European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2024/595

16.2.2024

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2024/595 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 9ης Νοεμβρίου 2023

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό του ουσιώδους χαρακτήρα των αδυναμιών, του είδους των πληροφοριών που συλλέγονται, της πρακτικής εφαρμογής της συλλογής πληροφοριών και της ανάλυσης και διάδοσης των πληροφοριών που περιέχονται στην κεντρική βάση δεδομένων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΚΞΧ/ΧΤ) που αναφέρεται στο άρθρο 9α παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (1), και ιδίως το άρθρο 9α παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 9α παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 9α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) να δημιουργήσει και να ενημερώνει κεντρική βάση δεδομένων με τις πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 9α παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, ο προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο οι πληροφορίες πρέπει να αναλύονται και να διατίθενται στις αρχές υποβολής αναφορών με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο, όπως απαιτείται από το άρθρο 9α παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, συνδέεται αναπόφευκτα με τον προσδιορισμό των λεπτομερειών για τη δημιουργία της εν λόγω κεντρικής βάσης δεδομένων.

(2)

Είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι αντίστοιχες καταστάσεις στις οποίες ενδέχεται να προκύψουν αδυναμίες. Με την επιφύλαξη των εθνικών αρμοδιοτήτων, η εποπτεία περιλαμβάνει όλες τις σχετικές δραστηριότητες που πρέπει να πραγματοποιούν όλες οι αρχές υποβολής αναφορών σύμφωνα με τις τομεακές νομοθετικές πράξεις και γι’ αυτόν τον λόγο είναι ποικιλόμορφη. Επομένως, θα πρέπει να προσδιορίζονται οι αντίστοιχες καταστάσεις λαμβανομένων υπόψη των εποπτικών δραστηριοτήτων που ασκούν οι διάφορες αρχές υποβολής αναφορών.

(3)

Για να προσδιοριστεί ο ουσιώδης χαρακτήρας μιας αδυναμίας, είναι αναγκαίο να διατυπωθεί ο γενικός ορισμός της και να οριστεί ένας μη εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων για την περαιτέρω διευκρίνιση του εν λόγω ορισμού. Ο εν λόγω ορισμός και ο κατάλογος κριτηρίων είναι απαραίτητοι, αφενός, για να διασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση κατά την εφαρμογή του εν λόγω γενικού ορισμού και, αφετέρου, για να διασφαλιστεί ότι όλες οι σημαντικές αδυναμίες, κατά την έννοια του γενικού ορισμού, αποτυπώνονται αφού συνεκτιμηθεί το συγκεκριμένο πλαίσιο.

(4)

Για να διασφαλιστεί ότι οι αρχές υποβολής αναφορών αναφέρουν τις αδυναμίες στη βάση δεδομένων σε πρώιμο στάδιο, η σημαντική αδυναμία θα πρέπει να οριστεί κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο τις αδυναμίες που αποκαλύπτουν, αλλά και τις αδυναμίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντική αστοχία συμμόρφωσης με τις ισχύουσες απαιτήσεις σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΚΞΧ/ΧΤ), ακόμη και αν δεν έχει σημειωθεί ακόμη τέτοια αστοχία. Αυτό δικαιολογείται επίσης από το γεγονός ότι οι πληροφορίες θα πρέπει να υποβάλλονται στη βάση δεδομένων με τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια από τις αρχές που δεν διαθέτουν το ίδιο επίπεδο πληροφοριών και εμπειρογνωσίας σε θέματα ΚΞΧ/ΧΤ με τις εποπτικές αρχές που έχουν οριστεί ως αρμόδιες βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(5)

Για να καθοριστεί το είδος των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλονται, είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ γενικών πληροφοριών, πληροφοριών σχετικά με σημαντικές αδυναμίες και πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται.

(6)

Κατά τον καθορισμό των συνιστωσών των γενικών πληροφοριών προς υποβολή, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακή βάση, συμπεριλαμβανομένων των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα που ανήκουν σε όμιλο για τον οποίο λειτουργεί ένα σώμα. Για να διασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται, οι αρχές ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει επίσης να υποβάλλουν στην ΕΑΤ, στο πλαίσιο των εν λόγω γενικών πληροφοριών, το προφίλ κινδύνου ΚΞΧ/ΧΤ του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα χρησιμοποιώντας κοινές κατηγορίες.

(7)

Οι αρχές προληπτικής εποπτείας θα πρέπει, στο πλαίσιο των γενικών πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλουν, να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα της σχετικής εκτίμησης κινδύνου οποιασδήποτε διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και κάθε άλλης παρόμοιας διαδικασίας που επηρεάζεται από τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε σχέση με τον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, μαζί με πληροφορίες σχετικά με τυχόν αρνητική τελική αξιολόγηση ή αρνητική απόφαση για αιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας, όταν η εν λόγω αξιολόγηση ή απόφαση βασίζεται επίσης στα αίτια κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(8)

Για να ληφθούν υπόψη οι διακριτές αρμοδιότητες των αρχών ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας καταγωγής και της χώρας υποδοχής, όπως ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι οι αρχές ΚΞΧ/ΧΤ τόσο της χώρας καταγωγής όσο και της χώρας υποδοχής θα πρέπει να αναφέρουν στην ΕΑΤ τις σημαντικές αδυναμίες που έχουν εντοπίσει κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Είναι επίσης αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από την αρχή ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας υποδοχής θα πρέπει να υποβάλλονται στη βάση δεδομένων ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κοινοποίηση στην αρχή της χώρας καταγωγής.

(9)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η ΕΑΤ μπορεί να ασκεί αποτελεσματικά τον ρόλο της, δηλαδή να ηγείται, να συντονίζει και να παρακολουθεί τις δραστηριότητες για την προώθηση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του εν λόγω συστήματος για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αξιοποιώντας πλήρως όλες τις εξουσίες και τα εργαλεία που διαθέτει δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και τηρώντας παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, η ΕΑΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να συνδυάζει, για τους σκοπούς της ανάλυσης των πληροφοριών που υποβάλλονται στη βάση δεδομένων, τις πληροφορίες που διαθέτει από άλλες πηγές. Η ΕΑΤ θα πρέπει να προσπαθεί να αξιοποιεί τις πληροφορίες αυτές για την εκπλήρωση όλων των καθηκόντων της, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(10)

Κατά την ανάλυση των πληροφοριών που υποβάλλονται στη βάση δεδομένων και καθίστανται διαθέσιμες στις αρχές υποβολής αναφορών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως διευκρινίζεται περαιτέρω στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Ειδικότερα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι πληροφορίες που ζητεί η ΕΑΤ από τις εν λόγω αρχές ή που λαμβάνονται με άλλο τρόπο από τις εν λόγω αρχές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, κατά περίπτωση, για τους σκοπούς της ανάλυσης και ότι η ΕΑΤ θα πρέπει να παρέχει στην EIOPA και στην ESMA τις εν λόγω πληροφορίες, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος των εν λόγω αρχών.

(11)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες στις αρχές υποβολής αναφορών. Το άρθρο 9α παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 αναφέρεται γενικά στο γεγονός ότι η ΕΑΤ πρέπει να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες στις αρχές υποβολής αναφορών με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο, ενώ το άρθρο 9α παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται ειδικά σε αιτιολογημένα αιτήματα. Και οι δύο διατάξεις αποτελούν μέρος της διαδικασίας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες διατίθενται στις αρχές υποβολής αναφορών. Προς τούτο, θα πρέπει επίσης να καθοριστούν τα συγκεκριμένα στοιχεία του αιτιολογημένου αιτήματος που πρέπει να λάβει η ΕΑΤ από τις αρχές υποβολής αναφορών.

