European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2023/2226

24.10.2023

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2023/2226 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 17ης Οκτωβρίου 2023

για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 113 και 115,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η φορολογική απάτη, η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή αποτελούν σημαντική πρόκληση για την Ένωση και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανταλλαγή πληροφοριών έχει κομβική σημασία για την καταπολέμηση αυτών των πρακτικών.

(2)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει τονίσει την πολιτική σημασία της δίκαιης φορολόγησης και της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, μεταξύ άλλων μέσω στενότερης διοικητικής συνεργασίας και διευρυμένης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

(3)

Στις 7 Δεκεμβρίου 2021, το Συμβούλιο ενέκρινε έκθεση του Ecofin προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχετικά με φορολογικά θέματα, με την οποία ζητούσε από την Επιτροπή να υποβάλει το 2022 νομοθετική πρόταση που θα περιείχε περαιτέρω αναθεωρήσεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου (3), όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών για κρυπτοστοιχεία και τις φορολογικές αποφάσεις για εύπορα φυσικά πρόσωπα.

(4)

Στις 26 Ιανουαρίου 2021, το Ελεγκτικό Συνέδριο δημοσίευσε έκθεση που εξετάζει το νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή της οδηγίας 2011/16/ΕΕ. Η εν λόγω έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το συνολικό νομικό πλαίσιο της οδηγίας 2011/16/ΕΕ είναι άρτιο, αλλά ορισμένες διατάξεις χρειάζεται να ενισχυθούν, προκειμένου να διασφαλιστούν η πλήρης αξιοποίηση του δυναμικού της ανταλλαγής πληροφοριών και η μέτρηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών. Επίσης, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/16/ΕΕ θα πρέπει να διευρυνθεί, ώστε να καλύπτει πρόσθετες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και εισοδήματος, όπως τα κρυπτοστοιχεία.

(5)

Η αγορά κρυπτοστοιχείων έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία και έχει αυξήσει σημαντικά και γρήγορα την κεφαλαιοποίησή της κατά την τελευταία δεκαετία. Το κρυπτοστοιχείο αποτελεί ψηφιακή αναπαράσταση αξίας ή δικαιώματος που μπορεί να μεταβιβαστεί και να αποθηκευτεί ηλεκτρονικά, με χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού ή παρόμοιας τεχνολογίας.

(6)

Τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές, τα οποία διαφέρουν από κράτος μέλος σε κράτος μέλος, για τη φορολόγηση των εισοδημάτων που προέρχονται από συναλλαγές κρυπτοστοιχείων. Ωστόσο, ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας των κρυπτοστοιχείων καθιστά δύσκολη για τις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών τη διασφάλιση της φορολογικής συμμόρφωσης.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) έχει επεκτείνει το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης σε ζητήματα κρυπτοστοιχείων που έως τότε δεν είχαν ρυθμιστεί από πράξεις της Ένωσης για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, καθώς και στους παρόχους υπηρεσιών σε σχέση με τα εν λόγω κρυπτοστοιχεία («πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων»). Ο κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 περιέχει τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Η παρούσα οδηγία λαμβάνει επίσης υπόψη την απαίτηση αδειοδότησης για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο διοικητικός φόρτος για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Ο εγγενής διασυνοριακός χαρακτήρας των κρυπτοστοιχείων απαιτεί ισχυρή διεθνή διοικητική συνεργασία για τη διασφάλιση αποτελεσματικής ρύθμισης.

(8)

Το πλαίσιο της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΚΝΕΠΔΧΤ) επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των υπόχρεων οντοτήτων που υπόκεινται στους κανόνες ΚΝΕΠΔΧΤ στους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που ρυθμίζονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114. Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΕ) 2023/1113 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) επεκτείνει την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να συνοδεύουν τις μεταβιβάσεις χρηματικών ποσών με πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή και τον δικαιούχο πληρωμής σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα των μεταβιβάσεων κρυπτοστοιχείων για τον σκοπό της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(9)

Σε διεθνές επίπεδο, το πλαίσιο αναφοράς κρυπτοστοιχείων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που καθορίζεται στο μέρος I του εγγράφου «Πλαίσιο Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων και τροποποιήσεις του Κοινού Προτύπου Αναφοράς» που εγκρίθηκε από τον ΟΟΣΑ στις 26 Αυγούστου 2022 («Πλαίσιο Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ»), αποσκοπεί στην καθιέρωση μεγαλύτερης φορολογικής διαφάνειας όσον αφορά τα κρυπτοστοιχεία και την υποβολή σχετικών με αυτά στοιχείων. Οι ενωσιακοί κανόνες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το πλαίσιο που έχει αναπτύξει ο ΟΟΣΑ, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος. Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα Σχόλια επί της Πρότυπης Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών, που καθορίζονται στο έγγραφο «Διεθνή πρότυπα για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα: Πλαίσιο Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων και επικαιροποίηση του 2023 του Κοινού Προτύπου Αναφοράς», που εξέδωσε ο ΟΟΣΑ στις 8 Ιουνίου 2023 («Σχόλια επί της Πρότυπης Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών»), και το Πλαίσιο Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ ως πηγές παραδειγμάτων ή ερμηνείας και προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέπεια στην εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη.

(10)

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ θεσπίζει υποχρεώσεις για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να υποβάλλουν πληροφορίες επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών στις φορολογικές διοικήσεις, οι οποίες στη συνέχεια υποχρεούνται να ανταλλάσσουν τις εν λόγω πληροφορίες με άλλα σχετικά κράτη μέλη. Ωστόσο, για τα περισσότερα κρυπτοστοιχεία δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή στοιχείων βάσει της εν λόγω οδηγίας, διότι δεν αποτελούν χρήματα που τηρούνται σε καταθετικούς λογαριασμούς, ούτε σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, καθώς και οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων, δεν καλύπτονται από τον ισχύοντα ορισμό του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

(11)

Για να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις που προκύπτουν από την αυξανόμενη χρήση εναλλακτικών μέσων πληρωμής και επενδύσεων, τα οποία ενέχουν νέους κινδύνους φοροδιαφυγής και δεν καλύπτονται ακόμη από την οδηγία 2011/16/ΕΕ, οι κανόνες για την υποβολή στοιχείων και την ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να καλύπτουν τα κρυπτοστοιχεία και τους χρήστες τους.

(12)

Για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η υποβολή στοιχείων θα πρέπει να είναι αποτελεσματική, απλή και σαφώς καθορισμένη. Ο εντοπισμός φορολογητέων πράξεων που προκύπτουν κατά την επένδυση σε κρυπτοστοιχεία είναι δύσκολος. Οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων είναι οι πλέον κατάλληλοι να συλλέγουν και να επαληθεύουν τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τους χρήστες τους. Ο διοικητικός φόρτος θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί για τον κλάδο, ώστε να είναι σε θέση να αναπτύξει πλήρως το δυναμικό του εντός της Ένωσης.

(13)

Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών σε αυτές ώστε να είναι σε θέση να υπολογίζουν ορθά τα ποσά των οφειλόμενων φόρων εισοδήματος. Η υποχρέωση υποβολής στοιχείων θα πρέπει να καλύπτει τόσο τις διασυνοριακές όσο και τις εγχώριες συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλίζονται η αποτελεσματικότητα των κανόνων υποβολής στοιχείων, η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και η τήρηση της αρχής της μη διακριτικής μεταχείρισης.

(14)

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που ρυθμίζονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 και έχουν λάβει άδεια δυνάμει αυτού, καθώς και σε φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που δεν ρυθμίζονται από αυτόν ούτε έχουν λάβει άδεια δυνάμει αυτού. Και οι δυο αναφέρονται ως δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, καθώς υποχρεούνται να υποβάλλουν στοιχεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Το τι συνιστά κρυπτοστοιχείο είναι πολύ ευρεία έννοια και περιλαμβάνει τα κρυπτοστοιχεία που έχουν εκδοθεί με αποκεντρωμένο τρόπο, καθώς και τα σταθερά κρυπτονομίσματα, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 και ορισμένων μη αντικαταστατών μαρκών (ΜΑΜ). Τα κρυπτοστοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς πληρωμών ή επενδύσεων είναι δηλωτέα βάσει της παρούσας οδηγίας. Συνεπώς, οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων θα πρέπει να εξετάζουν κατά περίπτωση εάν τα κρυπτοστοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς πληρωμών και επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114, ιδίως σε σχέση με περιορισμένο δίκτυο και ορισμένα ψηφιακά κέρματα αγοράς υπηρεσιών.

(15)

Για να μπορούν οι φορολογικές διοικήσεις να αναλύουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν και να τις χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, για παράδειγμα για την αντιστοίχιση των πληροφοριών και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των κεφαλαιακών κερδών, είναι σκόπιμο να απαιτηθούν η υποβολή στοιχείων και η ανταλλαγή πληροφοριών που υποδιαιρούνται σε σχέση με κάθε κρυπτοστοιχείο αναφορικά με το οποίο ο χρήστης κρυπτοστοιχείων πραγματοποίησε συναλλαγές.

(16)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη θέσπιση των πρακτικών ρυθμίσεων που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών για την οποία υποβάλλεται αναφορά από δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του τυποποιημένου εντύπου για την ανταλλαγή πληροφοριών. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(17)

Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 μπορούν να ασκούν τη δραστηριότητά τους στην Ένωση μέσω του μηχανισμού διαβατηρίου μόλις λάβουν την άδειά τους σε κράτος μέλος. Για τους σκοπούς αυτούς, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) τηρεί μητρώο με τους αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Επιπλέον, η ESMA τηρεί επίσης μαύρη λίστα με τους φορείς εκμετάλλευσης που ασκούν υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων για τις οποίες απαιτείται άδεια σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114.

(18)

Οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114, αλλά υποχρεούνται να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με τους χρήστες κρυπτοστοιχείων που κατοικούν στην Ένωση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα πρέπει να υποχρεούνται να καταχωρίζονται σε ένα μόνο κράτος μέλος με σκοπό τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που υπέχουν.

(19)

Προκειμένου να ενισχυθεί η διοικητική συνεργασία με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης, στους φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις θα πρέπει να επιτρέπεται να υποβάλλουν πληροφορίες μόνο σχετικά με χρήστες κρυπτοστοιχείων που κατοικούν στην Ένωση στις φορολογικές αρχές δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, στον βαθμό που οι υποβαλλόμενες πληροφορίες αντιστοιχούν στις πληροφορίες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και εφόσον υπάρχει ισχύουσα ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών με μια τέτοια δικαιοδοσία εκτός Ένωσης. Η εγκεκριμένη δικαιοδοσία εκτός Ένωσης με τη σειρά της θα κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών στα οποία κατοικούν οι χρήστες κρυπτοστοιχείων. Όποτε κρίνεται σκόπιμο, ο εν λόγω μηχανισμός θα πρέπει να ενεργοποιείται ώστε να αποτρέπονται η υποβολή και η διαβίβαση αντίστοιχων πληροφοριών περισσότερες από μία φορές.

(20)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για να καθορίζει εάν οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται βάσει συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους με δικαιοδοσία εκτός Ένωσης αντιστοιχούν στις καθοριζόμενες στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Επειδή η σύναψη συμφωνιών με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της άμεσης φορολογίας εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η δράση της Επιτροπής θα μπορούσε επίσης να ενεργοποιηθεί κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο, κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, η Επιτροπή να είναι σε θέση να προσδιορίσει την αντιστοιχία πριν από την προβλεπόμενη σύναψη τέτοιας συμφωνίας. Όταν η ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών βασίζεται σε πολυμερή συμφωνία αρμόδιων αρχών, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει την απόφαση σχετικά με την αντιστοιχία σε σχέση με το σύνολο του σχετικού πλαισίου που καλύπτεται από την εν λόγω συμφωνία αρμόδιων αρχών. Ωστόσο, θα πρέπει να παραμείνει δυνατή για την Επιτροπή η λήψη απόφασης για την αντιστοιχία, κατά περίπτωση, σχετικά με διμερή συμφωνία αρμόδιων αρχών.

(21)

Στον βαθμό που το διεθνές πρότυπο για την υποβολή στοιχείων και την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για κρυπτοστοιχεία, συγκεκριμένα το Πλαίσιο Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ, είναι ελάχιστο πρότυπο ή ισοδύναμο, το οποίο καθορίζει ελάχιστο πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο της εφαρμογής τους από τις δικαιοδοσίες, δεν θα πρέπει να απαιτείται ο προσδιορισμός της αντιστοιχίας της παρούσας οδηγίας και του Πλαισίου Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ από την Επιτροπή, μέσω εκτελεστικής πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ισχύουσα ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών μεταξύ των δικαιοδοσιών εκτός Ένωσης και όλων των κρατών μελών.

(22)

Μολονότι η Ομάδα των 20 (G20) ενέκρινε το Πλαίσιο Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ και συνέστησε την εφαρμογή του, δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση σχετικά με το εάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ελάχιστο πρότυπο ή ισοδύναμο. Εν αναμονή της εν λόγω απόφασης, η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για τον καθορισμό της αντιστοιχίας.

(23)

Η παρούσα οδηγία δεν υποκαθιστά ευρύτερες υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114.

(24)

Προκειμένου να ενισχυθεί η σύγκλιση και να προωθηθεί η συνεπής εποπτεία της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να συνεργάζονται με άλλες εθνικές αρχές ή ιδρύματα και να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες.

(25)

Η απαλλαγή από τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, η οποία εξαρτάται από τον προσδιορισμό αντίστοιχων μηχανισμών υποβολής στοιχείων και ανταλλαγής σε σχέση με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης και κράτη μέλη, θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στον τομέα της φορολογίας, και ιδίως για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, και δεν θα πρέπει να νοείται ως βάση για την αναγνώριση της αντιστοιχίας σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης.

