ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

48ό έτος
2 Μαρτίου 2005


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Επιτροπή

2005/C 052/1

Επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης: 2,05 % την 1η Μαρτίου 2005 — Ισοτιμίες του ευρώ

1

2005/C 052/2

Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών μέτρων

2

2005/C 052/3

Ανακοίνωση για τη λήξη ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ

4

2005/C 052/4

Τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων — Στην υπόθεση COMP/ M.3333 — SONY/BMG (η έκθεση εκπονήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 15 της απόφασης 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2001, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού — ΕΕ L 162 της 19.6.2001, σ. 21) ( 1 )

5

2005/C 052/5

Γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής συγκεντρώσεων που δόθηκε κατά την 127η συνεδρίασή της στις 9 Ιουλίου 2004 σχετικά με προσχέδιο απόφασης όσον αφορά την υπόθεση COMP/M.3333-SONY/BMG ( 1 )

7

2005/C 052/6

Έγγραφα COM εκτός των νομοθετικών προτάσεων που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή

8

2005/C 052/7

Κρατικές ενισχύσεις — Ελλάδα — Κρατική ενίσχυση αριθ. C 23/2004 (πρώην NN 153/2003) — Ενισχύσεις στις επιχειρήσεις των νομών Καστοριάς και Εύβοιας (Υπουργική Απόφαση αριθ. 69836/B1461, όπως τροποποιήθηκε από τις αποφάσεις αριθ. 2035824/5887, 2045909/7431/0025, 2071670/11297 και 72742/B1723) — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ'εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

9

2005/C 052/8

Διαδικασία πληροφόρησης — Τεχνικές προδιαγραφές ( 1 )

18

2005/C 052/9

Κρατικές ενισχύσεις — Ιταλία — Κρατική ενίσχυση αριθ. C 21/2004 (πρώην N 590/B/2001) — άρθρο 99 παράγραφος 2 στοιχείο α) (όσον αφορά το γεωργικό τομέα) και άρθρο 124 παράγραφοι 1 και 2 του περιφερειακού νόμου αριθ. 32/2000: Διατάξεις όσον αφορά την πραγμάτωση του ΠΕΠ 2000-2006 και την αναδιοργάνωση των καθεστώτων ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις (Σικελία) — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ'εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

23

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

2005/C 052/0

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (CON/2005/4)

37

 

II   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Επιτροπή

2005/C 052/1

Νομοθετικές προτάσεις που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή

47

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ανακοινώσεις

Επιτροπή

2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/1


Επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης (1):

2,05 % την 1η Μαρτίου 2005

Ισοτιμίες του ευρώ (2)

1 Μαρτίου 2005

(2005/C 52/01)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,3216

JPY

ιαπωνικό γιεν

137,90

DKK

δανική κορόνα

7,4420

GBP

λίρα στερλίνα

0,68790

SEK

σουηδική κορόνα

9,0517

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5357

ISK

ισλανδική κορόνα

80,25

NOK

νορβηγική κορόνα

8,2120

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9559

CYP

κυπριακή λίρα

0,5834

CZK

τσεχική κορόνα

29,630

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

241,78

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6961

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4311

PLN

πολωνικό ζλότι

3,8763

ROL

ρουμανικό λέι

36 281

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,71

SKK

σλοβακική κορόνα

37,838

TRY

τουρκική λίρα

1,6941

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6771

CAD

καναδικό δολάριο

1,6306

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

10,3082

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,8201

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,1448

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 327,55

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

7,7193


(1)  Επιτόκιο που εφαρμόστηκε στην πλέον πρόσφατη πράξη πριν την αναφερόμενη ημερομηνία. Σε περίπτωση δημοπρασίας μεταβλητού επιτοκίου, το επιτόκιο είναι το οριακό επιτόκιο.

(2)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/2


Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών μέτρων

(2005/C 52/02)

1.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου (1), της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του άρθρου 18 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου (2), της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή ανακοινώνει ότι, αν δεν αρχίσει επανεξέταση σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία, τα κατωτέρω μέτρα αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικά μέτρα θα λήξουν την ημερομηνία που αναφέρεται στον κατωτέρω πίνακα.

2.   Διαδικασία

Oι κοινοτικοί παραγωγοί δύνανται να υποβάλουν γραπτώς αίτηση επανεξέτασης. Η αίτηση αυτή πρέπει να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η άρση των μέτρων αυτών θα μπορούσε να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη των πρακτικών ντάμπινγκ/επιδοτήσεων και της ζημίας.

Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίσει να επανεξετάσει τα εν λόγω μέτρα, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπρόσωποι της εξάγουσας χώρας και οι κοινοτικοί παραγωγοί θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν, να απορρίψουν ή να σχολιάσουν τα θέματα που εκτίθενται στην αίτηση επανεξέτασης.

3.   Προθεσμία

Οι κοινοτικοί παραγωγοί μπορούν να υποβάλουν γραπτώς αίτηση επανεξέτασης, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 11 παράγραφος 2, η οποία πρέπει να περιέλθει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εμπορίου (Τμήμα B-1), J-79 5/16, B-1049 Βρυξέλλες (3), μετά τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης και το αργότερο τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται στον κατωτέρω πίνακα.

4.

Η παρούσα ανακοίνωση δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 και με το άρθρο 18 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997.

Προϊόν

Χώρα καταγωγής ή εξαγωγής

Μέτρα

Παραπομπή

Ημερομηνία λήξης

PET

(Τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο)

Ινδία

Ινδονησία

Δημοκρατία της Κορέας

Μαλαισία

Tαϊβάν

Ταϊλάνδη

Δασμός αντιντάμπινγκ

Κανονισμός (EK) αριθ. 2604/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 21) όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (EK) αριθ. 83/2005 (ΕΕ L 19 της 21.1.2005, σ. 1)

1.12.2005

 

Ινδία

Iνδονησία

Αναλήψεις υποχρεώσεων

Απόφαση της Επιτροπης αριθ. 2000/745/EK (ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 88) όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Απόφαση αριθ. 2002/232/EK (ΕΕ L 78 της 21.3.2002, σ. 12)

1.12.2005

PET

(Τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο)

Ινδία

Μαλαισία

Ταϊλάνδη

Δασμός αντισταθμιστικός

Κανονισμός (EK) αριθ. 2603/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (EK) αριθ. 822/2004 (ΕΕ L 127 της 29.4.2004, σ. 3)

1.12.2005

 

Ινδία

Ανάληψη υποχρέωσης

Απόφαση της Επιτροπης αριθ. 2000/745/EK (ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 88)

1.12.2005

Ηλεκτρονικοί ζυγοί

Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

Δημοκρατία της Κορέας

Tαϊβάν

Δασμός αντιντάμπινγκ

Κανονισμός (EK) αριθ. 2605/2000 του Συμβουλίου (ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 42)

1.12.2005


(1)  EE L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(3)  Τέλεξ: COMEU 21877· φαξ: (32-2) 295 65 05.


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/4


Ανακοίνωση για τη λήξη ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ

(2005/C 52/03)

Μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη ισχύος των μέτρων (1), για την οποία δεν λήφθηκε καμία αίτηση επανεξέτασης, η Επιτροπή κοινοποιεί ότι τα προαναφερόμενα μέτρα αντιντάμπινγκ πρόκειται να λήξουν σύντομα.

Η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (EK) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου (2), της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Προϊόν

Χώρα καταγωγής ή εξαγωγής

Μέτρα

Παραπομπή

Ημερομηνία λήξης

Ηλεκτρονικοί ζυγοί

Ιαπωνία

Δασμός αντιντάμπινγκ

Κανονισμός (EK) αριθ. 468/2001 του Συμβουλίου (ΕΕ L 67 της 9.3.2001, σ. 24)

10.3.2005

Ηλεκτρονικοί ζυγοί

Σιγκαπούρη

Δασμός αντιντάμπινγκ

Κανονισμός (EK) αριθ. 469/2001 του Συμβουλίου (ΕΕ L 67 της 9.3.2001, σ. 37)

10.3.2005


(1)  EE C 214 της 26.8.2004, σ. 2.

(2)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/5


ΤΕΛΙΚΉ ΈΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΫΛΟΥ ΑΚΡΟΆΣΕΩΝ

Στην υπόθεση COMP/ M.3333 — SONY/BMG

(η έκθεση εκπονήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 15 της απόφασης 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2001, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού — ΕΕ L 162 της 19.6.2001, σ. 21)

(2005/C 52/04)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Το σχέδιο απόφασης δίνει λαβή για τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Γραπτή διαδικασία

Υπενθυμίζεται ότι στις 9 Ιανουαρίου 2004 οι εταιρίες Bertelsmann AG («Bertelsmann») και Sony Corporation of America που ανήκει στον όμιλο Sony, Ιαπωνία («Sony»), (1) κοινοποίησαν στην Επιτροπή τη συγκέντρωση της συνολικής επιχείρησής τους για μουσικές ηχογραφήσεις δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού ΕΟΚ αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (2) («Ο κανονισμός για τις συγκεντρώσεις»).

Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2004, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 γ) του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις.

Η διαδικασία ανεστάλη από 7 Απριλίου έως 5 Μαΐου 2004 δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 5 του κανονισμού για τις συγκεντρώσεις δεδομένου ότι τα μέρη δεν ανταποκρίθηκαν πλήρως στην αίτηση παροχής πληροφοριών.

Στις 24 Μαΐου 2004 εστάλη κοινοποίηση των αιτιάσεων («SO») στα κοινοποιούντα μέρη.

Ζητήθηκε από τα κοινοποιούντα μέρη να απαντήσουν μέχρι την 9η Ιουνίου 2000. Η προθεσμία αυτή τηρήθηκε.

Πρόσβαση στο φάκελο

Δόθηκε πρόσβαση στο φάκελο στα κοινοποιούντα μέρη στις 19 Μαΐου 2004.

Μετά από συνάντηση μεταξύ εμού, των αντιπροσώπων των κοινοποιούντων μερών και της ομάδας που χειρίζεται την υπόθεση η οποία πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2004, χορήγησα πρόσβαση σε πρόσθετες πληροφορίες που περιέχονται στο φάκελο της Επιτροπής.

Προκειμένου να δοθεί δυνατότητα στους οικονομικούς εμπειρογνώμονες των κοινοποιούντων μερών να έχουν πρόσβαση σε εμπιστευτικά στοιχεία τρίτων μερών στην αίθουσα δεδομένων (data room) της Επιτροπής, οι εν λόγω εμπειρογνώμονες υπέγραψαν δήλωση περί εμπιστευτικότητας, το περιεχόμενο της οποίας εγκρίθηκε από Universal Music international, Warner Music Group και EMI Group. Μετά από αμοιβαία συναίνεση των κοινοποιούντων μερών και των τρίτων μερών, ανέλαβα τον έλεγχο της συμμόρφωσης με την εν λόγω ρήτρα.

Τέλος, δόθηκε στα κοινοποιούντα μέρη περαιτέρω πρόσβαση στο φάκελο την 10η Ιουνίου 2004, όταν τους χορηγήθηκε η μη εμπιστευτική εκδοχή των εγγράφων που υποβλήθηκαν από τον European Broadcasting Association και την Apple Computer Inc.

Συμμετοχή τρίτων μερών

Σύμφωνα με το άρθρο 11 γ) του κανονισμού ΕΚ αριθ. 447/98 της Επιτροπής, αποδέχθηκα ως τρίτα μέρη τις ακόλουθες επιχειρήσεις: Apple Computer Inc., Universal Music International, Syndicat des Détaillants Spécialisés du Disque και Union des Producteurs Phonographiques Français Indépendants, European Consumer's Organisation, European Broadcasting Union, Playlouder, IMPALA, International Music Managers Forum, Swedish Society of Popular Music Composers, EMI group, Warner Music Group, Time Warner Inc. Για την ενημέρωσή τους σχετικά με τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας, η ΓΔ Ανταγωνισμός διαβίβασε, δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού ΕΚ αριθ. 447/98, της Επιτροπής, μια μη εμπιστευτική εκδοχή της κοινοποίησης των αιτιάσεων.

Ακρόαση

Στις 14 και 15 Ιουνίου 2004 πραγματοποιήθηκε ακρόαση.

Τα περισσότερα από τα τρίτα μέρη που είχαν συμμετάσχει στη διαδικασία συμμετείχαν επίσης και στην ακρόαση.

Οι ΕMI Group και Warner Music Group ζήτησαν συμμετάσχουν ως παρατηρητές στην ακρόαση. Όπως είχα ήδη ενημερώσει γραπτώς αμφότερες τις εταιρίες, κατά την άποψή μου η ακρόαση δεν συνιστά ευκαιρία κατά την οποία τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη δύνανται να παρευρεθούν χωρίς να συμμετέχουν ενεργά. Συνεπώς, η αποδοχή τους στην ακρόαση εξαρτήθηκε από την πρόθεσή τους να παρουσιάσουν τις απόψεις τους κατά τη διάρκειά της. Δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές εάν δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσουν τις απόψεις τους.

Παρά τη μη αποδοχή τους στην ακρόαση, θεωρώ ότι και οι δύο εταιρίες καθώς και άλλα τρίτα μέρη, είχαν αρκετές δυνατότητες να συμμετάσχουν στις εξελισσόμενες διαδικασίες και να διασφαλίσουν τη γνωστοποίηση των απόψεών τους στις υπηρεσίες της Επιτροπής. Όλα τα τρίτα μέρη είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν ενδελεχείς γνώσεις για τα θέματα που τέθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας·ορισμένα τρίτα μέρη υπέβαλαν εκτενείς συνεισφορές στο πλαίσιο της ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή τόσο πριν από την έκδοση της κοινοποίησης των αιτιάσεων όσο και μετά την παραλαβή της μη εμπιστευτικής της εκδοχής.

Λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις των μερών στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και τις εξηγήσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της ακρόασης, η ΓΔ Ανταγωνισμός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αιτιάσεις που είχαν διατυπωθεί στην εν λόγω κοινοποίηση δεν ευσταθούσαν.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, κρίνω ότι τα δικαιώματα ακρόασης όλων των συμμετεχόντων στην παρούσα διαδικασία έγιναν σεβαστά.

Bρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2004.

(υπογραφή)

Serge DURANDE


(1)  Στη συνέχεια αναφέρονται ως τα «κοινοποιούντα μέρη».

(2)  ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ.1· διόρθωση, ΕΕ L 257 της 21.9.1990, σ. 13. Όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό ΕΚ αριθ. 1319/97 (ΕΕ L 180 της 9.7.1997, σ.1· διόρθωση ΕΕ L 40 της 13.2.1998, σ. 17.


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/7


Γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής συγκεντρώσεων που δόθηκε κατά την 127η συνεδρίασή της στις 9 Ιουλίου 2004 σχετικά με προσχέδιο απόφασης όσον αφορά την υπόθεση COMP/M.3333-SONY/BMG

(2005/C 52/05)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συνιστά συγκέντρωση κατά την έννοια του κανονισμού συγκεντρώσεων (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 και έχει κοινοτική διάσταση όπως αυτή ορίζεται από τον εν λόγω κανονισμό.

2.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι υπάρχει σχετική αγορά προϊόντος για:

α)

τις μουσικές ηχογραφήσεις, που μπορεί να υποδιαιρεθεί σε ξεχωριστές αγορές για διαφορετικά είδη και για συλλογές,

β)

μουσική online που διαιρείται στη χονδρική αγορά για άδειες για μουσική online και στη λιανική αγορά για τη διανομή μουσικής online,

γ)

έκδοση μουσικής, η οποία μπορεί να υποδιαιρεθεί σε χωριστές αγορές για τα δικαιώματα μηχανικής αναπαραγωγής, τα δικαιώματα εκτέλεσης, τα δικαιώματα συγχρονισμού, τα δικαιώματα εκτύπωσης και άλλα δικαιώματα.

3.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι οι προαναφερθείσες αγορές προϊόντος είναι εθνικές σε έκταση με εξαίρεση την αγορά έκδοσης μουσικής, στην οποία το θέμα της γεωγραφικής έκτασης μπορεί να παραμείνει ανοικτό.

4.

Η πλειοψηφία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η προτεινόμενη συγκέντρωση δεν θα οδηγήσει στην ενίσχυση ούτε στη δημιουργία συλλογικής δεσπόζουσας θέσης στις αγορές για:

α)

μουσικές ηχογραφήσεις ή

β)

τη χονδρική αγορά για άδειες για μουσική online.

Η μειοψηφία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαφωνεί.

5.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η προτεινόμενη συγκέντρωση δεν θα οδηγήσει στη δημιουργία μεμονωμένης δεσπόζουσας θέσης στις:

α)

αγορές μουσικών ηχογραφήσεων στη Γερμανία, στις Κάτω Χώρες, στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο και στη Γαλλία και

β)

εθνικές αγορές διανομής μουσικής online.

6.

Η πλειοψηφία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η προτεινόμενη συγκέντρωση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα το συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των εταιρειών Sony και Bertelsmann στις αγορές έκδοσης μουσικής. Η μειοψηφία των μελών διαφωνεί.

7.

Η πλειοψηφία των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η προτεινόμενη συγκέντρωση δεν δημιουργεί ούτε ενισχύει δεσπόζουσα θέση ως αποτέλεσμα της οποίας θα περιοριζόταν σημαντικά η άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της και ότι ως εκ τούτου η συγκέντρωση πρέπει να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά και τη συμφωνία ΕΟΧ. Η μειοψηφία διαφωνεί με την άποψη αυτή.

8.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνιστά τη δημοσίευση της γνώμης της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

9.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή ζητά από την Επιτροπή να λάβει υπόψη της όλα τα άλλα θέματα που εθίγησαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης.


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/8


Έγγραφα COM εκτός των νομοθετικών προτάσεων που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή

(2005/C 52/06)

Έγγραφο

Μέρος

Ημερομηνία

Τίτλος

COM(2004) 447

 

30.6.2004

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Κινητές ευρυζωνικές υπηρεσίες

COM(2004) 480

 

13.7.2004

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Προς μια παγκόσμια εταιρική συνεργασία στην κοινωνία της πληροφορίας: Υλοποίηση των αρχών της Γενεύης Προτάσεις της Επιτροπής για τη δεύτερη φάση της παγκόσμιας διάσκεψης κορυφής για την κοινωνία της πληροφορίας (WSIS)

COM(2004) 642

 

12.10.2004

Πρόταση σύστασης του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για περαιτέρω ευρωπαϊκή συνεργασία με σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

COM(2004) 694

 

22.10.2004

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο: Συνέχεια στο Λευκό Βιβλίο «Μια νέα πνοή για την ευρωπαϊκή νεολαία»: απολογισμός των ενεργειών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα της νεολαίας

COM(2004) 701

 

20.10.2004

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Ετοιμότητα και διαχείριση συνεπειών στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας

COM(2004) 702

 

20.10.2004

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Προστασία των υποδομών ζωτικής σημασίας στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας

COM(2004) 757

 

19.11.2004

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Προκλήσεις για την ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας μετά το 2005

COM(2004) 818

 

20.12.2004

Έκθεση της Επιτροπής: «η κάλυψη της καθυστέρησης εις ό,τι αφορά τον κοινοτικό στόχο του Κυότο»

COM(2004) 833

 

27.12.2004

Έκθεση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 450/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

COM(2005) 9

 

25.1.2005

Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη δυνατότητα θέσπισης της ηλεκτρονικής αναγνώρισης βοοειδών

COM(2005) 20

 

28.1.2005

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Η κοινοτική στρατηγική για τον υδράργυρο

COM(2005) 25

 

28.1.2005

Προσχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 1 στον προϋπολογισμό του 2005 — γενική κατάσταση εσόδων — γενική κατάσταση εσόδων και δαπανών ανά τμήμα — Τμήμα III — Επιτροπή

Τα κείμενα αυτά διατίθενται στην ιστοσελίδα EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex/lex/


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/9


ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΕΛΛΆΔΑ

Κρατική ενίσχυση αριθ. C 23/2004 (πρώην NN 153/2003) — Ενισχύσεις στις επιχειρήσεις των νομών Καστοριάς και Εύβοιας (Υπουργική Απόφαση αριθ. 69836/B1461, όπως τροποποιήθηκε από τις αποφάσεις αριθ. 2035824/5887, 2045909/7431/0025, 2071670/11297 και 72742/B1723)

Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ'εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2005/C 52/07)

Με την επιστολή της 16ης Ιουνίου 2004, της οποίας το αυθεντικό κείμενο αναπαράγεται στις σελίδες που έπονται της περίληψης αυτής, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελλάδα την απόφασή της να κινήσει, όσον αφορά την ανωτέρω ενίσχυση, τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της ενισχύσεως, έναντι της οποίας η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της περίληψης αυτής και της επιστολής που ακολουθεί, στην εξής διεύθυνση:

Commission européenne

Direction générale de l'Agriculture

Direction H2

Loi 130 5/120

B-1049 Bruxelles

Φαξ: (32-2) 296 76 72.

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ελλάδα. Η τήρηση εμπιστευτικότητας ως προς την ταυτότητα του ενδιαφερομένου μέρους το οποίο υποβάλλει παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με εξειδίκευση των λόγων του σχετικού αιτήματος.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις προβλέπουν διάφορα μέτρα ενίσχυσης των βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων. Φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις του γεωργικού τομέα ευεργετήθηκαν επίσης από τα μέτρα αυτά, τα οποία είναι τα εξής:

α)

ομαδοποίηση, σε ένα νέο επιδοτούμενο δάνειο με δυνατότητα περιόδου χάριτος στην αποπληρωμή, επαχθών οφειλών συνδεομένων με δάνεια που χορηγήθηκαν για επενδύσεις και/ή σύσταση/τροφοδότηση κεφαλαίων κινήσεως·

β)

παροχή εγγυήσεως του Δημοσίου στην πράξη ρύθμισης των οφειλών·

γ)

εφαρμογή προτιμησιακού επιτοκίου πριν ακόμη και από την επιδότηση επιτοκίων.

Στα μέτρα αυτά μπορούν να υπαχθούν επιχειρήσεις με προβλήματα ρευστότητας.

Αξιολόγηση

Στο παρόν στάδιο, το συμβιβάσιμο των χορηγηθεισών ενισχύσεων με την κοινή αγορά τελεί υπό αμφιβολία για τους ακόλουθους λόγους:

όταν κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις για τις εν λόγω ενισχύσεις, οι ελληνικές αρχές ανέφεραν ότι οι ανωτέρω αποφάσεις δεν είχαν κοινοποιηθεί επειδή οι αρχές θεωρούσαν ότι οι ενισχύσεις που θεσπίστηκαν δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης· επίσης, προσέθεσαν ότι παρόλο που δεν γνώριζαν τον ακριβή αριθμό των δικαιούχων, τα ποσά των εξεταζομένων ενισχύσεων θα έπρεπε μάλλον να υπάγονται στον κανόνα de minimis,

δεδομένου ότι, όπως αφενός ο κανόνας de minimis δεν εφαρμόζεται στον γεωργικό τομέα και αφετέρου ότι οι εν λόγω υπουργικές αποφάσεις απευθύνονται σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, οι ενισχύσεις πρέπει να αναλυθούν υπό το φως των διαφόρων κανόνων που έχουν εφαρμοστεί για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων μετά την έναρξη ισχύος της πρώτης από τις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις· όμως, οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν επιτρέπουν να προσδιοριστεί κατά πόσον οι κανόνες αυτοί έχουν τηρηθεί,

πάντοτε στον γεωργικό τομέα, οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν επιτρέπουν να προσδιοριστεί κατά πόσον η εγγύηση του Δημοσίου παρασχέθηκε τηρουμένων των διαφόρων κανόνων που ίσχυαν για τις κρατικές ενισχύσεις υπό τη μορφή εγγυήσεων από την έναρξη ισχύος της πρώτης από τις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις·

στον βιομηχανικό και βιοτεχνικό τομέα, ο κανόνας de minimis ασφαλώς εφαρμόζεται μεν αλλά στο μέτρο που οι ελληνικές αρχές δεν γνωρίζουν τον αριθμό των δικαιούχων των μέτρων που προβλέπονται από τις ανωτέρω αποφάσεις και καθώς τα ανώτατα όρια ενισχύσεων de minimis υπολογίζονται σε περίοδο τριών ετών και όχι για μια επιμέρους ενέργεια, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί κατά πόσον οι προβλεπόμενες από τις εν λόγω αποφάσεις ενισχύσεις δύνανται όντως να υπαχθούν στον κανόνα de minimis· μέσα στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει επίσης να γίνει ανάλυση των ενισχύσεων με βάση τους διάφορους κανόνες που ίσχυαν για την διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων από την έναρξη ισχύος της πρώτης από τις ανωτέρω αποφάσεις· όμως, από τις διαθέσιμες πληροφορίες δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί κατά πόσον έχουν τηρηθεί οι κανόνες αυτοί,

στους ίδιους αυτούς τομείς, οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν επιτρέπουν να προσδιοριστεί κατά πόσον η εγγύηση του Δημοσίου παρασχέθηκε τηρουμένων των διαφόρων κανόνων που ίσχυαν για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων από την έναρξη ισχύος της πρώτης από τις ανωτέρω αποφάσεις.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«1.

Με την παρούσα, η Επιτροπή έχει την τιμή να πληροφορήσει την Ελλάδα ότι αφού εξέτασε τις υποβληθείσες από τις αρχές της χώρας σας πληροφορίες, αποφάσισε να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 88, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ διαδικασία έναντι των ενισχύσεων που προβλέπονται στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

2.

Περιήλθαν στην Επιτροπή πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες χορηγήθηκαν το 1993 όπως και στη διάρκεια των επομένων ετών, ορισμένες ενισχύσεις σε επιχειρήσεις των νομών Καστοριάς και Εύβοιας, στο πλαίσιο ενός σχεδίου ρύθμισης (αναδιαπραγμάτευσης) οφειλών, που διέπεται από τις ανωτέρω αποφάσεις. Οι ενισχύσεις αυτές, οι οποίες σύμφωνα με τον τίτλο των προαναφερομένων αποφάσεων θα περιορίζονταν στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, φέρονται να έχουν επίσης χορηγηθεί στον γεωργικό τομέα, και ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις μεταποίησης/εμπορίας γεωργικών προϊόντων.

3.

Με επιστολή της 27ης Μαΐου 2003, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ελληνικές αρχές να τους κοινοποιήσουν, εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων, το κείμενο των εν λόγω αποφάσεων όπως και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία ενόψει εξέτασης των διατάξεών τους βάσει των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης.

4.

Με επιστολή της 10ης Ιουλίου 2003, που πρωτοκολλήθηκε στις 17 Ιουλίου 2003, η Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στις υπηρεσίες της Επιτροπής σημείωμα των ελληνικών αρχών με το οποίο οι τελευταίες ζητούσαν παράταση ενός μηνός της ανωτέρω στο σημείο 3 προθεσμίας.

5.

Με επιστολή της 4ης Αυγούστου 2003, που πρωτοκολλήθηκε στις 6 Αυγούστου 2003, η Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στις υπηρεσίες της Επιτροπής τις πληροφορίες που ζητήθηκαν με την επιστολή της 27ης Μαΐου 2003.

6.

Από την εξέταση των πληροφοριών αυτών προέκυψε ότι οι ενισχύσεις είχαν πράγματι καταβληθεί χωρίς την έγκριση της Επιτροπής. Συνεπώς, οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν να ανοίξουν φάκελο μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης, υπ' αριθ. NN 153/03.

7.

Η παρούσα απόφαση αναφέρεται στις διατάξεις της αποφάσεως αριθ. 69836/B1461, και μόνον, όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις αποφάσεις αριθ. 2035824/5887, 2045909/7431/0025, 2071670/11297 και 72742/B1723. Οι διατάξεις των αποφάσεων αριθ. 66336/B.1398 της 14.9.93 και 30755/B1199 θα εξεταστούν στο πλαίσιο άλλου φακέλου, δεδομένου ότι, βάσει των σήμερα διαθέσιμων πληροφοριών, φαίνεται να αφορούν άλλους από τους αναφερόμενους στο θέμα νομούς.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

8.

Η υπουργική απόφαση αριθ. 69836/B.1461 της 30 Σεπτεμβρίου 1993, με την οποία εγκρίνεται η χορήγηση επιδότησης επιτοκίου επί των οφειλομένων υπολοίπων χορηγήσεων από δάνεια για κεφάλαια κίνησης και πάγιες επενδύσεις των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων των νομών Καστοριάς και Εύβοιας, προβλέπει τα ακόλουθα:

το σύνολο των υφισταμένων μέχρι 30 Ιουνίου 1993 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών από πάσης φύσεως δάνεια (κεφάλαια κινήσεως και πάγιες εγκαταστάσεις) σε δραχμές ή συνάλλαγμα και από καταπτώσεις εγγυητικών επιστολών σε δραχμές ή συνάλλαγμα των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν, ανεξάρτητα από την έδρα της επιχείρησης, στους νομούς Καστοριάς και Εύβοιας, θα αποτελέσει ένα νέο δάνειο που θα εξοφληθεί σε δέκα έτη με ίσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ή με ίσες εξαμηνιαίες χρεωλυτικές δόσεις (απλό χρεωλύσιο) και υπολογισμό των τόκων ανά εξάμηνο με το εκάστοτε εφαρμοζόμενο για τη ρύθμιση επιτόκιο,

το επιτόκιο των ανωτέρω δανείων επιδοτείται με 10 εκατοστιαίες μονάδες από το λογαριασμό του Νόμου 128/75 (1), κατά τα πέντε πρώτα έτη, με την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα έχει καταβάλει προηγουμένως τη δική του συμμετοχή,

το επιτόκιο του νέου δανείου (κεφάλαια κίνησης και πάγιες εγκαταστάσεις) θα είναι το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας της εκάστοτε τελευταίας έκδοσης που χρονικά προηγείται της έναρξης κάθε περιόδου εκτοκισμού των δανείων, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες,

οι υπαγόμενες στην απόφαση αυτή οφειλές από δάνεια σε συνάλλαγμα θα ρυθμίζονται αφού δραχμοποιηθούν οι σχετικές οφειλές με τη μέση τιμή fixing της προηγούμενης της ρυθμίσεως ημέρας,

ως αφετηρία της ρύθμισης για την εφαρμογή των όσων καθορίζει η παρούσα θα λαμβάνεται η ημερομηνία δραχμοποίησης, με την προϋπόθεση ότι η δραχμοποίηση θα έχει πραγματοποιηθεί μέχρι και 30 Ιουνίου 1994,

οι εγγυητικές επιστολές προκειμένου να υπαχθούν στη νέα ρύθμιση θα πρέπει να έχουν κατατεθεί μέχρι 30 Ιουνίου 1993,

σε περίπτωση κατά την οποία δεν πληρωθούν δύο συνεχόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το δάνειο θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα παύει η ισχύουσα ρύθμιση,

εναλλακτικώς, οι ανωτέρω επιχειρήσεις δύνανται να τύχουν της επιδοτήσεως του επιτοκίου των 10 εκατοστιαίων μονάδων επί πέντε έτη για τις υφιστάμενες οφειλές την 30 Ιουνίου 1993 για πάγιες εγκαταστάσεις και κεφάλαια κίνησης σε δραχμές και σε συνάλλαγμα.

