|
Επίσημη Εφημερίδα |
EL Σειρά L |
|
2024/3017 |
6.12.2024 |
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2024/3017 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 27ης Νοεμβρίου 2024
σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2011 της Επιτροπής
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
|
(1) |
Η οδηγία 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) θεσπίζει τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και προβλέπει ένα σύστημα για τη διερεύνηση θεμάτων ναυτικής ασφάλειας («διερεύνηση ασφάλειας»). Τα ναυτικά ατυχήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας διερευνώνται από ανεξάρτητους οργανισμούς διερεύνησης που έχουν συσταθεί στα κράτη μέλη για τη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα, καθώς και για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, προκειμένου να αντληθούν διδάγματα από το παρελθόν με σκοπό την πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και συμβάντων. |
|
(2) |
Από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2009/18/ΕΚ, έχουν σημειωθεί αλλαγές στο διεθνές κανονιστικό περιβάλλον και τεχνολογικές εξελίξεις. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εν λόγω αλλαγές και εξελίξεις, καθώς και η πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής. |
|
(3) |
Στο πλαίσιο αυτό, η Ένωση, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις της για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει ηγετικές πρωτοβουλίες σε έναν τομέα που ρυθμίζεται τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο. |
|
(4) |
Η οδηγία 2009/18/ΕΚ αναφέρεται σε ορισμένα νομικά κείμενα που έχουν εγκριθεί από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (IMO), τα οποία έχουν καταργηθεί, τροποποιηθεί ή αναθεωρηθεί μετά την έναρξη ισχύος της. Η εν λόγω οδηγία παραπέμπει, για παράδειγμα, στον κώδικα του IMO για τη διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων και συμβάντων, ο οποίος εγκρίθηκε με το ψήφισμα A.849(20) του IMO στις 27 Νοεμβρίου 1997 και καταργήθηκε με τον κώδικα διεθνών προτύπων και συνιστώμενων πρακτικών για τη διερεύνηση ασφάλειας σε ναυτικό ατύχημα ή ναυτικό συμβάν, ο οποίος εγκρίθηκε με το ψήφισμα MSC.255(84) του IMO στις 16 Μαΐου 2008 («κώδικας του IMO για τη διερεύνηση ατυχημάτων»), και από τις κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή συνδρομής στους διερευνητές κατά την εφαρμογή του κώδικα διερεύνησης ατυχημάτων, οι οποίες εγκρίθηκαν με το ψήφισμα A.1075(28) του IMO στις 4 Δεκεμβρίου 2013 («κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την παροχή συνδρομής στους διερευνητές κατά την εφαρμογή του κώδικα διερεύνησης ατυχημάτων»). |
|
(5) |
Ο κώδικας του IMO για τη διερεύνηση ατυχημάτων εισάγει νέους ορισμούς, όπως ο ορισμός της «αρχής διερεύνησης θεμάτων ναυτικής ασφάλειας», ενώ άλλες έννοιες, όπως το «σοβαρό ατύχημα», απαλείφονται. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να ενσωματωθούν στην οδηγία 2009/18/ΕΚ. |
|
(6) |
Η οδηγία 2009/18/ΕΚ παραπέμπει επίσης στην εγκύκλιο του IMO «MSC-MEPC.Circ.3 – Εκθέσεις σχετικά με τα ναυτικά ατυχήματα και συμβάντα – Αναθεωρημένες εναρμονισμένες διαδικασίες υποβολής εκθέσεων», της 18ης Δεκεμβρίου 2008, η οποία αντικαταστάθηκε από την εγκύκλιο του IMO «MSC-MEPC. 3/circ.4/rev.1», της 18ης Νοεμβρίου 2014. |
|
(7) |
Οι κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την παροχή συνδρομής στους διερευνητές κατά την εφαρμογή του κώδικα διερεύνησης ατυχημάτων παρέχουν πρακτικές συμβουλές για τη συστηματική διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων και συμβάντων και καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη αποτελεσματικής ανάλυσης και προληπτικής δράσης. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές αντικαθιστούν την κοινή μεθοδολογία που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2011 της Επιτροπής (4). Κατά συνέπεια, θα πρέπει να συμπεριληφθούν στην οδηγία 2009/18/ΕΚ, και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2011 θα πρέπει να καταργηθεί. |