(12)

Για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και να αποφευχθεί η επικάλυψη των πληροφοριών, μια αρχή ΚΞΧ/ΧΤ που υποβάλλει πληροφορίες σχετικά με ένα μέτρο θα πρέπει να θεωρείται ότι υποβάλλει επίσης την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 62 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, όσον αφορά το εν λόγω μέτρο. Επιπλέον, είναι αναγκαίο η αρχή ΚΞΧ/ΧΤ ή η αρχή προληπτικής εποπτείας που υποβάλλει πληροφορίες στην κεντρική βάση δεδομένων να υποχρεούται να προσδιορίζει στο πλαίσιο της υποβολής της αν η εν λόγω αρχή έχει ήδη υποβάλει κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 97 παράγραφος 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(13)

Για να διασφαλιστεί ότι η κεντρική βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ θα καταστεί αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι αρχές υποβολής αναφορών υποβάλλουν εγκαίρως τις εν λόγω πληροφορίες στην κεντρική βάση δεδομένων, καθώς και να διασφαλιστεί η ποιότητα των εν λόγω πληροφοριών. Γι’ αυτόν τον σκοπό, οι πληροφορίες σχετικά με τις σημαντικές αδυναμίες και τα μέτρα που λαμβάνονται θα πρέπει να υποβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οι αρχές υποβολής αναφορών θα πρέπει να ανταποκρίνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε κάθε αίτημα της ΕΑΤ που υποβάλλεται μετά τη διενέργεια οποιασδήποτε ανάλυσης ελέγχου ποιότητας. Για τον ίδιο λόγο, οι αρχές υποβολής αναφορών θα πρέπει να διασφαλίζουν τη διαρκή ακρίβεια, πληρότητα, επάρκεια και επικαιροποίηση των εν λόγω πληροφοριών, ενώ οι πληροφορίες σχετικά με σημαντικές αδυναμίες θα πρέπει να υποβάλλονται ανεξάρτητα από τυχόν μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή τους.

(14)

Για να διασφαλιστεί η εξοικονόμηση χρόνου και μ’ αυτόν τον τρόπο να προωθηθεί η συνεπής, συστηματική και αποτελεσματική παρακολούθηση και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στα χρηματοπιστωτικά συστήματα της Ένωσης, οι παρατηρήσεις και οι αιτήσεις θα πρέπει να υποβάλλονται στην αγγλική γλώσσα. Ταυτόχρονα, για να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και να αποφευχθεί το υπερβολικό κόστος για τις αρχές υποβολής αναφορών, όταν τα δικαιολογητικά έγγραφα δεν είναι διαθέσιμα στα αγγλικά, θα πρέπει να υποβάλλονται στην πρωτότυπη γλώσσα τους και να συνοδεύονται από περίληψη στα αγγλικά.

(15)

Όταν ιδιωτική οντότητα διαχειρίζεται τη λειτουργία συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, η ορισθείσα αρχή που εποπτεύει το εν λόγω σύστημα θα πρέπει να διασφαλίζει ότι μέσω του συγκεκριμένου συστήματος αναφέρονται στην ορισθείσα αρχή οι σημαντικές αδυναμίες που εντοπίζονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της.

(16)

Δεδομένου του μεγάλου αριθμού των εμπλεκόμενων αρχών υποβολής αναφορών και προκειμένου να προβλεφθούν οι σημαντικές διαφορές στη συχνότητα υποβολής —καθώς ορισμένες από τις εν λόγω αρχές υποβολής αναφορών είναι πιθανό, λόγω των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους, να αναφέρουν σημαντικές αδυναμίες και μέτρα ΚΞΧ/ΧΤ λιγότερο συχνά από ό,τι άλλες— και να επιτευχθεί επιχειρησιακή και οικονομική αποδοτικότητα τόσο για τις αρχές υποβολής αναφορών όσο και για την ΕΑΤ, θα πρέπει να ενσωματωθεί μια διαδοχική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική της βάσης δεδομένων. Βάσει αυτής της διαδοχικής προσέγγισης, ορισμένες αρχές υποβολής αναφορών θα πρέπει να έχουν άμεση, και άλλες έμμεση, πρόσβαση στη βάση δεδομένων.

(17)

Όλα τα μέρη που συμμετέχουν στην ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να δεσμεύονται από απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου και εμπιστευτικότητας. Επομένως, θα πρέπει να καθοριστούν ειδικές διατάξεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες μπορούν να γνωστοποιούνται περαιτέρω, με επακόλουθη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας.

(18)

Όταν οι πληροφορίες που υποβάλλονται, ζητούνται, ανταλλάσσονται ή καθίστανται διαθέσιμες αφορούν φυσικά πρόσωπα, θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας κατά την επεξεργασία πληροφοριών σχετικά με τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα. Προς τούτο, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι πληροφορίες που υποβάλλονται σε επεξεργασία σχετικά με φυσικά πρόσωπα.

(19)

Για να διασφαλιστούν η αποτελεσματικότητα της βάσης δεδομένων και η ανάλυση των πληροφοριών που περιέχονται σ’ αυτήν, ώστε να αποτελέσει αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ΕΑΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να συνδυάζει, στο πλαίσιο της ανάλυσής της, τις πληροφορίες που της υποβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με άλλες διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με σημαντικές αδυναμίες σε μεμονωμένους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα που τους καθιστούν ευάλωτους στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και τις οποίες η ΕΑΤ αποκτά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της στο πλαίσιο της εντολής της. Για να διασφαλιστεί η συνάφειά τους, όταν οι πληροφορίες που συνδυάζονται περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα εν λόγω δεδομένα θα πρέπει να εμπίπτουν στις κατηγορίες δεδομένων που απαριθμούνται στο παράρτημα II. Ο συνδυασμός δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να πραγματοποιείται κατ’ εξαίρεση και η εν λόγω επεξεργασία μπορεί να εξυπηρετεί μόνο την επίτευξη των σκοπών του παρόντος κανονισμού. Τα δεδομένα ενδέχεται να χρειαστεί να συνδυαστούν προκειμένου i) να διασφαλιστούν η ακρίβεια και η πληρότητα των δεδομένων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ή ii) να δοθεί η δυνατότητα στην ΕΑΤ να ενσωματώσει στη βάση δεδομένων της σχετικές πληροφορίες της ίδιας φύσης με εκείνες που διαβιβάζονται από τις αρμόδιες αρχές αλλά λαμβάνονται μέσω άλλου διαύλου, όπως μέσω των ερευνών της για πιθανές παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι πληροφορίες σχετικά με υπόνοιες για ποινικά αδικήματα ή ποινικές καταδίκες σε βάρος πελάτη, πραγματικού δικαιούχου, μέλους του διοικητικού οργάνου ή βασικών αρμοδίων θα μπορούσαν να είναι ένδειξη έλλειψης εντιμότητας, ακεραιότητας ή κινδύνων ΞΧ/ΧΤ. Αυτό μπορεί να αποτελέσει σημαντική αιτία σημαντικών αδυναμιών ή να συντελέσει σε σημαντικές αδυναμίες των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, της καταλληλότητας και της εντιμότητας ενός φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, των κατόχων ειδικών συμμετοχών, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων. Συνεπώς, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προσδιορίζονται στο παράρτημα II μπορούν να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με υπόνοιες ή καταδίκη για ποινικά αδικήματα.

