ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

64ό έτος
6 Οκτωβρίου 2021


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2021/1757 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38399 — 2019/C (πρώην 2018/E) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία Φορολόγηση εταιρειών για τους λιμένες στην Ιταλία ( 1 )

1

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2021/1758 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 21ης Σεπτεμβρίου 2021, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2007/7 σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις του TARGET2-ΕΚΤ (ΕΚΤ/2021/43)

29

 

 

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2021/1759 τησ Ευρωπαϊκήσ Κεντρικήσ Τράπεζασ, της 20ής Ιουλίου 2021, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΚΤ/2021/30)

45

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

6.10.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/1


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2021/1757 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 4ης Δεκεμβρίου 2020

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38399 — 2019/C (πρώην 2018/E) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία Φορολόγηση εταιρειών για τους λιμένες στην Ιταλία

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 3ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή απέστειλε εκτενές ερωτηματολόγιο σε όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τη φορολόγηση των εταιρειών για τους λιμένες, καθώς και σχετικά με πιθανές άλλες μορφές κρατικής στήριξης για διάφορα είδη επενδύσεων ή για τη λειτουργία λιμένων. Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τις απαντήσεις τους στο προαναφερόμενο ερωτηματολόγιο με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 και με επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2013. Με επιστολές της 24ης Ιανουαρίου 2014 και της 2ας Σεπτεμβρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες υπέβαλε η Ιταλία με επιστολές της 14ης Φεβρουαρίου 2014, της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 και της 29ης Σεπτεμβρίου 2014. Με επιστολή της 14ης Νοεμβρίου 2014, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες. Με επιστολή της 27ης Απριλίου 2017, η Επιτροπή απηύθυνε στις ιταλικές αρχές συμπληρωματική αίτηση παροχής πληροφοριών, στην οποία οι ιταλικές αρχές απάντησαν στις 24 Μαΐου 2017.

(2)

Με επιστολή της 30ής Απριλίου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλία, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου (2) (στο εξής: διαδικαστικός κανονισμός), για την οικεία προκαταρκτική αξιολόγηση των διατάξεων σχετικά με τη φορολόγηση εταιρειών για τους λιμένες σε σχέση με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και κάλεσε τις ιταλικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Στις 22 Μαΐου 2018 και στις 27 Ιουνίου 2018 πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις μεταξύ της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών. Με επιστολή της 3ης Ιουλίου 2018, η Ιταλία απάντησε στην επιστολή της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2018. Η Ιταλία παρείχε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2018.

(3)

Στις 8 Ιανουαρίου 2019 η Επιτροπή πρότεινε κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 22 του διαδικαστικού κανονισμού. Η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλία να θεσπίσει μέτρα που θα διασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί λιμένων (autorità di sistema portuale) που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες υπόκεινται στον φόρο εταιρειών με τον ίδιο τρόπο που υπόκεινται και οι άλλες επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να την ενημερώσουν γραπτώς και εντός δύο μηνών από την παραλαβή της πρότασης ότι δέχονται, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού, ρητά, ανεπιφύλακτα και στο σύνολό της την πρόταση κατάλληλων μέτρων.

(4)

Με επιστολή της 7ης Μαρτίου 2019, η Ιταλία απέρριψε επισήμως την πρόταση της Επιτροπής. Στις 2 Απριλίου 2019 και στις 7 Μαΐου 2019 πραγματοποιήθηκαν νέες συναντήσεις μεταξύ των ιταλικών αρχών και της Επιτροπής. Στις συνεδριάσεις αυτές, η Ιταλία επανέλαβε τη θέση της.

(5)

Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν δέχθηκαν την πρόταση κατάλληλων μέτρων, η Επιτροπή αποφάσισε, με επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 2019, να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του διαδικαστικού κανονισμού. Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3). Η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλία και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις.

(6)

Η Ιταλία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή με επιστολή της 4ης Φεβρουαρίου 2020.

(7)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τα ακόλουθα ενδιαφερόμενα μέρη:

1.

Confetra — Confederazione Generale Italiana dei Trasporti e della Logistica (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής)·

2.

Conftrasporto-Confcommercio (Συνομοσπονδία Ενώσεων Μεταφορών, Ναυτιλίας και Εφοδιαστικής)·

3.

Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)·

4.

Federazione Italiana Lavoratori Trasporti FILT-CGIL, Federazione Italiana Trasporti FIT-CISL, Unione Italiana dei Lavoratori dei Trasporti UILTRASPORTI (Ιταλική Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές, Ιταλική Ομοσπονδία Μεταφορών, Ιταλική Ένωση Εργαζομένων στις Μεταφορές)·

5.

Associazione Nazionale Imprese Portuali ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών).

(8)

Η Επιτροπή έλαβε επίσης παρατηρήσεις από τον αποκαλούμενο διεθνή προσωρινό αντιπρόσωπο της ελεύθερης ζώνης της Τεργέστης.

(9)

Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στην Ιταλία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει. Η Ιταλία δεν υπέβαλε παρατηρήσεις.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(10)

Οι οργανισμοί λιμένων (στο εξής: ΟΛ) στην Ιταλία δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος εταιρειών (IRES). Η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών στην Ιταλία είναι το μέτρο που εξετάζεται στην παρούσα απόφαση.

2.1.   Οργάνωση και ρύθμιση των λιμένων στην Ιταλία

2.1.1.   Νόμος 84/1994 και σύσταση των οργανισμών λιμένων

(11)

Ο νόμος 84/1994 (4), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: νόμος 84/1994), διέπει τις λιμενικές δραστηριότητες και ρυθμίζει τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των οργανισμών λιμένων, της ναυτιλιακής αρχής και άλλων επιχειρήσεων που σχετίζονται με τις λιμενικές δραστηριότητες.

(12)

Οι λιμένες στους οποίους βρίσκονται οι ΟΛ χαρακτηρίζονται ως «λιμένες ή συγκεκριμένες λιμενικές ζώνες εθνικής και διεθνούς οικονομικής σημασίας» (λιμένες κατηγορίας ΙΙ, κλάσης Ι και ΙΙ).

(13)

Οι «λιμένες ή οι συγκεκριμένες λιμενικές ζώνες εθνικής και διεθνούς οικονομικής σημασίας» (κατηγορίας II, κλάσης I και II) έχουν αρμοδιότητες στους ακόλουθους τομείς:

(1)

εμπορικός τομέας και εφοδιαστική·

(2)

βιομηχανία και πετρέλαιο·

(3)

υπηρεσίες επιβατών, συμπεριλαμβανομένων επιβατών κρουαζιερόπλοιων·

(4)

αλιεία·

(5)

τουρισμός και αναψυχή.

(14)

Μετά την έναρξη ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 169/2016, συστάθηκαν στην Ιταλία 16 ΟΛ που περιλαμβάνουν τους 57 σημαντικότερους λιμένες. Οι λιμένες τους οποίους διαχειρίζονται οι ΟΛ απαριθμούνται στο παράρτημα Α, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του νόμου 84/1994. Το παράρτημα Α μπορεί να τροποποιηθεί προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσθήκη ενός λιμένα ή η μεταφορά ενός λιμένα σε διαφορετικό ΟΛ, υπό όρους.

(15)

Σύμφωνα με τον νόμο 84/1994, οι ΟΛ είναι μη οικονομικές δημόσιες οντότητες εθνικής σημασίας, με ειδικό νομικό καθεστώς, οι οποίες έχουν διοικητική, οργανωτική, κανονιστική, δημοσιονομική και οικονομική αυτονομία. Υπόκεινται στις εποπτικές εξουσίες του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών. Η έγκριση του προϋπολογισμού και του ισολογισμού τους πραγματοποιείται από τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών σε συμφωνία με τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Η δημοσιονομική διαχείριση των ΟΛ υπόκειται σε έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(16)

Σύμφωνα με τον νόμο 84/1994, οι ΟΛ πρέπει να καταρτίζουν πρόγραμμα στρατηγικού σχεδιασμού στο οποίο καθορίζονται οι αναπτυξιακοί τους στόχοι. Πρέπει να προωθούν και να καταρτίζουν έγγραφο προγραμματισμού μέτρων για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στους λιμένες.

(17)

Σύμφωνα με τον νόμο 84/1994, αποτελεί ευθύνη του κράτους η εκτέλεση σημαντικών έργων υποδομής (κατασκευή θαλάσσιων διωρύγων, προστατευτικών αναχωμάτων, αποβαθρών και εξοπλισμένων αποβαθρών, βυθοκόρηση και εκβάθυνση θαλάσσιου πυθμένα) σε λιμένες κατηγορίας ΙΙ (κλάσης I και κλάσης II). Οι περιφέρειες, οι δήμοι ή οι ΟΛ μπορούν να παρεμβαίνουν με δικούς τους πόρους. Για την κάλυψη του κόστους των εργασιών που εκτέλεσαν, οι ΟΛ μπορούν να επιβάλλουν πρόσθετα τέλη στα εμπορεύματα που φορτώνονται ή εκφορτώνονται ή να αυξάνουν το ποσό των τελών παραχώρησης.

2.1.2.   Καθήκοντα των οργανισμών λιμένων και της ναυτιλιακής αρχής

(18)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 84/1994, οι ΟΛ πρέπει να εκτελούν τα ακόλουθα καθήκοντα:

(1)

διαχείριση, προγραμματισμό, συντονισμό, ρύθμιση, προώθηση και έλεγχο των λιμενικών εργασιών και υπηρεσιών, των δραστηριοτήτων αδειοδότησης και παραχώρησης που αναφέρονται στα άρθρα 16 (βλ. τμήμα 2.1.4 κατωτέρω), 17 και 18 (βλ. τμήμα 2.1.5 κατωτέρω) του νόμου 84/1994, καθώς και άλλων εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων που εκτελούνται σε λιμένες·

(2)

τακτική και έκτακτη συντήρηση των κοινών τμημάτων της λιμενικής ζώνης, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης του θαλάσσιου βυθού·

(3)

ανάθεση και έλεγχο της παροχής στους χρήστες του λιμένα υπηρεσιών γενικού συμφέροντος, οι οποίες δεν συνδέονται στενά με τις λιμενικές εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 16 (βλ. τμήμα 2.1.4 κατωτέρω)·

(4)

συντονισμό των διοικητικών δραστηριοτήτων που εκτελούν οι δημόσιες αρχές και οργανισμοί εντός της λιμενικής ζώνης·

(5)

αποκλειστική διαχείριση της γης και των αγαθών θαλάσσιας περιουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 84/1994 και του κώδικα ναυσιπλοΐας·

(6)

συντονισμό και προώθηση των συνδέσεων με τα συστήματα εφοδιαστικής εκτός του λιμένα και μεταξύ λιμένων.

(19)

Σύμφωνα με τον νόμο 84/1994, η ναυτιλιακή αρχή εκτελεί τα καθήκοντα αστυνόμευσης και ασφάλειας που προβλέπονται από τον κώδικα ναυσιπλοΐας και από ειδικούς νόμους.

(20)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου 84/1994, οι ΟΛ δεν επιτρέπεται να εκτελούν, είτε άμεσα είτε μέσω εταιρειών στις οποίες γίνονται επενδύσεις, λιμενικές εργασίες (5) και στενά συνδεόμενες δραστηριότητες. Επιπλέον, οι ΟΛ δεν μπορούν να παρέχουν τεχνικές-ναυτικές υπηρεσίες πλοήγησης, ρυμούλκησης, πρόσδεσης και εκφόρτωσης.

(21)

Συγκροτείται συμβουλευτική επιτροπή αποτελούμενη από πέντε εκπροσώπους των εργαζομένων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον λιμένα, έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων του ΟΛ και έναν εκπρόσωπο από καθεμία από τις ακόλουθες κατηγορίες επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον λιμένα: πλοιοκτήτες· βιομηχανικές επιχειρήσεις· εταιρείες που αναφέρονται στα άρθρα 16 (βλ. τμήμα 2.1.4 κατωτέρω) και 18 (βλ. τμήμα 2.1.5 κατωτέρω)· πράκτορες μεταφορών· ναυτικούς και πράκτορες· και μεταφορείς που δραστηριοποιούνται στον λιμενικό τομέα. Η εν λόγω επιτροπή έχει συμβουλευτικά καθήκοντα όσον αφορά τη χορήγηση, την αναστολή ή την ανάκληση αδειών και παραχωρήσεων.

(22)

Οι ΟΛ ιδρύουν δικά τους τοπικά γραφεία στα οποία ο γενικός γραμματέας των ΟΛ ή ο εκπρόσωπός του είναι αρμόδιος, μεταξύ άλλων, για τη χορήγηση συμβάσεων παραχώρησης για περιόδους έως και τεσσάρων ετών και τον καθορισμό των σχετικών τελών παραχώρησης, με την επιφύλαξη της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής και της διαχειριστικής επιτροπής.

2.1.3.   Οικονομικοί πόροι των οργανισμών λιμένων

(23)

Τα έσοδα των ΟΛ συνίστανται στα εξής:

(1)

τέλη παραχώρησης που αναφέρονται στο άρθρο 18 του νόμου 84/1994 (βλ. τμήμα 2.1.5 κατωτέρω) για τις δημόσιες εκτάσεις και τις αποβάθρες εντός της λιμενικής ζώνης και εντός των εδαφικών ορίων·

(2)

τέλη αδειοδότησης για τις λιμενικές εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 16 του νόμου 84/1994 (βλ. τμήμα 2.1.4 κατωτέρω)·

(3)

τέλη αγκυροβόλησης («tassa di ancoraggio»)·

(4)

τέλη που επιβάλλονται στα εμπορεύματα που φορτώνονται και εκφορτώνονται («tassa portuale»)·

(5)

συνεισφορές περιφερειών, τοπικών αρχών και άλλων δημόσιων οργανισμών·

(6)

άλλα έσοδα.

(24)

Σύμφωνα με έκθεση του ιταλικού Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, τα «λιμενικά τέλη» (συγκεκριμένα τα τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται και τα τέλη αγκυροβόλησης, δηλαδή αντίστοιχα tassa portuale και tassa di ancoraggio), μαζί με τα τέλη παραχώρησης, ήταν οι δύο κύριες συνιστώσες εσόδων των ιταλικών λιμένων το 2017, που αντιπροσώπευαν το 53,2 % και το 27,1 % των εσόδων εκμετάλλευσης, αντίστοιχα (6).

2.1.4.   Λιμενικές εργασίες (άρθρο 16 του νόμου 84/1994)

(25)

Λιμενικές εργασίες είναι η φόρτωση, η εκφόρτωση, η μεταφόρτωση, η αποθήκευση, η γενική διακίνηση εμπορευμάτων και κάθε άλλου είδους, που πραγματοποιούνται στη λιμενική ζώνη. Οι λιμενικές υπηρεσίες είναι εξειδικευμένες, συμπληρωματικές και βοηθητικές υπηρεσίες του κύκλου λιμενικών εργασιών. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να προσδιοριστούν από τους ΟΛ μέσω ειδικών κανόνων που εκδίδονται με διάταγμα του υπουργού Μεταφορών και Ναυτιλίας.

(26)

Οι ΟΛ ρυθμίζουν και εποπτεύουν τις λιμενικές εργασίες και τις λιμενικές υπηρεσίες, καθώς και την εφαρμογή των τιμολογίων που δημοσιοποιεί κάθε επιχείρηση, και υποβάλλουν τακτικά εκθέσεις στον υπουργό Μεταφορών και Ναυτιλίας.

(27)

Για την εκτέλεση λιμενικών εργασιών και την παροχή λιμενικών υπηρεσιών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων απαιτείται άδεια από τους ΟΛ. Η εν λόγω άδεια καλύπτει την εκτέλεση των λιμενικών εργασιών ή την παροχή μίας ή περισσοτέρων λιμενικών υπηρεσιών, οι οποίες προσδιορίζονται στην ίδια την άδεια.

(28)

Οι αδειοδοτημένες επιχειρήσεις πρέπει να καταχωρίζονται σε χωριστά μητρώα που τηρούν οι ΟΛ και να υπόκεινται στην καταβολή ετήσιου τέλους και στη σύσταση εγγύησης.

(29)

Για τους σκοπούς της έκδοσης αδειών, ο υπουργός Μεταφορών και Ναυτιλίας καθορίζει με διάταγμα:

(1)

προσωπικές, οικονομικές και επαγγελματικές απαιτήσεις για τους φορείς και τις αιτούσες επιχειρήσεις·

(2)

κριτήρια, διαδικασίες και προθεσμίες για τη χορήγηση, την αναστολή και την ανάκληση της άδειας, καθώς και για τους σχετικούς ελέγχους·

(3)

παραμέτρους για τον καθορισμό των ελάχιστων και μέγιστων ποσών των ετήσιων τελών και της εγγύησης σε σχέση με τη διάρκεια και τα ειδικά χαρακτηριστικά της άδειας, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο των επενδύσεων και τις δραστηριότητες που πρόκειται να πραγματοποιηθούν.

(30)

Τα τιμολόγια λιμενικών εργασιών πρέπει να δημοσιοποιούνται από τον ΟΛ. Οι αδειοδοτημένες επιχειρήσεις πρέπει να κοινοποιούν στον ΟΛ τα τιμολόγια που σκοπεύουν να χρεώσουν στους χρήστες, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση.

(31)

Η διάρκεια της άδειας πρέπει να συνδέεται με το επιχειρησιακό πρόγραμμα που προτείνει η επιχείρηση ή, σε περίπτωση που η εγκεκριμένη επιχείρηση είναι επίσης παραχωρησιούχος κατά την έννοια του άρθρου 18 του νόμου 84/1994 (βλ. τμήμα 2.1.5 κατωτέρω), πρέπει να συμπίπτει με τη διάρκεια της ίδιας της παραχώρησης. Η άδεια μπορεί να ανανεωθεί σε συνδυασμό με νέα επιχειρησιακά προγράμματα ή μετά την ανανέωση της σύμβασης παραχώρησης.

(32)

Ο ΟΛ, αφού ζητήσει τη γνώμη της τοπικής συμβουλευτικής επιτροπής, καθορίζει τον μέγιστο αριθμό αδειών που θα εκδοθούν, λαμβάνοντας υπόψη τις λειτουργικές απαιτήσεις και την κυκλοφορία του λιμένα, εξασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση μέγιστο επίπεδο ανταγωνισμού στον τομέα.

2.1.5.   Παραχωρήσεις για τις εκτάσεις γης και τις αποβάθρες (άρθρο 18 του νόμου 84/1994)

(33)

Οι ΟΛ παραχωρούν εκτάσεις γης και αποβάθρες εντός της λιμενικής ζώνης στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 του νόμου 84/1994 με σκοπό την εκτέλεση λιμενικών εργασιών.

(34)

Οι παραχωρήσεις ανατίθενται βάσει κατάλληλων μορφών διαφήμισης που καθορίζονται με διάταγμα του υπουργού Μεταφορών και Ναυτιλίας σε συμφωνία με τον υπουργό Οικονομικών. Στο ίδιο διάταγμα επισημαίνονται επίσης τα εξής:

(1)

η διάρκεια της παραχώρησης, οι εξουσίες εποπτείας και ελέγχου των αρχών που εκδίδουν τις συμβάσεις παραχώρησης, οι όροι ανανέωσης της σύμβασης παραχώρησης και παραχώρησης εγκαταστάσεων σε νέο παραχωρησιούχο·

(2)

τα ελάχιστα τέλη παραχώρησης που οφείλουν να καταβάλλουν οι παραχωρησιούχοι.

(35)

Για τη χορήγηση των παραχωρήσεων, οι αιτούντες πρέπει:

(1)

να υποβάλλουν επιχειρηματικό σχέδιο, υποστηριζόμενο από κατάλληλες εγγυήσεις, με στόχο την αύξηση της κυκλοφορίας και της παραγωγικότητας των λιμένων·

(2)

να διαθέτουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέσα, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ασφάλεια, για την κάλυψη των αναγκών συνεχούς και ολοκληρωμένου κύκλου παραγωγής και λειτουργίας για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτων·

(3)

να καταρτίζουν σχέδιο στελέχωσης που να αντιστοιχεί στο επιχειρηματικό σχέδιο.

(36)

Σε κάθε λιμένα, ο παραχωρησιούχος δημόσιας έκτασης πρέπει να ασκεί άμεσα τη δραστηριότητα για την οποία έχει συναφθεί η σύμβαση παραχώρησης. Ο παραχωρησιούχος δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι παραχωρησιούχος άλλης δημόσιας έκτασης στον ίδιο λιμένα, εκτός αν η δραστηριότητα για την οποία απαιτείται νέα σύμβαση παραχώρησης είναι διαφορετική από εκείνη που καλύπτεται από τις υφιστάμενες συμβάσεις παραχώρησης στην ίδια δημόσια έκταση, και δεν μπορεί να εκτελεί λιμενικές δραστηριότητες σε εκτάσεις άλλες από εκείνες που έχουν παραχωρηθεί βάσει σύμβασης παραχώρησης.

(37)

Οι ΟΛ διενεργούν ελέγχους σε ετήσια βάση προκειμένου να επαληθεύσουν ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι απαιτήσεις κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης παραχώρησης και ότι υλοποιήθηκαν οι επενδύσεις που προβλέπονται στο επιχειρηματικό σχέδιο.

(38)

Σε περίπτωση αδικαιολόγητης μη τήρησης των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει ο παραχωρησιούχος και μη εκπλήρωσης των στόχων που καθορίζονται στο επιχειρηματικό σχέδιο, ο ΟΛ ανακαλεί την παραχώρηση.

2.2.   Το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών στην Ιταλία και η απαλλαγή των ΟΛ

(39)

Ο ιταλικός φόρος εισοδήματος ρυθμίζεται στο προεδρικό διάταγμα 917 της 22ας Δεκεμβρίου 1986: Testo Unico delle Imposte sui Redditi (ενιαίος νόμος για τη φορολογία εισοδήματος, στο εξής: TUIR) (7). Ο τίτλος II του TUIR καθορίζει τους κανόνες φορολόγησης του εισοδήματος των εταιρειών.

(40)

Τα κύρια στοιχεία του ιταλικού φόρου εισοδήματος εταιρειών (Imposta sul reddito sulle società IRES, στο εξής: IRES) περιγράφονται κατωτέρω (8).

2.2.1.   Υποκείμενοι στον φόρο (άρθρα 73 και 74 του TUIR)

(41)

Το άρθρο 73 παράγραφος 1 του TUIR επιβάλλει φόρο εισοδήματος εταιρειών στις ακόλουθες οντότητες:

(1)

ανώνυμες εταιρείες και ετερόρρυθμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, συνεταιριστικές εταιρείες και αλληλασφαλιστικές εταιρείες, ευρωπαϊκές εταιρείες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου (9), και ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρείες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου (10), οι οποίες έχουν την έδρα τους στο έδαφος του κράτους·

(2)

δημόσιες και ιδιωτικές οντότητες, εκτός από εταιρείες, καθώς και εταιρείες καταπιστευματικής διαχείρισης, που εδρεύουν στο κράτος και έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο αντικείμενο την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων·

(3)

δημόσιες και ιδιωτικές οντότητες, εκτός από εταιρείες, εταιρείες καταπιστευματικής διαχείρισης που δεν έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο αντικείμενο την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, καθώς και οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων αποταμιεύσεων, που έχουν την έδρα τους στο έδαφος του κράτους·

(4)

εταιρείες και ιδρύματα κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών καταπιστευματικής διαχείρισης, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που δεν έχουν την έδρα τους στο έδαφος του κράτους.

(42)

Το άρθρο 74 του TUIR εισάγει ειδικές διατάξεις για το κράτος και τους δημόσιους οργανισμούς και ορίζει τις δραστηριότητες που δεν θεωρούνται εμπορικές δραστηριότητες.

(43)

Σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 1 του TUIR, οι κρατικοί φορείς και διοικήσεις, συμπεριλαμβανομένων των αυτόνομων διοικήσεων, και, εφόσον διαθέτουν νομική προσωπικότητα, οι δήμοι, οι κοινοπραξίες τοπικών φορέων, οι ενώσεις και φορείς που διαχειρίζονται δημόσια περιουσία, οι ορεινές κοινότητες, οι επαρχίες και οι περιφέρειες δεν υπόκεινται σε φόρο εταιρειών. Σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 του TUIR, η άσκηση κρατικών λειτουργιών από δημόσιους οργανισμούς δεν συνιστά εμπορική δραστηριότητα.

2.2.2.   Φορολογητέο εισόδημα

(44)

Όλα τα έσοδα που προέρχονται από εταιρείες οι οποίες ασκούν εμπορικές δραστηριότητες θεωρούνται επιχειρηματικά εισοδήματα και υπόκεινται στον IRES (άρθρο 81 του TUIR). Η φορολογητέα βάση είναι το παγκόσμιο εισόδημα που εμφανίζεται στον λογαριασμό κερδών και ζημιών που καταρτίζεται για τη σχετική λογιστική χρήση σύμφωνα με τους κανόνες εταιρικού δικαίου και προσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας σχετικά με τα επιχειρηματικά εισοδήματα.

(45)

Για τους σκοπούς του φόρου εισοδήματος εταιρειών, η μεταχείριση των εισοδημάτων από ακίνητη περιουσία εξαρτάται από το είδος των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων. Εάν το ακίνητο περιουσιακό στοιχείο χρησιμοποιείται πραγματικά και αποκλειστικά για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας (ή, λόγω των χαρακτηριστικών του, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας), το εισόδημα που προέρχεται από το ακίνητο περιουσιακό στοιχείο θεωρείται επιχειρηματικό εισόδημα. Κατά συνέπεια, τα εισοδήματα αυτά περιλαμβάνονται στο φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας.

2.2.3.   Φορολογική περίοδος

(46)

Η φορολογική περίοδος για τους σκοπούς του φόρου εισοδήματος εταιρειών είναι η λογιστική χρήση της εταιρείας, όπως καθορίζεται από τον νόμο ή το καταστατικό. Εάν η λογιστική χρήση δεν καθορίζεται από τον νόμο ή το καταστατικό ή υπερβαίνει τα 2 έτη, η φορολογική περίοδος είναι το ημερολογιακό έτος (άρθρο 76 του TUIR).

2.2.4.   Συντελεστές

(47)

Ο συντελεστής του IRES είναι 24 % (άρθρο 77 του TUIR) (11).

(48)

Το άρθρο 1 παράγραφος 716 του νόμου αριθ. 160 της 27ης Δεκεμβρίου 2019 εισήγαγε νέο πρόσθετο φόρο IRES 3,5 εκατοστιαίων μονάδων επί των εσόδων που προέρχονται από δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται βάσει αδειών και συμβάσεων παραχώρησης λιμένων που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 18 του νόμου 84/1994 (12). Πρόκειται για προσωρινό μέτρο που θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο για τις λογιστικές χρήσεις 2019 έως 2021.

2.2.5.   Φορολόγηση των οργανισμών λιμένων στην Ιταλία

(49)

Οι ΟΛ στην Ιταλία δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος εταιρειών (IRES). Η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών στην Ιταλία είναι το μέτρο που εξετάζεται στην παρούσα απόφαση. Η απαλλαγή αυτή βασίζεται ειδικότερα στο άρθρο 74 του TUIR, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τις ιταλικές αρχές.

(50)

Σύμφωνα με το άρθρο 74 του TUIR, οι κρατικοί φορείς και διοικήσεις, συμπεριλαμβανομένων των φορέων και διοικήσεων με αυτόνομη οργάνωση, ακόμη κι αν διαθέτουν νομική προσωπικότητα, οι δήμοι, οι κοινοπραξίες μεταξύ τοπικών αρχών, οι ενώσεις και οι φορείς που διαχειρίζονται συλλογική περιουσία, οι ορεινές κοινότητες, οι επαρχίες και οι περιφέρειες δεν υπόκεινται σε φόρο εταιρειών.

(51)

Κατά την άποψη των ιταλικών αρχών, οι ΟΛ είναι δημόσιοι οργανισμοί επιφορτισμένοι αποκλειστικά με διοικητικά καθήκοντα και, ως εκ τούτου, υπόκεινται στην εφαρμογή του άρθρου 74 του TUIR. Κατά την άποψή τους, το άρθρο 73 του TUIR προϋποθέτει, αντιθέτως, ότι η οικεία οντότητα ασκεί εμπορικές δραστηριότητες, έστω και ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, και, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή στους ΟΛ.

(52)

Τα άρθρα 73 και 74, όπως ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τις ιταλικές αρχές, δημιουργούν μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας οι ΟΛ στην Ιταλία απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα έσοδα που προέρχονται από την εκμετάλλευση των λιμενικών υποδομών.

2.3.   Λόγοι που οδήγησαν στην κίνηση της διαδικασίας

(53)

Στις 8 Ιανουαρίου 2019 η Επιτροπή πρότεινε κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 22 του διαδικαστικού κανονισμού και κάλεσε την Ιταλία να θεσπίσει μέτρα που θα διασφαλίζουν ότι οι ΟΛ που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες υπόκεινται στον φόρο εταιρειών με τον ίδιο τρόπο που υπόκεινται και οι άλλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, με επιστολή της 7ης Μαρτίου 2019, η Ιταλία απέρριψε επίσημα την πρόταση της Επιτροπής και αρνήθηκε να θεσπίσει μέτρα που θα διασφάλιζαν ότι οι ΟΛ που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες υπόκεινται στον φόρο εταιρειών με τον ίδιο τρόπο που υπόκεινται και οι άλλες επιχειρήσεις.

(54)

Δεδομένου ότι η Επιτροπή εξακολουθούσε να θεωρεί ότι η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών των ΟΛ που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες συνιστά υφιστάμενο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων και ότι είχε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του διαδικαστικού κανονισμού. Στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εταιρειών συνιστά υφιστάμενη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

3.1.   Γενικές παρατηρήσεις

(55)

Η Ιταλία και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν ότι, ελλείψει ενωσιακής νομοθεσίας για τους λιμένες και κοινής έννοιας των λιμενικών αρχών στο ενωσιακό δίκαιο, τα κράτη μέλη έχουν την αρμοδιότητα να προσδιορίζουν και να ρυθμίζουν τη φύση και τα καθήκοντα των διαχειριστικών φορέων των λιμένων, όπως αποδεικνύεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/352 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(56)

Θεωρούν ότι η εφαρμογή στην Ιταλία των αρχών που καθορίζονται σε αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη δεν είναι εύλογη. Κατά την άποψή τους, η κατάσταση στην Ιταλία δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση των άλλων κρατών μελών (14).

3.2.   Επιχειρήσεις / οικονομικές δραστηριότητες

3.2.1.   Μη οικονομικές δραστηριότητες δημόσιου συμφέροντος

(57)

Σύμφωνα με την Ιταλία και με τις περισσότερες παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών, οι ΟΛ δεν είναι επιχειρήσεις και δεν ασκούν οικονομικές δραστηριότητες (15). Σύμφωνα με το ιταλικό νομικό σύστημα, οι ΟΛ είναι μη οικονομικοί δημόσιοι οργανισμοί εθνικής σημασίας με διοικητική, οργανωτική, κανονιστική, δημοσιονομική και οικονομική αυτονομία.

(58)

Οι ΟΛ εποπτεύονται από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και οι εκθέσεις σχετικά με την οικονομική διαχείρισή τους υπόκεινται σε ελέγχους από το Ελεγκτικό Συνέδριο με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο υπόκεινται και όλοι οι οργανισμοί που ανήκουν στη δημόσια διοίκηση. Περιλαμβάνονται στον κατάλογο που καταρτίζει το Ιταλικό Ινστιτούτο Στατιστικών για τον καθορισμό του ενοποιημένου χρηματοοικονομικού λογαριασμού του κράτους. Ως εκ τούτου, οι ΟΛ δεν ανήκουν μόνο στο Δημόσιο, αλλά είναι πραγματικοί μη οικονομικοί δημόσιοι οργανισμοί (16).

(59)

Η Ιταλία και η πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών παρατηρούν ότι οι ΟΛ δεν παρέχουν οι ίδιοι λιμενικές ή τεχνικές-ναυτικές υπηρεσίες (17). Οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες που σχετίζονται με τεχνικές-ναυτικές υπηρεσίες πλοήγησης, ρυμούλκησης, πρόσδεσης και εκφόρτωσης ανήκουν στη ναυτιλιακή αρχή, η οποία αποτελεί αποκεντρωμένη δομή του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών. Οι κανόνες για την ανάθεση των εν λόγω υπηρεσιών καθορίζονται στον ιταλικό κώδικα ναυσιπλοΐας και στους εκτελεστικούς κανονισμούς. Επίσης, άλλες δραστηριότητες όπως ο ανεφοδιασμός με καύσιμα και η συλλογή αποβλήτων δεν εκτελούνται από τους ίδιους τους ΟΛ.

(60)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές και την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών, οι ΟΛ διασφαλίζουν, προς το δημόσιο συμφέρον, τη χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις αγορές λιμενικών υπηρεσιών υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού και μεριμνούν για την πλήρως διαφανή και αμερόληπτη διαχείριση της κρατικής περιουσίας (18). Οι δραστηριότητες των ΟΛ που προσδιορίζονται στον νόμο 84/1994 ασκούνται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον για την ορθή λειτουργία των λιμενικών ζωνών.

3.2.2.   Παραχωρήσεις που δεν χορηγούνται με σκοπό το κέρδος

(61)

Η Ιταλία και διάφορα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι η χορήγηση λιμενικών παραχωρήσεων από τους ΟΛ αποτελεί ρυθμιστική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην πιο παραγωγική κατανομή των λιμενικών υποδομών προς το συμφέρον της λιμενικής κοινότητας και των χρηστών του λιμένα. Οι ΟΛ διασφαλίζουν ότι οι παραχωρήσεις για τη χρήση των δημόσιων λιμενικών ζωνών χορηγούνται με σκοπό τη βελτίωση της διαχείρισης του λιμένα και όλων των δραστηριοτήτων που συνδέονται με αυτόν. Οι παραχωρήσεις δεν χορηγούνται σε καμία περίπτωση με σκοπό το κέρδος. Η χορήγησή τους δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο ανταγωνιστικής αγοράς (19).