(26)

Έχει ζωτική σημασία να ενισχυθούν οι διατάξεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται ή να ανταλλάσσονται, ώστε να προσαρμόζονται στις νέες εξελίξεις των διάφορων αγορών και, κατά συνέπεια, να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι διαπιστωθείσες συμπεριφορές φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις που παρατηρούνται στην εσωτερική αγορά και σε διεθνές επίπεδο, με σκοπό την επίτευξη αποτελεσματικής υποβολής στοιχείων και ανταλλαγής πληροφοριών. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις τελευταίες τροποποιήσεις στο Κοινό Πρότυπο Αναφοράς του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένων της ενσωμάτωσης των διατάξεων για το ηλεκτρονικό χρήμα και τα ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας, που καθορίζονται στο μέρος II του Πλαισίου Αναφοράς Κρυπτοστοιχείων και των τροποποιήσεων του Κοινού Προτύπου Αναφοράς που εγκρίθηκαν από τον ΟΟΣΑ στις 26 Αυγούστου 2022, και της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις σε ορισμένες αποφάσεις σχετικά με φυσικά πρόσωπα. Κατά την εφαρμογή των τελευταίων τροποποιήσεων του Κοινού Προτύπου Αναφοράς, όπως περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία, και όπως αναφέρεται ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου (7) σε σχέση με την αρχική έκδοση του Κοινού Προτύπου Αναφοράς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα Σχόλια επί της Πρότυπης Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών και το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων πλέον των τελευταίων τροποποιήσεων στο Κοινό Πρότυπο Αναφοράς, ως πηγές παραδείγματος ή ερμηνείας και προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια στην εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη.

(27)

Το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), χρησιμοποιείται συχνά στην Ένωση και ο όγκος των συναλλαγών και η συνδυασμένη αξία τους αυξάνονται σταθερά. Ωστόσο, το ηλεκτρονικό χρήμα δεν καλύπτεται ρητά από την οδηγία 2011/16/ΕΕ. Τα κράτη μέλη υιοθετούν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά το ηλεκτρονικό χρήμα. Συνεπώς, τα συναφή προϊόντα δεν καλύπτονται πάντοτε από τις υφιστάμενες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου της οδηγίας 2011/16/ΕΕ. Επομένως, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες στην οδηγία 2011/16/ΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων εφαρμόζονται στο ηλεκτρονικό χρήμα.

(28)

Προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που επιτρέπουν τη φορολογική απάτη, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα εισοδήματα που προέρχονται από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής. Κατά συνέπεια, το εισόδημα που προέρχεται από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής θα πρέπει να περιλαμβάνεται στις κατηγορίες εισοδήματος που υπόκεινται στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.

(29)

Ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) είναι απαραίτητος προκειμένου τα κράτη μέλη να αντιστοιχίζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν με τα δεδομένα που υπάρχουν στις εθνικές βάσεις δεδομένων. Αυξάνει την ικανότητα των κρατών μελών να εντοπίζουν τους σχετικούς φορολογουμένους και να προσδιορίζουν ορθά τους σχετικούς φόρους. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν τον ΑΦΜ των αναφερόμενων φυσικών προσώπων και οντοτήτων στην υποβολή στοιχείων και την κοινοποίηση πληροφοριών στο πλαίσιο ανταλλαγών που σχετίζονται με κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που υπόκεινται στην υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, εκθέσεις ανά χώρα, δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις, πληροφορίες σχετικά με πωλητές σε ψηφιακές πλατφόρμες και κρυπτοστοιχεία.

(30)

Προκειμένου να αυξηθεί η διαθεσιμότητα του ΑΦΜ στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να απαιτεί να δηλώνεται ο ΑΦΜ των φυσικών προσώπων και των οντοτήτων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας όσον αφορά το εισόδημα από απασχόληση, τις αμοιβές διοικητικών στελεχών και τις συντάξεις και όσον αφορά τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, τις εκθέσεις ανά χώρα και τις δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση, έως την προθεσμία μεταφοράς που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, εγχώριων νομικών απαιτήσεων για την αναφορά του ΑΦΜ. Επιπλέον, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2523 του Συμβουλίου (9) και υπό το πρίσμα των κανόνων για τους ασφαλείς λιμένες που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η σωστή αντιστοίχιση, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις εκθέσεις ανά χώρα σύμφωνα με την οδηγία 2011/16/ΕΕ. Ωστόσο, αναγνωρίζεται επίσης από τα κράτη μέλη ότι μπορεί να υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες η δηλούσα οντότητα ή το δηλούν φυσικό πρόσωπο απλώς δεν έχει τη δυνατότητα να συλλέξει και να αναφέρει τον ΑΦΜ, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία, παρά τις βέλτιστες προσπάθειες, η δηλούσα οντότητα ή το δηλούν φυσικό πρόσωπο δεν μπόρεσε να εισπράξει τον ΑΦΜ ή όταν δεν έχει εκδοθεί ΑΦΜ για τον φορολογούμενο.

(31)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να περιλαμβάνει, εφόσον έχει ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, τον ΑΦΜ φυσικών προσώπων και οντοτήτων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας στις ανταλλαγές που σχετίζονται με εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, εκθέσεις ανά χώρα και δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις.

(32)

Η απουσία ανταλλαγής αποφάσεων που αφορούν φυσικά πρόσωπα σημαίνει ότι οι φορολογικές διοικήσεις των οικείων κρατών μελών ενδέχεται να μην είναι ενήμερες για τις εν λόγω αποφάσεις. Ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν ευκαιρίες για φορολογική απάτη, φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή. Προκειμένου να μειωθεί ο εν λόγω κίνδυνος και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος, η αυτόματη ανταλλαγή των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων θα πρέπει να επεκτείνεται στις εν λόγω αποφάσεις όταν το ποσό της συναλλαγής ή της σειράς συναλλαγών της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο όριο.

(33)

Οι εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις που καθορίζουν εάν ένα πρόσωπο έχει ή όχι τη φορολογική κατοικία του στο κράτος μέλος που εκδίδει την απόφαση θα πρέπει επίσης να ανταλλάσσονται αυτόματα. Ωστόσο, για λόγους αναλογικότητας και προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος, ορισμένες κοινές μορφές εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν στοιχείο προσδιορισμού του κατά πόσο ένα φυσικό πρόσωπο έχει ή όχι τη φορολογική κατοικία του σε κράτος μέλος δεν θα πρέπει, αποκλειστικά για τον λόγο αυτό, να υπόκεινται στην ανταλλαγή πληροφοριών για εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις. Οι εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις σχετικά με τη φορολόγηση στην πηγή όσον αφορά το εισόδημα μη μόνιμων κατοίκων από απασχόληση, τις αμοιβές διοικητικών στελεχών και τις συντάξεις δεν θα πρέπει να ανταλλάσσονται, εκτός εάν το ποσό της συναλλαγής ή της σειράς συναλλαγών της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης υπερβαίνει το όριο.

(34)

Ορισμένα κράτη μέλη προβλέπεται να θεσπίσουν υπηρεσίες ταυτοποίησης ως απλουστευμένο και τυποποιημένο μέσο ταυτοποίησης των παρόχων υπηρεσιών και των φορολογουμένων. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τον εν λόγω μορφότυπο για την ταυτοποίηση θα πρέπει να έχουν τη σχετική δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζεται η ροή και η ποιότητα των πληροφοριών άλλων κρατών μελών που δεν χρησιμοποιούν τέτοιες υπηρεσίες ταυτοποίησης. Ως εκ τούτου, η χρήση υπηρεσιών ταυτοποίησης δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ή τις απαιτήσεις συλλογής πληροφοριών. Επιπλέον, εάν η εν λόγω προσέγγιση αποκλίνει από τα αντίστοιχα πρότυπα του ΟΟΣΑ για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών από ορισμένες απόψεις, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη χρήση υπηρεσιών ταυτοποίησης δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τον προσδιορισμό του κατά πόσο οι πληροφορίες που υποβάλλονται και ανταλλάσσονται δυνάμει συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης είναι ισοδύναμες ή αντίστοιχες με εκείνες που προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(35)

Είναι σημαντικό, καταρχήν, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση, τη διαχείριση και την επιβολή φόρων που καλύπτονται από το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, έχουν προκύψει αβεβαιότητες ως προς τη χρήση των πληροφοριών λόγω ενός ασαφούς πλαισίου. Δεδομένης της σύνδεσης μεταξύ φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, επίσης όσον αφορά την επιβολή, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η χρήση των πληροφοριών που κοινοποιούνται μεταξύ των κρατών μελών για την εκτίμηση, τη διαχείριση και την επιβολή τελωνειακών δασμών και για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(36)

Λαμβανομένου υπόψη του όγκου και της φύσης των πληροφοριών που συλλέγονται και ανταλλάσσονται βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, οι εν λόγω πληροφορίες μπορεί να είναι χρήσιμες και σε ορισμένους άλλους τομείς. Ενώ η χρήση των εν λόγω πληροφοριών σε άλλους τομείς θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να περιορίζεται στους τομείς που εγκρίθηκαν από το κράτος μέλος που κοινοποιεί τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, είναι αναγκαίο να επιτρέπεται η ευρύτερη χρήση των πληροφοριών σε περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερα και σοβαρά χαρακτηριστικά και όπου έχει συμφωνηθεί σε επίπεδο Ένωσης να αναληφθεί δράση. Τέτοιες περιπτώσεις θα είναι ιδίως εκείνες στις οποίες έχουν ληφθεί αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με περιοριστικά μέτρα.Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ μπορεί να είναι πολύ σημαντικές για τον εντοπισμό παραβίασης ή καταστρατήγησης των περιοριστικών μέτρων. Σε αντάλλαγμα, τυχόν παραβιάσεις των περιοριστικών μέτρων θα λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς, δεδομένου ότι η αποφυγή περιοριστικών μέτρων θα ισοδυναμεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, με φοροαποφυγή σε σχέση με τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία. Δεδομένων των πιθανών συνεργειών και της στενής σύνδεσης μεταξύ του εντοπισμού της αποφυγής των περιοριστικών μέτρων και του εντοπισμού της φοροαποφυγής, είναι επομένως κατάλληλη η έγκριση περαιτέρω χρήσης των πληροφοριών.

(37)

Είναι σημαντικό οι πληροφορίες που κοινοποιούνται δυνάμει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ να χρησιμοποιούνται από την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους που λαμβάνει τις εν λόγω πληροφορίες. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να ζητηθεί από την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει αποτελεσματικό μηχανισμό για να διασφαλιστεί η χρήση των πληροφοριών που αποκτώνται μέσω της υποβολής στοιχείων ή της ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με την οδηγία 2011/16/ΕΕ. Η εν λόγω χρήση πληροφοριών μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, εθελοντικά προγράμματα συμμόρφωσης, προειδοποιήσεις για κοινοποιήσεις, εκστρατείες ευαισθητοποίησης, προσυμπλήρωση φορολογικών δηλώσεων, εκτιμήσεις κινδύνου, περιορισμένους ελέγχους, γενικούς ελέγχους, φορολογική κωδικοποίηση, φορολογική εκτίμηση, αφομοίωση στα εγχώρια συστήματα και άλλα φορολογικά μέτρα.

(38)

Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματική χρήση των πόρων, να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και να αποφευχθεί η ανάγκη για κάθε κράτος μέλος να προβεί σε ανάλογες αλλαγές των συστημάτων του για την αποθήκευση πληροφοριών, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα κεντρικό ευρετήριο για πληροφορίες που θα κοινοποιούνται σχετικά με κρυπτοστοιχεία, προσβάσιμο σε όλα τα κράτη μέλη και μόνο για στατιστικούς σκοπούς στην Επιτροπή, στο οποίο τα κράτη μέλη θα μπορούν να αναφορτώνουν και να αποθηκεύουν τις υποβληθείσες πληροφορίες, αντί να τις ανταλλάσσουν μέσω ασφαλών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα του εν λόγω κεντρικού ευρετηρίου που αφορούν τους δικούς τους κατοίκους. Κάθε πρόσβαση και περιορισμός πρόσβασης στο κεντρικό ευρετήριο θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη θέσπιση των πρακτικών ρυθμίσεων που απαιτούνται για τη δημιουργία του εν λόγω κεντρικού ευρετηρίου. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(39)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την ανάπτυξη εργαλείου που θα επιτρέπει την ηλεκτρονική και αυτοματοποιημένη επαλήθευση της ορθότητας του ΑΦΜ που παρέχεται από τον φορολογούμενο ή τη δηλούσα οντότητα ή το δηλούν άτομο. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Το εργαλείο ΤΠ που θα διατεθεί στα κράτη μέλη έχει σκοπό να συμβάλει στην αύξηση των συντελεστών αντιστοίχισης για τις φορολογικές διοικήσεις και εν γένει στη βελτίωση της ποιότητας των ανταλλασσόμενων πληροφοριών.

(40)

Η ελάχιστη περίοδος διατήρησης των αρχείων των πληροφοριών που λαμβάνονται μέσω ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με την οδηγία 2011/16/ΕΕ δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την αναγκαία, αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη των πέντε ετών. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να διατηρούν πληροφορίες για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.

(41)

Τα δηλούντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι ενδιάμεσοι, οι δηλούντες φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας, οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών αποτελούν υπευθύνους επεξεργασίας δεδομένων κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Σε περίπτωση που δύο ή περισσότεροι από τους εν λόγω υπευθύνους επεξεργασίας καθορίζουν από κοινού τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θεωρούνται από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας. Για παράδειγμα, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θεωρούνται από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας του κεντρικού ευρετηρίου, έχοντας συμφωνήσει από κοινού σχετικά με τα προς επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τον τρόπο επεξεργασίας.

(42)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή επιβολή των κανόνων της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών που υποβάλλονται από δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, και θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Αν και η επιλογή των κυρώσεων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(43)

Για λόγους εναρμόνισης του χρονοδιαγράμματος μεταξύ της αξιολόγησης της εφαρμογής της οδηγίας 2011/16/ΕΕ και της διετούς αξιολόγησης της καταλληλότητας των διακριτικών του παραρτήματος IV της παρούσας οδηγίας, το χρονοδιάγραμμα των εν λόγω διαδικασιών αξιολόγησης θα πρέπει να εναρμονιστεί.

(44)

Λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2022 στην υπόθεση C-694/20, Orde van Vlaamse Balies and Others (11), η οδηγία 2011/16/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε οι διατάξεις της να μην έχουν ως αποτέλεσμα να απαιτείται από δικηγόρους που ενεργούν ως ενδιάμεσοι, όταν απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων λόγω του δικηγορικού απορρήτου από το οποίο δεσμεύονται, να κοινοποιούν σε κάθε άλλον ενδιάμεσο που δεν είναι πελάτης τους τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων του εν λόγω ενδιαμέσου. Ωστόσο, τυχόν ενδιάμεσοι που απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων λόγω του δικηγορικού απορρήτου από το οποίο δεσμεύονται θα πρέπει να εξακολουθούν να υποχρεούνται να κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στον πελάτη τους τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που υπέχει.

