ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 126E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

49ό έτος
30 Μαΐου 2006


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Συμβούλιο

2006/C 126E/1

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 4/2006, της 23ης Ιανουαρίου 2006, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση

1

2006/C 126E/2

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 5/2006, της 23ης Ιανουαρίου 2006, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE)

16

2006/C 126E/3

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 6/2006, της 10ης Μαρτίου 2006, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση)

33

EL

 


I Ανακοινώσεις

Συμβούλιο

30.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 126/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 4/2006

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 23 Ιανουαρίου 2006

για την έκδοση της οδηγίας 2006/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση

(2006/C 126 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν πολύτιμο φυσικό πόρο ο οποίος θα πρέπει να προστατευθεί από τη χημική ρύπανση. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα οικοσυστήματα που εξαρτώνται από τα υπόγεια ύδατα καθώς και για τη χρήση των υπογείων υδάτων για παροχή νερού για ανθρώπινη κατανάλωση.

(2)

Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (4), περιλαμβάνει στους στόχους της την επίτευξη επιπέδων ποιότητας των υδατικών πόρων που να μην έχουν σημαντικές επιπτώσεις, ούτε να ενέχουν κινδύνους, για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

(3)

Για την προστασία του περιβάλλοντος ως συνόλου και της ανθρώπινης υγείας ειδικότερα, οι επιζήμιες συγκεντρώσεις επιβλαβών ρύπων στα υπόγεια ύδατα θα πρέπει να αποτρέπονται, να προλαμβάνονται, ή να μειώνονται.

(4)

Η οδηγία 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (5), περιέχει γενικές διατάξεις για την προστασία και τη διατήρηση των υπόγειων υδάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει να θεσπιστούν μέτρα πρόληψης και ελέγχου της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων, συμπεριλαμβανομένων κριτηρίων για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, τον προσδιορισμό σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων, και τέλος τον καθορισμό σημείων εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων.

(5)

Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να επιτευχθούν αξιόπιστα επίπεδα προστασίας των υπόγειων υδάτων, θα πρέπει να καθοριστούν ποιοτικά πρότυπα και ανώτερες αποδεκτές τιμές, και να αναπτυχθούν μεθοδολογίες με βάση μια κοινή προσέγγιση, ώστε να θεσπιστούν κριτήρια για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων.

(6)

Θα πρέπει να καθοριστούν ποιοτικά πρότυπα για τη νιτρορρύπανση, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και τα βιοκτόνα, ως κοινοτικά κριτήρια για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων, και να εξασφαλιστεί η συνοχή με την οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης (6), την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (7), και την οδηγία 98/8/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (8), αντιστοίχως.

(7)

Οι διατάξεις σχετικά με την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων δεν εφαρμόζονται σε υψηλές συγκεντρώσεις ουσιών ή ιόντων που ανευρίσκονται στη φύση ή των δεικτών τους, που περιέχονται είτε σε σύστημα υπόγειων υδάτων είτε σε συνδεόμενα συστήματα επιφανειακών υδάτων, λόγω ειδικών υδρογεωλογικών συνθηκών, οι οποίες δεν καλύπτονται από τον ορισμό της ρύπανσης. Δεν εφαρμόζονται επίσης ούτε σε προσωρινές και χωρικώς περιορισμένες αλλαγές της κατευθυνσης ροής και της χημικής σύνθεσης, οι οποίες δεν θεωρούνται διεισήσεις.

(8)

Θα πρέπει να θεσμοθετηθούν κριτήρια για τον εντοπισμό τυχόν σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων στις συγκεντρώσεις ρύπων καθώς και κριτήρια για τον καθορισμό του σημείου εκκίνησης για την αναστροφή μιας τάσης, συνεκτιμώντας την πιθανότητα να επηρεαστούν αρνητικά υδατικά οικοσυστήματα και άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, εφόσον είναι δυνατόν, να χρησιμοποιούν στατιστικές διαδικασίες, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες προς τις διεθνείς προδιαγραφές και συμβάλλουν στη συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης μεταξύ των κρατών μελών σε βάθος χρόνου.

(10)

Σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 22 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, η οδηγία 80/68/EΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1979, περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (9), πρόκειται να καταργηθεί από τις 22 Δεκεμβρίου 2013. Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της προστασίας που προβλέπεται με την οδηγία 80/68/ΕΟΚ, όσον αφορά τα μέτρα με στόχο την πρόληψη ή τον περιορισμό τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης εισαγωγής ρύπων σε υπόγεια ύδατα.

(11)

Είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ επικίνδυνων ουσιών, η εισαγωγή των οποίων θα πρέπει να προληφθεί, και άλλων ρύπων, η εισαγωγή των οποίων θα πρέπει να περιορισθεί. Για τον προσδιορισμό των επικίνδυνων και μη επικίνδυνων ουσιών που αντιπροσωπεύουν πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο ρύπανσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται το παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, στο οποίο παρατίθεται κατάλογος των κυριότερων ρύπων των σχετικών με το υδάτινο περιβάλλον.

(12)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιόπιστη προστασία των υπόγειων υδάτων, τα κράτη μέλη με κοινά συστήματα υπόγειων υδάτων θα πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητές τους όσον αφορά την παρακολούθηση, τον καθορισμό ανώτερων αποδεκτών τιμών και τον προσδιορισμό σχετικών επικίνδυνων ουσιών.

(13)

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από τα μέτρα ώστε να προληφθεί ή να περιορισθεί η εισαγωγή ρύπων στα υπόγεια ύδατα.

(14)

Είναι ανάγκη να προβλεφθούν μεταβατικά εφαρμοστέα μέτρα για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας έως την ημερομηνία κατάργησης της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ.

(15)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (10),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ειδικά μέτρα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

κριτήρια για την αξιολόγηση της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, και

β)

κριτήρια για τον εντοπισμό και την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων και κριτήρια για τον καθορισμό σημείων εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων.

2.   Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει επίσης τις διατάξεις για την πρόληψη ή τον περιορισμό της εισαγωγής ρύπων σε υπόγεια ύδατα που περιέχονται ήδη στην οδηγία 2000/60/ΕΚ και αποσκοπεί να προλάβει την υποβάθμιση της κατάστασης όλων των συστημάτων υπογείων υδάτων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί, επιπλέον εκείνων του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ:

1.

«ποιοτικό πρότυπο για τα υπόγεια ύδατα»: πρότυπο περιβαλλοντικής ποιότητας το οποίο εκφράζεται ως συγκέντρωση συγκεκριμένου ρύπου, ομάδας ρύπων ή δείκτη ρύπανσης σε υπόγεια ύδατα και του οποίου δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση προκειμένου να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον,

2.

«ανώτερη αποδεκτή τιμή»: ποιοτικό πρότυπο υπόγειων υδάτων το οποίο ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3,

3.

«σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση»: κάθε στατιστικώς σημαντική αύξηση της συγκέντρωσης ρύπου, ομάδας ρύπων ή δείκτη ρύπανσης, που συνιστά περιβαλλοντικό κίνδυνο και της οποίας η αναστροφή της τάσης χαρακτηρίζεται αναγκαία σύμφωνα με το άρθρο 5,

4.

«εισαγωγή ρύπου στα υπόγεια ύδατα»: άμεση ή έμμεση εισαγωγή ρύπων στα υπόγεια ύδατα, ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Άρθρο 3

Κριτήρια αξιολόγησης της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων

1.   Για την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το σημείο 2.3 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ποιοτικά πρότυπα υπόγειων υδάτων όπως εμφαίνονται στο παράρτημα Ι·

β)

ανώτερες αποδεκτές τιμές που ορίζονται από τα κράτη μέλη με τη διαδικασία του μέρους Α του παραρτήματος ΙΙ, για τους ρύπους, τις ομάδες ρύπων και τους δείκτες ρύπανσης οι οποίοι, εντός του εδάφους κράτους μέλους, έχει διαπιστωθεί ότι συμβάλλουν στο χαρακτηρισμό των συστημάτων ή ομάδων συστημάτων υπόγειων υδάτων ως απειλουμένων, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τον κατάλογο του μέρους Β του παραρτήματος ΙΙ.

2.   Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές μπορούν να ορίζονται σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ή του τμήματος της περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που βρίσκεται εντός του εδάφους ενός κράτους μέλους, ή στο επίπεδο ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, για τα συστήματα υπόγειων υδάτων που είναι κοινά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη καθώς και για τα συστήματα υπόγειων υδάτων τα υπόγεια ύδατα των οποίων ρέουν κατά μήκος των συνόρων κράτους μέλους, ο ορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών να υπόκειται σε συντονισμό μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

4.   Στις περιπτώσεις που ένα σύστημα ή μια ομάδα συστημάτων υπόγειων υδάτων εκτείνεται πέραν του εδάφους της Κοινότητας, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη επιδιώκουν να ορίσουν ανώτερες αποδεκτές τιμές σε συντονισμό με τα ενδιαφερόμενα τρίτα κράτη, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

5.   Τα κράτη μέλη ορίζουν για πρώτη φορά ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), το αργότερο έως τις 22 Δεκεμβρίου 2008.

Όλες οι ορισθείσες ανώτερες αποδεκτές τιμές δημοσιεύονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και τα οποία συμπεριλαμβάνουν επίσης σύνοψη των πληροφοριών που προβλέπονται στο μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ.

6.   Τα κράτη μέλη τροποποιούν τον κατάλογο των ανώτερων αποδεκτών τιμών οσάκις, σύμφωνα με νέες πληροφορίες σχετικά με ρύπους, ομάδες ρύπων ή δείκτες ρύπανσης, θα πρέπει να οριστεί ανώτερη αποδεκτή τιμή για πρόσθετη ουσία ή θα πρέπει να τροποποιηθεί υφιστάμενη ανώτερη αποδεκτή τιμή, ή να εισαχθεί εκ νέου ανώτερη αποδεκτή τιμή που είχε διαγραφεί, για να προστατευθούν η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές μπορούν να διαγράφονται από τον κατάλογο όταν το συγκεκριμένο σύστημα υπόγειων υδάτων δεν απειλείται πλέον από τους αντίστοιχους ρύπους, ομάδες ρύπων ή δείκτες ρύπανσης.

Τυχόν αλλαγές στον κατάλογο των ανώτερων αποδεκτών τιμών αναφέρονται στην περιοδική αναθεώρηση των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών.

7.   Η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση έως τις 22 Δεκεμβρίου 2009 το αργότερο, βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 5.

Άρθρο 4

Διαδικασία αξιολόγησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων

1.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τη διαδικασία της παραγράφου 2 για την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων. Όταν πραγματοποιούν την εν λόγω διαδικασία και εφόσον απαιτείται, τα κράτη μέλη μπορούν να ομαδοποιούν συστήματα υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το παράρτημα V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

2.   Ένα σύστημα ή μια ομάδα συστημάτων υπόγειων υδάτων θεωρείται καλής χημικής κατάστασης εάν:

α)

δεν παρατηρείται, σε κανένα σημείο ελέγχου του εν λόγω συστήματος ή ομάδας συστημάτων υπογείων υδάτων, υπέρβαση των τιμών των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα που παρατίθενται στο παράρτημα Ι και των σχετικών ανώτερων αποδεκτών τιμών που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 και το παράρτημα ΙΙ, ή

β)

παρατηρείται υπέρβαση των τιμών των προτύπων για τα υπόγεια ύδατα σε ένα ή περισσότερα σημεία ελέγχου, όμως από ενδεδειγμένη έρευνα σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ επιβεβαιώνεται ότι:

i)

με βάση την αξιολόγηση της παραγράφου 3 του παραρτήματος ΙΙΙ, οι συγκεντρώσεις ρύπων που υπερβαίνουν τα ποιοτικά πρότυπα υπόγειων υδάτων ή τις ανώτερες αποδεκτές τιμές δεν εκτιμάται ότι συνιστούν σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο λαμβάνοντας υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, την έκταση του συστήματος υπόγειων υδάτων που έχει επηρεαστεί,

ii)

πληρούνται οι λοιποί όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που καθορίζονται στον πίνακα 2.3.2 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας,

iii)

ανάλογα με την περίπτωση, τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παραρτήματος ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας,

iv)

η ρύπανση δεν έχει υπονομεύσει σημαντικά τη δυνατότητα το σύστημα υπόγειων υδάτων ή κάποιο από τα συστήματα της ομάδας υπόγειων υδάτων να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο.

3.   Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν σύνοψη της αξιολόγησης της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Η σύνοψη αυτή, η οποία καταρτίζεται στο επίπεδο της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ή του τμήματος της περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους, περιλαμβάνει επίσης εξήγηση του τρόπου με τον οποίον οι υπερβάσεις των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα ή των ανώτερων αποδεκτών τιμών στα επιμέρους σημεία λαμβάνονται υπόψη στην τελική αξιολόγηση.

4.   Εάν ένα σύστημα υπόγειων υδάτων ταξινομηθεί ως ευρισκόμενο σε καλή χημική κατάσταση σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία, για να προστατευθούν τα υδατικά οικοσυστήματα, τα χερσαία οικοσυστήματα και οι ανθρώπινες χρήσεις των υπογείων υδάτων, τα οποία εξαρτώνται από το τμήμα του συστήματος υπογείων υδάτων που αντιπροσωπεύεται από το σημείο ή τα σημεία ελέγχου στα οποία έχει σημειωθεί υπέρβαση της τιμής του ποιοτικού ορίου υπόγειων υδάτων ή της ανώτερης αποδεκτής τιμής.

Άρθρο 5

Εντοπισμός σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων και καθορισμός σημείων εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων

1.   Τα κράτη μέλη εντοπίζουν κάθε σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση συγκεντρώσεων ρύπων, ομάδων ρύπων και δεικτών ρύπανσης σε συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων, που χαρακτηρίζονται απειλούμενα, και καθορίζουν το σημείο εκκίνησης για την αναστροφή της τάσης αυτής, σύμφωνα με το παράρτημα IV.

2.   Τα κράτη μέλη, μέσω του προγράμματος μέτρων του άρθρου 11 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, αναστρέφουν τις τάσεις οι οποίες ενέχουν σημαντικό κίνδυνο βλάβης της ποιότητας των υδατικών ή των χερσαίων οικοσυστημάτων, της ανθρώπινης υγείας ή των πραγματικών ή δυνητικών θεμιτών χρήσεων του υδατικού περιβάλλοντος, με στόχο τη σταδιακή μείωση της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων.

3.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το μέρος Β παράγραφος 1 του παραρτήματος IV, καθορίζουν το σημείο εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων ως ποσοστό του επιπέδου των ποιοτικών προτύπων υπόγειων υδάτων που ορίζονται στο παράρτημα Ι και των ανώτερων αποδεκτών τιμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3, βάσει της εντοπιζόμενης τάσης και του συναφούς περιβαλλοντικού κινδύνου..

4.   Στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών που υποβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη συνοψίζουν:

α)

τον τρόπο με τον οποίον η αξιολόγηση των τάσεων από τα επιμέρους σημεία ελέγχου ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων έχει συμβάλει στη διαπίστωση, σύμφωνα με το τμήμα 2.5 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας, ότι τα συστήματα αυτά υπόκεινται σε διατηρούμενη και σημαντική ανοδική τάση συγκέντρωσης οποιουδήποτε ρύπου ή σε αναστροφή της τάσης αυτής, και

β)

αιτιολόγηση του καθορισμού των σημείων εκκίνησης, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.   Όταν απαιτείται αξιολόγηση των επιπτώσεων των υφιστάμενων πλούμιων ρύπανσης σε συστήματα υπόγειων υδάτων που μπορεί να απειλούν την επίτευξη των στόχων του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ιδίως δε των πλούμιων που προέρχονται από σημειακές πηγές και μολυσμένο έδαφος, τα κράτη μέλη πραγματοποιούν πρόσθετες αξιολογήσεις τάσεων για εντοπιζόμενους ρύπους προκειμένου να διαπιστώσουν ότι τα πλούμια από μολυσμένες θέσεις δεν επεκτείνονται, δεν υποβαθμίζουν τη χημική κατάσταση του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων, και δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών συνοψίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Άρθρο 6

Μέτρα πρόληψης ή περιορισμού της εισαγωγής ρύπων στα υπόγεια ύδατα

1.   Για να επιτευχθεί ο στόχος πρόληψης ή περιορισμού της εισαγωγής ρύπων στα υπόγεια ύδατα, ο οποίος θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το πρόγραμμα μέτρων που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει:

α)

όλα τα μέτρα που απαιτούνται με σκοπό την πρόληψη της εισαγωγής οποιασδήποτε επικίνδυνης ουσίας στα υπόγεια ύδατα. Κατά τον εντοπισμό των ουσιών αυτών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ιδίως τις επικίνδυνες ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες ή ομάδες ρύπων που παρατίθενται στα σημεία 1 έως 6 του παραρτήματος VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθώς και τις ουσίες που ανήκουν στις οικογένειες ή ομάδες ρύπων που παρατίθενται στα σημεία 7 έως 9 του παραρτήματος αυτού, εφόσον οι ουσίες αυτές θεωρούνται επικίνδυνες·

β)

για τους ρύπους που απαριθμούνται στο παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και οι οποίοι δεν θεωρούνται επικίνδυνοι καθώς επίσης για οποιονδήποτε άλλο μη επικίνδυνο ρύπο που δεν περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα ο οποίος, όμως, κατά τα κράτη μέλη, αποτελεί πραγματικό ή δυνητικό κίνδυνο ρύπανσης, όλα τα μέτρα που απαιτούνται για τον περιορισμό της εισαγωγής στα υπόγεια ύδατα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η εισαγωγή αυτή δεν οδηγεί σε υποβάθμιση της καλής χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, δεν προκαλεί σημαντική και διατηρούμενη ανοδική τάση συγκεντρώσεων ρύπων στα υπόγεια ύδατα και δεν προκαλεί, με κανέναν άλλον τρόπο, ρύπανση των υπόγειων υδάτων. Τα μέτρα αυτά λαμβάνουν υπόψη την καθιερωμένη βέλτιστη πρακτική, συμπεριλαμβανομένων της βέλτιστης περιβαλλοντικής πρακτικής και των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών που ορίζονται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία.

Για τον καθορισμό των μέτρων βάσει των στοιχείων α) ή β), τα κράτη μέλη μπορούν, ως πρώτο βήμα, να εντοπίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι ρύποι που απαριθμούνται στο παράρτημα VIII της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ιδίως δε τα ουσιώδη μέταλλα και οι ενώσεις τους που μνημονεύονται στο σημείο 7 του εν λόγω παραρτήματος, θεωρούνται επικίνδυνοι ή μη επικίνδυνοι.

2.   Η εισαγωγή ρύπων από διάχυτες πηγές ρύπανσης που έχουν επιπτώσεις στη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων λαμβάνεται υπόψη όταν αυτό είναι τεχνικώς εφικτό.

3.   Με την επιφύλαξη αυστηρότερων απαιτήσεων της λοιπής κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τα μέτρα που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, την εισαγωγή ρύπων η οποία:

α)

είναι αποτέλεσμα άμεσων απορρίψεων που επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο ι) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ·

β)

θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές ότι είναι τόσο μικρή όσον αφορά την ποσότητα και τη συγκέντρωσή τους ώστε να μη δημιουργείται κανένας άμεσος ή μελλοντικός κίνδυνος υποβάθμισης της ποιότητας των υπόγειων υδάτων υποδοχής·

γ)

είναι συνέπεια ατυχημάτων ή εξαιρετικών περιστάσεων που απορρέουν από φυσικά αίτια και η οποία δεν θα μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί, να αποφευχθεί ή να μετριαστεί·

δ)

είναι αποτέλεσμα τεχνητού εμπλουτισμού ή αύξησης των συστημάτων υπόγειων υδάτων που επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ·

ε)

θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές ότι είναι τεχνικώς ανέφικτο να προληφθεί ή να περιοριστεί χωρίς να χρησιμοποιηθούν:

i)

μέτρα που θα μπορούσαν να αυξήσουν τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή την ποιότητα του περιβάλλοντος στο σύνολό του, ή

ii)

δυσαναλόγως δαπανηρά μέτρα για την αφαίρεση ποσοτήτων ρύπων από το μολυσμένο έδαφος ή υπέδαφος ή για τον κατ' άλλον τρόπο έλεγχο της διήθησής τους σε αυτό·

στ)

είναι αποτέλεσμα παρεμβάσεων στα επιφανειακά ύδατα με σκοπό, μεταξύ άλλων, την άμβλυνση των επιπτώσεων από πλημμύρες και ξηρασία και τη διαχείριση υδάτων και υδάτινων οδών, μεταξύ άλλων και σε διεθνές επίπεδο. Οι δραστηριότητες αυτού του είδους, συμπεριλαμβανομένης της κοπής, της εκβάθυνσης, της μετατόπισης και απόθεσης ιζημάτων σε επιφανειακά ύδατα, διενεργούνται σύμφωνα με γενικούς δεσμευτικούς κανόνες, καθώς και, εφόσον χρειάζεται, με άδειες και εγκρίσεις που εκδίδονται βάσει των κανόνων αυτών που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προς το σκοπό αυτόν, υπό τον όρο ότι η εν λόγω εισαγωγή δεν διακυβεύει την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που έχουν τεθεί για τα οικεία υδατικά συστήματα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), σημείο ii) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τηρούν μητρώο των εξαιρέσεων που μνημονεύονται στην παράγραφο 3 το οποίο κοινοποιούν στην Επιτροπή εφόσον το ζητήσει.

Άρθρο 7

Μεταβατικές ρυθμίσεις

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ … (11) και της 22ας Δεκεμβρίου 2013, κάθε νέα διαδικασία αδειοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ συνεκτιμά τις απαιτήσεις των άρθρων 3, 4 και 5 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 8

Τεχνικές προσαρμογές

Τα παραρτήματα II, ΙΙΙ και IV μπορούν να προσαρμόζονται στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και με συνεκτίμηση της περιόδου αναθεώρησης και ενημέρωσης του σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 9

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία πριν από … (11). Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 11

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 112 της 30.4.2004, σ. 40.

(2)  ΕΕ C 109 της 30.4.2004, σ. 29.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2005 (ΕΕ C 45 Ε της 23.2.2006, σ. 71), κοινή θέση του Συμβουλίου της 23ης Ιανουαρίου 2006 και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(7)  ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/19/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 44 της 15.2.2006, σ. 15).

(8)  ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(9)  ΕΕ L 20 της 26.1.1980, σ. 43· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/692/ΕΟΚ (ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48).

(10)  ΕΕ C 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(11)  Δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΥΔΑΤΑ

1.

