ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

51ό έτος
29 Ιουλίου 2008


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

2008/C 190E/01

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 18/2008, της 6ης Ιουνίου 2008, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση) ( 1 )

1

2008/C 190E/02

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 19/2008, της 6ης Ιουνίου 2008, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος ( 1 )

17

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

29.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 190/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 18/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 6 Ιουνίου 2008

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/C 190 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (4) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα κατά τρόπο ουσιαστικό. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεών είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης των διατάξεων της οδηγίας 94/57/ΕΚ, κρίνεται σκόπιμη η αναδιατύπωση των διατάξεών της με δύο διαφορετικά κοινοτικά νομικά κείμενα, συγκεκριμένα μία οδηγία και έναν κανονισμό.

(3)

Ο παρών κανονισμός νοείται και ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982.

(4)

Οι οργανισμοί επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους μεριμνώντας παράλληλα για την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος. Θα πρέπει, επομένως, να θεσπισθούν και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλη την Κοινότητα τα αναγκαία για τις δραστηριότητές τους επαγγελματικά πρότυπα.

(5)

Ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιδιωχθεί με μέτρα τα οποία θα συμβαδίζουν με τις εργασίες του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), ενδεχομένως δε θα τις χρησιμοποιούν ως υπόβαθρο και θα τις συμπληρώνουν. Επίσης, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να προωθήσουν την ανάπτυξη από τον ΙΜΟ διεθνούς κώδικα για τους αναγνωρισμένους οργανισμούς.

(6)

Πρέπει να καθορισθούν ελάχιστα κριτήρια αναγνώρισης οργανισμών με σκοπό την ενίσχυση της ασφάλειας των πλοίων ή την πρόληψη της ρύπανσης που προέρχεται από αυτά. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ενισχυθούν τα ελάχιστα κριτήρια που θεσπίζονται με την οδηγία 94/57/ΕΚ.

(7)

Για τη χορήγηση της αρχικής αναγνώρισης στους οργανισμούς που επιθυμούν να λάβουν εξουσιοδότηση για να εργάζονται για λογαριασμό των κρατών μελών, η συμμόρφωση προς τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζει ο παρών κανονισμός μπορεί να αξιολογείται αποτελεσματικότερα με εναρμονισμένο και συγκεντρωτικό τρόπο από την Επιτροπή από κοινού με τα κράτη μέλη που ζητούν την αναγνώριση.

(8)

Η αναγνώριση χορηγείται μόνον βάσει των επιδόσεων ποιότητας και ασφάλειας του οργανισμού. Πρέπει να εξασφαλίζεται ότι ο βαθμός αναγνώρισης συμβαδίζει πάντοτε με τις ικανότητες που διαθέτει ο αντίστοιχος οργανισμός. Για την αναγνώριση των οργανισμών λαμβάνεται επίσης υπόψη το νομικό καθεστώς και η δομή τους ενόσω συνεχίζουν να εξασφαλίζουν ενιαία εφαρμογή των ελάχιστων κριτηρίων που ορίζει ο παρών κανονισμός και αποτελεσματικούς κοινοτικούς ελέγχους. Ανεξάρτητα από τη δομή του, ο προς αναγνώριση οργανισμός θα πρέπει να παρέχει υπηρεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο και να υπέχει διεθνή ευθύνη, από κοινού και εις ολόκληρον.

(9)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5).

(10)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να ενσωματώσει επακόλουθες τροποποιήσεις στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, πρωτόκολλα, κώδικες και ψηφίσματα να ενημερώνει τα ελάχιστα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι και να θεσπίζει κριτήρια για τη μέτρηση των επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών όσον αφορά την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης που προέρχεται από τα ταξινομημένα τους πλοία. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς του με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(11)

Είναι άκρως σημαντικό να αντιμετωπίζεται έγκαιρα, αποτελεσματικά και με ανάλογο τρόπο η παράλειψη ενός αναγνωρισμένου οργανισμού να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Κύριος στόχος πρέπει να είναι η επανόρθωση των ατελειών, προκειμένου να εξουδετερωθεί κάθε πιθανή απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος σε πρώιμο στάδιο. Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει την αναγκαία εξουσία για να απαιτεί από κάποιον αναγνωρισμένο οργανισμό να προβεί στην απαραίτητη προληπτική και διορθωτική δράση, και για να επιβάλλει πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές ως μέτρα καταναγκασμού. Κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα και θα πρέπει να εξασφαλίζει τη δυνατότητα του οργανισμού να εκφέρει την άποψή του καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

(12)

Σύμφωνα με την προσέγγιση σε επίπεδο Κοινότητας, η απόφαση για την ανάκληση της αναγνώρισης ενός οργανισμού που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός αν τα ανωτέρω μέτρα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά ή αν ο οργανισμός συνιστά, από άλλη άποψη, απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος, πρέπει να λαμβάνεται σε κοινοτικό επίπεδο, και, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή, βάσει διαδικασίας επιτροπής.

(13)

Κατ' ανάλογο τρόπο, η συνεχής εκ των υστέρων παρακολούθηση των αναγνωρισμένων οργανισμών για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τον παρόντα κανονισμό μπορεί να διενεργείται αποτελεσματικότερα με εναρμονισμένο και συγκεντρωτικό τρόπο. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να ανατεθεί η άσκηση αυτού του καθήκοντος εξ ονόματος της Κοινότητας στην Επιτροπή, από κοινού με το κράτος μέλος που ζητεί την αναγνώριση.

(14)

Στα πλαίσια της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των αναγνωρισμένων οργανισμών, είναι αποφασιστικής σημασίας να έχουν οι επιθεωρητές της Επιτροπής πρόσβαση στα πλοία και τους φακέλους των πλοίων ανεξαρτήτως της σημαίας του πλοίου, έτσι ώστε να βεβαιώνονται αν οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συμμορφώνονται προς τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό ελάχιστα κριτήρια που ισχύουν για όλα τα πλοία της αντίστοιχης κλάσης τους.

(15)

Η ικανότητα των αναγνωρισμένων οργανισμών να εντοπίζουν γρήγορα και να επανορθώνουν τις αδυναμίες των κανόνων, των διαδικασιών και των εσωτερικών ελέγχων τους είναι κρίσιμης σημασίας για την ασφάλεια των πλοίων τα οποία επιθεωρούν και πιστοποιούν. Η ικανότητα αυτή πρέπει να αυξάνεται μέσω Συστήματος Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης, ανεξάρτητου από εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα, προκειμένου να προτείνει κοινή δράση για την ουσιαστική βελτίωση όλων των αναγνωρισμένων οργανισμών και την εξασφάλιση εποικοδομητικής συνεργασίας με την Επιτροπή.

(16)

Οι κανόνες και οι κανονισμοί των αναγνωρισμένων οργανισμών είναι παράγων αποφασιστικής σημασίας για τη βελτίωση της ασφάλειας και της πρόληψης των ατυχημάτων και της ρύπανσης. Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί έχουν κινήσει τη διαδικασία που θα οδηγήσει στην εναρμόνιση των κανόνων και διαδικασιών τους. Η διαδικασία αυτή πρέπει να προωθηθεί και να υποστηριχθεί από την κοινοτική νομοθεσία, δεδομένου ότι αυτό θα συνέβαλε στη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα καθώς επίσης και στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυπηγικής βιομηχανίας.

(17)

Η διαδικασία εναρμόνισης των κανόνων των αναγνωρισμένων οργανισμών για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την περιοδική εξέταση εμπορικών πλοίων βρίσκεται σε εξέλιξη. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση να υπάρχουν οικείοι κανόνες ή η σχετική αποδεδειγμένη ικανότητα να υπάρχουν οικείοι κανόνες θα πρέπει να θεωρηθεί στα πλαίσια της διαδικασίας εναρμόνισης και να μη συνιστά εμπόδιο στις δράσεις αναγνωρισμένων οργανισμών ή εν δυνάμει υποψηφίων προς αναγνώριση.

(18)

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να υποχρεούνται να ενημερώνουν τα τεχνικά τους πρότυπα και να επιβάλλουν την εφαρμογή τους συνεχώς, προκειμένου να εναρμονίζονται οι κανόνες ασφαλείας και να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των διεθνών κανόνων εντός της Κοινότητας. Εφόσον τα τεχνικά πρότυπα αναγνωρισμένων οργανισμών είναι ταυτόσημα ή ομοιάζουν πολύ, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο αμοιβαίας αναγνώρισης των πιστοποιητικών για υλικά, εξοπλισμούς και δομικά στοιχεία στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις και πάντοτε με πρότυπο τις απαιτητικότερες και αυστηρότερες προδιαγραφές.

(19)

Ενώ κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός θα πρέπει, κατ' αρχήν, να θεωρείται υπεύθυνος αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τα μέρη τα οποία πιστοποιεί, η ευθύνη των αναγνωρισμένων οργανισμών και των κατασκευαστών τηρεί τους συμφωνημένους όρους ή, κατά περίπτωση, το εφαρμοστέο δίκαιο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

(20)

Εφόσον η διαφάνεια και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες, αποτελούν βασικά μέσα για την πρόληψη ατυχημάτων στη θάλασσα, οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί θα πρέπει να παρέχουν όλες τις σχετικές θεσμοθετημένες πληροφορίες, που αφορούν τις συνθήκες των ταξινομημένων πλοίων, στις αρχές ελέγχου του κράτους του λιμένα και να τις καθιστούν διαθέσιμες στο ευρύ κοινό.

(21)

Για να αποτραπεί η αλλαγή κλάσης πλοίων με σκοπό να αποφεύγεται η διενέργεια των απαραίτητων επισκευών, οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί θα πρέπει να ανταλλάσσουν μεταξύ τους όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν την κατάσταση των πλοίων που αλλάζουν κλάση και να ειδοποιούν το κράτος σημαίας, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο.

(22)

Η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ναυπηγείων, προμηθευτών εξοπλισμού και πλοιοκτητών δεν θα πρέπει να εμποδίζει συνήθεις επιχειρηματικές πράξεις και συμβατικώς συμπεφωνημένες υπηρεσίες μεταξύ των μερών αυτών.

(23)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EMSA), ο οποίος συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 (6), θα παρέχει την αναγκαία υποστήριξη για να διασφαλίζεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(24)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση μέτρων τα οποία πρέπει να ακολουθούνται από τους οργανισμούς που λειτουργούν εντός της Κοινότητας και είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(25)

Τα μέτρα τα οποία ακολουθούν οι οργανισμοί επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων προβλέπονται στην οδηγία (ΕΚ) αριθ. …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (7),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει μέτρα τα οποία πρέπει να ακολουθούν οι οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση, την εξέταση και την πιστοποίηση πλοίων με στόχο τη συμμόρφωση προς τις διεθνείς συμβάσεις σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, προωθώντας, ταυτόχρονα, τον στόχο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη και εφαρμογή απαιτήσεων ασφαλείας για το σκάφος, τη μηχανολογική και ηλεκτρολογική εγκατάσταση και την εγκατάσταση ελέγχου για πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

α)

«πλοίο»

πλοίο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων·

β)

«διεθνείς συμβάσεις»

η Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ζωής στη Θάλασσα της 1ης Νοεμβρίου 1974 (SOLAS 74), εξαιρουμένου του κεφαλαίου XI-2 του παραρτήματός της, η Διεθνής Σύμβαση περί γραμμών φορτώσεως πλοίων της 5ης Απριλίου 1966 και η Διεθνής Σύμβαση για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία της 2ας Νοεμβρίου 1973 (MARPOL), καθώς και τα σχετικά με τις συμβάσεις αυτές πρωτόκολλα και τροποποιήσεις και οι συναφείς κώδικες που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη στην ενημερωμένη τους έκδοση·

γ)

«οργανισμός»

μια νομική οντότητα, οι θυγατρικές της και άλλοι φορείς υπό τον έλεγχό της, οι οποίοι από κοινού ή μεμονωμένα φέρουν σε πέρας καθήκοντα που εμπίπτουν στο πεδίο του παρόντος κανονισμού·

δ)

«έλεγχος»

για τους σκοπούς του στοιχείου γ), τα δικαιώματα, οι συμβάσεις ή άλλα μέσα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης αποφασιστικής επιρροής στη νομική οντότητα ή επιτρέπουν την άσκηση καθηκόντων που εμπίπτουν στο πεδίο του παρόντος κανονισμού

ε)

«αναγνωρισμένος οργανισμός»

ο οργανισμός που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό

στ)

«εξουσιοδότηση»

η πράξη με την οποία κράτος μέλος δίνει αρμοδιότητα ή μεταβιβάζει αρμοδιότητα σε αναγνωρισμένο οργανισμό·

ζ)

«θεσμοθετημένο πιστοποιητικό»

πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος σημαίας ή για λογαριασμό του σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις·

η)

«κανόνες και διαδικασίες»

οι απαιτήσεις ενός αναγνωρισμένου οργανισμού για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τον εξοπλισμό, τη συντήρηση και την εξέταση των πλοίων·

θ)

«πιστοποιητικό κλάσης»

έγγραφο το οποίο εκδίδεται από αναγνωρισμένο οργανισμό και πιστοποιεί την καταλληλότητα πλοίου για συγκεκριμένη χρήση ή υπηρεσία, σύμφωνα με τους κανόνες και διαδικασίες που θεσπίζονται και δημοσιοποιούνται από τον εν λόγω αναγνωρισμένο οργανισμό·

ι)

«τόπος»

ο τόπος όπου ευρίσκεται η έδρα, η κεντρική διοίκηση ή η κύρια επιχειρηματική εγκατάσταση ενός οργανισμού.

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να χορηγήσουν εξουσιοδότηση σε οιονδήποτε οργανισμό ο οποίος δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί, υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης στην Επιτροπή, μαζί με πλήρεις πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση του οργανισμού προς τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα Ι καθώς και σχετικά με την απαίτηση και τη δέσμευσή του ότι θα συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, και των άρθρων 9, 10 και 11.

2.   Η Επιτροπή, μαζί με τα αντίστοιχα κράτη μέλη που υποβάλλουν αίτηση, προβαίνει σε αξιολογήσεις των οργανισμών για τους οποίους παρελήφθη αίτηση αναγνώρισης προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον οι οργανισμοί πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 και αναλαμβάνουν τη δέσμευση να συμμορφωθούν προς αυτές.

3.   Η Επιτροπή αρνείται την αναγνώριση οργανισμών, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 12, παράγραφος 3, οι οποίοι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή των οποίων οι επιδόσεις κρίνεται ότι συνιστούν απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος με βάση τα κριτήρια που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 14.

Άρθρο 4

1.   Η αναγνώριση χορηγείται από την Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3.

2.   Η αναγνώριση χορηγείται μόνο σε οργανισμούς που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3.

3.   Η αναγνώριση χορηγείται στην αρμόδια νομική οντότητα, η οποία είναι η μητρική οντότητα όλων των νομικών οντοτήτων που αποτελούν τον αναγνωρισμένο οργανισμό. Η αναγνώριση περιλαμβάνει όλες τις νομικές οντότητες που συντελούν ώστε ο εν λόγω οργανισμός να παρέχει κάλυψη των υπηρεσιών τους σε παγκόσμιο επίπεδο.

4.   Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 12, παράγραφος 3, μπορεί να περιορίσει την αναγνώριση για ορισμένους τύπους πλοίων, πλοία ορισμένου μεγέθους, ορισμένα είδη εμπορίου, ή συνδυασμό αυτών, σύμφωνα με την αποδεδειγμένη ικανότητα και εμπειρογνωμοσύνη του οικείου οργανισμού. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή αναφέρει τους λόγους που επιβάλλουν τον περιορισμό και τις προϋποθέσεις άρσης ή διεύρυνσης του περιορισμού. Ο περιορισμός είναι δυνατόν να επανεξετάζεται ανά πάσα στιγμή.

5.   Η Επιτροπή καταρτίζει και ενημερώνει τακτικά κατάλογο των αναγνωρισμένων οργανισμών σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Εφόσον η Επιτροπή κρίνει ότι ο αναγνωρισμένος οργανισμός παρέλειψε να τηρήσει τα ελάχιστα κριτήρια που καθορίζονται στο Παράρτημα ή τις υποχρεώσεις του με βάση τον παρόντα κανονισμό ή ότι οι επιδόσεις ενός αναγνωρισμένου οργανισμού στην ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης έχουν χειροτερεύσει σημαντικά, χωρίς να συνιστούν, ωστόσο, απαράδεκτη απειλή για την ασφάλεια ή το περιβάλλον, ζητεί από τον οικείο αναγνωρισμένο οργανισμό να λάβει τα αναγκαία προληπτικά ή διορθωτικά μέτρα εντός καθορισμένων προθεσμιών προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως προς τα εν λόγω ελάχιστα κριτήρια και υποχρεώσεις και, ιδίως, προκειμένου να αρθεί οιαδήποτε πιθανή απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος ή προκειμένου άλλως να αντιμετωπίσει τα αίτια μείωσης των επιδόσεών του.

Στα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα είναι δυνατόν να περιληφθούν προσωρινά μέτρα προστασίας όταν η τυχόν απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος είναι άμεση.

Ωστόσο, και υπό την επιφύλαξη της άμεσης εφαρμογής τους, η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνει από πριν όλα τα κράτη μέλη που χορήγησαν εξουσιοδότηση στον εν λόγω αναγνωρισμένο οργανισμό, σχετικά με τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει.

