ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

65ό έτος
18 Μαρτίου 2022


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2022/439 της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2021, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της μεθοδολογίας αξιολόγησης που πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων ( 1 )

1

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/440 της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2022, για την τροποποίηση του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 για τη θέσπιση ειδικών μέτρων ελέγχου για την αντιμετώπιση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων ( 1 )

67

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/441 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2022, για την τροποποίηση των παραρτημάτων V και XIV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/404 όσον αφορά τις καταχωρίσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες στους καταλόγους τρίτων χωρών από τις οποίες επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση φορτίων πουλερικών, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού πουλερικών και νωπού κρέατος από πουλερικά και πτερωτά θηράματα ( 1 )

105

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2022/442 του Συμβουλίου, της 21ης Φεβρουαρίου 2022, με την οποία εγκρίνεται η έναρξη διαπραγματεύσεων με την Ισλανδία, το Βασίλειο της Νορβηγίας, την Ελβετική Συνομοσπονδία και το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν με σκοπό να συναφθούν μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εν λόγω χωρών συμφωνίες περί συμπληρωματικών κανόνων σχετικών με το μέσο χρηματοδοτικής στήριξης για τη διαχείριση των συνόρων και την πολιτική θεωρήσεων, ως μέρος του Ταμείου για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Συνόρων

116

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2022/443 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2022, σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ όσον αφορά την τροποποίηση του παραρτήματος IV (Ενέργεια) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων) ( 1 )

118

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2022/444 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2021, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων SA.49414 (2020/C) (2019/NN) που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ των φορέων εκμετάλλευσης των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2021) 4494]  ( 1 )

122

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2022/445 της Επιτροπής, της 15ης Μαρτίου 2022, για την τροποποίηση του παραρτήματος της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας

163

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2022/446 της Επιτροπής, της 15ης Μαρτίου 2022, για την τροποποίηση του παραρτήματος της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου

180

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2022/447 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Μαρτίου 2022, που τροποποιεί την απόφαση 2011/15/ΕΕ σχετικά με το άνοιγμα λογαριασμών για την επεξεργασία πληρωμών συνδεόμενων με δάνεια του EFSF σε κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (ΕΚΤ/2022/10)

197

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/1


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/439 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 20ής Οκτωβρίου 2021

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της μεθοδολογίας αξιολόγησης που πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 144 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 173 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 180 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απαίτηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με την οποία οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αξιολογούν τη συμμόρφωση ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB), σχετίζεται με όλες τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB, ανεξάρτητα από τον βαθμό σημαντικότητάς τους, και αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ανά πάσα στιγμή. Ως εκ τούτου, η απαίτηση αυτή δεν αφορά μόνο την αξιολόγηση της αρχικής αίτησης ενός ιδρύματος για τη χορήγηση άδειας χρήσης των συστημάτων διαβάθμισης για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, αλλά αφορά επίσης τα ακόλουθα: την αξιολόγηση τυχόν πρόσθετων αιτήσεων ενός ιδρύματος για τη χορήγηση άδειας χρήσης των συστημάτων διαβάθμισης που εφαρμόζονται σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο του ιδρύματος για τη διαδοχική εφαρμογή της προσέγγισης IRΒ· την αξιολόγηση της αίτησης υλοποίησης ουσιωδών αλλαγών στις εσωτερικές προσεγγίσεις για τις οποίες το ίδρυμα έχει λάβει άδεια χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 529/2014 της Επιτροπής (2)· αλλαγές στην προσέγγιση IRB για τις οποίες απαιτείται κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 529/2014· τη διαρκή επανεξέταση της προσέγγισης IRB για την οποία το ίδρυμα έχει λάβει άδεια χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3)· την αξιολόγηση των αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας επανόδου στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων σύμφωνα με το άρθρο 149 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν τα ίδια κριτήρια σε όλες αυτές τις ειδικότερες πτυχές της αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB. Επομένως, οι κανόνες που καθορίζουν την εν λόγω μεθοδολογία αξιολόγησης θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ώστε να διασφαλίζεται η εναρμόνιση των μεθοδολογιών αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές και να αποφεύγεται ο κίνδυνος καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

(2)

Η μεθοδολογία αξιολόγησης θα πρέπει να περιλαμβάνει τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούν οι αρμόδιες αρχές, είτε σε προαιρετική είτε σε υποχρεωτική βάση, και να προβλέπει κριτήρια που υπόκεινται σε επαλήθευση από τις αρμόδιες αρχές.

(3)

Για τη διασφάλιση συνεπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χρήση της προσέγγισης IRB σε ολόκληρη την Ένωση, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις ίδιες μεθόδους για την εν λόγω αξιολόγηση. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να καθοριστεί ένα σύνολο μεθόδων που πρέπει να εφαρμόζουν όλες οι αρμόδιες αρχές. Ωστόσο, δεδομένης της φύσης της αξιολόγησης βάσει υποδείγματος, καθώς και της ποικιλομορφίας και των ιδιαιτεροτήτων των υποδειγμάτων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να κάνουν χρήση της εποπτικής τους διακριτικής ευχέρειας κατά την εφαρμογή των εν λόγω μεθόδων όσον αφορά τα συγκεκριμένα υπό εξέταση υποδείγματα. Η μεθοδολογία αξιολόγησης του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καθορίζει τα ελάχιστα κριτήρια βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές πρέπει να επαληθεύουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB και να προβλέπει την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να επαληθεύουν κάθε άλλο σχετικό κριτήριο που είναι αναγκαίο για τον σκοπό αυτόν. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή έχει διενεργήσει πρόσφατες αξιολογήσεις για παρόμοια συστήματα διαβάθμισης στην ίδια κατηγορία ανοιγμάτων, είναι σκόπιμο να επιτρέπεται η χρήση των αποτελεσμάτων των εν λόγω αξιολογήσεων και να μην υποχρεούται να τις επαναλάβει η αρμόδια αρχή, εάν η αρμόδια αρχή κρίνει, αφού κάνει χρήση της διακριτικής της ευχέρειας, ότι τα αποτελέσματα αυτά παραμένουν ουσιωδώς αμετάβλητα. Με τον τρόπο αυτόν θα αποφεύγονται η πολυπλοκότητα, οι περιττές επιβαρύνσεις και η αλληλεπικάλυψη των εργασιών.

(4)

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αξιολογήσουν τη συμμόρφωση ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB για διαφορετικούς σκοπούς από την αρχική αίτηση χορήγησης άδειας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν μόνο τους κανόνες που είναι συναφείς με το πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης για τους εν λόγω άλλους σκοπούς και θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιούν ως σημείο εκκίνησης τα συμπεράσματα των προηγούμενων αξιολογήσεων.

(5)

Όταν η αξιολόγηση αφορά αιτήσεις για τη χορήγηση των αδειών που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφαρμόζονται τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του εν λόγω άρθρου σε σχέση με τη διαδικασία κοινής απόφασης.

(6)

Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να επαληθεύουν τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις ειδικές ρυθμιστικές απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB, καθώς και να αξιολογούν τη συνολική ποιότητα των λύσεων, των συστημάτων και των προσεγγίσεων που εφαρμόζει ένα ίδρυμα, και να ζητούν συνεχείς βελτιώσεις και προσαρμογές στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ώστε να διασφαλίζεται σε συνεχή βάση η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις. Για την αξιολόγηση αυτή απαιτείται, σε μεγάλο βαθμό, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας από τις αρμόδιες αρχές. Οι κανόνες για τη μεθοδολογία αξιολόγησης θα πρέπει, αφενός, να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια, διενεργώντας πρόσθετους ελέγχους πέραν των ελέγχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, εάν απαιτείται, και, αφετέρου, να διασφαλίζουν την εναρμόνιση και τη συγκρισιμότητα των εποπτικών πρακτικών μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών. Για τους ίδιους λόγους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία για την εφαρμογή της πλέον κατάλληλης προαιρετικής μεθόδου ή οποιασδήποτε άλλης μεθόδου που απαιτείται για την επαλήθευση συγκεκριμένων απαιτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σημαντικότητα των ειδών ανοιγμάτων που καλύπτονται από κάθε σύστημα διαβάθμισης, την πολυπλοκότητα των υποδειγμάτων, τις ιδιαιτερότητες της κατάστασης, τη συγκεκριμένη λύση που εφαρμόζει το ίδρυμα, την ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχει το ίδρυμα, τους πόρους που έχουν στη διάθεσή τους οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές. Επιπλέον, για τους ίδιους λόγους, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να διενεργούν πρόσθετες δοκιμές και επαληθεύσεις που είναι απαραίτητες σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με την εκπλήρωση των απαιτήσεων της προσέγγισης IRB σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της δομής ενός ιδρύματος.

(7)

Οι αρμόδιες αρχές, για να διασφαλίσουν τη συνέπεια και την πληρότητα της αξιολόγησης της συνολικής προσέγγισης IRB, στην περίπτωση μεταγενέστερων αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας με βάση το εγκεκριμένο σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής ενός ιδρύματος, θα πρέπει να χρησιμοποιούν ως βάση για την αξιολόγησή τους τουλάχιστον τους κανόνες σχετικά με τη δοκιμή χρήσης και εμπειρίας, την ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες, τα συστήματα διαβάθμισης και την ποσοτικοποίηση του κινδύνου, δεδομένου ότι αυτές οι πτυχές της αξιολόγησης αφορούν κάθε επιμέρους σύστημα διαβάθμισης της προσέγγισης IRB.

(8)

Για την αξιολόγηση της επάρκειας της εφαρμογής της προσέγγισης IRB, θα πρέπει να επαληθεύονται όλα τα συστήματα διαβάθμισης και οι σχετικές διαδικασίες, σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αναθέσει σε τρίτο καθήκοντα, δραστηριότητες ή λειτουργίες που αφορούν τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επικύρωση των συστημάτων διαβάθμισης ή έχει λάβει σύστημα διαβάθμισης ή κοινά δεδομένα από τρίτο πωλητή. Ειδικότερα, θα πρέπει να επαληθεύεται ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή επαρκείς έλεγχοι στο ίδρυμα και ότι είναι διαθέσιμη η πλήρης τεκμηρίωση. Επιπλέον, δεδομένου ότι το διοικητικό όργανο του ιδρύματος είναι τελικά υπεύθυνο για τις ανατεθείσες διαδικασίες και τις επιδόσεις των συστημάτων διαβάθμισης που λαμβάνονται από τρίτο πωλητή, θα πρέπει να επαληθεύεται ότι το ίδρυμα διαθέτει επαρκή εσωτερική γνώση των διαδικασιών που έχουν ανατεθεί και των συστημάτων διαβάθμισης που έχουν αγοραστεί. Επομένως, το σύνολο των καθηκόντων, των δραστηριοτήτων και των λειτουργιών που ανατίθενται και των συστημάτων διαβάθμισης που λαμβάνονται από τρίτους πωλητές θα πρέπει να αξιολογούνται από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο παρόμοιο με τις περιπτώσεις στις οποίες η προσέγγιση IRB έχει αναπτυχθεί πλήρως μέσω εσωτερικών διαδικασιών του ιδρύματος.

(9)

Για να αποτραπεί το ενδεχόμενο τα ιδρύματα να ολοκληρώσουν εν μέρει μόνο τη διαδοχική εφαρμογή της προσέγγισης IRB για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν την καταλληλότητα της προθεσμίας για την εφαρμογή του επονομαζόμενου «σχεδίου επέκτασης», την τήρηση της εν λόγω προθεσμίας και την αναγκαιότητα αλλαγών στο σχέδιο επέκτασης. Θα πρέπει να επαληθεύεται ότι για όλα τα ανοίγματα που καλύπτονται από το σχέδιο επέκτασης προβλέπεται καθορισμένο και εύλογο μέγιστο χρονικό πλαίσιο για την εφαρμογή της προσέγγισης IRB.

(10)

Είναι σημαντικό να αξιολογείται η ευρωστία του τμήματος επικύρωσης και, κατ’ επέκταση, η ανεξαρτησία από τη μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου, η πληρότητα, η συχνότητα και η επάρκεια των μεθόδων και διαδικασιών, καθώς και η αρτιότητα της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων, ώστε να επαληθεύεται ότι διενεργείται αντικειμενική αξιολόγηση των συστημάτων διαβάθμισης και ότι τα κίνητρα για τη συγκάλυψη των ανεπαρκειών και των αδυναμιών του υποδείγματος είναι περιορισμένα. Κατά την επαλήθευση της εξασφάλισης επαρκούς επιπέδου ανεξαρτησίας του τμήματος επικύρωσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του ιδρύματος.

(11)

Λαμβανομένου υπόψη ότι τα συστήματα διαβάθμισης αποτελούν τον πυρήνα της προσέγγισης IRB και ότι η ποιότητά τους μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το επίπεδο των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, οι επιδόσεις των συστημάτων διαβάθμισης θα πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά. Δεδομένου, αφενός, ότι οι εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου πρέπει να επανεξετάζονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση και ότι τα συστήματα διαβάθμισης θα πρέπει να αξιολογούνται τακτικά από τις αρμόδιες αρχές και από το τμήμα εσωτερικού ελέγχου και, αφετέρου, ότι για την εκτέλεση του καθήκοντος αυτού είναι αναγκαία η εισαγωγή στοιχείων από το τμήμα επικύρωσης, είναι σκόπιμο να επαληθεύεται ότι η επικύρωση των επιδόσεων των συστημάτων διαβάθμισης που καλύπτουν σημαντικά χαρτοφυλάκια και οι δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι όλων των άλλων συστημάτων διαβάθμισης διενεργούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

(12)

Όλοι οι τομείς της προσέγγισης IRB πρέπει να καλύπτονται αποτελεσματικά από εσωτερικούς ελέγχους. Ωστόσο, θα πρέπει να επαληθεύεται ότι οι πόροι του εσωτερικού ελέγχου χρησιμοποιούνται με αποδοτικό τρόπο, με έμφαση στους πλέον επικίνδυνους τομείς. Είναι σημαντικό να υπάρχει ορισμένου βαθμού ευελιξία, ιδίως στην περίπτωση ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν πολυάριθμα συστήματα διαβάθμισης. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι διενεργούνται ετήσιες επανεξετάσεις, ώστε να προσδιορίζονται οι τομείς που απαιτούν διεξοδικότερη επανεξέταση κατά τη διάρκεια του έτους.

(13)

Για τη διασφάλιση ελάχιστου επιπέδου εναρμόνισης σε σχέση με το εύρος χρήσης των συστημάτων διαβάθμισης (την επονομαζόμενη «δοκιμή χρήσης»), οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι τα συστήματα διαβάθμισης είναι ενσωματωμένα στις σχετικές διαδικασίες του ιδρύματος στο πλαίσιο των ευρύτερων διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, καθώς και στις λειτουργίες της έγκρισης πιστώσεων, της λήψης αποφάσεων, της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων και της εταιρικής διακυβέρνησης. Πρόκειται για βασικούς τομείς στους οποίους οι εσωτερικές διαδικασίες προϋποθέτουν τη χρήση παραμέτρων κινδύνου και, ως εκ τούτου, εάν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των παραμέτρων κινδύνου που χρησιμοποιούνται στους εν λόγω τομείς και των παραμέτρων κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, θα πρέπει να επαληθεύεται ότι είναι δικαιολογημένες.

(14)

Σε σχέση με τις απαιτήσεις δοκιμής εμπειρίας, κατά την αξιολόγηση του κατά πόσο τα συστήματα διαβάθμισης που χρησιμοποιούσε το ίδρυμα πριν από την εφαρμογή της προσέγγισης IRB «ανταποκρίνονταν εν γένει» στις απαιτήσεις IRB, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ειδικότερα ότι κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών πριν από τη χρήση της προσέγγισης IRB, το σύστημα διαβάθμισης χρησιμοποιούνταν στις εσωτερικές διαδικασίες μέτρησης και διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος και ότι υπέκειτο σε παρακολούθηση, εσωτερική επικύρωση και εσωτερικό έλεγχο. Αυτός ο προσδιορισμός της μεθοδολογίας αξιολόγησης είναι αναγκαίος για τη διασφάλιση ελάχιστου επιπέδου εναρμόνισης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι τα συστήματα διαβάθμισης έχουν εφαρμοστεί τουλάχιστον στους βασικότερους τομείς χρήσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα διαβάθμισης έχουν χρησιμοποιηθεί με αποτελεσματικό τρόπο από το ίδρυμα και ότι τόσο τα μέλη του προσωπικού όσο και τα διοικητικά στελέχη είναι εξοικειωμένα με τις εν λόγω παραμέτρους και κατανοούν καλά το νόημα και τις αδυναμίες τους. Τέλος, η παρακολούθηση, η επικύρωση και ο εσωτερικός έλεγχος κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπειρίας θα πρέπει να καταδεικνύουν ότι τα συστήματα διαβάθμισης συμμορφώνονταν με τις βασικές απαιτήσεις της προσέγγισης IRB και ότι βελτιώθηκαν σταδιακά κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

(15)

Η ανεξαρτησία της διαδικασίας ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες απαιτείται για τα ανοίγματα εταιρικής τραπεζικής, διότι κατά τη διαδικασία είναι συνήθως απαραίτητη η χρήση της ανθρώπινης κρίσης. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, η διαδικασία ταξινόμησης είναι συνήθως πλήρως αυτοματοποιημένη, βάσει αντικειμενικών πληροφοριών σχετικά με τον πιστούχο και τις συναλλαγές του. Η ορθότητα της διαδικασίας ταξινόμησης διασφαλίζεται με την ορθή εφαρμογή του συστήματος διαβάθμισης στα συστήματα και τις διαδικασίες ΤΠ του ιδρύματος. Ωστόσο, εάν επιτρέπονται παρεκκλίσεις, κατά τη διαδικασία διαβάθμισης πρέπει να γίνεται χρήση της ανθρώπινης κρίσης. Κατά συνέπεια, και δεδομένου ότι τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση και ανανέωση των πιστοδοτήσεων τείνουν κατά κανόνα να αποδίδουν καλύτερες διαβαθμίσεις προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις και τον όγκο των πιστώσεων, όταν χρησιμοποιούνται παρεκκλίσεις, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, θα πρέπει να επαληθεύεται ότι η ταξινόμηση έχει εγκριθεί από άτομο ή από επιτροπή που είναι ανεξάρτητο/ανεξάρτητη από τα πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων.

(16)

Όταν οι διαβαθμίσεις είναι παλαιότερες των 12 μηνών ή όταν η επανεξέταση της ταξινόμησης δεν έχει διενεργηθεί εγκαίρως σύμφωνα με την πολιτική του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι έχουν πραγματοποιηθεί συντηρητικές προσαρμογές όσον αφορά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλαπλοί. Εάν η διαβάθμιση είναι παρωχημένη ή βασίζεται σε παρωχημένες πληροφορίες, η αξιολόγηση κινδύνου μπορεί να μην είναι ακριβής. Ειδικότερα, εάν η κατάσταση του πιστούχου έχει επιδεινωθεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες, δεν αντικατοπτρίζεται στη διαβάθμιση και ο κίνδυνος υποτιμάται. Επιπλέον, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που αφορά την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου, όταν η εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου βασίζεται σε ανεπαρκή δεδομένα ή παραδοχές, θα πρέπει να υιοθετείται ευρύτερο περιθώριο ασφαλείας. Ο ίδιος κανόνας θα πρέπει να εφαρμόζεται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, δηλαδή σε περίπτωση που κατά τη διαδικασία ταξινόμησης έχουν ληφθεί υπόψη ανεπαρκείς πληροφορίες, θα πρέπει να υιοθετείται πρόσθετη συντηρητική προσέγγιση κατά τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου. Η μέθοδος εφαρμογής πρόσθετης συντηρητικής προσέγγισης κατά τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου δεν θα πρέπει να καθορίζεται, διότι το ίδρυμα μπορεί να προσαρμόζει άμεσα είτε τη διαβάθμιση είτε την εκτίμηση της παραμέτρου κινδύνου ή τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου. Η προσαρμογή θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η διαβάθμιση ή οι υποκείμενες πληροφορίες είναι παρωχημένες.

(17)

Τα ιδρύματα υποχρεούνται να τεκμηριώνουν γραπτώς τους ειδικούς ορισμούς της αθέτησης υποχρεώσεων και της ζημίας που χρησιμοποιούν εσωτερικά και να διασφαλίζουν τη συνέπεια των ορισμών αυτών με εκείνους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Κατά την αξιολόγηση της συνέπειας αυτής, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν σαφείς πολιτικές, οι οποίες καθορίζουν πότε ένας πιστούχος ή μια πιστωτική διευκόλυνση χαρακτηρίζεται ως πιστούχος ή πιστωτική διευκόλυνση σε αθέτηση. Οι πολιτικές αυτές πρέπει να συνάδουν με τις γενικές αρχές σχετικά με τον προσδιορισμό της αθέτησης. Η ΕΑΤ εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του ορισμού της αθέτησης δυνάμει του άρθρου 178 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει επίσης να ενσωματώνονται στις διαδικασίες και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου των ιδρυμάτων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απαιτείται ειδικότερα οι εσωτερικές διαβαθμίσεις, δηλαδή συμπεριλαμβανομένης της ταξινόμησης σε βαθμίδα αθέτησης, να διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση κινδύνου και σε άλλες εσωτερικές διαδικασίες ενός ιδρύματος, οι οποίες θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε επαλήθευση από τις αρμόδιες αρχές.

(18)

Οι πληροφορίες σχετικά τόσο με τις επιδόσεις ενός πιστούχου όσο και με τα ανοίγματα σε αθέτηση και τα ανοίγματα που δεν βρίσκονται σε αθέτηση αποτελούν τη βάση για τις εσωτερικές διαδικασίες του ιδρύματος, για την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου και για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Επομένως, θα πρέπει να είναι εύρωστη και αποτελεσματική όχι μόνον η διαδικασία ταυτοποίησης των πιστούχων σε αθέτηση, αλλά και η διαδικασία αναταξινόμησης των πιστούχων σε αθέτηση σε καθεστώς μη αθέτησης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι η διαδικασία ανακατάταξης με συνετό τρόπο διασφαλίζει ότι οι πιστούχοι δεν αναταξινομούνται σε καθεστώς μη αθέτησης όταν το ίδρυμα αναμένει ότι το άνοιγμα θα επανέλθει πιθανώς σε αθέτηση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.

(19)

Για να παρέχεται στις αρμόδιες αρχές συνεπής και ακριβής επισκόπηση τόσο των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιεί το ίδρυμα όσο και της βελτίωσης των συστημάτων διαβάθμισης διαχρονικά, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να αξιολογούν την πληρότητα του μητρώου των τρεχουσών και ιστορικών εκδόσεων των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιεί το ίδρυμα («μητρώο συστημάτων διαβάθμισης»). Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι απαιτήσεις της δοκιμής εμπειρίας αφορούν την προηγούμενη τριετία από τη χρονική στιγμή της εξέτασης αίτησης για τη χορήγηση έγκρισης εσωτερικού υποδείγματος και ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διενεργούν συνολική επανεξέταση του εσωτερικού υποδείγματος σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ανά τριετία, είναι σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές να επαληθεύουν ότι το εν λόγω μητρώο συστημάτων διαβάθμισης καλύπτει τουλάχιστον τις εκδόσεις των εσωτερικών υποδειγμάτων που χρησιμοποίησε το ίδρυμα κατά την προηγούμενη τριετία.

(20)

Η ανθρώπινη κρίση χρησιμοποιείται σε διάφορα στάδια της ανάπτυξης και της χρήσης συστημάτων διαβάθμισης. Η εύλογη χρήση της ανθρώπινης κρίσης μπορεί να ενισχύσει την ποιότητα του υποδείγματος και την ακρίβεια των προβλέψεών του. Ωστόσο, δεδομένου ότι η ανθρώπινη κρίση μεταβάλλει τις εκτιμήσεις που βασίζονται σε προηγούμενη εμπειρία με υποκειμενικό τρόπο, η χρήση της ανθρώπινης κρίσης θα πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι η χρήση της ανθρώπινης κρίσης δικαιολογείται από τη θετική συμβολή της στην ακρίβεια των προβλέψεων. Κατά συνέπεια, μεγάλος αριθμός παρεκκλίσεων από τα αποτελέσματα του μοντέλου μπορεί να υποδηλώνει ότι ορισμένες σημαντικές πληροφορίες δεν περιλαμβάνονται στο σύστημα διαβάθμισης. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι ο αριθμός των παρεκκλίσεων και η αιτιολόγησή τους αναλύονται τακτικά από τα ιδρύματα και ότι τυχόν εντοπισθείσες αδυναμίες του υποδείγματος αντιμετωπίζονται επαρκώς στο πλαίσιο της επανεξέτασης του υποδείγματος.

(21)

Σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν αν το ίδρυμα έχει υιοθετήσει επαρκές περιθώριο ασφαλείας στις εκτιμήσεις του όσον αφορά τις παραμέτρους κινδύνου. Το εν λόγω περιθώριο ασφαλείας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τυχόν εντοπισθείσες ελλείψεις στα δεδομένα ή τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση του κινδύνου και την αυξημένη αβεβαιότητα που ενδέχεται να προκύψει, για παράδειγμα, από τις αλλαγές στις πολιτικές δανειοδότησης ή ανάκαμψης. Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα παύει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της προσέγγισης IRB, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν αν πληροί την απαίτηση έγκαιρης διόρθωσης των συστημάτων διαβάθμισης. Η εφαρμογή του περιθωρίου ασφαλείας δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με τη διόρθωση των υποδειγμάτων και τη διασφάλιση της πλήρους συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(22)

Όσον αφορά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου, είναι επιθυμητό οι εκτιμήσεις της πιθανότητας αθέτησης (PD) να είναι σχετικά σταθερές διαχρονικά, ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική κυκλικότητα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι οι εκτιμήσεις της PD βασίζονται στον μακροπρόθεσμο μέσο όρο των ετήσιων ποσοστών αθέτησης. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα ίδια κεφάλαια θα πρέπει να βοηθούν τα ιδρύματα να επιβιώνουν σε περίοδο ακραίων καταστάσεων, οι εκτιμήσεις κινδύνου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πιθανή επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών ακόμη και σε περιόδους ευημερίας. Τέλος, οποτεδήποτε υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, η οποία προκύπτει από ανεπαρκή δεδομένα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι έχει υιοθετηθεί πρόσθετο περιθώριο ασφαλείας. Σε περίπτωση που το μήκος των διαθέσιμων χρονοσειρών δεν περιλαμβάνει την αναμενόμενη μεταβλητότητα των ποσοστών αθέτησης, θα πρέπει να υιοθετούνται κατάλληλες μέθοδοι, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που λείπουν.

(23)

Η εκτίμηση της ζημίας λόγω αθέτησης (LGD) βασίζεται στον μέσο όρο των πραγματικών τιμών της LGD, σταθμισμένων με τον αριθμό των αθετήσεων. Εάν η αξία ανοίγματος αποτελεί σχετικό παράγοντα κινδύνου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων δυνητικών παραγόντων κινδύνου για τον διαχωρισμό ή τη διαφοροποίηση του κινδύνου LGD, ώστε να διασφαλίζεται ότι η παράμετρος υπολογίζεται για ομοιογενείς ομάδες ή βαθμίδες πιστωτικών διευκολύνσεων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται επαρκώς, διότι διασφαλίζει τη συνέπεια με τον υπολογισμό της παραμέτρου PD και την έγκυρη εφαρμογή του τύπου στάθμισης κινδύνου. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 διακρίνει τη μέθοδο εκτίμησης της LGD για μεμονωμένα ανοίγματα για τους σκοπούς των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων από τον μέσο όρο των εκτιμήσεων της LGD που υπολογίζονται σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Σε αντίθεση με τη μεμονωμένη εκτίμηση της LGD, η κατώτατη τιμή της LGD για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής εξασφαλισμένα με ακίνητη περιουσία, η οποία εφαρμόζεται σε επίπεδο συνολικού χαρτοφυλακίου, ορίζεται ως σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση τιμή της LGD. Για να διασφαλιστούν επαρκή επίπεδα παραμέτρων κινδύνου για ανοίγματα εξασφαλισμένα με ακίνητη περιουσία, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν την ορθή εφαρμογή των κατώτατων τιμών της LGD.

(24)

Ανοίγματα σε αθέτηση τα οποία, μετά την επαναφορά σε καθεστώς μη αθέτησης, αναταξινομούνται ως ανοίγματα σε αθέτηση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα σε αθέτηση από την πρώτη στιγμή κατά την οποία επήλθε η αθέτηση, δεδομένου ότι η προσωρινή αναταξινόμηση σε καθεστώς μη αθέτησης πραγματοποιείται πιθανότατα βάσει ελλιπών πληροφοριών σχετικά με την πραγματική κατάσταση του πιστούχου. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση των πολλαπλών αθετήσεων ως ενιαίας αθέτησης αντιπροσωπεύει καλύτερα την πραγματική εμπειρία αθέτησης. Για τον λόγο αυτόν, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι κατά την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου οι πολλαπλές αθετήσεις από τον ίδιο πιστούχο εντός σύντομου χρονικού διαστήματος αντιμετωπίζονται ως ενιαία αθέτηση. Επιπλέον, η αντιμετώπιση πολλαπλών αθετήσεων από τον ίδιο πιστούχο ως χωριστών αθετήσεων μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά σφάλματα στις εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου, διότι τα υψηλότερα ποσοστά αθέτησης συνεπάγονται υψηλότερες εκτιμήσεις της PD. Από την άλλη πλευρά, υποτιμάται η τιμή της LGD, διότι οι πρώτες αθετήσεις του πιστούχου αντιμετωπίζονται ως περιπτώσεις ανοιγμάτων που κατέστησαν εκ νέου ενήμερα χωρίς ζημία που σχετίζεται με αυτές, ενώ το ίδρυμα υπέστη πράγματι ζημία. Επιπροσθέτως, λόγω της σχέσης μεταξύ των εκτιμήσεων της PD και της LGD, και προκειμένου να διασφαλίζεται η ρεαλιστική εκτίμηση της αναμενόμενης ζημίας, η αντιμετώπιση των πολλαπλών αθετήσεων θα πρέπει να είναι συνεπής για τους σκοπούς της εκτίμησης της PD και της LGD.

(25)

Το εύρος των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του το ίδρυμα όσον αφορά τα ανοίγματα σε αθέτηση διαφέρει σημαντικά από εκείνο που αφορά τα εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Ειδικότερα, υπάρχουν δύο πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου για τα ανοίγματα σε αθέτηση, και συγκεκριμένα το διάστημα σε αθέτηση και οι πραγματοποιηθείσες ανακάμψεις. Επομένως, η εκτίμηση της LGD που διενεργείται πριν από την αθέτηση δεν είναι επαρκής, διότι οι εκτιμήσεις κινδύνου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλους τους σημαντικούς παράγοντες κινδύνου. Επιπροσθέτως, για τα ανοίγματα σε αθέτηση είναι ήδη γνωστό ποιες ήταν οι οικονομικές συνθήκες κατά τον χρόνο της αθέτησης. Επιπλέον, η τιμή της LGD για ανοίγματα σε αθέτηση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει το άθροισμα της αναμενόμενης ζημίας υπό τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες και της πιθανής μη αναμενόμενης ζημίας που ενδέχεται να προκύψει κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάκαμψης. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι η τιμή της LGD για ανοίγματα σε αθέτηση («LGD σε αθέτηση») εκτιμάται είτε άμεσα είτε ως άθροισμα της καλύτερης εκτίμησης για την αναμενόμενη ζημία («ELBE») και μιας προσαύξησης που αποτυπώνει τη μη αναμενόμενη ζημία που ενδέχεται να προκύψει κατά την περίοδο ανάκαμψης. Ανεξάρτητα από την εφαρμοζόμενη προσέγγιση, η εκτίμηση της LGD σε αθέτηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με το διάστημα σε αθέτηση και τις πραγματοποιηθείσες ανακάμψεις έως τη χρονική στιγμή της εκτίμησης και να εξετάζει την πιθανή δυσμενή μεταβολή των οικονομικών συνθηκών κατά την αναμενόμενη διάρκεια της διαδικασίας ανάκαμψης.

(26)

Στην περίπτωση ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD, οι εσωτερικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των εξασφαλίσεων θα πρέπει να συνάδουν εν γένει με τις απαιτήσεις του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 4 τμήμα 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εστιάζουν στις απαιτήσεις της αποτίμησης των εξασφαλίσεων και της ασφάλειας δικαίου, διότι είναι σημαντικό να διασφαλίζεται, αφενός, η τακτική και αξιόπιστη αποτίμηση των εξασφαλίσεων και, αφετέρου, ότι η αποτίμηση αντικατοπτρίζει την πραγματική αγοραία αξία υπό τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς. Η συχνότητα και ο χαρακτήρας της αναπροσαρμογής της αξίας θα πρέπει να προσαρμόζονται στο είδος των εξασφαλίσεων, δεδομένου ότι η παρωχημένη ή ανακριβής αποτίμηση μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση του κινδύνου που σχετίζεται με τα πιστωτικά ανοίγματα. Έχει επίσης καίρια σημασία να διασφαλίζεται ότι οι εξασφαλίσεις είναι νομικώς αποτελεσματικές και εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία. Σε αντίθετη περίπτωση, το άνοιγμα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μη εξασφαλισμένο· εάν στην ποσοτικοποίηση του κινδύνου αναγνωρίζονται εξασφαλίσεις αυτού του είδους, είναι πιθανό να υποτιμηθεί ο κίνδυνος.

(27)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι, για τους σκοπούς της εξελιγμένης προσέγγισης IRB, δηλαδή όταν χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD, οι εγγυητές θεωρούνται επιλέξιμοι όταν διαβαθμίζονται με τη χρήση συστήματος διαβάθμισης που έχει εγκριθεί βάσει της προσέγγισης IRΒ· μπορούν να είναι επιλέξιμοι και άλλοι εγγυητές, υπό την προϋπόθεση ότι ταξινομούνται ως ίδρυμα, κεντρική κυβέρνηση ή κεντρική τράπεζα ή εταιρική οντότητα στην οποία έχει αποδοθεί διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΟΠΑ), και η εγγύηση πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 4 τμήμα 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες ισχύουν επίσης για την τυποποιημένη προσέγγιση.

(28)

Κατά την αξιολόγηση της διαδικασίας ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε κατηγορίες ανοιγμάτων, θα πρέπει να καθορίζονται ειδικές απαιτήσεις για την επαλήθευση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών της ταξινόμησης ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής λόγω της προνομιακής τους αντιμετώπισης όσον αφορά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων. Ορισμένες κατηγορίες ανοιγμάτων ορίζονται με βάση τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής, ενώ άλλες με βάση το είδος του πιστούχου· επομένως, μπορεί να υπάρχουν ανοίγματα τα οποία πληρούν τα κριτήρια για περισσότερες από μία κατηγορίες ανοιγμάτων. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι το ίδρυμα εφαρμόζει την ορθή αλληλουχία ταξινόμησης για τη διασφάλιση της συνεπούς και σαφούς ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε κατηγορίες ανοιγμάτων.

(29)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων λαμβάνονται υπόψη στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και κεφαλαίου, διότι η ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων διασφαλίζει ότι τα σενάρια και ο αντίκτυπός τους στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων αναπτύσσονται και εκτελούνται με έγκυρο τρόπο και ότι οι μελλοντοστραφείς πτυχές των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της διοίκησης του ιδρύματος.

(30)

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής θα πρέπει να υπολογίζουν την πραγματική ληκτότητα των ανοιγμάτων βάσει της προσέγγισης IRB για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Στην περίπτωση των ανακυκλούμενων ανοιγμάτων, ένα ίδρυμα διατρέχει κίνδυνο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία εξόφλησης της τρέχουσας ανάληψης, δεδομένου ότι ο δανειολήπτης μπορεί να προβεί σε νέα ανάληψη πρόσθετων ποσών. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι ο υπολογισμός της πραγματικής ληκτότητας των ανακυκλούμενων ανοιγμάτων βασίζεται στην ημερομηνία λήξης της πιστωτικής διευκόλυνσης.

(31)

Ο υπολογισμός της διαφοράς μεταξύ, αφενός, των ποσών της αναμενόμενης ζημίας και, αφετέρου, των προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου, των πρόσθετων προσαρμογών αξίας και άλλων μειώσεων ιδίων κεφαλαίων («υστέρηση IRB») θα πρέπει να πραγματοποιείται σε συγκεντρωτικό επίπεδο χωριστά για το χαρτοφυλάκιο των ανοιγμάτων σε αθέτηση και για το χαρτοφυλάκιο των ανοιγμάτων που δεν βρίσκονται σε αθέτηση. Ο διαχωρισμός μεταξύ των ανοιγμάτων σε αθέτηση και των ανοιγμάτων σε μη αθέτηση είναι αναγκαίος προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα αρνητικά ποσά τα οποία προκύπτουν από τον υπολογισμό που πραγματοποιείται για το χαρτοφυλάκιο σε αθέτηση δεν χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση των θετικών ποσών τα οποία προκύπτουν από τον υπολογισμό που πραγματοποιείται για το χαρτοφυλάκιο των ανοιγμάτων που δεν βρίσκονται σε αθέτηση. Πέραν αυτού, ο συνολικός υπολογισμός συνάδει με τη γενική έννοια των ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με την οποία τα ίδια κεφάλαια θα πρέπει να είναι πλήρως διαθέσιμα για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ιδρύματος. Δεδομένου ότι τα ποσά των προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου, των πρόσθετων προσαρμογών αξίας και άλλων μειώσεων ιδίων κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της υστέρησης IRB έχουν ήδη αφαιρεθεί από τα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των αναμενόμενων ζημιών («EL»), το μέρος που υπερβαίνει τις συνολικές ζημίες είναι πλήρως διαθέσιμο για την κάλυψη των ζημιών που εντοπίζονται σε όλα τα ανοίγματα σε αθέτηση. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι οι προσαρμογές ιδίων κεφαλαίων βάσει της υστέρησης IRB υπολογίζονται και εφαρμόζονται με ορθό τρόπο.

(32)

Μη αξιόπιστα, ανακριβή, ελλιπή ή παρωχημένα δεδομένα μπορεί να οδηγήσουν σε σφάλματα κατά την εκτίμηση κινδύνου και τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Επιπλέον, όταν χρησιμοποιούνται στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος, δεδομένα αυτού του είδους ενδέχεται επίσης να οδηγήσουν στη λήψη κακών αποφάσεων σχετικά με τις πιστώσεις και τη διαχείριση. Για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας και της υψηλής ποιότητας των δεδομένων, η υποδομή και οι διαδικασίες που αφορούν τη συλλογή και την αποθήκευση δεδομένων θα πρέπει να είναι άρτια τεκμηριωμένες και να περιλαμβάνουν πλήρη περιγραφή των χαρακτηριστικών και των πηγών των δεδομένων, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή χρήση τους στις εσωτερικές διαδικασίες και στις διαδικασίες για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν την ποιότητα και την τεκμηρίωση των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία εκτίμησης των παραμέτρων κινδύνου, στην ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες και στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

(33)

Η ποιότητα των δεδομένων, η ακρίβεια της εκτίμησης κινδύνου και η ορθότητα του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την αξιοπιστία των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της προσέγγισης IRB. Επιπλέον, η συνέχεια και η συνέπεια των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου και του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων μπορούν να διασφαλιστούν μόνον όταν τα συστήματα ΤΠ που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς αυτούς είναι ασφαλή και αξιόπιστα και η υποδομή ΤΠ είναι επαρκώς εύρωστη. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να επαληθεύουν επίσης την αξιοπιστία των συστημάτων ΤΠ του ιδρύματος και την ευρωστία της υποδομής ΤΠ.

(34)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι, στο μέτρο του δυνατού, οι μη αλληλεπικαλυπτόμενες παρατηρήσεις των αποδόσεων των ανοιγμάτων σε μετοχές χρησιμοποιούνται τόσο για την ανάπτυξη όσο και για την επικύρωση εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές. Οι μη αλληλεπικαλυπτόμενες παρατηρήσεις εξασφαλίζουν υψηλότερη ποιότητα προβλέψεων, δεδομένου ότι σε όλες τις παρατηρήσεις αποδίδεται η ίδια βαρύτητα και οι παρατηρήσεις δεν συσχετίζονται στενά μεταξύ τους.

(35)

Η χρήση της προσέγγισης IRB απαιτεί την έγκριση των αρμόδιων αρχών και κάθε ουσιώδης αλλαγή στην εν λόγω προσέγγιση πρέπει να εγκρίνεται. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν ότι η εσωτερική διαδικασία διαχείρισης, και ειδικότερα η εσωτερική διαδικασία έγκρισης των εν λόγω αλλαγών, διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται μόνον οι αλλαγές που συνάδουν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 529/2014 και ότι στο πλαίσιο αυτό η ταξινόμηση των αλλαγών είναι συνεπής, ώστε να αποφεύγεται τυχόν καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

(36)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά μεταξύ τους, δεδομένου ότι όλες αφορούν πτυχές της μεθοδολογίας αξιολόγησης που πρέπει να εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με την προσέγγιση IRB. Για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται σε αυτές να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, είναι επιθυμητό να συμπεριληφθούν σε ενιαίο κανονισμό όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αφορούν τη μεθοδολογία αξιολόγησης της προσέγγισης IRB που απαιτείται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(37)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην Επιτροπή.

(38)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και οφέλη και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Άρθρο 1

Αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων

1.   Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων (στο εξής: προσέγγιση IRB) ως εξής:

α)

για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αρχικών αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας χρήσης της προσέγγισης IRB, όπως προβλέπεται στο άρθρο 144 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

β)

για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας επέκτασης της προσέγγισης IRB σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τα κεφάλαια 4, 5, 7 και 8, καθώς και οποιοδήποτε άλλο μέρος του παρόντος κανονισμού που είναι συναφές με το εν λόγω αίτημα·

γ)

για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αιτήσεων για τη χορήγηση προηγούμενης άδειας ώστε να επέλθουν αλλαγές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 143 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλα τα μέρη του παρόντος κανονισμού που είναι συναφή με τις εν λόγω αλλαγές·

δ)

για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αλλαγών των συστημάτων διαβάθμισης και των προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλα τα μέρη του παρόντος κανονισμού που είναι συναφή με τις εν λόγω αλλαγές·

ε)

για τους σκοπούς της διαρκούς εξέτασης της χρήσης της προσέγγισης IRB σύμφωνα με το άρθρο 101 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλα τα μέρη του παρόντος κανονισμού που είναι συναφή με την εν λόγω εξέταση·

στ)

για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας επανόδου στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων σύμφωνα με το άρθρο 149 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τα άρθρα 6 έως 8 του παρόντος κανονισμού.

2.   Εκτός από τα κριτήρια που καθορίζονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 διατάξεις του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν κάθε άλλο σχετικό κριτήριο που είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB.

Άρθρο 2

Μέθοδοι που πρέπει να εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές

1.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αρχικών αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας χρήσης της προσέγγισης IRB, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις υποχρεωτικές μεθόδους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Μπορούν επίσης να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 7, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με την παράγραφο 8.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αιτήσεων για τη χορήγηση άδειας επέκτασης της προσέγγισης IRB σύμφωνα με σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις υποχρεωτικές μεθόδους που ορίζονται στα κεφάλαια 4, 5, 7 και 8. Μπορούν επίσης να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 7, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με την παράγραφο 8.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αιτήσεων για τη χορήγηση προηγούμενης άδειας ώστε να επέλθουν αλλαγές στην προσέγγιση IRB, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τα έγγραφα που πρέπει να υποβάλλουν τα ιδρύματα όσον αφορά την αλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 529/2014. Μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις μεθόδους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 7, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με την παράγραφο 8.

4.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αλλαγών των συστημάτων διαβάθμισης και των προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές που έχουν κοινοποιηθεί, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τα έγγραφα που πρέπει να υποβάλλουν τα ιδρύματα όσον αφορά την αλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 529/2014, ενώ μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις μεθόδους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 7, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με την παράγραφο 8.

5.   Για τους σκοπούς της διαρκούς εξέτασης της χρήσης της προσέγγισης IRB, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις μεθόδους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 7, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με την παράγραφο 8.

6.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αιτήσεων επανόδου στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις μεθόδους που ορίζονται στο κεφάλαιο 2 του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με την παράγραφο 7, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με την παράγραφο 8.

7.   Όταν ο παρών κανονισμός προβλέπει την προαιρετική χρήση μεθόδων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις μεθόδους αυτές είναι κατάλληλη και ενδείκνυται για τη φύση, το μέγεθος και τον βαθμό πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

α)

τη σημαντικότητα των ειδών ανοιγμάτων που καλύπτονται από τα συστήματα διαβάθμισης·

β)

την πολυπλοκότητα των υποδειγμάτων διαβάθμισης και των παραμέτρων κινδύνου, καθώς και της εφαρμογής τους.

8.   Εκτός από τις μεθόδους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν άλλες μεθόδους, οι οποίες είναι κατάλληλες και ενδείκνυνται για τη φύση, το μέγεθος και τον βαθμό πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις χρήσης της προσέγγισης IRB.

9.   Κατά την εφαρμογή των μεθόδων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα πρόσφατων αξιολογήσεων που διενήργησαν είτε οι ίδιες είτε άλλες αρμόδιες αρχές, εάν οι εν λόγω αξιολογήσεις πληρούν αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αξιολόγηση βασίστηκε, εν όλω ή εν μέρει, στις υποχρεωτικές μεθόδους·

β)

το αντικείμενο της αξιολόγησης περιλάμβανε το ίδιο ή παρεμφερές σύστημα διαβάθμισης στην ίδια κατηγορία ανοιγμάτων.

Άρθρο 3

Ποιότητα της τεκμηρίωσης

1.   Για την επαλήθευση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με την απαίτηση τεκμηρίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η τεκμηρίωση των συστημάτων διαβάθμισης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 («συστήματα διαβάθμισης»):

α)

είναι επαρκώς λεπτομερής και ακριβής, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με αποδοτικό τρόπο·

β)

έχει εγκριθεί στο κατάλληλο διοικητικό επίπεδο του ιδρύματος·

γ)

περιέχει, όσον αφορά κάθε έγγραφο, τουλάχιστον καταχώριση σχετικά με το είδος του εγγράφου, τον συντάκτη, τον αναθεωρητή, τον υπάλληλο που έδωσε την έγκριση, τον κάτοχο, τις ημερομηνίες κατάρτισης και έγκρισης, τον αριθμό έκδοσης και το ιστορικό αλλαγών του εγγράφου·

δ)

επιτρέπει σε τρίτους να εξετάζουν και να επιβεβαιώνουν τη λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης και, ειδικότερα, να εξετάζουν και να επιβεβαιώνουν ότι:

i)

η τεκμηρίωση του σχεδιασμού του συστήματος διαβάθμισης είναι επαρκώς λεπτομερής, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε τρίτους να κατανοούν το σκεπτικό στο οποίο στηρίζονται όλες οι πτυχές του συστήματος διαβάθμισης, συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών, των μαθηματικών τύπων και, όταν εμπλέκεται η ανθρώπινη κρίση, των αποφάσεων, καθώς και των διαδικασιών για την ανάπτυξη του συστήματος διαβάθμισης·

ii)

η τεκμηρίωση του συστήματος διαβάθμισης είναι επαρκώς λεπτομερής, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε τρίτους να κατανοούν τη λειτουργία, τους περιορισμούς και τις βασικές παραδοχές κάθε υποδείγματος διαβάθμισης, καθώς και κάθε παραμέτρου κινδύνου, και να αναπαράγουν την ανάπτυξη του υποδείγματος·

iii)

η τεκμηρίωση της διαδικασίας διαβάθμισης είναι επαρκώς λεπτομερής, ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε τρίτους να κατανοούν τη μέθοδο ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, καθώς και την πραγματική ταξινόμησή τους σε βαθμίδες ή ομάδες, και να αναπαράγουν την ταξινόμηση.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή επαληθεύει ότι το ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές που περιγράφουν συγκεκριμένα πρότυπα τεκμηρίωσης, τα οποία διασφαλίζουν:

α)

ότι η εσωτερική τεκμηρίωση είναι επαρκώς λεπτομερής και ακριβής·

β)

ότι ανατίθεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή μονάδες η ευθύνη να διασφαλίζουν ότι η τεκμηρίωση είναι πλήρης, συνεπής, ακριβής, επικαιροποιημένη, εγκεκριμένη, κατά περίπτωση, και ασφαλής·

γ)

ότι το ίδρυμα τεκμηριώνει επαρκώς τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τις μεθοδολογίες του σχετικά με την εφαρμογή της προσέγγισης IRB.

Άρθρο 4

Συμμετοχή τρίτων

1.   Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την απαίτηση που αφορά την αρτιότητα και την ακεραιότητα των συστημάτων διαβάθμισης που ορίζονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αναθέσει καθήκοντα, δραστηριότητες ή λειτουργίες που αφορούν τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επικύρωση των συστημάτων διαβάθμισής του σε τρίτο ή έχει αγοράσει σύστημα διαβάθμισης ή κοινά δεδομένα από τρίτο, η αρμόδια αρχή επαληθεύει ότι η εν λόγω ανάθεση ή αγορά δεν εμποδίζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και επαληθεύει ότι:

α)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ («ανώτερα διοικητικά στελέχη»), καθώς και το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή η επιτροπή που έχει διοριστεί από αυτό, συμμετέχουν ενεργά στην εποπτεία και τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τα καθήκοντα, τις δραστηριότητες ή τις λειτουργίες που ανατίθενται στο εν λόγω τρίτο ή όσον αφορά τα συστήματα διαβάθμισης που λαμβάνονται από τρίτους·

β)

το προσωπικό του ιδρύματος διαθέτει επαρκή γνώση και αντίληψη των καθηκόντων, των δραστηριοτήτων ή των λειτουργιών που ανατίθενται σε τρίτους, καθώς και της δομής των δεδομένων και των συστημάτων διαβάθμισης που λαμβάνονται από τρίτους·

γ)

διασφαλίζεται η συνέχεια των λειτουργιών ή των διαδικασιών που ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες, μεταξύ άλλων μέσω κατάλληλου σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης·

δ)

ο εσωτερικός ή άλλος έλεγχος των καθηκόντων, των δραστηριοτήτων και των λειτουργιών που ανατίθενται σε τρίτους δεν περιορίζεται ούτε παρεμποδίζεται από τη συμμετοχή του τρίτου·

ε)

χορηγείται στην αρμόδια αρχή πλήρης πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες.

2.   Σε περίπτωση συμμετοχής τρίτου στα καθήκοντα ανάπτυξης συστήματος διαβάθμισης και εκτίμησης κινδύνου για ένα ίδρυμα, η αρμόδια αρχή επαληθεύει ότι:

α)

πληρούνται τα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 1·

β)

οι δραστηριότητες επικύρωσης όσον αφορά τα εν λόγω συστήματα διαβάθμισης και τις εν λόγω εκτιμήσεις κινδύνου δεν ασκούνται από τον εν λόγω τρίτο·

γ)

ο τρίτος παρέχει στο ίδρυμα τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων επικύρωσης.

3.   Σε περίπτωση που, για τους σκοπούς της ανάπτυξης συστήματος διαβάθμισης και εκτίμησης παραμέτρων κινδύνου, το ίδρυμα χρησιμοποιεί δεδομένα που συγκεντρώνονται από διάφορα ιδρύματα και η ανάπτυξη του συστήματος διαβάθμισης πραγματοποιείται από τρίτο, ο εν λόγω τρίτος μπορεί να συνδράμει το ίδρυμα στις δραστηριότητες επικύρωσης εκτελώντας τα καθήκοντα επικύρωσης για τα οποία απαιτείται πρόσβαση στα κοινά δεδομένα.

4.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής των παραγράφων 1, 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τον τρίτο, καθώς και άλλα σχετικά έγγραφα που προσδιορίζουν τα καθήκοντα του τρίτου·

β)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό του ιδρύματος ή τον τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί το καθήκον, η δραστηριότητα ή η λειτουργία·

γ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ή το διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή τον τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί το καθήκον, η δραστηριότητα ή η λειτουργία ή την επιτροπή του ιδρύματος που έχει διοριστεί από το διοικητικό όργανο·

δ)

εξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος ή του τρίτου, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο.

Άρθρο 5

Προσωρινή μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της προσέγγισης IRB

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 146 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρμόδια αρχή:

α)

εξετάζει αν το σχέδιο έγκαιρης επανόδου σε κατάσταση συμμόρφωσης του ιδρύματος επαρκεί για την αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης και αν το χρονοδιάγραμμα είναι εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα:

i)

τη σημαντικότητα της μη συμμόρφωσης·

ii)

την έκταση των μέτρων που απαιτούνται για την επάνοδο σε κατάσταση συμμόρφωσης·

iii)

τους πόρους που έχει στη διάθεσή του το ίδρυμα·

β)

παρακολουθεί σε τακτική βάση την πρόοδο που σημειώνεται όσον αφορά την υλοποίηση του σχεδίου έγκαιρης επανόδου του ιδρύματος σε κατάσταση συμμόρφωσης·

γ)

επαληθεύει τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις σχετικές απαιτήσεις μετά την υλοποίηση του σχεδίου, εφαρμόζοντας τις μεθοδολογίες αξιολόγησης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΜΕΡΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Άρθρο 6

Γενικά

1.   Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης IRB που ορίζονται στο άρθρο 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και με τις προϋποθέσεις μόνιμης μερικής χρήσης που ορίζονται στο άρθρο 150 του εν λόγω κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν αμφότερα τα ακόλουθα:

α)

ότι η αρχική κάλυψη και το σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής της προσέγγισης IRB από το ίδρυμα είναι επαρκή, σύμφωνα με το άρθρο 7·

β)

ότι οι κατηγορίες ανοιγμάτων, τα είδη ανοιγμάτων ή οι επιχειρηματικές μονάδες στα οποία/στις οποίες εφαρμόζεται η τυποποιημένη προσέγγιση είναι επιλέξιμα/επιλέξιμες για μόνιμη εξαίρεση από την προσέγγιση IRB.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν το σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής της προσέγγισης IRB που έχει καταρτίσει το ίδρυμα·

β)

εξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων υπολογισμού του μεριδίου των ανοιγμάτων που πρέπει να καλύπτονται από τη διαδοχική εφαρμογή της προσέγγισης IRB και τη μόνιμη εξαίρεση από την προσέγγιση IRΒ·

γ)

εξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των μονάδων και των διοικητικών οργάνων που συμμετέχουν στην ταξινόμηση μεμονωμένων ανοιγμάτων στην προσέγγιση IRB ή στην τυποποιημένη προσέγγιση·

δ)

εξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των συνεδριάσεων των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

ε)

εξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων τμημάτων ελέγχου του ιδρύματος·

στ)

εξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις προόδου όσον αφορά τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια των ελέγχων·

ζ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1 οι αρμόδιες αρχές μπορούν:

α)

να εξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ταξινόμησης μεμονωμένων ανοιγμάτων στην προσέγγιση IRB ή στην τυποποιημένη προσέγγιση·

β)

να διενεργούν δειγματοληπτικούς ελέγχους και να εξετάζουν έγγραφα που αφορούν τα χαρακτηριστικά των πιστούχων και την έγκριση και διατήρηση των πιστοδοτήσεων που περιλαμβάνονται στο δείγμα·

γ)

να εξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 7

Διαδοχική εφαρμογή της προσέγγισης IRB

1.   Κατά την αξιολόγηση της αρχικής κάλυψης και του σχεδίου διαδοχικής εφαρμογής της προσέγγισης IRB που έχει καταρτίσει το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

i)

προσδιορισμό του εύρους εφαρμογής κάθε συστήματος διαβάθμισης, καθώς και των ειδών ανοιγμάτων που διαβαθμίζονται με τη χρήση κάθε υποδείγματος διαβάθμισης·

ii)

τις προγραμματισμένες ημερομηνίες εφαρμογής της προσέγγισης IRB για κάθε είδος ανοίγματος·

iii)

πληροφορίες σχετικά με τις συνολικές αξίες των ανοιγμάτων κατά τον χρόνο της αξιολόγησης και τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων, που υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση που εφαρμόζεται κατά τον χρόνο της αξιολόγησης σε κάθε είδος ανοίγματος·

β)

το σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής περιλαμβάνει όλα τα ανοίγματα του ιδρύματος και, κατά περίπτωση, της μητρικής του επιχείρησης, καθώς και όλα τα ανοίγματα των θυγατρικών του ιδρύματος, εκτός εάν τα ανοίγματα αξιολογούνται σύμφωνα με το άρθρο 8·

γ)

η εφαρμογή προβλέπεται να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 148 παράγραφος 1 δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

σε περίπτωση που επιτρέπεται στο ίδρυμα να χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB για οποιαδήποτε κατηγορία ανοιγμάτων, αυτό χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB για ανοίγματα σε μετοχές εκτός από τις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 148 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

η ακολουθία και οι χρονικές περίοδοι της εφαρμογής της προσέγγισης IRB καθορίζονται με βάση τις πραγματικές δυνατότητες του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθεσιμότητα των δεδομένων, των συστημάτων διαβάθμισης και των περιόδων εμπειρίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 145 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και δεν χρησιμοποιούνται επιλεκτικά για τον σκοπό της επίτευξης μειωμένων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

στ)

η ακολουθία της εφαρμογής της προσέγγισης IRB διασφαλίζει ότι δίνεται προτεραιότητα στην εφαρμογή όσον αφορά τα πιστωτικά ανοίγματα που σχετίζονται με την κύρια δραστηριότητα του ιδρύματος·

ζ)

ορίζεται συγκεκριμένη προθεσμία για την εφαρμογή της προσέγγισης IRB για κάθε είδος ανοίγματος και επιχειρηματικής μονάδας και είναι εύλογη με βάση τη φύση και την κλίμακα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν αν η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) είναι εύλογη με βάση όλα τα ακόλουθα:

α)

την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της·

β)

τον αριθμό των επιχειρηματικών μονάδων και των επιχειρηματικών τομέων εντός του ιδρύματος και, κατά περίπτωση, της μητρικής του επιχείρησης και των θυγατρικών του ιδρύματος·

γ)

τον αριθμό και την πολυπλοκότητα των συστημάτων διαβάθμισης που πρέπει να εφαρμόζουν όλες οι οντότητες που καλύπτονται από το σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής·

δ)

τα σχέδια για την εφαρμογή συστημάτων διαβάθμισης σε θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες στις οποίες υπάρχουν σημαντικές νομικές ή άλλες δυσκολίες για την έγκριση υποδειγμάτων IRΒ·

ε)

τη διαθεσιμότητα ακριβών, κατάλληλων και πλήρων χρονοσειρών·

στ)

την επιχειρησιακή ικανότητα του ιδρύματος όσον αφορά την ανάπτυξη και την εφαρμογή των συστημάτων διαβάθμισης·

ζ)

προηγούμενη εμπειρία του ιδρύματος στη διαχείριση συγκεκριμένων ειδών ανοιγμάτων.

3.   Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με το σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής της προσέγγισης IRB, το οποίο έχει υποβληθεί για έγκριση από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρούν κατάλληλες τις αλλαγές στην ακολουθία και τη χρονική περίοδο, μόνον εάν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπάρχουν σημαντικές μεταβολές στο επιχειρηματικό περιβάλλον και ιδίως μεταβολές στη στρατηγική, τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές·

β)

υπάρχουν σημαντικές μεταβολές στις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις·

γ)

έχουν εντοπιστεί σημαντικές αδυναμίες στα συστήματα διαβάθμισης από την αρμόδια αρχή ή από το τμήμα εσωτερικού ελέγχου ή επικύρωσης·

δ)

έχουν μεταβληθεί σημαντικά τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ή οποιοδήποτε από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν είχε ληφθεί επαρκώς υπόψη στο σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής της προσέγγισης IRB, το οποίο έχει εγκριθεί.

Άρθρο 8

Προϋποθέσεις μόνιμης μερικής χρήσης

1.   Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με τις προϋποθέσεις μόνιμης μερικής χρήσης της τυποποιημένης προσέγγισης σε σχέση με τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 150 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα αξιολογεί και λαμβάνει υπόψη τη διαθεσιμότητα εξωτερικών δεδομένων για αντιπροσωπευτικούς αντισυμβαλλομένους·

β)

το κόστος που συνεπάγεται για το ίδρυμα η ανάπτυξη ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλομένους στη σχετική κατηγορία ανοιγμάτων αξιολογείται λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του ιδρύματος, καθώς και της φύσης και της κλίμακας των δραστηριοτήτων του·

γ)

η επιχειρησιακή ικανότητα του ιδρύματος όσον αφορά την ανάπτυξη και την εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης αξιολογείται λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας της δραστηριότητας του ιδρύματος.

2.   Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με τις προϋποθέσεις μόνιμης μερικής χρήσης της τυποποιημένης προσέγγισης σε σχέση με τα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 150 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα έχει επαληθεύσει και έχει λάβει υπόψη τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α)

ότι τα ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των χαρτοφυλακίων και των επιχειρηματικών τομέων που τελούν υπό χωριστή διαχείριση, δεν είναι αρκετά ομοιογενή ώστε να επιτρέπουν την ανάπτυξη ενός εύρωστου και αξιόπιστου συστήματος διαβάθμισης·

β)

ότι το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση είναι σημαντικά υψηλότερο από το αναμενόμενο ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την προσέγγιση IRΒ·

γ)

ότι τα ανοίγματα αφορούν επιχειρηματική μονάδα ή επιχειρηματικό τομέα του ιδρύματος που προγραμματίζεται να διακοπεί·

δ)

ότι τα ανοίγματα περιλαμβάνουν χαρτοφυλάκια που υπόκεινται σε αναλογική ενοποίηση εν μέρει θυγατρικών, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3.   Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με τις προϋποθέσεις μόνιμης μερικής χρήσης της τυποποιημένης προσέγγισης, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα παρακολουθεί σε τακτική βάση τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΕΝΟΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 9

Γενικά

1.   Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις εσωτερικής διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που αφορούν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και το διοικητικό όργανο, την εσωτερική διαδικασία υποβολής εκθέσεων, τον έλεγχο πιστωτικού κινδύνου και τον εσωτερικό έλεγχο, την εποπτεία και την επικύρωση, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

την ευρωστία των ρυθμίσεων, των μηχανισμών και των διαδικασιών επικύρωσης των συστημάτων διαβάθμισης ενός ιδρύματος, καθώς και την καταλληλότητα του προσωπικού που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της επικύρωσης («τμήμα επικύρωσης»), όπως αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και στ), στο άρθρο 174 στοιχείο δ) και στα άρθρα 185 και 188 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τα εξής:

i)

την ανεξαρτησία του τμήματος επικύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 10·

ii)

την πληρότητα και τη συχνότητα της εφαρμογής της διαδικασίας επικύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 11·

iii)

την επάρκεια των μεθόδων και των διαδικασιών του τμήματος επικύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 12·

iv)

την αρτιότητα της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων και της διαδικασίας συνεκτίμησης των συμπερασμάτων, των πορισμάτων και των συστάσεων επικύρωσης σύμφωνα με το άρθρο 13·

β)

την εσωτερική διακυβέρνηση και εποπτεία του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της μονάδας ελέγχου πιστωτικού κινδύνου και του εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος, όπως αναφέρεται στα άρθρα 189, 190 και 191 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά:

i)

τον ρόλο των ανώτερων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 14·

ii)

την υποβολή εκθέσεων διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 15·

iii)

τη μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 16·

iv)

τον εσωτερικό έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 17.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος·

β)

εξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

γ)

εξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις που αφορούν τα συστήματα διαβάθμισης, καθώς και τυχόν συμπεράσματα και αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των εν λόγω εκθέσεων·

δ)

εξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις για τις δραστηριότητες των τμημάτων ελέγχου πιστωτικού κινδύνου, εσωτερικού ελέγχου, εποπτείας και επικύρωσης που καταρτίζονται από το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για καθένα από τα εν λόγω τμήματα ή από οποιοδήποτε άλλο τμήμα ελέγχου του ιδρύματος, καθώς και τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις συστάσεις των εν λόγω τμημάτων·

ε)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για την αξιολόγηση του τμήματος επικύρωσης, εκτός από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες όλων των μελών του προσωπικού που εμπλέκονται στο τμήμα επικύρωσης·

β)

εξετάζουν την επάρκεια και την καταλληλότητα του ετήσιου προγράμματος εργασιών επικύρωσης·

γ)

εξετάζουν τα εγχειρίδια επικύρωσης που χρησιμοποιεί το τμήμα επικύρωσης·

δ)

εξετάζουν τη διαδικασία κατηγοριοποίησης των πορισμάτων και των σχετικών συστάσεων σύμφωνα με τον βαθμό σημαντικότητάς τους·

ε)

εξετάζουν τη συνέπεια των συμπερασμάτων, των πορισμάτων και των συστάσεων του τμήματος επικύρωσης·

στ)

εξετάζουν τον ρόλο του τμήματος επικύρωσης στην εσωτερική διαδικασία έγκρισης των συστημάτων διαβάθμισης και όλων των σχετικών αλλαγών·

ζ)

εξετάζουν το σχέδιο δράσης κάθε σχετικής σύστασης, μεταξύ άλλων όσον αφορά και τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτήν, όπως εγκρίθηκε από το κατάλληλο διοικητικό επίπεδο.

4.   Για την αξιολόγηση της μονάδας ελέγχου πιστωτικού κινδύνου, που αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 190 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες όλων των αρμόδιων μελών του προσωπικού και των ανώτερων διοικητικών στελεχών της μονάδας ελέγχου πιστωτικού κινδύνου·

β)

εξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις που υποβάλλουν η μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη προς το διοικητικό όργανο ή την επιτροπή που έχει διοριστεί από αυτό.

5.   Για την αξιολόγηση της μονάδας εσωτερικού ελέγχου ή άλλης παρεμφερούς ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 191 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες όλων των αρμόδιων μελών του προσωπικού που εμπλέκονται στον εσωτερικό έλεγχο·

β)

εξετάζουν την επάρκεια και την καταλληλότητα του ετήσιου προγράμματος εργασιών εσωτερικού ελέγχου·

γ)

εξετάζουν τα σχετικά εγχειρίδια ελέγχου και τα προγράμματα εργασιών, καθώς και τα πορίσματα και τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στις σχετικές εκθέσεις ελέγχου·

δ)

εξετάζουν το σχέδιο δράσης κάθε σχετικής σύστασης, μεταξύ άλλων όσον αφορά και τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτήν, όπως εγκρίθηκε στο κατάλληλο διοικητικό επίπεδο.

6.   Εκτός από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1.

ΤΜΗΜΑ 2

Μεθοδολογία αξιολόγησης του τμήματος επικύρωσης

Άρθρο 10

Ανεξαρτησία του τμήματος επικύρωσης

1.   Κατά την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας του τμήματος επικύρωσης για τους σκοπούς του άρθρου 144 παράγραφος 1 στοιχείο στ), του άρθρου 174 στοιχείο δ) και των άρθρων 185 και 188 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η μονάδα που είναι υπεύθυνη για το τμήμα επικύρωσης ή, όταν δεν υπάρχει χωριστή μονάδα ειδικά για τη λειτουργία επικύρωσης, το προσωπικό που εκτελεί τη λειτουργία επικύρωσης πληροί όλα τα ακόλουθα:

α)

το τμήμα επικύρωσης είναι ανεξάρτητο από το προσωπικό και από τα διοικητικά στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων, καθώς και με τον σχεδιασμό ή την ανάπτυξη του υποδείγματος·

β)

το προσωπικό που εκτελεί τη λειτουργία επικύρωσης είναι διαφορετικό από το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη του συστήματος διαβάθμισης, καθώς και από το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για το τμήμα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου·

γ)

αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν η μονάδα που είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία επικύρωσης είναι οργανωτικά χωριστή από τη μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου και κάθε μονάδα αναφέρεται σε διαφορετικά ανώτερα διοικητικά στελέχη, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν αμφότερα τα ακόλουθα:

α)

ότι το τμήμα επικύρωσης διαθέτει επαρκείς πόρους, συμπεριλαμβανομένου έμπειρου και ειδικευμένου προσωπικού, για την εκτέλεση των καθηκόντων του·

β)

ότι οι αποδοχές του προσωπικού και των ανώτερων διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για το τμήμα επικύρωσης δεν συνδέονται ούτε με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν τον έλεγχο πιστωτικού κινδύνου ούτε με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν η μονάδα που είναι υπεύθυνη για το τμήμα επικύρωσης είναι οργανωτικά χωριστή από τη μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου και αμφότερες οι μονάδες αναφέρονται στο ίδιο ανώτερο διοικητικό στέλεχος, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

ότι το τμήμα επικύρωσης διαθέτει επαρκείς πόρους, συμπεριλαμβανομένου έμπειρου και ειδικευμένου προσωπικού, για την εκτέλεση των καθηκόντων του·

β)

ότι οι αποδοχές του προσωπικού και των ανώτερων διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για το τμήμα επικύρωσης δεν συνδέονται ούτε με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν τον έλεγχο πιστωτικού κινδύνου ούτε με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την έγκριση ή την ανανέωση των πιστοδοτήσεων·

γ)

ότι εφαρμόζεται διαδικασία λήψης αποφάσεων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις συστάσεις του τμήματος επικύρωσης·

δ)

ότι δεν ασκείται αθέμιτη επιρροή στα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις συστάσεις του τμήματος επικύρωσης·

ε)

ότι αποφασίζονται και εφαρμόζονται εγκαίρως όλα τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για τη συνεκτίμηση των συμπερασμάτων, των πορισμάτων και των συστάσεων του τμήματος επικύρωσης·

στ)

ότι ο εσωτερικός έλεγχος αξιολογεί σε τακτική βάση την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε).

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν δεν υπάρχει χωριστή μονάδα υπεύθυνη για τη λειτουργία επικύρωσης, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

ότι το τμήμα επικύρωσης διαθέτει επαρκείς πόρους, συμπεριλαμβανομένου έμπειρου και ειδικευμένου προσωπικού, για την εκτέλεση των καθηκόντων του·

β)

ότι οι αποδοχές του προσωπικού και των ανώτερων διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για το τμήμα επικύρωσης δεν συνδέονται ούτε με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν τον έλεγχο πιστωτικού κινδύνου ούτε με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την έγκριση ή την ανανέωση των πιστοδοτήσεων·

γ)

ότι εφαρμόζεται διαδικασία λήψης αποφάσεων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις συστάσεις του τμήματος επικύρωσης·

δ)

ότι δεν ασκείται αθέμιτη επιρροή στα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις συστάσεις του τμήματος επικύρωσης·

ε)

ότι αποφασίζονται και εφαρμόζονται εγκαίρως όλα τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για τη συνεκτίμηση των συμπερασμάτων, των πορισμάτων και των συστάσεων του τμήματος επικύρωσης·

στ)

ότι ο εσωτερικός έλεγχος αξιολογεί σε τακτική βάση την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε)·

ζ)

ότι υπάρχει ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ του προσωπικού που εκτελεί τη λειτουργία επικύρωσης και του προσωπικού που εκτελεί τα άλλα καθήκοντα·

η)

ότι το ίδρυμα δεν αποτελεί παγκόσμιο ή άλλο συστημικά σημαντικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 131 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

5.   Κατά την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας του τμήματος επικύρωσης, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν επίσης αν η επιλογή του ιδρύματος όσον αφορά την οργάνωση του τμήματος επικύρωσης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2, 3 και 4, είναι επαρκής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την κλίμακα του ιδρύματος, καθώς και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων του επιχειρηματικού του μοντέλου.

Άρθρο 11

Πληρότητα και συχνότητα της διαδικασίας επικύρωσης

1.   Κατά την αξιολόγηση της πληρότητας του τμήματος επικύρωσης για τους σκοπούς των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο στ), στο άρθρο 174 στοιχείο δ) και στα άρθρα 185 και 188 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα έχει ορίσει και έχει τεκμηριώσει πλήρη διαδικασία επικύρωσης για όλα τα συστήματα διαβάθμισης·

β)

το ίδρυμα εκτελεί αρκετά συχνά τη διαδικασία επικύρωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α).

2.   Κατά την αξιολόγηση της πληρότητας της διαδικασίας επικύρωσης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το τμήμα επικύρωσης:

α)

επανεξετάζει με κριτικό πνεύμα όλες τις πτυχές του ορισμού των εσωτερικών διαβαθμίσεων και των παραμέτρων κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών συλλογής και εκκαθάρισης δεδομένων, των επιλογών της μεθοδολογίας και της δομής του υποδείγματος, καθώς και της διαδικασίας επιλογής των μεταβλητών·

β)

επαληθεύει την επάρκεια της εφαρμογής των εσωτερικών διαβαθμίσεων και των παραμέτρων κινδύνου στα συστήματα ΤΠ και ότι οι ορισμοί των βαθμίδων και των ομάδων εφαρμόζονται με συνέπεια στις διάφορες υπηρεσίες και γεωγραφικές περιοχές του ιδρύματος·

γ)

επαληθεύει τις επιδόσεις των συστημάτων διαβάθμισης λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τη διαφοροποίηση και την ποσοτικοποίηση του κινδύνου, καθώς και τη σταθερότητα των εσωτερικών διαβαθμίσεων και των παραμέτρων κινδύνου και των προδιαγραφών του υποδείγματος·

δ)

επαληθεύει όλες τις αλλαγές που σχετίζονται με τις εσωτερικές διαβαθμίσεις και τις παραμέτρους κινδύνου, καθώς και τη σημαντικότητά τους, σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 529/2014, και παρακολουθεί με συνέπεια τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις συστάσεις που διατυπώνει το ίδιο.

3.   Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας της συχνότητας της διαδικασίας επικύρωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η διαδικασία επικύρωσης εκτελείται τακτικά για όλα τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος, σύμφωνα με ετήσιο πρόγραμμα εργασιών, και ότι:

α)

για όλα τα συστήματα διαβάθμισης, οι διαδικασίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 185 στοιχείο β) και του άρθρου 188 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 («δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι») διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως·

β)

για τα συστήματα διαβάθμισης που καλύπτουν σημαντικά είδη ανοιγμάτων, η επαλήθευση των επιδόσεων των συστημάτων διαβάθμισης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ), πραγματοποιείται τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

4.   Όταν ένα ίδρυμα υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας χρήσης των εσωτερικών διαβαθμίσεων και των παραμέτρων κινδύνου ενός συστήματος διαβάθμισης ή για τυχόν ουσιώδεις αλλαγές των εσωτερικών διαβαθμίσεων και των παραμέτρων κινδύνου ενός συστήματος διαβάθμισης, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα διενεργεί την επικύρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και γ) πριν από τη χρήση του συστήματος διαβάθμισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και για σκοπούς εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου.

Άρθρο 12

Επάρκεια των μεθόδων και των διαδικασιών του τμήματος επικύρωσης

Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των μεθόδων και των διαδικασιών επικύρωσης για τους σκοπούς των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο στ), στο άρθρο 174 στοιχείο δ) και στα άρθρα 185 και 188 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι οι εν λόγω μέθοδοι και διαδικασίες παρέχουν τη δυνατότητα συνεπούς και έγκυρης αξιολόγησης των επιδόσεων των συστημάτων εσωτερικών διαβαθμίσεων και εκτίμησης κινδύνου και επαληθεύουν ότι:

α)

οι μέθοδοι και οι διαδικασίες επικύρωσης είναι κατάλληλες για την αξιολόγηση της ακρίβειας και της συνέπειας του συστήματος διαβάθμισης·

β)

οι μέθοδοι και οι διαδικασίες επικύρωσης είναι κατάλληλες για τη φύση, τον βαθμό πολυπλοκότητας και το εύρος εφαρμογής των συστημάτων διαβάθμισης του ιδρύματος και τη διαθεσιμότητα των δεδομένων·

γ)

οι μέθοδοι και οι διαδικασίες επικύρωσης προσδιορίζουν με σαφήνεια τους στόχους, τα πρότυπα και τους περιορισμούς επικύρωσης, περιέχουν περιγραφή όλων των ελέγχων επικύρωσης, των συνόλων δεδομένων και των διαδικασιών εκκαθάρισης δεδομένων, καθορίζουν τις πηγές δεδομένων και τις χρονικές περιόδους αναφοράς και θέτουν τους καθορισμένους στόχους και τα επίπεδα ανοχής για καθορισμένες μετρήσεις, για την αρχική και την τακτική επικύρωση αντίστοιχα·

δ)

οι μέθοδοι επικύρωσης που χρησιμοποιούνται, και ιδίως οι έλεγχοι που εκτελούνται, το σύνολο δεδομένων αναφοράς που χρησιμοποιείται για την επικύρωση και την εκκαθάριση των αντίστοιχων δεδομένων, εφαρμόζονται διαχρονικά με συνέπεια·

ε)

οι μέθοδοι επικύρωσης περιλαμβάνουν δοκιμαστικούς εκ των υστέρων ελέγχους και συγκριτική αξιολόγηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 185 στοιχείο γ) και στο άρθρο 188 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

οι μέθοδοι επικύρωσης λαμβάνουν υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρηματικοί κύκλοι και η σχετική συστηματική μεταβλητότητα της εμπειρίας αθέτησης συνεκτιμώνται στις εσωτερικές διαβαθμίσεις και τις παραμέτρους κινδύνου, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση της PD.

Άρθρο 13

Αρτιότητα της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων και της διαδικασίας συνεκτίμησης των συμπερασμάτων, των διαπιστώσεων και των συστάσεων επικύρωσης

Κατά την αξιολόγηση της αρτιότητας της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων και της διαδικασίας συνεκτίμησης των συμπερασμάτων, των πορισμάτων και των συστάσεων επικύρωσης, για τους σκοπούς των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο στ), στο άρθρο 174 στοιχείο δ) και στα άρθρα 185 και 188 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι εκθέσεις επικύρωσης προσδιορίζουν και περιγράφουν τις μεθόδους επικύρωσης που χρησιμοποιούνται, τους ελέγχους που διενεργούνται, το σύνολο δεδομένων αναφοράς που χρησιμοποιείται, καθώς και τις αντίστοιχες διαδικασίες εκκαθάρισης δεδομένων, και περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων, τα συμπεράσματα της επικύρωσης, τα πορίσματα και τις αντίστοιχες συστάσεις·

β)

τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και οι συστάσεις των εκθέσεων επικύρωσης κοινοποιούνται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος ή στην επιτροπή που έχει διοριστεί από αυτό·

γ)

τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και οι συστάσεις των εκθέσεων επικύρωσης αποτυπώνονται σε αλλαγές και βελτιώσεις του σχεδιασμού των εσωτερικών διαβαθμίσεων και των εκτιμήσεων κινδύνου, μεταξύ άλλων στις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 185 στοιχείο ε) πρώτη περίοδος και στο άρθρο 188 στοιχείο ε) πρώτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

η διαδικασία λήψης αποφάσεων του ιδρύματος εκτελείται στο κατάλληλο διοικητικό επίπεδο.

ΤΜΗΜΑ 3

Μεθοδολογία αξιολόγησης της εσωτερικής διακυβέρνησης και εποπτείας

Άρθρο 14

Ο ρόλος των ανώτερων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου

Κατά την αξιολόγηση της εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 189 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η διαδικασία λήψης αποφάσεων του ιδρύματος, η ιεραρχία του, οι δίαυλοι αναφοράς και τα επίπεδα ευθύνης καθορίζονται με σαφήνεια στην εσωτερική τεκμηρίωση του ιδρύματος και αντικατοπτρίζονται με συνέπεια στα πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του·

β)

τόσο το διοικητικό όργανο ή η επιτροπή που έχει διοριστεί από αυτό όσο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη εγκρίνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες σημαντικές πτυχές των συστημάτων διαβάθμισης:

i)

όλες τις σχετικές πολιτικές που αφορούν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των συστημάτων διαβάθμισης και την εφαρμογή της προσέγγισης IRB, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών που αφορούν όλες τις σημαντικές πτυχές των διαδικασιών ταξινόμησης των διαβαθμίσεων, εκτίμησης των παραμέτρων κινδύνου και επικύρωσης·

ii)

όλες τις σχετικές πολιτικές διαχείρισης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την υποδομή ΤΠ και τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης·

iii)

τις παραμέτρους κινδύνου όλων των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στις εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

γ)

το διοικητικό όργανο ή η επιτροπή που έχει διοριστεί από αυτό καθορίζει κατάλληλη οργανωτική δομή για την άρτια εφαρμογή των συστημάτων διαβάθμισης μέσω επίσημης απόφασης·

δ)

το διοικητικό όργανο ή η επιτροπή που έχει διοριστεί από αυτό εγκρίνει, μέσω επίσημης απόφασης, τον προσδιορισμό του αποδεκτού επιπέδου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς του συστήματος εσωτερικών διαβαθμίσεων του ιδρύματος·

ε)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη διαθέτουν ικανοποιητική γνώση όλων των συστημάτων διαβάθμισης του ιδρύματος, του σχεδιασμού και της λειτουργίας τους, των απαιτήσεων της προσέγγισης IRB, καθώς και της προσέγγισης του ιδρύματος όσον αφορά την εκπλήρωση των εν λόγω απαιτήσεων·

στ)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη κοινοποιούν στο διοικητικό όργανο ή στην επιτροπή που έχει διοριστεί από αυτό τις ουσιώδεις αλλαγές των καθιερωμένων πολιτικών ή τις εξαιρέσεις από αυτές, που επηρεάζουν σημαντικά τις λειτουργίες των συστημάτων διαβάθμισης του ιδρύματος·

ζ)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη είναι σε θέση να εξασφαλίζουν σε συνεχή βάση την άρτια λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης·

η)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη λαμβάνουν σχετικά μέτρα όταν εντοπίζονται αδυναμίες των συστημάτων διαβάθμισης από το τμήμα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου, επικύρωσης, εσωτερικού ελέγχου ή από οποιοδήποτε άλλο τμήμα ελέγχου.

Άρθρο 15

Υποβολή εκθέσεων διαχείρισης

Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας της υποβολής εκθέσεων διαχείρισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 189 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι εκθέσεις διαχείρισης περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με όλα τα ακόλουθα:

i)

το προφίλ κινδύνου των πιστούχων ή των ανοιγμάτων, ανά βαθμίδα·

ii)

τις μεταβολές μεταξύ βαθμίδων διαβάθμισης·

iii)

εκτίμηση των σχετικών παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα·

iv)

σύγκριση μεταξύ, αφενός, των πραγματικών ποσοστών αθέτησης και, όταν χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις, των πραγματικών τιμών της LGD και των πραγματικών συντελεστών μετατροπής, και, αφετέρου, των αντίστοιχων προσδοκιών·

v)

παραδοχές και αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων·

vi)

τις επιδόσεις της διαδικασίας διαβάθμισης, τις πτυχές που πρέπει να βελτιωθούν και την πρόοδο των προσπαθειών για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών των συστημάτων διαβάθμισης που έχουν διαπιστωθεί·

vii)

εκθέσεις επικύρωσης·

β)

η μορφή και η συχνότητα υποβολής εκθέσεων διαχείρισης είναι επαρκείς, σε σχέση με τη σημασία και το είδος των πληροφοριών, καθώς και το επίπεδο που κατέχει ο αποδέκτης στην ιεραρχία, λαμβανομένης υπόψη της οργανωτικής δομής του ιδρύματος·

γ)

η υποβολή εκθέσεων διαχείρισης διευκολύνει την παρακολούθηση, εκ μέρους των ανώτερων διοικητικών στελεχών, του πιστωτικού κινδύνου στο συνολικό χαρτοφυλάκιο ανοιγμάτων που καλύπτονται από την προσέγγιση IRΒ·

δ)

η υποβολή εκθέσεων διαχείρισης είναι ανάλογη προς τη φύση, το μέγεθος και τον βαθμό πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής του ιδρύματος.