Με σκοπό την αξιολόγηση της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 4, τα κάτωθι ποιοτικά πρότυπα είναι τα ποιοτικά πρότυπα που μνημονεύονται στον πίνακα 2.3.2 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας.

Ρύπος

Ποιοτικά πρότυπα

Σχόλια

Νιτρικά άλατα

50 mg/1

Για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ, τα προγράμματα και τα μέτρα που απαιτούνται σε σχέση με την τιμή αυτή (δηλαδή 50 mg/l) πρέπει να είναι σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία (1)

Δραστικές ουσίες φυτοφαρμάκων (συμπεριλαμβάνονται αντίστοιχοι μεταβολίτες, προϊόντα αποικοδόμησης και αντιδράσεων) (2)

0,1 μg/1

0,5 μg/1 (συνολικό) (3)

 

2.

Τα αποτελέσματα της εφαρμογής των ποιοτικών προτύπων για τα φυτοφάρμακα κατά τον τρόπο που ορίζεται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα των διαδικασιών αξιολόγησης του κινδύνου που απαιτούνται από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ ή την οδηγία 98/8/ΕΚ.

3.

Όταν για δεδομένο σύστημα υπόγειων υδάτων κρίνεται ότι τα ποιοτικά πρότυπα των υπόγειων υδάτων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μη επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα επιφανειακά ύδατα που συνδέονται με αυτό, ή τη σημαντική υποβάθμιση της οικολογικής ή χημικής ποιότητας των συστημάτων αυτών, ή σημαντική ζημία χερσαίων οικοσυστημάτων άμεσα εξαρτώμενων από το σύστημα υπόγειων υδάτων, καθορίζονται αυστηρότερες ανώτερες αποδεκτές τιμές σύμφωνα με το άρθρο 3 και το παράρτημα ΙΙ της παρούσας οδηγίας. Προγράμματα και μέτρα που απαιτούνται σε σχέση με την εν λόγω ανώτερη αποδεκτή τιμή εφαρμόζονται και για δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ.


(1)  Οι δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ δεν καλύπτονται από τη ρήτρα αυτήν.

(2)  Ως «φυτοφάρμακα» νοούνται τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και τα βιοκτόνα σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ.

(3)  Ως «συνολικό» νοείται το άθροισμα όλων των επιμέρους φυτοφαρμάκων που ανιχνεύονται και προσδιορίζονται ποσοτικά κατά τη διαδικασία παρακολούθησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΙΜΕΣ (ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ

ΜΕΡΟΣ Α:   ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3

Τα κράτη μέλη καθορίζουν ανώτερες αποδεκτές τιμές για όλους τους ρύπους και δείκτες ρύπανσης οι οποίοι, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, χαρακτηρίζουν συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων ως διατρέχοντα τον κίνδυνο να μην μπορέσουν να επιτύχουν καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων.

Οι ανώτερες αποδεκτές τιμές καθορίζονται κατά τρόπον ώστε, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα της παρακολούθησης σε αντιπροσωπευτικό σημείο ελέγχου υπερβαίνουν τις ανώτερες αποδεκτές τιμές, αυτό να καταδεικνύει τον κίνδυνο να μην πληρούται ένας ή περισσότεροι από τους όρους για τη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημεία ii), iii) και iv).

Κατά τον καθορισμό ανώτερων αποδεκτών τιμών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

1.

Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών βασίζεται στα ακόλουθα:

α)

έκταση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ υπόγειων υδάτων και συνδεόμενων υδατικών και εξαρτώμενων χερσαίων οικοσυστημάτων·

β)

παρέμβαση στις υπάρχουσες ή μελλοντικές θεμιτές χρήσεις ή λειτουργίες του υπόγειου νερού·

γ)

όλοι οι ρύποι οι οποίοι χαρακτηρίζουν τα συστήματα υπόγειου νερού ως απειλούμενα, λαμβανομένων υπόψη του στοιχειώδους καταλόγου του μέρους Β του παρόντος παραρτήματος·

δ)

υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά, καθώς και πληροφορίες για τις αξίες αναφοράς και το υδατικό ισοζύγιο.

2.

Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την προέλευση των ρύπων, την ενδεχόμενη ύπαρξή τους στη φύση, την τοξικολογία τους και την τάση διασποράς τους, την εμμονή τους και βιοσυσσώρευσή τους.

3.

Ο καθορισμός ανώτερων αποδεκτών τιμών θα πρέπει να υποστηρίζεται με μηχανισμό ελέγχου των συλλεγόμενων δεδομένων, ο οποίος θα βασίζεται σε αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων, σε αναλυτικά στοιχεία, και σε συγκεντρώσεις αναφοράς των ουσιών που μπορούν να απαντούν στη φύση αλλά και να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

ΜΕΡΟΣ Β:   ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΡΥΠΩΝ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΩΝ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΕΤΑΖΟΥΝ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΟΡΙΣΜΟΥ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3

1.   Ουσίες ή ιόντα, που μπορούν να απαντούν στη φύση και να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων

 

Αρσενικό

 

Κάδμιο

 

Μόλυβδος

 

Υδράργυρος

 

Αμμώνιο

 

Χλωριούχα ιόντα

 

Θειικά ιόντα

2.   Συνθετικές ουσίες ανθρώπινης παρασκευής

 

Τριχλωροαιθυλένιο

 

Τετραχλωροαιθυλένιο

3.   Παράμετροι που υποδηλώνουν θαλάσσια ή άλλες διεισδύσεις (1)

Αγωγιμότητα

ΜΕΡΟΣ Γ:   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΧΟΥΝ ΟΡΙΣΤΕΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΙΜΕΣ

Τα κράτη μέλη συνοψίζουν στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού το οποίο υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ τον τρόπο με τον οποίον εφαρμόστηκε η διαδικασία του μέρους Α.

Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη παρέχουν, εφόσον είναι εφικτό:

α)

πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό συστημάτων ή ομάδων συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα και σχετικά με τους ρύπους και δείκτες ρύπανσης που συμβάλλουν στην ταξινόμηση αυτήν, καθώς και τις παρατηρούμενες συγκεντρώσεις/τιμές·

β)

πληροφορίες σχετικά με καθένα από τα συστήματα υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα, ιδίως δε το μέγεθος των συστημάτων, τη σχέση μεταξύ των συστημάτων υπόγειων υδάτων και των συνδεόμενων με αυτά επιφανειακών υδάτων και των άμεσα εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και, σε περίπτωση ουσιών που απαντούν στη φύση, τις φυσιολογικές συγκεντρώσεις αναφοράς στα συστήματα υπόγειων υδάτων·

γ)

τις ανώτερες αποδεκτές τιμές, ανεξαρτήτως του εάν εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής διεθνούς ποταμού που ευρίσκεται στην επικράτεια του κράτους μέλους, ή σε επίπεδο ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων·

δ)

τη σχέση μεταξύ των ανώτερων αποδεκτών τιμών και:

i)

των παρατηρούμενων συγκεντρώσεων αναφοράς, για τις ουσίες που απαντούν στη φύση,

ii)

των ποιοτικών περιβαλλοντικών στόχων και άλλων προτύπων για την προστασία των υδάτων που υπάρχουν σε εθνικό, κοινοτικό ή διεθνές επίπεδο, και

iii)

της οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας που αφορά την τοξικολογία, την οικοτοξικολογία, την εμμονή, το δυναμικό βιοσυσσώρευσης, και την τάση διασποράς των ρύπων.


(1)  Όσον αφορά τις αλατούχες συγκεντρώσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να καθορίζουν ανώτερες αποδεκτές τιμές είτε για τα θειικά και τα χλωριούχα ιόντα είτε για την αγωγιμότητα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΧΗΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

1.

Η διαδικασία αξιολόγησης για τον προσδιορισμό της χημικής κατάστασης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων ή ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων πραγματοποιείται σε σχέση με όλα τα συστήματα ή τις ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα και σε σχέση με κάθε ρύπο ο οποίος συμβάλλει στο χαρακτηρισμό αυτόν του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων.

2.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών που αναφέρει το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη:

α)

τις πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και των σημείων 2.1, 2.2 και 2.3 του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας·

β)

τα αποτελέσματα του δικτύου παρακολούθησης των υπόγειων υδάτων τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με το παράρτημα V σημείο 2.4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και

γ)

οιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία, καθώς και σύγκριση του ετήσιου αριθμητικού μέσου της συγκέντρωσης των σχετικών ρύπων σε ένα σημείο ελέγχου προς τα ποιοτικά πρότυπα για τα υπόγεια ύδατα τα οποία ορίζονται στο παράρτημα Ι και προς τις ανώτερες αποδεκτές τιμές που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 3 και το παράρτημα ΙΙ.

3.

Προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημεία i) και iv), τα κράτη μέλη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο και με βάση συγκεντρωτικά αποτελέσματα της παρακολούθησης, στηριζόμενα όπου απαιτείται από εκτιμήσεις συγκέντρωσης βασισμένες σε εννοιολογικό μοντέλο του συστήματος ή της ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων, εκτιμούν κατά πόσο η ετήσια αριθμητική μέση συγκέντρωση ρύπου σε σύστημα υπόγειων υδάτων υπερβαίνει το ποιοτικό πρότυπο υπόγειων υδάτων ή την ανώτερη αποδεκτή τιμή.

4.

Προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι για την καλή χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων του άρθρου 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημεία ii) και iii), τα κράτη μέλη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο και με βάση σχετικά αποτελέσματα παρακολούθησης και κατάλληλο εννοιολογικό μοντέλο του συστήματος υπόγειων υδάτων, αξιολογούν:

α)

τα ποσά και τις συγκεντρώσεις των ρύπων που μεταφέρονται ή υπάρχει περίπτωση να μεταφέρονται από το σύστημα υπόγειων υδάτων στα συνδεόμενα επιφανειακά υδάτων ή στα άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα·

β)

τις ενδεχόμενες συνέπειες των ποσοτήτων και των συγκεντρώσεων των ρύπων που μεταφέρονται στα συνδεόμενα επιφανειακά ύδατα και στα άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα·

γ)

την έκταση της οποιασδήποτε αλατούχου ή άλλης διείσδυσης στο σύστημα υπόγειων υδάτων, και

δ)

τον κίνδυνο για την ποιότητα του νερού που αντλείται, ή που προορίζεται να αντληθεί, από το σύστημα υπογείων υδάτων για ανθρώπινη κατανάλωση.

5.

Τα κράτη μέλη παρουσιάζουν τη χημική κατάσταση των υπόγειων υδάτων ενός συστήματος ή μιας ομάδας συστημάτων υπόγειων υδάτων σε χάρτες σύμφωνα με το παράρτημα V σημεία 2.4.5 και 2.5 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση και εφόσον είναι εφικτό, τα κράτη μέλη επισημαίνουν στους χάρτες αυτούς όλα τα σημεία ελέγχου στα οποία παρατηρείται υπέρβαση των ποιοτικών προτύπων για τα υπόγεια ύδατα ή/και των ανώτερων αποδεκτών τιμών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ΑΝΟΔΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α:   ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΟΥΜΕΝΩΝ ΑΝΟΔΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

Τα κράτη μέλη εντοπίζουν τις σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις σε όλα τα συστήματα ή ομάδες συστημάτων υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες απαιτήσεις:

1.

σύμφωνα με το σημείο 2.4 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, το πρόγραμμα παρακολούθησης πρέπει να σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να ανιχνεύει τις σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις των συγκεντρώσεων των ρύπων που εντοπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3,

2.

η διαδικασία εντοπισμού σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων βασίζεται στην ακόλουθη διαδικασία:

α)

η συχνότητα της παρακολούθησης και οι θέσεις των σημείων ελέγχου επιλέγονται κατά τρόπον ώστε να επαρκούν για:

i)

να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται ώστε να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των εν λόγω ανοδικών τάσεων και της φυσικής διακύμανσης, με ικανοποιητικό επίπεδο αξιοπιστίας και ακρίβειας,

ii)

να μπορούν να εντοπίζονται οι εν λόγω ανοδικές τάσεις αρκετά εγκαίρως, ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται μέτρα με σκοπό την πρόληψη, ή τουλάχιστον την κατά το δυνατό μετρίαση, περιβαλλοντικά σημαντικών και επιζήμιων αλλαγών στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων. Ο εντοπισμός αυτός πραγματοποιείται για πρώτη φορά το 2009, ει δυνατόν και λαμβάνοντας υπόψη τα υπάρχοντα δεδομένα, στο πλαίσιο της έκθεσης σχετικά με τον εντοπισμό των τάσεων στο πρώτο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, στη συνέχεια δε ανά εξαετία,

iii)

να λαμβάνονται υπόψη τα εξαρτώμενα από το χρόνο φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του συστήματος υπόγειων υδάτων, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών ροής των υπόγειων υδάτων και των ρυθμών φυσικού εμπλουτισμού και του χρόνου διήθησης μέσω του εδάφους ή του υπεδάφους·

β)

οι μέθοδοι παρακολούθησης και ανάλυσης που χρησιμοποιούνται είναι σύμφωνες με τις διεθνείς αρχές ποιοτικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, των μεθόδων CEN ή των εθνικών τυποποιημένων μεθόδων, για να εξασφαλίζεται η παροχή δεδομένων ισοδύναμης επιστημονικής ποιότητας και συγκρισιμότητας·

γ)

η αξιολόγηση βασίζεται σε στατιστική μέθοδο, όπως η ανάλυση παλινδρόμησης, για την ανάλυση των τάσεων των χρονοσειρών δεδομένων από επιμέρους σημεία ελέγχου·

δ)

προς αποφυγή στρεβλώσεων κατά τον εντοπισμό των τάσεων, όλες οι μετρήσεις που δίνουν αποτέλεσμα κάτω του ορίου ποσοτικού προσδιορισμού αντικαθίστανται από το ήμισυ της τιμής του υψηλότερου ορίου ποσοτικού προσδιορισμού που εμφανίζεται στις χρονοσειρές, εκτός από τα συνολικά φυτοφάρμακα,

3.

για τον εντοπισμό σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων στις συγκεντρώσεις ουσιών οι οποίες απαντούν τόσο στη φύση όσο και ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων, συνεκτιμώνται, εφόσον υπάρχουν, δεδομένα που είχαν συγκεντρωθεί πριν από την έναρξη του προγράμματος παρακολούθησης, με σκοπό την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εντοπισμό τάσεων στο πλαίσιο του πρώτου σχεδίου διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών που προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/EΚ.

ΜΕΡΟΣ Β:   ΣΗΜΕΙΑ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

Σύμφωνα με το άρθρο 5, τα κράτη μέλη αναστρέφουν εντοπιζόμενες σημαντικές και διατηρούμενες ανοδικές τάσεις από τις οποίες μπορεί να προκύψει βλάβη σε συνδεόμενα υδατικά οικοσυστήματα, σε άμεσα εξαρτώμενα χερσαία οικοσυστήματα, στην ανθρώπινη υγεία ή στις πραγματικές ή δυνητικές θεμιτές χρήσεις του υδατικού περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες απαιτήσεις:

1.

σημείο εκκίνησης για την εφαρμογή μέτρων για την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων είναι εκείνο κατά το οποίο η συγκέντρωση του ρύπου φθάνει στο 75 % των παραμετρικών τιμών των ποιοτικών προτύπων υπόγειων υδάτων που ορίζονται στο παράρτημα Ι και των ανώτερων αποδεκτών τιμών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3, εκτός εάν:

α)

απαιτείται χαμηλότερο σημείο εκκίνησης προκειμένου τα μέτρα αναστροφής της τάσης να μπορέσουν να αποτρέψουν αποδοτικότερα από οικονομική άποψη, ή, έστω, να μετριάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, τυχόν περιβαλλοντικά σημαντικές και επιζήμιες αλλαγές στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων·

β)

δικαιολογείται διαφορετικό σημείο εκκίνησης όταν το όριο ανίχνευσης δεν επιτρέπει να καθοριστεί η ύπαρξη τάσης στο 75 % των παραμετρικών τιμών, ή

γ)

ο ρυθμός αύξησης και η αναστρεψιμότητα της τάσης είναι τέτοια ώστε, ακόμη και αν οριστεί υψηλότερο σημείο εκκίνησης, τα μέτρα αναστροφής της τάσης μπορούν εντούτοις να αποτρέψουν αποδοτικότερα από οικονομική άποψη, ή, έστω, να μετριάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, τυχόν περιβαλλοντικά σημαντικές και επιζήμιες αλλαγές στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων.

Για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ, το σημείο εκκίνησης για την εφαρμογή μέτρων για την αναστροφή σημαντικών και διατηρούμενων ανοδικών τάσεων είναι εκείνο που καθορίζεται σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία και την οδηγία 2000/60/ΕΚ.

2.

Από τη στιγμή που θα έχει καθοριστεί σημείο εκκίνησης για ένα σύστημα υπόγειων υδάτων που χαρακτηρίζεται ως απειλούμενο σύμφωνα με το παράρτημα V σημείο 2.4.4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και σύμφωνα με το μέρος Β παράγραφος 1 του παρόντος παραρτήματος, το σημείο αυτό χρησιμοποιείται αμετάβλητο για τον εξαετή κύκλο του σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

3.

Οι αντιστροφές των τάσεων αποδεικνύονται λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις για την παρακολούθηση που περιλαμβάνονται στο μέρος Α παράγραφος 2.


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 28 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή ενέκρινε την πρότασή της όσον αφορά την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε σε πρώτη ανάγνωση στις 28 Απριλίου 2005 (1).

Η Επιτροπή των Περιφερειών γνωμοδότησε στις 12 Φεβρουαρίου 2004 (2).

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή γνωμοδότησε στις 31 Μαρτίου 2004 (3).

Το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή του θέση στις 23 Ιανουαρίου 2006.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Τα υπόγεια ύδατα αποτελούν σημαντικό φυσικό πόρο παροχής ύδατος, τόσο για ανθρώπινη κατανάλωση όσο και για τις ανάγκες της γεωργίας και της βιομηχανίας. Διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο, ειδικότερα σε περιόδους ξηρασίας, στη διατήρηση των υδατικών και χερσαίων οικοσυστημάτων. Είναι συνεπώς ουσιώδους σημασίας η προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση, ενώ προσδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη, δεδομένου ότι η αποκατάσταση της ποιότητας των υπόγειων υδάτων απαιτεί μακροχρόνια και επίπονη δράση, ακόμα και μετά την απομάκρυνση της πηγής της ρύπανσης.

Σήμερα, η προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση ρυθμίζεται από την οδηγία 80/68/ΕΟΚ (4), η οποία θα καταργηθεί το 2013, και από την οδηγία 2000/60/ΕΚ: Οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα (ΟΠΥ) (5).

Η παρούσα πρόταση επιδιώκει να τηρήσει τη γενική απαίτηση του άρθρου 17 της ΟΠΥ σύμφωνα με την οποία, βάσει προτάσεως της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεσπίζουν ειδικά μέτρα για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης των υπόγειων υδάτων, για να διασφαλίζεται η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της οδηγίας πλαισίου που σχετίζονται με τα υπόγεια ύδατα.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Γενικό πλαίσιο

Στην κοινή θέση ενσωματώνονται ορισμένες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, είτε αυτολεξεί, είτε εν μέρει, είτε ως προς το πνεύμα. Οι τροπολογίες αυτές βελτιώνουν ή αποσαφηνίζουν το κείμενο της προτεινόμενης οδηγίας.

Άλλες τροπολογίες ωστόσο, δεν αντικατοπτρίζονται στην κοινή θέση, διότι το Συμβούλιο συμφώνησε ότι ήταν περιττές ή απαράδεκτες ή, σε αρκετές περιπτώσεις, διότι οι διατάξεις της αρχικής πρότασης της Επιτροπής είτε διαγράφηκαν είτε επαναδιατυπώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Αυτό ισχύει κυρίως στα παραρτήματα. Το Συμβούλιο αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απλούστευση και αποσαφήνισή τους για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή τους.

Πολλές τροπολογίες δεν περιελήφθησαν στον κοινή θέση διότι το Συμβούλιο εκτιμά ότι δεν τηρούν τον οδηγό για τη σύνταξη των κοινοτικών νομοθετικών κειμένων, καθόσον επαναλάμβαναν, ερμήνευαν ή ήταν σε αντίφαση με διατάξεις της οδηγίας πλαισίου για τα ύδατα, 2000/60/ΕΚ.

Ορισμένες τροπολογίες απορρίφθηκαν διότι εκτιμήθηκε ότι επιχειρούσαν να εισαγάγουν διατάξεις εκτός του πεδίου εφαρμογής της πρότασης όπως έχει οριστεί από την οδηγία πλαίσιο, ή διότι καλύπτονται από άλλα ισχύοντα νομοθετικά κείμενα.

Η κοινή θέση περιλαμβάνει επίσης και άλλες αλλαγές εκτός εκείνων που περιέχονται στη γνώμη σε πρώτη ανάγνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο επεδίωξε ειδικότερα να οργανώσει όσο το δυνατόν πιο ορθολογικά τη δομή της προτεινόμενης πράξης, για να βοηθήσει στη βελτίωση της κατανόησης, από τις αρμόδιες αρχές και τους πολίτες, των απαιτήσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη. Επιπλέον, προστέθηκαν ορισμένες συντακτικές αλλαγές είτε για να διευκρινιστεί το κείμενο, είτε για να διασφαλιστεί η συνολική συνοχή της οδηγίας.

Συγκεκριμένα

Το Συμβούλιο συμφώνησε ειδικότερα ότι:

Η τροπολογία αριθ. 1 και το πρώτο μέρος της τροπολογίας 2 παρουσιάζουν ασάφειες όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ «ρύπανσης» και «υποβάθμισης». Στο άρθρο 1 προστέθηκε αναφορά στην ανάγκη πρόληψης της υποβάθμισης της κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων, η οποία συνάδει με την ΟΠΥ.

Η τροπολογία αριθ. 3 θα επέβαλλε σε όλα τα συστήματα υπόγειων υδάτων τα πρότυπα που εφαρμόζονται στα συστήματα που χρησιμοποιούνται για την άντληση πόσιμου ύδατος, γεγονός που την καθιστούσε μη ρεαλιστική. Το αυτό ισχύει και για πρώτο μέρος της τροπολογίας αριθ. 62 (το δεύτερο μέρος της οποίας έγινε αποδεκτό από το Συμβούλιο), το σημείο 2 στοιχείο β) της τροπολογίας αριθ. 65 και την τροπολογία αριθ. 68.

Οι στόχοι των τροπολογιών αριθ. 95 και 100 καλύπτονται καλύτερα μέσω των κοινοτικών προγραμμάτων πλαισίων για την έρευνα.

