ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
11 Δεκεμβρίου 2019


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και (ΕΕ) 2017/1129 όσον αφορά την προώθηση της χρήσης των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ ( 1 )

1

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/2116 της Επιτροπής της 28ης Νοεμβρίου 2019 για τον καθορισμό της σταθμισμένης μέσης τιμής των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/1979 ( 1 )

11

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2117 της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους

13

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/2118 της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/1693 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χαλύβδινων τροχών δρόμου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

115

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2019/2119 του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2019 για τη θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την τρίτη συνεδρίαση της διάσκεψης των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης της Μιναμάτα για τον υδράργυρο, όσον αφορά την έκδοση απόφασης για τον καθορισμό ανώτατων ορίων για τα απόβλητα υδραργύρου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της εν λόγω σύμβασης

117

 

*

Απόφαση (EE) 2019/2120 της Επιτροπής της 24ης Ιουνίου 2019 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33078 (2015/C) (πρώην 2015/NN) την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ της JCDecaux Belgium Publicité [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 4466]  ( 1 )

119

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1198 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2019, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές επιτραπέζιων σκευών από κεραμευτική ύλη καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2016/1036 ( EE L 189 της 15.7.2019 )

159

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

11.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2115 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2019

για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/65 /ΕΕ και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και (ΕΕ) 2017/1129 όσον αφορά την προώθηση της χρήσης των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η πρωτοβουλία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών στοχεύει στη μείωση της εξάρτησης από τον τραπεζικό δανεισμό, στη διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης μέσω της αγοράς για όλες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και στην προώθηση της έκδοσης ομολόγων και μετοχών από ΜΜΕ σε αγορές. Οι εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση και επιθυμούν να συγκεντρώσουν κεφάλαια σε τόπους διαπραγμάτευσης αντιμετωπίζουν υψηλό αρχικό και συνεχές κόστος για ανακοινώσεις και για τη συμμόρφωσή τους, που μπορεί να τις αποτρέψει από την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση στην Ένωση. Επιπλέον, οι μετοχές που εκδίδονται από ΜΜΕ σε τόπους διαπραγμάτευσης στην Ένωση τείνουν να δυσκολεύονται από τα χαμηλότερα επίπεδα ρευστότητας και την υψηλότερη μεταβλητότητα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος του κεφαλαίου και αυτή η πηγή χρηματοδότησης να καθίσταται υπερβολικά επαχθής. Είναι, επομένως, απαραίτητη μια οριζόντια ενωσιακή πολιτική για τις ΜΜΕ προς την κατεύθυνση αυτή. Η πολιτική αυτή πρέπει να μην εισάγει διακρίσεις, να είναι συνεκτική και αποτελεσματική και να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των διαφόρων ΜΜΕ.

(2)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) έχει δημιουργήσει ένα νέο είδος τόπων διαπραγμάτευσης, τις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, μια υποκατηγορία των πολυμερών μηχανισμών διαπραγμάτευσης («ΠΜΔ»), για να διευκολυνθεί η πρόσβαση των ΜΜΕ σε κεφάλαια και να τους δοθεί η δυνατότητα να αναπτυχθούν και για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη εξειδικευμένων αγορών με στόχο την κάλυψη των αναγκών των μικρομεσαίων εκδοτών οι οποίοι έχουν δυνατότητες ανάπτυξης. Η οδηγία 2014/65/ΕΕ προέβλεπε επίσης ότι «ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο μια μελλοντική ρύθμιση θα ενισχύσει και θα προωθήσει περαιτέρω τη χρήση αυτής της αγοράς ώστε να την καταστήσει ελκυστική για τους επενδυτές, θα μειώσει τον διοικητικό φόρτο και θα προσφέρει περαιτέρω κίνητρα για την πρόσβαση των ΜΜΕ σε αγορές κεφαλαίων μέσω αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ». Στη γνωμοδότησή της επί της πρότασης της Επιτροπής για τον παρόντα τροποποιητικό κανονισμό, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή επανέλαβε ότι το χαμηλό επίπεδο επικοινωνίας και η γραφειοκρατία αποτελούν σημαντικά εμπόδια και πρέπει να καταβληθούν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες για την εξάλειψή τους. Επιπλέον, ανέφερε ότι θα πρέπει να στοχεύουμε στη βάση της αλυσίδας, ήτοι στις ίδιες τις ΜΜΕ, με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, ενώσεων ΜΜΕ, κοινωνικών εταίρων και εμπορικών επιμελητηρίων.

(3)

Επισημάνθηκε, παρ’ όλα ταύτα, ότι οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ επωφελούνται από σχετικά λίγες ρυθμιστικές ελαφρύνσεις σε σχέση με τους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων προς διαπραγμάτευση σε άλλον ΠΜΔ ή σε ρυθμιζόμενες αγορές. Οι περισσότερες υποχρεώσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλους τους εκδότες, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους ή του τόπου όπου έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση τα χρηματοπιστωτικά τους μέσα. Η ελλιπής διαφοροποίηση ανάμεσα στους εκδότες των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ και τους εκδότες άλλων ΠΜΔ λειτουργεί ως αντικίνητρο στην επιδίωξη ΠΜΔ να καταχωριστούν ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, όπερ εξηγεί τον περιορισμένο αριθμό αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ μέχρι στιγμής. Ως εκ τούτου χρειάζονται πρόσθετες αναλογικές ελαφρύνσεις, προκειμένου να ενισχυθεί επαρκώς η χρήση των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ, η οποία και θα πρέπει να προωθείται ενεργώς. Πολλές ΜΜΕ δεν ξέρουν ότι οι αγορές αυτές αποτελούν μια νέα κατηγορία τόπου διαπραγμάτευσης.

(4)

Θα πρέπει να ενισχυθεί η ελκυστικότητα των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ, με την περαιτέρω μείωση του κόστους συμμόρφωσης και του διοικητικού φόρτου που αντιμετωπίζουν οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές. Για να διατηρηθούν τα πλέον υψηλά πρότυπα συμμόρφωσης στις ρυθμιζόμενες αγορές, τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να περιορίζονται σε εταιρείες εισηγμένες σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, ανεξαρτήτως του ότι δεν είναι όλες οι ΜΜΕ εισηγμένες σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ και ότι δεν είναι ΜΜΕ όλες οι εισηγμένες εταιρείες στις αγορές αυτές. Σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, έως το 50 % των εκδοτών χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ μπορούν να μην είναι ΜΜΕ για να διατηρηθεί η κερδοφορία του επιχειρηματικού μοντέλου των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ μέσω, μεταξύ άλλων, της ρευστότητας των κινητών αξιών εταιρειών που δεν είναι ΜΜΕ. Λόγω των κινδύνων που ενέχει η εφαρμογή διαφορετικών συνόλων κανόνων σε εκδότες εισηγμένους στην ίδια κατηγορία τόπων διαπραγμάτευσης, δηλαδή στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, τα μέτρα του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να περιορίζονται μόνο στους μικρομεσαίους εκδότες. Για λόγους συνέπειας για τους εκδότες και σαφήνειας για τους επενδυτές, η μείωση του κόστους συμμόρφωσης και του διοικητικού φόρτου θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους τους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, ανεξαρτήτως της χρηματιστηριακής τους αξίας.

(5)

Η επιτυχία μιας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ δεν θα πρέπει να υπολογίζεται απλώς με βάση τον αριθμό των εισηγμένων εταιρειών, αλλά με βάση τον ρυθμό ανάπτυξης των εταιρειών. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις ΜΜΕ –που είναι οι τελικοί δικαιούχοι του παρόντος κανονισμού– και στις ανάγκες τους. Ο περιορισμός της γραφειοκρατίας είναι βασικός αλλά χρειάζονται και άλλα μέτρα. Πρέπει να βελτιωθούν οι πληροφορίες που είναι απευθείας διαθέσιμες στις ΜΜΕ όσον αφορά τις δυνατότητες χρηματοδότησής τους, για να τονωθεί η ανάπτυξή τους. Η ρυθμιστική απλούστευση θα αποβεί προς όφελος των μικρότερων εταιρειών που έχουν δυνατότητες ανάπτυξης.

(6)

Σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, παράνομη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών συντρέχει όταν ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακές πληροφορίες και τις γνωστοποιεί σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν η δημοσιοποίηση γίνεται κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών στο πλαίσιο βολιδοσκόπησης της αγοράς θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων ενός προσώπου, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται ορισμένες διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί από το καθεστώς βολιδοσκόπησης της αγοράς. Μια βολιδοσκόπηση της αγοράς περιλαμβάνει τη διαβίβαση πληροφοριών, πριν από την ανακοίνωση μιας συναλλαγής, με σκοπό την εκτίμηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος για μια συναλλαγή, και των όρων αυτής, όπως το ενδεχόμενο μέγεθος ή η τιμολόγησή της. Κατά τη φάση της διαπραγμάτευσης προσφοράς κινητών αξιών σε ειδικούς επενδυτές (ιδιωτικής τοποθέτησης), οι εκδότες ξεκινούν συζητήσεις με περιορισμένο αριθμό πιθανών ειδικών επενδυτών, όπως ορίζονται στον κανονισμό (EE) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), και διαπραγματεύονται όλους τους συμβατικούς όρους και τις προϋποθέσεις της συναλλαγής.

Σκοπός της γνωστοποίησης πληροφοριών, κατά τη διαπραγμάτευση μιας ιδιωτικής τοποθέτησης ομολόγων, είναι η διάρθρωση και ολοκλήρωση της συναλλαγής, και όχι η διερεύνηση του ενδιαφέροντος πιθανών επενδυτών για προκαθορισμένες συναλλαγές. Η υποχρεωτική βολιδοσκόπηση της αγοράς σε ιδιωτικές τοποθετήσεις ομολόγων ενδέχεται, ενίοτε, να είναι επαχθής και να λειτουργεί ως αντικίνητρο για την έναρξη συζητήσεων για τέτοιες συναλλαγές, τόσο για τους εκδότες όσο και για τους επενδυτές. Προκειμένου να αυξηθεί η ελκυστικότητα των ιδιωτικών τοποθετήσεων ομολόγων, η δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σε ειδικούς επενδυτές για τον σκοπό των συναλλαγών αυτών θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων ενός προσώπου και θα πρέπει να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος βολιδοσκόπησης της αγοράς, αν έχει τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλη συμφωνία εμπιστευτικότητας.

(7)

Μπορεί να επιτευχθεί κάποια ρευστότητα στις μετοχές ενός εκδότη μέσω μηχανισμών ρευστότητας, όπως ρυθμίσεις ειδικής διαπραγμάτευσης ή συμβάσεις ρευστότητας. Η ρύθμιση ειδικής διαπραγμάτευσης περιλαμβάνει μια σύμβαση ανάμεσα στον διαχειριστή της αγοράς και ένα τρίτο μέρος, το οποίο δεσμεύεται να διατηρήσει τη ρευστότητα σε ορισμένες μετοχές και, σε ανταπόδοση, επωφελείται από εκπτώσεις στις χρεώσεις διαπραγμάτευσης. Η σύμβαση ρευστότητας συνομολογείται ανάμεσα σε έναν εκδότη και ένα τρίτο μέρος που δεσμεύεται να παρέχει ρευστότητα στις μετοχές του εκδότη, και για λογαριασμό του. Για να διασφαλιστεί πλήρως η ακεραιότητα της αγοράς, θα πρέπει να είναι διαθέσιμες συμβάσεις ρευστότητας για όλους τους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ σε όλη την Ένωση, τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων.

Δεν έχουν καθιερώσει όλες οι αρμόδιες αρχές αποδεκτές πρακτικές αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ως προς τις συμβάσεις ρευστότητας, το οποίο σημαίνει ότι επί του παρόντος δεν έχουν όλοι οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ πρόσβαση σε μηχανισμούς ρευστότητας σε ολόκληρη την Ένωση. Αυτή η απουσία μηχανισμών ρευστότητας μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην αποτελεσματική ανάπτυξη των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ. Χρειάζεται επομένως ένα ενωσιακό πλαίσιο που θα δώσει στους εκδότες των προκειμένων χρηματοπιστωτικών μέσων τη δυνατότητα να συνάπτουν σύμβαση ρευστότητας με έναν πάροχο ρευστότητας, εφόσον δεν έχει καθιερωθεί σε εθνικό επίπεδο αποδεκτή πρακτική αγοράς. Βάσει αυτού του ενωσιακού πλαισίου της, ένα πρόσωπο που συνάπτει μια τέτοια σύμβαση ρευστότητας με έναν πάροχο ρευστότητας θα πρέπει, κατά συνέπεια, να μη θεωρείται ότι προβαίνει σε χειραγώγηση της αγοράς. Είναι, ωστόσο, απαραίτητο το προτεινόμενο ενωσιακό πλαίσιο για τις συμβάσεις ρευστότητας για τις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ να μην αντικαταστήσει, αλλά να συμπληρώσει, τις υφιστάμενες ή τις μελλοντικές αποδεκτές εθνικές πρακτικές αγοράς. Είναι επίσης απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να διατηρήσουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν αποδεκτές πρακτικές αγοράς για τις συμβάσεις ρευστότητας, ώστε να προσαρμόζουν τις προϋποθέσεις τους στις τοπικές ιδιαιτερότητες ή να επεκτείνουν τις συμβάσεις αυτές και σε χαμηλής εμπορευσιμότητας κινητές αξίες πέραν των μετοχών που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στους τόπους διαπραγμάτευσης.

(8)

Για μια συνεπή εναρμόνιση του προτεινόμενου ενωσιακού πλαισίου περί συμβάσεων ρευστότητας η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα διά των οποίων θα καθορισθεί ένα υπόδειγμα που θα χρησιμοποιείται όταν συνάπτεται τέτοια σύμβαση, τα οποία έχουν καταρτιστεί από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με τα άρθρα 10 ως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι εκδότες μπορούν να καθυστερήσουν τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών, εάν τα νόμιμα συμφέροντά τους ενδέχεται να υποστούν βλάβη, εάν η καθυστέρηση δεν είναι πιθανό να παραπλανήσει το κοινό, και εάν οι εκδότες είναι σε θέση να διασφαλίσουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών. Ωστόσο, εκδότες πρέπει να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή και να εξηγούν γραπτώς το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η απόφαση. Η υποχρέωση ενημέρωσης των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση μόνο σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ μπορεί να είναι επαχθής. Θεωρείται ότι μια πιο χαλαρή απαίτηση προς τους εκδότες αυτούς, που θα τους υποχρέωνε να επεξηγούν τους λόγους της καθυστέρησης μόνο αν το ζητήσει η αρμόδια αρχή, θα μείωνε τον διοικητικό τους φόρτο χωρίς σημαντική επίπτωση στην ικανότητα της αρμόδιας αρχής να παρακολουθεί τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών, εφόσον εξακολουθεί να ενημερώνεται σχετικά με την απόφαση καθυστέρησης και μπορεί να κινήσει έρευνα αν αμφιβάλλει όσον αφορά την απόφαση αυτή.

(10)

Οι ισχύουσες λιγότερο αυστηρές απαιτήσεις για τους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων δυναμένων να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, όσον αφορά την κατάρτιση καταλόγου προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες μόνο κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, έχει περιορισμένα πρακτικά αποτελέσματα, επειδή οι εν λόγω εκδότες εξακολουθούν να υπόκεινται σε συνεχή παρακολούθηση των προσώπων που θεωρείται ότι κατέχουν προνομιακές πληροφορίες στο πλαίσιο των τρεχόντων έργων. Η ισχύουσα απαίτηση θα πρέπει, επομένως, να αντικατασταθεί από τη δυνατότητα των εκδοτών χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ να τηρούν μόνο κατάλογο των προσώπων που, κατά τη συνήθη άσκηση των καθηκόντων τους, έχουν τακτική πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες, όπως διευθυντές, μέλη διοικητικών οργάνων ή εσωτερικοί σύμβουλοι. Για τους εκδότες τέτοιων χρηματοπιστωτικών μέσων θα ήταν επίσης επαχθές να ενημερώνουν αμέσως τον πλήρη κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες με τον τρόπο που περιγράφεται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/347 της Επιτροπής (7). Ωστόσο, εφόσον ορισμένα κράτη μέλη θεωρούν ότι οι κατάλογοι των προσώπων αυτών είναι σημαντικό στοιχείο για τη βελτίωση της ακεραιότητας της αγοράς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να υποχρεώσουν τους εκδότες των ανωτέρω χρηματοπιστωτικών μέσων να παρέχουν εκτενέστερους καταλόγους προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, στους οποίους θα περιλαμβάνονται όλοι οι έχοντες πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες. Παρ’ όλα αυτά, για να αποφευχθεί μια δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση των ΜΜΕ, οι κατάλογοι αυτοί θα πρέπει να είναι διοικητικώς απλούστεροι σε σχέση με τους πλήρεις καταλόγους των προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

(11)

Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η υποχρέωση κατάρτισης καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες βαρύνει ταυτοχρόνως τους εκδότες και τα πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους. Οι υποχρεώσεις των ενεργούντων εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εκδότη όσον αφορά την κατάρτιση των καταλόγων προσώπων με προνομιακές πληροφορίες θα πρέπει να διευκρινιστούν, ούτως ώστε να αποφεύγονται αποκλίνουσες ερμηνείες και πρακτικές ανά την Ένωση. Θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι εκδότες και οι συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής οφείλουν να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές που εκτελούνται από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα («PDMR») και από πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά («PCA»), εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη συναλλαγή. Η ίδια προθεσμία εφαρμόζεται για τα PDMR και τα PCA όσον αφορά την υποχρέωσή τους να αναφέρουν τις συναλλαγές τους στον εκδότη ή στον συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής. Όταν οι εκδότες ή οι συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ενημερώνονται με καθυστέρηση από τα PDMR και τα PCA για τις συναλλαγές τους, τους είναι τεχνικά δύσκολο να συμμορφωθούν με την προθεσμία των τριών ημερών, πράγμα το οποίο ενδέχεται να δημιουργήσει ζητήματα ευθύνης. Θα πρέπει, επομένως, να επιτραπεί στους εκδότες και στους συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής να δημοσιοποιούν τις συναλλαγές εντός δύο εργάσιμων ημερών αφότου τα PDMR ή τα PCA τις γνωστοποιήσουν.

(13)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1129, ένας εκδότης δεν απαιτείται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να καταρτίσει ενημερωτικό δελτίο, σε περίπτωση κινητών αξιών που προσφέρονται στο πλαίσιο εξαγοράς με προσφορά ανταλλαγής και κινητών αξιών που προσφέρονται, διανέμονται ή πρόκειται να διανεμηθούν στο πλαίσιο συγχώνευσης ή διάσπασης. Αντ’ αυτού, πρέπει να διατίθεται στο κοινό έγγραφο που να περιλαμβάνει τουλάχιστον περιγραφή της συναλλαγής και τον αντίκτυπό της στον εκδότη. Το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει την εθνική αρμόδια αρχή να αναθεωρήσει ή εγκρίνει το εν λόγω έγγραφο πριν δημοσιευθεί ενώ και το περιεχόμενό του είναι περιορισμένο σε σχέση με ένα τυπικό ενημερωτικό δελτίο. Ακούσια συνέπεια της εξαίρεσης αυτής είναι ότι, ενίοτε, εκδότης- μη εισηγμένη εταιρεία μπορεί να προβαίνει σε αρχική εισαγωγή των μετοχών του προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά χωρίς να εκδίδει ενημερωτικό δελτίο, στερώντας έτσι τους επενδυτές από τις χρήσιμες πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο, αποφεύγοντας παράλληλα τυχόν έλεγχο, από εθνική αρμόδια αρχή, των πληροφοριών που δίνει στην αγορά. Ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να θεσπιστεί απαίτηση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου για εκδότη- μη εισηγμένη εταιρεία, ο οποίος επιδιώκει την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κατόπιν προσφοράς ανταλλαγής, συγχώνευσης ή διάσπασης.

(14)

Το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 δεν επιτρέπει τη χρήση απλοποιημένου ενημερωτικού δελτίου για εκδότες των οποίων οι μετοχικές κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση είτε σε ρυθμιζόμενη αγορά είτε σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ χωρίς διακοπή κατά τους τελευταίους 18 μήνες τουλάχιστον και οι οποίοι θα επεδίωκαν να εκδώσουν κινητές αξίες που να παρέχουν πρόσβαση σε μετοχικές κινητές αξίες ανταλλάξιμες με μετοχικές κινητές αξίες που έχουν εκδοθεί προηγουμένως. Ως εκ τούτου, το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να επιτρέψει στους εκδότες αυτούς να χρησιμοποιούν το απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο.

(15)

Οι αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως το τελευταίο βήμα στην επέκταση των εκδοτών και θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα στις επιτυχημένες εταιρείες να αναπτυχθούν και να μεταφερθούν κάποτε στις ρυθμιζόμενες αγορές, ώστε να επωφεληθούν από τη μεγαλύτερη ρευστότητα και συγκέντρωση επενδυτών. Για να διευκολυνθεί η μετάβαση από μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ σε μια ρυθμιζόμενη αγορά, οι αναπτυσσόμενες εταιρείες θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιήσουν το απλοποιημένο καθεστώς γνωστοποίησης του άρθρου14 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129, για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια ρυθμιζόμενη αγορά κινητών αξιών που είναι ανταλλάξιμες με προεκδοθείσες κινητές αξίες, αν οι εν λόγω εταιρείες έχουν πραγματοποιήσει δημόσια προσφορά κινητών αξιών οι οποίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ χωρίς διακοπή επί δύο έτη τουλάχιστον και τηρούν πλήρως τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και γνωστοποίησης καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Μία διετής περίοδος θα προσφέρει στους εκδότες ικανοποιητικό ιστορικό ώστε να παρέχουν στην αγορά πληροφορίες σχετικά με τις χρηματοοικονομικές τους επιδόσεις και τις απαιτήσεις αναφοράς, σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ.

(16)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), δεν υποχρεώνει τους εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ να δημοσιοποιούν τις οικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς. Ωστόσο, για να αποφευχθεί η απομάκρυνση από τα πρότυπα των ρυθμιζόμενων αγορών, οι εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το απλοποιημένο καθεστώς γνωστοποίησης του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 για την εισαγωγή των κινητών αξιών τους προς διαπραγμάτευση σε μια ρυθμιζόμενη αγορά θα πρέπει να καταρτίζουν τις πλέον πρόσφατες οικονομικές τους καταστάσεις, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, συμπεριλαμβανομένων συγκριτικών πληροφοριών για το προηγούμενο έτος, εφόσον θα έχουν την υποχρέωση να καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς βάσει της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Οι εκδότες των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ που δεν οφείλουν να καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς θα πρέπει να τηρούν την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους έδρας της εταιρείας.

(17)

Ο σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι συνεπής προς τους στόχους του ενημερωτικού δελτίου ανάπτυξης ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129. Το δελτίο αυτό είναι σύντομο και, κατά συνέπεια, είναι οικονομικότερη η παραγωγή του, μειώνοντας το κόστος για τις ΜΜΕ οι οποίες θα πρέπει να έχουν την επιλογή να το χρησιμοποιήσουν. Οι ισχύοντες ορισμοί των ΜΜΕ στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1129 μπορεί να είναι υπερβολικά περιοριστικοί, ειδικότερα για εκδότες που επιδιώκουν εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ και που συνήθως είναι μεγαλύτεροι από τις παραδοσιακές ΜΜΕ. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις δημόσιες προσφορές που ακολουθούνται αμέσως από μια αρχική εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, οι μικρότεροι εκδότες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ενημερωτικό δελτίο ανάπτυξης της ΕΕ, ακόμη και αν η χρηματιστηριακή αξία τους μετά την αρχική εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση είναι χαμηλότερη από 200 εκατομμύρια EUR. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1129 θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε οι εκδότες που επιδιώκουν αρχική δημόσια προσφορά με ενδεικτική χρηματιστηριακή αξία χαμηλότερη των 200 εκατομμυρίων EUR να μπορούν να καταρτίσουν ενημερωτικό δελτίο ανάπτυξης της ΕΕ.

(18)

Δεδομένης της σημασίας των ΜΜΕ για τη λειτουργία της οικονομίας της Ένωσης, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον αντίκτυπο που έχει η νομοθεσία της Ένωσης περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ. Προς τούτο, η Επιτροπή θα πρέπει, όταν αναθεωρεί μια νομική πράξη που επηρεάζει τη χρηματοδότηση εισηγμένων και μη εισηγμένων ΜΜΕ, να αναλύει τα κανονιστικά και διοικητικά εμπόδια, μεταξύ άλλων στην έρευνα, που περιορίζουν ή αποτρέπουν τις επενδύσεις σε ΜΜΕ. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί την εξέλιξη των κεφαλαιακών ροών προς τις ΜΜΕ και να επιδιώκει ένα ευνοϊκό κανονιστικό περιβάλλον για την προώθηση της χρηματοδότησης ΜΜΕ.

(19)

Επομένως, η οδηγία 2014/65/ΕΕ και οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και (ΕΕ) 2017/1129 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(20)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμοστεί από τις 31 Δεκεμβρίου 2019. Ωστόσο, το άρθρο 1 θα πρέπει να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2021.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 11, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Στις περιπτώσεις όπου μια προσφορά κινητών αξιών απευθύνεται αποκλειστικά σε ειδικούς επενδυτές, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), η γνωστοποίηση πληροφοριών σε αυτούς τους ειδικούς επενδυτές, για τους σκοπούς της διαπραγμάτευσης των συμβατικών όρων και προϋποθέσεων της συμμετοχής τους σε μια έκδοση ομολόγων από εκδότη που έχει χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, ή από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, δεν συνιστά βολιδοσκόπηση της αγοράς. Η γνωστοποίηση αυτή θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων ενός προσώπου δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών. Ο εν λόγω εκδότης ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του διασφαλίζει ότι οι ειδικοί επενδυτές που λαμβάνουν τις πληροφορίες γνωρίζουν και αναγνωρίζουν γραπτώς τις διά νόμου και διά των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων υποχρεώσεις τους καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 12).»."

2)

Στο άρθρο 13, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«12.   Με την επιφύλαξη των αποδεκτών πρακτικών αγοράς που έχουν καθιερωθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 11 του παρόντος άρθρου, ο εκδότης του οποίου τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ μπορεί να συνάψει σύμβαση ρευστότητας για τις μετοχές του, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι και οι προϋποθέσεις της σύμβασης ρευστότητας πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/908 της Επιτροπής (*2)·

β)

η σύμβαση ρευστότητας καταρτίζεται σύμφωνα με το υπόδειγμα της Ένωσης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου·

γ)

ο πάροχος ρευστότητας είναι νόμιμα αδειοδοτημένος από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, και έχει καταχωριστεί ως μέλος της αγοράς με τον διαχειριστή της αγοράς ή την επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται την αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ·

δ)

ο διαχειριστής της αγοράς ή η επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται την αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ ενημερώνει γραπτώς τον εκδότη ότι έχει λάβει αντίγραφο της σύμβασης ρευστότητας και ότι συμφωνεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις της εν λόγω σύμβασης.

Ο εκδότης του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου οφείλει να είναι σε θέση να αποδείξει ανά πάσα στιγμή ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε η σύμβαση εξακολουθούν να πληρούνται. Ο εν λόγω εκδότης ή ο διαχειριστής της αγοράς ή η επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται την αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ παρέχουν στις αρμόδιες αρχές αντίγραφο της σύμβασης ρευστότητας, αν το ζητήσουν.

13.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τη σύνταξη του υποδείγματος σύμβασης για τους σκοπούς της σύναψης μιας σύμβασης ρευστότητας σύμφωνα με την παράγραφο 12, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αναφορικά με τη διαφάνεια στην αγορά και την απόδοση της παροχής ρευστότητας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2020.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(*2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/908 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον καθορισμό ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τα κριτήρια, τη διαδικασία και τις απαιτήσεις για την καθιέρωση μιας αποδεκτής πρακτικής αγοράς και τις απαιτήσεις για τη διατήρησή της, τον τερματισμό της ή την τροποποίηση των προϋποθέσεων για την αποδοχή της (ΕΕ L 153 της 10.6.2016, σ. 3).»."

3)

Στο άρθρο 17 παράγραφος 4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ο εκδότης του οποίου τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση μόνο σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, παρέχει γραπτή εξήγηση στην αρμόδια αρχή της παραγράφου 3 μόνο κατόπιν αν του ζητηθεί. Αν ο εκδότης είναι σε θέση να δικαιολογήσει την απόφασή του για αναβολή, δεν απαιτείται να τηρεί αρχείο αυτής της εξήγησης.».

4)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι εκδότες και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους οφείλουν ο καθένας χωριστά να:

α)

καταρτίζουν κατάλογο όλων των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες και τα οποία εργάζονται για αυτούς βάσει σύμβασης εργασίας, ή άλλως πως ασκούν καθήκοντα μέσω των οποίων έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες, όπως σύμβουλοι, λογιστές ή οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (κατάλογοι προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες)·

β)

επικαιροποιούν αμέσως τον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 4, και

γ)

διαθέτουν τον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή το συντομότερο δυνατό κατόπιν σχετικού αιτήματος.

2.   Οι εκδότες και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για να εξασφαλίσουν ότι κάθε πρόσωπο που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες αναγνωρίζει εγγράφως τις νομοθετικές και κανονιστικές του υποχρεώσεις και έχει γνώση των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας, και παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών.

Αν ο εκδότης ζητήσει από κάποιον άλλο να αναλάβει την κατάρτιση και επικαιροποίηση του καταλόγου προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες του εκδότη, ο εκδότης παραμένει πλήρως υπεύθυνος για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο. Ο εκδότης διατηρεί πάντα δικαίωμα πρόσβασης στον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες τον οποίο καταρτίζει το άλλο πρόσωπο.»·

β)

οι παράγραφοι 4, 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι εκδότες και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους επικαιροποιούν αμέσως ο καθένας τον δικό του κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας επικαιροποίησης, στις παρακάτω περιπτώσεις:

α)

όταν υπάρχει κάποια αλλαγή όσον αφορά την αιτία για την οποία ένα πρόσωπο έχει τεθεί στον κατάλογο των προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες·

β)

όταν υπάρχει κάποιο νέο πρόσωπο το οποίο έχει πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες και το οποίο πρέπει, κατά συνέπεια, να προστεθεί στον κατάλογο προσώπων με πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, και

γ)

όταν ένα πρόσωπο παύει να έχει πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες.

Σε κάθε επικαιροποίηση προσδιορίζεται η ημερομηνία και η ώρα κατά την οποία συνέβη η αλλαγή που προκάλεσε την επικαιροποίηση.

5.   Οι εκδότες και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους διατηρούν τον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες που έχει καταρτίσει ο καθένας χωριστά για περίοδο τουλάχιστον 5 ετών μετά την κατάρτιση ή επικαιροποίησή του.

6.   Οι εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ μπορούν να περιλάβουν στους καταλόγους προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες μόνο τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, ως εκ των καθηκόντων ή της θέσης τους παρά τον εκδότη, έχουν τακτική πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και όπου δικαιολογείται για συγκεκριμένους λόγους ακεραιότητας της εθνικής αγοράς, τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από τους εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ να περιλαμβάνουν στους καταλόγους προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες όλους τους αναφερομένους στην παράγραφο 1 στοιχείο α). Οι κατάλογοι αυτοί περιλαμβάνουν πληροφορίες που προσδιορίζονται στον μορφότυπο που εκπόνησε η ΕΑΚΑΑ, δυνάμει του τέταρτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

Ο κατάλογος που αναφέρεται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου παρέχεται στην αρμόδια αρχή το συντομότερο δυνατόν κατόπιν σχετικού αιτήματός της.

Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τον ακριβή μορφότυπο των καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, κατά το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Ο μορφότυπος είναι αναλογικός και διοικητικώς απλούστερος από τον μορφότυπο των καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, κατά την παράγραφο 9.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Σεπτεμβρίου 2020.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα του τετάρτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.».

5)

Στο άρθρο 19 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ο εκδότης ή ο συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής δημοσιοποιεί την πληροφορία που περιέχεται στη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εντός δύο εργάσιμων ημερών μετά τη λήψη της γνωστοποίησης.».

6)

Το άρθρο 35 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 17 παράγραφος 3, στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14 και στο άρθρο 38 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 31η Δεκεμβρίου 2019. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1129

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1129 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6α.   Οι εξαιρέσεις κατά την παράγραφο 4 στοιχείο στ) και την παράγραφο 5 στοιχείο ε) ισχύουν μόνο όσον αφορά τις μετοχικές κινητές αξίες και μόνο όταν:

α)

οι προσφερόμενες μετοχικές κινητές αξίες δύνανται να αντικατασταθούν με υφιστάμενες αξίες ήδη εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά πριν την εξαγορά και τη σχετική συναλλαγή, και η εξαγορά δεν θεωρείται αντίστροφη απόκτηση κατά την έννοια της παραγράφου Β19 των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ) 3-Συνενώσεις επιχειρήσεων, που έχει θεσπιστεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής (*3), ή

β)

η εποπτική αρχή που ενδεχομένως έχει την αρμοδιότητα αναθεώρησης του εντύπου προσφοράς δυνάμει της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4) έχει εκδώσει προηγούμενη έγκριση του εγγράφου που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο στ) ή στην παράγραφο 5 στοιχείο ε) του παρόντος άρθρου.

6β.   Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 στοιχείο ζ) και στην παράγραφο 5 στοιχείο στ) ισχύουν μόνο όσον αφορά τις μετοχικές κινητές αξίες έναντι των οποίων η εξαγορά δεν θεωρείται αντίστροφη απόκτηση κατά την έννοια της παραγράφου Β19 των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ) 3 — Συνενώσεις επιχειρήσεων, και μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι μετοχικές κινητές αξίες της αποκτώσας οντότητας έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά πριν από τη συναλλαγή, ή

β)

οι μετοχικές κινητές αξίες των υπό διάσπαση οντοτήτων έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά πριν από τη συναλλαγή.

(*3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1)."

(*4)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).»."

2)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 5, εκδότες των οποίων οι μετοχικές κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ χωρίς διακοπή κατά τους τελευταίους 18 μήνες τουλάχιστον και που εκδίδουν μη μετοχικές κινητές αξίες ή κινητές αξίες που παρέχουν πρόσβαση σε μετοχικές κινητές αξίες ανταλλάξιμες με τις υφιστάμενες μετοχικές κινητές αξίες του εκδότη που είναι ήδη εισηγμένες προς διαπραγμάτευση·»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας προσφοράς και έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ χωρίς διακοπή επί δύο έτη τουλάχιστον, και οι οποίοι τηρούν πλήρως τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και κοινοποίησης καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, και οι οποίοι επιδιώκουν εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια ρυθμιζόμενη αγορά κινητών αξιών που είναι ανταλλάξιμες με υφιστάμενες κινητές αξίες που έχουν ήδη εκδοθεί.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο δεύτερο εδάφιο προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Οι εκδότες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, που υποχρεωτικώς καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5), μετά την εισαγωγή των κινητών αξιών τους προς διαπραγμάτευση σε μια ρυθμιζόμενη αγορά παρέχουν τις πλέον πρόσφατες χρηματοοικονομικές πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, με συγκριτικά στοιχεία για το προηγούμενο έτος περιλαμβανόμενα στο απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6).

(*5)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19)."

(*6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).»·"

ii)

προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Οι εκδότες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, που δεν υποχρεούνται να καταρτίσουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ μετά την εισαγωγή των κινητών αξιών τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, παρέχουν τις πλέον πρόσφατες χρηματοοικονομικές πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, με συγκριτικά στοιχεία για το προηγούμενο έτος τα οποία περιλαμβάνονται στο απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει ο εκδότης.

Οι εκδότες τρίτων χωρών των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ παρέχουν τις πλέον πρόσφατες οικονομικές πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, που περιέχουν συγκριτικά στοιχεία για το προηγούμενο έτος τα οποία περιλαμβάνονται στο απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τα εθνικά λογιστικά πρότυπά τους, εφόσον τα πρότυπα αυτά είναι ισοδύναμα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Εάν αυτά τα εθνικά λογιστικά πρότυπα τρίτης χώρας δεν είναι ισοδύναμα με τα ΔΠΧΑ, οι οικονομικές πληροφορίες επαναδιατυπώνονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.»·

γ)

η παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο ε) τροποποιείται ως εξής:

«ε)

για τις μετοχικές κινητές αξίες, μεταξύ άλλων τις κινητές αξίες που παρέχουν πρόσβαση στις μετοχικές κινητές αξίες, τη δήλωση για το κεφάλαιο κίνησης, τη δήλωση για το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων και του χρέους, γνωστοποίηση των σχετικών συγκρούσεων συμφερόντων και των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη, τους βασικούς μετόχους και, κατά περίπτωση, άτυπες (pro forma) χρηματοοικονομικές πληροφορίες.».