(62)

Η Ιταλία και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη επισημαίνουν ότι οι παραχωρησιούχοι επιλέγονται με διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες (20). Η επιλογή τους δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκη από τις υψηλότερες προοπτικές κερδοφορίας υπό τη μορφή υψηλότερου αντιτίμου για τη χρήση της γης. Στόχος είναι μάλλον η μεγιστοποίηση της χρησιμότητας και της αξίας των λιμενικών ζωνών προς το δημόσιο συμφέρον.

3.2.3.   Τα τέλη παραχώρησης δεν είναι τιμές της αγοράς

(63)

Η Ιταλία και διάφορα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι τα τέλη για τη χορήγηση παραχωρήσεων και αδειών από τους ΟΛ σε ιδιωτικές επιχειρήσεις για την εμπορική χρήση των βασικών λιμενικών υποδομών και την παροχή υπηρεσιών δεν αποτελούν αντιπαροχή για παρασχεθείσα υπηρεσία ή προσφερόμενο αγαθό. Κατά την άποψή τους, οι σχετικές υπηρεσίες δεν μπορούν να θεωρούνται οικονομικές δραστηριότητες (21).

(64)

Οι ΟΛ χορηγούν παραχωρήσεις βάσει διαφανών, ανταγωνιστικών και αμερόληπτων διαδικασιών. Η διαδικασία ανάθεσης που οδηγεί στην επιλογή του παραχωρησιούχου είναι πλήρως διαχωρισμένη από το ύψος του τέλους. Οι ΟΛ έχουν την υποχρέωση να εποπτεύουν τον παραχωρησιούχο και να επαληθεύουν ότι ο παραχωρησιούχος τηρεί τους όρους της παραχώρησης. Διενεργούν ελέγχους συμμόρφωσης και διαθέτουν ειδικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων έναντι του παραχωρησιούχου, όπως εξουσία ανάκλησης μιας σύμβασης παραχώρησης σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. Μόνο οι παραχωρησιούχοι, και όχι οι ΟΛ, έχουν άμεσες συμβατικές σχέσεις με εφοπλιστές και διαχειριστές σκαφών.

(65)

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Ιταλίας και διαφόρων άλλων ενδιαφερόμενων μερών, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ της χορήγησης δημόσιας περιουσίας σε παραχωρησιούχους (όπως στην περίπτωση της Ιταλίας) και της μίσθωσης αυτής της περιουσίας (22). Τα δικαιώματα που παρέχουν οι ΟΛ στους παραχωρησιούχους είναι λιγότερο σημαντικά από τα δικαιώματα ενός τυπικού μισθωτή σε σχέση μίσθωσης στο πλαίσιο των παραδοσιακών μοντέλων λιμένα-εκμισθωτή. Αυτό αποδεικνύεται από τις ακόλουθες ιδιαιτερότητες του ιταλικού συστήματος:

(1)

η αποκλειστική χρήση της δημόσιας περιουσίας από τον παραχωρησιούχο δεν πρέπει να αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον·

(2)

οι ΟΛ μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσουν παραχωρήσεις για ειδικούς λόγους που συνδέονται με τη χρήση της θάλασσας ή για άλλους λόγους δημόσιου συμφέροντος· στην περίπτωση αυτή, ο παραχωρησιούχος δεν δικαιούται αποζημίωση·

(3)

η είσπραξη των τελών πραγματοποιείται με διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης παρόμοιες με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε περίπτωση φορολογικών οφειλών·

(4)

κατά τη λήξη των παραχωρήσεων, η δημόσια περιουσία επανέρχεται στη διάθεση των ΟΛ και όλα τα έργα ή οι βελτιώσεις που πραγματοποιήθηκαν παραμένουν στην ιδιοκτησία του κράτους· ο παραχωρησιούχος δεν θα λάβει καμία πληρωμή ή αποζημίωση για τα εν λόγω έργα και βελτιώσεις.

(66)

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την Ιταλία και με διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, τα τέλη παραχώρησης που καταβάλλουν οι παραχωρησιούχοι στους ΟΛ δεν είναι ούτε μισθώματα ούτε τιμές της αγοράς, καθώς δεν υφίσταται περιθώριο διακριτικής ευχέρειας μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών. Τα τέλη θεσπίζονται με νόμο και έχουν τα χαρακτηριστικά φόρου που καταβάλλει ο παραχωρησιούχος στο Δημόσιο μέσω των ΟΛ ως αντάλλαγμα για την πρόσβαση στην αγορά των λιμενικών οικονομικών δραστηριοτήτων, ιδίως για την εκτέλεση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών δημόσιας χρήσης (23).

(67)

Επομένως, οι ΟΛ δεν ασκούν καμία οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι δεν είναι σε θέση να παρεμβαίνουν στο κύριο στοιχείο κάθε οικονομικής συναλλαγής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους της αγοράς, δηλαδή στην τιμή της υπηρεσίας (24).

(68)

Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη (25) παρατηρούν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεν υφίσταται δραστηριότητα οικονομικής φύσης όταν οι συγκεκριμένες μέθοδοι προσφοράς ορισμένων αγαθών ή υπηρεσιών καθορίζονται απευθείας από τον νόμο και, ως εκ τούτου, δεν βασίζονται σε οικονομικές εκτιμήσεις των προσφερόντων (26). Ως εκ τούτου, η ύπαρξη εμπορικού τέλους που καθορίζεται απευθείας από την επιχείρηση που εκμεταλλεύεται την υποδομή θα αποτελούσε προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό της ως επιχείρησης (27).

3.2.4.   Η οικονομική συνιστώσα των τελών παραχώρησης

(69)

Η Ιταλία και ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη παρατηρούν ότι οι δραστηριότητες των ΟΛ στον τομέα της διαχείρισης του λιμενικού τομέα δεν έχουν καμία επίπτωση στη δημόσια περιουσία. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν ορισμένα στοιχεία των δραστηριοτήτων των ΟΛ έχουν οικονομικό χαρακτήρα, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι ΟΛ είναι επιχειρήσεις (28). Σύμφωνα με την Ιταλία, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποκλείει τον χαρακτηρισμό ως επιχειρήσεων των οργανισμών οι οποίοι συστήνονται και ρυθμίζονται για την άσκηση δημόσιων και μη οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων, αλλά ταυτόχρονα ασκούν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες (29).

(70)

Η Ιταλία παραδέχεται ότι τα τέλη που καταβάλλουν οι παραχωρησιούχοι περιλαμβάνουν οικονομική συνιστώσα. Τα τέλη καθορίζονται σύμφωνα με κριτήρια που θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, για τον καθορισμό τους λαμβάνονται επίσης υπόψη οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ο παραχωρησιούχος όσον αφορά τον όγκο των εμπορευμάτων, το είδος των επενδύσεων και τον όγκο της κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια, το βασικό τέλος μπορεί να μειωθεί, για παράδειγμα, όταν οι παραχωρησιούχοι πραγματοποιούν επενδύσεις για μεγάλα έργα υποδομής ή προβαίνουν σε έκτακτη συντήρηση των δημόσιων αγαθών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των ΟΛ.

(71)

Εν συντομία, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, τα τέλη παραχώρησης αποτελούνται τόσο από μια σταθερή όσο και από μια μεταβλητή συνιστώσα. Η σταθερή συνιστώσα είναι ανάλογη προς την επιφάνεια των σχετικών ζωνών και λαμβάνει υπόψη διάφορες άλλες παραμέτρους (θέση και επίπεδο υποδομής των σχετικών ζωνών). Η μεταβλητή συνιστώσα υπολογίζεται βάσει μηχανισμών παροχής κινήτρων για την επίτευξη καλύτερης παραγωγικότητας, καλύτερων ενεργειακών και περιβαλλοντικών επιδόσεων και βελτίωσης των επιπέδων εξυπηρέτησης, ιδίως όσον αφορά τις μεταφορές και τη διατροπική ολοκλήρωση των λιμένων. Οι παράμετροι παροχής κινήτρων που χρησιμοποιούνται στη μεταβλητή συνιστώσα των τελών παραχώρησης λαμβάνουν συνήθως υπόψη τον όγκο της κυκλοφορίας, όσον αφορά τόσο τα σκάφη, τις ποσότητες και τα είδη των εμπορευμάτων όσο και την ανάπτυξη ειδικών δεικτών ποιότητας της αγοράς και των υπηρεσιών (μέσος χρόνος αποθήκευσης των εμπορευμάτων στις ζώνες αποθήκευσης· το επίπεδο αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων αλλαγής του τρόπου εκτέλεσης των μεταφορών· το επίπεδο ενεργειακής και περιβαλλοντικής απόδοσης ολόκληρου του λιμενικού κύκλου· το επίπεδο παραγωγικότητας ανά μονάδα επιφάνειας της περιοχής του λιμένα που καλύπτεται από την παραχώρηση).

(72)

Ως εκ τούτου, το τέλος παραχώρησης (σταθερή και μεταβλητή συνιστώσα) καλύπτει, αφενός, τη συνιστώσα που συνίσταται στην καταβολή αμοιβής για τη διαχείριση του λιμένα, και τη χρήση της λιμενικής περιουσίας ως βασικής υποδομής, η οποία δεν έχει οικονομικό χαρακτήρα, και, αφετέρου, καλύπτει τη λειτουργία και τη χρήση της δημόσιας περιουσίας που δίνουν τη δυνατότητα στους παραχωρησιούχους να ασκούν τις δραστηριότητές τους.

(73)

Η Ιταλία θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ του μη οικονομικού (σταθερής συνιστώσας) και του οικονομικού (μεταβλητής συνιστώσας) μέρους του τέλους παραχώρησης επιβεβαιώνεται έμμεσα από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/352. Ο εν λόγω κανονισμός ορίζει ότι τα τέλη λιμενικών υποδομών ενδέχεται να διαφοροποιούνται ανάλογα με την οικονομική στρατηγική και την πολιτική χωροθέτησης του κάθε λιμένα, προκειμένου να προωθηθεί η αποτελεσματικότερη χρήση των λιμενικών υποδομών (30).

(74)

Η Ιταλία θεωρεί επίσης ότι, κατά την αξιολόγηση του χαρακτήρα των τελών παραχώρησης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ ως δημόσιοι οργανισμοί που διαχειρίζονται δημόσια περιουσία. Από τη νομολογία προκύπτει ότι ένας δημόσιος οργανισμός, στο μέτρο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την άσκηση των προνομιών του δημόσιας εξουσίας, ενεργεί ως επιχείρηση ως προς τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Ωστόσο, αν η επίμαχη οικονομική δραστηριότητα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της άσκησης προνομιών δημόσιας εξουσίας, τότε το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκεί ο οργανισμός αυτός θεωρείται ότι εμπίπτει στην άσκηση των εν λόγω προνομιών (31).

(75)

Στην περίπτωση των ΟΛ, οι δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν οικονομική σημασία για τη διαχείριση της λιμενικής περιουσίας και οι οποίες ενδέχεται να είναι σημαντικές για τον καθορισμό του τέλους παραχώρησης είναι, σε κάθε περίπτωση, αναπόσπαστες από τις δημόσιες δραστηριότητες που ανατίθενται στους ΟΛ από τον νόμο, όπως ο έλεγχος και η διαχείριση της λιμενικής περιουσίας και ο σχεδιασμός όλων των δραστηριοτήτων μέσω της χρήσης των λιμενικών ζωνών. Ως εκ τούτου, τα τέλη παραχώρησης που επιβάλλονται από τους ΟΛ δεν θα πρέπει να θεωρούνται εταιρικό εισόδημα.

(76)

Η Ιταλία αναγνωρίζει ότι η μεταβλητή συνιστώσα του τέλους παραχώρησης έχει οικονομικό χαρακτήρα και ότι, συνεπώς, θα δικαιολογούνταν θεωρητικά η συμπερίληψή της στη βάση υπολογισμού για ενδεχόμενη φορολόγηση των εσόδων μιας επιχείρησης.

(77)

Ωστόσο, κατά την άποψή της, οι παράμετροι παροχής κινήτρων της μεταβλητής συνιστώσας των τελών παραχώρησης έχουν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του ύψους του τέλους, όταν οι παραχωρησιούχοι επιτυγχάνουν τους οικονομικούς στόχους. Σύμφωνα με την Ιταλία, αυτή η σταδιακή μείωση οδηγεί σε συνολική μείωση του τέλους παραχώρησης. Ως εκ τούτου, τα έσοδα των ΟΛ αποτελούνται εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη σταθερή συνιστώσα, η οποία περιορίζεται στην καταβολή αμοιβής για τις διαχειριστικές και ρυθμιστικές δραστηριότητες των ΟΛ. Κατά συνέπεια, κατά την άποψη της Ιταλίας, οι ΟΛ δεν ασκούν καμία οικονομική δραστηριότητα.

3.3.   Κρατικοί πόροι

(78)

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν από ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, η απαλλαγή των ΟΛ από την υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος εταιρειών δεν συνεπάγεται απώλεια φορολογικών εσόδων, δεδομένου ότι οι ΟΛ ανήκουν στο κράτος. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται ανάλωση κρατικών πόρων με τη μορφή φορολογικών ή δημοσιονομικών δαπανών (32).

(79)

Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη παρατηρούν επίσης ότι τα ποσά που θα κατέβαλλαν οι ΟΛ στο κράτος σε περίπτωση φορολόγησης των εσόδων τους θα οδηγούσαν σε εκτροπή πόρων από τους ΟΛ, πόροι οι οποίοι δεν θα ήταν τότε διαθέσιμοι για την εκπλήρωση της θεσμικής αποστολής τους. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος θα υποχρεωνόταν να αυξήσει τις συνεισφορές του στους ΟΛ.

3.4.   Επιλεκτικότητα

(80)

Όσον αφορά την απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών (IRES), η Ιταλία και τα περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη παρατηρούν ότι η κατάταξη των ΟΛ στην κατηγορία των μη οικονομικών δημόσιων οργανισμών στον ιταλικό ενιαίο νόμο για τη φορολογία εισοδήματος TUIR συνεπάγεται αναγκαστικά την απαλλαγή τους από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών (33). Η απαλλαγή αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση από το σύστημα ή ειδικό μέτρο υπέρ των ΟΛ, δεδομένου ότι είναι απολύτως σύμφωνη με τις αρχές του ιταλικού φορολογικού συστήματος (34).

(81)

Το φορολογικό σύστημα που θεσπίζει ο ιταλικός TUIR είναι επίσης απολύτως σύμφωνο με τη φύση και τα καθήκοντα που ανατίθενται στους ΟΛ, δεδομένου ότι πρόκειται για δημόσιους οργανισμούς επιφορτισμένους αποκλειστικά με διοικητικά καθήκοντα και οι οποίοι ως εκ τούτου, υπόκεινται στην εφαρμογή του άρθρου 74 του TUIR. Αντίθετα, το άρθρο 73 του TUIR προϋποθέτει ότι η οικεία οντότητα ασκεί εμπορικές δραστηριότητες, έστω και ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, και, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή στους ΟΛ (35).

3.5.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(82)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος θεωρεί ότι το μέτρο δεν έχει επιπτώσεις στις συναλλαγές και στον ανταγωνισμό, καθώς δεν υπάρχουν ιδιωτικοί λιμένες στην Ιταλία (36). Οι ΟΛ δεν χρειάζεται να παρέχουν κίνητρα στους δυνητικούς παραχωρησιούχους προσφέροντας χαμηλά ή μειωμένα τέλη παραχώρησης, δεδομένου ότι η ζήτηση για πρόσβαση στις λιμενικές ζώνες είναι ούτως ή άλλως υψηλότερη από την προσφορά των διαθέσιμων ζωνών.

(83)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη παρατηρούν επίσης ότι οι λιμένες δεν ανταγωνίζονται άλλους παρόχους υπηρεσιών μεταφορών, δεδομένου ότι οι διάφορες υποδομές μεταφορών εξυπηρετούν διαφορετικές αγορές εμπορευμάτων και κυκλοφορίας και δεν είναι υποκαταστάσιμες.

4.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

4.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(84)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

4.1.1.   Παρουσία επιχειρήσεων

4.1.1.1.   Η έννοια της επιχείρησης

(85)

Σύμφωνα με τη νομολογία, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του (37). Το γεγονός ότι ένας φορέας δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό δεν έχει καθοριστική σημασία για να διαπιστωθεί αν πρόκειται για επιχείρηση ή όχι (38). Ούτε το γεγονός ότι ανήκει στο Δημόσιο έχει καθοριστική σημασία.

(86)

Όπως διευκρινίζεται από τα δικαστήρια της Ένωσης, συνιστά οικονομική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, κάθε δραστηριότητα παροχής αγαθών και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά, ήτοι προσφοράς παροχών που κατά κανόνα προσφέρονται έναντι αμοιβής. Συναφώς, το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της αντίστοιχης παροχής (39). Οι μη κερδοσκοπικές οντότητες μπορούν επίσης να προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες στην αγορά (40).

(87)

Όσον αφορά την κατασκευή και την εκμετάλλευση δημόσιων υποδομών, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν διευκρινίσει ότι η μελλοντική χρήση της υποδομής, δηλαδή η οικονομική της ή μη εκμετάλλευση, καθορίζει αν η χρηματοδότηση της κατασκευής της εν λόγω υποδομής εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις (41). Εξάλλου, η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι η εμπορική εκμετάλλευση λιμένων και η κατασκευή λιμενικών υποδομών στο πλαίσιο τέτοιας εκμεταλλεύσεως συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (42).

(88)

Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, η Επιτροπή κατέληξε σε σειρά αποφάσεων ότι η κατασκευή και η εμπορική εκμετάλλευση λιμενικών υποδομών συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (43). Για παράδειγμα, η εμπορική εκμετάλλευση ενός τερματικού λιμένα ή αερολιμένα με τη διάθεσή του στους χρήστες έναντι καταβολής τέλους συνιστά οικονομική δραστηριότητα (44). Κατά συνέπεια, η δημόσια χρηματοδότηση των λιμενικών υποδομών ευνοεί μια οικονομική δραστηριότητα και υπόκειται, ως εκ τούτου, στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων (45).

(89)

Αντίθετα, οι επενδύσεις για υποδομές που είναι απαραίτητες για δραστηριότητες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας του δεν υπόκεινται σε έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων (46). Μόνο οι υποδομές που αποτελούν μέρος των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους δεν είναι οικονομικής φύσης.

4.1.1.2.   Οι ΟΛ ασκούν οικονομικές και μη οικονομικές δραστηριότητες

(90)

Η Ιταλία και τα περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι οι ΟΛ είναι μη οικονομικοί δημόσιοι οργανισμοί εθνικής σημασίας με διοικητική, οργανωτική, κανονιστική, δημοσιονομική και οικονομική αυτονομία. Κατά την άποψή τους, οι ΟΛ δεν ασκούν οικονομικές δραστηριότητες και δεν είναι επιχειρήσεις.

(91)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο χαρακτηρισμός των ΟΛ ως μη οικονομικών δημόσιων οργανισμών βάσει του ιταλικού δικαίου δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν είναι επιχειρήσεις. Για να κριθεί αν οι δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ είναι επιχειρηματικές υπό την έννοια της Συνθήκης, πρέπει να διερευνηθεί η φύση τους (47)

(92)

Με βάση την περιγραφή των δραστηριοτήτων των ΟΛ (βλ. τμήματα 2.1.2 έως 2.1.5), η Επιτροπή θεωρεί ότι η χορήγηση πρόσβασης στους λιμένες έναντι αμοιβής (τέλη αγκυροβόλησης και τέλη επί των εμπορευμάτων που φορτώνονται και εκφορτώνονται), η χορήγηση αδειών έναντι αμοιβής για την εκτέλεση λιμενικών εργασιών και η χορήγηση παραχωρήσεων έναντι αμοιβής συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ΟΛ ασκούν τόσο μη οικονομικές όσο και οικονομικές δραστηριότητες.

(93)

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι μπορεί να ανατεθεί στους ΟΛ η άσκηση ορισμένων δημόσιων εξουσιών μη οικονομικού χαρακτήρα (όπως ο έλεγχος και η ασφάλεια της θαλάσσιας κυκλοφορίας ή η επιτήρηση προς αποφυγή της ρύπανσης, που διενεργούνται μεμονωμένα ή σε συνεργασία με άλλους δημόσιους οργανισμούς, όπως η ναυτιλιακή αρχή) (48). Κατά την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων, δεν είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(94)

Ωστόσο, το γεγονός ότι, κατά την άσκηση μέρους των δραστηριοτήτων τους, οι ΟΛ έχουν προνόμια δημόσιας εξουσίας, δεν αποκλείει, αφ’ εαυτού, τον χαρακτηρισμό τους ως επιχειρήσεων (49).

(95)

Οι ΟΛ ασκούν επίσης οικονομικές δραστηριότητες. Παρέχουν γενική υπηρεσία στους χρήστες των λιμένων (εφοπλιστές και διαχειριστές σκαφών) παρέχοντας στα σκάφη πρόσβαση στις λιμενικές υποδομές έναντι αμοιβής η οποία καλείται γενικώς «λιμενικό τέλος» (δηλαδή τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται και τέλη αγκυροβόλησης). Με τη χορήγηση αδειών και παραχωρήσεων έναντι αμοιβής, θέτουν ορισμένες υποδομές ή εκτάσεις στη διάθεση επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τους συγκεκριμένους χώρους για τις ανάγκες τους ή για την παροχή υπηρεσιών στους εφοπλιστές και τους διαχειριστές σκαφών.

(96)

Η Ιταλία και διάφορα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι οι ΟΛ δεν έχουν (μόνο οι παραχωρησιούχοι έχουν) άμεσες συμβατικές σχέσεις με τους εφοπλιστές και τους διαχειριστές σκαφών. Ωστόσο, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το γεγονός ότι οι παραχωρησιούχοι χρησιμοποιούν ορισμένες λιμενικές εκτάσεις και υποδομές για την προσφορά υπηρεσιών στους εφοπλιστές και διαχειριστές σκαφών δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχουν επίσης οικονομικό χαρακτήρα ορισμένες δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ, οι οποίες συνίστανται ιδίως στην εκμίσθωση των εν λόγω λιμενικών εκτάσεων και υποδομών στις εν λόγω τρίτες επιχειρήσεις (50).

(97)

Η θέση αυτή συνάδει με τη θέση που υιοθέτησε η Επιτροπή σε αρκετές υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων προς ιταλικούς ΟΛ (51). Επιπλέον, στις υποθέσεις που αφορούν την απαλλαγή λιμένων στο Βέλγιο και τη Γαλλία από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών, η Επιτροπή κατέστησε επίσης σαφές ότι η εκμίσθωση δημόσιας περιουσίας έναντι αμοιβής συνιστά οικονομική δραστηριότητα (52). Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη θέση αυτή (53).

(98)

Εν συντομία, ένας ΟΛ θεωρείται επιχείρηση εάν —και στο μέτρο που— ασκεί πράγματι μία ή περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες (54). Οι ΟΛ παρέχουν πρόσβαση στις λιμενικές υποδομές στους εφοπλιστές και στους διαχειριστές σκαφών έναντι αμοιβής (συγκεκριμένα, τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται και τέλη αγκυροβόλησης). Χορηγούν άδειες για λιμενικές εργασίες έναντι αμοιβής (τέλη αδειοδότησης) και εκμισθώνουν δημόσια περιουσία έναντι αμοιβής (τέλη παραχώρησης). Οι δραστηριότητες αυτές χαρακτηρίζονται ως οικονομικές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ΟΛ είναι επιχειρήσεις σε σχέση με τις οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν.

4.1.1.3.   Η απουσία κερδοσκοπικού σκοπού δεν αρκεί για να μη χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις

(99)

Η Ιταλία και διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι οι ΟΛ δεν ακολουθούν εμπορική λογική και δεν επιδιώκουν μεγιστοποίηση των κερδών. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει πως το γεγονός ότι η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών δεν έχει σκοπό το κέρδος δεν σημαίνει ότι ο φορέας που πραγματοποιεί τις πράξεις αυτές στην αγορά δεν πρέπει να θεωρείται επιχείρηση (55).

(100)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ούτε η Ιταλία ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι τα τέλη που χρεώνουν οι ΟΛ είναι απλώς συμβολικά ή δεν σχετίζονται με το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι τα λιμενικά τέλη (δηλαδή τα τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται και τα τέλη αγκυροβόλησης) και τα τέλη αδειοδότησης και παραχώρησης αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των ΟΛ. Σύμφωνα με έκθεση του ιταλικού Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, το 2017 τα λιμενικά τέλη (τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται και τέλη αγκυροβόλησης) και τα τέλη παραχώρησης αντιπροσώπευαν το 53,2 % και το 27,1 % των εσόδων των ΟΛ, αντίστοιχα (56).

4.1.1.4.   Ο εκ του νόμου καθορισμός των τελών δεν αποκλείει την ύπαρξη οικονομικής δραστηριότητας

(101)

Η Ιταλία και διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν ότι τα τέλη για τη χορήγηση παραχωρήσεων και αδειών από τους ΟΛ σε ιδιωτικές επιχειρήσεις για την εμπορική χρήση των βασικών λιμενικών υποδομών και την εκτέλεση λιμενικών εργασιών και την παροχή υπηρεσιών δεν αποτελούν αντιπαροχή για παρασχεθείσα υπηρεσία ή προσφερόμενο αγαθό (βλ. τμήμα 3.2.3).

(102)

Η Ιταλία υποστηρίζει ότι τα τέλη παραχώρησης καθορίζονται με νόμο. Επομένως, οι ΟΛ δεν ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, δεδομένου ότι δεν είναι σε θέση να παρεμβαίνουν στο κύριο στοιχείο κάθε οικονομικής συναλλαγής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους της αγοράς, δηλαδή στην τιμή της υπηρεσίας.

(103)

Καταρχάς, η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει ότι, κατά τη νομολογία, οι υπηρεσίες που κατά κανόνα παρέχονται έναντι αμοιβής πρέπει να χαρακτηρίζονται ως οικονομικές δραστηριότητες. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την οικονομική αντιπαροχή της αντίστοιχης παροχής (57). Ως εκ τούτου, η ύπαρξη αμοιβής συνιστά κρίσιμο στοιχείο για την απόδειξη υπάρξεως οικονομικής δραστηριότητας (58).

(104)

Η παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής η οποία προβλέπεται από τον νόμο δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να αποκλεισθεί ο χαρακτηρισμός της επίμαχης δραστηριότητας ως οικονομικής (59).

(105)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί πως το επιχείρημα ότι τα τέλη παραχώρησης καθορίζονται από τον νόμο δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ΟΛ δεν ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι ο νόμος καθορίζει μόνο τα ελάχιστα τέλη για τις παραχωρήσεις, αφήνοντας στους ΟΛ το περιθώριο να επηρεάζουν τα τέλη σύμφωνα με τις επιχειρηματικές στρατηγικές τους. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήταν αληθές ότι τα τέλη παραχώρησης καθορίζονται εξ ολοκλήρου από τον νόμο, θα ήταν άνευ σημασίας, δεδομένου ότι οι ΟΛ θέτουν στη διάθεση των επιχειρήσεων ορισμένες υποδομές ή εκτάσεις έναντι αμοιβής, κάτι το οποίο θεωρείται οικονομική δραστηριότητα.

(106)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση παραχωρήσεων έναντι αμοιβής θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως οικονομική δραστηριότητα.

4.1.1.5.   Οικονομικά κίνητρα

(107)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο εκ του νόμου καθορισμός των τελών δεν αποκλείει το ενδεχόμενο τα τέλη να καθορίζονται τουλάχιστον εν μέρει βάσει οικονομικής λογικής. Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από τον καθορισμό σε εθνικό επίπεδο των τελών παραχώρησης και των τελών αδειοδότησης για τις λιμενικές εργασίες, πραγματοποιείται διαβούλευση με πολλά ενδιαφερόμενα μέρη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (εθνικές και περιφερειακές αρχές, ΟΛ και άλλους δημόσιους οργανισμούς, επιχειρήσεις που παρέχουν λιμενικές υπηρεσίες και εκτελούν λιμενικές εργασίες, συνδικαλιστικές οργανώσεις). Το ίδιο ισχύει και για τα λιμενικά τέλη (τέλη για εμπορεύματα που φορτώνονται και εκφορτώνονται και τέλη αγκυροβόλησης).

(108)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εταιρειών επιτρέπει στους ΟΛ να εφαρμόζουν χαμηλότερα τέλη. Το ύψος των τελών αποτελεί σημαντικό μέσο της εμπορικής πολιτικής που εφαρμόζουν οι λιμένες προκειμένου να ενθαρρύνουν τους εφοπλιστές και τους διαχειριστές σκαφών να κάνουν χρήση των υποδομών του λιμένα και τις επιχειρήσεις να εγκατασταθούν σε αυτόν για να αναπτύξουν δραστηριότητες παραγωγής ή υπηρεσιών (60).

(109)

Επίσης, στην περίπτωση των παραχωρήσεων, μόνο ένα μέρος του τέλους παραχώρησης (ελάχιστο τέλος) καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το μέρος του τέλους αποτελεί τη σταθερή συνιστώσα του τέλους παραχώρησης. Η μεταβλητή συνιστώσα του τέλους παραχώρησης δίνει τη δυνατότητα στους ΟΛ να ακολουθούν τις δικές τους επιχειρηματικές στρατηγικές ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες της αγοράς.

(110)

Πράγματι, τα τέλη παραχώρησης αποτελούνται από μια σταθερή και μια μεταβλητή συνιστώσα. Η σταθερή συνιστώσα είναι εν γένει ανάλογη προς την επιφάνεια των ζωνών τις οποίες καλύπτει η παραχώρηση και λαμβάνει υπόψη διάφορες άλλες παραμέτρους (θέση, επίπεδο υποδομής των σχετικών ζωνών). Η μεταβλητή συνιστώσα περιλαμβάνει μηχανισμούς παροχής οικονομικών κινήτρων για την επίτευξη υψηλότερης παραγωγικότητας, καλύτερων ενεργειακών και περιβαλλοντικών επιδόσεων και βελτίωσης των επιπέδων εξυπηρέτησης, ιδίως όσον αφορά τις μεταφορές και τη διατροπική ολοκλήρωση των λιμένων.

(111)

Η Ιταλία αναγνωρίζει ότι η μεταβλητή συνιστώσα των τελών παραχώρησης έχει οικονομικό χαρακτήρα και ότι, συνεπώς, θα ήταν δικαιολογημένο να λαμβάνεται υπόψη στη βάση υπολογισμού για ενδεχόμενη φορολόγηση των εσόδων των ΟΛ. Ωστόσο, όταν οι παραχωρησιούχοι επιτυγχάνουν τους καθορισμένους οικονομικούς στόχους, το αντίστοιχο ποσό του τέλους θα μειωθεί σταδιακά και θα οδηγήσει σε μείωση του συνολικού τέλους παραχώρησης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, τα έσοδα των ΟΛ από τις παραχωρήσεις αποτελούνται στην πράξη εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη σταθερή συνιστώσα, η οποία περιορίζεται στην καταβολή αμοιβής για τις διαχειριστικές και ρυθμιστικές δραστηριότητες των ΟΛ. Δεδομένου ότι η Ιταλία θεωρεί ότι η σταθερή συνιστώσα των τελών παραχώρησης αποτελεί αμοιβή για μη οικονομικές δραστηριότητες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ΟΛ δεν ασκούν καμία οικονομική δραστηριότητα.

(112)

Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ούτε η Ιταλία ούτε κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό τους ότι η μεταβλητή συνιστώσα του τέλους οδηγεί σε μείωση του συνολικού τέλους παραχώρησης.

(113)

Το σημαντικότερο είναι πως δεν αμφισβητείται ότι τα τέλη παραχώρησης καθορίζονται κατά τρόπο που αντικατοπτρίζει την αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας (πεδίο εφαρμογής, θέση και επίπεδο υποδομής). Ούτε τα τέλη παραχώρησης είναι απλώς συμβολικά.

(114)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα πως το γεγονός ότι η μεταβλητή συνιστώσα των τελών παραχώρησης ενδέχεται να μειώσει τα συνολικά έσοδα από τα τέλη παραχώρησης, όταν οι παραχωρησιούχοι επιτυγχάνουν τους οικονομικούς στόχους της σύμβασης παραχώρησης, δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι ΟΛ να ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης πως το γεγονός ότι τα έσοδα από τα τέλη παραχώρησης ενδέχεται επίσης να χρηματοδοτούν ορισμένες μη οικονομικές δραστηριότητες ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι τα τέλη εισπράττονται ως αντάλλαγμα παροχής μιας υπηρεσίας, όπως η παροχή προσβάσεως στη λιμενική υποδομή (61).

4.1.1.6.   Τα τέλη δεν είναι φόροι

(115)

Η Ιταλία και διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται επίσης ότι τα τέλη που καταβάλλονται στους ΟΛ έχουν τα χαρακτηριστικά φόρου που καταβάλλει ο παραχωρησιούχος στο κράτος μέσω των ΟΛ.

(116)

Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το επιχείρημα αυτό είναι άνευ σημασίας προκειμένου να προσδιοριστεί αν οι ΟΛ ασκούν οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι απλώς και μόνο ο χαρακτηρισμός τους σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παράκαμψη της εφαρμογής των κοινών κανόνων της Ένωσης. Οι υπηρεσίες που κατά κανόνα παρέχονται έναντι αμοιβής πρέπει να χαρακτηρίζονται ως οικονομικές δραστηριότητες (62). Τα τέλη που εισπράττουν οι ΟΛ συνιστούν αμοιβή που καταβάλλεται από τους χρήστες για την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών ως αντάλλαγμα. Όπως έχει ήδη επισημάνει το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση των ισπανικών λιμένων, στην οποία οι λιμένες υποστήριξαν επίσης ότι τα λιμενικά τέλη είναι φόροι, τα λιμενικά τέλη ισοδυναμούν με αντάλλαγμα εισπραττόμενο για τη χρήση της λιμενικής υποδομής (63).

