European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2024/1624

19.6.2024

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2024/1624 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 31ης Μαΐου 2024

σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) αποτελεί τη βασική νομική πράξη για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η εν λόγω οδηγία καθορίζει ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο, το οποίο ενίσχυσε περαιτέρω η οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) μέσω της αντιμετώπισης των αναδυόμενων κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της αύξησης της διαφάνειας σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Παρά τα επιτεύγματα βάσει του εν λόγω νομικού πλαισίου, η πείρα κατέδειξε ότι θα πρέπει να θεσπιστούν περαιτέρω βελτιώσεις προκειμένου να μετριαστούν επαρκώς οι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να ανιχνεύονται με αποτελεσματικό τρόπο εγκληματικές απόπειρες κατάχρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για εγκληματικούς σκοπούς.

(2)

Η βασική πρόκληση που διαπιστώθηκε όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 οι οποίες προβλέπουν υποχρεώσεις για τις υπόχρεες οντότητες, είναι η έλλειψη δυνατότητας άμεσης εφαρμογής των κανόνων που ορίζονται στις εν λόγω διατάξεις και η κατακερματισμένη προσέγγιση στα εθνικά πλαίσια. Παρότι οι εν λόγω κανόνες υφίστανται και έχουν εξελιχθεί επί διάστημα τριών δεκαετιών, εξακολουθούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν συνάδει πλήρως με τις απαιτήσεις μιας ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίο οι κανόνες σχετικά με ζητήματα που επί του παρόντος εμπίπτουν στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 και οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι άμεσα εφαρμοστέοι από τις σχετικές υπόχρεες οντότητες να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο ενός κανονισμού, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η επιθυμητή ομοιομορφία στην εφαρμογή.

(3)

Η νέα αυτή νομική πράξη αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης δέσμης η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση του πλαισίου της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες («ξέπλυμα χρήματος») και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας («ΚΞΧ/ΧΤ»). Από κοινού, ο παρών κανονισμός, η οδηγία (EΕ) 2024/1640 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και οι κανονισμοί (EΕ) 2023/1113 (7) και (EΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) θα διαμορφώσουν το νομικό πλαίσιο που διέπει τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ τις οποίες πρέπει να εκπληρώνουν οι υπόχρεες οντότητες και στο οποίο στηρίζεται το θεσμικό πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας («ΑΚΝΕΠΑΔ»).

(4)

Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας διενεργούνται συχνά σε διεθνές επίπεδο. Τα μέτρα που λαμβάνονται σε ενωσιακό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο διεθνής συντονισμός και η διεθνής συνεργασία, έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Συνεπώς, τα μέτρα που θεσπίζονται από την Ένωση στον τομέα αυτόν θα πρέπει να είναι συμβατά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε διεθνές επίπεδο, και τουλάχιστον εξίσου αυστηρά με αυτές. Η δράση της Ένωσης θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τις συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force — FATF), καθώς και μέσα άλλων διεθνών φορέων που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι σχετικές ενωσιακές νομικές πράξεις θα πρέπει, όπου κρίνεται σκόπιμο, να ευθυγραμμιστούν με τα διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής που εγκρίθηκαν από την FATF τον Φεβρουάριο του 2012 («αναθεωρημένες συστάσεις της FATF»), καθώς και με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις των εν λόγω προτύπων.

(5)

Μετά την έκδοση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, οι πρόσφατες εξελίξεις στο πλαίσιο ποινικού δικαίου της Ένωσης συνέβαλαν στην ενίσχυση της πρόληψης και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) οδήγησε σε μια κοινή αντίληψη περί του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των βασικών αδικημάτων της. Με την οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) ορίστηκαν τα οικονομικά εγκλήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, τα οποία θα πρέπει επίσης να θεωρούνται βασικά αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Με την οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) επιτεύχθηκε κοινή αντίληψη περί του εγκλήματος της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Δεδομένου ότι οι εν λόγω έννοιες αποσαφηνίζονται πλέον στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου της Ένωσης, δεν είναι στο εξής απαραίτητος ο ορισμός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο πλαίσιο των κανόνων ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης. Αντιθέτως, το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης θα πρέπει να συνάδει πλήρως με το πλαίσιο ποινικού δικαίου της Ένωσης.

(6)

Η εναρμόνιση στον σχετικό τομέα του ποινικού δικαίου διαμορφώνει μια ισχυρή και συνεκτική προσέγγιση σε επίπεδο Ένωσης όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των βασικών αδικημάτων της, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς. Ταυτόχρονα, μια τέτοια προσέγγιση διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει ευρύτερη προσέγγιση όσον αφορά τον ορισμό των εγκληματικών δραστηριοτήτων που συνιστούν βασικά αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν αυτή την προσέγγιση. Για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2018/1673, κάθε είδος αξιόποινης συμμετοχής στη διάπραξη βασικού αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως έχει ποινικοποιηθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει επίσης να θεωρείται εγκληματική δραστηριότητα για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας και του παρόντος κανονισμού.

(7)

Η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς, προσφέροντας ευκαιρίες στον ιδιωτικό τομέα για την ανάπτυξη νέων προϊόντων και συστημάτων ανταλλαγής κεφαλαίων ή αξίας. Παρότι πρόκειται για φαινόμενο που είναι θετικό, μπορεί να δημιουργήσει νέους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς οι εγκληματίες κατορθώνουν διαρκώς να εφευρίσκουν τρόπους εκμετάλλευσης των τρωτών σημείων με στόχο την απόκρυψη και τη μεταφορά παράνομων κεφαλαίων σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και οι πλατφόρμες συμμετοχικής χρηματοδότησης είναι εκτεθειμένοι στην κατάχρηση των νέων διαύλων κυκλοφορίας παράνομου χρήματος και είναι σε θέση να εντοπίζουν τέτοιου είδους κυκλοφορία και να μετριάζουν τους κινδύνους. Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης θα πρέπει να διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει τις εν λόγω οντότητες, σε συμφωνία με τα πρότυπα της FATF όσον αφορά τα κρυπτοστοιχεία. Ταυτόχρονα, καινοτόμα επιτεύγματα, όπως η ανάπτυξη του μετασύμπαντος, παρέχουν νέες ευρείες δυνατότητες για τη διάπραξη εγκλημάτων και για τη νομιμοποίηση των εσόδων τους. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό να επιδεικνύεται επαγρύπνηση όσον αφορά τους κινδύνους που συνδέονται με την παροχή καινοτόμων προϊόντων ή υπηρεσιών, είτε σε ενωσιακό είτε σε εθνικό επίπεδο, ή σε επίπεδο υπόχρεων οντοτήτων.

(8)

Οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην περιφρούρηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού, με στόχο να μην επιτρέπεται σε εγκληματίες η νομιμοποίηση των εσόδων από τις παράνομες δραστηριότητές τους ή η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Επίσης, θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μέτρα για τον μετριασμό του κινδύνου λόγω μη εφαρμογής ή αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

(9)

Ο ορισμός του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) καλύπτει ευρύ φάσμα φυσικών ή νομικών προσώπων που αναλαμβάνουν ή ασκούν τη δραστηριότητα της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων. Ορισμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές αναλαμβάνουν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων υπό την πλήρη ευθύνη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή διαμεσολαβητών και να ασκούν δραστηριότητες που υπόκεινται στις πολιτικές και τις διαδικασίες τους. Όταν οι εν λόγω διαμεσολαβητές δεν εισπράττουν ασφάλιστρα ή ποσά που προορίζονται για τον πελάτη, τον λήπτη της ασφάλισης ή τον δικαιούχο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δεν είναι σε θέση να επιδείξουν ουσιαστική δέουσα επιμέλεια ή να εντοπίσουν και να αναφέρουν ύποπτες συναλλαγές. Λόγω του περιορισμένου αυτού ρόλου και του γεγονότος ότι η πλήρης εφαρμογή των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ διασφαλίζεται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές υπό την ευθύνη των οποίων παρέχουν υπηρεσίες, οι διαμεσολαβητές που δεν διαχειρίζονται κεφάλαια, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπόχρεες οντότητες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(10)

Οι εταιρείες συμμετοχών που ασκούν μεικτές δραστηριότητες και έχουν τουλάχιστον μία θυγατρική η οποία είναι υπόχρεη οντότητα θα πρέπει οι ίδιες να συμπεριληφθούν ως υπόχρεες οντότητες στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Για να διασφαλιστεί η συνεπής εποπτεία από τις αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας, στις περιπτώσεις που οι θυγατρικές μιας εταιρείας συμμετοχών μικτής δραστηριότητας περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, η ίδια η εταιρεία συμμετοχών θα πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται ως χρηματοπιστωτικός οργανισμός.

(11)

Χρηματοοικονομικές συναλλαγές δύνανται επίσης να διενεργούνται στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου ως ένα μέσο διαχείρισης των οικονομικών του ομίλου. Εντούτοις, οι εν λόγω συναλλαγές δεν πραγματοποιούνται έναντι πελατών και δεν απαιτούν την εφαρμογή μέτρων ΚΞΧ/ΧΤ. Προκειμένου να διασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου, είναι ανάγκη να αναγνωριστεί ότι ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες ή άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται από τα μέλη ενός ομίλου σε άλλα μέλη του ίδιου ομίλου.

(12)

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες νομικοί θα πρέπει να υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό όταν συμμετέχουν σε χρηματοοικονομικές ή εταιρικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής φορολογικών συμβουλών, διότι υπάρχει κίνδυνος κατάχρησης των υπηρεσιών που παρέχουν οι εν λόγω επαγγελματίες νομικοί με σκοπό τη νομιμοποίηση των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή για σκοπούς χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Σκόπιμο είναι, ωστόσο, να προβλεφθούν εξαιρέσεις από οποιαδήποτε υποχρέωση αναφοράς πληροφοριών που αποκτήθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια ή έπειτα από νομικές διαδικασίες ή κατά τη διάρκεια της διαπίστωσης της νομικής θέσης του πελάτη, καθώς οι εν λόγω πληροφορίες καλύπτονται από δικηγορικό απόρρητο. Συνεπώς, η παροχή νομικών συμβουλών θα πρέπει να εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο επαγγελματίας νομικός συμμετέχει σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή εάν ο επαγγελματίας νομικός γνωρίζει ότι ο πελάτης ζητά νομικές συμβουλές με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η γνώση και ο σκοπός αυτός μπορούν να συναχθούν από αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά. Δεδομένου ότι οι νομικές συμβουλές ενδέχεται ήδη να αναζητηθούν κατά το στάδιο της τέλεσης της εγκληματικής δραστηριότητας που παράγει έσοδα, είναι σημαντικό οι υποθέσεις που εξαιρούνται του δικηγορικού απορρήτου να επεκτείνονται σε περιπτώσεις στις οποίες οι νομικές συμβουλές παρέχονται στο πλαίσιο των βασικών αδικημάτων. Οι νομικές συμβουλές που ζητούνται σε σχέση με εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες δεν θα πρέπει να θεωρούνται νομικές συμβουλές για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(13)

Προκειμένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»), όσον αφορά τους νόμιμους ελεγκτές, τους εξωτερικούς λογιστές και τους φορολογικούς συμβούλους, οι οποίοι, σε ορισμένα κράτη μέλη, δικαιούνται να υπερασπίζονται ή να εκπροσωπούν έναν πελάτη στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών ή να διαπιστώνουν τη νομική του θέση, οι πληροφορίες τις οποίες αποκτούν κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις υποχρεώσεις αναφοράς. Ωστόσο, οι ίδιες εξαιρέσεις που ισχύουν για τους συμβολαιογράφους και τους δικηγόρους θα πρέπει να ισχύουν και για τους επαγγελματίες όταν αυτοί ενεργούν κατά την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης ή όταν εξακριβώνουν τη νομική θέση του πελάτη.

(14)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/843 ήταν η πρώτη νομική πράξη για την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προκύπτουν από τα κρυπτοστοιχεία στην Ένωση. Επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ σε δύο είδη παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων: σε παρόχους υπηρεσιών ανταλλαγής μεταξύ εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων και σε παρόχους υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών. Λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων και της προόδου στα πρότυπα της FATF, κρίνεται αναγκαία η επανεξέταση της εν λόγω προσέγγισης. Ένα πρώτο βήμα προς την ολοκλήρωση και την επικαιροποίηση του νομικού πλαισίου της Ένωσης συντελέστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), ο οποίος θεσπίζει απαιτήσεις για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση για άδεια παροχής των υπηρεσιών τους στην εσωτερική αγορά. Ο εν λόγω κανονισμός εισήγαγε, επίσης, έναν ορισμό των κρυπτοστοιχείων και των παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων ο οποίος περιλαμβάνει ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων. Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΕ) 2023/1113 επέκτεινε τις απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας στις μεταφορές κρυπτοστοιχείων που πραγματοποιούνται από παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114, και τροποποίησε την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 ώστε να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να καταστήσουν τους εν λόγω παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων υπόχρεες οντότητες. Οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων θα πρέπει επίσης να καλύπτονται και από τον παρόντα κανονισμό, ούτως ώστε να μετριαστεί τυχόν κίνδυνος κατάχρησης κρυπτοστοιχείων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(15)

Η δημιουργία αγορών μοναδικών και μη αντικαταστατών κρυπτοστοιχείων είναι ακόμη πρόσφατη και δεν έχει οδηγήσει σε νομοθεσία που να ρυθμίζει τη λειτουργία τους. Η εξέλιξη των εν λόγω αγορών είναι αντικείμενο παρακολούθησης και είναι σημαντικό να μην οδηγήσει σε νέους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που δεν θα μπορούν να μετριαστούν δεόντως. Έως τις 30 Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά τα κρυπτοστοιχεία, μεταξύ των οποίων η αξιολόγηση της ανάπτυξης των αγορών μοναδικών και μη αντικαταστατών κρυπτοστοιχείων, η κατάλληλη ρυθμιστική αντιμετώπιση των εν λόγω κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης της αναγκαιότητας και της σκοπιμότητας της ρύθμισης των παρόχων υπηρεσιών που σχετίζονται με μοναδικά και μη αντικαταστατά κρυπτοστοιχεία. Εάν κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή πρέπει να συνοδεύει την εν λόγω έκθεση με νομοθετική πρόταση.

(16)

Τα τρωτά σημεία που εμφανίζουν οι πλατφόρμες συμμετοχικής χρηματοδότησης στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας έχουν οριζόντιο χαρακτήρα και επηρεάζουν την εσωτερική αγορά στο σύνολό της. Έως σήμερα, οι προσεγγίσεις που εμφανίστηκαν στα διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά τη διαχείριση των εν λόγω κινδύνων ήταν αποκλίνουσες. Μολονότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2020/1503 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) εναρμονίζει τη ρυθμιστική προσέγγιση για τις επιχειρηματικές επενδύσεις και τις πλατφόρμες συμμετοχικής χρηματοδότησης βάσει δανεισμού στο σύνολο της Ένωσης και εισάγει διάφορες διασφαλίσεις για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως η δέουσα επιμέλεια των πλατφορμών συμμετοχικής χρηματοδότησης όσον αφορά τους κυρίους των έργων και στο πλαίσιο των διαδικασιών αδειοδότησης, η έλλειψη εναρμονισμένου νομικού πλαισίου με ισχυρές υποχρεώσεις ΚΞΧ/ΧΤ για τις πλατφόρμες συμμετοχικής χρηματοδότησης δημιουργεί κενά και αποδυναμώνει τις διασφαλίσεις ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης. Ως εκ τούτου είναι, αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι όλες οι πλατφόρμες συμμετοχικής χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1503, υπόκεινται στη νομοθεσία ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης.

(17)

Οι διαμεσολαβητές συμμετοχικής χρηματοδότησης, οι οποίοι διαχειρίζονται ψηφιακή πλατφόρμα με σκοπό την αντιστοίχιση ή τη διευκόλυνση της αντιστοίχισης χρηματοδοτών με κυρίους έργων, όπως ενώσεις ή άτομα που αναζητούν χρηματοδότηση, εκτίθενται σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι αδειοδοτημένες δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1503 επί του παρόντος είτε δεν υπόκεινται σε ρύθμιση είτε υπόκεινται σε αποκλίνουσες ρυθμιστικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους κανόνες και τις διαδικασίες για την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, οι διαμεσολαβητές αυτοί θα πρέπει να υπόκεινται στις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού, ιδίως για την αποφυγή της εκτροπής χρηματικών ποσών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, ή κρυπτοστοιχείων που αντλούνται για παράνομους σκοπούς από εγκληματίες. Προκειμένου να μετριαστούν οι εν λόγω κίνδυνοι, οι υποχρεώσεις αυτές ισχύουν για ευρύ φάσμα έργων, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, εκπαιδευτικών ή πολιτιστικών έργων και για τη συλλογή των εν λόγω χρηματικών ποσών ή κρυπτοστοιχείων με στόχο τη στήριξη γενικότερων σκοπών, για παράδειγμα στον ανθρωπιστικό τομέα, ή για τη διοργάνωση ή τον εορτασμό οικογενειακών ή κοινωνικών εκδηλώσεων.

(18)

Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 έθεσε ως στόχο τον μετριασμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που απορρέουν από συναλλαγές μεγάλων ποσών σε μετρητά, συμπεριλαμβάνοντας στις υπόχρεες οντότητες τα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά όταν καταβάλλουν ή λαμβάνουν πληρωμές σε μετρητά άνω των 10 000 EUR, ενώ, παράλληλα, επέτρεψε στα κράτη μέλη να θεσπίζουν αυστηρότερα μέτρα. Η προσέγγιση αυτή αποδείχθηκε αναποτελεσματική, δεδομένης της ανεπαρκούς κατανόησης και εφαρμογής των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ, της έλλειψης εποπτείας και του περιορισμένου αριθμού ύποπτων συναλλαγών που αναφέρονται στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ). Προκειμένου να μετριαστούν επαρκώς οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την αδιαφανή χρήση μεγάλων ποσών σε μετρητά, θα πρέπει να καθοριστεί ένα όριο σε επίπεδο Ένωσης για τις πληρωμές μεγάλων ποσών σε μετρητά άνω των 10 000 EUR. Συνεπώς, τα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά δεν πρέπει πλέον να υπόκεινται σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, με εξαίρεση τους εμπορευόμενους πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμους λίθους, άλλα αγαθά υψηλής αξίας και πολιτιστικά αγαθά.

(19)

Ορισμένες κατηγορίες εμπόρων αγαθών είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, λόγω της υψηλής αξίας των συχνά μικρών σε μέγεθος, φορητών αγαθών τα οποία εμπορεύονται. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα πρόσωπα που εμπορεύονται πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμους λίθους και άλλα αγαθά υψηλής αξίας θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ όταν το εν λόγω εμπόριο είναι είτε τακτική είτε κύρια επαγγελματική δραστηριότητα.

(20)

Τα μηχανοκίνητα οχήματα, τα σκάφη και τα αεροσκάφη στα υψηλότερα τμήματα της αγοράς είναι εκτεθειμένα σε κινδύνους κατάχρησης για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δεδομένης της υψηλής αξίας και της δυνατότητας μεταφοράς τους. Ως εκ τούτου, οι έμποροι των εν λόγω αγαθών θα πρέπει να υπόκεινται σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ. Η δυνατότητα μεταφοράς των εν λόγω αγαθών τα καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικά για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δεδομένης της ευκολίας με την οποία τα εν λόγω αγαθά μπορούν να διακινούνται διαμέσου ή εκτός των συνόρων της Ένωσης, και του γεγονότος ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω αγαθά όταν είναι ταξινομημένα σε τρίτες χώρες ενδέχεται να μην είναι εύκολα προσβάσιμες από τις αρμόδιες αρχές. Για να μετριαστούν οι κίνδυνοι κατάχρησης ενωσιακών αγαθών υψηλής αξίας για εγκληματικούς σκοπούς και για να διασφαλιστεί η ευκρίνεια της κυριότητας των εν λόγω αγαθών, είναι αναγκαίο να απαιτείται από τους εμπόρους αγαθών υψηλής αξίας να αναφέρουν τις συναλλαγές που αφορούν την πώληση μηχανοκίνητων οχημάτων, σκαφών και αεροσκαφών. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί παρέχουν υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για τη σύναψη της πώλησης ή της μεταβίβασης της κυριότητας των εν λόγω αγαθών και θα πρέπει επίσης να υποχρεούνται να αναφέρουν τις εν λόγω συναλλαγές στη ΜΧΠ. Τα αγαθά που προορίζονται αποκλειστικά για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε τέτοιες γνωστοποιήσεις· εντούτοις, οι πωλήσεις για ιδιωτική και μη εμπορική χρήση δεν θα πρέπει να περιορίζονται σε περιπτώσεις στις οποίες ο πελάτης είναι φυσικό πρόσωπο, αλλά θα πρέπει επίσης να αφορούν πωλήσεις σε νομικές οντότητες και μορφώματα, ιδίως όταν αυτά έχουν συσταθεί για τη διαχείριση του πλούτου του πραγματικού δικαιούχου τους.

(21)

Οι φορείς επενδυτικής μετανάστευσης είναι ιδιωτικές εταιρείες, οργανισμοί ή πρόσωπα που ενεργούν ή έχουν άμεση επαφή με τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση δικαιωμάτων διαμονής για λογαριασμό υπηκόων τρίτων χωρών ή παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι επιδιώκουν να αποκτήσουν δικαίωμα διαμονής σε κράτος μέλος, με αντάλλαγμα κάθε είδους επένδυση, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών κεφαλαίων, της αγοράς ή ενοικίασης ακίνητης περιουσίας, της επένδυσης σε κρατικά ομόλογα, της επένδυσης σε εταιρείες, της δωρεάς ή επιχορήγησης δραστηριότητας που συμβάλλει στο δημόσιο συμφέρον και των συνεισφορών στον κρατικό προϋπολογισμό. Τα προγράμματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές παρουσιάζουν κινδύνους και τρωτά σημεία σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη δωροδοκία και τη φοροδιαφυγή. Οι κίνδυνοι αυτοί εντείνονται λόγω των διασυνοριακών δικαιωμάτων που συνεπάγεται η διαμονή σε ένα κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο οι φορείς επενδυτικής μετανάστευσης να υπαχθούν σε υποχρεώσεις ΚΞΧ/ΧΤ. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές, τα οποία οδηγούν σε απόκτηση ιθαγένειας ως αντάλλαγμα για επένδυση αυτού του είδους, καθώς τα εν λόγω προγράμματα πρέπει να θεωρείται ότι υπονομεύουν το θεμελιώδες καθεστώς της ιθαγένειας της Ένωσης και την καλόπιστη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών.

(22)

Ενώ οι πιστωτικοί φορείς ενυπόθηκης και καταναλωτικής πίστης είναι συνήθως πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, υπάρχουν μεσίτες καταναλωτικών και ενυπόθηκων πιστώσεων που δεν χαρακτηρίζονται ως πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ σε επίπεδο Ένωσης, αλλά υπόκεινται σε ανάλογες υποχρεώσεις σε ορισμένα κράτη μέλη, λόγω της έκθεσής τους σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Αναλόγως του επιχειρηματικού τους μοντέλου, οι εν λόγω μεσίτες καταναλωτικών και ενυπόθηκων πιστώσεων μπορούν να εκτίθενται σε σοβαρούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οντότητες με παρεμφερείς δραστηριότητες οι οποίες είναι εκτεθειμένες σε κινδύνους αυτού του είδους εμπίπτουν σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, ανεξαρτήτως του αν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να συμπεριληφθούν οι μεσίτες καταναλωτικών και ενυπόθηκων πιστώσεων που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς αλλά, συνεπεία των δραστηριοτήτων τους, είναι εκτεθειμένοι σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, ο μεσίτης πιστώσεων ενεργεί για λογαριασμό του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που χορηγεί και διεκπεραιώνει το δάνειο. Στις περιπτώσεις αυτές, οι απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ δεν θα πρέπει να ισχύουν για τους μεσίτες καταναλωτικών και ενυπόθηκων πιστώσεων, αλλά μόνο για τα πιστωτικά ιδρύματα ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

(23)

Για τη διασφάλιση συνεκτικής προσέγγισης, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ποιες οντότητες στον τομέα των επενδύσεων υπόκεινται σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ. Παρά το γεγονός ότι οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, είναι ανάγκη να ευθυγραμμιστεί η σχετική ορολογία με την υφιστάμενη νομοθεσία της Ένωσης για τους οργανισμούς επενδύσεων, ήτοι τις οδηγίες 2009/65/ΕΚ (16) και 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17). Δεδομένου ότι οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να συσταθούν χωρίς νομική προσωπικότητα, είναι επίσης αναγκαίο να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού οι διαχειριστές τους. Οι απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της μορφής με την οποία τα μερίδια ή οι μετοχές ενός οργανισμού διατίθενται προς αγορά στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που τα μερίδια ή οι μετοχές προσφέρονται άμεσα ή έμμεσα σε επενδυτές εγκατεστημένους στην Ένωση ή προτείνονται στους εν λόγω επενδυτές με πρωτοβουλία του διαχειριστή ή εξ ονόματός του. Δεδομένου ότι τόσο οι οργανισμοί όσο και οι διαχειριστές οργανισμών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη των προσπαθειών. Για τον σκοπό αυτόν, τα μέτρα ΚΞΧ/ΧΤ που λαμβάνονται σε επίπεδο οργανισμού και στο επίπεδο του διαχειριστή του δεν θα πρέπει να είναι τα ίδια, αλλά θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την κατανομή των καθηκόντων μεταξύ του οργανισμού και του διαχειριστή του.

(24)

Οι δραστηριότητες των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των πρακτόρων ποδοσφαίρου εκτίθενται σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στα βασικά αδικήματά της που οφείλονται σε διάφορους παράγοντες εγγενείς στον τομέα του ποδοσφαίρου, όπως η παγκόσμια δημοφιλία του ποδοσφαίρου, τα σημαντικά ποσά, οι ταμειακές ροές και τα οικονομικά συμφέροντα που εμπλέκονται, η συχνότητα των διασυνοριακών συναλλαγών και οι ενίοτε αδιαφανείς ιδιοκτησιακές δομές. Όλοι οι εν λόγω παράγοντες εκθέτουν το ποδόσφαιρο σε δυνητικές καταχρήσεις από εγκληματίες που επιδιώκουν τη νομιμοποίηση παράνομων κεφαλαίων και, ως εκ τούτου, καθιστούν το άθλημα επιρρεπές στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και στα βασικά αδικήματά της. Στους βασικούς τομείς που διατρέχουν κίνδυνο συγκαταλέγονται για παράδειγμα, οι συναλλαγές με επενδυτές και χορηγούς, συμπεριλαμβανομένων διαφημιστών, και η μεταγραφή παικτών. Ως εκ τούτου, οι επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι και οι πράκτορες ποδοσφαίρου θα πρέπει να θεσπίσουν ισχυρά μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων η άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη όσον αφορά επενδυτές, χορηγούς, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστών, και άλλους εταίρους και αντισυμβαλλομένους με τους οποίους συναλλάσσονται. Προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε δυσανάλογη επιβάρυνση για μικρότερους συλλόγους που είναι λιγότερο εκτεθειμένοι σε κινδύνους εγκληματικής κατάχρησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, βάσει αποδεδειγμένα χαμηλότερου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, να εξαιρούν ορισμένους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, εν όλω ή εν μέρει.

(25)

Οι δραστηριότητες των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που ανταγωνίζονται στις υψηλότερες κατηγορίες των εθνικών ποδοσφαιρικών συλλόγων τους καθιστούν πιο εκτεθειμένους σε υψηλότερους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των βασικών αδικημάτων της σε σύγκριση με τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους που αγωνίζονται σε χαμηλότερες κατηγορίες. Για παράδειγμα, οι κορυφαίοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι προβαίνουν σε ουσιαστικότερες χρηματοοικονομικές συναλλαγές, όπως μεταγραφές ποδοσφαιριστών υψηλής αξίας και συμφωνίες χορηγίας, ενδέχεται να έχουν πιο σύνθετες εταιρικές δομές με πολλαπλά επίπεδα ιδιοκτησίας και είναι πιθανότερο να πραγματοποιούν διασυνοριακές συναλλαγές. Οι εν λόγω παράγοντες καθιστούν τους εν λόγω κορυφαίους συλλόγους ελκυστικότερους για τους εγκληματίες και προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες απόκρυψης παράνομων κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που αγωνίζονται στην υψηλότερη κατηγορία μόνο σε περιπτώσεις αποδεδειγμένα χαμηλού κινδύνου και υπό την προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών των συλλόγων αυτών για καθένα από τα 2 προηγούμενα έτη είναι μικρότερος των 5 000 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα. Ωστόσο, ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την κατηγορία στην οποία αγωνίζεται ένας ποδοσφαιρικός σύλλογος. Οι σύλλογοι χαμηλότερων κατηγοριών μπορούν επίσης να εκτίθενται σε σημαντικούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των βασικών αδικημάτων της. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξαιρούν από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους χαμηλότερων κατηγοριών που συνδέονται με αποδεδειγμένα χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(26)

Ο παρών κανονισμός εναρμονίζει τα μέτρα που πρέπει να θεσπιστούν για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο Ένωσης. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει κινδύνου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις σε περιορισμένες περιπτώσεις όπου αντιμετωπίζουν ειδικούς κινδύνους. Για να διασφαλιστεί ότι οι κίνδυνοι αυτοί μετριάζονται επαρκώς, οι υπόχρεες οντότητες που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να εφαρμόζουν τις πρόσθετες αυτές απαιτήσεις, είτε δραστηριοποιούνται στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος στο πλαίσιο της ελευθερίας εγκατάστασης είτε στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν υποδομή στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ αυτών των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ποιες δραστηριότητες ισοδυναμούν με εγκατάσταση.

(27)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός εάν ορίζεται ρητώς στην τομεακή νομοθεσία, η εγκατάσταση δεν χρειάζεται να έχει τη μορφή θυγατρικής, υποκαταστήματος ή πρακτορείου, αλλά μπορεί να αποτελείται από γραφείο το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό υπόχρεης οντότητας ή από πρόσωπο ανεξάρτητο αλλά εξουσιοδοτημένο να ενεργεί σε μόνιμη βάση για την υπόχρεη οντότητα. Σύμφωνα με τον εν λόγω ορισμό, που προϋποθέτει την πραγματική άσκηση οικονομικής δραστηριότητας στον τόπο εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών, μόνη η ύπαρξη γραμματοκιβωτίου δεν συνιστά εγκατάσταση. Ομοίως, τα γραφεία ή άλλες υποδομές που χρησιμοποιούνται για υποστηρικτικές δραστηριότητες, όπως απλές δραστηριότητες υποστήριξης, κόμβοι ΤΠ ή κέντρα δεδομένων τη διαχείριση των οποίων διενεργούν υπόχρεες οντότητες, δεν συνιστούν εγκατάσταση. Αντιστρόφως, δραστηριότητες όπως η παροχή υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων μέσω ΑΤΜ συνιστούν εγκατάσταση, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου υλικού εξοπλισμού που απαιτείται για τους φορείς εκμετάλλευσης που εξυπηρετούν κυρίως τους πελάτες τους μέσω του διαδικτύου, όπως συμβαίνει με τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.

(28)

Είναι σημαντικό οι απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ να εφαρμόζονται κατά τρόπο αναλογικό και η επιβολή τυχόν απαίτησης να είναι ανάλογη προς τον ρόλο που οι υπόχρεες οντότητες δύνανται να διαδραματίζουν στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα, σε συμφωνία με την προσέγγιση βάσει κινδύνου του παρόντος κανονισμού, να εξαιρούν ορισμένους οικονομικούς φορείς από τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, όταν οι δραστηριότητες που αυτοί ασκούν παρουσιάζουν χαμηλό επίπεδο κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και όταν οι εν λόγω δραστηριότητες έχουν περιορισμένο χαρακτήρα. Προκειμένου να διασφαλιστεί διαφάνεια και συνοχή στην εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων στο σύνολο της Ένωσης, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένας μηχανισμός που επιτρέπει στην Επιτροπή να επαληθεύει την αναγκαιότητα των εξαιρέσεων που πρόκειται να παραχωρηθούν. Επίσης, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει τις εν λόγω εξαιρέσεις σε ετήσια βάση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(29)

Μια συνεκτική δέσμη κανόνων για τα εσωτερικά συστήματα και τους ελέγχους, η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις υπόχρεες οντότητες που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, θα ενισχύσει τη συμμόρφωση όσον αφορά την ΚΞΧ/ΧΤ και θα καταστήσει την εποπτεία πιο αποτελεσματική. Προκειμένου να διασφαλιστεί επαρκής μετριασμός των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και των κινδύνων ενδεχόμενης μη εφαρμογής ή αποφυγής των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να εφαρμόζουν ένα πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, το οποίο συνίσταται σε πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους με βάση τους κινδύνους και σε ένα σαφή διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων στο σύνολο του οργανισμού. Σε συμφωνία με την προσέγγιση βάσει κινδύνου του παρόντος κανονισμού, οι εν λόγω πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι θα πρέπει να είναι ανάλογοι προς τη φύση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων και της πολυπλοκότητάς της, και του μεγέθους της υπόχρεης οντότητας και να ανταποκρίνονται στους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που διατρέχει η οντότητα, συμπεριλαμβανομένων, για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, των συναλλαγών με αυτοφιλοξενούμενα πορτοφόλια.

(30)

Για την ύπαρξη κατάλληλης προσέγγισης βάσει του κινδύνου, είναι απαραίτητο οι υπόχρεες οντότητες να εντοπίζουν τους εγγενείς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς και τους κινδύνους ενδεχόμενης μη εφαρμογής ή αποφυγής των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων που διατρέχουν λόγω των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να επιτυγχάνουν τον αποτελεσματικό μετριασμό τους και να διασφαλίζουν ότι οι οικείες πολιτικές, διαδικασίες και εσωτερικοί έλεγχοι ενδείκνυνται για την αντιμετώπιση των εν λόγω εγγενών κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά των πελατών τους, τα προσφερόμενα προϊόντα, τις προσφερόμενες υπηρεσίες ή συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων, για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, των συναλλαγών με αυτοφιλοξενούμενα πορτοφόλια, τις σχετικές χώρες ή τις γεωγραφικές περιοχές και τους διαύλους διανομής που χρησιμοποιούνται. Ενόψει της εξελισσόμενης φύσης των κινδύνων, οι εν λόγω εκτιμήσεις κινδύνου θα πρέπει να επικαιροποιούνται τακτικά.

(31)

Προκειμένου να υποστηριχθεί μια συνεκτική και αποτελεσματική προσέγγιση ως προς τον προσδιορισμό των κινδύνων που επηρεάζουν τις επιχειρήσεις τους από τις υπόχρεες οντότητες, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για το περιεχόμενο της εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης και τις πρόσθετες πηγές πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Οι εν λόγω πηγές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν πληροφορίες από διεθνείς φορείς καθορισμού προτύπων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, όπως εκθέσεις αμοιβαίας αξιολόγησης της FATF, καθώς και άλλες έγκυρες και αξιόπιστες πηγές που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τυπολογίες, αναδυόμενους κινδύνους και εγκληματικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς, όπως εκθέσεις από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, μέσα ενημέρωσης και πανεπιστήμια.

(32)

Είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και οι ανάγκες των μικρότερων υπόχρεων οντοτήτων και να διασφαλιστεί μεταχείριση προσαρμοσμένη στις ειδικές ανάγκες τους και στη φύση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Αυτό ενδέχεται να περιλαμβάνει την εξαίρεση ορισμένων υπόχρεων οντοτήτων από τη διενέργεια εκτίμησης κινδύνου όταν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τον τομέα δραστηριότητας της οντότητας είναι επαρκώς κατανοητοί.

(33)

Η FATF έχει καταρτίσει πρότυπα για περιοχές δικαιοδοσίας προκειμένου να εντοπίζονται και να εκτιμώνται οι κίνδυνοι ενδεχόμενης μη εφαρμογής ή αποφυγής των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων που συνδέονται με τη χρηματοδότηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής και να λαμβάνονται μέτρα για τον μετριασμό τους. Τα νέα αυτά πρότυπα που καθόρισε η FATF δεν υποκαθιστούν ούτε υπονομεύουν τις υφιστάμενες αυστηρές υποχρεώσεις των χωρών να επιβάλλουν στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις ώστε να συμμορφώνονται με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ) σχετικά με την πρόληψη, την καταστολή και τη διακοπή της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής και της χρηματοδότησής της. Οι εν λόγω υφιστάμενες υποχρεώσεις, όπως εφαρμόζονται σε επίπεδο Ένωσης βάσει των αποφάσεων 2010/413/ΚΕΠΠΑ (18) και (ΚΕΠΠΑ) 2016/849 του Συμβουλίου (19), καθώς και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 267/2012 (20) και (ΕΕ) 2017/1509 του Συμβουλίου (21), εξακολουθούν να δεσμεύουν όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός της Ένωσης. Δεδομένων των ειδικών κινδύνων μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων στους οποίους εκτίθεται η Ένωση, είναι σκόπιμο να επεκταθεί η αξιολόγηση των κινδύνων ώστε να συμπεριλάβει όλες τις στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις που θεσπίζονται σε επίπεδο Ένωσης. Η ανάλογη με τον βαθμό κινδύνου φύση των μέτρων ΚΞΧ/ΧΤ που σχετίζονται με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις δεν αίρει την υποχρέωση βάσει κανόνων, στην οποία υπόκεινται όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στην Ένωση, δέσμευσης και απαγόρευσης διάθεσης κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, άμεσα ή έμμεσα, προς όφελος καταχωρισμένων προσώπων και οντοτήτων.

(34)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι μετριάζονται κατάλληλα οι κίνδυνοι ενδεχόμενης μη εφαρμογής ή αποφυγής των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, είναι σημαντικό να καθοριστούν μέτρα που υποχρεούνται να εφαρμόζουν οι υπόχρεες οντότητες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τον έλεγχο της πελατειακής βάσης τους έναντι των καταλόγων προσώπων ή οντοτήτων που έχουν κατονομαστεί δυνάμει στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων. Οι απαιτήσεις που υπέχουν οι υπόχρεες οντότητες δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν αίρουν την υποχρέωση βάσει κανόνων της δέσμευσης και μη διάθεσης κεφαλαίων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, άμεσα ή έμμεσα, σε πρόσωπα ή οντότητες που υπόκεινται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις οι οποίες ισχύουν για όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στην Ένωση. Επιπλέον, οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού δεν προορίζονται να αντικαταστήσουν τις υποχρεώσεις σχετικά με τον έλεγχο των πελατών για την εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων δυνάμει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης ή δυνάμει του εθνικού δικαίου.

(35)

Με στόχο να αποτυπωθούν οι τελευταίες εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, στον παρόντα κανονισμό πρέπει να εισαχθεί απαίτηση για τον εντοπισμό, την κατανόηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό, σε επίπεδο υπόχρεης οντότητας, των κινδύνων λόγω ενδεχόμενης μη εφαρμογής ή αποφυγής των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

(36)

Η καταχώριση ή η κατονομασία προσώπων ή οντοτήτων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ή την επιτροπή κυρώσεων του ΟΗΕ ενσωματώνεται στο δίκαιο της Ένωσης μέσω αποφάσεων και κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 29 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και του άρθρου 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αντίστοιχα, με τις οποίες επιβάλλονται στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις στα εν λόγω πρόσωπα και οντότητες. Η διαδικασία έκδοσης των εν λόγω πράξεων σε επίπεδο Ένωσης απαιτεί τον έλεγχο της συμμόρφωσης κάθε κατονομασίας ή καταχώρισης σε κατάλογο με τα θεμελιώδη δικαιώματα που παρέχονται δυνάμει του Χάρτη. Μεταξύ της δημοσίευσης από τα Ηνωμένα Έθνη (ΗΕ) και της έναρξης εφαρμογής των πράξεων της Ένωσης για τη μεταφορά των καταχωρίσεων ή των κατονομασιών του ΟΗΕ ΗΕ, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, να τηρούν αρχεία των κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν για πελάτες που έχουν καταχωριστεί ή κατονομάζονται δυνάμει οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ, ή για πελάτες υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο καταχωρισμένων ή κατονομαζόμενων προσώπων ή οντοτήτων, όσον αφορά κάθε απόπειρα συναλλαγής και συναλλαγές που πραγματοποιούνται για τον πελάτη, όπως για την κάλυψη βασικών αναγκών του πελάτη.

(37)

Κατά την αξιολόγηση του εάν ένας πελάτης που είναι νομική οντότητα ανήκει σε πρόσωπα που έχουν κατονομαστεί δυνάμει στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων ή τελεί υπό τον έλεγχό τους, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή και την αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (κυρώσεων) στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και των βέλτιστων πρακτικών της Ένωσης για την αποτελεσματική εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων.

(38)

Είναι σημαντικό οι υπόχρεες οντότητες να λαμβάνουν όλα τα μέτρα στο επίπεδο της διαχείρισής τους για την εφαρμογή εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων και την υλοποίηση των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ. Παρότι για την εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων της υπόχρεης οντότητας θα πρέπει να ορίζεται ως υπεύθυνο ένα μέλος του διοικητικού οργάνου, η ευθύνη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να έγκειται τελικά στο διοικητικό όργανο της οντότητας. Η εν λόγω ανάθεση ευθύνης δεν θα πρέπει να θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με την κοινή αστική ή ποινική ευθύνη των διοικητικών οργάνων. Τα καθήκοντα που αφορούν την εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων ΚΞΧ/ΧΤ της υπόχρεης οντότητας σε καθημερινή βάση θα πρέπει να ανατίθενται στον υπεύθυνο συμμόρφωσης.

(39)

Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα κάθε κράτος μέλος να ορίζει στο εθνικό του δίκαιο ότι μια υπόχρεη οντότητα που υπόκειται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας οι οποίοι απαιτούν τον διορισμό υπευθύνου συμμόρφωσης ή προϊσταμένου του τμήματος εσωτερικού ελέγχου μπορεί να αναθέτει στα εν λόγω πρόσωπα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του υπευθύνου συμμόρφωσης σε θέματα ΚΞΧ/ΧΤ και του τμήματος εσωτερικού ελέγχου για σκοπούς ΚΞΧ/ΧΤ. Σε περιπτώσεις υψηλότερων κινδύνων ή όταν αυτό δικαιολογείται από το μέγεθος της υπόχρεης οντότητας, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα οι αρμοδιότητες των ελέγχων συμμόρφωσης και της καθημερινής εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών ΚΞΧ/ΧΤ της υπόχρεης οντότητας να ανατίθενται σε δύο διαφορετικά πρόσωπα.

(40)

Για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων ΚΞΧ/ΧΤ, είναι επίσης καθοριστικής σημασίας οι υπάλληλοι των υπόχρεων οντοτήτων, καθώς και οι αντιπρόσωποι ή οι διανομείς τους, οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην εν λόγω εφαρμογή, να κατανοούν τις απαιτήσεις και τις εσωτερικές πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους που θέτει σε εφαρμογή η υπόχρεη οντότητα. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της παροχής προγραμμάτων κατάρτισης. Εφόσον απαιτείται, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να παρέχουν βασική κατάρτιση σχετικά με τα μέτρα ΚΞΧ/ΧΤ σε όλους όσοι διαδραματίζουν ρόλο στην εφαρμογή των εν λόγω μέτρων. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο τους υπαλλήλους των υπόχρεων οντοτήτων, αλλά και τους αντιπροσώπους και τους διανομείς τους.

(41)

Τα άτομα που είναι επιφορτισμένα με τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας προς τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολόγηση των δεξιοτήτων, των γνώσεων, της εμπειρογνωσίας, της ακεραιότητας και της συμπεριφοράς τους. Η άσκηση από τους εργαζόμενους καθηκόντων σχετικών με τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας προς στο πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ όσον αφορά πελάτες με τους οποίους διατηρούν στενή προσωπική ή επαγγελματική σχέση μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις συμφερόντων και να υπονομεύσει την ακεραιότητα του συστήματος. Τέτοιες σχέσεις ενδέχεται να υφίστανται κατά τον χρόνο σύναψης της επιχειρηματικής σχέσης, αλλά μπορούν επίσης να προκύψουν και στη συνέχεια. Κατά συνέπεια, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να εφαρμόζουν διαδικασίες για τη διαχείριση και την αντιμετώπιση συγκρούσεων συμφερόντων. Οι εν λόγω διαδικασίες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι απαγορεύεται να ασκούν οποιοδήποτε καθήκον αφορά τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας προς το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ σε σχέση με αντίστοιχους πελάτες.

(42)

Ενδέχεται να προκύψουν περιπτώσεις στις οποίες πρόσωπα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν υπόχρεες οντότητες παρέχουν τις υπηρεσίες τους εσωτερικά σε επιχειρήσεις των οποίων οι δραστηριότητες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν ενεργούν ως ρυθμιστές της πρόσβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι οι εν λόγω υπάλληλοι, για παράδειγμα οι εσωτερικοί νομικοί σύμβουλοι, δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ομοίως, τα πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να θεωρούνται αυτοτελώς υπόχρεες οντότητες όταν οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται στο πλαίσιο της απασχόλησής τους σε υπόχρεη οντότητα, για παράδειγμα στην περίπτωση δικηγόρων ή λογιστών που απασχολούνται σε νομική ή λογιστική επιχείρηση.

(43)

Η συνεπής εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών ΚΞΧ/ΧΤ σε επίπεδο ομίλου έχει κομβική σημασία για την άρτια και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εντός ενός ομίλου. Για τον σκοπό αυτόν, οι πολιτικές, οι διαδικασίες και οι έλεγχοι σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να υιοθετούνται και να εφαρμόζονται από τη μητρική επιχείρηση. Οι οντότητες εντός ενός ομίλου θα πρέπει να υποχρεούνται να ανταλλάσσουν πληροφορίες όταν ο διαμοιρασμός αυτός είναι σημαντικός για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο διαμοιρασμός πληροφοριών θα πρέπει να υπόκειται σε επαρκείς εγγυήσεις εμπιστευτικότητας, προστασίας των δεδομένων και χρήσης των πληροφοριών. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα κατάρτισης σχεδίων ρυθμιστικών προτύπων που καθορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις διαδικασιών και πολιτικών σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων προτύπων για τον διαμοιρασμό πληροφοριών εντός ενός ομίλου και των κριτηρίων για την ον προσδιορισμό μητρικών επιχειρήσεων για ομίλους με έδρα εκτός της Ένωσης.

(44)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ όταν διάφορες υπόχρεες οντότητες συνδέονται άμεσα ή έμμεσα μεταξύ τους και συνιστούν ή αποτελούν μέρος ομίλου οντοτήτων, είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα του ευρύτερου δυνατού ορισμού ενός ομίλου. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να ακολουθούν τους εφαρμοστέους λογιστικούς κανόνες, οι οποίοι επιτρέπουν σε δομές με διάφορα είδη οικονομικών δεσμών να θεωρούνται ως όμιλοι. Ενώ ένας παραδοσιακός όμιλος περιλαμβάνει μια μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, άλλα είδη δομών του ομίλου είναι εξίσου σημαντικά, όπως για παράδειγμα οι δομές ομίλων διαφόρων μητρικών οντοτήτων που κατέχουν μία μεμονωμένη θυγατρική, οι οποίες έχουν αναφερθεί ως οντότητες που συνδέονται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του εν λόγω κανονισμού. Οι εν λόγω δομές είναι όλες όμιλοι σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρούνται όμιλοι για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(45)

Πέραν των ομίλων, υπάρχουν και άλλες δομές, όπως τα δίκτυα ή οι συμπράξεις, στις οποίες οι υπόχρεες οντότητες μπορεί να έχουν κοινή κυριότητα, διαχείριση και ελέγχους συμμόρφωσης. Προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των τομέων και παράλληλα να αποφευχθεί ο υπερβολικός φόρτος των εν λόγω τομέων, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να προσδιορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να εφαρμόζονται στις εν λόγω δομές παρόμοιες πολιτικές σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

(46)

Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες υποκαταστήματα και θυγατρικές υπόχρεων οντοτήτων βρίσκονται σε τρίτες χώρες όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των δεδομένων, είναι λιγότερο αυστηρές από αυτές που προβλέπει το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, και με στόχο να προλαμβάνεται πλήρως η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς να διασφαλίζονται τα βέλτιστα πρότυπα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών της Ένωσης, τα εν λόγω υποκαταστήματα και θυγατρικές θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ που καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης. Αν η νομοθεσία μιας τρίτης χώρας δεν επιτρέπει τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω απαιτήσεις, για παράδειγμα εξαιτίας περιορισμών στη δυνατότητα του ομίλου να έχει πρόσβαση, να επεξεργάζεται ή να ανταλλάσσει πληροφορίες λόγω ανεπαρκούς επιπέδου προστασίας των δεδομένων ή της νομοθεσίας περί τραπεζικού απορρήτου στην εν λόγω τρίτη χώρα, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα ώστε να διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω υποκαταστήματα και οι θυγατρικές στην εν λόγω χώρα διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους. Θα πρέπει να ανατεθεί στην ΑΚΝΕΠΑΔ η κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν το είδος των εν λόγω πρόσθετων μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

(47)

Οι υπόχρεες οντότητες ενδέχεται να αναθέτουν καθήκοντα που σχετίζονται με την εκπλήρωση ορισμένων απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ σε πάροχο υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις σχέσεων εξωτερικής ανάθεσης βάσει συμβάσεως μεταξύ υπόχρεων οντοτήτων και παρόχων υπηρεσιών που δεν εμπίπτουν στις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, κάθε υποχρέωση που αφορά την ΚΞΧ/ΧΤ την οποία υπέχουν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών συστήνεται μόνον συμβατικά μεταξύ των μερών και δεν απορρέει από τον παρόντα κανονισμό. Συνεπώς, η ευθύνη για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να εξακολουθεί να βαρύνει εξ ολοκλήρου την υπόχρεη οντότητα. Η υπόχρεη οντότητα θα πρέπει ιδίως να διασφαλίζει ότι, όταν ένας πάροχος υπηρεσιών συμμετέχει για σκοπούς εξ αποστάσεως προσδιορισμού του πελάτη, τηρείται η προσέγγιση βάσει κινδύνων. Δεν θεωρούνται εξωτερική ανάθεση διαδικασίες ή ρυθμίσεις που συμβάλλουν στην εκτέλεση απαίτησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού, στις περιπτώσεις όπου η ίδια η εκπλήρωση της απαίτησης δεν εκτελείται από πάροχο υπηρεσιών, όπως η χρήση ή η απόκτηση λογισμικού τρίτων ή η πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων ή υπηρεσίες ελέγχου από την υπόχρεη οντότητα.

(48)

Η δυνατότητα εξωτερικής ανάθεσης καθηκόντων σε πάροχο υπηρεσιών επιτρέπει στις υπόχρεες οντότητες να αποφασίζουν σχετικά με τον τρόπο κατανομής των πόρων τους για τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, αλλά δεν τις απαλλάσσει από την υποχρέωσή τους να κατανοήσουν εάν τα μέτρα που λαμβάνουν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανατίθενται εξωτερικά σε παρόχους υπηρεσιών, μετριάζουν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εντοπίζονται, και εάν τα εν λόγω μέτρα είναι κατάλληλα. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι αυτό είναι κατανοητό, οι τελικές αποφάσεις σχετικά με μέτρα που επηρεάζουν την εφαρμογή πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται από την υπόχρεη οντότητα.

(49)

Η κοινοποίηση των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης στον εποπτικό φορέα δεν συνεπάγεται αποδοχή της ρύθμισης εξωτερικής ανάθεσης. Οι πληροφορίες που περιέχονται στην εν λόγω κοινοποίηση, ιδίως όταν κρίσιμα καθήκοντα ανατίθενται εξωτερικά ή όταν η υπόχρεη οντότητα συστηματικά αναθέτει εξωτερικά τα καθήκοντά της, ενδέχεται, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη από τους εποπτικούς φορείς κατά την αξιολόγηση των συστημάτων και των ελέγχων της υπόχρεης οντότητας, καθώς και κατά τον καθορισμό του προφίλ εναπομένοντος κινδύνου ή κατά την προετοιμασία για επιθεωρήσεις.

(50)

Για την αποδοτική λειτουργία των σχέσεων εξωτερικής ανάθεσης, απαιτείται περαιτέρω αποσαφήνιση των όρων που διέπουν την εξωτερική ανάθεση. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να επιφορτιστεί με την κατάρτιση κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με τους όρους βάσει των οποίων μπορεί να υπάρχει εξωτερική ανάθεση, καθώς και με τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των αντίστοιχων μερών. Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή στην εποπτεία των πρακτικών εξωτερικής ανάθεσης στο σύνολο της Ένωσης, οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει επίσης να παρέχουν σαφήνεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εποπτικοί φορείς πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τέτοιου είδους πρακτικές και να ελέγχουν τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ όταν οι υπόχρεες οντότητες προσφεύγουν στις εν λόγω πρακτικές.

(51)

Οι απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη είναι ουσιώδους σημασίας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι υπόχρεες οντότητες προσδιορίζουν, ελέγχουν και παρακολουθούν τις επιχειρηματικές σχέσεις με τους πελάτες τους ως προς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που αυτές θέτουν. Ο ακριβής προσδιορισμός μελλοντικών και υφιστάμενων πελατών και η επαλήθευση των στοιχείων τους είναι σημαντικά για την κατανόηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που σχετίζονται με πελάτες, είτε πρόκειται για φυσικά είτε για νομικά πρόσωπα. Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει επίσης να κατανοούν για λογαριασμό ή προς όφελος ποιου πραγματοποιείται η συναλλαγή, για παράδειγμα σε περιπτώσεις στις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα ή οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί παρέχουν λογαριασμούς σε επαγγελματίες του νομικού κλάδου με σκοπό τη λήψη ή την κατοχή χρηματικών ποσών του πελάτη τους, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366. Στο πλαίσιο της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου πραγματοποιείται μια συναλλαγή ή δραστηριότητα δεν αναφέρεται στον αποδέκτη ή τον δικαιούχο συναλλαγής που πραγματοποιείται από την υπόχρεη οντότητα για τον πελάτη της.

(52)

Είναι απαραίτητο να επιτευχθούν ενιαία και υψηλά πρότυπα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στην Ένωση, με βάση εναρμονισμένες απαιτήσεις για τον προσδιορισμό των πελατών και την επαλήθευση της ταυτότητάς τους και μέσω περιορισμού των αποκλίσεων σε εθνικό επίπεδο, ώστε να υπάρξουν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς και συνεπής εφαρμογή των διατάξεων σε ολόκληρη την Ένωση. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό οι υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε συνάρτηση με τον κίνδυνο. Η προσέγγιση βάσει κινδύνου δεν είναι αδικαιολόγητα ανεκτική επιλογή για τις υπόχρεες οντότητες. Προϋποθέτει τη λήψη αποφάσεων βάσει τεκμηρίων, ούτως ώστε να υπάρχει αποτελεσματικότερη εστίαση στους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπη η Ένωση, και σε εκείνους που δρουν στο πλαίσιο αυτό.

(53)

Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που επιτελούν φιλανθρωπικό ή ανθρωπιστικό έργο σε τρίτες χώρες συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για την επίτευξη ειρήνης, σταθερότητας, δημοκρατίας και ευημερίας. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω οργανισμοί μπορούν να συνεχίσουν το έργο τους, αφού παρέχουν πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και σε σημαντικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που επιτρέπουν τη διοχέτευση αναπτυξιακής και ανθρωπιστικής χρηματοδότησης σε αναπτυσσόμενες περιοχές ή περιοχές συγκρούσεων. Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι δραστηριότητες που διεξάγονται σε ορισμένες δικαιοδοσίες τις εκθέτουν σε υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας· ωστόσο, η δραστηριότητα των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στις εν λόγω δικαιοδοσίες δεν θα πρέπει, από μόνες τους, να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή τον τερματισμό των εν λόγω υπηρεσιών, καθώς η προσέγγιση βάσει κινδύνου απαιτεί ολιστική αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχουν οι μεμονωμένες επιχειρηματικές σχέσεις, και την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων για τον μετριασμό των συγκεκριμένων κινδύνων. Μολονότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί παραμένουν ελεύθερα να αποφασίζουν με ποιον συνάπτουν συμβατικές σχέσεις, θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τον κεντρικό ρόλο τους στη λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και στη διευκόλυνση της διακίνησης χρηματικών ποσών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, ή κρυπτοστοιχείων, για τους σημαντικούς αναπτυξιακούς και ανθρωπιστικούς στόχους που επιδιώκουν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω ιδρύματα και οργανισμοί θα πρέπει να κάνουν χρήση της ευελιξίας που επιτρέπει η προσέγγιση βάσει κινδύνου για τον μετριασμό των κινδύνων που συνδέονται με τις επιχειρηματικές σχέσεις με αναλογικό τρόπο. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να γίνεται επίκληση λόγων ΚΞΧ/ΧΤ για την αιτιολόγηση εμπορικών αποφάσεων όσον αφορά μελλοντικούς ή υφιστάμενους πελάτες.