9.

Η υπαγωγή στις προβλεπόμενες από την απόφαση αυτή ρυθμίσεις υπόκειται στην τήρηση των ακόλουθων προϋποθέσεων:

οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι βιώσιμες μετά τη ρύθμιση· κρίνεται από τις τράπεζες, οι οποίες διαθέτουν τρίμηνη προθεσμία για να αποφανθούν επί της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων,

οι επιχειρήσεις οφείλουν να έχουν καταβάλει τουλάχιστον το 5 % των τόκων που τους αναλογεί για τα έτη 1991-1992, και να έχουν ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση μέχρι την ημέρα της ρύθμισης των δανείων (ημερομηνία υπογραφής του νέου δανειακού συμφώνου),

οι οφειλές πρέπει να προέρχονται από δάνεια που αποδεδειγμένα χρησιμοποιήθηκαν είτε για αγορά παγίων εγκαταστάσεων είτε για κεφάλαιο κινήσεως των επιχειρήσεων,

ο έλεγχος της εφαρμογής των ανωτέρω ανατίθεται στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και του Υπουργείου Οικονομικών,

στις περιπτώσεις επιχειρήσεων, επενδύσεις των οποίων έχουν υπαχθεί στους Αναπτυξιακούς Νόμους και έχουν κάνει χρήση τραπεζικών δανείων για την υλοποίησή τους, η εφαρμογή των μέτρων του ανωτέρω σημείου 7 αποκλείει την περαιτέρω επιδότηση του νέου αυτού δανείου των Αναπτυξιακών Νόμων, διότι το νέο αυτό δάνειο δεν αποτελεί ουσιαστικά δάνειο που έχει ληφθεί για την πραγματοποίηση των επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 11 των Αναπτυξιακών Νόμων,

στην περίπτωση των βιοτεχνικών δανείων παγίων που επιδοτούνται ήδη βάσει της υπ' αριθ. 2067234 της 31ης Οκτωβρίου 1991 με επιδότηση 4 %, η επιδότηση της παρούσας απόφασης (νομών Καστοριάς και Εύβοιας) παρέχεται κατά τη διαφορά για όσο χρόνο διαρκεί η επιδότηση επιτοκίου της προαναφερόμενης απόφασης.

10.

Η απόφαση αριθ. 2035824/5887 της 1ης Ιουνίου 1994:

α)

αντικαθιστά το κεφάλαιο 1 της απόφασης 69836/B1461 (βλ. σημείο 7) με το ακόλουθο κείμενο:

“1.   ΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΓΙΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗΣ

Το σύνολο των υφισταμένων μέχρι 30 Ιουνίου 1993 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών από πάσης φύσεως δάνεια τραπεζών (κεφάλαια κινήσεως και πάγιες εγκαταστάσεις) σε δραχμές ή συνάλλαγμα και από καταπτώσεις εγγυητικών επιστολών σε δραχμές ή συνάλλαγμα των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν, ανεξάρτητα από την έδρα της επιχείρησης, στους νομούς Καστοριάς και Εύβοιας, θα αποτελέσει ένα νέο δάνειο που θα εξοφληθεί σε δέκα έτη με ίσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ή με ίσες εξαμηνιαίες χρεωλυτικές δόσεις (απλό χρεωλύσιο) και υπολογισμό των τόκων ανά εξάμηνο.

Το επιτόκιο των νέων δανείων, για το τμήμα τους που καλύπτεται από την εγγύηση του Δημοσίου κατά τα οριζόμενα στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας, ορίζεται ίσο με αυτό των εντόκων γραμματίων Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας της εκάστοτε τελευταίας έκδοσης που χρονικά προηγείται της έναρξης κάθε περιόδου εκτοκισμού των δανείων, προσαυξημένο με πέντε εκατοστιαίες μονάδες, ενώ για το τμήμα των νέων δανείων που δεν καλύπτεται με την εγγύηση του δημοσίου, θα καθορίζεται ύστερα από συμφωνία μεταξύ των τραπεζών και των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

Το επιτόκιο αυτό (και στις δύο περιπτώσεις) επιδοτείται, κατά τα πέντε πρώτα έτη, με δέκα εκατοστιαίες μονάδες από τον λογαριασμό του Ν 128/75, με την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα έχει καταβάλει προηγουμένως και τη δική του συμμετοχή.

Οι υπαγόμενες στην παρούσα απόφαση οφειλές από δάνεια σε συνάλλαγμα θα ρυθμίζονται αφού δραχμοποιηθούν οι σχετικές οφειλές με τη μέση τιμή fixing της προηγούμενης της ρυθμίσεως ημέρας.

Ως αφετηρία της ρύθμισης για την εφαρμογή των όσων καθορίζει η παρούσα θα λαμβάνεται η ημερομηνία δραχμοποίησης, με την προϋπόθεση ότι η δραχμοποίηση θα έχει πραγματοποιηθεί μέχρι και 30 Σεπτεμβρίου 1994.

Οι εγγυητικές επιστολές προκειμένου να υπαχθούν στη νέα ρύθμιση θα πρέπει να έχουν καταπέσει μέχρι τις 30 Ιουνίου 1993.

Σε περίπτωση κατά την οποία δεν πληρωθούν δύο συνεχόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, το δάνειο θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα παύει η ισχύουσα ρύθμιση.”,

β)

προβλέπει τα εξής:

το Ελληνικό Δημόσιο παρέχει ανεπιφύλακτα, παραιτούμενο του δικαιώματος της προβολής της ένστασης της δίζησης, την εγγύησή του προς τις τράπεζες για την κάλυψη οφειλών μέχρι ποσού δραχμών 150 εκατομ. (440 205 €), κατά επιχείρηση, που θα ρυθμιστούν σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 69836/B1461 της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, όπως θα ισχύει μετά από τα οριζόμενα στο ανωτέρω κεφάλαιο Ι,

στην περίπτωση που επιχείρηση έχει οφειλές προς ρύθμιση σε περισσότερες της μιας Τράπεζες συνολικού ποσού μεγαλύτερου των δραχμών 150 000 000 εκατομ. (440 205 €), τότε θα έχει την εγγύηση του δημοσίου πρώτα η τράπεζα με το μεγαλύτερο ύψος οφειλών και θα ακολουθούν οι άλλες τράπεζες πάλι με κριτήριο το ύψος των οφειλών (από μεγαλύτερο προς μικρότερο) μέχρι συμπληρώσεως του ως άνω καθοριζόμενου ορίου εγγύησης των δραχμών 150 000 000 (440 205 €),

οι τράπεζες, σε περίπτωση καθυστέρησης της καταβολής δύο συνεχόμενων ληξιπρόθεσμων δόσεων, πρέπει να κηρύσσουν αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ποσό των ρυθμιζόμενων οφειλών και εφόσον θέλουν να εξοφληθούν από τον εγγυητή Ελλ. Δημόσιο θα πρέπει να απευθύνονται σε αυτό (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, διεύθυνση 25-Δ) μετά από προηγούμενη βεβαίωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. σε βάρος της κάθε οφειλέτριας επιχείρησης, του συνολικού ποσού των απαιτήσεών τους, στον ειδικό λογαριασμό “ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΝ ΕΚ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ Ή ΕΓΓΥΗΣΕΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΚΑΧΚΕΕΔ)”,

το Ελληνικό Δημόσιο, ως εγγυητής αναλαμβάνει την υποχρέωση εξόφλησης των απαιτήσεων των τραπεζών που θα περιλαμβάνουν το ανεξόφλητο εγγυημένο ποσό (από κεφάλαιο και τόκους) των ρυθμιζόμενων οφειλών και όσους από τους νέους τόκους, μέχρι κι'ένα τρίμηνο κατ'ανώτατο όριο μετά την κήρυξη του δανείου ως ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, αναλογούν πάνω στο εγγυημένο τμήμα των ρυθμιζόμενων οφειλών και τέλος, όσα από τα αναλογούντα συναφή έξοδα, που αφορούν χρονικό διάστημα για το οποίο καλύπτονται από το Δημόσιο ανεξόφλητοι τόκοι, είναι ανεξόφλητα.

11.

Η υπουργική απόφαση αριθ. 2045909/7431/0025 της 26ης Αυγούστου 1994:

α)

μετά το τρίτο εδάφιο του κεφαλαίου Ι της απόφασης αριθ. 69836/B.1461 όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 2035824/5887 (βλ. σημείο 9) παρεμβάλλει το εξής εδάφιο:

“Εναλλακτικά, σε όσες επιχειρήσεις επιθυμούν, χορηγείται περίοδος χάριτος για ενάμισυ έτος, δηλαδή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1994, χωρίς επιμήκυνση της συνολικής διάρκειας εξόφλησης των 10 ετών και υπό τον όρο ότι στην περίπτωση αυτή η οριζόμενη πενταετής επιδότηση του επιτοκίου των ρυθμιζομένων οφειλών θα μειωθεί από 10 εκατοστιαίες μονάδες σε 8,5 εκατοστιαίες μονάδες. Οι τόκοι της περιόδου χάριτος που βαρύνουν τον δανειολήπτη θα κεφαλαιοποιηθούν την 31η Δεκεμβρίου 1994, θα προστεθούν το αρχικό ρυθμιζόμενο κεφάλαιο και θα εξυπηρετηθούν με αυτό ενιαία σε 17 εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ή σε 17 ίσες εξαμηνιαίες χρεωλυτικές δόσεις (απλό χρεωλύσιο) και υπολογισμό των τόκων ανά εξάμηνο με το εκάστοτε εφαρμοζόμενο για τη ρύθμιση επιτόκιο. Η πρώτη δόση θα καταβληθεί την 1η Ιουλίου 1995.”·

β)

διατυπώνει τις εξής διευκρινίσεις:

η διάταξη της κοινής υπουργικής απόφασης αριθ. 69836/B1461 της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, σύμφωνα με την οποία, “εναλλακτικώς οι ανωτέρω επιχειρήσεις δύνανται να τύχουν της επιδοτήσεως του επιτοκίου των 10 εκατοστιαίων μονάδων επί πέντε έτη για τις υφιστάμενες οφειλές την 30.6.1993 για πάγιες εγκαταστάσεις και κεφάλαια κίνησης σε δραχμές και σε συνάλλαγμα” (βλ. τελευταία περίπτωση του σημείου 7), εξακολουθεί να έχει ισχύ μόνο για όσες επιχειρήσεις είχαν αποδεδειγμένα ζητήσει από τις τράπεζες την υπαγωγή τους σ' αυτή και μόνο σ' αυτή, μέχρι την ημέρα έκδοσης της αριθ. 035824/5887 της 1ης Ιουνίου 1994 απόφασής μας με την οποία απαλείφθηκε η διάταξη αυτή,

στη ρύθμιση της δεκαετούς εξόφλησης υπάγεται το σύνολο των υφισταμένων την 30ή Ιουνίου 1993 οφειλών από δάνεια για πάγιες εγκαταστάσεις και για κεφάλαια κίνησης. Για τα μεσομακροπρόθεσμα δάνεια οι καταβολές που τυχόν έχουν γίνει μετά την ανωτέρω ημερομηνία και μέχρι την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ρύθμισης, θα άγονται σε εξόφληση των δόσεων και τόκων του νέου δανείου που προκύπτει από τη ρύθμιση. Για τα κεφάλαια κίνησης τα υφιστάμενα την 30ή Ιουνίου 1993 ποσά που εξοφλήθηκαν μερικά ή ολικά μετά την ημερομηνία αυτή και επαναχορηγήθηκαν ή ανακυκλώθηκαν πριν την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ρύθμισης, μπορούν να ρυθμιστούν υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος τους δεν θα υπερβαίνει το ποσό της οφειλής που υφίστατο την 30ή Ιουνίου 1993. Τα ποσά που καταβλήθηκαν από 1η Ιουλίου 1993 μέχρι την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ρύθμισης και δεν επαναχορηγήθηκαν θα παραμείνουν σε έντοκο λογαριασμό στην τράπεζα προς εξόφληση δανείων και τόκων του νέου δανείου που προκύπτει από τη ρύθμιση.

12.

Η υπουργική απόφαση αριθ. 2071670/11297 της 9ης Νοεμβρίου 1994 προβλέπει την παροχή της εγγυήσεως του Δημοσίου για τη ρύθμιση των προαναφερομένων οφειλών. Η εγγύηση αυτή ισχύει με τον όρο της διατήρησης των ασφαλειών που έχουν συσταθεί στις Τράπεζες.

13.

Τέλος, η απόφαση αριθ. 72742/B1723 επιφέρει ορισμένες τελευταίες τροποποιήσεις στην απόφαση αριθ. 69836/B1461 της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, όπως επίσης και σε μια άλλη απόφαση υπ' αριθ. 66336/B1398, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1993, ορίζοντας τα ακόλουθα:

“Οι επιχειρήσεις που κάνουν χρήση της εναλλακτικής δυνατότητας ρύθμισης οφειλών που προβλέπεται στις κοινές υπουργικές αποφάσεις αριθ. 30755/B1199 της 21.7.94 και 2045909/7431/0025 της 26ης Αυγούστου 1994, έχουν την ευχέρεια να εξοφλήσουν τους τόκους της περιόδου χάριτος, που τις βαρύνουν αντί να τους κεφαλαιοποιήσουν.

Στην περίπτωση αυτή, η πενταετής επιδότηση του επιτοκίου ορίζεται σε δέκα εκατοστιαίες μονάδες, με την προϋπόθεση ότι η συνολική δαπάνη από την επιδότηση του επιτοκίου, που βαρύνει το λογαριασμό του Ν 128/75, δεν θα είναι μεγαλύτερη της δαπάνης που αναλογεί σε κάθε μία επιχείρηση όταν κάνει χρήση των διατάξεων των κοινών υπουργικών αποφάσεων αριθ. 30755/B1199 της 21ης Ιουλίου 1994 και 2045909/7431/0025 της 26ης Αυγούστου 1994.”

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

14.

Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1 της Συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Στο παρόν στάδιο, το εξεταζόμενο μέτρο φαίνεται να αντιστοιχεί με τον ορισμό αυτό, κατά την έννοια ότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις των οποίων ελαφρύνει το βάρος ορισμένων τρεχουσών δαπανών (των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον τίτλο της απόφασης αριθ. 69836/B1461 της 30ής Σεπτεμβρίου 1993, αλλά επίσης, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που περιήλθαν στην Επιτροπή, των επιχειρήσεων μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων του τομέα των λιπαρών ουσιών), και ότι δύναται να επηρεάσει τις συναλλαγές λόγω της θέσης που κατέχει η Ελλάδα στις αντίστοιχες παραγωγές (για παράδειγμα, στον γεωργικό τομέα και ειδικότερα στις λιπαρές ουσίες, η Ελλάδα είχε το 2000 ποσοστό 21,6 % της κοινοτικής παραγωγής ελιών, και 17,6 % το 2001).

15.

Εντούτοις, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης περιπτώσεις, ορισμένα μέτρα δύνανται, κατά παρέκκλιση, να θεωρηθούν ως συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

16.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε να προταθεί μόνον η παρέκκλιση που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 3, στοιχείο γ) της Συνθήκης, που αναφέρει ότι δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

17.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες των οποίων έλαβε γνώση η Επιτροπή, όλα τα ανωτέρω περιγραφόμενα μέτρα ενδεχομένως περιέχουν ορισμένες μορφές κρατικών ενισχύσεων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι έχουν οριστεί και χρηματοδοτηθεί από τις δημόσιες αρχές (βλ. σημείο 8 δεύτερη περίπτωση και υποσημείωση αριθ. 1):

α)

η ομαδοποίηση, στα πλαίσια νέων δανείων δεκαετούς διάρκειας, υφισταμένων μέχρι 30 Ιουνίου 1993 ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών, προερχόμενων από τραπεζικά δάνεια για πάγιες εγκαταστάσεις και για κεφάλαια κίνησης·

β)

ο υπολογισμός των τόκων ανά εξάμηνο αντί του τρίμηνου που κανονικά ισχύει για κάθε επιχείρηση που συνάπτει δάνεια·

γ)

η παροχή της εγγυήσεως του Δημόσιου μέχρι ποσού 150 εκατομμυρίων δραχμών (440 205 €)·στο πλαίσιο της εγγύησης αυτής, το ελληνικό Δημόσιο εξοφλεί τις απαιτήσεις των Τραπεζών και αναλαμβάνει εξίσου την υποχρέωση να καταβάλει τους αναλογούντες νέους τόκους, μέχρι και ένα τρίμηνο μετά τη κήρυξη του δανείου ως ληξιπροθέσμου, καθώς και τα αναλογούντα συναφή έξοδα (βεβαίως, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις οφείλουν να προβούν στη σύσταση ασφαλειών για να συμμετάσχουν στο σύστημα ενισχύσεων, αλλά στο παρόν στάδιο, δεν διαθέτουμε καμιά πληροφορία όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του ποσού των ασφαλειών και αυτού της εγγύησης)·

δ)

η εφαρμογή, στο τμήμα εκείνο των δανείων που καλύπτει η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, επιτοκίου ισοδύναμου προς αυτό των εντόκων γραμματίων Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες (η προσαύξηση ανήλθε σε 5 μονάδες βάσει της αποφάσεως αριθ. 2035824/5887 της 1ης Ιουνίου 1994)· η υφιστάμενη πριν από οποιαδήποτε επιδότηση διαφορά μεταξύ των επιτοκίων που εφαρμόζονται στις υπαγόμενες στη ρύθμιση των οφειλών τους επιχειρήσεις και των επιτοκίων που επιβάλλονται στις άλλες επιχειρήσεις, εμφαίνεται στον παρακάτω συγκριτικό πίνακα (με την προβλεπόμενη από τις αποφάσεις αριθ. 69836/B1461 και 2035824/5887 προσαύξηση) (2):

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ

ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΕΝΤΟΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ %

(+ προσαύξηση)

ΜΕΣΟΣ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ (%)

30.6.1993

21,25 + 2 = 23,25

28,60

31.12.1993

20,25 + 2 = 22,25

15.7.1994

20,25 + 5 = 25,25

27,40

16.12.1994

17,75 + 5 = 22,75

17.7.1995

15,50 + 5 = 20,50

23,10

18.12.1995

13,90 + 5 = 18,90

1.7.1996

13,30 + 5 = 18,90

21

2.12.1996

11,50 + 5 = 16,50

1.7.1997

9,60 + 5 = 14,60

18,20

10.12.1997

11,30 + 5 = 16,30

1.7.1998

11,70 + 5 = 16,70

18,60

2.12.1998

10,50 + 5 = 15,50

2.7.1999

8,69 + 5 = 13,69

15,00

17.12.1999

8,26 + 5 = 13,26

28.7.2000

6,22 + 5 = 11,22

12,33

22.12.2000

4,59 + 5 = 9,59

30.8.2001

3,74 + 5 = 8,74

8,58

13.12.2001

3,02 + 5 = 8,02

6.6.2002

3,72 + 5 = 8,72

7,40

28.11.2002

2,69 + 5 = 7,69

7,24

ε)

η χορήγηση επιδότησης επιτοκίων κατά δέκα μονάδες επί του συνόλου του ποσού των δανείων, στη διάρκεια των πέντε πρώτων ετών (η επιδότηση υπολογίζεται στα προσαυξημένα επιτόκια που αναφέρονται στη δεύτερη στήλη του ανωτέρω πίνακα)·

στ)

η δυνατότητα χορήγησης περιόδου χάριτος για ενάμισυ έτος (μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994), υπό τον όρο μείωσης επιδότησης επιτοκίου από 10 μονάδες σε 8,5 μονάδες· στο μέτρο όμως που η πρώτη δόση θα έπρεπε να καταβληθεί την 1η Ιουλίου 1995, η περίοδος χάριτος στην αποπληρωμή διαρκεί στην πραγματικότητα δύο έτη·

ζ)

η δυνατότητα για τους δικαιούχους, που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 72742/B1723, να εξοφλήσουν τους τόκους της περιόδου χάριτος που τους βαρύνουν, αντί να τους κεφαλαιοποιήσουν· στην περίπτωση αυτή, η επιδότηση επιτοκίου ορίζεται εκ νέου σε 10 μονάδες·

η)

η αποδέσμευση των ασφαλειών που έχουν δοθεί στις επιχειρήσεις από τις υποβοηθούμενες επιχειρήσεις, η οποία προβλέπεται από την απόφαση αριθ. 2071670/11297· όσον αφορά τις οφειλές που καλύπτονται από την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, διατηρούνται οι εμπράγματες επί των παγίων στοιχείων ασφάλειες, οι λοιπές εμπράγματες επί των εξωεπιχειρηματικών ακινήτων, οι ενοχικές και αυτές επί των χρεογράφων και αξιογράφων που καλύπτουν μέχρι και το 100 % της οφειλής·οι ασφάλειες οι σχετικές με ποσά που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλής αποδεσμεύονται· όμως, σύμφωνα με τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή, οι τράπεζες συχνά χρεώνουν έξοδα με τα οποία οι απαιτήσεις αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό του δανείου.

18.

Όλα αυτά τα στοιχεία πιθανών ενισχύσεων πρέπει να τύχουν ανάλυσης από δύο απόψεις: αυτή της εφαρμογής τους στον γεωργικό τομέα και αυτήν της εφαρμογής τους στο βιομηχανικό και βιοτεχνικό τομέα, λαμβανομένων γενικότερα υπόψη των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν από τις ελληνικές αρχές στις 4 Αυγούστου 2003, σε απάντησή τους στις ερωτήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής, της 27ης Μαΐου 2003.

Όσον αφορά τον γεωργικό τομέα

19.

Η Επιτροπή σημειώνει καταρχάς ότι, στην επιστολή τους της 4ης Αυγούστου 2003, οι ελληνικές αρχές διευκρινίζουν ότι δεν είχαν κοινοποιήσει τις εν λόγω ενισχύσεις επειδή θεωρούσαν ότι δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1 της συνθήκης. Ανέφεραν επίσης ότι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το συνολικό ύψος της επιδότησης επιτοκίου ανήλθε κατά την περίοδο της εφαρμογής των αποφάσεων στα 47 εκατομμύρια ευρώ· όσον αφορά τις καταβληθείσες εγγυήσεις του Δημοσίου, ανήλθαν σε 7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος έχει ήδη επιστραφεί από τους δικαιούχους στο Δημόσιο. Τέλος, προσέθεσαν ότι δεν διέθεταν αναλυτικά στοιχεία ανά επιχείρηση και νομό, μπορούσαν ωστόσο να εκτιμήσουν ότι ο κύριος όγκος των κατ' αυτόν τον τρόπο χορηγηθεισών ενισχύσεων αφορούσε ποσά τα οποία εμπίπτουν στον κανόνα de minimis.

20.

Καθώς πρόκειται για μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, αυτές θα πρέπει να εξεταστούν με βάση τους ισχύοντες κατά τον χρόνο της χορήγησής τους κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 23.3 δεύτερο εδάφιο των κατευθυντηρίων γραμμών της Κοινότητας όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό τομέα (3).

21.

Αλλά, κατά τις ημερομηνίες έναρξης ισχύος της απόφασης αριθ. 69836/B1461 και των τροποποιήσεών της, ο κανόνας de minimis, ο οποίος είχε προσδιοριστεί στο κοινοτικό πλαίσιο των ενισχύσεων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του 1992 (4), δεν είχε εφαρμογή στον γεωργικό τομέα (5).

22.

Στο πλαίσιο αυτό, και καθώς ο εν λόγω κανόνας προβάλλεται ρητά από τις ελληνικές αρχές για δικαιολόγηση των ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί παρά να αμφιβάλλει για το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων αυτών με την κοινή αγορά.

23.

Πράγματι, δυνάμει της απόφασης αριθ. 69836/B1461, οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να είναι βιώσιμες μετά τη ρύθμιση των οφειλών τους (βλ. ανωτέρω σημείο 9), πράγμα που σημαίνει ότι κατά τον χρόνο της ρύθμισης θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν προβλήματα (το στοιχείο αυτό αποτυπώνεται στο προοίμιο της απόφασης αριθ. 2045909/7431/0025, η οποία αναφέρει την ανάγκη υποβοήθησης των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων των νομών Καστοριάς και Εύβοιας που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας).

24.

Κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της απόφασης αριθ. 69836/B1461, η Επιτροπή ακολουθούσε την πολιτική να θεωρεί ότι οι ενισχύσεις στις προβληματικές επιχειρήσεις, όπως είναι οι ανωτέρω περιγραφόμενες, συνιστούσαν ενισχύσεις στη λειτουργία, οι οποίες δεν μπορούσαν, καταρχήν, να θεωρηθούν ως συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά παρά μόνον εάν πληρούσαν τις κατωτέρω τρεις προϋποθέσεις:

α)

οι εν λόγω ενισχύσεις θα έπρεπε να αφορούν χρηματοοικονομικά βάρη δανείων συναφθέντων για τη χρηματοδότηση ήδη πραγματοποιηθεισών επενδύσεων,

β)

το σωρευτικό ισοδύναμο επιδότησης των ενισχύσεων που ενδεχομένως είχαν χορηγηθεί κατά τη σύναψη των δανείων και των εν λόγω ενισχύσεων δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει τους γενικώς παραδεκτούς συντελεστές, ήτοι:

για τις επενδύσεις στο επίπεδο της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής: 35 % ή 75 % στις μειονεκτικές περιοχές κατά την έννοια της οδηγίας 75/268/ΕΟΚ·

για τις επενδύσεις στο επίπεδο της μεταποίησης ή της εμπορίας γεωργικών προϊόντων: 55 % ή 75 % στις περιοχές στόχου 1, για τα σχέδια που είναι σύμφωνα με τα τομεακά προγράμματα ή με κάποιον από τους στόχους του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 866/90, και 35 % (ή 50 % στις περιοχές στόχου 1) για τα λοιπά σχέδια, στο μέτρο που δεν αποκλείονται βάσει των κριτηρίων επιλογής που αναφέρονται στο σημείο 2 του παραρτήματος της απόφασης 90/342/ΕΟΚ (ή της απόφασης 94/173/ΕΟΚ)·

γ)

οι εν λόγω ενισχύσεις θα έπρεπε να ήταν μεταγενέστερες αναπροσαρμογών των επιτοκίων των νέων δανείων που πραγματοποιούνται ώστε να λαμβάνεται υπόψη η διακύμανση των επιτοκίων (το δε ποσό των ενισχύσεων θα έπρεπε να είναι κατώτερο από ή ίσο προς τη διαφορά των επιτοκίων των νέων δανείων) ή θα έπρεπε να αφορούν γεωργικές εκμεταλλεύσεις που να παρέχουν εγγυήσεις βιωσιμότητας, ιδίως στην περίπτωση που τα χρηματοοικονομικά βάρη των υφιστάμενων δανείων είναι τέτοια που να κινδυνεύει η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων ή και να κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.

25.

Το 1997, οι προϋποθέσεις αυτές αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (6). Το σημείο 4.4 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών ορίζει ότι “όσον αφορά τον γεωργικό τομέα, [οι κατευθυντήριες γραμμές] θα αρχίσουν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 1998 για τις νέες κρατικές ενισχύσεις και για τις υφιστάμενες κρατικές ενισχύσεις ισχύει η ίδια ημερομηνία, σε περίπτωση δε που η Επιτροπή έχει κινήσει στο πλαίσιο αυτό τη διαδικασία του άρθρου 93 (σήμερα άρθρου 88), παράγραφος 2 της Συνθήκης κατά ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, αφότου η Επιτροπή εκδώσει την οριστική απόφαση έναντι του(των) συγκεκριμένου(ων) κράτους(κρατών) μέλους(μελών) βάσει του άρθρου 93 (σήμερα άρθρου 88) παράγραφος 2 της Συνθήκης”.

26.

Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων του 1997 αντικαταστάθηκαν από νέες κατευθυντήριες γραμμές, στις 9 Οκτωβρίου 1999 (7). Στο σημείο 6.3 των νέων αυτών κατευθυντήριων γραμμών, αναφέρεται ότι “τα κράτη μέλη πρέπει να προσαρμόσουν τα καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης και αναδιάρθρωσης που εφαρμόζουν και που παραμένουν σε ισχύ μετά τις 30 Ιουνίου 2000 και να τα ευθυγραμμίσουν με τις … κατευθυντήριες γραμμές … μετά την ημερομηνία αυτή ”. Επίσης, “για να μπορέσει η Επιτροπή να ελέγξει την προσαρμογή αυτή, τα κράτη μέλη [πρέπει να της διαβιβάσουν] πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1999, κατάσταση με όλα αυτά τα καθεστώτα. Εν συνεχεία, και εν πάση περιπτώσει, πριν από τις 30 Ιουνίου 2000, πρέπει να της διαβιβάσουν επαρκή στοιχεία που θα της επιτρέψουν να διαπιστώσει κατά πόσον τα καθεστώτα αυτά τροποποιήθηκαν σύμφωνα με τις … κατευθυντήριες γραμμές”.

27.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς οι ελληνικές αρχές ανέφεραν, στην επιστολή τους της 4ης Αυγούστου 2003, ότι η ισχύς των εν λόγω υπουργικών αποφάσεων είχε λήξει, χωρίς να διευκρινίζουν την ημερομηνία που κατέστησαν ανενεργείς (8), η Επιτροπή οφείλει να προβεί στην εξέταση των εν λόγω μέτρων λαμβάνοντας υπόψη όλους τους προαναφερόμενους στα σημεία 24 έως 26 κανόνες.

Ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 1993 και 31ης Δεκεμβρίου 1997

28.

Όσον αφορά τους κανόνες που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις για προβληματικές επιχειρήσεις μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της αποφάσεως αριθ. 69836/B1461 (την 1η Οκτωβρίου 1993) και 31ης Δεκεμβρίου 1997 (για τους παρατιθέμενους στο σημείο 25 λόγους), η Επιτροπή διαπιστώνει τα εξής:

οι ενισχύσεις θα έπρεπε να αφορούν αποκλειστικώς δάνεια για επενδύσεις· όμως, στην περίπτωση των εν λόγω μέτρων, τα δάνεια που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση φαίνεται ότι είχαν επίσης ως σκοπό τη σύσταση και/ή τροφοδότηση κεφαλαίων κίνησης,

στο παρόν στάδιο και λόγω ελλείψεως πληροφοριών, η Επιτροπή δεν γνωρίζει κατά πόσον τα επενδυτικά δάνεια (για πάγιες εγκαταστάσεις) που υπήχθησαν στη ρύθμιση είχαν ήδη τύχει κρατικής ενισχύσεως· της είναι συνεπώς αδύνατο να προσδιορίσει κατά πόσον το ισοδύναμο επιδότησης της ενίσχυσης ή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για τα δάνεια παραμένει εντός των αποδεκτών ορίων, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση του 75 % των δαπανών, καθώς φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή έχουν χορηγηθεί ενισχύσεις στον τομέα της μεταποίησης και της εμπορίας γεωργικών προϊόντων (λιπαρές ουσίες) και ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στο στόχο 1,

ελλείψει πληροφοριών, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσον οι χρηματοδοτηθείσες από τα δάνεια επενδύσεις που υπήχθησαν στη ρύθμιση ήταν σύμφωνες με τους όρους της αποφάσεως 90/342/ΕΟΚ της Επιτροπής σχετικά με τη θέσπιση των κριτηρίων επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις επενδύσεις που αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας (9), όπως επίσης προς τα οριζόμενα από την απόφαση 94/173/ΕΟΚ της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1994, για την κατάρτιση κριτηρίων επιλογής που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τις επενδύσεις όσον αφορά τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας και για την κατάργηση της απόφασης 90/342/ΕΟΚ (10).