Άρθρο 16

Μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου

1.   Κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής διακυβέρνησης και της εποπτείας του ιδρύματος σε σχέση με τη μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 190 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η μονάδα ή οι μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου είναι χωριστές και ανεξάρτητες από το προσωπικό και από τα διοικητικά στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων·

β)

η μονάδα ή οι μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου είναι λειτουργικές και επαρκείς για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η μονάδα ή οι μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου αποτελούν χωριστές οργανωτικές δομές εντός του ιδρύματος·

β)

ο προϊστάμενος της μονάδας ελέγχου πιστωτικού κινδύνου ή οι προϊστάμενοι των εν λόγω μονάδων είναι ανώτερα διοικητικά στελέχη·

γ)

το τμήμα διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου είναι οργανωμένο σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

δ)

το προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη που είναι υπεύθυνα για τη μονάδα ή για τις μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου δεν είναι επιφορτισμένα με την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων·

ε)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη της μονάδας ή των μονάδων ελέγχου πιστωτικού κινδύνου και των μονάδων που είναι επιφορτισμένες με την έγκριση ή την ανανέωση των πιστοδοτήσεων αναφέρονται σε διαφορετικά μέλη του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της επιτροπής που έχει διοριστεί από αυτό·

στ)

οι αποδοχές του προσωπικού και των ανώτερων διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για τη μονάδα ή τις μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου δεν συνδέονται με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την έγκριση ή την ανανέωση των πιστοδοτήσεων.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο β), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η μονάδα ή οι μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου είναι ανάλογες προς τη φύση, το μέγεθος και τον βαθμό πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, και ειδικότερα προς την πολυπλοκότητα των συστημάτων διαβάθμισης και της εφαρμογής τους·

β)

η μονάδα ή οι μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου διαθέτουν επαρκείς πόρους, καθώς και έμπειρο και ειδικευμένο προσωπικό, για την άσκηση όλων των σχετικών δραστηριοτήτων·

γ)

η μονάδα ή οι μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου είναι υπεύθυνες για τον σχεδιασμό ή την επιλογή, την εφαρμογή και την εποπτεία, καθώς και τις επιδόσεις των συστημάτων διαβάθμισης, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 190 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και οι τομείς αρμοδιότητας της εν λόγω μονάδας ή των εν λόγω μονάδων περιλαμβάνουν τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 190 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού·

δ)

η μονάδα ή οι μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου ενημερώνουν τακτικά τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για τις επιδόσεις των συστημάτων διαβάθμισης, τις πτυχές που πρέπει να βελτιωθούν και την πρόοδο των προσπαθειών για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών που έχουν διαπιστωθεί.

Άρθρο 17

Εσωτερικός έλεγχος

1.   Κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής διακυβέρνησης και της εποπτείας του ιδρύματος σε σχέση με τη μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή άλλη παρεμφερή ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 191 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή η άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου επανεξετάζει, τουλάχιστον ετησίως, τα ακόλουθα:

i)

όλα τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος·

ii)

τις λειτουργίες του τμήματος ελέγχου πιστωτικού κινδύνου·

iii)

τις λειτουργίες της διαδικασίας έγκρισης πιστώσεων·

iv)

τις λειτουργίες του τμήματος εσωτερικής επικύρωσης·

β)

η επανεξέταση του στοιχείου α) διευκολύνει τον προσδιορισμό, στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών, των τομέων για τους οποίους απαιτείται λεπτομερής επανεξέταση της συμμόρφωσης με όλες τις απαιτήσεις που ισχύουν για την προσέγγιση IRB κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 142 έως 191 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή η άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου είναι λειτουργική και επαρκής για την εκτέλεση των καθηκόντων της.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1 στοιχείο γ), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή η άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου παρέχει στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση των συστημάτων διαβάθμισης με όλες τις ισχύουσες απαιτήσεις της προσέγγισης IRΒ·

β)

η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή η άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου είναι ανάλογη προς τη φύση, το μέγεθος και τον βαθμό πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, και ιδίως προς την πολυπλοκότητα των συστημάτων διαβάθμισης και της εφαρμογής τους·

γ)

η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή η άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου διαθέτει επαρκείς πόρους, καθώς και έμπειρο και ειδικευμένο προσωπικό για την άσκηση όλων των σχετικών δραστηριοτήτων·

δ)

η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή η άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου δεν εμπλέκεται σε καμία πτυχή της λειτουργίας των συστημάτων διαβάθμισης που εξετάζει σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α)·

ε)

η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή η άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου είναι ανεξάρτητη από το προσωπικό και από τα διοικητικά στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων και αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη·

στ)

οι αποδοχές του προσωπικού και των ανώτερων διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για το τμήμα εσωτερικού ελέγχου δεν συνδέονται με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την έγκριση ή την ανανέωση των πιστοδοτήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

Άρθρο 18

Γενικά

1.   Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση συστημάτων διαβάθμισης για τους σκοπούς του άρθρου 144 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 145, του άρθρου 171 παράγραφος 1 στοιχείο γ), του άρθρου 172 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 172 παράγραφος 1 στοιχείο γ), του άρθρου 172 παράγραφος 2 και του άρθρου 175 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και οι εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου, έγκρισης των πιστώσεων και λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 19·

β)

οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και οι εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 20·

γ)

οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και οι εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στις λειτουργίες εταιρικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 21·

δ)

τα δεδομένα και οι εκτιμήσεις που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων και τα δεδομένα και οι εκτιμήσεις που χρησιμοποιούνται για εσωτερικούς σκοπούς είναι συνεπή και, όπου υπάρχουν διαφορές, αυτές είναι πλήρως τεκμηριωμένες και εύλογες·

ε)

τα συστήματα διαβάθμισης συνάδουν σε γενικές γραμμές με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 169 έως 191 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και έχουν εφαρμοστεί από το ίδρυμα επί τουλάχιστον τρία έτη πριν από τη χρήση της προσέγγισης IRB, όπως ορίζεται στο άρθρο 145 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με το άρθρο 22.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος·

β)

εξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών που συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου·

γ)

εξετάζουν την κατανομή αρμοδιοτήτων για τη λήψη πιστωτικών αποφάσεων, τα εγχειρίδια διαχείρισης των πιστώσεων και τα συστήματα εμπορικών διαύλων·

δ)

εξετάζουν την ανάλυση που διενήργησε το ίδρυμα όσον αφορά τις εγκρίσεις πιστώσεων και τα δεδομένα σχετικά με τις απορριφθείσες αιτήσεις για τη χορήγηση πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακόλουθων στοιχείων:

i)

πιστωτικές αποφάσεις που αποκλίνουν από την πιστωτική πολιτική του ιδρύματος («εξαιρέσεις»)·

ii)

περιπτώσεις στις οποίες η ανθρώπινη κρίση οδηγεί σε απόκλιση από τις εισαγόμενες παραμέτρους ή τα αποτελέσματα των συστημάτων διαβάθμισης («παρεκκλίσεις») και αιτιολογήσεις των παρεκκλίσεων αυτών·

iii)

μη διαβαθμισμένα ανοίγματα και αιτιολόγηση των διαβαθμίσεων που λείπουν·

iv)

μη αυτοματοποιημένες αποφάσεις και οριακά σημεία·

ε)

εξετάζουν τις πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά την αναδιάρθρωση των πιστώσεων·

στ)

εξετάζουν την τεκμηριωμένη τακτική υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο·

ζ)

εξετάζουν την τεκμηρίωση σχετικά με τον υπολογισμό των εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος και την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων σε είδη κινδύνου, θυγατρικές και χαρτοφυλάκια·

η)

εξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων τμημάτων ελέγχου του ιδρύματος·

θ)

εξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών και τον μετριασμό των κινδύνων που έχουν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων·

ι)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

να εξετάζουν την τεκμηρίωση των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης·

β)

να εξετάζουν τη μεθοδολογία των προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου και την τεκμηριωμένη ανάλυση της συνοχής της με τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

γ)

να εξετάζουν την τεκμηριωμένη ανάλυση της προσαρμοσμένης ως προς τον κίνδυνο κερδοφορίας του ιδρύματος·

δ)

να εξετάζουν τις πολιτικές τιμολόγησης του ιδρύματος·

ε)

να εξετάζουν τις διαδικασίες σχετικά με την είσπραξη και την ανάκτηση οφειλών·

στ)

να εξετάζουν τα εγχειρίδια σχεδιασμού και τις εκθέσεις σχετικά με την εγγραφή του κόστους κινδύνου στον προϋπολογισμό·

ζ)

να εξετάζουν την πολιτική αποδοχών και τα πρακτικά της επιτροπής αποδοχών·

η)

να εξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 19

Δοκιμή χρήσης στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου, λήψης αποφάσεων και έγκρισης πιστώσεων

1.   Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου και λήψης αποφάσεων του ιδρύματος, καθώς και στη διαδικασία έγκρισης πιστώσεων, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 144 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά την ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες σύμφωνα με το άρθρο 171 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το άρθρο 171 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 172 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) του εν λόγω κανονισμού και όσον αφορά την τεκμηρίωση των συστημάτων διαβάθμισης σύμφωνα με το άρθρο 175 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

ο αριθμός των μη διαβαθμισμένων ανοιγμάτων και των παρωχημένων διαβαθμίσεων είναι επουσιώδης·

β)

οι εν λόγω εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο, ιδίως κατά:

i)

τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έγκριση, την απόρριψη, την αναδιάρθρωση και την ανανέωση μιας πιστωτικής διευκόλυνσης·

ii)

την κατάρτιση των δανειοδοτικών πολιτικών, επηρεάζοντας είτε τα ανώτατα όρια των ανοιγμάτων, τις τεχνικές μείωσης κινδύνου και τις πιστωτικές ενισχύσεις που απαιτούνται είτε οποιαδήποτε άλλη πτυχή του συνολικού προφίλ πιστωτικού κινδύνου του ιδρύματος·

iii)

τη διεξαγωγή της διαδικασίας παρακολούθησης των πιστούχων και των ανοιγμάτων.

2.   Όταν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας σε οποιονδήποτε από τους τομείς που παρατίθενται κατωτέρω, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο η χρήση αυτή συμβάλλει στο να διαδραματίζουν οι εν λόγω διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις ουσιαστικό ρόλο στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και λήψης αποφάσεων του ιδρύματος, καθώς και στη διαδικασία έγκρισης πιστώσεων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α)

τιμολόγηση κάθε πιστωτικής διευκόλυνσης ή πιστούχου·

β)

συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου·

γ)

προσδιορισμός και εφαρμογή των πολιτικών και των διαδικασιών είσπραξης και ανάκτησης·

δ)

υπολογισμός των προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου, εάν αυτό συνάδει με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο·

ε)

κατανομή ή ανάθεση αρμοδιοτήτων για τη διαδικασία έγκρισης πιστώσεων από το διοικητικό συμβούλιο σε εσωτερικές επιτροπές, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και στο προσωπικό.

Άρθρο 20

Δοκιμή χρήσης στην κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων

1.   Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης και ζημίας των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν αν οι εν λόγω διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο:

α)

στην εκτίμηση του ύψους των εσωτερικών κεφαλαίων που το ίδρυμα θεωρεί κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχει αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβει, όπως αναφέρεται στο άρθρο 73 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

στην κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων μεταξύ των ειδών κινδύνου, των θυγατρικών και των χαρτοφυλακίων.

2.   Όταν τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης και ζημίας για τους σκοπούς του υπολογισμού του κόστους κινδύνου για το ίδρυμα για δημοσιονομικούς σκοπούς, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών συμβάλλει στο να διαδραματίζουν οι εν λόγω διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις ουσιαστικό ρόλο στην κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος.

Άρθρο 21

Δοκιμή χρήσης στις λειτουργίες εταιρικής διακυβέρνησης

1.   Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας των συστημάτων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στις λειτουργίες εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν αν οι εν λόγω διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο:

α)

στην υποβολή εκθέσεων διαχείρισης·

β)

στην παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου σε επίπεδο χαρτοφυλακίου.

2.   Όταν τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης και ζημίας σε οποιονδήποτε από τους τομείς που παρατίθενται κατωτέρω, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών συμβάλλει στο να διαδραματίζουν οι εν λόγω διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις ουσιαστικό ρόλο στις λειτουργίες εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

σχεδιασμός του εσωτερικού ελέγχου·

β)

σχεδιασμός των πολιτικών αποδοχών.

Άρθρο 22

Δοκιμή εμπειρίας

1.   Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσο τα συστήματα διαβάθμισης που συνάδουν σε γενικές γραμμές με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 169 έως 191 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έχουν εφαρμοστεί επί τουλάχιστον τρία έτη πριν από τη χρήση της προσέγγισης IRB για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 145 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

τα εν λόγω συστήματα διαβάθμισης έχουν χρησιμοποιηθεί στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και λήψης αποφάσεων του ιδρύματος, καθώς και στις διαδικασίες έγκρισης πιστώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

β)

διατίθεται επαρκής τεκμηρίωση της αποτελεσματικής λειτουργίας των συστημάτων διαβάθμισης για την εν λόγω τριετία, ειδικότερα όσον αφορά τις αντίστοιχες εκθέσεις παρακολούθησης, επικύρωσης και ελέγχου.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης αίτησης για τη χορήγηση άδειας επέκτασης της προσέγγισης IRB σύμφωνα με το σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης όταν η επέκταση αφορά ανοίγματα τα οποία διαφέρουν σημαντικά από το πεδίο εφαρμογής της υφιστάμενης κάλυψης, κατά τέτοιον τρόπο ώστε η υφιστάμενη εμπειρία να μη μπορεί να θεωρηθεί εύλογα επαρκής για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του άρθρου 145 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τα πρόσθετα ανοίγματα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 145 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ ΣΕ ΒΑΘΜΙΔΕΣ Ή ΟΜΑΔΕΣ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ

Άρθρο 23

Γενικά

1.   Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με τις απαιτήσεις σχετικά με την ταξινόμηση των πιστούχων ή των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 169, 171, 172 και 173 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν αμφότερα τα ακόλουθα:

α)

την επάρκεια των ορισμών, των διαδικασιών και των κριτηρίων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την ταξινόμηση ή την επανεξέταση της ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των παρεκκλίσεων, σύμφωνα με το άρθρο 24·

β)

την ακεραιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 173 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας της διαδικασίας ταξινόμησης, καθώς και την επανεξέταση της ταξινόμησης, σύμφωνα με το άρθρο 25.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

εξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος·

β)

εξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των μονάδων που είναι επιφορτισμένες με την έγκριση και ανανέωση των πιστοδοτήσεων, καθώς και των μονάδων που είναι υπεύθυνες για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες·

γ)

εξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου, ή των επιτροπών·

δ)

εξετάζουν τις εσωτερικές εκθέσεις του ιδρύματος όσον αφορά τις επιδόσεις της διαδικασίας ταξινόμησης·

ε)

εξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων τμημάτων ελέγχου του ιδρύματος·

στ)

εξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών στη διαδικασία ταξινόμησης ή επανεξέτασης και για τον μετριασμό των κινδύνων που έχουν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων·

ζ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος·

η)

εξετάζουν τα κριτήρια που χρησιμοποιεί το προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χρήση της ανθρώπινης κρίσης κατά την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

να εξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των σχετικών συστημάτων ΤΠ·

β)

να διενεργούν δειγματοληπτικούς ελέγχους και να εξετάζουν έγγραφα σχετικά με τα χαρακτηριστικά ενός πιστούχου και τη δημιουργία και διατήρηση των ανοιγμάτων·

γ)

να διενεργούν τους δικούς τους ελέγχους των δεδομένων του ιδρύματος ή να ζητούν από το ίδρυμα να διενεργήσει συγκεκριμένους ελέγχους·

δ)

να εξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 24

Ορισμοί, διαδικασίες και κριτήρια ταξινόμησης

1.   Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των ορισμών, των διαδικασιών και των κριτηρίων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την ταξινόμηση ή την επανεξέταση της ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες σύμφωνα με τα άρθρα 169, 171, 172 και 173 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί που διασφαλίζουν τη συνεπή ταξινόμηση των πιστούχων ή των πιστωτικών διευκολύνσεων σε κατάλληλο σύστημα διαβάθμισης·

β)

εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί που διασφαλίζουν ότι κάθε άνοιγμα που κατέχει το ίδρυμα ταξινομείται σε βαθμίδα ή ομάδα σύμφωνα με το σύστημα διαβάθμισης·

γ)

για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και για ανοίγματα σε μετοχές, όταν το ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση της PD/LGD που ορίζεται στο άρθρο 155 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί, ώστε να διασφαλίζεται ότι όλα τα ανοίγματα έναντι του ίδιου πιστούχου ταξινομούνται στην ίδια βαθμίδα οφειλετών, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων στους διάφορους επιχειρηματικούς τομείς, τις υπηρεσίες, τις γεωγραφικές περιοχές, τις νομικές οντότητες εντός του ομίλου και τα συστήματα ΤΠ, και να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της εξαίρεσης από την απαίτηση ύπαρξης κλίμακας διαβάθμισης πιστούχων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης του πιστούχου για την υποκατηγορία ειδικού δανεισμού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 170 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και της εξαίρεσης από την υποχρέωση ταξινόμησης χωριστών ανοιγμάτων έναντι του ίδιου πιστούχου στην ίδια βαθμίδα πιστούχων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 172 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του εν λόγω κανονισμού·

δ)

οι ορισμοί και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση είναι επαρκώς λεπτομερή, ώστε να εξασφαλίζεται η διαμόρφωση κοινής αντίληψης και η συνεπής ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες από όλα τα μέλη του αρμόδιου προσωπικού σε όλους τους επιχειρηματικούς τομείς, τις υπηρεσίες, τις γεωγραφικές περιοχές, τις νομικές οντότητες εντός του ομίλου, ανεξάρτητα από το σύστημα ΤΠ που χρησιμοποιείται·

ε)

εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί για τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών όσον αφορά τους πιστούχους και τις πιστωτικές διευκολύνσεις·

στ)

λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές, επί του παρόντος διαθέσιμες και πλέον επικαιροποιημένες πληροφορίες·

ζ)

στην περίπτωση ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και για ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση της PD/LGD, λαμβάνονται υπόψη τόσο χρηματοοικονομικές όσο και μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες·

η)

όταν οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες λείπουν ή δεν είναι επικαιροποιημένες, το ίδρυμα έχει καθορίσει επίπεδα ανοχής για καθορισμένες μετρήσεις και έχει θεσπίσει κανόνες, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός αυτό με κατάλληλο και συντηρητικό τρόπο·

θ)

οι οικονομικές καταστάσεις που είναι παλαιότερες των 24 μηνών θεωρούνται παρωχημένες και αντιμετωπίζονται με συντηρητικό τρόπο·

ι)

η ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες αποτελεί μέρος της διαδικασίας έγκρισης πιστώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 19·

ια)

τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια ταξινόμησης σε βαθμίδες ή ομάδες είναι συνεπή με τα πιστοδοτικά πρότυπα του ιδρύματος και με τις πολιτικές του για τη διαχείριση των προβληματικών πιστούχων και πιστωτικών διευκολύνσεων.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η ανθρώπινη κρίση για να αγνοήσει τυχόν εισαγόμενες παραμέτρους και αποτελέσματα του συστήματος διαβάθμισης σύμφωνα με το άρθρο 172 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Επαληθεύουν ότι:

α)

υπάρχουν τεκμηριωμένες πολιτικές που καθορίζουν τους λόγους και τη μέγιστη έκταση των παρεκκλίσεων και προσδιορίζουν τα στάδια της διαδικασίας ταξινόμησης στα οποία επιτρέπονται οι παρεκκλίσεις·

β)

οι παρεκκλίσεις αιτιολογούνται επαρκώς με αναφορά στους λόγους που προβλέπονται στις πολιτικές που αναφέρονται στο στοιχείο α) και η αιτιολόγηση αυτή τεκμηριώνεται·

γ)

το ίδρυμα διενεργεί τακτικά ανάλυση των επιδόσεων των ανοιγμάτων των οποίων η διαβάθμιση δεν έχει ληφθεί υπόψη, περιλαμβανομένης ανάλυσης των παρεκκλίσεων που διενήργησε κάθε μέλος του προσωπικού που εφαρμόζει τις παρεκκλίσεις, και τα αποτελέσματα της ανάλυσης αυτής λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε κατάλληλο διοικητικό επίπεδο·

δ)

το ίδρυμα συλλέγει πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τις παρεκκλίσεις, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών τόσο πριν όσο και μετά τις παρεκκλίσεις, παρακολουθεί τον αριθμό και τις αιτιολογήσεις των παρεκκλίσεων σε τακτική βάση και αναλύει τις επιπτώσεις των παρεκκλίσεων στις επιδόσεις του υποδείγματος·

ε)

ο αριθμός και οι αιτιολογήσεις των παρεκκλίσεων δεν υποδηλώνουν σημαντικές αδυναμίες του υποδείγματος διαβάθμισης.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι οι ορισμοί, οι διαδικασίες και τα κριτήρια ταξινόμησης επιτυγχάνουν όλα τα ακόλουθα:

α)

προσδιορίζονται οι ομάδες συνδεδεμένων πελατών, κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

οι πληροφορίες σχετικά με τις διαβαθμίσεις και τις αθετήσεις άλλων σχετικών οντοτήτων εντός της ομάδας συνδεδεμένων πελατών λαμβάνονται υπόψη κατά την ταξινόμηση βαθμίδας πιστούχου κατά τρόπο ώστε οι βαθμίδες διαβάθμισης κάθε σχετικής οντότητας εντός του ομίλου να αντικατοπτρίζουν τη διαφορετική κατάσταση κάθε σχετικής οντότητας, καθώς και τις σχέσεις της με τις άλλες σχετικές οντότητες του ομίλου·

γ)

οι περιπτώσεις στις οποίες οι πιστούχοι ταξινομούνται σε καλύτερη βαθμίδα από τις μητρικές τους οντότητες τεκμηριώνονται και αιτιολογούνται.

Άρθρο 25

Αρτιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης

1.   Κατά την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας της διαδικασίας ταξινόμησης σύμφωνα με το άρθρο 173 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το προσωπικό και τα διοικητικά στελέχη που είναι υπεύθυνα για την τελική έγκριση της ταξινόμησης ή της επανεξέτασης της ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες δεν εμπλέκονται στην έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων ούτε είναι επιφορτισμένα με αυτές·

β)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των μονάδων που είναι υπεύθυνες για την τελική έγκριση της ταξινόμησης ή της επανεξέτασης της ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, καθώς και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των μονάδων που είναι επιφορτισμένες με την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων, αναφέρονται σε διαφορετικά μέλη του διοικητικού οργάνου ή της αρμόδιας επιτροπής του ιδρύματος που έχει διοριστεί από αυτό·

γ)

οι αποδοχές του προσωπικού και των διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για την τελική έγκριση της ταξινόμησης ή της επανεξέτασης της ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες δεν συνδέονται με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν την έγκριση ή ανανέωση των πιστοδοτήσεων·

δ)

οι ίδιες πρακτικές με εκείνες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) εφαρμόζονται και για τις παρεκκλίσεις στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.

2.   Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας και της συχνότητας της διαδικασίας ταξινόμησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 173 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

κατάλληλες και λεπτομερείς πολιτικές καθορίζουν τη συχνότητα της επανεξέτασης, καθώς και τα κριτήρια για την ανάγκη συχνότερης επανεξέτασης, λαμβανομένου υπόψη του υψηλότερου κινδύνου των πιστούχων ή των προβληματικών πιστοδοτήσεων, και οι εν λόγω πολιτικές εφαρμόζονται διαχρονικά με συνέπεια·

β)

διενεργείται επανεξέταση της ταξινόμησης το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την έγκριση της ταξινόμησης και τυχόν προσαρμογές της που κρίνονται αναγκαίες κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης πραγματοποιούνται εντός της εν λόγω προθεσμίας·

γ)

διενεργείται επανεξέταση της ταξινόμησης, όταν καθίστανται διαθέσιμες νέες σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον πιστούχο ή την πιστοδότηση και τυχόν προσαρμογές της που κρίνονται αναγκαίες κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·

δ)

το ίδρυμα έχει καθορίσει κριτήρια και διαδικασίες για την αξιολόγηση της σημαντικότητας των νέων πληροφοριών και της επακόλουθης ανάγκης για αναταξινόμηση και τα εν λόγω κριτήρια και οι διαδικασίες εφαρμόζονται με συνέπεια·

ε)

κατά την επανεξέταση της ταξινόμησης χρησιμοποιούνται οι πλέον πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες·

στ)

σε περίπτωση που, για πρακτικούς λόγους, η ταξινόμηση δεν έχει επανεξεταστεί κατά τα οριζόμενα στα στοιχεία α) έως ε), εφαρμόζονται κατάλληλες πολιτικές για τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και τη διόρθωση της κατάστασης και λαμβάνονται μέτρα, ώστε να διασφαλιστεί η επάνοδος σε κατάσταση συμμόρφωσης με τα στοιχεία α) έως ε)·

ζ)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ενημερώνονται τακτικά για την επανεξέταση της ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, καθώς και για τυχόν καθυστερήσεις στην επανεξέταση της ταξινόμησης που αναφέρεται στο στοιχείο στ)·

η)

υπάρχουν κατάλληλες πολιτικές για την αποτελεσματική λήψη και τακτική επικαιροποίηση των σχετικών πληροφοριών, και αυτό αποτυπώνεται δεόντως στους όρους των συμβάσεων με τους πιστούχους.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 2, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την αξία και τον αριθμό των ανοιγμάτων που δεν έχουν επανεξεταστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχεία α) έως ε) και επαληθεύουν ότι τα ανοίγματα αυτά αντιμετωπίζονται συντηρητικά κατά τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων. Η αξιολόγηση και η επαλήθευση διενεργούνται χωριστά για κάθε σύστημα διαβάθμισης και κάθε παράμετρο κινδύνου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟ ΑΘΕΤΗΣΕΩΝ

Άρθρο 26

Γενικά

1.   Για να αξιολογηθεί αν το ίδρυμα εντοπίζει όλες τις καταστάσεις που πρέπει να θεωρούνται αθετήσεις σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφοι 1 έως 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/171 της Επιτροπής (5), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

τις λεπτομερείς προδιαγραφές και την πρακτική εφαρμογή των σημείων ενεργοποίησης για τον εντοπισμό της αθέτησης ενός πιστούχου, σύμφωνα με το άρθρο 27·

β)

την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας που χρησιμοποιεί ένα ίδρυμα για τον εντοπισμό της αθέτησης ενός πιστούχου, σύμφωνα με το άρθρο 28·

γ)

τα σημεία ενεργοποίησης και τη διαδικασία που χρησιμοποιεί ένα ίδρυμα για την αναταξινόμηση ενός πιστούχου σε αθέτηση σε καθεστώς μη αθέτησης, σύμφωνα με το άρθρο 29.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τα εσωτερικά κριτήρια και τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος για τη διαπίστωση ενδεχόμενης αθέτησης (στο εξής: ορισμός της αθέτησης) και για την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων σε αθέτηση·

β)

επανεξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των μονάδων και των διοικητικών οργάνων που συμμετέχουν στον εντοπισμό της αθέτησης ενός πιστούχου και στη διαχείριση ανοιγμάτων σε αθέτηση·

γ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

δ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων ελεγκτικών τμημάτων του ιδρύματος·

ε)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων·

στ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος·

ζ)

επανεξετάζουν τα κριτήρια που χρησιμοποιεί το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τη μη αυτόματη απόδοση της κατάστασης αθέτησης σε πιστούχο ή άνοιγμα και για την επιστροφή σε καθεστώς μη αθέτησης.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εντοπισμού της αθέτησης ενός πιστούχου·

β)

διενεργούν δειγματοληπτικούς ελέγχους και επανεξετάζουν έγγραφα σχετικά με τα χαρακτηριστικά ενός πιστούχου και τη δημιουργία και διατήρηση των ανοιγμάτων·

γ)

διενεργούν τους δικούς τους ελέγχους στα δεδομένα του ιδρύματος ή απαιτούν από το ίδρυμα να διενεργήσει συγκεκριμένους ελέγχους·

δ)

εξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 27

Σημεία ενεργοποίησης για τον εντοπισμό της αθέτησης πιστούχου

1.   Κατά την αξιολόγηση των λεπτομερών προδιαγραφών και της πρακτικής εφαρμογής των σημείων ενεργοποίησης για τον εντοπισμό της αθέτησης πιστούχου που εφαρμόζει το ίδρυμα και της συμμόρφωσής τους με το άρθρο 178 παράγραφοι 1 έως 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/171, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

εφαρμόζεται κατάλληλη πολιτική όσον αφορά τη μέτρηση των ημερών καθυστέρησης, συμπεριλαμβανομένης της χρονικής αναπροσαρμογής των πιστοδοτήσεων, της παραχώρησης παρατάσεων, τροποποιήσεων ή αναβολών, των ανανεώσεων και του συμψηφισμού των υφιστάμενων λογαριασμών·

β)

ο ορισμός της αθέτησης που εφαρμόζει το ίδρυμα περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα σημεία ενεργοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 178 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί περισσότερους από έναν ορισμούς της αθέτησης στις νομικές του οντότητες, το πεδίο εφαρμογής κάθε ορισμού της αθέτησης προσδιορίζεται σαφώς και οι διαφορές μεταξύ των ορισμών είναι δικαιολογημένες.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν αν ο ορισμός της αθέτησης εφαρμόζεται στην πράξη και είναι αρκετά λεπτομερής ώστε να εφαρμόζεται με συνέπεια από όλα τα μέλη του προσωπικού για όλα τα είδη ανοιγμάτων, καθώς και αν προσδιορίζονται επαρκώς όλοι οι ακόλουθοι δυνητικοί δείκτες πιθανής αδυναμίας πληρωμής:

α)

ο χαρακτηρισμός μιας υποχρέωσης ως μη εκτοκιζόμενης·

β)

γεγονότα που συνιστούν ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου που δικαιολογούνται από τη διαπίστωση σημαντικής επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης·

γ)

πωλήσεις πιστωτικών υποχρεώσεων που συνιστούν σημαντική οικονομική ζημία λόγω της επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης·

δ)

γεγονότα που συνιστούν επείγουσα αναδιάρθρωση·

ε)

γεγονότα που συνιστούν καθεστώς προστασίας παρόμοιο με εκείνο της πτώχευσης·

στ)

άλλες ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής.

3.   Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες διασφαλίζουν ότι οι πιστούχοι δεν ταξινομούνται ως πιστούχοι που δεν είναι σε αθέτηση, όταν εφαρμόζεται οποιοδήποτε από τα σημεία ενεργοποίησης της αθέτησης.

Άρθρο 28

Αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εντοπισμού αθέτησης πιστούχου

1.   Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας εντοπισμού αθέτησης πιστούχου σύμφωνα με το άρθρο 178 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

υπάρχουν επαρκείς διαδικασίες και μηχανισμοί που διασφαλίζουν ότι όλες οι αθετήσεις εντοπίζονται εγκαίρως και, ειδικότερα, ότι η συλλογή και η επικαιροποίηση των σχετικών πληροφοριών είναι αποτελεσματικές και πραγματοποιούνται με επαρκή συχνότητα·

β)

όταν ο εντοπισμός μιας αθέτησης πιστούχου βασίζεται σε αυτόματες διαδικασίες, διενεργούνται δοκιμές για να επαληθευθεί ότι οι αθετήσεις εντοπίζονται σωστά από το σύστημα ΤΠ·

γ)

για τους σκοπούς του εντοπισμού της αθέτησης ενός πιστούχου με βάση ανθρώπινη κρίση, τα κριτήρια για την αξιολόγηση των πιστούχων και τα σημεία ενεργοποίησης της αθέτησης καθορίζονται με επαρκείς λεπτομέρειες στην εσωτερική τεκμηρίωση, ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια στον εντοπισμό των αθετήσεων από όλα τα μέλη του προσωπικού που εμπλέκονται στον εν λόγω εντοπισμό·

δ)

όταν το ίδρυμα εφαρμόζει τον ορισμό της αθέτησης σε επίπεδο πιστούχου, υπάρχουν κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί που διασφαλίζουν ότι, μόλις εντοπιστεί αθέτηση ενός πιστούχου, όλα τα ανοίγματα έναντι του εν λόγω πιστούχου καταχωρίζονται ως ανοίγματα σε αθέτηση σε όλα τα σχετικά συστήματα, επιχειρηματικούς τομείς και γεωγραφικές τοποθεσίες εντός του ιδρύματος και των θυγατρικών του και, κατά περίπτωση, εντός της οικείας μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της·

ε)

όταν η απόδοση του καθεστώτος αθέτησης σε όλα τα ανοίγματα έναντι ενός πιστούχου, όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ), καθυστερεί λόγω αθέτησης ενός ή περισσότερων ανοιγμάτων του πιστούχου, η εν λόγω καθυστέρηση δεν οδηγεί σε σφάλματα ή ανακολουθίες στη διαχείριση των κινδύνων, στην αναφορά των κινδύνων, στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων ή στη χρήση δεδομένων για την ποσοτικοποίηση του κινδύνου.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την εφαρμογή του ορίου σημαντικότητας, που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στον ορισμό της αθέτησης και τη συνέπεια του εν λόγω ορίου σημαντικότητας με το όριο σημαντικότητας μιας καθυστερημένης πιστωτικής υποχρέωσης που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/171, και επαληθεύουν ότι:

α)

υπάρχουν κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί που διασφαλίζουν ότι το καθεστώς αθέτησης αποδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με βάση την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 178 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του εν λόγω κανονισμού και συμμορφώνεται με το όριο σημαντικότητας που αφορά μια καθυστερημένη πιστωτική υποχρέωση, όπως αυτό ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/171·

β)

η διαδικασία μέτρησης των ημερών καθυστέρησης συνάδει με τις συμβατικές ή νομικές υποχρεώσεις του πιστούχου, αντικατοπτρίζει επαρκώς τις μερικές πληρωμές και εφαρμόζεται με συνέπεια.

3.   Στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, εκτός από την επαλήθευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα διαθέτει σαφή πολιτική όσον αφορά την εφαρμογή του ορισμού της αθέτησης για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής είτε στο επίπεδο του πιστούχου είτε στο επίπεδο της μεμονωμένης πιστωτικής διευκόλυνσης·

β)

η πολιτική που αναφέρεται στο στοιχείο α) εναρμονίζεται με τη διαχείριση κινδύνου του ιδρύματος και εφαρμόζεται με συνέπεια·

γ)

όταν το ίδρυμα εφαρμόζει τον ορισμό της αθέτησης στο επίπεδο της μεμονωμένης πιστωτικής διευκόλυνσης:

i)

υπάρχουν επαρκείς διαδικασίες και μηχανισμοί που διασφαλίζουν ότι, όταν μια πιστωτική διευκόλυνση προσδιοριστεί ότι βρίσκεται σε αθέτηση, η εν λόγω πιστωτική διευκόλυνση χαρακτηρίζεται ως σε αθέτηση σε όλα τα σχετικά συστήματα εντός του ιδρύματος·

ii)

όταν υπάρχει χρονική καθυστέρηση όσον αφορά την απόδοση της κατάστασης αθέτησης μιας πιστωτικής διευκόλυνσης σε όλα τα σχετικά συστήματα, όπως αναφέρεται στο σημείο i), η εν λόγω χρονική καθυστέρηση δεν επιφέρει σφάλματα ή ασυνέπειες στη διαχείριση των κινδύνων, στην αναφορά των κινδύνων, στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων ή στη χρήση δεδομένων για την ποσοτικοποίηση του κινδύνου.

Άρθρο 29

Αναταξινόμηση σε κατάσταση μη αθέτησης

1.   Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των σημείων ενεργοποίησης και της διαδικασίας αναταξινόμησης ενός πιστούχου σε αθέτηση σε κατάσταση μη αθέτησης σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

καθορίζονται τα σημεία ενεργοποίησης της αναταξινόμησης για κάθε σημείο ενεργοποίησης της αθέτησης και προσδιορίζονται σαφώς ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση των πιστωτικών υποχρεώσεων που υπόκεινται σε επείγουσα αναδιάρθρωση·

β)

η αναταξινόμηση είναι δυνατή μόνον αφού παύσουν να ισχύουν όλα τα σημεία ενεργοποίησης της αθέτησης και πληρούνται όλες οι σχετικές προϋποθέσεις αναταξινόμησης·

γ)

τα σημεία ενεργοποίησης και η διαδικασία αναταξινόμησης καθορίζονται με συνετό τρόπο, ειδικότερα δε διασφαλίζουν ότι η αναταξινόμηση σε κατάσταση μη αθέτησης δεν πραγματοποιείται όταν το ίδρυμα αναμένει ότι η πιστωτική υποχρέωση δεν θα εκπληρωθεί πλήρως, χωρίς να προσφύγει το ίδρυμα σε μέτρα όπως η ρευστοποίηση της εξασφάλισης.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες του ιδρύματος δεν επιτρέπουν την αναταξινόμηση ενός οφειλέτη σε αθέτηση σε κατάσταση μη αθέτησης απλώς και μόνο λόγω αλλαγών στους όρους ή τις προϋποθέσεις των πιστωτικών υποχρεώσεων, εκτός εάν το ίδρυμα έχει διαπιστώσει ότι οι εν λόγω αλλαγές επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι ο πιστούχος δεν είναι πλέον πιθανό να μη πληρώσει.

3.   Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν την ανάλυση στην οποία το ίδρυμα βάσισε τα οικεία κριτήρια αναταξινόμησης. Επαληθεύουν ότι η ανάλυση λαμβάνει υπόψη το ιστορικό αθετήσεων του ιδρύματος και το ποσοστό των πιστούχων σε αθέτηση που, αφού αναταξινομήθηκαν σε καθεστώς μη αθέτησης, χαρακτηρίστηκαν εκ νέου σε αθέτηση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ, ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικά

Άρθρο 30

Γενικά

1.   Για να αξιολογηθεί η συμμόρφωση ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις που αφορούν τον σχεδιασμό, τη διαχείριση και την τεκμηρίωση των συστημάτων διαβάθμισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

την επάρκεια της τεκμηρίωσης σχετικά με το σκεπτικό, τον σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των συστημάτων διαβάθμισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 175 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 32·

β)

την καταλληλότητα της διάρθρωσης των συστημάτων διαβάθμισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 170 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 33 έως 36·

γ)

την εφαρμογή από το ίδρυμα των ειδικών απαιτήσεων για τα στατιστικά υποδείγματα ή άλλες αυτοματοποιημένες μεθόδους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 174 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 37 έως 40.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος·

β)

επανεξετάζουν τα τεχνικά έγγραφα τεκμηρίωσης του ιδρύματος σχετικά με τη μεθοδολογία και τη διαδικασία ανάπτυξης των συστημάτων διαβάθμισης·

γ)

επανεξετάζουν τα εγχειρίδια, τις μεθοδολογίες και τις διαδικασίες ανάπτυξης στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διαβάθμισης·

δ)

επανεξετάζουν τα πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος που είναι αρμόδια για την έγκριση των συστημάτων διαβάθμισης, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών που έχουν οριστεί από αυτό·

ε)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις σχετικά με τις επιδόσεις των συστημάτων διαβάθμισης και τις συστάσεις της μονάδας ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, του τμήματος επικύρωσης, του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή οποιωνδήποτε άλλων ελεγκτικών τμημάτων του ιδρύματος·

στ)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, των επικυρώσεων και των σχετικών ελέγχων·

ζ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

ζητούν και αναλύουν τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία ανάπτυξης των συστημάτων διαβάθμισης·

β)

προβαίνουν σε δικές τους εκτιμήσεις ή αναπαράγουν τις εκτιμήσεις του ιδρύματος κατά την ανάπτυξη και την παρακολούθηση των συστημάτων διαβάθμισης χρησιμοποιώντας σχετικά δεδομένα που παρέχει το ίδρυμα·

γ)

ζητούν πρόσθετη τεκμηρίωση από το ίδρυμα ή του ζητούν να υποβάλει ανάλυση σχετικά με την επιλογή της μεθοδολογίας για τον σχεδιασμό του συστήματος διαβάθμισης και να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα επιτευχθέντα αποτελέσματα·

δ)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των συστημάτων ΤΠ σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης του σχεδιασμού, των λειτουργικών χαρακτηριστικών και της τεκμηρίωσης των συστημάτων διαβάθμισης·

ε)

διενεργούν τις δοκιμές της αρμόδιας αρχής σχετικά με τα δεδομένα του ιδρύματος ή ζητούν από το ίδρυμα να διενεργήσει τις δοκιμές που προτείνει η αρμόδια αρχή·

στ)

επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

ΤΜΗΜΑ 2

Μεθοδολογία για την αξιολόγηση της τεκμηρίωσης σχετικά με το σκεπτικό, τον σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των συστημάτων διαβάθμισης

Άρθρο 31

Πληρότητα της τεκμηρίωσης των συστημάτων διαβάθμισης

1.   Κατά την αξιολόγηση της πληρότητας της τεκμηρίωσης σχετικά με τον σχεδιασμό, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά και το σκεπτικό των συστημάτων διαβάθμισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και ορίζεται στο άρθρο 175 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η τεκμηρίωση είναι πλήρης και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

την καταλληλότητα του συστήματος διαβάθμισης και των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος διαβάθμισης, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του χαρτοφυλακίου·

β)

περιγραφή των πηγών δεδομένων και των πρακτικών εκκαθάρισης δεδομένων·

γ)

τους ορισμούς της αθέτησης και της ζημίας·

δ)

τις μεθοδολογικές επιλογές·

ε)

τις τεχνικές προδιαγραφές των υποδειγμάτων·

στ)

τις αδυναμίες και τους περιορισμούς των υποδειγμάτων και τους πιθανούς παράγοντες μετριασμού τους·

ζ)

τα αποτελέσματα των δοκιμών εφαρμογής των υποδειγμάτων στα συστήματα ΤΠ και, ειδικότερα, πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον η εφαρμογή ήταν επιτυχής και απαλλαγμένη από σφάλματα·

η)

αυτοαξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις για την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων, όπως αναφέρεται στα άρθρα 169 έως 191 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η τεκμηρίωση περιγράφει σαφώς τον σκοπό του συστήματος διαβάθμισης και των υποδειγμάτων·

β)

η τεκμηρίωση περιλαμβάνει περιγραφή του εύρους εφαρμογής του συστήματος διαβάθμισης και του πεδίου εφαρμογής των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος διαβάθμισης, δηλαδή προσδιορισμό του είδους των ανοιγμάτων που καλύπτονται από κάθε υπόδειγμα στο πλαίσιο του συστήματος διαβάθμισης τόσο με ποιοτικό όσο και με ποσοτικό τρόπο, του είδους των αποτελεσμάτων κάθε υποδείγματος και της χρήσης των αποτελεσμάτων·

γ)

η τεκμηρίωση περιλαμβάνει επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες που προκύπτουν μέσω του συστήματος διαβάθμισης και τα αποτελέσματα των υποδειγμάτων για τους σκοπούς των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, λήψης αποφάσεων και έγκρισης πιστώσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η τεκμηρίωση περιλαμβάνει:

α)

λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με όλα τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη του υποδείγματος, συμπεριλαμβανομένου επακριβούς ορισμού του περιεχομένου του υποδείγματος, της πηγής, του μορφοτύπου και της κωδικοποίησής του και, κατά περίπτωση, της εξαίρεσης δεδομένων από αυτό·

β)

οποιεσδήποτε διαδικασίες εκκαθάρισης δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για εξαιρέσεις δεδομένων, για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση ακραίων τιμών και για προσαρμογές των δεδομένων, καθώς και ρητή αιτιολόγηση της χρήσης τους και αξιολόγηση του αντικτύπου τους.

4.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν αν οι ορισμοί της αθέτησης και της ζημίας που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη του υποδείγματος τεκμηριώνονται επαρκώς, ειδικότερα όταν για τον προσδιορισμό του υποδείγματος χρησιμοποιούνται ορισμοί της αθέτησης διαφορετικοί από αυτούς που χρησιμοποιούνται από το ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 178 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

5.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η τεκμηρίωση περιλαμβάνει:

α)

λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό, τη θεωρία, τις παραδοχές και τη λογική στις οποίες βασίζεται το υπόδειγμα·

β)

λεπτομερείς περιγραφές των μεθοδολογιών του υποδείγματος και το σκεπτικό, τις στατιστικές τεχνικές και τις προσεγγίσεις τους και, κατά περίπτωση, το σκεπτικό και τις λεπτομέρειες σχετικά με τις μεθόδους κατάτμησης, τα αποτελέσματα των στατιστικών διαδικασιών και τη διάγνωση και τα μέτρα προβλεπτικής ικανότητας των υποδειγμάτων·

γ)

τον ρόλο των εμπειρογνωμόνων από τους σχετικούς επιχειρηματικούς τομείς στην ανάπτυξη του συστήματος διαβάθμισης και των υποδειγμάτων, συμπεριλαμβανομένης λεπτομερούς περιγραφής της διαδικασίας διαβούλευσης με εμπειρογνώμονες από τους σχετικούς επιχειρηματικούς τομείς στον σχεδιασμό του συστήματος διαβάθμισης και των υποδειγμάτων, καθώς και τα αποτελέσματα και το σκεπτικό των εν λόγω εμπειρογνωμόνων από τους σχετικούς επιχειρηματικούς τομείς·

δ)

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο συνδυάζονται το στατιστικό υπόδειγμα με την ανθρώπινη κρίση για να εξαχθεί το τελικό αποτέλεσμα του υποδείγματος·

ε)

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη τη μη ικανοποιητική ποιότητα των δεδομένων, την έλλειψη ομοιογενών ομάδων ανοιγμάτων, αλλαγές στις επιχειρηματικές διαδικασίες, το οικονομικό ή νομικό περιβάλλον και άλλους παράγοντες που σχετίζονται με την ποιότητα των δεδομένων, οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν τις επιδόσεις του συστήματος διαβάθμισης ή του υποδείγματος·

στ)

περιγραφή των αναλύσεων που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς των στατιστικών υποδειγμάτων ή άλλων αυτοματοποιημένων μεθόδων, κατά περίπτωση:

i)

της μονομεταβλητής ανάλυσης των μεταβλητών που ελήφθησαν υπόψη και των αντίστοιχων κριτηρίων επιλογής των μεταβλητών·

ii)

της πολυμεταβλητής ανάλυσης των μεταβλητών που επιλέχθηκαν και των αντίστοιχων κριτηρίων επιλογής μεταβλητών·

iii)

της διαδικασίας σχεδιασμού του τελικού υποδείγματος, η οποία περιλαμβάνει:

την τελική επιλογή μεταβλητών·

προσαρμογές με βάση την ανθρώπινη κρίση στις μεταβλητές που προκύπτουν από την πολυμεταβλητή ανάλυση·

μετασχηματισμούς των μεταβλητών·

απόδοση συντελεστών στάθμισης στις μεταβλητές·

τη μέθοδο σύνθεσης των συνιστωσών του υποδείγματος, ιδίως όταν συνδυάζεται η συμβολή ποιοτικών και ποσοτικών συνιστωσών.

6.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ε), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η τεκμηρίωση περιλαμβάνει:

α)

τις τεχνικές προδιαγραφές της διάρθρωσης του τελικού υποδείγματος, συμπεριλαμβανομένων των προδιαγραφών του τελικού υποδείγματος, τις συνιστώσες εισόδου, συμπεριλαμβανομένου του τύπου και της μορφής των επιλεγμένων μεταβλητών, τους συντελεστές στάθμισης που εφαρμόστηκαν για τις μεταβλητές και τις συνιστώσες εξόδου, συμπεριλαμβανομένου του τύπου και του μορφοτύπου των δεδομένων εξόδου·

β)

παραπομπές στους υπολογιστικούς κώδικες και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται όσον αφορά τις γλώσσες και τα προγράμματα ΤΠ, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα σε τρίτους να αναπαράγουν τα τελικά αποτελέσματα.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τρίτο μέρος μπορεί να είναι ο πωλητής στην περίπτωση υποδειγμάτων πωλητή.

7.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο στ), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η τεκμηρίωση περιλαμβάνει περιγραφή των αδυναμιών και των περιορισμών του υποδείγματος, αξιολόγηση του κατά πόσο πληρούνται οι βασικές παραδοχές του υποδείγματος και πρόβλεψη καταστάσεων στις οποίες το υπόδειγμα μπορεί να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες ή να καταστεί ανεπαρκές, καθώς και αξιολόγηση της σημασίας των αδυναμιών του υποδείγματος και πιθανούς παράγοντες μετριασμού τους.

8.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ζ), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η τεκμηρίωση προσδιορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται όταν εφαρμόζεται στο περιβάλλον παραγωγής ένα νέο ή τροποποιημένο υπόδειγμα·

β)

η τεκμηρίωση καλύπτει τα αποτελέσματα των δοκιμών εφαρμογής των υποδειγμάτων διαβάθμισης στα συστήματα ΤΠ, συμπεριλαμβανομένης της επιβεβαίωσης ότι το υπόδειγμα διαβάθμισης που εφαρμόζεται στο σύστημα παραγωγής είναι το ίδιο με εκείνο που περιγράφεται στην τεκμηρίωση και λειτουργεί όπως προβλέπεται.

9.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο η), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η αυτοαξιολόγηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος με τις κανονιστικές απαιτήσεις για την προσέγγιση IRB διενεργείται χωριστά για κάθε σύστημα διαβάθμισης και ελέγχεται από τη μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή άλλη παρεμφερή ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου.

Άρθρο 32

Μητρώο συστημάτων διαβάθμισης

1.   Κατά την αξιολόγηση του συστήματος τεκμηρίωσης και των διαδικασιών συλλογής και αποθήκευσης των πληροφοριών σχετικά με τα συστήματα διαβάθμισης που αναφέρονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και στο άρθρο 175 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα έχει εφαρμόσει και τηρεί μητρώο όλων των τρεχουσών και των προηγούμενων εκδόσεων των συστημάτων διαβάθμισης για τουλάχιστον τα τρία τελευταία έτη (στο εξής: μητρώο συστημάτων διαβάθμισης).

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι οι διαδικασίες τήρησης του μητρώου συστημάτων διαβάθμισης περιλαμβάνουν καταγραφή των ακόλουθων πληροφοριών για κάθε έκδοση:

α)

του εύρους εφαρμογής του συστήματος διαβάθμισης, με προσδιορισμό του είδους των ανοιγμάτων που πρέπει να διαβαθμιστούν από κάθε υπόδειγμα διαβάθμισης·

β)

των διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για την έγκριση και της ημερομηνίας εσωτερικής έγκρισης, της ημερομηνίας κοινοποίησης στις αρμόδιες αρχές, της ημερομηνίας έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, κατά περίπτωση, και της ημερομηνίας εφαρμογής της έκδοσης·

γ)

σύντομης περιγραφής οποιωνδήποτε αλλαγών σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση που έχει ληφθεί υπόψη στο μητρώο, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των πτυχών του συστήματος διαβάθμισης που έχουν τροποποιηθεί και παραπομπής στην τεκμηρίωση του υποδείγματος·

δ)

της κατηγορίας μεταβολής που αποδόθηκε σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 529/2014 και αναφοράς στα κριτήρια για την υπαγωγή σε κατηγορία μεταβολής.

ΤΜΗΜΑ 3

Μεθοδολογία αξιολόγησης της διάρθρωσης των συστημάτων διαβάθμισης

Άρθρο 33

Παράγοντες κινδύνου και κριτήρια διαβάθμισης

1.   Κατά την αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου και των κριτηρίων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται στο σύστημα διαβάθμισης για τους σκοπούς του άρθρου 170 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) και ε), παράγραφος 3 στοιχείο α) και παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

τη διαδικασία επιλογής των σχετικών παραγόντων κινδύνου και κριτηρίων διαβάθμισης, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των πιθανών παραγόντων κινδύνου, των κριτηρίων επιλογής των παραγόντων κινδύνου και των αποφάσεων που ελήφθησαν όσον αφορά τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου·

β)

τη συνέπεια των επιλεγμένων παραγόντων κινδύνου και κριτηρίων διαβάθμισης και της συμβολής τους στην αξιολόγηση του κινδύνου με τις προσδοκίες των επιχειρηματικών χρηστών του συστήματος διαβάθμισης·

γ)

τη συνέπεια των παραγόντων κινδύνου και κριτηρίων διαβάθμισης που επιλέχθηκαν βάσει στατιστικών μεθόδων με τα στατιστικά στοιχεία για τη διαφοροποίηση του κινδύνου που συνδέονται με κάθε βαθμίδα ή ομάδα.

2.   Οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου και τα πιθανά κριτήρια διαβάθμισης που πρέπει να αναλύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα, εάν υπάρχουν για το αντίστοιχο είδος ανοίγματος:

α)

τα χαρακτηριστικά κινδύνου του πιστούχου, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων και ιδρυμάτων: οικονομικών καταστάσεων, ποιοτικών πληροφοριών, κινδύνου κλάδου, κινδύνου χώρας, στήριξης από τη μητρική οντότητα·

ii)

για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής: οικονομικών καταστάσεων ή προσωπικών στοιχείων εισοδήματος, ποιοτικών πληροφοριών, πληροφοριών συμπεριφοράς, κοινωνικο-δημογραφικών πληροφοριών·

β)

τα χαρακτηριστικά κινδύνου της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του είδους του προϊόντος, του είδους της εξασφάλισης, της εξοφλητικής προτεραιότητας, του δείκτη δανείου-αξίας·

γ)

πληροφορίες σχετικά με καθυστερήσεις: εσωτερικές πληροφορίες ή πληροφορίες που προέρχονται από εξωτερικές πηγές, όπως γραφεία πιστώσεων.

Άρθρο 34

Κατανομή πιστούχων και ανοιγμάτων στις βαθμίδες ή ομάδες

1.   Κατά την αξιολόγηση της κατανομής πιστούχων και ανοιγμάτων εντός των βαθμίδων ή των ομάδων κάθε συστήματος διαβάθμισης για τους σκοπούς του άρθρου 170 παράγραφος 1 στοιχεία β), δ) και στ), παράγραφος 2 και παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

ο αριθμός των βαθμίδων και ομάδων διαβάθμισης είναι επαρκής, ώστε να διασφαλίζεται ουσιαστική διαφοροποίηση του κινδύνου και ποσοτικοποίηση των χαρακτηριστικών ζημίας σε επίπεδο βαθμίδας ή ομάδας και ότι:

i)

για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και ανοίγματα ειδικού δανεισμού, η κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων έχει τουλάχιστον τον αριθμό των βαθμίδων που ορίζονται στο άρθρο 170 παράγραφος 1 στοιχείο β) και παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αντίστοιχα·

ii)

για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις που κατατάσσονται στα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, η ομαδοποίηση αντικατοπτρίζει τις πρακτικές αναδοχής των πωλητών και την ανομοιογένεια των πελατών τους·

β)

ο συνολικός αριθμός ανοιγμάτων ή πιστούχων δεν είναι υπερβολικός σε καμία βαθμίδα ή ομάδα, εκτός εάν η εν λόγω κατανομή υποστηρίζεται από πειστικά εμπειρικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ομοιογένεια του κινδύνου των εν λόγω ανοιγμάτων ή πιστούχων·

γ)

οι βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης και πιστοδοτήσεων για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής διαθέτουν επαρκή αριθμό ανοιγμάτων ή πιστούχων σε μια μεμονωμένη βαθμίδα ή ομάδα, εκτός εάν η εν λόγω κατανομή υποστηρίζεται από πειστικά εμπειρικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ομαδοποίηση των εν λόγω ανοιγμάτων ή πιστούχων είναι κατάλληλη ή ότι χρησιμοποιούνται άμεσες εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου για μεμονωμένους πιστούχους ή ανοίγματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 169 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

οι βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης και πιστοδοτήσεων για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, εάν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, δεν περιλαμβάνουν υπερβολικά λίγα ανοίγματα ή πιστούχους σε μια μεμονωμένη βαθμίδα ή ομάδα, εκτός εάν η κατανομή των ανοιγμάτων ή των πιστούχων υποστηρίζεται από πειστικά εμπειρικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ομαδοποίηση των εν λόγω ανοιγμάτων ή πιστούχων είναι κατάλληλη ή ότι χρησιμοποιούνται άμεσες εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου για μεμονωμένους πιστούχους ή ανοίγματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 169 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Εκτός από την επαλήθευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν, κατά περίπτωση, τα κριτήρια που εφαρμόζει το ίδρυμα κατά τον προσδιορισμό:

α)

του μέγιστου και του ελάχιστου συνολικού αριθμού βαθμίδων ή ομάδων·

β)

του ποσοστού των ανοιγμάτων και των πιστούχων που ταξινομούνται σε κάθε βαθμίδα ή ομάδα.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις τρέχουσες και προηγούμενες παρατηρηθείσες κατανομές του αριθμού των ανοιγμάτων και των πιστούχων και της αξίας των ανοιγμάτων, συμπεριλαμβανομένης της μετακίνησης ανοιγμάτων και πιστούχων μεταξύ διαφορετικών βαθμίδων ή ομάδων.

Άρθρο 35

Διαφοροποίηση των κινδύνων

1.   Κατά την αξιολόγηση της διαφοροποίησης των κινδύνων κάθε συστήματος διαβάθμισης για τους σκοπούς του άρθρου 170 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

ότι τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της διαφοροποίησης των κινδύνων είναι αξιόπιστα και κατάλληλα, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων δεδομένων, και ότι η κατάλληλη διαφοροποίηση των κινδύνων αποδεικνύεται με αρχεία χρονοσειράς πραγματικών ποσοστών αθέτησης ή ποσοστών ζημίας για βαθμίδες ή ομάδες υπό διάφορες οικονομικές συνθήκες·

β)

ότι οι αναμενόμενες επιδόσεις του συστήματος διαβάθμισης όσον αφορά τη διαφοροποίηση των κινδύνων ορίζονται από το ίδρυμα μέσω σαφώς καθορισμένων σταθερών στόχων και ορίων ανοχής για καθορισμένες μετρήσεις και εργαλεία, καθώς και μέσω ενεργειών για τη διόρθωση αποκλίσεων από τους εν λόγω στόχους ή όρια ανοχής· μπορούν να καθοριστούν χωριστοί στόχοι και όρια ανοχής για την αρχική ανάπτυξη και τις τρέχουσες επιδόσεις·

γ)

ότι οι στόχοι και τα όρια ανοχής για καθορισμένες μετρήσεις και εργαλεία και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται για την επίτευξη των εν λόγω στόχων και ορίων ανοχής εξασφαλίζουν επαρκή διαφοροποίηση του κινδύνου.

2.   Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν επίσης την παράγραφο 1 στην αξιολόγηση της διαφοροποίησης των κινδύνων για άλλα ανοίγματα εκτός των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εάν υπάρχει επαρκής ποσότητα δεδομένων για να καταστεί αυτό δυνατό.

Άρθρο 36

Ομοιογένεια

1.   Κατά την αξιολόγηση της ομοιογένειας των πιστούχων ή των ανοιγμάτων που ταξινομούνται στην ίδια βαθμίδα ή ομάδα για τους σκοπούς του άρθρου 170 παράγραφος 1 και παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την ομοιότητα των πιστούχων και των χαρακτηριστικών ζημίας από τη συναλλαγή, που περιλαμβάνονται σε κάθε βαθμίδα ή ομάδα όσον αφορά όλους τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

εσωτερικές διαβαθμίσεις·

β)

εκτιμήσεις της PD·

γ)

κατά περίπτωση, εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD·

δ)

κατά περίπτωση, εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής·

ε)

κατά περίπτωση, εσωτερικές εκτιμήσεις των συνολικών ζημιών.

Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τους εν λόγω παράγοντες για κάθε σύστημα διαβάθμισης. Για ανοίγματα εκτός των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, οι αρμόδιες αρχές τους αξιολογούν μόνο για τα συστήματα διαβάθμισης για τα οποία υπάρχει διαθέσιμη επαρκής ποσότητα δεδομένων.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν το εύρος αξιών και τις κατανομές των χαρακτηριστικών πιστούχου και ζημίας από τη συναλλαγή, που περιλαμβάνονται σε κάθε βαθμίδα ή ομάδα.

ΤΜΗΜΑ 4

Μεθοδολογία αξιολόγησης ειδικών απαιτήσεων για στατιστικά υποδείγματα ή άλλες αυτοματοποιημένες μεθόδους

Άρθρο 37

Απαιτήσεις δεδομένων

1.   Κατά την αξιολόγηση της διαδικασίας για την εξακρίβωση των δεδομένων που εισάγονται στο υπόδειγμα σύμφωνα με το άρθρο 174 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

την αξιοπιστία και την ποιότητα των εσωτερικών και εξωτερικών πηγών δεδομένων και το εύρος των δεδομένων που λαμβάνονται από τις εν λόγω πηγές, καθώς και τη χρονική περίοδο που καλύπτουν οι πηγές·

β)

τη διαδικασία συγχώνευσης δεδομένων, όταν το υπόδειγμα τροφοδοτείται με δεδομένα από πολλές πηγές δεδομένων·

γ)

το σκεπτικό και την κλίμακα εξαίρεσης δεδομένων με κατανομή ανά λόγο εξαίρεσης, με τη χρήση στατιστικών στοιχείων σχετικά με το ποσοστό των συνολικών δεδομένων που καλύπτει κάθε εξαίρεση, όταν συγκεκριμένα δεδομένα έχουν εξαιρεθεί από το δείγμα ανάπτυξης του υποδείγματος·

δ)

τις διαδικασίες για την αντιμετώπιση εσφαλμένων δεδομένων και δεδομένων που λείπουν και για την αντιμετώπιση ακραίων τιμών και κατηγορικών δεδομένων, και επαληθεύουν ότι, σε περίπτωση αλλαγής στον τύπο κατηγοριοποίησης, αυτή δεν επιφέρει υποβάθμιση της ποιότητας των δεδομένων ή διαρθρωτικές διακοπές στα δεδομένα·

ε)

τις διαδικασίες μετασχηματισμού δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της τυποποίησης και άλλων λειτουργικών μετασχηματισμών, και την καταλληλότητα των εν λόγω μετασχηματισμών, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο υπερπροσαρμογής του μοντέλου.

2.   Κατά την αξιολόγηση της αντιπροσωπευτικότητας των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη του υποδείγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 174 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

τη συγκρισιμότητα των χαρακτηριστικών κινδύνου των πιστούχων ή των πιστοδοτήσεων που αντικατοπτρίζονται στα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη του υποδείγματος με εκείνα των ανοιγμάτων τα οποία καλύπτονται από συγκεκριμένο υπόδειγμα διαβάθμισης·

β)

τη συγκρισιμότητα των τρεχόντων προτύπων αναδοχής και ανάκτησης με εκείνα που εφαρμόζονταν κατά τη χρονική στιγμή την οποία αφορά το σύνολο δεδομένων αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη υποδειγμάτων·

γ)

τη συνέπεια του ορισμού της αθέτησης διαχρονικά στα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και επαληθεύουν:

i)

ότι έχουν γίνει προσαρμογές για να επιτευχθεί συνέπεια με τον τρέχοντα ορισμό της αθέτησης, στις περιπτώσεις που ο ορισμός της αθέτησης μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης·

ii)

ότι έχουν ληφθεί από το ίδρυμα κατάλληλα μέτρα που διασφαλίζουν την αντιπροσωπευτικότητα των δεδομένων, στην περίπτωση που το ίδρυμα δραστηριοποιείται σε διάφορες δικαιοδοσίες με διαφορετικούς ορισμούς της αθέτησης·

iii)

ότι ο ορισμός της αθέτησης που χρησιμοποιείται με σκοπό τον προσδιορισμό του υποδείγματος δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διάρθρωση και στις επιδόσεις του υποδείγματος διαβάθμισης, όταν ο ορισμός αυτός διαφέρει από τον ορισμό της αθέτησης που προβλέπεται στο άρθρο 178 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

όταν για την ανάπτυξη του υποδείγματος χρησιμοποιούνται εξωτερικά δεδομένα ή δεδομένα που συγκεντρώνονται μεταξύ των ιδρυμάτων, τη συνάφεια και την επάρκεια των εν λόγω δεδομένων για τα ανοίγματα, τα προϊόντα και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος.

Άρθρο 38

Σχεδιασμός υποδείγματος

Κατά την αξιολόγηση του σχεδιασμού του υποδείγματος διαβάθμισης για τους σκοπούς του άρθρου 174 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

την καταλληλότητα του υποδείγματος, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη εφαρμογή του·

β)

την ανάλυση, από το ίδρυμα, εναλλακτικών παραδοχών ή εναλλακτικών προσεγγίσεων σε σχέση με εκείνες που επιλέχθηκαν στο υπόδειγμα·

γ)

τη μεθοδολογία του ιδρύματος για την ανάπτυξη του υποδείγματος·

δ)

ότι το αρμόδιο προσωπικό του ιδρύματος κατανοεί πλήρως τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του υποδείγματος, ιδίως ότι η τεκμηρίωση του υποδείγματος από το ίδρυμα:

i)

περιγράφει ποιοι από τους περιορισμούς του υποδείγματος σχετίζονται με τα δεδομένα που εισάγονται στο υπόδειγμα, τις αβέβαιες παραδοχές, τη συνιστώσα επεξεργασίας του υποδείγματος και το αν οι τιμές που προκύπτουν από το υπόδειγμα εκτελούνται μη αυτόματα ή στο σύστημα ΤΠ·

ii)

εντοπίζει καταστάσεις στις οποίες το υπόδειγμα μπορεί να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ή να καθίσταται ανεπαρκές και περιλαμβάνει εκτίμηση της σημαντικότητας των αδυναμιών του υποδείγματος και πιθανούς παράγοντες μετριασμού τους.

Άρθρο 39

Ανθρώπινη κρίση

Κατά την αξιολόγηση του αν το στατιστικό υπόδειγμα ή άλλη αυτοματοποιημένη μέθοδος συμπληρώνεται από ανθρώπινη κρίση σύμφωνα με το άρθρο 174 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αν η ανθρώπινη κρίση εφαρμόζεται με αναλογικό και κατάλληλο τρόπο στην ανάπτυξη του υποδείγματος διαβάθμισης και στη διαδικασία υπαγωγής των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται η ανθρώπινη κρίση είναι δικαιολογημένος και πλήρως τεκμηριωμένος και ο αντίκτυπος της ανθρώπινης κρίσης στο σύστημα διαβάθμισης αξιολογείται, αν είναι δυνατόν και μέσω υπολογισμού της οριακής συμβολής της ανθρώπινης κρίσης στις επιδόσεις του συστήματος διαβάθμισης·

β)

συνεκτιμώνται όλες οι σχετικές πληροφορίες που δεν λαμβάνονται υπόψη στο υπόδειγμα και εφαρμόζεται επαρκές επίπεδο συντηρητικότητας·

γ)

όταν η διαδικασία υπαγωγής των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες σε ένα σύστημα διαβάθμισης απαιτεί την εφαρμογή ανθρώπινης κρίσης με τη μορφή υποκειμενικών δεδομένων εισόδου ή όταν η πιστωτική πολιτική παρέχει δυνατότητα παράκαμψης των δεδομένων εισόδου ή εξόδου του υποδείγματος, ισχύουν όλα τα ακόλουθα:

i)

το εγχειρίδιο για τους χρήστες του υποδείγματος ορίζει σαφώς τα δεδομένα εισόδου και τις καταστάσεις στις οποίες τα δεδομένα εισόδου μπορούν να προσαρμοστούν με βάση την ανθρώπινη κρίση·

ii)

οι περιπτώσεις στις οποίες τα δεδομένα εισόδου έχουν πραγματικά προσαρμοστεί είναι περιορισμένες·

iii)

το εγχειρίδιο για τους χρήστες του υποδείγματος ορίζει σαφώς τις καταστάσεις στις οποίες είναι δυνατόν να παρακαμφθούν τα δεδομένα εισόδου ή εξόδου των υποδειγμάτων διαβάθμισης και τις διαδικασίες παράκαμψης των δεδομένων εισόδου ή εξόδου των υποδειγμάτων·

iv)

όλα τα δεδομένα που αφορούν την εφαρμογή ανθρώπινης κρίσης και τις καταστάσεις στις οποίες έχουν παρακαμφθεί τα δεδομένα εισόδου ή εξόδου των υποδειγμάτων διαβάθμισης αποθηκεύονται και αναλύονται περιοδικά από τη μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου ή από το τμήμα επικύρωσης, προκειμένου να εξακριβωθεί ο αντίκτυπός τους στο υπόδειγμα διαβάθμισης·

δ)

η εφαρμογή ανθρώπινης κρίσης υπόκειται σε κατάλληλη διαχείριση και είναι ανάλογη του τύπου των ανοιγμάτων για κάθε σύστημα διαβάθμισης.

Άρθρο 40

Επιδόσεις του υποδείγματος

Κατά την αξιολόγηση της προβλεπτικής ικανότητας του υποδείγματος που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 174 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι τα εσωτερικά πρότυπα του ιδρύματος:

α)

παρέχουν συνοπτική περιγραφή των παραδοχών και της θεωρίας στις οποίες βασίζονται οι μετρήσεις που επέλεξε το ίδρυμα για τους σκοπούς της αξιολόγησης των επιδόσεων του υποδείγματος·

β)

προσδιορίζουν την εφαρμογή των μετρήσεων, αναφέρουν αν η χρήση κάθε μέτρησης είναι υποχρεωτική ή προαιρετική και πότε πρέπει να χρησιμοποιείται και διασφαλίζουν ότι οι μετρήσεις χρησιμοποιούνται με συνεκτικό τρόπο·

γ)

προσδιορίζουν τους όρους εφαρμογής, τα αποδεκτά κατώτατα όρια και τις αποδεκτές αποκλίσεις για τις μετρήσεις και καθορίζουν αν και πώς λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία αξιολόγησης τα στατιστικά σφάλματα που σχετίζονται με τις τιμές των εν λόγω μετρήσεων και, όταν υπολογίζονται περισσότερες από μία μετρήσεις, καθορίζουν τις μεθόδους συγκέντρωσης διαφόρων αποτελεσμάτων δοκιμών σε ενιαία αξιολόγηση·

δ)

καθορίζουν διαδικασία με την οποία διασφαλίζεται ότι τα γεγονότα επιδείνωσης των επιδόσεων του υποδείγματος που συνεπάγονται παραβίαση των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) κοινοποιούνται στα κατάλληλα ανώτατα διοικητικά στελέχη που είναι αρμόδια για αυτό και ότι παρέχεται σαφής καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα των μετρήσεων από τα διοικητικά στελέχη που είναι αρμόδια για τη λήψη της τελικής απόφασης όσον αφορά την υλοποίηση των αναγκαίων αλλαγών στο υπόδειγμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικά

Άρθρο 41

Γενικά

1.   Για να αξιολογηθεί η συμμόρφωση ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις σχετικά με την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου, για τους σκοπούς του άρθρου 144 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν τα εξής:

α)

τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις συνολικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις που ορίζονται στο άρθρο 179 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 42, 43 και 44·

β)

τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της PD που ορίζονται στο άρθρο 180 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46·

γ)

τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις ειδικές απαιτήσεις για τις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD που ορίζονται στο άρθρο 181 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 47 έως 52·

δ)

τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση των εσωτερικών συντελεστών μετατροπής που ορίζονται στο άρθρο 182 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τα άρθρα 53 έως 56·

ε)

τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις απαιτήσεις για την αξιολόγηση της επίπτωσης των εγγυήσεων και των πιστωτικών παραγώγων που ορίζονται στο άρθρο 183 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με το άρθρο 57·

στ)

τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις απαιτήσεις για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 184 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με το άρθρο 58.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος·

β)

επανεξετάζουν την τεχνική τεκμηρίωση του ιδρύματος για τη σχετική μεθοδολογία και διαδικασία για τις εκτιμήσεις·

γ)

επανεξετάζουν και αμφισβητούν τη σχετική εκτίμηση των εγχειριδίων, των μεθοδολογιών και των διαδικασιών για τις παραμέτρους κινδύνου·

δ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου, της αρμόδιας για τα υποδείγματα επιτροπής ή άλλων επιτροπών·

ε)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις σχετικά με τις επιδόσεις των παραμέτρων κινδύνου και τις συστάσεις της μονάδας ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, του τμήματος επικύρωσης, του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή οποιουδήποτε άλλου ελεγκτικού τμήματος του ιδρύματος·

στ)

αξιολογούν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων, των επικυρώσεων και της παρακολούθησης·

ζ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

ζητούν την υποβολή πρόσθετης τεκμηρίωσης ή ανάλυσης η οποία τεκμηριώνει τις μεθοδολογικές επιλογές του ιδρύματος και τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν·

β)

διενεργούν εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ή αναπαράγουν τις εκτιμήσεις του ιδρύματος, χρησιμοποιώντας τα σχετικά δεδομένα που παρέχει το ίδρυμα·

γ)

ζητούν και αναλύουν τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία των εκτιμήσεων·

δ)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των συστημάτων ΤΠ που σχετίζονται με το πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης·

ε)

διενεργούν εσωτερικές δοκιμές σχετικά με τα δεδομένα του ιδρύματος ή ζητούν από το ίδρυμα να διενεργήσει τις δοκιμές που προτείνουν οι αρμόδιες αρχές·

στ)

επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

ΤΜΗΜΑ 2

Μεθοδολογία για την αξιολόγηση των συνολικών απαιτήσεων για την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου

Άρθρο 42

Απαιτήσεις δεδομένων

1.   Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις συνολικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις που ορίζονται στο άρθρο 179 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου και της ποιότητας των εν λόγω δεδομένων, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

την πληρότητα των ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων και άλλων πληροφοριών σε σχέση με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου, ώστε να διασφαλίζεται ότι χρησιμοποιούνται όλα τα σχετικά ιστορικά δεδομένα και τα εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία·

β)

τη διαθεσιμότητα ποσοτικών δεδομένων που παρέχουν ιστορικό ζημιών κατανεμημένο με βάση τους παράγοντες που είναι καθοριστικοί για την εξέλιξη των αντίστοιχων παραμέτρων κινδύνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 179 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

την αντιπροσωπευτικότητα των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου για ορισμένα είδη ανοιγμάτων·

δ)

την επάρκεια του αριθμού των ανοιγμάτων στο δείγμα και τη διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης που αναφέρεται στα άρθρα 45, 47 και 53, που χρησιμοποιήθηκαν για την ποσοτικοποίηση, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εκτιμήσεις του ιδρύματος είναι ακριβείς και αξιόπιστες·

ε)

την αιτιολόγηση και την τεκμηρίωση κάθε διαδικασίας εκκαθάρισης δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εξαιρέσεων παρατηρήσεων από την εκτίμηση, και επιβεβαίωση ότι οι εν λόγω εξαιρέσεις δεν στρεβλώνουν την ποσοτικοποίηση του κινδύνου· για τις εκτιμήσεις της PD, ειδικότερα, την αιτιολόγηση και την τεκμηρίωση των επιπτώσεων της εκκαθάρισης δεδομένων στο μακροπρόθεσμο μέσο ποσοστό αθέτησης·

στ)

τη συνέπεια μεταξύ των συνόλων δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου, ειδικότερα όσον αφορά τον ορισμό της αθέτησης, της αντιμετώπισης των αθετήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολλαπλών αθετήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 49, και της σύνθεσης του δείγματος.

2.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ), οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την αντιπροσωπευτικότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου για ορισμένα είδη ανοιγμάτων, αξιολογώντας:

α)

τη διάρθρωση των ανοιγμάτων που καλύπτονται από κάθε υπόδειγμα διαβάθμισης και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κινδύνου των πιστούχων ή των πιστοδοτήσεων, καθώς και αν το τρέχον χαρτοφυλάκιο είναι, στον απαιτούμενο βαθμό, συγκρίσιμο με τα χαρτοφυλάκια που αποτελούν το σύνολο δεδομένων αναφοράς·

β)

τη συγκρισιμότητα των τρεχόντων προτύπων αναδοχής και ανάκτησης με εκείνα που εφαρμόζονταν κατά τη χρονική στιγμή του συνόλου δεδομένων αναφοράς·

γ)

τη συνέπεια του ορισμού της αθέτησης κατά την περίοδο παρατήρησης:

i)

όταν ο ορισμός της απαίτησης έχει μεταβληθεί κατά την περίοδο παρατήρησης, την περιγραφή των προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να επιτευχθεί το απαιτούμενο επίπεδο συνέπειας με τον τρέχοντα ορισμό της αθέτησης·

ii)

όταν οι ορισμοί της αθέτησης διαφέρουν μεταξύ των δικαιοδοσιών στις οποίες δραστηριοποιείται το ίδρυμα, την επάρκεια των μέτρων και του συντηρητισμού που εφαρμόζει το ίδρυμα·

δ)

όταν για την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου χρησιμοποιούνται εξωτερικά δεδομένα και δεδομένα που συγκεντρώνονται μεταξύ των ιδρυμάτων, τη συνάφεια και την καταλληλότητα αυτών των δεδομένων για τα ανοίγματα, τα προϊόντα και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος και τον ορισμό της αθέτησης·

ε)

όταν τα εξωτερικά ή κοινά δεδομένα δεν συνάδουν με τον εσωτερικό ορισμό της αθέτησης υποχρέωσης του ιδρύματος, την περιγραφή των προσαρμογών στα εξωτερικά ή κοινά δεδομένα που πραγματοποιεί το ίδρυμα προκειμένου να επιτευχθεί το απαιτούμενο επίπεδο συνέπειας με τον εσωτερικό ορισμό της αθέτησης.

3.   Κατά την αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων που συγκεντρώνονται μεταξύ των ιδρυμάτων και χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τη μεθοδολογία αξιολόγησης που ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2, επιπλέον της επαλήθευσης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 179 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 43

Επανεξέταση των εκτιμήσεων

Κατά την αξιολόγηση της επανεξέτασης των εκτιμήσεων των παραμέτρων κινδύνου από το ίδρυμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 179 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η διαδικασία και το ετήσιο σχέδιο για την επανεξέταση των εκτιμήσεων προβλέπουν την έγκαιρη επανεξέταση όλων των εκτιμήσεων·

β)

έχουν προσδιοριστεί κριτήρια για τον εντοπισμό καταστάσεων που ενεργοποιούν συχνότερη επανεξέταση·

γ)

οι μεθοδολογίες και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές στη διαδικασία αναδοχής και στη σύνθεση των χαρτοφυλακίων·

δ)

οι μεθοδολογίες και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της LGD αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές στη διαδικασία ανάκτησης, τα είδη των ανακτήσεων και τη διάρκεια της διαδικασίας ανάκτησης·

ε)

οι μεθοδολογίες και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του συντελεστή μετατροπής αντικατοπτρίζουν τις μεταβολές στη διαδικασία παρακολούθησης των μη αναληφθέντων ποσών·

στ)

το σύνολο δεδομένων που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου περιλαμβάνει τα σχετικά δεδομένα από την τελευταία περίοδο παρατήρησης και επικαιροποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση·

ζ)

η τεχνική πρόοδος και άλλες σχετικές πληροφορίες αντικατοπτρίζονται στις εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου.

Άρθρο 44

Περιθώριο ασφαλείας

1.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσο περιλαμβάνεται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας στις τιμές των παραμέτρων κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 179 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι μέθοδοι και τα δεδομένα δεν παρέχουν επαρκή βεβαιότητα όσον αφορά τις εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που υπάρχουν μεγάλα σφάλματα στις εκτιμήσεις·

β)

σχετικές ελλείψεις στις μεθόδους, τις πληροφορίες και τα δεδομένα έχουν εντοπιστεί από τη μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου, το τμήμα επικύρωσης ή το τμήμα εσωτερικού ελέγχου ή οποιοδήποτε άλλο τμήμα του ιδρύματος·

γ)

έχουν επέλθει σχετικές μεταβολές στα πρότυπα αναδοχής ή τις πολιτικές ανάκτησης ή μεταβολές στην πολιτική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν αν τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν το περιθώριο ασφαλείας ως υποκατάστατο τυχόν διορθωτικών μέτρων που εφαρμόζει το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 146 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΜΗΜΑ 3

Μεθοδολογία αξιολόγησης των ειδικών απαιτήσεων για την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης

Άρθρο 45

Διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης

Κατά την αξιολόγηση της διάρκειας της περιόδου ιστορικής παρατήρησης που αναφέρεται στο άρθρο 180 παράγραφος 1 στοιχείο η) και στο άρθρο 180 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένων υπόψη των όρων που καθορίζονται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/72 της Επιτροπής όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των προϋποθέσεων για χορήγηση άδειας απαλλαγής δεδομένων (6), και του υπολογισμού των ποσοστών αθέτησης ενός έτους βάσει της εσωτερικής εμπειρίας αθέτησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 180 παράγραφος 1 στοιχείο ε), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

ότι η διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης καλύπτει τουλάχιστον την ελάχιστη διάρκεια σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 180 παράγραφος 1 στοιχείο η) και παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/72·

β)

όταν η διαθέσιμη περίοδος ιστορικής παρατήρησης είναι μεγαλύτερη από την ελάχιστη περίοδο που απαιτείται στο άρθρο 180 παράγραφος 1 στοιχείο η) ή στο άρθρο 180 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για μια πηγή δεδομένων, και τα δεδομένα που λαμβάνονται από αυτήν είναι συναφή, ότι οι πληροφορίες για την εν λόγω μεγαλύτερη περίοδο χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του μακροπρόθεσμου μέσου όρου των ποσοστών αθέτησης ενός έτους·

γ)

στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, όταν το ίδρυμα δεν αποδίδει ίση σημασία σε όλα τα χρησιμοποιούμενα ιστορικά δεδομένα, ότι αυτό δικαιολογείται από την καλύτερη πρόβλεψη των ποσοστών αθέτησης και ότι η μηδενική ή πολύ μικρή στάθμιση που εφαρμόζεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο είτε δικαιολογείται δεόντως είτε συνεπάγεται πιο συντηρητικές εκτιμήσεις·

δ)

ότι υπάρχει συνέπεια μεταξύ των προτύπων αναδοχής και των υφιστάμενων συστημάτων διαβάθμισης και ότι χρησιμοποιήθηκαν συγκρίσιμα πρότυπα αναδοχής κατά την παραγωγή των εσωτερικών δεδομένων αθέτησης ή ότι οι μεταβολές στα πρότυπα αναδοχής και στα συστήματα διαβάθμισης αντιμετωπίστηκαν με την εφαρμογή του περιθωρίου ασφάλειας που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

ε)

στην περίπτωση ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, ότι είναι επαρκής ο ορισμός των πιστούχων με υψηλό βαθμό μόχλευσης και των πιστούχων που έχουν κατά κύριο λόγο διαπραγματεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 180 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και ο προσδιορισμός των περιόδων ακραίας μεταβλητότητας για τους εν λόγω πιστούχους, όπως αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη.

Άρθρο 46

Μέθοδος εκτίμησης της PD

1.   Κατά την αξιολόγηση της μεθόδου εκτίμησης της PD, όπως αναφέρεται στο άρθρο 180 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ποσοστό αθέτησης ενός έτους για κάθε βαθμίδα ή ομάδα υπολογίζεται κατά τρόπο που συνάδει με τα χαρακτηριστικά του ποσοστού αθέτησης ενός έτους που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 78) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και επαληθεύουν ότι:

α)

ο παρονομαστής του ποσοστού αθέτησης ενός έτους περιλαμβάνει τους πιστούχους ή τα ανοίγματα που στην αρχή μιας περιόδου ενός έτους δεν βρίσκονται σε αθέτηση και κατατάσσονται στην εν λόγω βαθμίδα ή ομάδα διαβάθμισης·

β)

ο αριθμητής του ποσοστού αθέτησης ενός έτους περιλαμβάνει τους πιστούχους ή τα ανοίγματα που αναφέρονται στο στοιχείο α) και που αθέτησαν υποχρεώσεις τους εντός της εν λόγω περιόδου ενός έτους· πολλαπλές αθετήσεις για τον ίδιο πιστούχο ή το ίδιο άνοιγμα, οι οποίες παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου ενός έτους που αφορά το ποσοστό αθέτησης, θεωρούνται ενιαία αθέτηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 στοιχείο β), η οποία επήλθε κατά την ημερομηνία της πρώτης από τις εν λόγω πολλαπλές αθετήσεις.

2.   Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η μέθοδος εκτίμησης της PD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστούχων βασίζεται στον μακροπρόθεσμο μέσο όρο των ποσοστών αθέτησης ενός έτους.

Για τον εν λόγω σκοπό, επαληθεύουν ότι η περίοδος που χρησιμοποιείται από το ίδρυμα για την εκτίμηση του μακροπρόθεσμου μέσου όρου των ποσοστών αθέτησης ενός έτους είναι αντιπροσωπευτική του πιθανού εύρους μεταβλητότητας των ποσοστών αθέτησης για το εν λόγω είδος ανοιγμάτων.