4.1.1.7.   Οι οικονομικές δραστηριότητες των ΟΛ δεν είναι παρεπόμενες δραστηριότητες

(117)

Η Ιταλία είναι της γνώμης ότι οι οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ κατά τη διαχείριση των λιμένων είναι οριακές και ανεπαρκείς για τον χαρακτηρισμό των ΟΛ ως επιχειρήσεων. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποκλείει τον χαρακτηρισμό ως επιχειρήσεων των οργανισμών οι οποίοι συστήνονται και ρυθμίζονται για την άσκηση δημόσιων και μη οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων, αλλά ταυτόχρονα ασκούν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες (64).

(118)

Η Ιταλία θεωρεί επίσης ότι οι δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν οικονομική σημασία για τη διαχείριση της λιμενικής περιουσίας και οι οποίες ενδέχεται να είναι σημαντικές για τον καθορισμό των τελών παραχώρησης είναι αναπόσπαστες από τις δημόσιες δραστηριότητες που ανατίθενται στους ΟΛ από τον νόμο, όπως ο έλεγχος και η διαχείριση της λιμενικής περιουσίας. Σύμφωνα με την Ιταλία, τα τέλη που επιβάλλονται από τους ΟΛ δεν θα πρέπει συνεπώς να θεωρούνται εταιρικό εισόδημα.

(119)

Η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει πως το γεγονός ότι ένας φορέας έχει προνόμια δημόσιας εξουσίας για την άσκηση μέρους των δραστηριοτήτων του δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτός να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού όσον αφορά τις υπόλοιπες οικονομικές του δραστηριότητες (65).

(120)

Κατά τη νομολογία, στο μέτρο που ένας δημόσιος φορέας ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την άσκηση των προνομιών του δημόσιας εξουσίας, ο φορέας αυτός, ως προς τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ενεργεί ως επιχείρηση. Από την άλλη πλευρά, αν η επίμαχη οικονομική δραστηριότητα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της άσκησης προνομιών δημόσιας εξουσίας, τότε το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκεί ο φορέας αυτός θεωρείται ότι εμπίπτει στην άσκηση των εν λόγω προνομιών (66).

(121)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ούτε η Ιταλία ούτε κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη προσκόμισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι λιμένες δεν μπορούν να διαχωριστούν από την άσκηση των προνομιών τους δημόσιας εξουσίας. Το ενδεχόμενο και μόνον να υφίσταται οικονομικός δεσμός μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών, στο μέτρο που οι οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων καθιστούν δυνατή τη χρηματοδότηση, εν όλω ή εν μέρει, των μη οικονομικών δραστηριοτήτων τους, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να διαχωριστούν, κατά την έννοια της νομολογίας (67).

(122)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, εν προκειμένω, οι οικονομικές δραστηριότητες των ΟΛ δεν έχουν καταστεί υποχρεωτικές λόγω των μη οικονομικών τους δραστηριοτήτων δημόσιου συμφέροντος και ότι, ελλείψει των πρώτων, οι εν λόγω μη οικονομικές δραστηριότητες δεν θα στερούνταν κατ’ ανάγκην της χρησιμότητάς τους (68).

(123)

Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι ούτε η Ιταλία ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη απέδειξαν ότι οι οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων είναι παρεπόμενες ως προς τις μη οικονομικές τους δραστηριότητες οι οποίες εκτελούνται/ασκούνται προς το δημόσιο συμφέρον (69). Αντιθέτως, τα λιμενικά τέλη (δηλαδή τα τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται και τα τέλη αγκυροβόλησης) και τα τέλη παραχώρησης αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών εσόδων των ΟΛ, δεδομένου ότι οι συναφείς δραστηριότητες αποτελούν τη βασική δραστηριότητα των ΟΛ (70).

(124)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικές δραστηριότητες των ΟΛ δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μη οικονομικές τους δραστηριότητές που εκτελούνται/ασκούνται προς το δημόσιο συμφέρον, υπό την έννοια της νομολογίας (71). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας ΟΛ θα πρέπει να θεωρείται επιχείρηση αν —και στο μέτρο που— ασκεί ουσιαστικά μία ή περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες (72).

4.1.1.8.   Το νόμιμο μονοπώλιο δεν αρκεί για να θεωρηθούν οι δραστηριότητες των ΟΛ μη οικονομικές

(125)

Η Ιταλία και διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι οι ΟΛ δεν έχουν ανταγωνιστές και ότι δεν υπάρχει αγορά στην οποία θα δραστηριοποιούνταν. Ελλείψει αγοράς στην οποία να μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, οι ΟΛ δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται επιχειρήσεις. Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη επισημαίνουν επίσης ότι η διαχείριση των λιμένων διαφέρει από τη διαχείριση των αερολιμένων.

(126)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι μια οντότητα που έχει νόμιμο μονοπώλιο μπορεί κάλλιστα να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες σε μια αγορά και, ως εκ τούτου, να είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 της Συνθήκης. Η έννοια της οικονομικής δραστηριότητας είναι αντικειμενική και προκύπτει από πραγματικά στοιχεία, κυρίως δε την ύπαρξη αγοράς για τις οικείες υπηρεσίες (73).

(127)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι τα δικαστήρια της Ένωσης έκριναν ότι συνιστά δραστηριότητα οικονομικής φύσεως η διάθεση αερολιμενικών εγκαταστάσεων στις αεροπορικές εταιρείες, έναντι καταβολής τελών (74). Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υφίσταται θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της παροχής προσβάσεως στην υποδομή αερολιμένος έναντι αερολιμενικών τελών και της παροχής προσβάσεως σε λιμενικές υποδομές έναντι λιμενικών τελών (75), ιδίως επειδή οι αερολιμένες έχουν επίσης νόμιμο μονοπώλιο παρόμοιο με αυτό που έχουν οι ιταλικοί ΟΛ. Οι ΟΛ εκμεταλλεύονται οι ίδιοι τη λιμενική υποδομή όταν παρέχουν πρόσβαση στη λιμενική υποδομή για τους εφοπλιστές και τους διαχειριστές σκαφών ή παρέχουν εγκαταστάσεις προς εκμίσθωση έναντι αμοιβής (76).

(128)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Ιταλία και ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι οι δραστηριότητες που ασκούν οι ΟΛ δεν είναι οικονομικές.

4.1.1.9.   Συμπέρασμα

(129)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ΟΛ ασκούν οικονομικές δραστηριότητες και σε σχέση με αυτές χαρακτηρίζονται ως επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

4.1.2.   Χρήση κρατικών πόρων και δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος

(130)

Για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης ορίζει ότι το εν λόγω μέτρο πρέπει να χορηγείται υπό οποιαδήποτε μορφή από κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους. Στην προκειμένη περίπτωση, η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών βασίζεται κυρίως στο άρθρο 74 του TUIR, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τις ιταλικές αρχές (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 50 έως 52). Σύμφωνα με το άρθρο 74 του TUIR, οι κρατικοί φορείς και διοικήσεις, καθώς και άλλοι τοπικοί φορείς, όπως για παράδειγμα οι περιφέρειες και οι δήμοι, δεν υπόκεινται σε φόρο εταιρειών. Κατά την άποψη των ιταλικών αρχών, οι ΟΛ είναι δημόσιοι οργανισμοί επιφορτισμένοι αποκλειστικά με διοικητικά καθήκοντα και, ως εκ τούτου, υπόκεινται στην εφαρμογή του άρθρου 74 του TUIR. Ως εκ τούτου, το μέτρο είναι σαφώς καταλογιστέο στο κράτος.

(131)

Επιπλέον, η απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με την ανάλωση κρατικών πόρων υπό μορφή φορολογικών δαπανών.

(132)

Πράγματι, όπως έχουν αποφανθεί τα δικαστήρια της Ένωσης, μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους υπολοίπους φορολογουμένους, ανταποκρίνεται στην έννοια των κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (77).

(133)

Ως εκ τούτου, με την απαλλαγή των ΟΛ που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες από τη φορολόγηση εταιρειών, οι ιταλικές αρχές παραιτούνται από έσοδα, τα οποία συνιστούν κρατικούς πόρους. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο συνεπάγεται απώλεια κρατικών πόρων και, επομένως, χορηγείται με κρατικούς πόρους.

(134)

Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλαν ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ότι η απαλλαγή των ΟΛ από την υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος εταιρειών δεν θα συνεπαγόταν απώλεια φορολογικών εσόδων, δεδομένου ότι οι ΟΛ ανήκουν στο κράτος, υπενθυμίζεται ότι η έννομη τάξη της Ένωσης είναι ουδέτερη όσον αφορά το καθεστώς της ιδιοκτησίας (78) και δεν θίγει με κανέναν τρόπο το δικαίωμα των κρατών μελών να ενεργούν ως οικονομικοί φορείς. Παράλληλα, όταν οι δημόσιες αρχές πραγματοποιούν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικές συναλλαγές σε οποιαδήποτε μορφή, υπόκεινται στους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων (79). Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των υποχρεώσεων που το Δημόσιο αναλαμβάνει ως ιδιοκτήτης μιας εταιρείας και των υποχρεώσεων που μπορεί να υπέχει ως δημόσια αρχή (80). Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα που μπορεί να αντλήσει το κράτος από την ιδιοκτησία μιας δημόσιας επιχείρησης δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για να αξιολογηθεί αν ένα φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγείται σε αυτό έχει αντίκτυπο στους κρατικούς πόρους. Επιπλέον, ούτε η Ιταλία ούτε κανένα ενδιαφερόμενο μέρος προέβαλαν επιχειρήματα για να αποδείξουν ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που συνδέεται με την απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εταιρειών θα περιοριζόταν στο ποσό που είναι αναγκαίο για τη χρηματοδότηση των θεσμικών καθηκόντων των ΟΛ.

4.1.3.   Πλεονέκτημα

(135)

Για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, πρέπει επίσης να παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη. Η έννοια του πλεονεκτήματος δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (81).

(136)

Βάσει του συγκεκριμένου μέτρου, οι ΟΛ απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών, ενώ άλλες επιχειρήσεις υπόκεινται καταρχήν σε φόρο εισοδήματος εταιρειών. Η φορολογική απαλλαγή μειώνει τις επιβαρύνσεις που κανονικά περιλαμβάνονται στα λειτουργικά έξοδα μιας επιχείρησης που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες. Παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στους ΟΛ σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από αυτό το φορολογικό πλεονέκτημα, μολονότι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, το μέτρο συνεπάγεται πλεονέκτημα για τους ΟΛ.

(137)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ιταλικές αρχές δεν ισχυρίζονται ότι έχουν ανατεθεί στους ΟΛ υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και ότι η φοροαπαλλαγή θα αποζημίωνε τους ΟΛ για τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκαν για την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της «απόφασης Altmark» (82), δεδομένου ότι οι ΟΛ δεν υποχρεούνται να εκπληρώνουν σαφώς καθορισμένες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Επιπλέον, το επίμαχο μέτρο, το οποίο συνδέει το ποσό της ενίσχυσης με το κέρδος που πραγματοποιήθηκε, δεν συνδέεται ούτε περιορίζεται στο καθαρό κόστος μιας αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Ούτε απορρέει από εντολή που δόθηκε στους δικαιούχους του μέτρου να εκτελέσουν αυτή την αποστολή.

(138)

Ως εκ τούτου, με την απαλλαγή των ΟΛ που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες από τη φορολόγηση εταιρειών, οι ιταλικές αρχές τούς παρέχουν πλεονέκτημα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο παρέχει πλεονέκτημα στους ΟΛ.

4.1.4.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(139)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως ενίσχυση πρέπει να επηρεάζει τις ενδοενωσιακές συναλλαγές και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

4.1.4.1.   Ύπαρξη ανταγωνισμού και ανταγωνιστικών αγορών

(140)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το σχέδιο κανονισμού στον τομέα των λιμένων, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τόνισαν την ανάγκη σταθερών και ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των λιμένων της Ένωσης (83).

(141)

Είναι αλήθεια ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, η εκμετάλλευση των βασικών λιμενικών υποδομών επιτρέπεται από τον νόμο μόνο για ορισμένες οντότητες. Από την άποψη αυτή, οι φορείς εκμετάλλευσης από άλλα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκμεταλλεύονται βασικές λιμενικές υποδομές στα εν λόγω κράτη μέλη, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη αγορά να μπορεί, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, να θεωρείται ότι δεν έχει ελευθερωθεί ή ότι δεν είναι ανοικτή στον ανταγωνισμό. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αυτή αγορά δεν είναι η μόνη αγορά στην οποία η παροχή πλεονεκτήματος στις λιμενικές αρχές θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (84).

(142)

Πρώτον, οι εταιρείες εφοδιαστικής και μεταφορών που επιθυμούν να μεταφέρουν εμπορεύματα μπορούν να χρησιμοποιήσουν διάφορους τρόπους για να το πράξουν, χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, άλλους (ξένους ή εγχώριους) λιμένες τους οποίους εκμεταλλεύονται άλλες λιμενικές αρχές ή ακόμη και μη χρησιμοποιώντας κανέναν λιμένα. Οι λιμένες διαφορετικών κρατών μελών μπορούν να μοιράζονται την ίδια ενδοχώρα, έτσι ώστε οι λιμενικές αρχές να ανταγωνίζονται για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς σε φορείς που επιθυμούν να εξυπηρετούν την ενδοχώρα. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση των φορέων εκμετάλλευσης λιμένων στη βορειοδυτική Ιταλία και στη νότια Γαλλία. Επομένως, οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι ΟΛ (που παρέχουν πρόσβαση στους λιμένες) ανταγωνίζονται, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, τις υπηρεσίες που προσφέρουν άλλες λιμενικές αρχές και άλλοι φορείς παροχής υπηρεσιών μεταφορών στην Ιταλία και σε άλλα κράτη μέλη. Γενικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει πως, δεδομένου ότι οι λιμένες συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στις διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών, οποιοδήποτε πλεονέκτημα υπέρ των ιταλικών ΟΛ είναι επίσης από τη φύση του ικανό να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και τις ενδοενωσιακές συναλλαγές.

(143)

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι οι ΟΛ είναι οι μόνες οντότητες που έχουν δικαίωμα να εκμεταλλεύονται τις δικές τους λιμενικές υποδομές (και να παρέχουν πρόσβαση στις λιμενικές υποδομές) δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη ευρύτερης ανταγωνιστικής αγοράς, όπου οι υπηρεσίες μεταφορών (πρόσβαση στις λιμενικές υποδομές) που παρέχουν οι ΟΛ ανταγωνίζονται τις υπηρεσίες που παρέχονται από άλλους μεταφορείς εγκατεστημένους στην Ιταλία και από άλλους λιμένες ή μεταφορείς σε άλλα κράτη μέλη (85). Οι χρήστες λιμενικών υποδομών είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιούν άλλους λιμένες (στην Ιταλία ή στο εξωτερικό) και άλλους τρόπους μεταφοράς, έτσι ώστε οι ΟΛ να παρέχουν υπηρεσίες σε ανταγωνισμό με άλλους φορείς στην ευρεία αγορά υπηρεσιών μεταφορών και στη στενότερη αγορά λιμενικών υπηρεσιών (άλλοι λιμένες της Ένωσης παρέχουν πρόσβαση στην αγορά της Ένωσης και, ως εκ τούτου, στην Ιταλία, ενίοτε σε συνδυασμό με οδικές, σιδηροδρομικές ή πλωτές μεταφορές) (86).

(144)

Επίσης, οι παραχωρησιούχοι που επιθυμούν να παρέχουν λιμενικές υπηρεσίες μπορούν να το πράττουν σε άλλους λιμένες τους οποίους εκμεταλλεύονται άλλες λιμενικές αρχές. Οι ΟΛ ανταγωνίζονται για να προσελκύσουν αυτούς τους φορείς (παραχωρησιούχους που παρέχουν λιμενικές υπηρεσίες). Το ύψος των τελών που χρεώνουν οι ΟΛ ως αντάλλαγμα για τη διάθεση εκτάσεων και υποδομών (λιμενικού εξοπλισμού) στους παραχωρησιούχους επηρεάζει επίσης την επιλογή των παραχωρησιούχων να εγκατασταθούν σε έναν λιμένα και όχι σε άλλον (87). Η ύπαρξη ανταγωνισμού και διασυνοριακών επιπτώσεων στην αγορά αυτή αναγνωρίζεται από τη νομολογία (88).

(145)

Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να εγκατασταθούν κοντά σε λιμένα μπορούν επίσης να εγκατασταθούν εκτός του λιμένα (και όχι κατ’ ανάγκη σε εκτάσεις που ανήκουν ή τελούν υπό τη διαχείριση των λιμενικών αρχών), έτσι ώστε οι ΟΛ να ανταγωνίζονται άλλους φορείς που εκμισθώνουν εκτάσεις εκτός λιμένων.

(146)

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ΟΛ μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και με άλλους λιμένες στην Ευρώπη και ότι, ως εκ τούτου, η φορολογική απαλλαγή των ΟΛ είναι επίσης πιθανό να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

4.1.4.2.   Νόθευση του ανταγωνισμού

(147)

Ένα μέτρο που λαμβάνεται από το κράτος θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό όταν είναι ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της δικαιούχου επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες ανταγωνίζεται (89). Η νόθευση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, διαπιστώνεται εν γένει όταν το Δημόσιο παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε έναν τομέα όπου υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρχει ανταγωνισμός (90). Η δημόσια στήριξη είναι ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ακόμη και αν δεν βοηθά τη δικαιούχο επιχείρηση να επεκταθεί και να αποκτήσει μερίδιο αγοράς. Αρκεί το γεγονός ότι η ενίσχυση της επιτρέπει να διατηρεί ισχυρότερη ανταγωνιστική θέση από αυτή που θα κατείχε εάν δεν της είχε χορηγηθεί η ενίσχυση. Στο πλαίσιο αυτό, για να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση νοθεύει τον ανταγωνισμό, αρκεί συνήθως να διαπιστωθεί ότι η ενίσχυση παρέχει πλεονέκτημα στον δικαιούχο με την ελάφρυνσή του από δαπάνες που διαφορετικά θα έπρεπε να επωμιστεί στο πλαίσιο των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του (91).

(148)

Δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο εφαρμόζεται σε πολύ διαφορετικούς ΟΛ ως προς το μέγεθός τους, τη γεωγραφική θέση τους, τον τύπο τους ή τη δραστηριότητά τους, δεν είναι απαραίτητο, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το υπό εξέταση μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση, να αποδειχθεί μεμονωμένα ότι το εν λόγω μέτρο προκαλεί για τον κάθε ΟΛ στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεάζει το εμπόριο (92).

(149)

Η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών παρέχει πλεονέκτημα στους ΟΛ, το οποίο είναι ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστική τους θέση. Ειδικότερα, η τιμή των υπηρεσιών που παρέχουν οι ΟΛ (τέλη αδειοδότησης και παραχώρησης, τέλη επί των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται και φορτώνονται και τέλη αγκυροβόλησης) είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν τη σχετική ανταγωνιστικότητα των διαφόρων λιμένων στην Ευρώπη (93).

(150)

Η Ιταλία έχει υποστηρίξει ότι οι ΟΛ έχουν περιορισμένη μόνο επιρροή στον καθορισμό των τελών για τις δραστηριότητές τους. Ωστόσο, τα κριτήρια για τον καθορισμό των τελών αδειοδότησης και παραχώρησης που θεσπίζονται με δημόσιο διάταγμα καθορίζουν μόνο το ελάχιστο τέλος και, ως εκ τούτου, αφήνουν στους ΟΛ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας να ορίζουν το ύψος των τελών τους (βλ. τμήμα 4.1.1.5). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και η ύπαρξη τελών που καθορίζονται αποκλειστικά σε κεντρικό επίπεδο —χωρίς οι μεμονωμένοι ΟΛ να διαθέτουν κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για να επηρεάζουν το ύψος των τελών που καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο— δεν αποκλείει τη νόθευση του ανταγωνισμού, διότι οι επιχειρήσεις μπορούν επίσης να ανταγωνίζονται σε παραμέτρους που δεν αφορούν τις τιμές (ποιότητα της υπηρεσίας κ.λπ.) και επειδή το πλεονέκτημα που παρέχει η επίμαχη φορολογική απαλλαγή στους ΟΛ μπορεί επίσης να τους βοηθήσει να ενισχύσουν την ποιότητα της προσφοράς τους και να προσελκύσουν εφοπλιστές και διαχειριστές σκαφών.

(151)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ιταλικές αρχές, απαλλάσσοντας τους ΟΛ που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες από τη φορολόγηση εταιρειών, τους παρέχουν πλεονέκτημα που μπορεί να επηρεάσει τον ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

4.1.4.3.   Επιπτώσεις στις συναλλαγές

(152)

Η δημόσια στήριξη σε επιχειρήσεις συνιστά κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης κατά το μέτρο που «επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές». Στο πλαίσιο αυτό, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε πράγματι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, αλλά μόνο αν ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στις συναλλαγές (94). Ειδικότερα, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν αποφανθεί ότι, όταν μια κρατική ενίσχυση οικονομικού χαρακτήρα ενισχύει τη θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι άλλων ανταγωνιστριών τους στο ενδοενωσιακό εμπόριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενίσχυση επηρεάζει το εμπόριο αυτό (95).

(153)

Η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών ενισχύει τη θέση των ΟΛ. Ως εκ τούτου, οι ΟΛ έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν τα τέλη τους και να καταστήσουν τις λιμενικές υποδομές που εκμεταλλεύονται πιο ελκυστικές για τους εφοπλιστές και τους διαχειριστές σκαφών, ιδίως από άλλα κράτη μέλη.

(154)

Στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι οι ιταλικοί λιμένες δραστηριοποιούνται στο ενδοενωσιακό εμπόριο, το πλεονέκτημα που παρέχεται στους οικείους ΟΛ επηρεάζει το ενδοενωσιακό εμπόριο. Οι ιταλικοί λιμένες συμμετέχουν ενεργά στο ενδοενωσιακό εμπόριο και αρκετοί ιταλικοί λιμένες συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων λιμένων της Ένωσης όσον αφορά την κυκλοφορία εμπορευματοκιβωτίων και τη χωρητικότητα φορτίου. Από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι, μεταξύ των 15 μεγαλύτερων λιμένων εμπορευματοκιβωτίων στην Ευρώπη το 2019, υπάρχουν δύο ιταλικοί λιμένες, συγκεκριμένα οι λιμένες της Γένοβας και του Gioia Tauro. (96)

(155)

Με την απαλλαγή των εν λόγω ΟΛ από μια φορολογική υποχρέωση που θα έπρεπε διαφορετικά να επωμιστούν και η οποία βαρύνει τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών αποδεσμεύει οικονομικούς πόρους τους οποίους μπορούν να επενδύσουν οι εν λόγω επιχειρήσεις στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στην αγορά και προκαλεί νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια, η φορολογική απαλλαγή των ΟΛ επηρεάζει το ενδοενωσιακό εμπόριο.

(156)

Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλίας ότι οι περισσότεροι ιταλικοί λιμένες απέχουν πολύ από το να ανταγωνίζονται, ακόμη και δυνητικά, άλλους λιμένες εντός των ευρωπαϊκών αγορών, αλλά βρίσκονται κυρίως σε ανταγωνισμό με τους λιμένες της Βόρειας Αφρικής, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ιταλικές αρχές δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει την άποψη αυτή (97).

(157)

Ως εκ τούτου, οι ιταλικές αρχές, απαλλάσσοντας τους ΟΛ που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες από τη φορολόγηση εταιρειών, τους παρέχουν πλεονέκτημα που μπορεί να επηρεάσει το ενδοενωσιακό εμπόριο.

4.1.5.   Επιλεκτικότητα του μέτρου

(158)

Για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, ένα μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικής εφαρμογής (98), δηλαδή να μεταχειρίζεται ευνοϊκώς ορισμένες μόνο επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Κατά πάγια νομολογία (99), η αξιολόγηση της ουσιαστικής επιλεκτικότητας ενός φορολογικού μέτρου πραγματοποιείται σε τρία στάδια: πρώτον, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται και να εξετάζεται το κοινό ή «κανονικό» σύστημα («πλαίσιο αναφοράς») που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος. Δεύτερον, είναι αναγκαίο να αξιολογείται και να προσδιορίζεται, σε σχέση με αυτό το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό σύστημα, αν τυχόν πλεονέκτημα που παρέχεται από το επίμαχο φορολογικό μέτρο μπορεί να είναι επιλεκτικό. Για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να αποδειχθεί ότι το λόγω μέτρο συνιστά παρέκκλιση από το κοινό αυτό σύστημα, στο μέτρο που εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ οικονομικών φορέων οι οποίοι βρίσκονται, από την άποψη του σκοπού που επιδιώκεται με το σύστημα αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Τρίτον, εάν υφίσταται τέτοιου είδους παρέκκλιση, είναι αναγκαίο να εξετάζεται αν αυτή προκύπτει από τη φύση ή την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται και αν θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να δικαιολογηθεί από τη φύση ή τη λογική του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι η διαφοροποιημένη φορολογική μεταχείριση απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του εν λόγω συστήματος (100).

4.1.5.1.   Πλαίσιο αναφοράς

(159)

Προκειμένου να αξιολογηθεί η επιλεκτικότητα ενός φορολογικού μέτρου, είναι αναγκαίο να καθοριστεί καταρχάς το κατάλληλο πλαίσιο αναφοράς και, στη συνέχεια, να προσδιοριστεί αν το εν λόγω μέτρο εισάγει διακρίσεις σε σχέση με το πλαίσιο αυτό. Το πλαίσιο αναφοράς αποτελείται από ένα συνεκτικό σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται εν γένει —με βάση αντικειμενικά κριτήρια— σε όλες τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του όπως ορίζεται από τον στόχο του.

(160)

Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή θεωρεί ότι το πλαίσιο αναφοράς είναι το ιταλικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, όπως ορίζεται στον ιταλικό ενιαίο νόμο για τη φορολογία εισοδήματος (TUIR) (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 38-43), συμπεριλαμβανομένου του ορισμού των υποκειμένων στον φόρο και του φορολογητέου εισοδήματος, ο οποίος προκύπτει από το άρθρο 72 σε συνδυασμό με το άρθρο 73 του TUIR.

(161)

Το άρθρο 72 του TUIR καθιερώνει την αρχή ότι ο φόρος εισοδήματος εταιρειών επιβάλλεται σε όλα τα εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος.

(162)

Το άρθρο 73 παράγραφος 1 του TUIR επιβάλλει φόρο εισοδήματος εταιρειών σε όλους τους τύπους εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των αλληλασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και συνεταιρισμών, δημόσιων και ιδιωτικών οντοτήτων εκτός των εταιρειών, και εταιρειών καταπιστευματικής διαχείρισης, ανεξάρτητα από το αν έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο αντικείμενο την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων.

(163)

Το άρθρο 75 καθιερώνει την αρχή ότι ο φόρος εταιρειών επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα και ότι ισχύουν διαφορετικοί κανόνες για τον ορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, αφενός, για εταιρείες και δημόσιες ή ιδιωτικές οντότητες που έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων (άρθρα 81 έως 141 του TUIR) (101) και, αφετέρου, για δημόσιες ή ιδιωτικές οντότητες που δεν έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας (άρθρα 143 έως 150 του TUIR) (102). Τα άρθρα 76 και 77 καθορίζουν αντιστοίχως τον φορολογικό συντελεστή και τη φορολογική περίοδο για τον φόρο εισοδήματος εταιρειών.

(164)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι κανόνες για τη φορολογία εταιρειών που εφαρμόζονται στην Ιταλία επιβάλλουν καταρχήν φόρο εισοδήματος εταιρειών σε όλα τα είδη εισοδημάτων που παράγονται από εταιρείες [άρθρο 73 παράγραφος 1 στοιχείο α)] ή από δημόσιες ή ιδιωτικές οντότητες εκτός των εταιρειών [άρθρο 73 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ)], συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι σχετικές οντότητες δεν έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο αντικείμενο την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας.

4.1.5.2.   Παρέκκλιση

(165)

Το άρθρο 74 του TUIR θεσπίζει κανόνες που ισχύουν ειδικά για το κράτος και τους δημόσιους οργανισμούς. Η εν λόγω διάταξη προσδιορίζει επίσης τις δραστηριότητες που δεν θεωρούνται εμπορικές δραστηριότητες.

(166)

Σύμφωνα με το άρθρο 74 του TUIR, οι κρατικοί φορείς και διοικήσεις, συμπεριλαμβανομένων των φορέων και διοικήσεων με αυτόνομη οργάνωση, ακόμη κι αν διαθέτουν νομική προσωπικότητα, οι δήμοι, οι κοινοπραξίες μεταξύ τοπικών αρχών, οι ενώσεις και οι φορείς που διαχειρίζονται συλλογική περιουσία, οι ορεινές κοινότητες, οι επαρχίες και οι περιφέρειες δεν υπόκεινται σε φόρο εταιρειών. Οι ιταλικές αρχές θεωρούν τους ΟΛ φορείς που διαχειρίζονται δημόσια περιουσία. Ως εκ τούτου, το άρθρο 74 του TUIR, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τις ιταλικές αρχές, δημιουργεί μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας οι ΟΛ στην Ιταλία απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα έσοδα που προέρχονται από την εκμετάλλευση των υποδομών των ΟΛ.

(167)

Εάν ένα μέτρο ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση από την άποψη του σκοπού του συστήματος αναφοράς, το μέτρο είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ΟΛ και άλλες νομικές οντότητες βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση, από την άποψη του σκοπού του IRES, ο οποίος συνίσταται στη φορολόγηση των εισοδημάτων εταιρειών και άλλων νομικών οντοτήτων, ανεξαρτήτως του αν αποκλειστικός ή κύριος σκοπός τους είναι η άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου, το άρθρο 74 του TUIR, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τις ιταλικές αρχές, ευνοεί τους ΟΛ έναντι άλλων νομικών οντοτήτων που υπόκεινται στον IRES από την άποψη του σκοπού του.

(168)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών δεν συνιστά παρέκκλιση από τις γενικές αρχές του ιταλικού συστήματος φορολογίας εταιρειών, αλλά ακολουθεί τη λογική του, δηλαδή ότι οι μη εμπορικές δραστηριότητες δεν υπόκεινται γενικά σε φόρο εταιρειών. Αυτό θα σήμαινε ότι όλες οι δραστηριότητες των ΟΛ είναι μη εμπορικές δραστηριότητες. Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 73 επιβάλλει φόρο εταιρειών σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές οντότητες, ακόμη και όταν δεν έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων. Κατά παρέκκλιση από την αρχή αυτή, το άρθρο 74 του TUIR απαλλάσσει από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών το κράτος και άλλους δημόσιους οργανισμούς.

(169)

Οι ιταλικές αρχές θεωρούν επίσης ότι οι ΟΛ δεν εμπίπτουν στο άρθρο 73 του TUIR, αλλά στο άρθρο 74 του TUIR. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, το άρθρο 74 του TUIR προβλέπει ότι οι δημόσιοι οργανισμοί στους οποίους έχουν ανατεθεί αποκλειστικά διοικητικά καθήκοντα (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52) δεν υπόκεινται σε φόρο εταιρειών. Συνεπώς, κατά την άποψη των ιταλικών αρχών, το άρθρο 74 του TUIR δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παρέκκλιση από το άρθρο 73 του TUIR. Αντίθετα, το άρθρο 73 και το άρθρο 74 του TUIR έχουν διαφορετικά και παράλληλα πεδία εφαρμογής. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, θεσπίζουν δύο διαφορετικά κοινά φορολογικά συστήματα που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες οντοτήτων, οι οποίες ορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Ως εκ τούτου, η Ιταλία ισχυρίζεται ότι η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών δεν είναι επιλεκτική, δεδομένου ότι το άρθρο 74 του TUIR εφαρμόζεται τόσο στους ΟΛ όσο και στο κράτος, σε διάφορους δημόσιους οργανισμούς και σε άλλες οντότητες που ανήκουν στη δημόσια διοίκηση βάσει αντικειμενικών, γενικών και αφηρημένων κριτηρίων. Όλες αυτές οι οντότητες που καλύπτονται από το άρθρο 74 του TUIR βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση.

(170)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 74 απαλλάσσει το κράτος και άλλους δημόσιους οργανισμούς από τον φόρο εταιρειών στον βαθμό που οι δραστηριότητές τους αφορούν την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, οι εμπορικές δραστηριότητες των εν λόγω οργανισμών υπόκεινται καταρχήν σε φόρο εταιρειών. Εάν το άρθρο 74 του TUIR —ή η ερμηνεία του από τη διοίκηση— είχε ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή του φόρου εταιρειών από τους ΟΛ σε όλες τις περιπτώσεις (ακόμη και όταν ασκούν δραστηριότητες που θεωρούνται οικονομικές βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις), αυτό θα εισήγαγε διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 74 του TUIR, όπως ερμηνεύεται από τις ιταλικές αρχές, θα παρείχε πλεονεκτήματα σε μια συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων (103), δηλαδή στους ΟΛ, παρότι τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με άλλες επιχειρήσεις (όσον αφορά τα έσοδα που αντλούν από τις οικονομικές τους δραστηριότητες) (104).