29.

Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών, η Επιτροπή ασφαλώς αμφιβάλλει, στο παρόν στάδιο, σχετικά με την τήρηση των προαναφερομένων στο σημείο 24 προϋποθέσεων, και συνεπώς όσον αφορά το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά των εν λόγω ενισχύσεων που χορηγήθηκαν μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 1993 και 31ης Δεκεμβρίου 1997.

30.

Οι αμφιβολίες αυτές ενισχύονται ακόμη από το γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, τίποτε δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η παρεχόμενη από Δημόσιο εγγύηση για την πράξη ρύθμισης των οφειλών συνάδει με τους κανόνες σε θέματα κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται υπό τη μορφή εγγυήσεων, κανόνες που εφαρμόζονταν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της αποφάσεως αριθ. 69836/B1461 (11).

Πιθανές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1998 και της 30ής Ιουνίου 2000

31.

Η Επιτροπή, ελλείψει πληροφοριών, δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσον οι ελληνικές αρχές έχουν προβεί στην προσαρμογή των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης στις διατάξεις των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, του 1997. Μπορεί ωστόσο να διατυπώσει την ανησυχία ότι δεν έπραξαν κάτι τέτοιο, στο μέτρο που, όπως αναφέρεται στο ανωτέρω σημείο 19, θεωρούσαν ότι τα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1 της Συνθήκης.

32.

Στο πλαίσιο αυτό και στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή ασφαλώς αμφιβάλλει για το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης με την κοινή αγορά στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

33.

Οι αμφιβολίες αυτές ενισχύονται ακόμη από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα, τίποτε δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η παρεχόμενη από Δημόσιο εγγύηση για την πράξη ρύθμισης των οφειλών συνάδει με τους κανόνες σε θέματα κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται υπό τη μορφή εγγυήσεων, που ίσχυαν στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου (12).

Πιθανές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 1η Ιουλίου 2000

34.

Ελλείψει πληροφοριών, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσον οι ελληνικές αρχές έχουν προσαρμόσει τα εν λόγω μέτρα ενισχύσεων στις διατάξεις των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, του 1999. Μπορεί ωστόσο να διατυπώσει την ανησυχία ότι δεν έπραξαν κάτι τέτοιο, για τους προαναφερόμενους στο σημείο 30 λόγους.

35.

Στο πλαίσιο αυτό και στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή ασφαλώς αμφιβάλλει για το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης με την κοινή αγορά στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

36.

Οι αμφιβολίες αυτές ενισχύονται ακόμη από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα, τίποτε δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η παρεχόμενη από Δημόσιο εγγύηση για την πράξη ρύθμισης των οφειλών συνάδει με τους κανόνες σε θέματα κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται υπό τη μορφή εγγυήσεων, που ίσχυαν στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου (13).

Όσον αφορά το βιομηχανικό και βιοτεχνικό τομέα

37.

Στους δύο αυτούς τομείς, ο κανόνας de minimis στον οποίο παραπέμπουν οι αρχές, όντως εφαρμόζεται. Εντούτοις, η Επιτροπή διερωτάται πώς οι ελληνικές αρχές μπορούν να εκτιμήσουν ότι τα ποσά ενισχύσεων τα οποία ανέφεραν (βλ. ανωτέρω σημείο 19) υπάγονται στον κανόνα de minimis (ότι δηλαδή χορηγήθηκαν τηρουμένων των όρων που καθορίζονται στα διάφορα προαναφερόμενα στο σημείο 21 κείμενα και στην υποσημείωση της σελίδας 6), στο μέτρο που δεν φαίνεται να γνωρίζουν τον ακριβή αριθμό των δικαιούχων που υπήχθησαν στο καθεστώς (το τελευταίο αυτό σημείο μας υποχρεώνει επίσης να αναρωτηθούμε με ποιον τρόπο ήταν οι ελληνικές αρχές σε θέση να προσδιορίσουν αυτό καθαυτό το ποσό των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν) και στο μέτρο που τα ανώτατα όρια τα υπαγόμενα στον κανόνα de minimis υπολογίζονται βάσει τριετούς περιόδου, και όχι σε σχέση με μια μεμονωμένη πράξη.

38.

Σε μια τέτοια κατάσταση όπου, στο παρόν στάδιο, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί κατά πόσον οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις των εν λόγω δύο νομών υπάγονται πράγματι στον κανόνα de minimis, ότι δηλαδή δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να διατυπώσει την υπόθεση περί υπάρξεως κρατικών ενισχύσεων και, εξαιτίας αυτού, να προβεί στην ανάλυση των εν λόγω μέτρων με βάση τους οικείους κοινοτικούς κανόνες. Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που αναπτύσσονται στο ανωτέρω σημείο 23, οι εν λόγω κανόνες είναι αυτοί που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, από την έναρξη ισχύος της αποφάσεως αριθ. 69836/B1461, και συγκεκριμένα, κατά σειρά:

α)

οι αρχές που διατυπώθηκαν στην Όγδοη έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (14)·

β)

οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων του 1994 (15), που επιβεβαιώθηκαν, όσον αφορά τους δύο εξεταζόμενους τομείς, από τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων του 1997 (16), και των οποίων η εφαρμογή παρατάθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής του 1998 όσον αφορά την παράταση των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων (17)·

γ)

τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων του 1999 (18).

39.

Στο στάδιο αυτό, και λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσον η χορήγηση των ενισχύσεων με βάση τις εν λόγω αποφάσεις έγινε τηρουμένων των προαναφερομένων στο σημείο 35 κανόνων, οι οποίοι προβλέπουν ιδίως την κατάρτιση σχεδίων αναδιάρθρωσης. Δύναται ωστόσο να αμφιβάλλει ότι τηρήθηκαν οι κανόνες αυτοί, στο μέτρο που, όπως αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 19, οι ελληνικές αρχές θεώρησαν, με την επιστολή τους της 4ης Αυγούστου 2003, ότι τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

40.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή ασφαλώς αμφιβάλλει σχετικά με το συμβιβάσιμο των εν λόγω ενισχύσεων με την κοινή αγορά.

41.

Οι αμφιβολίες αυτές ενισχύονται ακόμη από το γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, τίποτε δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η παρεχόμενη από το Δημόσιο εγγύηση για την πράξη ρύθμισης των οφειλών συνάδει με τους κανόνες σε θέματα κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται υπό τη μορφή εγγυήσεων, που ίσχυαν στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου (19).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

42.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των αμφιβολιών που διατυπώθηκαν στην ανωτέρω ανάλυση, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται από το άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

43.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή καλεί την Ελλάδα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της όπως και κάθε άλλη πληροφορία χρήσιμη για την αξιολόγηση των εν λόγω ενισχύσεων, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της παρούσας. Καλεί επίσης τις αρχές της χώρας σας να διαβιβάσουν αμέσως αντίγραφο της επιστολής αυτής στους πιθανούς δικαιούχους-αποδέκτες ενισχύσεων.

44.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει στην Ελλάδα το ανασταλτικό αποτέλεσμα της διατάξεως του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και παραπέμπει στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, το οποίο προβλέπει ότι κάθε παράνομη ενίσχυση δυνατόν να αποτελέσει το αντικείμενο ανάκτησης από τον δικαιούχο της.

45.

Με την παρούσα, η Επιτροπή γνωστοποιεί στην Ελλάδα ότι θα ενημερώσει τα ενδιαφερόμενα μέρη με δημοσίευση της παρούσας επιστολής και με περίληψή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλοι οι ανωτέρω ενδιαφερόμενοι θα κληθούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία της δημοσίευσης αυτής.»


(1)  Ο λογαριασμός αυτός, που ανοίχθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδας, τροφοδοτείται από την παρακράτηση επί των χορηγήσεων των εμπορικών τραπεζών. Κάθε ακάλυπτο ποσό του λογαριασμού αυτού βαραίνει το κράτος (σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Επιτροπή, ο λογαριασμός παρέμεινε επί μακρόν ελλειμματικός και, κατά συνέπεια, τροφοδοτείτο από το κράτος). Στην απόφασή του της 7ης Ιουνίου 1978, στην υπόθεση C 57/86 (Συλλογή 1988, σ. 439), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δραστηριότητα της Τράπεζας της Ελλάδας σε θέματα διαχείρισης και πληρωμών υπόκειτο σε άμεσο κρατικό έλεγχο.

(2)  Δεδομένου ότι, στο παρόν στάδιο, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν γνωρίζουν τον χρόνο κατά τον οποίο έπαυσαν να ισχύουν οι αποφάσεις (στην επιστολή τους της 4ης Αυγούστου 2003, οι ελληνικές αρχές ανέφεραν ότι αυτές δεν εφαρμόζονται πλέον, χωρίς να διευκρινίσουν από πότε), η προσαύξηση του 5 % λογικά εφαρμόστηκε για όλες τις μεταγενέστερες της 1ης Ιουνίου 1994 περιόδους που αναφέρονται στον πίνακα· συνεπώς, ο πίνακας αυτός είναι δυνατό να τροποποιηθεί ανάλογα με τις ημερομηνίες παύσης ισχύος των αποφάσεων, τις οποίες οι ελληνικές αρχές θα οφείλουν να κοινοποιήσουν.

(3)  ΕΕ C 232 της 12.8.2000, σ. 17.

(4)  ΕΕ C 213 της 19.8.1992, σ. 2.

(5)  Ο κανόνας αυτός στη συνέχεια επαναπροσδιορίστηκε, στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis του 1996 (ΕΕ C 68 της 6.3.1996, σ. 9), και μετά στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30).

(6)  ΕΕ C 283 της 19.9.1997, σ. 2.

(7)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(8)  Βλ. υποσημείωση αριθ. 2.

(9)  ΕΕ L 163 της 29.6.1990, σ. 71.

(10)  ΕΕ L 79 της 23.3.1994, σ. 29.

(11)  Πρβλ. επιστολές της Επιτροπής στα κράτη μέλη SG(89) D/4328 της 5ης Απριλίου 1989 και SG(89) D/12772 της 12ης Οκτωβρίου 1989 καθώς και σημείο 38 της ανακοίνωσης της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής στις δημόσιες επιχειρήσεις του τομέα μεταποίησης (ΕΕ C 307 της 13.11.1993, σ. 3).

(12)  Βλ. υποσημειώσεις 9 και 11.

(13)  ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14.

(14)  Ειδικότερα στα σημεία 177, 227 και 228 της εν λόγω Έκθεσης.

(15)  ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12.

(16)  Βλ. υποσημείωση 6.

(17)  ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 31.

(18)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(19)  Βλ. υποσημειώσεις 9 και 11.


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/18


Διαδικασία πληροφόρησης — Τεχνικές προδιαγραφές

(2005/C 52/08)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών. (ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37, ΕΕ L 217 της 5.8.1998. σ. 18).

Κοινοποιήσεις εθνικών σχεδίων τεχνικών κανόνων που ελήφθησαν από την Επιτροπή

Στοιχεία (1)

Τίτλος

Προθεσμία «Status quo» τριών μηνών (2)

2005/0033/S

Προδιαγραφές και γενικές οδηγίες της Υπηρεσίας Ναυτιλίας για την κατασκευή του σκάφους, την ευστάθεια και το ύψος εξάλων

3.5.2005

2005/0034/CZ

Σχέδιο διατάγματος της κυβέρνησης με το οποίο τροποποιείται το διάταγμα της κυβέρνησης αριθ. 368/2003 Sb., σχετικά με την ολοκληρωμένη βάση ρύπανσης

4.5.2005

2005/0035/SK

Διάταγμα του Υπουργείου Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Σλοβακίας περί συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σταθερού εξοπλισμού πυρόσβεσης και ημισταθερού εξοπλισμού πυρόσβεσης και περί προϋποθέσεων λειτουργίας και διασφάλισης τακτικών ελέγχων αυτών

5.5.2005

2005/0036/NL

Διάταγμα που περιέχει τροποποίηση του κανονισμού περί οχημάτων σε σχέση με μερικές τεχνικές προσαρμογές

6.5.2005

2005/0037/UK

Κανονισμός περί εξοπλισμού μέτρησης (υγρά καύσιμα και λιπαντικά) (τροποποίηση) (Βόρεια Ιρλανδία) του 2005

5.5.2005

2005/0038/D

Πρότυπο διάταγμα περί της κατασκευής και λειτουργίας χώρων συγκεντρώσεων (Πρότυπο διάταγμα περί χώρων συγκεντρώσεων — MVStättV), διατύπωση 2005

9.5.2005

2005/0039/F

Σχέδιο απόφασης που τροποποιεί την απόφαση της 17ης Μαΐου 2001, που τροποποιήθηκε με την απόφαση της 26ης Απριλίου 2002 περί καθορισμού των τεχνικών όρων που πρέπει να πληρούν οι διανομές ενέργειας

9.5.2005

2005/0040/S

Τροποποίηση των προδιαγραφών και γενικών οδηγιών της κρατικής υπηρεσίας πυρηνικής ενέργειας για τις μηχανικές διατάξεις, SKIFS 2000:2

10.5.2005

Η Επιτροπή υπενθυμίζει την απόφαση «CIA Security» που εξεδόθη στις 30 Απριλίου 1996, σχετικά με την υπόθεση C194-94 (Συλ. Ι, σ. 2201), σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει ότι τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 98/34/ΕΚ (πρώην οδηγία 83/189/ΕΟΚ) πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι οι ιδιώτες μπορούν να ζητήσουν από τα εθνικά δικαστήρια να αρνηθούν την εφαρμογή των εθνικών τεχνικών προδιαγραφών που δεν έχουν κοινοποιηθεί όπως επιβάλλει η οδηγία.

Η ανωτέρω απόφαση επικυρώνει την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 1986 (ΕΕ C 245 της 1.10.1986, σ. 4)

Έτσι, εφόσον δε τηρηθεί η υποχρέωση κοινοποίησης, οι εθνικές τεχνικές προδιαγραφές καθίστανται ανεφάρμοστες με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιβληθούν στους ιδιώτες.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία κοινοποίησης, απευθυνθείτε στην:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Επιχειρήσεις και βιομηχανία, Τμήμα C3

B–1049 Bρυξέλλες

e-mail: Dir83-189-Central@cec.eu.int

Δείτε επίσης την ιστοσελίδα: http://europa.eu.int/comm/enterprise/tris/

Για περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις κοινοποιήσεις αυτές, μπορείτε να απευθύνεστε στις εθνικές υπηρεσίες οι οποίες αναφέρονται στον κάτωθι κατάλογο:

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΦΟΡΤΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 98/34/ΕΚ

ΒΕΛΓΙΟ

BELNotif

Qualité et Sécurité

SPF Economie, PME, Classes moyennes et Energie

(Ποιότητα και ασφάλεια Ομοσπονδιακή δημόσια υπηρεσία για την οικονομία, τις ΜΜΕ, τις μεσαίες τάξεις και την ενέργεια)

NG III — 4ème étage

boulevard du Roi Albert II/16

B-1000 Bruxelles

Mme Pascaline Descamps

Τηλ.: (32) 2 206 46 89

Φαξ: (32) 2 206 57 46

Ηλ. ταχ.: pascaline.descamps@mineco.fgov.be

paolo.caruso@mineco.fgov.be

Γενικό ηλ. ταχ.: belnotif@mineco.fgov.be

Ιστοχώρος: http://www.mineco.fgov.be

ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Czech Office for Standards, Metrology and Testing

Gorazdova 24

P.O. BOX 49

CZ-128 01 Praha 2

Ms Helena Fofonkova

Τηλ.: (420) 224 907 125

Φαξ: (420) 224 907 122

Ηλ. ταχ.: fofonkova@unmz.cz

Γενικό ηλ. ταχ.: eu9834@unmz.cz

Ιστοχώρος: http://www.unmz.cz

ΔΑΝΙΑ

Erhvervs- og Boligstyrelsen

(Δανική υπηρεσία βιομηχανίας και στέγασης)

Dahlerups Pakhus

Langelinie Allé 17

DK-2100 Copenhagen Ø (ή DK-2100 Copenhagen OE)

Τηλ.: (45) 35 46 66 89 (απευθείας)

Φαξ: (45) 35 46 62 03

Ηλ. ταχ.: Ms Birgitte Spühler Hansen — bsh@ebst.dk

Κοινή ταχυδρομική θυρίδα για τα μηνύματα κοινοποίησης — noti@ebst.dk

Ιστοχώρος: http://www.ebst.dk/Notifikationer

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Bundesministerium für Wirtschaft und Arbeit

(Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας)

Referat XA2

Scharnhorststr. 34 - 37

D-10115 Berlin

Frau Christina Jäckel

Τηλ.: (49) 30 2014 6353

Φαξ.: (49) 30 2014 5379

Ηλ. ταχ.: infonorm@bmwa.bund.de

Ιστοχώρος: http://www.bmwa.bund.de

ΕΣΘΟΝΙΑ

Ministry of Economic Affairs and Communications

Harju str. 11

EE-15072 Tallinn

Mr Margus Alver

Τηλ.: (372) 6 256 405

Φαξ: (372) 6 313 660

Ηλ. ταχ.: margus.alver@mkm.ee

Γενικό ηλ. ταχ.: el.teavitamine@mkm.ee

ΕΛΛΑΔΑ

Υπουργείο Ανάπτυξης

Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας

Μεσογείων 119

GR-101 92 ΑΘΗΝΑ

Τηλ.: (30) 210 696 98 63

Φαξ: (30) 210 696 91 06

ΕΛΟΤ

Αχαρνών 313

GR-111 45 ΑΘΗΝΑ

Τηλ.: (30) 210 212 03 01

Φαξ: (30) 210 228 62 19

Ηλ. ταχ.: 83189in@elot.gr

Ιστοχώρος: http://www.elot.gr

ΙΣΠΑΝΙΑ

Ministerio de Asuntos Exteriores

Secretaría de Estado de Asuntos Europeos

Direccion General de Coordinacion del Mercado Interior y otras Políticas Comunitarias

Subdireccion General de Asuntos Industriales, Energéticos, de Transportes y Comunicaciones y de Medio Ambiente

(Υπουργείο Εξωτερικών Υφυπουργείο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Γενική Διεύθυνση συντονισμού της εσωτερικής αγοράς και λοιπών κοινοτικών πολιτικών Γενική Υποδιεύθυνση βιομηχανίας, ενέργειας, μεταφορών, επικοινωνιών και περιβάλλοντος)

C/Padilla, 46, Planta 2a, Despacho: 6218

E-28006 MADRID

Sr. Angel Silván Torregrosa

Τηλ.: (34) 91 379 83 32

Sra Esther Pérez Peláez

Τεχνικός Σύμβουλος

Ηλ. ταχ.: esther.perez@ue.mae.es

Τηλ.: (34) 91 379 84 64

Φαξ: (34) 91 379 84 01

Ηλ. ταχ.: d83-189@ue.mae.es

ΓΑΛΛΙΑ

Délégation interministérielle aux normes

Dipartimento per le imprese

Direction générale de l'Industrie, des Technologies de l'information et des Postes (DiGITIP)

Service des politiques d'innovation et de compétitivité (SPIC)

Sous-direction de la normalisation, de la qualité et de la propriété industrielle (SQUALPI)

DiGITIP 5

12, rue Villiot

F-75572 Paris Cedex 12

Mme Suzanne Piau

Τηλ.: (33) 1 53 44 97 04

Φαξ: (33) 1 53 44 98 88

Ηλ. ταχ.: suzanne.piau@industrie.gouv.fr

Mme Françoise Ouvrard

Τηλ.: (33) 1 53 44 97 05

Φαξ: (33) 1 53 44 98 88

Ηλ. ταχ.: francoise.ouvrard@industrie.gouv.fr

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

NSAI

(Εθνικός Οργανισμός Τυποποίησης της Ιρλανδίας)

Glasnevin

Dublin 9

Ireland

Mr Tony Losty

Τηλ.: (353) 1 807 38 80

Φαξ: (353) 1 807 38 38

Ηλ. ταχ.: tony.losty@nsai.ie

Ιστοχώρος: http://www.nsai.ie/

ΙΤΑΛΙΑ

Ministero delle attività produttive

Dipartimento per le imprese

Direzione Generale per lo sviluppo produttivo e la competitività

Ispettorato tecnico dell'industria — Ufficio F1

(Υπουργείο των Δραστηριοτήτων Παραγωγής Γενική Διεύθυνση ανάπτυξης της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας Τεχνική επιθεώρηση της βιομηχανίας — Γραφείο F1)

Via Molise 2

I-00187 Roma

Sig. Vincenzo Correggia

Τηλ.: (39) 06 47 05 22 05

Φαξ: (39) 06 47 88 78 05

Ηλ. ταχ.: vincenzo.correggia@minindustria.it

Sig. Enrico Castiglioni

Τηλ.: (39) 06 47 05 26 69

Φαξ: (39) 06 47 88 77 48

Ηλ. ταχ.: enrico.castiglioni@minindustria.it

Ηλ. ταχ.: ispettoratotecnico@minindustria.flexmail.it

Ιστοχώρος: http://www.minindustria.it

ΚΥΠΡΟΣ

Cyprus Organization for the Promotion of Quality

Ministry of Commerce, Industry and Tourism

13, A. Araouzou street

CY-1421 Nicosia

Τηλ.: (357) 22 409313 ή (357) 22 375053

Φαξ: (357) 22 754103

Mr Antonis Ioannou

Τηλ.: (357) 22 409409

Φαξ: (357) 22 754103

Ηλ. ταχ.: aioannou@cys.mcit.gov.cy

Ms Thea Andreou

Τηλ.: (357) 22 409 404

Φαξ: (357) 22 754 103

Ηλ. ταχ.: tandreou@cys.mcit.gov.cy

Γενικό ηλ. ταχ.: dir9834@cys.mcit.gov.cy

Ιστοχώρος: http://www.cys.mcit.gov.cy

ΛΕΤΤΟΝΙΑ

Division of the Commercial Normative, SOLVIT and Notification

Internal Market Department of the

Ministry of Economics of the Republic of Latvia

55, Brvibas str.

Riga

LV-1519

Ms Agra Ločmele

Senior Officer of the Division of the Commercial Normative, SOLVIT and Notification

Ηλ. ταχ.: agra.locmele@em.gov.lv

Τηλ.: (371) 7031236

Φαξ: (371) 7280882

Ηλ. ταχ.: notification@em.gov.lv

ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

Lithuanian Standards Board

T. Kosciuskos g. 30

LT-01100 Vilnius

Ms Daiva Lesickiene

Τηλ.: (370) 5 2709347

Φαξ: (370) 5 2709367

Ηλ. ταχ.: dir9834@lsd.lt

Ιστοχώρος: http://www.lsd.lt

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

SEE — Service de l'Energie de l'Etat

(Κρατική υπηρεσία ενέργειας)

34, avenue de la Porte-Neuve

B.P. 10

L-2010 Luxembourg

M. J.P. Hoffmann

Τηλ.: (352) 46 97 46 1

Φαξ: (352) 22 25 24

Ηλ. ταχ.: see.direction@eg.etat.lu

Ιστοχώρος: http://www.see.lu

ΟΥΓΓΑΡΙΑ

Hungarian Notification Centre –

Ministry of Economy and Transport

Budapest

Honvéd u. 13-15.

H-1055

Mr Zsolt Fazekas

Ηλ. ταχ.: fazekaszs@gkm.hu

Τηλ.: (36) 1 374 2873

Φαξ: (36) 1 473 1622

Ηλ. ταχ.: notification@gkm.hu

Ιστοχώρος: http://www.gkm.hu/dokk/main/gkm

ΜΑΛΤΑ

Malta Standards Authority

Level 2

Evans Building

Merchants Street

VLT 03

MT-Valletta

Τηλ.: (356) 2124 2420

Φαξ: (356) 2124 2406

Ms Lorna Cachia

Ηλ. ταχ.: lorna.cachia@msa.org.mt

Γενικό ηλ. ταχ.: notification@msa.org.mt

Ιστοχώρος: http://www.msa.org.mt

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

Ministerie van Financiën

Belastingsdienst/Douane Noord

Team bijzondere klantbehandeling

Centrale Dienst voor In-en uitvoer

(Υπουργείο Οικονομικών Φορολογική υπηρεσία/Βόρειο τελωνείο Ομάδα «ειδικής αντιμετώπισης πελατών» Κεντρική υπηρεσία εισαγωγών και εξαγωγών)

Engelse Kamp 2

Postbus 30003

9700 RD Groningen

Nederland

Dhr. Ebel van der Heide

Τηλ.: (31) 50 5 23 21 34

Mw. Hennie Boekema

Τηλ.: (31) 50 5 23 21 35

Mw. Tineke Elzer

Τηλ.: (31) 50 5 23 21 33

Φαξ: (31) 50 5 23 21 59

Γενικό ηλ. ταχ.:

Enquiry.Point@tiscali-business.nl

Enquiry.Point2@tiscali-business.nl

ΑΥΣΤΡΙΑ

Bundesministerium für Wirtschaft und Arbeit

(Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας)

Abteilung C2/1

Stubenring 1

A-1010 Wien

Frau Brigitte Wikgolm

Τηλ.: (43) 1 711 00 58 96

Φαξ: (43) 1 715 96 51 ή (43) 1 712 06 80

Ηλ. ταχ.: not9834@bmwa.gv.at

Ιστοχώρος: http://www.bmwa.gv.at

ΠΟΛΩΝΙΑ

Ministry of Economy and Labour

Department for European and Multilateral Relations

Plac Trzech Krzyży 3/5

PL-00-507 Warszawa

Ms Barbara Nieciak

Τηλ.: (48) 22 693 54 07

Φαξ: (48) 22 693 40 28

Ηλ. ταχ.: barnie@mg.gov.pl

Ms Agata Gągor

Τηλ.: (48) 22 693 56 90

Γενικό ηλ. ταχ.: notyfikacja@mg.gov.pl

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Instituto Portugês da Qualidade

(Πορτογαλικό Ινστιτούτο Ποιότητας)

Rua Antonio Gião, 2

P-2829-513 Caparica

Sra Cândida Pires

Τηλ.: (351) 21 294 82 36 ή 81 00

Φαξ: (351) 21 294 82 23

Ηλ. ταχ.: c.pires@mail.ipq.pt

Γενικό ηλ. ταχ.: not9834@mail.ipq.pt

Ιστοχώρος: http://www.ipq.pt

ΣΛΟΒΕΝΙΑ

SIST — Slovenian Institute for Standardization

Contact point for 98/34/EC and WTO-TBT Enquiry Point

Šmartinska 140

SLO-1000 Ljubljana

Τηλ.: (386) 1 478 3041

Φαξ: (386) 1 478 3098

Ηλ. ταχ.: contact@sist.si

Ms Vesna Stražišar

ΣΛΟΒΑΚΙΑ

Ms Kvetoslava Steinlova

Director of the Department of European Integration,

Office of Standards, Metrology and Testing of the Slovak Republic

Stefanovicova 3

SK-814 39 Bratislava

Τηλ.: (421) 2 5249 3521

Φαξ: (421) 2 5249 1050

Ηλ. ταχ.: steinlova@normoff.gov.sk

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

Kauppa-ja teollisuusministeriö

(Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας)

Υποδοχή επισκεπτών:

Aleksanterinkatu 4

FIN-00171 Helsinki

και

Katakatu 3

FIN-00120 Helsinki

Ταχυδρομική διεύθυνση:

PO Box 32

FIN-00023 Government

Mr Henri Backman

Τηλ.: (358) 9 1606 36 27

Φαξ: (358) 9 1606 46 22

Ηλ. ταχ.: henri.backman@ktm.fi

Ms Katri Amper

Γενικό ηλ. ταχ.: maaraykset.tekniset@ktm.fi

Ιστοχώρος: http://www.ktm.fi

ΣΟΥΗΔΙΑ

Kommerskollegium

(Εθνικός Φορέας Εμπορίου)

Box 6803

Drottninggatan 89

S-113 86 Stockholm

Ms Kerstin Carlsson

Τηλ.: (46) 86 90 48 82 ή (46) 86 90 48 00

Φαξ: (46) 8 690 48 40 ή (46) 83 06 759

Ηλ. ταχ.: kerstin.carlsson@kommers.se

Γενικό ηλ. ταχ.: 9834@kommers.se

Ιστοχώρος: http://www.kommers.se

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Department of Trade and Industry

Standards and Technical Regulations Directorate 2

(Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας Διεύθυνση 2 — πρότυπα και τεχνικοί κανονισμοί)

151 Buckingham Palace Road

London SW1 W 9SS

United Kingdom

Mr Philip Plumb

Τηλ.: (44) 2072151488

Φαξ: (44) 2072151529

Ηλ. ταχ.: philip.plumb@dti.gsi.gov.uk

Γενικό ηλ. ταχ.: 9834@dti.gsi.gov.uk

Ιστοχώρος: http://www.dti.gov.uk/strd

EFTA — ESA

EFTA Surveillance Authority

(Εποπτική Αρχή της ΕΖΕΣ)

Rue Belliard 35

B-1040 Bruxelles

Ms Adinda Batsleer

Τηλ.: (32) 2 286 18 61

Φαξ: (32) 2 286 18 00

Ηλ. ταχ.: aba@eftasurv.int

Ms Tuija Ristiluoma

Τηλ.: (32) 2 286 18 71

Φαξ: (32) 2 286 18 00

Ηλ. ταχ.: tri@eftasurv.int

Γενικό ηλ. ταχ.: DRAFTTECHREGESA@eftasurv.int

Ιστοχώρος: http://www.eftasurv.int

EFTA

Goods Unit

EFTA Secretariat

(ΕΖΕΣ Τμήμα αγαθών Γραμματεία ΕΖΕΣ)

Rue de Trêves 74

B-1040 Bruxelles

Ms Kathleen Byrne

Τηλ.: (32) 2 286 17 34

Φαξ: (32) 2 286 17 42

Ηλ. ταχ.: kathleen.byrne@efta.int

Γενικό ηλ. ταχ.: DRAFTTECHREGEFTA@efta.int

Ιστοχώρος: http://www.efta.int

ΤΟΥΡΚΙΑ

Undersecretariat of Foreign Trade

General Directorate of Standardisation for Foreign Trade

(Υφυπουργείο εξωτερικού εμπορίου Γενική Διεύθυνση τυποποίησης για το εξωτερικό εμπόριο)

Inönü Bulvari no 36

06510

Emek — Ankara

Mr Saadettin Doğan

Τηλ.: (90) 312 212 58 99

Φαξ: (90) 312 204 81 02 (90) 312 212 87 68

Ηλ. ταχ.: dtsabbil@dtm.gov.tr

Ιστοχώρος: http://www.dtm.gov.tr


(1)  Έτος — αριθμός καταχώρισης — κράτος μέλος που θεσπίζει τα σχέδια.