Η τροπολογία αριθ. 4 δεν συνάδει με την ΟΠΥ στην οποία γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ επιπέδων προστασίας για τα υπόγεια και τα επιφανειακά ύδατα.

Οι τροπολογίες αριθ. 7, 10 και 80, καθώς και το στοιχείο αα) της τροπολογίας αριθ. 15 εξετάζουν την ποσοτική κατάσταση των υπόγειων υδάτων. Το σημείο αυτό είναι εκτός πεδίου εφαρμογής της θυγατρικής οδηγίας η οποία ασχολείται αποκλειστικά με την ποιοτική κατάσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 της ΟΠΥ.

Οι τροπολογίες αριθ. 8 και 9, αναφορικά με άλλους τομείς πολιτικής, δεν τηρούν τον οδηγό για τη σύνταξη των κοινοτικών νομοθετικών κειμένων, όπως και η τροπολογία αριθ. 13, η οποία εκτιμάται ότι ερμηνεύει την ΟΠΥ αντί να αιτιολογεί την οδηγία περί υπόγειων υδάτων.

Η τροπολογία 11 είναι περιττή διότι το κείμενο της κοινής θέσης θεσπίζει, δυνάμει του άρθρου 6, καθεστώς ισοδύναμο με εκείνο της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ.

Η τροπολογία αριθ. 16 επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 5 της ΟΠΥ που ορίζει σαφώς ευθύνες ως προς το χαρακτηρισμό των συστημάτων υπόγειων υδάτων.

Η τροπολογία αριθ. 17 δεν γίνεται αποδεκτή διότι το Συμβούλιο εκτιμά ότι η σαφής διάκριση, τόσο εννοιολογική όσο και ορολογική, μεταξύ ποιοτικών προτύπων που ορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο και κατώτατων τιμών που καθορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές υδρογεωλογικές ιδιαιτερότητές τους, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της προτεινόμενης οδηγίας. Η εξασθένηση ή η απόρριψη της προσέγγισης αυτής θα περιπλέξει την εφαρμογή της και θα την καταστήσει λιγότερο αποτελεσματική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Το αυτό ισχύει για όλο το κείμενο, συνολικώς ή μερικώς στις τροπολογίες αριθ. 30, 31, 34, 36, 65, 66, 67, 69, 70, 71, 89 και 90.

Η τροπολογία αριθ. 18 γίνεται κατ' αρχήν αποδεκτή, ωστόσο αποσαφηνίστηκε για την καλύτερη ερμηνεία της έννοιας των τάσεων που οδηγούν δυνητικά σε περιβαλλοντικούς κινδύνους.

Οι τροπολογίες αριθ. 19 και 20 γίνονται εν μέρει αποδεκτές αλλά η διατύπωσή τους δεν συνάδει με την ΟΠΥ. Στοιχεία και από τις δύο τροπολογίες έχουν συνδυαστεί στο άρθρο 2 παράγραφος 4.

Η τροπολογία αριθ. 21 επαναπροσδιορίζει υφιστάμενο όρο στην ΟΠΥ και θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση. Η ΟΠΥ απαιτεί να «μην υπάρχει υποβάθμιση της κατάστασης των συστημάτων υπόγειων υδάτων» και όχι της ποιότητας.

Οι τροπολογίες αριθ. 22 και 24, όπως και το πρώτο μέρος της τροπολογίας αριθ. 38, αναφέρονται σε έννοιες που δεν χρησιμοποιούνται ως έχουν στην κοινή θέση, και παρουσιάζει σοβαρές πρακτικές δυσκολίες. Ωστόσο, το ζήτημα των συγκεντρώσεων που απαντούν στη φύση (που θίγεται και στην τροπολογία αριθ. 91), καλύπτεται από την 7η αιτιολογική παράγραφο.

Οι τροπολογίες αριθ. 23, 49 και 93 εισάγουν ένα νέο, πολύπλοκο και περιττό όρο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευρύτερη παρερμηνεία. Η ιστορική μόλυνση καλύπτεται επαρκώς από γενικότερες διατάξεις στην κοινή θέση και στην ΟΠΥ.

Η τροπολογία αριθ. 56 δεν συνάδει με το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας.

Η τροπολογία αριθ. 27 δεν είναι συμβατή με την άποψη του Συμβουλίου ότι τα ποιοτικά πρότυπα και οι κατώτατες τιμές ορίζονται σε επίπεδα ανάλογα με τον κίνδυνο στον οποίον εκτίθενται τα συστήματα υπόγειων υδάτων.

Οι τροπολογίες αριθ. 57 και 59 είναι περιττές δεδομένου ότι στην κοινή θέση εξετάζεται η έννοια της καλής και της ανεπαρκούς χημικής κατάστασης.

Η τροπολογία αριθ. 37 περιττεύει όσον αφορά τους ορισμούς των ρυπαντών και της ρύπανσης που περιέχονται στην ΟΠΥ.

Η τροπολογία αριθ. 40 είναι απαράδεκτη διότι για την εφαρμογή του προγράμματος των μέτρων υπεύθυνα είναι τα κράτη μέλη.

Τα ζητήματα που πραγματεύονται οι τροπολογίες αριθ. 41 και 58 καλύπτονται από τα παραρτήματα IV και ΙΙΙ της κοινής θέσης αντιστοίχως.

Η τροπολογία αριθ. 46 είναι απαράδεκτη διότι περιέχει διάταξη από την οδηγία 80/68/ΕΟΚ σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο, που θα την καθιστούσε ανεφάρμοστη.

Οι τροπολογίες αριθ. 51, 52 και 54 επαναλαμβάνουν τις διατάξεις της ΟΠΥ. Όσον αφορά την τροπολογία αριθ. 50, το Συμβούλιο χρησιμοποιεί, στο άρθρο 6 παράγραφος 4 διατύπωση που εμπνέεται από το άρθρο 15 της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ, έχοντας κατά νου την ανάγκη περιορισμού των γραφειοκρατικών επιβαρύνσεων.

Η τροπολογία αριθ. 55 αποκλείει αδικαιολόγητα το παράρτημα ΙΙΙ από ενδεχόμενη τεχνική προσαρμογή.

Η προτεινόμενη απαλοιφή στην τροπολογία αριθ. 60 θα οδηγούσε σε ασυμβατότητα μεταξύ της παρούσας οδηγίας περί υπόγειων υδάτων και της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ. Στην κοινή θέση διευκρινίζεται η σχέση μεταξύ των δύο αυτών οδηγιών.

Η τροπολογία αριθ. 64 είναι πλέον άνευ αντικειμένου, διότι στην κοινή θέση εξετάζεται με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της συμμόρφωσης. Στόχος είναι να αποφευχθεί η κατάσταση κατά την οποία η μη συμμόρφωση σε ένα μόνο σημείο δειγματοληψίας θα συνεπάγετο μη συμμόρφωση για το σύνολο του συστήματος υπόγειων υδάτων ή ομάδας συστημάτων (πρβ. άρθρο 4 και παράρτημα ΙΙΙ).

Οι τροπολογίες αριθ. 73, 76, 77, 78, 79 (πρώτο μέρος), 83, 84 και 85 είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Το Συμβούλιο θεωρεί ειδικότερα ότι η προσέγγιση των σταθερών χρονικών συχνοτήτων της αρχικής πρότασης είναι ανεφάρμοστη λόγω της ποικιλομορφίας των υδρογεωλογικών συνθηκών που απαντούν στην ΕΕ και διότι θα πρέπει να καθοριστούν κοινά κριτήρια μόνο για τον εντοπισμό των τάσεων και για το σημείο εκκίνησης για την αναστροφή των τάσεων (παράρτημα IV). Το δεύτερο μέρος της τροπολογίας αριθ. 79 (όμοιο με εκείνο της τροπολογίας αριθ. 89) ενσωματώθηκε ως προς το πνεύμα στο παράρτημα IV σημείο 1.3.

Η τροπολογία αριθ. 81 προκαλεί σύγχυση και δεν συνάδει με την ΟΠΥ. Στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της κοινής θέσης, διευκρινίζεται ωστόσο ποια ύδατα πρέπει να προστατεύονται.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι η κοινή θέση αποτελεί μια ισορροπημένη δέσμη μέτρων που θα συμβάλει στην επιδίωξη των στόχων της κοινοτικής περιβαλλοντικής πολιτικής όπως περιγράφεται στο άρθρο 174 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και θα προωθήσει την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη συμβατότητα με τις διατάξεις περί υπόγειων υδάτων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Επιπλέον επιτρέπει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας από τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις επιμέρους υδρογεωγραφικές ιδιομορφίες σε εθνικό επίπεδο.

Το Συμβούλιο προσβλέπει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο την έγκαιρη έκδοση της οδηγίας.


(1)  ΕΕ C 45 Ε της 23.2.2006, σ. 75.

(2)  ΕΕ C 109 της 30.4.2004, σ. 29.

(3)  ΕΕ C 112 της 30.4.2004, σ. 40.

(4)  ΕΕ L 20 της 26.1.1980, σ. 43.

(5)  ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1.


30.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 126/16


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 5/2006

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 23 Ιανουαρίου 2006

για την έκδοση της οδηγίας 2006/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τη δημιουργία Υποδομής Χωρικών Πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE)

(2006/C 126 E/02)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η κοινοτική πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος πρέπει να αποσκοπεί σε υψηλό επίπεδο προστασίας λαμβάνοντας υπόψη τις ποικίλες καταστάσεις στις διάφορες περιφέρειες της Κοινότητας. Επιπλέον, απαιτούνται πληροφορίες, μεταξύ άλλων χωρικές, για τον καθορισμό και την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής καθώς και άλλων κοινοτικών πολιτικών στις οποίες πρέπει να ενταχθούν οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της συνθήκης. Για να επιτευχθεί αυτή η ολοκλήρωση είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σε κάποιο βαθμό ο συντονισμός μεταξύ των χρηστών και των παρόχων των πληροφοριών, ώστε να είναι δυνατός ο συνδυασμός των πληροφοριών και της γνώσης που προέρχονται από διάφορους τομείς.

(2)

Το έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), απαιτεί να διασφαλιστεί πλήρως ότι η χάραξη της περιβαλλοντικής πολιτικής της Κοινότητας γίνεται κατά ολοκληρωμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές και τοπικές διαφορές. Διαπιστώνονται ορισμένα προβλήματα που αφορούν τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα, την οργάνωση των χωρικών πληροφοριών και την πρόσβαση σε αυτές, καθώς και την κοινοποίησή τους, στοιχεία αναγκαία για την εκπλήρωση των στόχων που ορίζονται στο εν λόγω πρόγραμμα.

(3)

Τα προβλήματα που αφορούν τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα, την οργάνωση των χωρικών πληροφοριών και την πρόσβαση σε αυτές, καθώς και την κοινοποίησή τους, είναι κοινά για πλήθος θεμάτων πολιτικής και ενημέρωσης και απαντώνται σε όλες τις βαθμίδες των δημοσίων αρχών. Προς επίλυση αυτών των προβλημάτων απαιτούνται μέτρα για την ανταλλαγή, το μερισμό, την πρόσβαση και τη χρήση διαλειτουργικών χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων από όλες τις βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης και από διαφορετικούς κλάδους. Θα πρέπει ως εκ τούτου να δημιουργηθεί υποδομή χωρικών πληροφοριών στην Κοινότητα.

(4)

Η Υποδομή Χωρικών Πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) θα πρέπει να βοηθά τη χάραξη πολιτικής όσον αφορά τις πολιτικές και τις δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στο περιβάλλον.

(5)

H INSPIRE θα πρέπει να βασίζεται σε υποδομές χωρικών πληροφοριών που δημιουργούνται από τα κράτη μέλη, έχουν καταστεί συμβατές μεταξύ τους βάσει κοινών κανόνων εφαρμογής και συμπληρώνονται με μέτρα σε επίπεδο Κοινότητας. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι υποδομές χωρικών πληροφοριών που δημιουργούνται από τα κράτη μέλη είναι συμβατές μεταξύ τους και αξιοποιήσιμες σε κοινοτικό και διασυνοριακό πλαίσιο.

(6)

Οι υποδομές χωρικών πληροφοριών στα κράτη μέλη θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα χωρικά δεδομένα αποθηκεύονται, καθίστανται διαθέσιμα και διατηρούνται στο πλέον ενδεδειγμένο επίπεδο· ότι είναι δυνατόν να συνδυαστούν με ομοιόμορφο τρόπο χωρικά δεδομένα από διαφορετικές πηγές απ' όλη την Κοινότητα και ότι η από κοινού χρήση τους από ποικίλους χρήστες και εφαρμογές είναι δυνατή· ότι τα χωρικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί από μια μόνο βαθμίδα δημοσίων αρχών μπορούν να χρησιμοποιούνται από άλλες δημόσιες αρχές καθόσον η οδηγία ορίζει ως καθήκον των εν λόγω δημοσίων αρχών να χρησιμοποιούν από κοινού χωρικά δεδομένα· ότι τα χωρικά δεδομένα διατίθενται υπό όρους που δεν περιορίζουν αδικαιολόγητα την ευρεία χρήση τους· ότι είναι εύκολη η εξεύρεση των διαθέσιμων χωρικών δεδομένων, η αξιολόγηση της καταλληλότητας χρήσης τους και η εξοικείωση με τους όρους που ισχύουν για τη χρήση τους.

(7)

Οι χωρικές πληροφορίες που διέπονται από την παρούσα οδηγία και οι πληροφορίες που διέπονται από την οδηγία 2003/4/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες εν μέρει επικαλύπτονται (4). Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την οδηγία 2003/4/EΚ.

(8)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την οδηγία 2003/98/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την περαιτέρω χρήση των πληροφοριών του δημοσίου τομέα (5), οι στόχοι της οποίας συμπληρώνουν τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

(9)

Η δημιουργία της INSPIRE στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα προσδώσει σημαντική προστιθέμενη αξία σε άλλες κοινοτικές πρωτοβουλίες –επωφελούμενη ταυτόχρονα από αυτές– όπως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 876/2002 του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2002, για τη δημιουργία της κοινής επιχείρησης Galileo (6), και η ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, «Παγκόσμια παρακολούθηση του περιβάλλοντος και της ασφάλειας (GMES) — Ανάπτυξη ικανότητας GMES έως το 2008 — [Σχέδιο δράσης (2004-2008)]». Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν την αξιοποίηση δεδομένων και υπηρεσιών Galileo και GMES από τη στιγμή που θα διατίθενται, ιδίως εκείνων του Galileo για χρονική και χωρική αναφορά.

(10)

Πολλές πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο για τη συλλογή, εναρμόνιση ή οργάνωση της διάδοσης ή της χρήσης των χωρικών πληροφοριών. Οι πρωτοβουλίες του είδους αυτού μπορούν να καθιερώνονται με κοινοτική νομοθεσία, όπως η απόφαση 2000/479/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2000, περί υιοθέτησης ευρωπαϊκού μητρώου ρυπογόνων εκπομπών (EPER) σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (IPPC) (7), και τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2152/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την παρακολούθηση των δασών και των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων στην Κοινότητα (Έμφαση στα Δάση) (8), στο πλαίσιο προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα (για παράδειγμα, δεδομένα εδαφικής κάλυψης Corine, Σύστημα πληροφοριών για την ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών) ή είναι δυνατόν να προκύπτουν από πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία όχι μόνο θα συμπληρώσει τις πρωτοβουλίες αυτές παρέχοντας το πλαίσιο που θα τους προσφέρει τη δυνατότητα να καταστούν διαλειτουργικές, αλλά θα στηριχθεί επίσης στην υπάρχουσα πείρα και πρωτοβουλίες ούτως ώστε να μην επαναληφθούν εργασίες που έχουν ήδη επιτελεσθεί.

(11)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε χωρικά δεδομένα τα οποία οι ίδιες οι δημόσιες αρχές έχουν στην κατοχή τους ή κατέχουν τρίτοι για λογαριασμό των δημοσίων αρχών και στη χρήση χωρικών δεδομένων από δημόσιες αρχές για την άσκηση της δημόσιας αποστολής τους. Ωστόσο, υπό ορισμένους όρους, η οδηγία θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε χωρικά δεδομένα που κατέχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των δημοσίων αρχών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω φυσικά ή νομικά πρόσωπα το ζητούν.

(12)

Στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να καθορίζονται απαιτήσεις για τη συλλογή νέων δεδομένων ή για τη διαβίβαση αυτών των πληροφοριών στην Επιτροπή, δεδομένου ότι τα θέματα αυτά ρυθμίζονται από άλλη περιβαλλοντική νομοθεσία.

(13)

Η υλοποίηση των εθνικών υποδομών θα πρέπει να είναι σταδιακή και, κατά συνέπεια, στα θέματα χωρικών δεδομένων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να δοθεί διαφορετικός βαθμός προτεραιότητας. Για την υλοποίηση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες για χωρικά δεδομένα για ευρεία κλίμακα εφαρμογών σε διαφορετικούς τομείς πολιτικής, οι προτεραιότητες των δράσεων που προβλέπονται υπό τις κοινοτικές πολιτικές για τις οποίες χρειάζονται εναρμονισμένα χωρικά δεδομένα και η πρόοδος που έχει ήδη επιτευχθεί με τις προσπάθειες εναρμόνισης που έχουν καταβληθεί στα κράτη μέλη.

(14)

Η απώλεια χρόνου και πόρων για την αναζήτηση ήδη υπαρχόντων χωρικών δεδομένων ή για να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν αυτά για συγκεκριμένο σκοπό αποτελεί καίριο εμπόδιο για την πλήρη αξιοποίηση των διαθέσιμων δεδομένων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει κατά συνέπεια να παρέχουν περιγραφές των διαθέσιμων συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων υπό μορφή μεταδεδομένων.

(15)

Επειδή η ευρύτατη ποικιλία των μορφοτύπων και δομών οργάνωσης των χωρικών δεδομένων και της πρόσβασης σε αυτά στην Κοινότητα εμποδίζει την αποτελεσματική εκπόνηση, εφαρμογή, παρακολούθηση και αξιολόγηση της κοινοτικής νομοθεσίας που επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα το περιβάλλον, πρέπει να προβλεφθούν εκτελεστικά μέτρα ώστε να διευκολυνθεί η χρήση των χωρικών δεδομένων από διαφορετικές πηγές σε όλα τα κράτη μέλη. Ο σχεδιασμός των μέτρων αυτών πρέπει να καθιστά διαλειτουργικά τα σύνολα χωρικών δεδομένων και τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε δεδομένα ή πληροφορίες χρειάζονται για επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα διατίθενται με όρους που δεν περιορίζουν την εφαρμογή τους προς το σκοπό αυτό.

(16)

Οι δικτυακές υπηρεσίες είναι αναγκαίες για την από κοινού χρήση χωρικών δεδομένων από τις διάφορες βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης στην Κοινότητα. Αυτές οι δικτυακές υπηρεσίες θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα εξεύρεσης, μετασχηματισμού, απεικόνισης και τηλεφόρτωσης από την υποδομή (download) των χωρικών δεδομένων και επίκληση χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Οι υπηρεσίες του δικτύου θα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με συμφωνημένες προδιαγραφές και ελάχιστα κριτήρια επιδόσεων, ώστε να εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα των υποδομών που έχουν συγκροτηθεί από τα κράτη μέλη. Το δίκτυο υπηρεσιών θα πρέπει επίσης να παρέχει στις δημόσιες αρχές την τεχνική δυνατότητα να καθιστούν διαθέσιμα τα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων.

(17)

Ορισμένα σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων σχετικών με κοινοτικές πολιτικές οι οποίες άμεσα ή έμμεσα αφορούν το περιβάλλον τελούν υπό την κατοχή ή τη διαχείριση τρίτων. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσφέρουν σε τρίτους τη δυνατότητα να συμβάλλουν στις εθνικές υποδομές, υπό τον όρο ότι δεν υποβαθμίζεται η συνοχή και η ευκολία χρήσης των χωρικών δεδομένων και των υπηρεσιών χωρικών δεδομένων που καλύπτονται από τις υποδομές αυτές.

(18)

Η πείρα στα κράτη μέλη έχει δείξει ότι είναι σημαντικό, για την επιτυχή υλοποίηση υποδομής χωρικών πληροφοριών, να διατίθεται δωρεάν στο κοινό ένας ελάχιστος αριθμός υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει λοιπόν να προσφέρουν κατ' ελάχιστον και δωρεάν τις υπηρεσίες εξεύρεσης συνόλων χωρικών δεδομένων.

(19)

Για να βοηθηθεί η ενσωμάτωση των εθνικών υποδομών στην INSPIRE, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν πρόσβαση στις υποδομές τους μέσω της δικτυακής πύλης γεωγραφικών δεδομένων (geo-portal) της Κοινότητας που διαχειρίζεται η Επιτροπή, καθώς και μέσω οποιωνδήποτε σημείων πρόσβασης που αποφασίζουν να λειτουργήσουν τα ίδια.

(20)

Για να καταστούν διαθέσιμες οι πληροφορίες από διαφορετικές βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξαλείψουν τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν εν προκειμένω οι δημόσιες αρχές σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο όταν ασκούν δημόσια αποστολή που έχει ενδεχομένως άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στο περιβάλλον. Τα πρακτικά εμπόδια θα πρέπει να εξαλειφθούν στα σημεία όπου οι πληροφορίες προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση δημόσιας αποστολής.

(21)

Οι δημόσιες αρχές πρέπει να έχουν εύκολη πρόσβαση στα σύνολα χωρικών δεδομένων και στις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων κατά την εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους. Η πρόσβαση μπορεί να παρακωλύεται εάν εξαρτάται από εξατομικευμένες και ειδικές διαπραγματεύσεις μεταξύ δημοσίων αρχών κάθε φορά που απαιτείται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποτρέπουν τέτοιου είδους πρακτικά εμπόδια στην ανταλλαγή δεδομένων, παραδείγματος χάριν με προγενέστερες συμφωνίες μεταξύ των δημόσιων αρχών.

(22)

Οι μηχανισμοί ανταλλαγής συνόλων χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων μεταξύ της κυβέρνησης και άλλων δημόσιων υπηρεσιών και φυσικών ή νομικών προσώπων που εκτελούν δημόσια διοικητικά καθήκοντα δυνάμει του εθνικού τους δικαίου μπορούν να αφορούν νόμους, κανονισμούς, χορήγηση αδειών ή οικονομικούς διακανονισμούς ή διοικητικές διαδικασίες, παραδείγματος χάριν για να προστατεύεται η οικονομική βιωσιμότητα των δημόσιων αρχών στις οποίες έχει ορισθεί το καθήκον αύξησης των εσόδων, ή για να αναζητώνται οι μη καλυπτόμενες δαπάνες των αρχών σε κράτη μέλη που χρηματοδοτούν μόνο εν μέρει τα στοιχεία τους, οπότε επιβαρύνονται οι χρήστες, ή για να εξασφαλίζεται η διατήρηση και ενημέρωση των δεδομένων.