Μόνο τα δεδομένα που σχετίζονται με σημαντικές αδυναμίες μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στη βάση δεδομένων. Δεδομένου ότι βάσει του παρόντος κανονισμού οι σημαντικές αδυναμίες αφορούν μόνο σημαντικές αστοχίες όσον αφορά τη συμμόρφωση με οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ, το γεγονός αυτό διασφαλίζει ότι η έκταση της επεξεργασίας των δεδομένων βάσει του κανονισμού εξακολουθεί να περιορίζεται σε σοβαρές παραβιάσεις των απαιτήσεων σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ και συνεπώς περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο και αναλογικό.

Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το πλαίσιο προστασίας των δεδομένων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που αφορούν την επεξεργασία, όπως η νομιμότητα, η αμεροληψία και η διαφάνεια, ο περιορισμός του σκοπού, η ελαχιστοποίηση των δεδομένων, η ακρίβεια, ο περιορισμός της αποθήκευσης, η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα, καθώς και η λογοδοσία.

(20)

Η νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων, και ιδίως ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(21)

Η ΕΑΤ, η ESMA, η EIOPA και οι αρχές υποβολής αναφορών θα πρέπει να καθορίσουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους ως από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω συμφωνίας μεταξύ τους σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και το άρθρο 86 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, στον βαθμό που οι εν λόγω αρμοδιότητες δεν καθορίζονται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο στο οποίο υπάγονται.

(22)

Σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος υπέβαλε επίσημες παρατηρήσεις στις 24 Ιανουαρίου 2023.

(23)

Δεδομένου του συμπληρωματικού χαρακτήρα της εντολής που ορίζεται στο άρθρο 9α παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 όσον αφορά τον ορισμό της αδυναμίας και του ουσιώδους χαρακτήρα της, τον προσδιορισμό των αντίστοιχων καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να προκύψει αδυναμία και το είδος και την πρακτική εφαρμογή της συγκέντρωσης πληροφοριών, καθώς και της εντολής που ορίζεται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι συλλεγόμενες πληροφορίες θα πρέπει να αναλύονται και να διατίθενται με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο, οι σχετικές προδιαγραφές θα πρέπει να παρουσιαστούν σε ενιαίο κανονισμό.

(24)

Με βάση το άρθρο 9α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ανατίθεται στην ΕΑΤ η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές υποβολής αναφορών για την αντιμετώπιση σημαντικών αδυναμιών που εντοπίζονται. Ως τέτοια μέτρα θα πρέπει να νοούνται όλα τα εποπτικά και διοικητικά μέτρα, κυρώσεις και ποινές, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών ή προσωρινών μέτρων, που λαμβάνονται από τις αρχές υποβολής αναφορών στο πλαίσιο εποπτικής δραστηριότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στο άρθρο 2 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 2 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(25)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή από την ΕΑΤ.

(26)

Η ΕΑΤ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1)

«αρχές υποβολής αναφορών»: οποιαδήποτε από τις αρχές που αναφέρονται στα σημεία 2) έως 7) του παρόντος άρθρου και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης·

2)

«αρχή ΚΞΧ/ΧΤ»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το καθήκον να διασφαλίζει τη συμμόρφωση ενός φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849·

3)

«αρχή προληπτικής εποπτείας»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το καθήκον να διασφαλίζει τη συμμόρφωση ενός φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα με το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας που ορίζεται σε οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και σε κάθε εθνικό νόμο που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες που αναφέρονται στις εν λόγω διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά θέματα σχετικά με τα καθήκοντα που της ανατίθενται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (8)·

4)

«αρχή ιδρυμάτων πληρωμών»: η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 22 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

5)

«αρχή επαγγελματικής δεοντολογίας»: η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το καθήκον να διασφαλίζει τη συμμόρφωση ενός φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα με το πλαίσιο επαγγελματικής δεοντολογίας ή προστασίας των καταναλωτών που ορίζεται σε οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και σε κάθε εθνικό νόμο που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα·

6)

«αρχή εξυγίανσης»: η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)·

7)

«ορισθείσα αρχή»: η ορισθείσα αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

8)

«απαίτηση σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ»: κάθε απαίτηση όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η οποία επιβάλλεται σε φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και με κάθε εθνικό νόμο που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα·

9)

«μέτρο»: κάθε εποπτικό και διοικητικό μέτρο, κύρωση και ποινή, συμπεριλαμβανομένου προληπτικού ή προσωρινού μέτρου, που λαμβάνεται από αρχή υποβολής αναφορών για την αντιμετώπιση αδυναμίας που θεωρείται σημαντική σύμφωνα με το άρθρο 3·

10)

«υποκατάστημα»: μονάδα επιχειρηματικής δραστηριότητας η οποία αποτελεί νομικά εξαρτώμενο τμήμα φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα και διενεργεί απευθείας όλες ή ορισμένες από τις συναλλαγές που είναι αναπόσπαστο τμήμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, είτε η καταστατική έδρα του ή τα κεντρικά γραφεία του βρίσκονται σε κράτος μέλος είτε βρίσκονται σε τρίτη χώρα·

11)

«μητρικός φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα»: φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα σε κράτος μέλος ο οποίος έχει ως θυγατρική άλλον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή ο οποίος έχει συμμετοχή σε τέτοιο φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα και ο οποίος δεν είναι ο ίδιος θυγατρική άλλου φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος·

12)

«ενωσιακός μητρικός φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα»: μητρικός φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα σε κράτος μέλος ο οποίος δεν είναι θυγατρική άλλου φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα που είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος·

13)

«σώμα»: σώμα εποπτών όπως αναφέρεται στο άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, σώμα εξυγίανσης ή ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, όπως ορίζεται στα άρθρα 88 και 89 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή σώμα ΚΞΧ/ΧΤ.

Άρθρο 2

Αδυναμίες και αντίστοιχες καταστάσεις στις οποίες ενδέχεται να προκύψουν αδυναμίες

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 9α παράγραφος 1 στοιχείο α) πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ως αδυναμία νοείται οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

παράβαση από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα απαίτησης σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ, η οποία έχει εντοπιστεί από αρχή υποβολής αναφορών·

β)

κάθε κατάσταση στην οποία η αρχή υποβολής αναφορών έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα έχει παραβεί απαίτηση σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ ή ότι ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα έχει επιχειρήσει να παραβεί την εν λόγω απαίτηση (στο εξής: ενδεχόμενη παράβαση)·

γ)

η μη αποτελεσματική ή μη κατάλληλη εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα απαίτησης σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ ή η εφαρμογή εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών που εφαρμόζουν οι φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ κατά τρόπο που η αρχή υποβολής αναφορών θεωρεί ακατάλληλο ή ανεπαρκή για την επίτευξη των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων των εν λόγω απαιτήσεων ή πολιτικών και διαδικασιών και είναι πιθανό, λόγω της φύσης της, να οδηγήσει σε παράβαση όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) ή σε ενδεχόμενη παράβαση όπως αναφέρεται στο στοιχείο β), εάν η κατάσταση δεν επανορθωθεί (στο εξής: μη αποτελεσματική ή μη κατάλληλη εφαρμογή).