(2)  Περίοδος κατά την οποία το σχέδιο δεν μπορεί να εκδοθεί.

(3)  Το «status quo» δεν ισχύει λόγω αποδοχής, εκ μέρους της Επιτροπής, του επείγοντος χαρακτήρα.

(4)  Το «status quo» δεν ισχύει λόγω τεχνικών προδιαγραφών ή άλλων απαιτήσεων ή κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες συνδεόμενων με φορολογικά ή δημοσιονομικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 11 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίπτωση της οδηγίας 98/34/ΕΚ.

(5)  Λήξη διαδικασίας πληροφόρησης.


2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/23


ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ — ΙΤΑΛΊΑ

Κρατική ενίσχυση αριθ. C 21/2004 (πρώην N 590/B/2001) — άρθρο 99 παράγραφος 2 στοιχείο α) (όσον αφορά το γεωργικό τομέα) και άρθρο 124 παράγραφοι 1 και 2 του περιφερειακού νόμου αριθ. 32/2000: «Διατάξεις όσον αφορά την πραγμάτωση του ΠΕΠ 2000-2006 και την αναδιοργάνωση των καθεστώτων ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις» (Σικελία)

Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ'εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(2005/C 52/09)

Με την επιστολή της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, η οποία αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά τις προαναφερόμενες ενισχύσεις.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις ενισχύσεις έναντι των οποίων η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που έπεται, στην ακόλουθη διεύθυνση:

Commission européenne

Direction générale de l'Agriculture

Direction H2

Bureau: Loi 130 5/120

B-1049 Bruxelles

Φαξ: 00 (32-2) 296 76 72.

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στην Ιταλία. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο άρθρο 99 παράγραφος 2 στοιχείο α) του περιφερειακού νόμου της Σικελίας αριθ. 32/2000 προβλέπεται η χορήγηση ενισχύσεων για τη συγκρότηση ή για την τροφοδότηση ταμείων που αποσκοπούν στην παροχή εγγυήσεων προκειμένου οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις να μπορούν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από χρηματοπιστωτικές εταιρείες και ιδρύματα, εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, εταιρείες εκχώρησης πιστώσεων επιχειρήσεων και εξωτραπεζικούς οργανισμούς.

Στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή αμφισβητεί τη συμφωνία του μέτρου αυτού με την κοινή αγορά δεδομένου ότι:

η ενδεχόμενη παροχή εγγύησης προϋποθέτει την ύπαρξη δανείου· εντούτοις, βάσει του καταλόγου που κοινοποίησαν οι ιταλικές αρχές σχετικά με τα καθεστώτα για τα οποία μπορούν να χορηγηθούν εγγυήσεις, προκύπτει ότι ορισμένα από τα εν λόγω καθεστώτα δύσκολα θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μέσω δανειοδότησης, δεδομένης της φύσης των προβλεπόμενων στο πλαίσιό τους μέτρων (π.χ. δεν είναι προφανές το πώς θα μπορούσαν οι ενισχύσεις που προορίζονται για την πληρωμή ασφαλίστρων στο γεωργικό τομέα να λάβουν τη μορφή δανείου),

η δυνατότητα παροχής εγγυήσεων που αφορούν ορισμένα μέτρα τα οποία προβλέπονται από το άρθρο 124 του εν λόγω νόμου αμφισβητείται δεδομένου ότι, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή αμφιβάλλει, στο παρόν στάδιο, για τη συμφωνία των υπόψη μέτρων με την κοινή αγορά, και ως εκ τούτου η χορήγηση εγγύησης για ένα μέτρο του οποίου το παραδεκτό βρίσκεται ήδη υπό αμφισβήτηση καθιστά αμφισβητούμενο και το παραδεκτό της ίδιας της εγγύησης,

η Επιτροπή δεν διαθέτει στοιχεία σχετικά με τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσουν οι ιταλικές αρχές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ενδεχόμενη ενίσχυση μέσω των εγγυήσεων καθώς και η προβλεπόμενη ενίσχυση στο πλαίσιο των καθεστώτων στα οποία εφαρμόζονται οι ενισχύσεις δεν θα υπερβαίνουν σωρευτικά το επιτρεπτό ποσοστό ενίσχυσης στο πλαίσιο των εν λόγω καθεστώτων.

Στο άρθρο 124 παράγραφοι 1 και 2 του περιφερειακού νόμου της Σικελίας αριθ. 32/2000 προβλέπεται η χορήγηση ενίσχυσης σε ομάδες παραγωγών αναγνωρισμένων δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1035/72 του Συμβουλίου της 18ης Μαΐου 1972 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών (1), που δεν μπόρεσαν να λάβουν ολόκληρη την ενίσχυση την οποία δικαιούνταν κατά το παρελθόν, λόγω έλλειψης χρηματοδοτικών πόρων σε περιφερειακό επίπεδο. Για τη χρηματοδότηση του εν λόγω μέτρου θα χρησιμοποιηθεί μέρος ενός κονδυλίου που ανέρχεται σε 3 615 198 €.

Στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή αμφισβητεί τη συμφωνία του μέτρου αυτού με την κοινή αγορά δεδομένου ότι:

προκύπτει σαφώς ότι, για τρεις από τις τέσσερις ενώσεις παραγωγών τις οποίες αφορά το μέτρο, η προβλεπόμενη ενίσχυση θα λάμβανε χώρα μετά την πάροδο επτά ετών από την αναγνώριση της ένωσης, οπότε έχει παύσει να ισχύει το δικαίωμα ενίσχυσης των εν λόγω ενώσεων (βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1035/72 του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε, οι ενισχύσεις πρέπει να καταβάλλονται σε πέντε ετήσιες δόσεις εντός επταετίας από την αναγνώριση της ένωσης,

ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1035/72 του Συμβουλίου καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2200/96 του Συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 1996 για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2)· ως εκ τούτου, η χορήγηση ενίσχυσης βάσει μη ισχυουσών κανονιστικών ρυθμίσεων σε ενώσεις των οποίων το συναφές δικαίωμα έχει καταστεί ανίσχυρο θα παρακώλυε τη λειτουργία των μηχανισμών της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2200/96 του Συμβουλίου· όμως, στο σημείο 3.2 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (3) αναφέρεται σαφώς ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η Επιτροπή να εγκρίνει ενίσχυση, η οποία δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις που διέπουν μια κοινή οργάνωση αγοράς ή η οποία θα παρακώλυε την ομαλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης,

η χορήγηση ενίσχυσης υπό τις ανωτέρω συνθήκες θα αποτελούσε ενίσχυση χορηγούμενη αναδρομικά, η οποία απαγορεύεται ρητώς από το σημείο 3.6 των κατευθυντήριων γραμμών δεδομένου ότι δεν περιέχει το αναγκαίο στοιχείο κινήτρου που πρέπει να χαρακτηρίζει τις ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (εξαιρουμένων των ενισχύσεων που έχουν χαρακτήρα αποζημιώσεως),

ένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ιταλικές αρχές, ότι δηλαδή το ΕΓΤΠΕ δεν είχε εγγυηθεί τη χρηματοοικονομική κάλυψη των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν από την Ιταλία, δημιουργεί ερωτήματα στην Επιτροπή, δεδομένου ότι κατά τη συγχρηματοδότηση της δημιουργίας ενώσεων παραγωγών προβλέπεται η αυτόματη επιστροφή εκ μέρους του ΕΓΤΠΕ μέρους του ποσού της ενίσχυσης που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«1.

Con la presente, ho l'onore di informarLa che la Commissione, dopo aver esaminato le informazioni fornite dalle autorità italiane, ha deciso di avviare la procedura di cui all'articolo 88, paragrafo 2 del trattato CE con riguardo agli aiuti previsti dall'articolo 99, paragrafo 2, lettera a) della legge regionale in oggetto, per quanto riguarda il settore agricolo, nonché in merito agli aiuti previsti dall'articolo 124, paragrafi 1 e 2 della stessa legge, a favore di talune associazioni di produttori e di non sollevare obiezioni in merito agli aiuti previsti dagli altri articoli della stessa legge citati in oggetto, eccetto l'articolo 111 (ritirato – cfr. punto 9 in appresso) e l'articolo 123 (già esaminato nell'ambito di un altro fascicolo di aiuto – cfr. punto 5 in appresso).

Procedimento

2.

Con lettera del 28 agosto 2001, protocollata il 29 agosto 2001, la Rappresentanza permanente d'Italia presso l'Unione europea ha notificato alla Commissione le misure di cui all'oggetto, a norma dell'articolo 88, paragrafo 3 del trattato.

3.

Con lettere del 17 maggio 2002 e del 10 ottobre 2002, protocollate rispettivamente il 21 maggio 2002 e l'11 ottobre 2002, detta Rappresentanza ha trasmesso alla Commissione i complementi d'informazione chiesti alle autorità italiane con lettere in data 24 ottobre 2001 e 18 luglio 2002.

4.

Nella lettera del 10 ottobre 2002, le autorità italiane hanno comunicato ulteriori informazioni concernenti unicamente l'aiuto di cui all'articolo 123 della legge regionale in oggetto, dato il carattere d'urgenza da questo presentato.

5.

L'aiuto previsto dall'articolo 123 della legge regionale in questione è stato scorporato dagli altri aiuti di cui agli articoli suindicati ed è stato dichiarato compatibile con il mercato comune nel quadro del fascicolo relativo all'aiuto N 590/A/2001 (4).

6.

Siccome la lettera delle autorità italiane in data 10 ottobre verteva unicamente sull'articolo 123 della legge regionale in oggetto, i servizi della Commissione hanno inviato, con lettera datata 11 febbraio 2003, un sollecito alle autorità in questione, pregandole di rispondere anche alle altre domande formulate nella lettera del 18 luglio 2002.

7.

Con lettera del 5 marzo 2003, protocollata il 6 marzo 2003, la Rappresentanza permanente d'Italia presso l'Unione europea ha comunicato alla Commissione la risposta delle autorità italiane alle domande contenute nella lettera del 18 luglio 2002.

8.

I servizi della Commissione, dopo aver esaminato questa risposta, hanno chiesto ulteriori informazioni alle autorità italiane con lettera in data 2 maggio 2003.

9.

Con lettera del 13 agosto 2003, protocollata il 18 agosto 2003, la Rappresentanza permanente d'Italia presso l'Unione europea ha comunicato alla Commissione la risposta delle autorità italiane alla lettera del 2 maggio 2003. In questa risposta, le autorità italiane annunciavano il ritiro dell'articolo 111 dalla legge regionale in oggetto e chiedevano alla Commissione di adottare una decisione distinta per alcuni articoli della stessa.

10.

Con lettera del 1o ottobre 2003, i servizi della Commissione hanno spiegato alle autorità italiane che avrebbero preso una decisione sull'insieme del fascicolo N 590/B/2001 e hanno chiesto ancora qualche precisazione su uno degli articoli della legge regionale.

11.

Con lettera del 7 gennaio 2004, protocollata il 14 gennaio 2004, la Rappresentanza permanente d'Italia presso l'Unione europea ha comunicato alla Commissione la risposta delle autorità italiane alla lettera del 1o ottobre 2003.

12.

Con lettera del 10 marzo 2004, i servizi della Commissione hanno ufficialmente chiesto alle autorità italiane talune precisazioni già richieste nel corso di contatti informali.

13.

Con le lettere del 20 aprile 2004, protocollata il 21 aprile 2004, e del 24 maggio, protocollata il 25 maggio 2004, le autorità italiane hanno trasmesso alla Commissione le precisazioni di cui al punto 12.

14.

La presente decisione verte su tutto l'articolato della legge regionale in oggetto, ad eccezione:

dell'articolo 99, per quanto riguarda il settore della pesca, dato che la notifica iniziale è stata effettuata dall'Assessorato all'agricoltura della Regione siciliana e che, nella lettera trasmessa dalla Rappresentanza permanente d'Italia presso l'Unione europea il 24 maggio 2004, l'Assessorato alla pesca della Regione siciliana ha comunicato che sarebbe stata effettuata una notifica separata ulteriore per il settore della pesca,

degli articoli 111 (ritirato) e 123 (trattato nell'ambito del fascicolo N 590/A/2001).

15.

Inoltre, per i motivi esposti ai paragrafi da 95 a 100, gli aiuti di cui all'articolo 124, paragrafi 1 e 2, a favore di un'associazione di produttori, nonché gli aiuti di cui all'articolo 124, paragrafo 3 non formano oggetto della presente decisione.

Descrizione

16.

Gli articoli citati in oggetto istituiscono le seguenti misure di aiuto (tutte relative al periodo 2000-2006):

Articolo 99

17.

Questo articolo prevede, a favore dei consorzi fidi di primo e secondo grado (in altri termini, i consorzi fidi e le loro associazioni) del settore agricolo:

Paragrafo 2, lettera a)

contributi per costituire o integrare i fondi rischi destinati all'attività di prestazione di garanzie ai fini della concessione di finanziamenti da parte di aziende e istituti di credito, di società di locazione finanziaria, di società di cessione di crediti di imprese e di enti parabancari, alle imprese associate;

Paragrafo 2, lettera b)

contributi per l'attività d'informazione, consulenza, assistenza alle imprese consorziate (reperimento e migliore utilizzo delle fonti finanziarie, prestazione di servizi volti al miglioramento della gestione delle imprese).

18.

I contributi di cui al paragrafo 2, lettera a) sono concessi ai consorzi fidi che ne facciano richiesta e non sono cumulabili con altre provvidenze aventi finalità analoghe. Detti contributi non possono essere di importo superiore all'ammontare complessivamente sottoscritto dai soci e da enti sostenitori dei consorzi medesimi.

19.

I contributi di cui al paragrafo 2, lettera b) sono parimenti concessi ai consorzi fidi che ne facciano richiesta; sono cumulabili con gli altri aiuti di cui al punto 14 degli Orientamenti comunitari per gli aiuti di Stato nel settore agricolo  (5) e con altre agevolazioni per la prestazione di assistenza tecnica, nei limiti del 90 % delle spese ammissibili e per un importo non superiore a 100 000 euro per beneficiario per un periodo di tre anni, ovvero, per aziende assimilabili a piccole e medie imprese, nella misura del 50 % delle spese ammissibili, nel qual caso si applica l'importo massimo.

20.

Entrambe le categorie di aiuti saranno finanziate mediante stanziamenti annuali di bilancio. Per l'insieme degli aiuti di cui all'articolo 99 è prevista una dotazione globale di 20 000 000 EUR per tutto il periodo considerato.

Articolo 107

21.

Questo articolo prevede l'erogazione dei seguenti contributi alle imprese di produzione, lavorazione, trasformazione e commercializzazione di prodotti agricoli:

Paragrafi 1 e 2

22.

Un contributo per:

a)

la certificazione di sistemi di qualità dei prodotti e di gestione ambientale, compresi i sistemi obbligatori di igiene e sicurezza dei processi e dei prodotti, incluse le spese per la formazione e riqualificazione del personale e per gli studi preliminari, la consulenza e l'assistenza tecnica necessarie per la certificazione dei prodotti;

b)

l'utilizzazione di software, servizi e consulenze, legati ai processi di informatizzazione dell'azienda e all'uso di sistemi avanzati di comunicazione anche per la vendita dei prodotti, all'introduzione di tecnologie pulite;

c)

l'utilizzazione di ausiliari biologici e relativi servizi di assistenza per migliorare le caratteristiche igienico-sanitarie dei prodotti agroalimentari.

23.

Il contributo è erogato fino al 75 % delle spese ammissibili a finanziamento e per un importo non superiore a 200 milioni di lire (103 291 EUR). Nel caso in cui le norme sui controlli di qualità siano obbligatorie, il contributo è concesso a totale copertura della spesa. Sono escluse le spese per impianti ed attrezzature. I beneficiari sono le aziende agricole e le imprese di trasformazione e commercializzazione dei prodotti agricoli.

Paragrafo 3

24.

Un contributo per la costituzione di organismi di controllo delle denominazioni di origine protette.

25.

Il contributo, non cumulabile, di durata quinquennale, è concesso a totale copertura delle spese sostenute per la costituzione del consorzio nel primo anno e in misura decrescente del 20 % annuo per gli anni successivi. Non possono essere concessi aiuti in relazione a spese sostenute dopo il quinto anno d'intervento, né dopo sette anni dalla costituzione dell'organismo. Le spese ammissibili comprendono l'affitto dei locali o, in caso di acquisto, l'equivalente del valore locativo a prezzi di mercato, l'acquisto di materiale per ufficio e di attrezzatura informatica, le spese di personale, i costi di esercizio e altri oneri amministrativi.

26.

La dotazione globale destinata a queste due misure durante il periodo considerato ammonta ad un massimo di 70 miliardi di lire (36 151 983 EUR).

Articolo 110

27.

Questo articolo prevede aiuti per i seguenti investimenti nel settore dell'elicicoltura:

a)

acquisto, costruzione o ristrutturazione di locali adibiti all'allevamento delle chiocciole nonché alla loro trasformazione e commercializzazione;

b)

ricerca idrica e realizzazione di impianti di irrigazione.

28.

L'aiuto è concesso alle piccole e medie imprese nella misura del 50 % delle spese ammissibili e per investimenti fino a 500 000 euro per azienda singola e a 1 500 000 euro per azienda associata. L'aiuto non è cumulabile. Il bilancio previsto ammonta a 3 000 000 EUR.

Articolo 112

29.

Questo articolo prevede la concessione di un aiuto per la costituzione o per l'ampliamento delle attività delle organizzazioni di produttori riconosciute ai sensi della normativa comunitaria che non abbiano beneficiato di analoghi finanziamenti nell'ambito di specifiche organizzazioni comuni di mercato.

30.

L'importo dei contributi può raggiungere il 100 % dei costi sostenuti nel primo anno ed è ridotto del 20 % per ciascun anno di esercizio, in modo che sia limitato al 20 % nel quinto e ultimo anno.

31.

Sono ammissibili le spese sostenute per ottenere la disponibilità della sede dell'organizzazione (affitto o acquisto, in quest'ultimo caso l'aiuto è limitato al valore locativo a prezzi di mercato), l'acquisto di attrezzature di ufficio, compresi i materiali e le attrezzature informatiche, i costi del personale, le spese necessarie per il funzionamento ordinario, nonché l'assistenza tecnica, economica, giuridica e commerciale.

32.

In caso di estensione significativa delle attività (a nuovi prodotti o a nuovi settori di intervento), sono ammissibili ai contributi unicamente le spese di funzionamento amministrativo derivanti dai compiti aggiuntivi.

33.

Il bilancio assegnato a questa misura durante il periodo considerato ammonta ad un massimo di 30 miliardi di lire (15 493 707 EUR).

Articolo 120

34.

Questo articolo istituisce un incentivo finanziario per incoraggiare gli imprenditori agricoli a tenere la contabilità aziendale. Il contributo, per un importo complessivo di lire 5 000 000 (2 582 EUR) per azienda, sarà ripartito in cinque quote annuali di lire 1 000 000 (circa 516 EUR). Ogni quota sarà versata nell'anno successivo a quello della chiusura di ciascun esercizio contabile, previa verifica della corretta tenuta della contabilità.

35.

Il contributo è cumulabile con gli altri aiuti di cui al punto 14 degli Orientamenti.

36.

Il bilancio assegnato a questa misura durante il periodo considerato ammonta a 14 miliardi di lire (7 230 397 EUR).

Articolo 122

37.

Quest'articolo prevede una dotazione massima di 30 miliardi di lire (15 493 707 EUR) per la concessione di aiuti finalizzati ad interventi di ricomposizione fondiaria. Possono beneficiare della misura gli imprenditori agricoli (in particolare i giovani agricoltori), i coltivatori diretti, gli affittuari e i salariati agricoli singoli o associati, dotati di adeguate competenze professionali e che si impegnino a tenere una contabilità semplificata almeno durante i dieci anni successivi al loro insediamento.

38.

L'aiuto, non cumulabile, è pari al 30 % delle spese sostenute (40 % nelle zone svantaggiate) per l'acquisto di terreni destinati ad operazioni di ricomposizione fondiaria e copre interamente le spese legali, amministrative e tecniche connesse alle transazioni effettuate in relazione alla ricomposizione.

Articolo 124

39.

Questo articolo prevede due tipi di aiuti:

Paragrafi 1 e 2

40.

Contributi di avviamento in favore delle associazioni di produttori riconosciute ai sensi del regolamento (CEE) n. 1035/72 del Consiglio, del 18 maggio 1972, relativo all'organizzazione comune dei mercati nel settore degli ortofrutticoli (6).

41.

L'aiuto è concesso per una durata di cinque anni, a totale copertura delle spese sostenute per l'avviamento durante il primo anno, e in misura decrescente del 20 % annuo negli anni successivi, fino all'azzeramento al termine del quinto anno. Non possono essere concessi aiuti in relazione a spese sostenute dopo il quinto anno, né dopo sette anni dal riconoscimento.

Paragrafo 3

42.

Aiuti per la costituzione e l'avviamento dei gruppi di produttori che hanno presentato un piano di riconoscimento ai sensi dell'articolo 14 del regolamento (CE) n. 2200/96 del Consiglio, del 28 ottobre 1996, relativo all'organizzazione comune dei mercati nel settore degli ortofrutticoli (7). L'aiuto è concesso a copertura delle spese di costituzione e avviamento in conformità al disposto del regolamento (CE) n. 20/98 della Commissione, del 7 gennaio 1998, recante modalità di applicazione del regolamento (CE) n. 2200/96 del Consiglio per quanto riguarda gli aiuti ai gruppi di produttori prericonosciuti (8), ed è erogato entro i seguenti massimali:

fino a 100 000 euro per anno, per il primo e secondo anno;

fino a 80 000 euro, per il terzo anno;

fino a 60 000 euro, per il quarto anno;

fino a 50 000 euro, per il quinto anno.

43.

Si considerano come spese di avviamento l'affitto dei locali (o, in caso di acquisto, l'equivalente del valore locativo a prezzi di mercato), l'acquisto di materiale per ufficio e di attrezzatura informatica, le spese di personale e i normali costi di esercizio.

44.

In entrambi i casi, non possono essere concessi aiuti in relazione a spese sostenute dopo il quinto anno, né dopo sette anni dal riconoscimento o dal prericonoscimento.

45.

Nessuno dei due aiuti è cumulabile con altre provvidenze aventi finalità analoghe. Il bilancio assegnato a queste due misure per il periodo considerato è limitato ad un massimo di 7 miliardi di lire (3 615 198 EUR).

Articolo 135

46.

Questo articolo prevede, ai paragrafi 3 e 4, aiuti per progetti di ricerca nel settore agricolo. Si applicano le aliquote seguenti (intensità lorda):

Paragrafo 3

per progetti di ricerca volti alla messa a punto di nuovi prodotti, di nuovi processi produttivi o di nuovi servizi o che comportino il miglioramento di quelli già esistenti: 50 % dei costi ritenuti ammissibili in conformità a quanto disposto nell'allegato II della “Disciplina comunitaria per gli aiuti di Stato alla ricerca e sviluppo (9), con possibilità di maggiorazione del 10 % per progetti di ricerca presentati da piccole e medie imprese e del 15 % per progetti di ricerca i cui obiettivi rientrano all'interno di progetti o programmi specifici realizzati nell'ambito del programma quadro comunitario di ricerca e sviluppo;

Paragrafo 4

per progetti di ricerca precompetitiva secondo la definizione di cui all'allegato I della precitata Disciplina comunitaria: 25 % dei costi ammissibili, con possibilità di maggiorazione del 10 % per progetti di ricerca presentati da piccole e medie imprese e del 15 % per progetti di ricerca i cui obiettivi rientrano all'interno di progetti o programmi specifici realizzati nell'ambito del programma quadro comunitario di ricerca e sviluppo.

47.

I progetti sono selezionati attraverso bandi pubblici. I risultati della ricerca devono essere resi accessibili agli operatori regionali, nazionali e comunitari interessati. Gli aiuti previsti non sono cumulabili con altri aiuti aventi le stesse finalità. Il bilancio assegnato a queste misure per il periodo considerato è limitato ad un massimo di 80 miliardi di lire (41 316 552 EUR).

48.

In termini generali, l'articolo 200 della legge in oggetto dispone che gli stanziamenti annuali di bilancio potranno essere svincolati soltanto dopo che la Commissione avrà autorizzato i regimi di aiuto notificati. Il bilancio destinato a finanziare l'insieme degli aiuti summenzionati ammonta a complessivi 142 301 544 EUR.

Valutazione

49.

Ai sensi dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato, sono incompatibili con il mercato comune, nella misura in cui incidano sugli scambi tra Stati membri, gli aiuti concessi dagli Stati, ovvero mediante risorse statali, sotto qualsiasi forma che, favorendo talune imprese o talune produzioni, falsino o minaccino di falsare la concorrenza. Le misure previste dalla decisione in oggetto corrispondono a questa definizione, in quanto fanno parte di un complesso di misure suscettibili di alterare gli scambi, data la vasta gamma di prodotti a cui si applicano (è interessato tutto il settore agricolo e, negli scambi comunitari di prodotti agricoli, l'Italia svolge un ruolo non trascurabile, poiché nel 2000 ha realizzato scambi di tali prodotti per un importo pari a 16,419 miliardi di euro per le importazioni e a 10,691 miliardi di euro per le esportazioni; nel corso dello stesso anno, gli scambi di prodotti agricoli nell'UE sono ammontati a 139,280 miliardi di euro, per le importazioni, e a 146,975 miliardi di euro per le esportazioni).

50.

Tuttavia, nei casi previsti dall'articolo 87, paragrafi 2 e 3 del trattato, alcune misure possono, in via derogatoria, essere considerate compatibili con il mercato comune.

51.

Nella fattispecie, tenendo conto della natura degli aiuti sopra descritti, l'unica deroga applicabile è quella prevista dall'articolo 87, paragrafo 3, lettera c) del trattato, in base alla quale possono essere ritenuti compatibili con il mercato comune gli aiuti destinati ad agevolare lo sviluppo di talune attività o di talune regioni economiche, sempre che non alterino le condizioni degli scambi in misura contraria al comune interesse.

52.

Per poter beneficiare di tale deroga, gli aiuti in questione devono essere conformi alle normative ad essi applicabili, ossia:

per gli aiuti nel settore agricolo in generale, gli Orientamenti comunitari per gli aiuti di Stato nel settore agricolo (in appresso denominati “Orientamenti”) (10), che sono applicabili nella fattispecie ai sensi del regolamento (CE) n. 1/2004 della Commissione, del 23 dicembre 2003, relativo all'applicazione degli articoli 87 e 88 del trattato CE agli aiuti di Stato a favore delle piccole e medie imprese attive nel settore della produzione, trasformazione e commercializzazione dei prodotti agricoli (11), dato che il regime non è diretto soltanto alle PMI e che le condizioni di applicazione non sono quindi soddisfatte (12);

per gli aiuti di Stato sotto forma di garanzia, la comunicazione della Commissione sull'applicazione degli articoli 87 e 88 del trattato CE agli aiuti di Stato concessi sotto forma di garanzie (13);

per gli aiuti destinati alla ricerca e allo sviluppo, la Disciplina comunitaria per gli aiuti di Stato alla ricerca e sviluppo  (14) ed eventualmente la comunicazione del 1998 che modifica detta Disciplina  (15).

53.

A questo proposito la Commissione osserva quanto segue in merito ai vari articoli di legge in esame.

Articolo 99

Paragrafo 2, lettera a)

54.

L'aiuto previsto da questo paragrafo deve essere esaminato sotto due aspetti: la dotazione e la prestazione di garanzie vera e propria.

55.

Per quanto riguarda la dotazione, la Commissione rileva che, ai sensi del paragrafo 3 dell'articolo 99, i contributi regionali non possono oltrepassare il 50 % della dotazione globale dei consorzi, mentre il resto può essere fornito da enti pubblici o da operatori privati. Interrogate sull'entità complessiva della partecipazione pubblica all'operazione, le autorità italiane si sono impegnate affinché essa non superi in alcun caso il 70 %, sottolineando che una simile percentuale è già stata accettata in passato dalla Commissione (aiuto N 62/2001) (16). Esse hanno inoltre assicurato che i fondi pubblici versati in dotazione saranno impiegati unicamente per la prestazione di garanzie e in nessun caso per coprire le spese di funzionamento dei consorzi.

56.

Avendo effettivamente accettato una partecipazione pubblica globale del 70 % nell'ambito del precitato regime, la Commissione non ha motivo di modificare la propria posizione e può quindi accettare la partecipazione proposta dalle autorità italiane.

57.

Quanto alle garanzie vere e proprie, le autorità italiane hanno precisato che:

l'equivalente sovvenzione lordo delle garanzie prestate dai consorzi sarà calcolato secondo il metodo descritto al punto 3.2, secondo trattino, della comunicazione della Commissione sull'applicazione degli articoli 87 e 88 del trattato CE agli aiuti di Stato concessi sotto forma di garanzie;

la garanzia prestata da un consorzio non coprirà più dell'80 % del prestito, conformemente a quanto disposto ai punti 3.3 e 3.4 della citata comunicazione della Commissione;

conformemente al disposto dei punti 3.5 e 5.2 della comunicazione di cui al punto 49, secondo trattino, le garanzie saranno prestate per operazioni aventi caratteristiche (aliquota di aiuto, beneficiari e finalità) conformi ai requisiti degli Orientamenti; esse saranno inoltre concesse unicamente ad imprese solvibili e in buona situazione finanziaria;

dato che circa il 70 % delle aziende agricole siciliane sono di dimensioni ridotte, alcune di esse potrebbero non essere in grado di fornire le coperture necessarie per garantire il prestito o per ottenere garanzie (punto 4.5 della comunicazione);

lo svincolo della garanzia sarà subordinato all'espletamento delle procedure legali previste nei confronti del debitore in caso d'insolvenza (dichiarazione di fallimento dell'impresa beneficiaria, ecc.);

l'affiliazione ai consorzi è aperta a tutti gli operatori del settore agricolo senza restrizioni;

potranno ottenere garanzie anche gli operatori che non sono soci dei consorzi;

le garanzie potranno coprire soltanto prestiti concessi nel quadro e alle condizioni di regimi autorizzati dalla Commissione.

58.

Sulla base di tali informazioni e alla luce dei criteri della citata comunicazione che consentono di determinare se un regime di aiuti sotto forma di garanzie comporti o meno elementi di aiuto di Stato, la Commissione constata, alla luce del quarto trattino di cui sopra, che il regime proposto potrebbe contenere un elemento di aiuto, in quanto le indicazioni fornite dalle autorità italiane non permettono di verificare il rispetto di tutte le condizioni previste affinché un regime di garanzie non venga considerato come un aiuto di Stato ai sensi dell'articolo 87, paragrafo 1 del trattato.