(54)

Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να προσδιορίζουν και να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για την επαλήθευση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου χρησιμοποιώντας αξιόπιστα έγγραφα και πηγές πληροφοριών. Η αναζήτηση στα κεντρικά μητρώα πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους («κεντρικά μητρώα») δίνει στις υπόχρεες οντότητες τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τη συνοχή με τις πληροφορίες που αποκτώνται μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης και δεν θα πρέπει να αποτελεί για την υπόχρεη οντότητα την πρωταρχική πηγή επαλήθευσης. Όταν οι υπόχρεες οντότητες εντοπίζουν αναντιστοιχίες μεταξύ των πληροφοριών που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα και των πληροφοριών που λαμβάνουν από τον πελάτη ή άλλες αξιόπιστες πηγές στο πλαίσιο της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, θα πρέπει να αναφέρουν τις εν λόγω αναντιστοιχίες στην οντότητα που είναι αρμόδια για το σχετικό κεντρικό μητρώο, ώστε να μπορούν να ληφθούν μέτρα για τη διόρθωση των ανακολουθιών. Η εν λόγω διαδικασία συμβάλλει στην ποιότητα και την εγκυρότητα των πληροφοριών που τηρούνται στα εν λόγω μητρώα, στο πλαίσιο μιας πολύπλευρης προσέγγισης για τη διασφάλιση της ακρίβειας, της επάρκειας και της επικαιροποίησης των πληροφοριών που περιέχονται στα κεντρικά μητρώα. Σε περιπτώσεις χαμηλού κινδύνου και όταν οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι γνωστοί στην υπόχρεη οντότητα, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στον πελάτη να αναφέρει αναντιστοιχίες όπου εντοπίζονται ελάσσονος σημασίας διαφορές που συνίστανται σε τυπογραφικά ή παρόμοια τεχνικής φύσεως σφάλματα.

(55)

Οι κίνδυνοι που ενέχουν οι αλλοδαπές νομικές οντότητες και τα αλλοδαπά νομικά μορφώματα πρέπει να μετριάζονται επαρκώς. Όταν μία νομική οντότητα που έχει συσταθεί εκτός της Ένωσης ή ένα ρητό εμπίστευμα ή παρόμοιο νομικό μόρφωμα που τελεί υπό διαχείριση εκτός της Ένωσης, ή του οποίου ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο σε ισοδύναμη θέση διαμένει ή είναι εγκατεστημένο εκτός της Ένωσης πρόκειται να συνάψει επιχειρηματική σχέση με υπόχρεη οντότητα, η καταχώριση των πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους στο κεντρικό μητρώο του κράτους μέλους θα πρέπει να είναι προϋπόθεση για τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης. Ωστόσο, για νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί εκτός της Ένωσης, η απαίτηση θα πρέπει να ισχύει μόνο στην περίπτωση μέτριων έως υψηλών ή υψηλών κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με την κατηγορία της αλλοδαπής νομικής οντότητας, του τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η αλλοδαπή νομική οντότητα, ή στην περίπτωση μέτριων έως υψηλών ή υψηλών κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η υπόχρεη οντότητα. Η καταχώριση των πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους θα πρέπει επίσης να αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση μιας επιχειρηματικής σχέσης με μία νομική οντότητα που έχει συσταθεί εκτός της Ένωσης σε περίπτωση που η εν λόγω σχέση ενέχει μέτριους προς υψηλούς ή υψηλούς κινδύνους μετά τη σύναψή της.

(56)

Η διαδικασία σύναψης επιχειρηματικής σχέσης ή εκτέλεσης των αναγκαίων ενεργειών για τη διενέργεια περιστασιακής συναλλαγής ενεργοποιείται όταν ο πελάτης εκδηλώνει ενδιαφέρον για την απόκτηση προϊόντος ή τη λήψη υπηρεσίας από υπόχρεη οντότητα. Οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι κτηματομεσίτες περιλαμβάνουν την παροχή βοήθειας στους πελάτες για την εξεύρεση ακινήτου με σκοπό την αγορά, την πώληση, την ενοικίαση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση. Οι εν λόγω υπηρεσίες αποκτούν σημασία για τους σκοπούς ΚΞΧ/ΧΤ όταν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι τα μέρη είναι πρόθυμα να προβούν στην αγορά, την πώληση, την ενοικίαση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση ή στη λήψη των αναγκαίων προπαρασκευαστικών μέτρων. Τέτοια ένδειξη θα μπορούσε να είναι, για παράδειγμα, η στιγμή κατά την οποία τα μέρη υποβάλλουν προσφορά για την αγορά ή τη μίσθωση του ακινήτου και η προσφορά γίνεται δεκτή από τα μέρη. Δεν είναι απαραίτητο πριν από τη στιγμή αυτή να επιδεικνύεται δέουσα επιμέλεια ως προς κανέναν μελλοντικό πελάτη. Ομοίως, δεν θα ήταν αναλογικό να επιδεικνύεται δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη σε πρόσωπα που δεν έχουν ακόμη εκδηλώσει ενδιαφέρον να προβούν στην αγορά ή τη μίσθωση συγκεκριμένου ακινήτου.

(57)

Οι συναλλαγές επί ακινήτων εκτίθενται σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προκειμένου να μετριαστούν οι εν λόγω κίνδυνοι, οι διαχειριστές ακινήτων που διαμεσολαβούν στην αγορά, πώληση και εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό τους ή την κύρια επιχειρηματική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των κατασκευαστών όταν και στον βαθμό που διαμεσολαβούν στην αγορά, την πώληση και την εκμίσθωση ακινήτων.

(58)

Η ανωνυμία που συνδέεται με ορισμένα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος τα εκθέτει σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές εντός του τομέα και δεν ενέχουν όλα τα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος το ίδιο επίπεδο κινδύνου. Για παράδειγμα, ορισμένα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος χαμηλής αξίας, όπως οι προπληρωμένες κάρτες δώρων ή τα προπληρωμένα κουπόνια, ενδέχεται να ενέχουν χαμηλούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις που επιβάλλονται στον τομέα είναι ανάλογες προς τον κίνδυνο που συνεπάγεται και δεν παρεμποδίζουν ουσιαστικά τη λειτουργία του, θα πρέπει να είναι δυνατόν, σε ορισμένες περιστάσεις αποδεδειγμένα χαμηλού κινδύνου και υπό αυστηρές προϋποθέσεις μετριασμού του κινδύνου, τα εν λόγω προϊόντα να εξαιρούνται από ορισμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όπως ο προσδιορισμός του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου και η επαλήθευση της ταυτότητάς τους, αλλά όχι από την παρακολούθηση των συναλλαγών ή των επιχειρηματικών σχέσεων. Μόνο οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να χορηγήσουν την εν λόγω εξαίρεση κατόπιν επαλήθευσης του αποδεδειγμένα χαμηλού κινδύνου που αφορά τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου που θα προσδιορίζει η ΑΚΝΕΠΑΔ και κατά τρόπο που να μετριάζει αποτελεσματικά κάθε κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να αποκλείει την καταστρατήγηση των κανόνων ΚΞΧ/ΧΤ. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε εξαίρεση θα πρέπει να εξαρτάται από αυστηρά όρια όσον αφορά τη μέγιστη αξία του προϊόντος, την αποκλειστική χρήση του για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών και υπό την προϋπόθεση ότι η ποσότητα που αποθηκεύεται δεν μπορεί να ανταλλαγεί με άλλη αξία.

(59)

Δεν θα πρέπει να ζητείται από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας σε πελάτες που διενεργούν περιστασιακές συναλλαγές ή συνδεδεμένες συναλλαγές οι οποίες δεν υπερβαίνουν μια συγκεκριμένη αξία, εκτός αν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Παρότι για τις περισσότερες περιστασιακές συναλλαγές ισχύει ανώτατο όριο 10 000 EUR, ή το ισόποσο σε εθνικό νόμισμα, οι υπόχρεες οντότητες οι οποίες δραστηριοποιούνται σε τομείς ή διενεργούν συναλλαγές που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για συναλλαγές με χαμηλότερο όριο. Για τον προσδιορισμό των τομέων ή των συναλλαγών, καθώς και των ενδεδειγμένων ορίων για τους εν λόγω τομείς και συναλλαγές, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να καταρτίσει ειδικά σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

(60)

Υπάρχουν ειδικές περιπτώσεις στις οποίες, για τους σκοπούς της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, ο πελάτης δεν περιορίζεται στο πρόσωπο που συναλλάσσεται με την υπόχρεη οντότητα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν μόνο ένας συμβολαιογράφος συμμετέχει σε συναλλαγή επί ακινήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι διενεργούνται επαρκείς έλεγχοι στη συναλλαγή για τον εντοπισμό ενδεχόμενων περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να θεωρούν τόσο τον αγοραστή όσο και τον πωλητή ως πελάτες και να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και για τα δύο μέρη. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει κατάλογο τέτοιων περιπτώσεων στις οποίες ο πελάτης δεν είναι, ή δεν είναι μόνον, ο άμεσος πελάτης της υπόχρεης οντότητας. Ο κατάλογος αυτός θα πρέπει να συμπληρώνει την αντίληψη του ποιος είναι ο πελάτης σε συνήθεις περιπτώσεις και δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει εξαντλητική ερμηνεία του όρου. Ομοίως, μια επιχειρηματική σχέση δεν θα πρέπει πάντα να απαιτεί συμβατική σχέση ή άλλη επίσημη δέσμευση, εφόσον οι υπηρεσίες παρέχονται κατ’ επανάληψη ή για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να συνεπάγονται ένα στοιχείο διάρκειας. Όταν το εθνικό δίκαιο απαγορεύει στις υπόχρεες οντότητες που είναι δημόσιοι λειτουργοί να συνάπτουν συμβατικές σχέσεις με πελάτες, το εν λόγω εθνικό δίκαιο δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως απαγόρευση στις υπόχρεες οντότητες να θεωρούν μια σειρά συναλλαγών ως επιχειρηματική σχέση για τους σκοπούς της ΚΞΧ/ΧΤ.

(61)

Η θέσπιση ορίου σε επίπεδο Ένωσης για τις πληρωμές μεγάλων ποσών σε μετρητά μετριάζει τους κινδύνους που συνδέονται με τη χρήση των εν λόγω πληρωμών. Ωστόσο, οι υπόχρεες οντότητες που πραγματοποιούν συναλλαγές σε μετρητά κάτω του εν λόγω ορίου παραμένουν ευάλωτες σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς παρέχουν ένα σημείο εισόδου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να απαιτείται η εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για να μετριάζονται οι κίνδυνοι αδιαφάνειας στη χρήση μετρητών. Για να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα είναι αναλογικά προς τους κινδύνους που ενέχουν οι συναλλαγές αξίας μικρότερης των 10 000 EUR, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιορίζονται στον προσδιορισμό του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου και την επαλήθευση της ταυτότητάς τους κατά τη διενέργεια περιστασιακών συναλλαγών σε μετρητά ύψους τουλάχιστον 3 000 EUR. Ο εν λόγω περιορισμός δεν απαλλάσσει την υπόχρεη οντότητα από την εφαρμογή όλων των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή από την αναφορά ύποπτων συναλλαγών στη ΜΧΠ.

(62)

Ορισμένα επιχειρηματικά μοντέλα βασίζονται στην διατήρηση επιχειρηματικής σχέσης της υπόχρεης οντότητας με έναν έμπορο για την προσφορά υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής μέσω των οποίων ο έμπορος αμείβεται για την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, και όχι με τον πελάτη του εμπόρου, ο οποίος εξουσιοδοτεί την υπηρεσία εκκίνησης πληρωμής να δρομολογήσει μια μεμονωμένη ή εφάπαξ συναλλαγή με τον έμπορο. Σε επιχειρηματικά μοντέλα αυτού του είδους, πελάτης της υπόχρεης οντότητας για τους σκοπούς των κανόνων ΚΞΧ/ΧΤ είναι ο έμπορος και όχι ο πελάτης του εμπόρου. Συνεπώς, όσον αφορά τις υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών, τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη θα πρέπει να εφαρμόζονται από την υπόχρεη οντότητα έναντι του εμπόρου. Σε σχέση με άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων όσων παρέχονται από τον ίδιο φορέα εκμετάλλευσης, ο προσδιορισμός του πελάτη θα πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη των παρεχόμενων υπηρεσιών.

(63)

Οι δραστηριότητες τυχερών παιγνίων ποικίλλουν ως προς τη φύση, τη γεωγραφική εμβέλεια και τους συναφείς κινδύνους. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αναλογική και βάσει κινδύνου εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν τις υπηρεσίες τυχερών παιγνίων που συνδέονται με χαμηλούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως κρατικές ή ιδιωτικές λαχειοφόρες αγορές ή δραστηριότητες τυχερών παιγνίων που τελούν υπό κρατική διαχείριση, και να αποφασίζουν να μην εφαρμόζουν σε αυτές όλες ή ορισμένες από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Δεδομένων των δυνητικών διασυνοριακών επιπτώσεων των εθνικών εξαιρέσεων, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή μιας αυστηρής προσέγγισης βάσει κινδύνου σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να εγκρίνει τις αποφάσεις των κρατών μελών ή να τις απορρίπτει όταν η εξαίρεση δεν δικαιολογείται από αποδεδειγμένα χαμηλό κίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση, καμία εξαίρεση δεν θα πρέπει να χορηγείται σε σχέση με δραστηριότητες που ενέχουν υψηλότερους κινδύνους. Αυτό ισχύει για δραστηριότητες όπως τα καζίνο, τα διαδικτυακά τυχερά παίγνια και τα αθλητικά στοιχήματα, αλλά δεν ισχύει για διαδικτυακές δραστηριότητες τυχερών παιγνίων υπό κρατική διαχείριση, είτε μέσω της άμεσης παροχής των εν λόγω υπηρεσιών είτε μέσω ρύθμισης του τρόπου οργάνωσης, εκμετάλλευσης και διαχείρισης των εν λόγω υπηρεσιών τυχερών παιγνίων. Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων για τη δημόσια υγεία ή των εγκληματικών δραστηριοτήτων που μπορούν να συνδέονται με τα τυχερά παίγνια, τα εθνικά μέτρα που ρυθμίζουν την οργάνωση, τη λειτουργία και τη διαχείριση τυχερών παιγνίων, όταν εξυπηρετούν πραγματικά σκοπούς δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, να συμβάλουν στη μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με την εν λόγω δραστηριότητα.

(64)

Το όριο των 2 000 EUR, ή το ισόποσο σε εθνικό νόμισμα, που ισχύει για τους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων πληρούται ανεξάρτητα από το αν ο πελάτης πραγματοποιεί μία μόνο συναλλαγή τουλάχιστον του ποσού αυτού ή περισσότερες μικρότερες συναλλαγές που αθροίζουν το ποσό αυτό. Για τον σκοπό αυτόν, οι πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιγνίων θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδίδουν συναλλαγές σε συγκεκριμένο πελάτη, ακόμη και αν δεν έχουν ακόμη επαληθεύσει την ταυτότητα του πελάτη, ώστε να είναι σε θέση να προσδιορίσουν αν και πότε έχει τηρηθεί το εν λόγω όριο. Ως εκ τούτου, οι πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιγνίων θα πρέπει να διαθέτουν συστήματα που επιτρέπουν την απόδοση και την παρακολούθηση των συναλλαγών πριν από την εφαρμογή της απαίτησης για διενέργεια δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων καζίνο ή άλλων χώρων τυχερών παιγνίων με φυσική παρουσία, μπορεί να είναι ανέφικτο να ελέγχεται η ταυτότητα του πελάτη σε κάθε συναλλαγή. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του πελάτη και η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη κατά την είσοδο στον χώρο τυχερών παιγνίων, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν συστήματα για την απόδοση συναλλαγών που πραγματοποιούνται στους χώρους τυχερών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ή της ανταλλαγής μαρκών, στον εν λόγω πελάτη.

(65)

Αν και η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 έχει επιτύχει, έως έναν βαθμό, εναρμόνιση στους κανόνες των κρατών μελών στον τομέα των υποχρεώσεων εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, δεν καθόρισε λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν οι υπόχρεες οντότητες. Δεδομένης της κομβικής σημασίας που έχει η εν λόγω πτυχή στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κρίνεται σκόπιμο, σε συμφωνία με την προσέγγιση βάσει κινδύνων, να θεσπιστούν πιο ειδικές και λεπτομερείς διατάξεις όσον αφορά τον προσδιορισμό του πελάτη και την επαλήθευση της ταυτότητάς του, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, νομικά μορφώματα όπως τα εμπιστεύματα ή οντότητες με ικανότητα δικαίου δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

(66)

Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η πρόοδος στην ψηφιοποίηση επιτρέπουν την ασφαλή εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονική ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας μελλοντικών και υφιστάμενων πελατών και μπορούν να διευκολύνουν την εξ αποστάσεως άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Οι λύσεις ταυτοποίησης, όπως καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) καθιστούν εφικτά ασφαλή και αξιόπιστα μέσα προσδιορισμού μελλοντικών και υφιστάμενων πελατών και επαλήθευσης της ταυτότητάς τους και μπορούν να διευκολύνουν την εξ αποστάσεως άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Η ηλεκτρονική ταυτοποίηση, όπως καθορίζεται στον εν λόγω κανονισμό, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να γίνεται αποδεκτή από τις υπόχρεες οντότητες στο πλαίσιο της διαδικασίας εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη. Η χρήση των εν λόγω μέσων ταυτοποίησης μπορεί να μειώσει, εφόσον λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου, το επίπεδο κινδύνου σε σύνηθες ή ακόμη και χαμηλό. Όταν ο πελάτης δεν έχει στη διάθεσή του την εν λόγω ηλεκτρονική ταυτοποίηση, για παράδειγμα λόγω της φύσης του καθεστώτος διαμονής του σε ένα δεδομένο κράτος μέλος ή της διαμονής του σε τρίτη χώρα, η επαλήθευση θα πρέπει να πραγματοποιείται μέσω των σχετικών εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(67)

Για να διασφαλιστεί ότι το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ αποτρέπει την εισδοχή παράνομων κεφαλαίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να ασκούν δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη πριν από τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης με μελλοντικούς πελάτες, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει κινδύνων. Εντούτοις, για να μην προκαλείται άσκοπη καθυστέρηση στην ομαλή διεξαγωγή των δραστηριοτήτων, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συλλέγουν πληροφορίες από τον μελλοντικό πελάτη κατά τη διάρκεια της σύναψης επιχειρηματικής σχέσης. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποκτούν τις απαραίτητες πληροφορίες από τους μελλοντικούς πελάτες αφότου συναφθεί η επιχειρηματική σχέση, υπό την προϋπόθεση ότι οι συναλλαγές δεν ξεκινούν έως ότου ολοκληρωθεί επιτυχώς η διαδικασία δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

(68)

Η διαδικασία δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη δεν περιορίζεται στον προσδιορισμό και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη. Πριν από την σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια περιστασιακών συναλλαγών, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει επίσης να αξιολογούν τον σκοπό και τη φύση της επιχειρηματικής σχέσης ή της περιστασιακής συναλλαγής. Προσυμβατικές και άλλες πληροφορίες για το προτεινόμενο προϊόν ή την προτεινόμενη υπηρεσία οι οποίες διαβιβάζονται στον μελλοντικό πελάτη μπορούν να συνεισφέρουν στην κατανόηση του εν λόγω σκοπού. Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να αξιολογούν τον σκοπό και τη φύση της μελλοντικής επιχειρηματικής σχέσης ή της μελλοντικής συναλλαγής κατά τρόπο που δεν επιδέχεται παρανοήσεις. Όταν οι προσφερόμενες υπηρεσίες ή προϊόντα επιτρέπουν στους πελάτες τη διενέργεια διαφόρων ειδών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την πρόθεση του πελάτη όσον αφορά τη σκοπούμενη χρήση της εν λόγω σχέσης.

(69)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να επανεξετάζουν τακτικά τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τους πελάτες τους, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει κινδύνων. Οι επιχειρηματικές σχέσεις ενδέχεται να εξελίσσονται καθώς οι περιστάσεις των πελατών και οι δραστηριότητες που ασκούν μέσω της επιχειρηματικής σχέσης αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Προκειμένου να διατηρηθεί η ολοκληρωμένη κατανόηση του προφίλ κινδύνου του πελάτη και να διενεργείται ουσιαστικός έλεγχος των συναλλαγών, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να επανεξετάζουν τακτικά τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τους πελάτες τους, σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει κινδύνων. Η εν λόγω επανεξέταση θα πρέπει να διενεργείται σε περιοδική βάση, αλλά ενδέχεται επίσης να ενεργοποιείται μετά από αλλαγές στις σχετικές περιστάσεις του πελάτη, όταν τα γεγονότα και οι πληροφορίες υποδεικνύουν δυνητική αλλαγή στο προφίλ κινδύνου ή στα στοιχεία ταυτοποίησης του πελάτη. Για τον σκοπό αυτόν, η υπόχρεη οντότητα θα πρέπει να εξετάζει την ανάγκη επανεξέτασης του φακέλου του πελάτη ως απάντηση σε ουσιώδεις αλλαγές, όπως μια αλλαγή στις δικαιοδοσίες με τις οποίες συναλλάσσεται, στην αξία ή τον όγκο των συναλλαγών, κατόπιν αιτημάτων για νέα προϊόντα ή υπηρεσίες που διαφέρουν σημαντικά ως προς τον κίνδυνο ή μετά από αλλαγές που αφορούν τον πραγματικό δικαιούχο.

(70)

Στην περίπτωση τακτικών πελατών για τους οποίους εφαρμόστηκαν πρόσφατα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη να υλοποιηθούν με τη λήψη επιβεβαίωσης από τον πελάτη ότι οι πληροφορίες και τα έγγραφα που τηρούνται στα αρχεία δεν έχουν μεταβληθεί. Η εν λόγω μέθοδος διευκολύνει την εφαρμογή των υποχρεώσεων ΚΞΧ/ΧΤ σε περιπτώσεις όπου η υπόχρεη οντότητα είναι πεπεισμένη ότι οι πληροφορίες που αφορούν τον πελάτη δεν έχουν αλλάξει, καθώς εναπόκειται στις υπόχρεες οντότητες να διασφαλίζουν ότι λαμβάνουν επαρκή μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να καταγράφονται η επιβεβαίωση που λαμβάνεται από τον πελάτη, καθώς και τυχόν αλλαγές στις πληροφορίες που τηρούνται σχετικά με τον πελάτη.

(71)

Οι υπόχρεες οντότητες ενδέχεται να παρέχουν περισσότερα από ένα προϊόντα ή υπηρεσίες στο πλαίσιο επιχειρηματικής σχέσης. Στις περιπτώσεις αυτές, η απαίτηση για επικαιροποίηση των πληροφοριών, δεδομένων και εγγράφων ανά τακτά χρονικά διαστήματα δεν στοχεύει το συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία, αλλά την επιχειρηματική σχέση στο σύνολό της. Εναπόκειται στις υπόχρεες οντότητες να κρίνουν, σε ολόκληρο το φάσμα των προϊόντων ή υπηρεσιών που παρέχουν, πότε αλλάζουν οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη ή πότε συντρέχουν άλλες προϋποθέσεις που ενεργοποιούν την απαίτηση για επικαιροποίηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, και να προβαίνουν σε επανεξέταση του φακέλου πελάτη ως προς το σύνολο της επιχειρηματικής σχέσης.

(72)

Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει επίσης να καθιερώσουν ένα σύστημα παρακολούθησης για τον εντοπισμό συναλλαγών που ενδεχομένως εγείρουν υπόνοιες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης των συναλλαγών, οι δραστηριότητες παρακολούθησης των υπόχρεων οντοτήτων θα πρέπει κατά κανόνα να καλύπτουν όλες τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσφέρονται σε πελάτες και όλες τις συναλλαγές που διενεργούν για λογαριασμό του πελάτη ή προσφέρουν σε αυτόν οι υπόχρεες οντότητες. Εντούτοις, δεν είναι απαραίτητο να εξετάζονται χωριστά όλες οι συναλλαγές. Η ένταση της παρακολούθησης θα πρέπει να τηρεί την προσέγγιση βάσει κινδύνου και να σχεδιάζεται με βάση ακριβή και συναφή κριτήρια, τα οποία λαμβάνουν υπόψη ιδίως τα χαρακτηριστικά του πελάτη και το σχετικό με αυτόν επίπεδο κινδύνου, τα προσφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες και τις οικείες χώρες και γεωγραφικές περιοχές. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ένταση της παρακολούθησης των επιχειρηματικών σχέσεων και των συναλλαγών είναι κατάλληλη και ανάλογη προς το επίπεδο του κινδύνου.

(73)

Ο τερματισμός της επιχειρηματικής σχέσης, όταν δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, μειώνει την έκθεση της υπόχρεης οντότητας σε κινδύνους που απορρέουν από ενδεχόμενες αλλαγές στο προφίλ του πελάτη. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο τερματισμός δεν θα πρέπει να επιδιώκεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιες περιπτώσεις είναι, για παράδειγμα, οι σχετικές με συμβάσεις ασφάλειας ζωής, όπου οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει, κατά περίπτωση, εναλλακτικά προς τον τερματισμό, να λαμβάνουν μέτρα για το πάγωμα της επιχειρηματικής σχέσης, μεταξύ άλλων απαγορεύοντας την παροχή τυχόν περαιτέρω υπηρεσιών στον εν λόγω πελάτη και παρακρατώντας την πληρωμή προς τους δικαιούχους, έως ότου καταστεί δυνατόν να τηρηθούν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Επιπλέον, ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες απαιτούν από την υπόχρεη οντότητα να συνεχίσει να κρατά ή να λαμβάνει χρηματικά ποσά του πελάτη, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, για παράδειγμα στο πλαίσιο δανεισμού, λογαριασμών πληρωμών ή αποδοχής καταθέσεων. Τα προαναφερόμενα, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κώλυμα όσον αφορά την απαίτηση για τερματισμό της επιχειρηματικής σχέσης, γεγονός που επέρχεται όταν εξασφαλίζεται ότι δεν διενεργούνται συναλλαγές ή δραστηριότητες για τον πελάτη.

(74)

Για τη διασφάλιση συνοχής στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να επιφορτιστεί με την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη. Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να καθορίζουν το ελάχιστο σύνολο πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν οι υπόχρεες οντότητες, προκειμένου να συνάψουν νέες επιχειρηματικές σχέσεις με πελάτες ή να αξιολογήσουν όσες βρίσκονται σε εξέλιξη, αναλόγως του επιπέδου κινδύνου που σχετίζεται με τον εκάστοτε πελάτη. Επιπλέον, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει να είναι επαρκώς σαφή ώστε να επιτρέπουν στους παράγοντες της αγοράς να αναπτύσσουν ασφαλή, προσβάσιμα και καινοτόμα μέσα επαλήθευσης της ταυτότητας των πελατών και άσκησης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, μεταξύ άλλων και εξ αποστάσεως, και παράλληλα να τηρούν την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας. Τα προαναφερθέντα ειδικά καθήκοντα συνάδουν με τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της ΑΚΝΕΠΑΔ που προβλέπονται στον κανονισμό (EE) 2024/1620.

(75)

Η εναρμόνιση των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη θα συμβάλει στην επίτευξη συνεπούς, και συνεχώς αποτελεσματικής, κατανόησης των κινδύνων που σχετίζονται με υφιστάμενους ή μελλοντικούς πελάτες ανεξάρτητα από τον τόπο όπου συνάπτεται η επιχειρηματική σχέση στην Ένωση. Η εν λόγω εναρμόνιση θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατά την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη δεν χρησιμοποιούνται από τις υπόχρεες οντότητες για την επιδίωξη πρακτικών ελαχιστοποίησης των κινδύνων οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν στην παράκαμψη άλλων νομικών υποχρεώσεων, ιδίως όσων καθορίζονται στην οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) ή στην οδηγία (ΕΕ) 2015/2366, χωρίς να επιτυγχάνονται οι στόχοι της Ένωσης για πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση κατάλληλης εποπτείας της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, είναι σημαντικό οι υπόχρεες οντότητες να τηρούν αρχεία των ενεργειών που αναλαμβάνονται και των πληροφοριών που αποκτώνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, ανεξαρτήτως του αν συνάπτουν νέα επιχειρηματική σχέση με αυτόν ή αν έχουν υποβάλει αναφορά ύποπτης συναλλαγής κατόπιν άρνησης να συνάψουν επιχειρηματική σχέση. Όταν η υπόχρεη οντότητα λαμβάνει απόφαση για μη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης με μελλοντικό πελάτη, ή για τον τερματισμό υφιστάμενης επιχειρηματικής σχέσης, ή την άρνηση για εκτέλεση περιστασιακής συναλλαγής, ή για να εφαρμόσουν εναλλακτικά μέτρα για τον τερματισμό επιχειρηματικής σχέσης, στα αρχεία δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι λόγοι αυτής της απόφασης. Τούτο θα επιτρέψει στις εποπτικές αρχές να αξιολογήσουν αν οι υπόχρεες οντότητες έχουν προσαρμόσει κατάλληλα τις οικείες πρακτικές δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η έκθεση της οντότητας στον κίνδυνο, ενώ θα συμβάλει επίσης στη δημιουργία στατιστικών στοιχείων σε σχέση με την εφαρμογή των κανόνων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη από τις υπόχρεες οντότητες στο σύνολο της Ένωσης.

(76)

Η προσέγγιση για την επανεξέταση των υφιστάμενων πελατών στο σημερινό πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ ήδη βασίζεται στον κίνδυνο. Ωστόσο, δεδομένου του υψηλότερου κινδύνου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με ορισμένες ενδιάμεσες δομές, η εν λόγω προσέγγιση ενδέχεται να μην επιτρέπει την έγκαιρη ανίχνευση και εκτίμηση των κινδύνων. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι παρακολουθούνται επίσης σε τακτική βάση σαφώς προσδιορισμένες κατηγορίες υφιστάμενων πελατών.

(77)

Ο κίνδυνος ο ίδιος έχει μεταβλητό χαρακτήρα, και οι παράμετροι κινδύνου, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό, μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τον δυνητικό κίνδυνο που προκύπτει, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτόν τα ενδεδειγμένα επίπεδα προληπτικών μέτρων, όπως τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

(78)

Σε καταστάσεις χαμηλού κινδύνου, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας. Αυτό δεν ισοδυναμεί με εξαίρεση ή απουσία των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Συνιστά περισσότερο μια απλουστευμένη ή περιορισμένη δέσμη μέτρων ελέγχου, τα οποία, ωστόσο, θα πρέπει να αντιμετωπίζουν όλες τις συνιστώσες της τυποποιημένης διαδικασίας δέουσας επιμέλειας. Σε συμφωνία με την προσέγγιση βάσει κινδύνου, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει, εντούτοις, να μπορούν να μειώνουν τη συχνότητα ή την ένταση του ελέγχου επί των πελατών ή των συναλλαγών τους ή να βασίζονται σε επαρκείς παραδοχές όσον αφορά τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης ή τη χρήση απλών προϊόντων. Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη θα πρέπει να καθορίζουν τα ειδικά απλουστευμένα μέτρα που μπορούν να εφαρμόσουν οι υπόχρεες οντότητες στην περίπτωση προσδιορισμού καταστάσεων χαμηλότερου κινδύνου στο πλαίσιο της σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμησης κινδύνων της Επιτροπής. Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη διατήρηση της κοινωνικής και χρηματοοικονομικής ένταξης.

(79)

Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι ορισμένες καταστάσεις ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Μολονότι θα πρέπει να διαπιστώνονται η ταυτότητα και η επιχειρηματική εικόνα όλων των πελατών με την τακτική εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες απαιτούνται ιδιαίτερα αυστηρές διαδικασίες εξακρίβωσης και επαλήθευσης της ταυτότητας του πελάτη. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν λεπτομερείς κανόνες για τα εν λόγω μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας για διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης.

(80)

Οι διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας χαρακτηρίζονται από τον διαρκή, επαναληπτικό χαρακτήρα τους. Επιπλέον, όλες οι διασυνοριακές υπηρεσίες τραπεζικής ανταπόκρισης δεν παρουσιάζουν το ίδιο επίπεδο κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, η ένταση των μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας θα πρέπει να καθορίζεται μέσω της εφαρμογής των αρχών της προσέγγισης με βάση τον κίνδυνο. Ωστόσο, η προσέγγιση βάσει κινδύνου δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις σχέσεις με ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας το οποίο δεν έχει φυσική παρουσία στον τόπο όπου έχει συσταθεί, ή με μη καταχωρισμένες και μη αδειοδοτημένες οντότητες που παρέχουν υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων. Δεδομένου του υψηλού κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχουν τα εικονικά ιδρύματα και οργανισμοί, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να απέχουν από τη συμμετοχή σε οποιασδήποτε σχέση ανταπόκρισης με τέτοιου είδους εικονικά ιδρύματα και οργανισμούς, καθώς και με ομόλογα ιδρύματα και οργανισμούς σε τρίτες χώρες που επιτρέπουν να χρησιμοποιούνται οι λογαριασμοί τους από εικονικά ιδρύματα και οργανισμούς. Για να αποφεύγεται η κατάχρηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης με σκοπό την παροχή μη ρυθμιζόμενων υπηρεσιών, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι οι λογαριασμοί τους δεν χρησιμοποιούνται από εμφωλευμένα ανταλλακτήρια και θα πρέπει να διαθέτουν πολιτικές και διαδικασίες για την ανίχνευση οποιασδήποτε τέτοιας απόπειρας.

(81)

Στο πλαίσιο της άσκησης των οικείων καθηκόντων εποπτείας, οι εποπτικές αρχές ενδέχεται να ανιχνεύουν περιπτώσεις στις οποίες οι παραβιάσεις των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ από ιδρύματα-πελάτες τρίτης χώρας ή οι αδυναμίες στην εφαρμογή των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ, προκαλούν κινδύνους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης. Για να μετριαστούν οι εν λόγω κίνδυνοι, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απευθύνει συστάσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στην Ένωση, προκειμένου να τα ενημερώνει για τις απόψεις της σχετικά με τις ανεπάρκειες που διαπιστώνονται στα εν λόγω ιδρύματα-πελάτες τρίτης χώρας. Οι εν λόγω συστάσεις θα πρέπει να εκδίδονται όταν η ΑΚΝΕΠΑΔ και οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην Ένωση συμφωνούν ότι οι παραβιάσεις και οι αδυναμίες που εντοπίζονται στα ιδρύματα-πελάτες τρίτης χώρας είναι πιθανόν να επηρεάσουν την έκθεση σε κίνδυνο των σχέσεων ανταπόκρισης από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στην Ένωση, και υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα-πελάτης τρίτης χώρας και η εποπτική αρχή του είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους. Για να διατηρηθεί η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ανταποκρινόμενα στις συστάσεις της ΑΚΝΕΠΑΔ, μεταξύ άλλων απέχοντας από τη σύναψη ή τη συνέχιση σχέσης ανταπόκρισης, εκτός αν μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή επαρκή μέτρα μετριασμού για την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενέχει η σχέση ανταπόκρισης.

(82)

Στο πλαίσιο των μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας, η λήψη έγκρισης από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων δεν είναι ανάγκη να συνεπάγεται, σε όλες τις περιπτώσεις, τη λήψη έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο. Η εν λόγω έγκριση θα πρέπει να είναι δυνατόν να χορηγείται από πρόσωπο με επαρκείς γνώσεις της έκθεσης της οντότητας στον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και με επαρκή αρχαιότητα για τη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν την έκθεση σε κίνδυνο.

(83)

Προκειμένου να προστατευθεί η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης από τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για να προσδιορίζει τις τρίτες χώρες των οποίων οι ανεπάρκειες στα εθνικά συστήματα ΚΞΧ/ΧΤ αντιπροσωπεύουν απειλή για την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης. Η μεταβαλλόμενη φύση των απειλών της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προέρχονται από χώρες εκτός της Ένωσης, η οποία διευκολύνεται από τη συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας και των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους οι εγκληματίες, απαιτεί ταχείες και συνεχείς προσαρμογές του νομικού πλαισίου όσον αφορά τις τρίτες χώρες, με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση των υφιστάμενων κινδύνων και την αποτροπή της εμφάνισης νέων. Η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, ως βάση αναφοράς για την εκτίμησή της, τις πληροφορίες από διεθνείς οργανισμούς και φορείς καθορισμού προτύπων στον τομέα ΚΞΧ/ΧΤ, όπως οι δημόσιες δηλώσεις της FATF, οι εκθέσεις αμοιβαίας αξιολόγησης ή οι λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης ή οι δημοσιευμένες εκθέσεις παρακολούθησης, και να προσαρμόζει τις εκτιμήσεις της βάσει των μεταβολών τους, ανάλογα με την περίπτωση. Η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργεί εντός 20 ημερών από τη διαπίστωση ανεπαρκειών στο καθεστώς ΚΞΧ/ΧΤ τρίτης χώρας που συνιστούν απειλή για την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης.

(84)

Οι τρίτες χώρες οι οποίες είναι «αποδέκτες πρόσκλησης για ανάληψη δράσης» από τον σχετικό διεθνή φορέα καθορισμού προτύπων, ήτοι την FATF, παρουσιάζουν σημαντικές στρατηγικές ανεπάρκειες διαρκούς χαρακτήρα στα οικεία νομικά και θεσμικά πλαίσια ΚΞΧ/ΧΤ και στην εφαρμογή τους, οι οποίες είναι πιθανόν να αποτελέσουν υψηλό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης. Ο διαρκής χαρακτήρας των εν λόγω σημαντικών στρατηγικών ανεπαρκειών, που αντικατοπτρίζει την έλλειψη δέσμευσης ή τη διαρκή αδυναμία της τρίτης χώρας να τις αντιμετωπίσει, υποδηλώνει τον αυξημένο βαθμό απειλής που απορρέει από τις εν λόγω τρίτες χώρες, ο οποίος απαιτεί αποτελεσματικές, συνεκτικές και εναρμονισμένες ενέργειες μετριασμού σε επίπεδο Ένωσης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ζητείται από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν τη συνολική δέσμη διαθέσιμων μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις περιστασιακές συναλλαγές και στις επιχειρηματικές σχέσεις με τις εν λόγω τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, ώστε να διαχειρίζονται και να μετριάζουν τους υποκείμενους κινδύνους. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο κινδύνου δικαιολογεί την εφαρμογή πρόσθετων ειδικών αντίμετρων, είτε σε επίπεδο υπόχρεων οντοτήτων είτε από τα κράτη μέλη. Η εν λόγω προσέγγιση θα αποτρέπει διαφοροποιήσεις στον καθορισμό των σχετικών αντίμετρων, οι οποίες θα εξέθεταν σε κινδύνους το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης στο σύνολό του. Όταν τα κράτη μέλη εντοπίζουν συγκεκριμένους κινδύνους που δεν μετριάζονται, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν πρόσθετα αντίμετρα, οπότε θα πρέπει να ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εν λόγω κίνδυνοι είναι σημαντικοί για την εσωτερική αγορά, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επικαιροποιήσει τη σχετική κατ’ εξουσιοδότηση πράξη ώστε να συμπεριλάβει τα αναγκαία πρόσθετα αντίμετρα για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω αντίμετρα δεν είναι αναγκαία και υπονομεύουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης, θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να αποφασίζει ότι το κράτος μέλος θα θέσει τέλος στο συγκεκριμένο αντίμετρο. Πριν από την κίνηση της διαδικασίας για την έκδοση της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει στο σχετικό κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλει τις απόψεις του σχετικά με την κρίση της Επιτροπής. Δεδομένης της τεχνικής εμπειρογνωσίας της, η ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να παράσχει χρήσιμη συμβολή στην Επιτροπή για τον προσδιορισμό των κατάλληλων αντίμετρων.

(85)

Οι ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση, τόσο όσον αφορά το νομικό και θεσμικό πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ όσο και την εφαρμογή του σε τρίτες χώρες οι οποίες υπόκεινται σε «αυξημένη παρακολούθηση» από την FATF μπορεί να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εγκληματίες. Πρόκειται για στοιχείο που πιθανόν να αποτελεί κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, και ο εν λόγω κίνδυνος χρήζει διαχείρισης και μετριασμού. Η δέσμευση των εν λόγω τρίτων χωρών να αντιμετωπίσουν τις διαπιστωθείσες αδυναμίες, παρότι δεν εξαλείφει τον κίνδυνο, δικαιολογεί ενέργειες μετριασμού λιγότερο αυστηρές από αυτές που εφαρμόζονται στις τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου. Όπου οι εν λόγω τρίτες χώρες δεσμεύονται να αντιμετωπίσουν εντοπισμένες αδυναμίες, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας στις περιστασιακές συναλλαγές και τις επιχειρηματικές σχέσεις με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες εγκατεστημένες στις εν λόγω τρίτες χώρες, τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις συγκεκριμένες αδυναμίες που διαπιστώθηκαν στην εκάστοτε τρίτη χώρα. Αυτού του είδους ο αναλυτικός προσδιορισμός των μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας που πρέπει να εφαρμόζονται θα μπορεί επίσης, σε συμφωνία με την προσέγγιση βάσει κινδύνου, να διασφαλίσει ότι τα μέτρα είναι ανάλογα προς το επίπεδο κινδύνου. Προκειμένου να διασφαλιστεί η εν λόγω συνεκτική και αναλογική προσέγγιση, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζει ποια είναι τα συγκεκριμένα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που απαιτούνται για τον μετριασμό των ειδικών ανά χώρα κινδύνων. Δεδομένης της τεχνικής εμπειρογνωσίας της, η ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να παράσχει χρήσιμη συμβολή στην Επιτροπή για τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας.

(86)

Χώρες που δεν προσδιορίζονται δημοσίως ως αποδέκτες πρόσκλησης για ανάληψη δράσης ή που υπόκεινται σε αυξημένη παρακολούθηση από την FATF, ενδέχεται παρά ταύτα να συνιστούν συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για την ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, η οποία μπορεί να οφείλεται είτε σε ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση είτε σε σημαντικές στρατηγικές ανεπάρκειες διαρκούς χαρακτήρα στο οικείο καθεστώς ΚΞΧ/ΧΤ. Για τον μετριασμό των εν λόγω συγκεκριμένων κινδύνων, οι οποίοι δεν μπορούν να μετριαστούν μέσω μέτρων που θα εφαρμόζονται σε χώρες με στρατηγικές ανεπάρκειες ή χώρες με ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει δράση σε εξαιρετικές περιστάσεις, προσδιορίζοντας τις εν λόγω τρίτες χώρες, βάσει σαφούς συνόλου κριτηρίων και με την υποστήριξη της ΑΚΝΕΠΑΔ. Αναλόγως του επιπέδου κινδύνου που συνιστούν για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να ζητά την εφαρμογή είτε του συνόλου των μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας και των ειδικών ανά χώρα αντίμετρων, σε σχέση με τις τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, είτε ειδικών ανά χώρα μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας, σε σχέση με τρίτες χώρες που παρουσιάζουν ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση.

(87)

Για να εξασφαλιστεί ο συνεπής προσδιορισμός των τρίτων χωρών που συνιστούν συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, χωρίς αυτές να προσδιορίζονται δημοσίως ως αποδέκτες προσκλήσεων για ανάληψη δράσης ή αυξημένης παρακολούθησης από την FATF, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζει μέσω εκτελεστικής πράξης τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό, σε εξαιρετικές περιστάσεις, των εν λόγω τρίτων χωρών. Η εν λόγω μεθοδολογία θα πρέπει να περιλαμβάνει ιδίως τον τρόπο αξιολόγησης των κριτηρίων και τη διαδικασία για την αλληλεπίδραση με τις εν λόγω τρίτες χώρες και για τη συμμετοχή των κρατών μελών και της ΑΚΝΕΠΑΔ στα προπαρασκευαστικά στάδια του εν λόγω προσδιορισμού.

(88)

Λαμβανομένου υπόψη ότι ενδέχεται να επέλθουν αλλαγές στα πλαίσια ΚΞΧ/ΧΤ των τρίτων χωρών που προσδιορίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή στην εφαρμογή τους, για παράδειγμα, ως αποτέλεσμα της δέσμευσης της χώρας να αντιμετωπίσει τις διαπιστωθείσες αδυναμίες ή της θέσπισης σχετικών μέτρων ΚΞΧ/ΧΤ για την αντιμετώπισή τους, οι οποίες θα μπορούσαν να μεταβάλουν τη φύση και το επίπεδο των κινδύνων που απορρέουν από αυτές, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά τον προσδιορισμό των εν λόγω ειδικών μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας, ώστε να διασφαλίζει ότι εξακολουθούν να είναι αναλογικά και κατάλληλα.

(89)

Οι δυνητικές εξωτερικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης δεν προέρχονται μόνο από τρίτες χώρες, αλλά μπορούν επίσης να προκύψουν σε σχέση με παράγοντες κινδύνου που αφορούν ειδικά έναν πελάτη ή προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή εκτός της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι ανάγκη να προσδιοριστούν οι τάσεις, οι κίνδυνοι και οι μέθοδοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους ενδέχεται να εκτίθενται οι υπόχρεες οντότητες της Ένωσης. Η ΑΚΝΕΠΑΔ είναι η πλέον κατάλληλη για τον εντοπισμό τυχόν αναδυόμενων τυπολογιών νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προέρχονται από χώρες εκτός της Ένωσης και ώστε να παρακολουθεί την εξέλιξή τους, με στόχο να παράσχει καθοδήγηση στις υπόχρεες οντότητες της Ένωσης όσον αφορά την ανάγκη εφαρμογής μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων.

(90)

Οι σχέσεις με πρόσωπα που κατέχουν ή κατείχαν σημαντικά δημόσια λειτουργήματα, στο εσωτερικό της Ένωσης ή σε διεθνές επίπεδο, και ιδίως πρόσωπα που προέρχονται από χώρες όπου η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη, θα μπορούσαν να εκθέσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε σοβαρούς νομικούς κινδύνους και σε κινδύνους για τη φήμη του. Οι διεθνείς προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς δικαιολογούν επίσης την ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα πρόσωπα αυτά και να εφαρμοστούν κατάλληλα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας όσον αφορά πρόσωπα που ασκούν ή ασκούσαν σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, καθώς και υψηλόβαθμα στελέχη διεθνών οργανισμών. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να καθοριστούν ειδικά μέτρα τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζουν οι υπόχρεες οντότητες σε συναλλαγές ή επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα. Για τη διευκόλυνση της προσέγγισης βάσει κινδύνου, θα πρέπει να ανατεθεί στην ΑΚΝΕΠΑΔ η έκδοση κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την εκτίμηση του επιπέδου κινδύνων που σχετίζονται με μια ιδιαίτερη κατηγορία πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων, τους στενούς συγγενείς τους ή πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες τους.

(91)

Οι κίνδυνοι που συνδέονται με πρόσωπα που κατέχουν ή που ασκούν σημαντικά δημόσια λειτουργήματα δεν περιορίζονται σε εθνικό επίπεδο, αλλά μπορούν επίσης να υπάρχουν σε περιφερειακό ή δημοτικό επίπεδο. Στο τοπικό επίπεδο, το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως οι πόλεις, οι οποίες, παράλληλα με τις περιφέρειες, συχνά διαχειρίζονται σημαντικά δημόσια κονδύλια και την πρόσβαση σε κρίσιμες υπηρεσίες ή άδειες, με τον συνακόλουθο κίνδυνο διαφθοράς και συναφούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των προσώπων που κατέχουν ή που ασκούν σημαντικά δημόσια λειτουργήματα οι επικεφαλής των περιφερειακών και τοπικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων δήμων και μητροπολιτικών περιφερειών με τουλάχιστον 50 000 κατοίκους. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η γεωγραφία και η διοικητική οργάνωση των κρατών μελών διαφέρουν σημαντικά, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, όταν κρίνεται σκόπιμο να καθορίσουν χαμηλότερο όριο για την κάλυψη των σχετικών τοπικών αρχών με βάση τον κίνδυνο. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να καθορίσουν χαμηλότερα όρια, θα πρέπει να κοινοποιούν τα εν λόγω χαμηλότερα όρια στην Επιτροπή.

(92)

Τα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων των επιχειρήσεων που ελέγχονται από το κράτος η από περιφερειακές ή τοπικές αρχές μπορούν επίσης να εκτεθούν σε κινδύνους διαφθοράς και συναφούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Δεδομένου του μεγέθους του προϋπολογισμού των εν λόγω επιχειρήσεων και των υπό διαχείριση χρηματικών ποσών, οι κίνδυνοι αυτοί είναι ιδιαίτερα σοβαροί σε σχέση με τα ανώτερα εκτελεστικά μέλη των επιχειρήσεων που ελέγχονται από το κράτος. Μπορούν επίσης να προκύψουν κίνδυνοι σε σχέση με επιχειρήσεις σημαντικού μεγέθους που ελέγχονται από περιφερειακές και τοπικές αρχές. Ως εκ τούτου, τα ανώτερα εκτελεστικά στελέχη επιχειρήσεων που ελέγχονται από περιφερειακές ή τοπικές αρχές θα πρέπει να θεωρούνται πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις ή όμιλοι, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25). Ωστόσο, αναγνωρίζοντας τις γεωγραφικές και διοικητικές οργανωτικές διαφορές, καθώς και τις εξουσίες και τις ευθύνες που συνδέονται με τις εν λόγω επιχειρήσεις και τα ανώτερα εκτελεστικά στελέχη τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν να καθορίσουν χαμηλότερο όριο ετήσιου κύκλου εργασιών με βάση τον κίνδυνο. Σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή για την εν λόγω απόφαση.

(93)

Για τον προσδιορισμό των πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων στην Ένωση, θα πρέπει να εκδοθούν από τα κράτη μέλη κατάλογοι που να προσδιορίζουν τα ειδικά καθήκοντα τα οποία, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται σημαντικό δημόσιο λειτούργημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ζητούν από κάθε διαπιστευμένο διεθνή οργανισμό στην επικράτειά τους να εκδώσει και να διατηρεί ενήμερο έναν κατάλογο σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων στους κόλπους του. Η Επιτροπή θα πρέπει να επιφορτιστεί με τη σύνταξη και την έκδοση καταλόγου, ο οποίος θα πρέπει να έχει ισχύ στο σύνολο της Ένωσης, σχετικά με πρόσωπα που ασκούν σημαντικό δημόσιο λειτούργημα στα θεσμικά ή λοιπά όργανα της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τον προσδιορισμό και την κοινοποίηση σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζει μέσω εκτελεστικών πράξεων τον μορφότυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται για τις κοινοποιήσεις των κρατών μελών, και θα πρέπει της ανατεθεί η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τη συμπλήρωση των κατηγοριών σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό, εφόσον είναι κοινά σε όλα τα κράτη μέλη.

(94)

Πελάτες οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν σημαντικό δημόσιο λειτούργημα μπορεί να εξακολουθούν να συνιστούν υψηλότερο κίνδυνο, λόγω, για παράδειγμα, της άτυπης επιρροής που ενδεχομένως συνεχίζουν να ασκούν ή διότι τα προηγούμενα και τα τρέχοντα λειτουργήματά τους συνδέονται. Είναι σημαντικό οι υπόχρεες οντότητες να λαμβάνουν υπόψη τούς εν λόγω συνεχείς κινδύνους και να εφαρμόζουν ένα ή περισσότερα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως ότου θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν πλέον κίνδυνο, και σε κάθε περίπτωση για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 12 μηνών αφότου έπαψαν να ασκούν σημαντικό δημόσιο λειτούργημα.

(95)

Συχνά οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν διατηρούν σχέσεις πελατών με δικαιούχους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Εντούτοις, θα πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου, όπως στην περίπτωση που τις προσόδους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου προσπορίζεται πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο. Για να καθοριστεί αν συμβαίνει αυτό, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο θα πρέπει να περιλαμβάνει εύλογα μέτρα για τον προσδιορισμό του δικαιούχου, ωσάν επρόκειτο για νέο πελάτη. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα τα εν λόγω μέτρα να λαμβάνονται το αργότερο κατά τον χρόνο της πληρωμής ή κατά τον χρόνο της εκχώρησης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

(96)

Οι στενές προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις ενδέχεται να γίνουν αντικείμενο κατάχρησης για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα μέτρα που αφορούν τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στους στενούς συγγενείς τους και σε πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες τους. Η ορθή ταυτοποίηση των στενών συγγενών και των προσώπων που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες ενδέχεται να εξαρτάται από την κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική δομή της χώρας του πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου. Στο εν λόγω πλαίσιο, θα πρέπει να ανατεθεί στην ΑΚΝΕΠΑΔ η έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των προσώπων που θα πρέπει να θεωρούνται στενοί συνεργάτες.

(97)

Οι σχέσεις με τους στενούς συγγενείς που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα δεν καλύπτει μόνο τις σχέσεις με τους γονείς και τους κατιόντες, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και τις σχέσεις με τα αδέλφια. Αυτό ισχύει ιδίως για τις κατηγορίες πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων που κατέχουν ανώτερες θέσεις της κεντρικής κυβέρνησης. Αναγνωρίζοντας, εντούτοις, τις διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές δομές που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν τη δυνατότητα κατάχρησης των σχέσεων μεταξύ αδελφών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδίδουν ευρύτερη εμβέλεια στον προσδιορισμό των αδελφών ως στενών συγγενών πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων, ώστε να μετριάζονται επαρκώς οι κίνδυνοι κατάχρησης των εν λόγω σχέσεων. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να εφαρμόσουν ευρύτερο πεδίο προσδιορισμού, θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις λεπτομέρειες αυτού του ευρύτερου πεδίου.

(98)

Οι απαιτήσεις σχετικά με τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, τους στενούς συγγενείς και τα πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες, έχουν προληπτική και όχι ποινική διάσταση, και δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι υπονοούν ότι τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς ή οι στενοί συνεργάτες τους εμπλέκονται σε εγκληματική δραστηριότητα. Η άρνηση επιχειρηματικής σχέσης με πρόσωπο απλώς λόγω του προσδιορισμού του ως πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου, ή στενού συγγενούς ή προσώπου που είναι γνωστό ως στενός συνεργάτης ενός πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου είναι αντίθετη με το πνεύμα και το γράμμα του παρόντος κανονισμού.

(99)

Δεδομένου του ευάλωτου χαρακτήρα των προγραμμάτων χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα φορολογικά εγκλήματα, τη διαφθορά και την αποφυγή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, καθώς και τις οποιεσδήποτε συναφείς σημαντικές απειλές κατά της ασφάλειας για την Ένωση στο σύνολό της, είναι σκόπιμο οι υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν, τουλάχιστον, ειδικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στην περίπτωση πελατών που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών και βρίσκονται σε διαδικασία υποβολής αίτησης δικαιώματος διαμονής σε κράτος μέλος στο πλαίσιο των εν λόγω προγραμμάτων.

(100)

Η παροχή εξατομικευμένων υπηρεσιών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε πρόσωπα με υψηλό επίπεδο πλούτου ενδέχεται να εκθέσει τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, καθώς και τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών, σε συγκεκριμένους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανακύπτουν λόγω του πολύπλοκου και συχνά εξατομικευμένου χαρακτήρα των εν λόγω υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να καθοριστεί ένα σύνολο μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται, τουλάχιστον, όπου οι εν λόγω επιχειρηματικές σχέσεις θεωρείται ότι ενέχουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η διαπίστωση ότι ο πελάτης κατέχει περιουσιακά στοιχεία αξίας ύψους τουλάχιστον 50 000 000 EUR, ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, λαμβάνει υπόψη τα χρηματοοικονομικά ή επενδύσιμα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των ρευστών διαθεσίμων ή ισοδυνάμων, είτε σε καταθέσεις είτε σε αποταμιευτικά προϊόντα, καθώς και επενδύσεις όπως μετοχές, ομόλογα και αμοιβαία κεφάλαια, ακόμη και όταν τηρούνται βάσει μακροπρόθεσμων συμφωνιών με την εν λόγω υπόχρεη οντότητα. Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξία των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του πελάτη, εξαιρουμένης της ιδιωτικής κατοικίας του. Για τους σκοπούς της διαπίστωσης αυτής, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών καταπιστευτικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών δεν υποχρεούνται να διενεργούν ή να ζητούν ακριβή υπολογισμό των συνολικών περιουσιακών στοιχείων του πελάτη. Απεναντίας, οι εν λόγω οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να προσδιορίζουν αν ένας πελάτης κατέχει περιουσιακά στοιχεία αξίας ύψους τουλάχιστον 50 000 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, σε χρηματοοικονομικά, επενδύσιμα ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία.

(101)

Για την αποφυγή επαναλαμβανόμενων διαδικασιών εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, κρίνεται σκόπιμο, υπό την επιφύλαξη κατάλληλων διασφαλίσεων, να επιτρέπεται στις υπόχρεες οντότητες να βασίζονται σε πληροφορίες σχετικά με τον πελάτη τις οποίες έχουν συλλέξει άλλες υπόχρεες οντότητες. Όταν μια υπόχρεη οντότητα βασίζεται σε άλλη υπόχρεη οντότητα, η τελική ευθύνη για τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη θα πρέπει να εξακολουθεί να βαρύνει την υπόχρεη οντότητα η οποία επιλέγει να βασιστεί στη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη που έχει ασκήσει άλλη υπόχρεη οντότητα. Η υπόχρεη οντότητα που χρησιμοποιήθηκε ως βάση θα πρέπει επίσης να εξακολουθεί να υπέχει ιδία ευθύνη για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης αναφοράς ύποπτων συναλλαγών και τήρησης αρχείων.

(102)

Η θέσπιση εναρμονισμένων απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις πολιτικές και τις διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου, την ανταλλαγή πληροφοριών και την εξάρτηση επιτρέπει στις υπόχρεες οντότητες που δραστηριοποιούνται εντός ενός ομίλου να αξιοποιούν στο μέγιστο τα συστήματα που εφαρμόζονται εντός του εν λόγω ομίλου σε καταστάσεις που αφορούν τους ίδιους πελάτες. Οι εν λόγω κανόνες επιτρέπουν όχι μόνο τη συνεπή και αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ΚΞΧ/ΧΤ σε ολόκληρο τον όμιλο, αλλά και την αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας σε επίπεδο ομίλου, επιτρέποντας, για παράδειγμα, στις υπόχρεες οντότητες εντός του ομίλου να βασίζονται στα αποτελέσματα των διαδικασιών που διενεργούν άλλες υπόχρεες οντότητες εντός του ομίλου για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις εξακρίβωσης και επαλήθευσης της ταυτότητας του πελάτη τους.