Άρθρο 6

1.   Πέραν των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 5, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, να επιβάλει πρόστιμα σε αναγνωρισμένο οργανισμό:

α)

αν για τη σοβαρή ή επανειλημμένη μη τήρηση από πλευράς του των ελαχίστων κριτηρίων που καθορίζονται στο Παράρτημα ή για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του με το άρθρο 8, παράγραφος 4, και τα άρθρα 9, 10 και 11 ή όταν η μείωση των επιδόσεών του αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στη δομή του, τα συστήματά του, τις διαδικασίες του ή τους εσωτερικούς ελέγχους του,

ή

β)

για την σκόπιμη παροχή από πλευράς του ανακριβών, ατελών ή παραπλανητικών πληροφοριών στην Επιτροπή κατά την αξιολόγησή του με βάση το άρθρο 8, παράγραφος 1, ή για παρεμπόδιση με άλλον τρόπο της εν λόγω αξιολόγησης.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, εφόσον ένας αναγνωρισμένος οργανισμός παραλείψει να εφαρμόσει τα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα που έχει ζητήσει η Επιτροπή, ή εφόσον καθυστερήσει αδικαιολόγητα, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει περιοδικές χρηματικές ποινές στον οργανισμό αυτό έως ότου τεθούν σε εφαρμογή τα μέτρα που του έχει ζητήσει.

3.   Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι αποτρεπτικού χαρακτήρα και αναλογούν τόσο στη σοβαρότητα της περίπτωσης όσο και στην οικονομική ικανότητα του αντίστοιχου αναγνωρισμένου οργανισμού, λαμβανομένου ιδίως υπόψη μέχρι ποίου βαθμού τέθηκε σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η προστασία του περιβάλλοντος.

Τα ανωτέρω πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές επιβάλλονται μόνον αφού δοθεί στον αντίστοιχο αναγνωρισμένο οργανισμό και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Tο συνολικό ποσό των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβάλλονται δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού μέσου όρου του κύκλου εργασιών του αναγνωρισμένου οργανισμού των τριών προηγούμενων οικονομικών ετών για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

4.   Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Kοινοτήτων διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που επιβάλλεται.

Άρθρο 7

1.   Η Επιτροπή ανακαλεί την αναγνώριση οργανισμού:

α)

αν, για σοβαρή και επανειλημμένη μη τήρηση από πλευράς του οργανισμού των ελαχίστων κριτηρίων που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι ή για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του με βάση τον παρόντα κανονισμό, οδηγεί σε απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος·

β)

του οποίου οι επανειλημμένες και σοβαρές παραλείψεις στις οικείες επιδόσεις όσον αφορά την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης οδηγεί σε απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος·

γ)

εάν ο οργανισμός αποτρέπει ή παρεμποδίζεί κατ' επανάληψη την αξιολόγησή του από την Επιτροπή·

δ)

εάν παραλείπει να καταβάλει τα πρόστιμα ή/και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2· ή

ε)

εάν επιδιώκει οικονομική κάλυψη ή επιστροφή τυχόν προστίμων που έχουν επιβληθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχεία α) και β), η Επιτροπή αποφασίζει με βάση όλες τις πληροφορίες που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων:

α)

των αποτελεσμάτων της δικής της αξιολόγησης του οικείου αναγνωρισμένου οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1·

β)

των εκθέσεων που έχουν υποβάλει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας …/…/ΕΚ·

γ)

των αναλύσεων ατυχημάτων στα οποία ενέχονται πλοία ταξινομημένα από τον αναγνωρισμένο οργανισμό·

δ)

τυχόν εμφάνισης των ελλείψεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α)·

ε)

της έκτασης στην οποία έχει θιγεί ο στόλος στην κλάση του αναγνωρισμένου οργανισμού· και

στ)

της αναποτελεσματικότητας των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

3.   Η ανάκληση της αναγνώρισης αποφασίζεται από την Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή εφόσον τη ζητήσει κάποιο κράτος μέλος, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, και αφού δοθεί η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο αναγνωρισμένο οργανισμό να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Άρθρο 8

1.   Όλοι οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί αξιολογούνται από την Επιτροπή, μαζί με το κράτος μέλος που υπέβαλε τη σχετική αίτηση αναγνώρισης σε σταθερή βάση και τουλάχιστον ανά διετία προκειμένου να εξακριβωθεί ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με βάση τον παρόντα κανονισμό και ότι πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζει το Παράρτημα Ι. Η αξιολόγηση πρέπει να περιορίζεται σε εκείνες τις δραστηριότητες των αναγνωρισμένων οργανισμών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά την επιλογή των προς αξιολόγηση αναγνωρισμένων οργανισμών, η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στις επιδόσεις του αναγνωρισμένου οργανισμού από άποψη ασφάλειας και πρόληψης της ρύπανσης, στα περιστατικά ατυχημάτων και στις εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας …/…/ΕΚ.

3.   H αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει επίσκεψη στα περιφερειακά παραρτήματα του αναγνωρισμένου οργανισμού καθώς και τυχαία επιθεώρηση πλοίων, τόσο εν υπηρεσία όσο και υπό κατασκευή, προκειμένου να ελεγχθεί η επίδοση του αναγνωρισμένου οργανισμού. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει, κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη στα οποία ευρίσκεται το περιφερειακό παράρτημα. Η Επιτροπή παρέχει στα κράτη μέλη έκθεση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης.

4.   Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός καθιστά ετησίως διαθέσιμα στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τα αποτελέσματα της επισκόπησης του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας που χρησιμοποιεί.

Άρθρο 9

1.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί μεριμνούν για την πρόσβαση της Επιτροπής στις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1. Δεν επιτρέπεται η επίκληση συμβατικών ρητρών για τον περιορισμό αυτής της πρόσβασης.

2.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί εξασφαλίζουν στις συμβάσεις τους με πλοιοκτήτες ή ναυτιλιακούς φορείς για την έκδοση των θεσμοθετημένων πιστοποιητικών ή πιστοποιητικών κλάσης για ένα πλοίο ότι προϋπόθεση για την εν λόγω έκδοση είναι να μην αντιτεθούν τα τρίτα μέρη στην επιβίβαση των επιθεωρητών της Επιτροπής στο συγκεκριμένο πλοίο για τους σκοπούς του άρθρου 8, παράγραφος 1.

Άρθρο 10

1.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί προβαίνουν περιοδικά σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους, με σκοπό τη διατήρηση της ισοδυναμίας και προκειμένου να επιτευχθεί εναρμόνιση με τους κανόνες και τις διαδικασίες και την εφαρμογή τους. Συνεργάζονται μεταξύ τους με σκοπό να επιτύχουν συνεπή ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων, με την επιφύλαξη των εξουσιών των κρατών σημαίας. Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συμφωνούν όποτε κρίνεται σκόπιμο επί των τεχνικών και διαδικαστικών όρων υπό τους οποίους αναγνωρίζουν αμοιβαία τα πιστοποιητικά για υλικά, εξοπλισμούς και δομικά στοιχεία βάσει ισοδύναμων προτύπων, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς τα πλέον απαιτητικά και αυστηρά πρότυπα.

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αμοιβαία αναγνώριση δεν μπορεί να συμφωνηθεί για σοβαρούς λόγους ασφάλειας, οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί αναφέρουν ρητώς τους λόγους.

Όταν ένας αναγνωρισμένος οργανισμός πιστοποιεί μέσω επιθεωρήσεων ή άλλως ότι το υλικό, ο εξοπλισμός ή ένα δομικό στοιχείο δεν συμμορφούται με το πιστοποιητικό του, ο οργανισμός μπορεί να αρνηθεί να δώσει την άδεια για την τοποθέτηση στο πλοίο του εν λόγω υλικού, εξοπλισμού ή δομικού στοιχείου. Ο αναγνωρισμένος οργανισμός ενημερώνει αμέσως τους άλλους αναγνωρισμένους οργανισμούς αναφέροντας τους λόγους άρνησής του.

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί αναγνωρίζουν, για σκοπούς ταξινόμησης, πιστοποιητικά για θαλάσσιους εξοπλισμούς που φέρουν έγκριση τύπου (wheelmark) σύμφωνα με την οδηγία 96/98/EΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους θαλάσσιους εξοπλισμούς (8).

Υποβάλλουν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη τακτικές εκθέσεις σχετικά με τις βασικές προόδους που επιτυγχάνονται όσον αφορά τις προδιαγραφές και την αμοιβαία αναγνώριση πιστοποιητικών για υλικά, εξοπλισμούς και δομικά στοιχεία.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση βάσει ανεξάρτητης μελέτης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο στις … (9), σχετική με το επίπεδο που επετεύχθη στη διαδικασία εναρμόνισης των κανόνων και των διαδικασιών και με την αμοιβαία αναγνώριση πιστοποιητικών για υλικά, εξοπλισμούς και δομικά στοιχεία.

3.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συνεργάζονται με τις αρχές ελέγχου του κράτους του λιμένα, όταν πρόκειται για σκάφη του νηογνώμονά τους, προκειμένου ιδίως να διευκολύνεται η διευθέτηση αναφερόμενων ελλείψεων ή άλλων αποκλίσεων.

4.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί παρέχουν στις αρχές όλων των κρατών μελών που έχουν χορηγήσει ορισμένες από τις εξουσιοδοτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας …/…/ΕΚ και στην Επιτροπή, κάθε πληροφορία σχετική με τα ταξινομημένα πλοία τους, τις μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρουν τα πλοία.

Οι πληροφορίες σχετικά με μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με οποιουσδήποτε τυχόν καθυστερούμενους ελέγχους, καθυστερούμενες συστάσεις, προϋποθέσεις κλάσης, όρους λειτουργίας ή περιορισμούς λειτουργίας που έχουν εκδοθεί εις βάρος των ταξινομημένων πλοίων τους, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρουν τα πλοία, γνωστοποιούνται ηλεκτρονικά και στην κοινή βάση δεδομένων επιθεωρήσεων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή της οδηγίας …/…/EΚ, ταυτόχρονα με την καταχώρισή τους στα συστήματα του αναγνωρισμένου οργανισμού και ποτέ αργότερα από 72 ώρες μετά το συμβάν που δημιούργησε την υποχρέωση κοινοποίησης των πληροφοριών. Οι εν λόγω πληροφορίες, εξαιρουμένων των συστάσεων και των προϋποθέσεων κλάσης που δεν έχουν καθυστερήσει, δημοσιεύονται στις ιστοσελίδες των εν λόγω αναγνωρισμένων οργανισμών.

5.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί δεν εκδίδουν θεσμοθετημένα πιστοποιητικά για πλοίο, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρει, το οποίο έχει διαγραφεί από την κλάση του ή αλλάζει κλάση για λόγους ασφαλείας, πριν παράσχουν τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους σημαίας να δώσει τη γνώμη της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ως προς το κατά πόσον απαιτείται πλήρης επιθεώρηση.

6.   Σε περιπτώσεις μεταφοράς κλάσης από έναν αναγνωρισμένο οργανισμό σε άλλον, ο παραδίδων οργανισμός προμηθεύει, άνευ χρονοτριβής, στον παραλαμβάνοντα οργανισμό το πλήρες αρχείο με το ιστορικό του πλοίου και τον ενημερώνει ειδικότερα σχετικά με:

α)

τυχόν καθυστερούμενους ελέγχους·

β)

τυχόν καθυστερούμενες συστάσεις και προϋποθέσεις κλάσης·

γ)

τους όρους λειτουργίας που έχουν εκδοθεί εις βάρος πλοίου· και

δ)

τους περιορισμούς λειτουργίας που έχουν εκδοθεί εις βάρος πλοίου.

Τα νέα πιστοποιητικά του πλοίου μπορούν να εκδίδονται από τον παραλαμβάνοντα οργανισμό μόνο αφού ολοκληρωθούν ικανοποιητικά όλοι οι καθυστερούμενοι έλεγχοι και αφού εκπληρωθούν οι καθυστερούμενες συστάσεις ή προϋποθέσεις κλάσης που είχαν προηγουμένως εκδοθεί σχετικά με το πλοίο, καθ' υπόδειξη του παραδίδοντος οργανισμού.

Πριν από την έκδοση των πιστοποιητικών, ο παραλαμβάνων οργανισμός υποχρεούται να γνωστοποιεί στον παραδίδοντα οργανισμό την ημερομηνία έκδοσης των πιστοποιητικών και να επιβεβαιώνει την ημερομηνία, τον τόπο και τις ενέργειες που έγιναν για την κάλυψη κάθε καθυστερούμενου ελέγχου, καθυστερούμενης σύστασης και καθυστερημένης προϋπόθεσης κλάσης.

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί καθορίζουν και εφαρμόζουν ενδεδειγμένες κοινές απαιτήσεις για τις περιπτώσεις μετάταξης κλάσης εφόσον χρειάζονται ιδιαίτερες προφυλάξεις. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών είναι τουλάχιστον η μετάταξη πλοίου ηλικίας 15 ετών ή και περισσότερο και η μετάταξη από μη αναγνωρισμένο οργανισμό σε αναγνωρισμένο.

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συνεργάζονται μεταξύ τους για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 11

1.   Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί συγκροτούν μέχρι τις … (10) και διατηρούν Ανεξάρτητο Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες διεθνείς προδιαγραφές ποιότητας, στον οποίο μπορούν να συμμετέχουν με συμβουλευτική ιδιότητα οι ενδιαφερόμενες επαγγελματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον ναυτιλιακό κλάδο.

2.   Το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης διεκπεραιώνει τα εξής καθήκοντα:

α)

την περιοδική αξιολόγηση του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας, των αναγνωρισμένων οργανισμών σύμφωνα με τα πρότυπα ποιότητας ISO 9001·

β)

την πιστοποίηση του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας των αναγνωρισμένων οργανισμών καθώς και των οργανισμών για τους οποίους έχει ζητηθεί αναγνώριση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3·

γ)

την έκδοση ερμηνειών των διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων διαχείρισης της ποιότητας, ιδίως για να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φύσης και των υποχρεώσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών, και

δ)

τον σχεδιασμό ατομικών και συλλογικών συστάσεων για τη βελτίωση των διαδικασιών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου των αναγνωρισμένων οργανισμών.

3.   Το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης διαθέτει την αναγκαία ικανότητα να δρα με ανεξαρτησία από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς και διαθέτει τα αναγκαία μέσα για να φέρει σε πέρας τα καθήκοντά του αποτελεσματικά και με βάση τα υψηλότερα επαγγελματικά πρότυπα. Το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης θεσπίζει τις οικείες μεθόδους εργασίας και τον εσωτερικό του κανονισμό.

4.   Το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης καταρτίζει ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

5.   Το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης μπορεί να ζητεί βοήθεια από άλλους εξωτερικούς φορείς αξιολόγησης της ποιότητας.

6.   Το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των κρατών της σημαίας και της Επιτροπής, πλήρεις πληροφορίες για το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του, καθώς και τα πορίσματα και τις συστάσεις του, ιδίως όσον αφορά καταστάσεις που ενδέχεται να απειλήσουν την ασφάλεια.

7.   Το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης αξιολογείται περιοδικά από την Επιτροπή.

8.   Η Επιτροπή υποβάλλει στα κράτη μέλη έκθεση των αποτελεσμάτων και της συνέχειας της αξιολόγησής της.

Άρθρο 12

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφαλείας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), που συστάθηκε βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2099/2002 (11).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 13

1.   Ο παρών κανονισμός μπορεί, χωρίς να διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του, να τροποποιείται προκειμένου να ενημερώνονται τα ελάχιστα κριτήρια του Παραρτήματος Ι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των σχετικών αποφάσεων του ΙΜΟ.

Τα ανωτέρω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 4.

2.   Οι τροποποιήσεις των διεθνών συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2, στοιχείο β), του παρόντος κανονισμού μπορούν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2099/2002.

Άρθρο 14

1.   Η Επιτροπή θεσπίζει και δημοσιεύει:

α)

κριτήρια για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων και διαδικασιών καθώς και των επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών όσον αφορά την ασφάλεια των ταξινομημένων τους πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης, που προέρχεται από αυτά, έχοντας ιδίως κατά νου τα στοιχεία που παρέχονται από το μνημόνιο συνεννόησης των Παρισίων για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα ή/και από παρεμφερή προγράμματα· και

β)

κριτήρια για να προσδιορίζεται πότε οι εν λόγω επιδόσεις αποτελούν απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος, στα οποία επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις που επηρεάζουν τους μικρότερου μεγέθους ή τους άκρως εξειδικευμένους οργανισμούς.

Τα ανωτέρω μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 4.

2.   Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού συμπληρώνοντάς τον και που σχετίζονται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6, και κατά περίπτωση του άρθρου 7, θεσπίζονται διά της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 4.

3.   Υπό την επιφύλαξη της άμεσης εφαρμογής των ελαχίστων κριτηρίων του Παραρτήματος Ι, η Επιτροπή μπορεί, με την κανονιστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, να θεσπίζει κανόνες και να εξετάζει τον καθορισμό στόχων για τα γενικά ελάχιστα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι, Mέρος A, σημείο 3.

Άρθρο 15

1.   Οι οργανισμοί, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού ήταν αναγνωρισμένοι σύμφωνα με την οδηγία 94/57/EΚ, παραμένουν αναγνωρισμένοι, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 7, η Επιτροπή επανεξετάζει όλες τις περιορισμένες αναγνωρίσεις που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με την οδηγία 94/57/EΚ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του παρόντος κανονισμού έως … (12), προκειμένου να αποφασίσει, σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 12, παράγραφος 3, εάν οι περιορισμοί πρέπει να αντικατασταθούν από άλλους ή να αρθούν. Οι περιορισμοί εξακολουθούν να ισχύουν έως ότου αποφασίσει η Επιτροπή.

Άρθρο 16

Κατά την αξιολόγηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, η Επιτροπή ελέγχει εάν κάτοχος της αναγνώρισης είναι η αρμόδια νομική οντότητα του οργανισμού στον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Εάν δεν είναι αυτός ο κάτοχος, η Επιτροπή τροποποιεί αναλόγως την αναγνώριση με απόφασή της.

Εφόσον η Επιτροπή τροποποιήσει την αναγνώριση, τα κράτη μέλη αναπροσαρμόζουν τις συμφωνίες τους με τον αναγνωρισμένο οργανισμό προκειμένου να ληφθεί υπόψη η τροποποίηση.

