ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 193E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

50ό έτος
21 Αυγούστου 2007


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Συμβούλιο

2007/C 193E/01

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 9/2007, της 21ης Μαΐου 2007, που υιοθέτησε το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινού πλαισίου όσον αφορά τα μητρώα επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2186/93 του Συμβουλίου

1

2007/C 193E/02

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 10/2007, της 28ης Ιουνίου 2007, που υιοθέτησε το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου

13

EL

 


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

Συμβούλιο

21.8.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 193/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 9/2007

που υιοθέτησε το Συμβούλιο στις 21 Μαΐου 2007

ενόψει της έκδοσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … για τη θέσπιση κοινού πλαισίου όσον αφορά τα μητρώα επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2186/93 του Συμβουλίου

(2007/C 193 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2186/93 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993 (2), θέσπισε κοινό πλαίσιο για την κατάρτιση μητρώων επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς με εναρμονισμένους ορισμούς, χαρακτηριστικά, πεδίο εφαρμογής και διαδικασίες ενημέρωσης. Προκειμένου να παραμείνει η ανάπτυξη των μητρώων επιχειρήσεων σε εναρμονισμένο πλαίσιο, θα πρέπει να εκδοθεί νέος κανονισμός.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 696/93 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για τις στατιστικές μονάδες παρατήρησης και ανάλυσης του παραγωγικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (3), περιλαμβάνει τους ορισμούς των στατιστικών μονάδων που πρέπει να χρησιμοποιούνται. Η εσωτερική αγορά απαιτεί βελτιωμένη στατιστική συγκρισιμότητα για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της Κοινότητας. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η βελτίωση, θα πρέπει να υιοθετηθούν κοινοί ορισμοί και περιγραφές για τις επιχειρήσεις και τις λοιπές σχετικές στατιστικές μονάδες που πρέπει να καλυφθούν.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 58/97 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, για τις στατιστικές διάρθρωσης των επιχειρήσεων (4) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1165/98 του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί βραχυπροθέσμων στατιστικών (5) θέσπισαν κοινό πλαίσιο για τη συλλογή, την κατάρτιση, τη διαβίβαση και την αξιολόγηση κοινοτικών στατιστικών σχετικά με τη διάρθρωση, τις δραστηριότητες, την ανταγωνιστικότητα και τις επιδόσεις των επιχειρήσεων στην Κοινότητα. Τα μητρώα επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς αποτελούν βασικό στοιχείο ενός τέτοιου κοινού πλαισίου, καθιστώντας εφικτή την οργάνωση και το συντονισμό των στατιστικών ερευνών με την παροχή εναρμονισμένου πλαισίου δειγματοληψίας.

(4)

Τα μητρώα επιχειρήσεων αποτελούν μέθοδο η οποία επιτρέπει τον συγκερασμό των αλληλοσυγκρουόμενων αναγκών για την ομαδοποίηση περισσότερων πληροφοριών που αφορούν τις επιχειρήσεις, αφενός, και την ελάφρυνση του διοικητικού φόρτου των ίδιων των επιχειρήσεων, αφετέρου, ιδίως με τη χρήση υφιστάμενων πληροφοριών σε διοικητικά και νομικά αρχεία, ειδικότερα στην περίπτωση των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, όπως ορίζονται στη σύσταση 2003/361/EK της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 (6).

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (7), θέσπισε πλαίσιο για την κατάρτιση κοινοτικού στατιστικού προγράμματος καθώς και κοινό πλαίσιο για το στατιστικό απόρρητο.

(6)

Οι ειδικοί κανόνες για την επεξεργασία δεδομένων εντός του πλαισίου του κοινοτικού στατιστικού προγράμματος δεν επηρεάζουν την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (8).

(7)

Τα μητρώα επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς είναι η κύρια πηγή για τη δημογραφία των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι παρακολουθούν κάθε ίδρυση και διακοπή λειτουργίας επιχείρησης, καθώς και τις διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία που απορρέουν από τη συγκέντρωση ή την αποσυγκέντρωση, η οποία επέρχεται από κινήσεις όπως οι συγχωνεύσεις, οι εξαγορές, οι διαλύσεις, οι αποσχίσεις και η αναδιάρθρωση.

(8)

Τα μητρώα επιχειρήσεων παρέχουν τις βασικές πληροφορίες που απαιτούνται για την ικανοποίηση ενός έντονου πολιτικού ενδιαφέροντος στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, όχι μόνο όσον αφορά τη γεωργία αλλά και όσον αφορά τον ολοένα αυξανόμενο συνδυασμό της με άλλες δραστηριότητες που δεν καλύπτονται από τις γεωργικές στατιστικές που βασίζονται στα προϊόντα.

(9)

Οι δημόσιες επιχειρήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις εθνικές οικονομίες των κρατών μελών. Η οδηγία 80/723/EOK της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1980, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων (9), καλύπτει ειδικές κατηγορίες δημοσίων επιχειρήσεων. Οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι δημόσιες εταιρείες θα πρέπει, επομένως, να προσδιορίζονται στα μητρώα επιχειρήσεων, και αυτό μπορεί να γίνει με την ταξινόμηση του θεσμικού τομέα.

(10)

Οι πληροφορίες όσον αφορά τους δεσμούς ελέγχου μεταξύ νομικών μονάδων χρειάζονται για τον καθορισμό των ομάδων επιχειρήσεων, τον ορθό προσδιορισμό των επιχειρήσεων, την ανάλυση χαρακτηριστικών των μεγάλων και σύνθετων μονάδων και τη μελέτη της συγκέντρωσης της οικονομίας σε συγκεκριμένες αγορές. Οι πληροφορίες για τις ομάδες επιχειρήσεων βελτιώνουν την ποιότητα των μητρώων επιχειρήσεων και μπορούν να χρησιμοποιούνται για να μειώνεται ο κίνδυνος αποκάλυψης εμπιστευτικών δεδομένων. Η σημασία ορισμένων χρηματοοικονομικών δεδομένων έχει συχνά μεγαλύτερη βαρύτητα σε επίπεδο ομάδας ή υποομάδας επιχειρήσεων απ' ό,τι σε επίπεδο μεμονωμένης επιχείρησης στην πραγματικότητα, τα δεδομένα αυτά ενδέχεται να είναι διαθέσιμα μόνον σε επίπεδο ομάδας ή υποομάδας. Η καταχώριση των δεδομένων ομάδων επιχειρήσεων καθιστά εφικτή, εφόσον απαιτείται, την έρευνα απευθείας επί των ομάδων αντί επί των συστατικών μονάδων τους, και αυτό μπορεί να μειώσει σημαντικά τον φόρτο που συνεπάγεται η υποχρέωση παροχής στατιστικών πληροφοριών. Τα μητρώα επιχειρήσεων θα πρέπει να εναρμονισθούν περαιτέρω προκειμένου να εγγράφονται οι ομάδες επιχειρήσεων.

(11)

Η προϊούσα παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δυσχεραίνει την τρέχουσα παραγωγή αρκετών στατιστικών. Με την καταχώριση δεδομένων πολυεθνικών ομάδων επιχειρήσεων, τα μητρώα επιχειρήσεων αποτελούν βασικό εργαλείο για τη βελτίωση πολλών στατιστικών που αφορούν την παγκοσμιοποίηση: διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, ισοζύγιο πληρωμών, άμεσες ξένες επενδύσεις, αλλοδαπές θυγατρικές, έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία, και τη διεθνή αγορά εργασίας. Οι περισσότερες από αυτές τις στατιστικές καλύπτουν ολόκληρη την οικονομία και απαιτούν ούτως την κάλυψη όλων των κλάδων της οικονομίας από τα μητρώα επιχειρήσεων.

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΟΚ) αριθ. 1588/90 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο (10), η επίκληση εθνικών κανόνων περί στατιστικού απορρήτου δεν μπορεί να παρεμποδίσει τη διαβίβαση εμπιστευτικών στατιστικών δεδομένων στην κοινοτική αρχή (Eurostat), εφόσον η διαβίβαση αυτών των δεδομένων προβλέπεται από πράξη του κοινοτικού δικαίου.

(13)

Προκειμένου να εγγυηθούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα θεσμικά όργανα των κρατών μελών που είναι υπεύθυνα για τη συλλογή των δεδομένων μπορεί να χρειάζονται πρόσβαση σε πηγές διοικητικών δεδομένων, όπως τα μητρώα που τηρούν οι φορολογικές αρχές και οι αρχές κοινωνικής ασφάλισης, οι κεντρικές τράπεζες και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και σε άλλες βάσεις δεδομένων που περιέχουν πληροφορίες για διασυνοριακές συναλλαγές και θέσεις, εφόσον τα δεδομένα αυτά είναι αναγκαία για την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών.

(14)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις άμεσες ξένες επενδύσεις (11), έχει θεσπίσει κοινό πλαίσιο για την κατάρτιση, τη διαβίβαση και την αξιολόγηση σχετικών κοινοτικών στατιστικών.

(15)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (12).

(16)

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να ενημερώνει τον κατάλογο των χαρακτηριστικών των μητρώων του παραρτήματος, τους ορισμούς τους και τους κανόνες συνέχειας, να αποφασίζει σχετικά με την κάλυψη των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των καθ' ολοκληρίαν εγκατεστημένων στο οικείο κράτος ομάδων επιχειρήσεων, να εγκρίνει τους κανόνες ενημέρωσης των μητρώων και να ορίζει κοινά πρότυπα ποιότητας, καθώς επίσης και το περιεχόμενο και τη συχνότητα των εκθέσεων για την ποιότητα. Δεδομένου ότι αυτά τα μέτρα είναι γενικής εμβελείας, και αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων ή στη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων, θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου.