(171)

Πράγματι, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ΟΛ δεν λειτουργούν με βάση ιδιαίτερες «αρχές οι οποίες τις διακρίνουν σαφώς από τους λοιπούς επιχειρηματίες» που υπόκεινται σε φόρο εταιρειών (105). Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι ΟΛ δεν ασκούν κερδοσκοπική δραστηριότητα δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση από άλλους επιχειρηματίες που υπόκεινται σε φόρο εταιρειών (106). Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλία για να αποδείξει ότι οι ΟΛ δεν είναι επιχειρήσεις και δεν ασκούν οικονομικές δραστηριότητες (βλ. τμήμα 3.2) δεν είναι συναφές και συνεπές με τον σκοπό του συστήματος φορολογίας εταιρειών, ήτοι της φορολόγησης του εισοδήματος εταιρειών και άλλων νομικών οντοτήτων (107).

(172)

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το άρθρο 74 του TUIR αποτελούσε τη νομική βάση για τη μη καταβολή του φόρου εταιρειών από τους ΟΛ, η εν λόγω φορολογική απαλλαγή θα ήταν εκ πρώτης όψεως επιλεκτική σε σχέση με τις οικονομικές δραστηριότητες των ΟΛ (108).

4.1.5.3.   Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του συστήματος

(173)

Δεδομένου ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίμαχη φορολογική απαλλαγή είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτική, θα πρέπει να κρίνει, σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, αν η εν λόγω απαλλαγή δικαιολογείται από τη φύση ή την εν γένει οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται. Επομένως, οποιοδήποτε μέτρο αποτελεί εξαίρεση από την εφαρμογή του γενικού φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογείται εφόσον το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποδείξει ότι το μέτρο απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή τις κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού του συστήματος.

(174)

Ούτε οι ιταλικές αρχές ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη προέβαλαν σχετικά επιχειρήματα. Ούτε η Επιτροπή μπόρεσε να διαπιστώσει σχετική αιτιολόγηση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο δεν δικαιολογείται από τη λογική του φορολογικού συστήματος. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο είναι επιλεκτικό.

4.1.5.4.   Συμπέρασμα

(175)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή των ιταλικών ΟΛ από τον φόρο εταιρειών συνιστά παρέκκλιση, χωρίς έγκυρη αιτιολόγηση, από την αρχή του ιταλικού συστήματος φορολογίας εταιρειών, σύμφωνα με την οποία ο φόρος εταιρειών επιβάλλεται σε όλα τα είδη εισοδήματος που παράγονται από εταιρείες ή από δημόσιες ή ιδιωτικές οντότητες εκτός των εταιρειών. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εταιρειών είναι σύμφωνη με το ιταλικό σύστημα φορολογίας εταιρειών, επειδή, σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, οι ΟΛ εκπληρώνουν αποκλειστικά δημόσιες λειτουργίες, αυτό θα ισοδυναμούσε με μια κατάσταση όπου «ορισμένες» επιχειρήσεις ή «ορισμένοι» κλάδοι παραγωγής ευνοούνται κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ (109). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μη υπαγωγή των οικονομικών δραστηριοτήτων των ΟΛ στον φόρο εισοδήματος εταιρειών συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα.

(176)

Επιπλέον, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η ευνοϊκότερη μεταχείριση που παρέχεται από το κράτος σε επιχειρήσεις και καταλογίζεται στο κράτος είναι ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το ενδοενωσιακό εμπόριο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η φορολογική απαλλαγή των ΟΛ συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1της Συνθήκης (110).

5.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ

(177)

Τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 93, στο άρθρο 106 παράγραφος 2 και στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης.

5.1.   Άρθρο 93 της Συνθήκης

(178)

Το άρθρο 93 της Συνθήκης προβλέπει ότι οι ενισχύσεις που «ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών ή που αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας» μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

(179)

Καταρχάς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ενισχύσεις χρηματοδοτούν μέτρα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών. Αντίθετα, η ενίσχυση συνίσταται σε απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών η οποία δεν συνδέεται με συγκεκριμένη επένδυση και δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών. Ούτε το μέτρο στοχεύει στην αποκατάσταση βαρών παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(180)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο βάσει του άρθρου 93 της Συνθήκης.

5.2.   Άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης

(181)

Δεδομένου ότι το υπό εξέταση μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης.

(182)

Οι ιταλικές αρχές δεν προέβαλαν επιχειρήματα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής των εξαιρέσεων που παρατίθενται στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 ή 3 της Συνθήκης όσον αφορά την απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών.

(183)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν ισχύει καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 της Συνθήκης, δεδομένου ότι το υπό εξέταση μέτρο δεν αποσκοπεί σε κανέναν από τους στόχους που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη. Ειδικότερα, το υπό εξέταση μέτρο δεν αφορά ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές ή ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα ή ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

(184)

Το άρθρο 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης ορίζει ότι: α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων περιοχών, β) οι ενισχύσεις για ορισμένα σημαντικά σχέδια κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, γ) οι ενισχύσεις για την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή περιοχών, δ) οι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς και ε) οι ενισχύσεις που καθορίζονται με απόφαση του Συμβουλίου δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

(185)

Το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της Συνθήκης επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Η εξαίρεση αυτή δεν έχει εφαρμογή.

(186)

Επιπλέον, το μέτρο δεν προωθεί σημαντικό σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε αίρει σοβαρή διαταραχή της οικονομίας της Ιταλίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης.

(187)

Επιπρόσθετα, το μέτρο δεν αποσκοπεί στην προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της Συνθήκης.

(188)

Δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Ωστόσο, από τις διαθέσιμες πληροφορίες δεν προκύπτει ότι το παρεχόμενο φορολογικό πλεονέκτημα σχετίζεται με συγκεκριμένες επενδύσεις επιλέξιμες για ενίσχυση βάσει των κανόνων και των κατευθυντήριων γραμμών της Ένωσης.

(189)

Αντίθετα, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο συνιστά μείωση των επιβαρύνσεων που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστούν οι ΟΛ στο πλαίσιο των συνήθων δραστηριοτήτων τους και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ενίσχυση λειτουργίας. Γενικά, οι ενισχύσεις αυτές δεν θεωρούνται συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά στον βαθμό που δεν είναι χρονικά περιορισμένες, ούτε αναγκαίες ή αναλογικές για τη χρηματοδότηση δαπανών που σχετίζονται με την επίτευξη σαφώς καθορισμένου στόχου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

(190)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εξαιρέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης δεν έχουν εφαρμογή.

(191)

Λόγω των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης.

5.3.   Άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης

(192)

Όταν το κράτος έχει αναθέσει στον αποδέκτη της ενίσχυσης τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος («ΥΓΟΣ»), η ενίσχυση μπορεί επίσης να είναι συμβιβάσιμη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(193)

Ωστόσο, οι ιταλικές αρχές δεν υπέβαλαν καμία πληροφορία από την οποία να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών θα μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης. Το επίμαχο μέτρο, το οποίο συνδέει το ποσό της ενίσχυσης με το φορολογητέο κέρδος των οντοτήτων, δεν συνδέεται ούτε περιορίζεται στο καθαρό κόστος μιας αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Ούτε απορρέει από εντολή που δόθηκε στους δικαιούχους του μέτρου να εκτελέσουν αυτή την αποστολή. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά και ότι δεν είναι συμβιβάσιμο βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(194)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απαλλαγή των ΟΛ από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών στην Ιταλία δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

7.   ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

(195)

Ως υφιστάμενη ενίσχυση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 στοιχείο β) του διαδικαστικού κανονισμού, νοείται είτε ένα μέτρο που εφαρμοζόταν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στην Ιταλία, είτε ένα εγκεκριμένο μέτρο, είτε ένα μέτρο που θεωρείται ότι είναι υφιστάμενη ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 17 του διαδικαστικού κανονισμού, είτε ένα μέτρο που δεν αποτελούσε ενίσχυση, όταν τέθηκε σε ισχύ, αλλά έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς. Κάθε ενίσχυση που δεν εμπίπτει στον ορισμό της υφιστάμενης ενίσχυσης θα θεωρείται νέα ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο γ) του διαδικαστικού κανονισμού.

(196)

Η απαλλαγή των ιταλικών ΟΛ από τον φόρο εταιρειών βασίζεται στο άρθρο 74 του TUIR, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τις ιταλικές αρχές.

(197)

Οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το φορολογικό καθεστώς που εφαρμοζόταν στους ΟΛ πριν από το 1958 ήταν ακριβώς το ίδιο με αυτό που ισχύει σήμερα. Ειδικότερα, επιβεβαίωσαν ότι οι λιμενικές αρχές δεν έχουν ποτέ υπαχθεί σε φόρο εταιρειών. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που να αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό.

(198)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο i) του διαδικαστικού κανονισμού.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(199)

Η απαλλαγή των ιταλικών ΟΛ από τον φόρο εταιρειών συνιστά υφιστάμενο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων, το οποίο είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά.

(200)

Επομένως, είναι σκόπιμο οι ιταλικές αρχές να θέσουν τέλος στο καθεστώς ενισχύσεων, καταργώντας την απαλλαγή των ιταλικών ΟΛ από τον φόρο εταιρειών. Το μέτρο αυτό θα πρέπει να εγκριθεί εντός 2 μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης και θα πρέπει να εφαρμοστεί το αργότερο στα έσοδα από οικονομικές δραστηριότητες τα οποία προκύπτουν από την έναρξη του οικονομικού έτους που έπεται της θέσπισης του εν λόγω μέτρου και το αργότερο το 2022,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απαλλαγή των οργανισμών λιμένων από τον φόρο εταιρειών συνιστά υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Η Ιταλία καταργεί την απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών που αναφέρεται στο άρθρο 1. Το μέτρο με το οποίο η Ιταλία πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της θεσπίζεται εντός 2 μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης. Το εν λόγω μέτρο εφαρμόζεται από την αρχή του οικονομικού έτους που έπεται της θέσπισής του και το αργότερο το 2022.

Άρθρο 3

Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας 2 μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε ώστε να συμμορφωθεί με αυτή.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 2020.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 7 της 10.1.2020, σ. 11.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(3)  Πρβλ. υποσημείωση 1.

(4)  Legge 28 gennaio 1994, n. 84 Riordino della legislazione in materia portuale (GU Serie Generale n.28 del 04-02-1994 — Suppl. Ordinario n. 21).

(5)  Λιμενικές εργασίες είναι η φόρτωση, η εκφόρτωση, η μεταφόρτωση, η αποθήκευση, η γενική διακίνηση εμπορευμάτων και κάθε άλλου είδους, που πραγματοποιούνται στη λιμενική ζώνη. Οι λιμενικές υπηρεσίες είναι εξειδικευμένες, συμπληρωματικές και βοηθητικές υπηρεσίες του κύκλου λιμενικών εργασιών. Για τον ορισμό των λιμενικών εργασιών, βλ. άρθρο 16 του νόμου 84/1994 και περιγραφή στο τμήμα 2.1.4 κατωτέρω.

(6)  Relazione sull’attività delle autorità di sistema portuale, Anno 2017, Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti, που δημοσιεύθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 http://www.mit.gov.it/node/11420.

(7)  Testo Unico delle Imposte sui Redditi (TUIR), D.P.R., 22/12/1986 n° 917, G.U. 31/12/1986.

(8)  Ο κανονικός φορολογικός συντελεστής για τον IRES το 2020 είναι 24 %. Ο συντελεστής IRES μειώθηκε από 33 % το 2004 σε 27,5 % το 2008 και σε 24 % το 2018 και το 2019.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE) (ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1).

(11)  Βλ. υποσημείωση 8.

(12)  Legge 27 dicembre 2019, n. 160, Bilancio di Previsione dello Stato per l’anno finanziario 2020 e bilancio pluriennale per il triennio 2020-2022, GU Serie Generale n.304 del 30.12.2019 — Suppl. Ordinario n. 45. Ο πρόσθετος φόρος οφείλεται επίσης για τα έσοδα που προέρχονται από δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται βάσει παραχωρήσεων αυτοκινητοδρόμων, συμβάσεων παραχώρησης για τη διαχείριση αερολιμένων και σιδηροδρομικών παραχωρήσεων.

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/352 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2017, για τη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και κοινών κανόνων για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων (ΕΕ L 57 της 3.3.2017, σ. 1).

(14)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(15)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής)· FILT CGIL, FIT-CISL, UILTRASPORTI (Ιταλική Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές, Ιταλική Ομοσπονδία Μεταφορών, Ιταλική Ένωση Εργαζομένων στις Μεταφορές).

(16)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(17)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(18)  Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(19)  Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής)· Conftrasporto-Confcommercio (Συνομοσπονδία Ενώσεων Μεταφορών, Ναυτιλίας και Εφοδιαστικής).

(20)  Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(21)  Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής)· Conftrasporto-Confcommercio (Συνομοσπονδία Ενώσεων Μεταφορών, Ναυτιλίας και Εφοδιαστικής)· FILT CGIL, FIT-CISL, UILTRASPORTI (Ιταλική Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές, Ιταλική Ομοσπονδία Μεταφορών, Ιταλική Ένωση Εργαζομένων στις Μεταφορές).

(22)  Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(23)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής)· Conftrasporto-Confcommercio (Συνομοσπονδία Ενώσεων Μεταφορών, Ναυτιλίας και Εφοδιαστικής).

(24)  Conftrasporto-Confcommercio (Συνομοσπονδία Ενώσεων Μεταφορών, Ναυτιλίας και Εφοδιαστικής).

(25)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών).

(26)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Christian Poucet κατά Assurances Générales de France και Caisse Mutuelle Régionale du Languedoc-Roussillon, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91, ECLI:EU:C:1993:63, σκέψη 18.

(27)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Christian Poucet κατά Assurances Générales de France και Caisse Mutuelle Régionale du Languedoc-Roussillon, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91, ECLI:EU:C:1993:63, σκέψη 18. Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, C-82/01 P, ECLI:EU:C:2002:617, σκέψη 78.

(28)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών).

(29)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft mbH κατά Eurocontrol, C-364/92, ECLI:EU:C:1994:7. Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2009, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C-113/07 P, ECLI:EU:C:2009:191.

(30)  Άρθρο 13 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/352.

(31)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C-138/11, ECLI:EU:C:2012:449, σκέψη 38. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-347/09, ECLI:EU:T:2013:418, σκέψη 29. Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2009, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C-113/07 P, ECLI:EU:C:2009:191, σκέψεις 71 έως 80.

(32)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής)· FILT CGIL, FIT-CISL, UILTRASPORTI (Ιταλική Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές, Ιταλική Ομοσπονδία Μεταφορών, Ιταλική Ένωση Εργαζομένων στις Μεταφορές).

(33)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(34)  Η Ιταλία αναφέρει την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group, C-20/15 P, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 58.

(35)  ANCIP (Εθνική Ένωση Λιμενικών Εταιρειών)· Assoporti (Ένωση Ιταλικών Λιμένων)· Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(36)  Confetra (Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Μεταφορών και Εφοδιαστικής).

(37)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1991, Klaus Höfner και Fritz Elser κατά Macrotron GmbH, C-41/90, ECLI:EU:C:1991:161, σκέψη 21.

(38)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C-49/07, ECLI:EU:C:2008:376, σκέψεις 27 και 28.

(39)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-622/16 P έως C-624/16 P, ECLI:EU:C:2018:873, σκέψεις 104 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(40)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, Van Landewyck κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 215 και 218/78, ECLI:EU:C:1980:248, σκέψη 88· Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 1995, FFSA και άλλοι κατά Ministère de l’Agriculture et de la Pêche, C-244/94, ECLI:EU:C:1995:392, σκέψη 21. Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C-49/07, ECLI:EU:C:2008:376, σκέψεις 27 και 28. Βλ. επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σημείο 9.

(41)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και λοιποί κατά Επιτροπής και Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig/Halle κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-443/08 και T-455/08, ECLI:EU:T:2011:117, σκέψη 95, η οποία επιβεβαιώθηκε από την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C-288/11 P, ECLI:EU:C:2012:821, σκέψεις 42 έως 44.

(42)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 47.

(43)  Απόφαση της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 385/2009, Δημόσια χρηματοδότηση λιμενικής υποδομής στον λιμένα Ventspils (ΕΕ C 72 της 20.3.2010, αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 58). Απόφαση της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 44/2010, Δημόσια χρηματοδότηση λιμενικής υποδομής στον λιμένα Krievu Sala (ΕΕ C 215 της 21.7.2011, σ. 21, αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 68). Απόφαση της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2012, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης αριθ. SA.30742 (N/2010), Κατασκευή υποδομών για τον τερματικό σταθμό επιβατικών και φορτηγών σκαφών στο Klaipeda (ΕΕ C 121 της 26.4.2012, σ. 1, αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 47).

(44)  Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36953 (2013/N), Λιμενική αρχή του Bahía de Cádiz (ΕΕ C 335 της 16.11.2013, σ. 1, αιτιολογική σκέψη 29).

(45)  Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38302, Λιμένας του Salerno (ΕΕ C 156 της 23.5.2014, αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 36). Απόφαση της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2012, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης αριθ. SA.30742 (N/2010), Κατασκευή υποδομών για τον τερματικό σταθμό επιβατικών και φορτηγών σκαφών στο Klaipeda (ΕΕ C 121 της 26.4.2012, σ. 1, αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 47). Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2013, στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.35418 (2012/N), Επέκταση επιβατικού λιμένος Πειραιά (ΕΕ C 256 της 5.9.2013, σ. 2, αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22)· Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σημείο 215, σ. 47).

(46)  Παραδείγματα τέτοιων μη οικονομικών δραστηριοτήτων είναι: α) ο έλεγχος της θαλάσσιας κυκλοφορίας· β) η πυρόσβεση· γ) οι αστυνομικές υπηρεσίες· δ) οι τελωνειακές υπηρεσίες. Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σημείο 215, σ. 47).

(47)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 54.

(48)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σημείο 17, σ. 5).

(49)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 64. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψεις 53 και 54.

(50)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 48.

(51)  Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34940, Λιμένας του Augusta (ΕΕ C 077 της 17.3.2013, αιτιολογικές σκέψεις 42 και 43). Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38302, Επενδυτική ενίσχυση στον λιμένα του Salerno (ΕΕ C 156 της 23.5.2014, αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 36). Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39542, Βυθοκόρηση και διάθεση υλικών βυθοκόρησης στον λιμένα του Τάραντα (ΕΕ C 259 της 7.8.2015, αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 41). Απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36112, Εικαζόμενη ενίσχυση στον Οργανισμό Λιμένος της Νάπολης και στην Cantieri del Mediterraneo (ΕΕ C 369 της 7.10.2016, αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 47).

(52)  Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2017, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων αριθ. SA.38393, Φορολόγηση λιμένων στο Βέλγιο (ΕΕ L 332 της 14.12.2017, σημείο 62). Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2017, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.38398, Φορολόγηση λιμένων στη Γαλλία (ΕΕ L 332 της 14.12.2017, σημείο 55).

(53)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψεις 65 και 66. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 47. Κατά των αποφάσεων αυτών δεν ασκήθηκε έφεση.

(54)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(55)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C-49/07, ECLI:EU:C:2008:376, σκέψη 27. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania C-74/16, ECLI:EU:C:2017:496, σκέψη 46. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-347/09, ECLI:EU:T:2013:418, σκέψη 48. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 80.

(56)  Relazione sull’attività delle autorità di sistema portuale, Anno 2017, Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti, που δημοσιεύθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 http://www.mit.gov.it/node/11420.

(57)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania C-74/16, ECLI:EU:C:2017:496, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 75.

(58)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig-Halle GmbH κατά Επιτροπής, C-288/11 P, ECLI:EU:C:2012:821, σκέψη 40. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και λοιποί κατά Επιτροπής και Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig/Halle κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-443/08 και T-455/08, ECLI:EU:T:2011:117, σκέψη 93. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 76.

(59)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-347/09, ECLI:EU:T:2013:418, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 78.

(60)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 81.

(61)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 82.

(62)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 75.

(63)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2018, Naviera Armas κατά Επιτροπής, T-108/16, ECLI:EU:T:2018:145, σκέψη 124.

(64)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, C-364/92, ECLI:EU:C:1994:7. Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2009, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C-113/07, ECLI:EU:C:2009:191.

(65)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(66)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C-138/11, ECLI:EU:C:2012:449, σκέψη 38. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-347/09, ECLI:EU:T:2013:418, σκέψη 29. Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2009, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C-113/07 P, ECLI:EU:C:2009:191, σκέψεις 71 έως 80. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 86. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 82.

(67)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 87. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 84.

(68)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C-138/11, ECLI:EU:C:2012:449, σκέψη 41. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-347/09, ECLI:EU:T:2013:418, σκέψη 41. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 89. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 82.

(69)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 90. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 87.

(70)  Relazione sull’attività delle autorità di sistema portuale, Anno 2017, Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti, που δημοσιεύθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2019 http://www.mit.gov.it/node/11420.

(71)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 89. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 84.

(72)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C-138/11, ECLI:EU:C:2012:449, σκέψη 37. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 64.

(73)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 56.

(74)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C-82/01 P, ECLI:EU:C:2002:617, σκέψη 78. Απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, T-128/98, ECLI:EU:T:2000:290, σκέψη 121.

(75)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 71. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 65.

(76)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C-288/11 P, ECLI:EU:C:2012:821. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 72.

(77)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, Banco Exterior de España κατά Ayuntamiento de Valencia, C-387/92, ECLI:EU:C:1994:100, σκέψη 14.

(78)  Το άρθρο 345 της Συνθήκης ορίζει ότι «Οι Συνθήκες δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη».

(79)  Βλ., για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986, Βέλγιο κατά Επιτροπής, 40/85, ECLI:EU:C:1986:305, σκέψη 12.

(80)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, ECLI:EU:C:1994:325, σκέψη 22.

(81)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1961, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, υπόθεση 30/59, ECLI:EU:C:1961:2, σκέψη 19. Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, C-143/99, ECLI:EU:C:2001:598, σκέψη 38.

(82)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg, C-280/00, ECLI:EU:C:2003:415.

(83)  Βλ. σημείο 2.1 της πρότασης κανονισμού για τις λιμενικές υπηρεσίες. Βλ. επίσης Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με Ευρωπαϊκή Λιμενική Πολιτική, COM/2007/ 616 τελικό, σημείο II.4.2.

(84)  Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Wahl στην απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2019, Fallimento Traghetti del Mediterraneo, C-387/17, ECLI:EU:C:2018:712, σκέψη 66: «…το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι αυτή η έλλειψη ελευθερώσεως δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το ενδεχόμενο κρατικές ενισχύσεις να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσουν ή να απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.» Βλ. επίσης απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2019, Fallimento Traghetti del Mediterraneo, C-387/17, ECLI:EU:C:2019:51, σκέψη 38 και επόμενες.

(85)  Στο πλαίσιο αυτό, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 188 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης. Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σ. 1).

(86)  «Ο ανταγωνισμός μεταξύ λιμένων μπορεί να ενέχει επίσης αντιπαλότητα μεταξύ των λιμενικών αρχών για την παροχή των καλύτερων (υλικών και μη υλικών) υποδομών σε όλους τους φορείς που συμμετέχουν στις αλυσίδες εφοδιασμού των διαφόρων επαγγελματικών κλάδων (π.χ. εταιρείες φορτοεκφόρτωσης και στοιβασίας, ναυτιλιακές εταιρείες, φορτωτές και φορείς πολυτροπικών μεταφορών).» Notteboom T., de Langen P. (2015) Container Port Competition in Europe. Στο: Lee CY., Meng Q. (επιμέλεια) Handbook of Ocean Container Transport Logistics. International Series in Operations Research & Management Science, τόμος 220.

(87)  «Σε επίπεδο λιμενικών αρχών, ο αγώνας επικεντρώνεται κυρίως στην παροχή των καλύτερων βασικών υποδομών (αποβαθρών, προβλητών) και μέσων «πληροφοριακής υποδομής» (IT), του καλύτερου υλικοτεχνικού εξοπλισμού / μέσων διανομής και του χαμηλότερου κόστους χρήσης των λιμενικών υποδομών». Notteboom T., de Langen P. (2015) Container Port Competition in Europe. Στο: Lee CY., Meng Q. (επιμέλεια) Handbook of Ocean Container Transport Logistics. International Series in Operations Research & Management Science, τόμος 220.

(88)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψη 99. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 103.

(89)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση 730/79, ECLI:EU:C:1980:209, σκέψη 11. Απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, Alzetta και λοιποί κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως 607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, ECLI:EU:T:2000:151, σκέψη 80.

(90)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg, C-280/00, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψεις 78 και 79.

(91)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2005, Heiser, C-172/03, ECLI:EU:C:2005:130, σκέψη 55.

(92)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T-747/17, ECLI:EU:T:2019:271, σκέψη 102.

(93)  Η τιμή των υπηρεσιών μεταφοράς που παρέχονται από τους λιμένες αντιπροσωπεύει συχνά μεγάλο μέρος του συνολικού κόστους μεταφοράς. Βλ. «Οι θαλάσσιοι λιμένες της Ευρώπης 2030: Μελλοντικές προκλήσεις, σημείωμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 23ης Μαΐου 2013: «Το κόστος και η ποιότητα των λιμενικών υπηρεσιών αποτελούν σημαντικό παράγοντα για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Οι λιμενικές δαπάνες αποτελούν σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους της εφοδιαστικής αλυσίδας. Η διακίνηση φορτίου, τα λιμενικά τέλη και οι λιμενικές ναυτικές υπηρεσίες μπορούν να αντιπροσωπεύουν μεταξύ 40 % - 60 % του συνολικού κόστους υλικοτεχνικής υποδομής κατ’ οίκον για τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τις θαλάσσιες μεταφορές μικρών αποστάσεων για τη μεταφορά εμπορευμάτων.» (υπογράμμιση από την Επιτροπή). Πρβλ. υποσημείωση 72.

(94)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C-518/13, ECLI:EU:C:2015:9, σκέψη 65. Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2013, Libert και λοιποί, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-197/11 και C-203/11, ECLI:EU:C:2013:288, σκέψη 76.

(95)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C-518/13, ECLI:EU:C:2015:9, σκέψη 66. Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2013, Libert και λοιποί, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-197/11 και C-203/11, ECLI:EU:C:2013:288, σκέψη 77. Απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 2001, Regione autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, Τ-288/97, ECLI:EU:T:2001:115, σκέψη 41.

(96)  Top 15 container ports in Europe in 2019: TEU volumes and growth rates. T. Notteboom, 21.2.2020. https://www.porteconomics.eu/2020/02/21/top-15-container-ports-in-europe-in-2019-teu-volumes-and-growth-rates.

(97)  Σύμφωνα με τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, οι ΟΛ στην Ιταλία ανταγωνίζονται λιμένες άλλων μεσογειακών χωρών, όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Μάλτα και η Ελλάδα. Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti, Piano Strategico Nazionale della Portualità e della Logistica (2014) https://mit.gov.it/mit/mop_all.php?p_id=23291, σελίδες 23, 91 και 152. Panaro, Buonfanti, Murgia, Ripoli, Porti e Mediterraneo, Assoporti e SRM (2011) https://www.assoporti.it/media/3047/porti_e_mediterraneo_def.pdf, σελίδα 3. Arianna Buonfanti, Lo shipping e la portualità nel Mediterraneo: opportunità e sfide per l’Italia, Rivista di Economia e Politica dei Trasporti (2013), n° 3, articolo 1, ISSN 2282-6599, σελίδα 6 και σελίδα 12.

(98)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-66/02, ECLI:EU:C:2005:768, σκέψη 94.

(99)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σημείο 128).

(100)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, ECLI:EU:C:2006:511, σκέψη 81.

(101)  Το άρθρο 81 του TUIR περιλαμβάνει όλα τα εισοδήματα «από οποιαδήποτε πηγή» στο φορολογητέο εισόδημα εταιρειών και οντοτήτων με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων.

(102)  Το άρθρο 143 του TUIR διευκρινίζει ότι το φορολογητέο εισόδημα των οντοτήτων που δεν έχουν ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων αποτελείται από «εισοδήματα από γη, κεφάλαια, επιχειρηματική δραστηριότητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, οπουδήποτε και αν παράγονται και ανεξαρτήτως του σκοπού τους, με εξαίρεση το εισόδημα που απαλλάσσεται από τον φόρο και το εισόδημα που υπόκειται σε παρακράτηση φόρου ή φόρο υποκατάστασης».

(103)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Βασίλειο της Ισπανίας κατά Government of Gibraltar και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, ECLI:EU:C:2011:732, σκέψεις 101 έως 104· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T-696/17, ECLI:EU:T:2019:652, σκέψεις 132 έως 133 και 194 έως 195.

(104)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos και λοιποί, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 54· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-673/17, ECLI:EU:T:2019:643, σκέψη 178.

(105)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos και λοιποί, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 55.

(106)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze και λοιποί, C-222/04, ECLI:EU:C:2006:8, σκέψη 123.

(107)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos και λοιποί, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 54· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-673/17, ECLI:EU:T:2019:643, σκέψεις 178 έως 180.

(108)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Βασίλειο της Ισπανίας κατά Government of Gibraltar και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, ECLI:EU:C:2011:732, σκέψη 101· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-673/17, ECLI:EU:T:2019:643, σκέψη 191.

(109)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Βασίλειο της Ισπανίας κατά Government of Gibraltar και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, ECLI:EU:C:2011:732, σκέψη 101.

(110)  Σε παρόμοια υπόθεση, η οποία αφορούσε τριετή απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών ορισμένων ιταλικών δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν συσταθεί από τοπικές αρχές, η Επιτροπή εξέδωσε, το 2002, αρνητική απόφαση με εντολή ανάκτησης, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, A2A κατά Επιτροπής, C-318/09 P, ECLI:EU:C:2011:856.


6.10.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/29


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2021/1758 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2021

που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2007/7 σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις του TARGET2-ΕΚΤ (ΕΚΤ/2021/43)

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2, πρώτη και τέταρτη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 11.6, 17, 22 και 23,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 20 Ιουλίου 2021 το διοικητικό συμβούλιο τροποποίησε (1) την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2), προκειμένου: α) να διευκρινίσει ότι οι κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS και οι κάτοχοι ΕΛΜ του T2S θα συνδέονται με το TARGET2 μέσω του Ενιαίου Διαύλου Υποδομών Αγοράς του Ευρωσυστήματος από τον Νοέμβριο του 2021 και τον Ιούνιο του 2022, αντίστοιχα· β) να αποσαφηνίσει και να επεκτείνει τους κανόνες τήρησης των απαιτήσεων ασφαλείας τερματικών σημείων του TARGET2, ώστε να διασφαλιστεί ότι το TARGET2 συνεχίζει να εξελίσσεται προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης απειλών κατά της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο· γ) να επιβάλει στους κατόχους λογαριασμών ΜΠ, στους οικείους έμμεσους συμμετέχοντες και τους κατόχους προσβάσιμου BIC που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα SCT Inst υπογράφοντας τη σύμβαση προσχώρησης στο σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPΑ την απαίτηση να είναι και να παραμένουν διαρκώς προσβάσιμοι στην πλατφόρμα TIPS μέσω ΕΛΜ του TIPS, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα πραγματοποίησης άμεσων πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση· δ) να θεσπίσει διαφάνεια των όρων μεταφοράς υπολοίπων από λογαριασμούς συμμετεχόντων στο TARGET2 στους αντίστοιχους διάδοχους λογαριασμούς τους στο μελλοντικό σύστημα TARGET χάριν ασφάλειας δικαίου· και ε) να αποσαφηνίσει και να επικαιροποιήσει ορισμένες άλλες πτυχές της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/2.

(2)

Με τη θέση σε εφαρμογή του έργου «T2-T2S Consolidation Project» θα καταστεί εξάλλου αναγκαίο να διασφαλιστεί η διαφάνεια των όρων μεταφοράς υπολοίπων από λογαριασμούς συμμετεχόντων στο TARGET2-ECB στους αντίστοιχους διάδοχους λογαριασμούς τους χάριν ασφάλειας δικαίου.

(3)

Οι τροποποιήσεις της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 που επηρεάζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις του TARGET2-EΚΤ θα πρέπει να αποτυπωθούν στην απόφαση ΕΚΤ/2007/7 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (3).

(4)

Για τους λόγους αυτούς η απόφαση ΕΚΤ/2007/7 θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Τα παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ της απόφασης ΕΚΤ/2007/7 τροποποιούνται σύμφωνα με τα παραρτήματα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Τελικές διατάξεις

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την πέμπτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 21η Νοεμβρίου 2021, με εξαίρεση την παράγραφο 1 στοιχείο γ) και τις παραγράφους 7 και 9 του παραρτήματος ΙΙ, οι οποίες εφαρμόζονται από την 13η Ιουνίου 2022.

Φρανκφούρτη, 21 Σεπτεμβρίου 2021.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  Κατευθυντήρια γραμμή (EE) 2021/1759 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 20ής Ιουλίου 2021, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΚΤ/2021/30) (βλέπε σελίδα 45 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(2)  Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΕ L 30 της 30.1.2013, σ. 1).