(45)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και γνωμοδότησε στις 3 Απριλίου 2023 (13).

(46)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»). Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία διασφαλίζει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι οι κανονισμοί (ΕΕ) 2016/679 και (ΕΕ) 2018/1725 εφαρμόζονται στην κατά την οδηγία 2011/16/ΕΕ επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της επιχειρηματικής ελευθερίας.

(47)

Δεδομένου ότι ο στόχος της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, δηλαδή η αποδοτική διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο συμβατό με την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της απαιτούμενης ομοιομορφίας και αποτελεσματικότητας, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(48)

Επομένως, η οδηγία 2011/16/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 9 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1 και των άρθρων 8α έως 8αδ, η συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα. Για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1, η παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες σημαίνει τις πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών του εν λόγω κράτους μέλους·»·

ii)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας πλην του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 3α και των άρθρων 8α έως 8αδ, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β) του παρόντος σημείου.»·

iii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, του άρθρου 8 παράγραφοι 3α και 7α, του άρθρου 21 παράγραφος 2 και του παραρτήματος IV, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I. Στο πλαίσιο του άρθρου 21 παράγραφος 5 και του άρθρου 25 παράγραφοι 3 και 4, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I, V ή VI. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αα και του παραρτήματος III, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα III. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αγ και του παραρτήματος V, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα V. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αδ και του παραρτήματος VI, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα VI.»·

β)

στο σημείο 14 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

αφορά διασυνοριακή συναλλαγή ή το ζήτημα του κατά πόσο οι δραστηριότητες που ασκούνται από πρόσωπο σε άλλη δικαιοδοσία δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση ή το ζήτημα του κατά πόσο ένα φυσικό πρόσωπο έχει τη φορολογική κατοικία του ή όχι στο κράτος μέλος που εκδίδει την απόφαση· και»·

γ)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«28.

“εισόδημα από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής”: μερίσματα ή άλλα εισοδήματα που αντιμετωπίζονται ως μερίσματα στο κράτος μέλος του πληρωτή και τα οποία καταβάλλονται ή πιστώνονται σε λογαριασμό διαφορετικό από Λογαριασμό Θεματοφυλακής όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα VIII ενότητα Γ παράγραφος 3·

29.

“προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα”: Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, εκτός από τα Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς που υπόκεινται σε υποβολή στοιχείων βάσει του παραρτήματος I ενότητα Ι, όπου οι παροχές δυνάμει των συμβολαίων είναι πληρωτέες σε περίπτωση θανάτου του λήπτη της ασφάλισης·

30.

“διεύθυνση κατανεμημένου καθολικού”: διεύθυνση κατανεμημένου καθολικού όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)·

31.

“πελάτης”, για τους σκοπούς του άρθρου 8αβ: κάθε ενδιάμεσος ή σχετικός φορολογούμενος ο οποίος λαμβάνει υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της συνδρομής, της παροχής γνωμών και συμβουλών ή της καθοδήγησης, από ενδιάμεσο που υπόκειται σε δικηγορικό απόρρητο σε σχέση με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 40).»·"

2)

το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή, όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με άτομα που κατοικούν στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά τις ακόλουθες συγκεκριμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες:

α)

εισόδημα από απασχόληση·

β)

αμοιβές διοικητικών στελεχών·

γ)

εισόδημα από προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα·

δ)

συντάξεις·

ε)

κυριότητα ακίνητης περιουσίας και εισόδημα από αυτή·

στ)

δικαιώματα εκμετάλλευσης·

ζ)

εισόδημα από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής πλην των εισοδημάτων από μερίσματα που απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών σύμφωνα με το άρθρο 4, 5 ή 6 της οδηγίας 2011/96/ΕΕ του Συμβουλίου (*2).

(*2)  Οδηγία 2011/96/ΕΕ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2011, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 345 της 29.12.2011, σ. 8).»·"

β)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2026, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τουλάχιστον πέντε κατηγορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο αναφορικά με τις οποίες η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, στην αρμόδια αρχή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους πληροφορίες που αφορούν κατοίκους του εν λόγω άλλου κράτους μέλους. Οι εν λόγω πληροφορίες αφορούν φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2026 ή μεταγενέστερα.»·

γ)

η παράγραφος 7α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7α.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες και οι λογαριασμοί που πρέπει να αντιμετωπίζονται, αντίστοιχα, ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα VIII ενότητα B παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο παράρτημα I τμήμα VIII ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο ζ) και ιδιαίτερα ότι το καθεστώς ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή το καθεστώς ενός λογαριασμού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.»

·

3)

το άρθρο 8α τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά και περιλαμβάνει αποκλειστικά τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων, εκτός εάν μια τέτοια εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση εκδόθηκε, τροποποιήθηκε ή ανανεώθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2026 και σε περίπτωση που:

α)

το ποσό της συναλλαγής ή της σειράς συναλλαγών της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης υπερβαίνει το 1 500 000 EUR (ή ισοδύναμο ποσό σε άλλο νόμισμα), εάν ένα τέτοιο ποσό αναφέρεται στην εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση· ή

β)

η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση καθορίζει εάν ένα πρόσωπο έχει ή όχι τη φορολογική κατοικία του στο κράτος μέλος που εκδίδει την απόφαση.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), και με την επιφύλαξη του ποσού που αναφέρεται στην εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση, σε σειρά συναλλαγών που αφορούν διαφορετικά αγαθά, υπηρεσίες ή περιουσιακά στοιχεία, το ποσό της εκ των προτέρων διασυνοριακής απόφασης περιλαμβάνει τη συνολική υποκείμενη αξία. Τα ποσά δεν αθροίζονται εάν τα ίδια αγαθά, υπηρεσίες ή περιουσιακά στοιχεία αποτελούν αντικείμενο πολλαπλών συναλλαγών.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις που αφορούν φυσικά πρόσωπα δεν περιλαμβάνει τέτοιες αποφάσεις σχετικά με τη φορολόγηση στην πηγή όσον αφορά το εισόδημα μη μόνιμων κατοίκων από απασχόληση, αμοιβές διοικητικών στελεχών ή συντάξεις.»

·

β)

η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα στοιχεία αναγνώρισης του προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, εκτός εάν η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά φυσικό πρόσωπο και κοινοποιείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4, και, κατά περίπτωση, της ομάδας προσώπων στην οποία ανήκει·»·

ii)

το στοιχείο ια) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ια)

τα στοιχεία αναγνώρισης οποιουδήποτε προσώπου, πλην φυσικού προσώπου, εκτός εάν η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά φυσικό πρόσωπο και κοινοποιείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4, στα τυχόν άλλα κράτη μέλη που είναι πιθανό να θίγονται από την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή την εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης (αναφέροντας το κράτος μέλος με το οποίο συνδέονται τα θιγόμενα πρόσωπα)· και»·

4)

το άρθρο 8αβ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Κάθε κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να χορηγεί στους ενδιαμέσους δικαίωμα απαλλαγής από την υποβολή πληροφοριών σχετικά με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση στις περιπτώσεις που η εν λόγω υποχρέωση υποβολής στοιχείων θα παραβίαζε το δικηγορικό απόρρητο βάσει της εθνικής νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ενδιάμεσοι στους οποίους έχει χορηγηθεί απαλλαγή να υποχρεούνται να κοινοποιούν, χωρίς καθυστέρηση, στον πελάτη τους, εάν ο εν λόγω πελάτης είναι ενδιάμεσος, ή εάν δεν υπάρχει τέτοιος ενδιάμεσος, εάν ο εν λόγω πελάτης είναι ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος, τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που υπέχουν δυνάμει της παραγράφου 6.»

·

β)

η παράγραφος 14 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα στοιχεία αναγνώρισης ενδιαμέσων, πλην ενδιαμέσων που απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής στοιχείων λόγω του δικηγορικού απορρήτου σύμφωνα με την παράγραφο 5, και ενδιαφερόμενων φορολογουμένων, μεταξύ άλλων το όνομα, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης (για φυσικά πρόσωπα), τη φορολογική κατοικία και τον ΑΦΜ, και, κατά περίπτωση, των προσώπων που είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις για τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο·»·

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

σύνοψη του περιεχομένου της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης, μεταξύ άλλων αναφορά της ονομασίας με την οποία είναι ευρέως γνωστή, εφόσον υπάρχει, και περιγραφή των σχετικών ρυθμίσεων και κάθε άλλη πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει την αρμόδια αρχή στην εκτίμηση του δυνητικού φορολογικού κινδύνου, χωρίς να αποκαλύπτεται τυχόν εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η γνωστοποίηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη·»·

5)

στο άρθρο 8αγ παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιγ)

ο αναγνωριστικός κωδικός Υπηρεσίας Ταυτοποίησης και το κράτος μέλος έκδοσης, όταν ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας βασίζεται στην άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του Πωλητή μέσω Υπηρεσίας Ταυτοποίησης που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας του Πωλητή· στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να κοινοποιούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του αναγνωριστικού κωδικού της Υπηρεσίας Ταυτοποίησης οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως ζ).»·

6)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8αδ

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που υποβάλλονται από Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να απαιτεί από τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να πληρούν τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και να διενεργούν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που καθορίζονται στο παράρτημα VI τμήματα II και III, αντίστοιχα. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει επίσης την αποτελεσματική εφαρμογή και την τήρηση των εν λόγω μέτρων σύμφωνα με το παράρτημα VI τμήμα V.

2.   Δυνάμει των εφαρμοστέων απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα VI τμήματα II και ΙΙΙ, αντίστοιχα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η υποβολή στοιχείων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21.

3.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας, τον ΑΦΜ ή τους ΑΦΜ και, στην περίπτωση φυσικού προσώπου, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Χρήστη και, στην περίπτωση Οντότητας για την οποία, μετά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που καθορίζονται στο παράρτημα VI τμήμα III, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την επωνυμία, τη διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας και τον ΑΦΜ ή τους ΑΦΜ της Οντότητας και το όνομα, τη διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας, τον ΑΦΜ ή τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Ελέγχοντος Προσώπου της Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, καθώς και τον ρόλο ή τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε τέτοιο Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας·

κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο του παρόντος στοιχείου, όταν ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων βασίζεται στην άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του Δηλωτέου Προσώπου μέσω Υπηρεσίας Ταυτοποίησης που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας του Δηλωτέου Προσώπου, οι πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του αναγνωριστικού κωδικού της Υπηρεσίας Ταυτοποίησης σχετικά με το Δηλωτέο Πρόσωπο περιλαμβάνουν το όνομα, τον αναγνωριστικό κωδικό της Υπηρεσίας Ταυτοποίησης και το κράτος μέλος έκδοσης, καθώς και τον ρόλο ή τους ρόλους βάσει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας·

β)

το όνομα, τη διεύθυνση, τον ΑΦΜ και, εάν υπάρχει, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 και τον παγκόσμιο αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας, σε σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων·

γ)

για κάθε είδος Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου για το οποίο ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων έχει πραγματοποιήσει Δηλωτέες Συναλλαγές κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων, κατά περίπτωση:

i)

την πλήρη ονομασία του είδους του Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου·

ii)

το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι Παραστατικού Νομίσματος·

iii)

το συνολικό ακαθάριστο ποσό που εισπράχθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι Παραστατικού Νομίσματος·

iv)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

v)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

vi)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών Πληρωμών Λιανικής·

vii)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά Μεταβιβάσεις στον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτονται από τα σημεία ii) και iv)·

viii)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά Μεταβιβάσεις από τον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτονται από τα σημεία iii), v) και vi)· και

ix)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, καθώς και τον συνολικό αριθμό μονάδων Μεταβιβάσεων που πραγματοποιεί ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε διευθύνσεις κατανεμημένου καθολικού που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 και οι οποίες δεν είναι γνωστό ότι συνδέονται με πάροχο υπηρεσιών εικονικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) σημεία ii) και iii), το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε κοινοποιείται στο Παραστατικό Νόμισμα στο οποίο καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε. Σε περίπτωση που τα ποσά καταβλήθηκαν ή εισπράχθηκαν σε πολλαπλά Παραστατικά Νομίσματα, τα ποσά κοινοποιούνται σε ενιαίο Παραστατικό Νόμισμα, μετατρεπόμενα κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) σημεία iv) έως ix), η πραγματική εμπορική αξία καθορίζεται και κοινοποιείται σε ενιαίο Παραστατικό Νόμισμα, αποτιμώμενη κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Στις πληροφορίες που κοινοποιούνται διευκρινίζεται το Παραστατικό Νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

4.   Προς διευκόλυνση της ανταλλαγής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις απαραίτητες πρακτικές ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για την τυποποίηση της κοινοποίησης των πληροφοριών που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο, ως μέρος της διαδικασίας για την κατάρτιση του τυποποιημένου ηλεκτρονικού εντύπου που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 5. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

5.   Η Επιτροπή δεν έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β).

6.   Η κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται με χρήση του τυποποιημένου ηλεκτρονικού εντύπου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 5 εντός εννέα μηνών από τη λήξη του ημερολογιακού έτους που αφορούν οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που εφαρμόζονται στους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων. Οι πρώτες πληροφορίες κοινοποιούνται για το σχετικό ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων από την 1η Ιανουαρίου 2026.

7.   Για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τους απαραίτητους κανόνες που προβλέπουν την υποχρέωση των Φορέων Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων να καταχωρίζονται εντός της Ένωσης. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταχώρισης χορηγεί ατομικό αριθμό αναγνώρισης στον εν λόγω Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι Φορείς Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων καταχωρίζονται από την αρμόδια αρχή ενός μόνο κράτους μέλους σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα VI τμήμα V ενότητα ΣΤ.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να ορίσουν ότι ένας Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων του οποίου η καταχώριση έχει ανακληθεί σύμφωνα με το παράρτημα VI τμήμα V ενότητα ΣΤ παράγραφος 7 μπορεί να λάβει άδεια να καταχωριστεί εκ νέου μόνο εάν παράσχει στις αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κατάλληλη διαβεβαίωση όσον αφορά τη δέσμευσή του να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εκκρεμών ανεκπλήρωτων απαιτήσεων υποβολής στοιχείων.

8.   Η παράγραφος 7 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στους Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του παραρτήματος VI τμήμα IV ενότητα Β παράγραφος 1.

