ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

63ό έτος
27 Μαρτίου 2020


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/445 της Επιτροπής, της 15 Οκτωβρίου 2019, για την τροποποίηση του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημιουργία του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης

1

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/446 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2019, για την τροποποίηση του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση, στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων

3

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/447 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2019, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των κριτηρίων για τον προσδιορισμό των ρυθμίσεων οι οποίες μετριάζουν επαρκώς τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου που συνδέεται με καλυμμένα ομόλογα και τιτλοποιήσεις και την τροποποίηση των κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών (ΕΕ) 2015/2205 και (ΕΕ) 2016/1178 ( 1 )

5

 

*

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2020/448 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2019, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/2251 όσον αφορά τον καθορισμό της μεταχείρισης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε σχέση με ορισμένες απλές, διαφανείς και τυποποιημένες τιτλοποιήσεις για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου ( 1 )

8

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/449 της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 2020, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 όσον αφορά τον καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης

11

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2020/450 της Επιτροπής, της 22ας Ιανουαρίου 2020, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.29150 - 2010/C (πρώην 2010/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Γερμανία για τη φορολογική μεταφορά ζημιών σε περίπτωση εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων (ρήτρα εξυγίανσης – Sanierungsklausel) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2020) 254]  ( 1 )

14

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2020/451 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2020, για την τροποποίηση του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ σχετικά με τα μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2020) 1985]  ( 1 )

23

 

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

 

*

Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 26ης Μαρτίου 2020, σχετικά με τους εσωτερικούς κανόνες που αφορούν περιορισμούς ορισμένων δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της λειτουργίας του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

46

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/1


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/445 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 15 Οκτωβρίου 2019

για την τροποποίηση του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη δημιουργία του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη δημιουργία του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, την τροποποίηση της απόφασης 2008/381/ΕΚ του Συμβουλίου και την κατάργηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθ. 573/2007/ΕΚ και αριθ. 575/2007/ΕΚ και της απόφασης 2007/435/ΕΚ του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1)

Στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 514/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), προσδιορίστηκαν πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες των κρατών μελών στον τομέα του ασύλου, της μετανάστευσης και της ένταξης.

2)

Κατά την ενδιάμεση επανεξέταση διαπιστώθηκε η ανάγκη παροχής επαρκούς χρηματοδοτικής στήριξης για τις εγκαταστάσεις υποδοχής, στέγασης και κράτησης και για τις αντίστοιχες υπηρεσίες για τους αιτούντες διεθνή προστασία ή για υπηκόους τρίτων χωρών παρόντες σε κράτος μέλος οι οποίοι δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις εισόδου ή παραμονής σε κράτος μέλος, καθώς και για στεγαστική υποστήριξη για τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας.

3)

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014 περιλαμβάνει οκτώ ειδικές δράσεις για την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης στα κράτη μέλη, εκ των οποίων οι έξι είναι κοινές δράσεις με τη συμμετοχή περισσότερων κρατών μελών.

4)

Οι εξελίξεις της πολιτικής και οι χρηματοδοτικές ανάγκες που προσδιορίστηκαν στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης δεν μπορούν να καλυφθούν επαρκώς μέσω του τρέχοντος καταλόγου ειδικών δράσεων. Ως εκ τούτου, η τροποποίηση του εν λόγω καταλόγου είναι ο καλύτερος τρόπος για να καλυφθούν οι ανάγκες που προσδιορίστηκαν στο πλαίσιο των στόχων του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης.

5)

Η νέα ειδική δράση που προστίθεται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014 θα συμβάλει στην αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Συνάδει με τον ειδικό στόχο του εν λόγω κανονισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο δ), ο οποίος αφορά την ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών.

6)

Η προσθήκη νέας ειδικής δράσης που αντικατοπτρίζει τις πρόσφατες εξελίξεις της πολιτικής και τις χρηματοδοτικές ανάγκες των κρατών μελών θα προσδώσει σημαντική προστιθέμενη αξία, καθώς θα συμβάλει στον μετριασμό των πιέσεων που υφίστανται τα κράτη μέλη τα οποία πλήττονται περισσότερο από τις εισροές μεταναστών και αιτούντων άσυλο και, κατά συνέπεια, η Ένωση στο σύνολό της.

7)

Για να καταστεί δυνατή η άμεση εφαρμογή της εν λόγω ειδικής δράσης δεδομένων των επειγουσών χρηματοδοτικών αναγκών που προσδιορίστηκαν, ο κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 516/2014 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014 προστίθεται το ακόλουθο σημείο 9:

«9.

Στα κράτη μέλη που υφίστανται υψηλές και/ή δυσανάλογες μεταναστευτικές πιέσεις, δημιουργία, ανάπτυξη και λειτουργία κατάλληλων εγκαταστάσεων υποδοχής, στέγασης και κράτησης και των αντίστοιχων υπηρεσιών για τους αιτούντες διεθνή προστασία ή για υπηκόους τρίτων χωρών παρόντες σε κράτος μέλος οι οποίοι δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις εισόδου και/ή παραμονής, καθώς και στεγαστική υποστήριξη για τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας.»

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 15 Οκτωβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 168.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 514/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό γενικών διατάξεων όσον αφορά το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και το μέσο για τη χρηματοδοτική στήριξη της αστυνομικής συνεργασίας, της πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας και της διαχείρισης κρίσεων (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 112).


27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/3


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/446 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 15ης Οκτωβρίου 2019

για την τροποποίηση του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση, στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση, στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 574/2007/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο πλαίσιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 514/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), προσδιορίστηκαν πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες των κρατών μελών στον τομέα της διαχείρισης των συνόρων.

(2)

Κατά την ενδιάμεση επανεξέταση διαπιστώθηκε η ανάγκη παροχής επαρκούς χρηματοδοτικής στήριξης στις δραστηριότητες ελέγχου των συνόρων, ιδίως στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης (hotspot) όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), καθώς και σε άλλες περιοχές των συνόρων που αντιμετωπίζουν ήδη ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν παρεμφερείς υψηλές και δυσανάλογες μεταναστευτικές πιέσεις.

(3)

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014 περιλαμβάνει δύο ειδικές δράσεις για την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης στα κράτη μέλη.

(4)

Η χρηματοδότηση δράσεων για την ενίσχυση των ικανοτήτων ελέγχου των συνόρων και την υλοποίηση της προσέγγισης των κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης (hotspot), ή παρεμφερών δράσεων, δεν μπορεί να χορηγηθεί κατάλληλα μέσω του τρέχοντος καταλόγου ειδικών δράσεων. Ως εκ τούτου, η τροποποίηση του εν λόγω καταλόγου είναι ο καλύτερος τρόπος για να καλυφθούν οι ανάγκες που προσδιορίστηκαν στο πλαίσιο των στόχων του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας – Σύνορα και Θεωρήσεις.

(5)

Η νέα ειδική δράση που προστίθεται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014 θα συμβάλει στην επίτευξη αποτελεσματικού επιπέδου ελέγχου των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης. Συνάδει με τον ειδικό στόχο του εν λόγω κανονισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β), ο οποίος αφορά τη στήριξη της ολοκληρωμένης διαχείρισης των συνόρων, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση στη διεθνή προστασία για τα άτομα που τη χρειάζονται.

(6)

Η προσθήκη νέας ειδικής δράσης που αντικατοπτρίζει τις πρόσφατες εξελίξεις της πολιτικής και τις χρηματοδοτικές ανάγκες των κρατών μελών θα προσδώσει σημαντική προστιθέμενη αξία, καθώς θα συμβάλει στον μετριασμό των πιέσεων που υφίστανται τα κράτη μέλη τα οποία πλήττονται περισσότερο από τις εισροές μεταναστών και αιτούντων άσυλο και, κατά συνέπεια, η Ένωση στο σύνολό της.

(7)

Για να καταστεί δυνατή η άμεση εφαρμογή της εν λόγω ειδικής δράσης δεδομένων των επειγουσών χρηματοδοτικών αναγκών που προσδιορίστηκαν, ο κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(8)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 515/2014 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014 προστίθεται το ακόλουθο σημείο 3:

«3.

Δραστηριότητες ελέγχου των συνόρων, όπως συνοριακοί έλεγχοι και μέτρα επιτήρησης των συνόρων, σε περιοχές που αντιμετωπίζουν ήδη ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν υψηλές και/ή δυσανάλογες μεταναστευτικές πιέσεις, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη λειτουργία κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης (hotspot), όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), καθώς και, κατά περίπτωση, στήριξη δραστηριοτήτων διαχείρισης των συνόρων σε τρίτες χώρες.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 15 Οκτωβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

O Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 143.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 514/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με τον καθορισμό γενικών διατάξεων όσον αφορά το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και το μέσο για τη χρηματοδοτική στήριξη της αστυνομικής συνεργασίας, της πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας και της διαχείρισης κρίσεων (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 112).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 1).


27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/5


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/447 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 16ης Δεκεμβρίου 2019

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των κριτηρίων για τον προσδιορισμό των ρυθμίσεων οι οποίες μετριάζουν επαρκώς τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου που συνδέεται με καλυμμένα ομόλογα και τιτλοποιήσεις και την τροποποίηση των κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών (ΕΕ) 2015/2205 και (ΕΕ) 2016/1178

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 εισάγοντας σε αυτόν ορισμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες καλυμμένων ομολόγων σε σχέση με καλυμμένα ομόλογα και οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποιήσεις επιτρέπεται να εξαιρούνται από την υποχρέωση εκκαθάρισης.

(2)

Οι κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμοί (ΕΕ) 2015/2205 (3) και (ΕΕ) 2016/1178 (4) της Επιτροπής περιλαμβάνουν ήδη ορισμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητα καλυμμένων ομολόγων σε σχέση με καλυμμένο ομόλογο μπορούν να εξαιρούνται από την υποχρέωση εκκαθάρισης.

(3)

Υπάρχει, ως ένα βαθμό, δυνατότητα υποκατάστασης μεταξύ των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες καλυμμένων ομολόγων σε σχέση με καλυμμένα ομόλογα, αφενός, και των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποιήσεις, αφετέρου. Προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές στρεβλώσεις ή αρμπιτράζ, η μεταχείρισή τους όσον αφορά την υποχρέωση εκκαθάρισης θα πρέπει να είναι η ίδια.

(4)

Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο, λαμβανομένης υπόψη και της τροποποίησης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2402, να αφαιρεθούν από τους κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμούς 2015/2205 και 2016/1178 όλες οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητα καλυμμένου ομολόγου σε σχέση με καλυμμένο ομόλογο μπορούν να εξαιρεθούν από την υποχρέωση εκκαθάρισης και να συμπεριληφθούν οι εν λόγω προϋποθέσεις σε νέο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό, ο οποίος να περιλαμβάνει επίσης τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση μπορούν να εξαιρεθούν από την εν λόγω υποχρέωση εκκαθάρισης.

(5)

Επομένως, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2205 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1178 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως,

(6)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στο σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.

(7)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών έχουν διεξαγάγει ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στο οποίο βασίζεται ο παρών κανονισμός και έχουν αναλύσει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και οφέλη. Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές έχουν επίσης ζητήσει τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, η οποία συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και της ομάδας συμφεροντούχων επαγγελματικών συντάξεων, οι οποίες συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, η οποία συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κριτήρια για τον προσδιορισμό των ρυθμίσεων, στο πλαίσιο καλυμμένων ομολόγων, οι οποίες μετριάζουν τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου

Οι ρυθμίσεις στο πλαίσιο καλυμμένων ομολόγων θεωρείται ότι μετριάζουν επαρκώς τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου, εφόσον οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες καλυμμένων ομολόγων σε σχέση με καλυμμένα ομόλογα συμμορφώνονται με όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

οι εν λόγω συμβάσεις καταχωρίζονται ή καταγράφονται στη δέσμη κάλυψης του καλυμμένου ομολόγου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί καλυμμένων ομολόγων·

β)

οι εν λόγω συμβάσεις δεν λήγουν σε περίπτωση εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας του εκδότη του καλυμμένου ομολόγου ή της δέσμης κάλυψης·

γ)

ο αντισυμβαλλόμενος της σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με εκδότες καλυμμένων ομολόγων ή με δέσμες κάλυψης για καλυμμένα ομόλογα κατατάσσεται τουλάχιστον επί ίσοις όροις με τους κατόχους καλυμμένων ομολόγων, εκτός εάν ο αντισυμβαλλόμενος της σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με εκδότες καλυμμένων ομολόγων ή με δέσμες κάλυψης για καλυμμένα ομόλογα είναι το υπερήμερο ή το θιγόμενο μέρος, ή παραιτείται από την κατάταξη επί ίσοις όροις·

δ)

το καλυμμένο ομόλογο υπόκειται σε κανονιστική απαίτηση εξασφάλισης ύψους τουλάχιστον 102 %.

Άρθρο 2

Κριτήρια για τον προσδιορισμό των ρυθμίσεων, στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων, οι οποίες μετριάζουν τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου

Οι ρυθμίσεις στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων θεωρείται ότι μετριάζουν επαρκώς τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου, όταν οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποιήσεις συμμορφώνονται με όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος της σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με την οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με την τιτλοποίηση κατατάσσεται τουλάχιστον επί ίσοις όροις με τους κατόχους του τμήματος τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, εκτός εάν ο αντισυμβαλλόμενος της σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με την οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με την τιτλοποίηση είναι το υπερήμερο ή το θιγόμενο μέρος·

β)

η οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με την τιτλοποίηση με την οποία συνδέεται η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων υπόκειται, σε συνεχή βάση, σε επίπεδο πιστωτικής ενίσχυσης του τίτλου με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα ίσο τουλάχιστον με το 2 % των εκκρεμών τίτλων.

Άρθρο 3

Τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2205

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2205 διαγράφεται.

Άρθρο 4

Τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1178

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1178 διαγράφεται.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Δεκεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).

(3)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2205 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την υποχρέωση εκκαθάρισης (ΕΕ L 314 της 1.12.2015, σ. 13).

(4)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1178 της Επιτροπής, της 10ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την υποχρέωση εκκαθάρισης (ΕΕ L 195 της 20.7.2016, σ. 3).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/8


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/448 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 17ης Δεκεμβρίου 2019

για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/2251 όσον αφορά τον καθορισμό της μεταχείρισης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε σχέση με ορισμένες απλές, διαφανείς και τυποποιημένες τιτλοποιήσεις για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 15,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 11 παράγραφος 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2). Η εν λόγω τροποποίηση έγινε με σκοπό να διασφαλιστεί ότι τα παράγωγα που συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα και τα παράγωγα που συνδέονται με τιτλοποιήσεις υφίστανται την ίδια μεταχείριση όσον αφορά τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας για εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Δεδομένου ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/2251 της Επιτροπής (3) βασίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να αντικατοπτρίζει την τροποποίηση του άρθρου 11 παράγραφος 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και, συνεπώς, να περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο οι οποίες συνάπτονται από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση.

(2)

Σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 11 παράγραφος 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι εν λόγω κανόνες σχετικά με τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και συνάπτονται από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι εν λόγω οντότητες ειδικού σκοπού όσον αφορά την παροχή ασφαλειών. Επειδή οι οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση είναι συνήθως δομημένες με τρόπο ώστε να παράγουν ελάχιστο πλεόνασμα ρευστότητας, διαθέτουν λιγότερα στοιχεία ενεργητικού προς χρήση για την ανταλλαγή ασφαλειών. Αυτό εμποδίζει τις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση να ανταλλάσσουν ασφάλειες κατά τρόπο που να συμμορφώνεται πλήρως με τις απαιτήσεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/2251. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με ένα ειδικό σύνολο προϋποθέσεων, οι οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση («STS») δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν ασφάλειες. Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να δοθεί κάποια ευελιξία στις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση STS, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται ότι οι κίνδυνοι για τους αντισυμβαλλομένους τους είναι περιορισμένοι. Ωστόσο, δεν επιβάλλονται περιορισμοί στις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση STS όσον αφορά τη συγκέντρωση ασφαλειών από τους αντισυμβαλλομένους τους και τη μετέπειτα επιστροφή τους εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Επομένως, οι αντισυμβαλλόμενοι οντοτήτων ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση STS υποχρεούνται να παρέχουν περιθώριο διαφορών αποτίμησης σε μετρητά. Θα πρέπει να δικαιούνται την επιστροφή μέρους ή του συνόλου του εν λόγω περιθωρίου, ενώ οι οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση θα πρέπει να υποχρεούνται μόνο να συγκεντρώνουν το περιθώριο διαφορών αποτίμησης που εισέπραξαν σε μετρητά και να παρέχουν περιθώριο διαφορών αποτίμησης για το ποσό που εισέπραξαν σε μετρητά. Αυτό συνάδει με την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, η οποία αναφέρεται στην ανάγκη να διασφαλιστεί η συνοχή της μεταχείρισης μεταξύ των παραγώγων που συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα και των παραγώγων που συνδέονται με τιτλοποιήσεις, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση εκκαθάρισης και τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας επί μη κεντρικά εκκαθαριζόμενων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

(3)

Συνεπώς, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/2251 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(4)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στο σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκε στην Επιτροπή από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.

(5)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών έχουν διεξαγάγει ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στο οποίο βασίζεται ο παρών κανονισμός, έχουν αναλύσει το δυνητικό σχετικό κόστος και τα οφέλη και έχουν ζητήσει τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και της ομάδας συμφεροντούχων επαγγελματικών συντάξεων που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), καθώς και τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/2251

Στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/2251 παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 30α:

«Άρθρο 30α

Μεταχείριση των παραγώγων που συνδέονται με τιτλοποιήσεις για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2 και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να προβλέπουν τα ακόλουθα στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου τους σε σχέση με συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες συνάπτονται από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012:

α)

ότι το περιθώριο διαφορών αποτίμησης δεν παρέχεται από την οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση, αλλά συγκεντρώνεται από τον αντισυμβαλλόμενό της σε μετρητά και επιστρέφεται σε αυτόν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας·

β)

ότι δεν πραγματοποιείται παροχή ή συγκέντρωση αρχικού περιθωρίου.

2.   Η παράγραφος 1 ισχύει όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος της σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με την οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με την τιτλοποίηση κατατάσσεται τουλάχιστον επί ίσοις όροις με τους κατόχους του τμήματος τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι το υπερήμερο ή το θιγόμενο μέρος·

β)

η οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση η οποία έχει συσταθεί για την τιτλοποίηση με την οποία συνδέεται η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων υπόκειται, σε συνεχή βάση, σε επίπεδο πιστωτικής ενίσχυσης του τίτλου με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα που ισοδυναμεί τουλάχιστον με το 2 % των εκκρεμών τίτλων·

γ)

το συμψηφιστικό σύνολο δεν περιλαμβάνει τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν σχετίζονται με την τιτλοποίηση.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).

(3)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/2251 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2016, που συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ΕΕ L 340 της 15.12.2016, σ. 9).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/11


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/449 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Μαρτίου 2020

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 όσον αφορά τον καθορισμό των αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 183 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 510/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται σε ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 και (ΕΚ) αριθ. 614/2009 του Συμβουλίου (2), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 6 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1484/95 της Επιτροπής (3) καθορίστηκαν οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών και οι αντιπροσωπευτικές τιμές στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης.