2.   Οι αντίστοιχες καταστάσεις στις οποίες ενδέχεται να προκύψουν αδυναμίες παρουσιάζονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 3

Ουσιώδης χαρακτήρας αδυναμίας

1.   Οι αρχές υποβολής αναφορών θεωρούν ότι μια αδυναμία είναι σημαντική όταν αποκαλύπτει ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές αστοχίες όσον αφορά τη συμμόρφωση του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή του ομίλου στον οποίο ανήκει ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα με οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι αρχές υποβολής αναφορών αξιολογούν τουλάχιστον όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

αν η αδυναμία συμβαίνει ή έχει συμβεί επανειλημμένα·

β)

αν η αδυναμία συνεχίζεται για σημαντικό χρονικό διάστημα (διάρκεια)·

γ)

αν η αδυναμία είναι σοβαρή ή κατάφωρη (σοβαρότητα)·

δ)

αν το διοικητικό όργανο ή τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα φαίνεται να γνωρίζουν την αδυναμία και αποφάσισαν να μην την αποκαταστήσουν (αμέλεια), ή αν έλαβαν αποφάσεις ή διεξήγαγαν διαβουλεύσεις που αποσκοπούσαν στην πρόκληση της αδυναμίας (εσκεμμένο παράπτωμα)·

ε)

αν η αδυναμία αυξάνει την έκθεση του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, ή του ομίλου στον οποίο ανήκει, σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

στ)

αν η αδυναμία έχει ή θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα, τη διαφάνεια και την ασφάλεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος κράτους μέλους ή της Ένωσης συνολικά ή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα κράτους μέλους ή της Ένωσης συνολικά·

ζ)

αν η αδυναμία έχει ή θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή του ομίλου στον οποίο ανήκει ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα·

η)

αν η αδυναμία έχει ή θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών.

Άρθρο 4

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι αρχές υποβολής αναφορών

Αποκλειστικά για τους σκοπούς του άρθρου 9α παράγραφος 1 στοιχείο α) πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ όλα τα ακόλουθα είδη πληροφοριών:

α)

τις γενικές πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού·

β)

τις πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού σχετικά με τις σημαντικές αδυναμίες·

γ)

τις πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού σχετικά με τυχόν ληφθέντα μέτρα.

Άρθρο 5

Γενικές πληροφορίες

1.   Οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις ακόλουθες γενικές πληροφορίες:

α)

τα στοιχεία ταυτοποίησης της αρχής υποβολής αναφορών, συμπεριλαμβανομένης της διευκρίνισης αν πρόκειται για την αρχή ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας καταγωγής ή της χώρας υποδοχής και, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 12 παράγραφος 4, τα στοιχεία ταυτοποίησης της αρχής που υποβάλλει έμμεσα τις εν λόγω πληροφορίες·

β)

τα στοιχεία ταυτοποίησης του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα και των υποκαταστημάτων του, των αντιπροσώπων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 38) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, και των διανομέων, συμπεριλαμβανομένου του είδους του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα και, κατά περίπτωση, του είδους της εγκατάστασης, όταν η σημαντική αδυναμία ή το ληφθέν μέτρο αφορά τον εν λόγω φορέα ή τα υποκαταστήματά του, τους αντιπροσώπους ή τους διανομείς του·

γ)

όταν ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα ανήκει σε όμιλο, τα στοιχεία ταυτοποίησης του ενωσιακού μητρικού φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα και του μητρικού φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα·

δ)

όταν οι πληροφορίες υποβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης ή την εθνική αρχή υποβολής αναφορών του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα ή, εάν ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα δεν έχει καταστατική έδρα, του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, τα στοιχεία των χωρών στις οποίες ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα διατηρεί υποκαταστήματα και θυγατρικές ή λειτουργεί μέσω δικτύου αντιπροσώπων και διανομέων·

ε)

όταν ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα ανήκει σε όμιλο, πληροφορίες σχετικά με κάθε σώμα στο οποίο συμμετέχει η αρχή υποβολής αναφορών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα μέλη, τους παρατηρητές, καθώς και σχετικά με την επικεφαλής εποπτική αρχή, την αρχή εποπτείας του ομίλου, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου του εν λόγω σώματος·

στ)

αν υπάρχει κεντρικό σημείο επαφής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτοποίησής του·

ζ)

κάθε άλλη σχετική πληροφορία αναφορικά με τον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημα, τον αντιπρόσωπο ή τον διανομέα, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το αν:

i)

ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα υποβάλλει επί του παρόντος αίτηση για άδεια λειτουργίας, ή βρίσκεται στο στάδιο υποβολής αίτησης για την άσκηση του οικείου δικαιώματος εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ή για οποιαδήποτε άλλη έγκριση από τις εποπτικές αρχές·

ii)

ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα υπόκειται σε οποιαδήποτε από τις διαδικασίες που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ ή σε άλλη διαδικασία αφερεγγυότητας·

η)

πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος των δραστηριοτήτων του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα και των υποκαταστημάτων του, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση:

i)

πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές καταστάσεις·

ii)

τον αριθμό των πελατών·

iii)

τον όγκο των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων·

iv)

όσον αφορά ασφαλιστική επιχείρηση, τα ετήσια εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρά της και το μέγεθος των τεχνικών προβλέψεών της·

v)

όσον αφορά ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον όγκο των ασφαλίστρων που αποτελούν αντικείμενο διαμεσολάβησης·

vi)

όσον αφορά τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, το μέγεθος του δικτύου διανομής, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό των αντιπροσώπων και των διανομέων.

2.   Οι αρχές προληπτικής εποπτείας, εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υποβάλλουν στη βάση δεδομένων όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το αποτέλεσμα της εκτίμησης κινδύνου που καθορίζεται βάσει οποιασδήποτε σχετικής διεργασίας εποπτικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο άρθρο 36 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), και κάθε άλλης παρόμοιας διαδικασίας που επηρεάζεται από την έκθεση του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή των υποκαταστημάτων του στον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων στους τομείς της εσωτερικής διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου, του λειτουργικού κινδύνου, του κινδύνου ρευστότητας και του πιστωτικού κινδύνου·

β)

κάθε αρνητική τελική αξιολόγηση ή απόφαση σχετικά με αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ένα μέλος του διοικητικού οργάνου δεν πληροί τις απαιτήσεις καταλληλότητας και εντιμότητας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία η εν λόγω αξιολόγηση ή απόφαση βασίζεται σε λόγους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Κάθε αναφορά σχετικά με φυσικά πρόσωπα για τους σκοπούς του στοιχείου β) πραγματοποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II.

3.   Οι αρχές ΚΞΧ/ΧΤ, εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, παρέχουν στην ΕΑΤ το προφίλ κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε σχέση με τον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα και τα υποκαταστήματά του, καθώς και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το προφίλ κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε σχέση με τους αντιπροσώπους και διανομείς, χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα III.

Άρθρο 6

Πληροφορίες σχετικά με σημαντικές αδυναμίες

Οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις σημαντικές αδυναμίες:

α)

το είδος της σημαντικής αδυναμίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1·

β)

τον λόγο για τον οποίο η αρχή υποβολής αναφορών θεωρεί ότι η αδυναμία είναι σημαντική·

γ)

περιγραφή της σημαντικής αδυναμίας·

δ)

την αντίστοιχη κατάσταση στην οποία προέκυψε η σημαντική αδυναμία, όπως ορίζεται στο παράρτημα I·

ε)

το χρονοδιάγραμμα της σημαντικής αδυναμίας·

στ)

την προέλευση των πληροφοριών σχετικά με τις σημαντικές αδυναμίες·

ζ)

την απαίτηση σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ με την οποία σχετίζεται η σημαντική αδυναμία·

η)

το είδος των προϊόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων για τα οποία έχει λάβει άδεια ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα και τα οποία επηρεάζονται από τη σημαντική αδυναμία·

θ)

αν η σημαντική αδυναμία αφορά μόνο τον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημά του, τον αντιπρόσωπό του ή τον διανομέα του, καθώς και τυχόν διασυνοριακές επιπτώσεις της σημαντικής αδυναμίας·

