ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

65ό έτος
26 Απριλίου 2022


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2022/676 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 2021, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των προϋποθέσεων σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 3 έως 6 και 8 του εν λόγω κανονισμού ( 1 )

1

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

26.4.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/1


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/676 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 3ης Δεκεμβρίου 2021

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των προϋποθέσεων σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 3 έως 6 και 8 του εν λόγω κανονισμού

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 18 παράγραφος 9,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καλύπτει περιπτώσεις εποπτικής ενοποίησης ομίλων συνδεόμενων επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) όταν δεν υπάρχει σχέση μητρικής-θυγατρικής. Στις εν λόγω περιπτώσεις, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται η οντότητα στο επίπεδο της οποίας πρέπει να εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση οι απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, η καταλληλότερη μέθοδος εποπτικής ενοποίησης θα πρέπει να είναι η μέθοδος που καθορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 8 και 9 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ («μέθοδος άθροισης»), σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία.

(2)

Στις περιπτώσεις συμμετοχών σε ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία διευθύνονται από μια επιχείρηση που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση, όταν απαιτείται αναλογική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να απαιτείται η ομόφωνη συγκατάθεση των εν λόγω επιχειρήσεων όσον αφορά τις αποφάσεις για τις συναφείς δραστηριότητες του ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος για την εφαρμογή της μεθόδου εποπτικής ενοποίησης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, σύμφωνα με τον ορισμό του σχήματος υπό κοινό έλεγχο που προβλέπεται στα διεθνή λογιστικά πρότυπα, όπως ισχύουν δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(3)

Το άρθρο 18 παράγραφος 6 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφέρεται στις εποπτικές απαιτήσεις για την εποπτική ενοποίηση σε περίπτωση που ασκείται σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως συμμετοχή ή άλλον κεφαλαιακό δεσμό, και σε περίπτωση που τα εν λόγω ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού τους, αντίστοιχα. Προκειμένου να προσδιοριστεί αν υφίσταται κατάσταση σημαντικής επιρροής, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη διάφορους δείκτες σημαντικής επιρροής. Επιπλέον, κατάσταση ενιαίας διοίκησης θα πρέπει να προσδιορίζεται μόνον όταν η αρμόδια αρχή διαθέτει συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο συντονισμός των οικονομικών και επιχειρησιακών πολιτικών των εν λόγω ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων είναι αποτελεσματικός.

(4)

Η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS) έχει δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον προσδιορισμό και τη διαχείριση του κινδύνου παρέμβασης (4), στις οποίες περιλαμβάνονται διάφοροι δείκτες που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα ιδρύματα για τον προσδιορισμό των οντοτήτων που μπορούν να δημιουργήσουν κίνδυνο παρέμβασης. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της BCBS, ως «κίνδυνος παρέμβασης» νοείται ο κίνδυνος το ίδρυμα να αποφασίσει να παράσχει χρηματοδοτική στήριξη σε μη ενοποιημένη οντότητα, η οποία δεν είναι πλήρως ή αναλογικά ενοποιημένη, υπό ακραίες συνθήκες, απουσία ή καθ’ υπέρβαση τυχόν συμβατικών υποχρεώσεων για την παροχή τέτοιας υποστήριξης. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της BCBS, όταν ένα ίδρυμα διαπιστώνει ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος παρέμβασης, πρέπει να προσδιορίζει τα κατάλληλα μέτρα βάσει της φύσης και της έκτασης της προβλεπόμενης στήριξης παρέμβασης σε κάθε περίπτωση. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμπερίληψη των σχετικών οντοτήτων στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της BCBS, τα ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν διάφορους δείκτες προκειμένου να καταλήξουν σε συμπέρασμα σχετικά με το αν ορισμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να ενοποιούνται πλήρως ή αναλογικά σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 5, το άρθρο 18 παράγραφος 6 στοιχείο α) ή το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο παρέμβασης που μπορεί να ενέχουν οι εν λόγω επιχειρήσεις για ένα ίδρυμα. Ωστόσο, τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να εξετάζουν εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση του κινδύνου παρέμβασης στο πλαίσιο των οικείων διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου και εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP). Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξετάζουν άλλα μέτρα για την αντιμετώπιση του δυνητικού κινδύνου που ενέχουν οι εν λόγω επιχειρήσεις στο πλαίσιο των διαδικασιών εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP). Στο πλαίσιο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) εξέδωσε επίσης κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα όρια για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν δραστηριότητες εκτός ρυθμιστικού πλαισίου οι οποίες προσομοιάζουν τις τραπεζικές (5)· οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προσδιορίζουν τη μεθοδολογία που θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον καθορισμό ορίων, στο πλαίσιο των οικείων εσωτερικών διαδικασιών, για τα μεμονωμένα και τα συνολικά ανοίγματά τους έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος.