(103)

Για την αποδοτική λειτουργία της εξάρτησης από μέτρα που λαμβάνονται από τρίτους, απαιτείται περαιτέρω αποσαφήνιση των όρων βάσει των οποίων υπάρχει η εν λόγω εξάρτηση. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να επιφορτιστεί με την κατάρτιση κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με τους όρους βάσει των οποίων μπορεί να υπάρχει εξάρτηση, καθώς και με τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των αντίστοιχων μερών. Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή στην εποπτεία των σχέσεων εξάρτησης στο σύνολο της Ένωσης, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει επίσης να παρέχουν σαφήνεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εποπτικοί φορείς οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τέτοιου είδους πρακτικές και να ελέγχουν τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ όταν οι υπόχρεες οντότητες προσφεύγουν στις εν λόγω πρακτικές.

(104)

Η έννοια του πραγματικού δικαιούχου εισήχθη προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια στο πλαίσιο πολύπλοκων εταιρικών δομών. Η ανάγκη για πρόσβαση σε ακριβείς, επικαιροποιημένες και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον εντοπισμό των εγκληματιών, οι οποίοι διαφορετικά θα μπορούσαν να αποκρύπτουν την ταυτότητά τους πίσω από ανάλογες αδιαφανείς δομές. Επί του παρόντος, απαιτείται από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι οι εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες, καθώς και τα ρητά εμπιστεύματα και άλλα παρεμφερή νομικά μορφώματα, αποκτούν και διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο τους. Εντούτοις, ο βαθμός διαφάνειας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη ποικίλλει. Οι κανόνες υπόκεινται σε αποκλίνουσες ερμηνείες, γεγονός που οδηγεί σε διαφορετικές μεθόδους προσδιορισμού του πραγματικού δικαιούχου μιας δεδομένης νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στις ανακόλουθες μεθόδους υπολογισμού της έμμεσης ιδιοκτησίας μιας νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος, και στις διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών. Πρόκειται για στοιχείο που δυσχεραίνει τη σκοπούμενη επίτευξη διαφάνειας. Είναι ανάγκη, συνεπώς, να αποσαφηνιστούν οι κανόνες ώστε να επιτευχθεί συνεπής ορισμός του πραγματικού δικαιούχου και της εφαρμογής του στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς.

(105)

Η εφαρμογή των κανόνων για την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου νομικών οντοτήτων, καθώς και νομικών μορφωμάτων, μπορεί να εγείρει ζητήματα επιβολής όταν τα οικεία ενδιαφερόμενα μέρη έρχονται αντιμέτωπα με συγκεκριμένες υποθέσεις, ιδίως σε περιπτώσεις πολύπλοκων εταιρικών δομών, όπου συνυπάρχουν τα κριτήρια των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και του ελέγχου, ή για τους σκοπούς του προσδιορισμού της έμμεσης ιδιοκτησίας ή του ελέγχου. Προκειμένου να υποστηριχθεί η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων από νομικές οντότητες, εμπιστευματοδόχους ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομικά μορφώματα και υπόχρεες οντότητες, και σύμφωνα με τον στόχο εναρμόνισης του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εφαρμόζονται οι κανόνες για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων σε διαφορετικές υποθετικές περιπτώσεις, μεταξύ άλλων μέσω της χρήσης παραδειγμάτων περιπτώσεων..

(106)

Για τον ουσιαστικό προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων απαιτείται να διαπιστωθεί αν ασκείται έλεγχος με άλλα μέσα. Η διαπίστωση της ύπαρξης ιδιοκτησιακού δικαιώματος ή ελέγχου μέσω ιδιοκτησιακού δικαιώματος είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής και δεν αποκλείει την ανάγκη ελέγχων για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων. Η εξέταση του αν ένα φυσικό πρόσωπο ασκεί έλεγχο με άλλα μέσα δεν συνιστά επακόλουθη εξέταση που πρέπει να διενεργηθεί μόνον στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή η διαπίστωση ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Τα δύο είδη εξέτασης, δηλαδή αφενός της ύπαρξης ιδιοκτησιακού δικαιώματος ή ελέγχου μέσω ιδιοκτησιακού δικαιώματος και αφετέρου του ελέγχου που ασκείται με άλλα μέσα, θα πρέπει να διενεργούνται παράλληλα.

(107)

Η κατοχή ιδιοκτησιακού δικαιώματος ίσου με το 25 % ή άνω των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλου ιδιοκτησιακού δικαιώματος γενικά προσδιορίζει τον πραγματικό δικαιούχο μίας εταιρικής οντότητας. Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα πρέπει να περιλαμβάνουν τόσο δικαιώματα ελέγχου όσο και δικαιώματα που είναι ουσιώδη ως προς την απόσπαση οφέλους, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα σε μερίδιο επί των κερδών ή άλλους εσωτερικούς πόρους ή υπόλοιπο εκκαθάρισης. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο κίνδυνος κατάχρησης ορισμένων κατηγοριών εταιρικών οντοτήτων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι υψηλότερος, για παράδειγμα λόγω των ειδικών τομέων υψηλότερου κινδύνου στους οποίους δραστηριοποιούνται οι εν λόγω εταιρικές οντότητες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, απαιτούνται ενισχυμένα μέτρα διαφάνειας για να αποτρέπονται οι εγκληματίες από τη σύσταση ή την παρείσφρηση στις εν λόγω οντότητες, είτε μέσω άμεσης ή έμμεσης ιδιοκτησίας είτε μέσω ελέγχου. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Ένωση είναι σε θέση να μετριάσει επαρκώς αυτά τα διαφορετικά επίπεδα κινδύνου, είναι αναγκαίο να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να προσδιορίσει τις κατηγορίες εταιρικών οντοτήτων που θα πρέπει να υπόκεινται σε χαμηλότερα ευεργετικά όρια διαφάνειας. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή όταν προσδιορίζουν κατηγορίες εταιρικών οντοτήτων που εκτίθενται σε υψηλότερους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις εν λόγω κοινοποιήσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επισημάνουν χαμηλότερο ποσοστιαίο όριο δικαιωμάτων ιδιοκτησίας το οποίο θεωρούν ότι θα μπορούσε να μετριάσει τους εν λόγω κινδύνους. Ο προσδιορισμός αυτός θα πρέπει να είναι συνεχής και να βασίζεται στα αποτελέσματα της σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμησης κινδύνου και της εθνικής εκτίμησης κινδύνου, καθώς και σε σχετικές αναλύσεις και εκθέσεις που εκπονούνται από την ΑΚΝΕΠΑΔ, την Ευρωπόλ ή άλλα όργανα της Ένωσης που συμμετέχουν στην πρόληψη, τη διερεύνηση και τη δίωξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Το εν λόγω χαμηλότερο όριο θα πρέπει να είναι αρκετά χαμηλό ώστε να μετριάζονται οι υψηλότεροι κίνδυνοι κατάχρησης εταιρικών οντοτήτων για εγκληματικούς σκοπούς. Για τον σκοπό αυτόν, το εν λόγω χαμηλότερο όριο δεν θα πρέπει γενικά να ορίζεται σε ποσοστό άνω του 15 % των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλου ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες, βάσει αξιολόγησης ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, ένα υψηλότερο όριο θα ήταν πιο αναλογικό για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθορίζει το όριο μεταξύ του 15 % και του 25 % του ιδιοκτησιακού δικαιώματος.

(108)

Λόγω του πολύπλοκου χαρακτήρα τους, οι πολυεπίπεδες δομές ιδιοκτησίας και ελέγχου καθιστούν δυσχερέστερη τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων. Η έννοια της «δομής ιδιοκτησίας ή ελέγχου» αποσκοπεί να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο μια νομική οντότητα ανήκει ή ελέγχεται έμμεσα, ή ένα νομικό μόρφωμα ελέγχεται έμμεσα, ως αποτέλεσμα των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ νομικών οντοτήτων ή μορφωμάτων σε πολλαπλά επίπεδα. Για να εξασφαλιστεί μια συνεκτική προσέγγιση σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι κανόνες που εφαρμόζονται σε αυτές τις καταστάσεις. Για τον σκοπό αυτόν, είναι αναγκαίο να αξιολογείται ταυτόχρονα αν οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή με ποσοστό ύψους 25 % ή άνω των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλου ιδιοκτησιακού δικαιώματος, και αν οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ελέγχει τον άμεσο μέτοχο με ποσοστό ύψους 25 % ή άνω των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλου ιδιοκτησιακού δικαιώματος στην εταιρική οντότητα. Στην περίπτωση έμμεσης συμμετοχής, οι πραγματικοί δικαιούχοι θα πρέπει να προσδιορίζονται με πολλαπλασιασμό των μετοχών στην αλυσίδα ιδιοκτησίας. Για τον σκοπό αυτόν, όλες οι μετοχές που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στο ίδιο φυσικό πρόσωπο θα πρέπει να αθροίζονται. Αυτό απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη η συμμετοχή σε κάθε επίπεδο ιδιοκτησίας. Όταν το 25 % των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλου ιδιοκτησιακού δικαιώματος στην εταιρική οντότητα ανήκει σε μέτοχο που είναι νομική οντότητα διαφορετική από εταιρική οντότητα, ο πραγματικός δικαιούχος θα πρέπει να προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη δομή του μετόχου, μεταξύ άλλων του αν οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ασκεί έλεγχο σε μέτοχο με άλλα μέσα.

(109)

Ο προσδιορισμός του πραγματικού δικαιούχου μιας εταιρικής οντότητας σε καταστάσεις όπου οι μετοχές της εταιρικής οντότητας βρίσκονται στην κατοχή νομικού μορφώματος, ή όταν κατέχονται από ίδρυμα ή παρόμοια νομική οντότητα, ενδέχεται να είναι δυσκολότερος λόγω της διαφορετικής φύσης και των κριτηρίων προσδιορισμού του πραγματικού δικαιούχου μεταξύ νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν σαφείς κανόνες για την αντιμετώπιση των εν λόγω καταστάσεων πολυεπίπεδης δομής. Στις περιπτώσεις αυτές, όλοι οι πραγματικοί δικαιούχοι του νομικού μορφώματος, ή μίας παρόμοιας νομικής οντότητας, όπως ένα ίδρυμα, θα πρέπει να είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι της εταιρικής οντότητας της οποίας οι μετοχές βρίσκονται στην κατοχή του νομικού μορφώματος ή κατέχονται από το ίδρυμα.

(110)

Απαιτείται μια κοινή αντίληψη της έννοιας του ελέγχου και ακριβέστερος ορισμός των μέσων ελέγχου, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κανόνων σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Ως έλεγχος θα πρέπει να νοείται η αποτελεσματική ικανότητα επιβολής της βούλησης ενός εκάστου στη λήψη αποφάσεων της εταιρικής οντότητας επί ουσιαστικών ζητημάτων. Το σύνηθες μέσο ελέγχου είναι το πλειοψηφικό μερίδιο των δικαιωμάτων ψήφου. Η θέση του πραγματικού δικαιούχου μπορεί επίσης να προκύψει μέσω ελέγχου με άλλα μέσα, χωρίς να υπάρχει σημαντικό, ή και οποιοδήποτε, ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Για τον λόγο αυτόν, προκειμένου να προσδιοριστούν όλα τα πρόσωπα που είναι πραγματικοί δικαιούχοι μιας νομικής οντότητας, ο έλεγχος θα πρέπει να προσδιορίζεται ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Ο έλεγχος μπορεί γενικά να ασκείται με οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένων νομικών και μη νομικών μέσων. Τα εν λόγω μέσα ενδέχεται να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση του αν ασκείται έλεγχος με άλλα μέσα, ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση κάθε νομικής οντότητας.

(111)

Για την έμμεση κυριότητα ή έλεγχο ενδέχεται να μεσολαβούν πολλαπλοί κρίκοι αλυσίδας ή πολλαπλές μεμονωμένες ή διασυνδεδεμένες αλυσίδες. Κρίκος αλυσίδας θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα. Οι σχέσεις μεταξύ των κρίκων ενδέχεται να συνίστανται σε ιδιοκτησιακό δικαίωμα ή δικαιώματα ψήφου ή άλλα μέσα ελέγχου. Στις περιπτώσεις αυτές, όταν το ιδιοκτησιακό δικαίωμα και ο έλεγχος συνυπάρχουν στην ιδιοκτησιακή δομή, απαιτούνται ειδικοί και λεπτομερείς κανόεας για τον προσδιορισμό του πραγματικού δικαιούχου προκειμένου να υποστηριχθεί μια εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων.

(112)

Προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική διαφάνεια, οι κανόνες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο θα πρέπει να διέπουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων που συστήνονται ή δημιουργούνται στην επικράτεια των κρατών μελών. Εν προκειμένω περιλαμβάνονται εταιρικές οντότητες, που χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα να κατέχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα σε αυτά, καθώς και άλλες νομικές οντότητες και νομικά μορφώματα παρεμφερή με τα ρητά εμπιστεύματα. Λόγω διαφορών στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, οι εν λόγω εκτενείς κατηγορίες περιλαμβάνουν πληθώρα διαφορετικών οργανωτικών δομών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή κατάλογο με τους τύπους νομικών οντοτήτων στις οποίες οι πραγματικοί δικαιούχοι προσδιορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες προσδιορισμού των πραγματικών δικαιούχων εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων.

(113)

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ορισμένων νομικών οντοτήτων, όπως ενώσεων, συνδικάτων, πολιτικών κομμάτων ή εκκλησιών, δεν οδηγεί στον προσδιορισμό τους ως πραγματικών δικαιούχων μέσω των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή της σύνθεσης των μελών. Στις περιπτώσεις αυτές, ωστόσο, μπορεί τα ανώτερα διοικητικά στελέχη να ασκούν έλεγχο επί της νομικής οντότητας με άλλα μέσα. Στις εν λόγω περιπτώσεις, θα πρέπει τα εν λόγω στελέχη να αναφέρονται ως πραγματικοί δικαιούχοι.

(114)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή στον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών οντοτήτων, όπως τα ιδρύματα, ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν εναρμονισμένοι κανόνες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Θα πρέπει να απαιτείται τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή κατάλογο με τους τύπους των νομικών οντοτήτων και των παρεμφερών προς τα ρητά εμπιστεύματα νομικών μορφωμάτων στους οποίους οι πραγματικοί δικαιούχοι προσδιορίζονται κατά τα προβλεπόμενα για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών οντοτήτων ή μορφωμάτων. Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδει, μέσω εκτελεστικής πράξης, κατάλογο νομικών μορφωμάτων και νομικών οντοτήτων που διέπονται από την νομοθεσία των κρατών μελών και τα οποία διαθέτουν δομή ή λειτουργία παρόμοια με των ρητών εμπιστευμάτων.

(115)

Τα εμπιστεύματα διακριτικής ευχέρειας παρέχουν στους εμπιστευματοδόχους τους διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων ή των οφελών που απορρέουν από αυτά. Ως εκ τούτου, δεν καθορίζεται εξαρχής κανένας δικαιούχος ή κατηγορία δικαιούχων, αλλά ομάδα προσώπων από τα οποία οι εμπιστευματοδόχοι μπορούν να επιλέξουν τους δικαιούχους, ή πρόσωπα που θα καταστούν δικαιούχοι σε περίπτωση που οι εμπιστευματοδόχοι δεν ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια. Όπως αναγνωρίζεται από την πρόσφατη αναθεώρηση των προτύπων της FATF όσον αφορά τα νομικά μορφώματα, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια μπορεί να χρησιμοποιείται καταχρηστικά και να επιτρέπει την απόκρυψη των πραγματικών δικαιούχων εάν δεν επιβληθεί ένα ελάχιστο επίπεδο διαφάνειας για τα εμπιστεύματα διακριτικής ευχέρειας, δεδομένου ότι η διαφάνεια στους δικαιούχους θα επιτευχθεί μόνο με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των εμπιστευματοδόχων. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί επαρκής και συνεπής διαφάνεια για όλους τους τύπους νομικών μορφωμάτων, είναι σημαντικό, στην περίπτωση εμπιστευμάτων διακριτικής ευχέρειας, να συλλέγονται επίσης πληροφορίες σχετικά με τα αντικείμενα της εξουσίας εμπιστευματοδόχου, καθώς και σχετικά με τους υποκατάστατους λήπτες των περιουσιακών στοιχείων ή των οφελών σε περίπτωση που οι εμπιστευματοδόχοι δεν ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες αντικείμενα εξουσίας ή οι υποκατάστατοι λήπτες δεν μπορούν να προσδιοριστούν εξατομικευμένα, αλλά ως κατηγορία. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με την κατηγορία, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα που επιλέγονται από την κατηγορία.

(116)

Τα χαρακτηριστικά των ρητών εμπιστευμάτων και παρόμοιων νομικών μορφωμάτων στα κράτη μέλη διαφέρουν. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση, είναι σκόπιμο να καθοριστούν κοινές αρχές για τον προσδιορισμό των εν λόγω μορφωμάτων. Τα ρητά εμπιστεύματα είναι εμπιστεύματα που δημιουργούνται με πρωτοβουλία του εμπιστευματοπάροχου. Τα εμπιστεύματα που έχουν συσταθεί με νόμο ή δεν προκύπτουν από τη ρητή πρόθεση του εμπιστευματοπάροχου να τα δημιουργήσει θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Τα ρητά εμπιστεύματα δημιουργούνται συνήθως με τη μορφή εγγράφου, όπως για παράδειγμα μία γραπτή πράξη ή γραπτό μέσο εμπιστοσύνης και συνήθως ανταποκρίνονται σε επιχειρηματική ή προσωπική ανάγκη. Νομικά μορφώματα παρόμοια με τα ρητά εμπιστεύματα είναι μορφώματα χωρίς νομική προσωπικότητα τα οποία είναι παρόμοια ως προς τη δομή ή τα καθήκοντα. Ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι ο προσδιορισμός του είδους του νομικού μορφώματος, αλλά η εκπλήρωση των βασικών χαρακτηριστικών του ορισμού του ρητού εμπιστεύματος, δηλαδή η πρόθεση του εμπιστευματοπάροχου να θέσει τα περιουσιακά στοιχεία υπό τη διαχείριση και τον έλεγχο συγκεκριμένου προσώπου για συγκεκριμένο σκοπό, συνήθως επιχειρηματικής ή προσωπικής φύσης, όπως το όφελος των δικαιούχων. Για να διασφαλιστεί ο συνεπής προσδιορισμός των πραγματικών δικαιούχων νομικών μορφωμάτων παρόμοιων με τα ρητά εμπιστεύματα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή κατάλογο των τύπων νομικών μορφωμάτων που είναι παρόμοια με τα ρητά εμπιστεύματα. Η εν λόγω κοινοποίηση θα πρέπει να συνοδεύεται από αξιολόγηση που να δικαιολογεί τον προσδιορισμό ορισμένων νομικών μορφωμάτων ως παρόμοιων με τα ρητά εμπιστεύματα, καθώς και να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους άλλα νομικά μορφώματα θεωρήθηκαν διαφορετικά από τα ρητά εμπιστεύματα ως προς τη δομή ή τη λειτουργία. Κατά τη διενέργεια της εν λόγω αξιολόγησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλα τα νομικά μορφώματα που διέπονται από το δίκαιό τους.

(117)

Σε σχέση με κάποιους τύπους νομικών οντοτήτων, όπως ιδρύματα, ρητά εμπιστεύματα και παρόμοια νομικά μορφώματα, δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός μεμονωμένων δικαιούχων, διότι δεν έχουν ακόμη καθοριστεί. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο θα πρέπει αντ’ αυτού να περιλαμβάνουν περιγραφή της κατηγορίας των δικαιούχων και των χαρακτηριστικών της. Αφού οριστούν οι δικαιούχοι εντός της κατηγορίας, τότε θα είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι. Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένοι τύποι νομικών προσώπων και νομικών μορφωμάτων όπου υπάρχουν δικαιούχοι, αλλά όπου ο φόρτος για τον προσδιορισμό τους δεν είναι αναλογικός προς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με τα εν λόγω νομικά πρόσωπα ή νομικά μορφώματα. Αυτό ισχύει σε σχέση με ρυθμιζόμενα προϊόντα όπως τα συνταξιοδοτικά συστήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), και θα μπορούσε να ισχύει, για παράδειγμα, σε σχέση με τα συστήματα οικονομικής ιδιοκτησίας ή συμμετοχής των εργαζομένων, ή νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα μη κερδοσκοπικού ή φιλανθρωπικού σκοπού, υπό την προϋπόθεση ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα εν λόγω νομικά πρόσωπα και νομικά μορφώματα είναι χαμηλοί. Στις εν λόγω περιπτώσεις, θα πρέπει να αρκεί ο προσδιορισμός της κατηγορίας των δικαιούχων.

(118)

Τα συνταξιοδοτικά συστήματα που ρυθμίζονται από την οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 είναι ρυθμιζόμενα προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε αυστηρά εποπτικά πρότυπα και παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Όταν τα εν λόγω συνταξιοδοτικά συστήματα συστήνονται υπό τη μορφή νομικού μορφώματος, οι δικαιούχοι του είναι μισθωτοί και εργαζόμενοι που βασίζονται στα προϊόντα αυτά, τα οποία συνδέονται με τις συμβάσεις εργασίας τους, για τη διαχείριση των συνταξιοδοτικών τους παροχών. Λόγω του ειδικού χαρακτήρα της συνταξιοδοτικής παροχής, ο οποίος ενέχει χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δεν θα ήταν αναλογικό να απαιτείται ο προσδιορισμός καθενός από τους εν λόγω δικαιούχους, και ο προσδιορισμός της κατηγορίας και των χαρακτηριστικών της θα πρέπει να επαρκεί για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων διαφάνειας.

(119)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή στον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν εναρμονισμένοι κανόνες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Ανεξαρτήτως του αν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων υπάρχουν στο κράτος μέλος με τη μορφή νομικής οντότητας με νομική προσωπικότητα, ως νομικό μόρφωμα χωρίς νομική προσωπικότητα, ή υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή, η προσέγγιση για τον προσδιορισμό του πραγματικού δικαιούχου θα πρέπει να είναι συνεπής με τον σκοπό και τη λειτουργία τους.

(120)

Στο πλαίσιο μιας συνεκτικής προσέγγισης όσον αφορά το καθεστώς διαφάνειας σε σχέση με τον πραγματικό δικαιούχο απαιτείται επίσης να διασφαλιστεί ότι συλλέγονται οι ίδιες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς. Κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστούν ακριβείς απαιτήσεις όσον αφορά τις πληροφορίες που θα πρέπει να συλλέγονται σε κάθε περίπτωση. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν ένα ελάχιστο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, πληροφορίες για τη φύση και την έκταση του εμπράγματου δικαιώματος που διακρατείται στη νομική οντότητα ή το νομικό μόρφωμα και πληροφορίες σχετικά με τη νομική οντότητα ή το νομικό μόρφωμα, απαραίτητες για να εξασφαλιστεί ο κατάλληλος προσδιορισμός του φυσικού προσώπου που είναι ο πραγματικός δικαιούχος και τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω φυσικό πρόσωπο προσδιορίστηκε ως πραγματικός δικαιούχος.

(121)

Ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαφάνειας όσον αφορά τον πραγματικό δικαιούχο απαιτεί τη συλλογή πληροφοριών μέσω διαφόρων διαύλων. Μια τέτοια πολύπλευρη προσέγγιση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που κατέχει η νομική οντότητα ή ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρόμοιο νομικό μόρφωμα, τις πληροφορίες που λαμβάνουν οι υπόχρεες οντότητες στο πλαίσιο της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τις πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα πραγματικών δικαιούχων. Η διασταύρωση των πληροφοριών μεταξύ των εν λόγω πυλώνων συμβάλλει στο να εξασφαλιστεί ότι κάθε πυλώνας διαθέτει επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες. Για τον σκοπό αυτόν, και προκειμένου να αποφευχθούν αναντιστοιχίες που προκαλούνται από διαφορετικές προσεγγίσεις, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι κατηγορίες δεδομένων που θα πρέπει πάντα να συλλέγονται προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο είναι επαρκείς. Σε αυτές περιλαμβάνονται βασικές πληροφορίες σχετικά με τη νομική οντότητα και το νομικό μόρφωμα, οι οποίες αποτελούν την προϋπόθεση που επιτρέπει στην ίδια την οντότητα ή το μόρφωμα να κατανοήσει τη δομή του, είτε μέσω ιδιοκτησίας είτε μέσω ελέγχου.

(122)

Όταν οι νομικές οντότητες και τα νομικά μορφώματα αποτελούν μέρος μιας πολύπλοκης δομής, η σαφήνεια σχετικά με την ιδιοκτησία ή τη δομή ελέγχου τους είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να προσδιοριστεί ποιοι είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι τους. Για τον σκοπό αυτόν, είναι σημαντικό οι νομικές οντότητες και τα νομικά μορφώματα να έχουν ξεκάθαρη αντίληψη των σχέσεων που καθορίζουν την έμμεση ιδιοκτησία ή τον έμμεσο έλεγχό τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των ενδιάμεσων σταδίων μεταξύ των πραγματικών δικαιούχων και της ίδιας της νομικής οντότητας ή του νομικού μορφώματος, είτε οι εν λόγω σχέσεις έχουν τη μορφή άλλων νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων είτε σχέσεων εντολοδόχου. Ο προσδιορισμός της δομής ιδιοκτησίας και ελέγχου επιτρέπει τον προσδιορισμό των τρόπων με τους οποίους θεμελιώνεται η κυριότητα ή μπορεί να ασκηθεί ο έλεγχος μιας νομικής οντότητας και, ως εκ τούτου, είναι απαραίτητος για την ολοκληρωμένη κατανόηση της θέσης του πραγματικού δικαιούχου. Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο θα πρέπει πάντα να περιλαμβάνουν περιγραφή της δομής των σχέσεων.

(123)

Ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαφάνειας σε σχέση με τον πραγματικό δικαιούχο στηρίζεται στη γνώση που έχουν οι νομικές οντότητες για τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούν πραγματικούς δικαιούχους τους. Ως εκ τούτου, όλες οι νομικές οντότητες στην Ένωση θα πρέπει να αποκτούν και να διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να διατηρούνται για διάστημα 5 ετών και η ταυτότητα του προσώπου που είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση των πληροφοριών θα πρέπει να κοινοποιείται στα κεντρικά μητρώα. Η εν λόγω περίοδος διατήρησης είναι ισόχρονη με την περίοδο διατήρησης των πληροφοριών που αποκτώνται μέσω της εφαρμογής των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ, όπως τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα διασταύρωσης και επαλήθευσης των πληροφοριών, για παράδειγμα μέσω του μηχανισμού αναφοράς αναντιστοιχιών, κρίνεται σκόπιμο να εξασφαλιστεί ευθυγράμμιση των περιόδων διατήρησης των σχετικών δεδομένων.

(124)

Για να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο είναι επικαιροποιημένες, η νομική οντότητα θα πρέπει να επικαιροποιεί τις εν λόγω πληροφορίες αμέσως μετά από οποιαδήποτε αλλαγή και θα πρέπει να τις επαληθεύει περιοδικά, για παράδειγμα κατά την υποβολή των οικονομικών καταστάσεων ή με αφορμή άλλες επαναλαμβανόμενες αλληλενέργειες με δημόσιες αρχές. Η προθεσμία για την επικαιροποίηση των πληροφοριών θα πρέπει να είναι εύλογη ενόψει ενδεχόμενων πολύπλοκων καταστάσεων.

(125)

Οι νομικές οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων τους. Εντούτοις, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός φυσικού προσώπου το οποίο εν τέλει κατέχει μία οντότητα ή ασκεί έλεγχο επ’ αυτής. Σε τέτοιου είδους εξαιρετικές περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα προσδιορισμού, τα ανώτερα διοικητικά στελέχη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δηλώνονται αντί των πραγματικών δικαιούχων όταν παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στις υπόχρεες οντότητες στο πλαίσιο της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη ή όταν υποβάλλονται οι πληροφορίες στο κεντρικό μητρώο. Μολονότι προσδιορίζονται στις εν λόγω περιπτώσεις, τα ανώτερα διοικητικά στελέχη δεν είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι. Οι νομικές οντότητες θα πρέπει να τηρούν αρχεία των δράσεων που αναλήφθηκαν για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων τους, ιδίως όταν βασίζονται στο προαναφερθέν μέτρο έσχατης ανάγκης, το οποίο θα πρέπει να αιτιολογείται και να τεκμηριώνεται δεόντως.

(126)

Οι δυσκολίες στη λήψη των πληροφοριών δεν θα πρέπει να αποτελούν βάσιμο λόγο για αποφυγή της προσπάθειας προσδιορισμού των πραγματικών δικαιούχων και για προσφυγή στην αντ’ αυτών δήλωση των ανώτερων διοικητικών στελεχών. Ως εκ τούτου, οι νομικές οντότητες θα πρέπει πάντα να είναι σε θέση να τεκμηριώνουν τις αμφιβολίες τους ως προς την ακρίβεια των συλλεγόμενων πληροφοριών. Η αιτιολόγηση αυτή θα πρέπει να είναι αναλογική προς τον κίνδυνο της νομικής οντότητας και την πολυπλοκότητα της ιδιοκτησιακής δομής της. Ειδικότερα, το αρχείο των ενεργειών που αναλαμβάνονται θα πρέπει να παρέχεται αμέσως στις αρμόδιες αρχές, όταν απαιτείται, και, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, θα πρέπει να είναι δυνατό το εν λόγω αρχείο να περιλαμβάνει αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου και πρακτικά των συνεδριάσεών του, συμφωνίες σύμπραξης, πράξεις εμπίστευσης, άτυπες ρυθμίσεις που καθορίζουν εξουσίες ισοδύναμες με πληρεξούσια ή άλλες συμβατικές συμφωνίες και έγγραφα. Σε περιπτώσεις όπου η απουσία πραγματικών δικαιούχων είναι προφανής όσον αφορά τη συγκεκριμένη μορφή και δομή της νομικής οντότητας, η αιτιολόγηση θα πρέπει να νοείται ως αναφορά στο εν λόγω γεγονός, δηλαδή ότι η νομική οντότητα δεν έχει πραγματικό δικαιούχο λόγω της συγκεκριμένης μορφής και δομής της. Η εν λόγω απουσία πραγματικών δικαιούχων θα μπορούσε να προκύψει όταν, για παράδειγμα, δεν υπάρχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη νομική οντότητα ή όταν η νομική οντότητα δεν μπορεί να ελεγχθεί τελικά με άλλα μέσα.

(127)

Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του προσδιορισμού του πραγματικού δικαιούχου, ο οποίος είναι η διασφάλιση αποτελεσματικής διαφάνειας των νομικών οντοτήτων, είναι αναλογικό να εξαιρούνται ορισμένες οντότητες από την υποχρέωση προσδιορισμού του πραγματικού δικαιούχου τους. Ένα τέτοιο καθεστώς μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε οντότητες για τις οποίες ο προσδιορισμός και η καταχώριση των πραγματικών δικαιούχων τους δεν έχουν χρησιμότητα και όταν το παρόμοιο επίπεδο διαφάνειας επιτυγχάνεται με μέσα διαφορετικά από τον προσδιορισμό του πραγματικού δικαιούχου. Στο εν λόγω πλαίσιο, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου των κρατών μελών δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να καθορίζουν τον πραγματικό δικαιούχο τους. Η οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27) εισήγαγε αυστηρές απαιτήσεις διαφάνειας για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εν λόγω απαιτήσεις διαφάνειας μπορούν να επιτύχουν ισοδύναμο καθεστώς διαφάνειας με τους κανόνες διαφάνειας για τον πραγματικό δικαιούχο του παρόντος κανονισμού. Αυτό συμβαίνει όταν ο έλεγχος επί της εταιρείας ασκείται μέσω δικαιωμάτων ψήφου και η δομή ιδιοκτησίας ή ελέγχου της εταιρείας περιλαμβάνει μόνο φυσικά πρόσωπα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται απαιτήσεις σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους στις εν λόγω εισηγμένες εταιρείες. Η εξαίρεση των νομικών οντοτήτων από την υποχρέωση προσδιορισμού του δικού τους πραγματικού δικαιούχου και καταγραφής του στο μητρώο δεν θα πρέπει να επηρεάζει την υποχρέωση των υπόχρεων οντοτήτων να προσδιορίζουν τον πραγματικό δικαιούχο ενός πελάτη κατά την άσκηση της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

(128)

Είναι ανάγκη να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων τύπων νομικών μορφών και να αποφευχθεί η κατάχρηση των ρητών εμπιστευμάτων και των νομικών μορφωμάτων, τα οποία συχνά είναι διαρθρωμένα σε πολύπλοκες δομές για την περαιτέρω απόκρυψη του πραγματικού δικαιούχου. Θα πρέπει, συνεπώς, οι εμπιστευματοδόχοι ρητού εμπιστεύματος του οποίου η διαχείριση γίνεται σε κράτος μέλος ή το οποίο έχει συσταθεί σε κράτος μέλος, ή οι οποίοι κατοικούν σε κράτος μέλος, να είναι υπεύθυνοι για την απόκτηση και τη διατήρηση επαρκών, επακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών για τον πραγματικό δικαιούχο όσον αφορά το ρητό εμπίστευμα, καθώς και για τη γνωστοποίηση της ιδιότητάς τους και την παροχή των εν λόγω πληροφοριών στις υπόχρεες οντότητες που ασκούν δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη. Κάθε άλλος πραγματικός δικαιούχος του ρητού εμπιστεύματος θα πρέπει να επικουρεί τον εμπιστευματοδόχο στην απόκτηση των εν λόγω πληροφοριών.

(129)

Η φύση των νομικών μορφωμάτων και η έλλειψη δημοσιότητας σχετικά με τις δομές και τον σκοπό τους επιβάλλουν ιδιαίτερο βάρος στους εμπιστευματοδόχους, ή στα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρόμοια νομικά μορφώματα, να αποκτούν και να διατηρούν όλες τις συναφείς πληροφορίες σχετικά με το νομικό μόρφωμα. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα προσδιορισμού του νομικού μορφώματος, των περιουσιακών στοιχείων που τοποθετούνται σε αυτό ή τελούν υπό διαχείριση μέσω αυτού, καθώς και κάθε αντιπροσώπου ή παρόχου υπηρεσιών στο εμπίστευμα. Προκειμένου να διευκολυνθούν οι δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών για την πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διερεύνηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είναι σημαντικό οι εμπιστευματοδόχοι να τηρούν επικαιροποιημένες τις εν λόγω πληροφορίες και να τις διατηρούν για επαρκές χρονικό διάστημα μετά την παύση των καθηκόντων τους ως εμπιστευματοδόχων ή ισοδύναμων. Η παροχή ενός βασικού όγκου πληροφοριών σχετικά με το νομικό μόρφωμα στις υπόχρεες οντότητες είναι επίσης απαραίτητη για να έχουν τη δυνατότητα να εξακριβώνουν πλήρως τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης ή της περιστασιακής συναλλαγής που αφορά το νομικό μόρφωμα, να αξιολογούν επαρκώς τους σχετικούς κινδύνους και να εφαρμόζουν ανάλογα μέτρα για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων.

(130)

Δεδομένης της ιδιαίτερης δομής ορισμένων νομικών μορφωμάτων, και της ανάγκης να διασφαλιστεί επαρκής διαφάνεια όσον αφορά τον πραγματικό τους δικαιούχο, τα εν λόγω νομικά μορφώματα που είναι παρεμφερή προς τα ρητά εμπιστεύματα θα πρέπει να υπόκεινται σε αντίστοιχες απαιτήσεις σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο με αυτές που ισχύουν για τα ρητά εμπιστεύματα.

(131)

Οι συμφωνίες εκπροσώπησης ενέχουν τη δυνατότητα απόκρυψης της ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων, διότι ένας εντολοδόχος θα μπορούσε να ενεργεί ως διευθυντής ή μέτοχος μιας νομικής οντότητας ενώ ο εντολέας δεν αποκαλύπτεται πάντοτε. Οι εν λόγω συμφωνίες ενδέχεται να αποκρύπτουν τον πραγματικό δικαιούχο και τη δομή ελέγχου εάν οι πραγματικοί δικαιούχοι δεν επιθυμούν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους ή τον ρόλο που κατέχουν στο πλαίσιό τους. Ως εκ τούτου, είναι ανάγκη να θεσπιστούν απαιτήσεις διαφάνειας προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των εν λόγω συμφωνιών και να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι εγκληματίες να αποκρύπτονται πίσω από πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματός τους. Η σχέση μεταξύ εντολοδόχου και εντολέα δεν καθορίζεται από το αν επηρεάζει το κοινό ή τρίτα μέρη. Μολονότι οι εντολοδόχοι μέτοχοι των οποίων το όνομα εμφανίζεται σε δημόσια ή επίσημα αρχεία θα έχουν τυπικά ανεξάρτητο έλεγχο επί της εταιρείας, θα πρέπει να απαιτείται να γνωστοποιούν εάν ενεργούν κατ’ εντολή άλλου προσώπου βάσει ιδιωτικής συμφωνίας. Οι εντολοδόχοι μέτοχοι και οι εντολοδόχοι διευθυντές νομικών οντοτήτων θα πρέπει να διατηρούν και να γνωστοποιούν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του εντολέα τους και κάθε πραγματικού δικαιούχου του εντολέα, καθώς και να γνωστοποιούν την ιδιότητα που έχουν στις νομικές οντότητες. Τις ίδιες πληροφορίες θα πρέπει επίσης να αναφέρουν οι νομικές οντότητες στις υπόχρεες οντότητες, σε περίπτωση εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, και στα κεντρικά μητρώα.

(132)

Οι κίνδυνοι που προέρχονται από αλλοδαπές νομικές οντότητες και αλλοδαπά νομικά μορφώματα, των οποίων γίνεται κατάχρηση για τη διοχέτευση εσόδων από κεφάλαια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, είναι ανάγκη να μετριαστούν. Δεδομένου ότι τα πρότυπα που εφαρμόζονται σε τρίτες χώρες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο ενδέχεται να μην επαρκούν ώστε να επιτυγχάνεται το ίδιο επίπεδο διαφάνειας και η έγκαιρη διαθεσιμότητα πληροφοριών για τον πραγματικό δικαιούχο σε σχέση με ό,τι ισχύει στην Ένωση, είναι ανάγκη να διασφαλιστούν κατάλληλα μέσα για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων αλλοδαπών νομικών οντοτήτων ή αλλοδαπών νομικών μορφωμάτων σε ειδικές περιστάσεις. Ως εκ τούτου, οι νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί εκτός της Ένωσης και τα ρητά εμπιστεύματα ή παρόμοια νομικά μορφώματα που τελούν υπό διαχείριση εκτός της Ένωσης ή των οποίων οι εμπιστευματοδόχοι ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση διαμένουν ή είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης θα πρέπει να υποχρεούνται να γνωστοποιούν τους πραγματικούς δικαιούχους τους όταν δραστηριοποιούνται στην Ένωση συνάπτοντας επιχειρηματική σχέση με υπόχρεη οντότητα της Ένωσης, αποκτώντας ακίνητα στην Ένωση ή ορισμένα αγαθά υψηλής αξίας από υπόχρεες οντότητες που βρίσκονται στην Ένωση, ή με την ανάθεση σύμβασης κατόπιν διαδικασίας σύναψης δημόσιων συμβάσεων για αγαθά ή υπηρεσίες, ή συμβάσεις παραχώρησης. Ενδέχεται να υπάρχουν διακυμάνσεις στην έκθεση σε κίνδυνο μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων ανάλογα με την κατηγορία ή το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται από υπόχρεες οντότητες και ανάλογα με την ελκυστικότητα που έχουν για τους εγκληματίες τα ακίνητα στην επικράτειά τους. Ως εκ τούτου, όταν τα κράτη μέλη εντοπίζουν περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου, θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα μετριασμού για την αντιμετώπιση των εν λόγω κινδύνων.

(133)

Οι απαιτήσεις καταχώρισης για αλλοδαπές νομικές οντότητες και αλλοδαπά νομικά μορφώματα θα πρέπει να είναι αναλογικές προς τους κινδύνους που συνδέονται με τις δραστηριότητές τους στην Ένωση. Δεδομένου του ανοικτού χαρακτήρα της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης και της χρήσης από αλλοδαπές νομικές οντότητες των υπηρεσιών που προσφέρονται από υπόχρεες οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση, πολλές από τις οποίες συνδέονται με χαμηλότερους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είναι σκόπιμο να περιοριστεί η απαίτηση καταχώρισης στις νομικές οντότητες που ανήκουν σε τομείς υψηλού κινδύνου ή δραστηριοποιούνται σε κατηγορίες υψηλότερου κινδύνου ή λαμβάνουν υπηρεσίες από υπόχρεες οντότητες που δραστηριοποιούνται σε τομείς που συνδέονται με υψηλότερους κινδύνους. Ο ιδιωτικός χαρακτήρας των νομικών μορφωμάτων, και τα εμπόδια πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στην περίπτωση αλλοδαπών νομικών μορφωμάτων, δικαιολογούν την εφαρμογή απαίτησης καταχώρισης ανεξαρτήτως του επιπέδου κινδύνου που συνδέεται με την υπόχρεη οντότητα που παρέχει υπηρεσίες στο νομικό μόρφωμα ή, κατά περίπτωση, με τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται το νομικό μόρφωμα. Η αναφορά στην σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμηση κινδύνου δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640 θα πρέπει να νοείται ως αναφορά στην εκτίμηση κινδύνου που εκδίδεται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 έως την πρώτη έκδοση της έκθεσης βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

(134)

Προκειμένου να ενθαρρυνθεί η συμμόρφωση και να διασφαλιστεί αποτελεσματική διαφάνεια σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι απαιτήσεις σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιβάλλουν κυρώσεις για παραβάσεις των εν λόγω απαιτήσεων. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και να μην υπερβαίνουν τα απαιτούμενα όρια για την ενθάρρυνση της συμμόρφωσης. Οι κυρώσεις που θεσπίζουν τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ισοδύναμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο σύνολο της Ένωσης για τις παραβάσεις των απαιτήσεων σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Θα πρέπει να είναι δυνατό οι κυρώσεις να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, πρόστιμα για νομικές οντότητες και σε εμπιστευματοδόχους ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρόμοιο νομικό μόρφωμα που επιβάλλονται λόγω της μη διατήρησης ακριβών, κατάλληλων ή επικαιροποιημένων πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, διαγραφή νομικών οντοτήτων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση τήρησης πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους ή υποβολής πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, πρόστιμα για πραγματικούς δικαιούχους και άλλα πρόσωπα που δεν συνεργάζονται με νομική οντότητα ή εμπιστευματοδόχο ρητού εμπιστεύματος ή πρόσωπο που κατέχει αντίστοιχη θέση σε παρόμοιο νομικό μόρφωμα, πρόστιμα για εντολοδόχους μετόχους και εντολοδόχους διευθυντές που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση γνωστοποίησης ή συνέπειες του ιδιωτικού δικαίου για τους μη γνωστοποιούμενους πραγματικούς δικαιούχους με τη μορφή απαγόρευσης καταβολής κερδών ή απαγόρευσης άσκησης δικαιωμάτων ψήφου.

(135)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά την επιβολή των απαιτήσεων περί πραγματικών δικαιούχων σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, θα πρέπει να ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον καθορισμό των κατηγοριών παραβάσεων που υπόκεινται σε κυρώσεις και των προσώπων που ευθύνονται για τις εν λόγω παραβάσεις, καθώς και δεικτών σχετικά με το επίπεδο σοβαρότητας και κριτηρίων για τον καθορισμό του επιπέδου των κυρώσεων. Επιπλέον, προκειμένου να υποστηριχθεί ο καθορισμός του εν λόγω επιπέδου των κυρώσεων, και σε συνέπεια με τον στόχο του παρόντος κανονισμού για εναρμόνιση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν τα ποσά βάσης που ισχύουν για κάθε κατηγορία παράβασης.

(136)

Οι ύποπτες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων απόπειρας συναλλαγών, και άλλες πληροφορίες σχετικές με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας θα πρέπει να γνωστοποιούνται στη ΜΧΠ, η οποία θα πρέπει να λειτουργεί ως ενιαία κεντρική εθνική μονάδα για τη λήψη και ανάλυση των αναφερόμενων υπονοιών, καθώς και τη διαβίβαση προς τις αρμόδιες αρχές των αποτελεσμάτων της ανάλυσής της. Όλες οι ύποπτες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων απόπειρας συναλλαγής, θα πρέπει να αναφέρονται, ανεξαρτήτως του ποσού συναλλαγής, και η αναφορά σε υπόνοιες θα πρέπει να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνουσα ύποπτες συναλλαγές, ύποπτες δραστηριότητες, ύποπτη συμπεριφορά και ύποπτα μοτίβα συναλλαγών. Στις αναφερόμενες πληροφορίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται επίσης πληροφορίες υποβαλλόμενες βάσει της υπέρβασης ενός ποσοτικού ορίου. Προκειμένου να υποστηριχθούν οι υπόχρεες οντότητες στον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους δείκτες ύποπτης δραστηριότητας ή συμπεριφοράς. Δεδομένου του εξελισσόμενου περιβάλλοντος κινδύνων, η εν λόγω καθοδήγηση θα πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά και δεν θα πρέπει να προδικάζει την έκδοση από τη ΜΧΠ κατευθυντήριων γραμμών ή δεικτών σχετικά με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και τις μεθόδους που εντοπίζονται σε εθνικό επίπεδο. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση πληροφοριών από υπόχρεη οντότητα ή από υπάλληλο ή διευθυντή τέτοιας οντότητας στη ΜΧΠ δεν θα πρέπει να αποτελεί παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης γνωστοποίησης πληροφοριών, ούτε να συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για την υπόχρεη οντότητα ή τους διευθυντές ή τους υπαλλήλους της.

(137)

Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να θεσπίσουν ολοκληρωμένα καθεστώτα αναφοράς που θα περιλαμβάνουν όλες τις υποψίες, ανεξάρτητα από την αξία ή την εικαζόμενη σοβαρότητα της συναφούς εγκληματικής δραστηριότητας. Θα πρέπει να γνωρίζουν τις προσδοκίες των ΜΧΠ και θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να προσαρμόζουν τα συστήματα ανίχνευσης και τις αναλυτικές διαδικασίες τους στους βασικούς κινδύνους που επηρεάζουν το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες και, όπου απαιτείται, να δίνουν προτεραιότητα στην ανάλυσή τους για την αντιμετώπιση των εν λόγω βασικών κινδύνων.

(138)

Οι συναλλαγές θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση πληροφορίες που είναι γνωστές ή θα έπρεπε να είναι γνωστές στην υπόχρεη οντότητα. Σε αυτές περιλαμβάνονται σχετικές πληροφορίες από αντιπροσώπους, διανομείς και παρόχους υπηρεσιών. Όταν το υποκείμενο βασικό αδίκημα δεν είναι γνωστό ή εμφανές στην υπόχρεη οντότητα, ο ρόλος του εντοπισμού και της αναφοράς ύποπτων συναλλαγών επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερα με την επικέντρωση στην ανίχνευση υπονοιών και στην άμεση υποβολή αναφορών. Στις περιπτώσεις αυτές, το βασικό αδίκημα δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται από την υπόχρεη οντότητα κατά την αναφορά ύποπτης συναλλαγής στη ΜΧΠ, εάν δεν τους είναι γνωστό. Όταν οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην έκθεση. Ως ρυθμιστές της πρόσβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να υποβάλλουν αναφορά όταν γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι χρηματικά ποσά έχουν χρησιμοποιηθεί ή θα χρησιμοποιηθούν για την άσκηση εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως η αγορά παράνομων αγαθών, ακόμη και αν οι πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους δεν δείχνουν ότι τα χρηματικά ποσά που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από παράνομες πηγές.

(139)

Οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών στις υποχρεώσεις αναφοράς ύποπτων συναλλαγών θα μπορούσαν να εντείνουν τις δυσκολίες συμμόρφωσης στο πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ που αντιμετωπίζουν οι υπόχρεες οντότητες με διασυνοριακή παρουσία ή δραστηριότητες. Επιπλέον, η δομή και το περιεχόμενο των αναφορών για ύποπτες συναλλαγές έχει συνέπειες στην ικανότητα της ΜΧΠ να διενεργεί ανάλυση και στο είδος της εν λόγω ανάλυσης, και επηρεάζει επίσης τη δυνατότητα των ΜΧΠ να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες. Με στόχο να διευκολυνθεί η συμμόρφωση των υπόχρεων οντοτήτων προς τις οικείες υποχρεώσεις αναφοράς και να καταστεί εφικτή η αποτελεσματικότερη λειτουργία των δραστηριοτήτων ανάλυσης και της συνεργασίας των ΜΧΠ, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που θα καθορίζουν κοινό υπόδειγμα αναφοράς των ύποπτων συναλλαγών, το οποίο θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως ενιαία βάση στο σύνολο της Ένωσης.

(140)

Οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν άμεσα από οποιαδήποτε υπόχρεη οντότητα όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τα καθήκοντά τους. Η απρόσκοπτη και άμεση πρόσβασή τους στις πληροφορίες είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί ότι οι ροές χρήματος μπορούν να εντοπιστούν σωστά και τα παράνομα δίκτυα και οι ροές να ανιχνεύονται σε πρώιμο στάδιο. Η ανάγκη των ΜΧΠ να λάβουν πρόσθετες πληροφορίες από υπόχρεες οντότητες βάσει υπόνοιας για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας μπορεί να προκληθεί από προηγούμενη αναφορά για ύποπτες συναλλαγές που υποβάλλεται στη ΜΧΠ, αλλά μπορεί επίσης να προκληθεί και από άλλα μέσα, όπως ανάλυση από την ίδια τη ΜΧΠ, πληροφορίες που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές ή πληροφορίες που τηρούνται από άλλη ΜΧΠ. Ως εκ τούτου, οι ΜΧΠ θα πρέπει να μπορούν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, να λαμβάνουν πληροφορίες από οποιαδήποτε υπόχρεη οντότητα, ακόμη και χωρίς να συνταχθεί προηγούμενη έκθεση. Ειδικότερα, τα αρχεία χρηματοοικονομικών συναλλαγών και μεταφορών που πραγματοποιούνται μέσω τραπεζικού λογαριασμού, λογαριασμού πληρωμών ή λογαριασμού κρυπτοστοιχείων είναι κρίσιμης σημασίας για το έργο ανάλυσης των ΜΧΠ. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης εναρμόνισης, επί του παρόντος τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί παρέχουν στις ΜΧΠ αρχεία συναλλαγών σε διαφορετικούς μορφότυπους, τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα για ανάλυση. Λαμβανομένου υπόψη του διασυνοριακού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων ανάλυσης των ΜΧΠ, η ανομοιογένεια των μορφοτύπων και οι δυσκολίες επεξεργασίας των αρχείων συναλλαγών παρεμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ και την εκπόνηση διασυνοριακών χρηματοοικονομικών αναλύσεων. Ως εκ τούτου, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που θα καθορίζουν κοινό υπόδειγμα για την παροχή αρχείων συναλλαγών από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στις ΜΧΠ, το οποίο θα χρησιμοποιείται ως ενιαία βάση σε ολόκληρη την Ένωση.

(141)

Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να απαντούν σε αίτηση για παροχή πληροφοριών που υποβάλλει η ΜΧΠ το συντομότερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, εντός 5 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος ή εντός οποιασδήποτε μικρότερης ή μεγαλύτερης προθεσμίας που επιβάλλει η ΜΧΠ. Σε αιτιολογημένες και επείγουσες περιπτώσεις, η υπόχρεη οντότητα θα πρέπει να απαντά στην αίτηση της ΜΧΠ εντός 24 ωρών. Οι εν λόγω προθεσμίες θα πρέπει να ισχύουν για αιτήσεις παροχής πληροφοριών που βασίζονται σε επαρκώς καθορισμένες προϋποθέσεις. Μια ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να μπορεί να αποκτήσει τις εν λόγω πληροφορίες βάσει αίτησης που υποβάλλεται από άλλη ΜΧΠ της Ένωσης και να ανταλλάσσει τις πληροφορίες με την αιτούσα ΜΧΠ. Τα αιτήματα προς τις υπόχρεες οντότητες ποικίλλουν ως προς τη φύση τους. Για παράδειγμα, τα πολύπλοκα αιτήματα ενδέχεται να απαιτούν περισσότερο χρόνο και να δικαιολογούν παράταση στην προθεσμία για απάντηση. Για τον σκοπό αυτόν, οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να χορηγούν παράταση σε προθεσμίες στις υπόχρεες οντότητες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάλυση της ΜΧΠ.

(142)

Για ορισμένες υπόχρεες οντότητες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν προσήκοντα αυτορρυθμιζόμενο φορέα που πρέπει να ενημερώνεται κατά πρώτον αντί της ΜΧΠ. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ύπαρξη συστήματος πρωτοβάθμιας αναφοράς σε αυτορρυθμιζόμενο φορέα αποτελεί σημαντική διασφάλιση που κατοχυρώνει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όσον αφορά τις υποχρεώσεις αναφοράς που ισχύουν για τους νομικούς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν τα μέσα και τον τρόπο για την επίτευξη της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, της εμπιστευτικότητας και της ιδιωτικής ζωής.

(143)

Οι συμβολαιογράφοι, οι νομικοί, άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες νομικοί, ελεγκτές, εξωτερικοί λογιστές και φορολογικοί σύμβουλοι δεν θα πρέπει να υποχρεώνονται να μεταβιβάζουν στη ΜΧΠ ή σε αυτορρυθμιζόμενο φορέα οποιαδήποτε πληροφορία που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά την αξιολόγηση της νομικής κατάστασης του εν λόγω πελάτη, ή όταν υπερασπίζονται ή εκπροσωπούν τον εν λόγω πελάτη σε δίκη ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά ή μετά τη δίκη. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν ο ίδιος ο επαγγελματίας νομικός, ο ελεγκτής, ο εξωτερικός λογιστής ή ο φορολογικός σύμβουλος συμμετέχει σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή εάν ο επαγγελματίας νομικός, ο ελεγκτής, ο εξωτερικός λογιστής ή ο φορολογικός σύμβουλος γνωρίζει ότι ο πελάτης ζητά νομικές συμβουλές με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η γνώση και ο σκοπός αυτός μπορούν να συναχθούν από αντικειμενικά, πραγματικά περιστατικά. Οι νομικές συμβουλές που ζητούνται σε σχέση με εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες δεν θα πρέπει να θεωρούνται νομικές συμβουλές για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει κινδύνου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν πρόσθετες καταστάσεις στις οποίες, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με ορισμένα είδη συναλλαγών, δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση από την απαίτηση αναφοράς. Κατά τον εντοπισμό τέτοιων πρόσθετων καταστάσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση ιδίως προς τα άρθρα 7 και 47 του Χάρτη.

(144)

Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει κατ’ εξαίρεση να έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν ύποπτες συναλλαγές προτού ενημερώσουν τη ΜΧΠ, όταν η αποφυγή τους είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των προσώπων υπέρ των οποίων διενεργείται η εικαζόμενη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να γίνεται επίκληση της εν λόγω εξαίρεσης όσον αφορά συναλλαγές που διέπονται από τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει κράτος μέλος της ΜΧΠ να δεσμεύει αμελλητί χρηματικά ποσά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία των τρομοκρατών, των τρομοκρατικών οργανώσεων ή όσων χρηματοδοτούν την τρομοκρατία, βάσει των σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

(145)

Η εμπιστευτικότητα σε σχέση με την αναφορά ύποπτων συναλλαγών και την παροχή άλλων σχετικών πληροφοριών στις ΜΧΠ είναι απαραίτητη προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να έχουν τη δυνατότητα δέσμευσης και κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων δυνητικά συνδεόμενων με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με τα βασικά αδικήματά της ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Μια ύποπτη συναλλαγή δεν συνιστά ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας. Η γνωστοποίηση υπόνοιας που έχει αναφερθεί ενδέχεται να αμαυρώσει τη φήμη των προσώπων που συμμετέχουν στη συναλλαγή και να θέσει σε κίνδυνο τη διενέργεια αναλύσεων και ερευνών. Συνεπώς, οι υπόχρεες οντότητες και οι διευθυντές και οι υπάλληλοί τους, ή πρόσωπα σε παρεμφερείς θέσεις, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων και των διανομέων, δεν θα πρέπει γνωστοποιούν στον οικείο πελάτη ή σε τρίτους το γεγονός ότι διαβιβάζονται, θα διαβιβαστούν ή διαβιβάστηκαν πληροφορίες στη ΜΧΠ, είτε άμεσα είτε μέσω του αυτορρυθμιζόμενου φορέα, ή ότι διεξάγεται ή ενδέχεται να διεξαχθεί ανάλυση όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η απαγόρευση γνωστοποίησης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ειδικές περιπτώσεις που αφορούν, για παράδειγμα, γνωστοποιήσεις προς αρμόδιες αρχές και αυτορρυθμιζόμενους φορείς κατά την άσκηση εποπτικών καθηκόντων ή γνωστοποιήσεις για σκοπούς επιβολής του νόμου ή όταν οι γνωστοποιήσεις πραγματοποιούνται μεταξύ υπόχρεων οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

(146)

Οι εγκληματίες διακινούν παράνομες προσόδους μέσω πολυάριθμων διαμεσολαβητών για να μην εντοπιστούν. Συνεπώς, είναι σημαντικό να επιτρέπεται στις υπόχρεες οντότητες η ανταλλαγή πληροφοριών όχι μόνο μεταξύ των μελών ενός ομίλου, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών και άλλων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο δικτύων, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων. Εκτός του πλαισίου σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών, η γνωστοποίηση που επιτρέπεται μεταξύ ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων οντοτήτων σε περιπτώσεις που αφορούν την ίδια συναλλαγή θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή που πραγματοποιείται μεταξύ των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων ή διευκολύνεται από αυτές, και όχι σε σχέση με συνδεδεμένες προηγούμενες ή μεταγενέστερες συναλλαγές.