(3)  Απόφαση ΕΚΤ/2007/7 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Ιουλίου 2007, σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις του TARGET2-ΕΚΤ (ΕΕ L 237 της 8.9.2007, σ. 71).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα Ι της απόφασης ΕΚΤ/2007/7 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο ορισμός «instant payment order» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“instant payment order” means, in line with the European Payments Council's SEPA Instant Credit Transfer (SCT Inst) scheme, a payment instruction which can be executed 24 hours a day any calendar day of the year, with immediate or close to immediate processing and notification to the payer and includes (a) the TIPS DCA to TIPS DCA instant payment orders, (b) TIPS DCA to TIPS AS technical account instant payment orders, (c) TIPS AS technical account to TIPS DCA instant payment orders and (d) TIPS AS technical account to TIPS AS technical account instant payment orders,»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«—

“European Payments Council's SEPA Instant Credit Transfer (SCT Inst) scheme” or “SCT Inst scheme” means an automated, open standards scheme providing a set of interbank rules to be complied with by SCT Inst participants, allowing payment services providers in SEPA to offer an automated, SEPA-wide euro instant credit transfer product,

“TIPS ancillary system technical account (TIPS AS technical account)” means an account held by an ancillary system or a CB on an ancillary system's behalf in the CB’s TARGET2 component system for use by the ancillary system for the purpose of settling instant payments in its own books,

“TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order” means the instruction to transfer a specified amount of funds from a TIPS DCA to a TIPS AS technical account to fund the TIPS DCA holder’s position (or the position of another participant of the ancillary system) in the books of the ancillary system,

“TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order” means the instruction to transfer a specified amount of funds from a TIPS AS technical account to a TIPS DCA to defund the TIPS DCA holder’s position (or the position of another participant of the ancillary system) in the books of the ancillary system,

“reachable party” means an entity which: (a) holds a BIC; (b) is designated as a reachable party by a TIPS DCA holder or by an ancillary system; (c) is a correspondent, customer or branch of a TIPS DCA holder or a participant of an ancillary system, or a correspondent, customer, or branch of a participant of an ancillary system; and (d) is addressable through the TIPS Platform and is able to submit instant payment orders and receive instant payment orders either via the TIPS DCA holder or the ancillary system or, if so authorised by the TIPS DCA holder or by the ancillary system, directly.»·

γ)

ο ορισμός «TIPS network service provider» διαγράφεται·

2)

στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 2 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Appendix VII:

Requirements regarding information security management and business continuity management»·

3)

το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 το σημείο (fc) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(fc)

TIPS DCA to PM liquidity transfer orders and PM to TIPS DCA liquidity transfer orders;»·

β)

στην παράγραφο 2 παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο fd):

«(fd)

TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer orders and TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer orders; and»

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   TARGET2 provides real-time gross settlement for payments in euro, with settlement in central bank money across PM accounts, T2S DCAs and TIPS DCAs. TARGET2 is established and functions on the basis of the SSP through which payment orders are submitted and processed and through which payments are ultimately received in the same technical manner. As far as the technical operation of the T2S DCAs is concerned, TARGET2 is technically established and functions on the basis of the T2S Platform. As far as the technical operation of the TIPS DCAs and TIPS AS technical accounts is concerned, TARGET2 is technically established and functions on the basis of the TIPS Platform.»·

4)

το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Article 5

Direct participants

PM account holders in TARGET2-ECB are direct participants and shall comply with the requirements set out in Article 8(1) and (2). They shall have at least one PM account with the ECB. PM account holders that have adhered to the SCT Inst scheme by signing the SEPA Instant Credit Transfer Adherence Agreement shall be and shall remain reachable in the TIPS Platform at all times, either as a TIPS DCA holder or as a reachable party via a TIPS DCA holder.»·

5)

το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Article 22

Security Requirements and Control Procedures

1.   Participants shall implement adequate security controls to protect their systems from unauthorised access and use. Participants shall be exclusively responsible for the adequate protection of the confidentiality, integrity and availability of their systems.

2.   Participants shall inform the ECB of any security-related incidents in their technical infrastructure and, where appropriate, security-related incidents that occur in the technical infrastructure of the third party providers. The ECB may request further information about the incident and, if necessary, request that the participant take appropriate measures to prevent a recurrence of such an event.

3.   The ECB may impose additional security requirements, in particular with regard to cybersecurity or the prevention of fraud, on all participants and/or on participants that are considered critical by the ECB.

4.   Participants shall provide the ECB with: (i) permanent access to their attestation of adherence to their chosen network service provider’s endpoint security requirements, and (ii) on an annual basis the TARGET2 self-certification statement as published on the ECB’s website in English.

4a.   The ECB shall assess the participant’s self-certification statement(s) on the participants level of compliance with each of the requirements set out in the TARGET2 self-certification requirements. These requirements are listed in Appendix VII, which in addition to the other Appendices listed in Article 2(1), shall form an integral part of these Conditions.

4b.   The participant’s level of compliance with the requirements of the TARGET2 self-certification shall be categorised as follows, in increasing order of severity: ‘full compliance’; ‘minor non-compliance’; or ‘major non-compliance’. The following criteria apply: full compliance is reached where participants satisfy 100% of the requirements; minor non-compliance is where a participant satisfies less than 100% but at least 66% of the requirements and major non-compliance where a participant satisfies less than 66% of the requirements. If a participant demonstrates that a specific requirement is not applicable to it, it shall be considered as compliant with the respective requirement for the purposes of the categorisation. A participant which fails to reach ‘full compliance’ shall submit an action plan demonstrating how it intends to reach full compliance. The ECB shall inform the relevant supervisory authorities of the status of such participant’s compliance.

4c.   If the participant refuses to grant permanent access to its attestation of adherence to their chosen NSPs endpoint security requirements or does not provide the TARGET2 self-certification the participant’s level of compliance shall be categorised as ‘major non-compliance’.

4d.   The ECB shall reassess compliance of participants on an annual basis.

4e.   The ECB may impose the following measures of redress on participants whose level of compliance was assessed as minor or major non-compliance, in increasing order of severity:

(i)

enhanced monitoring: the participant shall provide the ECB with a monthly report, signed by a senior executive, on their progress in addressing the non-compliance. The participant shall additionally incur a monthly penalty charge for each affected account equal to its monthly fee as set out in paragraph 1 of Appendix VI excluding the transaction fees. This measure of redress may be imposed in the event the participant receives a second consecutive assessment of minor non-compliance or an assessment of major non-compliance;

(ii)

suspension: participation in TARGET2-ECB may be suspended in the circumstances described in Article 28(2)(b) and (c) of this Annex. By way of derogation from Article 28 of this Annex, the participant shall be given three months’ notice of such suspension. The participant shall incur a monthly penalty charge for each suspended account of double its monthly fee as set out in paragraph 1 of Appendix VI, excluding the transaction fees. This measure of redress may be imposed in the event the participant receives a second consecutive assessment of major non-compliance;

(iii)

termination: participation in TARGET2-ECB may be terminated in the circumstances described in Article 28(2)(b) and (c) of this Annex. By way of derogation from Article 28 of this Annex, the participant shall be given three months’ notice of such termination. The participant shall incur an additional penalty charge of EUR 1000 for each terminated account. This measure of redress may be imposed if the participant has not addressed the major non-compliance to the satisfaction of the ECB following three months of suspension.»·

6)

στο άρθρο 33 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Participants shall be deemed to be aware of, shall comply with, and shall be able to demonstrate that compliance to the relevant competent authorities with all obligations on them relating to legislation on data protection. They shall be deemed to be aware of, and shall comply with all obligations on them relating to legislation on prevention of money laundering and the financing of terrorism, proliferation-sensitive nuclear activities and the development of nuclear weapons delivery systems, in particular in terms of implementing appropriate measures concerning any payments debited or credited on their PM accounts. Participants shall ensure that they are informed about the TARGET2 network service provider’s data retrieval policy prior to entering into the contractual relationship with the TARGET2 network service provider.»·

7)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 39a:

«Article 39a

Transitional provisions

1.   Once the TARGET system is operational and TARGET2 has ceased operation, PM account balances shall be transferred to the account holder’s corresponding successor accounts in the TARGET system.

2.   The requirement that PM account holders, indirect Participants and addressable BIC holders adhering to the SCT Inst scheme be reachable in the TIPS Platform pursuant to Article 5 shall apply as of 25 February 2022.»·

8)

στο προσάρτημα I το στοιχείο b) της παραγράφου 8 σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(b)

User-to-application mode (U2A)

U2A permits direct communication between a participant and the ICM. The information is displayed in a browser running on a PC system (SWIFT Alliance WebStation or another interface, as may be required by SWIFT). For U2A access the IT infrastructure has to be able to support cookies. Further details are described in the ICM User Handbook.»·

9)

στο προσάρτημα IV το στοιχείο g) της παραγράφου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(g)

for contingency processing of payment orders, participants shall provide eligible assets as collateral. During contingency processing, incoming contingency payments may be used to fund outgoing contingency payments. For the purposes of contingency processing, participants’ available liquidity may not be taken into account by the ECB.»·

10)

προστίθεται το ακόλουθο προσάρτημα VII:

«Appendix VII

Requirements regarding information security management and business continuity management

Information security management

These requirements are applicable to each participant, unless the participant demonstrates that a specific requirement is not applicable to it. In establishing the scope of application of the requirements within its infrastructure, the participant should identify the elements that are part of the Payment Transaction Chain (PTC). Specifically, the PTC starts at a Point of Entry (PoE), i.e. a system involved in the creation of transactions (e.g. workstations, front-office and back-office applications, middleware), and ends at the system responsible to send the message to SWIFT (e.g. SWIFT VPN Box) or Internet (with the latter applicable to Internet-based Access).

Requirement 1.1: Information security policy

The management shall set a clear policy direction in line with business objectives and demonstrate support for and commitment to information security through the issuance, approval and maintenance of an information security policy aiming at managing information security and cyber resilience across the organisation in terms of identification, assessment and treatment of information security and cyber resilience risks. The policy should contain at least the following sections: objectives, scope (including domains such as organisation, human resources, asset management etc.), principles and allocation of responsibilities.

Requirement 1.2: Internal organisation

An information security framework shall be established to implement the information security policy within the organisation. The management shall coordinate and review the establishment of the information security framework to ensure the implementation of the information security policy (as per Requirement 1.1) across the organisation, including the allocation of sufficient resources and assignment of security responsibilities for this purpose.

Requirement 1.3: External parties

The security of the organisation’s information and information processing facilities should not be reduced by the introduction of, and/or the dependence on, an external party/parties or products/services provided by them. Any access to the organisation’s information processing facilities by external parties shall be controlled. When external parties or products/services of external parties are required to access the organisation’s information processing facilities, a risk assessment shall be carried out to determine the security implications and control requirements. Controls shall be agreed and defined in an agreement with each relevant external party.

Requirement 1.4: Asset management

All information assets, the business processes and the underlying information systems, such as operating systems, infrastructures, business applications, off-the-shelf products, services and user-developed applications, in the scope of the Payment Transaction Chain shall be accounted for and have a nominated owner. The responsibility for the maintenance and the operation of appropriate controls in the business processes and the related IT components to safeguard the information assets shall be assigned. Note: the owner can delegate the implementation of specific controls as appropriate, but remains accountable for the proper protection of the assets.

Requirement 1.5: Information assets classification

Information assets shall be classified in terms of their criticality to the smooth delivery of the service by the participant. The classification shall indicate the need, priorities and degree of protection required when handling the information asset in the relevant business processes and shall also take into consideration the underlying IT components. An information asset classification scheme approved by the management shall be used to define an appropriate set of protection controls throughout the information asset lifecycle (including removal and destruction of information assets) and to communicate the need for specific handling measures.

Requirement 1.6: Human resources security

Security responsibilities shall be addressed prior to employment in adequate job descriptions and in terms and conditions of employment. All candidates for employment, contractors and third party users shall be adequately screened, especially for sensitive jobs. Employees, contractors and third party users of information processing facilities shall sign an agreement on their security roles and responsibilities. An adequate level of awareness shall be ensured among all employees, contractors and third party users, and education and training in security procedures and the correct use of information processing facilities shall be provided to them to minimise possible security risks. A formal disciplinary process for handling security breaches shall be established for employees. Responsibilities shall be in place to ensure that an employee’s, contractor’s or third party user’s exit from or transfer within the organisation is managed, and that the return of all equipment and the removal of all access rights are completed.

Requirement 1.7: Physical and environmental security

Critical or sensitive information processing facilities shall be housed in secure areas, protected by defined security perimeters, with appropriate security barriers and entry controls. They shall be physically protected from unauthorised access, damage and interference. Access shall be granted only to individuals who fall within the scope of Requirement 1.6. Procedures and standards shall be established to protect physical media containing information assets when in transit.

Equipment shall be protected from physical and environmental threats. Protection of equipment (including equipment used off-site) and against the removal of property is necessary to reduce the risk of unauthorised access to information and to guard against loss or damage of equipment or information. Special measures may be required to protect against physical threats and to safeguard supporting facilities such as the electrical supply and cabling infrastructure.

Requirement 1.8: Operations management

Responsibilities and procedures shall be established for the management and operation of information processing facilities covering all the underlying systems in the Payment Transaction Chain end-to-end.

As regards operating procedures, including technical administration of IT systems, segregation of duties shall be implemented, where appropriate, to reduce the risk of negligent or deliberate system misuse. Where segregation of duties cannot be implemented due to documented objective reasons, compensatory controls shall be implemented following a formal risk analysis. Controls shall be established to prevent and detect the introduction of malicious code for systems in the Payment Transaction Chain. Controls shall be also established (including user awareness) to prevent, detect and remove malicious code. Mobile code shall be used only from trusted sources (e.g. signed Microsoft COM components and Java Applets). The configuration of the browser (e.g. the use of extensions and plugins) shall be strictly controlled.

Data backup and recovery policies shall be implemented by the management; those recovery policies shall include a plan of the restoration process which is tested at regular intervals at least annually.

Systems that are critical for the security of payments shall be monitored and events relevant to information security shall be recorded. Operator logs shall be used to ensure that information system problems are identified. Operator logs shall be regularly reviewed on a sample basis, based on the criticality of the operations. System monitoring shall be used to check the effectiveness of controls which are identified as critical for the security of payments and to verify conformity to an access policy model.

Exchanges of information between organisations shall be based on a formal exchange policy, carried out in line with exchange agreements among the involved parties and shall be compliant with any relevant legislation. Third party software components employed in the exchange of information with TARGET2 (like software received from a Service Bureau in scenario 2 of the scope section of the TARGET2 self-certification arrangement document) must be used under a formal agreement with the third party.

Requirement 1.9: Access control

Access to information assets shall be justified on the basis of business requirements (need-to-know (1)) and according to the established framework of corporate policies (including the information security policy). Clear access control rules shall be defined based on the principle of least privilege (2) to reflect closely the needs of the corresponding business and IT processes. Where relevant (e.g. for backup management) logical access control should be consistent with physical access control unless there are adequate compensatory controls in place (e.g. encryption, personal data anonymisation).

Formal and documented procedures shall be in place to control the allocation of access rights to information systems and services that fall within the scope of the Payment Transaction Chain. The procedures shall cover all stages in the lifecycle of user access, from the initial registration of new users to the final deregistration of users that no longer require access.

Special attention shall be given, where appropriate, to the allocation of access rights of such criticality that the abuse of those access rights could lead to a severe adverse impact on the operations of the participant (e.g. access rights allowing system administration, override of system controls, direct access to business data).

Appropriate controls shall be put in place to identify, authenticate and authorise users at specific points in the organisation’s network, e.g. for local and remote access to systems in the Payment Transaction Chain. Personal accounts shall not be shared in order to ensure accountability.

For passwords, rules shall be established and enforced by specific controls to ensure that passwords cannot be easily guessed, e.g. complexity rules and limited-time validity. A safe password recovery and/or reset protocol shall be established.

A policy shall be developed and implemented on the use of cryptographic controls to protect the confidentiality, authenticity and integrity of information. A key management policy shall be established to support the use of cryptographic controls.

There shall be policy for viewing confidential information on screen or in print (e.g. a clear screen, a clear desk policy) to reduce the risk of unauthorised access.

When working remotely, the risks of working in an unprotected environment shall be considered and appropriate technical and organisational controls shall be applied.

Requirement 1.10: Information systems acquisition, development and maintenance

Security requirements shall be identified and agreed prior to the development and/or implementation of information systems.

Appropriate controls shall be built into applications, including user-developed applications, to ensure correct processing. These controls shall include the validation of input data, internal processing and output data. Additional controls may be required for systems that process, or have an impact on, sensitive, valuable or critical information. Such controls shall be determined on the basis of security requirements and risk assessment according to the established policies (e.g. information security policy, cryptographic control policy).

The operational requirements of new systems shall be established, documented and tested prior to their acceptance and use. As regards network security, appropriate controls, including segmentation and secure management, should be implemented based on the criticality of data flows and the level of risk of the network zones in the organisation. There shall be specific controls to protect sensitive information passing over public networks.

Access to system files and program source code shall be controlled and IT projects and support activities conducted in a secure manner. Care shall be taken to avoid exposure of sensitive data in test environments. Project and support environments shall be strictly controlled. Deployment of changes in production shall be strictly controlled. A risk assessment of the major changes to be deployed in production shall be conducted.

Regular security testing activities of systems in production shall also be conducted according to a predefined plan based on the outcome of a risk assessment, and security testing shall include, at least, vulnerability assessments. All of the shortcomings highlighted during the security testing activities shall be assessed and action plans to close any identified gap shall be prepared and followed up in a timely fashion.

Requirement 1.11: Information security in supplier (3) relationships

To ensure protection of the participant’s internal information systems that are accessible by suppliers, information security requirements for mitigating the risks associated with supplier’s access shall be documented and formally agreed upon with the supplier.

Requirement 1.12: Management of information security incidents and improvements

To ensure a consistent and effective approach to the management of information security incidents, including communication on security events and weaknesses, roles, responsibilities and procedures, at business and technical level, shall be established and tested to ensure a quick, effective and orderly and safely recover from information security incidents including scenarios related to a cyber-related cause (e.g. a fraud pursued by an external attacker or by an insider). Personnel involved in these procedures shall be adequately trained.

Requirement 1.13: Technical compliance review

A participant’s internal information systems (e.g. back office systems, internal networks and external network connectivity) shall be regularly assessed for compliance with the organisation’s established framework of policies (e.g. information security policy, cryptographic control policy).

Requirement 1.14: Virtualisation

Guest virtual machines shall comply with all the security controls that are set for physical hardware and systems (e.g. hardening, logging). Controls relating to hypervisors must include: hardening of the hypervisor and the hosting operating system, regular patching, strict separation of different environments (e.g. production and development). Centralised management, logging and monitoring as well as managing of access rights, in particular for high privileged accounts, shall be implemented based on a risk assessment. Guest virtual machines managed by the same hypervisor shall have a similar risk profile.

Requirement 1.15: Cloud computing

The usage of public and/or hybrid cloud solutions in the Payment Transaction Chain must be based on a formal risk assessment, taking into account the technical controls and the contractual clauses related to the cloud solution.

If hybrid cloud solutions are used, it is understood that the criticality level of the overall system is the highest one of the connected systems. All on-premises components of the hybrid solutions must be segregated from the other on-premises systems.

Business continuity management (applicable only to critical participants)

The following requirements (2.1 to 2.6) relate to business continuity management. Each TARGET2 participant classified by the Eurosystem as being critical for the smooth functioning of the TARGET2 system shall have a business continuity strategy in place comprising the following elements.

Requirement 2.1

:

Business continuity plans shall be developed and procedures for maintaining them are in place.

Requirement 2.2

:

An alternate operational site shall be available.

Requirement 2.3

:

The risk profile of the alternate site shall be different from that of the primary site, in order to avoid that both sites are affected by the same event at the same time. For example, the alternate site shall be on a different power grid and central telecommunication circuit from those of the primary business location.

Requirement 2.4

:

In the event of a major operational disruption rendering the primary site inaccessible and/or critical staff unavailable, the critical participant shall be able to resume normal operations from the alternate site, where it shall be possible to properly close the business day and open the following business day(s).

Requirement 2.5

:

Procedures shall be in place to ensure that the processing of transactions is resumed from the alternate site within a reasonable timeframe after the initial disruption of service and commensurate to the criticality of the business that was disrupted.

Requirement 2.6

:

The ability to cope with operational disruptions shall be tested at least once a year and critical staff shall be appropriately trained. The maximum period between tests shall not exceed one year.

».

(1)  The need-to-know principle refers to the identification of the set of information that an individual needs access to in order to carry out her/his duties.

(2)  The principle of least privilege refers to tailoring a subject’s access profile to an IT system in order to match the corresponding business role.

(3)  A supplier in the context of this exercise should be understood as any third party (and its personnel) which is under contract (agreement), with the institution, to provide a service and under the service agreement the third party (and its personnel) is granted access, either remotely or on-site, to information and/or information systems and/or information processing facilities of the institution in scope or associated to the scope covered under the exercise of the TARGET2 self-certification.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Το παράρτημα II της απόφασης EΚΤ/2007/7 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο ορισμός «instant payment order» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“instant payment order” means, in line with the European Payments Council's SEPA Instant Credit Transfer (SCT Inst) scheme, a payment instruction which can be executed 24 hours a day any calendar day of the year, with immediate or close to immediate processing and notification to the payer and includes (i) the TIPS DCA to TIPS DCA instant payment orders, (ii) TIPS DCA to TIPS AS technical account instant payment orders, (iii) TIPS AS technical account to TIPS DCA instant payment orders and (iv) TIPS AS technical account to TIPS AS technical account instant payment orders,»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«—

“TIPS ancillary system technical account (TIPS AS technical account)” means an account held by an ancillary system or a CB on an ancillary system's behalf in the CB’s TARGET2 component system for use by the ancillary system for the purpose of settling instant payments in its own books,

“TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order” means the instruction to transfer a specified amount of funds from a TIPS DCA to a TIPS AS technical account to fund the TIPS DCA holder’s position (or the position of another participant of the ancillary system) in the books of the ancillary system,

“TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order” means the instruction to transfer a specified amount of funds from a TIPS AS technical account to a TIPS DCA to defund the TIPS DCA holder’s position (or the position of another participant of the ancillary system) in the books of the ancillary system,

“Network Service Provider (NSP)” means an undertaking that has been awarded a concession with the Eurosystem to provide connectivity services via the Eurosystem Single Market Infrastructure Gateway.»·

γ)

ο ορισμός «T2S network service provider» διαγράφεται·

2)

στο άρθρο 4 παράγραφος 2 το στοιχείο (fc) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(fc)

TIPS DCA to PM liquidity transfer orders and PM to TIPS DCA liquidity transfer orders;»·

3)

στο άρθρο 4 παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο (fd):

«(fd)

TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer orders and TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer orders; and»·

4)

στο άρθρο 4 η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   TARGET2 provides real-time gross settlement for payments in euro, with settlement in central bank money across PM accounts, T2S DCAs and TIPS DCAs. TARGET2 is established and functions on the basis of the SSP through which payment orders are submitted and processed and through which payments are ultimately received in the same technical manner. As far as the technical operation of the T2S DCAs is concerned, TARGET2 is technically established and functions on the basis of the T2S Platform. As far as the technical operation of the TIPS DCAs and TIPS AS technical accounts is concerned, TARGET2 is technically established and functions on the basis of the TIPS Platform. The ECB is the provider of services under these Conditions. Acts and omissions of the SSP-providing NCBs and the 4CBs shall be considered acts and omissions of the ECB, for which it shall assume liability in accordance with Article 21 of this Annex. Participation pursuant to these Conditions shall not create a contractual relationship between T2S DCA holders and the SSP-providing NCBs or the 4CBs when any of the latter acts in that capacity. Instructions, messages or information which a T2S DCA holder receives from, or sends to, the SSP or T2S Platform in relation to the services provided under these Conditions are deemed to be received from, or sent to, the ECB.»·

5)

στο άρθρο 8 η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Where the ECB has granted a request by a T2S DCA holder pursuant to paragraph 1, that T2S DCA holder is deemed to have given the participating CSD(s) a mandate to debit the T2S DCA with the amounts relating to securities transactions executed on those securities accounts.»·

6)

στο άρθρο 28 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   T2S DCA holders shall be deemed to be aware of, shall comply with, and shall be able to demonstrate that compliance to the relevant competent authorities with all obligations on them relating to legislation on data protection. They shall be deemed to be aware of, and shall comply with all obligations on them relating to legislation on prevention of money laundering and the financing of terrorism, proliferation-sensitive nuclear activities and the development of nuclear weapons delivery systems, in particular in terms of implementing appropriate measures concerning any payments debited or credited on their T2S DCAs. Prior to entering into the contractual relationship with its T2S network service provider, T2S DCA holders shall ensure that they are informed about its data retrieval policy.»·

7)

το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Article 30

Contractual relationship with an NSP

1.   T2S DCA holders shall either:

(a)

have concluded a contract with an NSP within the framework of the concession contract with that NSP in order to establish a technical connection to TARGET2- ECB; or

(b)

connect via another entity which has concluded a contract with an NSP within the framework of the concession contract with that NSP.

2.   The legal relationship between a T2S DCA holder and the NSP shall be exclusively governed by the terms and conditions of the separate contract concluded with an NSP as referred to in paragraph 1(a).

3.   The services to be provided by the NSP shall not form part of the services to be performed by the ECB in respect of TARGET2.

4.   The ECB shall not be liable for any acts, errors or omissions of the NSP (including its directors, staff and subcontractors), or for any acts, errors or omissions of third parties selected by participants to gain access to the NSP’s network.»·

8)

παρεμβάλλεται άρθρο 34a ως εξής:

«Article 34a

Transitional provisions

Once the TARGET system is operational and TARGET2 has ceased operation, T2S DCA holders shall become T2S DCA holders in the TARGET system.»·

9)

Οι αναφορές στον όρο «T2S network service provider» (στον ενικό ή πληθυντικό) στα άρθρα 6 παράγραφος (1) στοιχείο (a) σημείο (i), 9 παράγραφος (5), 10 παράγραφος (6), 14 παράγραφος (1) στοιχείο (a), 22 παράγραφος (1), 22 παράγραφος (2), 22 παράγραφος (3), 27 παράγραφος (5), 28 παράγραφος (1), 29 παράγραφος (1) του παραρτήματος ΙΙ και η παράγραφος 1 του προσαρτήματος Ι αντικαθίστανται από αναφορές σε «NSP»·

10)

στο προσάρτημα I το στοιχείο (b) της παραγράφου 8 σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(b)

User-to-application mode (U2A)

U2A permits direct communication between a T2S DCA holder and the T2S GUI. The information is displayed in a browser running on a PC system. For U2A access the IT infrastructure has to be able to support cookies. Further details are described in the T2S User Handbook.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Το παράρτημα ΙΙΙ της απόφασης ΕΚΤ/2007/7 τροποποιείται ως εξής:

1)

Οι αναφορές στον όρο «TIPS network service provider» (στον ενικό ή πληθυντικό) στο παρόν παράρτημα αντικαθίστανται από αναφορές στον όρο «NSP»·

2)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο ορισμός «reachable party» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“reachable party” means an entity which: (a) holds a BIC, (b) is designated as a reachable party by a TIPS DCA holder or by an ancillary system; (c) is a correspondent, customer or branch of a TIPS DCA holder or a participant of an ancillary system or a correspondent, customer or branch of a participant of an ancillary system; and (d) is addressable through the TIPS Platform and is able to submit instant payment orders and receive instant payment orders either via the TIPS DCA holder or the ancillary system or, if so authorised by the TIPS DCA holder or by the ancillary system, directly,»·

β)

ο ορισμός «payment order» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“payment order”, except where used in Articles 16 to 18 of this Annex, means an instant payment order, a positive recall answer, a PM to TIPS DCA liquidity transfer order, a TIPS DCA to PM liquidity transfer order, a TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order or a TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order,»·

γ)

ο ορισμός «instant payment order» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“instant payment order” means, in line with the European Payments Council's SEPA Instant Credit Transfer (SCT Inst) scheme, a payment instruction which can be executed 24 hours a day any calendar day of the year, with immediate or close to immediate processing and notification to the payer and includes (a) TIPS DCA to TIPS DCA instant payment orders, (b) TIPS DCA to TIPS AS technical account instant payment orders, (c) TIPS AS technical account to TIPS DCA instant payment orders and (d) TIPS AS technical account to TIPS AS technical account instant payment orders,»·

δ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«—

“TIPS ancillary system technical account (TIPS AS technical account)” means an account held by an ancillary system or the CB on an ancillary system's behalf in the CB’s TARGET2 component system for use by that ancillary system for the purpose of settling instant payments in its own books,

“TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order” means the instruction to transfer a specified amount of funds from a TIPS DCA to a TIPS AS technical account to fund the TIPS DCA holder’s position (or the position of another participant of the ancillary system) in the books of the ancillary system,

“TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order” means the instruction to transfer a specified amount of funds from a TIPS AS technical account to a TIPS DCA to defund the TIPS DCA holder’s position (or the position of another participant of the ancillary system) in the books of the ancillary system,

“European Payments Council's SEPA Instant Credit Transfer (SCT Inst) scheme” or “SCT Inst scheme” means an automated, open standards scheme providing a set of interbank rules to be complied with by SCT Inst participants, allowing payment services providers in SEPA to offer an automated, SEPA-wide euro instant credit transfer product,

“mobile proxy look-up (MPL) service” means a service which enables TIPS DCA holders, ancillary systems using TIPS AS technical accounts and reachable parties, who receive from their customers a request to execute an instant payment order in favour of a beneficiary identified with a proxy (e.g. a mobile number), to retrieve from the central MPL repository the corresponding beneficiary IBAN and the BIC to be used to credit the relevant account in TIPS,

“Network Service Provider (NSP)” means an undertaking that has been awarded a concession with the Eurosystem to provide connectivity services via the Eurosystem Single Market Infrastructure Gateway,

“IBAN” means the international bank account number which uniquely identifies an individual account at a specific financial institution in a particular country.»·

ε)

ο ορισμός «TIPS network service provider» διαγράφεται·

3)

στο άρθρο 3 παράγραφος 1 η αναφορά στο «Appendix V: TIPS connectivity technical requirements» διαγράφεται·

4)

το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο (k):

«(k)

TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer orders and TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer orders; and»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   TARGET2 provides real-time gross settlement for payments in euro, with settlement in central bank money across PM accounts, T2S DCAs and TIPS DCAs. TARGET2 is established and functions on the basis of the SSP through which payment orders are submitted and processed and through which payments are ultimately received in the same technical manner. As far as the technical operation of the TIPS DCAs and TIPS AS technical accounts is concerned, TARGET2 is technically established and functions on the basis of the TIPS Platform. As far as the technical operation of the T2S DCAs is concerned, TARGET2 is technically established and functions on the basis of the T2S Platform.»·

5)

το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο (a) σημείο (i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(i)

install, manage, operate and monitor and ensure the security of the necessary IT infrastructure to connect to the TIPS Platform and submit payment orders to it. In doing so, applicant TIPS DCA holders may involve third parties, but retain sole liability. In particular, unless an instructing party is used, applicant TIPS DCA holders shall enter into an agreement with one or more NSPs to obtain the necessary connection and admissions, in accordance with the technical specifications in Appendix I; and»·

6)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Article 9

Contractual relationship with an NSP

1.   Participants shall either:

(a)

conclude a contract with an NSP within the framework of the concession contract with that NSP in order to establish a technical connection to TARGET2-ECB; or

(b)

connect via another entity which has concluded a contract with an NSP within the framework of the concession contract with that NSP.

2.   The legal relationship between a participant and the NSP shall be exclusively governed by the terms and conditions of their separate contract as referred to in paragraph 1(a).

3.   The services to be provided by the NSP shall not form part of the services to be performed by the ECB in respect of TARGET2.

4.   The ECB shall not be liable for any acts, errors or omissions by the NSP (including its directors, staff and subcontractors), or for any acts, errors or omissions by third parties selected by participants to gain access to the NSP’s network.»·

7)

το άρθρο 10 διαγράφεται•

8)

παρεμβάλλεται άρθρο 11a ως εξής:

«Article 11a

MPL repository

1.   The central MPL repository contains the proxy – IBAN mapping table for the purposes of the MPL service.

2.   Each proxy may be linked to only one IBAN. An IBAN may be linked to one or multiple proxies.

3.   Article 29 shall apply to the data contained in the MPL repository.»·

9)

το άρθρο 12 παράγραφος 9 διαγράφεται.

10)

το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Article 16

Types of payment orders in TIPS DCA

The following are classified as payment orders for the purposes of the TIPS service:

(a)

instant payment orders;

(b)

positive recall answers;

(c)

TIPS DCA to PM liquidity transfer orders;

(d)

TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer orders; and

(e)

TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer orders.»·

11)

στο άρθρο 18 η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   After a TIPS DCA to PM liquidity transfer order, a TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order or a TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order has been accepted as referred to in Article 17, the TARGET2-ECB shall check whether sufficient funds are available on the payer's account. If sufficient funds are not available the liquidity transfer order shall be rejected. If sufficient funds are available the liquidity transfer order shall be settled immediately.»·

12)

το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο (b) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(b)

TIPS DCA to PM liquidity transfer orders, positive recall answers and TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer orders are deemed entered into TARGET2-ECB and irrevocable at the moment that the relevant TIPS DCA is debited. TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer orders are deemed entered into TARGET2-ECB and irrevocable at the moment that the relevant TIPS AS technical account is debited.»·

13)

στο άρθρο 30 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   TIPS DCA holders shall be deemed to be aware of, shall comply with and shall be able to demonstrate that compliance to the relevant competent authorities with all obligations on them relating to legislation on data protection. They shall be deemed to be aware of, and shall comply with all obligations on them relating to legislation on prevention of money laundering and the financing of terrorism, proliferation-sensitive nuclear activities and the development of nuclear weapons delivery systems, in particular in terms of implementing appropriate measures concerning any payments debited or credited on their TIPS DCAs. TIPS DCA holders ensure that they are informed about their chosen NSP's data retrieval policy prior to entering into a contractual relationship with that NSP.»·

14)

παρεμβάλλεται άρθρο 35a ως εξής:

«Article 35a

Transitional provision

Once the TARGET system is operational and the TARGET2 has ceased operation, TIPS DCA holders shall become TIPS DCA holders in the TARGET system.»·

15)

στο προσάρτημα Ι ο πίνακας της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Message Type

Message Name

Pacs.002

FIToFIPayment Status Report

Pacs.004

PaymentReturn

Pacs.008

FIToFICustomerCreditTransfer

Pacs.028

FIToFIPaymentStatusRequest

camt.003

GetAccount

camt.004

ReturnAccount

camt.005

GetTransaction

camt.006

ReturnTransaction

camt.011

ModifyLimit

camt.019

ReturnBusinessDayInformation

camt.025

Receipt

camt.029

ResolutionOfInvestigation

camt.050

LiquidityCreditTransfer

camt.052

BankToCustomerAccountReport

camt.053

BankToCustomerStatement

camt.054

BankToCustomerDebitCreditNotification

camt.056

FIToFIPaymentCancellationRequest

acmt.010

AccountRequestAcknowledgement

acmt.011

AccountRequestRejection

acmt.015

AccountExcludedMandateMaintenanceRequest

reda.016

PartyStatusAdviceV01

reda.022

PartyModificationRequestV01»

16)

στο προσάρτημα I το στοιχείο (b) της παραγράφου 6 σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(b)

User-to-application mode (U2A)

U2A permits direct communication between a TIPS DCA holder and the TIPS GUI. The information is displayed in a browser running on a PC system. For U2A access the IT infrastructure has to be able to support cookies. Further details are described in the TIPS User Handbook.»·

17)

στο προσάρτημα IV η παράγραφος 2 διαγράφεται·

18)

το προσάρτημα V διαγράφεται.


