|
ISSN 1725-2415 doi:10.3000/17252415.C_2010.274.ell |
||
|
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274 |
|
|
||
|
Έκδοση στην ελληνική γλώσσα |
Ανακοινώσεις και Πληροφορίες |
53ό έτος |
|
Ανακοίνωση αριθ |
Περιεχόμενα |
Σελίδα |
|
|
IV Πληροφορίες |
|
|
|
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ |
|
|
|
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
|
|
2010/C 274/01 |
||
|
EL |
|
IV Πληροφορίες
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/1 |
2010/C 274/01
Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων
Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:
EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu
V Γνωστοποιήσεις
ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Δικαστήριο
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/2 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 10ης Ιουνίου 2010 [αίτηση του Corte d’appello di Roma (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS) κατά Tiziana Bruno, Massimo Pettini (C-395/08), Daniela Lotti, Clara Matteucci (C-396/08)
(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-395/08 και C-396/08) (1)
(Οδηγία 97/81/ΕΚ - Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχολήσεως - Ίση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων με μερική απασχόληση και εργαζομένων με πλήρη απασχόληση - Υπολογισμός του συντάξιμου χρόνου που απαιτείται για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος - Δεν προσμετρούνται τα ανενεργά χρονικά διαστήματα - Δυσμενής διάκριση)
2010/C 274/02
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Corte d’appello di Roma (Ιταλία)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS)
κατά
Tiziana Bruno, Massimo Pettini (C-395/08),
Daniela Lotti, Clara Matteucci (C-396/08)
Αντικείμενο
Ερμηνεία της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES — Παράρτημα: Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9) — Εργαζόμενοι οι οποίοι απασχολούνται μερικώς για ορισμένους μήνες κάθε έτος και οι οποίοι παραμένουν ανενεργοί τους υπόλοιπους μήνες — Δεν προσμετρούνται τα ανενεργά χρονικά διαστήματα για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος
Διατακτικό
|
1) |
Όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος, η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχολήσεως που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και τη CES, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας, στην περίπτωση εργαζομένων με κάθετη εκ περιτροπής μερική απασχόληση, δεν προσμετρούνται τα ανενεργά χρονικά διαστήματα κατά τον υπολογισμό του συντάξιμου χρόνου που απαιτείται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, εκτός αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. |
|
2) |
Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης εθνική νομοθετική ρύθμιση δεν συνάδει προς τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81, θα πρέπει να δοθεί στις ρήτρες 1 και 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής η ερμηνεία ότι απαγορεύουν, επίσης, την ανωτέρω ρύθμιση. |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/2 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Landesgericht Innsbruck (Αυστρία) στις 14 Ιουνίου 2010 — Gebhard Stark κατά D.A.S. Österreichische Allgemeine Rechtsschutzversicherung AG
(Υπόθεση C-293/10)
()
2010/C 274/03
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Landesgericht Innsbruck
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Gebhard Stark
Καθού: D.A.S. Österreichische Allgemeine Rechtsschutzversicherung AG
Προδικαστικό ερώτημα
Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 87/344/ΕΟΚ (1) την έννοια ότι αντίκειται προς αυτό ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 158k, παράγραφος 2, του αυστριακού νόμου περί ασφαλιστικών συμβάσεων (VersVG), καθώς και η βασιζόμενη σε αυτό ρήτρα που περιέχεται στους γενικούς όρους ασφάλισης νομικής προστασίας του ασφαλιστή, κατά την οποία μπορεί να συμφωνηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση ότι ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέγει για την εκπροσώπησή του σε δικαστική ή διοικητική διαδικασία μόνον πρόσωπα έχοντα δικαίωμα να εκπροσωπούν κατ’ επάγγελμα διαδίκους τα οποία έχουν την έδρα τους στον τόπο όπου εδρεύει το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή που είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό;
(1) Οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας (EE L 185, σ. 77).
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/3 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Landesarbeitsgericht Köln (Γερμανία) στις 29 Ιουνίου 2010 — Land Nordrhein-Westfalen κατά Melanie Klinz
(Υπόθεση C-312/10)
()
2010/C 274/04
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Landesarbeitsgericht Köln
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείον: Land Nordrhein-Westfalen
Εφεσίβλητη: Melanie Klinz
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1α) |
Συνάδει προς το πνεύμα και τον σκοπό της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, το ότι κατά τον νομικό έλεγχο του ζητήματος αν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δικαιολογείται μια σύμβαση ανανεώσεως ορισμένου χρόνου για αντικειμενικούς λόγους, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας πλαισίου, πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικώς ως βάση οι υφιστάμενες κατά το χρονικό σημείο συνάψεως αυτής της συμβάσεως ανανεώσεως συνθήκες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πόσες συμβάσεις ορισμένου χρόνου είχαν προηγηθεί αυτής της συμβάσεως, ή |
|
1β) |
Επιβάλλεται από το πνεύμα και τον σκοπό της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας πλαισίου, που συνίστανται στην παρεμπόδιση καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, να τίθενται τόσο αυστηρότερες απαιτήσεις ως προς την ύπαρξη του «αντικειμενικού λόγου» όσο περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου είχαν προηγηθεί της νυν υπό εξέταση συμβάσεως ή όσο μακρύτερο ήταν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο οικείος εργαζόμενος απασχολήθηκε προηγουμένως βάσει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου; |
|
2) |
Εμποδίζει η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου την εφαρμογή ενός κανόνα εθνικού δικαίου, όπως του άρθρου 14, παράγραφος 1, δεύτερη φράση, σημείο 7, του TzBfG [Gesetz über Teilzeitarbeit und befristete Arbeitsverträge — νόμου περί της μερικής απασχολήσεως και της εργασίας ορισμένου χρόνου], ο οποίος δικαιολογεί διαδοχικές περιόδους ορισμένου χρόνου μόνο στη δημόσια υπηρεσία για τον «αντικειμενικό λόγο» ότι ο εργαζόμενος αμείβεται από κονδύλια του προϋπολογισμού, που προορίζονται βάσει των διατάξεων του προϋπολογισμού για απασχόληση ορισμένου χρόνου, ενώ στην περίπτωση εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα δεν αναγνωρίζεται ότι τέτοιοι οικονομικοί λόγοι συνιστούν «αντικειμενικό λόγο»; |
|
3α) |
Συνάδει ο περιγραφόμενος στο ερώτημα 2 κανόνας περί ορισμένου χρόνου (εν προκειμένω το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη φράση, σημείο 7, του TzBfG) προς την συμφωνία πλαίσιο, όταν ο κανόνας του προϋπολογισμού, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη φράση, σημείο 7, του TzBfG, καθορίζει με επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο τον σκοπό που επιδιώκεται με τον περιορισμό του χρόνου ισχύος της συμβάσεως, ο οποίος συναρτάται προ πάντων με την οικεία δραστηριότητα και με τους όρους ασκήσεώς της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 4.7.2006, C-212/04, Αδενέλερ, σημείο 2 της περιλήψεως της αποφάσεως); |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 3α:
|
3β) |
Υφίσταται ένας τέτοιος με επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο καθοριζόμενος σκοπός, όταν ο νόμος περί προϋπολογισμού, όπως εν προκειμένω το άρθρο 7, παράγραφος 3, του HG NRW [νόμος περί προϋπολογισμού της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας] 2004/05, ορίζει απλώς και μόνον ότι τα κονδύλια του προϋπολογισμού προορίζονται για δραστηριότητα ορισμένου χρόνου «επικουρικώς απασχολουμένων»; |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 3β:
|
3γ) |
Ισχύει αυτό, όταν όχι μόνο ως καθεαυτή δραστηριότητα ενός «επικουρικώς απασχολουμένου» νοείται μια δραστηριότητα, η οποία σκοπό έχει είτε την κάλυψη ενός προσωρινώς αυξημένου φόρτου εργασίας είτε την ανάληψη της δραστηριότητας ενός προσωρινώς ελλείποντος μέλους του σταθερώς απασχολούμενου προσωπικού, αλλά και όταν το περιεχόμενο του όρου «επικουρικώς απασχολούμενος» θεωρείται επίσης ότι πληρούται, όταν ο εργαζόμενος πληρώνεται από κονδύλια του προϋπολογισμού, τα οποία αποδεσμεύονται λόγω της προσωρινής ελλείψεως ενός μέλους του σταθερώς απασχολούμενου προσωπικού στην ίδια υπηρεσία, μολονότι ο «επικουρικώς απασχολούμενος» απασχολείται σε δραστηριότητες, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ότι εντάσσονται στο πλαίσιο μια πάγιας και διαρκούς ανάγκης του εργοδότη και οι οποίες δεν εμφανίζουν καμία ουσιαστική σχέση με τη δραστηριότητα του ελλείποντος μέλους του σταθερώς απασχολούμενου προσωπικού, ή |
|
3δ) |
Η εκτιθέμενη στο ερώτημα 3γ ερμηνεία του όρου «επικουρικώς απασχολούμενος» αντιφάσκει προς το πνεύμα και τον σκοπό της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, ήτοι να εμποδίζεται η κατάχρηση αλυσιδωτών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, και προς την τεθείσα στο πλαίσιο της υποθέσεως Αγγελιδάκη (απόφαση του Δικαστηρίου της 23.4.2009, C-378/07 έως C-380/07, σημείο 2 της περιλήψεως της αποφάσεως) αρχή ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως «κατά τρόπο που η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα να θεωρείται δικαιολογημένη από “αντικειμενικούς λόγους”, κατά την έννοια της εν λόγω ρήτρας, για τον λόγο και μόνο ότι οι συμβάσεις αυτές στηρίζονται σε νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν την ανανέωσή τους με σκοπό την κάλυψη ορισμένων προσωρινών αναγκών, ενώ οι ανάγκες αυτές είναι στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς»; |
|
4) |
Παραβαίνει κράτος μέλος τη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, όταν στον νόμο, με τον οποίο σκοπείται η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, εισάγει έναν, όπως τον περιγραφόμενο στο ερώτημα 2, κατά τις περί προϋπολογισμού διατάξεις λόγο περιορισμού του χρόνου ισχύος της συμβάσεως γενικώς για τη δημόσια υπηρεσία στο σύνολό της, ο οποίος υφίστατο με παρόμοια μορφή στην ως είχε κατά το εθνικό δίκαιο κατάσταση πριν από την έκδοση της οδηγίας 1999/70/ΕΚ μόνο για μικρότερους επί μέρους τομείς της δημοσίας υπηρεσίας (Ανώτατη Εκπαίδευση); Έχει η εν λόγω παράβαση ως συνέπεια ότι δεν επιτρέπεται πλέον να εφαρμόζεται αυτός ο εθνικός κανόνας; |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/4 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Landesarbeitsgericht Köln (Γερμανία) στις 29 Ιουνίου 2010 — Land Nordrhein-Westfalen κατά Sylvia Jansen
(Υπόθεση C-313/10)
()
2010/C 274/05
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Landesarbeitsgericht Köln
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείον: Land Nordrhein-Westfalen
Εφεσίβλητη: Sylvia Jansen
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1α) |
Συνάδει προς το πνεύμα και τον σκοπό της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999 (1), το ότι κατά τον νομικό έλεγχο του ζητήματος αν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δικαιολογείται μια σύμβαση ανανεώσεως ορισμένου χρόνου για αντικειμενικούς λόγους, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας πλαισίου, πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικώς ως βάση οι υφιστάμενες κατά το χρονικό σημείο συνάψεως αυτής της συμβάσεως ανανεώσεως συνθήκες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πόσες συμβάσεις ορισμένου χρόνου είχαν προηγηθεί αυτής της συμβάσεως, ή |
|
1β) |
Επιβάλλεται από το πνεύμα και τον σκοπό της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας πλαισίου, που συνίστανται στην παρεμπόδιση καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, να τίθενται τόσο αυστηρότερες απαιτήσεις ως προς την ύπαρξη του «αντικειμενικού λόγου» όσο περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου είχαν προηγηθεί της νυν υπό εξέταση συμβάσεως ή όσο μακρύτερο ήταν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο οικείος εργαζόμενος απασχολήθηκε προηγουμένως βάσει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου; |
|
2) |
Εμποδίζει η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου την εφαρμογή ενός κανόνα εθνικού δικαίου, όπως του άρθρου 14, παράγραφος 1, δεύτερη φράση, σημείο 7, του TzBfG [Gesetz über Teilzeitarbeit und befristete Arbeitsverträge — νόμου περί της μερικής απασχολήσεως και της εργασίας ορισμένου χρόνου], ο οποίος δικαιολογεί διαδοχικές περιόδους ορισμένου χρόνου μόνο στη δημόσια υπηρεσία για τον «αντικειμενικό λόγο» ότι ο εργαζόμενος αμείβεται από κονδύλια του προϋπολογισμού, που προορίζονται βάσει των διατάξεων του προϋπολογισμού για απασχόληση ορισμένου χρόνου, ενώ στην περίπτωση εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα δεν αναγνωρίζεται ότι τέτοιοι οικονομικοί λόγοι συνιστούν «αντικειμενικό λόγο»; |
|
3α) |
Συνάδει ο περιγραφόμενος στο ερώτημα 2 κανόνας περί ορισμένου χρόνου (εν προκειμένω το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη φράση, σημείο 7, του TzBfG) προς την συμφωνία πλαίσιο, όταν ο κανόνας του προϋπολογισμού, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη φράση, σημείο 7, του TzBfG, καθορίζει με επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο τον σκοπό που επιδιώκεται με τον περιορισμό του χρόνου ισχύος της συμβάσεως, ο οποίος συναρτάται προ πάντων με την οικεία δραστηριότητα και με τους όρους ασκήσεώς της (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 4.7.2006, C-212/04, στην υπόθεση Αδενέλερ, σημείο 2 της περιλήψεως της αποφάσεως); |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 3α:
|
3β) |
Υφίσταται ένας τέτοιος με επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο καθοριζόμενος σκοπός, όταν ο νόμος περί προϋπολογισμού, όπως εν προκειμένω το άρθρο 7, παράγραφος 3, του HG NRW [νόμος περί προϋπολογισμού της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας] 2004/05, ορίζει απλώς και μόνον ότι τα κονδύλια του προϋπολογισμού προορίζονται για δραστηριότητα ορισμένου χρόνου «επικουρικώς απασχολουμένων»; |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 3β:
|
3γ) |
Ισχύει αυτό, όταν όχι μόνο ως καθεαυτή δραστηριότητα ενός «επικουρικώς απασχολουμένου» νοείται μια δραστηριότητα, η οποία σκοπό έχει είτε την κάλυψη ενός προσωρινώς αυξημένου φόρτου εργασίας είτε την ανάληψη της δραστηριότητας ενός προσωρινώς ελλείποντος μέλους του σταθερώς απασχολούμενου προσωπικού, αλλά και όταν το περιεχόμενο του όρου «επικουρικώς απασχολούμενος» θεωρείται επίσης ότι πληρούται, όταν ο εργαζόμενος πληρώνεται από κονδύλια του προϋπολογισμού, τα οποία αποδεσμεύονται λόγω της προσωρινής ελλείψεως ενός μέλους του σταθερώς απασχολούμενου προσωπικού στην ίδια υπηρεσία, μολονότι ο «επικουρικώς απασχολούμενος» απασχολείται σε δραστηριότητες, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ότι εντάσσονται στο πλαίσιο μια πάγιας και διαρκούς ανάγκης του εργοδότη και οι οποίες δεν εμφανίζουν καμία ουσιαστική σχέση με τη δραστηριότητα του ελλείποντος μέλους του σταθερώς απασχολούμενου προσωπικού, ή |
|
3δ) |
Η εκτιθέμενη στο ερώτημα 3γ ερμηνεία του όρου «επικουρικώς απασχολούμενος» αντιφάσκει προς το πνεύμα και τον σκοπό της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, ήτοι να εμποδίζεται η κατάχρηση αλυσιδωτών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, και προς την τεθείσα στο πλαίσιο της υποθέσεως Αγγελιδάκη (απόφαση του Δικαστηρίου της 23.4.2009, C-378/07 έως C-380/07, σημείο 2 της περιλήψεως της αποφάσεως) αρχή ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως «κατά τρόπο που η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα να θεωρείται δικαιολογημένη από “αντικειμενικούς λόγους”, κατά την έννοια της εν λόγω ρήτρας, για τον λόγο και μόνο ότι οι συμβάσεις αυτές στηρίζονται σε νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν την ανανέωσή τους με σκοπό την κάλυψη ορισμένων προσωρινών αναγκών, ενώ οι ανάγκες αυτές είναι στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς»; |
|
4) |
Παραβαίνει κράτος μέλος τη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, όταν στον νόμο, με τον οποίο σκοπείται η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, εισάγει έναν, όπως τον περιγραφόμενο στο ερώτημα 2, κατά τις περί προϋπολογισμού διατάξεις λόγο περιορισμού του χρόνου ισχύος της συμβάσεως γενικώς για τη δημόσια υπηρεσία στο σύνολό της, ο οποίος υφίστατο με παρόμοια μορφή στην ως είχε κατά το εθνικό δίκαιο κατάσταση πριν από την έκδοση της οδηγίας 1999/70/ΕΚ μόνο για μικρότερους επί μέρους τομείς της δημοσίας υπηρεσίας (Ανώτατη Εκπαίδευση); Έχει η εν λόγω παράβαση ως συνέπεια ότι δεν επιτρέπεται πλέον να εφαρμόζεται αυτός ο εθνικός κανόνας; |
(1) ΕΕ L 175 της 10.7.1999, σ. 43.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/5 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) στις 5 Ιουλίου 2010 — Gebr. Stolle GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas
(Υπόθεση C-323/10)
()
2010/C 274/06
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Finanzgericht Hamburg
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Gebr. Stolle GmbH & Co. KG
Καθού: Hauptzollamt Hamburg-Jonas
Προδικαστικό ερώτημα
Πρέπει το σφάγιο της διακρίσεως 0207 12 90 (1) να είναι εντελώς κενό (= χωρίς υπολείμματα), οπότε, αν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μηχανικής αφαιρέσεως των εντοσθίων παραμένει ενωμένο με το σφάγιο παραδείγματος χάριν τμήμα των εντέρων ή της τραχείας, το στοιχείο αυτό συνεπάγεται δυσμενέστερη δασμολογική κατάταξη;
(1) ΕΕ L 338 της 30.12.1999, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) στις 5 Ιουλίου 2010 — Gebr. Stolle GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas
(Υπόθεση C-324/10)
()
2010/C 274/07
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Finanzgericht Hamburg
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Gebr. Stolle GmbH & Co. KG
Καθού: Hauptzollamt Hamburg-Jonas
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχει η κατά τον κωδικό προϊόντος 0207 12 90 9990«μη κανονική σύσταση» την έννοια ότι στο σφάγιο επιτρέπεται να προστίθενται μέχρι και τέσσαρα συνολικά τεμάχια από τα είδη εντοσθίων που καθορίζονται στον εν λόγω κωδικό (ένα ή περισσότερα από το κάθε είδος); |
|
2) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Καταλαμβάνει η διάκριση 0207 12 10 (1) και τα σφάγια στα οποία ένα από τα αναφερόμενα στην εν λόγω διάκριση είδη εντοσθίων έχει προστεθεί περισσότερες από μία φορές; |
(1) ΕΕ L 322 της 1.12.1998, σ. 31.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) στις 6 Ιουλίου 2010 — Doux Geflügel GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas
(Υπόθεση C-325/10)
()
2010/C 274/08
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Finanzgericht Hamburg
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Doux Geflügel GmbH
Καθού: Hauptzollamt Hamburg-Jonas
Προδικαστικό ερώτημα
Πρέπει οι πετεινοί, οι κότες και τα κοτόπουλα της διακρίσεως 0207 12 10 (1) της Συνδυασμένης Ονοματολογίας να είναι εντελώς μαδημένοι ή επιτρέπεται να παραμένουν στο σφάγιο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μηχανικού μαδήματος λίγα μικρά εξωτερικά πτερά, πούπουλα, άκρες καλάμων και τρίχες (filoplumes);
(1) ΕΕ L 338 της 30.12.1999, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/6 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) στις 6 Ιουλίου 2010 — Gebr. Stolle GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas
(Υπόθεση C-326/10)
()
2010/C 274/09
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Finanzgericht Hamburg
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Gebr. Stolle GmbH & Co. KG
Καθού: Hauptzollamt Hamburg-Jonas
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Εμπίπτουν τα σφάγια πουλερικών στον κωδικό 0207 12 90 9990 (1) του πίνακα εμπορευμάτων οργανώσεως αγοράς ακόμη και όταν ένα μη επιτρεπόμενο τμήμα των πουλερικών είναι ενωμένο με εντόσθιο που επιτρέπεται κατά τον ως άνω κωδικό προϊόντος; |
|
2) |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Πρέπει, κατά τον τελωνειακό έλεγχο ο οποίος έχει ως αντικείμενο το κατά πόσον τα εξαγόμενα προϊόντα είναι σύμφωνα προς τον κωδικό του πίνακα εμπορευμάτων οργανώσεως αγοράς που δηλώνεται στη διασάφηση εξαγωγής, να γίνεται δεκτό περιθώριο ανοχής, υπό την έννοια ότι μια παρέκκλιση (προϊόν που κατ’ εξαίρεση δεν συμμορφώνεται προς τις προδιαγραφές του εν λόγω κωδικού) δεν έχει επιπτώσεις στη χορήγηση της επιστροφής; |
(1) ΕΕ L 322 της 1.12.1998, σ. 31.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/7 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Craiova (Ρουμανία) στις 6 Ιουλίου 2010 — Administrația Finanțelor Publice a Municipiului Târgu Jiu, Administrația Fondului pentru Mediu κατά Claudia Norica Vijulan
(Υπόθεση C-335/10)
()
2010/C 274/10
Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική
Αιτούν δικαστήριο
Curtea de Apel Craiova
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείοντες: Administrația Finanțelor Publice a Municipiului Târgu Jiu, Administrația Fondului pentru Mediu
Εφεσίβλητη: Claudia Norica Vijulan
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχει το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 90 ΣΕΚ), πρώτο εδάφιο, την έννοια ότι απαγορεύει τη θέσπιση από κράτος μέλος φόρου που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φόρου λόγω ρυπάνσεως τον οποίο προβλέπει η επείγουσα κυβερνητική απόφαση 50/2008, όπως τροποποιήθηκε με την επείγουσα κυβερνητική απόφαση 218/2008, και από τον οποίο απαλλάσσονται τα αυτοκίνητα οχήματα κατηγορίας M1 με κυλινδρισμό μη υπερβαίνοντα τα 2 000 cc τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4, καθώς και όλα τα αυτοκίνητα οχήματα της κατηγορίας N1 τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4 και ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά στη Ρουμανία ή σε άλλο κράτος μέλος κατά το χρονικό διάστημα από 15 Δεκεμβρίου 2008 έως και 31 Δεκεμβρίου 2009, αλλά ο οποίος επιβάλλεται στα αντίστοιχα ή ανταγωνιστικά μεταχειρισμένα αυτοκίνητα οχήματα προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, τα οποία ταξινομήθηκαν πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 2008, καθόσον ο εν λόγω φόρος μπορεί να συνιστά εσωτερική φορολογική επιβάρυνση επί αγαθών προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη, η οποία να εισάγει έμμεση διάκριση σε σχέση με τη φορολογία των εγχώριων προϊόντων, με σκοπό την προστασία της εγχώριας παραγωγής καινούριων αυτοκινήτων οχημάτων; |
|
2) |
Έχει το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 90 ΕΚ), πρώτο εδάφιο, την έννοια ότι απαγορεύει τη θέσπιση από κράτος μέλος φόρου που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φόρου λόγω ρυπάνσεως τον οποίο προβλέπει η επείγουσα κυβερνητική απόφαση 50/2008, όπως τροποποιήθηκε με την επείγουσα κυβερνητική απόφαση 218/2008, και από τον οποίο απαλλάσσονται τα αυτοκίνητα οχήματα κατηγορίας M1 με κυλινδρισμό μη υπερβαίνοντα τα 2 000 cc τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4, καθώς και όλα τα αυτοκίνητα οχήματα της κατηγορίας N1 τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4 και ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά στη Ρουμανία ή σε άλλο κράτος μέλος κατά το χρονικό διάστημα από 15 Δεκεμβρίου 2008 έως και 31 Δεκεμβρίου 2009, ενώ ο φόρος αυτός επιβάλλεται στα αυτοκίνητα οχήματα με τεχνικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα προαναφερθέντα που ταξινομήθηκαν την ίδια περίοδο σε άλλα κράτη μέλη, καθόσον ο εν λόγω φόρος μπορεί να συνιστά εσωτερική φορολογική επιβάρυνση επί αγαθών προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη, η οποία να εισάγει έμμεση διάκριση σε σχέση με τη φορολογία των εγχώριων προϊόντων, με σκοπό την προστασία της εγχώριας παραγωγής καινούριων αυτοκινήτων οχημάτων; |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/7 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Curtea de Apel Craiova (Ρουμανία) στις 6 Ιουλίου 2010 — Administrația Finanțelor Publice a Municipiului Târgu Jiu, Administrația Fondului Pentru pentru Mediu κατά Victor Vinel Ijac
(Υπόθεση C-336/10)
()
2010/C 274/11
Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική
Αιτούν δικαστήριο
Curtea de Apel Craiova
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείοντες: Administrația Finanțelor Publice a Municipiului Târgu Jiu, Administrația Fondului Pentru pentru Mediu
Εφεσίβλητος: Victor Vinel Ijac
Προδικαστικό ερώτημα
Έχει το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 90 ΣΕΚ), πρώτο εδάφιο, την έννοια ότι απαγορεύει τη θέσπιση από κράτος μέλος φόρου που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φόρου λόγω ρυπάνσεως τον οποίο προβλέπει η επείγουσα κυβερνητική απόφαση 50/2008, που θέτει ως προϋπόθεση για την ταξινόμηση στη Ρουμανία των εισαγομένων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που έχουν ταξινομηθεί προηγουμένως σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως την καταβολή του φόρου λόγω ρυπάνσεως, ενώ ο φόρος δεν επιβάλλεται κατά την πώληση και συνεπώς τη νέα ταξινόμηση των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που είναι ταξινομημένα στη Ρουμανία, καθόσον ο εν λόγω φόρος μπορεί να συνιστά εσωτερική φορολογική επιβάρυνση επί αγαθών προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη, η οποία να εισάγει έμμεση διάκριση σε σχέση με τη φορολογία των εγχώριων προϊόντων;
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/8 |
Αναίρεση που άσκησε στις 8 Ιουλίου 2010 η Freixenet, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 27 Απριλίου 2010, στην υπόθεση T-109/08, Freixenet, SA κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση C-344/10 P)
()
2010/C 274/12
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Freixenet, SA (εκπρόσωποι: F. de Visscher, E. Cornu και D. Moreau, δικηγόροι)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
H αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 27ης Απριλίου 2010, και να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 30ής Οκτωβρίου 2007, καθώς και να αποφασίσει ότι η αριθ. 32 532 αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις δημοσιεύσεως κατά το άρθρο 40 του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 39 του κανονισμού 207/2009]· |
|
— |
επικουρικώς, να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 27ης Απριλίου 2010· |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως προς στήριξη της αιτήσεώς της.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, επικαλείται κατ’ ουσίαν παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, των άρθρων 73 (δεύτερη περίοδος) και 38 (παράγραφος 3) του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (1) [νυν άρθρων 75 (δεύτερη περίοδος) και 37 (παράγραφος 3) του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (2)].
Το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως αφορά τη μη τήρηση του κανόνα περί κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας. Κατά την αναιρεσείουσα, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη σε νέα εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση από τη νυν αναιρεσείουσα χωρίς να της επιτρέψει να υποβάλει παρατηρήσεις επί της νέας αυτής εκτιμήσεως. Συναφώς, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου δικαιολόγηση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών είναι ανακριβής και ανεπαρκής από απόψεως της αρχής της δικονομικής εντιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει επίσης στην αρχή των δικαιωμάτων άμυνας και στην αρχή της δικονομικής εντιμότητας, καθόσον με αυτήν κρίθηκε ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να κοινοποιήσει στη νυν αναιρεσείουσα σειρά πραγματικών στοιχείων, επισημαίνοντας ότι προτίθεται να στηρίξει την απορριπτική απόφασή του στα στοιχεία αυτά και, εν συνεχεία, κατόπιν της λήψεως των γραπτών παρατηρήσεων της αναιρεσείουσας, να αποφασίσει να τα απορρίψει τουλάχιστον εν μέρει και να στηρίξει την απόφασή του σε διαφορετική εκτίμηση, από απόψεως πραγματικών στοιχείων και από εννοιολογικής απόψεως, χωρίς να παράσχει στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να υποβάλει οποιαδήποτε παρατήρηση.
Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται κυρίως ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν δυνατόν να κρίνει ως επαρκώς αιτιολογημένη την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', η οποία δεν διευκρινίζει καθόλου ποιά ήταν τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε, ούτε να κρίνει ότι η παραπομπή σε αποδεικτικά στοιχεία θα ήταν περιττή διότι το πρώτο τμήμα προσφυγών φέρεται να στηρίχθηκε σε «συμπεράσματα τα οποία συνάγονται από την εμπειρία στην πράξη». Επιπλέον, η αβεβαιότητα ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν το ΓΕΕΑ και το Γενικό Δικαστήριο θίγουν τόσο τα δικαιώματα άμυνας όσο και την απαίτηση περί αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 73 του προπαρατεθέντος κανονισμού 40/94.
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του εν λόγω κανονισμού 40/94. Μολονότι η αναιρεσείουσα απέδειξε βάσει στοιχείων ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αποτελείται από συνδυασμό ιδιαιτέρως χαρακτηριστικών στοιχείων, τα οποία το διακρίνουν ουσιωδώς από άλλα εντός της αγοράς, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε μόνον τις αόριστες και γενικές αντιρρήσεις του ΓΕΕΑ, προκειμένου να μη δεχθεί ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα. Το Γενικό Δικαστήριο εφήρμοσε αυστηρότερα κριτήρια ως προς την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος απ’ ό,τι στην περίπτωση άλλων παραδοσιακότερων σημάτων. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στον κανόνα της συγκεκριμένης εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα σήματος. Αφετέρου, κρίνοντας ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι καταναλωτές δεν εκλαμβάνουν την πρωτότυπη όψη του σήματος ως χρήσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της προελεύσεως του οικείου αφρώδους οίνου, αλλά προτιμούν να συμβουλεύονται την ετικέτα, το Γενικό Δικαστήριο αποκλείει την προστασία της μορφής παρουσιάσεως της συσκευασίας προϊόντος, μολονότι η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 4 του προπαρατεθέντος κανονισμού.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα εταιρία προβάλλει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θέτει την απαίτηση το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα δια της χρήσεως εντός εκάστου των κρατών μελών της Ενώσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να αναγνωρίσει την εδραίωση διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσεως σε σημαντικό ποσοστό του ενδιαφερομένου κοινού, μολονότι ταυτόχρονα δέχεται ότι το σήμα της αναιρεσείουσας έχει αποκτήσει τον χαρακτήρα αυτό τουλάχιστον στην ισπανική επικράτεια, θέτει υπερβολικά αυστηρό και ανακριβή κανόνα από απόψεως του προπαρατεθέντος κανονισμού.
(2) ΕΕ L 78, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/9 |
Αναίρεση που άσκησε στις 8 Ιουλίου 2010 η Freixenet, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 27 Απριλίου 2010, στην υπόθεση T-110/08, Freixenet κατά ΓΕΕΑ
(Υπόθεση C-345/10 P)
()
2010/C 274/13
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Freixenet, SA (εκπρόσωποι: F. de Visscher, E. Cornu και D. Moreau, δικηγόροι)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 27ης Απριλίου 2010, και να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 20ής Νοεμβρίου 2007, καθώς και να αποφασίσει ότι η αριθ. 32 540 αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις δημοσιεύσεως κατά το άρθρο 40 του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 39 του κανονισμού 207/2009]· |
|
— |
επικουρικώς, να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 27ης Απριλίου 2010· |
|
— |
εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως προς στήριξη της αιτήσεώς της.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, επικαλείται κατ’ ουσίαν παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, των άρθρων 73 (δεύτερη περίοδος) και 38 (παράγραφος 3) του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (1) [νυν άρθρων 75 (δεύτερη περίοδος) και 37 (παράγραφος 3) του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (2)].
Το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως αφορά τη μη τήρηση του κανόνα περί κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας. Κατά την αναιρεσείουσα, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη σε νέα εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση από τη νυν αναιρεσείουσα χωρίς να της επιτρέψει να υποβάλει παρατηρήσεις επί της νέας αυτής εκτιμήσεως. Συναφώς, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου δικαιολόγηση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών είναι ανακριβής και ανεπαρκής από απόψεως της αρχής της δικονομικής εντιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει επίσης στην αρχή των δικαιωμάτων άμυνας και στην αρχή της δικονομικής εντιμότητας, καθόσον με αυτήν κρίθηκε ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να κοινοποιήσει στη νυν αναιρεσείουσα σειρά πραγματικών στοιχείων, επισημαίνοντας ότι προτίθεται να στηρίξει την απορριπτική απόφασή του στα στοιχεία αυτά και, εν συνεχεία, κατόπιν της λήψεως των γραπτών παρατηρήσεων της αναιρεσείουσας, να αποφασίσει να τα απορρίψει τουλάχιστον εν μέρει και να στηρίξει την απόφασή του σε διαφορετική εκτίμηση, από απόψεως πραγματικών στοιχείων και από εννοιολογικής απόψεως, χωρίς να παράσχει στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να υποβάλει οποιαδήποτε παρατήρηση.
Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται κυρίως ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν δυνατόν να κρίνει ως επαρκώς αιτιολογημένη την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', η οποία δεν διευκρινίζει καθόλου ποιά ήταν τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε, ούτε να κρίνει ότι η παραπομπή σε αποδεικτικά στοιχεία θα ήταν περιττή διότι το πρώτο τμήμα προσφυγών φέρεται να στηρίχθηκε σε «συμπεράσματα τα οποία συνάγονται από την εμπειρία στην πράξη». Επιπλέον, η αβεβαιότητα ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν το ΓΕΕΑ και το Γενικό Δικαστήριο θίγουν τόσο τα δικαιώματα άμυνας όσο και την απαίτηση περί αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 73 του προπαρατεθέντος κανονισμού 40/94.
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του εν λόγω κανονισμού 40/94. Μολονότι η αναιρεσείουσα απέδειξε βάσει στοιχείων ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αποτελείται από συνδυασμό ιδιαιτέρως χαρακτηριστικών στοιχείων, τα οποίο το διακρίνουν ουσιωδώς από άλλα εντός της αγοράς, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε μόνον τις αόριστες και γενικές αντιρρήσεις του ΓΕΕΑ, προκειμένου να μη δεχθεί ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα. Το Γενικό Δικαστήριο εφήρμοσε αυστηρότερα κριτήρια ως προς την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος απ’ ό,τι στην περίπτωση άλλων παραδοσιακότερων σημάτων. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στον κανόνα της συγκεκριμένης εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα σήματος. Αφετέρου, κρίνοντας ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι καταναλωτές δεν εκλαμβάνουν την πρωτότυπη όψη του σήματος ως χρήσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της προελεύσεως του οικείου αφρώδους οίνου, αλλά προτιμούν να συμβουλεύονται την ετικέτα, το Γενικό Δικαστήριο αποκλείει την προστασία της μορφής παρουσιάσεως της συσκευασίας προϊόντος, μολονότι η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 4 του προπαρατεθέντος κανονισμού.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα εταιρία προβάλλει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θέτει την απαίτηση το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα δια της χρήσεως εντός εκάστου των κρατών μελών της Ενώσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να αναγνωρίσει την εδραίωση διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσεως σε σημαντικό ποσοστό του ενδιαφερομένου κοινού, μολονότι ταυτόχρονα δέχεται ότι το σήμα της αναιρεσείουσας έχει αποκτήσει τον χαρακτήρα αυτό τουλάχιστον στην ισπανική επικράτεια, θέτει υπερβολικά αυστηρό και ανακριβή κανόνα από απόψεως του προπαρατεθέντος κανονισμού.
(2) ΕΕ L 78, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/10 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) στις 12 Ιουλίου 2010 — Zollamt Linz Wels
(Υπόθεση C-351/10)
()
2010/C 274/14
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Verwaltungsgerichtshof
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείον: Zollamt Linz Wels
Εφεσίβλητο: Unabhängiger Finanzsenat Außenstelle Salzburg
Συμμετέχουσα στη διαδικασία: LAKI D.O.O.E.L.
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχει το άρθρο 558, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 555, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής του ΚΤΚ) (1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 993/2001 της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2001, την έννοια ότι αθέμιτη χρήση μέσου μεταφοράς στην εσωτερική κυκλοφορία υφίσταται ήδη κατά τη φόρτωση του μέσου και την έναρξη της μεταφοράς, εάν για το επαγγελματικής χρήσεως όχημα χορηγήθηκε άδεια για την εσωτερική κυκλοφορία μεταξύ δύο κρατών μελών και η φόρτωση του μέσου πραγματοποιείται σε ένα εκ των δύο κρατών μελών, πλην όμως ο τόπος προορισμού (προβλεπόμενος τόπος εκφορτώσεως) βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από τα δύο αυτά κράτη μέλη και για το εν λόγω κράτος μέλος δεν έχει χορηγηθεί άδεια; |
|
2) |
Έχει, εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, το άρθρο 204, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 215 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (στο εξής: ΚΤΚ) (2) την έννοια ότι, στην περίπτωση αυτή, η τελωνειακή οφειλή γεννάται στο κράτος μέλος της φορτώσεως του μέσου μεταφοράς και το κράτος αυτό είναι αρμόδιο για την είσπραξη των εισαγωγικών δασμών, μολονότι κατά την εκφόρτωση και μόνον διαπιστώνεται ότι η μεταφορά πραγματοποιήθηκε σε κράτος μέλος για το οποίο δεν υφίσταται άδεια για την εσωτερική κυκλοφορία; |
|
3) |
Περαιτέρω, εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, έχει το άρθρο 61 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006 (3), σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, την έννοια ότι, στο πλαίσιο των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, η εισαγωγή πραγματοποιείται στο κράτος μέλος της φορτώσεως του μέσου μεταφοράς και το κράτος μέλος αυτό είναι αρμόδιο για την είσπραξη του φόρου προστιθέμενης αξίας κατά την εισαγωγή, μολονότι κατά την εκφόρτωση και μόνον διαπιστώνεται ότι η μεταφορά πραγματοποιήθηκε σε κράτος μέλος, για το οποίο δεν υφίσταται άδεια για την εσωτερική κυκλοφορία; |
(1) ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1.
(2) ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.
(3) EE L 347της 11.12.2006, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/11 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Βέλγιο) στις 19 Ιουλίου 2010 — SCrl Intercommunale Intermosane, ASBL Fédération de l’industrie et du Gaz (Synergrid) κατά Βελγικού Δημοσίου
(Υπόθεση C-361/10)
()
2010/C 274/15
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Conseil d’État
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αιτούσες: SCrl Intercommunale Intermosane, ASBL Fédération de l’industrie et du Gaz (Synergrid)
Καθού: Βελγικό Δημόσιο
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Συνιστούν εθνικά πρότυπα, όπως αυτά που καθιερώνουν τα άρθρα 8 έως 13 του προσβαλλόμενου βασιλικού διατάγματος της 2ας Ιουνίου 2008, περί ελάχιστων προδιαγραφών για την ασφάλεια ορισμένων παλαιών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων σε χώρους εργασίας, με τα οποία καθορίζονται απαιτήσεις ως προς την κατασκευή ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, την παραγωγή ηλεκτρολογικού υλικού και τα χαρακτηριστικά του εν λόγω υλικού σε σχέση με την ασφάλεια των εργαζομένων, τεχνικούς κανόνες υπό την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (1) και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, τα σχέδια των οποίων πρέπει να κοινοποιούνται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας; |
|
2) |
Συνιστούν εθνικά πρότυπα, όπως αυτά που καθιερώνουν τα άρθρα 8 έως 13 του ως άνω βασιλικού διατάγματος της 2ας Ιουνίου 2008, μέτρα υπό την έννοια του άρθρου 1, in fine, της προμνησθείσας οδηγίας 98/34/ΕΚ, τα οποία κρίνονται αναγκαία από τα κράτη μέλη για τη διασφάλιση της προστασίας του κοινού, και ιδιαίτερα των εργαζομένων, κατά τη χρήση προϊόντων, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν επηρεάζουν τα προϊόντα; |
(1) EE L 204, σ. 37.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/11 |
Προσφυγή της 27ης Ιουλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας
(Υπόθεση C-375/10)
()
2010/C 274/16
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Braun και E. Adsera Ribera)
Καθού: Βασίλειο της Ισπανίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να θεσπίσει εμπροθέσμως τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2007/36/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών, ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής. |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2007/36/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 3 Αυγούστου 2009.