3.   Όταν τα παρατηρούμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της PD δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πιθανού εύρους μεταβλητότητας των ποσοστών αθέτησης για ένα είδος ανοιγμάτων, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ίδρυμα χρησιμοποιεί κατάλληλη εναλλακτική μέθοδο για την εκτίμηση του μέσου όρου των ποσοστών αθέτησης ενός έτους κατά τη διάρκεια περιόδου αντιπροσωπευτικής του πιθανού εύρους μεταβλητότητας των ποσοστών αθέτησης για το συγκεκριμένο είδος ανοιγμάτων·

β)

εφαρμόζεται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας όταν, μετά την εφαρμογή κατάλληλης μεθόδου, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α), διαπιστωθεί ότι η εκτίμηση των μέσων όρων των ποσοστών αθέτησης είναι αναξιόπιστη ή ότι υπόκειται σε άλλους περιορισμούς.

4.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι όλα τα ακόλουθα είναι κατάλληλα για το είδος των ανοιγμάτων:

α)

η λειτουργική και διαρθρωτική μορφή της μεθόδου εκτίμησης·

β)

οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται η μέθοδος εκτίμησης·

γ)

η κυκλικότητα της μεθόδου εκτίμησης·

δ)

η διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 45·

ε)

το περιθώριο ασφαλείας που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 44·

στ)

η ανθρώπινη κρίση·

ζ)

κατά περίπτωση, η επιλογή παραγόντων κινδύνου.

5.   Στην περίπτωση ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, όταν οι πιστούχοι έχουν υψηλό βαθμό μόχλευσης ή τα στοιχεία ενεργητικού του πιστούχου είναι κατά κύριο λόγο διαπραγματεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 180 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η PD αντικατοπτρίζει την απόδοση των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού στις περιόδους ακραίας μεταβλητότητας που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη.

6.   Στην περίπτωση ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, όταν το ίδρυμα χρησιμοποιεί κλίμακα διαβάθμισης ενός ΕΟΠΑ, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν την ανάλυση του ιδρύματος όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 180 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ελέγχουν αν η εν λόγω ανάλυση εξετάζει το ζήτημα του κατά πόσο τα είδη ανοιγμάτων που διαβαθμίζονται από τον ΕΟΠΑ είναι αντιπροσωπευτικά των ειδών ανοιγμάτων του ιδρύματος και του χρονικού ορίζοντα για την πιστοληπτική αξιολόγηση από τον ΕΟΠΑ.

7.   Στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, όταν το ίδρυμα συνάγει τις εκτιμήσεις της PD ή της LGD από εκτίμηση των συνολικών ζημιών και κατάλληλη εκτίμηση της PD ή της LGD, όπως αναφέρεται στο άρθρο 180 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν την ανάλυση συμμόρφωσης του ιδρύματος με όλα τα σχετικά κριτήρια για την εκτίμηση της PD και της LGD που προβλέπονται στα άρθρα 178 έως 184 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

8.   Στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα αναλύει τακτικά και λαμβάνει υπόψη τις αναμενόμενες μεταβολές της PD κατά τη διάρκεια ζωής των πιστωτικών ανοιγμάτων (στο εξής: εποχικές διακυμάνσεις), όπως αναφέρεται στο άρθρο 180 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

9.   Κατά την αξιολόγηση των στατιστικών υποδειγμάτων για την εκτίμηση της PD, οι αρμόδιες αρχές, εκτός από τις μεθόδους που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 8, εφαρμόζουν τη μεθοδολογία για την αξιολόγηση των ειδικών απαιτήσεων για τα στατιστικά υποδείγματα ή άλλες αυτοματοποιημένες μεθόδους που ορίζονται στα άρθρα 37 έως 40.

ΤΜΗΜΑ 4

Μεθοδολογία αξιολόγησης των ειδικών απαιτήσεων για τις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD

Άρθρο 47

Διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης

Κατά την αξιολόγηση της διάρκειας της περιόδου που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της LGD για τους σκοπούς του άρθρου 181 παράγραφος 1 στοιχείο ι) και παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/72 (στο εξής: περίοδος ιστορικής παρατήρησης), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

ότι η διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης καλύπτει τουλάχιστον την ελάχιστη διάρκεια σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο ι) και παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/72·

β)

όταν η διαθέσιμη περίοδος ιστορικής παρατήρησης είναι μεγαλύτερη από την ελάχιστη περίοδο σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο ι) και το άρθρο 181 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για μια πηγή δεδομένων και τα δεδομένα που λαμβάνονται από αυτήν είναι σημαντικά για την εκτίμηση της LGD, ότι χρησιμοποιούνται οι πληροφορίες για την εν λόγω μεγαλύτερη περίοδο·

γ)

στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, όταν το ίδρυμα δεν αποδίδει ίση σημασία σε όλα τα χρησιμοποιούμενα ιστορικά δεδομένα, ότι αυτό δικαιολογείται από την καλύτερη πρόβλεψη των ποσοστών ζημίας και ότι η μηδενική ή πολύ μικρή στάθμιση που εφαρμόζεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο είτε δικαιολογείται δεόντως είτε συνεπάγεται πιο συντηρητικές εκτιμήσεις.

Άρθρο 48

Μέθοδος εκτίμησης της LGD

Κατά την αξιολόγηση της μεθόδου εσωτερικής εκτίμησης της LGD, όπως αναφέρεται στο άρθρο 181 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα αξιολογεί την LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα ομοιογενών πιστοδοτήσεων·

β)

η μέση πραγματική τιμή της LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων υπολογίζεται με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο των αθετήσεων·

γ)

χρησιμοποιούνται όλες οι παρατηρούμενες αθετήσεις εντός των πηγών δεδομένων, ειδικότερα ότι οι ανολοκλήρωτες διαδικασίες ανάκτησης λαμβάνονται υπόψη με συντηρητικό τρόπο για τους σκοπούς της εκτίμησης της LGD και ότι η επιλογή της περιόδου αναδιάρθρωσης και των μεθοδολογιών για την εκτίμηση του πρόσθετου κόστους και των ανακτήσεων μετά και, κατά περίπτωση, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου είναι συναφής·

δ)

οι εκτιμήσεις της LGD των εξασφαλισμένων ανοιγμάτων δεν βασίζονται αποκλειστικά στην εκτιμώμενη αγοραία αξία της εξασφάλισης και λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά έσοδα από προηγούμενες εκκαθαρίσεις και την πιθανή αδυναμία ενός ιδρύματος να αποκτήσει τον έλεγχο της εξασφάλισης και να τη ρευστοποιήσει·

ε)

οι εκτιμήσεις της LGD των εξασφαλισμένων ανοιγμάτων λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές μειώσεις της αξίας της εξασφάλισης από τη χρονική στιγμή της εκτίμησης της LGD έως την ενδεχόμενη ανάκτηση·

στ)

ο βαθμός εξάρτησης μεταξύ του κινδύνου του πιστούχου και του κινδύνου της εξασφάλισης, καθώς και το κόστος ρευστοποίησης της εξασφάλισης λαμβάνονται υπόψη συντηρητικά·

ζ)

τυχόν μη καταβληθέντα τέλη υπερημερίας που κεφαλαιοποιήθηκαν στον λογαριασμό αποτελεσμάτων του ιδρύματος πριν από την αθέτηση προστίθενται στη μέτρηση των ανοιγμάτων και των ζημιών του ιδρύματος·

η)

η πιθανότητα μελλοντικών αναλήψεων μετά την αθέτηση λαμβάνεται υπόψη καταλλήλως·

θ)

όλες οι ακόλουθες πτυχές είναι κατάλληλες για το είδος των ανοιγμάτων στα οποία εφαρμόζονται:

i)

η λειτουργική και η διαρθρωτική μορφή της μεθόδου εκτίμησης·

ii)

οι παραδοχές σχετικά με τη μέθοδο εκτίμησης·

iii)

η μέθοδος εκτίμησης των επιπτώσεων μιας περιόδου ύφεσης·

iv)

το μήκος των σειρών δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν·

v)

το περιθώριο ασφαλείας·

vi)

η χρήση της ανθρώπινης κρίσης·

vii)

κατά περίπτωση, η επιλογή παραγόντων κινδύνου.

Άρθρο 49

Αντιμετώπιση πολλαπλών αθετήσεων

Για την αντιμετώπιση των πιστούχων που αθετούν υποχρεώσεις και ανακάμπτουν πολλές φορές σε περιορισμένο χρονικό διάστημα που ορίζεται από το ίδρυμα (στο εξής: πολλαπλές αθετήσεις), οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την καταλληλότητα των μεθόδων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα και επαληθεύουν ότι:

α)

καθορίζονται ρητοί όροι προκειμένου να θεωρηθεί ότι μια πιστοδότηση έχει επανέλθει σε κατάσταση μη αθέτησης·

β)

οι πολλαπλές αθετήσεις που εντοπίζονται εντός χρονικού διαστήματος που καθορίζεται από το ίδρυμα θεωρούνται ενιαία αθέτηση για τους σκοπούς της εκτίμησης της LGD, με τη χρήση της ημερομηνίας αθέτησης της πρώτης παρατηρούμενης αθέτησης ως σχετικής ημερομηνίας αθέτησης και λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας ανάκαμψης από την εν λόγω ημερομηνία έως το τέλος της διαδικασίας ανάκαμψης μετά την τελευταία παρατηρούμενη αθέτηση κατά την εν λόγω περίοδο·

γ)

η διάρκεια της περιόδου εντός της οποίας πολλαπλές αθετήσεις αναγνωρίζονται ως ενιαία αθέτηση καθορίζεται με βάση τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος και την ανάλυση της εμπειρίας σε θέματα αθέτησης·

δ)

οι αθετήσεις που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της PD και των συντελεστών μετατροπής αντιμετωπίζονται κατά τρόπο που συνάδει με τις αθετήσεις που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της εκτίμησης της LGD.

Άρθρο 50

Χρήση εκτιμήσεων της LGD κατάλληλων για περιόδους οικονομικής ύφεσης

Κατά την αξιολόγηση του αν πληρούται η απαίτηση χρήσης εκτιμήσεων της LGD που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα χρησιμοποιεί εκτιμήσεις της LGD που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης, εάν οι εν λόγω εκτιμήσεις είναι πιο συντηρητικές από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο·

β)

το ίδρυμα παρέχει τόσο μακροπρόθεσμους μέσους όρους όσο και εκτιμήσεις της LGD που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης για να αιτιολογήσει τις επιλογές του·

γ)

το ίδρυμα εφαρμόζει αυστηρή και καλά τεκμηριωμένη διαδικασία για τον προσδιορισμό μιας περιόδου οικονομικής ύφεσης, για την αξιολόγηση των επιπτώσεών της στα ποσοστά ανάκτησης και για την παραγωγή εκτιμήσεων της LGD που είναι κατάλληλες για μια περίοδο οικονομικής ύφεσης·

δ)

το ίδρυμα ενσωματώνει στις εκτιμήσεις της LGD τυχόν δυσμενείς εξαρτήσεις που έχουν εντοπιστεί μεταξύ, αφενός, των επιλεγμένων οικονομικών δεικτών και, αφετέρου, των ποσοστών ανάκτησης.

Άρθρο 51

Εκτίμηση της LGD, της ELBE και της μη αναμενόμενης ζημίας για ανοίγματα σε αθέτηση

1.   Κατά την αξιολόγηση των απαιτήσεων για τις εκτιμήσεις της LGD για τα ανοίγματα σε αθέτηση και για τη βέλτιστη εκτίμηση της αναμενόμενης ζημίας (στο εξής: ELBE), όπως αναφέρεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα χρησιμοποιεί μία από τις ακόλουθες προσεγγίσεις και αξιολογούν την προσέγγιση που χρησιμοποιεί το ίδρυμα:

α)

άμεση εκτίμηση της LGD για ανοίγματα σε αθέτηση (στο εξής: LGD σε αθέτηση) και άμεση εκτίμηση της ELBΕ·

β)

άμεση εκτίμηση της ELBE και εκτίμηση της LGD σε αθέτηση ως αθροίσματος της ELBE και μιας προσαύξησης που αποτυπώνει τη μη αναμενόμενη ζημία που σχετίζεται με ανοίγματα σε αθέτηση που ενδέχεται να προκύψει κατά την περίοδο της ανάκτησης.

2.   Κατά την αξιολόγηση της προσέγγισης του ιδρύματος σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι μέθοδοι εκτίμησης της LGD σε αθέτηση, είτε ως άμεση εκτίμηση είτε ως προσαύξηση της ELBE, λαμβάνουν υπόψη πιθανές πρόσθετες μη αναμενόμενες ζημίες κατά την περίοδο της ανάκτησης και λαμβάνουν υπόψη ειδικότερα πιθανές δυσμενείς μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες κατά την αναμενόμενη διάρκεια της διαδικασίας ανάκτησης·

β)

η LGD σε αθέτηση, είτε ως άμεση εκτίμηση είτε ως προσαύξηση της ELBE, και οι μέθοδοι εκτίμησης της ELBE λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με το διάστημα σε αθέτηση και τις ανακτήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα·

γ)

όταν το ίδρυμα χρησιμοποιεί άμεση εκτίμηση της LGD σε αθέτηση, οι μέθοδοι εκτίμησης συνάδουν με τις απαιτήσεις των άρθρων 47, 48 και 49·

δ)

η εκτίμηση της LGD σε αθέτηση είναι υψηλότερη από την ELBE ή, όταν η LGD σε αθέτηση ισούται με την ELBE, ότι για επιμέρους ανοίγματα οι εν λόγω περιπτώσεις είναι περιορισμένες και δεόντως δικαιολογημένες από το ίδρυμα·

ε)

οι μέθοδοι εκτίμησης της ELBE λαμβάνουν υπόψη όλες τις επί του παρόντος διαθέσιμες και σχετικές πληροφορίες και, ειδικότερα, λαμβάνουν υπόψη τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες·

στ)

όταν οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου υπερβαίνουν τις εκτιμήσεις της ELBE, οι διαφορές μεταξύ των δύο αναλύονται και δικαιολογούνται δεόντως·

ζ)

οι μέθοδοι εκτίμησης της LGD σε αθέτηση είτε ως άμεση εκτίμηση είτε ως προσαύξηση της ELBE, και οι μέθοδοι εκτίμησης της ELBE τεκμηριώνονται με σαφήνεια.

Άρθρο 52

Απαιτήσεις για τη διαχείριση των εξασφαλίσεων, την ασφάλεια δικαίου και τη διαχείριση των κινδύνων

Κατά την αξιολόγηση του αν το ίδρυμα έχει θεσπίσει εσωτερικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των εξασφαλίσεων, την ασφάλεια δικαίου και τη διαχείριση των κινδύνων που είναι γενικά συνεπείς με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο 4 τμήμα 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπως αναφέρεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του εν λόγω κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι τουλάχιστον οι πολιτικές και οι διαδικασίες του ιδρύματος που σχετίζονται με τις εσωτερικές απαιτήσεις για την αποτίμηση των εξασφαλίσεων και την ασφάλεια δικαίου συνάδουν πλήρως με τις απαιτήσεις του τρίτου μέρους τίτλος II κεφάλαιο 4 τμήμα 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΜΗΜΑ 5

Μεθοδολογία αξιολόγησης των ειδικών απαιτήσεων για τις εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής

Άρθρο 53

Διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης

Κατά την αξιολόγηση της διάρκειας της περιόδου που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής και αναφέρεται στο άρθρο 182 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/72 (στο εξής: περίοδος ιστορικής παρατήρησης), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

ότι η διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης καλύπτει τουλάχιστον την ελάχιστη διάρκεια που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 182 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/72·

β)

όταν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη από την ελάχιστη περίοδο που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 182 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για μια πηγή δεδομένων και τα δεδομένα που λαμβάνονται από αυτήν είναι σημαντικά για την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής, ότι χρησιμοποιούνται οι πληροφορίες για την εν λόγω μεγαλύτερη περίοδο·

γ)

στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, όταν το ίδρυμα δεν αποδίδει ίση σημασία σε όλα τα χρησιμοποιούμενα ιστορικά δεδομένα, ότι αυτό δικαιολογείται από την καλύτερη πρόβλεψη των αναλήψεων των πιστοδοτήσεων και ότι, αν εφαρμόζεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο μηδενική ή πολύ μικρή στάθμιση, αυτή είτε δικαιολογείται δεόντως είτε συνεπάγεται πιο συντηρητικές εκτιμήσεις.

Άρθρο 54

Μέθοδος εκτίμησης των συντελεστών μετατροπής

Κατά την αξιολόγηση της μεθόδου εκτίμησης των συντελεστών μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 182 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα αξιολογεί τις εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων·

β)

οι μέσοι πραγματικοί συντελεστές μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων υπολογίζονται με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο των αθετήσεων·

γ)

όλες οι παρατηρούμενες αθετήσεις εντός των πηγών δεδομένων χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής·

δ)

η πιθανότητα πρόσθετων αναλήψεων λαμβάνεται υπόψη με συντηρητικό τρόπο, με την εξαίρεση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, όταν αυτά περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις της LGD·

ε)

οι πολιτικές και οι στρατηγικές του ιδρύματος όσον αφορά τη λογιστική παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των ορίων, και την επεξεργασία των πληρωμών αντικατοπτρίζονται στην εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής·

στ)

όλα τα ακόλουθα είναι κατάλληλα για το είδος των ανοιγμάτων στα οποία εφαρμόζονται:

i)

η λειτουργική και διαρθρωτική μορφή της μεθόδου εκτίμησης·

ii)

οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται η μέθοδος εκτίμησης·

iii)

κατά περίπτωση, η μέθοδος εκτίμησης των επιπτώσεων μιας περιόδου ύφεσης·

iv)

η διάρκεια της περιόδου ιστορικής παρατήρησης, σύμφωνα με το άρθρο 53·

v)

το περιθώριο ασφαλείας που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 44·

vi)

η ανθρώπινη κρίση·

vii)

κατά περίπτωση, η επιλογή παραγόντων κινδύνου.

Άρθρο 55

Χρήση εκτιμήσεων συντελεστών μετατροπής κατάλληλων για περιόδους οικονομικής ύφεσης

Κατά την αξιολόγηση του αν πληρούται η απαίτηση χρήσης εκτιμήσεων συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 182 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα χρησιμοποιεί εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης, εάν οι εν λόγω εκτιμήσεις είναι πιο συντηρητικές από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο·

β)

το ίδρυμα παρέχει τόσο τους μακροπρόθεσμους μέσους όρους όσο και τις εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης για να δικαιολογήσει τις επιλογές του·

γ)

το ίδρυμα εφαρμόζει αυστηρή και καλά τεκμηριωμένη διαδικασία για τον προσδιορισμό μιας περιόδου οικονομικής ύφεσης, για την αξιολόγηση των επιπτώσεών της στην ανάληψη πιστωτικών ορίων και για την παραγωγή εκτιμήσεων συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για μια περίοδο οικονομικής ύφεσης·

δ)

το ίδρυμα ενσωματώνει στις εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής τυχόν δυσμενείς εξαρτήσεις που έχουν εντοπιστεί μεταξύ, αφενός, των επιλεγμένων οικονομικών δεικτών και, αφετέρου, της ανάληψης πιστωτικών ορίων.

Άρθρο 56

Απαιτήσεις σχετικά με τις πολιτικές και τις στρατηγικές για τη λογιστική παρακολούθηση και την επεξεργασία των πληρωμών

Για να αξιολογηθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αφορούν την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 182 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και στρατηγικές όσον αφορά τη λογιστική παρακολούθηση και την επεξεργασία των πληρωμών και διαθέτει επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ποσών των πιστοδοτήσεων σε καθημερινή βάση.

ΤΜΗΜΑ 6

Μεθοδολογία για την αξιολόγηση της επίπτωσης των εγγυήσεων και των πιστωτικών παραγώγων

Άρθρο 57

Επιλεξιμότητα εγγυητών και εγγυήσεων

Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις για την αξιολόγηση της επίπτωσης των εγγυήσεων και των πιστωτικών παραγώγων στις παραμέτρους κινδύνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 183 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα έχει προσδιορίσει με σαφήνεια κριτήρια για τον εντοπισμό καταστάσεων στις οποίες οι εκτιμήσεις της PD ή της LGD πρέπει να προσαρμοστούν, ώστε να ενσωματώνουν την επίπτωση των εγγυήσεων στη μείωση του κινδύνου, και τα εν λόγω κριτήρια χρησιμοποιούνται με διαχρονική συνέπεια·

β)

όταν η PD του παρόχου της προστασίας πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την προσαρμογή των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η επίπτωση των εγγυήσεων στη μείωση του κινδύνου δεν περιλαμβάνεται στις εκτιμήσεις της LGD ή της PD του πιστούχου·

γ)

το ίδρυμα έχει προσδιορίσει με σαφήνεια κριτήρια για την αναγνώριση εγγυητών και εγγυήσεων για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων, ειδικότερα μέσω εσωτερικών εκτιμήσεων της LGD ή της PD·

δ)

το ίδρυμα τεκμηριώνει τα κριτήρια για την προσαρμογή των εσωτερικών εκτιμήσεων της LGD ή της PD, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις των εγγυήσεων·

ε)

στις οικείες εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD ή της PD, το ίδρυμα αναγνωρίζει μόνο τις εγγυήσεις που πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

όταν ο εγγυητής διαβαθμίζεται εσωτερικά από το ίδρυμα με σύστημα διαβάθμισης που έχει ήδη εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της προσέγγισης IRB, η εγγύηση πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 183 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ii)

όταν το ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί την τυποποιημένη προσέγγιση σύμφωνα με τα άρθρα 148 και 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για ανοίγματα έναντι οντοτήτων, όπως ο εγγυητής, πληρούνται και οι δύο ακόλουθοι όροι:

ο εγγυητής κατατάσσεται σε κατηγορία ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ως ίδρυμα, κεντρική κυβέρνηση, κεντρική τράπεζα ή εταιρική οντότητα η οποία έχει λάβει πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ·

ο εγγυητής πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 213 έως 216 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

το ίδρυμα πληροί τις απαιτήσεις των στοιχείων α) και ε) και για τα πιστωτικά παράγωγα μεμονωμένου πιστούχου.

ΤΜΗΜΑ 7

Μεθοδολογία αξιολόγησης των απαιτήσεων για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις

Άρθρο 58

Εκτιμήσεις παραμέτρων κινδύνου για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων

1.   Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των εκτιμήσεων της PD και της LGD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, όταν το ίδρυμα λαμβάνει την PD ή την LGD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων από εκτίμηση της αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 160 παράγραφος 2 και το άρθρο 161 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) και κατάλληλη εκτίμηση της PD ή της LGD, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η αναμενόμενη ζημία εκτιμάται με βάση τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο των συνολικών ποσοστών ζημίας ενός έτους ή με άλλη κατάλληλη προσέγγιση·

β)

η διαδικασία εκτίμησης της συνολικής ζημίας συνάδει με την έννοια της LGD, όπως ορίζεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

το ίδρυμα είναι σε θέση να επιμερίσει τις εκτιμήσεις της αναμενόμενης ζημίας σε PD και LGD με αξιόπιστο τρόπο·

δ)

στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 153 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, χρησιμοποιούνται επαρκή εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα.

2.   Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των εκτιμήσεων της PD και της LGD για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων σε περιπτώσεις πλην εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές:

α)

αξιολογούν τις εν λόγω εκτιμήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 42 έως 52·

β)

επαληθεύουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 184 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ

Άρθρο 59

Γενικά

1.   Για να αξιολογηθεί η συμμόρφωση ενός ιδρύματος με την απαίτηση ταξινόμησης κάθε ανοίγματος σε μία μόνο κατηγορία ανοιγμάτων με διαχρονική συνέπεια, όπως ορίζεται στο άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τα ακόλουθα:

α)

μεθοδολογία ταξινόμησης του ιδρύματος και την εφαρμογή της, σύμφωνα με το άρθρο 60·τη

β)

την ακολουθία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε κατηγορίες ανοιγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 61·

γ)

το κατά πόσον έχουν ληφθεί υπόψη από το ίδρυμα ειδικές παράμετροι όσον αφορά την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, σύμφωνα με το άρθρο 62.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και τη μεθοδολογία ταξινόμησης του ιδρύματος·

β)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

γ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων ελεγκτικών τμημάτων του ιδρύματος·

δ)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων·

ε)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος·

στ)

επανεξετάζουν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται από το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τη μη αυτόματη ταξινόμηση ανοιγμάτων σε κατηγορίες ανοιγμάτων.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

διενεργούν δειγματοληπτικούς ελέγχους και επανεξετάζουν έγγραφα σχετικά με τα χαρακτηριστικά ενός πιστούχου και τη δημιουργία και διατήρηση των ανοιγμάτων·

β)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των σχετικών συστημάτων ΤΠ·

γ)

συγκρίνουν τα δεδομένα του ιδρύματος με τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που έχουν καταγραφεί στη βάση δεδομένων που τηρεί η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στις βάσεις δεδομένων που τηρούν οι αρμόδιες αρχές·

δ)

επαληθεύουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος με την εκτελεστική απόφαση 2014/908/ΕΕ της Επιτροπής (7) σχετικά με την ισοδυναμία των εποπτικών και ρυθμιστικών απαιτήσεων ορισμένων τρίτων χωρών και εδαφών για τους σκοπούς της αντιμετώπισης ανοιγμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

διενεργούν εσωτερικές δοκιμές σχετικά με τα δεδομένα του ιδρύματος ή ζητούν από το ίδρυμα να διενεργήσει τις δοκιμές που προτείνουν οι αρμόδιες αρχές·

στ)

επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 60

Μεθοδολογία ταξινόμησης και εφαρμογή της

1.   Κατά την αξιολόγηση της μεθοδολογίας ταξινόμησης του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η μεθοδολογία είναι πλήρως τεκμηριωμένη και συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

η μεθοδολογία αντικατοπτρίζει την ακολουθία ταξινόμησης που ορίζεται στο άρθρο 61·

γ)

η μεθοδολογία περιλαμβάνει κατάλογο των ρυθμιστικών και εποπτικών καθεστώτων τρίτων χωρών που θεωρούνται ισοδύναμα με εκείνα που εφαρμόζονται στην Ένωση σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση 2014/908/ΕΕ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 4, στο άρθρο 114 παράγραφος 7, στο άρθρο 115 παράγραφος 4 και στο άρθρο 116 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν απαιτείται τέτοιου είδους ισοδυναμία για την ταξινόμηση ανοίγματος σε συγκεκριμένη κατηγορία.

2.   Κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής της μεθοδολογίας ταξινόμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι διαδικασίες που διέπουν την εισαγωγή και τη μετατροπή δεδομένων στα συστήματα ΤΠ είναι επαρκώς αξιόπιστες, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή ταξινόμηση κάθε ανοίγματος σε μια κατηγορία ανοιγμάτων·

β)

το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων έχει στη διάθεσή του επαρκώς λεπτομερή κριτήρια, ώστε να εξασφαλίζεται συνεπής ταξινόμηση·

γ)

η ταξινόμηση σε ανοίγματα σε μετοχές, στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης και ανοίγματα που προσδιορίζονται ως ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πραγματοποιείται από προσωπικό που γνωρίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις, καθώς και τις σχετικές λεπτομέρειες της συναλλαγής που καθορίζουν τον προσδιορισμό των εν λόγω ανοιγμάτων·

δ)

η ταξινόμηση πραγματοποιείται με τη χρήση των πιο πρόσφατων διαθέσιμων δεδομένων.

3.   Στην περίπτωση ανοιγμάτων σε ΟΣΕ, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι τα ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την ταξινόμηση των υποκείμενων ανοιγμάτων σε κατάλληλες κατηγορίες ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 152 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 61

Ακολουθία ταξινόμησης

Κατά την αξιολόγηση του αν το ίδρυμα ταξινομεί ανοίγματα σε κατηγορίες ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 147 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η ταξινόμηση διενεργείται με την ακόλουθη σειρά:

α)

πρώτον, τα ανοίγματα που είναι επιλέξιμα για ταξινόμηση στα ανοίγματα σε μετοχές, τα στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης και άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις κατατάσσονται στις εν λόγω κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχεία ε), στ) και ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

δεύτερον, τα ανοίγματα που δεν έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) και είναι επιλέξιμα για ταξινόμηση στις κατηγορίες ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων, ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων ή ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής ταξινομούνται στις εν λόγω κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχεία α), β), γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

τρίτον, οποιεσδήποτε πιστωτικές υποχρεώσεις δεν έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) ταξινομούνται στην κατηγορία ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 62

Ειδικές απαιτήσεις για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

1.   Κατά την αξιολόγηση της ταξινόμησης ανοιγμάτων στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα κάνει διάκριση μεταξύ ανοιγμάτων έναντι φυσικών προσώπων και έναντι ΜΜΕ βάσει σαφών κριτηρίων με συνεπή τρόπο·

β)

για τους σκοπούς της παρακολούθησης της συμμόρφωσης με το όριο που προβλέπεται στο άρθρο 147 παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το ίδρυμα εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμούς για τα ακόλουθα:

i)

τον προσδιορισμό ομάδων συνδεδεμένων πελατών και την ενοποίηση σχετικών ανοιγμάτων που κάθε ίδρυμα και η μητρική ή οι θυγατρικές του διατηρούν έναντι αυτής της ομάδας συνδεδεμένων πελατών·

ii)

την αξιολόγηση περιπτώσεων υπέρβασης του ορίου·

iii)

τη διασφάλιση ότι ένα άνοιγμα έναντι ΜΜΕ για το οποίο έχει σημειωθεί υπέρβαση του ορίου κατατάσσεται εκ νέου στην κατηγορία των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2.   Όταν επαληθεύουν ότι η διαχείριση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής δεν πραγματοποιείται τόσο μεμονωμένα όσο τα ανοίγματα στην κατηγορία των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 147 παράγραφος 5 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τις ακόλουθες συνιστώσες της πιστωτικής διαδικασίας:

α)

δραστηριότητες μάρκετινγκ και πωλήσεων·

β)

τύπος προϊόντος·

γ)

διαδικασία διαβάθμισης·

δ)

σύστημα διαβάθμισης·

ε)

διαδικασία λήψης πιστοδοτικών αποφάσεων·

στ)

μέθοδοι μείωσης του πιστωτικού κινδύνου·

ζ)

διαδικασίες παρακολούθησης·

η)

διαδικασία είσπραξης και ανάκτησης.

3.   Κατά τον προσδιορισμό του αν πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 147 παράγραφος 5 στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν αν η ταξινόμηση των ανοιγμάτων συνάδει με τους επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος και τον τρόπο διαχείρισης των εν λόγω ανοιγμάτων.

4.   Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα κατατάσσει κάθε άνοιγμα λιανικής τραπεζικής σε μία μόνο κατηγορία ανοιγμάτων στην οποία εφαρμόζεται ο σχετικός συντελεστής συσχέτισης σύμφωνα με το άρθρο 154 παράγραφοι 1, 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α)

για σκοπούς επαλήθευσης της συμμόρφωσης με το άρθρο 154 παράγραφος 4 στοιχεία δ) και ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

i)

η μεταβλητότητα των ποσοστών ζημίας για το χαρτοφυλάκιο αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής είναι χαμηλή σε σχέση με το μέσο επίπεδο των ποσοστών ζημίας, αξιολογώντας τη σύγκριση από το ίδρυμα της μεταβλητότητας των ποσοστών ζημίας για το χαρτοφυλάκιο αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής σε σχέση με άλλα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής ή με άλλες τιμές αναφοράς·

ii)

η διαχείριση κινδύνου του χαρτοφυλακίου αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής συνάδει με τα υποκείμενα χαρακτηριστικά κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών ζημίας·

β)

για σκοπούς επαλήθευσης της συμμόρφωσης με το άρθρο 154 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι για όλα τα ανοίγματα των οποίων η εξασφάλιση με ακίνητα χρησιμοποιείται στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζεται ο συντελεστής συσχέτισης που ορίζεται στο άρθρο 154 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΑΚΡΑΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Άρθρο 63

Γενικά

1.   Για να αξιολογηθεί η ορθότητα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων ενός ιδρύματος που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της οικείας κεφαλαιακής επάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 177 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

την καταλληλότητα των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για τον σχεδιασμό των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 64·

β)

την αρτιότητα της οργάνωσης της διαδικασίας προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 65·

γ)

την ενσωμάτωση των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 66.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τις εσωτερικές πολιτικές, μεθόδους και διαδικασίες του ιδρύματος σχετικά με τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων·

β)

επανεξετάζουν τα αποτελέσματα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του ιδρύματος·

γ)

επανεξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των μονάδων και των διοικητικών οργάνων που συμμετέχουν στον σχεδιασμό, την έγκριση και την εκτέλεση της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων·

δ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

ε)

επανεξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων ελεγκτικών τμημάτων του ιδρύματος·

στ)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων·

ζ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται για την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων·

β)

ζητούν από το ίδρυμα να προβεί σε υπολογισμό της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων βάσει εναλλακτικών παραδοχών·

γ)

διενεργούν τους δικούς τους υπολογισμούς προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με βάση τα δεδομένα του ιδρύματος για ορισμένα είδη ανοιγμάτων·

δ)

επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 64

Καταλληλότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων

1.   Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 177 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι προσομοιώσεις είναι κατάλληλες, εύλογα συντηρητικές και ικανές να προσδιορίσουν τις επιπτώσεις στις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις του ιδρύματος για τον πιστωτικό κίνδυνο βάσει σεναρίων σοβαρής αλλά εύλογης ύφεσης·

β)

οι προσομοιώσεις καλύπτουν τουλάχιστον όλα τα σημαντικά χαρτοφυλάκια IRΒ·

γ)

οι μέθοδοι συνάδουν, στον κατάλληλο βαθμό, με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από το ίδρυμα για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων·

δ)

η τεκμηρίωση της μεθοδολογίας των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών και εξωτερικών δεδομένων, καθώς και της γνώμης των εμπειρογνωμόνων είναι αρκετά λεπτομερής, ώστε να δίνει τη δυνατότητα σε τρίτους να κατανοήσουν το σκεπτικό των επιλεγμένων σεναρίων και να αναπαραγάγουν την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στάδια:

α)

προσδιορισμό των σεναρίων που περιλαμβάνουν σενάρια σοβαρής αλλά εύλογης ύφεσης και προσαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του σεναρίου που προβλέπει επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας των παρόχων προστασίας·

β)

εκτίμηση του αντικτύπου των προσδιορισμένων σεναρίων στις παραμέτρους κινδύνου του ιδρύματος, στη μεταβολή της διαβάθμισης, στις αναμενόμενες ζημίες και στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο·

γ)

αξιολόγηση της επάρκειας των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

3.   Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν την ορθότητα των ακόλουθων μεθοδολογιών:

α)

της μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό μιας ομάδας οικονομικών κινητήριων δυνάμεων·

β)

της μεθοδολογίας για την ανάπτυξη σεναρίων ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρότητας, της διάρκειας και της πιθανότητας εμφάνισής τους·

γ)

της μεθοδολογίας για την προβολή του αντικτύπου κάθε σεναρίου στις σχετικές παραμέτρους κινδύνου.

Άρθρο 65

Οργάνωση της διαδικασίας προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της οργάνωσης της διαδικασίας προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 177 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων διενεργείται τακτικά και τουλάχιστον σε ετήσια βάση·

β)

καθορίζονται σαφώς οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες της μονάδας ή των μονάδων που είναι επιφορτισμένες με τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων·

γ)

τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων εγκρίνονται σε κατάλληλο διοικητικό επίπεδο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ενημερώνονται εγκαίρως για τα αποτελέσματα·

δ)

η υποδομή ΤΠ υποστηρίζει αποτελεσματικά την εκτέλεση προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.

Άρθρο 66

Ενσωμάτωση των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και κεφαλαίων

Κατά την αξιολόγηση της ενσωμάτωσης των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και κεφαλαίων του ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 177 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, ειδικότερα όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων και κεφαλαίων·

β)

το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας διαχείρισης κεφαλαίων και προσδιορίζει πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές των οικονομικών συνθηκών για τους σκοπούς των κεφαλαιακών απαιτήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Άρθρο 67

Γενικά

1.   Για να εκτιμηθεί το αν ένα ίδρυμα υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων χρησιμοποιώντας τις οικείες παραμέτρους κινδύνου για διαφορετικές κατηγορίες ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και τα άρθρα 151 έως 168 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και είναι σε θέση να πραγματοποιήσει την υποβολή αναφορών που απαιτείται από το άρθρο 430 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

την αξιοπιστία του συστήματος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 68·

β)

την ποιότητα των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 69·

γ)

την ορθότητα εφαρμογής της μεθοδολογίας και των διαδικασιών για τις διαφορετικές κατηγορίες ανοιγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 70·

δ)

την οργάνωση της διαδικασίας υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 71.

2.   Όσον αφορά τους ομίλους, για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη δομή του τραπεζικού ομίλου και τους καθιερωμένους ρόλους και αρμοδιότητες του μητρικού ιδρύματος και των θυγατρικών του.

3.   Για τους σκοπούς της επαλήθευσης σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος σχετικά με τη διαδικασία υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των πηγών δεδομένων, των μεθόδων υπολογισμού και των ελέγχων που εφαρμόζονται·

β)

επανεξετάζουν τους σχετικούς ρόλους και τις σχετικές αρμοδιότητες των διαφόρων μονάδων και εσωτερικών οργάνων που συμμετέχουν στη διαδικασία υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

γ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

δ)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση των δοκιμών του συστήματος υπολογισμού, συμπεριλαμβανομένων των σεναρίων που καλύπτονται από τις δοκιμές, των αποτελεσμάτων τους και των εγκρίσεων·

ε)

επανεξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής των δεδομένων που προέρχονται από διαφορετικές πηγές·

στ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων ελεγκτικών τμημάτων του ιδρύματος·

ζ)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων·

η)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

4.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

β)

ζητούν από το ίδρυμα να πραγματοποιήσει ζωντανά υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για ορισμένα είδη ανοιγμάτων·

γ)

διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων στα δεδομένα του ιδρύματος για ορισμένα είδη ανοιγμάτων·

δ)

διενεργούν εσωτερικές δοκιμές σχετικά με τα δεδομένα του ιδρύματος ή ζητούν από το ίδρυμα να διενεργήσει τις δοκιμές που προτείνουν οι αρμόδιες αρχές·

ε)

επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 68

Αξιοπιστία του συστήματος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του συστήματος που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από τις απαιτήσεις των άρθρων 72 έως 75 σχετικά με τη μεθοδολογία αξιολόγησης για τη διαχείριση των δεδομένων, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι δοκιμές ελέγχου που διενεργούνται από το ίδρυμα για να επιβεβαιωθεί ότι ο υπολογισμός των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων συμμορφώνεται με τα άρθρα 151 έως 168 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είναι πλήρεις·

β)

οι εν λόγω δοκιμές ελέγχου είναι αξιόπιστες και, ειδικότερα, οι υπολογισμοί που πραγματοποιούνται στο σύστημα που χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων είναι συνεπείς με τους υπολογισμούς που πραγματοποιούνται σε εναλλακτικό εργαλείο υπολογισμού·

γ)

η συχνότητα των δοκιμών ελέγχου που διενεργεί το ίδρυμα είναι επαρκής και οι δοκιμές πραγματοποιούνται τουλάχιστον κατά τη στιγμή της εφαρμογής των αλγορίθμων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στις οποίες πραγματοποιούνται αλλαγές στο σύστημα.

Άρθρο 69

Ποιότητα δεδομένων

1.   Κατά την αξιολόγηση της ποιότητας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 73, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για τον προσδιορισμό της αξίας των ανοιγμάτων με όλα τα σχετικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αφορούν τις παραμέτρους κινδύνου και τις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου. Οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι παράμετροι κινδύνου είναι πλήρεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι παράμετροι που λείπουν υποκαθίστανται από προκαθορισμένες τιμές, και, όταν έχει πραγματοποιηθεί τέτοια υποκατάσταση, αυτή είναι συντηρητική, δικαιολογημένη και τεκμηριωμένη·

β)

το εύρος των τιμών των παραμέτρων συμμορφώνεται με τις κανονιστικές και τις ελάχιστες τιμές που προσδιορίζονται στα άρθρα 160 έως 164 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων συνάδουν με τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε άλλες εσωτερικές διαδικασίες·

δ)

η εφαρμογή παραμέτρων κινδύνου είναι σύμφωνη με τα χαρακτηριστικά του ανοίγματος και, ειδικότερα, η LGD που αποδίδεται είναι ακριβής και σύμφωνη με το είδος του ανοίγματος και των εξασφαλίσεων που χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση του ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 164 και το άρθρο 230 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

ο υπολογισμός της αξίας των ανοιγμάτων είναι ορθός και, ειδικότερα, οι συμφωνίες συμψηφισμού και η ταξινόμηση των εκτός ισολογισμού στοιχείων χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 166 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

όταν εφαρμόζεται η μέθοδος PD/LGD για ανοίγματα σε μετοχές, η ταξινόμηση των ανοιγμάτων και η εφαρμογή των παραμέτρων κινδύνου είναι ορθές σύμφωνα με το άρθρο 165 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Κατά την αξιολόγηση της συνοχής των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων με τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για εσωτερικούς σκοπούς σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 22 σχετικά με τη μεθοδολογία αξιολόγησης για τη δοκιμή χρήσης και τη δοκιμή εμπειρίας, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου και συμφωνίας των στοιχείων για να διασφαλίζεται ότι οι τιμές των παραμέτρων κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων συνάδουν με την τιμή των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται για εσωτερικούς σκοπούς·

β)

υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου και συμφωνίας των στοιχείων για να διασφαλίζεται ότι η αξία των ανοιγμάτων για τα οποία υπολογίζονται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων συνάδει με τα λογιστικά δεδομένα·

γ)

ο υπολογισμός των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για όλα τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στο γενικό καθολικό του ιδρύματος είναι πλήρης και ο διαχωρισμός μεταξύ των ανοιγμάτων βάσει της προσέγγισης IRB και της τυποποιημένης προσέγγισης συμμορφώνεται με τα άρθρα 148 και 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 70

Ορθότητα της εφαρμογής της μεθοδολογίας και των διαδικασιών για διάφορες κατηγορίες ανοιγμάτων

Κατά την αξιολόγηση της ορθότητας της εφαρμογής της μεθοδολογίας και των διαδικασιών για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για διάφορες κατηγορίες ανοιγμάτων, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

ο αριθμητικός τύπος στάθμισης των κινδύνων εφαρμόζεται ορθά σύμφωνα με τα άρθρα 153 και 154 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, λαμβανομένης υπόψη της ταξινόμησης ανοιγμάτων σε κατηγορίες ανοιγμάτων·

β)

ο υπολογισμός του συντελεστή συσχέτισης πραγματοποιείται με βάση τα χαρακτηριστικά των ανοιγμάτων, ειδικότερα δε η παράμετρος συνολικών πωλήσεων εφαρμόζεται βάσει ενοποιημένων χρηματοοικονομικών πληροφοριών·

γ)

όταν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος προσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η προσαρμογή βασίζεται σε όλες τις ακόλουθες παραμέτρους:

i)

οι πληροφορίες σχετικά με την PD του παρόχου προστασίας χρησιμοποιούνται ορθά·

ii)

η PD του παρόχου προστασίας εκτιμάται με τη χρήση του συστήματος διαβάθμισης που έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την προσέγγιση IRΒ·

δ)

ο υπολογισμός της παραμέτρου ληκτότητας είναι ορθός και ειδικότερα:

i)

η ημερομηνία λήξης της πιστωτικής διευκόλυνσης χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της παραμέτρου ληκτότητας σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ii)

στις περιπτώσεις που η παράμετρος ληκτότητας είναι μικρότερη του ενός έτους, αυτό αιτιολογείται και τεκμηριώνεται επαρκώς για τους σκοπούς του άρθρου 162 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

τα κατώτατα όρια για τη σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση τιμή της LGD για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας και εμπορικά ακίνητα, τα οποία δεν καλύπτονται από εγγυήσεις κεντρικών κυβερνήσεων σύμφωνα με το άρθρο 164 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπολογίζονται στο συγκεντρωτικό επίπεδο όλων των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα κατοικίας και εμπορικά ακίνητα, αντίστοιχα, και, όταν η σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση τιμή της LGD στο συγκεντρωτικό επίπεδο είναι χαμηλότερη από τα αντίστοιχα κατώτατα όρια, οι σχετικές προσαρμογές εφαρμόζονται με διαχρονική συνέπεια από το ίδρυμα·

στ)

η εφαρμογή διαφορετικών προσεγγίσεων για διαφορετικά χαρτοφυλάκια μετοχών, όταν το ίδιο το ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές προσεγγίσεις για την εσωτερική διαχείριση των κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 155 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι ορθή, ειδικότερα ότι η επιλογή της προσέγγισης:

i)

δεν έχει ως αποτέλεσμα την υποτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

ii)

πραγματοποιείται με συνέπεια, μεταξύ άλλων, και διαχρονικά·

iii)

δικαιολογείται από εσωτερικές πρακτικές διαχείρισης κινδύνου·

ζ)

όταν χρησιμοποιείται η προσέγγιση της απλής στάθμισης του κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου είναι ορθή, ειδικότερα δε ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 190 % χρησιμοποιείται μόνο για επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, όταν το ίδρυμα έχει αποδείξει ότι έχει επιτευχθεί σημαντική μείωση του κινδύνου ως αποτέλεσμα της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου σε σύγκριση με τον κίνδυνο μεμονωμένων ανοιγμάτων του χαρτοφυλακίου·

η)

ο υπολογισμός της διαφοράς μεταξύ των ποσών αναμενόμενης ζημίας και των προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου, των πρόσθετων προσαρμογών αξίας και άλλων μειώσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 159 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είναι ορθός και ειδικότερα:

i)

ότι ο υπολογισμός πραγματοποιείται χωριστά για το χαρτοφυλάκιο ανοιγμάτων σε αθέτηση και για το χαρτοφυλάκιο ανοιγμάτων που δεν είναι σε αθέτηση·

ii)

όταν ο υπολογισμός που πραγματοποιείται για το χαρτοφυλάκιο σε αθέτηση καταλήγει σε αρνητικό ποσό, ότι το ποσό αυτό δεν χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση των θετικών ποσών που προκύπτουν από τον υπολογισμό που πραγματοποιείται για το χαρτοφυλάκιο ανοιγμάτων που δεν είναι σε αθέτηση·

iii)

ότι ο υπολογισμός πραγματοποιείται με συνυπολογισμό των φορολογικών επιπτώσεων·

θ)

εφαρμόζονται ορθά οι διάφορες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση ανοιγμάτων υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ και ειδικότερα:

i)

ότι το ίδρυμα προβαίνει σε ορθή διάκριση μεταξύ ανοιγμάτων σε ΟΣΕ που υπόκεινται στη μέθοδο εξέτασης που ορίζεται στο άρθρο 152 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και άλλων ανοιγμάτων σε ΟΣΕ·

ii)

ότι τα ανοίγματα σε ΟΣΕ που αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 152 παράγραφος 1 ή παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 132 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού·

iii)

όταν το ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση που προβλέπεται στο άρθρο 152 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τον υπολογισμό των μέσων σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων, ότι:

η ορθότητα του υπολογισμού επιβεβαιώνεται από εξωτερικό ελεγκτή·

εφαρμόζονται ορθά οι πολλαπλασιαστικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 152 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημεία i) και ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

όταν το ίδρυμα βασίζεται σε τρίτο μέρος για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων, ότι το τρίτο μέρος πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 152 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 71

Οργάνωση της διαδικασίας υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της διαδικασίας υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η κατανομή των αρμοδιοτήτων της μονάδας ή των μονάδων που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο και τη διαχείριση της διαδικασίας υπολογισμού, ειδικότερα δε η κατανομή των αρμοδιοτήτων για τους ειδικούς ελέγχους που πρέπει να διενεργούνται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας υπολογισμού, είναι σαφώς καθορισμένη·

β)

σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών υποστήριξης, διασφαλίζουν ότι ο υπολογισμός των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 430 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

αποθηκεύονται όλα τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται, συμπεριλαμβανομένων των τιμών των παραμέτρων κινδύνου και των προηγούμενων εκδόσεων του συστήματος, ώστε να είναι δυνατή η αναπαραγωγή του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων·

δ)

τα αποτελέσματα του υπολογισμού εγκρίνονται σε κατάλληλο επίπεδο διοίκησης και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ενημερώνονται σχετικά με πιθανά σφάλματα ή ανεπάρκειες του υπολογισμού και σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 72

Γενικά

1.   Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις διαχείρισης δεδομένων που προβλέπονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και στο άρθρο 176 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν όλα τα ακόλουθα:

α)

την ποιότητα των εσωτερικών, εξωτερικών ή κοινών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας διαχείρισης της ποιότητας των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 73·

β)

την τεκμηρίωση των δεδομένων και την υποβολή αναφορών, σύμφωνα με το άρθρο 74·

γ)

τη σχετική υποδομή ΤΠ, σύμφωνα με το άρθρο 75.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τις πολιτικές, τις μεθόδους και τις διαδικασίες διαχείρισης της ποιότητας των δεδομένων που σχετίζονται με τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στην προσέγγιση IRΒ·

β)

επανεξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις για την ποιότητα των δεδομένων, καθώς και τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις συστάσεις τους·

γ)

επανεξετάζουν τις πολιτικές υποδομής ΤΠ και τις διαδικασίες διαχείρισης συστημάτων ΤΠ, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης που αφορούν τα συστήματα ΤΠ που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της προσέγγισης IRΒ·

δ)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

ε)

επανεξετάζουν τα σχετικά πορίσματα του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή άλλων ελεγκτικών τμημάτων του ιδρύματος·

στ)

επανεξετάζουν τις εκθέσεις προόδου σχετικά με τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των σχετικών ελέγχων·

ζ)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

διενεργούν εσωτερικές δοκιμές σχετικά με τα δεδομένα του ιδρύματος ή ζητούν από το ίδρυμα να διενεργήσει τις δοκιμές που προτείνουν οι αρμόδιες αρχές·

β)

επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 73

Ποιότητα δεδομένων

1.   Κατά την αξιολόγηση της ποιότητας των εσωτερικών, εξωτερικών ή κοινών δεδομένων που απαιτούνται για την αποτελεσματική στήριξη της διαδικασίας μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 176 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν:

α)

την πληρότητα των τιμών στα χαρακτηριστικά που απαιτούν την εισαγωγή τιμών·

β)

την ακρίβεια των δεδομένων, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα ουσιαστικά δεν περιέχουν σφάλματα·

γ)

τη συνέπεια των δεδομένων, ώστε να διασφαλίζεται ότι ένα συγκεκριμένο σύνολο δεδομένων μπορεί να αντιστοιχιστεί στις διαφορετικές πηγές δεδομένων του ιδρύματος·

δ)

τον έγκαιρο χαρακτήρα των τιμών δεδομένων, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι τιμές είναι επίκαιρες·

ε)

τη μοναδικότητα των δεδομένων, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα συγκεντρωτικά δεδομένα δεν περιέχουν αλληλεπικαλύψεις που προκύπτουν από φίλτρα ή άλλους μετασχηματισμούς των πρωτογενών δεδομένων·

στ)

την εγκυρότητα των δεδομένων, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα βασίζονται σε κατάλληλο σύστημα ταξινόμησης, επαρκώς αυστηρό, ώστε να επιβάλλεται η αποδοχή τους·

ζ)

την ιχνηλασιμότητα των δεδομένων, ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη ιχνηλάτηση του ιστορικού, της επεξεργασίας και της θέσης των υπό εξέταση δεδομένων.

2.   Κατά την αξιολόγηση της διαδικασίας διαχείρισης της ποιότητας των δεδομένων, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

υπάρχουν όλα τα ακόλουθα:

i)

κατάλληλα πρότυπα ποιότητας δεδομένων που θέτουν τους στόχους και το συνολικό πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας διαχείρισης της ποιότητας των δεδομένων·

ii)

κατάλληλες πολιτικές, πρότυπα και διαδικασίες για τη συλλογή, την αποθήκευση, τη μετανάστευση, την επικαιροποίηση και τη χρήση των δεδομένων·

iii)

πρακτική συνεχούς επικαιροποίησης και βελτίωσης της διαδικασίας διαχείρισης της ποιότητας των δεδομένων·

iv)

σύνολο κριτηρίων και διαδικασιών για τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης με τα πρότυπα ποιότητας των δεδομένων, και ειδικότερα τα γενικά κριτήρια και η διαδικασία συμφωνίας των δεδομένων μεταξύ και εντός των συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των λογιστικών δεδομένων και των δεδομένων βάσει των εσωτερικών διαβαθμίσεων·

v)

κατάλληλες διαδικασίες για την εσωτερική αξιολόγηση και τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας έκδοσης εσωτερικών συστάσεων για την αντιμετώπιση προβλημάτων σε τομείς που χρήζουν βελτίωσης και της διαδικασίας εφαρμογής των εν λόγω συστάσεων με προτεραιότητα που βασίζεται στη σημαντικότητά τους, και ειδικότερα της διαδικασίας για την αντιμετώπιση ουσιωδών αποκλίσεων που προκύπτουν κατά τη διαδικασία συμφωνίας των δεδομένων·

β)

υπάρχει επαρκής βαθμός ανεξαρτησίας μεταξύ της διαδικασίας συλλογής δεδομένων και της διαδικασίας διαχείρισης της ποιότητας των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού της οργανωτικής δομής και του προσωπικού, κατά περίπτωση.

Άρθρο 74

Τεκμηρίωση δεδομένων και υποβολή εκθέσεων

1.   Κατά την αξιολόγηση της τεκμηρίωσης δεδομένων που απαιτούνται για την αποτελεσματική στήριξη της διαδικασίας μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 176 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν όλα τα ακόλουθα:

α)

τις προδιαγραφές του συνόλου των βάσεων δεδομένων και ειδικότερα:

i)

τον συνολικό χάρτη των βάσεων δεδομένων που περιλαμβάνονται στα συστήματα υπολογισμού που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της προσέγγισης IRΒ·

ii)

τις σχετικές πηγές δεδομένων·

iii)

τις σχετικές διαδικασίες εξαγωγής και μετασχηματισμού δεδομένων και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αυτό·

iv)

τις σχετικές λειτουργικές προδιαγραφές των βάσεων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους τους, της ημερομηνίας δημιουργίας τους, των λεξικών δεδομένων που προσδιορίζουν το περιεχόμενο των πεδίων και των διαφόρων τιμών που εισάγονται στα πεδία με σαφείς ορισμούς των στοιχείων δεδομένων·

v)

τις σχετικές τεχνικές προδιαγραφές των βάσεων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του είδους της βάσης δεδομένων, των πινάκων, του συστήματος διαχείρισης της βάσης δεδομένων και της αρχιτεκτονικής της βάσης δεδομένων, καθώς και των υποδειγμάτων δεδομένων που παρέχονται σε κάθε τυποποιημένο συμβολισμό ανάπτυξης υποδειγμάτων δεδομένων·

vi)

τις σχετικές ροές εργασιών και τις διαδικασίες σχετικά με τη συλλογή και την αποθήκευση δεδομένων·

β)

την πολιτική διαχείρισης δεδομένων και την κατανομή αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των προφίλ των χρηστών και των ιδιοκτητών των δεδομένων·

γ)

τη διαφάνεια, την προσβασιμότητα και τη συνέπεια των ελέγχων που εφαρμόζονται στο πλαίσιο διαχείρισης δεδομένων.

2.   Κατά την αξιολόγηση της υποβολής εκθέσεων δεδομένων, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν, ειδικότερα, ότι η υποβολή εκθέσεων δεδομένων:

α)

προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής των εκθέσεων ή των ελέγχων, τις διαπιστώσεις και, κατά περίπτωση, τις συστάσεις για την αντιμετώπιση των αδυναμιών ή των ελλείψεων που εντοπίστηκαν·

β)

κοινοποιείται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος αρκετά συχνά και το επίπεδο του αποδέκτη της έκθεσης δεδομένων συνάδει με την οργανωτική δομή του ιδρύματος, καθώς και με το είδος και τη σημασία των πληροφοριών·

γ)

πραγματοποιείται τακτικά και, επίσης, κατά περίπτωση, σε ad hoc βάση·

δ)

παρέχει επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι συστάσεις λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και εφαρμόζονται κατάλληλα από το ίδρυμα.

Άρθρο 75

Υποδομή ΤΠ

1.   Κατά την αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής των συστημάτων ΤΠ που έχουν σημασία για τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος και την εφαρμογή της προσέγγισης IRB σύμφωνα με το άρθρο 144 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν όλα τα ακόλουθα:

α)

την αρχιτεκτονική των συστημάτων ΤΠ, συμπεριλαμβανομένων όλων των εφαρμογών, των διεπαφών και των αλληλεπιδράσεών τους·

β)

ένα διάγραμμα ροής δεδομένων με χάρτη των βασικών εφαρμογών, βάσεων δεδομένων και στοιχείων ΤΠ που περιλαμβάνονται στην εφαρμογή της προσέγγισης IRB και σχετίζονται με τα συστήματα διαβάθμισης·

γ)

την ανάθεση των υπευθύνων για τα συστήματα ΤΠ·

δ)

τη χωρητικότητα, τη δυνατότητα κλιμάκωσης και την αποδοτικότητα των συστημάτων ΤΠ·

ε)

τα εγχειρίδια των συστημάτων ΤΠ και των βάσεων δεδομένων.

2.   Κατά την αξιολόγηση της αρτιότητας, της ασφάλειας και της προστασίας της υποδομής ΤΠ που έχει σημασία για τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος και την εφαρμογή της προσέγγισης IRB, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η υποδομή ΤΠ μπορεί να υποστηρίξει τις συνήθεις και έκτακτες διαδικασίες ενός ιδρύματος με έγκαιρο, αυτόματο και ευέλικτο τρόπο·

β)

ο κίνδυνος αναστολής των ικανοτήτων της υποδομής ΤΠ (στο εξής: αστοχίες), ο κίνδυνος απώλειας δεδομένων και ο κίνδυνος εσφαλμένων αξιολογήσεων (στο εξής: σφάλματα) αντιμετωπίζονται δεόντως·

γ)

η υποδομή ΤΠ προστατεύεται επαρκώς από κλοπή, απάτη, χειραγώγηση ή δολιοφθορά δεδομένων ή συστημάτων από κακόβουλα εσωτερικά ή εξωτερικά μέρη.

3.   Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της υποδομής ΤΠ που έχει σημασία για τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος και την εφαρμογή της προσέγγισης IRB, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

οι διαδικασίες υποστήριξης των συστημάτων ΤΠ, των δεδομένων και της τεκμηρίωσης εφαρμόζονται και υποβάλλονται σε δοκιμές σε περιοδική βάση·

β)

εφαρμόζονται σχέδια δράσης για τη διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων συστημάτων ΤΠ·

γ)

οι διαδικασίες ανάκτησης των συστημάτων ΤΠ σε περίπτωση αστοχίας καθορίζονται και υποβάλλονται σε δοκιμές σε περιοδική βάση·

δ)

η διαχείριση των χρηστών των συστημάτων ΤΠ είναι σύμφωνη με τις σχετικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος·

ε)

εφαρμόζονται διαδρομές ελέγχου για τα κρίσιμα συστήματα ΤΠ·

στ)

η διαχείριση των αλλαγών στα συστήματα ΤΠ είναι επαρκής και η παρακολούθηση των αλλαγών καλύπτει όλα τα συστήματα ΤΠ.

4.   Κατά την αξιολόγηση του αν η υποδομή ΤΠ που έχει σημασία για τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος και την εφαρμογή της μεθόδου IRB επανεξετάζεται τακτικά και σε ad hoc βάση, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

η τακτική παρακολούθηση και οι ad hoc επανεξετάσεις καταλήγουν σε συστάσεις για την αντιμετώπιση αδυναμιών ή ελλείψεων, όπου αυτές εντοπίζονται·

β)

τα πορίσματα και οι συστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) κοινοποιούνται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος·

γ)

υπάρχουν επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι συστάσεις λαμβάνονται κατάλληλα υπόψη και εφαρμόζονται από το ίδρυμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΜΕΤΟΧΕΣ

Άρθρο 76

Γενικά

1.   Κατά την αξιολόγηση του αν ένα ίδρυμα είναι σε θέση να αναπτύξει και να επικυρώσει το εσωτερικό υπόδειγμα για τα ανοίγματα σε μετοχές και να κατατάξει κάθε άνοιγμα στο εύρος εφαρμογής μιας προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων για τα ανοίγματα σε μετοχές, όπως απαιτείται από το άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και η) και τα άρθρα 186, 187 και 188 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν όλα τα ακόλουθα:

α)

την επάρκεια των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 77·

β)

την επάρκεια των υποδειγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 78·

γ)

την πληρότητα του προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 79·

δ)

την ακεραιότητα του υποδείγματος και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 80·

ε)

την καταλληλότητα της ταξινόμησης των ανοιγμάτων στη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 81·

στ)

την επάρκεια του τμήματος επικύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 82.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν τις σχετικές εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του ιδρύματος·

β)

επανεξετάζουν την τεχνική τεκμηρίωση του ιδρύματος σχετικά με τη μεθοδολογία και τη διαδικασία ανάπτυξης του εσωτερικού υποδείγματος για τα ανοίγματα σε μετοχές·

γ)

επανεξετάζουν και αμφισβητούν τα σχετικά εγχειρίδια και τις σχετικές μεθοδολογίες και διαδικασίες ανάπτυξης·

δ)

επανεξετάζουν τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των διαφόρων μονάδων και εσωτερικών οργάνων που συμμετέχουν στον σχεδιασμό, την επικύρωση και την εφαρμογή του εσωτερικού υποδείγματος για τα ανοίγματα σε μετοχές·

ε)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου ή των επιτροπών·

στ)

επανεξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις σχετικά με τις επιδόσεις των εσωτερικών υποδειγμάτων για τα ανοίγματα σε μετοχές και τις συστάσεις της μονάδας ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, του τμήματος επικύρωσης, του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή οποιουδήποτε άλλου ελεγκτικού τμήματος του ιδρύματος·

ζ)

επανεξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις προόδου για τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, των επικυρώσεων και των ελέγχων·

η)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να εφαρμόζουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πρόσθετες μεθόδους:

α)

ζητούν και αναλύουν δεδομένα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ανάπτυξης εσωτερικών υποδειγμάτων για τα ανοίγματα σε μετοχές·

β)

διεξάγουν τις δικές τους εκτιμήσεις ή αναπαράγουν τις εκτιμήσεις δυνητικής ζημίας του ιδρύματος χρησιμοποιώντας σχετικά δεδομένα που παρέχει το ίδρυμα·

γ)

ζητούν την υποβολή πρόσθετης τεκμηρίωσης ή ανάλυσης η οποία τεκμηριώνει τις μεθοδολογικές επιλογές του ιδρύματος και τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν·

δ)

επανεξετάζουν την τεκμηρίωση της λειτουργίας των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της δυνητικής ζημίας·

ε)

επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 77

Επάρκεια των δεδομένων

Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση της πραγματικής κατανομής των αποδόσεων των ανοιγμάτων σε μετοχές σύμφωνα με το άρθρο 186 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

τα δεδομένα αντιπροσωπεύουν το προφίλ κινδύνου των συγκεκριμένων ανοιγμάτων σε μετοχές του ιδρύματος·

β)

τα δεδομένα επαρκούν για την παροχή στατιστικά αξιόπιστων εκτιμήσεων ζημίας ή έχουν προσαρμοστεί επαρκώς, ώστε να επιτυγχάνονται επαρκώς ρεαλιστικά και συντηρητικά αποτελέσματα από τη χρήση του υποδείγματος·

γ)

τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται προέρχονται από εξωτερικές πηγές ή, όταν χρησιμοποιούνται εσωτερικά δεδομένα, επανεξετάζονται ανεξάρτητα από σχετικό ελεγκτικό τμήμα του ιδρύματος·

δ)

τα δεδομένα αντικατοπτρίζουν τη μεγαλύτερη διαθέσιμη περίοδο, προκειμένου να παρασχεθεί συντηρητική εκτίμηση των δυνητικών ζημιών κατά τη διάρκεια σχετικού μακροπρόθεσμου ή επιχειρηματικού κύκλου και, ειδικότερα, περιλαμβάνουν την περίοδο σημαντικών οικονομικών πιέσεων που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο του ιδρύματος·

ε)

όταν χρησιμοποιούνται τριμηνιαία δεδομένα κατόπιν μετατροπής δεδομένων βραχύτερου χρονικού ορίζοντα, η διαδικασία μετατροπής υποστηρίζεται από εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία μέσω μιας καλά αναπτυγμένης και τεκμηριωμένης προσέγγισης και εφαρμόζεται συντηρητικά και με διαχρονική συνέπεια·

στ)

επιλέγεται ο μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας που παρέχει δυνατότητα εκτίμησης κατά 99 % με μη επικαλυπτόμενες παρατηρήσεις.

Άρθρο 78

Επάρκεια των υποδειγμάτων

Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της κατανομής των αποδόσεων των μετοχών για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 186 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το υπόδειγμα είναι κατάλληλο για το προφίλ κινδύνου και την πολυπλοκότητα του χαρτοφυλακίου μετοχών ενός ιδρύματος, καθώς και ότι, όταν το ίδρυμα κατέχει σημαντικές συμμετοχές των οποίων οι αξίες έχουν εκ φύσεως ισχυρή μη γραμμικότητα, το υπόδειγμα λαμβάνει κατάλληλα υπόψη το γεγονός αυτό·

β)

η αντιστοίχιση των μεμονωμένων θέσεων με προσεγγιστικές τιμές, δείκτες αγοράς και παράγοντες κινδύνου είναι εύλογη, διαισθητική και εννοιολογικά άρτια·

γ)

οι επιλεγμένοι παράγοντες κινδύνου είναι κατάλληλοι και καλύπτουν αποτελεσματικά τόσο τον γενικό όσο και τον ειδικό κίνδυνο·

δ)

το υπόδειγμα εξηγεί επαρκώς την ιστορική διακύμανση των τιμών·

ε)

το υπόδειγμα αποτυπώνει τόσο το μέγεθος των δυνητικών συγκεντρώσεων όσο και τις μεταβολές στη σύνθεσή τους.

Άρθρο 79

Πληρότητα του προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων

1.   Κατά την αξιολόγηση της πληρότητας του προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που απαιτείται βάσει του άρθρου 186 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι το ίδρυμα είναι σε θέση να παρέχει εκτιμήσεις ζημιών στο πλαίσιο εναλλακτικών δυσμενών σεναρίων και ότι τα εν λόγω σενάρια είναι διαφορετικά από τα σενάρια που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα, αλλά είναι ακόμη πιθανό να συμβούν.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

τα εναλλακτικά δυσμενή σενάρια σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συμμετοχές του ιδρύματος, αντανακλούν σημαντικές ζημίες για το ίδρυμα και αποτυπώνουν επιδράσεις που δεν αντικατοπτρίζονται στα αποτελέσματα του υποδείγματος·

β)

τα αποτελέσματα του υποδείγματος στο πλαίσιο των εναλλακτικών δυσμενών σεναρίων χρησιμοποιούνται στην πραγματική διαχείριση κινδύνου για το χαρτοφυλάκιο μετοχών και αναφέρονται περιοδικά στα ανώτερα διοικητικά στελέχη·

γ)

τα εναλλακτικά δυσμενή σενάρια επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται περιοδικά.

Άρθρο 80

Ακεραιότητα του υποδείγματος και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων

1.   Κατά την αξιολόγηση της ακεραιότητας των υποδειγμάτων και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 187 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το εσωτερικό υπόδειγμα είναι πλήρως ενταγμένο στη διαχείριση των θέσεων σε μετοχές εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, στα συνολικά συστήματα διοικητικών πληροφοριών του ιδρύματος και στην υποδομή διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος και χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση των επενδυτικών ορίων και του κινδύνου ανοιγμάτων σε μετοχές·

β)

η μονάδα ανάπτυξης υποδειγμάτων είναι ικανή και ανεξάρτητη από τη μονάδα που είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το διοικητικό όργανο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων, υπό την έννοια ότι έχουν εγκρίνει ένα σύνολο επενδυτικών ορίων που βασίζεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος·

β)

οι αναφορές που συντάσσει η μονάδα ελέγχου κινδύνων επανεξετάζονται από πρόσωπα σε επίπεδο διοίκησης που έχουν την αρμοδιότητα να αποφασίζουν τη μείωση των θέσεων, καθώς και τη μείωση του συνολικού αναλαμβανομένου κινδύνου του ιδρύματος·

γ)

υπάρχουν σχέδια δράσης για καταστάσεις κρίσης της αγοράς που επηρεάζουν δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος, τα οποία περιγράφουν τα γεγονότα που τα ενεργοποιούν και τις προγραμματισμένες δράσεις.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι:

α)

το προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη που είναι αρμόδια για τη μονάδα ανάπτυξης υποδειγμάτων δεν εκτελούν καθήκοντα που σχετίζονται με τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων·

β)

τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των μονάδων ανάπτυξης υποδειγμάτων και των μονάδων που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων έχουν διαφορετικούς διαύλους αναφοράς στο επίπεδο του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της επιτροπής που έχει ορίσει το ίδρυμα·

γ)

οι αποδοχές του προσωπικού και των ανώτερων διοικητικών στελεχών που είναι υπεύθυνα για τη μονάδα ανάπτυξης υποδειγμάτων δεν συνδέονται με την εκτέλεση των καθηκόντων που αφορούν τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων.

Άρθρο 81

Καταλληλότητα της ταξινόμησης των ανοιγμάτων βάσει της προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων

Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας της ταξινόμησης κάθε ανοίγματος στο εύρος εφαρμογής μιας προσέγγισης για ανοίγματα σε μετοχές στο πλαίσιο της προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τους ορισμούς, τις διαδικασίες και τα κριτήρια για την ταξινόμηση ή την επανεξέταση της ταξινόμησης.

Άρθρο 82

Επάρκεια του τμήματος επικύρωσης

Κατά την αξιολόγηση της επάρκειας του τμήματος επικύρωσης όσον αφορά τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 144 παράγραφος 1 στοιχείο στ) και στο άρθρο 188 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τα άρθρα 10 έως 13 και επαληθεύουν ότι:

α)

το ίδρυμα συγκρίνει το πρώτο εκατοστημόριο των πραγματικών αποδόσεων των επενδύσεων σε μετοχές με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση·

β)

η σύγκριση που αναφέρεται στο στοιχείο α) χρησιμοποιεί περίοδο παρατήρησης τουλάχιστον ενός έτους και χρονικό ορίζοντα που παρέχει δυνατότητα υπολογισμού του πρώτου εκατοστημορίου βάσει μη αλληλεπικαλυπτόμενων παρατηρήσεων·

γ)

όταν το ποσοστό των παρατηρήσεων κάτω από το εκτιμώμενο πρώτο εκατοστημόριο αποδόσεων των επενδύσεων σε μετοχές υπερβαίνει το 1 %, αυτό δικαιολογείται επαρκώς και το ίδρυμα λαμβάνει σχετικά διορθωτικά μέτρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗΣ

Άρθρο 83

Γενικά

1.   Για να αξιολογηθεί η συμμόρφωση ενός ιδρύματος με τις απαιτήσεις που αφορούν τη διαχείριση αλλαγών και την τεκμηρίωση των αλλαγών στο εύρος εφαρμογής ενός συστήματος διαβάθμισης ή στο εύρος εφαρμογής μιας προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές, καθώς και αλλαγών στα συστήματα διαβάθμισης ή στην προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφοι 3 και 4 και το άρθρο 175 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η πολιτική του ιδρύματος σχετικά με τις εν λόγω αλλαγές (στο εξής: πολιτική αλλαγών) έχει εφαρμοστεί ορθά και πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 2 έως 5, του άρθρου 8 και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 529/2014.

2.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν όλες τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

επανεξετάζουν την πολιτική αλλαγών του ιδρύματος·

β)

επανεξετάζουν τα σχετικά πρακτικά των εσωτερικών οργάνων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διοικητικού οργάνου, της αρμόδιας για τα υποδείγματα επιτροπής ή άλλων επιτροπών·

γ)

επανεξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις όσον αφορά τη διαχείριση αλλαγών στα συστήματα διαβάθμισης και τις συστάσεις της μονάδας ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, του τμήματος επικύρωσης, του τμήματος εσωτερικού ελέγχου ή οποιουδήποτε άλλου ελεγκτικού τμήματος του ιδρύματος·

δ)

επανεξετάζουν τις σχετικές εκθέσεις προόδου για τις προσπάθειες που καταβάλλει το ίδρυμα για τη διόρθωση των ελλείψεων και τον μετριασμό των κινδύνων που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, των επικυρώσεων και των ελέγχων·

ε)

λαμβάνουν γραπτές δηλώσεις από ή καλούν σε συνέντευξη το αρμόδιο προσωπικό και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επανεξετάζουν άλλα σχετικά έγγραφα του ιδρύματος.

Άρθρο 84

Περιεχόμενο της πολιτικής αλλαγών

Κατά την αξιολόγηση της πολιτικής αλλαγών ενός ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές επαληθεύουν ότι η πολιτική αλλαγών εφαρμόζει τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 1 έως 5, στο άρθρο 8 και στο παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 529/2014, και ότι προβλέπει την πρακτική εφαρμογή των εν λόγω απαιτήσεων και κριτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τις αρμοδιότητες, τους διαύλους αναφοράς και τις διαδικασίες για την εσωτερική έγκριση αλλαγών, λαμβανομένων υπόψη των οργανωτικών χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων της προσέγγισης του ιδρύματος·

β)

τους ορισμούς, τις μεθόδους και, κατά περίπτωση, τις μετρήσεις για την ταξινόμηση των αλλαγών·

γ)

τις διαδικασίες για τον εντοπισμό, την παρακολούθηση, την κοινοποίηση και την υποβολή αίτησης στις αρμόδιες αρχές για τη λήψη άδειας πραγματοποίησης αλλαγών·

δ)

τις διαδικασίες για την εφαρμογή των αλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της τεκμηρίωσής τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 85

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Οκτωβρίου 2021.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 529/2014 της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2014, που συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αξιολόγηση της σπουδαιότητας των επεκτάσεων και μεταβολών στην προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων και στην εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης (ΕΕ L 148 της 20.5.2014, σ. 36).

(3)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(5)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/171 της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2017, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το όριο σημαντικότητας για καθυστερημένες πιστωτικές υποχρεώσεις (ΕΕ L 32 της 6.2.2018, σ. 1).

(6)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/72 της Επιτροπής, της 23ης Σεπτεμβρίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των προϋποθέσεων για χορήγηση άδειας απαλλαγής δεδομένων (ΕΕ L 10 της 14.1.2017, σ. 1).

(7)  Εκτελεστική απόφαση 2014/908/ΕΕ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την ισοδυναμία των εποπτικών και ρυθμιστικών απαιτήσεων ορισμένων τρίτων χωρών και εδαφών για τους σκοπούς της αντιμετώπισης ανοιγμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (ΕΕ L 359 της 16.12.2014, σ. 155).


18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/67


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/440 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 16ης Μαρτίου 2022

για την τροποποίηση του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 για τη θέσπιση ειδικών μέτρων ελέγχου για την αντιμετώπιση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους των ζώων και για την τροποποίηση και την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της υγείας των ζώων («νόμος για την υγεία των ζώων») (1), και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η αφρικανική πανώλη των χοίρων είναι λοιμώδης ιογενής νόσος δεσποζόμενων και άγριων χοιροειδών, η οποία μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τον σχετικό ζωικό πληθυσμό και την κερδοφορία της κτηνοτροφίας, διαταράσσοντας τις μετακινήσεις φορτίων των εν λόγω ζώων και των προϊόντων τους εντός της Ένωσης και τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες.

(2)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/605 της Επιτροπής (2) εκδόθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 και θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου νόσων όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων, τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται για περιορισμένη χρονική περίοδο από τα κράτη μέλη που απαριθμούνται στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: οικεία κράτη μέλη) στις απαγορευμένες ζώνες I, II και III που περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα.

(3)

Οι περιοχές που αναφέρονται ως απαγορευμένες ζώνες I, II και III στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 βασίζονται στην επιδημιολογική κατάσταση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων στην Ένωση. Το παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 τροποποιήθηκε τελευταία με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/205 της Επιτροπής (3), κατόπιν αλλαγών στην επιδημιολογική κατάσταση όσον αφορά την εν λόγω νόσο στη Λιθουανία, στην Πολωνία και στη Σλοβακία.

(4)

Τυχόν τροποποιήσεις στις απαγορευμένες ζώνες I, II και III στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 θα πρέπει να βασίζονται στην επιδημιολογική κατάσταση όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων στις περιοχές που πλήττονται από την εν λόγω νόσο και στη συνολική επιδημιολογική κατάσταση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων στο οικείο κράτος μέλος, στο επίπεδο κινδύνου για την περαιτέρω εξάπλωση της εν λόγω νόσου, καθώς και σε επιστημονικά τεκμηριωμένες αρχές και κριτήρια για τον γεωγραφικό καθορισμό ζωνών λόγω της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, όπως επίσης και στις κατευθυντήριες γραμμές της Ένωσης που συμφωνήθηκαν με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών, και είναι δημόσια διαθέσιμες στον ιστότοπο της Επιτροπής (4). Οι τροποποιήσεις αυτές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη διεθνή πρότυπα, όπως ο κώδικας υγείας χερσαίων ζώων (5) του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων, και αιτιολογήσεις για τη διαίρεση σε ζώνες που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών.

(5)

Από την ημερομηνία έκδοσης του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/205, εκδηλώθηκαν νέες εστίες αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγρια χοιροειδή στην Ιταλία και την Πολωνία. Επιπλέον, η επιδημιολογική κατάσταση σε ορισμένες ζώνες που παρατίθενται ως απαγορευμένες ζώνες III στη Βουλγαρία και την Πολωνία έχει βελτιωθεί όσον αφορά τα δεσποζόμενα χοιροειδή, λόγω των μέτρων ελέγχου της νόσου που εφαρμόζουν τα εν λόγω κράτη μέλη σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

(6)

Τον Ιανουάριο του 2022 παρατηρήθηκε κρούσμα αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγριο χοίρο στην Ιταλία στην επαρχία του Πιεμόντε. Για το εν λόγω κρούσμα εκδόθηκαν οι εκτελεστικές αποφάσεις (ΕΕ) 2022/28 (6) και (ΕΕ) 2022/62 της Επιτροπής (7). Η εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/62 κατάργησε και αντικατέστησε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/28 και εφαρμόζεται έως τις 7 Απριλίου 2022. Η εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/62 προβλέπει τον καθορισμό μολυσμένης ζώνης σύμφωνα με το άρθρο 63 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2020/687 (8), καθώς και τα ειδικά μέτρα ελέγχου για την αφρικανική πανώλη των χοίρων που εφαρμόζονται στις απαγορευμένες ζώνες II, τα οποία καθορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/605.

(7)

Τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2022 εκδηλώθηκαν αρκετές εστίες αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγρια χοιροειδή στις περιφέρειες Πιεμόντε και Λιγουρία της Ιταλίας, σε περιοχές που επί του παρόντος περιλαμβάνονται στη μολυσμένη ζώνη που οριοθετήθηκε από την Ιταλία μετά την πρώτη εστία τον Ιανουάριο του 2022, σύμφωνα με το άρθρο 63 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2020/687.

(8)

Αυτές οι νέες εστίες αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγρια χοιροειδή συνιστούν αυξημένο επίπεδο κινδύνου, το οποίο θα πρέπει να αποτυπωθεί στο παράρτημα Ι του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω περιοχές της Ιταλίας που επλήγησαν από τις πρόσφατες αυτές εστίες αφρικανικής πανώλης των χοίρων θα πρέπει πλέον να περιληφθούν ως απαγορευμένες ζώνες I και II στο εν λόγω παράρτημα.

(9)

Τον Μάρτιο του 2022 εκδηλώθηκε εστία αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγρια χοιροειδή στην περιφέρεια Wielkopolskie της Πολωνίας, σε περιοχή που επί του παρόντος περιλαμβάνεται ως απαγορευμένη ζώνη I στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605. Αυτή η νέα εστία αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγριο χοιροειδές συνιστά αυξημένο επίπεδο κινδύνου, το οποίο θα πρέπει να αποτυπωθεί στο εν λόγω παράρτημα. Ως εκ τούτου, η εν λόγω περιοχή της Πολωνίας, που επί του παρόντος περιλαμβάνεται ως απαγορευμένη ζώνη I στο εν λόγω παράρτημα και η οποία πλήττεται από την εν λόγω πρόσφατη εστία αφρικανικής πανώλης των χοίρων, θα πρέπει τώρα να περιληφθεί ως απαγορευμένη ζώνη II στο εν λόγω παράρτημα αντί ως απαγορευμένη ζώνη I, ενώ τα υφιστάμενα όρια της απαγορευμένης ζώνης I πρέπει επίσης να επαναπροσδιοριστούν, ώστε να λαμβάνουν υπόψη την πρόσφατη αυτή εστία.

(10)

Μετά τις πρόσφατες αυτές εστίες αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγρια χοιροειδή στην Ιταλία και στην Πολωνία και λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας επιδημιολογικής κατάστασης όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Ένωση, επανεκτιμήθηκε και επικαιροποιήθηκε η διαίρεση σε ζώνες στα εν λόγω κράτη μέλη. Επιπροσθέτως, επανεκτιμήθηκαν και επικαιροποιήθηκαν τα εφαρμοζόμενα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να αποτυπωθούν στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605.

(11)

Επιπροσθέτως, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των μέτρων ελέγχου νόσων για την αφρικανική πανώλη των χοίρων σε δεσποζόμενα χοιροειδή στις απαγορευμένες ζώνες III που παρατίθενται στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605, τα οποία εφαρμόζονται στη Βουλγαρία σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2020/687 της Επιτροπής, και ιδίως εκείνα που ορίζονται στα άρθρα 22, 25 και 40, και σύμφωνα με τα μέτρα μετριασμού του κινδύνου για την αφρικανική πανώλη των χοίρων που ορίζονται στον κώδικα OIE, ορισμένες ζώνες στις περιφέρειες Lovech, Gabrovo, Montana, Ruse, Shumen, Sliven, Targovishte, Vidin και Burgas της Βουλγαρίας, που επί του παρόντος περιλαμβάνονται ως απαγορευμένες ζώνες ΙΙΙ στο παράρτημα Ι του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605, θα πρέπει πλέον να συμπεριληφθούν ως απαγορευμένες ζώνες ΙΙ στο εν λόγω παράρτημα, λόγω της απουσίας εστιών αφρικανικής πανώλης των χοίρων κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες σε δεσποζόμενα χοιροειδή στις εν λόγω απαγορευμένες ζώνες ΙΙΙ. Οι εν λόγω απαγορευμένες ζώνες III θα πρέπει πλέον να περιληφθούν ως απαγορευμένες ζώνες ΙΙ, λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας επιδημιολογικής κατάστασης όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων.

(12)

Επιπροσθέτως, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των μέτρων ελέγχου νόσων για την αφρικανική πανώλη των χοίρων σε δεσποζόμενα χοιροειδή στις απαγορευμένες ζώνες III που παρατίθενται στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605, τα οποία εφαρμόζονται στην Πολωνία σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2020/687 της Επιτροπής, και ιδίως εκείνα που ορίζονται στα άρθρα 22, 25 και 40, και σύμφωνα με τα μέτρα μετριασμού του κινδύνου για την αφρικανική πανώλη των χοίρων που ορίζονται στον κώδικα OIE, ορισμένες ζώνες στις περιφέρειες Dolnośląskie και Warmińsko – Μazurskie της Πολωνίας, που επί του παρόντος περιλαμβάνονται ως απαγορευμένες ζώνες ΙΙΙ στο παράρτημα Ι του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605, θα πρέπει πλέον να συμπεριληφθούν ως απαγορευμένες ζώνες ΙΙ στο εν λόγω παράρτημα, λόγω της απουσίας εστιών αφρικανικής πανώλης των χοίρων κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες σε δεσποζόμενα χοιροειδή στις εν λόγω απαγορευμένες ζώνες ΙΙΙ. Οι εν λόγω απαγορευμένες ζώνες III θα πρέπει πλέον να περιληφθούν ως απαγορευμένες ζώνες ΙΙ, λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας επιδημιολογικής κατάστασης όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων.