ι)

αν έχουν κοινοποιηθεί πληροφορίες σχετικά με τη σημαντική αδυναμία σε σώμα που έχει συσταθεί για τον όμιλο στον οποίο ανήκει ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα· και, εάν δεν έχουν κοινοποιηθεί ακόμη, τον λόγο·

ια)

όσον αφορά τις αρχές ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας υποδοχής, αν οι πληροφορίες σχετικά με τη σημαντική αδυναμία έχουν κοινοποιηθεί στην αρχή ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας καταγωγής ή στο κεντρικό σημείο επαφής που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, κατά περίπτωση, και, εάν δεν έχουν κοινοποιηθεί ακόμη, τον λόγο·

ιβ)

αν η σημαντική αδυναμία φαίνεται να είναι εγγενής στον σχεδιασμό του σχετικού προϊόντος, υπηρεσίας ή δραστηριότητας·

ιγ)

αν η σημαντική αδυναμία φαίνεται να συνδέεται με συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, είτε πρόκειται για πελάτη, πραγματικό δικαιούχο, μέλος του διοικητικού οργάνου είτε για βασικό αρμόδιο, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους η αρχή υποβολής αναφορών θεωρεί ότι το εν λόγω φυσικό πρόσωπο φαίνεται να συνδέεται με τη σημαντική αδυναμία·

ιδ)

τυχόν συναφείς ή γενικές πληροφορίες σχετικά με τη σημαντική αδυναμία, εφόσον είναι γνωστές στην αρχή υποβολής αναφορών, μεταξύ άλλων:

i)

αν η σημαντική αδυναμία συνδέεται με συγκεκριμένο τομέα σχετικό με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο οποίος έχει ήδη εντοπιστεί από την ΕΑΤ·

ii)

όσον αφορά τις αρχές ΚΞΧ/ΧΤ, αν η σημαντική αδυναμία υποδηλώνει αναδυόμενο κίνδυνο σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας·

iii)

αν η σημαντική αδυναμία συνδέεται με τη χρήση νέας τεχνολογίας και, εάν ναι, σύντομη περιγραφή της εν λόγω νέας τεχνολογίας.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ιγ), κάθε πληροφορία σχετικά με φυσικά πρόσωπα παρέχεται σύμφωνα με το παράρτημα II.

Άρθρο 7

Πληροφορίες σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα

Οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα:

α)

αναφορά στη σημαντική αδυναμία σε σχέση με την οποία έχει ληφθεί το μέτρο και, κατά περίπτωση, σε τυχόν επικαιροποίηση των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 6·

β)

την ημερομηνία επιβολής του μέτρου·

γ)

το είδος του μέτρου, τον εσωτερικό αριθμό αναφοράς του και τον σύνδεσμο προς αυτό, εφόσον έχει δημοσιευθεί·

δ)

πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα νομικά και φυσικά πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκε το μέτρο·

ε)

περιγραφή του μέτρου, συμπεριλαμβανομένης της νομικής του βάσης·

στ)

το καθεστώς του μέτρου, μεταξύ άλλων αν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά του μέτρου·

ζ)

αν και πώς δημοσιεύθηκε το μέτρο, συμπεριλαμβανομένων των λόγων τυχόν ανώνυμης δημοσίευσης, καθυστερημένης δημοσίευσης ή μη δημοσίευσης·

η)

όλες τις πληροφορίες σχετικά με την επανόρθωση της σημαντικής αδυναμίας την οποία αφορά το μέτρο, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μέτρων που σχεδιάζονται ή λαμβάνονται για την εν λόγω επανόρθωση, και τυχόν πρόσθετες εξηγήσεις που απαιτούνται σε σχέση με τη διαδικασία επανόρθωσης και το σχετικό χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου αναμένεται η επανόρθωση·

θ)

αν οι πληροφορίες σχετικά με το μέτρο έχουν κοινοποιηθεί σε σώμα που έχει συσταθεί για τον όμιλο στον οποίο ανήκει ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα· και, εάν δεν έχουν κοινοποιηθεί ακόμη, τον λόγο·

ι)

όσον αφορά τις αρχές ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας υποδοχής, αν οι πληροφορίες σχετικά με το μέτρο έχουν κοινοποιηθεί στην αρμόδια αρχή ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας καταγωγής· και, εάν δεν έχουν κοινοποιηθεί ακόμη, τον λόγο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), κάθε πληροφορία σχετικά με φυσικά πρόσωπα παρέχεται σύμφωνα με το παράρτημα II.

Άρθρο 8

Χρονοδιαγράμματα και υποχρέωση παροχής επικαιροποιήσεων

1.   Οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με σημαντικές αδυναμίες και μέτρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2.   Οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ πληροφορίες σχετικά με σημαντικές αδυναμίες, ανεξάρτητα από το αν έχει ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο για την αντιμετώπιση της εν λόγω σημαντικής αδυναμίας. Επιπλέον, οι αρχές ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας υποδοχής υποβάλλουν τις εν λόγω πληροφορίες ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κοινοποίηση στην αρχή ΚΞΧ/ΧΤ της χώρας καταγωγής.

3.   Οι αρχές υποβολής αναφορών διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχουν στην ΕΑΤ παραμένουν ακριβείς, πλήρεις, κατάλληλες και επικαιροποιημένες.

4.   Όταν η ΕΑΤ διαπιστώνει ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν είναι ακριβείς, πλήρεις, επαρκείς ή επικαιροποιημένες, οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ, κατόπιν αιτήματός της, τυχόν πρόσθετες ή μεταγενέστερες πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

5.   Οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ, σε εύλογο χρόνο, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ενημέρωση της ΕΑΤ σχετικά με τυχόν μεταγενέστερες εξελίξεις που αφορούν τις παρεχόμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αφορούν την εντοπισθείσα σημαντική αδυναμία ή το ληφθέν μέτρο και την επανόρθωσή της.

Άρθρο 9

Ανάλυση των πληροφοριών που λαμβάνει η ΕΑΤ

1.   Η ΕΑΤ αναλύει τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με μια προσέγγιση βάσει κινδύνου.

2.   Η ΕΑΤ μπορεί, κατά περίπτωση, να συνδυάζει τις πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με κάθε άλλη πληροφορία που έχει στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που γνωστοποιούνται στην ΕΑΤ από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου του είδους των πληροφοριών που απαριθμούνται στο παράρτημα II.

3.   Η ESMA και η EIOPA παρέχουν στην ΕΑΤ, εφόσον ζητηθεί, τυχόν πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ανάλυση των πληροφοριών που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Όταν οι πρόσθετες πληροφορίες περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα δεδομένα αυτά παρέχονται με χρήση των κατηγοριών του παραρτήματος II.

4.   Η ΕΑΤ προσπαθεί να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για την εκτέλεση των καθηκόντων της όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακολούθων:

α)

διενέργεια αναλύσεων σε συγκεντρωτική βάση:

i)

διαμόρφωση της γνώμης της που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

ii)

διενέργεια των εκτιμήσεων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 9α παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

β)

παροχή απαντήσεων στα αιτήματα που λαμβάνονται από τις αρχές υποβολής αναφορών για πληροφορίες σχετικά με φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα που είναι σημαντικές για τις εποπτικές δραστηριότητες των εν λόγω αρχών όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 9α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

γ)

τεκμηρίωση των αιτημάτων διερεύνησης όπως αναφέρονται στο άρθρο 9β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

δ)

γνωστοποίηση, με δική της πρωτοβουλία, πληροφοριών στις αρχές υποβολής αναφορών σχετικά με τις εποπτικές δραστηριότητές τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

ε)

παροχή στην EIOPA και στην ESMA πληροφοριών που αναλύονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με μεμονωμένους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και σχετικά με φυσικά πρόσωπα σύμφωνα με το παράρτημα II, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος που λαμβάνει από την EIOPA ή την ESMA, με αναφορά των λόγων για τους οποίους οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, αντίστοιχα.