(17)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2186/93 θα πρέπει, επομένως, να καταργηθεί.

(18)

Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής στατιστικού προγράμματος η οποία έχει συσταθεί με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ (13),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για τα μητρώα επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς στην Κοινότητα.

Τα κράτη μέλη καταρτίζουν ένα ή περισσότερα εναρμονισμένα μητρώα επιχειρήσεων για στατιστικούς σκοπούς, ως εργαλείο για την προετοιμασία και τον συντονισμό ερευνών και ως πηγή πληροφοριών για τη στατιστική ανάλυση του πληθυσμού των επιχειρήσεων και των δημογραφικών του στοιχείων, για τη χρήση διοικητικών δεδομένων και για τον εντοπισμό και τη συγκρότηση στατιστικών μονάδων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«νομική μονάδα», «επιχείρηση», «τοπική μονάδα» και «ομάδα επιχειρήσεων»: όπως ορίζονται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 696/93·

β)

«εθνικές αρχές»: όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97·

γ)

«στατιστικοί σκοποί»: όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕOΚ) αριθ. 1588/90·

δ)

«πολυεθνική ομάδα επιχειρήσεων»: η ομάδα επιχειρήσεων που διαθέτει τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις ή νομικές μονάδες εγκατεστημένες σε διαφορετικές χώρες·

ε)

«κατατετμημένη ομάδα επιχειρήσεων»: οι επιχειρήσεις και οι νομικές μονάδες μιας πολυεθνικής ομάδας επιχειρήσεων, που είναι εγκατεστημένες στην ίδια χώρα. Μπορεί να περιλαμβάνει μόνον μία μονάδα, εφόσον οι άλλες μονάδες δεν είναι εγκατεστημένες στη χώρα. Μια επιχείρηση μπορεί να είναι κατατετμημένη ομάδα επιχειρήσεων ή μέρος αυτής.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2 και με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, στα μητρώα καταχωρίζονται:

α)

όλες οι επιχειρήσεις που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στη δημιουργία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕγχΠ), καθώς και οι τοπικές μονάδες τους·

β)

οι νομικές μονάδες από τις οποίες αποτελούνται οι επιχειρήσεις αυτές·

γ)

οι κατατετμημένες ομάδες επιχειρήσεων και οι πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων· και

δ)

οι καθ' ολοκληρίαν εγκατεστημένες στο οικείο κράτος ομάδες επιχειρήσεων.

2.   Οι απαιτήσεις της παραγράφου 1, ωστόσο, δεν εφαρμόζονται σε νοικοκυριά, εφόσον τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγουν προορίζονται για ιδία κατανάλωση ή συνεπάγονται την εκμίσθωση ιδιόκτητου ακινήτου.

3.   Οι τοπικές μονάδες που δεν αποτελούν αυτοτελείς νομικές οντότητες (υποκαταστήματα), που εξαρτώνται από αλλοδαπές επιχειρήσεις και ταξινομούνται ως οιονεί επιχειρήσεις σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών του 1995, όπως ορίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (14) και του συστήματος εθνικών λογαριασμών των Ηνωμένων Εθνών του 1993, αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις για τους σκοπούς των μητρώων επιχειρήσεων.

4.   Οι ομάδες επιχειρήσεων μπορούν να ορισθούν βάσει των δεσμών ελέγχου μεταξύ των νομικών μονάδων τους. Για την περιγραφή των ομάδων επιχειρήσεων, χρησιμοποιείται ο ορισμός του ελέγχου, όπως παρατίθεται στο σημείο 2.26 του παραρτήματος Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2223/96.

5.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε μονάδες που ασκούν, εν όλω ή εν μέρει, οικονομική δραστηριότητα. Κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά θεωρείται οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, οι μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες που συμβάλλουν στο ΑΕγχΠ, καθώς και η άμεση και έμμεση κατοχή ενεργών νομικών μονάδων, θεωρούνται οικονομική δραστηριότητα για τους σκοπούς των μητρώων επιχειρήσεων. Οι οικονομικά μη ενεργές νομικές μονάδες αποτελούν μέρος μιας επιχείρησης μόνον σε συνδυασμό με οικονομικά ενεργές νομικές μονάδες.

6.   Τα μέτρα που αποσκοπούν να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού όσον αφορά το κατά πόσον πρέπει να καταχωρίζονται στα μητρώα επιχειρήσεις με λιγότερο από 0,5 απασχολούμενο και ομάδες επιχειρήσεων καθ' ολοκληρίαν εγκατεστημένες στο οικείο κράτος χωρίς καμία στατιστική σημασία για τα κράτη μέλη, καθώς και ο ορισμός μονάδων συμβατών με εκείνες των γεωργικών στατιστικών, αποφασίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 16 παράγραφος 3.

Άρθρο 4

Πηγές στοιχείων

1.   Τηρώντας τους όρους του άρθρου 6 σχετικά με την ποιότητα, τα κράτη μέλη μπορούν να συλλέγουν τις απαιτούμενες βάσει του παρόντος κανονισμού πληροφορίες, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε πηγή κρίνουν κατάλληλη. Επιτρέπεται στις εθνικές αρχές, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους, να συλλέγουν, για στατιστικούς σκοπούς, τις πληροφορίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό και περιλαμβάνονται σε διοικητικά και νομικά αρχεία.

2.   Όταν τα απαιτούμενα δεδομένα δεν μπορούν να συλλεχθούν με λογικό κόστος, οι εθνικές αρχές δύνανται να εφαρμόζουν διαδικασίες στατιστικής εκτίμησης, με παράλληλη τήρηση του επιπέδου ακρίβειας και ποιότητας.

Άρθρο 5

Χαρακτηριστικά των μητρώων

1.   Οι καταχωριζόμενες στα μητρώα μονάδες προσδιορίζονται από κωδικό αριθμό αναγνώρισης και τα περιγραφικά στοιχεία που καθορίζονται στο παράρτημα.

2.   Τα μέτρα που αποσκοπούν να τροποποιήσουν μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού διά της συμπληρώσεώς τους, όσον αφορά την ενημέρωση του καταλόγου χαρακτηριστικών, και τον ορισμό των χαρακτηριστικών και τους κανόνες συνεχείας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 16 παράγραφος 3.

Άρθρο 6

Πρότυπα και εκθέσεις ποιότητας

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλίζεται η ποιότητα των μητρώων επιχειρήσεων.

2.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat), κατόπιν αιτήματός της, έκθεση σχετικά με την ποιότητα των μητρώων επιχειρήσεων (εφεξής καλούμενες «εκθέσεις ποιότητας»).

3.   Τα μέτρα που σχετίζονται με τα κοινά πρότυπα ποιότητας, καθώς και το περιεχόμενο και η συχνότητα των εκθέσεων ποιότητας, καθορίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 16 παράγραφος 3, και λαμβάνοντας υπόψη το κόστος συγκέντρωσης των στοιχείων.

4.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή (Eurostat) σχετικά με μείζονες μεθοδολογικές ή άλλες αλλαγές που ενδέχεται να επηρεάσουν την ποιότητα των μητρώων επιχειρήσεων, αμέσως μόλις αυτές γίνονται γνωστές και το αργότερο εντός έξι μηνών από την έναρξη εφαρμογής κάθε τέτοιας αλλαγής.

5.   Η Επιτροπή υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εξετάζοντας ιδίως το κόστος για το στατιστικό σύστημα, την επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και τα οφέλη.

Άρθρο 7

Εγχειρίδιο συστάσεων

Η Επιτροπή δημοσιεύει εγχειρίδιο συστάσεων για τα μητρώα επιχειρήσεων. Το εγχειρίδιο ενημερώνεται σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη.

Άρθρο 8

Χρόνος αναφοράς και περιοδικότητα

1.   Τα στοιχεία που εισάγονται και εξάγονται από τα μητρώα ενημερώνονται τουλάχιστον άπαξ ετησίως.

2.   Η συχνότητα της ενημέρωσης εξαρτάται από το είδος της μονάδας, την εξεταζόμενη μεταβλητή, το μέγεθος της μονάδας και την πηγή που χρησιμοποιείται συνήθως για την ενημέρωση.

3.   Τα μέτρα που αφορούν τους κανόνες ενημέρωσης θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 3.

4.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν ετησίως αντίγραφο που αντανακλά την κατάσταση των μητρώων στο τέλος του έτους και διατηρούν το αντίγραφο αυτό τουλάχιστον επί 30 έτη για σκοπούς ανάλυσης.

