός μηνός από την έναρξη ισχύος της απόφασης κίνησης διαδικασιών κήρυξης πτώχευσης. Με την απόφασή του της 13ης Ιανουαρίου 2012, το περιφερειακό δικαστήριο του Vilnius παρέτεινε για τις 10 Φεβρουαρίου 2012 (συμπεριλαμβανομένης) την προθεσμία που είχαν οι πιστωτές της AB bankas SNORAS για να αναγγείλουν οικονομικές απαιτήσεις που είχαν ανακύψει πριν από την κίνηση διαδικασιών κήρυξης πτώχευσης. Αυτό σημαίνει ότι οι πιστωτές οφείλουν να αναγγείλουν απαιτήσεις στον σύνδικο πτώχευσης μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου 2012 (συμπεριλαμβανομένης). Για την αναγγελία απαιτήσεων συνιστάται να χρησιμοποιηθεί το δημοσιευμένο στον ιστότοπο της τράπεζας, στη διεύθυνση http://www.snoras.com, έντυπο απαιτήσεων.

Οι απαιτήσεις, μαζί με τα πάσης φύσεως συνημμένα, θα πρέπει να αποσταλούν στην ακόλουθη διεύθυνση:

Bankrutuojanti AB bankas SNORAS

A. Vivulskio g. 7

LT-03221 Vilnius

LIETUVA/LITHUANIA

Κάθε πιστωτής με κατοικία ή έδρα στη Λιθουανία πρέπει να αναγγείλει την απαίτησή του στα λιθουανικά. Κάθε πιστωτής της τράπεζας με κατοικία ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αναγγείλει απαίτηση στην επίσημη γλώσσα του εν λόγω κράτους. Ωστόσο, πρέπει να επισυνάπτεται μετάφραση της απαίτησης στα λιθουανικά, στην οποία περίπτωση η απαίτηση πρέπει να φέρει την επικεφαλίδα «Reikalavimo pateikimas» στα λιθουανικά. Το έντυπο πρέπει να υπογράφει εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Οι πιστωτές οφείλουν επίσης να εξειδικεύσουν τη φύση της απαίτησης, την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε και το ποσό της απαίτησης, να δώσουν δε πληροφορίες για τυχόν διακρατούμενες εγγυήσεις.

Εάν οι πιστωτές δεν αναγγείλουν απαίτηση ή/και οι απαιτήσεις τους αναγγελθούν μετά τη λήξη της προαναφερόμενης χρονικής διορίας ή δεν υποβληθούν όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες, οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να απορριφθούν. Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί να δεχθεί αξιώσεις των πιστωτών που υποβάλλονται μετά τη λήξη της ανωτέρω καθοριζόμενης χρονικής διορίας εάν κρίνει επιτακτικούς τους λόγους για τη μη τήρηση της προθεσμίας.

Περαιτέρω πληροφορίες για την αναγγελία απαιτήσεων διατίθενται στο διαδίκτυο, στις ιστοσελίδες http://www.snoras.com

Vilnius, Λιθουανία, 17 Ιανουαρίου 2012.

Σύνδικος πτώχευσης της Akcinė bendrovė bankas SNORAS (σε πτώχευση) (ενεργών ως πράκτωρ της εταιρείας χωρίς προσωπική ευθύνη)

Neil COOPER


Διορθωτικά

9.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 35/43


Διορθωτικό στην ετήσια προκήρυξη υποβολής προτάσεων 2011 στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος εργασίας 2011 για επιχορηγήσεις στο πεδίο του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών (ΔΕΔ-Μ) για την περίοδο 2007-2013 [απόφαση E(2011) 1772 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση Ε(2011) 9531]

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 7 της 10ης Ιανουαρίου 2012 )

2012/C 35/09

Η Γενική Διεύθυνση Κινητικότητας και Μεταφορών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανακοινώνει την έκδοση διορθωτικού στην ετήσια προκήρυξη υποβολής προτάσεων για έργα στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος εργασίας για το Διευρωπαϊκό Δίκτυο Μεταφορών (ΔΕΔ-Μ) για την περίοδο 2007-2013, όπως δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 7 της 10.1.2012, σ. 6.

Το διορθωμένο κείμενο της προκήρυξης υποβολής προτάσεων διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

http://tentea.ec.europa.eu/en/apply_for_funding/follow_the_funding_process/annual_call_2011.htm