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

6.10.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 354/45


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ (ΕΕ) 2021/1759 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 20ής Ιουλίου 2021

που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΚΤ/2021/30)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2, πρώτη και τέταρτη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 3.1, 17, 18 και 22,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 26 Απριλίου 2007 το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξέδωσε την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/2 (1) για το TARGET2, με την οποία θεσπίζεται μία ενιαία τεχνική πλατφόρμα, η ενιαία κοινή πλατφόρμα (ΕΚΠ). Η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή αναδιατυπώθηκε το 2012 με την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2).

(2)

Για την αποτελεσματικότητα του ρυθμιστικού πλαισίου είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι οι κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS και οι κάτοχοι ΕΛΜ του T2S θα συνδέονται στο TARGET2 μέσω του Ενιαίου Διαύλου Υποδομών Αγοράς του Ευρωσυστήματος από τον Νοέμβριο του 2021 και τον Ιούνιο του 2022, αντίστοιχα.

(3)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της εξέλιξης του TARGET2 προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των απειλών για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, πρέπει να αποσαφηνιστούν και να επεκταθούν οι κανόνες τήρησης των απαιτήσεων ασφαλείας τερματικών σημείων του TARGET2. Ομοίως, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ολοκληρωμένο και εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο, θα πρέπει να τροποποιηθούν οι ορισμοί.

(4)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα πραγματοποίησης άμεσων πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει οι κάτοχοι λογαριασμού ΜΠ, οι οικείοι έμμεσοι συμμετέχοντες και οι κάτοχοι προσβάσιμου BIC που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα SCT Inst υπογράφοντας τη σύμβαση προσχώρησης στο σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer Adherence Agreement) να είναι και να παραμένουν προσβάσιμοι στην πλατφόρμα TIPS μέσω ΕΛΜ του TIPS. Οι υπηρεσίες μεταφοράς κεφαλαίων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας για τα επικουρικά συστήματα που διακανονίζουν άμεσες πληρωμές στα βιβλία τους θα πρέπει να παρέχονται μέσω της πλατφόρμας TIPS.

(5)

Με τη θέση σε εφαρμογή του έργου με την ονομασία «T2-T2S Consolidation Project» («Ενοποίηση T2-T2S») καθίσταται αναγκαία, χάριν ασφάλειας δικαίου, η αποσαφήνιση των όρων μεταφοράς υπολοίπων από τους λογαριασμούς συμμετεχόντων στο TARGET2 στους αντίστοιχους διάδοχους λογαριασμούς τους στο μελλοντικό σύστημα TARGET.

(6)

Προς διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής είναι επίσης απαραίτητο να αποσαφηνιστούν και να ενημερωθούν λοιπές διατάξεις της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27.

(7)

Εξάλλου, η υλοποίηση του έργου «T2-T2S Consolidation Project» απαιτεί τροποποίηση των κανόνων οι οποίοι θα διέπουν τις συμβάσεις που θα συνάπτονται με τους παρόχους υπηρεσιών δικτύου του T2S και οι οποίοι θα πρέπει να ισχύσουν από τις 13 Ιουνίου 2022.

(8)

Για τους λόγους αυτούς η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται ως εξής:

1.

το άρθρο 1 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το TARGET2 παρέχει τη δυνατότητα διακανονισμού πληρωμών σε ευρώ σε συνεχή χρόνο, σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, μέσω λογαριασμών ΜΠ, ΕΛΜ του T2S και ΕΛΜ του TIPS. Το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση την ΕΚΠ, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η υποβολή και επεξεργασία εντολών πληρωμής και λαμβάνονται τελικά οι πληρωμές κατά τον ίδιο τεχνικά τρόπο. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του T2S, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα T2S. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του TIPS και των τεχνικών λογαριασμών ΕΣ του TIPS, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα TIPS.»·

2.

το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 58) διαγράφεται·

β)

το σημείο 62) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«62)

“εντολή πληρωμής” (payment order): εντολή μεταφοράς κεφαλαίων, εντολή μεταφοράς ρευστότητας, οδηγία άμεσης χρέωσης, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από λογαριασμό ΜΠ σε ΕΛΜ του T2S, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του T2S σε λογαριασμό ΜΠ, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του T2S σε ΕΛΜ του T2S, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από λογαριασμό ΜΠ σε ΕΛΜ του TIPS, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε λογαριασμό ΜΠ, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS, εντολή άμεσης πληρωμής ή θετική απάντηση ανάκλησης·»·

γ)

το σημείο 78) διαγράφεται·

δ)

το σημείο 81) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«81)

“εντολή άμεσης πληρωμής” (instant payment order): οδηγία πληρωμής η οποία μπορεί να εκτελείται σε εικοσιτετράωρη βάση οποιαδήποτε ημερολογιακή ημέρα του έτους, με άμεση ή σχεδόν άμεση επεξεργασία και αποστολή ειδοποίησης στον πληρωτή, σύμφωνα με το σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer – SCT Inst) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών και περιλαμβάνει i) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS, ii) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS, iii) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS και iv) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS·»·

ε)

προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 87) έως 90):

«87)

“σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer – SCT Inst) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών” ή “σύστημα SCT Inst”: αυτοματοποιημένο σύστημα ανοικτών προτύπων το οποίο περιλαμβάνει δέσμη διατραπεζικών κανόνων που πρέπει να τηρούνται από τους συμμετέχοντες σε αυτό και το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής στον SEPA να παρέχουν ένα αυτοματοποιημένο προϊόν άμεσης μεταφοράς πίστωσης σε ευρώ εντός του SEPA·

88)

“τεχνικός λογαριασμός επικουρικού συστήματος του TIPS (τεχνικός λογαριασμός ΕΣ του TIPS)” (TIPS ancillary system technical account – TIPS AS technical account): λογαριασμός τον οποίο τηρεί επικουρικό σύστημα ή ΚΤ για λογαριασμό επικουρικού συστήματος στη συνιστώσα του TARGET2 της ΚΤ με σκοπό τη χρήση του από το επικουρικό σύστημα για τον διακανονισμό άμεσων πληρωμών στα βιβλία του·

89)

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS” (TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS με σκοπό τη χρηματοδότηση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος·

90)

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS” (TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS με σκοπό την απομείωση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος.»·

3.

το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο13

Επικουρικά συστήματα

1.   Οι ΚΤ του Ευρωσυστήματος παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς κεφαλαίων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας σε επικουρικά συστήματα στη ΜΠ, στην οποία χορηγείται πρόσβαση μέσω του παρόχου υπηρεσιών δικτύου του TARGET2. Οι υπηρεσίες διέπονται από διμερείς συμφωνίες μεταξύ των ΚΤ του Ευρωσυστήματος και των οικείων επικουρικών συστημάτων.

2.   Οι διμερείς συμφωνίες με τα επικουρικά συστήματα που χρησιμοποιούν τη διασύνδεση επικουρικού συστήματος συνάδουν με το παράρτημα IV. Επιπλέον, οι ΚΤ του Ευρωσυστήματος διασφαλίζουν ότι στις εν λόγω διμερείς συμφωνίες εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι ακόλουθες διατάξεις του παραρτήματος II:

α)

το άρθρο 8 παράγραφος 1 (απαιτήσεις τεχνικής και νομικής φύσης)·

β)

το άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 5 (διαδικασία υποβολής αίτησης), με την εξαίρεση ότι το επικουρικό σύστημα απαιτείται να πληροί τα κριτήρια πρόσβασης που διαλαμβάνονται στον ορισμό της έννοιας “επικουρικό σύστημα” του άρθρου 1 του παραρτήματος II αντί των κριτηρίων πρόσβασης του άρθρου 4·

γ)

το πρόγραμμα λειτουργίας του προσαρτήματος V·

δ)

το άρθρο 11 (απαιτήσεις συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών), πλην της παραγράφου 8·

ε)

τα άρθρα 27 και 28 (διαδικασίες έκτακτης ανάγκης και αδιάλειπτης λειτουργίας και απαιτήσεις ασφαλείας και διαδικασίες ελέγχου), κατά τα οποία η προμήθεια που χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού του προστίμου λόγω μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ασφαλείας του άρθρου 28 του παραρτήματος ΙΙ είναι η προμήθεια που αναφέρεται στην παράγραφο 18 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παραρτήματος IV·

στ)

το άρθρο 31 (καθεστώς ευθύνης)·

ζ)

το άρθρο 32 (κανόνες απόδειξης)·

η)

τα άρθρα 33 και 34 (διάρκεια, λήξη και αναστολή συμμετοχής), πλην του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

θ)

το άρθρο 35, εφόσον συντρέχει περίπτωση (κλείσιμο λογαριασμών ΜΠ)·

ι)

το άρθρο 38 (κανόνες εμπιστευτικότητας)·

ια)

το άρθρο 39 (απαιτήσεις της Ένωσης σχετικά με την προστασία δεδομένων, την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και συναφή ζητήματα)·

ιβ)

το άρθρο 40 (απαιτήσεις σχετικά με τις κοινοποιήσεις)·

ιγ)

το άρθρο 41 (συμβατική σχέση με τον πάροχο υπηρεσιών δικτύου του TARGET2)·

ιδ)

το άρθρο 44 (κανόνες που αφορούν το εφαρμοστέο δίκαιο, τη δικαιοδοσία και τον τόπο εκπλήρωσης)·

ιε)

το άρθρο 45α παράγραφος 1 (μεταβατική ρήτρα).

3.   Οι διμερείς συμφωνίες με τα επικουρικά συστήματα που χρησιμοποιούν τη διασύνδεση συμμετέχοντος συνάδουν με τα ακόλουθα δύο:

α)

το παράρτημα II, με εξαίρεση τον τίτλο V και τα προσαρτήματα VI και VII· και

β)

το άρθρο 18 του παραρτήματος IV.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), η προμήθεια που χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού του προστίμου λόγω μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ασφαλείας του άρθρου 28 του παραρτήματος ΙΙ είναι η προμήθεια που αναφέρεται στην παράγραφο 18 σημείο 1) στοιχείο α) του παραρτήματος IV.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, οι διμερείς συμφωνίες με τα επικουρικά συστήματα που χρησιμοποιούν τη διασύνδεση συμμετέχοντος, αλλά διακανονίζουν πληρωμές μόνον προς όφελος των πελατών τους, συνάδουν με αμφότερα τα ακόλουθα:

α)

το παράρτημα II, με εξαίρεση τον τίτλο V, το άρθρο 36 και τα προσαρτήματα VI και VII· και

β)

το άρθρο 18 του παραρτήματος IV.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), η προμήθεια που χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού του προστίμου λόγω μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ασφαλείας του άρθρου 28 του παραρτήματος ΙΙ είναι η προμήθεια που αναφέρεται στην παράγραφο 18 σημείο 1) στοιχείο α) του παραρτήματος IV.

5.   Οι ΚΤ του Ευρωσυστήματος παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς κεφαλαίων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας σε επικουρικά συστήματα που διακανονίζουν άμεσες πληρωμές στα βιβλία τους σύμφωνα με το σύστημα SCT Inst μόνο μέσω της πλατφόρμας TIPS. Οι διμερείς συμφωνίες για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών μεταφοράς κεφαλαίων συνάδουν με το παράρτημα IVα και επιτρέπουν μόνο τον διακανονισμό άμεσων πληρωμών σύμφωνα με το σύστημα SCT Inst. Στις εν λόγω διμερείς συμφωνίες εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι ακόλουθες διατάξεις του παραρτήματος IIβ:

α)

τα προσαρτήματα I, II, και III·

β)

το άρθρο 4 (γενική περιγραφή του TARGET2)·

γ)

το άρθρο 5 (κριτήρια πρόσβασης), κατά το οποίο το επικουρικό σύστημα απαιτείται να πληροί τα κριτήρια πρόσβασης που διαλαμβάνονται στον ορισμό της έννοιας “επικουρικό σύστημα” του άρθρου 1 του παραρτήματος IIβ·

δ)

το άρθρο 6 παράγραφος 1 (απαιτήσεις τεχνικής και νομικής φύσης), με την εξαίρεση ότι το επικουρικό σύστημα απαιτείται να έχει αναγγείλει τη συμμόρφωσή του με το σύστημα SCT Inst αντί να έχει προσχωρήσει στο εν λόγω σύστημα με την υπογραφή της σύμβασης προσχώρησης στο σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer Adherence Agreement)·

ε)

το άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 5 (διαδικασία υποβολής αίτησης), με την εξαίρεση ότι i) το επικουρικό σύστημα απαιτείται να πληροί τα κριτήρια πρόσβασης που διαλαμβάνονται στον ορισμό της έννοιας “επικουρικό σύστημα” του άρθρου 1 του παραρτήματος IIβ αντί των κριτηρίων πρόσβασης του άρθρου 5, και ii) το επικουρικό σύστημα απαιτείται να υποβάλλει στοιχεία που τεκμηριώνουν την αναγγελία της συμμόρφωσης με το σύστημα SCT Inst αντί των στοιχείων που τεκμηριώνουν την προσχώρησή του στο εν λόγω σύστημα·

στ)

το άρθρο 7 (πρόσβαση στην πλατφόρμα TIPS)·

ζ)

το άρθρο 8 (προσβάσιμες οντότητες)·

η)

το άρθρο 9 (πάροχος υπηρεσιών δικτύου)·

θ)

το άρθρο 11 (ευρετήριο TIPS)·

ι)

το άρθρο 11α (αποθετήριο MPL)·

ια)

το άρθρο 12 (υποχρεώσεις των ΚΤ και των κατόχων λογαριασμού), πλην της παραγράφου 4·

ιβ)

το άρθρο 14 (απαιτήσεις συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών)·

ιγ)

το άρθρο 16 (είδη εντολών πληρωμής)·

ιδ)

το άρθρο 17 (αποδοχή και απόρριψη εντολών πληρωμής)·

ιε)

το άρθρο 18 (επεξεργασία εντολών πληρωμής)·

ιστ)

το άρθρο 19 (αίτημα ανάκλησης)·

ιζ)

το άρθρο 20 (χρονική στιγμή εισαγωγής εντολών και ανέκκλητο αυτών)·

ιη)

το άρθρο 21 (απαιτήσεις ασφαλείας και αδιάλειπτη λειτουργία)·

ιθ)

το άρθρο 23 (καθεστώς ευθύνης)·

κ)

το άρθρο 24 (κανόνες απόδειξης)·

κα)

τα άρθρα 25 και 26 (διάρκεια, λήξη και αναστολή συμμετοχής), πλην του άρθρου 26 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 26 παράγραφος 4 δεύτερη υποπαράγραφος·

κβ)

το άρθρο 27, εφόσον συντρέχει περίπτωση (κλείσιμο λογαριασμών)·

κγ)

το άρθρο 29 (κανόνες εμπιστευτικότητας)·

κδ)

το άρθρο 30 (απαιτήσεις της Ένωσης σχετικά με την προστασία δεδομένων, την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και συναφή ζητήματα)·

κε)

το άρθρο 31 (απαιτήσεις σχετικά με τις κοινοποιήσεις)·

κστ)

το άρθρο 34 (κανόνες που αφορούν το εφαρμοστέο δίκαιο, τη δικαιοδοσία και τον τόπο εκπλήρωσης)·

κζ)

το άρθρο 35α (μεταβατική ρήτρα).»·

4.

το άρθρο 17 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι παράγραφοι 1 έως 3α του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αναστολής ή διακοπής της χρήσης της διασύνδεσης επικουρικού συστήματος ή της πλατφόρμας TIPS από τα επικουρικά συστήματα.»·

5.

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 27α:

«Άρθρο 27α

Μεταβατική διάταξη

Οι ΚΤ του Ευρωσυστήματος μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς κεφαλαίων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας σε επικουρικά συστήματα που διακανονίζουν άμεσες πληρωμές στα βιβλία τους σύμφωνα με το σύστημα SCT Inst με χρήση της διασύνδεσης επικουρικού συστήματος μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 2022.»·

6.

το παράρτημα II της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής·

7.

το παράρτημα IIα της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής·

8.

το παράρτημα IIβ της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα III της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής·

9.

το παράρτημα IV της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα IV της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής·

10.

παρεμβάλλεται νέο παράρτημα IVα της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 σύμφωνα με το παράρτημα V της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 2

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων και εφαρμογή

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την ημέρα της κοινοποίησής της στις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ.

2.   Για σκοπούς συμμόρφωσης με την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα από τις 21 Νοεμβρίου 2021, με εξαίρεση την παράγραφο 1 στοιχείο γ), την παράγραφο 7 και την παράγραφο 9 του παραρτήματος II της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής ως προς τις οποίες λαμβάνουν και εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα από τις 13 Ιουνίου 2022. Κοινοποιούν στην ΕΚΤ τα σχετικά κείμενα και μέσα το αργότερο στις 9 Σεπτεμβρίου 2021.

Άρθρο 3

Αποδέκτες

Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή απευθύνεται σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος.

Φρανκφούρτη, 20 Ιουλίου 2021.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/2 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 26ης Απριλίου 2007, σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΕ L 237 της 8.9.2007, σ. 1).

(2)  Κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2012/27 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΕ L 30 της 30.1.2013, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα II της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) του ορισμού «όμιλος» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

το σύνολο πιστωτικών ιδρυμάτων που περιλαμβάνεται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις μητρικής εταιρείας, εφόσον η μητρική εταιρεία υποχρεούται να συντάσσει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 27 (ΔΛΠ 27) που υιοθετήθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής (*1) και αποτελείται: i) από μητρική εταιρεία και μία ή περισσότερες θυγατρικές ή ii) από δύο ή περισσότερες θυγατρικές μητρικής εταιρείας· ή

(*1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1).»·"

β)

ο ορισμός «εντολή άμεσης πληρωμής» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“εντολή άμεσης πληρωμής” (instant payment order): οδηγία πληρωμής η οποία μπορεί να εκτελείται σε εικοσιτετράωρη βάση οποιαδήποτε ημερολογιακή ημέρα του έτους, με άμεση ή σχεδόν άμεση επεξεργασία και αποστολή ειδοποίησης στον πληρωτή, σύμφωνα με το σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer – SCT Inst) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών και η οποία περιλαμβάνει i) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS, ii) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS, iii) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS και iv) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS,»·

γ)

προστίθενται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«—

“σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer – SCT Inst) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών” ή “σύστημα SCT Inst”: αυτοματοποιημένο σύστημα ανοικτών προτύπων το οποίο περιλαμβάνει δέσμη διατραπεζικών κανόνων που πρέπει να τηρούνται από τους συμμετέχοντες σε αυτό και το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής στον SEPA να παρέχουν ένα αυτοματοποιημένο προϊόν άμεσης μεταφοράς πίστωσης σε ευρώ εντός του SEPA,

“τεχνικός λογαριασμός επικουρικού συστήματος του TIPS (τεχνικός λογαριασμός ΕΣ του TIPS)” (TIPS ancillary system technical account – TIPS AS technical account): λογαριασμός τον οποίο τηρεί επικουρικό σύστημα ή ΚΤ για λογαριασμό επικουρικού συστήματος στη συνιστώσα του TARGET2 της ΚΤ με σκοπό τη χρήση του από το επικουρικό σύστημα για τον διακανονισμό άμεσων πληρωμών στα βιβλία του,

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS” (TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS με σκοπό τη χρηματοδότηση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος,

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS” (TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από τεχνικό λογαριασμό το ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS με σκοπό την απομείωση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος,

“προσβάσιμη οντότητα” (reachable party): οντότητα η οποία: α) διαθέτει BIC· β) ορίζεται ως τέτοια από κάτοχο ΕΛΜ του TIPS ή από επικουρικό σύστημα· γ) είναι ανταποκριτής, πελάτης ή υποκατάστημα κατόχου ΕΛΜ του TIPS ή συμμετέχων επικουρικού συστήματος ή ανταποκριτής, πελάτης ή υποκατάστημα συμμετέχοντος επικουρικού συστήματος· και δ) είναι προσβάσιμη μέσω της πλατφόρμας TIPS και μπορεί να υποβάλλει και να λαμβάνει εντολές άμεσης πληρωμής είτε μέσω του κατόχου ΕΛΜ του TIPS ή του επικουρικού συστήματος είτε απευθείας, εάν διαθέτει εξουσιοδότηση από τον εν λόγω κάτοχο ή από το εν λόγω σύστημα,.»·

δ)

ο ορισμός «πάροχος υπηρεσιών δικτύου του TIPS» διαγράφεται·

2)

το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε λογαριασμό ΜΠ και εντολές μεταφοράς ρευστότητας από λογαριασμό ΜΠ σε ΕΛΜ του TIPS·»·

β)

στην παράγραφο 2 παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο θα):

«θα)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS και εντολές μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS· και»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το TARGET2 παρέχει τη δυνατότητα διακανονισμού πληρωμών σε ευρώ σε συνεχή χρόνο, σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, μέσω λογαριασμών ΜΠ, ΕΛΜ του T2S και ΕΛΜ του TIPS. Το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση την ΕΚΠ, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η υποβολή και επεξεργασία εντολών πληρωμής και λαμβάνονται τελικά οι πληρωμές κατά τον ίδιο τεχνικά τρόπο. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του T2S, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα T2S. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του TIPS και των τεχνικών λογαριασμών ΕΣ του TIPS, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα TIPS.»·

3)

το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Άμεσοι συμμετέχοντες

1.   Οι κάτοχοι λογαριασμού ΜΠ στο TARGET2 [αναφορά ΚΤ/χώρας] είναι άμεσοι συμμετέχοντες και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2. Επίσης, διαθέτουν έναν τουλάχιστον λογαριασμό ΜΠ στην [επωνυμία ΚΤ]. Οι κάτοχοι λογαριασμού ΜΠ που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα SCT Inst με υπογραφή της σύμβασης προσχώρησης στο σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer Adherence Agreement) είναι και εξακολουθούν να είναι προσβάσιμοι μέσω της πλατφόρμας TIPS οποτεδήποτε είτε ως κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS είτε ως προσβάσιμη οντότητα μέσω κατόχου ΕΛΜ του TIPS.

2.   Οι κάτοχοι λογαριασμού ΜΠ μπορούν να ορίζουν κατόχους προσβάσιμου BIC ανεξάρτητα από τον τόπο της εγκατάστασής τους. Οι κάτοχοι λογαριασμού ΜΠ μπορούν να ορίζουν κατόχους προσβάσιμου BIC που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα SCT Inst με υπογραφή της σύμβασης προσχώρησης στο σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer Adherence Agreement) μόνον εάν οι εν λόγω οντότητες είναι προσβάσιμες μέσω της πλατφόρμας TIPS είτε ως κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS είτε ως προσβάσιμη οντότητα μέσω κατόχου ΕΛΜ του TIPS.

3.   Οι κάτοχοι λογαριασμού ΜΠ μπορούν να ορίζουν οντότητες ως έμμεσους συμμετέχοντες στη ΜΠ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6. Οι κάτοχοι λογαριασμού ΜΠ μπορούν να ορίζουν ως έμμεσους συμμετέχοντες οντότητες που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα SCT Inst με υπογραφή της σύμβασης προσχώρησης στο σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer Adherence Agreement) μόνον εάν οι εν λόγω οντότητες είναι προσβάσιμες μέσω της πλατφόρμας TIPS είτε ως κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS στην [επωνυμία ΚΤ] είτε ως προσβάσιμη οντότητα μέσω κατόχου ΕΛΜ του TIPS.

4.   Μπορεί να χορηγείται πολλαπλή πρόσβαση μέσω υποκαταστημάτων σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) του παρόντος παραρτήματος, το οποίο έχει γίνει δεκτό ως κάτοχος λογαριασμού ΜΠ, μπορεί να χορηγεί πρόσβαση στον λογαριασμό του αυτό σε ένα ή περισσότερα υποκαταστήματά του εγκατεστημένα στην Ένωση ή στον ΕΟΧ, προκειμένου αυτά να υποβάλλουν εντολές πληρωμής και/ή να λαμβάνουν πληρωμές απευθείας, εφόσον η [επωνυμία ΚΤ] έχει ενημερωθεί δεόντως·

β)

σε περίπτωση που έχει γίνει δεκτό ως κάτοχος λογαριασμού ΜΠ ορισμένο υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος, τα υπόλοιπα υποκαταστήματα του ιδίου νομικού προσώπου και/ή το κεντρικό του κατάστημα μπορούν να έχουν πρόσβαση στον ως άνω λογαριασμό του υποκαταστήματος, εφόσον είναι εγκατεστημένα στην Ένωση ή στον ΕΟΧ και το υποκατάστημα έχει ενημερώσει την [επωνυμία ΚΤ].»·

4)

στο άρθρο 12 η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι λογαριασμοί ΜΠ και οι υπολογαριασμοί τους τοκίζονται με το χαμηλότερο εκ του επιτοκίου μηδέν τοις εκατό ή του επιτοκίου της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, εκτός εάν χρησιμοποιούνται για την τήρηση των ελάχιστων αποθεματικών ή για την τήρηση των πλεοναζόντων αποθεματικών.

Στην περίπτωση των τηρούμενων ελάχιστων αποθεματικών, ο υπολογισμός και η καταβολή των τόκων διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου (*2) και τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/378 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2021/1) (*3).

Στην περίπτωση των τηρούμενων πλεοναζόντων αποθεματικών, ο υπολογισμός και η καταβολή των τόκων διέπονται από την απόφαση (ΕΕ) 2019/1743 (ΕΚΤ/2019/31) (*4).

(*2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 1)"

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/378 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2021, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (EKT/2021/1) (EE L 73 της 3.3.2021, σ. 1)."

(*4)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1743 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 15ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τον εκτοκισμό των πλεοναζόντων αποθεματικών και ορισμένων καταθέσεων (ΕΚΤ/2019/31) (ΕΕ L 267 της 21.10.2019, σ. 12).»·"

5)

το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 28

Απαιτήσεις ασφαλείας και διαδικασίες ελέγχου

1.   Οι συμμετέχοντες διενεργούν επαρκείς ελέγχους ασφαλείας για την προστασία των συστημάτων τους από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση και χρήση. Οι συμμετέχοντες φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για την επαρκή προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των συστημάτων τους.

2.   Οι συμμετέχοντες ενημερώνουν την [επωνυμία ΚΤ] για κάθε περιστατικό που άπτεται της ασφάλειας των τεχνικών υποδομών τους και, κατά περίπτωση, για κάθε περιστατικό που άπτεται της ασφάλειας και έλαβε χώρα στις τεχνικές υποδομές τρίτων παρόχων. Η [επωνυμία ΚΤ] δύναται να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να ζητήσει από τον συμμετέχοντα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει την εκ νέου επέλευση τέτοιου γεγονότος.

3.   Η [επωνυμία ΚΤ] μπορεί να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις ασφαλείας σε όλους τους συμμετέχοντες και/ή σε συμμετέχοντες που θεωρεί κρίσιμους, ιδίως σε σχέση με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο ή την πρόληψη της απάτης.

4.   Οι συμμετέχοντες παρέχουν στην [επωνυμία ΚΤ] i) μόνιμη πρόσβαση στην οικεία βεβαίωση περί τήρησης των απαιτήσεων ασφαλείας τερματικών σημείων οι οποίες ισχύουν για τους παρόχους υπηρεσιών δικτύου που έχουν επιλέξει, και ii) σε ετήσια βάση την υπεύθυνη δήλωση του TARGET2, όπως δημοσιεύεται στους δικτυακούς τόπους της [επωνυμία ΚΤ] και της ΕΚΤ στην αγγλική γλώσσα.

4α.   H [επωνυμία ΚΤ] αξιολογεί την υπεύθυνη δήλωση/τις υπεύθυνες δηλώσεις του συμμετέχοντος σχετικά με το επίπεδο συμμόρφωσης των συμμετεχόντων με κάθε μία από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις απαιτήσεις της υπεύθυνης δήλωσης του TARGET2. Οι εν λόγω απαιτήσεις απαριθμούνται στο προσάρτημα VIII, το οποίο, μαζί με τα άλλα προσαρτήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των παρόντων Όρων.

4β.   Η συμμόρφωση του συμμετέχοντος με τις απαιτήσεις της υπεύθυνης δήλωσης του TARGET2 κατατάσσεται στα ακόλουθα επίπεδα, κατ’ αύξουσα σειρά βαρύτητας: “πλήρης συμμόρφωση”· “ελάσσων μη συμμόρφωση”· ή “μείζων μη συμμόρφωση”. Εν προκειμένω ισχύουν τα ακόλουθα κριτήρια: πλήρης συμμόρφωση επιτυγχάνεται όταν ο συμμετέχων συμμορφώνεται με το 100% των απαιτήσεων· ελάσσων μη συμμόρφωση υφίσταται όταν ο συμμετέχων συμμορφώνεται τουλάχιστον με το 66%, αλλά λιγότερο του 100%, των απαιτήσεων, ενώ μείζων μη συμμόρφωση υφίσταται όταν αυτός συμμορφώνεται με λιγότερο από το 66% των απαιτήσεων. Για τους σκοπούς της κατάταξης αυτής, συμμετέχων ο οποίος αποδεικνύει ότι συγκεκριμένη απαίτηση δεν ισχύει για τον ίδιο θεωρείται ότι συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση. Συμμετέχων ο οποίος δεν επιτυγχάνει “πλήρη συμμόρφωση” υποβάλλει σχέδιο δράσης με το οποίο αποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να επιτύχει την πλήρη συμμόρφωση. Η [επωνυμία ΚΤ] ενημερώνει τις οικείες εποπτικές αρχές σχετικά με την κατάσταση συμμόρφωσης του εν λόγω συμμετέχοντος.

4γ.   Θεωρείται “μείζων μη συμμόρφωση” η άρνηση συμμετέχοντος να παράσχει μόνιμη πρόσβαση στην οικεία βεβαίωση περί τήρησης των απαιτήσεων ασφαλείας τερματικών σημείων που ισχύουν για τους ΠΥΔ που έχει επιλέξει ή η παράλειψη υποβολής της υπεύθυνης δήλωσης του TARGET2.

4δ.   Η [επωνυμία ΚΤ] επαναξιολογεί τη συμμόρφωση των συμμετεχόντων σε ετήσια βάση.

4ε.   Σε συμμετέχοντες των οποίων το επίπεδο συμμόρφωσης αξιολογήθηκε ως μείζων ή ελάσσων μη συμμόρφωση η [επωνυμία ΚΤ] μπορεί να επιβάλλει τα ακόλουθα μέτρα αποκατάστασης κατ’ αύξουσα σειρά βαρύτητας:

i)

ενισχυμένη παρακολούθηση: ο συμμετέχων υποβάλλει στην [επωνυμία ΚΤ] μηνιαία αναφορά, υπογεγραμμένη από ανώτερο διευθυντικό στέλεχος, σχετικά με την πρόοδό του στην αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης. Επιπλέον, για κάθε επηρεαζόμενο λογαριασμό επιβάλλεται στον συμμετέχοντα μηνιαίο πρόστιμο ίσο με τη μηνιαία προμήθειά του κατά την παράγραφο 1 του προσαρτήματος VI, μη συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών συναλλαγών. Το εν λόγω μέτρο αποκατάστασης μπορεί να επιβάλλεται στην περίπτωση συμμετέχοντος η συμμόρφωση του οποίου αξιολογείται για δεύτερη συνεχόμενη φορά ως ελάσσων ή μείζων μη συμμόρφωση·

ii)

αναστολή: η συμμετοχή στο TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας] μπορεί να ανασταλεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 34 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) του παρόντος παραρτήματος. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 34 του παρόντος παραρτήματος, ο συμμετέχων ειδοποιείται τρεις μήνες πριν από την εν λόγω αναστολή. Για κάθε λογαριασμό που αναστέλλεται επιβάλλεται στον συμμετέχοντα μηνιαίο πρόστιμο διπλάσιο της μηνιαίας προμήθειάς του κατά την παράγραφο 1 του προσαρτήματος VI, μη συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών συναλλαγών. Το εν λόγω μέτρο αποκατάστασης μπορεί να επιβάλλεται στην περίπτωση συμμετέχοντος η συμμόρφωση του οποίου αξιολογείται για δεύτερη συνεχόμενη φορά ως μείζων μη συμμόρφωση·

iii)

λήξη: η συμμετοχή στο TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας] μπορεί να λήξει υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 34 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) του παρόντος παραρτήματος. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 34 του παρόντος παραρτήματος, ο συμμετέχων ειδοποιείται τρεις μήνες πριν από την εν λόγω λήξη. Για κάθε λογαριασμό που κλείνει επιβάλλεται στον συμμετέχοντα πρόσθετο πρόστιμο ύψους 1000 ευρώ. Το εν λόγω μέτρο αποκατάστασης μπορεί να επιβάλλεται εάν κατά την κρίση της [επωνυμία ΚΤ] ο συμμετέχων δεν έχει αποκαταστήσει τη μείζονα μη συμμόρφωση εντός τριών μηνών από την αναστολή.