59.

Quanto alla compatibilità di tale elemento di aiuto con il mercato comune (punto 5 della comunicazione), la Commissione constata anzitutto che l'elemento di aiuto interessa soltanto il mutuatario, poiché i fondi pubblici versati in dotazione saranno impiegati unicamente per la prestazione di garanzie e non per coprire le spese di funzionamento dei consorzi (ossia dei mutuanti). In secondo luogo, essa prende atto che lo svincolo della garanzia sarà subordinato all'espletamento delle procedure legali previste nei confronti del debitore in caso d'insolvenza (eventualmente, dichiarazione di fallimento dell'impresa beneficiaria) e che la percentuale del prestito sulla quale potrà valere la garanzia corrisponde a quella prescritta dalla precitata comunicazione. Infine e soprattutto, essa osserva che le garanzie potranno essere applicate solo nel rispetto delle condizioni previste dai regimi di aiuti approvati dalla Commissione.

60.

A questo riguardo, i regimi attualmente identificati dalle autorità italiane come possibili beneficiari delle garanzie previste dall'articolo 99 della legge in oggetto sono i seguenti:

A livello regionale:

i regimi istituiti dagli articoli 99, 107, 110, 112, 120, 122, 124 e 135 della legge regionale in oggetto, esaminati nel quadro del presente fascicolo (cfr. “descrizione”);

i regimi istituiti dagli articoli 104, 109 e 119 della legge regionale in oggetto, esaminati nel quadro del fascicolo N 591/01 e approvati dalla decisione della Commissione C(2003) 240 del 15 aprile 2003 (tali articoli riguardano rispettivamente il mantenimento del paesaggio agricolo tradizionale, l'allevamento di struzzi e il miglioramento fondiario);

i regimi istituiti dagli articoli 114, e 126 della legge regionale in oggetto, esaminati nel quadro del fascicolo N 592/01 e approvati dalla decisione della Commissione C(2002) 4168 del 13 novembre 2002 (tali articoli riguardano rispettivamente il sostegno alle organizzazioni interprofessionali e la promozione di prodotti agro-alimentari);

i regimi istituiti dagli articoli 131, 132 e 134 della legge regionale in oggetto, esaminati nel quadro del fascicolo N 593/01 e approvati dalla decisione della Commissione C(2003) 3274 dell'8 settembre 2003 (tali articoli riguardano rispettivamente la copertura dei premi di assicurazione, l'indennizzo di danni dovuti a condizioni climatiche sfavorevoli e il sostegno agli allevatori);

il regime istituito dall'articolo 108 della legge regionale in oggetto, esaminato nel quadro del fascicolo N 342/02 e approvato (per quanto riguarda l'aspetto “apicoltura”) dalla decisione della Commissione C(2003) 2914 del 4 agosto 2003 (tale articolo riguarda contemporaneamente l'apicoltura e la bachicoltura).

A livello nazionale

Il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 274/2001 e approvato dalla decisione della Commissione C(2001) 2937 del 26 settembre 2001 (regolamento per la concessione degli aiuti di Stato sui programmi realizzati dalle Unioni nazionali tra le associazioni di produttori);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 110/2001 e approvato dalla decisione della Commissione comunicata con lettera SG (2001) D/288933 del 5 giugno 2001 ( Interventi a favore del riordino fondiario);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 759/2000 e approvato dalla decisione della Commissione C(2001) 3844 del 27 novembre 2001 (Promozione dei prodotti agroalimentari nei paesi terzi);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 729/A/2000 e approvato dalla decisione della Commissione comunicata con lettera SG (2001) D/286847 del 13 marzo 2001 (Estensione all'agricoltura e alla pesca degli strumenti previsti dalla programmazione negoziata);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 646/C/2000 e approvato dalla decisione della Commissione comunicata con lettera SG (2001) D/289229 del 14 giugno 2001 (Crediti di imposta per gli investimenti nelle aree svantaggiate);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 558/2000 e approvato dalla decisione della Commissione comunicata con lettera SG (2001) D/286564 del 28 febbraio 2001 (Trasformazione e commercializzazione di prodotti agricoli);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 241/2001 e approvato dalla decisione della Commissione C(2002) 1786 def. del 7 maggio 2002 (Camere di commercio);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 220/2002 e approvato dalla decisione della Commissione C(2002) 2934 del 25 luglio 2002 (Modifica del regime di aiuto N 646/C/2000 – cfr. quinto trattino);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 122/2002 e approvato dalla decisione della Commissione C(2002) 3432 del 23 settembre 2002 (Promozione di prodotti di qualità);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 30/2002 e approvato dalla decisione della Commissione C(2002) 579 def. del 27 febbraio 2002 (Pubblicità per i prodotti agricoli);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 381/2003 e approvato dalla decisione della Commissione C(2003) 4105 def. dell'11 novembre 2003 (Regime dei contratti di filiera);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 121/2003 e approvato dalla decisione della Commissione C(2003) 3219 del 2 settembre 2003 (Riordino fondiario e ricambio generazionale in agricoltura);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo NN 6/2003 e approvato dalla decisione della Commissione C(2003) 781 def. del 19 marzo 2003 (Modifiche ai crediti di imposta per investimenti);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 336/2001 e approvato dalla decisione della Commissione C(2003) 129 del 13 febbraio 2003 (Incentivi a favore dell'autoimprenditorialità e della nuova imprenditorialità);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 313/2001 e approvato dalla decisione della Commissione C(2003) 369 def. del 5 febbraio 2003 (Interventi a favore dell'agrumicoltura);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 384/2003 e approvato dalla decisione della Commissione C(2004) 169 def. del 3 febbraio 2004 (Accesso al mercato dei capitali);

il regime esaminato nel quadro del fascicolo N 111/2003 e approvato dalla decisione della Commissione C(2004) 25 del 7 gennaio 2004 (Attuazione delle attività previste dalla legge n. 499/99).

Misure cofinanziate (che sono state tutte approvate dalle decisioni della Commissione C(2000) 2348 dell'8 agosto 2000 e C(2003) 3982 del 21 ottobre 2003)

Misura 4.6 del POR (programma operativo regionale) della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 100 della legge regionale in oggetto),

misura 4.7 del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 102 della legge regionale in oggetto),

misura 4.8 del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 117 della legge regionale in oggetto),

misura 4.9 del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 105 della legge regionale in oggetto),

misura 4.11 del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 121 della legge regionale in oggetto),

misura 4.12 del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 115 della legge regionale in oggetto),

misura 4.13 A del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 125 della legge regionale in oggetto),

misura 4.13 B del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 128 della legge regionale in oggetto),

misura 4.15 C del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 130 della legge regionale in oggetto),

misura 4.15 A del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 87 della legge regionale in oggetto),

misura 4.15 B del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 87 della legge regionale in oggetto),

misura 4.10 del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 118 della legge regionale in oggetto),

misura 4.14 del POR della Sicilia per il periodo 2000/2006 (articolo 129 della legge regionale in oggetto).

61.

Nella loro lettera del 20 aprile 2004, le autorità italiane hanno inoltre precisato che per il futuro esse si sarebbero preoccupate di comunicare alla Commissione tutti i regimi di aiuto nazionali e regionali ai quali potrebbero essere applicate le garanzie.

62.

La Commissione desidera sottolineare anzitutto che il principio stesso dell'eventuale concessione di una garanzia comporta l'esistenza di un prestito. Ora, alla luce dell'elenco di cui al punto 60 supra, la Commissione constata che taluni dei regimi che potrebbero beneficiare di garanzie da parte dei Fondi di cui all'articolo 99, difficilmente potrebbero essere finanziati tramite prestiti, tenuto conto della natura delle misure previste nel loro ambito (per fare un esempio, è difficile pensare che gli aiuti diretti alla copertura di premi assicurativi nel settore agricolo possano rivestire la forma di un prestito). Al fine di eliminare qualsiasi ambiguità a questo livello, le autorità italiane dovrebbero indicare, per ogni regime o misura menzionati nell'elenco di cui al punto 60 supra, se gli aiuti previsti rivestano la forma di sovvenzioni a fondo perduto o di prestiti, agevolati o meno, nonché limitare l'applicazione delle garanzie alle misure il cui finanziamento viene assicurato da un prestito.

63.

Un altro elemento di perplessità per la Commissione, in questa fase, è dato dalla possibilità di prestare delle garanzie connesse alle misure previste dall'articolo 124 della legge in oggetto. In effetti, oltre al fatto che le considerazioni sviluppate al punto 62 sono valide anche in questo caso (dato che difficilmente si può immaginare che degli aiuti all'avviamento siano concessi sotto forma di prestito), la Commissione dubita, in questa fase, della compatibilità con il mercato comune delle misure previste per diverse associazioni di produttori dall'articolo 124 precitato, per le ragioni menzionate ai punti da 103 a 108 infra e il fatto di concedere un aiuto supplementare ad una misura la cui ammissibilità è già soggetta a cauzione non può che far nascere a sua volta nuovi dubbi sull'ammissibilità della garanzia stessa.

64.

Infine, in questa fase, la Commissione non dispone di indicazioni sul modo in cui le autorità italiane verificheranno che il cumulo dell'aiuto potenziale delle garanzie e dell'aiuto previsto per le misure alle quali esse sono applicabili non comporti un superamento delle percentuali di aiuto ammissibili nell'ambito dei suddetti regimi.

65.

Tenuto conto di quanto precede, la Commissione si chiede se gli aiuti sotto forma di garanzie, verranno utilizzati in modo pertinente dalle autorità italiane e, in questa fase, non può non nutrire dei dubbi sulla compatibilità con il mercato comune delle modalità di concessione delle garanzie che potrebbero essere prestate dall'intemediario di Fondi alimentati da risorse pubbliche.

Paragrafo 2, lettera b)

66.

L'aiuto di cui al paragrafo 2, lettera b) è un aiuto finalizzato alla prestazione di assistenza tecnica ai sensi del punto 14 degli Orientamenti. Per quanto riguarda il rispetto di questa disposizione, la Commissione osserva che:

il massimale dell'aiuto corrisponde a quello fissato dal suddetto punto 14;

nel complemento d'informazione fornito dalle autorità italiane, queste ultime hanno sottolineato innanzitutto che l'affiliazione ai consorzi è aperta a tutte le imprese del settore agricolo e agroalimentare, nonché alle loro associazioni, senza alcuna restrizione; esse hanno inoltre precisato che gli operatori non affiliati ai consorzi potranno fruire delle prestazioni di assistenza tecnica alle stesse condizioni dei soci (il testo dell'articolo 99, paragrafo 2, lettera b) sarà modificato in tal senso);

qualsiasi partecipazione alle spese amministrative del consorzio sarà limitata ai costi inerenti alla prestazione del servizio;

poiché l'aiuto previsto è cumulabile con altri regimi di aiuti ricadenti nel campo di applicazione del punto 14 degli Orientamenti, le autorità italiane hanno assicurato che intendono creare una banca dati regionale per tutti gli aiuti disciplinati dai punti 13 e 14 degli Orientamenti, onde evitare che un cumulo di aiuti dia luogo al superamento dei massimali consentiti; inoltre, le autorità pubbliche procederanno a regolari controlli e ogni irregolarità accertata comporterà l'annullamento degli aiuti, seguito dal rimborso degli importi già percepiti e dall'irrogazione di sanzioni amministrative che possono arrivare fino al 50 % dell'indebito.

67.

Tenuto conto di quanto precede, l'aiuto di cui all'articolo 99, paragrafo 2, lettera b) della legge in oggetto può considerarsi conforme al punto 14 degli Orientamenti e può beneficiare della deroga prevista all'articolo 87, paragrafo 3, lettera c) del trattato in quanto aiuto destinato ad agevolare lo sviluppo di alcune attività o regioni economiche senza alterare gli scambi in misura contraria al comune interesse.

Articolo 107

Paragrafi 1 e 2

68.

Dalla lettura di questo articolo, la Commissione evince che l'aiuto previsto può coprire non solo prestazioni di assistenza tecnica riconducibili al punto 13 (cfr. lettere a) e c) della descrizione) o al punto 14 (cfr. lettera b) della descrizione) degli Orientamenti, ma anche l'esecuzione di controlli di qualità ai sensi del punto 13 degli Orientamenti.

69.

Per quanto riguarda il rispetto di quest'ultima disposizione, la Commissione osserva che:

Per le prestazioni di assistenza tecnica:

nel complemento d'informazione trasmesso, le autorità italiane si sono impegnate a limitare l'aiuto ad un massimo di 100 000 EUR per beneficiario e per triennio, per l'insieme delle prestazioni di assistenza tecnica di cui all'articolo 107, o al 50 % delle spese ammissibili per le PMI ai sensi del regolamento (CE) n. 70/2001;

in caso di cumulo, il rispetto dei massimali autorizzati sarà verificato tramite la banca dati che la Regione intende costituire per tutti gli aiuti disciplinati dai punti 13 e 14 degli Orientamenti. Saranno anche effettuati controlli come indicato sopra, riguardo all'aiuto di cui all'articolo 99, paragrafo 2, lettera b) della legge in oggetto, con le stesse sanzioni in caso d'infrazione.

70.

Tenuto conto di quanto precede, si può ritenere che le condizioni di cui ai punti 13 e 14 degli Orientamenti, applicabili nella fattispecie, siano rispettate.

Per l'esecuzione di controlli:

nel complemento d'informazione trasmesso, le autorità italiane hanno assicurato che l'aiuto sarà concesso non solo per i controlli obbligatori, ma anche per quelli facoltativi, a condizione che siano effettuati da terzi o per conto terzi; esse hanno precisato che i controlli di routine effettuati dal produttore stesso nell'ambito del normale ciclo di produzione saranno esclusi dalla copertura dell'aiuto;

per quanto riguarda i controlli obbligatori, la Commissione rileva che il punto 13.4 degli Orientamenti ammette la copertura totale, tranne quando la normativa comunitaria stabilisce gli importi che i produttori devono pagare. Poiché le autorità italiane si sono impegnate a rispettare questa restrizione, la Commissione ritiene che il disposto del punto 13.4 sia ottemperato;

in merito agli altri controlli, la Commissione prende atto che, nel complemento d'informazione trasmesso, le autorità italiane hanno deciso di applicare le seguenti modalità di concessione dell'aiuto:

per i controlli finalizzati alla certificazione delle denominazioni di origine e delle attestazioni di specificità nell'ambito dei regolamenti (CEE) nn. 2081/92 e 2082/92 del Consiglio: contributo del 100 % nel primo anno e in seguito applicazione di un'aliquota decrescente (80 %, 60 %, 40 %, 20 % e 10 %), con estinzione al termine del sesto anno;

per i controlli sul metodo di produzione biologico ai sensi del regolamento (CEE) n. 2092/91: contributo del 100 %;

per i controlli attinenti alla supervisione dell'uso dei marchi di qualità nell'ambito di regimi di garanzia della qualità (ad esempio, certificazioni ISO 9000 e/o 14000, tracciabilità dei prodotti): contributo del 100 % nel primo anno e in seguito applicazione di un'aliquota decrescente (85 %, 70 %, 55 %, 40 %, 25 %, 0 %), con estinzione al termine del sesto anno.

71.

Dato che queste modalità di concessione sono conformi alle disposizioni dei punti 13.4 e 13.5 degli Orientamenti, la Commissione può considerarle ammissibili.

Paragrafo 3

72.

In considerazione della destinazione dell'aiuto e della natura dei beneficiari, questa misura deve essere analizzata alla luce delle disposizioni della sezione 10 degli Orientamenti, concernenti gli aiuti alle associazioni di produttori (17). Per quanto riguarda il rispetto di queste disposizioni, la Commissione osserva che:

la durata dell'aiuto (cinque anni) corrisponde a quella prevista nella sezione 10 degli Orientamenti;

la degressività dell'aiuto, a cominciare dal 100 % nel primo anno per poi diminuire ogni anno di 20 punti percentuali, in modo da estinguersi al termine del quinto anno, corrisponde a quella prevista nella sezione 10 degli Orientamenti;

le spese ammissibili rientrano tra quelle autorizzate dalla sezione 10 degli Orientamenti.

73.

Dato che queste modalità di concessione sono conformi alle disposizioni della sezione 10 degli Orientamenti, la Commissione può considerarle ammissibili.

74.

Tenuto conto di quanto precede, la Commissione ritiene che gli aiuti di cui all'articolo 107, paragrafo 3 della legge in oggetto possono beneficiare della deroga prevista all'articolo 87, paragrafo 3, lettera c), del trattato, in quanto aiuti destinati ad agevolare lo sviluppo di alcune attività o regioni economiche senza alterare gli scambi in misura contraria al comune interesse.

Articolo 110

75.

Nei complementi d'informazione trasmessi, le autorità italiane hanno precisato che sono coperti dall'aiuto unicamente gli investimenti per l'impianto e l'ampliamento degli allevamenti di chiocciole della specie Helix aspersa, ad esclusione quindi delle chiocciole catturate in mare o nelle acque interne, oppure prodotte in impianti di acquacoltura. Esse hanno inoltre dichiarato che gli investimenti finalizzati alla ricerca idrica e alla realizzazione di impianti di irrigazione sono giustificati dal fatto che le chiocciole si nutrono degli ortaggi coltivati negli allevamenti stessi.

76.

Quanto alle modalità di concessione dell'aiuto, le autorità italiane hanno precisato che sarà applicato un tasso del 50 % nelle zone svantaggiate e del 40 % nelle altre zone (l'aiuto sarà concesso in via prioritaria nelle zone svantaggiate e secondariamente nelle altre zone). Riguardo al rispetto delle altre condizioni applicabili agli aiuti agli investimenti nelle aziende, di cui al punto 4.1 degli Orientamenti, esse hanno assicurato che si atterranno rigorosamente alle disposizioni relative alle misure 4.06 e 4.09 del programma operativo regionale della Regione siciliana, approvato dalla Commissione, e del relativo complemento di programmazione, stabiliti in conformità degli Orientamenti.

77.

Alla luce di tali informazioni, la Commissione constata che le chiocciole di cui trattasi non rientrano nella disciplina dell'organizzazione comune dei mercati nel settore della pesca e dell'acquacoltura, né di alcun'altra organizzazione comune dei mercati.

78.

Secondo il punto 3.8 degli Orientamenti comunitari per gli aiuti di Stato nel settore agricolo  (18), quando un prodotto agricolo non è disciplinato da un'organizzazione comune dei mercati, gli aiuti di Stato concernenti specificamente quel prodotto rimangono soggetti alle disposizioni dell'articolo 4 del regolamento n. 26 relativo all'applicazione di alcune regole di concorrenza alla produzione e al commercio di prodotti agricoli (19).

79.

A norma dell'articolo 4 del regolamento precitato, a questi aiuti si applicano esclusivamente le disposizioni dell'articolo 88, paragrafo 1, e della prima frase del paragrafo 3 dello stesso articolo, il che implica che la Commissione non può opporsi all'erogazione degli aiuti in questione, ma può eventualmente formulare osservazioni in merito.

80.

In base alle informazioni fornite dalle autorità italiane, la Commissione constata che gli aiuti agli investimenti saranno concessi secondo i tassi prescritti al punto 4.1 degli Orientamenti e che le altre condizioni per la loro concessione saranno quelle che figurano in un documento di programmazione approvato dalla Commissione.

81.

Tuttavia, la Commissione rileva che la ricerca idrica propriamente detta potrebbe rientrare in una delle categorie di spese ammissibili agli aiuti agli investimenti soltanto se viene considerata come prestazione di esperti da ascriversi alle spese generali, le quali possono essere annoverate tra spese ammissibili solo fino ad un massimo del 12 % del costo degli investimenti materiali descritti al punto 4.1 degli Orientamenti.

82.

Inoltre, sarebbe opportuno prevedere non solo l'acquisto, ma anche l'ammodernamento dei locali, in modo che la misura sia realmente incentrata su un miglioramento della produzione, come disposto al punto 4.1.1.1 degli Orientamenti.

83.

La Commissione raccomanda pertanto alle autorità italiane di computare le spese per la ricerca idrica tra le spese ammissibili solo fino ad un massimo del 12 % del costo degli investimenti materiali per l'irrigazione delle colture praticate negli allevamenti di chiocciole e di combinare l'aiuto per l'acquisto di locali con l'ammodernamento dei medesimi.

Articolo 112

84.

In considerazione della sua natura, questo aiuto deve essere analizzato alla luce delle disposizioni della sezione 10 degli Orientamenti, concernenti gli aiuti alle associazioni di produttori. Per quanto riguarda il rispetto di queste disposizioni, la Commissione osserva che:

la durata dell'aiuto (cinque anni) corrisponde a quella prevista nella sezione 10 degli Orientamenti;

la degressività dell'aiuto, a cominciare dal 100 % nel primo anno per poi diminuire ogni anno di 20 punti percentuali, in modo da estinguersi al termine del quinto anno, corrisponde a quella prevista nella sezione 10 degli Orientamenti;

le spese ammissibili rientrano tra quelle autorizzate dalla sezione 10 degli Orientamenti;

nel complemento d'informazione trasmesso, le autorità italiane hanno specificato che per “ampliamento significativo delle attività dell'organizzazione” si intende l'estensione delle attività a prodotti e a settori d'intervento diversi da quelli per i quali l'associazione era stata riconosciuta a livello comunitario; in caso di estensione dell'attività, l'aiuto è limitato alle spese di funzionamento amministrativo derivanti dai compiti aggiuntivi; in caso di adesione di nuovi soci, la concessione dell'aiuto è subordinata alla condizione che l'estensione dell'attività rappresenti almeno il 30 % in termini di fatturato, di valore dei prodotti commercializzati e di valore dei prodotti forniti dai nuovi soci;

le autorità italiane hanno precisato che, contrariamente a quanto indicato nella scheda descrittiva dell'aiuto, l'assistenza tecnica, economica, giuridica e commerciale annoverata tra le spese ammissibili è quella ricevuta dall'organizzazione (se fosse stata prestata dall'organizzazione, quest'ultima non avrebbe potuto fruire di un aiuto all'avviamento, conformemente al punto 10.7 degli Orientamenti).

85.

Tenuto conto di quanto precede, la Commissione ritiene che l'aiuto di cui all'articolo 112 della legge in oggetto risponda ai requisiti della sezione 10 degli Orientamenti e possa beneficiare della deroga prevista all'articolo 87, paragrafo 3, lettera c) del trattato in quanto aiuto destinato ad agevolare lo sviluppo di alcune attività o regioni economiche senza alterare gli scambi in misura contraria al comune interesse.

Articolo 120

86.

Nei complementi d'informazione trasmessi, le autorità italiane hanno precisato che questo aiuto non costituisce un premio forfettario, bensì un contributo a favore delle aziende agricole che adottano un sistema di contabilità che richiede una formazione e prestazioni di consulenti. Da questo punto di vista, esso si configura come un aiuto alla prestazione di assistenza tecnica ai sensi della sezione 14 degli Orientamenti. Per quanto riguarda il rispetto di queste disposizioni, la Commissione osserva che:

l'importo dell'aiuto (2 582 EUR) è nettamente inferiore al massimale stabilito dagli Orientamenti (100 000 EUR per beneficiario e per triennio);

l'aiuto verrà concesso solo dietro presentazione dei giustificativi delle spese effettivamente sostenute per i servizi ricevuti;

l'aiuto è cumulabile con le altre prestazioni contemplate dalla sezione 14 degli Orientamenti, ma il rispetto del massimale in caso di cumulo sarà verificato mediante i dispositivi di controllo previsti dagli articoli 99 e 107.

87.

Tenuto conto di quanto precede, la Commissione ritiene che l'aiuto di cui all'articolo 120 della legge in oggetto risponda ai requisiti della sezione 14 degli Orientamenti e possa beneficiare della deroga prevista all'articolo 87, paragrafo 3, lettera c) del trattato in quanto aiuto destinato ad agevolare lo sviluppo di alcune attività o regioni economiche senza alterare gli scambi in misura contraria al comune interesse.

Articolo 122

88.

Gli aiuti finalizzati ad interventi di ricomposizione fondiaria sono disciplinati dalla sezione 12 degli Orientamenti. Per quanto riguarda il rispetto delle disposizioni di tale sezione, la Commissione osserva che, nel complemento d'informazione da esse trasmesso, le autorità italiane hanno dichiarato che, per l'attuazione del regime di cui all'articolo 122 della legge in oggetto, verranno applicate le stesse condizioni e gli stessi tassi di aiuto previsti per il regime nazionale di ricomposizione fondiaria approvato dalla Commissione nel quadro del fascicolo N 110/01 (20).

89.

Si ricorda che, nel quadro del succitato fascicolo, la Commissione aveva approvato gli aiuti alla ricomposizione fondiaria essenzialmente sulla base dei seguenti elementi:

a)

l'aiuto per l'acquisto di terreni poteva assumere la forma di prestito agevolato o di “leasing”, regolato da un contratto contenente una clausola di riscatto del terreno;

b)

l'elemento di aiuto era calcolato in base al valore attualizzato della differenza tra la quota di interessi a tasso ordinario e la quota di interessi a tasso agevolato (il tasso di riferimento utilizzato per il calcolo era quello della Commissione);

c)

sia in caso di prestito agevolato, sia in caso di “leasing”, l'elemento di aiuto così calcolato doveva rimanere, al momento della concessione dell'aiuto come anche in occasione degli ulteriori controlli, al di sotto dei tassi massimi previsti al punto 4.1.1.2 degli Orientamenti, vale a dire il 40 % nelle zone normali e il 50 % nelle zone svantaggiate, con una maggiorazione di 5 punti percentuali per i giovani agricoltori partecipanti ad un'operazione di ricomposizione fondiaria nel corso dei cinque anni successivi all'insediamento;

d)

potevano beneficiare dell'aiuto unicamente le aziende redditizie con buone prospettive, condotte da una persona dotata delle competenze richieste e rispettose delle norme minime in materia di ambiente, igiene e benessere degli animali definite nel piano di sviluppo rurale (PSR) o nel programma operativo regionale (POR); occorreva altresì che i terreni fossero adibiti a produzioni per le quali esistevano sbocchi di mercato, valutati secondo i parametri indicati nel PSR/POR;

e)

il contributo a copertura degli oneri legali e amministrativi connessi alle operazioni di ricomposizione fondiaria non superava il 100 % ammissibile in virtù della sezione 12 degli Orientamenti.

90.

Poiché tutte queste condizioni saranno applicate nella fattispecie, la Commissione non ha motivo di modificare la posizione da essa adottata nel quadro del fascicolo sopraccitato.

91.

Di conseguenza, gli aiuti previsti dall'articolo 122 della legge in oggetto possono beneficiare della deroga prevista all'articolo 87, paragrafo 3, lettera c), del trattato in quanto aiuti destinati ad agevolare lo sviluppo di alcune attività o regioni economiche senza alterare gli scambi in misura contraria al comune interesse.

Articolo 124

Paragrafi 1 e 2

92.

Nei complementi d'informazione trasmessi, le autorità italiane hanno dichiarato che questi aiuti sono destinati esclusivamente a saldare un arretrato di pagamenti di contributi alle associazioni di produttori riconosciute in forza del regolamento (CEE) n. 1035/72. Tali contributi avrebbero già dovuto essere pagati, ma non lo sono stati per mancanza di risorse finanziarie e perché il FEAOG non aveva garantito la copertura degli impegni finanziari assunti a livello italiano. La Commissione prende atto dell'impegno da parte italiana a rispettare tutte le condizioni prescritte dal regolamento (CEE) n. 1035/72. Per quanto riguarda, più in particolare, il rispetto delle disposizioni dell'articolo 14 del regolamento suddetto, le autorità italiane si sono impegnate a raccogliere tutti i documenti necessari e ad effettuare controlli presso le sedi delle organizzazioni di produttori per verificare il volume della produzione commercializzata e le spese effettivamente sostenute per la costituzione e il funzionamento amministrativo delle organizzazioni stesse. Possono beneficiare dell'aiuto unicamente i soggetti che ne abbiano acquisito il diritto prima del 21 novembre 1996, data dell'entrata in vigore del regolamento (CE) n. 2200/96, e che non siano decaduti da tale diritto.

93.

La Commissione constata che, ai sensi dell'articolo 53 del regolamento (CE) n. 2200/96, i diritti acquisiti dalle organizzazioni di produttori prima dell'entrata in vigore del regolamento, in virtù dell'articolo 14 e del titolo II bis del regolamento (CEE) n. 1035/72 del Consiglio, sono mantenuti sino ad estinzione degli stessi.

94.

Pertanto, nell'ipotesi che ricorrano tutte le condizioni dell'articolo 14, gli aiuti nazionali eventualmente erogati sulla base di questo articolo sarebbero ipso iure compatibili con l'OCM ortofrutticoli e non dovrebbero formare oggetto della presente decisione (un approccio analogo era stato seguito per gli aiuti previsti a livello nazionale a favore delle associazioni di produttori a norma dell'articolo 14 del regolamento (CEE) n. 1035/72 nel quadro del fascicolo di aiuto N 157/2000 (21)).

95.

Secondo l'articolo 14 del regolamento (CEE) n. 1035/72, modificato, gli Stati membri possono concedere alle organizzazioni di produttori riconosciute, per i cinque anni successivi alla data del loro riconoscimento, aiuti intesi a incoraggiarne la costituzione e ad agevolarne il funzionamento amministrativo. L'importo massimo di tali aiuti è pari, a titolo del primo, del secondo, del terzo, del quarto e del quinto anno, rispettivamente al 5 %, al 5 %, al 4 %, al 3 % e al 2 % del valore della produzione commercializzata coperta dall'azione dell'organizzazione di produttori. L'importo dell'aiuto non può superare le spese reali di costituzione e di funzionamento amministrativo dell'organizzazione in questione. Esso è versato in rate annuali, per un periodo massimo di sette anni a decorrere dalla data del riconoscimento.

96.

Nel complemento d'informazione fornito, le autorità italiane si sono impegnate a modificare i paragrafi 1 e 2 dell'articolo 124 in modo tale che l'aiuto, limitato alle spese di costituzione e di funzionamento amministrativo dell'organizzazione interessata, sia calcolato sulla base delle percentuali del valore della produzione commercializzata indicate al precedente punto 95.

97.

La Commissione rileva che tali modifiche renderebbero le modalità di concessione dell'aiuto conformi ad alcuni dei requisiti dell'articolo 14 del regolamento (CEE) n. 1035/72. Essa osserva peraltro che, sulla base delle informazioni fornite dalle autorità italiane, l'aiuto sarebbe erogato esclusivamente alle seguenti organizzazioni:

l'associazione ASPROSUD di Messina, riconosciuta il 13 marzo 1992, per il quarto e quinto anno successivi al riconoscimento (1995 e 1996);

l'associazione Sicilia Verde di Bagheria, riconosciuta l'8 luglio 1993, per il terzo, quarto e quinto anno successivi al riconoscimento (1996, 1997 e 1998);

l'associazione AGRISUD di Vittoria, riconosciuta il 15 novembre 1994, per il secondo, terzo, quarto e quinto anno successivi al riconoscimento (1996, 1997, 1998 e 1999);

l'associazione APRO FRUS di Capo d'Orlando, riconosciuta il 23 novembre 1990, per il quarto e quinto anno successivi al riconoscimento (1994-1995 e 1995-1996).

