ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

63ό έτος
5 Μαΐου 2020


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/611 της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2020, για την εκ νέου επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (EE) 2020/612 της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2020, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης ( 1 )

9

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2020/613 της Επιτροπής, της 7ης Φεβρουαρίου 2020, σχετικά με το μέτρο SA.17653 — C36/2007 (πρώην NN 25/2007) που εφαρμόστηκε από τη Γερμανία υπέρ της Deutsche Post AG [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό (2020) 593]  ( 1 )

12

 

*

Αποφαση (ΕΕ) 2020/614 της Ευρωπαϊκης Κεντρικης Τραπεζας, της 30ής Απριλίου 2020, που τροποποιεί την απόφαση (ΕΕ) 2019/1311 σχετικά με την τρίτη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2020/25)

28

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) 2020/171 της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 2020, για την τροποποίηση του παραρτήματος XIV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) ( EE L 35 της 7.2.2020 )

37

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.5.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/1


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/611 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 30ής Απριλίου 2020

για την εκ νέου επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: βασικός κανονισμός) (1), και ιδίως το άρθρο 13 και το άρθρο 14 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 (2), επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: ΛΔΚ ή Κίνα). Τα εν λόγω μέτρα θα αναφέρονται στο εξής ως «αρχικά μέτρα» και η έρευνα που οδήγησε στα μέτρα αυτά θα αναφέρεται ως «αρχική έρευνα».

(2)

Μετά την επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή έλαβε αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τα εν λόγω μέτρα καταστρατηγούνταν μέσω μεταφόρτωσης στη Μαλαισία.

(3)

Για τον λόγο αυτό, στις 28 Νοεμβρίου 2010, η Επιτροπή, με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 966/2010 (3), κίνησε έρευνα σχετικά με την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 (στο εξής: έρευνα κατά της καταστρατήγησης).

(4)

Στις 26 Ιουλίου 2011 το Συμβούλιο επέκτεινε τον δασμό αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 σε ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 723/2011 του Συμβουλίου (4) (στο εξής: κανονισμός κατά της καταστρατήγησης).

(5)

Στις 27 Φεβρουαρίου 2016 η Επιτροπή, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/278 της Επιτροπής (5), κατάργησε τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009, όπως επεκτάθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 723/2011.

(6)

Με απόφασή του στην υπόθεση C-644/17 Eurobolt στις 3 Ιουλίου 2019 (6),το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 723/2011, καθόσον εκδόθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας διαβούλευσης που προβλέπει το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (7).

2.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ C-644/17 EUROBOLT

(7)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση κοινοποιήσεως όλων των σχετικών πληροφοριών στη συμβουλευτική επιτροπή το αργότερο 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίασή της, απαίτηση η οποία τίθεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, εμπίπτει στους ουσιώδεις τύπους της νομιμότητας της διαδικασίας, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως (8). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, συντρέχει παράβαση της διάταξης αυτής, καθόσον οι παρατηρήσεις της Eurobolt, ολλανδικής εταιρείας εισαγωγής συνδετήρων από τη Μαλαισία, δεν κοινοποιήθηκαν στα κράτη μέλη το αργότερο 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 266 της ΣΛΕΕ, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, στις 27 Αυγούστου 2019 η Επιτροπή κίνησε εκ νέου την έρευνα κατά της καταστρατήγησης, ώστε να διορθωθεί η παρανομία που διαπίστωσε το Δικαστήριο (9).

(9)

Η επανέναρξη της έρευνας κατά της καταστρατήγησης περιορίστηκε στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης του Δικαστηρίου για την υπόθεση C-644/17 Eurobolt, και συγκεκριμένα στη διασφάλιση της τήρησης όλων των διαδικαστικών απαιτήσεων που απορρέουν από τη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 (10). Στο μεταξύ, η διαδικασία αυτή αντικαταστάθηκε από τη διαδικασία εξεταστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(10)

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι πράξεις της Ένωσης εκδίδονται σύμφωνα με τους ισχύοντες κατά τον χρόνο εκδόσεώς τους διαδικαστικούς κανόνες. Το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της σχετικής έρευνας, καταργήθηκε. Επομένως, μια διαδικασία όπως η τρέχουσα επανέναρξη έρευνας κατά της καταστρατήγησης που κινείται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, μπορεί, μετά την κατάργηση του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 υπό τη μορφή που ίσχυε κατά τη στιγμή έκδοσης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 723/2011, να ολοκληρωθεί μόνο με βάση την ισχύουσα διαδικασία επιτροπής για την επιβολή μέτρων κατά της καταστρατήγησης (12). Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036, η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την εν λόγω επανέναρξη είναι αυτή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

3.1.   Ισχυρισμοί που περιέχονται στην έρευνα κατά της καταστρατήγησης

(11)

Η Eurobolt, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 13 Ιουνίου 2011, αμφισβήτησε τη νομιμότητα της ερμηνείας της Επιτροπής όσον αφορά το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 σε δύο σημεία. Πρώτον, υποστήριξε ότι τα επεκταθέντα μέσα δεν θα έπρεπε να εφαρμοστούν στο υπό εξέταση προϊόν, αν αυτό ήταν πραγματικά μαλαισιανής καταγωγής. Δεύτερον, η Eurobolt αμφισβήτησε το δικαίωμα της Επιτροπής, στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης έρευνας κατά της καταστρατήγησης, να επικαλείται ζημία με βάση στοιχεία της αρχικής έρευνας, χωρίς να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για τη ζημία.

(12)

Η Επιτροπή παρατήρησε ότι κανένας από τους δύο ισχυρισμούς δεν σχετίζεται με την εφαρμογή της απόφασης. Οι παρατηρήσεις της Eurobolt αφορούσαν επομένως ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της έρευνας. Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί μπορούσαν επίσης να απορριφθούν επί της ουσίας.

(13)

Σχετικά με τον πρώτο ισχυρισμό της Eurobolt, και όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 46 του κανονισμού κατά της καταστρατήγησης, το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού προβλέπει την επέκταση των μέτρων έναντι των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος από «τρίτες χώρες». Το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού προβλέπει απαλλαγές για αυθεντικούς παραγωγούς από την εν λόγω τρίτη χώρα. Καθώς η έρευνα κατά της καταστρατήγησης αποκάλυψε πρακτικές καταστρατήγησης σύμφωνες με τα πορίσματα των ερευνών που διεξήχθησαν από την OLAF και τις αρχές της Μαλαισίας, με το άρθρο 1 του κανονισμού κατά της καταστρατήγησης τα μέτρα αντιντάμπινγκ επεκτάθηκαν στις εισαγωγές προέλευσης Μαλαισίας. Ωστόσο, χορηγήθηκε απαλλαγή από τα επεκταθέντα μέτρα σε κάθε εταιρεία που είχε αποδείξει ότι ήταν αυθεντικός Μαλαισιανός παραγωγός. Επιπλέον, το άρθρο 2 του κανονισμού κατά της καταστρατήγησης προβλέπει αιτήσεις για μελλοντικές απαλλαγές. Κατά συνέπεια, καθώς επιβεβαιώθηκε η μεταφόρτωση προϊόντων κινεζικής προέλευσης μέσω της Μαλαισίας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 34 και 45 του κανονισμού κατά της καταστρατήγησης) και οι εξαγωγές από αυθεντικούς Μαλαισιανούς παραγωγούς είχαν απαλλαγεί από την επέκταση των μέτρων, ο πρώτος ισχυρισμός της Eurobolt απορρίφθηκε.

(14)

Σχετικά με τον δεύτερο ισχυρισμό της Eurobolt, επισημαίνεται ότι το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού απαιτεί, μεταξύ άλλων «αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος…» (η επισήμανση των συντακτών). Οι δύο αυτές απαιτήσεις δεν είναι σωρευτικές. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 37 και 38 του κανονισμού κατά της καταστρατήγησης προκύπτει ότι οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε από τον αρχικό κανονισμό υπονομεύτηκαν από την καταστρατήγηση, όσον αφορά τόσο τις ποσότητες όσο και τις τιμές. Επομένως πληρούνται οι νομικές προϋποθέσεις του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε κανένας λόγος ή νομική υποχρέωση επαναξιολόγησης ή επαναχρησιμοποίησης των στοιχείων ζημίας από την αρχική έρευνα όσον αφορά τις εισαγωγές από την Κίνα. Συνεπώς, και αυτός ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(15)

Από τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλε η Eurobolt στις 13 Ιουνίου 2011 λήφθηκαν δεόντως υπόψη, και ότι οι ισχυρισμοί της Eurobolt εξετάστηκαν στον κανονισμό κατά της καταστρατήγησης, και ιδίως στις ενότητες 2.8 και 4. Επιπλέον, αξίζει εν προκειμένω να σημειωθεί ότι η Eurobolt δεν αμφισβήτησε ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία μεταφόρτωσης προϊόντων κινεζικής καταγωγής μέσω της Μαλαισίας, ούτε το πόρισμα ότι οι εταιρείες από τις οποίες η Eurobolt προμηθευόταν το υπό εξέταση προϊόν είχαν παράσχει παραπλανητικές πληροφορίες στην Επιτροπή και δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι ήταν αυθεντικοί Μαλαισιανοί παραγωγοί.

3.2.   Αξιολόγηση των ισχυρισμών που έγιναν μετά την επανέναρξη της έρευνας

(16)

Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1374 της Επιτροπής για την επανέναρξη της έρευνας κατά της καταστρατήγησης, τα ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την επανέναρξη της έρευνας κατά της καταστρατήγησης. Δύο μέρη υπέβαλαν παρατηρήσεις.

(17)

Η Eurobolt ισχυρίστηκε ότι η παράβαση του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 η οποία διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο δεν μπορεί να θεραπευτεί εκ των υστέρων, διότι αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, επομένως καθιστά πλημμελή ολόκληρη τη διεξαγωγή της αρχικής έρευνας κατά της καταστρατήγησης.

(18)

Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος για τους ακόλουθους λόγους. Η παράβαση του άρθρου 15 παράγραφος 2 δεν καθιστά πλημμελή ολόκληρη τη διαδικασία, καθώς η παρανομία που διαπίστωσε το Δικαστήριο δεν αφορούσε τις ουσιώδεις διαπιστώσεις σχετικά με την καταστρατήγηση. Επομένως, η παράβαση μπορεί να θεραπευθεί με την επανέναρξη της έρευνας κατά της καταστρατήγησης από το σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία. Αυτό συνεπάγεται τη διαβίβαση των αρχικών παρατηρήσεων της Eurobolt, μαζί με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, στην επιτροπή σύμφωνα με την ισχύουσα διαδικασία για την επιβολή μέτρων κατά της καταστρατήγησης. Αυτή είναι η διαδικασία που αναφέρεται στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη 10. Η προβλεπόμενη νόμιμη προθεσμία διαβίβασης των σχετικών πληροφοριών στην επιτροπή απαιτεί υποβολή το αργότερο 14 ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της επιτροπής. Αυτό επιτρέπει στην επιτροπή, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών μελών, να εξοικειωθεί με όλες τις σχετικές πληροφορίες, ώστε να μπορούν τα κράτη μέλη να διατυπώσουν θέση σχετικά με το σχέδιο εκτελεστικής πράξης. Όπως αναγνώρισε πρόσφατα το Δικαστήριο, η επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας και η εκ νέου επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο εφαρμογής του ακυρωθέντος κανονισμού δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι προσκρούουν στον κανόνα της μη αναδρομικότητας (13).

(19)

Όταν μια απόφαση του Δικαστηρίου ακυρώνει έναν κανονισμό αντιντάμπινγκ, το θεσμικό όργανο που εκτελεί την εν λόγω απόφαση (σ’ αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή), έχει την ευχέρεια να επαναλάβει τη διαδικασία έκδοσης του εν λόγω κανονισμού (14). Επιπλέον, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η διαπιστωθείσα παρατυπία καθιστά πλημμελή ολόκληρη τη διαδικασία, το θεσμικό όργανο έχει την ευχέρεια, προκειμένου να εκδώσει πράξη που θα αντικαταστήσει τη δηλούμενη άκυρη πράξη, να επαναλάβει την εν λόγω διαδικασία κατά το στάδιο όπου σημειώθηκε η παρατυπία (15).

(20)

Η Eurobolt ισχυρίστηκε επίσης ότι θα ήταν άτοπο να επιβάλει η Επιτροπή εκ νέου τα μέτρα κατά της καταστρατήγησης, καθώς η ισχύς τους έχει λήξει, και έχουν καταργηθεί έκτοτε.

(21)

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, με τη διόρθωση μιας διαδικαστικής παρατυπίας και την επιβεβαίωση των πορισμάτων της έρευνας, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση της για επιβολή μέτρων στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίες έγιναν κατά την περίοδο εφαρμογής των εν λόγω μέτρων, δηλαδή μεταξύ 27 Ιουλίου 2011 και 27 Φεβρουαρίου 2016. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό της Eurobolt.

(22)

Ένα άλλο μέρος, η ευρωπαϊκή ένωση διανομέων συνδετήρων (European Fastener Distributor Association: EFDA) ισχυρίστηκε «συνεχή αδυναμία να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα έγκυρα και προσεγμένα σχόλια της ευρωπαϊκής ένωσης διανομέων συνδετήρων και των αντίστοιχων αντιπροσωπευτικών οργανώσεων.» Ισχυρίστηκε επίσης ότι, σε περίπτωση που ένας εισαγωγέας μπορεί να αποδείξει ότι έχει επιδείξει δέουσα επιμέλεια και ότι έχει λάβει όλα τα εύλογα και κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το εισαγόμενο προϊόν έχει κατασκευαστεί νομίμως στη Μαλαισία, δεν θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την πληρωμή του δασμού αντιντάμπινγκ και όσοι τέτοιοι δασμοί καταβλήθηκαν θα πρέπει να επιστραφούν.

(23)

Η Επιτροπή απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό της EFDA, καθώς η ένωση δεν απέδειξε κάποια συγκεκριμένη παράβαση της δέουσας διαδικασίας στις διαδικασίες επανέναρξης της έρευνας και δεν προσκόμισε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

(24)

Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό της EFDA, το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι, στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία καταστρατήγησης εκτός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης. Επομένως, δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής για απαλλαγές με βάση τη δέουσα επιμέλεια του εισαγωγέα, όταν η καταστρατήγηση λαμβάνει χώρα εκτός της ΕΕ (όπως εν προκειμένω). Αντιθέτως, εναπόκειται στον εξαγωγέα να αποδείξει ότι είναι αυθεντικός Μαλαισιανός παραγωγός και να ζητήσει απαλλαγή. Όπως αναφέρεται στην ενότητα 4 του κανονισμού κατά της καταστρατήγησης, ορισμένοι από τους Μαλαισιανούς εξαγωγείς έκαναν αίτηση για απαλλαγή, η οποία και εξετάστηκε, και εννέα συνολικά εταιρείες έλαβαν απαλλαγή από την Επιτροπή. Επομένως η Επιτροπή απέρριψε τον δεύτερο ισχυρισμό της EFDA.

(25)

Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν και της σχετικής ανάλυσης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επιβληθούν εκ νέου τα αρχικά μέτρα στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που αποστέλλεται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνεται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι.

4.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(26)

Όλα τα μέρη που παρουσιάστηκαν κατά την επανέναρξη της έρευνας κατά της καταστρατήγησης ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων επρόκειτο να επιβληθεί εκ νέου ο δασμός αντιντάμπινγκ. Μετά την ενημέρωση αυτή, τους χορηγήθηκε προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η Eurobolt και η EFDA υπέβαλαν παρατηρήσεις.

