ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 305

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

63ό έτος
21 Σεπτεμβρίου # 2020


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/1302 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2020, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα τέλη που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες ( 1 )

1

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/1303 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2020, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη η ΕΑΚΑΑ προκειμένου να προσδιορίσει εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα είναι ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της ( 1 )

7

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/1304 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2020, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ελάχιστα προς αξιολόγηση από την ΕΑΚΑΑ στοιχεία κατά την αξιολόγηση αιτημάτων κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτων χωρών για συγκρίσιμη συμμόρφωση, καθώς και τους τρόπους και τους όρους διενέργειας της εν λόγω αξιολόγησης ( 1 )

13

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2020/1305 του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2020, με την οποία επιτρέπεται στο Ηνωμένο Βασίλειο να παράσχει την έγκρισή του, αυτόνομα, ώστε να δεσμεύεται από ορισμένες διεθνείς συμφωνίες οι οποίες πρόκειται να εφαρμοστούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης

27

 

 

Απόφαση (ΕΕ) 2020/1306 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Σεπτεμβρίου 2020, σχετικά με την προσωρινή εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων έναντι κεντρικών τραπεζών από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος λόγω της πανδημίας COVID-19 (ΕΚΤ/2020/44)

30

 

 

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

 

*

Σύσταση (ΕΕ) 2020/1307 της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 2020, σχετικά με την κοινή εργαλειοθήκη της Ένωσης για τη μείωση του κόστους εγκατάστασης δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και τη διασφάλιση έγκαιρης και ευνοϊκής για τις επενδύσεις πρόσβασης στο ραδιοφάσμα 5G, με σκοπό την προώθηση της συνδεσιμότητας για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης από την κρίση λόγω COVID-19 στην Ένωση

33

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

21.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 305/1


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/1302 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2020

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα τέλη που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (1), και ιδίως το άρθρο 25δ παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του άρθρου 25δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 απαιτείται η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (στο εξής: ΕΑΚΑΑ) να επιβάλλει στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών τέλη που σχετίζονται με τις αιτήσεις αναγνώρισης βάσει του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού και ετήσια τέλη που σχετίζονται με την επιτέλεση των καθηκόντων της βάσει του εν λόγω κανονισμού και σε σχέση με αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών. Βάσει του άρθρου 25δ παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 απαιτείται τα εν λόγω τέλη να είναι αναλογικά προς τον κύκλο εργασιών του ενδιαφερόμενου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να καλύπτουν όλες τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται η ΕΑΚΑΑ για την αναγνώριση και την άσκηση των καθηκόντων της σε σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας βάσει του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Θα πρέπει να επιβάλλονται τέλη που σχετίζονται με τις αιτήσεις αναγνώρισης (στο εξής: τέλη αναγνώρισης) σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών προκειμένου να καλύπτονται οι δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για την επεξεργασία των αιτήσεων αναγνώρισης, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για την εξακρίβωση της πληρότητας των αιτήσεων, για τα αιτήματα πρόσθετων πληροφοριών, την κατάρτιση των αποφάσεων και των δαπανών που σχετίζονται με την εκτίμηση της συστημικής σπουδαιότητας κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών (στο εξής: διαβάθμιση). Όσον αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι συστημικά σημαντικοί για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της και οι οποίοι είναι αναγνωρισμένοι από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (στο εξής: κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2), οι πρόσθετες δαπάνες επιβαρύνουν την ΕΑΚΑΑ. Οι εν λόγω πρόσθετες δαπάνες επιβαρύνουν την ΕΑΚΑΑ όταν διενεργεί εκτίμηση της συμμόρφωσης με τους όρους αναγνώρισης που καθορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 καθώς και του εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί, εφόσον συμμορφώνεται με το ισχύον νομικό πλαίσιο τρίτης χώρας, να θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 και των τίτλων IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (στο εξής: συγκρίσιμη συμμόρφωση). Ως εκ τούτου, οι δαπάνες που σχετίζονται με αιτήσεις που υποβάλλουν κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 θα είναι υψηλότερες σε σχέση με τις δαπάνες που σχετίζονται με αιτήσεις που υποβάλλουν κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών που δεν θεωρούνται συστημικά σημαντικοί ούτε θεωρείται πιθανό να γίνουν συστημικά σημαντικοί για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της (στο εξής: κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 1).

(3)

Παρότι θα πρέπει να επιβάλλεται βασικό τέλος αναγνώρισης σε όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, θα πρέπει να επιβάλλεται πρόσθετο τέλος στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 προκειμένου να καλύπτονται οι πρόσθετες δαπάνες της ΕΑΚΑΑ που προκύπτουν από την επεξεργασία των αιτήσεων. Το πρόσθετο τέλος αναγνώρισης θα πρέπει επίσης να επιβάλλεται στους ήδη αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους την πρώτη φορά που η ΕΑΚΑΑ προσδιορίζει το κατά πόσον πρέπει να κατηγοριοποιηθούν ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 μετά από την επανεξέταση της συστημικής σπουδαιότητάς τους βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 5 ή του άρθρου 89 παράγραφος 3γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(4)

Πρέπει επίσης να επιβάλλονται ετήσια τέλη στους αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών ώστε να καλύπτονται οι δαπάνες της ΕΑΚΑΑ για την επιτέλεση των καθηκόντων της βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Όσον αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2, τα εν λόγω καθήκοντα περιλαμβάνουν την περιοδική επανεξέταση της συστημικής σπουδαιότητας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, την εφαρμογή και διατήρηση διευθετήσεων συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών και την παρακολούθηση των κανονιστικών και εποπτικών εξελίξεων σε τρίτες χώρες. Όσον αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, η ΕΑΚΑΑ απαιτείται επίσης να εποπτεύει σε διαρκή βάση τη συμμόρφωση των εν λόγω κεντρικών αντισυμβαλλομένων με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 και των τίτλων IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, συμπεριλαμβανομένου μέσω συγκρίσιμης συμμόρφωσης, εφόσον έχει χορηγηθεί. Ως εκ τούτου, είναι αρμόζον να εφαρμόζονται διαφορετικά ετήσια τέλη για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2.

(5)

Τα τέλη αναγνώρισης και τα ετήσια τέλη που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να καλύπτουν τις δαπάνες με τις οποίες αναμένει να επιβαρυνθεί η ΕΑΚΑΑ κατά την επεξεργασία αιτήσεων αναγνώρισης βάσει της εμπειρίας της στην εκτέλεση καθηκόντων σε σχέση με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών και άλλες εποπτευόμενες οντότητες καθώς και βάσει των προσδοκώμενων δαπανών της, όπως αναφέρονται στον ετήσιο προϋπολογισμό με βάση τις δραστηριότητές της.

(6)

Τα καθήκοντα που επιτελεί η ΕΑΚΑΑ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1 θα είναι σε μεγάλο βαθμό τα ίδια με τα καθήκοντα για κάθε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 1, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους. Ως εκ τούτου, είναι αρμόζον οι δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνεται η ΕΑΚΑΑ σε σχέση με αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1 να καλύπτονται μέσω της είσπραξης ετήσιου τέλους ίδιου ύψους από κάθε αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 1. Όσον αφορά τους αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος επιμερισμός των τελών, ο οποίος αντικατοπτρίζει, ταυτόχρονα, την πραγματική διοικητική προσπάθεια που απαιτείται να καταβάλει η ΕΑΚΑΑ για την επιτέλεση των καθηκόντων της όσον αφορά κάθε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2, τα ετήσια τέλη θα πρέπει να καθορίζονται και σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2.

(7)

Τα ετήσια τέλη που επιβάλλονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών για το πρώτο έτος αναγνώρισής τους βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει να είναι αναλογικά προς εκείνο το τμήμα του έτους στη διάρκεια του οποίου η ΕΑΚΑΑ επιτελεί καθήκοντα βάσει του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Η ίδια αρχή θα πρέπει να ισχύει και για το έτος στο οποίο ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είναι αναγνωρισμένος ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1, κατατάσσεται για πρώτη φορά ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 5 του εν λόγω κανονισμού.

(8)

Για να διασφαλίζεται η έγκαιρη χρηματοδότηση των δαπανών της ΕΑΚΑΑ σε σχέση με τις αιτήσεις αναγνώρισης που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα τέλη αναγνώρισης θα πρέπει να καταβάλλονται στην ΕΑΚΑΑ πριν από την επεξεργασία των αιτήσεων αναγνώρισης ή τη διενέργεια εκτίμησης του κατά πόσον οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αναγνώρισης του άρθρου 25 παράγραφος 2β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Για να διασφαλίζεται η έγκαιρη χρηματοδότηση των δαπανών της ΕΑΚΑΑ για την επιτέλεση των καθηκόντων της σε σχέση με αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, τα ετήσια τέλη θα πρέπει να καταβάλλονται κατά το ημερολογιακό έτος με το οποίο σχετίζονται. Τα ετήσια τέλη του πρώτου έτους αναγνώρισης θα πρέπει να καταβάλλονται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση των αποφάσεων αναγνώρισης.

(9)

Για να αποθαρρύνεται η υποβολή επανειλημμένων ή μη αβάσιμων αιτήσεων, τα τέλη αναγνώρισης δεν θα πρέπει να επιστρέφονται σε περίπτωση κατά την οποία ο αιτών ανακαλέσει την αίτησή του. Δεδομένου ότι ο διοικητικός φόρτος που απαιτείται στην περίπτωση αίτησης αναγνώρισης που απορρίπτεται είναι ο ίδιος με τον φόρτο σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, τα τέλη αναγνώρισης δεν θα πρέπει να επιστρέφονται σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης.

(10)

Τυχόν δαπάνες της ΕΑΚΑΑ μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2099 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) σε σχέση με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που έχουν ήδη αναγνωριστεί βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 πριν από τις 22 Σεπτεμβρίου 2020 θα πρέπει να καλύπτονται από τα τέλη. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών θα πρέπει να καταβάλλουν προσωρινό ετήσιο τέλος για το 2020 και κάθε επόμενο έτος μέχρι την επανεξέταση της συστημικής σπουδαιότητάς τους βάσει του άρθρου 89 παράγραφος 3γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(11)

Ο παρών κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ επειγόντως προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη και δέουσας χρηματοδότησης της ΕΑΚΑΑ μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2099,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΤΕΛΗ

Άρθρο 1

Τέλη αναγνώρισης

1.   Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και ο οποίος υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 καταβάλλει βασικό τέλος αναγνώρισης ύψους 50 000 EUR.

2.   Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα καταβάλλει πρόσθετο τέλος αναγνώρισης ύψους 360 000 EUR σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αποφασίσει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι συστημικά σημαντικός ή είναι πιθανό να καταστεί συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της (στο εξής: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2). Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 καταβάλλει το πρόσθετο τέλος αναγνώρισης σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση,

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, σε περίπτωση που είναι ήδη αναγνωρισμένος βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προσδιορίζεται ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 κατόπιν επανεξέτασης που διενεργεί η ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 5 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 2

Ετήσια τέλη

1.   Αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταβάλλει ετήσιο τέλος.

2.   Σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αναγνωρισμένος από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (στο εξής: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1), το ετήσιο τέλος για κάθε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 1 για δεδομένο έτος (ν) είναι το συνολικό ετήσιο τέλος διαιρούμενο σε ίσα μέρη μεταξύ όλων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 1 που είναι αναγνωρισμένοι κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (ν-1).

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το συνολικό ετήσιο τέλος για δεδομένο έτος (ν) είναι το εκτιμώμενο ύψος των δαπανών που σχετίζονται με τα καθήκοντα που πρόκειται να ασκήσει η ΕΑΚΑΑ σε σχέση με το σύνολο των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 1 βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όπως περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό της ΕΑΚΑΑ για το συγκεκριμένο έτος.

3.   Σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αναγνωρισμένος από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (στο εξής: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2), το ετήσιο τέλος για δεδομένο έτος (ν) είναι το συνολικό ετήσιο τέλος επιμεριζόμενο μεταξύ όλων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 που είναι αναγνωρισμένοι κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (ν-1) και πολλαπλασιαζόμενο επί του εφαρμοστέου συντελεστή στάθμισης που καθορίζεται βάσει του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το συνολικό ετήσιο τέλος για δεδομένο έτος (ν) είναι το εκτιμώμενο ύψος των δαπανών που σχετίζονται με τα καθήκοντα που πρόκειται να επιτελέσει η ΕΑΚΑΑ σε σχέση με το σύνολο των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όπως περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό της ΕΑΚΑΑ για το συγκεκριμένο έτος.

Άρθρο 3

Ετήσια τέλη κατά το έτος αναγνώρισης

1.   Για το έτος κατά το οποίο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας αναγνωρίζεται από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, το ετήσιο τέλος υπολογίζεται ως εξής:

α)

σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αναγνωρίσει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ως κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 1, το ετήσιο τέλος προσδιορίζεται ως ποσοστό του βασικού τέλους αναγνώρισης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Image 1

β)

σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αναγνωρίσει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ως κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2, το ετήσιο τέλος προσδιορίζεται ως αναλογικό μέρος αναλογία του πρόσθετου τέλους αναγνώρισης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Image 2

2.   Σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει καταβάλει προσωρινό ετήσιο τέλος βάσει του άρθρου 9 για το έτος κατά το οποίο αναγνωρίστηκε ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1, το ετήσιο τέλος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν επιβάλλεται.

3.   Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει καταβάλει προσωρινό τέλος βάσει του άρθρου 9 ή ετήσιο τέλος βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 2 για το έτος κατά το οποίο αναγνωρίστηκε ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, το ποσό του εν λόγω τέλους εκπίπτει από το τέλος που πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β).

Άρθρο 4

Εφαρμοστέος κύκλος εργασιών για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2

1.   Ο εφαρμοστέος κύκλος εργασιών κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2 είναι τα παγκόσμια έσοδά του που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης (τέλη μέλους και τέλη εκκαθάρισης, μείον τις δαπάνες συναλλαγής) κατά το πλέον πρόσφατο οικονομικό έτος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ, σε ετήσια βάση, ελεγμένα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τα παγκόσμια έσοδά τους που προκύπτουν από την παροχή των υπηρεσιών εκκαθάρισης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Τα ελεγμένα στοιχεία υποβάλλονται στην ΕΑΚΑΑ το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Τα έγγραφα που περιλαμβάνουν τα ελεγμένα στοιχεία υποβάλλονται σε γλώσσα ευρέως διαδεδομένη στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Εάν τα έσοδα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δηλώνονται σε νόμισμα διαφορετικό από το ευρώ, η ΕΑΚΑΑ τα μετατρέπει σε ευρώ χρησιμοποιώντας τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία με το ευρώ που ισχύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καταγράφηκαν τα έσοδα. Για αυτόν τον σκοπό, χρησιμοποιείται η συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς με το ευρώ που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

2.   Με βάση τον κύκλο εργασιών που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για δεδομένο έτος (ν), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι ανήκει σε μία από τις ακόλουθες ομάδες:

α)

Ομάδα 1: ετήσιος κύκλος εργασιών κάτω των 600 εκατ. EUR,

β)

Ομάδα 2: ετήσιος κύκλος εργασιών 600 εκατ. EUR και άνω.

Σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2 της ομάδας 1 αποδίδεται συντελεστής στάθμισης κύκλου εργασιών 1.

Σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2 της ομάδας 2 αποδίδεται συντελεστής στάθμισης κύκλου εργασιών 1,2.

3.   Ο συνολικός συντελεστής στάθμισης κύκλου εργασιών όλων των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 για δεδομένο έτος (ν) είναι το άθροισμα των διαφόρων συντελεστών στάθμισης κύκλου εργασιών που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 όλων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 που είναι αναγνωρισμένοι από την ΕΑΚΑΑ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους (ν-1).

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 3, ο εφαρμοστέος συντελεστής στάθμισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2 για δεδομένο έτος (ν) είναι ο συντελεστής στάθμισης του κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με την παράγραφο 2, διαιρούμενος διά του συντελεστή στάθμισης του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 σύμφωνα με την παράγραφο 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ

Άρθρο 5

Γενικοί όροι καταβολής

1.   Όλα τα τέλη καταβάλλονται σε ευρώ.

2.   Τυχόν καθυστερημένη καταβολή επιβαρύνεται με το καθορισμένο επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 99 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

3.   Οι επικοινωνίες μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα.

Άρθρο 6

Καταβολή των τελών αναγνώρισης

1.   Το βασικό τέλος αναγνώρισης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού καταβάλλεται όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει την αίτηση αναγνώρισης.

Κατά παρέκκλιση από το τελευταίο εδάφιο, σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για την τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης, το βασικό τέλος καταβάλλεται το αργότερο την ημέρα έναρξης ισχύος της εν λόγω εκτελεστικής πράξης.

2.   Η ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να καταβάλλεται το πρόσθετο τέλος αναγνώρισης που προβλέπεται βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού καθορίζεται σε χρεωστικό σημείωμα που αποστέλλει η ΕΑΚΑΑ στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να υποβάλει περαιτέρω πληροφορίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας καταβολής παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο περιθώριο τουλάχιστον 30 ημερολογιακών ημερών για την καταβολή, από την ημέρα αποστολής από την ΕΑΚΑΑ του χρεωστικού σημειώματος στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

3.   Τα τέλη αναγνώρισης δεν επιστρέφονται.

Άρθρο 7

Καταβολή των ετήσιων τελών

1.   Τα ετήσια τέλη που ορίζονται στο άρθρο 2 για δεδομένο έτος (ν) καταβάλλονται το αργότερο στις 31 Μαρτίου του έτους (ν).

Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει χρεωστικά σημειώματα σε όλους τους αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών στα οποία προσδιορίζεται το ποσό του ετήσιου τέλους το αργότερο την 1η Μαρτίου του έτους (ν).

2.   Το ποσό των ετήσιων τελών που ορίζεται στο άρθρο 3 κατά το έτος της αναγνώρισης καθώς και η ημερομηνία έως την οποία πρέπει να καταβληθεί το ετήσιο τέλος αναφέρεται σε χρεωστικό σημείωμα που αποστέλλει η ΕΑΚΑΑ στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας καταβολής παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο περιθώριο τουλάχιστον 30 ημερολογιακών ημερών για την καταβολή, από την ημέρα αποστολής από την ΕΑΚΑΑ του χρεωστικού σημειώματος στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

3.   Τα ετήσια τέλη που καταβάλλει κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν επιστρέφονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΈς ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΈς ΔΙΑΤΆΞΕΙς

Άρθρο 8

Ήδη υποβληθείσες αιτήσεις αναγνώρισης

1.   Σε περίπτωση κατά την οποία κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας έχει υποβάλει αίτηση αναγνώρισης πριν από τις 22 Σεπτεμβρίου 2020, και η ΕΑΚΑΑ δεν έχει ακόμη εκδώσει απόφαση αναγνώρισης ή απόρριψης της αναγνώρισης του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταβάλλει το τέλος αναγνώρισης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 έως τις 22 Οκτωβρίου 2020.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ έχει αναστείλει την επεξεργασία της αίτησης για αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας πριν από τις 22 Σεπτεμβρίου 2020, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταβάλλει το τέλος αναγνώρισης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 εντός της προθεσμίας καταβολής που αναφέρεται στο χρεωστικό σημείωμα που αποστέλλει η ΕΑΚΑΑ στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, κατόπιν κοινοποίησης ότι η επεξεργασία της αίτησής του δεν τελεί πλέον υπό αναστολή. Κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας καταβολής παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο περιθώριο τουλάχιστον 30 ημερολογιακών ημερών για την καταβολή, από την ημέρα αποστολής από την ΕΑΚΑΑ του χρεωστικού σημειώματος στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 9

Προσωρινό τέλος αναγνώρισης για ήδη αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

1.   Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας που είναι αναγνωρισμένος από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 κατά τη χρονική στιγμή έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού καταβάλλει προσωρινό ετήσιο τέλος ύψους 50 000 EUR για το 2020 και κάθε επόμενο έτος μέχρι την επανεξέταση της συστημικής σπουδαιότητάς του βάσει του άρθρου 89 παράγραφος 3γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και την αναγνώρισή του βάσει είτε του άρθρου 25 παράγραφος 2 είτε του άρθρου 25 παράγραφος 2β του εν λόγω κανονισμού ή μέχρι την άρνηση της αναγνώρισής του.

