ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.C_2009.240.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

52ό έτος
7 Οκτωβρίου 2009


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Επιτροπή

2009/C 240/01

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.5533 — Bertelsmann/KKR/JV) ( 1 )

1

2009/C 240/02

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.5610 — Predica/SFL/Parholding) ( 1 )

1

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Επιτροπή

2009/C 240/03

Ισοτιμίες του ευρώ

2

 

Ελεγκτικό Συνέδριο

2009/C 240/04

Ειδική έκθεση αριθ. 11/2009 Βιωσιμότητα των σχεδίων του LIFE με επίκεντρο το φυσικό περιβάλλον και διαχείρισή τους από την Επιτροπή

3

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Επιτροπή

2009/C 240/05

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — EACEA/24/09 — MEDIA — Προώθηση/Πρόσβαση στην αγορά

4

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

Επιτροπή

2009/C 240/06

Ανακοίνωση για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν για τις εισαγωγές χοντρών σχοινιών από συνθετικές ίνες καταγωγής Ινδίας

6

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Επιτροπή

2009/C 240/07

Κρατική ενίσχυση — Γερμανία — Κρατική ενίσχυση C 15/09 (πρώην N 196/09) Hypo Real Estate — Γερμανία — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

11

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Επιτροπή

7.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240/1


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.5533 — Bertelsmann/KKR/JV)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2009/C 240/01

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32009M5533. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


7.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240/1


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.5610 — Predica/SFL/Parholding)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2009/C 240/02

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή, η οποία τροποποιεί και αντικαθιστά την προηγούμενη απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 αριθ. SG-Greffe(2009) D/5619 — C(2009) 7486, βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Η κοινοποίηση σχετικά με την προηγούμενη απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 235 της 30.9.2009.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στη γαλλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

στη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). O δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32009M5610. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Επιτροπή

7.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240/2


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

6 Οκτωβρίου 2009

2009/C 240/03

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,4722

JPY

ιαπωνικό γιεν

131,21

DKK

δανική κορόνα

7,4443

GBP

λίρα στερλίνα

0,92605

SEK

σουηδική κορόνα

10,2570

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5118

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

8,3850

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

25,539

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

267,03

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,7091

PLN

πολωνικό ζλότι

4,1763

RON

ρουμανικό λέι

4,2624

TRY

τουρκική λίρα

2,1615

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6574

CAD

καναδικό δολάριο

1,5648

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

11,4099

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

2,0037

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,0643

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 722,76

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

10,9270

CNY

κινεζικό γιουάν

10,0497

HRK

κροατικό κούνα

7,2555

IDR

ινδονησιακή ρουπία

13 861,21

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

5,0570

PHP

πέσο Φιλιππινών

68,592

RUB

ρωσικό ρούβλι

43,9000

THB

ταϊλανδικό μπατ

49,091

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,5759

MXN

μεξικανικό πέσο

19,9380

INR

ινδική ρουπία

69,0760


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


Ελεγκτικό Συνέδριο

7.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240/3


Ειδική έκθεση αριθ. 11/2009 «Βιωσιμότητα των σχεδίων του LIFE με επίκεντρο το φυσικό περιβάλλον και διαχείρισή τους από την Επιτροπή»

2009/C 240/04

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σας πληροφορεί ότι μόλις δημοσιεύθηκε η ειδική έκθεσή του αριθ. 11/2009 με τίτλο «Βιωσιμότητα των σχεδίων του LIFE με επίκεντρο το φυσικό περιβάλλον και διαχείρισή τους από την Επιτροπή».

Η έκθεση είναι διαθέσιμη, είτε για ανάγνωση είτε για τηλεφόρτωση, στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου: http://www.eca.europa.eu

Η έκθεση, σε μορφή εντύπου συνοδευόμενου από CD-ROM, διατίθεται δωρεάν κατόπιν αίτησης προς το Ελεγκτικό Συνέδριο:

Cour des comptes européenne

Unité «Communication et Rapports»

12, rue Alcide De Gasperi

1615 Luxembourg

LUXEMBOURG

τηλ. +352 4398-1

ηλεκτρονική διεύθυνση: euraud@eca.europa.eu

ή με τη συμπλήρωση του ηλεκτρονικού εντύπου παραγγελίας στο EU-Bookshop.


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Επιτροπή

7.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240/4


ΠΡΌΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΉΣ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ — EACEA/24/09

MEDIA — Προώθηση/Πρόσβαση στην αγορά

2009/C 240/05

1.   Στόχοι και περιγραφή

Η παρούσα αναγγελία πρόσκλησης υποβολής προτάσεων βασίζεται στην απόφαση αριθ. 1718/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί εφαρμογής προγράμματος υποστήριξης του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα (MEDIA 2007).

Μεταξύ των στόχων της προαναφερόμενης απόφασης του Συμβουλίου είναι:

να διευκολύνει και να ενθαρρύνει την προώθηση και την κυκλοφορία των ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών και κινηματογραφικών έργων στο πλαίσιο εμπορικών εκδηλώσεων, επαγγελματικών αγορών και οπτικοακουστικών φεστιβάλ στην Ευρώπη και παγκοσμίως, στο βαθμό που οι εκδηλώσεις αυτές μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση των ευρωπαϊκών έργων και τη δικτύωση των επαγγελματιών,

να ενθαρρύνει τη δικτύωση των ευρωπαϊκών φορέων, με την υποστήριξη κοινών δράσεων που αναλαμβάνονται στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά από εθνικούς οργανισμούς προώθησης, δημόσιους ή ιδιωτικούς.

2.   Επιλέξιμοι υποψήφιοι

Η παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων απευθύνεται στις ευρωπαϊκές εταιρείες των οποίων οι δραστηριότητες συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων του προγράμματος MEDIA σύμφωνα με την περιγραφή που δίδει η απόφαση του Συμβουλίου.

Οι αιτούντες πρέπει να είναι εγκατεστημένοι σε μία από τις ακόλουθες χώρες:

τις 27 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τις χώρες της ΕΖΕΣ και του ΕΟΧ: Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Νορβηγία,

την Ελβετία και την Κροατία.

3.   Επιλέξιμες δράσεις

Η παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων προορίζεται για την υποστήριξη δράσεων και δραστηριοτήτων οι οποίες διεξάγονται στις χώρες μέλη του προγράμματος MEDIA.

Στόχος είναι η υποστήριξη δράσεων οι οποίες έχουν τους ακόλουθους σκοπούς:

βελτίωση της κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών έργων εξασφαλίζοντας στον ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό τομέα πρόσβαση στις ευρωπαϊκές και τις διεθνείς επαγγελματικές αγορές,

ενθάρρυνση των κοινών δράσεων μεταξύ των εθνικών οργανισμών προώθησης ταινιών και οπτικοακουστικών προγραμμάτων.

Η μέγιστη διάρκεια των σχεδίων είναι 12 μήνες.

Οι δραστηριότητες πρέπει να ξεκινήσουν το συντομότερο την 1η Ιουνίου 2010 και να ολοκληρωθούν το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2011.

4.   Κριτήρια ανάθεσης

Οι επιλέξιμες υποψηφιότητες/σχέδια θα αξιολογούνται βάσει ποσοστιαίων μονάδων που θα κατανέμονται επί συνόλου 100 σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

Ευρωπαϊκή διάσταση της δράσης

30 βαθμοί

Συμβολή στην προώθηση και την κυκλοφορία ευρωπαϊκών οπτικοακουστικών έργων

30 βαθμοί

Ποιότητα και σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας του υποβαλλόμενου σχεδίου δράσης

25 βαθμοί

Καινοτόμες πτυχές της δράσης

5 βαθμοί

Προώθηση των οπτικοακουστικών έργων που προέρχονται από ευρωπαϊκά κράτη με μικρή δυνατότητα οπτικοακουστικής παραγωγής

10 βαθμοί

5.   Προϋπολογισμός

Ο συνολικός κατ’ εκτίμηση προϋπολογισμός που διατίθεται για τη συγχρηματοδότηση των σχεδίων ανέρχεται σε 1 700 000 EUR.

Η χρηματοδοτική ενίσχυση της Επιτροπής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50 % των συνολικών δαπανών της δράσης.

Ο Οργανισμός επιφυλάσσεται του δικαιώματος να μην χορηγήσει όλους τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους.

6.   Προθεσμία υποβολής αιτήσεων

Οι προθεσμίες υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας έχουν οριστεί ως εξής:

7η Δεκεμβρίου 2009 για τις δραστηριότητες που ξεκινούν από 1η Ιουνίου 2010 και ολοκληρώνονται το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2010

30ή Ιουνίου 2010 για τις ετήσιες δραστηριότητες του 2011 και για τις δραστηριότητες που ξεκινούν μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2011 και 31ης Μαΐου 2011

Οι αιτήσεις πρέπει να αποσταλούν στην ακόλουθη διεύθυνση:

Agence Exécutive «Education, Audiovisuel et Culture»

Appel à propositions EACEA/24/09

Att. M. Costas DASKALAKIS

BOUR 03/30

Avenue du Bourget 1

1040 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË

Δεκτές γίνονται μόνο οι αιτήσεις που υποβάλλονται με το κατάλληλο έντυπο αίτησης, δεόντως συμπληρωμένες, χρονολογημένες και υπογεγραμμένες από άτομο που δικαιούται να συνάπτει νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις εκ μέρος του αιτούντος οργανισμού.

Οι αιτήσεις που αποστέλλονται μέσω τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν θα γίνονται δεκτές.

7.   Περαιτέρω πληροφορίες

Αναλυτικές κατευθυντήριες γραμμές για τους υποψήφιους καθώς και τα έντυπα υποψηφιότητας διατίθενται στην ακόλουθη διεύθυνση: http://eacea.ec.europa.eu

Οι αιτήσεις πρέπει υποχρεωτικά να υποβάλλονται με το προβλεπόμενο έντυπο και να περιέχουν το σύνολο των παραρτημάτων και των πληροφοριών που απαιτούνται.


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Επιτροπή

7.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240/6


Ανακοίνωση για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν για τις εισαγωγές χοντρών σχοινιών από συνθετικές ίνες καταγωγής Ινδίας

2009/C 240/06

Η Επιτροπή έλαβε αίτηση επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν για τις εισαγωγές χοντρών σχοινιών από συνθετικές ίνες καταγωγής Ινδίας («η οικεία χώρα»), δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»).

1.   Αίτηση επανεξέτασης

Η αίτηση υποβλήθηκε στις 4 Μαΐου 2009 από την Eurocord («ο αιτών») για λογαριασμό παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος, σ'αυτή την περίπτωση πάνω από το 50 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής χοντρών σχοινιών από συνθετικές ίνες.