(2)

Από τον τακτικό έλεγχο των στοιχείων στα οποία βασίζεται ο καθορισμός των αντιπροσωπευτικών τιμών για τα προϊόντα των τομέων του κρέατος πουλερικών και των αυγών, καθώς και της αυγοαλβουμίνης, προκύπτει ότι επιβάλλεται να τροποποιηθούν οι αντιπροσωπευτικές τιμές για τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων, αφού ληφθούν υπόψη οι διακυμάνσεις των τιμών ανάλογα με την καταγωγή.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1484/95 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(4)

Λόγω της ανάγκης να εξασφαλιστεί η εφαρμογή του εν λόγω μέτρου το ταχύτερο δυνατόν μετά τη διάθεση των επικαιροποιημένων στοιχείων, κρίνεται σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1484/95 αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 2020.

Για την Επιτροπή

εξ ονόματος της Προέδρου,

María Ángeles BENÍTEZ SALAS

Ασκούσα καθήκοντα Γενικής Διευθύντριας

Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1484/95 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του συστήματος συμπληρωματικών δασμών κατά την εισαγωγή και με τον καθορισμό αντιπροσωπευτικών τιμών στους τομείς του κρέατος πουλερικών και των αυγών και της αυγοαλβουμίνης καθώς και με την κατάργηση του κανονισμού αριθ. 163/67/ΕΟΚ (ΕΕ L 145 της 29.6.1995, σ. 47).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Αντιπροσωπευτική τιμή

(EUR/100 kg)

Εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 3

(EUR/100 kg)

Καταγωγή  (1)

0207 12 90

Σφάγια από πετεινούς και κότες του είδους Gallus domesticus, μη τεμαχισμένα, που ονομάζονται “κοτόπουλα 65 %”, κατεψυγμένα

129 ,1

0

AR

0207 14 10

Πετεινοί και κότες του είδους Gallus domesticus, που παρουσιάζονται σε τεμάχια χωρίς κόκαλα, κατεψυγμένα

221,8

198,3

267,8

222,3

24

31

10

23

AR

BR

CL

TH

1602 32 11

Παρασκευάσματα από πετεινούς και κότες του είδους Gallus domesticus, άψητα

310,6

0

BR


(1)  Ονοματολογία των χωρών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1106/2012 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, όσον αφορά την επικαιροποίηση της ονοματολογίας των χωρών και εδαφών (ΕΕ L 328 της 28.11.2012, σ. 7).»


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/14


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/450 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 22ας Ιανουαρίου 2020

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.29150 - 2010/C (πρώην 2010/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Γερμανία για τη φορολογική μεταφορά ζημιών σε περίπτωση εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων (ρήτρα εξυγίανσης – Sanierungsklausel)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2020) 254]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολές της 5ης Αυγούστου 2009 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία πληροφορίες σχετικά με το άρθρο 8γ του νόμου περί φορολογίας νομικών προσώπων (Körperschaftsteuergesetz,«KStG»). Οι γερμανικές αρχές απάντησαν στα αιτήματα αυτά με επιστολές της 20ής Αυγούστου 2009 και της 5ης Νοεμβρίου 2009. Με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2010 («η απόφαση κίνησης της διαδικασίας»), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) σχετικά με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG (Sanierungsklausel).

(2)

Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2). Η Επιτροπή κάλεσε τη Γερμανία και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(3)

Οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 9ης Απριλίου 2010.

(4)

|Στις 9 Απριλίου 2010 και στις 3 Ιουνίου 2010 πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες δύο συναντήσεις με τις γερμανικές αρχές. Στις 2 Ιουλίου 2010 οι γερμανικές αρχές διαβίβασαν περαιτέρω πληροφορίες Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση από ενδιαφερόμενα μέρη.

(5)

Στις 26 Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/527/ΕΕ (3) («η απόφαση του 2011») στην οποία έκρινε ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG (Sanierungsklausel) συνιστά κρατική ενίσχυση η οποία θεσπίστηκε παράνομα από τη Γερμανία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, ιδίως εφόσον δεν μπορούσε να κριθεί συμβιβάσιμη με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται από το προσωρινό πλαίσιο (4) (5), και διέταξε την ανάκτηση της μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης.

(6)

Μετά την έκδοση της απόφασης του 2011, η Γερμανία και τρίτα μέρη κατέθεσαν προσφυγές ακυρώσεως της απόφασης του 2011 (6). Στις 4 Φεβρουαρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα των προσφευγόντων και επιβεβαίωσε την απόφαση του 2011 (7).

(7)

Η Γερμανία και δύο δυνητικοί δικαιούχοι (Heitkamp BauHolding GmbH και GFKL Financial Services AG) υπέβαλαν αιτήσεις αναίρεσης των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου. Στις 28 Ιουνίου 2018, το Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου και την απόφαση του 2011 (8). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή έσφαλλε στην ανάλυση του επιλεκτικού χαρακτήρα θεωρώντας ότι μόνον ο κανόνας που απαγορεύει τη μεταφορά ζημιών σε περίπτωση αλλαγής της μετοχικής δομής της εταιρείας (άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG) αποτελούσε το πλαίσιο αναφοράς και αποκλείοντας από το πλαίσιο αυτό τον γενικό κανόνα περί μεταφοράς των ζημιών.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ/ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Ιστορικό

(8)

Στη Γερμανία, οι επιχειρήσεις φορολογούνται κυρίως με βάση τον νόμο περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz, «EStG») και του KStG. Στο άρθρο 10δ παράγραφος 2 του EstG προβλέπεται η δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών ενός φορολογικού έτους, το οποίο σημαίνει ότι, σύμφωνα με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας, τα φορολογητέα εισοδήματα επόμενων φορολογικών ετών μπορούν να μειώνονται έως το ανώτατο ποσό του 1 εκατ. EUR ανά έτος μέσω συμψηφισμού με παλαιότερες ζημίες. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του KStG, αυτή η δυνατότητα μεταφοράς ζημιών ισχύει επίσης για επιχειρήσεις που καταβάλλουν φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων.

(9)

Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, η παροχή της δυνατότητας μεταφοράς των ζημιών ενεργοποίησε επίσης την εξαγορά των λεγόμενων ανενεργών εταιρειών (empty-shell companies), οι οποίες είχαν προ πολλού αναστείλει οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, αλλά εξακολουθούσαν να εγγράφουν μεταφερόμενες ζημίες.

(10)

Ως αντίδραση στις εξαγορές ανενεργών εταιρειών, το γερμανικό κοινοβούλιο περιόρισε το 1997 τη δυνατότητα μεταφοράς ζημιών εισάγοντας στο άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG τον λεγόμενο «Mantelkaufregelung» («κανόνας για την αγορά του περιβλήματος, όπου το περίβλημα είναι η ανενεργή εταιρεία). Βάσει του κανόνα αυτού, η δυνατότητα μεταφοράς ζημιών περιοριζόταν στις επιχειρήσεις που ήταν νομικά και οικονομικά ταυτόσημες με την επιχείρηση που κατέγραφε τις ζημίες. Ο κανόνας δεν περιείχε ορισμό της έννοιας «οικονομικά ταυτόσημος», αλλά βασιζόταν σε ένα αρνητικό και δύο θετικά στοιχεία:

οικονομική ταυτοσημία δεν υφίσταται εάν μεταβιβάζεται περισσότερο από το ήμισυ των μεριδίων μιας επιχείρησης, και το νομικό πρόσωπο συνεχίζει ή αρχίζει εκ νέου την οικονομική του δραστηριότητα με κατά κύριο λόγο νέο κεφάλαιο κίνησης·

αντιθέτως, οικονομική ταυτοσημία υφίσταται εάν η εισροή νέου κεφαλαίου κίνησης εξυπηρετεί αποκλειστικά τον σκοπό της εξυγίανσης της επιχείρησης που είχε καταγράψει τις απομένουσες προς έκπτωση ζημίες, και για τα επόμενα πέντε έτη το νομικό πρόσωπο συνεχίζει να ασκεί την επιχειρηματική δραστηριότητα σε βαθμό, που με βάση τις συνολικές οικονομικές συνθήκες, είναι παρόμοιος·

οικονομική ταυτοσημία υφίσταται επίσης εάν ο αγοραστής, αντί να επενδύσει νέο κεφάλαιο κίνησης, αντισταθμίζει τις ζημίες που έχει καταγράψει η ζημιογόνος επιχείρηση.

(11)

Τα δύο τελευταία παραδείγματα αναφέρονται συνήθως ως «Sanierungsklausel» (ρήτρα εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων).

(12)

Το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG καταργήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2008 με τον νόμο του 2008 για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων (Unternehmensteuerreformgesetz 2008(9).

(13)

Με τον ίδιο νόμο, θεσπίστηκε το νέο άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG, το οποίο περιόριζε περισσότερο, σε σύγκριση με το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG, τη δυνατότητα μεταφοράς ζημιών σε περίπτωση αλλαγών στα εταιρικά μερίδια νομικού προσώπου. Βάσει του νέου κανόνα:

το σύνολο των ζημιών που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί δεν εκπίπτει πλέον στις περιπτώσεις που μεταβιβάζεται σε έναν αγοραστή περισσότερο από το 50 % του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, των δικαιωμάτων μέλους, των δικαιωμάτων συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχουν οι εταίροι μιας εταιρείας·

εάν εντός διαστήματος πέντε ετών μεταβιβαστεί ποσοστό από 25 % έως 50 % του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, των δικαιωμάτων μέλους, των δικαιωμάτων συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχουν οι εταίροι μιας εταιρείας, οι ζημίες που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί καθίστανται άνευ αξίας κατ’ αναλογία προς το ύψος της ποσοστιαίας μεταβολής των μεριδίων.

(14)

Ο νέος κανόνας δεν προέβλεπε αρχικά εξαιρέσεις για τις επιχειρήσεις που υφίστανται σημαντικές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους και ταυτόχρονα υποβάλλονται σε διαδικασία εξυγίανσης.

(15)

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που εξέδωσε το γερμανικό κοινοβούλιο μαζί με τον νόμο Unternehmenssteuerreformgesetz 2008, ο σκοπός της αντικατάστασης του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG από το νέο άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG ήταν να απλουστευθούν οι κανόνες (από την αιτιολογική έκθεση προκύπτει ότι η πρακτική εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG ήγειρε πολυάριθμα σύνθετα νομικά ζητήματα) και να βελτιωθεί η εστίαση του μέτρου κατά της κατάχρησης (10). Το γερμανικό κοινοβούλιο γνώριζε ότι, συνεπεία της μεταρρύθμισης, σε περίπτωση εξυγίανσης προβληματικής επιχείρησης, η οποία συνεπάγονταν αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δεν θα ήταν πλέον εφικτή η μεταφορά των ζημιών. Θεώρησε όμως ότι αυτό ήταν αποδεκτό, δεδομένου ότι οι φορολογικές αρχές θα μπορούσαν σε τέτοιες περιπτώσεις να παραιτούνται από φορολογικές απαιτήσεις για λόγους ισότητας, ακόμη και χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη στον KStG (11).

2.2.   Το μέτρο

(16)

Τον Ιούνιο του 2009, το άρθρο 8γ του KStG τροποποιήθηκε με τη θέσπιση νέας διάταξης (άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG) σχετικά με τη διατήρηση της δυνατότητας μεταφοράς ζημιών σε περίπτωση αγοράς μεριδίων προβληματικής επιχείρησης για τον σκοπό της εξυγίανσής της. Η εν λόγω τροποποίηση εντάχθηκε στον νόμο για τη φορολογική ελάφρυνση των πολιτών όσον αφορά την ασφάλιση ασθενείας (Bürgerentlastungsgesetz Krankenversicherung(12). Η νέα διάταξη αναφέρεται γενικά και αυτή ως Sanierungsklausel [ή νέα (neue) Sanierungsklausel ώστε να διακρίνεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG].

(17)

Σύμφωνα με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να προβαίνει σε μεταφορά των ζημιών ακόμη και σε περίπτωση αλλαγής στα εταιρικά μερίδια που πληροί τους όρους του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

η αγορά των μεριδίων εξυπηρετεί τον σκοπό της εξυγίανσης («Sanierung ») του νομικού προσώπου (13)·

η εταιρεία είναι αφερέγγυα ή υπερχρεωμένη ή απειλείται με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση κατά τον χρόνο της αγοράς εταιρικών μεριδίων (14)·

οι βασικές επιχειρηματικές δομές της εταιρείας διατηρούνται, γεγονός που προϋποθέτει ότι:

το νομικό πρόσωπο τηρεί συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ της διοίκησης και του συμβουλίου εργαζομένων («Betriebsvereinbarung») περί διατήρησης των θέσεων εργασίας· ή

διατηρείται το 80 % των θέσεων εργασίας (με βάση τις συνολικές αμοιβές) για πέντε έτη μετά την αγορά εταιρικών μεριδίων· ή

εντός δώδεκα μηνών θα πραγματοποιηθούν εισροές σημαντικού κεφαλαίου κίνησης («wesentliches Betriebsvermögen») ή θα καταργηθούν υποχρεώσεις οι οποίες εξακολουθούν να έχουν οικονομική αξία· εισροή σημαντικού κεφαλαίου κίνησης υφίσταται όταν το νέο κεφάλαιο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 25 % του ενεργητικού του προηγούμενου οικονομικού έτους· τυχόν αντίστροφες μεταβιβάσεις κεφαλαίων προς τον αγοραστή οι οποίες πραγματοποιούνται εντός των πρώτων τριών ετών από την εισροή αφαιρούνται·

η επιχείρηση δεν αλλάζει τομέα δραστηριότητας κατά τα πρώτα πέντε έτη από την αγορά των μεριδίων·

η επιχείρηση δεν είχε αναστείλει την επιχειρηματική δραστηριότητα κατά τη στιγμή της αγοράς των μεριδίων.

(18)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG τέθηκε σε εφαρμογή στις 10 Ιουλίου 2009 με αναδρομική ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2008.

(19)

Το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG θεσπίστηκε αρχικά ως προσωρινό μέτρο με εφαρμογή έως 31 Δεκεμβρίου 2009. Ωστόσο, στις 22 Δεκεμβρίου 2009, το γερμανικό κοινοβούλιο εξέδωσε, στο πλαίσιο του νόμου για την επιτάχυνση της ανάπτυξης (Wachstumsbeschleunigungsgesetz) της 22ας Δεκεμβρίου 2009, διάταξη με την οποία απαλείφθηκε από τον KStG η ρήτρα σχετικά με τη λήξη της ισχύος (15).

(20)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ζημίες που μεταφέρονται μπορούν να συμψηφίζονται μόνο με τα κέρδη της υπό εξυγίανση επιχείρησης. Ο αγοραστής δεν μπορεί να συμψηφίσει τις ζημίες αυτές με ίδια κέρδη. Αυτό ισχύει ακόμη και εάν ο αγοραστής ενοποιήσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις σε επίπεδο ομίλου, καθώς το άρθρο 15 πρώτη περίοδος σημείο 1) του KStG απαγορεύει τη μεταφορά των ζημιών όταν μια εταιρεία (Organgesellschaft) εξαρτάται οργανικά από άλλη (Organschaft(16). Ωστόσο, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο για τη φορολογία των νομικών προσώπων, τέτοιου είδους ζημίες δεν χάνονται, αλλά απλά «παγώνουν» στο επίπεδο της εξαρτημένης εταιρείας Organgesellschaft και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο όταν η επιχείρηση πάψει πλέον να είναι εξαρτημένη. Για τις εν λόγω δεσμευμένες ζημίες δεν προβλέπεται προθεσμία μεταφοράς.

(21)

Οι διατάξεις του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG ευνοούν έμμεσα τον αγοραστή διότι, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της εξυγίανσης, η διάταξη προβλέπει τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων της υγιούς πλέον επιχείρησης. Επιπλέον, ο αγοραστής μπορεί να εντάξει το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του στην αγορασθείσα επιχείρηση και να χρησιμοποιήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις μεταφερθείσες ζημίες.

3.   Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας

(22)

Με επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε τις γερμανικές αρχές για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με το μέτρο που περιγράφηκε ανωτέρω, το οποίο χορηγήθηκε βάσει του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG.

(23)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή θεώρησε ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG έκανε διάκριση μεταξύ οικονομικά εύρωστων επιχειρήσεων που είναι ζημιογόνες και επιχειρήσεων που είναι (δυνητικά) αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες, υπέρ των δεύτερων. Η προκαταρκτική άποψη της Επιτροπής ήταν ότι το μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα και ότι ενέχει κρατική ενίσχυση, καθώς έκρινε ότι πληρούνται επίσης οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Τέλος, η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της σχετικά με το συμβιβάσιμο του μέτρου με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύθηκε από το προσωρινό πλαίσιο, και με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, όπως είχε ερμηνευθεί στις (τότε ισχύουσες) κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (17) και στις (τότε ισχύουσες) κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (18).

(24)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το γερμανικό Ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών έδωσε εντολή στις φορολογικές αρχές που ήταν αρμόδιες για την είσπραξη των φόρων να σταματήσουν την εφαρμογή του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG μέχρι την έκδοση από την Επιτροπή τελικής απόφασης σχετικά με την υπόθεση και να ενημερώσουν τις σχετικές επιχειρήσεις ότι σε περίπτωση αρνητικής τελικής απόφασης της Επιτροπής, η κρατική ενίσχυση θα έπρεπε να ανακτηθεί (19).

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(25)

Οι γερμανικές αρχές θεωρούν ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν συνιστά κρατική ενίσχυση για τρεις λόγους:

συμμορφώνεται με την αρχή του ιδιώτη πιστωτή (βλέπε τμήμα 4.1)·

δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα (βλέπε τμήμα 4.2)·

δικαιολογείται από τη φύση και τη λογική του γερμανικού φορολογικού συστήματος (βλέπε τμήμα 4.3).

(26)

Επιπλέον, οι γερμανικές αρχές ισχυρίζονται ότι η νέα Sanierungsklausel του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG αντιστοιχεί ουσιαστικά στην παλαιά Sanierungsklausel του άρθρου 8 παράγραφος 4 του KStG, για την οποία η Επιτροπή ποτέ δεν εξέφρασε επιφυλάξεις (βλέπε τμήμα 4.4), και ότι παρόμοιοι φορολογικοί κανόνες ισχύουν και σε πολλά άλλα κράτη μέλη (βλέπε τμήμα 4.5).

4.1.   Συμμόρφωση με την αρχή του ιδιώτη πιστωτή

(27)

Στην επιστολή τους της 2ας Ιουλίου 2010, οι γερμανικές αρχές ισχυρίζονται ότι η αρχή του ιδιώτη πιστωτή μπορεί να εφαρμοστεί σε σχέση με φορολογικές ή παρεμφερείς απαιτήσεις (20). Θεωρούν επιπλέον ότι η σχέση του γερμανικού κράτους με τους φορολογούμενους πολίτες του είναι ανάλογη με τη σχέση μεταξύ ενός ιδιώτη πιστωτή και ενός οφειλέτη που συνδέονται από μακροχρόνια σύμβαση (Dauerschuldverhältnis), όπως μισθωτήριο συμβόλαιο ή σύμβαση εργασίας. Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, ο ιδιώτης πιστωτής που έχει συνάψει μακροχρόνια σύμβαση θα παραιτούνταν από τμήμα των μελλοντικών του απαιτήσεων εάν κάτι τέτοιο διευκόλυνε την εξαγορά του οφειλέτη του από άλλη επιχείρηση και, κατ’ επέκταση, τη συνέχιση της μακροχρόνιας σύμβασης.