(27)

Πρώτον, η Eurobolt υποστήριξε ότι οι παραβάσεις ουσιώδους τύπου καθιστούν πλημμελή ολόκληρη τη διαδικασία και επομένως δεν μπορούν να θεραπευτούν εκ των υστέρων. Δεύτερον, η Eurobolt υποστήριξε ότι η εκ νέου επιβολή μέτρων, η νομική βάση των οποίων είναι πράξη που έχει κριθεί ως παράνομη από τον ΠΟΕ, παραβιάζει το κράτος δικαίου και την αρχή της χρηστής διοίκησης. Τρίτον, η Eurobolt υποστήριξε ότι η πρόταση της Επιτροπής για την εκ νέου επιβολή των μέτρων οδηγεί στην έλλειψη πραγματικής δικαστικής προστασίας, καθώς σημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί απλώς να θεραπεύει κάθε παράβαση εκ των υστέρων, και ότι αυτό το αποτέλεσμα διαταράσσει την ισορροπία δυνάμεων στις διαδικασίες εμπορικής άμυνας. Τέταρτον, η Eurobolt υποστήριξε ότι η πρόταση της Επιτροπής αγνοεί την απόφαση του Hoge Raad (το ολλανδικό Ανώτατο Δικαστήριο) για την υπόθεση Eurobolt κατά Staatssecretaris van Financiën (16), και παρότρυνε την Επιτροπή να μην επέμβει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών να αποφασίσουν σχετικά με την επιστροφή των δασμών κατά της καταστρατήγησης που κατέβαλε η Eurobolt.

(28)

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της Eurobolt, το οποίο είχε ήδη προβληθεί κατά την επανέναρξη της έρευνας κατά της καταστρατήγησης, η Επιτροπή παραπέμπει στις παραπάνω αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέα επιχειρήματα, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

(29)

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα της Eurobolt, η Επιτροπή αποφάσισε να προσαρμόσει τα μέτρα στα πορίσματα των ειδικών ομάδων και του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ, που ήταν ο λόγος για τον οποίο εκδόθηκε ο κανονισμός της 26ης Φεβρουαρίου 2016 (βλέπε παραπάνω αιτιολογική σκέψη 5). Αποφασίστηκε να μην γίνει εφαρμογή ex tunc. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου, δηλαδή να διορθώσει την παρανομία που διαπίστωσε το Δικαστήριο. Καθώς διορθώθηκε το διαδικαστικό σφάλμα και επιβεβαιώθηκε η καταστρατήγηση, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να επιβάλει εκ νέου τους δασμούς κατά της καταστρατήγησης για την περίοδο εφαρμογής των μέτρων, βάσει των μη αμφισβητούμενων πορισμάτων της έρευνας κατά της καταστρατήγησης. Καμία από τις ανωτέρω ενέργειες δεν συνεπάγεται παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Σε κάθε περίπτωση, η Eurobolt αναφέρθηκε στην αρχή της χρηστής διοίκησης, χωρίς όμως να διευκρινίσει ποιο δικαίωμα φέρεται να παραβιάστηκε εν προκειμένω (17). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό.

(30)

Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα της Eurobolt, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το πεδίο εφαρμογής και οι λόγοι κήρυξης ακυρότητας μιας απόφασης από το Δικαστήριο πρέπει να προσδιορίζονται σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση (C-283/14 και C-284/14 CM Eurologistik και GLS, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, EU:C:2016:57, σκέψη 49 και σχετική νομολογία) και μπορούν να είναι τέτοιοι που να μην απαιτούν την πλήρη και άμεση επιστροφή των σχετικών δασμών (υπόθεση C-256/16 Deichmann SE κατά Hauptzollamt Duisburg, απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Μαρτίου 2018, σκέψη 70). Στην παρούσα υπόθεση, η παράβαση δεν καθιστά πλημμελή όλη τη διαδικασία. Όπως προσδιορίζεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 10, σ’ αυτή την περίπτωση η παράβαση των διαδικαστικών απαιτήσεων μπορούσε να θεραπευτεί και το μέτρο μπορούσε να επιβληθεί εκ νέου σύμφωνα με τους ισχύοντες διαδικαστικούς κανόνες. Οι απαιτήσεις αυτές δεν υπονομεύουν την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε και αυτόν τον ισχυρισμό.

(31)

Όσον αφορά το τέταρτο επιχείρημα της Eurobolt, όπως παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 8 ανωτέρω, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών, η οποία επιπλέον αφορούσε το ερώτημα κατά πόσον θα πρέπει να καταβληθούν τόκοι σε περίπτωση επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί να απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της η οποία απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, η δράση της Επιτροπής δεν υφαρπάζει τις αρμοδιότητες των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών, όπως έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο στις υποθέσεις C&J Clark International (18) και Deichmann (19). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό.

(32)

Η EFDA εξέφρασε τη λύπη της για την απόρριψη του προηγούμενου ισχυρισμού της για την απαλλαγή των εισαγωγέων από την καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ, στις περιπτώσεις όπου οι εισαγωγείς ήταν σε θέση να επιδείξουν δέουσα επιμέλεια ώστε να διασφαλίζεται ότι το εισαγόμενο προϊόν έχει νομίμως κατασκευαστεί στη Μαλαισία. Η EFDA ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει το ζήτημα.

(33)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 24, δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής για απαλλαγές βάσει της δέουσας επιμέλειας του εισαγωγέα όταν η καταστρατήγηση λαμβάνει χώρα εκτός της ΕΕ (όπως συμβαίνει εν προκειμένω). Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την προηγούμενη απόρριψη του ισχυρισμού της EFDA.

(34)

Με βάση τα ανωτέρω, οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν μετά την κοινοποίηση δεν επέφεραν μεταβολή του συμπεράσματος της Επιτροπής, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25 ανωτέρω.

(35)

Δυνάμει του άρθρου 109 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), για τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύει το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τις κύριες πράξεις της επαναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την πρώτη ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα.

(36)

Ο παρών κανονισμός είναι σύμφωνος με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες» ο οποίος επιβλήθηκε βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 91/2009 στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, πλην αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα, δηλαδή ξυλόβιδες (εκτός των μακριών καρφιών με σπείρωμα), βίδες που σχηματίζουν σπείρωμα με το βίδωμά τους, άλλες βίδες και μπουλόνια με κεφαλή (έστω και με τα παξιμάδια και τις ροδέλες τους εκτός των βιδών των κομμένων από σώματα με πλήρη τομή, και με πάχος στελέχους που δεν υπερβαίνει τα 6 mm και εκτός των βιδών και των μπουλονιών για τη στερέωση υλικού κατασκευής σιδηροτροχιών) και ροδέλες, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, επεκτείνεται στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, πλην αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα, δηλαδή ξυλόβιδες (εκτός των μακριών καρφιών με σπείρωμα), βίδες που σχηματίζουν σπείρωμα με το βίδωμά τους, άλλες βίδες και μπουλόνια με κεφαλή (έστω και με τα παξιμάδια και τις ροδέλες τους εκτός των βιδών κομμένων από σώματα με πλήρη τομή, και με πάχος στελέχους που δεν υπερβαίνει τα 6 mm και εκτός των βιδών και των μπουλονιών για τη στερέωση υλικού κατασκευής σιδηροτροχιών) και ροδέλες, που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι, και που υπάγονται, κατά τη διάρκεια εφαρμογής του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 723/2011, στους κωδικούς ΣΟ ex 7318 12 90, ex 7318 14 91, ex 7318 14 99, ex 7318 15 59, ex 7318 15 69, ex 7318 15 81, ex 7318 15 89, ex 7318 15 90, ex 7318 21 00 και ex 7318 22 00. Οι κωδικοί TARIC περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

2.   Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των παραγωγών-εξαγωγέων που αναφέρονται στο παράρτημα II.

3.   Ο δασμός που επεκτείνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εισπράττεται για τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι, οι οποίες καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 966/2010, με το άρθρο 13 παράγραφος 3 και με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, εξαιρουμένων όσων παράγονται από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 2

1.   Οι δασμοί που εισπράχθηκαν βάσει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 723/2011 δεν θα επιστραφούν.

2.   Κάθε επιστροφή που πραγματοποιήθηκε μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-644/17 Eurobolt (EU:C:2019:555) ανακτάται από τις αρχές οι οποίες κατέβαλαν την επιστροφή.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 30 Απριλίου 2020.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 91/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 29 της 31.1.2009, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 966/2010 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2010, για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, από εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, ανεξάρτητα από το εάν δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας και για την υποβολή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ L 282 της 28.10.2010, σ. 29).

(4)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 723/2011 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ L 194 της 26.7.2011, σ. 6).

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/278 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2016, για την κατάργηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ L 52 της 27.2.2016, σ. 24).

(6)  Υπόθεση C-644/17 Eurobolt, ECLI:EU:C:2019:555·

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51). Καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036.

(8)  Υπόθεση C-644/17 Eurobolt, ECLI:EU:C:2019:555, σκέψη 51.

(9)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1374 της Επιτροπής, της 26ης Αυγούστου 2019, επανέναρξη της έρευνας μετά την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 στην υπόθεση C-644/17 Eurobolt, όσον αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 723/2011 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ L 223 της 27.8.2019, σ. 1).

(10)  Τα στοιχεία που δεν αμφισβητήθηκαν από την εν λόγω απόφαση παραμένουν απολύτως έγκυρα (βλέπε, τηρουμένων των αναλογιών, υπόθεση T-650/17 Jinan Meide Casting Co. Ltd, ECLI:EU:T:2019:644, σκέψεις 333-342).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13). Βλέπε σχετικά κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014, για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά τις διαδικασίες θέσπισης ορισμένων μέτρων (ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1).

(12)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2018 στην υπόθεση C-256/16 Deichmann, ECLI:EU:C:2018:187, σκέψεις 44-55.

(13)  Απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Μαρτίου 2018, στην υπόθεση C-256/16, Deichmann SE κατά Hauptzollamt Duisburg, ECLI:EU:C:2018:187, σκέψη 79, και απόφαση του Δικαστηρίου, της 19ης Ιουνίου 2019, στην υπόθεση C-612/16, C & J Clark International Ltd κατά Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs, EU:C:2019:508, σκέψη 58.

(14)  Απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Μαρτίου 2018, στην υπόθεση C-256/16, Deichmann, ECLI:EU:C:2018:187, σκέψη 73· βλέπε επίσης απόφαση του Δικαστηρίου, της 19ης Ιουνίου 2019, στην υπόθεση C-612/16, P&J Clark International, ECLI:EU:C:2019:508, σκέψη 43.

(15)  Ό.π., σκέψη 74· βλέπε επίσης απόφαση του Δικαστηρίου, της 19ης Ιουνίου 2019, στην υπόθεση C-612/16, P&J Clark International, ECLI:EU:C:2019:508, σκέψη 43.

(16)  Hoge Raad, Eurobolt κατά Staatssecretaris van Financiën, 29 Νοεμβρίου 2019, 15/04667 bis, NL:HR:2019:1875.

(17)  Βλέπε απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Area Cova κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, υπόθεση T-196/99, EU:T:2001:281, σκέψη 43· απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, υπόθεση T- 193/04, EU:T:2006:292, σκέψη 127· και απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2008, SPM κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, υπόθεση T-128/05, EU:T:2008:494, σκέψη 127.

(18)  Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, υπόθεση C-612/16, C&J Clark International, EU:C:2019:508, σκέψεις 84-85.

(19)  Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, υπόθεση C-256/16 Deichmann, EU:C:2018:187, σκέψη 84.

(20)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κωδικοί TARIC για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα όπως ορίζονται στο άρθρο 1

α)   Με ισχύ από την 27η Ιουλίου 2011 έως την 27η Φεβρουαρίου 2016

Κωδικοί ΣΟ ex 7318 12 90, ex 7318 14 91, ex 7318 14 99, ex 7318 15 59, ex 7318 15 69, ex 7318 15 81, ex 7318 15 89, ex 7318 15 90, ex 7318 21 00 και ex 7318 22 00 (κωδικοί TARIC 7318129011, 7318129091, 7318149111, 7318149191, 7318149911, 7318155911, 7318155961, 7318155981, 7318156911, 7318156961, 7318156981, 7318158111, 7318158161, 7318158181, 7318158911, 7318158961, 7318158981, 7318159021, 7318159071, 7318159091, 7318210031, 7318210095, 7318220031 και 7318220095)

β)   Με ισχύ από την 27η Ιουλίου 2011 έως την 30ή Ιουνίου 2012

7318149991

γ)   Με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2012 έως 27η Φεβρουαρίου 2016

7318149920, 7318149992


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος παραγωγών-εξαγωγέων

Επωνυμία του παραγωγού-εξαγωγέα

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Acku Metal Industries (M) Sdn. Bhd

B123

Chin Well Fasteners Company Sdn. Bhd

B124

Jinfast Industries Sdn. Bhd

B125

Power Steel and Electroplating Sdn. Bhd

B126

Sofasco Industries (M) Sdn. Bhd

B127

Tigges Fastener Technology (M) Sdn. Bhd

B128

TI Metal Forgings Sdn. Bhd

B129

United Bolt and Nut Sdn. Bhd

B130

Andfast Malaysia Sdn. Bhd

B265


ΟΔΗΓΙΕΣ

5.5.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/9


ΟΔΗΓΙΑ (EE) 2020/612 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 4ης Μαΐου 2020

για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης (1), και ιδίως το άρθρο 8,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι υφιστάμενες ειδικές διατάξεις σχετικά με τη δυνατότητα των κρατών μελών να αποφασίσουν ότι για τα οχήματα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων δεν σημειώνεται περιορισμός στην άδεια οδήγησης των κατόχων άδειας οδήγησης οχήματος των κατηγοριών C, CE, D και DE θα πρέπει να επεκταθεί στους κατόχους άδειας οδήγησης οχήματος των κατηγοριών BE, C1, C1E, D1 και D1E, εφόσον ο υποψήφιος είναι ήδη κάτοχος άδειας οδήγησης οχήματος με χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων που ανήκει τουλάχιστον σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: B, BE, C, CE, C1, C1E, D, DE, D1 ή D1E.

(2)

Η εν λόγω επέκταση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με βάση την τεχνική πρόοδο, ιδίως για να ληφθεί υπόψη η ανάπτυξη και η αυξανόμενη χρήση στον κλάδο των μεταφορών πιο σύγχρονων, ασφαλέστερων και λιγότερο ρυπογόνων οχημάτων, τα οποία είναι εξοπλισμένα με ευρέως φάσματος ημιαυτόματα, αυτόματα ή υβριδικά συστήματα μετάδοσης της κίνησης. Επιπλέον, η απλούστευση των υφιστάμενων περιορισμών στην οδήγηση αυτόματων οχημάτων θα μειώσει το διοικητικό και οικονομικό φόρτο για τους ενδιαφερόμενους, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ και των πολύ μικρών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των οδικών μεταφορών.

(3)

Οι απαιτήσεις για τις μοτοσικλέτες δοκιμασίας κατηγορίας Α2 που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς πρέπει να προσαρμοστούν στην τεχνική πρόοδο, ιδίως στην εξέλιξη των κινητήρων εσωτερικής καύσης και των πλαισίων και στην ευρύτερη χρήση ηλεκτρικών μοτοσικλετών. Η προσαρμογή των τεχνικών προδιαγραφών για τα οχήματα δοκιμασίας κατηγορίας Α2 θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ότι οι υποψήφιοι εξετάζονται σε οχήματα αντιπροσωπευτικά της κατηγορίας για την οποία θα εκδοθεί η άδεια οδήγησης.

(4)

Συνεπώς, η οδηγία 2006/126/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(5)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (2), της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

(6)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για τις άδειες οδήγησης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα II της οδηγίας 2006/126/ΕΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως την 1η Νοεμβρίου 2020 το αργότερο, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Νοεμβρίου 2020.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 4 Μαΐου 2020.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   ΕΕ L 403 της 30.12.2006, σ. 18.