(147)

Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπόχρεων οντοτήτων και, κατά περίπτωση, αρμόδιων αρχών ενδέχεται να αυξήσει τις δυνατότητες εντοπισμού παράνομων χρηματοοικονομικών ροών που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και με προϊόντα εγκλήματος. Για τον λόγο αυτόν, οι υπόχρεες οντότητες και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν πληροφορίες στο πλαίσιο σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών όποτε κρίνουν ότι η εν λόγω ανταλλαγή είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά τους στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Ο διαμοιρασμός πληροφοριών θα πρέπει να υπόκειται σε ισχυρές διασφαλίσεις όσον αφορά την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων, τη χρήση πληροφοριών και την ποινική διαδικασία. Οι υπόχρεες οντότητες δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στις πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας όσον αφορά τον πελάτη ή τη συναλλαγή ή τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη δημιουργία ή τον τερματισμό επιχειρηματικής σχέσης ή την εκτέλεση συναλλαγής. Όπως αναγνωρίζεται στην οδηγία 2014/92/ΕΕ, η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς εξαρτάται όλο και περισσότερο από την καθολική παροχή υπηρεσιών πληρωμών. Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να απαγορεύεται η πρόσβαση σε βασικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες βάσει πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ υπόχρεων οντοτήτων ή μεταξύ υπόχρεων οντοτήτων και αρμόδιων αρχών ή της ΑΚΝΕΠΑΔ.

(148)

Η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού υπόκειται σε ελέγχους από τους εποπτικούς φορείς. Όταν υπόχρεες οντότητες ανταλλάσσουν πληροφορίες στο πλαίσιο σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών, οι εν λόγω έλεγχοι θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τη συμμόρφωση προς τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό για τις εν λόγω ανταλλαγές πληροφοριών. Ενώ οι εποπτικοί έλεγχοι θα πρέπει να διενεργούνται βάσει κινδύνου, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εκτελούνται πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων της σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών. Οι συμπράξεις για τον διαμοιρασμό πληροφοριών που περιλαμβάνουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28) πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων της σύμπραξης. Στο πλαίσιο των εποπτικών ελέγχων, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να διαβουλεύονται, κατά περίπτωση, με τις αρχές προστασίας δεδομένων, οι οποίες είναι οι μόνες αρμόδιες για την αξιολόγηση της εκτίμησης επιπτώσεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων. Οι διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων και όλες οι απαιτήσεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών σχετικά με ύποπτες συναλλαγές που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζονται στις πληροφορίες που διαμοιράζονται στο πλαίσιο σύμπραξης. Σε συνέπεια με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν ειδικότερες διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ώστε να προβλέπονται πιο συγκεκριμένες απαιτήσεις σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών.

(149)

Ενώ οι συμπράξεις για τον διαμοιρασμό πληροφοριών επιτρέπει την ανταλλαγή επιχειρησιακών πληροφοριών και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει αυστηρών διασφαλίσεων, οι εν λόγω ανταλλαγές δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού για την αναφορά οποιωνδήποτε υπονοιών στην αρμόδια ΜΧΠ. Ως εκ τούτου, όταν υπόχρεες οντότητες εντοπίζουν ύποπτες δραστηριότητες βάσει πληροφοριών που λαμβάνονται στο πλαίσιο σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών, θα πρέπει να αναφέρουν την υπόνοια αυτή στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες. Οι πληροφορίες που υποδεικνύουν ύποπτη δραστηριότητα υπόκεινται σε αυστηρότερους κανόνες που απαγορεύουν τη γνωστοποίησή τους και θα πρέπει να διαμοιράζονται μόνο όταν είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της πρόληψης και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και με την επιφύλαξη των διασφαλίσεων που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, την εμπιστευτικότητα του έργου των ΜΧΠ και την ακεραιότητα των ερευνών επιβολής του νόμου.

(150)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη ως λόγος σημαντικού δημοσίου συμφέροντος. Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στις αρχές βάσει των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με τις οικείες υποχρεώσεις ΚΞΧ/ΧΤ απαιτείται να είναι ακριβή, αξιόπιστα και επικαιροποιημένα. Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν διαδικασίες που επιτρέπουν την αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, όπως ορίζεται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Στο πλαίσιο αυτό, οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των προσώπων που υπόκεινται σε τέτοιες διαδικασίες θα πρέπει να εφαρμόζονται επιπλέον κάθε άλλης σχετικής απαίτησης που ορίζεται στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(151)

Ουσιώδη σημασία έχει να πραγματοποιηθεί η ευθυγράμμιση του πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ προς τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF με πλήρη σεβασμό της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως σε ό,τι αφορά την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Ορισμένες πτυχές της εφαρμογής του πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ περιλαμβάνουν τη συλλογή, την ανάλυση, την αποθήκευση και τον διαμοιρασμό δεδομένων. Η εν λόγω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να επιτρέπεται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, καθώς και για την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, τη συνεχή εποπτεία, την ανάλυση και την αναφορά ύποπτων συναλλαγών, τον προσδιορισμό του πραγματικού δικαιούχου ενός νομικού προσώπου ή νομικού μορφώματος, τον προσδιορισμό ενός πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου και τον διαμοιρασμό πληροφοριών από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και άλλες υπόχρεες οντότητες. Η συλλογή και η επακόλουθη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να περιορίζονται σε ό,τι είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να τυγχάνουν περαιτέρω επεξεργασίας κατά τρόπο ασύμβατο με τους σκοπούς αυτούς. Ειδικότερα, θα πρέπει να απαγορεύεται αυστηρά η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για εμπορικούς σκοπούς.

(152)

Η επεξεργασία ορισμένων κατηγοριών ευαίσθητων δεδομένων, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των εν λόγω δεδομένων. Για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων από υπόχρεες οντότητες να οδηγήσει σε αποτελέσματα που εισάγουν διακρίσεις ή είναι μεροληπτικά και επηρεάζουν αρνητικά τον πελάτη, όπως ο τερματισμός ή η άρνηση σύναψης επιχειρηματικής σχέσης, οι υπόχρεες οντότητες δεν θα πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις αποκλειστικά βάσει των πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους σχετικά με ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, όταν οι εν λόγω πληροφορίες δεν έχουν σχέση με τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχει μια συναλλαγή ή σχέση. Ομοίως, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ένταση της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη βασίζεται σε μια ολιστική κατανόηση των κινδύνων που συνδέονται με τον πελάτη, οι υπόχρεες οντότητες δεν θα πρέπει να βασίζουν την εφαρμογή υψηλότερου ή χαμηλότερου επιπέδου μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη αποκλειστικά και μόνο στα ευαίσθητα δεδομένα που διαθέτουν σχετικά με τον πελάτη.

(153)

Οι αναθεωρημένες συστάσεις της FATF φανερώνουν ότι, προκειμένου να μπορούν να συνεργάζονται πλήρως και να απαντούν γρήγορα σε αιτήματα παροχής πληροφοριών από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, του εντοπισμού ή της διερεύνησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να διατηρούν, για τουλάχιστον 5 έτη, τις απαραίτητες πληροφορίες που συγκεντρώνουν μέσω μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τα αρχεία των συναλλαγών. Προκειμένου να αποφευχθούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις και να τηρηθούν οι απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ασφάλεια δικαίου, η διάρκεια της εν λόγω περιόδου διατήρησης θα πρέπει να οριστεί στα 5 έτη μετά το τέλος μιας επιχειρηματικής σχέσης ή μιας περιστασιακής συναλλαγής. Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών δεν μπορούν να εκτελεστούν αποτελεσματικά εάν οι σχετικές πληροφορίες που κατέχουν οι υπόχρεες οντότητες διαγράφονται λόγω της λήξης της περιόδου διατήρησης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να ζητούν από τις υπόχρεες οντότητες να διατηρούν πληροφορίες κατά περίπτωση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 5 έτη.

(154)

Όταν η έννοια «αρμόδιες αρχές» αναφέρεται στις αρμόδιες αρχές έρευνας και δίωξης, θα πρέπει να νοείται ότι περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσον αφορά τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

(155)

Οι διαβιβάσεις πληροφοριών από τις ΜΧΠ έχουν καίριο ρόλο στον εντοπισμό ενδεχόμενων εγκληματικών δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), ή σε σχέση με τις οποίες η Ευρωπόλ και η Eurojust έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν επιχειρησιακή υποστήριξη σε πρώιμο στάδιο σύμφωνα με τις αντίστοιχες εντολές τους, και να στηρίζουν ταχείες και αποτελεσματικές έρευνες και διώξεις. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι ΜΧΠ με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την OLAF θα πρέπει να περιλαμβάνουν τους λόγους για την υπόνοια ότι ένα έγκλημα που εμπίπτει στις αντίστοιχες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της OLAF ενδέχεται να διαπράττεται ή να έχει διαπραχθεί, και να συνοδεύονται από όλες τις σχετικές πληροφορίες που διαθέτει η ΜΧΠ και οι οποίες μπορούν να στηρίξουν την ανάληψη δράσης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών χρηματοοικονομικών και διοικητικών πληροφοριών. Όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η OLAF ζητούν πληροφορίες από τις ΜΧΠ, είναι εξίσου σημαντικό οι ΜΧΠ να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες που κατέχουν σε σχέση με την υπόθεση. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις ιδρυτικές νομικές πράξεις τους, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η OLAF θα πρέπει να ενημερώνουν τις ΜΧΠ για τα μέτρα που λαμβάνονται σε σχέση με τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν και οποιαδήποτε σχετικά αποτελέσματα.

(156)

Με σκοπό να εξασφαλιστεί η κατάλληλη και αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης στο διάστημα μεταξύ της έναρξης ισχύος και της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και προκειμένου να επιτραπεί η ομαλή αλληλεπίδρασή του με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, πληροφορίες και έγγραφα που σχετίζονται με εν εξελίξει νομικές διαδικασίες για τους σκοπούς της πρόληψης, του εντοπισμού ή της διερεύνησης ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όταν οι εν λόγω διαδικασίες εκκρεμούν στα κράτη μέλη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να διατηρούνται για περίοδο 5 ετών από την εν λόγω ημερομηνία, και η περίοδος αυτή θα πρέπει να μπορεί να επεκταθεί για 5 επιπλέον έτη.

(157)

Τα δικαιώματα πρόσβασης στα δεδομένα του υποκειμένου των δεδομένων ισχύουν για τα προσωπικά δεδομένα που τυγχάνουν επεξεργασίας για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, η πρόσβαση του υποκειμένου των δεδομένων σε οποιεσδήποτε πληροφορίες σχετίζονται με αναφορά ύποπτης συναλλαγής θα υπονόμευε σοβαρά την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επομένως, ενδέχεται να δικαιολογηθούν εξαιρέσεις και περιορισμοί του δικαιώματος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας από αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, καθώς και το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου όπως αναφέρεται στο άρθρο 79 του εν λόγω κανονισμού. Η εν λόγω αρχή έχει επίσης τη δυνατότητα να ενεργήσει αυτεπάγγελτα όταν αυτό προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679. Με την επιφύλαξη των περιορισμών στο δικαίωμα πρόσβασης, η εποπτική αρχή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων ότι όλες οι απαραίτητες επαληθεύσεις έχουν πραγματοποιηθεί από την εποπτική αρχή, καθώς και όσον αφορά τη νομιμότητα της σχετικής επεξεργασίας.

(158)

Οι υπόχρεες οντότητες ενδέχεται να προσφεύγουν στις υπηρεσίες άλλων ιδιωτικών φορέων. Ωστόσο, το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις υπόχρεες οντότητες και οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να υπέχουν πλήρη ευθύνη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ. Προκειμένου να διασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου και να αποτραπεί το ενδεχόμενο ορισμένες υπηρεσίες να υπαχθούν ακουσίως στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι πρόσωπα που απλώς μετατρέπουν έντυπα έγγραφα σε ηλεκτρονικά δεδομένα και ενεργούν στο πλαίσιο σύμβασης με υπόχρεη οντότητα και πρόσωπα που παρέχουν σε πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς μόνο συστήματα μηνυμάτων ή άλλα συστήματα υποστήριξης για τη μεταφορά χρηματικών ποσών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 ή συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(159)

Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να συγκεντρώνουν και να διατηρούν επαρκείς και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και τον έλεγχο των νομικών προσώπων. Δεδομένου ότι οι μετοχές στον κομιστή παραχωρούν την κυριότητα στο πρόσωπο που κατέχει το πιστοποιητικό κυριότητας μετοχών, επιτρέπουν να παραμείνει ανώνυμος ο πραγματικός δικαιούχος. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν γίνεται κατάχρηση των μετοχών αυτών για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι εταιρίες, εκτός των εταιρειών με εισηγμένες μετοχές σε ρυθμιζόμενη αγορά ή των οποίων οι μετοχές εκδίδονται ως τίτλοι που κατέχονται από διαμεσολαβητές, θα πρέπει να μετατρέπουν όλες τις υπάρχουσες μετοχές στον κομιστή σε ονομαστικές μετοχές, να τις ακινητοποιούν ή να τις καταθέτουν σε χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Επιπλέον, δικαιώματα αγοράς μετοχών στον κομιστή θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο όταν κατέχονται από διαμεσολαβητές.

(160)

Λόγω της ανωνυμίας τους, τα κρυπτοστοιχεία είναι εκτεθειμένα σε κινδύνους κατάχρησης για εγκληματικούς σκοπούς. Οι ανώνυμοι λογαριασμοί κρυπτοστοιχείων, καθώς και άλλοι μηχανισμοί ανωνυμοποίησης, δεν επιτρέπουν την ιχνηλασιμότητα των μεταφορών κρυπτοστοιχείων και δυσχεραίνουν τον εντοπισμό συνδεδεμένων συναλλαγών που ενδέχεται να εγείρουν υποψίες ή την εφαρμογή κατάλληλου επιπέδου δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ στα κρυπτοστοιχεία, είναι απαραίτητο να απαγορευτεί η παροχή και φύλαξη ανώνυμων λογαριασμών κρυπτοστοιχείων ή λογαριασμών που επιτρέπουν την ανωνυμοποίηση ή την αυξημένη συγκάλυψη των συναλλαγών από παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, μεταξύ άλλων μέσω νομισμάτων που ευνοούν την ανωνυμία. Η εν λόγω απαγόρευση δεν εφαρμόζεται σε παρόχους υλισμικού και λογισμικού ή σε παρόχους αυτοφιλοξενούμενων πορτοφολιών εφόσον δεν διαθέτουν πρόσβαση στα εν λόγω πορτοφόλια κρυπτοστοιχείων ή δεν έχουν έλεγχο επ’ αυτών.

(161)

Οι πληρωμές μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα προσφέρονται ιδιαίτερα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και το εν λόγω τρωτό σημείο δεν έχει μετριαστεί επαρκώς από την απαίτηση να υπόκεινται σε κανόνες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες οι έμποροι αγαθών όταν καταβάλλουν ή λαμβάνουν πληρωμές σε ρευστά διαθέσιμα που ανέρχονται σε 10 000 EUR ή περισσότερο. Ταυτόχρονα, οι διαφορές στις προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών έχουν υπονομεύσει τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς εις βάρος των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε κράτη μέλη με αυστηρότερους ελέγχους. Είναι, συνεπώς, ανάγκη να θεσπιστεί όριο 10 000 EUR στις μεγάλες συναλλαγές σε ρευστά διαθέσιμα σε επίπεδο Ένωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να θεσπίζουν χαμηλότερα κατώτατα όρια και περαιτέρω αυστηρές διατάξεις στον βαθμό που επιδιώκουν θεμιτούς στόχους δημοσίου συμφέροντος. Δεδομένου ότι το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ βασίζεται στη ρύθμιση της επιχειρηματικής οικονομίας, το όριο δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις πληρωμές μεταξύ φυσικών προσώπων τα οποία δεν ενεργούν υπό επαγγελματική ιδιότητα. Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το όριο σε επίπεδο Ένωσης δεν δημιουργεί ακούσια εμπόδια για την πραγματοποίηση πληρωμών σε πρόσωπα που δεν χρησιμοποιούν ή δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες ή για τις, από πλευράς επιχειρήσεων, καταθέσεις των εσόδων από δραστηριότητές τους στους λογαριασμούς τους, οι πληρωμές ή οι καταθέσεις που πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων πληρωμών ή των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος θα πρέπει επίσης να εξαιρούνται από την εφαρμογή του ορίου.

(162)

Οι πληρωμές ή καταθέσεις σε ρευστά διαθέσιμα που πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις πιστωτικών ιδρυμάτων, παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και παρόχων ηλεκτρονικού χρήματος και οι οποίες υπερβαίνουν το κατώτατο όριο για τις μεγάλες πληρωμές σε ρευστά διαθέσιμα δεν θα πρέπει, αυτομάτως, να θεωρούνται ένδειξη για υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η αναφορά των εν λόγω συναλλαγών επιτρέπει στη ΜΧΠ να αξιολογεί και να εντοπίζει μοτίβα σχετικά με τη διακίνηση ρευστών διαθεσίμων και, ενώ οι εν λόγω πληροφορίες συμβάλλουν στις επιχειρησιακές ή στρατηγικές αναλύσεις της ΜΧΠ, η φύση των γνωστοποιήσεων βάσει του κατώτατου ορίου τις καθιστά διακριτές από τις αναφορές ύποπτων συναλλαγών. Για τον σκοπό αυτόν, οι γνωστοποιήσεις βάσει του κατώτατου ορίου δεν αντικαθιστούν την απαίτηση αναφοράς ύποπτων συναλλαγών ή εφαρμογής μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας σε περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου. Οι ΜΧΠ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν την υποβολή των αναφορών εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, απαίτηση που θα μπορούσε να περιλαμβάνει την περιοδική υποβολή σε συγκεντρωτική βάση.

(163)

Ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες λόγοι ανωτέρας βίας, όπως εκείνοι που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές, οδηγούν σε εκτεταμένη απώλεια της πρόσβασης σε μηχανισμούς πληρωμών πλην των ρευστών διαθεσίμων. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αναστέλλουν την εφαρμογή του ορίου για τις πληρωμές μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα. Η εν λόγω αναστολή αποτελεί έκτακτο μέτρο και θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν είναι αναγκαίο ως απάντηση σε εξαιρετικές, δεόντως αιτιολογημένες καταστάσεις. Η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν συνιστά βάσιμο λόγο αναστολής του ορίου όταν αυτό οφείλεται στην αδυναμία ενός κράτους μέλους να εγγυηθεί την πρόσβαση των καταναλωτών σε χρηματοπιστωτικές υποδομές σε ολόκληρη την επικράτειά του.

(164)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τις επιβαρύνσεις, τα οφέλη και τις συνέπειες από την προσαρμογή του ορίου για μεγάλες συναλλαγές σε ρευστά διαθέσιμα σε επίπεδο Ένωσης, με στόχο να προωθήσει περαιτέρω ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις και να μειώσει τις ευκαιρίες των εγκληματιών να χρησιμοποιούν ρευστά διαθέσιμα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να εξεταστεί ιδίως ποιο είναι το πλέον κατάλληλο επίπεδο εναρμονισμένου ορίου για τις συναλλαγές σε ρευστά διαθέσιμα σε επίπεδο Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των τρεχόντων υφιστάμενων ορίων στις πληρωμές σε ρευστά διαθέσιμα που εφαρμόζει μεγάλος αριθμός κρατών μελών, της δυνατότητας επιβολής ενός τέτοιου ορίου σε επίπεδο Ένωσης και των συνεπειών ενός τέτοιου ορίου όσον αφορά την ιδιότητα νόμιμου χρήματος του ευρώ.

(165)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αξιολογήσει τις επιβαρύνσεις, τα οφέλη και τις συνέπειες από τη μείωση του κατώτατου ορίου του 25 % σε σχέση με τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων όπου ο έλεγχος ασκείται μέσω ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να ληφθούν ιδίως υπόψη τα διδάγματα που αντλήθηκαν από κράτη μέλη ή τρίτες χώρες που έχουν θεσπίσει χαμηλότερα κατώτατα όρια.

(166)

Οι κίνδυνοι που συνδέονται με αγαθά υψηλής αξίας ενδέχεται επίσης να εκτείνονται και σε άλλα αγαθά που είναι σε μεγάλο βαθμό φορητά, όπως τα ενδύματα και τα εξαρτήματα ένδυσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής των υπόχρεων οντοτήτων ώστε να συμπεριλαμβάνουν και τους εμπόρους τέτοιων αγαθών υψηλής αξίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός θεσπίζει για πρώτη φορά σε επίπεδο Ένωσης υποχρεωτικές γνωστοποιήσεις βάσει κατώτατου ορίου σε σχέση με ορισμένα αγαθά υψηλής αξίας, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει, με βάση την πείρα που αποκτήθηκε σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, την ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής των αγαθών που υπόκεινται σε γνωστοποιήσεις βάσει κατώτατου ορίου, και την ανάγκη εναρμόνισης του μορφότυπου για τις εν λόγω γνωστοποιήσεις υπό το πρίσμα της χρήσης γνωστοποιήσεων βάσει κατώτατου ορίου από τις ΜΧΠ. Τέλος, δεδομένων των κινδύνων που συνδέονται με τα αγαθά υψηλής αξίας σε ζώνες ελεύθερων συναλλαγών, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την ανάγκη επέκτασης του πεδίου εφαρμογής των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλουν οι φορείς εκμετάλλευσης που εμπορεύονται και αποθηκεύουν αγαθά υψηλής αξίας σε αυτές τις ζώνες ελεύθερων συναλλαγών.

(167)

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή στην εφαρμογή των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ για τον προσδιορισμό των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου, των τρίτων χωρών με ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση και των τρίτων χωρών που συνιστούν συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης καθώς και αντιμέτρων και συγκεκριμένων μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας για τον μετριασμό των κινδύνων που απορρέουν από τέτοιες τρίτες χώρες· για τον προσδιορισμό επιπλέον περιπτώσεων υψηλότερου κινδύνου σε βάρος της Ένωσης και των σχετικών μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας· για τον προσδιορισμό συνήθων επιπρόσθετων κατηγοριών σημαντικών δημοσίων λειτουργημάτων· για τον προσδιορισμό των κατηγοριών εταιρικών οντοτήτων που σχετίζονται με υψηλότερους κινδύνους και των σχετικών χαμηλότερων κατώτατων ορίων για τους σκοπούς του προσδιορισμού του πραγματικού δικαιούχου μέσω ιδιοκτησιακού δικαιώματος· για τον ορισμό των κατηγοριών παραβάσεων των απαιτήσεων διαφάνειας σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που υπόκεινται σε κυρώσεις, των προσώπων που είναι υπεύθυνα γι’ αυτές, των δεικτών για την ταξινόμηση του επιπέδου της σοβαρότητας των εν λόγω παραβάσεων και των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του επιπέδου των κυρώσεων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (29). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(168)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται από την ΑΚΝΕΠΑΔ και τα οποία καθορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων προτύπων για τον διαμοιρασμό πληροφοριών, των κριτηρίων για τον προσδιορισμό της μητρικής επιχείρησης και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες δομές με κοινή κυριότητα, διοίκηση ή ελέγχους συμμόρφωσης υποχρεούνται να εφαρμόζουν πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους σε επίπεδο ομίλου· καθορίζουν το είδος των πρόσθετων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης δράσης που πρέπει να αναλαμβάνουν οι όμιλοι όταν η νομοθεσία τρίτων χωρών δεν επιτρέπει την εφαρμογή πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων και πρόσθετων εποπτικών μέτρων σε επίπεδο ομίλου· καθορίζουν τις υπόχρεες οντότητες, τους τομείς και τις συναλλαγές που σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο και πραγματοποιούν χαμηλής αξίας περιστασιακές συναλλαγές, τις σχετικές αξίες, τα κριτήρια για τον εντοπισμό περιστασιακών συναλλαγών και επιχειρηματικής σχέσης και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό συνδεδεμένης συναλλαγής για το σκοπό της άσκησης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη· και καθορίζουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

(169)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες προκειμένου: να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με την αναστολή εθνικών αντίμετρων· να καθορίζει τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό τρίτων χωρών που συνιστούν συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης· να καθορίζει τον μορφότυπο για τη δημιουργία και την κοινοποίηση των καταλόγων σημαντικών δημοσίων λειτουργημάτων των κρατών μελών· και να προσδιορίζει τύπους νομικών οντοτήτων και τύπους νομικών μορφωμάτων παρεμφερών προς τα ρητά εμπιστεύματα τα οποία διέπονται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30). Θα πρέπει επίσης να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες προκειμένου να αποφασίζει να τερματίζει τα συγκεκριμένα πρόσθετα εθνικά αντίμετρα.

(170)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται από την ΑΚΝΕΠΑΔ για τον καθορισμό του μορφότυπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για την αναφορά υπονοιών και για την παροχή αρχείων συναλλαγών, και τον μορφότυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται από τις ΜΧΠ για την αναφορά πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

(171)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, και ιδίως το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την επιχειρηματική ελευθερία.

(172)

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Χάρτη, που απαγορεύει κάθε διάκριση για οποιονδήποτε λόγο, οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να διενεργούν εκτιμήσεις κινδύνου στο πλαίσιο της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη χωρίς διακρίσεις.

(173)

Κατά την εκπόνηση έκθεσης αξιολόγησης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να επιδεικνύει τη δέουσα προσοχή στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη.

(174)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας βάσει του άρθρου 5 της ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(175)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 22 Σεπτεμβρίου 2021 (31),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Αντικείμενο και ορισμοί

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με:

α)

τα μέτρα που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπόχρεες οντότητες για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

β)

τις απαιτήσεις διαφάνειας για νομικές οντότητες, ρητά εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα όσον αφορά τον πραγματικό δικαιούχο·

γ)

τα μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου αδιαφάνειας από τη χρήση ανώνυμων μέσων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»: η συμπεριφορά όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673, συμπεριλαμβανομένης της υποβοήθησης και συνέργειας, της ηθικής αυτουργίας και απόπειρας τέλεσης πράξεων στο πλαίσιο της εν λόγω συμπεριφοράς, είτε οι δραστηριότητες από τις οποίες προήλθε η προς νομιμοποίηση περιουσία διεξήχθησαν στο έδαφος κράτους μέλους είτε στο έδαφος τρίτης χώρας· η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία της εν λόγω συμπεριφοράς μπορεί να συνάγονται από τα πραγματικά περιστατικά·

2)

«χρηματοδότηση της τρομοκρατίας»: η συμπεριφορά όπως ορίζεται στο άρθρο 11 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/541, συμπεριλαμβανομένης της υποβοήθησης και συνέργειας, της ηθικής αυτουργίας και απόπειρας τέλεσης πράξεων στο πλαίσιο της εν λόγω συμπεριφοράς, είτε τελούνται στο έδαφος κράτους μέλους είτε στο έδαφος τρίτης χώρας· η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία της εν λόγω συμπεριφοράς μπορεί να συνάγονται από τα πραγματικά περιστατικά·

3)

«εγκληματική δραστηριότητα»: εγκληματική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673, καθώς και απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371, παθητική και ενεργητική δωροδοκία κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 και υπεξαίρεση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της εν λόγω οδηγίας·

4)

«χρηματικά ποσά» ή «περιουσία»: περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673·

5)

«πιστωτικό ίδρυμα»:

α)

πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν βρίσκεται στην Ένωση, ανεξαρτήτως του εάν η έδρα του βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

6)

«χρηματοπιστωτικός οργανισμός»:

α)

επιχείρηση εκτός από πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, η οποία ασκεί μία τουλάχιστον από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία 2) έως 12), 14) και 15) του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32), συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος (bureaux de change), αλλά εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο σημείο 8) του παραρτήματος I της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, ή επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας·

β)

ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33), στον βαθμό που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής ή άλλες δραστηριότητες ασφάλισης με επενδυτικό σκοπό οι οποίες καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ), αντίστοιχα, της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

γ)

ασφαλιστικός διαμεσολαβητής κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, όταν δραστηριοποιείται στον τομέα της ασφάλισης ζωής και άλλων υπηρεσιών ασφάλισης με επενδυτικό σκοπό, με εξαίρεση τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που δεν εισπράττουν ασφάλιστρα ή ποσά που προορίζονται για τον πελάτη και οι οποίοι δραστηριοποιούνται υπό την ευθύνη μίας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή διαμεσολαβητών για τα προϊόντα που τους αφορούν, αντίστοιχα·

δ)

επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34)·

ε)

οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, ιδίως:

i)

οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και η εταιρεία διαχείρισής του κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας, ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία και δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης, η οποία διαθέτει μερίδια ΟΣΕΚΑ προς αγορά στην Ένωση·

ii)

οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ και ο διαχειριστής του οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της εν λόγω οδηγίας·

στ)

κεντρικό αποθετήριο τίτλων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35)·

ζ)

πιστωτικός φορέας κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 2) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36) και του άρθρου 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37)·

η)

μεσίτης πιστώσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 5) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ και του άρθρου 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, όταν κατέχει τα χρηματικά ποσά όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 σε σχέση με τη σύμβαση πίστωσης, με εξαίρεση τον μεσίτη πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες υπό την ευθύνη ενός ή περισσότερων πιστωτικών φορέων ή μεσιτών πιστώσεων·

θ)

πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων·

ι)

υποκατάστημα χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στα στοιχεία α) έως θ), όταν βρίσκεται στην Ένωση, ανεξαρτήτως του εάν η έδρα του βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

7)

«κρυπτοστοιχείο»: κρυπτοστοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114, εκτός αν εμπίπτει στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού·

8)

«υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων»: υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114, με εξαίρεση την παροχή συμβουλών σχετικά με κρυπτοστοιχεία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 16) στοιχείο η) του εν λόγω κανονισμού·

9)

«πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων»: ο πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114 όταν παρέχει μία ή περισσότερες από τις υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων·

10)

«χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών μικτής δραστηριότητας»: επιχείρηση εκτός από χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία δεν είναι θυγατρική άλλης επιχείρησης, οι δε θυγατρικές της περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό·

11)

«φορέας παροχής υπηρεσιών σε εμπιστεύματα ή επιχειρήσεις»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μέσω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας παρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη:

α)

συστήνει εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα·

β)

ασκεί καθήκοντα διευθυντή ή γραμματέα εταιρείας, εταίρου προσωπικής εταιρείας ή κατόχου ανάλογης θέσης σε σχέση με άλλα νομικά πρόσωπα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει αντίστοιχα καθήκοντα·

γ)

παρέχει καταστατική έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση καθώς και άλλες σχετικές υπηρεσίες για εταιρεία, προσωπική εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα·

δ)

ασκεί καθήκοντα εμπιστευματοδόχου σε ρητό εμπίστευμα (express trust) ή εκτελεί αντίστοιχα καθήκοντα σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα, ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

ε)

ασκεί καθήκοντα εντολοδόχου μετόχου ή μεριμνά ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα·

12)

«υπηρεσία τυχερών παιγνίων»: οι υπηρεσίες που περιλαμβάνουν την τοποθέτηση μίας χρηματικής αξίας σε τυχερά παίγνια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με κάποιο στοιχείο δεξιότητας, όπως λαχεία, παίγνια καζίνο, παίγνια πόκερ και πράξεις στοιχηματισμού, που προσφέρονται σε συγκεκριμένο χώρο ή με οποιοδήποτε μέσο εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα ή με κάθε άλλη τεχνολογία διευκόλυνσης της επικοινωνίας, και ύστερα από ατομικό αίτημα του αποδέκτη των υπηρεσιών·

13)

«μη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών μικτής δραστηριότητας»: επιχείρηση εκτός από χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία δεν είναι θυγατρική άλλης επιχείρησης, οι θυγατρικές της οποίας περιλαμβάνουν τουλάχιστον μία υπόχρεη οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 3)·

14)

«αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση»: αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113·

15)

«πάροχος υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης»: ο πάροχος υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1503·

16)

«διαμεσολαβητής συμμετοχικής χρηματοδότησης»: επιχείρηση εκτός από πάροχο υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αντιστοίχιση ή τη διευκόλυνση της αντιστοίχισης, μέσω διαδικτυακού πληροφοριακού συστήματος ανοικτού στο κοινό ή σε περιορισμένο αριθμό χρηματοδοτών, μεταξύ:

α)

κυρίων έργων, οι οποίοι είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ζητεί χρηματοδότηση για έργα, αποτελούμενα από μία ή περισσότερες προκαθορισμένες δραστηριότητες με συγκεκριμένο στόχο, συμπεριλαμβανομένης της συγκέντρωσης κεφαλαίων για συγκεκριμένο σκοπό ή γεγονός, ανεξάρτητα από το αν τα εν λόγω έργα προτείνονται στο κοινό ή σε περιορισμένο αριθμό χρηματοδοτών· και

β)

χρηματοδοτών, οι οποίοι είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνεισφέρει στη χρηματοδότηση έργων, μέσω δανείων, έντοκων ή άτοκων, ή δωρεών, μεταξύ άλλων όταν οι δωρεές αυτές παρέχουν στον δωρητή δικαίωμα σε μη υλικό όφελος·

17)

«ηλεκτρονικό χρήμα»: ηλεκτρονικό χρήμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38), όμως με εξαίρεση τη νομισματική αξία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας·

18)

«εγκατάσταση»: η πραγματική άσκηση από υπόχρεη οντότητα οικονομικής δραστηριότητας που καλύπτεται από το άρθρο 3 σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα διαφορετική από τη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η έδρα της για αόριστο χρονικό διάστημα και μέσω σταθερής υποδομής, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

α)

υποκαταστήματος ή θυγατρικής· και

β)

στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, υποδομής που χαρακτηρίζεται ως εγκατάσταση βάσει προληπτικής ρύθμισης·

19)

«επιχειρηματική σχέση»: επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση η οποία συνδέεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των υπόχρεων οντοτήτων, η οποία δημιουργείται μεταξύ υπόχρεης οντότητας και πελάτη, ακόμη και ελλείψει γραπτής σύμβασης, και η οποία αναμένεται να έχει, κατά τον χρόνο σύναψης της επαφής, χαρακτηριστικά επανάληψης ή διάρκειας, ή η οποία αποκτά τέτοια χαρακτηριστικά στη συνέχεια·

20)

«συνδεδεμένες συναλλαγές»: δύο ή περισσότερες συναλλαγές με προέλευση, προορισμό και σκοπό ή άλλα συναφή χαρακτηριστικά που είναι ταυτόσημα ή παρεμφερή, στη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος·

21)

«τρίτη χώρα»: κάθε δικαιοδοσία, ανεξάρτητο κράτος ή αυτόνομο έδαφος που δεν αποτελεί μέρος της Ένωσης και διαθέτει δική του νομοθεσία ή δικό του σύστημα επιβολής για την ΚΞΧ/ΧΤ·

22)

«σχέση ανταπόκρισης»:

α)

η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών από ένα πιστωτικό ίδρυμα («ανταποκριτής») σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα («πελάτης»), συμπεριλαμβανομένων της παροχής τρεχούμενου ή άλλου λογαριασμού υποχρεώσεως και συναφών υπηρεσιών, όπως η διαχείριση των ρευστών διαθεσίμων, οι διεθνείς μεταφορές χρηματικών ποσών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, ο συμψηφισμός επιταγών, οι λογαριασμοί πλάγιας πρόσβασης και οι υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος·

β)

οι σχέσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών και εντός αυτών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες παρέχονται παρόμοιες υπηρεσίες από ίδρυμα-ανταποκριτή σε ίδρυμα-πελάτη και συμπεριλαμβανομένων των καθιερωμένων σχέσεων για συναλλαγές τίτλων ή μεταφορές χρηματικών ποσών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, για συναλλαγές σε κρυπτοστοιχεία ή μεταφορές κρυπτοστοιχείων·

23)

«εικονικό ίδρυμα ή οργανισμός»:

α)

για πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς πλην των παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων: πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός ή ίδρυμα ασχολούμενο με δραστηριότητες ανάλογες με αυτές που διενεργούνται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, το οποίο έχει συσταθεί εντός ζώνης δικαιοδοσίας στην οποία δεν έχει φυσική παρουσία, και άρα πραγματική έδρα και διοίκηση, και το οποίο δεν συνδέεται με ρυθμιζόμενο χρηματοπιστωτικό όμιλο·

β)

για παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων: οντότητα της οποίας η επωνυμία εμφανίζεται στο μητρώο που καταρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114 ή οντότητα τρίτης χώρας που παρέχει υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων χωρίς να διαθέτει άδεια, να είναι εγγεγραμμένη ή να υπόκειται σε εποπτεία ΚΞΧ/ΧΤ εκεί·

24)

«λογαριασμός κρυπτοστοιχείων»: λογαριασμός κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 3 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113·

25)

«νομίσματα που ευνοούν την ανωνυμία»: κρυπτοστοιχεία με ενσωματωμένα χαρακτηριστικά που έχουν σχεδιαστεί για να καθιστούν ανώνυμες τις πληροφορίες για τη μεταφορά κρυπτοστοιχείων, είτε συστηματικά είτε κατ’ επιλογή·

26)

«εικονικός IBAN»: αναγνωριστικός κωδικός που προκαλεί την ανακατεύθυνση των πληρωμών σε λογαριασμό πληρωμών που προσδιορίζεται από IBAN διαφορετικό από τον εν λόγω αναγνωριστικό κωδικό·

27)

«αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας» (Legal Entity Identifier): ο μοναδικός αλφαριθμητικός κωδικός αναφοράς βάσει του προτύπου ISO 17442 ο οποίος αποδίδεται σε νομική οντότητα·

28)

«πραγματικός δικαιούχος»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο τελικά κατέχει ή ελέγχει νομική οντότητα ή ρητό εμπίστευμα ή παρεμφερές νομικό μόρφωμα·

29)

«ρητό εμπίστευμα»: εμπίστευμα που δημιουργείται σκόπιμα από τον εμπιστευματοπάροχο, εν ζωή ή για περίπτωση θανάτου, συνήθως υπό μορφή γραπτού εγγράφου, για την υπαγωγή περιουσιακών στοιχείων υπό τον έλεγχο εμπιστευματοδόχου προς όφελος δικαιούχου ή για συγκεκριμένο σκοπό·

30)

«αντικείμενο εξουσίας»: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή η κατηγορία φυσικών ή νομικών προσώπων εκ των οποίων οι εμπιστευματοδόχοι μπορούν να επιλέγουν τους δικαιούχους στο πλαίσιο εμπιστεύματος διακριτικής ευχέρειας·

31)

«υποκατάστατος λήπτης»: τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή η κατηγορία φυσικών ή νομικών προσώπων που είναι δικαιούχοι εμπιστεύματος διακριτικής ευχέρειας σε περίπτωση που οι εμπιστευματοδόχοι δεν ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια·

32)

«νομικό μόρφωμα»: ρητό εμπίστευμα ή μόρφωμα με παρεμφερή δομή ή λειτουργία με αυτές του ρητού εμπιστεύματος, συμπεριλαμβανομένων των fiducie και ορισμένων τύπων Treuhand και fideicomiso·

33)

«βασικές πληροφορίες»:

α)

σε σχέση με νομική οντότητα:

i)

η νομική μορφή και η επωνυμία της νομικής οντότητας·

ii)

η ιδρυτική πράξη, και το καταστατικό εάν αυτό αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης πράξης·

iii)

η διεύθυνση της καταστατικής ή επίσημης έδρας και, εάν διαφέρουν, ο κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας και η χώρα σύστασης·

iv)

κατάλογος των νόμιμων εκπροσώπων·

v)

κατά περίπτωση, κατάλογος των μετόχων ή μελών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό των μετοχών που κατέχει κάθε μέτοχος και τις κατηγορίες των εν λόγω μετοχών, καθώς και το είδος των σχετικών δικαιωμάτων ψήφου·

vi)

εφόσον υπάρχει, ο αριθμός καταχώρισης, ο ευρωπαϊκός μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός, ο αριθμός φορολογικού μητρώου και ο αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας·

vii)

στην περίπτωση ιδρυμάτων, τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει το ίδρυμα για την επίτευξη των σκοπών του·

β)

σε σχέση με νομικό μόρφωμα:

i)

η ονομασία ή ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός του νομικού μορφώματος·

ii)

η πράξη εμπιστεύματος ή ισοδύναμο έγγραφο·

iii)

οι σκοποί του νομικού μορφώματος, εάν υπάρχουν·

iv)

τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στο νομικό μόρφωμα ή των οποίων η διαχείριση πραγματοποιείται μέσω αυτού·

v)

ο τόπος κατοικίας των εμπιστευματοδόχων του ρητού εμπιστεύματος ή των προσώπων που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα και, εάν διαφέρει, ο τόπος από τον οποίο πραγματοποιείται η διαχείριση του ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικού μορφώματος·

34)

«πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο»: φυσικό πρόσωπο στο όποιο έχει ή είχε ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα, μεταξύ άλλων:

α)

σε κράτος μέλος:

i)

αρχηγός κράτους, αρχηγός κυβέρνησης, υπουργός, αναπληρωτής υπουργός ή υφυπουργός·

ii)

μέλος του κοινοβουλίου ή παρόμοιου νομοθετικού σώματος·

iii)

μέλος διοικητικού οργάνου πολιτικού κόμματος που κατέχει έδρες σε εθνικό εκτελεστικό όργανο ή νομοθετικό σώμα ή σε περιφερειακό ή τοπικό εκτελεστικό όργανο ή νομοθετικό σώμα που εκπροσωπεί εκλογική περιφέρεια τουλάχιστον 50 000 κατοίκων·

iv)

μέλος ανώτατου δικαστηρίου, συνταγματικού δικαστηρίου ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων υψηλού επιπέδου των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε περαιτέρω ένδικα μέσα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων·

v)

μέλος ελεγκτικού συνεδρίου ή διοικητικού συμβουλίου κεντρικής τράπεζας·

vi)

πρέσβης, επιτετραμμένος και υψηλόβαθμος αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων·

vii)

μέλος του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου επιχείρησης που ελέγχεται υπό οποιαδήποτε σχέση που απαριθμείται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, είτε από το κράτος ή, όταν η εν λόγω επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις ή μεσαίοι ή μεγάλοι όμιλοι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 3, 4, 6 και 7 της εν λόγω οδηγίας, από περιφερειακές ή τοπικές αρχές·

viii)

επικεφαλής περιφερειακών και τοπικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων ενώσεων δήμων και μητροπολιτικών περιφερειών με τουλάχιστον 50 000 κατοίκους·

ix)

άλλα σημαντικά δημόσια λειτουργήματα, όπως προβλέπονται από τα κράτη μέλη·

β)

σε διεθνή οργανισμό:

i)

οι πιο υψηλόβαθμοι υπάλληλοι, οι αναπληρωτές τους και μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε διεθνή οργανισμό·

ii)

αντιπρόσωπος σε κράτος μέλος ή στην Ένωση·

γ)

σε επίπεδο Ένωσης:

καθήκοντα σε επίπεδο θεσμικών και λοιπών οργάνων της Ένωσης που είναι ισοδύναμα με αυτά που παρατίθενται στο στοιχείο α) σημεία i), ii), iv), v) και vi)·

δ)

σε τρίτη χώρα:

καθήκοντα που είναι ισοδύναμα με αυτά που παρατίθενται στο στοιχείο α)·

35)

«στενοί συγγενείς»:

α)

ο/η σύζυγος, ή πρόσωπο με το οποίο έχει συναφθεί καταχωρημένη σχέση συμβίωσης ή σύμφωνο συμβίωσης ή άλλη παρόμοια συμφωνία·

β)

το τέκνο και ο/η σύζυγος των εν λόγω τέκνων, ή πρόσωπο με το οποίο έχουν συνάψει σχέση καταχωρημένης συμβίωσης ή σύμφωνο συμβίωσης ή άλλη παρόμοια συμφωνία·

γ)

ο γονέας·

δ)

για τα λειτουργήματα που αναφέρονται στο σημείο 34) στοιχείο α) σημείο i) και για ισοδύναμα λειτουργήματα σε επίπεδο Ένωσης ή σε τρίτη χώρα, ο/η αδελφός/αδελφή.

36)

«πρόσωπο που είναι γνωστό ως στενός συνεργάτης»:

α)

φυσικό πρόσωπο για το οποίο είναι γνωστό ότι είναι από κοινού πραγματικός δικαιούχος νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος ή ότι συνδέεται με οποιαδήποτε άλλη στενή επιχειρηματική σχέση με πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο·

β)

φυσικό πρόσωπο που είναι μόνος πραγματικός δικαιούχος νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος που είναι γνωστό ότι συστάθηκαν προς de facto όφελος πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου·

37)

«διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα μιας υπόχρεης οντότητας, τα οποία ορίζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου, εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση της υπόχρεης οντότητας και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη λήψη αποφάσεων από τη διοίκηση, περιλαμβάνουν δε τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα της υπόχρεης οντότητας· εάν δεν υπάρχει τέτοιο όργανο, το πρόσωπο που πράγματι διευθύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα της υπόχρεης οντότητας·

38)

«διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα»: το διοικητικό όργανο που είναι υπεύθυνο για την καθημερινή διοίκηση της υπόχρεης οντότητας·

39)

«διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα»: το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση του ρόλου του για την επίβλεψη και παρακολούθηση της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση·

40)

«ανώτερα διοικητικά στελέχη»: τα μέλη του διοικητικού οργάνου υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα, καθώς και τα στελέχη και οι υπάλληλοι με επαρκείς γνώσεις της έκθεσης της υπόχρεης οντότητας στον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και με επαρκή αρχαιότητα για να λαμβάνουν αποφάσεις που επηρεάζουν την έκθεση σε κίνδυνο·

41)

«όμιλος»: ο όμιλος επιχειρήσεων που αποτελείται από μία μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της καθώς και επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

42)

«μητρική επιχείρηση»:

α)

για ομίλους με έδρα που βρίσκεται εντός της Ένωσης, υπόχρεη οντότητα που είναι μητρική επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 9) της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, η οποία δεν είναι θυγατρική άλλης επιχείρησης στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον μία θυγατρική επιχείρηση είναι υπόχρεη οντότητα·

β)

για ομίλους των οποίων η έδρα βρίσκεται εκτός της Ένωσης, όταν τουλάχιστον δύο θυγατρικές επιχειρήσεις είναι υπόχρεες οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση, επιχείρηση εντός του εν λόγω ομίλου εγκατεστημένη στην Ένωση η οποία:

i)

είναι υπόχρεη οντότητα·

ii)

είναι επιχείρηση που δεν είναι θυγατρική άλλης επιχείρησης η οποία είναι υπόχρεη οντότητα εγκατεστημένη στην Ένωση·

iii)

έχει επαρκώς σημαντική θέση εντός του ομίλου και επαρκή γνώση των επιχειρήσεων του ομίλου που υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού· και

iv)

στην οποία έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα της εφαρμογής των απαιτήσεων σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το κεφάλαιο II τμήμα 2 του παρόντος κανονισμού·

43)

«ρευστά διαθέσιμα»: ρευστό, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39)·

44)

«αρμόδια αρχή»:

α)

Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ)·

β)

εποπτική αρχή·

γ)

δημόσια αρχή που ασκεί καθήκοντα διερεύνησης ή δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή που ασκεί καθήκοντα εντοπισμού, κατάσχεσης ή δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες·

δ)

δημόσια αρχή με καθορισμένες αρμοδιότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

45)

«εποπτικός φορέας»: φορέας στον οποίο έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΑΚΝΕΠΑΔ) όταν ασκεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620·

46)

«εποπτική αρχή»: εποπτικός φορέας που είναι δημόσιος, ή η δημόσια αρχή που εποπτεύει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους δυνάμει του άρθρου 37 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640, ή η ΑΚΝΕΠΑΔ όταν ενεργεί ως εποπτικός φορέας·

47)

«αυτορρυθμιζόμενος φορέας»: φορέας που αντιπροσωπεύει μέλη επαγγελματικών κλάδων και παίζει ρόλο στη ρύθμιση αυτών των επαγγελμάτων, στην άσκηση ορισμένων καθηκόντων εποπτείας ή παρακολούθησης και στην εξασφάλιση της επιβολής των κανόνων που σχετίζονται με αυτά·

48)

«χρηματικά ποσά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία»: τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, οι οικονομικοί πόροι, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαίου και άλλων φυσικών πόρων, περιουσία πάσης φύσεως, υλική ή άυλη, κινητή ή ακίνητα, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκε, και νομικά έγγραφα ή πράξεις υπό οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που τεκμηριώνουν ιδιοκτησία ή συμφέρον επί των εν λόγω χρηματικών ποσών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, τραπεζικών πιστώσεων, ταξιδιωτικών επιταγών, τραπεζικών επιταγών, εντολών πληρωμής, μετοχών, τίτλων, ομολόγων, συναλλαγματικών ή πιστωτικών επιστολών, καθώς και όποιοι τόκοι, μερίσματα ή άλλα εισοδήματα ή αξίες προέρχονται ή δημιουργούνται από τα εν λόγω χρηματικά ποσά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί δυνητικά να χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση χρηματικών ποσών, αγαθών ή υπηρεσιών·

49)

«στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις»: κυρώσεις που συνίστανται αφενός σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και, αφετέρου, σε απαγορεύσεις διάθεσης κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, άμεσα ή έμμεσα, προς όφελος προσώπων και οντοτήτων που κατονομάζονται δυνάμει των αποφάσεων του Συμβουλίου που εκδίδονται βάσει του άρθρου 29 της ΣΕΕ και των κανονισμών του Συμβουλίου που εκδίδονται βάσει του άρθρου 215 της ΣΛΕΕ·

50)

«οικονομικές κυρώσεις του ΟΗΕ»: κυρώσεις που συνίστανται αφενός σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και, αφετέρου, σε απαγορεύσεις διάθεσης κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, άμεσα ή έμμεσα, προς όφελος προσώπων και οντοτήτων που κατονομάζονται ή έχουν καταχωριστεί σε κατάλογο δυνάμει:

α)

της απόφασης 1267 (1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των μεταγενέστερων αποφάσεών του·

β)

της απόφασης 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, περιλαμβανομένης της ρητής πρόθεσης να εφαρμοστούν οι σχετικές κυρώσεις κατά του εκάστοτε προσώπου ή της εκάστοτε οντότητας και της γνωστοποίησης της εν λόγω ρητής πρόθεσης στο κοινό·

γ)

οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής·

51)

«οικονομικές κυρώσεις του ΟΗΕ που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής»: κυρώσεις που συνίστανται αφενός σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και, αφετέρου, σε απαγορεύσεις διάθεσης κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, άμεσα ή έμμεσα, προς όφελος προσώπων και οντοτήτων που κατονομάζονται ή έχουν καταχωριστεί σε κατάλογο σύμφωνα με:

α)

της απόφασης 1718 (2006) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των μεταγενέστερων αποφάσεών του·

β)

της απόφασης 2231 (2015) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των μεταγενέστερων αποφάσεών του·

γ)

οποιωνδήποτε άλλων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επιβάλλουν δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και απαγορεύσεις διάθεσης κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με τη χρηματοδότηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής·

52)

«επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος»: κάθε νομικό πρόσωπο που είναι το ίδιο ποδοσφαιρικός σύλλογος, κατέχει ή διαχειρίζεται ποδοσφαιρικό σύλλογο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια και συμμετέχει στα εθνικά πρωταθλήματα κράτους μέλους και του οποίου οι παίκτες και το προσωπικό προσλαμβάνονται βάσει σύμβασης και αμείβονται για τις υπηρεσίες τους·

53)

«πράκτορας ποδοσφαίρου»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, έναντι αμοιβής, παρέχει υπηρεσίες διαμεσολάβησης και εκπροσωπεί ποδοσφαιριστές ή επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους σε διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη σύμβασης ποδοσφαιριστή ή εκπροσωπεί επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους σε διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας μετεγγραφή ποδοσφαιριστή·

54)

«αγαθά υψηλής αξίας»: αγαθά που απαριθμούνται στο παράρτημα IV

55)

«πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμοι λίθοι»: τα μέταλλα και οι λίθοι που απαριθμούνται στο παράρτημα V·

56)

«πολιτιστικά αγαθά»: αγαθά που περιλαμβάνεται στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 116/2009 του Συμβουλίου (40)·

57)

«σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών»: μηχανισμός που επιτρέπει τον διαμοιρασμό και την επεξεργασία πληροφοριών μεταξύ υπόχρεων οντοτήτων και, κατά περίπτωση, αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο σημείο 44) στοιχεία α), β) και γ), για τους σκοπούς της πρόληψης και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε διασυνοριακή βάση, και ανεξάρτητα από τη μορφή της εν λόγω σύμπραξης.

2.   Κανένα από τα σημαντικά δημόσια λειτουργήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημείο 34) δεν αφορά πρόσωπα κατέχοντα ενδιάμεσες ή χαμηλές θέσεις της υπαλληλικής ιεραρχίας.

3.   Όταν δικαιολογείται από τη διοικητική τους οργάνωση και τον κίνδυνο, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν κατώτατα όρια για τον ορισμό των ακόλουθων σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων:

α)

μελών των διοικητικών οργάνων των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο 34) στοιχείο α) σημείο iii)·

β)

επικεφαλής των περιφερειακών ή τοπικών αρχών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο 34) στοιχείο α) σημείο viii).

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εν λόγω χαμηλότερα όρια·

4.   Σε σχέση με την παράγραφο 1 σημείο 34) στοιχείο α) σημείο viii) του παρόντος άρθρου, όταν δικαιολογείται από τη διοικητική τους οργάνωση και από τον κίνδυνο, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν κατώτατο όριο για τον εντοπισμό επιχειρήσεων που ελέγχονται από περιφερειακές ή τοπικές αρχές από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 3, 4, 6 και 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εν λόγω χαμηλότερα όρια·

5.   Όταν δικαιολογείται από τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές τους και από τον κίνδυνο, τα κράτη μέλη μπορούν να αποδίδουν ευρύτερη έννοια στον χαρακτηρισμό των αδελφών ως στενών συγγενών πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο 35) στοιχείο δ).

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την εν λόγω ευρύτερη έννοια.

ΤΜΗΜΑ 2

Πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 3

Υπόχρεες οντότητες

Οι ακόλουθες οντότητες πρέπει να θεωρούνται υπόχρεες οντότητες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

1)

πιστωτικά ιδρύματα·

2)

χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί·

3)

τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων:

α)

ελεγκτές, εξωτερικοί λογιστές και φορολογικοί σύμβουλοι, και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μεταξύ αυτών νομικοί και άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες νομικοί, που δεσμεύεται να παρέχει, είτε άμεσα είτε μέσω άλλων προσώπων με τα οποία το εν λόγω άλλο πρόσωπο συνδέεται, υλική βοήθεια, συνδρομή ή συμβουλές σχετικά με φορολογικά θέματα, ως κύρια επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα·

β)

συμβολαιογράφοι, δικηγόροι και άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες νομικοί, όταν συμμετέχουν, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στον σχεδιασμό ή στη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων·

ii)

τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων των κρυπτοστοιχείων, των πελατών τους·

iii)

το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου, τίτλων ή κρυπτοστοιχείων·

iv)

την οργάνωση των αναγκαίων εισφορών για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών·

v)

τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εμπιστευμάτων (trust), επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή ανάλογων σχημάτων·

γ)

φορείς παροχής υπηρεσιών σε εμπιστεύματα ή επιχειρήσεις·

δ)

μεσίτες ακινήτων και άλλοι επαγγελματίες του κτηματομεσιτικού κλάδου στον βαθμό που ενεργούν ως μεσάζοντες σε συναλλαγές επί ακινήτων, μεταξύ άλλων σε σχέση με την εκμίσθωση ακινήτων σε συναλλαγές στις οποίες το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται σε τουλάχιστον 10 000 EUR, ή στο ισόποσο σε εθνικό νόμισμα, ανεξαρτήτως του μέσου πληρωμής·

ε)

πρόσωπα για τα οποία η εμπορία πολύτιμων μετάλλων και πολύτιμων λίθων αποτελεί τακτική ή κύρια επαγγελματική δραστηριότητα,

στ)

πρόσωπα για τα οποία η εμπορία αγαθών υψηλής αξίας αποτελεί τακτική ή κύρια επαγγελματική δραστηριότητα·

ζ)

πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιγνίων·

η)

πάροχοι υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης και διαμεσολαβητές συμμετοχικής χρηματοδότησης·

θ)

πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο πολιτιστικών αγαθών, ακόμη και όταν αυτό πραγματοποιείται από αίθουσες τέχνης και οίκους δημοπρασιών, όταν η αξία της συναλλαγής ή των συνδεδεμένων συναλλαγών ανέρχεται τουλάχιστον σε 10 000 EUR ή στο ισόποσο σε εθνικό νόμισμα·

ι)

πρόσωπα που αποθηκεύουν, εμπορεύονται πολιτιστικά αγαθά και αγαθά υψηλής αξίας ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο αυτών, όταν αυτό πραγματοποιείται εντός ελεύθερων ζωνών και αποθηκών τελωνειακής αποταμίευσης, όταν η αξία της συναλλαγής ή των συνδεδεμένων συναλλαγών ανέρχεται τουλάχιστον σε 10 000 EUR ή στο ισόποσο σε εθνικό νόμισμα·

ια)

μεσίτες ενυπόθηκης και καταναλωτικής πίστης, εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, με εξαίρεση τους μεσίτες πιστώσεων που ασκούν δραστηριότητες υπό την ευθύνη ενός ή περισσότερων πιστωτικών φορέων ή μεσιτών πιστώσεων·

ιβ)

φορείς επενδυτικής μετανάστευσης με άδεια να εκπροσωπούν ή να παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι επιδιώκουν την απόκτηση δικαιώματος διαμονής σε κράτος μέλος με αντάλλαγμα επενδύσεις κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών κεφαλαίων, της αγοράς ή ενοικίασης ακίνητης περιουσίας, της επένδυσης σε κρατικά ομόλογα, της επένδυσης σε εταιρείες, της δωρεάς ή επιχορήγησης δραστηριότητας που συμβάλλει στο δημόσιο συμφέρον και των συνεισφορών στον κρατικό προϋπολογισμό·

ιγ)

μη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών μικτής δραστηριότητας·

ιδ)

πράκτορες ποδοσφαίρου·

ιε)

επαγγελματικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι όσον αφορά τις ακόλουθες συναλλαγές:

i)

συναλλαγές με επενδυτή·

ii)

συναλλαγές με χορηγό·

iii)

συναλλαγές με πράκτορες ποδοσφαίρου ή άλλους μεσάζοντες·

iv)

συναλλαγές με στόχο τη μεταγραφή ποδοσφαιριστή.