Άρθρο 17

Η Επιτροπή ενημερώνει ανά διετία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 18

Οι παραπομπές της κοινοτικής και της εθνικής νομοθεσίας στην οδηγία 94/57/ΕΚ νοούνται, κατά περίπτωση, ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 19

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 318, 23.12.2006, σ. 195.

(2)  ΕΕ C 229, 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Απριλίου 2007 (ΕΕ C 74 Ε, 20.3.2008, σ. 632), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ L 319, 12.12.1994, σ. 20. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2002/84/ΕΟΚ (ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 53).

(5)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση που τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 11).

(6)  ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1891/2006 (ΕΕ L 304, 30.12.2006, σ. 1).

(7)  ΕΕ L …

(8)  ΕΕ L 46, 17.2.1997, σ. 25. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/84/EK (ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 53).

(9)  Πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(10)  24 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(11)  ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 22, 31.1.2007, σ. 12).

(12)  ΕΕ: ημερομηνία δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

(Κατά το άρθρο 3)

A.   ΓΕΝΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

1.

Οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πρέπει να έχουν νομική προσωπικότητα στο κράτος του τόπου τους. Οι λογαριασμοί τους πρέπει να πιστοποιούνται από ανεξάρτητους ορκωτούς λογιστές.

2.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύει ότι διαθέτει εκτεταμένη πείρα σε αξιολογήσεις του σχεδιασμού και της κατασκευής εμπορικών πλοίων.

3.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να είναι επανδρωμένος ανά πάσα στιγμή με σημαντικό διοικητικό, τεχνικό, βοηθητικό και ερευνητικό προσωπικό ανάλογα με το μέγεθος του στόλου της κλάσης του, της σύνθεσης και της συμμετοχής του οργανισμού στην κατασκευή και την μετατροπή πλοίων. Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να είναι ικανός να αποσπά σε κάθε τόπο εργασίας, όταν και εφόσον χρειάζεται, μέσα και προσωπικό ανάλογα με τα καθήκοντα που πρόκειται να φέρει σε πέρας σύμφωνα με τα γενικά ελάχιστα κριτήρια 6 και 7 και με τα ειδικά ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο Mέρος Β.

4.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να διαθέτει και να εφαρμόζει σύνολο οικείων αναλυτικών κανόνων και διαδικασιών ή τη σχετική αποδεδειγμένη ικανότητα για το σχεδιασμό, την κατασκευή και την περιοδική εξέταση εμπορικών πλοίων, οι οποίοι έχουν την ποιότητα διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων. Οι κανόνες και οι κανονισμοί δημοσιεύονται και ενημερώνονται συνεχώς, όπως επίσης βελτιώνονται μέσω ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων.

5.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να δημοσιεύει το νηογνώμονά του σε ετήσια βάση ή τον τηρεί σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό.

6.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός δεν πρέπει να είναι υπό τον έλεγχο πλοιοκτητών ή ναυπηγών ή άλλων οι οποίοι αναπτύσσουν εμπορική δραστηριότητα στην κατασκευή, τον εξοπλισμό, την επισκευή ή την εκμετάλλευση πλοίων. Ο αναγνωρισμένος οργανισμός δεν πρέπει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, ως προς τις προσόδους του, από μία και μόνη εμπορική επιχείρηση. Ο αναγνωρισμένος οργανισμός δεν πρέπει να διενεργεί εργασίες κλάσης ή θεσμοθετημένες εργασίες εάν ταυτίζεται ή έχει επαγγελματικούς, προσωπικούς ή οικογενειακούς δεσμούς με τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει και για τους επιθεωρητές που απασχολούνται από τον αναγνωρισμένο οργανισμό.

7.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος του ψηφίσματος Α.789(19) του ΙΜΟ σχετικά με τους ειδικούς κανόνες που διέπουν τις εργασίες επιθεώρησης και πιστοποίησης, τις οποίες αναλαμβάνουν αναγνωρισμένοι οργανισμοί για λογαριασμό των αρχών, στο βαθμό κατά τον οποίο καλύπτονται ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

B.   ΕΙΔΙΚΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

1.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός παρέχει παγκόσμια κάλυψη με τους αποκλειστικά απασχολούμενους επόπτες του ή, σε εξαιρετικές και δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, με αποκλειστικά απασχολούμενους επόπτες άλλων αναγνωρισμένων οργανισμών.

2.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός διέπεται από κώδικα δεοντολογίας.

3.

Στον αναγνωρισμένο οργανισμό, η διοίκηση και η διαχείριση ασκούνται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η εχεμύθεια των πληροφοριών η απαιτούμενη από τις αρχές.

4.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός παρέχει σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή, στην Επιτροπή και στα ενδιαφερόμενα μέρη.

5.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός, οι επόπτες και το τεχνικό προσωπικό του ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς να παραβιάζονται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των ναυπηγείων, των προμηθευτών εξοπλισμών και των πλοιοκτητών, περιλαμβανομένων των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, των αδειών, της τεχνογνωσίας ή κάθε είδους γνώσεων, η χρησιμοποίηση των οποίων προστατεύεται νομικά σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο· σε καμία περίπτωση, και με την επιφύλαξη των αξιολογικών αρμοδιοτήτων των κρατών και της Επιτροπής, ιδίως δε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9, ο αναγνωρισμένος οργανισμός ή οι επόπτες και το τεχνικό προσωπικό που απασχολεί δεν μεταδίδουν ούτε γνωστοποιούν στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά από εμπορική άποψη που περιήλθαν στη γνώση τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους για την επιθεώρηση, τον έλεγχο ή την εποπτεία κατασκευής νέων ή επισκευαζόμενων πλοίων.

6.

Η διοίκηση του αναγνωρισμένου οργανισμού καθορίζει και τεκμηριώνει την πολιτική και τους στόχους του όσον αφορά την ποιότητα, καθώς και την προσήλωσή του σ' αυτή, και εξασφαλίζει ότι η πολιτική αυτή έχει γίνει αντιληπτή, εφαρμόζεται και ακολουθείται σε όλα τα επίπεδα του αναγνωρισμένου οργανισμού. Η πολιτική του αναγνωρισμένου οργανισμού αναφέρεται σε στόχους και δείκτες επιδόσεων από άποψη ασφάλειας και πρόληψης της ρύπανσης.

7.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός διασφαλίζει ότι:

α)

οι κανόνες και οι διαδικασίες καταρτίζονται και διατηρούνται κατά τρόπο συστηματικό·

β)

οι κανόνες και οι διαδικασίες τηρούνται και εφαρμόζεται εσωτερικό σύστημα μέτρησης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε σχέση με τους εν λόγω κανόνες και τις διαδικασίες·

γ)

πληρούνται οι απαιτήσεις των θεσμοθετημένων εργασιών για τις οποίες έχει εξουσιοδοτηθεί ο αναγνωρισμένος οργανισμός και εφαρμόζεται εσωτερικό σύστημα μέτρησης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε σχέση με τη συμμόρφωση με τις διεθνείς συμβάσεις·

δ)

είναι καθορισμένες και τεκμηριωμένες οι αρμοδιότητες, οι εξουσίες και η διαπλοκή του προσωπικού η εργασία του οποίου έχει αντίκτυπο στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο αναγνωρισμένος οργανισμός·

ε)

όλες οι εργασίες εκτελούνται υπό συνθήκες οι οποίες τελούν υπό έλεγχο·

στ)

υφίσταται σύστημα εποπτείας για τις πράξεις και την εργασία των επιθεωρητών και του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού που απασχολείται από τον αναγνωρισμένο οργανισμό·

ζ)

οι επιθεωρητές διαθέτουν εκτεταμένη γνώση του συγκεκριμένου τύπου πλοίου επί του οποίου εκτελούν τις εργασίες τους σε σχέση με τη συγκεκριμένη επιθεώρηση που πρέπει να διενεργηθεί καθώς και των σχετικών εφαρμοστέων απαιτήσεων·

η)

εφαρμόζεται σύστημα διαπίστωσης των ικανοτήτων των επιθεωρητών και συνεχούς ενημέρωσης των γνώσεών τους·

θ)

τηρούνται μητρώα στα οποία εμφαίνονται η τήρηση των απαιτούμενων προτύπων για τα θέματα τα καλυπτόμενα από τις προσφερόμενες υπηρεσίες, καθώς και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του συστήματος ποιότητας·

ι)

ακολουθείται συνολικό σύστημα προγραμματισμένων και τεκμηριωμένων εσωτερικών ελέγχων όσον αφορά τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την ποιότητα, σε όλους τους τόπους εγκατάστασης·

ια)

οι θεσμοθετημένοι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις που επιβάλλει το εναρμονισμένο σύστημα ελέγχου και πιστοποίησης για τις οποίες είναι εξουσιοδοτημένος ο αναγνωρισμένος οργανισμός διενεργούνται σύμφωνα με τη διάταξη που εκτίθεται στο παράρτημα και στο προσάρτημα του ψηφίσματος A.948(23) του ΙΜΟ σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές ελέγχου βάσει του εναρμονισμένου συστήματος ελέγχου και πιστοποίησης·

ιβ)

καθορίζονται σαφείς και άμεσες σχέσεις ευθύνης και ελέγχου μεταξύ των κεντρικών και περιφερειακών γραφείων του αναγνωρισμένου οργανισμού και μεταξύ των αναγνωρισμένων οργανισμών και των επιθεωρητών τους.

8.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να αναπτύσσει, να εφαρμόζει και να διατηρεί αποτελεσματικό εσωτερικό σύστημα ποιότητας με βάση τα κατάλληλα μέρη διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων ποιότητας και σύμφωνα προς το πρότυπο EN ISO/IEC 17020:2004 (φορείς επιθεώρησης) και το πρότυπο EN ISO 9001:2000 (σύστημα διαχείρισης της ποιότητας), όπως ερμηνεύονται και πιστοποιούνται από το Σύστημα Αξιολόγησης της Ποιότητας και Πιστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1.

9.

Οι κανόνες και οι διαδικασίες του αναγνωρισμένου οργανισμού εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε ο οργανισμός να μπορεί πάντοτε, βασιζόμενος στη δική του άμεση γνώση και κρίση, να δηλώνει αξιόπιστα και αντικειμενικά την ασφάλεια των πλοίων με πιστοποιητικά κλάσης, βάσει των οποίων μπορούν να εκδοθούν θεσμοθετημένα πιστοποιητικά.

10.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός διαθέτει τα αναγκαία μέσα αξιολόγησης, με τη χρήση ειδικευμένου προσωπικού και σύμφωνα με τις διατάξεις που εκτίθενται στο Παράρτημα του ψηφίσματος A.913(22) του ΙΜΟ σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας (ISM) από τις αρχές, της εφαρμογής και της διατήρησης του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, τόσο από την ξηρά όσο και επί των σκαφών, το οποίο πρόκειται να καλυφθεί στην πιστοποίηση.

11.

Ο αναγνωρισμένος οργανισμός πρέπει να επιτρέπει τη συμμετοχή αντιπροσώπων των αρχών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών στην κατάρτιση των κανόνων του και των διαδικασιών του.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 94/57/ΕΚ

Οδηγία …/…/ΕΚ

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 α)

Άρθρο 2 α)

Άρθρο 2 α)

Άρθρο 2 β)

Άρθρο 2 β)

Άρθρο 2 γ)

Άρθρο 2 γ)

Άρθρο 2 δ)

Άρθρο 2 δ)

Άρθρο 2 β)

Άρθρο 2 ε)

Άρθρο 2 ε)

Άρθρο 2 γ)

Άρθρο 2 στ)

Άρθρο 2 δ)

Άρθρο 2 στ)

Άρθρο 2 ζ)

Άρθρο 2 ε)

Άρθρο 2 ζ)

Άρθρο 2 η)

Άρθρο 2 στ)

Άρθρο 2 η)

Άρθρο 2 θ)

Άρθρο 2 ζ)

Άρθρο 2 θ)

Άρθρο 2 ια)

Άρθρο 2 θ)

Άρθρο 2 ι)

Άρθρο 2 η)

Άρθρο 2 ι)

Άρθρο 2 ιβ)

Άρθρο 2 ια)

Άρθρο 2 ι)

Άρθρο 3

Άρθρο 3

 

Άρθρο 4 (1) πρώτη πρόταση

Άρθρο 3 (1)

Άρθρο 4 (1) δεύτερη πρόταση

Άρθρο 3 (2)

Άρθρο 4 (1) τρίτη πρόταση

Άρθρο 4 (1) τέταρτη πρόταση

Άρθρο 4 (1)

Άρθρο 3 (3)

Άρθρο 4 (2), (3), (4)

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 5 (1)

Άρθρο 4 (1)

Άρθρο 5 (3)

Άρθρο 4 (2)

Άρθρο 6 (1), (2), (3), (4)

Άρθρο 5 (1), (2), (3), (4)

Άρθρο 6 (5)

Άρθρο 7

Άρθρο 6

Άρθρο 12

Άρθρο 8 (1) πρώτη περίπτωση

Άρθρο 7 (1), πρώτο εδάφιο, στοιχείο α)

Άρθρο 8 (1) δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 13 (1)

Άρθρο 8 (1) τρίτη περίπτωση

Άρθρο 7 (1), πρώτο εδάφιο, στοιχείο β)

Άρθρο 7 (1) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 (1)(δεύτερο εδάφιο)

Άρθρο 8 (2)

Άρθρο 7 (2)

Άρθρο 8 (2) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 (2)

Άρθρο 9 (1)

Άρθρο 9 (2)

Άρθρο 10 (1) εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 8

Άρθρο 10 (1)α), β), γ), (2),(3), (4)

Άρθρο 11 (1),(2)

Άρθρο 9 (1),(2)

Άρθρο 11 (3),(4)

Άρθρο 8 (1)(2)

Άρθρο 12

Άρθρο 10

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 11 (3)

Άρθρο 12

Άρθρο 9

Άρθρο 15 (1)

Άρθρο 10 (1)(2)

Άρθρο 15 (2)

Άρθρο 10 (3)

Άρθρο 15 (3)

Άρθρο 10 (4)

Άρθρο 15 (4)

Άρθρο 10 (5)

Άρθρο 15 (5)

Άρθρο 10 (6) πρώτο, δεύτερο, τρίτο και πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 10 (6) τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 16

Άρθρο 13

Άρθρο 17

Άρθρο 16

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 11

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Παράρτημα

Παράρτημα Ι

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙ


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 TEC), το Συμβούλιο επέτυχε, στις 30 Noεμβρίου 2007, πολιτική συμφωνία για δύο χωριστές νομικές πράξεις με βάση τη σχετική πρόταση της Επιτροπής (1): ένα σχέδιο οδηγίας σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (αναδιατύπωση) και έναν κανονισμό σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων (αναδιατύπωση). Το παρόν έγγραφο αφορά το μέρος της πρότασης της Επιτροπής που αποτελεί τον αναδιατυπωμένο κανονισμό. (2)

Κατόπιν της αναθεώρησης από τους γλωσσομαθείς νομικούς, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή του θέση στις 6 Ιουνίου 2008.

Κατά την υιοθέτηση της κοινής του θέσης, το Συμβούλιο έλαβε υπ' όψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3) και της Επιτροπής των Περιφερειών (4). Μεγάλο μέρος των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υιοθετήθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 25 Απριλίου 2007 (5), ενσωματώθηκε ή συνυπολογίσθηκε στο σχετικό κείμενο, είτε αποτελεί μέρος της οδηγίας είτε του κανονισμού σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου.

Η πρόταση έχει ως στόχο την αναδιατύπωση των διαδοχικών τροποποιήσεων στην οδηγία 94/57/EK που θεσπίζει κοινούς κανόνες και πρότυπα για οργανισμούς που επιθεωρούν πλοία και εκδίδουν πιστοποιητικά πλοίων, τους λεγόμενους «εγκεκριμένους οργανισμούς». Επιπλέον, ορισμένες διατάξεις της υπάρχουσας οδηγίας τροποποιούνται χάριν απλούστευσης ή εναρμόνισης ή προκειμένου να ενισχυθούν οι υπάρχοντες κανόνες, π.χ. με την ενίσχυση του ελέγχου των εγκεκριμένων οργανισμών και με τη μεταρρύθμιση του συστήματος των κυρώσεων προς όσους δεν πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια έγκρισης.

II.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

α)   Τύπος της νομικής πράξης

Το κύριο ζήτημα που προέκυψε κατά τις συζητήσεις στις ομάδες του Συμβουλίου ήταν ο τύπος της νομικής πράξης που πρότεινε η Επιτροπή. Αρκετές διατάξεις στην προτεινόμενη οδηγία πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι είτε επιβάλλουν απευθείας υποχρεώσεις, είτε μεταβιβάζουν στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να επιβάλει υποχρεώσεις σε άτομα, εν προκειμένω στους εγκεκριμένους οργανισμούς. Αυτό το επιβεβαίωσε η Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου με τη γνώμη της της 8ης Οκτωβρίου 2007 (έγγραφο 13616/07) όπου συνέστησε να εκδοθεί η πράξη υπό μορφή κανονισμού ή, εναλλακτικά, να αναδιαμορφωθούν οι επίμαχες διατάξεις ή να χωριστεί η πράξη σε μια οδηγία και έναν κανονισμό.

Στην πολιτική συμφωνία του, το Συμβούλιο συμφώνησε να χωριστεί το κείμενο σε δύο χωριστές πράξεις, μια οδηγία και έναν κανονισμό. Η οδηγία περιλαμβάνει τις διατάξεις που απευθύνονται στα κράτη μέλη και αφορούν τη σχέση τους με τους εγκεκριμένους οργανισμούς, ενώ ο κανονισμός περιέχει όλες τις διατάξεις και αφορούν την έγκριση σε κοινοτικό επίπεδο, δηλ. τη χορήγηση και την ανάκληση της έγκρισης από την Επιτροπή, τις υποχρεώσεις και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι οργανισμοί ώστε να δικαιούνται κοινοτική έγκριση καθώς και τις πιθανές κυρώσεις εις βάρος των εγκεκριμένων οργανισμών που δεν πληρούν αυτές τις υποχρεώσεις και τα κριτήρια.