2.   Το προσωρινό ετήσιο τέλος για το 2020 πρέπει να καταβάλλεται εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Τα προσωρινά ετήσια τέλη ενός ακόμη έτους (ν) καταβάλλονται το αργότερο στις 31 Μαρτίου του έτους (ν).

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2020.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2099 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες αδειοδότησης κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις συμμετέχουσες αρχές καθώς και τις απαιτήσεις αναγνώρισης κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών (ΕΕ L 322 της 12.12.2019, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1.


21.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 305/7


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/1303 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2020

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη η ΕΑΚΑΑ προκειμένου να προσδιορίσει εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα είναι ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Κατά την αξιολόγηση του βαθμού συστημικού κινδύνου που αντιπροσωπεύει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συνεκτιμά μια σειρά αντικειμενικών ποσοτικών και ποιοτικών παραμέτρων που αιτιολογούν την απόφασή της να αναγνωρίσει έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας ως κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί η Επιτροπή να έχει εκδώσει την απόφαση ισοδυναμίας της. Συγκεκριμένα, κατά την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, η ΕΑΚΑΑ πρέπει να εξετάζει αντικειμενικούς και διαφανείς ποσοτικούς δείκτες δραστηριότητας όσον αφορά τις ασκούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες σε σχέση με εκκαθαριστικούς συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση ή πραγματοποιούν συναλλαγές σε νομίσματα της Ένωσης κατά τη χρονική στιγμή της αξιολόγησης. Αν και η ΕΑΚΑΑ πρέπει να εξετάζει σφαιρικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αξιολόγησή της θα πρέπει να αποτυπώνει τον κίνδυνο που μπορεί να ενέχει ένας συγκεκριμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης.

(2)

Για την εξειδίκευση των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η ΕΑΚΑΑ κατά τον προσδιορισμό της κατηγορίας ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας πρέπει να εξετάζεται η φύση των συναλλαγών που εκκαθαρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας, του προφίλ κινδύνου και της μέσης ληκτότητας, καθώς και η διαφάνεια και η ρευστότητα των σχετιζόμενων αγορών και ο βαθμός στον οποίο οι δραστηριότητες εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου εκφράζονται σε ευρώ ή άλλα νομίσματα της Ένωσης. Ως προς αυτό, ειδικά γνωρίσματα ορισμένων προϊόντων, π.χ. των γεωργικών προϊόντων, εισηγμένων και εκτελούμενων σε ρυθμιζόμενες αγορές τρίτων χωρών, που συνδέονται με αγορές που εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό εγχώριους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους στην τρίτη αυτή χώρα οι οποίοι διαχειρίζονται τους εμπορικούς κινδύνους τους μέσω των συγκεκριμένων συμβολαίων, μπορεί να ενέχουν αμελητέο κίνδυνο για τα εκκαθαριστικά μέλη και τους τόπους διαπραγμάτευσης στην Ένωση, καθώς χαρακτηρίζονται από χαμηλό βαθμό συστημικής διασυνδεσιμότητας με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(3)

Οι χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας, το εύρος των υπηρεσιών που παρέχει, τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζει καθώς και οι εκκαθαριζόμενοι όγκοι αποτελούν αντικειμενικούς δείκτες της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, συνεπώς, να εξετάζει την ιδιοκτησία, τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και την εταιρική διάρθρωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και το εύρος, τη φύση και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών εκκαθάρισης που παρέχει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω υπηρεσίες είναι σημαντικές για τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες («εκκαθαριστικοί συμμετέχοντες») που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση. Αν και η συστημική σπουδαιότητα ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να αξιολογείται σφαιρικά, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να λαμβάνει ειδικότερα υπόψη το ποσοστό της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που πραγματοποιείται σε νομίσματα της Ένωσης, καθώς και το ποσοστό της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που προέρχεται από εκκαθαριστικούς συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση. Για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι πιο πιθανό να είναι συστημικά σημαντικοί για την Ένωση, είναι σημαντικό να αξιολογείται από την ΕΑΚΑΑ η διάρθρωση και η ιδιοκτησία του ομίλου στον οποίο μπορεί να ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προκειμένου να καθοριστεί εάν διατρέχουν κίνδυνο τα συμφέροντα της Ένωσης. Επιπροσθέτως, το βάθος, η ρευστότητα και η διαφάνεια των αγορών που εξυπηρετούνται από έναν τέτοιο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πρέπει επίσης να αξιολογούνται έτσι ώστε η ΕΑΚΑΑ να μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα τον κίνδυνο που ενέχει για τα εκκαθαριστικά μέλη που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση μια δημοπρασία διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης.

(4)

Το κεφάλαιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι χρηματοοικονομικοί πόροι που δεσμεύονται από τους εκκαθαριστικούς συμμετέχοντες, καθώς και το είδος και η φύση της πρόσθετης ασφάλειας που παρέχουν, αποτελούν ουσιώδη στοιχεία που πρέπει να εξετάζονται κατά την αξιολόγηση της ικανότητας ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου να αντιμετωπίζει τυχόν αρνητικές εξελίξεις. Όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, συνεπώς, να έχει γενική εικόνα των χρηματοοικονομικών πόρων που έχει στη διάθεσή του ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή άλλου συμβάντος. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να εξετάζει τη φύση αυτών των πόρων, εάν δηλαδή είναι εξασφαλισμένοι, μη εξασφαλισμένοι, δεσμευμένοι, μη δεσμευμένοι, χρηματοδοτούμενοι ή μη χρηματοδοτούμενοι, καθώς και τα μέσα που χρησιμοποιούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για την παροχή ασφάλειας δικαίου και εμπιστοσύνης όσον αφορά τον διακανονισμό των πληρωμών που πραγματοποιεί και την πρόσθετη ασφάλεια που πρέπει να διαχειριστεί. Τέλος, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξετάζει την ύπαρξη, τη φύση και τις συνέπειες ενός πλαισίου διάσωσης και εξυγίανσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους στην περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία δραστηριοποιείται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης. Αυτά τα πλαίσια διάσωσης και εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση διεθνώς αποδεκτές κατευθύνσεις και βασικά γνωρίσματα. Κατά την εξέταση του κινδύνου διακανονισμού και ρευστότητας, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εστιάζει ιδιαιτέρως, για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι πιθανό να έχουν συστημική σπουδαιότητα, στον βαθμό εξασφάλισης της πρόσβασης των εν λόγω κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε ρευστότητα καθώς και στις πιέσεις στα νομίσματα της Ένωσης όσον αφορά τη ρευστότητα. Παρά το γεγονός ότι η ασφάλεια των πληρωμών και των διακανονισμών μπορεί να ενισχύεται με τη χρήση της τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού (distributed ledger technology) ή άλλων τεχνολογιών αιχμής, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εστιάζει στους πρόσθετους κινδύνους που οι τεχνολογίες αυτές μπορεί να ενέχουν για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, και ιδιαίτερα στους κινδύνους του κυβερνοχώρου.

(5)

Η φύση των προϋποθέσεων που επιβάλλει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος για να παράσχει σε εκκαθαριστικό συμμετέχοντα πρόσβαση στις υπηρεσίες του και οι διασυνδέσεις μεταξύ αυτών των εκκαθαριστικών συμμετεχόντων έχουν συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να επηρεαστεί από μια δυσμενή εξέλιξη σε σχέση τους εν λόγω συμμετέχοντες. Ως εκ τούτου, όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να προσδιορίζει στο μέτρο του δυνατού την ταυτότητα των εκκαθαριστικών συμμετεχόντων στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ιδίως όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες σε εκκαθαριστικούς συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να προσδιορίζει το συναφές μερίδιο αγοράς ή τη σχετική σπουδαιότητα των εκκαθαριστικών συμμετεχόντων ή των ομάδων εκκαθαριστικών συμμετεχόντων στον συγκεκριμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση του αντικτύπου που μπορεί να έχουν στη δομή της εκκαθαριστικής συμμετοχής, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αξιολογεί τις προϋποθέσεις και τις εναλλακτικές επιλογές βάσει των οποίων ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει πρόσβαση στις υπηρεσίες εκκαθάρισής του. Όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι πιθανό να έχουν συστημική σπουδαιότητα για την Ένωση, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αξιολογεί εάν οι νομικές απαιτήσεις και οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που επιβάλλει ο εκάστοτε κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στα εκκαθαριστικά μέλη του είναι επαρκώς αυστηρές.

(6)

Σε περίπτωση διαταραχής κεντρικού αντισυμβαλλομένου, οι εκκαθαριστικοί συμμετέχοντες ενδέχεται να πρέπει να βασιστούν, άμεσα ή έμμεσα, στην παροχή παρεμφερών ή όμοιων υπηρεσιών από άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Για να αξιολογήσει τη σχετική σπουδαιότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, συνεπώς, όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, να προσδιορίζει εάν οι εκκαθαριστικοί συμμετέχοντες μπορεί να αντικαταστήσουν ορισμένες ή όλες τις υπηρεσίες εκκαθάρισης που παρέχονται από τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο με υπηρεσίες παρεχόμενες από άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ιδίως στην περίπτωση που αυτοί οι εναλλακτικοί κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν λάβει άδεια ή είναι αναγνωρισμένοι στην Ένωση. Εάν τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση μπορούν να εκκαθαρίζουν μόνον ορισμένα προϊόντα βάσει υποχρέωσης εκκαθάρισης έναντι ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας, η συστημική σπουδαιότητα του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να εξετάζεται με πολύ μεγάλη προσοχή από την ΕΑΚΑΑ.

(7)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορεί να συνδέονται με πολλούς τρόπους με άλλες υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς, π.χ. άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ή κεντρικά αποθετήρια τίτλων. Μια διαταραχή αυτών των συνδέσεων ενδέχεται να έχει δυσμενή αντίκτυπο στην εύρυθμη λειτουργία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ως εκ τούτου, όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αξιολογεί τον βαθμό σύνδεσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με άλλες υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά τρόπο που θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της. Κατά τη διαδικασία αυτή, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εστιάζει ιδιαιτέρως στις εν λόγω συνδέσεις και στις αλληλεξαρτήσεις με οντότητες εγκατεστημένες εντός της Ένωσης. Τέλος, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να προσδιορίζει και να αξιολογεί τη φύση των υπηρεσιών που ανατίθενται εξωτερικά από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τον κίνδυνο που μπορεί να ενέχουν για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τέτοιου είδους διευθετήσεις εάν διακοπούν ή διαταραχθούν με οποιονδήποτε τρόπο.

(8)

Εάν διαπιστωθεί, με βάση τους αντικειμενικούς ποσοτικούς δείκτες, ότι η έκθεση των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο είναι σημαντική, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αξιολογήσει πρόσθετα στοιχεία για το κάθε κριτήριο. Όσο περισσότερο πληρούνται οι εν λόγω δείκτες από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να καταλήξει η ΕΑΚΑΑ στο συμπέρασμα ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει συστημική σπουδαιότητα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της.

(9)

Ο παρών κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ επειγόντως προκειμένου να επιτευχθεί η ταχύτερη δυνατή εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2099 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τις χώρες στις οποίες παρέχει ή προτίθεται να παράσχει υπηρεσίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

β)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει άλλες υπηρεσίες επιπροσθέτως των υπηρεσιών εκκαθάρισης·

γ)

το είδος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ)

εάν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπάγονται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ε)

τις μέσες αξίες που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε διάστημα ενός έτους, στα εξής επίπεδα:

i)

στο επίπεδο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ii)

στο επίπεδο κάθε εκκαθαριστικού μέλους που αποτελεί οντότητα εγκατεστημένη στην Ένωση ή οντότητα στους κόλπους ομίλου ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση·

iii)

στο επίπεδο των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης ή δεν ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση εφόσον αυτά τα εκκαθαριστικά μέλη παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης εξ ονόματος πελατών και έμμεσων πελατών που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, συγκεντρωτικά.

στ)

εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει ολοκληρώσει εκτίμηση του προφίλ κινδύνου του με βάση διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα ή με άλλο τρόπο, τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε και το αποτέλεσμα της εκτίμησης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε), η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί ξεχωριστά τις ακόλουθες αξίες:

α)

για τις συναλλαγές σε τίτλους [περιλαμβανομένων των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3)], την αξία των ανοικτών θέσεων ή των ανοικτών συμβολαίων·

β)

για τις συναλλαγές παραγώγων, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), την αξία των ανοικτών συμβολαίων ή του κύκλου εργασιών·

γ)

για τις συναλλαγές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, το ακαθάριστο και καθαρό ονομαστικό οφειλόμενο ποσό.

Οι αξίες αυτές αξιολογούνται ανά νόμισμα και ανά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού.

3.   Όταν ισχύει κάποιος από τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 6, η ΕΑΚΑΑ, επιπροσθέτως των στοιχείων που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αξιολογεί επίσης τα εξής στοιχεία:

α)

την ιδιοκτησιακή διάρθρωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλη υποδομή χρηματοπιστωτικής αγοράς, π.χ. άλλο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή κεντρικό αποθετήριο τίτλων, την εταιρική διάρθρωση του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

γ)

κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε πελάτες ή έμμεσους πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση μέσω εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης·

δ)

τη φύση, το βάθος και τη ρευστότητα των εξυπηρετούμενων αγορών και το επίπεδο διαθέσιμων πληροφοριών όσον αφορά τα κατάλληλα στοιχεία τιμών για τους συμμετέχοντες στην αγορά και τις γενικά αποδεκτές και αξιόπιστες πηγές πληροφοριών που αφορούν τις τιμές·

ε)

κατά πόσον ανακοινώνονται οι προσφορές τιμής, οι τιμές αγοράς και πώλησης πριν από τη συναλλαγή και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος·

στ)

κατά πόσον ανακοινώνονται η τιμή μετά τη συναλλαγή, ο όγκος και ο χρόνος των εκτελούμενων ή διενεργούμενων συναλλαγών, εντός και εκτός των αγορών που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 2

Η επίδραση της πτώχευσης ή μιας διαταραχής κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το κεφάλαιο, περιλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών, του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

το είδος και το ποσό της πρόσθετης ασφάλειας που έχει δεχθεί και λάβει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, τους εφαρμοζόμενους συντελεστές αποκοπής, την αντίστοιχη μεθοδολογία αποκοπής, τα νομίσματα στα οποία εκφράζεται η πρόσθετη ασφάλεια και τον βαθμό στον οποίο η πρόσθετη ασφάλεια παρέχεται από οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ή ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση·

γ)

το μέγιστο ποσό περιθωρίων ασφαλείας που συγκεντρώνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε μία ημέρα για περίοδο 365 ημερών πριν από την αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ·

δ)

το μέγιστο ποσό περιθωρίων ασφαλείας που συγκεντρώνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε μία ημέρα για περίοδο 365 ημερών πριν από την αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ από κάθε εκκαθαριστικό μέλος που αποτελεί οντότητα εγκατεστημένη στην Ένωση ή οντότητα στους κόλπους ομίλου ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση, ανά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού ή διαχωρισμένο κεφάλαιο εκκαθάρισης, κατά περίπτωση·

ε)

κατά περίπτωση για κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις μέγιστες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που ζήτησε και έλαβε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε μία ημέρα για περίοδο 365 ημερών πριν από την αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ·

στ)

κατά περίπτωση για κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις μέγιστες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που ζήτησε και έλαβε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε μία ημέρα για περίοδο 365 ημερών πριν από την αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ από κάθε εκκαθαριστικό μέλος που αποτελεί οντότητα εγκατεστημένη στην Ένωση ή οντότητα στους κόλπους ομίλου ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση·

ζ)

την εκτιμώμενη μεγαλύτερη υποχρέωση καταβολής σε μία ημέρα, συνολικά και χωριστά για κάθε νόμισμα της Ένωσης, που θα προκαλούνταν σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του ενός ή των δύο μεγαλύτερων εκκαθαριστικών μελών (και των θυγατρικών τους) υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς·

η)

το συνολικό ποσό και το ποσό για κάθε νόμισμα της Ένωσης των ρευστοποιήσιμων χρηματοοικονομικών πόρων προς όφελος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου χωρισμένα ανά είδος πόρων, π.χ. ταμειακά διαθέσιμα, δεσμευμένους ή μη δεσμευμένους πόρους·

θ)

το ποσό των συνολικών ρευστοποιήσιμων χρηματοοικονομικών πόρων που είναι δεσμευμένοι στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ή ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση.

2.   Όταν ισχύει κάποιος από τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 6, η ΕΑΚΑΑ, επιπροσθέτως των στοιχείων που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αξιολογεί επίσης τα εξής στοιχεία:

α)

την ταυτότητα των παρόχων ρευστότητας που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση ή ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση·

β)

τις μέσες και τις μέγιστες συγκεντρωτικές καθημερινές αξίες των εισερχόμενων και εξερχόμενων πληρωμών σε νομίσματα της Ένωσης·

γ)

τον βαθμό χρήσης κεφαλαίων κεντρικής τράπεζας για τους διακανονισμούς και τις πληρωμές ή το κατά πόσο χρησιμοποιούνται άλλες οντότητες για τους διακανονισμούς ή τις πληρωμές·

δ)

τον βαθμό στον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει τεχνολογίες όπως η τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού στη διαδικασία διακανονισμού/πληρωμής·

ε)

το σχέδιο διάσωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

στ)

το καθεστώς εξυγίανσης που ισχύει για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ζ)

κατά πόσον έχει συσταθεί ομάδα διαχείρισης κρίσεων για τον συγκεκριμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 3

Η δομή της εκκαθαριστικής συμμετοχής στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

1.   Όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την εκκαθαριστική συμμετοχή και, εάν υπάρχουν πληροφορίες, κατά πόσον, και ποιοι, πελάτες ή έμμεσοι πελάτες, που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση ή ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση, χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου· και

β)

τις διάφορες διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές για πρόσβαση στις υπηρεσίες εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου (συμπεριλαμβανομένων των διαφορετικών μοντέλων συμμετοχής και άμεσης πρόσβασης για τους πελάτες), τις προϋποθέσεις για χορήγηση, άρνηση ή διακοπή της πρόσβασης.

2.   Όταν ισχύει κάποιος από τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 6, η ΕΑΚΑΑ, επιπροσθέτως των στοιχείων που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αξιολογεί συγκεκριμένα τις νομικές απαιτήσεις ή τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που επιβάλλει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στα εκκαθαριστικά μέλη του προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες εκκαθάρισής του.