Άρθρο 4

Εξαιρέσεις για ορισμένους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν τη συνολική ή μερική εξαίρεση παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, βάσει του αποδεδειγμένα χαμηλού κινδύνου που ενέχει η φύση και, ενδεχομένως, η κλίμακα των δραστηριοτήτων αυτών των υπηρεσιών.

Η εξαίρεση του πρώτου εδαφίου δεν ισχύει για:

α)

καζίνο·

β)

παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων των οποίων η κύρια δραστηριότητα είναι η παροχή υπηρεσιών τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου ή υπηρεσιών αθλητικών στοιχημάτων, εκτός από:

i)

υπηρεσίες τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου που παρέχονται από το κράτος, είτε μέσω δημόσιας αρχής είτε μέσω επιχείρησης ή φορέα που ελέγχεται από το κράτος·

ii)

υπηρεσίες τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου των οποίων η οργάνωση, η λειτουργία και η διαχείριση ρυθμίζονται από το κράτος.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διενεργούν εκτίμηση κινδύνου όσον αφορά τις υπηρεσίες τυχερών παιγνίων για την αξιολόγηση των ακόλουθων:

α)

των απειλών και των τρωτών σημείων, και των παραγόντων μετριασμού κινδύνου των υπηρεσιών τυχερών παιγνίων όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

β)

των κινδύνων που συνδέονται με το μέγεθος των συναλλαγών και τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους πληρωμής·

γ)

της γεωγραφικής περιοχής στην οποία παρέχονται οι υπηρεσίες τυχερών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων της διασυνοριακής της διάστασης και της προσβασιμότητάς της από άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες.

Κατά τη διενέργεια των εκτιμήσεων κινδύνου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα της εκτίμησης κίνδυνου σε επίπεδο Ένωσης που εκπόνησε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες παρακολούθησης ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου ή λαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο που διασφαλίζει ότι οι εξαιρέσεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν γίνονται αντικείμενο καταχρήσεων.

Άρθρο 5

Εξαιρέσεις για ορισμένους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εξαιρέσουν, εν όλω ή εν μέρει, τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που συμμετέχουν στην υψηλότερη κατηγορία του εθνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και έχουν συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών κάτω των 5 000 000 EUR, ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα, για καθένα από τα 2 προηγούμενα ημερολογιακά έτη, από τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό με βάση τον αποδεδειγμένο χαμηλό κίνδυνο που ενέχει η φύση και η κλίμακα των δραστηριοτήτων των εν λόγω επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εξαιρέσουν, εν όλω ή εν μέρει, τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που συμμετέχουν σε κατηγορία κατώτερη της υψηλότερης κατηγορίας του εθνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου από τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό με βάση τον αποδεδειγμένο χαμηλό κίνδυνο που ενέχει η φύση και η κλίμακα των δραστηριοτήτων των εν λόγω επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διενεργούν εκτίμηση κινδύνου όσον αφορά τους επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους, για την αξιολόγηση των ακόλουθων:

α)

των απειλών και των τρωτών σημείων, και των παραγόντων μετριασμού κινδύνου των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

β)

των κινδύνων που συνδέονται με το μέγεθος και τον διασυνοριακό χαρακτήρα των συναλλαγών·

Κατά τη διενέργεια των εκτιμήσεων κινδύνου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα των εκτιμήσεων κίνδυνου σε επίπεδο Ένωσης που εκπόνησε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες παρακολούθησης ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου ή λαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο που διασφαλίζει ότι οι εξαιρέσεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν γίνονται αντικείμενο καταχρήσεων.

Άρθρο 6

Εξαιρέσεις για ορισμένες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες

1.   Με εξαίρεση τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες υπηρεσιών εμβασμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 22) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εξαιρέσουν από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν σε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα που απαριθμείται στο παράρτημα I σημεία 2) έως 12), 14) και 15) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ περιστασιακά ή σε πολύ περιορισμένο βαθμό σε περίπτωση που ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είναι ελάχιστος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα είναι περιορισμένη σε απόλυτους όρους·

β)

η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα είναι περιορισμένη με βάση τις διενεργούμενες συναλλαγές·

γ)

η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα δεν αποτελεί την κύρια δραστηριότητα των εν λόγω προσώπων·

δ)

η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα είναι δευτερεύουσα και συνδέεται άμεσα με την κύρια δραστηριότητα των εν λόγω προσώπων·

ε)

η κύρια δραστηριότητα των εν λόγω προσώπων δεν είναι δραστηριότητα που αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχείο α) έως δ) ή ζ) του παρόντος κανονισμού·

στ)

η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ασκείται μόνον για τους πελάτες της κύριας δραστηριότητας των εν λόγω προσώπων και, κατά κανόνα, δεν αφορά το ευρύτερο κοινό.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), τα κράτη μέλη απαιτούν να μην υπερβαίνει ο συνολικός κύκλος εργασιών της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ένα συγκεκριμένο όριο, το οποίο είναι αρκούντως χαμηλό. Το όριο αυτό καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο, σε συνάρτηση με το είδος της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ανώτατο όριο ανά πελάτη και μεμονωμένη συναλλαγή, είτε η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη είτε μέσω συνδεδεμένων συναλλαγών. Το μέγιστο αυτό όριο καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο, σε συνάρτηση με το είδος της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας. Το εν λόγω όριο είναι αρκούντως χαμηλό ώστε να διασφαλίζει ότι τα είδη των εν λόγω συναλλαγών συνιστούν μη πρακτική και μη αποτελεσματική μέθοδο για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και το σχετικό ποσό δεν υπερβαίνει τα 1 000 EUR ή το ισόποσο σε εθνικό νόμισμα, ανεξαρτήτως του μέσου πληρωμής.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), τα κράτη μέλη απαιτούν να μην υπερβαίνει ο κύκλος εργασιών της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας το 5 % του συνολικού κύκλου εργασιών του φυσικού ή νομικού προσώπου.

5.   Κατά την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα που θεωρείται, λόγω της φύσεώς της, ιδιαίτερα επιδεκτική να χρησιμοποιηθεί ή να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

6.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες παρακολούθησης ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου ή λαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο που διασφαλίζει ότι οι εξαιρέσεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν γίνονται αντικείμενο καταχρήσεων.

Άρθρο 7

Προηγούμενη κοινοποίηση εξαιρέσεων

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε εξαίρεση που σκοπεύουν να χορηγήσουν σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 6. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση βάσει της σχετικής εκτίμησης κινδύνου που εκπονείται από το κράτος μέλος για να στηρίξει την εξαίρεση.

2.   Εντός 2 μηνών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή προβαίνει σε μία από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

βεβαιώνει ότι η εξαίρεση μπορεί να χορηγηθεί με αιτιολογημένη απόφαση βάσει της αιτιολόγησης που παρέχει το κράτος μέλος·

β)

βάσει αιτιολογημένης απόφασης, δηλώνει ότι η εξαίρεση δεν μπορεί να χορηγηθεί.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από το κοινοποιούν κράτος μέλος.

3.   Μετά τη λήψη της βεβαίωσης της Επιτροπής δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να εκδώσουν την απόφαση χορήγησης της εξαίρεσης. Η απόφαση συνοδεύεται από σχετική αιτιολόγηση. Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τις αποφάσεις αυτές τακτικά και, σε κάθε περίπτωση, όταν επικαιροποιούν την εθνική τους εκτίμηση κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

4.   Έως τις 10 Οκτωβρίου 2027, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις χορηγηθείσες εξαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 που ισχύουν στις 10 Ιουλίου 2027.

5.   Η Επιτροπή δημοσιεύει κάθε έτος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον κατάλογο των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει του παρόντος άρθρου και δημοσιοποιεί τον εν λόγω κατάλογο μέσω του ιστοτόπου της.

ΤΜΗΜΑ 3

Διασυνοριακές επιχειρήσεις

Άρθρο 8

Κοινοποίηση διασυνοριακών δραστηριοτήτων και εφαρμογή του εθνικού δικαίου

1.   Οι υπόχρεες οντότητες που επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για πρώτη φορά κοινοποιούν στους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους της έδρας τους τις δραστηριότητες που προτίθενται να ασκήσουν στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος. Η εν λόγω κοινοποίηση πραγματοποιείται μόλις η υπόχρεη οντότητα προβεί σε ενέργειες για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων και, στην περίπτωση εγκαταστάσεων, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την έναρξη των εν λόγω δραστηριοτήτων. Οι υπόχρεες οντότητες ενημερώνουν αμέσως τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους της έδρας τους κατά την έναρξη των εν λόγω δραστηριοτήτων στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε υπόχρεες οντότητες που υπόκεινται σε ειδικές διαδικασίες κοινοποίησης για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης ή σε περιπτώσεις στις οποίες η υπόχρεη οντότητα υπόκειται σε ειδικές απαιτήσεις αδειοδότησης προκειμένου να δραστηριοποιείται στο έδαφος του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

2.   Κάθε προγραμματισμένη αλλαγή όσον αφορά τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 γνωστοποιείται από την υπόχρεη οντότητα στον εποπτικό φορέα του κράτους μέλους καταγωγής τουλάχιστον 1 μήνα πριν από την πραγματοποίηση της αλλαγής.

3.   Όταν ο παρών κανονισμός επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν πρόσθετους κανόνες που εφαρμόζονται στις υπόχρεες οντότητες, οι υπόχρεες οντότητες συμμορφώνονται με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες.

4.   Όταν εγκαταστάσεις υπόχρεων οντοτήτων λειτουργούν σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι κάθε εγκατάσταση εφαρμόζει τους κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.

5.   Όταν υπόχρεες οντότητες όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640 δραστηριοποιούνται σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένες μέσω αντιπροσώπων, διανομέων ή μέσω άλλων τύπων υποδομών που βρίσκονται στα εν λόγω άλλα κράτη μέλη δυνάμει της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, εφαρμόζουν τους κανόνες των κρατών μελών στα οποία παρέχουν υπηρεσίες σε σχέση με τις εν λόγω δραστηριότητες, εκτός εάν ισχύει το άρθρο 38 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, οπότε εφαρμόζουν τους κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η έδρα τους.

6.   Όταν οι υπόχρεες οντότητες υποχρεούνται να ορίσουν κεντρικό σημείο επαφής σύμφωνα με το άρθρο 41 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640, διασφαλίζουν ότι το κεντρικό σημείο επαφής είναι σε θέση να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με το εφαρμοστέο δίκαιο εξ ονόματος της υπόχρεης οντότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι, εκτίμηση κινδύνου και προσωπικό

Άρθρο 9

Πεδίο εφαρμογής των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων

1.   Οι υπόχρεες οντότητες θεσπίζουν εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητική πράξη που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα και ιδίως:

α)

για να μετριάζουν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που εντοπίζονται σε επίπεδο Ένωσης, σε επίπεδο κρατών μελών καθώς και στο επίπεδο των υπόχρεων οντοτήτων·

β)

πέραν της υποχρέωσης να εφαρμόζουν στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις, για να μετριάζουν και να διαχειρίζονται τους κινδύνους μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

Οι πολιτικές, οι διαδικασίες και οι έλεγχοι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι ανάλογες προς τον χαρακτήρα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων και της πολυπλοκότητάς τους, και προς το μέγεθος της υπόχρεης οντότητας και καλύπτουν όλες τις δραστηριότητες της υπόχρεης οντότητας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι πολιτικές, οι διαδικασίες και οι έλεγχοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν:

α)

εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες, και μεταξύ αυτών, ιδίως:

i)

τη διεξαγωγή και την επικαιροποίηση της εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης·

ii)

το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων της υπόχρεης οντότητας·

iii)

τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη για την εφαρμογή του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον προσδιορισμό του αν ο πελάτης, ο πραγματικός δικαιούχος ή το πρόσωπο για λογαριασμό ή προς όφελος του οποίου διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα, είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο ή στενός συγγενής ή πρόσωπο γνωστό ως στενός συνεργάτης·

iv)

την αναφορά ύποπτων συναλλαγών·

v)

την εξωτερική ανάθεση και στήριξη στη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη που διενεργείται από άλλες υπόχρεες οντότητες·

vi)

τη διατήρηση αρχείων και πολιτικές σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τa άρθρα 76 και 77·

vii)

την παρακολούθηση και τη διαχείριση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, τον εντοπισμό και τη διαχείριση των ελλείψεων και την εφαρμογή διορθωτικών μέτρων·

viii)

την επαλήθευση, ανάλογα με τους κινδύνους που σχετίζονται με τα προς εκτέλεση καθήκοντα και αρμοδιότητες, κατά την πρόσληψη προσωπικού και την ανάθεση σε αυτό ορισμένων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων καθώς και κατά τον διορισμό των αντιπροσώπων και των διανομέων, ότι τα εν λόγω πρόσωπα διαθέτουν τα εχέγγυα ήθους·

ix)

την εσωτερική γνωστοποίηση των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων της υπόχρεης οντότητας, μεταξύ άλλων στους αντιπροσώπους, τους διανομείς και τους παρόχους υπηρεσιών της που συμμετέχουν στην εφαρμογή των πολιτικών της ΚΞΧ/ΧΤ·

x)

πολιτική για την κατάρτιση των εργαζομένων και, κατά περίπτωση, των αντιπροσώπων και των διανομέων όσον αφορά τα μέτρα που εφαρμόζονται στην υπόχρεη οντότητα για τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητικής πράξης που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα·

β)

εσωτερικούς ελέγχους και ανεξάρτητη υπηρεσία ελέγχου για την εξακρίβωση των εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών του σημείου α) της παρούσας παραγράφου και των ελέγχων που εφαρμόζει η υπόχρεη οντότητα· ελλείψει ανεξάρτητης υπηρεσίας ελέγχου, οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να ζητήσουν να διενεργηθεί αυτή η εξακρίβωση από εξωτερικό εμπειρογνώμονα.

Οι εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο καταγράφονται γραπτώς. Οι εσωτερικές πολιτικές εγκρίνονται από το διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα. Οι εσωτερικές διαδικασίες και οι έλεγχοι εγκρίνονται τουλάχιστον στο επίπεδο του ανώτερου διοικητικού στελέχους συμμόρφωσης.

3.   Οι υπόχρεες οντότητες επικαιροποιούν τις εσωτερικές πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους και τα ενισχύουν σε περίπτωση που εντοπιστούν ανεπάρκειες.

4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα στοιχεία που οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, βάσει της φύσης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων και της πολυπλοκότητας, και του μεγέθους τους, στο πλαίσιο της λήψης αποφάσεων σχετικά με την έκταση των εσωτερικών πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων τους, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό στο οποίο ανατίθενται καθήκοντα που αφορούν τη συμμόρφωση. Στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προσδιορίζονται επίσης καταστάσεις στις οποίες, λόγω του χαρακτήρα και του μεγέθους της υπόχρεης οντότητας:

i)

οι εσωτερικοί έλεγχοι πρέπει να διοργανώνονται στο επίπεδο της εμπορικής λειτουργίας, της λειτουργίας συμμόρφωσης και της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου·

ii)

τα καθήκοντα ανεξάρτητου ελέγχου μπορούν να ασκούνται από εξωτερικό εμπειρογνώμονα.

Άρθρο 10

Εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης

1.   Οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα προς τη φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων και της πολυπλοκότητάς τους, και του μεγέθους τους, για να εντοπίζουν και να εκτιμούν τους κινδύνους της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους είναι εκτεθειμένες, καθώς και τους κινδύνους της μη εφαρμογής και της αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον:

α)

τις μεταβλητές κινδύνου που καθορίζονται στο παράρτημα I και τους παράγοντες κινδύνου που καθορίζονται στα παραρτήματα II και III·

β)

τα πορίσματα της σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμησης κινδύνου που εκπονεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640·

γ)

τα πορίσματα των εθνικών εκτιμήσεων κινδύνου που διενήργησαν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας (EΕ) 2024/1640, καθώς και κάθε σχετικής εκτίμησης κινδύνου ανά τομέα που διενεργήθηκε από τα κράτη μέλη·

δ)

σχετικές πληροφορίες που δημοσιεύουν διεθνείς φορείς καθορισμού προτύπων στον τομέα ΚΞΧ/ΧΤ ή, σε επίπεδο Ένωσης, σχετικές δημοσιεύσεις της Επιτροπής ή της ΑΚΝΕΠΑΔ·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές·

στ)

πληροφορίες σχετικά με την πελατειακή βάση.

Πριν από την εισαγωγή νέων προϊόντων, υπηρεσιών ή επιχειρηματικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης νέων διαύλων παράδοσης και νέων ή αναπτυσσόμενων τεχνολογιών, σε συνδυασμό με νέα ή προϋπάρχοντα προϊόντα και υπηρεσίες ή πριν από την έναρξη παροχής υφιστάμενης υπηρεσίας ή προϊόντος σε νέο τμήμα πελατών ή σε νέα γεωγραφική περιοχή, οι υπόχρεες οντότητες εντοπίζουν και εκτιμούν, ιδίως, τους σχετικούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διαχείριση και τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων.

2.   Η εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης που διενεργεί η υπόχρεη οντότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1 τεκμηριώνεται, επικαιροποιείται και επανεξετάζεται τακτικά, μεταξύ άλλων όταν οποιαδήποτε εσωτερικά ή εξωτερικά γεγονότα επηρεάζουν σημαντικά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με τις δραστηριότητες, τα προϊόντα, τις συναλλαγές, τους διαύλους παράδοσης, τους πελάτες ή τις γεωγραφικές ζώνες δραστηριοτήτων της υπόχρεης οντότητας. Τίθεται στη διάθεση των εποπτικών φορέων κατόπιν αιτήματος.

Η εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης συντάσσεται από τον υπεύθυνο συμμόρφωσης και εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα και, εφόσον υπάρχει τέτοιο όργανο, κοινοποιείται στο διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα.

3.   Με εξαίρεση τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης και τους διαμεσολαβητές συμμετοχικής χρηματοδότησης, οι εποπτικοί φορείς δύνανται να αποφασίσουν ότι δεν χρειάζονται επιμέρους τεκμηριωμένες εκτιμήσεις κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης, όταν οι εγγενείς στον τομέα συγκεκριμένοι κίνδυνοι είναι σαφείς και κατανοητοί.

4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για το περιεχόμενο της εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης την οποία διενεργεί η υπόχρεη οντότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και με τις πρόσθετες πηγές πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκπόνηση της εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης.

Άρθρο 11

Λειτουργίες συμμόρφωσης

1.   Οι υπόχρεες οντότητες διορίζουν ένα μέλος του διοικητικού οργάνου υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητική πράξη που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα («ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης»).

Το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης διασφαλίζει ότι οι εσωτερικές πολιτικές, οι διαδικασίες και οι έλεγχοι της υπόχρεης οντότητας συνάδουν με την έκθεση της υπόχρεης οντότητας σε κίνδυνο και ότι εφαρμόζονται. Το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης διασφαλίζει επίσης ότι διατίθενται επαρκείς ανθρώπινοι και υλικοί πόροι για τον σκοπό αυτό. Το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης είναι υπεύθυνο για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με σημαντικές ή ουσιώδεις αδυναμίες στις εν λόγω πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους.

Όταν το διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα είναι συλλογικώς υπεύθυνο για τις αποφάσεις του, το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης είναι υπεύθυνο να το επικουρεί και να το συμβουλεύει και να προετοιμάζει τις αποφάσεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες διαθέτουν υπεύθυνο συμμόρφωσης, ο οποίος ορίζεται από το διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα και με επαρκώς υψηλή θέση στην ιεραρχία, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους στην καθημερινή τήρηση των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ της υπόχρεης οντότητας, μεταξύ άλλων σε σχέση με την εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, και αποτελεί σημείο επαφής για τις αρμόδιες αρχές. Ο υπεύθυνος συμμόρφωσης είναι επίσης υπεύθυνος για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με ύποπτες συναλλαγές στη ΜΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 6.

Στην περίπτωση υπόχρεων οντοτήτων που υπόκεινται σε ελέγχους των ανώτερων διοικητικών στελεχών τους ή των πραγματικών δικαιούχων δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας (EΕ) 2024/1640 ή βάσει άλλων ενωσιακών νομικών πράξεων, οι υπεύθυνοι συμμόρφωσης υπόκεινται σε επαλήθευση της συμμόρφωσής τους με τις εν λόγω απαιτήσεις.

Όταν αυτό δικαιολογείται από το μέγεθος της υπόχρεης οντότητας και τον χαμηλό κίνδυνο των δραστηριοτήτων της, μια υπόχρεη οντότητα που είναι μέρος ομίλου δύναται να ορίζει ως υπεύθυνο συμμόρφωσης άτομο το οποίο ασκεί την εν λόγω αρμοδιότητα σε άλλη οντότητα εντός του ομίλου.

Ο υπεύθυνος συμμόρφωσης μπορεί να απομακρυνθεί μόνο μετά από προηγούμενη κοινοποίηση στο διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα. Η υπόχρεη οντότητα κοινοποιεί στον εποπτικό φορέα την απομάκρυνση του υπεύθυνου συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας αν η απόφαση σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο υπεύθυνος συμμόρφωσης μπορεί, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, να παρέχει πληροφορίες στον εποπτικό φορέα σχετικά με την απομάκρυνση. Ο εποπτικός φορέας μπορεί να χρησιμοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και του άρθρου 37 παράγραφος 4 της οδηγίας (EΕ) 2024/1640.

3.   Οι υπόχρεες οντότητες εξασφαλίζουν για τις λειτουργίες συμμόρφωσης επαρκείς πόρους, μεταξύ άλλων, προσωπικό και τεχνολογία, ανάλογα με το μέγεθος, τον χαρακτήρα και τους κινδύνους της υπόχρεης οντότητας για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους και διασφαλίζουν ότι στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για αυτές τις λειτουργίες ανατίθενται οι αρμοδιότητες υποβολής προτάσεων σχετικά με τυχόν μέτρα που είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων της υπόχρεης οντότητας.

4.   Οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι ο υπεύθυνος συμμόρφωσης προστατεύεται από αντίποινα, διακρίσεις και κάθε άλλη μορφή άδικης αντιμετώπισης, και ότι οι αποφάσεις του υπεύθυνου συμμόρφωσης δεν υπονομεύονται ούτε επηρεάζονται αδικαιολόγητα από εμπορικά συμφέροντα της υπόχρεης οντότητας.

5.   Οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος συμμόρφωσης και το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την υπηρεσία ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο β) μπορούν να αναφέρονται απευθείας στο διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα και, όταν υπάρχει τέτοιο όργανο, στο διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα ανεξάρτητα, και μπορούν να εγείρουν ανησυχίες και να προειδοποιούν το διοικητικό όργανο, όταν συγκεκριμένες εξελίξεις κινδύνου επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν την υπόχρεη οντότητα.

Οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητικής πράξης που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα, έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και τα δεδομένα που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

6.   Το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο διοικητικό όργανο σχετικά με την εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων της υπόχρεης οντότητας. Συγκεκριμένα, το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης υποβάλλει μία φορά ετησίως, ή, κατά περίπτωση, συχνότερα, στο διοικητικό όργανο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων της υπόχρεης οντότητας που διενεργεί ο υπεύθυνος συμμόρφωσης και ενημερώνει το εν λόγω όργανο σχετικά με το αποτέλεσμα τυχόν επανεξετάσεων. Το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να επανορθώνει εγκαίρως τυχόν εντοπιζόμενες ανεπάρκειες.

7.   Σε περίπτωση που δικαιολογείται λόγω του χαρακτήρα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των υπόχρεων οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου και της πολυπλοκότητάς τους, και του μεγέθους τους, οι λειτουργίες του ανώτερου διοικητικού στελέχους συμμόρφωσης και του υπευθύνου συμμόρφωσης μπορούν να επιτελούνται από το ίδιο φυσικό πρόσωπο. Τα εν λόγω καθήκοντα δύνανται να ασκούνται παράλληλα με άλλα καθήκοντα.

Σε περίπτωση που η υπόχρεη οντότητα είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου τις δραστηριότητες διεξάγει ένα μόνο φυσικό πρόσωπο, το εν λόγω πρόσωπο είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 12

Ενημέρωση σχετικά με τις απαιτήσεις

Οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοί τους ή τα πρόσωπα που βρίσκονται σε συγκρίσιμες θέσεις και των οποίων η λειτουργία το απαιτεί, μεταξύ άλλων, οι αντιπρόσωποι και διανομείς τους, είναι ενήμεροι σχετικά με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητική πράξη που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα, καθώς και σχετικά με την εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης, τις εσωτερικές πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους που εφαρμόζει η υπόχρεη οντότητα, μεταξύ άλλων, σε ό,τι αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

Τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή των υπαλλήλων ή των προσώπων που βρίσκονται σε συγκρίσιμες θέσεις, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων και των διανομέων, σε ειδικά τρέχοντα προγράμματα κατάρτισης, τα οποία τους εκπαιδεύουν να εντοπίζουν τις δραστηριότητες που τυχόν συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και τους διδάσκουν να ενεργούν σωστά σε αυτές τις περιπτώσεις. Τα εν λόγω προγράμματα κατάρτισης είναι κατάλληλα για τα καθήκοντα ή τις δραστηριότητές τους και για τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους εκτίθεται η υπόχρεη οντότητα και τεκμηριώνονται δεόντως.

Άρθρο 13

Ακεραιότητα των υπαλλήλων

1.   Κάθε υπάλληλος, ή πρόσωπο το οποίο βρίσκεται σε συγκρίσιμη θέση, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων και των διανομέων, που συμμετέχει άμεσα στη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας προς τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητική πράξη που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα, υποβάλλεται σε αξιολόγηση ανάλογη προς τον κίνδυνο που συνδέεται με τα επιτελούμενα καθήκοντα, της οποίας το περιεχόμενο εγκρίνεται από τον υπεύθυνο συμμόρφωσης σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

ατομικές δεξιότητες, γνώσεις και εμπειρογνωσία για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους·

β)

καλή φήμη, εντιμότητα και ακεραιότητα.

Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διενεργείται πριν από την ανάληψη δραστηριοτήτων από τον υπάλληλο ή το πρόσωπο που βρίσκεται σε συγκρίσιμη θέση, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων και των διανομέων, και επαναλαμβάνεται τακτικά. Ο βαθμός αυστηρότητας των μεταγενέστερων αξιολογήσεων καθορίζεται με βάση τα καθήκοντα που ανατίθενται στο πρόσωπο και τους κινδύνους που συνδέονται με τη λειτουργία που εκτελεί.

2.   Οι υπάλληλοι, ή πρόσωπα που βρίσκονται σε συγκρίσιμες θέσεις, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων και των διανομέων, στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα που σχετίζονται με τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας με τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητική πράξη που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα, ενημερώνουν τον υπεύθυνο συμμόρφωσης σχετικά με οποιαδήποτε ιδιωτική ή επαγγελματική σχέση τους με τους πελάτες ή πιθανούς πελάτες της υπόχρεης οντότητας και δεν τους ανατίθενται καθήκοντα που σχετίζονται με τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας σε σχέση με τους εν λόγω πελάτες.

3.   Οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν διαδικασίες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας με τον παρόντα κανονισμό, τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητική πράξη που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα.

4.   Το παρόν άρθρο δεν ισχύει όταν η υπόχρεη οντότητα είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου τις δραστηριότητες διεξάγει ένα μόνο φυσικό πρόσωπο.

Άρθρο 14

Αναφορά παραβιάσεων και προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις

1.   Η οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (41) εφαρμόζεται στην αναφορά παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113 και κάθε διοικητικής πράξης που εκδίδεται από οποιονδήποτε εποπτικό φορέα, καθώς και στην προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν τέτοιες παραβιάσεις.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες δημιουργούν εσωτερικούς διαύλους αναφοράς που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937.

3.   Η παράγραφος 2 δεν ισχύει όταν η υπόχρεη οντότητα είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο του οποίου τις δραστηριότητες διεξάγει ένα μόνο φυσικό πρόσωπο.

Άρθρο 15

Κατάσταση συγκεκριμένων υπαλλήλων

Όταν φυσικό πρόσωπο, εμπίπτον σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 3 σημείο 3 αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος νομικού προσώπου, οι δυνάμει του παρόντος κανονισμού απαιτήσεις βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι το φυσικό.

ΤΜΗΜΑ 2

Διατάξεις που εφαρμόζονται σε ομίλους

Άρθρο 16

Απαιτήσεις σε επίπεδο ομίλου

1.   Η μητρική επιχείρηση διασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες, την εκτίμηση κινδύνου και το προσωπικό που αναφέρονται στο τμήμα 1 του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται σε όλα τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές του ομίλου στα κράτη μέλη και, όσον αφορά ομίλους των οποίων η έδρα βρίσκεται στην Ένωση, σε τρίτες χώρες. Για τον σκοπό αυτόν, η μητρική επιχείρηση διενεργεί εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης που διενεργείται από όλα τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές του ομίλου, και θεσπίζει και εφαρμόζει πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους σε επίπεδο ομίλου, μεταξύ άλλων για την προστασία των δεδομένων σε επίπεδο ομίλου και για τον διαμοιρασμό πληροφοριών εντός του ομίλου για σκοπούς ΚΞΧ/ΧΤ και προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι εντός του ομίλου γνωρίζουν τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Οι υπόχρεες οντότητες εντός του ομίλου εφαρμόζουν τις εν λόγω πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους που ισχύουν σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές τους και τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένες.

Οι πολιτικές, οι διαδικασίες και οι έλεγχοι σε επίπεδο ομίλου και οι εκτιμήσεις κινδύνου σε επίπεδο ομίλου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στα άρθρα 9 και 10, αντίστοιχα.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, όταν ένας όμιλος έχει εγκαταστάσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη και, για ομίλους με έδρα στην Ένωση, σε τρίτες χώρες, οι μητρικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που δημοσιεύονται από τις αρχές όλων των κρατών μελών ή των τρίτων χωρών όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του ομίλου.

2.   Οι λειτουργίες συμμόρφωσης καθορίζονται στο επίπεδο του ομίλου. Οι εν λόγω λειτουργίες περιλαμβάνουν ένα ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης στο επίπεδο του ομίλου και, εφόσον δικαιολογείται από τις δραστηριότητες που διεξάγονται σε επίπεδο ομίλου, έναν υπεύθυνο συμμόρφωσης. Η απόφαση σχετικά με την έκταση των λειτουργιών συμμόρφωσης τεκμηριώνεται.

Το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα της μητρικής επιχείρησης σχετικά με την εφαρμογή των πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων σε επίπεδο ομίλου. Τουλάχιστον, το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων της υπόχρεης οντότητας και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να επανορθώνει έγκαιρα τυχόν εντοπιζόμενες ανεπάρκειες. Όταν το διοικητικό όργανο υπό την εκτελεστική του αρμοδιότητα είναι συλλογικώς υπεύθυνο για τις αποφάσεις του, το ανώτερο διοικητικό στέλεχος συμμόρφωσης το επικουρεί και το συμβουλεύει και προετοιμάζει τις αποφάσεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

3.   Στο πλαίσιο των πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων που αφορούν τον διαμοιρασμό πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 οι υπόχρεες οντότητες εντός του ομίλου υποχρεούνται να ανταλλάσσουν πληροφορίες όταν ο εν λόγω διαμοιρασμός σχετίζεται με τους σκοπούς της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και της διαχείρισης του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο διαμοιρασμός πληροφοριών εντός του ομίλου αφορά, πιο συγκεκριμένα, την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά του πελάτη, των πραγματικών δικαιούχων του ή του προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης, τον χαρακτήρα και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης και των περιστασιακών συναλλαγών και τις υπόνοιες, συνοδευόμενες από τις σχετικές αναλύσεις, ότι τα χρηματικά ποσά αποτελούν έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα ή σχετίζονται με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, οι οποίες αναφέρονται στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) δυνάμει του άρθρου 69, εκτός εάν υπάρχουν διαφορετικές εντολές από τη ΜΧΠ.

Οι πολιτικές, οι διαδικασίες και οι έλεγχοι σε επίπεδο ομίλου δεν εμποδίζουν τις οντότητες εντός του ομίλου οι οποίες δεν είναι υπόχρεες οντότητες να παράσχουν πληροφορίες στις υπόχρεες οντότητες εντός του ίδιου ομίλου, όταν ο διαμοιρασμός αυτός είναι σημαντικός για τη συμμόρφωση των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Οι μητρικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους σε επίπεδο ομίλου με σκοπό να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου καλύπτονται από επαρκείς εγγυήσεις ως προς την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων και τη χρήση των πληροφοριών, μεταξύ άλλων, για να αποτρέπεται η κοινοποίησή τους.

4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει προς έγκριση στην Επιτροπή. Στα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ορίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις των πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ελάχιστων προτύπων για τον διαμοιρασμό πληροφοριών εντός του ομίλου, τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της μητρικής επιχείρησης στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 42) στοιχείο β) και τους όρους βάσει των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου στις οντότητες που είναι μέρος δομών με κοινό σύστημα ελέγχου της ιδιοκτησίας, της διεύθυνσης ή της συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ή των συμπράξεων, καθώς και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό, εκδίδοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

Άρθρο 17

Υποκαταστήματα και θυγατρικές σε τρίτες χώρες

1.   Σε περίπτωση κατά την οποία υποκαταστήματα ή θυγατρικές υπόχρεων οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες στις οποίες οι ελάχιστες απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ είναι λιγότερο αυστηρές σε σχέση με εκείνες που ορίζονται στο παρόντα κανονισμό, η μητρική επιχείρηση διασφαλίζει ότι τα εν λόγω υποκαταστήματα ή θυγατρικές συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων ή ανάλογων απαιτήσεων.

2.   Σε περίπτωση που η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, η μητρική επιχείρηση λαμβάνει επιπρόσθετα μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές στην εν λόγω τρίτη χώρα χειρίζονται αποτελεσματικά τον κίνδυνο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ενημερώνει τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής της σχετικά με τα εν λόγω επιπρόσθετα μέτρα. Σε περίπτωση που οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής θεωρούν ότι τα επιπρόσθετα μέτρα δεν είναι επαρκή, προβαίνουν σε πρόσθετες εποπτικές ενέργειες, μεταξύ άλλων, ζητούν από τον όμιλο να μην συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις, να τερματίσει τις υπάρχουσες επιχειρηματικές σχέσεις ή να μην προβαίνει σε συναλλαγές, ή να παύσει τις εργασίες του στην τρίτη χώρα.

3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει προς έγκριση στην Επιτροπή. Στα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εξειδικεύεται το είδος των επιπρόσθετων μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων, οι ελάχιστες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβαίνουν οι υπόχρεες οντότητες σε περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται κατά το άρθρο 16 καθώς και οι πρόσθετες εποπτικές ενέργειες που απαιτούνται σε αυτές τις περιπτώσεις.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό, εκδίδοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

ΤΜΗΜΑ 3

Εξωτερική ανάθεση

Άρθρο 18

Εξωτερική ανάθεση

1.   Οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να αναθέτουν σε παρόχους υπηρεσιών καθήκοντα που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Η υπόχρεη οντότητα κοινοποιεί στον εποπτικό φορέα την εξωτερική ανάθεση, προτού ο πάροχος υπηρεσιών αρχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες που του ανατέθηκαν.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων βάσει του παρόντος άρθρου, ο πάροχος υπηρεσιών θεωρείται μέρος της υπόχρεης οντότητας, μεταξύ άλλων όταν οι πάροχοι υπηρεσιών υποχρεούνται να συμβουλεύονται τα κεντρικά μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας (EΕ) 2024/1640 («κεντρικά μητρώα») για τους σκοπούς της άσκησης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για λογαριασμό της υπόχρεης οντότητας.

Η υπόχρεη οντότητα παραμένει πλήρως υπεύθυνη για κάθε πράξη, είτε διάπραξη είτε παράλειψη, η οποία συνδέεται με τα καθήκοντα που ανατίθενται εξωτερικά και εκτελούνται από τον πάροχο υπηρεσιών.

Για κάθε καθήκον που ανατίθεται εξωτερικά, η υπόχρεη οντότητα είναι σε θέση να αποδείξει στον εποπτικό φορέα ότι κατανοεί το σκεπτικό στο οποίο βασίζονται οι δραστηριότητες που ασκεί ο πάροχος υπηρεσιών και την προσέγγιση που ακολουθείται κατά την εφαρμογή τους, και ότι οι εν λόγω δραστηριότητες μετριάζουν τους συγκεκριμένους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται η υπόχρεη οντότητα.

3.   Τα καθήκοντα που ανατίθενται εξωτερικά δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν εκτελούνται κατά τρόπο που παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα της συμμόρφωσης των πολιτικών και διαδικασιών της υπόχρεης οντότητας με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113, και των εφαρμοζόμενων ελέγχων για την εξακρίβωση των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών. Τα ακόλουθα καθήκοντα δεν ανατίθενται εξωτερικά υπό οιεσδήποτε περιστάσεις:

α)

η πρόταση και η έγκριση της εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης της υπόχρεης οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2·

β)

η έγκριση των εσωτερικών πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων της υπόχρεης οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 9·

γ)

η απόφαση σχετικά με το προφίλ κινδύνου που πρέπει να αποδοθεί στον πελάτη·

δ)

η απόφαση σύναψης επιχειρηματικής σχέσης ή πραγματοποίησης περιστασιακής συναλλαγής με πελάτη·

ε)

η αναφορά στη ΜΧΠ ύποπτων δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 69 ή οι αναφορές βάσει κατωτάτου ορίου σύμφωνα με το άρθρα 74 και 80, εκτός εάν οι εν λόγω δραστηριότητες ανατίθενται εξωτερικά σε άλλη υπόχρεη οντότητα που ανήκει στον ίδιο όμιλο και είναι εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος·

στ)

η έγκριση των κριτηρίων για τον εντοπισμό ύποπτων ή ασυνήθιστων συναλλαγών και δραστηριοτήτων.

4.   Προτού μια υπόχρεη οντότητα αναθέσει καθήκοντα σύμφωνα με την παράγραφο 1, βεβαιώνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών διαθέτει επαρκή προσόντα για την εκτέλεση των καθηκόντων που πρόκειται να ανατεθούν εξωτερικά.

Σε περίπτωση που υπόχρεη οντότητα αναθέτει εξωτερικά καθήκον δυνάμει της παραγράφου 1, διασφαλίζει ότι ο πάροχος υπηρεσιών ή οποιοσδήποτε επιμέρους πάροχος εξωτερικών υπηρεσιών εφαρμόζει τα μέτρα που ενέκρινε η υπόχρεη οντότητα. Οι όροι για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων καθορίζονται σε γραπτή συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ της υπόχρεης οντότητας και του παρόχου υπηρεσιών. Η υπόχρεη οντότητα διενεργεί τακτικούς ελέγχους, προκειμένου να βεβαιώνεται για την αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών από τον πάροχο υπηρεσιών. Η συχνότητα των εν λόγω ελέγχων καθορίζεται βάσει της κρισιμότητας του χαρακτήρα των εξωτερικά ανατιθέμενων καθηκόντων.

5.   Οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι η εκτέλεση των καθηκόντων μέσω εξωτερικής ανάθεσης δεν παραβλάπτει ουσιωδώς την ικανότητα των εποπτικών αρχών να παρακολουθούν και να εξακριβώνουν τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας με τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι υπόχρεες οντότητες δεν αναθέτουν καθήκοντα που απορρέουν από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σε παρόχους υπηρεσιών οι οποίοι διαμένουν ή είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο III τμήμα 2, εκτός εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η υπόχρεη οντότητα αναθέτει καθήκοντα αποκλειστικά σε πάροχο υπηρεσιών που ανήκει στον ίδιο όμιλο·

β)

ο όμιλος εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ΚΞΧ/ΧΤ, μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και κανόνες τήρησης αρχείων που συμμορφώνονται πλήρως με τον παρόντα κανονισμό ή με ισοδύναμους κανόνες σε τρίτες χώρες·

γ)

η αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου εποπτεύεται σε επίπεδο ομίλου από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

7.   Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν έχει νομική προσωπικότητα ή διαθέτει μόνο διοικητικό συμβούλιο και έχει αναθέσει την επεξεργασία των εγγραφών και τη συλλογή χρηματικών ποσών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, από επενδυτές σε άλλη οντότητα, μπορεί να αναθέσει το καθήκον που αναφέρεται στα στοιχεία γ), δ) και ε) του παρόντος άρθρου σε έναν από τους παρόχους υπηρεσιών του.

Η εξωτερική ανάθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αφού ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων κοινοποιήσει την πρόθεσή του να αναθέσει το καθήκον στον εποπτικό φορέα σύμφωνα με την παράγραφο 1 και ο εποπτικός φορέας έχει εγκρίνει την εν λόγω εξωτερική ανάθεση, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

τους πόρους, την πείρα και τις γνώσεις του παρόχου υπηρεσιών σε σχέση με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

β)

τη γνώση του παρόχου υπηρεσιών σχετικά με το είδος των δραστηριοτήτων ή συναλλαγών που πραγματοποιεί ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων.

8.   Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές προς τις υπόχρεες οντότητες σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α)

τη σύναψη σχέσεων εξωτερικής ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένης τυχόν μεταγενέστερης σχέσης εξωτερικής ανάθεσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τη διακυβέρνηση και τις διαδικασίες τους για την παρακολούθηση της άσκησης των λειτουργιών από τον πάροχο υπηρεσιών, ιδίως δε εκείνες τις λειτουργίες που πρέπει να θεωρούνται κρίσιμης σημασίας·

β)

τους ρόλους και την ευθύνη της υπόχρεης οντότητας και του παρόχου υπηρεσιών στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης·

γ)

εποπτικές προσεγγίσεις όσον αφορά την εξωτερική ανάθεση, καθώς και εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά την εξωτερική ανάθεση λειτουργιών κρίσιμης σημασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 19

Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη

1.   Οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις·

β)

όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή αξίας τουλάχιστον 10 000 EUR, ή ισόποσης σε εθνικό νόμισμα, είτε η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη είτε μέσω συνδεδεμένων συναλλαγών, ή η οποία αντιστοιχεί σε χαμηλότερη αξία δυνάμει της παραγράφου 9·

γ)

όταν συμμετέχουν στη σύσταση νομικής οντότητας, στη σύσταση νομικού μορφώματος ή, για τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3 στοιχείο α), β) ή γ), στη μεταβίβαση της κυριότητας νομικής οντότητας, ανεξάρτητα από την αξία της συναλλαγής·

δ)

όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο·

ε)

όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια ή την καταλληλότητα των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του πελάτη·

στ)

όταν υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν το πρόσωπα με τα οποίο αλληλενεργούν είναι ο πελάτης ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη.

2.   Επιπλέον των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, με εξαίρεση τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη όταν ξεκινούν ή εκτελούν περιστασιακή πράξη που συνιστά μεταφορά χρηματικών ποσών σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 3 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113, με αξία τουλάχιστον 1 000 EUR, ή ισόποσης σε εθνικό νόμισμα, είτε η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη είτε μέσω συνδεδεμένων συναλλαγών.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων:

α)

εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή αξίας τουλάχιστον 1 000 EUR, ή ισόποσης σε εθνικό νόμισμα, είτε η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη είτε μέσω συνδεδεμένων συναλλαγών·

β)

εφαρμόζουν τουλάχιστον τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή αξίας κάτω των 1 000 EUR, ή ισόποσης σε εθνικό νόμισμα, είτε η συναλλαγή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη είτε μέσω συνδεδεμένων συναλλαγών.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τουλάχιστον τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή σε ρευστά διαθέσιμα αξίας τουλάχιστον 3 000 EUR, ή ισόποσης σε εθνικό νόμισμα, είτε η συναλλαγή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη είτε μέσω συνδεδεμένων συναλλαγών.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται όταν τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει, σύμφωνα με το άρθρο 80 παράγραφοι 2 και 3, όριο πληρωμών μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα 3 000 EUR κατ’ ανώτατο όριο, ή ισόποσο σε εθνικό νόμισμα, εκτός από τις περιπτώσεις που καλύπτει η παράγραφος 4 στοιχείο β) του εν λόγω άρθρου.

5.   Επιπλέον των περιστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιγνίων εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη κατά την είσπραξη των κερδών, κατά την κατάθεση του στοιχήματος ή και στις δύο περιπτώσεις, όταν πραγματοποιούν συναλλαγές που ανέρχονται τουλάχιστον σε 2 000 EUR ή ισόποσες σε εθνικό νόμισμα, είτε η συναλλαγή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη είτε μέσω συνδεδεμένων συναλλαγών.

6.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, οι υπόχρεες οντότητες θεωρούν ως πελάτες τους τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

στην περίπτωση υπόχρεων οντοτήτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία ε), στ) και θ), και των προσώπων που εμπορεύονται αγαθά υψηλής αξίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχείο ι), εκτός από τον άμεσο πελάτη τους, τον προμηθευτή των αγαθών·

β)

στην περίπτωση συμβολαιογράφων, δικηγόρων και άλλων επαγγελματιών νομικών που μεσολαβούν σε συναλλαγή και εφόσον είναι ο μόνος συμβολαιογράφος ή δικηγόρος ή άλλος επαγγελματίας νομικός που μεσολαβεί στην εν λόγω συναλλαγή, αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής·

γ)

στην περίπτωση κτηματομεσιτών, αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής·

δ)

σε σχέση με τις υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών που παρέχονται από παρόχους υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, τον έμπορο·

ε)

σε σχέση με τους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης και τους διαμεσολαβητές συμμετοχικής χρηματοδότησης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αφενός ζητεί χρηματοδότηση και αφετέρου παρέχει χρηματοδότηση μέσω της πλατφόρμας συμμετοχικής χρηματοδότησης.

7.   Οι εποπτικοί φορείς μπορούν, άμεσα ή σε συνεργασία με άλλες αρχές στο εν λόγω κράτος μέλος, να εξαιρούν τις υπόχρεες οντότητες από την εφαρμογή, εν όλω ή εν μέρει, των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ), όσον αφορά το ηλεκτρονικό χρήμα βάσει του αποδεδειγμένα χαμηλού κινδύνου που ενέχει η φύση του προϊόντος, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις μετριασμού του κινδύνου:

α)

το μέσο πληρωμής δεν διαθέτει δυνατότητα επαναφόρτισης και το ποσό που αποθηκεύεται ηλεκτρονικά δεν υπερβαίνει τα 150 EUR ή το ισόποσο σε εθνικό νόμισμα·

β)

το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών που παρέχονται από τον εκδότη ή στο πλαίσιο δικτύου παρόχων υπηρεσιών·

γ)

το μέσο πληρωμής δεν συνδέεται με λογαριασμό πληρωμών και δεν επιτρέπει την ανταλλαγή αποθηκευμένου ποσού με ρευστά διαθέσιμα ή με κρυπτοστοιχεία·

δ)

ο εκδότης παρακολουθεί επαρκώς τις συναλλαγές ή την επιχειρηματική σχέση ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός ασυνήθιστων ή ύποπτων συναλλαγών.

8.   Οι πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιγνίων δύνανται να εκπληρώνουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) με την ταυτοποίηση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη κατά την είσοδο στο καζίνο ή σε άλλους φυσικούς χώρους τυχερών παιγνίων, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν συστήματα που τους επιτρέπουν να αποδίδουν συναλλαγές σε συγκεκριμένους πελάτες.

9.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει προς έγκριση στην Επιτροπή. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζουν:

α)

τις υπόχρεες οντότητες, τους τομείς ή τις συναλλαγές που σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για τα οποία ισχύει αξία κατώτερη από την αξία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β)·

β)

οι σχετικές αξίες περιστασιακών συναλλαγών·

γ)

τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον εντοπισμό περιστασιακών συναλλαγών και επιχειρηματικών σχέσεων·

δ)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των συνδεδεμένων συναλλαγών.

Κατά την ανάπτυξη των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η ΑΚΝΕΠΑΔ λαμβάνει υπόψη τα εγγενή επίπεδα κινδύνου των επιχειρηματικών μοντέλων των διαφόρων τύπων υπόχρεων οντοτήτων και την σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμηση κινδύνου που εκπονεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

10.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό εκδίδοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

Άρθρο 20

Μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη

1.   Για τον σκοπό της εφαρμογής της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν όλα τα ακόλουθα μέτρα:

α)

ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη·

β)

ταυτοποίηση της ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων και λήψη εύλογων μέτρων για επαλήθευση της ταυτότητάς τους ώστε η υπόχρεη οντότητα να είναι βέβαιη ότι γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός δικαιούχος και ότι κατανοεί τη δομή ιδιοκτησίας και ελέγχου του πελάτη·

γ)

αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, συλλογή πληροφοριών για τον σκοπό και τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης ή των περιστασιακών συναλλαγών και κατανόησή τους·

δ)

έλεγχο αν ο πελάτης ή οι πραγματικοί δικαιούχοι υπόκεινται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις και, στην περίπτωση πελάτη ή μέρους νομικού μορφώματος που είναι νομική οντότητα, αν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υπόκεινται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις ελέγχουν τη νομική οντότητα ή έχουν πάνω από το 50 % των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας της εν λόγω νομικής οντότητας ή πλειοψηφική συμμετοχή σε αυτήν, είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά·

ε)

αξιολόγηση και, κατά περίπτωση, συλλογή πληροφοριών σχετικά με τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των πελατών, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση των επιχειρήσεων, αν ασκούν δραστηριότητες ή περί της απασχόλησης ή της επαγγελματικής τους κατάστασης·

στ)

άσκηση συνεχούς παρακολούθησης όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις γνώσεις της υπόχρεης οντότητας σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών·

ζ)

καθορισμό του αν ο πελάτης, ο πραγματικός δικαιούχος του πελάτη και, κατά περίπτωση, το πρόσωπο για λογαριασμό ή προς όφελος του οποίου διενεργείται συναλλαγή ή ασκείται δραστηριότητα είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο, στενός συγγενής του ή πρόσωπο που είναι γνωστό ως στενός συνεργάτης.

η)

όταν μια συναλλαγή ή δραστηριότητα διεξάγεται για λογαριασμό ή προς όφελος φυσικών προσώπων διαφορετικών από τον πελάτη, ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας των εν λόγω φυσικών προσώπων·

θ)

έλεγχο του αν κάθε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη είναι εξουσιοδοτημένο προς τούτο, και εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητάς του.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες καθορίζουν την έκταση των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 βάσει εξατομικευμένης ανάλυσης των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε σχέση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του πελάτη και της επιχειρηματικής σχέσης ή της περιστασιακής συναλλαγής και λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης που διενεργεί η υπόχρεη οντότητα δυνάμει του άρθρου 10 και τις μεταβλητές της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που καθορίζονται στο παράρτημα I καθώς και τους παράγοντες κινδύνου που καθορίζονται στα παραρτήματα II και III.

Σε περίπτωση που οι υπόχρεες οντότητες εντοπίσουν αυξημένο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας δυνάμει του τμήματος 4 του παρόντος κεφαλαίου. Σε περίπτωση που διαπιστώνεται χαμηλότερος κίνδυνος, οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να εφαρμόζουν μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας δυνάμει του τμήματος 3 του παρόντος κεφαλαίου.

3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεταβλητές κινδύνου και τους παράγοντες κινδύνου που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι υπόχρεες οντότητες όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις ή διενεργούν περιστασιακές συναλλαγές.

4.   Οι υπόχρεες οντότητες είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να αποδείξουν στους εποπτικούς φορείς τους ότι τα ληφθέντα μέτρα είναι ενδεδειγμένα για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Άρθρο 21

Αδυναμία συμμόρφωσης με την απαίτηση περί εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη

1.   Όταν η υπόχρεη οντότητα δεν μπορεί να συμμορφωθεί με την απαίτηση περί εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 δεν πραγματοποιεί συναλλαγή ούτε συνάπτει επιχειρηματική σχέση, τερματίζει δε την επιχειρηματική σχέση και εξετάζει την υποβολή αναφοράς για ύποπτη συναλλαγή στη ΜΧΠ σε σχέση με τον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 69.

Ο τερματισμός επιχειρηματικής σχέσης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν απαγορεύει τη λήψη χρηματικών ποσών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 25 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, λόγω της υπόχρεης οντότητας.

Όταν η υπόχρεη οντότητα έχει καθήκον να προστατεύσει τα περιουσιακά στοιχεία του πελάτη της, ο τερματισμός της επιχειρηματικής σχέσης δεν θεωρείται ότι απαιτεί διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη.

Στην περίπτωση των συμβάσεων ασφάλειας ζωής, οι υπόχρεες οντότητες, όταν είναι αναγκαίο ως μέτρο εναλλακτικό του τερματισμού της επιχειρηματικής σχέσης, δεν διενεργούν συναλλαγές για τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών προς τους δικαιούχους, έως ότου επέλθει συμμόρφωση προς τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε συμβολαιογράφους, νομικούς, άλλους ελεύθερους επαγγελματίες νομικούς, νόμιμους ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φοροτεχνικούς, στον βαθμό που τα εν λόγω πρόσωπα εξακριβώνουν τη νομική θέση για λογαριασμό του πελάτη τους ή εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της υπεράσπισης ή εκπροσώπησης του εν λόγω πελάτη σε δικαστική διαδικασία ή σχετικά με αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών με θέμα την κίνηση ή την αποφυγή κίνησης μιας τέτοιας διαδικασίας.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν οι αναφερόμενες σε αυτό υπόχρεες οντότητες:

α)

ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σε βασικά αδικήματά της ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

β)

παρέχουν νομικές συμβουλές για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή

γ)

γνωρίζουν ότι ο πελάτης ζητεί νομικές συμβουλές για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας· η γνώση ή ο σκοπός μπορούν να συναχθούν από αντικειμενικά, πραγματικά περιστατικά.

3.   Οι υπόχρεες οντότητες καταγράφουν τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν με σκοπό τη συμμόρφωση προς την απαίτηση περί εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένων αρχείων των ειλημμένων αποφάσεων και των σχετικών εγγράφων τεκμηρίωσης και των αιτιολογήσεων. Τα έγγραφα, τα δεδομένα ή οι πληροφορίες που διατηρεί η υπόχρεη οντότητα επικαιροποιούνται όποτε η δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη επανεξετάζεται δυνάμει του άρθρου 26.

Η υποχρέωση καταγραφής των ενεργειών που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται επίσης στις περιπτώσεις στις οποίες υπόχρεες οντότητες αρνούνται να συνάψουν επιχειρηματική σχέση, να τερματίσουν επιχειρηματική σχέση ή να εφαρμόσουν εναλλακτικά μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κοινές κατευθυντήριες γραμμές με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σχετικά με τα μέτρα που μπορούν να λάβουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες ΚΞΧ/ΧΤ κατά την υλοποίηση των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/92/ΕΕ, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις επιχειρηματικές σχέσεις που επηρεάζονται περισσότερο από πρακτικές ελαχιστοποίησης των κινδύνων.