β)   Κύρια ζητήματα σχετικά με τον κανονισμό

Πέρα από την απόφαση να περιληφθούν όλες οι διατάξεις που αφορούν την κοινοτική έγκριση της επιθεώρησης πλοίων και των οργανισμών επιθεωρήσεων σε έναν νέο κανονισμό, το Συμβούλιο έκρινε σκόπιμο να τροποποιήσει τις παρακάτω διατάξεις για λόγους σαφήνειας ή με βάσει τις ακόλουθες εκτιμήσεις:

1)   Εύρος της έγκρισης και των ελάχιστων κριτηρίων έγκρισης

Το Συμβούλιο, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεωρεί σημαντικό να υπογραμμίσει ότι ο οργανισμός που εγκρίνεται, ανεξάρτητα από την εταιρική του δομή, πρέπει να παρέχει υπηρεσίες παγκοσμίως. Σε περίπτωση περιορισμένης έγκρισης, η κοινή θέση προβλέπει διαφάνεια ως προς τους λόγους του περιορισμού και τις προϋποθέσεις τροποποίησής του. Για να αποφευχθεί τυχόν υποβιβασμός των ελάχιστων κριτηρίων έγκρισης, η κοινή θέση προβλέπει τη δυνατότητα να καθοριστούν, μέσω της διαδικασίας επιτροπολογίας, κανόνες για την ερμηνεία, και στόχοι, αυτών των κριτηρίων, ιδίως σχετικά με τον αριθμό των μελών του προσωπικού που απασχολούν οι εγκεκριμένοι οργανισμοί.

2)   Επιβολή προστίμων στους εγκεκριμένους οργανισμούς

Κατά την γνώμη του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνονται μέσω της συμβουλευτικής διαδικασίας για όσες αποφάσεις λαμβάνει η Επιτροπή προκειμένου να επιβάλει πρόστιμα στους εγκεκριμένους οργανισμούς που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του κανονισμού.

3)   Εναρμόνιση των κανόνων και των διαδικασιών των εγκεκριμένων οργανισμών και αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών που εκδίδουν

Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής να ενθαρρυνθούν οι εγκεκριμένοι οργανισμοί να εναρμονίσουν περαιτέρω τους κανόνες και τις διαδικασίες τους και να εξετάσουν πότε θα αναγνωρίσουν αμοιβαία τα πιστοποιητικά τους για τα υλικά, τον εξοπλισμό και τα συστατικά. Η κοινή θέση, ωστόσο, περιλαμβάνει ένα σύνολο εγγυητικών ρητρών. Αυτές αφορούν τις περιπτώσεις όπου η αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών δεν μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των εγκεκριμένων οργανισμών ή τις περιπτώσεις όπου έχει διαπιστωθεί ότι το υλικό, ένα τμήμα του εξοπλισμού ή ένα συστατικό δεν είναι σύμφωνα με το πιστοποιητικό τους.

Σε αντιστοιχία και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση που να αναφέρει σε ποιο επίπεδο έχει φτάσει η διαδικασία εναρμόνισης των κανόνων και των διαδικασιών των εγκεκριμένων οργανισμών και να αφορά την αμοιβαία αναγνώριση των πιστοποιητικών που αυτοί εκδίδουν.

4)   Αξιολόγηση και πιστοποίηση του συστήματος ποιότητας των εγκεκριμένων οργανισμών

Το Συμβούλιο συμφωνεί πλήρως με τις γενικές γραμμές της πρότασης της Επιτροπής, κατά τις οποίες οι εγκεκριμένοι οργανισμοί θα ιδρύσουν φορέα αρμόδιο για την αξιολόγηση και την πιστοποίηση των συστημάτων διαχείρισης της ποιότητάς τους. Ως επί το πλείστον συμφωνώντας με την τροποποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο υπογραμμίζει στην κοινή θέση ότι αυτό πρέπει να γίνει σύμφωνα με τα εφαρμόσιμα διεθνή πρότυπα ποιότητας και μετά από διαβούλευση με τις συναφείς επαγγελματικές ενώσεις που εργάζονται στη ναυπηγική βιομηχανία.

Άλλες τροποποιήσεις των διατάξεων από το Συμβούλιο αφορούσαν αυτόν το στόχο του Συστήματος Ποιοτικής Αξιολόγησης και Πιστοποίησης, ιδίως όσον αφορά τη διευκόλυνση του έργου του εν λόγω φορέα και τη διευκρίνιση ότι πρέπει να έχει την απαραίτητη διακυβέρνηση και αρμοδιότητες να ενεργεί ανεξάρτητα από τους εγκεκριμένους οργανισμούς.

5)   Καθιέρωση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο

Σύμφωνα με την τροποποιημένη απόφαση επιτροπολογίας (6), το Συμβούλιο εισάγει στην κοινή του θέση την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο προκειμένου να τροποποιήσει τον κανονισμό σύμφωνα με τις τροποποιήσεις στις διεθνείς συμβάσεις, τα πρωτόκολλα, τους κώδικες και τα ψηφίσματα, να ενημερώσει τα ελάχιστα κριτήρια έγκρισης και να υιοθετήσει κριτήρια για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων και των διαδικασιών, καθώς και την απόδοση των εγκεκριμένων οργανισμών όσον αφορά την ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης.

ΙΙΙ.   ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ

Η κοινή θέση ενσωματώνει μεγάλο μέρος από τις τροπολογίες που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε πρώτη ανάγνωση, είτε κατά λέξη είτε εν μέρει είτε ως προς το πνεύμα τους: 6, 11, 12, 15, 16, 17, 18, 20, 25, 26, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 50, 52, 53, 54, 55, 56, 59, 60, 61, 62, 64, 66, 68, 69, 71 και 74. Οι συναφείς διατάξεις είναι συχνά σύμφωνες με τις τροπολογίες, αλλά όχι ταυτόσημες, λόγω της απαραίτητης προσαρμογής του κειμένου συνεπεία του διαχωρισμού της αρχικής πρότασης σε δύο χωριστές πράξεις.

Οι υπόλοιπες τροπολογίες δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές επειδή, κατά την γνώμη του Συμβουλίου, είναι μη σύμφωνες με τις διαδικασίες κοινοτικής έγκρισης (τροπολογία 14), όχι απολύτως σαφείς ή απαραίτητες (τροπολογίες 19, 23, 57 και 67) ή μη σύμφωνες με την προσέγγιση του Συμβουλίου για την ίδρυση του φορέα του αρμόδιου για την αξιολόγηση και την πιστοποίηση των συστημάτων ποιοτικής διαχείρισης των εγκεκριμένων οργανισμών (τροπολογίες 63, 65 και εν μέρει 74).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κοινή θέση είναι ο κατάλληλος τρόπος για να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με την έγκριση των οργανισμών επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων σε κοινοτικό επίπεδο με την έκδοση κανονισμού, ο οποίος θα συνοδεύεται από οδηγία που θα προβλέπει τα μέτρα που ακολουθούν τα κράτη μέλη σε σχέση τους με τους εν λόγω οργανισμούς.

Το κείμενο της κοινής θέσης αντανακλά μεγάλο μέρος από τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο προσβλέπει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο να επιτευχθεί συμφωνία το συντομότερο δυνατό.


(1)  Η Επιτροπή διεβίβασε στις 30 Ιανουαρίου 2006 την πρότασή της για αναδιατυπωμένη οδηγία σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (έγγραφο 5912/06 MAR 11 ENV 50 CODEC 95).

(2)  Η κοινή θέση του Συμβουλίου για το σχέδιο οδηγίας περιέχεται στο έγγραφο 5724/08, το σχετικό σκεπτικό στο έγγραφο 5724/08 ADD 1.

(3)  EΟΚE 1177/2006 της 13.9.2006 (ΕΕ C 318 της 23.12.2006 — σ. 195-201).

(4)  ΕτΠ 43/2006 της 15.6.2006 (ΕΕ C 229 της 22.9.2006, σ. 38).

(5)  Έγγραφο 8724/07 CODEC 389 MAR 28 ENV 206 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(6)  Η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).


29.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 190/17


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 19/2008

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 6 Ιουνίου 2008

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2008/C 190 E/02)

TO ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ KAI ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών, απαιτείται να θεσπισθούν περαιτέρω μέτρα ώστε να βελτιωθεί η ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται κανόνες περί ευθύνης για βλάβες και ζημίες που υφίστανται οι επιβάτες, δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται καταλλήλου ύψους αποζημίωση των επιβατών που υφίστανται ατύχημα στις θαλάσσιες μεταφορές.

(2)

Το Πρωτόκολλο του 2002 της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους εγκρίθηκε την 1η Νοεμβρίου 2002 υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔNO). Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της βρίσκονται στο στάδιο της λήψης απόφασης όσον αφορά την προσχώρηση στο Πρωτόκολλο ή την επικύρωσή του.

(3)

Η Σύμβαση των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 2002 (εφεξής: «Σύβαση των Αθηνών») έχει εφαρμογή μόνο στις διεθνείς μεταφορές. Ο διαχωρισμός μεταξύ εθνικής και διεθνούς μεταφοράς έχει εξαλειφθεί στην εσωτερική αγορά υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών και είναι, επομένως, σκόπιμο να προβλέπονται το ίδιο επίπεδο και η ιδία φύση ευθύνης τόσο στις διεθνείς όσο και τις εθνικές μεταφορές εντός της Κοινότητας.

(4)

Η Νομική Επιτροπή του IMO ενέκρινε στις 19 Οκτωβρίου 2006 τις επιφυλάξεις και κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές του IMO») προς αντιμετώπιση ορισμένων ζητημάτων στο πλαίσιο της Σύμβασης των Αθηνών, και συγκεκριμένα της αποκατάστασης ζημίας σχετικής με την τρομοκρατία, οπότε, υπό τη μορφή αυτή, οι κατευθυντήριες γραμμές του IMO μπορούν να θεωρηθούν ειδικός νόμος.

(5)

Ο παρών κανονισμός ενσωματώνει μέρη των κατευθυντήριων γραμμών του IMO και τα καθιστά δεσμευτικά. Προς τούτο, όπου στις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του IMO απαντούν οι λέξεις «θα πρέπει να» το ρήμα «πρέπει» θα νοείται στην οριστική φωνή.

(6)

Οι διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών (Παράρτημα Ι) και των κατευθυντήριων γραμμών του IMO (Παράρτημα ΙΙ) θα πρέπει να ερμηνεύονται κατ' αναλογίαν στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας.

(7)

Τα θέματα που διέπονται από τα άρθρα 17 και 17α της Σύμβασης των Αθηνών εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθόσον τα εν λόγω άρθρα επηρεάζουν τους κανόνες που θέσπισε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (4). Στον βαθμό αυτόν, οι εν λόγω δύο διατάξεις θα αποτελέσουν μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης κατά την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη Σύμβαση των Αθηνών.

(8)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έκφραση «ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος» θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το κράτος σημαίας, υπό την έννοια της νηολόγησης ναυλωμένου γυμνού πλοίου, είναι είτε κράτος μέλος είτε συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης των Αθηνών. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες ώστε να κληθεί ο IMO να διαμορφώσει κατευθυντήριες γραμμές για την έννοια της νηολόγησης ναυλωμένου γυμνού πλοίου.

(9)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θα πρέπει να θεωρούνται «εξοπλισμός κινητικότητας» ούτε οι αποσκευές ούτε τα οχήματα κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης των Αθηνών.

(10)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5).

(11)

Ενδείκνυται ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να ενσωματώσει μεταγενέστερες τροποποιήσεις που έχουν επέλθει σε διεθνείς συμβάσεις, συναφή πρωτόκολλα, κώδικες και ψηφίσματα. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

(12)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, ο οποίος συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002 (6), θα πρέπει να επικουρεί την Επιτροπή κατά την κατάρτιση και τη σύνταξη εκθέσεως προόδου σχετικής με την εφαρμογή των νέων κανόνων.

(13)

Τα κράτη μέλη, προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επικυρώσουν τη διεθνή σύμβαση του 1976 για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1996, και να επιλέξουν, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3α της εν λόγω σύμβασης, να ρυθμίσουν με ειδικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού το σύστημα του περιορισμού της ευθύνης που θα εφαρμόζεται ως προς τους επιβάτες.

(14)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η καθιέρωση ενιαίου πλαισίου κανόνων που να διέπει τα δικαιώματα των θαλάσσιων μεταφορέων και των επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος, είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και συνεπώς, λόγω της ανάγκης να διασφαλισθούν σε όλα τα κράτη μέλη ίδια όρια ευθύνης σε περίπτωση ατυχημάτων, είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο όριο για την επίτευξη του επιδιωκομένου στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει το κοινοτικό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις:

α)

της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 2002 (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών»), οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα Ι, και

β)

των επιφυλάξεων και κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών που ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του IMO στις 19 Οκτωβρίου 2006 (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές του IMO»), οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ.

Επίσης, ο παρών κανονισμός επεκτείνει την εφαρμογή αυτών των διατάξεων στις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία Κατηγορίας Α σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1998, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (7) και θεσπίζει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της Σύμβασης των Αθηνών ή στη μεταφορά διά θαλάσσης εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία Κατηγορίας Α σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ, εφόσον:

α)

το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος, ή

β)

η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος, ή

γ)

ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, βρίσκεται σε κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό σε όλες τις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές.

Άρθρο 3

Ευθύνη και ασφάλιση

1.   Το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους και οι κανόνες για την ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια διέπονται από τον παρόντα κανονισμό καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγραφος 2, 3 έως 16, και 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του IMO που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ.

2.   Οι κατευθυντήριες γραμμές του IMO, εφόσον παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ, είναι δεσμευτικές.

Άρθρο 4

Αποζημίωση για εξοπλισμό κινητικότητας ή για άλλον ειδικό εξοπλισμό

Σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας εξοπλισμού κινητικότητας ή άλλου ειδικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται από επιβάτη μειωμένης κινητικότητας, η ευθύνη του μεταφορέα διέπεται από το άρθρο 3 παράγραφος 3 της Σύμβασης των Αθηνών. Η αποζημίωση αντιστοιχεί στην αξία αντικατάστασης του σχετικού εξοπλισμού ή, κατά περίπτωση, στις δαπάνες επισκευής.

Άρθρο 5

Γενικός περιορισμός της ευθύνης

Ο παρών κανονισμός δεν τροποποιεί τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης του 1976 για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1996, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε μελλοντικής τροποποίησης της Σύμβασης αυτής.

Όσον αφορά απαιτήσεις για θάνατο ή για σωματικές βλάβες επιβάτη λόγω οποιουδήποτε από τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO, ο μεταφορέας και το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα μπορούν να περιορίζουν την ευθύνη τους βάσει των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, υπό τον όρο ότι το όριο της ευθύνης, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, δεν υπερβαίνει, σε κάθε περίπτωση, 340 εκατομμύρια ΕΤΔ (Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα) ανά συμβάν ή 250 000 ΕΤΔ ανά επιβάτη, ανάλογα με το ποιο ποσό είναι το μικρότερο.

Άρθρο 6

Προκαταβολές

Εφόσον ο θάνατος ή η σωματική βλάβη επιβάτη έχει προκληθεί σε ναυτικό συμβάν που επήλθε στο έδαφος κράτους μέλους ή έχει συμβεί σε πλοίο που έφερε τη σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος, κατά περίπτωση, ο μεταφορέας που εκτέλεσε όντως τη μεταφορά, κατά τη διάρκεια της οποίας επήλθε το ναυτικό συμβάν, πληρώνει προκαταβολή που επαρκεί για την κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών, ανάλογη με την προκληθείσα ζημία, εντός δεκαπέντε ημερών από τον προσδιορισμό του δικαιούχου αποζημίωσης. Σε περίπτωση θανάτου, το ποσό της προκαταβολής ανέρχεται σε 21 000 EUR τουλάχιστον.

Η παρούσα διάταξη ισχύει επίσης εάν ο μεταφορέας είναι εγκατεστημένος στην Κοινότητα.

Η προκαταβολή δεν συνιστά αναγνώριση ευθύνης και μπορεί να αντισταθμισθεί με οιοδήποτε άλλο ποσό καταβληθεί εν συνεχεία βάσει του παρόντος κανονισμού, αλλά δεν είναι επιστρεπτέα, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, ή το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών ή το Προσάρτημα Α των κατευθυντήριων γραμμών του IMO ή εάν ο αποδέκτης της προκαταβολής δεν ήταν ο δικαιούχος της αποζημίωσης.

Άρθρο 7

Πληροφόρηση των επιβατών

Ο μεταφορέας και/ή το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα διασφαλίζουν ότι παρέχονται στους επιβάτες κατάλληλες και κατανοητές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που έχουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού το αργότερο κατά την αναχώρηση. Εφόσον η υποχρέωση πληροφόρησης δυνάμει του παρόντος άρθρου έχει εκπληρωθεί είτε από τον μεταφορέα είτε από το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, το άλλο πρόσωπο δεν υποχρεούται να υποβάλει αναφορά. Οι πληροφορίες παρέχονται υπό την πλέον ενδεδειγμένη μορφή.

Προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτή την απαίτηση για πληροφόρηση, ο μεταφορέας και το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα μπορούν να χρησιμοποιούν σύνοψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, την οποία καταρτίζει η Επιτροπή και να τη δημοσιεύουν.

Άρθρο 8

Έκθεση

Το αργότερο τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, κατά την κατάρτιση της οποίας λαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπόψη τις οικονομικές εξελίξεις και τις εξελίξεις στα διεθνή φόρα.