Άρθρο 4

Εναλλακτικές υπηρεσίες εκκαθάρισης που παρέχονται από άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

1.   Όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί εάν τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση δύνανται να έχουν πρόσβαση σε ορισμένες ή σε όλες τις υπηρεσίες εκκαθάρισης που παρέχονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μέσω άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και εάν οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν άδεια ή είναι αναγνωρισμένοι βάσει των άρθρων 14 και 25 του εν λόγω κανονισμού.

2.   Όταν ισχύει κάποιος από τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 6, η ΕΑΚΑΑ, επιπροσθέτως των στοιχείων που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αξιολογεί επίσης κατά πόσον οι υπηρεσίες που παρέχονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σχετίζονται με κατηγορία παραγώγων που υπάγονται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Άρθρο 5

Η σχέση, οι αλληλεξαρτήσεις και άλλες αλληλεπιδράσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Όταν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί το εύρος των καθηκόντων, των υπηρεσιών ή των δραστηριοτήτων που έχουν ανατεθεί εξωτερικά από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

2.   Όταν ισχύει κάποιος από τους δείκτες που αναφέρονται στο άρθρο 6, η ΕΑΚΑΑ, επιπροσθέτως των στοιχείων που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αξιολογεί επίσης τα εξής στοιχεία:

α)

τις πιθανές επιπτώσεις, για την Ένωση ή για ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη της, της αδυναμίας του παρόχου των ανατεθέντων καθηκόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο των διευθετήσεων εξωτερικής ανάθεσης·

β)

κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει υπηρεσίες σε τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση·

γ)

κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας ή συνάψει συμφωνίες μεταφοράς περιθωρίων ασφαλείας με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, ή εάν έχει δεσμούς με, ή συμμετοχές σε, υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών εντός της Ένωσης, π.χ. κεντρικά αποθετήρια τίτλων ή συστήματα πληρωμών.

Άρθρο 6

Δείκτες ελάχιστης έκθεσης εκκαθαριστικών μελών και πελατών που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

1.   Οι δείκτες για τους σκοπούς των άρθρων 1 έως 5 είναι οι εξής:

α)

η μέγιστη αξία των ανοικτών συμβολαίων συναλλαγών σε τίτλους, περιλαμβανομένων των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων ή των χρηματιστηριακών παραγώγων σε νομίσματα της Ένωσης, που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός περιόδου ενός έτους πριν από την αξιολόγηση, ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός περιόδου ενός έτους μετά την αξιολόγηση, υπερβαίνει τα 1 000 δισεκατ. EUR·

β)

το μέγιστο ονομαστικό οφειλόμενο ποσό των συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε νομίσματα της Ένωσης, που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός περιόδου ενός έτους πριν από την αξιολόγηση, ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός περιόδου ενός έτους μετά την αξιολόγηση, υπερβαίνει τα 1 000 δισεκατ. EUR·

γ)

η μέση συγκεντρωτική απαίτηση περιθωρίων ασφαλείας και οι μέσες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης για λογαριασμούς που διατηρούν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εκκαθαριστικά μέλη που είναι οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση ή ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση, υπολογιζόμενες σε καθαρή βάση από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε επίπεδο λογαριασμών εκκαθαριστικών μελών στη διάρκεια περιόδου δύο ετών πριν από την αξιολόγηση, υπερβαίνουν τα 25 δισεκατ. EUR·

δ)

η εκτιμώμενη μεγαλύτερη υποχρέωση καταβολής που έχει αναληφθεί από οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ή ανήκουν σε όμιλο ο οποίος υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία στην Ένωση, υπολογιζόμενη στη διάρκεια περιόδου ενός έτους πριν από την αξιολόγηση, η οποία θα προέκυπτε σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης δύο τουλάχιστον εκ των μεγαλύτερων επιμέρους εκκαθαριστικών μελών και των θυγατρικών τους υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, υπερβαίνει τα 3 δισεκατ. EUR.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), η υποχρέωση πληρωμής αθροίζει τις αναλήψεις υποχρεώσεων σε όλα τα νομίσματα της Ένωσης, μετατρεπόμενα σε EUR κατά περίπτωση.

2.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, με βάση τα κριτήρια που θεσπίζονται στα άρθρα 1 έως 5, να προσδιορίσει έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας ως κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2 όταν ισχύει τουλάχιστον ένας από τους δείκτες της παραγράφου 1.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2020.

Για την Επιτροπή

H Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2099 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες αδειοδότησης κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις συμμετέχουσες αρχές καθώς και τις απαιτήσεις αναγνώρισης κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών (ΕΕ L 322 της 12.12.2019, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).


21.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 305/13


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/1304 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2020

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ελάχιστα προς αξιολόγηση από την ΕΑΚΑΑ στοιχεία κατά την αξιολόγηση αιτημάτων κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτων χωρών για συγκρίσιμη συμμόρφωση, καθώς και τους τρόπους και τους όρους διενέργειας της εν λόγω αξιολόγησης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (1), και ιδίως το άρθρο 25α παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 25α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας που είναι ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2) μπορεί να υποβάλει αίτημα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) ώστε η τελευταία να αξιολογήσει κατά πόσον κατά τη συμμόρφωσή του με το εφαρμοστέο πλαίσιο τρίτης χώρας, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις συμμόρφωσης που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (συγκρίσιμη συμμόρφωση), και να εκδώσει ανάλογη απόφαση.

(2)

Η συγκρίσιμη συμμόρφωση διαφυλάσσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης και διασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 και των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ενώ παράλληλα μειώνει τη διοικητική και ρυθμιστική επιβάρυνση για τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2. Ως εκ τούτου, κατά την αξιολόγηση της συγκρίσιμης συμμόρφωσης θα πρέπει να επαληθεύεται κατά πόσον η συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου κατηγορίας 2 με το πλαίσιο της τρίτης χώρας καλύπτει αποτελεσματικά τη συμμόρφωση με οποιαδήποτε ή όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία που πρέπει να αξιολογούνται από την ΕΑΚΑΑ κατά την αξιολόγηση του αιτήματος κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2 για συγκρίσιμη συμμόρφωση. Κατά τη διενέργεια της εν λόγω αξιολόγησης, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τη συμμόρφωση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου με απαιτήσεις προβλεπόμενες σε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις που εξειδικεύουν περαιτέρω τα εν λόγω στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που σχετίζονται με τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας, τους ελέγχους κινδύνου ρευστότητας και τις απαιτήσεις παροχής ασφάλειας.

(3)

Η ΕΑΚΑΑ, κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον η συμμόρφωση με το εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας καλύπτει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, μπορεί επίσης να συνεκτιμά τις συστάσεις της Επιτροπής Πληρωμών και Υποδομών της Αγοράς (CPMI) και του Διεθνούς Οργανισμού Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO).

(4)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διενεργεί αναλυτική αξιολόγηση για να καθορίζει αν θα χορηγήσει συγκρίσιμη συμμόρφωση με τον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2. Η πιθανή άρνηση της συγκρίσιμης συμμόρφωσης όσον αφορά τον εν λόγω τίτλο IV ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην αξιολόγηση ισοδυναμίας που διενεργείται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να ενημερώνει την Επιτροπή στις περιπτώσεις που σκοπεύει να μην χορηγήσει συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά τον εν λόγω τίτλο.

(5)

Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι εν λόγω ρυθμίσεις συνιστούν άμεση σύνδεση, και ως εκ τούτου άμεσο δίαυλο μετάδοσης, με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στην Ένωση. Για ρυθμίσεις αυτού του είδους, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διενεργεί αναλυτική αξιολόγηση ώστε να προσδιορίζει αν θα χορηγήσει συγκρίσιμη συμμόρφωση με τον τίτλο V του εν λόγω κανονισμού. Ρύθμιση διαλειτουργικότητας μεταξύ κεντρικού αντισυμβαλλόμενου κατηγορίας 2 και άλλου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου τρίτης χώρας δεν συνιστά άμεση σύνδεση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στην Ένωση, αλλά ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να λειτουργεί ως έμμεσος δίαυλος μετάδοσης. Για ρυθμίσεις αυτού του είδους, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διενεργεί αναλυτική αξιολόγηση μόνο στις περιπτώσεις που αυτό δικαιολογείται από τον αντίκτυπο της εν λόγω ρύθμισης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της.

(6)

Εφόσον ένας από τους στόχους της συγκρίσιμης συμμόρφωσης είναι η μείωση της διοικητικής και ρυθμιστικής επιβάρυνσης για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, δεν θα πρέπει να υπάρχει άρνηση της συγκρίσιμης συμμόρφωσης μόνον επειδή ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 εφαρμόζει, δυνάμει του εφαρμοστέου πλαισίου της τρίτης χώρας, εξαιρέσεις που είναι συγκρίσιμες με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Κατά την αξιολόγηση της συγκρίσιμης συμμόρφωσης θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός στον οποίο η μη χορήγησή της ενδέχεται να οδηγήσει σε αδυναμία του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου κατηγορίας 2 να συμμορφώνεται ταυτόχρονα τόσο με τις ενωσιακές απαιτήσεις όσο και με τις απαιτήσεις της τρίτης χώρας.

(7)

Η απόφαση της ΕΑΚΑΑ για το αν θα χορηγήσει συγκρίσιμη συμμόρφωση θα πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση που διενεργείται κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω απόφασης. Για να προβεί η ΕΑΚΑΑ σε εκ νέου αξιολόγηση της απόφασής της όποτε προκύπτουν συναφείς εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών στους οικείους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 θα πρέπει να γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις εν λόγω εξελίξεις.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/2099 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), βάσει του οποίου παρεμβλήθηκε το άρθρο 25α στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 2020. Για να διασφαλιστεί ότι το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται πλήρως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει επειγόντως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Διαδικασία υποβολής αιτήματος για συγκρίσιμη συμμόρφωση

1.   Το αιτιολογημένο αίτημα που αναφέρεται στο άρθρο 25α παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 υποβάλλεται είτε εντός της προθεσμίας που ορίζει η ΕΑΚΑΑ στην κοινοποίηση με την οποία ενημερώνει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας ότι δεν θεωρείται κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 είτε οποιαδήποτε στιγμή αφού ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2β.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 ενημερώνει την οικεία αρμόδια αρχή για την υποβολή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

2.   Στο αιτιολογημένο αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προσδιορίζονται:

α)

οι απαιτήσεις για τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 υποβάλλει αίτημα συγκρίσιμης συμμόρφωσης·

β)

οι λόγοι για τους οποίους η συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου κατηγορίας 2 με το εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας καλύπτει τη συμμόρφωση με τις σχετικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

ο τρόπος με τον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 συμμορφώνεται με οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για την εφαρμογή της εκτελεστικής πράξης η οποία αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παρέχει, κατά περίπτωση, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 5.

3.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, κατόπιν αιτήσεως της ΕΑΚΑΑ, περιλαμβάνει στο αιτιολογημένο αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α)

δήλωση της οικείας αρμόδιας αρχής στην οποία επιβεβαιώνεται ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 έχει καλή φήμη και οικονομική επιφάνεια·

β)

εάν χρειάζεται, όσον αφορά τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 και στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, μετάφραση του εφαρμοστέου πλαισίου της τρίτης χώρας σε γλώσσα που χρησιμοποιείται ευρέως στον χρηματοοικονομικό κλάδο.

4.   Η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί, εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή αιτιολογημένου αιτήματος που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, αν το εν λόγω αιτιολογημένο αίτημα είναι πλήρες. Σε περίπτωση που το αίτημα δεν είναι πλήρες, η ΕΑΚΑΑ καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 οφείλει να παράσχει πρόσθετα στοιχεία.

5.   Η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει αν θα χορηγήσει συγκρίσιμη συμμόρφωση για τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στο αιτιολογημένο αίτημα εντός 90 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή πλήρους αιτιολογημένου αιτήματος που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναβάλει την εν λόγω απόφαση σε περίπτωση που το αιτιολογημένο αίτημα ή τα πρόσθετα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν υποβληθούν εγκαίρως και η αξιολόγηση του εν λόγω αιτήματος θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να καθυστερήσει την απόφαση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με την αναγνώριση του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου τρίτης χώρας ή την επανεξέταση της αναγνώρισής του.

6.   Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 για τον οποίο η ΕΑΚΑΑ δεν έχει χορηγήσει συγκρίσιμη συμμόρφωση για μία ή περισσότερες απαιτήσεις δεν μπορεί να υποβάλει νέο αιτιολογημένο αίτημα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, σχετικά με τις εν λόγω απαιτήσεις, εκτός εάν έχει επέλθει σχετική αλλαγή στο εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας ή στον τρόπο με τον οποίο ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με αυτό το πλαίσιο.

Άρθρο 2

Συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

1.   Η ΕΑΚΑΑ χορηγεί συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στις περιπτώσεις που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 κατέχει πάγιο και διαθέσιμο αρχικό κεφάλαιο, περιλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών, που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 7,5 εκατ. EUR.

2.   Η ΕΑΚΑΑ χορηγεί συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στις περιπτώσεις που το κεφάλαιο του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου κατηγορίας 2, περιλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών, είναι ανά πάσα στιγμή υψηλότερο ή ίσο με το άθροισμα:

α)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για τον τερματισμό της λειτουργίας ή την αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του·

β)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για λειτουργικούς και νομικούς κινδύνους·

γ)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για πιστωτικούς κινδύνους, κινδύνους αντισυμβαλλομένου, κινδύνους αγοράς που δεν καλύπτονται ήδη από συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς πόρους, όπως αναφέρεται στα άρθρα 41 έως 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή συγκρίσιμους συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς πόρους που απαιτούνται βάσει της έννομης τάξης της εγχώριας δικαιοδοσίας του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου·

δ)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για επιχειρηματικούς κινδύνους.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τις συγκεκριμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται στο εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας ή, εάν στο εν λόγω πλαίσιο δεν προβλέπονται τέτοιες κεφαλαιακές απαιτήσεις, σύμφωνα με τις σχετικές απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 2 έως 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 152/2013 της Επιτροπής (3).

Άρθρο 3

Συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά τον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

1.   Η ΕΑΚΑΑ χορηγεί συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά τις απαιτήσεις που ορίζονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στις περιπτώσεις που:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού, εφόσον συντρέχει περίπτωση·

β)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 συμμορφώνεται με όλα τα σχετικά στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

2.   Προτού η ΕΑΚΑΑ εκδώσει απόφαση για μη χορήγηση συγκρίσιμης συμμόρφωσης:

α)

επαληθεύει την αντίληψή της για το εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας και τον τρόπο με τον οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 συμμορφώνεται με αυτό, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλόμενου·

β)

ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Άρθρο 4

Συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά τον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

1.   Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ χορηγεί συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά τις απαιτήσεις που ορίζονται στον τίτλο V του εν λόγω κανονισμού, εφόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 συμμορφώνεται με όλα τα σχετικά στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

2.   Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας, η ΕΑΚΑΑ χορηγεί συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά τις απαιτήσεις που ορίζονται στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, εκτός εάν ο αντίκτυπος της εν λόγω ρύθμισης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της δικαιολογεί τη διενέργεια αξιολόγησης για το αν θα χορηγηθεί συγκρίσιμη συμμόρφωση σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 5

Εξαιρέσεις και ασύμβατες απαιτήσεις

1.   Η ΕΑΚΑΑ δεν αρνείται τη συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 απλώς και μόνο λόγω του ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 εφαρμόζει εξαίρεση δυνάμει του εφαρμοστέου πλαισίου της τρίτης χώρας που είναι συγκρίσιμη με οποιαδήποτε από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 του εν λόγω κανονισμού. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για το ότι η εξαίρεση βάσει του ενωσιακού δικαίου και η εξαίρεση βάσει του δικαίου της τρίτης χώρας είναι συγκρίσιμες.

2.   Εάν η συμμόρφωση με συγκεκριμένη απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 16, στον τίτλο IV ή στον τίτλο V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 συνεπάγεται παραβίαση του εφαρμοστέου πλαισίου της τρίτης χώρας, η ΕΑΚΑΑ χορηγεί συγκρίσιμη συμμόρφωση όσον αφορά την εν λόγω απαίτηση μόνον εφόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για το ότι:

α)

είναι αδύνατο να συμμορφωθεί με την εν λόγω απαίτηση χωρίς να παραβιάσει διάταξη αναγκαστικού δικαίου του εφαρμοστέου πλαισίου της τρίτης χώρας·

β)

το εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας επιτυγχάνει αποτελεσματικά τους ίδιους στόχους με το άρθρο 16 και τους τίτλους IV και V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

συμμορφώνεται με το εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας.

Άρθρο 6

Αλλαγές στο εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 που έχουν λάβει συγκρίσιμη συμμόρφωση γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε αλλαγή στο οικείο εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας και στους οικείους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την Επιτροπή για τις εν λόγω γνωστοποιήσεις.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2020.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2099 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 όσον αφορά τις διαδικασίες αδειοδότησης κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τις συμμετέχουσες αρχές καθώς και τις απαιτήσεις αναγνώρισης κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών (ΕΕ L 322 της 12.12.2019, σ. 1).

(3)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 152/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κεντρικού αντισυμβαλλομένου (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 37).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΈΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΆΡΘΡΟ 3 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 1

Διάταξη του δικαίου της Ένωσης

Στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1

Κεφάλαιο 1: Οργανωτικές απαιτήσεις

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διαθέτει:

α)

άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης·

β)

αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί·

γ)

επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.

Άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες είναι επαρκώς αποτελεσματικές ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με το σχετικό πλαίσιο της τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του με το εν λόγω πλαίσιο.

Άρθρο 26 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

διατηρεί και εφαρμόζει οργανωτική δομή η οποία διασφαλίζει τη συνέχεια και την εύρυθμη λειτουργία κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του·

β)

χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες·

γ)

διατηρεί σαφή διαχωρισμό μεταξύ των γραμμών αναφοράς σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνου, αφενός, και όσον αφορά τις άλλες εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αφετέρου.

Άρθρο 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας εφαρμόζει και διατηρεί πολιτική αποδοχών η οποία προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και η οποία δεν δημιουργεί κίνητρα χαλάρωσης των προτύπων κινδύνου.

Άρθρο 26 παράγραφοι 6, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

διατηρεί συστήματα τεχνολογίας των πληροφοριών κατάλληλα για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και των ειδών των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να κατοχυρώνονται υψηλά επίπεδα ασφαλείας, καθώς και η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα των διατηρούμενων πληροφοριών·

β)

θέτει στη διάθεση του κοινού τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του, τους κανόνες που διέπουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών·

γ)

υπόκειται σε συχνούς και ανεξάρτητους ελέγχους, τα αποτελέσματα των οποίων γνωστοποιούνται στο συμβούλιό του και τίθενται στη διάθεση της οικείας αρμόδιας αρχής.