(13)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες εξελίξεις της επιδημιολογικής κατάστασης όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Ένωση και για να καταπολεμηθούν προδραστικά οι κίνδυνοι που συνδέονται με την εξάπλωση της εν λόγω νόσου, νέες απαγορευμένες ζώνες με επαρκή έκταση θα πρέπει να οριοθετηθούν στη Βουλγαρία, στην Ιταλία και στην Πολωνία και να καταχωριστούν δεόντως ως απαγορευμένες ζώνες I και II στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605. Δεδομένου ότι η κατάσταση όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων είναι πολύ δυναμική στην Ένωση, κατά την οριοθέτηση των εν λόγω νέων απαγορευμένων ζωνών ελήφθη υπόψη η κατάσταση στις γύρω περιοχές.

(14)

Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της επιδημιολογικής κατάστασης στην Ένωση όσον αφορά την εξάπλωση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, είναι σημαντικό οι τροποποιήσεις που γίνονται στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 με τον παρόντα εκτελεστικό κανονισμό να τεθούν σε ισχύ το συντομότερο δυνατόν.

(15)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Μαρτίου 2022.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 84 της 31.3.2016, σ. 1.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/605 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2021, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων ελέγχου για την αντιμετώπιση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων (ΕΕ L 129 της 15.4.2021, σ. 1).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/205 της Επιτροπής, της 14ης Φεβρουαρίου 2022, για την τροποποίηση του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 για τη θέσπιση ειδικών μέτρων ελέγχου για την αντιμετώπιση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων (ΕΕ L 34 της 16.2.2022, σ. 6).

(4)  Έγγραφο εργασίας SANTE/7112/2015/Rev. 3 «Principles and criteria for geographically defining ASF regionalisation» (Αρχές και κριτήρια για τη γεωγραφική περιφερειοποίηση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων). https://ec.europa.eu/food/animals/animal-diseases/control-measures/asf_en

(5)  Κώδικας υγείας χερσαίων ζώων του OIE, 28η έκδοση, 2019. ISBN του τόμου I: 978-92-95108-85-1· ISBN του τόμου II: 978-92-95108-86-8. https://www.oie.int/standard-setting/terrestrial-code/access-online/

(6)  Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/28 της Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 2022, για ορισμένα προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης σχετικά με την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Ιταλία (ΕΕ L 6 της 11.1.2022, σ. 11).

(7)  Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/62 της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 2022, για ορισμένα προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης σχετικά με την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Ιταλία (ΕΕ L 10 της 17.1.2022, σ. 84).

(8)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/687 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2019, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους κανόνες για την πρόληψη και τον έλεγχο ορισμένων καταγεγραμμένων νόσων (ΕΕ L 174 της 3.6.2020, σ. 64).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/605 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΕΣ ΖΩΝΕΣ

ΜΕΡΟΣ I

1.   Γερμανία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στη Γερμανία:

Bundesland Brandenburg:

Landkreis Dahme-Spreewald:

Gemeinde Alt Zauche-Wußwerk,

Gemeinde Byhleguhre-Byhlen,

Gemeinde Märkische Heide, mit den Gemarkungen Alt Schadow, Neu Schadow, Pretschen, Plattkow, Wittmannsdorf, Schuhlen-Wiese, Bückchen, Kuschkow, Gröditsch, Groß Leuthen, Leibchel, Glietz, Groß Leine, Dollgen, Krugau, Dürrenhofe, Biebersdorf und Klein Leine,

Gemeinde Neu Zauche,

Gemeinde Schwielochsee mit den Gemarkungen Groß Liebitz, Guhlen, Mochow und Siegadel,

Gemeinde Spreewaldheide,

Gemeinde Straupitz,

Landkreis Märkisch-Oderland:

Gemeinde Müncheberg mit den Gemarkungen Müncheberg, Eggersdorf bei Müncheberg und Hoppegarten bei Müncheberg,

Gemeinde Bliesdorf mit den Gemarkungen Kunersdorf - westlich der B167 und Bliesdorf - westlich der B167

Gemeinde Märkische Höhe mit den Gemarkungen Reichenberg und Batzlow,

Gemeinde Wriezen mit den Gemarkungen Haselberg, Frankenfelde, Schulzendorf, Lüdersdorf Biesdorf, Rathsdorf - westlich der B 167 und Wriezen - westlich der B167

Gemeinde Buckow (Märkische Schweiz),

Gemeinde Strausberg mit den Gemarkungen Hohenstein und Ruhlsdorf,

Gemeine Garzau-Garzin,

Gemeinde Waldsieversdorf,

Gemeinde Rehfelde mit der Gemarkung Werder,

Gemeinde Reichenow-Mögelin,

Gemeinde Prötzel mit den Gemarkungen Harnekop, Sternebeck und Prötzel östlich der B 168 und der L35,

Gemeinde Oberbarnim,

Gemeinde Bad Freienwalde mit der Gemarkung Sonnenburg,

Gemeinde Falkenberg mit den Gemarkungen Dannenberg, Falkenberg westlich der L 35, Gersdorf und Kruge,

Gemeinde Höhenland mit den Gemarkungen Steinbeck, Wollenberg und Wölsickendorf,

Landkreis Barnim:

Gemeinde Joachimsthal östlich der L220 (Eberswalder Straße), östlich der L23 (Töpferstraße und Templiner Straße), östlich der L239 (Glambecker Straße) und Schorfheide (JO) östlich der L238,

Gemeinde Friedrichswalde mit der Gemarkung Glambeck östlich der L 239,

Gemeinde Althüttendorf,

Gemeinde Ziethen mit den Gemarkungen Groß Ziethen und Klein Ziethen westlich der B198,

Gemeinde Chorin mit den Gemarkungen Golzow, Senftenhütte, Buchholz, Schorfheide (Ch), Chorin westlich der L200 und Sandkrug nördlich der L200,

Gemeinde Britz,

Gemeinde Schorfheide mit den Gemarkungen Altenhof, Werbellin, Lichterfelde und Finowfurt,

Gemeinde (Stadt) Eberswalde mit der Gemarkungen Finow und Spechthausen und der Gemarkung Eberswalde südlich der B167 und westlich der L200,

Gemeinde Breydin,

Gemeinde Melchow,

Gemeinde Sydower Fließ mit der Gemarkung Grüntal nördlich der K6006 (Landstraße nach Tuchen), östlich der Schönholzer Straße und östlich Am Postweg,

Hohenfinow südlich der B167,

Landkreis Uckermark:

Gemeinde Passow mit den Gemarkungen Briest, Passow und Schönow,

Gemeinde Mark Landin mit den Gemarkungen Landin nördlich der B2, Grünow und Schönermark,

Gemeinde Angermünde mit den Gemarkungen Frauenhagen, Mürow, Angermünde nördlich und nordwestlich der B2, Dobberzin nördlich der B2, Kerkow, Welsow, Bruchhagen, Greiffenberg, Günterberg, Biesenbrow, Görlsdorf, Wolletz und Altkünkendorf,

Gemeinde Zichow,

Gemeinde Casekow mit den Gemarkungen Blumberg, Wartin, Luckow-Petershagen und den Gemarkungen Biesendahlshof und Casekow westlich der L272 und nördlich der L27,

Gemeinde Hohenselchow-Groß Pinnow mit der Gemarkung Hohenselchow nördlich der L27,

Gemeinde Tantow,

Gemeinde Mescherin

Gemeinde Gartz (Oder) mit der Gemarkung Geesow sowie den Gemarkungen Gartz und Hohenreinkendorf nördlich der L27 und B2 bis Gartenstraße,

Gemeinde Pinnow nördlich und westlich der B2,

Landkreis Oder-Spree:

Gemeinde Storkow (Mark),

Gemeinde Spreenhagen mit den Gemarkungen Braunsdorf, Markgrafpieske, Lebbin und Spreenhagen,

Gemeinde Grünheide (Mark) mit den Gemarkungen Kagel, Kienbaum und Hangelsberg,

Gemeinde Fürstenwalde westlich der B 168 und nördlich der L 36,

Gemeinde Rauen,

Gemeinde Wendisch Rietz bis zur östlichen Uferzone des Scharmützelsees und von der südlichen Spitze des Scharmützelsees südlich der B246,

Gemeinde Reichenwalde,

Gemeinde Bad Saarow mit der Gemarkung Petersdorf und der Gemarkung Bad Saarow-Pieskow westlich der östlichen Uferzone des Scharmützelsees und ab nördlicher Spitze westlich der L35,

Gemeinde Tauche mit der Gemarkung Werder,

Gemeinde Steinhöfel mit den Gemarkungen Jänickendorf, Schönfelde, Beerfelde, Gölsdorf, Buchholz, Tempelberg und den Gemarkungen Steinhöfel, Hasenfelde und Heinersdorf westlich der L36 und der Gemarkung Neuendorf im Sande nördlich der L36,

Landkreis Spree-Neiße:

Gemeinde Peitz,

Gemeinde Turnow-Preilack,

Gemeinde Drachhausen,

Gemeinde Schmogrow-Fehrow,

Gemeinde Drehnow,

Gemeinde Teichland mit den Gemarkungen Maust und Neuendorf,

Gemeinde Dissen-Striesow,

Gemeinde Briesen,

Gemeinde Spremberg mit den Gemarkungen, Pulsberg, Jessen, Terpe, Bühlow, Groß Buckow, Klein Buckow, Roitz und der westliche Teil der Gemarkung Spremberg, beginnend an der südwestlichen Ecke der Gemarkungsgrenze zu Graustein in nordwestlicher Richtung entlang eines Waldweges zur B 156, dieser weiter in westlicher Richtung folgend bis zur Bahnlinie, dieser folgend bis zur L 48, dann weiter in südwestlicher Richtung bis zum Straßenabzweig Am früheren Stadtbahngleis, dieser Straße folgend bis zur L 47, weiter der L 47 folgend in nordöstlicher Richtung bis zum Abzweig Hasenheide, entlang der Straße Hasenheide bis zum Abzweig Weskower Allee, der Weskower Allee Richtung Norden folgend bis zum Abzweig Liebigstraße, dieser folgend Richtung Norden bis zur Gemarkungsgrenze Spremberg/ Sellessen,

Gemeinde Neuhausen/Spree mit den Gemarkungen Kathlow, Haasow, Roggosen, Koppatz, Neuhausen, Frauendorf, Groß Oßnig, Groß Döbern und Klein Döbern und der Gemarkung Roggosen nördlich der BAB 15,

Gemeinde Welzow mit den Gemarkungen Proschim und Haidemühl,

Landkreis Oberspreewald-Lausitz:

Gemeinde Hochenbocka,

Gemeinde Grünewald,

Gemeinde Hermsdorf,

Gemeinde Kroppen,

Gemeinde Ortrand,

Gemeinde Großkmehlen,

Gemeinde Lindenau,

Gemeinde Senftenberg mit den Gemarkungen Hosena, Großkoschen, Kleinkoschen und Sedlitz,

Gemeinde Neu-Seeland mit der Gemarkung Lieske,

Gemeinde Tettau,

Gemeinde Frauendorf,

Gemeinde Guteborn,

Gemeinde Ruhland,

Landkreis Elbe-Elster:

Gemeinde Großthiemig,

Gemeinde Hirschfeld,

Gemeinde Gröden,

Gemeinde Schraden,

Gemeinde Merzdorf,

Gemeinde Röderland mit der Gemarkung Wainsdorf östlich der Bahnlinie Dresden- Berlin,

Landkreis Prignitz:

Gemeinde Groß Pankow mit den Gemarkungen Baek, Tangendorf und Tacken,

Gemeinde Karstädt mit den Gemarkungen Groß Warnow, Klein Warnow, Reckenzin, Streesow, Garlin, Dallmin, Postlin, Kribbe, Neuhof, Strehlen und Blüthen,

Gemeinde Pirow mit der Gemarkung Bresch,

Gemeinde Gülitz-Reetz,

Gemeinde Putlitz mit den Gemarkungen Lockstädt, Mansfeld und Laaske,

Gemeinde Triglitz,

Gemeinde Marienfließ mit der Gemarkung Frehne,

Gemeinde Kümmernitztal mit der Gemarkungen Buckow, Preddöhl und Grabow,

Gemeinde Gerdshagen mit der Gemarkung Gerdshagen,

Gemeinde Meyenburg,

Gemeinde Pritzwalk mit der Gemarkung Steffenshagen,

Bundesland Sachsen:

Landkreis Bautzen

Gemeinde Arnsdorf, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Burkau, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Crostwitz,

Gemeinde Cunewalde,

Gemeinde Demitz-Thumitz,

Gemeinde Doberschau-Gaußig,

Gemeinde Elsterheide,

Gemeinde Göda,

Gemeinde Großharthau, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Großpostwitz/O.L.,

Gemeinde Hochkirch, sofern nicht bereits der Sperrzone II,

Gemeinde Königswartha, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Kubschütz, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Lohsa, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Nebelschütz, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Neschwitz, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Neukirch/Lausitz,

Gemeinde Obergurig,

Gemeinde Oßling,

Gemeinde Panschwitz-Kuckau, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Puschwitz,

Gemeinde Räckelwitz,

Gemeinde Radibor, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Ralbitz-Rosenthal,

Gemeinde Rammenau, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Schmölln-Putzkau,

Gemeinde Schwepnitz, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Sohland a. d. Spree,

Gemeinde Spreetal, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Bautzen, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Bernsdorf,

Gemeinde Stadt Bischhofswerda, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Elstra, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Hoyerswerda, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Kamenz, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Lauta,

Gemeinde Stadt Radeberg, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Schirgiswalde-Kirschau,

Gemeinde Stadt Wilthen,

Gemeinde Stadt Wittichenau, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Steinigtwolmsdorf,

Stadt Dresden:

Stadtgebiet, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Landkreis Meißen:

Gemeinde Diera-Zehren,

Gemeinde Glaubitz,

Gemeinde Hirschstein,

Gemeinde Käbschütztal,

Gemeinde Klipphausen, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Niederau, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Nünchritz,

Gemeinde Priestewitz, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Röderaue, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Gröditz,

Gemeinde Stadt Großenhain, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Lommatzsch,

Gemeinde Stadt Meißen, sofern nicht bereits Teil der Sperrzone II,

Gemeinde Stadt Nossen außer Ortsteil Nossen,

Gemeinde Stadt Riesa,

Gemeinde Stadt Strehla,

Gemeinde Stauchitz,

Gemeinde Wülknitz,

Gemeinde Zeithain,

Landkreis Sächsische Schweiz-Osterzgebirge:

Gemeinde Bannewitz,

Gemeinde Dürrröhrsdorf-Dittersbach,

Gemeinde Kreischa,

Gemeinde Lohmen,

Gemeinde Müglitztal,

Gemeinde Stadt Dohna,

Gemeinde Stadt Freital,

Gemeinde Stadt Heidenau,

Gemeinde Stadt Hohnstein,

Gemeinde Stadt Neustadt i. Sa.,

Gemeinde Stadt Pirna,

Gemeinde Stadt Rabenau mit den Ortsteilen Lübau, Obernaundorf, Oelsa, Rabenau und Spechtritz,

Gemeinde Stadt Stolpen,

Gemeinde Stadt Tharandt mit den Ortsteilen Fördergersdorf, Großopitz, Kurort Hartha, Pohrsdorf und Spechtshausen,

Gemeinde Stadt Wilsdruff,

Bundesland Mecklenburg-Vorpommern:

Landkreis Vorpommern Greifswald

Gemeinde Penkun südlich der Autobahn A11,

Gemeinde Nadrense südlich der Autobahn A11,

Landkreis Ludwigslust-Parchim:

Gemeinde Balow mit dem Ortsteil: Balow

Gemeinde Barkhagen mit den Ortsteilen und Ortslagen: Altenlinden, Kolonie Lalchow, Plauerhagen, Zarchlin, Barkow-Ausbau, Barkow

Gemeinde Blievenstorf mit dem Ortsteil: Blievenstorf

Gemeinde Brenz mit den Ortsteilen und Ortslagen: Neu Brenz, Alt Brenz

Gemeinde Domsühl mit den Ortsteilen und Ortslagen: Severin, Bergrade Hof, Bergrade Dorf, Zieslübbe, Alt Dammerow, Schlieven, Domsühl, Domsühl-Ausbau, Neu Schlieven

Gemeinde Gallin-Kuppentin mit den Ortsteilen und Ortslagen: Kuppentin, Kuppentin-Ausbau, Daschow, Zahren, Gallin, Penzlin

Gemeinde Ganzlin mit den Ortsteilen und Ortslagen: Dresenow, Dresenower Mühle, Twietfort, Ganzlin, Tönchow, Wendisch Priborn, Liebhof, Gnevsdorf

Gemeinde Granzin mit den Ortsteilen und Ortslagen: Lindenbeck, Greven, Beckendorf, Bahlenrade, Granzin

Gemeinde Grabow mit den Ortsteilen und Ortslagen: Böschungsbereich und angrenzende Ackerfläche an der Alten Elde (angrenzend an die Gemeinden Prislich und Zierzow)

Gemeinde Groß Laasch mit den Ortsteilen und Ortslagen: Waldgebiet zwischen der Ortslage Groß Laasch und der Elde

Gemeinde Kremmin mit den Ortsteilen und Ortslagen: Wiesen- und Ackerflächen zwischen K52, B5 und Bahnlinie Hamburg-Berlin

Gemeinde Kritzow mit den Ortsteilen und Ortslagen:

Schlemmin, Kritzow

Gemeinde Lewitzrand mit dem Ortsteil und Ortslage:

Matzlow-Garwitz (teilweise)

Gemeinde Lübz mit den Ortsteilen und Ortslagen: Broock, Wessentin, Wessentin Ausbau, Bobzin, Lübz, Broock Ausbau, Riederfelde, Ruthen, Lutheran, Gischow, Burow, Hof Gischow, Ausbau Lutheran, Meyerberg

Gemeinde Muchow mit dem Ortsteil und Ortslage: Muchow

Gemeinde Neustadt-Glewe mit den Ortsteilen und Ortslagen: Flugplatz mit angrenzendem Waldgebiet entlang der K38 und B191 bis zur A24, Wabel

Gemeinde Obere Warnow mit den Ortsteilen und Ortslagen: Grebbin und Wozinkel, Gemarkung Kossebade teilweise, Gemarkung Herzfeld mit dem Waldgebiet Bahlenholz bis an die östliche Gemeindegrenze, Gemarkung Woeten unmittelbar östlich und westlich der L16

Gemeinde Parchim mit den Ortsteilen und Ortslagen: Dargelütz, Neuhof, Kiekindemark, Neu Klockow, Möderitz, Malchow, Damm, Parchim, Voigtsdorf, Neu Matzlow

Gemeinde Passow mit den Ortsteilen und Ortslagen: Unterbrüz, Brüz, Welzin, Neu Brüz, Weisin, Charlottenhof, Passow

Gemeinde Plau am See mit den Ortsteilen und Ortslagen: Reppentin, Gaarz, Silbermühle, Appelburg, Seelust, Plau-Am See, Plötzenhöhe, Klebe, Lalchow, Quetzin, Heidekrug

Gemeinde Prislich mit den Ortsteilen und Ortslagen: Neese, Werle, Prislich, Marienhof

Gemeinde Rom mit den Ortsteilen und Ortslagen: Lancken, Stralendorf, Rom, Darze, Paarsch

Gemeinde Spornitz mit den Ortsteilen und Ortslagen: Dütschow, Primark, Steinbeck, Spornitz

Gemeinde Stolpe mit den Ortsteilen und Ortslagen: Granzin, Barkow, Stolpe Ausbau, Stolpe

Gemeinde Werder mit den Ortsteilen und Ortslagen: Neu Benthen, Benthen, Tannenhof, Werder

Gemeinde Zierzow mit den Ortsteilen und Ortslagen: Kolbow, Zierzow.

2.   Εσθονία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στην Εσθονία:

Hiiu maakond.

3.   Ελλάδα

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στην Ελλάδα:

στην Περιφερειακή Ενότητα Δράμας:

οι τοπικές ή δημοτικές κοινότητες Σιδηρονέρου και Σκαλωτής, Λιβαδερού και Ξηροποτάμου (στον Δήμο Δράμας),

η τοπική κοινότητα Παρανεστίου (στον Δήμο Παρανεστίου),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κοκκινογείων, Μικροπόλεως, Πανοράματος, Πύργων (στον Δήμο Προσοτσάνης),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κάτω Νευροκοπίου, Χρυσοκεφάλου, Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακος, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Λευκογείων, Μικροκλεισούρας, Μικρομηλέας, Οχυρού, Παγονερίου, Περιθωρίου, Κάτω Βροντούς και Ποταμών (στον Δήμο Κάτω Νευροκοπίου),

στην Περιφερειακή Ενότητα Ξάνθης:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κιμμερίων, Σταυρουπόλεως, Γέρακα, Δαφνώνος, Κομνηνών, Καρυοφύτου και Νεοχωρίου (στον Δήμο Ξάνθης),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Σατρών, Θερμών, Κοτύλης, Μύκης, Εχίνου και Ωραίου (στον Δήμο Μύκης),

η δημοτική κοινότητα Σελέρου και η τοπική κοινότητα Σουνίου (στον Δήμο Αβδήρων),

στην Περιφερειακή Ενότητα Ροδόπης:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κομοτηνής, Ανθοχωρίου, Γρατίνης, Θρυλορίου, Κάλχαντος, Καρυδιάς, Κηκιδίου, Κοσμίου, Πανδρόσου, Αιγείρου, Καλλίστης, Μελέτης, Νέου Σιδηροχωρίου και Μεγάλου Δουκάτου (στον Δήμο Κομοτηνής),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Ηπίου, Αρριανών, Δαρμένης, Αρχοντικών, Φιλλύρας, Άνω Δροσίνης, Αράτου, Κέχρου και Οργάνης (στον Δήμο Αρριανών),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Ιάσμου, Σώστου, Ασωμάτων, Πολυάνθου, Αμβροσίας και Αμαξάδων (στον Δήμο Ιάσμου),

η δημοτική κοινότητα Αμαράντων (στον Δήμο Μαρωνείας – Σαπών),

στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κυριακής, Μάνδρας, Μαυροκκλησίου, Μικρού Δερείου, Πρωτοκκλησίου, Ρούσσας, Γονικού, Γέρικου, Σιδηροχωρίου, Μεγάλου Δερείου, Σιδηρώς, Γιαννούλης, Αγριάνης και Πετρολόφου (στον Δήμο Σουφλίου),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Δικαίων, Άρζου, Ελαίας, Θεραπειού, Κομάρων, Μαρασίων, Ορμενίου, Πενταλόφου, Πετρωτών, Πλάτης, Πτελέας, Κυπρίνου, Ζώνης, Φυλακίου, Σπηλαίου, Νέας Βύσσης, Καβύλης, Καστανεών, Ριζίων, Στέρνας, Αμπελακίων, Βάλτου, Μεγάλης Δοξιπάρας, Νεοχωρίου και Χανδρά (στον Δήμο Ορεστιάδας),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Ασβεστάδων, Ελληνοχωρίου, Καρωτής, Κουφοβούνου, Κυανής, Μάνης, Σιτοχωρίου, Αλεποχωρίου, Ασπρονερίου, Μεταξάδων, Βρυσικών, Δόξης, Ελαφοχωρίου, Λάδης, Παλιουρίου και Ποιμενικού (στον Δήμο Διδυμοτείχου),

στην Περιφερειακή Ενότητα Σερρών:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κερκίνης, Λιβαδιάς, Μακρινίτσης, Νεοχωρίου, Πλατανακίων, Πετριτσίου, Ακριτοχωρίου, Βυρωνείας, Γονίμου, Μανδρακίου, Μεγαλοχωρίου, Ροδοπόλεως, Άνω Ποροΐων, Κάτω Ποροΐων, Σιδηροκάστρου, Βαμβακοφύτου, Προμαχώνος, Καμαρωτού, Στρυμονοχωρίου, Χαροπού, Καστανούσσης, Χορτερού, Αχλαδοχωρίου, Αγκίστρου και Καπνοφύτου (στον Δήμο Σιντικής),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Σερρών, Ελαιώνος, Οινούσσας, Ορεινής και Άνω Βροντούς (στον Δήμο Σερρών),

οι δημοτικές κοινότητες Δασοχωρίου, Ηρακλείας, Βαλτερού, Καρπερής, Κοιμήσεως, Λιθοτόπου, Λιμνοχωρίου, Ποντισμένου και Χρυσοχωράφων (στον Δήμο Ηρακλείας).

4.   Λετονία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στη Λετονία:

Dienvidkurzemes novada Vērgales, Medzes, Grobiņas, Nīcas pagasta daļa uz ziemeļiem no apdzīvotas vietas Bernāti, autoceļa V1232, A11, V1222, Bārtas upes, Otaņķu pagasts, Grobiņas pilsēta,

Ropažu novada Stopiņu pagasta daļa, kas atrodas uz rietumiem no autoceļa V36, P4 un P5, Acones ielas, Dauguļupes ielas un Dauguļupītes.

5.   Λιθουανία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στη Λιθουανία:

Kalvarijos savivaldybė,

Klaipėdos rajono savivaldybė: Agluonėnų, Dovilų, Gargždų, Priekulės, Vėžaičių, Kretingalės ir Dauparų-Kvietinių seniūnijos,

Marijampolės savivaldybė,

Palangos miesto savivaldybė,

Vilkaviškio rajono savivaldybė.

6.   Ουγγαρία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στην Ουγγαρία:

Békés megye 950950, 950960, 950970, 951950, 952050, 952750, 952850, 952950, 953050, 953150, 953650, 953660, 953750, 953850, 953960, 954250, 954260, 954350, 954450, 954550, 954650, 954750, 954850, 954860, 954950, 955050, 955150, 955250, 955260, 955270, 955350, 955450, 955510, 955650, 955750, 955760, 955850, 955950, 956050, 956060, 956150 és 956160 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Bács-Kiskun megye 600150, 600850, 601550, 601650, 601660, 601750, 601850, 601950, 602050, 603250, 603750 és 603850 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Budapest 1 kódszámú, vadgazdálkodási tevékenységre nem alkalmas területe,

Csongrád-Csanád megye 800150, 800160, 800250, 802220, 802260, 802310 és 802450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Fejér megye 400150, 400250, 400351, 400352, 400450, 400550, 401150, 401250, 401350, 402050, 402350, 402360, 402850, 402950, 403050, 403450, 403550, 403650, 403750, 403950, 403960, 403970, 404650, 404750, 404850, 404950, 404960, 405050, 405750, 405850, 405950,

406050, 406150, 406550, 406650 és 406750 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Győr-Moson-Sopron megye 100550, 100650, 100950, 101050, 101350, 101450, 101550, 101560 és 102150 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Jász-Nagykun-Szolnok megye 750150, 750160, 750260, 750350, 750450, 750460, 754450, 754550, 754560, 754570, 754650, 754750, 754950, 755050, 755150, 755250, 755350 és 755450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Komárom-Esztergom megye 250150, 250250, 250450, 250460, 250550, 250650, 250750, 251050, 251150, 251250, 251350, 251360, 251650, 251750, 251850, 252250, kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Pest megye 571550, 572150, 572250, 572350, 572550, 572650, 572750, 572850, 572950, 573150, 573250, 573260, 573350, 573360, 573450, 573850, 573950, 573960, 574050, 574150, 574350, 574360, 574550, 574650, 574750, 574850, 574860, 574950, 575050, 575150, 575250, 575350, 575550, 575650, 575750, 575850, 575950, 576050, 576150, 576250, 576350, 576450, 576650, 576750, 576850, 576950, 577050, 577150, 577350, 577450, 577650, 577850, 577950, 578050, 578150, 578250, 578350, 578360, 578450, 578550, 578560, 578650, 578850, 578950, 579050, 579150, 579250, 579350, 579450, 579460, 579550, 579650, 579750, 580250 és 580450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe.

7.   Πολωνία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στην Πολωνία:

w województwie kujawsko - pomorskim:

powiat rypiński,

powiat brodnicki,

powiat grudziądzki,

powiat miejski Grudziądz,

powiat wąbrzeski,

w województwie warmińsko-mazurskim:

gminy Wielbark i Rozogi w powiecie szczycieńskim,

w województwie podlaskim:

gminy Wysokie Mazowieckie z miastem Wysokie Mazowieckie, Czyżew i część gminy Kulesze Kościelne położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie wysokomazowieckim,

gminy Miastkowo, Nowogród, Śniadowo i Zbójna w powiecie łomżyńskim,

gminy Szumowo, Zambrów z miastem Zambrów i część gminy Kołaki Kościelne położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie zambrowskim,

gminy Grabowo, Kolno i miasto Kolno, Turośl w powiecie kolneńskim,

w województwie mazowieckim:

powiat ostrołęcki,

powiat miejski Ostrołęka,

gminy Bielsk, Brudzeń Duży, Bulkowo, Drobin, Gąbin, Łąck, Nowy Duninów, Radzanowo, Słupno, Staroźreby i Stara Biała w powiecie płockim,

powiat miejski Płock,

powiat ciechanowski,

gminy Baboszewo, Dzierzążnia, Joniec, Nowe Miasto, Płońsk i miasto Płońsk, Raciąż i miasto Raciąż, Sochocin w powiecie płońskim,

powiat sierpecki,

gmina Bieżuń, Lutocin, Siemiątkowo i Żuromin w powiecie żuromińskim,

część powiatu ostrowskiego niewymieniona w części II załącznika I,

gminy Dzieżgowo, Lipowiec Kościelny, Mława, Radzanów, Strzegowo, Stupsk, Szreńsk, Szydłowo, Wiśniewo w powiecie mławskim,

powiat przasnyski,

powiat makowski,

powiat pułtuski,

część powiatu wyszkowskiego niewymieniona w części II załącznika I,

część powiatu węgrowskiego niewymieniona w części II załącznika I,

część powiatu wołomińskiego niewymieniona w części II załącznika I,

gminy Mokobody i Suchożebry w powiecie siedleckim,

gminy Dobre, Jakubów, Kałuszyn, Stanisławów w powiecie mińskim,

gminy Bielany i gmina wiejska Sokołów Podlaski w powiecie sokołowskim,

powiat gostyniński,

w województwie podkarpackim:

powiat jasielski,

powiat strzyżowski,

część powiatu ropczycko – sędziszowskiego niewymieniona w części II i II załącznika I,

gminy Pruchnik, Rokietnica, Roźwienica, w powiecie jarosławskim,

gminy Fredropol, Krasiczyn, Krzywcza, Przemyśl, część gminy Orły położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 77, część gminy Żurawica na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 77 w powiecie przemyskim,

powiat miejski Przemyśl,

gminy Gać, Jawornik Polski, Kańczuga, część gminy Zarzecze położona na południe od linii wyznaczonej przez rzekę Mleczka w powiecie przeworskim,

powiat łańcucki,

gminy Trzebownisko, Głogów Małopolski, część gminy Świlcza położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 94 i część gminy Sokołów Małopolski położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 875 w powiecie rzeszowskim,

gmina Raniżów w powiecie kolbuszowskim,

gminy Brzostek, Jodłowa, miasto Dębica, część gminy wiejskiej Dębica położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr A4 w powiecie dębickim,

w województwie świętokrzyskim:

gminy Nowy Korczyn, Solec–Zdrój, Wiślica, część gminy Busko Zdrój położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Siedlawy-Szaniec-Podgaje-Kołaczkowice w powiecie buskim,

powiat kazimierski,

powiat skarżyski,

część powiatu opatowskiego niewymieniona w części II załącznika I,

część powiatu sandomierskiego niewymieniona w części II załącznika I,

gminy Bogoria, Osiek, Staszów i część gminy Rytwiany położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 764, część gminy Szydłów położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 756 w powiecie staszowskim,

gminy Pawłów, Wąchock, część gminy Brody położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 9 oraz na południowy - zachód od linii wyznaczonej przez drogi: nr 0618T biegnącą od północnej granicy gminy do skrzyżowania w miejscowości Lipie, drogę biegnącą od miejscowości Lipie do wschodniej granicy gminy i część gminy Mirzec położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 744 biegnącą od południowej granicy gminy do miejscowości Tychów Stary a następnie przez drogę nr 0566T biegnącą od miejscowości Tychów Stary w kierunku północno - wschodnim do granicy gminy w powiecie starachowickim,

powiat ostrowiecki,

gminy Fałków, Ruda Maleniecka, Radoszyce, Smyków, część gminy Końskie położona na zachód od linii kolejowej, część gminy Stąporków położona na południe od linii kolejowej w powiecie koneckim,

gminy Bodzentyn, Bieliny, Łagów, Nowa Słupia, część gminy Raków położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogi nr 756 i 764, w powiecie kieleckim,

gminy Działoszyce, Michałów, Pińczów, Złota w powiecie pińczowskim,

gminy Imielno, Jędrzejów, Nagłowice, Sędziszów, Słupia, Wodzisław w powiecie jędrzejowskim,

gminy Moskorzew, Radków, Secemin w powiecie włoszczowskim,

w województwie łódzkim:

gminy Łyszkowice, Kocierzew Południowy, Kiernozia, Chąśno, Nieborów, część gminy wiejskiej Łowicz położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 92 biegnącej od granicy miasta Łowicz do zachodniej granicy gminy oraz część gminy wiejskiej Łowicz położona na wschód od granicy miasta Łowicz i na północ od granicy gminy Nieborów w powiecie łowickim,

gminy Cielądz, Rawa Mazowiecka z miastem Rawa Mazowiecka w powiecie rawskim,

gminy Bolimów, Głuchów, Godzianów, Lipce Reymontowskie, Maków, Nowy Kawęczyn, Skierniewice, Słupia w powiecie skierniewickim,

powiat miejski Skierniewice,

gminy Mniszków, Paradyż, Sławno i Żarnów w powiecie opoczyńskim,

powiat tomaszowski,

powiat brzeziński,

powiat łaski,

powiat miejski Łódź,

powat łódzki wschodni,

powiat pabianicki,

powiat wieruszowski,

gminy Aleksandrów Łódzki, Stryków, miasto Zgierz w powiecie zgierskim,

gminy Bełchatów z miastem Bełchatów, Drużbice, Kluki, Rusiec, Szczerców, Zelów w powiecie bełchatowskim,

powiat wieluński,

powiat sieradzki,

powiat zduńskowolski,

gminy Aleksandrów, Czarnocin, Grabica, Moszczenica, Ręczno, Sulejów, Wola Krzysztoporska, Wolbórz w powiecie piotrkowskim,

powiat miejski Piotrków Trybunalski,

gminy Masłowice, Przedbórz, Wielgomłyny i Żytno w powiecie radomszczańskim,

w województwie śląskim:

gmina Koniecpol w powiecie częstochowskim,

w województwie pomorskim:

gminy Ostaszewo, miasto Krynica Morska oraz część gminy Nowy Dwór Gdański położona na południowy - zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 55 biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 7, następnie przez drogę nr 7 i S7 biegnącą do zachodniej granicy gminy w powiecie nowodworskim,

gminy Lichnowy, Miłoradz, Nowy Staw, Malbork z miastem Malbork w powiecie malborskim,

gminy Mikołajki Pomorskie, Stary Targ i Sztum w powiecie sztumskim,

powiat gdański,

Miasto Gdańsk,

powiat tczewski,

powiat kwidzyński,

w województwie lubuskim:

gmina Lubiszyn w powiecie gorzowskim,

gmina Dobiegniew w powiecie strzelecko – drezdeneckim,

w województwie dolnośląskim:

gminyDziadowa Kłoda, Międzybórz, Syców, Twardogóra, część gminy wiejskiej Oleśnica położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr S8, część gminy Dobroszyce położona na wschód od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od północnej do południowej granicy gminy w powiecie oleśnickim,

gminy Jordanów Śląski, Kobierzyce, Mietków, Sobótka, część gminy Żórawina położona na zachód od linii wyznaczonej przez autostradę A4, część gminy Kąty Wrocławskie położona na południe od linii wyznaczonej przez autostradę A4 w powiecie wrocławskim,

część gminy Domaniów położona na południowy zachód od linii wyznaczonej przez autostradę A4 w powiecie oławskim,

gmina Wiązów w powiecie strzelińskim,

część powiatu średzkiego niewymieniona w części II załącznika I,

miasto Świeradów Zdrój w powiecie lubańskim,

gmina Krotoszyce w powiecie legnickim,

gminy Pielgrzymka, Świerzawa, Złotoryja z miastem Złotoryja, miasto Wojcieszów w powiecie złotoryjskim,

powiat lwówecki,

gminy Jawor, Męcinka, Mściwojów, Paszowice w powiecie jaworskim,

gminy Dobromierz, Strzegom, Żarów w powiecie świdnickim,

w województwie wielkopolskim:

gminy Koźmin Wielkopolski, Rozdrażew, miasto Sulmierzyce, część gminy Krotoszyn położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogi: nr 15 biegnącą od północnej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 36, nr 36 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 15 do skrzyżowana z drogą nr 444, nr 444 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 36 do południowej granicy gminy w powiecie krotoszyńskim,

gminy Brodnica, Dolsk, Śrem w powiecie śremskim,

gminy Borek Wielkopolski, Piaski, Pogorzela, w powiecie gostyńskim,

gminy Granowo, Grodzisk Wielkopolski i część gminy Kamieniec położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 308 w powiecie grodziskim,

gminy Czempiń, Kościan i miasto Kościan w powiecie kościańskim,

gminy Buk, Dopiewo, Komorniki, Kleszczewo, Kostrzyn, Kórnik, Tarnowo Podgórne, Stęszew, Pobiedziska, Mosina, miasto Luboń, miasto Puszczykowo, część gminy Rokietnica położona na południowy zachód od linii kolejowej biegnącej od północnej granicy gminy w miejscowości Krzyszkowo do południowej granicy gminy w miejscowości Kiekrz oraz część gminy wiejskiej Murowana Goślina położona na południe od linii kolejowej biegnącej od północnej granicy miasta Murowana Goślina do północno-wschodniej granicy gminy w powiecie poznańskim,

gmina Kiszkowo i część gminy Kłecko położona na zachód od rzeki Mała Wełna w powiecie gnieźnieńskim,

powiat czarnkowsko-trzcianecki,

gmina Kaźmierz, część gminy Duszniki położona na południowy – wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 306 biegnącą od północnej granicy gminy do miejscowości Duszniki, a następnie na południe od linii wyznaczonej przez ul. Niewierską oraz drogę biegnącą przez miejscowość Niewierz do zachodniej granicy gminy, część gminy Ostroróg położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 186 i 184 biegnące od granicy gminy do miejscowości Ostroróg, a następnie od miejscowości Ostroróg przez miejscowości Piaskowo – Rudki do południowej granicy gminy, część gminy Wronki położona na północ od linii wyznaczonej przez rzekę Wartę biegnącą od zachodniej granicy gminy do przecięcia z droga nr 182, a następnie na wschód od linii wyznaczonej przez drogi nr 182 oraz 184 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 182 do południowej granicy gminy, miasto Szamotuły i część gminy Szamotuły położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 306 i drogę łączącą miejscowości Lipnica - Ostroróg do linii wyznaczonej przez wschodnią granicę miasta Szamotuły i na południe od linii kolejowej biegnącej od południowej granicy miasta Szamotuły, do południowo-wschodniej granicy gminy oraz część gminy Obrzycko położona na zachód od drogi nr 185 łączącej miejscowości Gaj Mały, Słopanowo i Obrzycko do północnej granicy miasta Obrzycko, a następnie na zachód od drogi przebiegającej przez miejscowość Chraplewo w powiecie szamotulskim,

gmina Budzyń w powiecie chodzieskim,

gminy Mieścisko, Skoki i Wągrowiec z miastem Wągrowiec w powiecie wągrowieckim,

powiat pleszewski,

gmina Zagórów w powiecie słupeckim,

gmina Pyzdry w powiecie wrzesińskim,

gminy Kotlin, Żerków i część gminy Jarocin położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogi nr S11 i 15 w powiecie jarocińskim,

powiat ostrowski,

powiat miejski Kalisz,

gminy Blizanów, Brzeziny, Żelazków, Godziesze Wielkie, Koźminek, Lisków, Opatówek, Szczytniki, część gminy Stawiszyn położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 25 biegnącą od północnej granicy gminy do miejscowości Zbiersk, a następnie na zachód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Zbiersk – Łyczyn – Petryki biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 25 do południowej granicy gminy, część gminy Ceków- Kolonia położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Młynisko – Morawin - Janków w powiecie kaliskim,

gminy Brudzew, Dobra, Kawęczyn, Przykona, Władysławów, Turek z miastem Turek część gminy Tuliszków położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 72 biegnącej od wschodniej granicy gminy do miasta Turek a następnie na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 443 biegnącej od skrzyżowania z drogą nr 72 w mieście Turek do zachodniej granicy gminy w powiecie tureckim,

gminy Rzgów, Grodziec, Krzymów, Stare Miasto, część gminy Rychwał położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 25 biegnącą od południowej granicy gminy do miejscowości Rychwał, a następnie na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 443 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 25 w miejscowości Rychwał do wschodniej granicy gminy w powiecie konińskim,

powiat kępiński,

powiat ostrzeszowski,

w województwie opolskim:

gminy Domaszowice, Pokój, część gminy Namysłów położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od wschodniej do zachodniej granicy gminy w powiecie namysłowskim,

gminy Wołczyn, Kluczbork, Byczyna w powiecie kluczborskim,

gminy Praszka, Gorzów Śląski część gminy Rudniki położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 42 biegnącą od zachodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 43 i na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 43 biegnącą od północnej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 42 w powiecie oleskim,

gmina Grodkóww powiecie brzeskim,

gminy Komprachcice, Łubniany, Murów, Niemodlin, Tułowice w powiecie opolskim,

powiat miejski Opole,

w województwie zachodniopomorskim:

gminy Nowogródek Pomorski, Barlinek, Myślibórz, część gminy Dębno położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 126 biegnącą od zachodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 23 w miejscowości Dębno, następnie na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 23 do skrzyżowania z ul. Jana Pawła II w miejscowości Cychry, następnie na północ od ul. Jana Pawła II do skrzyżowania z ul. Ogrodową i dalej na północ od linii wyznaczonej przez ul. Ogrodową, której przedłużenie biegnie do wschodniej granicy gminy w powiecie myśliborskim,

gmina Stare Czarnowo w powiecie gryfińskim,

gmina Bielice, Kozielice, Pyrzyce w powiecie pyrzyckim,

gminy Bierzwnik, Krzęcin, Pełczyce w powiecie choszczeńskim,

część powiatu miejskiego Szczecin położona na zachód od linii wyznaczonej przez rzekę Odra Zachodnia biegnącą od północnej granicy gminy do przecięcia z drogą nr 10, następnie na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 10 biegnącą od przecięcia z linią wyznaczoną przez rzekę Odra Zachodnia do wschodniej granicy gminy,

gminy Dobra (Szczecińska), Kołbaskowo, Police w powiecie polickim,

w województwie małopolskim:

powiat brzeski,

powiat gorlicki,

powiat proszowicki,

powiat nowosądecki,

powiat miejski Nowy Sącz,

część powiatu dąbrowskiego niewymieniona w części III załącznika I,

część powiatu tarnowskiego niewymieniona w części III załącznika I.

8.   Σλοβακία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες I στη Σλοβακία:

in the district of Nové Zámky: Mužla, Obid, Štúrovo, Nána, Kamenica nad Hronom, Chľaba, Leľa, Bajtava, Salka, Malé Kosihy, Kolta, Jasová, Dubník, Rúbaň, Strekov,

in the district of Komárno: Bátorové Kosihy, Búč, Kravany nad Dunajom,

in the district of Veľký Krtíš, the municipalities of Ipeľské Predmostie, Veľká nad Ipľom, Hrušov, Kleňany, Sečianky,

in the district of Levice, the municipalities of Ipeľské Úľany, Plášťovce, Dolné Túrovce, Stredné Túrovce, Šahy, Tešmak, Pastovce, Zalaba, Malé Ludince, Hronovce, Nýrovce, Želiezovce, Málaš, Čaka,

the whole district of Krupina, except municipalities included in part II,

the whole district of Banska Bystrica, except municipalities included in part II,

in the district of Liptovsky Mikulas – municipalities of Pribylina, Jamník, Svatý Štefan, Konská, Jakubovany, Liptovský Ondrej, Beňadiková, Vavrišovo, Liptovská Kokava, Liptovský Peter, Dovalovo, Hybe, Liptovský Hrádok, Liptovský Ján, Uhorská Ves, Podtureň, Závažná Poruba, Liptovský Mikuláš, Pavčina Lehota, Demänovská Dolina, Gôtovany, Galovany, Svätý Kríž, Lazisko, Dúbrava, Malatíny, Liptovské Vlachy, Liptovské Kľačany, Partizánska Ľupča, Kráľovská Ľubeľa, Zemianska Ľubeľa, Východná – a part of municipality north from the highway D1,

in the district of Ružomberok, the municipalities of Liptovská Lužná, Liptovská Osada, Podsuchá, Ludrová, Štiavnička, Liptovská Štiavnica, Nižný Sliač, Liptovské Sliače,

the whole district of Banska Stiavnica,

the whole district of Žiar nad Hronom.

9.   Ιταλία

The following restricted zones I in Italy:

Piedmont Region:

in the province of Alessandria, the municipalities of Casalnoceto, Oviglio, Tortona, Viguzzolo, Ponti, Frugarolo, Bergamasco, Castellar Guidobono, Berzano Di Tortona, Castelletto D'erro, Cerreto Grue, Carbonara Scrivia, Casasco, Carentino, Frascaro, Paderna, Montegioco, Spineto Scrivia, Villaromagnano, Pozzolo Formigaro, Momperone, Merana, Monleale, Terzo, Borgoratto Alessandrino, Casal Cermelli, Montemarzino, Bistagno, Castellazzo Bormida, Bosco Marengo, Spigno Monferrato, Castelspina, Denice, Volpeglino, Alice Bel Colle, Gamalero, Volpedo, Pozzol Groppo, Montechiaro D'acqui, Sarezzano,

in the province of Asti, the municipalities of Olmo Gentile, Nizza Monferrato, Incisa Scapaccino, Roccaverano, Castel Boglione, Mombaruzzo, Maranzana, Castel Rocchero, Rocchetta Palafea, Castelletto Molina, Castelnuovo Belbo, Montabone, Quaranti, Mombaldone, Fontanile, Calamandrana, Bruno, Sessame, Monastero Bormida, Bubbio, Cassinasco, Serole,

Liguria Region:

in the province of Genova, the Municipalities of Rovegno, Rapallo, Portofino, Cicagna, Avegno, Montebruno, Santa Margherita Ligure, Favale Di Malvaro, Recco, Camogli, Moconesi, Tribogna, Fascia, Uscio, Gorreto, Fontanigorda, Neirone, Rondanina, Lorsica, Propata,

in the province of Savona, the municipalities of Cairo Montenotte, Quiliano, Dego, Altare, Piana Crixia, Mioglia, Giusvalla, Albissola Marina, Savona,

Emilia-Romagna Region:

in the province of Piacenza, the municipalities of Ottone, Zerba,

Lombardia Region:

in the province of Pavia, the municipalities of Rocca Susella, Montesegale, Menconico, Val Di Nizza, Bagnaria, Santa Margherita Di Staffora, Ponte Nizza, Brallo Di Pregola, Varzi, Godiasco, Cecima.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

1.   Βουλγαρία

The following restricted zones II in Bulgaria:

the whole region of Haskovo,

the whole region of Yambol,

the whole region of Stara Zagora,

the whole region of Pernik,

the whole region of Kyustendil,

the whole region of Plovdiv, excluding the areas in Part III,

the whole region of Pazardzhik, excluding the areas in Part III,

the whole region of Smolyan,

the whole region of Dobrich,

the whole region of Sofia city,

the whole region of Sofia Province,

the whole region of Blagoevgrad excluding the areas in Part III,

the whole region of Razgrad,

the whole region of Kardzhali,

the whole region of Burgas,

the whole region of Varna excluding the areas in Part III,

the whole region of Silistra,

the whole region of Ruse,

the whole region of Veliko Tarnovo,

the whole region of Pleven,

the whole region of Targovishte,

the whole region of Shumen,

the whole region of Sliven,

the whole region of Vidin,

the whole region of Gabrovo,

the whole region of Lovech,

the whole region of Montana,

the whole region of Vratza.

2.   Γερμανία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες II στη Γερμανία:

Bundesland Brandenburg:

Landkreis Oder-Spree:

Gemeinde Grunow-Dammendorf,

Gemeinde Mixdorf

Gemeinde Schlaubetal,

Gemeinde Neuzelle,

Gemeinde Neißemünde,

Gemeinde Lawitz,

Gemeinde Eisenhüttenstadt,

Gemeinde Vogelsang,

Gemeinde Ziltendorf,

Gemeinde Wiesenau,

Gemeinde Friedland,

Gemeinde Siehdichum,

Gemeinde Müllrose,

Gemeinde Briesen,

Gemeinde Jacobsdorf

Gemeinde Groß Lindow,

Gemeinde Brieskow-Finkenheerd,

Gemeinde Ragow-Merz,

Gemeinde Beeskow,

Gemeinde Rietz-Neuendorf,

Gemeinde Tauche mit den Gemarkungen Stremmen, Ranzig, Trebatsch, Sabrodt, Sawall, Mitweide, Lindenberg, Falkenberg (T), Görsdorf (B), Wulfersdorf, Giesensdorf, Briescht, Kossenblatt und Tauche,

Gemeinde Langewahl,

Gemeinde Berkenbrück,

Gemeinde Steinhöfel mit den Gemarkungen Arensdorf und Demitz und den Gemarkungen Steinhöfel, Hasenfelde und Heinersdorf östlich der L 36 und der Gemarkung Neuendorf im Sande südlich der L36,

Gemeinde Fürstenwalde östlich der B 168 und südlich der L36,

Gemeinde Diensdorf-Radlow,

Gemeinde Wendisch Rietz östlich des Scharmützelsees und nördlich der B 246,

Gemeinde Bad Saarow mit der Gemarkung Neu Golm und der Gemarkung Bad Saarow-Pieskow östlich des Scharmützelsees und ab nördlicher Spitze östlich der L35,

Landkreis Dahme-Spreewald:

Gemeinde Jamlitz,

Gemeinde Lieberose,

Gemeinde Schwielochsee mit den Gemarkungen Goyatz, Jessern, Lamsfeld, Ressen, Speichrow und Zaue,

Landkreis Spree-Neiße:

Gemeinde Schenkendöbern,

Gemeinde Guben,

Gemeinde Jänschwalde,

Gemeinde Tauer,

Gemeinde Teichland mit der Gemarkung Bärenbrück,

Gemeinde Heinersbrück,

Gemeinde Forst,

Gemeinde Groß Schacksdorf-Simmersdorf,

Gemeinde Neiße-Malxetal,

Gemeinde Jämlitz-Klein Düben,

Gemeinde Tschernitz,

Gemeinde Döbern,

Gemeinde Felixsee,

Gemeinde Wiesengrund,

Gemeinde Spremberg mit den Gemarkungen Groß Luja, Sellessen, Türkendorf, Graustein, Waldesdorf, Hornow, Schönheide, Liskau und der östliche Teil der Gemarkung Spremberg, beginnend an der südwestlichen Ecke der Gemarkungsgrenze zu Graustein in nordwestlicher Richtung entlang eines Waldweges zur B 156, dieser weiter in westlicher Richtung folgend bis zur Bahnlinie, dieser folgend bis zur L 48, dann weiter in südwestlicher Richtung bis zum Straßenabzweig Am früheren Stadtbahngleis, dieser Straße folgend bis zur L 47, weiter der L 47 folgend in nordöstlicher Richtung bis zum Abzweig Hasenheide, entlang der Straße Hasenheide bis zum Abzweig Weskower Allee, der Weskower Allee Richtung Norden folgend bis zum Abzweig Liebigstraße, dieser folgend Richtung Norden bis zur Gemarkungsgrenze Spremberg/ Sellessen,

Gemeinde Neuhausen/Spree mit den Gemarkungen Kahsel, Bagenz, Drieschnitz, Gablenz, Laubsdorf, Komptendorf und Sergen und der Gemarkung Roggosen südlich der BAB 15,

Landkreis Märkisch-Oderland:

Gemeinde Bleyen-Genschmar,

Gemeinde Neuhardenberg,

Gemeinde Golzow,

Gemeinde Küstriner Vorland,

Gemeinde Alt Tucheband,

Gemeinde Reitwein,

Gemeinde Podelzig,

Gemeinde Gusow-Platkow,

Gemeinde Seelow,

Gemeinde Vierlinden,

Gemeinde Lindendorf,

Gemeinde Fichtenhöhe,

Gemeinde Lietzen,

Gemeinde Falkenhagen (Mark),

Gemeinde Zeschdorf,

Gemeinde Treplin,

Gemeinde Lebus,

Gemeinde Müncheberg mit den Gemarkungen Jahnsfelde, Trebnitz, Obersdorf, Münchehofe und Hermersdorf,

Gemeinde Märkische Höhe mit der Gemarkung Ringenwalde,

Gemeinde Bliesdorf mit der Gemarkung Metzdorf und Gemeinde Bliesdorf – östlich der B167 bis östlicher Teil, begrenzt aus Richtung Gemarkungsgrenze Neutrebbin südlich der Bahnlinie bis Straße „Sophienhof“ dieser westlich folgend bis „Ruesterchegraben“ weiter entlang Feldweg an den Windrädern Richtung „Herrnhof“, weiter entlang „Letschiner Hauptgraben“ nord-östlich bis Gemarkungsgrenze Alttrebbin und Kunersdorf – östlich der B167,

Gemeinde Bad Freienwalde mit den Gemarkungen Altglietzen, Altranft, Bad Freienwalde, Bralitz, Hohenwutzen, Schiffmühle, Hohensaaten und Neuenhagen,

Gemeinde Falkenberg mit der Gemarkung Falkenberg östlich der L35,

Gemeinde Oderaue,

Gemeinde Wriezen mit den Gemarkungen Altwriezen, Jäckelsbruch, Neugaul, Beauregard, Eichwerder, Rathsdorf – östlich der B167 und Wriezen – östlich der B167,

Gemeinde Neulewin,

Gemeinde Neutrebbin,

Gemeinde Letschin,

Gemeinde Zechin,

Landkreis Barnim:

Gemeinde Lunow-Stolzenhagen,

Gemeinde Parsteinsee,

Gemeinde Oderberg,

Gemeinde Liepe,

Gemeinde Hohenfinow (nördlich der B167),

Gemeinde Niederfinow,

Gemeinde (Stadt) Eberswalde mit den Gemarkungen Eberswalde nördlich der B167 und östlich der L200, Sommerfelde und Tornow nördlich der B167,

Gemeinde Chorin mit den Gemarkungen Brodowin, Chorin östlich der L200, Serwest, Neuehütte, Sandkrug östlich der L200,

Gemeinde Ziethen mit der Gemarkung Klein Ziethen östlich der Serwester Dorfstraße und östlich der B198,

Landkreis Uckermark:

Gemeinde Angermünde mit den Gemarkungen Crussow, Stolpe, Gellmersdorf, Neukünkendorf, Bölkendorf, Herzsprung, Schmargendorf und den Gemarkungen Angermünde südlich und südöstlich der B2 und Dobberzin südlich der B2,

Gemeinde Schwedt mit den Gemarkungen Criewen, Zützen, Schwedt, Stendell, Kummerow, Kunow, Vierraden, Blumenhagen, Oderbruchwiesen, Enkelsee, Gatow, Hohenfelde, Schöneberg, Flemsdorf und der Gemarkung Felchow östlich der B2,

Gemeinde Pinnow südlich und östlich der B2,

Gemeinde Berkholz-Meyenburg,

Gemeinde Mark Landin mit der Gemarkung Landin südlich der B2,

Gemeinde Casekow mit der Gemarkung Woltersdorf und den Gemarkungen Biesendahlshof und Casekow östlich der L272 und südlich der L27,

Gemeinde Hohenselchow-Groß Pinnow mit der Gemarkung Groß Pinnow und der Gemarkung Hohenselchow südlich der L27,

Gemeinde Gartz (Oder) mit der Gemarkung Friedrichsthal und den Gemarkungen Gartz und Hohenreinkendorf südlich der L27 und B2 bis Gartenstraße,

Gemeinde Passow mit der Gemarkung Jamikow,

Kreisfreie Stadt Frankfurt (Oder),

Landkreis Prignitz:

Gemeinde Berge,

Gemeinde Pirow mit den Gemarkungen Hülsebeck, Pirow und Burow,

Gemeinde Putlitz mit den Gemarkungen Sagast, Nettelbeck, Porep, Lütkendorf, Putlitz, Weitgendorf und Telschow,

Gemeinde Marienfließ mit den Gemarkungen Jännersdorf, Stepenitz und Krempendorf,

Bundesland Sachsen:

Landkreis Bautzen:

Gemeinde Arnsdorf nördlich der B6,

Gemeinde Burkau westlich des Straßenverlaufs von B98 und S94,

Gemeinde Frankenthal,

Gemeinde Großdubrau,

Gemeinde Großharthau nördlich der B6,

Gemeinde Großnaundorf,

Gemeinde Haselbachtal,

Gemeinde Hochkirch nördlich der B6,

Gemeinde Königswartha östlich der B96,

Gemeinde Kubschütz nördlich der B6,

Gemeinde Laußnitz,

Gemeinde Lichtenberg,

Gemeinde Lohsa östlich der B96,

Gemeinde Malschwitz,

Gemeinde Nebelschütz westlich der S94 und südlich der S100,

Gemeinde Neukirch,

Gemeinde Neschwitz östlich der B96,

Gemeinde Ohorn,

Gemeinde Ottendorf-Okrilla,

Gemeinde Panschwitz-Kuckau westlich der S94,

Gemeinde Radibor östlich der B96,

Gemeinde Rammenau westlich der B98,

Gemeinde Schwepnitz westlich der S93,

Gemeinde Spreetal östlich der B97,

Gemeinde Stadt Bautzen östlich des Verlaufs der B96 bis Abzweig S 156 und nördlich des Verlaufs S 156 bis Abzweig B6 und nördlich des Verlaufs der B 6 bis zur östlichen Gemeindegrenze,

Gemeinde Stadt Bischofswerda nördlich der B6 und westlich der B98,

Gemeinde Stadt Elstra westlich der S94 und südlich der S100,

Gemeinde Stadt Großröhrsdorf,

Gemeinde Stadt Hoyerswerda südlich des Verlaufs der B97 bis Abzweig B96 und östlich des Verlaufs der B96 bis zur südlichen Gemeindegrenze,

Gemeinde Stadt Kamenz westlich der S100 bis zum Abzweig S93, dann westlich der S93,

Gemeinde Stadt Königsbrück,

Gemeinde Stadt Pulsnitz,

Gemeinde Stadt Radeberg nördlich der B6,

Gemeinde Stadt Weißenberg,

Gemeinde Stadt Wittichenau östlich der B96,

Gemeinde Steina,

Gemeinde Wachau,

Stadt Dresden:

Stadtgebiet nördlich der B6,

Landkreis Görlitz,

Landkreis Meißen:

Gemeinde Ebersbach,

Gemeinde Klipphausen östlich der B6,

Gemeinde Lampertswalde,

Gemeinde Moritzburg,

Gemeinde Niederau östlich der B101

Gemeinde Priestewitz östlich der B101,

Gemeinde Röderaue östlich der B101,

Gemeinde Schönfeld,

Gemeinde Stadt Coswig,

Gemeinde Stadt Großenhain östlich der B101,

Gemeinde Stadt Meißen östlich des Straßenverlaufs von B6 und B101,

Gemeinde Stadt Radebeul,

Gemeinde Stadt Radeburg,

Gemeinde Thiendorf,

Gemeinde Weinböhla.

Bundesland Mecklenburg-Vorpommern:

Landkreis Ludwigslust-Parchim:

Gemeinde Brunow mit den Ortsteilen und Ortslagen: Bauerkuhl,

Brunow (bei Ludwigslust), Klüß, Löcknitz (bei Parchim),

Gemeinde Dambeck mit dem Ortsteil und der Ortslage:

Dambeck (bei Ludwigslust),

Gemeinde Ganzlin mit den Ortsteilen und Ortslagen: Barackendorf, Hof Retzow, Klein Damerow, Retzow, Wangelin,

Gemeinde Gehlsbach mit den Ortsteilen und Ortslagen: Ausbau Darß, Darß, Hof Karbow, Karbow, Karbow-Ausbau, Quaßlin, Quaßlin Hof, Quaßliner Mühle, Vietlübbe, Wahlstorf

Gemeinde Groß Godems mit den Ortsteilen und Ortslagen:

Groß Godems, Klein Godems,

Gemeinde Karrenzin mit den Ortsteilen und Ortslagen: Herzfeld, Karrenzin, Karrenzin-Ausbau, Neu Herzfeld, Repzin, Wulfsahl,

Gemeinde Kreien mit den Ortsteilen und Ortslagen: Ausbau Kreien,

Hof Kreien, Kolonie Kreien, Kreien, Wilsen,

Gemeinde Kritzow mit dem Ortsteil und der Ortslage: Benzin,

Gemeinde Lübz mit den Ortsteilen und Ortslagen: Burow, Gischow, Meyerberg,

Gemeinde Möllenbeck mit den Ortsteilen und Ortslagen: Carlshof, Horst, Menzendorf, Möllenbeck,

Gemeinde Parchim mit dem Ortsteil und Ortslage: Slate,

Gemeinde Rom mit dem Ortsteil und Ortslage: Klein Niendorf,

Gemeinde Ruhner Berge mit den Ortsteilen und Ortslagen: Dorf Poltnitz, Drenkow, Griebow, Jarchow, Leppin, Malow, Malower Mühle, Marnitz, Mentin, Mooster, Poitendorf, Poltnitz, Suckow, Tessenow, Zachow,

Gemeinde Siggelkow mit den Ortsteilen und Ortslagen: Groß Pankow, Klein Pankow, Neuburg, Redlin, Siggelkow,

Gemeinde Ziegendorf mit den Ortsteilen und Ortslagen: Drefahl, Meierstorf, Neu Drefahl, Pampin, Platschow, Stresendorf, Ziegendorf.

3.   Εσθονία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες II στην Εσθονία:

Eesti Vabariik (välja arvatud Hiiu maakond).

4.   Λετονία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες II στη Λετονία:

Aizkraukles novads,

Alūksnes novads,

Augšdaugavas novads,

Ādažu novads,

Balvu novads,

Bauskas novads,

Cēsu novads,

Dienvidkurzemes novada Aizputes, Cīravas, Lažas, Kalvenes, Kazdangas, Durbes, Dunalkas, Tadaiķu, Vecpils, Bārtas, Sakas, Bunkas, Priekules, Gramzdas, Kalētu, Virgas, Dunikas, Embūtes, Vaiņodes, Gaviezes, Rucavas pagasts, Nīcas pagasta daļa uz dienvidiem no apdzīvotas vietas Bernāti, autoceļa V1232, A11, V1222, Bārtas upes, Aizputes, Durbes, Pāvilostas, Priekules pilsēta,

Dobeles novads,

Gulbenes novads,

Jelgavas novads,

Jēkabpils novads,

Krāslavas novads,

Kuldīgas novads,

Ķekavas novads,

Limbažu novads,

Līvānu novads,

Ludzas novads,

Madonas novads,

Mārupes novads,

Ogres novads,

Olaines novads,

Preiļu novads,

Rēzeknes novads,

Ropažu novada Garkalnes, Ropažu pagasts, Stopiņu pagasta daļa, kas atrodas uz austrumiem no autoceļa V36, P4 un P5, Acones ielas, Dauguļupes ielas un Dauguļupītes, Vangažu pilsēta,

Salaspils novads,

Saldus novads,

Saulkrastu novads,

Siguldas novads,

Smiltenes novads,

Talsu novads,

Tukuma novads,

Valkas novads,

Valmieras novads,

Varakļānu novads,

Ventspils novads,

Daugavpils valstspilsētas pašvaldība,

Jelgavas valstspilsētas pašvaldība,

Jūrmalas valstspilsētas pašvaldība,

Rēzeknes valstspilsētas pašvaldība.

5.   Λιθουανία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες II στη Λιθουανία:

Alytaus miesto savivaldybė,

Alytaus rajono savivaldybė,

Anykščių rajono savivaldybė,

Akmenės rajono savivaldybė,

Birštono savivaldybė,

Biržų miesto savivaldybė,

Biržų rajono savivaldybė,

Druskininkų savivaldybė,

Elektrėnų savivaldybė,

Ignalinos rajono savivaldybė,

Jonavos rajono savivaldybė,

Joniškio rajono savivaldybė,

Jurbarko rajono savivaldybė,

Kaišiadorių rajono savivaldybė,

Kauno miesto savivaldybė,

Kauno rajono savivaldybė,

Kazlų rūdos savivaldybė,

Kelmės rajono savivaldybė,

Kėdainių rajono savivaldybė,

Klaipėdos rajono savivaldybė: Judrėnų, Endriejavo ir Veiviržėnų seniūnijos,

Kupiškio rajono savivaldybė,

Kretingos rajono savivaldybė,

Lazdijų rajono savivaldybė,

Mažeikių rajono savivaldybė,

Molėtų rajono savivaldybė,

Pagėgių savivaldybė,

Pakruojo rajono savivaldybė,

Panevėžio rajono savivaldybė,

Panevėžio miesto savivaldybė,

Pasvalio rajono savivaldybė,

Radviliškio rajono savivaldybė,

Rietavo savivaldybė,

Prienų rajono savivaldybė,

Plungės rajono savivaldybė,

Raseinių rajono savivaldybė,

Rokiškio rajono savivaldybė,

Skuodo rajono savivaldybės,

Šakių rajono savivaldybė,

Šalčininkų rajono savivaldybė,

Šiaulių miesto savivaldybė,

Šiaulių rajono savivaldybė,

Šilutės rajono savivaldybė,

Širvintų rajono savivaldybė,

Šilalės rajono savivaldybė,

Švenčionių rajono savivaldybė,

Tauragės rajono savivaldybė,

Telšių rajono savivaldybė,

Trakų rajono savivaldybė,

Ukmergės rajono savivaldybė,

Utenos rajono savivaldybė,

Varėnos rajono savivaldybė,

Vilniaus miesto savivaldybė,

Vilniaus rajono savivaldybė,

Visagino savivaldybė,

Zarasų rajono savivaldybė.

6.   Ουγγαρία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες IΙ στην Ουγγαρία:

Békés megye 950150, 950250, 950350, 950450, 950550, 950650, 950660, 950750, 950850, 950860, 951050, 951150, 951250, 951260, 951350, 951450, 951460, 951550, 951650, 951750, 952150, 952250, 952350, 952450, 952550, 952650, 953250, 953260, 953270, 953350, 953450, 953550, 953560, 953950, 954050, 954060, 954150, 956250, 956350, 956450, 956550, 956650 és 956750 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Borsod-Abaúj-Zemplén megye valamennyi vadgazdálkodási egységének teljes területe,

Fejér megye 403150, 403160, 403250, 403260, 403350, 404250, 404550, 404560, 404570, 405450, 405550, 405650, 406450 és 407050 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Hajdú-Bihar megye valamennyi vadgazdálkodási egységének teljes területe,

Heves megye valamennyi vadgazdálkodási egységének teljes területe,

Jász-Nagykun-Szolnok megye 750250, 750550, 750650, 750750, 750850, 750970, 750980, 751050, 751150, 751160, 751250, 751260, 751350, 751360, 751450, 751460, 751470, 751550, 751650, 751750, 751850, 751950, 752150, 752250, 752350, 752450, 752460, 752550, 752560, 752650, 752750, 752850, 752950, 753060, 753070, 753150, 753250, 753310, 753450, 753550, 753650, 753660, 753750, 753850, 753950, 753960, 754050, 754150, 754250, 754360, 754370, 754850, 755550, 755650 és 755750 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Komárom-Esztergom megye: 250350, 250850, 250950, 251450, 251550, 251950, 252050, 252150, 252350, 252450, 252460, 252550, 252650, 252750, 252850, 252860, 252950, 252960, 253050, 253150, 253250, 253350, 253450 és 253550 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Nógrád megye valamennyi vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Pest megye 570150, 570250, 570350, 570450, 570550, 570650, 570750, 570850, 570950, 571050, 571150, 571250, 571350, 571650, 571750, 571760, 571850, 571950, 572050, 573550, 573650, 574250, 577250, 580050 és 580150 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Szabolcs-Szatmár-Bereg megye valamennyi vadgazdálkodási egységének teljes területe.

7.   Πολωνία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες II στην Πολωνία:

w województwie warmińsko-mazurskim:

gminy Kalinowo, Stare Juchy, Prostki oraz gmina wiejska Ełk w powiecie ełckim,

powiat elbląski,

powiat miejski Elbląg,

powiat gołdapski,

powiat piski,

powiat bartoszycki,

powiat olecki,

powiat giżycki,

powiat braniewski,

powiat kętrzyński,

powiat lidzbarski,

gminy Jedwabno, Świętajno, Szczytno i miasto Szczytno, część gminy Dźwierzuty położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 57, część gminy Pasym położona na południe od linii wyznaczonej przez droge nr 53w powiecie szczycieńskim,

powiat mrągowski,

powiat węgorzewski,

gminy Dobre Miasto, Dywity, Świątki, Jonkowo, Gietrzwałd, Olsztynek, Stawiguda, Jeziorany, Kolno, część gminy Barczewo położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową, część gminy Purda położona na południe od linii wyznaczonej przez droge nr 53, część gminy Biskupiec położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 57 biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 16 a nastęnie na północ od drogi nr 16 biegnącej od skrzyżowania z drogą nr 57 do zachodniej granicy gminy w powiecie olsztyńskim,

powiat miejski Olsztyn,

powiat nidzicki,

gminy Kisielice, Susz, Zalewo w powiecie iławskim,

część powiatu ostródzkiego niewymieniona w części III załącznika I,

gmina Iłowo – Osada w powiecie działdowskim,

w województwie podlaskim:

powiat bielski,

powiat grajewski,

powiat moniecki,

powiat sejneński,

gminy Łomża, Piątnica, Jedwabne, Przytuły i Wizna w powiecie łomżyńskim,

powiat miejski Łomża,

powiat siemiatycki,

powiat hajnowski,

gminy Ciechanowiec, Klukowo, Szepietowo, Kobylin-Borzymy, Nowe Piekuty, Sokoły i część gminy Kulesze Kościelne położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie wysokomazowieckim,

gmina Rutki i część gminy Kołaki Kościelne położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie zambrowskim,

gminy Mały Płock i Stawiski w powiecie kolneńskim,

powiat białostocki,

powiat suwalski,

powiat miejski Suwałki,

powiat augustowski,

powiat sokólski,

powiat miejski Białystok,

w województwie mazowieckim:

gminy Domanice, Korczew, Kotuń, Mordy, Paprotnia, Przesmyki, Siedlce, Skórzec, Wiśniew, Wodynie, Zbuczyn w powiecie siedleckim,

powiat miejski Siedlce,

gminy Ceranów, Jabłonna Lacka, Kosów Lacki, Repki, Sabnie, Sterdyń w powiecie sokołowskim,

powiat łosicki,

powiat sochaczewski,

powiat zwoleński,

powiat kozienicki,

powiat lipski,

powiat radomski

powiat miejski Radom,

powiat szydłowiecki,

gminy Lubowidz i Kuczbork Osada w powiecie żuromińskim,

gmina Wieczfnia Kościelna w powicie mławskim,

gminy Bodzanów, Słubice, Wyszogród i Mała Wieś w powiecie płockim,

powiat nowodworski,

gminy Czerwińsk nad Wisłą, Naruszewo, Załuski w powiecie płońskim,

gminy: miasto Kobyłka, miasto Marki, miasto Ząbki, miasto Zielonka, część gminy Tłuszcz ograniczona liniami kolejowymi: na północ od linii kolejowej biegnącej od wschodniej granicy gminy do miasta Tłuszcz oraz na wschód od linii kolejowej biegnącej od północnej granicy gminy do miasta Tłuszcz, część gminy Jadów położona na północ od linii kolejowej biegnącej od wschodniej do zachodniej granicy gminy w powiecie wołomińskim,

powiat garwoliński,

gminy Boguty – Pianki, Brok, Zaręby Kościelne, Nur, Małkinia Górna, część gminy Wąsewo położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 60, część gminy wiejskiej Ostrów Mazowiecka położona na południe od miasta Ostrów Mazowiecka i na południe od linii wyznaczonej przez drogę 60 biegnącą od zachodniej granicy miasta Ostrów Mazowiecka do zachodniej granicy gminy w powiecie ostrowskim,

część gminy Sadowne położona na północny- zachód od linii wyznaczonej przez linię kolejową, część gminy Łochów położona na północny – zachód od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie węgrowskim,

gminy Brańszczyk, Długosiodło, Rząśnik, Wyszków, część gminy Zabrodzie położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr S8 w powiecie wyszkowskim,

gminy Cegłów, Dębe Wielkie, Halinów, Latowicz, Mińsk Mazowiecki i miasto Mińsk Mazowiecki, Mrozy, Siennica, miasto Sulejówek w powiecie mińskim,

powiat otwocki,

powiat warszawski zachodni,

powiat legionowski,

powiat piaseczyński,

powiat pruszkowski,

powiat grójecki,

powiat grodziski,

powiat żyrardowski,

powiat białobrzeski,

powiat przysuski,

powiat miejski Warszawa,

w województwie lubelskim:

powiat bialski,

powiat miejski Biała Podlaska,

gminy Batorz, Godziszów, Janów Lubelski, Modliborzyce w powiecie janowskim,

powiat puławski,

powiat rycki,

powiat łukowski,

powiat lubelski,

powiat miejski Lublin,

powiat lubartowski,

powiat łęczyński,

powiat świdnicki,

gminy Aleksandrów, Biszcza, Józefów, Księżpol, Łukowa, Obsza, Potok Górny, Tarnogród w powiecie biłgorajskim,

gminy Dołhobyczów, Mircze, Trzeszczany, Uchanie i Werbkowice w powiecie hrubieszowskim,

powiat krasnostawski,

powiat chełmski,

powiat miejski Chełm,

powiat tomaszowski,

część powiatu kraśnickiego niewymieniona w części III załącznika I,

powiat opolski,

powiat parczewski,

powiat włodawski,

powiat radzyński,

powiat miejski Zamość,

gminy Adamów, Grabowiec, Komarów – Osada, Krasnobród, Łabunie, Miączyn, Nielisz, Sitno, Skierbieszów, Stary Zamość, Zamość w powiecie zamojskim,

w województwie podkarpackim:

część powiatu stalowowolskiego niewymieniona w części III załącznika I,

gminy Cieszanów, Horyniec - Zdrój, Narol, Stary Dzików, Oleszyce, Lubaczów z miastem Lubaczów w powiecie lubaczowskim,

gminy Medyka, Stubno, część gminy Orły położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 77, część gminy Żurawica na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 77 w powiecie przemyskim,

gmina Pilzno w powiecie dębickim,

gminy Chłopice, Jarosław z miastem Jarosław, Pawłosiów i Wiązownice w powiecie jarosławskim,

gmina Kamień w powiecie rzeszowskim,

gminy Cmolas, Dzikowiec, Kolbuszowa, Majdan Królewski i Niwiska powiecie kolbuszowskim,

powiat leżajski,

powiat niżański,

powiat tarnobrzeski,

gminy Adamówka, Sieniawa, Tryńcza, Przeworsk z miastem Przeworsk, Zarzecze w powiecie przeworskim,

część gminy Sędziszów Małopolski położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr A4, część gminy Ostrów nie wymieniona w części III załącznika I w powiecie ropczycko – sędziszowskim,

w województwie pomorskim:

gminy Dzierzgoń i Stary Dzierzgoń w powiecie sztumskim,

gmina Stare Pole w powiecie malborskim,

gminy Stegny, Sztutowo i część gminy Nowy Dwór Gdański położona na północny - wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 55 biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 7, następnie przez drogę nr 7 i S7 biegnącą do zachodniej granicy gminy w powiecie nowodworskim,

w województwie świętokrzyskim:

gmina Tarłów i część gminy Ożarów położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 74 biegnącą od miejscowości Honorów do zachodniej granicy gminy w powiecie opatowskim,

część gminy Brody położona wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 9 i na północny - wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 0618T biegnącą od północnej granicy gminy do skrzyżowania w miejscowości Lipie oraz przez drogę biegnącą od miejscowości Lipie do wschodniej granicy gminy i część gminy Mirzec położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 744 biegnącą od południowej granicy gminy do miejscowości Tychów Stary a następnie przez drogę nr 0566T biegnącą od miejscowości Tychów Stary w kierunku północno – wschodnim do granicy gminy w powiecie starachowickim,

gmina Gowarczów, część gminy Końskie położona na wschód od linii kolejowej, część gminy Stąporków położona na północ od linii kolejowej w powiecie koneckim,

gminy Dwikozy i Zawichost w powiecie sandomierskim,

w województwie lubuskim:

gminy Bogdaniec, Deszczno, Kłodawa, Kostrzyn nad Odrą, Santok, Witnica w powiecie gorzowskim,

powiat miejski Gorzów Wielkopolski,

gminy Drezdenko, Strzelce Krajeńskie, Stare Kurowo, Zwierzyn w powiecie strzelecko – drezdeneckim,

powiat żarski,

powiat słubicki,

gminy Brzeźnica, Iłowa, Gozdnica, Wymiarki i miasto Żagań w powiecie żagańskim,

powiat krośnieński,

powiat zielonogórski

powiat miejski Zielona Góra,

powiat nowosolski,

część powiatu sulęcińskiego niewymieniona w części III załącznika I,

część powiatu międzyrzeckiego niewymieniona w części III załącznika I,

część powiatu świebodzińskiego niewymieniona w części III załącznika I,

część powiatu wschowskiego niewymieniona w części III załącznika I,

w województwie dolnośląskim:

powiat zgorzelecki,

gminy Gaworzyce, Grębocice, Polkowice i Radwanice w powiecie polkowickim,

część powiatu wołowskiego niewymieniona w części III załącznika I,

powiat lubiński,

gmina Malczyce, Miękinia, Środa Śląska, część gminy Kostomłoty położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr A4, część gminy Udanin położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr A4 w powiecie średzkim,

gmina Wądroże Wielkie w powiecie jaworskim,

powiat miejski Legnica,

część powiatu legnickiego niewymieniona w części I i III załącznika I,

gmina Oborniki Śląskie, Wisznia Mała, Trzebnica, Zawonia w powiecie trzebnickim,

gminy Leśna, Lubań i miasto Lubań, Olszyna, Platerówka, Siekierczyn w powiecie lubańskim,

powiat miejki Wrocław,

gminy Czernica, Długołęka, Siechnice, część gminy Żórawina położona na wschód od linii wyznaczonej przez autostradę A4, część gminy Kąty Wrocławskie położona na północ od linii wyznaczonej przez autostradę A4 w powiecie wrocławskim,

gminy Jelcz - Laskowice, Oława z miastem Oława i część gminy Domaniów położona na północny wschód od linii wyznaczonej przez autostradę A4 w powiecie oławskim,

gmina Bierutów, miasto Oleśnica, część gminy wiejskiej Oleśnica położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr S8, część gminy Dobroszyce położona na zachód od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od północnej do południowej granicy gminy w powiecie oleśnickim,

gmina Cieszków, Krośnice, część gminy Milicz położona na wschód od linii łączącej miejscowości Poradów – Piotrkosice – Sulimierz – Sułów - Gruszeczka w powiecie milickim,

część powiatu bolesławieckiego niewymieniona w części III załącznika I,

część powiatu głogowskiego niewymieniona w części III załącznika I,

gmina Niechlów w powiecie górowskim,

gmina Zagrodno w powiecie złotoryjskim,

w województwie wielkopolskim:

powiat wolsztyński,

gmina Wielichowo, Rakoniewice część gminy Kamieniec położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 308 w powiecie grodziskim,

gminy Lipno, Osieczna, Święciechowa, Wijewo, Włoszakowice w powiecie leszczyńskim,

powiat miejski Leszno,

gminy Krzywiń i Śmigiel w powiecie kościańskim,

część powiatu międzychodzkiego niewymieniona w części III załącznika I,

część powiatu nowotomyskiego niewymieniona w części III załącznika I,

powiat obornicki,

część gminy Połajewo na położona na południe od drogi łączącej miejscowości Chraplewo, Tarnówko-Boruszyn, Krosin, Jakubowo, Połajewo - ul. Ryczywolska do północno-wschodniej granicy gminy w powiecie czarnkowsko-trzcianeckim,

powiat miejski Poznań,

gminy Czerwonak, Swarzędz, Suchy Las, część gminy wiejskiej Murowana Goślina położona na północ od linii kolejowej biegnącej od północnej granicy miasta Murowana Goślina do północno-wschodniej granicy gminy oraz część gminy Rokietnica położona na północ i na wschód od linii kolejowej biegnącej od północnej granicy gminy w miejscowości Krzyszkowo do południowej granicy gminy w miejscowości Kiekrz w powiecie poznańskim,

część gminy Ostroróg położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 186 i 184 biegnące od granicy gminy do miejscowości Ostroróg, a następnie od miejscowości Ostroróg przez miejscowości Piaskowo – Rudki do południowej granicy gminy, część gminy Wronki położona na południe od linii wyznaczonej przez rzekę Wartę biegnącą od zachodniej granicy gminy do przecięcia z droga nr 182, a następnie na zachód od linii wyznaczonej przez drogi nr 182 oraz 184 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 182 do południowej granicy gminy, część gminy Pniewy położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Lubosinek – Lubosina – Buszewo biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 187 i na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 187 biegnącą od wschodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą łączącą miejscowości Lubosinek – Lubosina – Buszewo część gminy Duszniki położona na północny – zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 306 biegnącą od północnej granicy gminy do miejscowości Duszniki, a następnie na północ od linii wyznaczonej przez ul. Niewierską oraz drogę biegnącą przez miejscowość Niewierz do zachodniej granicy gminy, część gminy Szamotuły położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 306 i drogę łączącą miejscowości Lipnica – Ostroróg oraz część położona na wschód od wschodniej granicy miasta Szamotuły i na północ od linii kolejowej biegnącej od południowej granicy miasta Szamotuły do południowo-wschodniej granicy gminy oraz część gminy Obrzycko położona na wschód od drogi nr 185 łączącej miejscowości Gaj Mały, Słopanowo i Obrzycko do północnej granicy miasta Obrzycko, a następnie na wschód od drogi przebiegającej przez miejscowość Chraplewo w powiecie szamotulskim,

gmina Malanów, część gminy Tuliszków położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 72 biegnącej od wschodniej granicy gminy do miasta Turek, a następnie na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 443 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 72 w mieście Turek do zachodniej granicy gminy w powiecie tureckim,

część gminy Rychwał położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 25 biegnącą od południowej granicy gminy do miejscowości Rychwał, a następnie na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 443 biegnącą od skrzyżowania z drogę nr 25 w miejscowości Rychwał do wschodniej granicy gminy w powiecie konińskim,

gmina Mycielin, część gminy Stawiszyn położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 25 biegnącą od północnej granicy gminy do miejscowości Zbiersk, a następnie na wschód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Zbiersk – Łyczyn – Petryki biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 25 do południowej granicy gminy, część gminy Ceków - Kolonia położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Młynisko – Morawin - Janków w powiecie kaliskim,

gminy Gostyń i Pępowo w powiecie gostyńskim,

gminy Kobylin, Zduny, część gminy Krotoszyn położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogi: nr 15 biegnącą od północnej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 36, nr 36 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 15 do skrzyżowana z drogą nr 444, nr 444 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 36 do południowej granicy gminy w powiecie krotoszyńskim,

w województwie łódzkim:

gminy Białaczów, Drzewica, Opoczno i Poświętne w powiecie opoczyńskim,

gminy Biała Rawska, Regnów i Sadkowice w powiecie rawskim,

gmina Kowiesy w powiecie skierniewickim,

w województwie zachodniopomorskim:

gmina Boleszkowice i część gminy Dębno położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 126 biegnącą od zachodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 23 w miejscowości Dębno, następnie na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 23 do skrzyżowania z ul. Jana Pawła II w miejscowości Cychry, następnie na południe od ul. Jana Pawła II do skrzyżowania z ul. Ogrodową i dalej na południe od linii wyznaczonej przez ul. Ogrodową, której przedłużenie biegnie do wschodniej granicy gminy w powiecie myśliborskim,

gminy Banie, Cedynia, Chojna, Gryfino, Mieszkowice, Moryń, Trzcińsko – Zdrój, Widuchowa w powiecie gryfińskim,

w województwie opolskim:

gminy Brzeg, Lubsza, Lewin Brzeski, Olszanka, Skarbimierz w powiecie brzeskim,

gminy Dąbrowa, Dobrzeń Wielki, Popielów w powiecie opolskim,

gminy Świerczów, Wilków, część gminy Namysłów położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od wschodniej do zachodniej granicy gminy w powiecie namysłowskim.