Άρθρο 22

Προσδιορισμός και επαλήθευση της ταυτότητας των πελατών και του πραγματικού δικαιούχου

1.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις χαμηλότερου κινδύνου για τις οποίες εφαρμόζονται τα μέτρα του τμήματος 3 και ανεξάρτητα από την εφαρμογή επιπρόσθετων μέτρων σε περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου βάσει του τμήματος 4, οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να εξακριβώσουν την ταυτότητα του πελάτη, κάθε προσώπου που ισχυρίζεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη, και των φυσικών προσώπων για λογαριασμό ή προς όφελος των οποίων διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα:

α)

σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο:

i)

όλα τα ονόματα και τα επώνυμα·

ii)

τον τόπο και την πλήρη ημερομηνία γέννησης·

iii)

τις υπηκοότητες, το καθεστώς ανιθαγένειας και πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας, ανάλογα με την περίπτωση, και τον εθνικό αριθμό ταυτότητας, ανάλογα με την περίπτωση·

iv)

τον συνήθη τόπο διαμονής ή, εάν δεν υπάρχει σταθερή διεύθυνση κατοικίας με καθεστώς νόμιμης διαμονής στην Ένωση, την ταχυδρομική διεύθυνση επικοινωνίας με το φυσικό πρόσωπο και, εάν υπάρχει, τον αριθμό φορολογικού μητρώου·

β)

σε περίπτωση που πρόκειται για νομική οντότητα:

i)

τη νομική μορφή και την επωνυμία της νομικής οντότητας·

ii)

τη διεύθυνση της καταστατικής ή επίσημης έδρας και, αν είναι διαφορετικά, τον κύριο τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας και τη χώρα σύστασης·

iii)

τα ονόματα των νομικών εκπροσώπων της νομικής οντότητας καθώς και, εάν υπάρχουν, τον αριθμό μητρώου, τον αριθμό φορολογικού μητρώου και τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας·

iv)

τα ονόματα των προσώπων που κατέχουν μετοχές ή διευθυντικές θέσεις ως εντολοδόχοι, μαζί με αναφορά της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων μετόχων ή διευθυντών·

γ)

σε περίπτωση που πρόκειται για εμπιστευματοδόχο σε ρητό εμπίστευμα ή πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα:

i)

βασικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό μόρφωμα· εντούτοις, όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στο νομικό μόρφωμα ή τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης μέσω του νομικού μορφώματος, προσδιορίζονται μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο της επιχειρηματικής σχέσης ή της περιστασιακής συναλλαγής·

ii)

τη διεύθυνση κατοικίας των εμπιστευματοδόχων ή των προσώπων που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα και, εάν είναι διαφορετικός, τον τόπο από τον οποίο γίνεται η διαχείριση των ρητών εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, τις εξουσίες που ρυθμίζουν και δεσμεύουν τη νομική ρύθμιση, καθώς και, εάν υπάρχουν, τον αριθμό φορολογικού μητρώου και τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας·

δ)

σε περίπτωση που πρόκειται για άλλους οργανισμούς που έχουν τη νομική ικανότητα βάσει της εθνικής νομοθεσίας:

i)

την επωνυμία, τη διεύθυνση της καταστατικής ή ανάλογης έδρας·

ii)

τα ονόματα των προσώπων που έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπούν τον οργανισμό καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, τη νομική μορφή, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, τον αριθμό μητρώου, τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας και το καταστατικό της εταιρείας ή ανάλογο έγγραφο.

2.   Για τους σκοπούς της ταυτοποίησης του πραγματικού δικαιούχου μιας νομικής οντότητας ή ενός νομικού μορφώματος, οι υπόχρεες οντότητες συλλέγουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 62 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α).

Σε περίπτωση που, αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα δυνατά μέσα προσδιορισμού δεν προσδιορισθούν φυσικά πρόσωπα ως πραγματικοί δικαιούχοι, ή σε περίπτωση που υπάρχουν αμφιβολίες ότι τα προσδιορισθέντα πρόσωπα είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι, οι υπόχρεες οντότητες καταγράφουν το γεγονός ότι δεν προσδιορίσθηκε πραγματικός δικαιούχος και προσδιορίζουν την ταυτότητα όλων των φυσικών προσώπων που κατέχουν τις θέσεις ανώτερων διοικητικών στελεχών στο νομικό πρόσωπο ή στη νομική οντότητα και επαληθεύουν την ταυτότητά τους.

Εάν η διενέργεια της επαλήθευσης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο ενδέχεται να αποκαλύψει στον πελάτη ότι η υπόχρεη οντότητα έχει αμφιβολίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο της νομικής οντότητας, η υπόχρεη οντότητα δεν προβαίνει στην επαλήθευση της ταυτότητας των ανώτερων διοικητικών στελεχών και, αντ’ αυτού, καταγράφει τα μέτρα που ελήφθησαν για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων και των ανώτερων διοικητικών στελεχών. Οι υπόχρεες οντότητες τηρούν αρχεία των ενεργειών στις οποίες προέβησαν καθώς και των δυσχερειών που αντιμετώπισαν κατά τη διαδικασία προσδιορισμού της ταυτότητας και οι οποίες τις οδήγησαν να καταφύγουν στον προσδιορισμό ανώτερου διοικητικού στελέχους.

3.   Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν πληροφορίες για τον προσδιορισμό και την επαλήθευση της ταυτότητας των φυσικών ή νομικών προσώπων που χρησιμοποιούν το οποιοδήποτε εικονικό IBAN που εκδίδουν, καθώς και τον σχετικό τραπεζικό λογαριασμό ή λογαριασμό πληρωμών.

Το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός που εξυπηρετεί τον τραπεζικό λογαριασμό ή τον λογαριασμό πληρωμών προς τον οποίον αναδρομολογεί πληρωμές ένας εικονικός IBAN που έχει εκδοθεί από άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, εξασφαλίζει ότι μπορεί να λάβει από το ίδρυμα που εκδίδει τον εικονικό IBAN τις πληροφορίες που ταυτοποιούν και επαληθεύουν την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που χρησιμοποιεί τον εν λόγω εικονικό IBAN χωρίς καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 5 εργάσιμων ημερών από την αίτηση παροχής των πληροφοριών αυτών.

4.   Στην περίπτωση δικαιούχων εταιρειών εμπιστευματικής διαχείρισης ή παρεμφερών νομικών οντοτήτων ή μορφωμάτων τα οποία προσδιορίζονται ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία, η υπόχρεη οντότητα λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον δικαιούχο ώστε να είναι σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του δικαιούχου κατά τον χρόνο της πληρωμής ή τη στιγμή που ο δικαιούχος ασκεί τα κεκτημένα του δικαιώματα.

5.   Στην περίπτωση εμπιστευμάτων διακριτικής ευχέρειας, η υπόχρεη οντότητα λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα αντικείμενα εξουσίας και τους υποκατάστατους λήπτες, ούτως ώστε να είναι σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα του δικαιούχου κατά τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από τους εμπιστευματοδόχους ή κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι υποκατάστατοι λήπτες καθίστανται οι δικαιούχοι λόγω της μη άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από τους εμπιστευματοδόχους.

6.   Οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν τις πληροφορίες, τα έγγραφα και τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και κάθε προσώπου που ισχυρίζεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

την υποβολή εγγράφου ταυτότητας, του διαβατηρίου ή ανάλογου εγγράφου και, κατά περίπτωση, τη λήψη των πληροφοριών από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές, είτε μέσω άμεσης πρόσβασης είτε από τον πελάτη·

β)

τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 όσον αφορά το βασικό ή το υψηλό επίπεδο διασφάλισης και των συναφών εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

7.   Οι υπόχρεες οντότητες επαληθεύουν την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου και, κατά περίπτωση, των προσώπων για λογαριασμό ή προς όφελος των οποίων διενεργείται συναλλαγή ή δραστηριότητα με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

σύμφωνα με την παράγραφο 6·

β)

λαμβάνοντας εύλογα μέτρα για τη λήψη των αναγκαίων πληροφοριών, εγγράφων και δεδομένων από τον πελάτη ή άλλες αξιόπιστες πηγές, συμπεριλαμβανομένων δημόσιων μητρώων άλλων από τα κεντρικά μητρώα.

Οι υπόχρεες οντότητες καθορίζουν την έκταση των πληροφοριών που πρέπει να εξεταστούν, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που ενέχει η περιστασιακή συναλλαγή ή η επιχειρηματική σχέση και ο πραγματικός δικαιούχος, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που σχετίζονται με την ιδιοκτησιακή δομή.

Επιπλέον των μέσων επαλήθευσης που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, οι υπόχρεες οντότητες επαληθεύουν τις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους ανατρέχοντας στα κεντρικά μητρώα.

Άρθρο 23

Χρόνος διενέργειας της επαλήθευσης της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου

1.   Η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, του πραγματικού δικαιούχου και οποιωνδήποτε προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία η) και θ) διενεργείται πριν από τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή την πραγματοποίηση περιστασιακής συναλλαγής. Η εν λόγω υποχρέωση δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις χαμηλότερου κινδύνου βάσει του τμήματος 3 του παρόντος κεφαλαίου, υπό τον όρο ότι ο χαμηλότερος κίνδυνος δικαιολογεί την αναβολή της εν λόγω επαλήθευσης.

Για τους κτηματομεσίτες, η επαλήθευση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διενεργείται αφού γίνει δεκτή η προσφορά από τον πωλητή ή τον εκμισθωτή και, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη μεταβίβαση χρηματικών ποσών ή ακινήτων.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί κατά τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή διεξαγωγή των εργασιών και εφόσον ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω διαδικασίες ολοκληρώνονται το συντομότερο δυνατόν μετά την αρχική επαφή.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός δύναται να ανοίξει λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένων λογαριασμών που επιτρέπουν τις συναλλαγές κινητών αξιών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του πελάτη, υπό τον όρο ότι υπάρχουν οι κατάλληλες εγγυήσεις που διασφαλίζουν ότι οι συναλλαγές δεν πραγματοποιούνται από τον πελάτη ή για λογαριασμό του, προτού εξασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β).

4.   Όποτε συνάπτουν νέα επιχειρηματική σχέση με νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή τον εμπιστευματοδόχο σε ρητό εμπίστευμα ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα που αναφέρεται στα άρθρα 51, 57, 58, 61 και 67 και υπόκειται σε καταγραφή πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640, οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν έγκυρη απόδειξη της εγγραφής ή προσφάτως εκδοθέν απόσπασμα του μητρώου που επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της εγγραφής.

Άρθρο 24

Αναφορά αναντιστοιχιών ως προς τις πληροφορίες που περιέχουν τα μητρώα πραγματικών δικαιούχων

1.   Οι υπόχρεες οντότητες αναφέρουν στα κεντρικά μητρώα ενδεχόμενες αναντιστοιχίες τις οποίες διαπιστώνουν μεταξύ των πληροφοριών που υπάρχουν στα κεντρικά μητρώα και των πληροφοριών που συλλέγουν σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 22 παράγραφος 7.

Οι αναντιστοιχίες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο αναφέρονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 14 ημερολογιακών ημερών από τη διαπίστωσή τους. Οι υπόχρεες οντότητες, όταν αναφέρουν τις εν λόγω αναντιστοιχίες, συνοδεύουν τις αναφορές τους με τις πληροφορίες που έλαβαν δηλώνοντας αφενός την αναντιστοιχία και αφετέρου ποιοι θεωρούν ότι είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι και, κατά περίπτωση, οι εντολοδόχοι μέτοχοι και οι εντολοδόχοι διευθυντές και για ποιον λόγο.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να μην αναφέρουν αναντιστοιχίες στο κεντρικό μητρώο παρά μπορούν αντί αυτού να ζητούν επιπρόσθετες πληροφορίες από τους πελάτες, όταν οι διαπιστωμένες αναντιστοιχίες:

α)

περιορίζονται σε τυπογραφικά σφάλματα, διαφορετικούς τρόπους μεταγραμματισμού ή ήσσονος σημασίας ανακρίβειες που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων ή τη θέση τους· ή

β)

είναι αποτέλεσμα παρωχημένων δεδομένων, αλλά οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι γνωστοί στην υπόχρεη οντότητα από άλλη αξιόπιστη πηγή και δεν υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι υπάρχει πρόθεση απόκρυψης πληροφοριών, και

Εάν υπόχρεη οντότητα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στο κεντρικό μητρώο είναι εσφαλμένες, προσκαλεί τον πελάτη να υποβάλλει τις ορθές πληροφορίες στο κεντρικό μητρώο σύμφωνα με τα άρθρα 63, 64 και 67 χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 14 ημερολογιακών ημερών.

Η παρούσα παράγραφος δεν αφορά περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου στις οποίες εφαρμόζονται τα μέτρα του τμήματος 4 του παρόντος κεφαλαίου.

3.   Εάν πελάτης δεν έχει υποβάλει τις σωστές πληροφορίες εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, η υπόχρεη οντότητα αναφέρει την αναντιστοιχία στο κεντρικό μητρώο σύμφωνα την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

4.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε συμβολαιογράφους, νομικούς, άλλους ελεύθερους επαγγελματίες νομικούς, νόμιμους ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φοροτεχνικούς σε σχέση με πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά την αξιολόγηση της νομικής κατάστασης του εν λόγω πελάτη, ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν σε δίκη ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά ή μετά τη δίκη.

Ωστόσο, οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όταν οι υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου παρέχουν νομικές συμβουλές σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις του άρθρου 21 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

Άρθρο 25

Προσδιορισμός του σκοπού και του σχεδιαζόμενου χαρακτήρα μιας επιχειρηματικής σχέσης ή περιστασιακής συναλλαγής

Πριν από τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης ή την πραγματοποίηση περιστασιακής συναλλαγής, η υπόχρεη οντότητα βεβαιώνεται ότι κατανοεί τον σκοπό και τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της. Για τον σκοπό αυτόν, η υπόχρεη οντότητα λαμβάνει, εφόσον απαιτείται, πληροφορίες σχετικά με:

α)

τον σκοπό και το οικονομικό σκεπτικό της περιστασιακής συναλλαγής ή της επιχειρηματικής σχέσης·

β)

το εκτιμώμενο ύψος των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων·

γ)

την πηγή των χρηματικών ποσών·

δ)

τον προορισμό των χρηματικών ποσών·

ε)

την επιχειρηματική δραστηριότητα ή την επαγγελματική κατάσταση του πελάτη.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, οι υπόχρεες οντότητες που καλύπτονται από το άρθρο 74 συλλέγουν πληροφορίες προκειμένου να προσδιορίσουν αν η προβλεπόμενη χρήση των αγαθών υψηλής αξίας που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο προορίζεται για εμπορικούς ή μη εμπορικούς σκοπούς.

Άρθρο 26

Συνεχής παρακολούθηση της επιχειρηματικής σχέσης και παρακολούθηση των συναλλαγών που πραγματοποιούν οι πελάτες

1.   Οι υπόχρεες οντότητες παρακολουθούν συνεχώς την επιχειρηματική σχέση, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που πραγματοποιεί ο πελάτης καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω συναλλαγές συνάδουν με τις γνώσεις που έχει η υπόχρεη οντότητα για τον πελάτη, την επιχειρηματική δραστηριότητα και το προφίλ κινδύνου του πελάτη και, εφόσον απαιτείται, με τις πληροφορίες σχετικά με την προέλευση και τον προορισμό των χρηματικών ποσών, και προκειμένου να εντοπίζει τις συναλλαγές που υπόκεινται σε πιο ενδελεχή αξιολόγηση δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2.

Εάν οι επιχειρηματικές σχέσεις καλύπτουν περισσότερα του ενός προϊόντα ή υπηρεσίες, οι υπόχρεες οντότητες εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη καλύπτουν όλα τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες.

Εάν υπόχρεες οντότητες που ανήκουν σε όμιλο έχουν επιχειρηματικές σχέσεις με πελάτες που είναι επίσης πελάτες άλλων οντοτήτων εντός του εν λόγω ομίλου, είτε είναι υπόχρεες οντότητες είτε επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που σχετίζονται με τις εν λόγω άλλες επιχειρηματικές σχέσεις για τους σκοπούς της παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης με τους πελάτες τους.

2.   Στο πλαίσιο της συνεχούς παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν την επικαιροποίηση των σχετικών εγγράφων, δεδομένων και πληροφοριών του πελάτη.

Το διάστημα μεταξύ επικαιροποιήσεων των πληροφοριών του πελάτη δυνάμει του πρώτου εδαφίου εξαρτάται από τον κίνδυνο που ενέχει η επιχειρηματική σχέση και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει:

α)

για πελάτες υψηλότερου κινδύνου στους οποίους εφαρμόζονται τα μέτρα του τμήματος 4 του παρόντος κεφαλαίου, το 1 έτος·

β)

για όλους τους άλλους πελάτες, τα 5 έτη.

3.   Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 2, οι υπόχρεες οντότητες επανεξετάζουν και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούν τις πληροφορίες του πελάτη:

α)

όταν μεταβάλλονται οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη·

β)

όταν η υπόχρεη οντότητα υπέχει νομική υποχρέωση κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους να επικοινωνήσει με τον πελάτη με σκοπό την επανεξέταση κάθε ουσιαστικής πληροφορίας που σχετίζεται με τους πραγματικούς κατόχους ή για λόγους συμμόρφωσης με την οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου (42)·

γ)

όταν περιέρχεται σε γνώση τους συναφές πραγματικό περιστατικό που σχετίζεται με τον πελάτη.

4.   Επιπλέον της συνεχούς παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι υπόχρεες οντότητες επαληθεύουν τακτικά αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο δ). Η συχνότητα της εν λόγω επαλήθευσης είναι ανάλογη με την έκθεση της υπόχρεης οντότητας και της επιχειρηματικής σχέσης σε κινδύνους μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

Για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η επαλήθευση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διενεργείται επίσης κατόπιν νέου χαρακτηρισμού σε σχέση με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις.

Οι απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου δεν αντικαθιστούν την υποχρέωση επιβολής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων ή αυστηρότερων απαιτήσεων βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης ή βάσει του εθνικού δικαίου σχετικά με την επαλήθευση της πελατειακής βάσης έναντι καταλόγων στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

5.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη συνεχή παρακολούθηση μιας επιχειρηματικής σχέσης και την παρακολούθηση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εν λόγω σχέσης.

Άρθρο 27

Προσωρινά μέτρα για πελάτες που υπόκεινται σε οικονομικές κυρώσεις του ΟΗΕ

1.   Όσον αφορά πελάτες που υπόκεινται σε οικονομικές κυρώσεις του ΟΗΕ ή που ελέγχονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες που υπόκεινται σε οικονομικές κυρώσεις του ΟΗΕ, ή όπου φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες που υπόκεινται σε οικονομικές κυρώσεις του ΟΗΕ έχουν άνω του 50 % των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή πλειοψηφική συμμετοχή, είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά, οι υπόχρεες οντότητες τηρούν αρχεία σχετικά με:

α)

τα κεφάλαια ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζονται για τον πελάτη κατά τον χρόνο δημοσιοποίησης των οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ·

β)

τις συναλλαγές που επιχείρησε να διενεργήσει ο πελάτης·

γ)

τις συναλλαγές που διενεργήθηκαν για τον πελάτη.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν το παρόν άρθρο μεταξύ του χρόνου δημοσιοποίησης των οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ και του χρόνου εφαρμογής των σχετικών στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων στην Ένωση.

Άρθρο 28

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη

1.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει προς έγκριση στην Επιτροπή. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζουν:

α)

τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις υπόχρεες οντότητες δυνάμει του άρθρου 20 και τις πληροφορίες που πρέπει να συλλέγονται με σκοπό την εφαρμογή της τυποποιημένης, απλουστευμένης και αυξημένης δέουσας επιμέλειας δυνάμει των άρθρων 22 και 25 και των άρθρων 33 παράγραφος 1 και 34 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων σε περιπτώσεις χαμηλότερου κινδύνου·

β)

το είδος των μέτρων απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας τα οποία οι υπόχρεες οντότητες δύνανται να εφαρμόζουν σε περιπτώσεις χαμηλότερου κινδύνου δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που εφαρμόζονται σε ειδικές κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων και προϊόντων ή υπηρεσιών, σε σχέση με τα αποτελέσματα της σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμησης κινδύνου που διενεργεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640·

γ)

τους παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με τα χαρακτηριστικά των μέσων ηλεκτρονικού χρήματος που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι εποπτικοί φορείς όταν καθορίζεται η έκταση της εξαίρεσης βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 7·

δ)

τις αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές πληροφοριών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας των φυσικών ή νομικών προσώπων για τους σκοπούς του άρθρου 22 παράγραφοι 6 και 7·

ε)

τον κατάλογο των χαρακτηριστικών, τα οποία τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και οι συναφείς εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 6 στοιχείο β) πρέπει να διαθέτουν, προκειμένου να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) στην περίπτωση τυποποιημένης, απλουστευμένης και αυξημένης δέουσας επιμέλειας.

2.   Οι απαιτήσεις και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) βασίζονται στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τον εγγενή κίνδυνο που εμπεριέχει η παρεχόμενη υπηρεσία·

β)

τους κινδύνους που συνδέονται με κατηγορίες πελατών·

γ)

τη φύση, το ύψος του ποσού και την επανεμφάνιση της συναλλαγής·

δ)

τους διαύλους που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή της επιχειρηματικής σχέσης ή της περιστασιακής συναλλαγής.

3.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ επανεξετάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και, εφόσον χρειάζεται, καταρτίζει και υποβάλλει στην Επιτροπή το σχέδιο επικαιροποίησης των εν λόγω προτύπων με σκοπό, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις όσον αφορά την καινοτομία και την τεχνολογία.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό εκδίδοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

ΤΜΗΜΑ 2

Πολιτική σχετικά με τις τρίτες χώρες και απειλές σχετικές με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προέρχονται από χώρες εκτός της Ένωσης

Άρθρο 29

Προσδιορισμός τρίτων χωρών με σημαντικές στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ

1.   Οι τρίτες χώρες με σημαντικές στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά καθεστώτα τους ΚΞΧ/ΧΤ προσδιορίζονται από την Επιτροπή και χαρακτηρίζονται ως «τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου».

2.   Για να προσδιορίσει τις τρίτες χώρες όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 85 για να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό, όταν:

α)

προσδιορίζονται σημαντικές στρατηγικές ανεπάρκειες στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της τρίτης χώρας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

β)

προσδιορίζονται σημαντικές στρατηγικές ανεπάρκειες στην αποτελεσματικότητα του συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ της τρίτης χώρας όσον αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ως προς το σύστημά της για την αξιολόγηση και τον μετριασμό των κινδύνων μη εφαρμογής ή αποφυγής των οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ που συνδέονται με τη χρηματοδότηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής·

γ)

οι σημαντικές στρατηγικές ανεπάρκειες που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) και β) έχουν διάρκεια και δεν έχουν ληφθεί ούτε λαμβάνονται μέτρα για τον μετριασμό τους.

Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται εντός 20 ημερολογιακών ημερών αφότου η Επιτροπή βεβαιώσει ότι πληρούνται τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), β) ή γ).

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εκκλήσεις για την εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας και επιπρόσθετων μέτρων μετριασμού («αντιμέτρων») διεθνών οργανισμών και φορέων καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις, εκθέσεις ή δημόσιες δηλώσεις των εν λόγω οργανισμών και φορέων.

4.   Σε περίπτωση προσδιορισμού τρίτης χώρας σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που απαριθμούνται στο άρθρο 34 παράγραφος 4 όσον αφορά τις επιχειρηματικές σχέσεις ή τις περιστασιακές συναλλαγές φυσικών ή νομικών προσώπων από την εν λόγω τρίτη χώρα.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προσδιορίζει μεταξύ των αντιμέτρων που απαριθμούνται στο άρθρο 35 τα ειδικά αντίμετρα μετριασμού των ειδικών κινδύνων που προέρχονται από κάθε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου.

6.   Εάν κράτος μέλος εντοπίσει συγκεκριμένο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχει τρίτη χώρα και τον οποίο έχει προσδιορίσει η Επιτροπή σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και ο οποίος δεν καλύπτεται από τα αντίμετρα που αναφέρονται στην παράγραφο 5, μπορεί να απαιτήσει από τις υπόχρεες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός του να εφαρμόσουν ειδικά επιπρόσθετα αντίμετρα για τον μετριασμό των συγκεκριμένων κινδύνων που προέρχονται από την εν λόγω τρίτη χώρα. Ο κίνδυνος που εντοπίζεται και τα αντίστοιχα αντίμετρα κοινοποιούνται στην Επιτροπή εντός 5 ημερών από την εφαρμογή των αντιμέτρων.

7.   Η Επιτροπή επανεξετάζει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να διασφαλίζει ότι στα ειδικά αντίμετρα που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5 λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές στο πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της τρίτης χώρας καθώς και ότι είναι αναλογικά και επαρκή για τους κινδύνους.

Μόλις λάβει κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 6, η Επιτροπή αξιολογεί τις ληφθείσες πληροφορίες για να καθορίσει αν οι ειδικοί ανά χώρα κίνδυνοι θίγουν την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή επανεξετάζει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, προσθέτοντας τα αναγκαία αντίμετρα για τον μετριασμό των εν λόγω επιπρόσθετων κινδύνων. Εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι τα ειδικά επιπρόσθετα μέτρα που εφαρμόζει κράτος μέλος δυνάμει της παραγράφου 6 δεν είναι αναγκαία για τον μετριασμό συγκεκριμένων κινδύνων που προέρχονται από την εν λόγω τρίτη χώρα, μπορεί να αποφασίσει, μέσω εκτελεστικής πράξης, ότι το κράτος μέλος θα θέσει τέλος στο συγκεκριμένο επιπρόσθετο αντίμετρο.

Άρθρο 30

Προσδιορισμός τρίτων χωρών με σημαντικές ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση στα εθνικά καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ

1.   Η Επιτροπή προσδιορίζει τις τρίτες χώρες με ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση στα καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ.

2.   Για να προσδιορίσει τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 85 για να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό, όταν:

α)

προσδιορίζονται ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της τρίτης χώρας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

β)

προσδιορίζονται ανεπάρκειες ως προς τη συμμόρφωση σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ της τρίτης χώρας όσον αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ως προς το σύστημά της για την αξιολόγηση και τον μετριασμό των κινδύνων μη εφαρμογής ή αποφυγής των οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ που συνδέονται με τη χρηματοδότηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής.

Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται εντός 20 ημερών αφότου η Επιτροπή βεβαιώσει ότι πληρούνται τα κριτήρια του στοιχείου α) ή β) του πρώτου εδαφίου.

3.   Η Επιτροπή κατά την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 λαμβάνει υπόψη, ως βάση αναφοράς για την εκτίμησή της, τις πληροφορίες σχετικά με τις δικαιοδοσίες που υπόκεινται σε αυξημένη παρακολούθηση από διεθνείς οργανισμούς και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις, εκθέσεις ή δημόσιες δηλώσεις των εν λόγω οργανισμών και φορέων.

4.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προσδιορίζει τα ειδικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας μεταξύ εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 34 παράγραφος 4, τα οποία οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν για να μετριάσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τις επιχειρηματικές σχέσεις ή τις περιστασιακές συναλλαγές στις οποίες συμμετέχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα από την εν λόγω τρίτη χώρα.

5.   Η Επιτροπή επανεξετάζει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να διασφαλίζει ότι στα ειδικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές στο πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της τρίτης χώρας καθώς και ότι είναι αναλογικά και επαρκή για τους κινδύνους.

Άρθρο 31

Προσδιορισμός τρίτων χωρών που αποτελούν συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 85 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον προσδιορισμό των τρίτων χωρών όπου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θεωρεί απαραίτητο να μετριαστεί συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς την οποία αποτελούν οι εν λόγω τρίτες χώρες και η οποία δεν μπορεί να μετριαστεί σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30.

2.   Όταν εκδίδει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ιδίως τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το νομικό και θεσμικό πλαίσιο καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην τρίτη χώρα, ιδίως:

i)

την ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

ii)

τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη·

iii)

τις απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση αρχείων·

iv)

τις απαιτήσεις σχετικά με τις αναφορές ύποπτων συναλλαγών·

v)

τη διαθεσιμότητα ακριβών και έγκαιρων πληροφοριών προς τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο των νομικών προσώπων και μορφωμάτων·

β)

τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών της τρίτης χώρας και τις διαδικασίες που εφαρμόζουν με στόχο την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων επαρκώς αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων, καθώς και τις πρακτικές της τρίτης χώρας σχετικά με τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών·

γ)

την αποτελεσματικότητα του συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ της τρίτης χώρας όσον αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

3.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του βαθμού της απειλής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από την ΑΚΝΕΠΑΔ να εκδώσει γνώμη με στόχο την αξιολόγηση των συγκεκριμένων επιπτώσεων επί της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης λόγω του βαθμού της απειλής που αποτελεί μια τρίτη χώρα.

4.   Όταν η ΑΚΝΕΠΑΔ διαπιστώνει ότι μια τρίτη χώρα, άλλη από εκείνες που προσδιορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30, αποτελεί συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, μπορεί να απευθύνει γνώμη στην Επιτροπή στην οποία εκθέτει την απειλή που έχει εντοπίσει και τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να προσδιορίσει την τρίτη χώρα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Εάν η Επιτροπή αποφασίσει να μην προσδιορίσει την τρίτη χώρα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, παρέχει αιτιολογία στην ΑΚΝΕΠΑΔ.

5.   Κατά την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ιδίως τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

6.   Σε περίπτωση που η προσδιορισθείσα συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή από την εκάστοτε τρίτη χώρα αντιστοιχεί σε σημαντική στρατηγική ανεπάρκεια, εφαρμόζεται το άρθρο 29 παράγραφος 4 και στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσδιορίζονται ειδικά αντίμετρα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 5.

7.   Σε περίπτωση που η προσδιορισθείσα συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή από την εκάστοτε τρίτη χώρα αντιστοιχεί σε ανεπάρκεια ως προς τη συμμόρφωση, στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προσδιορίζονται ειδικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, μεταξύ αυτών που απαριθμούνται στο άρθρο 34 παράγραφος 4, τα οποία οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν για τον μετριασμό του κινδύνου που σχετίζεται με επαγγελματικές σχέσεις ή περιστασιακές συναλλαγές που αφορούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα από την εν λόγω τρίτη χώρα.

8.   Η Επιτροπή επανεξετάζει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να διασφαλίζει ότι στα αντίμετρα που αναφέρονται στην παράγραφο 6 και στα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 7 λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές στο πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της τρίτης χώρας καθώς και ότι είναι αναλογικά και επαρκή για τους κινδύνους.

9.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίσει, μέσω εκτελεστικής πράξης, τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό τρίτων χωρών σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη καθορίζει ιδίως:

α)

τον τρόπο αξιολόγησης των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

β)

τη διαδικασία αλληλενέργειας με την υπό αξιολόγηση τρίτη χώρα·

γ)

τη διαδικασία για τη συμμετοχή των κρατών μελών και της ΑΚΝΕΠΑΔ στον προσδιορισμό τρίτων χωρών που αποτελούν συγκεκριμένη και σοβαρή απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται σύμφωνα με την διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 86 παράγραφος 2.

Άρθρο 32

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους κινδύνους, τις τάσεις και τις μεθόδους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

1.   Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες προσδιορίζονται οι κίνδυνοι, οι τάσεις και οι μέθοδοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που αφορούν οποιαδήποτε γεωγραφική περιοχή εκτός της Ένωσης και στα οποία είναι εκτεθειμένες οι υπόχρεες οντότητες. Η ΑΚΝΕΠΑΔ λαμβάνει υπόψη ιδίως τους παράγοντες κινδύνου που απαριθμούνται στο παράρτημα III. Όταν εντοπίζονται περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου, οι κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας τα οποία οι υπόχρεες οντότητες εξετάζουν ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής τους για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων.

2.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ επανεξετάζει τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τουλάχιστον ανά διετία.

3.   Κατά την έκδοση και επανεξέταση των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΑΚΝΕΠΑΔ λαμβάνει υπόψη τις εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, διεθνείς οργανισμοί και φορείς καθορισμού προτύπων με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ΤΜΗΜΑ 3

Απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια

Άρθρο 33

Μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας

1.   Σε περίπτωση που, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων κινδύνου που καθορίζονται στα παραρτήματα II και III, η επιχειρηματική σχέση ή η συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλό βαθμό κινδύνου, οι υπόχρεες οντότητες δύνανται να εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας:

α)

να επαληθεύουν την ταυτότητα του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου μετά τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης, υπό τον όρο ότι ο συγκεκριμένος χαμηλότερος κίνδυνος που εντοπίσθηκε δικαιολογούσε την εν λόγω αναβολή, αλλά σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός 60 ημερών από τη σύναψη της σχέσης·

β)

να μειώνουν τη συχνότητα των επικαιροποιήσεων της ταυτότητας του πελάτη·

γ)

να μειώνουν τον όγκο των πληροφοριών που συλλέγονται με σκοπό τον προσδιορισμό του σκοπού και του σχεδιαζόμενου χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης ή της περιστασιακής συναλλαγής, ή τον συνάγουν από το είδος των συναλλαγών ή της συναφθείσας επιχειρηματικής σχέσης·

δ)

να μειώνουν τη συχνότητα ή τον βαθμό ενδελεχούς εξέτασης των συναλλαγών που πραγματοποιεί ο πελάτης·

ε)

να εφαρμόζουν τυχόν άλλο μέτρο απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας που προσδιόρισε η ΑΚΝΕΠΑΔ δυνάμει του άρθρου 28.

Τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι αναλογικά προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος της επιχείρησης και προς τα ειδικά στοιχεία του προσδιορισθέντος χαμηλότερου κινδύνου. Ωστόσο, οι υπόχρεες οντότητες παρακολουθούν επαρκώς τις συναλλαγές και την επιχειρηματική σχέση ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός ασυνήθιστων ή ύποπτων συναλλαγών.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι οι εσωτερικές διαδικασίες που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 9 περιλαμβάνουν τα ειδικά μέτρα απλουστευμένης επαλήθευσης που λαμβάνονται σε σχέση με τα διάφορα είδη πελατών που παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο. Οι υπόχρεες οντότητες τεκμηριώνουν τις αποφάσεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη επιπρόσθετοι παράγοντες χαμηλότερου κινδύνου.

3.   Για τον σκοπό της εφαρμογής των μέτρων απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου όσον αφορά τους όρους βάσει των οποίων μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες ή να πραγματοποιούν συναλλαγές για έναν πελάτη πριν από τη διενέργεια της επαλήθευσης, μεταξύ άλλων, μέσω του περιορισμού του χρηματικού ποσού, του αριθμού ή των ειδών των συναλλαγών που μπορούν να πραγματοποιούνται ή μέσω της παρακολούθησης των συναλλαγών προκειμένου να διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με τους προβλεπόμενους κανόνες για την οικεία επιχειρηματική σχέση.

4.   Οι υπόχρεες οντότητες επαληθεύουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα ότι οι όροι εφαρμογής των μέτρων απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας εξακολουθούν να υφίστανται. Η συχνότητα των εν λόγω επαληθεύσεων είναι αναλογική προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος των εργασιών και των κινδύνων που ενέχει η συγκεκριμένη σχέση.

5.   Οι υπόχρεες οντότητες δεν εφαρμόζουν μέτρα δέουσα επιμέλειας σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι υπόχρεες οντότητες διατηρούν αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των πληροφοριών που παρείχε ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος κατά το στάδιο προσδιορισμού της ταυτότητας ή εντοπίζουν ασυνέπειες σε σχέση με τις εν λόγω πληροφορίες·

β)

οι παράγοντες που υποδεικνύουν χαμηλότερο κίνδυνο δεν υφίστανται πλέον·

γ)

με βάση την παρακολούθηση των συναλλαγών του πελάτη και τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής σχέσης, αποκλείεται το σενάριο χαμηλότερου κινδύνου·

δ)

υπάρχουν υπόνοιες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ε)

υπάρχουν υπόνοιες ότι ο πελάτης, ή το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη, επιχειρεί να παρακάμψει ή να αποφύγει στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις.

ΤΜΗΜΑ 4

Αυξημένη δέουσα επιμέλεια

Άρθρο 34

Πεδίο εφαρμογής των μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας

1.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 29, 30, 31 και 36 έως 46, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου που προσδιορίζονται από τις υπόχρεες οντότητες δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, ώστε να διαχειρίζονται και να μετριάζουν κατάλληλα τους κινδύνους αυτούς.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες εξετάζουν την προέλευση και τον προορισμό των χρηματικών ποσών που διακινούνται καθώς επίσης και τον σκοπό όλων των συναλλαγών που πληρούν τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συναλλαγές είναι πολύπλοκου χαρακτήρα·

β)

οι συναλλαγές είναι ασυνήθιστα μεγάλες·

γ)

οι συναλλαγές ακολουθούν ασυνήθιστο μοτίβο·

δ)

οι συναλλαγές δεν έχουν προφανή οικονομικό ή νόμιμο σκοπό.

3.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, κατά την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχει μια επιχειρηματική σχέση ή περιστασιακή συναλλαγή, οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τους ακόλουθους παράγοντες δυνητικού υψηλότερου κινδύνου που καθορίζονται στο παράρτημα III και στις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδει η ΑΚΝΕΠΑΔ δυνάμει του άρθρου 32, καθώς και οποιουσδήποτε άλλους δείκτες υψηλότερου κινδύνου, όπως κοινοποιήσεις που εκδίδονται από τις ΜΧΠ και τα πορίσματα της εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο επιχείρησης βάσει του άρθρου 10.

4.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, σε περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, με τρόπο αναλογικό προς τους εντοπισθέντες υψηλότερους κινδύνους, τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα.

α)

συλλογή πρόσθετων πληροφοριών σχετικά με τον πελάτη και τους πραγματικούς δικαιούχους·

β)

συλλογή πρόσθετων πληροφοριών για τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης·

γ)

συλλογή πληροφοριών σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών και την πηγή του πλούτου του πελάτη και των πραγματικών δικαιούχων·

δ)

συλλογή πληροφοριών σχετικά με τους λόγους της σχεδιαζόμενης ή εκτελούμενης συναλλαγής και τη συνοχή τους με την επιχειρηματική σχέση·

ε)

λήψη της έγκρισης ανώτερων διοικητικών στελεχών για την έναρξη ή τη συνέχιση της επιχειρηματικής σχέσης·

στ)

διεξαγωγή αυξημένης παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης, μέσω αύξησης του αριθμού και του χρονοδιαγράμματος των ελέγχων που εφαρμόζονται, και μέσω επιλογής μοτίβων των συναλλαγών που χρήζουν περαιτέρω εξέτασης·

ζ)

απαίτηση η πρώτη πληρωμή να πραγματοποιείται μέσω λογαριασμού στο όνομα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται σε πρότυπα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τα οποία δεν είναι λιγότερο αυστηρά από εκείνα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Επιπλέον της παραγράφου 4, εάν μια επιχειρηματική σχέση, για την οποία διαπιστώνεται ότι παρουσιάζει υψηλότερο κίνδυνο, περιλαμβάνει τον χειρισμό περιουσιακών στοιχείων αξίας τουλάχιστον 5 000 000 EUR, ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, μέσω εξατομικευμένων υπηρεσιών για πελάτη που κατέχει συνολικά περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 50 000 000 EUR, ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, είτε πρόκειται για χρηματοοικονομικά, επενδύσιμα ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, είτε για συνδυασμό της, εξαιρουμένης της ιδιωτικής κατοικίας του πελάτη, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, επιπλέον οποιουδήποτε μέτρου αυξημένης δέουσας επιμέλειας εφαρμόζεται δυνάμει της παραγράφου 4:

α)

ειδικά μέτρα συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για τον μετριασμό των κινδύνων που συνδέονται με εξατομικευμένες υπηρεσίες και προϊόντα που προσφέρονται στον εν λόγω πελάτη·

β)

συλλογή συμπληρωματικών πληροφοριών σχετικά με την πηγή των χρηματικών ποσών του εν λόγω πελάτη·

γ)

πρόληψη και διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ του πελάτη και ανώτερων διοικητικών στελεχών ή υπαλλήλων της υπόχρεης οντότητας που αναλαμβάνουν καθήκοντα σχετικά με τη συμμόρφωση της εν λόγω υπόχρεης οντότητας σε σχέση με τον εν λόγω πελάτη.

Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένας πελάτης κατέχει συνολικά περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 50 000 000 EUR, ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, σε χρηματοοικονομικά, επενδύσιμα ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία και τον τρόπο προσδιορισμού της συγκεκριμένης αξίας.

6.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη εντοπίσουν περιπτώσεις υψηλότερων κινδύνων δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640, μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα εκτιμήσεων τομεακού κινδύνου που διενεργούν τα κράτη μέλη, δύνανται να ζητήσουν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόσουν μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας και, ανάλογα με την περίπτωση, να προσδιορίσουν τα μέτρα αυτά. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΑΚΝΕΠΑΔ σχετικά με τις αποφάσεις τους για απαιτήσεις αυξημένης δέουσας επιμέλειας που ισχύουν για τις υπόχρεες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους εντός 1 μηνός από τη θέσπισή τους, αιτιολογώντας την ύπαρξη κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους βασίζεται η εν λόγω απόφαση.

Σε περίπτωση που οι κίνδυνοι που εντοπίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει του πρώτου εδαφίου είναι πιθανόν να έχουν προέλευση εκτός της Ένωσης και μπορεί να επηρεάσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, η ΑΚΝΕΠΑΔ, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή με δική της πρωτοβουλία, εξετάζει το ενδεχόμενο να επικαιροποιήσει τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 32.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 85 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού όταν εντοπίζει πρόσθετες περιπτώσεις υψηλότερου κινδύνου, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, που επηρεάζουν την Ένωση στο σύνολό της και μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας που πρέπει να εφαρμόζουν οι υπόχρεες οντότητες στις περιπτώσεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη την ενημέρωση στην οποία έχουν προβεί τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

8.   Δεν γίνεται αυτόματη εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας σε περίπτωση θυγατρικών ή υποκαταστημάτων υπόχρεων οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση τα οποία βρίσκονται σε τρίτες χώρες που αναφέρονται στα άρθρα 29, 30 και 31, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές ή τα εν λόγω υποκαταστήματα συμμορφώνονται πλήρως με τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους που εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 17.

Άρθρο 35

Αντίμετρα για τον μετριασμό των απειλών της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που προέρχονται από χώρες εκτός της Ένωσης

Για τους σκοπούς των άρθρων 29 και 31, η Επιτροπή δύναται να επιλέξει μεταξύ των ακόλουθων αντιμέτρων:

α)

αντίμετρα τα οποία οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να εφαρμόζουν σε πρόσωπα και νομικές οντότητες που σχετίζονται με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλες χώρες που αποτελούν απειλή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, τα οποία συνίστανται στα ακόλουθα:

i)

στην εφαρμογή πρόσθετων στοιχείων αυξημένης δέουσας επιμέλειας·

ii)

στην εισαγωγή ενισχυμένων σχετικών μηχανισμών αναφοράς ή συστηματικής αναφοράς χρηματοοικονομικών συναλλαγών·

iii)

στον περιορισμό των επιχειρηματικών σχέσεων ή των συναλλαγών με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες από τις εν λόγω τρίτες χώρες·

β)

αντίμετρα τα οποία τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν σε σχέση με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου και, ανάλογα με την περίπτωση, άλλες χώρες που παρουσιάζουν κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, τα οποία συνίστανται στα ακόλουθα:

i)

άρνηση της ίδρυσης θυγατρικών ή υποκαταστημάτων ή γραφείων εκπροσώπησης υπόχρεων οντοτήτων από την ενδιαφερόμενη χώρα, ή συνεκτίμηση με άλλον τρόπο του γεγονότος ότι η σχετική υπόχρεη οντότητα προέρχεται από τρίτη χώρα που δεν διαθέτει επαρκή καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ·

ii)

απαγόρευση σε υπόχρεες οντότητες να ιδρύουν υποκαταστήματα ή γραφεία εκπροσώπησης στην ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα, ή συνεκτίμηση με άλλον τρόπο του γεγονότος ότι το σχετικό υποκατάστημα ή γραφείο εκπροσώπησης θα βρίσκεται σε τρίτη χώρα που δεν διαθέτει επαρκή καθεστώτα ΚΞΧ/ΧΤ·

iii)

απαίτηση για αυξημένη εποπτική εξέταση ή για αυξημένες απαιτήσεις εξωτερικού ελέγχου για τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές υπόχρεων οντοτήτων που βρίσκονται στην ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα·

iv)

απαίτηση για αυξημένες απαιτήσεις εξωτερικού ελέγχου για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους όσον αφορά οποιοδήποτε από τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές τους που βρίσκονται στην ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα·

v)

απαίτηση τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να αναθεωρούν και να τροποποιούν ή, αν είναι απαραίτητο, να τερματίζουν τις σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα-πελάτη από την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα.

Άρθρο 36

Ειδικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας για διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης

Όσον αφορά τις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης, συμπεριλαμβανομένων των καθιερωμένων σχέσεων για συναλλαγές τίτλων ή μεταφορές χρηματικών ποσών, οι οποίες αφορούν την εκτέλεση πληρωμών με ίδρυμα-πελάτη από τρίτη χώρα, εκτός από τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 20, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, όταν συνάπτουν επιχειρηματική σχέση, οφείλουν:

α)

να συγκεντρώνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το ίδρυμα-πελάτη για να κατανοήσουν πλήρως τη φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του και να εκτιμήσουν, από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, τη φήμη του ιδρύματος και την ποιότητα της εποπτείας·

β)

να αξιολογούν τους ελέγχους ΚΞΧ/ΧΤ που διενεργεί το ίδρυμα-πελάτης·

γ)

να λαμβάνουν έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, πριν από τη σύναψη νέων σχέσεων ανταπόκρισης·

δ)

να τεκμηριώνουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες κάθε ιδρύματος·

ε)

όσον αφορά τους λογαριασμούς πλάγιας πρόσβασης, να βεβαιώνονται ότι το ίδρυμα-πελάτης επαληθεύει την ταυτότητα των πελατών που έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς του ιδρύματος-ανταποκριτή και ασκεί συνεχή δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες αυτούς, και ότι μπορεί να παράσχει στοιχεία και δεδομένα σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες, κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αποφασίσουν να τερματίσουν τις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης για λόγους που σχετίζονται με την πολιτική ΚΞΧ/ΧΤ, τεκμηριώνουν την απόφασή τους.

Άρθρο 37

Ειδικά μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας για διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης για παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36, όσον αφορά τις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης που αφορούν την εκτέλεση υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, με οντότητα-πελάτη που δεν είναι εγκατεστημένη στην Ένωση και παρέχει παρόμοιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων μεταφορών κρυπτοστοιχείων, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στο άρθρο 20, όταν συνάπτουν επιχειρηματική σχέση, οφείλουν να:

α)

διαπιστώνουν αν η οντότητα-πελάτης έχει λάβει άδεια ή έχει εγγραφεί σε μητρώο·

β)

συγκεντρώνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την οντότητα-πελάτη για να κατανοήσουν πλήρως τη φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της και να εκτιμήσουν, από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, τη φήμη της οντότητας και την ποιότητα της εποπτείας·

γ)

αξιολογούν τους ελέγχους ΚΞΧ/ΧΤ που διενεργεί η οντότητα-πελάτης·

δ)

λαμβάνουν έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, πριν από τη σύναψη νέας σχέσης ανταπόκρισης·

ε)

τεκμηριώνουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες κάθε μέρους της σχέσης ανταπόκρισης·

στ)

όσον αφορά τους λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων πλάγιας πρόσβασης, βεβαιώνονται ότι η οντότητα-πελάτης επαληθεύει την ταυτότητα των πελατών που έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς της οντότητας-ανταποκριτή, και ασκεί συνεχή δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες αυτούς, και ότι μπορεί να παράσχει στοιχεία και δεδομένα σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες, κατόπιν σχετικού αιτήματος.

Σε περίπτωση που πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων αποφασίσουν να τερματίσουν τις σχέσεις ανταπόκρισης για λόγους που σχετίζονται με την πολιτική ΚΞΧ/ΧΤ, τεκμηριώνουν την απόφασή τους.

Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων επικαιροποιούν τα στοιχεία δέουσας επιμέλειας για τη σχέση ανταπόκρισης σε τακτική βάση ή όταν προκύπτουν νέοι κίνδυνοι σε σχέση με την οντότητα-πελάτη.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 προκειμένου να καθορίσουν, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, τα ενδεδειγμένα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τον μετριασμό των κινδύνων που συνδέονται με την οντότητα-πελάτη.

3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό των κριτηρίων και των στοιχείων που λαμβάνουν υπόψη οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων για την πραγματοποίηση της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τη λήψη των μέτρων μετριασμού του κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων μέτρων που πρέπει να λαμβάνουν οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων όταν διαπιστώνουν ότι η οντότητα-πελάτης δεν έχει εγγραφεί σε μητρώο ή δεν έχει λάβει άδεια.

Άρθρο 38

Ειδικά μέτρα για μεμονωμένα ιδρύματα-πελατών τρίτων χωρών

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εφαρμόζουν τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα ιδρύματα-πελάτες τρίτων χωρών με τα οποία έχουν σχέση ανταπόκρισης σύμφωνα με το άρθρο 36 ή το άρθρο 37 και σε σχέση με τα οποία η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει σύσταση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει σύσταση προς πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όταν υπάρχουν ανησυχίες ότι ιδρύματα-πελάτες σε τρίτες χώρες βρίσκονται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

υποπίπτουν σε σοβαρή, επανειλημμένη ή συστηματική παράβαση των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ·

β)

έχουν αδυναμίες στις εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους, οι οποίες είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε σοβαρές, επανειλημμένες ή συστηματικές παραβάσεις των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ·

γ)

διαθέτουν εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους που δεν είναι ανάλογοι προς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα-πελάτης τρίτης χώρας.

3.   Η σύσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εκδίδεται εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες στο πλαίσιο των εποπτικών δραστηριοτήτων του, μία αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της ΑΚΝΕΠΑΔ κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων της, θεωρεί ότι ένα ίδρυμα-πελάτης τρίτης χώρας βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 και μπορεί να επηρεάσει την έκθεση της σχέσης ανταπόκρισης σε κίνδυνο·

β)

μετά από αξιολόγηση των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του η αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, υπάρχει συμφωνία μεταξύ των αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην Ένωση ότι το ίδρυμα-πελάτης τρίτης χώρας βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 και μπορεί να επηρεάσει την έκθεση της σχέσης ανταπόκρισης σε κίνδυνο.

4.   Πριν από την έκδοση της σύστασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η ΑΚΝΕΠΑΔ διαβουλεύεται με τον εποπτικό φορέα τρίτης χώρας που είναι αρμόδιος για το ίδρυμα-πελάτη και του ζητεί να παράσχει τις δικές του απόψεις, καθώς και τις απόψεις του ιδρύματος-πελάτη, σχετικά με την επάρκεια των πολιτικών ΚΞΧ/ΧΤ, των διαδικασιών και των ελέγχων, καθώς και των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που εφαρμόζει το ίδρυμα-πελάτης για τον μετριασμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και των μέτρων επανόρθωσης που πρέπει να εφαρμοστούν. Εάν δεν δοθεί απάντηση εντός 2 μηνών ή εάν δεν προκύπτει από την παρεχόμενη απάντηση ότι το ίδρυμα-πελάτης τρίτης χώρας μπορεί να εφαρμόσει ικανοποιητικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους ΚΞΧ/ΧΤ, καθώς και επαρκή μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για τον μετριασμό των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται και οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν τη σχέση ανταπόκρισης, η ΑΚΝΕΠΑΔ προβαίνει στη σύσταση.

5.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ αποσύρει τη σύσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μόλις κρίνει ότι ίδρυμα-πελάτης τρίτης χώρας για το οποίο έχει εκδώσει την εν λόγω σύσταση δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 3.

6.   Όσον αφορά τα ιδρύματα-πελάτες τρίτης χώρας που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί:

α)

απέχουν από τη σύναψη νέων επιχειρηματικών σχέσεων με το ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας, εκτός εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα, βάσει των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 36 ή το άρθρο 37, ότι τα μέτρα μετριασμού που εφαρμόζονται στην επιχειρηματική σχέση με το ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας και τα μέτρα που εφαρμόζονται στο ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας μπορούν να μετριάσουν επαρκώς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με την εν λόγω επιχειρηματική σχέση·

β)

για τις συνεχιζόμενες επιχειρηματικές σχέσεις με το ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας:

i)

επανεξετάζουν και επικαιροποιούν τις πληροφορίες σχετικά με το ίδρυμα-πελάτη σύμφωνα με τα άρθρα 36 ή 37·

ii)

τερματίζουν την επιχειρηματική σχέση, εκτός εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα, βάσει των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με το σημείο i), ότι τα μέτρα μετριασμού που εφαρμόζονται στην επιχειρηματική σχέση με το ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας και τα μέτρα που εφαρμόζονται στο ίδρυμα-πελάτη τρίτης χώρας μπορούν να μετριάσουν επαρκώς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με την εν λόγω επιχειρηματική σχέση·

γ)

ενημερώνουν το ίδρυμα-πελάτη για τα συμπεράσματα στα οποία έχουν καταλήξει σε σχέση με τους κινδύνους που ενέχει η σχέση ανταπόκρισης μετά τη σύσταση της ΑΚΝΕΠΑΔ και για τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β).

Εάν η ΑΚΝΕΠΑΔ αποσύρει σύσταση σύμφωνα με την παράγραφο 5, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επανεξετάζουν την αξιολόγησή τους σχετικά με το αν τα ιδρύματα-πελάτες τρίτης χώρας πληρούν οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3.

7.   Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί τεκμηριώνουν κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 39

Απαγόρευση των σχέσεων ανταπόκρισης με εικονικά ιδρύματα ή οργανισμούς

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν συνάπτουν, ούτε συνεχίζουν, σχέση ανταπόκρισης με εικονικό ίδρυμα ή οργανισμό. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι δεν συνάπτουν ούτε συνεχίζουν σχέσεις ανταπόκρισης με πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό που είναι γνωστό ότι επιτρέπει να χρησιμοποιούνται οι λογαριασμοί του από εικονικό ίδρυμα ή οργανισμό.

2.   Επιπλέον της απαίτησης που καθορίζεται στην παράγραφο 1, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων διασφαλίζουν ότι οι λογαριασμοί τους δεν χρησιμοποιούνται από εικονικά ιδρύματα ή οργανισμούς για την παροχή υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Για τον σκοπό αυτόν, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων εφαρμόζουν εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους για τον εντοπισμό κάθε απόπειρας χρήσης των λογαριασμών τους για την παροχή μη ρυθμιζόμενων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.

Άρθρο 40

Μέτρα για τον μετριασμό των κινδύνων που αφορούν συναλλαγές με αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση

1.   Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων προσδιορίζουν και αξιολογούν τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με μεταφορές κρυπτοστοιχείων που απευθύνονται προς ή προέρχονται από αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση. Για τον σκοπό αυτόν, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων εφαρμόζουν εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους.

Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων εφαρμόζουν μέτρα μετριασμού ανάλογα προς τους προσδιορισθέντες κινδύνους. Τα εν λόγω μέτρα μετριασμού περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

α)

λήψη μέτρων βάσει κινδύνου για τον προσδιορισμό, και την επαλήθευση της ταυτότητας, του εντολέα ή του δικαιούχου μεταφοράς που πραγματοποιείται προς ή από αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση ή του πραγματικού δικαιούχου του εν λόγω εντολέα ή δικαιούχου, μεταξύ άλλων μέσω στήριξης σε τρίτους·

β)

απαίτηση επιπλέον στοιχείων σχετικά με την προέλευση και τον προορισμό των κρυπτοστοιχείων·

γ)

διεξαγωγή ενισχυμένης συνεχούς παρακολούθησης των συναλλαγών με αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση·

δ)

οποιοδήποτε άλλο μέτρο για τον μετριασμό και τη διαχείριση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και του κινδύνου μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

2.   Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό των μέτρων μετριασμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων:

α)

των κριτηρίων και των μέσων για τον προσδιορισμό, και την επαλήθευση της ταυτότητας, του εντολέα ή του δικαιούχου μεταφοράς που πραγματοποιείται από ή προς αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση, μεταξύ άλλων μέσω στήριξης σε τρίτους, λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις·

β)

των κριτηρίων και των μέσων για να εξακριβωθεί αν η αυτοφιλοξενούμενη διεύθυνση ανήκει σε πελάτη ή ελέγχεται από πελάτη.

Άρθρο 41

Ειδικές διατάξεις σχετικά με αιτούντες άδεια διαμονής μέσω επενδυτικών προγραμμάτων

Επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 20, όσον αφορά πελάτες που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών και βρίσκονται σε διαδικασία αίτησης για την απόκτηση δικαιωμάτων διαμονής σε κράτος μέλος ως αντάλλαγμα για κάθε είδους επένδυση, συμπεριλαμβανομένων των μεταβιβάσεων, της αγοράς ή της ενοικίασης ακινήτων, των επενδύσεων σε κρατικά ομόλογα, των επενδύσεων σε εταιρικές οντότητες, της δωρεάς ή της χρηματοδότησης δραστηριότητας που συμβάλλει στο δημόσιο συμφέρον και των συνεισφορών στον κρατικό προϋπολογισμό, οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν, κατ’ ελάχιστον, μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 4 στοιχεία α), γ), ε) και στ).

Άρθρο 42

Ειδικές διατάξεις αναφορικά με τα πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα

1.   Επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 20, οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα όσον αφορά περιστασιακές συναλλαγές ή επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα:

α)

λαμβάνουν έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για την πραγματοποίηση περιστασιακών συναλλαγών ή για τη σύναψη ή τη συνέχιση επιχειρηματικών σχέσεων με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα·

β)

λαμβάνουν επαρκή μέτρα για να διαπιστώνουν την πηγή του πλούτου και την προέλευση των χρηματικών ποσών τα οποία αφορούν οι επιχειρηματικές σχέσεις ή οι περιστασιακές συναλλαγές με πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα·

γ)

διενεργούν ενισχυμένη και συνεχή παρακολούθηση των εν λόγω επιχειρηματικών σχέσεων.