9.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις πρακτικές και τις τεχνικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για την καταχώριση και την ταυτοποίηση των Φορέων Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

10.   Η Επιτροπή δημιουργεί, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, μητρώο Φορέων Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων στο οποίο καταχωρίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα VI τμήμα V ενότητα ΣΤ παράγραφος 2. Το εν λόγω μητρώο Φορέων Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων είναι διαθέσιμο στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών.

11.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος οποιουδήποτε κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, καθορίζει αν οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται αυτόματα βάσει συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης αντιστοιχούν στις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα VI τμήμα II ενότητα Β, κατά την έννοια του παραρτήματος VI τμήμα IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 5. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

Το κράτος μέλος που ζητεί το μέτρο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αποστέλλει αιτιολογημένο αίτημα στην Επιτροπή.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν έχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμηση του αιτήματος, έρχεται σε επαφή με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εντός δύο μηνών από την παραλαβή του αιτήματος και προσδιορίζει ποιες πρόσθετες πληροφορίες απαιτούνται. Αφού η Επιτροπή συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που κρίνει απαραίτητες, ενημερώνει εντός ενός μηνός το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα και υποβάλλει τις σχετικές πληροφορίες στην επιτροπή του άρθρου 26 παράγραφος 1.

Όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μόνο σε σχέση με συμφωνία αρμόδιας αρχής με δικαιοδοσία εκτός Ένωσης η οποία απαιτεί την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με φυσικό πρόσωπο ή οντότητα που είναι πελάτης Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για τον σκοπό της διενέργειας Δηλωτέων Συναλλαγών και η οποία έχει συναφθεί από κράτος μέλος.

Κατά τον καθορισμό του κατά πόσο οι πληροφορίες είναι αντίστοιχες πληροφορίες κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου έναντι Δηλωτέων Συναλλαγών, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τον βαθμό στον οποίο το καθεστώς επί του οποίου βασίζονται οι πληροφορίες αυτές αντιστοιχεί στο καθεστώς που καθορίζεται στο παράρτημα VI, ιδίως όσον αφορά:

α)

τους ορισμούς του Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, του Δηλωτέου Χρήστη και της Δηλωτέας Συναλλαγής·

β)

τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Χρηστών·

γi)

τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων·

δ)

τους κανόνες και τις διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτουν οι δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται σε αυτό το καθεστώς, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

Η διαδικασία που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται επίσης για να καθοριστεί ότι οι πληροφορίες δεν είναι πλέον αντίστοιχες κατά την έννοια του παραρτήματος VI τμήμα IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 5.

12.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 11, όταν ένα διεθνές πρότυπο για την υποβολή στοιχείων και την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με κρυπτοστοιχεία καθορίζεται ως ελάχιστο ή ισοδύναμο πρότυπο, δεν απαιτείται πλέον καμία απόφαση της Επιτροπής, μέσω εκτελεστικών πράξεων, σχετικά με το ότι οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται αυτόματα κατ’ εφαρμογή του εν λόγω προτύπου και της συμφωνίας αρμόδιων αρχών μεταξύ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης είναι αντίστοιχες πληροφορίες. Οι εν λόγω πληροφορίες θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει συμφωνία αρμόδιας αρχής μεταξύ των αρμόδιων αρχών όλων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και της δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, η οποία απαιτεί την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με φυσικό πρόσωπο ή οντότητα που είναι πελάτης Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της διενέργειας Δηλωτέων Συναλλαγών. Οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος άρθρου και του παραρτήματος VI δεν εφαρμόζονται πλέον για τέτοιους σκοπούς.»

·

7)

το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών υπό οποιαδήποτε μορφή δυνάμει της παρούσας οδηγίας καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του υπηρεσιακού απορρήτου και χαίρουν της προστασίας που επεκτείνεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που τις έλαβε. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, την εφαρμογή και την επιβολή της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2, καθώς και τον ΦΠΑ, άλλους έμμεσους φόρους, τελωνειακούς δασμούς και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»

·

β)

στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει πληροφορίες και έγγραφα μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί τις ληφθείσες πληροφορίες και τα έγγραφα χωρίς την άδεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου για κάθε σκοπό που καλύπτεται από πράξη βασιζόμενη στο άρθρο 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τις κοινοποιεί για τέτοιο σκοπό στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για τα περιοριστικά μέτρα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους θεωρεί ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους ενδέχεται να είναι χρήσιμες για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μέλους, επιτρέπεται να τις διαβιβάζει σε αυτή την τελευταία, υπό την προϋπόθεση ότι η διαβίβαση αυτή συνάδει προς τους κανόνες και τις διαδικασίες της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης των πληροφοριών για την πρόθεσή της να διαβιβάσει τις πληροφορίες σε τρίτο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος προέλευσης των πληροφοριών δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση εντός 15 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε τη σχετική κοινοποίηση από το κράτος μέλος που επιθυμεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες.»

·

8)

στο άρθρο 18, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους θεσπίζει αποτελεσματικό μηχανισμό για να διασφαλίζει τη χρήση των πληροφοριών που αποκτώνται μέσω της υποβολής στοιχείων ή της ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 8 έως 8αδ.»

·

9)

στο άρθρο 20, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό τυποποιημένων ηλεκτρονικών εντύπων, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης δυνάμει του άρθρου 8α πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017·

β)

για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις δυνάμει του άρθρου 8αβ πριν από τις 30 Ιουνίου 2019·

γ)

για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με Δηλωτέα Κρυπτοστοιχεία δυνάμει του άρθρου 8αδ πριν από τις 30 Ιουνίου 2025.

Τα εν λόγω τυποποιημένα ηλεκτρονικά έντυπα περιλαμβάνουν μόνο τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 8α παράγραφος 6, το άρθρο 8αβ παράγραφος 14 και το άρθρο 8αδ παράγραφος 3 για την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και τα άλλα σχετικά πεδία που συνδέονται με τα εν λόγω στοιχεία και απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων των άρθρων 8α, 8αβ και 8αδ αντίστοιχα.

Οι γλωσσικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να κοινοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 8α και 8αβ σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Ωστόσο, οι εν λόγω γλωσσικές ρυθμίσεις είναι δυνατό να προβλέπουν ότι τα βασικά στοιχεία αυτών των πληροφοριών αποστέλλονται επίσης και σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης.

Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.»

·

10)

το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, εξασφαλίζει την ανάπτυξη και την υλικοτεχνική υποστήριξη ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου για τα κράτη μέλη το οποίο αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και στο οποίο καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες στο πλαίσιο του άρθρου 8α παράγραφοι 1 και 2, ώστε να πραγματοποιείται η προβλεπόμενη στις εν λόγω παραγράφους αυτόματη ανταλλαγή.

Η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, εξασφαλίζει την ανάπτυξη και την υλικοτεχνική υποστήριξη ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου για τα κράτη μέλη το οποίο αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και στο οποίο καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες στο πλαίσιο του άρθρου 8αβ παράγραφοι 13, 14 και 16, ώστε να πραγματοποιείται η προβλεπόμενη στις εν λόγω παραγράφους αυτόματη ανταλλαγή.

Η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, εξασφαλίζει την ανάπτυξη και την υλικοτεχνική υποστήριξη ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου για τα κράτη μέλη το οποίο θα αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και στο οποίο θα καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες στο πλαίσιο του άρθρου 8αδ παράγραφοι 2 και 3, ώστε να πραγματοποιείται η προβλεπόμενη στις εν λόγω παραγράφους αυτόματη ανταλλαγή.

Οι αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο εν λόγω ευρετήριο. Σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται στο πλαίσιο του άρθρου 8αδ παράγραφοι 2 και 3, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους έχει, ωστόσο, πρόσβαση μόνο σε πληροφορίες που αφορούν Δηλωτέους Χρήστες και Δηλωτέα Πρόσωπα που κατοικούν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Η Επιτροπή έχει επίσης πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο εν λόγω ευρετήριο, με τους περιορισμούς ωστόσο που προβλέπονται στο άρθρο 8α παράγραφος 8, το άρθρο 8αβ παράγραφος 17 και το άρθρο 8αδ παράγραφος 5 και μόνο για τον σκοπό της συλλογής στατιστικών σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις αναγκαίες πρακτικές ρυθμίσεις. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

Έως ότου τεθεί σε λειτουργία το εν λόγω ασφαλές κεντρικό ευρετήριο, η αυτόματη ανταλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 8α παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 8αβ παράγραφοι 13, 14 και 16 και στο άρθρο 8αδ παράγραφοι 2 και 3 διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις ισχύουσες πρακτικές ρυθμίσεις.»

·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Η Επιτροπή παρέχει στα κράτη μέλη ένα εργαλείο που επιτρέπει την ηλεκτρονική και αυτοματοποιημένη επαλήθευση της ορθότητας του ΑΦΜ που παρέχεται από δηλούσα οντότητα ή φορολογούμενο με σκοπό την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.

Η Επιτροπή αναπτύσσει τις τεχνικές παραμέτρους του εργαλείου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.»

·

11)

στο άρθρο 22, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Τα κράτη μέλη διατηρούν τα αρχεία των πληροφοριών που λαμβάνουν μέσω αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 8αδ για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το αναγκαίο, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο από πέντε έτη από την ημερομηνία παραλαβής τους για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.

4.   Τα κράτη μέλη επιδιώκουν να διασφαλίζουν ότι στη δηλούσα οντότητα επιτρέπεται να λαμβάνει επιβεβαίωση με ηλεκτρονικά μέσα της εγκυρότητας των στοιχείων ΑΦΜ κάθε φορολογουμένου που υπόκειται στην ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 8αδ. Η επιβεβαίωση των στοιχείων ΑΦΜ μπορεί να ζητηθεί μόνο για τον σκοπό της επικύρωσης της ορθότητας των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, το άρθρο 8 παράγραφος 3α, το άρθρο 8α παράγραφος 6, το άρθρο 8αα παράγραφος 3, το άρθρο 8αβ παράγραφος 14, το άρθρο 8αγ παράγραφος 2 και το άρθρο 8αδ παράγραφος 3.»

·

12)

στο άρθρο 23, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί και αξιολογεί, σε σχέση με το ίδιο, την αποτελεσματικότητα της διοικητικής συνεργασίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς επίσης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, και κοινοποιεί τα αποτελέσματα της αξιολόγησής του στην Επιτροπή μία φορά ανά έτος. Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τη μορφή και τις προϋποθέσεις κοινοποίησης της εν λόγω ετήσιας αξιολόγησης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.»

·

13)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, οι ενδιάμεσοι, οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οι Δηλούντες Πάροχοι Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων, ενεργώντας μεμονωμένα ή από κοινού. Κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θεωρείται ότι επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό των υπευθύνων επεξεργασίας και συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 και ισχύουν για τους εκτελούντες την επεξεργασία. Η επεξεργασία διέπεται από σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του άρθρου 29 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.»

·

β)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κατά παρέκκλιση από της παραγράφου 1, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή ο ενδιάμεσος ή ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ή ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, κατά περίπτωση, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του:

α)

ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο θα συλλέγονται και θα διαβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία· και

β)

παρέχει σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο όλες τις πληροφορίες που το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται να λάβει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων, ώστε το εν λόγω πρόσωπο να έχει επαρκή χρόνο να ασκήσει τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων του και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την υποβολή των πληροφοριών.»

·

14)

το άρθρο 25α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25α

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και όσον αφορά τα άρθρα 8αα έως 8αδ και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

·

15)

στο άρθρο 27, η παράγραφος 2 διαγράφεται·

16)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 27γ

Υποβολή στοιχείων και κοινοποίηση του ΑΦΜ

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να ορίσει ότι ο ΑΦΜ των αναφερόμενων προσώπων ή οντοτήτων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας δηλώνεται από τη δηλούσα οντότητα ή το δηλούν πρόσωπο και κοινοποιείται από κάθε κράτος μέλος όταν αυτό απαιτείται ρητά από τα άρθρα και τα παραρτήματα της παρούσας οδηγίας και σύμφωνα με αυτά.

2.   Για τις φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2030 ή αργότερα, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να ορίσει ότι ο ΑΦΜ κατοίκων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας δηλώνεται, όταν είναι δυνατό, σε σχέση με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και δ), στον βαθμό που πρόκειται για κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου για τις οποίες θα είχαν κοινοποιηθεί πληροφορίες ακόμη και αν δεν ήταν διαθέσιμος ο ΑΦΜ.

3.   Για τις φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2028 ή αργότερα, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να ορίσει ότι ο ΑΦΜ των φυσικών προσώπων και οντοτήτων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας δηλώνεται, όταν είναι δυνατό, σε σχέση με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8α παράγραφος 6 στοιχεία α) και ια), καθώς και ο ΑΦΜ των αναφερόμενων προσώπων και οντοτήτων σε σχέση με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8αα παράγραφος 3 στοιχείο β) και στο άρθρο 8αβ παράγραφος 14 στοιχείο η).

4.   Για τις φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2028 ή αργότερα, κάθε κράτος μέλος περιλαμβάνει, εφόσον έχει ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, τον ΑΦΜ φυσικών προσώπων και οντοτήτων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας κατά την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8α παράγραφος 6 στοιχεία α) και ια), καθώς και τον ΑΦΜ των αναφερόμενων προσώπων και οντοτήτων κατά την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8αα παράγραφος 3 στοιχείο β) και στο άρθρο 8αβ παράγραφος 14 στοιχείο η).»

·

17)

το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας·

18)

το παράρτημα V τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας·

19)

το κείμενο που παρατίθεται στο παράρτημα III της παρούσας οδηγίας προστίθεται ως παράρτημα VI.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή τους προς την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2026.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2027, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή τους προς το άρθρο 1 σημείο 10) της παρούσας οδηγίας και με το άρθρο 1 σημείο 16) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 27γ παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2028.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή τους προς το άρθρο 1 σημείο 16) της παρούσας οδηγίας όσον αφορά το άρθρο 27γ παράγραφος 2 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2030.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Λουξεμβούργο, 17 Οκτωβρίου 2023.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

N. CALVIÑO SANTAMARÍA


(1)  Γνώμη της 13ης Σεπτεμβρίου 2023 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Γνώμη της 23ης Μαρτίου 2023 (ΕΕ C 184 της 25.5.2023, σ. 55).