Άρθρο 9

Διαβίβαση των εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε στατιστικές αναλύσεις των μητρώων και διαβιβάζουν τις σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή (Eurostat), με το μορφότυπο και τη διαδικασία που ορίζει η Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat), κατόπιν αιτήματός της, κάθε σχετική πληροφορία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στα κράτη μέλη.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών

Η ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων είναι δυνατόν να πραγματοποιείται αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς, μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών των διαφόρων κρατών μελών, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εφόσον η ανταλλαγή γίνεται για τη διασφάλιση της ποιότητας των πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να συμμετέχουν στην ανταλλαγή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 11

Ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και των κρατών μελών

1.   Οι εθνικές αρχές διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) δεδομένα για τις πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων και τις συστατικές μονάδες τους, όπως ορίζονται στο παράρτημα, προκειμένου να παρασχεθούν, αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς, πληροφορίες για τις πολυεθνικές ομάδες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνεπής καταχώριση δεδομένων, αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς, η Επιτροπή (Eurostat) διαβιβάζει, στις κατάλληλες εθνικές αρχές κάθε κράτους μέλους, δεδομένα για πολυεθνική ομάδα επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών μονάδων της, όταν τουλάχιστον μία νομική μονάδα της ομάδας είναι εγκατεστημένη στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους.

3.   Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα δεδομένα που διαβιβάζονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς, ο σκοπός, το πεδίο εφαρμογής, το μορφότυπο, τα μέτρα σχετικά με την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα, καθώς και η διαδικασία για τη διαβίβαση δεδομένων των μεμονωμένων μονάδων στην Επιτροπή (Eurostat) και για τη διαβίβαση δεδομένων σχετικά με τις πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων στις κατάλληλες εθνικές αρχές, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 12

Ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και των κεντρικών τραπεζών

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, είναι δυνατόν να πραγματοποιείται, αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς, η ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και των εθνικών κεντρικών τραπεζών και μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εφόσον η ανταλλαγή γίνεται για τη διασφάλιση της ποιότητας των πληροφοριών σχετικά με τις πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εφόσον η ανταλλαγή έχει επιτραπεί ρητά από την αρμόδια εθνική αρχή.

2.   Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα δεδομένα που διαβιβάζονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς, ο σκοπός, το πεδίο εφαρμογής, το μορφότυπο, τα μέτρα σχετικά με την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα, καθώς και η διαδικασία για τη διαβίβαση των δεδομένων σχετικά με τις πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων στις εθνικές κεντρικές τράπεζες και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Εμπιστευτικότητα και πρόσβαση σε δεδομένα που επιτρέπουν άμεση αναγνώριση

1.   Όταν η Επιτροπή (Eurostat), οι εθνικές αρχές, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραλαμβάνουν δεδομένα εμπιστευτικού χαρακτήρα σύμφωνα με τα άρθρα 10, 11 και 12, χειρίζονται τις εν λόγω πληροφορίες με εμπιστευτικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/97.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και παρά το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97, οποιαδήποτε διαβίβαση εμπιστευτικών δεδομένων μεταξύ των εθνικών αρχών και της Επιτροπής (Eurostat) μπορεί να γίνεται στο βαθμό που η διαβίβαση αυτή είναι αναγκαία για την παραγωγή συγκεκριμένων κοινοτικών στατιστικών. Για οποιαδήποτε περαιτέρω διαβίβαση, απαιτείται ρητή άδεια της εθνικής αρχής που συνέλεξε τα δεδομένα.

Άρθρο 14

Μεταβατική περίοδος και παρεκκλίσεις

Όταν απαιτείται ευρεία προσαρμογή των μητρώων επιχειρήσεων, η Επιτροπή μπορεί να χορηγεί παρέκκλιση, κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, για μεταβατική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει … (15).

Όσον αφορά τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία, τη δημόσια διοίκηση και την άμυνα, καθώς και την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, και όσον αφορά τα πρόσθετα χαρακτηριστικά σχετικά με τις ομάδες επιχειρήσεων, η Επιτροπή μπορεί να χορηγεί παρέκκλιση, κατόπιν αιτήματος ενός κράτους μέλους, για μεταβατική περίοδο που δεν υπερβαίνει … (16).

Άρθρο 15

Μέτρα εφαρμογής

1.   Τα ακόλουθα μέτρα, που αποβλέπουν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων διά της συμπληρώσεώς του, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 3:

α)

κάλυψη των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των καθ' ολοκληρίαν εγκατεστημένων στο οικείο κράτος ομάδων επιχειρήσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6·

β)

ενημέρωση του καταλόγου χαρακτηριστικών των μητρώων που παρατίθεται στο παράρτημα, των ορισμών τους και των κανόνων συνέχειάς τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή σύμφωνα με την οποία το όφελος της ενημέρωσης πρέπει να αντισταθμίζει το σχετικό κόστος, καθώς και την αρχή σύμφωνα με την οποία οι πρόσθετοι πόροι που απαιτούνται τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τις επιχειρήσεις πρέπει να παραμένουν εντός λογικών ορίων·

γ)

καθορισμό κοινών προτύπων ποιότητας, καθώς και του περιεχομένου και της συχνότητας των εκθέσεων ποιότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 3· και

δ)

κανόνες ενημέρωσης των μητρώων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.

2.   Μέτρα σχετικά με τα ακόλουθα θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2:

α)

διαβίβαση εκθέσεων ποιότητας και πληροφοριών που προκύπτουν από τις στατιστικές αναλύσεις μητρώων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6·

β)

διαβίβαση δεδομένων για μεμονωμένες μονάδες πολυεθνικών ομάδων επιχειρήσεων μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11· και

γ)

διαβίβαση δεδομένων για πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων, μεταξύ της Επιτροπής (Eurostat) και των κεντρικών τραπεζών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12.

Άρθρο 16

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Άρθρο 17

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2186/93 καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Ιουνίου 2006 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2007 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα)· απόφαση του Συμβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 196 της 5.8.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 76 της 30.3.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(4)  ΕΕ L 14 της 17.1.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 393 της 30.12.2006, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 162 της 5.6.1998, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1893/2006.

(6)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

(7)  ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(8)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(9)  ΕΕ L 195 της 29.7.1980, σ. 35. Οδηγία, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2005/81/ΕΚ (ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 47).

(10)  ΕΕ L 151 της 15.6.1990, σ. 1. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(11)  ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 23. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 602/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 106 της 19.4.2006, σ. 10).

(12)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(13)  ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

(14)  ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1267/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 1).

(15)  Δύο έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(16)  Πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα μητρώα επιχειρήσεων περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες ανά μονάδα. Οι πληροφορίες δεν είναι απαραίτητο να καταγράφονται χωριστά για κάθε μονάδα, εφόσον είναι δυνατόν να συναχθούν από άλλη(-ες) μονάδα(-ες).

Η καταχώριση των μεταβλητών χωρίς χαρακτηρισμό είναι υποχρεωτική· η καταχώριση των μεταβλητών που χαρακτηρίζονται «υπό προϋποθέσεις» είναι υποχρεωτική, εφόσον υπάρχουν στο κράτος μέλος, συνιστάται δε η καταχώριση των μεταβλητών που χαρακτηρίζονται «προαιρετικές».

1.   

Νομική μονάδα

Χαρακτηριστικά προσδιορισμού

1.1

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης

1.2α

 

Ονοματεπώνυμο ή επωνυμία

1.2β

 

Διεύθυνση (συμπεριλαμβανομένου του ταχυδρομικού κώδικα) στο πιο αναλυτικό επίπεδο

1.2γ

Προαιρετικό

Αριθμοί τηλεφώνου και φαξ, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και πληροφορίες που επιτρέπουν την ηλεκτρονική συλλογή στοιχείων

1.3

 

Αναγνωριστικός αριθμός φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ή, εάν δεν υπάρχει, άλλος διοικητικός αριθμός αναγνώρισης

Δημογραφικά χαρακτηριστικά

1.4

 

Ημερομηνία νομικής σύστασης, εφόσον πρόκειται για νομικά πρόσωπα ή διοικητικής έγκρισης ως οικονομικού φορέα, εφόσον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα

1.5

 

Ημερομηνία κατά την οποία η νομική μονάδα παύει να αποτελεί μέρος μιας επιχείρησης (όπως καθορίζεται στο σημείο 3.3)

Οικονομικά χαρακτηριστικά/Χαρακτηριστικά στρωματοποίησης

1.6

 

Νομική μορφή

Συνδέσεις με άλλα μητρώα

 

 

Αναφορά σε συναφή μητρώα στα οποία έχει καταχωρισθεί τόσο η υπό εξέταση νομική μονάδα όσο και πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στατιστικούς σκοπούς

1.7α

 

Αναφορά στο μητρώο ενδοκοινοτικών φορέων που έχει καταρτισθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 638/2004 (1) και αναφορά σε τελωνειακά αρχεία ή στο μητρώο εξωκοινοτικών φορέων

1.7β

Προαιρετικό

Αναφορά σε στοιχεία του ισολογισμού (για μονάδες που υποχρεούνται να δημοσιεύουν λογαριασμούς), αναφορά στο μητρώο ισοζυγίου πληρωμών ή στο μητρώο άμεσων ξένων επενδύσεων και αναφορά στο γεωργικό μητρώο

Πρόσθετα χαρακτηριστικά για νομικές μονάδες που αποτελούν μέρος επιχειρήσεων που ανήκουν σε ομάδα επιχειρήσεων:

Δεσμός με ομάδα επιχειρήσεων

1.8

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας επιχειρήσεων (4.1) στην οποία ανήκει η μονάδα

1.9

 

Ημερομηνία σύνδεσης με την εγκατεστημένη στο οικείο κράτος/κατατετμημένη ομάδα

1.10

 

Ημερομηνία αποχώρησης από την εγκατεστημένη στο οικείο κράτος/κατατετμημένη ομάδα

Έλεγχος μονάδων

 

 

