ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.C_2010.037.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

53ό έτος
13 Φεβρουαρίου 2010


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Δικαστήριο

2010/C 037/01

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΈνωσηςEE C 24 της 30.1.2010

1

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Δικαστήριο

2010/C 037/02

Υπόθεση C-438/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Naczelny Sąd Administracyjny (Πολωνία) στις 9 Νοεμβρίου 2009 — Bogusław Juliusz Dankowski κατά Dyrektor Izby Skarbowej w Łodzi

2

2010/C 037/03

Υπόθεση C-440/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνική Δημοκρατία) στις 11 Νοεμβρίου 2009 — Zakład Ubezpieczeń Społecznych κατά Stanisława Tomaszewska

2

2010/C 037/04

Υπόθεση C-450/09: Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Nierdersächsisches Finanzgericht (Γερμανία) στις 19 Νοεμβρίου 2009 — Ulrich Schröder κατά Finanzamt Hameln

3

2010/C 037/05

Υπόθεση C-457/09: Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal de première instance de Liège (Βέλγιο) στις 23 Νοεμβρίου 2009 — Claude Chartry κατά État belge

3

2010/C 037/06

Υπόθεση C-461/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 23 Νοεμβρίου 2009 η The Wellcome Foundation Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-493/07, The Wellcome Foundation Ltd κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

4

2010/C 037/07

Υπόθεση C-465/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

4

2010/C 037/08

Υπόθεση C-466/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

5

2010/C 037/09

Υπόθεση C-467/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ–88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

6

2010/C 037/10

Υπόθεση C-468/09 Ρ: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

7

2010/C 037/11

Υπόθεση C-469/09Ρ P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

8

2010/C 037/12

Υπόθεση C-470/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως T-32/01 και T-86/02 έως T-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

10

2010/C 037/13

Υπόθεση C-471/09 Ρ: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

11

2010/C 037/14

Υπόθεση C-472/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-227/01 έως Τ-229/01 και Τ-265/01, Τ-266/01 και Τ-270/01 Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava y Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

12

2010/C 037/15

Υπόθεση C-473/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-227/01 έως Τ-229/01, Τ-266/01 και Τ-270/01 στην υπόθεση T-473/09, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαικών Κοινοτήτων

14

2010/C 037/16

Υπόθεση C-474/09 Ρ: Αναίρεση που άσκησαν στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως Τ-229/01 και T-265/01, Τ-266/01 και Τ-270/01, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava y Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

15

2010/C 037/17

Υπόθεση C-475/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως Τ-229/01 και T-265/01, Τ-266/01 και Τ-270/01, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava y Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

16

2010/C 037/18

Υπόθεση C-476/09 Ρ: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 και T-265/01, T-266/01 και T-270/01, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

17

2010/C 037/19

Υπόθεση C-477/09: Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 25 Νοεμβρίου 2009 — Charles Defossez κατά Christian Wiart, εκκαθαριστής της εταιρείας Sotimon SARL, Office national de l'emploi και CGEA de Lille

18

2010/C 037/20

Υπόθεση C-483/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Audiencia Provincial de Tarragona (Ισπανία) στις 30 Νοεμβρίου 2009 — Ποινική δίκη κατά Magatte Gueye

19

2010/C 037/21

Υπόθεση C-484/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal da Relação do Porto (Πορτογαλία) στις 30 Νοεμβρίου 2009 — Manuel Carvalho Ferreira Santos κατά Companhia Europeia de Seguros, S.A.

20

2010/C 037/22

Υπόθεση C-485/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) την 1η Δεκεμβρίου 2009 — Viamex Agrar Handels GmbH κατά Hauptzollammt Hamburg-Jonas

20

2010/C 037/23

Υπόθεση C-489/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hof van beroep te Gent (Βέλγιο) στις 30 Νοεμβρίου 2009 — Vandoorne NV κατά Belgische Staat

21

2010/C 037/24

Υπόθεση C-490/09: Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

21

2010/C 037/25

Υπόθεση C-493/09: Προσφυγή της 1ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

21

2010/C 037/26

Υπόθεση C-495/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) στις 2 Δεκεμβρίου 2009 — Nokia Corporation κατά Her Majesty's Commissioners of Revenue and Customs

22

2010/C 037/27

Υπόθεση C-500/09: Προσφυγή της 2ας Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

22

2010/C 037/28

Υπόθεση C-503/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Upper Tribunal (Administrative Appeals Chamber) (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 4 Δεκεμβρίου 2009 — Lucy Stewart κατά Secretary of State for Work and Pensions

23

2010/C 037/29

Υπόθεση C-510/09: Προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2009

24

2010/C 037/30

Υπόθεση C-511/06 P: Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2009 η Dongguan Nanzha Leco Stationery Mfg. Co., Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-296/06, Dongguan Nanzha Leco Stationery Mfg. Co., Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

24

2010/C 037/31

Υπόθεση C-512/09: Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

25

2010/C 037/32

Υπόθεση C-513/09: Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου

25

2010/C 037/33

Υπόθεση C-518/09: Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

26

2010/C 037/34

Υπόθεση C-520/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 15 Δεκεμβρίου 2009 η Arkema France SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-168/05, Arkema κατά Επιτροπής

27

2010/C 037/35

Υπόθεση C-521/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 15 Δεκεμβρίου 2009 η Elf Aquitaine SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-174/05, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής

28

2010/C 037/36

Υπόθεση C-524/09: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal administratif de Paris (Γαλλία) στις 12 Νοεμβρίου 2009 — Δήμος της Λυόν κατά Caisse des dépôts et consignations

29

2010/C 037/37

Υπόθεση C-534/09: Προσφυγή της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

30

 

Γενικό Δικαστήριο

2010/C 037/38

Υπόθεση T-57/01: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Solvay κατά Επιτροπής [Ανταγωνισμός — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα (εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας) — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ — Συμφωνίες προμήθειας για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα — Έκπτωση υπέρ πιστών πελατών — Παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα ή κυρώσεις — Εύλογη προθεσμία — Ουσιώδεις τύποι — Σχετική γεωγραφική αγορά — Ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως — Καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως — Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο — Πρόστιμο — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Επιβαρυντικές περιστάσεις — Υποτροπή — Ελαφρυντικές περιστάσεις]

31

2010/C 037/39

Υπόθεση T-58/01: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Solvay κατά Επιτροπής (Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Συμφωνία εγγυώμενη σε επιχείρηση κατώτατο όριο πωλήσεων εντός κράτους μέλους και την αγορά των αναγκαίων ποσοτήτων για την επίτευξη αυτού του κατωτάτου ορίου — Παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα ή κυρώσεις — Εύλογη προθεσμία — Ουσιώδεις τύποι — Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών — Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο — Πρόστιμο — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις)

31

2010/C 037/40

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-440/03, T-121/04, T-171/04, T-208/04, T-365/04 και T-484/04: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Εξωσυμβατική ευθύνη — Τελωνειακή ένωση — Διαδικασία λόγω παραβάσεως — Αιτιολογημένη γνώμη — Κατάργηση στη γαλλική νομοθεσία του μονοπωλίου το οποίο παραδοσιακά είχε το σώμα των μεσιτών διερμηνέων και οδηγών πλοίων — Κατάφωρη παράβαση — Αιτιώδης συνάφεια)

32

2010/C 037/41

Υπόθεση T-156/04: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — EDF κατά Επιτροπής (Κρατικές ενισχύσεις — Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις γαλλικές αρχές στην EDF — Απόφαση κηρύσσουσα τη σύμβαση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της — Δικονομικά δικαιώματα — Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών — Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή)

32

2010/C 037/42

Υπόθεση T-158/07: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009 — Cofac κατά Επιτροπής (ΕΚΤ — Μείωση χρηματοδοτικής συνδρομής — Δράσεις επαγγελματικής καταρτίσεως — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα ακροάσεως)

33

2010/C 037/43

Υπόθεση T-159/07: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009 — Cofac κατά Επιτροπής (ΕΚΤ — Μείωση χρηματοδοτικής συνδρομής — Δράσεις επαγγελματικής καταρτίσεως — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα ακροάσεως)

33

2010/C 037/44

Υπόθεση T-436/07 P: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2009 — Γιαννόπουλος κατά Συμβουλίου (Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Κατάταξη σε βαθμό — Αίτηση αναθεωρήσεως της κατατάξεως — Άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ)

34

2010/C 037/45

Υπόθεση T-490/07: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Notartel κατά ΓΕΕΑ — SAT.1 (R.U.N.) [Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος R.U.N. — Προγενέστερα λεκτικά κοινοτικά και εθνικά σήματα ran — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009) — Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως]

34

2010/C 037/46

Υπόθεση T-412/08: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Trubion Pharmaceuticals κατά ΓΕΕΑ — Merck (TRUBION) [Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος TRUBION — Προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα TriBion Harmonis — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009)]

35

2010/C 037/47

Υπόθεση T-476/08: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Media-Saturn κατά ΓΕΕΑ (BEST BUY) [Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος BEST BUY — Απόλυτος λόγος απαραδέκτου — Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα — Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009)]

35

2010/C 037/48

Υπόθεση T-483/08: Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Giordano Entreprises κατά ΓΕΕΑ — Dias Magalhães & Filhos (GIORDANO) [Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος GIORDANO — Προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα GIORDANO — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]]

36

2010/C 037/49

Υπόθεση T-107/06: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Inet Hellas κατά Επιτροπής (Προσφυγή ακυρώσεως — Υλοποίηση του.eu τομέα ανωτάτου επιπέδου — Καταχώριση του τομέα.co ως τομέα δευτέρου επιπέδου — Πράξη μη δεκτική προσφυγής — Απαράδεκτο)

36

2010/C 037/50

Υπόθεση T-481/07: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2009 — Deltalinqs και SVZ κατά Επιτροπής (Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς ενισχύσεων χορηγουμένων από τις βελγικές αρχές προς υποστήριξη της διατροπικής μεταφοράς μέσω πλωτής οδού — Απόφαση της Επιτροπής να μη προβάλει αντιρρήσεις — Προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από ενώσεις εκπροσωπούσες τα συμφέροντα επιχειρήσεων εγκατεστημένων στη λιμενική ζώνη του Ρόττερνταμ — Μη ουσιαστικός επηρεασμός της ανταγωνιστικής θέσης τους — Προδήλως απαράδεκτο)

37

2010/C 037/51

Υπόθεση T-194/08: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Cattin κατά Επιτροπής (Εξωσυμβατική ευθύνη — ΕΤΑ — Κατάλογος των εξαγωγέων που δικαιούνται να ζητήσουν την καταβολή των απαιτήσεών τους έναντι της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας — Μη εγγραφή στον κατάλογο — Παραγραφή — Απαράδεκτο)

37

2010/C 037/52

Υπόθεση T-567/08 P: Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος κατά την περίοδο προαγωγών 2005 — Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη)

38

2010/C 037/53

Υπόθεση T-396/09 R: Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής (Ασφαλιστικά μέτρα — Υποχρέωση των κρατών μελών να προστατεύουν και να βελτιώνουν την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα — Άδεια παρεκκλίσεως σε κράτος μέλος — Άρνηση επανεξετάσεως από την Επιτροπή — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως και λήψεως προσωρινών μέτρων — Απαράδεκτο)

38

2010/C 037/54

Υπόθεση T-446/09: Προσφυγή που ασκήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2009 — Escola Superior Agrária de Coimbra κατά Επιτροπής

39

2010/C 037/55

Υπόθεση T-454/09 P: Αίτηση αναιρέσεως που ο Rinse van Arum υπέβαλε στις 9 Νοεμβρίου 2009 κατά της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στην υπόθεση F-139/07, van Arum κατά Κοινοβουλίου

39

2010/C 037/56

Υπόθεση T-484/09: Προσφυγή της 27ης Νοεμβρίου 2009 — McLoughney κατά ΓΕΕΑ — Kern (Powerball)

40

2010/C 037/57

Υπόθεση T-485/09: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2009 — Γαλλική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

41

2010/C 037/58

Υπόθεση T-487/09: Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — ReValue Immobilienberatung κατά ΓΕΕΑ (ReValue)

41

2010/C 037/59

Υπόθεση T-488/09: Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2009 — Jager & Polacek κατά ΓΕΕΑ — RT Mediasolutions (REDTUBE)

42

2010/C 037/60

Υπόθεση T-489/09: Προσφυγή της 8ης Δεκεμβρίου 2009 — Leali κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

43

2010/C 037/61

Υπόθεση T-490/09: Προσφυγή της 8ης Δεκεμβρίου 2009 — Acciaierie e Ferriere Leali Luigi κατά Επιτροπής

43

2010/C 037/62

Υπόθεση T-491/09: Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2009 — Ισπανία κατά Επιτροπής

44

2010/C 037/63

Υπόθεση T-492/09: Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — MEDA Pharma κατά ΓΕΕΑ — Nycomed (ALLERNIL)

44

2010/C 037/64

Υπόθεση T-497/09: Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — LG Electronics κατά ΓΕΕΑ (KOMPRESSOR PLUS)

45

2010/C 037/65

Υπόθεση T-499/09: Προσφυγή της 14ης Δεκεμβρίου 2009 — Evonik Industries AG κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση ορθογωνίου, ιώδους χρώματος, με στρογγυλευμένη δεξιά πλευρά)

45

2010/C 037/66

Υπόθεση T-500/09: Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — Ιταλία κατά Επιτροπής

46

2010/C 037/67

Υπόθεση T-501/09: Προσφυγή της 8ης Δεκεμβρίου 2009 — PhysioNova κατά ΓΕΕΑ — Flex Equipos de Descanso (FLEX)

46

2010/C 037/68

Υπόθεση T-504/09: Προσφυγή της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Völkl κατά ΓΕΕΑ — Marker Völkl (VÖLKL)

47

2010/C 037/69

Υπόθεση T-422/03: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Enviro Tech Europe και Enviro Tech International κατά Επιτροπής

48

2010/C 037/70

Υπόθεση T-76/04: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Bactria κατά Επιτροπής

48

2010/C 037/71

Υπόθεση T-401/04: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Bactria κατά Επιτροπής

48

2010/C 037/72

Υπόθεση T-199/06: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής

48

2010/C 037/73

Υπόθεση T-143/07: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2009 — UMG Recordings κατά ΓΕΕΑ — Osman (MOTOWN)

48

2010/C 037/74

Υπόθεση T-333/08: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Bull κ.λπ. κατά Επιτροπής

49

2010/C 037/75

Υπόθεση T-555/08: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Δεκεμβρίου 2009 — IPublish Ganske Interactive Publishing κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση συσκευής επεξεργασίας δεδομένων)

49

2010/C 037/76

Υπόθεση T-174/09: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Complejo Agrícola κατά Επιτροπής

49

2010/C 037/77

Υπόθεση T-208/09: Διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2009 — Mars κατά ΓΕΕΑ — Marc (MARC Marlon Abela Restaurant Corporation)

49

 

Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2010/C 037/78

Υπόθεση F-8/09: Διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (πρώτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Apostolov κατά Επιτροπής (Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απαράδεκτη προσφυγή — Εκπρόθεσμη άσκηση)

50

2010/C 037/79

Υπόθεση F-102/09: Προσφυγή της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ

50

2010/C 037/80

Υπόθεση F-103/09: Προσφυγή/αγωγή της 22ας Δεκεμβρίου 2009 — Allen κ.λπ. κατά Επιτροπής

51

2010/C 037/81

Υπόθεση F-104/09: Προσφυγή/αγωγή της 21ης Δεκεμβρίου 2009 — Diego Canga Fano κατά Συμβουλίου

51

2010/C 037/82

Υπόθεση F-105/09: Προσφυγή της 23ης Δεκεμβρίου 2009 — Scheefer κατά Κοινοβουλίου

52

2010/C 037/83

Υπόθεση F-106/09: Αγωγή της 30ής Δεκεμβρίου 2009 — Pascual García κατά Επιτροπής

52

EL

 


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Δικαστήριο

13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/1


2010/C 37/01

Τελευταία δημοσίευση του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EE C 24 της 30.1.2010

Ιστορικό των προηγούμενων δημοσιεύσεων

EE C 11 της 16.1.2010

EE C 312 της 19.12.2009

EE C 297 της 5.12.2009

EE C 282 της 21.11.2009

EE C 267 της 7.11.2009

EE C 256 της 24.10.2009

Τα κείμενα αυτά είναι διαθέσιμα σε:

EUR-Lex: http://eur-lex.europa.eu


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Δικαστήριο

13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/2


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Naczelny Sąd Administracyjny (Πολωνία) στις 9 Νοεμβρίου 2009 — Bogusław Juliusz Dankowski κατά Dyrektor Izby Skarbowej w Łodzi

(Υπόθεση C-438/09)

2010/C 37/02

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Naczelny Sąd Administracyjny

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Bogusław Juliusz Dankowski

Καθού: Dyrektor Izby Skarbowej w Łodzi

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αντίκεινται προς βασικές αρχές του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικότερα προς το άρθρο 17, παράγραφος 6, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (1) του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, οι νομοθετικές διατάξεις κράτους μέλους, σύμφωνα με τις οποίες ο φορολογούμενος δεν δικαιούται να εκπίπτει τον φόρο εισροών, ο οποίος προκύπτει από τιμολόγιο ΦΠΑ που έχει εκδοθεί από επιχειρηματία, ο οποίος δεν έχει εγγραφεί στα μητρώα ΦΠΑ ως υποκείμενος στον ΦΠΑ;

2)

Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα ότι

α)

δεν αμφισβητείται ότι οι πράξεις τις οποίες αφορά το τιμολόγιο ΦΠΑ υπόκεινται σε ΦΠΑ και πράγματι έχουν τελεστεί,

β)

το τιμολόγιο περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο,

γ)

ο περιορισμός του δικαιώματος του φορολογουμένου να εκπίπτει από τον ΦΠΑ εισροών, ο οποίος προκύπτει από τιμολόγιο που έχει εκδοθεί από επιχειρηματία, ο οποίος δεν έχει εγγραφεί στα μητρώα ΦΠΑ ως υποκείμενος στον ΦΠΑ, ίσχυε στο εθνικό δίκαιο ήδη πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Κοινότητα;

3)

Εξαρτάται η απάντηση στο πρώτο ερώτημα από τη συνδρομή πρόσθετων προϋποθέσεων (π.χ. από την απόδειξη της καλής πίστεως του φορολογουμένου);


(1)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/2


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνική Δημοκρατία) στις 11 Νοεμβρίου 2009 — Zakład Ubezpieczeń Społecznych κατά Stanisława Tomaszewska

(Υπόθεση C-440/09)

2010/C 37/03

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Najwyższy.

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα και αναιρεσίβλητη: Stanisława Tomaszewska.

Καθού και αναιρεσείον: Zakład Ubezpieczeń Społecznych.