4.2.   Απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα

(28)

Οι γερμανικές αρχές θεωρούν ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG συνιστά γενικό μέτρο, δεδομένου ότι δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής, μέγεθος επιχείρησης ή σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια. Επισημαίνουν ότι οποιαδήποτε επιχείρηση μπορεί δυνητικά να αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες που δεν οφείλονται στην ίδια και να είναι επιλέξιμη για την εφαρμογή του κανόνα.

(29)

Οι γερμανικές αρχές επισημαίνουν ότι η ίδια η Επιτροπή, σε ανακοίνωσή της του 1998 σχετικά με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, είχε διατυπώσει την άποψη ότι τα καθαρά φοροτεχνικά μέτρα, όπως οι κανόνες για τη μεταφορά των ζημιών, δεν έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα «με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους κλάδους παραγωγής» και ότι «το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις ή τομείς επωφελούνται περισσότερο από άλλες από ορισμένα φορολογικά μέτρα δεν τα εντάσσει κατ’ ανάγκη στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού για τις κρατικές ενισχύσεις» (21).

(30)

Οι γερμανικές αρχές διατυπώνουν την άποψη ότι τα ανωτέρω επιχειρήματα είναι εξαιρετικά σημαντικά για την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση της έρευνας και της ανάπτυξης, καθώς και για τους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, της κατάρτισης και της απασχόλησης Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, οι φορολογικοί κανόνες από τους οποίους επωφελούνται οι επιχειρήσεις που καταβάλλουν ιδιαίτερες προσπάθειες στους τομείς αυτούς, δεν έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα, καθώς είναι ανοικτοί σε όλες τις επιχειρήσεις, ακόμη και εάν εκ των πραγμάτων ορισμένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους κλάδους ευνοούνται περισσότερο από άλλες. Κατά την άποψή τους, το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να ισχύει και για τους φορολογικούς κανόνες από τους οποίους επωφελούνται προβληματικές επιχειρήσεις οι οποίες εξαγοράζονται για σκοπούς εξυγίανσης.

(31)

Οι γερμανικές αρχές ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο της ΕΕ και το Γενικό Δικαστήριο είχαν αποδεχτεί ότι ένα μέτρο από το οποίο επωφελούνται αποκλειστικά προβληματικές επιχειρήσεις θα μπορούσε, καταρχήν, να αποτελεί γενικό μέτρο μη επιλεκτικού χαρακτήρα. Παραπέμπουν εν προκειμένω αρχικά στην απόφαση στην υπόθεση DM Transport (22), όπου το Δικαστήριο απεφάνθη τα εξής σχετικά με επίμαχη διευκόλυνση πληρωμών που είχε θεσπίσει το Βέλγιο για τις προβληματικές επιχειρήσεις:

«Η Γαλλική κυβέρνηση τονίζει ότι ευκολίες πληρωμής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση όταν παρέχονται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, σε οποιαδήποτε επιχείρηση που αντιμετωπίζει ταμειακές δυσκολίες. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του συστήματος της βελγικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, αντιθέτως, ότι η ONSS διαθέτει διακριτική ευχέρεια ως προς την παροχή ευκολιών πληρωμής.

Από το γράμμα του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης προκύπτει ότι μέτρα γενικού χαρακτήρα που δεν ευνοούν μόνον ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής δεν εμπίπτουν στη διάταξη αυτή. Αντιθέτως, όταν ο οργανισμός που χορηγεί τα οικονομικά προνόμια διαθέτει διακριτική ευχέρεια που του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγουμένου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4551, σκέψεις 23 και 24).

Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, να καθορίσει αν η ευχέρεια της ONSS να παρέχει ευκολίες πληρωμής είναι ή όχι διακριτική και, αν δεν είναι, να αποδείξει αν οι ευκολίες πληρωμής που χορήγησε η ONSS έχουν γενικό χαρακτήρα ή ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις».

(32)

Επιπλέον, οι γερμανικές αρχές παραπέμπουν στην απόφαση στην υπόθεση HAMSA (23), στο πλαίσιο της οποίας οι ισπανικές αρχές είχαν υποστηρίξει για ένα συγκεκριμένο μέτρο ότι δεν είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, εφόσον ίσχυε για όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις. Το Πρωτοδικείο απεφάνθη ως εξής ως προς το σημείο αυτό:

«Εν προκειμένω, το επιχείρημα που αντλούν η προσφεύγουσα και το Βασίλειο της Ισπανίας από το γεγονός ότι ο ισπανικός νόμος της 26ης Ιουλίου 1922 περί παύσεως των πληρωμών εισάγει διαδικασία γενικού χαρακτήρα, ισχύουσα για κάθε επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, είναι απορριπτέο. Αληθεύει μεν ότι αυτός ο νόμος δεν προορίζεται για επιλεκτική εφαρμογή υπέρ ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων ή τομέων δραστηριότητας, αλλά διαπιστώνεται ότι οι διαγραφές χρεών κατά των οποίων στρέφεται η Επιτροπή δεν απορρέουν αυτόματα από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου, αλλά από την επιλογή, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, των οικείων δημόσιων οργανισμών. Κατά τη νομολογία όμως, όταν ένας οργανισμός που χορηγεί οικονομικά πλεονεκτήματα διαθέτει διακριτική ευχέρεια η οποία του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους δικαιούχους ή τις προϋποθέσεις του χορηγούμενου μέτρου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει γενικό χαρακτήρα (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1999, C-256/97, DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψη 27)».

(33)

Οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, σε αντίθεση με τα επίμαχα μέτρα των υποθέσεων DM Transport και HAMSA, δεν αναγνωρίζει διακριτική ευχέρεια στις δημόσιες αρχές και ότι η εφαρμογή του μέτρου απορρέει αυτομάτως από τον νόμο. Ως εκ τούτου, καταλήγουν στο a contrario συμπέρασμα ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

(34)

Επιπλέον, οι γερμανικές αρχές υποστηρίζουν ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG εντάσσεται στο σύνολο των κανόνων που απαρτίζουν το γερμανικό πτωχευτικό δίκαιο. Ειδικότερα, η επιλεξιμότητα των επιχειρήσεων βασίζεται στις έννοιες της αφερεγγυότητας, της επαπειλούμενης αφερεγγυότητας και της υπερχρέωσης, οι οποίες ορίζονται στον Insolvenzordnung και καθιστούν μια επιχείρηση επιλέξιμη για την κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας.

(35)

Οι γερμανικές αρχές, όσον αφορά το ζήτημα του επιλεκτικού χαρακτήρα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, βάσει της άποψης της Επιτροπής, οποιαδήποτε φορολογική έκπτωση καταλήγει να συνιστά κρατική ενίσχυση, ακόμη και αν η εφαρμογή της έχει γενικό χαρακτήρα, και ότι μια τέτοια άποψη αντιβαίνει στη ΣΛΕΕ.

4.3.   Αιτιολόγηση λόγω της φύσης ή της γενικής οικονομίας του φορολογικού συστήματος

(36)

Οι γερμανικές αρχές θεωρούν ότι η εξαίρεση που δημιουργήθηκε με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δικαιολογείται με βάση τη φύση και τη γενική οικονομία του γερμανικού συστήματος φορολόγησης νομικών προσώπων. Ισχυρίζονται ότι υπάρχει μια αντικειμενική διαφορά μεταξύ των προβληματικών επιχειρήσεων που χρήζουν εξυγίανσης και των λοιπών επιχειρήσεων και ότι αυτή η αντικειμενική διαφορά δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των προβληματικών επιχειρήσεων που εξαγοράζονται για σκοπούς εξυγίανσης. Οι γερμανικές αρχές στηρίζουν το επιχείρημά τους σε τρεις συλλογισμούς.

(37)

Πρώτον, ισχυρίζονται ότι οι προβληματικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις οικονομικά εύρωστες επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να επιλέγουν είτε τη χρηματοδότηση μέσω των κεφαλαιαγορών είτε την αναζήτηση άλλης επιχείρησης η οποία ενδέχεται να επιθυμεί να τις εξαγοράσει, έχουν στη διάθεσή τους μόνο τη δεύτερη επιλογή, αυτή της αναζήτησης αγοραστή, διότι δεν είναι σε θέση να αντλήσουν κεφάλαια από την κεφαλαιαγορά ούτε να εξασφαλίσουν τραπεζικό δάνειο. Συνεπώς, οι προβληματικές επιχειρήσεις θα χάνουν συστηματικά τη δυνατότητα να μεταφέρουν τις ζημίες τους, ενώ οι υγιείς θα έχουν πάντα την επιλογή μεταξύ της χρηματοδότησης με δανειακά κεφάλαια και της αναζήτησης αγοραστή.

(38)

Δεύτερον, ισχυρίζονται ότι η ratio legis του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, ήτοι η αποτροπή των εξαγορών ανενεργών εταιρειών με συσσωρευμένες ζημίες, δεν απαιτεί τον αποκλεισμό της μεταφοράς ζημιών στις περιπτώσεις όπου η αγορά πραγματοποιείται για σκοπούς εξυγίανσης και δεν έχει αμιγώς φορολογικά κίνητρα. Χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG στις αγορές προβληματικών επιχειρήσεων για σκοπούς εξυγίανσης, ήτοι με τη συμπερίληψη και άλλων περιπτώσεων αγοράς, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί η ratio legis του κανόνα.

(39)

Τρίτον, ισχυρίζονται ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1 του KStG επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι η τιμή πώλησης των συμμετοχών σε επιχειρήσεις βασίζεται αποκλειστικά στην οικονομική αξία της επιχείρησης και δεν συνυπολογίζεται η αξία των συσσωρευμένων ζημιών για ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Αντιθέτως, κατά την άποψη των γερμανικών αρχών, η πιθανή αξία των συσσωρευμένων ζημιών δεν διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην περίπτωση αγοράς μιας προβληματικής επιχείρησης για σκοπούς εξυγίανσης. Προς θεμελίωση αυτού, επισημαίνουν ότι οι λογιστές, στα λογιστικά βιβλία ενοποιημένης από φορολογική άποψη οντότητας, δεν προσμετρούν αξία στις ενδεχομένως μεταφερόμενες ζημίες μιας προβληματικής επιχείρησης.

(40)

Για τους τρεις ανωτέρω σωρευτικούς λόγους, οι γερμανικές αρχές θεωρούν ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG, ακόμη και εάν εκ πρώτης όψεως φαίνεται επιλεκτικό, δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση από τη φύση και τη γενική οικονομία του συστήματος φορολόγησης νομικών προσώπων στη Γερμανία.

4.4.   Σύνδεση της νέας με την παλαιά Sanierungsklausel

(41)

Οι γερμανικές αρχές παρατηρούν ότι το άρθρο 8γ του KStG αντικατέστησε, από 1ης Ιανουαρίου 2008, έναν παρόμοιο κανόνα, ήτοι το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG. Επισημαίνουν ότι και οι δύο κανόνες είχαν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τον αποκλεισμό των εξαγορών ανενεργών εταιρειών με συσσωρευμένες ζημίες.

(42)

Οι γερμανικές αρχές επισημαίνουν ότι η Επιτροπή δεν υπέδειξε ποτέ πιθανά προβλήματα σχετικά με το άρθρο 8 παράγραφος 4 του KStG και ότι από το γεγονός αυτό συνάγεται ότι ο εν λόγω κανόνας δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(43)

Ως εκ τούτου, θεωρούν ότι η θέση της Επιτροπής εν προκειμένω δεν είναι συνεπής.

4.5.   Παρόμοιοι κανόνες σε άλλα φορολογικά συστήματα

(44)

Οι γερμανικές αρχές έχουν επισημάνει ότι σε πολλά άλλα κράτη μέλη ισχύουν κανόνες παρεμφερείς με το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG. Παραθέτουν ως σχετικά παραδείγματα την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και τη Φινλανδία. Σημειώνουν ότι, παρά τις σημαντικές ομοιότητες των συστημάτων, η Επιτροπή δεν έχει λάβει για κανένα από τα εν λόγω κράτη μέλη οποιοδήποτε από τα μέτρα που μπορεί να λάβει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για τις κρατικές ενισχύσεις.

(45)

Οι γερμανικές αρχές υπογραμμίζουν, σχετικά με την αιτιολογική σκέψη 34 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας όπου αναλύονται τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή σχετικά με το γαλλικό σύστημα, ότι το γερμανικό σύστημα διαφέρει από το γαλλικό, το οποίο περιοριζόταν σε συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους και προέβλεπε πλήρη απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων.

5.   ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ 2011 ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ

(46)

Μετά την έκδοση της απόφασης του 2011, η Γερμανία ανέστειλε την εφαρμογή του μέτρου έως την έκδοση τελικής απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο της ΕΕ (24).

(47)

Στις 29 Μαρτίου 2017, το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht) έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG, που προβλέπει ότι σε περίπτωση μεταβίβασης ποσοστού 25 %-50 % του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, των δικαιωμάτων μέλους, των δικαιωμάτων συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχουν οι εταίροι μιας εταιρείας οι ζημίες καθίστανται, κατ’ αναλογία, άνευ αξίας, και απαίτησε από το γερμανικό κοινοβούλιο να τροποποιήσει τη διάταξη έως την 31η Δεκεμβρίου 2018 (25). Το γερμανικό κοινοβούλιο στη συνέχεια κατάργησε (με αναδρομική ισχύ από την 21η Δεκεμβρίου 2007) την κατ’ αναλογία απώλεια της αξίας των ζημιών σε περίπτωση μεταβίβασης του 25 %-50 % του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, των δικαιωμάτων μέλους, των δικαιωμάτων συμμετοχής ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχουν οι εταίροι μιας εταιρείας, και διατήρησε μόνο την πλήρη απώλεια της αξίας των ζημιών σε περίπτωση μεταβίβασης ποσοστού άνω του 50 % του εν λόγω κεφαλαίου ή των εν λόγω δικαιωμάτων σε άλλη οντότητα (26).

(48)

Μετά την ακύρωση της απόφασης του 2011 από το Δικαστήριο, η Γερμανία εισήγαγε επίσης εκ νέου τη Sanierungsklausel (άρθρο 8γ παράγραφος 1α) στον KStG στις 11 Δεκεμβρίου 2018 (με αναδρομική ισχύ από το 2008) (27).

6.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(49)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(50)

Κατά συνέπεια, ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) το μέτρο πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος και να χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους· ii) το μέτρο πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα σε επιχείρηση· iii) το εν λόγω πλεονέκτημα πρέπει να είναι επιλεκτικό· και iv) το μέτρο πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(51)

Για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να πληρούνται και οι τέσσερις προϋποθέσεις, καθώς οι εν λόγω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές. Η Επιτροπή θα εξετάσει πρώτη την προϋπόθεση που αφορά τη χορήγηση επιλεκτικού πλεονεκτήματος.

(52)

Καταρχήν, για την αξιολόγηση της ύπαρξης πλεονεκτήματος, θα πρέπει να διενεργείται σύγκριση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης μετά το μέτρο με την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης εάν το μέτρο δεν είχε ληφθεί. (28)

(53)

Ειδικότερα, όσον αφορά φορολογικά μέτρα, για να αποδειχθεί πιθανό φορολογικό πλεονέκτημα, πρέπει να αξιολογηθεί αν η φορολογική μεταχείριση που χορηγείται σε μια οντότητα τής παρέχει πλεονέκτημα σε σύγκριση με το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς (29). Συνεπώς, η αξιολόγηση του πλεονεκτήματος συνδέεται στενά με την αξιολόγηση του κριτηρίου του επιλεκτικού χαρακτήρα (όπου η ύπαρξη παρεκκλίνουσας φορολογικής μεταχείρισης αξιολογείται επίσης σε σύγκριση με τους γενικούς φορολογικούς κανόνες).

(54)

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία (30), η αξιολόγηση του ουσιωδώς επιλεκτικού χαρακτήρα ενός φορολογικού μέτρου πραγματοποιείται σε τρία στάδια. Πρώτον, είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός και η εξέταση του κοινού ή «κανονικού» φορολογικού συστήματος («σύστημα αναφοράς») που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος. Δεύτερον, σε σχέση με αυτό το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς πρέπει να εξεταστεί και να στοιχειοθετηθεί ο ενδεχομένως επιλεκτικός χαρακτήρας του πλεονεκτήματος που χορηγεί το επίμαχο φορολογικό μέτρο. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της απόδειξης ότι το εν λόγω μέτρο παρεκκλίνει του κοινού αυτού συστήματος, καθόσον αυτό διαφοροποιεί επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται, από την άποψη του σκοπού που επιδιώκεται με το καθεστώς αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Τρίτον, εάν υφίσταται τέτοιου είδους παρέκκλιση, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν αυτή προκύπτει από τη φύση ή τη γενική οικονομία του φορολογικού συστήματος στο οποίο εντάσσεται και αν θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να δικαιολογηθεί από τη φύση ή τη λογική του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η διαφοροποιημένη φορολογική μεταχείριση απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του εν λόγω συστήματος.

(55)

Στην παρούσα υπόθεση, από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου (31) προκύπτει ότι οι κανόνες φορολογίας νομικών προσώπων στη Γερμανία που ισχύουν γενικά για όλες τις επιχειρήσεις αποτελούν το σύστημα αναφοράς και ότι σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο γενικός κανόνες περί μεταφοράς των ζημιών βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του KStG. Στόχος των κανόνων αυτών είναι η φορολόγηση των κερδών των επιχειρήσεων για την παραγωγή εισοδήματος για τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας.

(56)

Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του KStG ορίζει (με παραπομπή στο άρθρο 10δ του EStG) ότι οι οντότητες που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων μπορούν, για φορολογικούς σκοπούς, να μεταφέρουν ζημίες που σημειώθηκαν σε ένα φορολογικό έτος σε επόμενα φορολογικά έτη (έως το ανώτατο όριο του 1 εκατ. EUR ετησίως).

(57)

Το Δικαστήριο απεφάνθη στη σκέψη 102 της απόφασης στην υπόθεση Andres (32) ότι ο κανόνας που διέπει την απώλεια της αξίας των ζημιών αποτελούσε ο ίδιος εξαίρεση από τον κανόνα περί μεταφοράς των ζημιών και ότι από τη συνολική εξέταση του περιεχομένου των διατάξεων αυτών θα έπρεπε να διαπιστωθεί ότι η ρήτρα εξυγιάνσεως είχε ως αποτέλεσμα να προσδιορίζει μια κατάσταση που εμπίπτει στον γενικό κανόνα περί μεταφοράς των ζημιών.

(58)

Δεν είναι, επομένως, αναγκαίο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, να διαπιστωθεί αν οι κανόνες για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων κατάχρησης εντάσσονται στο σύστημα αναφοράς, καθώς, σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση του Δικαστηρίου φαίνεται να αποκλείει το επιχείρημα ότι η ρήτρα εξυγίανσης αντιβαίνει στον στόχο των εν λόγω κανόνων (33) και ότι παρεκκλίνει από αυτούς (34).

(59)

Για να αξιολογηθεί αν η Sanierungsklausel βάσει του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει αν το επίμαχο φορολογικό μέτρο αποτελεί παρέκκλιση από το εν λόγω κανονικό σύστημα, καθόσον διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται, από την άποψη του σκοπού που επιδιώκεται από το κοινό φορολογικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

(60)

Δεδομένου ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG επιτρέπει στις εταιρείες, που είναι αφερέγγυες ή υπερχρεωμένες (ή που απειλούνται με αφερεγγυότητα ή υπερχρέωση) και που βρίσκονται σε διαδικασία εξυγίανσης, να μεταφέρουν ζημίες, το μέτρο δεν παρεκκλίνει από τον γενικό κανόνα περί μεταφοράς βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του KStG.