(2)   ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα II της οδηγίας 2006/126/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

α)

Το σημείο 5.1.3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.1.3. Ειδικές διατάξεις για τα οχήματα των κατηγοριών BE, C, CΕ, C1, C1E, D, DΕ, D1 και D1E

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι για τα οχήματα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων δεν σημειώνεται περιορισμός στην άδεια οδήγησης οχήματος των κατηγοριών BE, C, CΕ, C1, C1E, D, DΕ, D1 ή D1E κατά το σημείο 5.1.2, εφόσον ο υποψήφιος είναι ήδη κάτοχος άδειας οδήγησης οχήματος με χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων που ανήκουν σε τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: B, BE, C, CE, C1, C1E, D, DE, D1 ή D1E, και έχει εκτελέσει τις ενέργειες που περιγράφονται στο σημείο 8.4 κατά τη διάρκεια της εξέτασης προσόντων και συμπεριφοράς.».

β)

Στο σημείο 5.2, το δεύτερο εδάφιο του δεύτερου υπότιτλου «Κατηγορία Α2» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν η μοτοσικλέτα είναι εξοπλισμένη με κινητήρα εσωτερικής καύσης, ο κυλινδρισμός του κινητήρα πρέπει να είναι τουλάχιστον 250 cm3.».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

5.5.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/12


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/613 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 7ης Φεβρουαρίου 2020

σχετικά με το μέτρο SA.17653 — C36/2007 (πρώην NN 25/2007) που εφαρμόστηκε από τη Γερμανία υπέρ της Deutsche Post AG

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό (2020) 593]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Σχετική σύνοψη των διαδικασιών για τις κρατικές ενισχύσεις

1.1.1.   Απόφαση κίνησης της διαδικασίας

(1)

Το 1994, η εταιρεία United Parcel Service («UPS») υπέβαλε καταγγελία στην οποία ισχυριζόταν ότι στην Deutsche Bundespost POSTDIENST («POSTDIENST») είχαν χορηγηθεί ενισχύσεις παρανόμως.

(2)

Η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας στις 23 Οκτωβρίου 1999 («απόφαση κίνησης της διαδικασίας») όσον αφορά διάφορα κρατικά μέτρα: αποζημιώσεις που χορηγούνται για την υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας, κρατική εγγύηση και επιδοτήσεις συντάξεων για την περίοδο 1995-1999.

(3)

Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(4)

Η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 16 Οκτωβρίου 1999.

(5)

Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του 1999 περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από 14 μετέχοντες, τις οποίες κοινοποίησε με το από 15 Δεκεμβρίου 1999 έγγραφό της στη γερμανική κυβέρνηση προκειμένου να της δώσει την ευκαιρία να τοποθετηθεί επ’ αυτών.

(6)

Η Γερμανία απάντησε με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 2000, το οποίο καταχωρίστηκε κατά την παραλαβή του στις 2 Φεβρουαρίου 2000.

1.1.2.   Απόφαση του 2002

(7)

Την 19η Ιουνίου 2002 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2002/753/ΕΚ (3) («απόφαση του 2002») με την οποία διαπίστωσε ότι οι τιμές της POSTDIENST και της διαδόχου της Deutsche Post AG («DPAG», ενώ οι POSTDIENST και DPAG θα αναφέρονται από κοινού ως «Deutsche Post») για υπηρεσίες μεταφοράς δεμάτων από πόρτα σε πόρτα ήταν χαμηλότερες από το πρόσθετο ειδικό κόστος και ότι η εν λόγω επιθετική πολιτική τιμών δεν αποτελούσε μέρος της εντολής που είχε ανατεθεί στην Deutsche Post για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

(8)

Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ζημίες ύψους 572 εκατ. EUR που προκλήθηκαν χρηματοδοτήθηκαν τελικά, κατά παράβαση των άρθρων 106 και 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), από κρατικούς πόρους οι οποίοι χορηγήθηκαν στην Deutsche Post με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα υπό τη μορφή χρηματοοικονομικών αντισταθμίσεων από την αδελφή εταιρεία Deutsche Bundespost TELEKOM (στο εξής «TELEKOM»), κρατικών εγγυήσεων για δάνεια και κρατικών ενισχύσεων για τη χρηματοδότηση των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων).

(9)

Ανταποκρινόμενη στην απόφαση του 2002, η Γερμανία ζήτησε από την DPAG την επιστροφή της ασυμβίβαστης προς την εσωτερική αγορά κρατικής ενισχύσεως ύψους 572 εκατ. EUR. Η Deutsche Post προσέφυγε κατά της απόφασης ενώπιον των δικαστηρίων της ΕΕ.

1.1.3.   Άλλες καταγγελίες που υποβλήθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης του 2002

(10)

Στις 13 Μαΐου 2004, η UPS υπέβαλε νέα καταγγελία ισχυριζόμενη ότι η Deutsche Post είχε λάβει παράνομες ενισχύσεις μετά την έκδοση της αρνητικής απόφασης του 2002. Όπως υποστήριξε η UPS, στην αρνητική απόφαση του 2002 δεν είχαν εξετασθεί όλα τα μέτρα που είχε καταγγείλει το 1994, τα δε οικονομικά οφέλη που είχαν χορηγηθεί στην Deutsche Post υπερέβαιναν σαφώς την ασυμβίβαστη προς τις περί κρατικών ενισχύσεων διατάξεις ενίσχυση των 572 εκατ. EUR. Επιπροσθέτως, κατά τη UPS, η Deutsche Post είχε χρησιμοποιήσει τους κρατικούς πόρους για να επεκτείνει τη δραστηριότητά της στον τομέα της μεταφοράς δεμάτων εξαγοράζοντας, για παράδειγμα, άλλες επιχειρήσεις, καθώς και για να πωλεί στις θυγατρικές της εταιρείες Postbank AG (στο εξής «POSTBANK») και Deutsche Post Euro Express GmbH & Co OHG, εκ των οποίων η πρώτη δραστηριοποιείτο στον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών και η δεύτερη στην παροχή υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων σε εταιρικούς πελάτες υπό το σήμα DHL, υπηρεσίες σε τιμές υπερβολικά χαμηλές.

(11)

Την 9η Νοεμβρίου 2004 και την 1η Απριλίου 2005 η Επιτροπή απέστειλε έγγραφα με τα οποία ζητούσε πληροφορίες. Η Γερμανία απάντησε στις 2 Δεκεμβρίου 2004 και στις 3 Ιουνίου 2005 αντίστοιχα.

(12)

Στις 16 Ιουλίου 2004 υποβλήθηκε καταγγελία από την εταιρεία TNT Post AG & Co KG («TNT») η οποία επίσης υποστήριζε ότι η Deutsche Post είχε πωλήσει υπηρεσίες προς την POSTBANK σε υπερβολικά χαμηλές τιμές. Κατά την TNT, η POSTBANK είχε πληρώσει μόνο το μεταβλητό κόστος των υπηρεσιών που της παρασχέθηκαν, ενώ τα κοινά πάγια έξοδα για το δίκτυο πωλήσεων είχαν χρηματοδοτηθεί από έσοδα από το μονοπώλιό της στον τομέα των αντικειμένων αλληλογραφίας.

(13)

Στις 11 Νοεμβρίου 2004 και στις 25 Απριλίου 2005, η Επιτροπή απέστειλε έγγραφα με τα οποία ζητούσε πληροφορίες. Η Γερμανία απάντησε στις 17 Δεκεμβρίου 2004 και στις 23 Ιουνίου 2005 αντίστοιχα.

1.1.4.   Απόφαση του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας

(14)

Ύστερα από την υποβολή και άλλων καταγγελιών στην Επιτροπή, αυτή γνωστοποίησε στην Γερμανία με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (4) ότι θα επέκτεινε το πεδίο της διαδικασίας που είχε κινηθεί το 1999 («απόφαση του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας του 2007»).

(15)

Με την απόφαση του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας επιδιώχθηκε η ένταξη στη διαδικασία όλων των νέων στοιχείων που είχαν προκύψει και ο ενδελεχής έλεγχος όλων των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού οι οποίες πιθανώς οφείλονταν στα κρατικά μέτρα που είχαν ληφθεί υπέρ της Deutsche Post.

(16)

Η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της απόφασης του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας στις 14 Δεκεμβρίου 2007, η δε Deutsche Post προσέβαλε την απόφαση με αίτηση αναιρέσεως (5). Οι UPS και TNT υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 16 Νοεμβρίου 2007. Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2007 η Γερμανία ζήτησε παράταση της προθεσμίας και στις 12 Μαρτίου 2008 υπέβαλε υπόμνημα επί των παρατηρήσεων των UPS και TNT.

1.1.5.   Αίτημα παροχής πληροφοριών της 17ης Ιουλίου 2008

(17)

Στις 17 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή απηύθυνε προς την Γερμανία αίτημα παροχής πληροφοριών, το οποίο είχε ως αντικείμενο όλα τα προς εξέταση κρατικά μέτρα και συμπεριλάμβανε ερωτηματολόγιο σχετικά με τα έσοδα και τις δαπάνες της Deutsche Post κατά το διάστημα 1989-2007. Η Γερμανία ζήτησε στις 5 Αυγούστου 2008 την παράταση της προθεσμίας για αόριστο χρόνο διότι, όπως επικαλέστηκε, έπρεπε πρώτα να ελέγξει τη διαθεσιμότητα ορισμένων στοιχείων πριν αποστείλει απάντηση.

(18)

Στις 12 Αυγούστου 2008 η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους ήταν απαραίτητος ο έλεγχος των δαπανών και εσόδων της Deutsche Post της περιόδου 1989-2007 εμμένοντας στην απαίτησή της για διαβίβαση των στοιχείων που είχε ζητήσει.

(19)

Με δήλωση της 14ης Αυγούστου 2008 η Γερμανία ισχυρίστηκε εκ νέου ότι δεν συνέτρεχε λόγος για έλεγχο των κερδών και ζημιών της Deutsche Post που αφορούσαν την περίοδο μετά το 1994. Στις 22 Αυγούστου 2008, η Επιτροπή δήλωσε ότι σε περίπτωση που η Γερμανία δεν διαβίβαζε τα στοιχεία, επιφυλασσόταν να διατάξει την παροχή των πληροφοριών κατά το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (6).

(20)

Στις 2 Οκτωβρίου 2008, η Γερμανία διαβίβασε τα συμπεράσματα νέας νομικής γνωμοδότησης προκειμένου να ενισχύσει την άποψή της ότι δεν ήταν αναγκαία η ανάλυση των λογιστικών στοιχείων για το διάστημα μετά το 1994 και ότι η περίοδος 1990-1994 αποτελούσε εύλογη περίοδο εξετάσεως.

(21)

Στις 28 Οκτωβρίου 2008, η Γερμανία διαβίβασε πληροφορίες σχετικά με τις κρατικές εγγυήσεις και την επιδότηση των συντάξεων.

1.1.6.   Διαταγή παροχής πληροφοριών της 30ής Οκτωβρίου 2008

(22)

Η Επιτροπή απέρριψε τα επιχειρήματα της Γερμανίας και ενέμεινε στην άποψή της ότι για την πλήρη εκτίμηση των επιπτώσεων των χορηγηθεισών ενισχύσεων στον ανταγωνισμό ήταν αναγκαία η ανάλυση των στοιχείων της περιόδου έως το 2007. Σε συνέχεια των δύο εγγράφων υπομνήσεων της 12ης Αυγούστου 2008 και της 22ας Αυγούστου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε στις 30 Οκτωβρίου 2008 διαταγή παροχής πληροφοριών με την οποία διατασσόταν πλέον και τυπικώς η Γερμανία να προσκομίσει όλα τα απαραίτητα λογιστικά στοιχεία για το σύνολο της περιόδου 1989-2007.

(23)

Η Γερμανία και η Deutsche Post αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της διαταγής παροχής πληροφοριών (7).

(24)

Στις 27 Νοεμβρίου 2008, η Γερμανία υπέβαλε τα αιτούμενα λογιστικά στοιχεία για την περίοδο 1989-1994. Στις 5 και 16 Δεκεμβρίου 2008, η Γερμανία επικαιροποίησε τα λογιστικά στοιχεία που είχε διαβιβάσει στις 27 Νοεμβρίου 2008.

1.1.7.   Διαβίβαση λογιστικών στοιχείων για την περίοδο 1989-2007

(25)

Κατόπιν συναντήσεως που έλαβε χώρα στις 6 Φεβρουαρίου 2009 μεταξύ του αρμόδιου Γερμανού υφυπουργού, του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της DPAG και του αρμόδιου για θέματα ανταγωνισμού Επιτρόπου, η Γερμανία και η Deutsche Post δήλωσαν ότι συμφωνούν να υποβάλουν λογιστικά στοιχεία για την περίοδο μετά το 1994.

(26)

Στις 3 Μαρτίου 2009, η Γερμανία διαβίβασε ένα πρώτο μέρος των λογιστικών στοιχείων για το σύνολο της υπό εξέταση περιόδου 1989-2007.

(27)

Συναντήσεις μεταξύ της Deutsche Post και των υπηρεσιών της Επιτροπής έλαβαν χώρα στις 3 Μαρτίου 2009 στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια στις 12 Μαρτίου 2009, στις 2 Απριλίου 2009, στις 28 Μαΐου 2009, στις 23 Ιουνίου 2009 και στις 18 Σεπτεμβρίου 2009 στη Βόννη. Η Γερμανία διαβίβασε πρόσθετες πληροφορίες της Deutsche Post στις 26 Μαρτίου 2009, στις 7 Μαΐου 2009 και στις 22 Ιουνίου 2009.

(28)

Σε συνέχεια των ως άνω συναντήσεων και δύο σειρών ερωτημάτων που απηύθυναν οι υπηρεσίες της Επιτροπής προς την Deutsche Post στις 4 Ιουνίου 2009 και στις 30 Ιουλίου 2009, η Γερμανία διαβίβασε στις 9 Ιουλίου 2009, στις 31 Ιουλίου 2009, στις 17 Αυγούστου 2009, στις 8 Σεπτεμβρίου 2009, στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 15 Οκτωβρίου 2009 επικαιροποιημένα λογιστικά στοιχεία και περαιτέρω διευκρινίσεις.

(29)

Την 16 και την 24η Σεπτεμβρίου 2009 οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβίβασαν πρόσθετα ερωτήματα, τα οποία απαντήθηκαν από τη Γερμανία στις 14 Οκτωβρίου 2009.

1.1.8.   Απόφαση του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας

(30)

Με έγγραφο της 10ης Μαΐου 2011 (8) η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να επεκτείνει δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ την κινηθείσα το 1999 και ήδη επεκταθείσα το 2007 διαδικασία προκειμένου να ελέγξει διεξοδικά την επιδότηση συντάξεων που χορηγήθηκε στην Deutsche Post από το 1995 και μετά («απόφαση του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας»).

(31)

Η Γερμανία, αφού ζήτησε στις 23 Μαΐου 2011 την παράταση της προθεσμίας, διαβίβασε στις 29 Ιουλίου 2011 τις παρατηρήσεις της.

(32)

Στις 4 Οκτωβρίου 2011, η UPS υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Κατόπιν απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους η Free and Fair Post Initiative στις 5 Οκτωβρίου 2011 και η Bundesverband Internationaler Express und Kurierdienste («BIEK») στις 7 Οκτωβρίου 2011. Η διαβίβαση των παρατηρήσεων των μετεχόντων εκ μέρους της Επιτροπής έλαβε χώρα στις 13 Οκτωβρίου 2011.

(33)

Στις 14 Νοεμβρίου 2011, η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων των μετεχόντων.

(34)

Στις 18 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή διαβίβασε νέο αίτημα παροχής πληροφοριών, το οποίο αφορούσε σε συγκεκριμένες πτυχές της χρηματοδότησης των συντάξεων μετά το 2007. Η Γερμανία απάντησε εγγράφως στις 2 και στις 19 Ιανουαρίου 2012. Στις 16 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή διαβίβασε στη Γερμανία γνωμοδότηση της Charles River Associates για το ζήτημα της συγκριτικής αξιολόγησης του κέρδους (9), επί της οποίας η Γερμανία υπέβαλε παρατηρήσεις στις 16 Ιανουαρίου 2012.