Ανώτατα διοικητικά στελέχη και το συμβούλιο

Άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας διαθέτουν επαρκή καλή φήμη και επαρκή πείρα ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 27 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διαθέτει συμβούλιο με επαρκή αριθμό ανεξάρτητων μελών, τα οποία έχουν σαφείς ρόλους και αρμοδιότητες, επαρκή εκπροσώπηση των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών, καθώς και μηχανισμούς για την αντιμετώπιση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων εντός του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Επιτροπή κινδύνου

Άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

διατηρεί όργανο που παρέχει συμβουλές στο συμβούλιο, ανεξάρτητα από οιαδήποτε άμεση επιρροή από τη διοίκηση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όσον αφορά εξελίξεις που επιδρούν στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εξασφαλίζοντας την εκπροσώπηση των εκκαθαριστικών μελών του, των ανεξάρτητων μελών του συμβουλίου και των εκπροσώπων των πελατών του·

β)

διαθέτει μηχανισμούς για να ενημερώνει πάραυτα τη σχετική αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά με κάθε απόφαση όπου το συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές του εν λόγω οργάνου.

Τήρηση αρχείων

Άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, όλα τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή του να είναι σε θέση να παρακολουθεί τη συμμόρφωσή του προς το σχετικό πλαίσιο της τρίτης χώρας.

Άρθρο 29 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από τη λήξη μιας σύμβασης, όλες τις πληροφορίες για όλες τις συμβάσεις που έχει διεκπεραιώσει, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των αρχικών όρων μιας συναλλαγής, πριν αυτή εκκαθαρισθεί από τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 29 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας θέτει στη διάθεση κάθε σχετικής αρχής της τρίτης χώρας, κατόπιν αιτήσεως, τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες, τις πληροφορίες για όλες τις συμβάσεις που έχει διεκπεραιώσει, καθώς και όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις των συμβάσεων που εκκαθαρίστηκαν, ανεξαρτήτως του τόπου όπου εκτελέστηκαν οι συναλλαγές.

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

Άρθρο 30 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας γνωστοποιεί στην αρμόδια για αυτόν αρχή την ταυτότητα των μετόχων ή των μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

Άρθρο 30 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Οι μέτοχοι ή τα μέλη που κατέχουν ειδικές συμμετοχές σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας:

α)

είναι κατάλληλοι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρηστή και συνετή διαχείριση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

δεν ασκούν επιρροή η οποία είναι πιθανόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 30 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Οι στενοί δεσμοί μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας.

Άρθρο 30 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 31 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας κοινοποιεί στην αρμόδια για αυτόν αρχή κάθε μεταβολή στη διοίκησή του, και το πλαίσιο της τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση που η συμπεριφορά μέλους του συμβουλίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας είναι πιθανόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Σύγκρουση συμφερόντων

Άρθρο 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει, να διαχειρίζεται και να επιλύει πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους με σχέση άμεσου ή έμμεσου ελέγχου ή με άμεσους ή έμμεσους στενούς δεσμούς, και των εκκαθαριστικών μελών του ή των πελατών τους που είναι γνωστοί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Εάν οι ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας για τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί, με εύλογη βεβαιότητα, η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεαστούν αρνητικά τα συμφέροντα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος γνωστοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη και, εάν οι πελάτες είναι γνωστοί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, στους εν λόγω πελάτες τη γενική φύση ή τις πηγές συγκρούσεων συμφερόντων, προτού δεχτεί νέες συναλλαγές από τα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη.

Άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας είναι μητρική ή θυγατρική επιχείρηση, οι ρυθμίσεις του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων λαμβάνουν υπόψη οιεσδήποτε περιστάσεις, τις οποίες γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, και οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων λόγω της δομής και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων επιχειρήσεων των οποίων είναι μητρική ή θυγατρική επιχείρηση.

Άρθρο 33 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που διατηρούνται στα συστήματά του, και αποφεύγει τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Αδιάλειπτη λειτουργία

Άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διατήρηση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης όλων των συναλλαγών κατά τη στιγμή της διακοπής, ώστε να είναι σε θέση ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εξακολουθήσει να λειτουργεί με ασφάλεια και να ολοκληρώσει τον διακανονισμό στην καθορισμένη ημερομηνία.

Άρθρο 34 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη διαδικασία που εξασφαλίζει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό ή τη μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων και των θέσεων των πελατών και των εκκαθαριστικών μελών σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας.

Εξωτερική ανάθεση

Άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Κατά την εξωτερική ανάθεση επιχειρησιακών λειτουργιών, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή ότι:

α)

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της ευθύνης του·

β)

δεν αλλοιώνονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι των εκκαθαριστικών μελών του ή, ενδεχομένως, έναντι των πελατών τους·

γ)

η εξωτερική ανάθεση δεν εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων εποπτείας και επίβλεψης·

δ)

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τα αναγκαία συστήματα και μέσα ελέγχου προκειμένου να διαχειρίζεται τους κινδύνους που αντιμετωπίζει·

ε)

ο πάροχος υπηρεσιών εφαρμόζει ισοδύναμες απαιτήσεις αδιάλειπτης λειτουργίας με εκείνες που υποχρεούται να πληροί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

στ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη και τους αναγκαίους πόρους προκειμένου να αξιολογεί την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την οργανωτική και κεφαλαιακή επάρκεια του παρόχου υπηρεσιών, καθώς και την ικανότητα να εποπτεύει αποτελεσματικά τα ανατεθέντα καθήκοντα και να διαχειρίζεται τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση, και εποπτεύει τα εν λόγω καθήκοντα και διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους σε διαρκή βάση·

ζ)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει άμεση πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα ανατεθέντα καθήκοντα·

η)

ο πάροχος υπηρεσιών προστατεύει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες του.

Κεφάλαιο 2: Κανόνες άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 36 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Όταν παρέχει υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, στους πελάτες τους, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας ενεργεί με εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των συγκεκριμένων εκκαθαριστικών μελών και πελατών, και να ασκεί υγιή διαχείριση των κινδύνων.

Άρθρο 36 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διαθέτει προσιτούς, διαφανείς και δίκαιους κανόνες για τον γρήγορο χειρισμό των παραπόνων.

Απαιτήσεις συμμετοχής

Άρθρο 37 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας καθορίζει τις κατηγορίες επιλέξιμων εκκαθαριστικών μελών, καθώς και διαφανή, αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις κριτήρια αποδοχής, ώστε να διασφαλίζεται ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και επαρκείς χρηματοοικονομικοί πόροι και επιχειρησιακή ικανότητα για τα εκκαθαριστικά μέλη, προκειμένου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να μπορεί να ελέγχει τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται, και παρακολουθεί την εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων επί συνεχούς βάσεως.

Άρθρο 37 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας για τα εκκαθαριστικά μέλη τού επιτρέπουν να συγκεντρώνει τις σχετικές βασικές πληροφορίες για τη διαπίστωση, τον έλεγχο και τη διαχείριση συναφών συγκεντρώσεων κινδύνου που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών σε πελάτες.

Άρθρο 37 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διαθέτει αντικειμενικές και διαφανείς διαδικασίες για την αναστολή και την ομαλή αποχώρηση των εκκαθαριστικών μελών τα οποία δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια αποδοχής και δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση εκκαθαριστικών μελών, τα οποία πληρούν τα κριτήρια αποδοχής, μόνον κατόπιν δέουσας γραπτής αιτιολόγησης και βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου.

Άρθρο 37 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Οι ειδικές επιπρόσθετες υποχρεώσεις στα εκκαθαριστικά του μέλη, όπως η συμμετοχή σε δημοπρασίες θέσεων υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους, είναι ανάλογες με τον κίνδυνο που αναλαμβάνει το εκκαθαριστικό μέλος και δεν περιορίζουν τη συμμετοχή σε ορισμένες κατηγορίες εκκαθαριστικών μελών.

Διαφάνεια

Άρθρο 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δημοσιοποιεί τις τιμές και τα τέλη που σχετίζονται με κάθε παρεχόμενη υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων και επιτρέπει στα εκκαθαριστικά μέλη του και, αναλόγως με την περίπτωση, στους πελάτες τους, χωριστή πρόσβαση στις διάφορες παρεχόμενες υπηρεσίες.

Άρθρο 38 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες τους συναφείς κινδύνους των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Άρθρο 38 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του τις πληροφορίες για τις τιμές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της έκθεσής του προς τα εκκαθαριστικά μέλη στο τέλος της ημέρας και δημοσιοποιεί τον όγκο των συναλλαγών που εκκαθαρίστηκαν για κάθε κατηγορία μέσων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε συγκεντρωτική βάση.

Άρθρο 38 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δημοσιοποιεί τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που αφορούν τα πρωτόκολλα επικοινωνίας, τα οποία καλύπτουν τους μορφότυπους περιεχομένου και μηνύματος που χρησιμοποιεί στην επικοινωνία του με τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών και τεχνικών προδιαγραφών που σχετίζονται με την πρόσβαση των τόπων διαπραγμάτευσης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 38 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του πληροφορίες σχετικά με τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου που χρησιμοποιεί, οι οποίες εξηγούν τον τρόπο λειτουργίας των μοντέλων και περιγράφουν τις βασικές παραδοχές και τους περιορισμούς των εν λόγω μοντέλων.

Διαχωρισμός και δυνατότητα μεταφοράς

Άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς για κάθε εκκαθαριστικό μέλος, διαχωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις του εκκαθαριστικού μέλους από τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις των πελατών του εκκαθαριστικού μέλους και παρέχει επαρκή προστασία για τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις κάθε εκκαθαριστικού μέλους και κάθε πελάτη, καθώς και διάφορες επιλογές διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων και θέσεων και δυνατότητες μεταφοράς σε κάθε πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού ανά πελάτη.

Κεφάλαιο 3: Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Διαχείριση έκθεσης

Άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διατηρεί κατάλληλες πολιτικές και μηχανισμούς για τη διαχείριση, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, της ενδοημερήσιας έκθεσης σε αιφνίδιες μεταβολές των συνθηκών αγοράς και των θέσεων.

Απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας

Άρθρο 41 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας, προκειμένου να περιορίσει την πιστωτική του έκθεση, επιβάλλει, ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας από τα εκκαθαριστικά μέλη του, και, ενδεχομένως, από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας και ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρακολουθεί τακτικά και, εφόσον απαιτείται, αναθεωρεί το επίπεδο των περιθωρίων ασφαλείας έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτής της αναθεώρησης στην ενίσχυση του οικονομικού κύκλου. Τα εν λόγω περιθώρια ασφαλείας επαρκούν:

α)

για την κάλυψη της δυνητικής έκθεσης μέχρι τη ρευστοποίηση των σχετικών θέσεων·

β)

για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από τουλάχιστον 99 % των μεταβολών της έκθεσης, σε κατάλληλο χρονικό ορίζοντα.

Τα εν λόγω περιθώρια ασφαλείας διασφαλίζουν ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καλύπτει πλήρως την έκθεσή του σε όλα τα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, τουλάχιστον επί καθημερινής βάσεως.

Άρθρο 41 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Κατά τον καθορισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας εφαρμόζει μοντέλα και παραμέτρους που συλλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά κινδύνου των προϊόντων που εκκαθαρίζονται και λαμβάνουν υπόψη το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της συλλογής των περιθωρίων ασφαλείας, τη ρευστότητα της αγοράς και την πιθανότητα αλλαγών καθ’ όλη τη διάρκεια της συναλλαγής.

Άρθρο 41 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας, σε ενδοημερήσια βάση, τουλάχιστον όταν σημειώνεται υπέρβαση προκαθορισμένων κατωφλίων.

Άρθρο 41 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας υπολογίζει, ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας που είναι κατάλληλα για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από τις θέσεις που έχουν καταγραφεί σε κάθε λογαριασμό σχετικά με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή όσον αφορά ένα χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων, υπό την προϋπόθεση ότι η μέθοδος που χρησιμοποιεί είναι συνετή και βάσιμη.

Κεφάλαιο εκκαθάρισης και λοιποί χρηματοοικονομικοί πόροι

Άρθρο 42 παράγραφοι 1 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

διατηρεί ένα ή περισσότερα προχρηματοδοτημένα κεφάλαια εκκαθάρισης για την κάλυψη των ζημιών που υπερβαίνουν τις απώλειες οι οποίες πρέπει να καλυφθούν από περιθώρια ασφαλείας και οι οποίες προκύπτουν από την αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας, ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών·

β)

καθορίζει ένα ελάχιστο ποσό κάτω από το οποίο δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση να μειωθεί το κεφάλαιο εκκαθάρισης.

Άρθρο 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας καθορίζει το ελάχιστο ύψος των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης και τα κριτήρια για τον υπολογισμό των εισφορών των επιμέρους εκκαθαριστικών μελών. Οι εισφορές είναι ανάλογες με την έκθεση εκάστου εκκαθαριστικού μέλους.

Άρθρο 42 παράγραφος 3 και άρθρο 43 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας καταρτίζει σενάρια ακραίων αλλά εύλογων συνθηκών αγοράς, που περιλαμβάνουν τις περιόδους με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις που έχουν σημειωθεί στις αγορές στις οποίες παρέχει τις υπηρεσίες του ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και μια σειρά πιθανών μελλοντικών σεναρίων, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αιφνίδιες πωλήσεις χρηματοοικονομικών πόρων και ταχεία πτώση της ρευστότητας της αγοράς, το δε κεφάλαιο εκκαθάρισης του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου τού δίνει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει την αθέτηση υποχρέωσης από τα δύο τουλάχιστον εκκαθαριστικά μέλη έναντι των οποίων έχει τη μεγαλύτερη έκθεση υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς.

Άρθρο 43 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Το κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας διατηρεί επαρκείς διαθέσιμους προχρηματοδοτημένους χρηματοοικονομικούς πόρους για την κάλυψη δυνητικών ζημιών οι οποίες υπερβαίνουν τις ζημίες που καλύπτονται από τα περιθώρια ασφαλείας. Αυτοί οι διαθέσιμοι προχρηματοδοτημένοι χρηματοοικονομικοί πόροι περιλαμβάνουν ειδικούς πόρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, είναι ελεύθερα διαθέσιμοι στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και δεν χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων κεφαλαίου.

Άρθρο 43 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι η έκθεση των εκκαθαριστικών μελών έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι περιορισμένη.

Έλεγχοι κινδύνου ρευστότητας

Άρθρο 44 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

διαθέτει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα για την κάλυψη των αναγκών του σε ρευστότητα, που υπολογίζεται σε καθημερινή βάση και λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ρευστότητας που προκύπτει από την αθέτηση υποχρέωσης των δύο τουλάχιστον εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων έχει τη μεγαλύτερη έκθεση·

β)

εξασφαλίζει τις αναγκαίες πιστώσεις ή παρεμφερείς ρυθμίσεις για την κάλυψη των αναγκών του σε ρευστότητα, σε περίπτωση που οι χρηματοοικονομικοί πόροι που βρίσκονται στη διάθεσή του δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι·

γ)

διασφαλίζει ότι ένα εκκαθαριστικό μέλος και η μητρική ή θυγατρική επιχείρηση του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους δεν παρέχουν συνολικά περισσότερο από το 25 % των πιστώσεων τις οποίες χρειάζεται ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης

Άρθρο 45 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας χρησιμοποιεί για την κάλυψη των ζημιών τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από το υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος, πριν από άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους και, στη συνέχεια, σε περίπτωση που τα περιθώρια ασφαλείας τα οποία έχουν παρασχεθεί από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος δεν επαρκούν για την κάλυψη των ζημιών που υφίσταται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, την εισφορά του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης για να καλύψει τις εν λόγω ζημίες.

Άρθρο 45 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

χρησιμοποιεί τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών και οποιουσδήποτε άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους που αποτελούν μέρος των γραμμών άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης μόνον αφού έχει εξαντλήσει τις εισφορές του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους και τους ειδικούς ίδιους πόρους·

β)

δεν χρησιμοποιεί τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από την αθέτηση υποχρέωσης άλλου εκκαθαριστικού μέλους.

Απαιτήσεις παροχής ασφαλείας

Άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δέχεται μόνον άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες, με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, για την κάλυψη της αρχικής και συνεχιζόμενης έκθεσής του έναντι των εκκαθαριστικών μελών του και εφαρμόζει κατάλληλους συντελεστές αποκοπής για την αποτίμηση της αξίας, που αντικατοπτρίζουν το ενδεχόμενο να υποχωρήσει η αξία τους κατά το διάστημα μεταξύ της τελευταίας αναπροσαρμογής τους και της στιγμής κατά την οποία μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι έχουν ρευστοποιηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο ρευστότητας που προκύπτει από την αθέτηση υποχρέωσης ενός συμμετέχοντος στην αγορά και τον κίνδυνο συγκέντρωσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να προκύψει κατά τον καθορισμό των αποδεκτών ασφαλειών και των σχετικών συντελεστών αποκοπής.

Επενδυτική πολιτική

Άρθρο 47 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του μόνον σε μετρητά ή σε άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο και οι επενδύσεις του είναι ταχέως ρευστοποιήσιμες, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές.

Άρθρο 47 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας καταθέτει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχονται ως περιθώρια ασφαλείας ή ως εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, εφόσον είναι διαθέσιμα, σε διαχειριστές συστημάτων διακανονισμού αξιόγραφων που διασφαλίζουν την πλήρη προστασία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων ή σε άλλα εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εναλλακτικές ρυθμίσεις υψηλής ασφάλειας.

Άρθρο 47 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Τα ταμειακά διαθέσιμα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας τηρούνται μέσω άκρως ασφαλών διευθετήσεων με εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή, εναλλακτικά, μέσω της χρησιμοποίησης των πάγιων καταθετικών διευκολύνσεων των κεντρικών τραπεζών ή μέσω άλλων συγκρίσιμων τρόπων που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες.

Άρθρο 47 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας καταθέτει περιουσιακά στοιχεία σε τρίτο πρόσωπο:

α)

εξασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε εκκαθαριστικά μέλη ταυτοποιούνται χωριστά από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο εν λόγω τρίτο πρόσωπο, μέσω λογαριασμών με διακριτές ονομασίες στα βιβλία του τρίτου προσώπου ή μέσω άλλων ισοδύναμων μέτρων που επιτυγχάνουν το ίδιο επίπεδο προστασίας·

β)

διαθέτει άμεση πρόσβαση στα χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν απαιτείται.

Άρθρο 47 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δεν επενδύει το κεφάλαιό του ή τα ποσά που προκύπτουν από τα περιθώρια ασφαλείας, τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, τη ρευστότητα ή λοιπούς χρηματοοικονομικούς πόρους σε δικές του κινητές αξίες ούτε σε κινητές αξίες της μητρικής επιχείρησης ή της θυγατρικής του.

Άρθρο 47 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας λαμβάνει υπόψη τη συνολική του έκθεση πιστωτικού κινδύνου σε μεμονωμένους οφειλέτες, όταν λαμβάνει τις επενδυτικές αποφάσεις του, και μεριμνά ώστε η συνολική του έκθεση σε κίνδυνο έναντι οιουδήποτε μεμονωμένου οφειλέτη να παραμένει εντός αποδεκτών ορίων συγκέντρωσης.

Διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης

Άρθρο 48 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας προβλέπει διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που ένα εκκαθαριστικό μέλος δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις συμμετοχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή σε περίπτωση που η αθέτηση υποχρέωσης του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους κηρύσσεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τρίτο.