(5)

Ειδικότερα, προκειμένου να προσδιοριστεί αν απαιτείται πλήρης ή αναλογική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στην περίπτωση θυγατρικών ή επιχειρήσεων στις οποίες ίδρυμα διαθέτει συμμετοχή, όταν η εν λόγω θυγατρική ή επιχείρηση δεν είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, και όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος παρέμβασης και υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση δεν είναι, μεταξύ άλλων, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ελέγχουν ενδελεχώς, κατ’ ελάχιστον, ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων όπως οι οντότητες ειδικού σκοπού που δεν θεωρούνται οντότητες ειδικού σκοπού τιτλοποίησης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), για τις οποίες ισχύουν οι όροι μεταφοράς σημαντικού πιστωτικού κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 244 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και οι επιχειρήσεις που εκτελούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες του άρθρου 89 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(6)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια με το πλαίσιο ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και να αποφευχθεί η αναγνώριση αδικαιολόγητων κεφαλαιακών παροχών, στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ενοποίηση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 παράγραφοι 3 έως 6 ή 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η συμπερίληψη στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια των ποσών των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης και ανήκουν σε διαφορετικά πρόσωπα από τις εν λόγω επιχειρήσεις, καθώς και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, θα πρέπει επίσης να βασίζονται στα άρθρα 81 έως 88 του εν λόγω κανονισμού.

(7)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή από την ΕΑΤ.

(8)

Η ΕΑΤ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενη συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«συναφείς δραστηριότητες»: συναφείς δραστηριότητες όπως ορίζονται στο προσάρτημα Α του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1254/2012 της Επιτροπής (8) (παράρτημα σχετικό με το ΔΠΧΑ 10)·

2)

«παράγοντες μείωσης κινδύνου»: κάθε εφαρμοστέος νόμος, κανονισμός, κανόνας ή συμβατική ρύθμιση που περιορίζει τη δυνατότητα ενός ιδρύματος να παρέχει χρηματοδοτική στήριξη σε επιχείρηση υπό ακραίες συνθήκες·

3)

«συμμετέχουσες επιχειρήσεις»: οι επιχειρήσεις που ελέγχουν από κοινού οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού· ή

β)

επιχείρηση που δεν είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού·

4)

«κεφαλαιακός δεσμός»: η άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

5)

«σημαντική επιρροή»: δυνατότητα συμμετοχής στις αποφάσεις για τις οικονομικές και επιχειρησιακές πολιτικές μιας επιχείρησης, όταν η εν λόγω επιχείρηση δεν θεωρείται θυγατρική, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και δεν υπόκειται σε από κοινού έλεγχο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 7 παράγραφος 3 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση στην περίπτωση ομίλων συνδεόμενων επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ

1.   Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 τμήμα 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, βάσει της ενοποιημένης κατάστασης όλων των επιχειρήσεων του ομίλου, είναι η ακόλουθη οντότητα:

α)

το ίδρυμα, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα ίδρυμα·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων που υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει κανένα πιστωτικό ίδρυμα.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το σύνολο ισολογισμού υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες ελεγχθείσες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ή, εάν δεν απαιτείται η κατάρτιση ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο, την τελευταία ελεγχθείσα ατομική οικονομική κατάσταση του ιδρύματος.