2.   Προϊόν

Το υπό εξέταση προϊόν είναι σπάγγοι, σχοινιά, χοντρά σχοινιά και καλώδια, πλεκτά ή όχι, έστω και εμποτισμένα, επιχρισμένα, επικαλυμμένα ή επενδυμένα με καουτσκούκ ή πλαστική ύλη από πολυαιθυλένιο ή πολυπροπυλένιο, διαφορετικά από σπάγγους για δεσίματα ή δεματιάσματα μεγαλύτερο των 50 000 decitex (5 g/m), καθώς και από άλλες συνθετικές ίνες από νάυλον ή άλλα πολυαμίδια ή πολυεστέρες με τίτλο μεγαλύτερο των 50 000 decitex (5 g/m), καταγωγής Ινδίας («το υπό εξέταση προϊόν»), το οποίο κατατάσσεται προς το παρόν στους κωδικούς ΣΟ 5607 49 11, 5607 49 19, 5607 50 11 και 5607 50 19.

3.   Ισχύοντα μέτρα

Τα μέτρα που ισχύουν σήμερα συνίστανται σε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ο οποίος έχει επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1736/2004 του Συμβουλίου (2) για τις εισαγωγές χοντρών σχοινιών από συνθετικές ίνες.

4.   Λόγοι της επανεξέτασης

Η αίτηση βασίζεται στο επιχείρημα ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανό να οδηγήσει στην επανάληψη της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

Ο ισχυρισμός της επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ, για την Ινδία, βασίζεται στη σύγκριση της κανονικής αξίας, η οποία στηρίχθηκε στις εγχώριες τιμές στην Ινδία και σε μια κατασκευασμένη κανονική αξία, με τις τιμές εξαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος. Λόγω της τρέχουσας απουσίας σημαντικών όγκων εισαγωγών από την Ινδία στην ΕΚ, ο αιτών χρησιμοποίησε τις τιμές εξαγωγής από την Ινδία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Βάσει της ανωτέρω σύγκρισης, από την οποία προκύπτει πρακτική ντάμπινγκ, ο αιτών υποστηρίζει ότι υπάρχει μια πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ από την Ινδία.

Ο αιτών ισχυρίζεται εξάλλου ότι είναι πιθανή η επανάληψη της επιζήμιας πρακτικής ντάμπιγκ. Σχετικά με το θέμα αυτό, ο αιτών υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, εάν επιτραπεί η λήξη της ισχύος των μέτρων, το σημερινό επίπεδο εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος είναι πιθανόν να αυξηθεί σημαντικά λόγω της σημαντικής αχρησιμοποίητης παραγωγικής ικανότητας και των πρόσφατων επενδύσεων σε παραγωγική ικανότητα από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στις οικείες χώρες.

Επιπλέον, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά τη ζημία οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη μέτρων και ότι η τυχόν επανάληψη σημαντικών εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ από την ενδιαφερόμενη χώρα θα ήταν πιθανόν να οδηγήσει σε επανάληψη της ζημίας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, εάν επιτραπεί η λήξη των μέτρων.

5.   Διαδικασία

Η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, κινεί τη διαδικασία επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

5.1.    Διαδικασία για τον προσδιορισμό της πιθανότητας πρακτικής ντάμπινγκ και ζημίας

Η έρευνα θα καθορίσει κατά πόσον η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή επανάληψη της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας.

α)   Δειγματοληψία

Λόγω του προφανώς μεγάλου αριθμού των μερών που εμπλέκονται στην παρούσα διαδικασία, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει δειγματοληψία σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

i)   Δειγματοληψία για τους παραγωγούς/εξαγωγείς της Ινδίας

Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον αποδειχθεί αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, όλοι οι εξαγωγείς/παραγωγοί ή οι αντιπρόσωποι που ενεργούν για λογαριασμό τους, καλούνται να αναγγελθούν ερχόμενοι σε επαφή με την Επιτροπή και να παράσχουν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία ή τις εταιρείες τους, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην παράγραφο 6 στοιχείο β) περίπτωση i) και με τη μορφή που διευκρινίζεται στο σημείο 7:

την επωνυμία, ταχυδρομική διεύθυνση, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αριθμούς τηλεφώνου και φαξ, καθώς και το ονοματεπώνυμο του αρμόδιου υπαλλήλου,

τον κύκλο εργασιών σε εθνικό νόμισμα και τον όγκο σε τόνους του υπό εξέταση προϊόντος που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Κοινότητα κατά την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2008 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2009 για κάθε ένα από τα 27 κράτη μέλη ξεχωριστά και συνολικά,

τον κύκλο εργασιών σε τοπικό νόμισμα και τον όγκο σε τόνους του υπό εξέταση προϊόντος που πωλήθηκε στην εσωτερική αγορά κατά την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2008 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2009,

τις ακριβείς δραστηριότητες της εταιρείας παγκοσμίως όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν,

επωνυμία και ακριβείς δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών (3) που συμμετέχουν στην παραγωγή ή/και στην πώληση (προς εξαγωγή ή/και στην εγχώρια αγορά) του υπό εξέταση προϊόντος,

κάθε άλλη σχετική πληροφορία που θα βοηθούσε την Επιτροπή στην επιλογή του δείγματος.

Με την παροχή των ανωτέρω πληροφοριών, η εταιρεία συγκατατίθεται να συμπεριληφθεί ενδεχομένως στο δείγμα. Αν η εταιρεία επιλεγεί να αποτελέσει μέρος του δείγματος, οφείλει να απαντήσει σε σχετικό ερωτηματολόγιο και να δεχθεί τη διενέργεια επιτόπιας έρευνας επαλήθευσης της απάντησής της. Η εταιρεία που δηλώνει ότι αρνείται να συμπεριληφθεί ενδεχομένως στο δείγμα θεωρείται ότι δεν έχει συνεργασθεί στην έρευνα. Οι συνέπειες της άρνησης συνεργασίας περιγράφονται παρακάτω στο σημείο 8.

Για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που θεωρεί απαραίτητες για την επιλογή του δείγματος παραγωγών-εξαγωγέων, η Επιτροπή θα έρθει επίσης σε επαφή με τις αρχές της χώρας εξαγωγής καθώς και με κάθε γνωστή ένωση παραγωγών-εξαγωγέων.

ii)   Δειγματοληψία όσον αφορά τους εισαγωγείς

Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εάν κριθεί αναγκαία, να επιλέξει δείγμα, όλοι οι εισαγωγείς ή οι αντιπρόσωποί τους που ενεργούν για λογαριασμό τους καλούνται να αναγγελθούν ερχόμενοι σε επαφή με την Επιτροπή και να παράσχουν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία ή τις εταιρείες τους εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο β) περίπτωση i) και με τη μορφή που καθορίζεται στο σημείο 7 της παρούσας ανακοίνωσης:

την επωνυμία, τη διεύθυνση, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τους αριθμούς τηλεφώνου και φαξ, καθώς και το ονοματεπώνυμο του αρμόδιου υπαλλήλου,

τις ακριβείς δραστηριότητες της εταιρείας όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν,

τον όγκο, σε τόνους, και την αξία, σε ευρώ, των εισαγωγών και των μεταπωλήσεων στην κοινοτική αγορά του υπό εξέταση εισαχθέντος προϊόντος καταγωγής Ινδίας κατά την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2008 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2009,

την επωνυμία και τις ακριβείς δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών (4) που συμμετέχουν στην παραγωγή ή/και στην πώληση του υπό εξέταση προϊόντος,

κάθε άλλη σχετική πληροφορία που θα βοηθούσε την Επιτροπή στην επιλογή του δείγματος.

Με την παροχή των ανωτέρω πληροφοριών, η εταιρεία συγκατατίθεται να συμπεριληφθεί ενδεχομένως στο δείγμα. Αν η εταιρεία επιλεγεί να αποτελέσει μέρος του δείγματος, οφείλει να απαντήσει σε σχετικό ερωτηματολόγιο και να δεχθεί τη διενέργεια επιτόπιας έρευνας επαλήθευσης της απάντησής της. Η εταιρεία που δηλώνει ότι αρνείται να συμπεριληφθεί ενδεχομένως στο δείγμα θεωρείται ότι δεν έχει συνεργασθεί στην έρευνα. Οι συνέπειες της άρνησης συνεργασίας περιγράφονται παρακάτω στο σημείο 8.

Η Επιτροπή, για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που θεωρεί απαραίτητες για την επιλογή του δείγματος εισαγωγέων, θα έλθει επίσης σε επαφή με κάθε γνωστή ένωση εισαγωγέων.

iii)   Δειγματοληψία για τους κοινοτικούς παραγωγούς

Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον αποδειχθεί αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, όλοι οι κοινοτικοί παραγωγοί ή οι αντιπρόσωποι που ενεργούν για λογαριασμό τους, καλούνται να αναγγελθούν ερχόμενοι σε επαφή με την Επιτροπή και να παράσχουν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με την εταιρεία ή τις εταιρείες τους, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο β) περίπτωση i) και με τη μορφή που διευκρινίζεται στο σημείο 7:

την επωνυμία, τη διεύθυνση, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τους αριθμούς τηλεφώνου και φαξ, καθώς και το ονοματεπώνυμο του αρμόδιου υπαλλήλου,

τις ακριβείς δραστηριότητες της εταιρείας, παγκόσμια, όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν, κατά την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2008 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2009,

την αξία, σε ευρώ, των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά κατά την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2008 έως 30 Σεπτεμβρίου 2009,

τον όγκο, σε τόνους, των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά κατά την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2008 έως 30 Σεπτεμβρίου 2009,

τον όγκο, σε τόνους, της παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος κατά την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2008 έως 30 Σεπτεμβρίου 2009,

τον όγκο σε τόνους του υπό εξέταση προϊόντος που παρήχθη στην Ινδία και εισήχθη στην Κοινότητα κατά την περίοδο από 1 Οκτωβρίου 2008 έως 30 Σεπτεμβρίου 2009, εάν υπάρχει,

την επωνυμία και τις ακριβείς δραστηριότητες όλων των συνδεδεμένων εταιρειών (5) που συμμετέχουν στην παραγωγή ή/και στην πώληση του ομοειδούς προϊόντος (που παράγεται στην Κοινότητα) και του υπό εξέταση προϊόντος (που παράγεται στην οικεία χώρα),

κάθε άλλη σχετική πληροφορία που θα βοηθούσε την Επιτροπή στην επιλογή του δείγματος.