(61)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG δεν χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα στα νομικά πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται.

(62)

Δεδομένης της ανωτέρω διαπίστωσης, δεν είναι αναγκαία η εξέταση περαιτέρω επιχειρημάτων των γερμανικών αρχών σχετικά με την απουσία επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Δεν είναι επίσης αναγκαία η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να θεωρηθεί ένα μέτρο ενίσχυση, καθώς για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης πρέπει να πληρούνται και οι τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές.

7.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(63)

Βάσει των προαναφερόμενων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 8γ παράγραφος 1α του KStG (Sanierungsklausel) δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς περί φορολογικής μεταφοράς ζημιών σε περίπτωση εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 8γ παράγραφος 1α του KStG (Sanierungsklausel) δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 22 Ιανουαρίου 2020.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Εκτελεστική αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 90 της 8.4.2010, σ. 8.

(2)  ΕΕ C 90 της 8.4.2010, σ. 8.

(3)  Απόφαση 2011/527/ΕΕ της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 7/10 (πρώην CP 250/09 και NN 5/10) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία «Νόμος περί φορολογίας νομικών προσώπων, ρήτρα εξυγίανσης» (ΕΕ L 235 της 10.9.2011, σ. 26).

(4)  Ανακοίνωση της Επιτροπής – Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 1).

(5)  Δυνάμει του προσωρινού πλαισίου, η ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη, εφόσον το ποσό της δεν υπερβαίνει τις 500 000 EUR, ο δικαιούχος είναι επιχείρηση που δεν ήταν προβληματική την 1η Ιουλίου 2008 και πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις που παρατίθενται στο σημείο 4.2.2 του προσωρινού πλαισίου.

(6)  Κατατέθηκαν 16 προσφυγές ακυρώσεως, μία από τη Γερμανία (T-205/11) και 15 από δυνητικούς δικαιούχους. Με εξαίρεση τις T-287/11 και T-620/11, όλες οι διαδικασίες των προσφυγών ανεστάλησαν.

(7)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Heitkamp BauHolding κατά Επιτροπής, T-287/11, ECLI:EU:T:2016:60· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2016, GFKL Financial Services κατά Επιτροπής, T-620/11, ECLI:EU:T:2016:59.

(8)  Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (faillite Heitkamp BauHolding) κατά Επιτροπής, C-203/16 P ECLI:EU:C:2018:505· απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-208/16 P, ECLI:EU:C:2018:506· απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-209/16 P, ECLI:EU:C:2018:507· απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Lowell Financial Services κατά Επιτροπής, C-219/16 P ECLI:EU:C:2018:508.

(9)  Unternehmensteuerreformgesetz 2008, 14 Αυγούστου 2007, Επίσημη Εφημερίδα Ομοσπονδιακής Νομοθεσίας [Bundesgesetzblatt («BGBl.»)] 2007, Μέρος I, αριθ. 40, σ. 1912.

(10)  Σειρά έντυπων εκδόσεων του γερμανικού κοινοβουλίου (Bundestagsdrucksache) 16/4841, σ. 74.

(11)  Bundestagsdrucksache 16/4841, σ. 76, που παραπέμπει σε εγκύκλιο του Ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών με ημερομηνία 27 Μαρτίου 2003 [Επίσημη Εφημερίδα Ομοσπονδιακής Φορολογικής Νομοθεσίας (Bundessteuerblatt) («BStBl.») 2003, Μέρος I, σ. 240].

(12)  Gesetz zur verbesserten steuerlichen Berücksichtigung von Vorsorgeaufwendungen (Bürgerentlastungsgesetz Krankenversicherung), 16. Ιούνιος 2009, BGBl. 2009, Μέρος I, αριθ. 43, σ. 1959.

(13)  Σκοπός της εξυγίανσης (Sanierung) είναι η αναδιοργάνωση της εταιρείας. Η αναδιοργάνωση είναι ένα μέτρο που αποσκοπεί στην αποτροπή ή την εξάλειψη προβλημάτων αφερεγγυότητας (Zahlungsunfähigkeit) ή υπερχρέωσης (Überschuldung). Επομένως, επιλέξιμες είναι μόνον εταιρείες οι οποίες αντιμετωπίζουν ή πρόκειται να αντιμετωπίσουν προβλήματα αφερεγγυότητας ή υπερχρέωσης κατά τον χρόνο που θα πραγματοποιηθεί η αλλαγή στη μετοχική σύνθεση.

(14)  Οι έννοιες της «αφερεγγυότητας», της «επαπειλούμενης αφερεγγυότητας» και της «υπερχρέωσης» ορίζονται στον γερμανικό πτωχευτικό κώδικα [Insolvenzordnung («InsO»), 5 Οκτωβρίου 1994, BGBl. 1994, Μέρος I, αριθ. 70, σ. 2866]: «Αφερεγγυότητα» (άρθρο 17 του InsO): εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους και έχει αναστείλει τις πληρωμές. «Επαπειλούμενη αφερεγγυότητα» (άρθρο 18 του InsO): εάν ο οφειλέτης εκτιμάται ότι δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις μελλοντικές υποχρεώσεις του τη στιγμή που αυτές θα καταστούν ληξιπρόθεσμες. «Υπερχρέωση» (άρθρο 19 του InsO): όταν τα στοιχεία ενεργητικού του οφειλέτη δεν καλύπτουν πλέον τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του· ωστόσο, η «υπερχρέωση» αποκλείεται εάν για την επιχείρηση του οφειλέτη υπάρχει θετική πρόγνωση όσον αφορά τη συνέχιση της λειτουργίας της.

(15)  Gesetz zur Beschleunigung des Wirtschaftswachstums (Wachstumsbeschleunigungsgesetz), 22 Δεκεμβρίου 2009, BGBl. 2009, Μέρος I, αριθ. 81, σ. 3950, άρθρο 2 σημείο 3 στοιχείο β).

(16)  Οι επονομαζόμενες «vororganschaftliche Verluste».

(17)  Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).

(18)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13).

(19)  Εγκύκλιος του Ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών με ημερομηνία 30 Απριλίου 2010 η οποία απευθύνεται στις φορολογικές αρχές των ομόσπονδων κρατιδίων που είναι αρμόδιες για την είσπραξη των φόρων (BMF v. 30.4.2010 IV C 2 -S 2745-a/08/10005:002), BStBl. 2010, Μέρος I, σ. 488.

(20)  Η Γερμανία παραθέτει την απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-276/02, ECLI:EU:C:2004:521, σκέψεις 15 και 26, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 1999, DM Transport, C-256/97, ECLI:EU:C:1999:332, σκέψεις 22 και 25.

(21)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3), σημεία 13 και 14.

(22)  Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 29ης Ιουνίου 1999, DM Transport, C-256/97, ECLI:EU:C:1999:332, σκέψεις 26 έως 28.

(23)  Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο πενταμελές τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2002, HAMSA κατά Επιτροπής, T-152/99, ECLI:EU:T:2002:188, σκέψη 157.

(24)  Άρθρο 4 σημείο 2 στοιχείο α) (τροποποίηση του άρθρου 34 παράγραφος 7γ του KStG) του νόμου για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας σχετικά με την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα και για την τροποποίηση νόμων περί φορολογίας (Gesetz zur Umsetzung der Beitreibungsrichtlinie sowie zur Änderung steuerlicher Vorschriften), 7 Δεκεμβρίου 2011, BGBl. 2011, Μέρος I, αριθ. 64, σ. 2592.

(25)  Απόφαση του Bundesverfassungsgericht της 29ης Μαρτίου 2017, 2 BvL 6/11 https://www.bundesverfassungsgericht.de/e/ls20170329_2bvl000611.html.

(26)  Άρθρο 6 σημείο 2 (τροποποίηση του άρθρου 8γ παράγραφος 1 του KStG) του νόμου για την πρόληψη ελλειμμάτων στον φόρο κύκλου εργασιών που εισπράττεται επί των διαδικτυακών πωλήσεων προϊόντων και για την τροποποίηση περαιτέρω νόμων περί φορολογίας (Gesetz zur Vermeidung von Umsatzsteuerausfällen beim Handel mit Waren im διαδίκτυο und zur Änderung weiterer steuerlicher Vorschriften), 11 Δεκεμβρίου 2018, BGBl. 2018, Μέρος I, αριθ. 45, σ. 2338.

(27)  Άρθρο 6 σημείο 6 στοιχείο β) (τροποποίηση του άρθρου 34 παράγραφος 6 του KStG) του Gesetz zur Vermeidung von Umsatzsteuerausfällen beim Handel mit Waren im διαδίκτυο und zur Änderung weiterer steuerlicher Vorschriften.

(28)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, υπόθεση 173/73, ECLI:EU:C:1974:71, σκέψη 17.

(29)  Βλέπε για παράδειγμα την απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito Italiano, C-148/04, ECLI:EU:C:2005:774, σκέψεις 50 έως 52· απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C-81/10 P, ECLI:EU:C:2011:811, σκέψη 24.

(30)  Βλέπε για παράδειγμα την απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos και λοιποί, C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψεις 49 και 71· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group, και Επιτροπή κατά Banco Santander και Santusa, C-20/15 P και C-21/15 P, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψεις 57 και 58.

(31)  Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (faillite Heitkamp BauHolding) κατά Επιτροπής, C-203/16 P, ECLI:EU:C:2018:505· απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-208/16 P, ECLI:EU:C:2018:506· απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-209/16 P, ECLI:EU:C:2018:507· απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Lowell Financial Services κατά Επιτροπής, C-219/16 P ECLI:EU:C:2018:508.

(32)  Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (faillite Heitkamp BauHolding) κατά Επιτροπής, C-203/16 P, ECLI:EU:C:2018:505

(33)  Ο οποίος θα ήταν η αποτροπή των επιχειρήσεων από την αθέμιτη μείωση της φορολογικής τους βάσης με τη χρήση μεταφορών ζημιών από ανενεργές εταιρείες.

(34)  Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απαίτηση, που προβλέπεται στη Sanierungsklausel, περί διατήρησης των βασικών επιχειρηματικών δομών και της δραστηριότητας της εταιρείας, αποκλείει την κατάχρηση.


27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/23


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2020/451 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Μαρτίου 2020

για την τροποποίηση του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ σχετικά με τα μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2020) 1985]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοενωσιακό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (2), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τους κανόνες υγειονομικού ελέγχου που διέπουν την παραγωγή, μεταποίηση, διανομή και εισαγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (3), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εκτελεστική απόφαση 2014/709/ΕΕ της Επιτροπής (4) θεσπίζει μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη στα οποία έχουν επιβεβαιωθεί κρούσματα της εν λόγω νόσου σε οικόσιτους ή άγριους χοίρους (στο εξής: οικεία κράτη μέλη). Στο παράρτημα της εν λόγω εκτελεστικής απόφασης οριοθετούνται και παρατίθενται, στα μέρη I έως IV, ορισμένες περιοχές των οικείων κρατών μελών, κατανεμημένες ανάλογα με το επίπεδο του κινδύνου με βάση την επιδημιολογική κατάσταση όσον αφορά την εν λόγω νόσο. Το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ έχει τροποποιηθεί αρκετές φορές προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές της επιδημιολογικής κατάστασης στην Ένωση όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων, οι οποίες πρέπει να αποτυπώνονται στο εν λόγω παράρτημα. Το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ τροποποιήθηκε τελευταία με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2020/397 της Επιτροπής (5), έπειτα από την εκδήλωση κρουσμάτων αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε χοίρους στη Ρουμανία και την Πολωνία.

(2)

Μετά την ημερομηνία έκδοσης της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2020/397 εκδηλώθηκαν νέα κρούσματα αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε οικόσιτους και άγριους χοίρους στην Πολωνία και σε άγριους χοίρους στην Ουγγαρία.

(3)

Τον Μάρτιο του 2020 παρατηρήθηκε μία εστία αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε οικόσιτους χοίρους στην περιφέρεια nowosolski στην Πολωνία, σε περιοχή που επί του παρόντος αναφέρεται στο μέρος II του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ. Η εν λόγω εστία αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε οικόσιτους χοίρους συνιστά αυξημένο επίπεδο κινδύνου, το οποίο θα πρέπει να αποτυπωθεί στο εν λόγω παράρτημα. Ως εκ τούτου, αυτή η περιοχή της Πολωνίας, που παρατίθεται επί του παρόντος στο μέρος II του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ και προσβλήθηκε από το εν λόγω πρόσφατο κρούσμα αφρικανικής πανώλης των χοίρων, θα πρέπει πλέον να ενταχθεί στο μέρος III του εν λόγω παραρτήματος, αντί του μέρους II αυτού.

(4)

Επιπλέον, τον Μάρτιο του 2020 παρατηρήθηκε ένα κρούσμα αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγριο χοίρο στην περιφέρεια głogowski της Πολωνίας, σε περιοχή που επί του παρόντος αναφέρεται στο μέρος II του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά σε περιοχή που αναφέρεται στο μέρος I του εν λόγω παραρτήματος. Το εν λόγω κρούσμα αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγριο χοίρο συνιστά αυξημένο επίπεδο κινδύνου, το οποίο θα πρέπει να αποτυπωθεί στο εν λόγω παράρτημα. Ως εκ τούτου, η εν λόγω περιοχή της Πολωνίας που επί του παρόντος αναφέρεται στο μέρος I του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ, αλλά η οποία βρίσκεται πολύ κοντά σε περιοχή που αναφέρεται στο μέρος II της εν λόγω απόφασης και έχει προσβληθεί από το εν λόγω πρόσφατο κρούσμα αφρικανικής πανώλης των χοίρων στην περιφέρεια głogowski, θα πρέπει πλέον να περιληφθεί στο μέρος II του εν λόγω παραρτήματος, αντί του μέρους I αυτού.

(5)

Τον Μάρτιο του 2020 παρατηρήθηκαν επίσης αρκετά κρούσματα αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγριους χοίρους στην επαρχία Nógrád της Ουγγαρίας, σε περιοχές που επί του παρόντος αναφέρονται στο μέρος II του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ, οι οποίες βρίσκονται πολύ κοντά σε περιοχές που αναφέρονται στο μέρος Ι του εν λόγω παραρτήματος. Τα εν λόγω κρούσματα αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε άγριους χοίρους συνιστούν αυξημένο επίπεδο κινδύνου, το οποίο θα πρέπει να αποτυπωθεί στο εν λόγω παράρτημα. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω περιοχές της Ουγγαρίας που αναφέρονται στο μέρος I του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ και οι οποίες βρίσκονται πολύ κοντά σε περιοχές που αναφέρονται στο μέρος II και έχουν προσβληθεί από τα εν λόγω πρόσφατα κρούσματα αφρικανικής πανώλης των χοίρων θα πρέπει πλέον να περιληφθούν στο μέρος II του εν λόγω παραρτήματος, αντί του μέρους I αυτού.

(6)

Έπειτα από την εκδήλωση αυτών των πρόσφατων κρουσμάτων αφρικανικής πανώλης των χοίρων σε οικόσιτους και άγριους χοίρους στην Πολωνία και την Ουγγαρία, και λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας επιδημιολογικής κατάστασης στην Ένωση, επανεκτιμήθηκε και επικαιροποιήθηκε η περιφερειοποίηση στα εν λόγω δύο κράτη μέλη. Επιπλέον, επανεκτιμήθηκαν και επικαιροποιήθηκαν και τα εφαρμοζόμενα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου. Οι μεταβολές αυτές πρέπει να αποτυπωθούν στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ.

(7)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες εξελίξεις στην επιδημιολογική κατάσταση ως προς την αφρικανική πανώλη των χοίρων στην Ένωση και να καταπολεμηθούν προδραστικά οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη διασπορά της εν λόγω νόσου, θα πρέπει να οριοθετηθούν νέες περιοχές υψηλού κινδύνου με επαρκή έκταση στην Πολωνία και την Ουγγαρία και να περιληφθούν δεόντως στα μέρη ΙΙ και ΙΙΙ του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ. Επομένως, τα παραρτήματα I, II και III της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθούν ανάλογα.

(8)

Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της επιδημιολογικής κατάστασης στην Ένωση όσον αφορά την εξάπλωση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, είναι σημαντικό οι τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ με την παρούσα απόφαση να τεθούν σε ισχύ το συντομότερο δυνατόν.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 26 Μαρτίου 2020.

Για την Επιτροπή

Στέλλα ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13.

(2)  ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29.

(3)  ΕΕ L 18 της 23.1.2003, σ. 11.

(4)  Εκτελεστική απόφαση 2014/709/ΕΕ της Επιτροπής, της 9ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με τα μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη και για την κατάργηση της εκτελεστικής απόφασης 2014/178/ΕΕ (ΕΕ L 295 της 11.10.2014, σ. 63).

(5)  Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2020/397 της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2020, για την τροποποίηση του παραρτήματος της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ σχετικά με τα μέτρα ελέγχου της υγείας των ζώων όσον αφορά την αφρικανική πανώλη των χοίρων σε ορισμένα κράτη μέλη (ΕΕ L 77 της 13.3.2020, σ. 5).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/709/ΕΕ αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΕΡΟΣ I

1.   Βέλγιο

Οι ακόλουθες περιοχές του Βελγίου:

στην επαρχία του Λουξεμβούργου:

η περιοχή οριοθετείται κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού από τα εξής:

Frontière avec la France,

Rue Mersinhat,

La N818jusque son intersection avec la N83,

La N83 jusque son intersection avec la N884,

La N884 jusque son intersection avec la N824,

La N824 jusque son intersection avec Le Routeux,

Le Routeux,

Rue d’Orgéo,

Rue de la Vierre,

Rue du Bout-d’en-Bas,

Rue Sous l’Eglise,

Rue Notre-Dame,

Rue du Centre,

La N845 jusque son intersection avec laN85,

La N85 jusque son intersection avec la N40,

La N40 jusque son intersection avec la N802,

La N802 jusque son intersection avec la N825,

La N825 jusque son intersection avec la E25-E411,

La E25-E411jusque son intersection avec la N40,

N40: Burnaimont, Rue de Luxembourg, Rue Ranci, Rue de la Chapelle,

Rue du Tombois,

Rue Du Pierroy,

Rue Saint-Orban,

Rue Saint-Aubain,

Rue des Cottages,

Rue de Relune,

Rue de Rulune,

Route de l’Ermitage,

N87: Route de Habay,

Chemin des Ecoliers,

Le Routy,

Rue Burgknapp,

Rue de la Halte,

Rue du Centre,

Rue de l’Eglise,

Rue du Marquisat,

Rue de la Carrière,

Rue de la Lorraine,

Rue du Beynert,

Millewée,

Rue du Tram,

Millewée,

N4: Route de Bastogne, Avenue de Longwy, Route de Luxembourg,

Frontière avec le Grand-Duché de Luxembourg,

Frontière avec la France,

La N87 jusque son intersection avec la N871 au niveau de Rouvroy,

La N871 jusque son intersection avec la N88,

La N88 jusque son intersection avec la rue Baillet Latour,

La rue Baillet Latour jusque son intersection avec la N811,

La N811 jusque son intersection avec la N88,

La N88 jusque son intersection avecla N883 au niveau d’Aubange,

La N883 jusque son intersection avec la N81 au niveau d’Aubange,

La N81 jusque son intersection avec la E25-E411,

La E25-E411 jusque son intersection avec la N40,

La N40 jusque son intersection avec la rue du Fet,

Rue du Fet,

Rue de l’Accord jusque son intersection avec N801,

N801 jusque son intersection avec Le Sart,

Le Sart,

La Fosse du Loup,

Les Chanvières,

La Roquignole,

Hosseuse,

Rue de Neufchâteau,

Rue Grande,

La N894 jusque son intersection avec laN85,

La N85 jusque son intersection avec la frontière avec la France.