(23)

Τα μέτρα που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη με τη νομοθεσία για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, θα μπορούσαν να προβλέπουν τη δυνατότητα, για τις δημόσιες αρχές που παρέχουν σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων, να χορηγούν άδειες για αυτά τα σύνολα και υπηρεσίες και να επιβάλλουν τέλη σε άλλες δημόσιες αρχές που κάνουν χρήση αυτών των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων.

(24)

Οι διατάξεις του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και του άρθρου 17 παράγραφος 1 θα πρέπει να εφαρμοστούν με απόλυτη τήρηση των αρχών σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με την οδηγία 95/46/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (9).

(25)

Τα πλαίσια για την από κοινού χρήση των χωρικών δεδομένων μεταξύ δημοσίων αρχών που υποχρεούνται σε κοινή χρήση βάσει των διατάξεων της οδηγίας πρέπει να είναι ουδέτερα έναντι των προαναφερόμενων δημοσίων αρχών εντός κάθε κράτους μέλους, αλλά και έναντι των δημοσίων αρχών άλλων κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας. Δεδομένου ότι τα όργανα και οι οργανισμοί της Κοινότητας χρειάζονται συχνά να ενσωματώσουν και να έχουν πρόσβαση σε χωρικές πληροφορίες από όλα τα κράτη μέλη, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης και χρήσης χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων υπό εναρμονισμένους όρους.

(26)

Προκειμένου να προσφερθούν κίνητρα για την ανάπτυξη υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας από τρίτα μέρη, προς όφελος τόσο των δημοσίων αρχών όσο και του κοινού, είναι απαραίτητο να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε χωρικά δεδομένα που υπερβαίνουν τα διοικητικά όρια ή τα εθνικά σύνορα.

(27)

Για την αποτελεσματική υλοποίηση των υποδομών χωρικών πληροφοριών απαιτείται συντονισμός όλων όσοι ενδιαφέρονται για τη συγκρότηση τέτοιων υποδομών, ανεξαρτήτως εάν συμβάλλουν με χωρικές πληροφορίες ή είναι χρήστες τους. Οι κατάλληλες δομές συντονισμού πρέπει κατά συνέπεια να καθιερωθούν σε επίπεδο κράτους μέλους και σε επίπεδο Κοινότητας.

(28)

Για να αξιοποιηθεί η πείρα από προηγμένες και υπάρχουσες τεχνολογίες των υποδομών πληροφοριών, ενδείκνυται να υποστηρίζονται τα αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας μέτρα από διεθνή πρότυπα και πρότυπα που έχουν εγκριθεί από ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (10), και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών.

(29)

Δεδομένου ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, ο οποίος ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1210/90 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1990, για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πληροφοριών και Παρατηρήσεων σχετικά με το Περιβάλλον (11), έχει ως καθήκον να παρέχει στην Κοινότητα αντικειμενικές, αξιόπιστες και συγκρίσιμες πληροφορίες σε κοινοτικό επίπεδο και αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη βελτίωση της ροής των σχετικών με την άσκηση πολιτικής περιβαλλοντικών πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών και των οργάνων της Κοινότητας, θα πρέπει να συμβάλει ενεργά στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(30)

Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (12), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία των οδηγιών με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.

(31)

Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (13).

(32)

Οι προπαρασκευαστικές εργασίες για αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και με τη μελλοντική εξέλιξη της INSPIRE απαιτούν τη συνεχή παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και τακτική υποβολή εκθέσεων.

(33)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η καθιέρωση της INSPIRE, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη λόγω των διεθνικών πτυχών και της γενικής ανάγκης συντονισμού των όρων πρόσβασης στις χωρικές πληροφορίες, ανταλλαγής και από κοινού χρήσης τους εντός της Κοινότητας και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

1.   Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι ο καθορισμός των γενικών κανόνων που αποσκοπούν στη δημιουργία της Υποδομής Χωρικών Πληροφοριών (εφεξής «INSPIRE»), για τους σκοπούς της περιβαλλοντικής πολιτικής της Κοινότητας και της άσκησης πολιτικών ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον.

2.   Η INSPIRE βασίζεται σε υποδομές χωρικών πληροφοριών που έχουν δημιουργήσει και διαχειρίζονται τα κράτη μέλη.

Άρθρο 2

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των οδηγιών 2003/4/EΚ και 2003/98/EΚ.

Άρθρο 3

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«υποδομή χωρικών πληροφοριών»: μεταδεδομένα, σύνολα χωρικών δεδομένων και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων· δικτυακές υπηρεσίες και τεχνολογίες· συμφωνίες ανταλλαγής, πρόσβασης και χρήσης· και μηχανισμοί, μέθοδοι και διαδικασίες συντονισμού και παρακολούθησης που θεσπίζονται, λειτουργούν ή διατίθενται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

2.

«χωρικά δεδομένα»: οποιαδήποτε δεδομένα αφορούν άμεσα ή έμμεσα συγκεκριμένη τοποθεσία ή γεωγραφική περιοχή,

3.

«σύνολο χωρικών δεδομένων»: αναγνωρίσιμη συλλογή χωρικών δεδομένων,

4.

«υπηρεσίες χωρικών δεδομένων»: πράξεις οι οποίες είναι δυνατό να εκτελούνται, με την επίκληση εφαρμογής πληροφορικής, στα χωρικά δεδομένα που περιέχονται στα σύνολα χωρικών δεδομένων ή στα σχετικά με τα δεδομένα,

5.

«χωροαντικείμενο»: αφηρημένη παρουσίαση υλικού φαινομένου που σχετίζεται με συγκεκριμένη τοποθεσία ή γεωγραφική περιοχή,

6.

«μεταδεδομένα»: πληροφορίες οι οποίες περιγράφουν σύνολα χωρικών δεδομένων και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων και καθιστούν δυνατή την εξεύρεση, την απογραφή και τη χρήση τους,

7.

«διαλειτουργικότητα»: η δυνατότητα συνδυασμού συνόλων χωρικών δεδομένων και η δυνατότητα διάδρασης υπηρεσιών, χωρίς επανειλημμένη παρέμβαση του χειριστή, ώστε να επιτυγχάνεται συνεκτικό αποτέλεσμα και να ενισχύεται η προστιθέμενη αξία των συνόλων δεδομένων και των υπηρεσιών,

8.

«δικτυακή πύλη γεωγραφικών πληροφοριών INSPIRE»: ιστοσελίδα, ή ισοδύναμο μέσο, που παρέχει πρόσβαση στις υπηρεσίες του άρθρου 11 παράγραφος 1,

9.

«δημόσια αρχή»:

α)

οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων συμβουλευτικών φορέων, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο·

β)

οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκτελεί δημόσια διοικητικά καθήκοντα δυνάμει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων ειδικών αρμοδιοτήτων, δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών σχετικών με το περιβάλλον, και

γ)

οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα ή αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή παρέχει δημόσιες υπηρεσίες σχετικά με το περιβάλλον, υπό τον έλεγχο φορέα ή προσώπου που εμπίπτει στα στοιχεία α) ή β).

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι, όταν φορείς ή θεσμοί ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα, δεν πρέπει να θεωρούνται δημόσιες αρχές για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

10.

«τρίτος»: οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι δημόσια αρχή.

Άρθρο 4

1.   Η παρούσα οδηγία καλύπτει σύνολα χωρικών δεδομένων που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αφορούν περιοχή επί της οποίας ένα κράτος μέλος έχει ή/και ασκεί δικαιοδοτικά δικαιώματα·

β)

είναι σε ηλεκτρονική μορφή·

γ)

βρίσκονται στην κατοχή ενός εκ των κατωτέρω ή στην κατοχή τρίτου για λογαριασμό ενός εκ των κατωτέρω:

i)

δημόσιας αρχής και έχουν παραχθεί ή παραληφθεί από δημόσια αρχή ή τα διαχειρίζεται ή τα ενημερώνει η εν λόγω αρχή και εμπίπτουν στο πεδίο δημόσιας αποστολής,

ii)

τρίτου στον οποίον έχει διατεθεί το δίκτυο σύμφωνα με το άρθρο 12·

δ)

αφορούν ένα ή περισσότερα από τα θέματα που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ,

2.   Σε περιπτώσεις όπου πολλαπλά ταυτόσημα αντίγραφα του ίδιου συνόλου χωρικών δεδομένων βρίσκονται στην κατοχή διαφόρων δημόσιων αρχών ή στην κατοχή τρίτου για λογαριασμό διαφόρων δημόσιων αρχών, η παρούσα οδηγία ισχύει μόνο για το σύνολο αναφοράς από το οποίο προέρχονται τα διάφορα αντίγραφα.

3.   Η παρούσα οδηγία καλύπτει επίσης τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων που αφορούν τα δεδομένα τα οποία περιέχονται στα σύνολα χωρικών δεδομένων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί συλλογή νέων χωρικών δεδομένων.

5.   Στην περίπτωση συνόλων χωρικών δεδομένων που πληρούν την προϋπόθεση της παραγράφου 1 στοιχείο γ), αλλά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των οποίων κατέχει τρίτος, επιτρέπεται στη δημόσια αρχή να ενεργεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας μόνον με τη συναίνεση του εν λόγω τρίτου.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η παρούσα οδηγία καλύπτει τα σύνολα χωρικών δεδομένων τα οποία κατέχει δημόσια αρχή ή τρίτος για λογαριασμό δημόσιας αρχής που λειτουργεί στην κατώτατη δυνατή βαθμίδα διακυβέρνησης εντός κράτους μέλους μόνον εάν το κράτος μέλος έχει νόμους ή κανονισμούς που απαιτούν τη συλλογή ή τη διάδοσή τους.

7.   Η τεχνική περιγραφή των θεμάτων δεδομένων των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ είναι δυνατό να προσαρμόζονται με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελισσόμενες ανάγκες για χωρικά δεδομένα προς στήριξη των κοινοτικών πολιτικών οι οποίες αφορούν το περιβάλλον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΜΕΤΑΔΕΔΟΜΕΝΑ

Άρθρο 5

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι δημιουργούνται μεταδεδομένα για τα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν στα θέματα των παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ και ότι τα μεταδεδομένα αυτά καθίστανται επίκαιρα.

2.   Τα μεταδεδομένα περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με:

α)

τη συμμόρφωση των συνόλων χωρικών δεδομένων προς τις εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 1·

β)

τους όρους που ισχύουν για την πρόσβαση στα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων και τη χρήση τους, και, ανάλογα με την περίπτωση, τα αντίστοιχα τέλη·

γ)

την ποιότητα των χωρικών δεδομένων, μεταξύ άλλων και το εάν είναι επικυρωμένα·

δ)

τις δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για τη δημιουργία, τη διαχείριση, τη συντήρηση και τη διανομή των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων·

ε)

τους περιορισμούς πρόσβασης του κοινού και τους λόγους των περιορισμών αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 13.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα μεταδεδομένα είναι πλήρη και ποιότητας επαρκούς για την εκπλήρωση του σκοπού του σημείου 6 του άρθρου 3.

4.   Διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου θεσπίζονται έως τις … (14), σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2. Οι διατάξεις αυτές λαμβάνουν υπόψη τα σχετικά υπάρχοντα διεθνή πρότυπα και απαιτήσεις χρηστών.

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη δημιουργούν τα μεταδεδομένα που προβλέπονται στο άρθρο 5 σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

α)

το αργότερο δύο έτη από την ημερομηνία θέσπισης των εκτελεστικών διατάξεων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4, όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν στα θέματα των παραρτημάτων Ι και ΙΙ,

β)

το αργότερο πέντε έτη από την ημερομηνία θέσπισης των εκτελεστικών διατάξεων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4, όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν στα θέματα του παραρτήματος ΙΙΙ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 7

1.   Εκτελεστικές διατάξεις που καθορίζουν τις τεχνικές ρυθμίσεις για τη διαλειτουργικότητα και, εφόσον είναι εφικτό, την εναρμόνιση των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2. Κατά τη σύνταξη των εκτελεστικών διατάξεων, λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές απαιτήσεις των χρηστών, οι υπάρχουσες πρωτοβουλίες και τα διεθνή πρότυπα για την εναρμόνιση των συνόλων χωρικών δεδομένων, καθώς επίσης η σκοπιμότητα και οι συγκρίσεις κόστους-ωφελείας. Εφόσον οργανισμοί που έχουν συσταθεί βάσει του διεθνούς δικαίου έχουν υιοθετήσει συναφή πρότυπα προκειμένου να εξασφαλίσουν διαλειτουργικότητα ή εναρμόνιση των συνόλων και των υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, τα πρότυπα αυτά ενσωματώνονται, και τα υπάρχοντα τεχνικά μέσα μνημονεύονται, εάν είναι σκόπιμο, στις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

2.   Ως βάση ανάπτυξης των προτάσεων για τις εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις, η Επιτροπή προβαίνει σε ανάλυση της σκοπιμότητας καθώς και του κόστους και των ωφελημάτων που αναμένονται. Τα κράτη μέλη, όταν τους ζητείται, παρέχουν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να προβεί στην εν λόγω ανάλυση. Όταν προτείνει τις εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις, η Επιτροπή υποχρεούται να προβεί σε διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της επιτροπής του άρθρου 22 παράγραφος 1, σχετικά με τα αποτελέσματα της ανάλυσής της. Η θέσπιση των διατάξεων αυτών δεν συνεπάγεται υπερβολικό κόστος για κράτος μέλος.

3.   Καθόσον είναι εφικτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα σύνολα χωρικών δεδομένων που συνελέγησαν ή κατέστησαν επίκαιρα πρόσφατα και οι αντίστοιχες υπηρεσίες χωρικών δεδομένων συμμορφώνονται προς τις εκτελεστικές διατάξεις της παραγράφου 1 εντός δύο ετών από τη θέσπισή τους και ότι τα λοιπά σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων συμμορφώνονται προς τις εκτελεστικές διατάξεις εντός επτά ετών από τη θέσπισή τους.

4.   Οι εκτελεστικές διατάξεις της παραγράφου 1 καλύπτουν τον ορισμό και την ταξινόμηση των χωροαντικειμένων που αφορούν σύνολα χωρικών δεδομένων τα οποία σχετίζονται με τα θέματα των παραρτημάτων Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ και τον τρόπο γεωαναφοράς των χωρικών αυτών δεδομένων.

5.   Αντιπρόσωποι των κρατών μελών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, καθώς και άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ενδιαφέρονται για τα χωρικά δεδομένα λόγω του ρόλου τους στην υποδομή χωρικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, των παραγωγών, των παρόχων υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας ή οποιουδήποτε συντονιστικού φορέα, έχουν τη δυνατότητα, σύμφωνα με την εφαρμοστέα διαδικασία, να συμμετέχουν σε προπαρασκευαστικές συζητήσεις για το περιεχόμενο των εκτελεστικών διατάξεων της παραγράφου 1, πριν εξεταστούν από την επιτροπή του άρθρου 22 παράγραφος 1.

Άρθρο 8

1.   Στην περίπτωση συνόλων χωρικών δεδομένων που αντιστοιχούν σε ένα ή περισσότερα θέματα του παραρτήματος Ι ή ΙΙ, οι εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, πληρούν τους όρους που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι εκτελεστικές διατάξεις πραγματεύονται τα ακόλουθα ζητήματα χωρικών δεδομένων:

α)

λύσεις που να εξασφαλίζουν αδιαμφισβήτητη αναγνώριση χωροαντικειμένων και στις οποίες είναι δυνατόν να απεικονίζονται τα αναγνωριστικά που υπάρχουν δυνάμει των υφιστάμενων εθνικών συστημάτων προκειμένου να εξασφαλίζεται η μεταξύ τους διαλειτουργικότητα·

β)

τη σχέση μεταξύ χωροαντικειμένων·

γ)

τα βασικά χαρακτηριστικά και τα αντίστοιχα πολύγλωσσα γλωσσάρια που απαιτούνται συνήθως για τις πολιτικές που μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον·

δ)

πληροφορίες σχετικές με τη χρονική συνιστώσα των δεδομένων·

ε)

ενημέρωση των δεδομένων.

3.   Οι εκτελεστικές διατάξεις εκπονούνται έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τη συνέπεια μεταξύ μεμονωμένων στοιχείων πληροφορίας που αφορούν την ίδια τοποθεσία ή μεταξύ στοιχείων πληροφοριών που αφορούν το ίδιο αντικείμενο υπό διαφορετικές κλίμακες.

4.   Οι εκτελεστικές διατάξεις εκπονούνται έτσι ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που προκύπτουν από διαφορετικά σύνολα χωρικών δεδομένων είναι συγκρίσιμες όσον αφορά τις πτυχές που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 και στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 9

Οι εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, εκδίδονται σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

α)

όχι αργότερα από τις … (15), όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που υπάγονται στα θέματα του παραρτήματος Ι·

β)

όχι αργότερα από τις … (16), όσον αφορά τα σύνολα χωρικών δεδομένων που υπάγονται στα θέματα των παραρτημάτων ΙΙ ή ΙΙΙ.

Άρθρο 10

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οποιεσδήποτε πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων, κωδίκων και τεχνικών κατατάξεων, που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τις εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, διατίθενται στις δημόσιες αρχές ή σε τρίτους υπό όρους που δεν περιορίζουν τη χρήση τους για το σκοπό αυτόν.

2.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνοχή των χωρικών δεδομένων που αφορούν γεωγραφικό χαρακτηριστικό η τοποθεσία του οποίου εκτείνεται εκατέρωθεν της μεθορίου δύο ή περισσότερων κρατών μελών, τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, αποφασίζουν, με αμοιβαία συναίνεση, σχετικά με τον τρόπο παρουσίασης και τη θέση των κοινών αυτών χαρακτηριστικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Άρθρο 11

1.   Για τα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων για τα οποία έχουν δημιουργηθεί μεταδεδομένα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη δημιουργούν και λειτουργούν δίκτυο των ακόλουθων υπηρεσιών:

α)

υπηρεσίες εξεύρεσης που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων με βάση το περιεχόμενο των αντίστοιχων μεταδεδομένων και την οπτική παρουσίαση του περιεχομένου των μεταδεδομένων·

β)

υπηρεσίες απεικόνισης που καθιστούν δυνατή, τουλάχιστον, την οπτική παρουσίαση, την πλοήγηση, τη μεγέθυνση/σμίκρυνση, τη μετακίνηση του κέντρου (pan) ή την υπέρθεση (overlay) ορατών συνόλων χωρικών δεδομένων και την οπτική απεικόνιση των πληροφοριών υπομνήματος και οποιουδήποτε σχετικού περιεχομένου μεταδεδομένων·

γ)

υπηρεσίες τηλεφόρτωσης από την υποδομή (download) που καθιστούν δυνατή την τηλεφόρτωση από την υποδομή αντιγράφων συνόλων χωρικών δεδομένων ή μερών τους και, εφόσον είναι εφικτό, την άμεση πρόσβαση σε αυτά·

δ)

υπηρεσίες μετασχηματισμού οι οποίες καθιστούν δυνατό το μετασχηματισμό των συνόλων χωρικών δεδομένων με στόχο την επίτευξη διαλειτουργικότητας·

ε)

υπηρεσίες οι οποίες καθιστούν δυνατή την επίκληση υπηρεσιών δεδομένων.

Οι υπηρεσίες αυτές λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές απαιτήσεις των χρηστών και είναι εύχρηστες, διαθέσιμες στο κοινό και προσιτές μέσω του Διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τηλεπικοινωνιακού μέσου.

2.   Για τους σκοπούς των υπηρεσιών που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), εφαρμόζεται τουλάχιστον ο ακόλουθος συνδυασμός κριτηρίων αναζήτησης:

α)

λέξεις-κλειδιά·

β)

ταξινόμηση χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών·

γ)

ποιότητα των χωρικών δεδομένων, μεταξύ άλλων το εάν είναι επικυρωμένα·

δ)

βαθμός συμμόρφωσης προς τις εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1·

ε)

γεωγραφική τοποθεσία·

στ)

όροι που ισχύουν για την πρόσβαση στα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων και τη χρήση τους·

ζ)

δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για τη δημιουργία, τη διαχείριση, τη συντήρηση και τη διανομή των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων.

3.   Οι υπηρεσίες μετασχηματισμού που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), συνδυάζονται με τις άλλες υπηρεσίες της εν λόγω παραγράφου κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατή η λειτουργία όλων αυτών των υπηρεσιών σύμφωνα με τις εκτελεστικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1.

Άρθρο 12

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δημόσιες αρχές διαθέτουν την τεχνική δυνατότητα να συνδέουν τα οικεία σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων με το δίκτυο του άρθρου 11 παράγραφος 1. Η υπηρεσία αυτή είναι επίσης διαθέσιμη, κατόπιν σχετικού αιτήματος, σε τρίτους τα σύνολα και οι υπηρεσίες χωρικών δεδομένων των οποίων τηρούν τις εκτελεστικές διατάξεις με τις οποίες καθορίζονται υποχρεώσεις όσον αφορά ιδίως τα μεταδεδομένα, τις δικτυακές υπηρεσίες και τη διαλειτουργικότητα.

Άρθρο 13

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την πρόσβαση του κοινού σε σύνολα χωρικών δεδομένων και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων μέσω των υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε), ή στις υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου του άρθρου 14 παράγραφος 2, όταν η πρόσβαση αυτή ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά:

α)

τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών των δημόσιων αρχών, εφόσον ο εμπιστευτικός αυτός χαρακτήρας προβλέπεται από το νόμο·

β)

τις διεθνείς σχέσεις, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική άμυνα·

γ)

τη λειτουργία της δικαιοσύνης, τη δυνατότητα κάθε προσώπου να τύχει δίκαιης δίκης ή τη δυνατότητα δημόσιας αρχής να διεξάγει έρευνα ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα·

δ)

τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών όταν το εθνικό ή κοινοτικό δίκαιο προβλέπει τον εμπιστευτικό αυτό χαρακτήρα προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου·

ε)

τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας·

στ)

τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των προσωπικών δεδομένων ή/και αρχείων που αφορούν φυσικό πρόσωπο, όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει συναινέσει στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, εφόσον προβλέπεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο·

ζ)

τα συμφέροντα προστασίας οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες εθελουσίως χωρίς να του επιβάλλεται ή να είναι δυνατό να του επιβληθεί νομική υποχρέωση, εκτός εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει συναινέσει στη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών·

η)

την προστασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες αυτές, όπως ο εντοπισμός σπάνιων ειδών.