Με την παροχή των ανωτέρω πληροφοριών, η εταιρεία συγκατατίθεται να συμπεριληφθεί ενδεχομένως στο δείγμα. Αν η εταιρεία επιλεγεί να αποτελέσει μέρος του δείγματος, οφείλει να απαντήσει σε σχετικό ερωτηματολόγιο και να δεχθεί τη διενέργεια επιτόπιας έρευνας επαλήθευσης της απάντησής της. Η εταιρεία που δηλώνει ότι αρνείται να συμπεριληφθεί ενδεχομένως στο δείγμα θεωρείται ότι δεν έχει συνεργασθεί στην έρευνα. Οι συνέπειες της άρνησης συνεργασίας περιγράφονται παρακάτω στο σημείο 8.

iv)   Τελική επιλογή των δειγμάτων

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιθυμούν να υποβάλουν στοιχεία σχετικά με την επιλογή των δειγμάτων πρέπει να το πράξουν εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο β) περίπτωση ii).

Η Επιτροπή σκοπεύει να προβεί στην τελική επιλογή των δειγμάτων αφού ζητήσει τη γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών που έχουν εκδηλώσει προθυμία να συμπεριληφθούν στο δείγμα.

Οι εταιρείες που θα συμπεριληφθούν στα δείγματα οφείλουν να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο β) περίπτωση iii) και να συνεργαστούν στο πλαίσιο της έρευνας.

Εάν δεν εκδηλωθεί ικανοποιητική διάθεση συνεργασίας, η Επιτροπή μπορεί να συναγάγει τα συμπεράσματά της με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 και το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Τα συμπεράσματα που βασίζονται στα διαθέσιμα στοιχεία ενδέχεται να αποδειχθούν λιγότερο ευνοϊκά για το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως εξηγείται στο σημείο 8.

β)   Ερωτηματολόγια

Για να συγκεντρώσει η Επιτροπή τις πληροφορίες που θεωρεί απαραίτητες για την έρευνα, θα αποστείλει ερωτηματολόγια στο δείγμα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και σε όλες τις γνωστές ενώσεις παραγωγών στην Κοινότητα, στο δείγμα των εξαγωγέων/παραγωγών της Ινδίας, σε όλες τις γνωστές ενώσεις εξαγωγέων/παραγωγών, στο δείγμα εισαγωγέων, σε όλες τις γνωστές ενώσεις εισαγωγέων, καθώς και στις αρχές της ενδιαφερόμενης εξάγουσας χώρας.

γ)   Συγκέντρωση πληροφοριών και ακροάσεις

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, να υποβάλουν πληροφορίες πέραν των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία. Τα εν λόγω αποδεικτικά και άλλα στοιχεία πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο α) περίπτωση ii).

Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί σε ακρόαση τα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον το ζητήσουν και αποδείξουν ότι συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι, για τους οποίους επιβάλλεται να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Η εν λόγω αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο α) περίπτωση iii).

5.2.    Διαδικασία εκτίμησης του κοινοτικού συμφέροντος

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού και αν επιβεβαιωθεί η πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας, θα ληφθεί απόφαση σχετικά με το αν η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ αντίκειται στο συμφέρον της Κοινότητας. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή μπορεί να αποστείλει ερωτηματολόγια στο γνωστό κοινοτικό κλάδο παραγωγής, στους εισαγωγείς, στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους, σε αντιπροσωπευτικούς χρήστες και σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών. Τα εν λόγω μέρη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είναι γνωστά στην Επιτροπή, αν αποδείξουν ότι υπάρχει αντικειμενική σύνδεση μεταξύ της δραστηριότητάς τους και του υπό εξέταση προϊόντος, μπορούν, εντός της γενικής προθεσμίας που ορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο α) περίπτωση ii), να αναγγελθούν στην Επιτροπή και να της παράσχουν πληροφορίες. Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούν να ζητήσουν ακρόαση, εκθέτοντας τους ιδιαίτερους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η ακρόασή τους, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο α) περίπτωση iii). Σημειωτέον ότι τυχόν πληροφορίες που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού θα ληφθούν υπόψη μόνο αν κατά την υποβολή τους συνοδεύονται από πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία.

6.   Προθεσμίες

α)   Γενικές προθεσμίες

i)   Για την αίτηση αποστολής ερωτηματολογίου

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα, η οποία οδήγησε στην επιβολή των μέτρων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας επανεξέτασης, οφείλουν να ζητήσουν ερωτηματολόγιο ή άλλα έντυπα αιτήσεων, το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ii)   Για την αναγγελία των μερών, την υποβολή απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο και την παροχή οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας

Για να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα οι παρατηρήσεις τους, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να αναγγελθούν, ερχόμενα σε επαφή με την Επιτροπή, να εκθέσουν τις απόψεις τους και να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο ή να υποβάλουν τυχόν άλλα στοιχεία εντός 40 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Εφιστάται η προσοχή στο γεγονός ότι η άσκηση των περισσότερων διαδικαστικών δικαιωμάτων που αναφέρονται στον βασικό κανονισμό εξαρτάται από το κατά πόσον το ενδιαφερόμενο μέρος αναγγέλλεται εντός της προαναφερθείσας περιόδου.

Οι εταιρείες που θα περιληφθούν στο δείγμα οφείλουν να υποβάλουν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο σημείο 6 στοιχείο β) περίπτωση iii).

iii)   Ακροάσεις

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν επίσης να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή εντός της ίδιας προθεσμίας των 40 ημερών.

β)   Ειδική προθεσμία για τη δειγματοληψία

i)   Οι πληροφορίες που ορίζονται στο σημείο 5.1 στοιχείο α) περίπτωση i), 5.1 στοιχείο α) περίπτωση ii) και 5.1 στοιχείο α) περίπτωση iii), πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η Επιτροπή προτίθεται να ζητήσει τη γνώμη των ενδιαφερόμενων μερών που έχουν εκφράσει την επιθυμία να συμπεριληφθούν στο δείγμα κατά την τελική επιλογή του, εντός προθεσμίας 21 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ii)   Κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την επιλογή του δείγματος, όπως αυτή αναφέρεται στο σημείο 5.1 στοιχείο α) περίπτωση iv), πρέπει να περιέλθει στην Επιτροπή εντός προθεσμίας 21 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

iii)   Οι απαντήσεις των δειγματοληπτικά επιλεγέντων μερών στο ερωτηματολόγιο πρέπει να περιέλθουν στην Επιτροπή εντός προθεσμίας 37 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω μέρη ενημερώθηκαν ότι έχουν συμπεριληφθεί στο δείγμα, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

7.   Γραπτές παρατηρήσεις, απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και αλληλογραφία

Όλες οι παρατηρήσεις και οι αιτήσεις των ενδιαφερόμενων μερών πρέπει να υποβληθούν γραπτώς (όχι σε ηλεκτρονική μορφή, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά) και να αναφέρουν την επωνυμία, την ταχυδρομική διεύθυνση, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον αριθμό τηλεφώνου και τον αριθμό φαξ του ενδιαφερόμενου μέρους. Όλες οι γραπτές παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που ζητούνται στην παρούσα ανακοίνωση, καθώς και οι απαντήσεις στα ερωτηματολόγια και η αλληλογραφία των ενδιαφερόμενων μερών, τα οποία διαβιβάζονται εμπιστευτικώς, πρέπει να φέρουν την ένδειξη «Limited» (6) και, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, πρέπει να συνοδεύονται από περίληψη μη εμπιστευτικού χαρακτήρα, η οποία θα φέρει την ένδειξη «For inspection by interested parties».

Διεύθυνση αλληλογραφίας της Επιτροπής:

European Commission

Directorate-General for Trade

Directorate H

Office: N105 04/92

1049 Brussels

BELGIUM

Φαξ +32 22956505

8.   Άρνηση συνεργασίας

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται συμπεράσματα, είτε θετικά είτε αρνητικά, με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

Εάν διαπιστωθεί ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη ενώ είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Εάν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, οπότε χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος απ’ ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργαστεί.

9.   Χρονοδιάγραμμα της έρευνας

Η έρευνα θα ολοκληρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, εντός 15 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

10.   Δυνατότητα αίτησης για επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού

Επειδή η παρούσα επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τα πορίσματά της δεν θα οδηγήσουν στην τροποποίηση του επιπέδου των υφιστάμενων μέτρων αλλά στην κατάργηση ή διατήρηση των εν λόγω μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

Εάν ένα μέρος που συμμετέχει στη διαδικασία θεωρεί ότι επιβάλλεται η επανεξέταση του επιπέδου των μέτρων ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η τροποποίηση (π.χ. αύξηση ή μείωση) του επιπέδου των μέτρων, αυτό το μέρος μπορεί να ζητήσει επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

Τα μέρη που επιθυμούν να ζητήσουν τέτοιου είδους επανεξέταση, η οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί ανεξάρτητα από την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος που αναφέρεται στην παρούσα ανακοίνωση, μπορούν να έλθουν σε επαφή με την Επιτροπή στη διεύθυνση που αναφέρεται παραπάνω.

11.   Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Σημειώνεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θα συλλεχθούν στο πλαίσιο αυτής της έρευνας θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7).

12.   Σύμβουλος ακροάσεων

Επισημαίνεται επίσης ότι, αν τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης που διαθέτουν, μπορούν να ζητήσουν την παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων της ΓΔ Εμπορίου. Ο σύμβουλος ακροάσεων ενεργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και των υπηρεσιών της Επιτροπής, παρέχοντας, εφόσον χρειαστεί, συμβουλές για διαδικαστικά θέματα που αφορούν την προστασία των συμφερόντων τους στην εν λόγω έρευνα, ιδίως όσον αφορά θέματα σχετικά με την πρόσβαση στο φάκελο, την εμπιστευτικότητα, την παράταση των προθεσμιών και την επεξεργασία των γραπτών ή/και προφορικών παρατηρήσεων. Για περισσότερες πληροφορίες και στοιχεία επικοινωνίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ανατρέξουν στις ιστοσελίδες του συμβούλου ακροάσεων στο δικτυακό τόπο της ΓΔ Εμπορίου (http://ec.europa.eu/trade).


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 311 της 8.10.2004, σ. 1.

(3)  Για διευκρινίσεις όσον αφορά τον ορισμό των συνδεδεμένων εταιρειών, βλέπε άρθρο 143 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1).

(4)  Πρβλ. Υποσημείωση 3.

(5)  Πρβλ. Υποσημείωση 3.

(6)  Η ένδειξη αυτή σημαίνει ότι το έγγραφο προορίζεται αποκλειστικά για εσωτερική χρήση. Το έγγραφο αυτό προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43). Πρόκειται για έγγραφο εμπιστευτικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού και του άρθρου 6 της συμφωνίας ΠΟΕ για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 (Συμφωνία αντιντάμπινγκ).