3)

Στο άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γα)

εκδότες, εκτός των ΜΜΕ, που προβαίνουν σε δημόσια προσφορά μετοχών και ταυτόχρονα υποβάλλουν αίτηση εισαγωγής των εν λόγω μετοχών προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εφόσον οι εκδότες αυτοί δεν διαθέτουν μετοχές που έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ και εφόσον η συνολική αξία των δύο ακόλουθων στοιχείων είναι μικρότερο από 200 000 000 EUR:

i)

της τιμής της τελικής προσφοράς ή της μέγιστης τιμής στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i)·

ii)

του συνολικού αριθμού μετοχών που παραμένουν σε κυκλοφορία αμέσως μετά τη δημόσια προσφορά των μετοχών, ο οποίος υπολογίζεται είτε βάσει του αριθμού μετοχών της δημόσιας προσφοράς είτε, στην περίπτωση του άρθρου 17 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i), βάσει του μέγιστου αριθμού μετοχών της δημόσιας προσφοράς.».

4)

Στο παράρτημα V, το σημείο II αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΙΙ.

Δήλωση για την κεφαλαιοποίηση και το χρέος (μόνο για τις μετοχικές κινητές αξίες που εκδίδονται από εταιρείες με χρηματιστηριακή αξία άνω των 200 000 000 EUR) και δήλωση για το κεφάλαιο κίνησης (μόνο για μετοχικές κινητές αξίες).

Σκοπός είναι η παροχή πληροφοριών για την κεφαλαιοποίηση και το χρέος του εκδότη καθώς και πληροφοριών σχετικά με το κατά πόσον το κεφάλαιο κίνησης επαρκεί για να ικανοποιήσει τις τρέχουσες απαιτήσεις του εκδότη ή, εάν όχι, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο εκδότης προτείνει να εισφέρει το συμπληρωματικό κεφαλαίο κίνησης που απαιτείται.».

Άρθρο 3

Τροποποίηση της οδηγίας 2014/65 /ΕΕ

Στο άρθρο 33 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Η Επιτροπή συστήνει ομάδα εμπειρογνωμόνων των ενδιαφερομένων μερών έως την 1η Ιουλίου 2020, για να παρακολουθεί τη λειτουργία και τις επιδόσεις των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ. Έως την 1η Ιουλίου 2021, η ομάδα εμπειρογνωμόνων ενδιαφερομένων μερών δημοσιεύει τα πορίσματά της.».

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 31 Δεκεμβρίου 2019. Ωστόσο, το άρθρο 1 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2021.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 27 Νοεμβρίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

T. TUPPURAINEN


(1)  ΕΕ C 440 της 6.12.2018, σ. 79.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2019.

(3)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (EE) 2017/1129 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή κατά την εισαγωγή κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 2003/71/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 12).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(7)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/347 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2016, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τον ακριβή μορφότυπο των καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και την επικαιροποίηση των εν λόγω καταλόγων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 65 της 11.3.2016, σ. 49).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

11.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320/11


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2116 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 28ης Νοεμβρίου 2019

για τον καθορισμό της σταθμισμένης μέσης τιμής των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/1979

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 6ε παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012, από τις 15 Ιουνίου 2017, οι εγχώριοι πάροχοι δεν θα πρέπει να χρεώνουν στους πελάτες περιαγωγής πρόσθετο τέλος επιπλέον των εγχώριων τιμών λιανικής σε κανένα κράτος μέλος, για τις ρυθμιζόμενες εισερχόμενες κλήσεις περιαγωγής, όταν οι εν λόγω κλήσεις είναι εντός των ορίων που επιτρέπει η πολιτική εύλογης χρήσης.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 531/2012 περιορίζει τα τυχόν πρόσθετα τέλη που επιβάλλονται στις ρυθμιζόμενες εισερχόμενες κλήσεις περιαγωγής στη σταθμισμένη μέση τιμή των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση.

(3)

Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/1979 της Επιτροπής (2) καθορίστηκε η σταθμισμένη μέση τιμή των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση που πρέπει να εφαρμόζεται το 2019, με βάση τις τιμές των δεδομένων της 1ης Ιουλίου 2018.

(4)

Ο Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες έχει παράσχει στην Επιτροπή επικαιροποιημένες πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές των κρατών μελών όσον αφορά το μέγιστο τέλος τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας που επιβάλλουν, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 16 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και το άρθρο 13 της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), σε κάθε εθνική αγορά για τον τερματισμό των φωνητικών κλήσεων χονδρικής σε επιμέρους δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, καθώς και όσον αφορά τον συνολικό αριθμό συνδρομητών στα κράτη μέλη.

(5)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012, η Επιτροπή υπολόγισε τη σταθμισμένη μέση τιμή των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση πολλαπλασιάζοντας το μέγιστο τέλος τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας που επιτρέπεται σε δεδομένο κράτος μέλος επί τον συνολικό αριθμό των συνδρομητών στο εν λόγω κράτος μέλος, αθροίζοντας το γινόμενο με εκείνο που προέκυψε από όλα τα κράτη μέλη, και διαιρώντας, στη συνέχεια, το σύνολο διά του συνολικού αριθμού συνδρομητών σε όλα τα κράτη μέλη, με βάση τις τιμές των δεδομένων την 1η Ιουλίου 2019. Για τα κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ, η εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία αντιστοιχεί στη μέση τιμή για το δεύτερο τρίμηνο του 2019 που παρέχεται από τη βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

(6)

Επομένως, είναι αναγκαίο να επικαιροποιηθεί η σταθμισμένη μέση τιμή των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση που καθορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/1979.

(7)

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καταργηθεί ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1979.

(8)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 531/2012, η Επιτροπή υποχρεούται να επανεξετάζει ετησίως τη σταθμισμένη μέση τιμή των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση, όπως αυτή καθορίζεται από τον παρόντα εκτελεστικό κανονισμό.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής επικοινωνιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η σταθμισμένη μέση τιμή των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση καθορίζεται σε 0,0079 EUR το λεπτό.

Άρθρο 2

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1979 καταργείται.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Νοεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 172 της 30.6.2012, σ. 10.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/1979 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, για τον καθορισμό της σταθμισμένης μέσης τιμής των μέγιστων τελών τερματισμού κλήσεων κινητής τηλεφωνίας ανά την Ένωση και την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/2311 (ΕΕ L 317 της 14.12.2018, σ. 10).

(3)  Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33).

(4)  Οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7).


11.12.2019   

EN

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320/13


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2117 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 29ης Νοεμβρίου 2019

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους

THE EUROPEAN COMMISSION,

Having regard to the Treaty on the Functioning of the European Union,

Having regard to Council Regulation (EC) No 338/97 of 9 December 1996 on the protection of species of wild fauna and flora by regulating trade therein (1), and in particular Article 19(5) thereof,

Whereas:

(1)

Regulation (EC) No 338/97 regulates trade in animal and plant species listed in the Annex to the Regulation. The species listed in the Annex include the species set out in the Appendices to the Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora (CITES) (‘the Convention’) as well as species whose conservation status requires that trade from, into and within the Union be regulated or monitored.

(2)

At the 18th meeting of the Conference of the Parties to the Convention, held in Geneva, Switzerland, from 17 to 28 August 2019 (CoP 18), certain amendments were made to the Appendices to the Convention. These amendments should be reflected in the Annexes to Regulation (EC) No 338/97.

(3)

The following taxa were included in Appendix I to the Convention and should be included in Annex A to Regulation (EC) No 338/97: Ceratophora erdeleni, Ceratophora karu, Ceratophora tennentii, Cophotis ceylanica, Cophotis dumbara, Gonatodes daudini, Achillides chikae hermeli and Parides burchellanus.

(4)

The following species were transferred from Appendix II to Appendix I to the Convention and should be removed from Annex B and included in Annex A to Regulation (EC) No 338/97: Aonyx cinerea, Lutrogale perspicillata, Balearica pavonina, Cuora bourreti, Cuora picturata, Mauremys annamensis and Geochelone elegans. Malacochersus tornieri was transferred from Appendix II to Appendix I; the species is already included in Annex A and only the reference to the relevant Appendix should be changed.

(5)

The following taxa were transferred from Appendix I to Appendix II to the Convention and should be removed from Annex A and included in Annex B to Regulation (EC) No 338/97: Vicugna vicugna (population of the Province of Salta, Argentina, with annotation), Leporillus conditor, Pseudomys fieldi praeconis (with nomenclature change to Pseudomys fieldi), Xeromys myoides, Zyzomys pedunculatus, Dasyornis broadbenti litoralis, Dasyornis longirostris and Crocodylus acutus (population of Mexico, with annotation).

(6)

The following family, genera and species were included in Appendix II to the Convention and should be included in Annex B to Regulation (EC) No 338/97: Giraffa camelopardalis, Syrmaticus reevesii, Ceratophora aspera (with annotation), Ceratophora stoddartii (with annotation), Lyriocephalus scutatus (with annotation), Goniurosaurus spp., (with annotation), Gekko gecko, Paroedura androyensis, Ctenosaura spp. (four species of this genus were included in Appendix II previously and have now become part of the genus listing), Pseudocerastes urarachnoides, Echinotriton chinhaiensis, Echinotriton maxiquadratus, Paramesotriton spp. (one species of this genus was included in Appendix II previously and has now become part of the genus listing), Tylototriton spp., Isurus oxyrinchus, Isurus paucus, Glaucostegus spp., Rhinidae spp., Holothuria fuscogilva (with delayed implementation), Holothuria nobilis (with delayed implementation), Holothuria whitmaei (with delayed implementation), Poecilotheria spp., Widdringtonia whytei, Pterocarpus tinctorius (with annotation), Cedrela spp. (with annotation and with delayed implementation).

(7)

Syrmaticus reevesii, Ctenosaura quinquecarinata, Paramesotriton spp. and Tylototriton spp., which were so far listed in Annex D to Regulation (EC) No 338/97, should be removed from that Annex following their inclusion in Appendix II to the Convention at CoP 18.

(8)

The interpretation section of the Appendices was amended, and a number of annotations relating to several taxa included in the Appendices of the Convention were adopted or amended at CoP 18 and also need to be reflected in the Annexes to Regulation (EC) No 338/97.

(a)

The following annotations were included:

an annotation for the species Saiga tatarica and Saiga borealis listed in Appendix II, and

the annotation #17 (to replace Annotation #5) for the species Pericopsis elata listed in Appendix II.

(b)

The following annotations were amended:

the annotation for the species Vicugna vicugna listed in Appendix II,

the annotation #4 f) for the species Aloe ferox listed in Appendix II,

the annotation #16 for the listing of Adansonia grandidieri in Appendix II, and

the annotation #15 for the listing in Appendix II of the genus Dalbergia spp. and the species Guibourtia demeusei, Guibourtia pellegriniana, Guibourtia tessmannii.

(9)

Definitions of the terms ‘Finished musical instruments’, ‘Finished musical instrument accessories’, ‘Finished musical instrument parts‘, ‘Shipment’ and ‘Transformed wood’ should be included in the ‘Notes on interpretation of Annexes A, B, C and D’, as those definitions were adopted at CoP 18.

(10)

The following species were recently included in Appendix III to the Convention: Sphaerodactylus armasi, Sphaerodactylus celicara, Sphaerodactylus dimorphicus, Sphaerodactylus intermedius, Sphaerodactylus nigropunctatus alayoi, Sphaerodactylus nigropunctatus granti, Sphaerodactylus nigropunctatus lissodesmus, Sphaerodactylus nigropunctatus ocujal, Sphaerodactylus nigropunctatus strategus, Sphaerodactylus notatus atactus, Sphaerodactylus oliveri, Sphaerodactylus pimienta, Sphaerodactylus ruibali, Sphaerodactylus siboney, Sphaerodactylus torrei, Anolis agueroi, Anolis baracoae, Anolis barbatus, Anolis chamaeleonides, Anolis equestris, Anolis guamuhaya, Anolis luteogularis, Anolis pigmaequestris, Anolis porcus, all at the request of Cuba. These species should therefore be included in Annex C to Regulation (EC) No 338/97.

(11)

The following species were recently removed from Appendix III to the Convention: Galictis vittata, Bassaricyon gabbii, Bassariscus sumichrasti, Cabassous centralis, Choloepus hoffmanni, Sciurus deppei and Crax rubra (only the population of Costa Rica), all at the request of Costa Rica. The reference to Costa Rica in the listing of Crax rubra and these other species should therefore be removed from Annex C to Regulation (EC) No 338/97.

(12)

The Union has not entered a reservation in respect of any of those amendments.

(13)

At CoP 18, new nomenclatural references for animals and plants were adopted, which relate in particular to a number of species of the genus Ovis and several species belonging to the family Felidae. These changes need to be reflected in the Annexes to Regulation (EC) No 338/97, while maintaining the currently applicable stricter EU measures for imports of the species previously described as Ovis ammon, in line with Annex XIII to Commission Regulation (EC) No 865/2006 (2).

(14)

Certain species names (both English and Latin) should be corrected to reflect the current practice in their use.

(15)

Further corrections should be made in existing annotations, in particular the annotation ‘(possibly extinct)’ should be removed from the listing of four species, in line with amendments made at CoP 17.

(16)

In view of the extent of these amendments it is appropriate, for reasons of clarity, to replace the Annex to Regulation (EC) No 338/97 in its entirety.

(17)

Regulation (EC) No 338/97 should therefore be amended accordingly.

(18)

Article XV.1(c) of the Convention states that ‘amendments adopted at a meeting [of the Conference of the Parties] shall enter into force 90 days after that meeting for all Parties’. In order to meet that deadline and ensure the timely entry into force of the changes to the Annex to this Regulation, the entry into force of this Regulation should be on the third day following that of its publication.

(19)

The measures provided for in this Regulation are in accordance with the opinion of the Committee on Trade in Wild Fauna and Flora established pursuant to Article 18(1) of Regulation (EC) No 338/97,

HAS ADOPTED THIS REGULATION:

Article 1

The Annex to Regulation (EC) No 338/97 is replaced by the text set out in the Annex to this Regulation.

Article 2

This Regulation shall enter into force on the third day following that of its publication in the Official Journal of the European Union.

This Regulation shall be binding in its entirety and directly applicable in all Member States.

Done at Brussels, 29 November 2019.

For the Commission

The President

Jean-Claude JUNCKER


(1)  OJ L 61, 3.3.1997, p. 1.

(2)  Commission Regulation (EC) No 865/2006 of 4 May 2006 laying down detailed rules concerning the implementation of Council Regulation (EC) No 338/97 (OJ L 166, 19.6.2006, p. 1).


ANNEX

Notes on interpretation of Annexes A, B, C and D

1.   

Species included in Annexes A, B, C and D are referred to:

(a)

by the name of the species; or

(b)

as being all of the species included in a higher taxon or designated part thereof.

2.   

The abbreviation ‘spp.’ is used to denote all species of a higher taxon.

3.   

Other references to taxa higher than species are for the purposes of information or classification only.

4.   

Species printed in bold in Annex A are listed there in consistency with their protection as provided for by Directive 2009/147/EC of the European Parliament and of the Council (1) or Council Directive 92/43/EEC (2).

5.   

The following abbreviations are used for plant taxa below the level of species:

(a)

‘ssp.’ is used to denote subspecies;

(b)

‘var(s).’ is used to denote variety (varieties); and

(c)

‘fa.’ is used to denote forma.

6.   

The symbols ‘(I)’, ‘(II)’ and ‘(III)’ placed against the name of a species or higher taxon refer to the Appendices to the Convention in which the species concerned are listed as indicated in notes 7, 8 and 9. Where none of these annotations appears, the species concerned are not listed in the Appendices to the Convention.

7.   

(I) against the name of a species or higher taxon indicates that the species or higher taxon concerned is included in Appendix I to the Convention.

8.   

(II) against the name of a species or higher taxon indicates that the species or higher taxon concerned is included in Appendix II to the Convention.

9.   

(III) against the name of a species or higher taxon indicates that it is included in Appendix III to the Convention. In this case the country with respect to which the species or higher taxon is included in Appendix III is also indicated.

10.   

‘Cultivar’ means, following the definition of the 8th edition of the International Code of Nomenclature for Cultivated Plants, an assemblage of plants that (a) has been selected for a particular character or combination of characters, (b) is distinct, uniform, and stable in these characters, and (c) when propagated by appropriate means, retains those characters. No new taxon of a cultivar can be regarded as such until its category name and circumscription has been formally published in the latest edition of the International Code of Nomenclature for Cultivated Plants.

11.   

Hybrids may be specifically included in the Appendices but only if they form distinct and stable populations in the wild. Hybrid animals that have in their previous four generations of the lineage one or more specimens of species included in Annexes A or B shall be subject to this Regulation just as if they were full species, even if the hybrid concerned is not specifically included in the Annexes.

12.   

When a species is included in Annex A, B or C, the whole animal or plant, whether alive or dead, and all parts and derivatives thereof are also included. Regarding animal species listed in Annex C and plant species listed in Annex B or C, all parts and derivatives of the species are also included in the same Annex unless the species is annotated to indicate that only specific parts and derivatives are included. In accordance with Article 2(t), the symbol ‘#’ followed by a number placed against the name of a species or higher taxon included in Annex B or C designates parts or derivatives which are specified in relation thereto for the purposes of this Regulation as follows:

#1

Designates all parts and derivatives, except:

(a)

seeds, spores and pollen (including pollinia);

(b)

seedling or tissue cultures obtained in vitro, in solid or liquid media, transported in sterile containers;

(c)

cut flowers of artificially propagated plants; and

(d)

fruits and parts and derivatives thereof of artificially propagated plants of the genus Vanilla.

#2

Designates all parts and derivatives, except:

(a)

seeds and pollen; and

(b)

finished products packaged and ready for retail trade.

#3

Designates whole and sliced roots and parts of roots, excluding manufactured parts or derivatives, such as powders, pills, extracts, tonics, teas and confectionery.

#4

Designates all parts and derivatives, except:

(a)

seeds (including seedpods of Orchidaceae), spores and pollen (including pollinia). The exemption does not apply to seeds from Cactaceae spp. exported from Mexico, and to seeds from Beccariophoenix madagascariensis and Dypsis decaryi exported from Madagascar;

(b)

seedling or tissue cultures obtained in vitro, in solid or liquid media, transported in sterile containers;

(c)

cut flowers of artificially propagated plants;

(d)

fruits and parts and derivatives thereof of naturalized or artificially propagated plants of the genus Vanilla (Orchidaceae) and of the family Cactaceae;

(e)

stems, flowers, and parts and derivatives thereof of naturalized or artificially propagated plants of the genera Opuntia subgenus Opuntia and Selenicereus (Cactaceae); and

(f)

finished products of Aloe ferox and Euphorbia antisyphilitica packaged and ready for retail trade.

#5

Designates logs, sawn wood and veneer sheets.

#6

Designates logs, sawn wood, veneer sheets and plywood.

#7

Designates logs, wood-chips, powder and extracts.

#8

Designates underground parts (i.e. roots, rhizomes): whole, parts and powdered.

#9

Designates all parts and derivatives, except those bearing a label ‘Produced from Hoodia spp. material obtained through controlled harvesting and production under the terms of an agreement with the relevant CITES Management Authority of [Botswana under agreement No. BW/xxxxxx] [Namibia under agreement No. NA/xxxxxx] [South Africa under agreement No. ZA/xxxxxx]’.

#10

Designates logs, sawn wood, veneer sheets, including unfinished wood articles used for the fabrication of bows for stringed musical instruments.

#11

Designates logs, sawn wood, veneer sheets, plywood, powder and extracts. Finished products containing such extracts as ingredients, including fragrances, are not considered to be covered by this annotation.

#12

Designates logs, sawn wood, veneer sheets, plywood and extracts. Finished products containing such extracts as ingredients, including fragrances, are not considered to be covered by this annotation.

#13

Designates the kernel (also known as ‘endosperm’, ‘pulp’ or ‘copra’) and any derivative thereof.

#14

Designates all parts and derivatives, except:

(a)

seeds and pollen;

(b)

seedling or tissue cultures obtained in vitro, in solid or liquid media, transported in sterile containers;

(c)

fruits;

(d)

leaves;

(e)

exhausted agarwood powder, including compressed powder in all shapes; and

(f)

finished products packaged and ready for retail trade, this exemption does not apply to wood chips, beads, prayer beads and carvings.

#15

Designates all parts and derivatives, except:

(a)

leaves, flowers, pollen, fruits, and seeds;

(b)

finished products to a maximum weight of wood of the listed species of up to 10 kg per shipment;

(c)

finished musical instruments, finished musical instrument parts and finished musical instrument accessories;

(d)

parts and derivatives of Dalbergia cochinchinensis which are covered by Annotation #4;

(e)

parts and derivatives of Dalbergia spp. originating and exported from Mexico which are covered by Annotation #6;

#16

Designates seeds, fruits, and oils;

#17

Logs, sawn wood, veener sheets, plywood and transformed wood.

13.   

The terms and expressions below, used in annotations in these Annexes, are defined as follows:

Extract

Any substance obtained directly from plant material by physical or chemical means regardless of the manufacturing process. An extract may be solid (e.g. crystals, resin, fine or coarse particles), semisolid (e.g. gums, waxes) or liquid (e.g. solutions, tinctures, oil and essential oils).

Finished musical instruments

A musical instrument (as referenced by the Harmonized System of the World Customs Organization, Chapter 92; musical instruments, parts and accessories of such articles) that is ready to play or needs only the installation of parts to make it playable. This term includes antique instruments (as defined by the Harmonized System codes 97.05 and 97.06; Works of art, collectors’ pieces and antiques).

Finished musical instrument accessories

A musical instrument accessory (as referenced by the Harmonized System of the World Customs Organization, Chapter 92; musical instruments, parts and accessories of such articles) that is separate from the musical instrument, and is specifically designed or shaped to be used explicitly in association with an instrument, and that requires no further modification to be used.

Finished musical instrument parts

A part (as referenced by the Harmonized System of the World Customs Organization, Chapter 92; musical instruments, parts and accessories of such articles) of a musical instrument that is ready to install and is specifically designed and shaped to be used explicitly in association with the instrument to make it playable.

Finished products packaged and ready for retail trade

Products, shipped singly or in bulk, requiring no further processing, packaged, labelled for final use or the retail trade in a state fit for being sold to or used by the general public.

Powder

A dry, solid substance in the form of fine or coarse particles

Shipment

Cargo transported under the terms of a single bill of lading or air waybill, irrespective of the quantity or number of containers or packages; or pieces worn, carried or included in personal baggage.

10 kg per shipment

For the term ‘10 kg per shipment’, the 10 kg limit should be interpreted as referring to the weight of the individual portions of each item in the shipment made of wood of the species concerned. In other words, the 10 kg limit is to be assessed against the weight of the individual portions of wood of Dalbergia/Guibourtia species contained in each item of the shipment, rather than against the total weight of the shipment.

Transformed wood

Defined by Harmonized System code 44.09. Wood (including strips, friezes for parquet flooring, not assembled), continuously shaped (tongued, grooved, v-jointed, beaded or the like) along any edges, ends or faces, whether or not planed, sanded or end-jointed.

Woodchips

Wood that has been reduced to small pieces.

14.   

As none of the species or higher taxa of FLORA included in Annex A is annotated to the effect that its hybrids shall be treated in accordance with Article 4(1), this means that artificially propagated hybrids produced from one or more of these species or taxa may be traded with a certificate of artificial propagation, and that seeds and pollen (including pollinia), cut flowers, seedling or tissue cultures obtained in vitro, in solid or liquid media, transported in sterile containers of these hybrids are not subject to this Regulation.

15.   

Urine, faeces and ambergris which are waste products and gained without the manipulation of the animal concerned are not subject to this Regulation.

16.   

In respect of fauna species listed in Annex D, this Regulation shall apply only to live specimens and whole, or substantially whole, dead specimens except for taxa which are annotated as follows to show that other parts and derivatives are also covered:

§ 1

Any whole, or substantially whole, skins, raw or tanned.

17.   

In respect of flora species listed in Annex D, this Regulation shall apply only to live specimens except for taxa which are annotated as follows to show that other parts and derivatives are also covered:

§ 3

Dried and fresh plants, including, where appropriate; leaves, roots/rootstock, stems, seeds/spores, bark and fruits.

§ 4

Logs, sawn wood and veneer sheets.

 

Annex A

Annex B

Annex C

Common name

FAUNA

CHORDATA (CHORDATES)

MAMMALIA

 

 

 

Mammals

ARTIODACTYLA

 

 

 

 

Antilocapridae

 

 

 

Pronghorn

 

Antilocapra americana (I) (Only the population of Mexico; no other population is included in the Annexes to this Regulation)

 

 

Mexican pronghorn

Bovidae

 

 

 

Antelopes, cattle, duikers, gazelles, goats, sheep etc.

 

Addax nasomaculatus (I)

 

 

Addax

 

 

Ammotragus lervia (II)

 

Barbary sheep

 

 

 

Antilope cervicapra (III Nepal/Pakistan)

Blackbuck

 

Bos gaurus (I) (Excludes the domesticated form referenced as Bos frontalis which is not subject to this Regulation)

 

 

Gaur

 

Bos mutus (I) (Excludes the domesticated form referenced as Bos grunniens which is not subject to this Regulation)

 

 

Wild yak

 

Bos sauveli (I)

 

 

Kouprey

 

 

 

Boselaphus tragocamelus (III Pakistan)

Nilgai

 

 

 

Bubalus arnee (III Nepal) (Excludes the domesticated form referenced as Bubalus bubalis, which is not subject to this Regulation)

Wild Asiatic buffalo

 

Bubalus depressicornis (I)

 

 

Lowland anoa

 

Bubalus mindorensis (I)

 

 

Tamarau

 

Bubalus quarlesi (I)

 

 

Mountain anoa

 

 

Budorcas taxicolor (II)

 

Takin

 

Capra falconeri (I)

 

 

Markhor

 

 

Capra caucasica (II)

 

Caucasian Tur

 

 

 

Capra hircus aegagrus (III Pakistan) (Specimens of the domesticated form are not subject to this Regulation)

Wild goat

 

 

 

Capra sibirica (III Pakistan)

Siberian Ibex

 

Capricornis milneedwardsii (I)

 

 

Chinese serow

 

Capricornis rubidus (I)

 

 

Red serow

 

Capricornis sumatraensis (I)

 

 

Sumatran serow

 

Capricornis thar (I)

 

 

Himalayan serow

 

 

Cephalophus brookei (II)

 

Brooke’s duiker

 

 

Cephalophus dorsalis (II)

 

Bay duiker

 

Cephalophus jentinki (I)

 

 

Jentink’s duiker

 

 

Cephalophus ogilbyi (II)

 

Ogilby’s duiker

 

 

Cephalophus silvicultor (II)

 

Yellow-backed duiker

 

 

Cephalophus zebra (II)

 

Zebra duiker

 

 

Damaliscus pygargus pygargus (II)

 

Bontebok

 

 

 

Gazella bennettii (III Pakistan)

Chinkara

 

Gazella cuvieri (I)

 

 

Cuvier’s gazelle

 

 

 

Gazella dorcas (III Algeria/Tunisia)

Dorcas gazelle

 

Gazella leptoceros (I)

 

 

Slender-horned gazelle

 

Hippotragus niger variani (I)

 

 

Giant sable antelope

 

 

Kobus leche (II)

 

Lechwe

 

Naemorhedus baileyi (I)

 

 

Red goral

 

Naemorhedus caudatus (I)

 

 

Long-tailed goral

 

Naemorhedus goral (I)

 

 

Himalayan goral

 

Naemorhedus griseus (I)

 

 

Chinese goral

 

Nanger dama (I)

 

 

Dama gazelle

 

Oryx dammah (I)

 

 

Scimitar-horned oryx

 

Oryx leucoryx (I)

 

 

Arabian oryx

 

 

Ovis ammon (II)

 

Altai argali

 

 

Ovis arabica (II)

 

Arabian wild sheep

 

 

Ovis bochariensis (II)

 

Bukhara urial

 

 

Ovis canadensis (II) (Only the population of Mexico; no other population is included in the Annexes to this Regulation)

 

Mexican bighorn sheep

 

 

Ovis collium (II) (*1)

 

Kazakhstan argali

 

 

Ovis cycloceros (II)

 

Afghan urial

 

 

Ovis darwini (II) (*1)

 

Gobi argali

 

Ovis gmelini (I) (population of Cyprus)

 

 

Anatolian sheep

 

Ovis hodgsonii (I)

 

 

Tibetan argali

 

 

Ovis jubata (II) (*1)

 

Shansi argali

 

 

Ovis karelini (II) (*1)

 

Tianshan argali

 

Ovis nigrimontana (I)

 

 

Karatau argali

 

 

Ovis polii (II) (*1)

 

Marco Polo argali

 

 

Ovis punjabiensis (II)

 

Punjab urial

 

 

Ovis severtzovi (II) (*1)

 

Severtzov’s agali

 

Ovis vignei (I)

 

 

Ladakh urial

 

Pantholops hodgsonii (I)

 

 

Chiru

 

 

Philantomba monticola (II)

 

Blue duiker

 

 

 

Pseudois nayaur (III Pakistan)

Bharal

 

Pseudoryx nghetinhensis (I)

 

 

Saola

 

Rupicapra pyrenaica ornata (II)

 

 

Abruzzo chamois

 

 

Saiga borealis (II) (A zero export quota for wild specimens traded for commercial purposes)

 

Mongolian saiga

 

 

Saiga tatarica (II) (A zero export quota for wild specimens traded for commercial purposes)

 

Steppe saiga

 

 

 

Tetracerus quadricornis (III Nepal)

Four-horned antelope

Camelidae

 

 

 

Camels, guanaco, vicuña

 

 

Lama guanicoe (II)

 

Guanaco

 

Vicugna vicugna (I) (Except for the populations of: Argentina [the populations of the Provinces of Jujuy, Catamarca and Salta, and the semi-captive populations of the Provinces of Jujuy, Salta, Catamarca, La Rioja and San Juan]; Bolivia [the whole population]; Chile [populations of the region of Tarapacá and of the region of Arica and Parinacota]; Ecuador [the whole population] and Peru [the whole population]; which are included in Annex B)

Vicugna vicugna (II) (Only the populations of Argentina [the populations of the Provinces of Jujuy, Catamarca and Salta, and the semi-captive populations of the Provinces of Jujuy, Salta, Catamarca, La Rioja and San Juan]; Bolivia [the whole population]; Chile [populations of the region of Tarapacá and of the region of Arica and Parinacota]; Ecuador [the whole population] and Peru [the whole population]; all other populations are included in Annex A) (3)

 

Vicuña

Cervidae

 

 

 

Deer, huemuls, muntjacs, pudus

 

Axis calamianensis (I)

 

 

Calamian deer

 

Axis kuhlii (I)

 

 

Bawean deer

 

 

 

Axis porcinus (III Pakistan (Except for the subspecies included in Annex A))

Hog deer

 

Axis porcinus annamiticus (I)

 

 

Indochina hog deer

 

Blastocerus dichotomus (I)

 

 

Marsh deer

 

 

Cervus elaphus bactrianus (II)

 

Bactrian deer

 

 

 

Cervus elaphus barbarus (III Algeria/Tunisia)

Barbary deer

 

Cervus elaphus hanglu (I)

 

 

Hangul

 

Dama dama mesopotamica (I)

 

 

Persian fallow deer

 

Hippocamelus spp. (I)

 

 

Huemuls

 

 

 

Mazama temama cerasina (III Guatemala)

Central American red brocket

 

Muntiacus crinifrons (I)

 

 

Black muntjac

 

Muntiacus vuquangensis (I)

 

 

Giant muntjac

 

 

 

Odocoileus virginianus mayensis (III Guatemala)

Guatemalan white-tailed deer

 

Ozotoceros bezoarticus (I)

 

 

Pampas deer

 

 

Pudu mephistophiles (II)

 

Northern pudu

 

Pudu puda (I)

 

 

Southern pudu

 

Rucervus duvaucelii (I)

 

 

Barasingha

 

Rucervus eldii (I)

 

 

Eld’s deer

Giraffidae

 

Giraffa camelopardalis (II)

 

Giraffes

Giraffe

Hippopotamidae

 

 

 

Hippopotamuses

 

 

Hexaprotodon liberiensis (II)

 

Pygmy hippopotamus

 

 

Hippopotamus amphibius (II)

 

Common hippopotamus

Moschidae

 

 

 

Musk deer

 

Moschus spp. (I) (Only the populations of Afghanistan, Bhutan, India, Myanmar, Nepal and Pakistan; all other populations are included in Annex B)

Moschus spp. (II) (Except for the populations of Afghanistan, Bhutan, India, Myanmar, Nepal and Pakistan, which are included in Annex A)

 

Musk deer

Suidae

 

 

 

Babirusa, hogs, pigs

 

Babyrousa babyrussa (I)

 

 

Buru babirusa

 

Babyrousa bolabatuensis (I)

 

 

Bola Batu babirusa

 

Babyrousa celebensis (I)

 

 

North Sulawesi babirusa

 

Babyrousa togeanensis (I)

 

 

Malenge babirusa

 

Sus salvanius (I)

 

 

Pygmy hog

Tayassuidae

 

 

 

Peccaries

 

 

Tayassuidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A and excluding the populations of Pecari tajacu of Mexico and the United States, which are not included in the Annexes to this Regulation)

 

Peccaries

 

Catagonus wagneri (I)

 

 

Chacoan peccary

CARNIVORA

 

 

 

 

Ailuridae

 

 

 

 

 

Ailurus fulgens (I)

 

 

Red panda

Canidae

 

 

 

Dogs, foxes, wolves

 

 

 

Canis aureus (III India)

Golden jackal

 

Canis lupus (I/II)

(All populations except those of Spain north of the Duero and Greece north of the 39th parallel. Populations of Bhutan, India, Nepal and Pakistan are listed in Appendix I; all other populations are listed in Appendix II. Excludes the domesticated form and the dingo which are referenced as Canis lupus familiaris and Canis lupus dingo)

Canis lupus (II) (Populations of Spain north of the Duero and Greece north of the 39th parallel.Excludes the domesticated form and the dingo which are referenced as Canis lupus familiaris and Canis lupus dingo)

 

Grey wolf

 

Canis simensis

 

 

Ethiopian wolf

 

 

Cerdocyon thous (II)

 

Crab-eating fox

 

 

Chrysocyon brachyurus (II)

 

Maned wolf

 

 

Cuon alpinus (II)

 

Dhole

 

 

Lycalopex culpaeus (II)

 

Culpeo

 

 

Lycalopex fulvipes (II)

 

Darwin’s fox

 

 

Lycalopex griseus (II)

 

South American grey fox

 

 

Lycalopex gymnocercus (II)

 

Pampas fox

 

Speothos venaticus (I)

 

 

Bush dog

 

 

 

Vulpes bengalensis (III India)

Bengal fox

 

 

Vulpes cana (II)

 

Blanford’s fox

 

 

Vulpes zerda (II)

 

Fennec fox

Eupleridae

 

 

 

 

 

 

Cryptoprocta ferox (II)

 

Fossa

 

 

Eupleres goudotii (II)

 

Falanouc

 

 

Fossa fossana (II)

 

Malagasy civet

Felidae

 

 

 

Cats, cheetahs, leopards, lions, tigers etc.

 

 

Felidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A. Specimens of the domesticated form are not subject to this Regulation. For Panthera leo (African populations): A zero annual export quota is established for specimens of bones, bone pieces, bone products, claws, skeletons, skulls and teeth removed from the wild and traded for commercial purposes.

Annual export quotas for trade in bones, bone pieces, bone products, claws, skeletons, skulls and teeth for commercial purposes, derived from captive breeding operations in South Africa, will be established and communicated annually to the CITES Secretariat.)

 

Cats

 

Acinonyx jubatus (I) (Annual export quotas for live specimens and hunting trophies are granted as follows: Botswana: 5; Namibia: 150; Zimbabwe: 50. The trade in such specimens is subject to Article 4(1))

 

 

Cheetah

 

Caracal caracal (I) (Only the population of Asia; all other populations are included in Annex B)

 

 

Asian Caracal

 

Catopuma temminckii (I)

 

 

Asian golden cat

 

Felis nigripes (I)

 

 

Black-footed cat

 

Felis silvestris (II)

 

 

Wild cat

 

Herpailurus yagouaroundi (I) (Only the populations of Central and North America; all other populations are included in Annex B)

 

 

Jaguarundi

 

Leopardus geoffroyi (I)

 

 

Geoffroy’s cat

 

Leopardus guttulus (I)

 

 

Southern tigrina

 

Leopardus jacobita (I)

 

 

Andean mountain cat

 

Leopardus pardalis (I)

 

 

Ocelot

 

Leopardus tigrinus (I)

 

 

Oncilla

 

Leopardus wiedii (I)

 

 

Margay

 

Lynx lynx (II)

 

 

Eurasian lynx

 

Lynx pardinus (I)

 

 

Iberian lynx

 

Neofelis diardi (I)

 

 

Sunda clouded leopard

 

Neofelis nebulosa (I)

 

 

Mainland clouded leopard

 

Panthera leo (I) (Only the populations of India; all other populations are included in Annex B)

 

 

Asiatic lion

 

Panthera onca (I)

 

 

Jaguar

 

Panthera pardus (I)

 

 

Leopard

 

Panthera tigris (I)

 

 

Tiger

 

Panthera uncia (I)

 

 

Snow leopard

 

Pardofelis marmorata (I)

 

 

Marbled cat

 

Prionailurus bengalensis bengalensis (I) (Only the populations of Bangladesh, India and Thailand; all other populations are included in Annex B)

 

 

Bengal leopard cat

 

Prionailurus iriomotensis (II)

 

 

Iriomote cat

 

Prionailurus planiceps (I)

 

 

Flat-headed cat

 

Prionailurus rubiginosus (I) (Only the population of India; all other populations are included in Annex B)

 

 

Rusty-spotted cat

 

Puma concolor (I) (Only the populations of Costa Rica and Panama; all other populations are included in Annex B)

 

 

Costa Rican cougar

Herpestidae

 

 

 

Mongooses

 

 

 

Herpestes edwardsi (III India/Pakistan)

Indian grey mongoose

 

 

 

Herpestes fuscus (III India)

Indian brown mongoose

 

 

 

Herpestes javanicus (III Pakistan)

Small Asian mongoose

 

 

 

Herpestes javanicus auropunctatus (III India)

Small Indian mongoose

 

 

 

Herpestes smithii (III India)

Ruddy mongoose

 

 

 

Herpestes urva (III India)

Crab-eating mongoose

 

 

 

Herpestes vitticollis (III India)

Stripe-necked mongoose

Hyaenidae

 

 

 

Aardwolf, hyenas

 

 

 

Hyaena hyaena (III Pakistan)

Striped hyena

 

 

 

Proteles cristata (III Botswana)

Aardwolf

Mephitidae

 

 

 

Skunks

 

 

Conepatus humboldtii (II)

 

Humboldt’s hog-nosed skunk

Mustelidae

 

 

 

Badgers, martens, weasels etc.