2.   Οι λόγοι περιορισμού της πρόσβασης που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ερμηνεύονται συσταλτικά, λαμβανομένου υπόψη, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η παροχή πρόσβασης. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση σταθμίζεται συγκριτικά προς το συμφέρον που εξυπηρετεί η περιορισμένη ή υπό προϋποθέσεις πρόσβαση. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται, δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία α), δ), στ), ζ) και η), να περιορίζουν την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον.

Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου η παράγραφος 1 στοιχεία δ) ή στ), αποτελεί το λόγο περιορισμού της πρόσβασης, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο όταν η πρόσβαση που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 αφορά περιβαλλοντικές πληροφορίες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/4/EK.

3.   Στο πλαίσιο αυτό, και για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχείο στ), τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 14

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι υπηρεσίες που μνημονεύονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) διατίθενται δωρεάν στο κοινό·

β)

οι υπηρεσίες που μνημονεύονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), διατίθενται, κατά κανόνα, δωρεάν στο κοινό. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου τα τέλη ή/και οι άδειες αποτελούν ουσιαστική προϋπόθεση για τη διατήρηση των συνόλων και των υπηρεσιών χωρικών δεδομένων ή για την τήρηση απαιτήσεων της ήδη υφιστάμενης διεθνούς υποδομής χωρικών δεδομένων με βιώσιμο τρόπο, τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν τέλη ή/και τη χορήγηση αδειών είτε στο πρόσωπο που παρέχει την υπηρεσία στο κοινό είτε, κατ' επιλογήν του παρόχου υπηρεσιών, στο ίδιο το κοινό.

2.   Δεδομένα που διατίθενται μέσω των υπηρεσιών απεικόνισης του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), δύνανται να είναι σε μορφή που αποτρέπει την περαιτέρω χρήση τους για εμπορικούς σκοπούς.

3.   Όταν οι δημόσιες αρχές επιβάλλουν τέλη για τις υπηρεσίες του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή ε), τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι διατίθενται υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου. Τις υπηρεσίες αυτές είναι δυνατόν να καλύπτουν ερμηνευτικές ρήτρες, επιγραμμικές άδειες ή άδειες.

Άρθρο 15

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί και λειτουργεί δικτυακή πύλη γεωγραφικών πληροφοριών (geoportal) INSPIRE σε κοινοτικό επίπεδο.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες του άρθρου 11 παράγραφος 1, μέσω της δικτυακής πύλης γεωγραφικών πληροφοριών INSPIRE της παραγράφου 1. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να παρέχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές μέσω των δικών τους σημείων πρόσβασης.

Άρθρο 16

Οι διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2, και καθορίζουν, συγκεκριμένα, τα εξής:

α)

τεχνικές προδιαγραφές για τις υπηρεσίες των άρθρων 11 και 12 και κριτήρια στοιχειωδών επιδόσεων για τις υπηρεσίες αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες απαιτήσεις αναφοράς και συστάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής κοινοτικής νομοθεσίας, τις υπάρχουσες υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου και την τεχνολογική πρόοδο·

β)

τις υποχρεώσεις του άρθρου 12.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 17

1.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει μέτρα για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων μεταξύ των δημόσιων αρχών του που μνημονεύονται στο άρθρο 3 παράγραφος 9 στοιχεία α) και β). Τα μέτρα αυτά παρέχουν στις εν λόγω δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να αποκτούν πρόσβαση στα σύνολα και τις υπηρεσίες χωρικών δεδομένων, καθώς και να ανταλλάσσουν και να χρησιμοποιούν αυτά τα σύνολα και τις υπηρεσίες προς το σκοπό δημοσίου καθήκοντος που ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον.

2.   Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 αποκλείουν οποιουσδήποτε περιορισμούς που ενδέχεται να δημιουργήσουν, στο σημείο χρήσης, πρακτικά εμπόδια στην ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων.

3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν κωλύουν τις δημόσιες αρχές που παρέχουν σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων από το να χορηγούν άδειες και να επιβάλλουν τέλη στις δημόσιες αρχές ή τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας που κάνουν χρήση αυτών των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων.

4.   Οι διακανονισμοί για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, διατίθενται στις δημόσιες αρχές του άρθρου 3 παράγραφος 9 στοιχεία α) και β), άλλων κρατών μελών και στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, προς το σκοπό δημοσίου καθήκοντος που ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον.

5.   Οι διακανονισμοί για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, διατίθενται, με αμοιβαιότητα και ισοδυναμία, σε φορείς που έχουν συσταθεί με διεθνείς συμφωνίες στις οποίες η Κοινότητα και τα κράτη μέλη είναι μέρη, προς το σκοπό καθηκόντων που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον.

6.   Εάν οι διακανονισμοί για την ανταλλαγή συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 3, διατίθενται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, οι διακανονισμοί αυτοί μπορούν να συνοδεύονται από εθνικές προδιαγραφές που ρυθμίζουν τη χρήση τους.

7.   Κατά παρέκκλιση από το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ανταλλαγή εάν δημιουργήσει προσκόμματα στη λειτουργία της δικαιοσύνης, στη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή τις διεθνείς σχέσεις.

8.   Χωρίς να θίγεται η παράγραφος 3, τα κράτη μέλη παρέχουν στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας πρόσβαση στα σύνολα και υπηρεσίες χωρικών δεδομένων σύμφωνα με εναρμονισμένους όρους. Εκτελεστικές διατάξεις που διέπουν τους όρους αυτούς θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2.

9.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει την ύπαρξη ή την κυριότητα δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των αρχών του δημόσιου τομέα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 18

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κατάλληλες δομές και τους μηχανισμούς για το συντονισμό της συμβολής όλων των ενδιαφερομένων για τις υποδομές χωρικών πληροφοριών των κρατών μελών.

Οι δομές αυτές συντονίζουν τη συμβολή, μεταξύ άλλων, των χρηστών, των παραγωγών, των παρόχων υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας και των συντονιστικών φορέων σχετικά με τον προσδιορισμό των συναφών συνόλων δεδομένων, των αναγκών των χρηστών, την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις ισχύουσες πρακτικές και την παροχή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 19

1.   Η Επιτροπή είναι αρμόδια σε επίπεδο Κοινότητας για το συντονισμό της INSPIRE στην Κοινότητα και, προς το σκοπό αυτό, επικουρείται από σχετικούς οργανισμούς, ιδίως από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα σημείο επαφής, συνήθως μια δημόσια αρχή, που είναι αρμόδιο για τις επαφές με την Επιτροπή όσον αφορά την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 20

Οι εκτελεστικές διατάξεις που μνημονεύονται στην παρούσα οδηγία λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα πρότυπα που εκδίδονται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην οδηγία 98/34/EΚ, καθώς και τα διεθνή πρότυπα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 21

1.   Τα κράτη μέλη παρακολουθούν την υλοποίηση και τη χρήση των οικείων υποδομών χωρικών δεδομένων. Καθιστούν τα αποτελέσματα της παρακολούθησης αυτής προσιτά στην Επιτροπή και στο κοινό επί μονίμου βάσεως.

2.   Όχι αργότερα από τις … (17), τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με συνοπτικές περιγραφές των κάτωθι:

α)

του τρόπου συντονισμού των παρόχων του δημόσιου τομέα και των χρηστών των συνόλων και υπηρεσιών χωρικών δεδομένων και των ενδιάμεσων φορέων, καθώς και περιγραφή της σχέσης με τους τρίτους και την οργάνωση διασφάλισης ποιότητας, εφόσον είναι εφικτό·

β)

της συμβολής δημόσιων αρχών ή τρίτων στη λειτουργία και το συντονισμό της υποδομής χωρικών πληροφοριών·

γ)

των πληροφοριών σχετικά με τη χρήση της υποδομής χωρικών πληροφοριών·

δ)

συμφωνιών ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ δημόσιων αρχών·

ε)

του κόστους και των ωφελημάτων από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

3.   Ανά τριετία και αρχής γενομένης όχι αργότερα από τις … (18), τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία που παρατίθενται στην παράγραφο 2.

4.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2.

Άρθρο 22

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 23

Έως τις … (19) και εν συνεχεία ανά εξαετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, σε εκθέσεις των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3.

Εάν είναι αναγκαίο, η έκθεση συνοδεύεται από προτάσεις για δράση της Κοινότητας.

Άρθρο 24

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις … (17).

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 25

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 26

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 221 της 8.9.2005, σ. 33.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουνίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 23ης Ιανουαρίου 2006 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) …

(3)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26.

(5)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 90.

(6)  ΕΕ L 138 της 28.5.2002, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 192 της 28.7.2000, σ. 36.

(8)  ΕΕ L 324 της 11.12.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 788/2004 (ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 17).

(9)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(10)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(11)  ΕΕ L 120 της 11.5.1990, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1641/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 245 της 29.9.2003, σ. 1).

(12)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(14)  Ένα έτος από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(15)  Δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(16)  Πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(17)  Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(18)  Έξι έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(19)  Επτά έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α), ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α)

1.

Συστήματα συντεταγμένων

Συστήματα για μονοσήμαντη αναφορά χωρικών πληροφοριών στο χώρο, ως σύνολο συντεταγμένων (x,y,z) ή/και γεωγραφικό πλάτος και μήκος και ύψος, με βάση γεωδαιτικό οριζόντιο και κατακόρυφο σύστημα αναφοράς (datum).

2.

Συστήματα γεωγραφικού καννάβου

Εναρμονισμένος κάνναβος πολλαπλής ανάλυσης με ενιαίο σημείο αφετηρίας και τυποποιημένη θέση και μέγεθος των φατνίων του καννάβου.

3.

Τοπωνύμια

Τοπωνύμια εκτάσεων, περιοχών, τοποθεσιών, πόλεων, προαστίων, κωμοπόλεων ή οικισμών, ή οποιοδήποτε γεωγραφικό ή τοπογραφικό χαρακτηριστικό δημόσιου ή ιστορικού ενδιαφέροντος.

4.

Διοικητικές ενότητες

Διοικητικές ενότητες που χωρίζουν περιοχές επί των οποίων κράτη μέλη έχουν ή/και ασκούν δικαιοδοτικά δικαιώματα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, χωρίζονται από διοικητικά όρια.

5.

Δίκτυα μεταφορών

Δίκτυα οδικών, σιδηροδρομικών, αεροπορικών και υδάτινων μεταφορών και οι αντίστοιχες υποδομές. Περιλαμβάνονται οι συνδέσεις μεταξύ των διαφόρων δικτύων. Περιλαμβάνεται επίσης το διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών, όπως ορίζεται στην απόφαση αριθ. 1692/96/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (1), και στις μελλοντικές αναθεωρήσεις της εν λόγω απόφασης.

6.

Υδρογραφία

Υδρογραφικά στοιχεία, όπου περιλαμβάνονται οι θαλάσσιες περιοχές και όλα τα άλλα υδατικά συστήματα και σχετιζόμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και οι λεκάνες και υπολεκάνες απορροής ποταμών. Κατά περίπτωση, σύμφωνα με τους ορισμούς της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (2), και υπό μορφή δικτύων.

7.

Προστατευόμενες τοποθεσίες

Εκτάσεις χαρακτηρισμένες ή υποκείμενες σε διαχείριση σε ένα πλαίσιο διεθνούς, κοινοτικού και εθνικού δικαίου για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων διατήρησης.


(1)  ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1· όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την ΕΕ L 201 της 7.6.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α), ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Β)

1.

Υψομετρία

Ψηφιακά υψομετρικά μοντέλα για χερσαίες εκτάσεις, εκτάσεις καλυπτόμενες από πάγους και ωκεανούς. Περιλαμβάνονται, εν προκειμένω, η χερσαία υψομετρία, η βαθυμετρία και οι ακτογραμμές.

2.

Διευθύνσεις

Θέση ακινήτων με βάση τη διεύθυνση, συνήθως με όνομα οδού, αριθμό οικίας, ταχυδρομικό κώδικα.

3.

Γεωτεμάχια κτηματολογίου

Εκτάσεις που ορίζονται από κτηματολογικά μητρώα ή αντίστοιχες.

4.

Κάλυψη γης

Φυσική και βιολογική κάλυψη της γήινης επιφάνειας, όπου συμπεριλαμβάνονται τεχνητές εκτάσεις, γεωργικές εκτάσεις, δάση, (ημι-)φυσικές εκτάσεις, υγρότοποι, υδατικά συστήματα.

5.

Ορθοφωτογραφία

Γεωαναφερόμενα δεδομένα από εικόνες της επιφάνειας της γης, από δορυφόρους ή αερομεταφερόμενους αισθητήρες.

6.

Γεωλογία

Γεωλογικός χαρακτηρισμός με βάση τη σύσταση και τη δομή. Περιλαμβάνονται το μητρικό πέτρωμα, οι υδροφόροι ορίζοντες και η γεωμορφολογία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Β) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Β)

1.

Στατιστικές μονάδες

Μονάδες διάδοσης ή χρήσης στατιστικών πληροφοριών.

2.

Κτίρια

Γεωγραφική θέση κτιρίων.

3.

Έδαφος

Χαρακτηρισμός εδάφους και υπεδάφους ανάλογα με το βάθος, την υφή, τη δομή και την περιεκτικότητα σε σωματίδια και οργανικά υλικά, το πετρώδες, τη διάβρωση και, κατά περίπτωση, τη μέση κλίση και την προβλεπόμενη χωρητικότητα αποθήκευσης νερού.

4.

Χρήσεις γης

Χαρακτηρισμός περιοχών ανάλογα με τη σημερινή και τη μελλοντική σχεδιαζόμενη λειτουργία τους ή τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό τους (π.χ. αμιγώς οικιστική, βιομηχανική, εμπορική, γεωργική, δασική, αναψυχής).

5.

Ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια

Γεωγραφική κατανομή της κυριαρχίας παθολογιών (αλλεργίες, καρκίνοι, αναπνευστικές ασθένειες κ.λπ.), πληροφορίες που καταδεικνύουν τις επιπτώσεις στην υγεία (βιοδείκτες, πτώση της γονιμότητας, επιδημίες) ή την ευεξία των ανθρώπων (κούραση, υπερένταση κ.λπ.) που συνδέονται άμεσα (ατμοσφαιρική ρύπανση, χημικές ουσίες, καταστροφή της στιβάδας του όζοντος, θόρυβος κ.λπ.) ή έμμεσα (τρόφιμα, γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί κ.λπ.) με την ποιότητα του περιβάλλοντος.

6.

Επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και κρατικές υπηρεσίες

Περιλαμβάνονται εγκαταστάσεις υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως η αποχέτευση, η διαχείριση αποβλήτων, ο ενεργειακός εφοδιασμός και η υδροδότηση, οι διοικητικές και κοινωνικές κρατικές υπηρεσίες, όπως οι δημόσιες διοικήσεις, οι χώροι πολιτικής προστασίας, τα σχολεία και τα νοσοκομεία.

7.

Εγκαταστάσεις παρακολούθησης του περιβάλλοντος

Η τοποθεσία και η λειτουργία των εγκαταστάσεων παρακολούθησης του περιβάλλοντος περιλαμβάνει την παρατήρηση και τη μέτρηση των εκπομπών, της κατάστασης των στοιχείων του περιβάλλοντος και άλλων παραμέτρων του οικοσυστήματος (βιοποικιλότητα, οικολογική κατάσταση της βλάστησης κ.λπ.) από τις δημόσιες αρχές ή για λογαριασμό τους

8.

Εγκαταστάσεις παραγωγής και βιομηχανικές εγκαταστάσεις

Τοποθεσίες βιομηχανικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων που καλύπτονται από την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (1), και εγκαταστάσεις υδροληψίας, εξόρυξης, χώροι αποθήκευσης.

9.

Γεωργικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας

Γεωργικός εξοπλισμός και εγκαταστάσεις παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων άρδευσης, των θερμοκηπίων και των στάβλων).

10.

Κατανομή πληθυσμού — δημογραφία

Γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών του πληθυσμού και των επιπέδων δραστηριοτήτων, ανά κάνναβο, περιοχή, διοικητική ενότητα ή άλλη ενότητα ανάλυσης.

11.

Ζώνες διαχείρισης/περιορισμού/ρύθμισης εκτάσεων και μονάδες αναφοράς

Εκτάσεις υπό διαχείριση, υπό ρύθμιση ή χρησιμοποιούμενες για αναφορά σε διεθνές, ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Περιλαμβάνονται χώροι απόρριψης, προστατευόμενες περιοχές γύρω από πηγές πόσιμου νερού, ζώνες ευάλωτες στη νιτρορρύπανση, κανονιστικά ρυθμιζόμενοι δίαυλοι θαλάσσιας ή εσωτερικής ναυσιπλοΐας, περιοχές για τη βύθιση αποβλήτων, ζώνες προστασίας από τον θόρυβο, περιοχές όπου επιτρέπεται η μεταλλευτική έρευνα και εξόρυξη, διοικητικές περιοχές ποτάμιων λεκανών, σχετικές μονάδες αναφοράς και περιοχές διαχείρισης παράκτιας ζώνης.

12.

Ζώνες φυσικών κινδύνων

Χαρακτηρισμός ευάλωτων περιοχών ανάλογα με τους φυσικούς κινδύνους (όλα τα ατμοσφαιρικά, υδρολογικά, σεισμικά, ηφαιστειακά φαινόμενα και τα φαινόμενα καταστροφικών πυρκαγιών που, λόγω της θέσης, της σφοδρότητας και της συχνότητάς τους, είναι δυνατό να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία), π.χ. πλημμύρες, κατολισθήσεις και καθιζήσεις, χιονοστιβάδες, δασικές πυρκαγιές, σεισμοί, εκρήξεις ηφαιστείων.

13.

Ατμοσφαιρικές συνθήκες

Φυσικές ιδιότητες της ατμόσφαιρας. Περιλαμβάνονται χωρικά δεδομένα βασιζόμενα σε μετρήσεις, σε μοντέλα ή σε συνδυασμό τους, καθώς και οι τοποθεσίες μετρήσεων.

14.

Μετεωρολογικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά

Καιρικές συνθήκες και οι μετρήσεις τους· ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, θερμοκρασία, εξατμισοδιαπνοή, ταχύτητα και διεύθυνση ανέμου.

15.

Ωκεανογραφικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά

Φυσικές ιδιότητες των ωκεανών (ρεύματα, αλατότητα, ύψος κυμάτων κ.λπ.).

16.

Θαλάσσιες περιοχές

Φυσικές ιδιότητες των θαλασσών και των αλατούχων υδατικών συστημάτων, με υποδιαίρεση ανά περιοχές και υποπεριοχές με κοινά χαρακτηριστικά.

17.

Βιο-γεωγραφικές περιοχές

Περιοχές σχετικώς ομοιογενών οικολογικών συνθηκών με κοινά χαρακτηριστικά.

18.

Ενδιαιτήματα και βιότοποι

Γεωγραφικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από ειδικές οικολογικές συνθήκες, διαδικασίες, δομή και λειτουργίες (υποστήριξης της ζωής) οι οποίες στηρίζουν φυσικά τους οργανισμούς που ενδιαιτούν. Περιλαμβάνονται χερσαίες και υδάτινες εκτάσεις, διακρινόμενες ανάλογα με τα γεωγραφικά, αβιοτικά και βιοτικά χαρακτηριστικά τους, ανεξαρτήτως εάν είναι πλήρως φυσικές ή ημιφυσικές.

19.

Κατανομή ειδών

Γεωγραφική κατανομή ειδών πανίδας και χλωρίδας, ανά κάνναβο, περιοχή, διοικητική ενότητα ή άλλη ενότητα ανάλυσης.

20.

Ενεργειακοί πόροι

Ενεργειακοί πόροι, μεταξύ άλλων υδρογονάνθρακες, υδροηλεκτρική ενέργεια, βιοενέργεια, ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών περί του βάθους και του ύψους όσον αφορά την έκταση του εκάστοτε πόρου.

21.

Ορυκτοί πόροι

Ορυκτοί πόροι, μεταξύ άλλων καιμεταλλεύματα, βιομηχανικά μεταλλεύματα κ.λπ., και συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών περί του βάθους και του ύψους όσον αφορά την έκταση του εκάστοτε πόρου.


(1)  ΕΕ L 257 της 10.10.1996, σ. 26· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1).


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 26 Ιουλίου 2004, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την πρότασή της για μια οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE). Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 175 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 7 Ιουνίου 2005.

Η Επιτροπή των Περιφερειών αποφάσισε στις 20 Σεπτεμβρίου 2004 να μη διατυπώσει γνώμη.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη της στις 9 Φεβρουαρίου 2005.

Το Συμβούλιο υιοθέτησε την κοινή θέση του σύμφωνα με το άρθρο 251 παράγραφος 2 της συνθήκης στις 23 Ιανουαρίου 2006.

II.   ΣΤΟΧΟΣ

Η προτεινόμενη οδηγία διαμορφώνει νομικό πλαίσιο για τη δημιουργία και λειτουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρώπη, με σκοπό τη χάραξη, εφαρμογή, παρακολούθηση και αξιολόγηση των κοινοτικών πολιτικών σε όλα τα επίπεδα και την παροχή πληροφοριών του δημόσιου τομέα.

Βασικός στόχος του INSPIRE είναι να μειωθούν τα εμπόδια για την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ δημόσιων αρχών, ιδίως στον τομέα του περιβάλλοντος, και να διατίθενται περισσότερα και καλύτερα στοιχεία για τη χάραξη της κοινοτικής πολιτικής και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών στα κράτη μέλη σε όλα τα επίπεδα. Το INSPIRE επικεντρώνεται στην περιβαλλοντική πολιτική, αλλά είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και να επεκταθεί μελλοντικά σε άλλους τομείς.

III.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Γενικό πλαίσιο

Στην κοινή θέση ενσωματώνονται οι περισσότερες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, είτε αυτολεξεί, είτε εν μέρει, είτε ως προς το πνεύμα. Περιλαμβάνονται κυρίως τροποποιήσεις της αρχικής πρότασης της Επιτροπής με τις οποίες ομαδοποιούνται άρθρα του κειμένου, εναρμονίζονται οι ορισμοί και αποσαφηνίζεται το πεδίο εφαρμογής. Εντούτοις, η κοινή θέση περιέχει και ορισμένες τροποποιήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στο κείμενο το οποίο εξέτασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε πρώτη ανάγνωση ούτε στην αρχική πρόταση της Επιτροπής. Με την κοινή θέση:

ορίζονται οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση του κοινού στα σύνολα χωρικών δεδομένων και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ δημοσίων αρχών στα πλαίσια της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας,

αποσαφηνίζεται η δυνατότητα να χορηγούνται άδειες και να επιβάλλονται τέλη σε άλλες δημόσιες αρχές για χωρικά δεδομένα ή υπηρεσίες, και

θεσπίζονται μέτρα για την εκπλήρωση των στόχων της οδηγίας με πιο ισορροπημένο και αποτελεσματικό τρόπο (εξορθολογισμός της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων, ανάλυση του κόστους και των ωφελημάτων).