Άρθρο 10

Διάθεση πληροφοριών στις αρχές υποβολής αναφορών

1.   Η ΕΑΤ παρέχει στις αρχές υποβολής αναφορών τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και αναλύει σύμφωνα με το άρθρο 9 σε όλες τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

κατόπιν αιτήματος που λαμβάνει από την αρχή υποβολής αναφορών για πληροφορίες σχετικά με φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα που είναι σημαντικές για τις εποπτικές δραστηριότητες της εν λόγω αρχής όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 9α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

β)

με δική της πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων για τις ακόλουθες περιπτώσεις με προσέγγιση βάσει κινδύνου:

i)

στην επικεφαλής εποπτική αρχή, την αρχή εποπτείας ομίλου, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, όταν έχει συσταθεί σώμα αλλά οι πληροφορίες δεν έχουν διαδοθεί σε αυτό σύμφωνα με το άρθρο 6 στοιχείο ι) και το άρθρο 7 στοιχείο θ) του παρόντος κανονισμού και η ΕΑΤ θεωρεί τις πληροφορίες σημαντικές για το εν λόγω σώμα·

ii)

όταν δεν έχει συσταθεί σώμα, αλλά ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα αποτελεί μέρος διασυνοριακού ομίλου ή έχει υποκαταστήματα ή λειτουργεί μέσω αντιπροσώπων ή διανομέων σε άλλες χώρες και η ΕΑΤ θεωρεί τις πληροφορίες σημαντικές για τις αρχές που εποπτεύουν τις εν λόγω οντότητες ομίλου, τα υποκαταστήματα, τους αντιπροσώπους ή τους διανομείς.

2.   Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) προσδιορίζει τα ακόλουθα:

α)

τα στοιχεία ταυτοποίησης της αιτούσας αρχής υποβολής αναφορών και της αρχής που επιτρέπει την έμμεση υποβολή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 4, κατά περίπτωση·

β)

την ταυτότητα του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τον οποίο αφορά το αίτημα·

γ)

αν το αίτημα αφορά τον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή φυσικό πρόσωπο·

δ)

τους λόγους για τους οποίους οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την αιτούσα αρχή υποβολής αναφορών και τις εποπτικές δραστηριότητές της όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

ε)

τη σκοπούμενη χρήση των ζητούμενων πληροφοριών·

στ)

την ημερομηνία έως την οποία θα πρέπει να παραληφθούν οι πληροφορίες, εάν υπάρχουν, και αιτιολόγηση της εν λόγω ημερομηνίας·

ζ)

αν υπάρχει κάποιος βαθμός επείγοντος και αιτιολόγηση του επείγοντος αυτού·

η)

κάθε πρόσθετη πληροφορία η οποία μπορεί να βοηθήσει την ΕΑΤ κατά την επεξεργασία του αιτήματος ή ζητείται από την ΕΑΤ.

3.   Όταν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, τα αιτήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) υποβάλλονται σύμφωνα με το παράρτημα II όπως άλλωστε πραγματοποιείται και η παροχή πληροφοριών βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο β).

Άρθρο 11

Διασύνδεση με άλλες κοινοποιήσεις

1.   Η υποβολή πληροφοριών σχετικά με μέτρο από αρχή ΚΞΧ/ΧΤ στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού θεωρείται υποβολή πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 62 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 όσον αφορά το εν λόγω μέτρο.

2.   Η αρχή ΚΞΧ/ΧΤ ή η αρχή προληπτικής εποπτείας που υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διευκρινίζει κατά την υποβολή αν έχει ήδη υποβάλει κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 97 παράγραφος 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 12

Πρακτική εφαρμογή της συλλογής πληροφοριών

1.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 5, 6 και 7 και τα αιτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο β) και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) υποβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα και στην αγγλική γλώσσα.

2.   Τα δικαιολογητικά έγγραφα που δεν είναι διαθέσιμα στα αγγλικά υποβάλλονται στη γλώσσα του πρωτοτύπου, συνοδευόμενα από περίληψη στα αγγλικά.

3.   Όταν ιδιωτική οντότητα διαχειρίζεται τη λειτουργία συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, η ορισθείσα αρχή που εποπτεύει το εν λόγω σύστημα διασφαλίζει ότι η συγκεκριμένη ιδιωτική οντότητα που διαχειρίζεται το σύστημα αναφέρει στην εν λόγω ορισθείσα αρχή τις σημαντικές αδυναμίες που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων της.

4.   Όταν μια αρχή υποβολής αναφορών, εκτός από αρχή ΚΞΧ/ΧΤ (στο εξής: αρχή έμμεσης υποβολής), υποβάλλει πληροφορίες και αιτήματα στην ΕΑΤ και λαμβάνει πληροφορίες από την ΕΑΤ μέσω της αρχής ΚΞΧ/ΧΤ που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τον οποίο αφορά η σημαντική αδυναμία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η αρχή έμμεσης υποβολής (στο εξής: αρχή που επιτρέπει την έμμεση υποβολή), ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

η αρχή έμμεσης υποβολής υποβάλλει πληροφορίες και αιτήματα στην ΕΑΤ και λαμβάνει πληροφορίες από αυτή μόνο μέσω της αρχής που επιτρέπει την έμμεση υποβολή·

β)

η ευθύνη της αρχής που επιτρέπει την έμμεση υποβολή περιορίζεται μόνο στην υποβολή στην ΕΑΤ όλων των πληροφοριών και αιτημάτων που λαμβάνει από την αρχή έμμεσης υποβολής και στη διαβίβαση στην εν λόγω αρχή όλων των πληροφοριών που λαμβάνει από την ΕΑΤ·

γ)

η αρχή έμμεσης υποβολής παραμένει αποκλειστικά υπεύθυνη για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της να αναφέρει σημαντικές αδυναμίες και μέτρα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

δ)

οι κοινοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 9α παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 πραγματοποιούνται από την ΕΑΤ για την αρχή έμμεσης υποβολής μέσω της αρχής που επιτρέπει την έμμεση υποβολή.

5.   Οι αρχές υποβολής αναφορών ορίζουν πρόσωπο της δέουσας αρχαιότητας για να εκπροσωπεί την αρχή έναντι της ΕΑΤ για την υποβολή, τη διατύπωση αιτήματος και τη λήψη πληροφοριών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και ενημερώνουν την ΕΑΤ για τον εν λόγω διορισμό και για τυχόν αλλαγές στον εν λόγω διορισμό. Οι αρχές υποβολής αναφορών διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που υπέχουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Οι αρχές υποβολής αναφορών ορίζουν ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως σημεία επαφής για την υποβολή, τα αιτήματα και τη λήψη πληροφοριών δυνάμει του παρόντος κανονισμού και ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ. Κάθε κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο πρέπει να συμμορφώνεται με το παράρτημα II. Οι αρχές έμμεσης υποβολής προβαίνουν στις εν λόγω κοινοποιήσεις στις αρχές που επιτρέπουν την έμμεση υποβολή τους.