Άρθρο 9

Διαδικασία

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την ενσωμάτωση τροποποιήσεων των ορίων που καθορίζονται με τα άρθρα 3 παράγραφος 1, 4α παράγραφος 1, 7 παράγραφος 1, και 8 της Σύμβασης των Αθηνών, ώστε να ληφθούν υπόψη αποφάσεις που έχουν ληφθεί δυνάμει του άρθρου 23 της Σύμβασης των Αθηνών και οι αντίστοιχες ενημερώσεις του Παραρτήματος Ι, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10, παράγραφος 2.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την ενσωμάτωση τροποποιήσεων των διατάξεων των κατευθυντήριων γραμμών του IMO, που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 10, παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 (8).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 11

Μεταβατική διάταξη

Όσον αφορά τη μεταφορά διά θαλάσσης εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία Κατηγορίας Α σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να αναβάλουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού το αργότερο τέσσερα έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών όσον αφορά την Κοινότητα.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  EE C 318, 23.12.2006, σ. 195.

(2)  EE C 229, 22.9.2006, σ. 38.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Απριλίου 2007 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα). Απόφαση του Συμβουλίου της ....

(4)  ΕΕ L 12,16.1.2001, σ.1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363, 20.12.2006, σ.1).

(5)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 10).

(6)  ΕΕ L 208, 5.8.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1891/2006 (ΕΕ L 394, 30. 12.2006, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 144, 15.5.1998, σ.1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/75/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 190, 30.7.2003, σ. 6).

(8)  ΕΕ L 324, 29.11.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 22, 31.1.2007, σ. 12).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού

(Ενοποιημένο κείμενο της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους και του Πρωτοκόλλου της του 2002)

Άρθρο 1

Ορισμοί

Στην παρούσα Σύμβαση, οι ακόλουθες εκφράσεις έχουν τη σημασία που τους αποδίδεται παρακάτω:

1.

α)

«μεταφορέας» σημαίνει το πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί σύμβαση μεταφοράς, ανεξαρτήτως του εάν η μεταφορά εκτελείται όντως από το πρόσωπο αυτό ή από πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα·

β)

«πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει το διαφορετικό από τον μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου και το οποίο εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της· και

γ)

«μεταφορέας που εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της» σημαίνει το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή τον μεταφορέα, εφόσον ο τελευταίος εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος της.

2.

«Σύμβαση μεταφοράς» σημαίνει τη σύμβαση που έχει συναφθεί από μεταφορέα ή για λογαριασμό του, με αντικείμενο τη θαλάσσια μεταφορά επιβάτη ή επιβάτη και των αποσκευών του, ανάλογα με την περίπτωση.

3.

«Πλοίο» σημαίνει μόνο θαλασσοπλοούν πλοίο, αποκλειομένων των αερόστρωμνων οχημάτων.

4.

«Επιβάτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο που μεταφέρεται επί του πλοίου:

α)

βάσει συμβάσεως μεταφοράς· ή

β)

το οποίο, με τη συναίνεση του μεταφορέα, συνοδεύει όχημα ή ζώντα ζώα, μεταφερόμενα βάσει συμβάσεως μεταφοράς αγαθών η οποία δεν διέπεται από την παρούσα Σύμβαση.

5.

«Αποσκευές» σημαίνει κάθε αντικείμενο ή όχημα που μεταφέρεται από τον μεταφορέα βάσει συμβάσεως μεταφοράς, με εξαίρεση:

α)

τα αντικείμενα και οχήματα που μεταφέρονται βάσει ναυλοσυμφώνου, φορτωτικής ή άλλης σύμβασης που αφορά πρωταρχικά τη μεταφορά αγαθών· και

β)

τα ζώντα ζώα.

6.

«Αποσκευές καμπίνας» σημαίνει αποσκευές που έχει ο επιβάτης στην καμπίνα του ή που βρίσκονται με άλλο τρόπο στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση ή τον έλεγχό του· στις αποσκευές καμπίνας περιλαμβάνονται και οι αποσκευές που έχει ο επιβάτης μέσα ή πάνω στο όχημά του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες εφαρμόζονται η παράγραφος 8 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 8.

7.

Η «απώλεια ή φθορά αποσκευών» περιλαμβάνει την οικονομική απώλεια που προέρχεται από τη μη παράδοση των αποσκευών στον επιβάτη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την άφιξη του πλοίου πάνω στο οποίο έχουν ή θα έπρεπε να είχαν μεταφερθεί οι αποσκευές, αλλά δεν περιλαμβάνει καθυστερήσεις που είναι αποτέλεσμα εργατικών διαφορών.

8.

Η «μεταφορά» καλύπτει τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

α)

σχετικά με τον επιβάτη και τις αποσκευές του καμπίνας, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο επιβάτης ή και οι αποσκευές του καμπίνας βρίσκονται πάνω στο πλοίο ή στη διαδικασία της επιβίβασης ή αποβίβασης, και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο επιβάτης και οι αποσκευές του καμπίνας μεταφέρονται με πλωτά μέσα από την ξηρά στο πλοίο ή αντιστρόφως, εφόσον το κόστος της μεταφοράς αυτής περιλαμβάνεται στο ναύλο ή εφόσον το σκάφος που χρησιμοποιείται γι' αυτόν το σκοπό της βοηθητικής μεταφοράς έχει τεθεί στη διάθεση του επιβάτη από τον μεταφορέα. Εντούτοις, όσον αφορά τον επιβάτη, η μεταφορά δεν περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός βρίσκεται σε τερματικό σταθμό ή σταθμό ή σε προκυμαία ή μέσα ή πάνω σε κάθε άλλη λιμενική εγκατάσταση·

β)

σχετικά με τις αποσκευές καμπίνας, και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο επιβάτης βρίσκεται σε τερματικό σταθμό ή σταθμό ή σε προκυμαία ή μέσα ή πάνω σε κάθε άλλη λιμενική εγκατάσταση εφόσον οι αποσκευές αυτές έχουν παραληφθεί από τον μεταφορέα ή τον υπάλληλό του ή από πράκτορα και δεν παραδόθηκαν στον επιβάτη·

γ)

σχετικά με αποσκευές άλλες από τις αποσκευές καμπίνας, το χρονικό διάστημα από το χρόνο της παραλαβής στην οποία προέβη ο μεταφορέας ή ο υπάλληλός του ή ο πράκτορας στην ξηρά ή στο πλοίο, έως τον χρόνο παράδοσης των εν λόγω αποσκευών από τα πρόσωπα αυτά.

9.

«Διεθνής μεταφορά» σημαίνει κάθε μεταφορά, της οποίας, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνον κράτος, εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος·

10.

«Οργανισμός» σημαίνει τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό.

11.

«Γενικός Γραμματέας» σημαίνει τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού.

Άρθρο 1α

Παράρτημα

Το παράρτημα της παρούσας Σύμβασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της.

Άρθρο 2

Εφαρμογή

1.   […] (1)

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται όταν η μεταφορά διέπεται από καθεστώς αστικής ευθύνης, δυνάμει των διατάξεων οιασδήποτε άλλης διεθνούς σύμβασης η οποία αφορά τη μεταφορά επιβατών ή αποσκευών με άλλο είδος μεταφοράς, καθ' όσον οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται υποχρεωτικά στη θαλάσσια μεταφορά.

Άρθρο 3

Ευθύνη του μεταφορέα

1.   Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που προξενήθηκαν από ναυτικό συμβάν, κατά το βαθμό που η ζημία αυτή ως προς τον εν λόγω επιβάτη δεν υπερβαίνει σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τις 250 000 μονάδες υπολογισμού, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν:

α)

ήταν αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα· ή

β)

προξενήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με σκοπό την προξένηση του συμβάντος.

Εφόσον και κατά το βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας είναι περαιτέρω υπεύθυνος, εκτός εάν αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια.

2.   Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, που δεν προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν το οποίο προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Το βάρος απόδειξης του πταίσματος ή της αμέλειας φέρει ο ενάγων.

3.   Για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εφόσον το συμβάν που προξένησε τη ζημία οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια. Το πταίσμα ή η αμέλεια του μεταφορέα τεκμαίρονται για τη ζημία που προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν.

4.   Για ζημία που προξενήθηκε από την απώλεια ή τη φθορά αποσκευών, πλην των αποσκευών καμπίνας, την ευθύνη φέρει ο μεταφορέας, εκτός εάν αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφειλόταν σε δικό του πταίσμα ή αμέλεια.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

α)

«ναυτικό συμβάν» σημαίνει ναυάγιο, ανατροπή, σύγκρουση ή προσάραξη του πλοίου, έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή ελάττωμα του πλοίου·

β)

με τους όρους «πταίσμα ή αμέλεια του μεταφορέα» νοούνται το πταίσμα ή η αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του·

γ)

«ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμφωνία με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας, η οποία αφορά οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβόληση, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο ή έλεγχο βλάβης έπειτα από κατάκλυση· ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων· και

δ)

ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα.

6.   Η βάσει του παρόντος άρθρου ευθύνη του μεταφορέα αφορά μόνο τη ζημία η οποία προκύπτει από συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι το συμβάν που προξένησε τη ζημία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς καθώς και την έκταση της ζημίας.

7.   Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν θίγει τα δικαιώματα αναγωγής του μεταφορέα κατά τρίτου ή τη δυνατότητα ενστάσεως συντρέχοντος πταίσματος βάσει του άρθρου 6 της παρούσας Σύμβασης. Κανένα σημείο του παρόντος άρθρου δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης βάσει των άρθρων 7 ή 8 της παρούσας Σύμβασης.

8.   Τα τεκμήρια σχετικά με το πταίσμα ή την αμέλεια ενός μέρους ή ο καθορισμός του μέρους που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν αποκλείουν το να ληφθούν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του εν λόγω μέρους.

Άρθρο 4

Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα

1.   Εάν η εκτέλεση της μεταφοράς ή ενός μέρους της ανετέθη σε πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας εξακολουθεί παρά ταύτα να φέρει την ευθύνη για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, αλλά και δύναται να τις επικαλεσθεί, για το μέρος της μεταφοράς που έχει ο ίδιος εκτελέσει.

2.   Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος, σε σχέση με τη μεταφορά που έχει εκτελεσθεί από πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, για τις πράξεις και παραλείψεις του τελευταίου και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας τους.

3.   Οποιαδήποτε ειδική συμφωνία, βάσει της οποίας ο μεταφορέας αναλαμβάνει υποχρεώσεις που δεν επιβάλλονται από την παρούσα Σύμβαση ή παραιτείται δικαιωμάτων που απονέμονται από την παρούσα Σύμβαση, ισχύει έναντι του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα μόνον εάν ο τελευταίος συμφωνήσει ρητώς και εγγράφως.

4.   Εφόσον και κατά τον βαθμό στον οποίο υπεύθυνοι είναι τόσο ο μεταφορέας όσο και το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.

5.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θίγει δικαιώματα αναγωγής μεταξύ του μεταφορέα και του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα.

Άρθρο 4α

Υποχρεωτική ασφάλιση

1.   Όταν μεταφέρονται επιβάτες με πλοίο νηολογημένο σε κράτος μέλος της Σύμβασης, το οποίο έχει άδεια να μεταφέρει περισσότερους από 12 επιβάτες, και εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση, κάθε μεταφορέας που εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή ένα μέρος της οφείλει να διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, όπως τραπεζική εγγύηση ή εγγύηση από παρόμοιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, για την κάλυψη της βάσει της παρούσας Σύμβασης ευθύνης λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβατών. Το όριο της υποχρεωτικής ασφαλιστικής κάλυψης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε 250 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση.

2.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους της Σύμβασης, αφού διαπιστώσει ότι πληρούνται τα απαιτούμενα από την παράγραφο 1, εκδίδει για κάθε πλοίο πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιούται η ισχύς της ασφαλιστικής κάλυψης ή οποιασδήποτε άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης. Όσον αφορά τα πλοία που είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος της Σύμβασης, το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται ή επικυρούται από την αρμόδια αρχή του κράτους του νηολογίου του πλοίου· όσον αφορά τα πλοία που δεν είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος της Σύμβασης, το πιστοποιητικό εκδίδεται ή επικυρούται από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους της Σύμβασης. Το εν λόγω πιστοποιητικό συντάσσεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας Σύμβασης, περιλαμβάνει δε τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ονομασία του πλοίου, το διακριτικό αριθμό ή χαρακτήρες, και το λιμένα νηολόγησης·

β)

την επωνυμία και τον τόπο της κύριας εγκατάστασης του μεταφορέα που εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή ένα μέρος της·

γ)

τον αριθμό αναγνώρισης του IMO του πλοίου·

δ)

το είδος και τη διάρκεια της ασφάλειας·

ε)

την επωνυμία και τον τόπο κύριας εγκατάστασης του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλιση και, όπου ενδείκνυται, τον τόπο εγκατάστασης όπου έχει συναφθεί η ασφάλιση ή έχει συσταθεί άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια· και

στ)

τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού, η οποία δεν υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης ή της άλλου είδους χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

3.

α)

Τα κράτη μέλη της Σύμβασης δύνανται να εξουσιοδοτούν αναγνωρισμένο από αυτά ίδρυμα ή οργανισμό να εκδίδει το πιστοποιητικό. Το εν λόγω ίδρυμα ή οργανισμός ενημερώνει το κράτος αυτό για την έκδοση κάθε πιστοποιητικού. Οπωσδήποτε, το κράτος μέλος της Σύμβασης εγγυάται πλήρως την πληρότητα και ακρίβεια του εκδοθέντος πιστοποιητικού και αναλαμβάνει να μεριμνήσει για τις ρυθμίσεις τις αναγκαίες για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής·

β)

κάθε κράτος μέλος της Σύμβασης ενημερώνει τον Γενικό Γραμματέα:

i)

για τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες και τους όρους της εξουσιοδότησης που παραχώρησε σε αναγνωρισμένο ίδρυμα ή οργανισμό,

ii)

για την άρση της εξουσιοδότησης αυτής, και

iii)

για την ημερομηνία από την οποία τίθεται σε ισχύ η εν λόγω εξουσιοδότηση ή η άρση της.

Η παραχωρούμενη εξουσιοδότηση τίθεται σε ισχύ μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαβιβάσθηκε η σχετική κοινοποίηση στον Γενικό Γραμματέα·

γ)

το ίδρυμα ή ο οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πιστοποιητικά σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, πρέπει, τουλάχιστον, να διαθέτει εξουσιοδότηση απόσυρσης των πιστοποιητικών αυτών, εφόσον δεν πληρούνται οι όροι βάσει των οποίων εκδόθηκαν. Τα ιδρύματα ή οι οργανισμοί γνωστοποιούν πάντοτε την απόσυρση στο κράτος, για λογαριασμό του οποίου είχε εκδοθεί το πιστοποιητικό.

4.   Το πιστοποιητικό συντάσσεται στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του εκδίδοντος κράτους. Εάν η χρησιμοποιούμενη γλώσσα δεν είναι τα αγγλικά, τα γαλλικά ή τα ισπανικά, το κείμενο περιλαμβάνει μετάφραση σε μια από τις εν λόγω γλώσσες, εφόσον δε το αποφασίσει το κράτος, η επίσημη γλώσσα του είναι δυνατόν να παραλειφθεί.

5.   Το πιστοποιητικό διατηρείται επί του πλοίου, αντίγραφό του δε κατατίθεται στις αρχές που τηρούν το μητρώο νηολόγησης του πλοίου ή, εάν το πλοίο δεν είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος της Σύμβασης, στην αρχή του κράτους έκδοσης ή κύρωσης του πιστοποιητικού.

6.   Μια ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου εάν, για αιτία ανεξάρτητη από τη λήξη της διάρκειας ισχύος της ασφάλισης ή της χρηματοοικονομικής ασφάλειας την οποία αναφέρει το πιστοποιητικό, είναι δυνατόν να παύσει να ισχύει, πριν παρέλθουν τρεις μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της λήξης της ισχύος της στις αρχές τις οποίες αναφέρει η παράγραφος 5, εκτός εάν το πιστοποιητικό έχει παραδοθεί στις αρχές αυτές ή έχει εκδοθεί νέο πιστοποιητικό κατά την εν λόγω διάρκεια ισχύος της ασφάλισης ή της χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται ομοίως σε κάθε τροποποίηση δυνάμει της οποίας η ασφάλιση ή η άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια παύει να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

7.   Το κράτος νηολόγησης του πλοίου καθορίζει, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τους όρους έκδοσης και ισχύος του πιστοποιητικού.

8.   Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι εμποδίζει κάποιο κράτος μέλος της Σύμβασης να βασίζεται σε πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει από άλλα κράτη ή τον Οργανισμό ή άλλους διεθνείς οργανισμούς και οι οποίες αφορούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ασφαλιστών ή των φορέων που παρέχουν τη χρηματοοικονομική ασφάλεια για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος μέλος της Σύμβασης που βασίζεται σε τέτοιου είδους πληροφορίες δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη που φέρει ως κράτος που εκδίδει το πιστοποιητικό.

9.   Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται ή κυρώνονται με εξουσιοδότηση κράτους μέλους της Σύμβασης γίνονται δεκτά από τα άλλα κράτη μέλη της παρούσας Σύμβασης για τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής και θεωρούνται από τα άλλα κράτη μέλη της Σύμβασης ότι έχουν την ίδια ισχύ με τα πιστοποιητικά τα οποία εκδίδουν ή κυρώνουν τα ίδια, ακόμα και εάν τα εν λόγω πιστοποιητικά έχουν εκδοθεί ή κυρωθεί για πλοίο που δεν είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος της Σύμβασης. Τα κράτη μέλη της Σύμβασης δύνανται να ζητήσουν ανά πάσα στιγμή διαβουλεύσεις με το κράτος που εκδίδει ή κυρώνει το πιστοποιητικό εάν θεωρήσουν ότι ο ασφαλιστής ή ο εγγυητής που σημειώνεται στο πιστοποιητικό ασφάλισης δεν είναι σε θέση να καλύψει χρηματοοικονομικά τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η παρούσα Σύμβαση.