Άρθρο 48 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας προβαίνει σε άμεσες ενέργειες για τον περιορισμό των ζημιών και των πιέσεων στη ρευστότητα που προκύπτουν από αθετήσεις υποχρεώσεων και διασφαλίζει ότι το κλείσιμο των θέσεων οιουδήποτε εκκαθαριστικού μέλους δεν προκαλεί αναστάτωση στις εργασίες του, ούτε εκθέτει τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη σε ζημίες τις οποίες δεν μπορούν να προβλέψουν ή να ελέγξουν.

Άρθρο 48 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Το πλαίσιο της τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια για αυτόν αρχή πριν κηρυχθούν ή εκκινήσουν οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης.

Άρθρο 48 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης είναι εκτελεστές.

Άρθρο 48 παράγραφοι 5, 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των ασφαλειών και των θέσεων των λογαριασμών των πελατών που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα·

β)

εφαρμόζει διαδικασίες που διευκολύνουν τη μεταφορά των θέσεων και των ασφαλειών των πελατών σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα.

Επανεξέταση μοντέλων, έλεγχοι αντοχής σε ακραίες συνθήκες και απολογιστικοί έλεγχοι

Άρθρο 49 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας:

α)

επανεξετάζει τακτικά τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων·

β)

υποβάλλει τα εν λόγω μοντέλα σε αυστηρούς και συχνούς ελέγχους αντοχής σε ακραίες συνθήκες, προκειμένου να αξιολογήσει την ανθεκτικότητά τους σε ακραίες, αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς·

γ)

εκτελεί απολογιστικούς ελέγχους, προκειμένου να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε·

δ)

λαμβάνει ανεξάρτητη επικύρωση ή επικύρωση από την αρμόδια αρχή του για τα εν λόγω μοντέλα και για οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή τους.

Άρθρο 49 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας ελέγχει τακτικά τις βασικές πτυχές των διαδικασιών του σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων και λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλα τα εκκαθαριστικά μέλη τις κατανοούν και έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουν γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων.

Άρθρο 49 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δημοσιοποιεί βασικές πληροφορίες σχετικά με το μοντέλο διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει και τις υποθέσεις που δέχεται κατά την εκτέλεση των ελέγχων αντοχής σε ακραίες συνθήκες όσον αφορά τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων.

Διακανονισμός

Άρθρο 50 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας χρησιμοποιεί, εφόσον είναι πραγματοποιήσιμο και διαθέσιμο, χρήμα κεντρικής τράπεζας για τον διακανονισμό των συναλλαγών του ή, αν δεν χρησιμοποιηθεί χρήμα κεντρικής τράπεζας, λαμβάνει μέτρα για τον αυστηρό περιορισμό των κινδύνων ταμειακού διακανονισμού.

Άρθρο 50 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δηλώνει σαφώς τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τις παραδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων, αναφέροντας συγκεκριμένα αν έχει υποχρέωση να προβεί σε παράδοση ή παραλαβή χρηματοπιστωτικού μέσου ή αν αποζημιώνει συμμετέχοντες για ζημίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία παράδοσης.

Άρθρο 50 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας έχει υποχρέωση να προβεί σε παραδόσεις ή παραλαβές χρηματοπιστωτικών μέσων, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εξαλείφει τον κίνδυνο κεφαλαίου, με την προσφυγή, όσο το δυνατόν, σε μηχανισμούς «παράδοσης με την πληρωμή» (delivery versus payment).

Κεφάλαιο 4: Υπολογισμοί και υποβολή εκθέσεων για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου  (1)

Υπολογισμοί και υποβολή εκθέσεων

Άρθρα 50α έως 50δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας εφαρμόζει απαιτήσεις αναφοράς σχετικά με τους υπολογισμούς των απαιτήσεων κεφαλαίου σύμφωνα με το αντίστοιχο εφαρμοστέο πλαίσιο της τρίτης χώρας για τους κανόνες λογιστικής και απαιτήσεων κεφαλαίου.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΈΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΆΡΘΡΟ 4 ΠΑΡΆΓΡΑΦΟΣ 1

Διάταξη του δικαίου της Ένωσης

Στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1

Ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας

Άρθρο 51 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Όταν καθορίζονται ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας για την παροχή υπηρεσιών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διαθέτει πρόσβαση χωρίς διακρίσεις τόσο στα δεδομένα που χρειάζεται για την άσκηση των καθηκόντων του από αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης όσο και στο αντίστοιχο σύστημα διακανονισμού.

Άρθρο 51 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας απορρίπτει ή περιορίζει την καθιέρωση ρύθμισης διαλειτουργικότητας ή την πρόσβαση σε ροή δεδομένων ή σε σύστημα διακανονισμού, άμεσα ή έμμεσα, μόνον για να ελέγχονται τυχόν κίνδυνοι που απορρέουν από την εν λόγω ρύθμιση ή πρόσβαση.

Διαχείριση κινδύνου

Άρθρο 52 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας:

α)

εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα, προκειμένου να εντοπίζουν, να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους που απορρέουν από τις εν λόγω ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, ούτως ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους εγκαίρως·

β)

συμφωνούν για τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τις σχέσεις τους·

γ)

εντοπίζουν, παρακολουθούν και διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας, ούτως ώστε η αθέτηση υποχρέωσης από εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου να μην έχει επίδραση σε άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο με τον οποίο συνδέεται διαλειτουργικά·

δ)

εντοπίζουν, παρακολουθούν και αντιμετωπίζουν ενδεχόμενες αλληλεξαρτήσεις και συσχετίσεις που απορρέουν από τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας που συνδέονται με τον βαθμό συγκέντρωσης των εκκαθαριστικών μελών και τους ενοποιημένους χρηματοοικονομικούς πόρους·

ε)

σε περίπτωση που τα μοντέλα διαχείρισης κινδύνου τα οποία χρησιμοποιούν οι διαλειτουργικά συνδεδεμένοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι για την κάλυψη της έκθεσής τους έναντι των εκκαθαριστικών μελών τους ή της αμοιβαίας έκθεσής τους διαφέρουν, οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εντοπίζουν τις διαφορές αυτές, αξιολογούν τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από αυτές και λαμβάνουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης επιπρόσθετων χρηματοοικονομικών πόρων, τα οποία περιορίζουν τις επιπτώσεις τους στις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, καθώς και τις δυνητικές συνέπειές τους ως προς τους κινδύνους μετάδοσης, και διασφαλίζουν ότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν επίδραση στην ικανότητα εκάστου κεντρικού αντισυμβαλλομένου να διαχειρίζεται τις συνέπειες από την αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους.

Παροχή περιθωρίων ασφαλείας μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας διακρίνει στους λογαριασμούς τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που τηρούνται για λογαριασμό των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας παρέχει αρχικά περιθώρια ασφαλείας στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μόνο δυνάμει ρυθμίσεων παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, βάσει των οποίων ο αποδέκτης κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει δικαίωμα χρήσης επί των περιθωρίων ασφαλείας που παρέχει ο άλλος κεντρικός συμβαλλόμενος.

Οι ασφάλειες που λαμβάνονται με τη μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων προστατεύονται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

i)

κατατίθενται σε διαχειριστές συστημάτων διακανονισμού αξιόγραφων που εξασφαλίζουν την πλήρη προστασία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων·

ii)

χρησιμοποιούνται άλλες ρυθμίσεις υψηλής ασφάλειας σε εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Τα περιουσιακά στοιχεία είναι διαθέσιμα στον αποδέκτη κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μόνο στην περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που έχει παράσχει την ασφάλεια στο πλαίσιο ρύθμισης διαλειτουργικότητας.

Σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που έχει λάβει την ασφάλεια στο πλαίσιο ρύθμισης διαλειτουργικότητας, η ασφάλεια που παρασχέθηκε επιστρέφεται αμέσως στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που την έχει παραχωρήσει.


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

21.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 305/27


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/1305 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 18ης Σεπτεμβρίου 2020

με την οποία επιτρέπεται στο Ηνωμένο Βασίλειο να παράσχει την έγκρισή του, αυτόνομα, ώστε να δεσμεύεται από ορισμένες διεθνείς συμφωνίες οι οποίες πρόκειται να εφαρμοστούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (1) και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο άρθρο 129 παράγραφος 1 της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (2) («συμφωνία αποχώρησης») προβλέπεται ότι, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχουν συνάψει η Ένωση, τα κράτη μέλη ενεργώντας εξ ονόματός της, ή η Ένωση και τα κράτη μέλη της ενεργώντας από κοινού.

(2)

Στο άρθρο 129 παράγραφος 3 της συμφωνίας αποχώρησης προβλέπεται ότι σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, δεν προβαίνει σε καμία πράξη ή πρωτοβουλία η οποία είναι πιθανόν να βλάψει τα συμφέροντα της Ένωσης, ειδικότερα στο πλαίσιο τυχόν διεθνούς οργάνωσης, οργανισμού, διάσκεψης ή φόρουμ όπου το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετέχει αυτοτελώς.

(3)

Δυνάμει του άρθρου 129 παράγραφος 4 της συμφωνίας αποχώρησης, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο δύναται να διαπραγματευτεί, να υπογράψει και να κυρώσει διεθνείς συμφωνίες στις οποίες προσχωρεί αυτόνομα στους τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν τίθενται σε ισχύ ούτε εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, εκτός εάν λάβει σχετική εξουσιοδότηση από την Ένωση.

(4)

Η απόφαση (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου καθορίζει τους όρους και τη διαδικασία για τη χορήγηση των εν λόγω εξουσιοδοτήσεων.

(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 της απόφασης (ΕΕ) 2020/135, το Συμβούλιο μπορεί να εξουσιοδοτήσει το Ηνωμένο Βασίλειο να παράσχει την έγκρισή του, αυτόνομα, ώστε να δεσμεύεται από διεθνή συμφωνία η οποία πρόκειται να αρχίσει να ισχύει ή να εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, σε τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης.

(6)

Στις 3 Απριλίου 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή του να παράσχει την έγκρισή του, αυτόνομα, ώστε να δεσμεύεται από πέντε διεθνείς συμφωνίες για τη σύσταση πέντε περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας (ΠΟΔΑ), που πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου στον τομέα της αλιείας, ο οποίος είναι τομέας αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης. Οι εν λόγω συμφωνίες είναι: η σύμβαση περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό (3), για τη σύσταση της Επιτροπής Αλιείας Βορειοανατολικού Ατλαντικού (NEAFC)· η σύμβαση περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (4), για τη σύσταση της Οργάνωσης Αλιείας Βορειοδυτικού Ατλαντικού (NAFO)· η διεθνής σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού (5), για τη σύσταση της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση των Θυννοειδών του Ατλαντικού (ICCAT)· η συμφωνία για τη σύσταση της Επιτροπής Διαχείρισης της Αλιείας Τόνου του Ινδικού Ωκεανού (6) (IOTC)· και η σύμβαση για τη διατήρηση του σολομού στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό (7), για τη σύσταση του Οργανισμού για τη Διατήρηση του Σολομού του Βορείου Ατλαντικού (NASCO).

(7)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δικαιολογεί το ενδιαφέρον του να προσχωρήσει στις εν λόγω συμφωνίες, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, υπό το πρίσμα των άρθρων 63 και 64 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (8) (UNCLOS) και των άρθρων 7 και 8 της Συμφωνίας των Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982, οι οποίες αφορούν τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτομένων αποθεμάτων ιχθύων και των αποθεμάτων άκρως μεταναστευτικών ιχθύων (9) (UNFSA), και ιδίως υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου να συνεργάζονται μέσω των κατάλληλων περιφερειακών οργανισμών για τη διατήρηση και τη διαχείριση των κοινών αποθεμάτων. Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι ούτε το ίδιο ούτε η Ένωση μπορούν να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των εν λόγω υποχρεώσεων, παρεκτός εάν το Ηνωμένο Βασίλειο δύναται, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, να συνεργαστεί ανεξάρτητα με την Ένωση και με άλλα σχετικά κράτη επί θεμάτων που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο ως ανεξάρτητο παράκτιο κράτος και κράτος αλιείας μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί να συμμετάσχει σε συζητήσεις, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, για τη λήψη αποφάσεων διαχείρισης της αλιείας που θα τεθούν σε ισχύ μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

(8)

Με επιστολή του της 3ης Απριλίου 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εκδηλώσει ειδικό ενδιαφέρον για την εφαρμογή των εν λόγω διεθνών συμφωνιών ήδη κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Ως εκ τούτου, πληρούται η προϋπόθεση που παρατίθεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης (ΕΕ) 2020/135 του Συμβουλίου.

(9)

Οι εν λόγω πέντε διεθνείς συμφωνίες είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης που είναι εφαρμοστέο για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποχώρησης και με τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 της συμφωνίας αποχώρησης. Ως εκ τούτου, πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) της απόφασης (ΕΕ) 2020/135.

(10)

Το Ηνωμένο Βασίλειο βεβαίωσε επίσης ότι η προσχώρησή του στις εν λόγω διεθνείς συμφωνίες για τη σύσταση ΠΟΔΑ δεν θίγει τα συμφέροντα της Ένωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να συμμετέχει μόνο σε συσκέψεις για θέματα που αφορούν μέτρα τα οποία παράγουν αποτελέσματα μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Ειδικότερα, η προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στις εν λόγω ΠΟΔΑ, αυτόνομα, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη στόχων της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής ούτε άλλως θίγει τα συμφέροντα της Ένωσης. Επομένως, η προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της απόφασης (ΕΕ) 2020/135 θεωρείται ότι πληρούται.

(11)

Δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της απόφασης (ΕΕ) 2020/135, μια τέτοια εξουσιοδότηση μπορεί να παρέχεται υπό προϋποθέσεις. Η εξουσιοδότηση θα πρέπει να χορηγείται υπό την προϋπόθεση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετέχει μόνο σε μέτρα που εφαρμόζονται ή τίθενται σε ισχύ μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

(12)

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την UNCLOS και την UNFSA και, κατά συνέπεια, πρέπει να διαχειρίζεται και να διατηρεί τους έμβιους θαλάσσιους πόρους με βιώσιμο τρόπο. Οι στόχοι αυτοί συνάδουν με τον στόχο της Ένωσης για εξασφάλιση της βιωσιμότητας και διασφάλιση της συνέχειας στην υπεύθυνη αλιεία, η οποία εγγυάται τη μακροπρόθεσμη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων.

(13)

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 4 της συμφωνίας αποχώρησης, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να υπογράψει και να κυρώσει, αυτοτελώς, τις πέντε διεθνείς συμφωνίες στις οποίες βασίζονται οι πέντε ΠΟΔΑ στις οποίες ζητεί να προσχωρήσει. Αυτό θα διευκόλυνε και θα επέτρεπε στο Ηνωμένο Βασίλειο να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των υποχρεώσεων που απορρέουν από την UNCLOS, και ιδίως από τα άρθρα 63 και 64, όταν λήξει η μεταβατική περίοδος και το δίκαιο της Ένωσης πάψει να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο.

(14)

Το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει συνεπώς να εξουσιοδοτηθεί να παράσχει την έγκρισή του, αυτόνομα, ώστε να δεσμεύεται από διεθνείς συμφωνίες οι οποίες πρόκειται να αρχίσουν να εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

(15)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα πρέπει να συμμετέχει σε μέτρα που εφαρμόζονται ή τίθενται σε ισχύ κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Επιπλέον, προκειμένου να μην θιγούν οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις όσον αφορά την αλιεία στο πλαίσιο της μελλοντικής συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως όσον αφορά τις αλιευτικές δυνατότητες για τις οποίες η ποσόστωση της Ένωσης επί του παρόντος περιλαμβάνει το μερίδιο του Ηνωμένου Βασιλείου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να διαβουλευθεί με την Ένωση προτού εμπλακεί σε συζητήσεις σχετικά με την εν λόγω ποσόστωση,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Το Ηνωμένο Βασίλειο εξουσιοδοτείται να παράσχει την έγκρισή του, αυτόνομα, ώστε να δεσμεύεται από τις κάτωθι διεθνείς συμφωνίες οι οποίες πρόκειται να αρχίσουν να εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου:

α)

σύμβαση περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό, για τη σύσταση της Επιτροπής Αλιείας Βορειοανατολικού Ατλαντικού (NEAFC)·

β)

σύμβαση περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού, για τη σύσταση της Οργάνωσης Αλιείας Βορειοδυτικού Ατλαντικού (NAFO)·

γ)

διεθνή σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού, για τη σύσταση της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση των Θυννοειδών του Ατλαντικού (ICCAT)·

δ)

συμφωνία για τη σύσταση της Επιτροπής Διαχείρισης της Αλιείας Τόνου του Ινδικού Ωκεανού (IOTC)·

ε)

σύμβαση για τη διατήρηση του σολομού στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό, για τη σύσταση του Οργανισμού για τη Διατήρηση του Σολομού του Βορείου Ατλαντικού (NASCO).

2.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αφορά μόνο τη συμμετοχή σε μέτρα που εφαρμόζονται ή τίθενται σε ισχύ μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

3.   Όταν πρόκειται για αλιευτική ποσόστωση κοινή με την Ένωση, η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 υπόκειται σε προηγούμενη διαβούλευση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Επιτροπή.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

Βρυξέλλες, 18 Σεπτεμβρίου 2020.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. ROTH


(1)  ΕΕ L 29 της 31.1.2020, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 29 της 31.1.2020, σ. 7.

(3)  Απόφαση 81/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1981, για τη σύναψη της σύμβασης περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό (ΕΕ L 227 της 12.8.1981, σ. 21).

(4)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3179/78 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1978, περί συνάψεως από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα της συμβάσεως περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (ΕΕ L 378 της 30.12.1978, σ. 1).

(5)  Απόφαση 86/238/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 1986, για την προσχώρηση της Κοινότητας στη διεθνή σύμβαση για τη διατήρηση των θυννοειδών του Ατλαντικού, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο που προσαρτάται στην τελική πράξη της διάσκεψης των πληρεξουσίων των συμβαλλομένων στη σύμβαση κρατών, που υπεγράφη στο Παρίσι στις 10 Ιουλίου 1984 (ΕΕ L 162 της 18.6.1986, σ. 33).

(6)  Απόφαση 95/399/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, σχετικά με την προσχώρηση της Κοινότητας στη συμφωνία σχετικά με τη σύσταση επιτροπής διαχείρισης της αλιείας τόνου του Ινδικού Ωκεανού (ΕΕ L 236 της 5.10.1995, σ. 24).

(7)  Απόφαση 82/886/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1982, για τη σύναψη σύμβασης για τη διατήρηση του σολομού στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 24).

(8)  ΕΕ L 179 της 23.6.1998, σ. 3.

(9)  ΕΕ L 189 της 3.7.1998, σ. 16.


21.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 305/30


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/1306 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 16ης Σεπτεμβρίου 2020

σχετικά με την προσωρινή εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων έναντι κεντρικών τραπεζών από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος λόγω της πανδημίας COVID-19 (ΕΚΤ/2020/44)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (2), και ιδίως το άρθρο 500β,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ εισήγαγε έναν απλό και διαφανή δείκτη μόχλευσης ο οποίος δεν βασίζεται στον κίνδυνο και σκοπό έχει να λειτουργήσει ως αξιόπιστο μέτρο συμπληρωματικό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που βασίζονται στον κίνδυνο. Σύμφωνα με το πρότυπο του δείκτη μόχλευσης που η επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας (Basel Committee on Banking Supervision – BCBS) δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2017 (εφεξής καλούμενο «πρότυπο του δείκτη μόχλευσης της BCBS»), προς διευκόλυνση της εφαρμογής των ρυθμίσεων νομισματικής πολιτικής σε εξαιρετικές μακροοικονομικές περιστάσεις απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε επικράτειας να εξαιρεί προσωρινά τα αποθεματικά κεντρικής τράπεζας από το μέτρο του ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης.