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει την έννοια το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας […], ότι ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, όταν διαπιστώνει ότι ένας εργαζόμενος δεν πληροί την προϋπόθεση της συμπληρώσεως στο εν λόγω κράτος επαρκών περιόδων ασφαλίσεως για την απόκτηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος δυνάμει της νομοθεσίας του, οφείλει να λάβει υπόψη περίοδο ασφαλίσεως διανυθείσα σε άλλο κράτος μέλος κατά τρόπο ώστε να υπολογίσει εκ νέου την περίοδο ασφαλίσεως από την οποία εξαρτάται η απόκτηση του δικαιώματος εφαρμόζοντας την προκύπτουσα από το εθνικό δίκαιο ρύθμιση και εξομοιώνοντας τη διανυθείσα στο άλλο κράτος μέλος περίοδο με περίοδο πραγματοποιηθείσα στο εσωτερικό του κράτους, ή κατά τρόπο ώστε να προσθέσει την πραγματοποιηθείσα στο άλλο κράτος μέλος περίοδο στην περίοδο που πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό του κράτους, αφού προηγουμένως καθορίστηκε σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις;


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/3


Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Nierdersächsisches Finanzgericht (Γερμανία) στις 19 Νοεμβρίου 2009 — Ulrich Schröder κατά Finanzamt Hameln

(Υπόθεση C-450/09)

2010/C 37/04

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Nierdersächsisches Finanzgericht (Γερμανία)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Ulrich Schröder

Καθής: Finanzamt Hameln

Προδικαστικό ερώτημα

Υποβάλλει, δυνάμει του άρθρου 234, παράγραφος 3, ΕΚ, το εξής προδικαστικό ερώτημα:

Παραβιάζονται τα άρθρα 56 και 12 ΕΚ αν πρόσωπο που υπόκειται εν μέρει σε φόρο εισοδήματος στο εσωτερικό της χώρας, σε αντίθεση με πρόσωπο που υπόκειται πλήρως στον φόρο αυτόν, δεν επιτρέπεται να εκπίπτει από το εισόδημά του από ακίνητα, ως ειδική δαπάνη, τα ποσά που υποχρεούται να καταβάλλει ως πρόσοδο σε μέλος της οικογένειάς του;


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/3


Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το tribunal de première instance de Liège (Βέλγιο) στις 23 Νοεμβρίου 2009 — Claude Chartry κατά État belge

(Υπόθεση C-457/09)

2010/C 37/05

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal de première instance de Liège

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Claude Chartry

Καθού: État belge [Βελγικό Δημόσιο]

Προδικαστικό ερώτημα

Αντίκεινται το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση που υπεγράφη στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992, και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993, καθώς και το άρθρο 234 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε εθνικό νόμο, όπως ο νόμος της 12ης Ιουλίου 2009, που τροποποιεί το άρθρο 26 του ειδικού νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1989 περί του Διαιτητικού δικαστηρίου, ο οποίος επιβάλλει στον εθνικό δικαστή ο οποίος διαπιστώνει ότι ένας φορολογούμενος πολίτης στερείται της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνει το άρθρο 6, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που ενσωματώνεται στο κοινοτικό δίκαιο με άλλο εθνικό νόμο και συγκεκριμένα, με το άρθρο 49 του προγραμματικού νόμου της 9ης Ιουλίου 2004, να αποταθεί προηγουμένως στο συνταγματικό δικαστήριο χωρίς να μπορεί αμέσως να εξασφαλίσει το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου στη δίκη που εκκρεμεί ενώπιον του και να ασκήσει περαιτέρω τον έλεγχο συμβατότητας οσάκις το συνταγματικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το συμβατό του εθνικού νόμου με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο τίτλος ΙΙ του βελγικού συντάγματος;


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/4


Αναίρεση που άσκησε στις 23 Νοεμβρίου 2009 η The Wellcome Foundation Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-493/07, The Wellcome Foundation Ltd κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

(Υπόθεση C-461/09 P)

2010/C 37/06

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: The Wellcome Foundation Ltd (εκπρόσωπος: R. Gilbey, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι το Πρωτοδικείο, επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση του τμήματος προσφυγών, παραβίασε τους κανόνες των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', και 52, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα (1),

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την οποία επικυρώνεται η απόφαση του τμήματος προσφυγών, καθόσον απέρριψε το αίτημα περί ακυρώσεως των αποφάσεων του ΓΕΕΑ και του Πρωτοδικείου επί των δικαστικών εξόδων και να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, όπως προκύπτουν από το μητρώο σημάτων και υποβλήθηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ, το Πρωτοδικείο, χωρίς να υπάρχει νομικό έρεισμα, έκρινε ότι το οικείο κοινό επιδεικνύει αυξημένη προσοχή.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή προσκόμισε, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να θεωρηθούν παραδεκτά, στο μέτρο που συνιστούν απλή ανάπτυξη των επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων που είχαν προηγουμένως προβληθεί ενώπιον του ΓΕΕΑ.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, κατά την περιγραφή του βαθμού ομοιότητας των προϊόντων, χρησιμοποίησε αόριστο και στερούμενο ακρίβειας λεξιλόγιο και κατά τούτο δεν αιτιολόγησε με τρόπο ειδικό, ακριβή και συνεπή την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, ενόψει των υποβληθέντων ενώπιόν του πραγματικών περιστατικών, εφάρμοσε νομικώς ανακριβή, ελλιπή και πλημμελή κριτήρια προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι μεταξύ των προϊόντων υπήρχε μικρός βαθμός ομοιότητας.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ενόψει των υποβληθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου πραγματικών περιστατικών, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι μεταξύ των σημείων υπήρχε μικρός βαθμός ομοιότητας, εφάρμοσε εσφαλμένο κριτήριο για τη σφαιρική σύγκριση των σημείων.

Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο στήριξε το συμπέρασμά του αναφορικά με τον κίνδυνο συγχύσεως σε νομικώς ανακριβή, ελλιπή και πλημμελή κριτήρια, στο μέτρο που, προκειμένου να προσδιορίσει το οικείο κοινό και να καθορίσει τον βαθμό ομοιότητας των προϊόντων καθώς και τον βαθμό ομοιότητας των σημείων, εφάρμοσε τέτοια νομικώς ανακριβή, ελλιπή και πλημμελή κριτήρια.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ης Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1)


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/4


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-465/09 P)

2010/C 37/07

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández y M. Morales Isasi, abogados)

Κατ' αναίρεση αντίδικοι: Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

1)

Νομικώς εσφαλμένη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά την κατάργηση της δίκης στην υπόθεση Τ-32/01.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο αποφαινόμενο ότι η περάτωση προκαταρκτικής διαδικασίας έρευνας του επίμαχου φορολογικού μέτρου, πριν τη έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999 (1), προϋπέθετε την ύπαρξη σχετικής ρητής αποφάσεως της Επιτροπής (απευθυνόμενης στο κράτος μέλος).

3)

Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 από το Πρωτοδικείο, το οποίο απεφάνθη ότι η εν λόγω απόφαση περάτωσε προκαταρκτική διαδικασία ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, η οποία κινήθηκε βάσει καταγγελίας που έγινε τον Απρίλιο του 1994. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου το 2002 έπρεπε να διενεργηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται για τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

4)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί βάρους αποδείξεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, και ειδικότερα όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 ως έγγραφου αποδεικτικού στοιχείου (ως προς την αξιοπιστία και την αποδεικτική της δύναμη). Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

5)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί εκτιμήσεως και κατανομής του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τις αντικειμενικές, λυσιτελείς, συγκλίνουσες και αποχρώσες ενδείξεις που υποβλήθηκαν στην κρίση και επιβεβαιώνουν ότι, πριν την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή είχε ελέγξει προκαταρκτικώς το επίμαχο φορολογικό μέτρο και είχε περατώσει τον οικείο έλεγχο. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο καθόσον έκρινε ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου, το 2000, δεν έπρεπε να διεξαχθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης για τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας.

6)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του νυν αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων όσον αφορά τη δημοσιοποίηση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του νυν αναιρεσείοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και προσβολή του δικαιώματος άμυνας.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/5


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-466/09 P)

2010/C 37/08

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ' αναίρεση: Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Νομικώς εσφαλμένη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά την κατάργηση της δίκης στην υπόθεση Τ-30/01.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο αποφαινόμενο ότι η περάτωση προκαταρκτικής διαδικασίας ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, πριν τη έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999 (1), προϋπέθετε την ύπαρξη σχετικής ρητής αποφάσεως της Επιτροπής (απευθυνόμενης στο κράτος μέλος).

3)

Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 από το Πρωτοδικείο, το οποίο απεφάνθη ότι η εν λόγω απόφαση περάτωσε προκαταρκτική διαδικασία ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, η οποία κινήθηκε βάσει καταγγελίας πρωτοκολληθείσας τον Απρίλιο του 1994. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο μην κρίνοντας ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου, το 2002, έπρεπε να διενεργηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται για τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

4)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί βάρους αποδείξεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, και ειδικότερα επειδή έκρινε ότι η απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000 συνιστά έγγραφο αποδεικτικό μέσο (πλάνη ως προς το κύρος και την αποδεικτική της δύναμη). Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

5)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί βάρους αποδείξεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τις αντικειμενικές, λυσιτελείς, συγκλίνουσες και αποχρώσες ενδείξεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του και επιβεβαιώνουν ότι, πριν την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή είχε ελέγξει προκαταρκτικώς το επίμαχο φορολογικό μέτρο και είχε περατώσει τον έλεγχο αυτού. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο καθόσον δεν έκρινε ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου, το 2000, έπρεπε να διεξαχθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης για τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας.

6)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του νυν αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων όσον αφορά τη δημοσιοποίηση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του νυν αναιρεσείοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και προσβολής του δικαιώματος άμυνας.


(1)  Κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/6


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ–88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-467/09 P)

2010/C 37/09

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Νομικώς εσφαλμένη αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως όσον αφορά την κατάργηση της δίκης στην υπόθεση Τ-30/01.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο αποφαινόμενο ότι η περάτωση προκαταρκτικής διαδικασίας ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, πριν τη έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999, προϋπέθετε την ύπαρξη σχετικής ρητής αποφάσεως της Επιτροπής (απευθυνόμενης στο κράτος μέλος).

3)

Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 από το Πρωτοδικείο, το οποίο απεφάνθη ότι η εν λόγω απόφαση περάτωσε προκαταρκτική διαδικασία ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, η οποία κινήθηκε βάσει καταγγελίας πρωτοκολληθείσας τον Απρίλιο του 1994. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο μην κρίνοντας ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου, το 2002, έπρεπε να διενεργηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται για τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

4)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί βάρους αποδείξεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, και ειδικότερα επειδή έκρινε ότι η απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000 συνιστά έγγραφο αποδεικτικό μέσο (πλάνη ως προς το κύρος και την αποδεικτική της δύναμη). Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

5)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί βάρους αποδείξεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τις αντικειμενικές, λυσιτελείς, συγκλίνουσες και αποχρώσες ενδείξεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του και επιβεβαιώνουν ότι, πριν την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή είχε ελέγξει προκαταρκτικώς το επίμαχο φορολογικό μέτρο και είχε περατώσει τον έλεγχο αυτού. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο καθόσον δεν έκρινε ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου, το 2000, έπρεπε να διεξαχθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης για τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας.

6)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του νυν αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων όσον αφορά τη δημοσιοποίηση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του νυν αναιρεσείοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και προσβολής του δικαιώματος άμυνας.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/7


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-468/09 Ρ)

2010/C 37/10

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ' αναίρεση: Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι η περάτωση προκαταρκτικής διαδικασίας έρευνας του επίμαχου φορολογικού μέτρου, πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999 (1), προϋπέθετε την ύπαρξη σχετικής ρητής αποφάσεως της Επιτροπής (με αποδέκτη το κράτος μέλος).

2)

Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 από το Πρωτοδικείο, το οποίο απεφάνθη ότι η εν λόγω απόφαση περάτωσε προκαταρκτική διαδικασία ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, η οποία κινήθηκε βάσει καταγγελίας πρωτοκολληθείσας τον Απρίλιο του 1994. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο αποφαινόμενο ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου το 2000 έπρεπε να διενεργηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται για τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους διαδικαστικούς κανόνες περί βάρους και διεξαγωγής αποδείξεων, και ειδικότερα όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 ως έγγραφου αποδεικτικού στοιχείου (ως προς την αξιοπιστία της και την αποδεικτική της δύναμη). Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

4)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί εκτιμήσεως και κατανομής του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τις αντικειμενικές, λυσιτελείς, συγκλίνουσες και αποχρώσες ενδείξεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του και επιβεβαιώνουν ότι, πριν την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή είχε ελέγξει προκαταρκτικώς το επίμαχο φορολογικό μέτρο και είχε περατώσει τον οικείο έλεγχο. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο καθόσον έκρινε ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου το 2000 δεν έπρεπε να διεξαχθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης για τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας.

5)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο επικυρώνοντας τον χαρακτηρισμό του επίμαχου φορολογικού μέτρου που εκδόθηκε το 1993 ως λειτουργικής ενισχύσεως κατ' εφαρμογή του ορισμού περί επενδυτικών ενισχύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών περί περιφερειακών ενισχύσεων του 1998. Προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου και ιδίως της αρχής της μη αναδρομικότητας.

6)

Πλάνη περί το δίκαιο ως προς την έννοια των «σχετικών πληροφοριών» όσον αφορά τον προκαταρκτικό έλεγχο ενός φορολογικού καθεστώτος στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η οποία οδήγησε το Πρωτοδικείο να μην δεχτεί ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ήταν εύλογη.

7)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι h προθεσμία 79 μηνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι εύλογη όσον αφορά τη διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου και αποφαινόμενο κατά τον τρόπο αυτό ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

8)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι η προθεσμία 79 μηνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι εύλογη όσον αφορά τη διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου και ότι, κατά συνέπεια, δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

9)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι εν προκειμένω δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που εμποδίζουν να διαταχθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως.

10)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999.

11)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/8


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-469/09Ρ P)

2010/C 37/11

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι η περάτωση προκαταρκτικής διαδικασίας έρευνας του επίμαχου φορολογικού μέτρου, πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999 (1), προϋπέθετε την ύπαρξη σχετικής ρητής αποφάσεως της Επιτροπής(με αποδέκτη το κράτος μέλος).

2)

Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 από το Πρωτοδικείο, το οποίο απεφάνθη ότι η εν λόγω απόφαση περάτωσε προκαταρκτική διαδικασία ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, η οποία κινήθηκε βάσει καταγγελίας πρωτοκολληθείσας τον Απρίλιο του 1994. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο αποφαινόμενο ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου το 2000 έπρεπε να διενεργηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται για τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους διαδικαστικούς κανόνες περί βάρους και διεξαγωγής αποδείξεων, και ειδικότερα όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 ως έγγραφου αποδεικτικού στοιχείου (ως προς την αξιοπιστία της και την αποδεικτική της δύναμη). Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

4)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί εκτιμήσεως και κατανομής του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τις αντικειμενικές, λυσιτελείς, συγκλίνουσες και αποχρώσες ενδείξεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του και επιβεβαιώνουν ότι, πριν την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή είχε ελέγξει προκαταρκτικώς το επίμαχο φορολογικό μέτρο και είχε περατώσει τον οικείο έλεγχο. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο καθόσον έκρινε ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου το 2000 δεν έπρεπε να διεξαχθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης για τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας.

5)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο επικυρώνοντας τον χαρακτηρισμό του επίμαχου φορολογικού μέτρου που εκδόθηκε το 1993 ως λειτουργικής ενισχύσεως κατ' εφαρμογή του ορισμού περί επενδυτικών ενισχύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών περί περιφερειακών ενισχύσεων του 1998. Προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου και ιδίως της αρχής της μη αναδρομικότητας.

6)

Πλάνη περί το δίκαιο ως προς την έννοια των «σχετικών πληροφοριών» όσον αφορά τον προκαταρκτικό έλεγχο ενός φορολογικού καθεστώτος στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η οποία οδήγησε το Πρωτοδικείο να μην δεχτεί ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ήταν εύλογη.

7)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι η προθεσμία 79 μηνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι εύλογη όσον αφορά τη διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου και αποφαινόμενο κατά τον τρόπο αυτό ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

8)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι η προθεσμία 79 μηνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι εύλογη όσον αφορά τη διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου και ότι, κατά συνέπεια, δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

9)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι εν προκειμένω δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που εμποδίζουν να διαταχθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως.

10)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999.

11)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/10


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως T-32/01 και T-86/02 έως T-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-470/09 P)

2010/C 37/12

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ' αναίρεση: Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Επιτροπή Ευρωπαικών Κοινοτήτων, και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα των αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι η περάτωση προκαταρκτικής διαδικασίας έρευνας του επίμαχου φορολογικού μέτρου, πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 659/1999 (1), προϋπέθετε την ύπαρξη σχετικής ρητής αποφάσεως της Επιτροπής (με αποδέκτη το κράτος μέλος).

2)

Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 από το Πρωτοδικείο, το οποίο απεφάνθη ότι η εν λόγω απόφαση περάτωσε προκαταρκτική διαδικασία ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου, η οποία κινήθηκε βάσει καταγγελίας πρωτοκολληθείσας τον Απρίλιο του 1994. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο αποφαινόμενο ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου το 2000 έπρεπε να διενεργηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται για τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους διαδικαστικούς κανόνες περί βάρους και διεξαγωγής αποδείξεων, και ειδικότερα όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ της αποφάσεως της 28ης Νοεμβρίου 2000 ως έγγραφου αποδεικτικού στοιχείου (ως προς την αξιοπιστία της και την αποδεικτική της δύναμη). Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

4)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί εκτιμήσεως και κατανομής του βάρους αποδείξεως όσον αφορά τις αντικειμενικές, λυσιτελείς, συγκλίνουσες και αποχρώσες ενδείξεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του και επιβεβαιώνουν ότι, πριν την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή είχε ελέγξει προκαταρκτικώς το επίμαχο φορολογικό μέτρο και είχε περατώσει τον οικείο έλεγχο. Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο καθόσον έκρινε ότι ο επανέλεγχος του επίμαχου φορολογικού μέτρου το 2000 δεν έπρεπε να διεξαχθεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης για τις υφιστάμενες ενισχύσεις διαδικασίας.

5)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο επικυρώνοντας τον χαρακτηρισμό του επίμαχου φορολογικού μέτρου που εκδόθηκε το 1993 ως λειτουργικής ενισχύσεως κατ' εφαρμογή του ορισμού περί επενδυτικών ενισχύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών περί περιφερειακών ενισχύσεων του 1998. Προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου και ιδίως της αρχής της μη αναδρομικότητας.

6)

Πλάνη περί το δίκαιο ως προς την έννοια των «σχετικών πληροφοριών» όσον αφορά τον προκαταρκτικό έλεγχο ενός φορολογικού καθεστώτος στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η οποία οδήγησε το Πρωτοδικείο να μην δεχτεί ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ήταν εύλογη.

7)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι h προθεσμία 79 μηνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι εύλογη όσον αφορά τη διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου και αποφαινόμενο κατά τον τρόπο αυτό ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

8)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι η προθεσμία 79 μηνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι εύλογη όσον αφορά τη διαδικασία προκαταρκτικού ελέγχου του επίμαχου φορολογικού μέτρου και ότι, κατά συνέπεια, δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

9)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι εν προκειμένω δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που εμποδίζουν να διαταχθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του περιεχομένου της αποφάσεως.

10)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999.

11)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/11


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-471/09 Ρ)

2010/C 37/13

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Λοιποί διάδικοι: Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya, Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα των αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το επικουρικό αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του αντικειμένου της διαφοράς και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολογία. Πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικό περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων της δικογραφίας.

Ούτε η τυπική διαφορά μεταξύ του επίμαχου φορολογικού μέτρου και του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 93/337 (2) ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεμελιώσει το κριτήριο της επιλεξιμότητας σε στοιχείο διαφορετικό από το ρητώς συναγόμενο από την απόφαση 93/337 ούτε η κήρυξη του ασυμβίβαστου που προκύπτει από την απόφαση 93/337 συνιστούν επαρκείς νομικούς λόγους για να μη δεχτεί το Πρωτοδικείο την ύπαρξη ειδικής περιστάσεως, η οποία, καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλες συντρέχουσες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη απόφαση.

Κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Τ-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02 είναι δυσανάλογα προς το επίμαχο φορολογικό μέτρο για φοροτεχνικούς λόγους και λόγω της εκτάσεως των επιδοτήσεων, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το αντικείμενο της διαφοράς, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε, επιπλέον, κατάφωρα την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία.

Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με τη φοροαπαλλαγή και/ή την πίστωση φόρου το 1993 –όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οποία δεν εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων– δεν συνιστά ειδική περίσταση ικανή να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που να αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999 λόγω αντιθέσεως προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στη οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβιάζοντας την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που αποκλείει την ανάκτηση των επενδυτικών ενισχύσεων που δεν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περιφερειακών ενισχύσεων.

Το Πρωτοδικείο προσέβαλε τη γενική αρχή της αναλογικότητας αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την εν λόγω αρχή με την απαίτηση να ανακτηθούν στο ακέραιο τα ποσά που χορηγήθηκαν βάσει της πιστώσεως φόρου του 45 % των επενδύσεων, αντί να απαιτήσει μόνο την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως στη Χώρα των Βάσκων.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.

Απορρίπτοντας το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Πρωτοδικείο προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη, επειδή αρνήθηκε τη διεξαγωγή ουσιωδών για τον προσφεύγοντα αποδείξεων, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα άμυνάς του, δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξε αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ότι θα αποδείκνυε μέσω της μη διεξαχθείσας αποδείξεως: συγκεκριμένα, ακόμη και αν δεν συνιστά ειδική περίσταση η οριστική ρητή θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη καταγγελίας του 1994 κατά ληφθέντων το 1993 φορολογικών μέτρων (μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και μέτρο για πίστωση φόρου), τα οποία ήσαν ουσιαστικώς πανομοιότυπα με το επίμαχο, συνιστά οπωσδήποτε ειδική περίσταση η συμπεριφορά της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα των φορολογικών μέτρων του 1993, πράγμα που οδήγησε στην λήψη του επίμαχου φορολογικού μέτρου.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (EE L 83, σ. 1).

(2)  Απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/12


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-227/01 έως Τ-229/01 και Τ-265/01, Τ-266/01 και Τ-270/01 Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava y Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-472/09 P)

2010/C 37/14

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya, Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, Comisión de las Comunidades Europeas, Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσειόντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το επικουρικό αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του αντικειμένου της διαφοράς και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολογία. Πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικό περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων της δικογραφίας.

Ούτε η τυπική διαφορά μεταξύ του επίμαχου φορολογικού μέτρου και του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 93/337 (2) ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεμελιώσει το κριτήριο της επιλεξιμότητας σε στοιχείο διαφορετικό από το ρητώς συναγόμενο από την απόφαση 93/337 ούτε η κήρυξη του ασυμβίβαστου που προκύπτει από την απόφαση 93/337 συνιστούν επαρκείς νομικούς λόγους για να μη δεχτεί το Πρωτοδικείο την ύπαρξη ειδικής περιστάσεως, η οποία, καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλες συντρέχουσες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη απόφαση.

Κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Τ-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02 είναι δυσανάλογα προς το επίμαχο φορολογικό μέτρο για φοροτεχνικούς λόγους και λόγω της εκτάσεως των επιδοτήσεων, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το αντικείμενο της διαφοράς, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε, επιπλέον, κατάφωρα την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία.

Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με τη φοροαπαλλαγή και/ή την πίστωση φόρου το 1993 –όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οποία δεν εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων– δεν συνιστά ειδική περίσταση ικανή να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που να αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999 λόγω αντιθέσεως προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στη οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβιάζοντας την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που αποκλείει την ανάκτηση των επενδυτικών ενισχύσεων που δεν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περιφερειακών ενισχύσεων.

Το Πρωτοδικείο προσέβαλε τη γενική αρχή της αναλογικότητας αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την εν λόγω αρχή με την απαίτηση να ανακτηθούν στο ακέραιο τα ποσά που χορηγήθηκαν βάσει της πιστώσεως φόρου του 45 % των επενδύσεων, αντί να απαιτήσει μόνο την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως στη Χώρα των Βάσκων.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.

Απορρίπτοντας το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Πρωτοδικείο προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη, επειδή αρνήθηκε τη διεξαγωγή ουσιωδών για τον προσφεύγοντα αποδείξεων, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα άμυνάς του, δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξε αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ότι θα αποδείκνυε μέσω της μη διεξαχθείσας αποδείξεως: συγκεκριμένα, ακόμη και αν δεν συνιστά ειδική περίσταση η οριστική ρητή θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη καταγγελίας του 1994 κατά ληφθέντων το 1993 φορολογικών μέτρων (μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και μέτρο για πίστωση φόρου), τα οποία ήσαν ουσιαστικώς πανομοιότυπα με το επίμαχο, συνιστά οπωσδήποτε ειδική περίσταση η συμπεριφορά της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα των φορολογικών μέτρων του 1993, πράγμα που οδήγησε στην λήψη του επίμαχου φορολογικού μέτρου.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).

(2)  Απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/14


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-227/01 έως Τ-229/01, Τ-266/01 και Τ-270/01 στην υπόθεση T-473/09, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαικών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-473/09 P)

2010/C 37/15

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya, Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητά από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το επικουρικό αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του αντικειμένου της διαφοράς και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολογία. Πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικό περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων της δικογραφίας.

Ούτε η τυπική διαφορά μεταξύ του επίμαχου φορολογικού μέτρου και του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 93/337 (2) ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεμελιώσει το κριτήριο της επιλεξιμότητας σε στοιχείο διαφορετικό από το ρητώς συναγόμενο από την απόφαση 93/337 ούτε η κήρυξη του ασυμβίβαστου που προκύπτει από την απόφαση 93/337 συνιστούν επαρκείς νομικούς λόγους για να μη δεχτεί το Πρωτοδικείο την ύπαρξη ειδικής περιστάσεως, η οποία, καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλες συντρέχουσες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη απόφαση.

Κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Τ-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02 είναι δυσανάλογα προς το επίμαχο φορολογικό μέτρο για φοροτεχνικούς λόγους και λόγω της εκτάσεως των επιδοτήσεων, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το αντικείμενο της διαφοράς, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε, επιπλέον, κατάφωρα την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία.

Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με τη φοροαπαλλαγή και/ή την πίστωση φόρου το 1993 –όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οποία δεν εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων– δεν συνιστά ειδική περίσταση ικανή να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που να αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999 λόγω αντιθέσεως προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στη οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβιάζοντας την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που αποκλείει την ανάκτηση των επενδυτικών ενισχύσεων που δεν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περιφερειακών ενισχύσεων.

Το Πρωτοδικείο προσέβαλε τη γενική αρχή της αναλογικότητας αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την εν λόγω αρχή με την απαίτηση να ανακτηθούν στο ακέραιο τα ποσά που χορηγήθηκαν βάσει της πιστώσεως φόρου του 45 % των επενδύσεων, αντί να απαιτήσει μόνο την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως στη Χώρα των Βάσκων.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.

Απορρίπτοντας το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Πρωτοδικείο προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη, επειδή αρνήθηκε τη διεξαγωγή ουσιωδών για τον προσφεύγοντα αποδείξεων, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα άμυνάς του, δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξε αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ότι θα αποδείκνυε μέσω της μη διεξαχθείσας αποδείξεως: συγκεκριμένα, ακόμη και αν δεν συνιστά ειδική περίσταση η οριστική ρητή θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη καταγγελίας του 1994 κατά ληφθέντων το 1993 φορολογικών μέτρων (μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και μέτρο για πίστωση φόρου), τα οποία ήσαν ουσιαστικώς πανομοιότυπα με το επίμαχο, συνιστά οπωσδήποτε ειδική περίσταση η συμπεριφορά της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα των φορολογικών μέτρων του 1993, πράγμα που οδήγησε στην λήψη του επίμαχου φορολογικού μέτρου.


(1)  του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (EE L 83 της 27.3.1999, σ. 1)

(2)  της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25)


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/15


Αναίρεση που άσκησαν στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως Τ-229/01 και T-265/01, Τ-266/01 και Τ-270/01, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava y Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-474/09 Ρ)

2010/C 37/16

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ' αναίρεση: Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya, Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το επικουρικό αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του αντικειμένου της διαφοράς και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολογία. Πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικό περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων της δικογραφίας.

Ούτε η τυπική διαφορά μεταξύ του επίμαχου φορολογικού μέτρου και του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 93/337 (2) ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεμελιώσει το κριτήριο της επιλεξιμότητας σε στοιχείο διαφορετικό από το ρητώς συναγόμενο από την απόφαση 93/337 ούτε η κήρυξη του ασυμβίβαστου που προκύπτει από την απόφαση 93/337 συνιστούν επαρκείς νομικούς λόγους για να μη δεχτεί το Πρωτοδικείο την ύπαρξη ειδικής περιστάσεως, η οποία, καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλες συντρέχουσες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη απόφαση.

Κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Τ-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02 είναι δυσανάλογα προς το επίμαχο φορολογικό μέτρο για φοροτεχνικούς λόγους και λόγω της εκτάσεως των επιδοτήσεων, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το αντικείμενο της διαφοράς, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε, επιπλέον, κατάφωρα την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία.

Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με τη φοροαπαλλαγή και/ή την πίστωση φόρου το 1993 –όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οποία δεν εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων– δεν συνιστά ειδική περίσταση ικανή να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που να αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999 λόγω αντιθέσεως προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στη οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβιάζοντας την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που αποκλείει την ανάκτηση των επενδυτικών ενισχύσεων που δεν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περιφερειακών ενισχύσεων.

Το Πρωτοδικείο προσέβαλε τη γενική αρχή της αναλογικότητας αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την εν λόγω αρχή με την απαίτηση να ανακτηθούν στο ακέραιο τα ποσά που χορηγήθηκαν βάσει της πιστώσεως φόρου του 45 % των επενδύσεων, αντί να απαιτήσει μόνο την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως στη Χώρα των Βάσκων.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.

Απορρίπτοντας το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Πρωτοδικείο προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη, επειδή αρνήθηκε τη διεξαγωγή ουσιωδών για τον προσφεύγοντα αποδείξεων, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα άμυνάς του, δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξε αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ότι θα αποδείκνυε μέσω της μη διεξαχθείσας αποδείξεως: συγκεκριμένα, ακόμη και αν δεν συνιστά ειδική περίσταση η οριστική ρητή θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη καταγγελίας του 1994 κατά ληφθέντων το 1993 φορολογικών μέτρων (μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και μέτρο για πίστωση φόρου), τα οποία ήσαν ουσιαστικώς πανομοιότυπα με το επίμαχο, συνιστά οπωσδήποτε ειδική περίσταση η συμπεριφορά της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα των φορολογικών μέτρων του 1993, πράγμα που οδήγησε στην λήψη του επίμαχου φορολογικού μέτρου.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (EE L 83, σ. 1).

(2)  Απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/16


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως Τ-229/01 και T-265/01, Τ-266/01 και Τ-270/01, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava y Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-475/09 P)

2010/C 37/17

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya, Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το επικουρικό αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του αντικειμένου της διαφοράς και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολογία. Πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικό περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων της δικογραφίας.

Ούτε η τυπική διαφορά μεταξύ του επίμαχου φορολογικού μέτρου και του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 93/337 (2) ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεμελιώσει το κριτήριο της επιλεξιμότητας σε στοιχείο διαφορετικό από το ρητώς συναγόμενο από την απόφαση 93/337 ούτε η κήρυξη του ασυμβίβαστου που προκύπτει από την απόφαση 93/337 συνιστούν επαρκείς νομικούς λόγους για να μη δεχτεί το Πρωτοδικείο την ύπαρξη ειδικής περιστάσεως, η οποία, καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλες συντρέχουσες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη απόφαση.

Κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Τ-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02 είναι δυσανάλογα προς το επίμαχο φορολογικό μέτρο για φοροτεχνικούς λόγους και λόγω της εκτάσεως των επιδοτήσεων, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το αντικείμενο της διαφοράς, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε, επιπλέον, κατάφωρα την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία.

Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με τη φοροαπαλλαγή και/ή την πίστωση φόρου το 1993 –όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οποία δεν εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων– δεν συνιστά ειδική περίσταση ικανή να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που να αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999 λόγω αντιθέσεως προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στη οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβιάζοντας την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που αποκλείει την ανάκτηση των επενδυτικών ενισχύσεων που δεν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περιφερειακών ενισχύσεων.

Το Πρωτοδικείο προσέβαλε τη γενική αρχή της αναλογικότητας αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την εν λόγω αρχή με την απαίτηση να ανακτηθούν στο ακέραιο τα ποσά που χορηγήθηκαν βάσει της πιστώσεως φόρου του 45 % των επενδύσεων, αντί να απαιτήσει μόνο την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως στη Χώρα των Βάσκων.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.

Απορρίπτοντας το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Πρωτοδικείο προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη, επειδή αρνήθηκε τη διεξαγωγή ουσιωδών για τον προσφεύγοντα αποδείξεων, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα άμυνάς του, δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξε αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ότι θα αποδείκνυε μέσω της μη διεξαχθείσας αποδείξεως: συγκεκριμένα, ακόμη και αν δεν συνιστά ειδική περίσταση η οριστική ρητή θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη καταγγελίας του 1994 κατά ληφθέντων το 1993 φορολογικών μέτρων (μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και μέτρο για πίστωση φόρου), τα οποία ήσαν ουσιαστικώς πανομοιότυπα με το επίμαχο, συνιστά οπωσδήποτε ειδική περίσταση η συμπεριφορά της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα των φορολογικών μέτρων του 1993, πράγμα που οδήγησε στην λήψη του επίμαχου φορολογικού μέτρου.


(1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).

(2)  Απόφαση 93/337/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25)


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/17


Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01 και T-265/01, T-266/01 και T-270/01, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-476/09 Ρ)

2010/C 37/18

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

Αντίδικοι κατ' αναίρεση: Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya, Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το επικουρικό αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του αντικειμένου της διαφοράς και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολογία. Πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικό περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων της δικογραφίας.

Ούτε η τυπική διαφορά μεταξύ του επίμαχου φορολογικού μέτρου και του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 93/337 ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεμελιώσει το κριτήριο της επιλεξιμότητας σε στοιχείο διαφορετικό από το ρητώς συναγόμενο από την απόφαση 93/337 (2) ούτε η κήρυξη του ασυμβίβαστου που προκύπτει από την απόφαση 93/337 συνιστούν επαρκείς νομικούς λόγους για να μη δεχτεί το Πρωτοδικείο την ύπαρξη ειδικής περιστάσεως, η οποία, καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλες συντρέχουσες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη απόφαση.

Κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Τ-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02 είναι δυσανάλογα προς το επίμαχο φορολογικό μέτρο για φοροτεχνικούς λόγους και λόγω της εκτάσεως των επιδοτήσεων, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το αντικείμενο της διαφοράς, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε, επιπλέον, κατάφωρα την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία.

Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με τη φοροαπαλλαγή και/ή την πίστωση φόρου το 1993 –όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οποία δεν εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων– δεν συνιστά ειδική περίσταση ικανή να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που να αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999 λόγω αντιθέσεως προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2)

Πλάνη περί το δίκαιο στη οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβιάζοντας την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που αποκλείει την ανάκτηση των επενδυτικών ενισχύσεων που δεν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περιφερειακών ενισχύσεων.

Το Πρωτοδικείο προσέβαλε τη γενική αρχή της αναλογικότητας αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την εν λόγω αρχή με την απαίτηση να ανακτηθούν στο ακέραιο τα ποσά που χορηγήθηκαν βάσει της πιστώσεως φόρου του 45 % των επενδύσεων, αντί να απαιτήσει μόνο την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως στη Χώρα των Βάσκων.

3)

Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.

Απορρίπτοντας το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Πρωτοδικείο προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη, επειδή αρνήθηκε τη διεξαγωγή ουσιωδών για τον προσφεύγοντα αποδείξεων, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα άμυνάς του, δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξε αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ότι θα αποδείκνυε μέσω της μη διεξαχθείσας αποδείξεως: συγκεκριμένα, ακόμη και αν δεν συνιστά ειδική περίσταση η οριστική ρητή θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη καταγγελίας του 1994 κατά ληφθέντων το 1993 φορολογικών μέτρων (μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και μέτρο για πίστωση φόρου), τα οποία ήσαν ουσιαστικώς πανομοιότυπα με το επίμαχο, συνιστά οπωσδήποτε ειδική περίσταση η συμπεριφορά της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα των φορολογικών μέτρων του 1993, πράγμα που οδήγησε στην λήψη του επίμαχου φορολογικού μέτρου.


(1)  του Συμβουλίου, της 10 Μαΐου 1993, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ

(2)  της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25)


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/18


Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Γαλλία) στις 25 Νοεμβρίου 2009 — Charles Defossez κατά Christian Wiart, εκκαθαριστής της εταιρείας Sotimon SARL, Office national de l'emploi και CGEA de Lille

(Υπόθεση C-477/09)

2010/C 37/19

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour de cassation

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αναιρεσείων: Charles Defossez

Αναιρεσίβλητοι: Christian Wiart, εκκαθαριστής της εταιρείας Sotimon SARL, Office national de l'emploi (fonds de fermeture d'entreprises) και CGEA de Lille

Προδικαστικό ερώτημα

Έχει το άρθρο 8α της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (1), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (2), που προβλέπει στο πρώτο του εδάφιο ότι όταν μια επιχείρηση με δραστηριότητες στο έδαφος τουλάχιστον δύο κρατών μελών βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας, ο οργανισμός που είναι αρμόδιος για την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών είναι εκείνος του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου ασκούν ή ασκούσαν συνήθως την εργασία του, και στο δεύτερό του εδάφιο ότι η έκταση των δικαιωμάτων των μισθωτών προσδιορίζεται από το δίκαιο που διέπει τον αρμόδιο οργανισμό εγγυήσεως, έχει την έννοια ότι ορίζει τον αρμόδιο οργανισμό εγγυήσεως κατ’ αποκλεισμόν οποιουδήποτε άλλου οργανισμού εγγυήσεως ή, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας που έγκειται στην εδραίωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία, και του πρώτου εδαφίου του άρθρου 9 της οδηγίας κατά το οποίο αυτή δεν περιορίζει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για τους μισθωτούς, την έννοια ότι ο μισθωτός διατηρεί το δικαίωμα να αξιώσει, αντί της εγγυήσεως του ανωτέρω οργανισμού, την ευνοϊκότερη εγγύηση του οργανισμού στον οποίο είναι ασφαλισμένος και καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές ο εργοδότης του βάσει της εθνικής νομοθεσίας;


(1)  ΕΕ L 283, σ. 23.