10.   Κάθε απαίτηση αποζημίωσης που καλύπτεται από ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια σύμφωνα με το παρόν άρθρο είναι δυνατόν να ασκηθεί ευθέως κατά του ασφαλιστή ή του άλλου προσώπου το οποίο παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό που αναφέρει η παράγραφος 1 αποτελεί το όριο ευθύνης του ασφαλιστή ή του άλλου προσώπου που παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια, ακόμη και εάν ο μεταφορέας ή το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δεν δικαιούται περιορισμό της ευθύνης τους. Ο εναγόμενος δύναται περαιτέρω να προβάλει προς υπεράσπιση του τους ισχυρισμούς (εκτός από την πτώχευση ή την εκκαθάριση) τους οποίους θα είχε το δικαίωμα να προβάλει σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ο μεταφορέας τον οποίο αναφέρει η παράγραφος 1. Περαιτέρω, ο εναγόμενος δύναται να επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι η ζημία προκλήθηκε από εσκεμμένο παράπτωμα του ασφαλισμένου, πλην όμως ο εναγόμενος δεν δύναται να προβάλει κανέναν άλλο ισχυρισμό υπεράσπισης τον οποίο θα είχε το δικαίωμα να επικαλεσθεί σε περίπτωση αγωγής του ασφαλισμένου εναντίον του. Ο εναγόμενος, οπωσδήποτε, έχει το δικαίωμα να προσεπικαλέσει στη δίκη τον μεταφορέα και το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα.

11.   Τα ποσά που έχουν παρασχεθεί μέσω ασφαλίσεως ή άλλου είδους χρηματοοικονομικής ασφάλειας, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, διατίθενται αποκλειστικά για την ικανοποίηση των βάσει της παρούσας Σύμβασης απαιτήσεων, οποιεσδήποτε δε καταβολές των ποσών αυτών απαλλάσσουν, μέχρι του ύψους των καταβληθέντων ποσών, από κάθε ευθύνη η οποία προκύπτει βάσει της παρούσας Σύμβασης.

12.   Ένα κράτος μέλος της Σύμβασης ουδέποτε επιτρέπει την εκμετάλλευση πλοίου που φέρει τη σημαία του και στο οποίο εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, εάν δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 15.

13.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κάθε κράτος μέλος της Σύμβασης μεριμνά, βάσει του εθνικού του δικαίου, ώστε κάθε πλοίο, ανεξαρτήτως του λιμένα νηολόγησης, το οποίο έχει άδεια να μεταφέρει περισσότερους από δώδεκα επιβάτες, να καλύπτεται, κατά τον κατάπλου ή τον απόπλου από λιμένα του εδάφους του, από ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, στην έκταση που προσδιορίζεται από την παράγραφο 1, καθ' όσον εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση.

14.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 5, ένα κράτος μέλος της Σύμβασης δύναται να γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 13, τα πλοία δεν υποχρεούνται να φέρουν ή να επιδεικνύουν το πιστοποιητικό που απαιτεί η παράγραφος 2 κατά τον κατάπλου ή τον απόπλου από λιμένες του εδάφους τους, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος της Σύμβασης το οποίο εκδίδει το πιστοποιητικό έχει γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα ότι διατηρεί μητρώα σε ηλεκτρονική μορφή, προσπελάσιμα για όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης, που βεβαιώνουν την ύπαρξη του πιστοποιητικού και επιτρέπουν στα κράτη μέλη της Σύμβασης να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της παραγράφου 13.

15.   Εάν ένα πλοίο το οποίο ανήκει σε κράτος μέλος της Σύμβασης δεν καλύπτεται από ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε αυτό. Ωστόσο, το εν λόγω πλοίο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους της νηολόγησης και βεβαιώνει ότι το πλοίο ανήκει στο εν λόγω κράτος και ότι η ευθύνη καλύπτεται μέχρι του ποσού που προβλέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να ακολουθεί, όσο το δυνατόν πιστότερα, το υπόδειγμα που αναφέρει η παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Τιμαλφή

Ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για την απώλεια ή ζημία σε χρήματα, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα, χρυσό, ασημικά, κοσμήματα, διακοσμητικά αντικείμενα, έργα τέχνης ή άλλα τιμαλφή, εκτός εάν αυτά παραδόθηκαν στον μεταφορέα με συμφωνία για τη φύλαξή τους, οπότε ο μεταφορέας ευθύνεται μέχρι του ορίου που προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 3, εκτός εάν συμφωνήθηκε υψηλότερο όριο ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1.

Άρθρο 6

Συντρέχον πταίσμα

Εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι πταίσμα ή αμέλεια του επιβάτη προκάλεσε ή συνέβαλε στο θάνατο ή τη σωματική του βλάβη ή στην απώλεια ή φθορά αποσκευών του, το δικάζον δικαστήριο δύναται να απαλλάξει τον μεταφορέα πλήρως ή εν μέρει από την ευθύνη του, σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζει.

Άρθρο 7

Όριο ευθύνης για θάνατο και σωματικές βλάβες

1.   Η βάσει του άρθρου 3 ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 400 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους μεταφορά. Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, επιδικάζονται αποζημιώσεις υπό μορφή περιοδικών προσόδων, το ισότιμο της αξίας του κεφαλαίου των εν λόγω καταβολών δεν υπερβαίνει το ανωτέρω όριο.

2.   Ένα κράτος μέλος της Σύμβασης δύναται να ρυθμίζει με ειδικές διατάξεις εθνικού δικαίου το όριο ευθύνης που ορίζει η παράγραφος 1, υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό όριο ευθύνης, εφόσον υπάρχει, δεν είναι χαμηλότερο από εκείνο που ορίζει η παράγραφος 1. Το κράτος μέλος της Σύμβασης το οποίο κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπει η παρούσα παράγραφος, ενημερώνει τον Γενικό Γραμματέα για το εγκριθέν όριο ευθύνης ή για τη μη ύπαρξη ορίου.

Άρθρο 8

Όριο ευθύνης για απώλεια ή ζημία σε αποσκευές και οχήματα

1.   Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή φθορά αποσκευών καμπίνας δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 2 250 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη και ανά μεταφορά.

2.   Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή φθορά οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποσκευών που μεταφέρονται εντός ή επί του οχήματος, δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 12 700 μονάδες υπολογισμού ανά όχημα και ανά μεταφορά.

3.   Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή φθορά αποσκευών, πέραν εκείνων που αναφέρουν οι παράγραφοι 1 και 2, δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τις 3 375 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη και ανά μεταφορά.

4.   Ο μεταφορέας και ο επιβάτης δύνανται να συμφωνήσουν ότι η ευθύνη του μεταφορέα υπόκειται σε απαλλαγή, το ύψος της οποίας δεν υπερβαίνει τις 330 μονάδες υπολογισμού για την περίπτωση φθοράς οχήματος και τις 149 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για την περίπτωση απώλειας ή φθοράς άλλων αποσκευών. Το ποσό αυτό αφαιρείται από το ποσό της απώλειας ή της φθοράς.

Άρθρο 9

Μονάδα υπολογισμού και μετατροπή

1.   Η μονάδα υπολογισμού κατά την παρούσα Σύμβαση είναι τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα ποσά που αναφέρουν το άρθρο 3 παράγραφος 1, το άρθρο 4α παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1, και το άρθρο 8 μετατρέπονται στο εθνικό νόμισμα του κράτους, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται το δικάζον δικαστήριο, βάσει της αξίας του εν λόγω νομίσματος σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή την ημερομηνία που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους. Η σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα αξία του εθνικού νομίσματος κράτους μέλους της Σύμβασης, το οποίο είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατά την οικεία ημερομηνία για τις δικές του πράξεις και συναλλαγές. Η σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα αξία του εθνικού νομίσματος κράτους μέλους της Σύμβασης, το οποίο δεν είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπολογίζεται με τον τρόπο που καθορίζει αυτό το κράτος μέλος της Σύμβασης.

2.   Ωστόσο, ένα κράτος το οποίο δεν είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του οποίου η νομοθεσία δεν επιτρέπει την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 δύναται, κατά τη στιγμή της κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη μεταγενέστερη χρονική στιγμή, να δηλώσει ότι η μονάδα υπολογισμού την οποία αναφέρει η παράγραφος 1 ισούται με δεκαπέντε χρυσά φράγκα. Το χρυσό φράγκο που αναφέρει η παρούσα παράγραφος αντιστοιχεί σε εξήντα πέντε και μισό χιλιοστόγραμμα χρυσού καθαρότητας εννιακοσίων βαθμών. Η μετατροπή του χρυσού φράγκου σε εθνικό νόμισμα γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους.

3.   Ο υπολογισμός στον οποίο αναφέρεται η τελευταία περίοδος της παραγράφου 1 και η μετατροπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε, για τα ποσά του άρθρου 3 παράγραφος 1, του άρθρου 4α παράγραφος 1, του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 8, να εκφράζεται σε εθνικό νόμισμα των κρατών μελών της Σύμβασης, κατά το δυνατόν, η ίδια πραγματική αξία με εκείνη που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των τριών πρώτων εδαφίων της παραγράφου 1. Τα κράτη γνωστοποιούν στον Γενικό Γραμματέα τον τρόπο υπολογισμού σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή το αποτέλεσμα της μετατροπής σύμφωνα με την παράγραφο 2, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την κατάθεση της πράξης κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση και κάθε φορά που επέρχεται αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού ή στο αποτέλεσμα της μετατροπής.

Άρθρο 10

Συμπληρωματικές διατάξεις για τα όρια ευθύνης

1.   Ο μεταφορέας και ο επιβάτης δύνανται να συμφωνήσουν ρητώς και εγγράφως υψηλότερα όρια ευθύνης από εκείνα που ορίζονται από τα άρθρα 7 και 8.

2.   Οι τόκοι επί των αποζημιώσεων και τα δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνονται στα όρια ευθύνης που καθορίζουν τα άρθρα 7 και 8.

Άρθρο 11

Υπεράσπιση και όρια για υπαλλήλους μεταφορέων

Εφόσον ασκείται αγωγή κατά υπαλλήλου ή πράκτορα του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, σε σχέση με ζημία που καλύπτεται από την παρούσα Σύμβαση, αυτός ο υπάλληλος ή ο πράκτορας, εάν αποδεικνύει ότι ενήργησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, δικαιούται να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα υπεράσπισης και να επικαλεσθεί τα ίδια όρια ευθύνης τα οποία διαθέτει ο μεταφορέας ή το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

Άρθρο 12

Σώρευση απαιτήσεων

1.   Όταν εφαρμόζονται τα όρια ευθύνης που καθορίζονται από τα άρθρα 7 και 8, ισχύουν για το σύνολο των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση για όλες τις απαιτήσεις που απορρέουν από το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες κάθε επιβάτη ή από την απώλεια ή φθορά αποσκευών του.

2.   Όταν πρόκειται για μεταφορά που έχει εκτελεσθεί από πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, το άθροισμα των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση από τον μεταφορέα και το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και από τους υπαλλήλους και πράκτορές τους που ενεργούν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που είναι δυνατόν να επιδικασθεί εις βάρος είτε του μεταφορέα είτε του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, αλλά κανένα από τα προαναφερθέντα πρόσωπα δεν φέρει ευθύνη για ποσό μεγαλύτερο από το όριο που ισχύει ως προς αυτό το ίδιο.

3.   Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος ή πράκτορας του μεταφορέα ή του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα έχει σύμφωνα με το άρθρο 11 της παρούσας Σύμβασης το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια ευθύνης που καθορίζονται από τα άρθρα 7 και 8, το άθροισμα των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση από τον μεταφορέα ή ενδεχομένως από το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και από τον υπάλληλο ή πράκτορα δεν υπερβαίνει αυτά τα όρια.

Άρθρο 13

Απώλεια του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης

1.   Ο μεταφορέας δεν έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια ευθύνης που καθορίζονται από τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 10 παράγραφος 1, εάν αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη του μεταφορέα που έγινε με πρόθεση να προξενηθεί η ζημία αυτή ή από αμέλεια εν επιγνώσει του ότι θα μπορούσε πιθανότατα να προκληθεί η ζημία αυτή.

2.   Ο υπάλληλος ή πράκτορας του μεταφορέα ή του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δεν έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα όρια αυτά, εάν αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη αυτού του υπαλλήλου ή πράκτορα, που έγινε με πρόθεση να προξενηθεί η ζημία αυτή ή από αμέλεια εν επιγνώσει του ότι θα μπορούσε πιθανότατα να προκληθεί η ζημία αυτή.

Άρθρο 14

Βάση απαιτήσεων

Καμία αγωγή αποζημίωσης για τον θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη ή για την απώλεια ή φθορά αποσκευών δεν εγείρεται κατά μεταφορέα ή προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση.

Άρθρο 15

Ενημέρωση για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών

1.   Ο επιβάτης ενημερώνει εγγράφως τον μεταφορέα ή τον πράκτορά του:

α)

σε περίπτωση εμφανούς φθοράς των αποσκευών:

i)

για αποσκευές καμπίνας, πριν από την αποβίβαση του επιβάτη ή κατά το χρόνο της εν λόγω αποβίβασης,

ii)

για όλες τις άλλες αποσκευές, πριν αυτές του παραδοθούν ή κατά το χρόνο που του παραδίδονται·

β)

σε περίπτωση μη εμφανούς φθοράς των αποσκευών ή απώλειας των αποσκευών, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία αποβίβασης ή επαναπαράδοσης ή από το χρόνο που θα έπρεπε να έχει γίνει η επαναπαράδοση αυτή.

2.   Ο επιβάτης που δεν συμμορφώνεται με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι έχει παραλάβει άθικτες τις αποσκευές του, εκτός εάν αποδείξει το αντίθετο.

3.   Η έγγραφη γνωστοποίηση δεν χρειάζεται να γίνει, εάν η κατάσταση των αποσκευών κατά το χρόνο παραλαβής τους ελέγχθηκε ή επιθεωρήθηκε από κοινού.

Άρθρο 16

Παραγραφή αγωγών

1.   Κάθε αγωγή αποζημίωσης που απορρέει από θάνατο ή σωματική βλάβη επιβάτη ή από απώλεια ή φθορά αποσκευών, παραγράφεται μετά την πάροδο δύο ετών.

2.   Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται ως ακολούθως:

α)

σε περίπτωση σωματικής βλάβης, από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη·

β)

σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, από την ημερομηνία κατά την οποία ο επιβάτης θα έπρεπε να έχει αποβιβασθεί και, σε περίπτωση σωματικής βλάβης που συνέβη κατά τη μεταφορά και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση, από την ημερομηνία του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία της αποβίβασης·

γ)

σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς αποσκευών, από την ημερομηνία αποβίβασης ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει γίνει η αποβίβαση, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας που είναι μεταγενέστερη.

3.   Τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής διέπονται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται άσκηση αγωγής βάσει της παρούσας Σύμβασης μετά τη λήξη οποιουδήποτε από τα εξής χρονικά διαστήματα:

α)

διαστήματος πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει λάβει χώρα η αποβίβαση, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη· ή, εάν προηγείται·

β)

διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν.

4.   Παρά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ο χρόνος παραγραφής είναι δυνατόν να παραταθεί με δήλωση του μεταφορέα ή κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων μετά την επέλευση της γενεσιουργού αιτίας της αγωγής. Η δήλωση ή συμφωνία πρέπει να είναι έγγραφη.

Άρθρο 17

Δικαιοδοσία (1)

 

Άρθρο 17α

Αναγνώριση και εκτέλεση (1)

 

Άρθρο 18

Ακυρότητα συμβατικών όρων

Οποιοσδήποτε συμβατικός όρος συναφθείς προτού λάβει χώρα το συμβάν που προκάλεσε το θάνατο ή σωματική βλάβη επιβάτη ή την απώλεια ή ζημία των αποσκευών του, ο οποίος αποσκοπεί στην απαλλαγή του μεταφορέα από την ευθύνη του έναντι του επιβάτη ή στον καθορισμό κατώτερου ορίου ευθύνης από το οριζόμενο στην παρούσα Σύμβαση, εκτός από το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 4, και οποιοσδήποτε όρος ο οποίος αποσκοπεί στη μετάθεση του βάρους απόδειξης του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος επιλογής, όπως ορίζει το άρθρο 17 παράγραφος 1, είναι άκυρος, αλλά η ακυρότητα του όρου αυτού δεν επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης μεταφοράς, η οποία εξακολουθεί να υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.

Άρθρο 20

Ζημίες από πυρηνική ενέργεια

Δεν υφίσταται ευθύνη σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση για ζημίες που προκλήθηκαν από συμβάν σχετικό με την πυρηνική ενέργεια:

α)

εάν ο φορέας εκμετάλλευσης πυρηνικής εγκατάστασης είναι υπεύθυνος για ζημία αυτού του είδους είτε σύμφωνα με τη Σύμβαση των Παρισίων της 29ης Ιουλίου 1960 περί Ευθύνης Τρίτων στο Πεδίο της Πυρηνικής Ενέργειας, όπως τροποποιήθηκε με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της 28ης Ιανουαρίου 1964, είτε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης της 21ης Μαΐου 1963 για την Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια, ή

β)

εάν ο φορέας εκμετάλλευσης πυρηνικής εγκατάστασης είναι υπεύθυνος για ζημία αυτού του είδους βάσει εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζει την ευθύνη για ζημία αυτού του είδους, υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία αυτή είναι από κάθε άποψη εξίσου ευνοϊκή για τα πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να υποστούν ζημίες είτε με τη Σύμβαση των Παρισίων είτε με τη Σύμβαση της Βιέννης ή με οποιαδήποτε ισχύουσα τροποποίηση ή πρωτόκολλό τους.

Άρθρο 21

Εμπορική μεταφορά από δημόσιες αρχές

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται και στις εμπορικές μεταφορές τις οποίες αναλαμβάνουν κράτη ή δημόσιες αρχές βάσει συμβάσεως μεταφοράς κατά την έννοια του άρθρου 1.