|
(8) |
Τα αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 15 μέτρων εξαιρούνται επί του παρόντος από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/18/ΕΚ. Ως εκ τούτου, η διενέργεια διερευνήσεων ασφαλείας για ναυτικά ατυχήματα στα οποία εμπλέκονται τέτοιου είδους αλιευτικά σκάφη δεν είναι ούτε συστηματική ούτε εναρμονισμένη. Τα σκάφη αυτά είναι πιο επιρρεπή στο να ανατραπούν και η πτώση μελών του πληρώματός τους στη θάλασσα αποτελεί σχετικά σύνηθες φαινόμενο. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προστατευτούν τα εν λόγω αλιευτικά σκάφη, το πλήρωμά τους και το περιβάλλον με τη θέσπιση προκαταρκτικής αξιολόγησης των πολύ σοβαρών ναυτικών ατυχημάτων στα οποία εμπλέκονται τέτοια αλιευτικά σκάφη, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι αρχές θα πρέπει να ξεκινήσουν διερεύνηση ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και τη δυνατότητα τα ευρήματα της διερεύνησης ασφάλειας να οδηγήσουν στην πρόληψη μελλοντικών ναυτικών ατυχημάτων και συμβάντων. Το μέτρο αυτό αναμένεται να έχει ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο ως προς τον αριθμό των ζωών που σώζονται στη θάλασσα και τους τραυματισμούς που αποφεύγονται, προστατεύοντας ιδίως τη ζωή και την υγεία των ευρωπαίων αλιέων. |
|
(9) |
Η οδηγία 2009/18/ΕΚ δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες για τη διερεύνηση ναυτικών ατυχημάτων ή συμβάντων που αφορούν οποιονδήποτε τύπο πλοίου που μεταφέρει έως 12 επιβάτες ή δραστηριοποιείται σε άλλους εμπορικούς σκοπούς. |
|
(10) |
Ορισμένοι ορισμοί που παρέχονται στην οδηγία 2009/18/ΕΚ δεν είναι σαφείς. Ο ορισμός του μήκους ενός αλιευτικού σκάφους θα πρέπει να εισαχθεί, ιδίως για περιπτώσεις στις οποίες γίνεται διάκριση ως προς την προσέγγιση και τις υποχρεώσεις των αρχών διερεύνησης θεμάτων ναυτικής ασφάλειας («αρχές διερεύνησης ασφάλειας») με βάση το μήκος του αλιευτικού σκάφους. |
|
(11) |
Ο κώδικας του IMO για τη διερεύνηση ατυχημάτων αναφέρεται σε ένα συμβάν ή σε μια αλληλουχία συμβάντων που έχουν επέλθει «σε άμεση σχέση με τη λειτουργία του πλοίου». Η έννοια αυτή αποτελεί αντικείμενο σημαντικών αποκλίσεων στην ερμηνεία και θα πρέπει να αποσαφηνιστεί. Η απόκλιση αυτή επηρεάζει τις ενέργειες των αρχών διερεύνησης, ιδίως όσον αφορά τα ατυχήματα σε λιμένες, τις δυνατότητες διεξαγωγής κοινών διερευνήσεων ασφάλειας και τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τα ατυχήματα και τη διερεύνηση αυτών. |
|
(12) |
Ο κώδικας του ΙΜΟ για τη διερεύνηση ατυχημάτων ορίζει ότι, σε περίπτωση πολύ σοβαρού ναυτικού ατυχήματος, διενεργείται διερεύνηση ασφάλειας. Ωστόσο, δεν υπάρχουν οδηγίες σχετικά με το χρονικό διάστημα που πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ της επέλευσης του θανάτου και του ατυχήματος, ώστε το ατύχημα να θεωρηθεί πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα για το οποίο απαιτείται διερεύνηση ασφάλειας. Συνεπώς, η οδηγία 2009/18/ΕΚ θα πρέπει να παράσχει την εν λόγω καθοδήγηση. |
|
(13) |
Οι αρχές διερεύνησης ασφάλειας θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι ενδιαφερόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων και των οικογενειών τους, να έχουν πρόσβαση στις εκθέσεις ατυχημάτων και στις συστάσεις αυτών προτού τις δημοσιοποιήσουν. |
|
(14) |
Δεδομένης της σημασίας που έχει η εξέταση του ανθρώπινου παράγοντα κατά τη διερεύνηση ασφάλειας, θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη, στο πλαίσιο των διερευνήσεων ασφάλειας, οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης επί του πλοίου καθώς και η τυχόν επίπτωσή τους στο υπό διερεύνηση ναυτικό ατύχημα ή συμβάν. |
|
(15) |