(2)  ΕΕ L 270, σ. 10.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/19


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Audiencia Provincial de Tarragona (Ισπανία) στις 30 Νοεμβρίου 2009 — Ποινική δίκη κατά Magatte Gueye

(Υπόθεση C-483/09)

2010/C 37/20

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Αιτούν δικαστήριο

Audiencia Provincial de Tarragona

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εφεσείων: Magatte Gueye

Λοιποί διάδικοι: Εισαγγελική Αρχή και Eva Caldes

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Πρέπει το δικαίωμα του θύματος να γίνεται κατανοητό, στο οποίο αναφέρεται η όγδοη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου (1), να ερμηνευθεί ως θετική υποχρέωση των δημοσίων αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη και την καταστολή των εγκληματικών πράξεων να δίνουν στο θύμα τη δυνατότητα να εκφράζει την εκτίμησή του, τις σκέψεις του και τη γνώμη του ως προς τα άμεσα αποτελέσματα που μπορεί να έχει για τη ζωή του η επιβολή μέτρων στον θύτη με τον οποίο το θύμα διατηρεί οικογενειακή ή στενή συναισθηματική σχέση;

2)

Πρέπει το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα και τα θεμιτά συμφέροντα του θύματος τους επιβάλλει να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη του θύματος όταν οι ποινικές συνέπειες της δίκης δύνανται να επηρεάσουν καίρια και άμεσα την άσκηση του δικαιώματός του για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του;

3)

Πρέπει το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι δημόσιες αρχές δεν μπορούν να αρνηθούν να λάβουν υπόψη τους την ελεύθερη βούληση του θύματος όταν το θύμα αντιτάσσεται στην επιβολή ή στη διατήρηση μέτρου απομακρύνσεως, στην περίπτωση που ο θύτης είναι μέλος της οικογένειάς του και δεν διαπιστώνεται αντικειμενικός κίνδυνος υποτροπής και εφόσον διαπιστώνεται ότι η προσωπικότητα του θύματος είναι ικανοποιητικού κοινωνικού, μορφωτικού και συναισθηματικού επιπέδου, οπότε αποκλείεται η δυνατότητα υποταγής στον θύτη ή, αντιθέτως, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εξακολουθήσει να θεωρείται λυσιτελές το μέτρο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής κατηγορίας των εγκλημάτων αυτών;

4)

Πρέπει το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ, καθόσον θεσπίζει ότι κάθε κράτος διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας για τα θύματα, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιστά δυνατή τη γενικευμένη και υποχρεωτική επιβολή μέτρων απομακρύνσεως ή απαγορεύσεως κάθε επαφής, ως παρεπομένων ποινών σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόκειται για θύμα ενδοοικογενειακών εγκλημάτων, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής κατηγορίας των παραβατικών αυτών πράξεων, ή, αντιθέτως, απαιτεί το άρθρο 8 να πραγματοποιείται εξατομικευμένη στάθμιση των συμφερόντων, βάσει της οποίας να μπορεί να εξακριβώνεται, ανά περίπτωση, το κατάλληλο επίπεδο προστασίας λαμβανομένων υπόψη των εμπλεκομένων συμφερόντων;

5)

Πρέπει το άρθρο 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει να αποκλείεται γενικώς η μεσολάβηση στις ποινικές διαδικασίες σχετικά με ενδοοικογενειακά εγκλήματα ή, αντιθέτως, πρέπει να επιτρέπει τη μεσολάβηση και σε αυτό το είδος διαδικασιών, ώστε να σταθμίζονται κατά περίπτωση τα εμπλεκόμενα συμφέροντα;


(1)  Απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (ΕΕ L 82, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/20


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal da Relação do Porto (Πορτογαλία) στις 30 Νοεμβρίου 2009 — Manuel Carvalho Ferreira Santos κατά Companhia Europeia de Seguros, S.A.

(Υπόθεση C-484/09)

2010/C 37/21

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal da Relação do Porto

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: Manuel Carvalho Ferreira Santos

Εναγομένη: Companhia Europeia de Seguros, S.A.

Προδικαστικά ερωτήματα

Σε περίπτωση συγκρούσεως οχημάτων, για την οποία δεν δύναται να καταλογισθεί υπαιτιότητα σε κάποιον από τους οδηγούς και από την οποία προκύπτουν σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες ενός από τους οδηγούς (του ζημιωθέντος, ο οποίος αξιώνει αποζημίωση), αντιβαίνει η θέσπιση επιμερισμού της ευθύνης εκ διακινδυνεύσεως (άρθρο 506, παράγραφοι 1 και 2, του Código Civil), με άμεση αντανάκλαση επί του ύψους της αποζημιώσεως που θα επιδικασθεί στον ζημιωθέντα για την περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη που προκύπτει από τις σωματικές βλάβες που υπέστη (εφόσον ο επιμερισμός αυτός της ευθύνης εκ διακινδυνεύσεως συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του ύψους της αποζημιώσεως), προς το κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα προς τα άρθρα 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας (72/166/ΕΟΚ) (1), 2, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας (84/5/ΕΟΚ) (2) και 1 της τρίτης οδηγίας (90/232/ΕΟΚ) (3), σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δώσει στις διατάξεις αυτές το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων;


(1)  Οδηγία 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Απριλίου 1972, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 0136).

(2)  Δεύτερη οδηγία 84/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ 1984, L 8, σ. 17).

(3)  Τρίτη οδηγία 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ 1990, L 129, σ. 33).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/20


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) την 1η Δεκεμβρίου 2009 — Viamex Agrar Handels GmbH κατά Hauptzollammt Hamburg-Jonas

(Υπόθεση C-485/09)

2010/C 37/22

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Finanzgericht Hamburg.

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Viamex Agrar Handels GmbH

Καθού: Hauptzollammt Hamburg-Jonas.

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχει εφαρμογή στις σιδηροδρομικές μεταφορές το σημείο 48.5 του κεφαλαίου VII του παραρτήματος της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1991, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 90/425/ΕΟΚ και 91/496/ΕΟΚ (1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 95/29/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά (2);

2)

Υποχρεούται εν γένει το εθνικό δικαστήριο, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράβαση της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ δεν είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο των ζώων, να ελέγχει αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 615/98 της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 1998, για ειδικές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή όσον αφορά την καλή μεταχείριση των ζωντανών βοοειδών κατά τη μεταφορά (3), σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας;


(1)  EE L 340, σ. 17

(2)  EE L 148, σ. 52

(3)  EE L 82, σ. 19


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/21


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Hof van beroep te Gent (Βέλγιο) στις 30 Νοεμβρίου 2009 — Vandoorne NV κατά Belgische Staat

(Υπόθεση C-489/09)

2010/C 37/23

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Αιτούν δικαστήριο

Hof van Beroep te Gent

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εφεσείουσα: Vandoorne NV

Εφεσίβλητο: Belgische Staat

Προδικαστικό ερώτημα

Συνάδει η βελγική νομοθεσία, και ειδικότερα το άρθρο 58, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 77, παράγραφος 1, σημείο 7, του κώδικα περί ΦΠΑ, με το άρθρο 27 της έκτης οδηγίας (77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου) (1), το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα απλουστεύσεως, και/ή με το άρθρο 11, Γ, σημείο 1, της ίδιας οδηγίας, το οποίο παρέχει δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη καταβολής, λόγω του γεγονότος ότι η εθνική αυτή νομοθεσία (1) όσον αφορά την παράδοση βιομηχανοποιημένων καπνών εισάγει μια απλούστευση της εισπράξεως ΦΠΑ με την επιβολή μόνο μιας επιβαρύνσεως στην πηγή και (2) δεν παρέχει δικαίωμα να επιστραφεί ο ΦΠΑ, λόγω ολικής ή μερικής απώλειας του τιμήματος, στους υποκειμένους στον φόρο που επιβαρύνθηκαν με ΦΠΑ στα διάφορα ενδιάμεσα στάδια του εμπορίου·


(1)  Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001 σ. 49).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/21


Προσφυγή της 30ής Νοεμβρίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

(Υπόθεση C-490/09)

2010/C 37/24

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: G. Rozet και E. Traversa)

Καθού: Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας σε ισχύ ως έχουν, αφενός, το άρθρο 24 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, το οποίο αποκλείει την επιστροφή των εξόδων για τις αναλύσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος, προβλέποντας ότι τα έξοδα για τις ως άνω αναλύσεις μπορούν να καλυφθούν μόνον απευθείας από τον ασφαλιστικό φορέα και, αφετέρου, το άρθρο 12 του Καταστατικού της Ενώσεως των ασφαλιστικών ταμείων, το οποίο εξαρτά την επιστροφή των εξόδων για τις αναλύσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος από την πλήρη τήρηση των προϋποθέσεων περιθάλψεως που θέτουν οι λουξεμβουργιανές εθνικές συμβάσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο [49] της Συνθήκης ΕΚ·

να καταδικάσει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το καθού, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που αποκλείουν την επιστροφή των εξόδων για τις εργαστηριακές αναλύσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη, ή εξαρτούν την επιστροφή αυτή από την πλήρη τήρηση των προϋποθέσεων περιθάλψεως που προβλέπει η λουξεμβουργιανή νομοθεσία, παραβίασε τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 49 ΕΚ αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών.

Η προσφεύγουσα επισημαίνει, παραδείγματος χάρη, ότι οι εθνικές αρχές αναλαμβάνουν τα έξοδα για τις αναλύσεις και τις εξετάσεις μόνο στις περιπτώσεις που αυτές πραγματοποιούνται σε ανεξάρτητο εργαστήριο και σε πλήρη συμφωνία με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η λουξεμβουργιανή νομοθεσία. Σε ορισμένα κράτη μέλη, όμως, οι αναλύσεις αυτές δεν γίνονται σε εργαστήριο, αλλά από τους ίδιους τους ιατρούς.

Κατή την Επιτροπή, οι επίμαχοι περιορισμοί δεν δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ούτε συνιστούν μέτρο απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας και ανάλογο προς τον σκοπό αυτόν.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/21


Προσφυγή της 1ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-493/09)

2010/C 37/25

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: R. Lyal και M. Afonso)

Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, φορολογώντας τα μερίσματα τα λαμβανόμενα από κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων με έδρα στην αλλοδαπή με συντελεστή υψηλότερο από εκείνον που βαρύνει τα μερίσματα που λαμβάνουν τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων με έδρα εντός της Πορτογαλίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 63 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, και το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ·

να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Δυνάμει διατάξεων του Estatuto dos Benefícios Fiscais [Κανονισμού περί φορολογικών ελαφρύνσεων] και του Código do Imposto sobre o Rendimento das Pessoas Colectivas [Κώδικα φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων], τα μερίσματα που καταβάλλονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων που συνιστώνται και λειτουργούν σύμφωνα με την πορτογαλική νομοθεσία απαλλάσσονται πλήρως φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, ενώ εκείνα που καταβάλλονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων με έδρα στην αλλοδαπή υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων που κυμαίνεται από 20 % έως 10 %, αναλόγως του αν υφίσταται διμερής συμφωνία μεταξύ της Πορτογαλίας και του κράτους της έδρας της εταιρίας και του τί προβλέπει αυτή. Ο φόρος αυτός εισπράττεται μέσω κρατήσεως στην πηγή, η δε είσπραξη αυτή είναι οριστική.

Η διαφορετική μεταχείριση την οποία επιφυλάσσει η πορτογαλική φορολογική νομοθεσία εις βάρος των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων με έδρα στην αλλοδαπή καθιστά λιγότερο αποδοτική και ενδιαφέρουσα την επένδυση των ταμείων αυτών σε πορτογαλικές εταιρίες. Κατά συνέπεια, το φορολογικό αυτό καθεστώς συνιστά περιορισμό απαγορευόμενο από το άρθρο 63 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, και το άρθρο 40 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Κανείς από τους λόγους που προβάλλει η Πορτογαλική Δημοκρατία δεν δικαιολογεί τη δυσμενή αυτή μεταχείριση των κεφαλαιοποιητικών ταμείων συντάξεων με έδρα στην αλλοδαπή, η οποία πλήττει βαρέως την ανταγωνιστικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την απόδοση των επενδύσεων που πραγματοποιούν τα κεφαλαιοποιητικά ταμεία συντάξεων.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/22


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) στις 2 Δεκεμβρίου 2009 — Nokia Corporation κατά Her Majesty's Commissioners of Revenue and Customs

(Υπόθεση C-495/09)

2010/C 37/26

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: Nokia Corporation

Εφεσίβλητη: Her Majesty's Commissioners of Revenue and Customs

Προδικαστικό ερώτημα

Είναι δυνατόν μη κοινοτικά προϊόντα που φέρουν κοινοτικό σήμα και τελούν υπό τελωνειακή εποπτεία σε κράτος μέλος και υπό διαμετακόμιση από κράτος μη μέλος σε άλλο κράτος μη μέλος να συνιστούν “εμπορεύματα παραποίησης” κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού 1383/2003/ΕΚ (1) αν δεν υπάρχει απόδειξη ότι τα εμπορεύματα θα διοχετευτούν στην αγορά της ΕΚ είτε με τελωνειακή διαδικασία είτε με παράνομη εκτροπή.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1383/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για την παρέμβαση των τελωνειακών αρχών έναντι εμπορευμάτων που είναι ύποπτα ότι παραβιάζουν ορισμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έναντι των εμπορευμάτων που διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν παρόμοια δικαιώματα (ΕΕ L 196, σ. 7).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/22


Προσφυγή της 2ας Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-500/09)

2010/C 37/27

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: L. Lozano Palacios και Δ. Τριανταφύλλου)

Καθής: Ελληνική Δημοκρατία

Αιτήματα:

να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία εξακολουθώντας να εφαρμόζει τη υπουργική απόφαση Α1/44351/3608 της 12ης Οκτωβρίου 2005, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 97/67ΕΚ (1), (όπως έχει τροποποιηθεί), όπως ιδίως συνάγονται από το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2.

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η ελληνική Δημοκρατία εμποδίζει την ελευθέρωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών που σκοπείται από την οδηγία 97/67, η οποία προβλέπει συναφώς την ανοιχτή και χωρίς διακρίσεις χορήγηση γενικών και ειδικών αδειών.

Η ελληνική νομοθεσία απαιτεί από τους δικαιοδόχους μεταφορείς κατά την αδειοδότηση των ταχυδρομικών φορτηγών να είναι και οι ίδιοι ταχυδρομικές επιχειρήσεις εγγεγραμμένες στο σχετικό μητρώο ως δικαιούχοι γενικής αδείας. Αυτό υποχρεώνει τα ταχυδρομικά δίκτυα σε ριζική αναδιάρθρωση και καθιστά αδύνατη την χρήση δικαιοδόχων από τις κύριες επιχειρήσεις, εκτός και αν, ενδεχομένως, αυτές μεταβληθούν σε επιχειρήσεις ενοικιάσεως φορτηγών, με τις επιβαρύνσεις που αυτό θα συνεπαγόταν.

Εξάλλου η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει τη μεταφορά μεγάλων βαρών μόνο από ορισμένα δημόσιας χρήσεως φορτηγά, που είναι εμπιστευμένα σε κλειστό επάγγελμα, κάτι που εμποδίζει τις άλλες επιχειρήσεις να παράσχουν την ίδια υπηρεσία.

Η ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε επαρκείς δικαιολογίες για τους περιορισμούς αυτούς.


(1)  ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/23


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Upper Tribunal (Administrative Appeals Chamber) (Ηνωμένο Βασίλειο) στις 4 Δεκεμβρίου 2009 — Lucy Stewart κατά Secretary of State for Work and Pensions

(Υπόθεση C-503/09)

2010/C 37/28

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

Upper Tribunal

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσα: Lucy Stewart

Καθού: Secretary of State for Work and Pensions

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Αποτελεί η παροχή που έχει τα χαρακτηριστικά του επιδόματος βραχυπρόθεσμης αναπηρίας νέου, παροχή ασθενείας ή παροχή αναπηρίας κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 (1);

2)

Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι ότι το επίδομα αυτό αποτελεί παροχή ασθενείας:

α)

Μπορεί ένα πρόσωπο, όπως η μητέρα της εκκαλούσας που έχει παύσει οριστικά κάθε μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα λόγω αποχωρήσεως από την υπηρεσία να θεωρηθεί παρ’ όλα αυτά μισθωτός κατά την έννοια του άρθρου 19 λόγω της παλαιότερης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας ή οι εφαρμοστέοι κανόνες είναι τα άρθρα 27 έως 34 (συνταξιούχοι);

β)

Μπορεί ένα πρόσωπο, όπως ο πατέρας της εκκαλούσας που δεν έχει ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα από το 2001 να θεωρηθεί παρ’ όλα αυτά «μισθωτός» κατά την έννοια του άρθρου 19 λόγω της προηγουμένης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας;

γ)

Πρέπει η εκκαλούσα να θεωρηθεί ως «δικαιούχος συντάξεως» κατά την έννοια του άρθρου 28 λόγω του ότι λαμβάνει παροχή που αποκτήθηκε βάσει του άρθρου 95β του κανονισμού 1408/71 παρά το ότι: 1. Ουδέποτε υπήρξε μισθωτός κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α', του κανονισμού 1408/71· 2. Δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία αποχωρήσεως από την υπηρεσία· και 3. Εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 μόνο ως μέλος οικογένειας;

δ)

Στην περίπτωση που ο δικαιούχος συντάξεως εμπίπτει στο άρθρο 28 του κανονισμού 1408/71, μπορεί το μέλος της οικογένειάς του που κατοικούσε πάντα στο ίδιο κράτος με αυτόν να ζητήσει, βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 29 παροχή ασθενείας εις χρήμα από τον αρμόδιο φορέα κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 2, στην περίπτωση που η παροχή αυτή καταβάλλεται (αν οφείλεται) στο μέλος της οικογένειας (και όχι στον δικαιούχο συντάξεως);

ε)

Αν (αναλόγως των απαντήσεων στα υπο-ερωτήματα α) έως δ) ανωτέρω) έχει εφαρμογή κάποια προϋπόθεση της εθνικής νομοθεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως που περιορίζει την απόκτηση δικαιώματος για παροχή ασθενείας σ’ αυτούς που έχουν συμπληρώσει την απαιτούμενη περίοδο παρουσίας κατά το παρελθόν εντός του αρμοδίου κράτους μέλους, σε καθορισμένη προγενέστερη περίοδο, συμβιβάζεται η εφαρμογή αυτή με τις διατάξεις του άρθρου 19 και/ή 28 του κανονισμού 1408/71;

3)

Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι ότι η εν λόγω παροχή πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή αναπηρίας, έχει η φράση του άρθρου 10 του κανονισμού 1408/71 παροχές «που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών» την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία βάσει του κανονισμού 1408/71 να θέτουν προϋποθέσεις αρχικής αποκτήσεως του δικαιώματος παροχών αναπηρίας στηριζόμενες στην κατοικία στο κράτος μέλος ή στην απόδειξη των απαιτουμένων περιόδων παρουσίας κατά το παρελθόν στο κράτος μέλος έτσι ώστε ο αιτών δεν μπορεί αρχικά να ζητήσει τη χορήγηση της παροχής αυτής ευρισκόμενος σε άλλο κράτος μέλος;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 149, σ. 2).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/24


Προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας που ασκήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2009

(Υπόθεση C-510/09)

2010/C 37/29

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: M. Πατακιά και Γ. Ζαββός)

Καθής: Γαλλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Γαλλική Δημοκρατία, παραλείποντας να κοινοποιήσει στο στάδιο του σχεδίου την υπουργική απόφαση της 13ης Μαρτίου 2006 σχετικά με τη χρήση των μειγμάτων που συνθέτουν οι γεωργοί από προϊόντα, για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο L.253-1 του αγροτικού κώδικα στο πλαίσιο της διαδικασίας που θεσπίστηκε με την οδηγία 98/34/ΕΚ, της 22ας Ιουνίου 1998, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ, της 20ής Ιουλίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και κανόνες σχετικούς με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφόρησης (1), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής·

να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσάπτει στην καθής ότι δεν της κοινοποίησε, πριν από τη θέσπισή της, την επίδικη υπουργική απόφαση, σχετικά με τη χρήση ορισμένων μειγμάτων που συνθέτουν οι γεωργοί από φυτοπροστατευτικά προϊόντα γεωπονικού ενδιαφέροντος, ενώ η απόφαση αυτή συνιστά αναμφισβήτητα τεχνικό κανόνα κατά την έννοια της οδηγίας 98/34 και όφειλε, ως εκ τούτου, να της κοινοποιηθεί στο στάδιο σχεδίου εφόσον δεν εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 10 της ίδιας οδηγίας.