Η καταχώριση των δεσμών ελέγχου μεταξύ εγκατεστημένων μπορεί να γίνεται από την κορυφή προς τη βάση (1.11α) ή αντιστρόφως (1.11β). Καταχωρίζεται μόνον το πρώτο επίπεδο ελέγχου, άμεσου ή έμμεσου, για κάθε μονάδα (με το συνδυασμό τους μπορεί να προκύψει ολόκληρη η αλυσίδα ελέγχου)

1.11α

 

Κωδικός(-οί) αριθμός(-οί) αναγνώρισης της (των) εγκατεστημένης(-ων) νομικής(-ών) μονάδας(-ων), η (οι) οποία(-ες) ελέγχεται(-ονται) από τη νομική μονάδα

1.11β

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης της εγκατεστημένης νομικής μονάδας, η οποία ελέγχει τη νομική μονάδα

1.12α

 

Χώρα(-ες) εγγραφής, και κωδικός(-οί) αριθμός(-οί) αναγνώρισης, ή, ονοματεπώνυμο(-α)/επωνυμία(-ες) και διεύθυνση(-εις) της (των) μη εγκατεστημένης(-ων) νομικής(-ών) μονάδας(-ων) που ελέγχεται(-ονται) από τη νομική μονάδα

1.12β

Υπό προϋποθέσεις

Αριθμός(-οί) ΦΠΑ μη εγκατεστημένης(-ων) νομικής(-ών) μονάδας(-ων), που ελέγχονται από τη νομική μονάδα

1.13α

 

Χώρα εγγραφής και κωδικός αριθμός αναγνώρισης ή ονοματεπώνυμο/επωνυμία και διεύθυνση της μη εγκατεστημένης νομικής μονάδας που ελέγχει τη νομική μονάδα

1.13β

Υπό προϋποθέσεις

Αριθμός ΦΠΑ της μη εγκατεστημένης νομικής μονάδας, η οποία ελέγχει τη νομική μονάδα

Κυριότητα μονάδων

 

Υπό προϋποθέσεις

Η καταχώριση της σχέσης κυριότητας μεταξύ εγκατεστημένων μπορεί να γίνεται από την κορυφή προς τη βάση (1.14α) ή αντιστρόφως (1.14β)

Τόσο η καταχώριση των πληροφοριών όσο και το κατώτατο όριο που χρησιμοποιείται για τα μετοχικά μερίδια εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών αυτών στις διοικητικές πηγές. Το συνιστώμενο κατώτατο όριο είναι η άμεση κυριότητα του 10 % ή μεγαλύτερου μετοχικού μεριδίου

1.14α

Υπό προϋποθέσεις

α)

Κωδικός(-οί) αριθμός(-οί) αναγνώρισης, και

β)

μερίδια (%)

της (των) εγκατεστημένης(-ων) νομικής(-ών) μονάδας(-ων), την (τις) οποία(-ες) κατέχει η νομική μονάδα

1.14β

Υπό προϋποθέσεις

α)

Κωδικός(-οί) αριθμός(-οί) αναγνώρισης, και

β)

μερίδια (%)

της (των) εγκατεστημένης(-ων) νομικής(-ών) μονάδας(-ων), η (οι) οποία(-ες) κατέχει(-ουν) τη νομική μονάδα

1.15

Υπό προϋποθέσεις

α)

Χώρα(-ες) εγγραφής, και

β)

κωδικός(-οί) αριθμός(-οί) αναγνώρισης, ή, ονοματεπώνυμο(-α)/επωνυμία(-ες), διεύθυνση(-εις) και αριθμός(-οί) ΦΠΑ, και

γ)

μερίδια (%)

της (των) μη εγκατεστημένης(-ων) νομικής(-ών) μονάδας(-ων), την (τις) οποία(-ες) κατέχει η νομική μονάδα

1.16

Υπό προϋποθέσεις

α)

Χώρα(-ες) εγγραφής, και

β)

κωδικός(-οί) αριθμός(-οί) αναγνώρισης ή ονοματεπώνυμο(-α)/επωνυμία(-ες), διεύθυνση(-εις) και αριθμός(-οί) ΦΠΑ, και

γ)

μερίδια (%)

της (των) μη εγκατεστημένης(-ων) νομικής(-ών) μονάδας(-ων), η (οι) οποία(-ες) κατέχει(-ουν) τη νομική μονάδα

2.   

Τοπική μονάδα

Χαρακτηριστικά προσδιορισμού

2.1

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης

2.2α

 

Ονοματεπώνυμο ή επωνυμία

2.2β

 

Διεύθυνση (συμπεριλαμβανομένου του ταχυδρομικού κώδικα) στο πιο αναλυτικό επίπεδο

2.2γ

Προαιρετικό

Αριθμοί τηλεφώνου και φαξ, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και πληροφορίες που θα επιτρέψουν την ηλεκτρονική συλλογή στοιχείων

2.3

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης της επιχείρησης (3.1) στην οποία ανήκει η τοπική μονάδα

Δημογραφικά χαρακτηριστικά

2.4

 

Ημερομηνία έναρξης δραστηριοτήτων

2.5

 

Ημερομηνία οριστικής παύσης δραστηριοτήτων

Οικονομικά χαρακτηριστικά/ Χαρακτηριστικά στρωματοποίησης

2.6

 

Κωδικός κύριας δραστηριότητας σε τετραψήφιο επίπεδο της NACE

2.7

Υπό προϋποθέσεις

Δευτερεύουσες δραστηριότητες, εάν υπάρχουν, σε τετραψήφιο επίπεδο της NACE. Το σημείο αυτό αφορά μόνον τις τοπικές μονάδες που αποτελούν αντικείμενο ερευνών

2.8

Προαιρετικό

Δραστηριότητα που ασκείται στην τοπική μονάδα και συνιστά βοηθητική δραστηριότητα της επιχείρησης στην οποία ανήκει (ναι/όχι)

2.9

 

Αριθμός απασχολούμενων ατόμων

2.10α

 

Αριθμός μισθωτών

2.10β

Προαιρετικό

Αριθμός μισθωτών σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης

2.11

 

Κωδικός γεωγραφικής θέσης

Συνδέσεις με άλλα μητρώα

2.12

Υπό προϋποθέσεις

Αναφορά σε συναφή μητρώα στα οποία εμφανίζεται η τοπική μονάδα και τα οποία περιέχουν πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στατιστικούς σκοπούς (εάν υπάρχουν τέτοια συναφή μητρώα)

3.   

Επιχείρηση

Χαρακτηριστικά προσδιορισμού

3.1

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης

3.2α

 

Ονοματεπώνυμο ή επωνυμία

3.2β

Προαιρετικό

Ταχυδρομική διεύθυνση, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και διεύθυνση δικτυακού τόπου

3.3

 

Κωδικός(-οί) αριθμός(-οί) αναγνώρισης της (των) νομικής(-ών) μονάδας(-ων) από την (τις) οποία(-ες) αποτελείται η επιχείρηση

Δημογραφικά χαρακτηριστικά

3.4

 

Ημερομηνία έναρξης δραστηριοτήτων

3.5

 

Ημερομηνία οριστικής παύσης δραστηριοτήτων

Οικονομικά χαρακτηριστικά/Χαρακτηριστικά στρωματοποίησης

3.6

 

Κωδικός κύριας δραστηριότητας σε τετραψήφιο επίπεδο της NACE

3.7

Υπό προϋποθέσεις

Δευτερεύουσες δραστηριότητες, εάν υπάρχουν, σε τετραψήφιο επίπεδο της NACE. Το σημείο αυτό αφορά μόνον τις επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο ερευνών

3.8

 

Αριθμός απασχολούμενων ατόμων

3.9α

 

Αριθμός μισθωτών

3.9β

Προαιρετικό

Αριθμός μισθωτών σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης

3.10α

 

Κύκλος εργασιών, εκτός από τους τομείς του σημείου 3.10β

3.10β

Προαιρετικό

Κύκλος εργασιών για τη γεωργία, το κυνήγι και τη δασοκομία, την αλιεία και τη δημόσια διοίκηση και την άμυνα, την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, τα ιδιωτικά νοικοκυριά με απασχολούμενα άτομα και τους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή οργανισμούς

3.11

 

Θεσμικός τομέας και υποτομέας σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών

Πρόσθετα χαρακτηριστικά για επιχειρήσεις που ανήκουν σε ομάδα επιχειρήσεων:

Πρόσθετα χαρακτηριστικά για επιχειρήσεις που ανήκουν σε ομάδα επιχειρήσεων: Δεσμός με ομάδα επιχειρήσεων

3.12

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας επιχειρήσεων (4.1) στην οποία ανήκει η επιχείρηση

4.   

Ομάδα επιχειρήσεων

Χαρακτηριστικά προσδιορισμού

4.1

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας

4.2α

 

Επωνυμία της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας

4.2β

Προαιρετικό

Ταχυδρομική διεύθυνση, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και διεύθυνση δικτυακού τόπου της εγκατεστημένης/κατατετμημένης έδρας

4.3

Υπό προϋποθέσεις εν μέρει

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης του επικεφαλής της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας (ισοδυναμεί με τον αριθμό αναγνώρισης της νομικής μονάδας η οποία είναι ο εγκατεστημένος επικεφαλής της ομάδας).

Υπό προϋποθέσεις, εάν η ελέγχουσα μονάδα είναι φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν είναι οικονομικός φορέας, η καταχώριση εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα της πληροφορίας αυτής στις διοικητικές πηγές

4.4

 

Τύπος ομάδας επιχειρήσεων:

1.