(1) EE L 184, σ. 17.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/12 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunalul Dolj (Ρουμανία) στις 26 Ιουλίου 2010 — Adrian Băilă κατά Administrația Finanțelor Publice a Municipiului Craiova, Administrația Fondului pentru Mediu
(Υπόθεση C-377/10)
()
2010/C 274/17
Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική
Αιτούν δικαστήριο
Tribunalul Dolj
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγων: Adrian Băilă
Καθών: Administrația Finanțelor Publice a Municipiului Craiova, Administrația Fondului pentru Mediu
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Έχει το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 90 ΕΚ), πρώτο εδάφιο, την έννοια ότι απαγορεύει τη θέσπιση από κράτος μέλος φόρου που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φόρου λόγω ρυπάνσεως τον οποίο προβλέπει η επείγουσα κυβερνητική απόφαση 50/2008, όπως τροποποιήθηκε με την επείγουσα κυβερνητική απόφαση 218/2008, και από τον οποίο απαλλάσσονται τα αυτοκίνητα οχήματα κατηγορίας M1 με κυλινδρισμό μη υπερβαίνοντα τα 2 000 cc τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4, καθώς και όλα τα αυτοκίνητα οχήματα της κατηγορίας N1 τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4 και ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά στη Ρουμανία ή σε άλλο κράτος μέλος κατά το χρονικό διάστημα από 15 Δεκεμβρίου 2008 έως και 31 Δεκεμβρίου 2009, αλλά ο οποίος επιβάλλεται στα αντίστοιχα ή ανταγωνιστικά μεταχειρισμένα αυτοκίνητα οχήματα προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, τα οποία ταξινομήθηκαν πριν από τις 15 Δεκεμβρίου 2008, καθόσον ο εν λόγω φόρος μπορεί να συνιστά εσωτερική φορολογική επιβάρυνση επί αγαθών προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη, η οποία να εισάγει έμμεση διάκριση σε σχέση με τη φορολογία των εγχώριων προϊόντων, με σκοπό την προστασία της εγχώριας παραγωγής καινούριων αυτοκινήτων οχημάτων; |
|
2) |
Έχει το άρθρο 110 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 90 ΕΚ), πρώτο εδάφιο, την έννοια ότι απαγορεύει τη θέσπιση από κράτος μέλος φόρου που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φόρου λόγω ρυπάνσεως τον οποίο προβλέπει η επείγουσα κυβερνητική απόφαση 50/2008, όπως τροποποιήθηκε με την επείγουσα κυβερνητική απόφαση 218/2008, και από τον οποίο απαλλάσσονται τα αυτοκίνητα οχήματα κατηγορίας M1 με κυλινδρισμό μη υπερβαίνοντα τα 2 000 cc τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4, καθώς και όλα τα αυτοκίνητα οχήματα της κατηγορίας N1 τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία ρυπάνσεως Euro 4 και ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά στη Ρουμανία ή σε άλλο κράτος μέλος κατά το χρονικό διάστημα από 15 Δεκεμβρίου 2008 έως και 31 Δεκεμβρίου 2009, ενώ ο φόρος αυτός επιβάλλεται στα αυτοκίνητα οχήματα με τεχνικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα προαναφερθέντα που ταξινομήθηκαν την ίδια περίοδο σε άλλα κράτη μέλη, καθόσον ο εν λόγω φόρος μπορεί να συνιστά εσωτερική φορολογική επιβάρυνση επί αγαθών προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη, η οποία να εισάγει έμμεση διάκριση σε σχέση με τη φορολογία των εγχώριων προϊόντων, με σκοπό την προστασία της εγχώριας παραγωγής καινούριων αυτοκινήτων οχημάτων; |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/12 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Unabhängiger Verwaltungssenat Wien στις 29 Ιουλίου 2010 — Astrid Preissl KEG
(Υπόθεση C-381/10)
()
2010/C 274/18
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Unabhängiger Verwaltungssenat Wien
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείουσα: Astrid Preissl KEG
Εφεσίβλητος: Landeshauptmann von Wien.
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Πρέπει η απαίτηση του παραρτήματος ΙΙ, κεφαλαίου Ι, σημείου 4, του κανονισμού 852/2004 (1), κατά την οποία «πρέπει να υπάρχει επαρκής αριθμός νιπτήρων […] προοριζόμενων ειδικά για το πλύσιμο των χεριών […] οι [οποίοι] […] πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με ζεστό και κρύο τρεχούμενο νερό», να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο χρησιμοποιούμενος στην απόδοση στη γερμανική γλώσσα όρος «νιπτήρες προοριζόμενοι ειδικά για το πλύσιμο των χεριών» (Handwaschbecken) περιλαμβάνει κάθε είδους νιπτήρα (εφοδιασμένο με παροχή ζεστού νερού) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το πλύσιμο των χεριών, ή μήπως υπό τον όρο «νιπτήρες προοριζόμενοι ειδικά για το πλύσιμο των χεριών» νοείται απλώς και μόνον ο νιπτήρας εκείνος, ο οποίος χρησιμεύει αποκλειστικώς για το πλύσιμο των χεριών; |
|
2) |
Βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να διαπιστώνεται εάν πληρούται η οριζόμενη στο παράρτημα ΙΙ, κεφάλαιο Ι, σημείο 4, του κανονισμού (ΕΚ) 852/2004 απαίτηση υγιεινής, όπως αυτή αποτυπώνεται στη φράση «πρέπει να είναι εφοδιασμένοι […] με υλικά για τον καθαρισμό των χεριών και το υγιεινό τους στέγνωμα»; Θα μπορούσε να ερμηνευθεί ο εν λόγω ορισμός του παραρτήματος υπό την έννοια ότι μία συσκευή για το στέγνωμα των χεριών ή μία βρύση πληροί τις προδιαγραφές υγιεινής του παραρτήματος ΙΙ, κεφαλαίου Ι, σημείου 4, του κανονισμού (ΕΚ) 852/2004, μόνον εφόσον η εν λόγω συσκευή ή η εν λόγω βρύση μπορεί να τεθεί σε λειτουργία αυτομάτως, χωρίς να απαιτείται η αφή της; |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων, ΕΕ L 139, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/13 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Unabhängiger Verwaltungssenat Wien (Αυστρία) στις 29 Ιουλίου 2010 — Erich Albrecht, Thomas Neumann, Van-Ly Sundara, Alexander Svoboda, Stefan Toth
(Υπόθεση C-382/10)
()
2010/C 274/19
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Unabhängiger Verwaltungssenat Wien
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείοντες: Erich Albrecht, Thomas Neumann, Van-Ly Sundara, Alexander Svoboda, Stefan Toth
Εφεσίβλητος: Landeshauptmann von Wien
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να ελέγχεται εάν ένα τρόφιμο έχει καταστεί ακατάλληλο προς ανθρώπινη κατανάλωση κατά την έννοια του παραρτήματος II, κεφάλαιο IX, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 852/2004 (1); Καθίσταται ένα προσφερόμενο προς πώληση τρόφιμο ακατάλληλο υπό την ανωτέρω έννοια και μόνον εκ του ότι ο υποψήφιος αγοραστής θα μπορούσε θεωρητικά να το αγγίξει ή και να φτερνιστεί επάνω σε αυτό; |
|
2) |
Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να ελέγχεται εάν ένα τρόφιμο έχει καταστεί επιβλαβές για την υγεία κατά την έννοια του παραρτήματος II, κεφάλαιο IX, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 852/2004; Καθίσταται ένα προσφερόμενο προς πώληση τρόφιμο επιβλαβές για την υγεία υπό την ανωτέρω έννοια και μόνον εκ του ότι ο υποψήφιος αγοραστής θα μπορούσε θεωρητικά να το αγγίξει ή και να φτερνιστεί επάνω σε αυτό; |
|
3) |
Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να ελέγχεται εάν ένα τρόφιμο έχει καταστεί μολυσμένο κατά τρόπο που δεν θα ήταν εύλογο να αναμένεται κατανάλωσή του στην κατάσταση αυτή, κατά την έννοια του παραρτήματος II, κεφάλαιο IX, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 852/2004; Καθίσταται ένα προσφερόμενο προς πώληση τρόφιμο μολυσμένο υπό την ανωτέρω έννοια και μόνον εκ του ότι ο υποψήφιος αγοραστής θα μπορούσε θεωρητικά να το αγγίξει ή και να φτερνιστεί επάνω σε αυτό; |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ L 139, σ. 1).
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/13 |
Προσφυγή της 30ής Ιουλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου
(Υπόθεση C-383/10)
()
2010/C 274/20
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: R. Lyal και F. Dintilhac)
Καθού: Βασίλειο του Βελγίου
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ καθεστώς που προβλέπει την εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις φορολογία των τόκων που καταβάλλουν οι μη εγκατεστημένες στην ημεδαπή τράπεζες, καθόσον εφαρμόζει φορολογική απαλλαγή των τόκων που καταβάλλουν οι βελγικές τράπεζες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις των άρθρων 56 και 63 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης ΕΚ αντιστοίχως) και από τα άρθρα 36 και 40 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. |
|
— |
να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η Επιτροπή στρέφεται κατά των επίμαχων εθνικών διατάξεων στο μέτρο που έχουν ως αποτέλεσμα να αποτρέπουν τους διαμένοντες στο Βέλγιο να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τραπεζών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι οι τόκοι που καταβάλλουν οι τράπεζες αυτές δεν μπορούν να τύχουν της φορολογικής απαλλαγής που ισχύει αποκλειστικά για τους τόκους που καταβάλλουν οι βελγικές τράπεζες.
Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή απορρίπτει ειδικότερα την επιχειρηματολογία του καθού ότι η άμεση φορολογία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και ισχυρίζεται ότι ο τομέας αυτός, έμμεσα αλλά αναγκαστικά, εμπίπτει στην αρμοδιότητα που αφορά την εσωτερική αγορά, οπότε συνιστά συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της Ένωσης και τωv κρατών μελών.
Προς απάντηση στις αντιρρήσεις που διατυπώνουν οι βελγικές αρχές, η Επιτροπή αντιτείνει, πρώτον, ότι η μη υποβολή σχετικής καταγγελίας εκ μέρους του χρηματοοικονομικού κλάδου στερείται λυσιτέλειας στο μέτρο που η προσφυγή κατά παραβάσεως είναι αντικειμενικής φύσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη καταγγελίας. Δεύτερον και τρίτον, η Επιτροπή αντικρούει, αφενός, την επιχειρηματολογία ότι τα μέτρα περί των οποίων πρόκειται δικαιολογούνται από τον επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που έγκειται στην εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, και, αφετέρου, τον ισχυρισμό ότι η επίμαχη νομοθεσία αποτελεί μέτρο κοινωνικοπολιτικής φύσεως που προστατεύει το δημόσιο συμφέρον. Τέταρτον, η προσφεύγουσα απορρίπτει τη δικαιολογία των βελγικών αρχών που συνδέεται με τη μειωμένη αποτελεσματικότητα που θα είχε η επέκταση της εν λόγω φορολογικής απαλλαγής και προβάλλει ότι η ομάδα των υποκειμένων στον φόρο στην οποία το μέτρο αυτό απευθύνεται θα μπορούσε επίσης να ενδιαφερθεί για τις υπηρεσίες τραπεζών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη. Πέμπτον, η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του καθού που αφορά τις ανισότητες που υφίστανται στην Ένωση σχετικά με την προστασία των καταναλωτών σε περίπτωση πτωχεύσεως μιας τράπεζας και υπενθυμίζει το γεγονός ότι ο τομέας αυτός αποτελεί αντικείμενο εναρμόνισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, η Επιτροπή προβάλλει το γεγονός ότι το Βέλγιο έχει τρεις επίσημες γλώσσες (την ολλανδική, τη γαλλική και τη γερμανική) και ότι δεν είναι δικαιολογημένες οι αντιρρήσεις που εκφράζονται ως προς τον κίνδυνο ανεπαρκούς πληροφόρησης οφειλόμενης στο ότι η τράπεζα που είναι εγκατεστημένη εκτός Βελγίου χρησιμοποιεί γλώσσα μη ομιλούμενη στο Βέλγιο.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/14 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Ιταλία) στις 30 Ιουλίου 2010 — Elenca srl κατά Ministero dell’Interno
(Υπόθεση C-385/10)
()
2010/C 274/21
Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική
Αιτούν δικαστήριο
Consiglio di Stato
Διάδικοι της κύριας δίκης
Προσφεύγουσα: Elenca srl
Καθού: Ministero dell’Interno [Υπουργείο Εσωτερικών]
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Συμβαδίζουν ή όχι η προσβληθείσα στην πρωτόδικη διαδικασία εγκύκλιος και οι εσωτερικές διατάξεις που μνημονεύονται σ’ αυτήν με το κοινοτικό δίκαιο και με τους ειδικώς αναφερθέντες κανόνες; Ειδικότερα, προσβάλλουν τις αρχές και τους κανόνες της οδηγίας 89/106/ΕΟΚ (1), που αφορά τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών, και η οποία ουδαμώς επιβάλλει τη σήμανση CE, αλλ’ αντιθέτως προβλέπει (άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2) ότι τα κράτη μέλη «δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία, τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση στο έδαφός τους των προϊόντων που πληρούν τις διατάξεις» της οδηγίας αυτής, εξασφαλίζουν ότι «η χρήση αυτών των προϊόντων, για το σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θα παρεμποδίζεται από κανόνες ή προϋποθέσεις που επιβάλλονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς οι οποίοι λειτουργούν ως δημόσια επιχείρηση ή ως δημόσιος οργανισμός βάσει της μονοπωλιακής τους θέσης» και επιτρέπουν «στο έδαφός τους τη διάθεση στην αγορά προϊόντων τα οποία δεν καλύπτονται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, εφόσον πληρούν εθνικές διατάξεις που είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη και εφόσον δεν ορίζουν άλλως οι ευρωπαϊκές τεχνικές προδιαγραφές που προβλέπονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ»; |
|
2) |
Παραβαίνουν, ειδικότερα, η προσβαλλομένη εγκύκλιος και οι μνημονευόμενες σ’ αυτήν εσωτερικές διατάξεις τα άρθρα 28-31 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που απαγορεύουν τους περιορισμούς επί των εισαγωγών και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, όταν η εξάρτηση της εμπορίας προϊόντος προελεύσεως άλλου κράτους της Κοινότητας, όπως στην επίδικη περίπτωση, από τεχνικό προαπαιτούμενο, ήτοι την αναγραφή του σήματος CE — αναγραφή που θα ήταν δυνατή και θεμιτή μόνον αν υφίστατο σχετικός εναρμονισμένος κανόνας — καταλήγει στην πράξη να εμποδίζει την εισαγωγή και τη διανομή του προϊόντος αυτού στην ιταλική επικράτεια, σε αντίθεση προς τις αρχές που υπαγορεύουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και του κοινοτικού δικαίου, που εγγυώνται τον ελεύθερο ανταγωνισμό, επιβάλλοντας αρχές εξασφαλίζουσες την ίση μεταχείριση χωρίς διακρίσεις, τη διαφάνεια, την αναλογικότητα και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των κάθε επιχειρήσεως; |
|
3) |
Επέβαλλε το κανονιστικό πλαίσιο που προκύπτει από το κοινοτικό δίκαιο, σκοπός του οποίου είναι η εξασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού και στον τομέα στον οποίο εντάσσεται η επίδικη διαφορά, στον εθνικό νομοθέτη και στη διοίκηση να αποφύγουν τη θέσπιση των κανονιστικών μέτρων που περιέχονται στην προαναφερθείσα εγκύκλιο και στο προαναφερθέν νδ 152/2006; |
|
4) |
Τέλος, εξασφαλίζει την προστασία του πλουραλισμού και του ανταγωνισμού στον οικείο τομέα, την οποία εγγυάται το κοινοτικό δίκαιο, μια εθνική ρύθμιση — όπως το νδ 152/2006 (και ειδικότερα το άρθρο 285 και το Μέρος II του παραρτήματος IX, σημεία 2.7 και 3.4) –που ορίζουν και επιβάλλουν τους προεκτεθέντες περιορισμούς; |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/15 |
Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα στις 3 Αυγούστου 2010 από τις KME Germany AG, πρώην KM Europa Metal AG, KME France SAS, πρώην Tréfimétaux SA, KME Italy SpA, πρώην Europa Metalli SpA, κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) που εκδόθηκε στις 19 Μαΐου 2010 στην υπόθεση T-25/05: KME Germany AG, πρώην KM Europa Metal AG, KME France SAS, πρώην Tréfimétaux SA, KME Italy SpA, πρώην Europa Metalli SpA, κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-389/10 P)
()
2010/C 274/22
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσες: KME Germany AG, πρώην KM Europa Metal AG, KME France SAS, πρώην Tréfimétaux SA, KME Italy SpA, πρώην Europa Metalli SpA (εκπροσωπούμενες από τους: M. Siragusa, avvocato, A. Winckler, avocat, G. Rizza, avvocato, T. Graf, Rechtsanwalt, M. Piergiovanni, avvocato, R. Elderkin, Barrister)
Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των αναιρεσειουσών
Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, |
|
— |
κατά το μέτρο του δυνατού να ακυρώσει μερικώς, βάσει των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο πραγματικών περιστατικών, την Απόφαση της Επιτροπής και να μειώσει το ύψος του προστίμου της ΚΜΕ, και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας και της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (στο εξής: ΓΔ) διαδικασίας, |
ή, επικουρικώς, αν το στάδιο της διαδικασίας δεν το επιτρέπει,
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση του ΓΔ, συμπεριλαμβανομένης της διατάξεως του Πρωτοδικείου που καταδικάζει την KME στα δικαστικά έξοδα, και να αναπέμψει την υπόθεση στο ΓΔ. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά του συμπεράσματος του ΓΔ ότι η Επιτροπή δεν χρειαζόταν να αποδείξει ότι οι Συμφωνίες είχαν αντίκτυπο στην αγορά. Ανεξάρτητα από το αν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποδείξεως της υπάρξεως αντικτύπου στην αγορά όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως «πολύ σοβαρής», η Επιτροπή έχει βεβαίως την υποχρέωση να αποδεικνύει και να καθορίζει ποσοτικώς τον αντίκτυπο εφόσον, όπως στην Απόφαση, προτίθεται να στηριχθεί στον πραγματικό αντίκτυπο του καρτέλ κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου που επιβάλλει σε εταιρία με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Το ΓΔ πλανήθηκε, αφενός, κρίνοντας ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι οι Συμφωνίες είχαν αντίκτυπο στην αγορά και, αφετέρου, λέγοντας ότι η Επιτροπή εδικαιούτο να αποδείξει τον αντίκτυπο στην αγορά με βάση απλές ενδείξεις. Το σφάλμα αυτό ήταν τοσούτω μάλλον σοβαρό καθόσον στην υπό κρίση υπόθεση η KME προσκόμισε αποδείξεις, και οικονομικής φύσεως, από τις οποίες προέκυπτε ότι η παράβαση συνολικά δεν είχε κανένα αντίκτυπο στην αγορά. Κρίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο και αποφασίζοντας να απορρίψει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της KME, το ΓΔ παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης και διατύπωσε ένα μη λογικό και ακατάλληλο σκεπτικό.