Lutrinae

 

 

 

Otters

 

 

Lutrinae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Otters

 

Aonyx capensis microdon (I) (Only the populations of Cameroon and Nigeria; all other populations are included in Annex B)

 

 

Cameroon clawless otter

 

Aonyx cinerea (I)

 

 

Small-clawed otter

 

Enhydra lutris nereis (I)

 

 

Southern sea otter

 

Lontra felina (I)

 

 

Marine otter

 

Lontra longicaudis (I)

 

 

Neotropical otter

 

Lontra provocax (I)

 

 

Southern river otter

 

Lutra lutra (I)

 

 

European otter

 

Lutra nippon (I)

 

 

Japanese otter

 

Lutrogale perspicillata (I)

 

 

Smooth-coated otter

 

Pteronura brasiliensis (I)

 

 

Giant otter

Mustelinae

 

 

 

Grisons, martens, tayra, weasels

 

 

 

Eira barbara (III Honduras)

Tayra

 

 

 

Martes flavigula (III India)

Yellow-throated marten

 

 

 

Martes foina intermedia (III India)

Stone marten

 

 

 

Martes gwatkinsii (III India)

Nilgiri marten

 

 

 

Mellivora capensis (III Botswana)

Honey badger

 

Mustela nigripes (I)

 

 

Black-footed ferret

Odobenidae

 

 

 

Walrus

 

 

Odobenus rosmarus (III Canada)

 

Walrus

Otariidae

 

 

 

Fur seals, sealions

 

 

Arctocephalus spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Fur seals

 

Arctocephalus philippii (II)

 

 

Juan Fernández fur seal

 

Arctocephalus townsendi (I)

 

 

Guadalupe fur seal

Phocidae

 

 

 

Seals

 

 

Mirounga leonina (II)

 

Southern elephant seal

 

Monachus spp. (I)

 

 

Monk seals

Procyonidae

 

 

 

Coatis, olingos

 

 

 

Nasua narica (III Honduras)

White-nosed coati

 

 

 

Nasua nasua solitaria (III Uruguay)

South Brazilian coati

 

 

 

Potos flavus (III Honduras)

Kinkajou

Ursidae

 

 

 

Bears

 

 

Ursidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Bears

 

Ailuropoda melanoleuca (I)

 

 

Giant panda

 

Helarctos malayanus (I)

 

 

Sun bear

 

Melursus ursinus (I)

 

 

Sloth bear

 

Tremarctos ornatus (I)

 

 

Spectacled bear

 

Ursus arctos (I/II)

(Only the populations of Bhutan, China, Mexico and Mongolia and the subspecies Ursus arctos isabellinus are listed in Appendix I; all other populations and subspecies are listed in Appendix II)

 

 

Brown bear

 

Ursus thibetanus (I)

 

 

Asian black bear

Viverridae

 

 

 

Binturong, civets, linsangs, otter-civet, palm civet

 

 

 

Arctictis binturong (III India)

Binturong

 

 

 

Civettictis civetta (III Botswana)

African civet

 

 

Cynogale bennettii (II)

 

Otter civet

 

 

Hemigalus derbyanus (II)

 

Banded palm civet

 

 

 

Paguma larvata (III India)

Masked palm civet

 

 

 

Paradoxurus hermaphroditus (III India)

Asian palm civet

 

 

 

Paradoxurus jerdoni (III India)

Jerdon’s palm civet

 

 

Prionodon linsang (II)

 

Banded linsang

 

Prionodon pardicolor (I)

 

 

Spotted linsang

 

 

 

Viverra civettina (III India)

Malabar large-spotted civet

 

 

 

Viverra zibetha (III India)

Large Indian civet

 

 

 

Viverricula indica (III India)

Small Indian civet

CETACEA

 

 

 

Cetaceans (dolphins, porpoises, whales)

 

CETACEA spp. (I/II)  (4)

 

 

Cetaceans

CHIROPTERA

 

 

 

 

Phyllostomidae

 

 

 

Broad-nosed bats

 

 

 

Platyrrhinus lineatus (III Uruguay)

White-lined bat

Pteropodidae

 

 

 

Fruit bats, flying foxes

 

 

Acerodon spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Flying foxes

 

Acerodon jubatus (I)

 

 

Golden-capped fruit bat

 

 

Pteropus spp. (II) (Except for the species included in Annex A and except for Pteropus brunneus.)

 

Flying foxes

 

Pteropus insularis (I)

 

 

Ruck flying fox

 

Pteropus livingstonii (II)

 

 

Comoro flying fox

 

Pteropus loochoensis (I)

 

 

Japanese flying fox

 

Pteropus mariannus (I)

 

 

Marianas flying fox

 

Pteropus molossinus (I)

 

 

Caroline flying fox

 

Pteropus pelewensis (I)

 

 

Pelew flying fox

 

Pteropus pilosus (I)

 

 

Large Pelew flying fox

 

Pteropus rodricensis (II)

 

 

Rodrigues flying fox

 

Pteropus samoensis (I)

 

 

Samoan flying fox

 

Pteropus tonganus (I)

 

 

Pacific flying fox

 

Pteropus ualanus (I)

 

 

Kosrae flying fox

 

Pteropus voeltzkowi (II)

 

 

Pemba flying fox

 

Pteropus yapensis (I)

 

 

Yap flying fox

CINGULATA

 

 

 

 

Dasypodidae

 

 

 

Armadillos

 

 

 

Cabassous tatouay (III Uruguay)

Greater naked-tailed armadillo

 

 

Chaetophractus nationi (II) (A zero annual export quota has been established. All specimens shall be deemed to be specimens of species included in Annex A and the trade in them shall be regulated accordingly)

 

Andean hairy armadillo

 

Priodontes maximus (I)

 

 

Giant armadillo

DASYUROMORPHIA

 

 

 

 

Dasyuridae

 

 

 

Dunnarts, marsupial mice, planigales

 

Sminthopsis longicaudata (I)

 

 

Long-tailed dunnart

 

Sminthopsis psammophila (I)

 

 

Sandhill dunnart

DIPROTODONTIA

 

 

 

 

Macropodidae

 

 

 

Kangaroos, wallabies

 

 

Dendrolagus inustus (II)

 

Grizzled tree-kangaroo

 

 

Dendrolagus ursinus (II)

 

Ursine tree-kangaroo

 

Lagorchestes hirsutus (I)

 

 

Rufous hare-wallaby

 

Lagostrophus fasciatus (I)

 

 

Banded hare-wallaby

 

Onychogalea fraenata (I)

 

 

Bridled nail-tail wallaby

Phalangeridae

 

 

 

Cuscus

 

 

Phalanger intercastellanus (II)

 

Eastern common cuscus

 

 

Phalanger mimicus (II)

 

Southern common cuscus

 

 

Phalanger orientalis (II)

 

Northern common cuscus

 

 

Spilocuscus kraemeri (II)

 

Admiralty Island cuscus

 

 

Spilocuscus maculatus (II)

 

Common spotted cuscus

 

 

Spilocuscus papuensis (II)

 

Waigeou cuscus

Potoroidae

 

 

 

Rat-kangaroos

 

Bettongia spp. (I)

 

 

Bettongs

Vombatidae

 

 

 

Wombats

 

Lasiorhinus krefftii (I)

 

 

Northern hairy-nosed wombat

LAGOMORPHA

 

 

 

 

Leporidae

 

 

 

Hares, rabbits

 

Caprolagus hispidus (I)

 

 

Hispid hare

 

Romerolagus diazi (I)

 

 

Volcano rabbit

MONOTREMATA

 

 

 

 

Tachyglossidae

 

 

 

Echidnas, spiny anteaters

 

 

Zaglossus spp. (II)

 

Long-beaked echidnas

PERAMELEMORPHIA

 

 

 

 

Peramelidae

 

 

 

 

 

Perameles bougainville (I)

 

 

Western barred bandicoot

Thylacomyidae

 

 

 

 

 

Macrotis lagotis (I)

 

 

Greater bilby

PERISSODACTYLA

 

 

 

 

Equidae

 

 

 

Horses, wild asses, zebras

 

Equus africanus (I) (Excludes the domesticated form referenced as Equus asinus, which is not subject to this Regulation)

 

 

African ass

 

Equus grevyi (I)

 

 

Grévy’s zebra

 

Equus hemionus (I/II) (The species is listed in Appendix II but subspecies Equus hemionus hemionus and Equus hemionus khur are listed in Appendix I)

 

 

Asiatic wild ass

 

Equus kiang (II)

 

 

Kiang

 

Equus przewalskii (I)

 

 

Przewalski’s horse

 

 

Equus zebra hartmannae (II)

 

Hartmann’s mountain zebra

 

 

Equus zebra zebra (II)

 

Cape mountain zebra

Rhinocerotidae

 

 

 

Rhinoceroses

 

Rhinocerotidae spp. (I) (Except for the subspecies included in Annex B)

 

 

Rhinoceroses

 

 

Ceratotherium simum simum (II) (Only the populations of Eswatini and South Africa; all other populations are included in Annex A. For the exclusive purpose of allowing international trade in live animals to appropriate and acceptable destinations and trade in hunting trophies. All other specimens shall be deemed to be specimens of species included in Annex A and trade in them shall be regulated accordingly)

 

Southern white rhinoceros

Tapiridae

 

 

 

Tapirs

 

Tapiridae spp. (I) (Except for the species included in Annex B)

 

 

Tapirs

 

 

Tapirus terrestris (II)

 

South American tapir

PHOLIDOTA

 

 

 

 

Manidae

 

 

 

Pangolins

 

 

Manis spp. (II)

(Except for the species included in Annex A)

 

Pangolins

 

Manis crassicaudata (I)

 

 

Indian pangolin

 

Manis culionensis (I)

 

 

Philippine pangolin

 

Manis gigantea (I)

 

 

Giant pangolin

 

Manis javanica (I)

 

 

Sunda pangolin

 

Manis pentadactyla (I)

 

 

Chinese pangolin

 

Manis temminckii (I)

 

 

Ground pangolin

 

Manis tetradactyla (I)

 

 

Long-tailed pangolin

 

Manis tricuspis (I)

 

 

Tree pangolin

PILOSA

 

 

 

 

Bradypodidae

 

 

 

Three-toed sloths

 

 

Bradypus pygmaeus (II)

 

Pygmy tree-toed sloth

 

 

Bradypus variegatus (II)

 

Brown-throated sloth

Myrmecophagidae

 

 

 

American anteaters

 

 

Myrmecophaga tridactyla (II)

 

Giant anteater

 

 

 

Tamandua mexicana (III Guatemala)

Northern tamandua

PRIMATES

 

 

 

Primates (apes and monkeys)

 

 

PRIMATES spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Primates

Atelidae

 

 

 

Howlers, spider monkeys

 

Alouatta coibensis (I)

 

 

Coiba Island howler

 

Alouatta palliata (I)

 

 

Mantled howler

 

Alouatta pigra (I)

 

 

Guatemalan black howler

 

Ateles geoffroyi frontatus (I)

 

 

Black-browed spider monkey

 

Ateles geoffroyi ornatus (I)

 

 

Red spider monkey

 

Brachyteles arachnoides (I)

 

 

Southern muriqui

 

Brachyteles hypoxanthus (I)

 

 

Northern muriqui

 

Oreonax flavicauda (I)

 

 

Yellow-tailed woolly monkey

Cebidae

 

 

 

Marmosets, tamarins, New-world monkeys

 

Callimico goeldii (I)

 

 

Goeldi’s marmoset

 

Callithrix aurita (I)

 

 

Buffy-tufted marmoset

 

Callithrix flaviceps (I)

 

 

Buffy-headed marmoset

 

Leontopithecus spp. (I)

 

 

Lion tamarins

 

Saguinus bicolor (I)

 

 

Pied tamarin

 

Saguinus geoffroyi (I)

 

 

Geoffroy’s tamarin

 

Saguinus leucopus (I)

 

 

White-footed tamarin

 

Saguinus martinsi (I)

 

 

Martins’ bare-face tamarin

 

Saguinus oedipus (I)

 

 

Cottontop tamarin

 

Saimiri oerstedii (I)

 

 

Central American squirrel monkey

Cercopithecidae

 

 

 

Old-world monkeys

 

Cercocebus galeritus (I)

 

 

Tana River mangabey

 

Cercopithecus diana (I)

 

 

Diana monkey

 

Cercopithecus roloway (I)

 

 

Roloway monkey

 

Cercopithecus solatus (II)

 

 

Sun-tailed monkey

 

Colobus satanas (II)

 

 

Black colobus

 

Macaca silenus (I)

 

 

Lion-tailed macaque

 

Macaca sylvanus (I)

 

 

Barbary macaque

 

Mandrillus leucophaeus (I)

 

 

Drill

 

Mandrillus sphinx (I)

 

 

Mandrill

 

Nasalis larvatus (I)

 

 

Proboscis monkey

 

Piliocolobus foai (II)

 

 

Central African red colobus

 

Piliocolobus gordonorum (II)

 

 

Uzungwa red colobus

 

Piliocolobus kirkii (I)

 

 

Zanzibar red colobus

 

Piliocolobus pennantii (II)

 

 

Pennant’s red colobus

 

Piliocolobus preussi (II)

 

 

Preuss’s red colobus

 

Piliocolobus rufomitratus (I)

 

 

Tana River red colobus

 

Piliocolobus tephrosceles (II)

 

 

Ugandan red colobus

 

Piliocolobus tholloni (II)

 

 

Thollon’s red colobus

 

Presbytis potenziani (I)

 

 

Mentawai langur

 

Pygathrix spp. (I)

 

 

Douc langurs

 

Rhinopithecus spp. (I)

 

 

Snub-nosed monkeys

 

Semnopithecus ajax (I)

 

 

Kashmir grey langur

 

Semnopithecus dussumieri (I)

 

 

Southern Plains grey langur

 

Semnopithecus entellus (I)

 

 

Northern Plains grey langur

 

Semnopithecus hector (I)

 

 

Tarai grey langur

 

Semnopithecus hypoleucos (I)

 

 

Black-footed grey langur

 

Semnopithecus priam (I)

 

 

Tufted grey langur

 

Semnopithecus schistaceus (I)

 

 

Nepal grey langur

 

Simias concolor (I)

 

 

Simakobou

 

Trachypithecus delacouri (II)

 

 

Delacour’s langur

 

Trachypithecus francoisi (II)

 

 

François’s langur

 

Trachypithecus geei (I)

 

 

Gee’s golden langur

 

Trachypithecus hatinhensis (II)

 

 

Hatinh langur

 

Trachypithecus johnii (II)

 

 

Nilgiri langur

 

Trachypithecus laotum (II)

 

 

Laotian langur

 

Trachypithecus pileatus (I)

 

 

Capped langur

 

Trachypithecus poliocephalus (II)

 

 

White-headed langur

 

Trachypithecus shortridgei (I)

 

 

Shortridge’s langur

Cheirogaleidae

 

 

 

Dwarf lemurs and mouse-lemurs

 

Cheirogaleidae spp. (I)

 

 

Dwarf lemurs and mouse lemurs

Daubentoniidae

 

 

 

Aye-aye

 

Daubentonia madagascariensis (I)

 

 

Aye-aye

Hominidae

 

 

 

Chimpanzees, gorillas, orang-utan

 

Gorilla beringei (I)

 

 

Eastern gorilla

 

Gorilla gorilla (I)

 

 

Western gorilla

 

Pan spp. (I)

 

 

Chimpanzee and bonobo

 

Pongo abelii (I)

 

 

Sumatran orangutan

 

Pongo pygmaeus (I)

 

 

Bornean orangutan

Hylobatidae

 

 

 

Gibbons

 

Hylobatidae spp. (I)

 

 

Gibbons

Indriidae

 

 

 

Indri, sifakas and woolly lemurs

 

Indriidae spp. (I)

 

 

Indri, sifakas and woolly lemurs

Lemuridae

 

 

 

Large lemurs

 

Lemuridae spp. (I)

 

 

Large lemurs

Lepilemuridae

 

 

 

Sportive lemurs

 

Lepilemuridae spp. (I)

 

 

Sportive lemurs

Lorisidae

 

 

 

Lorises

 

Nycticebus spp. (I)

 

 

Slow lorises

Pitheciidae

 

 

 

Uacaris, titis, sakis

 

Cacajao spp. (I)

 

 

Uacaris

 

Callicebus barbarabrownae (II)

 

 

Barbara Brown’s Titi

 

Callicebus melanochir (II)

 

 

Coastal Black-handed Titi

 

Callicebus nigrifrons (II)

 

 

Black-fronted Titi

 

Callicebus personatus (II)

 

 

Atlantic titi

 

Chiropotes albinasus (I)

 

 

White-nosed saki

Tarsiidae

 

 

 

Tarsiers

 

Tarsius spp. (II)

 

 

Tarsiers

PROBOSCIDEA

 

 

 

 

Elephantidae

 

 

 

Elephants

 

Elephas maximus (I)

 

 

Asian elephant

 

Loxodonta africana (I) (Except for the populations of Botswana, Namibia, South Africa and Zimbabwe, which are included in Annex B)

Loxodonta africana (II)

(Only the populations of Botswana, Namibia, South Africa and Zimbabwe (5); all other populations are included in Annex A)

 

African elephant

RODENTIA

 

 

 

 

Chinchillidae

 

 

 

Chinchillas

 

Chinchilla spp. (I) (Specimens of the domesticated form are not subject to this Regulation)

 

 

Chinchillas

Cuniculidae

 

 

 

Pacas

 

 

 

Cuniculus paca (III Honduras)

Lowland paca

Dasyproctidae

 

 

 

Agoutis

 

 

 

Dasyprocta punctata (III Honduras)

Central American agouti

Erethizontidae

 

 

 

New-world porcupines

 

 

 

Sphiggurus mexicanus (III Honduras)

Mexican hairy dwarf porcupine

 

 

 

Sphiggurus spinosus (III Uruguay)

Paraguaian hairy dwarf porcupine

Hystricidae

 

 

 

Old-world porcupines

 

Hystrix cristata

 

 

Crested porcupine

Muridae

 

 

 

Mice, rats

 

 

Leporillus conditor (II)

 

Greater stick-nest rat

 

 

Pseudomys fieldi (II)

 

Shark Bay mouse

 

 

Xeromys myoides (II)

 

False water rat

 

 

Zyzomys pedunculatus (II)

 

Central Australian rock rat

Sciuridae

 

 

 

Ground squirrels, tree squirrels

 

Cynomys mexicanus (I)

 

 

Mexican prairie dog

 

 

 

Marmota caudata (III India)

Long-tailed marmot

 

 

 

Marmota himalayana (III India)

Himalayan marmot

 

 

Ratufa spp. (II)

 

Giant squirrels

SCANDENTIA

 

 

 

 

 

 

SCANDENTIA spp. (II)

 

Treeshrews

SIRENIA

 

 

 

 

Dugongidae

 

 

 

Dugong

 

Dugong dugon (I)

 

 

Dugong

Trichechidae

 

 

 

Manatees

 

Trichechus inunguis (I)

 

 

 

 

Trichechus manatus (I)

 

 

 

 

Trichechus senegalensis (I)

 

 

 

AVES

 

 

 

Birds

ANSERIFORMES

 

 

 

 

Anatidae

 

 

 

Ducks, geese, swans etc.

 

Anas aucklandica (I)

 

 

Auckland Islands teal

 

 

Anas bernieri (II)

 

Madagascar teal

 

Anas chlorotis (I)

 

 

Brown teal

 

 

Anas formosa (II)

 

Baikal teal

 

Anas laysanensis (I)

 

 

Laysan duck

 

Anas nesiotis (I)

 

 

Campbell Island teal

 

Anas querquedula

 

 

Garganey

 

Asarcornis scutulata (I)

 

 

White-winged duck

 

Aythya innotata

 

 

Madagascar pochard

 

Aythya nyroca

 

 

Ferruginous duck

 

Branta canadensis leucopareia (I)

 

 

Aleutian goose

 

Branta ruficollis (II)

 

 

Red-breasted goose

 

Branta sandvicensis (I)

 

 

Nene

 

 

Coscoroba coscoroba (II)

 

Coscoroba swan

 

 

Cygnus melancoryphus (II)

 

Black-necked swan

 

 

Dendrocygna arborea (II)

 

West Indian whistling-duck

 

 

 

Dendrocygna autumnalis (III Honduras)

Black-bellied whistling-duck

 

 

 

Dendrocygna bicolor (III Honduras)

Fulvous whistling-duck

 

Mergus octosetaceus

 

 

Brazilian merganser

 

Oxyura leucocephala (II)

 

 

White-headed duck

 

Rhodonessa caryophyllacea (I)

 

 

Pink-headed duck

 

 

Sarkidiornis melanotos (II)

 

Comb duck

 

Tadorna cristata

 

 

Crested shelduck

APODIFORMES

 

 

 

 

Trochilidae

 

 

 

Hummingbirds

 

 

Trochilidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Hummingbirds

 

Glaucis dohrnii (I)

 

 

Hook-billed hermit

CHARADRIIFORMES

 

 

 

 

Burhinidae

 

 

 

Thick-knees

 

 

 

Burhinus bistriatus (III Guatemala)

Double-striped thick-knee

Laridae

 

 

 

Gulls, terns

 

Larus relictus (I)

 

 

Relict gull

Scolopacidae

 

 

 

Curlews, greenshanks

 

Numenius borealis (I)

 

 

Eskimo curlew

 

Numenius tenuirostris (I)

 

 

Slender-billed curlew

 

Tringa guttifer (I)

 

 

Nordmann’s greenshank

CICONIIFORMES

 

 

 

 

Ardeidae

 

 

 

Egrets, herons

 

Ardea alba

 

 

Great egret

 

Bubulcus ibis

 

 

Cattle egret

 

Egretta garzetta

 

 

Little egret

Balaenicipitidae

 

 

 

Shoebill, whale-headed stork

 

 

Balaeniceps rex (II)

 

Shoebill

Ciconiidae

 

 

 

Storks

 

Ciconia boyciana (I)

 

 

Oriental stork

 

Ciconia nigra (II)

 

 

Black stork

 

Ciconia stormi

 

 

Storm’s stork

 

Jabiru mycteria (I)

 

 

Jabiru

 

Leptoptilos dubius

 

 

Greater adjutant stork

 

Mycteria cinerea (I)

 

 

Milky stork

Phoenicopteridae

 

 

 

Flamingos

 

 

Phoenicopteridae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Flamingos

 

Phoenicopterus ruber (II)

 

 

Greater flamingo

Threskiornithidae

 

 

 

Ibises, spoonbills

 

 

Eudocimus ruber (II)

 

Scarlet ibis

 

Geronticus calvus (II)

 

 

Bald ibis

 

Geronticus eremita (I)

 

 

Waldrapp

 

Nipponia nippon (I)

 

 

Crested ibis

 

Platalea leucorodia (II)

 

 

Eurasian spoonbill

 

Pseudibis gigantea

 

 

Giant ibis

COLUMBIFORMES

 

 

 

 

Columbidae

 

 

 

Doves, pigeons

 

Caloenas nicobarica (I)

 

 

Nicobar pigeon

 

Claravis godefrida

 

 

Purple-winged ground-dove

 

Columba livia

 

 

Rock pigeon

 

Ducula mindorensis (I)

 

 

Mindoro zone-tailed pigeon

 

 

Gallicolumba luzonica (II)

 

Luzon bleeding-heart

 

 

Goura spp. (II)

 

Crowned-pigeons

 

Leptotila wellsi

 

 

Grenada dove

 

 

 

Nesoenas mayeri (III Mauritius)

Pink pigeon

 

Streptopelia turtur

 

 

European turtle-dove

CORACIIFORMES

 

 

 

 

Bucerotidae

 

 

 

Hornbills

 

 

Aceros spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Hornbills

 

Aceros nipalensis (I)

 

 

Rufous-necked hornbill

 

 

Anorrhinus spp. (II)

 

Hornbills

 

 

Anthracoceros spp. (II)

 

Hornbills

 

 

Berenicornis spp. (II)

 

Hornbills

 

 

Buceros spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Hornbills

 

Buceros bicornis (I)

 

 

Great hornbill

 

 

Penelopides spp. (II)

 

Hornbills

 

Rhinoplax vigil (I)

 

 

Helmeted hornbill

 

 

Rhyticeros spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Hornbills

 

Rhyticeros subruficollis (I)

 

 

Plain-pouched hornbill

CUCULIFORMES

 

 

 

 

Musophagidae

 

 

 

Turacos

 

 

Tauraco spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Turacos

 

Tauraco bannermani (II)

 

 

Bannerman’s turaco

FALCONIFORMES

 

 

 

Diurnal birds of prey (eagles, falcons, hawks, vultures)

 

 

FALCONIFORMES spp. (II)

(Except for the species included in Annex A; except for one species of the family Cathartidae included in Annex C; the other species of that family are not included in the Annexes to this Regulation; and except for Caracara lutosa)

 

Diurnal birds of prey

Accipitridae

 

 

 

Hawks, eagles

 

Accipiter brevipes (II)

 

 

Levant sparrowhawk

 

Accipiter gentilis (II)

 

 

Northern goshawk

 

Accipiter nisus (II)

 

 

Eurasian sparrowhawk

 

Aegypius monachus (II)

 

 

Cinereous vulture

 

Aquila adalberti (I)

 

 

Adalbert’s eagle

 

Aquila chrysaetos (II)

 

 

Golden eagle

 

Aquila clanga (II)

 

 

Greater spotted eagle

 

Aquila heliaca (I)

 

 

Imperial eagle

 

Aquila pomarina (II)

 

 

Lesser spotted eagle

 

Buteo buteo (II)

 

 

Common buzzard

 

Buteo lagopus (II)

 

 

Rough-legged buzzard

 

Buteo rufinus (II)

 

 

Long-legged buzzard

 

Chondrohierax uncinatus wilsonii (I)

 

 

Cuban hook-billed kite

 

Circaetus gallicus (II)

 

 

Short-toed snake-eagle

 

Circus aeruginosus (II)

 

 

Western marsh-harrier

 

Circus cyaneus (II)

 

 

Northern harrier

 

Circus macrourus (II)

 

 

Pallid harrier

 

Circus pygargus (II)

 

 

Montagu’s harrier

 

Elanus caeruleus (II)

 

 

Black-winged kite

 

Eutriorchis astur (II)

 

 

Madagascar serpent-eagle

 

Gypaetus barbatus (II)

 

 

Lammergeier

 

Gyps fulvus (II)

 

 

Eurasian griffon

 

Haliaeetus spp. (I/II) (Haliaeetus albicilla is listed in Appendix I; the other species are listed in Appendix II)

 

 

Sea-eagles

 

Harpia harpyja (I)

 

 

Harpy eagle

 

Hieraaetus fasciatus (II)

 

 

Bonelli’s eagle

 

Hieraaetus pennatus (II)

 

 

Booted eagle

 

Leucopternis occidentalis (II)

 

 

Grey-backed hawk

 

Milvus migrans (II) (Except for Milvus migrans lineatus which is included in Annex B)

 

 

Black kite

 

Milvus milvus (II)

 

 

Red kite

 

Neophron percnopterus (II)

 

 

Egyptian vulture

 

Pernis apivorus (II)

 

 

European honey-buzzard

 

Pithecophaga jefferyi (I)

 

 

Great Philippine eagle

Cathartidae

 

 

 

New world vultures

 

Gymnogyps californianus (I)

 

 

California condor

 

 

 

Sarcoramphus papa (III Honduras)

King vulture

 

Vultur gryphus (I)

 

 

Andean condor

Falconidae

 

 

 

Falcons

 

Falco araeus (I)

 

 

Seychelles kestrel

 

Falco biarmicus (II)

 

 

Lanner falcon

 

Falco cherrug (II)

 

 

Saker falcon

 

Falco columbarius (II)

 

 

Merlin

 

Falco eleonorae (II)

 

 

Eleonora’s falcon

 

Falco jugger (I)

 

 

Laggar falcon

 

Falco naumanni (II)

 

 

Lesser kestrel

 

Falco newtoni (I) (Only the population of the Seychelles)

 

 

Newton’s kestrel

 

Falco pelegrinoides (I)

 

 

Barbary falcon

 

Falco peregrinus (I)

 

 

Peregrine falcon

 

Falco punctatus (I)

 

 

Mauritius kestrel

 

Falco rusticolus (I)

 

 

Gyrfalcon

 

Falco subbuteo (II)

 

 

Eurasian hobby

 

Falco tinnunculus (II)

 

 

Common kestrel

 

Falco vespertinus (II)

 

 

Red-footed falcon

Pandionidae

 

 

 

Ospreys

 

Pandion haliaetus (II)

 

 

Osprey

GALLIFORMES

 

 

 

 

Cracidae

 

 

 

 

 

Crax alberti (III Colombia)

 

 

Blue-knobbed curassow

 

Crax blumenbachii (I)

 

 

Red-billed curassow

 

 

 

Crax daubentoni (III Colombia)

Yellow-knobbed curassow

 

 

Crax fasciolata

 

Bare-faced Curassow

 

 

 

Crax globulosa (III Colombia)

Wattled curassow

 

 

 

Crax rubra (III Colombia/Guatemala/Honduras)

Great currasow

 

Mitu mitu (I)

 

 

Alagoas curassow

 

Oreophasis derbianus (I)

 

 

Horned guan

 

 

 

Ortalis vetula (III Guatemala/Honduras)

Plain chachalaca

 

 

 

Pauxi pauxi (III Colombia)

Helmeted curassow

 

Penelope albipennis (I)

 

 

White-winged guan

 

 

 

Penelope purpurascens (III Honduras)

Crested guan

 

 

 

Penelopina nigra (III Guatemala)

Highland guan

 

Pipile jacutinga (I)

 

 

Black-fronted piping guan

 

Pipile pipile (I)

 

 

Trinidad piping guan

Megapodiidae

 

 

 

Megapodes, scrubfowl

 

Macrocephalon maleo (I)

 

 

Maleo

Phasianidae

 

 

 

Grouse, guineafowl, partridges, pheasants, tragopans

 

 

Argusianus argus (II)

 

Great argus

 

Catreus wallichii (I)

 

 

Cheer pheasant

 

Colinus virginianus ridgwayi (I)

 

 

Masked bobwhite

 

Crossoptilon crossoptilon (I)

 

 

White eared-pheasant

 

Crossoptilon mantchuricum (I)

 

 

Brown eared-pheasant

 

 

Gallus sonneratii (II)

 

Grey junglefowl

 

 

Ithaginis cruentus (II)

 

Blood pheasant

 

Lophophorus impejanus (I)

 

 

Himalayan monal

 

Lophophorus lhuysii (I)

 

 

Chinese monal

 

Lophophorus sclateri (I)

 

 

Sclater’s monal

 

Lophura edwardsi (I)

 

 

Edwards’ pheasant

 

 

Lophura hatinhensis

 

Vietnamese fireback

 

 

 

Lophura leucomelanos (III Pakistan)

Kalij pheasant

 

Lophura swinhoii (I)

 

 

Swinhoe’s pheasant

 

 

 

Meleagris ocellata (III Guatemala)

Ocellated turkey

 

Odontophorus strophium

 

 

Gorgeted wood-quail

 

Ophrysia superciliosa

 

 

Himalayan quail

 

 

 

Pavo cristatus (III Pakistan)

Indian peafowl

 

 

Pavo muticus (II)

 

Green peafowl

 

 

Polyplectron bicalcaratum (II)

 

Grey peacock-pheasant

 

 

Polyplectron germaini (II)

 

Germain’s peacock-pheasant

 

 

Polyplectron malacense (II)

 

Malayan peacock-pheasant

 

Polyplectron napoleonis (I)

 

 

Palawan peacock-pheasant

 

 

Polyplectron schleiermacheri (II)

 

Bornean peacock-pheasant

 

 

 

Pucrasia macrolopha (III Pakistan)

Koklass pheasant

 

Rheinardia ocellata (I)

 

 

Crested argus

 

Syrmaticus ellioti (I)

 

 

Elliot’s pheasant

 

Syrmaticus humiae (I)

 

 

Hume’s pheasant

 

Syrmaticus mikado (I)

 

 

Mikado pheasant

 

 

Syrmaticus reevesii (II)

 

Reeves’s pheasant

 

Tetraogallus caspius (I)

 

 

Caspian snowcock

 

Tetraogallus tibetanus (I)

 

 

Tibetan snowcock

 

Tragopan blythii (I)

 

 

Blyth’s tragopan

 

Tragopan caboti (I)

 

 

Cabot’s tragopan

 

Tragopan melanocephalus (I)

 

 

Western tragopan

 

 

 

Tragopan satyra (III Nepal)

Satyr tragopan

 

 

Tympanuchus cupido attwateri (II)

 

Attwater’s prairie-chicken

GRUIFORMES

 

 

 

 

Gruidae

 

 

 

Cranes

 

 

Gruidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Cranes

 

Balearica pavonina (I)

 

 

Black crowned crane

 

Grus americana (I)

 

 

Whooping crane

 

Grus canadensis (I/II) (The species is listed in Appendix II but subspecies Grus canadensis nesiotes and Grus canadensis pulla are listed in Appendix I)

 

 

Sandhill crane

 

Grus grus (II)

 

 

Common crane

 

Grus japonensis (I)

 

 

Red-crowned crane

 

Grus leucogeranus (I)

 

 

Siberian crane

 

Grus monacha (I)

 

 

Hooded crane

 

Grus nigricollis (I)

 

 

Black-necked crane

 

Grus vipio (I)

 

 

White-necked crane

Otididae

 

 

 

Bustards

 

 

Otididae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Bustards

 

Ardeotis nigriceps (I)

 

 

Indian bustard

 

Chlamydotis macqueenii (I)

 

 

Macqueen’s bustard

 

Chlamydotis undulata (I)

 

 

Houbara bustard

 

Houbaropsis bengalensis (I)

 

 

Bengal florican

 

Otis tarda (II)

 

 

Great bustard

 

Sypheotides indicus (II)

 

 

Lesser florican

 

Tetrax tetrax (II)

 

 

Little bustard

Rallidae

 

 

 

Coots, rails

 

Gallirallus sylvestris (I)

 

 

Lord Howe rail

Rhynochetidae

 

 

 

Kagu

 

Rhynochetos jubatus (I)

 

 

Kagu

PASSERIFORMES

 

 

 

 

Atrichornithidae

 

 

 

Scrub-birds

 

Atrichornis clamosus (I)

 

 

Noisy scrub-bird

Cotingidae

 

 

 

Cotingas

 

 

 

Cephalopterus ornatus (III Colombia)

Amazonian umbrella bird

 

 

 

Cephalopterus penduliger (III Colombia)

Long-wattled umbrella bird

 

Cotinga maculata (I)

 

 

Banded cotinga

 

 

Rupicola spp. (II)

 

Cocks-of-the-rock

 

Xipholena atropurpurea (I)

 

 

White-winged cotinga

Emberizidae

 

 

 

Cardinals, tanagers

 

 

Gubernatrix cristata (II)

 

Yellow cardinal

 

 

Paroaria capitata (II)

 

Yellow-billed cardinal

 

 

Paroaria coronata (II)

 

Red-crested cardinal

 

 

Tangara fastuosa (II)

 

Seven-coloured tanager

Estrildidae

 

 

 

Mannikins, waxbills

 

 

Amandava formosa (II)

 

Green avadavat

 

 

Lonchura fuscata

 

Timor sparrow

 

 

Lonchura oryzivora (II)

 

Java sparrow

 

 

Poephila cincta cincta (II)

 

Southern black-throated finch

Fringillidae

 

 

 

Finches

 

Carduelis cucullata (I)

 

 

Red siskin

 

 

Carduelis yarrellii (II)

 

Yellow-faced siskin

Hirundinidae

 

 

 

Martins

 

Pseudochelidon sirintarae (I)

 

 

White-eyed river-martin

Icteridae

 

 

 

New-world blackbirds

 

Xanthopsar flavus (I)

 

 

Saffron-cowled blackbird

Meliphagidae

 

 

 

Honey-eaters

 

 

Lichenostomus melanops cassidix (II)

 

Helmeted honeyeater

Muscicapidae

 

 

 

Old-world flycatchers, babblers, etc.