(3)  Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 40).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1113 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και ορισμένων κρυπτοστοιχείων και περί τροποποίησης της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(7)  Οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον φορολογικό τομέα (ΕΕ L 359 της 16.12.2014, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2022/2523 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την εξασφάλιση παγκόσμιου ελάχιστου επιπέδου φορολογίας των ομίλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και των εγχώριων ομίλων μεγάλης κλίμακας στην Ένωση (ΕΕ L 328 της 22.12.2022, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(11)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Orde van Vlaamse Balies κ.λπ., C-694/20, ECLI:EU:C:2022:963.

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(13)   ΕΕ C 199 της 7.6.2023, σ. 5.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα I της οδηγίας 2011/16/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1.

το τμήμα I τροποποιείται ως εξής:

α)

η ενότητα A τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση και οι ενότητες Α παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«A.

Με την επιφύλαξη των ενοτήτων Γ έως ΣΤ, κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει στοιχεία στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του σε σχέση με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό του εν λόγω Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος.

1)

τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα, η διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας, ο ΑΦΜ ή οι ΑΦΜ και η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης (στην περίπτωση φυσικού προσώπου) κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και εάν ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει παράσχει έγκυρη αυτοπιστοποίηση·

β)

στην περίπτωση οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας κατά τα τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, η ονομασία, η διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη και (εάν υπάρχει) άλλη ή άλλες δικαιοδοσίες κατοικίας, ο ΑΦΜ ή οι ΑΦΜ της Οντότητας και το όνομα, η διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας, ο ΑΦΜ ή οι ΑΦΜ και η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου, καθώς και οι ρόλοι δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας και εάν έχει παρασχεθεί έγκυρη αυτοπιστοποίηση για κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο·

γ)

εάν ο λογαριασμός είναι κοινός, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των Δικαιούχων κοινού Λογαριασμού·

2)

τον αριθμό λογαριασμού (ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού), το είδος λογαριασμού και εάν ο λογαριασμός είναι Προϋπάρχων Λογαριασμός ή Νέος Λογαριασμός·»·

ii)

η ενότητα Α παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων·»·

iii)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6α.

σε περίπτωση συμμετοχικού δικαιώματος που κατέχεται σε Επενδυτική Οντότητα που είναι νομικό μόρφωμα, οι ρόλοι δυνάμει των οποίων το Δηλωτέο Πρόσωπο είναι κάτοχος Συμμετοχικού Δικαιώματος· και»·

β)

η ενότητα Γ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γ.

Κατά παρέκκλιση από την ενότητα A παράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο ΑΦΜ ή οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας ή οποιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης. Ωστόσο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα απαιτείται να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον ΑΦΜ ή τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως τα τέλη του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι Προϋπάρχοντες Λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί και οποτεδήποτε απαιτείται η επικαιροποίηση των πληροφοριών σε σχέση με τον Προϋπάρχοντα Λογαριασμό σύμφωνα με τις εγχώριες διαδικασίες AML/KYC.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη ενότητα:

«ΣΤ.

Κατά παρέκκλιση από την ενότητα A παράγραφος 5 στοιχείο β) και εκτός εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιλέξει διαφορετικά όσον αφορά οποιαδήποτε σαφώς προσδιορισμένη ομάδα λογαριασμών, τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά Χρηματοοικονομικού Περιουσιακού Στοιχείου δεν απαιτείται να δηλώνονται στον βαθμό που τα εν λόγω ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά του εν λόγω Χρηματοοικονομικού Περιουσιακού Στοιχείου δηλώνονται από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 8αδ.»·

2.

στο τμήμα VI παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν υποχρεούται εκ του νόμου να εφαρμόζει διαδικασίες AML/KYC που συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, εφαρμόζει ουσιαστικά παρόμοιες διαδικασίες για τους σκοπούς του προσδιορισμού των Ελεγχόντων Προσώπων.»·

3.

στο τμήμα VII, προστίθεται η ακόλουθη ενότητα:

«Αα.

Προσωρινή έλλειψη αυτοπιστοποίησης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει εγκαίρως αυτοπιστοποίηση σε σχέση με Νέο Λογαριασμό ώστε να εκπληρώσει τις οικείες υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων αναφορικά με την περίοδο υποβολής στοιχείων κατά την οποία ανοίχθηκε ο λογαριασμός, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, έως ότου αποκτηθεί και επικυρωθεί η εν λόγω αυτοπιστοποίηση.»·

4.

το τμήμα VIII τροποποιείται ως εξής:

α)

η ενότητα Α παράγραφοι 5, 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Ως “Ίδρυμα Καταθέσεων” νοείται κάθε Οντότητα η οποία:

α)

δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων· ή

β)

κατέχει ηλεκτρονικό χρήμα ή ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας προς όφελος των πελατών.

6.

Ως “Επενδυτική Οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα:

α)

η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

i)

διαπραγμάτευση σε μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, παράγωγα κ.λπ.)· συνάλλαγμα· μέσα σε συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητές αξίες· συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων·

ii)

ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου· ή

iii)

άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων· ή

β)

το ακαθάριστο εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α).

Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας A παράγραφος 6 στοιχείο β), εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ισούται ή υπερβαίνει το 50 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού· ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα. Για τους σκοπούς της ενότητας Α παράγραφος 6 στοιχείο α) σημείο iii), ο όρος “άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων, χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων” δεν περιλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών που υλοποιούν Συναλλαγές Ανταλλαγής για πελάτες ή για λογαριασμό τους. Στον όρο “Επενδυτική Οντότητα” δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν Ενεργές ΜΧΟ σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ παράγραφος 8 στοιχεία δ) έως ζ).

Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του “χρηματοπιστωτικού ιδρύματος” στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

7.

Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών και παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστήρια συμβόλαια ή συμβόλαια προσόδων ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, Ασφαλιστήριου Συμβολαίου ή Συμβολαίου Προσόδων. Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.»·

β)

στην ενότητα Α, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«9.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, ως “Ηλεκτρονικό Χρήμα” νοείται κάθε προϊόν το οποίο:

α)

αποτελεί ψηφιακή αναπαράσταση ενός ενιαίου Παραστατικού Νομίσματος·

β)

εκδίδεται κατά την παραλαβή χρηματικών ποσών με σκοπό την πραγματοποίηση πράξεων πληρωμής·

γ)

αντιπροσωπεύεται από απαίτηση έναντι του εκδότη εκφρασμένη στο ίδιο Παραστατικό Νόμισμα·

δ)

γίνεται αποδεκτό έναντι πληρωμής από φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από τον εκδότη· και

ε)

βάσει των κανονιστικών απαιτήσεων στις οποίες υπόκειται ο εκδότης, εξαγοράζεται ανά πάσα στιγμή και στην ονομαστική αξία για το ίδιο Παραστατικό Νόμισμα κατόπιν αιτήματος του κατόχου του προϊόντος.

Ο όρος “Ηλεκτρονικό Χρήμα” δεν περιλαμβάνει προϊόν που δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών από έναν πελάτη σε άλλο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες του πελάτη. Ένα προϊόν δεν δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών εάν, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της μεταβιβάζουσας Οντότητας, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα ημερών από τη λήψη των οδηγιών για τη διευκόλυνση της μεταφοράς ή, εάν δεν ληφθούν οδηγίες, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα ημερών από τη λήψη τους.

10.

Ως “Παραστατικό Νόμισμα” νοείται το επίσημο νόμισμα μιας δικαιοδοσίας, το οποίο εκδίδεται από δικαιοδοσία ή από ορισθείσα κεντρική τράπεζα ή νομισματική αρχή μιας δικαιοδοσίας, όπως αντιπροσωπεύεται από τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ή από χρήμα σε διάφορες ψηφιακές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών αποθεμάτων και των Ψηφιακών Νομισμάτων Κεντρικής Τράπεζας. Ο όρος περιλαμβάνει επίσης το χρήμα εμπορικών τραπεζών και τα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος (Ηλεκτρονικό Χρήμα).

11.

Ως “Ψηφιακό Νόμισμα Κεντρικής Τράπεζας” νοείται κάθε ψηφιακό Παραστατικό Νόμισμα που εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή άλλη νομισματική αρχή.

12.

Ως “Κρυπτοστοιχεία” νοούνται τα κρυπτοστοιχεία όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114.

13.

Ως “Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο” νοείται κάθε Κρυπτοστοιχείο εκτός από Ψηφιακό Νόμισμα Κεντρικής Τράπεζας, Ηλεκτρονικό Χρήμα ή οποιοδήποτε Κρυπτοστοιχείο για το οποίο ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων έχει προσδιορίσει επαρκώς ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς πληρωμής ή επένδυσης.

14.

Ως “Συναλλαγή Ανταλλαγής” νοείται:

α)

ανταλλαγή μεταξύ Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων και Παραστατικών Νομισμάτων· και

β)

ανταλλαγή μεταξύ μίας ή περισσότερων μορφών Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων.»·

γ)

στην ενότητα Β παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός ή κεντρική τράπεζα, όχι όμως:

i)

όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοοικονομική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία, Ίδρυμα Θεματοφυλακής ή Ίδρυμα Καταθέσεων· ή

ii)

όσον αφορά τη δραστηριότητα διατήρησης ψηφιακών νομισμάτων κεντρικής τράπεζας για Δικαιούχους Λογαριασμών που δεν είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κρατικές οντότητες, διεθνείς οργανισμοί ή κεντρικές τράπεζες·»·

δ)

η ενότητα Γ παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Ως “Καταθετικός Λογαριασμός” νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε Ίδρυμα Καταθέσεων. Στον Καταθετικό Λογαριασμό περιλαμβάνονται επίσης:

α)

κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού·

β)

λογαριασμός ή θεωρητικός λογαριασμός που αντιπροσωπεύει το σύνολο του ηλεκτρονικού χρήματος που τηρείται προς όφελος πελάτη· και

γ)

λογαριασμός που τηρεί ένα ή περισσότερα Ψηφιακά Νομίσματα Κεντρικής Τράπεζας προς όφελος πελάτη.»·

ε)

η ενότητα Γ παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.

Ως “Προϋπάρχων Λογαριασμός” νοείται:

α)

Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά τις 31 Δεκεμβρίου 2015 ή, εάν ο λογαριασμός λογίζεται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός αποκλειστικά δυνάμει των τροποποιήσεων της παρούσας οδηγίας που επήλθαν με την οδηγία (ΕΕ) 2023/2226 του Συμβουλίου (*1), από τις 31 Δεκεμβρίου 2025·

β)

κάθε Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός Δικαιούχου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:

i)

ο Δικαιούχος τηρεί στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (ή σε Συνδεόμενη Οντότητα εντός του ίδιου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που είναι Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)·

ii)

το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (και, κατά περίπτωση, η Συνδεόμενη Οντότητα εντός του ιδίου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς, καθώς και κάθε άλλο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό του Δικαιούχου του λογαριασμού που θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο β), ενιαίο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Α και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς·

iii)

για Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που υπόκειται σε διαδικασίες ΑΜL/KYC, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για τον συγκεκριμένο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις διαδικασίες ΑΜL/KYC που έχουν εκτελεστεί για τον προϋπάρχοντα λογαριασμό που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)· και

iv)

το άνοιγμα του χρηματοοικονομικού λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον δικαιούχο του λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

10.

Ως “Νέος Λογαριασμός” νοείται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 ή, εάν ο λογαριασμός λογίζεται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός αποκλειστικά δυνάμει των τροποποιήσεων της παρούσας οδηγίας που επήλθαν με την οδηγία (ΕΕ) 2023/2226, την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2026.

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2023/2226 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2023, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (ΕΕ L, 2023/2226, 24.10.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2023/2226/oj).»·"

στ)

η ενότητα Γ παράγραφος 17 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο στοιχείο ε), προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«v)

ίδρυση ή αύξηση κεφαλαίου εταιρείας, εφόσον ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

ο λογαριασμός χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κατάθεση κεφαλαίου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση ή την αύξηση κεφαλαίου μιας εταιρείας, όπως προβλέπεται από τον νόμο·

τυχόν ποσά που τηρούνται στον λογαριασμό δεσμεύονται έως ότου το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λάβει ανεξάρτητη επιβεβαίωση σχετικά με την ίδρυση ή την αύξηση κεφαλαίου·

ο λογαριασμός κλείνει ή μετατρέπεται σε λογαριασμό στο όνομα της εταιρείας μετά την ίδρυση ή την αύξηση κεφαλαίου·

τυχόν επιστροφές που προκύπτουν από αποτυχημένη ίδρυση ή αύξηση κεφαλαίου, μετά την αφαίρεση των αμοιβών του παρόχου υπηρεσιών και παρόμοιων αμοιβών, καταβάλλονται αποκλειστικά στα πρόσωπα που εισέφεραν τα ποσά· και

δεν έχουν παρέλθει δώδεκα μήνες από τη δημιουργία του λογαριασμού.»·

ii)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα)

καταθετικός λογαριασμός που αντιπροσωπεύει το σύνολο του ηλεκτρονικού χρήματος που τηρείται προς όφελος πελάτη, εάν ο κυλιόμενος μέσος όρος ενενήντα ημερών του αθροιστικού υπολοίπου ή της αξίας του λογαριασμού στο τέλος ημέρας κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου ενενήντα συνεχόμενων ημερών δεν υπερέβη τα 10 000 USD σε οποιαδήποτε ημέρα κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων·»·

ζ)

η ενότητα Δ παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Ως “Δηλωτέο Πρόσωπο” νοείται πρόσωπο κράτους μέλους εκτός από:

α)

Οντότητες, οι τίτλοι κεφαλαίου των οποίων αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών·

β)

Οντότητες που είναι Συνδεόμενες Οντότητες Οντότητας που περιγράφεται στο στοιχείο α)·

γ)

κρατικές οντότητες·

δ)

διεθνείς οργανισμοί·

ε)

κεντρικές τράπεζες· ή

στ)

χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».

η)

στην ενότητα Ε, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.