2.   Εσθονία

Οι ακόλουθες περιοχές της Εσθονίας:

Hiiu maakond.

3.   Ουγγαρία

Οι ακόλουθες περιοχές της Ουγγαρίας:

Békés megye 950150, 950250, 950350, 950450, 950550, 950650, 950660, 950750, 950950, 950960, 950970, 951050, 951950, 952050, 952750, 952850, 952950, 953050, 953150, 953650, 953660, 953750, 953850, 953960, 954250, 954260, 954350, 954450, 954550, 954650, 954750, 954850, 954860, 954950, 955050, 955150, 955250, 955260, 955270, 955350, 955450, 955510, 955650, 955750, 955760, 955850, 955950, 956050, 956060, 956150, 956160 és 956450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Bács-Kiskun megye 600150, 600850, 601550, 601650, 601660, 601750, 601850, 601950, 602050, 603250, 603750 és 603850 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Budapest 1 kódszámú, vadgazdálkodási tevékenységre nem alkalmas területe,

Csongrád megye 800150, 800160, 800250, 802220, 802260, 802310 és 802450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Fejér megye 400150, 400250, 400351, 400352, 400450, 400550, 401150, 401250, 401350, 402050, 402350, 402360, 402850, 402950, 403050, 403250, 403350, 403450, 403550, 403650, 403750, 403950, 403960, 403970, 404570, 404650, 404750, 404850, 404950, 404960, 405050, 405750, 405850, 405950, 406050, 406150, 406550, 406650 és 406750 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Hajdú-Bihar megye 900750, 901250, 901260, 901270, 901350, 901551, 901560, 901570, 902650, 902660, 902670, 902750, 903650, 903750, 903850, 904250, 904350, 904950, 904960, 905070, 905150, 905250 és 905260 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Jász-Nagykun-Szolnok megye 750150, 750160, 750260, 750350, 750450, 750460, 754450, 754550, 754560, 754570, 754650, 754750, 754950, 755050, 755150, 755250, 755350 és 755450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Komárom-Esztergom megye 250850, 250950, 251050, 251150, 251360, 251450, 251550, 251650, 251750, 251850, 251950, 252050, 252150, 252250, 252550, 252650 és 253550 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Nógrád megye 553250, 553260, 553350, 553750, 553850 és 553910 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Pest megye 570150, 570250, 570350, 570450, 570550, 570650, 570750, 570850, 571050, 571150, 571250, 571350, 571550, 571610, 571750, 571760, 572150, 572250, 572350, 572550, 572650, 572750, 572850, 572950, 573150, 573250, 573260, 573350, 573360, 573450, 573850, 573950, 573960, 574050, 574150, 574350, 574360, 574550, 574650, 574750, 574850, 574860, 574950, 575050,575150, 575250, 575350, 575550, 575650, 575750, 575850, 575950, 576050, 576150, 576250, 576350, 576450, 576650, 576750, 576850, 576950, 577050, 577150, 577250, 577350, 577450, 577650, 577850, 577950, 578050, 578150, 578250, 578350, 578360, 578450, 578550, 578560, 578650, 578850, 578950, 579050, 579150, 579250, 579350, 579450, 579460, 579550, 579650, 579750, 580050, 580250 és 580450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Szabolcs-Szatmár-Bereg megye 851950, 852350, 852450, 852550, 852750, 853751, 853850, 853950, 853960, 854050, 855650 és 855660 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe.

4.   Λετονία

Οι ακόλουθες περιοχές της Λετονίας:

Pāvilostas novads,

Stopiņu novada daļa, kas atrodas uz rietumiem no autoceļa V36, P4 un P5, Acones ielas, Dauguļupes ielas un Dauguļupītes,

Ventspils novada Jūrkalnes pagasts,

Grobiņas novads,

Rucavas novada Dunikas pagasts.

5.   Λιθουανία

Οι ακόλουθες περιοχές της Λιθουανίας:

Klaipėdos rajono savivaldybės: Agluonėnų, Priekulės, Veiviržėnų, Judrėnų, Endriejavo ir Vėžaičių seniūnijos,

Kretingos rajono savivaldybės: Imbarės, Kartenos ir Kūlupėnų seniūnijos,

Plungės rajono savivaldybės: Kulių, Nausodžio, Plungės miesto ir Šateikių seniūnijos,

Skuodo rajono savivaldybės: Lenkimų, Mosėdžio, Skuodo, Skuodo miestoseniūnijos.

6.   Πολωνία

Οι ακόλουθες περιοχές της Πολωνίας:

w województwie warmińsko-mazurskim:

gminy Wielbark i Rozogi w powiecie szczycieńskim,

gminy Janowiec Kościelny, Janowo i Kozłowo w powiecie nidzickim,

powiat działdowski,

gminy Łukta, Miłomłyn, Dąbrówno, Grunwald i Ostróda z miastem Ostróda w powiecie ostródzkim,

gminy Kisielice, Susz, Iława z miastem Iława, Lubawa z miastem Lubawa, w powiecie iławskim,

w województwie podlaskim:

gminy Kulesze Kościelne, Wysokie Mazowieckie z miastem Wysokie Mazowieckie, Czyżew w powiecie wysokomazowieckim,

gminy Miastkowo, Nowogród, Śniadowo i Zbójna w powiecie łomżyńskim,

powiat zambrowski,

w województwie mazowieckim:

powiat ostrołęcki,

powiat miejski Ostrołęka,

gminy Bielsk, Brudzeń Duży, Drobin, Gąbin, Łąck, Nowy Duninów, Radzanowo, Słupno i Stara Biała w powiecie płockim,

powiat miejski Płock,

powiat sierpecki,

powiat żuromiński,

gminy Andrzejewo, Brok, Małkinia Górna, Stary Lubotyń, Szulborze Wielkie, Wąsewo, Zaręby Kościelne i Ostrów Mazowiecka z miastem Ostrów Mazowiecka w powiecie ostrowskim,

gminy Dzierzgowo, Lipowiec Kościelny, miasto Mława, Radzanów, Szreńsk, Szydłowo i Wieczfnia Kościelna, w powiecie mławskim,

powiat przasnyski,

powiat makowski,

gminy Gzy, Obryte, Zatory, Pułtusk i część gminy Winnica położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Bielany, Winnica i Pokrzywnica w powiecie pułtuskim,

gminy Brańszczyk, Długosiodło, Rząśnik, Wyszków, Zabrodzie i część gminy Somianka położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 62 w powiecie wyszkowskim,

gminy Kowala, , Wierzbica, część gminy Wolanów położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 12, i część gminy Iłża położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 9 w powiecie radomskim,

powiat miejski Radom,

powiat szydłowiecki,

powiat gostyniński,

w województwie podkarpackim:

gmina Wielkie Oczy w powiecie lubaczowskim,

gminy Laszki, Radymno z miastem Radymno, część gminy Wiązownica położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 867 i gmina wiejska Jarosław w powiecie jarosławskim,

gminy Przeworsk z miastem Przeworsk, Gać Jawornik Polski, Kańczuga, Tryńcza i Zarzecze w powiecie przeworskim,

powiat łańcucki,

gminy Trzebownisko, Głogów Małopolski i część gminy Sokołów Małopolski położona na południe od linii wyznaczonej przez droge nr 875 w powiecie rzeszowskim,

gminy Dzikowiec, Kolbuszowa, Niwiska i Raniżów– w powiecie kolbuszowskim gminy Borowa, Czermin, Gawłuszowice, Mielec z miastem Mielec, Padew Narodowa, Przecław, Tuszów Narodowy w powiecie mieleckim,

w województwie świętokrzyskim:

powiat opatowski,

powiat sandomierski,

gminy Bogoria, Łubnice, Oleśnica, Osiek, Połaniec, Rytwiany i Staszów w powiecie staszowskim,

gmina Skarżysko Kościelne w powiecie skarżyskim,

gminy Brody i Mirzec w powiecie starachowickim,

powiat ostrowiecki,

gminy Gowarczów, Końskie i Stąporków w powiecie koneckim,

w województwie łódzkim:

gminy Łyszkowice, Kocierzew Południowy, Kiernozia, Chąśno, Nieborów, część gminy wiejskiej Łowicz położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 92 biegnącej od granicy miasta Łowicz do zachodniej granicy gminy oraz część gminy wiejskiej Łowicz położona na wschód od granicy miasta Łowicz i na północ od granicy gminy Nieborów w powiecie łowickim,

gminy Biała Rawska, Cielądz, Rawa Mazowiecka z miastem Rawa Mazowiecka i Regnów w powiecie rawskim,

powiat skierniewicki,

powiat miejski Skierniewice,

gminy Białaczów, Mniszków, Paradyż, Sławno i Żarnów w powiecie opoczyńskim,

gminy Czerniewice, Inowłódz, Lubochnia, Rzeczyca, Tomaszów Mazowiecki z miastem Tomaszów Mazowiecki i Żelechlinek w powiecie tomaszowskim,

w województwie pomorskim:

gminy Ostaszewo, Stegna, Sztutow, miasto Krynica Morska oraz część gminy Nowy Dwór Gdański położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 55 biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 7, nastęnie przez drogę nr 7 i S7, i dalej przez drogę nr 502 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr S7 do północnej granicy gminy w powiecie nowodworskim,

gminy Lichnowy, Miłoradz, Nowy Staw, Malbork z miastem Malbork w powiecie malborskim,

gminy Mikołajki Pomorskie, Stary Targ i Sztum w powiecie sztumskim,

powiat gdański,

Miasto Gdańsk,

powiat tczewski,

powiat kwidzyński,

w województwie lubuskim:

gminy Maszewo i Gubin z miastem Gubin w powiecie krośnieńskim,

gminy Międzyrzecz, Pszczew, Trzciel w powiecie międzyrzeckim,

gmina Lubrza, Łagów, część gminy Zbąszynek położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową, część gminy Szczaniec położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową, część gminy Świebodzin położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie świebodzińskim,

gmina Cybinka w powiecie słubickim,

część gminy Torzym położona na południe od linii wyznaczonej przez autostradę A2 w powiecie sulęcińskim,

w województwie dolnośląskim:

gminy Bolesławiec z miastem Bolesławiec, Gromadka i Osiecznica w powiecie bolesławieckim,

gmina Węgliniec w powiecie zgorzeleckim,

gminy Chocianów, Radwanice, Przemków i część gminy Polkowice położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 331 w powiecie polkowickim,

gmina Jemielno, Niechlów i Góra w powiecie górowskim,

gmina Rudna i Lubin z miastem Lubin w powiecie lubińskim,

w województwie wielkopolskim:

gminy Krzemieniewo, Lipno, Osieczna, Rydzyna, Święciechowa, Włoszakowice w powiecie leszczyńskim,

powiat miejski Leszno,

powiat nowotomyski,

gminy Granowo, Grodzisk Wielkopolski i Kamieniec w powiecie grodziskim,

gminy Stęszew i Buk w powiecie poznańskim,

powiat kościański.

7.   Σλοβακία

Οι ακόλουθες περιοχές της Σλοβακίας:

ολόκληρη η περιφέρεια Vranov nad Topľou,

ολόκληρη η περιφέρεια Humenné,

ολόκληρη η περιφέρεια Snina,

ολόκληρη η περιφέρεια Sobrance,

ολόκληρη η περιφέρεια Košice-mesto,

στην περιφέρεια Michalovce, ολόκληρες οι κοινότητες Tušice, Moravany, Pozdišovce, Michalovce, Zalužice, Lúčky, Závadka, Hnojné, Poruba pod Vihorlatom, Jovsa, Kusín, Klokočov, Kaluža, Vinné, Trnava pri Laborci, Oreské, Staré, Zbudza, Petrovce nad Laborcom, Lesné, Suché, Rakovec nad Ondavou, Nacina Ves, Voľa, Pusté Čemerné και Strážske,

στην περιφέρεια Košice - okolie, ολόκληρες οι κοινότητες της περιφέρειας που δεν περιλαμβάνονται στο μέρος ΙI.

8.   Ελλάδα

Οι ακόλουθες περιοχές της Ελλάδας:

Στην Περιφερειακή Ενότητα Δράμας:

οι τοπικές ή δημοτικές κοινότητες Σιδηρονέρου και Σκαλωτής, Λιβαδερού και Ξηροποτάμου (στον Δήμο Δράμας),

η τοπική κοινότητα Παρανεστίου (στον Δήμο Παρανεστίου),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κοκκινογείων, Μικροπόλεως, Πανοράματος, Πύργων (στον Δήμο Προσοτσάνης),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κάτω Νευροκοπίου, Χρυσοκεφάλου, Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακος, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Λευκογείων, Μικροκλεισούρας, Μικρομηλέας, Οχυρού, Παγονερίου, Περιθωρίου, Κάτω Βροντούς και Ποταμών (στον Δήμο Κάτω Νευροκοπίου),

Στην Περιφερειακή Ενότητα Ξάνθης:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κιμμερίων, Σταυρουπόλεως, Γέρακα, Δαφνώνος, Κομνηνών, Καρυοφύτου και Νεοχωρίου (στον Δήμο Ξάνθης),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Σατρών, Θερμών, Κοτύλης, Μύκης, Εχίνου και Ωραίου (στον Δήμο Μύκης),

η δημοτική κοινότητα Σελέρου και η τοπική κοινότητα Σουνίου (στον Δήμο Αβδήρων),

Στην Περιφερειακή Ενότητα Ροδόπης:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κομοτηνής, Ανθοχωρίου, Γρατίνης, Θρυλορίου, Κάλχαντος, Καρυδιάς, Κηκιδίου, Κοσμίου, Πανδρόσου, Αιγείρου, Καλλίστης, Μελέτης, Νέου Σιδηροχωρίου και Μεγάλου Δουκάτου (στον Δήμο Κομοτηνής),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Ηπίου, Αρριανών, Δαρμένης, Αρχοντικών, Φιλλύρας, Άνω Δροσίνης, Αράτου, Κέχρου και Οργάνης (στον Δήμο Αρριανών),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Ιάσμου, Σώστου, Ασωμάτων, Πολυάνθου, Αμβροσίας και Αμαξάδων (στον Δήμο Ιάσμου),

η δημοτική κοινότητα Αμαράντων (στον Δήμο Μαρωνείας – Σαπών),

Στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κυριακής, Μάνδρας, Μαυροκκλησίου, Μικρού Δερείου, Πρωτοκκλησίου, Ρούσσας, Γονικού, Γέρικου, Σιδηροχωρίου, Μεγάλου Δερείου, Σιδηρώς, Γιαννούλης, Αγριάνης και Πετρολόφου (στον Δήμο Σουφλίου),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Δικαίων, Άρζου, Ελαίας, Θεραπειού, Κομάρων, Μαρασίων, Ορμενίου, Πενταλόφου, Πετρωτών, Πλάτης, Πτελέας, Κυπρίνου, Ζώνης, Φυλακίου, Σπηλαίου, Νέας Βύσσης, Καβύλης, Καστανεών, Ριζίων, Στέρνας, Αμπελακίων, Βάλτου, Μεγάλης Δοξιπάρας, Νεοχωρίου και Χανδρά (στον Δήμο Ορεστιάδας),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Ασβεστάδων, Ελληνοχωρίου, Καρωτής, Κουφοβούνου, Κυανής, Μάνης, Σιτοχωρίου, Αλεποχωρίου, Ασπρονερίου, Μεταξάδων, Βρυσικών, Δόξης, Ελαφοχωρίου, Λάδης, Παλιουρίου και Ποιμενικού (στον Δήμο Διδυμοτείχου),

Στην Περιφερειακή Ενότητα Σερρών:

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Κερκίνης, Λιβαδιάς, Μακρινίτσης, Νεοχωρίου, Πλατανακίων, Πετριτσίου, Ακριτοχωρίου, Βυρωνείας, Γονίμου, Μανδρακίου, Μεγαλοχωρίου, Ροδοπόλεως, Άνω Ποροΐων, Κάτω Ποροΐων, Σιδηροκάστρου, Βαμβακοφύτου, Προμαχώνος, Καμαρωτού, Στρυμονοχωρίου, Χαροπού, Καστανούσσης, Χορτερού, Αχλαδοχωρίου, Αγκίστρου και Καπνοφύτου (στον Δήμο Σιντικής),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Σερρών, Ελαιώνος, Οινούσσας, Ορεινής και Άνω Βροντούς (στον Δήμο Σερρών),

οι δημοτικές ή τοπικές κοινότητες Δασοχωρίου, Ηρακλείας, Βαλτερού, Καρπερής, Κοιμήσεως, Λιθοτόπου, Λιμνοχωρίου, Ποντισμένου και Χρυσοχωράφων (στον Δήμο Ηρακλείας).

ΜΕΡΟΣ II

1.   Βέλγιο

Οι ακόλουθες περιοχές του Βελγίου:

στην επαρχία του Λουξεμβούργου:

η περιοχή οριοθετείται κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού από τα εξής:

La frontière avec la France au niveau de Florenville,

La N85 jusque son intersection avec la N894au niveau de Florenville,

La N894 jusque son intersection avec la rue Grande,

La rue Grande jusque son intersection avec la rue de Neufchâteau,

La rue de Neufchâteau jusque son intersection avec Hosseuse,

Hosseuse,

La Roquignole,

Les Chanvières,

La Fosse du Loup,

Le Sart,

La N801 jusque son intersection avec la rue de l’Accord,

La rue de l’Accord,

La rue du Fet,

La N40 jusque son intersection avec la E25-E411,

La E25-E411 jusque son intersection avec la N81 au niveau de Weyler,

La N81 jusque son intersection avec la N883 au niveau d’Aubange,

La N883 jusque son intersection avec la N88 au niveau d’Aubange,

La N88 jusque son intersection avec la N811,

La N811 jusque son intersection avec la rue Baillet Latour,

La rue Baillet Latour jusque son intersection avec la N88,

La N88 jusque son intersection avec la N871,

La N871 jusque son intersection avec la N87 au niveau de Rouvroy,

La N87 jusque son intersection avec la frontière avec la France.

2.   Βουλγαρία

Οι ακόλουθες περιοχές της Βουλγαρίας:

ολόκληρη η περιφέρεια Haskovo,

ολόκληρη η περιφέρεια Yambol,

ολόκληρη η περιφέρεια Stara Zagora.

ολόκληρη η περιφέρεια Pernik,

ολόκληρη η περιφέρεια Kyustendil,

ολόκληρη η περιφέρεια Plovdiv,

ολόκληρη η περιφέρεια Pazardzhik,

ολόκληρη η περιφέρεια Smolyan,

ολόκληρη η περιφέρεια Burgas εξαιρουμένων των περιοχών του μέρους III.

3.   Εσθονία

Οι ακόλουθες περιοχές της Εσθονίας:

Eesti Vabariik (välja arvatud Hiiu maakond).