Στα ακόλουθα τμήματα περιγράφονται οι ουσιώδεις αλλαγές.

Γενικές διατάξεις, ορισμοί, πεδίο εφαρμογής (άρθρα 1 έως 4)

Η κοινή θέση δεν ακολουθεί την τροπολογία αριθ. 6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο σκοπός και το πεδίο εφαρμογής αντιστοιχούν στην αρχική πρόταση της Επιτροπής και στη νομική βάση αυτής. Η κοινή θέση δεν αναφέρεται σε «άμεσες ή έμμεσες» επιπτώσεις στο περιβάλλον, αλλά το ζήτημα αυτό θίγεται στη νέα αιτιολογική σκέψη 4.

Το Συμβούλιο συμφωνεί επί της ουσίας με την τροπολογία αριθ. 7 και τη συναφή τροπολογία αριθ. 2 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πάντως αποδέχεται την άποψη της Επιτροπής ότι δεν θα ήταν νομικά ορθό να περιληφθούν υποχρεώσεις για τους οργανισμούς και τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας σε μια οδηγία.

Το άρθρο 2 αναφέρει ότι η οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των οδηγιών 2003/4/EΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και 2003/98/EΚ για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα.

Στο άρθρο 3 εισάγονται πρόσθετοι ορισμοί, ειδικότερα όσον αφορά τις έννοιες «διαλειτουργικότητα» και «δικτυακή πύλη γεωγραφικών πληροφοριών INSPIRE», ενώ περιορίζεται η εμβέλεια του ορισμού της έννοιας «δημόσια αρχή».

Οι παράγραφοι 2, 4, 5 και 6 του άρθρου 4 αποσαφηνίζουν την έκταση των συνόλων χωρικών δεδομένων που καλύπτει η οδηγία. Το άρθρο 4 παράγραφος 7 περιορίζει την αρμοδιότητα της Επιτροπής σε σχέση με την προσαρμογή των θεμάτων δεδομένων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα.

Οι τροπολογίες αριθ. 9 και 10 δεν έγιναν αποδεκτές διότι το Συμβούλιο δεν θεωρεί ότι αποσαφηνίζουν το κείμενο.

Μεταδεδομένα, διαλειτουργικότητα χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών (άρθρα 5 έως 10)

Οι συνιστώσες των μεταδεδομένων αποσαφηνίζονται στο άρθρο 5 της κοινής θέσης και στους εκτελεστικούς κανόνες. Το χρονοδιάγραμμα για τη δημιουργία των μεταδεδομένων στο άρθρο 6 συνάδει με το χρονοδιάγραμμα που περιλαμβάνεται στην τροπολογία αριθ. 15 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, λαμβάνεται δε υπόψη η νέα διατύπωση του άρθρου 5 παράγραφος 4 της κοινής θέσης.

Στο άρθρο 7 εισάγονται πρόσθετοι όροι για την εκπόνηση εκτελεστικών διατάξεων που καθορίζουν τις τεχνικές ρυθμίσεις για τη διαλειτουργικότητα, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση του κόστους και των ωφελημάτων, την ενσωμάτωση των προτύπων και δραστηριοτήτων σε διεθνές επίπεδο και την αναφορά στα τρέχοντα τεχνικά μέσα. Η σκοπιμότητα και η αποδοτικότητα επιρρωνύονται από το άρθρο 7 παράγραφος 2 που επιβάλλει να εκπονεί η Επιτροπή ανάλυση κόστους/ωφελημάτων πριν από την κατάρτιση προτάσεων εκτελεστικών διατάξεων. Η θέσπιση των διατάξεων αυτών δεν πρέπει να συνεπάγεται υπερβολικό κόστος για το κράτος μέλος. Στο άρθρο 7 παράγραφος 3 αποσαφηνίζεται η συμμόρφωση των χωρικών δεδομένων που συνελέγησαν πρόσφατα, καθώς και άλλων συνόλων χωρικών δεδομένων και υπηρεσιών.

Το άρθρο 8 παράγραφος 2 αντικαθιστά ένα «κοινό σύστημα μονοσήμαντων αναγνωριστικών» με «λύσεις που να εξασφαλίζουν αδιαμφισβήτητη αναγνώριση χωροαντικειμένων και στις οποίες είναι δυνατόν να απεικονίζονται τα αναγνωριστικά που υπάρχουν δυνάμει των υφιστάμενων εθνικών συστημάτων προκειμένου να εξασφαλίζεται η μεταξύ τους διαλειτουργικότητα», προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή συγκεκριμένης τεχνικής λύσης.

Οι τροπολογίες αριθ. 13, 14, 16, 17, 18, 19, 21, 22 και 23 ελήφθησαν υπόψη είτε αυτολεξεί είτε εν μέρει είτε μέσω νέας διατύπωσης.

Η τροπολογία αριθ. 20 δεν έγινε αποδεκτή διότι η αναφορά στην «έμμεση επίπτωση στο περιβάλλον» δεν κρίθηκε αρκετά σαφής (βλ. άρθρο 1).

Δικτυακές υπηρεσίες (άρθρα 11 έως 16)

Ο εκτενής κατάλογος κριτηρίων του άρθρου 13 για τον περιορισμό της πρόσβασης εναρμονίστηκε πλήρως με τον πίνακα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/4/EΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, ώστε να εξασφαλίζεται η συνοχή της εφαρμογής. Η νέα παράγραφος 3 του άρθρου 13 ορίζει ότι η πρόσβαση του κοινού στα χωρικά δεδομένα συνάδει με την οδηγία 95/46/EΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Με το άρθρο 14 της κοινής θέσης επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιβάλλουν τέλη ή/και τη χορήγηση αδειών για δεδομένα που διατίθενται μέσω των υπηρεσιών απεικόνισης, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να διατηρούνται τα σύνολα και οι υπηρεσίες χωρικών δεδομένων ή να τηρούνται οι απαιτήσεις της ήδη υφιστάμενης διεθνούς υποδομής χωρικών δεδομένων.

Οι τροπολογίες αριθ. 24, 25, 26 και 27 έγιναν αποδεκτές με αναδιατύπωση του κειμένου.

Ανταλλαγή δεδομένων (άρθρο 17)

Με το άρθρο 17 της κοινής θέσης αποσαφηνίζεται η εμβέλεια των υποχρεώσεων ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των δημοσίων αρχών ενός κράτους μέλους, των δημοσίων αρχών διαφορετικών κρατών μελών, των θεσμικών και λοιπών οργάνων της Κοινότητας και των φορέων που έχουν συσταθεί με διεθνείς συμφωνίες. Με το άρθρο 17 παράγραφος 2 επιδιώκεται να αποτραπούν τα πρακτικά εμπόδια κατά τη χρήση (π.χ. υπάλληλος δημόσιας αρχής που χρησιμοποιεί τα δεδομένα του ηλεκτρονικού υπολογιστή), ενώ με το άρθρο 17 παράγραφος 3 επιτρέπεται στους παρέχοντες δεδομένα να ανακτούν τις δαπάνες τους από τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων, διασφαλίζοντας έτσι τη διατήρηση της ποιότητας και χρήσης των δεδομένων. Η χρέωση γίνεται στο επίπεδο της δημόσιας αρχής και όχι στο σημείο χρήσης. Η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εξασφαλίζεται με την παράγραφο 9 του άρθρου 17. Οι νέες αιτιολογικές σκέψεις 22, 23 και 24 επίσης αναφέρονται στα ζητήματα αυτά. Η τροπολογία αριθ. 28 περιλήφθηκε στην αιτιολογική σκέψη 21.

Η τροπολογία αριθ. 29 δεν έγινε αποδεκτή διότι αυξάνει άσκοπα τις απαιτήσεις για την ανταλλαγή δεδομένων.

Η τροπολογία αριθ. 30 κατέστη περιττή με τη νέα διατύπωση του άρθρου 17.

Η όλη συλλογιστική του αρχικού άρθρου 24 —κοινές εκτελεστικές διατάξεις για την ανταλλαγή δεδομένων (τροπολογία αριθ. 32)— δεν έγινε αποδεκτή από το Συμβούλιο.

Συντονισμός και συμπληρωματικά μέτρα, τελικές διατάξεις (άρθρα 18 έως 26)

Δεν ορίζεται ρητά η κατανομή των εξουσιών και αρμοδιοτήτων εντός των κρατών μελών σε σχέση με τους ενδιαφερόμενους φορείς τους (τροπολογίες αριθ. 33, 34 και 4) στα άρθρα 18 και 19 παράγραφος 2 της κοινής θέσης. Εντούτοις, αυτό είναι το νόημα που αποδίδει το Συμβούλιο στα άρθρα αυτά.

Η νέα διατύπωση του άρθρου 21 και της νέας αιτιολογικής σκέψης 31 της κοινής θέσης αποσκοπούν στον εξορθολογισμό των απαιτήσεων της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων της οδηγίας σε σχέση με την τροπολογία αριθ. 37. Στο άρθρο 24 τροποποιείται ελαφρά η ημερομηνία ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία.

Οι τροπολογίες αριθ. 35, 36 και 38 έγιναν αποδεκτές.

Παραρτήματα

Τα θέματα χωρικών δεδομένων «γεωγραφική κατανομή των τροχαίων ατυχημάτων» (τροπολογία αριθ. 43 παράγραφος 6) και «τηλεπικοινωνίες» (τροπολογία αριθ. 44 παράγραφος 7) δεν περιλήφθηκαν στην κοινή θέση διότι δεν συνάδουν με το σκοπό του INSPIRE.

Η τροπολογία αριθ. 47 έγινε εν μέρει αποδεκτή στο παράρτημα ΙΙΙ παράγραφος 11.

Οι τροπολογίες αριθ. 39, 40, 41, 42, 45, 46, 48 και 49 έγιναν αποδεκτές.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στόχος των αλλαγών που επέφερε το Συμβούλιο στην πρόταση της Επιτροπής είναι να εξασφαλιστεί η συνοχή με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία και η συλλογή δεδομένων με βιωσιμότητα. Παρά τις αλλαγές αυτές, η κοινή θέση του Συμβουλίου συνάδει με τις περισσότερες τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και συνιστά κατάλληλη βάση για τις περαιτέρω διαπραγματεύσεις.


30.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 126/33


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 6/2006

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 10 Μαρτίου 2006

για την έκδοση της οδηγίας 2006/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (αναδιατύπωση)

(2006/C 126 E/03)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 141 παράγραφος 3,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (3), και η οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (4), έχουν τροποποιηθεί σε σημαντική έκταση (5). Η οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (6), και η οδηγία 97/80/EΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος αποδείξεως σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (7), περιλαμβάνουν επίσης διατάξεις που αποσκοπούν στην εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Με την ευκαιρία των νέων τροποποιήσεων των εν λόγω οδηγιών, ενδείκνυται, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση των εν λόγω διατάξεων συγκεντρώνοντας σε ένα ενιαίο κείμενο τις κύριες διατάξεις στον τομέα αυτό καθώς και ορισμένες εξελίξεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Δικαστήριο»).

(2)

Η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αρχή σύμφωνα με το άρθρο 2 και το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συνθήκης και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Οι διατάξεις αυτές της συνθήκης ανακηρύσσουν την ισότητα ανδρών και γυναικών ως «καθήκον» και «στόχο» της Κοινότητας και επιβάλλουν θετική υποχρέωση «προαγωγής» της στο πλαίσιο όλων των κοινοτικών δραστηριοτήτων.

(3)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών δεν μπορεί να περιορισθεί στην απαγόρευση διακρίσεων με βάση το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ανήκει στο ένα ή στο άλλο φύλο. Υπό το πρίσμα του σκοπού της και της φύσης των δικαιωμάτων που επιδιώκει να διαφυλάξει, έχει επίσης εφαρμογή στις διακρίσεις που απορρέουν από την αλλαγή φύλου ενός προσώπου.

(4)

Το άρθρο 141 παράγραφος 3 της συνθήκης παρέχει τώρα ειδική νομική βάση για τη λήψη κοινοτικών μέτρων που εξασφαλίζουν την αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης σε θέματα απασχόλησης και εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας.

(5)

Τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν επίσης οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και κατοχυρώνουν το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων της απασχόλησης, της εργασίας και της αμοιβής.

(6)

Η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και αποτελούν διάκριση λόγω φύλου για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Οι μορφές αυτές διάκρισης δεν παρατηρούνται μόνο στο χώρο εργασίας, αλλά και στο πλαίσιο της πρόσβασης στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και την επαγγελματική εξέλιξη. Θα πρέπει συνεπώς, να απαγορεύονται και να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

(7)

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν οι εργοδότες και οι υπεύθυνοι για την επαγγελματική κατάρτιση να λαμβάνουν μέτρα καταπολέμησης όλων των μορφών διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου, και ιδίως προληπτικά μέτρα για την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, αλλά και στο πλαίσιο της πρόσβασης στην απασχόληση, επαγγελματική κατάρτιση και την επαγγελματική εξέλιξη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική πρακτική.

(8)

Η αρχή της ίσης αμοιβής για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας όπως θεσπίζεται στο άρθρο 141 της συνθήκης και κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου αποτελεί σημαντική πτυχή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και ουσιώδες και αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας του Δικαστηρίου όσον αφορά τις διακρίσεις λόγω φύλου. Είναι, συνεπώς, σκόπιμο να προβλεφθεί περαιτέρω η εφαρμογή της.

(9)

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να εξακριβώνεται αν οι εργαζόμενοι εκτελούν την ίδια εργασία ή εργασία ίσης αξίας, θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά πόσον οι εν λόγω εργαζόμενοι μπορούν να θεωρούνται ότι ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη ένα φάσμα παραγόντων, όπως τη φύση της εργασίας και τις συνθήκες κατάρτισης και εργασίας.

(10)

Το Δικαστήριο έχει ορίσει ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, η αρχή της ίσης αμοιβής δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις στις οποίες άνδρες και γυναίκες εργάζονται για τον ίδιο εργοδότη.

(11)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, να συνεχίσουν να ασχολούνται με το γεγονός ότι οι γυναίκες εξακολουθούν να αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες και ότι ο διαχωρισμός των φύλων συνεχίζει να είναι έντονος στην αγορά εργασίας, με τρόπους όπως οι ευέλικτες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες να εναρμονίσουν καλύτερα την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή. Τούτο προϋποθέτει επίσης κατάλληλες ρυθμίσεις για τη γονική άδεια των οποίων μπορούν να επωφελούνται αμφότεροι οι γονείς, καθώς και τη δημιουργία προσβάσιμων και οικονομικά προσιτών εγκαταστάσεων για τη φύλαξη των παιδιών και τη φροντίδα των εξαρτημένων προσώπων.

(12)

Θα πρέπει να εγκριθούν ειδικά μέτρα για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και για να ορισθεί σαφέστερα το πεδίο εφαρμογής της.

(13)

Με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση C-262/88 (8), το Δικαστήριο έκρινε ότι όλες οι μορφές επαγγελματικών συντάξεων αποτελούν στοιχείο αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 141 της συνθήκης.

(14)

Καίτοι η έννοια της αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 141 της συνθήκης δεν περιλαμβάνει τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης, έχει πλέον καθορισθεί σαφώς ότι ένα συνταξιοδοτικό σύστημα για δημόσιους υπαλλήλους εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της ίσης αμοιβής εάν οι παροχές που οφείλονται βάσει του συστήματος καταβάλλονται στον εργαζόμενο λόγω της εργασιακής του σχέσης με τον εργοδότη του δημόσιου τομέα, παρά το γεγονός το εν λόγω σύστημα αποτελεί τμήμα γενικού εκ του νόμου συστήματος. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-7/93 (9) και C-351/00 (10), η προϋπόθεση αυτή πληρείται αν το συνταξιοδοτικό σύστημα αφορά συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων και οι παροχές του συνδέονται άμεσα με την περίοδο υπηρεσίας και υπολογίζονται αναφορικά με τον τελευταίο μισθό του δημόσιου υπαλλήλου. Για λόγους σαφήνειας, είναι επομένως σκόπιμο να υπάρξει σχετική ειδική πρόβλεψη.

(15)

Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, ενώ οι εισφορές των μισθωτών σε συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία εγγυώνται καθορισμένη οριακή παροχή για άνδρες και γυναίκες καλύπτονται από το άρθρο 141 της συνθήκης, η τυχόν ανισότητα των εργοδοτικών εισφορών, που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο συστημάτων καθορισμένων παροχών, χρηματοδοτούμενων με κεφαλαιοποίηση λόγω της χρησιμοποίησης διαφορετικών αναλογιστικών παραγόντων ανάλογα με το φύλο, δεν εμπίπτει στην ίδια διάταξη.

(16)

Παραδείγματος χάριν, όσον αφορά τα συστήματα με καθορισμένες παροχές, χρηματοδοτούμενα με κεφαλαιοποίηση, ορισμένα στοιχεία, όπως η μετατροπή μέρους μιας περιοδικής σύνταξης σε κεφάλαιο, η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η σύνταξη επιζώντος καταβλητέα στον δικαιούχο έναντι παραίτησής του από μέρος της ετήσιας σύνταξης ή η μειωμένη σύνταξη όταν ο εργαζόμενος επιλέγει πρόωρη συνταξιοδότηση, μπορεί να είναι άνισα, εφόσον η ανισότητα των ποσών οφείλεται στις συνέπειες της χρησιμοποίησης διαφορετικών αναλογιστικών συντελεστών σύμφωνα με το φύλο κατά το χρόνο εφαρμογής της χρηματοδότησης του συστήματος.

(17)

Έχει αναγνωρισθεί ότι οι παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν θεωρούνται αποδοχές καθόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης προγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990, με εξαίρεση τους εργαζομένους ή τους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, οι οποίοι είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο πριν από την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να περιορισθεί αναλόγως η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

(18)

Το Δικαστήριο έχει κατ' επανάληψη αποφανθεί ότι το πρωτόκολλο Barber (11) δεν θίγει το δικαίωμα υπαγωγής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα και ότι ο περιορισμός των χρονικών συνεπειών της απόφασης στην υπόθεση C-262/88 δεν ισχύει για το δικαίωμα υπαγωγής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τις προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής βάσει του εθνικού δικαίου μπορούν να αντιτάσσονται στους εργαζόμενους που προβάλλουν δικαίωμα υπαγωγής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατά το μέτρο που οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί όσον αφορά τις προσφυγές αυτού του είδους σε σχέση με ανάλογες αγωγές εσωτερικής φύσεως και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την άσκηση δικαιωμάτων που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει αναδρομικά την υπαγωγή του σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των εισφορών για το διάστημα της αναδρομικής υπαγωγής.

(19)

Η εξασφάλιση ίσης πρόσβασης στην απασχόληση και στην επαγγελματική κατάρτιση που οδηγεί στην απασχόληση είναι θεμελιώδης για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και επαγγέλματος. Οποιαδήποτε εξαίρεση από την αρχή αυτή θα πρέπει, επομένως, να περιορίζεται στις επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες, εκ φύσεως ή λόγω του πλαισίου εντός του οποίου εκτελούνται, απαιτούν την απασχόληση προσώπου συγκεκριμένου φύλου, εφόσον ο επιδιωκόμενος στόχος είναι νόμιμος και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας.

(20)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος των προσώπων να ιδρύουν με άλλους συνδικαλιστικές ενώσεις και να προσχωρούν σε αυτές για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Τα μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 141 παράγραφος 4 της συνθήκης ενδέχεται να περιλαμβάνουν την εγγραφή σε οργανώσεις ή συλλόγους με κύριο στόχο την πρακτική προαγωγή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών ή τη συνέχιση της δραστηριότητας των εν λόγω οργανώσεων ή συλλόγων.

(21)

Η απαγόρευση των διακρίσεων δεν θα πρέπει να θίγει τη διατήρηση ή τη θέσπιση μέτρων τα οποία προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που υφίσταται μια ομάδα προσώπων ενός φύλου. Τα μέτρα αυτά επιτρέπουν την ίδρυση οργανώσεων προσώπων ενός μόνον φύλου, εφόσον κύριος στόχος τους είναι η προαγωγή των ειδικών αναγκών των προσώπων αυτών και η προαγωγή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

(22)

Σύμφωνα με το άρθρο 141 παράγραφος 4 της συνθήκης, προκειμένου να εξασφαλισθεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα τα οποία προβλέπουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα με σκοπό να διευκολύνεται η άσκηση επαγγέλματος από το υποεκπροσωπούμενο φύλο ή να αμβλύνονται ή να αντισταθμίζονται τυχόν μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία. Δεδομένης της υφιστάμενης κατάστασης και λαμβανομένης υπόψη της δήλωσης 28 της συνθήκης του Άμστερνταμ, τα κράτη μέλη θα πρέπει κατ' αρχήν να επιδιώξουν τη βελτίωση της θέσης των γυναικών στην επαγγελματική ζωή.

(23)

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι η δυσμενής μεταχείριση των γυναικών που συνδέεται με την εγκυμοσύνη ή τη μητρότητα συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου. Η μεταχείριση αυτή θα πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνεται ρητά στην παρούσα οδηγία.

(24)

Το Δικαστήριο αναγνωρίζει παγίως ως θεμιτή, όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης, την προστασία της βιολογικής κατάστασης της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας καθώς και τη θέσπιση μέτρων προστασίας της μητρότητας ως μέσο επίτευξης ουσιαστικής ισότητας. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει, συνεπώς, να θίγει την οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (12). Επίσης, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES (13).

(25)

Για λόγους σαφήνειας, κρίνεται επίσης σκόπιμο να προβλεφθεί ρητά η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών με άδεια μητρότητας, και ιδίως το δικαίωμά τους να επιστρέφουν στην ίδια ή ισοδύναμη θέση χωρίς επιδείνωση των όρων και των συνθηκών εργασίας λόγω της χρήσης αυτής της άδειας και να επωφελούνται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας την οποία θα εδικαιούντο κατά την απουσία τους.

(26)

Στο ψήφισμα του Συμβουλίου και των Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000, σχετικά με την ισόρροπη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή (14), τα κράτη μέλη είχαν ενθαρρυνθεί να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής από τα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα ατομικού και μη μεταβιβάσιμου δικαιώματος άδειας πατρότητας στους εργαζόμενους άνδρες χωρίς να θίγονται τα εργασιακά τους δικαιώματα.