3.   Σε περίπτωση που η εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν θα ήταν σκόπιμη, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφοι 4, 5 και 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), μπορούν να παρεκκλίνουν από τα εν λόγω κριτήρια και να ορίσουν άλλη οντότητα εντός του ομίλου που υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ως υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 τμήμα 1 του εν λόγω κανονισμού βάσει της κατάστασης ενοποίησης όλων των επιχειρήσεων του ομίλου.

Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας της εφαρμογής των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή, ελλείψει τέτοιας απόφασης, τα σχετικά ιδρύματα και τη σχετική σημασία των δραστηριοτήτων τους στα σχετικά κράτη μέλη ή αν υποχρεούνται να καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για τον όμιλο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ. Στις εν λόγω περιπτώσεις, το ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού έχει δικαίωμα ακρόασης, πριν από τη λήψη της απόφασης από τις αρμόδιες αρχές.

4.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφοι 4, 5 και 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ επιτρέπουν ή απαιτούν τη χρήση της μεθόδου ενοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 8 και 9 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.

5.   Μια επιχείρηση που συνδέεται με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί στην ενοποίηση βάσει του παρόντος άρθρου στις ίδιες περιπτώσεις και σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση στην περίπτωση ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, τα οποία διευθύνονται από μια επιχείρηση που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση

1.   Στην περίπτωση συμμετοχών σε ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία διευθύνονται από μια επιχείρηση που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας απαιτεί την αναλογική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις ελέγχουν από κοινού την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των μελών στο σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή έχουν τη δυνατότητα να διευθύνουν από κοινού τις συναφείς δραστηριότητες του εν λόγω ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, βάσει νομικά εκτελεστής συμβατικής ρύθμισης μεταξύ τους ή βάσει ρητρών του καταστατικού του ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος·

β)

για τις αποφάσεις σχετικά με τις συναφείς δραστηριότητες του ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος απαιτείται η ομόφωνη συγκατάθεση όλων των συμμετεχουσών επιχειρήσεων·

γ)

η συμβατική ρύθμιση που αναφέρεται στο στοιχείο α) ή οι ρήτρες του καταστατικού του ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος ορίζουν ότι η ευθύνη των συμμετεχουσών επιχειρήσεων περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν στο σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, η αναλογική ενοποίηση πραγματοποιείται με βάση το τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει στο σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα και σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.

Άρθρο 4

Προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση στην περίπτωση συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού σε διαφορετικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές ορίζουν ότι η ενοποίηση πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μπορούν να επιτρέπουν ή να απαιτούν τη χρήση της μεθόδου της καθαρής θέσης σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, εκτός εάν κρίνουν ότι απαιτείται η αναλογική ή η πλήρης ενοποίηση του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

2.   Η αρμόδια αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 βάσει αξιολόγησης των κινδύνων που ενέχει το σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα για το ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση και την αποτελεσματικότητα τυχόν παραγόντων μείωσης κινδύνου και τον αντίκτυπο στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του ιδρύματος σε ενοποιημένη βάση, ο οποίος θα μπορούσε να προκύψει από την εφαρμογή πλήρους ή αναλογικής ενοποίησης.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, το ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη συνολική ιδιοκτησιακή δομή του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, λαμβανομένου ιδίως υπόψη αν οι μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας και δικαιώματα ψήφου, συμπεριλαμβανομένων των δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, διανέμονται σε μεγάλο αριθμό μετόχων, ιδιοκτητών ή μελών, ή αν το ίδρυμα είναι ο κύριος μέτοχος, ιδιοκτήτης ή μέλος του ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος·

β)

αν το ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχη οντότητα διευθύνοντας ή παρέχοντας συμβουλές στο σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, διαθέτοντας τους τίτλους του ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος στην αγορά ή παρέχοντας ρευστότητα και/ή πιστωτικές ενισχύσεις στο ίδρυμα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα ή αν το ίδρυμα είναι σημαντικός επενδυτής στα χρεωστικά ή μετοχικά μέσα του ή υπάρχει άλλη συμβατική και μη συμβατική συμμετοχή που εκθέτει το ίδρυμα στους κινδύνους ή σε αποδόσεις που προσομοιάζουν τις μετοχικές από τα στοιχεία ενεργητικού του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή που σχετίζονται με τις επιδόσεις του·