6.   Για την αρχή ΚΞΧ/ΧΤ, οι πρόσθετες πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9α παράγραφος 1 στοιχείο α) τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 περιλαμβάνουν το τρέχον προφίλ κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε σχέση με τον όμιλο, εάν υπάρχει, και τις εκτιμήσεις κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας όσον αφορά τον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημα, τον αντιπρόσωπο ή τον διανομέα ή τον όμιλο. Οι αρχές υποβολής αναφορών παρέχουν στην ΕΑΤ κάθε πληροφορία ή έγγραφο που δεν αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό και σχετίζεται με οποιαδήποτε σημαντική αδυναμία ή μέτρο, με επεξήγηση της συνάφειας αυτής.

7.   Η ΕΑΤ καθορίζει και κοινοποιεί στις αρχές υποβολής αναφορών τεχνικές προδιαγραφές, συμπεριλαμβανομένων των μορφοτύπων ανταλλαγής δεδομένων, των απεικονίσεων, των σχετικών σημείων δεδομένων και των οδηγιών, των δικαιωμάτων πρόσβασης στη βάση δεδομένων, με τις οποίες συμμορφώνονται οι αρχές υποβολής αναφορών, κατά την υποβολή ή τη λήψη πληροφοριών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΤ, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες εποπτικές δραστηριότητες των αρχών υποβολής αναφορών, την αναμενόμενη συχνότητα υποβολής στοιχείων και την ανάγκη επίτευξης λειτουργικής και οικονομικής αποδοτικότητας, προσδιορίζει τις αρχές υποβολής αναφορών που είναι οι αρχές έμμεσης υποβολής σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 13

Εμπιστευτικότητα

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με τον τρόπο ανάλυσης και διάθεσης των πληροφοριών στις αρχές, οι πληροφορίες που υποβάλλονται στην ΕΑΤ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπόκεινται στα άρθρα 70, 71 και 72 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από την EIOPA και την ESMA σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπόκεινται στα άρθρα 70, 71 και 72 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στα άρθρα 70, 71 και 72 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, αντίστοιχα.

2.   Τα μέλη των διοικητικών οργάνων των αρχών υποβολής αναφορών και τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για τις εν λόγω αρχές, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου και δεν αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η ταυτοποίηση μεμονωμένων φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα, υποκαταστημάτων, αντιπροσώπων, διανομέων ή άλλων φυσικών προσώπων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων στις οποίες εκκρεμούν ποινικές διαδικασίες.

3.   Οι αρχές υποβολής αναφορών που λαμβάνουν πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό αντιμετωπίζουν τις εν λόγω πληροφορίες ως εμπιστευτικές και τις χρησιμοποιούν μόνο κατά τη διάρκεια των εποπτικών δραστηριοτήτων τους όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, οι οποίες ασκούνται σύμφωνα με τις νομικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μεταξύ άλλων σε προσφυγές κατά μέτρων που λαμβάνουν οι εν λόγω αρχές και σε δικαστικές διαδικασίες που αφορούν εποπτικές δραστηριότητες.

4.   Η παράγραφος 2 δεν εμποδίζει την αρχή υποβολής αναφορών να γνωστοποιεί πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε άλλη αρχή υποβολής αναφορών ή σε αρχή ή φορέα σύμφωνα με τις νομικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 14

Προστασία δεδομένων

Η ΕΑΤ μπορεί να διατηρεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αναγνωρίσιμη μορφή για περίοδο έως και 10 ετών από τη συλλογή τους από την ΕΑΤ και, στην περίπτωση αυτή, διαγράφει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά τη λήξη της εν λόγω περιόδου. Βάσει ετήσιας αξιολόγησης της αναγκαιότητάς τους, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαγραφούν πριν από τη λήξη της εν λόγω μέγιστης περιόδου κατά περίπτωση.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 9 Νοεμβρίου 2023.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   EE L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(2)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

(10)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(11)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(12)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Οι αρχές υποβολής αναφορών ενδέχεται να διαπιστώσουν αδυναμίες στις ακόλουθες καταστάσεις:

ΜΕΡΟΣ 1:   Αρχές ΚΞΧ/ΧΤ

Κατά την άσκηση των επιτόπιων και μη επιτόπιων εποπτικών δραστηριοτήτων τους, όσον αφορά:

α)

μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων κινδύνου ΞΧ/ΧΤ του πελάτη, της εξάρτησης από τρίτους και της παρακολούθησης συναλλαγών·

β)

την αναφορά ύποπτων συναλλαγών·

γ)

την τήρηση αρχείων·

δ)

εσωτερικά συστήματα και ελέγχους ΚΞΧ/ΧΤ·

ε)

το σύστημα διαχείρισης κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων εκτιμήσεων κινδύνου ΞΧ/ΧΤ σε επίπεδο επιχείρησης·

στ)

πολιτικές και διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών για την ανταλλαγή πληροφοριών εντός του ομίλου.

ΜΕΡΟΣ 2:   Αρχές προληπτικής εποπτείας

1.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορήγησης άδειας και της διαδικασίας αξιολόγησης της απόκτησης ειδικών συμμετοχών, όσον αφορά:

α)

την ανάλυση της επιχειρηματικής στρατηγικής και του επιχειρηματικού μοντέλου και τον προβληματισμό σχετικά με άλλους τομείς κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της ρευστότητας, κατά περίπτωση·

β)

την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και βασικών αρμοδίων, εφόσον ασκούν καθήκοντα·

γ)

την κοινοποίηση για την ίδρυση υποκαταστήματος ή για την παροχή υπηρεσιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών·

δ)

μετόχους ή μέλη που κατέχουν ειδικές συμμετοχές ή, αποκλειστικά κατά τη χορήγηση άδειας, και κατά περίπτωση, την ταυτότητα των 20 μεγαλύτερων μετόχων ή εταίρων, εάν δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές·

ε)

ρυθμίσεις εσωτερικής διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών·

στ)

το πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, μεταξύ άλλων τη διαχείριση κινδύνου, τη συμμόρφωση και τον εσωτερικό έλεγχο·

ζ)

τον κίνδυνο των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών και τη διαχείριση κινδύνου·

η)

την αξιολόγηση των πηγών των χρηματικών ποσών για την καταβολή κεφαλαίου κατά τη χορήγηση άδειας ή της πηγής των κεφαλαίων για την αγορά της ειδικής συμμετοχής.

2.

Κατά τη διάρκεια συνεχούς εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων και των μη επιτόπιων εποπτικών δραστηριοτήτων, όσον αφορά:

α)

ρυθμίσεις εσωτερικής διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών·

β)

το πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, μεταξύ άλλων τη διαχείριση κινδύνου, τη συμμόρφωση και τον εσωτερικό έλεγχο·

γ)

την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και βασικών αρμοδίων, εφόσον ασκούν καθήκοντα·

δ)

την αξιολόγηση των κοινοποιήσεων των προτεινόμενων αποκτήσεων ειδικών συμμετοχών·

ε)

λειτουργικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των νομικών κινδύνων και των κινδύνων φήμης·

στ)

τον κίνδυνο των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών και τη διαχείριση κινδύνου·

ζ)

επιχειρηματικά μοντέλα·

η)

τη διαχείριση της ρευστότητας·

θ)

ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης και διαχείριση κινδύνων τρίτων·

ι)

την εκτέλεση των διαδικασιών που σχετίζονται με την πρόσβαση στην αγορά, τις τραπεζικές άδειες και εγκρίσεις·

ια)

τη διενέργεια του εποπτικού ελέγχου και της διεργασίας αξιολόγησης· τη διεργασία εποπτικού ελέγχου ή παρόμοιες διαδικασίες εποπτικού ελέγχου·

ιβ)

την αξιολόγηση ad hoc αιτημάτων, κοινοποιήσεων και αιτήσεων·

ιγ)

την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας και την παρακολούθηση των θεσμικών συστημάτων προστασίας·

ιδ)

πληροφορίες που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια εργασιών σε εξέλιξη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους ενωσιακούς κανόνες προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής εποπτικών αναφορών.