4.   Ουγγαρία

Οι ακόλουθες περιοχές της Ουγγαρίας:

Békés megye 950850, 950860, 951150, 951250, 951260, 951350, 951450, 951460, 951550, 951650, 951750, 952150, 952250, 952350, 952450, 952550, 952650, 953250, 953260, 953270, 953350, 953450, 953510, 953950, 954050, 954060, 954150, 956250, 956350, 956550, 956650 és 956750 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Borsod-Abaúj-Zemplén megye 650100, 650200, 650300, 650400, 650500, 650600, 650700, 650800, 650900, 651000, 651100, 651200, 651300, 651400, 651500, 651610, 651700, 651801, 651802, 651803, 651900, 652000, 652100, 652200, 652300, 652601, 652602, 652603, 652700, 652900, 653000, 653100,653200, 653300, 653401, 653403, 653500, 653600, 653700, 653800, 653900, 654000, 654201, 654202, 654301, 654302, 654400, 654501, 654502, 654600, 654700, 654800, 654900, 655000, 655100, 655200, 655300, 655400, 655500, 655600, 655700, 655800, 655901, 655902, 656000, 656100, 656200, 656300, 656400, 656600, 656701, 656702, 656800, 656900, 657010, 657100, 657300, 657400, 657500, 657600, 657700, 657800, 657900, 658000, 658100, 658201, 658202, 658310, 658401, 658402, 658403, 658404, 658500, 658600, 658700, 658801, 658802, 658901, 658902, 659000, 659100, 659210, 659220, 659300, 659400, 659500, 659601, 659602, 659701, 659800, 659901, 660000, 660100, 660200, 660400, 660501, 660502, 660600 és 660800, valamint 652400, 652500 és 652800 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Fejér megye 403150, 403160, 403260, 404250, 404550, 404560, 405450, 405550, 405650, 406450 és 407050 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Hajdú-Bihar megye 900150, 900250, 900350, 900450, 900550, 900650, 900660, 900670, 901850, 900850, 900860, 900950, 900960, 901050, 901150, 901450, 901580, 901590, 901650, 901660, 901750, 901950, 902050, 902150, 902250, 902350, 902450, 902550, 902850, 902860, 902950, 902960, 903050, 903150, 903250, 903350, 903360, 903370, 903450, 903550, 903950, 903960, 904050, 904060, 904150, 904450, 904460, 904550 és 904650, 904750, 904760, 904850, 904860, 905050, 905060, 905080, 905350, 905360, 905450 és 905550 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Heves megye 700150, 700250, 700260, 700350, 700450, 700460, 700550, 700650, 700750, 700850, 700860, 700950, 701050, 701111, 701150, 701250, 701350, 701550, 701560, 701650, 701750, 701850, 701950, 702050, 702150, 702250, 702260, 702350, 702450, 702550, 702750, 702850, 702950, 703050, 703150, 703250, 703350, 703360, 703370, 703450, 703550, 703610, 703750, 703850, 703950, 704050, 704150, 704250, 704350, 704450, 704550, 704650, 704750, 704850, 704950, 705050, 705150,705250, 705350, 705450, 705510 és 705610 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Jász-Nagykun-Szolnok megye 750250, 750550, 750650, 750750, 750850, 750970, 750980, 751050, 751150, 751160, 751250, 751260, 751350, 751360, 751450, 751460, 751470, 751550, 751650, 751750, 7151850, 751950, 752150, 752250, 752350, 752450, 752460, 752550, 752560, 752650, 752750, 752850, 752950, 753060, 753070, 753150, 753250, 753310, 753450, 753550, 753650, 753660, 753750, 753850, 753950, 753960, 754050, 754150, 754250, 754360, 754370, 754850, 755550, 755650 és 755750 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Komárom-Esztergom megye: 252350, 252450, 252460, 252750, 252850, 252860, 252950, 252960, 253050, 253150, 253250, 253350 és 253450 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Nógrád megye 550110, 550120, 550130, 550210, 550310, 550320, 550450, 550460, 550510, 550610, 550710, 550810, 550950, 551010, 551150, 551160, 551250, 551350, 551360, 551450, 551460, 551550, 551650, 551710, 551810, 551821, 552010, 552150, 552250, 552350, 552360, 552450, 552460, 552520, 552550, 552610, 552620, 552710, 552850, 552860, 552950, 552960, 552970, 553050, 553110, 553650 és 554050 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Pest megye 570950, 571850, 571950, 572050, 573550, 573650, 574250 és 580150 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe,

Szabolcs-Szatmár-Bereg megye 850950, 851050, 851150, 851250, 851350, 851450, 851550, 851560, 851650, 851660, 851751, 851752, 852850, 852860, 852950, 852960, 853050, 853150, 853160, 853250, 853260, 853350, 853360, 853450, 853550, 853560, 853650, 854150, 854250, 854350, 854450, 854550, 854560, 854650, 854660, 854750, 854850, 854860, 854870, 854950, 855050, 855150, 855250, 855350, 855450, 855460, 855550, 855750, 855850, 855950, 855960, 856051, 856150, 856250, 856260, 856350, 856360, 856450, 856550, 856650, 856750, 856760, 856850, 856950, 857050, 857150, 857350, 857450, 857650, valamint 850150, 850250, 850260, 850350, 850450, 850550, 852050, 852150, 852250, 857550, 850650, 850850, 851851 és 851852 kódszámú vadgazdálkodási egységeinek teljes területe.

5.   Λετονία

Οι ακόλουθες περιοχές της Λετονίας:

Ādažu novads,

Aizputes novads,

Aglonas novads,

Aizkraukles novads,

Aknīstes novads,

Alojas novads,

Alsungas novads,

Alūksnes novads,

Amatas novads,

Apes novads,

Auces novads,

Babītes novads,

Baldones novads,

Baltinavas novads,

Balvu novads,

Bauskas novads,

Beverīnas novads,

Brocēnu novads,

Burtnieku novads,

Carnikavas novads,

Cēsu novads,

Cesvaines novads,

Ciblas novads,

Dagdas novads,

Daugavpils novads,

Dobeles novads,

Dundagas novads,

Durbes novads,

Engures novads,

Ērgļu novads,

Garkalnes novads,

Gulbenes novads,

Iecavas novads,

Ikšķiles novads,

Ilūkstes novads,

Inčukalna novads,

Jaunjelgavas novads,

Jaunpiebalgas novads,

Jaunpils novads,

Jēkabpils novads,

Jelgavas novads,

Kandavas novads,

Kārsavas novads,

Ķeguma novads,

Ķekavas novads,

Kocēnu novads,

Kokneses novads,

Krāslavas novads,

Krimuldas novads,

Krustpils novads,

Kuldīgas novads,

Lielvārdes novads,

Līgatnes novads,

Limbažu novads,

Līvānu novads,

Lubānas novads,

Ludzas novads,

Madonas novads,

Mālpils novads,

Mārupes novads,

Mazsalacas novads,

Mērsraga novads,

Naukšēnu novads,

Neretas novads,

Ogres novads,

Olaines novads,

Ozolnieku novads,

Pārgaujas novads,

Pļaviņu novads,

Preiļu novads,

Priekules novads,

Priekuļu novads,

Raunas novads,

republikas pilsēta Daugavpils,

republikas pilsēta Jelgava,

republikas pilsēta Jēkabpils,

republikas pilsēta Jūrmala,

republikas pilsēta Rēzekne,

republikas pilsēta Valmiera,

Rēzeknes novads,

Riebiņu novads,

Rojas novads,

Ropažu novads,

Rugāju novads,

Rundāles novads,

Rūjienas novads,

Salacgrīvas novads,

Salas novads,

Salaspils novads,

Saldus novads,

Saulkrastu novads,

Sējas novads,

Siguldas novads,

Skrīveru novads,

Skrundas novads,

Smiltenes novads,

Stopiņu novada daļa, kas atrodas uz austrumiem no autoceļa V36, P4 un P5, Acones ielas, Dauguļupes ielas un Dauguļupītes,

Strenču novads,

Talsu novads,

Tērvetes novads,

Tukuma novads,

Vaiņodes novads,

Valkas novads,

Varakļānu novads,

Vārkavas novads,

Vecpiebalgas novads,

Vecumnieku novads,

Ventspils novada Ances, Tārgales, Popes, Vārves, Užavas, Piltenes, Puzes, Ziru, Ugāles, Usmas un Zlēku pagasts, Piltenes pilsēta,

Viesītes novads,

Viļakas novads,

Viļānu novads,

Zilupes novads.

6.   Λιθουανία

Οι ακόλουθες περιοχές της Λιθουανίας:

Alytaus miesto savivaldybė,

Alytaus rajono savivaldybė: Alytaus, Alovės, Butrimonių, Daugų, Nemunaičio, Pivašiūnų, Punios, Raitininkų seniūnijos,

Anykščių rajono savivaldybė,

Akmenės rajono savivaldybė,

Biržų miesto savivaldybė,

Biržų rajono savivaldybė,

Druskininkų savivaldybė,

Elektrėnų savivaldybė,

Ignalinos rajono savivaldybė,

Jonavos rajono savivaldybė,

Joniškio rajono savivaldybė,

Jurbarko rajono savivaldybė,

Kaišiadorių rajono savivaldybė,

Kalvarijos savivaldybė,

Kauno miesto savivaldybė,

Kauno rajono savivaldybė: Domeikavos, Garliavos, Garliavos apylinkių, Karmėlavos, Lapių, Linksmakalnio, Neveronių, Rokų, Samylų, Taurakiemio, Vandžiogalos ir Vilkijos seniūnijos, Babtų seniūnijos dalis į rytus nuo kelio A1, Užliedžių seniūnijos dalis į rytus nuo kelio A1 ir Vilkijos apylinkių seniūnijos dalis į vakarus nuo kelio Nr. 1907,

Kelmės rajono savivaldybė,

Kėdainių rajono savivaldybė,

Kupiškio rajono savivaldybė,

Lazdijų rajono savivaldybė,

Marijampolės savivaldybė: Degučių, Marijampolės, Mokolų, Liudvinavo ir Narto seniūnijos,

Mažeikių rajono savivaldybė,

Molėtų rajono savivaldybė,

Pagėgių savivaldybė,

Pakruojo rajono savivaldybė,

Panevėžio rajono savivaldybė,

Panevėžio miesto savivaldybė,

Pasvalio rajono savivaldybė,

Radviliškio rajono savivaldybė,

Rietavo savivaldybė,

Prienų rajono savivaldybė: Stakliškių ir Veiverių seniūnijos,

Plungės rajono savivaldybė: Babrungo, Alsėdžių, Žlibinų, Stalgėnų, Paukštakių, Platelių ir Žemaičių Kalvarijos seniūnijos,

Raseinių rajono savivaldybė,

Rokiškio rajono savivaldybė,

Skuodo rajono savivaldybės: Aleksandrijos, Barstyčių, Ylakių, Notėnų ir Šačių seniūnijos,

Šakių rajono savivaldybė,

Šalčininkų rajono savivaldybė,

Šiaulių miesto savivaldybė,

Šiaulių rajono savivaldybė,

Šilutės rajono savivaldybė,

Širvintų rajono savivaldybė,

Šilalės rajono savivaldybė,

Švenčionių rajono savivaldybė,

Tauragės rajono savivaldybė,

Telšių rajono savivaldybė,

Trakų rajono savivaldybė,

Ukmergės rajono savivaldybė,

Utenos rajono savivaldybė,

Varėnos rajono savivaldybė,

Vilniaus miesto savivaldybė,

Vilniaus rajono savivaldybė,

Vilkaviškio rajono savivaldybė: Bartninkų, Gražiškių, Keturvalakių, Kybartų, Klausučių, Pajevonio, Šeimenos, Vilkaviškio miesto, Virbalio, Vištyčio seniūnijos,

Visagino savivaldybė,

Zarasų rajono savivaldybė.

7.   Πολωνία

Οι ακόλουθες περιοχές της Πολωνίας:

w województwie warmińsko-mazurskim:

gminy Kalinowo, Prostki i gmina wiejska Ełk w powiecie ełckim,

gminy Elbląg, Gronowo Elbląskie, Milejewo, Młynary, Markusy, Rychliki i Tolkmicko w powiecie elbląskim,

powiat miejski Elbląg,

powiat gołdapski,

gmina Wieliczki w powiecie oleckim,

powiat piski,

gmina Górowo Iławeckie z miastem Górowo Iławeckie w powiecie bartoszyckim,

gminy Biskupiec, Gietrzwałd, Jonkowo, Purda, Stawiguda, Świątki, Olsztynek i miasto Olsztyn oraz część gminy Barczewo położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie olsztyńskim,

gmina Miłakowo, część gminy Małdyty położona na południowy – zachód od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od Olsztyna do Elbląga i część gminy Morąg położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od Olsztyna do Elbląga w powiecie ostródzkim,

część gminy Ryn położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową łączącą miejscowości Giżycko i Kętrzyn w powiecie giżyckim,

gminy Braniewo i miasto Braniewo, Frombork, Lelkowo, Pieniężno, Płoskinia oraz część gminy Wilczęta położona na pólnoc od linii wyznaczonej przez drogę nr 509 w powiecie braniewskim,

gmina Reszel, część gminy Kętrzyn położona na południe od linii kolejowej łączącej miejscowości Giżycko i Kętrzyn biegnącej do granicy miasta Kętrzyn, na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 591 biegnącą od miasta Kętrzyn do północnej granicy gminy oraz na zachód i na południe od zachodniej i południowej granicy miasta Kętrzyn, miasto Kętrzyn i część gminy Korsze położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę biegnącą od wschodniej granicy łączącą miejscowości Krelikiejmy i Sątoczno i na wschód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Sątoczno, Sajna Wielka biegnącą do skrzyżowania z drogą nr 590 w miejscowości Glitajny, a następnie na wschód od drogi nr 590 do skrzyżowania z drogą nr 592 i na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 592 biegnącą od zachodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 590 w powiecie kętrzyńskim,

gminy Lubomino i Orneta w powiecie lidzbarskim,

gmina Nidzica w powiecie nidzickim,

gminy Dźwierzuty, Jedwabno, Pasym, Szczytno i miasto Szczytno i Świętajno w powiecie szczycieńskim,

powiat mrągowski,

gmina Zalewo w powiecie iławskim,

w województwie podlaskim:

gminy Rudka, Brańsk z miastem Brańsk, i część gminy Boćki położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 19 w powiecie bielskim,

powiat grajewski,

powiat moniecki,

powiat sejneński,

gminy Łomża, Piątnica, Jedwabne, Przytuły i Wiznaw powiecie łomżyńskim,

powiat miejski Łomża,

gminy Dziadkowice, Grodzisk, Mielnik, Nurzec-Stacja i Siemiatycze z miastem Siemiatycze w powiecie siemiatyckim,

gminy Białowieża, Czyże, Narew, Narewka, Hajnówka z miastem Hajnówka i część gminy Dubicze Cerkiewne położona na północny wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 1654B w powiecie hajnowskim,

gminy Klukowo, Szepietowo, Kobylin-Borzymy, Nowe Piekuty i Sokoły w powiecie wysokomazowieckim,

powiat kolneński z miastem Kolno,

gminy Czarna Białostocka, Dobrzyniewo Duże, Gródek, Michałowo, Supraśl, Tykocin, Wasilków, Zabłudów, Zawady, Choroszcz i część gminy Poświętne położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 681 w powiecie białostockim,

powiat suwalski,

powiat miejski Suwałki,

powiat augustowski,

powiat sokólski,

powiat miejski Białystok,

w województwie mazowieckim:

powiat siedlecki,

powiat miejski Siedlce,

gminy Bielany, Ceranów, Kosów Lacki, Repki i gmina wiejska Sokołów Podlaski w powiecie sokołowskim,

powiat węgrowski,

powiat łosicki,

gminy Grudusk, Opinogóra Górna, Gołymin-Ośrodek i część gminy Glinojeck położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 7 w powiecie ciechanowskim,

powiat sochaczewski,

powiat zwoleński,

gminy Garbatka – Letnisko, Gniewoszów i Sieciechów w powiecie kozienickim,

powiat lipski,

gminy Gózd, Jastrzębia, Jedlnia Letnisko, Pionki z miastem Pionki, Skaryszew, Jedlińsk, Przytyk, Zakrzew, część gminy Wolanów położona na północ od drogi nr 12 i część gminy Iłża położona na wschód od linii wyznaczonej przez droge nr 9 w powiecie radomskim,

gminy Bodzanów, Bulkowo, Staroźreby, Słubice, Wyszogród i Mała Wieś w powiecie płockim,

powiat nowodworski,

powiat płoński,

gminy Pokrzywnica, Świercze i część gminy Winnica położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Bielany, Winnica i Pokrzywnica w powiecie pułtuskim,

powiat wołomiński,

część gminy Somianka położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 62 w powiecie wyszkowskim,

gminy Borowie, Garwolin z miastem Garwolin, Górzno, Miastków Kościelny, Parysów, Pilawa, Trojanów, Żelechów, część gminy Wilga położona na północ od linii wyznaczonej przez rzekę Wilga biegnącą od wschodniej granicy gminy do ujścia do rzeki Wisły w powiecie garwolińskim,

gmina Boguty – Pianki w powiecie ostrowskim,

gminy Stupsk, Wiśniewo i część gminy Strzegowo położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 7 w powiecie mławskim,

powiat otwocki,

powiat warszawski zachodni,

powiat legionowski,

powiat piaseczyński,

powiat pruszkowski,

powiat grójecki,

powiat grodziski,

powiat żyrardowski,

gminy Białobrzegi, Promna, Radzanów, Stara Błotnica, Wyśmierzyce w powiecie białobrzeskim,

powiat przysuski,

powiat miejski Warszawa,

w województwie lubelskim:

powiat bialski,

powiat miejski Biała Podlaska,

gminy Aleksandrów, Biłgoraj z miastem Biłgoraj, Biszcza, Józefów, Księżpol, Łukowa, Obsza, Potok Górny i Tarnogród, część gminy Frampol położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 74, część gminy Goraj położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 835, część gminy Tereszpol położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 858, część gminy Turobin położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 835 w powiecie biłgorajskim,

powiat janowski,

powiat puławski,

powiat rycki,

gminy Krzywda, Stoczek Łukowski z miastem Stoczek Łukowski, Wola Mysłowska, Trzebieszów, Stanin, gmina wiejska Łuków i miasto Łuków w powiecie łukowskim,

gminy Bychawa, Jabłonna, Krzczonów, Garbów Strzyżewice, Wysokie, Bełżyce, Borzechów, Niedrzwica Duża, Konopnica, Wojciechów i Zakrzew w powiecie lubelskim,

gminy Rybczewice i Piaski w powiecie świdnickim,

gmina Fajsławice, część gminy Żółkiewka położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 842 i część gminy Łopiennik Górny położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 17 w powiecie krasnostawskim,

powiat hrubieszowski,

gminy Krynice, Rachanie, Tarnawatka, Łaszczów, Telatyn, Tyszowce i Ulhówek w powiecie tomaszowskim,

gminy Białopole, Chełm, Dorohusk, Dubienka, Kamień, Leśniowice, Ruda – Huta, Sawin, Wojsławice, Żmudź w powiecie chełmskim,

powiat miejski Chełm,

gmina Adamów, Miączyn, Sitno, Komarów-Osada, Krasnobród, Łabunie, Zamość, Grabowiec, część gminy Zwierzyniec położona na południowy-wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 858 i część gminy Skierbieszów położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 843 w powiecie zamojskim,

powiat miejski Zamość,

powiat kraśnicki,

powiat opolski,

gminy Dębowa Kłoda, Jabłoń, Podedwórze, Sosnowica w powiecie parczewskim,

gminy Hanna, Stary Brus, Wola Uhruska, Wyryki, gmina wiejska Włodawa oraz część gminy Hańsk położona na wschód od linii wyznaczonej od drogi nr 819 w powiecie włodawskim,

gmina Kąkolewnica, Komarówka Podlaska i Ulan Majorat w powiecie radzyńskim,

w województwie podkarpackim:

powiat stalowowolski,

gminy Horyniec-Zdrój, Cieszanów, Oleszyce, Stary Dzików i Lubaczów z miastem Lubaczów w powiecie lubaczowskim,

gminy Adamówka i Sieniawa w powiecie przeworskim,

część gminy Wiązownica położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 867 w powiecie jarosławskim,

gmina Kamień, część gminy Sokołów Małopolski położona na północ od linii wyznaczonej przez droge nr 875 w powiecie rzeszowskim,

gminy Cmolas i Majdan Królewski w powiecie kolbuszowskim,

powiat leżajski,

powiat niżański,

powiat tarnobrzeski,

w województwie pomorskim:

gminy Dzierzgoń i Stary Dzierzgoń w powiecie sztumskim,

gmina Stare Pole w powiecie malborskim,

część gminy Nowy Dwór Gdański położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 55 biegnącą od południowej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 7, następnie przez drogę nr 7 i S7 oraz przez drogę nr 502 biegnącą od skrzyżowania z drogą nr S7 do północnej granicy gminy w powiecie nowodworskim,

w województwie świętokrzyskim:

gmina Tarłów i część gminy Ożarów polożona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 74 w powiecie opatowskim,

w województwie lubuskim:

powiat wschowski,

gminy Bobrowice, Bytnica, Dąbie i Krosno Odrzańskie w powiecie krośnieńskim,

gminy Bytom Odrzański, Kolsko, Nowe Miasteczko, Siedlisko oraz część gminy Kożuchów położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 283 biegnącą od wschodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 290 i na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 290 biegnącej od miasta Mirocin Dolny do zachodniej granicy gminy w powieie nowosolskim,

gminy Babimost, Czerwieńsk, Kargowa, Nowogród Bobrzański, Sulechów, Świdnica, Trzebiechów oraz część gminy Bojadła położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 278 biegnącą od wschodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 282 i na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 282 biegnącej od miasta Bojadła do zachodniej granicy gminy w powiecie zielonogórskim,

powiat żarski ,

powiat żagański ,

gmina Skąpe, część gminy Zbąszynek położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową, część gminy Szczaniec położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową, część gminy Świebodzin położona na południe od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie świebodzińskim,

w województwie dolnośląskim:

powiat głogowski,

gmina Gaworzyce i Grębocice w powiecie polkowickim,

w województwie wielkopolskim:

powiat wolsztyński,

gminy Rakoniewice i Wielichowo w powiecie grodziskim,

gmina Wijewo w powiecie leszczyńskim,

w województwie łódzkim:

gminy Drzewica, Opoczno i Poświętne w powiecie opoczyńskim,

gmina Sadkowice w powiecie rawskim.