 

Acrocephalus rodericanus (III Mauritius)

 

 

Rodrigues brush-warbler

 

 

Cyornis ruckii (II)

 

Rueck’s blue-flycatcher

 

 

Dasyornis broadbenti litoralis (II)

 

Western rufous bristlebird

 

 

Dasyornis longirostris (II)

 

Western bristlebird

 

 

Garrulax canorus (II)

 

Chinese Hwamei

 

 

Garrulax taewanus (II)

 

Taiwan Hwamei

 

 

Leiothrix argentauris (II)

 

Silver-eared mesia

 

 

Leiothrix lutea (II)

 

Red-billed leiothrix

 

 

Liocichla omeiensis (II)

 

Omei Shan liocichla

 

Picathartes gymnocephalus (I)

 

 

White-necked rockfowl

 

Picathartes oreas (I)

 

 

Grey-necked rockfowl

 

 

 

Terpsiphone bourbonnensis (III Mauritius)

Mascarene paradise-flycatcher

Paradisaeidae

 

 

 

Birds of paradise

 

 

Paradisaeidae spp. (II)

 

Birds of paradise

Pittidae

 

 

 

Pittas

 

 

Pitta guajana (II)

 

Banded pitta

 

Pitta gurneyi (I)

 

 

Gurney’s pitta

 

Pitta kochi (I)

 

 

Whiskered pitta

 

 

Pitta nympha (II)

 

Fairy pitta

Pycnonotidae

 

 

 

Bulbuls

 

 

Pycnonotus zeylanicus (II)

 

Straw-headed bulbul

Sturnidae

 

 

 

Mynas

 

 

Gracula religiosa (II)

 

Hill myna

 

Leucopsar rothschildi (I)

 

 

Bali myna

Zosteropidae

 

 

 

White-eyes

 

Zosterops albogularis (I)

 

 

White-chested white-eye

PELECANIFORMES

 

 

 

 

Fregatidae

 

 

 

Frigatebirds

 

Fregata andrewsi (I)

 

 

Christmas frigatebird

Pelecanidae

 

 

 

Pelicans

 

Pelecanus crispus (I)

 

 

Dalmatian pelican

Sulidae

 

 

 

Boobies

 

Papasula abbotti (I)

 

 

Abbott’s booby

PICIFORMES

 

 

 

 

Capitonidae

 

 

 

Barbets

 

 

 

Semnornis ramphastinus (III Colombia)

Toucan barbet

Picidae

 

 

 

Woodpeckers

 

Dryocopus javensis richardsi (I)

 

 

Tristram’s woodpecker

Ramphastidae

 

 

 

Toucans

 

 

 

Baillonius bailloni (III Argentina)

Saffron toucanet

 

 

Pteroglossus aracari (II)

 

Black-necked aracari

 

 

 

Pteroglossus castanotis (III Argentina)

Chestnut-eared aracari

 

 

Pteroglossus viridis (II)

 

Green aracari

 

 

 

Ramphastos dicolorus (III Argentina)

Red-breasted toucan

 

 

Ramphastos sulfuratus (II)

 

Keel-billed toucan

 

 

Ramphastos toco (II)

 

Toco toucan

 

 

Ramphastos tucanus (II)

 

Red-billed toucan

 

 

Ramphastos vitellinus (II)

 

Channel-billed toucan

 

 

 

Selenidera maculirostris (III Argentina)

Spot-billed toucanet

PODICIPEDIFORMES

 

 

 

 

Podicipedidae

 

 

 

Grebes

 

Podilymbus gigas (I)

 

 

Atitlan Grebe

PROCELLARIIFORMES

 

 

 

 

Diomedeidae

 

 

 

Albatrosses

 

Phoebastria albatrus (I)

 

 

Short-tailed albatross

PSITTACIFORMES

 

 

 

Cockatoos, lories, macaws, parakeets, parrots etc.

 

 

PSITTACIFORMES spp. (II)

(Except for the species included in Annex A and excluding Agapornis roseicollis, Melopsittacus undulatus, Nymphicus hollandicus and Psittacula krameri, which are not included in the Annexes to this Regulation)

 

Parrots, etc.

Cacatuidae

 

 

 

Cockatoos

 

Cacatua goffiniana (I)

 

 

Tanimbar cockatoo

 

Cacatua haematuropygia (I)

 

 

Philippine cockatoo

 

Cacatua moluccensis (I)

 

 

Salmon-crested cockatoo

 

Cacatua sulphurea (I)

 

 

Yellow-crested cockatoo

 

Probosciger aterrimus (I)

 

 

Palm cockatoo

Loriidae

 

 

 

Lories, lorikeets

 

Eos histrio (I)

 

 

Red and blue lory

 

Vini spp. (I/II) (Vini ultramarina is listed in Appendix I, the other species are listed in Appendix II)

 

 

Blue lorikeets

Psittacidae

 

 

 

Amazons, macaws, parakeets, parrots

 

Amazona arausiaca (I)

 

 

Red-necked parrot

 

Amazona auropalliata (I)

 

 

Yellow-naped parrot

 

Amazona barbadensis (I)

 

 

Yellow-shouldered parrot

 

Amazona brasiliensis (I)

 

 

Red-tailed parrot

 

Amazona finschi (I)

 

 

Lilac-crowned parrot

 

Amazona guildingii (I)

 

 

St Vincent parrot

 

Amazona imperialis (I)

 

 

Imperial parrot

 

Amazona leucocephala (I)

 

 

Cuban parrot

 

Amazona oratrix (I)

 

 

Yellow-headed parrot

 

Amazona pretrei (I)

 

 

Red-spectacled parrot

 

Amazona rhodocorytha (I)

 

 

Red-browed parrot

 

Amazona tucumana (I)

 

 

Tucuman parrot

 

Amazona versicolor (I)

 

 

Saint Lucia parrot

 

Amazona vinacea (I)

 

 

Vinaceous parrot

 

Amazona viridigenalis (I)

 

 

Green-cheeked parrot

 

Amazona vittata (I)

 

 

Puerto Rican parrot

 

Anodorhynchus spp. (I)

 

 

Blue macaws

 

Ara ambiguus (I)

 

 

Great green macaw

 

Ara glaucogularis (I)

 

 

Blue-throated macaw

 

Ara macao (I)

 

 

Scarlet macaw

 

Ara militaris (I)

 

 

Military macaw

 

Ara rubrogenys (I)

 

 

Red-fronted macaw

 

Cyanopsitta spixii (I)

 

 

Spix’s macaw

 

Cyanoramphus cookii (I)

 

 

Norfolk Island parakeet

 

Cyanoramphus forbesi (I)

 

 

Chatham Island yellow-fronted parakeet

 

Cyanoramphus novaezelandiae (I)

 

 

Red-fronted parakeet

 

Cyanoramphus saisseti (I)

 

 

Red-crowned parakeet

 

Cyclopsitta diophthalma coxeni (I)

 

 

Coxen’s double-eyed fig parrot

 

Eunymphicus cornutus (I)

 

 

Horned parakeet

 

Guarouba guarouba (I)

 

 

Golden parakeet

 

Neophema chrysogaster (I)

 

 

Orange-bellied parrot

 

Ognorhynchus icterotis (I)

 

 

Yellow-eared parrot

 

Pezoporus occidentalis (I)

 

 

Night parrot

 

Pezoporus wallicus (I)

 

 

Ground parrot

 

Pionopsitta pileata (I)

 

 

Pileated parrot

 

Primolius couloni (I)

 

 

Blue-headed macaw

 

Primolius maracana (I)

 

 

Blue-winged macaw

 

Psephotus chrysopterygius (I)

 

 

Golden-shouldered parrot

 

Psephotus dissimilis (I)

 

 

Hooded parrot

 

Psephotus pulcherrimus (I)

 

 

Paradise parrot

 

Psittacula echo (I)

 

 

Mauritius parakeet

 

Psittacus erithacus (I)

 

 

African grey parrot

 

Pyrrhura cruentata (I)

 

 

Blue-throated parakeet

 

Rhynchopsitta spp. (I)

 

 

Thick-billed parrots

 

Strigops habroptilus (I)

 

 

Kakapo

RHEIFORMES

 

 

 

 

Rheidae

 

 

 

Rheas

 

Pterocnemia pennata (I) (Except Pterocnemia pennata pennata which is included in Annex B)

 

 

Lesser rhea

 

 

Pterocnemia pennata pennata (II)

 

Lesser rhea

 

 

Rhea americana (II)

 

Greater rhea

SPHENISCIFORMES

 

 

 

 

Spheniscidae

 

 

 

Penguins

 

 

Spheniscus demersus (II)

 

Jackass penguin

 

Spheniscus humboldti (I)

 

 

Humboldt penguin

STRIGIFORMES

 

 

 

Owls

 

 

STRIGIFORMES spp. (II) (Except for the species included in Annex A and except for Sceloglaux albifacies)

 

Owls

Strigidae

 

 

 

Owls

 

Aegolius funereus (II)

 

 

Boreal owl

 

Asio flammeus (II)

 

 

Short-eared owl

 

Asio otus (II)

 

 

Long-eared owl

 

Athene noctua (II)

 

 

Little owl

 

Bubo bubo (II) (Except for Bubo bubo bengalensis which is included in Annex B)

 

 

Eurasian eagle-owl

 

Glaucidium passerinum (II)

 

 

Eurasian pygmy-owl

 

Heteroglaux blewitti (I)

 

 

Forest owlet

 

Mimizuku gurneyi (I)

 

 

Lesser eagle-owl

 

Ninox natalis (I)

 

 

Christmas hawk-owl

 

Nyctea scandiaca (II)

 

 

Snowy owl

 

Otus ireneae (II)

 

 

Sokoke scops-owl

 

Otus scops (II)

 

 

Eurasian scops-owl

 

Strix aluco (II)

 

 

Tawny owl

 

Strix nebulosa (II)

 

 

Great grey owl

 

Strix uralensis (II) (Except for Strix uralensis davidi which is included in Annex B)

 

 

Ural owl

 

Surnia ulula (II)

 

 

Northern hawk owl

Tytonidae

 

 

 

Barn owls

 

Tyto alba (II)

 

 

Barn owl

 

Tyto soumagnei (I)

 

 

Soumagne’s owl

STRUTHIONIFORMES

 

 

 

 

Struthionidae

 

 

 

Ostrich

 

Struthio camelus (I) (Only the populations of Algeria, Burkina Faso, Cameroon, the Central African Republic, Chad, Mali, Mauritania, Morocco, the Niger, Nigeria, Senegal and the Sudan; all other populations are not included in the Annexes to this Regulation)

 

 

Ostrich

TINAMIFORMES

 

 

 

 

Tinamidae

 

 

 

Tinamous

 

Tinamus solitarius (I)

 

 

Solitary tinamou

TROGONIFORMES

 

 

 

 

Trogonidae

 

 

 

Quetzals

 

Pharomachrus mocinno (I)

 

 

Resplendent quetzal

REPTILIA

 

 

 

Reptiles

CROCODYLIA

 

 

 

Alligators, caimans, crocodiles

 

 

CROCODYLIA spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Alligators, caimans, crocodiles

Alligatoridae

 

 

 

Alligators, caimans

 

Alligator sinensis (I)

 

 

Chinese alligator

 

Caiman crocodilus apaporiensis (I)

 

 

Rio Apaporis spectacled caiman

 

Caiman latirostris (I) (Except for the population of Argentina, which is included in Annex B)

 

 

Broad-nosed caiman

 

Melanosuchus niger (I) (Except for the population of Brazil, which is included in Annex B, and population of Ecuador, which is included in Annex B and is subject to a zero annual export quota until an annual export quota has been approved by the CITES Secretariat and the IUCN/SSC Crocodile Specialist Group)

 

 

Black caiman

Crocodylidae

 

 

 

Crocodiles

 

Crocodylus acutus (I) (Except for the population of the Integrated Management District of Mangroves of the Bay of Cispata, Tinajones, La Balsa and Surrounding Areas, Department of Córdoba, Colombia, and the population of Cuba, which are included in Annex B, and the population of Mexico, which is included in Annex B and is subject to a zero export quota for wild specimens for commercial purposes)

 

 

American crocodile

 

Crocodylus cataphractus (I)

 

 

African slender-snouted crocodile

 

Crocodylus intermedius (I)

 

 

Orinoco crocodile

 

Crocodylus mindorensis (I)

 

 

Philippine crocodile

 

Crocodylus moreletii (I) (Except for the population of Belize, which is included in Annex B with a zero quota for wild specimens traded for commercial purposes, and the population of Mexico, which is included in Annex B)

 

 

Morelet’s crocodile

 

Crocodylus niloticus (I) (Except for the populations of Botswana, Egypt [subject to a zero quota for wild specimens traded for commercial purposes], Ethiopia, Kenya, Madagascar, Malawi, Mozambique, Namibia, South Africa, Uganda, the United Republic of Tanzania [subject to an annual export quota of no more than 1600 wild specimens including hunting trophies, in addition to ranched specimens], Zambia and Zimbabwe; these populations are included in Annex B)

 

 

Nile crocodile

 

Crocodylus palustris (I)

 

 

Mugger crocodile

 

Crocodylus porosus (I) (Except for the populations of Australia, Indonesia, Malaysia [wild harvest restricted to the State of Sarawak and a zero quota for wild specimens for the other States of Malaysia (Sabah and Peninsular Malaysia), with no change in the zero quota unless approved by the CITES Parties] and Papua New Guinea, which are included in Annex B)

 

 

Estuarine crocodile

 

Crocodylus rhombifer (I)

 

 

Cuban crocodile

 

Crocodylus siamensis (I)

 

 

Siamese crocodile

 

Osteolaemus tetraspis (I)

 

 

West African dwarf crocodile

 

Tomistoma schlegelii (I)

 

 

False gharial

Gavialidae

 

 

 

Gavial or gharial

 

Gavialis gangeticus (I)

 

 

Gharial

RHYNCHOCEPHALIA

 

 

 

 

Sphenodontidae

 

 

 

Tuataras

 

Sphenodon spp. (I)

 

 

Tuataras

SAURIA

 

 

 

 

Agamidae

 

 

 

Spiny-tailed lizards (Agamas, mastigures)

 

 

Ceratophora aspera (II) (Zero quota for wild specimens for commercial purposes)

 

Rough-nosed horned lizard

 

Ceratophora erdeleni (I)

 

 

Erdelen’s horned lizard

 

Ceratophora karu (I)

 

 

Karu’s (horned) lizard

 

 

Ceratophora stoddartii (II) (Zero quota for wild specimens for commercial purposes)

 

Rhino — horned lizard

 

Ceratophora tennentii (I)

 

 

Tennent’s leaf – nosed lizard

 

Cophotis ceylanica (I)

 

 

Pygmy lizards

 

Cophotis dumbara (I)

 

 

Knuckles pygmy lizard

 

 

Lyriocephalus scutatus (II) (Zero quota for wild specimens for commercial purposes)

 

Hump-nosed lizard

 

 

Saara spp. (II)

 

 

 

 

Uromastyx spp. (II)

 

Spiny-tailed lizards

Anguidae

 

 

 

Alligator lizards

 

 

Abronia spp. (II) (except for the species included in Annex A. A zero export quota has been established for wild specimens for Abronia aurita, A. gaiophantasma, A. montecristoi, A. salvadorensis and A. vasconcelosii)

 

Alligator lizards

 

Abronia anzuetoi (I)

 

 

 

 

Abronia campbelli (I)

 

 

 

 

Abronia fimbriata (I)

 

 

 

 

Abronia frosti (I)

 

 

 

 

Abronia meledona (I)

 

 

 

Chamaeleonidae

 

 

 

Chameleons

 

 

Archaius spp. (II)

 

 

 

 

Bradypodion spp. (II)

 

Dwarf chameleons

 

 

Brookesia spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Dwarf chameleons

 

Brookesia perarmata (I)

 

 

Dwarf spiny chameleon

 

 

Calumma spp. (II)

 

Madagascar chameleons

 

 

Chamaeleo spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Chameleons

 

Chamaeleo chamaeleon (II)

 

 

European chameleon

 

 

Furcifer spp. (II)

 

Madagascar chameleons

 

 

Kinyongia spp. (II)

 

Dwarf chameleons

 

 

Nadzikambia spp. (II)

 

Dwarf chameleons

 

 

Palleon spp. (II)

 

 

 

 

Rhampholeon spp. (II)

 

Pygmy chamaeleons

 

 

Rieppeleon spp. (II)

 

Pygmy chamaeleons

 

 

Trioceros spp. (II)

 

 

Cordylidae

 

 

 

Spiny-tailed lizards

 

 

Cordylus spp. (II)

 

Girdled lizards

 

 

Hemicordylus spp. (II)

 

 

 

 

Karusaurus spp. (II)

 

 

 

 

Namazonurus spp. (II)

 

 

 

 

Ninurta spp. (II)

 

 

 

 

Ouroborus spp. (II)

 

 

 

 

Pseudocordylus spp. (II)

 

 

 

 

Smaug spp. (II)

 

 

Eublepharidae

 

 

 

Eyelid geckos

 

 

Goniurosaurus spp. (II) (except the species native to Japan)

 

Tiger geckos

Gekkonidae

 

 

 

Geckos

 

Cnemaspis psychedelica (I)

 

 

Psychedelic rock gecko

 

 

 

Dactylocnemis spp. (III New Zealand)

 

 

 

Gekko gecko (II)

 

Tokay gecko

 

Gonatodes daudini (I)

 

 

Grenadines clawed gecko

 

 

 

Hoplodactylus spp. (III New Zealand)

Sticky-toed geckos

 

Lygodactylus williamsi (I)

 

 

Turquoise dwarf gecko

 

 

 

Mokopirirakau spp. (III New Zealand)

 

 

 

Nactus serpensinsula (II)

 

Serpent Island gecko

 

 

Naultinus spp. (II)

 

New Zealand tree geckos

 

 

Paroedura androyensis (II)

 

Grandidier’s Madagascar ground gecko

 

 

Paroedura masobe (II)

 

Masobe gecko

 

 

Phelsuma spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Day geckos

 

Phelsuma guentheri (II)

 

 

Round Island day gecko

 

 

Rhoptropella spp. (II)

 

 

 

 

 

Sphaerodactylus armasi (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus celicara (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus dimorphicus (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus intermedius (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus nigropunctatus alayoi (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus nigropunctatus granti (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus nigropunctatus lissodesmus (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus nigropunctatus ocujal (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus nigropunctatus strategus (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus notatus atactus (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus oliveri (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus pimienta (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus ruibali (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus siboney (III Cuba)

 

 

 

 

Sphaerodactylus torrei (III Cuba)

 

 

 

 

Toropuku spp. (III New Zealand)

 

 

 

 

Tukutuku spp. (III New Zealand)

 

 

 

Uroplatus spp. (II)

 

Flat-tailed geckos

 

 

 

Woodworthia spp. (III New Zealand)

 

Helodermatidae

 

 

 

Gila monster and beaded lizard

 

 

Heloderma spp. (II) (Except for the subspecies included in Annex A)

 

Gila monster and beaded lizard

 

Heloderma horridum charlesbogerti (I)

 

 

Guatemalan beaded lizard

Iguanidae

 

 

 

Iguanas

 

 

Amblyrhynchus cristatus (II)

 

Galapagos marine iguana

 

Brachylophus spp. (I)

 

 

Fiji iguanas

 

 

Conolophus spp. (II)

 

Galapagos land iguanas

 

 

Ctenosaura spp. (II)

 

Spiny-tailed iguanas

 

Cyclura spp. (I)

 

 

Ground iguanas

 

 

Iguana spp. (II)

 

Iguanas

 

 

Phrynosoma blainvillii (II)

 

Blaineville’s horned lizard

 

 

Phrynosoma cerroense (II)

 

Cedros Island horned lizard

 

 

Phrynosoma coronatum (II)

 

Coast horned lizard

 

 

Phrynosoma wigginsi (II)

 

Gulf coast horned lizard

 

Sauromalus varius (I)

 

 

San Esteban Island chuckwalla

Lacertidae

 

 

 

Lizards

 

Gallotia simonyi (I)

 

 

Hierro giant lizard

 

Podarcis lilfordi (II)

 

 

Lilford’s wall lizard

 

Podarcis pityusensis (II)

 

 

Ibiza wall lizard

Lanthanotidae

 

 

 

Earless Monitor Lizard

 

 

Lanthanotidae spp. (II) (A zero export quota has been established for wild specimens for commercial trade)

 

 

Polychrotidae

 

 

 

Anoles

 

 

 

Anolis agueroi (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis baracoae (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis barbatus (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis chamaeleonides (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis equestris (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis guamuhaya (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis luteogularis (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis pigmaequestris (III Cuba)

 

 

 

 

Anolis porcus (III Cuba)

 

Scincidae

 

 

 

Skinks

 

 

Corucia zebrata (II)

 

Prehensile-tailed skink

Teiidae

 

 

 

Caiman lizards, tegu lizards

 

 

Crocodilurus amazonicus (II)

 

Dragon lizard

 

 

Dracaena spp. (II)

 

Caiman lizards

 

 

Salvator spp. (II)

 

 

 

 

Tupinambis spp.(II)

 

Tegus

Varanidae

 

 

 

Monitor lizards

 

 

Varanus spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Monitor lizards

 

Varanus bengalensis (I)

 

 

Indian monitor

 

Varanus flavescens (I)

 

 

Yellow monitor

 

Varanus griseus (I)

 

 

Desert monitor

 

Varanus komodoensis (I)

 

 

Komodo dragon

 

Varanus nebulosus (I)

 

 

Clouded monitor

 

Varanus olivaceus (II)

 

 

Gray’s monitor

Xenosauridae

 

 

 

Chinese crocodile lizard

 

Shinisaurus crocodilurus (I)

 

 

Chinese crocodile lizard

SERPENTES

 

 

 

Snakes

Boidae

 

 

 

Boas

 

 

Boidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Boas

 

Acrantophis spp. (I)

 

 

Madagascar ground boas

 

Boa constrictor occidentalis (I)

 

 

Argentine boa constrictor

 

Epicrates inornatus (I)

 

 

Puerto Rican boa

 

Epicrates monensis (I)

 

 

Virgin Island tree boa

 

Epicrates subflavus (I)

 

 

Jamaican boa

 

Eryx jaculus (II)

 

 

Spotted sand boa

 

Sanzinia madagascariensis (I)

 

 

Madagascar tree boa

Bolyeriidae

 

 

 

Round Island boas

 

 

Bolyeriidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Round Island boas

 

Bolyeria multocarinata (I)

 

 

Round Island boa

 

Casarea dussumieri (I)

 

 

Round Island keel-scaled boa

Colubridae

 

 

 

Typical snakes, water snakes, whip snakes

 

 

 

Atretium schistosum (III India)

Olive keel-back

 

 

 

Cerberus rynchops (III India)

Dog-faced water snake

 

 

Clelia clelia (II)

 

Mussurana

 

 

Cyclagras gigas (II)

 

False cobra

 

 

Elachistodon westermanni (II)

 

Indian egg-eating snake

 

 

Ptyas mucosus (II)

 

Common rat snake

 

 

 

Xenochrophis piscator (III India)

Checkered keel-back

 

 

 

Xenochrophis schnurrenbergeri (III India)

 

 

 

 

Xenochrophis tytleri (III India)

 

Elapidae

 

 

 

Cobras, coral snakes

 

 

Hoplocephalus bungaroides (II)

 

Broad-headed snake

 

 

 

Micrurus diastema (III Honduras)

Atlantic coral snake

 

 

 

Micrurus nigrocinctus (III Honduras)

Central American coral snake

 

 

 

Micrurus ruatanus (III Honduras)

 

 

 

Naja atra (II)

 

Chinese spitting cobra

 

 

Naja kaouthia (II)

 

Monocellate cobra

 

 

Naja mandalayensis (II)

 

Burmese spitting cobra

 

 

Naja naja (II)

 

Indian cobra

 

 

Naja oxiana (II)

 

Central Asian cobra

 

 

Naja philippinensis (II)

 

North Philippine spitting cobra

 

 

Naja sagittifera (II)

 

Andaman cobra

 

 

Naja samarensis (II)

 

South-east Philippine spitting cobra

 

 

Naja siamensis (II)

 

Indochinese spitting cobra

 

 

Naja sputatrix (II)

 

South Indonesian spitting cobra

 

 

Naja sumatrana (II)

 

Golden spitting cobra

 

 

Ophiophagus hannah (II)

 

King cobra

Loxocemidae

 

 

 

Mexican dwarf boa

 

 

Loxocemidae spp. (II)

 

Mexican dwarf boa

Pythonidae

 

 

 

Pythons

 

 

Pythonidae spp. (II) (Except for the subspecies included in Annex A)

 

Pythons

 

Python molurus molurus (I)

 

 

Indian python

Tropidophiidae

 

 

 

Wood boas

 

 

Tropidophiidae spp. (II)

 

Wood boas

Viperidae

 

 

 

Vipers

 

 

Atheris desaixi (II)

 

Mt. Kenya bush viper

 

 

Bitis worthingtoni (II)

 

Kenya horned viper

 

 

 

Crotalus durissus (III Honduras)

Neotropical rattlesnake

 

 

Crotalus durissus unicolor

 

Aruba rattlesnake

 

 

 

Daboia russelii (III India)

Russell’s viper

 

 

Pseudocerastes urarachnoides (II)

 

Spider-tailed horned viper

 

 

Trimeresurus mangshanensis (II)

 

Mangshan pit-viper

 

Vipera latifii

 

 

Latifi’s viper

 

Vipera ursinii (I) (Only the population of Europe, except the area which formerly constituted the USSR; these latter populations are not included in the Annexes to this Regulation)

 

 

Orsini’s viper

 

 

Vipera wagneri (II)

 

Wagner’s viper

TESTUDINES

 

 

 

 

Carettochelyidae

 

 

 

Pig-nosed turtles

 

 

Carettochelys insculpta (II)

 

Pig-nosed turtle

Chelidae

 

 

 

Austro-American sideneck turtles

 

 

Chelodina mccordi (II) (A zero annual export quota has been established for specimens removed from the wild)

 

Roti snake-necked turtle

 

Pseudemydura umbrina (I)

 

 

Western swamp turtle

Cheloniidae

 

 

 

Sea turtles

 

Cheloniidae spp. (I)

 

 

Sea turtles

Chelydridae

 

 

 

Snapping turtles

 

 

 

Chelydra serpentina (III United States of America)

 

 

 

 

Macrochelys temminckii (III United States of America)

Alligator snapping turtle

Dermatemydidae

 

 

 

Central American river turtle

 

 

Dermatemys mawii (II)

 

Central American river turtle

Dermochelyidae

 

 

 

Leatherback turtle

 

Dermochelys coriacea (I)

 

 

Leatherback turtle

Emydidae

 

 

 

Box turtles, freshwater turtles

 

 

Chrysemys picta (Only live specimens)

 

Painted turtle

 

 

Clemmys guttata (II)

 

Spotted turtle

 

 

Emydoidea blandingii (II)

 

Blanding’s turtle

 

 

Glyptemys insculpta (II)

 

Wood turtle

 

Glyptemys muhlenbergii (I)

 

 

Bog turtle

 

 

 

Graptemys spp. (III United States of America)

Map turtles

 

 

Malaclemys terrapin (II)

 

Diamondback terrapin

 

 

Terrapene spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Box turtles

 

Terrapene coahuila (I)

 

 

Aquatic box turtle

Geoemydidae

 

 

 

 

 

Batagur affinis (I)

 

 

Southern river terrapin

 

Batagur baska (I)

 

 

Batagur

 

 

Batagur borneoensis (II) (A zero annual export quota has been established for specimens removed from the wild and traded for commercial purposes)

 

 

 

 

Batagur dhongoka (II)

 

 

 

 

Batagur kachuga (II)

 

 

 

 

Batagur trivittata (II) (A zero annual export quota has been established for specimens removed from the wild and traded for commercial purposes)

 

 

 

 

Cuora spp. (II) (Except the species included in Annex A, a zero annual export quota has been established for Cuora aurocapitata, C. flavomarginata, C. galbinifrons, C. mccordi, C. mouhotii, C. pani, C. trifasciata, C. yunnanensis and C. zhoui for specimens removed from the wild and traded for commercial purposes)

 

Asian box turtles

 

Cuora bourreti (I)

 

 

Bourret’s box turtle

 

Cuora picturata (I)

 

 

Indochinese box turtle

 

 

Cyclemys spp. (II)

 

Asian leaf turtles

 

Geoclemys hamiltonii (I)

 

 

Black pond turtle

 

 

Geoemyda japonica (II)

 

Ryukyu black-breasted leaf turtle

 

 

Geoemyda spengleri (II)

 

Black-breasted leaf turtle

 

 

Hardella thurjii (II)

 

Crowned river turtle

 

 

Heosemys annandalii (II) (A zero annual export quota has been established for specimens removed from the wild and traded for commercial purposes)

 

Yellow-headed temple turtle

 

 

Heosemys depressa (II) (A zero annual export quota has been established for specimens removed from the wild and traded for commercial purposes)

 

Arakan forest turtle

 

 

Heosemys grandis (II)

 

Giant Asian turtle

 

 

Heosemys spinosa (II)

 

Spiny turtle

 

 

Leucocephalon yuwonoi (II)

 

Sulawesi forest turtle

 

 

Malayemys macrocephala (II)

 

Snail-eating turtle

 

 

Malayemys subtrijuga (II)

 

Ricefield turtle

 

Mauremys annamensis (I)

 

 

Annam pond turtle

 

 

 

Mauremys iversoni (III China)

Fujian pond turtle

 

 

 

 

 

 

 

Mauremys japonica (II)

 

Japanese pond turtle

 

 

 

Mauremys megalocephala (III China)

Big-headed pond turtle

 

 

Mauremys mutica (II)

 

Yellow pond turtle

 

 

Mauremys nigricans (II)

 

Red-necked pond turtle

 

 

 

Mauremys pritchardi (III China)

Pritchard’s pond turtle

 

 

 

Mauremys reevesii (III China)

Reeves’s turtle

 

 

 

Mauremys sinensis (III China)

Chinese stripe-necked turtle

 

Melanochelys tricarinata (I)

 

 

Three-keeled land tortoise

 

 

Melanochelys trijuga (II)

 

Indian black turtle

 

Morenia ocellata (I)

 

 

Burmese swamp turtle

 

 

Morenia petersi (II)

 

Indian eyed turtle

 

 

Notochelys platynota (II)

 

Malayan flat-shelled turtle

 

 

 

Ocadia glyphistoma (III China)

Notch-mouthed stripe-necked turtle

 

 

 

Ocadia philippeni (III China)

Philippen’s stripe-necked turtle

 

 

Orlitia borneensis (II) (A zero annual export quota has been established for specimens removed from the wild and traded for commercial purposes)

 

Malayan giant turtle

 

 

Pangshura spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Roofed turtles

 

Pangshura tecta (I)

 

 

Indian roofed turtle

 

 

Sacalia bealei (II)

 

Beal’s eyed turtle

 

 

 

Sacalia pseudocellata (III China)

Chinese false-eyed turtle

 

 

Sacalia quadriocellata (II)

 

Four-eyed turtle

 

 

Siebenrockiella crassicollis (II)

 

Black marsh turtle

 

 

Siebenrockiella leytensis (II)

 

Philippine pond turtle

 

 

Vijayachelys silvatica (II)

 

Cochin forest cane turtle

Platysternidae

 

 

 

Big-headed turtles

 

Platysternidae spp. (I)

 

 

Big-headed turtles

Podocnemididae

 

 

 

Afro-American sideneck turtles

 

 

Erymnochelys madagascariensis (II)

 

Madagascar sideneck turtle

 

 

Peltocephalus dumerilianus (II)

 

Big-headed sideneck turtle

 

 

Podocnemis spp. (II)

 

Sideneck turtles

Testudinidae

 

 

 

Tortoises

 

 

Testudinidae spp. (II) (Except for the species included in Annex A; a zero annual export quota has been established for Centrochelys sulcata for specimens removed from the wild and traded for primarily commercial purposes)

 

Tortoises

 

Astrochelys radiata (I)

 

 

Radiated tortoise

 

Astrochelys yniphora (I)

 

 

Angonoka

 

Chelonoidis niger (I)

 

 

Galapagos giant tortoise

 

Geochelone elegans (I)

 

 

Star tortoise

 

Geochelone platynota (I)

 

 

Burmese star tortoise

 

Gopherus flavomarginatus (I)

 

 

Bolson tortoise

 

Malacochersus tornieri (I)

 

 

Pancake tortoise

 

Psammobates geometricus (I)

 

 

Geometric tortoise

 

Pyxis arachnoides (I)

 

 

Madagascar spider tortoise

 

Pyxis planicauda (I)

 

 

Madagascar flat-shelled tortoise

 

Testudo graeca (II)

 

 

Spur-thighed tortoise

 

Testudo hermanni (II)

 

 

Hermann’s tortoise

 

Testudo kleinmanni (I)

 

 

Egyptian tortoise

 

Testudo marginata (II)

 

 

Marginated tortoise

Trionychidae

 

 

 

Softshell turtles, terrapins

 

 

Amyda cartilaginea (II)

 

Southeast Asian soft-shelled turtle

 

 

 

Apalone ferox (III United States of America)

 

 

 

 

Apalone mutica (III United States of America)

 

 

 

 

Apalone spinifera (III United States of America) (except for the subspecies included in Annex A)

 

 

Apalone spinifera atra (I)

 

 

Cuatro Cienagas soft-shell turtle

 

 

Chitra spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Narrow-headed softshell turtles

 

Chitra chitra (I)

 

 

Asian narrow-headed softshell

 

Chitra vandijki (I)

 

 

Burmese narrow-headed softshell

 

 

Cyclanorbis elegans (II)

 

Nubian flapshelll turtle

 

 

Cyclanorbis senegalensis (II)

 

Senegal flapshell turtle

 

 

Cycloderma aubryi (II)

 

Aubrys flapshelll turtle

 

 

Cycloderma frenatum (II)

 

Zambezi flapshell turtle

 

 

Dogania subplana (II)

 

Malayan soft-shelled turtle

 

 

Lissemys ceylonensis (II)

 

Sri Lankan flapshell turtle

 

 

Lissemys punctata (II)

 

Indo-Gangetic flapshell turtle

 

 

Lissemys scutata (II)

 

Burmese flapshell turtle

 

 

Nilssonia formosa (II)

 

Burmese peacock softshell

 

Nilssonia gangetica (I)

 

 

Indian soft-shell turtle

 

Nilssonia hurum (I)

 

 

Peacock soft-shell turtle

 

 

Nilssonia leithii (II)

 

Leith’s softshell turtle

 

Nilssonia nigricans (I)

 

 

Black soft-shell turtle

 

 

Palea steindachneri (II)

 

Wattle-necked softshell turtle

 

 

Pelochelys spp. (II)

 

Giant softshell turtles

 

 

Pelodiscus axenaria (II)

 

Hunan softshell turtle

 

 

Pelodiscus maackii (II)

 

Amur softshell turtle

 

 

Pelodiscus parviformis (II)

 

Chinese softshell turtle

 

 

Rafetus euphraticus (II)

 

Euphrates softshell turtle

 

 

Rafetus swinhoei (II)

 

Yangtze softshell turtle

 

 

Trionyx triunguis (II)

 

Nile softshell turtle

AMPHIBIA

 

 

 

Amphibians

ANURA

 

 

 

Frogs and toads

Aromobatidae

 

 

 

Cryptic forest frogs

 

 

Allobates femoralis (II)

 

Brilliant-thighed poison frog

 

 

Allobates hodli (II)

 

 

 

 

Allobates myersi (II)

 

Myers’ poison frog

 

 

Allobates zaparo (II)

 

Sanguine poison frog

 

 

Anomaloglossus rufulus (II)

 

Chimanta poison frog

Bufonidae

 

 

 

Toads

 

Altiphrynoides spp. (I)

 

 

Malcolm’s Ethiopian toad

 

Amietophrynus channingi (I)

 

 

 

 

Amietophrynus superciliaris (I)

 

 

Cameroon toad

 

Atelopus zeteki (I)

 

 

Golden frog

 

Incilius periglenes (I)

 

 

Golden toad

 

Nectophrynoides spp. (I)

 

 

African viviparous toads

 

Nimbaphrynoides spp. (I)

 

 

Nimba toads

Calyptocephalellidae

 

 

 

 

 

 

 

Calyptocephalella gayi (III Chile)

Chilean helmeted water toad

Conrauidae

 

 

 

Frogs

 

 

Conraua goliath

 

Goliath frog

Dendrobatidae

 

 

 

Poison frogs

 

 

Adelphobates spp. (II)

 

 

 

 

Ameerega spp. (II)

 

 

 

 

Andinobates spp. (II)

 

 

 

 

Dendrobates spp. (II)

 

Poison-arrow frogs

 

 

Epipedobates spp. (II)

 

Poison-arrow frogs

 

 

Excidobates spp. (II)

 

 

 

 

Hyloxalus azureiventris (II)