[Άρθρα 22 και 23 του Πρωτοκόλλου του 2002 της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους]

Άρθρο 22

Αναθεώρηση και τροποποίηση (1)

 

Άρθρο 23

Τροποποίηση των ορίων

1.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22, η ειδική διαδικασία του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται μόνο για τροποποίηση των ορίων που προβλέπουν το άρθρο 3 παράγραφος 1, το άρθρο 4α παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο.

2.   Κατ' αίτηση τουλάχιστον του ημίσεος των συμβαλλομένων μερών του παρόντος Πρωτοκόλλου και, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον έξι εξ αυτών, κάθε πρόταση τροποποίησης των ορίων, συμπεριλαμβανομένων των ατελειών, που προβλέπονται από το άρθρο 3 παράγραφος 1, το άρθρο 4α παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, διανέμεται από τον Γενικό Γραμματέα σε όλα τα μέλη του Οργανισμού και σε όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης.

3.   Κάθε τροποποίηση που έχει προταθεί και διανεμηθεί βάσει των ανωτέρω, υποβάλλεται στη Νομική Επιτροπή του Οργανισμού (στο εξής αποκαλούμενη «Νομική Επιτροπή») προς εξέταση, τουλάχιστον έξι μήνες μετά την ημερομηνία της διανομής.

4.   Όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, ανεξάρτητα από το εάν είναι μέλη του Οργανισμού, έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες της Νομικής Επιτροπής για την εξέταση και έγκριση των τροποποιήσεων.

5.   Οι τροποποιήσεις εγκρίνονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των κρατών μελών της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, που είναι παρόντα και ψηφίζουν στη διευρυμένη Νομική Επιτροπή, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την ψηφοφορία είναι παρόντα τουλάχιστον τα μισά από τα κράτη μέλη της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο.

6.   Η Νομική Επιτροπή, όταν καλείται να αποφανθεί για πρόταση τροποποίησης των ορίων, λαμβάνει υπόψη της την κτηθείσα πείρα όσον αφορά τα σχετικά συμβάντα και, ιδιαίτερα, το ύψος της ζημίας που προξένησαν, τις μεταβολές της αξίας των νομισμάτων και τον αντίκτυπο της προτεινόμενης τροποποίησης στο κόστος ασφάλισης.

7.

α)

Καμία τροποποίηση των ορίων βάσει του παρόντος άρθρου δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί πριν παρέλθουν πέντε έτη από την ημερομηνία ανοίγματος του παρόντος Πρωτοκόλλου για υπογραφή ούτε πριν παρέλθουν πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της προηγούμενης τροποποίησης βάσει του παρόντος άρθρου·

β)

κανένα όριο δεν επιτρέπεται να αυξηθεί τόσο ώστε το ύψος του να υπερβαίνει το όριο που θεσπίζει η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο, αυξημένο κατά έξι τοις εκατό ετησίως σε βάση ανατοκισμού από την ημερομηνία ανοίγματος του παρόντος Πρωτοκόλλου προς υπογραφή·

γ)

κανένα όριο δεν επιτρέπεται να αυξηθεί τόσο ώστε να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ορίου που θεσπίζει η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε με το παρόν Πρωτόκολλο.

8.   Κάθε τροποποίηση η οποία εγκρίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 κοινοποιείται από τον Οργανισμό σε όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης. Η τροποποίηση θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή αφού παρέλθουν δεκαοκτώ μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης, εκτός εάν, εντός αυτού του διαστήματος, κράτη που αποτελούν το ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών που ήταν κράτη μέλη της Σύμβασης κατά το χρόνο της έγκρισης της τροποποίησης κοινοποιήσουν στον Γενικό Γραμματέα ότι δεν την αποδέχονται. Στην περίπτωση αυτή, η τροποποίηση απορρίπτεται και δεν παράγει αποτέλεσμα.

9.   Μια τροποποίηση η οποία θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή σύμφωνα με την παράγραφο 8 τίθεται σε ισχύ δεκαοκτώ μήνες μετά την αποδοχή της.

10.   Όλα τα κράτη μέλη της Σύμβασης δεσμεύονται από την τροποποίηση, εκτός εάν καταγγείλουν το παρόν Πρωτόκολλο σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 21, τουλάχιστον έξι μήνες προτού τεθεί σε ισχύ η τροποποίηση. Η καταγγελία αυτή παράγει αποτελέσματα όταν τεθεί σε ισχύ η τροποποίηση.

11.   Εφόσον τροποποίηση έχει εγκριθεί, πλην όμως δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των δεκαοκτώ μηνών για την αποδοχή της, κάθε κράτος το οποίο καθίσταται κράτος μέλος της Σύμβασης κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού δεσμεύεται από την τροποποίηση εφόσον αυτή τεθεί σε ισχύ. Το κράτος το οποίο καθίσταται κράτος μέλος της Σύμβασης μετά το διάστημα αυτό δεσμεύεται από τροποποίηση η οποία έχει γίνει δεκτή σύμφωνα με την παράγραφο 8. Στις περιπτώσεις που αναφέρει η παρούσα παράγραφος, ένα κράτος δεσμεύεται από τροποποίηση όταν αυτή τεθεί σε ισχύ ή όταν το παρόν Πρωτόκολλο τεθεί σε ισχύ για το εν λόγω κράτος, εφόσον η δεύτερη αυτή ημερομηνία είναι μεταγενέστερη.

Παράρτημα της Σύμβασης των Αθηνών

Image

Επεξηγηματικές σημειώσεις:

1.

Η ονομασία του κράτους είναι δυνατόν να συνοδεύεται από παραπομπή στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας όπου εκδίδεται το πιστοποιητικό.

2.

Εάν το συνολικό ποσό της ασφάλειας προέρχεται από περισσότερες της μίας πηγές, πρέπει να αναγραφεί το ποσό καθεμιάς από αυτές.

3.

Εάν η ασφάλεια παρέχεται με διαφορετικές μορφές, αυτές πρέπει να σημειώνονται.

4.

Στο σημείο «Διάρκεια της ασφάλειας» πρέπει να αναγραφεί η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η ασφάλεια.

5.

Στο σημείο «διεύθυνση του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών» πρέπει να αναγραφεί ο τόπος της κύριας εγκατάστασης του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών. Εφόσον ενδείκνυται, πρέπει να αναγραφεί ο τόπος όπου έχει συναφθεί η ασφάλιση ή έχει συσταθεί η ασφάλεια.


(1)  Μη παραγώγιμο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Απόσπασμα από τις επιφυλάξεις του IMO και τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών που ενέκρινε η νομική επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού στις 19 Οκτωβρίου 2006 Επιφυλάξεις και κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών

Επιφύλαξη

1.

Η Σύμβαση των Αθηνών επικυρώνεται με την ακόλουθη επιφύλαξη ή με δήλωση με το ίδιο αποτέλεσμα:

«[1.1.]

Επιφύλαξη σχετικά με την επικύρωση από την Κυβέρνηση … της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους (εφεξής “η Σύμβαση”).

Περιορισμός της ευθύνης των μεταφορέων, κλπ.

[1.2.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την ευθύνη δυνάμει της παραγράφου 1 ή 2 του άρθρου 3 της Σύμβασης, εάν υπάρχει, σε σχέση με το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών στο μικρότερο από τα εξής ποσά:

250 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση,

ή

340 εκατομμύρια μονάδες υπολογισμού συνολικά ανά πλοίο για κάθε επί μέρους περίπτωση.

[1.3.]

Επιπλέον, η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εφαρμόσει και αναλαμβάνει να εφαρμόζει τις παραγράφους 2.1.1 και 2.2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών αναλογικά σε ευθύνες αυτού του είδους.

[1.4.]

Η ευθύνη του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δυνάμει του άρθρου 4 της Σύμβασης, η ευθύνη των υπαλλήλων και πρακτόρων του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δυνάμει του άρθρου 11 της Σύμβασης και το ανώτατο όριο του αθροίσματος των ποσών που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 12 της Σύμβασης περιορίζονται με τον ίδιο τρόπο.

[1.5.]

Η επιφύλαξη και η υποχρέωση στην παράγραφο 1.2 ισχύουν ανεξάρτητα από την ύπαρξη ευθύνης δυνάμει των παραγράφων 1 ή 2 του άρθρου 3 και παρά ο,τιδήποτε αντίθετο στα άρθρα 4 ή 7 της Σύμβασης· όμως, η εν λόγω επιφύλαξη και υποχρέωση δεν επηρεάζουν τη λειτουργία των άρθρων 10 και 13.

Υποχρεωτική ασφάλιση και περιορισμός της ευθύνης των ασφαλιστών

[1.6.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την απαίτηση βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 4α να υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια για τον θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών στο μικρότερο από τα εξής ποσά:

250 000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση,

ή

340 εκατομμύρια μονάδες υπολογισμού συνολικά ανά πλοίο για κάθε επί μέρους περίπτωση.

[1.7.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την ευθύνη του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει χρηματοοικονομική ασφάλεια βάσει της παραγράφου 10 του άρθρου 4α για το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, στο μέγιστο ανώτατο όριο του ποσού της ασφάλισης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας την οποία υποχρεούται να διαθέτει ο μεταφορέας βάσει της παραγράφου 1.6 της παρούσας επιφύλαξης.

[1.8.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται επίσης του δικαιώματος να εφαρμόσει και αναλαμβάνει να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών περιλαμβανομένων των ρητρών στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 2.1 και 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών σε κάθε υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της Σύμβασης.

[1.9.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εξαιρέσει και αναλαμβάνει να εξαιρέσει τον πάροχο ασφάλισης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας βάσει του άρθρου 4α, παράγραφος 1, από κάθε ευθύνη την οποία δεν έχει αναλάβει.

Πιστοποίηση

[1.10.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εκδίδει και αναλαμβάνει να εκδίδει πιστοποιητικά ασφάλισης βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 4α της Σύμβασης, ώστε:

να αντικατοπτρίζονται οι περιορισμοί της ευθύνης και οι απαιτήσεις ασφαλιστικής κάλυψης κατά τις παραγράφους 1.2, 1.6, 1.7 και 1.9, και

να περιλαμβάνονται τυχόν άλλοι περιορισμοί, απαιτήσεις και εξαιρέσεις που πιστεύει ότι απαιτούν οι συνθήκες της ασφαλιστικής αγοράς κατά το χρόνο έκδοσης του πιστοποιητικού.

[1.11.]

Η κυβέρνηση … επιφυλάσσεται του δικαιώματος να δέχεται και αναλαμβάνει να δέχεται πιστοποιητικά ασφάλισης που έχουν εκδοθεί από άλλα κράτη μέλη της Σύμβασης σύμφωνα με παρόμοια επιφύλαξη.

[1.12.]

Όλοι αυτοί οι περιορισμοί, απαιτήσεις και εξαιρέσεις θα αντικατοπτρίζονται σαφώς στο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί ή πιστοποιηθεί βάσει του άρθρου 4α, παράγραφος 2, της Σύμβασης.

Σχέση μεταξύ της παρούσας επιφύλαξης και των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών

[1.13.]

Τα δικαιώματα που προκύπτουν από την παρούσα επιφύλαξη θα ασκούνται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών ή κάθε τροποποίησή τους, με σκοπό τη διασφάλιση ενιαίας εφαρμογής. Εάν η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού εγκρίνει πρόταση τροποποίησης των κατευθυντήριων γραμμών του IMO για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, περιλαμβανομένων των ορίων, οι τροποποιήσεις αυτές θα ισχύουν από την ημερομηνία που θα καθορίζει η Νομική Επιτροπή. Δεν θίγονται οι κανόνες του διεθνούς δικαίου όσον αφορά το δικαίωμα ενός κράτους να αποσύρει ή να τροποποιεί την επιφύλαξή του.»

Κατευθυντήριες γραμμές

2.

Με δεδομένη την τρέχουσα κατάσταση της ασφαλιστικής αγοράς, τα κράτη μέλη της Σύμβασης θα πρέπει να εκδίδουν πιστοποιητικά ασφάλισης με βάση την αρχή ότι ένας ασφαλιστής καλύπτει κινδύνους κατά πολέμου και άλλος ασφαλιστής καλύπτει τους λοιπούς κινδύνους. Κάθε ασφαλιστής είναι υπεύθυνος μόνο για το μέρος της δικής του ασφάλειας. Εφαρμόζονται οι εξής κανόνες (οι ρήτρες στις οποίες παραπέμπουν παρατίθενται στο Προσάρτημα Α):

2.1.

Αμφότερες οι ασφαλίσεις –κατά πολέμου και κατά λοιπών κινδύνων– μπορούν να υπόκεινται στις ακόλουθες ρήτρες:

2.1.1.

Ρήτρα εξαίρεσης από ραδιενεργό μόλυνση, χημικά, βιολογικά, βιοχημικά και ηλεκτρομαγνητικά όπλα (ρήτρα αριθ. 370),

2.1.2.

Ρήτρα εξαίρεσης από επίθεση στον κυβερνοχώρο (ρήτρα αριθ. 380),

2.1.3.

Μέσα υπεράσπισης και περιορισμοί των προσώπων που παρέχουν υποχρεωτική χρηματοοικονομική ασφάλεια δυνάμει της Συμβάσεως, όπως τροποποιείται με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, ιδίως το όριο των 250 000 μονάδων υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επί μέρους περίπτωση,

2.1.4.

Επιφύλαξη ότι η ασφάλιση μπορεί να καλύπτει μόνον υποχρεώσεις που υπόκεινται στη Σύμβαση, όπως τροποποιείται με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, και

2.1.5.

Επιφύλαξη ότι τυχόν ρυθμιζόμενα δυνάμει της Συμβάσεως ποσά χρησιμοποιούνται για τη μείωση του ποσού για το οποίο υπέχει ευθύνη ο μεταφορέας ή/και ο ασφαλιστής του δυνάμει του άρθρου 4α της Συμβάσεως, ακόμη και εάν δεν εξοφλούνται ή απαιτούνται από τους οικείους ασφαλιστές κατά πολέμου ή κατά λοιπών κινδύνων.

2.2.

Η ασφάλεια κατά πολέμου καλύπτει ευθύνη, εφόσον υπάρχει, για την απώλεια λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη εξαιτίας:

πολέμου, εμφυλίου πολέμου, επανάστασης, εξέγερσης, στάσης ή εμφύλιας σύγκρουσης ή οποιασδήποτε εχθρικής πράξης προερχόμενης από ή στρεφόμενης κατά εμπόλεμης δύναμης,

αιχμαλωσίας, αρπαγής, σύλληψης, κράτησης ή φυλάκισης και των συνεπειών τους ή οποιασδήποτε απόπειρας τέτοιων ενεργειών,

εγκαταλελειμμένων ναρκών, τορπιλών, βομβών ή άλλων εγκαταλελειμμένων οπλικών συστημάτων,

τρομοκρατικών ενεργειών ή ενεργειών οιουδήποτε προσώπου ενεργούντος δολίως ή κινουμένου από πολιτικά κίνητρα και οιασδήποτε ενέργειας που αναλαμβάνεται για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση κινδύνων αυτού του είδους,

κατάσχεσης και απαλλοτρίωσης,

και μπορεί να υπόκειται στις ακόλουθες εξαιρέσεις, περιορισμούς και απαιτήσεις:

2.2.1.

Ρήτρα αυτόματου τερματισμού και εξαίρεσης λόγω πολέμου

2.2.2.

Εάν οι απαιτήσεις μεμονωμένων επιβατών υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 340 εκατομμυρίων μονάδων υπολογισμού ανά πλοίο για κάθε επί μέρους περίπτωση, ο μεταφορέας δικαιούται να επικαλεσθεί περιορισμό της ευθύνης του στο ποσό των 340 εκατομμυρίων μονάδων υπολογισμού, υπό τον όρο πάντοτε ότι:

το ποσό αυτό καταμερίζεται μεταξύ των εναγόντων κατ' αναλογία των τεκμηριωμένων απαιτήσεών τους,

ο καταμερισμός αυτού του ποσού μπορεί να γίνει άπαξ ή τμηματικά στους γνωστοποιημένους ενάγοντες κατά το χρόνο της διανομής και

ο καταμερισμός αυτού του ποσού μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ασφαλιστή ή από το δικαστήριο ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή της οποίας επιλαμβάνεται ο ασφαλιστής σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Σύμβασης στο οποίο υπάρχουν δικαστικές διαδικασίες για απαιτήσεις οι οποίες τεκμαίρεται ότι καλύπτονται από την ασφάλεια.

2.2.3.

Ρήτρα γνωστοποίησης 30 ημερών σε περιπτώσεις που δεν υπάγονται στην 2.2.1.

2.3.

Η ασφαλιστική κάλυψη κατά λοιπών κινδύνων πλην πολέμου θα πρέπει να καλύπτει όλους τους κινδύνους που αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής ασφάλισης, εκτός των κινδύνων που παρατίθενται στην 2.2 και ανεξαρτήτως του εάν υπόκεινται σε εξαιρέσεις, περιορισμούς ή απαιτήσεις στις κατευθυντήριες γραμμές 2.1 και 2.2.

3.

Στο Προσάρτημα Β περιλαμβάνεται σύνολο υποδειγμάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Γαλάζιες Κάρτες) και πιστοποιητικού ασφάλισης, στο σύνολο των οποίων αντικατοπτρίζονται οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

Προσάρτημα Α

Ρήτρες κατά τις κατευθυντήριες γραμμές 2.1.1, 2.1.2 και 2.2.1

Ρήτρα εξαίρεσης από ραδιενεργό μόλυνση, χημικά, βιολογικά, βιοχημικά και ηλεκτρομαγνητικά όπλα (ρήτρα αριθ. 370, 10/11/2003)

Η ρήτρα αυτή υπερτερεί και προέχει οποιωνδήποτε στοιχείων τα οποία περιέχονται στην παρούσα ασφάλιση και δεν συνάδουν προς αυτήν

1.