8.   Σλοβακία

Οι ακόλουθες περιοχές της Σλοβακίας:

στην περιφέρεια Košice – okolie, ολόκληρες οι κοινότητες Belza, Bidovce, Blažice, Bohdanovce, Byster, Čaňa, Ďurďošík, Ďurkov, Geča, Gyňov, Haniska, Kalša, Kechnec, Kokšov- Bakša, Košická Polianka, Košický Klečenov, Milhosť, Nižná Hutka, Nižná Mysľa, Nižný Čaj, Nižný Olčvár, Nový Salaš, Olšovany, Rákoš, Ruskov, Seňa, Skároš, Sokoľany, Slančík, Slanec, Slanská Huta, Slanské Nové Mesto, Svinica, Trstené pri Hornáde, Valaliky, Vyšná Hutka, Vyšná Myšľa, Vyšný Čaj, Vyšný Olčvár, Zdoba και Ždaňa,

ολόκληρη η περιφέρεια Trebišov,

στην περιφέρεια Michalovce, ολόκληρες οι κοινότητες της περιφέρειας που δεν περιλαμβάνονται ήδη στο μέρος I.

9.   Ρουμανία

Οι ακόλουθες περιοχές της Ρουμανίας:

Judeţul Bistrița-Năsăud,

Județul Suceava.

ΜΕΡΟΣ III

1.   Βουλγαρία

Οι ακόλουθες περιοχές της Βουλγαρίας:

ολόκληρη η περιφέρεια Blagoevgrad,

ολόκληρη η περιφέρεια Dobrich,

ολόκληρη η περιφέρεια Gabrovo,

ολόκληρη η περιφέρεια Kardzhali,

ολόκληρη η περιφέρεια Lovech,

ολόκληρη η περιφέρεια Montana,

ολόκληρη η περιφέρεια Pleven,

ολόκληρη η περιφέρεια Razgrad,

ολόκληρη η περιφέρεια Ruse,

ολόκληρη η περιφέρεια Shumen,

ολόκληρη η περιφέρεια Silistra,

ολόκληρη η περιφέρεια Sliven,

ολόκληρη η περιφέρεια της πόλης της Sofia,

ολόκληρη η περιφέρεια της επαρχίας της Sofia,

ολόκληρη η περιφέρεια Targovishte,

ολόκληρη η περιφέρεια Vidin,

ολόκληρη η περιφέρεια Varna.

ολόκληρη η περιφέρεια Veliko Tarnovo,

ολόκληρη η περιφέρεια Vratza,

στην περιφέρεια Burgas:

ολόκληρη η κοινότητα Burgas,

ολόκληρη η κοινότητα Kameno,

ολόκληρη η κοινότητα Malko Tarnovo,

ολόκληρη η κοινότητα Primorsko,

ολόκληρη η κοινότητα Sozopol,

ολόκληρη η κοινότητα Sredets,

ολόκληρη η κοινότητα Tsarevo,

ολόκληρη η κοινότητα Sungurlare,

ολόκληρη η κοινότητα Ruen,

ολόκληρη η κοινότητα Aytos.

2.   Λιθουανία

Οι ακόλουθες περιοχές της Λιθουανίας:

Alytaus rajono savivaldybė: Simno, Krokialaukio ir Miroslavo seniūnijos,

Birštono savivaldybė,

Kauno rajono savivaldybė: Akademijos, Alšėnų, Batniavos, Čekiškės, Ežerėlio, Kačerginės, Kulautuvos, Raudondvario, Ringaudų ir Zapyškio seniūnijos, Babtų seniūnijos dalis į vakarus nuo kelio A1, Užliedžių seniūnijos dalis į vakarus nuo kelio A1 ir Vilkijos apylinkių seniūnijos dalis į rytus nuo kelio Nr. 1907,

Kazlų Rudos savivaldybė,

Marijampolės savivaldybė: Gudelių, Igliaukos, Sasnavos ir Šunskų seniūnijos,

Prienų rajono savivaldybė: Ašmintos, Balbieriškio, Išlaužo, Jiezno, Naujosios Ūtos, Pakuonio, Prienų ir Šilavotos seniūnijos,

Vilkaviškio rajono savivaldybės: Gižų ir Pilviškių seniūnijos.

3.   Πολωνία

Οι ακόλουθες περιοχές της Πολωνίας:

w województwie warmińsko-mazurskim:

gminy Bisztynek, Sępopol i Bartoszyce z miastem Bartoszyce w powiecie bartoszyckim,

gminy Kiwity i Lidzbark Warmiński z miastem Lidzbark Warmiński w powiecie lidzbarskim,

gminy Srokowo, Barciany, część gminy Kętrzyn położona na północ od linii kolejowej łączącej miejscowości Giżycko i Kętrzyn biegnącej do granicy miasta Kętrzyn oraz na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 591 biegnącą od miasta Kętrzyn do północnej granicy gminy i część gminy Korsze położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę biegnącą od wschodniej granicy łączącą miejscowości Krelikiejmy i Sątoczno i na zachód od linii wyznaczonej przez drogę łączącą miejscowości Sątoczno, Sajna Wielka biegnącą do skrzyżowania z drogą nr 590 w miejscowości Glitajny, a następnie na zachód od drogi nr 590 do skrzyżowania z drogą nr 592 i na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 592 biegnącą od zachodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 590 w powiecie kętrzyńskim,

gmina Stare Juchy w powiecie ełckim,

część gminy Wilczęta położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 509 w powiecie braniewskim,

część gminy Morąg położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od Olsztyna do Elbląga, część gminy Małdyty położona na północny – wschód od linii wyznaczonej przez linię kolejową biegnącą od Olsztyna do Elbląga w powiecie ostródzkim,

gminy Godkowo i Pasłęk w powiecie elbląskim,

gminy Kowale Oleckie, Olecko i Świętajno w powiecie oleckim,

powiat węgorzewski,

gminy Kruklanki, Wydminy, Miłki, Giżycko z miastem Giżycko i część gminy Ryn położona na północ od linii kolejowej łączącej miejscowości Giżycko i Kętrzyn w powiecie giżyckim,

gminy Jeziorany, Kolno, Dywity, Dobre Miasto i część gminy Barczewo położona na północ od linii wyznaczonej przez linię kolejową w powiecie olsztyńskim,

w województwie podlaskim:

gminy Orla, Wyszki, Bielsk Podlaski z miastem Bielsk Podlaski i część gminy Boćki położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 19 w powiecie bielskim,

gminy Łapy, Juchnowiec Kościelny, Suraż, Turośń Kościelna, część gminy Poświętne położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 681 w powiecie białostockim,

gminy Kleszczele, Czeremcha i część gminy Dubicze Cerkiewne położona na południowy zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 1654B w powiecie hajnowskim,

gminy Perlejewo, Drohiczyn i Milejczyce w powiecie siemiatyckim,

gmina Ciechanowiec w powiecie wysokomazowieckim,

w województwie mazowieckim:

gminy Łaskarzew z miastem Łaskarzew, Maciejowice, Sobolew i część gminy Wilga położona na południe od linii wyznaczonej przez rzekę Wilga biegnącą od wschodniej granicy gminy do ujścia dorzeki Wisły w powiecie garwolińskim,

powiat miński,

gminy Jabłonna Lacka, Sabnie i Sterdyń w powiecie sokołowskim,

gminy Ojrzeń, Sońsk, Regimin, Ciechanów z miastem Ciechanów i część gminy Glinojeck położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 7 w powiecie ciechanowskim,

część gminy Strzegowo położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 7 w powiecie mławskim,

gmina Nur w powiecie ostrowskim,

gminy Grabów nad Pilicą, Magnuszew, Głowaczów, Kozienice w powiecie kozienickim,

gmina Stromiec w powiecie białobrzeskim,

w województwie lubelskim:

gminy Bełżec, Jarczów, Lubycza Królewska, Susiec, Tomaszów Lubelski i miasto Tomaszów Lubelski w powiecie tomaszowskim,

gminy Wierzbica, Rejowiec, Rejowiec Fabryczny z miastem Rejowiec Fabryczny, Siedliszcze w powiecie chełmskim,

gminy Izbica, Gorzków, Rudnik, Kraśniczyn, Krasnystaw z miastem Krasnystaw, Siennica Różana i część gminy Łopiennik Górny położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 17, część gminy Żółkiewka położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 842 w powiecie krasnostawskim,

gmina Stary Zamość, Radecznica, Szczebrzeszyn, Sułów, Nielisz, część gminy Skierbieszów położona na zachód od linii wyznaczonej przez drogę nr 843, część gminy Zwierzyniec położona na północny-zachód od linii wyznaczonej przez droge nr 858 powiecie zamojskim,

część gminy Frampol położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 74, część gminy Goraj położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 835, część gminy Tereszpol położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 858, część gminy Turobin położona na wschód od linii wyznaczonej przez drogę nr 835 w powiecie biłgorajskim,

gmina Urszulin i część gminy Hańsk położona na zachód od linii wyznaczonej przez droge nr 819 w powiecie włodawskim,

powiat łęczyński,

gmina Trawniki w powiecie świdnickim,

gminy Adamów, Serokomla, Wojcieszków w powiecie łukowskim,

gminy Milanów, Parczew, Siemień w powiecie parczewskim,

gminy Borki, Czemierniki, Radzyń Podlaski z miastem Radzyń Podlaski, Wohyń w powiecie radzyńskim,

powiat lubartowski,

gminy Głusk, Jastków, Niemce i Wólka w powiecie lubelskim,

gminy Mełgiew i miasto Świdnik w powiecie świdnickim,

powiat miejski Lublin,

w województwie podkarpackim:

gmina Narol w powiecie lubaczowskim,

w województwie lubuskim:

gminy Nowa Sól i miasto Nowa Sól, Otyń oraz część gminy Kożuchów położona na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 283 biegnącą od wschodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 290 i na północ od linii wyznaczonej przez drogę nr 290 biegnącej od miasta Mirocin Dolny do zachodniej granicy gminy w powiecie nowosolskim,

gminy Zabór oraz część gminy Bojadła położona na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 278 biegnącą od wschodniej granicy gminy do skrzyżowania z drogą nr 282 i na południe od linii wyznaczonej przez drogę nr 282 biegnącej od miasta Bojadła do zachodniej granicy gminy w powiecie zielonogórskim,

powiat miejski Zielona Góra.

4.   Ρουμανία

Οι ακόλουθες περιοχές της Ρουμανίας:

Zona orașului București,

Județul Constanța,

Județul Satu Mare,

Județul Tulcea,

Județul Bacău,

Județul Bihor,

Județul Brăila,

Județul Buzău,

Județul Călărași,

Județul Dâmbovița,

Județul Galați,

Județul Giurgiu,

Județul Ialomița,

Județul Ilfov,

Județul Prahova,

Județul Sălaj,

Județul Vaslui,

Județul Vrancea,

Județul Teleorman,

Judeţul Mehedinţi,

Județul Gorj,

Județul Argeș,

Judeţul Olt,

Judeţul Dolj,

Județul Arad,

Județul Timiș,

Județul Covasna,

Județul Brașov,

Județul Botoșani,

Județul Vâlcea,

Județul Iași,

Județul Hunedoara,

Județul Alba,

Județul Sibiu,

Județul Caraș-Severin,

Județul Neamț,

Județul Harghita,

Județul Mureș,

Județul Cluj,

Judeţului Maramureş.

ΜΕΡΟΣ IV

Ιταλία

Οι ακόλουθες περιοχές της Ιταλίας:

tutto il territorio della Sardegna.

».

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

27.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/46


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

της 26ης Μαρτίου 2020

σχετικά με τους εσωτερικούς κανόνες που αφορούν περιορισμούς ορισμένων δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της λειτουργίας του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 25,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2), και ιδίως το άρθρο 153,

Έχοντας υπόψη τον εσωτερικό κανονισμό του Διοικητικού Συμβουλίου του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 9,

Έχοντας υπόψη τη διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων στις 18 Δεκεμβρίου 2019,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το Γραφείο») ασκεί τις δραστηριότητές του σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, οι περιορισμοί της εφαρμογής των άρθρων 14 έως 22, 35 και 36, καθώς και του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, εφόσον οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 22, θα πρέπει να βασίζονται σε εσωτερικούς κανόνες που θα θεσπιστούν από το Γραφείο, εφόσον δεν βασίζονται σε νομικές πράξεις που εκδίδονται βάσει των Συνθηκών.

(3)

Οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων σχετικά με την εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας ενός περιορισμού, δεν εφαρμόζονται όταν μια νομική πράξη που έχει εκδοθεί βάσει των Συνθηκών προβλέπει περιορισμό των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

(4)

Το Γραφείο, κατά την άσκηση των καθηκόντων του όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, θα πρέπει να εξετάζει εάν εφαρμόζονται τυχόν εξαιρέσεις που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(5)

Στο πλαίσιο της διοικητικής λειτουργίας του, το Γραφείο ενδέχεται να υποχρεωθεί να περιορίσει τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

(6)

Το Γραφείο, εκπροσωπούμενο από τον εκτελεστικό διευθυντή του, ενεργεί ως υπεύθυνος επεξεργασίας ανεξάρτητα από τις περαιτέρω εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται στον ρόλο του ελεγκτή στο πλαίσιο του Γραφείου, αναλαμβάνοντας τις επιχειρησιακές ευθύνες για συγκεκριμένες πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(7)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα φυλάσσονται με ασφάλεια σε ηλεκτρονικό περιβάλλον ή σε έντυπη μορφή ώστε να αποτρέπεται η παράνομη πρόσβαση σε αυτά ή η διαβίβασή τους σε πρόσωπα που δεν απαιτείται να τα γνωρίζουν. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία διατηρούνται όπως ορίζεται στις ανακοινώσεις προστασίας προσωπικών δεδομένων, στις δηλώσεις εχεμύθειας ή στα αρχεία του Γραφείου.

(8)

Οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις επεξεργασίας που διεξάγονται από το Γραφείο στο πλαίσιο διοικητικών ερευνών, πειθαρχικών διαδικασιών, διαδικασιών καταγγελίας δυσλειτουργιών, (επίσημων και ανεπίσημων) διαδικασιών για υποθέσεις παρενόχλησης, επεξεργασίας καταγγελιών και ιατρικών δεδομένων, διεξαγωγής εσωτερικών ελέγχων, ερευνών που διεξάγονται από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 και εσωτερικών ερευνών για την ασφάλεια της τεχνολογίας των πληροφοριών (ΤΠ) που διεκπεραιώνονται εσωτερικά ή με τη συμμετοχή τρίτων (π.χ. CERT-EE).

(9)

Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζονται οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες, το Γραφείο πρέπει να αιτιολογεί γιατί οι περιορισμοί είναι απολύτως αναγκαίοι και αναλογικοί σε μια δημοκρατική κοινωνία και να τηρεί την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(10)

Στο πλαίσιο αυτό, το Γραφείο είναι υποχρεωμένο να σέβεται, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων κατά τις προαναφερθείσες διαδικασίες, ιδίως εκείνα που αφορούν το δικαίωμα πληροφόρησης, πρόσβασης και διόρθωσης, το δικαίωμα διαγραφής, τον περιορισμό της επεξεργασίας, το δικαίωμα κοινοποίησης μιας παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα υποκείμενα των δεδομένων ή τήρησης του απορρήτου των επικοινωνιών όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

(11)

Το Γραφείο θα πρέπει να παρακολουθεί περιοδικά την τήρηση των όρων που δικαιολογούν τον περιορισμό και να αίρει τον περιορισμό όταν αυτοί δεν ισχύουν πλέον.

(12)

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ενημερώνει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για κάθε περιορισμό που εφαρμόζεται στα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ο περιορισμός αίρεται ή όταν ο περιορισμός αναθεωρείται.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση θεσπίζει κανόνες σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους το Γραφείο, στο πλαίσιο των πράξεων επεξεργασίας του που ορίζονται στην παράγραφο 2, μπορεί να περιορίζει την εφαρμογή των δικαιωμάτων που θεσπίζονται στα άρθρα 4, 14 έως 21, 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, σύμφωνα με το άρθρο 25.

2.   Στο πλαίσιο της διοικητικής λειτουργίας του Γραφείου, η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το Γραφείο για τους εξής σκοπούς: διεξαγωγή διοικητικών ερευνών, πειθαρχικών διαδικασιών, διαδικασιών καταγγελίας δυσλειτουργιών, (επίσημων και ανεπίσημων), διαδικασιών για υποθέσεις παρενόχλησης, επεξεργασίας καταγγελιών, επεξεργασίας ιατρικών δεδομένων και/ή αρχείων, διεξαγωγής εσωτερικών ελέγχων, ερευνών που διεξάγονται από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 και εσωτερικών ερευνών για την ασφάλεια της τεχνολογίας των πληροφοριών (ΤΠ) που διεκπεραιώνονται εσωτερικά ή με τη συμμετοχή τρίτων (π.χ. CERT-EE).