 

Sky-blue poison frog

 

 

Minyobates spp. (II)

 

Demonic poison frogs

 

 

Oophaga spp. (II)

 

 

 

 

Phyllobates spp. (II)

 

Poison-arrow frogs

 

 

Ranitomeya spp. (II)

 

 

Dicroglossidae

 

 

 

Frogs

 

 

Euphlyctis hexadactylus (II)

 

Six-fingered frog

 

 

Hoplobatrachus tigerinus (II)

 

Tiger frog

Hylidae

 

 

 

Tree frogs

 

 

Agalychnis spp. (II)

 

 

Mantellidae

 

 

 

Mantella frogs

 

 

Mantella spp. (II)

 

Mantella frogs

Microhylidae

 

 

 

Tomato frogs

 

 

Dyscophus antongilii (II)

 

Tomato frog

 

 

Dyscophus guineti (II)

 

False tomato frog

 

 

Dyscophus insularis (II)

 

Antsouhy tomato frog

 

 

Scaphiophryne boribory (II)

 

Green marbled burrowing frog

 

 

Scaphiophryne gottlebei (II)

 

Red rain frog

 

 

Scaphiophryne marmorata (II)

 

Green marbled burrowing frog

 

 

Scaphiophryne spinosa (II)

 

Green marbled burrowing frog

Myobatrachidae

 

 

 

Gastric brooding frogs

 

 

Rheobatrachus spp. (II) (Except for Rheobatrachus silus and Rheobatrachus vitellinus)

 

Gastric brooding frog

Telmatobiidae

 

 

 

Water frogs

 

Telmatobius culeus (I)

 

 

Titicaca water frog

CAUDATA

 

 

 

 

Ambystomatidae

 

 

 

Axolotls

 

 

Ambystoma dumerilii (II)

 

Lake Patzcuaro salamander

 

 

Ambystoma mexicanum (II)

 

Axolotl

Cryptobranchidae

 

 

 

Giant salamanders

 

Andrias spp. (I)

 

 

Giant salamanders

 

 

 

Cryptobranchus alleganiensis (III United States of America)

Hellbender

Hynobiidae

 

 

 

Asiatic salamanders

 

 

 

Hynobius amjiensis (III China)

 

Salamandridae

 

 

 

Salamanders and newts

 

 

Echinotriton chinhaiensis (II)

 

Chinhai spiny newt

 

 

Echinotriton maxiquadratus (II)

 

Mountain spiny newt

 

Neurergus kaiseri (I)

 

 

Kaiser’s spotted newt

 

 

Paramesotriton spp. (II)

 

Asian warty newts

 

 

 

Salamandra algira (III Algeria)

 

 

 

Tylototriton spp. (II)

 

Crocodile newts

ELASMOBRANCHII

 

 

 

Sharks and rays

CARCHARHINIFORMES

 

 

 

 

Carcharhinidae

 

 

 

Requiem sharks

 

 

Carcharhinus falciformis (II)

 

Silky shark

 

 

Carcharhinus longimanus (II)

 

Oceanic whitetip shark

Sphyrnidae

 

 

 

Hammerhead sharks

 

 

Sphyrna lewini (II)

 

Scalloped hammerhead shark

 

 

Sphyrna mokarran (II)

 

Great hammerhead shark

 

 

Sphyrna zygaena (II)

 

Smooth hammerhead shark

LAMNIFORMES

 

 

 

 

Alopiidae

 

 

 

Thresher sharks

 

 

Alopias spp. (II)

 

Thresher sharks

Cetorhinidae

 

 

 

Basking sharks

 

 

Cetorhinus maximus (II)

 

Basking shark

Lamnidae

 

 

 

Mackerel sharks

 

 

Carcharodon carcharias (II)

 

Great white shark

 

 

Isurus oxyrinchus (II)

 

Shortfin mako

 

 

Isurus paucus (II)

 

Longfin mako

 

 

Lamna nasus (II)

 

Porbeagle

MYLIOBATIFORMES

 

 

 

 

Myliobatidae

 

 

 

 

 

 

Manta spp. (II)

 

Manta rays

 

 

Mobula spp. (II)

 

Devil rays

Potamotrygonidae

 

 

 

Freshwater stingrays

 

 

 

Paratrygon aiereba (III Colombia)

 

 

 

 

Potamotrygon spp. (III Brazil) (population of Brazil)

 

 

 

 

Potamotrygon constellata (III Colombia)

 

 

 

 

Potamotrygon magdalenae (III Colombia)

 

 

 

 

Potamotrygon motoro (III Colombia)

 

 

 

 

Potamotrygon orbignyi (III Colombia)

 

 

 

 

Potamotrygon schroederi (III Colombia)

 

 

 

 

Potamotrygon scobina (III Colombia)

 

 

 

 

Potamotrygon yepezi (III Colombia)

 

ORECTOLOBIFORMES

 

 

 

 

Rhincodontidae

 

 

 

Whale sharks

 

 

Rhincodon typus (II)

 

Whale shark

PRISTIFORMES

 

 

 

 

Pristidae

 

 

 

Sawfishes

 

Pristidae spp. (I)

 

 

Sawfishes

RHINOPRISTIFORMES

 

 

 

 

Glaucostegidae

 

 

 

Giant guitarfishes

 

 

Glaucostegus spp. (II)

 

Giant guitarfish

Rhinidae

 

 

 

Wedgefishes

 

 

Rhinidae spp. (II)

 

Wedgefishes

ACTINOPTERI

 

 

 

Fish

ACIPENSERIFORMES

 

 

 

 

 

 

ACIPENSERIFORMES spp. (II) (Except for the species included in Annex A)

 

Sturgeons and paddlefish

Acipenseridae

 

 

 

Sturgeons

 

Acipenser brevirostrum (I)

 

 

Shortnose sturgeon

 

Acipenser sturio (I)

 

 

Common sturgeon

ANGUILLIFORMES

 

 

 

 

Anguillidae

 

 

 

Freshwater eels

 

 

Anguilla anguilla (II)

 

European eel

CYPRINIFORMES

 

 

 

 

Catostomidae

 

 

 

Cui-ui

 

Chasmistes cujus (I)

 

 

Cui-ui

Cyprinidae

 

 

 

Blind carps, plaeesok

 

 

Caecobarbus geertsii (II)

 

African blind barb fish

 

Probarbus jullieni (I)

 

 

Ikan temoleh

OSTEOGLOSSIFORMES

 

 

 

Arapaimas, bonytongues

Arapaimidae

 

 

 

 

 

 

Arapaima gigas (II)

 

Arapaima

Osteoglossidae

 

 

 

Bonytongues

 

Scleropages formosus (I)

 

 

Asian arowana

 

Scleropages inscriptus

 

 

 

PERCIFORMES

 

 

 

 

Labridae

 

 

 

Wrasses

 

 

Cheilinus undulatus (II)

 

Humphead wrasse

Pomacanthidae

 

 

 

 

 

 

Holacanthus clarionensis (II)

 

Clarion angelfish

Sciaenidae

 

 

 

Totoabas

 

Totoaba macdonaldi (I)

 

 

Totoaba

SILURIFORMES

 

 

 

 

Pangasiidae

 

 

 

Pangasid catfish

 

Pangasianodon gigas (I)

 

 

Giant catfish

Loricariidae

 

 

 

Armoured catfishes

 

 

 

Hypancistrus zebra (III Brazil)

 

SYNGNATHIFORMES

 

 

 

 

Syngnathidae

 

 

 

Pipefishes, seahorses

 

 

Hippocampus spp. (II)

 

Seahorses

DIPNEUSTI

 

 

 

Lungfishes

CERATODONTIFORMES

 

 

 

 

Neoceratodontidae

 

 

 

Australian lungfishes

 

 

Neoceratodus forsteri (II)

 

Australian lungfish

COELACANTHI

 

 

 

Coelacanths

COELACANTHIFORMES

 

 

 

 

Latimeriidae

 

 

 

Coelacanths

 

Latimeria spp. (I)

 

 

Coelacanths

ECHINODERMATA (STARFISH, BRITTLE STARS, SEA URCHINS AND SEA CUCUMBERS)

HOLOTHUROIDEA

 

 

 

Sea cucumbers

ASPIDOCHIROTIDA

 

 

 

 

Stichopodidae

 

 

 

Sea cucumbers

 

 

 

Isostichopus fuscus (III Ecuador)

Brown sea cucumber

HOLOTHURIIDA

 

 

 

 

Holothuriidae

 

 

 

Teatfishes, sea cucumbers

 

 

Holothuria fuscogilva (II) (This inclusion will enter into effect on 28 August 2020)

 

Teatfísh

 

 

Holothuria nobilis (II) (This inclusion will enter into effect on 28 August 2020)

 

 

 

 

Holothuria whitmaei (II) (This inclusion will enter into effect on 28 August 2020)

 

 

ARTHROPODA (ARTHROPODS)

ARACHNIDA

 

 

 

Spiders and scorpions

ARANEAE

 

 

 

 

Theraphosidae

 

 

 

Red-kneed tarantulas, tarantulas

 

 

Aphonopelma albiceps (II)

 

 

 

 

Aphonopelma pallidum (II)

 

Chihuahua rose-grey tarantula

 

 

Brachypelma spp. (II)

 

Central American tarantulas

 

 

Poecilotheria spp. (II)

 

Ornamental spiders

SCORPIONES

 

 

 

 

Scorpionidae

 

 

 

Scorpions

 

 

Pandinus camerounensis (II)

 

 

 

 

Pandinus dictator (II)

 

 

 

 

Pandinus gambiensis (II)

 

Giant Senegalese scorpion

 

 

Pandinus imperator (II)

 

Emperor scorpion

 

 

Pandinus roeseli (II)

 

 

INSECTA

 

 

 

Insects

COLEOPTERA

 

 

 

Beetles

Lucanidae

 

 

 

Stag beetles

 

 

 

Colophon spp. (III South Africa)

Cape stag beetles

Scarabaeidae

 

 

 

Scarab beetles

 

 

Dynastes satanas (II)

 

Satanas beetle

LEPIDOPTERA

 

 

 

Butterflies

Nymphalidae

 

 

 

 

 

 

 

Agrias amydon boliviensis (III Bolivia)

 

 

 

 

Morpho godartii lachaumei (III Bolivia)

 

 

 

 

Prepona praeneste buckleyana (III Bolivia)

 

Papilionidae

 

 

 

Birdwing and swallowtail butterflies

 

Achillides chikae chikae (I)

 

 

Luzon peacock swallowtail

 

Achillides chikae hermeli (I)

 

 

Mindoro peacock swallowtail

 

 

Atrophaneura jophon (II)

 

Sri Lankan rose

 

 

Atrophaneura palu

 

Palu swallowtail butterfly

 

 

Atrophaneura pandiyana (II)

 

Malabar rose

 

 

Bhutanitis spp. (II)

 

Swallowtail butterflies

 

 

Graphium sandawanum

 

Apo swallowtail butterfly

 

 

Graphium stresemanni

 

Seram swallowtail

 

 

Ornithoptera spp. (II) (except for the species included in Annex A)

 

Birdwing butterflies

 

Ornithoptera alexandrae (I)

 

 

Queen Alexandra’s birdwing

 

 

Papilio benguetanus

 

 

 

 

Papilio esperanza

 

 

 

Papilio homerus (I)

 

 

Homerus swallowtail

 

Papilio hospiton (II)

 

 

Corsican swallowtail

 

 

Papilio morondavana

 

Madagascan emperor swallowtail

 

 

Papilio neumoegeni

 

 

 

 

Parides ascanius

 

Fluminense swallowtail butterfly

 

 

Parides hahneli

 

Hahnel’s amazonian swallowtail butterfly

 

Parides burchellanus (I)

 

 

Riverside swallowtail

 

Parnassius apollo (II)

 

 

Mountain apollo

 

 

Teinopalpus spp. (II)

 

Kaiser-I-Hind butterflies

 

 

Trogonoptera spp. (II)

 

Birdwing butterflies

 

 

Troides spp. (II)

 

Birdwing butterflies

ANNELIDA (SEGMENTED WORMS AND LEECHES)

HIRUDINOIDEA

 

 

 

Leeches

ARHYNCHOBDELLIDA

 

 

 

 

Hirudinidae

 

 

 

Leeches

 

 

Hirudo medicinalis (II)

 

Northern medicinal leech

 

 

Hirudo verbana (II)

 

Southern medicinal leech

MOLLUSCA (MOLLUSCS)

BIVALVIA

 

 

 

Bivalve molluscs (clams, mussels etc.)

MYTILOIDA

 

 

 

 

Mytilidae

 

 

 

Marine mussels

 

 

Lithophaga lithophaga (II)

 

European date mussel

UNIONOIDA

 

 

 

 

Unionidae

 

 

 

Freshwater mussels, pearly mussels

 

Conradilla caelata (I)

 

 

Birdwing pearly mussel

 

 

Cyprogenia aberti (II)

 

Western fanshell mussel

 

Dromus dromas (I)

 

 

Dromedary pearly mussel

 

Epioblasma curtisii (I)

 

 

Curtis’ pearly mussel

 

Epioblasma florentina (I)

 

 

Yellow-blossom pearly mussel

 

Epioblasma sampsonii (I)

 

 

Wabash riffleshell

 

Epioblasma sulcata perobliqua (I)

 

 

White catspaw mussel

 

Epioblasma torulosa gubernaculum (I)

 

 

Green-blossom pearly mussel

 

 

Epioblasma torulosa rangiana (II)

 

Northern riffleshell

 

Epioblasma torulosa torulosa (I)

 

 

Turbercled-blossom pearly mussel

 

Epioblasma turgidula (I)

 

 

Turgid-blossom pearly mussel

 

Epioblasma walkeri (I)

 

 

Tan riffleshell

 

Fusconaia cuneolus (I)

 

 

Fine-rayed pigtoe pearly mussel

 

Fusconaia edgariana (I)

 

 

Shiny pigtoe pearly mussel

 

Lampsilis higginsii (I)

 

 

Higgins’ eye pearly mussel

 

Lampsilis orbiculata orbiculata (I)

 

 

Pink mucket pearly mussel

 

Lampsilis satur (I)

 

 

Sandback pocketbook mussel

 

Lampsilis virescens (I)

 

 

Alabama lamp pearly mussel

 

Plethobasus cicatricosus (I)

 

 

White warty-back pearly mussel

 

Plethobasus cooperianus (I)

 

 

Orange-footed pimpleback mussel

 

 

Pleurobema clava (II)

 

Clubshell pearly mussel

 

Pleurobema plenum (I)

 

 

Rough pigtoe pearly mussel

 

Potamilus capax (I)

 

 

Fat pocketbook pearly mussel

 

Quadrula intermedia (I)

 

 

Cumberland monkey-face pearly mussel

 

Quadrula sparsa (I)

 

 

Appalachian monkey-face pearly mussel

 

Toxolasma cylindrella (I)

 

 

Pale lilliput pearly mussel

 

Unio nickliniana (I)

 

 

Nicklin’s pearly mussel

 

Unio tampicoensis tecomatensis (I)

 

 

Tampico pearly mussel

 

Villosa trabalis (I)

 

 

Cumberland bean pearly mussel

VENEROIDA

 

 

 

 

Tridacnidae

 

 

 

Giant clams

 

 

Tridacnidae spp. (II)

 

Giant clams

CEPHALOPODA

 

 

 

 

NAUTILIDA

 

 

 

 

Nautilidae

 

 

 

Nautilus

 

 

Nautilidae spp. (II)

 

Nautilus

GASTROPODA

 

 

 

Slugs, snails and conches

MESOGASTROPODA

 

 

 

 

Strombidae

 

 

 

Conches

 

 

Strombus gigas (II)

 

Queen conch

STYLOMMATOPHORA

 

 

 

 

Achatinellidae

 

 

 

Agate snails, oahu tree snails

 

Achatinella spp. (I)

 

 

Little agate shells

Camaenidae

 

 

 

Green tree snail

 

 

Papustyla pulcherrima (II)

 

Manus green tree snail

Cepolidae

 

 

 

 

 

Polymita spp. (I)

 

 

Cuban landsnails

CNIDARIA (CORALS, FIRE CORALS, SEA ANEMONES)

ANTHOZOA

 

 

 

Corals, sea anemones

ANTIPATHARIA

 

 

 

 

 

 

ANTIPATHARIA spp. (II)

 

Black corals

GORGONACEAE

 

 

 

 

Coralliidae

 

 

 

Red and pink corals

 

 

 

Corallium elatius (III China)

 

 

 

 

Corallium japonicum (III China)

 

 

 

 

Corallium konjoi (III China)

 

 

 

 

Corallium secundum (III China)

 

HELIOPORACEA

 

 

 

 

Helioporidae

 

 

 

Blue coral

 

 

Helioporidae spp. (II) (Includes only the species Heliopora coerulea) (6)

 

Blue coral

SCLERACTINIA

 

 

 

 

 

 

SCLERACTINIA spp. (II) (6)

 

Stony corals

STOLONIFERA

 

 

 

 

Tubiporidae

 

 

 

Organpipe corals

 

 

Tubiporidae spp. (II) (6)

 

Organpipe corals

HYDROZOA

 

 

 

Sea ferns, fire corals, stinging medusas

MILLEPORINA

 

 

 

 

Milleporidae

 

 

 

Wello fire corals

 

 

Milleporidae spp. (II) (6)

 

Wello fire corals

STYLASTERINA

 

 

 

 

Stylasteridae

 

 

 

Lace corals

 

 

Stylasteridae spp. (II) (6)

 

Lace corals

FLORA

AGAVACEAE

 

 

 

Agaves

 

Agave parviflora (I)

 

 

Santa Cruz striped agave

 

 

Agave victoriae-reginae (II) #4

 

Queen Victoria agave

 

 

Nolina interrata (II)

 

Dehesa bear-grass

 

 

Yucca queretaroensis (II)

 

Queretaro yucca

AMARYLLIDACEAE

 

 

 

Amaryllids

 

 

Galanthus spp. (II) #4

 

Snowdrops

 

 

Sternbergia spp. (II) #4

 

Sternbergias

ANACARDIACEAE

 

 

 

 

 

 

Operculicarya decaryi (II)

 

Jabihy

 

 

Operculicarya hyphaenoides (II)

 

Jabihy

 

 

Operculicarya pachypus (II)

 

Tabily

APOCYNACEAE

 

 

 

 

 

 

Hoodia spp. (II) #9

 

Hoodia

 

 

Pachypodium spp. (II) (Except for the species included in Annex A) #4

 

Elephant trunks

 

Pachypodium ambongense (I)

 

 

 

 

Pachypodium baronii (I)

 

 

 

 

Pachypodium decaryi (I)

 

 

 

 

 

Rauvolfia serpentina (II) #2

 

Snake-root devil-pepper

ARALIACEAE

 

 

 

Aralias

 

 

Panax ginseng (II) (Only the population of the Russian Federation; no other population is included in the Annexes to this Regulation) #3

 

Asian ginseng

 

 

Panax quinquefolius (II) #3

 

American ginseng

ARAUCARIACEAE

 

 

 

Araucarias

 

Araucaria araucana (I)

 

 

Monkey-puzzle tree

ASPARAGACEAE

 

 

 

 

 

 

Beaucarnea spp. (II)

 

Ponytail palm

BERBERIDACEAE

 

 

 

Barberries

 

 

Podophyllum hexandrum (II) #2

 

Himalayan may-apple

BROMELIACEAE

 

 

 

Air plants, bromelias

 

 

Tillandsia harrisii (II) #4

 

Harris’ tillandsia

 

 

Tillandsia kammii (II) #4

 

Kamm’s tillandsia

 

 

Tillandsia xerographica (II) (7) #4

 

Xerographic tillandsia

CACTACEAE

 

 

 

Cacti

 

 

CACTACEAE spp. (II) (Except for the species included in Annex A and Pereskia spp., Pereskiopsis spp. and Quiabentia spp.) (8)#4

 

Cacti

 

Ariocarpus spp. (I)

 

 

Living rock cacti

 

Astrophytum asterias (I)

 

 

Star cactus

 

Aztekium ritteri (I)

 

 

Aztec cactus

 

Coryphantha werdermannii (I)

 

 

Jobali pincushion cactus

 

Discocactus spp. (I)

 

 

Discocacti

 

Echinocereus ferrerianus ssp. lindsayorum (I)

 

 

Lindsay’s hedgehog cacti

 

Echinocereus schmollii (I)

 

 

Lamb’s-tail cactus

 

Escobaria minima (I)

 

 

Nelle’s cactus

 

Escobaria sneedii (I)

 

 

Sneed’s pincushion cactus

 

Mammillaria pectinifera (I) (includes ssp. solisioides)

 

 

Conchilinque

 

Melocactus conoideus (I)

 

 

Conelike Turk’s-cap cactus

 

Melocactus deinacanthus (I)

 

 

Wonderfully-bristled Turk’s cap cactus

 

Melocactus glaucescens (I)

 

 

Woolly waxy-stemmed Turk’s-cap cactus

 

Melocactus paucispinus (I)

 

 

Few-spined Turk’s-cap cactus

 

Obregonia denegrii (I)

 

 

Artichoke cactus

 

Pachycereus militaris (I)

 

 

Grenadier’s cap

 

Pediocactus bradyi (I)

 

 

Brady’s pincushion cactus

 

Pediocactus knowltonii (I)

 

 

Knowlton’s cactus

 

Pediocactus paradinei (I)

 

 

Houserock valley cactus

 

Pediocactus peeblesianus (I)

 

 

Peebles’s Navajo cactus

 

Pediocactus sileri (I)

 

 

Siler’s pincushion cactus

 

Pelecyphora spp. (I)

 

 

Pine cane cactus

 

Sclerocactus blainei (I)

 

 

Blaine’s fishhook cactus

 

Sclerocactus brevihamatus ssp. tobuschii (I)

 

 

Tobusch fishhook cactus

 

Sclerocactus brevispinus (I)

 

 

Pariette cactus

 

Sclerocactus cloverae (I)

 

 

New Mexico fishhook cactus

 

Sclerocactus erectocentrus (I)

 

 

Needle-spined pineapple cactus

 

Sclerocactus glaucus (I)

 

 

Colorado hookless cactus

 

Sclerocactus mariposensis (I)

 

 

Mariposa cactus

 

Sclerocactus mesae-verdae (I)

 

 

Mesa Verde cactus

 

Sclerocactus nyensis (I)

 

 

Tonopah fishook cactus

 

Sclerocactus papyracanthus (I)

 

 

Grama-grass cactus

 

Sclerocactus pubispinus (I)

 

 

Great-Basin fishhook cactus

 

Sclerocactus sileri (I)

 

 

Siler’s fishhook cactus

 

Sclerocactus wetlandicus (I)

 

 

Unita Basin hookless cactus

 

Sclerocactus wrightiae (I)

 

 

Wright’s fishhook cactus

 

Strombocactus spp. (I)

 

 

Peyote

 

Turbinicarpus spp. (I)

 

 

Turbinicarps

 

Uebelmannia spp. (I)

 

 

Uebelmann cacti

CARYOCARACEAE

 

 

 

Ajos

 

 

Caryocar costaricense (II) #4

 

Ajillo

COMPOSITAE (ASTERACEAE)

 

 

 

Asters, daisies, costus

 

Saussurea costus (I) (also known as S. lappa, Aucklandia lappa or A. costus)

 

 

Costus

CUCURBITACEAE

 

 

 

 

 

 

Zygosicyos pubescens (II) (also known as Xerosicyos pubescens)

 

Tobory

 

 

Zygosicyos tripartitus (II)

 

Betoboky

CUPRESSACEAE

 

 

 

Cypresses

 

Fitzroya cupressoides (I)

 

 

Alerce

 

Pilgerodendron uviferum (I)

 

 

Pilgerodendron

 

 

Widdringtonia whytei (II)

 

Mulanje cedar

CYATHEACEAE

 

 

 

Tree ferns

 

 

Cyathea spp. (II) #4

 

Tree ferns

CYCADACEAE

 

 

 

Cycads

 

 

CYCADACEAE spp. (II) (Except for the species included in Annex A) #4

 

Cycads

 

Cycas beddomei (I)

 

 

Beddome’s cycad

DICKSONIACEAE

 

 

 

Tree ferns

 

 

Cibotium barometz (II) #4

 

 

 

 

Dicksonia spp. (II) (Only the populations of the Americas; no other populations are included in the Annexes to this Regulation. This includes the synonyms Dicksonia berteriana, D. externa, D. sellowiana and D. stuebelii) #4

 

Tree ferns

DIDIEREACEAE

 

 

 

Didiereas

 

 

DIDIEREACEAE spp. (II) #4

 

Alluaudias, didiereas

DIOSCOREACEAE

 

 

 

Yams

 

 

Dioscorea deltoidea (II) #4

 

Elephant’s foot

DROSERACEAE

 

 

 

Sundews

 

 

Dionaea muscipula (II) #4

 

Venus fly-trap

EBENACEAE

 

 

 

Ebonies

 

 

Diospyros spp. (II) (Only the populations of Madagascar; no other population is included in the Annexes to this Regulation) #5

 

 

EUPHORBIACEAE

 

 

 

Spurges

 

 

Euphorbia spp. (II) #4

(Succulent species only except for:

(1)

Euphorbia misera;

(2)

artificially propagated specimens of cultivars of Euphorbia trigona;

(3)

artificially propagated specimens of Euphorbia lactea grafted on artificially propagated root stock of Euphorbia neriifolia, when they are:

crested, or

fan-shaped, or

colour mutants;

(4)

artificially propagated specimens of cultivars of Euphorbia‘Milii’ when they are:

readily recognisable as artificially propagated specimens, and

introduced into or (re-)exported from the Union in shipments of 100 or more plants;

which are not subject to this Regulation, and

(5)

the species included in Annex A)

 

Euphorbias

 

Euphorbia ambovombensis (I)

 

 

 

 

Euphorbia capsaintemariensis (I)

 

 

 

 

Euphorbia cremersii (I) (Includes the forma viridifolia and the var. rakotozafyi)

 

 

 

 

Euphorbia cylindrifolia (I) (Includes the ssp. tuberifera)

 

 

 

 

Euphorbia decaryi (I) (Includes the vars. ampanihyensis, robinsonii and sprirosticha)

 

 

 

 

Euphorbia francoisii (I)

 

 

 

 

Euphorbia handiensis (II)

 

 

 

 

Euphorbia lambii (II)

 

 

 

 

Euphorbia moratii (I) (Includes the vars. antsingiensis, bemarahensis and multiflora)

 

 

 

 

Euphorbia parvicyathophora (I)

 

 

 

 

Euphorbia quartziticola (I)

 

 

 

 

Euphorbia stygiana (II)

 

 

 

 

Euphorbia tulearensis (I)

 

 

 

FAGACEAE

 

 

 

Beeches, oaks

 

 

 

Quercus mongolica (III Russian Federation) #5

Mongolian oak

FOUQUIERIACEAE

 

 

 

Ocotillos, boojums

 

 

Fouquieria columnaris (II) #4

 

Boojum tree

 

Fouquieria fasciculata (I)

 

 

Arbol del barril

 

Fouquieria purpusii (I)

 

 

 

GNETACEAE

 

 

 

Joint firs

 

 

 

Gnetum montanum (III Nepal) #1

 

JUGLANDACEAE

 

 

 

Walnuts, gavilan

 

 

Oreomunnea pterocarpa (II) #4

 

Gavilàn

LAURACEAE

 

 

 

 

 

 

Aniba rosaeodora (II) (also known as A. duckei) #12

 

Brazilian rosewood

LEGUMINOSAE (FABACEAE)

 

 

 

Legumes

 

 

Dalbergia spp. (II) (Except for the species included in Annex A) #15

 

 

 

Dalbergia nigra (I)

 

 

Brazilian rosewood

 

 

 

Dipteryx panamensis (III Costa Rica/Nicaragua)

Almendro

 

 

Guibourtia demeusei (II) #15

 

Red bubinga

 

 

Guibourtia pellegriniana (II) #15

 

Rose bubinga, kevazingo

 

 

Guibourtia tessmannii (II) #15

 

Rose bubinga, kevazingo

 

 

Paubrasilia echinata (II) #10

 

Brazil wood

 

 

Pericopsis elata (II) #17

 

Afrormosia

 

 

Platymiscium parviflorum (II) #4

 

Quira macawood

 

 

Pterocarpus erinaceus (II)

 

African rosewood, Senegalese rosewood, kosso

 

 

Pterocarpus santalinus (II) #7

 

Red sandalwood

 

 

Pterocarpus tinctorius (II) #6

 

African padauk

 

 

Senna meridionalis (II)

 

Taraby

LILIACEAE

 

 

 

Lilies

 

 

Aloe spp. (II) (Except for the species included in Annex A and Aloe vera, also known as Aloe barbadensis, which is not included in the Annexes) #4

 

Aloes

 

Aloe albida (I)

 

 

 

 

Aloe albiflora (I)

 

 

 

 

Aloe alfredii (I)

 

 

 

 

Aloe bakeri (I)

 

 

 

 

Aloe bellatula (I)

 

 

 

 

Aloe calcairophila (I)

 

 

 

 

Aloe compressa (I) (Includes the vars. paucituberculata, rugosquamosa and schistophila)

 

 

 

 

Aloe delphinensis (I)

 

 

 

 

Aloe descoingsii (I)

 

 

 

 

Aloe fragilis (I)

 

 

 

 

Aloe haworthioides (I) (Includes the var. aurantiaca)

 

 

 

 

Aloe helenae (I)

 

 

 

 

Aloe laeta (I) (Includes the var. maniaensis)

 

 

 

 

Aloe parallelifolia (I)

 

 

 

 

Aloe parvula (I)

 

 

 

 

Aloe pillansii (I)

 

 

 

 

Aloe polyphylla (I)

 

 

 

 

Aloe rauhii (I)

 

 

 

 

Aloe suzannae (I)

 

 

 

 

Aloe versicolor (I)

 

 

 

 

Aloe vossii (I)

 

 

 

MAGNOLIACEAE

 

 

 

Magnolias

 

 

 

Magnolia liliifera var. obovata (III Nepal) #1

Safan

MALVACEAE

 

 

 

 

 

 

Adansonia grandidieri (II) #16

 

Grandidier’s baobab

MELIACEAE

 

 

 

Mahoganies, cedars

 

 

Cedrela spp. #6 (Populations of the Neotropics, this inclusion will enter into effect on 28 August 2020)

 

 

 

 

 

Cedrela fissilis (III Bolivia, Brazil) #5 (until 27 August 2020)

 

 

 

 

Cedrela lilloi (III Bolivia, Brazil) #5 (until 27 August 2020)

 

 

 

 

Cedrela odorata (III Bolivia/Brazil. In addition, the following countries have listed their national populations: Colombia, Guatemala and Peru) #5 (until 27 August 2020)

Spanish cedar

 

 

Swietenia humilis (II) #4

 

Honduras mahogany

 

 

Swietenia macrophylla (II) (Population of the Neotropics — includes Central and South America and the Caribbean) #6

 

Big-leaf mahogany

 

 

Swietenia mahagoni (II) #5

 

Caribbean mahogany

NEPENTHACEAE

 

 

 

Pitcher plants (old-world)

 

 

Nepenthes spp. (II) (Except for the species included in Annex A) #4

 

Tropical pitcher plants

 

Nepenthes khasiana (I)

 

 

Indian pitcher plant

 

Nepenthes rajah (I)

 

 

Giant tropical pitcher plant

OLEACEAE

 

 

 

Olives, ashes

 

 

 

Fraxinus mandshurica (III Russian Federation) #5

Manchurian ash

ORCHIDACEAE

 

 

 

Orchids

 

 

ORCHIDACEAE spp. (II) (Except for the species included in Annex A) (9) #4

 

Orchids

 

For all of the following Annex A orchid species, seedling or tissue cultures are not subject to this Regulation, when:

they are obtained in vitro, in solid or liquid media, and

meet the definition of ‘artificially propagated’ in accordance with Article 56 of Commission Regulation (EC) No 865/2006 (10), and

when introduced into or (re-)exported from the Union are transported in sterile containers

 

 

 

 

Aerangis ellisii (I)

 

 

 

 

Cattleya jongheana (I)

 

 

 

 

Cattleya lobata (I)

 

 

 

 

Cephalanthera cucullata (II)

 

 

Hooded helleborine

 

Cypripedium calceolus (II)

 

 

Lady’s slipper orchid

 

Dendrobium cruentum (I)

 

 

 

 

Goodyera macrophylla (II)

 

 

Madeiran lady’s-tresses

 

Liparis loeselii (II)

 

 

Fen orchid

 

Mexipedium xerophyticum (I)

 

 

 

 

Ophrys argolica (II)

 

 

Eyed bee orchid

 

Ophrys lunulata (II)

 

 

Crescent ophrys

 

Orchis scopulorum (II)

 

 

Madeiran orchid

 

Paphiopedilum spp. (I)

 

 

Asian slipper orchids

 

Peristeria elata (I)

 

 

Holy ghost orchid

 

Phragmipedium spp. (I)

 

 

South American slipper orchids

 

Renanthera imschootiana (I)

 

 

Red vanda

 

Spiranthes aestivalis (II)

 

 

Summer lady’s-tresses

OROBANCHACEAE

 

 

 

Broomrapes

 

 

Cistanche deserticola (II) #4

 

Desert cistanche

PALMAE (ARECACEAE)

 

 

 

Palms

 

 

Beccariophoenix madagascariensis (II) #4

 

Manarano

 

 

Dypsis decaryi (II) #4

 

Triangle palm

 

Dypsis decipiens (I)

 

 

Butterfly palm

 

 

Lemurophoenix halleuxii (II)

 

Hovitra varimena

 

 

 

Lodoicea maldivica (III Seychelles) #13

Coco de Mer

 

 

Marojejya darianii (II)

 

Ravimbe

 

 

Ravenea louvelii (II)

 

Lakamarefo

 

 

Ravenea rivularis (II)

 

Gora

 

 

Satranala decussilvae (II)

 

Satranabe

 

 

Voanioala gerardii (II)

 

Voanioala

PAPAVERACEAE

 

 

 

Poppies

 

 

 

Meconopsis regia (III Nepal) #1

Himalayan poppy

PASSIFLORACEAE

 

 

 

 

 

 

Adenia firingalavensis (II)

 

Bottle liana

 

 

Adenia olaboensis (II)

 

Vahisasety

 

 

Adenia subsessilifolia (II)

 

Katakata

PEDALIACEAE

 

 

 

Pedalium family

 

 

Uncarina grandidieri (II)

 

Uncarina

 

 

Uncarina stellulifera (II)

 

Uncarina

PINACEAE

 

 

 

Pine family

 

Abies guatemalensis (I)

 

 

Guatemalan fir

 

 

 

Pinus koraiensis (III Russian Federation) #5

 

PODOCARPACEAE

 

 

 

Podocarps

 

 

 

Podocarpus neriifolius (III Nepal) #1

Yellow wood

 

Podocarpus parlatorei (I)

 

 

Parlatore’s podocarp

PORTULACACEAE

 

 

 

Portulacas, purslanes

 

 

Anacampseros spp. (II) #4

 

Purslanes

 

 

Avonia spp. (II) #4

 

 

 

 

Lewisia serrata (II) #4

 

Saw-toothed lewisia

PRIMULACEAE

 

 

 

Primulas, cyclamens

 

 

Cyclamen spp. (II) (11) #4

 

Cyclamens

RANUNCULACEAE

 

 

 

Buttercups

 

 

Adonis vernalis (II) #2

 

Yellow adonis

 

 

Hydrastis canadensis (II) #8

 

Golden seal

ROSACEAE

 

 

 

Roses, cherries

 

 

Prunus africana (II) #4

 

African cherry

RUBIACEAE

 

 

 

Ayugue

 

Balmea stormiae (I)

 

 

Ayugue

SANTALACEAE

 

 

 

 

 

 

Osyris lanceolata (II) (Only the populations of Burundi, Ethiopia, Kenya, Rwanda, Uganda and the United Republic of Tanzania; no other population is included in the Annexes) #2

 

East African sandalwood

SARRACENIACEAE

 

 

 

Pitcher plants (new world)

 

 

Sarracenia spp. (II) (Except for the species included in Annex A) #4

 

Pitcher plants

 

Sarracenia oreophila (I)

 

 

Green pitcher plant

 

Sarracenia rubra ssp. alabamensis (I)

 

 

Alabama canebrake pitcher plant

 

Sarracenia rubra ssp. jonesii (I)

 

 

Mountain sweet pitcher plant

SCROPHULARIACEAE

 

 

 

Figworts

 

 

Picrorhiza kurrooa (II) (excludes Picrorhiza scrophulariiflora) #2

 

Indian gentian

STANGERIACEAE

 

 

 

Stangerias (cycads)

 

 

Bowenia spp. (II) #4

 

Cycads

 

Stangeria eriopus (I)

 

 

Stangeria

TAXACEAE

 

 

 

Yews

 

 

Taxus chinensis and infraspecific taxa of this species (II) #2

 

Chinese yew

 

 

Taxus cuspidata and infraspecific taxa of this species (II) (12) #2

 

Japanese yew

 

 

Taxus fuana and infraspecific taxa of this species (II) #2

 

Tibetan yew

 

 

Taxus sumatrana and infraspecific taxa of this species (II) #2

 

Sumatran yew

 

 

Taxus wallichiana (II) #2

 

Himalayan yew

THYMELAEACEAE (AQUILARIACEAE)

 

 

 

Agarwood, ramin

 

 

Aquilaria spp. (II) #14

 

Agarwood

 

 

Gonystylus spp. (II) #4

 

Ramin

 

 

Gyrinops spp. (II) #14

 

Agarwood

TROCHODENDRACEAE (TETRACENTRACEAE)

 

 

 

Tetracentrons

 

 

 

Tetracentron sinense (III Nepal) #1

 

VALERIANACEAE

 

 

 

Valerians

 

 

Nardostachys grandiflora (II) #2

 

 

VITACEAE

 

 

 

 

 

 

Cyphostemma elephantopus (II)

 

Lazampasika

 

 

Cyphostemma laza (II)

 

Laza

 

 

Cyphostemma montagnacii (II)

 

Lazambohitra

WELWITSCHIACEAE

 

 

 

Welwitschias

 

 

Welwitschia mirabilis (II) #4

 

Welwitschia

ZAMIACEAE

 

 

 

Cycads

 

 

ZAMIACEAE spp. (II) (Except for the species included in Annex A) #4

 

Cycads

 

Ceratozamia spp. (I)

 

 

Horncones

 

Encephalartos spp. (I)

 

 

Bread palms

 

Microcycas calocoma (I)

 

 

Palm corcho

 

Zamia restrepoi (I)

 

 

 

ZINGIBERACEAE

 

 

 

Ginger lilies

 

 

Hedychium philippinense (II) #4

 

Philippine garland-flower

 

 

Siphonochilus aethiopicus (II) (Populations of Mozambique, Eswatini, South Africa and Zimbabwe)

 

Natal ginger

ZYGOPHYLLACEAE

 

 

 

Lignum-vitae

 

 

Bulnesia sarmientoi (II) #11

 

Holy wood

 

 

Guaiacum spp. (II) #2

 

Lignum-vitae

 

Annex D

Common name

FAUNA

CHORDATA (CHORDATES)

MAMMALIA

 

Mammals

CARNIVORA

 

 

Canidae

 

Dogs, foxes, wolves

 

Vulpes vulpes griffithi (III India) §1

Red fox

 

Vulpes vulpes montana (III India) §1

Red fox

 

Vulpes vulpes pusilla (III India) §1

Red fox

Mustelidae

 

Badgers, martens, weasels etc.