(2)

Το πρότυπο του δείκτη μόχλευσης της BCBS εισήχθη για πρώτη φορά στο δίκαιο της Ένωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Το άρθρο 430 του εν λόγω κανονισμού υποχρεώνει τα ιδρύματα να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τον δείκτη μόχλευσής τους και τις συνιστώσες του, ενώ το άρθρο 451 του ίδιου κανονισμού τα υποχρεώνει να δημοσιοποιούν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τον ίδιο δείκτη και τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) για να αποτυπώσει μεταξύ άλλων τις αναθεωρήσεις του προτύπου του δείκτη μόχλευσης της BCBS που σκοπό έχουν, αφενός, να διασφαλίσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού διεθνώς για ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση αλλά λειτουργούν εκτός αυτής και, αφετέρου, να διασφαλίσουν ότι ο δείκτης μόχλευσης εξακολουθεί να αποτελεί αποτελεσματικό συμπληρωματικό μέτρο σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον κίνδυνο. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 θέσπισε απαίτηση για τον δείκτη μόχλευσης, ρυθμίζοντας συμπληρωματικά το σχετικό σύστημα υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης. Επιπλέον, εισήγαγε τη δυνατότητα προσωρινής εξαίρεσης ορισμένων ανοιγμάτων έναντι κεντρικών τραπεζών από τον υπολογισμό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος ιδρύματος σε εξαιρετικές περιστάσεις και προς διευκόλυνση της εφαρμογής των ρυθμίσεων νομισματικής πολιτικής. Οι εν λόγω τροποποιήσεις του πλαισίου για τον δείκτη μόχλευσης θα τεθούν σε εφαρμογή στις 28 Ιουνίου 2021, συμπεριλαμβανομένης της εξαίρεσης ορισμένων τέτοιων ανοιγμάτων από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος βάσει διακριτικής ευχέρειας.

(4)

Εν συνεχεία ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιήθηκε περαιτέρω από τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/873 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), μεταξύ άλλων προκειμένου να προβλεφθεί η δυνατότητα των ιδρυμάτων να εξαιρούν προσωρινά από τον υπολογισμό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος ορισμένα ανοίγματα έναντι κεντρικών τραπεζών πριν από τις 28 Ιουνίου 2021, ήτοι πριν από τη θέση σε εφαρμογή των τροποποιήσεων που επέφερε ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 ως προς την απαίτηση του δείκτη μόχλευσης. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 500β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κάθε ίδρυμα μπορεί να εξαιρεί από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος ορισμένα ανοίγματα έναντι της οικείας κεντρικής τράπεζας όταν η οικεία αρμόδια αρχή έχει διαπιστώσει, κατόπιν διαβούλευσης με την κεντρική τράπεζα, και έχει δηλώσει δημοσίως ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την εξαίρεση προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή νομισματικών πολιτικών. Το άρθρο 500β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εφαρμόζεται από τις 27 Ιουνίου 2020.

(5)

Ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν σταθεροποιηθεί μετά τον Απρίλιο του 2020, οι όροι χρηματοδότησης στη ζώνη του ευρώ είναι αυστηρότεροι απ’ ό,τι στην αρχή του έτους, λόγω των υψηλότερων αποδόσεων των ομολόγων και των χαμηλότερων τιμών των μετοχών. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε με την πανδημική νόσο του κορονοϊού (COVID-19), η επακόλουθη και συνεχής ανάγκη για υψηλό βαθμό διευκόλυνσης της νομισματικής πολιτικής, καθώς και ο εύθραυστος και ευπαθής χαρακτήρας των οικονομιών της ζώνης του ευρώ και του τραπεζικού διαύλου μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στο σύνολό τους αιτιολογούν την άποψη του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) περί συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που καθιστούν αναγκαία την προσωρινή εξαίρεση, έως τις 27 Ιουνίου 2021, ορισμένων ανοιγμάτων έναντι κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος από τον υπολογισμό των μέτρων του συνολικού ανοίγματος, προς διευκόλυνση της εφαρμογής των ρυθμίσεων νομισματικής πολιτικής για τους σκοπούς του άρθρου 500β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(6)

Τα ανοίγματα που επιτρέπεται να εξαιρούνται περιλαμβάνουν κέρματα και τραπεζογραμμάτια που συνιστούν νόμιμο χρήμα στην επικράτεια της κεντρικής τράπεζας και στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι της κεντρικής τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων των αποθεματικών που τηρούνται στην κεντρική τράπεζα, στον βαθμό που τα ανοίγματα αυτά αφορούν τη μετάδοση και, κατ’ επέκταση, την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Τα εν λόγω ανοίγματα περιλαμβάνουν καταθέσεις της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων του Ευρωσυστήματος και υπόλοιπα λογαριασμών αποθεματικών του Ευρωσυστήματος, μεταξύ άλλων και κεφάλαια τηρούμενα για σκοπούς εκπλήρωσης της υποχρέωσης τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Ανοίγματα που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις έναντι της κεντρικής τράπεζας και αφορούν την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής δεν θα πρέπει να εξαιρούνται από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος.

(7)

Η εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων έναντι της κεντρικής τράπεζας από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος έως τις 27 Ιουνίου 2021 βάσει του άρθρου 500β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναμένεται ότι θα συνδράμει τα πιστωτικά ιδρύματα στη διαρκή προσπάθειά τους να επιτελούν ρόλο χρηματοδότη της πραγματικής οικονομίας, διαφυλάσσοντας παράλληλα τα βασικά στοιχεία του εποπτικού κανονιστικού πλαισίου. Η εξαίρεση μπορεί να περιορίσει εν δυνάμει περιορισμούς συνδεόμενους με την εισαγωγή της νέας απαίτησης για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις, η οποία θεσπίστηκε στην Ένωση με τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876, προκειμένου να αποτυπωθεί το πρότυπο της συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών, και εφαρμόζεται από τις 28 Ιουνίου 2019. Ακόμη, παρόλο που η εφαρμογή του δείκτη μόχλευσης θα αρχίσει στις 28 Ιουνίου 2021, η εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων έναντι της κεντρικής τράπεζας από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος πριν από την εν λόγω ημερομηνία μπορεί να αποβεί επωφελής από την άποψη της σαφούς δημοσιοποίησης χρηματοπιστωτικών πληροφοριών. Συγκεκριμένα, τα πιστωτικά ιδρύματα θα ήταν σε θέση να δημοσιοποιούν τα στοιχεία του δείκτη μόχλευσής τους τόσο συνυπολογίζοντας τον αντίκτυπο των εξαιρούμενων ανοιγμάτων όσο και μη συνυπολογίζοντάς τον. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες μπορούν να χρησιμεύσουν στους συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά κατά την αξιολόγηση των πιθανών μελλοντικών δεικτών μόχλευσης των ιδρυμάτων με την έναρξη εφαρμογής του δείκτη μόχλευσης στις 28 Ιουνίου 2021.

(8)

Στο πλαίσιο της λειτουργίας της ΕΚΤ όσον αφορά τη νομισματική πολιτική έλαβε χώρα διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 500β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τη διαπίστωση των εξαιρετικών περιστάσεων που καθιστούν αναγκαία την εξαίρεση κατά την παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου (5),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Οι όροι που χρησιμοποιούνται στην παρούσα απόφαση νοούνται όπως στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ενώ ισχύουν και οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«Ευρωσύστημα»: το Ευρωσύστημα κατά τους ορισμούς της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/60) (6)·

2)

«διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων»: διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων κατά τους ορισμούς της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60)·

3)

«λογαριασμός αποθεματικών»: λογαριασμός αποθεματικών κατά τους ορισμούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2003/9) (7)·

4)

«υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών»: υποχρεώσεις τήρησης ελάχιστων αποθεματικών, όπως υπολογίζονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2003/9)·

5)

«σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ»: σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ κατά τους ορισμούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (8).

Άρθρο 2

Διαπίστωση της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων

1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, για τους σκοπούς του άρθρου 500β παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την εξαίρεση από το μέτρο του συνολικού ανοίγματος των ανοιγμάτων έναντι της κεντρικής τράπεζας των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή νομισματικών πολιτικών.

2.   Αναφορικά με τα ανοίγματα του άρθρου 500β παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 η διαπίστωση της παραγράφου 1 ισχύει για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος που αφορούν καταθέσεις της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων και υπόλοιπα λογαριασμών αποθεματικών, περιλαμβανομένων των κεφαλαίων που τηρούνται για σκοπούς εκπλήρωσης της υποχρέωσης τήρησης ελάχιστων αποθεματικών.

3.   Η διαπίστωση ισχύει για οποιοδήποτε ίδρυμα αποτελεί σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την πέμπτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 16 Σεπτεμβρίου 2020.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2020/873 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2020, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και (ΕΕ) 2019/876 όσον αφορά ορισμένες προσαρμογές προς αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19 (ΕΕ L 204 της 26.6.2020, σ. 4).

(5)  https://www.ecb.europa.eu/press/pr/date/2020/html/ecb.pr200917~f3f03398d2.en.html

(6)  Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 91 της 2.4.2015, σ. 3).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών (ΕΚΤ/2003/9) (ΕΕ L 250 της 2.10.2003, σ. 10).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).


ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

21.9.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 305/33


ΣΥΣΤΑΣΗ (ΕΕ) 2020/1307 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 18ης Σεπτεμβρίου 2020

σχετικά με την κοινή εργαλειοθήκη της Ένωσης για τη μείωση του κόστους εγκατάστασης δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και τη διασφάλιση έγκαιρης και ευνοϊκής για τις επενδύσεις πρόσβασης στο ραδιοφάσμα 5G, με σκοπό την προώθηση της συνδεσιμότητας για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης από την κρίση λόγω COVID-19 στην Ένωση

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 292,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η κρίση λόγω COVID-19 κατέδειξε ότι η συνδεσιμότητα είναι κορυφαίας σημασίας για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις στην Ένωση. Τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως τα δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας, διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην αντιμετώπιση της κρίσης διότι καθιστούν δυνατή την εξ αποστάσεως εργασία και σχολική φοίτηση, την εξ αποστάσεως ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την εξ αποστάσεως προσωπική επικοινωνία και ψυχαγωγία. Η ευρεία συνδεσιμότητα gigabit στηρίζει περιπτώσεις εντατικής ευρυζωνικής χρήσης στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, των μεταφορών, της εφοδιαστικής και των μέσων ενημέρωσης, οι οποίες μπορούν να διαδραματίσουν στρατηγικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης. Γενικότερα, η σταθερή και ασύρματη συνδεσιμότητα συμβάλλει σημαντικά στην παροχή οικονομικά προσιτών και προσβάσιμων υπηρεσιών και στη γεφύρωση του ψηφιακού χάσματος. Προσφέρει ένα σημαντικό μέσο για την ενημέρωση του κοινού, την παροχή συνδρομής στις αρμόδιες δημόσιες αρχές για την αναχαίτιση της διασποράς του ιού και τη διευκόλυνση της ανταλλαγής δεδομένων και της παροχής τηλεϋπηρεσιών από τους οργανισμούς φορείς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

(2)

Η πανδημία έχει αλλάξει τις οικονομικές προοπτικές για τα επόμενα χρόνια. Επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες περισσότερο από ποτέ για τη διασφάλιση σύγκλισης και ισορροπημένης, μακρόπνοης και βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης. Η επένδυση στις κοινές προτεραιότητες της Ένωσης, κυρίως στους τομείς της πράσινης, της ψηφιακής και της κοινωνικής πολιτικής, θα βελτιώσει την ανθεκτικότητά της και θα συμβάλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας και βιώσιμης ανάπτυξης, εκσυγχρονίζοντας παράλληλα τις οικονομίες των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες του προτεινόμενου μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, εξασφαλίζοντας αποδοτικές δημόσιες δαπάνες και διαμορφώνοντας τις πλέον κατάλληλες συνθήκες για την υλοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων. Για τον σκοπό αυτόν, η παρούσα σύσταση παρέχει καθοδήγηση στα κράτη μέλη που βρίσκονται στη διαδικασία κατάρτισης των προτάσεών τους για τα οικεία σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν απλά και ρεαλιστικά μέτρα που αποσκοπούν στην εκχώρηση ραδιοφάσματος για τα δίκτυα πέμπτης γενιάς (5G) υπό ευνοϊκές για τις επενδύσεις συνθήκες, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να διευκολύνουν την εγκατάσταση σταθερών και ασύρματων δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας, για παράδειγμα, με την άρση των περιττών διοικητικών εμποδίων και τον εξορθολογισμό των διαδικασιών αδειοδότησης.

(3)

Σε αυτό το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, κρίνεται αναγκαία η ανάπτυξη μιας κοινής ενωσιακής προσέγγισης, μιας «εργαλειοθήκης», με βάση τις βέλτιστες πρακτικές. Στόχος είναι η παροχή κινήτρων για την έγκαιρη εγκατάσταση δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων οπτικών ινών και των ασύρματων δικτύων επόμενης γενιάς. Η υιοθέτηση μιας τέτοιου είδους προσέγγισης θα στηρίξει τις αναδυόμενες και μελλοντικές ψηφιακές διαδικασίες και εφαρμογές και θα συμβάλει άμεσα στην ανάπτυξη και την απασχόληση, στο πλαίσιο της οικονομικής ανάκαμψης της Ένωσης.

(4)

Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος της Ευρώπης (1) υπογραμμίζεται ότι η πανδημία COVID-19 κατέδειξε την ανάγκη για ταχεία και καθολική συνδεσιμότητα. Η κατάσταση αυτή επιτάσσει στα κράτη μέλη να αναπτύξουν, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, μια δέσμη βέλτιστων πρακτικών για τη μείωση του κόστους εγκατάστασης των δικτύων και τη διευκόλυνση της ανάπτυξης υποδομών πολύ υψηλής χωρητικότητας, συμπεριλαμβανομένων των οπτικών ινών και του 5G.

(5)

Τα δίκτυα κινητών επικοινωνιών 5G θα προσφέρουν συνδεσιμότητα πολύ υψηλής χωρητικότητας στους χρήστες κινητών επικοινωνιών. Τα δίκτυα αυτά πρόκειται να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της βάσης για τον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό σε τομείς όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, η μεταποίηση, η υγεία, η γεωργία και τα μέσα ενημέρωσης. Η επιτυχία διαφόρων περιπτώσεων χρήσης των δικτύων 5G προϋποθέτει τη συνέχεια της παροχής υπηρεσιών σε σημαντικές εκτάσεις, μεταξύ άλλων σε διασυνοριακό επίπεδο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να λάβουν κατάλληλα μέτρα για την προώθηση της εγκατάστασης σε ολόκληρη την επικράτειά τους, συμπεριλαμβανομένων αγροτικών και απομακρυσμένων περιοχών, και να συνεργαστούν μεταξύ τους για την εγκατάσταση δικτύων 5G σε διασυνοριακές περιοχές.

(6)

Τα μέτρα σχετικά με το ραδιοφάσμα που καλύπτει η παρούσα σύσταση μπορούν να στηρίξουν τις προκαταρκτικές εργασίες του μελλοντικού επικαιροποιημένου σχεδίου δράσης της Επιτροπής όσον αφορά τα δίκτυα 5G και 6G για την Ευρώπη, το οποίο εξαγγέλθηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος της Ευρώπης» (2). Στο εν λόγω επικαιροποιημένο σχέδιο θα γίνει απολογισμός της προόδου που έχει σημειωθεί, θα αντιμετωπιστούν οι τρέχουσες ελλείψεις της εγκατάστασης των δικτύων και θα καθοριστούν νέοι φιλόδοξοι στόχοι για τη μελλοντική εγκατάσταση δικτύων 5G σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να διασφαλιστεί ότι η συνδεσιμότητα 5G θα αξιοποιηθεί στο έπακρο προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων της ΕΕ για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας.

(7)

Η οδηγία 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) (στο εξής: οδηγία για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών) αποβλέπει στη διευκόλυνση και την παροχή κινήτρων για την εγκατάσταση υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Στην έκθεσή της σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών (4), η Επιτροπή εντόπισε ορισμένα προβλήματα όσον αφορά την αποτελεσματικότητά της, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ορισμένα προαιρετικά μέτρα δεν αξιοποιούνται πλήρως από τα κράτη μέλη. Ως απάντηση στα προβλήματα αυτά, η παρούσα σύσταση θα πρέπει να προτείνει μέτρα που θα παράσχουν κίνητρα για την έγκαιρη εγκατάσταση βιώσιμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών πολύ υψηλής χωρητικότητας, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων 5G.

(8)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), η οποία πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη και να τεθεί σε εφαρμογή από την 21η Δεκεμβρίου 2020, προάγει τη συνδεσιμότητα και την πρόσβαση σε δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας, καθώς και τη χρήση τους, από όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της Ένωσης. Σκοπός της παρούσας σύστασης είναι να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου αυτού και, ως εκ τούτου, στο επίκεντρό της βρίσκεται η εγκατάσταση δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν, τόσο μεταξύ τους όσο και με την Επιτροπή, για την επείγουσα ανάπτυξη μιας εργαλειοθήκης η οποία θα περιλαμβάνει βέλτιστες πρακτικές για την εφαρμογή της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών και θα βασίζεται στις ελάχιστες απαιτήσεις της, επιφέροντας βελτιώσεις στους ακόλουθους τομείς: i) εξορθολογισμός των διαδικασιών αδειοδότησης, στο πλαίσιο ευρύτερων προσπαθειών βελτίωσης της αποδοτικότητας και της διαφάνειας των δημόσιων διοικήσεων, καθώς και συμβολής στη διευκόλυνση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ii) αύξηση της διαφάνειας και ενίσχυση του ενιαίου σημείου πληροφόρησης, iii) επέκταση του δικαιώματος πρόσβασης σε υφιστάμενη υλική υποδομή που ελέγχεται από φορείς του δημόσιου τομέα και iv) βελτίωση του μηχανισμού επίλυσης διαφορών. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν μέτρα τα οποία θα συμβάλουν στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.

(10)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με όλες τις άδειες για τα τεχνικά έργα που απαιτούνται ενόψει της εγκατάστασης στοιχείων υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών εντός προθεσμίας 4 μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί εκτάκτως, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ή να τηρούν άλλες προθεσμίες ή υποχρεώσεις που ορίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. Για να αποφευχθούν, συνεπώς, αντιφατικές πρακτικές σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώξουν να διευκολύνουν την τήρηση της προθεσμίας των 4 μηνών για την αποδοχή ή την απόρριψη των αιτήσεων χορήγησης όλων των αναγκαίων αδειών, ενώ θα πρέπει επίσης να προσδιορίσουν από κοινού βέλτιστες πρακτικές για τον περαιτέρω εξορθολογισμό των διαδικασιών αδειοδότησης, όπως η σιωπηρή έγκριση και οι απλουστευμένες διαδικασίες αδειοδότησης.