γ)

αν το ίδρυμα συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα ασκεί επιρροή σε αυτό ή αν το ίδρυμα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα θεωρείται ότι ελέγχεται σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο·

δ)

αν το ίδρυμα λαμβάνει από το σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κρίσιμες επιχειρησιακές υπηρεσίες που δεν μπορούν να αντικατασταθούν εγκαίρως χωρίς υπερβολικό κόστος·

ε)

αν η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος βασίζεται στην αξιολόγηση του ίδιου του ιδρύματος·

στ)

αν υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά σχετικά με τη σύνθεση της βάσης επενδυτών του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, με ιδιαίτερη αναφορά στο αν οι άλλοι επενδυτές του ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος έχουν στενή εμπορική σχέση με το ίδρυμα, τη δυνατότητά τους να επωμιστούν ζημίες ή τη δυνατότητά τους να διαθέτουν τα χρηματοοικονομικά τους μέσα·

ζ)

αν το σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα έχουν κοινή πελατειακή βάση με το ίδρυμα ή συμμετέχουν στην εμπορική διάθεση των προϊόντων του άλλου μέρους·

η)

αν το ίδρυμα και το σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα έχουν το ίδιο εμπορικό σήμα·

θ)

αν το ίδρυμα έχει ήδη παράσχει χρηματοδοτική στήριξη στο σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα σε περίπτωση οικονομικών δυσκολιών.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ειδικότερα, να απαιτούν την αναλογική ενοποίηση του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει στην εν λόγω επιχείρηση, όταν υπάρχει συμβατική συμφωνία μεταξύ του ιδρύματος και ενός ή περισσότερων μετόχων, ιδιοκτητών ή μελών του σχετικού ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος για την από κοινού παροχή χρηματοδοτικής στήριξης στο ίδρυμα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα ή όταν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι θα στήριζαν χρηματοδοτικά το ίδρυμα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν σε αυτό.

5.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ειδικότερα, να απαιτούν την πλήρη ενοποίηση του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος όταν, λόγω των οργανωτικών και χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ του ιδρύματος και του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο στην πλειονότητα των κινδύνων ή των οφελών που προκύπτουν από τις συναφείς δραστηριότητες του εν λόγω ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος.

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση σε περιπτώσεις στις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλον κεφαλαιακό δεσμό με αυτά

1.   Όταν ένα ίδρυμα ασκεί σημαντική επιρροή σε ένα ή περισσότερα ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλον κεφαλαιακό δεσμό με αυτά, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν την πλήρη ενοποίηση των σχετικών ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 6 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, βάσει αξιολόγησης των κινδύνων που ενέχουν τα εν λόγω ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα για το ίδρυμα που ασκεί τη σημαντική επιρροή, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση και την αποτελεσματικότητα τυχόν παραγόντων μείωσης κινδύνου και τον αντίκτυπο στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του εν λόγω ιδρύματος σε ενοποιημένη βάση, ο οποίος θα μπορούσε να προκύψει από την πλήρη ενοποίηση.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ίδρυμα παρέχει στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως θ).

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ειδικότερα, να απαιτούν την πλήρη ενοποίηση των ιδρυμάτων ή των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όταν, λόγω των οργανωτικών και χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ του ιδρύματος που ασκεί τη σημαντική επιρροή και των σχετικών ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο στην πλειονότητα των κινδύνων ή των οφελών που προκύπτουν από τις συναφείς δραστηριότητες των εν λόγω ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις σημαντικής επιρροής είναι τα ακόλουθα:

α)

το ίδρυμα έχει διορίσει ή έχει το δικαίωμα να διορίσει μέλος του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος·

β)

το ίδρυμα συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που αφορούν μερίσματα και άλλες διανομές·

γ)

ύπαρξη σημαντικών συναλλαγών με το σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα·

δ)

το ίδρυμα έχει ανταλλάξει διευθυντικό προσωπικό με το σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα·

ε)

το ίδρυμα παρέχει ουσιαστική τεχνική πληροφόρηση ή κρίσιμες υπηρεσίες στο σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα·

στ)

το ίδρυμα διαθέτει πρόσθετα δικαιώματα στο σχετικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, δυνάμει σύμβασης ή ρητρών του καταστατικού του που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη διοίκηση ή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του εν λόγω ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος.