 

Mustela altaica (III India) §1

Mountain weasel

 

Mustela erminea ferghanae (III India) §1

Stoat

 

Mustela kathiah (III India) §1

Yellow-bellied weasel

 

Mustela sibirica (III India) §1

Siberian weasel

DIPROTODONTIA

 

 

Macropodidae

 

Kangaroos, wallabies

 

Dendrolagus dorianus

Doria’s tree-kangaroo

 

Dendrolagus goodfellowi

Goodfellow’s tree-kangaroo

 

Dendrolagus matschiei

Huon tree-kangaroo

 

Dendrolagus pulcherrimus

Golden-mantled tree-kangaroo

 

Dendrolagus stellarum

Seri’s tree-kangaroo

AVES

 

Birds

ANSERIFORMES

 

 

Anatidae

 

Ducks, geese, swans

 

Anas melleri

Meller’s duck

COLUMBIFORMES

 

 

Columbidae

 

Doves, pigeons

 

Columba oenops

Peruvian pigeon

 

Didunculus strigirostris

Tooth-billed pigeon

 

Ducula pickeringii

Grey imperial-pigeon

 

Gallicolumba crinigera

Mindanao bleeding-heart

 

Ptilinopus marchei

Flame-breasted fruit-dove

 

Turacoena modesta

Black cuckoo-dove

GALLIFORMES

 

 

Cracidae

 

Chachalacas, currassows, guans

 

Crax alector

Black curassow

 

Pauxi unicornis

Horned curassow

 

Penelope pileata

White-crested guan

Megapodiidae

 

Megapodes, scrubfowl

 

Eulipoa wallacei

Moluccan scrubfowl

Phasianidae

 

Grouse, guineafowl, partridges, pheasants, tragopans

 

Arborophila gingica

White-necklaced partridge

 

Lophura bulweri

Bulwer’s pheasant

 

Lophura diardi

Siamese fireback

 

Lophura inornata

Salvadori’s pheasant

PASSERIFORMES

 

 

Bombycillidae

 

Waxwings

 

Bombycilla japonica

Japanese waxwing

Corvidae

 

Crows, magpies, jays

 

Cyanocorax caeruleus

Azure jay

 

Cyanocorax dickeyi

Tufted jay

Cotingidae

 

Cotingas

 

Procnias nudicollis

Bare-throated bellbird

Emberizidae

 

Cardinals, seedeaters, tanagers

 

Dacnis nigripes

Black-legged dacnis

 

Sporophila falcirostris

Temminck’s seedeater

 

Sporophila frontalis

Buffy-throated seedeater

 

Sporophila hypochroma

Grey-and-chestnut seedeater

 

Sporophila palustris

Marsh seedeater

Estrildidae

 

Mannikins, waxbills

 

Amandava amandava

Red avadavat

 

Cryptospiza reichenovii

Red-faced crimson-wing

 

Erythrura coloria

Red-eared parrotfinch

 

Erythrura viridifacies

Green-faced parrotfinch

 

Estrilda quartinia (Frequently traded as Estrilda melanotis)

Yellow-bellied waxbill

 

Hypargos niveoguttatus

Peters’s twinspot

 

Lonchura griseicapilla

Grey-headed silverbill

 

Lonchura punctulata

Scaly-breasted munia

 

Lonchura stygia

Black munia

Fringillidae

 

Finches

 

Carduelis ambigua

Black-headed greenfinch

 

Carduelis atrata

Black siskin

 

Kozlowia roborowskii

Tibetan rosefinch

 

Pyrrhula erythaca

Grey-headed bullfinch

 

Serinus canicollis

Cape canary

 

Serinus citrinelloides hypostictus (Frequently traded as Serinus citrinelloides)

East African citril

Icteridae

 

New-world blackbirds

 

Sturnella militaris

Pampas meadowlark

Muscicapidae

 

Old-world flycatchers, thrushes

 

Cochoa azurea

Javan cochoa

 

Cochoa purpurea

Purple cochoa

 

Garrulax formosus

Red-winged laughingthrush

 

Garrulax galbanus

Yellow-throated laughingthrush

 

Garrulax milnei

Red-tailed laughing thrush

 

Niltava davidi

Fujian niltava

 

Stachyris whiteheadi

Chestnut-faced babbler

 

Swynnertonia swynnertoni (Also referenced as Pogonicichla swynnertoni)

Swynnerton’s robin

 

Turdus dissimilis

Black-breasted thrush

Pittidae

 

Pittas

 

Pitta nipalensis

Blue-naped pitta

 

Pitta steerii

Azure-breasted pitta

Sittidae

 

Nuthatches

 

Sitta magna

Giant nuthatch

 

Sitta yunnanensis

Yunnan nuthatch

Sturnidae

 

Mynas, starlings

 

Lamprotornis regius

Golden-breasted starling

 

Mino dumontii

Yellow-faced myna

 

Sturnus erythropygius

White-headed starling

REPTILIA

 

Reptiles

SAURIA

 

 

Agamidae

 

 

 

Physignathus cocincinus

Chinese water dragon

Gekkonidae

 

Geckos

 

Rhacodactylus auriculatus

New Caledonia bumpy gecko

 

Rhacodactylus ciliatus

Guichenot’s giant gecko

 

Rhacodactylus leachianus

New Caledonia giant gecko

 

Teratoscincus microlepis

Small-scaled wonder gecko

 

Teratoscincus scincus

Common wonder gecko

Gerrhosauridae

 

Spiny-tailed lizards

 

Zonosaurus karsteni

Karsten’s girdled lizard

 

Zonosaurus quadrilineatus

Four-lined girdled lizard

Scincidae

 

Skinks

 

Tribolonotus gracilis

Crocodile skink

 

Tribolonotus novaeguineae

New Guinea helmet skink

SERPENTES

 

 

Colubridae

 

Typical snakes, water snakes, whip snakes

 

Elaphe carinata §1

Taiwan stink snake

 

Elaphe radiata §1

Radiated rat snake

 

Elaphe taeniura §1

Taiwan beauty snake

 

Enhydris bocourti §1

Bocourt’s water snake

 

Homalopsis buccata §1

Masked water snake

 

Langaha nasuta

Northern leafnose snake

 

Leioheterodon madagascariensis

Madagascar menarana snake

 

Ptyas korros §1

Indochinese rat snake

 

Rhabdophis subminiatus §1

Redneck keelback

Hydrophiidae

 

Sea snakes

 

Lapemis curtus (Includes Lapemis hardwickii) §1

Shaw’s sea snake

Viperidae

 

Vipers

 

Calloselasma rhodostoma §1

Malayan pit viper

AMPHIBIA

 

 

ANURA

 

Frogs and toads

Dicroglossidae

 

Frogs

 

Limnonectes macrodon

Fanged River Frog or Javan Giant Frog

Hylidae

 

Tree frogs

 

Phyllomedusa sauvagii

Waxy monkey tree frog

Leptodactylidae

 

Neotropical frogs

 

Leptodactylus laticeps

Red spotted burrow frog

Ranidae

 

Frogs

 

Pelophylax shqiperica

Albanian pool frog

CAUDATA

 

 

Hynobiidae

 

Asiatic salamanders

 

Ranodon sibiricus

Semirechensk salamander/Central Asian salamander/Siberian salamander

Plethodontidae

 

Lungless salamanders

 

Bolitoglossa dofleini

Giant palm salamander

Salamandridae

 

Newts and salamanders

 

Cynops ensicauda

Sword-tailed newt

 

Echinotriton andersoni

Anderson’s salamander

 

Laotriton laoensis

Paddletail newt

 

Liangshantriton taliangensis

 

ACTINOPTERYGII

 

Fish

PERCIFORMES

 

 

Apogonidae

 

 

 

Pterapogon kauderni

Banggai cardinalfish

ARTHROPODA (ARTHROPODS)

INSECTA

 

Insects

LEPIDOPTERA

 

Butterflies

Papilionidae

 

Birdwing and swallow-tail butterflies

 

Baronia brevicornis

Short-horned baronia

 

Papilio grosesmithi

 

 

Papilio maraho

Broad-tailed swallowtail

MOLLUSCA (MOLLUSCS)

GASTROPODA

 

 

Haliotidae

 

 

 

Haliotis midae

Midas ear abalone

FLORA

AGAVACEAE

 

Agaves

 

Calibanus hookeri

 

 

Dasylirion longissimum

Beargrass

ARACEAE

 

Arums

 

Arisaema dracontium

Green dragon

 

Arisaema erubescens

 

 

Arisaema galeatum

 

 

Arisaema nepenthoides

 

 

Arisaema sikokianum

 

 

Arisaema thunbergii var. urashima

 

 

Arisaema tortuosum

 

 

Biarum davisii ssp. marmarisense

 

 

Biarum ditschianum

 

COMPOSITAE (ASTERACEAE)

 

Asters, daisies, costus

 

Arnica montana §3

Mountain tobacco

 

Othonna cacalioides

 

 

Othonna clavifolia

 

 

Othonna hallii

 

 

Othonna herrei

 

 

Othonna lepidocaulis

 

 

Othonna retrorsa

 

ERICACEAE

 

Heathers, rhododendrons

 

Arctostaphylos uva-ursi §3

Bearberry

GENTIANACEAE

 

Gentians

 

Gentiana lutea §3

Great yellow gentian

LILIACEAE

 

Wakerobins

 

Trillium pusillum

Dwarf wakerobin

 

Trillium rugelii

Ill-scented wakerobin

 

Trillium sessile

Sessile-flowered wakerobin wood-lily

LYCOPODIACEAE

 

Clubmosses

 

Lycopodium clavatum §3

Stagshorn clubmoss

MELIACEAE

 

Mahoganies, cedars

 

Cedrela montana §4 (until 27 August 2020)

 

 

Cedrela oaxacensis §4 (until 27 August 2020)

 

 

Cedrela salvadorensis §4 (until 27 August 2020)

 

 

Cedrela tonduzii §4 (until 27 August 2020)

 

MENYANTHACEAE

 

Bogbeans

 

Menyanthes trifoliata §3

Bogbean

PARMELIACEAE

 

Parmelioid lichens

 

Cetraria islandica §3

Icelandic moss

PASSIFLORACEAE

 

Desert roses

 

Adenia glauca

Desert rose

 

Adenia pechuelli

Desert rose

PEDALIACEAE

 

Sesame, devil’s claw

 

Harpagophytum spp. §3

Devil’s claw

PORTULACACEAE

 

Portulas, purslanes

 

Ceraria carrissoana

 

 

Ceraria fruticulosa

 

SELAGINELLACEAE

 

Clubmosses, spikemosses

 

Selaginella lepidophylla

Rose of Jericho


(1)  Directive 2009/147/EC of the European Parliament and of the Council of 30 November 2009 on the conservation of wild birds (OJ L 20, 26.1.2010, p. 7).

(2)  Council Directive 92/43/EEC of 21 May 1992 on the conservation of natural habitats and of wild fauna and flora (OJ L 206, 22.7.1992, p. 7).

(*1)  This taxon is referred to as Ovis ammon in Annex XIII to Commission Regulation (EC) No 865/2006.

(3)

  For the exclusive purpose of allowing international trade in fibre from vicuñas (

Vicugna vicugna

) and their derivative products, only if the fibre comes from the shearing of live vicuñas. Trade in products derived from the fibre may only take place in accordance with the following provisions:

(a)

Any person or entity processing vicuña fibre to manufacture cloth and garments must request authorization from the relevant authorities of the country of origin [Countries of origin: The countries where the species occurs, that is, Argentina, Bolivia, Chile, Ecuador and Peru] to use the “vicuña country of origin” wording, mark or logo adopted by the range States of the species that are signatories to the Convention for the Conservation and Management of the Vicuña.

(b)

Marketed cloth or garments must be marked or identified in accordance with the following provisions:

(i)

For international trade in cloth made from live-sheared vicuña fibre, whether the cloth was produced within or outside of the range States of the species, the wording, mark or logo must be used so that the country of origin can be identified. The VICUÑA [COUNTRY OF ORIGIN] wording, mark or logo has the format as detailed below:

Image 1

This wording, mark or logo must appear on the reverse side of the cloth. In addition, the selvages of the cloth must bear the words VICUÑA [COUNTRY OF ORIGIN].

(ii)

For international trade in garments made from live-sheared vicuña fibre, whether the garments were produced within or outside of the range States of the species, the wording, mark or logo indicated in paragraph b) i) must be used. This wording, mark or logo must appear on a label in the garment itself. If the garments are produced outside of the country of origin, the name of the country where the garment was produced should also be indicated, in addition to the wording, mark or logo referred to in paragraph b) i).

(c)

For international trade in handicraft products made from live-sheared vicuña fibre produced within the range States of the species, the VICUÑA [COUNTRY OF ORIGIN] - ARTESANÍA wording, mark or logo must be used as detailed below:

Image 2

(d)

If live-sheared vicuña fibre from various countries of origin is used for the production of cloth and garments, the wording, mark or logo of each of the countries of origin of the fibre must be indicated, as detailed in paragraphs b) i) and ii).

(e)

All other specimens shall be deemed to be specimens of species listed in Appendix I and the trade in them shall be regulated accordingly.

(4)  All species are listed in Appendix II to the Convention except Balaena mysticetus, Eubalaena spp., Balaenoptera acutorostrata (except population of West Greenland), Balaenoptera bonaerensis, Balaenoptera borealis, Balaenoptera edeni, Balaenoptera musculus, Balaenoptera omurai, Balaenoptera physalus, Megaptera novaeangliae, Orcaella brevirostris, Orcaella heinsohni, Sotalia spp., Sousa spp., Eschrichtius robustus, Lipotes vexillifer, Caperea marginata, Neophocaena asiaeorientalis, Neophocaena phocaenoides, Phocoena sinus, Physeter macrocephalus, Platanista spp., Berardius spp., Hyperoodon spp., which are listed in Appendix I. Specimens of the species listed in Appendix II to the Convention, including products and derivatives other than meat products for commercial purposes, taken by the people of Greenland under licence granted by the competent authority concerned, shall be treated as belonging to Annex B. A zero annual export quota is established for live specimens from the Black Sea population of Tursiops truncatus removed from the wild and traded for primarily commercial purposes.

(5)  Populations of Botswana, Namibia, South Africa and Zimbabwe (listed in Annex B):

For the exclusive purpose of allowing: (a) trade in hunting trophies for non-commercial purposes; (b) trade in live animals to appropriate and acceptable destinations as defined in Resolution Conf. 11.20 (Rev. CoP18) for Botswana and Zimbabwe and for in situ conservation programmes for Namibia and South Africa; (c) trade in hides; (d) trade in hair; (e) trade in leather goods for commercial or non-commercial purposes for Botswana, Namibia and South Africa and for non-commercial purposes for Zimbabwe; (f) trade in individually marked and certified Ekipas incorporated in finished jewellery for non-commercial purposes for Namibia and ivory carvings for non-commercial purposes for Zimbabwe; (g) trade in registered raw ivory (for Botswana, Namibia, South Africa and Zimbabwe whole tusks and pieces) subject to the following: (i) only registered government-owned stocks, originating in the State (excluding seized ivory and ivory of unknown origin); (ii) only to trading partners that have been verified by the Secretariat, in consultation with the Standing Committee, to have sufficient national legislation and domestic trade controls to ensure that the imported ivory will not be re-exported and will be managed in accordance with all requirements of Resolution Conf. 10.10 (Rev. CoP18) concerning domestic manufacturing and trade; (iii) not before the Secretariat has verified the prospective importing countries and the registered government-owned stocks; (iv) raw ivory pursuant to the conditional sale of registered government-owned ivory stocks agreed at CoP12 which are 20,000 kg (Botswana), 10,000 kg (Namibia) and 30,000 kg (South Africa); (v) in addition to the quantities agreed at CoP12, government-owned ivory from Botswana, Namibia, South Africa and Zimbabwe registered by 31 January 2007 and verified by the Secretariat may be traded and despatched, with the ivory in paragraph (g)(iv) above in a single sale per destination under strict supervision of the Secretariat; (vi) the proceeds of the trade are used exclusively for elephant conservation and community conservation and development programmes within or adjacent to the elephant range; and (vii) the additional quantities specified in paragraph (g)(v) above shall be traded only after the Standing Committee has agreed that the above conditions have been met; (h) no further proposals to allow trade in elephant ivory from populations already in Annex B shall be submitted to the Conference of the Parties for the period from CoP14 and ending nine years from the date of the single sale of ivory that is to take place in accordance with provisions in paragraphs (g)(i), (g)(ii), (g)(iii), (g)(vi), and (g)(vii). In addition, such further proposals shall be dealt with in accordance with Decisions 14.77 and 14.78 (Rev. CoP15). On a proposal from the Secretariat, the Standing Committee can decide to cause this trade to cease partially or completely in the event of non-compliance by exporting or importing countries, or in the case of proven detrimental impacts of the trade on other elephant populations. All other specimens shall be deemed to be specimens of species included in Annex A and the trade in them shall be regulated accordingly.

(6)  The following are not subject to the provisions of this Regulation:

 

Fossils;

 

Coral sand, that is to say, material consisting entirely or in part of finely crushed fragments of dead coral no larger than 2 mm in diameter, not identifiable to the level of genus, and which may also contain, amongst other things, the remains of Foraminifera, mollusc and crustacean shell, and coralline algae;

 

Coral fragments (including gravel and rubble), that is to say, unconsolidated fragments of broken finger-like dead coral and other material between 2 and 30 mm measured in any direction, not identifiable to the level of genus.

(7)  Trade of specimens with source code A is allowed only if specimens traded possess cataphylls.

(8)  Artificially propagated specimens of the following hybrids and/or cultivars are not subject to the provisions of this Regulation:

 

Hatiora x graeseri

 

Schlumbergera x buckleyi

 

Schlumbergera russelliana x Schlumbergera truncata

 

Schlumbergera orssichiana x Schlumbergera truncata

 

Schlumbergera opuntioides x Schlumbergera truncata

 

Schlumbergera truncata (cultivars)

 

Cactaceae spp. colour mutants grafted on the following grafting stocks: Harrisia‘Jusbertii’, Hylocereus trigonus or Hylocereus undatus

 

Opuntia microdasys (cultivars)

(9)  Artificially propagated hybrids of Cymbidium, Dendrobium, Phalaenopsis and Vanda are not subject to the provisions of this Regulation, when specimens are readily recognizable as artificially propagated and do not show any signs of having been collected in the wild such as mechanical damage or strong dehydration resulting from collection, irregular growth and heterogeneous size and shape within a taxon and shipment, algae or other epiphyllous organisms adhering to leaves, or damage by insects or other pests; and

(a)

when shipped in non flowering state, the specimens must be traded in shipments consisting of individual containers (such as cartons, boxes, crates or individual shelves of CC-containers) each containing 20 or more plants of the same hybrid; the plants within each container must exhibit a high degree of uniformity and healthiness; and the shipment must be accompanied by documentation, such as an invoice, which clearly states the number of plants of each hybrid; or

(b)

when shipped in flowering state, with at least one fully open flower per specimen, no minimum number of specimens per shipment is required but specimens must be professionally processed for commercial retail sale, e.g. labelled with printed labels or packaged with printed packages indicating the name of the hybrid and the country of final processing. This should be clearly visible and allow easy verification.

Plants not clearly qualifying for the exemption must be accompanied by appropriate CITES documents.

(10)  Commission Regulation (EC) No 865/2006 of 4 May 2006 laying down detailed rules concerning the implementation of Council Regulation (EC) No 338/97 on the protection of species of wild fauna and flora by regulating trade therein (OJ L 166, 19.6.2006, p. 1).

(11)  Artificially propagated specimens of cultivars of Cyclamen persicum are not subject to the provisions of this Regulation. However, the exemption does not apply to such specimens traded as dormant tubers.

(12)  Artificially propagated hybrids and cultivars of Taxus cuspidata, live, in pots or other small containers, each consignment being accompanied by a label or document stating the name of the taxon or taxa and the text ‘artificially propagated’, are not subject to the provisions of this Regulation.


11.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320/115


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2118 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 10ης Δεκεμβρίου 2019

για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/1693 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χαλύβδινων τροχών δρόμου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 7,

Αφού ζήτησε τη γνώμη των κρατών μελών,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1693 της Επιτροπής (2) για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χαλύβδινων τροχών δρόμου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας δημοσιεύτηκε στις 10 Οκτωβρίου 2019,

(2)

Στο παράρτημα Ι του κανονισμού που δημοσιεύτηκε, έλειπαν οι πρόσθετοι κωδικοί TARIC. Συνεπώς, το παράρτημα I θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να προστεθούν οι πρόσθετοι κωδικοί TARIC,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο πίνακας του παραρτήματος Ι αντικαθίσταται ως εξής:

«Επωνυμία

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Dongfeng Automobile Chassis System Co., Ltd (γνωστή και ως «Dongfeng Automotive Wheel Co., Ltd»)

C511

Hangzhou Forlong Impex Co., Ltd

C512

Hangzhou Xingjie Auto Parts Manufacturing Co., Ltd

C513

Jiaxing Henko Auto Spare Parts Co., Ltd

C514

Jining Junda Machinery Manufacturing Co., Ltd

C515

Nantong Tuenz Corporate Co., Ltd

C516

Ningbo Luxiang Autoparts Manufacturing Co., Ltd

C517

Shandong Zhengshang Wheel Technology Co., Ltd

C518

Shandong Zhengyu Wheel Group Co., Ltd

C519

Xiamen Sunrise Group Co., Ltd

C520

Yantai Leeway Electromechanical Equipment Co., Ltd

C521

Yongkang Yuefei Wheel Co., Ltd

C522

Zhejiang Jingu Co., Ltd

C523

Zhejiang Fengchi Mechanical Co., Ltd

C524

Zhengxing Wheel Group Co., Ltd

C525

Zhenjiang R&D Auto Parts Co., Ltd

C526»

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

(2)  ΕΕ L 259 της 10.10.2019, σ. 15.


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

11.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320/117


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/2119 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 21ης Νοεμβρίου 2019

για τη θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την τρίτη συνεδρίαση της διάσκεψης των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης της Μιναμάτα για τον υδράργυρο, όσον αφορά την έκδοση απόφασης για τον καθορισμό ανώτατων ορίων για τα απόβλητα υδραργύρου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της εν λόγω σύμβασης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σύμβαση της Μιναμάτα για τον υδράργυρο (1) («η σύμβαση») συνήφθη από την Ένωση μέσω της απόφασης (ΕΕ) 2017/939 του Συμβουλίου (2) και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 2017.

(2)

Δυνάμει της απόφασης MC-1/1 σχετικά με τον εσωτερικό κανονισμό, που εκδόθηκε από τη διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης κατά την πρώτη συνεδρίασή της, τα συμβαλλόμενα μέρη θα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε συμφωνία με συναίνεση όσον αφορά όλα τα ζητήματα ουσίας.

(3)

Η διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης, κατά την τρίτη συνεδρίασή της στις 25-29 Νοεμβρίου 2019 (COP3), αναμένεται να εκδώσει απόφαση («η προτεινόμενη απόφαση») σχετικά με τα ανώτατα όρια αποβλήτων υδραργύρου, που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της σύμβασης, απόφαση η οποία, ως εκ τούτου, θα καθορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 (απόβλητα υδραργύρου) της σύμβασης. Τα απόβλητα υδραργύρου που θα εμπίπτουν στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της σύμβασης θα υπόκεινται σε περιβαλλοντικά ορθή διαχείριση δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 της σύμβασης. Ως εκ τούτου, κάθε ανώτατο όριο που θα καθοριστεί δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων αυτών ή ενώσεις υδραργύρου, θα πρέπει να τεθεί σε επίπεδο που να εξασφαλίζει ότι όλα τα μολυσμένα απόβλητα υδραργύρου που παρουσιάζουν κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον υπόκεινται σε περιβαλλοντικά ορθή διαχείριση.

(4)

Είναι σκόπιμο να καθοριστεί η θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ένωσης, στην COP3, δεδομένου ότι η προτεινόμενη απόφαση, αν εκδοθεί, θα παραγάγει έννομα αποτελέσματα, καθότι τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την εφαρμογή της σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, ή και στα δύο.

(5)

Η Ένωση συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη των διατάξεων της σύμβασης για τα απόβλητα και στις μεταξύ των συνόδων εργασίες των εμπειρογνωμόνων που δρομολογήθηκαν με την απόφαση MC-2/2 , την οποία εξέδωσε η διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της σύμβασης κατά τη δεύτερη συνεδρίασή της, και που οδήγησαν στην προτεινόμενη απόφαση.

(6)

Το ενωσιακό κεκτημένο απαιτεί ήδη να γίνεται η διαχείριση όλων των αποβλήτων υδραργύρου που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 της σύμβασης, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον, ανεξάρτητα από την περιεκτικότητά σε υδράργυρο των αποβλήτων αυτών.

(7)

Η Ένωση θα πρέπει να υποστηρίξει μόνο την έκδοση απόφασης στην (COP3) ,η οποία συνάδει με το ενωσιακό κεκτημένο,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ένωσης, στην τρίτη συνεδρίαση της διάσκεψης των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης της Μιναμάτα για τον υδράργυρο (COP 3) είναι να υποστηριχθεί η έκδοση απόφασης σχετικά με τα ανώτατα όρια αποβλήτων υδραργύρου που συνάδει με το ενωσιακό κεκτημένο.

Άρθρο 2

Η βελτίωση της θέσης που αναφέρεται στο άρθρο 1, στο βαθμό που αυτή συνάδει με το ενωσιακό κεντημένο, δύναται να συμφωνείται, υπό το φως των εξελίξεων κατά την COP3, από τους εκπροσώπους της Ένωσης, κατόπιν διαβούλευσης με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο επιτόπιων συνεδριάσεων συντονισμού, χωρίς περαιτέρω απόφαση του Συμβουλίου.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 21η Νοεμβρίου 2019.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

H. KOSONEN


(1)  ΕΕ L 142 της 2.6.2017, σ. 6.

(2)  Απόφαση (ΕΕ) 2017/939 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2017, σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της σύμβασης της Μιναμάτα για τον υδράργυρο (ΕΕ L 142 της 2.6.2017, σ. 4).


11.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320/119


ΑΠΟΦΑΣΗ (EE) 2019/2120 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 24ης Ιουνίου 2019

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33078 (2015/C) (πρώην 2015/NN) την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ της JCDecaux Belgium Publicité

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2019) 4466]

(Τα κείμενα στη γαλλική και την ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 19ης Απριλίου 2011, η οποία καταχωρίστηκε στις 26 Απριλίου 2011, η εταιρεία Clear Channel Belgium (εφεξής «CCB») υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή κατά του βελγικού κράτους σχετικά με την εικαζόμενη χορήγηση παράνομων και ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων στην ανταγωνίστριά της JCDecaux Street Furniture Belgium (εφεξής «JCD»), πρώην JCDecaux Belgium Publicité SA.

(2)

Στις 29 Μαΐου 2013 η Επιτροπή έλαβε και δεύτερη καταγγελία σχετικά με την εικαζόμενη χορήγηση παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων στην JCD. Ο καταγγέλλων (εφεξής «ο δεύτερος καταγγέλλων») θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.

(3)

Με επιστολή της 24ης Μαρτίου 2015 η Επιτροπή ενημέρωσε το Βέλγιο για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») σχετικά με τα εν λόγω εικαζόμενα μέτρα ενίσχυσης.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία (εφεξής «απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας») δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Ιουνίου 2015 (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα επίμαχα εικαζόμενα μέτρα ενίσχυσης.

(5)

Το Βέλγιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 21 Ιουλίου 2015. Η Επιτροπή έλαβε στις 16 Ιουλίου 2015 τις γραπτές παρατηρήσεις της CCB και στις 17 Ιουλίου 2015 τις παρατηρήσεις του δεύτερου καταγγέλλοντος που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του και της JCD. Η Επιτροπή διαβίβασε στο Βέλγιο τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, με επιστολές της 24ης Ιουλίου και της 13ης Αυγούστου 2015 και έλαβε τα σχόλια του Βελγίου σχετικά με τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις με επιστολή της 2ας Οκτωβρίου 2015.

(6)

Με τις βελγικές αρχές, την JCD και τη CCB ακολούθησαν και άλλες συζητήσεις και ανταλλαγές επιστολών. Για τον σκοπό αυτό, στις 15 Απριλίου 2016 η Επιτροπή απέστειλε αίτηση παροχής πληροφοριών στο Βέλγιο και στα ενδιαφερόμενα μέρη. Το Βέλγιο απάντησε στην αίτηση παροχής πληροφοριών στις 20 Ιουνίου 2016 και διαβίβασε μεταγενέστερες παρατηρήσεις στις 26 Ιανουαρίου 2017, στις 20 Φεβρουαρίου 2017, στις 20 Μαρτίου 2017 και στις 23 Ιανουαρίου 2019.

(7)

Η CCB διαβίβασε μεταγενέστερες παρατηρήσεις την 1η Δεκεμβρίου 2015, στις 23 Μαΐου 2016, στις 20 Σεπτεμβρίου 2016 και στις 24 Μαρτίου 2017. Η JCD διαβίβασε μεταγενέστερες παρατηρήσεις στις 12 Οκτωβρίου 2015, στις 29 Μαρτίου 2016, στις 15 Ιουλίου 2016 και στις 16 Μαΐου 2017.

(8)

Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τη CCB στις 16 Ιουλίου 2015 σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία περιελάμβαναν πρόσθετη καταγγελία κατά της JCD.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ

2.1.   Η καταγγέλλουσα CCB και η εικαζόμενη αποδέκτρια των ενισχύσεων JCD

(9)

Η CCB και η JCD αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους παράγοντες του τομέα της υπαίθριας διαφήμισης στο Βέλγιο. Οι δύο εταιρείες ανήκουν σε διεθνείς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης σε μεγάλες και μικρές επιφάνειες.

(10)

Η CCB αποτελεί θυγατρική του διεθνούς ομίλου CC Media Holding. Ο εν λόγω όμιλος έχει στην κατοχή του την πολυεθνική εταιρεία Clear Channel Communication Inc. που εδρεύει στις ΗΠΑ και αναπτύσσει δραστηριότητες σε 28 χώρες της Ευρώπης, της περιοχής της Ασίας και του Ειρηνικού, καθώς επίσης και της Λατινικής Αμερικής. Στο Βέλγιο, η CCB διαθέτει στο εμπόριο εκατομμύρια διαφημιστικές πινακίδες μικρού και μεγάλου μεγέθους· ασκεί επίσης δραστηριότητες προμήθειας και διαχείρισης αστικού εξοπλισμού και συστημάτων κοινοχρησίας ποδηλάτων.

(11)

Η JCD είναι η βελγική θυγατρική της εταιρείας γαλλικού δικαίου JCDecaux SA, η οποία πρωταγωνιστεί στη διεθνή αγορά της υπαίθριας διαφήμισης και της προμήθειας, της τοποθέτησης και της συντήρησης ειδών αστικού εξοπλισμού, καθώς και της προμήθειας και της διαχείρισης αυτοεξυπηρετούμενων συστημάτων ενοικίασης ποδηλάτων.

(12)

Η καταγγελία που υποβλήθηκε από τη CCB και εξετάζεται στην παρούσα απόφαση (3) αφορά τα δύο σκέλη που περιγράφονται στη συνέχεια. Η καταγγελία που υποβλήθηκε από τον δεύτερο καταγγέλλοντα αφορά μόνο το δεύτερο σκέλος.

2.2.   Σκέλος των διαφημιστικών πινακίδων της σύμβασης του 1984

2.2.1.   Ιστορικό

(13)

Ο Δήμος Βρυξελλών (4) και η JCD σύναψαν δύο συμβάσεις σχετικά με την εγκατάσταση διαφημιστικών πινακίδων εντός του Δήμου Βρυξελλών· η πρώτη σύμβαση συνήφθη το 1984 και η δεύτερη το 1999. Οι δύο συμβάσεις αφορούν την εγκατάσταση ειδών αστικού εξοπλισμού με αντάλλαγμα την εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων μεγέθους περίπου 2 m2, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιούνται για την προβολή διαφημίσεων (οι πινακίδες έχουν από μία έως δύο διαφημιστικές επιφάνειες, αλλά μπορεί να διαθέτουν έως και έξι επιφάνειες αν είναι εξοπλισμένες με μηχανισμό προβολής κυλιόμενων διαφημίσεων σε κάθε πλευρά). Στο Βέλγιο η υπαίθρια διαφήμιση σε επιφάνειες μικρού μεγέθους παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι οι πινακίδες μικρού μεγέθους είναι συνήθως ενσωματωμένες στον αστικό εξοπλισμό.

(14)

Οι δύο συμβάσεις που εξετάζονται στην καταγγελία εμφανίζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως περιγράφεται κατωτέρω.

(15)

Η σύμβαση της 16ης Ιουλίου 1984 (εφεξής «η σύμβαση του 1984»), διάρκειας 15 ετών, προέβλεπε ότι η JCD θα τοποθετούσε και θα μπορούσε να εκμεταλλεύεται διαφημιστικά πλαίσια στάσεων αστικών συγκοινωνιών και είδη αστικού εξοπλισμού, γνωστά και ως «mupi» (πινακίδες με δύο όψεις, εκ των οποίων τη μία θα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ο Δήμος Βρυξελλών και τη δεύτερη θα εκμεταλλευόταν η JCD για την προβολή διαφημίσεων), υπό τους ακόλουθους όρους:

i)

σύμφωνα με τη σύμβαση, η JCD δεν θα κατέβαλλε κανένα ποσό στον Δήμο Βρυξελλών ως μίσθωμα, δικαίωμα χρήσης ή τέλος για τις πινακίδες που ανήκαν στην ίδια, αλλά η JCD έπρεπε να διαθέτει στον Δήμο Βρυξελλών ορισμένες παροχές σε είδος: δωρεάν διάθεση καλαθιών απορριμμάτων, δημόσιων τουαλετών και ηλεκτρονικών εφημερίδων, έκδοση γενικού χάρτη, τουριστικού χάρτη, ξενοδοχειακού χάρτη και χάρτη των πεζόδρομων του Δήμου Βρυξελλών·

ii)

η JCD είχε το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται την κάθε πινακίδα για χρονικό διάστημα 15 ετών και να εγκαθιστά πινακίδες σε όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης του 1984, η οποία ίσχυε επίσης για 15 έτη (1984-1999). Κατά συνέπεια, το 1999, κατά τη λήξη της σύμβασης του 1984, η JCD εξακολουθούσε να έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης πολλών διαφημιστικών πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 μέχρι τη λήξη της 15ετούς περιόδου εκμετάλλευσής τους.

(16)

Η σύμβαση της 14ης Οκτωβρίου 1999 (εφεξής «η σύμβαση του 1999») αντικατέστησε τη σύμβαση του 1984 μετά από πρόσκληση υποβολής προσφορών που προκήρυξε ο Δήμος Βρυξελλών για την προμήθεια, την τοποθέτηση, καθώς επίσης και για τη συντήρηση και τη διαχείριση ειδών αστικού εξοπλισμού πληροφόρησης του κοινού, στεγάστρων αναμονής επιβατών και υπαίθριων πινακίδων. Μέρος αυτού του εξοπλισμού μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για διαφημιστικούς σκοπούς ενώ ανάδοχος του έργου ανακηρύχθηκε η JCD.