Κατά την Επιτροπή, η καθής δέχθηκε το υποστατό της παραβάσεως εφόσον, κατόπιν της παραλαβής της αιτιολογημένης γνώμης, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή σχέδιο αποφάσεως περί καταργήσεως της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, της οποίας επαναλαμβάνει το περιεχόμενο. Ωστόσο, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, το εν λόγω σχέδιο αποφάσεως δεν είχε ακόμα θεσπιστεί από τις γαλλικές αρχές ή, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν είχε ακόμα ενημερωθεί συναφώς.


(1)  Οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/34/ΕΚ για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (ΕΕ L 217, σ. 18).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/24


Αναίρεση που άσκησε στις 4 Δεκεμβρίου 2009 η Dongguan Nanzha Leco Stationery Mfg. Co., Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-296/06, Dongguan Nanzha Leco Stationery Mfg. Co., Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-511/06 P)

2010/C 37/30

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Dongguan Nanzha Leco Stationery Mfg. Co., Ltd (εκπρόσωποι: A. Bentley, QC)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, IML Industria Meccanica Lombarda Srl

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, στην υπόθεση Τ-296/06, Dongguan Nanzha Leco Stationery Mfg. Co., Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το μέρος που απορρίπτει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η νυν αναιρεσείουσα·

να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) 1136/2006 (1) κατά το μέρος που επιβάλλει στην αναιρεσείουσα δασμό για την παραγωγή αψιδοειδών μηχανισμών με μοχλίσκο καθ’ υπέρβαση του ποσού που θα καθίστατο απαιτητό εάν δεν είχε λάβει χώρα η επικρινόμενη προσαρμογή της τιμής εξαγωγής·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προσδίδει το προσήκον έννομο αποτέλεσμα στην έννοια της κανονικής αξίας όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 (2) του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε. Κατά συνέπεια, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνεται εσφαλμένως ότι η ανάλογη κανονική αξία που έχει καθοριστεί κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής αντιστοιχεί απαραιτήτως στο στάδιο κατά το οποίο τα επίμαχα προϊόντα εξέρχονται από την αλυσίδα παραγωγής στην Κίνα, καίτοι διαπιστώνεται, στην ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα έξοδα πωλήσεως (ΓΔΕΠ) βαρύνουν όχι την εταιρία που εδρεύει στην Κίνα, αλλά συνδεόμενες εταιρίες που εδρεύουν σε χώρα με οικονομία αγοράς, δηλαδή το Χονγκ Κονγκ. Από την εσφαλμένη αυτή κρίση προκύπτει παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96, όπως τροποποιήθηκε, καθόσον κρίνεται ότι η προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, στην οποία προέβησαν τα όργανα, συνίσταται στη μείωση των ΓΔΕΠ και των κερδών των συνδεόμενων εταιριών που εδρεύουν στο Χονγκ Κονγκ.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1136/2006 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές αψιδοειδών μηχανισμών με μοχλίσκο, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 205, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 56, σ. 1.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/25


Προσφυγή της 10ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-512/09)

2010/C 37/31

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Ηρώ Δημητρίου και Α. Μαργέλης)

Καθής: Ελληνική Δημοκρατία

Αιτήματα:

να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία μη θεσπίζοντας τις απαραίτητες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προς συμμόρφωση με την οδηγία 2006/66/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ η εν πάση περιπτώσει μη ανακοινώνοντας τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας

να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προθεσμία για την μεταφορά της οδηγίας 2006/66/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 26 Σεπτεμβρίου 2008.


(1)  ΕΕ L 266 της 26.9.2006, σ. 1


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/25


Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου

(Υπόθεση C-513/09)

2010/C 37/32

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: V. Peere και A. Marghelis)

Καθού: Βασίλειο του Βελγίου

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2006/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και με την κατάργηση της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ (1) ή, εν πάση περιπτώσει, παραλείποντας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τις διατάξεις που τυχόν θέσπισε, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή·

να καταδικάσει Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας 2006/66/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Ωστόσο, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, το καθού δεν είχε λάβει ακόμη όλα τα αναγκαία μέτρα για την εν λόγω μεταφορά ή, εν πάση περιπτώσει, δεν τα είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή.


(1)  EE L 266, σ. 1.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/26


Προσφυγή της 11ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-518/09)

2010/C 37/33

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: I.V. Rogalski και P. Guerra e Andrade)

Καθής: Πορτογαλική Δημοκρατία

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία,

μη διακρίνοντας στον νόμο της μεταξύ εγκαταστάσεως και πρόσκαιρης παροχής υπηρεσιών, όσον αφορά τις δραστηριότητες συναλλαγών επί ακινήτων κτηματομεσιτικών επιχειρήσεων και διαχειριστών ακινήτου περιουσίας·

επιβάλλοντας στις κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και στους διαχειριστές ακινήτου περιουσίας άλλων κρατών μελών την υποχρέωση να εγγραφούν ως πλήρη μέλη του Instituto da Construção e do Imobiliário (στο εξής: InCI, I.P.), για να παράσχουν παροδική υπηρεσία·

επιβάλλοντας στις κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και στους διαχειριστές ακινήτου περιουσίας άλλων κρατών μελών την υποχρέωση να ασφαλίζονται για την ευθύνη που ανακύπτει από την άσκηση της δραστηριότητας σύμφωνα με τον πορτογαλικό νόμο·

επιβάλλοντας στις κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών την υποχρέωση να διαθέτουν ίδιο θετικό κεφάλαιο σύμφωνα με τον πορτογαλικό νόμο·

υποβάλλοντας τις κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές ακινήτου περιουσίας άλλων κρατών μελών πλήρως στον πειθαρχικό έλεγχο του InCI, I.P.,

παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 56 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ ·

και ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας αφενός στις κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις την αποκλειστική άσκηση της δραστηριότητας αυτής αποκλείοντας τη διαχείριση ακινήτων για λογαριασμό τρίτου, αφετέρου δε στους διαχειριστές ακινήτου περιουσίας την αποκλειστική άσκηση της δραστηριότητας διαχειρίσεως ακινήτου περιουσίας, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ·

να καταδικάσει την Πορτογαλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Από το πορτογαλικό σύστημα μεσιτείας ακινήτων και διαχειρίσεως ακινήτου περιουσίας προκύπτουν αναρίθμητοι περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Άπαξ αφορούν ακίνητα κείμενα στην Πορτογαλία, οι δραστηριότητες μεσιτείας ακινήτων και διαχειρίσεως ακινήτου περιουσίας επιχειρήσεων που έχουν την πραγματική τους έδρα ή κατοικία σε άλλα κράτη μέλη υπόκεινται στον πορτογαλικό νόμο.

Ο πορτογαλικός νόμος ορίζει 7 προϋποθέσεις για την πρόσβαση στη δραστηριότητα μεσιτείας ακινήτων. Ορίζει 4 προϋποθέσεις για την πρόσβαση στη δραστηριότητα διαχειρίσεως ακινήτου περιουσίας.

Οι προϋποθέσεις ως προς το υποκείμενο του αιτούντος την άδεια είναι περιοριστικές.

Η προϋπόθεση ως προς την ικανότητα ασκήσεως του επαγγέλματος είναι επίσης περιοριστική.

Οι πορτογαλικοί κανόνες για τη μεσιτεία και τη διαχείριση ακινήτου περιουσίας δεν αντιστοιχούν στην παραδοσιακή μεσιτική δραστηριότητα. Αντί μεσιτείας, έχουμε πρακτορία.

Η υποχρέωση να συνάπτεται η ασφάλιση της επαγγελματικής ευθύνης σύμφωνα με τον πορτογαλικό νόμο συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό.

Η υποχρέωση να υπάρχει ίδιο θετικό κεφάλαιο, όπως αυτό ορίζεται κατά το πορτογαλικό Εθνικό Σύστημα Λογιστικής, συνιστά περιορισμό και δυσμενή διάκριση ως προς την ελευθερία της πρόσκαιρης παροχής υπηρεσιών.

Οι προϋποθέσεις προσβάσεως στην άσκηση του επαγγέλματος δεν διακρίνουν μεταξύ περιπτώσεων εγκαταστάσεως και περιπτώσεων πρόσκαιρης παροχής υπηρεσιών.

Οι προϋποθέσεις προσβάσεως στην οικοδομική δραστηριότητα, όπως ορίζονται στον πορτογαλικό νόμο, αποτελούν προϋποθέσεις εγκαταστάσεως. Ο πορτογαλικός νόμος δεν διακρίνει μεταξύ εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών πρόσκαιρου χαρακτήρα.

Οι περιορισμοί των ελευθεριών παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεων που προκύπτουν από το πορτογαλικό καθεστώς δεν δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως.

Ενώ η προστασία των καταναλωτών ενδέχεται να δικαιολογεί ορισμένους περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεως, οι επίδικοι περιορισμοί είναι δυσανάλογοι.

Η επιβολή υποχρεώσεως εγκαταστάσεως ως προϋπόθεση της παροχής υπηρεσιών και η υποχρέωση κτήσεως αδείας που πιστοποιεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εγκαταστάσεως αποτελούν μέτρα δυσανάλογα για την άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

Ειδικότερα, η επιβολή υποχρεώσεως επικυρώσεως του ασφαλιστηρίου στο κράτος προορισμού δεν είναι εύλογη.

Η προϋπόθεση κατοχής ιδίου θετικού κεφαλαίου, την οποία επιβάλλει ο πορτογαλικός νόμος, δεν δικαιολογείται από λόγους που έχουν σχέση με τη φερεγγυότητα.

Η πλήρης υπαγωγή του παρόχου υπηρεσιών στον πειθαρχικό έλεγχο ο οποίος ισχύει για τους εγκατεστημένους στην Πορτογαλία διαχειριστές ακινήτου περιουσίας και κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις είναι δυσανάλογη.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/27


Αναίρεση που άσκησε στις 15 Δεκεμβρίου 2009 η Arkema France SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-168/05, Arkema κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-520/09 P)

2010/C 37/34

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Arkema France SA (εκπρόσωπος: M. Debroux, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-168/05,

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη τους κανόνες περί καταλογισμού των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών μιας θυγατρικής στη μητρική της. Επισημαίνει, συναφώς, την αντιφατική διατύπωση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον το Πρωτοδικείο τονίζει, με την απόφαση αυτή, ότι το τεκμήριο της καθοριστικής επιρροής της μητρικής στη θυγατρική της αποτελεί μαχητό τεκμήριο το οποίο μπορεί να ανατραπεί εάν η μητρική εταιρία και/ή η θυγατρική προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ανεξάρτητη συμπεριφορά της θυγατρικής, ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι καθήκον της μητρικής είναι η διασφάλιση της ενότητας της διαχείρισης των θυγατρικών στο πλαίσιο ενός ομίλου εταιρειών, μεταξύ άλλων μέσω του ελέγχου του προϋπολογισμού. Προκύπτει, επομένως, de jure, αμάχητο τεκμήριο καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρείας στις θυγατρικές της και, υπό το πρίσμα αυτής της διαπίστωσης του Πρωτοδικείου, είναι αδύνατο για μια θυγατρική εταιρεία να αποδείξει την ανεξάρτητη συμπεριφορά της στην αγορά.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Arkema προβάλλει παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που απορρέει από τον αμάχητο χαρακτήρα του τεκμηρίου της καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρείας στις θυγατρικές της, δεδομένου ότι, λόγω του τεκμηρίου αυτού, οι μετέχοντες σε σύμπραξη έχουν διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το αν ανήκουν ή όχι σε έναν όμιλο εταιρειών.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη καθόσον, απαντώντας στον λόγο που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου λόγω πλημμελούς αιτιολογίας, το Δικαστήριο εξέτασε μόνον τα επιχειρήματα της Elf Aquitaine, μητρικής εταιρείας της Arkema, και όχι τα επιχειρήματα που προέβαλε η ίδια. Μολονότι είναι αληθές ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να προβεί σε εξαντλητική απαρίθμηση όλων των λόγων που προβάλλουν οι διάδικοι, γεγονός παραμένει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει, τουλάχιστον, να παρέχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωρίζει επακριβώς τη συλλογιστική που ακολούθησε το Πρωτοδικείο.

Τέλος, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, η Arkema υποστηρίζει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη, κατά τον καθορισμό της βάσης για τον υπολογισμό της κυρώσεως, τον κύκλο εργασιών της δύο φορές και το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα διαπιστώνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε άλλη επιλογή, αν δεν ήθελε να παρεκκλίνει από τη μέθοδο υπολογισμού των κατευθυντήριων γραμμών. Με τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο προσέδωσε στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής απόλυτη δεσμευτική ισχύ. Κατά την αναιρεσείουσα, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν μάλλον ενδεικτικούς κανόνες συμπεριφοράς για την πρακτική που πρέπει να ακολουθείται παρά κανόνες δικαίου τους οποίους η διοίκηση υποχρεούται να τηρήσει εν πάση περιπτώσει.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/28


Αναίρεση που άσκησε στις 15 Δεκεμβρίου 2009 η Elf Aquitaine SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T-174/05, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-521/09 P)

2010/C 37/35

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Elf Aquitaine SA (εκπρόσωποι: E. Morgan de Rivery και S. Thibault-Liger, δικηγόροι)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει στο σύνολό της, βάσει του άρθρου 256 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 56 του πρωτοκόλλου αριθ. 3 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την απόφαση του Πρωτοδικείου, της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, στην υπόθεση T-174/05, Elf Aquitaine SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

να δεχθεί τα αιτήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως,

ως εκ τούτου, να ακυρώσει τα άρθρα 1, στοιχείο δ', 2, στοιχείο γ', 3 και 4, παράγραφος 9, της απόφασης C (2004) 4876 τελικό της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/E-1/37.773 — AMCA),

επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει, δυνάμει του άρθρου 261 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το πρόστιμο των 45 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκε από κοινού και αλληλεγγύως στην Arkema SA και στην Elf Aquitaine βάσει του άρθρου 2, στοιχείο γ', της προαναφερθείσας αποφάσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας λόγω αντικειμενικών πλημμελειών του αιτιολογικού και της συλλογιστικής της αποφάσεως του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-174/05, όπως παρατίθενται με τους έξι λόγους της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως,

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της Elf Aquitaine ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα προβάλλει προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως έξι λόγους.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή δεν συνήγαγε όλα τα συμπεράσματα του κατασταλτικού χαρακτήρα των κυρώσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ [81 ΕΚ]. Προσάπτει ειδικότερα στο Πρωτοδικείο ότι την εξαίρεσε καταχρηστικώς από το πεδίο εφαρμογής των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας και του προσωποπαγούς των ποινών καταλογίζοντάς της την ευθύνη για παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της, ενώ τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε η αναιρεσείουσα αποδείκνυαν, αντιθέτως, ότι η ίδια δεν είχε διαπράξει καμία παράβαση ούτε άλλωστε γνώριζε την ύπαρξη της επίδικης παράβασης κατά τον χρόνο που διεπράχθη.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Elf Aquitaine επικαλείται παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας λόγω εσφαλμένης ερμηνείας των αρχών της επιείκειας και της ισότητας των όπλων. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε, συγκεκριμένα, ότι η αρχή της ισότητας των όπλων είχε τηρηθεί στην προκειμένη περίπτωση, διότι η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της κατά τη διοικητική διαδικασία και είχε πληροφορηθεί για πρώτη φορά τις εναντίον της αιτιάσεις με την ανακοίνωση των αιτιάσεων. Κατά την αναιρεσείουσα, η ερμηνεία αυτή είναι εσφαλμένη, διότι ισοδυναμεί με μη αποδοχή της αναγκαιότητας προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας από το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και δεν δέχεται επίσης την αναγκαιότητα διεξαγωγής της εν λόγω έρευνας από την Επιτροπή αμερόληπτα- επιρρίπτοντας ευθύνες αλλά και απαλλάσσοντας — κατά οποιουδήποτε υπόπτου παραβάσεως.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε διάφορα νομικά σφάλματα όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Τα σφάλματα αυτά αφορούν τόσο την εκτίμηση του περιεχομένου και του βαθμού της απαιτούμενης από την Επιτροπή αιτιολογίας όσο και το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία περιλαμβάνει πολλές αντιφατικές διαπιστώσεις.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Elf Aquitaine προβάλλει παράβαση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ [230 ΕΚ], καθόσον το Πρωτοδικείο υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας, αντικαθιστώντας με τη δική του εκτίμηση, όσον αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού παράβασης που διέπραξε θυγατρική εταιρεία στη μητρική της, την ελλιπή και περιληπτική εκτίμηση της αποφάσεως της Επιτροπής.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει τέσσερα σκέλη, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τους κανόνες καταλογισμού των αντίθετων με τον ανταγωνισμό πρακτικών. Αντί να θεωρήσει ως βέβαιη την ευθύνη της μητρικής εταιρείας για τις ενέργειες της θυγατρικής της, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη συγκεκριμένη ανάμειξη της αναιρεσείουσας στη διαχείριση της θυγατρικής της.

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέλος, επικουρικώς, ότι αν τα σφάλματα και οι παραβάσεις του Πρωτοδικείου δεν οδηγήσουν στην ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, πρέπει τουλάχιστον να οδηγήσουν το Δικαστήριο να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε από κοινού και αλληλεγγύως.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/29


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal administratif de Paris (Γαλλία) στις 12 Νοεμβρίου 2009 — Δήμος της Λυόν κατά Caisse des dépôts et consignations

(Υπόθεση C-524/09)

2010/C 37/36

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Tribunal administratif de Paris (Γαλλία)

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγων: Δήμος της Λυόν

Καθού: Caisse des dépôts et consignations

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Η απόφαση περί δημοσιοποιήσεως ή μη των διαλαμβανόμενων στο σημείο 12 του παραρτήματος XVI του κανονισμού (ΕΚ) 2216/2204 της 21ης Δεκεμβρίου 2004 (1) πληροφοριών εμπίπτει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του κεντρικού διαχειριστή ή και στην αρμοδιότητα του διαχειριστή του εθνικού μητρώου;

2)

Στην περίπτωση που ο διαχειριστής του εθνικού μητρώου είναι αρμόδιος, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να λογίζονται ως «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον» υπό την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ της 28ης Ιανουαρίου 2003 (2), στην δημοσιοποίηση των οποίων δεν μπορεί να αντιταχθεί «ο εμπιστευτικός χαρακτήρας εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών», ή η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών διέπεται από ειδικούς κανόνες εμπιστευτικότητας;

3)

Στην περίπτωση που εφαρμόζονται ειδικοί κανόνες εμπιστευτικότητας, οι πληροφορίες αυτές επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν προ της παρελεύσεως προθεσμίας πέντε ετών ή η προθεσμία αυτή αφορά μόνον την πενταετή περίοδο διαθέσεως των δικαιωμάτων κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/87/ΕΚ της 13ης Οκτωβρίου 2003 (3);

4)

Σε περίπτωση που ισχύει η προθεσμία των πέντε ετών, το άρθρο 10 του κανονισμού 2216/2204 της 21ης Δεκεμβρίου 2004 επιτρέπει εξαίρεση από την εν λόγω προθεσμία και η άρνηση εφαρμογής αυτής της εξαιρέσεως μπορεί να αντιταχθεί, επί τη βάσει του ως άνω άρθρου, σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης που ζητεί να του γνωστοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές στο πλαίσιο διαπραγματεύσεως για τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας με αντικείμενο τη θέρμανση αστικής περιοχής;


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2216/2004 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα μητρώων δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 386, σ. 1).