1.1.9.   Απόφαση του 2012

(35)

Στις 25 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/636/ΕΕ (10) («η απόφαση του 2012»).

(36)

Στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα όσον αφορά την επιδότηση των συντάξεων ότι η εν λόγω επιδότηση αποτελεί παράνομη και ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση και διέταξε την ανάκτηση της ενίσχυσης για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως τον τερματισμό του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Όσον αφορά την ενίσχυση για την περίοδο 1995-2002, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατος ο ποσοτικός προσδιορισμός της ασυμβίβαστης ενίσχυσης. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν διέταξε την ανάκτηση της ενίσχυσης για την περίοδο αυτή.

(37)

Όσον αφορά τις κρατικές χρηματοοικονομικές ενισχύσεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χορηγήθηκαν παρανόμως από τη Γερμανία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, αλλά είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά. Όσον αφορά την κρατική εγγύηση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση υπέρ της Deutsche Post κατά την έννοια των άρθρων 107 παράγραφος 1 και 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

1.2.   Σύνοψη των σχετικών διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου

1.2.1.   Ακύρωση της απόφασης του 2002

(38)

Σε απόφασή του που εξέδωσε το 2008 (11), το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακύρωσε την αρνητική απόφαση του 2002 για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν είχε αναλύσει πλήρως όλα τα κόστη και κέρδη που προέκυψαν από την παροχή καθολικής υπηρεσίας προκειμένου να διαπιστώσει αν η Deutsche Post είχε λάβει υπερβάλλουσα ή ελλιπή αντιστάθμιση.

(39)

Ακολούθως, η Γερμανία κατέβαλε στην Deutsche Post το ποσό των 572 εκατ. EUR, που αντιστοιχούσε στην προηγουμένως επιστραφείσα κρατική ενίσχυση, πλέον τόκων.

(40)

Στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που είχε ασκήσει η Επιτροπή κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου (12).

1.2.2.   Ακύρωση της απόφασης του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας

(41)

Η Deutsche Post προσέφυγε κατά της αποφάσεως του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας ισχυριζόμενη ότι λόγω της έκδοσης της αρνητικής αποφάσεως του 2002 υπήρχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η Επιτροπή δεν θα επανεκκινούσε την έρευνά της.

(42)

Στις 8 Δεκεμβρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη (13), με την αιτιολογία ότι η απόφαση του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας αφορούσε τα ίδια μέτρα με εκείνα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(43)

Στις 24 Οκτωβρίου του 2013, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2011 του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την απόφαση του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας (14), αναπέμποντας την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

(44)

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2015 το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2007 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας (15). Δεν ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης.

1.2.3.   Μερική ακύρωση της απόφασης του 2012

(45)

Στις 14 Ιουλίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 1 και 4 της απόφασης του 2012 (16), κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη χορήγησης πλεονεκτήματος στην Deutsche Post. Δεν ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης.

(46)

Δεν ασκήθηκε έφεση κατά του υπολοίπου της απόφασης του 2012.

1.2.4.   Ακύρωση της απόφασης του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας

(47)

Στις 10 Απριλίου το 2019, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας (17), κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την έναρξη της επίσημης διαδικασίας (παραβίαση του άρθρου 296 της ΣΛΕΕ) σε σχέση με την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Δεν ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης.

1.3.   Παρατηρήσεις που ελήφθησαν μετά την ακύρωση της απόφασης του 2012 και της απόφασης του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας

(48)

Μετά την ακύρωση της απόφασης του 2012 και της απόφασης του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας, η Επιτροπή έλαβε πρόσθετες παρατηρήσεις από την UPS με επιστολές της 24ης Μαΐου 2019 και της 17ης Ιουλίου 2019 και από την BIEK με επιστολή της 31ης Μαΐου 2019. Στις επιστολές τους, οι UPS και BIEK τόνισαν ότι διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους για την επιδότηση των συντάξεων και κάλεσαν την Επιτροπή να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την έρευνά της. Στις 28 Νοεμβρίου 2019, η UPS υπέβαλε περαιτέρω παρατηρήσεις.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

2.1.   Πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης

(49)

Κατ’ αρχάς, λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό αποφάσεων που έχει εκδώσει η Επιτροπή και την ακύρωση ορισμένων αποφάσεων, η Επιτροπή κρίνει αναγκαία την αποσαφήνιση του πεδίου εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

(50)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην απόφαση του 2012:

α)

όσον αφορά τις κρατικές χρηματοοικονομικές ενισχύσεις, ότι χορηγήθηκαν παρανόμως από τη Γερμανία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, αλλά είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά· και

β)

όσον αφορά την κρατική εγγύηση, ότι αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση υπέρ της Deutsche Post κατά την έννοια των άρθρων 107 παράγραφος 1 και 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(51)

Αναφορικά με τα εν λόγω συμπεράσματα, δεν έχει ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του 2012 και ως εκ τούτου η απόφαση αυτή παραμένει σε ισχύ.

(52)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αποφάσεις του 2007 και του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας ακυρώθηκαν από τα δικαστήρια.

(53)

Στο πλαίσιο αυτό, η έρευνα αφορά μόνο τις πληρωμές που περιγράφονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(54)

Ειδικότερα, η απόφαση κίνησης της διαδικασίας αφορά τα εξής:

α)

τις πληρωμές που κατέβαλε η Deutsche Post προς το ταμείο συντάξεων (που ιδρύθηκε στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της Deutsche Post) ανερχόμενες στο ποσό των 4 δις γερμανικών μάρκων (περίπου 2,05 δισεκατ. EUR) ετησίως μεταξύ των ετών 1995 και 1999·

β)

το έλλειμμα ύψους 8,2 δις γερμανικών μάρκων (περίπου 4,19 δισεκατ. EUR) που συσσώρευσε το ταμείο συντάξεων εξαιτίας της πρόωρης συνταξιοδότησης σημαντικού αριθμού υπαλλήλων της Deutsche Post έως το 1999· και

γ)

το γεγονός ότι η Γερμανία κάλυψε το εν λόγω έλλειμα, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, της 18ης Ιανουαρίου 1999.

(55)

Στο πλαίσιο αυτό, η προαναφερθείσα επιδότηση των συντάξεων αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

2.2.   Η επιδότηση των συντάξεων για την περίοδο 1995-1999

(56)

Στο πλαίσιο της επιδότησης των συντάξεων, βάσει του νόμου για τους κανονισμούς που διέπουν το προσωπικό της πρώην γερμανικής ομοσπονδιακής ταχυδρομικής υπηρεσίας (Gesetz zum Personalrecht der Beschäftigten der früheren Deutschen Bundespost (Postpersonalrechtsgesetz)(18) («PostPersRG»), από το 1995 χρηματοδοτήθηκε μεγάλο μέρος των συντάξεων των συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων της Deutsche Post. Προκειμένου να συνεκτιμηθούν πλήρως όλες οι επιπτώσεις της επιδότησης συντάξεων στο πλαίσιο του κεφαλαίου 5, στα επόμενα κεφάλαια θα ακολουθήσει αναλυτική περιγραφή των κοινωνικών παροχών και των κοινωνικών εισφορών που ισχύουν για τους δημόσιους υπαλλήλους και θα γίνει σύγκριση με τα ισχύοντα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα («ιδιωτικοί υπάλληλοι»).

2.2.1.   Κοινωνικές παροχές προς δημόσιους υπαλλήλους

(57)

Οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται συντάξεως γήρατος και παροχών σε περίπτωση ασθένειας ή αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Οι παροχές προς τους δημοσίους υπαλλήλους της Deutsche Post είναι ίδιες με εκείνες που χορηγούνται σε όλους τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους:

α)

Το ύψος της συντάξεως καθορίζεται κατά το άρθρο 14 του νόμου για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων (Gesetz über die Versorgung der Beamten und Richter in Bund und Ländern (BeamtenversorgungsgesetzBeamtVG) της 24ης Αυγούστου του 1976 (19), εκ των προτέρων ως εκατοστιαίο ποσοστό επί των τελευταίων αποδοχών του υπαλλήλου.

β)

Οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται να λαμβάνουν το 50 % έως 70 % των δαπανών υγείας και των δαπανών περιθάλψεως σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, ενώ το υπόλοιπο μέρος των δαπανών αυτών βαρύνει τους ίδιους. Η ακριβής κατανομή των δαπανών υγείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα από τον αριθμό των τέκνων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δύνανται είτε να συνάψουν προαιρετική πρόσθετη ασφάλιση είτε να καταβάλουν εξ ιδίων πόρων το τμήμα των δαπανών υγείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης που τους αναλογεί.

2.2.2.   Χρηματοδότηση των κοινωνικών παροχών για δημόσιους υπαλλήλους της POSTDIENST κατά την περίοδο 1989-1994.

(58)

Μετά την πρώτη μεταρρύθμιση του καθεστώτος των ταχυδρομείων, η οποία έλαβε χώρα το έτος 1989, η POSTDIENST, η TELEKOM και η POSTBANK υποχρεώθηκαν κατά το άρθρο 54 παράγραφος 2 του νόμου για την εταιρική νομική δομή της γερμανικής ομοσπονδιακής ταχυδρομικής υπηρεσίας (Gesetz über die Unternehmensverfassung der Deutschen Bundespost (PostverfassungsgesetzPostVerfG(20) να χρηματοδοτήσουν οι ίδιες το κόστος των συντάξεων και παροχών υγείας για τους συνταξιούχους υπαλλήλους οι οποίοι κατανεμήθηκαν σε κάθε μία από αυτές ανάλογα με την προηγούμενη δραστηριότητά τους.

(59)

Κατά τη διάταξη αυτή, οι δημόσιοι υπάλληλοι διατηρούν την αξίωσή τους έναντι του κράτους, το οποίο όμως δύναται να απαιτήσει το σύνολο του ποσού από τις POSTDIENST, TELEKOM ή POSTBANK κατά περίπτωση.

2.2.3.   Χρηματοδότηση των κοινωνικών παροχών προς δημόσιους υπαλλήλους της DPAG από το 1995 και εφεξής

(60)

Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης των ταχυδρομικών υπηρεσιών και των τηλεπικοινωνιών (Gesetz zur Neuordnung des Postwesens und der Telekommunikation), οποία έλαβε χώρα το 1994, οι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν εργαστεί στην POSTDIENST μεταφέρθηκαν με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του νόμου PostPersRG στην DPAG. Με αυτόν τον τρόπο, οι δημόσιοι υπάλληλοι διατήρησαν το υφιστάμενο νομικό καθεστώς τους κατά το άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου PostPersRG. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του νόμου PostPersRG, η DPAG ανέλαβε από το ομοσπονδιακό κράτος όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ανήκουν στον εργοδότη. Επίσης αναδέχθηκε κατά το άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου PostPersRG, όλες τις ιδιοκτησιακής φύσης αξιώσεις των υπαλλήλων.

(61)

Την καταβολή των συντάξεων και των παροχών υγείας προς τους συνταξιούχους δημόσιους υπαλλήλους ανέλαβε κατά το άρθρο 15 του νόμου PostPersRG ένα νεοσυσταθέν ταμείο συντάξεων των υπαλλήλων της Deutsche Post. Από τη συγχώνευση των ταμείων συντάξεων της Deutsche Post, της Deutsche Telekom AG και της Postbank AG την 1η Ιουλίου 2001 προέκυψε το ταμείο συντάξεων για τους δημόσιους υπαλλήλους της ταχυδρομικής υπηρεσίας (Postbeamtenversorgungskasse) («το ταμείο συντάξεων»).

(62)

Κατά το άρθρο 16 παράγραφος 1 του νόμου PostPersRG, η Deutsche Post όφειλε να καταβάλει στο ταμείο συντάξεων για την περίοδο 1995-1999 ποσό 2,045 δισεκατ. EUR ετησίως είτε, συνολικά, 10,225 δισεκατ. EUR.

(63)

Η υπολειπόμενη διαφορά (ήτοι η διαφορά μεταξύ του ύψους των συντάξεων που καταβάλλονται προς τους συνταξιούχους υπαλλήλους και του ύψους της συνεισφοράς της Deutsche Post προς το ταμείο συντάξεων) καλύφθηκε με την επιδότηση συντάξεων κατά το άρθρο 16 παράγραφος 2 του νόμου PostPersRG. Η επιδότηση συντάξεων αυξήθηκε από 151 εκατ. EUR το 1995 σε 1,118 δισεκατ. EUR το 1999.

(64)

Τα γραφήματα στα σχήματα 1 και 2 παρακάτω παρουσιάζουν τις αντίστοιχες εισφορές της Deutsche Post και της Γερμανίας (σε ποσό και ποσοστό) προς το ταμείο συντάξεων.

Image 1

Image 2

2.2.4.   Υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση και πρόσθετη συνταξιοδοτική ασφάλιση των ιδιωτικών υπαλλήλων της Deutsche Post

(65)

Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι υπόκεινται σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση έχοντας υποχρέωση να συνάψουν συνταξιοδοτική ασφάλιση, ασφάλιση ανεργίας, ασφάλιση ασθενείας και ασφάλιση για την περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης (21). Τα συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης των ιδιωτικών υπαλλήλων προβλέπουν στους τομείς της συνταξιοδοτικής ασφάλισης και της ασφάλισης ασθενείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης διαφορετική προστασία σε σχέση με αυτή που προβλέπει το αντίστοιχο σύστημα που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους:

α)

το ύψος της σύνταξης δεν υπολογίζεται ως ποσοστό επί των τελευταίων μηνιαίων αποδοχών, αλλά ως ποσοστό επί του μέσου όρου των αποδοχών που έχει λάβει ο εκάστοτε υπάλληλος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του·

β)

οι δαπάνες ασφάλισης ασθενείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης καλύπτονται πλήρως.

(66)

Σημαντικές διαφορές σε σχέση με το σύστημα που ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους υφίστανται και όσον αφορά τη χρηματοδότηση των κοινωνικών παροχών:

α)

η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση των ιδιωτικών υπαλλήλων χρηματοδοτείται από εισφορές που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου των υπαλλήλων τόσο από τον ίδιο τον μισθωτό όσο και από τον εργοδότη («υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης»)·

β)

Το συνολικό ποσοστό υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης επιμερίζεται τύποις κατά ίσα περίπου μέρη μεταξύ του μισθωτού και του εργοδότη·

γ)

τυπικά υπόχρεος για την απόδοση στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης ολόκληρου του ποσοστού που αντιστοιχεί στις υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι ο εργοδότης.

(67)

Το σχήμα 3 που ακολουθεί παρουσιάζει το ύψος εισφορών στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση των ιδιωτικών υπαλλήλων για την περίοδο 1995-1999.

Image 3

(68)

Όπως εμφαίνεται στο σχήμα 3, τα ποσοστά εισφορών στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση ανήλθαν από περίπου 39 % σε 42 % επί των μεικτών αποδοχών (μεικτές αποδοχές = καθαρές αποδοχές + εργοδοτική εισφορά). Δεδομένου ότι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που αναλογούν στον εργοδότη και τον εργαζόμενο καλύπτουν περίπου το ήμισυ του συνολικού ύψους των εισφορών στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, οι εισφορές αυτές ανήλθαν σε ποσοστό περίπου 19 % έως 21 % επί των μεικτών αποδοχών.