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν το ΓΔ διότι ενέκρινε την αναφορά που έκανε η Επιτροπή — προκειμένου να καθορίσει το μέγεθος της αγοράς που επηρεάστηκε από την παράβαση, ώστε να καθορίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως για την επιμέτρηση του προστίμου της KME — σε μια αξία αγοράς που περιελάμβανε τα εισοδήματα της αγοράς για τα ημικατεργασμένα προϊόντα (χαλκοσωλήνες υδραυλικών εγκαταστάσεων). Μόνον η αξία της αγοράς την οποία αφορούσε το καρτέλ, δηλαδή της αγοράς των υπηρεσιών μετατροπής (η οποία αντιπροσώπευε μόνο το 30-40 % της τιμής των σωλήνων) θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη. Απορρίπτοντας τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε με την προσφυγή της η KME, το ΓΔ παραβίασε τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως και διατύπωσε ακατάλληλο σκεπτικό.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν το ΓΔ διότι απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τις κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή προστίμων του 2008 και παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, επιβάλλοντας τη μέγιστη ποσοστιαία αύξηση στο αρχικό ποσό του προστίμου της KME με βάση τη διάρκεια, παρά τη διαπίστωσή της ότι επί τρία έτη το καρτέλ ήταν ανενεργό και δεν παρήγε κανένα επιζήμιο αποτέλεσμα. Κατά τις αναιρεσείουσες, το ΓΔ παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης και διατύπωσε ένα ασαφές, μη λογικό και ακατάλληλο σκεπτικό για την επικύρωση του σχετικού τμήματος της Αποφάσεως.
Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν το ΓΔ διότι απέρριψε τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως και επικύρωσε τα σχετικά τμήματα της Αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή — κατά παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών για την επιβολή προστίμων και των αρχών της επιείκειας και της ίσης μεταχειρίσεως — αρνήθηκε να παράσχει στην KME μείωση του προστίμου λόγω της εφαρμογής διαφόρων ελαφρυντικών παραγόντων. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, ειδικότερα, ότι το ΓΔ: 1) εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο κατά την εκτίμηση του αν η KME εδικαιούτο να τύχει μειώσεως του προστίμου λόγω του ότι είχε περιορισμένα μόνο εφαρμόσει τις Συμφωνίες, 2) έσφαλε απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της KME ότι το πρόστιμό της θα έπρεπε να είχε μειωθεί λόγω της κρίσης στη βιομηχανία των χαλκοσωλήνων υδραυλικών εγκαταστάσεων και 3) δεν ακύρωσε την παράνομη άρνηση της Επιτροπής να μειώσει το πρόστιμο λόγω της συνεργασίας της KME, πέραν του πλαισίου της ανακοινώσεως του 1996 περί της συνεργασίας, σε σχέση με τις ευρύτερες ευρωπαϊκές συμφωνίες, με το αιτιολογικό ότι η Outokumpu ήταν η πρώτη εταιρία που παρέσχε στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τη συνολική διάρκεια αυτών των συμφωνιών.
Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν το ΓΔ διότι απέρριψε τον έβδομο λόγο ακυρώσεως και επικύρωσε την άρνηση της Επιτροπής να παράσχει στην KME μείωση του προστίμου λόγω της αδυναμίας της να το πληρώσει. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το ΓΔ πλανήθηκε περί το δίκαιο ερμηνεύοντας το κριτήριο του σημείου 5, στοιχείο β', των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη μείωση του προστίμου που πρέπει να παρέχεται λόγω αδυναμίας πληρωμής, καθώς και γιατί παρέλειψε να ακυρώσει την παράνομη ενέχουσα διακρίσεις μεταχείριση που η Επιτροπή επεφύλαξε στην KME συγκρινόμενη με την μεταχείριση της SGL Carbon στις υποθέσεις «Ειδικός γραφίτης» και «Ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές προϊόντων γραφίτη και άνθρακα». Το ΓΔ διατύπωσε επίσης μη λογικό και ακατάλληλο σκεπτικό για την απόρριψη των ισχυρισμών της KME.
Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το ΓΔ παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης και προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα των αναιρεσειουσών για πλήρη και αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, παραλείποντας να εξετάσει ενδελεχώς και λεπτομερώς τα επιχειρήματα της KME και επιδεικνύοντας προκατειλημμένο σεβασμό έναντι της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/16 |
Προσφυγή της 3ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου
(Υπόθεση C-390/10)
()
2010/C 274/23
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Braun και L. de Schietere de Lophem)
Καθού: Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να διαπιστώσει ότι μη θεσπίζοντας όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (1) ή, σε κάθε περίπτωση, μη διαβιβάζοντας αυτές στην Επιτροπή, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή· |
|
— |
να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2007/36/ΕΚ έληξε στις 3 Αυγούστου 2009. Κατά την ημερομηνία ασκήσεως της παρούσας προσφυγής το καθού δεν είχε, όμως, λάβει ακόμα όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή.
(1) ΕΕ L 184, σ. 17.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/16 |
Προσφυγή της 3ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου
(Υπόθεση C-391/10)
()
2010/C 274/24
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Braun και L. de Schietere de Lophem)
Καθού: Βασίλειο του Βελγίου
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να διαπιστώσει ότι μη θεσπίζοντας όλες τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2007/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων από μετόχους εισηγμένων εταιρειών (1) ή, σε κάθε περίπτωση, μη διαβιβάζοντας αυτές στην Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή· |
|
— |
να καταδικάσει Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2007/36/ΕΚ έληξε στις 3 Αυγούστου 2009. Κατά την ημερομηνία ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, το καθού δεν είχε, όμως, λάβει ακόμα όλα τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή.
(1) ΕΕ L 184, σ. 17.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/17 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Court of the United Kingdom στις 4 Αυγούστου 2010 — Dermod Patrick O'Brien κατά Ministry of Justice (Formerly the Department for Constitutional Affairs)
(Υπόθεση C-393/10)
()
2010/C 274/25
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Αιτούν δικαστήριο
Supreme Court of the United Kingdom
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείων: Dermod Patrick O'Brien
Αναιρεσίβλητα: Ministry of Justice (Formerly the Department for Constitutional Affairs)
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Το ζήτημα αν οι δικαστές εν γένει είναι «εργαζόμενοι που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας» κατά την έννοια της ρήτρας 2.1 της συμφωνίας πλαισίου κρίνεται κατά το εθνικό δίκαιο ή βάσει κοινοτικού κανόνα; |
|
2) |
Αν οι δικαστές εν γένει είναι «εργαζόμενοι που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας» κατά την έννοια της ρήτρας 2.1 της συμφωνίας πλαισίου, επιτρέπεται στο εθνικό δίκαιο να διακρίνει: α) μεταξύ δικαστών πλήρους και δικαστών μερικής απασχόλησης ή β) μεταξύ διαφόρων κατηγοριών δικαστών μερικής απασχόλησης, ως προς το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως; |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/17 |
Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου
(Υπόθεση C-394/10)
()
2010/C 274/26
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: R. Troosters και J. Sénéchal)
Καθού: Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι το Λουξεμβούργο, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (1), ή, εν πάση περιπτώσει, μη κοινοποιώντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής, |
|
— |
να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2006/24/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 15 Σεπτεμβρίου 2007. Κατά την ημερομηνία άσκησης της παρούσας προσφυγής όμως, το καθού δεν είχε θεσπίσει ακόμη όλα τα αναγκαία μέτρα για να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή.
(1) EE L 105 σ. 54.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/18 |
Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-395/10)
()
2010/C 274/27
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Alcover San Pedro και V. Peere)
Καθής: Γαλλική Δημοκρατία
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Γαλλία, παραλείποντας να θεσπίσει εμπροθέσμως τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (1), ή εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή· |
|
— |
να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2007/2/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 14 Μαΐου 2009. Επομένως, κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, η καθής δεν είχε ακόμη λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας ή, πάντως, δεν πληροφόρησε σχετικώς την Επιτροπή.
(1) EE L 108, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/18 |
Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου
(Υπόθεση C-396/10)
()
2010/C 274/28
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Alcover San Pedro και V. Peere)
Καθού: Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργο
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι το Λουξεμβούργο, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (1), ή, εν πάση περιπτώσει, μη κοινοποιώντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή, |
|
— |
να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2007/2/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 14 Μαΐου 2009. Κατά την ημερομηνία άσκησης της παρούσας προσφυγής όμως, το καθού δεν είχε θεσπίσει ακόμη όλα τα αναγκαία μέτρα για να μεταφέρει την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο ή, εν πάση περιπτώσει, δεν τα είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή.
(1) ΕΕ L 108, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/19 |
Προσφυγή της 5ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας
(Υπόθεση C-398/10)
()
2010/C 274/29
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Μ. Καρανάσου- Αποστολοπούλου και A. Alcover San Pedro)
Καθής: Ελληνική Δημοκρατία
Αιτήματα:
|
— |
Να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2007 για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Inspire) ή εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας αυτής. |
|
— |
να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για την μεταφορά της οδηγίας 2007/2/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 15 Μαΐου 2009.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/19 |
Αναίρεση που άσκησε στις 10 Αυγούστου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 9 Ιουνίου 2010 στην υπόθεση T-237/05, Éditions Odile Jacob SAS κατά Επιτροπής
(Υπόθεση C-404/10 P)
()
2010/C 274/30
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: B. Smulders, O. Beynet, και P. Costa de Oliveira)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Éditions Odile Jacob SAS, Lagardère SCA
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 2010 στην υπόθεση T-237/05, Éditions Odile Jacob SAS κατά Επιτροπής, καθόσον αυτή ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που αφορούσαν διαδικασία ελέγχου πράξεων συγκεντρώσεως επιχειρήσεων αριθ. COMP/M.2978· |
|
— |
να απορρίψει την προσφυγή περί ακυρώσεως της αναιρεσίβλητης που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να αποφανθεί οριστικώς επί των ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αναιρέσεως· |
|
— |
να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή τόσον πρωτοδίκως όσον και λόγω της παρούσας αναιρέσεως. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 (1) μη λαμβάνοντας υπόψη, για την ερμηνεία των εξαιρέσεων του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα, τις διατάξεις του κανονισμού 4064/89 (2) του Συμβουλίου σχετικά με τις συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων. Πράγματι, οι γενικοί κανόνες που αφορούν τα δικαιώματα προσβάσεως πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των διαδικασιών στον τομέα του ανταγωνισμού και τις εγγυήσεις του απορρήτου που παρέχονται στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε συγκέντρωση επιχειρήσεων.