8.   Σλοβακία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες II στη Σλοβακία:

the whole district of Gelnica except municipalities included in zone III,

the whole district of Poprad

the whole district of Spišská Nová Ves,

the whole district of Levoča,

the whole district of Kežmarok

in the whole district of Michalovce except municipalities included in zone III,

the whole district of Košice-okolie,

the whole district of Rožnava,

the whole city of Košice,

the whole district of Sobrance,

the whole district of Vranov nad Topľou,

the whole district of Humenné except municipalities included in zone III,

the whole district of Snina,

the whole district of Prešov except municipalities included in zone III,

the whole district of Sabinov except municipalities included in zone III,

the whole district of Svidník,

the whole district of Medzilaborce,

the whole district of Stropkov

the whole district of Bardejov,

the whole district of Stará Ľubovňa,

the whole district of Revúca,

the whole district of Rimavská Sobota except municipalities included in zone III,

in the district of Veľký Krtíš, the whole municipalities not included in part I,

the whole district of Lučenec,

the whole district of Poltár

the whole district of Zvolen,

the whole district of Detva,

in the district of Krupina the whole municipalities of Senohrad, Horné Mladonice, Dolné Mladonice, Čekovce, Lackov, Zemiansky Vrbovok, Kozí Vrbovok, Čabradský Vrbovok, Cerovo, Trpín, Litava,

In the district of Banska Bystica, the whole municipalites of Kremnička, Malachov, Badín, Vlkanová, Hronsek, Horná Mičiná, Dolná Mičiná, Môlča Oravce, Čačín, Čerín, Bečov, Sebedín, Dúbravica, Hrochoť, Poniky, Strelníky, Povrazník, Ľubietová, Brusno, Banská Bystrica, Pohronský Bukovec, Medzibrod, Lučatín, Hiadeľ, Moštenica, Podkonice, Slovenská Ľupča, Priechod,

the whole district of Brezno,

in the district of Liptovsky Mikuláš, the municipalities of Važec, Malužiná, Kráľova lehota, Liptovská Porúbka, Nižná Boca, Vyšná Boca a Východná – a part of municipality south of the highway D1.

9.   Ιταλία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες II στην Ιταλία:

Piedmont Region:

in the Province of Alessandria, the municipalities of Cavatore, Castelnuovo Bormida, Cabella Ligure, Carrega Ligure, Francavilla Bisio, Carpeneto, Costa Vescovato, Grognardo, Orsara Bormida, Pasturana, Melazzo, Mornese, Ovada, Predosa Lerma, Fraconalto, Rivalta Bormida, Fresonara, Malvicino, Ponzone, San Cristoforo, Sezzadio Rocca Grimalda, Garbagna, Tassarolo, Mongiardino Ligure, Morsasco, Montaldo Bormida, Prasco, Montaldeo, Belforte Monferrato, Albera Ligure, Bosio Cantalupo Ligure, Castelletto D'orba, Cartosio, Acqui Terme, Arquata Scrivia, Parodi Ligure, Ricaldone, Gavi, Cremolino, Brignano-Frascata, Novi Ligure, Molare, Cassinelle, Morbello, Avolasca, Carezzano, Basaluzzo, Dernice, Trisobbio, Strevi, Sant'Agata Fossili, Pareto, Visone, Voltaggio, Tagliolo Monferrato, Casaleggio Boiro, Capriata D'orba, Castellania, Carrosio, Cassine, Vignole Borbera, Serravalle Scrivia, Silvano D'orba, Villalvernia, Roccaforte Ligure, Rocchetta Ligure, Sardigliano, Stazzano, Borghetto Di Borbera, Grondona, Cassano Spinola, Montacuto, Gremiasco, San Sebastiano Curone, Fabbrica Curone,

Liguria Region:

in the province of Genova, the municipalities of Bogliasco, Arenzano, Ceranesi, Ronco Scrivia, Mele, Isola Del Cantone, Lumarzo, Genova, Masone, Serra Riccò, Campo Ligure, Mignanego, Busalla, Bargagli, Savignone, Torriglia, Rossiglione, Sant'Olcese, Valbrevenna, Sori, Tiglieto, Campomorone, Cogoleto, Pieve Ligure, Davagna, Casella, Montoggio, Crocefieschi, Vobbia,

in the province of Savona, the municipalities of Albisola Superiore, Celle Ligure, Stella, Pontinvrea, Varazze, Urbe, Sassello.

ΜΕΡΟΣ III

1.   Βουλγαρία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες IΙΙ στη Βουλγαρία:

in Blagoevgrad region:

the whole municipality of Sandanski

the whole municipality of Strumyani

the whole municipality of Petrich,

the Pazardzhik region:

the whole municipality of Pazardzhik,

the whole municipality of Panagyurishte,

the whole municipality of Lesichevo,

the whole municipality of Septemvri,

the whole municipality of Strelcha,

in Plovdiv region

the whole municipality of Hisar,

the whole municipality of Suedinenie,

the whole municipality of Maritsa

the whole municipality of Rodopi,

the whole municipality of Plovdiv,

in Varna region:

the whole municipality of Byala,

the whole municipality of Dolni Chiflik.

2.   Ιταλία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες III στην Ιταλία:

όλη η επικράτεια της Σαρδηνίας.

3.   Πολωνία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες III στην Πολωνία:

w województwie warmińsko-mazurskim:

część powiatu działdowskiego niewymieniona w części II załącznika I,

część powiatu iławskiego niewymieniona w części II załącznika I,

powiat nowomiejski,

gminy Dąbrówno, Grunwald i Ostróda z miastem Ostróda w powiecie ostródzkim,

część gminy Barczewo położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową, część gminy Purda położona na północ od linii wyznaczonej przez droge nr 53, część gminy Biskupiec położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 57 biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 16, a nastęnie na południe od drogi nr 16 biegnącej od skrzyżowania z drogą nr 57 do zachodniej granicy gminy w powiecie olsztyńskim,

część gminy Dźwierzuty położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 57, część gminy Pasym położona na północ od linii wyznaczonej przez droge nr 53 w powiecie szczycieńskim,

w województwie lubelskim:

gminy Radecznica, Sułów, Szczebrzeszyn, Zwierzyniec w powiecie zamojskim,

gminy Biłgoraj z miastem Biłgoraj, Goraj, Frampol, Tereszpol i Turobin w powiecie biłgorajskim,

gminy Horodło, Hrubieszów z miastem Hrubieszów w powiecie hrubieszowskim,

gminy Dzwola, Chrzanów i Potok Wielki w powiecie janowskim,

gminy Gościeradów i Trzydnik Duży w powiecie kraśnickim,

w województwie podkarpackim:

powiat mielecki,

gminy Radomyśl nad Sanem i Zaklików w powiecie stalowowolskim,

część gminy Ostrów położona na północ od drogi linii wyznaczonej przez drogę nr A4 biegnącą od zachodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 986, a następnie na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 986 biegnącą od tego skrzyżowania do miejscowości Osieka i dalej na zachód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Osieka_- Blizna w powiecie ropczycko – sędziszowskim,

gminy Czarna, Żyraków i część gminy wiejskiej Dębica położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr A4 w powiecie dębickim,

gmina Wielkie Oczy w powiecie lubaczowskim,

gminy Laszki, Radymno z miastem Radymno, w powiecie jarosławskim,

w województwie lubuskim:

gminy Małomice, Niegosławice, Szprotawa, Żagań w powiecie żagańskim,

gmina Sulęcin w powiecie sulęcińskim,

gminy Bledzew, Międzyrzecz, Pszczew, Trzciel w powiecie międzyrzeckim,

gmina Sława w powiecie wschowskim,

gminy Lubrza, Łagów, Skąpe, Świebodzin w powiecie świebodzińskim,

w województwie wielkopolskim:

gminy Krzemieniewo, Rydzyna w powiecie leszczyńskim,

gminy Krobia i Poniec w powiecie gostyńskim,

powiat rawicki,

gminy Kuślin, Lwówek, Miedzichowo, Nowy Tomyśl w powiecie nowotomyskim,

gminy Chrzypsko Wielkie, Kwilcz w powiecie międzychodzkim,

część gminy Pniewy położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Lubosinek – Lubosina – Buszewo biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 187 i na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 187 biegnącą od wschodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą łączącą miejscowości Lubosinek – Lubosina – Buszewo w powiecie szamotulskim,

w województwie dolnośląskim:

część powiatu górowskiego niewymieniona w części II załącznika I,

gminy Prusice i Żmigród w powiecie trzebnickim,

gmina Kotla w powiecie głogowskim,

gminy Gromadka i Osiecznica w powiecie bolesławieckim,

gminy Chocianów i Przemków w powiecie polkowickim,

gmina Chojnów i miasto Chojnów w powiecie legnickim,

część gminy Wołów położona na północ od linii wyznaczonej prze drogę nr 339 biegnącą od wschodniej granicy gminy do miejscowości Pełczyn, a następnie na północny - wschód od linii wyznaczonej przez drogę biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 339 i łączącą miejscowości Pełczyn – Smogorzówek, część gminy Wińsko polożona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 36 biegnącą od północnej granicy gminy do miejscowości Wińsko, a nastęnie na wschód od linii wyznaczonej przez drogę biegnącą od skrzyżowania z drogą nr 36 w miejscowości Wińsko i łączącą miejscowości Wińsko_- Smogorzów Wielki – Smogorzówek w powiecie wołowskim,

część gminy Milicz położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Poradów – Piotrkosice - Sulimierz-Sułów - Gruszeczka w powiecie milickim,

w województwie świętokrzyskim:

gminy Gnojno, Pacanów, Stopnica, Tuczępy, część gminy Busko Zdrój położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Siedlawy-Szaniec- Podgaje-Kołaczkowice w powiecie buskim,

gminy Łubnice, Oleśnica, Połaniec, część gminy Rytwiany położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 764, część gminy Szydłów położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 756 w powiecie staszowskim,

gminy Chęciny, Chmielnik, Daleszyce, Górno, Masłów, Miedziana Góra, Mniów, Morawica, Łopuszno, Piekoszów, Pierzchnica, Sitkówka-Nowiny, Strawczyn, Zagnańsk, część gminy Raków położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogi nr 756 i 764 w powiecie kieleckim,

powiat miejski Kielce,

gminy Kluczewsko, Krasocin, Włoszczowa w powiecie włoszczowskim,

gmina Kije w powiecie pińczowskim,

gminy Małogoszcz, Oksa, Sobków w powiecie jędrzejowskim,

gmina Słupia Konecka w powiecie koneckim,

w województwie małopolskim:

gminy Dąbrowa Tarnowska, Radgoszcz, Szczucin w powiecie dąbrowskim,

gminy Lisia Góra, Pleśna, Ryglice, Skrzyszów, Tarnów, Tuchów w powiecie tarnowskim,

powiat miejski Tarnów.

4.   Ρουμανία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες III στη Ρουμανία:

Zona orașului București,

Județul Constanța,

Județul Satu Mare,

Județul Tulcea,

Județul Bacău,

Județul Bihor,

Județul Bistrița Năsăud,

Județul Brăila,

Județul Buzău,

Județul Călărași,

Județul Dâmbovița,

Județul Galați,

Județul Giurgiu,

Județul Ialomița,

Județul Ilfov,

Județul Prahova,

Județul Sălaj,

Județul Suceava

Județul Vaslui,

Județul Vrancea,

Județul Teleorman,

Judeţul Mehedinţi,

Județul Gorj,

Județul Argeș,

Judeţul Olt,

Judeţul Dolj,

Județul Arad,

Județul Timiș,

Județul Covasna,

Județul Brașov,

Județul Botoșani,

Județul Vâlcea,

Județul Iași,

Județul Hunedoara,

Județul Alba,

Județul Sibiu,

Județul Caraș-Severin,

Județul Neamț,

Județul Harghita,

Județul Mureș,

Județul Cluj,

Județul Maramureş.

5.   Σλοβακία

Οι ακόλουθες απαγορευμένες ζώνες III στη Σλοβακία:

In the district of Lučenec: Lučenec a jeho časti, Panické Dravce, Mikušovce, Pinciná, Holiša, Vidiná, Boľkovce, Trebeľovce, Halič, Stará Halič, Tomášovce, Trenč, Veľká nad Ipľom, Buzitka (without settlement Dóra), Prša, Nitra nad Ipľom, Mašková, Lehôtka, Kalonda, Jelšovec, Ľuboreč, Fiľakovské Kováče, Lipovany, Mučín, Rapovce, Lupoč, Gregorova Vieska, Praha,

In the district of Poltár: Kalinovo, Veľká Ves,

The whole district of Trebišov’,

The whole district of Vranov and Topľou,

In the district of Humenné: Lieskovec, Myslina, Humenné, Jasenov, Brekov, Závadka, Topoľovka, Hudcovce, Ptičie, Chlmec, Porúbka, Brestov, Gruzovce, Ohradzany, Slovenská Volová, Karná, Lackovce, Kochanovce, Hažín nad Cirochou,

In the district of Michalovce: Strážske, Staré, Oreské, Zbudza, Voľa, Nacina Ves, Pusté Čemerné, Lesné, Rakovec nad Ondavou, Petríkovce, Oborín, Veľké Raškovce, Beša,

In the district of Nové Zámky: Sikenička, Pavlová, Bíňa, Kamenín, Kamenný Most, Malá nad Hronom, Belá, Ľubá, Šarkan, Gbelce, Nová Vieska, Bruty, Svodín,

In the district of Levice: Veľké Ludince, Farná, Kuraľany, Keť, Pohronský Ruskov, Čata,

In the district of Rimavská Sobota: Jesenské, Gortva, Hodejov, Hodejovec, Širkovce, Šimonovce, Drňa, Hostice, Gemerské Dechtáre, Jestice, Dubovec, Rimavské Janovce, Rimavská Sobota, Belín, Pavlovce, Sútor, Bottovo, Dúžava, Mojín, Konrádovce, Čierny Potok, Blhovce, Gemerček, Hajnáčka,

In the district of Gelnica: Hrišovce, Jaklovce, Kluknava, Margecany, Richnava,

In the district Of Sabinov: Daletice,

In the district of Prešov: Hrabkov, Krížovany, Žipov, Kvačany, Ondrašovce, Chminianske Jakubovany, Klenov, Bajerov, Bertotovce, Brežany, Bzenov, Fričovce, Hendrichovce, Hermanovce, Chmiňany, Chminianska Nová Ves, Janov, Jarovnice, Kojatice, Lažany, Mikušovce, Ovčie, Rokycany, Sedlice, Suchá Dolina, Svinia, Šindliar, Široké, Štefanovce, Víťaz, Župčany.

»

18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/105


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/441 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 17ης Μαρτίου 2022

για την τροποποίηση των παραρτημάτων V και XIV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/404 όσον αφορά τις καταχωρίσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες στους καταλόγους τρίτων χωρών από τις οποίες επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση φορτίων πουλερικών, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού πουλερικών και νωπού κρέατος από πουλερικά και πτερωτά θηράματα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους των ζώων και για την τροποποίηση και την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της υγείας των ζώων («νόμος για την υγεία των ζώων») (1), και ιδίως το άρθρο 230 παράγραφος 1 και το άρθρο 232 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 ορίζει ότι τα φορτία ζώων, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού και προϊόντων ζωικής προέλευσης πρέπει να προέρχονται από τρίτη χώρα ή έδαφος, ή ζώνη ή διαμέρισμα αυτών, που έχει καταγραφεί σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 230 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να εισέλθουν στην Ένωση.

(2)

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/692 της Επιτροπής (2) καθορίζει τις ζωοϋγειονομικές απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα φορτία ορισμένων ειδών και κατηγοριών ζώων, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού και προϊόντων ζωικής προέλευσης από τρίτες χώρες ή εδάφη ή ζώνες αυτών, ή διαμερίσματα αυτών στην περίπτωση ζώων υδατοκαλλιέργειας, προκειμένου να εισέλθουν στην Ένωση.

(3)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/404 της Επιτροπής (3) καθορίζει τους καταλόγους τρίτων χωρών, εδαφών ή ζωνών ή διαμερισμάτων αυτών από τις οποίες / τα οποία επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση των ειδών και κατηγοριών ζώων, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού και προϊόντων ζωικής προέλευσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2020/692.

(4)

Ειδικότερα, τα παραρτήματα V και XIV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/404 περιλαμβάνουν τους καταλόγους τρίτων χωρών, εδαφών ή ζωνών τους από τις οποίες / τα οποία επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση, αντίστοιχα, φορτίων πουλερικών και ζωικού αναπαραγωγικού υλικού πουλερικών, αφενός, και νωπού κρέατος από πουλερικά και πτερωτά θηράματα, αφετέρου.

(5)

Το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποίησε στην Επιτροπή την εκδήλωση εστίας υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών σε πουλερικά. Η εστία βρίσκεται κοντά στο Redgrave, Mid Suffolk, Suffolk στην Αγγλία και επιβεβαιώθηκε την 1η Μαρτίου 2022 με εργαστηριακή ανάλυση (RT-PCR).

(6)

Επιπροσθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες κοινοποίησαν στην Επιτροπή την εκδήλωση εστιών υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών σε πουλερικά. Οι εστίες βρίσκονται σε δεύτερη εκμετάλλευση στην ήδη πληγείσα κομητεία Newcastle, στην πολιτεία του Delaware των Ηνωμένων Πολιτειών, στην κομητεία Queen Anne’s, στην πολιτεία του Maryland των Ηνωμένων Πολιτειών και στην κομητεία Jasper, στην πολιτεία του Missouri των Ηνωμένων Πολιτειών, και επιβεβαιώθηκαν στις 8 Μαρτίου 2022 με εργαστηριακή ανάλυση (RT-PCR).

(7)

Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες κοινοποίησαν στην Επιτροπή την εκδήλωση άλλης μιας εστίας υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών σε πουλερικά. Η εστία βρίσκεται στην κομητεία Lawrence, στην πολιτεία του Missouri των Ηνωμένων Πολιτειών και επιβεβαιώθηκε στις 9 Μαρτίου 2022 με εργαστηριακή ανάλυση (RT-PCR).

(8)

Οι κτηνιατρικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών καθόρισαν ζώνη ελέγχου ακτίνας 10 χλμ. γύρω από τις πληγείσες εγκαταστάσεις και εφάρμοσαν πολιτική εξολόθρευσης με σκοπό τον έλεγχο της παρουσίας της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών και τον περιορισμό της εξάπλωσης της εν λόγω νόσου.

(9)

Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέβαλαν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με την επιδημιολογική κατάσταση στην επικράτειά τους, καθώς και τα μέτρα που έλαβαν για την πρόληψη της περαιτέρω εξάπλωσης της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών. Οι πληροφορίες αυτές αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή. Με βάση την εν λόγω αξιολόγηση και προκειμένου να προστατευθεί το ζωοϋγειονομικό καθεστώς της Ένωσης, δεν θα πρέπει πλέον να επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση φορτίων πουλερικών, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού πουλερικών και νωπού κρέατος από πουλερικά και πτερωτά θηράματα από τις περιοχές που υπόκεινται σε περιορισμούς οι οποίες οριοθετήθηκαν από τις κτηνιατρικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω των πρόσφατων εστιών υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών.

(10)

Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με την επιδημιολογική κατάσταση στην επικράτειά του όσον αφορά τις εστίες υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών (HPAI) που επιβεβαιώθηκαν σε πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στις 8 Νοεμβρίου 2021 κοντά στο Alcester, Bidford, Warwickshire στην Αγγλία και στις 21 Νοεμβρίου 2021 κοντά στο North Fambridge, Maldon, Essex στην Αγγλία. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε επίσης τα μέτρα που έλαβε για την πρόληψη της περαιτέρω εξάπλωσης της εν λόγω νόσου. Ειδικότερα, έπειτα από την εκδήλωση των εν λόγω εστιών HPAI, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εφαρμόσει πολιτική εξολόθρευσης των πτηνών με στόχο την αναχαίτιση και τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ολοκληρώσει τα αναγκαία μέτρα καθαρισμού και απολύμανσης μετά την εφαρμογή της πολιτικής εξολόθρευσης στις πληγείσες πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην επικράτειά του.

(11)

Η Επιτροπή αξιολόγησε τις πληροφορίες που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο και συμπέρανε ότι οι εστίες HPAI στις πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις κοντά στο Alcester, Bidford, Warwickshire στην Αγγλία και κοντά στο North Fambridge, Maldon, Essex στην Αγγλία έχουν εκριζωθεί και ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας κίνδυνος που να συνδέεται με την είσοδο στην Ένωση προϊόντων πουλερικών από τις ζώνες του Ηνωμένου Βασιλείου από τις οποίες είχε ανασταλεί η είσοδος προϊόντων πουλερικών λόγω των εν λόγω εστιών.

(12)

Συνεπώς, τα παραρτήματα V και XIV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/404 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(13)

Λαμβανομένης υπόψη της υφιστάμενης επιδημιολογικής κατάστασης στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την υψηλής παθογονικότητας γρίπη των πτηνών και τον σοβαρό κίνδυνο εισαγωγής της στην Ένωση, οι τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/404 με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ επειγόντως.

(14)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα παραρτήματα V και XIV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/404 τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2022.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 84 της 31.3.2016, σ. 1.

(2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/692 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2020, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους κανόνες για την είσοδο στην Ένωση και για τις μετακινήσεις και τους χειρισμούς, μετά την είσοδο, των φορτίων ορισμένων ζώων, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού και προϊόντων ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 174 της 3.6.2020, σ. 379).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/404 της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2021, για τον καθορισμό των καταλόγων των τρίτων χωρών, περιοχών ή τμημάτων από τις οποίες επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση ζώων, ζωικού αναπαραγωγικού υλικού και προϊόντων ζωικής προέλευσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 114 της 31.3.2021, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τα παραρτήματα V και XIV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/404 τροποποιούνται ως εξής:

1.

το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α)

το μέρος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

στην καταχώριση για το Ηνωμένο Βασίλειο, η σειρά για τη ζώνη GB-2.19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«GB

Ηνωμένο Βασίλειο

GB-2.19

Πουλερικά αναπαραγωγής πλην των στρουθιονιδών και πουλερικά παραγωγής πλην των στρουθιονιδών

BPP

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Στρουθιονίδες αναπαραγωγής και στρουθιονίδες παραγωγής

BPR

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Πουλερικά που προορίζονται για σφαγή πλην των στρουθιονιδών

SP

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Στρουθιονίδες που προορίζονται για σφαγή

SR

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Νεοσσοί μίας ημέρας πλην των στρουθιονιδών

DOC

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Νεοσσοί στρουθιονιδών μίας ημέρας

DOR

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Λιγότερα από 20 πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

POU-LT20

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HEP

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Αυγά στρουθιονιδών για επώαση

HER

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Λιγότερα από 20 αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HE-LT20

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022»

ii)

στην καταχώριση για το Ηνωμένο Βασίλειο, η σειρά για τη ζώνη GB-2.28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«GB

Ηνωμένο Βασίλειο

GB-2.28

Πουλερικά αναπαραγωγής πλην των στρουθιονιδών και πουλερικά παραγωγής πλην των στρουθιονιδών

BPP

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Στρουθιονίδες αναπαραγωγής και στρουθιονίδες παραγωγής

BPR

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Πουλερικά που προορίζονται για σφαγή πλην των στρουθιονιδών

SP

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Στρουθιονίδες που προορίζονται για σφαγή

SR

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Νεοσσοί μίας ημέρας πλην των στρουθιονιδών

DOC

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Νεοσσοί στρουθιονιδών μίας ημέρας

DOR

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Λιγότερα από 20 πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

POU-LT20

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HEP

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Αυγά στρουθιονιδών για επώαση

HER

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Λιγότερα από 20 αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HE-LT20

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022»

iii)

στην καταχώριση για το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά τη σειρά για τη ζώνη GB-2.103 προστίθεται η ακόλουθη σειρά για τη ζώνη GB-2.104:

«GB

Ηνωμένο Βασίλειο

GB-2.104

Πουλερικά αναπαραγωγής πλην των στρουθιονιδών και πουλερικά παραγωγής πλην των στρουθιονιδών

BPP

N, P1

 

1.3.2022

 

Στρουθιονίδες αναπαραγωγής και στρουθιονίδες παραγωγής

BPR

N, P1

 

1.3.2022

 

Πουλερικά που προορίζονται για σφαγή πλην των στρουθιονιδών

SP

N, P1

 

1.3.2022

 

Στρουθιονίδες που προορίζονται για σφαγή

SR

N, P1

 

1.3.2022

 

Νεοσσοί μίας ημέρας πλην των στρουθιονιδών

DOC

N, P1

 

1.3.2022

 

Νεοσσοί στρουθιονιδών μίας ημέρας

DOR

N, P1

 

1.3.2022

 

Λιγότερα από 20 πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

POU-LT20

N, P1

 

1.3.2022

 

Αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HEP

N, P1

 

1.3.2022

 

Αυγά στρουθιονιδών για επώαση

HER

N, P1

 

1.3.2022

 

Λιγότερα από 20 αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HE-LT20

N, P1

 

1.3.2022»

 

iv)

στην καταχώριση για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τη σειρά για τη ζώνη US-2.16, προστίθενται οι ακόλουθες σειρές για τις ζώνες US-2.17 έως US-2.20:

«US

Ηνωμένες Πολιτείες

US-2.17

Πουλερικά αναπαραγωγής πλην των στρουθιονιδών και πουλερικά παραγωγής πλην των στρουθιονιδών

BPP

N, P1

 

8.3.2022

 

Στρουθιονίδες αναπαραγωγής και στρουθιονίδες παραγωγής

BPR

N, P1

 

8.3.2022

 

Πουλερικά που προορίζονται για σφαγή πλην των στρουθιονιδών

SP

N, P1

 

8.3.2022

 

Στρουθιονίδες που προορίζονται για σφαγή

SR

N, P1

 

8.3.2022

 

Νεοσσοί μίας ημέρας πλην των στρουθιονιδών

DOC

N, P1

 

8.3.2022

 

Νεοσσοί στρουθιονιδών μίας ημέρας

DOR

N, P1

 

8.3.2022

 

Λιγότερα από 20 πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

POU-LT20

N, P1

 

8.3.2022

 

Αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HEP

N, P1

 

8.3.2022

 

Αυγά στρουθιονιδών για επώαση

HER

N, P1

 

8.3.2022

 

Λιγότερα από 20 αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HE-LT20

N, P1

 

8.3.2022

 

US-2.18

Πουλερικά αναπαραγωγής πλην των στρουθιονιδών και πουλερικά παραγωγής πλην των στρουθιονιδών

BPP

N, P1

 

8.3.2022

 

Στρουθιονίδες αναπαραγωγής και στρουθιονίδες παραγωγής

BPR

N, P1

 

8.3.2022

 

Πουλερικά που προορίζονται για σφαγή πλην των στρουθιονιδών

SP

N, P1

 

8.3.2022

 

Στρουθιονίδες που προορίζονται για σφαγή

SR

N, P1

 

8.3.2022

 

Νεοσσοί μίας ημέρας πλην των στρουθιονιδών

DOC

N, P1

 

8.3.2022

 

Νεοσσοί στρουθιονιδών μίας ημέρας

DOR

N, P1

 

8.3.2022

 

Λιγότερα από 20 πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

POU-LT20

N, P1

 

8.3.2022

 

Αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HEP

N, P1

 

8.3.2022

 

Αυγά στρουθιονιδών για επώαση

HER

N, P1

 

8.3.2022

 

Λιγότερα από 20 αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HE-LT20

N, P1

 

8.3.2022

 

US-2.19

Πουλερικά αναπαραγωγής πλην των στρουθιονιδών και πουλερικά παραγωγής πλην των στρουθιονιδών

BPP

N, P1

 

8.3.2022

 

Στρουθιονίδες αναπαραγωγής και στρουθιονίδες παραγωγής

BPR

N, P1

 

8.3.2022

 

Πουλερικά που προορίζονται για σφαγή πλην των στρουθιονιδών

SP

N, P1

 

8.3.2022

 

Στρουθιονίδες που προορίζονται για σφαγή

SR

N, P1

 

8.3.2022

 

Νεοσσοί μίας ημέρας πλην των στρουθιονιδών

DOC

N, P1

 

8.3.2022

 

Νεοσσοί στρουθιονιδών μίας ημέρας

DOR

N, P1

 

8.3.2022

 

Λιγότερα από 20 πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

POU-LT20

N, P1

 

8.3.2022

 

Αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HEP

N, P1

 

8.3.2022

 

Αυγά στρουθιονιδών για επώαση

HER

N, P1

 

8.3.2022

 

Λιγότερα από 20 αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HE-LT20

N, P1

 

8.3.2022

 

US-2.20

Πουλερικά αναπαραγωγής πλην των στρουθιονιδών και πουλερικά παραγωγής πλην των στρουθιονιδών

BPP

N, P1

 

9.3.2022

 

Στρουθιονίδες αναπαραγωγής και στρουθιονίδες παραγωγής

BPR

N, P1

 

9.3.2022

 

Πουλερικά που προορίζονται για σφαγή πλην των στρουθιονιδών

SP

N, P1

 

9.3.2022

 

Στρουθιονίδες που προορίζονται για σφαγή

SR

N, P1

 

9.3.2022

 

Νεοσσοί μίας ημέρας πλην των στρουθιονιδών

DOC

N, P1

 

9.3.2022

 

Νεοσσοί στρουθιονιδών μίας ημέρας

DOR

N, P1

 

9.3.2022

 

Λιγότερα από 20 πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

POU-LT20

N, P1

 

9.3.2022

 

Αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HEP

N, P1

 

9.3.2022

 

Αυγά στρουθιονιδών για επώαση

HER

N, P1

 

9.3.2022

 

Λιγότερα από 20 αυγά για επώαση από πουλερικά πλην των στρουθιονιδών

HE-LT20

N, P1

 

9.3.2022»

 

β)

το μέρος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

στην καταχώριση για το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά την περιγραφή της ζώνης GB-2.103 προστίθεται η ακόλουθη περιγραφή της ζώνης GB-2.104:

«Ηνωμένο Βασίλειο

GB-2.104

Κοντά στο Redgrave, Mid Suffolk, Suffolk, Αγγλία:

Η περιοχή που περικλείεται εντός κύκλου ακτίνας 10 χλμ., με κέντρο τις δεκαδικές συντεταγμένες N52.37 και E0.99 στο WGS84.»

ii)

στην καταχώριση για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την περιγραφή της ζώνης US-2.16, προστίθενται οι ακόλουθες περιγραφές των ζωνών US-2.17 έως US-2.20:

«Ηνωμένες Πολιτείες

US-2.17

Πολιτεία Delaware

New Castle 02

Κομητεία New Castle: ζώνη με ακτίνα 10 χλμ. που ξεκινά με βορειότερο άκρο (συντεταγμένες GPS: 75,7430486°W 39,5199819°N) και εκτείνεται δεξιόστροφα σε κύκλο:

α)

Βόρεια: 1,1 χλμ. βορειοδυτικά της διασταύρωσης των W Creek Ln και Dickerson Ln.

β)

Βορειοανατολικά: 0,3 χλμ. βορειοανατολικά της διασταύρωσης των Cuter Way και Nantucket Dr.

γ)

Ανατολικά: 0,23 χλμ. βορειοανατολικά της διασταύρωσης των Denny Lynn Dr και Kelsey Lynn Ct.

δ)

Νοτιοανατολικά: 0,8 χλμ. νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των Blackbird Station Rn και Lloyd Guessford Rd.

ε)

Νότια: 2,2 χλμ. νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Massey Rd και Bradford Johnson Rd.

στ)

Νοτιοδυτικά: 1,9 χλμ. δυτικά-νοτιοδυτικά της διασταύρωσης των οδών Megan Rd και Scott Rd.

ζ)

Δυτικά: 2,7 χλμ. βορειοδυτικά της διασταύρωσης των Bohemia Church Rd και Augustine Herman Hwy.

η)

Βορειοδυτικά: 0,7 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της διασταύρωσης των Court House Point Rd και Augustine Herman Hwy.

US-2.18

Πολιτεία Maryland

Κομητεία Queen Anne’s: ζώνη με ακτίνα 10 χλμ. που ξεκινά με βορειότερο άκρο (συντεταγμένες GPS: 75,8786226°W 39,2489713°N) και εκτείνεται δεξιόστροφα σε κύκλο:

α)

Βόρεια: 0,6 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της διασταύρωσης των Herbies Way και Chester River Heights Rd.

β)

Βορειοανατολικά: 0,8 χλμ. βορειοδυτικά της διασταύρωσης των οδών Stullltown Rd και Peters Corner Rd.

γ)

Ανατολικά: 1,4 χλμ. νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Busic Church Rd και Duhamel Corner Rd.

δ)

Νοτιοανατολικά: 0,36 χλμ. νοτιοδυτικά της διασταύρωσης των οδών Trunk Line Rd και Bee Tree Rd.

ε)

Νότια: 0,63 χλμ. νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Murphy Rd και Price Station Rd 405.

στ)

Νοτιοδυτικά: 0,1 χλμ. νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Flat Iron Square Rd και Lieby Rd.

ζ)

Δυτικά: 2,2 χλμ. ανατολικά-νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Rolphs Wharf Rd και Church Hill Rd.

η)

Βορειοδυτικά: 0,5 χλμ. βορειοδυτικά της διασταύρωσης των Deep Landing Rd και Bright Meadow Ln.

US-2.19

Πολιτεία Missouri

Κομητεία Jasper: ζώνη με ακτίνα 10 χλμ. που ξεκινά με βορειότερο άκρο (συντεταγμένες GPS: 94,5953717°W 37,4321134°N) και εκτείνεται δεξιόστροφα σε κύκλο:

α)

Βόρεια: 0,7 χλμ. νοτιοδυτικά της διασταύρωσης των SW 50th Rd και SW 160th Ln.

β)

Βορειοανατολικά: 0,7 χλμ. δυτικά της διασταύρωσης των W Highway 126 και SW 115th Ln.

γ)

Ανατολικά: 0,5 χλμ. νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των State Highway 43 και Thistle Rd.

δ)

Νοτιοανατολικά: 0,5 χλμ. νοτιοδυτικά της διασταύρωσης των Park Ln και 25B.

στ)

Νοτιοδυτικά: 0,3 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της διασταύρωσης των οδών NE Scammon Rd και NE 85th St.

ζ)

Δυτικά: 0,6 χλμ. βορειοδυτικά της διασταύρωσης των E 400 Highway και Highway 69.

η)

Βορειοδυτικά: 0,7 χλμ. νοτιοδυτικά της διασταύρωσης των Highway 126 και N Free King’s Highway.

US-2.20

Πολιτεία Missouri

Κομητεία Lawrence: ζώνη με ακτίνα 10 χλμ. που ξεκινά με βορειότερο άκρο (συντεταγμένες GPS: 93,7354261°W 37,1689086°N) και εκτείνεται δεξιόστροφα σε κύκλο:

α)

Βόρεια: 1,2 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Farm Rd 2077 και Farm Rd 1170.

β)

Βορειοανατολικά: 1,1 χλμ. δυτικά της διασταύρωσης των οδών County Rd 2090 και County Rd 1230.

γ)

Ανατολικά: 1,0 χλμ. νοτιοδυτικά της διασταύρωσης των οδών Farm Rd 2130 και Farm Rd 1245.

δ)

Νοτιοανατολικά: 0,4 χλμ. βορειοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Farm Rd 1220 και Farm Rd 2180.

στ)

Νοτιοδυτικά: 0,5 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά της διασταύρωσης των οδών County Rd 1131 και Farm Rd 2181.

ζ)

Δυτικά: 0,7 χλμ. νότια-νοτιοδυτικά της διασταύρωσης των I-44 και Highway H.

η)

Βορειοδυτικά: 1,5 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά της διασταύρωσης των οδών Farm Rd 2100 και Farm Rd 1132 LC.»

2.

το παράρτημα XIV τροποποιείται ως εξής:

α)

το μέρος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

στην καταχώριση για το Ηνωμένο Βασίλειο, η σειρά για τη ζώνη GB-2.19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«GB

Ηνωμένο Βασίλειο

GB-2.19

Νωπό κρέας πουλερικών πλην των στρουθιονιδών

POU

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Νωπό κρέας στρουθιονιδών

RAT

N, P1

 

8.11.2021

4.3.2022

Νωπό κρέας πτερωτών θηραμάτων

GBM

P1

 

8.11.2021

4.3.2022»

ii)

στην καταχώριση για το Ηνωμένο Βασίλειο, η σειρά για τη ζώνη GB-2.28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«GB

Ηνωμένο Βασίλειο

GB-2.28

Νωπό κρέας πουλερικών πλην των στρουθιονιδών

POU

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Νωπό κρέας στρουθιονιδών

RAT

N, P1

 

21.11.2021

8.3.2022

Νωπό κρέας πτερωτών θηραμάτων

GBM

P1

 

21.11.2021

8.3.2022»

iii)

στην καταχώριση για το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά τη σειρά για τη ζώνη GB-2.103 προστίθεται η ακόλουθη σειρά για τη ζώνη GB-2.104:

«GB

Ηνωμένο Βασίλειο

GB-2.104

Νωπό κρέας πουλερικών πλην των στρουθιονιδών

POU

N, P1

 

1.3.2022

 

Νωπό κρέας στρουθιονιδών

RAT

N, P1

 

1.3.2022

 

Νωπό κρέας πτερωτών θηραμάτων

GBM

P1

 

1.3.2022»

 

iv)

στην καταχώριση για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τη σειρά για τη ζώνη US-2.16, προστίθενται οι ακόλουθες σειρές για τις ζώνες US-2.17 έως US-2.20:

«US

Ηνωμένες Πολιτείες

US-2.17

Νωπό κρέας πουλερικών πλην των στρουθιονιδών

POU

N, P1

 

8.3.2022

 

Νωπό κρέας στρουθιονιδών

RAT

N, P1

 

8.3.2022

 

Νωπό κρέας πτερωτών θηραμάτων

GBM

P1

 

8.3.2022

 

US-2.18

Νωπό κρέας πουλερικών πλην των στρουθιονιδών

POU

N, P1

 

8.3.2022

 

Νωπό κρέας στρουθιονιδών

RAT

N, P1

 

8.3.2022

 

Νωπό κρέας πτερωτών θηραμάτων

GBM

P1

 

8.3.2022

 

US-2.19

Νωπό κρέας πουλερικών πλην των στρουθιονιδών

POU

N, P1

 

8.3.2022

 

Νωπό κρέας στρουθιονιδών

RAT

N, P1

 

8.3.2022

 

Νωπό κρέας πτερωτών θηραμάτων

GBM

P1

 

8.3.2022

 

US-2.20

Νωπό κρέας πουλερικών πλην των στρουθιονιδών

POU

N, P1

 

9.3.2022

 

Νωπό κρέας στρουθιονιδών

RAT

N, P1

 

9.3.2022

 

Νωπό κρέας πτερωτών θηραμάτων

GBM

P1

 

9.3.2022»

 

β)

στο μέρος 2, στην καταχώριση για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι σειρές US-2 έως US-2.16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ηνωμένες Πολιτείες

US-2

Οι ζώνες των Ηνωμένων Πολιτειών που περιγράφονται κάτω από το US-2 στο μέρος 2 του παραρτήματος V».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/116


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/442 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 21ης Φεβρουαρίου 2022

με την οποία εγκρίνεται η έναρξη διαπραγματεύσεων με την Ισλανδία, το Βασίλειο της Νορβηγίας, την Ελβετική Συνομοσπονδία και το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν με σκοπό να συναφθούν μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εν λόγω χωρών συμφωνίες περί συμπληρωματικών κανόνων σχετικών με το μέσο χρηματοδοτικής στήριξης για τη διαχείριση των συνόρων και την πολιτική θεωρήσεων, ως μέρος του Ταμείου για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Συνόρων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφος 2 και το άρθρο 79 παράγραφος 2 στοιχείο δ), σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφοι 3 και 4,

Έχοντας υπόψη τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), ο οποίος θέσπισε, ως μέρος του Ταμείου για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Συνόρων, το Μέσο Χρηματοδοτικής Στήριξης για τη Διαχείριση των Συνόρων και την Πολιτική Θεωρήσεων για την περίοδο 2021-2027 εκδόθηκε στις 7 Ιουλίου 2021.

(2)

Σκοπός του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1148 είναι να παράσχει ένα πλαίσιο για την εκδήλωση αλληλεγγύης μέσω χρηματοδοτικής ενίσχυσης προς όσα κράτη μέλη και χώρες εφαρμόζουν τις διατάξεις του κεκτημένου Σένγκεν για τα εξωτερικά σύνορα. Αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν στο οποίο συμμετέχουν οι συνδεδεμένες χώρες.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1148 βασίζεται στο κεκτημένο Σένγκεν, και η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφάσισε να εφαρμόσει τον εν λόγω κανονισμό στο εθνικό της δίκαιο. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας απόφασης και, συνεπώς, δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στη εφαρμογή της.

(4)

Η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (2). Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(5)

Την 1η Σεπτεμβρίου 2021, στις 17 Δεκεμβρίου 2021, στις 11 Αυγούστου 2021 και στις 18 Αυγούστου 2021, η Ισλανδία, το Βασίλειο της Νορβηγίας, η Ελβετική Συνομοσπονδία και το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν αντίστοιχα, κοινοποίησαν την απόφασή τους να αποδεχθούν το περιεχόμενο του Μέσου Χρηματοδοτικής Στήριξης για τη Διαχείριση των Συνόρων και την Πολιτική Θεωρήσεων που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1148 και να το εφαρμόσουν σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη τους.

(6)

Υπό το πρίσμα του άρθρου 7 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1148, θα πρέπει να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με σκοπό να συναφθούν με την Ισλανδία, το Βασίλειο της Νορβηγίας, την Ελβετική Συνομοσπονδία και το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν διεθνείς συμφωνίες περί συμπληρωματικών κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1148 σε καθεμιά από τις εν λόγω χώρες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να αρχίσει διαπραγματεύσεις για συμφωνίες με την Ισλανδία, το Βασίλειο της Νορβηγίας, την Ελβετική Συνομοσπονδία και το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν περί συμπληρωματικών κανόνων σχετικά με την εφαρμογή από τις εν λόγω χώρες του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1148.

2.   Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται βάσει των διαπραγματευτικών οδηγιών του Συμβουλίου που εκτίθενται στο προσάρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Οι διαπραγματεύσεις θα διεξαχθούν σε συνεννόηση με τους Συμβούλους Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, οι οποίοι είναι το προπαρασκευαστικό όργανο που ορίζεται ως η ειδική επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 218 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Επιτροπή.

Βρυξέλλες, 21 Φεβρουαρίου 2022.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. DENORMANDIE


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 2021 για τη θέσπιση, ως μέρους του Ταμείου για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Συνόρων, του Μέσου Χρηματοδοτικής Στήριξης για τη Διαχείριση των Συνόρων και την Πολιτική Θεωρήσεων (ΕΕ L 251 της 15.7.2021, σ. 48).

(2)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).


18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/118


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/443 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 3ης Μαρτίου 2022

σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ όσον αφορά την τροποποίηση του παραρτήματος IV (Ενέργεια) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 194 παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2894/94 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1994, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (1), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2) («συμφωνία για τον ΕΟΧ») άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1994.

(2)

Δυνάμει του άρθρου 98 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Μεικτή Επιτροπή του ΕΟΧ δύναται να αποφασίσει να τροποποιήσει, μεταξύ άλλων, το παράρτημα IV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, που περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την ενέργεια.

(3)

Η οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) πρέπει να ενσωματωθεί στη συμφωνία για τον ΕΟΧ.

(4)

Το παράρτημα IV (Ενέργεια) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(5)

Η θέση της Ένωσης στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ θα πρέπει, επομένως, να βασιστεί στο συνημμένο σχέδιο απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ για την προτεινόμενη τροποποίηση του παραρτήματος IV (Ενέργεια) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ βασίζεται στο σχέδιο απόφασης της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ που επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 3 Μαρτίου 2022.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. DARMANIN


(1)  ΕΕ L 305 της 30.11.1994, σ. 6.

(2)  ΕΕ L 1 της 3.1.1994, σ. 3.

(3)  Οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 13).


ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΕΟΧ αριθ. …

της …

για την τροποποίηση του παραρτήματος IV (Ενέργεια) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

Η ΜΕΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΟΧ,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο («συμφωνία για τον ΕΟΧ»), και ιδίως το άρθρο 98,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (1) («ΟΕΑΚ») πρέπει να ενσωματωθεί στη συμφωνία για τον ΕΟΧ.

(2)

Λόγω των ιδιαιτεροτήτων του σχετικά πρόσφατου και ομοιόμορφου κτιριακού δυναμικού της Ισλανδίας, συμφωνήθηκε η προσωρινή και υπό όρους εξαίρεση από την εφαρμογή της οδηγίας 2010/31/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Η εν λόγω εξαίρεση θα πρέπει να εφαρμοστεί για την οδηγία 2010/31/ΕΕ όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με την οδηγία (ΕΕ) 2018/844 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018. Η εξάιρεση θα πρέπει να είναι αυστηρά περιορισμένη χρονικά και θα πρέπει να εφαρμοστεί μόνον έως ότου επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την ενσωμάτωση της οδηγίας 2010/31/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/844, στη συμφωνία για τον ΕΟΧ.

(3)

Λαμβανομένου υπόψη του πολύ μικρού μεγέθους του κτιριακού αποθέματος στο Λιχτενστάιν και της κλιματικής και κτιριακής του τυπολογίας, το Λιχτενστάιν απαλλάσσεται από την υποχρέωση βάσει του άρθρου 5 της ΟΕΑΚ να πραγματοποιεί τους δικούς του υπολογισμούς για τον καθορισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης για τα κτίρια.

(4)

Δυνάμει των προϋποθέσεων της προσαρμογής γ), η Νορβηγία και το Λιχτενστάιν μπορούν να θεσπίζουν κανονισμούς σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης χρησιμοποιώντας όριο συστήματος διαφορετικό από τη χρήση της πρωτογενούς ενέργειας, η οποία είναι αυτή που απαιτείται βάσει της ΟΕΑΚ, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην προσαρμογή γ).

(5)

Η προσαρμογή δ) διασφαλίζει ότι το σύστημα πιστοποίησης ενεργειακής απόδοσης στη Νορβηγία που τελεί υπό τη διαχείριση των χρηστών παράγει ισοδύναμα αποτελέσματα με τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, όπως απαιτείται από το άρθρο 17 της ΟΕΑΚ.

(6)

Επομένως, το παράρτημα IV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το κείμενο του σημείου 17 [οδηγία 2002/91/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002] του παραρτήματος IV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«32010 L 0031: Οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (“ΟΕΑΚ”) (ΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 13).

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, οι διατάξεις της οδηγίας προσαρμόζονται ως εξής:

α)

Η οδηγία δεν εφαρμόζεται στην Ισλανδία.

β)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 2 προστίθενται τα ακόλουθα:

“Για τον καθορισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης, το Λιχτενστάιν μπορεί να χρησιμοποιεί τους υπολογισμούς άλλου συμβαλλόμενου μέρους που έχει συγκριτικές παραμέτρους.”.

γ)

Για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του παραρτήματος I της ΟΕΑΚ, το Λιχτενστάιν και η Νορβηγία μπορούν να βασίζουν τις απαιτήσεις τους για τη χρήση ενέργειας στην καθαρή ενέργεια, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις και διασφαλίσεις:

i)

Οι ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης καθορίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 της ΟΕΑΚ, ακολουθώντας τις βασικές αρχές του μεθοδολογικού πλαισίου, το οποίο έχει καθοριστεί για τον υπολογισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης (2).

ii)

Δημοσιεύεται αριθμητικός δείκτης της χρήσης πρωτογενούς ενέργειας που αντιστοιχεί στις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης που καθορίζονται στον οικοδομικό κανονισμό.

iii)

Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να επανεξετάσει αυτή τη συγκεκριμένη προσαρμογή στο πλαίσιο των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για την ΟΕΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/844.

δ)

Στο άρθρο 17 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

“Τα κράτη της ΕΖΕΣ μπορούν να θεσπίσουν απλουστευμένο σύστημα πιστοποίησης της ενεργειακής απόδοσης για τα οικιστικά κτίρια το οποίο χειρίζονται οι χρήστες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση αντί της χρήσης εμπειρογνωμόνων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

Υπάρχουν διαθέσιμες εμπεριστατωμένες γνώσεις και δεδομένα καλής ποιότητας για το σύνολο του κτιριακού αποθέματος κατοικιών, συμπεριλαμβανομένων όλων των τυπολογιών κτιρίων και των ηλικιακών κατηγοριών, καθώς και των χαρακτηριστικών του κελύφους των κτιρίων και των τεχνικών συστημάτων των κτιρίων που χρησιμοποιούνται ανά τυπολογία, τα οποία επιτρέπουν τον υπολογισμό της ενεργειακής απόδοσης μεμονωμένων κτιρίων και κτιριακών μονάδων με υψηλό βαθμό βεβαιότητας με βάση τις εισροές των χρηστών.

ii)

Διατίθενται λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις βέλτιστες από πλευράς κόστους ή οικονομικά συμφέρουσες βελτιώσεις για κάθε τυπολογία κτιρίου.

iii)

Εφαρμόζονται μέτρα για την υποστήριξη των χρηστών στη λειτουργία του συστήματος για τους σκοπούς της έκδοσης πιστοποιητικών κτιρίου. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν γραμμή βοήθειας ή συμβουλευτικές υπηρεσίες που θα επιτρέπουν την επαφή μεταξύ των χρηστών, αφενός, και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και εμπειρογνωμόνων συστημάτων, αφετέρου.

iv)

Για να διασφαλιστεί τυχόν αμελητέος κίνδυνος παραποίησης των αποτελεσμάτων, το σύστημα πιστοποίησης που χειρίζεται ο χρήστης περιλαμβάνει μηχανισμό(-ούς) ελέγχου ποιότητας και επαλήθευσης για τον έλεγχο των εισερχόμενων δεδομένων των χρηστών και τη διαφάνεια των εισερχόμενων δεδομένων των χρηστών.

v)

Λειτουργούν ανεξάρτητα συστήματα ελέγχου που διασφαλίζουν ότι η πιστοποίηση ενεργειακής απόδοσης υπό τον χειρισμό του χρήστη παράγει ισοδύναμα αποτελέσματα με τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από εμπειρογνώμονες όσον αφορά την ποιότητα και την αξιοπιστία.

vi)

Το σύστημα που χειρίζεται ο χρήστης εκδίδει συστάσεις με τις οποίες μπορούν να παρέχονται συμβουλές στους χρήστες για βέλτιστες από πλευράς κόστους ή οικονομικά συμφέρουσες βελτιώσεις ειδικά για τα κτίρια και τις κτιριακές μονάδες τους.”.».

Άρθρο 2

Τα κείμενα της οδηγίας 2010/31/ΕΕ στην ισλανδική και τη νορβηγική γλώσσα, τα οποία δημοσιεύονται στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυθεντικά.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την/στις …, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματοποιηθεί όλες οι κοινοποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 103 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (3).

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, […]

Για τη Μεικτή Επιτροπή του ΕΟΧ

Ο Πρόεδρος

Οι Γραμματείς

της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ


(1)  ΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 13.

(2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 244/2012 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2012, προς συμπλήρωση της οδηγίας 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων με τον καθορισμό συγκριτικού μεθοδολογικού πλαισίου για τον υπολογισμό των επιπέδων βέλτιστου κόστους των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων και των δομικών στοιχείων (EE L 81 της 21.3.2012, σ. 18).

(3)  [Δεν έχουν αναφερθεί συνταγματικές απαιτήσεις.] [Έχουν αναφερθεί συνταγματικές απαιτήσεις.]


18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/122


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/444 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 28ης Ιουνίου 2021

σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων SA.49414 (2020/C) (2019/NN) που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ των φορέων εκμετάλλευσης των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2021) 4494]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1) και αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ

(1)

Με επιστολή της 23ης Οκτωβρίου 2017, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή σχετικά με το σχέδιο μεταρρύθμισης του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου που εφαρμόζεται στην αποθήκευση του φυσικού αερίου (στο εξής: μεταρρύθμιση). Οι γαλλικές αρχές προχώρησαν σε εκ των προτέρων κοινοποίηση του σχεδίου στις 23 Νοεμβρίου 2017 και, μετά την ψήφιση της μεταρρύθμισης από το γαλλικό κοινοβούλιο, διαβίβασαν στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες.

(2)

Με επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 2020 η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία (στο εξής: απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας) που προβλέπει το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: επίσημη διαδικασία έρευνας) σχετικά με το εν λόγω μέτρο.

(3)

Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το επίμαχο μέτρο.

(4)

Στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Διαβίβασε τις εν λόγω παρατηρήσεις στις γαλλικές αρχές παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια. Οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν τα σχόλιά τους με επιστολή της 3ης Αυγούστου 2020.

(5)

Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές παρατηρήσεις στις 21 Σεπτεμβρίου 2020, στις 26 Ιανουαρίου 2021, στις 15 Μαρτίου 2021 και στις 10 Μαΐου 2021.

2.   ΠΛΑΊΣΙΟ ΤΟΥ ΜΈΤΡΟΥ

2.1.   Η αποθήκευση φυσικού αερίου στη Γαλλία

(6)

Οι υποδομές υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου παρέχουν δυνατότητα για δημιουργία αποθεμάτων φυσικού αερίου τα οποία συνδέονται με το δίκτυο μεταφοράς. Συμμετέχουν στη διαχείριση των ροών στο δίκτυο.

(7)

Η αποθήκευση χρησιμοποιείται, αφενός, ως μέσο για την επίτευξη του ισοζυγίου ανάμεσα στην ποσότητα φυσικού αερίου στο δίκτυο και την ποσότητα φυσικού αερίου που καταναλώνεται, π.χ. σε περίπτωση διαταραχής του εφοδιασμού ή αιχμής της ζήτησης λόγω κύματος ψύχους τον χειμώνα. Αφετέρου, η αποθήκευση συμβάλλει, με τους αγωγούς αερίου και τους συμπιεστές, στη διασφάλιση της υπηρεσίας παράδοσης στο δίκτυο μεταφοράς, ιδίως σε περίπτωση συμφόρησης.

(8)

Οι επιχειρήσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου προσφέρουν δυναμικότητες αποθήκευσης στους προμηθευτές φυσικού αερίου που δραστηριοποιούνται στη λιανική και χονδρική αγορά καθώς και στους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς. Η τάση των προμηθευτών φυσικού αερίου να καταβάλλουν τίμημα για δυναμικότητες αποθήκευσης βρίσκεται πολύ κοντά στη διάφορα τιμής πώλησης του φυσικού αερίου μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα (στο εξής: περιθώριο (spread). Το επίπεδο παραγωγής φυσικού αερίου παραμένει σχετικά σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ενώ η κατανάλωση φυσικού αερίου παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με τη θερμοκρασία.

(9)

Στη Γαλλία υπάρχουν δεκατέσσερεις υποδομές αποθήκευσης, εκ των οποίων έντεκα σε λειτουργία (2), ενώ δραστηριοποιούνται τρεις επιχειρήσεις αποθήκευσης:

η Storengy, θυγατρική σε ποσοστό 100 % της ENGIE, κατέχει και εκμεταλλεύεται δώδεκα μονάδες, εκ των οποίων τρεις μονάδες σε εφεδρεία και εννέα σε λειτουργία. Οι τελευταίες αντιπροσωπεύουν ωφέλιμο όγκο 102,1 TWh (ήτοι 74 % των συνολικών δυναμικοτήτων της επικράτειας),

η Teréga (πρώην TIGF), ιδιοκτησία των εταιρειών Snam (40,5 %), GIC (31,5 %), EDF Investissement (18 %) και Prédica (10 %), εκμεταλλεύεται μία εν λειτουργία μονάδα που αντιπροσωπεύει ωφέλιμο όγκο 33,1 TWh (ήτοι 24 % των συνολικών δυναμικοτήτων της επικράτειας),

η Géométhane, ιδιοκτησία των εταιρειών Storengy (50 %), CNP (49 %) και Géostock (1 %), κατέχει μία εν λειτουργία μονάδα με ωφέλιμο όγκο 3,3 TWh (ήτοι 2 % των συνολικών δυναμικοτήτων της επικράτειας).

(10)

Μετά το 2009, αμβλύνθηκαν οι εποχικές διακυμάνσεις στις τιμές του φυσικού αερίου. Έως το 2011, το περιθώριο (spread) ήταν αρκετά υψηλό ώστε να προσφέρει κίνητρο στους προμηθευτές για δέσμευση του συνόλου των δυναμικοτήτων αποθήκευσης φυσικού αερίου. Από το 2011 και μετά, το περιθώριο δεν επαρκούσε πλέον για να καλύψει την τιμή αποθήκευσης που πρότειναν οι επιχειρήσεις (περιθώριο 1,5 έως 2 EUR/MWh για τιμή 6 έως 7 EUR/MWh). Ως αποτέλεσμα, από την περίοδο 2010-2011 οι δυναμικότητες αποθήκευσης δεν δεσμεύονταν πλέον στο σύνολό τους, το 2014 και το 2015 τρεις μονάδες τέθηκαν σε καθεστώς μειωμένης εκμετάλλευσης (στο εξής: σε εφεδρεία) ενώ το ποσοστό δέσμευσης των εν λειτουργία υποδομών αποθήκευσης ανήλθε στο 63 % κατά την περίοδο 2017-2018.

2.2.   Νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο

(11)

Έχοντας θέσει ως στόχο την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού, σε ένα πρώτο στάδιο, η Γαλλία εξέδωσε διάταγμα το 2014 με το οποίο ενισχυόταν η υποχρέωση των προμηθευτών φυσικού αερίου για δημιουργία αποθεμάτων φυσικού αερίου (3). Αργότερα, η Γαλλία έκρινε ότι το σύστημα αυτό παρουσίαζε ανεπάρκειες, ενώ ένας αριθμός προμηθευτών άσκησαν προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα του διατάγματος του 2014. Μετά τις εξελίξεις αυτές, η Γαλλία αποφάσισε να θεσπίσει ειδικά προσαρμοσμένο μέτρο το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας απόφασης (στο εξής: επίμαχο μέτρο).

(12)

Εξάλλου, το άρθρο 33 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) προβλέπει τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να εφαρμόσει καθεστώς ρύθμισης των υποδομών αποθήκευσης. Η αποθήκευση φυσικού αερίου εντάσσεται επίσης στα μέτρα που μπορούν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη με στόχο να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1938 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) υπό τους όρους που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, και συγκεκριμένα η υποχρέωση κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού στους εθνικούς πελάτες μεριμνώντας παράλληλα για την εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου.

3.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΉΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ ΤΟΥ ΕΠΊΜΑΧΟΥ ΜΈΤΡΟΥ ΚΑΙ ΛΌΓΟΙ ΚΊΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ

3.1.   Σκοπός του μηχανισμού

(13)

Σκοπός του ρυθμιστικού μηχανισμού είναι να εξασφαλιστεί η διατήρηση της λειτουργίας των υποδομών αποθήκευσης που είναι αναγκαίες για την εγγύηση της ασφάλειας του εφοδιασμού της γαλλικής επικράτειας σε φυσικό αέριο σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.

(14)

Ειδικότερα, σκοπός του ρυθμιστικού μηχανισμού είναι να διασφαλίζεται η απαιτούμενη δυναμικότητα δικτύου για την ικανοποίηση της ζήτησης, ειδικά σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους, καθώς και η υπηρεσία παράδοσης στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου, ιδίως σε περίπτωση συμφόρησης.

3.2.   Νομική βάση

(15)

Ο ρυθμιστικός μηχανισμός των βασικών υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου εντάχθηκε στον ενεργειακό κώδικα με τον νόμο αριθ. °2017-1839 της 30ής Δεκεμβρίου 2017 (6) (στο εξής: νόμος περί υδρογονανθράκων), που άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2018.

(16)

Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 του νόμου περί υδρογονανθράκων προβλέπει ότι το πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού καθορίζεται από τον πολυετή ενεργειακό προγραμματισμό (στο εξής: ΠΕΠ), που αναφέρεται στο άρθρο L.141-1 του ενεργειακού κώδικα. Ο ΠΕΠ θεσπίζεται με διάταγμα μετά από γνωμοδότηση διαφόρων συμβουλευτικών φορέων και αναθεωρείται τουλάχιστον ανά πενταετία για δύο περιόδους πέντε ετών. Για την περίοδο 2019-2028, ο ΠΕΠ θεσπίστηκε με το διάταγμα αριθ. °2020-456 της 21ης Απριλίου 2020 (στο εξής: διάταγμα αριθ. °2020-456 σχετικά με τον ΠΕΠ).

(17)

Επιπλέον, το άρθρο 12 του νόμου περί υδρογονανθράκων προβλέπει ότι η Ρυθμιστική Επιτροπή Ενέργειας (Commission de la régulation de l’énergie, στο εξής: CRE) καθορίζει ορισμένες επιμέρους πτυχές του ρυθμιστικού μηχανισμού, συγκεκριμένα τη διαδικασία δημοπράτησης των δυναμικοτήτων αποθήκευσης, τα επιτρεπόμενα εισοδήματα των επιχειρήσεων αποθήκευσης και τη διαδικασία είσπραξης των εν λόγω εισοδημάτων μέσω της εμπορίας των δυναμικοτήτων, καθώς και τα τέλη χρήσης του δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου και τον τρόπο καταβολής τους στις επιχειρήσεις αποθήκευσης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 22).

3.3.   Γενική λειτουργία του μηχανισμού

(18)

Ο ρυθμιστικός μηχανισμός αποθήκευσης του φυσικού αερίου που θεσπίστηκε στη Γαλλία το 2017 θεμελιώνεται σε τρεις αρχές.

(19)

Πρώτον, το πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού αντιστοιχεί στις υποδομές υπόγειας αποθήκευσης που είναι απαραίτητες για την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού της γαλλικής επικράτειας σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο (7) (στο εξής: ζωτικές υποδομές αποθήκευσης). Ο κατάλογος αυτών των ζωτικών υποδομών καθορίζεται από το διάταγμα σχετικά με τον ΠΕΠ. Οι επιχειρήσεις που τις εκμεταλλεύονται οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι εν λόγω υποδομές να διατηρούνται σε λειτουργία (8).

(20)

Δεύτερον, οι δυναμικότητες των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης εκπλειστηριάζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχει ορίσει η CRE (9). Οι δημοπρασίες είναι ανοικτές για όλους τους προμηθευτές που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος της Ένωσης και είναι κάτοχοι άδειας προμήθειας φυσικού αερίου η οποία επιτρέπει τη συμμετοχή στη λιανική ή τη χονδρική αγορά προμήθειας της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο 2018, 213 Γάλλοι και αλλοδαποί προμηθευτές ήταν κάτοχοι της σχετικής άδειας. Τα έσοδα από τις δημοπρατήσεις εισπράττονται απευθείας από τις επιχειρήσεις αποθήκευσης.

(21)

Τρίτον, οι φορείς εκμετάλλευσης των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης απολαμβάνουν εγγύηση κάλυψης των εξόδων τους, στο μέτρο που αυτά αντιστοιχούν στα έξοδα μιας «αποδοτικής επιχείρησης» (10). Σε αυτή τη βάση, εισπράττουν εισόδημα το οποίο υπόκειται σε ρύθμιση και καθορίζεται με απόφαση της CRE (στο εξής: επιτρεπόμενο εισόδημα). Εάν τα έσοδα που εισπράττουν απευθείας από τους πελάτες τους είναι χαμηλότερα από το επιτρεπόμενο εισόδημά τους, οι επιχειρήσεις αποθήκευσης λαμβάνουν αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ του επιτρεπόμενου εισοδήματός τους και των εισπραττόμενων εσόδων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 89). Η αποζημίωση αυτή βαρύνει τους προμηθευτές φυσικού αερίου και υπολογίζεται με βάση το χαρτοφυλάκιο πελατών τους οι οποίοι δεν υπόκεινται σε διακοπτόμενη προμήθεια ούτε σε σκόπιμη διακοπή φορτίων χωρίς κίνδυνο και είναι συνδεδεμένοι με το δημόσιο δίκτυο διανομής φυσικού αερίου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 104 και 105). Η αποζημίωση εισπράττεται από τον διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς μέσω ειδικής χρέωσης που περιλαμβάνεται στα τέλη χρήσης του δικτύου μεταφοράς (τέλος «ATRT») και ακολούθως καταβάλλεται στις επιχειρήσεις αποθήκευσης.

(22)

Αντιθέτως, αν τα έσοδα των επιχειρήσεων αποθήκευσης υπερβαίνουν το επιτρεπόμενο εισόδημά τους, οι επιχειρήσεις αποθήκευσης υποχρεούνται να καταβάλουν το πλεόνασμα μέσω του τέλους χρήσης του δικτύου μεταφοράς (βλέπε αιτιολογική σκέψη 90).

3.4.   Πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού

(23)

Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που δόθηκαν από τις γαλλικές αρχές, η μέθοδος καθορισμού των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης συνίσταται στον προσδιορισμό, αφενός των αναγκαίων υποδομών για τη διασφάλιση της ικανότητας του δικτύου να ανταποκρίνεται στη ζήτηση και, αφετέρου, των αναγκαίων υποδομών για τη διασφάλιση της υπηρεσίας παράδοσης στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου.

3.4.1.   Αναγκαίες υποδομές για τη διασφάλιση της ικανότητας του δικτύου να ανταποκρίνεται στη ζήτηση σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους

(24)

Το επιθυμητό επίπεδο ασφάλειας εφοδιασμού του συστήματος φυσικού αερίου καθορίζεται στο άρθρο R. 121-4 του ενεργειακού κώδικα. Σκοπός είναι να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός του συνόλου των καταναλωτών που δεν έχουν αποδεχθεί, μέσω σύμβασης, διακοπτόμενη παροχή σε ιδιαιτέρως ψυχρές κλιματικές συνθήκες οι οποίες στατιστικά εμφανίζονται μία φορά ανά πεντηκονταετία.

(25)

Ο καθορισμός των αναγκαίων υποδομών για τη διασφάλιση της ικανότητας του δικτύου να ανταποκρίνεται στη ζήτηση στηρίζεται σε προεργασία των διαχειριστών δικτύου μεταφοράς, οι οποίοι συγκρίνουν τη ζήτηση φυσικού αερίου σε περιόδους ακραίων τιμών ψύχους που έχουν διάρκεια από μία έως τριάντα ημέρες και τη δυναμικότητα εφοδιασμού σε φυσικό αέριο, ιδίως μέσω των γραμμών διασύνδεσης και των τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου (στο εξής: ΥΦΑ).

3.4.1.1.   Εκτίμηση της ζήτησης φυσικού αερίου

(26)

Αρχικά, οι γαλλικές αρχές μελέτησαν πέντε υποθετικά σενάρια για την εξέλιξη της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά την προσεχή δεκαετία, πλην της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Τα προβλεπόμενα ποσοστά μείωσης βάσει αυτών των σεναρίων κυμαίνονταν από -2 % έως -18 % έναντι του έτους αναφοράς 2012. Οι γαλλικές αρχές επέλεξαν τελικά το σενάριο που προέβλεπε μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 2 %, πλην της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

(27)

Στη συνέχεια, η μέση ημερήσια κατανάλωση φυσικού αερίου, πλην της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους, εκτιμήθηκε σε περίπου 3 640 GWh/j το 2025, εξαιρουμένης της κατανάλωσης φυσικού αερίου χαμηλής θερμογόνου δύναμης (στο εξής: αέριο Β). Εξάλλου, η κατανάλωση φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους υπολογίστηκε σε 310 GWh/j.

(28)

Οι γαλλικές αρχές έλαβαν επίσης υπόψη το διακοπτόμενο σκέλος της ζήτησης φυσικού αερίου, δηλαδή τους καταναλωτές που έχουν συνάψει σύμβαση διακοψιμότητας με τον διαχειριστή του δικτύου στο οποίο είναι συνδεδεμένοι. Σχετικά με αυτό, κατά τον χρόνο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού, οι μηχανισμοί διακοψιμότητας για ενεργοποίηση σε περιπτώσεις ακραίων τιμών ψύχους ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση. Οι γαλλικές αρχές επέλεξαν τελικώς δυναμικό διακοψιμότητας ίσο με 138 GWh/j.

(29)

Οι γαλλικές αρχές διευκρίνισαν ότι η σκόπιμη διακοπή φορτίων είναι ένα ύστατο μέτρο σε περίπτωση κρίσης εφοδιασμού και δεν αποτελεί μηχανισμό ευελιξίας. Για τον λόγο αυτό η σκόπιμη διακοπή φορτίων δεν συνυπολογίστηκε στην εκτίμηση της ζήτησης φυσικού αερίου σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους.

(30)

Επίσης, συνεκτιμήθηκε ότι η μέση κατανάλωση σε μια περίοδο ακραίων τιμών ψύχους βραχείας διάρκειας είναι μεγαλύτερη από τη μέση κατανάλωση σε περίοδο ακραίων τιμών ψύχους μεγαλύτερης διάρκειας.

(31)

Τέλος, οι γαλλικές αρχές συνεκτίμησαν την προοδευτική μείωση της χρήσης αερίου Β, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής προγράμματος μετατροπής, υπέρ του φυσικού αερίου υψηλής θερμογόνου δύναμης (στο εξής: αέριο Η) το οποίο αντιπροσωπεύει σήμερα το 90 % του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στη Γαλλία. Η διαδικασία μετατροπής άρχισε το 2018 και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως το 2028. Οι γαλλικές αρχές εκτιμούν ότι η ζήτηση αερίου B μετά τη μετατροπή σε αέριο H θα ανέρχεται σε 180 GWh/j το 2025.

(32)

Με βάση τα ανωτέρω, οι γαλλικές αρχές διατύπωσαν την εκτίμηση ότι η συνολική ζήτηση φυσικού αερίου, σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους διάρκειας τεσσάρων ημερών, θα ανέρχεται το 2025 σε περίπου 4 000 GWh/j.

3.4.1.2.   Εκτίμηση της δυναμικότητας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο

(33)

Όσον αφορά τη δυναμικότητα εφοδιασμού σε φυσικό αέριο, οι γαλλικές αρχές διατύπωσαν εκτιμήσεις λαμβάνοντας υπόψη τις γραμμές διασύνδεσης, τον εφοδιασμό σε ΥΦΑ μέσω των τερματικών σταθμών ΥΦΑ και τις επιδόσεις των αποθεμάτων φυσικού αερίου.

(34)

Κατά πρώτον, όσον αφορά τις γραμμές διασύνδεσης, οι εκτιμήσεις για τις αμετάβλητες δυναμικότητες, με βάση την υπόθεση χρήσης του 100 % των αμετάβλητων δυναμικοτήτων διασύνδεσης αερίου Η, ανέρχονται σε 1 780 Gwh/j όσον αφορά τις εισαγωγές και σε 425 Gwh/j όσον αφορά τις εξαγωγές (11). Οι καθαρές εισαγωγές αερίου Η μέσω αγωγών εκτιμήθηκαν σε 1 355 GWh/j.

(35)

Οι γαλλικές αρχές επισήμαναν ότι η ενίσχυση του δικτύου φυσικού αερίου και των γραμμών διασύνδεσης θα συνεπαγόταν σημαντικό κόστος (12), ιδίως έναντι της χρήσης υφιστάμενων υποδομών αποθήκευσης. Σε κάθε περίπτωση, ο συγκεκριμένος τύπος υποδομής δεν αναμένεται να είναι διαθέσιμος σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο λόγω της μακράς διάρκειας κατασκευής.

(36)

Δεύτερον, όσον αφορά την προμήθεια σε ΥΦΑ, οι τέσσερις γαλλικοί τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ αντιπροσωπεύουν συνολική δυναμικότητα εξαγωγής προς το δίκτυο που ισούται με 1 160 GWh/j (13). Ωστόσο, οι εν λόγω δυναμικότητες μπορούν να αξιοποιηθούν μόνον υπό την προϋπόθεση της διαθεσιμότητας ΥΦΑ στις δεξαμενές των τερματικών σταθμών ΥΦΑ. Οι γαλλικές αρχές θεώρησαν ότι για ένα απρόβλεπτο γεγονός όπως μια περίοδος ακραίων τιμών ψύχους διάρκειας κάτω των δέκα ημερών, θα ήταν δυνατή μόνον η εξαγωγή του αποθέματος ΥΦΑ από τις δεξαμενές. Απεναντίας, για διάρκειες άνω των δέκα ημερών, θα ήταν δυνατή η παράδοση φορτίων ΥΦΑ και η χρήση των τερματικών σταθμών ΥΦΑ στο μέγιστο της δυναμικότητάς τους. Προκρίθηκαν δύο σενάρια σε συνάρτηση με το μέσο επίπεδο αποθέματος ΥΦΑ που παρατηρείται στις δεξαμενές: για τον πιο δριμύ χειμώνα (σενάριο 1) και για τον πιο ήπιο χειμώνα (σενάριο 2).

(37)

Τα δύο σενάρια αντιστοιχούν σε ένα επίπεδο χρήσης των τερματικών σταθμών ΥΦΑ υψηλότερο του μέσου επιπέδου χρήσης κατά τη διάρκεια των χειμώνων της περιόδου 2011-2018. Η Γαλλία επέλεξε τελικά το σενάριο 1 και εκτίμησε το δυναμικό εξαγωγής των τερματικών σταθμών ΥΦΑ στα 330 GWh/j για περίοδο ακραίων τιμών ψύχους διάρκειας τεσσάρων ημερών.

(38)

Οι γαλλικές αρχές επισήμαναν ότι οι υπάρχοντες τερματικοί σταθμοί υγροποίησης λειτουργούν σε ένα επίπεδο που προσεγγίζει τη μέγιστη δυναμικότητά τους με στόχο την απόσβεση του υψηλού κόστους επένδυσης. Επίσης, σχεδόν το σύνολο των φορτίων ΥΦΑ αποτελούν αντικείμενο μακροπρόθεσμων συμβολαίων λόγω της υψηλής έντασης κεφαλαίου των συγκεκριμένων έργων και, ως εκ τούτου, έχουν ήδη πωληθεί πριν από την παραγωγή τους. Εξάλλου, το χαμηλότερο κόστος αποθήκευσης φυσικού αερίου σε αέρια μορφή εξηγεί την ανεπαρκή ανάπτυξη της αποθήκευσης ΥΦΑ σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, οι ποσότητες ΥΦΑ που διατίθενται σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο είναι περιορισμένες.

(39)

Τρίτον, όσον αφορά τις επιδόσεις των υπόγειων αποθεμάτων φυσικού αερίου, οι γαλλικές αρχές εξήγησαν ότι η εκμετάλλευση των υδροφόρων στρωμάτων, που αντιπροσωπεύουν το 90 % των υποδομών αποθήκευσης της Γαλλίας, προϋποθέτει πλήρωσή τους σε αρκετά υψηλή στάθμη και εκκένωσή τους σε επαρκώς χαμηλή στάθμη κάθε χρόνο. Επιπλέον, ο ρυθμός ροής απόληψης που μπορεί να επιτευχθεί από μια υποδομή αποθήκευσης ελαττώνεται όσο μειώνεται το απόθεμα.

(40)

Στον βαθμό που, αφενός, στη διάρκεια των εννέα χειμώνων που προηγήθηκαν της ανάλυσης της Γαλλίας, το μέσο ποσοστό πλήρωσης των υποδομών αποθήκευσης ανερχόταν στο 42 % την 1η Φεβρουαρίου και που, αφετέρου, το 85 % των ακραίων τιμών ψύχους που έχουν παρατηρηθεί στη διάρκεια των τελευταίων 70 ετών αρχίζουν πριν από τις 5 Φεβρουαρίου, οι γαλλικές αρχές επέλεξαν την υπόθεση ότι διατίθεται ρυθμός ροής απόληψης που αντιστοιχεί σε ποσοστό πλήρωσης στο 45 % του ωφέλιμου όγκου σε κάθε υποδομή αποθήκευσης κατά την έναρξη μιας περιόδου ακραίων τιμών ψύχους.

(41)

Εξάλλου, οι γαλλικές αρχές έλαβαν υπόψη το απόθεμα ασφαλείας που οφείλουν να διαθέτουν οι διαχειριστές δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου προκειμένου να διασφαλίζεται η παροχή έσχατης ανάγκης των κρίσιμων κοινωνικών υπηρεσιών σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του προμηθευτή τους, ήτοι ρυθμός ροής απόληψης 124 GWh/j για ποσοστό πλήρωσης στο 45 % του ωφέλιμου όγκου.

(42)

Με βάση το σύνολο αυτών των υποθέσεων, οι γαλλικές αρχές προσδιόρισαν, για την περίοδο 2019-2025, ετήσια ανάγκη για υποδομές αποθήκευσης ωφέλιμου όγκου 138,5 TWh και ρυθμό ροής απόληψης 2 376 GWh/j για ποσοστό πλήρωσης στο 45 % του ωφέλιμου όγκου προκειμένου να διασφαλίζεται η ικανότητα του δικτύου να ανταποκρίνεται στη ζήτηση σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους (14).

3.4.2.   Αναγκαίες υποδομές για τη διασφάλιση της υπηρεσίας παράδοσης στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου

(43)

Οι γαλλικές αρχές καθόρισαν επίσης τις αναγκαίες υποδομές αποθήκευσης για τη διασφάλιση του εφοδιασμού του συνόλου της επικράτειας με δεδομένες τις δυναμικότητες παράδοσης του δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου. Για τον σκοπό αυτό μελέτησαν τις διάφορες περιπτώσεις συμφόρησης του δικτύου μεταφοράς.

(44)

Οι διαχειριστές δικτύου μεταφοράς (στο εξής: ΔΔΜ) προσδιόρισαν το πιο πιθανό σενάριο ως προς τη συμφόρηση, το οποίο αντιστοιχεί στην κατάσταση που παρατηρούνταν εκείνη την εποχή σε ένα περιβάλλον αγοράς στο οποίο οι προμηθευτές επιδιώκουν αφενός μεγιστοποίηση των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Νορβηγία και τη Ρωσία, κατά τις γαλλικές αρχές, οι οποίες αποτελούν σήμερα τις πιο ανταγωνιστικές πηγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη, και αφετέρου ελαχιστοποίηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου για το οποίο μπορούν να επιτευχθούν υψηλότερες τιμές στην Ασία. Σε αυτή την περίπτωση, ενδέχεται να παρατηρηθούν τέσσερα κύρια επιχειρησιακά όρια (βλέπε εικόνα 1 κατωτέρω).

Image 1L0902022EL11810120220303EL0005.000111911213ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΕΟΧ αριθ. …της …για την τροποποίηση του παραρτήματος IV (Ενέργεια) της συμφωνίας για τον ΕΟΧΗ ΜΕΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΟΧ,Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (συμφωνία για τον ΕΟΧ), και ιδίως το άρθρο 98,Εκτιμώντας τα ακόλουθα:(1)Η οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίωνΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 13. (ΟΕΑΚ) πρέπει να ενσωματωθεί στη συμφωνία για τον ΕΟΧ.(2)Λόγω των ιδιαιτεροτήτων του σχετικά πρόσφατου και ομοιόμορφου κτιριακού δυναμικού της Ισλανδίας, συμφωνήθηκε η προσωρινή και υπό όρους εξαίρεση από την εφαρμογή της οδηγίας 2010/31/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. Η εν λόγω εξαίρεση θα πρέπει να εφαρμοστεί για την οδηγία 2010/31/ΕΕ όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με την οδηγία (ΕΕ) 2018/844 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018. Η εξάιρεση θα πρέπει να είναι αυστηρά περιορισμένη χρονικά και θα πρέπει να εφαρμοστεί μόνον έως ότου επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την ενσωμάτωση της οδηγίας 2010/31/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/844, στη συμφωνία για τον ΕΟΧ.(3)Λαμβανομένου υπόψη του πολύ μικρού μεγέθους του κτιριακού αποθέματος στο Λιχτενστάιν και της κλιματικής και κτιριακής του τυπολογίας, το Λιχτενστάιν απαλλάσσεται από την υποχρέωση βάσει του άρθρου 5 της ΟΕΑΚ να πραγματοποιεί τους δικούς του υπολογισμούς για τον καθορισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης για τα κτίρια.(4)Δυνάμει των προϋποθέσεων της προσαρμογής γ), η Νορβηγία και το Λιχτενστάιν μπορούν να θεσπίζουν κανονισμούς σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης χρησιμοποιώντας όριο συστήματος διαφορετικό από τη χρήση της πρωτογενούς ενέργειας, η οποία είναι αυτή που απαιτείται βάσει της ΟΕΑΚ, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην προσαρμογή γ).(5)Η προσαρμογή δ) διασφαλίζει ότι το σύστημα πιστοποίησης ενεργειακής απόδοσης στη Νορβηγία που τελεί υπό τη διαχείριση των χρηστών παράγει ισοδύναμα αποτελέσματα με τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, όπως απαιτείται από το άρθρο 17 της ΟΕΑΚ.(6)Επομένως, το παράρτημα IV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:Άρθρο 1Το κείμενο του σημείου 17 [οδηγία 2002/91/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002] του παραρτήματος IV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:32010 L 0031: Οδηγία 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΟΕΑΚ) (ΕΕ L 153 της 18.6.2010, σ. 13).Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, οι διατάξεις της οδηγίας προσαρμόζονται ως εξής:α)Η οδηγία δεν εφαρμόζεται στην Ισλανδία.β)Στο άρθρο 5 παράγραφος 2 προστίθενται τα ακόλουθα:Για τον καθορισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης, το Λιχτενστάιν μπορεί να χρησιμοποιεί τους υπολογισμούς άλλου συμβαλλόμενου μέρους που έχει συγκριτικές παραμέτρους..γ)Για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του παραρτήματος I της ΟΕΑΚ, το Λιχτενστάιν και η Νορβηγία μπορούν να βασίζουν τις απαιτήσεις τους για τη χρήση ενέργειας στην καθαρή ενέργεια, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις και διασφαλίσεις:i)Οι ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης καθορίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 της ΟΕΑΚ, ακολουθώντας τις βασικές αρχές του μεθοδολογικού πλαισίου, το οποίο έχει καθοριστεί για τον υπολογισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσηςΚατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 244/2012 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2012, προς συμπλήρωση της οδηγίας 2010/31/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων με τον καθορισμό συγκριτικού μεθοδολογικού πλαισίου για τον υπολογισμό των επιπέδων βέλτιστου κόστους των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων και των δομικών στοιχείων (EE L 81 της 21.3.2012, σ. 18)..ii)Δημοσιεύεται αριθμητικός δείκτης της χρήσης πρωτογενούς ενέργειας που αντιστοιχεί στις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης που καθορίζονται στον οικοδομικό κανονισμό.iii)Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να επανεξετάσει αυτή τη συγκεκριμένη προσαρμογή στο πλαίσιο των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για την ΟΕΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/844.δ)Στο άρθρο 17 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:Τα κράτη της ΕΖΕΣ μπορούν να θεσπίσουν απλουστευμένο σύστημα πιστοποίησης της ενεργειακής απόδοσης για τα οικιστικά κτίρια το οποίο χειρίζονται οι χρήστες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση αντί της χρήσης εμπειρογνωμόνων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:i)Υπάρχουν διαθέσιμες εμπεριστατωμένες γνώσεις και δεδομένα καλής ποιότητας για το σύνολο του κτιριακού αποθέματος κατοικιών, συμπεριλαμβανομένων όλων των τυπολογιών κτιρίων και των ηλικιακών κατηγοριών, καθώς και των χαρακτηριστικών του κελύφους των κτιρίων και των τεχνικών συστημάτων των κτιρίων που χρησιμοποιούνται ανά τυπολογία, τα οποία επιτρέπουν τον υπολογισμό της ενεργειακής απόδοσης μεμονωμένων κτιρίων και κτιριακών μονάδων με υψηλό βαθμό βεβαιότητας με βάση τις εισροές των χρηστών.ii)Διατίθενται λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις βέλτιστες από πλευράς κόστους ή οικονομικά συμφέρουσες βελτιώσεις για κάθε τυπολογία κτιρίου.iii)Εφαρμόζονται μέτρα για την υποστήριξη των χρηστών στη λειτουργία του συστήματος για τους σκοπούς της έκδοσης πιστοποιητικών κτιρίου. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν γραμμή βοήθειας ή συμβουλευτικές υπηρεσίες που θα επιτρέπουν την επαφή μεταξύ των χρηστών, αφενός, και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και εμπειρογνωμόνων συστημάτων, αφετέρου.iv)Για να διασφαλιστεί τυχόν αμελητέος κίνδυνος παραποίησης των αποτελεσμάτων, το σύστημα πιστοποίησης που χειρίζεται ο χρήστης περιλαμβάνει μηχανισμό(-ούς) ελέγχου ποιότητας και επαλήθευσης για τον έλεγχο των εισερχόμενων δεδομένων των χρηστών και τη διαφάνεια των εισερχόμενων δεδομένων των χρηστών.v)Λειτουργούν ανεξάρτητα συστήματα ελέγχου που διασφαλίζουν ότι η πιστοποίηση ενεργειακής απόδοσης υπό τον χειρισμό του χρήστη παράγει ισοδύναμα αποτελέσματα με τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από εμπειρογνώμονες όσον αφορά την ποιότητα και την αξιοπιστία.vi)Το σύστημα που χειρίζεται ο χρήστης εκδίδει συστάσεις με τις οποίες μπορούν να παρέχονται συμβουλές στους χρήστες για βέλτιστες από πλευράς κόστους ή οικονομικά συμφέρουσες βελτιώσεις ειδικά για τα κτίρια και τις κτιριακές μονάδες τους...Άρθρο 2Τα κείμενα της οδηγίας 2010/31/ΕΕ στην ισλανδική και τη νορβηγική γλώσσα, τα οποία δημοσιεύονται στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυθεντικά.Άρθρο 3Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την/στις …, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματοποιηθεί όλες οι κοινοποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 103 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ[Δεν έχουν αναφερθεί συνταγματικές απαιτήσεις.] [Έχουν αναφερθεί συνταγματικές απαιτήσεις.].Άρθρο 4Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Βρυξέλλες, […]Για τη Μεικτή Επιτροπή του ΕΟΧΟ ΠρόεδροςΟι Γραμματείςτης Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ

Εικόνα 1: Κύρια λειτουργικά όρια που ενδέχεται να παρατηρηθούν στο δίκτυο μεταφοράς όταν οι προμηθευτές επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τις εγχύσεις φυσικού αερίου από τη βορειοανατολική Γαλλία

(45)

Στη μεθοδολογία λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι προμηθευτές φυσικού αερίου χρειάζονται αποθέματα ΥΦΑ προκειμένου να είναι σε θέση να καλύπτουν τη ζήτηση των καταναλωτών, αλλά και το γεγονός ότι οι προμηθευτές δεν έχουν κανέναν περιορισμό όσον αφορά την κατανομή σε τοπικό επίπεδο των αποθεμάτων ΥΦΑ μεταξύ των τεσσάρων τερματικών σταθμών ΥΦΑ της Γαλλίας.