5.   Όταν πρόκειται να διαπιστωθεί αν υφίσταται σημαντική επιρροή, εξετάζεται επίσης η ύπαρξη δικαιωμάτων αγοράς μετοχών, δικαιωμάτων προαίρεσης αγοράς μετοχών, χρεωστικών τίτλων που είναι μετατρέψιμοι σε κοινές μετοχές ή άλλων παρόμοιων μέσων τα οποία είναι επί του παρόντος ασκήσιμα ή μετατρέψιμα και έχουν τη δυνατότητα, αν ασκηθούν ή μετατραπούν, να δώσουν στο ίδρυμα ισχύ ψήφου ή να μειώσουν την ισχύ ψήφου άλλου μέρους στις οικονομικές και επιχειρησιακές πολιτικές του σχετικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος.

Άρθρο 6

Προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση σε περιπτώσεις στις οποίες δύο ή περισσότερα ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού τους

1.   Μια αρμόδια αρχή καθορίζει την ενοποίηση δύο ή περισσότερων ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού τους για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 6 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αρμόδια αρχή έχει διενεργήσει αξιολόγηση προκειμένου να επαληθεύσει τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών και επιχειρησιακών πολιτικών των ιδρυμάτων ή των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων· και

β)

τα σχετικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα δεν συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 22 παράγραφος 7 στοιχείο β) της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ειδικότερα, να λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία ως ενδείξεις για την ύπαρξη της κατάστασης που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο:

α)

τα σχετικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από το ίδιο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ή από την ίδια οντότητα ή οντότητες·

β)

τα μέλη του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου των ιδρυμάτων ή των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων αποτελούνται, στην πλειονότητά τους, από πρόσωπα που διορίζονται από το ίδιο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ή από την ίδια οντότητα ή οντότητες, ακόμη και αν τα εν λόγω μέλη δεν αποτελούνται από τα ίδια πρόσωπα.

3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν ή απαιτούν τη χρήση της μεθόδου ενοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 8 και 9 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ.

4.   Το άρθρο 2 παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται για τους σκοπούς του προσδιορισμού της οντότητας που είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 τμήμα 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 βάσει της κατάστασης ενοποίησης όλων των ιδρυμάτων και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 7

Προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση σε περιπτώσεις στις οποίες θυγατρική ή επιχείρηση στην οποία ένα ίδρυμα κατέχει συμμετοχή δεν είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών

1.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί την πλήρη ή αναλογική ενοποίηση θυγατρικής ή επιχείρησης στην οποία ένα ίδρυμα κατέχει συμμετοχή, όταν η εν λόγω θυγατρική ή επιχείρηση δεν είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπό την προϋπόθεση ότι προβαίνει σε αξιολόγηση με την οποία επαληθεύεται η εκπλήρωση της προϋπόθεσης του άρθρου 18 παράγραφος 8 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον σκοπό αυτόν, ισχύει το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ειδικότερα, να απαιτούν την πλήρη ενοποίηση της θυγατρικής ή της επιχείρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν, λόγω των οργανωτικών και χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ του ιδρύματος και της σχετικής θυγατρικής ή επιχείρησης, το ίδρυμα είναι εκτεθειμένο στην πλειονότητα των κινδύνων ή των οφελών που προκύπτουν από τις συναφείς δραστηριότητες της εν λόγω θυγατρικής ή επιχείρησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ειδικότερα, να απαιτούν την αναλογική ενοποίηση της επιχείρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με το τμήμα του κεφαλαίου που κατέχεται στην εν λόγω επιχείρηση, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση ελέγχεται από κοινού από το ίδρυμα μαζί με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με νομικά εκτελεστή συμβατική ρύθμιση μεταξύ τους ή με ρήτρες του καταστατικού της επιχείρησης, και για τις αποφάσεις σχετικά με τις συναφείς δραστηριότητες της επιχείρησης απαιτείται η ομόφωνη συγκατάθεση όλων των συμμετεχουσών επιχειρήσεων·

β)

υπάρχει συμβατική συμφωνία μεταξύ του ιδρύματος και ενός ή περισσότερων μετόχων, ιδιοκτητών ή μελών της επιχείρησης για την από κοινού παροχή χρηματοδοτικής στήριξης στην εν λόγω επιχείρηση ή υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι θα στήριζαν χρηματοδοτικά την επιχείρηση ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν σε αυτή.