5.   Οι συμμετέχοντες που επιτρέπουν σε τρίτους την πρόσβαση στον λογαριασμό ΜΠ τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παράγραφοι 2 έως 4 μεριμνούν για την αντιμετώπιση του κινδύνου που απορρέει από την ως άνω χορηγούμενη πρόσβαση σύμφωνα με τις απαιτήσεις ασφαλείας των παραγράφων 1 έως 4ε του παρόντος άρθρου. Στην υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 4 ορίζεται ειδικά ότι ο συμμετέχων ο οποίος παρέχει σε τρίτους πρόσβαση στον λογαριασμό ΜΠ του επιβάλλει σε εκείνους τις απαιτήσεις ασφαλείας τερματικών σημείων που ισχύουν για τους παρόχους υπηρεσιών δικτύου του TARGET2.»·

6)

το άρθρο 39 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Θεωρείται ότι οι συμμετέχοντες είναι ενήμεροι σχετικά με τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων, ότι συμμορφώνονται με το σύνολο των σχετικών υποχρεώσεών τους και ότι είναι σε θέση να αποδείξουν στις οικείες αρμόδιες αρχές την εν λόγω συμμόρφωση. Θεωρείται ότι είναι ενήμεροι σχετικά με τη νομοθεσία περί πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, περί εξάπλωσης πυρηνικών δραστηριοτήτων και ανάπτυξης φορέων πυρηνικών όπλων και ότι συμμορφώνονται με το σύνολο των σχετικών υποχρεώσεών τους, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων ως προς τις πληρωμές που χρεώνονται ή πιστώνονται στους λογαριασμούς ΜΠ που διαθέτουν. Οι συμμετέχοντες διασφαλίζουν ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με την πολιτική ανάκτησης δεδομένων του παρόχου υπηρεσιών δικτύου του TARGET2 πριν από τη σύναψη της συμβατικής σχέσης με τον τελευταίο.»·

7)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 45α:

«Άρθρο 45α

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Με τη θέση σε λειτουργία του συστήματος TARGET και την παύση της λειτουργίας του TARGET2 τα υπόλοιπα του λογαριασμού ΜΠ ορισμένου κατόχου μεταφέρονται στους αντίστοιχους διάδοχους λογαριασμούς του στο σύστημα TARGET.

2.   Η απαίτηση περί προσβασιμότητας των κατόχων λογαριασμού ΜΠ, των έμμεσων συμμετεχόντων και των κατόχων προσβάσιμου BIC που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα SCT Inst μέσω της πλατφόρμας TIPS σύμφωνα με το άρθρο 5 ισχύει από τις 25 Φεβρουαρίου 2022.»·

8)

στο προσάρτημα I η παράγραφος 8 σημείο 4) στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

λειτουργία “χρήστης προς εφαρμογή” (user-to-application mode – U2A)

Η λειτουργία U2A επιτρέπει την άμεση επικοινωνία μεταξύ συμμετέχοντος και της ΜΠΕ. Οι πληροφορίες εμφανίζονται σε πρόγραμμα περιήγησης (browser) που εκτελείται σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή (SWIFT Alliance WebStation ή άλλη διασύνδεση που τυχόν απαιτεί η SWIFT). Για την πρόσβαση στη λειτουργία U2A η υποδομή πληροφοριακών συστημάτων πρέπει να υποστηρίζει cookies. Περαιτέρω λεπτομέρειες περιγράφονται στο εγχειρίδιο χρήσης της ΜΠΕ.»·

9)

στο προσάρτημα IV η παράγραφος 6 στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

Για την επεξεργασία έκτακτης ανάγκης εντολών πληρωμής, οι συμμετέχοντες παρέχουν αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια. Κατά την επεξεργασία έκτακτης ανάγκης, οι εισερχόμενες πληρωμές έκτακτης ανάγκης μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των εξερχόμενων πληρωμών έκτακτης ανάγκης. Για τους σκοπούς της επεξεργασίας έκτακτης ανάγκης, η [επωνυμία ΚΤ] μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τη διαθέσιμη ρευστότητα των συμμετεχόντων.»·

10)

το κείμενο του παραρτήματος VI της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής προστίθεται ως νέο προσάρτημα VΙII του παραρτήματος II της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27.


(*1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1).»·

(*2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 1)

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/378 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2021, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (EKT/2021/1) (EE L 73 της 3.3.2021, σ. 1).

(*4)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1743 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 15ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τον εκτοκισμό των πλεοναζόντων αποθεματικών και ορισμένων καταθέσεων (ΕΚΤ/2019/31) (ΕΕ L 267 της 21.10.2019, σ. 12).»·»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Το παράρτημα IIα της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο ορισμός «εντολή άμεσης πληρωμής» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“εντολή άμεσης πληρωμής” (instant payment order): οδηγία πληρωμής η οποία μπορεί να εκτελείται σε εικοσιτετράωρη βάση οποιαδήποτε ημερολογιακή ημέρα του έτους, με άμεση ή σχεδόν άμεση επεξεργασία και αποστολή ειδοποίησης στον πληρωτή, σύμφωνα με το σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer – SCT Inst) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών και η οποία περιλαμβάνει i) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS, ii) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS, iii) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS και iv) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS,»·

β)

προστίθενται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«—

“τεχνικός λογαριασμός επικουρικού συστήματος του TIPS (τεχνικός λογαριασμός ΕΣ του TIPS)” (TIPS ancillary system technical account – TIPS AS technical account): λογαριασμός τον οποίο τηρεί επικουρικό σύστημα ή ΚΤ για λογαριασμό επικουρικού συστήματος στη συνιστώσα του TARGET2 της ΚΤ με σκοπό τη χρήση του από το επικουρικό σύστημα για τον διακανονισμό άμεσων πληρωμών στα βιβλία του,

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS” (TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS με σκοπό τη χρηματοδότηση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος,

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS” (TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS με σκοπό την απομείωση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος,

“πάροχος υπηρεσιών δικτύου (ΠΥΔ)” (Network Service Provider – NSP): επιχείρηση η οποία έχει συνάψει σύμβαση παραχώρησης με το Ευρωσύστημα για την παροχή υπηρεσιών σύνδεσης μέσω του Ενιαίου Διαύλου Υποδομών Αγοράς του Ευρωσυστήματος.»·

γ)

ο ορισμός «πάροχος υπηρεσιών δικτύου του T2S» διαγράφεται·

2)

στο άρθρο 4 παράγραφος 2 το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε λογαριασμό ΜΠ και εντολές μεταφοράς ρευστότητας από λογαριασμό ΜΠ σε ΕΛΜ του TIPS·»·

3)

στο άρθρο 4 παράγραφος 2 παρεμβάλλεται το στοιχείο θα):

«θα)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS και εντολές μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS· και»·

4)

το άρθρο 4 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το TARGET2 παρέχει τη δυνατότητα διακανονισμού πληρωμών σε ευρώ σε συνεχή χρόνο, σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, μέσω λογαριασμών ΜΠ, ΕΛΜ του T2S και ΕΛΜ του TIPS. Το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση την ΕΚΠ, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η υποβολή και επεξεργασία εντολών πληρωμής και λαμβάνονται τελικά οι πληρωμές κατά τον ίδιο τεχνικά τρόπο. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του T2S, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα T2S. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του TIPS και των τεχνικών λογαριασμών ΕΣ του TIPS, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα TIPS. Η [επωνυμία ΚΤ] είναι ο πάροχος υπηρεσιών σύμφωνα με τους παρόντες όρους. Πράξεις και παραλείψεις των ΕθνΚΤ που παρέχουν την ΕΚΠ και των 4ΚΤ θεωρούνται πράξεις και παραλείψεις της [επωνυμία ΚΤ], για τις οποίες η τελευταία αναλαμβάνει την ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος παραρτήματος. Η συμμετοχή κατά τους παρόντες όρους δεν δημιουργεί συμβατική σχέση μεταξύ των κατόχων ΕΛΜ του T2S και των ΕθνΚΤ που παρέχουν την ΕΚΠ ή των 4ΚΤ όταν οι τελευταίες ενεργούν υπό την ιδιότητά τους αυτή. Οδηγίες, μηνύματα ή πληροφορίες που λαμβάνει ο κάτοχος ΕΛΜ του T2S σε σχέση με τις παρεχόμενες βάσει των παρόντων όρων υπηρεσίες από την ΕΚΠ ή την πλατφόρμα T2S, ή που αποστέλλει σε αυτές, θεωρούνται ότι λαμβάνονται από την [επωνυμία ΚΤ] ή ότι αποστέλλονται σε αυτή.»·

5)

το άρθρο 8 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν η [επωνυμία ΚΤ] εγκρίνει αίτημα κατόχου ΕΛΜ του T2S κατά την παράγραφο 1, αυτός θεωρείται ότι έχει δώσει στο/α συμμετέχον/τα ΚΑΤ εντολή χρέωσης του ΕΛΜ του T2S με τα ποσά που αφορούν τις συναλλαγές σε τίτλους που πραγματοποιούνται στους λογαριασμούς αυτούς.»·

6)

το άρθρο 28 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Θεωρείται ότι οι κάτοχοι ΕΛΜ του T2S είναι ενήμεροι σχετικά με τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων, ότι συμμορφώνονται με το σύνολο των σχετικών υποχρεώσεών τους και ότι είναι σε θέση να αποδείξουν στις οικείες αρμόδιες αρχές την εν λόγω συμμόρφωση. Θεωρείται ότι είναι ενήμεροι σχετικά με τη νομοθεσία περί πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, περί εξάπλωσης πυρηνικών δραστηριοτήτων και ανάπτυξης φορέων πυρηνικών όπλων και ότι συμμορφώνονται με το σύνολο των σχετικών υποχρεώσεών τους, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων ως προς τις πληρωμές που χρεώνονται ή πιστώνονται στους ΕΛΜ του T2S που τηρούν. Οι κάτοχοι ΕΛΜ του T2S διασφαλίζουν ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με την πολιτική ανάκτησης δεδομένων του παρόχου υπηρεσιών δικτύου του T2S πριν από τη σύναψη της συμβατικής σχέσης με τον τελευταίο.»·

7)

το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Συμβατική σχέση με ΠΥΔ

1.   Οι κάτοχοι ΕΛΜ του T2S:

α)

έχουν συνάψει σύμβαση με ΠΥΔ στο πλαίσιο σύμβασης παραχώρησης με τον εν λόγω ΠΥΔ προκειμένου να συνδεθούν τεχνικά στο TARGET2- [επωνυμία ΚΤ] ή

β)

συνδέονται μέσω άλλης οντότητας η οποία έχει συνάψει σύμβαση με ΠΥΔ στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης με τον εν λόγω ΠΥΔ.

2.   Η έννομη σχέση μεταξύ του κατόχου ΕΛΜ του T2S και του ΠΥΔ διέπεται αποκλειστικά από τους όρους της ξεχωριστής σύμβασης που έχουν συνάψει κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

3.   Οι παρεχόμενες από τον ΠΥΔ υπηρεσίες δεν αποτελούν μέρος των υπηρεσιών που παρέχει η [επωνυμία ΚΤ] σε σχέση με το TARGET2.

4.   Η [επωνυμία ΚΤ] δεν ευθύνεται για πράξεις, λάθη ή παραλείψεις του ΠΥΔ (συμπεριλαμβανομένων των διευθυντών, του προσωπικού και των υπεργολάβων) ή για οποιεσδήποτε πράξεις, λάθη ή παραλείψεις τρίτων που επιλέγουν οι συμμετέχοντες για να αποκτήσουν πρόσβαση στο δίκτυο του ως άνω ΠΥΔ.»·

8)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 34α:

«Άρθρο 34α

Μεταβατικές διατάξεις

Με τη θέση σε λειτουργία του συστήματος TARGET και την παύση της λειτουργίας του TARGET2 οι κάτοχοι ΕΛΜ του T2S καθίστανται κάτοχοι ΕΛΜ του T2S στο σύστημα TARGET.»·

9)

οι αναφορές σε «πάροχο υπηρεσιών δικτύου του T2S» (στον ενικό ή στον πληθυντικό αριθμό) στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), στο άρθρο 9 παράγραφος 5, στο άρθρο 10 παράγραφος 6, στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 έως 3, στο άρθρο 27 παράγραφος 5, στο άρθρο 28 παράγραφος 1, στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του παραρτήματος IIα και στην παράγραφο1 του προσαρτήματος I αντικαθίστανται από τις αναφορές σε «ΠΥΔ».

10)

στο προσάρτημα I η παράγραφος 7 σημείο 1) στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

λειτουργία “χρήστης προς εφαρμογή” (user-to-application mode – U2A)

Η λειτουργία U2A επιτρέπει την άμεση επικοινωνία μεταξύ του κατόχου ΕΛΜ του T2S και της T2S GUI. Οι πληροφορίες εμφανίζονται σε πρόγραμμα περιήγησης (browser) που εκτελείται σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Για την πρόσβαση στη λειτουργία U2A η υποδομή πληροφοριακών συστημάτων πρέπει να υποστηρίζει cookies. Περαιτέρω λεπτομέρειες περιγράφονται στο εγχειρίδιο χρήσης του T2S.»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Το παράρτημα IIβ της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται ως εξής:

1)

Οι αναφορές σε «πάροχο υπηρεσιών δικτύου του TIPS» (στον ενικό ή στον πληθυντικό αριθμό) στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο δ), στο άρθρο 29 παράγραφος 6, στην παράγραφο 1 του προσαρτήματος I, στην παράγραφο 6 σημείο 1) του προσαρτήματος I και στην παράγραφο 3 σημείο 3) στοιχείο β) του προσαρτήματος II, αντικαθίστανται από τις αναφορές σε «ΠΥΔ»·

2)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο ορισμός «προσβάσιμη οντότητα» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“προσβάσιμη οντότητα” (reachable party): οντότητα η οποία: α) διαθέτει BIC· β) ορίζεται ως τέτοια από κάτοχο ΕΛΜ του TIPS ή από επικουρικό σύστημα· γ) είναι ανταποκριτής, πελάτης ή υποκατάστημα κατόχου ΕΛΜ του TIPS ή συμμετέχων επικουρικού συστήματος ή ανταποκριτής, πελάτης ή υποκατάστημα συμμετέχοντος επικουρικού συστήματος· και δ) είναι προσβάσιμη μέσω της πλατφόρμας TIPS και μπορεί να υποβάλλει και να λαμβάνει εντολές άμεσης πληρωμής είτε μέσω του κατόχου ΕΛΜ του TIPS ή του επικουρικού συστήματος είτε απευθείας, εάν διαθέτει εξουσιοδότηση από τον εν λόγω κάτοχο ή από το εν λόγω σύστημα»·

β)

ο ορισμός «εντολή πληρωμής» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“εντολή πληρωμής” (payment order): οπουδήποτε πλην των άρθρων 16 έως 18 του παρόντος παραρτήματος, εντολή άμεσης πληρωμής, θετική απάντηση ανάκλησης, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από λογαριασμό ΜΠ σε ΕΛΜ του TIPS, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε λογαριασμό ΜΠ, εντολή μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS ή εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS,»·

γ)

ο ορισμός «εντολή άμεσης πληρωμής» (instant payment order) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“εντολή άμεσης πληρωμής” (instant payment order): οδηγία πληρωμής η οποία μπορεί να εκτελείται σε εικοσιτετράωρη βάση οποιαδήποτε ημερολογιακή ημέρα του έτους, με άμεση ή σχεδόν άμεση επεξεργασία και αποστολή ειδοποίησης στον πληρωτή, σύμφωνα με το σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer – SCT Inst) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών και η οποία περιλαμβάνει i) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS, ii) εντολές άμεσης πληρωμής από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS, iii) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS και iv) εντολές άμεσης πληρωμής από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS,»·

δ)

προστίθενται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«—

“τεχνικός λογαριασμός επικουρικού συστήματος του TIPS (τεχνικός λογαριασμός ΕΣ του TIPS)” (TIPS ancillary system technical account – TIPS AS technical account): λογαριασμός τον οποίο τηρεί επικουρικό σύστημα ή ΚΤ για λογαριασμό επικουρικού συστήματος στη συνιστώσα του TARGET2 της ΚΤ με σκοπό τη χρήση του από το εν λόγω επικουρικό σύστημα για τον διακανονισμό άμεσων πληρωμών στα βιβλία του,

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS” (TIPS DCA to TIPS AS technical account liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS με σκοπό τη χρηματοδότηση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος,

“εντολή μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS” (TIPS AS technical account to TIPS DCA liquidity transfer order): οδηγία για τη μεταφορά κεφαλαίων συγκεκριμένου ύψους από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS με σκοπό την απομείωση της θέσης του κατόχου ΕΛΜ του TIPS (ή της θέσης άλλου συμμετέχοντος του επικουρικού συστήματος) στα βιβλία του επικουρικού συστήματος,

“σύστημα άμεσης μεταφοράς πίστωσης SEPA (SEPA Instant Credit Transfer – SCT Inst) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πληρωμών” ή “σύστημα SCT Inst”: αυτοματοποιημένο σύστημα ανοικτών προτύπων το οποίο περιλαμβάνει δέσμη διατραπεζικών κανόνων που πρέπει να τηρούνται από τους συμμετέχοντες σε αυτό και το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής στον SEPA να παρέχουν ένα αυτοματοποιημένο προϊόν άμεσης μεταφοράς πίστωσης σε ευρώ εντός του SEPA,

“υπηρεσία mobile proxy look-up (MPL)” (mobile proxy look-up (MPL) service): υπηρεσία η οποία επιτρέπει στους κατόχους ΕΛΜ του TIPS, στα επικουρικά συστήματα που χρησιμοποιούν τεχνικούς λογαριασμούς ΕΣ του TIPS και στις προσβάσιμες οντότητες, που λαμβάνουν από τους πελάτες τους αίτημα εκτέλεσης εντολής άμεσης πληρωμής υπέρ δικαιούχου που έχει ταυτοποιηθεί από διακομιστή μεσολάβησης (π.χ. αριθμό κινητού τηλεφώνου),να ανακτήσουν από το κεντρικό αποθετήριο MPL τον IBAN και τον BIC του αντίστοιχου δικαιούχου οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν για την πίστωση του οικείου λογαριασμού στο TIPS,

“πάροχος υπηρεσιών δικτύου (ΠΥΔ)” (Network Service Provider – NSP): επιχείρηση η οποία έχει συνάψει σύμβαση παραχώρησης με το Ευρωσύστημα για την παροχή υπηρεσιών σύνδεσης μέσω του Ενιαίου Διαύλου Υποδομών Αγοράς του Ευρωσυστήματος,

“IBAN”: ο διεθνής αριθμός τραπεζικού λογαριασμού ο οποίος προσδιορίζει αποκλειστικά ατομικό λογαριασμό σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σε ορισμένη χώρα.»·

ε)

ο ορισμός «πάροχος υπηρεσιών δικτύου του TIPS» διαγράφεται·

3)

στο άρθρο 3 παράγραφος 1 η αναφορά στο «Προσάρτημα V: Τεχνικές απαιτήσεις συνδεσιμότητας του TIPS» διαγράφεται·

4)

το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο θα):

«θα)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS και εντολές μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS· και»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το TARGET2 παρέχει τη δυνατότητα διακανονισμού πληρωμών σε ευρώ σε συνεχή χρόνο, σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, μέσω λογαριασμών ΜΠ, ΕΛΜ του T2S και ΕΛΜ του TIPS. Το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί με βάση την ΕΚΠ, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η υποβολή και επεξεργασία εντολών πληρωμής και λαμβάνονται τελικά οι πληρωμές κατά τον ίδιο τεχνικά τρόπο. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του TIPS και των τεχνικών λογαριασμών ΕΣ του TIPS, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα TIPS. Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία των ΕΛΜ του T2S, το TARGET2 έχει συσταθεί και λειτουργεί τεχνικά με βάση την πλατφόρμα T2S.»·

5)

το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

εγκατάσταση, διαχείριση, λειτουργία και παρακολούθηση, καθώς και κατοχύρωση της ασφάλειας της απαραίτητης υποδομής πληροφοριακών συστημάτων για τη σύνδεση στην πλατφόρμα TIPS και την υποβολή εντολών πληρωμής σε αυτή. Για τον σκοπό αυτόν, οι υποψήφιοι κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS μπορούν να χρησιμοποιούν τρίτα πρόσωπα, την ευθύνη όμως φέρουν αποκλειστικά οι ίδιοι. Ειδικότερα, εάν δεν χρησιμοποιείται οντότητα εντολέας, οι υποψήφιοι κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS συνάπτουν σύμβαση με έναν ή περισσότερους ΠΥΔ προκειμένου να αποκτήσουν την απαραίτητη σύνδεση και άδειες εισόδου, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές του προσαρτήματος I· και»·

6)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Συμβατική σχέση με ΠΥΔ

1.   Οι συμμετέχοντες:

α)

συνάπτουν σύμβαση με ΠΥΔ στο πλαίσιο σύμβασης παραχώρησης με τον εν λόγω ΠΥΔ προκειμένου να συνδεθούν τεχνικά στο TARGET2- [αναφορά ΚΤ/χώρας] ή

β)

συνδέονται μέσω άλλης οντότητας η οποία έχει συνάψει σύμβαση με ΠΥΔ στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης με τον εν λόγω ΠΥΔ.

2.   Η έννομη σχέση μεταξύ συμμετέχοντος και ΠΥΔ διέπεται αποκλειστικά από τους όρους της ξεχωριστής σύμβασης που έχουν συνάψει κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

3.   Οι παρεχόμενες από τον ΠΥΔ υπηρεσίες δεν αποτελούν μέρος των υπηρεσιών που παρέχει η [επωνυμία ΚΤ] σε σχέση με το TARGET2.

4.   Η [επωνυμία ΚΤ] δεν ευθύνεται για πράξεις, λάθη ή παραλείψεις του ΠΥΔ (συμπεριλαμβανομένων των διευθυντών, του προσωπικού και των υπεργολάβων) ή για οποιεσδήποτε πράξεις, λάθη ή παραλείψεις τρίτων που επιλέγουν οι συμμετέχοντες για να αποκτήσουν πρόσβαση στο δίκτυο του ως άνω ΠΥΔ.»·

7)

το άρθρο 10 διαγράφεται·

8)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 11α:

«Άρθρο 11α

Αποθετήριο MPL

1.   Το κεντρικό αποθετήριο MPL περιέχει τον πίνακα αντιστοίχισης διακομιστή μεσολάβησης – IBAN για τους σκοπούς της υπηρεσίας MPL.

2.   Κάθε διακομιστής μεσολάβησης μπορεί να είναι συνδεδεμένος με έναν μόνο IBAN. Ο IBAN μπορεί να είναι συνδεδεμένος με έναν ή περισσότερους διακομιστές μεσολάβησης.

3.   Το άρθρο 29 εφαρμόζεται στα δεδομένα που περιέχονται στο αποθετήριο MPL.»·

9)

το άρθρο 12 παράγραφος 9 διαγράφεται·

10)

το άρθρο 15 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι ΕΛΜ του TIPS τοκίζονται με το χαμηλότερο εκ του επιτοκίου μηδέν τοις εκατό ή του επιτοκίου της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, εκτός εάν χρησιμοποιούνται για την τήρηση των ελάχιστων αποθεματικών ή για την τήρηση των πλεοναζόντων αποθεματικών.

Στην περίπτωση των τηρούμενων ελάχιστων αποθεματικών, ο υπολογισμός και η καταβολή των τόκων διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου (*1) και τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/378 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2021/1) (*2).

Στην περίπτωση των τηρούμενων πλεοναζόντων αποθεματικών, ο υπολογισμός και η καταβολή των τόκων διέπονται από την απόφαση (ΕΕ) 2019/1743 (ΕΚΤ/2019/31) (*3).

(*1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 1)."

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/378 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2021, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (EKT/2021/1) (EE L 73 της 3.3.2021, σ. 1)."

(*3)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1743 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 15ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τον εκτοκισμό των πλεοναζόντων αποθεματικών και ορισμένων καταθέσεων (ΕΚΤ/2019/31) (ΕΕ L 267 της 21.10.2019, σ. 12).»·"

11)

το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Είδη εντολών πληρωμής στον ΕΛΜ του TIPS

Για τους σκοπούς της υπηρεσίας TIPS στις εντολές πληρωμής κατατάσσονται:

α)

εντολές άμεσης πληρωμής·

β)

θετικές απαντήσεις ανάκλησης·

γ)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε λογαριασμό ΜΠ·

δ)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS· και

ε)

εντολές μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS.»·

12)

το άρθρο 18 παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Μετά την αποδοχή εντολής μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε λογαριασμό ΜΠ, από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS ή από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 17, το TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας] ελέγχει κατά πόσο υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό του πληρωτή. Εάν δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια, η εντολή μεταφοράς ρευστότητας απορρίπτεται. Εάν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια, η εντολή μεταφοράς ρευστότητας διακανονίζεται αμέσως.»·

13)

το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

οι εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε λογαριασμό ΜΠ, οι θετικές απαντήσεις ανάκλησης και οι εντολές μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS θεωρείται ότι εισάγονται στο TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας] και είναι ανέκκλητες από τη στιγμή που χρεώνεται ο οικείος ΕΛΜ του TIPS. Οι εντολές μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS θεωρείται ότι εισάγονται στο TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας] και είναι ανέκκλητες από τη στιγμή που χρεώνεται ο οικείος τεχνικός λογαριασμός ΕΣ του TIPS.»·

14)

το άρθρο 30 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Θεωρείται ότι οι κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS είναι ενήμεροι σχετικά με τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων, ότι συμμορφώνονται με το σύνολο των σχετικών υποχρεώσεών τους και ότι είναι σε θέση να αποδείξουν στις οικείες αρμόδιες αρχές την εν λόγω συμμόρφωση. Θεωρείται ότι είναι ενήμεροι σχετικά με τη νομοθεσία περί πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, περί εξάπλωσης πυρηνικών δραστηριοτήτων και ανάπτυξης φορέων πυρηνικών όπλων και ότι συμμορφώνονται με το σύνολο των σχετικών υποχρεώσεών τους, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων ως προς τις πληρωμές που χρεώνονται ή πιστώνονται στους ΕΛΜ του TIPS που τηρούν. Οι κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS διασφαλίζουν ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με την πολιτική ανάκτησης δεδομένων του παρόχου υπηρεσιών δικτύου που έχουν επιλέξει πριν από τη σύναψη της συμβατικής σχέσης με τον τελευταίο.»·

15)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 35α:

«Άρθρο 35α

Μεταβατική διάταξη

Με τη θέση σε λειτουργία του συστήματος TARGET και την παύση της λειτουργίας του TARGET2 οι κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS καθίστανται κάτοχοι ΕΛΜ του TIPS στο σύστημα TARGET.»

16)

στο προσάρτημα I ο πίνακας της παραγράφου 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τύπος μηνύματος

Ονομασία μηνύματος

Pacs.002

FIToFIPayment Status Report

Pacs.004

PaymentReturn

Pacs.008

FIToFICustomerCreditTransfer

Pacs.028

FIToFIPaymentStatusRequest

camt.003

GetAccount

camt.004

ReturnAccount

camt.005

GetTransaction

camt.006

ReturnTransaction

camt.011

ModifyLimit

camt.019

ReturnBusinessDayInformation

camt.025

Receipt

camt.029

ResolutionOfInvestigation

camt.050

LiquidityCreditTransfer

camt.052

BankToCustomerAccountReport

camt.053

BankToCustomerStatement

camt.054

BankToCustomerDebitCreditNotification

camt.056

FIToFIPaymentCancellationRequest

acmt.010

AccountRequestAcknowledgement

acmt.011

AccountRequestRejection

acmt.015

AccountExcludedMandateMaintenanceRequest

reda.016

PartyStatusAdviceV01

reda.022

PartyModificationRequestV01»

17)

στο προσάρτημα I η παράγραφος 6 σημείο 1) στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

λειτουργία “χρήστης προς εφαρμογή” (user-to-application mode – U2A)

Η λειτουργία U2A επιτρέπει την άμεση επικοινωνία μεταξύ κατόχου ΕΛΜ του TIPS και της TIPS GUI. Οι πληροφορίες εμφανίζονται σε πρόγραμμα περιήγησης (browser) που εκτελείται σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Για την πρόσβαση στη λειτουργία U2A η υποδομή πληροφοριακών συστημάτων πρέπει να υποστηρίζει cookies. Περαιτέρω λεπτομέρειες περιγράφονται στο εγχειρίδιο χρήσης του TIPS.»·

18)

στο προσάρτημα IV η παράγραφος 2 διαγράφεται.

19)

το προσάρτημα V διαγράφεται.


(*1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 1).

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/378 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιανουαρίου 2021, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (EKT/2021/1) (EE L 73 της 3.3.2021, σ. 1).

(*3)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1743 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 15ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τον εκτοκισμό των πλεοναζόντων αποθεματικών και ορισμένων καταθέσεων (ΕΚΤ/2019/31) (ΕΕ L 267 της 21.10.2019, σ. 12).»·»


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Το παράρτημα IV της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27 τροποποιείται ως εξής:

1)

η παράγραφος 14 σημείο 14) στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

εντολές SWIFT που χρησιμοποιούν μηνύματα MT 103 μπορούν να μην υποβάλλονται.»·

2)

στην παράγραφο 18 σημείο 1) στοιχείο β) η πρώτη σειρά του πίνακα αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κλιμάκιο

Από (εκατ. ευρώ/ εργάσιμη ημέρα)

Έως (εκατ. ευρώ/ εργάσιμη ημέρα)

Ετήσια προμήθεια (σε ευρώ)

Μηνιαία προμήθεια (σε ευρώ)»

3)

στην παράγραφο 18 σημείο 1) στοιχείο δ) διαγράφεται η τελευταία υποπαράγραφος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο παράρτημα IVα της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVα

ΥΠΗΡΕΣΙΑ TIPS ΓΙΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΖΟΥΝ ΑΜΕΣΕΣ ΠΛΗΡΩΜΕΣ

1.   Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος και πέραν των ορισμών του άρθρου 1 του παραρτήματος ΙΙβ νοούνται ως:

1)

“κεντρική τράπεζα επικουρικού συστήματος (ΚΤΕΣ)” (ancillary system central bank – ASCB): η ΚΤ του Ευρωσυστήματος με την οποία το οικείο επικουρικό σύστημα που διακανονίζει άμεσες πληρωμές στα βιβλία του έχει συνάψει διμερή συμφωνία για τον διακανονισμό των άμεσων πληρωμών του·

2)

“υποκείμενος ακαθάριστος όγκος” (underlying gross volume): ο αριθμός των άμεσων πληρωμών που διακανονίζονται στα βιβλία των επικουρικών συστημάτων και πραγματοποιούνται με κεφάλαια τηρούμενα στον τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS. Δεν περιλαμβάνει άμεσες πληρωμές σε ή από ΕΛΜ του TIPS ή άλλους τεχνικούς λογαριασμούς ΕΣ του TIPS·

3)

“οντότητα εντολέας” (instructing party): οντότητα η οποία έχει οριστεί ως τέτοια από επικουρικό σύστημα και στην οποία επιτρέπεται να υποβάλλει και/ή να λαμβάνει εντολές πληρωμής στην πλατφόρμα TIPS για λογαριασμό του εν λόγω επικουρικού συστήματος ή προσβάσιμης οντότητάς του.

2.   Εισαγωγή εντολών πληρωμής στο σύστημα και ανέκκλητο αυτών

Η εφαρμογή του άρθρου 20 του παραρτήματος IIβ σχετικά με τη χρονική στιγμή εισαγωγής των εντολών άμεσης πληρωμής, των θετικών απαντήσεων ανάκλησης, των εντολών μεταφοράς ρευστότητας από ΕΛΜ του TIPS σε τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS και των εντολών μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS στην οικεία συνιστώσα του TARGET2 δεν θίγει τυχόν κανόνες επικουρικών συστημάτων κατά τους οποίους η εισαγωγή στο επικουρικό σύστημα των εντολών μεταφοράς που υποβάλλονται σε αυτό και/ή το ανέκκλητο των εντολών αυτών ορίζονται σε χρονική στιγμή προγενέστερη της εισαγωγής της αντίστοιχης εντολής πληρωμής στην οικεία συνιστώσα του TARGET2.

3.   Λογαριασμοί προς υποστήριξη του διακανονισμού άμεσων πληρωμών στα βιβλία των επικουρικών συστημάτων

1)

Προς υποστήριξη του διακανονισμού άμεσων πληρωμών όσον αφορά τα επικουρικά συστήματα στο TIPS, ανοίγεται ένας τεχνικός λογαριασμός ΕΣ του TIPS.

2)

Ο τεχνικός λογαριασμός ΕΣ του TIPS αναγνωρίζεται βάσει ενός αποκλειστικού αριθμού λογαριασμού έως και 34 χαρακτήρων και διαρθρώνεται σύμφωνα με τον πίνακα:

 

Ονομασία

Μορφότυπος

Περιεχόμενο

Μέρος A

Είδος λογαριασμού

1 χαρακτήρας ακριβώς

“A” για τεχνικό λογαριασμό του ΕΣ

Κωδικός χώρας της κεντρικής τράπεζας

2 χαρακτήρες ακριβώς

Κωδικός χώρας ISO 3166-1

Κωδικός νομίσματος

3 χαρακτήρες ακριβώς

EUR

Μέρος Β

Κάτοχος λογαριασμού

11 χαρακτήρες ακριβώς

Κωδικός BIC

Μέρος Γ

Υποκατηγορία του λογαριασμού

Έως 17 χαρακτήρες

Εισαγωγή (αλφαριθμητικού) ελεύθερου κειμένου που συντάσσει ο κάτοχος του λογαριασμού.

3)

Οι τεχνικοί λογαριασμοί ΕΣ του TIPS μπορούν να παρουσιάζουν μόνο μηδενικό ή θετικό υπόλοιπο στη διάρκεια της ημέρας και να διατηρούν θετικό υπόλοιπο μέχρι την επόμενη ημέρα. Τυχόν υπόλοιπο που τηρείται στον λογαριασμό μέχρι την επόμενη ημέρα υπόκειται στους ίδιους κανόνες εκτοκισμού με αυτούς που ισχύουν για τα εγγυητικά κεφάλαια κατά το άρθρο 11 της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

4.   Διαδικασία διακανονισμού

1)

Το επικουρικό σύστημα χρησιμοποιεί έναν τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS για την είσπραξη της αναγκαίας ρευστότητας η οποία έχει διαχωριστεί από τα εκκαθαριστικά μέλη του για τη χρηματοδότηση των θέσεών τους.