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεώς της, ο οποίος έχει πέντε σκέλη, η Επιτροπή προβάλλει την εσφαλμένη, εκ μέρους του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου), ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του προπαρατεθέντος κανονισμού 1049/2001, κατά το μέτρο που αυτό έκρινε ότι η αναιρεσείουσα είχε υποχρέωση να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε εγγράφου το οποίο αφορούσε αίτηση προσβάσεως, ακόμη και στις περιπτώσεις που προδήλως καλύπτονται από εξαίρεση (πρώτο σκέλος). Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης τη συσταλτική εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία της εξαιρέσεως που αφορά την προστασία των σκοπών επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, ερμηνεία κατά την οποία η εν λόγω εξαίρεση δεν μπορεί να εφαρμόζεται μετά την έκδοση εκ μέρους της Επιτροπής της αποφάσεώς της περί περατώσεως της διοικητικής διαδικασίας ελέγχου συγκεντρώσεως (δεύτερο σκέλος). Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται εξάλλου ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο απαιτώντας, αφενός, να διεξαχθεί από την Επιτροπή συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων, με περιγραφή κάθε περιεχομένου και, αφετέρου, απαιτώντας τη διαβούλευση τρίτων, παρά τον πρόδηλο χαρακτήρα της εφαρμογής της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων (τρίτο σκέλος). Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη καθόσον ακύρωσε την απόφασή της περί αρνήσεως της προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα, ενώ τα εν λόγω έγγραφα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως «διαδικασία λύσεως αποφάσεως» που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο (τέταρτο σκέλος). Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει την εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 6, του προπαρατεθέντος κανονισμού (πέμπτο σκέλος).
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (EE L 145, σ. 43).
(2) Κανονισμός 4064/89, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 395, σ. 1).
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/20 |
Προσφυγή της 16ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Εσθονίας
(Υπόθεση C-407/10)
()
2010/C 274/31
Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Sipos και E. Randvere)
Καθής: Δημοκρατία της Εσθονίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Εσθονίας δεν κοινοποίησε τις αναγκαίες διατάξεις για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2007/47/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τροποποίηση της οδηγίας 90/385/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα, της οδηγίας 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα και της οδηγίας 98/8/ΕΚ για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά· |
|
— |
να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Εσθονίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 21 Δεκεμβρίου 2008.
(1) EE L 247, σ. 21.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/20 |
Προσφυγή της 16ης Αυγούστου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Εσθονίας
(Υπόθεση C-408/10)
()
2010/C 274/32
Γλώσσα διαδικασίας: η εσθονική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: A. Sipos και E. Randvere)
Καθής: Δημοκρατία της Εσθονίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Εσθονίας δεν κοινοποίησε τις αναγκαίες διατάξεις για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2008/13/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, σχετικά με την κατάργηση της οδηγίας 84/539/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ηλεκτρολογικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στην κτηνιατρική· |
|
— |
να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Εσθονίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2008.
(1) EE L 76, σ. 41.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/21 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) στις 16 Αυγούστου 2010 — Hauptzollamt Hamburg-Hafen κατά Afasia Knits Deutschland GmbH
(Υπόθεση C-409/10)
()
2010/C 274/33
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Αιτούν δικαστήριο
Bundesfinanzhof
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Αναιρεσείον: Hauptzollamt Hamburg-Hafen
Αναιρεσίβλητη: Afasia Knits Deutschland GmbH
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Συνάδει προς το άρθρο 32 του πρωτοκόλλου 1, σχετικά με τον ορισμό της έννοιας «προϊόντα καταγωγής» ή «καταγόμενα προϊόντα» και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας, της Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), αφετέρου, το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει κατ’ ουσίαν η ίδια στον εκ των υστέρων έλεγχο χορηγηθέντων πιστοποιητικών καταγωγής στη χώρα εξαγωγής, έστω και με τη στήριξη των εκεί αρχών, και μπορεί να γίνει συναφώς λόγος για αποτέλεσμα ελέγχου υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, εάν τα ληφθέντα με τον τρόπο αυτόν αποτελέσματα του ελέγχου της Επιτροπής καταχωρίστηκαν σε πρωτόκολλο, το οποίο συνυπογράφεται από εκπρόσωπο της Κυβερνήσεως της χώρας εξαγωγής; |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
|
2) |
Σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία πιστοποιητικά παροχής προτιμησιακού καθεστώτος που χορηγήθηκαν εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος από τη χώρα εξαγωγής ακυρώθηκαν, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί η καταγωγή του προϊόντος επί τη βάσει του εκ των υστέρων διεξαχθέντος ελέγχου, πλην όμως δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί ότι κάποια από τα εξαχθέντα προϊόντα πληρούσαν τις προϋποθέσεις καταγωγής, μπορεί ο οφειλέτης δασμών, στηριζόμενος στο άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β', εδάφια 2 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (2), να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ισχυριζόμενος ότι τα προσκομισθέντα στην περίπτωσή του πιστοποιητικά που αποσκοπούν στην προτιμησιακή μεταχείριση ήσαν πιθανώς ακριβή και, επομένως, στηρίζονταν σε ακριβή έκθεση των πραγματικών στοιχείων εκ μέρους του εξαγωγέα; |
(1) 2000/483/ΕΚ: Συμφωνία εταιρικής σχέσης μεταξύ των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, η οποία υπογράφηκε στο Κοτονού στις 23 Ιουνίου 2000 (ΕΕ L 317, σ. 3).
(2) ΕΕ L 302, σ. 1.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/21 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Court of Appeal of England and Wales (Civil Division) στις 18 Αυγούστου 2010 — NS κατά Secretary of State for the Home Department
(Υπόθεση C-411/10)
()
2010/C 274/34
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Αιτούν δικαστήριο
Court of Appeal of England and Wales (Civil Division)
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Εφεσείων: NS.
Εφεσίβλητος: Secretary of State for the Home Department
Προδικαστικά ερωτήματα
|
1) |
Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τους σκοπούς του άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή του άρθρου 51 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτη), απόφαση κράτους μέλους, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 343/2003 (1) του Συμβουλίου (στο εξής: κανονισμού), σχετικά με την εξέταση αιτήσεως χορηγήσεως ασύλου η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου III του κανονισμού; |
Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική:
|
2) |
Τηρεί την υποχρέωσή του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 1, 4, 18, 19, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη) κράτος μέλος το οποίο απελαύνει αιτούντα άσυλο στο κράτος μέλος που ορίζεται, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού, ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού (στο εξής: υπεύθυνο κράτος μέλος), ανεξάρτητα από την κατάσταση που επικρατεί στο υπεύθυνο κράτος μέλος; |
|
3) |
Ειδικότερα, συμβιβάζεται με την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το να θεωρείται ως αμάχητο τεκμήριο ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος (i) σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αντλεί ο αιτών από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή (ii) τηρεί τις ελάχιστες προδιαγραφές που επιβάλλουν οι οδηγίες 2003/9/ΕΚ (2) (οδηγία περί υποδοχής), 2004/83/ΕΚ (3) (οδηγία περί αναγνωρίσεως) και/ή 2005/85/ΕΚ (4) (οδηγία περί διαδικασιών) (συνολικά αναφερόμενες ως «οδηγίες»); |
|
4) |
Επικουρικώς, υποχρεούται το κράτος μέλος, βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού, να εξετάζει αίτηση ασύλου και να καθίσταται συναφώς υπεύθυνο, σε περίπτωση που η μεταφορά του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος τον εκθέτει σε κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, ειδικότερα δε των προβλεπομένων από τα 1, 4, 18, 19, παράγραφος 2, και/ή 47 του Χάρτη, και/ή σε κίνδυνο μη τηρήσεως ως προς αυτόν των ελάχιστων προδιαγραφών που προβλέπουν οι οδηγίες; |
|
5) |
Είναι η προστασία που παρέχεται δυνάμει των γενικών αρχών του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, των δικαιωμάτων που προστατεύονται με τα άρθρα 1, 18 και 47 του Χάρτη σε πρόσωπο ως προς το οποίο έχει εφαρμογή ο κανονισμός ευρύτερη από την προστασία που παρέχει το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ); |
|
6) |
Συμβιβάζεται με τα δικαιώματα που προστατεύει το άρθρο 47 του Χάρτη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας κατά την οποία τα δικαστήρια που αποφασίζουν αν ένα πρόσωπο μπορεί νομίμως να μεταφερθεί σε άλλο κράτος μέλος βάσει του κανονισμού πρέπει να δέχονται ότι στο κράτος μέλος αυτό δεν θα προσβληθούν τα δικαιώματα που αντλεί ο αιτών από τη Σύμβαση του 1951 και από το Πρωτόκολλο του 1967 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, λόγω μεταφοράς του σε άλλο κράτος; |
|
7) |
Δεδομένου ότι τα προηγούμενα ερωτήματα αφορούν υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, διαφοροποιείται η απάντηση στα ερωτήματα 2 έως 6, λαμβανομένου υπόψη του Πρωτοκόλλου (αριθ. 30) σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο; |
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003 L 50, σ. 1)
(2) Οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (ΕΕ 2003 L 31, σ. 18)
(3) Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004 L 304, σ. 12)
(4) Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ 2005 L 326, σ. 13)
Γενικό Δικαστήριο
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/23 |
Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Αυγούστου 2010 — Grúas Abril Asistencia κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-386/09) (1)
(Προσφυγή ακυρώσεως - Ανταγωνισμός - Απόρριψη καταγγελίας - Πράξη κατά της οποίας δεν μπορούν να προσφύγουν ιδιώτες - Απαράδεκτο)
2010/C 274/35
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Grúas Abril Asistencia, SL (Αλικάντε, Ισπανία) (εκπρόσωπος: R.L. García García, δικηγόρος)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: F. Castillo de la Torre και F. Castilla Contreras)
Αντικείμενο
Προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του από 7 Αυγούστου 2009 εγγράφου της Επιτροπής με το οποίο γνωστοποιείται στην προσφεύγουσα ότι από τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής δεν προκύπτει παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ και ότι κατά συνέπεια δεν θα δοθεί συνέχεια στην καταγγελία της.
Διατακτικό
Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την Grúas Abril Asistencia, SL στα δικαστικά έξοδα. |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/23 |
Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουλίου 2010 — Brinkmann κατά Γερμανίας
(Υπόθεση T-261/10 R)
(Ασφαλιστικά μέτρα - Πρόδηλη αναρμοδιότητα)
2010/C 274/36
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Norbert Brinkmann (Rheine, Γερμανία) (εκπρόσωπος: R. Wiegers, δικηγόρος)
Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
Αντικείμενο
Αίτημα να ανασταλεί η εφαρμογή, όσον αφορά τον αιτούντα, των άρθρων 47 και 48bis του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συμβολαιογραφικού Κώδικα (Bundesnotarordnung).
Διατακτικό
Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διατάσσει:
|
1) |
Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. |
|
2) |
Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/23 |
Προσφυγή της 10ης Ιουνίου 2010 — PPG και SNF κατά ΕΟΧΠ
(Υπόθεση T-268/10)
()
2010/C 274/37
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG) (Βρυξέλλες, Βέλγιο) και SNF SAS (Andrezieux Boutheon, Γαλλία) (εκπρόσωποι: K. Van Maldegem, R. Cana, δικηγόροι, και P. Sellar, Solicitor)
Καθού: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ)
Αιτήματα των προσφευγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη· |
|
— |
να ακυρώσει την προσβαλλομένη πράξη· |
|
— |
να καταδικάσει τον ΕΟΧΠ στα δικαστικά έξοδα· |
|
— |
να λάβει οποιοδήποτε άλλο απαιτούμενο μέτρο, κατά την κρίση του. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική ακύρωση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού χημικών προϊόντων (ΕΟΧΠ) να χαρακτηρίσει το ακρυλαμίδιο (ΕΚ 201-173-7) (αριθ. CAS 79-06-1) ως ουσία που ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού ΕΚ 1907/2006 (1) (στο εξής: κανονισμός REACH), σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού REACH.
Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η προσβαλλομένη πράξη είναι παράνομη διότι εκδόθηκε βάσει αξιολογήσεως του ακρυλαμιδίου που είναι επιστημονικώς και νομικώς εσφαλμένη, δεδομένου ότι στηρίζεται στην ένδειξη ότι δεν είναι αρκούντως ασφαλές. Κατά την άποψη των προσφευγουσών, ο ΕΟΧΠ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως με την έκδοση της προσβαλλομένης πράξης κατά παράβαση των άρθρων 2, παράγραφος 8 και 59 του κανονισμού REACH και κατά παράβαση της υποχρεώσεώς του να εξετάζει προσεκτικά και αμερόληπτα τα αποδεικτικά στοιχεία.
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η προσβαλλομένη πράξη παραβιάζει διάφορες γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ όπως την αρχή της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεδομένου ότι κάνει διάκριση μεταξύ ακρυλαμιδίου και άλλων παρόμοιων ουσιών χωρίς αντικειμενική δικαιολογία.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1).
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/24 |
Αναίρεση που άσκησε στις 20 Ιουλίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 11 Μαΐου 2010 στην υπόθεση F-30/08, Νανόπουλος κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-308/10 P)
()
2010/C 274/38
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Currall, Ευθύμιος Μπουρτζάλας, δικηγόρος και Ειρήνη Αντύπα, δικηγόρος)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Φώτιος Νανόπουλος (Itzig, Λουξεμβούργο)
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
|
— |
να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 11 Μαΐου 2010 στην υπόθεση F-30-08, Νανόπουλος κατά Επιτροπής· |
|
— |
αν η απόφαση δεν πρέπει να ακυρωθεί, να καθορίσει το ορθό ύψος της αποζημίωσης· και |
|
— |
να διατάξει τον καθ’ού να καταβάλει όλες τις δικαστικές δαπάνες της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 11 Μαΐου 2010 στην υπόθεση F-30/08, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, με την οποία διέταξε την Επιτροπή να καταβάλει στον καθ’ού αποζημίωση για ηθική βλάβη ύψους 90 000 ευρώ και να φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.
Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Επιτροπή προβάλλει τους ακόλουθους λόγους αναιρέσεως:
|
— |
παραβάσεις των άρθρων 90 — 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και της αρχής της ασφάλειας δικαίου καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η αγωγή που υπέβαλε ο καθ’ού πρέπει να θεωρηθεί ως αγωγή αποζημίωσης, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε αιτιολογία· |
|
— |
πλάνη περί το δίκαιο και σφάλμα αιτιολογίας, καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θεώρησε ότι η αίτηση αποζημίωσης ασκήθηκε εντός ευλόγου χρόνου, και έκρινε ότι η απόφαση κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας· |
|
— |
παράβαση του Κοινοτικού Δικαίου, πλάνη περί το δίκαιο και σφάλμα αιτιολογίας, καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέλειψε να εφαρμόσει το νομικό κριτήριο που απαιτεί «κατάφωρη παράβαση» και δεν εξήγησε γιατί μια απόκλιση από την υπάρχουσα νομολογία θα ήταν απαραίτητη στην παρούσα υπόθεση· |
|
— |
παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ, νομική πλάνη και σφάλμα αιτιολογίας καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θεώρησε ότι η ΑΔΑ ήταν υποχρεωμένη να παράσχει άμεσα αρωγή στον καθ’ού χωρίς προηγούμενη έρευνα και πριν από την προθεσμία των τεσσάρων μηνών που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο για απάντηση σε αιτήματα· |
|
— |
πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο και την αιτιολογία καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η Επιτροπή πρώτον είναι υπεύθυνη για τις υποτιθέμενες διαρροές στον τύπο, και δεύτερον έσφαλε με την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας· |
|
— |
παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επιδίκασε για ηθική βλάβη που υπέστη ο καθ’ού, αποζημίωση ύψους 90 000 ευρώ. |
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/25 |
Προσφυγή της 23ης Ιουλίου 2010 — Groupe Partouche κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-315/10)
()
2010/C 274/39
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Groupe Partouche SA (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωπος: J.-J Sebag, δικηγόρος)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής περί μη διατύπωση αντιρρήσεων, |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2010) 3333 της Επιτροπής, της 21ης Μαΐου 2010, με την οποία κηρύσσεται συμβατή προς την εσωτερική αγορά και τη Συμφωνία για τον ΕΟΧ σχέδιο συγκεντρώσεως με το οποίο η Française des Jeux και η Groupe Lucien Barrière αποκτούν από κοινού τον έλεγχο της επιχείρησης Newco, η οποία έχει αναλάβει την εκπόνηση και την εκμετάλλευση στη Γαλλία ενός ιστότοπου για διαδικτυακό πόκερ.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει παραπέμψει την εξέταση της επίμαχης συγκεντρώσεως στη Γαλλική Δημοκρατία, λαμβανομένων υπόψη των ενδεχόμενων σημαντικών της επιπτώσεων στον ανταγωνισμό στη Γαλλία όσον αφορά τη συγκεκριμένη αγορά.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/25 |
Αγωγή της 23ης Ιουλίου 2010 — HIM κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-316/10)
()
2010/C 274/40
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Ενάγουσα: Health Information Management (HIM) (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: P. Zeegers, δικηγόρος)
Εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της ενάγουσας
Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να κρίνει την παρούσα αγωγή παραδεκτή και βάσιμη και, κατ’ ακολουθία, |
|
— |
να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 11 821,35 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας με το ισχύον στο Βέλγιο νόμιμο επιτόκιο από τις 16 Ιουνίου 2010, |
|
— |
να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, το ποσό των οποίων αποτιμάται προσωρινά σε 5 000 ευρώ. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Με την παρούσα αγωγή, που στηρίζεται σε ρήτρα διαιτησίας, η ενάγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι για τις ανάγκες του υπολογισμού των γενικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία πρέπει να αναληφθούν από την Επιτροπή (στο πλαίσιο συμβάσεων που συνάφθηκαν υπό το ειδικό πρόγραμμα eTen), ήτοι του τμήματος των γενικών εξόδων που συνδέεται με τις παροχές του προσωπικού που διατέθηκε στο πρόγραμμα, οι υπεργολάβοι δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο προσωπικό της ενάγουσας, στο μέτρο που αυτοί δεν συνεπάγονται οποιαδήποτε γενικά έξοδα για την ενάγουσα. Επομένως, το κόστος των υπεργολάβων δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στο συνολικό ποσό δαπανών προσωπικού δια του οποίου διαιρείται το συνολικό ποσό των γενικών εξόδων προκειμένου να προκύψει ο παρονομαστής που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του ποσοστού των επιλέξιμων γενικών εξόδων.
Προς στήριξη της αγωγής της, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που το κόστος των υπεργολάβων δεν περιλαμβάνεται στις επιλέξιμες δαπάνες προσωπικού, το γεγονός ότι οι υπεργολάβοι συμπεριελήφθησαν στο προσωπικό της ενάγουσας κατά τον υπολογισμό του ποσού των γενικών δαπανών προσωπικού το οποίο πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του ποσοστού των επιλέξιμων γενικών εξόδων καταλήγει σε έλλειψη συνοχής.
Επιπλέον, το γεγονός ότι οι υπεργολάβοι συμπεριελήφθησαν στο προσωπικό της ενάγουσας θίγει τη δεύτερη, στο μέτρο που η μέθοδος αυτή έχει ως αποτέλεσμα αύξηση του ποσού του παρονομαστή και, κατ’ ακολουθία, αναλογική μείωση του ποσοστού των επιλέξιμων γενικών εξόδων.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/26 |
Προσφυγή-αγωγή της 11ης Αυγούστου 2010 — Van Parys κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-324/10)
()
2010/C 274/41
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Léon Van Parys NV (Αμβέρσα, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: P. Vlaemminck και A. Hubert, advocaten)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2010 στον φάκελο REC 07/07, με την οποία σχετικά με μια ειδική περίπτωση θεωρήθηκε δικαιολογημένο να βεβαιωθούν εκ των υστέρων εισαγωγικοί δασμοί και να διαγραφούν οι δασμοί αυτοί για έναν οφειλέτη, αλλά όχι για έναν άλλον· |
|
— |
να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα και ο εκτελωνιστής της φέρεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από τις 22 Ιουνίου 1998 μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1999 προσκόμισαν στις τελωνειακές αρχές της Αμβέρσας πλαστά ισπανικά πιστοποιητικά AGRIM για την εισαγωγή μπανανών από τον Ισημερινό. Ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι κακώς έγινε επίκληση του προτιμησιακού συντελεστή.
Όλα τα φερόμενα πλαστά ισπανικά πιστοποιητικά που οδηγούν στην εκ των υστέρων είσπραξη αποκτήθηκαν από την προσφεύγουσα μέσω του Πορτογάλου ενδιαμέσου της, τον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως φορολογικού εκπροσώπου, η προσφεύγουσα χρησιμοποιούσε εδώ και χρόνια με την ιταλική θυγατρική της για την αγορά ισπανικών και πορτογαλικών αδειών.
Η βελγική διεύθυνση τελωνείων και φόρων καταναλώσεως υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτηση για τη μη εκ των υστέρων είσπραξη και/ή για τη διαγραφή των σχετικών τελωνειακών δασμών. Όσον αφορά τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν το 1999 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε αρνητική απόφαση, κατά της οποίας η προσφεύγουσα στρέφει την τωρινή προσφυγή ακυρώσεως.
Η προσφεύγουσα διατυπώνει έξι λόγους ακυρώσεως της πιο πάνω αποφάσεως.
Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1442/93 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 2362/98, καθώς και των αναγνωρισμένων εμπορικών πρακτικών όπως περιγράφονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η Επιτροπή, κρίνοντας εσφαλμένως ότι η προσφεύγουσα επέδειξε αμέλεια, παρέβη τις διατάξεις αυτές, οι οποίες επέτρεπαν την αγορά της χρήσεως αδειών εισαγωγής με την εμπορική μέθοδο που χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και της αρχής της αναλογικότητας. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι διαπιστωθείσες πλαστογραφήσεις ισπανικών πιστοποιητικών εισαγωγής βαίνουν πέραν του συνήθους εμπορικού κινδύνου και πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για ιδιαίτερη κατάσταση. Ωστόσο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι δεν ενήργησε ως επιμελής έμπορος και ότι, επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.
Τρίτον, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, το άρθρο 211 ΕΚ, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και τη γενική αρχή του δικαίου patere legem quam ipse fecisti. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε για την προσφεύγουσα αυστηρότερα κριτήρια επιμέλειας από εκείνα που απαιτούσε η ισχύουσα ρύθμιση και από αυτό που συνηθίζεται στον σχετικό τομέα, ενώ η Επιτροπή και οι ισπανικές αρχές δεν τήρησαν τις δικές τους νομικές υποχρεώσεις.
Τέταρτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, επειδή η Επιτροπή κακώς μεταχειρίστηκε τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν το 1998 διαφορετικά απ’ ό,τι μεταχειρίστηκε τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν το 1999.
Πέμπτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Κατά την προσφεύγουσα, δεν δύναται να διαπιστωθεί άνευ ετέρου έλλειψη λάθους των ισπανικών τελωνειακών αρχών υπό την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β'.
Έκτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση ουσιώδους τύπου και ειδικότερα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/27 |
Προσφυγή της 12ης Αυγούστου 2010 — Yoshida Metal Industry κατά ΓΕΕΑ — Pi-Design (επιφάνεια με μαύρους κύκλους)
(Υπόθεση T-331/10)
()
2010/C 274/42
Γλώσσα στην οποία ασκήθηκε η προσφυγή: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Yoshida Metal Industry Co., Ltd (Niigata, Ιαπωνία) (εκπρόσωποι: S. Verea, K. Muraro και M. Balestriero, δικηγόροι)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Pi-Design AG, (Triengen, Ελβετία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
Να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 20ής Μαΐου 2010 στην υπόθεση R 1235/2008-1· |
|
— |
να επικυρώσει την απόφαση του τμήματος ακυρώσεως της 21ης Ιουλίου 2008 σχετικά με το καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα υπ’ αριθ. 1371244· |
|
— |
να υποχρεώσει το καθού να αναγνωρίσει την εγκυρότητα του καταχωρισμένου κοινοτικού σήματος υπ’ αριθ. 1371244· |
|
— |
να καταδικάσει το καθού και την αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: Το εικονιστικό σήμα που αναπαριστά μία επιφάνεια με μαύρους κύκλους για προϊόντα των κλάσεων 8 και 21 — Καταχωρισμένο υπ’ αριθ. 1371244 κοινοτικό σήμα
Δικαιούχος του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα
Αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Σήμα του οποίου δικαιούχος είναι η αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος: Η αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος στήριξε την αίτησή της στη συνδρομή απόλυτων λόγων ακυρότητας κατά το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου
Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: Απόρριψη της αίτησης για την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακυρώνει την προσβαλλομένη απόφαση και κυρήσσει άκυρη την καταχώριση του κοινοτικού σήματος
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση των άρθρων 7, παράγραφος 1, στοιχείο β' και 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε’, σημείο ii του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, διότι κακώς το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι τα εν λόγω άρθρα έχουν εφαρμογή στο επίμαχο κοινοτικό σήμα.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/28 |
Αγωγή της 17ης Αυγούστου 2010 — ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-333/10)
()
2010/C 274/43
Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική
Διάδικοι
Ενάγουσες: Animal Trading Company (ATC) BV (Loon op Zand, Κάτω Χώρες), Avicentra NV (Malle, Βέλγιο), Borgstein birds and Zoofood Trading VOF (Wamel, Κάτω Χώρες), Bird Trading Company Van der Stappen BV (Dongen, Κάτω Χώρες), New Little Bird’s srl. (Anagni, Ιταλία), Vogelhuis Kloeg (Zevenbergen, Κάτω Χώρες), Pistone Giovanni (Westerlo, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: M. Osse και J. Houdijk, advocaten)
Εναγόμενες: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των εναγουσών
Οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που οι ενάγουσες υπέστησαν συνεπεία της εκδόσεως της αποφάσεως 2005/760/ΕΚ (1), και/ή της παρατάσεώς της με την απόφαση 2005/862/ΕΚ (2), και/ή την απόφαση 2006/79/ΕΚ (3), και/ή την απόφαση 2006/405/ΕΚ (4), και/ή την απόφαση 2006/522/ΕΚ (5), και/ή την απόφαση 2007/21/ΕΚ (6), και/ή την απόφαση 2007/183/ΕΚ (7), και/ή της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 318/2007 (8), |
|
— |
να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά και εξωδικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι ενάγουσες ζητούν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν συνεπεία, πρώτον, της απαγορεύσεως εισαγωγής που τον Οκτώβριο του 2005 τέθηκε σε ισχύ για τα πτηνά που συλλαμβάνονται απ’ ευθείας στην άγρια πανίδα, δεύτερον, των παρατάσεων της απαγορεύσεως αυτής και, τρίτον, των περιορισμών που από την 1η Ιουλίου 2007 ισχύουν για την εισαγωγή πτηνών οι οποίοι στην πράξη διατηρούν την απαγόρευση εισαγωγής πτηνών που συλλαμβάνονται απ’ ευθείας στην άγρια πανίδα.
Με το πρώτο σκέλος της αγωγής τους αποζημιώσεως, το οποίο αφορά την έκδοση της αποφάσεως 2005/760, οι ενάγουσες προβάλλουν τρεις ισχυρισμούς.
Πρώτον, διατείνονται ότι η Επιτροπή είχε πολύ περιορισμένη διακριτική ευχέρεια για την άσκηση της εξουσίας της βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ (9) και ότι η Επιτροπή υπερέβη την εξουσία αυτή επειδή απαγόρευσε την εισαγωγή από χώρες όπου δεν εμφανίστηκαν κρούσματα γρίπης των πτηνών ή όπου δεν υπήρξε συγκεκριμένος κίνδυνος εξαπλώσεως της γρίπης αυτής.
Δεύτερον, διατείνονται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή είχε ευρύτερη διακριτική ευχέρεια κατά την άσκηση της εξουσίας της, η Επιτροπή παρά ταύτα διέπραξε κατάφωρη παράβαση. Προβάλλουν εν προκειμένω ότι η Επιτροπή παρέβλεψε την εξουσία της, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, προσέβαλε το δικαίωμα ιδιοκτησίας και την ελευθερία ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας και παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Στη συνέχεια, διατείνονται ότι υπέστησαν πραγματική και βέβαιη ζημία και ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και της παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής.