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Επιτροπή

7.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 240/11


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗΓΕΡΜΑΝΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 15/09 (πρώην N 196/09) Hypo Real Estate — Γερμανία

Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2009/C 240/07

Με την επιστολή της 24ης Ιουλίου 2009 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά το προαναφερθέν μέτρο.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το μέτρο για το οποίο η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Competition

State aid Greffe

Office: SPA3, 6/5

1049 Brussels

BELGIUM

Φαξ +32 22961242

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Γερμανία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Στις 2 Οκτωβρίου 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης προς την Hypo Real Estate (HRE) με τη μορφή κρατικής εγγύησης ύψους 35 δισ. EUR. Η Επιτροπή κήρυξε το μέτρο συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά ως ενίσχυση διάσωσης σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης») βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ για έξι μήνες ή μέχρι την υποβολή ενός αξιόπιστου και τεκμηριωμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης της τράπεζας.

Την 1η Απριλίου 2009, η Γερμανία κοινοποίησε σχέδιο αναδιάρθρωσης της HRE. Στις 17 Απριλίου 2009, η Γερμανία κοινοποίησε περαιτέρω μέτρα κρατικής ενίσχυσης υπέρ της HRE στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η HRE είναι τράπεζα με έδρα το Μόναχο της Γερμανίας. Δραστηριοποιείται στους τομείς της χρηματοδότησης εμπορικών ακινήτων, της χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα και των υποδομών, καθώς και στους τομείς των κεφαλαιαγορών και της διαχείρισης περιουσίας.

Η HRE αντιμετώπισε δυσχέρειες στα τέλη Σεπτεμβρίου 2008 όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με έλλειψη ρευστότητας που θα την οδηγούσε σε αφερεγγυότητα. Δεδομένου ότι λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης παρέλυσε η διατραπεζική αγορά στην οποία προσέφευγαν οι τράπεζες για βραχυχρόνια χρηματοδότηση, (ιδίως μετά την πτώχευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers), δεν ήταν πλέον δυνατή η βραχυπρόθεσμη αναχρηματοδότηση της HRE.

Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία χορήγησε εγγύηση ύψους 35 δισ. EUR για να καλυφθούν οι βραχυπρόθεσμες ανάγκες αναχρηματοδότησης της HRE. Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης, η Γερμανία παρέτεινε την προθεσμία εξόφλησης της κρατικής εγγύησης, αρχικής διάρκειας έξι μηνών, μέχρι τα τέλη του 2009.

Η υποβληθείσα κοινοποίηση περιλαμβάνει περαιτέρω μέτρα ενίσχυσης υπέρ της HRE που συνίστανται στην παράταση εγγυήσεων ύψους 52 δισ. EUR τις οποίες είχε χορηγήσει το ταμείο σταθεροποίησης της χρηματοπιστωτικής αγοράς (Sonderfonds Finanzmarktstabilisierung — SoFFin) και στην απόκτηση 20 εκατομμυρίων νέων μετοχών της HRE από τη SoFFin έναντι ποσού 60 εκατ. EUR, καταβλητέου στην HRE. Οι εγγυήσεις του SoFFin χορηγήθηκαν βάσει του γερμανικού καθεστώτος διάσωσης των τραπεζών, το οποίο αποτελεί εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων.

Κεντρικός στόχος του κοινοποιηθέντος σχεδίου αναδιάρθρωσης είναι η μείωση της εξάρτησης της HRE από βραχυπρόθεσμη αναχρηματοδότηση. Προς τούτο, η HRE σκοπεύει να επικεντρωθεί κυρίως σε πράξεις επιλέξιμες για καλυμμένα ομόλογα, με αναχρηματοδότηση κυρίως βάσει της διάρκειάς τους που θα γίνει με γερμανικά καλυμμένα ομόλογα, τα λεγόμενα Pfandbriefe. Η HRE θα μειώσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και μελλοντικά θα τις εστιάσει σε δύο τομείς, χρηματοδότηση εμπορικών ακινήτων και χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα. Θα εγκαταλείψει τους τομείς χρηματοδότησης υποδομών και κεφαλαιαγορών/διαχείρισης περιουσίας. Η εστίαση στους δύο τομείς κύριας δραστηριότητας θα συνοδεύεται επιπλέον από διαφορετικά μέτρα που θα αυξήσουν την αποδοτικότητα και την κερδοφορία των τομέων κύριας δραστηριότητας.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Στο παρόν στάδιο η Επιτροπή εκτιμά ότι κοινοποιηθέντα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση.

Η προκαταρκτική άποψη της Επιτροπής είναι ότι αυτά τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να αξιολογηθούν βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ.

Όπως έχει ορίσει η Επιτροπή στις τρεις ανακοινώσεις που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγούνται στις τράπεζες στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης θα πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τις αρχές των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης, ενώ παράλληλα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συστημικής κρίσης των χρηματαγορών. Αυτό σημαίνει ότι οι αρχές των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης πρέπει ενδεχομένως να προσαρμοστούν κατά την εφαρμογή τους στην αναδιάρθρωση της HRE κατά την παρούσα κρίση, η οποία αξιολογείται βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κανόνες που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης όσον αφορά τη συνεισφορά του δικαιούχου. Δεδομένου ότι η εξωτερική χρηματοδότηση για την HRE έχει εξαντληθεί και δεδομένου ότι στο τρέχον οικονομικό πλαίσιο φαίνεται ανέφικτη η απαίτηση ύψους 50 % που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή αποδέχεται ότι στη διάρκεια της κρίσης που μαστίζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν κρίνεται ενδεδειγμένη η απαίτηση να αντιστοιχεί η συνεισφορά του δικαιούχου σε προκαθορισμένο ποσοστό του κόστους της αναδιάρθρωσης. Εξάλλου, ενδέχεται επίσης να πρέπει να επανεκτιμηθούν ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μέτρων περιορισμού της νόθευσης του ανταγωνισμού στο μέτρο που η HRE μπορεί να έχει ανάγκη περισσότερο χρόνο για την εφαρμογή τους λόγω των συνθηκών που επικρατούν σήμερα στην αγορά.

Η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την εκπλήρωση των όρων. Όσον αφορά το υποβληθέν σχέδιο αναδιάρθρωσης για την HRE, η Επιτροπή δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να αποφανθεί αν θα αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της HRE ή αν δεν θα προκαλέσει αθέμιτες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν διαθέτει καμία ένδειξη ότι η ενίσχυση θα περιοριστεί στο ελάχιστο αναγκαίο ούτε ότι θα υπάρξει η δέουσα ίδια συμμετοχή.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«Die Kommission teilt Deutschland mit, dass sie nach Prüfung der von den deutschen Behörden zu der obengenannten Maßnahme vorgelegten Informationen entschieden hat, das Verfahren nach Artikel 88 Absatz 2 EG-Vertrag einzuleiten.

1.   VERFAHREN

(1)

Am 2. Oktober 2008 genehmigte die Europäische Kommission eine staatliche Beihilfe von 35 Mrd. EUR zugunsten der Hypo Real Estate Holding AG (1). Die Beihilfe wurde in Form einer staatlichen Garantie gewährt. Die Kommission erklärte die Maßnahme als Rettungsbeihilfe für mit dem Gemeinsamen Markt vereinbar und genehmigte sie auf der Grundlage von Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe c EG-Vertrag und nach den Leitlinien der Gemeinschaft für staatliche Beihilfen zur Rettung und Umstrukturierung von Unternehmen in Schwierigkeiten (2) (nachstehend ‚Leitlinien für Rettungs- und Umstrukturierungsbeihilfen‘ genannt) für die Dauer von sechs Monaten bzw. bis zur Vorlage eines plausiblen und fundierten Umstrukturierungsplans für die Bank.

(2)

Am 20. März 2009 unterbreitete Hypo Real Estate (nachstehend ‚HRE‘ genannt) auf einer Sitzung mit Vertretern der Kommission, Deutschlands und der HRE Hintergrundinformationen zur Umstrukturierung. Am 26. März 2009 richtete die Kommission schriftlich Fragen an Deutschland.

(3)

Am 1. April 2009 meldete Deutschland einen Umstrukturierungsplan für die HRE an. Am 3. April 2009 wurde eine Telefonkonferenz zwischen Vertretern der Kommission und Deutschlands abgehalten. Am 9. April 2009 übermittelte Deutschland zusätzliche Informationen.

(4)

Mit Schreiben vom 17. April 2009 ergänzte Deutschland seine Anmeldung vom 1. April 2009, indem es zusätzliche Maßnahmen zugunsten der HRE anmeldete; dabei handelte es sich um die Verlängerung des staatlichen Garantierahmens von 52 Mrd. EUR und den Erwerb von 20 Millionen HRE-Aktien zu einem an die HRE zu zahlenden Preis von 60 Mio. EUR.

(5)

Am 7. Mai 2009 entschied die Kommission, hinsichtlich der relevanten Maßnahmen für Hypo Real Estate das Verfahren nach Artikel 88 Absatz 2 EG-Vertrag einzuleiten. Nachdem diese Entscheidung den deutschen Behörden zugestellt wurde, ersuchten die deutschen Behörden die Entscheidung zu ändern, da einige Teile der Entscheidung inkorrekt und nicht auf dem letzten Stand waren.

(6)

Um dies zu beheben, wurde die Entscheidung geändert. Diese Entscheidung ersetzt und annuliert also die Entscheidung vom 7. Mai 2009 (C(2009) 3712).

2.   BESCHREIBUNG

2.1   Die Begünstigte

(7)

Die HRE entstand im Oktober 2003 durch Abspaltung von Teilen des gewerblichen Immobilienfinanzierungsgeschäfts der HVB-Gruppe. 2007 übernahm sie die in Dublin ansässige DEPFA Bank plc und erweiterte ihre Geschäftsbasis um die Bereiche Public Sector Finance und Infrastructure Finance.

(8)

Die HRE besteht derzeit unter anderem aus den folgenden Haupt-Gesellschaften: Hypo Real Estate Holding AG, Hypo Real Estate Bank AG, DEPFA Bank plc und DEPFA Deutsche Pfandbriefbank AG.

(9)

Die Zentrale der HRE befindet sich in München, Deutschland. Die Geschäftstätigkeit der HRE ist gegenwärtig in drei Bereiche untergliedert: ‚Commercial Real Estate‘ (gewerbliche Immobilienfinanzierung), ‚Public Sector & Infrastructure Finance‘ (Staats- und Infrastrukturfinanzierung) und ‚Capital Markets & Asset Management‘. Sie ist in Europa, Asien sowie Nord- und Südamerika tätig. Die HRE ist einer der größten Pfandbriefemittenten (3).