(46)

Όταν η κατάσταση φτάσει σε οριακό σημείο, υιοθετείται η υπόθεση ότι οι διαχειριστές δικτύου μεταφοράς προσφεύγουν σε ένα πρώτο στάδιο στις διακοπτόμενες δυναμικότητες των γραμμών διασύνδεσης για την αντιμετώπιση του προβλήματος της συμφόρησης. Όταν η συμφόρηση επιμένει, καταγράφεται ο όγκος φυσικού αερίου που θα ήταν αναγκαίο να εξέρχεται από τις υποδομές υπόγειας αποθήκευσης που βρίσκονται μετά το μέτωπο συμφόρησης.

(47)

Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζονται τα αναγκαία υπόγεια αποθέματα φυσικού αερίου μετά το μέτωπο συμφόρησης προκειμένου να είναι δυνατή η διασφάλιση της υπηρεσίας παράδοσης στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου.

(48)

Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου για τον χειμώνα 2018-2019, για τα βασικά μέτωπα συμφόρησης που ενδέχεται να παρατηρηθούν όταν οι προμηθευτές επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τις εγχύσεις φυσικού αερίου από τη βορειοανατολική Γαλλία, καταλήγει στην εκτίμηση ότι οι υπόγεια αποθηκευμένοι ωφέλιμοι όγκοι πρέπει αθροιστικά να ανέρχονται τουλάχιστον σε:

16 TWh μετά το μέτωπο συμφόρησης NS4 (υποδομές αποθήκευσης σε Izaute, Lussagnet και Manosque)·

54 TWh μετά το μέτωπο συμφόρησης NS3 (υποδομές αποθήκευσης σε Céré-la-Ronde, Chemery, Izaute, Lussagnet και Manosque)·

55 TWh μετά το μέτωπο συμφόρησης NS2 (υποδομές αποθήκευσης σε Céré-la-Ronde, Chemery, Etrez, Izaute, Lussagnet, Manosque και Tersanne)·

64 TWh μετά το μέτωπο συμφόρησης NS1 (υποδομές αποθήκευσης σε Beynes, Céré-la-Ronde, Chemery, Etrez, Germigny-sous-Coulomb, Gournay-sur-Aronde, Izaute, Lussagnet, Manosque, Saint-Illiers-la-Ville και Tersanne).

3.4.3.   Κατάλογος υποδομών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης

(49)

Οι γαλλικές αρχές επισήμαναν ότι ο προσδιορισμός των ζωτικών υποδομών δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί αρκετά εγκαίρως ενόψει του χειμώνα 2018-2019. Για τον λόγο αυτό, σε πρώτο στάδιο, ο ρυθμιστικός μηχανισμός εφαρμόστηκε για το έτος 2018-2019 προσωρινά στο σύνολο των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου της γαλλικής επικράτειας. Οι υποδομές αυτές είχαν καθοριστεί από τον ΠΕΠ του 2016 ως υποδομές που είναι αναγκαίες για την ασφάλεια εφοδιασμού (15).

(50)

Το διάταγμα της 26ης Δεκεμβρίου 2018 (16) αφαίρεσε αργότερα από τον κατάλογο των αναγκαίων υποδομών τις τρεις μονάδες μειωμένης εκμετάλλευσης της Storengy (Soings-en-Sologne, Saint-Clair-sur-Epte και Trois-Fontaines) καθώς και τα έργα Lussagnet φάση 1 (Teréga) και Manosque 2 (Géométhane). Οι υποδομές αυτές δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ποτέ μετά την εφαρμογή της υπό ρύθμιση πρόσβασης στην αποθήκευση φυσικού αερίου.

(51)

Τέλος, για την περίοδο μεταξύ 2019 και 2023, το διάταγμα αριθ. 2020-456 σχετικά με τον ΠΕΠ ορίζει τις υποδομές υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου που πρέπει να παραμείνουν σε λειτουργία για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Αντιπροσωπεύουν ωφέλιμο όγκο 138,5 TWh και δυναμικότητα απόληψης 2 376 GWh/j για ποσοστό πλήρωσης που αντιστοιχεί στο 45 % του ωφέλιμου όγκου:

Υποδομή

Φορέας εκμετάλλευσης

Έτος θέσης σε λειτουργία

Τύπος αποθήκευσης

Beynes

Storengy

1956

Υδροφόρο στρώμα

Céré-la-Ronde

Storengy

1993

Υδροφόρο στρώμα

Cerville-Verlaine

Storengy

1970

Υδροφόρο στρώμα

Chemery

Storengy

1968

Υδροφόρο στρώμα

Etrez

Storengy

1980

Αλατούχο στρώμα

Germigny-sous-Coulomb

Storengy

1982

Υδροφόρο στρώμα

Gournay

Storengy

1976

Υδροφόρο στρώμα

Lussagnet/Izaute

Teréga

1957

Υδροφόρο στρώμα

Manosque

Géométhane

1993

Αλατούχο στρώμα

Saint-Illiers-la-Ville

Storengy

1965

Υδροφόρο στρώμα

Tersanne/Hauterives

Storengy

1970

Αλατούχο στρώμα

Πίνακας 1: Εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου που πρέπει να παραμείνουν σε λειτουργία έως το 2023

(52)

Ο ΠΕΠ προβλέπει ότι για την περίοδο μεταξύ 2024 και 2028 αναμένεται μείωση των αναγκών αποθήκευσης. Ο κατάλογος των υποδομών αποθήκευσης ενδέχεται να μειωθεί κατά μια δυναμικότητα απόληψης που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 140 GWh/j στο 45 % του ωφέλιμου όγκου με ορίζοντα το 2026. Με δεδομένες τις αβεβαιότητες όσον αφορά τους όγκους που θα είναι αναγκαίοι για την ασφάλεια εφοδιασμού μετά το 2026, οι όγκοι αυτοί θα πρέπει να επιβεβαιωθούν το 2023 και να καθοριστούν στον επόμενο ΠΕΠ.

3.5.   Δημοπρασία των δυναμικοτήτων αποθήκευσης

(53)

Σύμφωνα με τι άρθρο L.421-5-1 του ενεργειακού κώδικα, οι δυναμικότητες αποθήκευσης που υπόκεινται σε ρύθμιση εκπλειστηριάζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχει καθορίσει η CRE. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση της CRE της 22ας Φεβρουαρίου 2018, η δημοπρασία διενεργείται με κατώτατη τιμή το μηδέν (17).

(54)

Τα αποτελέσματα των πρώτων δημοπρασιών έχουν ως εξής:

Περίοδος αποθήκευσης

Έσοδα

(σε εκατ. ευρώ)

Μέση τιμή ανάθεσης

(EUR/MWh)

2018 – 2019

68,4

0,53

2019 – 2020

233,6

1,80

2020 – 2021

504,6

3,85

Πίνακας 2: Αποτελέσματα των δημοπρασιών και έσοδα από τις επιπλέον πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του έτους

3.6.   Κάλυψη του επιτρεπόμενου εισοδήματος των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου όπως ορίζεται από την CRE

(55)

Σύμφωνα με το άρθρο L.452-1 του ενεργειακού κώδικα, «Τα τέλη χρήσης των δικτύων μεταφοράς […] καθορίζονται με διαφανή τρόπο και χωρίς διακρίσεις προκειμένου να καλύπτουν το σύνολο των εξόδων που βαρύνουν τους διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς και τους φορείς εκμετάλλευσης των υποδομών αποθήκευσης που αναφέρονται στο ίδιο άρθρο L. 421-3-1, στο μέτρο που τα εν λόγω έξοδα αντιστοιχούν στα έξοδα μιας αποδοτικής επιχείρησης».

(56)

Επίσης, το ίδιο άρθρο ορίζει ότι στα εν λόγω έξοδα «λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης υπηρεσίας και τα έξοδα που συνδέονται με την εν λόγω υπηρεσία» και ότι, για τις επιχειρήσεις αποθήκευσης, συμπεριλαμβάνεται ειδικότερα «μια κανονική απόδοση των επενδυθέντων κεφαλαίων».

(57)

Το άρθρο L.452-2 του ενεργειακού κώδικα παρέχει στην CRE τη δικαιοδοσία να καθορίζει τις «μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τελών χρήσης των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου» και να ζητεί από τις επιχειρήσεις αποθήκευσης να της διαβιβάζουν τα στοιχεία, κυρίως λογιστικά και οικονομικά, που είναι απαραίτητα για τον καθορισμό των εν λόγω τελών.

(58)

Προκύπτει από τις διατάξεις αυτές ότι ο νόμος εξουσιοδοτεί την CRE να καθορίζει το επιτρεπόμενο εισόδημα των επιχειρήσεων αποθήκευσης κατά τρόπο που να καλύπτει τα έξοδα μιας «αποδοτικής επιχείρησης» και να διασφαλίζει μια κανονική απόδοση των επενδυθέντων κεφαλαίων.

(59)

Η CRE καθόρισε με απόφασή της το κατά πρόβλεψη επιτρεπόμενο εισόδημα, σε ένα πρώτο στάδιο, για περίοδο ρύθμισης δύο ετών. Αυτό το πρώτο τέλος αποθήκευσης ίσχυσε για το 2018 και το 2019 (στο εξής: ATS 1) (18). Η CRE προχώρησε ακολούθως σε εναρμόνιση του πλαισίου ρύθμισης των επιχειρήσεων αποθήκευσης με το πλαίσιο των άλλων τελών υποδομών. Το δεύτερο τέλος αποθήκευσης (στο εξής: ATS 2) εφαρμόζεται από το 2020 και για περίοδο 4 ετών (19).

(60)

Η γενική προσέγγιση για τον καθορισμό του κατά πρόβλεψη επιτρεπόμενου εισοδήματος παραμένει αμετάβλητη για τα διάφορα τέλη αποθήκευσης. Τα επιτρεπόμενα εισοδήματα των επιχειρήσεων αποθήκευσης καθορίστηκαν εκ των προτέρων από την CRE με βάση τις προβλέψεις που υποβλήθηκαν από τις επιχειρήσεις, οι οποίες ακολούθως αναπροσαρμόστηκαν μέσω διαδικασίας τακτοποίησης το επόμενο έτος και με βάση εκ των υστέρων ελέγχους. Η CRE έλαβε υπόψη τα έξοδα των επιχειρήσεων αποθήκευσης στον βαθμό που έκρινε ότι αντιστοιχούσαν στα έξοδα μιας αποδοτικής επιχείρησης.

(61)

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ιδιαίτερα σύντομους χρόνους εφαρμογής της μεταρρύθμισης, για τα έτη 2018 και 2019 εφαρμόστηκε ένα απλοποιημένο πλαίσιο. Η CRE υιοθέτησε, για την πρώτη αυτή περίοδο εφαρμογής, ένα πλαίσιο τιμολόγησης στο οποίο οι αποκλίσεις ανάμεσα στα κατά πρόβλεψη και τα πραγματικά ποσά για το σύνολο των δαπανών και εσόδων υποβλήθηκαν εκ των υστέρων σε τακτοποίηση. Ο μηχανισμός αυτός κατοχυρώνει τελικώς ένα επίπεδο τιμολόγησης το οποίο είναι ακριβώς ίσο με τις πραγματικές δαπάνες και έσοδα της επιχείρησης. Για την περίοδο 2020-2023, η CRE επέλεξε να επεκτείνει τις αρχές της προτρεπτικής ρύθμισης στις επιχειρήσεις αποθήκευσης και υιοθέτησε στις αναλύσεις της μια ελεγχόμενη εξέλιξη των επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων, σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από τάση μείωσης των καταναλώσεων φυσικού αερίου.

(62)

Σύμφωνα με τη μέθοδο που καθόρισε η CRE, το κατά πρόβλεψη επιτρεπόμενο εισόδημα ισούται με το άθροισμα των κατά πρόβλεψη καθαρών δαπανών εκμετάλλευσης (στο εξής: ΚΔΕ), των κατά πρόβλεψη κανονιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων (στο εξής: ΚΚΑ) και της εκκαθάρισης του υπολοίπου του λογαριασμού τακτοποίησης δαπανών και εσόδων βάσει του προηγούμενου έτους (στο εξής: ΛΤΔΕ).

Επιτρεπόμενο εισόδημα = ΚΔΕ + ΚΚΑ + ΛΤΔΕ

(63)

Μόνον οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ανωτέρω συντελεστών.

3.6.1.   Καθαρές δαπάνες εκμετάλλευσης

(64)

Οι καθαρές δαπάνες εκμετάλλευσης αντιστοιχούν στις ακαθάριστες δαπάνες εκμετάλλευσης (ενεργειακές δαπάνες, εξωτερικές καταναλώσεις, δαπάνες προσωπικού, φόροι και τέλη) μιας «αποδοτικής επιχείρησης» μετά την αφαίρεση των εσόδων της επιχείρησης (κυρίως κεφαλαιοποιημένα κόστη παραγωγής, έσοδα εκτός τιμολογίου, κέρδη ή ζημίες αγοράς-πώλησης αποθηκευμένου φυσικού αερίου).

(65)

Λόγω των σύντομων προθεσμιών εφαρμογής της μεταρρύθμισης, για την περίοδο 2018-2019 η CRE δεν μπόρεσε να διαπιστώσει εάν τα έξοδα των επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν στα έξοδα μιας «αποδοτικής επιχείρησης». Κατά συνέπεια, τα έξοδα που ελήφθησαν υπόψη κατά την περίοδο αυτή αντιστοιχούν τελικώς στα πραγματικά έξοδα των επιχειρήσεων αποθήκευσης, όπως εγκρίθηκαν από την CRE. Για το τέλος ATS 2, η CRE εφάρμοσε μηχανισμό προτρεπτικής ρύθμισης για τις καθαρές δαπάνες εκμετάλλευσης εξαιρουμένων ορισμένων προκαθορισμένων λογιστικών στοιχείων. Έτσι, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, κάθε απόκλιση από την εξέλιξη των δαπανών εκμετάλλευσης που έχει οριστεί για την περίοδο ATS 2 θα συνιστά επιβάρυνση ή κέρδος για την επιχείρηση.

3.6.2.   Κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις

(66)

Οι κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΚΚΑ) περιλαμβάνουν την απόσβεση και την απόδοση του παγίου κεφαλαίου. Έτσι, οι ΚΚΑ αντιστοιχούν στο άθροισμα της απόσβεσης της βάσης περιουσιακών στοιχείων υπό ρύθμιση (στο εξής: BAR), της απόδοσης του παγίου κεφαλαίου η οποία υπολογίζεται βάσει του μέσου σταθμισμένου κόστους κεφαλαίου (στο εξής: ΜΣΚΚ) για την ήδη εφαρμοζόμενη BAR και του κόστους χρέους των υπό εκτέλεση ακινητοποιήσεων (στο εξής: ΥΕΑ).

ΚΚΑ = απόσβεση BAR + BAR x ΜΣΚΚ + ΥΕΑ x κόστος χρέους

(67)

Η CRE επιβεβαίωσε ότι η μέθοδος αυτή αντιστοιχεί στην κανονιστική πρακτική για τις υπαγόμενες σε ρύθμιση εγκαταστάσεις στις αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία και στη Δυτική Ευρώπη (20).

(68)

Για τον καθορισμό του αρχικού επιπέδου της BAR την 1η Ιανουαρίου 2018 (στο εξής: αρχική BAR ή BAR εκκίνησης), η CRE χρησιμοποίησε τη λεγόμενη μέθοδο του «οικονομικού τρέχοντος κόστους» (21). Η μέθοδος συνίσταται στον υπολογισμό της καθαρής οικονομικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων i) με αφετηρία την ακαθάριστη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων που εμφανίζονται στη λογιστική των επιχειρήσεων (ιστορικό κόστος κατασκευής), ii) αναπροσαρμοσμένη βάσει του πληθωρισμού, και ακολούθως iii) απομειούμενη με βάση την ωφέλιμη διάρκεια ζωής των περιουσιακών στοιχείων.

(69)

Κάθε χρόνο, η BAR εξελίσσεται σε συνάρτηση με:

τις αποσβέσεις, με βάση την ωφέλιμη διάρκεια ζωής των περιουσιακών στοιχείων, που αφαιρούνται από τη BAR,

τις νέες επενδύσεις που υλοποιούνται και προκαλούν αύξηση της BAR,

κατά περίπτωση, των περιουσιακών στοιχείων που παροπλίζονται πριν ολοκληρωθεί η απόσβεσή τους, προκαλώντας μείωση της BAR,

την αναπροσαρμογή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων βάσει του πληθωρισμού (δείκτης τιμών καταναλωτή εκτός καπνού).

(70)

Η CRE θεωρεί ότι το μέγεθος που αντιπροσωπεύει ακριβέστερα στην αρχική αξία των επενδύσεων που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις είναι η ακαθάριστη αξία των περιουσιακών στοιχείων που είναι εγγεγραμμένη στους εταιρικούς λογαριασμούς τους. Κατά την CRE, η αξία αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στον ετήσιο λογιστικό έλεγχο που διενεργείται από τους ελεγκτές, είναι τεκμηριωμένη και αντικειμενική. Η ίδια ακριβώς μέθοδος είχε εφαρμοστεί το 2002 όταν άρχισε να ισχύει καθεστώς ρύθμισης για τους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου, ενώ χρησιμοποιείται επίσης για τους υποκείμενους σε ρύθμιση γαλλικούς τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ.

(71)

Η CRE δεν έλαβε υπόψη την αξία αντικατάστασης των περιουσιακών στοιχείων, αλλά μια αποσβεσμένη αξία, σύμφωνα με τις αποσβέσεις που είχαν καταχωρηθεί από τις επιχειρήσεις αποθήκευσης πριν από το 2018, προκειμένου να μην επωμιστούν εκ νέου συλλογικά μια επιβάρυνση που είχε ήδη καταβληθεί στο παρελθόν, ούτε τις απομειώσεις αξίας των περιουσιακών στοιχείων που είχαν ήδη ληφθεί υπόψη.

(72)

Για την πλειονότητα των περιουσιακών στοιχείων, οι διάρκειες αποσβέσεων που εφαρμόζονταν από τις επιχειρήσεις στους παλαιότερους λογαριασμούς και οι διάρκειες αποσβέσεων που αιτούνταν οι επιχειρήσεις στα χαρτοφυλάκια τιμολόγησής τους είναι παρεμφερείς. Επίσης, αντιστοιχούν σε τυπικά στοιχεία του τομέα όπως παρατηρούνται και σε άλλες χώρες.

(73)

Αντιθέτως, για το προσκέφαλο αερίου (22), η CRE απέρριψε το αίτημα των επιχειρήσεων να εξεταστεί ενιαία περίοδος απόσβεσης διάρκειας 250 ετών. Πράγματι, η CRE έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι αποσβέσεις για το προσκέφαλο αερίου, σε αντίθεση με τα άλλα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων, είχαν διάρκειες που διέφεραν από τη μία επιχείρηση στην άλλη και σε βάθος χρόνου (από 25 έως 250 έτη). Ως αποτέλεσμα, η CRE χρησιμοποίησε, για τον προσδιορισμό της αρχικής BAR των επιχειρήσεων αποθήκευσης, έναν βαθμό αποσβέσεων του προσκέφαλου αερίου σε συμφωνία με τον βαθμό λογιστικής απόσβεσης που διαπιστώθηκε σε καθεμιά από τις τρεις επιχειρήσεις. Για το μέλλον, όρισε τη διάρκεια απόσβεσης του προσκέφαλου αερίου στα 75 έτη, το οποίο αντιστοιχεί σε τρεις ανανεώσεις μιας παραχώρησης εκμετάλλευσης υπόγειας κοιλότητας διάρκειας 25 ετών.

(74)

Οι ωφέλιμες διάρκειες ζωής που υιοθέτησε η CRE για τις διάφορες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων είναι οι εξής:

Κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων

Κανονιστικές διάρκειες ζωής

Προσκέφαλο αερίου

75 έτη

Φρέατα, κοιλότητες, συλλογή

50 έτη

Εγκαταστάσεις επεξεργασίας, συμπίεσης, παράδοσης, μέτρησης

20 έως 30 έτη

Ακίνητα και κατασκευές

30 έτη

Διάφορες συσκευές και εξοπλισμός

10 έως 15 έτη

Λογισμικό, μικροεξοπλισμός

5 έτη

Πίνακας 3: Διάρκεια απόσβεσης ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων

(75)

Εξάλλου, το 2017, η CRE ζήτησε από την εξωτερική εταιρεία συμβούλων […] να διενεργήσει έλεγχο της αρχικής BAR που αιτούνταν οι επιχειρήσεις αποθήκευσης. Για τη Storengy, ο υπολογισμός κατέληξε στο ποσό των [3 έως 5 δισεκατ. EUR].

(76)

Στην περίπτωση της Teréga, πρόσθετη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία συμβούλων PwC με βάση την προσέγγιση των προεξοφλημένων ταμειακών ροών (discounted cash-flow) αποτίμησε τη BAR σε [1 έως 2 δισεκατ. EUR].

(77)

Έτσι, για την εφαρμογή του ρυθμιστικού μηχανισμού, η CRE αναθεώρησε τις αρχικές BAR που αιτούνταν οι επιχειρήσεις αποθήκευσης προκειμένου να λάβει υπόψη την ανεξάρτητη οικονομική αξιολόγηση της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Η CRE υιοθέτησε, έτσι, τις ακόλουθες αρχικές BAR:

Την 1/1/2018

Storengy (σε δισεκατ. EUR)

Teréga (σε δισεκατ. EUR)

Géométhane (σε δισεκατ. EUR)

Αίτημα της επιχείρησης

4,0

1,37

0,20

BAR που καθορίστηκε από την CRE

3,5

1,15

0,19

Πίνακας 4: Οι αρχικές BAR των επιχειρήσεων αποθήκευσης κατά την έναρξη ισχύος του καθεστώτος ρύθμισης

(78)

Όσον αφορά το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου, η CRE υιοθέτησε τη μέθοδο του μέσου σταθμισμένου κόστους κεφαλαίου (ΜΣΚΚ) προκειμένου να επιτρέψει στην επιχείρηση να χρηματοδοτεί το κόστος εξυπηρέτησης δανείου και να έχει απόδοση ιδίων κεφαλαίων συγκρίσιμη με εκείνη που θα μπορούσε να επιτύχει για επενδύσεις με ανάλογα επίπεδα κινδύνου. Η CRE υποστήριξε ότι το ΜΣΚΚ είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται συχνά από τις ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές για τον καθορισμό του ποσοστού απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων των υποδομών που υπόκεινται σε ρύθμιση.

(79)

Βασιζόμενη σε οικονομικές μελέτες και στην εργασία εξωτερικών συμβούλων (23), η CRE όρισε το ΜΣΚΚ στο 5,75 % για τα έτη 2018 και 2019. Για την περίοδο 2020-2023, η CRE υιοθέτησε ΜΣΚΚ ίσο με 4,75 %. Η επιλεγείσα μέθοδος για τον καθορισμό του ΜΣΚΚ για το τέλος ATS 2 παραμένει η ίδια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για το τέλος ATS 1. Η εξέλιξη εξηγείται από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης, την προγραμματισμένη μείωση του φόρου εταιρειών και την αύξηση του συντελεστή βήτα των περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η αύξηση του συντελεστή βήτα των περιουσιακών στοιχείων αντανακλά τον συνυπολογισμό του χρηματοοικονομικού κινδύνου, και ιδίως του λανθάνοντος κόστους που επισύρει η ενεργειακή μετάβαση για τους μετόχους των εταιρειών υποδομών φυσικού αερίου.

(80)

Απουσία συγκρίσιμης επιχείρησης αποθήκευσης εισηγμένης στο χρηματιστήριο, η CRE έλαβε ως ποσοστό αναφοράς το ΜΣΚΚ των ΔΔΜ φυσικού αερίου προσαυξάνοντάς το με ασφάλιστρο κινδύνου ειδικά για την αποθήκευση. Το ασφάλιστρο αυτό καθορίστηκε στις 50 μονάδες βάσης, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκέντρωσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης, τον γεωλογικό κίνδυνο του υπεδάφους και του κινδύνου υποκατάστασης από τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ, καθώς και τις γραμμές διασύνδεσης με άλλες χώρες.

(81)

Η CRE επισήμανε επίσης ότι το εν λόγω ποσοστό απόδοσης είναι μικρότερο από εκείνο που χορηγείται στους υποκείμενους σε ρύθμιση φορείς εκμετάλλευσης των τερματικών σταθμών ΥΦΑ (7,25 %, κατά την έναρξη εφαρμογής του μέτρου) των οποίων η δραστηριότητα ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους κυρίως σε εμπορικό επίπεδο λόγω της συνύπαρξης υποκείμενων και μη υποκείμενων σε ρύθμιση τερματικών σταθμών ΥΦΑ και του πιο περιορισμένου αριθμού πελατών. Εξάλλου, η CRE παρέθεσε το παράδειγμα του ποσοστού απόδοσης 6,5 % που είχε ορίσει η ρυθμιστική αρχή της Ιταλίας για την αποθήκευση φυσικού αερίου.

3.6.3.   Επενδύσεις

(82)

Κάθε χρόνο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου L.421-7-1 του ενεργειακού κώδικα, οι φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου διαβιβάζουν στην CRE, προς έγκριση, το ετήσιο πρόγραμμα επενδύσεών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η CRE «μεριμνά για την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων για την ορθή ανάπτυξη των αποθηκεύσεων και για την πρόσβαση σε αυτές με διαφάνεια και χωρίς διακρίσεις».

(83)

Στο δεύτερο τέλος αποθήκευσης, η CRE θέσπισε κίνητρα με στόχο τον έλεγχο των εξόδων για διάφορες κατηγορίες επενδύσεων.

3.6.4.   Λογαριασμός τακτοποίησης δαπανών και εσόδων

(84)

Το επιτρεπόμενο εισόδημα ορίζεται από την CRE με βάση τις προβλέψεις των επιχειρήσεων σχετικά με τα έξοδα και τα έσοδά τους για το επόμενο έτος. Ο λογαριασμός τακτοποίησης δαπανών και εσόδων (ΛΤΔΕ) χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διαφορά μεταξύ των κατά πρόβλεψη δαπανών ή εσόδων και των διαπιστούμενων στην πράξη δαπανών ή εσόδων, σε ορισμένο αριθμό προκαθορισμένων λογιστικών στοιχείων. Ο ΛΤΔΕ προστατεύει, συνεπώς, τις επιχειρήσεις από τις διακυμάνσεις ορισμένων στοιχείων εξόδων ή εσόδων. Ο ΛΤΔΕ χρησιμοποιείται επίσης για την καταβολή των οικονομικών κινήτρων που απορρέουν από την εφαρμογή των μηχανισμών προτρεπτικής ρύθμισης καθώς και για τον συνυπολογισμό ενδεχόμενων υπεραξιών εκποίησης ή λανθάνοντος κόστους, κατόπιν εγκρίσεως της CRE.

(85)

Για το τέλος ATS 1, κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού για την αποθήκευση, η CRE υιοθέτησε ένα πλαίσιο τιμολόγησης στο οποίο οι αποκλίσεις ανάμεσα στο σύνολο των κατά πρόβλεψη δαπανών και εσόδων και στο σύνολο των πραγματικών δαπανών και εσόδων υποβλήθηκαν εκ των υστέρων σε τακτοποίηση. Το τέλος ήταν συνεπώς εξολοκλήρου βασισμένο στον ΛΤΔΕ χωρίς παροχή κινήτρων σε στοιχεία δαπανών ή εσόδων.

(86)

Για το τέλος ATS 2, το πεδίο εφαρμογής του ΛΤΔΕ που εφαρμόζει η CRE συνάδει με το γενικό πλαίσιο για το σύνολο των τελών των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και των υποδομών φυσικού αερίου. Έτσι, μόνον ορισμένα προκαθορισμένα λογιστικά στοιχεία υπόκεινται σε εκ των υστέρων κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των κατά πρόβλεψη και των πραγματικών ποσών μέσω του ΛΤΔΕ. Τα στοιχεία που καλύπτονται στον ΛΤΔΕ αφορούν κυρίως τις κεφαλαιουχικές δαπάνες ή τα έσοδα από την εμπορία. Αντιθέτως, σχεδόν το σύνολο των δαπανών εκμετάλλευσης εντάσσονται σε καθεστώς παροχής κινήτρων, είτε εξολοκλήρου (το 100 % των αποκλίσεων μεταξύ των κατά πρόβλεψη και των πραγματικών ποσών συνιστά επιβάρυνση ή κέρδος για την επιχείρηση) είτε εν μέρει (π.χ. για τις ενεργειακές δαπάνες όπου το κίνητρο ανέρχεται στο 20 %, το 80 % των αποκλίσεων καλύπτονται από τον ΛΤΔΕ).

3.7.   Δικαιούχοι

(87)

Δικαιούχοι του μέτρου είναι οι φορείς εκμετάλλευσης των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού. Από την έναρξη ισχύος του μέτρου, πρόκειται για τις εταιρείες Storengy, Teréga και Géométhane.

3.8.   Χρηματοδότηση του μέτρου μέσω των τελών χρήσης των δικτύων μεταφοράς

(88)

Η χρηματοδότηση του επιτρεπόμενου εισοδήματος των επιχειρήσεων αποθήκευσης προέρχεται, αφενός, από τα έσοδα που εισπράττονται απευθείας από τις επιχειρήσεις αποθήκευσης και, αφετέρου, όταν τα εν λόγω έσοδα είναι χαμηλότερα από το επιτρεπόμενο εισόδημα, από την αποζημίωση αποθήκευσης που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του επιτρεπόμενου εισοδήματος και των απευθείας εισπραχθέντων εσόδων.

Αποζημίωση = επιτρεπόμενο εισόδημα – απευθείας εισπραχθέντα έσοδα

(89)

Τα έσοδα που εισπράττονται απευθείας από τις επιχειρήσεις προέρχονται στην πλειοψηφία τους από τις δημοπρασίες, αλλά και από ενδεχόμενα παλαιότερα μακροπρόθεσμα συμβόλαια και από πρόσθετες υπηρεσίες.

(90)

Την αποζημίωση αποθήκευσης εισπράττουν οι ΔΔΜ από τους προμηθευτές φυσικού αερίου μέσω ειδικής χρέωσης, της «χρέωσης αποθήκευσης», που περιλαμβάνεται στα τέλη χρήσης του δικτύου μεταφοράς (τέλος ATRT) σύμφωνα με τους όρους που έχουν καθοριστεί από την CRE (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21).

(91)

Ως ένα πρώτο στοιχείο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στη Γαλλία δραστηριοποιούνται δύο ΔΔΜ, δηλαδή δύο κάτοχοι άδειας εκμετάλλευσης του συστήματος αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου δυνάμει του άρθρου L.431-1 του ενεργειακού κώδικα: η GRTgaz και η Teréga (πρώην TIGF).

(92)

Η GRTgaz είναι ανώνυμη εταιρεία που ανήκει κατά 75 % στην ENGIE και κατά 25 % στην Société d’Infrastructures Gazière. Η GRTgaz, που τελεί υπό τον άμεσο έλεγχο της ENGIE, είναι ανεξάρτητη έναντι των άλλων μερών της κάθετα ολοκληρωμένης εταιρείας της (όμιλος ENGIE) σε συμμόρφωση με το μοντέλο του ανεξάρτητου ΔΔΜ, γεγονός που διασφαλίζει τον αποτελεσματικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων του ΔΔΜ και των δραστηριοτήτων παραγωγής ή προμήθειας (24).

(93)

Όπως περιγράφηκε στην αιτιολογική σκέψη 9, η Teréga ανήκει σε ποσοστό 40,5 % στη Snam, ποσοστό 31,5 % στη GIC, ποσοστό 18 % στην EDF Investissement και ποσοστό 10 % στην Prédica. Η Teréga πληροί επίσης τις προϋποθέσεις του ανεξάρτητου ΔΔΜ (25).

3.8.1.   Καθορισμός από την CRE της χρέωσης αποθήκευσης που περιλαμβάνεται στα τέλη χρήσης των δικτύων μεταφοράς

(94)

Σύμφωνα με το άρθρο L.452-1, έκτο εδάφιο, του ενεργειακού κώδικα, «[τ]α τέλη χρήσης των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου εισπράττονται από τους διαχειριστές των εν λόγω δικτύων. Οι διαχειριστές δικτύων μεταφοράς καταβάλλουν στις επιχειρήσεις υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου που αναφέρονται στο άρθρο L. 421-3-1 μέρος του εισπραχθέντος ποσού σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχει καθορίσει η Ρυθμιστική Επιτροπή Ενέργειας».

(95)

Σύμφωνα με το άρθρο L.452-2 του ενεργειακού κώδικα «[ο]ι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τελών χρήσης των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου, […] καθορίζονται από τη Ρυθμιστική Επιτροπή Ενέργειας».

(96)

Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, με την υπ’ αριθ. °2018-069 απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018 (26), η CRE καθόρισε τον τρόπο υπολογισμού της χρέωσης αποθήκευσης, που εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 2018.

(97)

Η χρέωση αποθήκευσης που καταβάλλει κάθε προμηθευτής πρέπει, σύμφωνα με την CRE, να αντιστοιχεί στην αξία της «ασφάλειας εφοδιασμού», δηλαδή στην απόδοση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης που διασφαλίζουν κατά προτεραιότητα την τροφοδοσία σε φυσικό αέριο των πελατών στους οποίους δεν είναι δυνατό να υπάρξει διακοπή τροφοδοσίας, δηλαδή κυρίως τους οικιακούς πελάτες.

3.8.2.   Πληρωμή της χρέωσης αποθήκευσης από τους προμηθευτές και μετακύλιση στους τελικούς πελάτες

(98)

Όσον αφορά την υποχρέωση πληρωμής του τέλους αποθήκευσης από τους προμηθευτές, με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018 η CRE θέσπισε τη χρέωση αποθήκευσης στα τέλη ATRT προσθέτοντας νέες διατάξεις στην απόφαση αριθ. °2018-022 της 7ης Φεβρουαρίου 2018 σχετικά με την εξέλιξη του τέλους χρήσης των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου της GRTgaz και της TIGF από την 1η Απριλίου 2018.

(99)

Η τροποποίηση αυτή συνεπάγεται ότι «κάθε προμηθευτής στον οποίο χορηγείται αμετάβλητη δυναμικότητα παράδοσης σε τουλάχιστον ένα σημείο διεπαφής μεταφοράς-διανομής (PITD) υπόκειται σε τιμολογιακή χρέωση αποθήκευσης η οποία συναρτάται με τη χειμερινή διακύμανση των πελατών που είναι συνδεδεμένοι με τα δίκτυα δημόσιας διανομής αερίου στο χαρτοφυλάκιό του την 1η ημέρα κάθε μήνα.».

(100)

Η έννοια του προμηθευτή καλύπτει κάθε «φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει με ΔΔΜ συμβόλαιο παράδοσης στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου. Ο προμηθευτής είναι, κατά περίπτωση, ο επιλέξιμος πελάτης, ο προμηθευτής ή ο εντολέας τους». Το PITD ορίζεται ως «φυσικό ή θεωρητικό σημείο διεπαφής ανάμεσα σε δίκτυο μεταφοράς και δημόσιο δίκτυο διανομής».

(101)

Επιπλέον, συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου L.452-1, έκτο εδάφιο, του ενεργειακού κώδικα ότι οι ΔΔΜ οφείλουν υποχρεωτικά να παρακρατούν τα τέλη ATRT (βλέπε αιτιολογική σκέψη 94 «εισπράττονται»).

(102)

Όσον αφορά τη μετακύλιση της χρέωσης αποθήκευσης στους τελικούς καταναλωτές, η CRE όρισε ότι οι προμηθευτές μετακυλίουν τη χρέωση αποθήκευσης στους τελικούς πελάτες τους οι οποίοι περιλαμβάνονται στη βάση αποζημίωσης στο σκέλος «Μεταφορά» του λογαριασμού τους. Η CRE δεν έχει στην κατοχή της τον κατάλογο των εν λόγω πελατών.

(103)

Πιο συγκεκριμένα, αυτή η μετακύλιση είναι υποχρεωτική μόνο για τα προκαθορισμένα τιμολόγια πώλησης φυσικού αερίου δυνάμει των άρθρων L.445-3 και R.445-3 του ενεργειακού κώδικα (27). Όσον αφορά τις προσφορές στο πλαίσιο της αγοράς, η μετακύλιση επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του προμηθευτή.

3.8.3.   Επιμερισμός των πόρων που εισπράττονται από τους ΔΔΜ στις επιχειρήσεις αποθήκευσης σύμφωνα με τη μέθοδο που έχει καθορίσει η CRE

(104)

Σύμφωνα με την απόφαση της CRE σχετικά με τη χρέωση αποθήκευσης, μετά την είσπραξή τους, τα έσοδα από τη χρέωση αποθήκευσης καταβάλλονται από τους ΔΔΜ στις διάφορες επιχειρήσεις αποθήκευσης κατ’ αναλογία προς την αποζημίωση που πρέπει να εισπραχθεί (28). Το ποσοστό που επιμερίζεται σε κάθε επιχείρηση αντιστοιχεί στον λόγο της ετήσιας κατά πρόβλεψη αποζημίωσης της επιχείρησης προς τη συνολική κατά πρόβλεψη αποζημίωση των υπό ρύθμιση επιχειρήσεων αποθήκευσης, όπως καθορίζονται από την CRE. Τα ποσοστά αυτά προσδιορίζονται ετησίως στην απόφαση της CRE σχετικά με την εξέλιξη της χρέωσης αποθήκευσης.

(105)

Για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με την απόφαση της CRE, οι ΔΔΜ συνάπτουν συμβόλαιο με την κάθε επιχείρηση αποθήκευσης για τον καθορισμό του τρόπου εκπλήρωσης της υπηρεσίας είσπραξης και καταβολής της αποζημίωσης, το κόστος της οποίας καθορίζεται από την CRE και καλύπτεται από το επιτρεπόμενο εισόδημα των επιχειρήσεων. Για το έτος 2018, το κόστος αυτό ανέρχεται σε 130 000 EUR ανά ΔΔΜ ανά επιχείρηση αποθήκευσης (29).

3.9.   Προϋπολογισμός

(106)

Κάθε χρόνο, το συνολικό ύψος των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στις υπό ρύθμιση επιχειρήσεις εξαρτάται από τα έσοδα που προέρχονται από τις δημοπρασίες και το επιτρεπόμενο εισόδημα που έχει καθορίσει η CRE. Το ύψος των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν στις τρεις υπό ρύθμιση επιχειρήσεις αποθήκευσης ανήλθε σε 528 εκατ. EUR το 2018, σε 540 εκατ. EUR το 2019 και σε 251 εκατ. EUR το 2020.

 

2018

(σε εκατ. ευρώ)

2019

(σε εκατ. ευρώ)

2020

(σε εκατ. ευρώ)

Storengy

402

392

199

Teréga

101

113

25

Géométhane

26

36

28

Σύνολο

528

540

251

Πίνακας 5: Απολογισμός της αποζημίωσης αποθήκευσης για τα έτη 2018, 2019 και 2020

3.10.   Διάρκεια

(107)

Οι διατάξεις του νόμου περί υδρογονανθράκων σχετικά με τον μηχανισμό ρύθμισης των επιχειρήσεων αποθήκευσης τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2018. Η CRE καθόρισε τα επιτρεπόμενα εισοδήματα των επιχειρήσεων αποθήκευσης από την 1η Ιανουαρίου 2018. Εξάλλου, η πρώτη δημοπρασία των δυναμικοτήτων αποθήκευσης πραγματοποιήθηκε από τις 5 έως τις 29 Μαρτίου 2018 για την περίοδο 2018-2019, ενώ δημοπρασίες οργανώθηκαν και για τις περιόδους 2019-2020 και 2020-2021 (βλέπε πίνακα 2 στην αιτιολογική σκέψη 54).

(108)

Επίσης, η χρέωση αποθήκευσης συμπεριλήφθηκε στο τέλος ATRT από την 1η Απριλίου 2018. Η CRE καθόρισε αρχικά το κατά πρόβλεψη επιτρεπόμενο εισόδημα για περίοδο ρύθμισης δύο ετών (30). Ακολούθως προχώρησε σε εναρμόνιση του πλαισίου ρύθμισης των επιχειρήσεων αποθήκευσης με το πλαίσιο των άλλων τελών υποδομών. Αυτό το δεύτερο τέλος αποθήκευσης εφαρμόζεται για την περίοδο 2020-2023 (31).

(109)

Αυτή τη στιγμή, οι γαλλικές αρχές δεν προβλέπουν ημερομηνία λήξης του μηχανισμού. Απεναντίας, το πεδίο εφαρμογής του μηχανισμού, καθορίστηκε από τον τελευταίο ΠΕΠ (32) έως την αναθεώρηση του τελευταίου. Η εν λόγω αναθεώρηση του ΠΕΠ προβλέπεται για το 2023 και θα τεθεί σε εφαρμογή το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2028.

3.11.   Δεσμεύσεις

(110)

Οι γαλλικές αρχές ανέλαβαν δύο δεσμεύσεις. Πρώτον, οι γαλλικές αρχές δεσμεύτηκαν να υποβάλουν στην Επιτροπή έκθεση πριν από το τέλος του έτους 2024. Τα σημεία που θα καλύπτει η έκθεση είναι τα ακόλουθα:

πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου (2018-2023), ιδίως δε τα αποτελέσματα των δημοπρασιών όσον αφορά τους όγκους, τις τιμές και τα ποσά της απόδοσης που εισπράχθηκε ανά μονάδα,

επικαιροποιημένη επισκόπηση της λειτουργίας της αγοράς φυσικού αερίου στη Γαλλία, ιδίως δε στοιχεία που δικαιολογούν την παράταση του μέτρου για την περίοδο 2023-2028, όπως το επίπεδο του περιθωρίου (spread), το επίπεδο της ζήτησης, οι επενδύσεις στο δίκτυο φυσικού αερίου στη Γαλλία και στο εξωτερικό, και οι επενδύσεις στους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ,

πληροφορίες σχετικά με την αναθεώρηση του ΠΕΠ το 2023 και τον ενδεχόμενο αντίκτυπό της στο πεδίο εφαρμογής του μέτρου,

η μέθοδος υπολογισμού της εγγυημένης απόδοσης κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης 2023-2028. Σε περίπτωση τροποποίησης της μεθόδου υπολογισμού, η Επιτροπή αναμένει ενημέρωση σχετικά με τους λόγους που υπαγόρευσαν την τροποποίηση,

τα στοιχεία για τον αντίκτυπο του μέτρου στον ανταγωνισμό, με έμφαση στις πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που αναφέρονται στην απόφαση, π.χ., τον αντίκτυπο του μέτρου στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου των γειτονικών κρατών μελών, στις γραμμές διασύνδεσης και στους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ της Γαλλίας. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να τεκμηριώνονται με παλαιότερα στοιχεία σχετικά με τη χρήση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων καθώς και με κατάλληλες τροποποιήσεις του κανονιστικού πλαισίου για την αποθήκευση του φυσικού αερίου στις γειτονικές χώρες της Γαλλίας. Πρέπει επίσης να αξιολογηθεί και να ποσοτικοποιηθεί ο αντίκτυπος του μέτρου στο λιανικό εμπόριο της Γαλλίας.

(111)

Δεύτερον, οι γαλλικές αρχές δεσμεύονται να δημοσιεύουν τις ακόλουθες πληροφορίες σε ειδικό συγκεφαλαιωτικό ιστότοπο για τις κρατικές ενισχύσεις στη Γαλλία (33) καθώς και στο Transparency Award Module: σύνδεσμο για πρόσβαση στο πλήρες κείμενο του μηχανισμού και των διαδικασιών εφαρμογής του· την ταυτότητα των δικαιούχων των ταμειακών ροών· τη μορφή των ταμειακών ροών· το ποσό που καταβάλλεται σε κάθε δικαιούχο· την ημερομηνία καταβολής· το είδος επιχείρησης (ΜΜΕ/μεγάλη εταιρεία), την περιοχή στην οποία εδρεύει ο δικαιούχος και τον βασικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας του δικαιούχου.

3.12.   Λόγοι για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας

(112)

Η Επιτροπή διατύπωσε, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, την προκαταρκτική εκτίμηση ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ η οποία ενδέχεται να συμβατή με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, στο στάδιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή είχε εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με την αναλογικότητα του ρυθμιστικού μηχανισμού και την ύπαρξη στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(113)

Ειδικότερα, αφενός, η Επιτροπή είχε επισημάνει ότι, για τους σκοπούς του καθορισμού του επιτρεπόμενου εισοδήματος των επιχειρήσεων αποθήκευσης, η CRE επιτρέπει στις επιχειρήσεις αποθήκευσης να λαμβάνουν απόδοση του παγίου κεφαλαίου. Για τον υπολογισμό της εν λόγω απόδοσης πραγματοποιείται αποτίμηση της αξίας των υπό ρύθμιση περιουσιακών στοιχείων. Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την ανεξάρτητη οικονομική αποτίμηση της αγοραίας αξίας των περιουσιακών στοιχείων κατά τον χρόνο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού από την CRE, γεγονός που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναλογικότητα του μέτρου.

(114)

Αφετέρου, με βάση τις πληροφορίες που τέθηκαν στη διάθεσή της στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο μηχανισμός να προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Αυτές οι αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού θα μπορούσαν να παρατηρηθούν i) μεταξύ των προμηθευτών φυσικού αερίου της Γαλλίας και των άλλων κρατών μελών, ii) μεταξύ των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου, αφενός, και των φορέων εκμετάλλευσης ΥΦΑ και των διαχειριστών των γραμμών διασύνδεσης, αφετέρου, και iii) μεταξύ των γαλλικών επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και των αντίστοιχων επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΊΑΣ

(115)

Η Γαλλία διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επισυνάπτοντας σε αυτές τις παρατηρήσεις της CRE. Οι παρατηρήσεις της CRE θεωρούνται, ως εξ αυτού, αναπόσπαστο μέρος των παρατηρήσεων της Γαλλίας.

(116)

Η Γαλλία θεωρεί ότι οι αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή σχετικά με τη μεταρρύθμιση στον τομέα της αποθήκευσης του φυσικού αερίου είναι αβάσιμες.

4.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(117)

Κατ’ αρχάς, η Γαλλία αμφισβητεί ότι το επίμαχο μέτρο ενέχει κρατικούς πόρους. Επίσης, κατά την άποψή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η μετάβαση από ένα καθεστώς διαπραγμάτευσης σε καθεστώς ρύθμισης στοιχειοθετεί οικονομικό πλεονέκτημα για την επιχείρηση στην οποία επιβάλλεται. Η Γαλλία αμφισβητεί επίσης ότι οι διαχειριστές γραμμών διασύνδεσης και τερματικών σταθμών ΥΦΑ είναι ανταγωνιστές των επιχειρήσεων αποθήκευσης.

(118)

Ακολούθως, όσον αφορά τη χρηματοδότηση από κρατικούς πόρους, η Γαλλία αμφισβητεί ότι η κάλυψη μέρους των εξόδων των φορέων εκμετάλλευσης βασικών υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου ενέχει χαρακτήρα υποχρεωτικής εισφοράς. Το τέλος χρήσης των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου καταβάλλεται από τους προμηθευτές φυσικού αερίου ως τίμημα για την υπηρεσία παράδοσης, η οποία έχει διαστασιολογηθεί με υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας και μακροπρόθεσμη ικανότητα να ανταποκρίνεται σε εύλογη ζήτηση (34).

(119)

Η Γαλλία επισημαίνει επίσης ότι η μετακύλιση του τέλους χρήσης του δικτύου μεταφοράς στον λογαριασμό του καταναλωτή φυσικού αερίου είναι υποχρεωτική μόνο για τους καταναλωτές που επιλέγουν να επωφεληθούν από τα προκαθορισμένα τιμολόγια πώλησης του φυσικού αερίου. Οι προσφορές στο πλαίσιο του προκαθορισμένου τιμολογίου πώλησης αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με το γαλλικό κράτος, το μικρότερο ποσοστό της προμήθειας φυσικού αερίου στη Γαλλία (35), πόσο μάλλον εφόσον προβλέπεται σταδιακή κατάργηση των προκαθορισμένων τιμολογίων πώλησης του φυσικού αερίου (36).

(120)

Εξάλλου, όσον αφορά το παρεχόμενο πλεονέκτημα, η Γαλλία παρατηρεί αρχικά ότι ο καθορισμός του κόστους κεφαλαίου λαμβάνει υπόψη τον μικρότερο κίνδυνο που ενέχουν οι υπό ρύθμιση δραστηριότητες παρέχοντας μια ελάχιστη απόδοση των δεσμευμένων κεφαλαίων σε σχέση με τις μη ρυθμιζόμενες δραστηριότητες. Δεύτερον, η Γαλλία αμφισβητεί ότι τα έσοδα που εισπράττονται από μια επιχείρηση αποθήκευσης στο πλαίσιο του υπό ρύθμιση καθεστώτος είναι συστηματικά υψηλότερα από τα έσοδα που θα εισέπραττε η ίδια επιχείρηση υπό καθεστώς διαπραγμάτευσης (37). Εξάλλου, η Γαλλία υπενθυμίζει ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται από το 2018 είναι συμμετρικό: είναι δυνατό να αντιστραφούν οι όροι και να καταβληθεί η «αποζημίωση» από τις επιχειρήσεις αποθήκευσης εάν τα έσοδα εμπορίας υπερέβαιναν το επιτρεπόμενο εισόδημα που έχει καθορίσει η CRE. Συνεπώς, το μοντέλο ρύθμισης δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τις υποχρεώσεις και την απώλεια οικονομικών ευκαιριών που υφίστανται οι επιχειρήσεις αποθήκευσης στο πλαίσιο του εν λόγω μοντέλου.

(121)

Οι λογιστικές αποσβέσεις ύψους 494 εκατ. EUR, που εμφάνισε ο όμιλος ENGIE για την υπό ρύθμιση δραστηριότητα αποθήκευσής λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση των παραμέτρων που ορίστηκαν από την CRE για το τέλος αποθήκευσης, καταδεικνύουν αυτή την απώλεια ελπίδας για κέρδη που συνδέονται με ευνοϊκές συνθήκες αγοράς. Τέλος, η Γαλλία υπενθυμίζει ότι η καθιέρωση του ρυθμιστικού μηχανισμού δεν είχε ως αποτέλεσμα αύξηση του εισοδήματος των γαλλικών επιχειρήσεων αποθήκευσης μεταξύ 2017 και 2018, με εξαίρεση την εταιρεία Storengy. Η Γαλλία υπογραμμίζει επίσης ότι η Storengy, σε επίπεδο συγκρίσιμων περιθωρίων, εισπράττει βάσει του πλαισίου ρύθμισης επιτρεπόμενο εισόδημα το οποίο είναι μικρότερο από τα εισοδήματα που προέρχονται από την εμπορία υπό καθεστώς διαπραγμάτευσης.

(122)

Η Γαλλία θεωρεί ότι δεν έχει νόημα να επικεντρώνεται κανείς στην κατάσταση των επιχειρήσεων αποθήκευσης σε άλλα κράτη μέλη όταν πρόκειται για την ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα του παρεχόμενου πλεονεκτήματος. Πράγματι, παραπέμπει στο Γενικό Δικαστήριο και στο Δικαστήριο, που έχουν επισημάνει ότι «η προϋπόθεση σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα […] μπορεί να εκτιμηθεί μόνο στο επίπεδο ενός και μοναδικού κράτους μέλους» (38). Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αποθήκευσης των άλλων κρατών μελών δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση όσον αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο του επίμαχου μέτρου, δηλαδή την ασφάλεια εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο.

(123)

Αναφορικά με τους διαχειριστές γραμμών διασύνδεσης, αφενός, και τους φορείς εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ, αφετέρου, η Γαλλία υπενθυμίζει ότι όλες αυτές οι επιχειρήσεις υπάγονται σε καθεστώς ρύθμισης στη Γαλλία (39). Επωφελούνται επομένως από ρυθμιστικούς μηχανισμούς πολύ παρεμφερείς με τον μηχανισμό που εφαρμόζεται για την αποθήκευση, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού από τη ρυθμιστική αρχή ενός επιτρεπόμενου εισοδήματος με το οποίο καλύπτουν τα έξοδά τους. Η Γαλλία θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις έναντι των διαχειριστών γραμμών διασύνδεσης και των φορέων εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ.

(124)

Όσον αφορά τις επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, η Γαλλία θεωρεί ότι οι διαχειριστές γραμμών διασύνδεσης και οι φορείς εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τις επιχειρήσεις αποθήκευσης (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 133 και εξής).

4.2.   Συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά

4.2.1.   Αναλογικότητα

(125)

Η Γαλλία εξηγεί ότι η ρύθμιση που βασίζεται στα έξοδα των επιχειρήσεων είναι μια ευρέως διαδεδομένη προσέγγιση μεταξύ των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών. Εγγυάται αφενός στις επιχειρήσεις ότι θα διαθέτουν επαρκή εισοδήματα για τη διατήρηση της δραστηριότητάς τους και αφετέρου στους τελικούς καταναλωτές ότι δεν θα πληρώνουν για την αποθήκευση τίμημα υψηλότερο από την πραγματική αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας. Αντίθετα, η Γαλλία εξηγεί ότι, κατά την άποψή της, μια μέθοδος βασισμένη στο επίπεδο των περιθωρίων (spreads) δεν θα ήταν αξιόπιστη, και θα μπορούσε, ανάλογα με τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των αγοραίων τιμών, να μην εγγυάται την κάλυψη των εξόδων των επιχειρήσεων ή, απεναντίας, να παράγει αδικαιολόγητα κέρδη.

(126)

Η CRE επέλεξε, για τον καθορισμό του επιπέδου του τέλους αποθήκευσης, μια ρύθμιση που βασίζεται στην κάλυψη εκείνων των εξόδων των επιχειρήσεων αποθήκευσης τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στα έξοδα μιας αποδοτικής επιχείρησης. Έτσι, η CRE καθορίζει για κάθε επιχείρηση ένα επιτρεπόμενο εισόδημα κατά τρόπο ώστε να καλύπτει τα έξοδα που αντιστοιχούν στις δαπάνες εκμετάλλευσης, καθώς και στην απόσβεση των περιουσιακών στοιχείων και του κόστους κεφαλαίου. Για τον καθορισμό του αρχικού επιπέδου της BAR των επιχειρήσεων αποθήκευσης την 1η Ιανουαρίου 2018, η CRE προχώρησε σε επανεκτίμηση, στις 31 Δεκεμβρίου 2016, της ακαθάριστης λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 55 και εξής σχετικά με τον καθορισμό των επιτρεπόμενων εισοδημάτων).

(127)

Επικουρικά, η Γαλλία υποβάλλει συμπληρωματικά στοιχεία ανάλυσης με σκοπό να αποδείξει ότι άλλες μέθοδοι καταλήγουν σε τιμές BAR που συνάδουν με τη μέθοδο της CRE.

(128)

Η αξία των επιχειρήσεων αποθήκευσης στους λογαριασμούς των μετόχων τους προσδιορίζεται με εφαρμογή των λογιστικών προτύπων και σε συνάρτηση με την προοπτική προσδοκώμενων εισοδημάτων από τη δραστηριότητα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Για τη Storengy, η CRE όρισε αξία αρχικής BAR στα 3,5 δισεκατ. EUR, με την αποτίμηση της αξίας της Storengy στους λογαριασμούς της ENGIE στις 31 Δεκεμβρίου 2016 να ανέρχεται σε [3 έως 5 δισεκατ. EUR]. Για τη Teréga, η CRE όρισε αξία αρχικής BAR στα 1 156 εκατ. EUR, με την αποτίμηση του τομέα αποθήκευσης στους λογαριασμούς της μητρικής εταιρείας στις 31 Δεκεμβρίου 2016 να ανέρχεται σε [1 έως 2 δισεκατ. EUR].

(129)

Οι πρόσφατες συναλλαγές διαφωτίζουν επίσης σχετικά με την αξία των επιχειρήσεων και την αποτίμηση των δραστηριοτήτων αποθήκευσης στο πλαίσιο των συναλλαγών. Π.χ., με βάση τις συναλλαγές που διενεργήθηκαν σε σχέση με το κεφάλαιο της εταιρείας Teréga το 2013 (40) και το 2015 (41), η αξία των περιουσιακών στοιχείων του τομέα αποθήκευσης εκτιμάται από [1 έως 2 δισεκατ. EUR].

(130)

Επιπροσθέτως, η Γαλλία αναφέρει ότι εξωτερικοί σύμβουλοι εργάστηκαν επίσης για την αποτίμηση των BAR των επιχειρήσεων. Για τη Storengy, ο υπολογισμός που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία συμβούλων […] για λογαριασμό της CRE κατέληξε στο ποσό των [3 έως 5 δισεκατ. EUR]. Η Γαλλία παραπέμπει επίσης στη μελέτη της PwC, η οποία είχε ανατεθεί από την Teréga, που αποτίμησε τη BAR το 2018 σε [1 έως 2 δισεκατ. EUR].

(131)

Τέλος, η Γαλλία θεωρεί ότι μια εναλλακτική μέθοδος, η οποία θα συνίστατο στην ανασύσταση του ιστορικού των εσόδων της επιχείρησης, με σκοπό να προσδιοριστεί αν κάλυπταν τις παλαιότερες επενδύσεις, δεν θα ήταν αρκετά αξιόπιστη για τον καθορισμό της τιμής της BAR. Μια τέτοια μέθοδος θα προϋπέθετε πράγματι ανασύσταση, με αφετηρία την ημερομηνία πρώτης λειτουργίας, των παλαιότερων περιουσιακών στοιχείων αποθήκευσης (τέλος της δεκαετίας του 1950), των ελεύθερων ταμειακών ροών (free cash-flows) της κάθε επιχείρησης που αντιστοιχούν στα ταμειακά διαθέσιμα της επιχείρησης μετά τη χρηματοδότηση των αναγκών της σε κεφάλαια κίνησης, των φόρων και των επενδύσεών της, προκειμένου να συγκριθούν με την ακαθάριστη αξία των περιουσιακών στοιχείων.

(132)

Η ανασύσταση αυτή φαίνεται να αποτελεί ιδιαίτερα σύνθετο εγχείρημα, τόσο λόγω της απαιτούμενης προσπάθειας εξαντλητικής τεκμηρίωσης, όσο και λόγω των οργανωτικών και κεφαλαιουχικών εξελίξεων των υφιστάμενων εταιρειών αποθήκευσης: αφενός, για τη Storengy, που αποτελεί μέρος ενός ολοκληρωμένου μοντέλου στους κόλπους της Gaz de France/GDF Suez, η ανασύσταση του ιστορικού θα ενείχε κατ’ ανάγκη υποθέσεις μεταβίβασης της δραστηριότητας. Αφετέρου, η Teréga υπήρξε αντικείμενο διαδοχικών εκποιήσεων.

4.2.2.   Αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές

(133)

Όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των Γάλλων προμηθευτών και των προμηθευτών άλλων κρατών μελών που δεσμεύουν δυναμικότητες αποθήκευσης στη Γαλλία, η Γαλλία εξηγεί ότι η «εθνικότητα» του προμηθευτή δεν έχει καμία σημασία. Οι δημοπρασίες είναι ανοικτές για το σύνολο των παραγόντων της αγοράς που είναι κάτοχοι άδειας προμήθειας φυσικού αερίου. Αυτή η άδεια προμήθειας δεν προορίζεται μόνο για τους Γάλλους προμηθευτές και μπορεί να αποκτηθεί από όλους όσοι είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια κράτους μέλους της Ένωσης (42). Επιπλέον, οι γαλλικές αρχές υπογραμμίζουν ότι για την ίδια υπηρεσία παράδοσης, εφαρμόζεται το ίδιο τέλος χρήσης των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου τόσο στους Γάλλους προμηθευτές όσο και στους προμηθευτές από άλλα κράτη μέλη.

(134)

Κατά την άποψη της Γαλλίας, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης δεν ανταγωνίζονται τις γραμμές διασύνδεσης και τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ. Η Γαλλία, επισημαίνει αρχικά ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε ποτέ το ενδεχόμενο ύπαρξης μιας ενιαίας αγοράς που περιλαμβάνει την αποθήκευση φυσικού αερίου, τις υποδομές επαναεριοποίησης και τις γραμμές διασύνδεσης. Επίσης, η Γαλλία υπογραμμίζει ότι, στις αναλύσεις σχετικά με την ικανότητα του συστήματος φυσικού αερίου να ανταποκριθεί σε εύλογη ζήτηση, οι ζωτικές υποδομές αποθήκευσης φυσικού αερίου λειτουργούν απλώς ως συμπλήρωμα κατά την πλήρη χρήση των γραμμών διασύνδεσης και την πλήρη χρήση των δυναμικοτήτων των τερματικών σταθμών ΥΦΑ, όσο υφίστανται διαθέσιμα αποθέματα υγροποιημένου φυσικού αερίου.

(135)

Εξάλλου, η Γαλλία διαπιστώνει ότι η Επιτροπή αναγνώρισε επανειλημμένα την ύπαρξη διακριτής αγοράς υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου, τόσο στη Γαλλία (43), όσο και σε άλλα κράτη μέλη (44). Υπό το φως των αποτελεσμάτων έρευνας αγοράς σχετικά με τη λειτουργία στη γαλλική επικράτεια, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ της αποθήκευσης και των άλλων μέσων ευελιξίας (45). Η Γαλλία επισημαίνει επίσης ότι σε δύο αποφάσεις, η Επιτροπή έκρινε ότι η αγορά της αποθήκευσης φυσικού αερίου είχε περιφερειακή, αν όχι εθνική, διάσταση (46).

(136)

Η Γαλλία θεωρεί ότι το κάθε μέσο ευελιξίας έχει τις δικές του λειτουργίες και χαρακτηριστικά, που δεν επιτρέπουν υποκατάσταση με τα λοιπά μέσα ευελιξίας. Οι γραμμές διασύνδεσης διασφαλίζουν τον εφοδιασμό της επικράτειας σε φυσικό αέριο. Απουσία αποθήκευσης, θα έπρεπε να διαστασιολογηθούν οι γραμμές διασύνδεσης προκειμένου να μπορούν να εγγυηθούν τον εφοδιασμό της γαλλικής επικράτειας σε φυσικό αέριο κατά τις αιχμές κατανάλωσης. Μια τέτοια διαστασιολόγηση θα ήταν, συνεπώς, αναποτελεσματική. Επιπλέον, η Ένωση έχει θέσει ως στόχο τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου. Δεν προβλέπονται νέες επενδύσεις σε σχέση με τις γραμμές διασύνδεσης που διαθέτει σήμερα η Γαλλία. Το ζήτημα του ανταγωνισμού και των μακροπρόθεσμων επενδυτικών μηνυμάτων που θέτει η Επιτροπή κρίνεται, συνεπώς, καθαρά θεωρητικό.

(137)

Οι τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ προσφέρουν δυνατότητα εξισορροπητικών συναλλαγών (arbitrage) για τον εφοδιασμό της επικράτειας με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η διαθεσιμότητα του ΥΦΑ είναι αβέβαιη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παγκόσμιες συνθήκες προσφοράς και ζήτησης που ανακατευθύνουν ανά διαστήματα τα φορτία. Εξάλλου, οι τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ διαθέτουν περιορισμένες δυναμικότητες αποθήκευσης (47), οι οποίες, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα ήταν δυνατό να αξιοποιηθούν για περισσότερο από 5 ημέρες. Όμως, το διάστημα αυτό είναι μικρότερο από τη μέση διάρκεια ενός κύματος ψύχους, που διαρκεί μεταξύ 5 και 15 ημερών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής χρόνος για άφιξη φορτίου αρκετά γρήγορα ώστε να αποφευχθεί διαταραχή της εξαγωγής (48).

(138)

Έτσι, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου παρέχουν εποχιακή υπηρεσία ευελιξίας, την οποία δεν μπορούν να παράσχουν ούτε οι γραμμές διασύνδεσης σε συγκρίσιμες οικονομικές συνθήκες, ούτε οι τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ. Από την άλλη, η ύπαρξη αποθηκευμένων ποσοτήτων δεν αρκεί για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο. Εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η προσφυγή στις γραμμές διασύνδεσης και στους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ για την τροφοδοσία της επικράτειας.

(139)

Έτσι, οι διαφορετικοί αυτοί τύποι υποδομών λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά μεταξύ τους με κοινό στόχο την ασφάλεια εφοδιασμού της Γαλλίας.

(140)

Ακόμη και αν θεωρούνταν ότι οι γραμμές διασύνδεσης, οι τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου είναι ανταγωνιστές, η Γαλλία υπενθυμίζει ότι οι γραμμές διασύνδεσης και οι τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ της Γαλλίας υπάγονται στο σύνολό τους σε καθεστώς ρύθμισης, με εξαίρεση τον τερματικό σταθμό της Δουνκέρκης. Συνεπώς, η αποδοτικότητα αυτών των υποδομών αντιστοιχεί στο επίπεδο απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων που έχει καθορίσει η CRE. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του καθεστώτος ρύθμισης της αποθήκευσης δεν μπορεί να έχει επίπτωση στην αποδοτικότητα των άλλων υπό ρύθμιση υποδομών.

(141)

Εξάλλου, η Γαλλία υπενθυμίζει ότι τα πρόσφατα γεγονότα καταρρίπτουν ενδεχόμενο επιχείρημα περί ζημιογόνου ανταγωνισμού για τις γραμμές διασύνδεσης ή τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ. Από το τέλος του 2018, η χρήση των γαλλικών και ευρωπαϊκών τερματικών σταθμών επιτυγχάνει ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα τελευταία 10 έτη. Επιπλέον, οι φορείς εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ εγκαινίασαν πρόσφατα με επιτυχία διαδικασίες εμπορίας των δυναμικοτήτων τους σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Η ρύθμιση της αποθήκευσης, σε συνδυασμό με τη συγχώνευση των ζωνών στη Γαλλία από το τέλος του 2018, συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση του βάθους και της ρευστότητας της γαλλικής και δυτικοευρωπαϊκής αγοράς.

(142)

Η Γαλλία αμφισβητεί επίσης ότι η ρύθμιση της αποθήκευσης θα μπορούσε να υπονομεύσει τα κίνητρα για χρήση των υφιστάμενων τερματικών σταθμών ΥΦΑ και των γραμμών διασύνδεσης. Τα κίνητρα για χρήση προέρχονται από τα μηνύματα τιμών που διαβιβάζονται από τις διάφορες αγορές φυσικού αερίου (49). Σε αυτό το πλαίσιο, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης αποτελούν ένα πρόσθετο μέσο βελτιστοποίησης του κόστους εφοδιασμού σε φυσικό αέριο και δυνατότητας επιλογής ανταγωνιστικών τιμών αγοράς.

(143)

Η Γαλλία επισημαίνει επίσης ότι οι αποφάσεις για επενδύσεις στις γραμμές διασύνδεσης και στους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ βασίζονται στις στρατηγικές εφοδιασμού που δεν επηρεάζονται αρνητικά από την αποθήκευση φυσικού αερίου.

(144)

Τέλος, η Γαλλία θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει καμία επίπτωση στην κατάσταση των επιχειρήσεων αποθήκευσης των άλλων κρατών μελών. Οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι η διαστασιολόγηση του γαλλικού συστήματος φυσικού αερίου, που βασίζεται κυρίως στην αξιοποίηση του 100 % των διαθέσιμων δυναμικοτήτων στις γραμμές διασύνδεσης, συνεπάγεται αυτομάτως αξιοποίηση των μέσων εφοδιασμού πίσω από τις γραμμές διασύνδεσης, και κυρίως των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης. Οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν επίσης ότι ορισμένες από τις υποδομές αυτές υπόκεινται επίσης σε ρύθμιση.

(145)

Η πώληση των δυναμικοτήτων αποθήκευσης πραγματοποιείται μέσω δημοπρασιών και σε αγοραίες τιμές. Συνεπώς, το επίμαχο μέτρο δεν περιάγει σε μειονεκτική θέση τις επιχειρήσεις αποθήκευσης των άλλων κρατών μελών. Εξάλλου, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να έχει παρά ελάχιστη επίπτωση στη διαμόρφωση των τιμών. Οι γαλλικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης επιτρέπουν την αποθήκευση περίπου 130 TWh (50), δηλαδή μιας περιορισμένης ποσότητας σε σύγκριση με τις ποσότητες που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στις αγορές. Το 2018, πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές 28 220 TWh στο TTF (51).

(146)

Οι επιχειρήσεις αποθήκευσης των διαφόρων κρατών μελών υπόκεινται, συνεπώς, στο σύνολό τους σε όρους αγοράς επί των οποίων οι γαλλικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης δεν έχουν παρά ελάχιστη επιρροή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η αποδοτικότητά τους μπορεί να μειώνεται λόγω της εφαρμογής του επίμαχου μέτρου.

(147)

Η Γαλλία παρατηρεί εξάλλου ότι τα ποσοστά πλήρωσης των γερμανικών και των βελγικών εγκαταστάσεων αποθήκευσης ανέρχονται σε υψηλά επίπεδα καταγράφοντας αύξηση μεταξύ 2018 και 2019 (52). Τα υψηλά αυτά επίπεδα αποδεικνύουν ότι η εφαρμογή καθεστώτος ρύθμισης στις γαλλικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης δεν στερεί από τις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών τη δυνατότητα να πωλούν το σύνολο των δυναμικοτήτων αποθήκευσης σε ένα ευνοϊκό πλαίσιο αγοράς.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΈΝΩΝ

(148)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από δεκαοκτώ ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και οι τρεις δικαιούχοι του μέτρου. Οι παρατηρήσεις τους συνοψίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 149 έως 233 της παρούσας απόφασης.

5.1.   Παρατηρήσεις των δικαιούχων του μέτρου

5.1.1.   Géométhane

(149)

Η Géométhane υπογραμμίζει τις θετικές επιπτώσεις που είχε η εφαρμογή του μέτρου ως προς τον στόχο της ενεργειακής ασφάλειας. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων της, η Géométhane κατέθεσε αναλυτική έκθεση στην Επιτροπή (53).

5.1.1.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(150)

Κατά την άποψη της Géométhane, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση για μια σειρά λόγων.

(151)

Κατ’ αρχάς, η Géométhane επισημαίνει ότι δεν υφίσταται χρηματοδότηση μέσω κρατικών πόρων επειδή η χρέωση αποθήκευσης δεν μπορεί να χαρακτηριστείς ως υποχρεωτική εισφορά: η μεταφορά πόρων πραγματοποιείται μόνο μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων (των προμηθευτών φυσικού αερίου και των επιχειρήσεων αποθήκευσης), ο κρατικός έλεγχος επί των εν λόγω πόρων είναι περιορισμένος, το επίμαχο μέτρο δεν απομειώνει τον προϋπολογισμό του κράτους και περιλαμβάνει υποχρέωση συντήρησης, από τις επιχειρήσεις, των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης που υπάγονται στον μηχανισμό.

(152)

Εξάλλου, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί επιλεκτικό πλεονέκτημα το οποίο χορηγείται στις επιχειρήσεις αποθήκευσης που δραστηριοποιούνται στη γαλλική επικράτεια έναντι των επιχειρήσεων της αλλοδαπής καθώς οι τελευταίες δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση όσον αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο του επίμαχου μέτρου. Επιπλέον, οι φορείς εκμετάλλευσης άλλων μηχανισμών ευελιξίας δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

(153)

Τέλος, η Géométhane εξηγεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

5.1.1.2.   Συμβατότητα της ενίσχυσης

(154)

Κατά την άποψη της Géométhane, στην περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο μέτρο χαρακτηριζόταν κρατική ενίσχυση, η τελευταία θα έπρεπε να θεωρηθεί συμβατή με τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Πράγματι, το επίμαχο μέτρο συμβάλλει στην επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας η οποία συνιστά στόχο κοινού συμφέροντος. Εξάλλου, το μέτρο είναι αναγκαίο και κατάλληλο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου, υπό το φως της ανάλυσης εναλλακτικών μέτρων.

(155)

Η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου έχει προτρεπτικό χαρακτήρα αφού, απουσία ενός τέτοιου μέτρου, τα χαμηλά ποσοστά δέσμευσης δυναμικοτήτων αποθήκευσης καθώς και η μείωση των εισοδημάτων που προέρχονται από τις διαδικασίες δέσμευσης λόγω πτώσης του περιθωρίου (spread) θα υποχρέωνε τις επιχειρήσεις αποθήκευσης να παροπλίσουν, αν όχι να θέσουν οριστικά εκτός λειτουργίας, ζωτικές υποδομές για την ασφάλεια εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο.

(156)

Ο υπολογισμός του επιτρεπόμενου εισοδήματος με βάση τη μέθοδο αποτίμησης της BAR η οποία θεμελιώνεται στο οικονομικό τρέχον κόστος είναι δικαιολογημένη και αναλογική για τους εξής λόγους:

η BAR αποτέλεσε αντικείμενο ανεξάρτητης οικονομικής αποτίμησης κατά την εφαρμογή του ρυθμιστικού μηχανισμού, με διενέργεια εξωτερικού ελέγχου από την εταιρεία συμβούλων […],

η αρχική BAR που προτάθηκε από τις επιχειρήσεις δεν υιοθετήθηκε από την CRE,

η μεθοδολογία του τρέχοντος οικονομικού κόστους βασίζεται στην ακαθάριστη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων για την αποτίμηση της BAR,

η μεθοδολογία επιτρέπει την αποτύπωση του κόστους αντικατάστασης των περιουσιακών στοιχείων μείον την απόσβεση,

η μεθοδολογία εφαρμόζεται σε όλα τα υπό ρύθμιση τέλη υποδομών στη Γαλλία,

η μεθοδολογία εφαρμόζεται σχεδόν από το σύνολο των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών.

(157)

Εναλλακτικά, η αποτίμηση της BAR σε συνάρτηση με την αγοραία αξία όπως εκφράζεται από τα περιθώρια (spreads) δεν θα ήταν ενδεδειγμένη επειδή δεν θα κάλυπτε τα έξοδα των επιχειρήσεων, κάτι που αντιβαίνει στην αρχή της κάλυψης των εξόδων που θεσπίζεται με την οδηγία 2009/73/ΕΚ. Έτσι, η χρήση της αγοραίας αξίας θα έθετε σε κίνδυνο τον ρυθμιστικό μηχανισμό που αποσκοπεί στη διατήρηση της λειτουργίας των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης με στόχο την εύρυθμη λειτουργία του δικτύου μεταφοράς. Εξάλλου, ελλοχεύει ο κίνδυνος υπεραπόδοσης σε περίπτωση αύξησης του περιθωρίου. Η αξία της BAR που υιοθέτησε η CRE συνάδει με την αγοραία αξία των υποδομών σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.

(158)

Δεν θα ήταν ενδεδειγμένο να αξιολογηθεί εάν τα εισοδήματα που είχαν παραχθεί πριν από την έναρξη εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού δεν αρκούσαν για να καλυφθεί το αρχικό κόστος επένδυσης καθώς ο συνυπολογισμός αυτών των εισοδημάτων στην εν λόγω εκτίμηση θα ήταν ασύμβατος με τις πρακτικές των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών, πολύπλοκος και μη αξιόπιστος.

(159)

Τέλος, ελήφθησαν μέτρα με στόχο τον περιορισμό των προοπτικών κέρδους των επιχειρήσεων (ήτοι το μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου, ο αποτελεσματικός περιορισμός των εξόδων των φορέων εκμετάλλευσης υποδομών αποθήκευσης και η εφαρμογή προτρεπτικής ρύθμισης).

(160)

Επικουρικά, η Géométhane επισημαίνει επίσης ότι η αξία της BAR που υιοθέτησε η CRE αντιστοιχεί στην αξία πρόσφατα διενεργηθείσας συναλλαγής. Το 2016, το 98 % των μετοχών της Géosud, η οποία κατέχει το 50 % των μεριδίων της Géométhane, μεταβιβάστηκαν από τις εταιρείες Total, Ineos και Géostock στην εταιρεία CNP Assurances για το ποσό των […]. Βάσει αυτού, μπορεί να υπολογιστεί η συνολική αξία της Géométhane βάσει της εκτίμησης του αγοραστή κατά τη μεταβίβαση, η οποία ανέρχεται σε […] (54) (στα οποία προστίθενται […] ταμειακών διαθεσίμων ήτοι συνολικά περίπου […]). Σύμφωνα με τη Géométhane, η εν λόγω αγοραία αξία συνάδει […] με την αξία της BAR που καθόρισε η CRE το 2018, ύψους 188,9 εκατ. EUR, προσαυξημένη κατά το ποσό των υπό εκτέλεση ακινητοποιήσεων […].

(161)

Το επίμαχο μέτρο αποτρέπει τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Πράγματι:

δεν υφίσταται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών φυσικού αερίου της Γαλλίας και των προμηθευτών φυσικού αερίου της αλλοδαπής. Η διαδικασία δημοπράτησης των υπηρεσιών αποθήκευσης εγγυάται την ισότιμη μεταχείριση Γάλλων και αλλοδαπών προμηθευτών φυσικού αερίου. Ο τρόπος χρηματοδότησης της αποζημίωσης αποθήκευσης που προβλέπεται από τον ρυθμιστικό μηχανισμό επίσης διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση Γάλλων και αλλοδαπών προμηθευτών φυσικού αερίου. Οι αλλοδαποί προμηθευτές δεν επωφελούνται από μειωμένες τιμές σε σχέση με τους Γάλλους προμηθευτές,

δεν υφίσταται επίσης στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των επιχειρήσεων αποθήκευσης των γειτονικών χωρών. Μετά την έναρξη ισχύος του ρυθμιστικού μηχανισμού, τα ποσοστά πλήρωσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης καταγράφουν αύξηση σε όλη την Ένωση φτάνοντας σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα,

δεν υφίσταται, τέλος, στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων αποθήκευσης και των τερματικών σταθμών ΥΦΑ ή των γραμμών διασύνδεσης λόγω της μη δυνατότητας υποκατάστασης με τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ και τις γραμμές διασύνδεσης. Στο πλαίσιο της πρακτικής λήψης αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων, η αγορά της αποθήκευσης φυσικού αερίου έχει αναγνωριστεί ως διακριτή αγορά. Οι δραστηριότητες της αποθήκευσης φυσικού αερίου, των τερματικών σταθμών ΥΦΑ και των γραμμών διασύνδεσης χαρακτηρίζονται περισσότερο από συμπληρωματικότητα.

5.1.2.   Storengy

(162)

Η Storengy υπογραμμίζει τις θετικές επιπτώσεις που είχε η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου ως προς τον στόχο της ενεργειακής ασφάλειας. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων της, η Storengy κατέθεσε αναλυτική έκθεση στην Επιτροπή (55).

5.1.2.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(163)

Κατά την άποψη της Storengy, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση για μια σειρά λόγων.

(164)

Κατ’ αρχάς, η Storengy επισημαίνει ότι δεν υφίσταται χρηματοδότηση μέσω κρατικών πόρων επειδή η χρέωση αποθήκευσης δεν μπορεί να χαρακτηριστείς ως υποχρεωτική εισφορά, η μεταφορά πόρων πραγματοποιείται μόνο μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων (των προμηθευτών φυσικού αερίου και των επιχειρήσεων αποθήκευσης), ο κρατικός έλεγχος επί των εν λόγω πόρων είναι περιορισμένος, το επίμαχο μέτρο δεν απομειώνει τον προϋπολογισμό του κράτους και, τέλος, επειδή το μέτρο περιλαμβάνει υποχρέωση συντήρησης, από τις επιχειρήσεις, των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης που υπάγονται στον μηχανισμό.

(165)

Εξάλλου, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί επιλεκτικό πλεονέκτημα το οποίο χορηγείται στις επιχειρήσεις αποθήκευσης που δραστηριοποιούνται στη γαλλική επικράτεια έναντι των επιχειρήσεων της αλλοδαπής καθώς οι τελευταίες δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση όσον αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο του μέτρου. Επιπλέον, οι φορείς εκμετάλλευσης άλλων μηχανισμών ευελιξίας δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

(166)

Τέλος, η Storengy εξηγεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

5.1.2.2.   Συμβατότητα της ενίσχυσης

(167)

Κατά την άποψη της Storengy, στην περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο μέτρο χαρακτηριζόταν κρατική ενίσχυση, η τελευταία θα έπρεπε να θεωρηθεί συμβατή με τους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Πράγματι, το μέτρο συμβάλλει στην επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας η οποία συνιστά στόχο κοινού συμφέροντος. Εξάλλου, το επίμαχο μέτρο είναι αναγκαίο και κατάλληλο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου, υπό το φως της ανάλυσης εναλλακτικών μέτρων.

(168)

Η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου έχει προτρεπτικό χαρακτήρα αφού, απουσία ενός τέτοιου μέτρου, τα χαμηλά ποσοστά δέσμευσης δυναμικοτήτων αποθήκευσης καθώς και η μείωση των εισοδημάτων που προέρχονται από τις διαδικασίες δέσμευσης λόγω πτώσης του περιθωρίου (spread) θα υποχρέωνε τις επιχειρήσεις αποθήκευσης να παροπλίσουν, αν όχι να θέσουν οριστικά εκτός λειτουργίας, ζωτικές υποδομές για την ασφάλεια εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο.

(169)

Ο υπολογισμός του επιτρεπόμενου εισοδήματος με βάση τη μέθοδο αποτίμησης της βάσης περιουσιακών στοιχείων υπό ρύθμιση (BAR) η οποία θεμελιώνεται στο οικονομικό τρέχον κόστος είναι δικαιολογημένη και αναλογική για τους εξής λόγους:

η BAR αποτέλεσε αντικείμενο ανεξάρτητης οικονομικής αποτίμησης κατά την εφαρμογή του ρυθμιστικού μηχανισμού, με διενέργεια εξωτερικού ελέγχου από την εταιρεία συμβούλων […],

η αρχική BAR που προτάθηκε από τις επιχειρήσεις δεν υιοθετήθηκε από την CRE,

η μεθοδολογία του οικονομικού τρέχοντος κόστους βασίζεται στην ακαθάριστη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων για την αποτίμηση της BAR,

η μεθοδολογία επιτρέπει την αποτύπωση του κόστους αντικατάστασης των περιουσιακών στοιχείων μείον την απόσβεση,

η μεθοδολογία εφαρμόζεται σε όλα τα υπό ρύθμιση τέλη υποδομών στη Γαλλία,

η μεθοδολογία εφαρμόζεται σχεδόν από το σύνολο των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών.