Ως “Υπηρεσία Ταυτοποίησης” νοείται ηλεκτρονική διαδικασία που διατίθεται δωρεάν από κράτος μέλος ή την Ένωση σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας Δικαιούχου Λογαριασμού ή Ελέγχοντος Προσώπου.»·

5)

στο τμήμα IX, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας, τα αρχεία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο 2 παραμένουν διαθέσιμα όχι περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο από πέντε έτη·»·

6)

προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:

«ΤΜΗΜΑ XI

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Κατά παρέκκλιση από το τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 1 στοιχείο β) και το τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 6α, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που τηρείται από Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα από τις 31 Δεκεμβρίου 2025 και για τις περιόδους υποβολής στοιχείων που λήγουν έως το δεύτερο ημερολογιακό έτος μετά την εν λόγω ημερομηνία, οι πληροφορίες σχετικά με τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο ή κάτοχος συμμετοχικών δικαιωμάτων της Οντότητας απαιτείται να υποβάλλονται μόνον εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.».


(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2023/2226 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2023, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (ΕΕ L, 2023/2226, 24.10.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2023/2226/oj).»·»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Το παράρτημα V της οδηγίας 2011/16/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1.

στο τμήμα I ενότητα Γ, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.

“Υπηρεσία Ταυτοποίησης”: ηλεκτρονική διαδικασία που διατίθεται δωρεάν από κράτος μέλος ή την Ένωση σε Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας Πωλητή.»·

2.

στο τμήμα II, η ενότητα Β παράγραφος 3 διαγράφεται·

3.

στο τμήμα III ενότητα Β, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.

Κατά παρέκκλιση από την ενότητα Β παράγραφος 2 στοιχείο α) και την ενότητα Β παράγραφος 3 στοιχείο α), ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν υποχρεούται να αναφέρει τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτείται να συλλέγονται σύμφωνα με το τμήμα II ενότητα Β, όταν ενημερώνει αρμόδια αρχή που χρησιμοποιεί Υπηρεσία Ταυτοποίησης και βασίζεται σε άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του Πωλητή μέσω Υπηρεσίας Ταυτοποίησης που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και όλων των φορολογικών κατοικιών του Πωλητή. Σε περίπτωση που ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας βασίστηκε σε υπηρεσία ταυτοποίησης για να εξακριβώσει την ταυτότητα και όλες τις φορολογικές κατοικίες ενός Δηλωτέου Πωλητή, θα αναφέρονται το όνομα, ο αναγνωριστικός ή οι αναγνωριστικοί κωδικοί Υπηρεσίας Ταυτοποίησης και το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη έκδοσης.»·

4.

στο τμήμα IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 5, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης προβαίνει στη διαγραφή από το κεντρικό μητρώο ενός Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, στις ακόλουθες περιπτώσεις:».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΙΣΧΥΟΝΤΕΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΛΟΥΝΤΕΣ ΠΑΡΟΧΟΥΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΥΠΤΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων, οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και άλλοι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζουν οι Δηλούντες Πάροχοι Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων προκειμένου τα κράτη μέλη να μπορούν να κοινοποιούν, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8αδ.

Επίσης, στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που ορίζονται σε αυτό, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

ΤΜΗΜΑ I

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΛΟΥΝΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΥΠΤΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όπως ορίζεται στο τμήμα IV ενότητα Β παράγραφος 3, υπόκειται στις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε ένα κράτος μέλος, εάν:

1.

είναι Οντότητα που έχει λάβει άδεια από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114 ή επιτρέπεται να παρέχει Υπηρεσίες Κρυπτοστοιχείων κατόπιν κοινοποίησης σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114· ή

2.

δεν είναι Οντότητα που έχει λάβει άδεια από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114 ή επιτρέπεται να παρέχει υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων κατόπιν κοινοποίησης σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114 και είναι:

α)

Οντότητα ή φυσικό πρόσωπο με φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος·

β)

Οντότητα που i) έχει συσταθεί ή οργανωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και ii) είτε έχει νομική προσωπικότητα σε κράτος μέλος, είτε έχει υποχρέωση να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις ή δηλώσεις φορολογικών πληροφοριών στις φορολογικές αρχές κράτους μέλους όσον αφορά το εισόδημα της Οντότητας·

γ)

Οντότητα που τελεί υπό τη διαχείριση κράτους μέλους· ή

δ)

Οντότητα ή φυσικό πρόσωπο που έχει συνήθη τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας σε κράτος μέλος.

Β.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υπόκειται στις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε κράτος μέλος όσον αφορά τις Δηλωτέες Συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω Υποκαταστήματος εγκατεστημένου σε κράτος μέλος.

Γ.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι Οντότητα δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειαςπου ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 2 στοιχείο β), γ) ή δ), εάν οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ή Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης λόγω του ότι έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω κράτος μέλος ή στην εν λόγω Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

Δ.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι Οντότητα δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειαςπου ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 2 στοιχείο γ) ή δ), εάν οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ή Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης, επειδή πρόκειται για Οντότητα η οποία α) έχει συσταθεί ή οργανωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους ή της Εγκεκριμένης Δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης και β) είτε έχει νομική προσωπικότητα στο άλλο κράτος μέλος ή στην Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης, είτε έχει υποχρέωση να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις ή δηλώσεις φορολογικών πληροφοριών στις φορολογικές αρχές του άλλου κράτους μέλους ή της Εγκεκριμένης Δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης όσον αφορά το εισόδημα της Οντότητας.

Ε.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι Οντότητα δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειαςπου ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 2 στοιχείο δ), εάν οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ή Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης λόγω του ότι η διαχείρισή του ασκείται από το εν λόγω κράτος μέλος ή την Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

ΣΤ.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι φυσικό πρόσωπο δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειαςπου ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 2 στοιχείο δ), εάν οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ή Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης λόγω του ότι έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω κράτος μέλος ή στην εν λόγω Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

Ζ.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 2 στοιχείο α), β), γ) ή δ), εάν έχει υποβάλει κοινοποίηση σε κράτος μέλος στον μορφότυπο που καθορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος, με την οποία επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με τους κανόνες οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους ή Εγκεκριμένης Δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης κατ’ εφαρμογή κριτηρίων που είναι ουσιαστικά παρόμοια με τα κριτήρια της ενότητας Α παράγραφος 2 στοιχείο α), β), γ) ή δ), αντίστοιχα.

Η.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, σε κράτος μέλος όσον αφορά τις Δηλωτέες Συναλλαγές που πραγματοποιεί μέσω Υποκαταστήματος σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ή Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης, εάν οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από το εν λόγω Υποκατάστημα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ή Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

ΤΜΗΜΑ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος I ενότητες Α και Β υποβάλλει τις πληροφορίες που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος τμήματος στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται σε απαιτήσεις υποβολής στοιχείων σύμφωνα με το τμήμα I.

Β.

Για κάθε σχετικό ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων, και με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που ορίζονται στο τμήμα I και των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο τμήμα III, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τους οικείους Χρήστες Κρυπτοστοιχείων που είναι Δηλωτέοι Χρήστες ή έχουν Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1.

το όνομα, τη διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας, τον ΑΦΜ ή τους ΑΦΜ και, στην περίπτωση φυσικού προσώπου, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Χρήστη και, στην περίπτωση Οντότητας για την οποία, μετά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται στο τμήμα III, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την επωνυμία, τη διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας και τον ΑΦΜ ή τους ΑΦΜ της Οντότητας και το όνομα, τη διεύθυνση, το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη κατοικίας, τον ΑΦΜ ή τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Ελέγχοντος Προσώπου της Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο καθώς και τον ρόλο ή τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε τέτοιο Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας·

κατά παρέκκλιση από την ενότητα Β παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, όταν ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υποβάλλει αναφορά σε αρμόδια αρχή που χρησιμοποιεί Υπηρεσία Ταυτοποίησης και βασίζεται στην άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του Δηλωτέου Προσώπου μέσω υπηρεσίας ταυτοποίησης που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και όλων των φορολογικών κατοικιών του Δηλωτέου Προσώπου, οι πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται σχετικά με το Δηλωτέο Πρόσωπο είναι το όνομα, ο αναγνωριστικός κωδικός της Υπηρεσίας Ταυτοποίησης και το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη έκδοσης, καθώς και ο ρόλος ή οι ρόλοι βάσει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας·

2.

το όνομα, τη διεύθυνση, τον ΑΦΜ και, εάν υπάρχει, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8αδ παράγραφος 7 και τον παγκόσμιο αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας, σε σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων·

3.

για κάθε είδος Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου για το οποίο ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων έχει πραγματοποιήσει Δηλωτέες Συναλλαγές κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων, κατά περίπτωση:

α)

την πλήρη ονομασία του είδους του Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου·

β)

το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι Παραστατικού Νομίσματος·

γ)

το συνολικό ακαθάριστο ποσό που εισπράχθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι Παραστατικού Νομίσματος·

δ)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

ε)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

στ)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών Πληρωμών Λιανικής·

ζ)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά μεταφορές στον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτεται από τα στοιχεία β) και δ)·

η)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά μεταφορές από τον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτεται από τα στοιχεία γ), ε) και στ)· και

θ)

τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, καθώς και τον συνολικό αριθμό μονάδων μεταφορών που πραγματοποιεί ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε διευθύνσεις κατανεμημένου καθολικού που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 και που δεν είναι γνωστό ότι συνδέονται με πάροχο υπηρεσιών εικονικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Για τους σκοπούς της ενότητας Β παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε αναφέρεται στο παραστατικό νόμισμα στο οποίο καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε. Σε περίπτωση που τα ποσά καταβλήθηκαν ή εισπράχθηκαν σε πολλαπλά παραστατικά νομίσματα, τα ποσά αναφέρονται σε ενιαίο νόμισμα, μετατρεπόμενα κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Για τους σκοπούς της ενότητας Β παράγραφος 3 στοιχεία δ) έως θ), η πραγματική εμπορική αξία καθορίζεται και αναφέρεται σε ενιαίο νόμισμα, αποτιμώμενη κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Στις υποβληθείσες πληροφορίες διευκρινίζεται το Παραστατικό Νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Γ.

Κατά παρέκκλιση από την ενότητα Β παράγραφος 1, ο τόπος γέννησης δεν απαιτείται να δηλώνεται, εκτός εάν ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υποχρεούται διαφορετικά να τον λάβει και να τον δηλώσει σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Δ.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην ενότητα Β υποβάλλονται ετησίως το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες. Οι πρώτες πληροφορίες υποβάλλονται για το σχετικό ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων από την 1η Ιανουαρίου 2026.

Ε.

Κατά παρέκκλιση από τις ενότητες Α και Δ του παρόντος τμήματος, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα A παράγραφος 2 στοιχείο α), β), γ) ή δ δεν υποχρεούται να παρέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος τμήματος όσον αφορά Δηλωτέο Χρήστη ή Ελέγχον Πρόσωπο για το οποίο ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων συμπληρώνει τη δήλωση των εν λόγω πληροφοριών σε δικαιοδοσία εκτός της Ένωσης που καλύπτεται από Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με το κράτος μέλος διαμονής του εν λόγω Δηλωτέου Χρήστη ή Ελέγχοντος Προσώπου.

ΤΜΗΜΑ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Ο Χρήστης Κρυπτοστοιχείων αντιμετωπίζεται ως Δηλωτέος Χρήστης από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στο παρόν τμήμα.

Α.

Διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για ιδιώτες Χρήστες Κρυπτοστοιχείων

Οι ακόλουθες διαδικασίες εφαρμόζονται προκειμένου να καθοριστεί εάν ο ιδιώτης Χρήστης Κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέος Χρήστης.

1.

Κατά τη θέσπιση της σχέσης με τον ιδιώτη Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή σε σχέση με προϋπάρχοντες ιδιώτες Χρήστες Κρυπτοστοιχείων έως την 1η Ιανουαρίου 2027, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων λαμβάνει αυτοπιστοποίηση που επιτρέπει στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να προσδιορίσει τη φορολογική κατοικία ή τις φορολογικές κατοικίες του ιδιώτη Χρήστη Κρυπτοστοιχείων και να επιβεβαιώσει τον εύλογο χαρακτήρα της εν λόγω αυτοπιστοποίησης με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εγγράφων που έχουν συλλεχθεί σύμφωνα με τις σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

2.

Εάν κάποια στιγμή υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με ιδιώτη Χρήστη Κρυπτοστοιχείων η οποία έχει ως αποτέλεσμα ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση ή εύλογη εξήγηση και, κατά περίπτωση, δικαιολογητικά έγγραφα για την εγκυρότητα της αρχικής αυτοπιστοποίησης.

Β.

Διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Οντότητες-Χρήστες Κρυπτοστοιχείων

Για να προσδιοριστεί εάν η Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέος Χρήστης ή Οντότητα, εκτός από Εξαιρούμενο Πρόσωπο ή Ενεργή Οντότητα, με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διαδικασίες.

1.

Προσδιορισμός του εάν η Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

α)

Κατά τον καθορισμό της σχέσης με την Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή σε σχέση με Προϋπάρχουσες Οντότητες-Χρήστες Κρυπτοστοιχείων έως την 1η Ιανουαρίου 2027, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων λαμβάνει αυτοπιστοποίηση που επιτρέπει στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να προσδιορίσει τη φορολογική κατοικία ή τις φορολογικές κατοικίες της Οντότητας-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων και να επιβεβαιώσει τον εύλογο χαρακτήρα της εν λόγω αυτοπιστοποίησης με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εγγράφων που συλλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας. Εάν η Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων πιστοποιεί ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί να βασιστεί στον τόπο άσκησης της πραγματικής διοίκησης ή στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου για τον προσδιορισμό της κατοικίας της Οντότητας-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων.

β)

Εάν από την αυτοπιστοποίηση προκύπτει ότι η Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων είναι κάτοικος κράτους μέλους, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων αντιμετωπίζει την Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ως Δηλωτέο Χρήστη, εκτός εάν εύλογα προσδιορίσει, βάσει της αυτοπιστοποίησης ή των πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι η Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων είναι Εξαιρούμενο Πρόσωπο.

2.

Προσδιορισμός του εάν η Οντότητα διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων, εκτός από Εξαιρούμενο Πρόσωπο, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων προσδιορίζει εάν διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εκτός εάν διαπιστώσει ότι η Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων είναι Ενεργή Οντότητα, βάσει αυτοπιστοποίησης από την Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων.

α)

Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων της Οντότητας-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα της Οντότητας-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί να βασίζεται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Εάν ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται εκ του νόμου να εφαρμόζει σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, εφαρμόζει ουσιαστικά παρόμοιες διαδικασίες για τον σκοπό του προσδιορισμού των Ελεγχόντων Προσώπων.