(17)

Μολονότι η σύμβαση του 1999 (διάρκειας 15 ετών) αφορούσε εξοπλισμό παρόμοιο με τον εξοπλισμό της σύμβασης του 1984, προέβλεπε ότι:

i)

ο νέος αστικός εξοπλισμός που συνδεόταν με την προαναφερθείσα σύμβαση θα ανήκε στον Δήμο Βρυξελλών (5) και η JCD θα κατέβαλλε μηνιαίο μίσθωμα για τη χρήση του για διαφημιστικούς σκοπούς·

ii)

το σύνολο του παλαιού εξοπλισμού που είχε εγκατασταθεί με βάση προγενέστερες συμβάσεις μεταξύ του Δήμου Βρυξελλών και της JCD έπρεπε να απομακρυνθεί από την JCD. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η κατάσταση του εξοπλισμού που ενέπιπτε στη σύμβαση του 1984 και του οποίου η 15ετής περίοδος εκμετάλλευσης δεν είχε λήξει ακόμα, στη σύμβαση του 1999 επισυνάφθηκε χρονοδιάγραμμα (εφεξής «το παράρτημα 10»), στο οποίο προσδιορίζονταν επακριβώς οι ημερομηνίες κατά τις οποίες έπρεπε να απομακρυνθούν οι διάφορες αυτές πινακίδες (από το 1999 έως το 2010). Στο παράρτημα 10 καταγράφονταν 282 διαφημιστικά πλαίσια στάσεων αστικών συγκοινωνιών και 198 υπαίθριες πινακίδες που εξακολουθούσαν να εμπίπτουν στο καθεστώς της σύμβασης του 1984, ενώ επισημαινόταν η τοποθεσία τους και οι ημερομηνίες κατά τις οποίες έπρεπε να αφαιρεθούν.

2.2.2.   Αντικείμενο της καταγγελίας

(18)

Η CCB θεωρεί ότι η JCD ωφελήθηκε από ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση, καθώς εξακολουθούσε να εκμεταλλεύεται ορισμένες πινακίδες της σύμβασης του 1984 και μετά την ημερομηνία αποξήλωσης που προβλεπόταν στη σύμβαση του 1999, χωρίς να καταβάλλει ούτε μισθώματα ούτε φόρους στον Δήμο Βρυξελλών.

2.3.   Σκέλος Villo

2.3.1.   Ιστορικό

(19)

Για να προσφέρει μέσα ήπιας κινητικότητας στην επικράτειά της, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας αποφάσισε να εγκαταστήσει αυτοματοποιημένο σύστημα ενοικίασης κοινόχρηστων ποδηλάτων.

(20)

Για τον σκοπό αυτό, στις 15 Μαρτίου 2008 η Περιφέρεια δημοσίευσε πρόσκληση υποβολής προσφορών και στις 13 Νοεμβρίου 2008 ανάδοχος του έργου ανακηρύχθηκε η JCD. Στις 5 Δεκεμβρίου 2008, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας σύναψε με την JCD σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας για την εκμετάλλευση του αυτοματοποιημένου συστήματος ενοικίασης ποδηλάτων Villo εντός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας («η σύμβαση Villo»), για συνολικό χρονικό διάστημα 15 ετών (παρατάθηκε κατά δύο έτη το 2011 λόγω των καθυστερήσεων που σημειώθηκαν κατά την εκτέλεση της σύμβασης). Η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε:

i)

την εγκατάσταση και τη διαχείριση αυτοματοποιημένου συστήματος ενοικίασης ποδηλάτων (στην πρώτη φάση του έργου, η οποία ξεκίνησε στις 16 Νοεμβρίου 2009, επρόκειτο να διατεθούν 2500 ποδήλατα σε 200 σταθμούς και στη δεύτερη φάση του έργου, που θα ξεκινούσε το 2011, ο αριθμός των ποδηλάτων θα αυξανόταν σε 5000) για συνολικό χρονικό διάστημα 15 ετών (έως το 2026)·

ii)

τη διαχείριση και την εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων μέσω των οποίων θα διασφαλιζόταν η χρηματοδότηση του συστήματος ενοικίασης ποδηλάτων, πέραν του αντιτίμου που θα κατέβαλλαν οι πελάτες. Στο πλαίσιο αυτό, η JCD εκμεταλλεύεται τόσο διαφημιστικές πινακίδες που είναι ενσωματωμένες στους σταθμούς ποδηλάτων, όσο και χωριστές και μεμονωμένες πινακίδες των εν λόγω σταθμών (πρόκειται κυρίως για διαφημιστικές επιφάνειες με εμβαδόν 2 m2 αλλά και 8 m2).

(21)

Ο εκτιμώμενος συνολικός κύκλος εργασιών του παραχωρησιούχου σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης ανέρχεται κατά προσέγγιση σε [100-150] εκατ. EUR. Το [30-40] % των εσόδων περίπου προέρχονται από τους χρήστες, και τα υπόλοιπα έσοδα προέρχονται από τις διαφημίσεις.

(22)

Επιπλέον, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της σύμβασης Villo, η Περιφέρεια ενέκρινε για την JCD ορισμένα χρηματοδοτικά μέτρα που δεν περιλαμβάνονταν στην πρόσκληση υποβολής προσφορών (6):

i)

απαλλαγή από το τέλος χρήσης δημόσιων χώρων της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας για τις διαφημιστικές πινακίδες με εμβαδόν 8 m2· Το ανώτατο ποσό της εν λόγω απαλλαγής ανέρχεται σε [50 000-150 000] EUR/έτος (7)·

ii)

ρήτρα απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών όσον αφορά τους περιφερειακούς φόρους (αποζημίωση λόγω μεταβολής των περιφερειακών φόρων): καταρχήν, προβλέπεται ότι η JCD μπορεί να αποζημιωθεί αν οι περιφερειακοί φόροι αυξηθούν· ωστόσο, η ρήτρα αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ·

iii)

ρήτρα αναπροσαρμογής των τιμών σχετικά με τους δημοτικούς φόρους (αποζημίωση λόγω αύξησης των δημοτικών φόρων): καταρχήν, προβλέπεται αποζημίωση της JCD, αν οι δημοτικοί φόροι αυξηθούν πέραν των 75 EUR/m2· οι βελγικές αρχές εκτίμησαν αρχικά ότι η αποζημίωση που προβλέπεται σε αυτήν τη ρήτρα θα μπορούσε να ανέλθει κατ’ ανώτατο όριο σε [250 000-350 000] EUR ετησίως (8).

2.3.2.   Αντικείμενο της καταγγελίας

(23)

Η CCB και ο δεύτερος καταγγέλλων θεωρούν ότι η JCD ωφελήθηκε από κρατική ενίσχυση μέσω της χρηματοδότησης της σύμβασης παραχώρησης Villo.

(24)

Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, το σύνολο των μέτρων χρηματοδότησης (εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων και πρόσθετα μέτρα που εγκρίθηκαν για την JCD) συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

(25)

Επιπλέον, οι εν λόγω κρατικές ενισχύσεις δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά με βάση τους κανόνες της Ένωσης που αφορούν τις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, και κυρίως με βάση την απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής (9) (εφεξής η «απόφαση ΥΓΟΣ του 2012»), στον βαθμό που η JCD έλαβε υπέρμετρη υπεραντιστάθμιση (επειδή κυρίως ο αριθμός των διαφημιστικών πινακίδων που παραχωρήθηκαν στην JCD ήταν πάρα πολύ μεγάλος).

3.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΙΔΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ 1984

3.1.   Λόγοι που οδήγησαν στην κίνηση της διαδικασίας

(26)

Η Επιτροπή εκτίμησε ότι, όσον αφορά την εκμετάλλευση ορισμένων διαφημιστικών πινακίδων από την JCD, εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών, που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 και εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θέση τους και μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες αφαίρεσής τους (όπως επισημαίνεται στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999), συνέτρεχαν σωρευτικά τα κριτήρια που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις και ότι, ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(27)

Δεδομένου ότι δεν φαινόταν να εκπληρώνεται εκ των προτέρων καμία από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την κήρυξη της ενίσχυσης ως συμβιβάσιμης, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

3.2.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τους ενδιαφερόμενους για την απόφαση κίνησης της διαδικασίας

(28)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις της CCB και της JCD, οι οποίες αναφέρονται συνοπτικά στη συνέχεια.

3.2.1.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τη CCB

(29)

Όσον αφορά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η CCB επισημαίνει ότι συμφωνεί με την ανάλυση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η εκμετάλλευση, από την πλευρά της JCD, πολλών διαφημιστικών πινακίδων που εγκαταστάθηκαν δυνάμει της σύμβασης του 1984 εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών και που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες αφαίρεσής τους, χωρίς να καταβάλλονται μισθώματα ούτε φόροι, φαίνεται να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

(30)

Η CCB επισημαίνει επίσης ότι συμφωνεί με τη θέση της Επιτροπής, η οποία εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες για το υποστατό και το λυσιτελές του μηχανισμού αντιστάθμισης που επικαλούνται οι βελγικές αρχές για να δικαιολογήσουν τη διατήρηση των επίμαχων πινακίδων και μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες αφαίρεσής τους. Σύμφωνα με τη CCB, οι βελγικές αρχές δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο εν λόγω μηχανισμός αντιστάθμισης τέθηκε επίσημα σε εφαρμογή πριν από την παράνομη διατήρηση των επίμαχων πινακίδων.

(31)

Η CCB υπογραμμίζει το γεγονός ότι το πλεονέκτημα που φαίνεται να αποκόμισε η JCD μέσω της εκμετάλλευσης των πινακίδων του 1984 και μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες αφαίρεσής τους υπερβαίνει τα 2 150 000 EUR, χωρίς τους τόκους. Η CCB βασίζεται σε δύο διαπιστώσεις του δικαστικού επιμελητή, οι οποίες διατυπώθηκαν μετά από δικό της αίτημα στις 3 Δεκεμβρίου 2007 και στις 21 Δεκεμβρίου 2009, και στις οποίες παρουσιάζονται αναλυτικά στοιχεία για τον εξοπλισμό που είχε εγκατασταθεί στο πλαίσιο της σύμβασης του 1984 και εξακολουθούσε να βρίσκεται στη θέση του μέχρι τις ημερομηνίες εκείνες. Η CCB επισημαίνει επίσης πως το γεγονός ότι οι ίδιες οι βελγικές αρχές βασίζονται στις εν λόγω διαπιστώσεις του δικαστικού επιμελητή, οι οποίες διατυπώθηκαν μετά από αίτημα της CCB (βλέπε τμήμα 3.3.2), αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε ακριβής παρακολούθηση των πινακίδων που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά τις ημερομηνίες που προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση, και ότι μέχρις αποδείξεως του εναντίου από τις βελγικές αρχές, ο αριθμός των πινακίδων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε στην JCD ανέρχεται σε 86, ή διαφορετικά σε 119 διαφημιστικές επιφάνειες.

(32)

Τέλος, η CCB υποστηρίζει την ανάλυση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία από το 2002 και εντεύθεν, οι διαφημιστικές πινακίδες επιβαρύνονταν με φόρους, ανεξάρτητα από τη σύμβαση από την οποία διέπονταν οι εκάστοτε πινακίδες. Ως εκ τούτου, η πρόωση αφαίρεση πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 δεν θα επέτρεπε στην JCD να αποφύγει την καταβολή των φόρων που αναλογούσαν στις εν λόγω πινακίδες, αφού οι φόροι αυτοί θα επιβάρυναν ούτως η άλλως τις εν λόγω πινακίδες αν αυτές είχαν διατηρηθεί στη θέση τους, γεγονός που καθιστά αβάσιμο το επιχείρημα του συμψηφισμού μεταξύ πρόωρων και εκπρόθεσμων αφαιρέσεων όσον αφορά τους εν λόγω φόρους. Η CCB επαναλαμβάνει επίσης την άποψή της, σύμφωνα με την οποία οι εν λόγω φορολογικές απαλλαγές υπέρ της JCD προκαλούν σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού στη βελγική αγορά της υπαίθριας διαφήμισης και επιφέρουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι ανταγωνιστές της JCD, μεταξύ αυτών και η CCB, βαρύνονται με φόρους διαφήμισης για τις πινακίδες που εκμεταλλεύονται εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών.

(33)

Η CCB τονίζει ότι, σε απόφασή του της 29ης Απριλίου 2016, το Εφετείο Βρυξελλών έκρινε ότι η JCD δεν είχε τηρήσει τις ημερομηνίες αφαίρεσης που προβλέπονταν στο παράρτημα 10 του ειδικού τεύχους της συγγραφής υποχρεώσεων της σύμβασης του 1999 και είχε εκμεταλλευτεί χωρίς νόμιμο τίτλο, επί σειρά ετών, πολλές διαφημιστικές πινακίδες σε κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Βρυξελλών (10). Η CCB τονίζει επίσης ότι το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα του συμψηφισμού μεταξύ πρόωρων και εκπρόθεσμων αφαιρέσεων, το οποίο επικαλέστηκε η JCD.

(34)

Η CCB εκτιμά ότι τα διαφημιστικά έσοδα, τα οποία αποκομίστηκαν από την εμπορική εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία αφαίρεσης που προβλεπόταν στο παράρτημα 10, θα μπορούσαν να αποτελούν επίσης κρατικούς πόρους, επειδή τις πινακίδες αυτές θα μπορούσε να τις εκμεταλλεύεται το ίδιο το κράτος.

(35)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 16 Ιουλίου 2015 σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία, η CCB υπέβαλε πρόσθετη καταγγελία κατά της JCD, η οποία αφορούσε τους φόρους που δεν απέδωσε η JCD στο βελγικό κράτος για τις πινακίδες της σύμβασης του 1999.

3.2.2.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την JCD

(36)

Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας της 17ης Ιουλίου 2015, η JCD υπενθυμίζει ότι η δημόσια αρχή (εν προκειμένω ο Δήμος Βρυξελλών) υπόκειται στην υποχρέωση να διατηρεί την οικονομική ισορροπία των συμβάσεων στις οποίες αποτελεί μέρος. Έτσι, σύμφωνα με την JCD, για να αντισταθμιστούν οι απώλειες των διαφημιστικών εσόδων, οι οποίες οφείλονταν στην πρόωρη αφαίρεση των αντίστοιχων πινακίδων, και για να διασφαλιστεί η οικονομική ισορροπία της σύμβασης του 1984, ο Δήμος Βρυξελλών επέτρεψε δικαιολογημένα τη διατήρηση και την εκμετάλλευση, και μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία αφαίρεσης, ισάριθμων πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984. Η JCD επιβεβαιώνει εν προκειμένω ότι το υποστατό της αντιστάθμισης είναι ακαταμάχητο και ότι τεκμηριώνεται με μια σειρά από αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ άλλων με τον μεγάλο αριθμό στοιχείων και εγγράφων που υποβλήθηκαν από τον Δήμο Βρυξελλών στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας.

(37)

Σύμφωνα με την JCD, η εκμετάλλευση των επίμαχων διαφημιστικών πινακίδων δεν διεπόταν ποτέ από τη σύμβαση του 1999 και ορισμένα από τα στοιχεία του αστικού εξοπλισμού διατηρήθηκαν στη θέση τους στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης του 1984 χωρίς την παραμικρή μεταβίβαση δημόσιων πόρων. Η διατήρηση του εν λόγω εξοπλισμού είναι ουδέτερη από πλευράς κρατικών πόρων επειδή συνιστά το αντιστάθμισμα της πρόωρης αφαίρεσης άλλου εξοπλισμού, ο οποίος διεπόταν από την ίδια σύμβαση.

(38)

Για την JCD, όπως προκύπτει από αυτήν καθαυτή την αρχή της αντιστάθμισης, η διαφημιστική εκμετάλλευση των πινακίδων που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την προβλεπόμενη προθεσμία έπρεπε να υπόκειται στο ίδιο καθεστώς με το καθεστώς που ίσχυε για τις πινακίδες που απομακρύνθηκαν πρόωρα, δηλαδή για τη σύμβαση του 1984.

(39)

Ως εκ τούτου, η JCD αμφισβητεί το επιχείρημα ότι ωφελήθηκε από επιλεκτικό πλεονέκτημα, το οποίο προκύπτει από τη μεταβίβαση δημόσιων πόρων στο πλαίσιο των συμβάσεων που συνάπτονται τακτικά με τον Δήμο Βρυξελλών. Η JCD θεωρεί ότι δεν εξοικονόμησε κανένα απολύτως ποσό από τα μισθώματα και τους φόρους που έπρεπε να καταβάλλει δυνάμει της σύμβασης του 1999 και ότι οι υπηρεσίες αυτές συνιστούν αποστολή δημόσιας υπηρεσίας.

(40)

Συγκεκριμένα, όσον αφορά την απαλλαγή από την καταβολή μισθωμάτων, η εν λόγω απαλλαγή βασίζεται, σύμφωνα με την JCD, στον μηχανισμό αντιστάθμισης που διέπεται από τη σύμβαση του 1984.

(41)

Όσον αφορά την απαλλαγή από τους φόρους, η πρακτική του Δήμου Βρυξελλών να μην καταλογίσει φόρους μόνο για τις συμβάσεις του αστικού εξοπλισμού –σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε για τις διαφημιστικές πινακίδες– φαίνεται να συνάδει πλήρως με τον σκοπό της διατήρησης της οικονομικής ισορροπίας των εν λόγω συμβάσεων, καθώς ούτε οι πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 ούτε οι πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1999 βαρύνονταν με φόρους, ανεξάρτητα από τη φορολογική κανονιστική ρύθμιση που θέσπισε ο Δήμος Βρυξελλών το 2002.

(42)

Πράγματι, σύμφωνα με την JCD, ο Δήμος Βρυξελλών θέσπισε την πρώτη φορολογική κανονιστική ρύθμιση για τις προσωρινού χαρακτήρα διαφημίσεις εντός και επί κοινόχρηστων χώρων μόλις το οικονομικό έτος 2002 (φορολογική κανονιστική ρύθμιση της 17ης Οκτωβρίου 2001), τη στιγμή που η ισχύς της σύμβασης του 1984 έληξε το 1999. Κατά συνέπεια, ο φόρος αυτός δεν θα μπορούσε να ισχύει για τη διαφημιστική εκμετάλλευση των πινακίδων που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1984, ακόμα και αν η εν λόγω εκμετάλλευση συνεχιζόταν κατά τα οικονομικά έτη 2002 και εφεξής. Σύμφωνα με την JCD, ο μη καταλογισμός φόρου για τις εν λόγω πινακίδες δεν μπορεί να συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του αντισυμβαλλομένου στον βαθμό που η εν λόγω πρακτική εκφράζει μια γενική αρχή, η οποία δεν οδήγησε στην ευνοϊκότερη μεταχείριση της JCD έναντι οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης βρισκόταν σε συγκρίσιμη κατάσταση και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

(43)

Άλλωστε, ακόμα και αν υποτεθεί ότι θα έπρεπε να επιβληθεί φόρος για την εν λόγω σύμβαση, οι όροι της σύμβασης του 1984 θα έπρεπε να αναθεωρηθούν, όπως προβλέπεται στην εν λόγω σύμβαση.

(44)

Σε ό,τι αφορά τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999, η JCD θεωρεί ότι η διαφημιστική τους εκμετάλλευση δεν θα μπορούσε να υπόκειται στην καταβολή φόρου διαφήμισης. Πράγματι, η φορολογική κανονιστική ρύθμιση για τις διαφημίσεις, η οποία θεσπίστηκε το 2002 από τον Δήμο Βρυξελλών, δεν θα μπορούσε να ισχύει επειδή η JCD καταβάλλει ήδη μηνιαίο μίσθωμα για τη χρήση των πινακίδων για διαφημιστικούς σκοπούς, το οποίο, δυνάμει της σύμβασης του 1999, αποτελεί τη μοναδική επιβάρυνση για τη διαφημιστική εκμετάλλευση των πινακίδων. Άλλωστε, η εν λόγω φορολογική κανονιστική ρύθμιση απαλλάσσει ρητά τις διαφημιστικές πινακίδες του Δήμου Βρυξελλών και, ως εκ τούτου, τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999.

(45)

Προς επίρρωση των εν λόγω επιχειρημάτων, η JCD προσκομίζει στην Επιτροπή δύο αποφάσεις της 4ης Νοεμβρίου 2016, με τις οποίες το γαλλόφωνο Πρωτοδικείο Βρυξελλών υποστήριξε ότι η JCD δεν ήταν υπόχρεος του δημοτικού φόρου διαφήμισης σε ό,τι αφορά τις διαφημιστικές πινακίδες που είχαν εγκατασταθεί εντός των ορίων του Δήμου και ανήκουν στον Δήμο Βρυξελλών σύμφωνα με τη σύμβαση που ανατέθηκε στην JCD στις 14 Οκτωβρίου 1999. Με τις εν λόγω αποφάσεις διατάχθηκε, επομένως, η επιστροφή των ποσών που είχαν καταβληθεί για τα οικονομικά έτη 2009 έως 2012.

(46)

Η JCD υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο μηχανισμός αντιστάθμισης που αναφέρεται ανωτέρω επέφερε ανισορροπία υπέρ της JCD, η εν λόγω υποθετική ανισορροπία δεν μπόρεσε να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση της JCD έναντι των ανταγωνιστών της στις οικείες αγορές, καθώς η ανισορροπία φαίνεται να είναι πολύ μικρή.

(47)

Μάλιστα, σύμφωνα με τη JCD, η εν λόγω υποθετική ανισορροπία δεν μπόρεσε να δυσχεράνει τη διείσδυση των επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών σε αυτές τις αγορές. Η JCD υπενθυμίζει άλλωστε ότι η Επιτροπή έχει ήδη υποστηρίξει ότι ορισμένα μέτρα παρήγαγαν αποτελέσματα αποκλειστικά και μόνο σε τοπικό επίπεδο, χωρίς έτσι να επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

3.3.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το Βέλγιο

3.3.1.   Παρατηρήσεις του Βελγίου σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας

(48)

Οι βελγικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η JCD συνέχισε να εκμεταλλεύεται ορισμένες πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 και μετά την ημερομηνία αποξήλωσης που προβλεπόταν στη σύμβαση του 1999, όπως ακριβώς οριζόταν στο παράρτημα 10. Για τις εν λόγω διαφημιστικές πινακίδες η JCD δεν κατέβαλλε ούτε μισθώματα ούτε φόρους στον Δήμο Βρυξελλών, σε αντίθεση με τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999, για τις οποίες όχι μόνο καταβλήθηκε μίσθωμα από την έναρξη κιόλας της σύμβασης, αλλά καταλογίστηκαν και φόροι, αν και μόνο από το 2009 και μετά (11). Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε έως τον Αύγουστο του 2011, οπότε και αποξηλώθηκαν οι τελευταίες πινακίδες.

(49)

Οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι τα μέτρα καταλογίζονται στις ίδιες και, ειδικότερα, στον Δήμο Βρυξελλών. Εξηγούν, μάλιστα, ότι αποδέχθηκαν τη διατήρηση των πινακίδων της σύμβασης του 1984 και μετά την ημερομηνία που προβλέπεται στο παράρτημα 10, ώστε να διαφυλάξουν την ισορροπία της σύμβασης με την JCD, καθώς ορισμένες πινακίδες είχαν απομακρυνθεί πρόωρα μετά από αίτημα του Δήμου Βρυξελλών προκειμένου να τοποθετηθούν άλλου είδους πινακίδες που είχαν επιλεγεί για αισθητικούς κυρίως λόγους, και πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να τοποθετηθούν νέα είδη αστικού εξοπλισμού, τα οποία ακολουθούσαν τα εικαστικά πρότυπα της «Νέας Τέχνης» (Αρ Νουβό).

(50)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η πρόωρη αφαίρεση των εν λόγω πινακίδων προκάλεσε ζημία στην JCD, η οποία σταμάτησε να εκμεταλλεύεται πινακίδες για τις οποίες δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει κανένα μίσθωμα ή φόρο μέχρι την ημερομηνία αφαίρεσης που προβλεπόταν στο παράρτημα 10, και ότι για να αντισταθμιστεί αυτή ακριβώς η ζημία, η JCD είχε το δικαίωμα να διατηρήσει άλλες πινακίδες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το προβλεπόμενο, χωρίς να καταβάλλει κανένα μίσθωμα ή φόρο για τις εν λόγω πινακίδες.

(51)

Οι βελγικές αρχές αναγνωρίζουν ότι, συνολικά, η JCD ωφελήθηκε από οικονομικό πλεονέκτημα αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγω της ανισορροπίας μεταξύ του αριθμού των πινακίδων που απομακρύνθηκαν πρόωρα (πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσής τους) και του αριθμού των πινακίδων που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία απομάκρυνσης που προβλέπεται στο παράρτημα 10. Το άρθρο 4.5 της σύμβασης που συνήφθη το 1984 μεταξύ του Δήμου Βρυξελλών και της JCD προέβλεπε ότι οι υπαίθριες πινακίδες και τα διαφημιστικά πλαίσια στις στάσεις των αστικών συγκοινωνιών απαλλάσσονται από την καταβολή μισθωμάτων, δικαιωμάτων χρήσης και τελών. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η εν λόγω απαλλαγή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι όταν υπογράφηκε η σύμβαση, ο Δήμος Βρυξελλών δεν είχε θεσπίσει καμία κανονιστική ρύθμιση για τη φορολόγηση των διαφημιστικών πινακίδων.

(52)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η JCD, συναινώντας στην πρόωρη απομάκρυνση των πινακίδων, ναι μεν αποποιήθηκε το δικαίωμά της να εξοικονομήσει δαπάνες από μισθώματα και φόρους αλλά, την ίδια στιγμή, είχε τη δυνατότητα να εξοικονομήσει δαπάνες από μισθώματα και φόρους χάρη στη διατήρηση άλλων πινακίδων και μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες αφαίρεσης. Αν υπολογιστεί η διαφορά μεταξύ, αφενός, της εξοικονόμησης δαπανών που στερήθηκε η JCD λόγω της πρόωρης αφαίρεσης πινακίδων, και αφετέρου, της συμπληρωματικής εξοικονόμησης δαπανών που πέτυχε η JCD διατηρώντας άλλες πινακίδες της για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το διάστημα που προβλεπόταν στο παράρτημα 10, συνολικά, η JCD φαίνεται τελικά να ωφελήθηκε, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, από οικονομικό πλεονέκτημα που δεν υπερέβη τα [100 000-150 000] EUR την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1999 έως το 2011.

(53)

Ως εκ τούτου, οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι το μέτρο θα μπορούσε άνετα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής (12) (εφεξής «ο κανονισμός για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2006»). Ο εν λόγω κανονισμός ορίζει πράγματι ότι ορισμένες ενισχύσεις που αφορούν μικρά ποσά (κάτω των 200 000 EUR για οποιαδήποτε περίοδο τριών φορολογικών ετών) θεωρείται ότι δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι δεν εκπληρώνουν τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(54)

Οι βελγικές αρχές παρέχουν άλλωστε διευκρινίσεις σχετικά με ορισμένους ισχυρισμούς της CCB που εξετάζονται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Κατά πρώτον, η αρχική εκτίμηση των 86 πινακίδων που αναφέρει η CCB φαίνεται ότι είναι εσφαλμένη, καθώς στις διαπιστώσεις του δικαστικού επιμελητή της CCB (βλέπε αιτιολογική σκέψη 31) απαριθμούνται 80 πινακίδες. Άλλωστε, η CCB παρουσιάζει εσφαλμένα ορισμένες πινακίδες ως διαφημιστικά πλαίσια στάσεων αστικών συγκοινωνιών, μολονότι στην πραγματικότητα πρόκειται για πινακίδες πληροφόρησης για την πόλη. Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους των μισθωμάτων, η CCB αναπροσαρμόζει τιμαριθμικά το ύψος των μισθωμάτων με λάθος τρόπο αφού τα εν λόγω μισθώματα, σύμφωνα με τον Δήμο Βρυξελλών, πρέπει να αναπροσαρμόζονται τιμαριθμικά κατά την επέτειο της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της σύμβασης (13). Κατά τρίτον, ο τρόπος με τον οποίο υπολόγισε η CCB το ποσό των φόρων που οφείλει η JCD φαίνεται να είναι εσφαλμένος.

3.3.2.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το Βέλγιο για τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων

(55)

Στις γραπτές παρατηρήσεις της 2ας Οκτωβρίου 2015, οι βελγικές αρχές διευκρινίζουν ότι η μη είσπραξη από τον Δήμο Βρυξελλών των φόρων που έπρεπε να καταβάλλει η JCD στο πλαίσιο της σύμβασης του 1999, ενώ ήταν σε εξέλιξη δικαστικές διαδικασίες, δεν οφείλεται σε χάρη που χορηγήθηκε από τον Δήμο Βρυξελλών, αλλά στην εφαρμογή του βελγικού νόμου και των αποφάσεων βελγικών δικαστηρίων, οι οποίες εμπόδιζαν τη δημοτική διοίκηση να προβεί σε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή σε είσπραξη φόρου όσον αφορά το τμήμα του φόρου που υπερέβαινε το κατά τεκμήριο οφειλόμενο ποσό. Όταν μια προσφυγή, όπως αυτή που ασκήθηκε από την JCD, αφορά το σύνολο του φόρου, η αναγκαστική εκτέλεση ή η είσπραξη του εν λόγω φόρου αποδεικνύεται αδύνατη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο υπόχρεος που ασκεί τη δικαστική προσφυγή απαλλάσσεται από τον φόρο, όπως ισχυρίζεται η CCB. Άλλωστε, οι φόροι, ακόμα και αν αμφισβητούνται, πρέπει από λογιστική άποψη να καταχωρίζονται ως λειτουργική δαπάνη. Ως εκ τούτου, καμία κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να αποτελεί προϊόν της μη είσπραξης, από την πλευρά του Δήμου Βρυξελλών, των φόρων που βαρύνουν την JCD και αποτελούν το αντικείμενο δικαστικών διαδικασιών.

(56)

Στις γραπτές παρατηρήσεις της 20ής Ιουνίου 2016 που αφορούσαν τα ερωτήματα που είχαν θέσει οι υπηρεσίες της Επιτροπής στην επιστολή της 15ης Απριλίου 2016, οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι ο Δήμος Βρυξελλών άρχισε να φορολογεί τις διαφημιστικές πινακίδες που είχαν τοποθετηθεί στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης της 14ης Οκτωβρίου 1999, μόλις από το φορολογικό έτος 2009. Ωστόσο, μετά τη θέσπιση της φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης της 17ης Οκτωβρίου 2001 για τις προσωρινού χαρακτήρα διαφημίσεις εντός και επί κοινόχρηστων χώρων, ο Δήμος Βρυξελλών επέβαλε φόρο στις προσωρινές διαφημίσεις εντός και επί κοινόχρηστων χώρων και προέβλεψε φοροαπαλλαγές μόνο για τα αντίστοιχα διαφημιστικά μηνύματα του Δήμου (14). Οι βελγικές αρχές επισημαίνουν ότι οι φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις που ισχύουν για τις διαφημιστικές πινακίδες τέθηκαν σε ισχύ για πρώτη φόρα μόλις την 1η Ιανουαρίου 2002, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν υπήρξε καμία φορολογική επιβάρυνση για το 2001, ενώ επιβεβαιώνουν ότι οι εν λόγω φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις ισχύουν για τις διαφημιστικές πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999.

(57)

Οι βελγικές αρχές διευκρινίζουν επίσης ότι ο Δήμος Βρυξελλών δεν εισέπραξε τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε αυτούς τους φόρους για τα φορολογικά έτη 2002 έως 2008. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο Δήμος θεώρησε αρχικά ότι οι πινακίδες που τοποθετήθηκαν σύμφωνα με τη σύμβαση του 1999, και οι οποίες του ανήκαν αλλά τις εκμεταλλευόταν η JCD, δεν ήταν φορολογήσιμες, σύμφωνα με τις φοροαπαλλαγές που προβλέπονταν στο άρθρο 5 της φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης της 17ης Οκτωβρίου 2001 και αφορούσαν αποκλειστικά τα διαφημιστικά μηνύματα του Δήμου Βρυξελλών. Επιπλέον, στη φορολογική κανονιστική ρύθμιση της 18ης Δεκεμβρίου 2006 και στις διαδοχικές φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις προστέθηκε απαλλαγή ειδικά για τις διαφημιστικές πινακίδες του Δήμου Βρυξελλών ή των οργανισμών που δημιουργήθηκαν από τον Δήμο Βρυξελλών ή υπάγονται σε αυτόν.

(58)

Οι πρώτες πράξεις καταλογισμού φόρων εκδόθηκαν στις 29 Ιουλίου 2011 και αφορούσαν το φορολογικό έτος 2009. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου της 24ης Δεκεμβρίου 1996, ο οποίος καταργήθηκε με διάταγμα της 3ης Απριλίου 2014, δεν επιτρεπόταν η αναδρομική φορολόγηση των πινακίδων πέραν των τριών προηγούμενων ετών, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου του εκάστοτε φορολογικού έτους.

(59)

Οι βελγικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι ο Δήμος Βρυξελλών αποφάσισε να μην εφαρμόσει τη φοροαπαλλαγή καθώς θεώρησε ότι η απαλλαγή των διαφημιστικών πινακίδων αποκλειστικά και μόνο επειδή ανήκαν στον Δήμο Βρυξελλών, ο οποίος ωστόσο δεν τις εκμεταλλευόταν, ήταν άδικη έναντι των φορέων που εκμεταλλεύονταν άλλες διαφημιστικές πινακίδες. Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο Δήμος Βρυξελλών μπορούσε να δικαιολογήσει την απαλλαγή των διαφημιστικών πινακίδων που χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του Δήμου ή για τις ανάγκες των οργανισμών που δημιούργησε ο ίδιος ή που υπάγονται σε αυτόν, αλλά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την ίδια ακριβώς απαλλαγή για τις πινακίδες που εκμεταλλευόταν τρίτος, και πιο συγκεκριμένα, μια εμπορική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης.

(60)

Η απαλλαγή που προβλεπόταν στη φορολογική κανονιστική ρύθμιση είχε ως σκοπό να αποτρέψει την «αυτοφορολόγηση» του Δήμου, καθώς το μέτρο αυτό, όχι μόνο δεν θα απέφερε στον Δήμο κανένα συμπληρωματικό έσοδο, αλλά θα αύξανε και τις διοικητικές εργασίες της Διεύθυνσης Οικονομικών του, τη στιγμή που ο επιδιωκόμενος στόχος όλων των φορολογικών κανονιστικών ρυθμίσεων είναι να δίνεται η δυνατότητα στις φορολογικές αρχές να αντλούν συμπληρωματικούς δημοσιονομικούς πόρους. Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται στις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι βελγικές αρχές στις 20 Φεβρουαρίου 2017 απαντώντας στις συμπληρωματικές ερωτήσεις της Επιτροπής της 14ης Φεβρουαρίου 2017, ο Δήμος Βρυξελλών δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ ο ίδιος διαφημιστικές πινακίδες. Η εκμετάλλευση αυτή είχε πάντα τη μορφή της εκμετάλλευσης μέσω τρίτων. Οι μοναδικές διαφημιστικές πινακίδες που ανήκουν στον Δήμο Βρυξελλών είναι αυτές οι οποίες διέπονται από τη δημόσια σύμβαση που ανατέθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1999 στην JCD. Μόλις έληξε η σύμβαση του 1999, προκηρύχθηκε νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών και η νέα σύμβαση κατακυρώθηκε στη CCB που είναι επί του παρόντος ο ανάδοχος του οικείου έργου. Με βάση τη σύμβαση που είναι επί του παρόντος σε ισχύ, η CCB καταβάλλει τόσο μισθώματα για τις διαφημιστικές πινακίδες όσο και τους αντίστοιχους φόρους.

(61)

Οι βελγικές αρχές επισημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τις δικές τους πινακίδες καταβάλλουν μόνο τους προβλεπόμενους φόρους και ότι, εφόσον οι διαφημιστικές πινακίδες ανήκουν στον Δήμο Βρυξελλών, πέραν των φόρων, καταβάλλεται και το αντίστοιχο μίσθωμα για τη χρήση τους. Το εν λόγω μίσθωμα δεν αντικαθιστά σε καμία περίπτωση τους φόρους που βαρύνουν αυτές τις πινακίδες. Για την ακρίβεια, το μίσθωμα καταβάλλεται ως αντίτιμο του δικαιώματος εκμετάλλευσης των πινακίδων που ανήκουν στον Δήμο Βρυξελλών. Αν δεν καταβαλλόταν μίσθωμα, οι επιχειρήσεις θα εκμεταλλεύονται τις πινακίδες του Δήμου Βρυξελλών δωρεάν, μολονότι ο Δήμος επιβαρύνθηκε με το κόστος της αγοράς των πινακίδων. Είναι επομένως λογικό οι επιχειρήσεις να βαρύνονται με την καταβολή μισθώματος. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις που δεν εκμεταλλεύονται τις πινακίδες του Δήμου Βρυξελλών είναι αναγκασμένες να επωμίζονται οι ίδιες το συνολικό κόστος της επένδυσης για την κατασκευή ή την αγορά των διαφημιστικών πινακίδων.