2)

Κατόπιν αιτήματός του το επικουρικό σύστημα ενημερώνεται για την πίστωση και τη χρέωση του τεχνικού λογαριασμού ΕΣ του TIPS του.

3)

Το επικουρικό σύστημα μπορεί να υποβάλλει εντολές άμεσης πληρωμής και θετικές απαντήσεις ανάκλησης σε οποιονδήποτε κάτοχο ΕΛΜ του TIPS ή επικουρικό σύστημα του TIPS. Το επικουρικό σύστημα λαμβάνει και επεξεργάζεται εντολές άμεσης πληρωμής, αιτήματα ανάκλησης και θετικές απαντήσεις ανάκλησης από οποιονδήποτε κάτοχο ΕΛΜ του TIPS ή επικουρικό σύστημα του TIPS.

5.   Διασύνδεση χρηστών

1)

Ο κάτοχος τεχνικού λογαριασμού ΕΣ του TIPS έχει πρόσβαση στην πλατφόρμα TIPS με τη λειτουργία A2A και μπορεί επίσης να συνδεθεί με τη λειτουργία U2A είτε απευθείας είτε μέσω ενός ή περισσοτέρων οντοτήτων εντολέων.

2)

Η πρόσβαση στην πλατφόρμα TIPS παρέχει στους κατόχους τεχνικού λογαριασμού ΕΣ του TIPS τη δυνατότητα:

α)

πρόσβασης σε πληροφορίες που αφορούν τους λογαριασμούς τους και διαχείρισης των ορίων χρήσης ρευστότητας·

β)

υποβολής εντολών μεταφοράς ρευστότητας από τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS σε ΕΛΜ του TIPS· και

γ)

διαχείρισης ορισμένων στατικών δεδομένων.

6.   Κατάλογος προμηθειών και τιμολόγηση

1)

Για κάθε επικουρικό σύστημα στο TIPS ισχύουν αμφότερερες οι ακόλουθες προμήθειες:

α)

προμήθεια συναλλαγών η οποία υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται βάσει του καταλόγου για τους κατόχους ΕΛΜ του TIPS στο προσάρτημα IV του παραρτήματος IIβ·

β)

προμήθεια η οποία βασίζεται στον υποκείμενο ακαθάριστο όγκο των άμεσων πληρωμών που διακανονίζονται στην πλατφόρμα του επικουρικού συστήματος και καταβάλλεται από τις προχρηματοδοτημένες θέσεις στον τεχνικό λογαριασμό ΕΣ του TIPS. Η προμήθεια ανέρχεται σε 0,0005 ευρώ ανά άμεση πληρωμή.

2)

Ο υποκείμενος ακαθάριστος όγκος των άμεσων πληρωμών του επικουρικού συστήματος υπολογίζεται από την ΚΤΕΣ κάθε μήνα με βάση τον υποκείμενο ακαθάριστο όγκο των άμεσων πληρωμών του προηγούμενου μήνα, κατόπιν στρογγυλοποίησης στην κατώτερη δεκάδα χιλιάδων, και αναγγέλλεται από το επικουρικό σύστημα το αργότερο μέχρι την τρίτη εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα. Ο ακαθάριστος όγκος που προκύπτει από τον υπολογισμό χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της προμήθειας στη διάρκεια του επόμενου μήνα.

3)

Κάθε επικουρικό σύστημα λαμβάνει τιμολόγιο από την ΚΤΕΣ για τον προηγούμενο μήνα με βάση τις προμήθειες του σημείου 1) της παρούσας παραγράφου το αργότερο μέχρι την ένατη εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα. Οι πληρωμές πραγματοποιούνται το αργότερο εντός δεκατεσσάρων εργάσιμων ημερών από την έκδοση του τιμολογίου σε λογαριασμό που υποδεικνύει η ΚΤΕΣ ή χρεώνονται σε λογαριασμό που υποδεικνύει το επικουρικό σύστημα.

4)

Για τους σκοπούς των καταλόγων προμηθειών και της τιμολόγησης βάσει του παρόντος παραρτήματος:

α)

επικουρικό σύστημα που έχει οριστεί ως σύστημα βάσει της οδηγίας 98/26/ΕΚ αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό επικουρικό σύστημα, ακόμα και αν τελεί υπό τη διαχείριση νομικού προσώπου το οποίο διαχειρίζεται και άλλο επικουρικό σύστημα·

β)

επικουρικό σύστημα που δεν έχει οριστεί ως σύστημα βάσει της οδηγίας 98/26/ΕΚ αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό επικουρικό σύστημα εάν πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

αποτελεί τυπική συμφωνία, με τη μορφή σύμβασης ή νομοθετικής πράξης·

ii)

έχει περισσότερα από ένα [μέλη] [συμμετέχοντες] [μη συμπεριλαμβανομένου του διαχειριστή του εν λόγω συστήματος]·

iii)

έχει θεσπιστεί για τους σκοπούς εκκαθάρισης, συμψηφισμού και/ή διακανονισμού πληρωμών και/ή τίτλων μεταξύ των συμμετεχόντων·και·

iv)

εφαρμόζει κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για την εκκαθάριση, τον συμψηφισμό και τον διακανονισμό πληρωμών και τίτλων μεταξύ των συμμετεχόντων.

5)

Για τους σκοπούς τιμολόγησης μεταξύ 1ης Δεκεμβρίου 2021 και 28ης Φεβρουαρίου 2022 βάσει του παρόντος άρθρου οι προμήθειες ανέρχονται στον μέσο όρο των συνολικών προμηθειών που θα τιμολογηθούν για τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο 2021

».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Προστίθεται το ακόλουθο προσάρτημα VIII του παραρτήματος II της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2012/27:

«Προσάρτημα VIII

Απαιτήσεις σχετικά με τη διαχείριση της ασφάλειας των πληροφοριών και τη διαχείριση της αδιάλειπτης λειτουργίας

Διαχείριση της ασφάλειας των πληροφοριών

Οι εν λόγω απαιτήσεις ισχύουν για κάθε συμμετέχοντα, εκτός όσων αποδεικνύουν ότι συγκεκριμένη απαίτηση δεν ισχύει για τους ίδιους. Κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής των απαιτήσεων εντός της οικείας υποδομής ο συμμετέχων θα πρέπει να προσδιορίζει τα στοιχεία που αποτελούν μέρος της αλυσίδας πράξεων πληρωμής (Payment Transaction Chain - PTC). Συγκεκριμένα, η αλυσίδα αυτή ξεκινά από ένα σημείο εισόδου (Point of Entry - PoE), δηλαδή από ένα σύστημα που χρησιμοποιείται στη δημιουργία συναλλαγών (π.χ. σταθμοί εργασίας, εφαρμογές front-office και back-office, μεσαίο λογισμικό), και τελειώνει στο σύστημα που έχει την ευθύνη αποστολής του μηνύματος στη SWIFT (π.χ. SWIFT VPN Box) ή στο διαδίκτυο (το τελευταίο ισχύει για πρόσβαση μέσω διαδικτύου).

Απαίτηση 1.1: Πολιτική ασφάλειας των πληροφοριών

Η διοίκηση καθορίζει σαφή κατεύθυνση πολιτικής σύμφωνη με τους επιχειρηματικούς στόχους, στηρίζει και δεσμεύεται ως προς την ασφάλεια των πληροφοριών, χαράσσοντας, εγκρίνοντας και διατηρώντας μια πολιτική ασφάλειας των πληροφοριών που αποσκοπεί στη διαχείριση τόσο της ασφάλειας των πληροφοριών όσο και της ανθεκτικότητας στον κυβερνοχώρο σε επίπεδο οργανισμού όσον αφορά τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση των κινδύνων σχετικά με την ασφάλεια των πληροφοριών και την ανθεκτικότητα στους κινδύνους που εκδηλώνονται στον κυβερνοχώρο. Η πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα πεδία: στόχους, πεδίο εφαρμογής (συμπεριλαμβανομένων τομέων, όπως η οργάνωση, οι ανθρώπινοι πόροι, η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.), αρχές και κατανομή αρμοδιοτήτων.

Απαίτηση 1.2: Εσωτερική οργάνωση

Θεσπίζεται πλαίσιο ασφάλειας των πληροφοριών για την εφαρμογή της πολιτικής ασφάλειας των πληροφοριών εντός του οργανισμού. Η διοίκηση συντονίζει και επανεξετάζει το εν λόγω πλαίσιο προκειμένου να εξασφαλίσει την εφαρμογή της πολιτικής ασφάλειας (κατά τα οριζόμενα στην απαίτηση 1.1) σε ολόκληρο τον οργανισμό, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής επαρκών πόρων και της ανάθεσης αρμοδιοτήτων σε θέματα ασφάλειας για τον σκοπό αυτό.

Απαίτηση 1.3: Τρίτα μέρη

Η ασφάλεια των πληροφοριών και των εγκαταστάσεων επεξεργασίας πληροφοριών του οργανισμού δεν θα πρέπει να περιορίζεται από την είσοδο ενός ή περισσότερων τρίτων μερών ή προϊόντων/υπηρεσιών παρεχόμενων από αυτά, και/ή να εξαρτάται από αυτά. Τυχόν πρόσβαση τρίτων μερών στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας πληροφοριών του οργανισμού θα ελέγχεται. Όταν απαιτείται η πρόσβαση τρίτων μερών ή προϊόντων/υπηρεσιών παρεχόμενων από εκείνα στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας πληροφοριών του οργανισμού, διενεργείται αξιολόγηση κινδύνου με σκοπό τον καθορισμό των επιπτώσεών της στην ασφάλεια και των απαιτήσεων ελέγχου. Η διενέργεια των ελέγχων συνομολογείται και καθορίζεται βάσει συμφωνίας με το εκάστοτε τρίτο μέρος.

Απαίτηση 1.4: Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων

Όλες οι πηγές πληροφοριών, οι επιχειρησιακές διαδικασίες και τα υποκείμενα συστήματα πληροφοριών της αλυσίδας πράξεων πληρωμής, όπως τα λειτουργικά συστήματα, οι υποδομές, οι επιχειρησιακές εφαρμογές, τα άμεσα διαθέσιμα προϊόντα, οι υπηρεσίες και οι εφαρμογές πληροφορικής που αναπτύσσονται από χρήστες, λαμβάνονται υπόψη και ανήκουν σε ορισμένο ιδιοκτήτη. Ανατίθεται η αρμοδιότητα διατήρησης και διενέργειας των κατάλληλων ελέγχων στις επιχειρησιακές διαδικασίες και στα συναφή στοιχεία ΤΠ με σκοπό την προστασία των πηγών των πληροφοριών. Σημείωση: εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ο ιδιοκτήτης μπορεί μεν να αναθέτει τη διενέργεια ειδικών ελέγχων σε τρίτους, αλλά ο ίδιος εξακολουθεί να υπέχει ευθύνη για την κατάλληλη προστασία των περιουσιακών στοιχείων.

Απαίτηση 1.5: Ταξινόμηση των πηγών των πληροφοριών

Οι πηγές των πληροφοριών ταξινομούνται ανάλογα με τη σημασία τους για την ομαλή παροχή της υπηρεσίας από τον συμμετέχοντα. H ταξινόμηση αποτυπώνει την ανάγκη, τις προτεραιότητες και τον βαθμό προστασίας που απαιτείται κατά τη μεταχείριση της εκάστοτε πηγής στο πλαίσιο των οικείων επιχειρησιακών διαδικασιών και λαμβάνει υπόψη τα υποκείμενα στοιχεία ΤΠ. Σύστημα ταξινόμησης των πηγών των πληροφοριών εγκεκριμένο από τη διοίκηση χρησιμοποιείται για τον καθορισμό κατάλληλου συνόλου ελέγχων προστασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των πηγών των πληροφοριών (συμπεριλαμβανομένων της αφαίρεσης και της καταστροφής πηγών πληροφοριών), καθώς και για την επικοινώνηση της ανάγκης λήψης ειδικών μέτρων μεταχείρισής τους.

Απαίτηση 1.6: Ασφάλεια ανθρώπινων πόρων

Οι αρμοδιότητες σε θέματα ασφάλειας αποτυπώνονται πριν από την πρόσληψη σε κατάλληλη περιγραφή των οικείων καθηκόντων και στους όρους εργασίας και απασχόλησης. Όλοι οι υποψήφιοι προς πρόσληψη, οι εργολήπτες και τρίτοι χρήστες εξετάζονται επαρκώς, ιδίως για τις ευαίσθητες θέσεις εργασίας. Οι εργαζόμενοι, οι εργολήπτες και τρίτοι χρήστες των εγκαταστάσεων επεξεργασίας πληροφοριών υπογράφουν συμφωνία σχετικά με τα καθήκοντα και τις αρμόδιότητές τους σε θέματα ασφάλειας. Εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο ενημέρωσης όλων των εργαζομένων, εργοληπτών και τρίτων χρηστών, οι οποίοι εκπαιδεύονται και καταρτίζονται σχετικά με τις διαδικασίες ασφάλειας και την ορθή χρήση των εγκαταστάσεων επεξεργασίας πληροφοριών με σκοπό την ελαχιστοποίηση ενδεχόμενων κινδύνων που αφορούν την ασφάλεια. Θεσπίζεται τυπική πειθαρχική διαδικασία για τη μεταχείριση των περιπτώσεων παραβίασης της ασφάλειας εκ μέρους των εργαζομένων. Καθορίζονται αρμοδιότητες προκειμένου να διασφαλίζεται η διαχείριση της αποχώρησης ή μετακίνησης εντός του οργανισμού εργαζομένου, εργολήπτη ή τρίτου χρήστη και της ολοκλήρωσης της επιστροφής όλου του εξοπλισμού και της αφαίρεσης των δικαιωμάτων πρόσβασης.

Απαίτηση 1.7: Υλική και περιβαλλοντική ασφάλεια

Οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας κρίσιμων ή ευαίσθητων πληροφοριών στεγάζονται σε ασφαλείς χώρους προστατευμένους με οριοθετημένες περιμέτρους ασφαλείας, κατάλληλα προστατευτικά κιγκλιδώματα και ελέγχους εισόδου. Οι εν λόγω χώροι προστατεύονται από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, ζημίες και εισβολή. Η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο στα άτομα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαίτησης 1.6. Θεσπίζονται διαδικασίες και πρότυπα προστασίας των υλικών μέσων που περιέχουν διακινούμενες πηγές των πληροφοριών.

Ο εξοπλισμός προστατεύεται από υλικές και περιβαλλοντικές ζημίες. Η προστασία του εξοπλισμού (συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται εκτός του χώρου των εγκαταστάσεων) και η προστασία από την αφαίρεση της ιδιοκτησίας είναι αναγκαίες για τη μείωση του κινδύνου μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στις πληροφορίες και για την προστασία του εξοπλισμού ή των πληροφοριών από απώλεια ή ζημία. Μπορεί να απαιτείται η λήψη ειδικών μέτρων προστασίας από υλικές ζημίες και προστασίας βοηθητικών εγκαταστάσεων, όπως των υποδομών ηλεκτροδότησης και καλωδίωσης.

Απαίτηση 1.8: Διαχείριση λειτουργιών

Θεσπίζονται αρμοδιότητες και διαδικασίες διαχείρισης και λειτουργίας των εγκαταστάσεων επεξεργασίας πληροφοριών οι οποίες καλύπτουν όλα τα υποκείμενα συστήματα της αλυσίδας πράξεων πληρωμής από αρχής μέχρι τέλους.

Εφόσον κρίνεται απαραίτητο, στις λειτουργικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της τεχνικής διαχείρισης των συστημάτων ΤΠ, εφαρμόζεται διαχωρισμός των καθηκόντων με σκοπό τη μείωση του κινδύνου κατάχρησης του συστήματος από δόλο ή αμέλεια. Όταν η εφαρμογή του διαχωρισμού των καθηκόντων δεν είναι δυνατή για τεκμηριωμένους αντικειμενικούς λόγους, διενεργούνται αντισταθμιστικοί έλεγχοι κατόπιν τυπικής ανάλυσης κινδύνου. Θεσπίζονται έλεγχοι με σκοπό την αποτροπή και τον εντοπισμό εισαγωγής κακόβουλου κώδικα στα συστήματα της αλυσίδας πράξεων πληρωμής. Θεσπίζονται επίσης έλεγχοι (συμπεριλαμβανομένης της ευαισθητοποίησης των χρηστών) για την αποτροπή, τον εντοπισμό και την αφαίρεση κακόβουλου κώδικα. Φορητός κώδικας χρησιμοποιείται μόνο από αξιόπιστες πηγές (π.χ. εγκεκριμένα στοιχεία Microsoft COM και μικροεφαρμογές Java). Η παραμετροποίηση του προγράμματος περιήγησης (π.χ. η χρήση επεκτάσεων και εμβυσματώσεων) ελέγχεται αυστηρά.

Η διοίκηση εφαρμόζει πολιτικές δημιουργίας εφεδρικών αντιγράφων και ανάκτησης δεδομένων· οι εν λόγω πολιτικές ανάκτησης περιλαμβάνουν σχέδιο της διαδικασίας αποκατάστασης το οποίο ελέγχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ετησίως.

Τα συστήματα που είναι σημαντικά για την ασφάλεια των πληρωμών παρακολουθούνται και τα γεγονότα που αφορούν την ασφάλεια των πληροφοριών καταγράφονται. Χρησιμοποιούνται ημερολόγια καταγραφής για τη διασφάλιση του εντοπισμού προβλημάτων του συστήματος πληροφοριών. Τα ημερολόγια αναθεωρούνται δειγματοληπτικά σε τακτική βάση, ανάλογα με την κρισιμότητα των λειτουργιών. Η παρακολούθηση του συστήματος σκοπό έχει την εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων που θεωρούνται κρίσιμοι για την ασφάλεια των πληρωμών και τη συμμόρφωση με ορισμένο πρότυπο που αφορά την πολιτική πρόσβασης.

Οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ οργανισμών βασίζονται σε επίσημη πολιτική ανταλλαγών, διενεργούνται με βάση τις συμφωνίες ανταλλαγής που συνάπτονται μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και ευθυγραμμίζονται με την κείμενη νομοθεσία. Στοιχεία λογισμικού τρίτων που χρησιμοποιούνται κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με το TARGET2 (όπως λογισμικό προερχόμενο από γραφείο υπηρεσιών πληροφορικής στην περίπτωση 2 του τμήματος της υπεύθυνης δήλωσης του TARGET2 που αφορά το πεδίο εφαρμογής) πρέπει να χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τυπική συμφωνία που συνάπτεται με τον τρίτο.

Απαίτηση 1.9: Έλεγχος της πρόσβασης

Η πρόσβαση στις πηγές των πληροφοριών δικαιολογείται με βάση τις επιχειρησιακές απαιτήσεις (“ανάγκη γνώσης” (1)) και σύμφωνα με το θεσπισμένο πλαίσιο εταιρικών πολιτικών (συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής ασφάλειας των πληροφοριών). Καθορίζονται σαφείς κανόνες ελέγχου της πρόσβασης με βάση την αρχή των “ελάχιστων προνομίων” (2) με σκοπό την όσο το δυνατό ακριβέστερη αποτύπωση των αναγκών των οικείων επιχειρησιακών διαδικασιών και των διαδικασιών ΤΠ. Ανάλογα με την περίπτωση (π.χ. για τη διαχείριση εφεδρικών αντιγράφων), ο έλεγχος λογικής πρόσβασης θα πρέπει να συμφωνεί με τον έλεγχο φυσικής πρόσβασης, εκτός εάν προβλέπονται επαρκείς αντισταθμιστικοί έλεγχοι (π.χ. κρυπτογράφηση, ανωνυμοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα).

Θεσπίζονται επίσημες και τεκμηριωμένες διαδικασίες για τον έλεγχο της χορήγησης δικαιωμάτων πρόσβασης στα συστήματα και στις υπηρεσίες πληροφοριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αλυσίδας πράξεων πληρωμής. Οι διαδικασίες καλύπτουν όλα τα στάδια του κύκλου ζωής της πρόσβασης των χρηστών, από την αρχική εγγραφή των νέων χρηστών έως την τελική διαγραφή των χρηστών που παύουν να απαιτούν πρόσβαση.

Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη χορήγηση δικαιωμάτων πρόσβασης κρίσιμων σε βαθμό που η κατάχρησή τους θα μπορούσε να έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στις λειτουργίες του συμμετέχοντος (π.χ. δικαιώματα πρόσβασης που επιτρέπουν τη διαχείριση του συστήματος, τη ματαίωση ελέγχων του συστήματος, την άμεση πρόσβαση σε επιχειρησιακά δεδομένα).

Θεσπίζονται κατάλληλοι έλεγχοι ταυτοποίησης, πιστοποίησης και εξουσιοδότησης χρηστών σε συγκεκριμένα σημεία του δικτύου του οργανισμού, π.χ. για την επιτόπια και εξ αποστάσεως πρόσβαση σε συστήματα της αλυσίδας πράξεων πληρωμής. Προς διασφάλιση της λογοδοσίας οι προσωπικοί λογαριασμοί δεν γνωστοποιούνται.

Για να διασφαλιστεί ότι οι κωδικοί πρόσβασης (passwords) δεν μπορούν να συναχθούν εύκολα θεσπίζονται κανόνες εφαρμοζόμενοι μέσω ειδικών ελέγχων, π.χ. κανόνες πολυπλοκότητας και περιορισμένη χρονική ισχύς. Θεσπίζεται πρωτόκολλο ασφαλούς ανάκτησης και/ή επαναφοράς κωδικού πρόσβασης.

Εκπονείται και εφαρμόζεται πολιτική για τη χρήση κρυπτογραφικών ελέγχων με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας, της γνησιότητας και της ακεραιότητας των πληροφοριών. Για την υποστήριξη της χρήσης κρυπτογραφικών ελέγχων θεσπίζεται πολιτική διαχείρισης κλειδιών.

Προβλέπεται πολιτική αποτύπωσης εμπιστευτικών πληροφοριών σε οθόνη ή σε έντυπη μορφή (π.χ. πολιτική καθαρού γραφείου και καθαρής οθόνης) με σκοπό τη μείωση του κινδύνου μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης.

Στην περίπτωση εξ αποστάσεως εργασίας συνεκτιμώνται οι κίνδυνοι από την εργασία σε μη προστατευμένο περιβάλλον και εφαρμόζονται κατάλληλοι τεχνικοί και οργανωτικοί έλεγχοι.

Απαίτηση 1.10: Απόκτηση, ανάπτυξη και συντήρηση συστημάτων πληροφοριών

Πριν από την ανάπτυξη και/ή την εφαρμογή συστημάτων πληροφοριών καθορίζονται και συμφωνούνται απαιτήσεις ασφαλείας.

Στις εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναπτύσσονται από χρήστες, ενσωματώνονται κατάλληλοι έλεγχοι διασφάλισης της ορθής επεξεργασίας. Οι εν λόγω έλεγχοι περιλαμβάνουν την επικύρωση των εισερχόμενων δεδομένων, της εσωτερικής επεξεργασίας και των εξερχόμενων δεδομένων. Μπορούν να απαιτούνται πρόσθετοι έλεγχοι για τα συστήματα που επεξεργάζονται ή επηρεάζουν ευαίσθητες, πολύτιμες ή κρίσιμες πληροφορίες. Οι έλεγχοι αυτοί καθορίζονται με βάση τις απαιτήσεις ασφαλείας και την αξιολόγηση κινδύνου σύμφωνα με τις πολιτικές που έχουν θεσπιστεί (π.χ. πολιτική ασφάλειας των πληροφοριών, πολιτική κρυπτογραφικού ελέγχου).

Οι λειτουργικές απαιτήσεις νέων συστημάτων θεσπίζονται, τεκμηριώνονται και ελέγχονται πριν από την αποδοχή και χρήση τους. Όσον αφορά την ασφάλεια δικτύου πρέπει να διεξάγονται κατάλληλοι έλεγχοι, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού και της ασφαλούς διαχείρισης, ανάλογα με την κρισιμότητα των ροών δεδομένων και το επίπεδο κινδύνου των ζωνών δικτύου στον οργανισμό. Προβλέπονται ειδικοί έλεγχοι προστασίας ευαίσθητων πληροφοριών που διέρχονται από δημόσια δίκτυα.

Η πρόσβαση στα αρχεία συστήματος και στον πρωτογενή κώδικα του προγράμματος ελέγχεται, ενώ τα έργα ΤΠ και οι υποστηρικτικές δραστηριότητες διεκπεραιώνονται με ασφάλεια. Λαμβάνεται μέριμνα προς αποφυγή της έκθεσης ευαίσθητων δεδομένων σε περιβάλλοντα δοκιμής. Τα περιβάλλοντα έργου και υποστήριξης ελέγχονται αυστηρά. Η διαμόρφωση μεταβολών στην παραγωγή ελέγχεται αυστηρά. Διενεργείται αξιολόγηση του κινδύνου όσον αφορά τις μείζονες μεταβολές στην παραγωγή.

Διεξάγονται επίσης τακτικές δραστηριότητες δοκιμών ασφαλείας συστημάτων υπό παραγωγή σύμφωνα με προκαθορισμένο σχέδιο που βασίζεται στο πόρισμα της αξιολόγησης κινδύνου, ενώ οι δοκιμές ασφαλείας περιλαμβάνουν τουλάχιστον αξιολογήσεις ευπάθειας. Αξιολογούνται όλες οι ελλείψεις που επισημαίνονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των δοκιμών ασφαλείας, ενώ προετοιμάζονται και παρακολουθούνται έγκαιρα σχέδια δράσης για την αντιμετώπιση ανεπαρκειών που εντοπίστηκαν.

Απαίτηση 1.11: Ασφάλεια των πληροφοριών στις σχέσεις με τους παρόχους (3)

Προς διασφάλιση της προστασίας των εσωτερικών συστημάτων πληροφοριών του συμμετέχοντος που είναι προσβάσιμα από παρόχους τεκμηριώνονται και συμφωνούνται με αυτούς στο πλαίσιο τυπικής συμφωνίας απαιτήσεις ασφαλείας των πληροφοριών με σκοπό τον μετριασμό των κινδύνων που σχετίζονται με την πρόσβαση αυτή.

Απαίτηση 1.12: Διαχείριση περιστατικών σχετικών με την ασφάλεια των πληροφοριών και βελτιώσεις

Προς διασφάλιση της συνεπούς και αποτελεσματικής προσέγγισης της διαχείρισης περιστατικών σχετικών με την ασφάλεια των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της γνωστοποίησης γεγονότων και αδυναμιών σχετικών με την ασφάλεια, θεσπίζονται σε επιχειρησιακό και τεχνικό επίπεδο καθήκοντα, αρμοδιότητες και διαδικασίες και ελέγχονται με σκοπό τη διασφάλιση ταχείας, αποτελεσματικής, μεθοδικής και ασφαλούς αποκατάστασης μετά από την εκδήλωση περιστατικών σχετικών με την ασφάλεια των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που αφορούν υπόθεση σχετική με τον κυβερνοχώρο (π.χ. απόπειρα απάτης από εξωτερικό ή εσωτερικό επιτιθέμενο). Το προσωπικό που μετέχει στις εν λόγω διαδικασίες εκπαιδεύεται κατάλληλα.

Απαίτηση 1.13: Επαναξιολόγηση τεχνικής συμμόρφωσης

Τα εσωτερικά συστήματα πληροφοριών του συμμετέχοντος (π.χ. συστήματα υπηρεσιών υποστήριξης, συνδεσιμότητα εσωτερικών δικτύων και εξωτερικού δικτύου) αξιολογούνται τακτικά ως προς τη συμμόρφωσή τους με το θεσπισμένο πλαίσιο πολιτικών του οργανισμού (π.χ. πολιτική ασφάλειας των πληροφοριών, πολιτική κρυπτογραφικού ελέγχου).

Απαίτηση 1.14: Εικονικοποίηση (virtualisation)

Οι φιλοξενούμενες εικονικές μηχανές (guest virtual machines) συμμορφώνονται με όλους τους ελέγχους ασφαλείας που προβλέπονται για το φυσικό υλισμικό και τα φυσικά συστήματα (π.χ. θωράκιση, καταγραφή σε ημερολόγιο). Οι έλεγχοι σχετικά με τους επόπτες (hypervisors) πρέπει να περιλαμβάνουν: θωράκιση του επόπτη και του λειτουργικού συστήματος υποδοχής, τακτική επιδιόρθωση (patching) και αυστηρό διαχωρισμό των διαφορετικών περιβαλλόντων (π.χ. παραγωγή και ανάπτυξη). Η κεντρική διαχείριση, η καταγραφή σε ημερολόγιο, η παρακολούθηση και η διαχείριση των δικαιωμάτων πρόσβασης, ιδίως όσον αφορά τους λογαριασμούς με ιδιαίτερα δικαιώματα, εφαρμόζονται βάσει αξιολόγησης κινδύνου. Οι φιλοξενούμενες εικονικές μηχανές που διαχειρίζεται ο ίδιος επόπτης πρέπει να έχουν παρόμοιο προφίλ κινδύνου.

Απαίτηση 1.15: Υπολογιστικό νέφος (Cloud computing)

Η χρήση λύσεων δημόσιου και/ή υβριδικού υπολογιστικού νέφους στην αλυσίδα πράξεων πληρωμής πρέπει να βασίζεται σε επίσημη αξιολόγηση κινδύνου, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών ελέγχων και των συμβατικών ρητρών που αφορούν τη λύση του υπολογιστικού νέφους.

Όταν χρησιμοποιούνται λύσεις υβριδικού υπολογιστικού νέφους, γίνεται αντιληπτό ότι το επίπεδο κρισιμότητας του συνολικού συστήματος είναι το υψηλότερο μεταξύ των συνδεδεμένων συστημάτων. Όλα τα στοιχεία εσωτερικής εγκατάστασης (on-premises) των υβριδικών λύσεων πρέπει να διαχωρίζονται από τα λοιπά συστήματα εσωτερικής εγκατάστασης.

Διαχείριση αδιάλειπτης λειτουργίας (εφαρμόζεται μόνο στους κρίσιμους συμμετέχοντες)

Οι ακόλουθες απαιτήσεις (2.1 έως 2.6) αφορούν τη διαχείριση αδιάλειπτης λειτουργίας. Κάθε συμμετέχων στο TARGET2 ο οποίος χαρακτηρίζεται από το Ευρωσύστημα ως κρίσιμος για την ομαλή λειτουργία του συστήματος TARGET2 πρέπει να διαθέτει στρατηγική αδιάλειπτης λειτουργίας που να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία.

Απαίτηση 2.1

:

Πρέπει να εκπονούνται σχέδια αδιάλειπτης λειτουργίας και να θεσπίζονται διαδικασίες τήρησής τους.

Απαίτηση 2.2

:

Πρέπει να υφίσταται εναλλακτική επιχειρησιακή τοποθεσία παροχής της υπηρεσίας (alternate site).

Απαίτηση 2.3

:

To προφίλ κινδύνου της εναλλακτικής τοποθεσίας πρέπει να είναι διαφορετικό από το προφίλ κινδύνου της κύριας τοποθεσίας, προς αποφυγή του ενδεχομένου να επηρεαστούν ταυτόχρονα αμφότερες οι τοποθεσίες από το ίδιο γεγονός. Για παράδειγμα, η εναλλακτική τοποθεσία θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη σε διαφορετικό δίκτυο ηλεκτροδότησης και σε διαφορετικό κεντρικό τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα από ό,τι η κύρια επιχειρησιακή τοποθεσία.

Απαίτηση 2.4

:

Σε περίπτωση μείζονος λειτουργικής διατάραξης που καθιστά την κύρια τοποθεσία μη προσβάσιμη και/ή το κρίσιμο προσωπικό μη διαθέσιμο, ο κρίσιμος συμμετέχων πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίζει τις συνήθεις λειτουργίες από την εναλλακτική τοποθεσία, από όπου πρέπει να μπορούν να είναι δυνατές η προσήκουσα περάτωση της εργάσιμης ημέρας και η έναρξη της επόμενης εργάσιμης ημέρας/των επόμενων εργάσιμων ημερών.

Απαίτηση 2.5

:

Πρέπει να θεσπίζονται διαδικασίες οι οποίες θα διασφαλίζουν τη συνέχιση της επεξεργασίας των συναλλαγών από την εναλλακτική τοποθεσία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την αρχική διατάραξη στην παροχή υπηρεσίας και οι οποίες θα είναι ανάλογες της κρισιμότητας της λειτουργίας που διαταράχθηκε.

Απαίτηση 2.6

:

Η ικανότητα διαχείρισης λειτουργικών διαταράξεων πρέπει να ελέγχεται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ενώ το κρίσιμο προσωπικό πρέπει να εκπαιδεύεται κατάλληλα. Το μέγιστο χρονικό διάστημα μεταξύ των ελέγχων δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα έτος.

».

(1)  Η αρχή της “ανάγκης γνώσης” αφορά τον εντοπισμό της δέσμης πληροφοριών στις οποίες απαιτείται να έχει πρόσβαση ορισμένο πρόσωπο προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά του.

(2)  Η αρχή των “ελάχιστων προνομίων” αφορά την προσαρμογή των χαρακτηριστικών πρόσβασης ορισμένου υποκειμένου σε σύστημα ΤΠ προκειμένου να ανταποκρίνεται στα αντίστοιχα επιχειρησιακά καθήκοντα.

(3)  Ως “πάροχος” εν προκειμένω θα πρέπει να νοείται κάθε τρίτος (και μέλος του προσωπικού του) που έχει συνάψει με το ίδρυμα σύμβαση (συμφωνία) με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών και που, βάσει της εν λόγω συμφωνίας, αποκτά εξ αποστάσεως ή επιτόπου πρόσβαση σε πληροφορίες, συστήματα πληροφοριών και/ή εγκαταστάσεις επεξεργασίας πληροφοριών του ιδρύματος εντός του πεδίου χρήσης της υπεύθυνης δήλωσης του TARGET2 ή συναφώς προς το πεδίο αυτό.