(69)

Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι της Deutsche Post δεν είχαν μόνο υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, αλλά τους παρεχόταν και πρόσθετη ασφάλιση σύνταξης. Ειδικότερα, σε όσους ιδιωτικούς υπαλλήλους είχαν προσληφθεί πριν από το 1997 παρεχόταν πρόσθετη ασφάλιση σύνταξης, η οποία τους εξασφάλιζε σύνταξη ανάλογη με εκείνη των δημοσίων υπαλλήλων. Η πρόσθετη ασφάλιση σύνταξης κάλυπτε συνεπώς τη διαφορά μεταξύ της σύνταξης των ιδιωτικών υπαλλήλων από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, η οποία αντιστοιχεί σε ορισμένο ποσοστό επί των αποδοχών που είχε λάβει ο μισθωτός καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου του, και της σύνταξης των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία αντιστοιχεί σε ορισμένο ποσοστό επί των τελευταίων αποδοχών. Οι λεπτομερείς κανόνες καθορίζονται στον Χάρτη του ταμείου πρόσθετης σύνταξης της γερμανικής ομοσπονδιακής ταχυδρομικής υπηρεσίας (Satzung der Versorgungsanstalt der Deutschen Bundespost).

3.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(70)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι η κάλυψη από μέρους του κράτους του ελλείμματος που συσσωρεύτηκε έως το 1999 —σε σχέση με την πρόωρη συνταξιοδότηση σημαντικού αριθμού δημοσίων υπαλλήλων της Deutsche Post μεταξύ των ετών 1995 και 1999— θα μπορούσε να έχει παράσχει πλεονέκτημα στην Deutsche Post.

(71)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η προκαταρκτική εξέταση του εν λόγω μέτρου δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(72)

Επιπλέον, με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει της προκαταρκτικής εξέτασης, διατυπώθηκαν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά.

4.   ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(73)

Οι μετέχοντες στη διαδικασία διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης κίνησης της διαδικασίας και επί των (ήδη ακυρωθεισών) αποφάσεων του 2007 και του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας.

(74)

Το παρόν κεφάλαιο συνοψίζει τις παρατηρήσεις που θεωρούνται σημαντικές για την αξιολόγηση του υπό εξέταση μέτρου (δηλαδή της επιδότησης συντάξεων για την περίοδο 1995-1999) και δεν καλύπτει όλες τις παρατηρήσεις που διαβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ερευνών σχετικά με άλλα μέτρα ή/και την επιδότηση συντάξεων για την περίοδο μετά το 1999.

4.1.   Παρατηρήσεις τρίτων

(75)

Κατά την άποψη του UK Post Office («Post Office»), η ανάληψη του πρόσθετου κόστους για την πρόωρη συνταξιοδότηση του 25 % των υπαλλήλων της DPAG συνιστά ενίσχυση. Κατά την άποψη του Post Office, η μείωση αυτή του προσωπικού θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί από τα έσοδα πώλησης στοιχείων της επιχείρησης.

(76)

Κατά την άποψη της UPS, η Deutsche Post επωφελήθηκε από το γεγονός ότι απαλλάχθηκε εν μέρει από τις υποχρεώσεις πληρωμής που υφίσταντο προ του 1995. Καθόσον μια κανονική επιχείρηση βαρύνεται η ίδια με τις δαπάνες που αφορούν τις συντάξεις, η Deutsche Post περιήλθε σε ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.

(77)

Στις παρατηρήσεις της, της 28ης Νοεμβρίου 2019 (μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου του 2019 με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας), η UPS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει την έρευνα για τις επιδοτήσεις των συντάξεων και, ειδικότερα, θα πρέπει να αξιολογήσει το εν λόγω μέτρο εφαρμόζοντας τη νομολογία από την υπόθεση Orange (22) (αντί της νομολογίας από την υπόθεση Combus (23)). Επιπλέον, η UPS θεωρεί ότι ακόμη και με βάση τη νομολογία από την υπόθεση Combus, η Επιτροπή θα πρέπει να συμπεράνει ότι οι επιδοτήσεις των συντάξεων συνιστούν ασυμβίβαστη ενίσχυση.

4.2.   Παρατηρήσεις της Γερμανίας

(78)

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Γερμανίας, το κράτος συνεισέφερε στο ταμείο συντάξεων μόνον όσα ήταν αναγκαία για να καλύψει μια αντικειμενική ζημιά της DPAG που ήταν ευθύνη του κράτους.

(79)

Στις ιδιότυπες υποχρεώσεις του κράτους έναντι των υπαλλήλων του περιλαμβάνεται και η χρηματοδότηση της πρόωρης συνταξιοδότησης των υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί πριν από τη μετατροπή της DPAG σε ανώνυμη εταιρεία. Η DPAG κλήθηκε να συγχρηματοδοτήσει ένα ταμείο συντάξεων για τους εν λόγω κρατικούς υπαλλήλους και από το γεγονός αυτό προέκυψε γι’ αυτήν άτυπο έκτακτο κόστος. Με την ανάληψη των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων από το κράτος αποκαταστάθηκε μόνον εν μέρει η αντικειμενική ζημιά της DPAG που ήταν ευθύνη του κράτους. Γι’ αυτό και κατά την άποψη της Γερμανίας δεν υπήρξε ούτε πλεονέκτημα για την DPAG ούτε νόθευση του ανταγωνισμού ή του εμπορίου με την εισφορά του κράτους στο ταμείο συντάξεων.

(80)

Επικαλούμενη την απόφαση Combus (24), η Γερμανία υποστηρίζει ότι τα ποσά που καταβάλλονται από το κράτος στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης ενός πρώην κρατικού φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας για συνταξιοδοτικές δαπάνες υπερβαίνουσες εκείνες που συνήθως βαρύνουν τους ιδιώτες ανταγωνιστές δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση. Η Γερμανία θεωρεί ότι οι κοινωνικές παροχές προς τους δημόσιους υπαλλήλους της Deutsche Post θα πρέπει να συγκρίνονται με εκείνες των ανταγωνιστών προκειμένου να αξιολογηθεί η ύπαρξη ενίσχυσης.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

(81)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, στο μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(82)

Ένα μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το μέτρο χορηγείται από τα κράτη μέλη με κρατικούς πόρους, β) παρέχει επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις ή στην παραγωγή ορισμένων αγαθών, γ) το πλεονέκτημα νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, και δ) επηρεάζει το εμπόριο εντός της ΕΕ.

(83)

Η επιδότηση συντάξεων ερείδεται στο άρθρο 16 του νόμου PostPersG και χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, συνεπώς χορηγείται από το κράτος και με κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Καθόσον η επιδότηση συντάξεων χορηγήθηκε μόνο στο ταμείο συντάξεων προκειμένου να απαλλαγεί η Deutsche Post από δαπάνες για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, και ως εκ τούτου τελικά αποβαίνει προς όφελος της Deutsche Post, είναι επιλεκτική.

5.1.   Ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος

5.1.1.   Εφαρμοστέα μεθοδολογία για την αξιολόγηση της ύπαρξης πλεονεκτήματος

(84)

Επικαλούμενη την απόφαση Combus η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η επιδότηση συντάξεων δεν συνεπάγεται ορισμένο οικονομικό πλεονέκτημα, καθόσον η επιδότηση αυτή απάλλαξε την Deutsche Post από το βάρος της καταβολής μη ανταγωνιστικών εισφορών συνταξιοδοτικής ασφάλισης.

(85)

Στην απόφαση του 2012, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς της Γερμανίας ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος έπρεπε να καθοριστεί με βάση τη νομολογία από την υπόθεση Combus.

(86)

Ωστόσο, μετά την ακύρωση της απόφασης του 2012 και της απόφασης του 2011 για την επέκταση του πεδίου της διαδικασίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T-143/12 (25) και Τ-388/11 (26) υποχρεώνουν την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 266 της ΣΛΕΕ, να εφαρμόσει τη νομολογία από την υπόθεση Combus αναφορικά με την επιδότηση συντάξεων. Πράγματι, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 266 της ΣΛΕΕ, «[τ]ο θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμός […] των οποίων η πράξη εκηρύχθη άκυρη ή των οποίων η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς τις Συνθήκες, οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

(87)

Στην απόφασή του της 14ης Ιουλίου 2016 το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «απλός ισχυρισμός ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες περιλαμβάνονται στις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχείρησης δεν αρκούσε για να αποδειχθεί εν προκειμένω η ύπαρξη πραγματικού οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ της Deutsche Post. Η Επιτροπή, η οποία είχε το βάρος της απόδειξης του εν λόγω πλεονεκτήματος, δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση αυτή υποπίπτοντας κατά τον τρόπο αυτό σε πλάνη περί το δίκαιο» (27).

(88)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος για την Deutsche Post εφαρμόζοντας τη νομολογία από την υπόθεση Combus. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε αντίθεση με την άποψη που εξέφρασε η UPS, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη νομολογία από την υπόθεση Combus για την αξιολόγηση της επιδότησης συντάξεων, και όχι την αντίστοιχη νομολογία από την υπόθεση Orange (28). Ειδικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, παρότι με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο μπορεί να διέκοψε τη νομική προσέγγιση που εφαρμόστηκε στην υπόθεση Combus και ότι, κατά συνέπεια, η νομολογία από την υπόθεση Combus δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε παρόμοια μέτρα σε άλλες περιπτώσεις, αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την υποχρέωση της Επιτροπής να εφαρμόσει τη μεθοδολογία από την υπόθεση Combus στην επιδότηση συντάξεων στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 266 της ΣΛΕΕ (βλέπε αιτιολογική σκέψη (86).

5.1.2.   Ύπαρξη πλεονεκτήματος στην παρούσα υπόθεση

(89)

Δεδομένης της εφαρμογής της νομολογίας από την υπόθεση Combus στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή θα εξακριβώσει κατά πόσον η Γερμανία, αναλαμβάνοντας την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του προκαθορισμένου για τα έτη 1995 έως 1999 κατ’ αποκοπήν ποσού και του συνολικού κόστους των συντάξεων των πρώην δημόσιων υπαλλήλων της Deutsche Post, χορήγησε στην Deutsche Post οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της.

(90)

Η Επιτροπή θα διενεργήσει την ανάλυση αυτή, που συνίσταται στα κάτωθι τρία βήματα, προκειμένου να καθορίσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος:

α)

στο πλαίσιο του πρώτου βήματος, η Επιτροπή θα προσδιορίσει το ύψος των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν άλλες επιχειρήσεις του κλάδου των υπηρεσιών αλληλογραφίας και αποστολής δεμάτων·

β)

ακολούθως θα διαπιστώσει το ύψος των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που επιβαρύνεται η Deutsche Post για τους υπαγόμενους σε αυτή δημοσίους υπαλλήλους·

γ)

τέλος, η Επιτροπή θα συγκρίνει το ύψος των εισφορών μεταξύ των δύο περιπτώσεων.

5.1.2.1.   Ύψος των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης άλλων επιχειρήσεων του κλάδου των υπηρεσιών αλληλογραφίας και αποστολής δεμάτων

5.1.2.1.1.   Προσδιορισμός του συντελεστή που αποτελεί το κριτήριο αναφοράς

(91)

Οι ιδιώτες ανταγωνιστές υποχρεούνται να καταβάλλουν στο κράτος από τα έσοδά τους τόσο το ποσοστό των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που αναλογεί στον εργοδότη όσο και εκείνο που αναλογεί στον εργαζόμενο. Όπως φαίνεται στο σχήμα 3, κατά την περίοδο 1995-1999 τα συνολικά ποσοστά εισφορών στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση κυμαίνονταν περίπου μεταξύ 39 % και 42 % επί των μεικτών αποδοχών. Η συμμετοχή του εργοδότη και του εργαζομένου στον συντελεστή εισφοράς κοινωνικής ασφάλισης ανήλθε σε ποσοστά από 19 % έως 21 % του ακαθάριστου μισθού για τον καθένα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 68).

(92)

Σε σύγκριση με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν οφείλουν να καταβάλλουν συμμετοχή για τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για την υγεία και την περίθαλψη σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, αλλά αντιθέτως οφείλουν να καλύπτουν το 30 % έως 50 % των δαπανών τους για την υγεία και την περίθαλψη σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης εξ ιδίων πόρων (κυρίως συνάπτοντας πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση). Ωστόσο, το ποσοστό συμμετοχής των δημοσίων υπαλλήλων στις δαπάνες υγείας και περίθαλψής τους σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, το οποίο ανέρχεται σε 30 % έως 50 %, μπορεί να θεωρηθεί ότι από άποψη οικονομικού αποτελέσματος αντιστοιχεί κατ’ ουσία στη συμμετοχή των ιδιωτικών υπαλλήλων στις εισφορές της υποχρεωτικής τους ασφάλισης υγείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης (29).

(93)

Επιπλέον, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν καταβάλλουν εισφορές στην ασφάλιση συντάξεων και ανεργίας. Επομένως, η συνεισφορά της Deutsche Post θα πρέπει να υπερβαίνει το ποσοστό συμμετοχής των ιδιωτικών εργοδοτών και να περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών ασφάλισης συντάξεων και ανεργίας, καθώς και το υπόλοιπο των δαπανών υγείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων.

(94)

Κατά συνέπεια, όπως φαίνεται στον πίνακα, ο συντελεστής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης της Deutsche Post που θα αποτελεί κριτήριο αναφοράς («συντελεστής αναφοράς») θα πρέπει να περιλαμβάνει το συνολικό ποσοστό εισφοράς (συνολικό ποσοστό εισφοράς = συμμετοχή εργοδότη- + συμμετοχή εργαζομένου) στην ασφάλιση συντάξεων και ανεργίας καθώς και τη συμμετοχή του εργοδότη στην ασφάλιση ασθενείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

(95)

Όπως προκύπτει από τον πίνακα 1, κατά την περίοδο 1995-1999 ο συντελεστής αναφοράς κυμάνθηκε σε ποσοστά μεταξύ 32 % και 34,5 % του ακαθάριστου μισθού των ιδιωτικών υπαλλήλων.

Πίνακας 1

Συντελεστής αναφοράς για τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης της Deutsche Post

(%)

 

1995

1996

1997

1998

1999

Συμμετοχή εργοδότη

19,49

20,01

21,07

21,07

20,77

Ασφάλιση ασθενείας

6,44

6,48

6,82

6,82

6,82

Ασφάλιση περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης

0,50

0,68

0,85

0,85

0,85

Ασφάλιση ανεργίας

3,25

3,25

3,25

3,25

3,25

Ασφάλιση συντάξεως

9,30

9,60

10,15

10,15

9,85

Συμμετοχή εργαζομένου

12,55

12,85

13,40

13,40

13,10

Ασφάλιση ανεργίας

3,25

3,25

3,25

3,25

3,25

Ασφάλιση συντάξεως

9,30

9,60

10,15

10,15

9,85

Συντελεστής αναφοράς της Deutsche Post

32,04

32,86

34,47

34,47

33,87

5.1.2.1.2.   Υπολογισμός της ακαθάριστης μισθολογικής βάσης

(96)

Καθόσον το ύψος των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που επιβαρύνεται η Deutsche Post για τους δημοσίους υπαλλήλους της θα έπρεπε να είναι αντίστοιχο με το ύψος των εισφορών υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, είναι σημαντικό η Deutsche Post όχι μόνο να υπόκειται σε συντελεστή εισφοράς αντίστοιχου ύψους, αλλά ο συντελεστής αυτός να εφαρμόζεται επί αντίστοιχης ακαθάριστης μισθολογικής βάσης.

(97)

Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός ακαθάριστου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων («ακαθάριστος μισθός δημοσίων υπαλλήλων») ο οποίος να παρέχει μισθολογική βάση ανάλογη με τον ακαθάριστο μισθό των ιδιωτικών υπαλλήλων.