(10)

Im Geschäftsbereich ‚Commercial Real Estate‘ entwickelt die HRE Finanzierungslösungen für gewerbliche Investoren, Bau- und Entwicklungsgesellschaften und Immobilienfonds. Neben der Finanzierung von Asset Deals für größere gewerblich oder wohnwirtschaftlich genutzte Portfolien finanziert die HRE auch Unternehmensübernahmen (Share Deals), bei denen Immobilienbestände im Fokus stehen. Darüber hinaus bietet sie strukturierte Finanzierungen für Public-to-Private-Takeovers sowie für Sale-and-Lease-Back-Transaktionen.

(11)

Im Geschäftsbereich ‚Public Sector & Infrastructure Finance‘ deckt die HRE den Finanzierungsbedarf des öffentlichen Sektors ab und betreut Kunden auf allen staatlichen Ebenen. Ihr Dienstleistungsangebot umfasst die Finanzierung von Budgets, die Finanzierung öffentlicher Infrastrukturprojekte, Beratung im Ratingprozess, Beratung bei der Privatisierung öffentlicher Dienstleistungen, Beratung bei der Schuldenstrukturierung, Unterstützung bei der Platzierung von Anleihen sowie Unterstützung bei der Gewährung von Kreditlinien.

(12)

Im Geschäftsbereich ‚Capital Markets & Asset Management‘ betreibt die HRE Kapitalmarktaktivitäten, insbesondere zum Management von Marktwert-, Zins-, Währungs-, Kredit- und politischen Risiken. Dabei vertreibt die HRE grundsätzlich nur solche Produkte, die das Kerngeschäft in den beiden Geschäftsbereichen ‚Commercial Real Estate‘ und ‚Public Sector & Infrastructure Finance‘ erweitern.

(13)

Ende September 2008 hatte die HRE knapp 1 900 Beschäftigte und eine Bilanzsumme von 392,5 Mrd. EUR. In den ersten neun Monaten des Jahres 2008 entstanden Verluste in Höhe von 2,9 Mrd. EUR, während 2007 noch ein Jahresgewinn von 0,5 Mrd. EUR erwirtschaftet worden war. Am 22. Dezember 2008 schied die HRE aus dem DAX aus und ist seither am MDAX notiert.

2.2   Ereignisse im Vorfeld der Maßnahme

(14)

Ende September 2008 geriet die HRE in einen existenzgefährdenden Liquiditätsengpass. Aufgrund des Austrocknens des Interbankenmarkts nach dem Zusammenbruch von Lehman Brothers konnte sich die HRE nicht mehr kurzfristig refinanzieren.

(15)

Im Gegensatz zu anderen Banken sind die Probleme der HRE keine direkte Folge ihres Engagements auf dem US-Markt für Subprime-Hypotheken, sondern auf die Tätigkeit der DEPFA Bank plc zurückzuführen. Die DEPFA Bank plc ist vorwiegend in der Staatsfinanzierung tätig, wofür sie kurzfristige Mittel auf dem Geld- bzw. Kapitalmarkt aufnimmt. Für dieses Geschäft sind niedrige Risikoprämien typisch. Kredite mit häufig langer Laufzeit wurden durch kurz- oder mittelfristige Kreditlinien refinanziert (Fristentransformation).

(16)

Als der Interbankenmarkt, auf dem die Banken kurzfristig Kapital aufnahmen, im Zuge der Finanzkrise zusammenbrach, konnte sich die DEPFA Bank plc auf den kurzfristigen Kreditmärkten nicht mehr refinanzieren. Folglich musste die HRE einspringen und den kurzfristigen Liquiditätsbedarf der DEPFA Bank plc. decken. Das Volumen der Kreditlinien mit Fälligkeit zum 30. September 2008 überforderte jedoch die HRE.

2.3   Die finanziellen Maßnahmen

(17)

In Anbetracht dieser Umstände gewährte Deutschland eine Garantie in Höhe von 35 Mrd. EUR, um den Refinanzierungsbedarf der HRE abzusichern.

(18)

Durch diese Garantie wurden eine Liquiditätskredithilfe der Deutschen Bundesbank über 20 Mrd. EUR und von der HRE begebene Inhaberschuldverschreibungen über 15 Mrd. EUR, die von einem Konsortium mehrerer deutscher Finanzinstitute übernommen wurden, abgesichert.

(19)

Diese Garantie war zunächst bis zum 31. März 2009 befristet. Im März 2009 wurde ihre Laufzeit bis zum 31. Dezember 2009 verlängert. Jener Teil der Staatsgarantie, der die Liquiditätshilfe der Deutschen Bundesbank abgedeckt hat, wurde umgewandelt in eine Staatsgarantie für von der HRE Bank ausgegebene Inhaberschuldverschreibungen. Die Garantie kann von der HRE revolvierend ausgenutzt werden. (4)

(20)

Die HRE zahlt dem Staat für die Garantie von 35 Mrd. EUR eine Garantieprämie bestehend aus einer Grundprämie und einer erfolgsabhängigen Prämie. Die Grundprämie beträgt 1 % p. a. auf den ‚First-Loss-Garantiebetrag‘ und 0,5 % p. a. auf den ‚Second-Loss-Garantiebetrag‘ (5). Die erfolgsabhängige Prämie beträgt 1,25 % p. a. auf den ‚First-Loss-Garantiebetrag‘ und 0,25 % p. a. auf den ‚Second-Loss-Garantiebetrag‘.

(21)

Die Bundesgarantie von 35 Mrd. EUR ist wie folgt besichert:

ein Konsortium aus privaten deutschen Finanzinstituten gewährt dem Bund eine Rückgarantie für 60 % für bis zu 14,2 Mrd. EUR Verlust (d. h. höchstens 8,5 Mrd. EUR).

Verpfändung der Anteile der HRE Holding an ihren Töchtern Hypo Real Estate Bank AG, DEPFA Deutsche Pfandbriefbank AG und DEPFA Bank plc sowie Verpfändung der Anteile der HRE Holding an ihrer Tochtergesellschaft DEFPA First Albany, die inzwischen veräußert wurde.

Verpfändung von Vermögenswerten mit einem Nominalwert von bis zu 60,1 Mrd. EUR.

(22)

Zusätzlich zu der Finanzierung, die durch die 35 Mrd. EUR gedeckt ist, emittierte die HRE am 19. November 2008 besicherte Bankschuldverschreibungen über 15 Mrd. EUR, die nicht durch eine staatliche Garantie, sondern ausschließlich durch Vermögenswerte der HRE besichert sind. Diese besicherten Bankschuldverschreibungen wurden von einem Konsortium aus privaten deutschen Finanzinstituten übernommen. Es handelt sich also um eine rein private Maßnahme. Die besicherte Bankschuldverschreibung hatte eine ursprüngliche Laufzeit bis 31. März 2009, wurde jedoch in der Zwischenzeit bis Ende 2009 verlängert.

(23)

Die oben beschriebenen Maßnahmen erwiesen sich rasch als unzureichend, um die Finanzierung der HRE sicherzustellen. Deshalb erhielt die HRE außerdem zwischen November 2008 und Februar 2009 auf der Grundlage des genehmigten deutschen Rettungspakets für Kreditinstitute (6) weitere Garantien von insgesamt 52 Mrd. EUR aus dem Finanzmarktstabilisierungsfonds (SoFFin). Die HRE konnte diese Garantien zur Besicherung von Schuldverschreibungen nutzen. Die Laufzeit dieser Bundesgarantien war zunächst auf Mitte April 2009 und Mitte Juni 2009 befristet.

(24)

Am 9. April 2009 verlängerte der SoFFin die Laufzeit der Garantien bis zum 19. August 2009. Da die Garantien zwischen November 2008 und Februar 2009 gewährt wurden, beträgt ihre Laufzeit bisher weniger als ein Jahr. Die HRE zahlt für die Garantien zur Besicherung von Schuldverschreibungen eine Provision von 0,5 % und für den nicht in Anspruch genommenen Teil der Garantie eine Bereitstellungsprovision von 0,1 %. Deutschland meldete diese Verlängerung der Laufzeit am 17. April 2009 bei der Kommission an.

(25)

Am 30. März 2009 übernahm SoFFin 20 Millionen neue HRE-Aktien für einen an die HRE zu zahlenden Preis von 60 Mio. EUR. Dies entspricht einer staatlichen Beteiligung an der HRE von 8,65 %. Der gezahlte Preis von 3 EUR pro Aktie entspricht ihrem Nominalwert. Deutschland meldete den Erwerb der Aktien am 17. April 2009 bei der Kommission an.

(26)

[…] (7) plant überdies eine Kapitalzuführung von […], um die Kapitalbasis der HRE zu stärken. Dies wurde jedoch noch nicht formal angemeldet.

2.4   Geplante staatliche Übernahme der HRE und Rekapitalisierung

(27)

Nach Auffassung Deutschlands handelt es sich bei der HRE um eine Systembank, deren Insolvenz die Stabilität des deutschen Bankensystems gefährden könnte. Deutschland macht geltend, dass die HRE trotz der oben beschriebenen Maßnahmen weiterhin Refinanzierungsschwierigkeiten auf dem Markt haben werde und die gesetzlichen Eigenkapitalvorschriften nicht erfülle, da ihre Kapitalquote unter 4 % gefallen ist.

(28)

Um eine Insolvenz abzuwenden, will Deutschland 100 % der HRE-Aktien übernehmen, um die Bank auf diese Weise zu stabilisieren. Zu diesem Zweck hat Deutschland Anfang April 2009 ein Gesetz erlassen, wonach der Staat befugt ist, die HRE-Anteilseigner zu enteignen, wenn es ihm nicht gelingen sollte, die Aktien zu erwerben. Die Übernahme soll in den kommenden Wochen abgeschlossen werden.

2.5   Der Umstrukturierungsplan

(29)

Der Umstrukturierungsplan basiert auf bestimmten Annahmen, insbesondere hinsichtlich einer potenziellen Beteiligung Deutschlands am HRE-Kapital (100 %-ige Beteiligung Deutschlands an der HRE, Kapitalzuführung von 10 Mrd. EUR). (8)

(30)

Dem Umstrukturierungsplan zufolge erstrecken sich die Umstrukturierungsmaßnahmen über einen Zeitraum bis […]. Hauptziel des Umstrukturierungsplans ist es, die Abhängigkeit der HRE von der kurzfristigen Refinanzierung zu reduzieren. Deshalb beabsichtigt die HRE, sich vor allem auf pfandbrieffähiges Geschäft (9) mit grundsätzlich fristenkongruenter Refinanzierung zu konzentrieren, wobei der Schwerpunkt auf einer Refinanzierung über den deutschen Pfandbrief liegen soll.