καθ' ολοκληρίαν εγκατεστημένη ομάδα

2.

εγχωρίως ελεγχόμενη κατατετμημένη ομάδα

3.

αλλοδαπώς ελεγχόμενη κατατετμημένη ομάδα

Δημογραφικά χαρακτηριστικά

4.5

 

Ημερομηνία δημιουργίας της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας επιχειρήσεων

4.6

 

Ημερομηνία διάλυσης της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας επιχειρήσεων

Οικονομικά χαρακτηριστικά/Χαρακτηριστικά στρωματοποίησης

4.7

 

Κωδικός κύριας δραστηριότητας της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας σε διψήφιο επίπεδο της NACE

4.8

Προαιρετικό

Δευτερεύουσες δραστηριότητες της εγκατεστημένης στο οικείο κράτος/κατατετμημένης ομάδας σε διψήφιο επίπεδο της NACE

4.9

 

Αριθμός απασχολούμενων ατόμων στην εγκατεστημένη στο οικείο κράτος/κατατετμημένη ομάδα

4.10

Προαιρετικό

Ενοποιημένος κύκλος εργασιών

Πρόσθετα χαρακτηριστικά για πολυεθνικές ομάδες επιχειρήσεων (τύποι 2 και 3 στο σημείο 4.4):

Η καταχώριση των μεταβλητών 4.11 και 4.12α είναι προαιρετική έως ότου θεσπισθεί η διαβίβαση πληροφοριών για τις πολυεθνικές ομάδες, όπως ορίζεται στο άρθρο 11.

Χαρακτηριστικά προσδιορισμού

4.11

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης του παγκόσμιου ομίλου

4.12α

 

Επωνυμία του παγκόσμιου ομίλου

4.12β

Προαιρετικό

Χώρα εγγραφής, ταχυδρομική διεύθυνση, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και διεύθυνση δικτυακού τόπου της παγκόσμιας έδρας

4.13a

 

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης του επικεφαλής του παγκόσμιου ομίλου, εφόσον ο επικεφαλής του ομίλου είναι εγκατεστημένος (ισοδυναμεί με τον κωδικό αριθμό αναγνώρισης της νομικής μονάδας η οποία είναι ο επικεφαλής του ομίλου)· εάν ο επικεφαλής του παγκόσμιου ομίλου είναι μη εγκατεστημένος, η χώρα εγγραφής του

4.13β

Προαιρετικό

Κωδικός αριθμός αναγνώρισης του επικεφαλής του παγκοσμίου ομίλου ή όνομα και διεύθυνση εάν δεν είναι εγκατεστημένος

Οικονομικά χαρακτηριστικά/Χαρακτηριστικά στρωματοποίησης

4.14

Προαιρετικό

Αριθμός απασχολούμενων ατόμων παγκοσμίως

4.15

Προαιρετικό

Ενοποιημένος παγκόσμιος κύκλος εργασιών

4.16

Προαιρετικό

Χώρα του παγκόσμιου κέντρου αποφάσεων

4.17

Προαιρετικό

Χώρες όπου βρίσκονται επιχειρήσεις ή τοπικές μονάδες


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 638/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για τις συναλλαγές αγαθών μεταξύ κρατών μελών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3330/91 (ΕΕ L 102 της 7.4.2004, σ. 1).


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Η Επιτροπή ενέκρινε την πρότασή της (1) στις 5 Απριλίου 2005 με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου κανονισμού (ΕΟΚ) 2186/93 για τα μητρώα επιχειρήσεων και για να ληφθούν υπόψη οι πρόσθετες στατιστικές απαιτήσεις οι οποίες έχουν ανακύψει σταδιακά. Η πρόταση εξετάστηκε και συζητήθηκε από τις προπαρασκευαστικές ομάδες και επιτροπές του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια διαδοχικών προεδριών.

2.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση την 1η Ιουνίου 2006.

3.

Στις 21 Μαΐου 2007, το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή του θέση σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΙ

Κύριοι στόχοι του σχεδίου κανονισμού είναι:

η υποχρεωτική καταχώριση σε μητρώο όλων των επιχειρήσεων που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες με τις οποίες συμβάλλουν στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, των τοπικών μονάδων τους και των αντίστοιχων νομικών μονάδων,

η κάλυψη όλων των χρηματοοικονομικών δεσμών και των ομάδων επιχειρήσεων, όπως και η ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής (Eurostat) σχετικά με τις πολυεθνικές ομάδες και τις συστατικές μονάδες τους.

Επιπροσθέτως, η πρόταση αποσκοπεί στην εναρμόνιση μεταξύ όλων των κρατών μελών χάρη σε μια κοινή μεθοδολογία.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Γενικό πλαίσιο

Συμφωνία σε πρώτη ανάγνωση επετεύχθη για τον παρόντα φάκελο τον Ιούνιο του 2006 (PE-CONS 3624/06).

Στις 17 Ιουλίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2006/512/ΕΚ για την τροποποίηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή και για την εισαγωγή νέας διαδικασίας επονομαζόμενης «κανονιστική διαδικασία με έλεγχο» (άρθρο 5α).

Η νέα διαδικασία επιτροπής πρέπει να τηρείται για την έγκριση μέτρων γενικής εμβέλειας που έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων μιας πράξης που εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης ορισμένων εξ αυτών ή της συμπλήρωσής τους με την προσθήκη νέων μη ουσιαστικών στοιχείων.

2.   Προσαρμογές που εισάγει το Συμβούλιο

Το σχέδιο κανονισμού αναφέρεται πάντα στην κανονιστική διαδικασία επιτροπής όταν ανατίθενται εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή και συνεπώς πρέπει να προσαρμοσθεί, όπου χρειάζεται, στη νέα κανονιστική διαδικασία επιτροπής με έλεγχο.

Η Επιτροπή έχει δεχθεί την κοινή θέση που έχει συμφωνηθεί από το Συμβούλιο.


(1)  COM(2005) 0112.


21.8.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 193/13


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 10/2007

που υιοθέτησε το Συμβούλιο στις 28 Ιουνίου 2007

ενόψει της έκδοσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων») και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου

(2007/C 193 E/02)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61 στοιχείο γ) και το άρθρο 67 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση επιδιώκει τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και προς τούτο θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2)

Η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων που επιδίδονται ή κοινοποιούνται σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

(3)

Το Συμβούλιο με την πράξη της 26ης Μαΐου 1997 (3), κατάρτισε μια σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και συνέστησε την έγκρισή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους οικείους συνταγματικούς κανόνες. Η σύμβαση δεν τέθηκε σε ισχύ. Θα πρέπει να δοθεί συνέχεια στα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της σύμβασης.

(4)

Στις 29 Μαΐου 2000 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (4) του οποίου το ουσιαστικό περιεχόμενο βασίζεται στη σύμβαση.

(5)

Την 1η Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή ενέκρινε έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 η οποία συμπεραίνει ότι από την έναρξη ισχύος του το 2001, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 γενικά βελτίωσε και επιτάχυνε την διαβίβαση και την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μεταξύ των κρατών μελών, αν και η εφαρμογή ορισμένων διατάξεών του δεν είναι πλήρως ικανοποιητική.

(6)

Η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα προϋποθέτει την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώσουν ότι θα ορίσουν από μία μόνον υπηρεσία διαβίβασης ή παραλαβής ή μία υπηρεσία που αναλαμβάνει και τα δύο αυτά καθήκοντα για μια περίοδο πέντε ετών. Ο ορισμός υπηρεσίας μπορεί να ανανεώνεται ανά πενταετία.

(7)

Η ταχύτητα της διαβίβασης δικαιολογεί τη χρήση κάθε ενδεδειγμένου μέσου, τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων όσον αφορά το ευανάγνωστο και το αξιόπιστο της διαβιβαζομένης πράξης. Η ασφάλεια της διαβίβασης απαιτεί να συνοδεύεται η πράξη από ένα τυποποιημένο έντυπο, που συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίδοση ή κοινοποίηση ή σε κάποια άλλη γλώσσα δεκτή από το κράτος μέλος παραλαβής.

(8)

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος όπου γίνεται η δίκη, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του ενδιαφερομένου.

(9)

Η επίδοση ή κοινοποίηση θα πρέπει να γίνεται το συντομότερο δυνατό και πάντοτε εντός μηνός αφού παραληφθεί από την υπηρεσία παραλαβής.

(10)

Χάριν αποτελεσματικότητος του παρόντος κανονισμού, η άρνηση της επίδοσης ή της κοινοποίησης πράξεων θα πρέπει να είναι δυνατή σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις.

(11)

Για να διευκολυνθεί η διαβίβαση και η επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα τυποποιημένα έντυπα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού.

(12)

Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη εγγράφως, μέσω ενός τυποποιημένου εντύπου, ότι μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την επιδιδόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη, είτε τη στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης είτε επιστρέφοντας την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός εβδομάδος, εφόσον η πράξη δεν έχει συνταχθεί σε γλώσσα κατανοητή από τον παραλήπτη ή στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης. Αυτός ο κανόνας θα πρέπει να ισχύει εξίσου και στην επόμενη επίδοση ή κοινοποίηση εφόσον ο παραλήπτης έχει ασκήσει το δικαίωμα άρνησης παραλαβής. Οι κανόνες σχετικά με την άρνηση παραλαβής εφαρμόζονται επίσης στην επίδοση ή κοινοποίηση μέσω διπλωματικών ή προξενικών υπηρεσιών, μέσω ταχυδρομείου καθώς και στην άμεση επίδοση ή κοινοποίηση. Τονιστέον ότι η άρνηση παραλαβής μιας πράξης μπορεί να θεραπευθεί μέσω της επίδοσης ή κοινοποίησης στον παραλήπτη μιας μετάφρασης της πράξης.