(98)

Η εισφορά των δημοσίων υπαλλήλων στις δαπάνες υγείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης θεωρείται ότι είναι ίση με την εισφορά των ιδιωτικών υπαλλήλων στην υποχρεωτική ασφάλιση υγείας και περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 92). Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται προσαρμογή της μισθολογικής βάσης ως προς αυτό. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν καταβάλλουν εισφορές για την ασφάλιση σύνταξης και ανεργίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 93), ο καταβληθείς μισθός (δηλαδή το πραγματικό μισθολογικό κόστος) θα πρέπει να αυξηθεί με την εφαρμογή συντελεστή που λαμβάνει υπόψη τη συμμετοχή των ιδιωτικών υπαλλήλων στις εισφορές για την υποχρεωτική ασφάλιση σύνταξης και ανεργίας.

(99)

Με τον ακόλουθο τύπο, ο καταβληθείς μισθός μετατρέπεται σε ακαθάριστο μισθό αντίστοιχο προς τον ακαθάριστο μισθό των ιδιωτικών υπαλλήλων:

Image 4

(100)

Ο ακόλουθος τύπος που εφαρμόστηκε στο έτος 1997 θα οδηγούσε, λόγου χάρη, στο κάτωθι αποτέλεσμα:

Image 5

(101)

Για παράδειγμα, εξετάζοντας τους συντελεστές εισφοράς του 1997 διαπιστώνεται ότι ο ακαθάριστος μισθός των δημοσίων υπαλλήλων είναι κατά 15 % υψηλότερος από τον καταβλητέο μισθό.

5.1.2.2.   Εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που βαρύνουν την Deutsche Post για τους δημοσίους υπαλλήλους της

5.1.2.2.1.   Πλεονέκτημα βάσει σύγκρισης με τον συντελεστή αναφοράς

(102)

Κατά το άρθρο 16 παράγραφος 1 του νόμου PostPersRG, η Deutsche Post όφειλε να καταβάλει στο ταμείο συντάξεων για την περίοδο 1995-1999 ποσό 2,045 δισεκατ. EUR ετησίως είτε, συνολικά, 10,225 δισεκατ. EUR.

(103)

Με βάση τα ανωτέρω, τα οποία και λαμβάνονται υπόψη, είναι δυνατόν να υπολογιστούν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που βάρυναν την Deutsche Post για την περίοδο από 1995-1999 και συγκριθούν με το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη (97).

Πίνακας 2

Εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που βάρυναν την Deutsche Post και συντελεστής αναφοράς

 

1995

1996

1997

1998

1999

Εισφορές της Deutsche Post στο ταμείο συντάξεων

(δισεκατ. EUR)

2,045

2,045

2,045

2,045

2,045

Καθαρές αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων

(δισεκατ. EUR)

3,522

2,992

2,712

2,581

2,288

Ακαθάριστες αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων

(δισεκατ. EUR)

4,050

3,441

3,119

2,968

2,631

Συνεισφορά της Deutsche Post ως % επί των ακαθάριστων αποδοχών

50

59

66

69

78

Επιτόκιο αναφοράς (%)

31,93

33,29

34,44

34,46

33,85

(104)

Από τον υπολογισμό αυτόν, δεν φαίνεται ότι παρασχέθηκε πλεονέκτημα στη Deutsche Post, δεδομένου ότι αυτή κατέβαλε περισσότερα από τον υπολογισθέντα συντελεστή αναφοράς.

5.1.2.2.2.   Πλεονέκτημα βάσει σύγκρισης με τον συντελεστή αναφοράς λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές επιπτώσεις της ρύθμισης τιμών

(105)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 332-338 της απόφασης του 2012, η Επιτροπή έκρινε ότι η ρύθμιση των τιμών της Deutsche Post αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για τον υπολογισμό των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που βαρύνουν ουσιαστικά την Deutsche Post και την αξιολόγηση της αναλογικότητας της επιδότησης συντάξεων.

(106)

Αυτό δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι κατά το άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2 του νόμου περί ταχυδρομικών υπηρεσιών (Postgesetz) της 22ας Δεκεμβρίου 1997 (30) («PostG») η Deutsche Post δύναται να απαιτήσει από τη ρυθμιστική αρχή να λάβει υπόψη της κατά τον καθορισμό του επιτρεπόμενου ύψους των εσόδων από την αποκλειστική άδεια και τις διατιμημένες υπηρεσίες ότι στις δαπάνες που μετακυλίονται στους χρήστες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι «μη ανταγωνιστικές κοινωνικές δαπάνες» καθώς και το κόστος για την αποτελεσματική παροχή της καθολικής υπηρεσίας.

(107)

Η ρυθμιστική αρχή αποδέχτηκε αυτή τη μέθοδο για πρώτη φορά στο πλαίσιο της απόφασης περί μεγεθών αναφοράς του έτους 2002 (που εφαρμόστηκε από 1ης Ιανουαρίου 2003). Η ρυθμιστική αρχή ενέκρινε επίσης τις «μη ανταγωνιστικές κοινωνικές δαπάνες» με τις αποφάσεις περί μεγεθών αναφοράς των ετών 2007 και 2011. Η Επιτροπή έκρινε ότι με τον τρόπο αυτόν, από οικονομική άποψη, η Deutsche Post βαρυνόταν ουσιαστικά με χαμηλότερες εισφορές για την κάλυψη των κοινωνικών δαπανών από ό,τι οι φαινομενικές εισφορές της στο ταμείο συντάξεων. Βάσει της εν λόγω εκτίμησης, με την απόφαση του 2012 η Επιτροπή ήταν σε θέση να προσδιορίσει και να ποσοτικοποιήσει το ύψος των ασυμβίβαστων ενισχύσεων που θα πρέπει να ανακτηθούν για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως τη χρονική στιγμή κατά την οποία τερματίστηκε το συγκριτικό πλεονέκτημα.

(108)

Όσον αφορά την παρούσα απόφαση και, ως εκ τούτου, την αξιολόγηση της επιδότησης συντάξεων για την περίοδο 1995-1999, θα μπορούσε να εξεταστεί το κατά πόσον με την αξιολόγηση της ύπαρξης πλεονεκτήματος με τη μεθοδολογία της υπόθεσης Combus, οι δυνητικές επιπτώσεις της ρύθμισης των τιμών της Deutsche Post θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του δυνητικού πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον εν λόγω φορέα μέσω της επιδότησης συντάξεων.

(109)

Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε κάθε περίπτωση, ο πιθανός αντίκτυπος της ρύθμισης των τιμών δεν έχει σημασία όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση μέτρου στην παρούσα απόφαση, δηλαδή την περίοδο 1995-1999.

(110)

Πράγματι, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την απόφαση του 2012, η πρώτη απόφαση περί μεγεθών αναφοράς της ρυθμιστικής αρχής η οποία έλαβε υπόψη τις «μη ανταγωνιστικές κοινωνικές δαπάνες», όπως ορίζεται στον νόμο PostG, ελήφθη μόλις το 2002 για την περίοδο 2003-2007 (31). Αντιθέτως, η Επιτροπή έκρινε για την περίοδο πριν από το 2003 ότι από τη νομική βάση για τις ρυθμιζόμενες τιμές που ίσχυε κατά την περίοδο 1995-2002 δεν προκύπτει με σαφήνεια ο τρόπος με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν εκ των προτέρων τη σύνθεση των ρυθμιζόμενων τιμών (32). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξήγησε, ότι, λόγω της μη προσκόμισης ιδίων στοιχείων περί των τιμολογίων των κοινωνικών δαπανών, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί το ύψος των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης λαμβάνοντας υπόψη τη ρύθμιση των τιμών της Deutsche Post (33). Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, με την απόφαση του 2012 η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει και να ποσοτικοποιήσει το ύψος των ασυμβίβαστων ενισχύσεων για την περίοδο 1995-2002 (34).

(111)

Όσον αφορά την παρούσα απόφαση, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις ισχύουν εξίσου στο πλαίσιο της αξιολόγησης για την ύπαρξη πλεονεκτήματος σύμφωνα με τη μεθοδολογία της υπόθεσης Combus, δηλαδή της συγκριτικής αξιολόγησης που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη (90). Εφόσον η Επιτροπή, παρά τις βέλτιστες προσπάθειές της, δεν μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά κάθε πιθανή επίπτωση της ρύθμισης τιμών στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που βαρύνουν την Deutsche Post για τους δημοσίους υπαλλήλους της, δεν είναι σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος σε αυτή τη βάση.

5.2.   Συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος

(112)

Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, αν η Επιτροπή περιοριστεί στην άμεση σύγκριση μεταξύ των εισφορών της Deutsche Post προς το ταμείο συντάξεων και του σχετικού επιτοκίου αναφοράς, τότε δεν μπορεί να διαπιστωθεί πλεονέκτημα για την Deutsche Post. Επιπλέον, ακόμη και αν η Επιτροπή διεύρυνε την αξιολόγησή προκειμένου να εξετάσει τις δυνητικές επιπτώσεις της ρύθμισης των τιμών της Deutsche Post —υποθέτοντας ότι αυτό θα ήταν δικαιολογημένο— θα ήταν και πάλι αδύνατον να προσδιορίσει, να ποσοτικοποιήσει και να συνδέσει με την επιδότηση συντάξεων ένα ακριβές πλεονέκτημα για την περίοδο 1995-1999.

(113)

Με βάση τα ανωτέρω, κατά την άποψη της Επιτροπής δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι η επιδότηση συντάξεων, που εφαρμόστηκε για την Deutsche Post για την περίοδο 1995-1999, χορήγησε πλεονέκτημα στον εν λόγω φορέα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος, που αποτελεί μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη της ενίσχυσης, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιδότηση συντάξεων δεν συνιστούσε κρατικές ενισχύσεις.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(114)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιδότηση συντάξεων που χορήγησε η Γερμανία για την περίοδο 1995-1999 δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η επιδότηση συντάξεων που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Deutsche Post για την περίοδο 1995-1999 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γερμανία.

Βρυξέλλες, 7 Φεβρουαρίου 2020.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Εκτελεστική Αντιπρόεδρος


(1)   ΕΕ C 306 της 23.10.1999, σ. 25.

(2)   ΕΕ C 306 της 23.10.1999, σ. 25.

(3)  Απόφαση της Επιτροπής 2002/753/ΕΚ, της 19ης Ιουνίου 2002, για την κρατική ενίσχυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στα γερμανικά ταχυδρομεία Deutsche Post AG (ΕΕ L 247 της 14.9.2002, σ. 27).

(4)   ΕΕ C 245 της 19.10.2007, σ. 21.

(5)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T‐421/07, ECLI:EU:T:2011:720.

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(7)  Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2010, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-570/08, ECLI:EU:T:2010:31· διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2010, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-571/08, ECLI:EU:T:2010:312· απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C-463/10 P και C-475/10 P, ECLI:EU:C:2011:656· διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 10ης Μαΐου 2012, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-571/08 RENV, ECLI:EU:T:2012:228· και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-570/08 RENV, ECLI:EU:T:2013:589.

(8)   ΕΕ C 263 της 7.9.2011, σ. 4.

(9)  Γνωμοδότηση της Charles River Associates (Μάρτιος 2011), «Estimating a reasonable profit margin for provision of letter services». Η συγκεκριμένη γνωμοδότηση προσκομίστηκε από το Βέλγιο στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.14588 — Κρατική ενίσχυση υπέρ της bpost.

(10)  Απόφαση της Επιτροπής 2012/636/ΕΕ, της 25ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με την ενίσχυση C 36/07 (πρώην NN 25/07) που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Deutsche Post AG (ΕΕ L 289 της 19.10.2012, σ. 1).

(11)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-266/02, ECLI:EU:T:2008:235.

(12)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post, C-399/08 P, ECLI:EU:C:2010:481.

(13)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-421/07, ECLI:EU:T:2011:720.

(14)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2013, Deutsche Post κατά Επιτροπής, C-77/12 P, ECLI:EU:C:2013:695.

(15)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-421/07 RENV, ECLI:EU:T:2015:654.

(16)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2016, Γερμανίακατά Επιτροπής, T-143/12, ECLI:EU:T:2016:406.

(17)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2019, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-388/11, ECLI:EU:T:2019:237.

(18)  Άρθρο 4 του νόμου για τη μεταρρύθμιση των ταχυδρομικών υπηρεσιών και των τηλεπικοινωνιών (Gesetz zur Neuordnung des Postwesens und der Telekommunikation (PostneuordnungsgesetzPTNeuOG), 14 Σεπτεμβρίου 1994, Ομοσπονδιακή Εφημερίδα της κυβερνήσεως (Bundesgesetzblatt) («BGBl») 1994, μέρος I, αριθ. 61, σ. 2325.

(19)  BGBl. 1976, μέρος I, αριθ. 111, σ. 2485.

(20)  Άρθρο 1 του νόμου για την αναδιάρθρωση των ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και της γερμανικής ομοσπονδιακής ταχυδρομικής υπηρεσίας (Gesetz zur Neustrukturierung des Post- und Fernmeldewesens und der Deutschen Bundespost (PoststrukturgesetzPostStruktG), 8 Ιουνίου 1989, BGBl. 1989, μέρος I, αριθ. 25, σ. 1026.

(21)  Το έκτο μέρος του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης (Sozialgesetzbuch, Sechstes Buch (SGB VI)) ρυθμίζει τη συνταξιοδοτική ασφάλιση· το τρίτο μέρος του Sozialgesetzbuch (SGB III) ρυθμίζει την ασφάλιση ανεργίας· το πέμπτο μέρος του Sozialgesetzbuch (SGB V)ρυθμίζει την ασφάλιση ασθενείας· ο νόμος για την περίθαλψη σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης (Gesetz zur sozialen Absicherung des Risikos der Pflegebedürftigkeit (Pflege-VersicherungsgesetzPflegeVG)) της 26ης Μαΐου 1994 (BGBl. 1994,μέρος I, αριθ. 30, σ. 1014) και το ενδέκατο μέρος του Sozialgesetzbuch (SGB XI) ρυθμίζουν την ασφάλιση περίθαλψης σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης.

(22)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C-211/15 P, ECLI:EU:C:2016:798.

(23)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2004, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, T-157/01, ECLI:EU:T:2004:76

(24)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2004, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, T-157/01, ECLI:EU:T:2004:76, σκέψη 57.

(25)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2016, Γερμανίακατά Επιτροπής, T-143/12, ECLI:EU:T:2016:406.

(26)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2019, Deutsche Post κατά Επιτροπής, T-388/11, ECLI:EU:T:2019:237.

(27)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2016, Γερμανία κατά Επιτροπής, T-143/12, ECLI:EU:T:2016:406, σκέψη 154.

(28)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C-211/15 P, ECLI:EU:C:2016:798.

(29)  Δεδομένου ότι το ποσοστό συμμετοχής των υπαλλήλων στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφάλισης για την υγεία και την περίθαλψη σε περίπτωση αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης αντιστοιχεί περίπου στο ήμισυ του συνολικού ποσοστού των συνεισφορών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 68), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι δαπάνες των δημοσίων υπαλλήλων για πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση με σκοπό την κάλυψη του 30 % έως 50 % αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό στις εισφορές των ιδιωτικών υπαλλήλων.

(30)  BGBl. 1997, μέρος I, αριθ. 88, σ. 3294.

(31)  Απόφαση 2012/636/ΕΕ, αιτιολογική σκέψη 332.

(32)   Στο ίδιο, αιτιολογική σκέψη 329.

(33)   Στο ίδιο, αιτιολογική σκέψη 329.

(34)   Στο ίδιο, αιτιολογική σκέψη 408.


5.5.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/28


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/614 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 30ής Απριλίου 2020

που τροποποιεί την απόφαση (ΕΕ) 2019/1311 σχετικά με την τρίτη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2020/25)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 3.1 πρώτη περίπτωση, το άρθρο 12.1, το άρθρο 18.1 δεύτερη περίπτωση και το άρθρο 34.1 δεύτερη περίπτωση,

Έχοντας υπόψη την κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (κατευθυντήρια γραμμή γενικής τεκμηρίωσης) (ΕΚΤ/2014/60) (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4 της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 (ΕΚΤ/2014/60), το διοικητικό συμβούλιο μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί τα εργαλεία, τα μέσα, τις απαιτήσεις, τα κριτήρια και τις διαδικασίες που αφορούν την εκτέλεση των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

(2)

Στις 22 Ιουλίου 2019, ενεργώντας εντός των ορίων της αποστολής του για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και με στόχο τη διατήρηση ευνοϊκών όρων όσον αφορά τις τραπεζικές χορηγήσεις και τη στήριξη της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, το διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2019/1311 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ2019/21) (2). Η απόφαση αυτή ρύθμιζε τη διενέργεια τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ-ΙΙΙ) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2019 και Μαρτίου 2021.