Το διαθέσιμο προσωπικό και οι επιχειρησιακοί πόροι των αρχών διερεύνησης ασφάλειας των κρατών μελών ποικίλλουν σημαντικά, με επακόλουθο την αναποτελεσματική και ασυνεπή υποβολή εκθέσεων και διερεύνηση των ναυτικών ατυχημάτων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, με τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (ο «Οργανισμός»), θα πρέπει να παρέχει άκρως εξειδικευμένη αναλυτική υποστήριξη για μεμονωμένες διερευνήσεις ασφάλειας (μη τεχνικές δεξιότητες), καθώς και αναλυτικά εργαλεία και εξοπλισμό (υλικό). Επιπλέον, η συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών στις διερευνήσεις ασφάλειας θα πρέπει να συνεχίσουν να ενθαρρύνονται και να υποστηρίζονται, ιδίως ενόψει των νέων προκλήσεων για την ασφάλεια στη θάλασσα που σχετίζονται με περιβαλλοντικά, κοινωνικά, υγειονομικά και εργασιακά θέματα. |
|
(16) |
Επομένως, ο Οργανισμός θα πρέπει να διοργανώσει τακτικά προγράμματα κατάρτισης σχετικά με συγκεκριμένες τεχνικές και νέες εξελίξεις και τεχνολογίες που θα μπορούσαν να είναι σημαντικές για τις διερευνήσεις ασφάλειας στο μέλλον. Τα εν λόγω προγράμματα κατάρτισης θα πρέπει να επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στα ανανεώσιμα καύσιμα και στα καύσιμα χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών —τα οποία αποδεικνύονται ιδιαίτερα σημαντικά υπό το πρίσμα της δέσμης προσαρμογής στον στόχο του 55 %—, στην αυτοματοποίηση, καθώς και στους κανόνες σχετικά με τη γενική προστασία δεδομένων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Αυτό θα βελτιώσει την ασφάλεια επί του πλοίου, καθώς και την υγεία και την ασφάλεια των ναυτικών και των αλιέων που εργάζονται σε αυτά τα πλοία ή σκάφη. |
|
(17) |
Η ανεξαρτησία των διερευνήσεων ασφάλειας θα πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, και όλοι οι εμπλεκόμενοι στις διερευνήσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων τυχόν οντοτήτων, φορέων ή οργανισμών, είτε δημόσιου είτε ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων. |
|
(18) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν για να εξασφαλίσουν ότι οι διερευνήσεις ασφάλειας διεξάγονται με συνεκτικό τρόπο, και να συνδράμουν τις αρχές διερεύνησης ασφάλειας για τη βελτίωση και την ενίσχυση των ικανοτήτων τους όσον αφορά τις διερευνήσεις ασφάλειας. |
|
(19) |
Για την προσαρμογή της οδηγίας 2009/18/ΕΚ στις εξελίξεις του διεθνούς ναυτικού δικαίου όσον αφορά τη διερεύνηση ασφάλειας των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, και για τη διευκόλυνση της συλλογής, ανταλλαγής και υποβολής πληροφοριών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την τροποποίηση των παραρτημάτων της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (6). Ειδικότερα, στις διαβουλεύσεις αυτές θα πρέπει να συμμετέχουν τα μέλη του πλαισίου μόνιμης συνεργασίας, το οποίο θεσπίστηκε με την οδηγία 2009/18/ΕΚ. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. |
|
(20) |
Λαμβανομένου υπόψη του πλήρους κύκλου επισκέψεων που πραγματοποιεί ο Οργανισμός στα κράτη μέλη για την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας 2009/18/ΕΚ, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εφαρμογή της οδηγίας 2009/18/ΕΚ το αργότερο πέντε έτη από την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας τροποποιητικής οδηγίας και να υποβάλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται με την Επιτροπή για τη συλλογή όλων των απαραίτητων πληροφοριών για την αξιολόγηση αυτή. |
|
(21) |
Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση κανόνων για τη διερεύνηση ασφάλειας των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών με σκοπό τη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών. |
|
(22) |
Συνεπώς, η οδηγία 2009/18/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2009/18/ΕΚ
Η οδηγία 2009/18/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
|
1) |
Στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Δεδομένου ότι σκοπός της διερεύνησης θεμάτων ναυτικής ασφάλειας (“διερεύνηση ασφάλειας”) σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν είναι ο καθορισμός υπαιτιότητας ή η απόδοση ευθυνών, δεν συνάγεται από τα ευρήματα των διερευνήσεων αυτών κανένα σφάλμα ή υπαιτιότητα. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές διερεύνησης θεμάτων ναυτικής ασφάλειας (“αρχές διερεύνησης ασφάλειας”) δεν αποτρέπονται ούτε παρακωλύονται να υποβάλλουν πλήρη αναφορά όσον αφορά τα αίτια ναυτικού ατυχήματος ή συμβάντος.». |
|
2) |
Στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το στοιχείο δ) διαγράφεται. |
|
3) |
Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 3 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(*1) Οδηγία (ΕΕ) 2017/2110 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με σύστημα επιθεωρήσεων για την ασφαλή εκτέλεση των τακτικών δρομολογίων με επιβατηγά πλοία ro-ro και ταχύπλοα επιβατηγά σκάφη και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/16/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 315 της 30.11.2017, σ. 61)." (*2) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1130 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, που ορίζει τα χαρακτηριστικά των αλιευτικών σκαφών (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 1).»." |
|
4) |
Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:
|
|
5) |
Τα άρθρα 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 5 Υποχρέωση διερεύνησης 1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η αρχή διερεύνησης που αναφέρεται στο άρθρο 8 αναλαμβάνει τη διερεύνηση ασφάλειας έπειτα από κάθε πολύ σοβαρό ναυτικό ατύχημα:
2. Στην περίπτωση αλιευτικού σκάφους μήκους μικρότερου των 15 μέτρων, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο δύο μήνες μετά την επέλευση του πολύ σοβαρού ναυτικού ατυχήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, διενεργεί προκαταρκτική αξιολόγηση για να διαπιστώσει αν πρέπει να προβεί σε διερεύνηση ασφάλειας. Σε περίπτωση που η αρχή διερεύνησης ασφάλειας αποφασίσει να μη διενεργήσει διερεύνηση ασφάλειας, οι λόγοι για την απόφαση αυτή καταγράφονται και κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3. 3. Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη διεξαγωγή διερεύνησης ασφάλειας σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας λαμβάνει υπόψη τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και τη δυνατότητα τα ευρήματα της διερεύνησης ασφάλειας να οδηγήσουν στην πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων και συμβάντων. 4. Σε περίπτωση ναυτικού ατυχήματος ή συμβάντος που δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1, 2 ή 3, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας αποφασίζει εάν θα προβεί σε διερεύνηση ασφάλειας. 5. Το πεδίο εφαρμογής και οι πρακτικές διευθετήσεις για τη διερεύνηση ασφάλειας καθορίζονται από την αρχή διερεύνησης ασφάλειας του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης σε συνεργασία με τις αντίστοιχες αρχές άλλων ουσιαστικώς ενδιαφερόμενων κρατών, κατά τρόπο που η αρχή διερεύνησης ασφάλειας του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης κρίνει ότι είναι ο πλέον ενδεδειγμένος για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας, και με στόχο την πρόληψη μελλοντικών ναυτικών ατυχημάτων και συμβάντων. 6. Κατά τις διερευνήσεις ασφάλειας, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας τηρεί τις κατευθυντήριες γραμμές του IMO για την παροχή συνδρομής στους διερευνητές κατά την εφαρμογή του κώδικα διερεύνησης ατυχημάτων. Οι διερευνητές μπορούν να αποκλίνουν από αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές όταν, κατά την επαγγελματική τους κρίση, αυτό δικαιολογείται ως αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της διερεύνησης ασφάλειας. Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει συστάσεις για την εφαρμογή αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν σχετικά διδάγματα που αντλούνται από διερευνήσεις ασφάλειας και κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές διερεύνησης ασφάλειας στο πλαίσιο της μόνιμης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 10. 