(2)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41, σ. 26).

(3)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 275, σ. 32).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/30


Προσφυγή της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-534/09)

2010/C 37/37

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: M. Πατακιά και A. Alcover San Pedro)

Καθής: Ελληνική Δημοκρατία

Αιτήματα

να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα επιτύχουν, με τις άδειες που δίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 ή με επανεξέταση, οσάκις ενδείκνυται, και εκσυγχρονισμό, οσάκις απαιτείται, των όρων αδείας, να λειτουργούν οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις σύμφωνα με τις προδιαγραφές των άρθρων 3,7,9,10 και 13 του άρθρου 14 στοιχεία α) και β) και του άρθρου 15 παράγραφος 2, το αργότερο έως την 30η Οκτωβρίου 2007, με την επιφύλαξη ειδικών κοινοτικών νομοθετικών διατάξεων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/1/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (εφεξής οδηγία IPPC)

να καταδικάσει Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Από την αναγνώριση του άρθρου 5, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας IPPC, προκύπτει ότι τα Κράτη Μέλη υποχρεούνται να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους θα επιτύχουν, με τις άδειες που δίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 ή με επανεξέταση, οσάκις ενδείκνυται, και εκσυγχρονισμό, οσάκις απαιτείται, των όρων αδείας, να λειτουργούν οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οδηγίας το αργότερο έως την 30η Οκτωβρίου 2007.

Σύμφωνα με την απάντηση των ελληνικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, περίπου 47 % των υφισταμένων εγκαταστάσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα (148 από τις 317) δε διαθέτουν άδεια IPPC Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία ομολογεί ότι εξακολουθεί να επιτρέπει τη λειτουργία μεγάλου αριθμού εγκαταστάσεων IPPC χωρίς να χορηγεί κατάλληλες άδειες.

Σημειωτέον ότι δεν υπήρξε καμιά αιτιολόγηση ή περαιτέρω διευκρίνιση από μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με την αύξηση των σχετικών εγκαταστάσεων ούτε κοινοποιήθηκε περαιτέρω εξέλιξη από την ημερομηνία αποστολής της προαναφερθείσας απάντησης στην αιτιολογημένη γνώμη.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2008, σ. 8


Γενικό Δικαστήριο

13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/31


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Solvay κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-57/01) (1)

(Ανταγωνισμός - Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως - Αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα (εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας) - Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ - Συμφωνίες προμήθειας για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα - Έκπτωση υπέρ πιστών πελατών - Παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα ή κυρώσεις - Εύλογη προθεσμία - Ουσιώδεις τύποι - Σχετική γεωγραφική αγορά - Ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως - Καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως - Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο - Πρόστιμο - Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως - Επιβαρυντικές περιστάσεις - Υποτροπή - Ελαφρυντικές περιστάσεις)

2010/C 37/38

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Solvay SA (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: L. Simont, P.-A. Foriers, G. Block, F. Louis και A. Vallery, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. Oliver και J. Currall, επικουρούμενοι από τον N. Coutrelis, δικηγόρο)

Αντικείμενο

Κυρίως, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2003/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 82 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/33.133 — C: Ανθρακικό Νάτριο — Solvay) (ΕΕ 2003, L 10, σ. 10), και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου.

Διατακτικό

Το Πρωτοδικείο αποφασίζει:

1)

Καθορίζει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Solvay SA κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως 2003/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 82 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/33.133 — C: Carbonate de soude — Solvay), στα 19 εκατομμύρια ευρώ.

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και το 95 % των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)

Η Επιτροπή φέρει το 5 % των δικαστικών της εξόδων.


(1)  ΕΕ C 161 της 2.6.2001.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/31


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Solvay κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-58/01) (1)

(Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Αγορά του ανθρακικού νατρίου στην Κοινότητα - Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ - Συμφωνία εγγυώμενη σε επιχείρηση κατώτατο όριο πωλήσεων εντός κράτους μέλους και την αγορά των αναγκαίων ποσοτήτων για την επίτευξη αυτού του κατωτάτου ορίου - Παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα ή κυρώσεις - Εύλογη προθεσμία - Ουσιώδεις τύποι - Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών - Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο - Πρόστιμο - Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως - Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις)

2010/C 37/39

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Solvay SA (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: L. Simont, P.-A. Foriers, G. Block, F. Louis και A. Vallery, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. Oliver και J. Currall, επικουρούμενοι από τον N. Coutrelis, δικηγόρο)

Αντικείμενο

Κυρίως, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2003/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/33.133 — B: Ανθρακικό νάτριο — Solvay, CFK) (ΕΕ 2003, L 10, σ. 1), και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως ή μειώσεως του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως 2003/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/33.133 — B: Ανθρακικό νάτριο — Solvay, CFK), καθόσον διαπιστώνει ότι η Solvay SA παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 81 ΕΚ το 1990.

2)

Καθορίζει το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στη Solvay σε 2,25 εκατομμύρια ευρώ.

3)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)

Η προσφεύγουσα φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών της εξόδων και τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

5)

Η Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών της εξόδων και το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.


(1)  ΕΕ C 161 της 2.6.2001.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/32


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-440/03, T-121/04, T-171/04, T-208/04, T-365/04 και T-484/04) (1)

(Εξωσυμβατική ευθύνη - Τελωνειακή ένωση - Διαδικασία λόγω παραβάσεως - Αιτιολογημένη γνώμη - Κατάργηση στη γαλλική νομοθεσία του μονοπωλίου το οποίο παραδοσιακά είχε το σώμα των μεσιτών διερμηνέων και οδηγών πλοίων - Κατάφωρη παράβαση - Αιτιώδης συνάφεια)

2010/C 37/40

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Ενάγοντες: Jean Arizmendi (Bayonne, Γαλλία) και 60 άλλοι ενάγοντες των οποίων τα ονόματα αναγράφονται στο παράρτημα της αποφάσεως (εκπρόσωποι: στην υπόθεση T-440/03, J.-F. Péricaud, P. Péricaud και M. Tournois, και στις υποθέσεις T-121/04, T-171/04, T-208/04, T-365/04 και T-484/04, J.-F. Péricaud και M. Tournois, δικηγόροι)

Εναγόμενοι: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: αρχικώς J.-P. Jacqué και M. Giorgi Fort, στη συνέχεια F. Florindo Gijón και M. Balta)· και Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: X. Lewis και, στην υπόθεση T-121/04, X. Lewis και B. Stromsky)

Παρεμβαίνουσα υπέρ των εναγόντων στην υπόθεση T-440/03: Chambre nationale des courtiers maritimes de France (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωπος: J.-F. Péricaud, δικηγόρος)

Αντικείμενο

Αγωγή αποζημιώσεως, ασκηθείσα βάσει του άρθρου 235 ΕΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, με αίτημα να υποχρεωθεί η Κοινότητα στην αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε από την κατάργηση του μονοπωλίου το οποίο παραδοσιακά είχε το σώμα των μεσιτών διερμηνέων και οδηγών πλοίων.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει τις αγωγές.

2)

Ο Jean Arizmendi και οι 60 άλλοι ενάγοντες των οποίων τα ονόματα αναγράφονται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.


(1)  ΕΕ C 59 της 6.3.2004.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/32


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — EDF κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-156/04) (1)

(Κρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις γαλλικές αρχές στην EDF - Απόφαση κηρύσσουσα τη σύμβαση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της - Δικονομικά δικαιώματα - Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών - Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή)

2010/C 37/41

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Électricité de France (EDF) (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωπος: M. Debroux, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: J. Buendía Sierra και C. Giolito)

Παρεμβαίνουσα υπέρ της προσφεύγουσας: Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: G. de Bergues και A.-L. Vendrolini)

Παρεμβαίνουσα υπέρ της καθής: Iberdrola, SA (Μπιλμπάο, Ισπανία) (εκπρόσωποι: J. Ruiz Calzado και É. Barbier de La Serre, δικηγόροι)

Αντικείμενο

Αίτημα ακυρώσεως των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου (C 68/2002, N 504/2003 και C 25/2003).

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Ακυρώνει τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλία στην EDF και στον τομέα των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και αερίου (C 68/2002, N 504/2003 και C 25/2003).

2)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Électricité de France (EDF).

3)

Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

4)

Η Iberdrola, SA φέρει τα δικαστικά έξοδά της.


(1)  ΕΕ C 179 της 10.7.2004.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/33


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009 — Cofac κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-158/07) (1)

(ΕΚΤ - Μείωση χρηματοδοτικής συνδρομής - Δράσεις επαγγελματικής καταρτίσεως - Δικαιώματα άμυνας - Δικαίωμα ακροάσεως)

2010/C 37/42

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Cofac — Cooperativa de Formação e Animação Cultural, CRL (Λισσαβώνα, Πορτογαλία) (εκπρόσωποι: L. Gomes, J. Ortigão και C. Peixoto, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. Guerra e Andrade και A. Steiblytė)

Αντικείμενο

Ακύρωση της αποφάσεως D (2005) 13066 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 2005, περί μειώσεως του ποσού της συνδρομής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα με την απόφαση C(88) 0831, της 29ης Απριλίου 1988, για δράσεις επαγγελματικής καταρτίσεως (φάκελος αριθ. 880707 P 1).

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την Cofac — Cooperativa de Formação e Animação Cultural, CRL στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 155 της 7.7.2007.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/33


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009 — Cofac κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-159/07) (1)

(ΕΚΤ - Μείωση χρηματοδοτικής συνδρομής - Δράσεις επαγγελματικής καταρτίσεως - Δικαιώματα άμυνας - Δικαίωμα ακροάσεως)

2010/C 37/43

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Cofac — Cooperativa de Formação e Animação Cultural, CRL (Λισσαβώνα, Πορτογαλία) (εκπρόσωποι: L. Gomes, J. Ortigão και C. Peixoto, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. Guerra e Andrade και A. Steiblytė)

Αντικείμενο

Ακύρωση της αποφάσεως D (2004) 24253 της Επιτροπής, της 9ης Νοεμβρίου 2004, περί μειώσεως του ποσού της συνδρομής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα με την απόφαση C(87) 0860, της 30ής Απριλίου 1987, για δράσεις επαγγελματικής καταρτίσεως (φάκελος αριθ. 870927 P 1).

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την Cofac — Cooperativa de Formação e Animação Cultural, CRL στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 155 της 7.7.2007.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/34


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2009 — Γιαννόπουλος κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-436/07 P) (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Πρόσληψη - Κατάταξη σε βαθμό - Αίτηση αναθεωρήσεως της κατατάξεως - Άρθρο 31, παράγραφος 2, του ΚΥΚ)

2010/C 37/44

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Νίκος Γιαννόπουλος (Wezembeek-Oppem, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: S. Rodrigues και C. Bernard-Glanz, avocats)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: M. Bauer και I. Šulce)

Αντικείμενο

Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, F-111/06, Γιαννόπουλος κατά Συμβουλίου (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή).

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Ο Νίκος Γιαννόπουλος και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν, έκαστος, τα δικαστικά έξοδά του στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.


(1)  ΕΕ C 22 της 26.1.2008.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/34


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Notartel κατά ΓΕΕΑ — SAT.1 (R.U.N.)

(Υπόθεση T-490/07) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος R.U.N. - Προγενέστερα λεκτικά κοινοτικά και εθνικά σήματα ran - Σχετικός λόγος απαραδέκτου - Κίνδυνος συγχύσεως - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009) - Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως)

2010/C 37/45

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Notartel SpA — Società informatica del Notariato (Ρώμη, Ιταλία) (εκπρόσωποι: M. Bosshard και M. Balestriero, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: A. Sempio)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ: SAT.1 SatellitenFernsehen GmbH (Βερολίνο, Γερμανία)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 22ας Οκτωβρίου 2007 (υπόθεση R 1267/2006-4) σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ SAT.1 SatellitenFernsehen GmbH και Notartel SpA — Società informatica del Notariato.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει τη Notartel SpA — Società informatica del Notariato στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 64 της 8.3.2008.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/35


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Trubion Pharmaceuticals κατά ΓΕΕΑ — Merck (TRUBION)

(Υπόθεση T-412/08) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος TRUBION - Προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα TriBion Harmonis - Σχετικός λόγος απαραδέκτου - Κίνδυνος συγχύσεως - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009))

2010/C 37/46

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Trubion Pharmaceuticals, Inc. (Σηάτλ, Ουάσινγκτον, Ηνωμένες Πολιτείες) (εκπρόσωπος: C. Hertz-Eichenrode, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: A. Folliard-Monguiral)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: Merck KGaA (Darmstadt, Γερμανία) (εκπρόσωποι: αρχικώς M. Best και R. Freitag, στη συνέχεια M. Best και U. Pfleghar, δικηγόροι)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3ης Ιουλίου 2008 (υπόθεση R 1605/2007-2) σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Trubion Pharmaceuticals, Inc. και Merck KGaA.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την Trubion Pharmaceuticals, Inc. στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 301 της 22.11.2008


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/35


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Media-Saturn κατά ΓΕΕΑ (BEST BUY)

(Υπόθεση T-476/08) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος BEST BUY - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα - Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009))

2010/C 37/47

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Media-Saturn-Holding GmbH (Ingolstadt, Γερμανία) (εκπρόσωποι: αρχικώς K. Lewinsky, στη συνέχεια C.-R. Haarmann και E. Warnke, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: G. Schneider)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 28ης Αυγούστου 2008 (υπόθεση R 591/2008-4) σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σημείου BEST BUY ως κοινοτικού σήματος.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Καταδικάζει την Media-Saturn-Holding GmbH στα δικαστικά έξοδα.


(1)  ΕΕ C 327 της 20.12.2008


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/36


Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Giordano Entreprises κατά ΓΕΕΑ — Dias Magalhães & Filhos (GIORDANO)

(Υπόθεση T-483/08) (1)

(Κοινοτικό σήμα - Διαδικασία ανακοπής - Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος GIORDANO - Προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα GIORDANO - Σχετικός λόγος απαραδέκτου - Κίνδυνος συγχύσεως - Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009])

2010/C 37/48

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Giordano Entreprises Ltd (F.T. Labuan, Μαλαισία) (εκπρόσωπος: M. Nentwig, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (εκπρόσωπος: A. Folliard-Monguiral)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: José Dias Magalhães & Filhos Lda (Arrifana Vfr, Πορτογαλία) (εκπρόσωπος: J. M. João, δικηγόρος)

Αντικείμενο

Προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 28ης Ιουλίου 2008 (υπόθεση R 1864/2007-2) σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ José Dias Magalhães & Filhos Lda και Giordano Entreprises Ltd.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

2)

Η Giordano Entreprises Ltd. φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα.)


(1)  EE C 19 της 24.1.2009.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/36


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Inet Hellas κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-107/06) (1)

(Προσφυγή ακυρώσεως - Υλοποίηση του.eu τομέα ανωτάτου επιπέδου - Καταχώριση του τομέα.co ως τομέα δευτέρου επιπέδου - Πράξη μη δεκτική προσφυγής - Απαράδεκτο)

2010/C 37/49

Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Inet Hellas Ηλεκτρονική Υπηρεσία Πληροφοριών ΕΠΕ (Inet Hellas), (Αθήνα., Ελλάδα) (εκπρόσωπος: Β. Χατζόπουλος, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Γ. Ζαββός και E. Montaguti)

Αντικείμενο

Αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που φέρεται ότι περιέχεται στο από 31 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη από τον φορέα οργανώσεως, διευθύνσεως και διαχειρίσεως του.eu τομέα ανωτάτου επιπέδου της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί καταχωρίσεως του τομέα.co ως τομέα δευτέρου επιπέδου.

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)

Η Inet Hellas Ηλεκτρονική Υπηρεσία Πληροφοριών ΕΠΕ (Inet Hellas) φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.


(1)  ΕΕ C 190 της 12.8.2006


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/37


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2009 — Deltalinqs και SVZ κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-481/07) (1)

(Κρατικές ενισχύσεις - Καθεστώς ενισχύσεων χορηγουμένων από τις βελγικές αρχές προς υποστήριξη της διατροπικής μεταφοράς μέσω πλωτής οδού - Απόφαση της Επιτροπής να μη προβάλει αντιρρήσεις - Προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από ενώσεις εκπροσωπούσες τα συμφέροντα επιχειρήσεων εγκατεστημένων στη λιμενική ζώνη του Ρόττερνταμ - Μη ουσιαστικός επηρεασμός της ανταγωνιστικής θέσης τους - Προδήλως απαράδεκτο)

2010/C 37/50

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Deltalinqs (Ρόττερνταμ, Κάτω Χώρες) και SVZ, Havenondernemersvereniging Rotterdam (Ρόττερνταμ) (εκπρόσωπος: M. Meulenbelt, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Conte και S. Noë)

Παρεμβαίνοντες υπέρ της καθής: Vlaams Gewest (Βρυξέλλες, Βέλγιο) και Waterwegen en Zeekanaal NV (Willebroek, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: Y. van Gerven, δικηγόρος)

Αντικείμενο

Αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως C (2007) 1939 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2007, περί μη προβολής αντιρρήσεων, μετά την προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, όσον αφορά το μελετώμενο από την Vlaams Gewest (Περιφέρεια της Φλάνδρας, Βέλγιο) καθεστώς ενισχύσεων προς υποστήριξη της διατροπικής μεταφοράς μέσω πλωτής οδού (Κρατική ενίσχυση Ν 682/06 — Βέλγιο)

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)

Οι Deltalinqs και SVZ, Havenondernemersvereniging Rotterdam φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

3)

Οι Vlaams Gewest και Waterwegen en Zeekanaal NV φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


(1)  EE C 64 της 8.3.2008.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/37


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Cattin κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-194/08) (1)

(Εξωσυμβατική ευθύνη - ΕΤΑ - Κατάλογος των εξαγωγέων που δικαιούνται να ζητήσουν την καταβολή των απαιτήσεών τους έναντι της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας - Μη εγγραφή στον κατάλογο - Παραγραφή - Απαράδεκτο)

2010/C 37/51

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Ενάγοντες: R. Cattin & Cie (Bimbo, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία) και Yves Cattin (Cadiz, Ισπανία) (εκπρόσωπος: B. Wägenbaur, δικηγόρος)

Εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωπος: A. Bordes)

Αντικείμενο

Αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγοντες λόγω της αποφάσεως της Επιτροπής να μην τους συμπεριλάβει στον κατάλογο των εξαγωγέων που δικαιούνται καταβολής, από τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης (ΕΤΑ), των απαιτήσεών τους έναντι κρατικού οργανισμού της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)

Οι R. Cattin & Cie και Yves Cattin φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.


(1)  EE C 197 της 2.8.2008.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/38


Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου

(Υπόθεση T-567/08 P) (1)

(Αίτηση αναιρέσεως - Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος κατά την περίοδο προαγωγών 2005 - Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη)

2010/C 37/52

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Bart Nijs (Bereldange, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: F. Rollinger, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: T. Kennedy, J.-M. Stenier και G. Gorstens)

Αντικείμενο

Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 2008, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (F-49/06, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή).

Διατακτικό

Το Γενικό Δικαστήριο διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)

Ο Bart Nijs φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.