(3)

Στις 12 Μαρτίου 2020, προκειμένου να στηρίξει τις τραπεζικές χορηγήσεις προς όσους πλήττονται περισσότερο από την εξάπλωση της νόσου του κορωνοϊού (COVID-19), ιδίως προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να προσαρμόσει ορισμένες βασικές παραμέτρους του πλαισίου ΣΠΠΜΑ-IIΙ. Στις 16 Μαρτίου 2020 εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2020/407 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2020/13) (3) με σκοπό την εφαρμογή ορισμένων από τις προσαρμογές αυτές. Η παρούσα απόφαση είναι αναγκαία για την εφαρμογή των περαιτέρω προσαρμογών που αποφάσισε το διοικητικό συμβούλιο, ιδίως όσον αφορά την προσωρινή μείωση των επιτοκίων που εφαρμόζονται στο σύνολο των ΣΠΠΜΑ-III και τη μείωση του ελάχιστου επιπέδου χορηγήσεων υπό προϋποθέσεις.

(4)

Ως προς τη μείωση του ελάχιστου επιπέδου χορηγήσεων το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε στις 12 Μαρτίου 2020 ότι αυτό θα πρέπει να μειωθεί σε 0% για την περίοδο μεταξύ 1ης Απριλίου 2020 και 31ης Μαρτίου 2021. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη και οι πιστώσεις τις οποίες ήδη χορηγούν οι τράπεζες από την έναρξη της κρίσης που προκάλεσε η νόσος το κορωνοϊού (COVID-19) στην Ευρώπη, η ως άνω ημερομηνία έναρξης μετατίθεται την 1η Μαρτίου 2020, σύμφωνα με σχετική απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, ενώ παραμένει αμετάβλητη η ημερομηνία λήξης της 31ης Μαρτίου 2021. Επίσης, για να αντιμετωπιστεί η αναμενόμενη μείωση στις τραπεζικές χορηγήσεις μετά την 1η Μαρτίου 2020, η απόκλιση από το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου που εξασφαλίζει τη μέγιστη έκπτωση βάσει των προηγούμενων κριτηρίων για τα επίπεδα χορηγήσεων μειώνεται από 2,5% σε 1,15%.

(5)

Ακόμη, στις 30 Απριλίου 2020 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να παρέχει υπό προϋποθέσεις επιπρόσθετη προσωρινή μείωση των επιτοκίων που εφαρμόζονται στο σύνολο των ΣΠΠΜΑ-III, προκειμένου να στηρίξει περαιτέρω τη χορήγηση πιστώσεων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε ένα περιβάλλον κλιμακούμενων οικονομικών διαταραχών και έντονης αβεβαιότητας.

(6)

Προκειμένου να εφαρμοστούν άμεσα οι ως άνω προσαρμοσμένες παράμετροι, η παρούσα απόφαση θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ χωρίς καθυστέρηση.

(7)

Για τους λόγους αυτούς η απόφαση (ΕΕ) 2019/1311 (ΕΚΤ/2019/21) θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τροποποιούμενες διατάξεις

Η απόφαση (ΕΕ) αριθ. 2019/1311 (ΕΚΤ/2019/21) τροποποιείται ως εξής:

1.

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

αντικαθίστανται οι ακόλουθοι ορισμοί:

“(1)

“όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων”: το ύψος αποδεκτών καθαρών χορηγήσεων το οποίο ορισμένος συμμετέχων πρέπει οπωσδήποτε να υπερβαίνει κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς και, σε προαιρετική βάση, κατά την ειδική περίοδο αναφοράς, προκειμένου να αποκτά δικαίωμα στην εφαρμογή επιτοκίου δανεισμού χαμηλότερου από το αρχικά εφαρμοσθέν, και το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις αρχές και τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 4 και του παραρτήματος I, αντίστοιχα·”

“(12)

“ευνοϊκή προσαρμογή επιτοκίου”: τυχόν μείωση του εφαρμοστέου επιτοκίου δανεισμού στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III, η οποία εκφράζεται ως κλάσμα της μέσης διαφοράς μεταξύ του εφαρμοζόμενου κατά περίπτωση υψηλότερου δυνατού και χαμηλότερου δυνατού επιτοκίου και υπολογίζεται σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του παραρτήματος I·”

β)

προστίθενται οι ακόλουθοι ορισμοί:

“(23)

“υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-ΙΙΙ”: η περίοδος μεταξύ της ημερομηνίας διακανονισμού της εκάστοτε διενεργούμενης ΣΠΠΜΑ-III και της 23ης Ιουνίου 2020 και η περίοδος μεταξύ της 24ης Ιουνίου 2021 και της ημερομηνίας λήξης ή τυχόν πρόωρης αποπληρωμής της ΣΠΠΜΑ-III, εξαιρουμένης δηλαδή της περιόδου ειδικού εκτοκισμού·

«(24)

“περίοδος ειδικού εκτοκισμού”: η περίοδος μεταξύ 24ης Ιουνίου 2020 και 23ης Ιουνίου 2021·

«(25)

“ειδική περίοδος αναφοράς”: η περίοδος μεταξύ 1ης Μαρτίου 2020 και 31ης Μαρτίου 2021.”.

2.

το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Τόκοι

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 3α, το επιτόκιο δανεισμού στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III συμμετεχόντων με αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις που κατά την ειδική περίοδο αναφοράς πληρούν ή υπερβαίνουν το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεών τους υπολογίζεται ως ακολούθως:

α)

το επιτόκιο δανεισμού κατά την περίοδο ειδικού εκτοκισμού είναι το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης. Το επιτόκιο που προκύπτει σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από επιτόκιο ίσο με μείον 100 μονάδες βάσης· και

β)

το επιτόκιο δανεισμού κατά την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III είναι το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης πράξης.

2.   Το επιτόκιο δανεισμού στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III συμμετεχόντων με αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις που υπολείπονται του ορίου αναφοράς καθαρών χορηγήσεών τους κατά την ειδική περίοδο αναφοράς, αλλά το υπερβαίνουν κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς, υπολογίζεται ως εξής:

α)

το επιτόκιο δανεισμού κατά την περίοδο ειδικού εκτοκισμού είναι το χαμηλότερο εκ των ακόλουθων επιτοκίων: i) του μέσου επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένου κατά 50 μονάδες βάσης· και ii) του επιτοκίου που υπολογίζεται σε συνάρτηση προς την απόκλιση από το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου κατά το στοιχείο β)· και

β)

το επιτόκιο δανεισμού κατά την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-ΙΙΙ είναι χαμηλότερο από το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης πράξης, μπορεί δε να είναι εξίσου χαμηλό με το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης πράξης, αναλόγως της απόκλισης από το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου.

3.   Το επιτόκιο δανεισμού στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III συμμετεχόντων με αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις που υπολείπονται του ορίου αναφοράς καθαρών χορηγήσεών τους τόσο κατά την ειδική περίοδο αναφοράς όσο και κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς υπολογίζεται ως εξής:

α)

το επιτόκιο δανεισμού κατά τη διάρκεια της περιόδου ειδικού εκτοκισμού είναι το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης· και

β)

το επιτόκιο δανεισμού κατά την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III είναι το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης πράξης.

4.   Περισσότερες λεπτομέρειες για τον υπολογισμό του επιτοκίου περιλαμβάνονται στο παράρτημα I. Το τελικό επιτόκιο και τα συναφή στοιχεία υπολογισμού του ανακοινώνονται στους συμμετέχοντες σύμφωνα με το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-III που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

5.   Οι τόκοι εξοφλούνται εκ των υστέρων με τη λήξη κάθε ΣΠΠΜΑ-II ή με την τυχόν πρόωρη αποπληρωμή της σύμφωνα με το άρθρο 5α.

6.   Εάν, συνεπεία της λήψης μέτρων αποκατάστασης που διαθέτει ορισμένη ΕθνΚΤ βάσει των οικείων συμβατικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων, ορισμένος συμμετέχων υποχρεωθεί να αποπληρώσει τα ανεξόφλητα υπόλοιπα από ΣΠΠΜΑ-III πριν από την ανακοίνωση σε αυτόν της απόκλισης από το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου και τυχόν προκύπτουσας ευνοϊκής προσαρμογής επιτοκίου, το εφαρμοστέο επιτόκιο δανεισμού του ανά ΣΠΠΜΑ-III θα είναι: α) για την περίοδο ειδικού εκτοκισμού, το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης· και β) για την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III, το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκειά της έως την ημερομηνία κατά την οποία η ΕθνΚΤ απαιτεί την αποπληρωμή. Εάν η αποπληρωμή απαιτηθεί αφότου ανακοινωθούν στον συμμετέχοντα η απόκλιση από το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου και η τυχόν προκύπτουσα ευνοϊκή προσαρμογή επιτοκίου, το εφαρμοστέο επιτόκιο δανεισμού του ανά ΣΠΠΜΑ-III καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3.»·

3.

το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

στοιχεία που αφορούν: i) τη δεύτερη περίοδο αναφοράς και ii) σε προαιρετική βάση, την ειδική περίοδο αναφοράς, προκειμένου να καθοριστούν τα εφαρμοστέα επιτόκια (εφεξής η “δεύτερη αναφορά”).»·

β)

προστίθεται η παράγραφος 3α:

«3α.   Συμμετέχοντες οι οποίοι προτίθενται να επωφεληθούν από τα επιτόκια του άρθρου 5 παράγραφος 1 ασκούν το σχετικό δικαίωμά τους υποβάλλοντας χωριστά, με τη δεύτερη αναφορά, τα στοιχεία που αφορούν την ειδική περίοδο αναφοράς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους από τον ελεγκτή σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6 στοιχείο β). Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το εφαρμοστέο επιτόκιο δανεισμού των συμμετεχόντων υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή την παράγραφο 3 του άρθρου 5. Η παράλειψη διαβίβασης των ως άνω στοιχείων ή/και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησής τους δεν επισύρει κυρώσεις.»·

γ)

το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Κάθε συμμετέχων διασφαλίζει την αξιολόγηση από εξωτερικό ελεγκτή της ποιότητας των στοιχείων που υποβάλλονται κατά τις παραγράφους 1 έως 3α σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:»·

δ)

το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

οι αξιολογήσεις του ελεγκτή επικεντρώνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 2, 3α και 4. Συγκεκριμένα, ο ελεγκτής:»·

4.

στο άρθρο 7 παράγραφος 1 τα στοιχεία β), δ) και ε) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

Εάν ο συμμετέχων δεν υποβάλει στην οικεία ΕθνΚΤ τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της πρώτης αναφοράς από τον ελεγκτή εντός της προθεσμίας που τάσσει το ενδεικτικό ημερολογιακό πρόγραμμα ΣΠΠΜΑ-III που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ, υποχρεούται να αποπληρώσει το σύνολο των ανεξόφλητων ποσών δανεισμού του στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III κατά την ημέρα διακανονισμού της επόμενης πράξης κύριας αναχρηματοδότησης με βάση το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης ΣΠΠΜΑ-III έως την ημέρα διακανονισμού της αποπληρωμής, με εξαίρεση την περίοδο ειδικού εκτοκισμού, οπότε εφαρμόζεται το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης.

δ)

Εάν ο συμμετέχων δεν υποβάλει εμπρόθεσμα στην οικεία ΕθνΚΤ με τη δεύτερη αναφορά τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από τον ελεγκτή των στοιχείων που αφορούν τη δεύτερη περίοδο αναφοράς, στα ποσά δανεισμού του στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III εφαρμόζεται το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης ΣΠΠΜΑ-III, με εξαίρεση την περίοδο ειδικού εκτοκισμού, οπότε εφαρμόζεται το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης.

ε)

Εάν ο συμμετέχων δεν συμμορφώνεται κατά τα λοιπά με τις υποχρεώσεις των παραγράφων 6 ή 7 του άρθρου 6, στα ποσά δανεισμού του στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III εφαρμόζεται το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης ΣΠΠΜΑ-III, με εξαίρεση την περίοδο ειδικού εκτοκισμού, οπότε εφαρμόζεται το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης.».

5.

τα παραρτήματα I και ΙI τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 5η Μαΐου 2020.

Φρανκφούρτη, 30 Απριλίου 2020.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

H Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)   ΕΕ L 91 της 2.4.2015, σ. 3.

(2)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1311 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Ιουλίου 2019, σχετικά με την τρίτη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2019/21) (ΕΕ L 204 της 2.8.2019, σ. 100).

(3)  Απόφαση (ΕΕ) 2020/407 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Μαρτίου 2020, σχετικά με την τρίτη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΕΚΤ/2020/13) (ΕΕ L 80 της 17.3.2020, σ. 23).


Παράρτημα

Τα παραρτήματα I και II και ο πίνακας Β που αφορά την παροχή στοιχείων ΣΠΠΜΑ-III τροποποιούνται ως εξής:

1.

στο παράρτημα I η ενότητα 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.    Υπολογισμός επιτοκίου

Α.

Έστω

Image 6

οι αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την ειδική περίοδο αναφοράς μεταξύ 1ης Μαρτίου 2020 και 31ης Μαρτίου 2021.

Image 7

Β.

Έστω

Image 8

το άθροισμα των αποδεκτών καθαρών χορηγήσεων της περιόδου μεταξύ 1ης Απριλίου 2019 και 31ης Μαρτίου 2021 και του ανεξόφλητου την 31η Μαρτίου 2019 υπολοίπου αποδεκτών δανείων, υπολογιζόμενο ως εξής:

Image 9
.

Έστω τώρα

Image 10
το ποσοστό απόκλισης του
Image 11
από το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου της περιόδου μεταξύ 1ης Απριλίου 2019 και 31ης Μαρτίου 2020, δηλαδή,

Image 12

Το ΕΧ θα στρογγυλοποιείται στα 15 δεκαδικά ψηφία. Για μηδενική τιμή του OAB το EX λογίζεται ίσο με 1,15.

Γ.

Έστω

Image 13

το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης (MRO) κατά τη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III

Image 14

και

Image 15

το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (DF) κατά τη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III k, όταν το εφαρμοστέο επιτόκιο αφορά τη διάρκεια της εκάστοτε ΣΠΠΜΑ-III, αμφότερα εκφραζόμενα ως ετήσια ποσοστά, ήτοι:

Image 16

Image 17

Στις ανωτέρω εξισώσεις το

Image 18
(όπου k=1,..7) δηλώνει τον αριθμό των ημερών της ΣΠΠΜΑ-III k και το
Image 19
δηλώνει το εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό εφαρμοστέο επιτόκιο MRO ή ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς MRO την νιοστή ημέρα (t) της ΣΠΠΜΑ-III k, ανάλογα με το εάν η συγκεκριμένη MRO διενεργείται με σταθερό επιτόκιο και πλήρη κατανομή ή μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου, αντίστοιχα. Στις ανωτέρω εξισώσεις το
Image 20
δηλώνει το εφαρμοστέο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων την νιοστή ημέρα (t) της ΣΠΠΜΑ-III k και εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό.

Δ.