Η παρούσα ασφάλιση δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη η οποία οφείλεται άμεσα ή έμμεσα ή στην οποία έχει συντελέσει ή η οποία απορρέει από:

1.1.

ιοντίζουσες ακτινοβολίες ή μόλυνση από ραδιενέργεια προερχόμενη από πυρηνικά καύσιμα ή από πυρηνικά απόβλητα ή από την καύση πυρηνικών καυσίμων,

1.2.

τα ραδιενεργά, τοξικά, εκρηκτικά ή άλλα επικίνδυνα ή μολυσματικά χαρακτηριστικά πυρηνικών εγκαταστάσεων, αντιδραστήρων ή άλλων πυρηνικών συστημάτων ή πυρηνικών συστατικών τους,

1.3.

όπλα ή συσκευές που χρησιμοποιούν ατομική ή πυρηνική σχάση ή/και σύντηξη ή άλλη παρεμφερή αντίδραση ή ραδιενεργή ισχύ ή ύλη,

1.4.

τα ραδιενεργά, τοξικά, εκρηκτικά ή άλλα επικίνδυνα ή μολυσματικά χαρακτηριστικά πυρηνικών υλών. Η εξαίρεση αυτού του εδαφίου δεν εκτείνεται στα ραδιενεργά ισότοπα, πέραν των πυρηνικών καυσίμων, εφόσον τα ισότοπα αυτά προετοιμάζονται, μεταφέρονται, αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται για εμπορικούς, γεωργικούς, ιατρικούς, επιστημονικούς ή άλλους συναφείς σκοπούς,

1.5.

χημικά, βιολογικά, βιοχημικά ή ηλεκτρομαγνητικά όπλα.

Ρήτρα εξαίρεσης από επίθεση στον κυβερνοχώρο (ρήτρα αριθ. 380, 10/11/2003)

1.

Με την επιφύλαξη της ρήτρας 10.2 που ακολουθεί, η παρούσα ασφάλιση δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη η οποία οφείλεται άμεσα ή έμμεσα ή στην οποία έχει συντελέσει ή η οποία απορρέει από τη χρήση ή τη λειτουργία, με σκοπό την πρόκληση βλάβης, υπολογιστών, συστημάτων υπολογιστών, λογισμικού υπολογιστών, κακόβουλων κωδικών, ιών υπολογιστών ή από επεξεργασία ή από οιοδήποτε άλλο ηλεκτρονικό σύστημα.

2.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρούσα ρήτρα εγκρίνεται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που καλύπτουν τα ενδεχόμενα πολέμου, εμφυλίου πολέμου, επανάστασης, εξέγερσης, στάσης ή εμφύλιας σύγκρουσης ή οποιασδήποτε εχθρικής πράξης προερχόμενης από ή στρεφόμενης κατά εμπόλεμης δύναμης ή τρομοκρατίας ή προσώπων κινούμενων από πολιτικά κίνητρα, η ρήτρα 10.1 δεν χρησιμοποιείται για την εξαίρεση ζημιών (οι οποίες διαφορετικά θα εκαλύπτοντο) προερχομένων από τη χρήση υπολογιστών, συστημάτων υπολογιστών, λογισμικού υπολογιστών ή άλλων ηλεκτρονικών συστημάτων για συστήματα εκτόξευσης και/ή κατεύθυνσης και/ή μηχανισμούς πυροδότησης όπλων ή πυραύλων.

Αυτόματος τερματισμός και εξαίρεση λόγω πολέμου

1.1.

Αυτόματος τερματισμός κάλυψης

Ανεξαρτήτως του ένα έχει δοθεί κοινοποίηση ακύρωσης, η κατωτέρω κάλυψη ΤΕΡΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ

1.1.1.

εφόσον ξεσπάσει πόλεμος (με ή χωρίς κήρυξη πολέμου) μεταξύ οιουδήποτε των εξής κρατών: Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Γαλλία, Ρωσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας,

1.1.2.

όσον αφορά οιοδήποτε πλοίο, για το οποίο χορηγείται κάλυψη κατωτέρω, εφόσον αυτό επιταχθεί είτε κατά κυριότητα είτε για χρήση.

1.2

Πόλεμος των Πέντε Δυνάμεων

Η ασφάλιση αυτή εξαιρεί:

1.2.1.

απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη η οποία απορρέει από πόλεμο (με ή χωρίς κήρυξη πολέμου) μεταξύ οιουδήποτε των εξής κρατών: Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Γαλλία, Ρωσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας,

1.2.2.

επίταξη είτε κατά κυριότητα είτε για χρήση.

Προσάρτημα Β

Image

Image

Image

Επεξηγηματικές σημειώσεις:

1.

Η ονομασία του κράτους είναι δυνατόν να συνοδεύεται από παραπομπή στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας όπου εκδίδεται το πιστοποιητικό.

2.

Εάν το συνολικό ποσό της ασφάλειας προέρχεται από περισσότερες της μίας πηγές, πρέπει να αναγραφεί το ποσό καθεμιάς από αυτές.

3.

Εάν η ασφάλεια παρέχεται με διαφορετικές μορφές, αυτές πρέπει να αναφερθούν.

4.

Στο σημείο «Διάρκεια της ασφάλειας» πρέπει να αναγραφεί η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η ασφάλεια.

5.

Στο σημείο «διεύθυνση του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών» πρέπει να αναγραφεί ο τόπος της κύριας εγκατάστασης του ασφαλιστή ή των ασφαλιστών και/ή του εγγυητή ή των εγγυητών. Εφόσον ενδείκνυται, πρέπει να αναγραφεί ο τόπος όπου έχει συναφθεί η ασφάλιση ή έχει συσταθεί η ασφάλεια.


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τον Νοέμβριο του 2005, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση (1) κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος. Η πρόταση διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο στις 24 Φεβρουαρίου 2006.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 25 Απριλίου 2007.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ενέκρινε τη γνώμη της στις 13 Σεπτεμβρίου 2006. (2)

Η Επιτροπή των Περιφερειών ενέκρινε τη γνώμη της στις 15 Ιουνίου 2006. (3)

Στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης (άρθρο 251 της ΣΕΚ), το Συμβούλιο κατέληξε στις 30 Νοεμβρίου 2007 σε πολιτική συμφωνία όσον αφορά το σχέδιο κανονισμού. Μετά την επανεξέταση από τους Γλωσσομαθείς Νομικούς, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή του θέση στις 6 Ιουνίου 2008.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Κύριος στόχος του προτεινόμενου κανονισμού είναι να ενσωματωθεί στο κοινοτικό δίκαιο η Σύμβαση των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως έχει τροποποιηθεί με το πρωτόκολλό της του 2002 (εφεξής καλούμενη «η Σύμβαση των Αθηνών»).

Επιπλέον, η πρόταση της Επιτροπής περιέχει πολλές αναπροσαρμογές της Σύμβασης των Αθηνών και συμπληρωματικά μέτρα όπως είναι η επέκταση του πεδίου εφαρμογής στην εγχώρια κυκλοφορία καθώς και στις εσωτερικές πλωτές μεταφορές, η κατάργηση της δυνατότητας που είχαν τα κράτη μέλη δυνάμει της Σύμβασης των Αθηνών να καθορίζουν όρια ευθύνης υψηλότερα των προβλεπόμενων στη Σύμβαση. Επιπλέον, η πρόταση περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς εξοπλισμού κινητικότητας/ ιατρικού βοηθητικού εξοπλισμού επιβάτη μειωμένης κινητικότητας, η αποζημίωση αντιστοιχεί, κατ' ανώτατο όριο, στην αξία αντικατάστασης του εξοπλισμού. Επίσης, όπως προβλέπεται για τους τομείς των αεροπορικών και των σιδηροδρομικών μεταφορών, η πρόταση προβλέπει πληρωμή προκαταβολών, σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη, καθώς και πληροφόρηση των επιβατών πριν την αναχώρηση.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Γενικές πλευρές

Η κοινή θέση για την παραπάνω πρόταση, όπως έχει συμφωνηθεί από το Συμβούλιο, επικαιροποιεί τον κανονισμό, μεταξύ άλλων, τροποποιώντας τις διατάξεις που αφορούν το πεδίο εφαρμογής, τη σχέση μεταξύ του κανονισμού και άλλων διεθνών συμβάσεων για τον γενικό περιορισμό της ευθύνης, τις προκαταβολές και την μεταβατική διάταξη του κανονισμού.

Στην κοινή θέση ενσωματώνονται πολλές τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (τροπολογίες 1, 2, 3, 5, 9, 10, 11, 16-27, όπως έχουν στο έγγρ. 8724/07), είτε κατά λέξιν, είτε εν μέρει ή κατά το πνεύμα. Οι τροπολογίες αυτές βελτιώνουν ή διευκρινίζουν το κείμενο του προτεινόμενου κανονισμού. Ωστόσο, άλλες τροπολογίες δεν αντικατοπτρίζονται στην κοινή θέση (τροπολογίες 4, 6, 7, 8, 12, 13, 14, 15). Το Συμβούλιο, όπως και η Επιτροπή, είναι της γνώμης ότι η επανεξέταση των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (EMSA) δεν θα πρέπει να γίνει μέσα σε αυτόν τον κανονισμό εφόσον πρόκειται για διαφορετικό θέμα (τροπολογία 4). Η απόρριψη των άλλων τροπολογιών εξηγείται περαιτέρω στο επόμενο τμήμα.

Η κοινή θέση περιλαμβάνει επίσης ορισμένες τροποποιήσεις εκτός εκείνων που εξεταζόντουσαν στην γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση επειδή, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διατάξεις της αρχικής πρότασης της Επιτροπής έχουν συμπληρωθεί με νέα στοιχεία ή αναδιατυπωθεί εξ ολοκλήρου, ενώ έχουν προστεθεί μερικές τελείως νέες διατάξεις.

Επιπλέον, ορισμένες αλλαγές διατύπωσης απλά επιδιώκουν να διασαφήσουν το κείμενο ή να εξασφαλίσουν την συνολική συνοχή του κανονισμού.

Στο παρακάτω τμήμα περιγράφονται οι ουσιαστικές αλλαγές της κοινής θέσης και η ανταπόκριση του Συμβουλίου στις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ειδικές πλευρές

(1)   Πεδίο

Το Συμβούλιο, σε πλήρη συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (τροπολογίες 16-27) απέρριψε την επέκταση της εφαρμογής της Σύμβασης των Αθηνών στις διεθνείς και εθνικές εσωτερικές πλωτές μεταφορές όπως εισηγήθηκε η Επιτροπή στην πρότασή της. Το Συμβούλιο ακολουθεί την ίδια λογική όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κρίνοντας ότι η Σύμβαση των ΑΘηνών ασχολείται με τις θαλάσσιες μεταφορές και ότι η επέκταση στην εσωτερική ναυσιπλοΐα ίσως δεν αρμόζει και δεν λαμβάνει αρκετά υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας.

Επιπλέον, το Συμβούλιο, αντιθέτως προς την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διευκρινίζει ότι όσον αφορά τις θαλάσσιες μεταφορές εντός ενός μόνο κράτους μέλους, είναι λογικό ο κανονισμός να εφαρμόζεται σε πλοία που καλύπτονται από την κατηγορία Α σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ της 17ης Μαρτίου 1998 για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία.

(2)   Ενσωμάτωση της Σύμβασης των Αθηνών και των λοιπών μέτρων του ΙΜΟ (Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού)

Το Συμβούλιο, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (τροπολογία 6), έχει την άποψη ότι θα πρέπει να ενσωματωθούν στον κανονισμό όχι μόνο η Σύμβαση των Αθηνών, αλλά και οι επιφυλάξεις και κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών (εφεξής «οι κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ»), τις οποίες ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 προς αντιμετώπιση ορισμένων ζητημάτων στο πλαίσιο της Σύμβασης των Αθηνών, και συγκεκριμένα της αποκατάστασης ζημίας σχετικής με την τρομοκρατία. Για τον λόγο αυτό, το Συμβούλιο, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσέθεσε το κείμενο των κατευθυντηρίων γραμμών του ΔΝΟ ως νέο παράρτημα του κανονισμού.

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσθήκη του συνόλου του κειμένου της Σύμβασης των Αθηνών ενδέχεται να δημιουργήσει νομικές ανασφάλειες διότι πολλές διατάξεις της Σύμβασης δεν έχουν άμεση σχέση με το θέμα του κανονισμού. Για τον λόγο αυτό, το Συμβούλιο, αντίθετα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, απαριθμεί στο άρθρο 3 πρώτη παράγραφος του κανονισμού τις συναφείς διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών προς εφαρμογή στο πλαίσιο αυτού του κανονισμού. Επιπλέον, οι μη έχουσες σχέση ή παραπλανητικές διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών έχουν αφαιρεθεί από το παράρτημα του κανονισμού για λόγους σαφήνειας.

(3)   Εφαρμόσιμα ανώτατα όρια

Το Συμβούλιο έχει τροποποιήσει την πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά την μη εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 της Σύμβασης των Αθηνών. Το τελευταίο ορίζει ότι ένα κράτος μέλος δύναται να εγκρίνει ανώτερα όρια ευθύνης από εκείνα της Σύμβασης των Αθηνών. Το Συμβούλιο επέλεξε να εφαρμόσει την διάταξη της Σύμβασης των Αθηνών όπως έχει σήμερα, χωρίς να εισαγάγει ιδιαίτερο κοινοτικό μηχανισμό προκειμένου να συμφωνήσει για τη χρήση του άρθρου 7 παράγραφος 2 όπως εισηγήθηκαν η Επιτροπή στην πρότασή της και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην τροπολογία 7.

(4)   Παράλληλη εφαρμογή άλλων διεθνών συμβάσεων όσον αφορά τον περιορισμό της ευθύνης των εφοπλιστών

Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πολλά κράτη μέλη έχουν ήδη επικυρώσει την Διεθνή Σύμβαση για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές υποθέσεις του 1976, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 1996 (LLMC 1996) δεν μπορεί να υποστηρίξει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον αφορά την μη εφαρμογή του άρθρου 19 της Σύμβασης των ΑΘηνών (τροπολογία 8). Στο άρθρο 5 της κοινής θέσης του Συμβουλίου, η σχέση μεταξύ της Σύμβασης των Αθηνών και της LLMC του 1996 διασαφηνίζεται περαιτέρω προκειμένου να εγγυηθεί την ασφάλεια δικαίου.

(5)   Προκαταβολή

Ακολουθώντας εκ του σύνεγγυς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (τροπολογία 9), το Συμβούλιο υποστηρίζει την άποψη ότι, σε περίπτωση ναυτικού συμβάντος που επιφέρει θάνατο ή σωματική βλάβη επιβάτη, θα πρέπει να καταβληθεί προκαταβολή. Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί να εφαρμοσθεί στην πράξη, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι η διάταξη εφαρμόζεται εάν το ναυτικό συμβάν συνέβη εντός του εδάφους ενός κράτους μέλους, ή συνέβη επί πλοίου που φέρει την σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος. Όσον αφορά το ναυτικό συμβάν, το Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι ο όρος «ναυτικό συμβάν» ορίζεται επαρκώς και ευρέως στη Σύμβαση των Αθηνών. Κατά συνέπεια η προσθήκη του όρου «ναυτικό ατύχημα» δεν είναι απαραίτητη.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει πλήρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (τροπολογία 10) όσον αφορά τη διευκρίνιση ότι η προκαταβολή δεν συνιστά αναγνώριση ευθύνης και μπορεί να αντισταθμισθεί με οιοδήποτε άλλο ποσό καταβληθεί στη συνέχεια. Ωστόσο, το Συμβούλιο διευκρινίζει περαιτέρω σε ποιες περιπτώσεις η προκαταβολή θα μπορούσε να είναι επιστρεπτέα σύμφωνα με την Σύμβαση των Αθηνών και τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ.

(6)   Πληροφόρηση των επιβατών

Το Συμβούλιο υποστηρίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των πληροφοριών (κατάλληλες και κατανοητές) που παρέχονται στους επιβάτες το αργότερο κατά την αναχώρηση. Παρομοίως όπως και στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, το Συμβούλιο προτείνει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί γι' αυτό περίληψη. Ωστόσο, το Συμβούλιο πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να γίνει παραπομπή στις διατάξεις της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1990 για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (τροπολογία 12) διότι η εν λόγω οδηγία ήδη εφαρμόζεται και είναι ανεξάρτητη από τον προτεινόμενο κανονισμό.

(7)   Αναβολή της εφαρμογής

Παρομοίως όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (τροπολογίες 13, 14 και 15), το Συμβούλιο έχει εισαγάγει μεταβατική διάταξη που επιτρέπει στα κράτη μέλη να αναβάλουν την εφαρμογή του κανονισμού μέχρι τέσσερα έτη από την έναρξη ισχύος του. Ωστόσο, η αλλαγή από το Συμβούλιο της πρότασης της Επιτροπής εφαρμόζεται στις θαλάσσιες μεταφορές εντός ενός μόνο κράτους μέλους επί πλοίων που καλύπτονται από την κατηγορία Α σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ και όχι στις εθνικές μεταφορές με τακτικές γραμμές πορθμείων (στις περιοχές που καλύπτονται από το άρθρο 299 παράγραφος 2 της ΣΕΚ) όπως πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ΙV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο πιστεύει ότι η κοινή θέση αντιπροσωπεύει ρεαλιστική προσέγγιση που λαμβάνει δεόντως υπόψη το εφικτόν της πρότασης και των πρόσθετων προτεινόμενων διατάξεών της καθώς και την ανάγκη σαφήνειας του δικαίου.

Το Συμβούλιο προσβλέπει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενόψει της έγκαιρης έκδοσης του κανονισμού.


(1)  Έγγρ. 6827/06 — COM (2005) 592 τελικό

(2)  ΕΕ C 2006/318, 23.12.2006

(3)  ΕΕ C 2006/229, 22.9.2006