(170)

Εναλλακτικά, η αποτίμηση της BAR σε συνάρτηση με την αγοραία αξία όπως εκφράζεται από τα περιθώρια (spreads) δεν θα ήταν ενδεδειγμένη επειδή δεν θα κάλυπτε τα έξοδα των επιχειρήσεων, κάτι που αντιβαίνει στην αρχή της κάλυψης των εξόδων που θεσπίζεται με την οδηγία 2009/73/ΕΚ. Έτσι, η χρήση της αγοραίας αξίας θα έθετε σε κίνδυνο τον ρυθμιστικό μηχανισμό που αποσκοπεί στη διατήρηση της λειτουργίας των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης με στόχο την εύρυθμη λειτουργία του δικτύου μεταφοράς. Εξάλλου, ελλοχεύει ο κίνδυνος υπεραπόδοσης σε περίπτωση αύξησης του περιθωρίου. Η αξία της BAR που υιοθέτησε η CRE συνάδει με την αγοραία αξία των υποδομών σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.

(171)

Δεν θα ήταν ενδεδειγμένο να αξιολογηθεί εάν τα εισοδήματα που είχαν παραχθεί πριν από την έναρξη εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού δεν αρκούσαν για να καλυφθεί το αρχικό κόστος επένδυσης, καθώς ο συνυπολογισμός αυτών των εισοδημάτων στην εν λόγω εκτίμηση θα ήταν ασύμβατος με τις πρακτικές των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών, πολύπλοκος και μη αξιόπιστος.

(172)

Τέλος, ελήφθησαν μέτρα με στόχο τον περιορισμό των προοπτικών κέρδους των επιχειρήσεων (ήτοι το μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου, ο αποτελεσματικός περιορισμός των εξόδων των φορέων εκμετάλλευσης υποδομών αποθήκευσης και η εφαρμογή προτρεπτικής ρύθμισης).

(173)

Το επίμαχο μέτρο αποτρέπει τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Πράγματι:

δεν υφίσταται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών φυσικού αερίου της Γαλλίας και των προμηθευτών φυσικού αερίου της αλλοδαπής. Η διαδικασία δημοπράτησης των υπηρεσιών αποθήκευσης εγγυάται την ισότιμη μεταχείριση Γάλλων και αλλοδαπών προμηθευτών φυσικού αερίου. Ο τρόπος χρηματοδότησης της αποζημίωσης αποθήκευσης που προβλέπεται από τον ρυθμιστικό μηχανισμό επίσης διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση Γάλλων και αλλοδαπών προμηθευτών φυσικού αερίου. Οι αλλοδαποί προμηθευτές δεν επωφελούνται από μειωμένες τιμές σε σχέση με τους Γάλλους προμηθευτές,

δεν υφίσταται επίσης στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των επιχειρήσεων αποθήκευσης των γειτονικών χωρών. Μετά την έναρξη ισχύος του ρυθμιστικού μηχανισμού, τα ποσοστά πλήρωσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης καταγράφουν αύξηση σε όλη την Ένωση φτάνοντας σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα,

δεν υφίσταται, τέλος, στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων αποθήκευσης και των τερματικών σταθμών ΥΦΑ ή των γραμμών διασύνδεσης λόγω της μη δυνατότητας υποκατάστασης με τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ και τις γραμμές διασύνδεσης. Στο πλαίσιο της πρακτικής λήψης αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων, η αγορά της αποθήκευσης φυσικού αερίου έχει αναγνωριστεί ως διακριτή αγορά. Οι δραστηριότητες της αποθήκευσης φυσικού αερίου, των τερματικών σταθμών ΥΦΑ και των γραμμών διασύνδεσης χαρακτηρίζονται περισσότερο από συμπληρωματικότητα.

5.1.3.   Teréga

(174)

Η Teréga υπογραμμίζει ότι κύριος στόχος της μεταρρύθμισης του τομέα της αποθήκευσης είναι η ασφάλεια εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο η οποία ήταν επισφαλής πριν από την έναρξη ισχύος του ρυθμιστικού μηχανισμού.

5.1.3.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης

(175)

Η Teréga θεωρεί ότι το μέτρο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Η Teréga παρατηρεί ότι τα ρυθμιστικά συστήματα που βασίζονται στην αρχή της κάλυψης των εξόδων μιας αποδοτικής επιχείρησης και σε μια κανονική απόδοση των επενδυθέντων κεφαλαίων αποτελούν συνήθη πρακτική στην Ένωση, χωρίς ωστόσο να θεωρείται ότι στοιχειοθετούν κρατική ενίσχυση.

(176)

Αρχικά, η Teréga θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο είναι ένας απλό μέσο τιμολογιακής ρύθμισης που δεν χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους. Πράγματι, δεν έχει καμία επίπτωση στον κρατικό προϋπολογισμό και δεν δημιουργεί επιπλέον κόστος που μετακυλίεται υποχρεωτικά ανάγκη στους τελικούς πελάτες. Επιπλέον, το γαλλικό κράτος δεν ασκεί δημόσιο έλεγχο ούτε στους πόρους που εισπράττονται από τους ΔΔΜ ούτε στους ίδιους τους ΔΔΜ, οι οποίοι είναι επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου ελεγχόμενες από ιδιώτες στην πλειονότητά τους εταίρους.

(177)

Δεύτερον, η Teréga θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στις υπαγόμενες σε αυτό επιχειρήσεις. Ο ρυθμιστικός μηχανισμός βασίζεται στις δημοπρασίες, και εμπεριέχει στοιχεία κινήτρου για βελτίωση της αποδοτικότητας, ενώ περιλαμβάνει επίσης εργαλείο για την εκ των υστέρων τακτοποίηση του συνόλου των εξόδων και εσόδων. Επίσης, ο συμμετρικός χαρακτήρας του ρυθμιστικού μηχανισμού συνεπάγεται ότι οι επιχειρήσεις αποθήκευσης δεν εισπράττουν απαραιτήτως αποζημίωση αλλά μπορεί, αντίθετα, να υποχρεωθούν να καταβάλουν τα καθ’ υπέρβαση εισπραχθέντα.

(178)

Επιπλέον, όσον αφορά το κριτήριο της επιλεξιμότητας, η Teréga θεωρεί ότι η κατάσταση των αλλοδαπών επιχειρήσεων δεν αποτελεί ενδεδειγμένο στοιχείο εκτίμησης όσον αφορά το συγκεκριμένο κριτήριο. Οι επιχειρήσεις αποθήκευσης δεν βρίσκονται, από πολλές απόψεις, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με τους φορείς εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ και τους διαχειριστές γραμμών διασύνδεσης, ιδίως ως προς τον στόχο της ασφάλειας εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο.

(179)

Τέλος, η Teréga εξηγεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει καμία επίπτωση στον ανταγωνισμό και στις ανταλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Οι δυναμικότητες αποθήκευσης κατακυρώνονται με δημοπρασία, σύμφωνα με μηχανισμό της αγοράς, χωρίς διακρίσεις εις βάρος των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη. Εξάλλου, η πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων και των αντιανταγωνιστικών πρακτικών οριοθετεί παγίως μια αγορά για την αποθήκευση φυσικού αερίου στην καλύτερη περίπτωση σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να έχει ποτέ συναγάγει την ύπαρξη μιας ευρύτερης αγοράς, τόσο από την άποψη των επίμαχων υπηρεσιών όσο και από γεωγραφικής απόψεως. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι υποδομές φυσικού αερίου υπόκεινται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε ρύθμιση δεν συνάδει με τη διαπίστωση περί στρέβλωσης του ανταγωνισμού στις αγορές φυσικού αερίου.

5.1.3.2.   Συμβατότητα της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά:

(180)

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός στοιχειοθετεί κρατική ενίσχυση, κάτι το οποίο δεν ισχύει, η Teréga διατείνεται ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός πληροί όλες τις προϋποθέσεις συμβατότητας με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(181)

Η Teréga θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο υπηρετεί τον στόχο κοινού συμφέροντος της ασφάλειας εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο. Αυξάνοντας τις διαθέσιμες ποσότητες στις μονάδες αποθήκευσης, ο ρυθμιστικός μηχανισμός στοχεύει στην επίτευξη ενός πολύ συγκεκριμένου και ποσοτικοποιήσιμου επιπέδου ασφάλειας εφοδιασμού. Εξάλλου, το επίμαχο μέτρο συνιστά αναγκαία κρατική παρέμβαση, στη βάση εύλογης ανάλυσης, η οποία απαντά σε διαπιστωμένες ανεπάρκειες της αγοράς, όπως η αδυναμία των τελικών πελατών να υποδείξουν την αξία που αποδίδουν στην ασφάλεια εφοδιασμού (όπως η ασφαλιστική αξία ή η αξία συστήματος). Επιπροσθέτως, η Teréga εστιάζει στο γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί κατάλληλο μέσο για την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού στη γαλλική επικράτεια, όχι μόνο σε σχέση με τα άλλα διαθέσιμα μέτρα ευελιξίας, αλλά και σε σχέση με τις άλλες μορφές ρύθμισης της αποθήκευσης.

(182)

Η Teréga αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας σχετικά με την αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου. Ο ρυθμιστικός μηχανισμός περιορίζει το ύψος της υποτιθέμενης ενίσχυσης στο ελάχιστο δυνατό. Συγκεκριμένα, ο ρυθμιστικός μηχανισμός βασίζεται στην αρχή της κάλυψης των εξόδων μιας «αποδοτικής επιχείρησης», στην επιβολή ανώτατου ορίου στα εισοδήματα των επιχειρήσεων αποθήκευσης και σε ολοκληρωμένους μηχανισμούς παροχής κινήτρων στις επιχειρήσεις για αποδοτικότητα όσον αφορά τις δαπάνες εκμετάλλευσης. Επιπλέον, η CRE προχώρησε σε ανεξάρτητη αξιολόγηση των εξόδων. Με τον τρόπο αυτό, η CRE βεβαιώθηκε ότι λαμβάνονταν υπόψη μόνο τα αποδεκτά έξοδα. Η CRE στηρίχθηκε εξάλλου σε μια σειρά αντικειμενικών, επικαιροποιημένων και αξιόπιστων μελετών που είχαν διενεργηθεί από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, για την αποτίμηση των υπό ρύθμιση περιουσιακών στοιχείων. Η μέθοδος αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποίησε η CRE είναι, ως εκ τούτου, συνεκτική και συνάδει με την πρακτική άλλων ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών. Αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η Teréga θεωρεί ότι ο συνυπολογισμός των εισοδημάτων πριν από την έναρξη εφαρμογής της ρύθμισης, στην αξία της βάσης περιουσιακών στοιχείων υπό ρύθμιση (BAR) θα ήταν κατ’ ανάγκη ελλιπής, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα, και, πάντως, ενδεχομένως αντιστρατεύεται τις γενικές αρχές του δικαίου. Εξάλλου, το έργο της CRE αφορά τόσο τις δαπάνες εκμετάλλευσης όσο και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων αποθήκευσης οι οποίες δημοσιοποιούνταν συστηματικά στις αποφάσεις της για τα τέλη, γεγονός που εγγυάται τη διαφάνεια του μέτρου.

(183)

Τέλος, η Teréga εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών φυσικού αερίου που είναι εγκατεστημένοι στη Γαλλία και στο εξωτερικό. Το επίμαχο μέτρο δεν εισάγει διακρίσεις. Όλοι οι προμηθευτές λιανικής μπορούν να αγοράζουν δυναμικότητες στις γαλλικές μονάδες αποθήκευσης στο πλαίσιο δημοπρασίας. Επίσης, όλοι οι προμηθευτές λιανικής που εξυπηρετούν πελάτες στη Γαλλία καταβάλλουν τέλη ATRT, στηρίζοντας έτσι τον μηχανισμό αποζημίωσης. Το μέτρο έχει μάλιστα θετικές επιπτώσεις στις λιανικές αγορές φυσικού αερίου περιορίζοντας τις περιόδους πίεσης και τους κινδύνους συμφόρησης στα δίκτυα. Επίσης, το μέτρο δεν προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των φορέων εκμετάλλευσης ΥΦΑ και των διαχειριστών γραμμών διασύνδεσης. Οι εν λόγω παράγοντες της αγοράς, που στην πλειονότητά τους υπάγονται και οι ίδιοι σε μηχανισμούς ρύθμισης των εισοδημάτων τους, δεν έχουν σχέση ανταγωνισμού, αλλά μάλλον συμπληρωματικότητας, με τις επιχειρήσεις αποθήκευσης όσον αφορά τον στόχο της ασφάλειας εφοδιασμού. Το επίμαχο μέτρο δεν ευνοεί κάποιες πηγές εφοδιασμού σε φυσικό αέριο έναντι άλλων και δεν απαγορεύει ούτε αποθαρρύνει τη χρήση αυτών των συμπληρωματικών μέσων, δηλαδή των γραμμών διασύνδεσης και των τερματικών σταθμών ΥΦΑ. Π.χ., τα ποσοστά δέσμευσης δυναμικοτήτων στους ευρωπαϊκούς τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ κατά τα τελευταία έτη είναι ενδεικτικά αυτής της τάσης. Τέλος, το επίμαχο μέτρο δεν προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των αλλοδαπών επιχειρήσεων αποθήκευσης. Δεν μπορεί να θεωρείται ότι οι τελευταίοι περιάγονται σε μειονεκτική θέση με τη διαδικασία των δημοπρασιών, που βασίζεται σε μηχανισμό της αγοράς και, στην πράξη, η θέσπιση του επίμαχου μέτρου δεν ανέκοψε τη γενικευμένη αύξηση των επιπέδων δέσμευσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης στην Ευρώπη.

5.2.   Παρατηρήσεις άλλων ενδιαφερομένων μερών

5.2.1.   Association française indépendante de l’électricité et du gaz - «AFIEG» [Ανεξάρτητος Γαλλικός Σύνδεσμος Εταιρειών Ηλεκτρισμού και Αερίου] (56)

(184)

Η AFIEG υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τη μέθοδο αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων αποθήκευσης και σχετικά με το εύρος των αναγκαίων περιουσιακών στοιχείων σε όγκο και σε ρυθμό ροής για την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού.

(185)

Η AFIEG υπογραμμίζει ότι αποκαταστάθηκαν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που παρατηρούνταν πριν από τη μεταρρύθμιση λόγω της έλλειψης διαφάνειας του προγενέστερου συστήματος.

(186)

Όσον αφορά τη μέθοδο αποτίμησης της βάσης περιουσιακών στοιχείων υπό ρύθμιση, η AFIEG δεν διαθέτει ακριβή αριθμητικά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει την αποτίμηση που υιοθέτησε η CRE, αλλά θεωρεί ότι η οικονομική αγοραία αξία θα πρέπει να προκρίνεται έναντι της λογιστικής αξίας. Η επιλογή αυτή αντανακλά την αποθήκευση σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή T και όχι μια παλαιότερη εικόνα. Εξάλλου, η AFIEG θεωρεί ότι η αποτίμηση του προσκέφαλου αερίου φαίνεται να αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων αποθήκευσης και, ως εκ τούτου, θα ήλπιζε να εξεταστεί ο οικονομικός αντίκτυπος της επιλογής των κανόνων απόσβεσης του προσκέφαλου αερίου στη συνολική αξία της BAR. Τέλος, η AFIEG υπογραμμίζει ότι οι επιχειρήσεις αποθήκευσης δεν εκτίθενται, ως εκ της δραστηριότητάς τους, σε μεγαλύτερους κινδύνους από τους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό απόδοσης της επιλεγείσας BAR για τις επιχειρήσεις αποθήκευσης δεν θα έπρεπε να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο για τους ΔΔΜ.

(187)

Η AFIEG θεωρεί ότι οι γαλλικές αρχές θα έπρεπε να περιορίσουν το εύρος των περιουσιακών στοιχείων που είναι αναγκαίο σε όγκο και σε ρυθμό ροής για την επίτευξη ασφάλειας εφοδιασμού, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η σχέση κόστους/οφέλους της αποθήκευσης για τους καταναλωτές. Πράγματι, η γαλλική διοίκηση καθόρισε τα ελάχιστα αναγκαία αποθέματα φυσικού αερίου για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού στα 1 990 GWh/j με ρυθμό ροής απόληψης και όγκο 64 TWh (57) ενώ ο κατάλογος που ορίζεται με το διάταγμα σχετικά με τον ΠΕΠ για την περίοδο 2023-2028 λαμβάνει υπόψη 2 376 GWh/j με ρυθμό ροής απόληψης και όγκο 138,5 TWh. Η AFIEG θεωρεί ότι το εύρος που καθορίστηκε με το διάταγμα σχετικά με τον ΠΕΠ αποδεικνύεται υπερδιαστασιολογημένο σε σχέση με τις ανάγκες αποθήκευσης για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού στη Γαλλία. Το εύρος πρέπει συνεπώς να αναθεωρηθεί προς τα κάτω προκειμένου να μην δημιουργηθεί επιπλέον κόστος για τους τελικούς καταναλωτές και να μην βρεθούν σε μειονεκτική θέση οι λοιποί μηχανισμοί ευελιξίας του φυσικού αερίου. Επίσης, η AFIEG διαπιστώνει υπερδιαστασιολόγηση του επιπέδου κάλυψης του κινδύνου αθέτησης που καθόρισαν οι γαλλικές δημόσιες αρχές στο 2 %, έναντι του αντίστοιχου στις γειτονικές χώρες, που ανέρχεται στο 5 %.

5.2.2.   Association française du gaz -AFG [Γαλλικός Σύνδεσμος Φυσικού Αερίου] (58)

(188)

Η AFG εκτιμά ότι ο μηχανισμός ρύθμισης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου που εφαρμόστηκε από τις γαλλικές αρχές από την 1η Ιανουαρίου 2018 κινείται στη σωστή κατεύθυνση.

(189)

Η AFG θεωρεί επίσης ότι το επίμαχο μέτρο βασίζεται στην αρχή της ρύθμισης μέσω των εξόδων και ότι συνέβαλε στην αποτελεσματική και αναλογική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων. Η AFG υποστηρίζει ότι η αρχή της ρύθμισης μέσω των εξόδων εφαρμόζεται από την πλειονότητα των ρυθμιστικών αρχών για τις δραστηριότητες μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου καθώς και για τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ στη Γαλλία.

(190)

Κατά την άποψη της AFG, η εφαρμογή μιας μεθόδου που χρησιμοποιεί τις αγοραίες τιμές αντί για τα έξοδα μιας «αποδοτικής επιχείρησης» θα μπορούσε να οδηγήσει στον καθορισμό ενός πλαισίου ρύθμισης που θα χαρακτηριζόταν από διακυμάνσεις και πιθανώς θα απείχε από το βέλτιστο οικονομικό αποτέλεσμα: πράγματι, στην περίπτωση δυσμενών περιθωρίων (spreads), η μέθοδος δεν εγγυάται την κάλυψη των εξόδων των επιχειρήσεων φέρνοντας πιθανώς τις τελευταίες σε οριακή κατάσταση. Αντιστρόφως, σε περίπτωση πολύ ευνοϊκών περιθωρίων αγοράς, το εισόδημα των επιχειρήσεων θα ήταν υπερβολικά υψηλό και σε μεγάλη απόκλιση από τη βέλτιστη αξία για τους πελάτες των εγκαταστάσεων αποθήκευσης.

(191)

Κατά την άποψη της AFG, η ρύθμιση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης της Γαλλίας δεν προκάλεσε στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των άλλων υποδομών φυσικού αερίου της Γαλλίας, έναντι των τερματικών σταθμών ΥΦΑ της Γαλλίας και της Ένωσης ή έναντι των επιχειρήσεων αποθήκευσης της Ένωσης. Έτσι, όσον αφορά τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ, η AFG διαπιστώνει ότι οι ποσότητες ΥΦΑ που εισάγονται στη Γαλλία υπερδιπλασιάστηκαν μέσα σε διάστημα δύο ετών από 9,6 Gm3 το 2017 σε 21,5 Gm3 το 2019. Η AFG αναφέρει επίσης ότι αυτή τη στιγμή βρίσκονται υπό μελέτη έργα ανάπτυξης τερματικών σταθμών ΥΦΑ στη Γερμανία. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις αποθήκευσης στην Ευρώπη, η AFG υπογραμμίζει ότι τα ποσοστά πλήρωσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης στη Γερμανία, στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο σημείωσαν αύξηση μεταξύ 2018 και 2019 φτάνοντας την 1η Νοεμβρίου 2019 σε επίπεδο τουλάχιστον 95 % στη Δυτική Ευρώπη.

5.2.3.   Association nationale des opérateurs détaillants en énergie (ANODE) [Εθνικός Σύνδεσμος Λιανικών Επιχειρήσεων Ενέργειας] (59)

(192)

Κατά την άποψη της ANODE, η ρύθμιση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης της Γαλλίας συνδυάζει την επιθυμία των προμηθευτών για εφαρμογή κανόνων αγοράς στην εμπορία των δυναμικοτήτων αποθήκευσης με έναν μηχανισμό ρύθμισης που στοχεύει στην εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού.

(193)

Επίσης, η ANODE θεωρεί ως πρωταρχικής σημασίας την τακτική επανεξέταση του στόχου δέσμευσης και πλήρωσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης καθώς και του εύρους των περιουσιακών στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για την ασφάλεια εφοδιασμού στον μηχανισμό αποζημίωσης προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες. Το σημείο αυτό είναι ακόμα σημαντικότερο, κατά την ANODE, δεδομένου ότι η Γαλλία υιοθέτησε το σενάριο περί μείωσης κατά 2 % της κατανάλωσης φυσικού αερίου, πλην της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, […].

(194)

Όσον αφορά την αναλογικότητα, η ANODE θεωρεί ότι η CRE θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εμπειρία που έχει αποκομιστεί σε σχέση με τα έξοδα και τη λειτουργία των εγκαταστάσεων αποθήκευσης και σε σχέση με τον περιορισμό του κινδύνου που διατρέχουν οι επιχειρήσεις αποθήκευσης. Θεωρεί ότι η απόδοση της BAR για τις επιχειρήσεις αποθήκευσης θα έπρεπε να εναρμονίζεται με εκείνη των ΔΔΜ.

5.2.4.   Commission de Régulation de l’Électricité et du Gaz - CREG [Επιτροπή Ρύθμισης Ηλεκτρικής Ενέργειας και Φυσικού Αερίου] (60)

(195)

Η CREG δεν θεωρεί ότι το σύνολο της δυναμικότητας αποθήκευσης της Γαλλίας είναι, αποδεδειγμένα, ανά πάσα στιγμή αναγκαίο για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο. Μέρος αυτού του φυσικού αερίου, που μπορεί να είναι σημαντικό, χρησιμοποιείται από τους ναυλωτές προκειμένου να αποκομίσουν οικονομικό κέρδος εκμεταλλευόμενοι τις διαφορές τιμών του φυσικού αερίου μεταξύ θερινής και χειμερινής περιόδου. Συνεπώς, ο μηχανισμός αποζημίωσης μπορεί επίσης να αποτελεί για τους ναυλωτές ένα χωρίς κόστος μέσο για την επίτευξη υπεραξιών από το φυσικό αέριο. Αυτό παρέχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους ναυλωτές που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία το οποίο δεν διαθέτουν οι ναυλωτές των γειτονικών χωρών.

(196)

Το Βέλγιο διαθέτει μόλις μία εγκατάσταση αποθήκευσης φυσικού αερίου, τη μονάδα του Loenhout, υπό την εκμετάλλευση της Fluxys Belgium (61). Η CREG θεωρεί ότι η εγκατάσταση αυτή είναι ανταγωνιστική άλλων εγκαταστάσεων αποθήκευσης στο βορειοδυτικό τμήμα της Ένωσης.

(197)

Παρά το γεγονός ότι το περιθώριο (spread) μεταξύ των χειμερινών και θερινών τιμών παρέμεινε χαμηλό μεταξύ του 2017 και του 2018, η μη διαθεσιμότητα της μεγαλύτερης εγκατάστασης αποθήκευσης στο Ηνωμένο Βασίλειο προκάλεσε αύξηση της δέσμευσης δυναμικοτήτων αποθήκευσης στην αγορά του βορειοδυτικού τμήματος της Ένωσης. Έτσι εξηγούνται τα ποσοστά πλήρωσης 87 % και 84 % του Loenhout για τις περιόδους 2016-2017 και 2017-2018 αντίστοιχα.

(198)

Το ποσοστό πλήρωσης για το έτος 2018-2019 παρέμεινε ωστόσο χαμηλό, στο 54 %, ενώ το ποσοστό πλήρωσης για την ΕΕ-28 παρέμεινε αρκετά σταθερό. Η CREG διαπιστώνει σχετικά ότι το ποσοστό πλήρωσης για τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης στη Γαλλία αυξήθηκε από 75 % για την περίοδο 2017-2018 σε 94 % το 2018-2019. Ο ρόλος του Loenhout ως πηγή ευελιξίας αξιοποιήθηκε από τις γαλλικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης που μπόρεσαν να επωφεληθούν από πολύ χαμηλά τέλη χάρη σε ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο στήριξης. Η CREG θεωρεί, ως εξ αυτού, ότι η συμβολή του Loenhout στη θέσπιση του γαλλικού μηχανισμού αποζημίωσης υπήρξε πολύ σημαντική: μόνον οι παράγοντες της αγοράς που διαθέτουν ισχύοντα μακροπρόθεσμα συμβόλαια παρέμειναν ενεργοί στο Loenhout. Η CREG θεωρεί ότι ο γαλλικός μηχανισμός αποζημίωσης υποχρεώνει τις γειτονικές επιχειρήσεις αποθήκευσης να πωλούν τις δυναμικότητες αποθήκευσής τους στο οριακό κόστος τους, αν όχι χαμηλότερα.

(199)

Επίσης, η CREG υπογραμμίζει ότι το ποσοστό πλήρωσης για την περίοδο 2019-2020 είναι εξαιρετικά υψηλό, τόσο για το Βέλγιο (97 %) όσο και για την ΕΕ-28 (97 %). Το ποσοστό αυτό εξηγείται από τις πολύ χαμηλές τιμές του φυσικού αερίου κατά τη θερινή περίοδο του 2019 και από το υψηλό περιθώριο spread.

(200)

Κατά την άποψη της CREG, δεν μπορεί, συνεπώς, να αποκλειστεί ότι ο μηχανισμός αποζημίωσης που εφαρμόζεται στη Γαλλία προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης στη γαλλική επικράτεια και των στην επικράτεια των γειτονικών κρατών μελών, μεταξύ των παραγόντων της αγοράς που δραστηριοποιούνται στη γαλλική αγορά και των παραγόντων που δραστηριοποιούνται στα γειτονικά κράτη μέλη και μεταξύ, αφενός, των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και, αφετέρου, των φορέων εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ και των διαχειριστών γραμμών διασύνδεσης.

5.2.5.   […] (62)

(201)

[…] θεωρεί ότι η δημιουργία αποθέματος φυσικού αερίου είναι απολύτως αναγκαία για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο και κρίνει ως ικανοποιητικές τις αρχές του καθεστώτος ρύθμισης που τέθηκε σε εφαρμογή το 2018. Δεδομένου ότι ο όγκος αποθήκευσης που απαιτείται για την ασφάλεια εφοδιασμού είναι μεγαλύτερος από τον «οικονομικό» όγκο που θα αποτιμούσε αυθόρμητα η αγορά, είναι αναγκαίο να συμπληρώνεται το εισόδημα των επιχειρήσεων αποθήκευσης.

(202)

Ωστόσο, το υπό ρύθμιση εύρος πρέπει να περιορίζεται στις δυναμικότητες αποθήκευσης που είναι αυστηρώς αναγκαίες για την ασφάλεια εφοδιασμού. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τελικοί καταναλωτές δεν θα επωμιστούν υπερβολικό κόστος. Ένα υπερδιαστασιολογημένο εύρος θα μπορούσε επίσης να θέσει σε μειονεκτική θέση τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος και να έχει αντίκτυπο στους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ και στις γραμμές διασύνδεσης.

(203)

[…] δέχεται ότι είναι πολύπλοκο να υπολογιστεί επακριβώς ο όγκος αποθήκευσης που απαιτείται για την ασφάλεια εφοδιασμού. Ωστόσο, […] θεωρεί ότι η συμπερίληψη όλων των εγκαταστάσεων υπόγειας αποθήκευσης στο εύρος των αναγκαίων εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενδέχεται να είναι απαραίτητη για την ασφάλεια εφοδιασμού. Υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων, […] θεωρεί ότι τα σενάρια που υιοθέτησε η Γαλλία θα μπορούσαν να προβλέπουν μεγαλύτερη χρήση των πόρων ΥΦΑ ειδικότερα, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα μείωση του όγκου που είναι αναγκαίος για την ασφάλεια εφοδιασμού.

(204)

[…] διερωτάται επίσης σχετικά με την επιλογή να περιοριστεί το υπό ρύθμιση εύρος μόνο στις δυναμικότητες των εγκαταστάσεων υπόγειας αποθήκευσης, εφόσον μάλιστα οι γαλλικές ρυθμίσεις αναγνωρίζουν την ύπαρξη αποθέματος στους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ και θεωρούν ότι τα αποθέματα αυτά μπορούν να συμβάλουν στην ασφάλεια εφοδιασμού σε φυσικό αέριο.

(205)

Σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο, […] αναμένει ότι η Γαλλία θα πρέπει να διαχειριστεί τον παροπλισμό ορισμένων από τις υποδομές φυσικού αερίου της. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η ενίσχυση των δυναμικοτήτων εισαγωγής είχε ως αποτέλεσμα μείωση του όγκου που θα έπρεπε να είναι αποθηκευμένος για την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού, η συγκεκριμένη εναλλακτική λύση θα μπορούσε τελικώς να αποδειχθεί πολύ δαπανηρή. Ως εκ τούτου, για την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού, η χρήση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων αποθήκευσης φαίνεται να αποτελεί πιο ενδεδειγμένη λύση από την κατασκευή νέων δυναμικοτήτων εισαγωγής.

5.2.6.   European Federation of Energy Traders -EFET [Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εμπόρων Ενέργειας]) (63)

(206)

Η EFET δηλώνει την υποστήριξή της στη μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε από τις γαλλικές αρχές το 2018, η οποία συνέβαλε στη δημιουργία μιας ελκυστικής και ανταγωνιστικής αγοράς αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία.

(207)

Όσον αφορά τη συμβατότητα της ενίσχυσης, η EFET δεν αμφισβητεί τη μεθοδολογία υπολογισμού της αξίας βάσης ή το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου, που καθορίστηκαν από την CRE. Η αξία των προκαθορισμένων περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να αντιστοιχεί στη βάση των υπό ρύθμιση περιουσιακών στοιχείων και σε ένα προκαθορισμένο ποσοστό απόδοσης.

(208)

Η EFET δεν θεωρεί ότι η εφαρμογή της μεταρρύθμισης μπορούσε να δημιουργήσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού: ούτε μεταξύ των γαλλικών επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και των επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών, κάτι το οποίο αποδεικνύεται από τη διαρκή αύξηση της συμμετοχής των επιχειρήσεων στη Γαλλία και στο εξωτερικό μετά το 2018, ούτε μεταξύ των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και των φορέων εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ, καθώς η εμπορική αξία των τερματικών σταθμών ΥΦΑ βαίνει διαρκώς αυξανόμενη από το 2018.

5.2.7.   Elengy (64)

(209)

Η εφαρμογή της μεταρρύθμισης δεν είχε ως συνέπεια τεχνητή αποδυνάμωση των κινήτρων για χρήση των τερματικών σταθμών ΥΦΑ. Πρώτον, οι δραστηριότητες των τερματικών σταθμών της Elengy αυξήθηκαν μετά την εφαρμογή του μέτρου, φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ το 2019 και το 2020.

(210)

Δεύτερον, η ελκυστικότητα των τερματικών σταθμών ΥΦΑ επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: την απόκλιση ανάμεσα στις αγορές της Ένωσης και τις ασιατικές αγορές, τα τιμολόγια, την ύπαρξη μακροπρόθεσμων συμβολαίων, το βάθος και τη ρευστότητα της αγοράς επόμενου σταδίου, την ευελιξία του τερματικού σταθμού, καθώς και τους εμπορικούς κανόνες. Το μέτρο σχετικά με την αποθήκευση δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στους ανωτέρω παράγοντες ελκυστικότητας, αλλά είχε έμμεσες και θετικές επιπτώσεις. Η μεταρρύθμιση συνέβαλε πράγματι στη μεγιστοποίηση της δυναμικότητας αποθήκευσης της Ένωσης μέσα από την αύξηση του βάθους της ενωσιακής αγοράς φυσικού αερίου που καθιστά δυνατή την αποθήκευση του φυσικού αερίου και τη μείωση του κόστους για τους καταναλωτές όταν παρατηρείται αυξημένη ζήτηση σε φυσικό αέριο, καθώς και από την αύξηση των διαθέσιμων ρευστοτήτων στη γαλλική αγορά.

5.2.8.   Enovos (65)

(211)

Η Enovos θεωρεί ότι, όταν υπάρχει ένας επαρκής αριθμός διαφοροποιημένων παραγόντων της αγοράς που συμμετέχουν στο σύστημα, η αγορά είναι η πλέον ενδεδειγμένη να ορίζει την αξία ενός περιουσιακού στοιχείου. Ο ισχύων μηχανισμός δημοπρασιών έχει ως αποτέλεσμα δίκαιη αξιολόγηση της αγοράς. Αν το σύστημα των δημοπρασιών καταλήγει σε μικρότερη ή μεγαλύτερη απόδοση για ορισμένους παράγοντες της αγοράς, θα υπάρξουν αναπροσαρμογές κατά τις δημοπρασίες των προσεχών ετών.

5.2.9.   Fluxys (66)

(212)

Η Fluxys παρατηρεί ότι ο τομέας της αποθήκευσης φυσικού αερίου στην Ένωση καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις τα τελευταία αυτά χρόνια, καθώς είναι όλο και πιο δύσκολο να καλυφθούν τα επιχειρησιακά κόστη των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου. Ως εκ τούτου, για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, είναι ανάγκη να εφαρμοστεί ένα προσαρμοσμένο οικονομικό μοντέλο που να αντανακλά την αξία της αποθήκευσης φυσικού αερίου για το σύστημα και τη συμβολή της στην ασφάλεια εφοδιασμού. Η μονομερής εφαρμογή μηχανισμών στήριξης θα μπορούσε να δημιουργήσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού με άλλα κράτη μέλη της Ένωσης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εφαρμοστεί μηχανισμός αποζημίωσης, βάσει αυστηρών κριτηρίων, σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης.

5.2.10.   Fédération nationale des mines et de l’énergie CGT (FNME-CGT) [Εθνική Ομοσπονδία Ορυχείων και Ενέργειας CGT] (67)

(213)

Κατά την άποψη της FNME-CGT, η μεταρρύθμιση της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία συνέβαλε στην επίτευξη των δύο ακόλουθων στόχων: εγγύηση της ενεργειακής ασφάλειας σε δίκαιη τιμή για τον καταναλωτή και εγγύηση της ικανοποιητικής λειτουργίας του δικτύου μεταφοράς για τη διασφάλιση της παράδοσης.

(214)

Η FNME-CGT θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Κατά την άποψή της, η αποζημίωση δεν χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους. Το επίμαχο μέτρο δεν επιβλήθηκε με υποχρεωτικό τρόπο χωρίς αντάλλαγμα, όπως ένας φόρος. Εξάλλου, η FNME-CGT υπογραμμίζει ότι η μετακύλιση του τέλους χρήσης του δικτύου μεταφοράς στον λογαριασμό του καταναλωτή φυσικού αερίου είναι υποχρεωτική μόνο για τους καταναλωτές που επιλέγουν να επωφεληθούν από τα προκαθορισμένα τιμολόγια και ότι ούτε οι πόροι που προέρχονται από τη χρέωση αποθήκευσης ούτε οι επιχειρήσεις που εισπράττουν την αποζημίωση δεν τελούν υπό κρατικό έλεγχο.

(215)

Η FNME-CGT δεν θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα, λόγω των υποχρεώσεων που βαρύνουν τις επιχειρήσεις αποθήκευσης για τη διατήρηση των εν λόγω υποδομών σε λειτουργία. Εξάλλου, η ρύθμιση προβλέπει ότι το πλεόνασμα εσόδων καταβάλλεται από την επιχείρηση στους διαχειριστές δικτύων και συνιστά, ως εκ τούτου, απωλεσθείσα οικονομική ευκαιρία.

(216)

Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο μέτρο χαρακτηριζόταν ως κρατική ενίσχυση, θα ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά.

(217)

Η FNME-CGT θεωρεί ότι η μέθοδος αποτίμησης των υπό ρύθμιση περιουσιακών στοιχείων είναι αναλογική προς τον στόχο της ασφάλειας εφοδιασμού. Η εφαρμογή καθεστώτος ρύθμισης των εισοδημάτων των επιχειρήσεων με βάση τα έξοδα που υποβάλλονται σε έλεγχο και έγκριση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής συνέβαλε στο να διασφαλιστεί ότι ο καταναλωτής καταβάλλει μια τιμή που καθορίζεται εκ των προτέρων με διαφανή τρόπο.

(218)

Εξάλλου, η μέθοδος αποτίμησης της BAR εφαρμόζεται σε όλα τα υπό ρύθμιση τέλη υποδομών στη Γαλλία, με εξαίρεση τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. Μια αποτίμηση βασισμένη στα περιθώρια (spreads) θέρους/χειμώνα δεν θα μπορούσε να επανορθώσει τις ανεπάρκειες μιας αγοράς που δεν είναι σε θέση να αντικατοπτρίζει στις τιμές την ασφαλιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, οι προτάσεις των επιχειρήσεων για τη BAR αποτέλεσαν αντικείμενο ανεξάρτητου ελέγχου που ανατέθηκε από την CRE, ο οποίος είχε ως κατάληξη την υιοθέτηση μικρότερης αρχικής BAR. Έπειτα, η αρχική BAR λαμβάνει υπόψη την αποσβεσθείσα αξία των περιουσιακών στοιχείων. Ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία έχουν αποσβεστεί πλήρως, συμπεριλήφθηκαν μάλιστα στη BAR με μηδενική αξία και, συνεπώς, δεν επωφελούνταν καμίας απόδοσης.

(219)

Κατά την FNME-CGT, άλλα στοιχεία συμβάλλουν στην τεκμηρίωση του αναλογικού χαρακτήρα του μέτρου: η τακτική αναθεώρηση του πεδίου εφαρμογής της ρύθμισης από τον ΠΕΠ, η κάλυψη των εξόδων στα οποία υποβάλλονται οι φορείς εκμετάλλευσης υποδομών φυσικού αερίου μόνο στον βαθμό που τα εν λόγω έξοδα αντιστοιχούν στο κόστος μιας «αποδοτικής επιχείρησης», η συμμετρία της αποζημίωσης που αποτρέπει κάθε κίνδυνο υπεραντιστάθμισης και το γεγονός ότι η ρύθμιση αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση των δεσμεύσεων δυναμικοτήτων αποθήκευσης και των εσόδων από τις δημοπρασίες.

(220)

Η FNME-CGT θεωρεί ότι το μέτρο δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές. Πρώτον, η αποζημίωση που αντιστοιχεί σε κάθε προμηθευτή καθορίζεται από τα χαρακτηριστικά κατανάλωσής του και δεν εξαρτάται από το εάν οι εγκαταστάσεις του βρίσκονται στη γαλλική επικράτεια ή σε γειτονική χώρα, το οποίο διασφαλίζει ότι δεν δημιουργείται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών. Δεύτερον, η αποθήκευση δεν ανταγωνίζεται το ΥΦΑ και τις γραμμές διασύνδεσης, που λειτουργούν περισσότερο συμπληρωματικά ως προς αυτή. Οι τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ έχουν τεχνικά χαρακτηριστικά και επιχειρησιακούς περιορισμούς που προσιδιάζουν στην αλυσίδα εφοδιασμού του ΥΦΑ. Ενώ οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης αποσκοπούν στην κάλυψη των αναγκών κατανάλωσης σε περιόδους αιχμής, οι τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ και οι γραμμές διασύνδεσης φυσικού αερίου αποτελούν ένα μέσο εισαγωγής και διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού σε φυσικό αέριο. Η συμπληρωματικότητα των εγκαταστάσεων αποθήκευσης και των τερματικών σταθμών ΥΦΑ επέτρεψε την αποθήκευση ΥΦΑ που εισάγεται με χαμηλό κόστος στην Ένωση, προς όφελος των χρηστών φυσικού αερίου. Τρίτον, το επίμαχο μέτρο δεν δημιουργεί στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των επιχειρήσεων αποθήκευσης των άλλων κρατών μελών, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα ποσοστά δέσμευσης και χρήσης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης στην Ένωση σημείωσαν αύξηση φτάνοντας σε υψηλά επίπεδα.

(221)

Σε αντίθεση με τον ΠΕΠ, η FNME-CGT δεν αναμένει μείωση των καταναλώσεων φυσικού αερίου κατά 2 % ετησίως, λόγω της ανάπτυξης νέων χρήσεων του φυσικού αερίου. Η FNME-CGT δίνει έμφαση σε κριτήρια σχετικά με την ασφάλεια εφοδιασμού τα οποία πολλές φορές λησμονούνται στη διαστασιολόγηση των υποδομών, όπως η μη διαθεσιμότητα για διάστημα έως έξι μηνών της βασικής πηγής εφοδιασμού υπό μέσες καιρικές συνθήκες.

5.2.11.   GRTgaz (68)

(222)

Κατά την GRTgaz, το δίκτυο και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης δημιουργήθηκαν ως ενιαίο σύνολο και αποτελούν και οι δύο απαραίτητες συνιστώσες για την κάλυψη της χειμερινής ζήτησης. Η GRTgaz πραγματοποίησε προσομοιώσεις στις αρχές του 2018 οι οποίες διαπίστωσαν ανάγκη για αποθηκευμένες ποσότητες μεταξύ 115 και 125 TWh βάσει μετεωρολογικών σεναρίων που αντιστοιχούσαν σε πρόσφατους χειμώνες. Η GRTgaz επισημαίνει επίσης ότι οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης σε πλήρη χωρητικότητα, ήτοι 135 TWh, δεν επαρκούν για έναν ψυχρό χειμώνα που περιλαμβάνει περίοδο ακραίων τιμών ψύχους και χωρίς χρήση ΥΦΑ.

(223)

Στο διάστημα μεταξύ 2012 και 2018, η GRTgaz εξέδωσε κατά διαστήματα ειδοποιήσεις σχετικά με τα προβλήματα που συνεπάγονταν τα ανεπαρκή επίπεδα δέσμευσης και πλήρωσης των υπόγειων εγκαταστάσεων αποθήκευσης και κυρίως σχετικά με τον κίνδυνο που ελλοχεύει για την ασφάλεια εφοδιασμού και τη συνέχιση της τροφοδοσίας. Επίσης, η GRTgaz θεωρεί ότι η δημιουργία της ενιαίας ζώνης (στο εξής: TRF) την 1η Νοεμβρίου 2018 ενίσχυσε τον ρόλο των εγκαταστάσεων αποθήκευσης στο γαλλικό σύστημα φυσικού αερίου.

5.2.12.   Hungarian Gas Storage (69)

(224)

Η αποθήκευση φυσικού αερίου αποτελεί αφεαυτής εγγύηση και αξία για το σύστημα, όπως αποδεικνύεται από μελέτες που διενεργήθηκαν για λογαριασμό της ένωσης Gas Infrastructure Europe. Οι αξίες αυτές δεν αντικατοπτρίζονται στην αγοραία τιμή (70). Συνεπώς, απαιτείται ρυθμιστική παρέμβαση (71) όπως εκείνη που εφαρμόστηκε στη Γαλλία. Το γαλλικό σύστημα, που έχει ως βάση την αγορά, εγγυάται ισότιμους όρους ανταγωνισμού με άλλες πηγές ευελιξίας. Αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση, επειδή οι τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των προκαθορισμένων εισοδημάτων και των εισοδημάτων της αγοράς επιστρέφονται. Η διαφάνεια της αποζημίωσης διασφαλίζεται με τις διαδικασίες που έχει ορίσει η CRE. Χάρη στην εφαρμογή του επίμαχου μέτρου, δεν υφίσταται στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά της αποθήκευσης ή στην αλυσίδα αξίας της ενέργειας. Το επίμαχο μέτρο αποτελεί υπόδειγμα για τις άλλες χώρες της Ένωσης.

5.2.13.   Total Direct Énergie (72)

(225)

Όπως προβλέπει το διάταγμα για τον ΠΕΠ, το εύρος των περιουσιακών στοιχείων που είναι απαραίτητα για την ασφάλεια εφοδιασμού αντιπροσωπεύει όγκο 138,5 TWh τη στιγμή που ο αναγκαίος όγκος στον προηγούμενο μηχανισμό αποθήκευσης ανερχόταν σε μόλις 90 TWh.

(226)

Η Total Direct Énergie έχει ερωτήματα για το επιλεγέν σενάριο σχετικά με τη χρήση των γραμμών διασύνδεσης στα 1 585 GWh/j ενώ οι τεχνικές δυνατότητες ανέρχονται σε 1 810 GWh/j. Η διαφορά αυτή δεν φαίνεται δικαιολογημένη. Η διάρκεια παράδοσης των φορτίων, που ανέρχεται σε δέκα ημέρες, θα πρέπει να επικαιροποιηθεί και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για παράδοση ΥΦΑ (το οποίο θα συνέβαλε στη μείωση της μέσης διάρκειας παράδοσης). Τέλος, η συνεκτίμηση των κυμάτων ψύχους διάρκειας έξι έως εννέα ημερών συντελεί απλώς στη μείωση του κέρδους του ΥΦΑ.

(227)

Η υπερδιαστασιολόγηση του εύρους των υποδομών θα συνεπαγόταν αυτομάτως υπεραπόδοση για τους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων αποθήκευσης. Η αρχική BAR θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τις αποσβέσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Επίσης, η Total Direct Énergie θεωρεί ότι η δραστηριότητα των επιχειρήσεων αποθήκευσης απολαμβάνει υπεραπόδοσης σε σχέση με τους ενεχόμενους κινδύνους. Η δραστηριότητα αυτή δεν είναι, στην πραγματικότητα, εκτεθειμένη σε μεγαλύτερους κινδύνους από τη δραστηριότητα των διαχειριστών δικτύων μεταφοράς. Ως εκ τούτου, τίποτε δεν δικαιολογεί το υψηλότερο ποσοστό απόδοσης. Για τον λόγο αυτό, το ποσοστό απόδοσης της επιλεγείσας BAR δεν θα έπρεπε να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο των ΔΔΜ, που είναι σήμερα καθορισμένο από την CRE στο 5,25 %.

(228)

Η Total Direct Énergie θεωρεί ότι η διαστασιολόγηση του μέτρου είναι δυνατόν να προκαλεί στρέβλωση των μηνυμάτων τιμών στις χονδρικές αγορές και να μην ενθαρρύνει τη δέσμευση δυναμικότητας σε άλλα μέσα ευελιξίας (γραμμές διασύνδεσης και τερματικοί σταθμοί ΥΦΑ), παρόλο που και εκείνα είναι εξίσου απαραίτητα. Η Total Direct Énergie επισημαίνει ότι οι μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις δυναμικοτήτων γραμμών διασύνδεσης πρόκειται να λήξουν τα προσεχή έτη, και τα τρέχοντα μηνύματα της αγοράς δεν ενθαρρύνουν την ανανέωσή τους.

5.2.14.   Uniper Energy Storage (73)

(229)

Η διαθεσιμότητα δυναμικοτήτων αποθήκευσης είναι ζωτικής σημασίας για την εγγύηση της ασφαλούς και οικονομικής αξιοποίησης του συνόλου των υποδομών εισαγωγής φυσικού αερίου. Ωστόσο, το γεγονός ότι η αγορά θα έπρεπε να ενθαρρύνει την πλήρη χρήση των δυναμικοτήτων αποθήκευσης δεν αντικατοπτρίζεται στους όρους της αγοράς υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου (74). Εδώ και πολλά χρόνια, οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων αποθήκευσης βρίσκονται αντιμέτωποι με σημαντική πτώση των αγοραίων τιμών. Την κατάσταση επιδεινώνουν διάφορες καταστάσεις ανταγωνισμού ανά την Ευρώπη, οι οποίες συναρτώνται με τις διαφορετικές ισχύουσες εθνικές κανονιστικές διατάξεις για την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης και στα μέσα ευελιξίας που είτε έχουν ως βάση την αγορά είτε είναι προκαθορισμένες. Είναι συνεπώς αναγκαίο να επιδιωχθεί ομοιομορφία του ρυθμιστικού πλαισίου των εθνικών συστημάτων αποθήκευσης φυσικού αερίου (75).

5.2.15.   Union Professionnelle des Industries Privées du Gaz [Επαγγελματική Ένωση Ιδιωτικών Βιομηχανιών Φυσικού Αερίου] (UPRIGAZ) (76)

(230)

Η UPRIGAZ υπενθυμίζει ότι η Γαλλία τροποποίησε τον ρυθμιστικό μηχανισμό της για τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης σε συνέχεια της προσφυγής της εταιρείας για υπέρβαση εξουσίας ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά του προηγούμενου μηχανισμού. Θεωρεί ότι ο επικαιροποιημένος μηχανισμός είναι ενδεδειγμένος και καθιστά δυνατό τον υπολογισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των προϊόντων αποθήκευσης στη Γαλλία.

(231)

Η UPRIGAZ εκφράζει την άποψη ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ρυθμιστικό καθεστώς για την αποθήκευση φυσικού αερίου παρεμποδίζει τη χρήση των γαλλικών τερματικών σταθμών ΥΦΑ και των αντίστοιχων σταθμών στα γειτονικά κράτη. Το 2017 ο εξαγόμενος όγκος των γαλλικών τερματικών σταθμών ΥΦΑ ανήλθε σε 9,6 Gm3. Τα επίπεδα εξαγωγής που καταγράφηκαν το 2018 (11,1 Gm3) και το 2019 (21,5 Gm3) καταδεικνύουν σαφώς την ελκυστικότητα των γαλλικών τερματικών σταθμών ΥΦΑ για την αγορά στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η ίδια παρατήρηση ισχύει για τους τερματικούς σταθμούς των γειτονικών κρατών, με εντυπωσιακή αύξηση των εξαγόμενων όγκων στο Βέλγιο (από 1,1 Gm3 το 2017 σε 6,7 Gm3 το 2019) και στις Κάτω Χώρες (από 0,8 Gm3 το 2017 σε 7,9 Gm3 το 2019).

(232)

Η UPRIGAZ θεωρεί επίσης ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε από τις γαλλικές αρχές και ιδιαίτερα η υπόθεση για διαθεσιμότητα του 100 % της αμετάβλητης δυναμικότητας εισόδου στα σημεία διασύνδεσης δεν προκαλεί περιορισμό του ανταγωνισμού.

(233)

Τέλος, η UPRIGAZ εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο δεν παρέχει αθέμιτο πλεονέκτημα στις γαλλικές επιχειρήσεις αποθήκευσης έναντι των αλλοδαπών ομολόγων τους.

6.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΑΧΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

6.1.   Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(234)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, «ως κρατικές ενισχύσεις νοούνται οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή που απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(235)

Ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατική ενίσχυση προϋποθέτει ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι: α) το μέτρο πρέπει να καταλογίζεται στο Δημόσιο και να χορηγείται από κρατικούς πόρους· β) το μέτρο παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα ικανό να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων εμπορευμάτων· και γ) το μέτρο πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

6.1.1.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο Δημόσιο

(236)

Εντούτοις, για να μπορούν τα μέτρα να χαρακτηριστούν ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει, πρώτον, να χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους και, δεύτερον, να μπορούν να καταλογιστούν στο Δημόσιο (77).

(237)

Όσον αφορά, κατά πρώτον, την προϋπόθεση που σχετίζεται με τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου, είναι σκόπιμο να εξεταστεί αν οι δημόσιες αρχές πρέπει να θεωρηθούν ως εμπλεκόμενες στη λήψη του μέτρου αυτού (78).

(238)

Ως προς αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός θεσπίστηκε με νόμο του 2017 (79), το πεδίο εφαρμογής του οποίου καθορίστηκε με διάταγμα (80) και οι επιμέρους διαδικασίες του οποίου καθορίζονται με αποφάσεις της CRE, ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας που της έχει εκχωρηθεί από τον νόμο (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 17). Πιο συγκεκριμένα, η CRE καθορίζει τις διαδικασίες για τη δημοπρασία των δυναμικοτήτων των ζωτικών υποδομών, ορίζει το επιτρεπόμενο εισόδημα των επιχειρήσεων αποθήκευσης και καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού της χρέωσης αποθήκευσης στα τέλη ATRT. Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι ο ρυθμιστικός κανονισμός καταλογίζεται στο Δημόσιο.

(239)

Δεύτερον, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση από κρατικούς πόρους, συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι δεν είναι αναγκαίο να τεκμηριώνεται, σε όλες τις περιπτώσεις, άμεση χρηματοδότηση από το Δημόσιο για να μπορεί το πλεονέκτημα που χορηγείται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (81).

(240)

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κεφάλαια τα οποία τροφοδοτούνται μέσω υποχρεωτικών εισφορών επιβαλλόμενων από την κρατική νομοθεσία και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή διέπονται από τη νομοθεσία αυτή μπορούν να θεωρηθούν κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ακόμη και αν υπεύθυνοι για τη διαχείρισή τους είναι φορείς διακριτοί από τις δημόσιες αρχές (82). Το εάν οι εν λόγω φορείς αποτελούν οντότητες δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν αποτελεί αυτό καθαυτό αποφασιστικό στοιχείο (83). Το αποφασιστικό στοιχείο ως προς το ζήτημα αυτό είναι αν το κράτος έχει αναθέσει στους φορείς αυτούς τη διαχείριση κρατικών πόρων και όχι απλώς αν οι φορείς αυτοί έχουν υποχρέωση αγοράς με δικούς τους χρηματικούς πόρους (84). Στην απόφαση ENEA SA, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα μέτρο δεν χορηγείται μέσω κρατικών πόρων όταν δεν είναι δυνατή η πλήρης μετακύλιση του πρόσθετου κόστους που συνεπάγεται το μέτρο στους τελικούς χρήστες (85). Επιπροσθέτως, συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι ο τρόπος υπολογισμού αυτών των εισφορών μπορεί να καθοριστεί επακριβώς με κανονιστική διάταξη ή με απόφαση δημόσιου οργανισμού, όπως η εθνική ρυθμιστική αρχή, χωρίς ωστόσο να υπάρχει απόκλιση από τον χαρακτηρισμό των «υποχρεωτικών εισφορών επιβαλλόμενων από την κρατική νομοθεσία» (86).

(241)

Στην απόφαση Essent Netwerk Noord (87), το επίμαχο μέτρο χαρακτηρίστηκε ως φορολογική επιβάρυνση και, επομένως, ως μέτρο που προέρχεται από κρατικό πόρο αφού η προσαύξηση τιμής είχε επιβληθεί από το κράτος στους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει του νόμου και με βάση το αντικειμενικό κριτήριο του αριθμού των μεταφερομένων kW (88). Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ως προς αυτό, ότι δεν έχει σημασία η ιδιότητα του οφειλέτη, εφόσον η φορολογική επιβάρυνση αφορά το προϊόν ή δραστηριότητα αναγκαία σε σχέση με το προϊόν (89).

(242)

Επίσης, στην απόφαση EEG 2012 (90), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, για να μπορεί να συναχθεί η παρουσία κρατικών πόρων, δεν αρκούσε η εισπραττόμενη οικονομική επιβάρυνση που επιβαλλόταν στους προμηθευτές να έχει προαιρετικό χαρακτήρα και να μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή μόνο «στην πράξη».

(243)

Εν προκειμένω, η κάλυψη των εξόδων των επιχειρήσεων αποθήκευσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού κανονισμού μέσω των τελών χρήσης του δικτύου μεταφοράς, όπως προβλέπεται στον νόμο περί υδρογονανθράκων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 17 και 104). Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας της όπως προβλέπεται από τον νόμο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 17), η CRE συμπεριέλαβε στα τέλη ATRT τιμολογιακή χρέωση, η οποία προορίζεται για τη χρηματοδότηση του επίμαχου ρυθμιστικού κανονισμού (χρέωση αποθήκευσης) (βλέπε αιτιολογική σκέψη 90). Η χρηματοδότηση καλύπτει επίσης το κόστος παροχής της υπηρεσίας είσπραξης και καταβολής της αποζημίωσης του ΔΔΜ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 105).

(244)

Σύμφωνα με την απόφαση της CRE με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2018 (91), το σύνολο των προμηθευτών στους οποίους έχει χορηγηθεί αμετάβλητη δυναμικότητα παράδοσης σε τουλάχιστον ένα PITD υποχρεούνται να καταβάλουν αυτή τη χρέωση αποθήκευσης στον ΔΔΜ με τον οποίο έχουν συνάψει συμβόλαιο παράδοσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 99). Το ύψος της χρέωσης αποθήκευσης για κάθε προμηθευτή, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που έχει καθορίσει η CRE, υπολογίζεται με βάση τη χειμερινή διακύμανση των πελατών του που δεν υπόκεινται σε μη διακοπτόμενη προμήθεια ούτε σε σκόπιμη διακοπή φορτίων και είναι συνδεδεμένοι με τα δίκτυα δημόσιας διανομής αερίου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21). Αντίθετα με την άποψη που εκφράστηκε από ενδιαφερόμενα μέρη, συνάγεται βάσει των όσων προηγήθηκαν ότι η χρέωση αποθήκευσης ενέχει χαρακτήρα υποχρεωτικής εισφοράς που επιβάλλεται από τον νόμο στους προμηθευτές, και όχι προαιρετικού μέτρου, και ότι το ύψος της υπολογίζεται σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο της χειμερινής διακύμανσης των πελατών τους με βάση τη μεθοδολογία που έχει καθορίσει η CRE. Οι εισφορές υπολογίζονται για την κάλυψη όλων των εξόδων των ΔΔΜ που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη υπηρεσία.

(245)

Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η χρέωση αποθήκευσης, που καταβάλλεται από τους προμηθευτές, πρέπει υποχρεωτικά να μετακυλίεται στους καταναλωτές μέσω των προκαθορισμένων τιμολογίων πώλησης φυσικού αερίου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 101).

(246)

Αφετέρου, δυνάμει του νόμου περί υδρογονανθράκων, οι ΔΔΜ καταβάλλουν στις επιχειρήσεις αποθήκευσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού μέρος των εισπραττόμενων ποσών μέσω των τελών ATRT σύμφωνα με τον τρόπο που έχει οριστεί από την CRE, έναν δημόσιο φορέα. Για τον σκοπό αυτό, η CRE καθορίζει το ύψος αυτού του ποσού και του κόστους παροχής της υπηρεσίας είσπραξης και καταβολής (βλέπε αιτιολογική σκέψη 90). Έτσι, οι ΔΔΜ υποδεικνύονται και εντέλλονται εκ του νόμου για την είσπραξη και καταβολή των πόρων που προέρχονται από τη χρέωση αποθήκευσης στις υπό ρύθμιση επιχειρήσεις αποθήκευσης. Οι πόροι δεν διατίθενται χωρίς περιορισμούς στους ΔΔΜ εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν καμία δικαιοδοσία όσον αφορά τον καθορισμό και τον προορισμό των εν λόγω πόρων, οι οποίοι υπόκεινται σε υποχρεωτική αναδιανομή και των οποίων το ύψος αποφασίζεται από την CRE.

(247)

Κατά συνέπεια, η χρέωση αποθήκευσης στα τέλη ATRT, διά της οποίας χρηματοδοτείται ο ρυθμιστικός μηχανισμός, ενέχει χαρακτήρα υποχρεωτικής εισφοράς που επιβάλλεται εκ του νόμου τόσο στους προμηθευτές όσο και στους καταναλωτές, μέσω των προκαθορισμένων τιμολογίων, υπό τον έλεγχο της CRE. Εξάλλου, υπεύθυνοι για τη διαχείριση και τον επιμερισμό των πόρων που προέρχονται από τη χρέωση αποθήκευσης είναι οι ΔΔΜ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο χορηγείται με κρατικούς πόρους.

6.1.2.   Επιλεκτικό πλεονέκτημα

(248)

Όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, κατά πάγια νομολογία, ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται τα μέτρα τα οποία, υπό οποιαδήποτε μορφή, δύνανται να ευνοήσουν, άμεσα ή έμμεσα, επιχειρήσεις ή τα οποία παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα του οποίου η επωφελούμενη επιχείρηση δεν θα ετύγχανε υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς (92).

(249)

Εν προκειμένω, ο ρυθμιστικός μηχανισμός επιτρέπει στις υποκείμενες σε αυτόν επιχειρήσεις αποθήκευσης να απολαμβάνουν ένα εγγυημένο εισόδημα, το λεγόμενο «επιτρεπόμενο εισόδημα», το οποίο καθορίζεται από την CRE με τρόπο που να εγγυάται την κάλυψη των εξόδων τους, στο μέτρο αυτά που αντιστοιχούν στα έξοδα μιας «αποδοτικής επιχείρησης», καθώς και μια κανονική απόδοση των επενδυθέντων κεφαλαίων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21 ανωτέρω). Το επιτρεπόμενο αυτό εισόδημα διασφαλίζεται από τα έσοδα που εισπράττονται απευθείας από τις επιχειρήσεις και, όταν τα έσοδα υπολείπονται του επιτρεπόμενου εισοδήματος, από την αποζημίωση αποθήκευσης που καταβάλλουν οι ΔΔΜ. Έτσι, οι υπό ρύθμιση επιχειρήσεις αποθήκευσης, των οποίων οι ενδεχόμενες ζημίες δικαιούνται αποζημίωσης, δεν διατρέχουν πλέον τον κίνδυνο που είναι εγγενής στις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Ως εκ τούτου, αντίθετα με τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι φορείς εκμετάλλευσης των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης απολαμβάνουν οικονομικού πλεονεκτήματος.

(250)

Όσον αφορά την επιλεκτικότητα του πλεονεκτήματος, το δικαστήριο έκρινε ότι, κατά την εκτίμηση αυτής της προϋπόθεσης, πρέπει να εξετάζεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που, επομένως, υφίστανται διαφορετική μεταχείριση (93).

(251)

Εν προκειμένω, ο ρυθμιστικός μηχανισμός εφαρμόζεται μόνο στις υποδομές υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου που θεωρούνται αναγκαίες για την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού της γαλλικής επικράτειας σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Ο περιοριστικός κατάλογος αυτών των ζωτικών υποδομών καθορίζεται με διάταγμα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 19).

(252)

Για τον χειμώνα 2018-2019, ο κατάλογος αυτός περιλάμβανε, προσωρινά, το σύνολο των υποδομών αποθήκευσης της γαλλικής επικράτειας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 16). Στο παρόν στάδιο εξέλιξης της νομοθεσίας, οι βασικές υποδομές αποθήκευσης για την περίοδο 2019-2023 αντιστοιχούν στο σύνολο των εν λειτουργία υποδομών αποθήκευσης της γαλλικής επικράτειας, αποκλείοντας έτσι τις τρεις υποδομές που βρίσκονται σε εφεδρεία, καθώς και δύο έργα μονάδων αποθήκευσης φυσικού αερίου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 49 και 50). Ο τρέχων ΠΕΠ προβλέπει επίσης ότι ο κατάλογος των βασικών υποδομών θα περικοπεί κατά την προσεχή αναθεώρηση του ΠΕΠ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 52).

(253)

Συνεπώς, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου που βρίσκονται σε εφεδρεία. Εξάλλου, η Γαλλία προβλέπει ότι μονάδες που βρίσκονται σε λειτουργία σήμερα θα αποκλειστούν στο μέλλον, ως αποτέλεσμα της μείωσης κατανάλωσης φυσικού αερίου που προβλέπεται στον ΠΕΠ. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αποθήκευσης των άλλων κρατών μελών, και κυρίως των γειτονικών κρατών μελών, αποκλείονται επίσης. Τέλος, αποκλείονται οι φορείς εκμετάλλευσης άλλων μέσων ευελιξίας που συμβάλλουν επίσης στην κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού όπως οι φορείς εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ ή οι διαχειριστές γραμμών διασύνδεσης.

(254)

Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος αναλυόταν σε εθνικό επίπεδο και αφορούσε μόνο τις υποδομές αποθήκευσης φυσικού αερίου, αντίθετα με την άποψη που εκφράστηκε από ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο παρείχε επιλεκτικό πλεονέκτημα εφόσον αυτό προορίζεται αποκλειστικά για τους φορείς εκμετάλλευσης των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του τρέχοντος ΠΕΠ.

(255)

Ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο δύναται να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

6.1.3.   Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών

(256)

Όσον αφορά τη δυνητική επίδραση στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι οικονομικός τομέας, όπως αυτός του φυσικού αερίου, αποτέλεσε αντικείμενο ελευθέρωσης σε επίπεδο Ένωσης μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (94).

(257)

Εν προκειμένω, χάρη στη θέσπιση του ρυθμιστικού μηχανισμού, οι φορείς εκμετάλλευσης των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης της γαλλικής επικράτειας αποκτούν πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους. Αυτό αφορά καταρχάς τις επιχειρήσεις αποθήκευσης άλλων κρατών μελών, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η αγορά είναι περιφερειακής εμβέλειας όπως υποστηρίζεται από ορισμένους. Τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν αποκλείουν, κατά την Επιτροπή, ενδεχόμενες επιπτώσεις του μέτρου στην αποθήκευση του φυσικού αερίου στα γειτονικά κράτη, ιδίως δε στο Βέλγιο όπου η αποθήκευση φυσικού αερίου δεν επωφελείται εγγυημένης απόδοσης.

(258)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει ούτε ενδεχόμενο αντίκτυπο στους φορείς εκμετάλλευσης άλλων μέσων ευελιξίας όπως οι φορείς εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών ΥΦΑ και οι διαχειριστές των γραμμών διασύνδεσης. Πράγματι, παρόλο που και εκείνοι λειτουργούν βάσει επιτρεπόμενου εισοδήματος, όπως επισημάνθηκε από ενδιαφερόμενα μέρη, τα εισοδήματά τους δεν συμπληρώνονται από το κράτος κατά τον ίδιο τρόπο.

(259)

Δεδομένου ότι η αγορά του φυσικού αερίου αποτέλεσε αντικείμενο ελευθέρωσης σε επίπεδο Ένωσης, η παροχή πλεονεκτήματος σε επιχείρηση του εν λόγω τομέα μπορεί δυνητικά να έχει επίπτωση στις ανταλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(260)

Εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο αποσκοπεί στην εγγύηση ενός ορισμένου εισοδήματος στους φορείς εκμετάλλευσης των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο είναι πιθανόν να προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού.

6.1.4.   Συμπέρασμα σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης

(261)

Για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 234 έως 260, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ.

6.2.   Παράνομος χαρακτήρας της κρατικής ενίσχυσης

(262)

Με τον καθορισμό των επιτρεπόμενων εισοδημάτων των επιχειρήσεων αποθήκευσης από την 1η Ιανουαρίου 2018, τη διοργάνωση των δημοπρασιών και τη θέσπιση χρέωσης αποθήκευσης στα τέλη ATRT από την 1η Απριλίου 2018, οι γαλλικές αρχές εφάρμοσαν ρυθμιστικό μηχανισμό που συνιστά κρατική ενίσχυση.

(263)

Οι γαλλικές αρχές δεν κοινοποίησαν το επίμαχο μέτρο στην Επιτροπή πριν από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του. Ως εξ αυτού, η Γαλλία ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο χορηγήθηκε παρανόμως.

6.3.   Συμβατότητα της κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

6.3.1.   Νομική βάση για την εκτίμηση της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου

(264)

Ο ρυθμιστικός μηχανισμός των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου που εφαρμόστηκε από τη Γαλλία σκοπό έχει να προωθήσει την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου με στόχο την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.

(265)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι η πρώτη φορά που εκτιμάται η συμβατότητα με την εσωτερική αγορά ενός ρυθμιστικού μηχανισμού της αποθήκευσης φυσικού αερίου.

(266)

Το συγκεκριμένο είδος μέτρου δεν προβλέπεται ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την ενέργεια (95) ούτε σε άλλες κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής.

(267)

Πρέπει να αξιολογηθεί η συμβατότητα του ρυθμιστικού μηχανισμού με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και ιδίως του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, που προβλέπει ότι οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στην προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον.

(268)

Έτσι, για να κηρυχθεί η ενίσχυση συμβατή, πρέπει, αφενός, να στοχεύει στην προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών και, αφετέρου, να μην αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον (96).

(269)

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η Επιτροπή εξετάζει αν το καθεστώς ενίσχυσης στοχεύει στην προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων. Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, η Επιτροπή σταθμίζει τις θετικές επιπτώσεις της προβλεπόμενης ενίσχυσης στην ανάπτυξη των υποστηριζόμενων δραστηριοτήτων με τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες της ενίσχυσης στην εσωτερική αγορά, ειδικά όσον αφορά την πρόκληση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και αρνητικών επιπτώσεων στις συναλλαγές.

6.3.2.   Προώθηση της ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας

6.3.2.1.   Προωθούμενη οικονομική δραστηριότητα

(270)

Δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, για να θεωρούνται συμβατές με την εσωτερική αγορά, οι ενισχύσεις πρέπει να προωθούν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων (97). Θα πρέπει να λειτουργούν προτρεπτικά για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή επιχειρήσεις μεταβάλλοντας τη συμπεριφορά τους κατά τρόπο που προωθεί την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας, το οποίο, χωρίς την ενίσχυση, δεν θα συνέβαινε ή θα συνέβαινε σε περιορισμένη έκταση ή με διαφορετικό τρόπο. Οι ενισχύσεις δεν πρέπει να επιδοτούν το κόστος μιας οικονομικής δραστηριότητας με το οποίο θα επιβαρυνθεί ούτως ή άλλως μια επιχείρηση και δεν πρέπει να αντισταθμίζουν τον συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο μιας οικονομικής δραστηριότητας.

(271)

Εν προκειμένω, η οικονομική δραστηριότητα που αναπτύσσεται από την ενίσχυση είναι η αποθήκευση φυσικού αερίου στη Γαλλία.

(272)

Ο ρυθμιστικός κανονισμός επιδιώκει αλλαγή της οικονομικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου. Οι γαλλικές αρχές υποστήριξαν ότι, αν η Γαλλία δεν είχε εφαρμόσει τον ρυθμιστικό μηχανισμό και είχε καταργήσει το πρότερο σύστημα υποχρεώσεων αποθήκευσης, η τιμή που θα εφάρμοζαν οι επιχειρήσεις αποθήκευσης θα προσέγγιζε κατά πολύ το περιθώριο (spread) των τιμών πώλησης του φυσικού αερίου. Ωστόσο, μετά το 2009, τα περιθώρια βαίνουν μειούμενα. Για τον λόγο αυτό, πριν από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης οι εφαρμοζόμενες τιμές δεν επέτρεπαν πλέον στις επιχειρήσεις αποθήκευσης να καλύψουν τα έξοδά τους. Ως αποτέλεσμα της μείωσης της κερδοφορίας της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία, τρεις εγκαταστάσεις αποθήκευσης τέθηκαν σε εφεδρεία το 2014 και το 2015 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 10). Η Γαλλία διέκρινε συνεπώς έναν ορατό κίνδυνο για περαιτέρω μείωση από τις επιχειρήσεις της διαθέσιμης στην αγορά δυναμικότητας αποθήκευσης, με περισσότερες εγκαταστάσεις αποθήκευσης να τίθενται σε εφεδρεία.

(273)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το ποσοστό πλήρωσης των μονάδων αποθήκευσης έχει μειωθεί. Πράγματι, το καταγραφέν ποσοστό δέσμευσης των δυναμικοτήτων αποθήκευσης ανήλθε σε μόλις 63 % το 2017-2018. Η μείωση του ποσοστού δέσμευσης προκάλεσε ως εκ τούτου περαιτέρω μείωση εσόδων για τις επιχειρήσεις.

(274)

Χάρη στη μεταρρύθμιση, τα ποσοστά δέσμευσης σημείωσαν αύξηση φτάνοντας σε ποσοστό δέσμευσης των δυναμικοτήτων αποθήκευσης 93 % για τις περιόδους 2018-2019 και 2019-2020.

(275)

Εν είδει αντιπαραδείγματος, αν δεν είχε εφαρμοστεί ο ρυθμιστικός μηχανισμός, θα υπήρχε κίνδυνος να ανακοπεί σε σημαντικό βαθμό η ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία. Μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, το επιτρεπόμενο εισόδημα και η υποχρέωση των επιχειρήσεων αποθήκευσης να διαθέτουν τις δυναμικότητες αποθήκευσής τους μέσω των δημοπρασιών προώθησαν, συνεπώς, την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων αποθήκευσης.

(276)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός προωθεί την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία.

6.3.2.2.   Συμβατότητα του καθεστώτος ενίσχυσης με τις λοιπές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου

(277)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το επίμαχο μέτρο και η προωθούμενη οικονομική δραστηριότητα είναι συμβατά με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

(278)

Στον τομέα της ενέργειας, οι εισφορές που αποσκοπούν στη χρηματοδότηση μέτρου κρατικής ενίσχυσης πρέπει να συμμορφώνονται με τα άρθρα 30 και 110 της ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω, υφίσταται αναγκαστική σχέση μεταξύ της χρέωσης αποθήκευσης και της στήριξης που χορηγείται στις επιχειρήσεις αποθήκευσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 246). Μια φορολογική επιβάρυνση που πλήττει τα ημεδαπά και τα εισαγόμενα προϊόντα βάσει πανομοιότυπων κριτηρίων μπορεί ωστόσο να απαγορεύεται από τη ΣΛΕΕ, όταν το προϊόν της φορολογικής αυτής επιβαρύνσεως προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που ωφελούν ειδικώς τα φορολογούμενα ημεδαπά προϊόντα.

(279)

Εν προκειμένω, αφενός, η χρέωση αποθήκευσης καταβάλλεται από τους προμηθευτές που χρησιμοποιούν το δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου το οποίο είναι σχεδόν στο σύνολό του εισαγόμενο, ανεξάρτητα από το εάν ο προμηθευτής είναι Γάλλος ή αλλοδαπός (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 100). Αφετέρου, δικαιούχοι είναι οι φορείς εκμετάλλευσης των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου. Οι Γάλλοι και αλλοδαποί προμηθευτές έχουν πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στις δημοπρασίες που οργανώνονται από τους φορείς εκμετάλλευσης των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 20). Δεν πρόκειται συνεπώς για μια κατάσταση στην οποία η επιβάρυνση ωφελεί ειδικά τα εθνικά προϊόντα που υπάγονται σε αυτή. Ως εκ τούτου, το καθεστώς ενίσχυσης συμμορφώνεται με τα άρθρα 30 και 110 της ΣΛΕΕ.

(280)

Εξάλλου, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 12, το άρθρο 33 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να εφαρμόσει καθεστώς ρύθμισης των υποδομών αποθήκευσης. Η αποθήκευση φυσικού αερίου εντάσσεται επίσης στα μέτρα που μπορούν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη με στόχο να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1938 υπό τους όρους που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, και συγκεκριμένα η υποχρέωση κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού στους εθνικούς πελάτες λαμβάνοντας υπόψη την εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου.

6.3.2.3.   Συμπέρασμα σχετικά με τη συμβολή στην ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας

(281)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο συμβάλλει στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία, σε συμμόρφωση με τις λοιπές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

6.4.   Οι αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον

(282)

Η Επιτροπή εκτιμά εάν οι αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης αλλοιώνουν ή όχι τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον. Αρχικά, η Επιτροπή αναλύει τις θετικές επιπτώσεις της ενίσχυσης λαμβάνοντας επίσης υπόψη το κοινό συμφέρον και σε δεύτερο χρόνο αξιολογεί τα στοιχεία που επιτρέπουν την άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων της ενίσχυσης στις συναλλαγές, δηλαδή την αναγκαιότητα, την καταλληλότητα, την αναλογικότητα και τη διαφάνεια της ενίσχυσης. Υπό το φως αυτής της ανάλυσης, η Επιτροπή προσδιορίζει τις λοιπές επιπτώσεις στις συναλλαγές, προτού σταθμίσει τις θετικές με τις αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης στην εσωτερική αγορά.

6.4.1.   Θετικές επιπτώσεις της ενίσχυσης

(283)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 270 έως 276, το καθεστώς ενίσχυσης επηρεάζει θετικά την προώθηση της ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία.

(284)

Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου έχει θετικές επιπτώσεις στην ασφάλεια εφοδιασμού της Γαλλίας σε φυσικό αέριο σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Η αποθήκευση είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλίζεται η ικανότητα του δικτύου να ανταποκρίνεται στη ζήτηση, σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους, καθώς και η υπηρεσία παράδοσης στο δίκτυο μεταφοράς σε περίπτωση συμφόρησης.

(285)

Όσον αφορά τις ακραίες τιμές ψύχους, η Γαλλία πραγματοποίησε προσομοιώσεις του επιπέδου της ζήτησης φυσικού αερίου και της δυναμικότητας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο. Έτσι, εκτιμήθηκε η ζήτηση φυσικού αερίου για περιόδους ακραίων τιμών ψύχους με διάρκεια μίας έως τριάντα ημερών, οι οποίες στη Γαλλία έχουν συχνότητα εμφάνισης μία φορά ανά πεντηκονταετία στη Γαλλία (βλέπε αιτιολογική σκέψη 25). Οι γαλλικές αρχές συνεκτίμησαν διάφορα σενάρια σχετικά με την εξέλιξη της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά την προσεχή δεκαετία. Τελικά, υιοθέτησαν το σενάριο που προέβλεπε μείωση της κατανάλωσης κατά 2 % για την περίοδο 2018-2028 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 26). Εκτίμησαν επίσης τα αποτελέσματα των μηχανισμών διακοψιμότητας, που, ωστόσο, δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή (βλέπε αιτιολογική σκέψη 28).

(286)

Όσον αφορά την προσφορά, οι γαλλικές αρχές έλαβαν υπόψη τις παραμέτρους διαθεσιμότητας των διαφόρων πηγών φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, υιοθέτησαν την υπόθεση χρήσης του 100 % των αμετάβλητων δυναμικοτήτων των υφιστάμενων γραμμών διασύνδεσης αερίου, καθώς και τον εφοδιασμό σε ΥΦΑ από τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ με χρόνο παράδοσης νέων φορτίων τις δέκα ημέρες (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 38).

(287)

Η μεθοδολογία αυτή φαίνεται να συνάδει με τα παλαιότερα δεδομένα και τις προβλέψεις διαθεσιμότητας κατά τον χρόνο της πραγματοποιηθείσας ανάλυσης.

(288)

Οι εκτιμήσεις των γαλλικών αρχών διαπίστωσαν ανάγκη αποθήκευσης φυσικού αερίου που ανέρχεται σε 2 376 Gwh/j όσον αφορά τον ρυθμό ροής απόληψης για ποσοστό πλήρωσης στο 45 % του ωφέλιμου όγκου προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα κύματα ψύχους που προβλέπονται για την περίοδο 2019 έως 2025.

(289)

Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 10, η πτώση των περιθωρίων (spreads) που παρατηρείται μετά το 2009 είχε ως αποτέλεσμα μείωση του ποσοστού δέσμευσης των δυναμικοτήτων αποθήκευσης κάτω από το επίπεδο που είναι αναγκαίο για την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού, καθώς και τη θέση σε εφεδρεία τριών μονάδων, παρά την υποχρέωση των προμηθευτών να διατηρούν σε λειτουργία εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου.

(290)

Φαίνεται, συνεπώς, ότι η κανονική λειτουργία της αγοράς αποθήκευσης φυσικού αερίου δεν μπορεί να διασφαλίσει τη διατήρηση της λειτουργίας των υποδομών αποθήκευσης που θεωρούνται αναγκαίες για την κατοχύρωση του επιπέδου ασφάλειας εφοδιασμού που απαιτείται από τη Γαλλία. Συνάγεται, ως εκ τούτου, ότι το καθεστώς ενίσχυσης αποσκοπεί στην προώθηση της ανάπτυξης της δραστηριότητας αποθήκευσης του φυσικού αερίου στη Γαλλία, η οποία δεν μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την κανονική λειτουργία της αγοράς.

6.4.2.   Άμβλυνση του αρνητικού αντίκτυπου του καθεστώτος ενίσχυσης στην εσωτερική αγορά

(291)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διαπίστωνε ότι το καθεστώς ενίσχυσης που εφάρμοσαν οι γαλλικές αρχές θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στις ακόλουθες αγορές: των προμηθευτών φυσικού αερίου της Γαλλίας και των άλλων κρατών μελών, ii) αφενός των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και, αφετέρου, των φορέων εκμετάλλευσης ΥΦΑ και των διαχειριστών των γραμμών διασύνδεσης, και iii) των γαλλικών επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και των αντίστοιχων επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών.

(292)

Η Επιτροπή αξιολογεί τα στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην άμβλυνση του αρνητικού αντίκτυπου του επίμαχου μέτρου, δηλαδή τον αναγκαίο χαρακτήρα, την καταλληλότητα και τον αναλογικό χαρακτήρα του μηχανισμού, καθώς και τη διαφάνειά του.

α)   Αναγκαίος χαρακτήρας του καθεστώτος ενίσχυσης

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κρατική παρέμβαση είναι αναγκαία όταν, σε μια δεδομένη κατάσταση, η εν λόγω παρέμβαση μπορεί να επιφέρει σημαντική βελτίωση που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας της αγοράς και μόνον, π.χ., αποκαθιστώντας μια διαπιστωμένη ανεπάρκεια της αγοράς.

(293)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 10, τα περιθώρια (spreads) καταγράφουν μείωση από το 2009 και μετά και οι επιχειρήσεις αποθήκευσης δεν ήταν πλέον σε θέση να καλύπτουν τα έξοδά τους. Η οικονομική δραστηριότητα της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία κινδύνευε να συρρικνωθεί σημαντικά. Αντίθετα, μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, το ποσοστό αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία σημείωσε αύξηση.

(294)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταρρύθμιση ήταν αναγκαία για την προώθηση της ανάπτυξης της δραστηριότητας αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία.

β)   Καταλληλότητα του καθεστώτος ενίσχυσης

(295)

Οι ενισχύσεις αποτελούν κατάλληλο μέσο παρέμβασης για την προώθηση μιας οικονομικής δραστηριότητας όταν δεν είναι δυνατή η επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος με άλλα μέσα παρέμβασης που προκαλούν μικρότερες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(296)

Η Γαλλία εξέτασε πολλά εναλλακτικά μέσα, τα οποία όμως δεν συνέβαλλαν στην προώθηση της ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία κατά τον ίδιο τρόπο ούτε στην εγγύηση του ίδιου επιπέδου ασφάλειας εφοδιασμού για τους λόγους που παρατίθενται στη συνέχεια.

(297)

Πρώτον, η διατήρηση του πρότερου καθεστώτος υποχρεώσεων αποθήκευσης που επιβάλλονταν στους προμηθευτές δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια εφοδιασμού. Με δεδομένο ότι το περιθώριο (spread) έφτασε να υπολείπεται σημαντικά του κόστους των δυναμικοτήτων αποθήκευσης, οι προμηθευτές απώλεσαν σε μεγάλο βαθμό το κίνητρο για διατήρηση των δυναμικοτήτων με αποτέλεσμα να τεθούν σε εφεδρεία τρεις εγκαταστάσεις. Η θέση σε εφεδρεία και άλλων εγκαταστάσεων θα ήταν προβληματική καθώς η αξιολόγηση των αναγκών αποθήκευσης κατέδειξε ότι όλες οι εγκαταστάσεις ήταν αναγκαίες για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού σε περίπτωση παρατεταμένου κύματος ψύχους. Εξάλλου, το συνολικό κόστος της αποθήκευσης στο πλαίσιο του συστήματος των υποχρεώσεων αποθήκευσης ήταν υψηλότερο (5 έως 8 EUR/MWh το 2016 και 2017) από το κόστος στο πλαίσιο του ρυθμιστικού κανονισμού (5,6 EUR/MWh μετά τη μεταρρύθμιση).