(11)

Για ορισμένους τύπους εγκατάστασης δικτύων, κάποια κράτη μέλη έχουν θεσπίσει απλουστευμένες διαδικασίες αδειοδότησης ως μέσο σημαντικής μείωσης της διοικητικής επιβάρυνσης τόσο για τους φορείς εκμετάλλευσης όσο και για τις εθνικές διοικήσεις. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο χρήσης απλουστευμένων διαδικασιών αδειοδότησης ή εξαιρέσεων αδειοδότησης πέραν του άρθρου 57 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, καθώς και το ενδεχόμενο καθορισμού των σεναρίων εγκατάστασης δικτύων που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτές (π.χ. για προσωρινές εγκαταστάσεις δικτύων αναγκαίες για τη διασφάλιση της συνέχειας της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για απλές αναβαθμίσεις των υφιστάμενων δικτύων, συμπεριλαμβανομένης της αναβάθμισης υφιστάμενων σταθμών βάσης κινητών επικοινωνιών σε 5G).

(12)

Προκειμένου να μειωθεί η διοικητική επιβάρυνση και να εξορθολογιστούν οι διαδικασίες αδειοδότησης, θα πρέπει να διευκολυνθεί η χρήση ηλεκτρονικών διαδικασιών και να ενισχυθεί ο ρόλος του ενιαίου σημείου πληροφόρησης. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διερευνήσουν πιθανούς τρόπους καθιέρωσης του ενιαίου σημείου πληροφόρησης ως αποτελεσματικού ενιαίου σημείου εισόδου για την υποβολή ηλεκτρονικών αιτήσεων χορήγησης αδειών σε όλα τα διοικητικά επίπεδα.

(13)

Ως περαιτέρω βήμα, η υιοθέτηση ολοκληρωμένης προσέγγισης για την έκδοση αδειών υπό την ευθύνη του ενιαίου σημείου πληροφόρησης θα μπορούσε να προσδώσει σημαντική προστιθέμενη αξία. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει μέσω της εφαρμογής πλήρως συντονισμένης διαδικασίας σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανάθεσης ενεργού ρόλου στο ενιαίο σημείο πληροφόρησης στο πλαίσιο του συντονισμού και της παρακολούθησης των διαδικασιών αδειοδότησης από διαφορετικές αρμόδιες αρχές και να διασφαλίσουν την ορθή ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών.

(14)

Προς αποφυγή ανεπιθύμητων καθυστερήσεων, οι διαδικασίες για τη χορήγηση αδειών και δικαιωμάτων διέλευσης, μεταξύ άλλων και κατά μήκος των οδών επικοινωνίας (π.χ. οδικό δίκτυο, σιδηροδρομικές γραμμές), σύμφωνα με το άρθρο 43 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, θα πρέπει να διεξάγονται παράλληλα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διερευνήσουν τη δυνατότητα χορήγησης δικαιωμάτων διέλευσης το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας 4 μηνών κατ’ ανώτατο όριο για τις άδειες, ευθυγραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη συγκεκριμένη διαδικασία με τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 3 της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών.

(15)

Δεδομένου του αυξανόμενου αριθμού αδειών για την εγκατάσταση δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του ως επί το πλείστον τοπικού τους χαρακτήρα, τα τέλη για τις άδειες τεχνικών έργων ενδέχεται να παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις τόσο μεταξύ όσο και εντός των κρατών μελών. Είναι επίσης πιθανό να αντιστοιχούν σε σημαντικό ποσοστό του κόστους εγκατάστασης, ιδίως σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές, όπου το κόστος εγκατάστασης ανά χρήστη είναι υψηλότερο. Κατά συνέπεια, θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο τα κράτη μέλη να ανταλλάξουν και να συμφωνήσουν τρόπους για τη διατήρηση του κόστους αδειοδότησης σε κατάλληλο επίπεδο ώστε να μην αποτελεί αντικίνητρο για την υλοποίηση επενδύσεων, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού αδειών που απαιτούνται συχνά.

(16)

Η πρόσβαση σε πλήρεις, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες συνιστά προϋπόθεση για τη διασφάλιση της αποδοτικής χρήσης της υφιστάμενης υλικής υποδομής και του κατάλληλου συντονισμού των τεχνικών έργων. Ο ρόλος του ενιαίου σημείου πληροφόρησης είναι καίριας σημασίας εν προκειμένω. Η βελτίωση της διαφάνειας της υφιστάμενης υποδομής και των προγραμματισμένων τεχνικών έργων αποτελεί βασικό προκαταρκτικό βήμα για την εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης στην υφιστάμενη υποδομή και την ενίσχυση του συντονισμού των τεχνικών έργων, τα οποία αποφέρουν με τη σειρά τους πρόσθετα οφέλη για το περιβάλλον και τα άτομα. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο τροφοδότησης του ενιαίου σημείου πληροφόρησης με όλες τις πληροφορίες σχετικά με την υλική υποδομή που είναι διαθέσιμη σε συγκεκριμένη περιοχή, από διάφορες πηγές, και να συνδράμουν στην παροχή πληροφοριών γεωαναφοράς.

(17)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να διερευνήσουν πιθανά μέσα για τη βελτίωση της διαφάνειας όσον αφορά την υφιστάμενη υλική υποδομή μέσω της αύξησης της ποσότητας και της ποιότητας των πληροφοριών που διατίθενται μέσω του ενιαίου σημείου πληροφόρησης. Σε αυτές περιλαμβάνονται πληροφορίες οι οποίες παρέχονται σε διμερές επίπεδο μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 4 της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών, κατόπιν αιτήματος, ή πληροφορίες οι οποίες αφορούν υλική υποδομή που ελέγχεται από φορείς του δημόσιου τομέα.

(18)

Επιπλέον των απαιτήσεων της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών όσον αφορά την πρόσβαση σε υφιστάμενη υλική υποδομή, η εγκατάσταση δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας μπορεί να διευκολυνθεί περαιτέρω με την παροχή στους φορείς εκμετάλλευσης της δυνατότητας απόκτησης πρόσβασης σε σχετική υλική υποδομή που ελέγχεται από φορείς του δημόσιου τομέα, υπό παρόμοιους όρους με αυτούς που καθορίζονται στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας. Η εν λόγω υλική υποδομή θα περιλαμβάνει κτίρια, ιδίως στέγες, και εξοπλισμό οδών, όπως στύλους οδικού φωτισμού, πινακίδες οδικής σήμανσης, φωτεινούς σηματοδότες, πινακίδες, στάσεις λεωφορείων και τραμ και σταθμούς μετρό.

(19)

Η οδηγία για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών προβλέπει την προσφυγή σε διαδικασίες επίλυσης διαφορών σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων σχετικά με την πρόσβαση σε υποδομές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους ώστε να προσδιορίσουν από κοινού βέλτιστες πρακτικές για αποτελεσματικούς και αποδοτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, καθώς και για την άρτια λειτουργία των φορέων επίλυσης διαφορών σε ολόκληρη την Ένωση. Για λόγους διαφάνειας, οι πρακτικές αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν την έγκαιρη δημοσίευση των αποφάσεων των φορέων επίλυσης διαφορών.

(20)

Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αυξάνεται και είναι σημαντικό να εξεταστούν όλα τα δυνατά μέσα για την αντιμετώπιση της τάσης αυτής. Κίνητρα για την εγκατάσταση δικτύων, για παράδειγμα, με μειωμένο αποτύπωμα άνθρακα, μπορούν να συμβάλουν στη βιωσιμότητα του τομέα, καθώς και στον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτήν. Τα κράτη μέλη καλούνται να προσδιορίσουν και να προωθήσουν, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, τα εν λόγω κίνητρα, τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ταχείες διαδικασίες αδειοδότησης ή μειωμένα τέλη αδειοδότησης και πρόσβασης για δίκτυα που πληρούν ορισμένα περιβαλλοντικά κριτήρια.

(21)

Προς αποφυγή αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στις διαδικασίες αδειοδότησης της χρήσης ραδιοφάσματος και της εγκατάστασης δικτύων ασύρματων επικοινωνιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές σχετικά με τον τρόπο συνυπολογισμού των αποτελεσμάτων της περιβαλλοντικής εκτίμησης, όταν αυτή απαιτείται, και ιδίως όταν οι αρχές καταρτίζουν το πλαίσιο για τη μελλοντική έγκριση έργων, τηρώντας παράλληλα πλήρως τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) (στο εξής: οδηγία για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση), της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) (στο εξής: οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων) και της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (8) (στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους). Η περιβαλλοντική εκτίμηση θα πρέπει να διενεργείται στο στάδιο κατά το οποίο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι δυνατό να προσδιοριστούν και να εκτιμηθούν.

(22)

Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών ορίζει κοινή προθεσμία έως το τέλος του 2020 για να επιτρέψουν τα κράτη μέλη τη χρήση της ζώνης συχνοτήτων 3,4 – 3,8 GHz και τουλάχιστον 1 GHz της πρωτοπόρου ζώνης συχνοτήτων 24,25 – 27,5 GHz για το 5G. Επιπλέον, στην απόφαση (ΕΕ) 2017/899 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίυ και του Συμβουλίου (9) ορίζεται η κοινή προθεσμία της 30ής Ιουνίου 2020 για να επιτρέψουν τα κράτη μέλη τη χρήση της πρωτοπόρου ζώνης συχνοτήτων των 700 MHz για την τεχνολογία 5G. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε η διαχείριση του ραδιοφάσματος να προωθεί τη συνδεσιμότητα υψηλής ποιότητας για τις επιχειρήσεις και την κοινωνία με διασυνοριακή διάσταση, καθώς και την ψηφιοποίηση της βιομηχανίας, αποφέροντας με τον τρόπο αυτόν οφέλη τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία συνολικά, μεταξύ άλλων, με όρους προσβασιμότητας, ίσων ευκαιριών και συμπεριληπτικότητας. Η επίτευξη του στόχου αυτού θα μπορούσε να διευκολυνθεί με την έγκαιρη ανταλλαγή απόψεων και βέλτιστων πρακτικών τόσο εκ των προτέρων όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης από ομοτίμους που θεσπίστηκε βάσει του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών.

(23)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ταχεία και ασφαλής εγκατάσταση των δικτύων 5G και η υιοθέτηση καινοτόμων υπηρεσιών από το 2020, σύμφωνα με το σχέδιο δράσης 5G (10), και λαμβανομένης υπόψη της εργαλειοθήκης σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής σχετικά με την κυβερνοασφάλεια δικτύων 5G (11),τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφύγουν ή να ελαχιστοποιήσουν τυχόν καθυστερήσεις όσον αφορά τη δυνατότητα χρήσης πρωτοπόρων ζωνών συχνοτήτων 5G εξαιτίας της κρίσης λόγω COVID-19.

(24)

Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει η ασφαλής και ανθεκτική υποδομή 5G για την ανάκαμψη και την οικονομική ανάπτυξη, οι διαδικασίες αδειοδότησης ραδιοφάσματος θα πρέπει να στηρίζουν, κατά περίπτωση, τις επενδύσεις σε υποδομές περιορίζοντας την οικονομική επιβάρυνση για τους χρήστες ραδιοφάσματος, ιδίως για τους φορείς εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Η στήριξη αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα υπό τις συνθήκες της κρίσης λόγω COVID-19. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να καθορίσουν κανόνες αδειοδότησης ραδιοφάσματος οι οποίοι αποσκοπούν στην εφαρμογή μιας μεθοδολογίας τιμολόγησης του ραδιοφάσματος που θα είναι ευνοϊκή για τις επενδύσεις. Πρακτικές αυτού του είδους μπορούν να καλύπτουν κίνητρα, κατά περίπτωση, για την παροχή ασύρματης κάλυψης υψηλής ποιότητας, ώστε να εξασφαλίζονται ευρέως διαθέσιμες υπηρεσίες, μεταξύ άλλων και σε διασυνοριακό επίπεδο.

(25)

Για να αποφευχθεί η ανεπάρκεια συχνοτήτων ραδιοφάσματος, η οποία συνεπάγεται υψηλότερες προσφορές σε δημοπρασίες συχνοτήτων ραδιοφάσματος, οι βέλτιστες πρακτικές μπορούν να καλύπτουν μέτρα για τη μη δέσμευση συχνοτήτων ραδιοφάσματος σε πρωτοπόρες ζώνες συχνοτήτων 5G για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας και άμυνας, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, ή μέτρα δέσμευσης συχνοτήτων εναρμονισμένου σε επίπεδο ΕΕ ραδιοφάσματος για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών για ιδιώτες χρήστες ραδιοφάσματος, όσον αφορά τόσο των συχνοτήτων ραδιοφάσματος όσο και την επιλογή συγκεκριμένης ζώνης συχνοτήτων, μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

(26)

Τα δίκτυα 5G προϋποθέτουν σημαντικά πυκνότερη εγκατάσταση κυψελών σε ζώνες υψηλότερων συχνοτήτων σε σύγκριση με προηγούμενες τεχνολογικές γενιές. Η από κοινού χρήση παθητικής και ενεργητικής υποδομής και η κοινή ανάπτυξη ασύρματης υποδομής μπορούν να μειώσουν το κόστος της εν λόγω εγκατάστασης (συμπεριλαμβανομένου του πρόσθετου κόστους), ιδίως κατά τη χρήση των ζωνών συχνοτήτων 3,4 – 3,8 GHz και 24,25 – 27,5 GHz, και, κατ’ επέκταση, να επιταχύνουν τον ρυθμό της, να υποστηρίξουν την αυξημένη κάλυψη δικτύου και να καταστήσουν δυνατή την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη χρήση του ραδιοφάσματος προς όφελος των καταναλωτών. Επομένως, θα πρέπει να εξεταστεί θετικά από τις αρμόδιες αρχές, ιδίως σε τομείς περιορισμένης οικονομικής απόδοσης.

(27)

Η εγκατάσταση πυκνών ασύρματων δικτύων 5G θα μπορούσε επίσης να ευνοηθεί από ευέλικτα καθεστώτα αδειοδότησης, που να δίνουν ώθηση στις επενδύσεις σε ασύρματα δίκτυα και να διασφαλίζουν την αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος. Οι ζώνες υψηλών συχνοτήτων άνω των 24 GHz (στο εξής: ζώνες συχνοτήτων χιλιοστομετρικών κυμάτων), όπως η ζώνη συχνοτήτων 24,25 – 27,5 GHz, προσφέρουν μεγάλη ποσότητα ραδιοφάσματος με γεωγραφικά περιορισμένα χαρακτηριστικά διάδοσης. Μολονότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν, κατά γενικό κανόνα, ανταγωνιστικές διαδικασίες επιλογής, όπως δημοπρασίες για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης σε ζώνες συχνοτήτων που χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια, οι διαδικασίες αυτές ενδέχεται να περιορίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο τις δυνατότητες επενδύσεων σε πυκνά ασύρματα δίκτυα 5G όσο και την ευελιξία, καθώς και την προκύπτουσα αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος. Η μεμονωμένη αδειοδότηση εναρμονισμένων ζωνών συχνοτήτων χιλιοστομετρικών κυμάτων με τη χρήση ταχείας διοικητικής διαδικασίας, η οποία θα είναι ανοικτή, αντικειμενική, αναλογική, δεν εισάγει διακρίσεις και τηρεί διαφανή κριτήρια και διαδικασίες, θα μπορούσε να θεωρηθεί βέλτιστη πρακτική.

(28)

Προς αποφυγή αποκλινουσών λύσεων κατά τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος για την παροχή διασυνοριακών ασύρματων υπηρεσιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συντονίζονται καλύτερα κατά την εκχώρηση ραδιοφάσματος, ώστε να προάγεται η ασύρματη συνδεσιμότητα που θα στηρίξει τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και την ψηφιακή κυριαρχία της Ένωσης βάσει των ευέλικτων, πολυυπηρεσιακών ικανοτήτων της υποδομής 5G. Η συντονισμένη εκχώρηση ραδιοφάσματος είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εκπλήρωση των απαιτήσεων συνδεσιμότητας νέων περιπτώσεων χρήσης που συμβάλλουν στην ψηφιοποίηση των δραστηριοτήτων στους τομείς της οδικής και σιδηροδρομικής κινητικότητας, των μεταφορών και της μεταποιητικής βιομηχανίας. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν ειδικότερα την ποιότητα των υπηρεσιών, η οποία εκφράζεται με όρους χωρητικότητας, διεκπεραιωτικότητας, χρόνου αναμονής, αξιοπιστίας και ασφάλειας και ανθεκτικότητας του δικτύου.

(29)

Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμβάλουν στη δημιουργία μιας δέσμης βέλτιστων πρακτικών και να συμφωνήσουν σχετικά, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή και με την υποστήριξη της ομάδας για την πολιτική ραδιοφάσματος, για σημαντικά καινοτόμα παραδείγματα σε βιομηχανικούς τομείς με διασυνοριακή διάσταση, όπως οι οδικές ή σιδηροδρομικές μεταφορές (συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών διαδρόμων για συνεργατική, συνδεδεμένη και αυτοματοποιημένη κινητικότητα) και τα έξυπνα εργοστάσια. Οι πρακτικές αυτές θα μπορούσαν να βασιστούν στα αποτελέσματα χρηματοδοτούμενων από την ΕΕ πιλοτικών έργων και δοκιμών σε κάθετους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών διαδρόμων 5G. Πρακτικές αυτού του είδους θα πρέπει να καθορίζουν τις σχετικές κοινές περιοχές συχνοτήτων, τα καθεστώτα αδειοδότησης και τους όρους για τους φορείς εκμετάλλευσης όσον αφορά την παροχή ειδικών (τομεακών) ασύρματων υπηρεσιών. Τα κοινά καθεστώτα αδειοδότησης θα μπορούσαν να αφορούν τη χορήγηση μεμονωμένων αδειών φορέων εκμετάλλευσης και φορέων του κλάδου, συμπεριλαμβανομένης της κοινής χρήσης ραδιοφάσματος. Οι κοινοί όροι αδειοδότησης θα μπορούσαν να καλύπτουν την ανάπτυξη, την ποιότητα των υπηρεσιών, την κοινή χρήση ραδιοφάσματος, τη συνύπαρξη μεταξύ ασύρματων συστημάτων, την αποθεματοποίηση ραδιοφάσματος, την κυβερνοασφάλεια και τις συμφωνίες που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης κινητών επικοινωνιών και ενδιαφερόμενων μερών του κλάδου, καθώς και τα μέτρα προστασίας βασικών επικοινωνιών για τις αεροπορικές μεταφορές. Στο πλαίσιο αυτό, η ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος θα πρέπει να συνδράμει την Επιτροπή προκειμένου να διαπιστώσει αν είναι αναγκαία η ανάθεση εντολής στην Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών για την ανάπτυξη εναρμονισμένων τεχνικών όρων χρήσης ραδιοφάσματος.

(30)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συντονίζουν τη διαδικασία αδειοδότησης ραδιοφάσματος και, ειδικότερα, να χρησιμοποιούν κοινή διαδικασία αδειοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, κατά την εφαρμογή της δέσμης βέλτιστων πρακτικών που θα αναπτύξουν τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την εκχώρηση κοινής ειδικής προς τον σκοπό αυτόν περιοχής συχνοτήτων υπό κοινούς όρους αδειοδότησης.