2.   Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες·

β)

τον βαθμό κινδύνου που συνδέεται με συγκεκριμένη κατηγορία πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου, στενό συγγενή ή πρόσωπο που είναι γνωστό ως στενός συνεργάτης, συμπεριλαμβανομένων οδηγιών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αξιολογούνται οι εν λόγω κίνδυνοι όταν το πρόσωπο πάψει να είναι επιφορτισμένο με σημαντικό δημόσιο λειτούργημα για τους σκοπούς του άρθρου 45.

Άρθρο 43

Κατάλογος σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων

1.   Κάθε κράτος μέλος εκδίδει και τηρεί ενήμερο κατάλογο που προσδιορίζει τα ακριβή καθήκοντα τα οποία, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές του διατάξεις θεωρούνται σημαντικό δημόσιο λειτούργημα για τους σκοπούς άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 34). Τα κράτη μέλη ζητούν από όλους τους διεθνείς οργανισμούς που είναι διαπιστευμένοι στην επικράτειά τους να εκδίδουν και να τηρούν ενήμερο κατάλογο των σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων που περιλαμβάνουν στους κόλπους τους για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 34). Οι εν λόγω κατάλογοι περιλαμβάνουν επίσης τυχόν καθήκοντα που ενδέχεται να ανατεθούν σε εκπροσώπους τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών διαπιστευμένων στο επίπεδο των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους εν λόγω καταλόγους, καθώς και κάθε αλλαγή σε αυτούς, στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ.

2.   Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει, μέσω εκτελεστικής πράξης, τον μορφότυπο για την κατάρτιση και την κοινοποίηση από τα κράτη μέλη των καταλόγων σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 86 παράγραφος 2.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 85 για τη συμπλήρωση του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 34), όταν οι κατάλογοι που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1 προσδιορίζουν κοινές πρόσθετες κατηγορίες σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων και οι εν λόγω κατηγορίες σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την Ένωση στο σύνολό της.

Κατά την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή διαβουλεύεται με την ΑΚΝΕΠΑΔ.

4.   Η Επιτροπή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο τον κατάλογο των ακριβών καθηκόντων τα οποία θεωρούνται σημαντικό δημόσιο λειτούργημα στο επίπεδο της Ένωσης. Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει επίσης τυχόν καθήκοντα που ενδέχεται να ανατεθούν σε εκπροσώπους τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών διαπιστευμένων στο επίπεδο της Ένωσης.

5.   Η Επιτροπή καταρτίζει, με βάση τους καταλόγους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 4 του παρόντος άρθρου, ενιαίο κατάλογο όλων των σημαντικών δημόσιων λειτουργημάτων για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 34). Η Επιτροπή δημοσιεύει τον εν λόγω ενιαίο κατάλογο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΑΚΝΕΠΑΔ δημοσιεύει τον εν λόγω κατάλογο στον δικτυακό τόπο της.

Άρθρο 44

Πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα που είναι δικαιούχοι ασφαλιστήριων συμβολαίων

Οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διαπιστώσουν αν ο δικαιούχος ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής ή άλλου ασφαλιστήριου συμβολαίου με επενδυτικό σκοπό ή, κατά περίπτωση, ο πραγματικός δικαιούχος του δικαιούχου είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται το αργότερο κατά τον χρόνο της πληρωμής ή κατά τον χρόνο της εκχώρησης, εν όλω ή εν μέρει, του ασφαλιστήριου συμβολαίου. Όταν εντοπίζονται υψηλότεροι κίνδυνοι, επιπλέον της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 20, οι υπόχρεες οντότητες:

α)

ενημερώνουν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη πριν από την πληρωμή του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου·

β)

διενεργούν ενισχυμένο έλεγχο ολόκληρης της επιχειρηματικής σχέσης με τον αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 45

Μέτρα για πρόσωπα που παύουν να είναι πολιτικώς εκτεθειμένα πρόσωπα

1.   Σε περίπτωση που ένα πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο δεν ασκεί πλέον σημαντικό δημόσιο λειτούργημα που του είχε ανατεθεί από την Ένωση, κράτος μέλος, τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο που συνεχίζει να παρουσιάζει το εν λόγω πρόσωπο, λόγω των πρότερων καθηκόντων του, κατά την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 20.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 4 για να μετριάσουν τους κινδύνους που παρουσιάζει το πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο, έως ότου εξαλειφθούν οι κίνδυνοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αλλά σε κάθε περίπτωση για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 12 μηνών από τη χρονική στιγμή κατά την οποία το άτομο έπαψε να ασκεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα.

3.   Η υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εφαρμόζεται αντίστοιχα αν η υπόχρεη οντότητα διενεργεί περιστασιακές συναλλαγές ή συνάψει επιχειρηματική σχέση με πρόσωπο στο οποίο είχε κατά το παρελθόν ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα από την Ένωση, κράτος μέλος, τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό.

Άρθρο 46

Στενοί συγγενείς και πρόσωπα γνωστά ως στενοί συνεργάτες πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων

Τα μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 42, 44 και 45 εφαρμόζονται επίσης στους στενούς συγγενείς ή στα πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες των πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων.

ΤΜΗΜΑ 5

Ειδικές διατάξεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη

Άρθρο 47

Διευκρινίσεις για τον τομέα ασφαλειών ζωής και άλλων ασφαλειών με επενδυτικό σκοπό

Στην περίπτωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής ή άλλων ασφαλιστικών συμβολαίων με επενδυτικό σκοπό, επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που απαιτούνται για τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, μόλις προσδιοριστούν ή καθοριστούν οι δικαιούχοι, οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για τους δικαιούχους ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής και άλλων ασφαλιστήριων συμβολαίων με επενδυτικό σκοπό:

α)

στην περίπτωση δικαιούχων που είναι πρόσωπα ή νομικά μορφώματα τα οποία ταυτοποιούνται κατ’ όνομα ή επωνυμία, καταγράφουν το όνομα ή την επωνυμία του προσώπου ή του μορφώματος·

β)

στην περίπτωση δικαιούχων που καθορίζονται βάσει χαρακτηριστικών, κατηγορίας ή άλλων μέσων, λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω δικαιούχους ώστε να είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του δικαιούχου κατά τον χρόνο της πληρωμής.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η επαλήθευση της ταυτότητας των δικαιούχων και, ανάλογα με την περίπτωση, των πραγματικών δικαιούχων πραγματοποιείται κατά τον χρόνο της πληρωμής. Σε περίπτωση εκχώρησης, εν όλω ή εν μέρει, της ασφάλειας ζωής ή άλλης ασφάλειας με επενδυτικό σκοπό σε τρίτο μέρος, οι υπόχρεες οντότητες που έχουν γνώση της εκχώρησης προσδιορίζουν τον πραγματικό δικαιούχο κατά τον χρόνο της εκχώρησης στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή στο νομικό μόρφωμα που λαμβάνει για ίδιο όφελος την αξία του εκχωρούμενου ασφαλιστήριου συμβολαίου.

ΤΜΗΜΑ 6

Στήριξη στη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη που διενεργείται από άλλες υπόχρεες οντότητες

Άρθρο 48

Γενικές διατάξεις σχετικά με τη στήριξη σε άλλες υπόχρεες οντότητες

1.   Οι υπόχρεες οντότητες δύνανται να στηρίζονται σε άλλες υπόχρεες οντότητες, οι οποίες βρίσκονται είτε σε κράτος μέλος είτε σε τρίτη χώρα, με σκοπό τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ), υπό τον όρο ότι:

α)

οι άλλες υπόχρεες οντότητες συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ή με ισοδύναμες απαιτήσεις σε περίπτωση που οι άλλες υπόχρεες οντότητες διαμένουν ή είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα·

β)

η συμμόρφωση των άλλων υπόχρεων οντοτήτων με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ εποπτεύεται κατά τρόπο που συνάδει με το κεφάλαιο IV της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

Η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση των απαιτήσεων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη εξακολουθεί να βαρύνει την υπόχρεη οντότητα η οποία στηρίζεται σε άλλη υπόχρεη οντότητα.

2.   Όταν αποφασίζουν να στηριχθούν σε άλλες υπόχρεες οντότητες που βρίσκονται σε τρίτες χώρες, οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν υπόψη τους γεωγραφικούς παράγοντες κινδύνου που απαριθμούνται στα παραρτήματα II και III, καθώς και τυχόν συναφείς πληροφορίες ή κατευθύνσεις της Επιτροπής, της ΑΚΝΕΠΑΔ ή άλλων αρμόδιων αρχών.

3.   Σε περίπτωση υπόχρεων οντοτήτων που ανήκουν σε όμιλο, η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 49 μπορεί να διασφαλίζεται μέσω πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων σε επίπεδο ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η υπόχρεη οντότητα στηρίζεται σε πληροφορίες που παρέχονται αποκλειστικά από υπόχρεη οντότητα που ανήκει στον ίδιο όμιλο·

β)

ο όμιλος εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ΚΞΧ/ΧΤ, μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και κανόνες τήρησης αρχείων που συμμορφώνονται πλήρως με τον παρόντα κανονισμό ή με ισοδύναμους κανόνες σε τρίτες χώρες·

γ)

η αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου εποπτεύεται σε επίπεδο ομίλου από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640 ή της τρίτης χώρας, σύμφωνα με τους κανόνες της εν λόγω τρίτης χώρας.

4.   Οι υπόχρεες οντότητες δεν στηρίζονται σε υπόχρεες οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες οι οποίες προσδιορίζονται δυνάμει του τμήματος 2 του παρόντος κεφαλαίου. Ωστόσο, οι υπόχρεες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση και των οποίων υποκαταστήματα και θυγατρικές είναι εγκατεστημένα στις εν λόγω τρίτες χώρες δύνανται να στηρίζονται στα εν λόγω υποκαταστήματα και θυγατρικές, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 49

Διαδικασία της στήριξης σε άλλη υπόχρεη οντότητα

1.   Οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν από την υπόχρεη οντότητα στην οποία στηρίζονται όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ), ή τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που εισάγονται.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες που στηρίζονται σε άλλες υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η υπόχρεη οντότητα στην οποία στηρίζονται παρέχει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, τα ακόλουθα:

α)

αντίγραφα των πληροφοριών που συλλέγονται για την ταυτοποίηση του πελάτη·

β)

όλα τα έγγραφα τεκμηρίωσης ή τις αξιόπιστες πηγές πληροφοριών που χρησιμοποιήθηκαν για την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, και, ανάλογα με την περίπτωση, των πραγματικών δικαιούχων του πελάτη ή των προσώπων για λογαριασμό των οποίων ενεργεί ο πελάτης, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων που λαμβάνονται με μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και μέσω συναφών υπηρεσιών εμπιστοσύνης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014· και

γ)

τυχόν συλλεχθείσες πληροφορίες σχετικά με τον σκοπό και τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται από την υπόχρεη οντότητα στην οποία στηρίζεται άλλη υπόχρεη οντότητα χωρίς καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 5 εργάσιμων ημερών.

4.   Οι προϋποθέσεις για τη διαβίβαση των πληροφοριών και των εγγράφων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 καθορίζονται σε γραπτή συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ των υπόχρεων οντοτήτων.

5.   Σε περίπτωση που η υπόχρεη οντότητα στηρίζεται σε υπόχρεη οντότητα που ανήκει στον ίδιο όμιλο, η γραπτή συμφωνία μπορεί να αντικατασταθεί από εσωτερική διαδικασία που εφαρμόζεται σε επίπεδο ομίλου, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 48 παράγραφος 3.

Άρθρο 50

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη στήριξη σε άλλες υπόχρεες οντότητες

Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές προς τις υπόχρεες οντότητες σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α)

τις αποδεκτές προϋποθέσεις βάσει των οποίων οι υπόχρεες οντότητες στηρίζονται σε πληροφορίες που συλλέγει άλλη υπόχρεη οντότητα, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης εξ αποστάσεως δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη·

β)

τους ρόλους και την ευθύνη των υπόχρεων οντοτήτων που στηρίζονται σε άλλη υπόχρεη οντότητα·

γ)

τις εποπτικές προσεγγίσεις ως προς τη στήριξη σε άλλες υπόχρεες οντότητες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟ

Άρθρο 51

Προσδιορισμός των πραγματικών δικαιούχων όσον αφορά νομικές οντότητες

Οι πραγματικοί δικαιούχοι νομικών οντοτήτων είναι τα φυσικά πρόσωπα που:

α)

έχουν, άμεσα ή έμμεσα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εταιρική οντότητα· ή

β)

ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, την εταιρική ή άλλη νομική οντότητα, μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή με άλλα μέσα.

Ο έλεγχος με άλλα μέσα όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β) προσδιορίζεται ανεξάρτητα από και παράλληλα με την ύπαρξη ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή ελέγχου μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.

Άρθρο 52

Πραγματικός δικαιούχος μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 51 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), ως «ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εταιρική οντότητα» νοούνται η άμεση ή έμμεση ιδιοκτησία τουλάχιστον του 25 % των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή άλλων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στην εταιρική οντότητα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων σε μερίδιο επί των κερδών, άλλους εσωτερικούς πόρους ή υπόλοιπο εκκαθάρισης. Η έμμεση ιδιοκτησία υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τις μετοχές ή τα δικαιώματα ψήφου ή άλλα ιδιοκτησιακά δικαιώματα που κατέχουν οι ενδιάμεσες οντότητες στην αλυσίδα των οντοτήτων στις οποίες ο πραγματικός δικαιούχος κατέχει μετοχές ή δικαιώματα ψήφου και αθροίζοντας τα αποτελέσματα από αυτές τις διάφορες αλυσίδες, εκτός εάν εφαρμόζεται το άρθρο 54.

Για να αξιολογηθεί εάν υπάρχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εταιρική οντότητα, λαμβάνονται υπόψη οι συμμετοχές σε κάθε επίπεδο ιδιοκτησίας.

2.   Όταν τα κράτη μέλη προσδιορίζουν σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της οδηγίας(ΕΕ) 2024/1640 κατηγορίες εταιρικών οντοτήτων που εκτίθενται σε υψηλότερους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων με βάση τους τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται, ενημερώνουν συναφώς την Επιτροπή. Έως τις 10 Ιουλίου 2029, η Επιτροπή αξιολογεί αν οι κίνδυνοι που συνδέονται με τις εν λόγω κατηγορίες νομικών οντοτήτων είναι σημαντικοί για την εσωτερική αγορά και, όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα χαμηλότερο κατώτατο όριο ενδείκνυται για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 85 για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού προσδιορίζοντας:

α)

τις κατηγορίες εταιρικών οντοτήτων που συνδέονται με υψηλότερους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για τις οποίες εφαρμόζεται χαμηλότερο κατώτατο όριο·

β)

τα σχετικά κατώτατα όρια.

Το χαμηλότερο κατώτατο όριο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζεται σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 15 % των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στην εταιρική οντότητα, εκτός εάν η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα, βάσει του κινδύνου, ότι ένα υψηλότερο κατώτατο όριο θα ήταν πιο αναλογικό, το οποίο σε κάθε περίπτωση ορίζεται σε ποσοστό μικρότερο του 25 %.

3.   Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για να διασφαλίσει ότι προσδιορίζει τις σχετικές κατηγορίες εταιρικών οντοτήτων που συνδέονται με υψηλότερους κινδύνους και ότι τα σχετικά κατώτατα όρια είναι ανάλογα προς τους εν λόγω κινδύνους.

4.   Στην περίπτωση νομικών οντοτήτων εκτός των εταιρικών οντοτήτων, για τις οποίες, λαμβανομένων υπόψη της μορφής και της δομής τους, δεν είναι σκόπιμο ή εφικτό να υπολογιστεί η ιδιοκτησία, οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν με άλλα μέσα, άμεσα ή έμμεσα, τη νομική οντότητα, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφοι 3 και 4, εκτός εάν εφαρμόζεται το άρθρο 57.

Άρθρο 53

Πραγματικός δικαιούχος μέσω ελέγχου

1.   Ο έλεγχος επί εταιρικής ή άλλης νομικής οντότητας ασκείται μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή με άλλα μέσα.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«έλεγχος της νομικής οντότητας»: η δυνατότητα άσκησης, άμεσα ή έμμεσα, σημαντικής επιρροής και επιβολής σχετικών αποφάσεων εντός της νομικής οντότητας·

β)

«έμμεσος έλεγχος νομικής οντότητας»: ο έλεγχος ενδιάμεσων νομικών οντοτήτων στην ιδιοκτησιακή δομή ή σε διάφορες αλυσίδες της ιδιοκτησιακής δομής, όπου ο άμεσος έλεγχος εντοπίζεται σε κάθε επίπεδο της δομής·

γ)

«έλεγχος μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της εταιρικής οντότητας»: η άμεση ή έμμεση ιδιοκτησία του 50 % συν μίας από τις μετοχές ή συν ενός από τα δικαιώματα ψήφου ή τα άλλα ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εταιρική οντότητα.

3.   Ο έλεγχος της νομικής οντότητας με άλλα μέσα περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα άσκησης:

α)

σε περίπτωση εταιρικής οντότητας, της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου στην εταιρική οντότητα, είτε ανήκουν σε πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση είτε όχι·

β)

του δικαιώματος διορισμού ή απομάκρυνσης της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού οργάνου ή παρόμοιων στελεχών της νομικής οντότητας·

γ)

σχετικών δικαιωμάτων αρνησικυρίας ή δικαιωμάτων λήψης αποφάσεων που συνδέονται με το μερίδιο της εταιρικής οντότητας·

δ)

αποφάσεων σχετικά με τη διανομή κερδών της νομικής οντότητας ή που οδηγούν σε μεταβολές περιουσιακών στοιχείων της νομικής οντότητας.

4.   Επιπλέον της παραγράφου 3, ο έλεγχος της νομικής οντότητας μπορεί να ασκείται με άλλα μέσα. Ανάλογα με την ιδιαίτερη κατάσταση της νομικής οντότητας και τη δομή της, άλλα μέσα ελέγχου μπορεί να περιλαμβάνουν:

α)

επίσημες ή ανεπίσημες συμφωνίες με ιδιοκτήτες, μέλη ή τις νομικές οντότητες, διατάξεις του καταστατικού, συμφωνίες εταιρικής σχέσης, κοινοπρακτικές συμφωνίες ή ισοδύναμα έγγραφα ή συμφωνίες ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά της νομικής οντότητας, καθώς και τον τρόπο ψηφοφορίας·

β)

σχέσεις μεταξύ στενών συγγενών·

γ)

χρήση επίσημων ή ανεπίσημων συμφωνιών εκπροσώπησης.

Για το σκοπό της παρούσας παραγράφου ως «επίσημη συμφωνία εκπροσώπησης» νοείται η σύμβαση ή η ισοδύναμη συμφωνία μεταξύ εντολέα (nominator) και εντολοδόχου (nominee), στο πλαίσιο της οποίας ο εντολέας είναι νομική οντότητα ή φυσικό πρόσωπο που απευθύνει εντολές σε έναν εντολοδόχο να ενεργεί εξ ονόματός του υπό ορισμένη ιδιότητα, μεταξύ αυτών ως διευθυντής ή μέτοχος ή εμπιστευματοπάροχος, και ο εντολοδόχος είναι νομική οντότητα ή φυσικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται από τον εντολέα να ενεργεί εξ ονόματός του.

Άρθρο 54

Συνύπαρξη ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και ελέγχου στην ιδιοκτησιακή δομή

Όταν οι εταιρικές οντότητες έχουν πολυεπίπεδη ιδιοκτησιακή δομή, και σε μία ή περισσότερες αλυσίδες της εν λόγω δομής τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και ο έλεγχος συνυπάρχουν σε σχέση με διαφορετικά επίπεδα της αλυσίδας, οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι:

α)

τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή με άλλα μέσα, νομικές οντότητες που έχουν άμεσα ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εταιρική οντότητα, είτε μεμονωμένα είτε σωρευτικά·

β)

τα φυσικά πρόσωπα που, μεμονωμένα ή σωρευτικά, άμεσα ή έμμεσα, έχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εταιρική οντότητα η οποία ελέγχει, μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή με άλλα μέσα, την εταιρική οντότητα, άμεσα ή έμμεσα.

Άρθρο 55

Ιδιοκτησιακές δομές που περιλαμβάνουν νομικά μορφώματα ή παρεμφερή νομικές οντότητες

Όταν οι νομικές οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 57 ή νομικά μορφώματα κατέχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα στην εταιρική οντότητα, είτε μεμονωμένα είτε σωρευτικά, ή ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, την εταιρική οντότητα, μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ή με άλλα μέσα, οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι τα φυσικά πρόσωπα που είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι των νομικών οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 57 ή των νομικών μορφωμάτων.

Άρθρο 56

Κοινοποιήσεις

Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή έως τις 10 Οκτωβρίου 2027 κατάλογο των τύπων νομικών οντοτήτων που υφίστανται βάσει της εθνικής νομοθεσίας τους με τους πραγματικούς δικαιούχους που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 51 και το άρθρο 52 παράγραφος 4. Η εν λόγω κοινοποίηση περιλαμβάνει τις ειδικές κατηγορίες οντοτήτων, την περιγραφή των χαρακτηριστικών και, ανάλογα με την περίπτωση, τη νομική βάση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους. Περιλαμβάνονται επίσης ένδειξη του αν, λόγω της ειδικής μορφής και των δομών των νομικών οντοτήτων που δεν είναι εταιρικές οντότητες, εφαρμόζεται ο μηχανισμός βάσει του άρθρου 63 παράγραφος 4, καθώς και λεπτομερής σχετική αιτιολόγηση.

Η Επιτροπή διαβιβάζει την κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 57

Προσδιορισμός των πραγματικών δικαιούχων για νομικές οντότητες παρεμφερείς με ρητό εμπίστευμα

1.   Στην περίπτωση νομικών οντοτήτων πέραν εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 51, οι οποίες είναι παρεμφερείς με ρητό εμπίστευμα, όπως τα ιδρύματα, οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι όλα τα ακόλουθα φυσικά πρόσωπα:

α)

οι ιδρυτές·

β)

τα μέλη του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εκτελεστικής του αρμοδιότητας·

γ)

τα μέλη του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας·

δ)

οι δικαιούχοι, εκτός εάν εφαρμόζεται το άρθρο 59·

ε)

κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τη νομική οντότητα.

2.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι νομικές οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανήκουν σε πολυεπίπεδες δομές ελέγχου, όταν νομική οντότητα κατέχει οποιαδήποτε από τις θέσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, οι πραγματικοί δικαιούχοι της νομικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι:

α)

τα φυσικά πρόσωπα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1· και

β)

οι πραγματικοί δικαιούχοι των νομικών οντοτήτων που κατέχουν οποιαδήποτε από τις θέσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή έως τις 10 Οκτωβρίου 2027 κατάλογο των τύπων νομικών οντοτήτων των οποίων οι πραγματικοί δικαιούχοι προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνοδεύεται από περιγραφή:

α)

της μορφής και των βασικών χαρακτηριστικών των εν λόγω νομικών οντοτήτων·

β)

της διαδικασίας μέσω της οποίας μπορούν να συσταθούν·

γ)

της διαδικασίας πρόσβασης σε βασικές πληροφορίες και σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο όσον αφορά τις εν λόγω νομικές οντότητες·

δ)

των ιστοτόπων στους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί αναζήτηση στα κεντρικά μητρώα όσον αφορά πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εν λόγω νομικών οντοτήτων, και των στοιχείων επικοινωνίας των οντοτήτων που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω μητρώα.

4.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει, μέσω εκτελεστικής πράξης, κατάλογο των τύπων νομικών οντοτήτων που διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών και οι οποίες θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 86 παράγραφος 2.

Άρθρο 58

Προσδιορισμός των πραγματικών δικαιούχων ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων

1.   Οι πραγματικοί δικαιούχοι ρητών εμπιστευμάτων είναι όλα τα ακόλουθα φυσικά πρόσωπα:

α)

οι εμπιστευματοπάροχοι·

β)

οι εμπιστευματοδόχοι·

γ)

οι προστάτες, εάν υπάρχουν·

δ)

οι δικαιούχοι, εκτός εάν εφαρμόζονται τα άρθρα 59 ή 60·

ε)

οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα ασκούν τον τελικό έλεγχο του ρητού εμπιστεύματος μέσω άμεσης ή έμμεσης ιδιοκτησίας ή με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων, μέσω αλυσίδας ελέγχου ή ιδιοκτησίας.

2.   Οι πραγματικοί δικαιούχοι άλλων νομικών μορφωμάτων παρεμφερών με ρητά εμπιστεύματα, είναι τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες ή παρεμφερείς θέσεις με εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Όταν νομικά μορφώματα ανήκουν σε πολυεπίπεδες δομές ελέγχου και όταν νομική οντότητα κατέχει οποιαδήποτε από τις θέσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, οι πραγματικοί δικαιούχοι του νομικού μορφώματος είναι:

α)

τα φυσικά πρόσωπα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1· και

β)

οι πραγματικοί δικαιούχοι των νομικών οντοτήτων που κατέχουν οποιαδήποτε από τις θέσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 1.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή έως τις 10 Οκτωβρίου 2027 κατάλογο των τύπων νομικών μορφωμάτων που είναι παρεμφερή με ρητά εμπιστεύματα και τα οποία διέπονται από το δίκαιό τους.

Η κοινοποίηση συνοδεύεται από περιγραφή:

α)

της μορφής και των βασικών χαρακτηριστικών των εν λόγω νομικών μορφωμάτων·

β)

της διαδικασίας μέσω της οποίας τα εν λόγω νομικά μορφώματα μπορούν να συσταθούν·

γ)

της διαδικασίας πρόσβασης σε βασικές πληροφορίες και σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο όσον αφορά τα εν λόγω νομικά μορφώματα·

δ)

των ιστοτόπων στους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί αναζήτηση στα κεντρικά μητρώα όσον αφορά πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εν λόγω νομικών μορφωμάτων, και των στοιχείων επικοινωνίας των οντοτήτων που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω μητρώα.

Η κοινοποίηση συνοδεύεται επίσης από αιτιολόγηση στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους το κράτος μέλος θεωρεί ότι τα κοινοποιούμενα νομικά μορφώματα είναι παρεμφερή με ρητά εμπιστεύματα και για τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι άλλα νομικά μορφώματα που διέπονται από τη νομοθεσία του δεν είναι παρεμφερή με ρητά εμπιστεύματα.

5.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει, μέσω εκτελεστικής πράξης, κατάλογο των τύπων νομικών μορφωμάτων που διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών και τα οποία θα πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις περί διαφάνειας σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο με εκείνες που ισχύουν για τα ρητά εμπιστεύματα, συνοδευόμενο από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 86 παράγραφος 2.

Άρθρο 59

Προσδιορισμός κατηγορίας δικαιούχων

1.   Στην περίπτωση νομικών οντοτήτων παρεμφερών με ρητά εμπιστεύματα δυνάμει του άρθρου 57 ή, εξαιρουμένων των εμπιστευμάτων διακριτικής ευχέρειας, των ρητών εμπιστευμάτων και των παρεμφερών νομικών μορφωμάτων βάσει του άρθρου 58, όταν οι δικαιούχοι δεν έχουν ακόμη καθοριστεί, προσδιορίζονται η κατηγορία των δικαιούχων και τα γενικά χαρακτηριστικά της. Οι δικαιούχοι στο πλαίσιο της κατηγορίας καθίστανται πραγματικοί δικαιούχοι αμέσως μόλις προσδιοριστούν ή καθοριστούν.

2.   Στις ακόλουθες περιπτώσεις, προσδιορίζονται μόνο η κατηγορία των δικαιούχων και τα χαρακτηριστικά της:

α)

συνταξιοδοτικά καθεστώτα εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341·

β)

καθεστώτα οικονομικής ιδιοκτησίας ή συμμετοχής των εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη μέλη, κατόπιν κατάλληλης εκτίμησης κινδύνου, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει χαμηλός κίνδυνος κατάχρησης για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

γ)

νομικές οντότητες παρεμφερείς με ρητά εμπιστεύματα δυνάμει του άρθρου 57, ρητά εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα δυνάμει του άρθρου 58, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

η νομική οντότητα, το ρητό εμπίστευμα ή το παρεμφερές νομικό μόρφωμα έχει συσταθεί για μη κερδοσκοπικό ή φιλανθρωπικό σκοπό· και

ii)

κατόπιν κατάλληλης εκτίμησης κινδύνου, τα κράτη μέλη έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατηγορία νομικής οντότητας, το ρητό εμπίστευμα ή το παρεμφερές νομικό μόρφωμα διατρέχει χαμηλό κίνδυνο κατάχρησης για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις κατηγορίες νομικών οντοτήτων, ρητών εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 2, μαζί με αιτιολόγηση βάσει της ειδικής εκτίμησης κινδύνου. Η Επιτροπή διαβιβάζει την εν λόγω κοινοποίηση στα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 60

Προσδιορισμός των αντικειμένων εξουσίας και των υποκατάστατων ληπτών σε εμπιστεύματα διακριτικής ευχέρειας

Στην περίπτωση εμπιστευμάτων διακριτικής ευχέρειας, όταν οι δικαιούχοι δεν έχουν ακόμη επιλεγεί, προσδιορίζονται τα αντικείμενα εξουσίας και οι υποκατάστατοι λήπτες. Οι δικαιούχοι μεταξύ των αντικειμένων εξουσίας καθίστανται πραγματικοί δικαιούχοι αμέσως μόλις επιλεγούν. Οι υποκατάστατοι λήπτες καθίστανται πραγματικοί δικαιούχοι όταν οι εμπιστευματοδόχοι δεν ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια.

Όταν εμπιστεύματα διακριτικής ευχέρειας πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφος 2, προσδιορίζεται μόνο η κατηγορία των αντικειμένων εξουσίας και των υποκατάστατων ληπτών. Οι εν λόγω κατηγορίες εμπιστευμάτων διακριτικής ευχέρειας κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου.

Άρθρο 61

Προσδιορισμός των πραγματικών δικαιούχων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 51 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 58 παράγραφος 1, οι πραγματικοί δικαιούχοι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων είναι τα φυσικά πρόσωπα που πληρούν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κατέχουν άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το 25 % των μεριδίων που κατέχει ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων·

β)

έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν ή να επηρεάζουν την επενδυτική πολιτική του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων·

γ)

ελέγχουν τις δραστηριότητες του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων με άλλα μέσα.

Άρθρο 62

Πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο

1.   Οι νομικές οντότητες και οι εμπιστευματοδόχοι ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρεμφερή νομικά μορφώματα διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο τις οποίες κατέχουν, παρέχουν στις υπόχρεες οντότητες στο πλαίσιο διαδικασιών δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο III ή υποβάλλουν στα κεντρικά μητρώα είναι επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες.

Οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

όλα τα ονόματα και επώνυμα, τον τόπο και την πλήρη ημερομηνία γέννησης, τη διεύθυνση κατοικίας, τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα ή τις υπηκοότητες του πραγματικού δικαιούχου, τον αριθμό του εγγράφου ταυτότητας, όπως διαβατηρίου ή εγγράφου εθνικής ταυτότητας, και, εφόσον υπάρχει, τον μοναδικό προσωπικό αριθμό αναγνώρισης που η χώρα συνήθους διαμονής του προσώπου του έχει αποδώσει, και γενική περιγραφή της προέλευσης του εν λόγω αριθμού·

β)

το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει ο δικαιούχος στη νομική οντότητα ή το νομικό μόρφωμα, είτε μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων είτε μέσω ελέγχου με άλλα μέσα, καθώς και την ημερομηνία από την οποία ο δικαιούχος κατέχει τα δικαιώματα·

γ)

πληροφορίες σχετικά με τη νομική οντότητα της οποίας ο πραγματικός δικαιούχος είναι το φυσικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή, στην περίπτωση νομικών μορφωμάτων των οποίων ο πραγματικός δικαιούχος είναι το φυσικό πρόσωπο, βασικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό μόρφωμα·

δ)

όταν η δομή ιδιοκτησίας και ελέγχου περιλαμβάνει περισσότερες από μία νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα, περιγραφή της εν λόγω δομής, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων και, εφόσον υπάρχουν, των αναγνωριστικών αριθμών των μεμονωμένων νομικών οντοτήτων ή νομικών μορφωμάτων που αποτελούν μέρος της εν λόγω δομής, καθώς και περιγραφή των μεταξύ τους σχέσεων, συμπεριλαμβανομένου του μεριδίου των δικαιωμάτων που κατέχουν·

ε)

όταν προσδιορίζεται κατηγορία δικαιούχων βάσει του άρθρου 59, γενική περιγραφή του χαρακτηριστικού της κατηγορίας των δικαιούχων·

στ)

όταν τα αντικείμενα εξουσίας και οι υποκατάστατοι λήπτες προσδιορίζονται βάσει του άρθρου 60:

i)

για τα φυσικά πρόσωπα, τα ονόματα και τα επώνυμά τους·

ii)

για τις νομικές οντότητες και τα νομικά μορφώματα, την επωνυμία τους·

iii)

για μια κατηγορία αντικειμένων εξουσίας ή υποκατάστατων ληπτών, την περιγραφή της.

2.   Οι νομικές οντότητες και οι εμπιστευματοδόχοι ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα αποκτούν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εντός 28 ημερολογιακών ημερών από τη σύσταση της νομικής οντότητας ή του νομικού μορφώματος. Οι εν λόγω πληροφορίες επικαιροποιούνται εγκαίρως και, σε κάθε περίπτωση, εντός 28 ημερολογιακών ημερών από τυχόν αλλαγή των πραγματικών δικαιούχων, και σε ετήσια βάση.

Άρθρο 63

Υποχρεώσεις των νομικών οντοτήτων

1.   Όλες οι νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί στην Ένωση αποκτούν και διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο.

Εκτός από τις πληροφορίες σχετικά με τον νόμιμο ιδιοκτήτη τους, οι νομικές οντότητες παρέχουν στις υπόχρεες οντότητες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, σε περίπτωση που οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

2.   Η νομική οντότητα δηλώνει πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στο κεντρικό μητρώο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη σύστασή της. Κάθε αλλαγή των εν λόγω πληροφοριών δηλώνεται στο κεντρικό μητρώο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 28 ημερολογιακών ημερών από αυτήν. Η νομική οντότητα επαληθεύει τακτικά ότι διατηρεί επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο της. Κατ’ ελάχιστον, η εν λόγω επαλήθευση διενεργείται ετησίως είτε ως αυτοτελής διαδικασία είτε ως μέρος άλλων περιοδικών διαδικασιών, όπως η υποβολή οικονομικών καταστάσεων.

Οι πραγματικοί δικαιούχοι νομικής οντότητας, καθώς και οι νομικές οντότητες και, στην περίπτωση νομικών μορφωμάτων, οι εμπιστευματοδόχοι τους ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση, τα οποία αποτελούν μέρος της δομής ιδιοκτησίας ή ελέγχου νομικής οντότητας, παρέχουν στην εν λόγω νομική οντότητα όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου η νομική οντότητα να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου ή να ανταποκρίνεται σε κάθε αίτημα παροχής πρόσθετων πληροφοριών που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

3.   Σε περίπτωση που, αφού εξαντληθούν όλα τα δυνατά μέσα προσδιορισμού δυνάμει των άρθρων 51 έως 57, δεν προσδιορίζεται κανένα πρόσωπο ως πραγματικός δικαιούχος, ή σε περίπτωση που υπάρχει ουσιαστική και δικαιολογημένη αβεβαιότητα εκ μέρους της νομικής οντότητας ότι τα προσδιορισθέντα πρόσωπα είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι, οι νομικές οντότητες τηρούν αρχεία των ενεργειών στις οποίες προέβησαν για να προσδιορίσουν τους πραγματικούς δικαιούχους τους.

4.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, όταν παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο σύμφωνα με το άρθρο 20 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640, οι νομικές οντότητες παρέχουν τα ακόλουθα:

α)

δήλωση ότι δεν υπάρχει πραγματικός δικαιούχος ή ότι οι πραγματικοί δικαιούχοι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν, συνοδευόμενη από αιτιολόγηση που διευκρινίζει γιατί δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί ο πραγματικός δικαιούχος σύμφωνα με τα άρθρα 51 έως 57 του παρόντος κανονισμού και τι συνιστά αβεβαιότητα σχετικά με τις εξακριβωμένες πληροφορίες·

β)

τα στοιχεία κάθε φυσικού προσώπου που κατέχει τη θέση ανώτερου διοικητικού στελέχους στην νομική οντότητα, τα οποία είναι ισοδύναμα των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 62 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως «ανώτερα διοικητικά στελέχη» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που είναι εκτελεστικά μέλη του διοικητικού οργάνου, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα εντός μιας νομικής οντότητας και είναι υπεύθυνα και υπόλογα έναντι του διοικητικού οργάνου για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας.

5.   Οι νομικές οντότητες καθιστούν τις πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος άρθρου διαθέσιμες, κατόπιν σχετικού αιτήματος και χωρίς καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές.

6.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 διατηρούνται για 5 έτη μετά την ημερομηνία λύσης ή με άλλο τρόπο παύσης της ύπαρξης των νομικών οντοτήτων, είτε από πρόσωπα που ορίζει η οντότητα για τη διατήρηση των εγγράφων είτε από διαχειριστές είτε από εκκαθαριστές ή άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν στη λύση της οντότητας. Τα στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας του προσώπου που είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση των πληροφοριών υποβάλλονται στα κεντρικά μητρώα.

Άρθρο 64

Υποχρεώσεις εμπιστευματοδόχων

1.   Στην περίπτωση οποιουδήποτε νομικού μορφώματος του οποίου η διαχείριση γίνεται σε κράτος μέλος ή του οποίου ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα διαμένει ή είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, οι εμπιστευματοδόχοι και τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα αποκτούν και διατηρούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το νομικό μόρφωμα:

α)

βασικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό μόρφωμα·

β)

επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο όπως προβλέπονται στο άρθρο 62·

γ)

όταν νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα είναι μέρη του νομικού μορφώματος, βασικές πληροφορίες και πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο τους όσον αφορά τις εν λόγω νομικές οντότητες και τα εν λόγω νομικά μορφώματα·

δ)

πληροφορίες σχετικά με κάθε αντιπρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένος να ενεργεί για λογαριασμό του νομικού μορφώματος ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με αυτό, και σχετικά με τις υπόχρεες οντότητες με τις οποίες ο εμπιστευματοδόχος ή πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα συνάπτει επιχειρηματική σχέση για λογαριασμό του νομικού μορφώματος.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διατηρούνται για 5 έτη από τότε που παύει να υφίσταται η συμμετοχή του εμπιστευματοδόχου ή του προσώπου που κατέχει ισοδύναμη θέση στο ρητό εμπίστευμα ή σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα.

2.   Ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα αποκτά και δηλώνει στο κεντρικό μητρώο πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και οι βασικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό μόρφωμα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη σύσταση του ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων και, σε κάθε περίπτωση, εντός 28 ημερολογιακών ημερών από αυτήν. Ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα διασφαλίζει ότι κάθε αλλαγή του πραγματικού δικαιούχου ή των βασικών πληροφοριών σχετικά με το νομικό μόρφωμα, δηλώνεται στο κεντρικό μητρώο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 28 ημερολογιακών ημερών μετά την αλλαγή.

Ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα επαληθεύει τακτικά ότι επικαιροποιούνται οι πληροφορίες που κατέχει σχετικά με το νομικό μόρφωμα σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο. Η επαλήθευση αυτή διενεργείται τουλάχιστον ετησίως, είτε ως αυτοτελής διαδικασία είτε στο πλαίσιο άλλων περιοδικών διαδικασιών.

3.   Οι εμπιστευματοδόχοι ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 γνωστοποιούν την ιδιότητά τους και παρέχουν στις υπόχρεες οντότητες τις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους και σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία των νομικών μορφωμάτων που θα αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο επιχειρηματικής σχέσης ή περιστασιακής συναλλαγής, σε περίπτωση που οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

4.   Οι πραγματικοί δικαιούχοι νομικού μορφώματος, που διαφέρουν από τους εμπιστευματοδόχους ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση, οι αντιπρόσωποί του και οι υπόχρεες οντότητες που εξυπηρετούν το νομικό μόρφωμα, καθώς και κάθε πρόσωπο και, στην περίπτωση νομικών μορφωμάτων, οι εμπιστευματοδόχοι τους, οι οποίοι αποτελούν μέρος της πολυεπίπεδης δομής ελέγχου του νομικού μορφώματος, παρέχουν στους εμπιστευματοδόχους ή στα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται προκειμένου οι εμπιστευματοδόχοι ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου.

5.   Οι εμπιστευματοδόχοι ρητού εμπιστεύματος και τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα καθιστούν τις πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος άρθρου διαθέσιμες, κατόπιν σχετικού αιτήματος και χωρίς καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές.

6.   Στην περίπτωση νομικών μορφωμάτων των οποίων τα μέρη είναι νομικές οντότητες, όταν, αφού εξαντληθούν όλα τα δυνατά μέσα προσδιορισμού δυνάμει των άρθρων 51 έως 57, δεν προσδιορίζεται κανένα πρόσωπο ως πραγματικός δικαιούχος των εν λόγω νομικών οντοτήτων, ή σε περίπτωση που υπάρχει ουσιαστική και δικαιολογημένη αβεβαιότητα ότι τα προσδιορισθέντα πρόσωπα είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι, οι εμπιστευματοδόχοι ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα σε ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομικά μορφώματα τηρούν αρχεία των ενεργειών στις οποίες προέβησαν για να προσδιορίσουν τους πραγματικούς δικαιούχους τους.

7.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, όταν παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο σύμφωνα με το άρθρο 20 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640, οι εμπιστευματοδόχοι ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα σε ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομικά μορφώματα παρέχουν τα ακόλουθα:

α)

δήλωση ότι δεν υπάρχει πραγματικός δικαιούχος ή ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν οι πραγματικοί δικαιούχοι, συνοδευόμενη από αιτιολόγηση που διευκρινίζει γιατί δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί ο πραγματικός δικαιούχος σύμφωνα με τα άρθρα 51 έως 57 του παρόντος κανονισμού και τι συνιστά αβεβαιότητα σχετικά με τις εξακριβωμένες πληροφορίες·

β)

τα στοιχεία όλων των φυσικών προσώπων που κατέχουν τη θέση ανώτερων διοικητικών στελεχών στη νομική οντότητα που είναι μέρος του νομικού μορφώματος, τα οποία είναι ισοδύναμα των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 62 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 65

Εξαιρέσεις από τις υποχρεώσεις νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων

Τα άρθρα 63 και 64 δεν εφαρμόζονται σε:

α)

εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

ο έλεγχος επί της εταιρείας ασκείται αποκλειστικά από το φυσικό πρόσωπο με τα δικαιώματα ψήφου·

ii)

καμία άλλη νομική οντότητα ή νομικό μόρφωμα δεν αποτελεί μέρος της δομής ιδιοκτησίας ή ελέγχου της εταιρείας· και

iii)

για αλλοδαπές νομικές οντότητες δυνάμει του άρθρου 67, υπάρχουν απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στα σημεία i) και ii) του παρόντος στοιχείου σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα·

β)

οργανισμούς δημοσίου δικαίου, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43).

Άρθρο 66

Υποχρεώσεις ασκούντων καθήκοντα εξ ονόματος άλλου προσώπου

Οι εντολοδόχοι μέτοχοι και οι εντολοδόχοι διευθυντές νομικής οντότητας διατηρούν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του εντολέα τους και των πραγματικών δικαιούχων του εντολέα και τις κοινοποιούν, μαζί με την ιδιότητά τους, στη νομική οντότητα. Οι νομικές οντότητες υποβάλλουν τις εν λόγω πληροφορίες στα κεντρικά μητρώα.

Οι νομικές οντότητες παρέχουν επίσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο στις υπόχρεες οντότητες, όταν οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

Άρθρο 67

Αλλοδαπές νομικές οντότητες και αλλοδαπά νομικά μορφώματα

1.   Οι νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί εκτός της Ένωσης και οι εμπιστευματοδόχοι των ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα των οποίων η διαχείριση γίνεται εκτός της Ένωσης ή τα οποία διαμένουν ή είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο σύμφωνα με το άρθρο 62 στο κεντρικό μητρώο του κράτους μέλους στο οποίο οι ανωτέρω:

α)

συνάπτουν επιχειρηματική σχέση με υπόχρεη οντότητα·

β)

αποκτούν ακίνητη περιουσία στην Ένωση, είτε απευθείας είτε μέσω διαμεσολαβητών·

γ)

αποκτούν, είτε απευθείας είτε μέσω διαμεσολαβητών, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αγαθά από πρόσωπα που εμπορεύονται όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 3 στοιχεία στ) και ι) στο πλαίσιο περιστασιακής συναλλαγής:

i)

μηχανοκίνητα οχήματα για μη εμπορικούς σκοπούς, έναντι τιμής τουλάχιστον 250 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα·

ii)

σκάφη για μη εμπορικούς σκοπούς, έναντι τιμής τουλάχιστον 7 500 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα·

iii)

αεροσκάφη για μη εμπορικούς σκοπούς, έναντι τιμής τουλάχιστον 7 500 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα·

δ)

δέχονται την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων για αγαθά ή υπηρεσίες ή συμβάσεων παραχώρησης από αναθέτουσα αρχή στην Ένωση.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο α), όταν νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί εκτός της Ένωσης συνάπτουν επιχειρηματική σχέση με υπόχρεη οντότητα, υποβάλλουν τις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο τους στο κεντρικό μητρώο όταν:

α)

συνάπτουν επιχειρηματική σχέση με υπόχρεη οντότητα που συνδέεται με μέτριους προς υψηλούς ή υψηλούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με την σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμηση κινδύνου ή την εθνική εκτίμηση κινδύνου του οικείου κράτους μέλους που αναφέρεται στα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640· ή

β)

η σε ενωσιακό επίπεδο εκτίμηση κινδύνου ή η εθνική εκτίμηση κινδύνου του οικείου κράτους μέλους αναγνωρίζει ότι η κατηγορία της νομικής οντότητας ή ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται η νομική οντότητα που έχει συσταθεί εκτός της Ένωσης συνδέεται, κατά περίπτωση, με μέτριους προς υψηλούς ή υψηλούς κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

3.   Οι πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο συνοδεύονται από δήλωση στην οποία αναφέρεται σε σχέση με ποια από τις εν λόγω δραστηριότητες υποβάλλονται οι πληροφορίες, καθώς και από οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, και υποβάλλονται:

α)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), πριν από την έναρξη της επιχειρηματικής σχέσης·

β)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ), πριν από την ολοκλήρωση της αγοράς·

γ)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), πριν από την υπογραφή της σύμβασης.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι υπόχρεες οντότητες ενημερώνουν τις νομικές οντότητες όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2 και απαιτούν πιστοποιητικό που να αποδεικνύει την εγγραφή ή απόσπασμα με τις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που τηρούνται στο κεντρικό μητρώο, προκειμένου να προχωρήσουν στην επιχειρηματική σχέση ή την περιστασιακή συναλλαγή.

5.   Στις περιπτώσεις που καλύπτονται από την παράγραφο 1, οι νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί εκτός της Ένωσης και οι εμπιστευματοδόχοι ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα των οποίων η διαχείριση γίνεται εκτός της Ένωσης ή τα οποία διαμένουν ή είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης αναφέρουν οποιαδήποτε αλλαγή στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που υποβάλλονται στο κεντρικό μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 1 χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 28 ημερολογιακών ημερών μετά την αλλαγή του πραγματικού δικαιούχου.

Η απαίτηση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται:

α)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), για ολόκληρη τη διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης με την υπόχρεη οντότητα·

β)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), εφόσον το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα ή το νομικό μόρφωμα έχει στην ιδιοκτησία του την ακίνητη περιουσία·

γ)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), για το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής υποβολής των πληροφοριών στο κεντρικό μητρώο και της ολοκλήρωσης της αγοράς·

δ)

για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), για ολόκληρη τη διάρκεια της σύμβασης.

6.   Σε περίπτωση που η νομική οντότητα, ο εμπιστευματοδόχος του ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 σε διάφορα κράτη μέλη, πιστοποιητικό που να αποδεικνύει την εγγραφή των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο σε κεντρικό μητρώο που τηρείται από ένα κράτος μέλος θεωρείται επαρκές αποδεικτικό εγγραφής.

7.   Εάν, στις 10 Ιουλίου 2027, νομικές οντότητες που έχουν συσταθεί εκτός της Ένωσης ή νομικά μορφώματα των οποίων η διαχείριση γίνεται εκτός της Ένωσης ή των οποίων ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα διαμένει ή είναι εγκατεστημένο εκτός της Ένωσης κατέχουν, είτε απευθείας είτε μέσω διαμεσολαβητών, ακίνητη περιουσία, οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο των εν λόγω νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων υποβάλλονται στο κεντρικό μητρώο και συνοδεύονται από αιτιολόγηση της εν λόγω υποβολής έως τις 10 Ιανουαρίου 2028.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα που έχουν αποκτήσει ακίνητη περιουσία στην Ένωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν, με βάση τον κίνδυνο, ότι εφαρμόζεται προγενέστερη ημερομηνία και ενημερώνουν συναφώς την Επιτροπή. Η Επιτροπή κοινοποιεί τις εν λόγω αποφάσεις στα άλλα κράτη μέλη.

8.   Τα κράτη μέλη μπορούν, με βάση τον κίνδυνο, να επεκτείνουν την υποχρέωση που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) στις επιχειρηματικές σχέσεις με αλλοδαπές νομικές οντότητες που βρίσκονται σε εξέλιξη στις 10 Ιουλίου 2027 και ενημερώνουν συναφώς την Επιτροπή. Η Επιτροπή κοινοποιεί τις εν λόγω αποφάσεις στα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 68

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη, έως τις 10 Ιανουαρίου 2025, κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εν λόγω κανόνες για τις κυρώσεις, μαζί με τη νομική βάση τους και την ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για οποιαδήποτε τροποποίηση αυτών.

2.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 85 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού ορίζοντας:

α)

τις κατηγορίες παραβάσεων που υπόκεινται σε κυρώσεις και τα πρόσωπα που ευθύνονται για τις παραβάσεις αυτές·

β)

δείκτες για την ταξινόμηση του επιπέδου σοβαρότητας των παραβάσεων που υπόκεινται σε κυρώσεις·

γ)

τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του επιπέδου των κυρώσεων.

Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο για να διασφαλίσει ότι εντοπίζει τις σχετικές κατηγορίες παραβάσεων και ότι οι αντίστοιχες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Άρθρο 69

Αναφορά υπονοιών

1.   Οι υπόχρεες οντότητες και, ανάλογα με την περίπτωση, οι διευθυντές και οι υπάλληλοί τους, συνεργάζονται πλήρως με τη ΜΧΠ:

α)

ενημερώνοντας άμεσα τη ΜΧΠ, με δική τους πρωτοβουλία, όταν η υπόχρεη οντότητα γνωρίζει, έχει υποψίες ή εύλογους λόγους να υποπτεύεται ότι χρηματικά ποσά ή δραστηριότητες, ανεξαρτήτως του ύψους του σχετικού ποσού, συνιστούν έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή με εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και ανταποκρινόμενες άμεσα σε αιτήματα της ΜΧΠ για επιπρόσθετες πληροφορίες που αφορούν τέτοιες περιπτώσεις·

β)

παρέχοντας άμεσα και απευθείας στη ΜΧΠ, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα αρχεία συναλλαγών, εντός των προθεσμιών που επιβάλλονται.

Αναφέρονται όλες οι ύποπτες συναλλαγές, μεταξύ των οποίων οι απόπειρες συναλλαγών και οι υπόνοιες που προκύπτουν από την αδυναμία άσκησης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι υπόχρεες οντότητες απαντούν σε αίτημα παροχής πληροφοριών που υποβάλλεται από τη ΜΧΠ εντός 5 εργάσιμων ημερών. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, οι ΜΧΠ μπορούν να συντομεύσουν την εν λόγω προθεσμία, μεταξύ άλλων σε λιγότερο από 24 ώρες.

Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, η ΜΧΠ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία απάντησης πέραν των 5 εργάσιμων ημερών, εφόσον το κρίνει δικαιολογημένο και υπό την προϋπόθεση ότι η παράταση δεν υπονομεύει την ανάλυση της ΜΧΠ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι υπόχρεες οντότητες αξιολογούν τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από τους πελάτες τους βάσει και έναντι κάθε σχετικού γεγονότος και πληροφορίας που γνωρίζουν ή έχουν στην κατοχή τους. Όταν κρίνεται αναγκαίο, οι υπόχρεες οντότητες ιεραρχούν την αξιολόγησή τους λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της συναλλαγής ή της δραστηριότητας και τους κινδύνους που επηρεάζουν το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες.

Μια υπόνοια δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α) βασίζεται στα χαρακτηριστικά του πελάτη και των αντισυμβαλλομένων του, στο μέγεθος και τον χαρακτήρα της συναλλαγής ή της δραστηριότητας ή των μεθόδων και των μοτίβων τους, στη σύνδεση μεταξύ διαφόρων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων, στην προέλευση, τον προορισμό ή τη χρήση των χρηματικών ποσών, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση είναι γνωστή στην υπόχρεη οντότητα, συμπεριλαμβανομένης της συνοχής της συναλλαγής ή της δραστηριότητας με τις πληροφορίες που αποκτώνται δυνάμει του κεφαλαίου III συμπεριλαμβανομένου του προφίλ κινδύνου του πελάτη.

3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει προς έγκριση στην Επιτροπή. Στα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζεται ο μορφότυπος που πρέπει να χρησιμοποιείται για την αναφορά υπονοιών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) και για την παροχή αρχείων συναλλαγών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

5.   Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η ΑΚΝΕΠΑΔ κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους δείκτες ύποπτης δραστηριότητας ή συμπεριφορών. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

6.   Ο υπεύθυνος συμμόρφωσης που έχει διορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 διαβιβάζει τις πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένη η υπόχρεη οντότητα που τις διαβιβάζει.

7.   Οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος συμμόρφωσης που διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, καθώς και κάθε υπάλληλος ή πρόσωπο σε ισοδύναμη θέση, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων και των διανομέων, που συμμετέχει στην εκτέλεση των καθηκόντων που καλύπτονται από το παρόν άρθρο προστατεύεται από αντίποινα, διακρίσεις και κάθε άλλη άδικη μεταχείριση ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των εν λόγω καθηκόντων.

Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει την προστασία την οποία μπορεί να δικαιούνται τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937.

8.   Όταν από τις δραστηριότητες σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών προκύπτουν η γνώση, η υπόνοια ή εύλογοι λόγοι να εικάζεται ότι τα χρηματικά ποσά, ανεξαρτήτως του ύψους του σχετικού ποσού, είναι έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, οι υπόχρεες οντότητες που είχαν υπόνοιες σε σχέση με τις δραστηριότητες των πελατών τους μπορούν να ορίζουν μία από αυτές, η οποία επιφορτίζεται με την υποβολή αναφοράς στη ΜΧΠ σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α). Η εν λόγω αναφορά περιλαμβάνει τουλάχιστον το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας όλων των υπόχρεων οντοτήτων που συμμετείχαν στις δραστηριότητες που οδήγησαν στην αναφορά.

Όταν οι υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι εγκατεστημένες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, οι πληροφορίες υποβάλλονται σε κάθε σχετική ΜΧΠ. Για τον σκοπό αυτόν, οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι η αναφορά υποβάλλεται από υπόχρεη οντότητα στο έδαφος των κρατών μελών όπου βρίσκεται η ΜΧΠ.

Όταν οι υπόχρεες οντότητες αποφασίζουν να μην αξιοποιήσουν τη δυνατότητα υποβολής ενιαίας αναφοράς στη ΜΧΠ σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, περιλαμβάνουν στις αναφορές τους μνεία του γεγονότος ότι η υπόνοια είναι αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών.

9.   Οι υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου διατηρούν αντίγραφο των αναφορών που υποβάλλουν δυνάμει της εν λόγω παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 77.

Άρθρο 70

Ειδικές διατάξεις για την αναφορά υποψιών από ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 69 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στις υπόχρεες οντότητες του άρθρου 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β) να διαβιβάζουν τις πληροφορίες του άρθρου 69 παράγραφος 1 σε αυτορρυθμιζόμενο φορέα που ορίζει το κράτος μέλος.

Ο οριζόμενος αυτορρυθμιζόμενος φορέας διαβιβάζει αμέσως αυτούσιες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στη ΜΧΠ.

2.   Οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι, άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες νομικοί, οι νόμιμοι ελεγκτές, οι εξωτερικοί λογιστές και οι φοροτεχνικοί απαλλάσσονται από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 69 παράγραφος 1, στον βαθμό που η εν λόγω εξαίρεση αφορά τις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη, κατά την αξιολόγηση της νομικής κατάστασης του εν λόγω πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν σε ένδικες διαδικασίες ή σχετικά με ένδικες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή των εν λόγω ένδικων διαδικασιών, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται ή αποκτώνται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τις ένδικες διαδικασίες.

Η εξαίρεση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν οι αναφερόμενες σε αυτό υπόχρεες οντότητες:

α)

ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σε βασικά αδικήματά της ή σε χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

β)

παρέχουν νομικές συμβουλές για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας· ή

γ)

γνωρίζουν ότι ο πελάτης ζητεί νομικές συμβουλές για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας· η γνώση ή ο σκοπός μπορούν να συναχθούν από αντικειμενικά, πραγματικά περιστατικά.