Άρθρο 8

Προϋποθέσεις για τη συμπερίληψη στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 μέσων που ανήκουν σε διαφορετικά πρόσωπα από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης

1.   Στις περιπτώσεις στις οποίες η μέθοδος ενοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 8 και 9 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή το άρθρο 18 παράγραφος 6 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ένα ίδρυμα μπορεί να συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και τα πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, καθώς και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης και ανήκουν σε διαφορετικά πρόσωπα από τις εν λόγω επιχειρήσεις στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω κεφαλαιακά στοιχεία είναι διαθέσιμα για την κάλυψη των ζημιών όλων των επιχειρήσεων που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση.

Εάν τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και τα πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, καθώς και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, δεν είναι διαθέσιμα για την κάλυψη των ζημιών όλων των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης, το ίδρυμα προσδιορίζει το ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, καθώς και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που πρέπει να συμπεριληφθεί στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και στο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 σύμφωνα με τα άρθρα 81 έως 88 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και τα πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, καθώς και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, που ανήκουν στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα ή στην οντότητα ή τις οντότητες που διευθύνουν τις επιχειρήσεις σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή ασκούν ενιαία διοίκηση επί των επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 6 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού, θεωρούνται διαθέσιμα για την κάλυψη των ζημιών όλων των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης.

3.   Στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται πλήρης ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 5, το άρθρο 18 παράγραφος 6 στοιχείο α) ή το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το ίδρυμα προσδιορίζει το ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης και ανήκουν σε διαφορετικά πρόσωπα από τις εν λόγω επιχειρήσεις, που πρέπει να συμπεριληφθεί στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και στο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 σύμφωνα με τα άρθρα 81 έως 88 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον σκοπό αυτόν, οι επιχειρήσεις για τις οποίες απαιτείται πλήρης ενοποίηση θεωρούνται θυγατρικές.

4.   Στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται αναλογική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφοι 4, 5 ή 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται αναλογικά στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης και ανήκουν σε διαφορετικά πρόσωπα από τις εν λόγω επιχειρήσεις, καθώς και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, που πρέπει να συμπεριληφθούν στο ενοποιημένο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 σύμφωνα με τα άρθρα 82, 83 και 85 έως 88 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

οι επιχειρήσεις για τις οποίες απαιτείται αναλογική ενοποίηση θεωρούνται θυγατρικές·

β)

οι αναφορές στην πλήρη συμπερίληψη στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 νοούνται ως αναφορές στην αναλογική συμπερίληψη στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφοι 4, 5 ή 8 του εν λόγω κανονισμού· και

γ)

τα ποσά που αναφέρονται στα άρθρα 82, 83 και 85 έως 88 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθορίζονται λαμβανομένου υπόψη του τμήματος του κεφαλαίου που κατέχει το ίδρυμα στις εν λόγω επιχειρήσεις.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 3 Δεκεμβρίου 2021.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

(4)  Guidelines of the Basel Committee on Banking Supervision on the identification and management of step-in risk [Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία σχετικά με τον προσδιορισμό και τη διαχείριση του κινδύνου παρέμβασης], Βασιλεία, Οκτώβριος 2017.

(5)  Κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με τα όρια για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που εκτελούν τραπεζικές δραστηριότητες εκτός ρυθμιζόμενου πλαισίου σύμφωνα με το άρθρο 395 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 3 Ιουνίου 2016, EBA/GL/2015/20.

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1254/2012 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 10, το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 11, το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 12, το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 27 (2011) και το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 28 (2011) (ΕΕ L 360 της 29.12.2012, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).