7. Όταν αποφασίζεται αν ένα ναυτικό ατύχημα ή συμβάν που επέρχεται όταν ένα πλοίο είναι πλευρισμένο, προσδεδεμένο ή σε προβλήτα, στο οποίο εμπλέκονται εργαζόμενοι στην ξηρά ή στον λιμένα, συνέβη “σε άμεση σύνδεση με τις λειτουργίες του πλοίου” και, συνεπώς, υπόκειται σε διερεύνηση ασφάλειας, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην εμπλοκή της δομικής κατασκευής του πλοίου, του εξοπλισμού, των διαδικασιών, του πληρώματος και της διαχείρισης του πλοίου και στη συνάφεια αυτών προς την ασκούμενη δραστηριότητα. 8. Η διερεύνηση ασφάλειας αρχίζει χωρίς καθυστέρηση μετά το ναυτικό ατύχημα ή συμβάν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο δύο μήνες μετά από αυτό. 9. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εάν, κατά τη διάρκεια διερεύνησης ασφάλειας, καταστεί γνωστό ή υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα δυνάμει των άρθρων 3, 3α, 3β ή 3γ της σύμβασης του IMO για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, της 10ης Μαρτίου 1988, στην επικαιροποιημένη της έκδοση, η αρχή διερεύνησης της ασφάλειας ενημερώνει αμέσως τις αρχές για την ασφάλεια στη θάλασσα του κράτους μέλους ή των κρατών μελών και οποιασδήποτε ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας. Άρθρο 6 Υποχρέωση γνωστοποίησης Στο πλαίσιο του νομικού του συστήματος, κάθε κράτος μέλος απαιτεί να γνωστοποιείται αμέσως στην αρχή διερεύνησης ασφάλειας, από τις αρμόδιες αρχές ή από τα εμπλεκόμενα μέρη ή και από τα δύο, κάθε ναυτικό ατύχημα και συμβάν που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.». |
|
6) |
Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:
|
|
7) |
Τα άρθρα 8 και 9 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 8 Αρχές διερεύνησης ασφάλειας 1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διερευνήσεις ασφάλειας εκτελούνται υπό την ευθύνη αμερόληπτης, ανεξάρτητης και μόνιμης αρχής διερεύνησης ασφάλειας, η οποία διαθέτει τις αναγκαίες αρμοδιότητες και επαρκή μέσα και οικονομικούς πόρους, και πρόσωπα τα οποία διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα σε θέματα που αφορούν ναυτικά ατυχήματα και συμβάντα ώστε να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Στις αρχές διερεύνησης ασφάλειας δεν αποκλείεται ούτε να διορίσουν σε προσωρινή βάση κατάλληλα πρόσωπα με τις απαραίτητες εξειδικευμένες δεξιότητες για να συμμετάσχουν σε διερεύνηση ασφάλειας ούτε να χρησιμοποιήσουν συμβούλους για την παροχή εμπειρογνωμοσύνης σχετικά με οποιαδήποτε πτυχή της διερεύνησης ασφάλειας. Προκειμένου να διεξάγει αμερόληπτα τη διερεύνηση ασφάλειας, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας διαθέτει οργάνωση, νομική δομή και διαδικασία λήψης αποφάσεων ανεξάρτητη από οποιοδήποτε μέρος του οποίου τα συμφέροντα ενδεχομένως θα συγκρούονταν με τα καθήκοντα που της ανατίθενται. Τα περίκλειστα κράτη μέλη των οποίων τη σημαία δεν φέρουν πλοία ή σκάφη που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ορίζουν ανεξάρτητο φορέα που λειτουργεί ως σημείο επαφής για τη συνεργασία σε διερεύνηση ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ). 2. Η αρχή διερεύνησης ασφάλειας εξασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο που εκτελεί διερευνήσεις διαθέτει επαγγελματικές γνώσεις και πρακτική πείρα για θέματα που αφορούν τα συνήθη καθήκοντα διερεύνησης. Επιπλέον, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας εξασφαλίζει την ταχεία πρόσβαση στην κατάλληλη εμπειρογνωσία, όταν χρειάζεται. 3. Οι δραστηριότητες που ανατίθενται στην αρχή διερεύνησης ασφάλειας επιτρέπεται να επεκτείνονται στη συγκέντρωση και ανάλυση δεδομένων που αφορούν την ασφάλεια στη θάλασσα, ιδιαιτέρως για προληπτικούς λόγους, καθόσον οι δραστηριότητες αυτές δεν επηρεάζουν την αμεροληψία της ή δεν συνεπάγονται ευθύνη σε θέματα κανονιστικά, διοικητικά ή τυποποίησης. 4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων νομικών συστημάτων τους, ότι στα πρόσωπα που εκτελούν τις διερευνήσεις είτε των οικείων αρχών διερεύνησης ασφάλειας ή οποιασδήποτε άλλης αρχής διερεύνησης ασφάλειας στην οποία έχει ανατεθεί διερεύνηση ασφάλειας, και όταν ενδείκνυται σε συνεργασία με τις αρμόδιες για τη δικαστική έρευνα αρχές, διατίθεται κάθε σχετική πληροφορία και τεχνολογικό μέσο για τη διενέργεια της διερεύνησης ασφάλειας και επομένως τους επιτρέπεται:
5. Η αρχή διερεύνησης ασφάλειας είναι σε θέση να κινητοποιείται αμέσως μόλις της κοινοποιείται ατύχημα και να έχει στη διάθεσή της επαρκείς πόρους για να ανταποκρίνεται με ανεξαρτησία στα καθήκοντά της. Στα πρόσωπα που εκτελούν διερευνήσεις δίνεται καθεστώς που τους παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. 6. Η αρχή διερεύνησης ασφάλειας επιτρέπεται να συνδυάζει τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία με τη διερεύνηση περιστατικών διαφορετικών από ναυτικά ατυχήματα ή συμβάντα, υπό τον όρο ότι από τις διερευνήσεις αυτές δεν διακυβεύεται η ανεξαρτησία της. 7. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αναπτύσσει, να εφαρμόζει και να διατηρεί σύστημα διαχείρισης της ποιότητας για την οικεία αρχή διερεύνησης ασφάλειας. 8. Το πλαίσιο μόνιμης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 10 συνδράμει τις αρχές διερεύνησης ασφάλειας για την ενίσχυση των ικανοτήτων τους όσον αφορά τις διερευνήσεις ασφάλειας, καταρτίζοντας κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι διερευνήσεις ασφάλειας διεξάγονται με συνεκτικό τρόπο, και, στο πλαίσιο αυτό, καταρτίζει και εφαρμόζει πρόγραμμα αξιολόγησης από ομοτίμους. Άρθρο 9 Εμπιστευτικότητα 1. Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), ένα κράτος μέλος εξασφαλίζει, στο πλαίσιο του νομικού του συστήματος, ότι οι ακόλουθες πληροφορίες παρέχονται αποκλειστικώς και μόνο για τους σκοπούς της διερεύνησης ασφάλειας, εκτός εάν η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους αποφασίσει ότι υπέρτατο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί την αποκάλυψη των εν λόγω πληροφοριών, μεταξύ άλλων όταν η εν λόγω αρμόδια αρχή συμπεραίνει ότι τα οφέλη της αποκάλυψης υπερτερούν των δυσμενών εγχώριων και διεθνών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει η αποκάλυψη αυτή στη συγκεκριμένη ή σε οποιαδήποτε μελλοντική διερεύνηση ασφάλειας:
2. Οι καταγραφές των VDR και S-VDR από διερεύνηση ασφάλειας δεν διατίθενται ούτε χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από εκείνους της διερεύνησης ασφάλειας ή της ασφάλειας του πλοίου, εκτός εάν οι εν λόγω καταγραφές ανωνυμοποιούνται ή αποκαλύπτονται βάσει ασφαλών διαδικασιών. 3. Για τους σκοπούς που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, αποκαλύπτονται μόνο τα απολύτως αναγκαία δεδομένα. 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να ληφθεί η αναφερόμενη στην παράγραφο 3 απόφαση αποκάλυψης, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης. (*3) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1.)»." |
|
8) |
Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:
|
|
9) |
Στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Η συνεργασία κράτους μέλους σε διερεύνηση ασφάλειας διεξαγόμενη από ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα δεν θίγει τη συμμόρφωσή του με τις απαιτήσεις για τις διερευνήσεις ασφάλειας και τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Εάν μια ουσιαστικώς ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα διεξάγει, ως κύριο κράτος, διερεύνηση ασφάλειας στην οποία εμπλέκονται ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, τότε αυτά τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι δεν θα διεξαγάγουν παράλληλη διερεύνηση ασφάλειας, υπό τον όρο ότι η εν λόγω διερεύνηση διενεργείται από την τρίτη χώρα σύμφωνα με τον κώδικα του IMO για τη διερεύνηση ατυχημάτων. Στις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 14 δεν εφαρμόζεται στις αρχές διερεύνησης ασφάλειας.». |
|
10) |