3.   Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο, όταν αυτό δικαιολογείται βάσει των υψηλότερων κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με ορισμένα είδη συναλλαγών, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα εν λόγω είδη συναλλαγών και, κατά περίπτωση, να επιβάλλουν πρόσθετες υποχρεώσεις αναφοράς στις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε απόφαση που λαμβάνουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου. Η Επιτροπή κοινοποιεί τις αποφάσεις στα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 71

Αποχή από τη διενέργεια συναλλαγών

1.   Οι υπόχρεες οντότητες απέχουν από τη διενέργεια συναλλαγών για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι σχετίζονται με έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, μέχρι να υποβάλουν αναφορά κατά το άρθρο 69 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και να συμμορφωθούν με περαιτέρω ειδικές εντολές της ΜΧΠ ή άλλης αρμόδιας αρχής σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να διενεργήσουν τη σχετική συναλλαγή αφού αξιολογήσουν τους κινδύνους συνέχισης της συναλλαγής, εάν δεν έχουν λάβει οδηγίες περί του αντιθέτου από τη ΜΧΠ εντός 3 εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αναφοράς.

2.   Όταν για μία υπόχρεη οντότητα είναι αδύνατη η αποφυγή της διενέργειας συναλλαγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή η αποφυγή ενδέχεται να εμποδίσει τις προσπάθειες δίωξης των δικαιούχων ύποπτης συναλλαγής, η υπόχρεη οντότητα ενημερώνει τη ΜΧΠ αμέσως μετά τη διενέργεια της συναλλαγής.

Άρθρο 72

Γνωστοποίηση στη ΜΧΠ

Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση πληροφοριών στη ΜΧΠ από υπόχρεη οντότητα ή από υπάλληλο ή διευθυντή τέτοιας υπόχρεης οντότητας σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 70 δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συμβατικής ή νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης της γνωστοποίησης πληροφοριών, ούτε συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για την υπόχρεη οντότητα ή τους διευθυντές ή τους υπαλλήλους της, ακόμη και σε περιστάσεις κατά τις οποίες δεν γνώριζαν ακριβώς τη βασική εγκληματική δραστηριότητα και ανεξάρτητα από το εάν πράγματι υπήρξε παράνομη δραστηριότητα.

Άρθρο 73

Απαγόρευση γνωστοποίησης

1.   Οι υπόχρεες οντότητες και οι διευθυντές και οι υπάλληλοί τους ή πρόσωπα σε συγκρίσιμες θέσεις, συμπεριλαμβανομένων αντιπροσώπων και διανομέων, δεν γνωστοποιούν στον οικείο πελάτη ή σε τρίτους το γεγονός ότι αξιολογούνται ή έχουν αξιολογηθεί συναλλαγές ή δραστηριότητες σύμφωνα με το άρθρο 69, ότι διαβιβάζονται, θα διαβιβαστούν ή διαβιβάστηκαν πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 69 ή 70, ή ότι διεξάγεται ή μπορεί να διεξαχθεί ανάλυση όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε γνωστοποιήσεις στις αρμόδιες αρχές και στους αυτορρυθμιζόμενους φορείς όταν ασκούν εποπτικές αρμοδιότητες, ή σε γνωστοποιήσεις για τους σκοπούς της διερεύνησης και της δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η γνωστοποίηση μπορεί να πραγματοποιείται μεταξύ υπόχρεων οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ή μεταξύ των εν λόγω οντοτήτων και των υποκαταστημάτων και θυγατρικών τους που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες, εφόσον τα εν λόγω υποκαταστήματα και οι εν λόγω θυγατρικές συμμορφώνονται πλήρως προς τις πολιτικές και τις διαδικασίες που ισχύουν σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για τον διαμοιρασμό πληροφοριών εντός του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 16, και εφόσον οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η γνωστοποίηση μπορεί να πραγματοποιείται μεταξύ των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β), ή οντοτήτων από τρίτες χώρες που επιβάλλουν απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος κανονισμού, οι οποίες ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, είτε σε σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε όχι, στο πλαίσιο του ιδίου νομικού προσώπου ή ευρύτερης δομής στην οποία υπάγεται το πρόσωπο και η οποία διαθέτει κοινή κυριότητα, διοίκηση ή έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις σχετικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ή των εταιρικών σχέσεων.

5.   Όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημεία 1), 2), 3) στοιχεία α) και β), σε περιπτώσεις που αφορούν την ίδια συναλλαγή, στην οποία συμμετέχουν δύο ή περισσότερες υπόχρεες οντότητες, και κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η γνωστοποίηση μπορεί να πραγματοποιείται μεταξύ των σχετικών υπόχρεων οντοτήτων, υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκονται στην Ένωση, ή με οντότητες σε τρίτη χώρα που επιβάλλει απαιτήσεις ισοδύναμες με εκείνες του παρόντος κανονισμού, και ότι υπόκεινται σε υποχρεώσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

6.   Όταν οι υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β) επιχειρούν να αποτρέψουν πελάτη από εμπλοκή σε παράνομη δραστηριότητα, αυτό δεν αποτελεί γνωστοποίηση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 74

Αναφορές συναλλαγών ορισμένων αγαθών υψηλής αξίας βάσει ορίου

1.   Τα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά υψηλής αξίας αναφέρουν στη ΜΧΠ όλες τις συναλλαγές που αφορούν την πώληση των ακόλουθων αγαθών υψηλής αξίας, όταν τα εν λόγω αγαθά αποκτώνται για μη εμπορικούς σκοπούς:

α)

μηχανοκίνητα οχήματα έναντι τιμής τουλάχιστον 250 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα·

β)

σκάφη έναντι τιμής τουλάχιστον 7 500 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα·

γ)

αεροσκάφη έναντι τιμής τουλάχιστον 7 500 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα.

2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες σε σχέση με την αγορά ή μεταβίβαση ιδιοκτησίας των αγαθών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή τη μεταβίβαση της κυριότητας τους αναφέρουν επίσης στη ΜΧΠ όλες τις συναλλαγές που διενεργούν για τους πελάτες τους σε σχέση με τα εν λόγω αγαθά.

3.   Η υποβολή αναφορών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 πραγματοποιείται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται από τη ΜΧΠ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΜΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 75

Ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο συμπράξεων για τον διαμοιρασμό πληροφοριών

1.   Τα μέλη συμπράξεων για τον διαμοιρασμό πληροφοριών μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους όταν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κεφάλαιο ΙΙΙ και το άρθρο 69 και σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις δικαστικές δικονομικές εγγυήσεις.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες που προτίθενται να συμμετάσχουν σε σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών ενημερώνουν τις αντίστοιχες εποπτικές αρχές τους, οι οποίες, κατά περίπτωση σε διαβούλευση μεταξύ τους και με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, επαληθεύουν ότι η σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών διαθέτει μηχανισμούς που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο και ότι έχει διενεργηθεί η εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο η). Η επαλήθευση πραγματοποιείται πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων της σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών. Κατά περίπτωση, οι εποπτικές αρχές διαβουλεύονται επίσης με τις εθνικές ΜΧΠ.

Την ευθύνη για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου έχουν οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών.

3.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών περιορίζονται στα εξής:

α)

πληροφορίες σχετικά με τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πληροφοριών που αποκτώνται κατά την ταυτοποίηση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και, κατά περίπτωση, του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη·

β)

πληροφορίες σχετικά με τον σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης ή/και της περιστασιακής συναλλαγής μεταξύ του πελάτη και της υπόχρεης οντότητας, καθώς και, κατά περίπτωση, την πηγή του πλούτου και την πηγή χρηματικών ποσών του πελάτη·

γ)

πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές πελατών·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες υψηλότερου και χαμηλότερου κινδύνου που συνδέονται με τον πελάτη·

ε)

την ανάλυση της υπόχρεης οντότητας σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2·

στ)

πληροφορίες που κατέχει η υπόχρεη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 77 παράγραφος 1·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με υπόνοιες σύμφωνα με το άρθρο 69.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανταλλάσσονται μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της εκτέλεσης των δραστηριοτήτων της σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών.

4.   Οι ακόλουθοι ειδικοί όροι ισχύουν για τον διαμοιρασμό πληροφοριών στο πλαίσιο σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών:

α)

οι υπόχρεες οντότητες καταγράφουν όλες τις περιπτώσεις διαμοιρασμού πληροφοριών στο πλαίσιο της σύμπραξης·

β)

οι υπόχρεες οντότητες δεν βασίζονται αποκλειστικά στις πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο της σύμπραξης για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

γ)

οι υπόχρεες οντότητες δεν συνάγουν συμπεράσματα ούτε λαμβάνουν αποφάσεις που έχουν αντίκτυπο στην επιχειρηματική σχέση με τον πελάτη ή στην εκτέλεση περιστασιακών συναλλαγών για τον πελάτη βάσει πληροφοριών που λαμβάνονται από άλλους συμμετέχοντες στη σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών χωρίς να έχουν αξιολογήσει τις εν λόγω πληροφορίες· κάθε πληροφορία που λαμβάνεται στο πλαίσιο της σύμπραξης και χρησιμοποιείται σε αξιολόγηση η οποία οδηγεί σε απόφαση άρνησης ή τερματισμού επιχειρηματικής σχέσης ή εκτέλεσης περιστασιακής συναλλαγής περιλαμβάνεται στα αρχεία που τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3, και το εν λόγω αρχείο περιέχει μνεία του γεγονότος ότι οι πληροφορίες προήλθαν από σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών·

δ)

οι υπόχρεες οντότητες διενεργούν τη δική τους αξιολόγηση των συναλλαγών στις οποίες συμμετέχουν πελάτες, προκειμένου να εκτιμούν ποιες ενδέχεται να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή αφορούν έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα·

ε)

οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που επιτρέπουν την ψευδωνυμοποίηση, ώστε να διασφαλίζεται επίπεδο ασφάλειας και εμπιστευτικότητας ανάλογο προς τη φύση και την έκταση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται·

στ)

ο διαμοιρασμός πληροφοριών πραγματοποιείται μόνο σε σχέση με πελάτες

i)

των οποίων η συμπεριφορά ή οι συναλλακτικές δραστηριότητες συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τις σε ενωσιακό επίπεδο ή εθνικές εκτιμήσεις κινδύνου που διεξάγονται σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640·

ii)

οι οποίοι εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 29, 30, 31 και 36 έως 46 του παρόντος κανονισμού· ή

iii)

για τους οποίους οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να συλλέξουν πρόσθετες πληροφορίες προκειμένου να προσδιορίσουν αν συνδέονται με υψηλότερο επίπεδο κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

ζ)

οι πληροφορίες που παράγονται μέσω της χρήσης τεχνητής νοημοσύνης, τεχνολογιών μηχανικής μάθησης ή αλγορίθμων μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαμοιρασμού μόνο εάν οι εν λόγω διαδικασίες είχαν επαρκή ανθρώπινη εποπτεία·

η)

πριν από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679·

θ)

οι αρμόδιες αρχές που είναι μέλη σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών αποκτούν, παρέχουν και ανταλλάσσουν πληροφορίες μόνο στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει της σχετικής ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας·

ι)

οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού και συμμετέχουν σε σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών, αποκτούν, παρέχουν ή ανταλλάσσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και επιχειρησιακές πληροφορίες μόνο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44) και με τις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων της προηγούμενης δικαστικής άδειας ή οποιασδήποτε άλλης εθνικής δικονομικής διασφάλισης, ανάλογα με τη σχετική απαίτηση·

ια)

η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με ύποπτες συναλλαγές σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο ζ) του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται μόνο όταν η ΜΧΠ στην οποία υποβλήθηκε η αναφορά ύποπτης συναλλαγής σύμφωνα με τα άρθρα 69 ή 70 έχει συμφωνήσει με την εν λόγω γνωστοποίηση.

5.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών δεν διαβιβάζονται περαιτέρω, εκτός εάν:

α)

οι πληροφορίες παρέχονται σε άλλη υπόχρεη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1·

β)

οι πληροφορίες πρέπει να περιλαμβάνονται σε αναφορά που υποβάλλεται στη ΜΧΠ ή να παρέχονται ως απάντηση σε αίτημα ΜΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1·

γ)

οι πληροφορίες παρέχονται στην ΑΚΝΕΠΑΔ σύμφωνα με το άρθρο 93 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620·

δ)

οι πληροφορίες ζητούνται από αρχές επιβολής του νόμου ή δικαστικές αρχές, με την επιφύλαξη τυχόν προηγούμενων αδειών ή άλλων δικονομικών εγγυήσεων, όπως απαιτείται από το εθνικό δίκαιο.

6.   Οι υπόχρεες οντότητες που συμμετέχουν σε συμπράξεις για τον διαμοιρασμό πληροφοριών καθορίζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον διαμοιρασμό πληροφοριών στις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες τους που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 9. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες:

α)

καθορίζουν την αξιολόγηση που πρέπει να διενεργείται για τον προσδιορισμό της έκτασης των πληροφοριών προς διαμοιρασμό και, κατά περίπτωση, όσον αφορά τη φύση των πληροφοριών ή τις εφαρμοστέες δικαστικές διασφαλίσεις, προβλέπουν διαφοροποιημένη ή περιορισμένη πρόσβαση σε πληροφορίες για τα μέλη της σύμπραξης·

β)

περιγράφουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των μερών της σύμπραξης για τον διαμοιρασμό πληροφοριών·

γ)

προσδιορίζουν τις εκτιμήσεις κινδύνου τις οποίες θα λαμβάνει υπόψη η υπόχρεη οντότητα για τον προσδιορισμό των καταστάσεων υψηλότερου κινδύνου στις οποίες πληροφορίες μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαμοιρασμού.

Οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταρτίζονται πριν από τη συμμετοχή σε σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών.

7.   Όταν οι εποπτικές αρχές το κρίνουν αναγκαίο, οι υπόχρεες οντότητες που συμμετέχουν σε σύμπραξη για τον διαμοιρασμό πληροφοριών αναθέτουν τη διενέργεια ανεξάρτητου ελέγχου της λειτουργίας της εν λόγω σύμπραξης και κοινοποιούν τα αποτελέσματα στις εποπτικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIΙ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗ ΑΡΧΕΙΩΝ

Άρθρο 76

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Στον βαθμό που είναι απολύτως απαραίτητο για τους σκοπούς της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι υπόχρεες οντότητες δύνανται να επεξεργάζονται τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού, με την επιφύλαξη των διασφαλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι υπόχρεες οντότητες είναι σε θέση να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτονται από το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

ενημερώνουν τους πελάτες τους ή τους δυνητικούς πελάτες τους ότι οι εν λόγω κατηγορίες δεδομένων μπορεί να υποβληθούν σε επεξεργασία για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

β)

τα δεδομένα προέρχονται από αξιόπιστες πηγές, είναι ακριβή και επικαιροποιημένα·

γ)

δεν λαμβάνουν αποφάσεις που θα οδηγούσαν σε μεροληπτικά αποτελέσματα βάσει των εν λόγω δεδομένων·

δ)

λαμβάνουν μέτρα υψηλού βαθμού ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, ιδίως όσον αφορά την εμπιστευτικότητα.

3.   Οι υπόχρεες οντότητες είναι σε θέση να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτονται από το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και ότι:

α)

τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

β)

οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν διαδικασίες που επιτρέπουν τη διάκριση, κατά την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, μεταξύ ισχυρισμών, ερευνών, διαδικασιών και καταδικών, λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, του δικαιώματος υπεράσπισης και του τεκμηρίου της αθωότητας.

4.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις υπόχρεες οντότητες βάσει του παρόντος κανονισμού μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο μη συμβατό προς τους σκοπούς αυτούς. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του παρόντος κανονισμού για εμπορικούς σκοπούς απαγορεύεται.

5.   Οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να εκδίδουν αποφάσεις που προκύπτουν από αυτοματοποιημένες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή από διαδικασίες που περιλαμβάνουν συστήματα ΤΝ όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45), υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα δεδομένα που υπόκεινται σε επεξεργασία από τα εν λόγω συστήματα περιορίζονται στα δεδομένα που αποκτώνται δυνάμει του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού·

β)

κάθε απόφαση σύναψης ή άρνησης σύναψης ή διατήρησης επιχειρηματικής σχέσης με πελάτη ή εκτέλεσης ή άρνησης εκτέλεσης περιστασιακής συναλλαγής για πελάτη, ή αύξησης ή μείωσης της έκτασης των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 του παρόντος κανονισμού, υπόκειται σε ουσιαστική ανθρώπινη παρέμβαση για τη διασφάλιση της ακρίβειας και της καταλληλότητας μιας τέτοιας απόφασης, και

γ)

ο πελάτης μπορεί να λάβει εξηγήσεις σχετικά με την απόφαση στην οποία κατέληξε η υπόχρεη οντότητα και μπορεί να προσβάλει την εν λόγω απόφαση, εκτός αν σχετίζεται με αναφορά κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 69 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 77

Τήρηση αρχείων

1.   Οι υπόχρεες οντότητες διατηρούν τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες:

α)

αντίγραφο των εγγράφων και των πληροφοριών που αποκτώνται κατά την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη δυνάμει του κεφαλαίου III, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών που αποκτήθηκαν με μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

β)

αρχείο της αξιολόγησης που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των περιστάσεων που εξετάζονται και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης αυτής, ανεξαρτήτως του αν η αξιολόγηση αυτή οδηγεί στην υποβολή αναφοράς ύποπτης συναλλαγής στη ΜΧΠ, και ένα αντίγραφο τυχόν αναφοράς ύποπτης συναλλαγής·

γ)

τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και αρχεία των συναλλαγών, που συνίστανται στα πρωτότυπα έγγραφα ή στα αντίγραφα τα οποία γίνονται δεκτά σε δικαστικές διαδικασίες σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία και τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των συναλλαγών·

δ)

όταν συμμετέχουν σε συμπράξεις για τον διαμοιρασμό πληροφοριών σύμφωνα με το κεφάλαιο VΙ, αντίγραφα των εγγράφων και των πληροφοριών που αποκτώνται στο πλαίσιο των εν λόγω συμπράξεων, καθώς και αρχεία όλων των περιπτώσεων διαμοιρασμού πληροφοριών.

Οι υπόχρεες οντότητες διασφαλίζουν ότι τα έγγραφα, οι πληροφορίες και τα αρχεία που τηρούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν απαλείφονται.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι υπόχρεες οντότητες δύνανται να αποφασίσουν να αντικαταστήσουν τη διατήρηση αντιγράφων των πληροφοριών με διατήρηση των παραπομπών στις εν λόγω πληροφορίες, υπό τον όρο ότι ο χαρακτήρας και η μέθοδος της διατήρησης των εν λόγω πληροφοριών διασφαλίζουν ότι οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να παράσχουν αμέσως στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες και ότι οι πληροφορίες δεν μπορούν να τροποποιηθούν ή να αλλοιωθούν.

Οι υπόχρεες οντότητες που χρησιμοποιούν την παρέκκλιση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζουν στις εσωτερικές τους διαδικασίες που καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 9 τις κατηγορίες πληροφοριών των οποίων θα διατηρούν παραπομπές αντί αντιγράφων ή πρωτότυπων πληροφοριών, καθώς και τις διαδικασίες για την ανάκτηση των πληροφοριών ώστε να μπορούν να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτών.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διατηρούνται για χρονικό διάστημα 5 ετών αρχής γενομένης από την ημερομηνία τερματισμού της επιχειρηματικής σχέσης ή από την ημερομηνία εκτέλεσης της περιστασιακής συναλλαγής ή από την ημερομηνία άρνησης σύναψης επιχειρηματικής σχέσης ή εκτέλεσης περιστασιακής συναλλαγής. Με την επιφύλαξη των περιόδων διατήρησης των δεδομένων που συλλέγονται για τους σκοπούς άλλων νομικών πράξεων του ενωσιακού δικαίου ή του εθνικού δικαίου που συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, οι υπόχρεες οντότητες διαγράφουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μετά τη λήξη της πενταετούς περιόδου.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν περαιτέρω διατήρηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κατά περίπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διατήρηση είναι αναγκαία για την πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση ή την άσκηση δίωξης στις περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Αυτή η περίοδος περαιτέρω διατήρησης δεν υπερβαίνει τα 5 έτη.

4.   Όταν, στις 10 Ιουλίου 2027, εκκρεμούν σε κράτος μέλος νομικές διαδικασίες όσον αφορά την πρόληψη, τον εντοπισμό, την έρευνα ή την άσκηση δίωξης σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και μια υπόχρεη οντότητα έχει πληροφορίες ή έγγραφα σχετικά με τις εν λόγω εκκρεμείς διαδικασίες, η υπόχρεη οντότητα μπορεί να διατηρεί τις εν λόγω πληροφορίες ή έγγραφα για χρονικό διάστημα 5 ετών από τις 10 Ιουλίου 2027.

Τα κράτη μέλη μπορούν, με την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής νομοθεσίας περί αποδεικτικών στοιχείων η οποία ισχύει για τις εν εξελίξει ποινικές έρευνες και νομικές διαδικασίες, να επιτρέπουν ή να απαιτούν τη διατήρηση των πληροφοριών ή των εγγράφων αυτών για περαιτέρω διάστημα 5 ετών όταν έχει διαπιστωθεί ο αναγκαίος και αναλογικός χαρακτήρας αυτής της περαιτέρω διατήρησης για την πρόληψη, τον εντοπισμό, την έρευνα ή την άσκηση δίωξης σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Άρθρο 78

Παροχή αρχείων στις αρμόδιες αρχές

Οι υπόχρεες οντότητες διαθέτουν συστήματα που τους παρέχουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πλήρως και ταχέως σε ερωτήματα της οικείας ΜΧΠ ή άλλων αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, ως προς το αν διατηρούν ή είχαν διατηρήσει, για διάστημα πέντε ετών πριν από τη διατύπωση του εν λόγω ερωτήματος, επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και ως προς τον χαρακτήρα αυτής της επιχειρηματικής σχέσης, μέσω ασφαλών διαύλων και με τρόπο που να εξασφαλίζει πλήρως το απόρρητο των ερευνών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIΙ

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΤΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΠΟ ΑΝΩΝΥΜΑ ΜΕΣΑ

Άρθρο 79

Ανώνυμοι λογαριασμοί και μετοχές στον κομιστή και δικαιώματα αγοράς μετοχών στον κομιστή

1.   Τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων απαγορεύεται να τηρούν ανώνυμους τραπεζικούς λογαριασμούς και λογαριασμούς πληρωμών, ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων, ανώνυμες θυρίδες ασφαλείας ή ανώνυμους λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων καθώς και οποιονδήποτε λογαριασμό επιτρέπει με άλλον τρόπο την ανωνυμοποίηση του κατόχου λογαριασμού πελάτη ή την ανωνυμοποίηση ή την αυξημένη απόκρυψη συναλλαγών, μεταξύ άλλων μέσω νομισμάτων που ευνοούν την ανωνυμία.

Οι κάτοχοι και οι δικαιούχοι υφιστάμενων ανώνυμων τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών πληρωμών, ανώνυμων βιβλιαρίων καταθέσεων, ανώνυμων θυρίδων ασφαλείας που τηρούνται από πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ή λογαριασμών κρυπτοστοιχείων υπόκεινται σε μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη προτού οι εν λόγω λογαριασμοί, βιβλιάρια καταθέσεων ή θυρίδες ασφαλείας χρησιμοποιηθούν με οιονδήποτε τρόπο.

2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που ενεργούν ως αποδέκτες κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46) δεν δέχονται τις πληρωμές που πραγματοποιούνται με ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες εκδοθείσες σε τρίτες χώρες, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος κανονισμού βάσει αποδεδειγμένου χαμηλού κινδύνου.

3.   Οι εταιρείες απαγορεύεται να εκδίδουν μετοχές στον κομιστή και μετατρέπουν όλες τις υφιστάμενες μετοχές στον κομιστή σε ονομαστικές μετοχές, τις ακινητοποιούν κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014, ή τις καταθέτουν σε χρηματοπιστωτικό οργανισμό έως τις 10 Ιουλίου 2029. Ωστόσο, οι εταιρείες με τίτλους εισηγμένους σε ρυθμιζόμενη αγορά ή των οποίων οι μετοχές εκδίδονται ως τίτλοι που βρίσκονται στην κατοχή του μεσολαβητή είτε μέσω ακινητοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 3) του εν λόγω κανονισμού είτε μέσω απευθείας έκδοσης σε άυλη μορφή κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 4) του εν λόγω κανονισμού επιτρέπεται να εκδίδουν νέες και να διατηρούν υφιστάμενες μετοχές στον κομιστή. Για υφιστάμενες μετοχές στον κομιστή που δεν έχουν μετατραπεί, ακινητοποιηθεί ή κατατεθεί έως τις 10 Ιουλίου 2029, όλα τα δικαιώματα ψήφου και τα δικαιώματα διανομής που συνδέονται με τις μετοχές αυτές αναστέλλονται αυτομάτως μέχρι τη μετατροπή, την ακινητοποίηση ή την κατάθεση τους. Όλες οι μετοχές αυτές που δεν έχουν μετατραπεί, ακινητοποιηθεί ή κατατεθεί έως τις 10 Ιουλίου 2030 ακυρώνονται, με αποτέλεσμα τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου κατά το αντίστοιχο ποσό.

Οι εταιρείες απαγορεύεται να εκδίδουν δικαιώματα αγοράς μετοχών στον κομιστή που δεν είναι σε διαμεσολαβημένη μορφή.

Άρθρο 80

Όρια συναλλαγών μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα έναντι αγαθών ή υπηρεσιών

1.   Τα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες μπορούν να εισπράττουν ή να καταβάλλουν πληρωμή σε ρευστά διαθέσιμα μόνο έως του ποσού των 10 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, ανεξαρτήτως του αν η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες της μιας πράξεις που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν χαμηλότερα όρια κατόπιν διαβούλευσης με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου (47). Αυτά τα χαμηλότερα όρια κοινοποιούνται στην Επιτροπή εντός 3 μηνών από τη θέσπιση του μέτρου σε εθνικό επίπεδο.

3.   Όταν ήδη υφίστανται σε εθνικό επίπεδο όρια, τα οποία δεν υπερβαίνουν το όριο της παραγράφου 1, αυτά εξακολουθούν να ισχύουν. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα εν λόγω όρια στην Επιτροπή έως τις 10 Οκτωβρίου 2024.

4.   Το όριο της παραγράφου 1 δεν ισχύει για:

α)

πληρωμές μεταξύ φυσικών προσώπων τα οποία δεν ενεργούν υπό επαγγελματική ιδιότητα·

β)

πληρωμές ή καταθέσεις που πραγματοποιούνται στους χώρους πιστωτικών ιδρυμάτων, εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 3) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 11) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Πληρωμές ή καταθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και που υπερβαίνουν το όριο αναφέρονται στη ΜΧΠ εντός των προθεσμιών που καθορίζει η ΜΧΠ.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων της επιβολής κυρώσεων, κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν υπό την επαγγελματική τους ιδιότητα και για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι παραβιάζουν το όριο που ορίζεται στην παράγραφο 1 ή χαμηλότερο όριο που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη.

6.   Το συνολικό επίπεδο των κυρώσεων υπολογίζεται, σύμφωνα με τις συναφείς διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, κατά τρόπο ώστε να παράγει αποτελέσματα αναλογικά προς τη σοβαρότητα της παραβίασης και, ως εκ τούτου, να αποθαρρύνει αποτελεσματικά τη διάπραξη περαιτέρω αδικημάτων παρόμοιας φύσης.

7.   Όταν, λόγω ανωτέρας βίας, καθίστανται μη διαθέσιμα σε εθνικό επίπεδο μέσα πληρωμής με χρηματικά ποσά όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, εκτός από χαρτονομίσματα και κέρματα, τα κράτη μέλη μπορούν να αναστείλουν προσωρινά την εφαρμογή της παραγράφου 1 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή για την κατάσταση. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν επίσης την Επιτροπή για την αναμενόμενη διάρκεια της μη διαθεσιμότητας μέσων πληρωμής με χρηματικά ποσά όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, εκτός από χαρτονομίσματα και κέρματα, και για τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για την αποκατάσταση της διαθεσιμότητάς τους.

Εάν, βάσει των πληροφοριών που κοινοποιεί το κράτος μέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αναστολή της εφαρμογής της παραγράφου 1 ή, κατά περίπτωση, της παραγράφου 2 δεν δικαιολογείται από περίπτωση ανωτέρας βίας, εκδίδει απόφαση που απευθύνεται στο εν λόγω κράτος μέλος με την οποία ζητεί την άμεση άρση της αναστολής αυτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΧ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

Άρθρο 81

Συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, κάθε ΜΧΠ αναφέρει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τα αποτελέσματα των αναλύσεών της και τυχόν πρόσθετες σχετικές πληροφορίες, όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες, αναφορικά με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 του εν λόγω κανονισμού.

Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή προς έγκριση. Στα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζεται ο μορφότυπος που πρέπει να χρησιμοποιούν οι ΜΧΠ για την αναφορά πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

2.   Οι ΜΧΠ απαντούν εγκαίρως σε αιτήματα παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Οι ΜΧΠ και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορούν να ανταλλάσσουν τα αποτελέσματα στρατηγικών αναλύσεων, συμπεριλαμβανομένων τυπολογιών και δεικτών κινδύνου, όταν οι εν λόγω αναλύσεις σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 82

Αιτήματα παροχής πληροφοριών προς την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.   Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία απαντά χωρίς καθυστέρηση σε αιτιολογημένα αιτήματα παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται από ΜΧΠ, όταν οι εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της ΜΧΠ βάσει του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

2.   Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να αναβάλει ή να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όταν αυτό ενδέχεται να ζημιώσει την ορθή διεξαγωγή και το απόρρητο εν εξελίξει έρευνας. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία γνωστοποιεί εγκαίρως στην αιτούσα ΜΧΠ ότι αναβάλλει ή αρνείται να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών λόγων.

ΤΜΗΜΑ 2

Συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ και της OLAF

Άρθρο 83

Συνεργασία μεταξύ των ΜΧΠ και της OLAF

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (48), κάθε ΜΧΠ διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τα αποτελέσματα των αναλύσεών της και κάθε πρόσθετη σχετική πληροφορία στην OLAF, όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, αναφορικά με την οποία η OLAF θα μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού.

2.   Οι ΜΧΠ απαντούν εγκαίρως στα αιτήματα παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται από την OLAF σχετικά με την εν λόγω απάτη, διαφθορά ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Οι ΜΧΠ και η OLAF μπορούν να ανταλλάσσουν τα αποτελέσματα στρατηγικών αναλύσεων, συμπεριλαμβανομένων τυπολογιών και δεικτών κινδύνου, όταν οι εν λόγω αναλύσεις σχετίζονται με απάτη, διαφθορά ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 84

Αιτήματα παροχής πληροφοριών προς την OLAF

1.   Η OLAF απαντά εγκαίρως σε αιτιολογημένα αιτήματα παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται από ΜΧΠ, όταν οι εν λόγω πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της ΜΧΠ βάσει του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2024/1640.

2.   Η OLAF μπορεί να αναβάλει ή να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν αυτό ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο σε εν εξελίξει έρευνα. Η OLAF γνωστοποιεί εγκαίρως για την εν λόγω αναβολή ή άρνηση στην αιτούσα ΜΧΠ, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών λόγων.

ΤΜΗΜΑ 3

Λοιπές διατάξεις

Άρθρο 85

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 29, 30, 31, 34, 43, 52 και 68 για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 9 Ιουλίου 2024.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 29, 30, 31, 34, 43, 52 και 68 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 29, 30, 31 ή 34 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός 1 μηνός από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά 1 μήνα με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

7.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 43, 52 ή 68 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός 3 μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά 3 μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 86

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συστάθηκε βάσει του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 87

Επανεξέταση

Έως τις 10 Ιουλίου 2032 και στη συνέχεια ανά τριετία, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Στην πρώτη επανεξέταση αξιολογούνται τα ακόλουθα:

α)

τα εθνικά συστήματα αναφοράς υπονοιών σύμφωνα με το άρθρο 69 και τα εμπόδια και οι ευκαιρίες για τη δημιουργία ενιαίου συστήματος αναφοράς σε επίπεδο Ένωσης·

β)

η επάρκεια του πλαισίου διαφάνειας του πραγματικού δικαιούχου για τον μετριασμό των κινδύνων που συνδέονται με νομικές οντότητες και νομικά μορφώματα.

Άρθρο 88

Εκθέσεις

Έως τις 10 Ιουλίου 2030, η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στις οποίες αξιολογούνται η ανάγκη και η αναλογικότητα:

α)

της μείωσης του κατώτατου ορίου του 25 % για τον προσδιορισμό του πραγματικού δικαιούχου νομικών οντοτήτων μέσω ιδιοκτησιακού δικαιώματος·

β)

της επέκτασης του εύρους των αγαθών υψηλής αξίας, ώστε να περιλαμβάνονται τα ενδύματα και τα συμπληρώματα του ενδύματος υψηλής αξίας·

γ)

της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής των βάσει κατώτατου ορίου γνωστοποιήσεων του άρθρου 74 ώστε να καλύπτεται η πώληση άλλων αγαθών, της εισαγωγής εναρμονισμένων μορφοτύπων για την αναφορά αυτών των συναλλαγών ανάλογα με τη χρησιμότητα των εν λόγω αναφορών για τις ΜΧΠ, και της επέκτασης του εύρους των πληροφοριών που συλλέγονται από εμπόρους σε ζώνες ελεύθερων συναλλαγών·

δ)

της προσαρμογής του ορίου για τις συναλλαγές μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα.

Άρθρο 89

Σχέση με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849

Οι παραπομπές στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία (ΕΕ) 2024/1640 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 90

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 10 Ιουλίου 2027, με εξαίρεση τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία ιδ) και ιε), για τις οποίες εφαρμόζεται από τις 10 Ιουλίου 2029.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2024.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

H. LAHBIB


(1)   ΕΕ C 210 της 25.5.2022, σ. 5.

(2)   ΕΕ C 152 της 6.4.2022, σ. 89.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2024.

(4)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(5)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43).

(6)  Οδηγία (EΕ) 2024/1640 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τους μηχανισμούς που πρέπει να συγκροτήσουν τα κράτη μέλη για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 και για την τροποποίηση και την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (ΕΕ L, 2024/1640, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1640/oj).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1113 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και ορισμένων κρυπτοστοιχείων και περί τροποποίησης της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τη σύσταση της αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L, 2024/1620, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1620/oj).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 22).

(10)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 29).

(11)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 31.3.2017, σ. 6).

(12)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2016, σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (ΕΕ L 26 της 2.2.2016, σ. 19).

(13)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 40).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2020/1503 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2020, σχετικά με τους Ευρωπαίους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L 347 της 20.10.2020, σ. 1).

(16)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(17)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(18)  Απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195 της 27.7.2010, σ. 39).

(19)  Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/849 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2016, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας και για την κατάργηση της απόφασης 2013/183/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 141 της 28.5.2016, σ. 79).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ L 88 της 24.3.2012, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1509 του Συμβουλίου, της 30ής Αυγούστου 2017, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 329/2007 (ΕΕ L 224 της 31.8.2017, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

(24)  Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214).

(25)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(26)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).

(27)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(29)   ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(31)   ΕΕ C 524 της 29.12.2021, σ. 10.

(32)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(33)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(34)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(35)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(36)  Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

(37)  Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

(38)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(39)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 6).

(40)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 116/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών (ΕΕ L 39 της 10.2.2009, σ. 1).

(41)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17).

(42)  Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).

(43)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

(44)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(45)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 300/2008, (ΕΕ) αριθ. 167/2013, (ΕΕ) αριθ. 168/2013, (ΕΕ) 2018/858, (ΕΕ) 2018/1139 και (ΕΕ) 2019/2144 και των οδηγιών 2014/90/ΕΕ, (ΕΕ) 2016/797 και (ΕΕ) 2020/1828 (κανονισμός για την τεχνητή νοημοσύνη) (Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(46)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 1).

(47)  Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων (ΕΕ L 189 της 3.7.1998, σ. 42).

(48)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Ενδεικτικός κατάλογος μεταβλητών κινδύνου

Παρατίθεται κατωτέρω ενδεικτικός κατάλογος των μεταβλητών κινδύνου τις οποίες λαμβάνουν υπόψη οι υπόχρεες οντότητες, όταν διενεργούν την εκτίμηση κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 10 και όταν προσδιορίζουν σε ποιον βαθμό θα εφαρμόσουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 20:

α)

Μεταβλητές κινδύνου ως προς τον πελάτη:

i)

η επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη·

ii)

η φήμη του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη·

iii)

το είδος και η συμπεριφορά του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη·

iv)

οι περιοχές δικαιοδοσίας στις οποίες εδρεύουν ο πελάτης και ο πραγματικός δικαιούχος του πελάτη·

v)

οι περιοχές δικαιοδοσίας που αποτελούν τους κύριους τόπους επιχειρηματικής δραστηριότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου του πελάτη·

vi)

οι περιοχές δικαιοδοσίας στις οποίες ο πελάτης και ο πραγματικός δικαιούχος του πελάτη διατηρούν σημαντικούς προσωπικούς δεσμούς.

β)

Μεταβλητές κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες ή συναλλαγές:

i)

ο σκοπός ενός λογαριασμού ή μιας σχέσης·

ii)

η κανονικότητα ή η διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης·

iii)

το επίπεδο των περιουσιακών στοιχείων που θα κατατεθούν από τον πελάτη ή το μέγεθος των πραγματοποιούμενων συναλλαγών·

iv)

το επίπεδο διαφάνειας ή αδιαφάνειας που παρέχει το προϊόν, η υπηρεσία ή η συναλλαγή·

v)

η πολυπλοκότητα του προϊόντος, της υπηρεσίας ή της συναλλαγής·

vi)

η αξία ή το μέγεθος του προϊόντος, της υπηρεσίας ή της συναλλαγής.

γ)

Μεταβλητές κινδύνου ως προς τους διαύλους παράδοσης:

i)

ο βαθμός στον οποίο η επιχειρηματική σχέση αναπτύσσεται χωρίς φυσική παρουσία των μερών·

ii)

η παρουσία τυχόν εισηγητών ή διαμεσολαβητών που ενδέχεται να χρησιμοποιεί ο πελάτης και η φύση της σχέσης τους με τον πελάτη.

δ)

Μεταβλητή κινδύνου ως προς ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής και άλλα ασφαλιστήρια συμβόλαια με επενδυτικό σκοπό:

i)

το επίπεδο κινδύνου που παρουσιάζει ο δικαιούχος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Παράγοντες χαμηλότερου κινδύνου

Παρατίθεται κατωτέρω ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά χαμηλότερου κινδύνου, που αναφέρονται στο άρθρο 20:

1)

Παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη:

α)

ανώνυμες εταιρείες εισηγμένες στο χρηματιστήριο που υπόκεινται στις απαιτήσεις γνωστοποίησης (είτε βάσει των κανόνων του χρηματιστηρίου είτε βάσει του νόμου ή εκτελεστών μέσων), οι οποίες συνεπάγονται απαιτήσεις για να διασφαλιστεί επαρκής διαφάνεια του πραγματικού δικαιούχου·

β)

δημόσιες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις·

γ)

πελάτες που είναι κάτοικοι γεωγραφικών περιοχών χαμηλότερου κινδύνου, όπως καθορίζονται στο σημείο 3).

2)

Παράγοντες κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παράδοσης:

α)

ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, όπου τα ασφάλιστρα είναι χαμηλά·

β)

συμβόλαια συνταξιοδοτικής ασφάλισης, εάν δεν περιέχουν επιλογή πρόωρης εξαγοράς και το συμβόλαιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση·

γ)

συνταξιοδοτικά ή ανάλογα καθεστώτα που προσφέρουν συνταξιοδοτικές παροχές στους εργαζομένους, στα οποία οι εισφορές καταβάλλονται μέσω αφαίρεσης από τον μισθό και των οποίων οι κανόνες δεν επιτρέπουν τη μεταφορά των δικαιωμάτων των μελών·

δ)

χρηματοοικονομικά προϊόντα ή υπηρεσίες που παρέχουν κατάλληλα καθορισμένες και περιορισμένες υπηρεσίες σε ορισμένα είδη πελατών, ούτως ώστε να αυξηθεί η πρόσβαση για σκοπούς χρηματοοικονομικής ένταξης·

ε)

προϊόντα όπου οι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας περιορίζονται από άλλους παράγοντες, όπως τα όρια χρηματικών ποσών ή η διαφάνεια της ιδιοκτησίας (π.χ. ορισμένα είδη ηλεκτρονικού χρήματος).

3)

Γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου — καταχώριση, έδρα, διαμονή σε:

α)

κράτη μέλη·

β)

τρίτες χώρες που διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα ΚΞΧ/ΧΤ·

γ)

τρίτες χώρες που έχουν αναγνωριστεί από αξιόπιστες πηγές ως χαμηλού επιπέδου δωροδοκίας ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων·

δ)

τρίτες χώρες οι οποίες, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές όπως αμοιβαίες εκτιμήσεις, λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης ή δημοσιευμένες εκθέσεις παρακολούθησης, έχουν θεσπίσει ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνάδουν προς τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF και εφαρμόζουν αποτελεσματικά τις εν λόγω ρυθμίσεις.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Παράγοντες υψηλότερου κινδύνου

Παρατίθεται κατωτέρω ενδεικτικός κατάλογος των παραγόντων και των τύπων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ύπαρξη δυνητικά υψηλότερου κινδύνου, που αναφέρονται στο άρθρο 20:

1)

Παράγοντες κινδύνου ως προς τον πελάτη:

α)

η επιχειρηματική σχέση ή η περιστασιακή συναλλαγή αναπτύσσεται σε ασυνήθιστες περιστάσεις·

β)

πελάτες που είναι κάτοικοι γεωγραφικών περιοχών υψηλότερου κινδύνου, όπως καθορίζονται στο σημείο 3)·

γ)

νομικά πρόσωπα ή νομικά μορφώματα που είναι φορείς κατοχής προσωπικών περιουσιακών στοιχείων·

δ)

εταιρικές οντότητες που έχουν εντολοδόχους μετόχους ή μετοχές στον κομιστή (ανώνυμες)·

ε)

επιχειρήσεις έντασης ρευστών διαθέσιμων·

στ)

η ιδιοκτησιακή δομή της εταιρείας φαίνεται ασυνήθιστη ή υπερβολικά πολύπλοκη, δεδομένης της φύσης των δραστηριοτήτων της εταιρείας·

ζ)

ο πελάτης είναι υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος υποβάλλει αίτηση για χορήγηση δικαιώματος διαμονής σε κράτος μέλος με αντάλλαγμα επενδύσεις κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών κεφαλαίων, της αγοράς ή ενοικίασης ακίνητης περιουσίας, της επένδυσης σε κρατικά ομόλογα, της επένδυσης σε εταιρείες, της δωρεάς ή επιχορήγησης δραστηριότητας που συμβάλλει στο δημόσιο συμφέρον και των συνεισφορών στον κρατικό προϋπολογισμό·

η)

ο πελάτης είναι νομική οντότητα ή νομικό μόρφωμα που έχει συσταθεί σε δικαιοδοσία στην οποία δεν έχει πραγματική οικονομική δραστηριότητα, ουσιαστική οικονομική παρουσία ή προφανές οικονομικό σκεπτικό·

θ)

ο πελάτης ανήκει άμεσα ή έμμεσα στην ιδιοκτησία μίας ή περισσοτέρων οντοτήτων ή μορφωμάτων δυνάμει του στοιχείου η).

2)

Παράγοντες κινδύνου ως προς προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παράδοσης:

α)

ιδιωτική τραπεζική·

β)

προϊόντα ή συναλλαγές που ενδέχεται να ευνοούν την ανωνυμία·

γ)

πληρωμές που λαμβάνονται από άγνωστους ή άσχετους τρίτους·

δ)

νέα προϊόντα και νέες επιχειρηματικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων νέων μηχανισμών παράδοσης, καθώς και χρήση νέων ή αναπτυσσόμενων τεχνολογιών τόσο για νέα όσο και για προϋπάρχοντα προϊόντα·

ε)

συναλλαγές που συνδέονται με πετρέλαιο, όπλα, πολύτιμα μέταλλα ή λίθους, προϊόντα καπνού, πολιτιστικά τεχνουργήματα και άλλα αντικείμενα αρχαιολογικής, ιστορικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής σημασίας ή σπάνιας επιστημονικής αξίας, καθώς και ελεφαντοστό και προστατευόμενα είδη.

3)

Γεωγραφικοί παράγοντες κινδύνου:

α)

τρίτες χώρες που υπόκεινται σε αυξημένη παρακολούθηση ή προσδιορίζονται διαφορετικά από την FATF λόγω ανεπαρκειών ως προς τη συμμόρφωση στα οικεία συστήματα ΚΞΧ/ΧΤ·

β)

τρίτες χώρες στις οποίες έχει διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές / αναγνωρισμένες διαδικασίες, όπως αμοιβαίες εκτιμήσεις, λεπτομερείς εκθέσεις αξιολόγησης ή δημοσιευμένες εκθέσεις παρακολούθησης, η έλλειψη αποτελεσματικών συστημάτων ΚΞΧ/ΧΤ·

γ)

τρίτες χώρες στις οποίες έχουν διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές/αναγνωρισμένες διαδικασίες, υψηλά επίπεδα δωροδοκίας ή άλλης εγκληματικής δραστηριότητας·

δ)

τρίτες χώρες που υπόκεινται σε κυρώσεις, εμπορικό αποκλεισμό ή παρεμφερή μέτρα που έχουν επιβληθεί, για παράδειγμα, από την Ένωση ή τα ΗΕ·

ε)

τρίτες χώρες που παρέχουν χρηματοδότηση ή στήριξη σε τρομοκρατικές δραστηριότητες ή που στο έδαφός τους δρουν οργανώσεις χαρακτηρισμένες ως τρομοκρατικές·

στ)

τρίτες χώρες στις οποίες έχει διαπιστωθεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές ή αναγνωρισμένες διαδικασίες, η διασφάλιση του χρηματοοικονομικού απορρήτου ως ακολούθως:

i)

με την εισαγωγή φραγμών στη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες δικαιοδοσίες·

ii)

με την πρόβλεψη αυστηρών νομοθετικών διατάξεων περί εταιρικού ή τραπεζικού απορρήτου που εμποδίζουν τα ιδρύματα και τους υπαλλήλους τους να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες στις αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων μέσω προστίμων και κυρώσεων·

iii)

με την πρόβλεψη ανεπαρκών ελέγχων για τη σύσταση νομικών οντοτήτων ή τη δημιουργία νομικών μορφωμάτων· ή

iv)

με την απουσία απαίτησης να καταχωρίζονται ή να τηρούνται πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο σε κεντρική βάση δεδομένων ή σε κεντρικό μητρώο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Κατάλογος αγαθών υψηλής αξίας που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 54):

1)

Κοσμήματα, είδη χρυσοχοΐας ή αργυροχοΐας αξίας άνω των 10 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα.

2)

Ρολόγια κάθε είδους, αξίας άνω των 10 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα.

3)

Μηχανοκίνητα οχήματα με τιμή άνω των 250 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα.

4)

Αεροσκάφη με τιμή άνω των 7 500 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα.

5)

Σκάφη με τιμή άνω των 7 500 000 EUR ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Πολύτιμα μέταλλα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 55):

α)

Χρυσός

β)

Άργυρος

γ)

Λευκόχρυσος

δ)

Ιρίδιο

ε)

Όσμιο

στ)

Παλλάδιο

ζ)

Ρόδιο

η)

Ρουθήνιο

Πολύτιμοι λίθοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 55) περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

α)

Διαμάντι

β)

Ρουμπίνι

γ)

Ζαφείρι

δ)

Σμαράγδι


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία (ΕΕ) 2015/849

Οδηγία (ΕΕ) 2024/1640

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1)

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1)

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 2)

Άρθρο 1 παράγραφος 6

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2)

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 3

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 4

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 6

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 7

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 8

Άρθρο 7

Άρθρο 2 παράγραφος 9

Άρθρο 4 παράγραφος 3 και άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 3 σημείο 1)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5)

Άρθρο 3 σημείο 2)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6)

Άρθρο 3 σημείο 3)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4)

Άρθρο 3 σημείο 4)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3)

Άρθρο 3 σημείο 5)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47)

Άρθρο 3 σημείο 6)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 28)

Άρθρο 3 σημείο 6) στοιχείο α)

Άρθρα 51 έως 55

Άρθρο 3 σημείο 6) στοιχείο β)

Άρθρο 58

Άρθρο 3 σημείο 6) στοιχείο γ)

Άρθρο 57

Άρθρο 3 σημείο 7)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 11)

Άρθρο 3 σημείο 8)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 22)

Άρθρο 3 σημείο 9)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 34) και άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 3 σημείο 10)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 35) και άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 3 σημείο 11)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 36)

Άρθρο 3 σημείο 12)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 40)

Άρθρο 3 σημείο 13)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 19)

Άρθρο 3 σημείο 14)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 12)

Άρθρο 3 σημείο 15)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 41)

Άρθρο 3 σημείο 16)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17)

Άρθρο 3 σημείο 17)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 23)

Άρθρο 3 σημείο 18)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 7)

Άρθρο 3 σημείο 19)

Άρθρο 4

Άρθρο 3

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 9

Άρθρο 29

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 79 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 79 παράγραφος 3

Άρθρο 11

Άρθρο 19 παράγραφοι 1, 2 και 5

Άρθρο 12

Άρθρο 19 παράγραφος 7 και άρθρο 79 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 4

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 47

Άρθρο 13 παράγραφος 6

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 4

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 23 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 14 παράγραφος 5

Άρθρο 26 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 15

Άρθρο 20 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και άρθρο 33

Άρθρο 16

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 17

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφοι 1 και 8

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 34 παράγραφος 3

Άρθρο 18 παράγραφος 4

Άρθρο 18α παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφος 4

Άρθρο 18α παράγραφος 2

Άρθρο 29 παράγραφοι 5 και 6 και άρθρο 35 στοιχείο α)

Άρθρο 18α παράγραφος 3

Άρθρο 29 παράγραφοι 5 και 6 και άρθρο 35 στοιχείο β)

Άρθρο 18α παράγραφος 4

Άρθρο 18α παράγραφος 5

Άρθρο 29 παράγραφος 6

Άρθρο 19

Άρθρο 36

Άρθρο 20

Άρθρο 9 παράγραφος 2, άρθρο 20 παράγραφος 1 και άρθρο 42 παράγραφος 1

Άρθρο 20 στοιχείο α)

Άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο iii) και άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 20 στοιχείο β)

Άρθρο 42 παράγραφος 1

Άρθρο 20α

Άρθρο 43

Άρθρο 21

Άρθρο 44

Άρθρο 22

Άρθρο 45

Άρθρο 23

Άρθρο 46

Άρθρο 24

Άρθρο 39

Άρθρο 25

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 26

Άρθρο 48

Άρθρο 27

Άρθρο 49

Άρθρο 28

Άρθρο 48 παράγραφος 3

Άρθρο 29

Άρθρο 30 παράγραφος 1

Άρθρο 63 παράγραφοι 1, 2 δεύτερο εδάφιο και 4 και άρθρο 68

Άρθρο 30 παράγραφος 2

Άρθρο 63 παράγραφος 5

Άρθρο 30 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφοι 7 και 10

Άρθρο 30 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 και άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφος 5α

Άρθρο 11 παράγραφος 4 και άρθρο 13 παράγραφος 12

Άρθρο 30 παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 30 παράγραφος 7

Άρθρο 61 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 8

Άρθρο 22 παράγραφος 7

Άρθρο 30 παράγραφος 9

Άρθρο 15

Άρθρο 30 παράγραφος 10

Άρθρο 10 παράγραφοι 19 και 20

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 58, άρθρο 64 παράγραφος 1, και άρθρο 68

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Άρθρο 64 παράγραφος 3

Άρθρο 31 παράγραφος 3

Άρθρο 64 παράγραφος 5

Άρθρο 31 παράγραφος 3α

Άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 67

Άρθρο 31 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 και άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 31 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφος 4α

Άρθρο 11 παράγραφος 4 και άρθρο 13 παράγραφος 12

Άρθρο 31 παράγραφος 5

Άρθρο 10 παράγραφοι 7 και 10

Άρθρο 24

Άρθρο 31 παράγραφος 6

Άρθρο 22 παράγραφος 7

Άρθρο 31 παράγραφος 7

Άρθρο 61 παράγραφος 2

Άρθρο 31 παράγραφος 7α

Άρθρο 15

Άρθρο 31 παράγραφος 9

Άρθρο 10 παράγραφοι 19 και 20

Άρθρο 31 παράγραφος 10

Άρθρο 58 παράγραφος 4

Άρθρο 31α

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφοι 2, 3 πρώτο εδάφιο, 4 και 5

Άρθρο 32 παράγραφος 4

Άρθρο 21 παράγραφος 1 και άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 32 παράγραφος 5

Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 32 παράγραφος 6

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 7

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 8

Άρθρο 19 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 32 παράγραφος 9

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 32α παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 32α παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 32α παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 32α παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 32β

Άρθρο 18

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 69 παράγραφος 1

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Άρθρο 69 παράγραφος 6

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 70 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 70 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 3

Άρθρο 40 παράγραφος 5

Άρθρο 35

Άρθρο 71

Άρθρο 36

Άρθρο 42

Άρθρο 37

Άρθρο 72

Άρθρο 38

Άρθρο 60

Άρθρο 11 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο και παράγραφος 4, άρθρο 14 και άρθρο 69 παράγραφος 7

Άρθρο 39

Άρθρο 73

Άρθρο 40

Άρθρο 77

Άρθρο 41

Άρθρο 70

Άρθρο 76

Άρθρο 42

Άρθρο 78

Άρθρο 43

Άρθρο 44 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 44 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 3

Άρθρο 44 παράγραφος 4

Άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 6

Άρθρο 45 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 45 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφος 4

Άρθρο 48

Άρθρο 45 παράγραφος 5

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 45 παράγραφος 6

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 45 παράγραφος 7

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 45 παράγραφος 8

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 45 παράγραφος 9

Άρθρο 41 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφος 10

Άρθρο 41 παράγραφος 2

Άρθρο 45 παράγραφος 11

Άρθρο 41 παράγραφος 3

Άρθρο 46 παράγραφος 1

Άρθρα 12 και 15

Άρθρο 46 παράγραφος 2

Άρθρο 39 παράγραφος 2

Άρθρο 46 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 46 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 47 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 47 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 47 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 48 παράγραφος 1α

Άρθρο 37 παράγραφος 5 και άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 48 παράγραφος 2

Άρθρο 37 παράγραφοι 2 και 6

Άρθρο 48 παράγραφος 3

Άρθρο 37 παράγραφος 7

Άρθρο 48 παράγραφος 4

Άρθρο 37 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 46 και άρθρο 54 παράγραφος 4

Άρθρο 48 παράγραφος 5

Άρθρο 46 παράγραφοι 2 και 3 και άρθρο 47

Άρθρο 48 παράγραφος 6

Άρθρο 40 παράγραφος 1

Άρθρο 48 παράγραφος 7

Άρθρο 40 παράγραφος 2

Άρθρο 48 παράγραφος 8

Άρθρο 40 παράγραφος 4

Άρθρο 48 παράγραφος 9

Άρθρο 37 παράγραφος 3

Άρθρο 48 παράγραφος 10

Άρθρο 40 παράγραφος 3

Άρθρο 49

Άρθρο 61 παράγραφος 1

Άρθρο 50

Άρθρο 63

Άρθρο 50α

Άρθρο 61παράγραφος 3

Άρθρο 51

Άρθρο 52

Άρθρο 29

Άρθρο 53

Άρθρο 31

Άρθρο 54

Άρθρο 33

Άρθρο 55

Άρθρο 34

Άρθρο 56

Άρθρο 30 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 57

Άρθρο 35

Άρθρο 57α παράγραφος 1

Άρθρο 67 παράγραφος 1

Άρθρο 57α παράγραφος 2

Άρθρο 67 παράγραφος 2

Άρθρο 57α παράγραφος 3

Άρθρο 67 παράγραφος 3

Άρθρο 57α παράγραφος 4

Άρθρο 44, άρθρο 46 παράγραφος 1 και άρθρο 47 παράγραφος 1

Άρθρο 57α παράγραφος 5

Άρθρο 61

Άρθρο 57β

Άρθρο 68

Άρθρο 58 παράγραφος 1

Άρθρο 53 παράγραφος 1

Άρθρο 58 παράγραφος 2

Άρθρο 53 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 58 παράγραφος 3

Άρθρο 53 παράγραφος 4

Άρθρο 58 παράγραφος 4

Άρθρο 58 παράγραφος 5

Άρθρο 53 παράγραφος 5

Άρθρο 59 παράγραφος 1

Άρθρο 55 παράγραφος 1

Άρθρο 59 παράγραφος 2

Άρθρο 55 παράγραφος 2 και άρθρο 56 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 59 παράγραφος 3

Άρθρο 55 παράγραφος 3

Άρθρο 59 παράγραφος 4

Άρθρο 55 παράγραφος 4

Άρθρο 60 παράγραφος 1

Άρθρο 58 παράγραφος 1, παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και παράγραφος 3

Άρθρο 60 παράγραφος 2

Άρθρο 58 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 60 παράγραφος 3

Άρθρο 58 παράγραφος 4

Άρθρο 60 παράγραφος 4

Άρθρο 53 παράγραφος 5

Άρθρο 60 παράγραφος 5

Άρθρο 53 παράγραφος 7

Άρθρο 60 παράγραφος 6

Άρθρο 53 παράγραφος 8

Άρθρο 61

Άρθρο 60

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 59 παράγραφος 1

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 62 παράγραφος 3

Άρθρο 59 παράγραφος 2

Άρθρο 63

Άρθρο 64

Άρθρο 85

Άρθρο 64α

Άρθρο 72

Άρθρο 86

Άρθρο 65

Άρθρο 66

Άρθρο 67

Άρθρο 68

Άρθρο 69

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

Παράρτημα III

Παράρτημα III

Παράρτημα IV


ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1624/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)