(31)

Die Geschäftstätigkeit der HRE wird reduziert und wird sich auf die zwei Kerngeschäftsfelder ‚Commercial Real Estate Finance‘ und ‚Public Sector Finance‘ konzentrieren. Das Geschäftssegment ‚Infrastructure Finance‘ und der Geschäftsbereich ‚Capital Markets/Asset Management‘ werden aufgegeben. Die im Bereich Capital Markets/Asset Management tätigen Tochtergesellschaften Collineo Asset Management und DEPFA First Albany hat die HRE bereits veräußert.

(32)

Im Bereich ‚Commercial Real Estate Finance‘ wird sich die HRE weitestgehend aus dem Development-Geschäft zurückziehen und sich auf den Bereich der ‚Investment-Loans‘ konzentrieren; das derzeitige Kreditportfolio soll im Laufe der nächsten Jahre abgebaut werden. Kredite werden nur noch für Objekte in Regionen vergeben, in denen eine Refinanzierung durch Pfandbriefe möglich ist. Ziel der HRE ist die fristenkongruente Refinanzierung der gewährten Kredite. Das Neugeschäftsvolumen wird daher wesentlich von den Refinanzierungsmöglichkeiten auf den Pfandbriefmärkten abhängen. Die HRE will überdies die Anzahl ihrer ‚Commercial Real Estate Finance‘-Standorte bis Ende 2011 von derzeit 19 auf [6—8] abbauen.

(33)

Des Weiteren plant die HRE, ihr Neugeschäft im Bereich ‚Commercial Real Estate Finance‘ von [28—40] Mrd. EUR im Jahr 2007 und [2—9] Mrd. EUR im Jahr 2008 auf [1—7] Mrd. EUR im Jahr 2009 zu reduzieren. Ab 2010 soll das Neugeschäft dann schrittweise wieder aufgebaut werden und ausgehend von [3—9] Mrd. EUR im Jahr 2010 ein Volumen von [10—20] Mrd. EUR im Jahr 2013 erreichen ([40—55] % des Volumens von 2007). Das Gesamtportfolio (Alt- und Neugeschäft) soll 2013 ein Volumen von [50—60] Mrd. EUR erreichen. Das Altportfolio betrug Schätzungen zufolge Ende 2008 [50—60] Mrd. EUR.

(34)

Auch im Bereich ‚Public Sector Finance‘ will die HRE ihr derzeitiges Kreditportfolio abbauen und mindestens [13—15] von 24 Standorten schließen. Auch in diesem Geschäftsfeld wird sich die HRE auf das pfandbrieffähige Geschäft konzentrieren. Das Neugeschäftsvolumen soll von [29—40] Mrd. EUR im Jahr 2008 auf [0—8] Mrd. EUR in den Jahren 2009 und 2010 zurückgeschraubt werden. Ab 2011 soll das Neugeschäft wieder auf [2—11] Mrd. EUR (2011) und [2—11] Mrd. EUR (2013) ausgebaut werden. Das Gesamtgeschäftsvolumen wird für 2013 mit [110—170] Mrd. EUR angesetzt. Ende 2008 lag es bei geschätzten [210—270] Mrd. EUR.

(35)

Die Fokussierung auf zwei Kerngeschäftsfelder (Commercial Real Estate Finance und Public Sector Finance) soll durch verschiedene Maßnahmen begleitet werden, um Effizienz und Rentabilität in den Kerngeschäftsfeldern zu verbessern. Vorgesehen sind unter anderem eine Vereinfachung der Konzernstruktur und eine Neuorganisation der HRE-Gruppe, eine Verschlankung der Personalstruktur (Personalabbau von 1900 Vollzeitäquivalenten auf [800—900] Vollzeitäquivalente), eine Konsolidierung der verschiedenen IT-Plattformen und der Back-Office-Infrastruktur sowie Kosteneinsparungen durch eine Vereinfachung der Geschäftsfelder sowie eine Fokussierung des Produktangebots.

(36)

Zur Deckung ihres bestehenden Liquiditätsbedarfs und zur Sicherung einer langfristigen Refinanzierung plant die HRE unter anderem folgendes: HRE beabsichtigt die Ausgabe von Schuldverschreibungen im Wert von 15 Mrd. EUR und mit einer Laufzeit von drei bis fünf Jahren, die durch zusätzliche, über SoFFin bereitzustellende Garantien des Bundes besichert wären. Außerdem ist nach Auffassung der HRE die Verlängerung der existierenden Staatsgarantien über 2009 hinaus notwendig, um die Refinanzierung der HRE zu sichern. Die HRE geht davon aus, dass die Übernahme durch den deutschen Staat sie wieder in die Lage versetzen wird, sich kurzfristig Kapital am Markt zu beschaffen, wenn auch in geringerem Umfang als früher. Deutschland erklärt, Ziel der HRE sei es, sich ab Ende 2014 wieder selbstständig auf den Kapitalmärkten refinanzieren zu können.

(37)

Durch die Umstrukturierung schrumpft die Bilanzsumme der HRE insgesamt um 25 % von 420 Mrd. EUR (2008) auf [300—350] Mrd. EUR (2013). Nach Angaben Deutschlands will die HRE ihre Bilanzsumme langfristig um [45—55] % auf rund [200—250] Mrd. EUR verringern.

(38)

Die HRE legte drei Szenarios für die künftige Entwicklung des Unternehmens bis 2016 vor (Best Case, Base Case und Stress Case). Dem Base-Case-Szenario zufolge werden sich die wichtigsten Indikatoren wie folgt entwickeln: (10)

Beträge in Mrd. EUR

2008

2009

2010

2011

2012

2013

2014

2015

2016

Operatives Ergebnis vor Steuern

-2,917

-0,949

-0,596

-0,332

0,138

0,294

0,432

0,519

0,658

Ergebnis vor Steuern

-2,917

-0,949

-0,596

-0,332

0,126

0,136

0,432

0,519

0,658

Ergebnis nach Steuern

-3

[-1—0]

[-1—0]

[-1—0]

[0—1]

[0—1]

[0—1]

[0—1]

[0—1]

Bilanzsumme

420

[340—400]

[340—400]

[340—400]

[320—370]

[300—350]

[300—350]

[300—340]

[300—340]

Risikogewichtete Aktiva

87

[100—140]

[50—100]

[50—100]

[50—100]

[50—100]

[50—100]

[50—100]

[50—100]

(39)

Auf der Grundlage der vorgelegten Prognosen werden für die HRE ab 2012 wieder positive Ergebnisse vor Steuern und ab [2013—2015] positive Ergebnisse nach Steuern erwartet.

(40)

Deutschland erklärt, dass die Szenarien auf realistischen Annahmen beruhen, und betont, dass die HRE selbst im Stress-Case-Szenario [2013—2014] die langfristige Rentabilität erreicht haben wird. Laut Stress-Case-Szenario wird die HRE ab [2013—2014] wieder positive Ergebnisse vor Steuern und ab [2014—2015] positive Ergebnisse nach Steuern erzielen.

(41)

Deutschland macht geltend, dass die Unterstützungsmaßnahmen auf das zur Wiederherstellung der langfristigen Rentabilität der HRE notwendige Mindestmaß begrenzt sind. In Anbetracht der begrenzten Marktstellung der HRE und der — aus Sicht von Deutschland — geplanten substanziellen Ausgleichsleistungen würden sie zu keiner unverhältnismäßigen Wettbewerbsverzerrung führen. Zudem erhielten wesentliche Wettbewerber der HRE aufgrund der derzeitigen Finanzkrise ebenfalls staatliche Beihilfen größeren Umfangs.

3.   WÜRDIGUNG DER BEIHILFE

3.1   Vorliegen einer staatlichen Beihilfe

(42)

Gemäß Artikel 87 Absatz 1 EG-Vertrag sind staatliche oder aus staatlichen Mitteln gewährte Beihilfen gleich welcher Art, die durch die Begünstigung bestimmter Unternehmen oder Produktionszweige den Wettbewerb verfälschen oder zu verfälschen drohen, mit dem Gemeinsamen Markt unvereinbar, soweit sie den Handel zwischen Mitgliedstaaten beeinträchtigen.

(43)

Die Kommission stellt fest, dass die HRE grenzüberschreitend und international tätig ist, so dass ein etwaiger aus staatlichen Mitteln gewährter Vorteil den Wettbewerb in der Kreditwirtschaft beeinträchtigen und sich auf den innergemeinschaftlichen Handel auswirken würde.

3.1.1   Staatliche Garantie über 35 Mrd. EUR

(44)

Die Kommission hat bereits in ihrer Entscheidung über die Rettungsbeihilfe nachgewiesen, dass die staatliche Garantie eine staatliche Beihilfe darstellt (11).

3.1.2   Verlängerung der SoFFin-Garantien über 52 Mrd. EUR

(45)

Die SoFFin-Garantien wurden ursprünglich im Rahmen des deutschen Rettungspakets für Finanzinstitute gewährt und stellen demzufolge eine staatliche Beihilfe dar. Die Kommission ist daher zum gegenwärtigen Zeitpunkt der Auffassung, dass auch die Verlängerung dieser Garantien als staatliche Beihilfe anzusehen ist.

3.1.3   Übernahme von 8,7 % der HRE-Aktien durch den SoFFin

(46)

Die Maßnahme wird vom SoFFin gewährt. Die Kommission hat bereits nachgewiesen, dass es sich bei einer Kapitalzufuhr dieses Fonds, den die deutsche Regierung im Rahmen des deutschen Rettungspakets einrichtete, um staatliche Beihilfen handelt (12).

(47)

Die Kommission betrachtet den Erwerb neuer Aktien als Kapitalzuführung und ist zum gegenwärtigen Zeitpunkt der Auffassung, dass diese Maßnahme der HRE einen selektiven Vorteil verschafft. Sie ermöglicht der HRE, zu günstigeren Bedingungen Kapital aufzunehmen, als ihr dies auf dem Markt möglich wäre. Angesichts der Schwierigkeiten der HRE ist zweifelhaft, ob ein privater Kapitalgeber bereit gewesen wäre, der HRE unter diesen Bedingungen Kapital zur Verfügung zu stellen. Die Kommission stellt insbesondere fest, dass der SoFFin 3 EUR pro Aktie zahlte, obwohl HRE-Aktien an der Börse zu einem deutlich niedrigeren Preis gehandelt wurden. Am 27. März 2009 notierte die Aktie bei Börsenschluss mit 1,14 EUR und am 30. März 2009 mit 1,49 EUR. Betrachtet man beispielsweise die zwei vorangegangenen Monate (26. Januar 2009 bis 26. März 2009), hatte man an der Börse Notierungen der Aktie zwischen ca. 0,60 EUR und 1,95 EUR.