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που έχουν ξεκινήσει και πραγματοποιούνται από το Γραφείο και πριν από την έναρξη των διαδικασιών που αναφέρονται ανωτέρω, κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών και κατά την παρακολούθηση της συνέχειας των αποτελεσμάτων αυτών των διαδικασιών. Εφαρμόζεται επίσης στη βοήθεια και τη συνεργασία που παρέχει το Γραφείο, εκτός των δικών της διοικητικών διαδικασιών, στην OLAF, στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και/ή σε άλλες αρμόδιες αρχές.

3.   Οι σχετικές κατηγορίες δεδομένων περιλαμβάνουν τα τεκμηριωμένα δεδομένα («αντικειμενικά» δεδομένα όπως στοιχεία ταυτότητας, στοιχεία επικοινωνίας, επαγγελματικά στοιχεία, διοικητικά στοιχεία, δεδομένα που λαμβάνονται από συγκεκριμένες πηγές, ηλεκτρονικές επικοινωνίες και δεδομένα κίνησης) ή/και μη τεκμηριωμένα δεδομένα («υποκειμενικά» δεδομένα σχετικά με την υπόθεση, όπως σκεπτικό, δεδομένα συμπεριφοράς, εκτιμήσεις, στοιχεία απόδοσης και συμπεριφοράς και δεδομένα που σχετίζονται ή υποβάλλονται σε σχέση με το αντικείμενο της διαδικασίας ή δραστηριότητας).

4.   Το Γραφείο, κατά την άσκηση των καθηκόντων του όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, εξετάζει εάν εφαρμόζονται τυχόν εξαιρέσεις που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

5.   Με την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, οι περιορισμοί μπορεί να ισχύουν για τα ακόλουθα δικαιώματα: παροχή πληροφοριών σε υποκείμενα των δεδομένων, δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής, περιορισμού επεξεργασίας, γνωστοποίησης παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα υποκείμενα των δεδομένων ή απορρήτου ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

Άρθρο 2

Ορισμός του υπευθύνου επεξεργασίας και εγγυήσεις

1.   Το Γραφείο θεσπίζει τις ακόλουθες εγγυήσεις για την πρόληψη της κατάχρησης ή της παράνομης πρόσβασης ή μεταφοράς:

α)

Τα έγγραφα σε έντυπη μορφή φυλάσσονται σε ασφαλισμένα ερμάρια και μόνο εξουσιοδοτημένο προσωπικό έχει πρόσβαση σε αυτά·

β)

Όλα τα ηλεκτρονικά δεδομένα αποθηκεύονται σε ασφαλή εφαρμογή ΤΠ σύμφωνα με τα πρότυπα ασφαλείας του Γραφείου, καθώς και σε συγκεκριμένους ηλεκτρονικούς φακέλους οι οποίοι είναι προσβάσιμοι μόνο σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό. Τα κατάλληλα επίπεδα πρόσβασης παρέχονται μεμονωμένα·

γ)

τα συστήματα ΤΠ και οι βάσεις δεδομένων τους πρέπει να διαθέτουν μηχανισμούς για την επαλήθευση της ταυτότητας του χρήστη σε ένα ενιαίο σύστημα σύνδεσης και να συνδέονται αυτόματα με το αναγνωριστικό και τον κωδικό πρόσβασης του χρήστη. Οι λογαριασμοί τελικού χρήστη πρέπει να είναι μοναδικοί, προσωπικοί και μη μεταβιβάσιμοι, ενώ ο διαμοιρασμός λογαριασμών χρηστών απαγορεύεται αυστηρά. Τα ηλεκτρονικά αρχεία φυλάσσονται με ασφάλεια για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και του απορρήτου των δεδομένων που περιέχονται σε αυτά·

δ)

Όλα τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας.

2.   Υπεύθυνος επεξεργασίας για τις πράξεις επεξεργασίας είναι το Γραφείο, εκπροσωπούμενο από τον εκτελεστικό διευθυντή του, ο οποίος μπορεί να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας. Τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται σχετικά με τον υπεύθυνο επεξεργασίας μέσω ανακοινώσεων για την προστασία των δεδομένων ή αρχείων που δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο και/ή στο εσωτερικό δίκτυο του Γραφείου.

3.   Η περίοδος διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 δεν υπερβαίνει τη διάρκεια που καθορίζεται στις ανακοινώσεις προστασίας δεδομένων, στις δηλώσεις εχεμύθειας ή στα αρχεία που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1. Μετά το πέρας της περιόδου διατήρησης, οι συναφείς με την εκάστοτε υπόθεση πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διαγράφονται, ανωνυμοποιούνται ή διαβιβάζονται στα ιστορικά αρχεία.

4.   Στις περιπτώσεις που το Γραφείο προτίθεται να εφαρμόσει έναν περιορισμό, σταθμίζεται ο κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, ιδίως ο κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων υποκειμένων δεδομένων και ο κίνδυνος παρεμπόδισης του σκοπού της πράξης επεξεργασίας. Οι κίνδυνοι για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων αφορούν κατά κύριο λόγο, αλλά δεν περιορίζονται σε αυτούς, τους κινδύνους φήμης και τους κινδύνους για το δικαίωμα υπεράσπισης και το δικαίωμα ακρόασης.

Άρθρο 3

Περιορισμοί

1.   Το Γραφείο δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο και/ή στο εσωτερικό δίκτυό του ανακοινώσεις προστασίας δεδομένων, δηλώσεις εχεμύθειας και/ή αρχεία κατά την έννοια του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, ενημερώνοντας όλα τα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με τις δραστηριότητές του που αφορούν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους και τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας δεδομένης διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με ενδεχόμενο περιορισμό αυτών των δικαιωμάτων. Οι πληροφορίες καλύπτουν τα δικαιώματα που ενδέχεται να περιοριστούν, τους λόγους, καθώς και την πιθανή διάρκεια του περιορισμού.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, κατά περίπτωση, το Γραφείο εξασφαλίζει ότι τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται ατομικά σε κατάλληλη μορφή. Το Γραφείο μπορεί επίσης να τα ενημερώνει ατομικά για τα δικαιώματά τους σχετικά με τους υφιστάμενους ή μελλοντικούς περιορισμούς.

3.   Κάθε περιορισμός που τίθεται από το Γραφείο εφαρμόζεται μόνο για τη διασφάλιση των σκοπών που απαριθμούνται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725:

α)

της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας ή της άμυνας των κρατών μελών,

β)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψης αυτών,

γ)

άλλων σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως των στόχων της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της Ένωσης ή σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης,

δ)

της εσωτερικής ασφάλειας των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών τους,

ε)

της προστασίας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών,

στ)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης παραβάσεων δεοντολογίας σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα,

ζ)

της παρακολούθησης, της επιθεώρησης ή της κανονιστικής λειτουργίας που συνδέεται, έστω περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία α) έως γ),

η)

της προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων,

θ)

της εκτέλεσης αστικών αξιώσεων.

4.   Ειδικότερα, όταν το Γραφείο επιβάλλει περιορισμούς στο πλαίσιο:

α)

διοικητικών ερευνών και πειθαρχικών διαδικασιών, οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ε), ζ), η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

β)

διαδικασιών καταγγελίας δυσλειτουργιών, οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

γ)

(επίσημων και ανεπίσημων) διαδικασιών για υποθέσεις παρενόχλησης, οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

δ)

επεξεργασίας καταγγελιών, οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ε), ζ), η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

ε)

επεξεργασίας ιατρικών δεδομένων, οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

στ)

εσωτερικών ελέγχων, οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ζ), η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

ζ)

ερευνών που διεξάγονται από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ζ), η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

η)

εσωτερικών ερευνών ασφαλείας (ΤΠ) που διεκπεραιώνονται εσωτερικά ή με εξωτερική συμμετοχή (π.χ. CERT-EE), οι περιορισμοί μπορούν να βασίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ), ζ), η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

5.   Οποιοσδήποτε περιορισμός οφείλει να είναι αναγκαίος και αναλογικός, να λαμβάνει ιδίως υπόψη τους κινδύνους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και να τηρεί την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Αν κριθεί απαραίτητη η εφαρμογή περιορισμού, διενεργείται δοκιμή αναλογικότητας με βάση τους ισχύοντες κανόνες. Πρέπει να τεκμηριώνεται μέσω ενός εσωτερικού εγγράφου αξιολόγησης για λόγους λογοδοσίας κατά περίπτωση. Η δοκιμή διενεργείται επίσης στο πλαίσιο της επανεξέτασης της εφαρμογής ενός περιορισμού.

Οι περιορισμοί αίρονται αμέσως μόλις οι περιστάσεις που τους αιτιολογούν δεν ισχύον πλέον. Ειδικότερα, όταν κρίνεται ότι η άσκηση του περιορισμένου δικαιώματος δεν θα στερεί πλέον από τον περιορισμό που επιβάλλεται την ισχύ του, ούτε θα θίγει τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων υποκειμένων δεδομένων.

6.   Επιπλέον, μπορεί να ζητηθεί από το Γραφείο να ανταλλάσσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων των δεδομένων με τις υπηρεσίες της Επιτροπής ή άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή άλλες αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών, μεταξύ άλλων:

α)

όταν οι υπηρεσίες της Επιτροπής ή άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της ΕΕ περιορίζουν τις υποχρεώσεις τους και την άσκηση των δικαιωμάτων των εν λόγω υποκειμένων των δεδομένων βάσει άλλων πράξεων οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 ή σύμφωνα με το κεφάλαιο IX του εν λόγω κανονισμού ή με τις ιδρυτικές πράξεις άλλων θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης·

β)

όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών περιορίζουν τις υποχρεώσεις τους και την άσκηση των δικαιωμάτων των εν λόγω υποκειμένων των δεδομένων βάσει των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), ή δυνάμει εθνικών μέτρων για τη μεταφορά των άρθρων 13 παράγραφος 3, 15 παράγραφος 3 ή 16 παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

Σε περίπτωση που η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έγινε από άλλη αρχή, το Γραφείο δεν εφαρμόζει κανέναν περιορισμό και οι πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διαγράφονται ή ανωνυμοποιούνται από το Γραφείο μετά τη διαβίβαση των ζητούμενων δεδομένων στην εν λόγω αρχή.

7.   Τα αρχεία σχετικά με τους περιορισμούς και, κατά περίπτωση, τα έγγραφα που περιέχουν τις υποκείμενες πραγματικές και νομικές πτυχές, τίθενται στη διάθεση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατόπιν αιτήματός του.

Άρθρο 4

Επανεξέταση από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων

1.   Το Γραφείο ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων του (ΥΠΔ), κάθε φορά που ο υπεύθυνος επεξεργασίας περιορίζει την εφαρμογή των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, αίρει τον περιορισμό ή αναθεωρεί την περίοδο του περιορισμού, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στον ΥΠΔ πρόσβαση στο αρχείο που περιέχει την αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του περιορισμού και τεκμηριώνει την ημερομηνία ενημέρωσης του ΥΠΔ στο αρχείο.

2.   Ο ΥΠΔ μπορεί να ζητήσει γραπτώς από τον υπεύθυνο επεξεργασίας να εξετάσει την εφαρμογή των περιορισμών. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει γραπτώς τον ΥΠΔ σχετικά με το αποτέλεσμα της αιτούμενης επανεξέτασης.

3.   Η συμμετοχή του ΥΠΔ στη διαδικασία που αφορά τους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων των ανταλλαγών πληροφοριών, τεκμηριώνεται δεόντως.

Άρθρο 5

Παροχή πληροφοριών σε υποκείμενο δεδομένων

1.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, η παροχή πληροφοριών μπορεί να περιορίζεται από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας, εφόσον είναι αναγκαίο και αναλογικό, στο πλαίσιο των πράξεων επεξεργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα, η παροχή πληροφοριών μπορεί να αναβάλλεται, να παραλείπεται ή να απορρίπτεται εάν δύναται να ακυρώσει το αποτέλεσμα της επεξεργασίας.

2.   Όταν το Γραφείο περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καταγράφει σε εσωτερικό έγγραφο αξιολόγησης τους λόγους του περιορισμού, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας του περιορισμού και της διάρκειάς του.

3.   Ο περιορισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξακολουθεί να εφαρμόζεται όσο εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που τον αιτιολογούν.

Όταν οι λόγοι του περιορισμού δεν εφαρμόζονται πλέον, το Γραφείο παρέχει πληροφορίες στο υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με τους κύριους λόγους στους οποίους βασίζεται ο περιορισμός. Παράλληλα, το Γραφείο ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τη δυνατότητά του να προβεί σε καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή να ασκήσει δικαστική προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Το Γραφείο επανεξετάζει την αίτηση περιορισμού τουλάχιστον μία φορά ετησίως και κατά την περάτωση της οικείας διαδικασίας. Στη συνέχεια, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρακολουθεί την ανάγκη διατήρησης οποιουδήποτε περιορισμού σε ετήσια βάση.

Άρθρο 6

Δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού ως προς την επεξεργασία από το υποκείμενο των δεδομένων

1.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, το δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού της επεξεργασίας μπορεί να περιορίζεται από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας, εφόσον είναι αναγκαίο και αναλογικό, στο πλαίσιο των πράξεων επεξεργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου 6 δεν εφαρμόζονται για το δικαίωμα πρόσβασης σε ιατρικά δεδομένα ή/και αρχεία, για τα οποία προβλέπονται ρητά ειδικοί κανόνες δυνάμει του άρθρου 7 κατωτέρω.

2.   Όταν τα υποκείμενα των δεδομένων αιτούνται πρόσβαση, διόρθωση, διαγραφή και περιορισμό της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων τους που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο μίας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων υποθέσεων ή σε συγκεκριμένη πράξη επεξεργασίας, το Γραφείο περιορίζεται κατά την αξιολόγηση του αιτήματος μόνο στα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Όταν το Γραφείο περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, το δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού της επεξεργασίας, λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

α)

ενημερώνει το εκάστοτε υποκείμενο των δεδομένων, στην απάντησή του στην αίτηση, σχετικά με τον εφαρμοζόμενο περιορισμό και τους κυριότερους λόγους αυτού και σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή άσκησης προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β)

τεκμηριώνει σε εσωτερικό έγγραφο αξιολόγησης τους λόγους του περιορισμού, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας του περιορισμού και της διάρκειάς του.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, η παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο α) μπορεί να αναβάλλεται, να παραλείπεται ή να απορρίπτεται εφόσον στερεί από τον περιορισμό την ισχύ του.

4.   Το Γραφείο επανεξετάζει την αίτηση περιορισμού των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων τουλάχιστον μία φορά ετησίως και κατά την περάτωση της οικείας διαδικασίας. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματος των υποκειμένων των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εξετάζει την ανάγκη διατήρησης του περιορισμού.

Άρθρο 7

Δικαίωμα πρόσβασης σε ιατρικά δεδομένα και/ή αρχεία

1.   Ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης των υποκειμένων των δεδομένων στα ιατρικά τους δεδομένα και/ή αρχεία απαιτεί ειδικές διατάξεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

2.   Με την επιφύλαξη των κατωτέρω παραγράφων του παρόντος άρθρου, το Γραφείο μπορεί να περιορίζει το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να έχουν απευθείας πρόσβαση σε ιατρικά προσωπικά δεδομένα και/ή αρχεία ψυχολογικής ή ψυχιατρικής φύσης, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία από το Γραφείο, εφόσον η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα ενδέχεται να θέτει σε κίνδυνο την υγεία του υποκειμένου των δεδομένων. Ο περιορισμός αυτός είναι ανάλογος προς ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Πρόσβαση στα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 παρέχεται σε ιατρό της επιλογής του υποκειμένου των δεδομένων.

4.   Στις περιπτώσεις αυτές, κατόπιν αιτήματος, επιστρέφεται στο υποκείμενο των δεδομένων από την ιατρική υπηρεσία το ποσοστό του κόστους της ιατρικής επίσκεψης στον ιατρό που έλαβε πρόσβαση στα ιατρικά δεδομένα και/ή αρχεία, το οποίο δεν έχει επιστραφεί από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης (ΚΣΥΑ). Η επιστροφή δεν υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του ανώτατου ορίου που ορίζεται στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την επιστροφή ιατρικών δαπανών (5) και του ποσού που επιστρέφεται στο υποκείμενο των δεδομένων από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες.

5.   Η εν λόγω επιστροφή από την ιατρική υπηρεσία υπόκειται στον όρο ότι δεν έχει ήδη χορηγηθεί πρόσβαση για τα ίδια δεδομένα και/ή αρχεία.

6.   Με την επιφύλαξη των κατωτέρω παραγράφων του παρόντος άρθρου, το Γραφείο δύναται να περιορίζει, κατά περίπτωση, το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά ιατρικά δεδομένα και/ή αρχεία τους που βρίσκονται στην κατοχή του, ιδίως όταν η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα μπορούσε να θίξει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του εν λόγω υποκειμένου των δεδομένων ή άλλων υποκειμένων των δεδομένων.

7.   Όταν τα υποκείμενα των δεδομένων αιτούνται πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα τους τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο μίας ή περισσότερων συγκεκριμένων υποθέσεων ή σε συγκεκριμένη πράξη επεξεργασίας, το Γραφείο περιορίζεται κατά την αξιολόγηση του αιτήματος μόνο στα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

8.   Όταν το Γραφείο περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά ιατρικά δεδομένα και/ή αρχεία τους, λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:

α)

ενημερώνει το εκάστοτε υποκείμενο των δεδομένων, στην απάντησή του στην αίτηση, σχετικά με τον εφαρμοζόμενο περιορισμό και τους κυριότερους λόγους αυτού και σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή άσκησης προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

β)

τεκμηριώνει σε εσωτερικό έγγραφο αξιολόγησης τους λόγους του περιορισμού, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας του περιορισμού και της διάρκειάς του, αναφέροντας ιδίως τον τρόπο με τον οποίο η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα έθιγε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλων υποκειμένων των δεδομένων.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, η παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο α) μπορεί να αναβάλλεται, να παραλείπεται ή να απορρίπτεται εφόσον στερεί από τον περιορισμό την ισχύ του.

9.   Οι περιορισμοί που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 6 εξακολουθούν να εφαρμόζονται όσο εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που τους αιτιολογούν. Όταν οι λόγοι του περιορισμού δεν εφαρμόζονται πλέον, κατόπιν αιτήματος των υποκειμένων των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εξετάζει την ανάγκη διατήρησης του περιορισμού.

Άρθρο 8

Ανακοίνωση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων και απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών

1.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, το δικαίωμα γνωστοποίησης παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να περιορίζεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, όπου είναι αναγκαίο και σκόπιμο στο πλαίσιο των πράξεων επεξεργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν περιορίζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών για υποθέσεις παρενόχλησης.

2.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, το δικαίωμα απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να περιορίζεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, όπου είναι αναγκαίο και σκόπιμο στο πλαίσιο των πράξεων επεξεργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της παρούσας απόφασης.

3.   Το άρθρο 5 παράγραφοι 2, 3 και 4 της παρούσας απόφασης εφαρμόζεται όταν το Γραφείο περιορίζει την ανακοίνωση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων ή το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αναφέρονται στα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

Άρθρο 9

Θέση σε ισχύ

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αλικάντε, 26 Μαρτίου 2020.

Για το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Jorma HANSKI

Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου


(1)  ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39.

(2)  ΕΕ L 154 της 16.6.2017, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(4)  Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(5)  Απόφαση της Επιτροπής C(2007) 3195, της 2ας Ιουλίου 2007, που ορίζει γενικές διατάξεις εφαρμογής σχετικά με την επιστροφή ιατρικών εξόδων.