(13)

Η ταχύτητα διαβίβασης δικαιολογεί την επίδοση ή την κοινοποίηση της πράξης εντός των ημερών που έπονται της παραλαβής της. Εντούτοις, αν η επίδοση ή κοινοποίηση δεν γίνει εντός μηνός, η υπηρεσία παραλαβής ειδοποιεί την υπηρεσία διαβίβασης. Η εκπνοή της προθεσμίας δεν σημαίνει ότι η αίτηση πρέπει να επιστραφεί στην υπηρεσία διαβίβασης, όταν είναι σαφές ότι η επίδοση ή κοινοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί ενός εύλογης προθεσμίας.

(14)

Η υπηρεσία παραλαβής θα πρέπει να συνεχίζει να φροντίζει για την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης ακόμη και αν αυτή δεν μπόρεσε να γίνει εντός μηνός, επειδή, για παράδειγμα, ο εναγόμενος απουσίαζε από την κατοικία του λόγω διακοπών ή από τον τόπο εργασίας του λόγω επαγγελματικών υποθέσεων. Όμως, προκειμένου να αποφευχθεί μια χωρίς τέλος υποχρέωση της υπηρεσίας παραλαβής να μεριμνά για την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης, η υπηρεσία διαβίβασης θα πρέπει να μπορεί να ορίζει προθεσμία στο τυποποιημένο έντυπο, μετά πάροδο της οποίας δεν θα απαιτείται πλέον επίδοση ή κοινοποίηση.

(15)

Λόγω των δικονομικών διαφορών που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για την επίδοση ή κοινοποίηση διαφέρει ανά κράτος μέλος. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, και τις δυσκολίες που δημιουργεί, ο παρών κανονισμός προβλέπει ένα σύστημα όπου η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους παραλαβής. Εντούτοις, όταν, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε σχέση με τον αιτούντα θα πρέπει να είναι αυτή που ορίζεται από τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το σύστημα διπλής ημερομηνίας υπάρχει σε λίγα μόνο κράτη μέλη τα οποία και θα πρέπει να το γνωστοποιούν στην Επιτροπή, η οποία δημοσιεύει τη σχετική πληροφορία στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το οποίο έχει συσταθεί σύμφωνα με την απόφαση 2001/470/EΚ του Συμβουλίου (5).

(16)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, τα έξοδα από την παρέμβαση δικαστικού λειτουργού ή προσώπου αρμοδίου σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής θα πρέπει να αντιστοιχούν σε ένα ενιαίο πάγιο τέλος, το ποσόν του οποίου προκαθορίζεται από το συγκεκριμένο κράτος μέλος, και να τηρεί τις αρχές της αναλογικότητας και της μη εισαγωγής διακρίσεων. Η απαίτηση για ενιαίο πάγιο τέλος δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν διαφορετικά τέλη για διαφορετικούς τύπους επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον τηρούνται οι συγκεκριμένες αρχές.

(17)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να επιδίδει ή να κοινοποιεί πράξεις σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους, απευθείας μέσω των ταχυδρομικών υπηρεσιών, με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο.

(18)

Οι έχοντες έννομο συμφέρον σε δίκη θα πρέπει να μπορούν να επιδώσουν ή να κοινοποιήσουν απευθείας τις πράξεις μέσω δικαστικών επιμελητών ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής, αν αυτό επιτρέπεται από το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

(19)

Η Επιτροπή θα πρέπει να συντάξει εγχειρίδιο με τις πληροφορίες που αφορούν τη δέουσα εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, που θα δημοσιευθεί στο ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι πληροφορίες να είναι πλήρεις και ενημερωμένες, κυρίως όσον αφορά τα στοιχεία των υπηρεσιών παραλαβής και διαβίβασης.

(20)

Για τον υπολογισμό των προθεσμιών και διοριών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (6).

(21)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (7).

(22)

Ιδιαίτερα, ανατίθενται αρμοδιότητες στην Επιτροπή για την ενημέρωση των τυποποιημένων εντύπων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα και για τις απαραίτητες τεχνικές τροποποιήσεις. Δεδομένου ότι αυτά τα μέτρα είναι γενικής εφαρμογής και στοχεύουν στην τροποποίηση ή στην κατάργηση μη ουσιαστικών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία κανονιστικής επιτροπής με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/EΚ.

(23)

Ο παρών κανονισμός υπερισχύει των διατάξεων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών με το ίδιο αντικείμενο που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, και ιδίως του πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη σύμβαση των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (8), και της σύμβασης της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965 (9), όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη. Ο κανονισμός δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη σύναψη από τα κράτη μέλη συμφωνιών ή διακανονισμών, με σκοπό την επιτάχυνση ή την απλούστευση της διαβίβασης των πράξεων, εφόσον συνάδουν με τις διατάξεις του.

(24)

Τα δεδομένα που διαβιβάζονται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας. Το θέμα αυτό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (10) και της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (11).

(25)

Το αργότερο την 1η Ιουνίου 2011, και στη συνέχεια ανά πέντε έτη, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και προτείνει τις τροποποιήσεις που κρίνονται απαραίτητες.

(26)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων του κανονισμού, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων του.

(27)

Για να καταστεί η πράξη ευπρόσιτη και ευανάγνωστη, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό.

(28)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, που έχει προσαρτηθεί στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία συμμετέχουν στη θέσπιση και την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.

(29)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από τον κανονισμό ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας («acta iure imperii»).

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη.

3.   Στον παρόντα κανονισμό ο όρος «κράτος μέλος» καλύπτει τα κράτη μέλη πλην της Δανίας.

Άρθρο 2

Υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής «υπηρεσίες διαβίβασης»), που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων προς επίδοση ή κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής «υπηρεσίες παραλαβής») που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων άλλου κράτους μέλους.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν είτε μια υπηρεσία διαβίβασης και μια υπηρεσία παραλαβής, είτε μία μόνον υπηρεσία επιφορτισμένη και με τα δύο καθήκοντα. Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίσουν περισσότερες υπηρεσίες. Ο ορισμός αυτός ισχύει επί πέντε έτη με δυνατότητα ανανέωσης ανά πενταετία.

4.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις ονομασίες και διευθύνσεις των υπηρεσιών παραλαβής που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3·

β)

την κατά τόπο αρμοδιότητά τους·

γ)

τα μέσα παραλαβής πράξεων, τα οποία έχουν στη διάθεσή τους· και

δ)

τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταβολή αυτών των στοιχείων.

Άρθρο 3

Κεντρική αρχή

Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια κεντρική αρχή αρμόδια να:

α)

παρέχει πληροφορίες στις υπηρεσίες διαβίβασης·

β)

επιλύει τυχόν προβλήματα κατά τη διαβίβαση των προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων·

γ)

διαβιβάζει, εκτάκτως, στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής, αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης, μετά από αίτηση της υπηρεσίας διαβίβασης.

Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη μέλη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίζουν περισσότερες κεντρικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών πράξεων

Άρθρο 4

Διαβίβαση πράξεων

1.   Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2.

2.   Η διαβίβαση πράξεων, αιτήσεων, επικυρώσεων, αποδεικτικών παραλαβής, βεβαιώσεων και λοιπών πράξεων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής γίνεται με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο της παραλαμβανομένης πράξης είναι αληθές και συμπίπτει απολύτως προς το περιεχόμενο της διαβιβαζομένης πράξης, και εφόσον όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες.

3.   Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του τυποποιημένου εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο.

4.   Δεν απαιτείται βεβαίωση της γνησιότητας ή ανάλογη διατύπωση για τις διαβιβαζόμενες πράξεις και έγγραφα.

5.   Όταν η υπηρεσία διαβίβασης επιθυμεί την επιστροφή ενός αντιγράφου της πράξεως συνοδευομένου από τη βεβαίωση του άρθρου 10, αποστέλλει την προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξη εις διπλούν.

Άρθρο 5

Μετάφραση των πράξεων

1.   Η υπηρεσία διαβίβασης στην οποία κατατίθεται η προς διαβίβαση πράξη επισημαίνει στον αιτούντα ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη αν αυτή δεν έχει συνταχθεί σε μια από τις γλώσσες που ορίζει το άρθρο 8.

2.   Ο αιτών επιβαρύνεται με τυχόν έξοδα μετάφρασης πριν από τη διαβίβαση της πράξης, υπό την επιφύλαξη μεταγενέστερης απόφασης δικαστηρίου ή αρμόδιας αρχής περί καταλογισμού των εξόδων.

Άρθρο 6

Παραλαβή των πράξεων από την υπηρεσία παραλαβής

1.   Ευθύς ως της περιέλθει η πράξη, η υπηρεσία παραλαβής αποστέλλει το συντομότερο, και οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από την παραλαβή, αποδεικτικό παραλαβής στην υπηρεσία διαβίβασης με το ταχύτερο μέσο και χρησιμοποιώντας το έντυπο που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι.