(1)  EE C 55 της 7.3.2009.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/38


Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-396/09 R)

(Ασφαλιστικά μέτρα - Υποχρέωση των κρατών μελών να προστατεύουν και να βελτιώνουν την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα - Άδεια παρεκκλίσεως σε κράτος μέλος - Άρνηση επανεξετάσεως από την Επιτροπή - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως και λήψεως προσωρινών μέτρων - Απαράδεκτο)

2010/C 37/53

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Vereniging Milieudefensie (Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (Ουτρέχτη, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: A. van den Biesen, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: P. Oliver, W. Roels και A. Alcover San Pedro)

Αντικείμενο

Αφενός, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C(2009) 6121, της 28ης Ιουλίου 2009, με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη η αίτηση των προσφευγόντων με την οποία ζητήθηκε από την Επιτροπή να επανεξετάσει την απόφασή της C(2009) 2560 τελικό, της 7ης Απριλίου 2009, με την οποία επιτράπηκε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να παρεκκλίνει προσωρινά από τις υποχρέωσεις του στον τομέα της καταπολεμήσεως της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως, και, αφετέρου, αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων ώστε να υποχρεωθεί το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές το συντομότερο δυνατόν.

Διατακτικό

Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/39


Προσφυγή που ασκήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2009 — Escola Superior Agrária de Coimbra κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-446/09)

2010/C 37/54

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Escola Superior Agrária de Coimbra (Bencanta, Πορτογαλία) (εκπρόσωπος: J. Pais do Amaral, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής D(2009)224268, της 9ης Σεπτεμβρίου 2009.

Να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως

Έλλειψη αιτιολογήσεως της απαιτήσεως επιστροφής του ποσού που αναφέρεται στο σημείο 8 της από 12 Αυγούστου 2009 επιστολής.

Παράβαση των παραγράφων 21.2 και 22 των Τυποποιημένων Διατάξεων Διοικητικού Χαρακτήρα ως προς τα λοιπά ποσά, εφόσον υπήρξε πίνακας του χρόνου τον οποίο ανάλωσαν για το πρόγραμμα οι διάφοροι παρεμβαίνοντες, με μνεία του προσώπου που τον ανάλωσε και με ρητή μνεία του αναλωθέντος κλάσματος χρόνου, και δεδομένου ότι ο καταγεγραμμένος σ’ αυτόν τον πίνακα χρόνος είναι πραγματικός.

Πλάνη περί τις πραγματικές προϋποθέσεις, διότι η διοίκηση μπορεί να ενεργήσει μόνο εφόσον είναι βέβαιη ότι τα πραγματικά στοιχεία είναι αληθή· η αμφιβολία της διοικήσεως για το αν ο προκύπτων από τα timesheets χρόνος αναλώθηκε ή όχι δεν αρκεί, διότι η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως.

Πλάνη περί τις προϋποθέσεις, διότι από κανένα γραπτό κείμενο δεν προκύπτει η υποχρέωση να χρησιμοποιείται κάποιο συγκεκριμένο σύστημα καταγραφής του χρόνου εργασίας πέραν της προαναφερθείσας καταγραφής στα timesheets· δεν είναι επιτρεπτό η Επιτροπή, ενώ η σύμβαση βρίσκεται στο στάδιο της εκτελέσεως και δεν είναι πλέον δυνατή η μεταβολή διαδικασίας με την καταγραφή σε προϋπάρχον υπόθεμα, προς επικύρωση των timesheets, του αναλωθέντος χρόνου, να απαιτεί παραπάνω από ό,τι είχε αποφασίσει ή από ό,τι συνομολογήθηκε. Πέραν τούτου, είναι δυσανάλογη η απαίτηση φωτογραφικής καταγραφής του αναλωθέντος χρόνου.

Η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστεως, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της διαφάνειας, της αναλογικότητας, του ευλόγου μέτρου και της χρηστής διοικήσεως, διότι οι κανόνες περί καταγραφής του χρόνου είναι νέοι· πράγμα άλλωστε που επιρρωννύεται από το γεγονός ότι οι κανόνες αυτοί προκύπτουν ρητώς και σαφώς από μεταγενέστερες εκδόσεις του επιδίκου προγράμματος.

Πλάνη περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθ’ όσον η έκταση και το περιεχόμενο της απαιτηθείσας επιστροφής είναι δυσανάλογα προς το περιεχόμενο και τη φύση των πλημμελειών που φέρεται ότι διαπιστώθηκαν, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθούν τα αποτελέσματα που αντικατοπτρίζονται σε μια κατάταξη στη 10η περίπου θέση μεταξύ 200 περίπου προγραμμάτων χωρίς να αναλωθεί χρόνος αισθητά περισσότερος από το πράγματι καταβαλλόμενο ποσό (αφού αφαιρεθεί το ποσό του οποίου απαιτείται η επιστροφή).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/39


Αίτηση αναιρέσεως που ο Rinse van Arum υπέβαλε στις 9 Νοεμβρίου 2009 κατά της αποφάσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στην υπόθεση F-139/07, van Arum κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-454/09 P)

2010/C 37/55

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Rinse van Arum (Winksele, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: W. van den Muijsenbergh, δικηγόρος)

Αναιρεσίβλητο: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα του αναιρεσείοντος

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κηρύξει παραδεκτή την αίτηση αναιρέσεως και παραδεκτούς τους λόγους αναιρέσεως·

να αναιρέσει την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση F-139/07·

κρατώντας την υπόθεση, να ακυρώσει την απόφαση με την οποία καταρτίστηκε η έκθεση αξιολογήσεως του αναιρεσείοντος και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τόσο στη δίκη ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Ο αναιρεσείων προβάλλει τους ακόλουθους λόγους αναιρέσεως:

παράβαση των άρθρων 1 και 9 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και των άρθρων 15, παράγραφος 2, και 87, παράγραφος 1, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και παράβαση των διατάξεων του οδηγού βαθμολογήσεως·

παράβαση του άρθρου 19 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, παραβίαση της ισότητας των διαδίκων και προσβολή του δικαιώματος άμυνας·

παράβαση του δικαίου όσον αφορά την αντιστοιχία της βαθμολογίας με τη μοριοδότηση, προσβολή του δικαιώματος άμυνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως·

παράβαση του άρθρου 90 του ΚΥΚ λόγω του ότι χρησιμοποιήθηκαν έγγραφα που δεν ανήκαν στον φάκελο, λόγω του ότι παραβιάστηκε η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, λόγω του ότι το βάρος αποδείξεως αντιστράφηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος και λόγω του ότι παραβιάστηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως·

παράβαση του καθήκοντος προνοίας λόγω του ότι ο τελικός βαθμολογητής δέχθηκε εσφαλμένα στοιχεία χωρίς να επιδείξει επιμέλεια και παραβίαση των αρχών του δικαίου σχετικά με το βάρος αποδείξεως·

εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, της νομολογίας και των αρχών του δικαίου σχετικά με το άρθρο 90 του ΚΥΚ, το καθήκον προνοίας, την επιμέλεια, τη χρηστή διοίκηση και τις αρχές του δικαίου όσον αφορά την απόδειξη·

παράβαση του δικαίου λόγω ακατανόητων διαπιστώσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και λόγω εσφαλμένου χαρακτηρισμού πραγματικών περιστατικών και παράβαση τόσο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσο και των κανόνων της χρηστής διοικήσεως·

εσφαλμένη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/40


Προσφυγή της 27ης Νοεμβρίου 2009 — McLoughney κατά ΓΕΕΑ — Kern (Powerball)

(Υπόθεση T-484/09)

2010/C 37/56

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Rory McLoughney (Thurles, Ιρλανδία) (εκπρόσωπος: J. M. Stratford-Lysandrides, Solicitor)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Ernst Kern (Zahling, Γερμανία)

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 1547/2006-4·

να δεχθεί την ανακοπή που ασκήθηκε κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος υπ’ αριθ. 3 164 779· και

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο καθού προς επανεξέταση σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτών την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών

Σήμα προς καταχώριση: Λεκτικό σήμα «Powerball», για προϊόντα των κλάσεων 10, 25 και 28

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Προσφεύγων

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Μη καταχωρισμένο σήμα «POWERBALL», χρησιμοποιούμενο στις συναλλαγές στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απορρίπτει την ανακοπή στο σύνολό της

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απορρίπτει την προσφυγή

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση των άρθρων 8, παράγραφος 3, και 73 του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου (νυν άρθρων 8, παράγραφος 3, και 75, αντιστοίχως, του κανονισμού 207/2009 του Συμβουλίου) και των άρθρων 50, παράγραφος 2, και 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, της Επιτροπής (1), διότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει την ανακοπή βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, ενώ ακόμη όφειλε να διαπιστώσει ότι ο προσφεύγων διέθετε το δικαίωμα να αντιταχθεί στο οικείο κοινοτικό σήμα· παράβαση των άρθρων 8, παράγραφος 4, και 73 του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου (νυν άρθρων 8, παράγραφος 4, και 75, αντιστοίχως, του κανονισμού 2868/95 της Επιτροπής, διότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει την ανακοπή βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, ενώ ακόμη όφειλε να αναγνωρίσει ότι ο προσφεύγων ήταν δικαιούχος προγενέστερων δικαιωμάτων και ότι χρησιμοποιούσε το κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέν σήμα στις συναλλαγές.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995 L 303, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/41


Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2009 — Γαλλική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση T-485/09)

2010/C 37/57

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: E. Belliard, G. de Bergues, B. Cabouat και R. Loosli-Surrans)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση 2009/726/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για τα εθνικά προσωρινά μέτρα προστασίας που έλαβε η Γαλλία όσον αφορά την εισαγωγή στο έδαφός της γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων που προέρχονται από εκμετάλλευση στην οποία υπάρχει επιβεβαιωμένο κρούσμα τρομώδους νόσου,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η Γαλλική Κυβέρνηση ζητεί με την προσφυγή της από το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, της αποφάσεως 2009/726/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για τα εθνικά προσωρινά μέτρα προστασίας που έλαβε η Γαλλία όσον αφορά την εισαγωγή στο έδαφός της γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων που προέρχονται από εκμετάλλευση στην οποία υπάρχει επιβεβαιωμένο κρούσμα τρομώδους νόσου (1).

Η προσβαλλόμενη απόφαση διατάσσει τη Γαλλία να αναστείλει τα εθνικά προσωρινά μέτρα προστασίας, τα οποία έλαβε μετά την έκδοση νέων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων σχετικά με τον κίνδυνο έκθεσης του ανθρώπου στην κλασική τρομώδη νόσο εξαιτίας της καταναλώσεως γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, προερχόμενων από μολυσμένες αγέλες αιγοπροβάτων, προκειμένου να απαγορεύσει την εισαγωγή στο έδαφός της γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων που προορίζονται για χρήση ως τρόφιμα και προέρχονται από εκμεταλλεύσεις στις οποίες υπάρχει επιβεβαιωμένο κρούσμα τρομώδους νόσου.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παραβιάσεως της αρχής της προλήψεως, όσον αφορά τόσο την εκτίμηση, όσο και την διαχείριση του κινδύνου.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προλήψεως κατά το στάδιο εκτιμήσεως του κινδύνου, καθόσον δεν έλαβε υπόψη την επιστημονική αβεβαιότητα που υφίσταται ακόμα σχετικά με τον κίνδυνο μεταδόσεως στον άνθρωπο άλλων ΜΣΕ πέραν της ΣΕΒ.

Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παραβίασε εξάλλου την αρχή της προλήψεως και κατά το στάδιο διαχειρίσεως του κινδύνου, καθόσον δεν έλαβε μέτρα προκειμένου να περιορίσει τον κίνδυνο εκθέσεως του ανθρώπου στους παράγοντες της τρομώδους νόσου.


(1)  ΕΕ L 258, σ. 27.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/41


Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — ReValue Immobilienberatung κατά ΓΕΕΑ (ReValue)

(Υπόθεση T-487/09)

2010/C 37/58

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: ReValue Immobilienberatung GmbH (Βερολίνο, Γερμανία) (εκπρόσωποι: S. Fischoeder και M. Schork δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 7ης Οκτωβρίου 2009 στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών R 531/2009-4,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Σήμα προς καταχώριση: Το εικονιστικό σήμα «ReValue» για υπηρεσίες των κλάσεων 35, 36, 42 και 45 (αίτηση αριθ. 6 784 292)

Απόφαση του εξεταστή: Μερική απόρριψη της αιτήσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β' και γ', του κανονισμού 207/2009 (1), καθότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν είναι περιγραφικό για τις υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως και στερείται του απαιτούμενου διακριτικού χαρακτήρα. Επίσης, παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009, καθότι ορισμένα ουσιαστικά σημεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είτε στερούνται αιτιολογίας, είτε είναι πλημμελώς αιτιολογημένα.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/42


Προσφυγή της 4ης Δεκεμβρίου 2009 — Jager & Polacek κατά ΓΕΕΑ — RT Mediasolutions (REDTUBE)

(Υπόθεση T-488/09)

2010/C 37/59

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Jager & Polacek GmbH (Βιέννη, Αυστρία) (εκπρόσωποι: A. Renck, V. von Bomhard, T. Dolde, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: RT Mediasolutions s.r.o. (Brünn, Τσεχική Δημοκρατία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)·

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: RT Mediasolutions s.r.o.

Σήμα προς καταχώριση: το λεκτικό σήμα «REDTUBE» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 9, 38 και 41 (αίτηση υπ’ αριθ. 6 096 309)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: το μη καταχωρισμένο σήμα «Redtube»

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Η ανακοπή λογίζεται μη ασκηθείσα

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Η προσφυγή απορρίπτεται

Λόγοι ακυρώσεως:

παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 216/96 (1) και του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 (2), καθόσον δεν παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να καταθέσει απαντητικό υπόμνημα ·

παράβαση του άρθρου 80, παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009, καθόσον η απόφαση περί του παραδεκτού της ανακοπής δεν ανακλήθηκε νομίμως·

παράβαση του άρθρου 83 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009, ιδίως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, του κανόνα 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 (3) και του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχεία α' και β', του κανονισμού (ΕΚ) 2869/95 (4), καθόσον η προσφεύγουσα μπορούσε δικαιολογημένα να αναμένει ότι η καθυστερημένη καταβολή του τέλους ανακοπής αντισταθμίστηκε με την εμπρόθεσμη καταβολή της προβλεπόμενης προσαυξήσεως.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ L 28, σ. 11).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (Εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ L 303, σ. 33).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/43


Προσφυγή της 8ης Δεκεμβρίου 2009 — Leali κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση T-489/09)

2010/C 37/60

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Leali SpA (Odolo, Ιταλία) (εκπρόσωπος: G. Belotti, avvocato)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση COMP.37.956 — Ράβδοι οπλισμού σκυροδέματος, επανέκδοση — C(2009) 7492 τελικό, η οποία λήφθηκε από την Επιτροπή στις 30 Σεπτεμβρίου 2009.

να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Οι ισχυρισμοί και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρεμφερή με εκείνα που προβλήθηκαν στην υπόθεση Τ-472/09, SP κατά Επιτροπής.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/43


Προσφυγή της 8ης Δεκεμβρίου 2009 — Acciaierie e Ferriere Leali Luigi κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-490/09)

2010/C 37/61

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Acciaierie e Ferriere Leali Luigi SpA (Brescia, Ιταλία) (εκπρόσωπος: G. Belotti, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2009) 7492 τελικό που η Επιτροπή εξέδωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση COMP. 37.956 — Ράβδοι σκυροδέματος,

να ακυρώσει το άρθρο 2 της ως άνω αποφάσεως, κατά το μέρος που η νυν προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των 6,093 εκατομμυρίων ευρώ, ως αλληλεγγύως ευθυνόμενη με την εταιρία Leali SpA,

να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Οι ισχυρισμοί και τα κύρια επιχειρήματα είναι παρεμφερείς με εκείνους που προβλήθηκαν στην υπόθεση T-472/09, SP κατά Επιτροπής.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/44


Προσφυγή της 3ης Δεκεμβρίου 2009 — Ισπανία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-491/09)

2010/C 37/62

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγον: Βασίλειο της Ισπανίας (εκπρόσωπος: M. Muñoz Pérez)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση 2009/721/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), Τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), κατά το μέρος που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, και

να καταδικάσει το καθού όργανο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον προβάλλει τους ακόλουθους λόγους:

1)

παράβαση, όσον αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση που αντιστοιχεί στις ενισχύσεις στην παραγωγή ελαιολάδου, του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 (1) και του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005 (2), καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζει τις διατάξεις αυτές σε κατάσταση επί της οποίας οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή, δεδομένου ότι οι υποτιθέμενες παρατυπίες τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή δεν είναι επαρκείς προς δικαιολόγηση της αποφασισθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης·

2)

ανυπαρξία, όσον αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση για τις ενισχύσεις στις πριμοδοτήσεις για αιγοπρόβατα, των παρατυπιών που επικαλείται η Επιτροπή, πράγμα που συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005, καθόσον εφαρμόζει τις διατάξεις αυτές σε κατάσταση επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή. Συναφώς, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργήθηκαν κατά την περίοδο υποχρεωτικής κατοχής, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 2419/2001 (3), και ότι τα προβλήματα που επισημαίνει η Επιτροπή όσον αφορά τα μητρώα εκμετάλλευσης και την απουσία παρατηρήσεων των επιθεωρητών όσον αφορά τα μη ενημερωμένα μητρώα δεν έχουν επίπτωση στον καθορισμό του αριθμού των επιλέξιμων ζώων της εκμετάλλευσης για ολόκληρη τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής κατοχής.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 327, σ. 11).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/44


Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — MEDA Pharma κατά ΓΕΕΑ — Nycomed (ALLERNIL)

(Υπόθεση T-492/09)

2010/C 37/63

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: MEDA Pharma GmbH & Co. KG (Bad Homburg, Γερμανία) (εκπρόσωποι: G. Würtenberger και R. Kunze, δικηγόροι)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Nycomed GmbH (Konstanz, Γερμανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 29ης Σεπτεμβρίου 2009, στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών R 1386/2007-4, αναφορικά με την ανακοπή βάσει του γερμανικού σήματος αριθ. 1 042 583«ALLERGODIL», η οποία ασκήθηκε κατά του ευρωπαϊκού σκέλους της διεθνούς καταχωρίσεως 845 934«ALLERNIL»,

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την επέκταση της προστασίας: Nycomed GmbH

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «ALLERNIL» για προϊόντα της κλάσης 5 και 27 (διεθνής καταχώριση αριθ. 845 934 με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα)

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η προσφεύγουσα

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Το γερμανικό λεκτικό σήμα «ALLERGODIL» (αριθ. 1 042 583) για προϊόντα της κλάσης 5.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Απόρριψη της ανακοπής

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως:

Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 (1), καθότι οι διέπουσες το δίκαιο περί σημάτων αρχές του κινδύνου συγχύσεως δεν εφαρμόσθηκαν ορθώς,

Παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009, λόγω πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/45


Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — LG Electronics κατά ΓΕΕΑ (KOMPRESSOR PLUS)

(Υπόθεση T-497/09)

2010/C 37/64

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: LG Electronics, Inc. (Σεούλ, Δημοκρατία της Κορέας) (εκπρόσωπος: J. Blanchard, avocat)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή,

να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει η προσφυγή της εταιρίας LG ELECTRONICS κατά της αποφάσεως της 5ης Φεβρουαρίου 2009, περί απορρίψεως της υπ’ αριθ. 7 282 924 αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος κατά το μέτρο που προσδιορίζει «ηλεκτρικές σκούπες»

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Σήμα προς καταχώριση: το λεκτικό σήμα «KOMPRESSOR PLUS» για προϊόντα της κλάσεως 7 (αίτηση υπ’ αριθ. 7 282 924)

Απόφαση του εξεταστή: απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: μερική απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009, για το κοινοτικό σήμα.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/45


Προσφυγή της 14ης Δεκεμβρίου 2009 — Evonik Industries AG κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση ορθογωνίου, ιώδους χρώματος, με στρογγυλευμένη δεξιά πλευρά)

(Υπόθεση T-499/09)

2010/C 37/65

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύουσα: Evonik Industries AG (Essen, Γερμανία) (εκπρόσωπος: J. Albrecht, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 2ας Οκτωβρίου 2009 (υπόθεση R 491/2009-4),

να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Σήμα προς καταχώριση: Εικονιστικό σήμα, που απεικονίζει ένα οιονεί ορθογώνιο σχήμα, χρώματος ιώδους Pantone 513 C, για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 1 έως 45 (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 6731103).