Τρίτον, διατείνονται ότι η ζημία που υπέστησαν έχει ασυνήθιστο και ιδιαίτερο χαρακτήρα επειδή υπερβαίνει τα όρια του οικονομικού κινδύνου που είναι συνδεδεμένος με τις δραστηριότητες στον σχετικό τομέα. Κατά τις ενάγουσες, η επιβολή πλήρους απαγορεύσεως εισαγωγής αγρίων πτηνών δεν ήταν προβλέψιμη και ήταν ιδιαιτέρως δυσμενής για τους εμπόρους αγρίων πτηνών. Κατά συνέπεια, ζητούν να αναγνωριστεί ευθύνη της Επιτροπής ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ενήργησε νομότυπα.
Με το δεύτερο σκέλος της αγωγής τους αποζημιώσεως, οι ενάγουσες ζητούν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν συνεπεία των παρατάσεων της απαγορεύσεως εισαγωγής αγρίων πτηνών από τρίτες χώρες. Εν προκειμένω, προβάλλουν τους ίδιους τρεις ισχυρισμούς που προβάλλουν με το πρώτο σκέλος της αγωγής τους αποζημιώσεως
Τέλος, οι ενάγουσες ζητούν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν συνεπεία του κανονισμού 318/2007, ο οποίος ορίζει ότι η εισαγωγή πτηνών περιορίζεται σε πτηνά που εκτράφηκαν σε αιχμαλωσία και προέρχονται από πολύ μικρό αριθμό τρίτων χωρών. Συναφώς, προβάλλουν τρεις ισχυρισμούς.
Πρώτον, διατείνονται ότι ο κανονισμός 318/2007 δεν έχει επαρκώς προσδιορισμένη νομική βάση. Προβάλλουν συναφώς ότι οι οδηγίες 91/496 και 92/65/ΕΟΚ (10) δεν αποτελούν νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 318/2007 από την Επιτροπή.
Δεύτερον, προβάλλουν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας και προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας.
Στη συνέχεια, διατείνονται ότι υπέστησαν πραγματική και βέβαιη ζημία και ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και της παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής.
Τρίτον, ζητούν, αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ενήργησε νομότυπα, να αναγνωριστεί ευθύνη της Επιτροπής για τη ζημία που υπέστησαν συνεπεία του κανονισμού 318/2007.
(1) Απόφαση 2005/760/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005, για τη λήψη ορισμένων μέτρων προστασίας όσον αφορά την εισαγωγή πτηνών σε αιχμαλωσία λόγω της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών σε ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 285, σ. 60).
(2) Απόφαση 2005/862/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2005, για την τροποποίηση των αποφάσεων 2005/759/ΕΚ και 2005/760/ΕΚ σχετικά με τα μέτρα για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών σε άλλα πτηνά πλην των πουλερικών (ΕΕ L 317, σ. 19).
(3) Απόφαση 2006/79/ΕΚ της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 2006, για τροποποίηση των αποφάσεων 2005/759/ΕΚ και 2005/760/ΕΚ σχετικά με την παράταση της περιόδου εφαρμογής τους (ΕΕ L 36, σ. 48).
(4) Απόφαση 2006/405/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2006, για τροποποίηση των αποφάσεων 2005/710/EK, 2005/734/EK, 2005/758/EK, 2005/759/EK, 2005/760/EK, 2006/247/ΕΚ και 2006/265/ΕΚ για τη λήψη ορισμένων μέτρων προστασίας σχετικά με την υψηλής παθογονικότητας γρίπη των πτηνών (ΕΕ L 158, σ. 14).
(5) Απόφαση 2006/522/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2006, για την τροποποίηση των αποφάσεων 2005/759/ΕΚ και 2005/760/ΕΚ για τη λήψη ορισμένων μέτρων προστασίας σχετικά με την υψηλής παθογονικότητας γρίπη των πτηνών και τις μετακινήσεις ορισμένων ζώντων πτηνών στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ L 205, σ. 28).
(6) Απόφαση 2007/21/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2005/760/ΕΚ σχετικά με ορισμένα μέτρα προστασίας για την υψηλής παθογονικότητας γρίπη των πτηνών και τις εισαγωγές πτηνών εκτός των πουλερικών στην Κοινότητα (ΕΕ 2007, L 7, σ. 44).
(7) Απόφαση 2007/183/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2007, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2005/760/ΕΚ σχετικά με τη λήψη ορισμένων μέτρων προστασίας όσον αφορά την εισαγωγή πτηνών σε αιχμαλωσία λόγω της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών σε ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 84, σ. 44).
(8) Κανονισμός (ΕΚ) 318/2007 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2007, για καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Κοινότητα και για καθορισμό των συνθηκών της περιόδου απομονώσεως (καραντίνας) (ΕΕ L 84, σ. 7).
(9) Οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προελεύσεως τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και περί τροποποιήσεως των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (ΕΕ L 268, σ. 56).
(10) Οδηγία 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1992, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 268, σ. 54).
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/29 |
Προσφυγή της 10/08/2010 — Abercrombie & Fitch Europe κατά ΓΕΕΑ — Gilli (GILLY HICKS)
(Υπόθεση T-336/10)
()
2010/C 274/44
Γλώσσα στην οποία ασκήθηκε η προσφυγή: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Abercrombie & Fitch Europe SA (Mendrisio, Ελβετία) (εκπρόσωποι: S. Malynicz, Barrister, D. Stone και L. Ritchie, Solicitors)
Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)
Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Gilli Srl (Μιλάνο, Ιταλία)
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 20ής Μαΐου 2010 στην υπόθεση R 832/2008-1, και· |
|
— |
να καταδικάσει το καθού και την αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα
Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «GILLY HICKS», για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 3, 14, 25 και 35 — Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα υπ’ αριθ. 5194543
Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών
Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Καταχωρισμένο υπ’ αριθ. 3566007 κοινοτικό εικονιστικό σήμα «GILLI», για προϊόντα των κλάσεων 3, 9, 14 και 25
Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Δέχεται εν μέρει την ανακοπή
Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακυρώνει την προσβαλλομένη απόφαση partially
Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου, διότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε οπτική, φωνητική ή εννοιολογική σύγκριση των σημάτων και ως εκ τούτου έσφαλε δεχόμενο την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/30 |
Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Αυγούστου 2010 — Pineapple Trademarks κατά ΓΕΕΑ — Dalmau Salmons (KUSTOM)
(Υπόθεση T-272/09) (1)
()
2010/C 274/45
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.
Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/31 |
Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (ολομέλεια) της 1ης Ιουλίου 2010 — Mandt κατά Κοινοβουλίου
(Υπόθεση F-45/07) (1)
(Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Σύνταξη επιζώντος - Άρθρο 79 του ΚΥΚ - Άρθρο 18 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ - Επιζών σύζυγος - Αναγνώριση της ιδιότητας του επιζώντος συζύγου σε δύο πρόσωπα - Μείωση στο 50 % - Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη - Κανόνας συμπτώσεως)
2010/C 274/46
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Wolfgang Mandt (Kreuztal, Γερμανία) (εκπρόσωπος: B. Kolb, δικηγόρος)
Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: αρχικώς K. Zejdová, J. F. de Wachter και U. Rösslein, στη συνέχεια J. F. de Wachter, K. Zejdová και S. Seyr)
Παρεμβαίνων υπέρ του καθού: Kurt-Wolfgang Braun Neumann, αποβιώσας στις 9 Οκτωβρίου 2009 με μοναδική κληρονόμο τη Shirley Meyer (Bedburg-Hau, Γερμανία) (εκπρόσωπος: P. Ames, δικηγόρος)
Αντικείμενο
Ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8.2.2007 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος σχετικά με τη μείωση της συντάξεως επιζώντος στο 50 % — Αίτημα καταβολής της πλήρους συντάξεως
Διατακτικό
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:
|
1) |
Παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει στον W. Mandt την πλήρη σύνταξη επιζώντος στο μέτρο που το αίτημα αυτό αφορά το μετά τις 31 Οκτωβρίου 2009 χρονικό διάστημα. |
|
2) |
Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά. |
|
3) |
Κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένου του παρεμβαίνοντος, φέρει τα δικαστικά έξοδά του. |
(1) EE C 183 της 4.8.2007, σ. 43
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/31 |
Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2010 — Tomas κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
(Υποθέσεις F-116/07, F-13/08 και F-31/08) (1)
(Υπαλληλική υπόθεση - Έκτακτοι υπάλληλοι - Άρθρο 2, στοιχείο γ’, του ΚΛΠ - Απόλυση - Σχέση εμπιστοσύνης - Προηγούμενη διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού του Κοινοβουλίου - Δεν υφίσταται)
2010/C 274/47
Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική
Διάδικοι
Προσφεύγων-ενάγων: Stanislovas Tomas (Βίλνα, Λιθουανία) (εκπρόσωπος: M. Michalauskas)
Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: A. Lukošiūtė και K. Zejdová)
Αντικείμενο
Αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της ΑΔΑ περί απολύσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος και, αφετέρου, αίτημα χρηματικής ικανοποίησεως λόγω ηθικής βλάβης και αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας.
Διατακτικό
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει τις προσφυγές F-116/07 και F-13/08. |
|
2) |
Καταδικάζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταβάλει στον Stanislovas Tomas το ποσό των 1 000 ευρώ, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη. |
|
3) |
Απορρίπτει την προσφυγή F-31/08 κατά τα λοιπά. |
|
4) |
Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του για το σύνολο των προσφυγών F-116/07, F-13/08 και F-31/08. |
(1) EE C 64 της 8.3.2008, σ. 65, ΕΕ C 142 της 7.6.2008, σ. 39, και ΕΕ C 158 της 21.6.2008, σ. 26.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/32 |
Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 2010 — Füller-Tomlinson κατά Κοινοβουλίου
(Υπόθεση F-97/08) (1)
(Υπαλληλική υπόθεση - Πρώην έκτακτος υπάλληλος - Επαγγελματική νόσος - Βλάβη της σωματικής και ψυχικής υγείας - Διάρκεια της διαδικασίας για την αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως της νόσου)
2010/C 274/48
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα-ενάγουσα: Paulette Füller-Tomlinson (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)
Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εκπρόσωποι: K. Zejdová και S. Seyr)
Αντικείμενο
Ακύρωση της αποφάσεως με την οποία το αποδιδόμενο στην επαγγελματική αιτία της νόσου ποσοστό της μερικής μόνιμης αναπηρίας καθορίστηκε σε 20 %, καθώς και, επικουρικώς, αίτημα να υποχρεωθεί το καθού-εναγόμενο να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα.
Διατακτικό
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει την P. Füller-Tomlinson στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
(1) EE C 44 της 21.2.2009, σ. 76.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/32 |
Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 2010 — Časta κατά Επιτροπής
(Υπόθεση F-40/09) (1)
(Υπαλληλική υπόθεση - Γενικός διαγωνισμός - Αποκλεισμός από την προφορική δοκιμασία - Αίτηση επανεξετάσεως - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Απαιτούμενη επαγγελματική πείρα - Καθυστερημένη κατάθεση βεβαιώσεως - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως - Προσφυγή ακυρώσεως - Αγωγή αποζημιώσεως)
2010/C 274/49
Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική
Διάδικοι
Προσφεύγων-ενάγων: Radek Časta (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: L. Tahotná, δικηγόρος)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: B. Eggers και M. L. Jelínek)
Αντικείμενο
Αφενός, αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EPSO) περί αποκλεισμού του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τις προφορικές εξετάσεις του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/107/07-LAW με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση τριετούς πείρας σε θέση ανωτέρου στελέχους και, αφετέρου, αίτημα να υποχρεωθεί η καθής να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για υλική ζημία και ηθική βλάβη.
Διατακτικό
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή. |
|
2) |
Καταδικάζει τον R. Časta στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
(1) EE C 153 της 4.7.2009, σ. 51.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/33 |
Απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 4ης Μαΐου 2010 — Fries Guggenheim κατά CEDEFOP
(Υπόθεση F-47/09) (1)
(Υπαλληλική υπόθεση - Έκτακτος υπάλληλος - Μη ανανέωση της συμβάσεως - Άρθρο 11α του ΚΥΚ - Άρθρο 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος II του ΚΥΚ - Καθήκοντα εκπροσωπήσεως του προσωπικού - Καθήκον αμεροληψίας και ανεξαρτησίας)
2010/C 274/50
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων-ενάγων: Éric Mathias Fries Guggenheim (Στρασβούργο, Γαλλία) (εκπρόσωπος: M.-A. Lucas, δικηγόρος)
Καθού-εναγόμενο: Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) (εκπρόσωποι: M. Fuchs, επικουρούμενος από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο)
Αντικείμενο
Ακύρωση της αποφάσεως του CEDEFOP περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος ως εκτάκτου υπαλλήλου και, σε περίπτωση μη επανεντάξεως στην υπηρεσία, αίτημα να υποχρεωθεί το καθού-εναγόμενο να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Διατακτικό
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει:
|
1) |
Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή. |
|
2) |
Καταδικάζει τον E. M. Fries Guggenheim στα δικαστικά έξοδα. |
(1) EE C 153 της 4.07.2009 σ. 52.
|
9.10.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 274/33 |
Προσφυγή της 3ης Αυγούστου 2010 — Ανδρέας Μαντζουράτος κατά Κοινοβουλίου
(Υπόθεση F-64/10)
()
2010/C 274/51
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Προσφεύγων: Ανδρέας Μαντζουράτος (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και E. Marchal, δικηγόροι)
Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς
Ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος στον βαθμό AD 13 κατά την περίοδο προαγωγών 2009 καθώς και των αποφάσεων περί προαγωγής στον βαθμό αυτό υπαλλήλων που διαθέτουν λιγότερα μόρια αξιολόγησης από τον προσφεύγοντα.
Αιτήματα του προσφεύγοντος
Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί μη προαγωγής αυτού στον βαθμό AD 13 κατά την περίοδο προαγωγών 2009 καθώς και τις αποφάσεις περί προαγωγής στον βαθμό αυτό υπαλλήλων που είναι λιγότερο ικανοί ή/και διαθέτουν λιγότερα μόρια αξιολόγησης από τον προσφεύγοντα· |
|
— |
να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα. |