(48)

Die Kommission kommt daher in dieser Phase der Untersuchung zu dem Schluss, dass die Maßnahme eine Beihilfe darstellt.

3.2   Vereinbarkeit der Beihilfe mit dem Gemeinsamen Markt

(49)

Die Verlängerung der SoFFin-Garantien über 52 Mrd. EUR ist im Rahmen des gegenwärtigen Verfahrens zu prüfen.

(50)

Auch der Erwerb neuer Aktien ist im Rahmen dieses Verfahrens zu prüfen. […]

3.2.1   Anwendung von Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b EG-Vertrag

(51)

Deutschland macht geltend, die Beihilfe müsse auf der Grundlage von Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b EG-Vertrag geprüft werden. Deutschland betrachtet die HRE aufgrund ihrer Bedeutung für den deutschen und internationalen Pfandbriefmarkt als systemrelevant. Die Unterstützungsmaßnahmen seien notwendig gewesen, um eine beträchtliche Störung des deutschen Wirtschaftslebens zu vermeiden.

(52)

Nach Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b EG-Vertrag ist die Kommission befugt, eine Beihilfe als mit dem Gemeinsamen Markt vereinbar zu erklären, wenn sie zur ‚Behebung einer beträchtlichen Störung im Wirtschaftsleben eines Mitgliedstaats‘ beiträgt. Die Kommission weist darauf hin, dass das Gericht erster Instanz nachdrücklich darauf hingewiesen hat, dass Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b EG-Vertrag restriktiv anzuwenden ist und eine etwaige Beihilfe nicht nur einem Unternehmen oder einem Wirtschaftszweig zugutekommen darf, sondern der Beseitigung einer Störung im gesamten Wirtschaftsleben eines Mitgliedstaats dienen muss (13).

(53)

Am 13. Oktober 2008 nahm die Kommission die sogenannte Bankenmitteilung (14) an. Darin hält die Kommission fest, dass angesichts des gravierenden Ausmaßes der derzeitigen Krise auf den Finanzmärkten und ihrer möglichen Auswirkungen auf die Gesamtwirtschaft der Mitgliedstaaten, für Beihilfemaßnahmen zur Bewältigung dieser Systemkrise unter den gegebenen Umständen Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b als Rechtsgrundlage herangezogen werden kann.

(54)

In Bezug auf die HRE stellt die Kommission fest, dass die Deutsche Bundesbank in einem Schreiben vom 1. Oktober 2008 bestätigte, dass die Unterstützungsmaßnahmen zugunsten der HRE erforderlich sind, um Schaden vom deutschen und europäischen Finanzsystem abzuwenden. Außerdem ist nach Angaben Deutschlands der deutsche Pfandbriefmarkt mit einem Volumen von rund 900 Mrd. EUR der zweitgrößte der Welt. Die HRE steht für rund ein Fünftel dieses Marktes. Ein Zusammenbruch der HRE hätte deshalb unvorhersehbare Folgen.

(55)

Außerdem hat die Kommission in ihrer Entscheidung zur Genehmigung des deutschen Rettungspakets für Finanzinstitute erachtet, dass Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b anwendbar ist.

(56)

Die Kommission geht daher davon aus, dass angesichts der Systemrelevanz der HRE ein Nicht-Gewährung der staatlichen Beihilfen eine beträchtliche Störung des deutschen Wirtschaftslebens zur Folge gehabt hätte. Aus den vorstehenden Erwägungen zieht die Kommission den Schluss, dass Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b EG-Vertrag im vorliegenden Fall anwendbar ist und die angemeldeten Beihilfemaßnahmen auf dieser Grundlage zu würdigen sind.

3.2.2   Vereinbarkeit nach Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b EG-Vertrag

(57)

Wie die Kommission in drei jüngst im Zusammenhang mit der derzeitigen Finanzkrise verabschiedeten Mitteilungen (15) bestätigt hat, sind staatliche Beihilfen für Banken im Kontext der gegenwärtigen Finanzkrise anhand der Grundsätze der Rettungs- und Umstrukturierungsleitlinien zu würdigen, wobei die besonderen Umstände der systemischen Krise in den Finanzmärkten berücksichtigt werden (16). Dies bedeutet, dass die Prinzipien der Rettungs- und Umstrukturierungsleitlinien im vorliegenden Fall der Umstrukturierung der HRE, die gemäß Artikel 87 Absatz 3 Buchstabe b EG-Vertrag zu prüfen ist, angepasst werden müssen. Dies gilt insbesondere für die Regeln der Rettungs- und Umstrukturierungsleitlinien zum Eigenbeitrag. Angesichts der Tatsache, dass es für HRE fast nicht möglich ist, externe Finanzierung zu erhalten, und dass das Erfordernis eines Eigenbeitrags von 50 % — wie in den Rettungs- und Umstrukturierungsleitlinien vorgesehen — in dem derzeitigen wirtschaftlichem Umfeld nicht machbar scheint, akzeptiert die Kommission, dass es für die Dauer der Finanzkrise unter Umständen nicht angemessen ist, einen Eigenbeitrag zu verlangen, der einem von vornherein festgelegten Anteil der Restrukturierungskosten entspricht. Darüber hinaus müssen auch die Natur und die Umsetzung von Maßnahmen zur Begrenzung von Wettbewerbsverzerrungen insoweit hinterfragt werden, als HRE aufgrund der derzeitigen Marktverhältnisse einen längeren Zeitraum für die Umsetzung benötigt.

(58)

Wie von der Kommission bereits bei früherer Gelegenheit festgestellt, dürfte der Umfang der zur Wiederherstellung der Rentabilität erforderlichen Umstrukturierung in direktem Verhältnis zur Reichweite und Höhe der Beihilfe einerseits und zur Tragfähigkeit (bzw. Nichttragfähigkeit) des HRE-Geschäftsmodells andererseits stehen. (17)

Wiederherstellung der langfristigen Lebensfähigkeit

(59)

Der Umstrukturierungsplan muss die Lebensfähigkeit des Unternehmens innerhalb einer angemessenen Frist wiederherstellen. Die Kommission hat Zweifel daran, dass der vorgelegte Umstrukturierungsplan die Rentabilität der HRE wiederherstellen kann. Sie hat außerdem Zweifel, ob der in dem Umstrukturierungsplan abgesteckte Zeitrahmen als angemessen angesehen werden kann, da die HRE erst wieder ab 2012 Gewinne vor Steuern und ab [2013—2014] erst wieder Gewinne nach Steuern erwartet.

(60)

Eines der Hauptprobleme der HRE ist die Refinanzierung ihrer Geschäftstätigkeit, da sie Schwierigkeiten hat, ohne staatliche Garantien auf dem Markt kurzfristige Liquidität aufzunehmen. Deshalb will sich die HRE in Zukunft auf das pfandbrieffähige Geschäft konzentrieren und sich in erster Linie über die Ausgabe von Pfandbriefen refinanzieren. Wie im Umstrukturierungsplan bereits angedeutet, könnten sich jedoch auch diverse Wettbewerber der HRE für diese Strategie entscheiden, so dass sie mit Risiken verbunden ist. Das Hauptrisiko, falls andere Wettbewerber die gleiche Strategie verfolgen, würde sein, dass die Margen gering sein werden. Außerdem scheint der Umstrukturierungsplan zu suggerieren, dass Investoren derzeit nicht in von HRE ausgegebene Pfandbriefe investieren möchten.

(61)

Die Kommission weist in diesem Zusammenhang außerdem darauf hin, dass die HRE ihrer eigenen Planung zufolge ihr künftiges Gesamtportfolio in ihren Kerngeschäftsbereichen ‚Commercial Real Estate Finance‘ und ‚Public Sector Finance‘ nicht signifikant zu reduzieren scheint. Die Aktiva in diesen Bereichen summierten sich 2008 auf [240—290] Mrd. EUR und sollen bis 2014 auf [200—260] Mrd. EUR abgebaut werden. Das Refinanzierungsvolumen scheint also hoch zu bleiben.

(62)

Zudem stellt die Kommission fest, dass die HRE mit weiteren Staats-Garantien und mit der weiteren Verlängerung der existierenden Staats-Garantien nach Mitte August 2009 und Dezember 2009 rechnet, um ihre Refinanzierung in den nächsten Jahren, und insbesondere die Refinanzierung des bestehenden Portfolios, zu sichern Die HRE rechnet außerdem mit einer staatlichen Kapitalzuführung von 10 Mrd. EUR, die die Bank nach Aussagen der HRE in die Lage versetzen soll, sich auf dem Markt kurzfristiges Kapital zu beschaffen. Diese staatlichen Maßnahmen, bei denen es sich um staatliche Beihilfen handeln dürfte, wurden noch nicht offiziell bei der Kommission angemeldet, so dass nicht klar ist, ob sie wirklich ergriffen und durchgeführt werden. Gemäß den Angaben in dem Umstrukturierungsplan scheint es, als ob die HRE nicht in der Lage wäre, ihr bestehendes Portfolio ohne diese zusätzlichen staatlichen Garantien zu refinanzieren. Die HRE geht im Übrigen davon aus, dass sie erst Ende [2013—2014] wieder in der Lage sein wird, sich eigenständig auf den Kapitalmärkten zu refinanzieren.

(63)

Zudem ist die Kommission angesichts der erheblichen finanziellen Schwierigkeiten der HRE der vorläufigen Meinung, dass die geplanten Umstrukturierungsmaßnahmen nicht weit genug gehen. Dies wird jedoch während des formalen Investigations-Verfahrens weiter untersucht. Die vorläufigen Zweifel an der Herstellung der Rentabilität werden in der Tatsache bestätigt, dass die HRE dem vorgelegten Umstrukturierungsplan zufolge erst ab [2013—2014] (Base Case) bzw. [2014—2015] (Stress Case) wieder positive Ergebnisse nach Steuern erwartet. Die Kommission ist zum gegenwärtigen Zeitpunkt der Auffassung, dass dies nicht als angemessene Frist für die Wiederherstellung der Rentabilität im Sinne der Leitlinien angesehen werden kann. Zum derzeitigen Zeitpunkt würde die Kommission eine Zeitspanne von 3—5 Jahren als angemessene Zeitspanne zur Wiederherstellung der Lebensfähigkeit ansehen.

Vermeidung unzumutbarer Wettbewerbsverfälschungen

(64)

Auch im Falle der Umstrukturierung einer Bank müssen zur Vermeidung etwaiger Wettbewerbsverzerrungen Maßnahmen getroffen werden, die im Verhältnis zu den durch die Beihilfe verursachten Verzerrungseffekten stehen.