98.

Da queste informazioni risulta chiaramente che, nel caso delle associazioni ASPROSUD, Sicilia Verde e APRO FRUS, sarebbe ampiamente superato il termine di sette anni dal riconoscimento per il versamento dell'aiuto, il che significa che non tutti i requisiti dell'articolo 14 del regolamento (CEE) n. 1035/72 sarebbero soddisfatti (in quanto uno di essi prescrive che l'aiuto sia versato in cinque rate annuali entro i sette anni successivi al riconoscimento), sicché l'aiuto deve essere analizzato alla luce degli articoli 87 e 88 del trattato.

99.

In virtù di tale analisi, la Commissione osserva che il regolamento (CEE) n. 1035/72 è stato abrogato dal regolamento (CE) n. 2200/96. Pertanto, la concessione di un aiuto a norma di un regolamento non più esistente ad associazioni i cui diritti sono estinti (il che rende inapplicabile l'articolo 53 del regolamento (CE) n. 2200/96 – cfr. punti 92 e 93) verrebbe ad interferire con il funzionamento dell'organizzazione comune dei mercati nel settore degli ortofrutticoli quale istituita dal regolamento (CE) n. 2200/96. D'altra parte, il punto 3.2 degli Orientamenti indica chiaramente che la Commissione non può approvare in alcun caso un aiuto incompatibile con le disposizioni che disciplinano un'organizzazione comune dei mercati o contrario al buon funzionamento dell'OCM stessa.

100.

A queste considerazioni si aggiunge il fatto che un aiuto concesso nelle circostanze sopra descritte sarebbe un aiuto retroattivo, espressamente vietato dal punto 3.6 degli Orientamenti in quanto privo dell'elemento d'incentivo che deve essere insito in tutti gli aiuti nel settore agricolo (eccetto quelli a carattere compensativo).

101.

Infine, l'argomento secondo cui il FEAOG non avrebbe garantito la copertura finanziaria degli impegni assunti a livello italiano è quanto meno singolare, dal momento che il cofinanziamento della costituzione di associazioni di produttori implica il rimborso automatico, da parte del FEAOG, di una parte dell'importo dell'aiuto approvato nel quadro dell'OCM.

102.

In simili circostanze, la Commissione non può fare a meno di dubitare, allo stato attuale, della compatibilità con il mercato comune degli aiuti previsti a favore di queste tre associazioni di produttori.

103.

Per quanto riguarda l'aiuto ad AGRISUD, poiché i diritti dell'associazione si sono estinti soltanto il 15 novembre 2001, cioè dopo la notifica della legge n. 32, la Commissione ritiene che le autorità italiane avrebbero potuto procedere direttamente al pagamento dell'aiuto fino al 15 novembre 2001 senza ricorrere alla suddetta legge, impiegando i fondi che esse hanno poi deciso d'imputare al bilancio di quest'ultima. Inoltre, se l'associazione avesse ottenuto un aiuto dalle autorità italiane, si sarebbe semplicemente trattato del seguito delle prime rate corrisposte in conformità dell'articolo 14 del regolamento (CEE) n. 1035/72 e quindi anche questo aiuto sarebbe stato conforme alle disposizioni del regolamento in parola.

104.

In tali circostanze, e in considerazione del fatto che le autorità italiane si sono impegnate a modificare i paragrafi 1 e 2 dell'articolo 124 in modo tale che l'aiuto, limitato alle spese di costituzione e di funzionamento amministrativo dell'organizzazione interessata, sia calcolato sulla base delle percentuali del valore della produzione commercializzata indicate al punto 95, come previsto all'articolo 14 del regolamento (CEE) n. 1035/72, la Commissione, riferendosi all'approccio menzionato al punto 94, ritiene che siano soddisfatte le condizioni dell'articolo 14 del regolamento (CEE) n. 1035/72 in ordine all'associazione interessata e che l'aiuto in parola, fondato su questo stesso articolo, sia ipso iure compatibile con l'OCM ortofrutticoli e non debba formare oggetto della presente decisione.

Paragrafo 3

105.

La Commissione rileva che l'aiuto previsto in questo paragrafo si fonda sull'articolo 14, paragrafo 2, lettera a) del regolamento (CE) n. 2200/96 del Consiglio, del 28 ottobre 1996, relativo all'organizzazione comune dei mercati nel settore degli ortofrutticoli (22), nonché sull'articolo 2 del regolamento (CE) n. 20/98 della Commissione, del 7 gennaio 1998, recante modalità di applicazione del regolamento (CE) n. 2200/96 del Consiglio per quanto riguarda gli aiuti ai gruppi di produttori prericonosciuti (23).

106.

A norma dell'articolo 14, paragrafo 2, lettera a) del regolamento (CE) n. 2200/96, nei cinque anni successivi alla data del prericonoscimento, gli Stati membri possono accordare ai gruppi di produttori aiuti intesi ad incentivarne la costituzione e ad agevolarne il funzionamento amministrativo.

107.

A norma dell'articolo 2 del regolamento (CE) n. 20/98 della Commissione, l'aiuto di cui all'articolo 14, paragrafo 2, lettera a) del regolamento (CE) n. 2200/96 è concesso per le spese di costituzione e di funzionamento amministrativo del gruppo di produttori sotto forma di aiuto forfettario limitato a:

100 000 ecu il primo anno,

100 000 ecu il secondo anno,

80 000 ecu il terzo anno,

60 000 ecu il quarto anno,

50 000 ecu il quinto anno,

ed è versato in rate annue, per un periodo massimo di sette anni a decorrere dalla data del prericonoscimento.

108.

Nella fattispecie, la Commissione constata che l'aiuto previsto soddisfa i requisiti dell'articolo 2 del regolamento (CE) n. 20/98 e, di conseguenza, anche i pertinenti requisiti del regolamento (CE) n. 2200/96. L'aiuto è dunque compatibile con le disposizioni dell'organizzazione comune dei mercati nel settore degli ortofrutticoli e, in quanto aiuto nazionale espressamente autorizzato da un regolamento che istituisce un'organizzazione comune dei mercati, non deve essere esaminato alla luce degli articoli 87 e 88 del trattato (cfr. punto 94). Pertanto, esso non forma oggetto della presente decisione.

Articolo 135

109.

In questo articolo, le autorità italiane fanno espresso riferimento alla Disciplina comunitaria degli aiuti di Stato per la ricerca e lo sviluppo  (24) anziché alla comunicazione della Commissione del 1998 che la modifica (25). È quindi sulla base di questa Disciplina che sarà valutato l'articolo 135 della legge in oggetto.

Paragrafo 3

110.

A giudicare dalla descrizione, l'aiuto previsto in questo paragrafo si configura come un aiuto per attività di ricerca industriale. La Commissione constata che il tasso di aiuto e le maggiorazioni previste (50 % delle spese ammissibili, con possibilità di maggiorazione del 10 % per progetti di ricerca presentati da piccole e medie imprese e del 15 % per progetti di ricerca i cui obiettivi rientrano all'interno di progetti o programmi specifici realizzati nell'ambito del vigente programma quadro comunitario di ricerca e sviluppo) corrispondono a quanto previsto per questo tipo di attività ai punti 5.3, 5.10.1 e 5.10.3 della Disciplina succitata e che il cumulo di tali aiuti non darà luogo al superamento dell'intensità massima fissata al punto 5.10.6 (75 % per attività di ricerca industriale). Essa rileva altresì che le spese ammissibili sono limitate a quelle menzionate nell'allegato II della Disciplina e che i risultati della ricerca saranno accessibili a tutti gli interessati.

111.

Tenuto conto di tali elementi, la Commissione ritiene che l'aiuto di cui all'articolo 135, paragrafo 3 della legge in oggetto risponda ai requisiti della Disciplina comunitaria degli aiuti di Stato per la ricerca e lo sviluppo e possa beneficiare della deroga prevista all'articolo 87, paragrafo 3, lettera c) del trattato in quanto aiuto destinato ad agevolare lo sviluppo di alcune attività o regioni economiche senza alterare gli scambi in misura contraria al comune interesse.

Paragrafo 4

112.

A giudicare dalla descrizione, l'aiuto previsto in questo paragrafo si configura come un aiuto per attività preconcorrenziali. La Commissione constata che il tasso di aiuto e le maggiorazioni previste (25 % delle spese ammissibili, con possibilità di maggiorazione del 10 % per progetti di ricerca presentati da piccole e medie imprese e del 15 % per progetti di ricerca i cui obiettivi rientrano all'interno di progetti o programmi specifici realizzati nell'ambito del vigente programma quadro comunitario di ricerca e sviluppo) corrispondono a quanto previsto per questo tipo di attività ai punti 5.3, 5.10.1 e 5.10.3 della Disciplina succitata e che il cumulo di tali aiuti non darà luogo al superamento dell'intensità massima fissata al punto 5.10.6 (50 % per attività di ricerca preconcorrenziali). Essa rileva altresì che le spese ammissibili sono limitate a quelle menzionate nell'allegato II della Disciplina e che i risultati della ricerca saranno accessibili a tutti gli interessati.

113.

Tenuto conto di tali elementi, la Commissione ritiene che l'aiuto di cui all'articolo 135, paragrafo 4 della legge in oggetto risponda ai requisiti della Disciplina comunitaria degli aiuti di Stato per la ricerca e lo sviluppo e possa beneficiare della deroga prevista all'articolo 87, paragrafo 3, lettera c) del trattato in quanto aiuto destinato ad agevolare lo sviluppo di alcune attività o regioni economiche senza alterare gli scambi in misura contraria al comune interesse.

Decisione

114.

Riassumendo, alla luce degli elementi suesposti, la Commissione ha deciso:

di non sollevare obiezioni riguardo agli aiuti di cui agli articoli 99, paragrafo 2, lettera b) (per quanto riguarda il settore agricolo), 107, 112, 120, 122 e 135 della legge in oggetto, avendo constatato che essi sono compatibili con il mercato comune;

di non sollevare obiezioni riguardo agli aiuti di cui all'articolo 110 della legge in oggetto, raccomandando però alle autorità italiane di computare le spese per la ricerca idrica tra le spese ammissibili solo fino ad un massimo del 12 % del costo degli investimenti materiali per l'irrigazione delle colture praticate negli allevamenti di chiocciole e di combinare l'aiuto per l'acquisto di locali con l'ammodernamento dei medesimi;

di avviare la procedura di cui all'articolo 88, paragrafo 2 del trattato in merito agli aiuti di cui all'articolo 99, paragrafo 2, lettera a) (per quanto riguarda il settore agricolo), nonché all'articolo 124, paragrafi 1 e 2, della legge in oggetto.

115.

Nel quadro di detta procedura, la Commissione invita le autorità italiane a presentare le proprie osservazioni e a fornire tutte le informazioni utili ai fini della valutazione degli aiuti in questione, entro un mese dalla data di ricezione della presente, nonché a trasmettere senza indugio copia della presente lettera ai beneficiari potenziali degli aiuti.

116.

La Commissione desidera richiamare all'attenzione dell'Italia che l'articolo 88, paragrafo 3 del trattato CE ha effetto sospensivo e che, in forza dell'articolo 14 del regolamento (CE) n. 659/1999 del Consiglio, essa può imporre allo Stato membro interessato di recuperare ogni aiuto illegale dal beneficiario.

117.

Con la presente la Commissione comunica all'Italia che informerà gli interessati attraverso la pubblicazione della presente lettera e di una sintesi della stessa nella Gazzetta ufficiale dell'Unione europea. Tutti gli interessati anzidetti saranno invitati a presentare osservazioni entro un mese dalla data di detta pubblicazione.

118.

Si richiama inoltre l'attenzione delle autorità italiane sul fatto che la legge n. 32 dovrà essere modificata conformemente agli impegni assunti dalle autorità italiane nell'ambito dell'esame degli articoli citati in oggetto. Il nuovo testo di legge dovrà essere notificato alla Commissione affinché questa possa verificare se gli impegni in questione sono stati debitamente recepiti.»


(1)  ΕΕ L 118 της 20.5.1972, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 297 της 21.11.1996, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 232 της 12.8.2000, σ. 17.

(4)  Lettera SG (2002) D/233133 del 18.12.2002.

(5)  GU C 232 del 12.8.2000, pag. 17.

(6)  GU L 118 del 20.5.1972, pag. 1.

(7)  GU L 297 del 21.11.1996, pag. 1

(8)  GU L 4 dell'8.1.1998, pag. 40.

(9)  GU C 45 del 17.2.1996, pag. 5.

(10)  Cfr. nota in calce n. 1.

(11)  GU L 1 del 3.1.2004, pag. 1.

(12)  Cfr. articolo 20, paragrafo 2, primo comma del regolamento.

(13)  GU C 71 dell'11.3.2000, pag. 14.

(14)  Cfr. nota 6.

(15)  GU C 48 del 13.2.1998, pag. 2

(16)  Lettera SG (2001) D/290914 dell'8.8.2001.

(17)  Il punto 10.7 degli Orientamenti dispone infatti che la Commissione applicherà i principi enunciati nella sezione 10 agli aiuti concessi a copertura delle spese di avviamento delle associazioni di produttori incaricate di controllare l'utilizzazione delle denominazioni di origine o dei marchi di qualità.

(18)  GU C 232 del 12.8.2000, pag. 17.

(19)  GU 30 del 20.4.1962, pag. 993/62.

(20)  Lettera SG (2001) D/288933 del 5.6.2001.

(21)  Cfr. lettera SG(2001) D/288558 del 16.5.2001.

(22)  GU L 297 del 21.11.1996, pag. 1.

(23)  GU L 4 dell'8.1.1998, pag. 40.

(24)  Cfr. nota 4.

(25)  Cfr. nota 12.


Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/37


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 17ης Φεβρουαρίου 2005

κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

(CON/2005/4)

(2005/C 52/10)

1.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2004 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατυπώσει γνώμη σχετικά με πρόταση δύο οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), η πρώτη εκ των οποίων (εφεξής «προτεινόμενη τραπεζική οδηγία») αναδιατυπώνει την οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (2), η δε δεύτερη (εφεξής «προτεινόμενη οδηγία για την κεφαλαιακή επάρκεια») την οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (3) (εφεξής καλούμενες από κοινού «προτεινόμενες οδηγίες»).

2.

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ να διατυπώσει τη γνώμη της βασίζεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο ορίζει ότι η γνώμη της ΕΚΤ ζητείται για κάθε προτεινόμενη κοινοτική πράξη που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της. Οι προτεινόμενες οδηγίες περιέχουν διατάξεις οι οποίες είναι ουσιώδεις για ένα εύρωστο και σταθερό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 17.5, πρώτη περίοδος, του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

3.

Οι προτεινόμενες οδηγίες αποτελούν ουσιώδεις συνιστώσες του προγράμματος δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό του ισχύοντος πλαισίου για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων και πρόκειται να διασφαλίσουν την ομοιόμορφη εφαρμογή, σε επίπεδο ΕΕ, του αναθεωρημένου πλαισίου για τη διεθνή σύγκλιση των μεθόδων υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των κανόνων για τα ίδια κεφάλαια όσον αφορά τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται διεθνώς (4) (εφεξής «πλαίσιο της Βασιλείας II»). Το αναθεωρημένο αυτό πλαίσιο συνομολογήθηκε τον Ιούνιο του 2004 από την επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας (Basel Committee on Banking Supervision, εφεξής «BCBS») και εγκρίθηκε από τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών και τους επικεφαλής των τραπεζικών εποπτικών αρχών των χωρών του «G-10». Ειδικότερα, οι προτεινόμενες οδηγίες προβλέπουν μία προσέγγιση αρτιότερη και περισσότερο προσαρμοσμένη στη φύση των αναλαμβανόμενων κινδύνων, προάγοντας την ενισχυμένη διαχείριση του κινδύνου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, πράγμα που θα συμβάλει στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και θα ενισχύσει την προστασία του καταναλωτή.

4.

Στα έως τώρα σχόλιά της (5) η ΕΚΤ υπήρξε ιδιαίτερα θετική απέναντι στο έργο το οποίο έχουν αναλάβει τα τελευταία χρόνια η BCBS και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενόψει της θέσπισης μίας αναθεωρημένης δέσμης κανόνων για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Η ΕΚΤ χαιρετίζει την οριστικοποίηση της συμφωνίας για το πλαίσιο της Βασιλείας II από την BCBS, καθώς και την υιοθέτηση ανάλογων προτάσεων από την Επιτροπή, οι οποίες αφενός θα διασφαλίσουν την ομοιόμορφη και έγκαιρη εφαρμογή του πλαισίου της Βασιλείας II από τις διεθνώς δραστηριοποιούμενες τράπεζες και επιχειρήσεις επενδύσεων στην ΕΕ και αφετέρου θα επεκτείνουν την εφαρμογή της προσέγγισης που ακολουθείται στο πλαίσιο της Βασιλείας II και σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά τους.

5.

Η ΕΚΤ είναι πεπεισμένη ότι οι προτεινόμενες οδηγίες, μετά τη δέουσα μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, θα ενισχύσουν σημαντικά την ευρωστία και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος της ΕΕ μέσω της εφαρμογής πιο εξελιγμένων κανόνων για τα ίδια κεφάλαια, προσαρμοσμένων στη φύση των αναλαμβανόμενων κινδύνων. Κατόπιν τούτου η ΕΚΤ υπογραμμίζει τη θετική εν γένει θεώρηση των προτεινόμενων οδηγιών από την πλευρά της. Ανεξάρτητα πάντως από τη γενική αυτή θεώρησή της, η ΕΚΤ διατύπωσε μία σειρά γενικών και ειδικών παρατηρήσεων σχετικά με τις ρυθμίσεις των προτεινόμενων οδηγιών και τη μελλοντική τους εφαρμογή (6).

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Νομικές πράξεις προς διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής σε επίπεδο ΕΕ

6.

Η ΕΚΤ έχει επανειλημμένως τεθεί υπέρ των συστάσεων της διοργανικής ομάδας παρακολούθησης για περιορισμό των κοινοτικών πράξεων επιπέδου 1 στις αρχές-πλαίσιο και χρήση κανονισμών στο επίπεδο 2, όπου αυτό είναι δυνατό. Τη στήριξη των παραπάνω συστάσεων εξέφρασε ιδίως στη γνώμη CON/2004/7 σχετικά με την πρόταση οδηγίας για νέα οργανωτική διάρθρωση των επιτροπών (7) (η εν λόγω πρόταση οδηγίας απέβλεπε στην εισαγωγή των απαραίτητων τροποποιήσεων σε μία σειρά ισχυουσών κοινοτικών οδηγιών, με σκοπό την επέκταση της «διαδικασίας Lamfalussy» για τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα πέραν των κινητών αξιών, κατά τρόπο που να συμπεριλάβει και όλους τους υπόλοιπους χρηματοπιστωτικούς τομείς). Όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 6 της παραπάνω γνώμης της, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η εφαρμογή των συστάσεων της διοργανικής ομάδας παρακολούθησης θα μπορούσε σταδιακά να οδηγήσει στην ανάδειξη των πράξεων του επιπέδου 2 ως του κύριου σώματος τεχνικών κανόνων που θα εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ.

7.

Στο ίδιο πνεύμα η ΕΚΤ πρότεινε, σχολιάζοντας το τρίτο έγγραφο διαβούλευσης, ότι για την εφαρμογή του πλαισίου της Βασιλείας II τα τεχνικά παραρτήματα των προτεινόμενων οδηγιών θα έπρεπε να εκδοθούν απευθείας ως πράξεις επιπέδου 2 και, εφόσον κάτι τέτοιο είναι συμβατό με την ευελιξία που καθίσταται απαραίτητη κατά τη μεταφορά τους στο εθνικό δίκαιο, υπό μορφή κοινοτικών κανονισμών.

8.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η εφαρμογή του πλαισίου της Βασιλείας II προσέφερε μία μοναδική ευκαιρία αναθεώρησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην ΕΕ προς την κατεύθυνση αυτή, η οποία παρέμεινε ανεκμετάλλευτη. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η Επιτροπή, σύμφωνα και με το άρθρο 150 παράγραφος 1 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, θα έχει την εξουσία έκδοσης πράξεων με σκοπό την προσαρμογή των διατάξεων των παραρτημάτων V έως XII βάσει της διαδικασίας επιτροπολογίας που προβλέπεται στο άρθρο 151 της εν λόγω οδηγίας, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και ιδίως η εμφάνιση νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, ή στα λογιστικά πρότυπα ή τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία.

9.

Ωστόσο, θα ήταν προτιμότερο οι προτεινόμενες οδηγίες να είχαν περιοριστεί στην κάλυψη των αρχών-πλαίσιο που αντικατοπτρίζουν τις βασικές πολιτικές επιλογές και τα θέματα ουσίας στο πεδίο της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι τεχνικές δε διατάξεις για την κεφαλαιακή επάρκεια να είχαν συγκεντρωθεί σε έναν επιπέδου 2 κανονισμό άμεσης εφαρμογής — προσέγγιση που θα ευθυγραμμιζόταν άλλωστε και με το πνεύμα της συμφωνίας για επέκταση της διαδικασίας Lamfalussy πέραν των κινητών αξιών, κατά τρόπο που να συμπεριλάβει και όλους τους υπόλοιπους χρηματοπιστωτικούς τομείς (8). Μία τέτοια προσέγγιση θα ενίσχυε τη σύγκλιση όσον αφορά την εφαρμογή του πλαισίου της Βασιλείας II σε επίπεδο ΕΕ, διευκολύνοντας τη συμμόρφωση των ομίλων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διάφορες χώρες της ΕΕ και μειώνοντας το κόστος, και θα προωθούσε την ισότητα των όρων ανταγωνισμού και την περαιτέρω χρηματοπιστωτική ενοποίηση.

10.

Εάν θεωρηθεί ότι στην παρούσα φάση είναι αδύνατη η τροποποίηση των προτεινόμενων οδηγιών προς ευθυγράμμισή τους με την παραπάνω προσέγγιση, η EKT κρίνει ότι η υπό εξέταση νομική διάρθρωση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται τόσο ως το τελικό επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ως ένα βήμα σε μια μακροπρόθεσμη διαδικασία για τη θέσπιση, όποτε τούτο καταστεί δυνατό, μίας δέσμης άμεσα εφαρμοστέων τεχνικών κανόνων επιπέδου 2 για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην ΕΕ.

Η μείωση των επιλογών και της διακριτικής ευχέρειας σε εθνικό επίπεδο

11.

Η μείωση των εθνικών επιλογών είναι ύψιστης σημασίας λόγω του ότι θα οδηγούσε σε απλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου και θα συνέβαλλε στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού. Η ΕΚΤ αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει σημειώσει η επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors, εφεξής «CEBS») προς την κατεύθυνση της μείωσης των διαθέσιμων επιλογών και παρεκκλίσεων. Στηρίζει πλήρως τις προσπάθειες της CEBS στον τομέα αυτό και προτρέπει θερμά σε συνέχισή τους καθώς, παρά τη συντελεσθείσα πρόοδο, εξακολουθεί να υφίσταται ένας σημαντικός αριθμός επιλογών που ενδέχεται να δημιουργήσουν πρόσκομμα στην ισότητα των όρων του ανταγωνισμού. Τα άρθρα 68 έως 73 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας παρέχουν δυνατότητες παρέκκλισης από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σε διάφορα επίπεδα εντός των ομίλων. Κατά την άποψη της ΕΚΤ, εάν οι εν λόγω δυνατότητες θεωρούνται σε ορισμένες έννομες τάξεις τόσο σημαντικές που δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η άσκησή τους, θα πρέπει τουλάχιστον να υπάρχει σύγκλιση και διαφάνεια όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες ασκούνται, ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα των όρων ανταγωνισμού στην ΕΕ. Με δεδομένη την ανάγκη για περαιτέρω μείωση των εθνικών επιλογών η ΕΚΤ στηρίζει την προοπτική της εισαγωγής συγκεκριμένης διάταξης που να απαιτεί από την Επιτροπή να παρακολουθήσει τη συντελούμενη πρόοδο προς την κατεύθυνση αυτή και να υποβάλει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (π.χ. τριών ετών) στα κοινοτικά όργανα έκθεση αναφορικά με τη χρήση της διακριτικής ευχέρειας που θα εξακολουθήσουν να διατηρούν τα κράτη μέλη, στην οποία θα αξιολογείται επίσης ο βαθμός αναγκαιότητας της διακριτικής αυτής ευχέρειας, καθώς και η ανάγκη ανάληψης περαιτέρω κανονιστικών πρωτοβουλιών.

12.

Η γενικότητα της διατύπωσης αρκετών διατάξεων των προτεινόμενων οδηγιών αφήνει σημαντικά περιθώρια για παρεκκλίνουσες ερμηνείες εκ μέρους των εθνικών αρχών, δημιουργώντας έτσι τον κίνδυνο απουσίας ίσων όρων ανταγωνισμού στην ΕΕ. Συγκεκριμένο παράδειγμα —όχι όμως και το μοναδικό— αποτελεί εν προκειμένω το άρθρο 84 παράγραφος 2 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τη χρήση της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων (Internal Ratings Based Approach, εφεξής «μέθοδος IRB») από ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα, εάν τα συστήματα που αυτό διαθέτει για τη διαχείριση και αξιολόγηση των αναλαμβανόμενων πιστωτικών κινδύνων πληρούν μια σειρά προϋποθέσεων (π.χ. είναι αξιόπιστα, υπόκεινται σε άρτια εφαρμογή και παρέχουν έγκυρη αξιολόγηση). Το υπό θεώρηση άρθρο παραπέμπει σε πρόσθετες προϋποθέσεις που καθορίζονται στο τέταρτο μέρος του παραρτήματος VII της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, οι οποίες επιτρέπουν σε μεγάλο βαθμό την άσκηση διακριτικής ευχέρειας κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο. Αν και η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι η χρήση διατύπωσης που να επιτρέπει σε σημαντικό βαθμό την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από τις εθνικές αρχές ενίοτε είναι απαραίτητη (π.χ. προκειμένου να μη δυσχεραίνεται η ανάπτυξη πρακτικών διαχείρισης κινδύνου στα πιστωτικά ιδρύματα ή να διευκολύνεται η ευέλικτη μεταφορά και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, λαμβανομένης υπόψη της διαφορετικής διάρθρωσης των εθνικών τραπεζικών συστημάτων ή κανονιστικών πλαισίων), θα ήταν λυσιτελής η προώθηση της ομοιόμορφης ερμηνείας των παραπάνω όρων από τις αρμόδιες αρχές, καθώς βέλτιστες πρακτικές θα κάνουν την εμφάνισή τους στην αγορά. Προς τούτο η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει στη διατύπωση συστάσεων κατόπιν διαβούλευσης με την CEBS.

13.

Η ΕΚΤ προτείνει επίσης τη χρήση ομοιόμορφης ορολογίας για την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρεμβαίνουν πριν από την προσφυγή στη χρήση συγκεκριμένων συντελεστών στάθμισης κινδύνου και τεχνικών μέτρησής του. Σαφής διάκριση θα μπορούσε να γίνει μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες θεωρείται ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να προβαίνουν σε κοινοποίηση τυπικής διοικητικής απόφασης στα πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν αιτήματος αυτών, και των περιπτώσεων στις οποίες οι εν λόγω αρχές μπορούν απλά να ελέγχουν την προτεινόμενη τεχνική, χωρίς να χρειάζεται να προβούν στην έκδοση τυπικής απόφασης.

Ρόλος της αρχής που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση

14.

H EKT θεωρεί ότι η ενίσχυση του ρόλου της αρχής που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση (εφεξής «φορέας άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση»), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 129 έως 132 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, αποτελεί πρόοδο, η οποία ωστόσο μπορεί να εγείρει περίπλοκα ζητήματα κατά την μεταφορά και εφαρμογή της προτεινόμενης οδηγίας. Ο συντονιστικός ρόλος στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 129 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών των άρθρων 130 παράγραφος 2 και 132, θα διευκολύνει τις σχέσεις των εποπτικών αρχών μεταξύ τους, αλλά και τις σχέσεις μεταξύ εποπτικών αρχών και τραπεζών, γεγονός που θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα διευκολύνοντας τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και μειώνοντας το συνολικό εποπτικό κόστος. Η ρύθμιση αυτή ανταποκρίνεται δεόντως στο κλιμακούμενο αίτημα των τραπεζικών ομίλων με σημαντική διασυνοριακή δραστηριότητα (9) για μείωση του κόστους με το οποίο βαρύνονται στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των απαιτήσεων που τους επιβάλλουν διαφορετικοί εθνικοί εποπτικοί και ρυθμιστικοί φορείς και που ενίοτε επικαλύπτονται ή δεν εναρμονίζονται πλήρως μεταξύ τους.

15.

Εξάλλου, η ΕΚΤ προσδοκά ότι ο συντονιστικός ρόλος του φορέα άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, σε συνδυασμό και με τη ρητά διατυπωμένη απαίτηση ανταλλαγής πληροφοριών, θα συμβάλει στη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο κρατών μελών. Από τη σκοπιά του φορέα άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, για να εξασφαλιστεί η διεξοδικότητα του ελέγχου και της αξιολόγησης ενός ομίλου συνολικά, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 124, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 71 έως 73 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, ενδείκνυται η συνδυαστική ενισχυμένη συμβολή των εθνικών εποπτικών φορέων στην παροχή πληροφοριών σχετικά με τις τοπικές δραστηριότητες και τους κινδύνους των εντός ΕΕ θυγατρικών του ομίλου. Από τη σκοπιά των εθνικών εποπτικών φορέων, οι πληροφορίες τις οποίες συγκεντρώνει ο φορέας άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση θα μπορούσαν να διευκολύνουν την αξιολόγηση πιθανών χρηματοπιστωτικών προβλημάτων σε άλλες οντότητες ορισμένου ομίλου, τα οποία μπορεί να έχουν αντίκτυπο σε τοπικές θυγατρικές. Επιπλέον, η πρόσβαση των εθνικών εποπτικών φορέων σε πρόσθετες πληροφορίες αναμένεται ότι θα διευκολύνει και την άσκηση των λειτουργιών κεντρικής τραπεζικής στους τομείς της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, των συστημάτων πληρωμών και της νομισματικής πολιτικής.

16.

Το άρθρο 129 παράγραφος 2 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας (σε συνδυασμό με το άρθρο 37 παράγραφος 2 της προτεινόμενης οδηγίας για την κεφαλαιακή επάρκεια) προσφέρει μία ευκαιρία για προώθηση της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης. Θεσπίζει τη νομική βάση για τη χρήση σε επίπεδο ομίλου της μεθόδου IRB, των εξελιγμένων μεθόδων μέτρησης του κινδύνου (Advanced Measurement Approaches, εφεξής «εξελιγμένες μέθοδοι») και της μεθόδου των εσωτερικών υποδειγμάτων (Internal Models Approach) για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς, την οποία συμπληρώνει μία ρύθμιση που διευκολύνει τη διαδικασία έγκρισης σε επίπεδο ομίλου. Αναμένεται ότι με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η σε επίπεδο ομίλου ευθυγράμμιση των πρακτικών διαχείρισης του κινδύνου σε σχέση με τη συμμόρφωση προς τις εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, πράγμα που πρόκειται να βελτιώσει την ενοποίηση των διαρθρωτικών σχημάτων σε επίπεδο ομίλων και, κατ' επέκταση, του τραπεζικού τομέα στο σύνολό του.