Στο άρθρο 13, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
|
11) |
Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 14 Εκθέσεις ατυχημάτων 1. Διερευνήσεις ασφάλειας που διενεργούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία καταλήγουν στη δημοσίευση έκθεσης ατυχήματος που υποβάλλεται σε μορφή την οποία ορίζει η αρμόδια αρχή διερεύνησης ασφάλειας και σύμφωνα με τα συναφή μέρη του παραρτήματος I. Η αρχή διερεύνησης ασφάλειας μπορεί να αποφασίσει να δημοσιεύσει συνοπτική μόνο έκθεση διερεύνησης ασφάλειας, εφόσον:
2. Οι αρχές διερεύνησης ασφάλειας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι εκθέσεις ατυχημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, περιλαμβανομένων των συμπερασμάτων τους και τυχόν συστάσεων, να είναι διαθέσιμες στο κοινό, και ειδικά στον ναυτιλιακό τομέα, εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ναυτικού ατυχήματος ή συμβάντος. Εάν, σε περίπτωση πολύ σοβαρού ναυτικού ατυχήματος, δεν είναι δυνατόν να συνταχθεί μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα η τελική έκθεση ατυχήματος, δημοσιεύεται προσωρινή έκθεση ατυχήματος εντός 12 μηνών από την ημερομηνία του ναυτικού ατυχήματος ή συμβάντος. 3. Η αρχή διερεύνησης ασφάλειας του κύριου κράτους μέλους διερεύνησης αποστέλλει στην Επιτροπή αντίγραφο της τελικής ή προσωρινής έκθεσης. Η αρχή διερεύνησης ασφάλειας λαμβάνει υπόψη τυχόν τεχνικές παρατηρήσεις της Επιτροπής επί των τελικών εκθέσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν επηρεάζουν την ουσία των πορισμάτων, προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της έκθεσης ατυχήματος κατά τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της παρούσας οδηγίας. 4. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20 για την τροποποίηση των κατωτέρω μερών του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας: “2. Τεκμηριωμένες πληροφορίες”, “3. Περιγραφή” και “4. Ανάλυση”.». |
|
12) |
Στο άρθρο 15, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συστάσεις ασφάλειας που διατυπώνουν οι αρχές διερεύνησης ασφάλειας λαμβάνονται δεόντως υπόψη από τους παραλήπτες των συστάσεων, ιδίως με στόχο την πρόληψη μελλοντικών ατυχημάτων, και, όταν ενδείκνυται, τους δίνεται η κατάλληλη συνέχεια σύμφωνα με την ενωσιακή και τη διεθνή νομοθεσία. 2. Κατά περίπτωση, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας ή η Επιτροπή διατυπώνει συστάσεις ασφάλειας βάσει ανάλυσης συνοπτικών δεδομένων και βάσει του συνόλου των αποτελεσμάτων των διερευνήσεων ασφάλειας που διενεργήθηκαν.». |
|
13) |
Στο άρθρο 16, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Με την επιφύλαξη του δικαιώματος της αρχής διερεύνησης ασφάλειας να προβαίνει σε έγκαιρη προειδοποίηση, εφόσον κρίνει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διερεύνησης ασφάλειας, ότι απαιτείται επείγουσα δράση σε ενωσιακό επίπεδο για την πρόληψη του κινδύνου νέου ατυχήματος, η αρχή διερεύνησης ασφάλειας ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη έγκαιρης προειδοποίησης.». |
|
14) |
Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:
|
|
15) |
Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 17α Κατάρτιση και επιχειρησιακή υποστήριξη 1. Η Επιτροπή, με τη συνδρομή του Οργανισμού και σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, διευκολύνει την ανάπτυξη ικανοτήτων εντός των αρχών διερεύνησης ασφάλειας και την ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ αυτών μέσω της παροχής τακτικής κατάρτισης σχετικά με τις νέες νομικές και τεχνολογικές εξελίξεις, τις ειδικές τεχνικές, τα εργαλεία και τις τεχνολογίες που σχετίζονται με τα πλοία, τον εξοπλισμό και τη λειτουργία τους, ανάλογα με τις ανάγκες των αρχών διερεύνησης ασφάλειας. 2. Κατόπιν αιτήματος των αρχών διερεύνησης ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων, η Επιτροπή παρέχει επιχειρησιακή υποστήριξη στα κράτη μέλη κατά τη διενέργεια των οικείων διερευνήσεων ασφάλειας. Η υποστήριξη αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την παροχή εξειδικευμένων εργαλείων ανάλυσης ή εξοπλισμού, καθώς και ειδικής εμπειρογνωσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η παροχή υποστήριξης δεν θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των οικείων αρχών διερεύνησης ασφάλειας.». |