(65)

Die Kommission hat zum gegenwärtigen Zeitpunkt Zweifel, ob die von Deutschland vorgeschlagenen Maßnahmen, d. h. die Reduzierung der Bilanzsumme, die Aufgabe eines Geschäftsbereichs und eines Geschäftssegements, die Beschränkung der Geschäftstätigkeit in den beiden neuen Kerngeschäftsfeldern ‚Commercial Real Estate Finance‘ und ‚Public Sector Finance‘ sowie die Veräußerung von zwei Tochtergesellschaften (Collineo Asset Management, DEPFA First Albany) und der beträchtliche Abbau der Geschäftspräsenz als solche Maßnahmen akzeptiert werden können, denn sie scheinen zumindest teilweise für die Wiederherstellung der Rentabilität notwendig zu sein.

(66)

Selbst wenn sie zum Teil als Maßnahmen zur Minimierung von Wettbewerbsverzerrungen akzeptiert werden könnten, würden diese Maßnahmen zusammengenommen bis [2013—2014] lediglich eine Verringerung der Bilanzsumme um 25 % bewirken, was die Kommission üblicherweise in Anbetracht des hohen Betrags als unzureichend ansehen würde (18). Zum gegenwärtigen Zeitpunkt würde die Kommission weitere Maßnahmen erwarten.

Begrenzung der Beihilfe auf das erforderliche Minimum — Eigenbeiträge

(67)

Die Kommission hat Zweifel, ob die derzeit als Umstrukturierungskosten und Eigenbeitrag geltend gemachten Beträge in ihrer Gesamtheit als solche anzusehen sind, und benötigt daher diesbezüglich weitere Informationen. Insbesondere ist sich die Kommission nicht sicher, ob der Behauptung Deutschlands gefolgt werden kann, dass Kosten aufgrund der Reduzierung der Kreditportfolios und entgangene Gewinne infolge der Aufgabe von Geschäftsbereichen und -segmenten Umstrukturierungskosten darstellen. Die Kommission hat überdies Zweifel, ob sie angesichts der gewährten Beihilfe das Argument Deutschlands akzeptieren kann, dass HRE einen großen Teil der Umstrukturierungskosten selbst trage. Die Kommission bezweifelt weiter, dass Posten wie die Deckung von Buchverlusten durch die jetzigen Anteilseigener als Eigenbeitrag zu betrachten sind. Die Kommission hat derzeit noch keine klaren Informationen über die Gesamtziffer des Eigenbeitrages.

(68)

Bislang liegen der Kommission keine Anhaltspunkte vor, die den Schluss zulassen, dass ein ausreichender Eigenbeitrag zur Umstrukturierung geleistet würde.

3.3   Schlussfolgerung

(69)

Aus den vorstehenden Erwägungen zieht die Kommission vorläufig den Schluss, dass die angemeldeten Maßnahmen […] staatliche Beihilfen darstellen. Die Kommission hat zum gegenwärtigen Zeitpunkt Zweifel, ob diese Maßnahmen nach Artikel 87 Absatz 3 EG-Vertrag als mit dem Gemeinsamen Markt vereinbar angesehen werden können.

4.   ENTSCHEIDUNG

Auf der Grundlage der oben dargelegten Erwägungen wird das Verfahren nach Artikel 88 Absatz 2 EG-Vertrag eingeleitet. Die Kommission fordert Deutschland auf, ihr zusätzlich zu den ihr bereits vorliegenden Unterlagen alle zur Beurteilung der Vereinbarkeit der Beihilfe sachdienlichen Unterlagen, Angaben und Daten zu übermitteln, und insbesondere:

Zeitplan für die Implementierung der unterschiedlichen Maßnahmen

Detaillierte Informationen über die unterschiedlichen Umstrukturierungskosten

Informationen über die Dauer der Umstrukturierungsperiode

Überblick über die vorgesehenen weiteren Staatsbeihilfe-Maßnahmen

Deutschland wird ersucht, dem potenziellen Beihilfeempfänger unverzüglich eine Kopie dieses Schreibens zuzuleiten.

Die Kommission erinnert Deutschland an die aufschiebende Wirkung von Artikel 88 Absatz 3 EG-Vertrag und verweist auf Artikel 14 der Verordnung (EG) Nr. 659/1999 des Rates, wonach alle rechtswidrigen Beihilfen vom Empfänger zurückgefordert werden können.

Die Kommission weist Deutschland darauf hin, dass sie die Beteiligten durch die Veröffentlichung dieses Schreibens und einer Zusammenfassung im Amtsblatt der Europäischen Gemeinschaften über die Beihilfesache unterrichten wird. Außerdem wird sie die Beteiligten in den EFTA-Staaten, die das EWR-Abkommen unterzeichnet haben, durch die Veröffentlichung einer Bekanntmachung in der EWR-Beilage zum Amtsblatt der Europäischen Union und die EFTA-Überwachungsbehörde durch Übermittlung einer Kopie dieses Schreibens von dem Vorgang in Kenntnis setzen. Alle Beteiligten werden aufgefordert, ihre Stellungnahme innerhalb eines Monats nach dem Datum dieser Veröffentlichung abzugeben.»


(1)  Entscheidung der Kommission vom 2.10.2008 (ABl. C 293 vom 15.11.2008, S. 1).

(2)  ABl C 244 vom 1.10.2004, S. 2.

(3)  Pfandbriefe sind eine Art gedeckte Schuldverschreibungen und werden auf zweierlei Weise gedeckt. Zusätzlich zu der Haftung durch die Bank selbst werden sie, wie im deutschen Pfandbriefgesetz festgelegt, durch spezifische Aktiva wie Hypothekendarlehen oder Kredite öffentlich-rechtlicher Kreditanstalten besichert.

(4)  Die Garantie sichert Schuldverschreibungen, die eine Laufzeit von 3 Monaten haben. Nach Ablauf der 3 Monate wird mit der selben Garantie erneut eine Inhaberschuldverschreibung gesichert, wobei die Konditionen und die Höchstsumme der Garantie stets identisch bleiben.

(5)  First-Loss-Garantiebetrag: Differenz zwischen dem Garantienominalbetrag (maximal 35 Mrd. EUR) und dem Second-Loss-Garantiebetrag (Teil des Garantienominalbetrags, der 14,2 Mrd. EUR übersteigt).

(6)  Entscheidung der Kommission vom 27. Oktober 2008 in der Sache N 512/08 — Rettungspaket für Kreditinstitute in Deutschland, ersetzt durch die Entscheidung der Kommission vom 12. Dezember 2008 in der Sache N 625/08 — Rettungspaket für Finanzinstitute in Deutschland.

(7)  Vertrauliche Informationen.

(8)  Diese Maßnahmen stellen wahrscheinlich staatliche Beihilfen dar.

(9)  Im Bereich Real Estate Finance und Public Sector Finance.

(10)  Gemäß Information der deutschen Behörden vom 29. April 2009: Die Planung basiert auf den International Financial Reporting Standards (IFRS). Der HRE-Konzern unterliegt nicht als ganzes der Besteuerung. Vielmehr werden die einzelnen rechtlichen Einheiten und deren Niederlassungen separat im jeweiligen Land zur Steuer veranlagt. Es ist daher denkbar, dass, obwohl der Konzern insgesamt einen Verlust erzielt, einzelne rechtliche Einheiten Gewinne erzielen, und daher Steuern zahlen müssen. Gemäß IFRS sind nicht nur die tatsächlichen Steuererträge und Steueraufwendungen im Konzernabschluss darzustellen, sondern auch die latenten Steuererträge und Steueraufwendungen.

(11)  Siehe Fußnote 1.

(12)  Entscheidung der Kommission vom 27. Oktober 2008 in der Sache N 512/08 — Rettungspaket für Kreditinstitute in Deutschland ersetzt durch die Entscheidung der Kommission vom 12. Dezember 2008 in der Sache N 625/08 — Rettungspaket für Finanzinstitute in Deutschland.

(13)  Vgl. grundsätzlich verbundene Rs. T-132/96 und T-143/96, Freistaat Sachsen und Volkswagen AG/Kommission, Slg. 1999, II-3663, Rdnr. 167. Angewendet in Kommissionsenscheidung im Fall C 47/1996, Crédit Lyonnais, ABl. 1998 L 221/28, Punkt 10.1, Kommissionentscheidung im Fall C 28/2002 Bankgesellschaft Berlin, ABl. 2005 L 116, S. 1, Punkte 153 ff. und Kommissionsentscheidung im Fall C 50/2006 BAWAG, noch nicht veröffentlicht, Punkte 166 ff. Vgl Kommissionentschediung vom 5. Dezember 2007 im Fall NN 70/07, Northern Rock, ABl. C 43 vom 16.2.2008, S. 1, Kommissionsentscheidung vom 30. April 2008 imn Fall NN 25/08, Rettungsbeihilfe an WestLB, ABl. C 189 vom 26.7.2008, S. 3, Kommissionsentscheidung vom 4. Juni 2008 im Fall C 9/2008 SachsenLB, noch nicht veröffentlicht.

(14)  Mitteilung der Kommission vom 13.10.2008 — Die Anwendung der Vorschriften für staatliche Beihilfen auf Maßnahmen zur Stützung von Finanzinstituten im Kontext der derzeitigen globalen Finanzkrise, (ABl. C 270, 25.10.2008, S. 8).

(15)  Siehe Mitteilung der Kommission vom 13 Oktober 2008 (Bankenmitteilung) ABl. vom 25.10.2008 C 270/8, Rdnr. 10, 32, 42; Mitteilung der Kommission zur Rekapitalisierung von Banken vom 8 Dezember 2008, ABl. vom 15.1.2009, C 10/2, Rdnr. 44., Mitteilung der Kommission zu wertgeminderten Aktiva im Bankensektor der Gemeinschaft, ABl. vom 26.3.2009, C 72/1, Rdnr. 17 und 58ff.

(16)  Siehe explizit Bankenmitteilung — Die Anwendung der Vorschriften für staatliche Beihilfen auf Maßnahmen zur Stützung von Finanzinstituten im Kontext der derzeitigen globalen Finanzkrise, (ABl. C 270, 25.10.2008, S. 8, Rdnr. 42).

(17)  Siehe Randnummer 52 der Mitteilung der Kommission über die Behandlung wertgeminderter Aktiva im Bankensektor der Gemeinschaft und Randnummer 44 der Mitteilung der Kommission — Die Rekapitalisierung von Finanzinstituten in der derzeitigen Finanzkrise: Beschränkung der Hilfen auf das erforderliche Minimum und Vorkehrungen gegen unverhältnismäßige Wettbewerbsverzerrungen.

(18)  Siehe z. B. Umstrukturierungsbeihilfe zugunsten der IKB, Entscheidung der Kommission vom 11.3.2008, noch nicht veröffentlicht.