17.

Ανεξάρτητα από τα πιθανά ευεργετικά αποτελέσματα του άρθρου 129 παράγραφος 2, ενδέχεται κατά την εφαρμογή του να ανακύψουν περίπλοκα ζητήματα τα οποία είναι ανάγκη να εντοπιστούν εκ των προτέρων και να επιλυθούν ώστε να μεγιστοποιηθεί η ευεργετικότητα των διατάξεών του. Προβλήματα θα μπορούσαν, παραδείγματος χάριν, να ανακύψουν σε περίπτωση εκδήλωσης διαφωνιών μεταξύ των εποπτικών φορέων του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής των θυγατρικών ορισμένου ομίλου που θεωρούνται σημαντικές (10), όσον αφορά την ερμηνεία των απαιτήσεων της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας. Παρόλο που σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 129 παράγραφος 2 ο φορέας άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση απαιτείται να αποφανθεί σχετικά, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των εποπτικών αρχών εντός έξι μηνών, οι διαφωνίες μεταξύ των εποπτικών φορέων του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής χρήζουν αντιμετώπισης, ώστε να μην υπονομεύουν τις αρμοδιότητες των αρμόδιων εθνικών εποπτικών αρχών, οι οποίες πρέπει να βασίζονται στο αποτέλεσμα που έχει σε τοπικό επίπεδο η προσέγγιση που ακολουθείται σε κλίμακα ομίλου και να εξασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού (11).

18.

Τα πιθανά ευεργετικά αποτελέσματα του άρθρου 129 παράγραφος 2 εξαρτώνται και από τον τρόπο με τον οποίο συνεργούν οι αρμοδιότητες επιβολής εποπτικών μέτρων σε τοπικές θυγατρικές εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών εποπτικών φορέων βάσει του δεύτερου πυλώνα του πλαισίου της Βασιλείας II (διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης) και οι αποφάσεις για χορήγηση έγκρισης σε επίπεδο ομίλου. Η ασφάλεια δικαίου είναι απαραίτητη για τα πιστωτικά ιδρύματα που υποβάλλουν σχετικό αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 2. Εν προκειμένω, οι εφαρμοστέες διαδικασίες και ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων χορήγησης έγκρισης σε επίπεδο ομίλου, καθώς και η συνεχής εποπτεία της χρήσης της μεθόδου IRB και των εξελιγμένων μεθόδων σε επίπεδο ομίλου, χρήζουν προσοχής. Η προτεινόμενη τραπεζική οδηγία θα πρέπει, επομένως, να αναφερθεί στις οικείες αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών όσον αφορά την αποκατάσταση ελλείψεων της μεθόδου ενός ομίλου, οι οποίες προκύπτουν μετά τη χορήγηση της σχετικής έγκρισης, καθώς και όσον αφορά την ανάκληση έγκρισης.

19.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα των παραπάνω ζητημάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 129 παράγραφος 2 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, η ΕΚΤ στηρίζει θερμά το έργο που έχει αναλάβει η CEBS για την εφαρμογή του άρθρου 129 στο σύνολό του, είναι δε πεπεισμένη ότι αυτή θα είναι τελικά ομοιόμορφη. Παρόλα αυτά προτείνει να περιληφθεί στην προτεινόμενη τραπεζική οδηγία διάταξη που να απαιτεί αξιολόγηση και, εφόσον είναι αναγκαίο, αναθεώρηση του άρθρου 129 τρία χρόνια μετά τη μεταφορά της οδηγίας, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες εφαρμογής του στην πράξη, καθώς και το κατά πόσο αυτό επιτελεί το σκοπό του.

20.

Εξάλλου, η ΕΚΤ πρόκειται να στηρίξει το έργο της CEBS σε σχέση με το άρθρο 131 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, βάσει του οποίου απαιτείται από τον φορέα άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και από τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές να διαθέτουν έγγραφες ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας. Κατόπιν τούτου η ΕΚΤ στηρίζει το έργο της CEBS προς την κατεύθυνση του σχεδιασμού μίας πρότυπης ρύθμισης συντονισμού και συνεργασίας που θα χρησιμοποιείται από όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Χρονοδιάγραμμα και μεταβατικές διατάξεις

21.

Η ΕΚΤ επιδοκιμάζει τις διατάξεις του κεφαλαίου 1 του τίτλου VII της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εισαγωγής των νέων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αντικατοπτρίζουν το χρονοδιάγραμμα που υιοθετεί το πλαίσιο της Βασιλείας II, αναμένεται να διασφαλίσουν ότι τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα δεν θα περιέλθουν σε δυσμενή θέση έναντι των ανταγωνιστών τους από τρίτες χώρες. Ακόμη, η αναβολή εφαρμογής της οδηγίας θα υπονόμευε σε ορισμένο βαθμό την προετοιμασία στην οποία προέβησαν τα πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ για την τήρηση του αρχικού χρονικού πλαισίου. Κατόπιν αυτών η ΕΚΤ ενθαρρύνει τα κοινοτικά όργανα να διατηρήσουν το χρονοδιάγραμμα που προτείνει η Επιτροπή.

22.

Η ΕΚΤ θεωρεί ακόμη ότι προσοχή θα πρέπει να δοθεί και στη μεγάλη εμβέλεια της μεταρρύθμισης και την αβεβαιότητα που εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά την επίδρασή της στο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ΕΕ (όσο και αν η αβεβαιότητα αυτή μειώθηκε, κατά το δυνατό, με την εκπόνηση μελετών εκτίμησης των ποσοτικών επιπτώσεων). Για το λόγο αυτό η ΕΚΤ εκφράζει την πλήρη στήριξή της σε σχέση με την εισαγωγή, στο άρθρο 152 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, των μεταβατικών διατάξεων που περιορίζουν την επίδραση στις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην πρώτη τριετία από τη μεταφορά της οδηγίας.

23.

Παρόλο που είναι ανάγκη οι εκτιμήσεις όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου να βασίζονται σε ιστορικά στοιχεία, το εύρος των οποίων να καλύπτει διακυμάνσεις των οικονομικών συνθηκών, οι μεταβατικές διατάξεις αναμένεται ότι θα διευκολύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόσουν την πιο σύνθετη μέθοδο IRB, μετριάζοντας προσωρινά ορισμένες απαιτήσεις, που σταδιακά θα γίνονται πιο αυστηρές καθώς θα βελτιώνεται η ικανότητα συλλογής στοιχείων του ιδρύματος. Τούτο αναφέρεται στην υποχρέωσή τους να διαθέτουν ιστορικά στοιχεία πενταετούς τουλάχιστον περιόδου παρατήρησης όσον αφορά την πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης (παράγραφος 66 του τέταρτου μέρους του παραρτήματος VII της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας). Εν προκειμένω το άρθρο 154 παράγραφος 5 της προτεινόμενης οδηγίας θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν μειωμένη απαίτηση συλλογής ιστορικών στοιχείων, ήτοι στοιχείων δύο ετών, σε όσα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αποφασίσει να υιοθετήσουν τη μέθοδο IRB πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2007. Τα ιδρύματα πάντως που υιοθετούν τη μέθοδο IRB μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2007 πρέπει να διαθέτουν στοιχεία τριών ετών έως το τέλος του 2008, τεσσάρων ετών έως το τέλος του 2009 και πέντε ετών έως το τέλος του 2010. Πρακτικά θα τους είναι αδύνατο να διαθέτουν στοιχεία τριών ετών έως το τέλος του 2008, εκτός εάν έχουν ήδη συγκεντρώσει στοιχεία δύο ετών έως το τέλος του 2007. Κατόπιν αυτών, η ΕΚΤ κρίνει επιθυμητή την τροποποίηση της παραπάνω διάταξης κατά τρόπο που να καθιστά και πρακτικά εφικτή την αναγνώριση της χρήσης της μεθόδου IRB και στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η ΕΚΤ επιδοκιμάζει, από την άποψη αυτή, τις αλλαγές στο άρθρο 154 παράγραφοι 5 και 6, οι οποίες διατυπώνονται στη γενική προσέγγιση του Συμβουλίου και συνιστούν μία ρεαλιστική λύση.

Παρακολούθηση της διαρθρωτικής επίδρασης του νέου πλαισίου, καθώς και τυχόν επίδρασής του που επιτείνει τις κυκλικές διακυμάνσεις

24.

Η συνολική διαρθρωτική επίδραση των προτεινόμενων οδηγιών αποτελεί ζήτημα που εγείρει ανησυχία απορρέουσα, μεταξύ άλλων, από την πρόκληση που συνιστά η προσπάθεια συνδυασμού της ουδετερότητας των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας με τις ολοένα και πιο σύνθετες προσεγγίσεις. Η ΕΚΤ στηρίζει πλήρως τη συνολική κάλυψη των εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων που προβλέπονται στις προτεινόμενες οδηγίες και σημειώνει ότι το πόρισμα μελέτης εκτίμησης των ποσοτικών επιπτώσεων (QIS3) (12) που αφορούσε τα κράτη μέλη παρείχε μία συνολικά θετική αξιολόγηση όσον αφορά την επίδραση στα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ, στις επιχειρήσεις επενδύσεων της ΕΕ και στο δανεισμό σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (οι οποίες, απ' ό,τι φαίνεται, δεν πρόκειται να περιέλθουν σε δυσμενή θέση συνεπεία της εφαρμογής των προτεινόμενων οδηγιών), καθώς επίσης και όσον αφορά τη διαφύλαξη ίσων όρων ανταγωνισμού εντός της ΕΕ έναντι ανταγωνιστών από τρίτες χώρες. Εξάλλου, η ΕΚΤ επισημαίνει την συνολικά θετική αξιολόγηση που διατυπώνεται σε έκθεση για τις χρηματοοικονομικές και μακροοικονομικές επιπτώσεις των αναθεωρημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων (13), η οποία εκπονήθηκε υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πάντως, μία εκ των προτέρων αξιολόγηση της ποσοτικής επίδρασης των προτεινόμενων οδηγιών δεν είναι δυνατό να συμπεριλάβει τη δυναμική διάσταση των αποτελεσμάτων τους, δεδομένου ότι η συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να μεταβληθεί λόγω των κινήτρων που παρέχουν οι διαφορετικοί συντελεστές στάθμισης του κινδύνου με βάση τις αναθεωρημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, σε αντιπαραβολή προς τις ισχύουσες. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ στηρίζει την προοπτική της τακτικής, εκ των υστέρων παρακολούθησης, η οποία αναμένεται ότι θα συμπεριλάβει και τις διαρθρωτικές επιπτώσεις και την κατανομή των κινδύνων.

25.

Πέραν της γενικής επίδρασης των προτεινόμενων οδηγιών, παρακολούθηση ενδέχεται να απαιτηθεί στο μέλλον και σε σχέση με ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά τους. Εν είδει παραδείγματος η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η προνομιακή μεταχείριση των δανείων που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων βάσει της τυποποιημένης μεθόδου και της βασικής μεθόδου IRB (14) παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ. Η ΕΚΤ επιθυμεί να τονίσει ότι η επίδραση μεταξύ του παραπάνω δανεισμού και των τιμών των εμπορικών ακινήτων θα πρέπει, πέραν της συνετής αποτίμησης των εξασφαλίσεων εκ μέρους των τραπεζών, να υπόκειται και σε στενή παρακολούθηση από μία μακροπροληπτική σκοπιά. Η ΕΚΤ προτίθεται να συμβάλει σε αυτή τη διαδικασία παρακολούθησης.

26.

Όσον αφορά την επίδραση των προτεινόμενων οδηγιών, η οποία πιθανόν να επιτείνει τις κυκλικές διακυμάνσεις (ήτοι το ενδεχόμενο αύξησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων στη διάρκεια ύφεσης και μείωσής τους στη διάρκεια οικονομικής ανάκαμψης, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των κυκλικών διακυμάνσεων), η ΕΚΤ αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της αντιμετώπισης του ζητήματος και τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεσθεί προς την κατεύθυνση της μείωσης των σχετικών ανησυχιών μέσω της προσαρμογής των προτεινόμενων οδηγιών με σκοπό τον περιορισμό των επιδράσεων που πιθανόν να επιτείνουν τις κυκλικές διακυμάνσεις. Πράγματι, οι εποπτικές αρχές της ΕΕ έχουν κοινό ενδιαφέρον στην εξεύρεση κατάλληλων τρόπων μείωσης του κινδύνου περαιτέρω επίτασης των κυκλικών διακυμάνσεων, δεδομένου ότι οι μακροοικονομικές συνθήκες, ιδίως στη ζώνη του ευρώ, υφίστανται σταδιακά ολοένα και στενότερη αλληλεπίδραση. Μία κοινή προσέγγιση όσον αφορά την αντιμετώπιση της επίτασης των κυκλικών διακυμάνσεων αναμένεται, εξάλλου, ότι θα προαγάγει την ισότητα των όρων ανταγωνισμού και τη διαφάνεια στην ενιαία αγορά. Πάντως, η ΕΚΤ εξακολουθεί να θεωρεί αναγκαία την παρακολούθηση από την Επιτροπή και τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

27.

Κατόπιν τούτου η ΕΚΤ στηρίζει την πρόταση για περιοδική παρακολούθηση από την Επιτροπή τού κατά πόσο η προτεινόμενη τραπεζική οδηγία ασκεί σημαντική επίδραση στον οικονομικό κύκλο, κατά τους όρους του άρθρου 156. Εξάλλου, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το προνόμιο της υιοθέτησης προτάσεων για οποιαδήποτε τροποποίηση της αναδιατυπωμένης κωδικοποιημένης τραπεζικής οδηγίας έχει η Επιτροπή και ότι αυτό ισχύει και για τα τυχόν νομοθετικά διορθωτικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 156. Από μία μακροπροληπτική σκοπιά, πάντως, είναι ιδιαίτερης σημασίας τα διορθωτικά αυτά μέτρα να έχουν συμμετρική φύση και οι κανόνες για τα ίδια κεφάλαια να αλλάζουν μόνον όταν η προσαρμογή είναι για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας διατηρήσιμη καθ' όλη τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου. Η ΕΚΤ προτείνει να διευκρινιστεί η ανάγκη αυτή στην αιτιολογική σκέψη 59 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ορισμός κεντρικών τραπεζών

28.

Η ΕΚΤ θεωρεί αναγκαία την αποσαφήνιση του καθεστώτος που διέπει την ίδια όσον αφορά την εξαίρεση των κεντρικών τραπεζών από το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας. Η πρώτη περίπτωση του άρθρου 2 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, ενώ ο ορισμός των κεντρικών τραπεζών στο άρθρο 4 παράγραφος 23 (σε αντιπαραβολή προς τον ορισμό των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών) συμπεριλαμβάνει σε αυτές την ΕΚΤ, εκτός εάν άλλως ορίζεται. Η ΕΚΤ προτείνει τροποποίηση του άρθρου 2 με σκοπό να προβλέπεται ρητά ότι η εξαίρεση έχει εφαρμογή και στην ΕΚΤ.

Ενοποίηση σε μεμονωμένη βάση

29.

Το άρθρο 70 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να επιτρέπουν κατά περίπτωση και υπό όρους σε μητρικά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε ορισμένο κράτος μέλος να ενσωματώνουν στους υπολογισμούς του άρθρου 68 παράγραφος 1 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας θυγατρικές εγκατεστημένες εντός της ΕΕ. Η ρύθμιση αυτή αναφέρεται ως ενοποίηση σε μεμονωμένη βάση («solo consolidation»).

30.

Η ΕΚΤ συνιστά αναθεώρηση των όρων υπό τους οποίους είναι δυνατή η εφαρμογή της ενοποίησης σε μεμονωμένη βάση (15). Ο ένας από τους όρους αυτούς καθορίζεται στο άρθρο 69 παράγραφος 1 στοιχείο α) της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο δεν πρέπει να υπάρχουν εμπόδια στη μεταφορά ιδίων κεφαλαίων από τη μητρική προς τη θυγατρική επιχείρηση. Κατά την άποψη της ΕΚΤ η επιβολή ενός τέτοιου όρου στη μητρική επιχείρηση είναι απρόσφορη στο πλαίσιο των όρων εφαρμογής της ενοποίησης σε μεμονωμένη βάση. Από την άποψη αυτή, η ΕΚΤ επιδοκιμάζει σθεναρά το γεγονός ότι οι αλλαγές στο άρθρο 70 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, οι οποίες διατυπώνονται στη γενική προσέγγιση του Συμβουλίου, θα επιβάλουν όρους όσον αφορά τη μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων από τη θυγατρική στη μητρική επιχείρηση, ενώ θα καταργήσουν τον όρο που απαγορεύει την ύπαρξη εμποδίων στη μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων από τη μητρική προς τη θυγατρική επιχείρηση. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι η ενοποίηση σε μεμονωμένη βάση αναμένεται ότι θα επεκταθεί σε θυγατρικές εγκατεστημένες σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο της μητρικής επιχείρησης. Πρακτικά αυτό συνεπάγεται ότι για τους σκοπούς της κεφαλαιακής επάρκειας η χρηματοοικονομική θέση ορισμένης θυγατρικής θα αντιμετωπίζεται σαν να αποτελεί μέρος της χρηματοοικονομικής θέσης της μητρικής επιχείρησης. Ο εποπτικός φορέας που ασκεί εποπτεία στη μητρική επιχείρηση πρέπει, επομένως, να έχει πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού και των ίδιων κεφαλαίων της θυγατρικής. Η ΕΚΤ προτείνει την προσθήκη ενός ακόμη κριτηρίου, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο εποπτικός φορέας που ασκεί εποπτεία στη μητρική επιχείρηση μπορεί να επαληθεύσει με αποτελεσματικό τρόπο παρόμοιες πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση θυγατρικών εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος. Ως ζήτημα αρχής, η ΕΚΤ στηρίζει πλήρως τη διαφάνεια στην εφαρμογή του άρθρου 70 της οδηγίας και επιδοκιμάζει τις σχετικές διατάξεις που περιέχονται στη γενική προσέγγιση του Συμβουλίου.

31.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το άρθρο 70 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας δεν θέτει εν αμφιβόλω την εφαρμογή ξεχωριστών κεφαλαιακών απαιτήσεων σε θυγατρικές εγκατεστημένες στην ΕΕ, που ενσωματώνονται στις επιμέρους κεφαλαιακές απαιτήσεις του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος. Θα ήταν χρήσιμο να αποσαφηνιστεί ότι το άρθρο 70 δεν θίγει τις απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 68 στις ενδιαφερόμενες θυγατρικές.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις όσον αφορά το διατραπεζικό δανεισμό εντός ομίλων

32.

Το άρθρο 80 παράγραφος 7 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας επιτρέπει υπό όρους στις αρμόδιες αρχές να εξαιρούν από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο (16) τα δάνεια που ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα χορηγεί στη μητρική ή τη θυγατρική του ή προς άλλες θυγατρικές της ίδιας μητρικής επιχείρησης. Η ΕΚΤ τονίζει ότι κάθε έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο θα πρέπει να υπόκειται στις κατάλληλες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Οι όροι υπό τους οποίους εφαρμόζεται η εξαίρεση βάσει του άρθρου 80 παράγραφος 7 δεν εξαλείφουν τον πιστωτικό κίνδυνο στις οικείες δανειοδοτικές συναλλαγές, δεδομένου π.χ. ότι ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα ενδέχεται να μην εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι κάποιου άλλου πιστωτικού ιδρύματος ελεγχόμενου από την ίδια μητρική επιχείρηση. Επιπλέον, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το άρθρο 80 παράγραφος 7 θα έχει πρωτίστως εφαρμογή στο διατραπεζικό δανεισμό, όπου οι κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι ουσιώδεις για τον περιορισμό των συστημικών κινδύνων. Επίσης η ΕΚΤ παρατηρεί ότι μια τέτοια εξαίρεση δεν προβλέπεται από το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ (17) και θα μπορούσε, σε ορισμένα τραπεζικά συστήματα, να επηρεάσει την ισότητα των όρων ανταγωνισμού σε εθνικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, η ΕΚΤ συνιστά να εξακολουθήσει η μορφή αυτή δανειοδότησης να υπόκειται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας

33.

Σε ό,τι αφορά την αναγνώριση των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας («External Credit Assessment Institutions», εφεξής «ECAI»), η ΕΚΤ επιθυμεί να εγείρει τα ακόλουθα τρία ζητήματα.

34.

Κατά πρώτον, η ΕΚΤ θεωρεί ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω εξειδίκευσης της προϋπόθεσης της ανεξαρτησίας που προβλέπεται στο δεύτερο μέρος, τμήμα 1.2 του παραρτήματος VI της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας. Στη διαδικασία αξιολόγησης οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες, όπως είναι το ιδιοκτησιακό και οργανωτικό καθεστώς του εκάστοτε ECAI, οι οικονομικοί του πόροι, το προσωπικό και η πείρα του, καθώς και η εταιρική του διακυβέρνηση. Κατά την άποψη της ΕΚΤ οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει ακόμη να ελέγχουν εάν οι ECAI διαθέτουν αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες εντοπισμού, αποσόβησης και διαχείρισης πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αποτροπή τυχόν ακούσιας μετάδοσης, δημοσιοποίησης ή κατάχρησης εμπιστευτικών πληροφοριών. Τα ζητήματα αυτά αναγνωρίζονται ευρέως ως καίρια ζητήματα πολιτικής και στη σχετική δήλωση αρχών του Διεθνούς Οργανισμού Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (International Organization of Securities Commissions, εφεξής «IOSCO») της 25ης Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με τη δραστηριότητα των οργανισμών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (18).

35.

Κατά δεύτερον, η ΕΚΤ επιθυμεί να τονίσει την ανάγκη για μια συνετή και δίκαιη προσέγγιση της αξιολόγησης της αξιοπιστίας και αποδοχής στην αγορά των ECAI εκ μέρους των εποπτικών φορέων. Είναι ιδίως σημαντικό, οι αρμόδιες αρχές να μην δημιουργούν κατά την αξιολόγηση υποψήφιων ECAI φραγμούς στην είσοδο νέων παραγόντων της αγοράς καθιστώντας δυσανάλογα επαχθή την πλήρωση των κριτηρίων που προβλέπονται στο δεύτερο μέρος, τμήμα 2.1 του παραρτήματος VI της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας (μερίδιο αγοράς, έσοδα και οικονομικοί πόροι, επιπτώσεις στην τιμολόγηση). Αντ' αυτού, οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εστιάζουν δεόντως την εκτίμησή τους στo εύρωστο και υγιές της μεθόδου αξιολόγησης. Οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει, επομένως, να καταστούν αντικείμενο περαιτέρω επεξεργασίας, έτσι ώστε να προβλεφθεί μία επαρκώς διαφοροποιούμενη διαδικασία αξιολόγησης. Εν προκειμένω η ΕΚΤ στηρίζει την προοπτική της αναδιατύπωσης του τμήματος αυτού ακολούθως προς το πλαίσιο της Βασιλείας II, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η αξιοπιστία προέρχεται τόσο από την αποδοχή στην αγορά όσο και από την εφαρμογή υγιούς μεθόδου.

36.

Τρίτον, η ΕΚΤ τονίζει την ανάγκη πρόσφορης εποπτικής σύγκλισης και συνεργασίας στην αναγνώριση των ECAI. Ο υψηλός βαθμός συνοχής μεταξύ των πρακτικών που ακολουθούν τα κράτη μέλη, εκτός του ότι θα καταστεί απαραίτητος προκειμένου να διασφαλιστεί το συγκρίσιμο των εξωτερικών αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας και η ισότητα των όρων ανταγωνισμού για τα πιστωτικά ιδρύματα που καταφεύγουν στις εν λόγω αξιολογήσεις δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο, θα συμβάλει και στη μείωση του κινδύνου από την επιλογή του ευνοϊκότερου ρυθμιστικού καθεστώτος. Εξάλλου, η εποπτική συνεργασία θα είναι κρίσιμη για τη μείωση του ρυθμιστικού κόστους σε σχέση με τους ECAI που επιδιώκουν αναγνώριση σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Επί του παρόντος τα άρθρα 81 παράγραφος 3, 82 παράγραφος 2 και 97 παράγραφος 3 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας προβλέπουν την δυνατότητα αμοιβαίας αναγνώρισης αποκλειστικά βάσει διακριτικής ευχέρειας. Ευθυγραμμιζόμενη με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η αμοιβαία αναγνώριση θα πρέπει να αποτελέσει τη γενική αρχή για τους ECAI εντός της ΕΕ. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να αποκλείσει τη δυνατότητα ορισμένου εποπτικού φορέα να αποφασίσει επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων επιλεξιμότητας προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της οικείας εθνικής αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν αναπαράγουν ισοδύναμους όρους που ήδη πληρούνται στο κράτος μέλος προέλευσης. Η ΕΚΤ επιδοκιμάζει το έγγραφο διαβούλευσης της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (CESR) σχετικά με τις δυνατές ρυθμιστικές προσεγγίσεις για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (19). Εξάλλου, στηρίζει θερμά το έργο της εναρμόνισης των κριτηρίων αναγνώρισης των ECAI που επιτελεί σήμερα η CEBS. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η διαδικασία προσδιορισμού της αντιστοιχίας των αξιολογήσεων (που στο παράρτημα 2 του πλαισίου της Βασιλείας II αναφέρεται ως «Μapping Process») κατά την οποία, μεταξύ άλλων, οι εθνικές αρχές προσδιορίζουν την αντιστοιχία των αξιολογήσεων του πιστωτικού κινδύνου με τους υπάρχοντες συντελεστές στάθμισης κινδύνου έχει, πράγματι, μεγάλη σημασία και ότι η CEBS θα πρέπει, κατόπιν τούτων, να ενθαρρύνει τη σύγκλιση στο εν λόγω πεδίο.

Μόνιμη μερική χρήση για ορισμένα ανοίγματα

37.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ, η προτεινόμενη τραπεζική οδηγία επιτρέπει τη μόνιμη μερική χρήση της μεθόδου IRB για σημαντικά ανοίγματα και σε καίριας σημασίας επιχειρηματικές μονάδες, εφόσον συντρέχουν οι περιστάσεις που παρατίθενται στο άρθρο 89 παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και δ) έως ζ) της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι ο περιορισμός της μόνιμης μερικής χρήσης εδράζεται στη λογική της αποτροπής της εκ μέρους των τραπεζών μόνιμης μεταχείρισης των ανοιγμάτων υψηλού κινδύνου με βάση την τυποποιημένη μέθοδο, τη στιγμή που για χαρτοφυλάκια χαμηλού κινδύνου αυτές χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις παραμέτρων του κινδύνου, ήτοι της επιλογής της ευνοϊκότερης κατά περίπτωση μεθόδου.

38.

Η ΕΚΤ στηρίζει την παροχή της δυνατότητας μόνιμης μερικής χρήσης στα μικρά πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου για τα ανοίγματά τους προς κεντρικές κυβερνήσεις, προς πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, δεδομένου ότι η εφαρμογή ίδιων εκτιμήσεων στις περιπτώσεις αυτές θα καθίστατο υπερβολικά επαχθής, αποκλείοντάς τα δυνητικά από την εφαρμογή της μεθόδου IRB. Η θέση των μικρών πιστωτικών ιδρυμάτων ορθά αντιμετωπίζεται στην προτεινόμενη στη γενική προσέγγιση του Συμβουλίου νέα αιτιολογική σκέψη 35Α. Η ΕΚΤ συνιστά στην Επιτροπή να επανεξετάσει, τρία έτη μετά τη μεταφορά της οδηγίας, εάν η εφαρμογή του άρθρου 89 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας υπήρξε αποτελεσματική στην επίτευξη του σκοπού του.

Ομοιόμορφη αντιμετώπιση των πιστωτικών ορίων στο πλαίσιο της μεθόδου IRB και της τυποποιημένης μεθόδου

39.

Μεταξύ της τυποποιημένης μεθόδου και της βασικής μεθόδου IRB παρατηρείται απόκλιση όσον αφορά την αντιμετώπιση των πιστωτικών ορίων από άποψη κεφαλαιακής επάρκειας. Η ΕΚΤ θεωρεί την απόκλιση αυτή μη σκόπιμη, ικανή ωστόσο, εάν δεν αντιμετωπιστεί, να οδηγήσει στη δημιουργία —στο πλαίσιο της βασικής μεθόδου IRB— κεφαλαιακών απαιτήσεων σε σχέση με ορισμένες ασφάλειες που μειώνουν τους κινδύνους και προστατεύουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος διασφαλίζοντας την ολοκλήρωση του διακανονισμού σε ορισμένα συστήματα πληρωμών. Για το λόγο αυτό, η ΕΚΤ συστήνει την αναδιατύπωση της παραγράφου 1.11 στοιχείο α) του τρίτου μέρους του παραρτήματος VII, προς εναρμόνισή της με την αντίστοιχη διάταξη που έχει εφαρμογή στην τυποποιημένη μέθοδο, κατά τρόπο που αυτή να προβλέπει ότι για τα χωρίς δέσμευση πιστωτικά όρια, τα οποία μπορούν οποτεδήποτε να ακυρωθούν άνευ όρων και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση από το οικείο ίδρυμα, ή για τα οποία προβλέπεται αυτόματη ακύρωση σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειζόμενου, ισχύει συντελεστής μετατροπής 0 %.

Διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης

40.

Η ΕΚΤ τονίζει τη σημασία της μεταχείρισης του δεύτερου πυλώνα του πλαισίου της Βασιλείας II ως εξίσου σημαντικού με τους άλλους δύο, ήτοι με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και την πειθαρχία της αγοράς. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι από την πολύ γενική διατύπωση των άρθρων 123 και 124 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, η οποία αντικατοπτρίζει το δεύτερο πυλώνα, ενδέχεται να συναχθεί εσφαλμένα ότι οι τρεις πυλώνες δεν είναι ισοδύναμης σημασίας.

41.

Κατά την άποψη της ΕΚΤ, καθώς στην προτεινόμενη τραπεζική οδηγία δεν υπάρχει ορισμός της έννοιας του εσωτερικού κεφαλαίου («internal capital», κατά τους όρους του άρθρου 123 της οδηγίας) η αντίληψη των εποπτικών φορέων και των πιστωτικών ιδρυμάτων για την έννοια του εσωτερικού κεφαλαίου θα πρέπει να συγκλίνει καθώς εξελίσσεται η πρακτική του κλάδου. Η ΕΚΤ κρίνει επιθυμητό να καθοριστούν κατευθύνσεις αναφορικά με τις ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβαίνουν τα πιστωτικά ιδρύματα για την πλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 123. Η ΕΚΤ, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η παροχή τέτοιου είδους κατευθύνσεων είναι δυνατή μόνο με την πάροδο του χρόνου και ακολούθως προς τις εξελισσόμενες πρακτικές του κλάδου και την πείρα που αποκτούν οι εθνικοί εποπτικοί φορείς, δεν επιμένει σε λεπτομερέστερο ορισμό του εσωτερικού κεφαλαίου στην παρούσα φάση.