2.   Εάν η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν μπορεί να εκτελεσθεί με βάση τις διαβιβασθείσες πληροφορίες ή πράξεις, η υπηρεσία παραλαβής επικοινωνεί με το ταχύτερο μέσο με την υπηρεσία διαβίβασης ζητώντας τις ελλείπουσες πληροφορίες ή πράξεις.

3.   Εάν είναι προφανές ότι η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή εάν η μη τήρηση των απαιτουμένων τυπικών προϋποθέσεων καθιστά αδύνατη την επίδοση ή την κοινοποίηση, η αίτηση και οι διαβιβασθείσες πράξεις επιστρέφονται, άμα τη παραλαβή τους, στην υπηρεσία διαβίβασης, μαζί με την έντυπη βεβαίωση επιστροφής που εμφαίνεται στο παράρτημα I.

4.   Μια υπηρεσία παραλαβής που παραλαμβάνει πράξη για την επίδοση ή την κοινοποίηση της οποίας είναι κατά τόπον αναρμόδια διαβιβάζει την πράξη και τη σχετική αίτηση στην κατά τόπον αρμόδια υπηρεσία παραλαβής του ίδιου κράτους μέλους, εφόσον η αίτηση πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 3 και ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης δια του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι. Η κατά τόπον αρμόδια υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης για την παραλαβή της πράξης, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 7

Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων

1.   Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

2.   Η υπηρεσία παραλαβής φροντίζει ώστε η επίδοση ή κοινοποίηση να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό και, οπωσδήποτε, εντός μηνός από την παραλαβή. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση ή η κοινοποίηση εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής:

α)

ειδοποιεί αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι, η οποία συμπληρώνεται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2· και

β)

συνεχίζει να προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την υπηρεσία διαβίβασης, σε περίπτωση που η επίδοση ή κοινοποίηση φαίνεται εφικτή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

Άρθρο 8

Άρνηση παραλαβής της πράξης

1.   Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις ακόλουθες γλώσσες:

α)

σε γλώσσα την οποία ο παραλήπτης κατανοεί·

ή

β)

στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση.

2.   Εάν η υπηρεσία παραλαβής πληροφορηθεί ότι ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης με την έντυπη βεβαίωση του άρθρου 10, και επιστρέφει την αίτηση και τις πράξεις των οποίων ζητείται η μετάφραση.

3.   Εάν ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη βάσει της παραγράφου 1, τούτο μπορεί να θεραπευθεί μέσω της επίδοσης και κοινοποίησης στον παραλήπτη, βάσει του παρόντος κανονισμού, της πράξης συνοδευόμενης από μετάφραση σε μια από τις γλώσσες που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Στην περίπτωση αυτή, η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη, συνοδευόμενη από μετάφραση, επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής. Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του πρωτοτύπου της πράξης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται και στους τρόπους διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στο τμήμα 2.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διπλωματικοί ή προξενικοί υπάλληλοι, όταν η επίδοση ή η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 13, ή η αρχή ή το πρόσωπο όταν η επίδοση ή η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 14, ενημερώνουν τον παραλήπτη ότι μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη και ότι κάθε πράξη για την οποία υπάρχει άρνηση παραλαβής πρέπει να αποσταλεί στους συγκεκριμένους υπαλλήλους, αρχή ή πρόσωπο, αντιστοίχως.

Άρθρο 9

Ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης

1.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 8, η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης μιας πράξης, βάσει του άρθρου 7, είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής.

2.   Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται στους τρόπους διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στο τμήμα 2.

Άρθρο 10

Βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης και αντίγραφο της επιδοθείσας ή κοινοποιηθείσας πράξης

1.   Αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης, εκδίδεται σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I, η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης μαζί με αντίγραφο της οικείας πράξης, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 5.

2.   Η βεβαίωση συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους προέλευσης ή σε άλλη γλώσσα που το κράτος μέλος προέλευσης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από τη δική του, στην οποία ή στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο.

Άρθρο 11

Έξοδα επίδοσης ή κοινοποίησης

1.   Για την επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων προερχομένων από άλλο κράτος μέλος δεν καταβάλλονται ούτε επιστρέφονται τέλη ή έξοδα για τις υπηρεσίες που προσέφερε το κράτος μέλος παραλαβής.

2.   Ωστόσο, ο αιτών καταβάλλει ή επιστρέφει τα έξοδα από:

α)

την παρέμβαση δικαστικού λειτουργού ή αρμοδίου προσώπου κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής·

β)

τη χρήση ειδικού τύπου επίδοσης ή κοινοποίησης.

Τα έξοδα από την παρέμβαση δικαστικού λειτουργού ή αρμοδίου προσώπου κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής αντιστοιχούν σε ενιαίο πάγιο τέλος, το οποίο προκαθορίζεται από αυτό το κράτος μέλος και τηρεί της αρχές της αναλογικότητας και της μη εισαγωγής διακρίσεων. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν αυτά τα πάγια τέλη στην Επιτροπή.

ΤΜΗΜΑ 2

Άλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων

Άρθρο 12

Διαβίβαση διά της προξενικής ή διπλωματικής οδού

Κάθε κράτος μέλος δύναται, εκτάκτως, να χρησιμοποιεί την προξενική ή τη διπλωματική οδό για την προώθηση δικαστικών πράξεων με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίησή τους στις υπηρεσίες άλλου κράτους μέλους, οι οποίες ορίζονται κατ' εφαρμογή των άρθρων 2 ή 3.

Άρθρο 13

Επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους

1.   Κάθε κράτος μέλος δύναται να προβαίνει απευθείας μέσω των διπλωματικών ή προξενικών του υπαλλήλων στην επίδοση ή στην κοινοποίηση δικαστικών πράξεων σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους, χωρίς κανέναν καταναγκασμό.

2.   Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει, κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, ότι απαγορεύει την επίδοση ή κοινοποίηση αυτή στην επικράτειά του, εκτός εάν οι οικείες πράξεις πρόκειται να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε υπηκόους του κράτους μέλους προέλευσης των πράξεων.

Άρθρο 14

Επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς

Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιδίδει ή να κοινοποιεί δικαστικές πράξεις απευθείας δια των ταχυδρομικών υπηρεσιών σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο.

Άρθρο 15

Απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση

Οι έχοντες έννομο συμφέρον σε δίκη μπορούν να επιδώσουν ή να κοινοποιήσουν απευθείας δικαστικές πράξεις μέσω δικαστικών λειτουργών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής αν αυτό επιτρέπεται από τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

EΞΩΔΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 16

Διαβίβαση

Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 17

Λεπτομέρειες εφαρμογής

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την ενημέρωση ή τις τεχνικές τροποποιήσεις των τυποποιημένων εντύπων που εμφαίνονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής με έλεγχο του άρθρου 18 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Άρθρο 19

Ερημοδικία εναγομένου

1.   Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:

α)

ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του· ή

β)

ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό,

καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.

2.   Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παράγραφο 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πράξη διαβιβάσθηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον παρόντα κανονισμό·

β)

από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες·

γ)

δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εμποδίζουν τον δικαστή να διατάξει προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης.

4.   Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού, και έχει εκδοθεί απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απαλλάξει τον εναγόμενο από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο εναγόμενος, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε εγκαίρως γνώση του εγγράφου ώστε να αμυνθεί, ή δεν έλαβε γνώση της απόφασης ώστε να ασκήσει ένδικο μέσο· και

β)

οι ισχυρισμοί του εναγόμενου δεν φαίνονται παντελώς αστήρικτοι.

Η αίτηση απαλλαγής μπορεί να υποβληθεί μόνο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο εναγόμενος έλαβε γνώση της απόφασης.

Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να διευκρινίσει ότι αυτή η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν υποβληθεί μετά την πάροδο ορισμένου διαστήματος που θα ορίζεται στη γνωστοποίησή του, αλλά το οποίο ουδέποτε μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους από την έκδοση της απόφασης.

5.   Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις που αφορούν την ικανότητα δικαίου ή τη δικαιοπρακτική ικανότητα.

Άρθρο 20

Σχέσεις με άλλες συμφωνίες ή διακανονισμούς στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη

1.   Για θέματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και της σύμβασης της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να επιταχύνεται ή να απλουστεύεται περαιτέρω η διαβίβαση των πράξεων.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:

α)

αντίγραφο των συμφωνιών ή διακανονισμών της παραγράφου 2, που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών, καθώς και τα σχέδια συμφωνιών ή διακανονισμών που προτίθενται να συνάψουν·

και

β)

κάθε καταγγελία ή τροποποίηση των εν λόγω συμφωνιών ή διακανονισμών.

Άρθρο 21

Δικαστική αρωγή

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 23 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία, της 17ης Ιουλίου 1905, του άρθρου 24 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία, της 1ης Μαρτίου 1954, και του άρθρου 13 της σύμβασης για τη διευκόλυνση της διεθνούς πρόσβασης στη δικαιοσύνη, της 25ης Οκτωβρίου 1980, μεταξύ των κρατών μελών που είναι μέρη αυτών των συμβάσεων.

Άρθρο 22

Προστασία των διαβιβαζομένων πληροφοριών

1.   Οι πληροφορίες και ειδικότερα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες παραλαβής μόνο για το σκοπό για τον οποίον διαβιβάσθηκαν.