β)

Προσδιορισμός του εάν ένα Ελέγχον Πρόσωπο Οντότητας-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Για να καθοριστεί εάν ένα Ελέγχον Πρόσωπο είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων στηρίζεται στην αυτοπιστοποίηση από την Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή στο Ελέγχον Πρόσωπο που επιτρέπει στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να προσδιορίσει τη φορολογική κατοικία ή τις φορολογικές κατοικίες του Ελέγχοντος Προσώπου και να επιβεβαιώσει τον εύλογο χαρακτήρα της εν λόγω αυτοπιστοποίησης με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εγγράφων που συλλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

3.

Εάν κάποια στιγμή υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή τα οικεία Ελέγχοντα Πρόσωπα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση ή εύλογη εξήγηση και, κατά περίπτωση, δικαιολογητικά έγγραφα για την εγκυρότητα της αρχικής αυτοπιστοποίησης.

Γ.

Απαιτήσεις για την εγκυρότητα των αυτοπιστοποιήσεων

1.

Η αυτοπιστοποίηση που παρέχεται από ιδιώτη Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή Ελέγχον Πρόσωπο είναι έγκυρη μόνον εφόσον έχει υπογραφεί ή επιβεβαιωθεί με άλλο τρόπο από τον ιδιώτη Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή το Ελέγχον Πρόσωπο, έχει ημερομηνία το αργότερο κατά την ημερομηνία παραλαβής και περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τον ιδιώτη Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή το Ελέγχον Πρόσωπο:

α)

όνομα και επώνυμο·

β)

διεύθυνση κατοικίας·

γ)

κράτος μέλος ή κράτη μέλη φορολογικής κατοικίας·

δ)

για κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο, τον ΑΦΜ για κάθε κράτος μέλος·

ε)

ημερομηνία γέννησης.

2.

Η αυτοπιστοποίηση που παρέχεται από Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων ή Ελέγχον Πρόσωπο είναι έγκυρη μόνον εφόσον έχει υπογραφεί ή επιβεβαιωθεί με άλλο τρόπο από την Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων, έχει ημερομηνία το αργότερο κατά την ημερομηνία παραλαβής και περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά την Οντότητα-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων:

α)

επωνυμία·

β)

διεύθυνση·

γ)

κράτος μέλος ή κράτη μέλη η φορολογικής κατοικίας·

δ)

για κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο, τον ΑΦΜ για κάθε κράτος μέλος·

ε)

στην περίπτωση Οντότητας-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων εκτός Ενεργής Οντότητας ή Εξαιρούμενου Προσώπου, τις πληροφορίες που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 1 σχετικά με κάθε Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας-Χρήστη Κρυπτοστοιχείων, εκτός αν το Ελέγχον Πρόσωπο έχει παράσχει αυτοπιστοποίηση σύμφωνα με την ενότητα Γ παράγραφος 1, καθώς και τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας, εάν δεν έχει ήδη προσδιοριστεί με βάση τις σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας·

στ)

κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια που πληροί για να αντιμετωπιστεί ως Ενεργή Οντότητα ή Εξαιρούμενο Πρόσωπο.

Δ.

Γενικές απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας

1.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι επίσης Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας μπορεί να βασίζεται στις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ολοκληρώνονται δυνάμει του παραρτήματος I τμήματα IV και VI για τους σκοπούς των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με το παρόν τμήμα. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί επίσης να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση που έχει ήδη συλλεχθεί για άλλους φορολογικούς σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αυτοπιστοποίηση πληροί τις απαιτήσεις της ενότητας Γ του παρόντος τμήματος.

2.

Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί να βασίζεται σε τρίτο μέρος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο παρόν τμήμα, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές εξακολουθούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

ΤΜΗΜΑ IV

ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Α.

Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο

1.

Ως “Κρυπτοστοιχείο” νοείται το κρυπτοστοιχείο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημειο 5) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114.

2.

Ως “Ψηφιακό Νόμισμα Κεντρικής Τράπεζας” νοείται κάθε ψηφιακό Παραστατικό Νόμισμα που εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή άλλη νομισματική αρχή.

3.

Ως “Κεντρική Τράπεζα” νοείται κάθε ίδρυμα το οποίο, είτε διά νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση της δικαιοδοσίας αυτή καθαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση της δικαιοδοσίας, είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα της δικαιοδοσίας είτε όχι.

4.

Ως “Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο” νοείται κάθε Κρυπτοστοιχείο εκτός από Ψηφιακό Νόμισμα Κεντρικής Τράπεζας, Ηλεκτρονικό Χρήμα ή κάθε Κρυπτοστοιχείο για το οποίο ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων έχει προσδιορίσει επαρκώς ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς πληρωμής ή επένδυσης.

5.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, ως “Ηλεκτρονικό Χρήμα” νοείται κάθε Κρυπτοστοιχείο το οποίο:

α)

αποτελεί ψηφιακή αναπαράσταση ενός ενιαίου Παραστατικού Νομίσματος·

β)

εκδίδεται κατά την παραλαβή χρηματικών ποσών με σκοπό την πραγματοποίηση πράξεων πληρωμής·

γ)

αντιπροσωπεύεται από απαίτηση έναντι του εκδότη εκφρασμένη στο ίδιο Παραστατικό Νόμισμα·

δ)

γίνεται αποδεκτό έναντι πληρωμής από φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από τον εκδότη· και

ε)

βάσει των κανονιστικών απαιτήσεων στις οποίες υπόκειται ο εκδότης, εξαγοράζεται ανά πάσα στιγμή και στην ονομαστική αξία για το ίδιο Παραστατικό Νόμισμα κατόπιν αιτήματος του κατόχου του προϊόντος.

Ο όρος “Ηλεκτρονικό Χρήμα” δεν περιλαμβάνει προϊόν που δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών από έναν πελάτη σε άλλο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες του πελάτη. Ένα προϊόν δεν δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών εάν, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της μεταβιβάζουσας οντότητας, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα ημερών από τη λήψη των οδηγιών για τη διευκόλυνση της μεταφοράς ή, εάν δεν ληφθούν οδηγίες, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα ημερών από τη λήψη τους.

B.

Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων

1.

Ως “Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων” νοείται ο πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114.

2.

Ως “Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων” νοείται ο πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που δεν είναι Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

3.

Ως “Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων” νοείται κάθε Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων και κάθε Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων που παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων που υλοποιούν Συναλλαγές Ανταλλαγής εκ μέρους ή για λογαριασμό Δηλωτέου Χρήστη.

4.

Ως “Υπηρεσία Κρυπτοστοιχείων” νοείται η υπηρεσία κρυπτοστοιχείων όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1114, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης κρυπτοστοιχείων και του δανεισμού κρυπτοστοιχείων.

Γ.

Δηλωτέα Συναλλαγή

1.

Ως “Δηλωτέα Συναλλαγή” νοείται κάθε:

α)

Συναλλαγή Ανταλλαγής· και

β)

μεταβίβαση Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων.

2.

Ως “Συναλλαγή Ανταλλαγής” νοείται οποιαδήποτε:

α)

ανταλλαγή μεταξύ Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων και Παραστατικών Νομισμάτων· και

β)

ανταλλαγή μεταξύ ενός ή περισσότερων μορφών Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων.

3.

Ως “Δηλωτέα Συναλλαγή Πληρωμών Λιανικής” νοείται η Μεταβίβαση Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων έναντι αγαθών ή υπηρεσιών, αξίας άνω των 50 000 USD (ή το αντίστοιχο ποσό σε άλλο νόμισμα).

4.

Ως “Μεταβίβαση” νοείται η συναλλαγή με την οποία μεταφέρεται Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο από ή προς τη διεύθυνση ή λογαριασμό κρυπτοστοιχείων ενός Χρήστη Κρυπτοστοιχείων, πλην εκείνου που τηρείται από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για λογαριασμό του ίδιου Χρήστη Κρυπτοστοιχείων, περίπτωση κατά την οποία, βάσει των γνώσεων που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά τον χρόνο της συναλλαγής, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν μπορεί να προσδιορίσει ότι η συναλλαγή είναι Συναλλαγή Ανταλλαγής.

5.

Ως “Παραστατικό Νόμισμα” νοείται το επίσημο νόμισμα μιας δικαιοδοσίας, το οποίο εκδίδεται από δικαιοδοσία ή από ορισθείσα κεντρική τράπεζα ή νομισματική αρχή μιας δικαιοδοσίας, όπως αντιπροσωπεύεται από τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ή από χρήμα σε διάφορες ψηφιακές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών αποθεμάτων και των Ψηφιακών Νομισμάτων Κεντρικής Τράπεζας. Ο όρος περιλαμβάνει επίσης το χρήμα εμπορικών τραπεζών και τα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος (Ηλεκτρονικό Χρήμα).

Δ.

Δηλωτέος Χρήστης

1.

Ως “Δηλωτέος Χρήστης” νοείται ο Χρήστης Κρυπτοστοιχείων που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο κάτοικος κράτους μέλους.

2.

Ως “Χρήστης Κρυπτοστοιχείων” νοείται φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα που είναι πελάτης Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για τη διενέργεια Δηλωτέων Συναλλαγών. Φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα, πλην Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, που ενεργεί ως Χρήστης Κρυπτοστοιχείων προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου φυσικού προσώπου ή Οντότητας ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται Χρήστης Κρυπτοστοιχείων και το εν λόγω άλλο φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα λογίζεται Χρήστης Κρυπτοστοιχείων. Όταν ένας Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων παρέχει υπηρεσία που εκτελεί Δηλωτέες Συναλλαγές Πληρωμών Λιανικής για έμπορο ή εξ ονόματός του, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων αντιμετωπίζει επίσης τον πελάτη που είναι ο αντισυμβαλλόμενος του εμπόρου για τις εν λόγω Δηλωτέες Συναλλαγές Πληρωμών Λιανικής ως τον Χρήστη Κρυπτοστοιχείων σε σχέση με τις εν λόγω Δηλωτέες Συναλλαγές Πληρωμών Λιανικής, υπό την προϋπόθεση ότι ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υποχρεούται να επαληθεύσει την ταυτότητα του εν λόγω πελάτη στο πλαίσιο της Δηλωτέας Συναλλαγής Πληρωμών Λιανικής σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

3.

Ως “ιδιώτης Χρήστης Κρυπτοστοιχείων” νοείται ο Χρήστης Κρυπτοστοιχείων που είναι φυσικό πρόσωπο.

4.

Ως “Προϋπάρχων Ιδιώτης Χρήστης Κρυπτοστοιχείων” νοείται ο ιδιώτης Χρήστης Κρυπτοστοιχείων που έχει συνάψει σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

5.

Ως “Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων” νοείται ο Χρήστης Κρυπτοστοιχείων που είναι Οντότητα.

6.

Ως “προϋπάρχουσα Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων” νοείται η Οντότητα-Χρήστης Κρυπτοστοιχείων που έχει συνάψει σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά τις 31 Δεκεμβρίου 2025.

7.

Ως “Δηλωτέο Πρόσωπο” νοείται πρόσωπο κράτους μέλους εκτός από Εξαιρούμενο Πρόσωπο.

8.

Ως “πρόσωπο κράτους μέλους” σχετικά με κάθε κράτος μέλος νοείται η Οντότητα ή το φυσικό πρόσωπο με κατοικία σε οποιοδήποτε κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους ή κληρονομία θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτό, Οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους.

9.

Ως “Ελέγχοντα Πρόσωπα” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί Οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχον πρόσωπο νοείται ο καταπιστευματοπάροχος ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο καταπιστευματοδόχος ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο προστάτης ή οι προστάτες (εφόσον υπάρχουν), ο δικαιούχος ή οι δικαιούχοι ή η τάξη ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος και, σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχον πρόσωπο νοείται το πρόσωπο που βρίσκεται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος “Ελέγχοντα Πρόσωπα” ερμηνεύεται κατά τρόπο συνεπή προς τον όρο “πραγματικός δικαιούχος” όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 6) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, όσον αφορά τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

10.

Ως “Ενεργή Οντότητα” νοείται οποιαδήποτε Οντότητα πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % του ακαθάριστου εισοδήματος της Οντότητας και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη αντίστοιχη περίοδο υποβολής στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % των περιουσιακών στοιχείων της Οντότητας·

β)

κατ’ ουσία, όλες οι δραστηριότητες της Οντότητας συνίστανται στην κατοχή (εν όλω ή εν μέρει) των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μίας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς διάφορους από αυτούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές· στην κατηγορία αυτή δεν δύναται να υπαχθεί Οντότητα η οποία λειτουργεί (ή εμφανίζεται) ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο, εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς·

γ)

η Οντότητα δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας διάφορης από αυτήν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην Οντότητα μετά την πάροδο εικοσιτεσσάρων μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της Οντότητας·

δ)

η Οντότητα δεν υπήρξε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η Οντότητα αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

ε)

η Οντότητα ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για Συνδεόμενες Οντότητες που δεν είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε Οντότητα που δεν είναι Συνδεόμενη Οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας Συνδεόμενης Οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλον από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· ή

στ)

η Οντότητα πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

έχει συσταθεί και λειτουργεί εντός της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς· ή έχει συσταθεί και λειτουργεί εντός της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύνδεσμο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας·

ii)

απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της·

iii)

δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων·

iv)

η ισχύουσα νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η Οντότητα ή τα συστατικά έγγραφα της Οντότητας δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της Οντότητας σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική Οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελός τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στο πλαίσιο της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της Οντότητας ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η Οντότητα· και

v)

η ισχύουσα νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η Οντότητα ή τα συστατικά έγγραφα της Οντότητας απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας σε κρατική οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται στην κυβέρνηση της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η Οντότητα ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση.

Ε.

Εξαιρούμενο Πρόσωπο

1.

Ως “Εξαιρούμενο Πρόσωπο νοείται:

α)

Οντότητα, οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών·

β)

Οντότητα που είναι Συνδεόμενη Οντότητα Οντότητας που περιγράφεται στο στοιχείο α)·

γ)

κρατική οντότητα·

δ)

διεθνής οργανισμός·

ε)

κεντρική τράπεζα· ή

στ)

Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός από Επενδυτική Οντότητα που περιγράφεται στην ενότητα Ε παράγραφος 5 στοιχείο β).