(31)

Η εφαρμογή της εργαλειοθήκης θα μπορούσε να ευνοηθεί από την εξασφάλιση σαφούς διαδικασίας, επαρκούς παρακολούθησης, αυξημένης διαφάνειας και διαλόγου τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο.

(32)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους και εκ του σύνεγγυς με την Επιτροπή για την ανάπτυξη της εργαλειοθήκης. Όπου κρίνεται σκόπιμο, θα πρέπει να συμμετάσχει στενά η ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος, ο Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, το δίκτυο των αρμόδιων γραφείων ευρυζωνικότητας, οι φορείς επίλυσης διαφορών και οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με τα καθήκοντα του ενιαίου σημείου πληροφόρησης.

(33)

Η παρούσα σύσταση δεν θίγει την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού και των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

1.   ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

1.

Η παρούσα σύσταση παρέχει καθοδήγηση για την ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών, οι οποίες αναφέρονται ως «εργαλειοθήκη», με σκοπό την προώθηση της συνδεσιμότητας για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης από την κρίση λόγω COVID-19, με έμφαση σε τρεις τομείς που αποσκοπούν, ειδικότερα, στα εξής:

α)

μείωση του κόστους και αύξηση της ταχύτητας εγκατάστασης δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, ειδικότερα, δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας, με τον εξορθολογισμό των διαδικασιών αδειοδότησης για τεχνικά έργα, τη βελτίωση της διαφάνειας και την ενίσχυση των ικανοτήτων του/των ενιαίου/-ων σημείου/-ων πληροφόρησης που δημιουργήθηκε/-αν με την οδηγία για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών, την επέκταση των δικαιωμάτων πρόσβασης σε υφιστάμενη υλική υποδομή που ελέγχεται από φορείς του δημόσιου τομέα και τον προσδιορισμό μέτρων που θα συμβάλουν στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

β)

παροχή, κατά περίπτωση, έγκαιρης και ευνοϊκής για τις επενδύσεις πρόσβασης στο ραδιοφάσμα 5G μέσω επενδυτικών κινήτρων για τη χρήση του ραδιοφάσματος, καθώς και διαδικασιών έγκαιρης εκχώρησης ραδιοφάσματος για πρωτοπόρες ζώνες συχνοτήτων 5G·

γ)

καθιέρωση ισχυρότερης διαδικασίας συντονισμού για την εκχώρηση ραδιοφάσματος, η οποία διευκολύνει επίσης τη διασυνοριακή παροχή καινοτόμων υπηρεσιών 5G.

2.

Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης, ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών και στον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών.

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΘΗΚΗΣ

3.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους και εκ του σύνεγγυς με την Επιτροπή για την ανάπτυξη εργαλειοθήκης στους τομείς που αναφέρονται στα τμήματα 3, 4 και 5 της παρούσας σύστασης. Όπου κρίνεται σκόπιμο, θα πρέπει να συμμετέχουν οι ακόλουθοι φορείς:

α)

ο Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες, καθώς και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, το δίκτυο των αρμόδιων γραφείων ευρυζωνικότητας και οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με τα καθήκοντα του ενιαίου σημείου πληροφόρησης όσον αφορά τους τομείς που προσδιορίζονται στο τμήμα 3·

β)

η ομάδα για την πολιτική ραδιοφάσματος και οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές όσον αφορά τους τομείς που προσδιορίζονται στα τμήματα 4 και 5.

4.

Έως τις 20 Δεκεμβρίου 2020, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν και να ανταλλάξουν, τόσο μεταξύ τους όσο και με την Επιτροπή, βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με τα τμήματα 3 και 4.

5.

Έως τις 30 Μαρτίου 2021, τα κράτη μέλη, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, θα πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την εργαλειοθήκη.

6.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν επειγόντως την εργαλειοθήκη και σε στενή συνεργασία με άλλα κράτη μέλη, την Επιτροπή και άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

7.

Για τη διασφάλιση διαφάνειας και τη διευκόλυνση της ανταλλαγής ορθών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών, η εργαλειοθήκη και κάθε σχετική πληροφορία που έχει υποβληθεί θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί στον δικτυακό τόπο Europa και μέσω των ενιαίων σημείων πληροφόρησης.

3.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΩΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΗΣ ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Εξορθολογισμός των διαδικασιών αδειοδότησης

8.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν και να συμφωνήσουν βέλτιστες πρακτικές για τον περαιτέρω εξορθολογισμό των διαδικασιών αδειοδότησης πέραν του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, καθώς και για τη διευκόλυνση της τήρησης της προθεσμίας και άλλων όρων που καθορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διερευνήσουν τρόπους για:

α)

να διευκολύνουν την τήρηση της προθεσμίας 4 μηνών κατ’ ανώτατο όριο για την αποδοχή ή την απόρριψη αιτήσεων αδειοδότησης. Για την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης, ελλείψει ρητής απόφασης εντός της τετράμηνης περιόδου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο σιωπηρής έγκρισης της αίτησης·

β)

να απλουστεύσουν και να εξορθολογίζουν τις διαδικασίες αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού ταχειών διαδικασιών αδειοδότησης και/ή εξαιρέσεων αδειοδότησης, κατά περίπτωση, και τον καθορισμό του είδους εγκατάστασης δικτύου που θα μπορούσε να ευνοείται από αυτές·

γ)

να παρέχουν στους φορείς εκμετάλλευσης το δικαίωμα υποβολής, με ηλεκτρονικά μέσα με τη χρήση του ενιαίου σημείου πληροφόρησης, αιτήσεων για τη χορήγηση όλων των αναγκαίων αδειών που απαιτούνται για τεχνικά έργα για την εγκατάσταση στοιχείων δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας.

δ)

να καθιερώσουν το ενιαίο σημείο πληροφόρησης ως ενιαίο σημείο εισόδου για την υποβολή αιτήσεων για τα εν λόγω τεχνικά έργα. Για τον σκοπό αυτόν, θα μπορούσε να απαιτηθεί από το ενιαίο σημείο πληροφόρησης να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στον συντονισμό και την παρακολούθηση των διαδικασιών αδειοδότησης σε όλα τα διοικητικά επίπεδα. Θα μπορούσε επίσης να του ζητηθεί να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την πρόοδο των διαδικασιών αυτών μεταξύ των αιτούντων και των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της κοινοποίησης της απόφασης που εκδίδεται από την/τις αρμόδια/-ες αρχή/-ές στον αιτούντα.

9.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν επίσης βέλτιστες πρακτικές για τη διευκόλυνση της χορήγησης των δικαιωμάτων διέλευσης που προβλέπονται στο άρθρο 43 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, όταν αυτά απαιτούνται για την εγκατάσταση στοιχείων δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας. Οι εν λόγω βέλτιστες πρακτικές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που για την εγκατάσταση των εν λόγω στοιχείων δικτύου απαιτούνται τόσο άδειες τεχνικών έργων όσο και δικαιώματα διέλευσης, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν παράλληλα τις απαραίτητες άδειες ή απορρίπτουν τις σχετικές αιτήσεις αδειοδότησης εντός προθεσμίας 4 μηνών κατ’ ανώτατο όριο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

10.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανταλλάσσουν και να συμφωνούν βέλτιστες πρακτικές ώστε να διασφαλίζεται ότι τα τέλη που χρεώνονται για τη χορήγηση αδειών για τεχνικά έργα τα οποία απαιτούνται για την εγκατάσταση δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας είναι αντικειμενικά αιτιολογημένα, διαφανή, δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι αναλογικά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς και ότι καλύπτουν μόνο τις διοικητικές δαπάνες που προκύπτουν για την παροχή των εν λόγω αδειών.

Βελτίωση της διαφάνειας μέσω του ενιαίου σημείου πληροφόρησης

11.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν κατάλληλες βέλτιστες πρακτικές για τη βελτίωση της διαφάνειας όσον αφορά την υλική υποδομή, ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης να μπορούν να έχουν ευχερέστερη πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες για την υποδομή που είναι διαθέσιμη σε συγκεκριμένη περιοχή. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να ενισχύσουν τον ρόλο του ενιαίου σημείου πληροφόρησης και να επεκτείνουν τις λειτουργίες του ώστε να συμπεριλαμβάνονται, για παράδειγμα, πληροφορίες γεωαναφοράς (χάρτες και ψηφιακά μοντέλα) και να ενσωματώνονται πληροφορίες από διάφορες πηγές (ιδίως πληροφορίες που παρέχονται από αρμόδιες εθνικές αρχές σε οποιοδήποτε επίπεδο, φορείς του δημόσιου τομέα και φορείς εκμετάλλευσης δικτύων).

12.

Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να αναπτύξουν βέλτιστες πρακτικές ώστε να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας, σε περίπτωση που κατέχονται από φορείς του δημόσιου τομέα, καθίστανται διαθέσιμες μέσω του ενιαίου σημείου πληροφόρησης σε ηλεκτρονική μορφή. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο διάθεσης, μέσω του ενιαίου σημείου πληροφόρησης, πληροφοριών σχετικά με την υλική υποδομή πέραν των ελάχιστων πληροφοριών που καθορίζονται στην οδηγία, όπως η τοποθεσία γεωαναφοράς της υποδομής, το ψηφιακό της μοντέλο, το είδος και η τρέχουσα χρήση της ή η συνολική και η εφεδρική της χωρητικότητα.

13.

Για την περαιτέρω βελτίωση της ποσότητας και του είδους των πληροφοριών που διατίθενται μέσω του ενιαίου σημείου πληροφόρησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων να καθιστούν διαθέσιμες μέσω του ενιαίου σημείου πληροφόρησης, και σε ηλεκτρονική μορφή, τις πληροφορίες σχετικά με την υφιστάμενη υλική υποδομή τους που έχουν διαθέσει σε άλλους φορείς εκμετάλλευσης κατόπιν ειδικού αιτήματος.

Επέκταση του δικαιώματος πρόσβασης σε υφιστάμενη υλική υποδομή

14.

Για την αύξηση του αριθμού και του είδους των ευκολιών που τίθενται στη διάθεση των φορέων εκμετάλλευσης για την εγκατάσταση στοιχείων δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν βέλτιστες πρακτικές ώστε να παρέχεται στους φορείς εκμετάλλευσης η δυνατότητα απόκτησης πρόσβασης σε υλική υποδομή (περιλαμβανομένων κτιρίων και εξοπλισμού οδών) που ελέγχεται από φορείς του δημόσιου τομέα, η οποία είναι ικανή να φιλοξενήσει στοιχεία δικτύου πολύ υψηλής χωρητικότητας, υπό παρόμοιους όρους με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας για τη μείωση του κόστους ευρυζωνικών υπηρεσιών.

Μηχανισμός επίλυσης διαφορών

15.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν βέλτιστες πρακτικές για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του μηχανισμού επίλυσης διαφορών όσον αφορά διαφορές που σχετίζονται με την πρόσβαση σε υλική υποδομή και τη λειτουργία των φορέων επίλυσης διαφορών, με σκοπό την επίλυση συναφών ζητημάτων εντός της συντομότερης δυνατής προθεσμίας και την παροχή καθοδήγησης στα μέρη σχετικά με τις κατάλληλες προϋποθέσεις και επιβαρύνσεις, μεταξύ άλλων με την έγκαιρη δημοσίευση των αποφάσεών τους.

Μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των δικτύων

16.

Τα κράτη μέλη παροτρύνονται να αναπτύξουν βέλτιστες πρακτικές για την κινητροδότηση της εγκατάστασης δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών με μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση ενέργειας και τις σχετικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, συμπεριλαμβανομένων:

α)

των κριτηρίων για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των μελλοντικών δικτύων·

β)

των κινήτρων που παρέχονται στους φορείς εκμετάλλευσης για την εγκατάσταση περιβαλλοντικά βιώσιμων δικτύων.

Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων

17.

Σε περίπτωση που η νομοθεσία της Ένωσης, ειδικότερα η οδηγία 2001/42/ΕΚ (οδηγία για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση), η οδηγία 2011/92/ΕΕ (οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων) και η οδηγία 92/43/ΕΟΚ (οδηγία για τους οικοτόπους), επιβάλλει την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης επιπτώσεων, και ιδίως όταν οι αρχές καταρτίζουν το πλαίσιο για τη μελλοντική έγκριση έργων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές σχετικά με την τρόπο διενέργειας της περιβαλλοντικής εκτίμησης και του συνυπολογισμού των αποτελεσμάτων της στο στάδιο κατά το οποίο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι δυνατό να προσδιοριστούν και να εκτιμηθούν, όπως όταν οι φορείς εκμετάλλευσης παρουσιάζουν συνολικά σχέδια για έργα που συνεπάγονται την εγκατάσταση ή την ανάπτυξη δικτύων.

4.   ΑΝΑΛΗΨΗ ΔΡΑΣΗΣ ΣΕ ΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΚΑΙ ΕΥΝΟΪΚΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΑΣΜΑ 5G

Χρονοδιάγραμμα των διαδικασιών αδειοδότησης φάσματος

18.

Με την επιφύλαξη τυχόν αξιολόγησης ανωτέρας βίας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι κάθε αναβολή των διαδικασιών για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος εξαιτίας της κρίσης λόγω COVID-19 περιορίζεται στο ελάχιστο και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για την πρόληψη ή τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου COVID-19. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επικαιροποιούν αναλόγως κάθε σχετικό εθνικό χάρτη πορείας ραδιοφάσματος.

19.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ζητούν τη σύγκληση φόρουμ αξιολόγησης από ομοτίμους, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, προκειμένου να εξεταστούν εκ των προτέρων σχέδια μέτρων για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος εντός των ζωνών συχνοτήτων 700 MHz, 3,4 – 3,8 GHz και 24,25 – 27,5 GHz, με σκοπό την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών.

Κίνητρα για επενδύσεις

20.

Προκειμένου να προβούν σε απολογισμό των κινήτρων που παρέχονται στους χρήστες ραδιοφάσματος ώστε να επενδύσουν ουσιαστικά στην εγκατάσταση δικτύων 5G, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή, ιδίως μέσω της ομάδας για την πολιτική ραδιοφάσματος, σχετικά με συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θεωρούν βέλτιστες πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχουν εφαρμοστεί ή προγραμματίζεται να εφαρμοστούν σε εθνικό επίπεδο, κατά την αδειοδότηση ραδιοφάσματος στις ζώνες συχνοτήτων 700 MHz, 3,4 – 3,8 GHz και 24,25 – 27,5 GHz.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναφέρουν κάθε συναφές μέτρο το οποίο έχει τους ακόλουθους στόχους:

α)

προώθηση κατάλληλων τιμών πρώτης προσφοράς που αντικατοπτρίζουν τα ελάχιστα επίπεδα τελών για δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος·

β)

πρόληψη της ανεπάρκειας ραδιοφάσματος με τη διασφάλιση της εκχώρησης του συνόλου του εναρμονισμένου ραδιοφάσματος σε επίπεδο Ένωσης·

γ)

παροχή, κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, της δυνατότητας καταβολής τελών για δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος σε δόσεις εντός της περιόδου ισχύος των εν λόγω δικαιωμάτων·

δ)

χρήση καθεστώτος μεμονωμένης αδειοδότησης για τη ζώνη συχνοτήτων 24,25 – 27,5 GHz, το οποίο προάγει την έγκαιρη χρήση της, συμπεριλαμβανομένου, ειδικότερα, ενός καθεστώτος που βασίζεται σε ταχείες διοικητικές διαδικασίες όταν εφαρμόζεται σε γεωγραφικά περιορισμένα δικαιώματα χρήσης·

ε)

συνδυασμό οικονομικών κινήτρων με υποχρεώσεις ή επίσημες δεσμεύσεις για την επιτάχυνση ή την επέκταση της ασύρματης κάλυψης υψηλής ποιότητας·

στ)

παροχή, με την επιφύλαξη του δικαίου του ανταγωνισμού, της δυνατότητας από κοινού χρήσης παθητικής και ενεργητικής υποδομής, καθώς και της δυνατότητας κοινής ανάπτυξης υποδομής που βασίζεται στη χρήση ραδιοφάσματος.

5.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΩΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΦΑΣΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ

21.

Για την προώθηση συνεκτικής πρακτικής όσον αφορά τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοφάσματος σε φορείς εκμετάλλευσης με σκοπό την εγκατάσταση ασύρματης υποδομής επόμενης γενιάς (συμπεριλαμβανομένου του 5G) για διασυνοριακή βιομηχανική χρήση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν και να συμφωνήσουν βέλτιστες πρακτικές στο πλαίσιο της εργαλειοθήκης για το θέμα αυτό, μεταξύ άλλων όσον αφορά:

α)

τον προσδιορισμό περιπτώσεων χρήσης με διασυνοριακή διάσταση, ιδίως για τις οδικές μεταφορές, τις σιδηροδρομικές μεταφορές και τη μεταποιητική βιομηχανία, σύμφωνα με τις προτεραιότητες της Ένωσης (12) για την εγκατάσταση δικτύων 5G·

β)

για κάθε περίπτωση χρήσης που προσδιορίζεται, τον προσδιορισμό κοινής ειδικής προς τον σκοπό αυτόν περιοχής συχνοτήτων, σε συνδυασμό με το κατάλληλο καθεστώς κοινής αδειοδότησης, καθώς και των όρων που διέπουν τις εν λόγω αδειοδοτήσεις, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για τη διασφάλιση της συνέχειας της παροχής υπηρεσιών σε διασυνοριακό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης, ενδεικτικά, της ποιότητας των υπηρεσιών και της ασφάλειας του δικτύου.

22.

Τα κράτη μέλη καλούνται να χρησιμοποιήσουν τις βέλτιστες πρακτικές της εργαλειοθήκης που αναφέρονται στο σημείο 21 όσον αφορά τους σχετικούς χρήστες στο έδαφός τους, με σκοπό ιδίως τον από κοινού καθορισμό των κοινών πτυχών και τη διεξαγωγή κοινής διαδικασίας αδειοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών έως τις 30 Μαρτίου 2022.

6.   ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

23.

Έως τις 30 Απριλίου 2021, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή χάρτη πορείας για την εφαρμογή της εργαλειοθήκης.

24.

Έως τις 30 Απριλίου 2022, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της εργαλειοθήκης.

Βρυξέλλες, 18 Σεπτεμβρίου 2020.

Για την Επιτροπή

Thierry BRETON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τη διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος της Ευρώπης, της 9ης Ιουνίου 2020, 8711/20.https://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-8711-2020-INIT/el/pdf

(2)  COM(2020) 67 final.

(3)  Οδηγία 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 155 της 23.5.2014, σ. 1).

(4)  Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2014/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για μέτρα μείωσης του κόστους εγκατάστασης υψίρρυθμων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, COM(2018) 492 της 27ης Ιουνίου 2018.

(5)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΕΕ L 321 της 17.12.2018, σ. 36).

(6)  Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30).

(7)  Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1).

(8)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

(9)  Απόφαση (ΕΕ) 2017/899 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017, σχετικά με τη χρήση της ζώνης συχνοτήτων των 470-790 MHz στην Ένωση (ΕΕ L 138 της 25.5.2017, σ. 131).

(10)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «5G για την Ευρώπη: σχέδιο δράσης», COM(2016) 588 final.

(11)  Σύσταση (ΕΕ) 2019/534 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2019, Κυβερνοασφάλεια δικτύων 5G (ΕΕ L 88 της 29.3.2019, σ. 42).

(12)  Βλ. ειδικότερα τις ανακοινώσεις της Επιτροπής COM(2016) 587 και COM(2020) 67.