(27)

Παρόμοια συλλογιστική εφαρμόζεται στη χορήγηση, από τα κράτη μέλη, στους άνδρες και στις γυναίκες ενός ατομικού και μη μεταβιβάσιμου δικαιώματος για άδεια κατόπιν υιοθεσίας ενός παιδιού. Στα κράτη μέλη εναπόκειται να προσδιορίσουν εάν θα χορηγήσουν το εν λόγω δικαίωμα για άδεια πατρότητας ή/και υιοθεσίας και να προσδιορίσουν επίσης τυχόν όρους, εκτός από την απόλυση και την επιστροφή στην εργασία, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(28)

Η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης απαιτεί τη θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών από τα κράτη μέλη.

(29)

Η παροχή κατάλληλων δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών για την επιβολή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που επιβάλλει η παρούσα οδηγία είναι ουσιαστική για την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

(30)

Η έγκριση κανόνων σχετικά με το βάρος αποδείξεως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι το βάρος αποδείξεως μετακυλίεται στον εναγόμενο όταν τεκμαίρεται διάκριση, με εξαίρεση στην περίπτωση διαδικασίας όπου εναπόκειται στο δικαστήριο ή άλλο αρμόδιο εθνικό φορέα να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά. Είναι πάντως αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι η εκτίμηση των γεγονότων από τα οποία μπορεί να τεκμαρθεί η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών φορέων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την εθνική πρακτική. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δύνανται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, να θεσπίζουν αποδεικτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τον ενάγοντα.

(31)

Με στόχο την περαιτέρω βελτίωση του επιπέδου προστασίας που παρέχει η παρούσα οδηγία, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι λοιπές νομικές οντότητες θα πρέπει επίσης να δύνανται, σύμφωνα με τα ορισμένα από τα κράτη μέλη, να κινούν διαδικασίες, είτε εξ ονόματος του θιγομένου είτε προς υπεράσπισή του, χωρίς να θίγονται εθνικοί δικονομικοί κανόνες όσον αφορά την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση.

(32)

Λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα του δικαιώματος αποτελεσματικής νομικής προστασίας, είναι σκόπιμο να εξασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να τυγχάνουν της προστασίας αυτής ακόμη και μετά τη λήξη της σχέσης από την οποία δημιουργείται η υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ο εργαζόμενος που υπερασπίζεται ή καταθέτει υπέρ ατόμου το οποίο προστατεύεται βάσει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει επίσης να τυγχάνει της ίδιας προστασίας.

(33)

Το Δικαστήριο έχει κρίνει σαφώς ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, για να είναι αποτελεσματική, επιβάλλει, η επιδικαζόμενη αποζημίωση, για οποιαδήποτε παραβίαση, να είναι ανάλογη προς την προκληθείσα ζημία. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να εξαιρεθεί ο προκαθορισμός οποιουδήποτε ανώτατου ορίου για την εν λόγω αποζημίωση, εκτός αν ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι η μόνη ζημία που υπέστη ο αιτών συνεπεία διάκρισης κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας ήταν η άρνηση να ληφθεί υπόψη η αίτηση εργασίας του.

(34)

Για να βελτιωθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθούν το διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και, στο πλαίσιο της εθνικής πρακτικής, με μη κυβερνητικές οργανώσεις.

(35)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

(36)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(37)

Προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητή η διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, θα πρέπει να συνεχισθεί η ανάπτυξη, ανάλυση και διάθεση, στα κατάλληλα επίπεδα, συγκρίσιμων στατιστικών ανά φύλο.

(38)

Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σε νομοθετικά μέτρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη θα πρέπει, αντ' αυτού, να προαγάγουν εντονότερα την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης ως προς το πρόβλημα των διακρίσεων στις αμοιβές και την αλλαγή νοοτροπίας, με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών, σε δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο. Ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην εν λόγω διαδικασία.

(39)

Η υποχρέωση ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιορίζεται στις διατάξεις που αντιπροσωπεύουν ουσιαστική αλλαγή σε σύγκριση με τις παλαιότερες οδηγίες. Η υποχρέωση ενσωμάτωσης των διατάξεων που δεν υφίστανται ουσιαστικές αλλαγές προβλέπεται από τις παλαιότερες οδηγίες.

(40)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι μέρος B.

(41)

Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (15), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, δικούς τους πίνακες, οι οποίοι να αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

TITΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Για το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς:

α)

την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης, και στην επαγγελματική κατάρτιση·

β)

τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής·

γ)

τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

Περιλαμβάνει επίσης διατάξεις με σκοπό να εξασφαλίζεται ότι η εφαρμογή αυτή καθίσταται αποτελεσματικότερη μέσω της θέσπισης κατάλληλων διαδικασιών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«άμεση διάκριση»: όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση·

β)

«έμμεση διάκριση»: όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία·

γ)

«παρενόχληση»: όταν εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος·

δ)

«σεξουαλική παρενόχληση»: όταν εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος·

ε)

«αμοιβή»: οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που λαμβάνει ο εργαζόμενος άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη βάσει της σχέσης εργασίας·

στ)

«επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης»: συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (16), και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του αν η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η διάκριση περιλαμβάνει:

α)

την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση βασιζομένη στην απόρριψη της εν λόγω συμπεριφοράς ή στην υποταγή σ' αυτήν·

β)

την εντολή προς διακριτική μεταχείριση ενός προσώπου λόγω φύλου·

γ)

οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

Θετική δράση

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα κατά το άρθρο 141 παράγραφος 4 της συνθήκης, για να εξασφαλίσουν εμπράκτως πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική ζωή.

TITΛΟΣ II

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Κεφάλαιο 1

Ισότητα της αμοιβής

Άρθρο 4

Απαγόρευση διακρίσεων

Για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται η αυτή αξία, καταργούνται οι άμεσες και έμμεσες διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά όλα τα στοιχεία και τους όρους αμοιβής.

Ειδικότερα, όταν χρησιμοποιείται σύστημα επαγγελματικής κατάταξης για τον καθορισμό των αμοιβών, το σύστημα αυτό βασίζεται σε κοινά κριτήρια για τους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες και επιβάλλεται κατά τρόπο που να αποκλείει τις διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο.

Κεφάλαιο 2

Ίση μεταχείριση στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 5

Απαγόρευση διακρίσεων

Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, εξαλείφεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως όσον αφορά:

α)

το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων αυτών και τους όρους υπαγωγής στα συστήματα αυτά·

β)

την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό τους·

γ)

τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευόμενου προσώπου, και τις προϋποθέσεις διάρκειας και διατήρησης του δικαιώματος παροχών.

Άρθρο 6

Προσωπικό πεδίο εφαρμογής

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στον ενεργό πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των αυτοαπασχολουμένων, των εργαζομένων η δραστηριότητα των οποίων διακόπτεται λόγω ασθένειας, μητρότητας, ατυχήματος ή μη ηθελημένης ανεργίας και των προσώπων που αναζητούν εργασία και στους συνταξιούχους και στους ανάπηρους εργαζομένους, καθώς και στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή/και την εθνική πρακτική.

Άρθρο 7

Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής

1.   Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται:

α)

στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακόλουθων κινδύνων:

i)

ασθένεια,

ii)

αναπηρία,

iii)

γήρας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης πρόωρης συνταξιοδότησης,

iv)

εργατικό ατύχημα και επαγγελματική ασθένεια,

v)

ανεργία·

β)

στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπουν άλλες κοινωνικές παροχές, σε είδος ή σε χρήμα, και ιδίως παροχές επιζώντων και οικογενειακές παροχές, εφόσον οι παροχές αυτές αποτελούν οφέλη που παρέχονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της απασχόλησής του.

2.   Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται επίσης στα συνταξιοδοτικά συστήματα για συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, αν οι παροχές που προβλέπονται από το σύστημα καταβάλλονται λόγω της εργασιακής σχέσης με τον δημόσιο εργοδότη. Το εάν το εν λόγω σύστημα αποτελεί τμήμα γενικού εκ του νόμου συστήματος δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

Άρθρο 8

Εξαιρέσεις από το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής

1.   Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται:

α)

στις ατομικές συμβάσεις των αυτοαπασχολουμένων·

β)

στα συστήματα των αυτοαπασχολουμένων που έχουν ένα μόνο μέλος·

γ)

στην περίπτωση των μισθωτών, στις ασφαλιστήριες συμβάσεις στις οποίες δεν μετέχει ο εργοδότης·

δ)

στις προαιρετικές διατάξεις επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που προσφέρονται ατομικά στους μετέχοντες για να τους εξασφαλίσουν:

i)

είτε συμπληρωματικές παροχές,

ii)

είτε την επιλογή της ημερομηνίας έναρξης των κανονικών παροχών των αυτοαπασχολουμένων ή την επιλογή μεταξύ πολλών παροχών·

ε)

στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στα οποία οι παροχές χρηματοδοτούνται από εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι σε εθελοντική βάση.

2.   Το παρόν κεφάλαιο δεν εμποδίζει τον εργοδότη να χορηγήσει συμπληρωματικό ποσό σύνταξης σε άτομα τα οποία έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης όσον αφορά τη χορήγηση σύνταξης δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αλλά τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία της συνταξιοδότησης για τη χορήγηση νόμιμης σύνταξης, με σκοπό την εξίσωση ή την προσέγγιση του ποσού των συνολικών παροχών που καταβάλλεται στα άτομα αυτά με το ποσό που καταβάλλεται σε ετερόφυλα άτομα που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση τα οποία έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία της νόμιμης σύνταξης, έως ότου οι δικαιούχοι του συμπληρωματικού ποσού συμπληρώσουν την ηλικία της νόμιμης σύνταξης.

Άρθρο 9

Παραδείγματα διακρίσεων

1.   Στις διατάξεις που αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης περιλαμβάνονται οι διατάξεις που βασίζονται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, προκειμένου:

α)

να προσδιορίσουν τα πρόσωπα που είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης·

β)

να καθορίσουν τον υποχρεωτικό ή προαιρετικό χαρακτήρα της συμμετοχής σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης·

γ)

να διαμορφώσουν διαφορετικούς κανόνες σχετικά με την ηλικία εισόδου στο σύστημα ή με ελάχιστη διάρκεια της απασχόλησης ή της υπαγωγής στο σύστημα, για τη λήψη παροχών από το σύστημα αυτό·

δ)

να προβλέψουν διαφορετικούς κανόνες, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα στοιχεία η) και ι), για την απόδοση των εισφορών όταν ο εργαζόμενος αποχωρεί από το σύστημα χωρίς να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις που θα του εξασφάλιζαν μεταγενέστερο δικαίωμα για τις μακροπρόθεσμες παροχές·

ε)

να καθορίσουν διαφορετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών ή να τις περιορίσουν μόνο στους εργαζομένους του ενός ή του άλλου φύλου·

στ)

να επιβάλουν διαφορετικά όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση·

ζ)

να διακόψουν τη διατήρηση ή την απόκτηση δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των αδειών λόγω μητρότητας ή για οικογενειακούς λόγους, οι οποίες ορίζονται με νόμο ή σύμβαση και κατά τις οποίες καταβάλλονται αποδοχές από τον εργοδότη·

η)

να καθορίσουν διαφορετικά επίπεδα για τις παροχές, εκτός αν αυτό απαιτείται αναγκαστικά προκειμένου να ληφθούν υπόψη αναλογιστικά στοιχεία υπολογισμού, τα οποία είναι διαφορετικά για τα δύο φύλα, στην περίπτωση συστημάτων με καθορισμένες εισφορές· στην περίπτωση συστημάτων με καθορισμένες παροχές χρηματοδοτουμένων με κεφαλαιοποίηση, ορισμένα στοιχεία μπορεί να είναι άνισα, εφόσον η ανισότητα των ποσών οφείλεται στις συνέπειες της χρησιμοποίησης διαφορετικών αναλογιστικών συντελεστών ανά φύλο κατά την εφαρμογή της χρηματοδότησης του συστήματος·

θ)

να καθορίσουν διαφορετικά επίπεδα για τις εισφορές των εργαζομένων·

ι)

να καθορίσουν διαφορετικά επίπεδα για τις εισφορές των εργοδοτών, εκτός από:

i)

την περίπτωση συστημάτων με καθορισμένες εισφορές, εάν στόχος είναι η εξίσωση ή η προσέγγιση των τελικών παροχών των δύο φύλων,

ii)

την περίπτωση συστημάτων με καθορισμένες παροχές, χρηματοδοτουμένων με κεφαλαιοποίηση, εφόσον οι εργοδοτικές εισφορές προορίζονται για να συμπληρώσουν το χρηματικό ποσό το οποίο είναι απαραίτητο για να καλυφθεί το κόστος των καθορισμένων αυτών παροχών·

ια)

να προβλέψουν διαφορετικούς κανόνες ή κανόνες που ισχύουν μόνο για τους εργαζομένους συγκεκριμένου φύλου, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα στοιχεία η) και ι), όσον αφορά την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος για μεταγενέστερες παροχές όταν ο εργαζόμενος αποχωρεί από το σύστημα.

2.   Όταν η χορήγηση των παροχών που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων διαχείρισης του συστήματος, τα όργανα αυτά τηρούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 10

Εφαρμογή ως προς τους αυτοαπασχολουμένους

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι διατάξεις των επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των αυτοαπασχολουμένων, οι οποίες αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, να αναθεωρηθούν το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 1993 ή, για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την ημερομηνία αυτή, κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής στο έδαφός τους της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ.

2.   Το παρόν κεφάλαιο δεν αποτελεί εμπόδιο προκειμένου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που συνδέονται με περίοδο υπαγωγής σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων, χρονικώς προγενέστερη της αναθεώρησης του συστήματος αυτού, να εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του συστήματος που ίσχυε κατά την περίοδο εκείνη.

Άρθρο 11

Δυνατότητα αναβολής ως προς τους αυτοαπασχολουμένους

Όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των αυτοαπασχολουμένων, τα κράτη μέλη μπορούν να αναβάλουν την υποχρεωτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά:

α)

τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος ή αποχώρησης καθώς και τις δυνατές συνέπειες για άλλες παροχές:

i)

είτε έως την ημερομηνία κατά την οποία η ίση αυτή μεταχείριση θα επιτευχθεί στα εκ του νόμου συστήματα,

ii)

είτε, το αργότερο, έως ότου η εφαρμογή της αρχής αυτής επιβληθεί με οδηγία·

β)

τη σύνταξη των επιζώντων, έως ότου η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβληθεί συναφώς από το κοινοτικό δίκαιο στα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφάλισης·

γ)

την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 1 σημείο i), σχετικά με τη χρήση των διαφορετικών αναλογιστικών στοιχείων υπολογισμού έως την 1η Ιανουαρίου 1999 ή, για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την ημερομηνία αυτή, κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής στο έδαφός τους της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ.

Άρθρο 12

Αναδρομική ισχύς

1.   Τα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου, όσον αφορά τους εργαζομένους, καλύπτουν όλες τις παροχές στο πλαίσιο των επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που οφείλονται σε περιόδους απασχόλησης μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 και ισχύουν αναδρομικά από την ημερομηνία αυτή, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν προβάλει ισοδύναμη, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αξίωση. Στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα εφαρμογής ισχύουν αναδρομικά από την 8η Απριλίου 1976 και καλύπτουν όλες τις παροχές που οφείλονται σε περιόδους απασχόλησης μεταγενέστερες της ημερομηνίας αυτής. Για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Κοινότητα μετά την 8η Απριλίου 1976 και πριν από την 17η Μαΐου 1990, η ημερομηνία αυτή αντικαθίσταται από την ημερομηνία κατά την οποία το άρθρο 141 της συνθήκης κατέστη εφαρμοστέο στο έδαφός τους.

2.   Η δεύτερη πρόταση της παραγράφου 1 δεν επηρεάζει τους εθνικούς κανόνες που αφορούν τις προθεσμίες προσφυγής του εθνικού δικαίου, οι οποίοι μπορούν να αντιταχθούν στους εργαζομένους ή στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, οι οποίοι είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή είχαν προβάλει ισοδύναμη, κατά το εθνικό δίκαιο, αξίωση πριν από τις 17 Μαΐου 1990, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι κανόνες δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί για τις προσφυγές αυτού του είδους απ' ό,τι για ανάλογες προσφυγές εσωτερικού χαρακτήρα και ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη την άσκηση δικαιωμάτων που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο.

3.   Για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Κοινότητα μετά τις 17 Μαΐου 1990 και τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 1994, ήταν συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η ημερομηνία 17 Μαΐου 1990 στην πρώτη πρόταση της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από την 1η Ιανουαρίου 1994.

4.   Για τα άλλα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά τις 17 Μαΐου 1990, η ημερομηνία 17 Μαΐου 1990 στις παραγράφους 1 και 2 αντικαθίσταται από την ημερομηνία κατά την οποία το άρθρο 141 της συνθήκης κατέστη εφαρμοστέο.

Άρθρο 13

Μεταβλητή ηλικία συνταξιοδότησης

Οι περιπτώσεις στις οποίες άνδρες και γυναίκες έχουν τη δυνατότητα μεταβλητής ηλικίας συνταξιοδότησης υπό τους ίδιους όρους, δεν θεωρούνται ασύμβατες με το παρόν κεφάλαιο.

Κεφάλαιο 3

Ίση μεταχείριση σε σχέση με την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη και τους όρους εργασίας

Άρθρο 14

Απαγόρευση διακρίσεων

1.   Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:

α)

τους όρους πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ασχέτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, μεταξύ άλλων και ως προς τις προαγωγές·

β)

την πρόσβαση σε όλους τους τύπους και τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής εμπειρίας·

γ)

τους όρους απασχόλησης και εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων, καθώς και θέματα αμοιβής σύμφωνα με το άρθρο 141 της συνθήκης·

δ)

την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή σε οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε οργάνωση τα μέλη της οποίας ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται από τέτοιες οργανώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, καθώς και την κατάρτιση με σκοπό την απασχόληση, ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό στοιχείο σχετικό με το φύλο δεν συνιστά διάκριση όταν, ως εκ της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή λόγω του πλαισίου στο οποίο ασκούνται, το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί πραγματική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος της είναι νόμιμος και η προϋπόθεση είναι ανάλογη.

Άρθρο 15

Επιστροφή ύστερα από άδεια μητρότητας

Η γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς για αυτήν και να επωφελείται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της.

Άρθρο 16

Άδεια πατρότητας και υιοθεσίας

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να αναγνωρίζουν χωριστό δικαίωμα άδειας πατρότητας ή/και άδειας υιοθεσίας. Τα κράτη μέλη που αναγνωρίζουν τα εν λόγω δικαιώματα μεριμνούν ώστε οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες να μην απολύονται λόγω της άσκησης του δικαιώματος αυτού και να εξασφαλίζεται ότι, κατά το πέρας αυτής της άδειας, δικαιούνται να επιστρέφουν στην εργασία τους ή σε θέση ισοδύναμη υπό όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς γι' αυτούς και να επωφελούνται από οποιαδήποτε βελτίωση των όρων εργασίας, της οποίας θα εδικαιούντο κατά την απουσία τους.

TITΛΟΣ III

ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Κεφάλαιο 1

Ένδικα βοηθήματα και επιβολή του δικαίου

ΤΜΗΜΑ 1

ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Άρθρο 17

Προάσπιση των δικαιωμάτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, ύστερα από ενδεχόμενη προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν διαδικασιών συνδιαλλαγής εφόσον κρίνονται απαραίτητες, κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχει πρόσβαση σε δικαστικές διαδικασίες για την επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, ακόμη και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση έχει λήξει.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ενώσεις, οργανώσεις ή άλλες νομικές οντότητες, οι οποίες έχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια του εθνικού τους δικαίου, νόμιμο συμφέρον να διασφαλίσουν ότι τηρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, μπορούν να κινήσουν, είτε εξ ονόματος του ενάγοντος είτε προς υπεράσπισή του, και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική ή/και διοικητική διαδικασία προβλεπόμενη για την πραγμάτωση των εκ της παρούσας οδηγίας υποχρεώσεων.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις περί των προθεσμιών εγέρσεως αγωγής σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 18

Αποζημίωση ή αντιστάθμιση

Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται πραγματική και αποτελεσματική αποζημίωση ή αντιστάθμιση, όπως καθορίζεται από τα κράτη μέλη, για την απώλεια και τη ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα διάκρισης λόγω φύλου, κατά τρόπο αποτρεπτικό και ανάλογο προς την υποσθείσα ζημία. Η εν λόγω αποζημίωση ή αντιστάθμιση δεν μπορεί να περιορισθεί εκ των προτέρων από καθορισμένο ανώτατο όριο, εκτός από τις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι η μόνη ζημία που υπέστη ο αιτών συνεπεία διάκρισης κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας έγκειται στην άρνηση να ληφθεί υπόψη η αίτηση εργασίας του.

ΤΜΗΜΑ 2

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ

Άρθρο 19

Βάρος αποδείξεως

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά δικαστικά τους συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν αποδεκτικούς κανόνες ευνοϊκότερους για τον ενάγοντα.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 1 σε διαδικασίες κατά τις οποίες εναπόκειται στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται επίσης:

α)

στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 141 της συνθήκης και, καθόσον υπάρχει διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου, από τις οδηγίες 92/85/ΕΟΚ και 96/34/ΕΚ·

β)

σε κάθε αστική ή διοικητική διαδικασία που αφορά το δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα και προβλέπει μέσα αποκατάστασης βάσει του εθνικού δικαίου κατ' εφαρμογή των μέτρων του στοιχείου α), εξαιρουμένων των εξωδίκων εκουσίων διαδικασιών ή των διαδικασιών που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

5.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις ποινικές διαδικασίες, εκτός εάν τα κράτη μέλη ορίζουν διαφορετικά.