2.   Οι υπηρεσίες παραλαβής διασφαλίζουν το απόρρητο των πληροφοριών αυτών, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους να ενημερώνονται για το πώς χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των οδηγιών 95/46/EΚ και 2002/58/EΚ.

Άρθρο 23

Ανακοίνωση και δημοσίευση

1.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3, 4, 10, 11, 13, 15 και 19. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή εάν, κατά τη νομοθεσία τους, μία πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 9 παράγραφος 2.

2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει την πληροφορία που της ανακοινώθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιρουμένων των διευθύνσεων και των λοιπών στοιχείων επαφής των υπηρεσιών και κεντρικών οργάνων και των γεωγραφικών περιοχών οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.

3.   Η Επιτροπή καταρτίζει και ενημερώνει τακτικά ένα εγχειρίδιο που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το οποίο διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή, συγκεκριμένα μέσω του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Άρθρο 24

Επανεξέταση

Το αργότερο την 1η Ιουνίου 2011, και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με έμφαση στην αποτελεσματικότητα των οργάνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 και στην πρακτική εφαρμογή του άρθρου 3 στοιχείο γ) και του άρθρου 9. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, εφόσον κριθεί αναγκαίο, από προτάσεις για προσαρμογές του παρόντος κανονισμού ανάλογα με την εξέλιξη των συστημάτων κοινοποίησης.

Άρθρο 25

Κατάργηση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 καταργείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Κάθε παραπομπή στον καταργούμενο κανονισμό νοείται ως παραπομπή στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα III.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από … (12), πλην του άρθρου 23, που εφαρμόζεται από … (13).

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

…, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 88 της 11.4.2006 σ. 7.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουλίου 2006 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2007 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  OJ C 261 της 27.8.1997, σ. 1. Την ημέρα που καταρτίστηκε η σύμβαση, το Συμβούλιο έλαβε επίσης γνώση της επεξηγηματικής της έκθεσης που δημοσιεύθηκε στη σελίδα 26 της προαναφερόμενης Επίσημης Εφημερίδας.

(4)  ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 37.

(5)  ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 25.

(6)  ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/EΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(8)  Σύμβαση των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 299 της 31.12.1972, σ. 32· ενοποιημένο κείμενο στην ΕΕ C 27 της 26.1.1998, σ. 1).

(9)  Σύμβαση της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, για την επίδοση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδικαστικών εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

(10)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(11)  ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/24/ΕΚ (ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 54).

(12)  Δώδεκα μήνες μετά την έκδοση του παρόντος κανονισμού.

(13)  Εννέα μήνες μετά την έκδοση του παρόντος κανονισμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Kανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 7 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση (εισαγωγή) και άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 7 παράγραφος 2 τρίτη πρόταση

Άρθρο 8 παράγραφος 1, εισαγωγή

Άρθρο 8 παράγραφος 1, εισαγωγή

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφοι 3 και 5

Άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 10

Άρθρο 10

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 14

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 15

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 16

Άρθρο 16

Άρθρο 17, εισαγωγή

Άρθρο 17

Άρθρο 17 στοιχεία α) και γ)

Άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 19

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 21

Άρθρο 22

Άρθρο 22

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 1 δεύτερη πρόταση

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 3

Άρθρο 24

Άρθρο 24

Άρθρο 25

Άρθρο 25

Άρθρο 26

Παράρτημα

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙIΙ


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Επιτροπή υπέβαλε τον Ιούλιο του 2005 πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000. Μετά από διεξοδικές συζητήσεις σχετικά με την πρόταση αυτή στην αρμόδια επιτροπή του Συμβουλίου, το Συμβούλιο συμφώνησε μια γενική προσέγγιση κατά τη σύνοδό του την 1η και 2α Ιουνίου 2006. Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκαν επαφές με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και επιτεύχθηκε συμφωνία ως προς τις τροποποιήσεις που θα πρέπει να επέλθουν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000. Και τα δύο θεσμικά όργανα διατύπωσαν την άποψη ότι, για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 θα πρέπει μάλλον να κωδικοποιηθεί και όχι απλώς να τροποποιηθεί.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά τη διατύπωση της γνώμης του τον Ιούλιο του 2006 ενέκρινε μια σειρά τροπολογιών οι οποίες αντιστοιχούν στις τροποποιήσεις που συμφωνήθηκαν με το Συμβούλιο και κάλεσε τυπικά την Επιτροπή να υποβάλει κωδικοποιημένη έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 με την υποβολή τροποποιημένης πρότασης.

Ανταποκρινόμενη στο αίτημα αυτό, η Επιτροπή υπέβαλε στις 4 Δεκεμβρίου 2006 τροποποιημένη πρόταση κανονισμού περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις («επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων»), στον οποίο ενσωματώνονται οι τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 που εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, και για την κατάργηση του κανονισμού αυτού.

Μια ελαφρώς τροποποιημένη μορφή αυτού του κειμένου εγκρίθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο κατά τη σύνοδό του στις 19 και 20 Απριλίου 2007 και στη συνέχεια εκπονήθηκε κοινή θέση του Συμβουλίου. Η εν λόγω κοινή θέση εγκρίθηκε τυπικά από το Συμβούλιο με ομοφωνία στις 28 Ιουνίου 2007.

II.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Η κοινή θέση του Συμβουλίου ακολουθεί πιστά το κείμενο που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και, επομένως, σε μεγάλο βαθμό και την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής. Αλλαγές έχουν γίνει μόνο στα σημεία όπου το κείμενο της τροποποιημένης πρότασης απέκλινε από το συμφωνημένο κείμενο ή όπου ήταν αναγκαίο να επέλθουν τροποποιήσεις για άλλους λόγους. Οι κυριότερες αλλαγές επισημαίνονται κατωτέρω.

Αλλαγές μη αποδεκτές από το Συμβούλιο

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είχαν συμφωνήσει να προστεθεί μια νέα παράγραφος στο αιτιολογικό (τροπολογία 7 του ΕΚ). Η Επιτροπή, στην τροποποιημένη πρότασή της, πρόσθεσε πράγματι αυτή τη νέα παράγραφο του αιτιολογικού (αιτιολογική σκέψη 8), αλλά πρόσθεσε επίσης μια νέα διάταξη στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β). Δεδομένου ότι μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν είχε συμφωνηθεί μια τέτοια νέα διάταξη, το Συμβούλιο τη διέγραψε. Επομένως, η κοινή θέση ακολουθεί τη συμφωνημένη προσέγγιση.

Άρθρο 19

Η διατύπωση του άρθρου 19 στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής διαφέρει ελαφρώς από τη διατύπωση του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται πλέον η «παράδοση» πράξης στον εναγόμενο. Δεδομένου ότι μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν είχε συμφωνηθεί καμία τροποποίηση του άρθρου 19, το Συμβούλιο στην κοινή του θέση επανέφερε το προηγούμενο κείμενο.

Αλλαγές αποδεκτές από το Συμβούλιο

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είχαν συμφωνήσει να προστεθεί ένα νέο άρθρο 15α (τροπολογία 25 του ΕΚ). Στην τροποποιημένη της πρόταση η Επιτροπή δέχτηκε κατ' ουσίαν την τροπολογία αυτή αλλά προτίμησε μια λύση που συνίσταται στην προσθήκη δύο νέων παραγράφων στο άρθρο 8 και μιας νέας παραγράφου στο άρθρο 9, αντί της προσθήκης μιας νέας διάταξης. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η λύση αυτή είναι νομοτεχνικά ορθή και επομένως την περιέλαβε στην κοινή του θέση.

Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000

Εφόσον το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχαν ζητήσει την κωδικοποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000, η Επιτροπή πρόσθεσε στην τροποποιημένη της πρόταση τις αναγκαίες διατάξεις για την κατάργηση του κανονισμού αυτού (αιτιολογική σκέψη 27, άρθρο 25 και πίνακας αντιστοιχίας στο παράρτημα ΙΙΙ). Για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας, το Συμβούλιο περιέλαβε τις διατάξεις αυτές και τον πίνακα αντιστοιχίας στην κοινή του θέση.

Αλλαγές τις οποίες επέφερε το Συμβούλιο

Κατά την έγκριση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 τον Μάιο του 2000 δεν είχε ακόμα καθιερωθεί συγκεκριμένη πρακτική όσον αφορά το γεγονός ότι η Δανία σύμφωνα με το πρωτόκολλο για τη θέση της Δανίας δεν συμμετέχει στη θέσπιση μέτρων που προτείνονται βάσει του τίτλου IV της συνθήκης ΕΚ και ότι τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν δεσμευτική ισχύ ούτε εφαρμόζονται στη Δανία. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000, επομένως, δεν περιείχε τη συνήθη πλέον διάταξη για τον ορισμό του «κράτους μέλους». Προκειμένου να καλυφθεί η έλλειψη αυτή, το Συμβούλιο πρόσθεσε στην κοινή του θέση μια νέα παράγραφο 3 στο άρθρο 1. Το Συμβούλιο επέφερε επίσης, ως συνέπεια της εξαίρεσης της Δανίας, τις κατάλληλες προσαρμογές στα παραρτήματα.

III.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η κοινή του θέση για τον κανονισμό περί επιδόσεως ή κοινοποιήσεως πράξεων είναι απολύτως σύμφωνη με τις τροποποιήσεις που ζήτησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και ότι είναι επίσης σύμφωνη με την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής που περιλαμβάνει τις τροποποιήσεις αυτές.