|
16) |
Τα άρθρα 19 και 20 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 19 Διαδικασία επιτροπής 1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5). 2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Άρθρο 20 Άσκηση της εξουσιοδότησης 1. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου. 2. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 14 παράγραφος 4 και στο άρθρο 17 παράγραφος 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 26 Δεκεμβρίου 2024. 3. Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 4 και στο άρθρο 17 παράγραφος 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. 4. Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*6). 5. Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 6. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 4 και του άρθρου 17 παράγραφος 5 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου. (*4) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1)." (*5) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13)." |
|
17) |
Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 20α Τροποποιήσεις του κώδικα του IMO για τη διερεύνηση ατυχημάτων Εφαρμόζονται οι τροποποιήσεις του κώδικα του IMO για τη διερεύνηση ατυχημάτων, με την επιφύλαξη της διαδικασίας ελέγχου συμβατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.». |
|
18) |
Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 23 Επανεξέταση της εφαρμογής Η Επιτροπή, έως τις 27 Ιουνίου 2032 υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και τη συμμόρφωση με αυτή, και, εφόσον απαιτείται, προτείνει περαιτέρω μέτρα υπό το πρίσμα των συστάσεων που διατυπώνονται σε αυτή, μεταξύ άλλων εξετάζοντας τη δυνατότητα να συμπεριληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας η υποχρεωτική διερεύνηση ασφάλειας για αλιευτικά σκάφη μήκους μικρότερου των 15 μέτρων και του αντικτύπου της στον φόρτο εργασίας των αρχών διερεύνησης ασφάλειας.». |
|
19) |
Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:
|
|
20) |
Στο παράρτημα II, το σημείο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
Άρθρο 2
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν έως τις 27 Ιουνίου 2027 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή τους προς την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.
Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3
Κατάργηση
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2011 καταργείται με ισχύ από τις 27 Ιουνίου 2027.
Άρθρο 4
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 5
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Στρασβούργο, 27 Νοεμβρίου 2024.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η Πρόεδρος
R. METSOLA
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
BÓKA J.
(1) ΕΕ C, C/2023/875, 8.12.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2023/875/oj.
(2) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 18ης Νοεμβρίου 2024.
(3) Οδηγία 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τον καθορισμό των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διερεύνηση των ατυχημάτων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/35/ΕΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 114).
(4) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2011 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2011, για την καθιέρωση κοινής μεθοδολογίας διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων και συμβάντων που αναπτύχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 10.12.2011, σ. 36).
(5) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/3017/oj
ISSN 1977-0669 (electronic edition)