(298)

Δεύτερον, ούτε η ενίσχυση του δικτύου φυσικού αερίου και των γραμμών διασύνδεσης θα αποτελούσε αξιόπιστη εναλλακτική λύση λόγω του σημαντικού κόστους των εν λόγω μέτρων σε σχέση με τη χρήση υφιστάμενων υποδομών αποθήκευσης. Σε κάθε περίπτωση, ο συγκεκριμένος τύπος επένδυσης δεν θα διευθετούσε τις ενδεχόμενες ελλείψεις φυσικού αερίου σε συνθήκες ακραίων τιμών ψύχους και δεν θα ήταν διαθέσιμος μεσοπρόθεσμα.

(299)

Επίσης, από τις πληροφορίες που διαβίβασε η Γαλλία συνάγεται ότι η μεγαλύτερη έμφαση στη χρήση ΥΦΑ δεν εμφανίζεται ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού. Πράγματι, οι υπάρχοντες τερματικοί σταθμοί υγροποίησης λειτουργούν σε ένα επίπεδο που προσεγγίζει τη μέγιστη δυναμικότητά τους με στόχο την απόσβεση του υψηλού κόστους επένδυσης. Επίσης, σχεδόν το σύνολο των φορτίων ΥΦΑ αποτελούν αντικείμενο μακροπρόθεσμων συμβολαίων λόγω της υψηλής έντασης κεφαλαίου των συγκεκριμένων έργων και, ως εκ τούτου, έχουν ήδη πωληθεί πριν από την παραγωγή τους. Εξάλλου, το χαμηλότερο κόστος αποθήκευσης φυσικού αερίου σε αέρια μορφή εξηγεί την ανεπαρκή ανάπτυξη της αποθήκευσης ΥΦΑ σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως αποτέλεσμα, οι ποσότητες ΥΦΑ που διατίθενται σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο είναι περιορισμένες.

(300)

Τρίτον, η Γαλλία εξήγησε ότι ούτε ένα αμιγώς διοικητικό σύστημα κυρώσεων που επιβάλλονται στους προμηθευτές σε περίπτωση μη προμήθειας του φυσικού αερίου στους τελικούς πελάτες δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητικό μέτρο υποκατάστασης. Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα παρουσιάζει πρόβλημα εφαρμοσιμότητας στο μέτρο που η εξισορρόπηση των ευρωπαϊκών αγορών φυσικού αερίου διενεργείται σε καθημερινή βάση. Τα μέτρα σκόπιμης διακοπής φορτίων που εφαρμόζονται από τον διαχειριστή δικτύου σε περίπτωση κρίσιμης πτώσης της πίεσης στο δίκτυο θα συνεπάγονταν επακόλουθες συναλλαγές φυσικού αερίου καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολο τον εντοπισμό του αρχικώς αθετήσαντα προμηθευτή. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι καταναλωτές που υπόκεινται σε σκόπιμη διακοπή φορτίων δεν είναι απαραιτήτως οι πελάτες του αθετήσαντα προμηθευτή. Σε αυτό το πλαίσιο, η Γαλλία υποστηρίζει ότι η εκ των προτέρων λήψη μέτρων είναι προτιμητέα από τις εκ των υστέρων κυρώσεις.

(301)

Τέταρτον, ισχύει το ίδιο για τη σκόπιμη διακοπή φορτίων ή για τους μηχανισμούς διακοψιμότητας. Κατά τις γαλλικές αρχές, η σκόπιμη διακοπή φορτίων αποτελεί, στην πραγματικότητα ένα ύστατο μέτρο σε περίπτωση κρίσης εφοδιασμού και όχι μηχανισμό ευελιξίας και η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από το εάν ο καταναλωτής θα τηρήσει τη σειρά που έχει ορίσει ο διαχειριστής δικτύου στο πλαίσιο της σκόπιμης διακοπής φορτίων όταν δεν δυνατή η αυτόματη εξ αποστάσεως διακοπή. Ωστόσο, ο ρυθμιστικός μηχανισμός των ζωτικών υποδομών αποθήκευσης αποσκοπεί στην αποφυγή των κρίσεων εφοδιασμού που καθιστούν αναγκαία την προσφυγή σε σκόπιμες διακοπές φορτίων. Οι μηχανισμοί διακοψιμότητας, που αντιμετωπίζουν απρόβλεπτα γεγονότα υψηλής επικινδυνότητας και μικρής πιθανότητας εμφάνισης όπως οι ακραίες τιμές ψύχους, ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση κατά τον χρόνο εφαρμογής της μεταρρύθμισης και ελήφθησαν υπόψη για την αξιολόγηση της ζήτησης σε φυσικό αέριο. Αντιθέτως, οι εν λόγω μηχανισμοί δεν θεωρούνται προσαρμοσμένοι για την αντιμετώπιση των κινδύνων συμφόρησης που χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη επικινδυνότητα αλλά μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης.

(302)

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός αποτελεί κατάλληλο μέσο για την προώθηση της ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας της αποθήκευσης φυσικού αερίου και την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού.

γ)   Αναλογικός χαρακτήρας του καθεστώτος ενίσχυσης

(303)

Μια ενίσχυση θεωρείται αναλογική όταν περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο ύψος για τον περιορισμό των επιπτώσεων στην εσωτερική αγορά.

(304)

Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του ρυθμιστικού μηχανισμού, οι επιχειρήσεις αποθήκευσης απολαμβάνουν ένα εγγυημένο εισόδημα. Η αξιολόγηση της αναλογικότητας του ρυθμιστικού μηχανισμού προϋποθέτει εκτίμηση της αναλογικότητας της μεθόδου υπολογισμού του επιτρεπόμενου εισοδήματος των επιχειρήσεων αποθήκευσης η οποία περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 81.

(305)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με τη διαδικασία ανεξάρτητης οικονομικής αξιολόγησης της αγοραίας αξίας της BAR κατά τον χρόνο εφαρμογής του ρυθμιστικού μηχανισμού, η οποία είχε διενεργηθεί από την CRE. Αυτό θα μπορούσε, κατά την Επιτροπή, να θέσει υπό αμφισβήτηση τον αναλογικό χαρακτήρα του μέτρου.

(306)

Παρόλο που η αποτίμηση αυτή βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ακαθάριστη λογιστική αξία και στην απόσβεση των στοιχείων ενεργητικού, η Γαλλία και οι δικαιούχοι εξήγησαν με πειστικό τρόπο ότι η CRE προχώρησε σε εις βάθος επανεκτίμηση της αρχικής BAR στις 31 Δεκεμβρίου 2016. Η CRE επαλήθευσε πράγματι ότι οι διάρκειες απόσβεσης που ζήτησαν οι επιχειρήσεις αντιστοιχούσαν στις διάρκειες που αναφέρονται στους παλαιότερους λογαριασμούς τους και στα συνήθη δεδομένα του τομέα, όπως καταγράφονται σε άλλες χώρες. Η CRE αμφισβήτησε συγκεκριμένα τη διάρκεια απόσβεσης του προσκέφαλου αερίου. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 73, η CRE απέρριψε το αίτημα για καθορισμό διάρκειας απόσβεσης 250 ετών και καθόρισε διάρκεια απόσβεσης 75 ετών για το προσκέφαλο αερίου. Στην ανάλυσή της, η CRE είχε επίσης τη συνδρομή εξωτερικών οικονομικών συμβούλων για τον καθορισμό της αρχικής BAR. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μετά τις αναλύσεις αυτές, η CRE καθόρισε αρχική BAR για τις τρεις επιχειρήσεις ύψους 4,8 δισεκατ. EUR, δηλαδή χαμηλότερη κατά 13 % έναντι της BAR που είχαν ζητήσει οι επιχειρήσεις (βλέπε πίνακα 4 στην αιτιολογική σκέψη 77).

(307)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η εφαρμογή εναλλακτικών μεθόδων, όπως η αξία των επιχειρήσεων αποθήκευσης στους λογαριασμούς των μετόχων τους, οι αξίες που εφαρμόστηκαν στις πρόσφατες συναλλαγές ή η χρήση της προσέγγισης των προεξοφλημένων ταμειακών ροών (discounted cash-flow) που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη της PwC με αντικείμενο την Teréga, καταλήγουν σε παρεμφερείς αξίες στοιχείων ενεργητικού (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 76, 129 και 160).

(308)

Εξάλλου, η εφαρμογή μιας αξίας βάσει των περιθωρίων (spreads) δεν περιλαμβάνει την αξία που αντιπροσωπεύει η αποθήκευση φυσικού αερίου για το σύστημα όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού. Συνεπώς, ο δείκτης αυτός δεν είναι αρκετά αντιπροσωπευτικός των εξελίξεων σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο ώστε να μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης για έναν ρυθμιστικό μηχανισμό όπως ο εξεταζόμενος, που σχεδιάστηκε με στόχο την κατοχύρωση της ασφάλειας εφοδιασμού σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο.

(309)

Στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας, εξηγήθηκε ότι η ανασύσταση του ιστορικού εσόδων των επιχειρήσεων θα ήταν κατ’ ανάγκη ελλιπής, καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα, και αντίθετη με τις γενικές αρχές δικαίου.

(310)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το τέλος αποθήκευσης αποσκοπεί στην αποζημίωση των εξόδων των επιχειρήσεων, εφόσον τα έξοδά αυτά αντιστοιχούν στα έξοδα «αποδοτικής επιχείρησης». Για τον σκοπό αυτό, η CRE αναθεωρεί την αποζημίωση που αιτούνται οι επιχειρήσεις κατά την έναρξη κάθε τιμολογιακής περιόδου και ελέγχει τις επενδύσεις που προγραμματίζονται από τις επιχειρήσεις σε ετήσια βάση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 82). Η αποζημίωση εμπεριέχει επίσης ένα στοιχείο ρύθμισης των ετήσιων δαπανών και εσόδων. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, για τα έτη 2018-2019, η CRE έλαβε υπόψη μόνο τα έξοδα που θεωρήθηκαν «αποδοτικά» και ότι με την εφαρμογή του ATS 2 παρέχεται σε πολλά λογιστικά στοιχεία κίνητρο για έλεγχο των εξόδων: προτρεπτική ρύθμιση για τον έλεγχο των δαπανών εκμετάλλευσης και των κεφαλαιουχικών δαπανών, και ανάλογη ρύθμιση για την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 60, 61, 65, 83, 84 και 85).

(311)

Τέλος, η μεθοδολογία βάσει της οποίας καθορίστηκε το ΜΣΚΚ των μονάδων αποθήκευσης και η αύξηση σε σχέση με το ποσοστό αναφοράς της GRTgaz κρίνονται επαρκείς.

(312)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος υπολογισμού της απόδοσης που εφάρμοσε η CRE και ειδικότερα η αποτίμηση των υπό ρύθμιση περιουσιακών στοιχείων δίνει ως αποτέλεσμα μια αναλογική απόδοση για τον περιορισμό των επιπτώσεων του καθεστώτος ενίσχυσης στην εσωτερική αγορά.

δ)   Διαφάνεια του καθεστώτος ενίσχυσης

(313)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δεσμεύσεις της Γαλλίας όπως παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 111 διασφαλίζουν τη διαφάνεια του καθεστώτος ενίσχυσης.

6.4.3.   Αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων του καθεστώτος ενίσχυσης στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές

(314)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα μέτρο ενίσχυσης ελαχιστοποιεί τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών όταν οι επιπτώσεις αυτές είναι αρκετά περιορισμένες ώστε το γενικό ισοζύγιο του μέτρου να παραμένει θετικό.

(315)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν απέκλειε το ενδεχόμενο ο μηχανισμός να προκαλεί αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, πέραν των ελάχιστων δυνατών αρνητικών επιπτώσεων που δικαιολογεί η εφαρμογή του καθεστώτος ενίσχυσης, μεταξύ i) των προμηθευτών φυσικού αερίου της Γαλλίας και άλλων κρατών μελών, ii) των επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου, αφενός, και των φορέων εκμετάλλευσης ΥΦΑ και των διαχειριστών των γραμμών διασύνδεσης, αφετέρου, και iii) των γαλλικών επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και των αντίστοιχων επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών.

(316)

Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά τις αγορές της προμήθειας φυσικού αερίου, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι το καθεστώς ενίσχυσης προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των Γάλλων προμηθευτών και των προμηθευτών φυσικού αερίου άλλων κρατών μελών εφόσον οι δημοπρασίες είναι ανοικτές για όλους τους προμηθευτές φυσικού αερίου, υπό τους ίδιους όρους, είτε είναι εγκατεστημένοι στη Γαλλία είτε σε άλλο κράτος μέλος. Οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών επιβεβαίωσαν επίσης ότι για την ίδια υπηρεσία παράδοσης, εφαρμόζεται το ίδιο τέλος χρήσης των δικτύων μεταφοράς τόσο στους Γάλλους προμηθευτές όσο και στους προμηθευτές άλλων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών φυσικού αερίου της Γαλλίας και των άλλων κρατών μελών.

(317)

Δεύτερον, όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων αποθήκευσης και των προμηθευτών εναλλακτικών μέσων ευελιξίας της Γαλλίας, οι γαλλικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι τα άλλα μέσα αποτελούν ατελή υποκατάστατα της αποθήκευσης φυσικού αερίου στο μέτρο που προϋποθέτουν διαφορετικούς χρόνους και μπορεί να είναι αναγκαία σε διαφορετικές καταστάσεις. Π.χ. σε περίπτωση κύματος ψύχους, οι δυναμικότητες των τερματικών σταθμών ΥΦΑ μπορούν να αξιοποιηθούν μόνον υπό την προϋπόθεση της διαθεσιμότητας ΥΦΑ στις δεξαμενές. Αυτές οι περιορισμένες δυναμικότητες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για περισσότερες από πέντε ημέρες στην καλύτερη περίπτωση. Όμως, το διάστημα αυτό είναι μικρότερο από τη μέση διάρκεια ενός κύματος ψύχους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής χρόνος για άφιξη φορτίου αρκετά γρήγορα ώστε να αποφευχθεί διαταραχή της εξαγωγής. Επιπλέον, σε περίπτωση συμφόρησης του δικτύου, η αποτελεσματικότητα των τερματικών σταθμών ΥΦΑ εξαρτάται από τη γεωγραφική εγγύτητά τους με τα σημεία κατανάλωσης.

(318)

Ενδιαφερόμενοι τρίτοι υπογράμμισαν επίσης ότι οι δεσμεύσεις των τερματικών σταθμών ΥΦΑ και η αποθήκευση του φυσικού αερίου δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά. Εξηγούν ότι οι εισαγωγές ΥΦΑ στην Ευρώπη και στη Γαλλία σημείωσαν μεγάλη αύξηση μετά την εφαρμογή του καθεστώτος ενίσχυσης το 2018. Το επίπεδο εισαγωγών των ~21,5 Bcm ΥΦΑ στη Γαλλία το 2019 αποτέλεσε ρεκόρ.

(319)

Όσον αφορά τις γραμμές διασύνδεσης, υποστηρίχθηκε στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ότι αποτελούν πρωτίστως μέσα εισαγωγής φυσικού αερίου. Τα ενδιαφερόμενα μέρη επισημαίνουν ότι, απουσία αποθήκευσης, θα έπρεπε να διαστασιολογηθούν οι γραμμές διασύνδεσης προκειμένου να μπορούν να εγγυηθούν τον εφοδιασμό σε φυσικό αέριο κατά τις αιχμές κατανάλωσης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αναποτελεσματικό. Με βάση τις προβολές για μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στη Γαλλία, δεν προβλέπεται κατασκευή νέων γραμμών διασύνδεσης. Το κόστος της κατασκευής συμπληρωματικών γραμμών διασύνδεσης και της ενίσχυσης του δικτύου θα ήταν ουσιαστικά υψηλότερο από το κόστος του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης.

(320)

Εξάλλου, η αποθήκευση φυσικού αερίου δεν επηρεάζει τον συνολικό όγκο φυσικού αερίου που διέρχεται από τις γραμμές διασύνδεσης, ο οποίος εξαρτάται από τον όγκο φυσικού αερίου που καταναλώνεται στη Γαλλία. Ωστόσο, ενδιαφερόμενα μέρη παραπέμπουν σε έκθεση (98) του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ACER) η οποία διαπιστώνει ότι η αφθονία φυσικού αερίου σε αποθήκευση ελαχιστοποιεί τις εισαγωγές σε περιόδους αιχμής της κατανάλωσης που συνήθως προκύπτουν όταν η τιμή του φυσικού αερίου είναι στα υψηλότερα επίπεδα.

(321)

Όπως επισημαίνεται από ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή εξέτασε επανειλημμένα, χωρίς ωστόσο να καταλήξει σχετικά, το ενδεχόμενο ύπαρξης σχετικής αγοράς που περιλαμβάνει τις υποδομές που συνδέονται με τη μεταφορά του φυσικού αερίου, συγκεκριμένα τις γραμμές διασύνδεσης, την αποθήκευση φυσικού αερίου, τους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ και τις υποδομές επαναεριοποίησης. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τα διάφορα μέσα ευελιξίας μπορούν να παρέχουν συμπληρωματικές υπηρεσίες χωρίς ωστόσο να αποκλείεται τελείως ο αντίκτυπος της αποθήκευσης φυσικού αερίου στους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ και στις γραμμές διασύνδεσης. Παρά ταύτα, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(322)

Τρίτον, το καθεστώς ενίσχυσης θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού έναντι των επιχειρήσεων αποθήκευσης, των άλλων κρατών μελών, ιδίως δε των γειτονικών κρατών της Γαλλίας. Με δεδομένες τις γραμμές διασύνδεσης, ο κίνδυνος αυτός είναι εξ ορισμού ιδιαίτερα σημαντικός για το Βέλγιο και τη Γερμανία.

(323)

Η βελγική CREG ενημέρωσε την Επιτροπή για το γεγονός ότι, μετά την εφαρμογή του ρυθμιστικού κανονισμού, το ποσοστό πλήρωσης της μοναδικής βελγικής μονάδας αποθήκευσης του Loenhout μειώθηκε από 84 % (χειμώνας 2017-2018) σε 54 % (χειμώνας 2018-2019). Το ποσοστό πλήρωσης σημείωσε στη συνέχεια αύξηση φτάνοντας το 97 % για τον χειμώνα 2019-2020. Το ποσοστό πλήρωσης το 2018-2019 αντιστοιχούσε στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Η CREG υπογραμμίζει ότι υπήρξαν επιπτώσεις από την εφαρμογή του μηχανισμού απόδοσης στη Γαλλία (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 195 έως 200). Παρά την εκ νέου αύξηση των ποσοστών πλήρωσης τον επόμενο χειμώνα, η εξέλιξη αυτή δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να αποκλείσει το ενδεχόμενο αντίκτυπου στον τομέα της αποθήκευσης φυσικού αερίου των γειτονικών χωρών. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Fluxys, φορέας εκμετάλλευσης του Loenhout, δεν αναφέρει ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τις δραστηριότητές της (βλέπε αιτιολογική σκέψη 212).

(324)

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης των γειτονικών κρατών μελών περιορίζονται από το υψηλό επίπεδο του ποσοστού δέσμευσης (π.χ. άνω του 90 % στη Γερμανία, 60 % στο Βέλγιο), βάσει μακροπρόθεσμων συμβολαίων. Ωστόσο, τα συμβόλαια αυτά φτάνουν στη λήξη τους το 2022-2023. Έτσι, ο ρυθμιστικός κανονισμός θα μπορούσε να επηρεάσει μελλοντικά τους εμπορικούς όρους κατά την επαναδιαπραγμάτευση των εν λόγω μακροπρόθεσμων συμβολαίων τόσο ως προς τις τιμές όσο και ως προς τα ποσοστά δέσμευσης και, εντέλει, την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων αποθήκευσης των γειτονικών κρατών μελών. Για να μπορεί η Επιτροπή να είναι βέβαιη ότι η αξιολόγησή της στο σημείο αυτό θα συνεχίσει να είναι έγκυρη και μετά τη λήξη των μακροπρόθεσμων συμβολαίων, οι γαλλικές αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση να τής υποβάλουν έκθεση πριν από το τέλος του 2024 με στοιχεία για τις επιπτώσεις του μέτρου στους ανταγωνιστές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 111).

(325)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η Fluxys υποστήριξε ότι θα ήταν επιθυμητή η εφαρμογή ενός προσαρμοσμένου μοντέλου σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να μπορούν οι επιχειρήσεις να αντεπεξέλθουν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς (βλέπε αιτιολογική σκέψη 212). Άλλες επιχειρήσεις αποθήκευσης εκφράζονται θετικά για τη μεταρρύθμιση που εφάρμοσε η Γαλλία, ενθαρρύνοντας παράλληλα μια εναρμονισμένη προσέγγιση στην Ένωση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 224 και 229).

6.5.   Στάθμιση των θετικών επιπτώσεων και των αρνητικών επιπτώσεων της ενίσχυσης στην εσωτερική αγορά

(326)

Ένα καθεστώς κρατικής ενίσχυσης πρέπει να εγγυάται ότι το συνολικό ισοζύγιο των επιπτώσεών του είναι θετικό και να μην αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον.

(327)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, εν προκειμένω, το καθεστώς ενίσχυσης προωθεί την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή την αποθήκευση φυσικού αερίου στη Γαλλία. Επισημαίνει επίσης ότι ο ρυθμιστικός μηχανισμός συμβάλλει στην ασφάλεια του εφοδιασμού της γαλλικής επικράτειας με φυσικό αέριο. Επιπλέον, η καταλληλότητα και ο αναγκαίος και αναλογικός χαρακτήρας της ενίσχυσης περιορίζουν τις επιπτώσεις της στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ενδεχόμενος αντίκτυπος στον ανταγωνισμό μεταξύ των γαλλικών επιχειρήσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου και των αντίστοιχων επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών, φαίνεται ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης είναι αρκετά περιορισμένες ώστε το γενικό ισοζύγιο του καθεστώτος ενίσχυσης να είναι θετικό έως το τέλος του τρέχοντος ΠΕΠ το 2028, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα μεσολαβήσουν σημαντικές μεταβολές σε επίπεδο ανταγωνισμού στις αγορές φυσικού αερίου που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 110 (99).

(328)

Υπό το φως της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι θετικές επιπτώσεις της ενίσχυσης στην ανάπτυξη της υπό εξέταση οικονομικής δραστηριότητας υπερτερούν των δυνητικών αρνητικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές, τουλάχιστον έως το 2028. Συνεπώς, ο ανταγωνισμός και οι συναλλαγές δεν επηρεάζονται κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον έως το συγκεκριμένο χρονικό όριο.

7.   ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ

(329)

Η Επιτροπή διαπιστώνει με λύπη ότι η Γαλλία χορήγησε παράνομα το επίμαχο μέτρο κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028, ημερομηνία κατά την οποία λήγει η τρέχουσα περίοδος ΠΕΠ.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γαλλία στις επιχειρήσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 28 Ιουνίου 2021.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 112 της 3.4.2020, σ. 39.

(2)  Οι εν λειτουργία μονάδες ανέρχονται σε δώδεκα αν υπολογιστούν χωριστά οι μονάδες της Lussagnet και της Izaute. Οι μονάδες αυτές ανήκουν στην Teréga και έχουν κοινές τεχνικές εγκαταστάσεις. Για τον λόγο αυτό, θεωρούνται άλλοτε ως μία ενιαία υποδομή (π.χ. στον ΠΕΠ 2019-2028) και άλλοτε ως δύο διακριτές υποδομές (π.χ. στον ΠΕΠ 2016-2023).

(3)  Διάταγμα 2014-328 της 12ης Μαρτίου 2014 για την τροποποίηση του διατάγματος 2006-1034 της 21ης Αυγούστου 2006 σχετικά με την πρόσβαση στις υπόγειες αποθηκεύσεις φυσικού αερίου.

(4)  Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1938 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 994/2010 (ΕΕ L 280 της 28.10.2017, σ. 1).

(6)  Νόμος αριθ. 2017-1839 της 30ής Δεκεμβρίου 2017 ο οποίος θέτει τέλος στην έρευνα καθώς και στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και άπτεται διαφόρων διατάξεων στους τομείς της ενέργειας και του περιβάλλοντος.

(7)  Άρθρο L.421-3-1 του ενεργειακού κώδικα.

(8)  Άρθρο L.421-3-1 του ενεργειακού κώδικα.

(9)  Άρθρο L.421-5-1 του ενεργειακού κώδικα.

(10)  Άρθρο L.452-1 του ενεργειακού κώδικα.

(11)  Τα στοιχεία για τις αμετάβλητες δυναμικότητες διασύνδεσης αερίου Η προέρχονται από την έκθεση Transmission Capacity Map 2017 [Χάρτης δυναμικοτήτων μεταφοράς 2017], του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (ΕΔΔΣΜ Αερίου).

(12)  Π.χ., η Γαλλία υπολόγισε το κόστος κατασκευής των αγωγών αερίου Arc Lyonnais, Eridan και Perche για τη διευκόλυνση της μεταφοράς αερίου από τον Βορρά στον Νότο της Γαλλίας σε 1,6 δισεκατ. EUR.

(13)  Η δυναμικότητα εξαγωγής κατανέμεται ως εξής μεταξύ των τεσσάρων τερματικών σταθμών: ο τερματικός σταθμός του Montoir διαθέτει δυναμικότητα εξαγωγής 400 GWh/j, ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ του Fos-Cavaou δυναμικότητα 205 GWh/j, ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ του Fos-Tonkin δυναμικότητα 205 GWh/j και, τέλος, ο τερματικός σταθμός ΥΦΑ της Δουνκέρκης δυναμικότητα εξαγωγής 520 GWh/j. Όταν χρησιμοποιείται η γραμμή διασύνδεσης της Δουνκέρκης σε πλήρη δυναμικότητα, η δυναμικότητα έγχυσης του τερματικού σταθμού ΥΦΑ της Δουνκέρκης στο γαλλικό δίκτυο φυσικού αερίου περιορίζεται στα 350 GWh/j λόγω σημείου συμφόρησης στο δίκτυο μεταφοράς.

(14)  Διάταγμα αριθ. °2020-456 σχετικά με τον ΠΕΠ.

(15)  Διάταγμα αριθ. °2016-1442 της 27ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με τον ΠΕΠ.

(16)  Διάταγμα αριθ. 2018-1248 της 26ης Δεκεμβρίου 2018 σχετικά με τις υποδομές αποθήκευσης φυσικού αερίου που είναι αναγκαίες για την ασφάλεια εφοδιασμού.

(17)  Απόφαση αριθ. °2018-039 της 22ας Φεβρουαρίου 2018 σχετικά με τις διαδικασίες εμπορίας των δυναμικοτήτων αποθήκευσης στο πλαίσιο της εφαρμογής της υπό ρύθμιση πρόσβασης τρίτων στις εγκαταστάσεις υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία.

(18)  Απόφαση της CRE αριθ. °2018-068 της 22ας Μαρτίου 2018 σχετικά με το τέλος χρήσης των υποδομών υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου των εταιρειών Storengy, TIGF και Géométhane από το έτος 2018.

(19)  Απόφαση της CRE αριθ. °2020-011 της 23ης Ιανουαρίου 2020 σχετικά με το τέλος χρήσης των υποδομών υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου των εταιρειών Storengy, Teréga και Géométhane.

(20)  Η CRE βασίζει αυτή τη σύγκριση στη μελέτη «Methodologies and parameters used to determine the allowed or target revenue of gas transmission system operators (TSOs)» [Μεθοδολογίες και παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του επιτρεπόμενου εισοδήματος ή του εισοδήματος στόχου των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) φυσικού αερίου], που διενεργήθηκε από την Economic Consulting Associates (ECA) για λογαριασμό του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ACER) της ΕΕ.

(21)  Η μέθοδος αυτή απορρέει από τον διορθωτικό νόμο περί προϋπολογισμού της 28ης Δεκεμβρίου 2001 διά του οποίου συστήθηκε ειδική επιτροπή (η λεγόμενη «επιτροπή Houri») που είναι αρμόδια για τον καθορισμό της τιμής εκποίησης, από το Δημόσιο, των δικτύων μεταφοράς φυσικού αερίου. Παρεμφερής μέθοδος χρησιμοποιήθηκε επίσης για την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των τερματικών σταθμών ΥΦΑ και των εταιρειών διανομής φυσικού αερίου.

(22)  Ως «προσκέφαλο αερίου» ορίζεται το αέριο που διοχετεύεται επί μονίμου βάσεως στις υπόγειες δεξαμενές και είναι απαραίτητο για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων αποθήκευσης καθότι αναγκαίο για τη διατήρηση μιας ελάχιστης πίεσης αποθήκευσης που επιτρέπει την προμήθεια του ωφέλιμου όγκου με τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά απόληψης (προαναφερθείσα απόφαση της CRE αριθ. °2018-068).

(23)  Συγκεκριμένα, η έκθεση του γραφείου Compass Lexecon της 20ής Μαρτίου 2017 διατύπωνε σύσταση για καθορισμό του ΜΣΚΚ μεταξύ 4,2 και 5,8 %.

(24)  Απόφαση της CRE της 26ης Ιανουαρίου 2012 για την πιστοποίηση της εταιρείας GRTgaz· απόφαση αριθ. °2019-135 της CRE της 25ης Ιουνίου 2019 σχετικά με τη διατήρηση της πιστοποίησης της εταιρείας Teréga μετά την απόκτηση τριών συμμετοχών του ομίλου Crédit Agricole σε επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας.

(25)  Απόφαση της CRE της 26ης Ιανουαρίου 2012 για την πιστοποίηση της εταιρείας TIGF· απόφαση της CRE της 4ης Φεβρουαρίου 2016 σχετικά με τη διατήρηση της πιστοποίησης της εταιρείας TIGF μετά την είσοδο της εταιρείας Predica στο κεφάλαιο της TIGF Holding.

(26)  Απόφαση της CRE αριθ. °2018-69 της 22ας Μαρτίου 2018 σχετικά με τη θέσπιση τιμολογιακής χρέωσης αποθήκευσης στο τέλος χρήσης των δικτύων μεταφοράς της GRTgaz και της TIGF.

(27)  Άρθρο L.445-3 του ενεργειακού κώδικα: «Τα προκαθορισμένα τιμολόγια πώλησης του φυσικού αερίου καθορίζονται σε συνάρτηση με τα εγγενή χαρακτηριστικά των προμηθειών και του κόστους που συνδέεται με αυτές τις προμήθειες. Καλύπτουν το σύνολο αυτού του κόστους […].»

Άρθρο R.445-3 του ενεργειακού κώδικα: «Ορίζεται για κάθε προμηθευτή ένας τύπος τιμολογήσεως που εκφράζει το σύνολο του κόστους εφοδιασμού σε φυσικό αέριο. Ο τύπος τιμολογήσεως και το λοιπό κόστος, πλην του κόστους εφοδιασμού, καθιστούν δυνατό τον καθορισμό του μέσου κόστους προμήθειας φυσικού αερίου, βάσει του οποίου καθορίζονται τα προκαθορισμένα τιμολόγια πωλήσεως του φυσικού αερίου, σε συνάρτηση με τον τρόπο εξυπηρετήσεως των οικείων πελατών.

Το λοιπό κόστος, πλην του κόστους εφοδιασμού, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων: […] 2 το κόστος ενδεχόμενης χρήσεως των αποθηκευμένων ποσοτήτων φυσικού αερίου».

(28)  Απόφαση αριθ. 2018-069, όπ.π., σ. 7-8.

(29)  Απόφαση αριθ. 2018-069, όπ.π.

(30)  Απόφαση αριθ. °2018-069 της CRE της 22ας Μαρτίου 2018, όπ.π.

(31)  Απόφαση αριθ. °2020-011 της CRE της 23ης Ιανουαρίου 2020, όπ.π.

(32)  Διάταγμα 2020-456 της 21ης Απριλίου 2020, όπ.π.

(33)  http://www.europe-en-france.gouv.fr/Centre-de-ressources/Aides-d-etat/Regimes-d-aides

(34)  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ.

(35)  Σύμφωνα με την έκθεση «Observatoire des marchés de détail du 4e trimestre 2019» [Παρατηρητήριο των λιανικών αγορών κατά το 4ο τρίμηνο 2019] που δημοσίευσε η CRE, στις 31 Δεκεμβρίου 2019, το 66 % των ζωνών οικιστικής και μη οικιστικής χρήσης είχαν επιλέξει προσφορές της αγοράς έναντι 34 % που επωφελούνταν προσφορών στο πλαίσιο του προκαθορισμένου τιμολογίου πώλησης, και το 91 % της κατανάλωσης φυσικού αερίου παρέχεται από προσφορές της αγοράς έναντι 9 % από προσφορές στο πλαίσιο του προκαθορισμένου τιμολογίου πώλησης.

(36)  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του νόμου 2019-1147 της 8ης Νοεμβρίου 2019 για την ενέργεια και το κλίμα.

(37)  Παρά το γεγονός ότι, μεταξύ 2013 και 2017, τα έσοδα από την εμπορία δεν ήταν υψηλά, το συνολικό επιτρεπόμενο εισόδημα είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον κύκλο εργασιών που είχαν πραγματοποιήσει οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις κατά την περίοδο 2008-2012, σε ένα πλαίσιο αυξημένου περιθωρίου (spread).

(38)  Αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2014, Banco de Santander, T-399/11, ECLI:EU:C:2014:938, σκέψη 75· της 11ης Νοεμβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-73/03, ECLI:EU:C:2004:711, σκέψη 28.

(39)  Με εξαίρεση την Dunkerque LNG στην οποία έχει χορηγηθεί απαλλαγή.

(40)  Εξαγορά της εταιρείας TIGF από κοινοπραξία των εταιρειών GIC, Snam και EDF.

(41)  Απόκτηση συμμετοχών από την εταιρεία Prédica στο κεφάλαιο της TIGF.

(42)  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου L. 443-4 του ενεργειακού κώδικα.

(43)  Βλέπε, π.χ., Επιτροπή, 14 Νοεμβρίου 2006, M. 4180 Gaz de France/Suez, σημείο 341.

(44)  Επιτροπή, 29 Σεπτεμβρίου 1999, M. 1383 — Exxon/Mobil, σημεία 69 και 261· Επιτροπή, 25 Απριλίου 2003, M. 3086 — Gaz de France/Preussag Energie, σημείο 14· Επιτροπή, 21 Δεκεμβρίου 2005, M. 3696 EON/MOL, σημείο 99· Επιτροπή, 19 Νοεμβρίου 2013, M.6984 — EPH/Stredoslovenska Energetika, σημείο 24.

(45)  Επιτροπή, 8 Οκτωβρίου 2004, M. 3410 Total/Gaz de France, σημείο 19.

(46)  Επιτροπή, 21 Δεκεμβρίου 2005, M. 3696 — E.ON/MOL, σημείο 130· Επιτροπή, 19 Νοεμβρίου 2013, M.6984 - EPH/Stredoslovenska Energetika, σημείο 24.

(47)  Κατά μέσο όρο 4,2 TWh αποθέματος στους γαλλικούς τερματικούς σταθμούς στη διάρκεια του χειμώνα.

(48)  10 έως 15 ημέρες ανάλογα με την προέλευση του αερίου.

(49)  Οι τιμές των διαφόρων αγορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για ΥΦΑ από όλο τον κόσμο.

(50)  Διατίθενται σε μια περίοδο τεσσάρων μηνών.

(51)  Title Transfer Facility (Ταμείο Μεταφοράς Τίτλων): τόπος διεξαγωγής της πλειονότητας των προθεσμιακών συναλλαγών.

(52)  Από 88 % έως 99 % και από 54 % έως 97 % αντίστοιχα.

(53)  Rapport technico-économique établi consécutivement à l’ouverture par la Commission européenne d’une enquête concernant les conditions de régulation des stockages de gaz naturel en France [Τεχνικοοικονομική έκθεση συνταχθείσα σε συνέχεια της κίνησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδικασίας έρευνας σχετικά με τους όρους ρύθμισης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία], […] 12 Ιουνίου 2020.

(54)  Ήτοι τιμή εξαγοράς (130,6)/(98 % x 50 %).

(55)  Rapport technico-économique établi consécutivement à l’ouverture par la Commission européenne d’une enquête concernant les conditions de régulation des stockages de gaz naturel en France [Τεχνικοοικονομική έκθεση συνταχθείσα σε συνέχεια της κίνησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδικασίας έρευνας σχετικά με τους όρους ρύθμισης των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γαλλία], […] 12 Ιουνίου 2020.

(56)  Η AFIEG εκπροσωπεί γαλλικές επιχειρήσεις και θυγατρικές εταιρείες ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου: Alpiq Energie France, BKW France, Endesa, Fortum France, Gazprom Energy, Total Direct Energie, Gazel Energie, Vattenfall. Οι εταιρείες Enovos και Primeo Energie είναι συνδεδεμένα μέλη.

(57)  Διαταγή της 13ης Μαρτίου 2018 σχετικά με τα ελάχιστα αποθέματα φυσικού αερίου για την εγγύηση της ασφάλειας εφοδιασμού σε φυσικό αέριο κατά την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2019.

(58)  Η AFG είναι το επαγγελματικό συνδικάτο του κλάδου φυσικού αερίου της Γαλλίας. Τακτικά μέλη της είναι οι εταιρείες EDF, ENGIE, France Gas Liquides, Gazprom, GRDF, GRTgaz, Teréga, Total. Εκτός των τακτικών μελών υπάρχουν συνδεδεμένα μέλη, εταίροι και εταιρείες μέλη.

(59)  Η ANODE εκπροσωπεί τους εναλλακτικούς προμηθευτές ενέργειας στη Γαλλία. Μέλη της ένωσης είναι οι EkWateur, Enercoop, Energie d’ici, Eni Gas & Power France, Greenyellow, Gaz Européen, Planète OUI, Plüm Energie, SAVE, Total Direct Energie, Vattenfall και Wekiwi.

(60)  Η CREG είναι η ρυθμιστική αρχή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου του Βελγίου.

(61)  Η μονάδα έχει δυναμικότητα αποθήκευσης 780 εκατ. κυβικά μέτρα (που αντιστοιχούν σε 9 TWh).

(62)  […].

(63)  Η EFET εκπροσωπεί περισσότερες από 100 εταιρείες εμπορίας ενέργειας, με δραστηριότητα σε περισσότερες από 28 ευρωπαϊκές χώρες.

(64)  Διαχειριστής τερματικών σταθμών ΥΦΑ.

(65)  Εταιρεία εμπορίας στον τομέα της ενέργειας.

(66)  Διαχειριστής υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου στο Βέλγιο.

(67)  Γαλλική συνδικαλιστική ομοσπονδία συνδεδεμένη με την Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων (Confédération générale du travail-CGT).

(68)  Διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου.

(69)  Διαχειριστής υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου.

(70)  Μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Gas Infrastructure Europe (GIE): Gas Storage Market Failures [Ανεπάρκειες της αγοράς αποθήκευσης φυσικού αερίου], Pöyry, Σεπτέμβριος 2017.

(71)  Μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Gas Infrastructure Europe (GIE): Measures for a sustainable gas storage market [Μέτρα για μια βιώσιμη αγορά αποθήκευσης φυσικού αερίου], FTI-CL Energy, Οκτώβριος 2018.

(72)  Εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της ενέργειας.

(73)  Διαχειριστής υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου.

(74)  Μελέτες που διενεργήθηκαν για λογαριασμό της Gas Infrastructure Europe (GIE): Gas Storage Market Failures, Pöyry, Σεπτέμβριος 2017 και Value of the gas storage infrastructure for the electricity system [Αξία των υποδομών αποθήκευσης φυσικού αερίου για το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας], Artelys, Οκτώβριος 2019.

(75)  Μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Gas Infrastructure Europe (GIE): Measures for a sustainable gas storage market [Μέτρα για μια βιώσιμη αγορά αποθήκευσης φυσικού αερίου], FTI-CL Energy, Οκτώβριος 2018.

(76)  Η UPRIGAZ εκπροσωπεί επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μέρος ή στο σύνολο της αλυσίδας φυσικού αερίου: Dalkia France, Eni, ENGIE, Equinor, ENGIE Cofely, Naturgy, Total Energie Gaz, Teréga, Total Gaz Électricité Holdings France.

(77)  Αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C 482/99, ECLI:EU:C:2002:294, σκέψη 24· της 30ής Μαΐου 2013, Doux Élevage et Coopérative agricole UKL-ARREE, C 677/11, ECLI:EU:C:2013:348, σκέψη 27, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C-262/12, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψη 16.

(78)  Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C-262/12, ECLI:EU:C:2013:851, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

(79)  Νόμος αριθ. 2017-1839 της 30ής Δεκεμβρίου 2017 ο οποίος θέτει τέλος στην έρευνα καθώς και στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και άπτεται διαφόρων διατάξεων στους τομείς της ενέργειας και του περιβάλλοντος.

(80)  Διάταγμα αριθ. °2020-456 σχετικά με τον ΠΕΠ.

(81)  Αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, ECLI:EU:C:2002:294, σκέψη 36, της 30ής Μαΐου 2013, Doux Élevage et Coopérative agricole UKL-ARREE, C-677/11, ECLI:EU:C:2013:348, σκέψη 34, της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C 405/16 P, ECLI:EU:C:2019:268, σκέψη 55, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-217/17, ECLI:EU:T:2019:633, σκέψη 105.

(82)  Αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, ECLI:EU:C:1974:71, σκέψη 35· της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C 262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 25, της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C 405/16 P, ECLI:EU:C:2019:268, σκέψη 58, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-217/17, ECLI:EU:T:2019:633, σκέψη 107.

(83)  Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-217/17, ECLI:EU:C:2019:633, σκέψη 126.

(84)  Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C 405/16 P, ECLI:EU:C:2019:268, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-217/17, ECLI:EU:C:2019:633, σκέψη 108.

(85)  Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C-329/15, ECLI:EU:C:2017:671, σκέψη 30.

(86)  Απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C 706/17, ECLI:EU:C:2019:407, σκέψη 66.

(87)  Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord BV, C-206/06, ECLI:EU:C:2008:413.

(88)  Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord BV, C-206/06, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψεις 47 και 66.

(89)  Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord BV, C-206/06, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψη 49.

(90)  Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-405/16, ECLI:EU:C:2019:268.

(91)  Απόφαση της CRE αριθ. °2018-022 της 7ης Φεβρουαρίου 2018 σχετικά με την εξέλιξη του τέλους χρήσης των υποδομών υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου των εταιρειών GRTgaz και TIGF από την 1η Απριλίου 2018.

(92)  Αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ., C-206/06, ECLI:EU:C:2008:413, σκέψη 79· της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C-74/16, ECLI:EU:C:2017:496, σκέψη 65 και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C 706/17, ECLI:EU:C:2019:407, σκέψη 74.

(93)  Αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C-518/13, ECLI:EU:C:2015:9, σκέψεις 53 έως 55, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 54.

(94)  Αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português et Massa Insolvente do Banco Privado Português, C-667/13, ECLI:EU:C:2015:151, σκέψη 51· της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C-150/16, ECLI:EU:C:2017:388, σκέψη 34· και της 15ης Μαΐου 2019, Achema e.a, C 706/17, ECLI:EU:C:2019:407, σκέψη 94.

(95)  Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020) (ΕΕ C 200 της 28.6.2014, σ. 1).

(96)  Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020 στην υπόθεση C-594/18 P, Αυστρία κατά Επιτροπής (Hinkley Point C), ECLI:EU:C:2020:742, σκέψη 19.

(97)  Όπως επιβεβαίωσε και η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2020:742.

(98)  Έκθεση του ACER της 6ης Απριλίου 2020, The internal gas market in Europe: The role of transmission tariffs [Η εσωτερική αγορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη: ο ρόλος των τιμολογίων μεταφοράς], σημείο 174.

(99)  Εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι μια υφιστάμενη ενίσχυση δεν είναι ή δεν είναι πλέον συμβατή με την εσωτερική αγορά, μπορεί να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).


18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/163


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/445 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 15ης Μαρτίου 2022

για την τροποποίηση του παραρτήματος της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τη νομισματική συμφωνία της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ανδόρας (στο εξής: συμφωνία) τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2012.

(2)

Το άρθρο 8 παράγραφος 1 της συμφωνίας απαιτεί από το Πριγκιπάτο της Ανδόρας να εφαρμόζει τις πράξεις της Ένωσης όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα σε ευρώ, το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό δίκαιο, την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την πρόληψη της απάτης και της παραχάραξης ρευστών και μη ρευστών μέσων πληρωμής, μεταλλίων και μαρκών, καθώς και τις υποχρεώσεις υποβολής στατιστικών στοιχείων. Κατάλογος των εν λόγω πράξεων περιλαμβάνεται στο παράρτημα της νομισματικής συμφωνίας.

(3)

Το παράρτημα θα πρέπει να τροποποιείται από την Επιτροπή κάθε έτος προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι νέες σχετικές νομικές πράξεις και κανόνες της Ένωσης, καθώς και οι τροποποιήσεις όσων ήδη ισχύουν.

(4)

Ορισμένες νομικές πράξεις και κανόνες της Ένωσης δεν ισχύουν πλέον και, συνεπώς, θα πρέπει να διαγραφούν από το παράρτημα, ενώ παράλληλα εκδόθηκαν ή τροποποιήθηκαν άλλες σχετικές νομικές πράξεις και κανόνες της Ένωσης και θα πρέπει να προστεθούν στο παράρτημα.

(5)

Συνεπώς, το παράρτημα της νομισματικής συμφωνίας θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2022.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

 

Πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

 

1

Απόφαση 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών (ΕΕ L 271 της 24.10.2000, σ. 4).

 

2

Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (ΕΕ L 182 της 5.7.2001, σ. 1).

 

3

Απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος (ΕΕ L 68 της 15.3.2005, σ. 49).

31 Μαρτίου 2015 (1)

4

Απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων (ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103).

 

5

Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 39).

1 Νοεμβρίου 2016 (2)

6

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).

1 Οκτωβρίου 2017 (3)

7

Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

1 Οκτωβρίου 2017 (3)

 

Τροποποιήθηκε με την ακόλουθη πράξη:

 

8

Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43).

31 Δεκεμβρίου 2020 (6)

 

Συμπληρώθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

9

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1675 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την επισήμανση των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες (ΕΕ L 254 της 20.9.2016, σ. 1).

1 Δεκεμβρίου 2017 (5)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

10

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/105 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2017, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675, όσον αφορά την προσθήκη της Αιθιοπίας στον κατάλογο τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου στον πίνακα στο σημείο I του παραρτήματος (ΕΕ L 19 της 24.1.2018, σ. 1).

31 Μαρτίου 2019 (6)

11

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/212 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά την προσθήκη της Σρι Λάνκα, του Τρινιδάδ και Τομπάγκο και της Τυνησίας στον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος (ΕΕ L 41 της 14.2.2018, σ. 4).

31 Μαρτίου 2019 (6)

12

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1467 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2018, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την προσθήκη του Πακιστάν στον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος (ΕΕ L 246 της 2.10.2018, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2020 (7)

13

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/855 της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2020, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 προς συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την προσθήκη των Μπαχαμών, των Μπαρμπάντος, της Μποτσουάνας, της Καμπότζης, της Γκάνας, της Τζαμάικας, του Μαυρίκιου, της Μογγολίας, της Μιανμάρ/Βιρμανίας, της Νικαράγουας, του Παναμά και της Ζιμπάμπουε στον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος και τη διαγραφή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Αιθιοπίας, της Γουιάνας, της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λάος, της Σρι Λάνκα και της Τυνησίας από τον εν λόγω πίνακα (ΕΕ L 195 της 19.6.2020, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

14

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2021/37 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2020, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαγραφή της Μογγολίας από τον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος (ΕΕ L 14 της 18.1.2021, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

15

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/758 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 2019, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ελάχιστες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβαίνουν και το είδος των επιπρόσθετων μέτρων που πρέπει να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί για τον μετριασμό του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 125 της 14.5.2019, σ. 4).

 

16

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 6).

31 Δεκεμβρίου 2021 (7)

17

Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 22).

31 Δεκεμβρίου 2021 (7)

 

Πρόληψη της απάτης και της παραχάραξης και κιβδηλείας

 

18

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (ΕΕ L 181 της 4.7.2001, σ. 6)

30 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με την ακόλουθη πράξη:

 

19

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (ΕΕ L 17 της 22.1.2009, σ. 1).

 

20

Απόφαση 2001/887/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (ΕΕ L 329 της 14.12.2001, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2013

21

Απόφαση 2003/861/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την ανάλυση και τη συνεργασία όσον αφορά τα κίβδηλα κέρματα ευρώ (ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 44).

30 Σεπτεμβρίου 2013

22

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2182/2004 του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τα μετάλλια και τις μάρκες που προσομοιάζουν με τα κέρματα ευρώ (ΕΕ L 373 της 21.12.2004, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με την ακόλουθη πράξη:

 

23

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 46/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2182/2004 σχετικά με τα μετάλλια και τις μάρκες που προσομοιάζουν με τα κέρματα ευρώ (ΕΕ L 17 της 22.1.2009, σ. 5).

 

24

Οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 151 της 21.5.2014, σ. 1).

30 Ιουνίου 2016 (2)

25

Οδηγία (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 123 της 10.5.2019, σ. 18).

31 Δεκεμβρίου 2021 (7)

 

Κανόνες για τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα σε ευρώ

 

 

Με εξαίρεση το άρθρο 1α παράγραφοι 2 και 3 και τα άρθρα 4α, 4β και 4γ:

 

26

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4).

30 Σεπτεμβρίου 2014 (1)

 

Τροποποιήθηκε με την ακόλουθη πράξη:

 

27

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/159 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2015, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ L 27 της 3.2.2015, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2020 (8)

28

Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 για το σύστημα ελέγχου της ποιότητας των κερμάτων σε ευρώ

31 Μαρτίου 2013

29

Ανακοίνωση 2001/C 318/03 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2001, σχετικά με την προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας όσον αφορά την παράσταση της κοινής όψης των κερμάτων ευρώ [COM(2001) 600 τελικό] (ΕΕ C 318 της 13.11.2001, σ. 3).

31 Μαρτίου 2013

30

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2003/5 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Μαρτίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων κατά των προϊόντων παράνομης αναπαραγωγής τραπεζογραμματίων ευρώ και την ανταλλαγή και απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΕ L 78 της 25.3.2003, σ. 20).

31 Μαρτίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

31

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/11 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Απριλίου 2013, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2003/5 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων κατά των προϊόντων παράνομης αναπαραγωγής τραπεζογραμματίων ευρώ και την ανταλλαγή και απόσυρση τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΕ L 118 της 30.4.2013, σ. 43).

30 Σεπτεμβρίου 2014 (1)

32

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2020/2091 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Δεκεμβρίου 2020, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2003/5 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων κατά των προϊόντων παράνομης αναπαραγωγής τραπεζογραμματίων ευρώ και την ανταλλαγή και απόσυρση τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΚΤ/2020/61) (ΕΕ L 423 της 15.12.2020, σ. 65).

30 Σεπτεμβρίου 2022 (9)

33

Απόφαση ΕΚΤ/2010/14 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων ευρώ και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (ΕΕ L 267 της 9.10.2010, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

34

Απόφαση ΕΚΤ/2012/19 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 7ης Σεπτεμβρίου 2012, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2010/14 σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων ευρώ και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (ΕΕ L 253 της 20.9.2012, σ. 19).

30 Σεπτεμβρίου 2014 (1)

35

Απόφαση ΕΕ/2019/2195 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2019, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2010/14 σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων ευρώ και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (ΕΚΤ/2019/39) (ΕΕ L 330 της 20.12.2019, σ. 91).

31 Δεκεμβρίου 2021 (8)

36

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1210/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την εξακρίβωση της γνησιότητας των κερμάτων ευρώ και τη διαχείριση κερμάτων ευρώ ακατάλληλων για κυκλοφορία (ΕΕ L 339 της 22.12.2010, σ. 1).

31 Μαρτίου 2013

37

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1214/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την επαγγελματική διασυνοριακή οδική μεταφορά μετρητών ευρώ μεταξύ κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (ΕΕ L 316 της 29.11.2011, σ. 1)

31 Μαρτίου 2015 (1)

38

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 651/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με την έκδοση κερμάτων ευρώ (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 135).

30 Σεπτεμβρίου 2014 (1)

39

Απόφαση ΕΚΤ/2013/10 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις ονομαστικές αξίες, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΕ L 118 της 30.4.2013, σ. 37).

30 Σεπτεμβρίου 2014 (1)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

40

Απόφαση (ΕΕ) 2019/669 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Απριλίου 2019, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2013/10 σχετικά με τις ονομαστικές αξίες, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΕ L 113 της 29.4.2019, σ. 6).

31 Δεκεμβρίου 2020 (7)

41

Απόφαση (ΕΕ) 2020/2090 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Δεκεμβρίου 2020, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2013/10 σχετικά με τις ονομαστικές αξίες, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΚΤ/2020/60) (ΕΕ L 423 της 15.12.2020, σ. 62).

30 Σεπτεμβρίου 2022 (9)

42

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 729/2014 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2014, για την ονομαστική αξία και τις τεχνικές προδιαγραφές των κερμάτων σε ευρώ που τίθενται σε κυκλοφορία (Αναδιατύπωση) (ΕΕ L 194 της 2.7.2014, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2014 (2)

 

Νομοθεσία για τον τραπεζικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα

 

43

Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

31 Μαρτίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

44

Οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 86/635/ΕΟΚ όσον αφορά τους κανόνες αποτίμησης για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών καθώς και τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 28).

 

45

Οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ, 86/635/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16).

 

46

Οδηγία 2006/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των ετήσιων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών, της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 224 της 16.8.2006, σ. 1).

 

47

Οδηγία 89/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1989, όσον αφορά τις υποχρεώσεις δημοσίευσης των λογιστικών εγγράφων των εγκατεστημένων σε ένα κράτος μέλος υποκαταστημάτων των πιστωτικών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός του κράτους μέλους αυτού (ΕΕ L 44 της 16.2.1989, σ. 40).

31 Μαρτίου 2018

48

Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

31 Μαρτίου 2018

49

Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

31 Μαρτίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

50

Οδηγία 2009/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων καθώς και της οδηγίας 2002/47/ΕΚ για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όσον αφορά συνδεδεμένα συστήματα και πιστωτικές απαιτήσεις (ΕΕ L 146 της 10.6.2009, σ. 37).

 

51

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120).

 

52

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2019

53

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

31 Μαρτίου 2018 με εξαίρεση το άρθρο 3 παράγραφος 1: 1η Φεβρουαρίου 2023 και από 1η Φεβρουαρίου 2025 (3)

54

Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 296).

31 Δεκεμβρίου 2022 (8)

55

Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 125 της 5.5.2001, σ. 15)

31 Μαρτίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με την ακόλουθη πράξη:

 

56

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

 

57

Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

31 Μαρτίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

58

Οδηγία 2009/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων καθώς και της οδηγίας 2002/47/ΕΚ για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όσον αφορά συνδεδεμένα συστήματα και πιστωτικές απαιτήσεις (ΕΕ L 146 της 10.6.2009, σ. 37).

 

59

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

31 Μαρτίου 2018 (2)

60

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

61

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

31 Μαρτίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

62

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθώς επίσης των οδηγιών 94/19/ΕΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9).

 

63

Οδηγία 2008/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 81 της 20.3.2008, σ. 40).

 

64

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120).

 

65

Οδηγία 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 113).

 

66

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

 

67

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

68

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001 (ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11)

31 Μαρτίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με την ακόλουθη πράξη:

 

69

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).

 

70

Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

31 Μαρτίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

71

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

30 Σεπτεμβρίου 2017 (3)

72

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

73

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

31 Μαρτίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

74

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) όσον αφορά την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 5).

 

75

Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

 

76

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

31 Μαρτίου 2018 (2)

77

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

 

78

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

79

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

80

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

31 Μαρτίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

81

Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

 

82

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί θεσπίσεως προγράμματος της Ένωσης για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα της χρηματοοικονομικής αναφοράς και της ελεγκτικής κατά την περίοδο 2014-2020, και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ (ΕΕ L 105 της 8.4.2014, σ. 1).

 

83

Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 153 της 22.5.2014, σ. 1).

 

84

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

85

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2019 (1)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

86

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

 

87

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

 

88

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

31 Δεκεμβρίου 2020 (3)

89

Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

 

90

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2019 (4)

91

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/834 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την υποχρέωση εκκαθάρισης, την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις αναφοράς, τις τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την καταχώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και τις απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής (ΕΕ L 141 της 28.5.2019, σ. 42).

31 Δεκεμβρίου 2021 (8)

92

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

93

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

94

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/168 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2021, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 όσον αφορά την εξαίρεση ορισμένων δεικτών αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών τρίτων χωρών και τον καθορισμό υποκατάστατων για ορισμένους δείκτες αναφοράς που τίθενται σε παύση και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 49 της 12.2.2021, σ. 6).

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

95

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2017 (1)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

96

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2395 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9 στα ίδια κεφάλαια και για τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ορισμένων ανοιγμάτων του δημοσίου τομέα εκπεφρασμένων στο εθνικό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 27).

30 Ιουνίου 2019 (6)

97

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2401 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 1).

31 Μαρτίου 2020 (6)

98

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/630 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την ελάχιστη κάλυψη ζημιών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΕΕ L 111 της 25.4.2019, σ. 4).

31 Δεκεμβρίου 2020 (7)

99

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

100

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

101

Κανονισμός (ΕΕ) 2020/873 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2020, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και (ΕΕ) 2019/876 όσον αφορά ορισμένες προσαρμογές προς αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19 (ΕΕ L 204 της 26.6.2020, σ. 4).

31 Δεκεμβρίου 2022 (με εξαίρεση το σημείο 4) του άρθρου 1 - 31 Δεκεμβρίου 2023) (9)

102

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/558 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2021, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με προσαρμογές στο πλαίσιο τιτλοποίησης με σκοπό τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της κρίσης της COVID-19 (ΕΕ L 116 της 6.4.2021, σ. 25).

31 Δεκεμβρίου 2023 (με εξαίρεση τα σημεία 2) και 4) του άρθρου 1 - 31 Δεκεμβρίου 2024) (9)

103

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2017 (1)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

104

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

31 Μαρτίου 2018 (2)

105

Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).

31 Δεκεμβρίου 2022 (8)

106

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

107

Οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 (ΕΕ L 68 της 26.2.2021, σ. 14).

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

108

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

109

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).

1 Μαρτίου 2020 (6)

110

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2018 (5)

111

Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

31 Μαρτίου 2016 (2)

112

Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 179).

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

113

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

31 Μαρτίου 2018 (2)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

114

Οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 96).

31 Οκτωβρίου 2019 (6)

115

Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 296).

31 Δεκεμβρίου 2022 (8)

116

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

117

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

118

Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

31 Δεκεμβρίου 2020 (3)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

119

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2020 (4)

120

Οδηγία (ΕΕ) 2016/1034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 8).

31 Δεκεμβρίου 2021 (5)

121

Με εξαίρεση το άρθρο 64 παράγραφος 5:

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

122

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 334 της 27.12.2019, σ. 155).

31 Δεκεμβρίου 2024 (8)

123

Οδηγία (ΕΕ) 2020/1504 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2020, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 347 της 20.10.2020, σ. 50).

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

124

Οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 (ΕΕ L 68 της 26.2.2021, σ. 14).

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

125

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

31 Δεκεμβρίου 2020 (3)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

126

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2020 (5)

127

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

128

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

129

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2020 (4)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

130

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2020 (6)

131

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

30 Σεπτεμβρίου 2019 (4)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

132

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1).

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

133

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

134

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).

1 Μαρτίου 2020 (6)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

135

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2089 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και τους ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακούς δείκτες αναφοράς καθώς και τις γνωστοποιήσεις σχετικά με την αειφορία για τους ενωσιακούς δείκτες (ΕΕ L 317 της 9.12.2019, σ. 17).

31 Δεκεμβρίου 2021 (8)

136

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/168 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2021, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 όσον αφορά την εξαίρεση ορισμένων δεικτών αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών τρίτων χωρών και τον καθορισμό υποκατάστατων για ορισμένους δείκτες αναφοράς που τίθενται σε παύση και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 49 της 12.2.2021, σ. 6).

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

 

Νομοθεσία σχετικά με τη συλλογή στατιστικών στοιχείων  (*1)

 

137

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 25ης Ιουλίου 2013, σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΕ L 2 της 7.1.2014, σ. 34).

31 Μαρτίου 2016 (2)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

138

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2016/66 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 26ης Νοεμβρίου 2015, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η ΕΚΤ στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΚΤ/2015/40) (ΕΕ L 14 της 21.1.2016, σ. 36).

31 Μαρτίου 2017 (4)

139

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2020/1553 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 14ης Οκτωβρίου 2020, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΚΤ/2020/51) (ΕΕ L 354 της 26.10.2020, σ. 24).

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

140

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2021/827 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 29ης Απριλίου 2021, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΚΤ/2021/20) (ΕΕ L 184 της 25.5.2021, σ. 4).

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

141

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/379 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2021, σχετικά με τα στοιχεία λογιστικής κατάστασης των πιστωτικών ιδρυμάτων και του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (EKT/2021/2) (ΕΕ L 73 της 3.3.2021, σ. 16) (9)

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

142

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1072/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία επιτοκίων των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2013/34) (ΕΕ L 297 της 7.11.2013, σ. 51).

31 Μαρτίου 2016 (2)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

143

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 756/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Ιουλίου 2014, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1072/2013 (ΕΚΤ/2013/34) σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία επιτοκίων των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2014/30) (ΕΕ L 205 της 12.7.2014, σ. 14).

 

144

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2021/830 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 26ης Μαρτίου 2021, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία λογιστικής κατάστασης και επιτοκίων των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2021/11)

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

»

(1)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2013 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(2)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2014 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(3)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2015 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(4)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2016 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(5)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2017 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(6)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2018 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(7)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2019 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(8)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2020 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(9)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2021 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 30ής Ιουνίου 2011 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας.

(*1)  Όπως συμφωνήθηκε στο υπόδειγμα για την απλοποιημένη παροχή στατιστικών στοιχείων.


18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/180


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/446 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 15ης Μαρτίου 2022

για την τροποποίηση του παραρτήματος της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τη νομισματική συμφωνία της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η νομισματική συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Αγίου Μαρίνου (στο εξής: συμφωνία) τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2012.

(2)

Το άρθρο 8 παράγραφος 1 της συμφωνίας απαιτεί από τον Άγιο Μαρίνο να εφαρμόζει τις νομικές πράξεις και τους κανόνες της Ένωσης σχετικά με τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα σε ευρώ, το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό δίκαιο, την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την πρόληψη της απάτης και της παραχάραξης ρευστών και μη ρευστών μέσων πληρωμής, μεταλλίων και μαρκών, καθώς και τις υποχρεώσεις υποβολής στατιστικών στοιχείων. Οι εν λόγω πράξεις και κανόνες απαριθμούνται στο παράρτημα της νομισματικής συμφωνίας.

(3)

Το παράρτημα της νομισματικής συμφωνίας θα πρέπει να τροποποιείται από την Επιτροπή μία φορά τον χρόνο ή συχνότερα εάν κριθεί σκόπιμο, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι νέες σχετικές νομικές πράξεις και κανόνες της ΕΕ, καθώς και οι τροποποιήσεις όσων ήδη ισχύουν.

(4)

Ορισμένες νομικές πράξεις και κανόνες της Ένωσης δεν ισχύουν πλέον και, συνεπώς, θα πρέπει να διαγραφούν από το παράρτημα, ενώ παράλληλα εκδόθηκαν ή τροποποιήθηκαν άλλες νομικές πράξεις και κανόνες της Ένωσης και θα πρέπει να προστεθούν στο παράρτημα.

(5)

Συνεπώς, το παράρτημα της νομισματικής συμφωνίας θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα της νομισματικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 15 Μαρτίου 2022.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ C 121 της 26.4.2012, σ. 5.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Νομικές διατάξεις προς εφαρμογή

Προθεσμία εφαρμογής

 

Πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

 

1

Απόφαση 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με τη θέσπιση ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών των κρατών μελών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών (ΕΕ L 271 της 24.10.2000, σ. 4)

1 Σεπτεμβρίου 2013

2

Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (ΕΕ L 182 της 5.7.2001, σ. 1)

 

3

Απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος (ΕΕ L 68 της 15.3.2005, σ. 49)

1 Οκτωβρίου 2014 (1)

4

Απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων (ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103)

 

5

Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 39)

1 Νοεμβρίου 2016 (2)

6

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1)

1 Οκτωβρίου 2017 (3)

7

Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73)

1 Οκτωβρίου 2017 (3)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

8

Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43)

31 Δεκεμβρίου 2020 (6)

 

Συμπληρώθηκε με την ακόλουθη πράξη:

 

9

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1675 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την επισήμανση των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες (ΕΕ L 254 της 20.9.2016, σ. 1)

1 Οκτωβρίου 2017 (5)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

10

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/105 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2017, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675, όσον αφορά την προσθήκη της Αιθιοπίας στον κατάλογο τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου στον πίνακα στο σημείο I του παραρτήματος (ΕΕ L 19 της 24.1.2018, σ. 1)

31 Μαρτίου 2019 (6)

11

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/212 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά την προσθήκη της Σρι Λάνκα, του Τρινιδάδ και Τομπάγκο και της Τυνησίας στον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος (ΕΕ L 41 της 14.2.2018, σ. 4)

31 Μαρτίου 2019 (6)

12

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/1467 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2018, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την προσθήκη του Πακιστάν στον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος (ΕΕ L 246 της 2.10.2018, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2019 (7)

13

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/855 της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2020, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 προς συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την προσθήκη των Μπαχαμών, των Μπαρμπάντος, της Μποτσουάνας, της Καμπότζης, της Γκάνας, της Τζαμάικας, του Μαυρίκιου, της Μογγολίας, της Μιανμάρ/Βιρμανίας, της Νικαράγουας, του Παναμά και της Ζιμπάμπουε στον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος και τη διαγραφή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Αιθιοπίας, της Γουιάνας, της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λάος, της Σρι Λάνκα και της Τυνησίας από τον εν λόγω πίνακα (ΕΕ L 195 της 19.6.2020, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

14

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2021/37 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2020, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαγραφή της Μογγολίας από τον πίνακα του σημείου I του παραρτήματος (ΕΕ L 14 της 18.1.2021, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

15

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/758 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 2019, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ελάχιστες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβαίνουν και το είδος των επιπρόσθετων μέτρων που πρέπει να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί για τον μετριασμό του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 125 της 14.5.2019, σ. 4)

31 Δεκεμβρίου 2020 (7)

16

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 6)

31 Δεκεμβρίου 2021 (7)

17

Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 22)

31 Δεκεμβρίου 2021 (7)

 

Πρόληψη της απάτης και της παραχάραξης και κιβδηλείας

 

18

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (ΕΕ L 181 της 4.7.2001, σ. 6)

1 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

19

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (ΕΕ L 17 της 22.1.2009, σ. 1)

20

Απόφαση 2001/887/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία (ΕΕ L 329 της 14.12.2001, σ. 1)

1 Σεπτεμβρίου 2013

21

Απόφαση 2003/861/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την ανάλυση και τη συνεργασία όσον αφορά τα κίβδηλα κέρματα ευρώ (ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 44)

1 Σεπτεμβρίου 2013

22

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2182/2004 του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τα μετάλλια και τις μάρκες που προσομοιάζουν με τα κέρματα ευρώ (ΕΕ L 373 της 21.12.2004, σ. 1)

1 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

23

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 46/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2182/2004 σχετικά με τα μετάλλια και τις μάρκες που προσομοιάζουν με τα κέρματα ευρώ (ΕΕ L 17 της 22.1.2009, σ. 5)

24

Οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 151 της 21.5.2014, σ. 1)

1 Ιουλίου 2016 (2)

25

Οδηγία (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 123 της 10.5.2019, σ. 18)

31 Δεκεμβρίου 2021 (7)

 

Κανόνες για τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα σε ευρώ

 

26

Με εξαίρεση το άρθρο 1α παράγραφοι 2 και 3 και τα άρθρα 4α, 4β και 4γ:

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4)

1 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

27

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/159 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2015, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ L 27 της 3.2.2015, σ. 1)

31 Οκτωβρίου 2021 (8)

28

Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 για το σύστημα ελέγχου της ποιότητας των κερμάτων σε ευρώ

1 Σεπτεμβρίου 2013

29

Ανακοίνωση 2001/C 318/03 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2001, σχετικά με την προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας όσον αφορά την παράσταση της κοινής όψης των κερμάτων ευρώ (C(2001) 600 final) (ΕΕ C 318 της 13.11.2001, σ. 3)

1 Σεπτεμβρίου 2013

30

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2003/5 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Μαρτίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων κατά των προϊόντων παράνομης αναπαραγωγής τραπεζογραμματίων ευρώ και την ανταλλαγή και απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΕ L 78 της 25.3.2003, σ. 20)

1 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

31

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/11 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Απριλίου 2013, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2003/5 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων κατά των προϊόντων παράνομης αναπαραγωγής τραπεζογραμματίων ευρώ και την ανταλλαγή και απόσυρση τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΕ L 118 της 30.4.2013, σ. 43)

1 Οκτωβρίου 2013 (1)

32

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2020/2091 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Δεκεμβρίου 2020, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2003/5 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων κατά των προϊόντων παράνομης αναπαραγωγής τραπεζογραμματίων ευρώ και την ανταλλαγή και απόσυρση τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΚΤ/2020/61) (ΕΕ L 423 της 15.12.2020, σ. 65)

30 Σεπτεμβρίου 2022 (9)

33

Απόφαση ΕΚΤ/2010/14 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων ευρώ και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (ΕΕ L 267 της 9.10.2010, σ. 1)

1 Σεπτεμβρίου 2013

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

34

Απόφαση ΕΚΤ/2012/19 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 7ης Σεπτεμβρίου 2012, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2010/14 σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων ευρώ και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (2012/507/ΕΕ) (ΕΕ L 253 της 20.9.2012, σ. 19)

1 Οκτωβρίου 2013 (1)

35

Απόφαση ΕΕ/2019/2195 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2019, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2010/14 σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων ευρώ και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (ΕΚΤ/2019/39) (ΕΕ L 330 της 20.12.2019, σ. 91)

31 Δεκεμβρίου 2021 (8)

36

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1210/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την εξακρίβωση της γνησιότητας των κερμάτων ευρώ και τη διαχείριση κερμάτων ευρώ ακατάλληλων για κυκλοφορία (ΕΕ L 339 της 22.12.2010, σ. 1)

1 Σεπτεμβρίου 2013

37

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1214/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την επαγγελματική διασυνοριακή οδική μεταφορά μετρητών ευρώ μεταξύ κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (ΕΕ L 316 της 29.11.2011, σ. 1)

1 Οκτωβρίου 2014 (1)

38

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 651/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με την έκδοση κερμάτων ευρώ (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 135)

1 Οκτωβρίου 2013 (1)

39

Απόφαση ΕΚΤ/2013/10 σχετικά με τις ονομαστικές αξίες, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΚΤ/2013/10) (ΕΕ L 118 της 30.4.2013, σ. 37)

1 Οκτωβρίου 2013 (1)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

40

Απόφαση (ΕΕ) 2019/669 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Απριλίου 2019, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2013/10 σχετικά με τις ονομαστικές αξίες, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΕ L 113 της 29.4.2019, σ. 6)

31 Δεκεμβρίου 2020 (7)

41

Απόφαση (ΕΕ) 2020/2090 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Δεκεμβρίου 2020, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2013/10 σχετικά με τις ονομαστικές αξίες, τις προδιαγραφές, την αναπαραγωγή, την ανταλλαγή και την απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ (ΕΚΤ/2020/60) (ΕΕ L 423 της 15.12.2020, σ. 62)

30 Σεπτεμβρίου 2022 (9)

42

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 729/2014 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2014, για την ονομαστική αξία και τις τεχνικές προδιαγραφές των κερμάτων σε ευρώ που τίθενται σε κυκλοφορία (Αναδιατύπωση) (ΕΕ L 194 της 2.7.2014, σ. 1)

1 Οκτωβρίου 2013 (1)

 

Νομοθεσία για τον τραπεζικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα

 

43

Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1)

1 Σεπτεμβρίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

44

Οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 86/635/ΕΟΚ όσον αφορά τους κανόνες αποτίμησης για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών καθώς και τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 28)

 

45

Οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ, 86/635/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16)

 

46

Οδηγία 2006/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την τροποποίηση της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί των ετήσιων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών, της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 224 της 16.8.2006, σ. 1)

 

47

Οδηγία 89/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1989, όσον αφορά τις υποχρεώσεις δημοσίευσης των λογιστικών εγγράφων των εγκατεστημένων σε ένα κράτος μέλος υποκαταστημάτων των πιστωτικών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός του κράτους μέλους αυτού (ΕΕ L 44 της 16.2.1989, σ. 40)

1 Σεπτεμβρίου 2018

48

Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22)

1 Σεπτεμβρίου 2018

49

Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45)

1 Σεπτεμβρίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

50

Οδηγία 2009/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων καθώς και της οδηγίας 2002/47/ΕΚ για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όσον αφορά συνδεδεμένα συστήματα και πιστωτικές απαιτήσεις (ΕΕ L 146 της 10.6.2009, σ. 37)

51

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120)

52

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1)

30 Σεπτεμβρίου 2019 (3)

53

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1)

1 Σεπτεμβρίου 2018

54

Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 296)

31 Δεκεμβρίου 2022 (8)

55

Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 125 της 5.5.2001, σ. 15)

1 Σεπτεμβρίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

56

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)

57

Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43)

1 Σεπτεμβρίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

58

Οδηγία 2009/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων καθώς και της οδηγίας 2002/47/ΕΚ για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όσον αφορά συνδεδεμένα συστήματα και πιστωτικές απαιτήσεις (ΕΕ L 146 της 10.6.2009, σ. 37)

59

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)

1 Σεπτεμβρίου 2018 (2)

60

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

61

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

1 Σεπτεμβρίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

62

Οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθώς επίσης των οδηγιών 94/19/ΕΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2001/34/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των αρμόδιων επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9)

63

Οδηγία 2008/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, όσον αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 81 της 20.3.2008, σ. 40)

64

Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120)

65

Οδηγία 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 326 της 8.12. 2011, σ. 113)

66

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338)

67

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

68

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001 (ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11)

1 Σεπτεμβρίου 2018

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

69

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22)

1 Σεπτεμβρίου 2018 (1)

70

Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7)

1 Σεπτεμβρίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

71

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338)

1 Σεπτεμβρίου 2017 (3)

72

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35)

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

73

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)

1 Σεπτεμβρίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

74

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) όσον αφορά την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 5)

75

Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34)

76

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)

1 Σεπτεμβρίου 2018 (3)

77

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35)

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

78

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

79

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84)

1 Σεπτεμβρίου 2016

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

80

Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1)

81

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 258/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί θεσπίσεως προγράμματος της Ένωσης για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα της χρηματοοικονομικής αναφοράς και της ελεγκτικής κατά την περίοδο 2014-2020, και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ (ΕΕ L 105 της 8.4.2014, σ. 1)

82

Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 153 της 22.5.2014, σ. 1)

83

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

84

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22)

1 Απριλίου 2018 (2)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

85

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 248/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 όσον αφορά τη μετάβαση σε μεταφορές πιστώσεων και άμεσες χρεώσεις σε ολόκληρη την Ένωση (ΕΕ L 84 της 20.3.2014, σ. 1)

 

86

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2019 (3)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

87

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1)

88

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)

89

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84)

31 Δεκεμβρίου 2020 (3)

90

Οδηγία (EE) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73)

91

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1)

30 Σεπτεμβρίου 2019 (4)

92

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/834 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την υποχρέωση εκκαθάρισης, την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις αναφοράς, τις τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την καταχώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και τις απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής (ΕΕ L 141 της 28.5.2019, σ. 42)

31 Δεκεμβρίου 2021 (8)

93

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

94

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

95

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/168 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2021, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 όσον αφορά την εξαίρεση ορισμένων δεικτών αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών τρίτων χωρών και τον καθορισμό υποκατάστατων για ορισμένους δείκτες αναφοράς που τίθενται σε παύση και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 49 της 12.2.2021, σ. 6)

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

96

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

1 Σεπτεμβρίου 2017 (1)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

97

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2395 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9 στα ίδια κεφάλαια και για τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ορισμένων ανοιγμάτων του δημοσίου τομέα εκπεφρασμένων στο εθνικό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 27).

30 Ιουνίου 2019 (6)

98

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2401 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 1).

31 Μαρτίου 2020 (6)

99

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/630 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την ελάχιστη κάλυψη ζημιών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΕΕ L 111 της 25.4.2019, σ. 4)

31 Δεκεμβρίου 2020 (7)

100

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

101

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

102

Κανονισμός (ΕΕ) 2020/873 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2020, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και (ΕΕ) 2019/876 όσον αφορά ορισμένες προσαρμογές προς αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19 (ΕΕ L 204 της 26.6.2020, σ. 4)

31 Δεκεμβρίου 2022 (με εξαίρεση το σημείο 4) του άρθρου 1 - 31 Δεκεμβρίου 2023) (9)

103

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/558 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2021, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με προσαρμογές στο πλαίσιο τιτλοποίησης με σκοπό τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της κρίσης της COVID-19 (ΕΕ L 116 της 6.4.2021, σ. 25)

31 Δεκεμβρίου 2023 (με εξαίρεση τα σημεία 2) και 4) του άρθρου 1 - 31 Δεκεμβρίου 2024) (9)

104

Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

1 Σεπτεμβρίου 2017 (1)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

105

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)

1 Σεπτεμβρίου 2018 (3)

106

Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253)

31 Δεκεμβρίου 2022 (8)

107

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

108

Οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 (EE L 68 της 26.2.2021, σ. 14)

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

109

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

110

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1)

1 Μαρτίου 2020 (6)

111

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 1)

30 Σεπτεμβρίου 2018 (5)

112

Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)

1 Σεπτεμβρίου 2016 (2)

113

Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 179)

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

114

Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

1 Σεπτεμβρίου 2018 (2)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

115

Οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 96)

31 Οκτωβρίου 2019 (6)

116

Οδηγία (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 98/26/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 296)

31 Δεκεμβρίου 2022 (8)

117

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

118

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

119

Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

31 Δεκεμβρίου 2020 (3)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

120

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2020 (4)

121

Οδηγία (ΕΕ) 2016/1034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 8)

31 Δεκεμβρίου 2021 (5)

 

Με εξαίρεση το άρθρο 64 παράγραφος 5:

 

122

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

123

Οδηγία (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 334 της 27.12.2019, σ. 155)

31 Δεκεμβρίου 2024 (8)

124

Οδηγία (ΕΕ) 2020/1504 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2020, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 347 της 20.10.2020, σ. 50)

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

125

Οδηγία (ΕΕ) 2021/338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, την παρακολούθηση των προϊόντων και τα όρια θέσης, και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/878 όσον αφορά την εφαρμογή τους στις εταιρείες επενδύσεων, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανάκαμψης από την κρίση της COVID-19 (EE L 68 της 26.2.2021, σ. 14)

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

126

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

31 Δεκεμβρίου 2020 (3)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

127

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2020 (5)

128

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2023 (8)

129

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

130

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2020 (4)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

131

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΕΕ L 175 της 30.6.2016, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2020 (6)

132

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1)

30 Σεπτεμβρίου 2019 (4)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

133

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1)

31 Δεκεμβρίου 2024 (με εξαίρεση: το άρθρο 95 - 31 Δεκεμβρίου 2022, το άρθρο 87 παράγραφος 2 - 31 Δεκεμβρίου 2023, το άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 6, 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 18 και 19, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 8, 9, 10, 11 και 12 και το άρθρο 11 - 31 Δεκεμβρίου 2024, το άρθρο 9 παράγραφος 14 και το άρθρο 20 - 31 Δεκεμβρίου 2025) (9)

134

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35) και τα αντίστοιχα μέτρα επιπέδου 2, κατά περίπτωση

30 Σεπτεμβρίου 2018 (4)

135

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1)

1 Μαρτίου 2020 (6)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

136

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2089 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους ενωσιακούς δείκτες αναφοράς για την κλιματική μετάβαση και τους ευθυγραμμισμένους με τη συμφωνία του Παρισιού ενωσιακούς δείκτες αναφοράς καθώς και τις γνωστοποιήσεις σχετικά με την αειφορία για τους ενωσιακούς δείκτες (ΕΕ L 317 της 9.12.2019, σ. 17)

31 Δεκεμβρίου 2021 (8)

137

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/168 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2021, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 όσον αφορά την εξαίρεση ορισμένων δεικτών αναφοράς τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών τρίτων χωρών και τον καθορισμό υποκατάστατων για ορισμένους δείκτες αναφοράς που τίθενται σε παύση και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 49 της 12.2.2021, σ. 6)

31 Δεκεμβρίου 2023 (9)

 

Νομοθεσία σχετικά με τη συλλογή στατιστικών στοιχείων  (*1)

 

138

Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 25ης Ιουλίου 2013, σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΕ L 2 της 7.1.2014, σ. 34)

1 Σεπτεμβρίου 2016 (2)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

139

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2016/66 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 26ης Νοεμβρίου 2015, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η ΕΚΤ στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΚΤ/2015/40) (ΕΕ L 14 της 21.1.2016, σ. 36)

31 Μαρτίου 2017 (4)

140

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2020/1553 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 14ης Οκτωβρίου 2020, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΚΤ/2020/51) (ΕΕ L 354 της 26.10.2020, σ. 24)

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

141

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2021/827 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 29ης Απριλίου 2021, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2013/24 σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα των τριμηνιαίων χρηματοοικονομικών λογαριασμών (ΕΚΤ/2021/20) (ΕΕ L 184 της 25.5.2021, σ. 4)

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

142

Κανονισμός (ΕΕ) 2021/379 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2021, σχετικά με τα στοιχεία λογιστικής κατάστασης των πιστωτικών ιδρυμάτων και του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (EKT/2021/2) (ΕΕ L 73 της 3.3.2021, σ. 16) (9)

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

143

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1072/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία επιτοκίων των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΚΤ/2013/34) (ΕΕ L 297 της 7.11.2013, σ. 51)

1 Σεπτεμβρίου 2016 (2)

 

Τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες πράξεις:

 

144

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 756/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Ιουλίου 2014, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1072/2013 (ΕΚΤ/2013/34) σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία επιτοκίων των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2014/30) (ΕΕ L 205 της 12.7.2014, σ. 14)

 

145

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2021/830 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 26ης Μαρτίου 2021, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία λογιστικής κατάστασης και επιτοκίων των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2021/11)

31 Δεκεμβρίου 2022 (9)

»

(1)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2013 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 5 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(2)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2014 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 5 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου

(3)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2015 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 5 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(4)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2016 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 5 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(5)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2017 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 5 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(6)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2018 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 5 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(7)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2019 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(8)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2020 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(9)  Η Μεικτή Επιτροπή του 2021 συμφώνησε σχετικά με τις προθεσμίες αυτές δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 της νομισματικής συμφωνίας της 27ης Μαρτίου 2012 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου.

(*1)  Όπως συμφωνήθηκε στο υπόδειγμα για την απλοποιημένη παροχή στατιστικών στοιχείων.


18.3.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 90/197


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/447 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 8ης Μαρτίου 2022

που τροποποιεί την απόφαση 2011/15/ΕΕ σχετικά με το άνοιγμα λογαριασμών για την επεξεργασία πληρωμών συνδεόμενων με δάνεια του EFSF σε κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (ΕΚΤ/2022/10)

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 17 και 21,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι καταθέσεις που τηρούνται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά τα οριζόμενα στην απόφαση 2011/15/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2010/31) (1) θα πρέπει να τοκίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 της απόφασης (ΕΕ) 2019/1743 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2019/31) (2) προκειμένου να διασφαλίζεται συνέπεια στον τοκισμό συγκρίσιμων καταθέσεων σε επίπεδο Ευρωσυστήματος.

(2)

Για τους λόγους αυτούς η απόφαση 2011/15/ΕΕ (ΕΚΤ/2010/31) θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τροποποίηση

Το άρθρο 5 της απόφασης 2011/15/ΕΕ (ΕΚΤ/2010/31) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Τόκοι

Ο λογαριασμός μετρητών ΕθνΚΤ τοκίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του 2 παράγραφος 1 της απόφασης (ΕΕ) 2019/1743 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2019/31 (*1).

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την πέμπτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 8 Μαρτίου 2022.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  Απόφαση 2011/15/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με το άνοιγμα λογαριασμών για την επεξεργασία πληρωμών συνδεόμενων με δάνεια του EFSF σε κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (ΕΚΤ/2010/31) (ΕΕ L 10 της 14.1.2011, σ. 7).

(2)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1743 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 15ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τον εκτοκισμό των πλεοναζόντων αποθεματικών και ορισμένων καταθέσεων (ΕΚΤ/2019/31)(ΕΕ L 267 της 21.10.2019, σ. 12).