ΜΕΡΟΣ 3:   Ορισθείσες αρχές

Κατά την προετοιμασία για παρεμβάσεις του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων (ΣΕΚ), συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και των επιτόπιων ή μη επιτόπιων επιθεωρήσεων, ή κατά την εκτέλεση μιας παρέμβασης του ΣΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών.

ΜΕΡΟΣ 4:   Αρχές εξυγίανσης και Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, από τον σχεδιασμό της εξυγίανσης έως την εκτέλεση.

ΜΕΡΟΣ 5:   Αρχές επιχειρηματικής δεοντολογίας

Κατά την άσκηση των επιτόπιων και μη επιτόπιων εποπτικών δραστηριοτήτων τους, και ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι ενήμερες για:

α)

άρνηση πρόσβασης σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες για λόγους καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

β)

καταγγελία σύμβασης ή λήξη υπηρεσίας για λόγους καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

γ)

εξαίρεση κατηγοριών πελατών, ιδίως στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) για λόγους καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ΜΕΡΟΣ 6:   Αρχές ιδρυμάτων πληρωμών

Συγκεκριμένα:

1.

κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας και του μηχανισμού διαβατηρίου·

2.

κατά την άσκηση των επιτόπιων και μη επιτόπιων εποπτικών δραστηριοτήτων τους και ιδίως:

α)

όσον αφορά τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, μεταξύ άλλων όταν παρέχουν τις δραστηριότητές τους μέσω αντιπροσώπων και διανομέων·

β)

όσον αφορά τις υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου να θέτουν χρηματικά ποσά στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μετά την πίστωση του ποσού στον λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

ΜΕΡΟΣ 7:   Κάθε άλλη κατάσταση στην οποία η αδυναμία είναι σημαντική.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

1.   

Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β):

α)

ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, χώρα διαμονής, εθνικότητα, καθήκοντα στον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή στο υποκατάστημα·

β)

τα αίτια της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

2.   

Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 στοιχείο ιγ):

α)

πελάτες ή πραγματικοί δικαιούχοι:

i)

ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, χώρα διαμονής, εθνικότητα·

ii)

αν ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος είναι ή ήταν επίσης μέλος του διοικητικού οργάνου ή βασικός αρμόδιος στον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή στο υποκατάστημα·

iii)

αν ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος κατέχει ή κατείχε, άμεσα ή έμμεσα, μετοχές στον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή στο υποκατάστημα·

iv)

αν ο πελάτης θεωρείται «υψηλού κινδύνου» από τον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημα, τον αντιπρόσωπο ή τον διανομέα·

β)

μέλη του διοικητικού οργάνου ή βασικοί αρμόδιοι:

i)

ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, χώρα διαμονής, εθνικότητα·

ii)

καθήκοντα στον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα ή στο υποκατάστημα·

γ)

κάθε φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στο σημείο 2 στοιχείο α) ή β) του παρόντος παραρτήματος: ο λόγος για τον οποίο η αρχή υποβολής αναφορών θεωρεί ότι το φυσικό πρόσωπο φαίνεται να συνδέεται με τη σημαντική αδυναμία.

3.   

Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 στοιχείο δ):

α)

ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, χώρα διαμονής, εθνικότητα·

β)

τα καθήκοντα στον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, στο υποκατάστημα, στον αντιπρόσωπο ή διανομέα ή, όσον αφορά τον πελάτη ή τον πραγματικό δικαιούχο, ο ρόλος.

4.   

Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφος 3 από την αρχή υποβολής αναφορών όταν υποβάλλει αίτημα σχετικά με φυσικά πρόσωπα:

α)

ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, εθνικότητα, χώρα διαμονής·

β)

όταν είναι γνωστά, τα καθήκοντα ή, όσον αφορά τον πελάτη ή τον πραγματικό δικαιούχο, ο ρόλος·

γ)

ο λόγος για τον οποίο οι πληροφορίες για το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι απαραίτητες για την αιτούσα αρχή υποβολής αναφορών σε σχέση με την εποπτική δραστηριότητά της όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

5.   

Η διάδοση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΤ:

Όταν ζητείται από αρχή υποβολής αναφορών, η ΕΑΤ κοινοποιεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό τους όρους που αναφέρονται στο σημείο 4) στοιχείο γ) του παρόντος παραρτήματος, και με δική της πρωτοβουλία υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν οι πληροφορίες σχετικά με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι απαραίτητες για την αρχή υποβολής αναφορών στο πλαίσιο της εποπτικής της δραστηριότητας όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι πληροφορίες ανταλλάσσονται μεταξύ εξουσιοδοτημένων χρηστών και χρησιμοποιούνται ασφαλείς δίαυλοι επικοινωνίας.

6.   

Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 5 περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμο, τα καθήκοντα και τα στοιχεία επικοινωνίας της επιχείρησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΡΟΦΙΛ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

1.   Προφίλ λιγότερο σημαντικού κινδύνου:

Ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημα, ο αντιπρόσωπος ή ο διανομέας έχει προφίλ λιγότερο σημαντικού κινδύνου όταν ο εγγενής του κίνδυνος είναι λιγότερο σημαντικός και το προφίλ κινδύνου του παραμένει ανεπηρέαστο από μέτρα μετριασμού ή όταν ο εγγενής κίνδυνος είναι μετρίως σημαντικός ή σημαντικός, αλλά μετριάζεται αποτελεσματικά μέσω συστημάτων και ελέγχων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΚΞΧ/ΧΤ).

2.   Προφίλ μετρίως σημαντικού κινδύνου:

Ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημα, ο αντιπρόσωπος ή ο διανομέας έχει προφίλ μετρίως σημαντικού κινδύνου όταν ο εγγενής του κίνδυνος είναι μετρίως σημαντικός και το προφίλ κινδύνου του παραμένει ανεπηρέαστο από μέτρα μετριασμού ή όταν ο εγγενής του κίνδυνος είναι σημαντικός ή πολύ σημαντικός, αλλά μετριάζεται αποτελεσματικά μέσω συστημάτων και ελέγχων ΚΞΧ/ΧΤ.

3.   Προφίλ σημαντικού κινδύνου:

Ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημα, ο αντιπρόσωπος ή ο διανομέας έχει προφίλ σημαντικού κινδύνου όταν η έκθεσή του σε εγγενή κίνδυνο είναι σημαντική και το προφίλ κινδύνου παραμένει ανεπηρέαστο από μέτρα μετριασμού ή όταν ο εγγενής του κίνδυνος είναι πολύ σημαντικός, αλλά μετριάζεται αποτελεσματικά μέσω συστημάτων και ελέγχων ΚΞΧ/ΧΤ.

4.   Προφίλ πολύ σημαντικού κινδύνου:

Ο φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα, το υποκατάστημα, ο αντιπρόσωπος ή ο διανομέας έχει προφίλ πολύ σημαντικού κινδύνου όταν ο εγγενής του κίνδυνος είναι πολύ σημαντικός και, ανεξάρτητα από μέτρα μετριασμού, το προφίλ κινδύνου παραμένει ανεπηρέαστο από μέτρα μετριασμού ή όταν ο εγγενής κίνδυνος είναι πολύ σημαντικός, αλλά δεν μετριάζεται αποτελεσματικά λόγω συστημικών αδυναμιών των συστημάτων και ελέγχων ΚΞΧ/ΧΤ του φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα.


ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2024/595/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)