Κεφάλαιο 2

Προώθηση της ίσης μεταχείρισης — Διάλογος

Άρθρο 20

Φορείς αρμόδιοι για την ισότητα

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για έναν ή περισσότερους φορείς για την προώθηση, την ανάλυση, την παρακολούθηση και την υποστήριξη της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων, χωρίς διακρίσεις λόγω φύλου. Οι φορείς αυτοί μπορεί να αποτελούν μέρος οργανισμών με αρμοδιότητες σε εθνικό επίπεδο για την προάσπιση των ανθρώπινων ή των ατομικών δικαιωμάτων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμοδιότητες των εν λόγω φορέων περιλαμβάνουν:

α)

την παροχή ανεξάρτητης συνδρομής προς τα θύματα διακρίσεων όταν καταγγέλλουν διακριτική μεταχείριση, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των θυμάτων και των ενώσεων, οργανισμών ή άλλων νομικών οντοτήτων περί των οποίων το άρθρο 17 παράγραφος 2·

β)

τη διενέργεια ανεξάρτητων ερευνών για τις διακρίσεις·

γ)

τη δημοσίευση ανεξάρτητων εκθέσεων και τη διατύπωση συστάσεων για κάθε θέμα που αφορά τις διακρίσεις αυτές·

δ)

στο κατάλληλο επίπεδο, την ανταλλαγή διαθέσιμων πληροφοριών με αντίστοιχους ευρωπαϊκούς φορείς, όπως τυχόν μελλοντικό Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων.

Άρθρο 21

Κοινωνικός διάλογος

1.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προώθησης του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων με σκοπό την προαγωγή της ίσης μεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένης, παραδείγματος χάριν της παρακολούθησης των πρακτικών στο χώρο εργασίας, αλλά και όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και την επαγγελματική εξέλιξη καθώς και μέσω της παρακολούθησης των συλλογικών συμβάσεων, των κωδίκων δεοντολογίας, της έρευνας ή της ανταλλαγής εμπειριών και ορθών πρακτικών.

2.   Όταν τούτο συνάδει με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς εταίρους, χωρίς να θίγουν την αυτονομία τους, να προάγουν την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών καθώς και ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις με στόχο την καλύτερη εναρμόνιση του επαγγελματικού και του ιδιωτικού βίου και να συνάπτουν στο ενδεδειγμένο επίπεδο συμφωνίες για τη θέσπιση κανόνων κατά των διακρίσεων στους τομείς του άρθρου 1 που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι συμφωνίες αυτές πληρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και τα σχετικά εθνικά μέτρα εφαρμογής.

3.   Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, τις συλλογικές τους συμβάσεις ή τις πρακτικές τους, τους εργοδότες να προάγουν την ισότητα ανδρών και γυναικών με τρόπο προγραμματισμένο και συστηματικό στον εργασιακό χώρο καθώς και όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη.

4.   Για το σκοπό αυτό, οι εργοδότες ενθαρρύνονται να παρέχουν τακτικά τις κατάλληλες πληροφορίες στους εργαζομένους ή/και τους εκπροσώπους τους σε ό,τι αφορά την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην επιχείρηση.

Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν επισκόπηση της αναλογίας ανδρών/γυναικών στις διάφορες βαθμίδες του οργανισμού· τις αμοιβές τους και τις διαφορές των αμοιβών και τα ενδεχόμενα μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης σε συνεργασία με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

Άρθρο 22

Διάλογος με μη κυβερνητικές οργανώσεις

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν το διάλογο με τις σχετικές μη κυβερνητικές οργανώσεις που έχουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και την εθνική τους πρακτική, νόμιμο συμφέρον να συμβάλλουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, προκειμένου να προωθηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Κεφάλαιο 3

Γενικές οριζόντιες διατάξεις

Άρθρο 23

Συμμόρφωση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίσουν ότι:

α)

τυχόν νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καταργούνται·

β)

διατάξεις ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών, εσωτερικών κανονισμών επιχειρήσεων ή κανόνων διεπόντων τα ανεξάρτητα επαγγέλματα και εργασίες και τις οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, ή τυχόν άλλων ρυθμίσεων, που αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, είναι άκυρες, ακυρώσιμες ή τροποποιούνται·

γ)

τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που περιέχουν διατάξεις του είδους αυτού δύνανται να μην τυγχάνουν εγκρίσεως ή να μην παρατείνονται με διοικητικά μέτρα.

Άρθρο 24

Προστασία έναντι αντιποίνων

Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των εργαζομένων, περιλαμβανομένων και εκείνων που είναι εκπρόσωποι των εργαζομένων όπως προβλέπει η εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, κατά της απόλυσης ή άλλης δυσμενούς μεταχείρισης που θα συνιστούσε αντίδραση του εργοδότη σε καταγγελία εντός της επιχείρησης ή σε κίνηση δικαστικής διαδικασίας με στόχο να επιβάλει τη συμμόρφωση προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 25

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα επιβολής τους. Οι κυρώσεις οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 5 Οκτωβρίου 2005 και της κοινοποιούν επίσης κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους αμελλητί.

Άρθρο 26

Πρόληψη διακρίσεων

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, βάσει της νομοθεσίας τους, των συλλογικών συμβάσεων ή της πρακτικής, τους εργοδότες και τους αρμοδίους για την πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση να εισάγουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη κάθε μορφής διάκρισης βάσει φύλου, και ιδίως της παρενόχλησης και της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας ή όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και εξέλιξη.

Άρθρο 27

Ελάχιστες προϋποθέσεις

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή λόγο για τη μείωση του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στους τομείς που καλύπτονται από αυτήν, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να θεσπίζουν, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης, νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις διαφορετικές από αυτές που υφίστανται κατά τη στιγμή της κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 28

Σχέση με κοινοτικές και εθνικές διατάξεις

1.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις περί προστασίας των γυναικών, ιδίως για την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας 96/34/ΕΚ και της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ.

Άρθρο 29

Συνεκτίμηση της ισότητας ανδρών και γυναικών

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ενεργώς υπόψη το στόχο της ισότητας ανδρών και γυναικών κατά τη σύνταξη και την εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, πολιτικών και δραστηριοτήτων στους τομείς που μνημονεύονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 30

Διαβίβαση πληροφοριών

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, καθώς και οι διατάξεις που ήδη ισχύουν, να γνωστοποιούνται σε όλους τους ενδιαφερομένους με όλα τα κατάλληλα μέσα, και, ενδεχομένως, στον εργασιακό χώρο.

TITΛΟΣ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Εκθέσεις

1.   Έως τις … (17), τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου η Επιτροπή να συντάξει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, ανά τετραετία, τα κείμενα των μέτρων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 141 παράγραφος 4 της συνθήκης, καθώς και εκθέσεις για τα μέτρα αυτά και την εφαρμογή τους. Βάσει των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιεύει ανά τετραετία έκθεση στην οποία γίνεται συγκριτική αξιολόγηση τέτοιων μέτρων υπό το πρίσμα της δήλωσης 28 που προσαρτάται στην τελική πράξη της συνθήκης του Άμστερνταμ.

3.   Τα κράτη μέλη αξιολογούν τις επαγγελματικές δραστηριότητες του άρθρου 14 παράγραφος 2, προκειμένου να κρίνουν, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές εξελίξεις, αν δικαιολογείται η διατήρηση των εν λόγω εξαιρέσεων. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της αξιολόγησης περιοδικά, αλλά τουλάχιστον ανά οκτώ έτη.

Άρθρο 32

Επανεξέταση

Έως τις … (18), η Επιτροπή επανεξετάζει τη λειτουργία της παρούσας οδηγίας και, εάν το κρίνει σκόπιμο, προτείνει οποιεσδήποτε τροποποιήσεις θεωρεί αναγκαίες.

Άρθρο 33

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις … (19) ή εξασφαλίζουν ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν τις απαιτούμενες διατάξεις με συμφωνία. Τα κράτη μέλη μπορούν, αν είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες, να διαθέτουν πρόσθετη προθεσμία το πολύ ενός έτους, προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να είναι σε θέση να εγγυηθούν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Στη συνέχεια, ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Περιέχουν επίσης δήλωση σύμφωνα με την οποία οι αναφορές σε ισχύοντες νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις, που περιλαμβάνονται στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος της αναφοράς και η διατύπωση της δήλωσης αποφασίζονται από τα κράτη μέλη.

Η υποχρέωση ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο περιορίζεται στις διατάξεις που αντιπροσωπεύουν ουσιώδη αλλαγή σε σύγκριση με τις παλαιότερες οδηγίες. Η υποχρέωση ενσωμάτωσης των διατάξεων που δεν υφίστανται ουσιαστικές αλλαγές προβλέπεται από τις παλαιότερες οδηγίες.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κυριότερων διατάξεων εσωτερικού δικαίου, τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 34

Κατάργηση

1.   Με ισχύ από … (20), οι οδηγίες 75/117/ΕΟΚ, 76/207/ΕΟΚ, 86/378/ΕΟΚ και 97/80/ΕΚ καταργούνται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα Ι μέρος B.

2.   Οι αναφορές στις καταργηθείσες οδηγίες νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙ.

Άρθρο 35

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 36

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  EE C 157 της 28.6.2005, σ. 83.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 10ης Μαρτίου 2006 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  EE L 39 της 14.2.1976, σ. 40· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/73/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 269 της 5.10.2002, σ. 15).

(4)  EE L 225 της 12.8.1986, σ. 40· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/97/EK (EE L 46 της 17.2.1997, σ. 20).

(5)  Βλέπε παράρτημα Ι μέρος Α.

(6)  EE L 45 της 19.2.1975, σ. 19.

(7)  EE L 14 της 20.1.1998, σ. 6· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/52/EK (EEL 205 της 22.7.1998, σ. 66).

(8)  C-262/88: Barber κατά Guardian Royal Exchange Assurance Group (Συλλογή 1990, σ. I-1889).

(9)  C-7/93: Bestuur van het Algemeen Burgerlijk Pensioenfonds κατά G. A. Beune (Συλλογή 1994, σ. I-4471).

(10)  C-351/00: Pirkko Niemi (Συλλογή 2002, σ. I-7007).

(11)  Πρωτόκολλο 17 και άρθρο 141 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1992).

(12)  ΕΕ L 348 της 28.11.1992, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 145 της 19.6.1996, σ. 4· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/75/ΕΚ (ΕΕ L 10 της 16.1.1998, σ. 24).

(14)  ΕΕ C 218 της 31.7.2000, σ. 5.

(15)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 6 της 10.1.1979, σ. 24.

(17)  Τεσσεράμισι έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(18)  Εξίμισι έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(19)  Δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(20)  Τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΜΕΡΟΣ A

Καταργηθείσες οδηγίες με τις διαδοχικές τους τροποποιήσεις

Οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 45 της 19.2.1975, σ. 19


Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 39 της 14.2.1976, σ. 40

Οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

ΕΕ L 269 της 5.10.2002, σ. 15


Οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 225 της 12.8.1986, σ. 40

Οδηγία 96/97/ΕΚ

ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 20


Οδηγία 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου

ΕΕ L 14 της 20.1.1998, σ. 6

Οδηγία 98/52/ΕΚ

ΕΕ L 205 της 22.7.1998, σ. 66

ΜΕΡΟΣ B

Κατάλογος των προθεσμιών για την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή

(περί του οποίου το άρθρο 34 παράγραφος 1)

Οδηγία

Προθεσμία ενσωμάτωσης

Ημερομηνία εφαρμογής

Οδηγία 75/117/ΕΟΚ

19.2.1976

 

Οδηγία 76/207/ΕΟΚ

14.8.1978

 

Οδηγία 86/378/ΕΟΚ

1.1.1993

 

Οδηγία 96/97/ΕΚ

1.7.1997

17.5.1990 για τους εργαζομένους, εξαιρουμένων των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

Άρθρο 8 της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ — 1.1.1993 το αργότερο.

Άρθρο 6 παράγραφος 1 σημείο i) πρώτη περίπτωση της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ — 1.1.1999 το αργότερο.

Οδηγία 97/80/ΕΚ

1.1.2001

Για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας 22.7.2001

Οδηγία 98/52/ΕΚ

22.7.2001

 

Οδηγία 2002/73/ΕΚ

5.10.2005

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 75/117

Οδηγία 76/207

Οδηγία 86/378

Οδηγία 97/80

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 τρίτη και τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 4 και άρθρο 2 παράγραφος 7 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 8

Άρθρο 3

Άρθρο 1

Άρθρο 4

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5

Άρθρο 3

Άρθρο 6

Άρθρο 4

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 6

Άρθρο 9

Άρθρο 8

Άρθρο 10

Άρθρο 9

Άρθρο 11

(Άρθρο 2 οδηγίας 96/97/EΚ)

Άρθρο 12

Άρθρο 9α

Άρθρο 13

Άρθρο 2 παράγραφος 1 και άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 6

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15

Άρθρο 2 παράγραφος 7 τέταρτο εδάφιο δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 16

Άρθρο 2

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 10

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 18

Άρθρα 3 και 4

Άρθρο 19

Άρθρο 8α

Άρθρο 20

Άρθρο 8β

Άρθρο 21

Άρθρο 8γ

Άρθρο 22

Άρθρα 3 και 6

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 23 στοιχείο α)

Άρθρο 4

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 7 στοιχείο α)

Άρθρο 23 στοιχείο β)

Άρθρο 7 στοιχείο β)

Άρθρο 23 στοιχείο γ)

Άρθρο 5

Άρθρο 7

Άρθρο 11

Άρθρο 24

Άρθρο 6

Άρθρο 8δ

Άρθρο 25

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 26

Άρθρο 8ε παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 1

Άρθρο 8ε παράγραφος 2

Άρθρο 6

Άρθρο 27 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 7 τέταρτο εδάφιο πρώτη πρόταση

Άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 1α

Άρθρο 29

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 5

Άρθρο 30

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 7 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφος 3

Άρθρο 32

Άρθρο 8

Άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 7 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 33

Άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 36

Παράρτημα


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΉ ΈΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 21 Απριλίου 2004, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 141 παράγραφος 3 της συνθήκης, πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησε (σε πρώτη ανάγνωση) στις 6 Ιουλίου 2005.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή γνωμοδότησε στις 15 Δεκεμβρίου 2004.

Η Επιτροπή υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση στις 26 Αυγούστου 2005.

Το Συμβούλιο υιοθέτησε στις 10 Μαρτίου 2006 την κοινή του θέση με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251 της συνθήκης.

II.   ΣΤΟΧΟΣ

Κυριότερος στόχος της εν προκειμένω οδηγίας, η οποία συγχωνεύει επτά υφιστάμενες οδηγίες (1) που αφορούν με τις ίσες ευκαιρίες και την ίση μεταχείριση, είναι να καταστεί η κοινοτική νομοθεσία πιο κατανοητή και προσιτή, να μειωθεί η νομική ανασφάλεια με την ενσωμάτωση της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και να αυξηθεί η σαφήνεια όσον αφορά την εφαρμογή των οριζόντιων διατάξεων της οδηγίας 2002/73/EΚ.

III.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Παρατηρήσεις γενικής φύσεως

Η κοινή θέση του Συμβουλίου καθορίστηκε κατά τα προβλεπόμενα στη διαδικασία αναδιατύπωσης, με σαφή επισήμανση κάθε τροποποίησης που είτε προτείνει η Επιτροπή είτε εισάγει το Συμβούλιο ή το Κοινοβούλιο.

Δέον να σημειωθεί ότι η κοινή θέση συμφωνήθηκε επί τη βάσει άτυπων τριμερών διαπραγματεύσεων, ύστερα από μια σειρά συσκέψεως των τότε προεδριών (Λουξεμβούργο και Ηνωμένο Βασίλειο) με τον εισηγητή και τους σκιώδεις εισηγητές καθώς και με τον αρμόδιο αντιπρόσωπο της Επιτροπής. Στις 8 Δεκεμβρίου 2005, το Συμβούλιο «Απασχόληση, Κοινωνική Πολιτική, Υγεία και Καταναλωτές» κατέληξε σε πολιτική συμφωνία επί του εν λόγω κειμένου, στα πλαίσια δε της συμβιβαστικής συμφωνίας με το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο όπως και η Επιτροπή προέβησαν σε δηλώσεις για τα πρακτικά του Συμβουλίου όσον αφορά τη γονική άδεια (2).

2.   Οι τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Κατά την πρώτη του ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2005, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε 93 τροπολογίες.

2.1.   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αποδέχθηκε το Συμβούλιο

Στην κοινή του θέση το Συμβούλιο έλαβε υπ' όψη του 74 τροπολογίες. Εξ αυτών, το Συμβούλιο:

έκανε δεκτές 37 τροπολογίες στο ακέραιο, όπως και η Επιτροπή στην τροποποιημένη της πρόταση. Πρόκειται για τις τροπολογίες αριθ. 8, 9, 14, 15, 19, 22, 23, 27, 28, 34, 37-42, 45, 47, 50, 51, 52, 58, 59, 60, 62, 64, 66, 68, 74, 75, 78, 82, 85, 87, 91, 92 και 93.

αποδέχθηκε κατ' αρχήν ή εν μέρει 24 τροπολογίες ακολουθώντας την προσέγγιση της Επιτροπής (αριθ. 2, 5, 6, 11, 17, 18, 20, 21, 24, 107, 31, 32, 35, 36, 108, 43, 48, 49, 56, 71, 72, 76, 80/81/102 και 83).

κατέληξε σε συμβιβασμό με το Κοινοβούλιο επί 13 άλλων τροπολογιών (αριθ. 4, 101, 25, 26, 55, 88, 61, 67, 69/70, 73, 103, 89/104 και 105).

2.2.   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δεν αποδέχθηκε το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο δεν αποδέχθηκε 14 τροπολογίες για λόγους που εξηγεί η Επιτροπή στην τροποποιημένη της πρόταση (αριθ. 1, 100, 3, 12, 13, 29, 30, 53, 54, 57, 36, 77, 84 και 86). Το Συμβούλιο δεν μπόρεσε επίσης να αποδεχθεί άλλες 5 τροπολογίες για τους εξής τεχνικούς ή συντακτικούς λόγους:

όσον αφορά την τροπολογία αριθ. 107, το Συμβούλιο προτίμησε να διατηρήσει τη στερεότυπη αιτιολογία που χρησιμοποιείται όταν αναφέρονται οι πίνακες αντιστοιχιών,

ο τίτλος του άρθρου 3 στην αρχική πρόταση της Επιτροπής (τροπολογία αριθ. 33) ήταν άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η Επιτροπή μετακίνησε το κείμενο αυτό στα άρθρα 6 και 28,

ο τίτλος του άρθρου 20 στην αρχική πρόταση της Επιτροπής (τροπολογία αριθ. 65) ήταν άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η Επιτροπή μετακίνησε το κείμενο αυτό στο άρθρο 19 παράγραφος 4 (βάρος της απόδειξης) για λόγους συνοχής,

στο άρθρο 25 έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος «penalties» και όχι «sanctions», διότι αυτός είναι ο ορθός νομικός όρος στα αγγλικά (τροπολογία αριθ. 79),

μολονότι δεν υπάρχει διαφορά ουσίας προκειμένου για την τροπολογία αριθ. 106, η διατύπωση του Συμβουλίου στο κείμενο του άρθρου 33 παράγραφος 2α (νέο) θεωρήθηκε σαφέστερη.

3.   Άλλες τροποποιήσεις του Συμβουλίου

Κατά τον καθορισμό της κοινής του θέσης το Συμβούλιο επέφερε και ορισμένες άλλες τροποποιήσεις, τεχνικής κυρίως φύσεως. Εν συντομία, οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν τα εξής:

 

Τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 1: ο τίτλος έγινε συντομότερος, «Ισότητα της αμοιβής» αντί «Αρχή της ισότητας των αμοιβών».

 

Τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2: ο τίτλος έγινε παρομοίως συντομότερος, ήτοι «Ίση μεταχείριση στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης».

 

Άρθρο 6: στο νέο αυτό άρθρο εισήχθη ο τίτλος «Προσωπικό πεδίο εφαρμογής» (τον οποίο είχε παραλείψει το Κοινοβούλιο στην τροπολογία αριθ. 40).

 

Τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3: και αυτός παρομοίως ο τίτλος έγινε συντομότερος, ήτοι «Ίση μεταχείριση σε σχέση με την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τους όρους εργασίας».

 

Άρθρο 15 παράγραφος 1 στην αρχική πρόταση της Επιτροπής: το κείμενο μετακινήθηκε στο άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο γ) –βλέπε τροπολογία αριθ. 31, αλλά το Κοινοβούλιο δεν πρότεινε ανάλογη τροπολογία για την απαλοιφή του κειμένου από το άρθρο 15 παράγραφος 1.

 

Τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 2: ο τίτλος έγινε συντομότερος, ήτοι «Προώθηση της ίσης μεταχείρισης -Διάλογος».

 

Τίτλος ΙΙΙ κεφάλαιο 3: ο τίτλος IV (Εφαρμογή) αντικαταστάθηκε από ένα κεφάλαιο 3 με τίτλο «Γενικές οριζόντιες διατάξεις».

 

Αιτιολογική σκέψη 5 στην αρχική πρόταση της Επιτροπής: απαλείφθηκε διότι δεν θεωρήθηκε απολύτως απαραίτητη. («Για λόγους συνοχής, χρειάζεται να περιληφθεί ενιαίος ορισμός της άμεσης και της έμμεσης διάκρισης.»)

 

Αιτιολογική σκέψη 41: προστέθηκε μια στερεότυπη αιτιολογική σκέψη όσον αφορά τους πίνακες αντιστοιχιών που μνημονεύονται στο άρθρο 33 σχετικά με την εφαρμογή («Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας   (3) , τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, δικούς τους πίνακες, οι οποίοι να αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν.»).

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στο τελικό κείμενο έγιναν και μερικές άλλες τεχνικές διορθώσεις κατά τη συνήθη διαδικασία νομικής και γλωσσικής επιμέλειας μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων. Οι κυριότερες διορθώσεις αφορούν την μετακίνηση του άρθρου 3 στις ορίζοντες διατάξεις του τίτλου 1, την οποία είχαν κατά νου και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο· την ευθυγράμμιση της ημερομηνίας του άρθρου 25 με τις αρχικές προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο ή κοινοποίησης των άρθρων 11 και 12· και την ευθυγράμμιση της προθεσμίας του άρθρου 34 (Κατάργηση) με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 33.

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο φρονεί ότι στο σύνολό της η κοινή θέση ευθυγραμμίζεται με τους κύριους στόχους της τροποποιημένης πρότασης της Επιτροπής. Το Συμβούλιο πιστεύει επίσης ότι, οπουδήποτε αυτό ήταν δυνατόν εντός των ορίων της διαδικασίας αναδιατύπωσης, έλαβε υπ' όψη τους βασικούς στόχους που επιδιώκει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τις τροπολογίες του επί της αρχικής πρότασης της Επιτροπής.


(1)  Πρόκειται για τις εξής οδηγίες: 75/117/EΟΚ (ισότητα των αμοιβών), 86/378/EΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/97/EΚ (ίση μεταχείριση στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης), 76/207/EΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/73/EΚ (ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών), 97/80/EΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/52/EΚ (βάρος της απόδειξης).

(2)  Έγγραφο 14878/05.

(3)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.