42.

Σε ό,τι αφορά τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας («capital buffers») χρήζει ιδιαίτερης προσοχής η δήλωση της BCBS τον Ιούλιο του 2002, στην οποία αναγνωρίζεται ρητά η σημασία των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας αναφορικά με πιθανές ανησυχίες για επίταση των κυκλικών διακυμάνσεων (20). Προς το παρόν η προτεινόμενη τραπεζική οδηγία δεν αναφέρεται στο θέμα αυτό ενώ η ΕΚΤ προτείνει την εισαγωγή σχετικής αναφοράς σε κάποια αιτιολογική σκέψη της, όπου να σημειώνεται ότι οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να καλούν τις τράπεζες να λειτουργούν με κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, ώστε να είναι σε θέση να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις όσον αφορά τα ελάχιστα επίπεδα κεφαλαίου, ακόμη και υπό συνθήκες πίεσης.

43.

Τέλος η ΕΚΤ παρατηρεί ότι σήμερα ορισμένα κράτη μέλη καθορίζουν, υπό ειδικές περιστάσεις, ελάχιστο συντελεστή κεφαλαιακής επάρκειας άνω του ορίου του 8 % που προβλέπει το άρθρο 75 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας. Μία αυτόματη εφαρμογή υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ορισμένες κατηγορίες ιδρυμάτων κρίνεται ανεπιθύμητη, διότι η ύπαρξη αποκλινόντων ελάχιστων συντελεστών κεφαλαιακής επάρκειας θέτει σε κίνδυνο την ισότητα των όρων ανταγωνισμού εντός της ΕΕ και παρέχει κίνητρα για την αναδιάρθρωση των ομίλων με σκοπό το εποπτικό αρμπιτράζ μεταξύ περισσότερων κεφαλαιακών καθεστώτων.

Συνεργασία σε κατάσταση ανάγκης

44.

Η ΕΚΤ επιδοκιμάζει το άρθρο 130 παράγραφος 1 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, ένα άρθρο ιδιαίτερα σημαντικό στο βαθμό που θεσπίζει την υποχρέωση του φορέα άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση να γνωστοποιεί στις αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 49 στοιχείο α) και στο άρθρο 50 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας πότε υπάρχει κατάσταση ανάγκης που θα μπορούσε ενδεχομένως να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

45.

Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι το άρθρο 130 παράγραφος 1 έχει εφαρμογή τόσο στην εθνική όσο και στην κοινοτική διάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για το λόγο αυτόν η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι πληροφορίες πρέπει να μεταδίδονται στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 49 στοιχείο α) σε εθνικό ή διασυνοριακό επίπεδο. Αυτό είναι σημαντικό διότι η συντελούμενη πρόοδος στο πεδίο της ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των υποδομών της αγοράς στην ΕΕ μπορεί, παράλληλα με τη ρευστότητα και αποτελεσματικότητα των εν λόγω αγορών, να αυξήσει και τις πιθανότητες εκδήλωσης συστημικών διαταραχών με επιπτώσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη και, ενδεχομένως, και τον κίνδυνο διασυνοριακής μετάδοσής τους στον τραπεζικό τομέα της ΕΕ. Εν προκειμένω η ΕΚΤ επιδοκιμάζει το γεγονός ότι το άρθρο 130 παράγραφος 1 συνάδει με σύσταση που περιέχεται σε έκθεση της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής αναφορικά με τη διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων (21), θεσπίζοντας υποχρέωση έγκαιρης ενημέρωσης των εν λόγω αρχών σε περίπτωση εκδήλωσης κρίσης. Προκειμένου να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 130 παράγραφος 1, η ΕΚΤ θα συνιστούσε να οριστεί ότι η υποχρέωση κινητοποίησης των αρχών του άρθρου 49 στοιχείο α) αφορά αρχές εντός της ΕΕ.

46.

Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται, εξάλλου, ότι η αναφορά του άρθρου 130 παράγραφος 1 στις αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 50 (22) αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την κατά το δυνατό αμεσότερη κινητοποίηση των υπεύθυνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μελών των κυβερνήσεων των κρατών μελών κατά την εκδήλωση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Η ΕΚΤ προτείνει αποσαφήνιση του σημείου αυτού με την αντικατάσταση της αναφοράς στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 50 από μία ρητή αναφορά σε αρμόδια μέλη των κυβερνήσεων («competent government members»), διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν την απουσία οποιουδήποτε εμποδίου στη μετάδοση των εμπιστευτικών πληροφοριών που απαιτεί η διαχείριση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας (δηλ. όταν αυτές οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης επηρεάζουν τις πολιτικής φύσης αρμοδιότητές τους).

47.

Συν τοις άλλοις η ΕΚΤ στηρίζει θερμά τη διατύπωση του άρθρου 130 παράγραφος 1 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, διότι αφήνει στις αρχές που εμπλέκονται σε εθνικό αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο τα κατάλληλα περιθώρια καθορισμού ευέλικτων μηχανισμών που απαιτούνται στο πλαίσιο της διαχείρισης κρίσεων. Εν προκειμένω η ΕΚΤ επιθυμεί να επιστήσει την προσοχή στους μηχανισμούς που ήδη εφαρμόζονται μεταξύ κεντρικών τραπεζών και φορέων άσκησης εποπτείας και που καθορίζουν ειδικότερα τις αρχές και τις διαδικασίες επικοινωνίας και συνεργασίας σε καταστάσεις εκδήλωσης χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Ιδίως στο μνημόνιο συνεννόησης επί των υψηλού επιπέδου αρχών συνεργασίας μεταξύ των φορέων άσκησης τραπεζικής εποπτείας και των κεντρικών τραπεζών της ΕΕ σε καταστάσεις διαχείρισης κρίσεων (εφεξής «μνημόνιο συνεννόησης») προβλέπονται αρχές και διαδικασίες ειδικά για τον εντοπισμό των αρχών που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση κρίσεων, τις απαιτούμενες ροές πληροφοριών μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων αρχών και τους πρακτικούς όρους ανταλλαγής πληροφοριών σε διασυνοριακό επίπεδο. Το μνημόνιο συνεννόησης προβλέπει επίσης τη δημιουργία υλικοτεχνικής υποδομής προς στήριξη της ενισχυμένης διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των αρχών (23).

48.

Εξάλλου, η ΕΚΤ παρατηρεί ότι έχουν ήδη δρομολογηθεί ορισμένες πρωτοβουλίες για την περαιτέρω επεξεργασία των ρυθμίσεων για τη διαχείριση κρίσεων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 130 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας. Ιδίως η επιτροπή τραπεζικής εποπτείας (Banking Supervision Committee) του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και η CEBS έχουν συγκροτήσει μία κοινή ομάδα δράσης για τη διαχείριση κρίσεων (Joint Task Force on Crisis Management), η οποία θα συνδράμει στο σχεδιασμό νέων πρακτικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση κρίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ ενθαρρύνει τη συνέχιση των εργασιών για την ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών συνεργασίας. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι η ομαλή συνέργεια μεταξύ των εποπτικών λειτουργιών και των λειτουργιών κεντρικής τραπεζικής θα διευκολύνει την έγκαιρη αξιολόγηση της συστημικής επίδρασης μίας κρίσης και θα συμβάλει στην αποτελεσματική διαχείριση των κρίσεων τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο.

Συνέπεια με το πλαίσιο της Βασιλείας II όσον αφορά το λειτουργικό κίνδυνο

49.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι οι σχετικές με το λειτουργικό κίνδυνο διατάξεις της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας αποκλίνουν από το πλαίσιο της Βασιλείας II σε βαθμό που μπορεί να υπονομευθεί η ισότητα των όρων ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου η ΕΚΤ συνιστά την αναθεώρηση των ακόλουθων στοιχείων της προτεινόμενης οδηγίας.

50.

Πρώτον, o κατάλληλος δείκτης κατά τα προβλεπόμενα στο πρώτο και δεύτερο μέρος του παραρτήματος X της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, ο οποίος υπολογίζεται με βάση τις έξι τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο μέσον και στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης και την αποδοχή εκτιμήσεων στην περίπτωση έλλειψης ελεγμένων στοιχείων, δεν συνάδει με το πλαίσιο της Βασιλείας II, το οποίο προβλέπει τη χρησιμοποίηση ετήσιων παρατηρήσεων. Η ΕΚΤ σημειώνει με ικανοποίηση το γεγονός ότι οι αλλαγές στην παράγραφο 3 του πρώτου μέρους και στην παράγραφο 5 του δεύτερου μέρους του παραρτήματος Χ της οδηγίας, οι οποίες διατυπώνονται στη γενική προσέγγιση του Συμβουλίου, πρόκειται να ευθυγραμμίσουν τις διατάξεις της οδηγίας με το πλαίσιο της Βασιλείας II στο θέμα αυτό.

51.

Δεύτερον, ο προτεινόμενος υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων δυνάμει της τυποποιημένης μεθόδου περιάγει τα πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ σε δυσμενή θέση έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών βάσει του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ. Επιπροσθέτως, η εν λόγω μέθοδος ενδέχεται να παρεμποδίσει την επίτευξη του σκοπού ο οποίος συνίσταται στην ενθάρρυνση των τραπεζών να κινηθούν από τη μέθοδο του βασικού δείκτη στην τυποποιημένη μέθοδο. Tο πλαίσιο της Βασιλείας II επιτρέπει τη χρήση των αρνητικών μικτών εσόδων ορισμένων τομέων επιχειρηματικής δραστηριότητας («business lines») για το μερικό συμψηφισμό θετικών μικτών εσόδων που προέρχονται από άλλους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας εντός κάθε έτους, και με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνει συμφωνία μεταξύ της μεθόδου του βασικού δείκτη σύμφωνα με την οποία ο συμψηφισμός μεταξύ τομέων επιχειρηματικής δραστηριότητας κάθε έτος είναι αυτονόητος. Παρόλο που η ΕΚΤ σημειώνει ότι στην πραγματικότητα η επιλεχθείσα στην προτεινόμενη οδηγία μέθοδος είναι πιο συνετή, θα επιδοκίμαζε, ωστόσο, την ευθυγράμμισή της με το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ.

52.

Τρίτον, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο τέταρτο μέρος του παραρτήματος X της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας αποκλίνουν από το πλαίσιο της Βασιλείας II κατά το ότι κατ' αρχήν επιτρέπουν απεριόριστα τη μόνιμη μερική χρήση εξελιγμένων μεθόδων. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι στο πλαίσιο της Βασιλείας II οι περιορισμοί στην έκταση και τη διάρκεια της μόνιμης μερικής χρήσης των εξελιγμένων μεθόδων θεωρήθηκαν κρίσιμοι για την αποτροπή ενδεχόμενου εποπτικού αρμπιτράζ και πιθανών δυσμενών επιδράσεων στην ισότητα των όρων ανταγωνισμού. Η ΕΚΤ συμμερίζεται τις ανησυχίες της ΒCBS και συστήνει —ως γενικό κανόνα και όχι απλά κατά περίπτωση— τη θέσπιση ορίων στη μερική χρήση των εξελιγμένων μεθόδων.

53.

Τέλος, οι μεταβατικές διατάξεις που ενσωματώνονται στο άρθρο 155 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας προβλέπουν την εφαρμογή ενός σχετικού δείκτη 15 % στον τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας της διαπραγμάτευσης και πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων («trading and sales») μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012, στην περίπτωση που η συγκεκριμένη επιχειρηματική λειτουργία αντιπροσωπεύει κατ' ελάχιστον 50 % του συνόλου των σχετικών δεικτών. Αυτό αποτελεί ανεπιθύμητη απόκλιση από το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ, από το οποίο απουσιάζει παρόμοια μεταβατική διάταξη.

Ο νομικός κίνδυνος ως μέρος του λειτουργικού κινδύνου

54.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι το άρθρο 4 παράγραφος 22 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας εισάγει την έννοια του νομικού κινδύνου ως ενός στοιχείου της ευρύτερης έννοιας του λειτουργικού κινδύνου. Η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι ο νομικός κίνδυνος αποτελεί μία σημαντική κατηγορία κινδύνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, αλλά και ότι η έννοια του νομικού κινδύνου δεν ορίζεται περαιτέρω στην προτεινόμενη τραπεζική οδηγία και θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να δημιουργήσει ένα πεδίο αβεβαιότητας και αποκλίσεων κατά τη μεταφορά και εφαρμογή της. Εν προκειμένω η ΕΚΤ πιστεύει ότι θα ήταν χρήσιμη η εισαγωγή σε επίπεδο ΕΕ της ακριβέστερης διατύπωσης του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ, η οποία ορίζει ειδικότερα ότι ο λειτουργικός κίνδυνος περιλαμβάνει το νομικό κίνδυνο, αλλά όχι τον στρατηγικό κίνδυνο και τον κίνδυνο φήμης (παράγραφος 644 του πλαισίου της Βασιλείας II). Η υποσημείωση της οικείας παραγράφου του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ προβλέπει ότι ο νομικός κίνδυνος περιλαμβάνει, ενδεικτικά, τον κίνδυνο από την πιθανότητα επιβολής προστίμων, κυρώσεων ή αποζημιώσεων, που απορρέουν από πράξεις άσκησης εποπτείας, καθώς και ιδιωτικούς διακανονισμούς. Θα ήταν χρήσιμο εάν παρόμοιο κείμενο μπορούσε να αναπαραχθεί σε αιτιολογική σκέψη της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας.

55.

Ένας γενικός ορισμός του νομικού κινδύνου θα διευκόλυνε την ορθή αξιολόγηση και διαχείριση του κινδύνου, διασφαλίζοντας μία ομοιόμορφη προσέγγιση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ. Εξάλλου, θα άξιζε να εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο θα έπρεπε να συνυπολογίζεται το εγγενώς απρόβλεπτο των νομικών κινδύνων και το γεγονός ότι αυτοί γενικά δεν ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο. Επιπλέον, η διαχείριση του νομικού κινδύνου θα έπρεπε να συνάδει με τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου συνολικά. Κατόπιν των παραπάνω η ΕΚΤ προτείνει τη συνέχιση του έργου της CEBS προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης του ορισμού του νομικού κινδύνου.

56.

Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι οι απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου για τις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου που παρατίθενται στα παραρτήματα VII έως IX της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώνουν τους νομικούς κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση των εν λόγω τεχνικών. Αυτό οφείλεται στο ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν αντιμετωπίζουν απευθείας το ζήτημα του υπολογισμού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού, αλλά άπτονται του ζητήματος τού κατά πόσο οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου διαθέτουν εύρωστη νομική θεμελίωση. Πάντως, υπό το πρίσμα του παραρτήματος X, τρίτο μέρος, τμήμα 1.2, παράγραφος 14 της προτεινόμενης οδηγίας, η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι οι ζημίες που οφείλονται σε νομικό ελάττωμα των τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου δεν θα υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις για το λειτουργικό κίνδυνο εφόσον αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του πιστωτικού κινδύνου.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις όσον αφορά ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων

57.

Το άρθρο 20 της προτεινόμενης οδηγίας για την κεφαλαιακή επάρκεια παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη διακριτική ευχέρεια να εξαιρούν ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το λειτουργικό κίνδυνο. Ωστόσο η αιτιολογική σκέψη 22 της προτεινόμενης οδηγίας τονίζει ότι ο λειτουργικός κίνδυνος είναι ένας σημαντικός κίνδυνος τον οποίο αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα και απαιτεί κάλυψη από ίδια κεφάλαια. Η Επιτροπή εισήγαγε τη διακριτική αυτή ευχέρεια βάσει μελέτης που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2004 (24), αυτή δε η εισαγωγή της διακριτικής ευχέρειας σκοπό είχε να μετριάσει την επίδραση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το λειτουργικό κίνδυνο στις συνολικές απαιτήσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων. Η ΕΚΤ παρατηρεί ότι οι συντάκτες της εν λόγω μελέτης υιοθέτησαν μία σχετικά επιφυλακτική στάση στο ζήτημα τού εάν μία αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, η οποία οφείλεται στην εισαγωγή κάποιας κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, θα πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογη. Εξάλλου, η μελέτη ανέφερε ότι τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν φαίνεται πως ήταν ελλιπή. Η ΕΚΤ επιθυμεί, εξάλλου, να επιστήσει την προσοχή και στο γεγονός ότι η φύση των εξαιρέσεων που επιτρέπονται βάσει της προτεινόμενης οδηγίας για την κεφαλαιακή επάρκεια, ήτοι η σύνδεσή τους με τη διακριτική ευχέρεια και με συγκεκριμένους τύπους επιχειρήσεων, θα μπορούσε να επηρεάσει την ισότητα των όρων ανταγωνισμού προς τρεις κατευθύνσεις: μεταξύ των διαφορετικών τύπων επιχειρήσεων επενδύσεων, μεταξύ επιχειρήσεων επενδύσεων του ιδίου τύπου που ανταγωνίζονται διασυνοριακά και μεταξύ επιχειρήσεων επενδύσεων και πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατόπιν τούτων, η ΕΚΤ προτείνει η Επιτροπή να επανεξετάσει σε εύθετο χρόνο την επίδραση των εν λόγω εξαιρέσεων και τον τρόπο με τον οποίο αυτές εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές, καθώς επίσης και να περιληφθεί σχετική προς τούτο διάταξη στην προτεινόμενη οδηγία για την κεφαλαιακή επάρκεια.

Φρανκφούρτη, 17 Φεβρουαρίου 2005.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  COM (2004) 486 τελικό, τόμοι I και II και τεχνικά παραρτήματα.

(2)  ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1 (εφεξής «κωδικοποιημένη τραπεζική οδηγία»). οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/69/EΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 125 της 28.4.2004, σ. 44).

(3)  ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 1 (εφεξής «οδηγία για την κεφαλαιακή επάρκεια»). οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/39/EΚ (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(4)  Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας, «International Convergence of Capital Measurement and Capital Standards: A Revised Framework», Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), Ιούνιος 2004. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της ΤΔΔ.

(5)  Βλ. ιδίως τα σχόλια της ΕΚΤ (31 Μαΐου 2001) σχετικά με το δεύτερο κείμενο διαβούλευσης της BCBS, την απάντηση της ΕΚΤ (Αύγουστος 2003) στο τρίτο έγγραφο διαβούλευσης (CP3) της BCBS, καθώς και τα σχόλια της ΕΚΤ (Νοέμβριος 2003) σχετικά με το τρίτο έγγραφο διαβούλευσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορά την αναθεώρηση του κανονιστικού πλαισίου κεφαλαιακών απαιτήσεων (εφεξής «τρίτο έγγραφο διαβούλευσης»). Όλα τα παραπάνω κείμενα είναι διαθέσιμα στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

(6)  Σημειώνεται ότι στη συνάντησή του στις 7 Δεκεμβρίου 2004 το Συμβούλιο ECOFIN συμφώνησε σε μία γενική προσέγγιση όσον αφορά τις προτεινόμενες οδηγίες (εφεξής «γενική προσέγγιση του Συμβουλίου»). Ζήτησε από την προεδρία του Συμβουλίου να συνεχίσει τις επαφές με αντιπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προκειμένου να διερευνήσει τη δυνατότητα έκδοσης των προτεινόμενων οδηγιών σε πρώτη ανάγνωση. Η γενική αυτή προσέγγιση του Συμβουλίου πραγματεύεται ορισμένα από τα ζητήματα που θέτει η ΕΚΤ στην παρούσα γνώμη. Όπου κρίνεται σκόπιμο, γίνονται παραπομπές στην ως άνω γενική προσέγγιση του Συμβουλίου.

(7)  Γνώμη CON/2004/7 της ΕΚΤ της 20ής Φεβρουαρίου 2004 κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 85/611/EΟΚ, 91/675/EΟΚ, 93/6/EΟΚ και 94/19/EΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2000/12/EΚ, 2002/83/EΚ και 2002/87/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ C 58 της 6.3.2004, σ. 23).

(8)  Βλ. σ. 12 του δελτίου Τύπου της 2580ής συνεδρίασης του Συμβουλίου ECOFIN της 11ης Μαΐου 2004 στις Βρυξέλλες. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο του Συμβουλίου.

(9)  Έναν δείκτη της αύξουσας σημασίας των διασυνοριακών δραστηριοτήτων αποτελεί το αυξανόμενο μερίδιο των μη εγχώριων υποκαταστημάτων και θυγατρικών στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα, το οποίο υπερέβη το 20 % εντός του 2003. Βλ. και σχετική έκθεση της ΕΚΤ με τίτλο «Report on EU Banking Structure», Νοέμβριος 2004, η οποία είναι διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

(10)  Ο χαρακτηρισμός «σημαντικές» μπορεί να αναφέρεται στη σχετική σημασία των θυγατρικών αυτών είτε για τον όμιλο ως σύνολο είτε για το τραπεζικό σύστημα του κράτους μέλους υποδοχής.

(11)  Η ισότητα των όρων ανταγωνισμού θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο εάν οι μέθοδοι IRB ορισμένων τραπεζών εγκρίνονταν από τον φορέα άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, κάποιων άλλων δε τραπεζών από τον εγχώριο εποπτικό φορέα.

(12)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Review of the Capital Requirements for Credit Institutions and Investment Firms, Third Quantitative Impact Study: EU Results», 1η Ιουλίου 2003. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

(13)  PricewaterhouseCoopers, MARKT/2003/02/F, «Study on the financial and macroeconomic consequences of the draft proposed new capital requirements for banks and investment firms in the EU», 8 Απριλίου 2004. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

(14)  Η τυποποιημένη μέθοδος περιγράφεται στα άρθρα 78 έως 83 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας. Η βασική μέθοδος IRB αποτελεί μία μέθοδο IRB, όπως περιγράφεται στα άρθρα 84 έως 89 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, με τη διαφορά ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν κάνει χρήση ίδιων εκτιμήσεων όσον αφορά τις πιθανότητες μη εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων και/ή των συντελεστών μετατροπής δυνάμει του άρθρου 84 παράγραφος 4.

(15)  Η ενοποίηση σε μεμονωμένη βάση αποτελεί στοιχείο της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας το οποίο δεν προβλέπεται από το πλαίσιο της Βασιλείας II. Η παράγραφος 23 του πλαισίου της Βασιλείας II απαιτεί από τους εποπτικούς φορείς να επαληθεύουν ότι οι επιμέρους τράπεζες διαθέτουν επαρκή κεφάλαια σε μεμονωμένη βάση.

(16)  Η εξαίρεση αυτή ισχύει μόνο για την τυποποιημένη μέθοδο, αν και μπορεί επίσης να εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα μέσω συγκεκριμένου τύπου μόνιμης μερικής χρήσης (άρθρο 89 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας).

(17)  Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ εφαρμόζεται επί διεθνώς δραστηριοποιούμενων τραπεζών σε κάθε επίπεδο τραπεζικού ομίλου σε ενοποιημένη βάση. Αυτό σημαίνει ότι μία θυγατρική, η οποία είναι τράπεζα που δραστηριοποιείται διεθνώς, θα πρέπει να τηρεί ίδια κεφάλαια για την κάλυψη πιστωτικών ανοιγμάτων έναντι άλλων οργανισμών του ομίλου που δεν αποτελούν θυγατρικές της. Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ δεν επιτρέπει παρέκκλιση από τέτοιου είδους κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(18)  Διατίθεται στο δικτυακό τόπο του IOSCO.

(19)  Έγγραφο διαβούλευσης της 30ης Νοεμβρίου 2004 σχετικά με την παροχή από την CESR τεχνικών συμβουλών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τη δυνατότητα λήψης μέτρων για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας («CESR's technical advice to the European Commission on possible measures concerning credit rating agencies — Consultation Paper»). Είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της CESR.

(20)  Βλ. δελτίο Τύπου της BCBS της 10ης Ιουλίου 2002, το οποίο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της ΤΔΔ στα αγγλικά, όπου αναφέρεται ότι για να βοηθηθεί η αντιμετώπιση ενδεχόμενων ανησυχιών όσον αφορά τις κυκλικές διακυμάνσεις των μεθόδων IRB, η Επιτροπή συμφώνησε ότι, στο πλαίσιο των μεθόδων IRB, οι τράπεζες θα πρέπει να διενεργούν τους κατάλληλους συντηρητικούς ελέγχους προσομοίωσης καταστάσεων κρίσης σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνου ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούν επαρκές απόθεμα ασφαλείας.

(21)  Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, «Report on financial crisis management» της 17ης Απριλίου 2001, έγγραφο οικονομικής ανάλυσης αρ. 156, Ιούλιος 2001. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

(22)  Σύμφωνα με το άρθρο 50 της προτεινόμενης τραπεζικής οδηγίας, με το οποίο αναδιατυπώνεται τμήμα του άρθρου 30 παράγραφος 9 της κωδικοποιημένης τραπεζικής οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών που αφορούν την εποπτεία σε δημόσιες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και στους επιθεωρητές τους εντεταλμένους από τις εν λόγω υπηρεσίες.

(23)  Βλ. σχετικό δελτίο Τύπου της ΕΚΤ της 10ης Μαρτίου 2003 στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

(24)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Review of the Capital Requirements for EU Investment Firms — 2004 Quantitative Impact Study — Main Conclusions». Το κείμενο δεν φέρει ημερομηνία και είναι διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο της Επιτροπής.


II Προπαρασκευαστικές πράξεις

Επιτροπή

2.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 52/47


Νομοθετικές προτάσεις που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή

(2005/C 52/11)

Έγγραφο

Μέρος

Ημερομηνία

Τίτλος

COM(2004) 492

 

14.7.2004

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής

COM(2004) 551

 

19.8.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της απόφασης 2001/51/ΕΚ του Συμβουλίου για τη θέσπιση προγράμματος κοινής δράσης σχετικά με την κοινοτική στρατηγική για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, καθώς και της απόφασης 848/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση προγράμματος κοινοτικής δράσης για την προώθηση οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών

COM(2004) 594

1

17.9.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, για την επέκταση στη Δανία των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου.

COM(2004) 594

2

17.9.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, για την επέκταση στη Δανία των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2725/2000 σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου

COM(2004) 699

 

20.10.2004

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την εφαρμογή συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων

COM(2004) 710

 

25.10.2004

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τροποποίηση, αφενός, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1788/2003 για θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

COM(2004) 716

 

12.11.2004

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την επιτήρηση και τον έλεγχο των αποστολών ραδιενεργών αποβλήτων και αναλωμένου καυσίμου

COM(2004) 725

 

27.10.2004

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ η οποία τροποποιεί την οδηγία 78/660/EΟΚ του Συμβουλίου, περί των ετήσιων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών, και την οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς

COM(2004) 781

 

7.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Για την τροποποίηση της απόφασης 2000/819/EK του Συμβουλίου σχετικά με ένα πολυετές πρόγραμμα για τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) (2001-2005)

COM(2004) 787

 

9.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα λάβουν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες και τα κράτη μέλη τους στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας που συνεστήθη με τη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αφετέρου, όσον αφορά τη διατύπωση σύστασης για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης ΕΕ-Μολδαβίας

COM(2004) 788

 

9.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα λάβει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της στο πλαίσιο του Συμβουλίου Σύνδεσης που συνεστήθη με την ευρωμεσογειακή συμφωνία συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Βασιλείου του Μαρόκου, αφετέρου, όσον αφορά τη διατύπωση σύστασης για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης ΕΕ/Μαρόκου

COM(2004) 789

 

9.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα λάβει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα στο πλαίσιο της Μικτής Επιτροπής που συνεστήθη με την ενδιάμεση συμφωνία σύνδεσης για το εμπόριο και τη συνεργασία, όσον αφορά τη διατύπωση σύστασης για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης ΕΕ- Παλαιστινιακής Αρχής

COM(2004) 790

 

9.10.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα λάβουν οι Κοινότητες και τα κράτη μέλη τους στο πλαίσιο του Συμβουλίου Σύνδεσης που συνεστήθη με την ευρωμεσογειακή συμφωνία σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Κράτους του Ισραήλ, αφετέρου, όσον αφορά τη διατύπωση σύστασης για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης ΕΕ-Ισραήλ

COM(2004) 791

 

9.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα λάβουν οι Κοινότητες και τα κράτη μέλη τους στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας που συνεστήθη με τη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ουκρανίας, αφετέρου, όσον αφορά τη διατύπωση σύστασης για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης ΕΕ-Ουκρανίας

COM(2004) 792

 

9.10.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα λάβει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της στο πλαίσιο του Συμβουλίου Σύνδεσης που συνεστήθη με την ευρωμεσογειακή συμφωνία περί συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου, όσον αφορά τη διατύπωση σύστασης για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης ΕΕ/Τυνησίας

COM(2004) 796

 

9/12/2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέση που θα λάβει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της στο πλαίσιο του Συμβουλίου Σύνδεσης που συνεστήθη με την ευρωμεσογειακή συμφωνία σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου, όσον αφορά τη διατύπωση σύστασης για την εφαρμογή του σχεδίου δράσης ΕΕ-Ιορδανίας

COM(2004) 798

 

16.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την έγκριση της προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη διεθνή σύμβαση για την προστασία των νέων ποικιλιών φυτών, όπως αναθεωρήθηκε στη Γενεύη στις 19 Μαρτίου 1991

COM(2004) 809

1

16.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Για την υπογραφή συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Αλβανίας στα κοινοτικά προγράμματα

COM(2004) 809

2

16.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Για την υπογραφή συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Αλβανίας στα κοινοτικά προγράμματα

COM(2004) 809

3

16.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Για την υπογραφή συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Κροατίας που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Κροατίας στα κοινοτικά προγράμματα

COM(2004) 809

4

16.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Για τη σύναψη ενός πρωτοκόλλου στη συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφετέρου, για μια συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στα κοινοτικά προγράμματα

COM(2004) 809

5

16.12.2004

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Για τη σύναψη συμφωνίας-πλαισίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Σερβίας και του Μαυροβουνίου που θεσπίζει τις γενικές αρχές της συμμετοχής της Αλβανίας στα κοινοτικά προγράμματα

COM(2004) 835

 

28.12.2004

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας

COM(2004) 852

 

5.1.2005

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που επιτρέπει στη Σουηδία να εφαρμόσει μειωμένο φορολογικό συντελεστή στην ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν ορισμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις του τομέα των υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ

COM(2005) 4

 

19.1.2005

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που εξουσιοδοτεί την Κυπριακή Δημοκρατία να εφαρμόσει μέτρο παρέκκλισης από το άρθρο 11 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών

Τα κείμενα αυτά διατίθενται στην ιστοσελίδα EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex/lex/