Απόφαση του εξεταστή: Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής

Λόγοι ακυρώσεως: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού 207/2009 (1), καθόσον το εν λόγω σήμα διαθέτει τον απαιτούμενο διακριτικό χαρακτήρα.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό

σήμα (EE L 78, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/46


Προσφυγή της 7ης Δεκεμβρίου 2009 — Ιταλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-500/09)

2010/C 37/66

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ιταλική Δημοκρατία (εκπρόσωπος: L. Ventrella, avvocato dello Stato)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση Ε(2009) 7044 της Επιτροπής της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, η οποία κοινοποιήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα «Εγγυήσεων», κατά το μέρος, που προσδιορίζεται διεξοδικότερα στα αιτήματα της προσφυγής, κατά το οποίο με την εν λόγω απόφαση η Επιτροπή προέβη, εις βάρος της Ιταλίας, όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2005 και 2006:

σε κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις (5 %) λόγω διαφόρων προβαλλομένων ελλείψεων κατά τους ελέγχους στον τομέα «οπωροκηπευτικά — μεταποίηση εσπεριδοειδών» για συνολικό ποσό 3 539 679,81 ευρώ.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση ουσιώδους τύπου (άρθρο 253 ΕΚ) λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή προέβη σε διόρθωση ορισμένων ενισχύσεων για τη μεταποίηση εσπεριδοειδών και ότι, στο πλαίσιο της διορθώσεως αυτής, διαπίστωσε ότι παραλείφθηκε η διενέργεια επαρκών ελέγχων σχετικά με την αντιστοιχία μεταξύ του προϊόντος που παραδόθηκε στους οργανισμούς των παραγωγών και εκείνου που παραδόθηκε στους διενεργούντες τη μεταποίηση, καθώς και σχετικά με την αντιστοιχία μεταξύ του προϊόντος που παραδόθηκε προς μεταποίηση και του τελικού προϊόντος. Σύμφωνα με την Ιταλική Κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προέκυψε ότι οι έλεγχοι είχαν διεξαχθεί κατά ικανοποιητικό τρόπο, ιδίως όσον αφορά τόσο τους διοικητικούς/λογιστικούς ελέγχους όσο και τους επιτόπιους ελέγχους, τούτο δε τόσο σε σχέση με τους ελέγχους που αφορούσαν τον οργανισμό των παραγωγών όσο και σε σχέση με τους ελέγχους που αφορούσαν τους διενεργούντες τη μεταποίηση, και ότι η σχετική με τον έλεγχο δραστηριότητα ασκήθηκε κατά τρόπο αιφνίδιο (χωρίς καμία προειδοποίηση προς τις βιομηχανικές μονάδες όσον αφορά την ημερομηνία του ελέγχου) και σε ποσοστό το οποίο ήταν, πάντως, υψηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό που προβλέπεται από τον κανονισμό. Επομένως, το ουσιώδες σημείο επί του οποίου η Επιτροπή θα έπρεπε να στηρίξει την αιτιολογία της αποφάσεώς της ήταν η ύπαρξη «σημαντικού κινδύνου» προκλήσεως οικονομικής ζημίας για το Ταμείο, κινδύνου τέτοιας φύσεως ώστε να δικαιολογείται μια κατ’ αποκοπήν διόρθωση της τάξεως του 5 %, η οποία, εντούτοις, δίδει την εντύπωση ότι είναι δυσανάλογη.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/46


Προσφυγή της 8ης Δεκεμβρίου 2009 — PhysioNova κατά ΓΕΕΑ — Flex Equipos de Descanso (FLEX)

(Υπόθεση T-501/09)

2010/C 37/67

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: PhysioNova GmbH (Erlangen, Γερμανία) (εκπρόσωπος: J. Klink, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Flex Equipos de Descanso, SA (Μαδρίτη, Ισπανία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 1/2009-1,

να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 1/2009-1 κατά τρόπο ώστε να ακυρωθεί η απόφαση του τμήματος ακύρωσης της 27ης Οκτωβρίου 2008 στην υπόθεση 2237 C,

να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Καταχωρισμένο κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται να κηρυχθεί η ακυρότητα: Το υπ’ αριθ. 2 275 220 κοινοτικό εικονιστικό σήμα «FLEX» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 6, 10, 17 και 20.

Δικαιούχος του κοινοτικού σήματος: Η εταιρία Flex Equipos de Descanso, SA.

Αιτούσα την κήρυξη της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα.

Σήμα του οποίου δικαιούχος είναι η αιτούσα: Το υπ’ αριθ. 39 903 314 γερμανικό σήμα «PhysioFlex» και το υπ’ αριθ. 39 644 431 γερμανικό σήμα «Rotoflex».

Απόφαση του τμήματος ακυρώσεως: Απόρριψη της αίτησης κήρυξης της ακυρότητας.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Απόρριψη της προσφυγής.

Λόγοι ακυρώσεως: Παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 (1), λόγω του κινδύνου σύγχυσης που υπάρχει μεταξύ των σημάτων που αφορά η προκείμενη διαδικασία.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/47


Προσφυγή της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Völkl κατά ΓΕΕΑ — Marker Völkl (VÖLKL)

(Υπόθεση T-504/09)

2010/C 37/68

Γλώσσα του δικογράφου της προσφυγής: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Völkl GmbH & Co. KG (Erding, Γερμανία) (εκπρόσωπος: C. Raßmann, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών: Marker Völkl International GmbH (Baar, Ελβετία)

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση R 1387/2008-1,

να ακυρώσει την απόφαση που εξέδωσε το τμήμα ανακοπών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στις 31 Ιουλίου 2008 επί της ανακοπής αριθ. B 1 003 153, κατά το μέρος κατά το οποίο δέχτηκε την ανακοπή,

να απορρίψει την ανακοπή και

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αιτούσα την καταχώριση του κοινοτικού σήματος: Η προσφεύγουσα.

Σήμα προς καταχώριση: Το λεκτικό σήμα «VÖLKL» για προϊόντα των κλάσεων 3, 9, 18 και 25 (αίτηση καταχωρίσεως αριθ. 4 403 705).

Δικαιούχος του κατά τη διαδικασία ανακοπής αντιταχθέντος σήματος ή σημείου: Η εταιρία Marker Völkl International GmbH.

Αντιταχθέν σήμα ή σημείο: Το λεκτικό σήμα «VÖLKL» (διεθνές σήμα αριθ. 571 440) για προϊόντα των κλάσεων 18, 25 και 28.

Απόφαση του τμήματος ανακοπών: Μερική αποδοχή της ανακοπής.

Απόφαση του τμήματος προσφυγών: Ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, καθόσον αφορά τη διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου συγχύσεως των συγκρινόμενων σημείων και αναπομπή της υποθέσεως στο τμήμα ανακοπών για την έκδοση νέας αποφάσεως· απόρριψη της προσφυγής ως προς την απόφαση για την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος.

Λόγοι ακυρώσεως:

Παραβίαση της αρχής του συζητητικού συστήματος (άρθρο 74, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (1)), καθόσον το τμήμα προσφυγών ανέπεμψε την υπόθεση στο τμήμα ανακοπών για την έκδοση αποφάσεως επί προϊόντων τα οποία δεν αφορούσε καν η ανακοπή.

Παραβίαση της απαγορεύσεως της reformatio in pejus, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα ανακοπών προς τον σκοπό εκτιμήσεως ακόμη και ως προς τα προϊόντα εκείνα για τα οποία το τμήμα ανακοπών είχε ήδη επιτρέψει την καταχώριση.

Παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (άρθρο 38, παράγραφος 3, και άρθρο 73, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 40/94).

Παράβαση των άρθρων 15, παράγραφος 2, στοιχείο α', και 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94, καθώς και του κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 (2), καθόσον το τμήμα προσφυγών κακώς δέχτηκε ότι υπήρχε ουσιαστική χρήση του σήματος της ανακόπτουσας.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (EE L 303, σ. 1).


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/48


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Enviro Tech Europe και Enviro Tech International κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-422/03) (1)

2010/C 37/69

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  EE C 47 της 21.2.2004.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/48


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Bactria κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-76/04) (1)

2010/C 37/70

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 106 της 30.4.2004.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/48


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Bactria κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-401/04) (1)

2010/C 37/71

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 19 της 22.1.2005.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/48


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-199/06) (1)

2010/C 37/72

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 212 της 2.9.2006.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/48


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2009 — UMG Recordings κατά ΓΕΕΑ — Osman (MOTOWN)

(Υπόθεση T-143/07) (1)

2010/C 37/73

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 140 της 23.6.2007.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/49


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2009 — Bull κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-333/08) (1)

2010/C 37/74

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 285 της 8.11.2008.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/49


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Δεκεμβρίου 2009 — IPublish Ganske Interactive Publishing κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση συσκευής επεξεργασίας δεδομένων)

(Υπόθεση T-555/08) (1)

2010/C 37/75

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 55 της 7.3.2009.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/49


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2009 — Complejo Agrícola κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-174/09) (1)

2010/C 37/76

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 153 της 4.7.2009.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/49


Διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2009 — Mars κατά ΓΕΕΑ — Marc (MARC Marlon Abela Restaurant Corporation)

(Υπόθεση T-208/09) (1)

2010/C 37/77

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος αποφάσισε τη διαγραφή της υποθέσεως.


(1)  ΕΕ C 167 της 18.7.2009.


Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/50


Διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (πρώτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2009 — Apostolov κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-8/09) (1)

(Υπαλληλική υπόθεση - Υπάλληλοι - Απαράδεκτη προσφυγή - Εκπρόθεσμη άσκηση)

2010/C 37/78

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: S. Apostolov (Saarwellingen, Γερμανία) (εκπρόσωπος: D. Schneider-Addaeh-Mensah, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Currall και B. Eggers)

Αντικείμενο

Η ακύρωση της αποφάσεως της EPSO (Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού) να μην εγγράψει τον προσφεύγοντα στον πίνακα επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής EPSO/CAST27/4/07.

Διατακτικό

Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διατάσσει:

1)

Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)

Καταδικάζει τον S. Apostolov στα δικαστικά έξοδα.


(1)  EE C 244 της 10.10.2009, σ. 16.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/50


Προσφυγή της 17ης Δεκεμβρίου 2009 — Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ

(Υπόθεση F-102/09)

2010/C 37/79

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Kelly-Marie Bennett (Mutxamel, Ισπανία) και λοιποί (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Καθού: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Αφενός, ακύρωση των αποφάσεων περί καταγγελίας των συμβάσεων των προσφευγόντων κατ’ εφαρμογήν ρήτρας καταγγελίας συνδεομένης με την επιτυχία σε γενικό διαγωνισμό με ειδίκευση στη βιομηχανική ιδιοκτησία. Αφετέρου, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι προσφεύγοντες.

Αιτήματα των προσφευγόντων

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει τις αποφάσεις περί καταγγελίας των συμβάσεων των προσφευγόντων, της 12ης Μαρτίου 2009·

αν παρίσταται αναγκαίο, να ακυρώσει την απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2009, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν με την οποία απερρίφθησαν οι ενστάσεις που άσκησαν οι προσφεύγοντες στις 12 Ιουνίου 2009·

κατόπιν αυτού, να υποχρεώσει το καθού (i) να καταβάλει ως αποζημίωση στους προσφεύγοντες τις αποδοχές για την περίοδο από την έναρξη ισχύος της καταγγελίας των συμβάσεών τους μέχρι την ημερομηνία της επανεντάξεώς τους κατόπιν της ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων και (ii) να προβεί στην ανασύσταση της σταδιοδρομίας εκάστου προσφεύγοντος που ανεκόπη παρατύπως με τις αποφάσεις περί καταγγελίας των συμβάσεών τους· αν υποτεθεί ότι η επανένταξη των προσφευγόντων συνεπάγεται σημαντικές πρακτικές δυσχέρειες ή παρίσταται υπερβολική σε σύγκριση με την κατάσταση τρίτων, να υποχρεώσει το καθού να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την παράνομη καταγγελία των συμβάσεων των προσφευγόντων. Η αντιστάθμιση αυτή θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη την απώλεια όχι μόνον των αποδοχών στο παρελθόν αλλά και της σοβαρής πιθανότητας που είχαν οι προσφεύγοντες να παραμείνουν στην υπηρεσία του ΓΕΕΑ μέχρι την ηλικία της συνταξιοδοτήσεώς τους στο πλαίσιο συμβάσεως –πλήρως– αορίστου χρόνου και να εξελιχθούν στη σταδιοδρομία τους·

επικουρικώς να ακυρώσει την απόφαση περί καταγγελίας των συμβάσεων των προσφευγόντων στο μέτρο που για τον καθορισμό της προθεσμίας της καταγγελίας δεν ελήφθησαν υπόψη όλα τα έτη υπηρεσίας εκάστου των προσφευγόντων στο ΓΕΕΑ·

να υποχρεώσει το καθού να καταβάλει αποζημίωση για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη υπολογιζομένη ex aequo et bono σε 85 000 ευρώ για έκαστο των προσφευγόντων·

να καταδικάσει το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς στα δικαστικά έξοδα.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/51


Προσφυγή/αγωγή της 22ας Δεκεμβρίου 2009 — Allen κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-103/09)

2010/C 37/80

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες/ενάγοντες: John Allen (Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο) κ.λπ. (εκπρόσωποι: P. Lasok, I. Hutton, B. Lask, barristers)

Καθής/εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Αγωγή αποζημιώσεως και αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση καταβολής αποζημιώσεως για τη ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγοντες/ενάγοντες, λόγω της μη προσλήψεώς τους ως εκτάκτων υπαλλήλων των Κοινοτήτων για την περίοδο κατά την οποία εργάζονταν στην κοινή επιχείρηση JET

Αιτήματα των προσφευγόντων/εναγόντων

Οι προσφεύγοντες/ενάγοντες ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

Να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 25ης Σεπτεμβρίου 2009,

να αναγνωρίσει ότι οι προσφεύγοντες είχαν δικαίωμα να χαρακτηρισθούν ως «λοιπό προσωπικό» και/ή να προσληφθούν με την ιδιότητα αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 8 του αρχικού καταστατικού του JET και ότι το δικαίωμα αυτό έπρεπε να προστατευθεί,

να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε τους προσφεύγοντες/ενάγοντες κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, κατά την περίοδο που απασχολούνταν στο σχέδιο JET, όσον αφορά την αμοιβή τους, τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και τα συναφή ωφελήματα, καθώς και όσον αφορά την εξασφάλιση μελλοντικής απασχόλησης,

να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποζημιώσει τους προσφεύγοντες/ενάγοντες για την απώλεια των αποδοχών, συντάξεων, αποζημιώσεων και συναφών ωφελημάτων που προκλήθηκε από τις προαναφερθείσες παραβιάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των τόκων επί των ανωτέρω ποσών,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και

σύμφωνα με το καταστατικό του Δικαστηρίου και/ή τον κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, να λάβει κάθε συμπληρωματικό μέτρο και να χορηγήσει κάθε περαιτέρω αποζημίωση που κριθεί αναγκαία, ορθή ή δίκαιη.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/51


Προσφυγή/αγωγή της 21ης Δεκεμβρίου 2009 — Diego Canga Fano κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση F-104/09)

2010/C 37/81

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων/ενάγων: Diego Canga Fano (Βρυξέλλες, Βέλγιο) (εκπρόσωποι: S. Rodriguez και C. Bernard-Glanz, δικηγόροι)

Καθού/εναγόμενο: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση της αποφάσεως του καθού/εναγόμενου περί μη συμπεριλήψεως του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προαχθέντων στον βαθμό AD 13 κατά την περίοδο προαγωγών 2009.

Αιτήματα του προσφεύγοντος/ενάγοντος (της προσφεύγουσας/ενάγουσας)

Ο προσφεύγων/ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

Να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ να μην περιλάβει το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προαχθέντων στον βαθμό AD 13 κατά την περίοδο προαγωγών 2009,

να ακυρώσει, εφόσον κρίνει αναγκαίο, την απόφαση της ΑΔΑ με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του προσφεύγοντος,

να υποχρεώσει την ΑΔΑ να καταβάλει στον προσφεύγοντα ποσό οριζόμενο κατά δικαία κρίση σε 150 000 ευρώ, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, πλέον τόκων υπερημερίας με το νόμιμο επιτόκιο από την ημερομηνία που θα καταστεί απαιτητό, καθώς και ποσό οριζόμενο κατά δικαία κρίση σε 50 000 ευρώ προς αποκατάσταση της επαγγελματικής ζημίας που υπέστη, πλέον τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία που θα καταστεί απαιτητό,

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/52


Προσφυγή της 23ης Δεκεμβρίου 2009 — Scheefer κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση F-105/09)

2010/C 37/82

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Séverine Scheefer (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: R. Adam, δικηγόρος)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Ακύρωση των αποφάσεων του καθού με την οποία απορρίπτεται η αίτηση μετατροπής της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου της προσφεύγουσας σε σύμβαση αορίστου χρόνου σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ΚΛΠ. Επίσης, αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα.

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να ακυρώσει την απόφαση του Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2009·

να ακυρώσει την απόφαση του Κοινοβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2009·

να ακυρώσει τον νομικό χαρακτηρισμό της αρχικής συμβάσεως καθώς και την ημερομηνία λήξεως που καθορίστηκε στις 31 Μαρτίου 2009·

κατόπιν αυτού να μετατρέψει τη σύμβαση προσλήψεως της προσφεύγουσας σε σύμβαση αορίστου χρόνου·

να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της συμπεριφοράς του Κοινοβουλίου·

επικουρικώς και για την απίθανη περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι παρά τη διαμόρφωση προσλήψεως αορίστου χρόνου, η σχέση εργασίας έπαυσε, να επιδικάσει αποζημίωση για καταχρηστική λύση της συμβατικής σχέσεως·

ακόμα επικουρικότερον και στην απίθανη περίπτωση που το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν ήταν δυνατή η μετατροπή, να επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της υπαίτιας συμπεριφοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

να επιφυλάξει υπέρ της προσφεύγουσας όλα τα άλλα δικαιώματα και μέσα παροχής εννόμου προστασίας και, ιδίως, να επιδικάσει εις βάρος του Κοινοβουλίου αποζημίωση για την προξενηθείσα ζημία·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.


13.2.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 37/52


Αγωγή της 30ής Δεκεμβρίου 2009 — Pascual García κατά Επιτροπής

(Υπόθεση F-106/09)

2010/C 37/83

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Ενάγων: César Pascual García (Μαδρίτη, Ισπανία) (εκπρόσωποι: B. Cortese και C. Cortese, δικηγόροι)

Εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αντικείμενο και περιγραφή της διαφοράς

Αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από την παράλειψη καταβολής της αμοιβής και των συμπληρωματικών αποδοχών για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2006 έως την 1η Μαρτίου 2009, πλέον τόκων επί του οφειλομένου ποσού.

Αιτήματα του ενάγοντος

Ο ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που προέκυψε από την παράλειψη καταβολής της αμοιβής και των συμπληρωματικών αποδοχών για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2006 έως την 1η Μαρτίου 2009, πλέον τόκων επί του οφειλομένου ποσού·

να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.