Έστω kspecial η περίοδος ειδικού εκτοκισμού μεταξύ 24ης Ιουνίου 2020 και 23ης Ιουνίου 2021 και krol οι δύο επιμέρους περίοδοι που αντιστοιχούν στην υπολειπόμενη διάρκεια της TLTRO-III k (ήτοι η περίοδος μεταξύ της ημερομηνίας διακανονισμού της ΣΠΠΜΑ-III και της 23ης Ιουνίου 2020 και η περίοδος μεταξύ της 24ης Ιουνίου 2021 και της λήξης ή τυχόν πρόωρης αποπληρωμής της ΣΠΠΜΑ-III).

Έστω

Image 21
και
Image 22
το μέσο επιτόκιο MRO και το μέσο επιτόκιο DF της ΣΠΠΜΑ-III k, αντίστοιχα, κατά την περίοδο ειδικού εκτοκισμού μεταξύ 24ης Ιουνίου 2020 και 23ης Ιουνίου 2021, αμφότερα εκφραζόμενα ως ετήσια ποσοστά, ήτοι:

Image 23

Image 24

Στις ανωτέρω εξισώσεις το

Image 25
δηλώνει τον αριθμό των ημερών της περιόδου
Image 26
της ΣΠΠΜΑ-III k και το
Image 27
δηλώνει το εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό εφαρμοστέο επιτόκιο MRO ή ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς MRO την νιοστή ημέρα (t) της περιόδου αυτής, ανάλογα με το εάν η συγκεκριμένη MRO διενεργείται με σταθερό επιτόκιο και πλήρη κατανομή ή μέσω δημοπρασίας ανταγωνιστικού επιτοκίου, αντίστοιχα. Στις ανωτέρω εξισώσεις το
Image 28
δηλώνει το εφαρμοστέο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων την νιοστή ημέρα (t) της περιόδου
Image 29
της ΣΠΠΜΑ-III k και εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό.

Ε.

Έστω

Image 30

η ευνοϊκή προσαρμογή επιτοκίου που τυχόν ισχύει και υπολογίζεται ως κλάσμα της μέσης διαφοράς μεταξύ

Image 31

και

Image 32

.

ΣΤ.

Έστω

Image 33

το εφαρμοστέο επιτόκιο κατά τη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-ΙΙΙ k (τελικό επιτόκιο), εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό. Έστω

Image 34

το εφαρμοστέο επιτόκιο ΣΠΠΜΑ-ΙΙΙ k, επίσης εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό, για περίοδο

Image 35

, όπου j = special ή rol.

Ζ.

Το επιτόκιο

Image 36

ορίζεται ως εξής

Image 37

Στην ανωτέρω εξίσωση το

Image 38
δηλώνει τον αριθμό των ημερών της περιόδου
Image 39
της ΣΠΠΜΑ-III k.

Το εφαρμοστέο επιτόκιο κάθε ΣΠΠΜΑ-ΙΙΙ υπολογίζεται ως εξής:

α)

Εάν ο συμμετέχων πληροί η υπερβαίνει το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεων κατά την ειδική περίοδο αναφοράς, το επιτόκιο δανεισμού του στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III είναι:

i)

κατά την περίοδο ειδικού εκτοκισμού: το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στη διάρκεια της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από επιτόκιο ίσο με μείον 100 μονάδες βάσης, δηλαδή:

εάν

Image 40
, τότε
Image 41
·

ii)

κατά την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III: το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης πράξης, δηλαδή:

εάν

Image 42
, τότε
Image 43
.

β)

Εάν ο συμμετέχων δεν πληροί ούτε υπερβαίνει το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεών του κατά την ειδική περίοδο αναφοράς, αλλά υπερβαίνει τουλάχιστον κατά 1,15 % το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου αποδεκτών δανείων του κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς, το επιτόκιο δανεισμού του στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III είναι:

i)

κατά την περίοδο ειδικού εκτοκισμού: το χαμηλότερο εκ του μέσου επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένου κατά 50 μονάδες βάσης, και του μέσου επιτοκίου της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά τη διάρκεια της πράξης, δηλαδή:

εάν

Image 44
και
Image 45
, τότε
Image 46
και
Image 47

ii)

κατά την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III: το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά τη διάρκεια της πράξης, δηλαδή:

εάν

Image 48
και
Image 49
, τότε
Image 50
και
Image 51
.

γ)

Εάν ο συμμετέχων δεν πληροί ούτε υπερβαίνει το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεών του κατά την ειδική περίοδο αναφοράς, αλλά υπερβαίνει κατά λιγότερο από 1,15 % το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου αποδεκτών δανείων του κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς, το επιτόκιο δανεισμού του στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III είναι:

i)

κατά την περίοδο ειδικού εκτοκισμού: το χαμηλότερο εκ του μέσου επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένου κατά 50 μονάδες βάσης, και του επιτοκίου που υπολογίζεται σύμφωνα με το ακόλουθο σημείο ii), δηλαδή:

εάν

Image 52
και
Image 53
, τότε
Image 54
και
Image 55

ii)

κατά την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III: επιτόκιο κλιμακούμενο γραμμικά, ανάλογα με το ποσοστό κατά το οποίο ο ίδιος υπερβαίνει το ως άνω όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου, δηλαδή,

εάν

Image 56
και
Image 57
, τότε
Image 58
και
Image 59

δ)

Εάν ο συμμετέχων δεν πληροί ούτε υπερβαίνει το όριο αναφοράς καθαρών χορηγήσεών του κατά την ειδική περίοδο αναφοράς, ούτε υπερβαίνει το όριο αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου αποδεκτών δανείων του κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς, το επιτόκιο δανεισμού του στο πλαίσιο ΣΠΠΜΑ-III είναι:

i)

κατά τη διάρκεια της περιόδου ειδικού εκτοκισμού: το μέσο επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της περιόδου αυτής, μειωμένο κατά 50 μονάδες βάσης, δηλαδή:

εάν

Image 60
και
Image 61
, τότε
Image 62

ii)

κατά την υπολειπόμενη διάρκεια της ΣΠΠΜΑ-III: το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά τη διάρκεια της πράξης δηλαδή:

εάν

Image 63
και
Image 64
, τότε
Image 65
και
Image 66
.

Η ευνοϊκή προσαρμογή επιτοκίου (

Image 67
) θα στρογγυλοποιείται στα 15 δεκαδικά ψηφία.

Τα επιτόκια

Image 68
και
Image 69
θα στρογγυλοποιούνται στα 15 δεκαδικά ψηφία.

Το τελικό επιτόκιο

Image 70
θα εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό και θα στρογγυλοποιείται προς τα κάτω στο τέταρτο δεκαδικό ψηφίο.»

2.

το παράρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην ενότητα 2 παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Εφόσον συμμετέχοντες προτίθενται να επωφεληθούν από τα επιτόκια του άρθρου 5 παράγραφος 1, η δεύτερη αναφορά θα καλύπτει επιπλέον και τα στοιχεία που αφορούν την ειδική περίοδο αναφοράς κατά τρόπο παρόμοιο με τα ισχύοντα αναφορικά με τις απαιτήσεις της δεύτερης περιόδου αναφοράς.»

β)

στην ενότητα 2 η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Όσον αφορά τη χρήση των συλλεγόμενων πληροφοριών τα στοιχεία για το ανεξόφλητο υπόλοιπο αναφοράς θα χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του ορίου δανεισμού. Επίσης, τα στοιχεία για τις αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά την πρώτη περίοδο αναφοράς θα χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ορίου αναφοράς καθαρών χορηγήσεων και του ορίου αναφοράς ανεξόφλητου υπολοίπου. Εντωμεταξύ, τα στοιχεία για τις αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις κατά τη δεύτερη περίοδο αναφοράς και, κατά περίπτωση, κατά την ειδική περίοδο αναφοράς θα χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των εξελίξεων όσον αφορά τις χορηγήσεις και, κατά συνέπεια, των εφαρμοστέων επιτοκίων. Όλοι οι υπόλοιποι δείκτες είναι απαραίτητοι για την επαλήθευση της εσωτερικής συνοχής των πληροφοριών και της συνοχής αυτών με τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται εντός του Ευρωσυστήματος, καθώς επίσης και για την εμπεριστατωμένη παρακολούθηση του αντίκτυπου του προγράμματος ΣΠΠΜΑ-IIΙ.»

γ)

στην ενότητα 3 η δεύτερη παράγραφος του στοιχείου α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

Η δεύτερη αναφορά απαιτεί τη συμπλήρωση του υποδείγματος παροχής στοιχείων Β για τη “δεύτερη περίοδο αναφοράς”, ήτοι για την περίοδο μεταξύ 1ης Απριλίου 2019 και 31ης Μαρτίου 2021, για τον υπολογισμό των αποδεκτών καθαρών χορηγήσεων και των συγκρίσεων με βάση τα όρια αναφοράς επί των οποίων βασίζονται τα εφαρμοστέα επιτόκια.

Συμμετέχοντες οι οποίοι προτίθενται να επωφεληθούν από τα επιτόκια του άρθρου 5 παράγραφος 1 πρέπει επιπλέον να υποβάλλουν συμπληρωμένο το υπόδειγμα Β για την “ειδική περίοδο αναφοράς”, ήτοι για την περίοδο μεταξύ 1ης Μαρτίου 2020 και 31ης Μαρτίου 2021, για τον υπολογισμό των αποδεκτών καθαρών χορηγήσεων και των συγκρίσεων με βάση τα συναφή όρια αναφοράς επί των οποίων βασίζονται τα χαμηλότερα επιτόκια.»

δ)

στην ενότητα 3 η τρίτη παράγραφος του στοιχείου α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στο υπόδειγμα Β οι δείκτες που αφορούν ανεξόφλητα υπόλοιπα πρέπει να παρέχονται ως έχουν στο τέλος του μήνα που προηγείται της έναρξης της περιόδου παροχής στοιχείων και στο τέλος της περιόδου αυτής. Συνεπώς, για την πρώτη περίοδο αναφοράς τα ανεξόφλητα υπόλοιπα πρέπει να παρέχονται ως έχουν την 31η Μαρτίου 2018 και την 31η Μαρτίου 2019 για τη δεύτερη περίοδο αναφοράς τα ανεξόφλητα υπόλοιπα πρέπει να παρέχονται ως έχουν την 31η Μαρτίου 2019 και την 31η Μαρτίου 2021 για την ειδική περίοδο αναφοράς τα ανεξόφλητα υπόλοιπα πρέπει να παρέχονται ως έχουν την 29η Φεβρουαρίου 2020 και την 31η Μαρτίου 2021. Αντίστοιχα, τα στοιχεία συναλλαγών και διορθώσεων πρέπει να καλύπτουν όλες τις σχετικές επιδράσεις που σημειώνονται στη διάρκεια της περιόδου παροχής στοιχείων.»

ε)

το υπόδειγμα παροχής στοιχείων B αντικαθίσταται από το ακόλουθο υπόδειγμα B.

«Υπόδειγμα Β - Παροχή στοιχείων ΣΠΠΜΑ-III

Image 71


Διορθωτικά

5.5.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/37


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) 2020/171 της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 2020, για την τροποποίηση του παραρτήματος XIV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH)

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 35 της 7ης Φεβρουαρίου 2020 )

Στη σελίδα 4, στο παράρτημα σημείο 1 ο πίνακας του παραρτήματος XIV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 έχει ως εξής:

 

 

 

«Μεταβατικές ρυθμίσεις

 

 

Εγγραφή Αριθ.

Ουσία

Εγγενείς ιδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 57

Τελευταία ημερομηνία αίτησης (1)

Ημερομηνία λήξης (2)

Εξαιρούμενες χρήσεις (κατηγορίες χρήσεων)

Περίοδοι αναθεώρησης

“44.

Διεξυλεστέρας του 1,2-βενζολοδικαρβοξυλικού οξέος, διακλαδισμένος και γραμμικός

Αριθ. ΕΚ: 271-093-5

Αριθ. CAS: 68515-50-4

Τοξικός για την αναπαραγωγή (κατηγορία 1B)

27 Αυγούστου 2021 (*)

27 Φεβρουαρίου 2023 (**)

-

-

45.

Φθαλικό διεξύλιο

Αριθ. ΕΚ: 201-559-5

Αριθ. CAS: 84-75-3

Τοξικό για την αναπαραγωγή (κατηγορία 1B)

27 Αυγούστου 2021 (*)

27 Φεβρουαρίου 2023 (**)

-

-

46.

Δι-C6-10-αλκυλεστέρες του 1,2-βενζολοδικαρβοξυλικού οξέος· μείγμα δεκυλοδιεστέρων και εξυλοδιεστέρων και οκτυλοδιεστέρων του 1,2-βενζολοδικαρβοξυλικού οξέος με ≥ 0,3 % φθαλικό διεξύλιο (αριθ. ΕΚ 201-559-5)

Αριθ. ΕΚ: 271-094-0· 272-013-1

Αριθ. CAS: 68515-51-5· 68648-93-1

Τοξικοί/-ό για την αναπαραγωγή (κατηγορίας 1Β)

27 Αυγούστου 2021 (*)

27 Φεβρουαρίου 2023 (**)

-

-

47.

Φωσφορικός τριξυλυλεστέρας

Αριθ. ΕΚ: 246-677-8

Αριθ. CAS: 25155-23-1

Τοξικός για την αναπαραγωγή (κατηγορίας 1Β)

27 Νοεμβρίου 2021

27 Μαΐου 2023

-

-

48.

Υπερβορικό νάτριο· άλας υπερβορικού οξέος με νάτριο

Αριθ. ΕΚ: 239-172-9· 234-390-0

Αριθ. CAS: -

Τοξικό για την αναπαραγωγή (κατηγορίας 1Β)

27 Νοεμβρίου 2021

27 Μαΐου 2023

-

-

49.

Υπεροξομεταβορικό νάτριο

Αριθ. ΕΚ: 231-556-4

Αριθ. CAS: 7632-04-4

Τοξικό για την αναπαραγωγή (κατηγορίας 1Β)

27 Νοεμβρίου 2021

27 Μαΐου 2023

-

-

50.

5-sec-βουτυλο-2-(2,4-διμεθυλοκυκλοεξ-3-εν-1-υλο)-5-μεθυλο-1,3-διοξάνιο [1], 5-sec-βουτυλο-2-(4,6-διμεθυλοκυκλοεξ-3-εν-1-υλο)-5-μεθυλο-1,3-διοξάνιο [2] [που καλύπτει οποιοδήποτε από τα επιμέρους στερεοϊσομερή της [1] και [2] ή οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών]

Αριθ. ΕΚ: -

Αριθ. CAS: -

αΑαΒ

27 Φεβρουαρίου 2022

27 Αυγούστου 2023

-

-

51.

2-(2H-βενζοτριαζολ-2-υλο)-4,6-δι-tert-πεντυλοφαινόλη (UV-328)

Αριθ. ΕΚ: 247-384-8

Αριθ. CAS: 25973-55-1

ΑΒΤ, αΑαΒ

27 Μαΐου 2022

27 Νοεμβρίου 2023

-

-

52.

2,4-δι-tert-βουτυλο-6-(5-χλωροβενζοτριαζολ-2-υλο)φαινόλη (UV-327)

Αριθ. ΕΚ: 223-383-8

Αριθ. CAS: 3864-99-1

αΑαΒ

27 Μαΐου 2022

27 Νοεμβρίου 2023

-

-

53.

2-(2H-βενζοτριαζολ-2-υλο)-4-(tert-βουτυλο)-6-(sec-βουτυλο)φαινόλη (UV-350)

Αριθ. ΕΚ: 253-037-1

Αριθ. CAS: 36437-37-3

αΑαΒ

27 Μαΐου 2022

27 Νοεμβρίου 2023

-

-

54.

2-βενζοτριαζολ-2-υλο)-4,6-δι-tert-βουτυλοφαινόλη (UV-320)

Αριθ. ΕΚ: 223-346-6

Αριθ. CAS: 3846-71-7

ΑΒΤ, αΑαΒ

27 Μαΐου 2022

27 Νοεμβρίου 2023

-

-”


(1)  Ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii).

(2)  Ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο i).»