2.

Ως “Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

3.

Ως “Ίδρυμα Θεματοφυλακής” νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας Οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη χρηματοοικονομικών στοιχείων και από συναφείς χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ισούται ή υπερβαίνει το 20 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου (ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου) πριν από το έτος του προσδιορισμού· ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

4.

Ως “Ίδρυμα Καταθέσεων” νοείται κάθε Οντότητα η οποία:

α)

δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων· ή

β)

κατέχει Ηλεκτρονικό Χρήμα ή Ψηφιακά Νομίσματα Κεντρικής Τράπεζας προς όφελος των πελατών.

5.

Ως “Επενδυτική Οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα:

α)

η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

i)

διαπραγμάτευση σε μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, παράγωγα κ.λπ.)· συνάλλαγμα· μέσα σε συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητές αξίες· συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων·

ii)

ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου· ή

iii)

άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων, χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων· ή

β)

το ακαθάριστο εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Ε παράγραφος 5 στοιχείο α).

Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Ε παράγραφος 5 στοιχείο α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας Ε παράγραφος 5 στοιχείο β), εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ισούται ή υπερβαίνει το 50 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού· ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

Για τους σκοπούς της ενότητας Ε παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο iii), ο όρος “άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων, χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων” δεν περιλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών που υλοποιούν Συναλλαγές Ανταλλαγής εκ μέρους ή για λογαριασμό πελατών. Στον όρο “Επενδυτική Οντότητα” δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές οντότητες σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ παράγραφος 10 στοιχεία β) έως ε).

Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του “χρηματοπιστωτικού ιδρύματος” στο άρθρο 3 σημείο 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

6.

Ως “Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία” νοείται κάθε Οντότητα η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία (ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία) που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

7.

Ως “κρατική οντότητα” νοείται η κυβέρνηση δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση δικαιοδοσίας (που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους) ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις δικαιοδοσιών.

α)

Ως “συνιστών μέρος” δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή δικαιοδοσίας. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πιστώνονται στον λογαριασμό της ή σε άλλους λογαριασμούς της δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιό τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη. Στον όρο “συνιστών μέρος” δεν περιλαμβάνονται φυσικά πρόσωπα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.

β)

Ως “Ελεγχόμενη Οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από τη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)

η Οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μίας ή περισσότερων κρατικών οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μίας ή περισσότερων ελεγχόμενων οντοτήτων·

ii)

τα καθαρά έσοδα της Οντότητας πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς ενός ή περισσότερων κρατικών οντοτήτων και κανένα μερίδιο του εισοδήματός της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη· και

iii)

με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας περιέρχονται σε μία ή περισσότερες κρατικές οντότητες.

γ)

Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση κρατικής οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, παραδείγματος χάριν, εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

8.

Ως “διεθνής οργανισμός” νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός (συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών):

α)

που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις·

β)

που έχει συνάψει συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με τη δικαιοδοσία· και

γ)

του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

9.

Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών και παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστήρια συμβόλαια ή συμβόλαια προσόδων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, Ασφαλιστήριου Συμβολαίου ή Συμβολαίου Προσόδων. Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

10.

Ως “συμμετοχικό δικαίωμα” νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συμμετοχικό δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Το Δηλωτέο Πρόσωπο λογίζεται δικαιούχος καταπιστεύματος εάν έχει το δικαίωμα να λαμβάνει άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορεί να λαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

11.

Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο” νοείται κάθε συμβόλαιο (πλην των Συμβολαίων Προσόδων) βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία.

12.

Ως “Συμβόλαιο Προσόδων” νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές του κράτους μέλους ή της δικαιοδοσίας όπου συνάπτεται το συμβόλαιο και βάσει της οποίας ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για μια σειρά ετών.

13.

Ως “Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς” νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών) που έχει αξία εξαγοράς.

14.

Ως “αξία εξαγοράς” νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά: i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης του συμβολαίου (χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει του ασφαλιστήριου συμβολαίου) και ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει του συμβολαίου ή σε σχέση με το συμβόλαιο αυτό. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος “αξία εξαγοράς” δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει ασφαλιστήριου συμβολαίου:

α)

αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής·

β)

ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημία προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση·

γ)

ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων (μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι) δυνάμει ασφαλιστήριου συμβολαίου (πλην συνδεδεμένου με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή προσόδων) λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου, ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο·

δ)

ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης (πλην του μερίσματος λύσης) εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με ασφαλιστήριο συμβόλαιο δυνάμει του οποίου καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στο στοιχείο β)· ή

ε)

ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο ασφαλιστήριου συμβολαίου για το οποίο το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

ΣΤ.

Διάφορα

1.

Ως “σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας” νοούνται οι σχετικές με τον Πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ενός Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 ή παρόμοιες απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται ο εν λόγω Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

2.

Ως “Οντότητα” νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

3.

Μια Οντότητα είναι “Συνδεόμενη Οντότητα” άλλης Οντότητας αν οποιαδήποτε εκ των δύο Οντοτήτων ελέγχει την άλλη ή οι δύο Οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο. Για τον σκοπό αυτό, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50 % των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της Οντότητας.

4.

Ως “Υποκατάστημα” νοείται μονάδα, επιχείρηση ή γραφείο Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που λογίζεται υποκατάστημα σύμφωνα με το κανονιστικό καθεστώς μιας δικαιοδοσίας ή που άλλως ρυθμίζεται από τη νομοθεσία μιας δικαιοδοσίας χωριστά από άλλα γραφεία, μονάδες ή υποκαταστήματα του Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων. Όλες οι μονάδες, οι επιχειρήσεις ή τα γραφεία ενός Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε μια ενιαία δικαιοδοσία λογίζονται ενιαίο υποκατάστημα.

5.

Ως “Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών” νοείται η συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, με την οποία απαιτείται η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών αντίστοιχων με εκείνες που προσδιορίζονται στην ενότητα Β του τμήματος II του παρόντος παραρτήματος, όπως καθορίζεται με εκτελεστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 11.

6.

Ως “Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης” νοείται μη ενωσιακή δικαιοδοσία που εφαρμόζει Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, που χαρακτηρίζονται ως δηλωτέες δικαιοδοσίες σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την εκτός Ένωσης δικαιοδοσία.

7.

Ως “ΑΦΜ” νοείται ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει αριθμός φορολογικού μητρώου). Ο ΑΦΜ είναι κάθε αριθμός ή κωδικός που χρησιμοποιεί η αρμόδια αρχή για την ταυτοποίηση φορολογουμένου.

8.

Ως “Υπηρεσία Ταυτοποίησης” νοείται η ηλεκτρονική διαδικασία που διατίθεται δωρεάν από κράτος μέλος ή την Ένωση σε Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας Χρήστη Κρυπτοστοιχείων.

ΤΜΗΜΑ V

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Α.

Κανόνες για την επιβολή των απαιτήσεων συλλογής και επαλήθευσης που ορίζονται στο τμήμα III

1.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να απαιτούν από τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να επιβάλλουν τις απαιτήσεις συλλογής και επαλήθευσης δυνάμει του τμήματος III αναφορικά με τους οικείους Χρήστες Κρυπτοστοιχείων.

2.

Σε περίπτωση που Χρήστης Κρυπτοστοιχείων δεν παρέχει τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του τμήματος III μετά από δύο υπενθυμίσεις κατόπιν του αρχικού αιτήματος από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, αλλά όχι πριν από την παρέλευση προθεσμίας εξήντα ημερών, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν επιτρέπουν στον Χρήστη Κρυπτοστοιχείων να πραγματοποιήσει Δηλωτέες Συναλλαγές.

Β.

Κανόνες που επιβάλλουν στους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων την υποχρέωση να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τυχόν πληροφορίες στις οποίες βασίζονται για την τήρηση των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας, καθώς και κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά

1.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να υποχρεώνουν τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τυχόν πληροφορίες στις οποίες στηρίζονται για την τήρηση των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται στα τμήματα II και ΙΙΙ, αντίστοιχα. Τα εν λόγω αρχεία παραμένουν διαθέσιμα για επαρκώς μεγάλο χρονικό διάστημα και σε κάθε περίπτωση για τουλάχιστον πέντε έτη αλλά όχι πάνω από 10 έτη από τη λήξη της περιόδου εντός της οποίας ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων απαιτείται να δηλώσει τις πληροφορίες εφόσον αυτές είναι δηλωτέες σύμφωνα με το τμήμα II.

2.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, περιλαμβανομένης της δυνατότητας έκδοσης εντολής στους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για την υποβολή στοιχείων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποβολή όλων των απαραίτητων στοιχείων στην αρμόδια αρχή ώστε να μπορέσει η τελευταία να συμμορφωθεί με την υποχρέωση κοινοποίησης στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 3.

Γ.

Διοικητικές διαδικασίες για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διοικητικές διαδικασίες για να εξακριβώνουν αν οι Δηλούντες Πάροχοι Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα.

Δ.

Διοικητικές διαδικασίες για επακόλουθες ενέργειες έναντι Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όταν υποβάλλονται ελλιπή ή ανακριβή στοιχεία

Τα κράτη μέλη καθορίζουν διαδικασίες για επακόλουθες ενέργειες έναντι των Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, σε περίπτωση που τα υποβληθέντα στοιχεία είναι ελλιπή ή ανακριβή.

Ε.

Διοικητική διαδικασία για τη χορήγηση άδειας σε Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων

Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους που χορηγεί άδεια σε Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1114 κοινοποιεί στην αρμόδια βάσει της παρούσας οδηγίας αρχή, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, κατάλογο όλων των αδειοδοτημένων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων τακτικά και το αργότερο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων.

ΣΤ.

Διοικητική διαδικασία για μία μόνο καταχώριση Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων

1.

Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων που είναι Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων όπως ορίζεται στο τμήμα IV ενότητα Β παράγραφος 3 καταχωρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 7, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το τμήμα I ενότητα Α παράγραφος 2 στοιχείο α), β), γ) ή δ) ή το τμήμα I ενότητα Β, πριν από τη λήξη της περιόδου εντός της οποίας ο εν λόγω Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων πρέπει να υποβάλει τις πληροφορίες που ορίζονται στο τμήμα II ενότητα Β. Εάν ο εν λόγω Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων πληροί τις προϋποθέσεις του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 2 στοιχείο α), β), γ) ή δ) ή του τμήματος I ενότητα Β, αντίστοιχα, σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, καταχωρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 7, από την αρμόδια αρχή ενός από αυτά τα κράτη μέλη, πριν από τη λήξη της περιόδου εντός της οποίας ο εν λόγω Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων πρέπει να υποβάλει τις πληροφορίες που ορίζονται στο τμήμα II ενότητα Β.

Κατά παρέκκλιση από την ενότητα ΣΤ παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων που είναι Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων όπως ορίζεται στο τμήμα IV ενότητα Β παράγραφος 3 δεν καταχωρίζεται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο ο εν λόγω Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειαςπου ορίζονται στα τμήματα II και III, αντίστοιχα, δυνάμει του τμήματος I ενότητα Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ ή Η, λόγω της εκπλήρωσης των απαιτήσεων αυτών από τον εν λόγω Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

2.

Κατά την καταχώριση, ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων κοινοποιεί στο κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισής του, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με την ενότητα ΣΤ παράγραφος 1, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όνομα·

β)

ταχυδρομική διεύθυνση·

γ)

ηλεκτρονικές διευθύνσεις και ιστοσελίδες·

δ)

κάθε ΑΦΜ που έχει χορηγηθεί στον Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων·

ε)

τα κράτη μέλη των οποίων είναι κάτοικοι οι Δηλωτέοι Χρήστες κατά την έννοια του τμήματος III ενότητες Α και Β·

στ)

κάθε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης όπως αναφέρεται στο τμήμα I ενότητα Γ, Δ, Ε, ΣΤ ή Η.

3.

Ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων γνωστοποιεί στο κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισής του τυχόν αλλαγές στα στοιχεία που παρέχονται με βάση την ενότητα ΣΤ παράγραφος 2.

4.

Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης χορηγεί ατομικό αριθμό ταυτοποίησης στον Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων και τον γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών με ηλεκτρονικά μέσα.

5.

Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης είναι σε θέση να διαγράψει έναν Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων από το μητρώο Φορέων Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων γνωστοποιεί στο εν λόγω κράτος μέλος ότι δεν διαθέτει πλέον Δηλωτέους Χρήστες στην Ένωση·

β)

ελλείψει της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο α), υπάρχει λόγος να θεωρείται ότι η δραστηριότητα ενός Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων έχει διακοπεί·

γ)

ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα IV ενότητα Β παράγραφος 2·

δ)

το κράτος μέλος ανακάλεσε την καταχώριση στην αρμόδια αρχή του σύμφωνα με την ενότητα ΣΤ παράγραφος 7.

6.

Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή σχετικά με κάθε Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος IV ενότητα Β παράγραφος 2, ο οποίος έχει Δηλωτέους Χρήστες που κατοικούν στην Ένωση, ενώ δεν έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Σε περίπτωση που Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση καταχώρισης ή η καταχώρισή του έχει ανακληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 της ενότητας ΣΤ του παρόντος τμήματος, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 25α, αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα για να επιβάλλουν την τήρηση της συμμόρφωσης εντός της δικαιοδοσίας τους. Η επιλογή των μέτρων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη επιδιώκουν επίσης να συντονίζουν τις ενέργειές τους με στόχο την επιβολή της συμμόρφωσης, μεταξύ άλλων και για να εμποδίζουν Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων να λειτουργεί εντός της Ένωσης ως έσχατη λύση.

7.

Σε περίπτωση που Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση υποβολής στοιχείων σύμφωνα με την ενότητα Β του τμήματος II του παρόντος παραρτήματος μετά από δύο υπενθυμίσεις από το κράτος μέλος μοναδικής καταχώρισης, το κράτος μέλος μοναδικής καταχώρισης λαμβάνει, με την επιφύλαξη του άρθρου 25α, τα αναγκαία μέτρα για να ανακαλέσει την καταχώριση του Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων που είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 7. Η καταχώριση ανακαλείται το αργότερο μετά την παρέλευση 90 ημερών, αλλά όχι πριν από την παρέλευση 30 ημερών από τη δεύτερη υπενθύμιση.

»

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2023/2226/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)