(62)

Οι βελγικές αρχές εξηγούν ότι σε δύο αποφάσεις της 4ης Νοεμβρίου 2016, το γαλλόφωνο Πρωτοδικείο Βρυξελλών υποστήριξε ότι η JCD, σύμφωνα με το άρθρο 9 των φορολογικών κανονιστικών ρυθμίσεων των ετών 2009-2012, δεν ήταν υπόχρεη σε καταβολή του δημοτικού φόρου διαφήμισης για τις διαφημιστικές πινακίδες που είχαν εγκατασταθεί εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών και ανήκουν στον Δήμο Βρυξελλών σύμφωνα με τη σύμβαση που ανατέθηκε στην JCD στις 14 Οκτωβρίου 1999. Με τις εν λόγω αποφάσεις διατάχθηκε, επομένως, η επιστροφή των ποσών που είχαν καταβληθεί για τα οικονομικά έτη 2009 έως 2012.

(63)

Οι βελγικές αρχές επιβεβαιώνουν επίσης ότι ο Δήμος Βρυξελλών άσκησε έφεση κατά των δύο αποφάσεων της 4ης Νοεμβρίου 2016, οι οποίες αφορούσαν αντίστοιχα τα φορολογικά έτη 2009-2010 και τα φορολογικά έτη 2011-2012. Στην κατ’ έφεση διαδικασία που είναι ακόμα σε εξέλιξη, ο Δήμος Βρυξελλών υποστήριξε ότι η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στο άρθρο 9 της φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης, βάσει της οποίας επιτρέπεται η απαλλαγή της JCD, έθετε το ζήτημα της συμβατότητας της απαλλαγής με τα άρθρα 106 και 107 της ΣΛΕΕ.

(64)

Αντίθετα, ο Δήμος Βρυξελλών δεν εξέδωσε καμία πράξη καταλογισμού φόρου όσον αφορά τους φόρους επί των διαφημιστικών πινακίδων που διέπονταν από τη σύμβαση του 1984 και διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία αφαίρεσής τους.

(65)

Οι βελγικές αρχές δηλώνουν ότι είναι αδύνατο να υπολογίσουν το ποσό των μη καταβληθέντων μισθωμάτων και φόρων για τις πινακίδες που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία αφαίρεσης που προβλεπόταν στο παράρτημα 10, όσον αφορά την περίοδο που εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 21 Αυγούστου 2010.

3.4.   Αξιολόγηση των μέτρων

3.4.1.   To σκέλος των πινακίδων της σύμβασης του 1984: αντικείμενο της παρούσας απόφασης

(66)

Η ανάλυση της Επιτροπής αφορά αποκλειστικά και μόνο τη διατήρηση των πινακίδων του 1984 μετά τη λήξη της περιόδου εκμετάλλευσής τους και δεν αφορά αυτήν καθαυτή τη σύμβαση του 1984. Αυτό συμβαίνει επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου (15), η Επιτροπή δεν μπορεί να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν μετά τη λήξη της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής.

(67)

Με βάση τη σύμβαση του 1984, η JCD είχε το δικαίωμα να εγκαθιστά πινακίδες μέχρι τη λήξη της περιόδου ισχύος της σύμβασης του 1984 (δηλαδή μέχρι το 1999) και να εκμεταλλεύεται αυτές τις πινακίδες για περίοδο 15 ετών (δηλαδή μέχρι ενδεχομένως το 2014). Ως εκ τούτου, όποια ενίσχυση χορηγήθηκε μέσω αυτών των πινακίδων της σύμβασης του 1984, με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν όλες οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1, μπορεί να χορηγήθηκε μόνον από τη στιγμή που η JCD έλαβε από τις αρχές των Βρυξελλών την άδεια να εγκαταστήσει την εκάστοτε πινακίδα και, επομένως, πριν από το 1999, που αποτελεί το έτος λήξης της εν λόγω σύμβασης. Έτσι, όποια ενίσχυση χορηγήθηκε ενδεχομένως υπέρ της JCD πρέπει να χορηγήθηκε 10 τουλάχιστον έτη πριν από την πρώτη αίτηση παροχής πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή στις βελγικές αρχές στις 15 Σεπτεμβρίου 2011.

(68)

Αντίθετα, όσον αφορά τις πινακίδες της σύμβασης του 1984 που διατηρήθηκαν στη θέση τους χωρίς να καταβάλλονται μισθώματα και φόροι και μετά την ημερομηνία που προβλέπεται στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999, όποια ενίσχυση χορηγήθηκε υπέρ της JCD υπό αυτές τις περιστάσεις, πρέπει να χορηγήθηκε τη στιγμή κατά την οποία οι αρχές των Βρυξελλών ενέκριναν (σιωπηρά) τη μη τήρηση του χρονοδιαγράμματος που προβλέπεται σε αυτό το παράρτημα. Η ανάλυση της Επιτροπής που εκτίθεται κατωτέρω αφορά αποκλειστικά και μόνο τον βαθμό στον οποίο η διατήρηση των πινακίδων της σύμβασης του 1984 και μετά την ημερομηνία που προβλέπεται στο παράρτημα 10 συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της JCD, η οποία φαίνεται να χορηγήθηκε μετά τις 15 Σεπτεμβρίου 2001 (δηλαδή εντός της προθεσμίας παραγραφής που αναφέρεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589).

(69)

Στην εν λόγω απόφαση δεν εξετάζεται πάντως αν μπορεί να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση η απαλλαγή της JCD από τους φόρους που όφειλε να καταβάλλει η ίδια στο βελγικό κράτος για τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999, η οποία δεν εντασσόταν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

3.4.2.   Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(70)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ «οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(71)

Κατά πάγια νομολογία, για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως «ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη: i) το μέτρο καταλογίζεται στο κράτος και χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους· ii) το μέτρο αποφέρει επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο· iii) το μέτρο στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό· iv) το μέτρο είναι πιθανό να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (16).

3.4.2.1.   Καταλογισμός και κρατικοί πόροι

(72)

Για να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους. Στους κρατικούς πόρους περιλαμβάνονται όλοι οι πόροι του δημόσιου τομέα (17), συμπεριλαμβανομένων των πόρων από ενδοκρατικές οντότητες (αποκεντρωμένες, ομοσπονδιακές, περιφερειακές ή άλλες) (18).

(73)

Τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους μπορούν να θεωρηθούν ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η ύπαρξη κρατικού πόρου μπορεί να λάβει αρνητική μορφή όταν το μέτρο προκαλεί αποθετική ζημία στις δημόσιες αρχές. Κατά πάγια νομολογία, η παραίτηση από πόρους οι οποίοι, καταρχήν, θα έπρεπε να καταβληθούν στο δημόσιο Ταμείο συνιστά μεταβίβαση κρατικών πόρων. Ομοίως, οι παρεμβάσεις που ελαφρύνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις που υπό κανονικές συνθήκες βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης μπορούν να συνιστούν κρατικούς πόρους (19).

Καταλογισμός

(74)

Οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι το μέτρο καταλογίζεται στις ίδιες (και ιδίως στον Δήμο Βρυξελλών). Διευκρινίζουν μάλιστα ότι αποδέχθηκαν τη διατήρηση πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 και μετά την ημερομηνία που προβλέπεται στο παράρτημα 10, ώστε να διαφυλάξουν την ισορροπία της σύμβασης με την JCD, δεδομένου ότι μετά από αίτημα του Δήμου Βρυξελλών, απομακρύνθηκαν πρόωρα άλλες πινακίδες για να τοποθετηθούν στη θέση τους διαφορετικές πινακίδες που επελέγησαν για αισθητικούς κυρίως λόγους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49).

Κρατικοί πόροι

(75)

Οι βελγικές αρχές αναγνωρίζουν επίσης ότι η διατήρηση των πινακίδων και μετά τις ημερομηνίες που προβλέπονταν στο παράρτημα 10 συνιστά αποθετική ζημία για τον Δήμο Βρυξελλών λόγω των μισθωμάτων και των φόρων που δεν εισπράχθηκαν για τις εν λόγω πινακίδες, οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να είχαν αντικατασταθεί από τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999, βάσει της οποίας θα έπρεπε να καταβάλλονται μισθώματα και φόροι.

(76)

Ως εκ τούτου, δεν αμφισβητείται ότι η ευθύνη για τη διατήρηση, από την JCD, των πινακίδων του 1984 και μετά τις ημερομηνίες που προβλέπονται στο παράρτημα 10 καταλογίζεται στο βελγικό κράτος και ότι η διατήρηση των εν λόγω πινακίδων είχε ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη κρατικών πόρων από το βελγικό κράτος. Ωστόσο, όσον αφορά τον ποσοτικό προσδιορισμό των εν λόγω κρατικών πόρων (δηλαδή του ποσού των μισθωμάτων και των φόρων που αρνήθηκε να εισπράξει ο Δήμος Βρυξελλών) οι εκτιμήσεις από την Επιτροπή και το βελγικό κράτος είναι διαφορετικές (βλέπε τμήμα 3.4.5.).

(77)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι το συγκεκριμένο μέτρο συνιστά μεταβίβαση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(78)

Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 34, η CCB εκτιμά στις γραπτές της παρατηρήσεις ότι τα διαφημιστικά έσοδα που αποκομίστηκαν από την εμπορική εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία αφαίρεσης που προβλεπόταν στο παράρτημα 10 θα μπορούσαν πάντως να αποτελούν κρατικούς πόρους επειδή τις πινακίδες αυτές θα μπορούσε να τις εκμεταλλεύεται το ίδιο το κράτος.

(79)

Η Επιτροπή θεωρεί, καταρχάς, ότι τα διαφημιστικά έσοδα που εισέπραξε η JCD δεν συνιστούν επακριβώς κρατικούς πόρους, στον βαθμό που τα εν λόγω διαφημιστικά έσοδα προέρχονται από ιδιωτικές συμβάσεις μεταξύ της JCD και των πελατών της, στις οποίες το κράτος δεν έχει καμία απολύτως ανάμειξη.

(80)

Άλλωστε, δεν είναι δυνατό να θεωρείται ότι ο Δήμος Βρυξελλών αρνείται να εισπράξει κρατικούς πόρους επειδή απλά δεν ασκεί το ίδιο συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Μια τέτοια προσέγγιση για τους κρατικούς πόρους θα ήταν άκρως διασταλτική και θα σήμαινε ότι το κράτος εγκρίνει την άσκηση μιας δραστηριότητας στην επικράτειά του, μόνον αν προηγουμένως βεβαιωθεί ότι δεν μπορεί να ασκήσει το ίδιο τη δραστηριότητα αυτή.

(81)

Επιπλέον, μολονότι θεωρητικά οι δημόσιες αρχές έχουν το δικαίωμα να ασκούν συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες, το πρωταρχικό τους καθήκον δεν είναι προφανώς αυτό, πολύ δε περισσότερο που δεν διαθέτουν εξ ορισμού ούτε την τεχνογνωσία ούτε τις ικανότητες και τα τεχνικά μέσα για την άσκηση των εκάστοτε δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, όσον αφορά την υπό εξέταση περίπτωση, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο οι διαφημιστικές συμβάσεις να έχουν κατά βάση εθνική κάλυψη. Ο Δήμος Βρυξελλών δεν θα μπορούσε να διαπραγματευτεί τέτοιες συμβάσεις επειδή θα ήταν υπεύθυνος μόνο για τις πινακίδες που έχει στην κατοχή του και βρίσκονται εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών. Ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη δυνατότητα του Δήμου να αντλεί έσοδα από τις εν λόγω πινακίδες δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη δυνατότητα της JC Decaux.

3.4.2.2.   Η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος

(82)

Ως πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, νοείται οποιοδήποτε οικονομικό όφελος που δεν θα μπορούσε να αποκομίσει μια εταιρεία υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, δηλαδή χωρίς κρατική παρέμβαση (20). Αυτό που έχει σημασία είναι μόνον το αποτέλεσμα του μέτρου στην επιχείρηση και όχι η αιτία ούτε ο στόχος της κρατικής παρέμβασης (21).

(83)

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, πλεονέκτημα υπάρχει κάθε φορά που η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης βελτιώνεται ως αποτέλεσμα της κρατικής παρέμβασης και, ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, αλλά και όλες τις κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης (22).

(84)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το 1999 και μετά, και καθώς σταδιακά έληγαν οι άδειες που βασίζονταν στη σύμβαση του 1984, η JCD συνέχισε να εκμεταλλεύεται διαφημιστικές πινακίδες εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών χωρίς να καταβάλλει μισθώματα ή φόρους για την εκμετάλλευση των εν λόγω πινακίδων, τη στιγμή μάλιστα που, σύμφωνα με τη σύμβαση του 1999, οι εν λόγω πινακίδες θα έπρεπε να είχαν αφαιρεθεί και, πάντα δυνάμει της σύμβασης του 1999, η εκμετάλλευση των νέων διαφημιστικών πινακίδων που θα αντικαθιστούσαν τις παλαιότερες συνοδευόταν από την υποχρεωτική καταβολή μισθωμάτων και φόρων.

(85)

Οι βελγικές αρχές αναγνωρίζουν ότι, συνολικά, η JCD ωφελήθηκε από οικονομικό πλεονέκτημα αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγω της ανισορροπίας μεταξύ του αριθμού των πινακίδων που απομακρύνθηκαν πρόωρα, πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσής τους, και του αριθμού των πινακίδων που διατηρήθηκαν στη θέση τους μετά την ημερομηνία απομάκρυνσης που προβλέπεται στο παράρτημα 10. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή συμμερίζεται αυτήν την άποψη (πράγμα που δεν συμβαίνει) η ύπαρξη πλεονεκτήματος τεκμηριώνεται σε κάθε περίπτωση.

(86)

Η Επιτροπή σημειώνει, καταρχάς, ότι οι βελγικές αρχές αποδέχονται την αρχή της ύπαρξης πλεονεκτήματος αλλά αμφισβητούν απλά το μέγεθος αυτού του πλεονεκτήματος.

(87)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές χαρακτηρίζουν το μέτρο ως αντιστάθμιση, η οποία χορηγήθηκε στην JCD προκειμένου να αντισταθμιστεί το μειονέκτημα της πρόωρης απομάκρυνσης ορισμένων πινακίδων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παραπέμπει στην υπόθεση C-211/15 P, Orange κατά Επιτροπής (23), στην οποία το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τη θέση του Γενικού Δικαστηρίου (24) και του γενικού εισαγγελέα (25) σύμφωνα με την οποία κρατική ενίσχυση συνιστά ακόμα και ένα πλεονέκτημα που χορηγείται σε μια επιχείρηση για να ελαφρύνει τις επιπλέον δαπάνες που απορρέουν από την εφαρμογή ενός καθεστώτος παρεκκλίσεως και οι οποίες δεν βαρύνουν τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις (26). Οι μοναδικές αντισταθμίσεις που περιλαμβάνουν μεταβίβαση δημόσιων πόρων αλλά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κρατική ενίσχυση είναι οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών σύμφωνα με τη νομολογία Altmark (27).

(88)

Ωστόσο, η σύμβαση του 1984, όπως άλλωστε και αυτή του 1999, αποτελούν αμιγώς εμπορικές συμβάσεις και οι διατάξεις τους δεν αναθέτουν στην JCD την αποστολή να παρέχει δημόσια υπηρεσία. Ως εκ τούτου, η νομολογία Altmark, η οποία αφορά τις αντισταθμίσεις που χορηγούνται για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

(89)

Επομένως, με βάση αυτήν τη συλλογιστική, φαίνεται ότι η αντιστάθμιση που επικαλούνται οι βελγικές αρχές, αν υποτεθεί ότι έχει πράγματι ως σκοπό να αντισταθμίσει το μειονέκτημα που συνδέεται με την πιθανή υποχρέωση της πρόωρης απομάκρυνσης ορισμένων πινακίδων, συνιστά οπωσδήποτε πλεονέκτημα για την JCD. Το εν λόγω συμπέρασμα φαίνεται μάλιστα πολύ πειστικό στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η JCD επλήγη όντως από διαρθρωτικό μειονέκτημα, καθώς ήταν η ίδια η JCD αυτή που ανέλαβε να απομακρύνει τις εν λόγω πινακίδες· άλλωστε, και οι ίδιες οι βελγικές αρχές αναγνώρισαν ότι η εν λόγω αντιστάθμιση υπερέβη τα όρια αυτού που ήταν αναγκαίο για να καλυφθεί το υποτιθέμενο μειονέκτημα.

(90)

Το εν λόγω επιχείρημα συνάδει επίσης με το σημείο 69 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» (28) (εφεξής η «ανακοίνωση σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης») στην οποία υπογραμμίζεται ότι «οι δαπάνες που προκύπτουν από τις κανονιστικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το Δημόσιο (29) μπορούν καταρχήν να θεωρηθούν ότι σχετίζονται με το εγγενές κόστος της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε αντιστάθμιση για τις δαπάνες αυτές να παρέχει στην επιχείρηση πλεονέκτημα (30). Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος δεν αποκλείεται καταρχήν από το γεγονός ότι το όφελος δεν υπερβαίνει την αντιστάθμιση για το κόστος που απορρέει από την επιβολή κανονιστικής υποχρέωσης. Το ίδιο ισχύει και για την ελάφρυνση από δαπάνες στις οποίες η επιχείρηση δεν είχε υποβληθεί αν δεν είχε υπάρξει κίνητρο που να απορρέει από κρατικό μέτρο, διότι χωρίς αυτό το κίνητρο θα είχε διαμορφώσει τις δραστηριότητές της με διαφορετικό τρόπο (31). Η ύπαρξη πλεονεκτήματος δεν αποκλείεται επίσης, αν ένα μέτρο αντισταθμίζει επιβαρύνσεις διαφορετικής φύσης που δεν έχουν σχέση με το εν λόγω μέτρο (32).».

(91)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι βέβαια αδύνατο να εκληφθεί ως κανονιστική υποχρέωση η πρόωρη αντικατάσταση των πινακίδων του 1984, επειδή η JCD ανέλαβε με δική της πρωτοβουλία να απομακρύνει τις εν λόγω πινακίδες, αλλά όπως προκύπτει από το σημείο 69 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, αν η απομάκρυνση των πινακίδων προκλήθηκε από κανονιστική υποχρέωση, η αντιστάθμιση αυτής της πρόωρης αντικατάστασης συνιστά πλεονέκτημα.

(92)

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στο σημείο 71 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης υπενθυμίζεται ότι «[η] ύπαρξη πλεονεκτήματος αποκλείεται στην περίπτωση επιστροφής παρανόμως επιβληθέντων φόρων (33), στην περίπτωση υποχρέωσης των εθνικών αρχών να καταβάλουν σε ορισμένες επιχειρήσεις αποζημίωση προς αποκατάσταση ζημίας που τους προξένησαν (34) ή για την καταβολή αποζημίωσης για απαλλοτρίωση (35)».

(93)

Ωστόσο, στην υπό εξέταση υπόθεση δεν συντρέχει καμία από τις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι οι βελγικές αρχές προκάλεσαν ζημία στην JCD για την οποία θα έπρεπε στη συνέχεια να καταβάλουν αποζημίωση. Η JCD ανέλαβε με δική της πρωτοβουλία να απομακρύνει ορισμένες πινακίδες του 1984 και μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι η JCD έπραξε κατ’ αυτόν τον τρόπο επειδή ακριβώς θα αποκόμιζε, συνολικά, όφελος από αυτήν τη διαδικασία.

(94)

Τέλος, η Επιτροπή αναρωτιέται αν η εν λόγω αντιστάθμιση μπορεί να χαρακτηριστεί φυσιολογική συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή και αν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ύπαρξης πλεονεκτήματος. Ωστόσο, είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι ο Δήμος Βρυξελλών συμπεριφέρθηκε ως ιδιώτης επενδυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πράγματι, αποδεικνύεται ότι η εικαζόμενη συμφωνία αντιστάθμισης δεν ήταν επίσημη και δεν συνοδεύτηκε από κανενός είδους παρακολούθηση (έτσι άλλωστε εξηγείται το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις ίδιες τις βελγικές αρχές, υπήρχε απόκλιση μεταξύ του αριθμού των πινακίδων που απομακρύνθηκαν και των πινακίδων που αντικαταστάθηκαν πρόωρα). Κανένα από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στην Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι υπήρξε οποιουδήποτε είδους διαπραγμάτευση μεταξύ του Δήμου Βρυξελλών και της JCD σχετικά με το σημείο αυτό. Κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι ο Δήμος Βρυξελλών ανέλυσε την πραγματική αποθετική ζημία που υπέστη η JCD λόγω της πρόωρης αντικατάστασης ορισμένων πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984, σε σύγκριση με το όφελος που αποκόμισε η εταιρεία μέσω της διατήρησης άλλων πινακίδων της ίδιας σύμβασης οι οποίες, άλλωστε, είχαν αποσβεστεί πλήρως (πράγματι, όπως είναι λογικό, το κόστος των εν λόγω πινακίδων επιστράφηκε στο ακέραιο –συνυπολογιζόμενου και του περιθωρίου κέρδους της JCD– χάρη στην εκμετάλλευση των πινακίδων σε όλη τη νόμιμη διάρκεια της σύμβασης του 1984). Δεδομένου ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως ανάλυση, συμφωνία και παρακολούθηση, η εν λόγω συμπεριφορά του Δήμου Βρυξελλών δεν θα μπορούσε να συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

(95)

Το επιχείρημα της Επιτροπής για την ύπαρξη πλεονεκτήματος επιβεβαιώθηκε άλλωστε με απόφαση του Εφετείου Βρυξελλών της 29ης Απριλίου 2016 (36). Στην απόφαση αυτή, το Εφετείο απορρίπτει την έφεση της JCD και επιβεβαιώνει την απόφαση που εκδόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2010 από το Πρωτοδικείο Βρυξελλών. Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο επιβεβαιώνει ότι η JCD δεν τήρησε τις ημερομηνίες αφαίρεσης που προβλέπονται στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999 και ότι, ως εκ τούτου, εκμεταλλεύτηκε χωρίς νόμιμο τίτλο πολλές διαφημιστικές πινακίδες σε κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Βρυξελλών. Ως εκ τούτου, η JCD προέβη σε αντικειμενικά αθέμιτες ενέργειες που αντίκεινται στα συναλλακτικά ήθη, καθώς η εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων στο δίκτυο της, οι οποίες θα έπρεπε να μην βρίσκονται στο εν λόγω δίκτυο ή να έχουν απομακρυνθεί από αυτό, προσφέρει στην JCD αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να απομακρύνει τους διαφημιζόμενους από την ανταγωνίστρια επιχείρηση CCB. Στο πλαίσιο αυτό, το Εφετείο διατάσσει την παύση αυτών των αθέμιτων πρακτικών και θεωρεί ότι η αποξήλωση των διαφημιστικών πινακίδων που εκμεταλλευόταν χωρίς νόμιμο τίτλο η JCD είναι αναγκαία για να σταματήσει η εν λόγω αθέμιτη πρακτική.

(96)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά το διάστημα 1999-2011, η διατήρηση και η εκμετάλλευση, από την πλευρά της JCD, μιας σειράς διαφημιστικών πινακίδων της σύμβασης του 1984 εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών, ακόμα και μετά την ημερομηνία αφαίρεσης των πινακίδων που προβλεπόταν στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999, και χωρίς να καταβάλλονται μισθώματα ούτε φόροι, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι επιβαρύνσεις που θα επωμιζόταν κανονικά η JCD κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της και συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα.

3.4.2.3.   Επιλεκτικός χαρακτήρας

(97)

Για να μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικό, δηλαδή να μεταχειρίζεται ευνοϊκώς ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ (37). Επομένως, μόνον τα μέτρα που ευνοούν επιχειρήσεις κατά τρόπο επιλεκτικό εμπίπτουν στην έννοια της ενίσχυσης.

(98)

Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί ότι οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου (τη διατήρηση των πινακίδων του 1984 χωρίς την καταβολή μισθωμάτων ούτε φόρων και μετά τη λήξη της περιόδου εκμετάλλευσής τους που προβλεπόταν στο παράρτημα 10).

(99)

Πράγματι, οι βελγικές αρχές διευκρίνισαν ότι το μέτρο που ελήφθη υπέρ της JCD ελήφθη για να αντισταθμίσει την πρόωρη αφαίρεση ορισμένων πινακίδων και ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι κατά βάση ατομικό μέτρο και, στο πλαίσιο αυτό, εφόσον διαπιστώνεται οικονομικό πλεονέκτημα (βλέπε τμήμα 3.4.2.2), τεκμαίρεται καταρχήν ο επιλεκτικός του χαρακτήρας. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου, το τεκμήριο αυτό ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση και θεωρείται επαρκές για να χαρακτηριστεί το μέτρο «επιλεκτικό».

(100)

Επίσης, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το μέτρο δεν είναι επιλεκτικό απλά και μόνο επειδή η JCD φαίνεται να βρίσκεται σε μοναδική νομική και πραγματική κατάσταση λόγω του γεγονότος ότι ήταν η μόνη που θα μπορούσε να ωφεληθεί από το μέτρο, αφού η JCD είναι η μόνη που διαθέτει πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1984.

(101)

Πράγματι, στην προαναφερθείσα απόφαση «Orange», το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη θέση του Γενικού Δικαστηρίου (38) σύμφωνα με την οποία «[…] το κριτήριο της συγκρίσεως της δικαιούχου επιχειρήσεως με άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από το μέτρο σκοπού εντάσσεται και δικαιολογείται στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα μέτρων γενικής, δυνητικώς, εφαρμογής και, επομένως, δεν θα ήταν λυσιτελές οσάκις, όπως εν προκειμένω, αξιολογείται ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου ad hoc το οποίο αφορά μία μόνον επιχείρηση και το οποίο σκοπεί να τροποποιήσει ορισμένες ανταγωνιστικές συνθήκες που αφορούν αποκλειστικά την εν λόγω επιχείρηση […]».

(102)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πασιφανές ότι η διατήρηση των πινακίδων συνιστά μέτρο ad hoc χωρίς γενική ισχύ και, ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό είναι σαφώς επιλεκτικό.

3.4.2.4.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και συνέπειες στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών

(103)

Οι δημόσιες ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ μόνο εφόσον «νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό» και αυτό μόνο στον βαθμό που «επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών».

Στρέβλωση του ανταγωνισμού

(104)

Θεωρείται ότι ένα μέτρο ενίσχυσης που χορηγείται από ένα κράτος νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, εάν το μέτρο αυτό δύναται να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση του δικαιούχου του σε σχέση με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις (39).

(105)

Αρκεί, κατά τη θέση σε ισχύ ενός μέτρου ενισχύσεως, να υπάρχει κατάσταση πραγματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά προκειμένου μια κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων να μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (40). Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού, εφόσον το κράτος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση σε έναν απελευθερωμένο κλάδο της οικονομίας στον οποίο επικρατεί ή θα μπορούσε να επικρατεί ανταγωνισμός.

(106)

Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η JCD δραστηριοποιείται σε αγορά στην οποία ανταγωνίζονται διαφορετικές επιχειρήσεις του κλάδου (στην αγορά της υπαίθριας διαφήμισης σε επιφάνειες μικρού μεγέθους), η χορήγηση ενίσχυσης υπέρ ενός εκ των παραγόντων της αγοράς ή η πρόσβαση σε μια τέτοια ενίσχυση θα είχε επιπτώσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

Επιπτώσεις για τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών

(107)

Σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης, όποια ενίσχυση χορηγείται σε επιχείρηση που ασκεί τις δραστηριότητές της εντός της εσωτερικής αγοράς μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (41).

(108)

Κατά την πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε οικονομική ανάλυση της πραγματικής κατάστασης των σχετικών αγορών, του μεριδίου αγοράς των εταιρειών που λαμβάνουν την ενίσχυση, της θέσης των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων ή των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών (42). Σε περίπτωση παράνομων κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει τις πραγματικές επιπτώσεις των ενισχύσεων αυτών στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές.

(109)

Το επίμαχο μέτρο (διατήρηση των διαφημιστικών πινακίδων χωρίς την καταβολή μισθωμάτων ούτε φόρων και μετά τις ημερομηνίες που προβλέπονταν στο παράρτημα 10) υπέρ της JCD ενισχύει τη θέση της JCD στην αγορά των διαφημιστικών πινακίδων στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και καθιστά δυσκολότερη, για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, τη διείσδυση στην εν λόγω αγορά (43). Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί εν προκειμένω ότι τόσο η JCD όσο και η CCB δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (44). Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι οι διαφημιζόμενοι είναι συχνά διεθνείς όμιλοι που έχουν παρουσία σε πολλές χώρες και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, και οι ίδιες οι διαφημιστικές εκστρατείες έχουν διεθνή εμβέλεια.

(110)

Επομένως, το μέτρο θα μπορούσε να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(111)

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι οι βελγικές αρχές, μολονότι αναγνωρίζουν την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ της JCD, θεωρούν ότι μπορούν να επικαλεστούν τον κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2006.

(112)

Με βάση τη συλλογιστική τους, για τον υπολογισμό του ποσού του εν λόγω πλεονεκτήματος υιοθετούν τη λογική του συμψηφισμού μεταξύ των πινακίδων που απομακρύνθηκαν εκπρόθεσμα και των πινακίδων που απομακρύνθηκαν πρόωρα.

(113)

Οι βελγικές αρχές αναγνωρίζουν πράγματι (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 51-52) ότι, συνολικά, η JCD ωφελήθηκε από οικονομικό πλεονέκτημα αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγω της ανισορροπίας μεταξύ του αριθμού των διαφημιστικών πινακίδων που απομακρύνθηκαν πρόωρα, για την ακρίβεια πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσής τους, και του αριθμού των πινακίδων που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία απομάκρυνσης που προβλέπεται στο παράρτημα 10. Κατά την άποψή τους, με βάση τον μηχανισμό αντιστάθμισης που συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, η JCD, συναινώντας στην πρόωρη απομάκρυνση των πινακίδων, ναι μεν αποποιήθηκε το δικαίωμά της να εξοικονομήσει δαπάνες από μισθώματα και φόρους αλλά, την ίδια στιγμή, είχε τη δυνατότητα να εξοικονομήσει δαπάνες από μισθώματα και φόρους χάρη στη διατήρηση άλλων πινακίδων και μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες απομάκρυνσης.

(114)

Αν υπολογιστεί η διαφορά μεταξύ, αφενός, της εξοικονόμησης δαπανών που στερήθηκε η JCD λόγω της πρόωρης αφαίρεσης πινακίδων, και αφετέρου, της συμπληρωματικής εξοικονόμησης δαπανών που πέτυχε η JCD διατηρώντας άλλες πινακίδες της για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το διάστημα που προβλεπόταν στο παράρτημα 10, συνολικά, η JCD φαίνεται τελικά να ωφελήθηκε, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, από περιορισμένο οικονομικό πλεονέκτημα που δεν υπερέβη τα [100 000-150 000] EUR την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1999 έως το 2011.

(115)

Εφόσον θεωρούν ότι το πλεονέκτημα που προσφέρθηκε στην JCD δεν θα μπορούσε να υπερβεί το ποσό των [100 000-150 000] EUR, οι βελγικές αρχές υποστήριξαν ότι το μέτρο θα μπορούσε άνετα να ενταχθεί στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2006.

(116)

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί στο παρόν στάδιο ότι, για την υπό εξέταση περίοδο, μπορούν να εφαρμοστούν δύο κανονισμοί για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας:

α)

ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (εφεξής «ο κανονισμός για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2001»), που ίσχυσε από τον Φεβρουάριο του 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, και ο οποίος ορίζει ότι ορισμένες ενισχύσεις που αφορούν μικρά ποσά (κάτω των 100 000 EUR για οποιαδήποτε περίοδο τριών φορολογικών ετών) θεωρείται ότι δεν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν εκπληρώνουν όλα τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ·

β)

ο κανονισμός για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2006, που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, και ο οποίος ορίζει ότι ορισμένες ενισχύσεις που αφορούν μικρά ποσά (κάτω των 200 000 EUR για οποιαδήποτε περίοδο τριών φορολογικών ετών) θεωρείται ότι δεν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν εκπληρώνουν τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(117)

Καταρχάς, όπως διευκρινίζεται στο τμήμα 3.4.2.2, η Επιτροπή θεωρεί ότι το πλεονέκτημα είναι μεγαλύτερο από αυτό που υπολογίζουν οι βελγικές αρχές, καθώς κατά τον υπολογισμό του εν λόγω πλεονεκτήματος πρέπει να συνυπολογιστούν όλα τα μισθώματα και οι φόροι που δεν καταβλήθηκαν από την JCD για τις διαφημιστικές πινακίδες που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την προβλεπόμενη προθεσμία. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν έχει αξιολογήσει επακριβώς το σύνολο του πλεονεκτήματος που παραχωρήθηκε στην JC Decaux λόγω της άρνησης των βελγικών αρχών να προσκομίσουν τα σχετικά στοιχεία αλλά, σε κάθε περίπτωση, το ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην JCD υπερβαίνει τα 200 000 EUR. Ως εκ τούτου, οι κανονισμοί για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας δεν ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση και η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί το επιχείρημα των βελγικών αρχών.

(118)

Ακόμα και αν ίσχυε κάποιος από τους κανονισμούς για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (πράγμα το οποίο δεν ισχύει), η Επιτροπή σημειώνει ότι οι προϋποθέσεις ελέγχου, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2001 και στο άρθρο 3 του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2006, δεν εκπληρώνονται σε καμία απολύτως περίπτωση. Πράγματι, οι βελγικές αρχές θεώρησαν εξαρχής ότι η διάταξη δεν συνιστά ενίσχυση ήσσονος σημασίας και, ως εκ τούτου, δεν προέβησαν σε καμία από τις ενέργειες που προβλέπονται στους εν λόγω κανονισμούς.

(119)

Το μέτρο δεν εκπληρώνει άλλωστε ούτε τις προϋποθέσεις διαφάνειας που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας του 2006, ο οποίος προβλέπει ότι «ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στις ενισχύσεις ως προς τις οποίες είναι δυνατό να υπολογισθεί εκ των προτέρων με ακρίβεια το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης της ενίσχυσης χωρίς να είναι αναγκαία εκτίμηση κινδύνου (“διαφανείς ενισχύσεις”)». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι βελγικές αρχές δεν προσκόμισαν κανένα έγγραφο που θα μπορούσε να αποδείξει τη διενέργεια υπολογισμού πριν από τη χορήγηση του μέτρου ενίσχυσης και, πολύ περισσότερο, τη διενέργεια ειδικής παρακολούθησης της ισορροπίας μεταξύ πρόωρων απομακρύνσεων και εκπρόθεσμων απομακρύνσεων, η οποία αποτελεί τη βάση του υπολογισμού που διενήργησαν οι βελγικές αρχές για να καταλήξουν στο ποσό ενίσχυσης των [100 000-150 000] EUR.

(120)

Κατά συνέπεια, η επίμαχη ενίσχυση δεν θα μπορούσε να εμπίπτει σε καμία περίπτωση στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

(121)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

3.4.2.5.   Συμπέρασμα

(122)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η διατήρηση των πινακίδων της σύμβασης του 1984 και μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία αφαίρεσής τους, συνιστά χορήγηση κρατικής ενίσχυσης υπέρ της JCD, η οποία περιλαμβάνει δύο σκέλη (το σκέλος των μισθωμάτων και το σκέλος των φόρων).

3.4.3.   Νομιμότητα της ενίσχυσης

(123)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το μέτρο που θίγεται σε αυτό το σκέλος της καταγγελίας, το οποίο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(124)

Δεδομένου ότι οι βελγικές αρχές δεν επικαλέστηκαν κανέναν λόγο που θα καθιστούσε δικαιολογημένη την απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης, το μέτρο είναι παράνομο.

3.4.4.   Συμβατότητα με την εσωτερική αγορά

(125)

Στον βαθμό που η JCD συνέχισε να εκμεταλλεύεται ορισμένες διαφημιστικές πινακίδες, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί σύμφωνα με τη σύμβαση του 1984 εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών, και μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσής τους (όπως επισημαίνεται στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999), και η εκμετάλλευση αυτή συνεπάγεται την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί αν τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά.

(126)

Τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά με βάση τις εξαιρέσεις που προβλέπονται τόσο στο άρθρο 106 παράγραφος 2 όσο και στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, οι βελγικές αρχές δεν διατύπωσαν κανένα επιχείρημα για να αποδείξουν ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσχυε κάποια από αυτές τις εξαιρέσεις.

(127)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Ωστόσο, οι βελγικές αρχές δεν επικαλέστηκαν κανένα επιχείρημα συμβατότητας για τα επίμαχα μέτρα. Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ) της ΣΛΕΕ δεν ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή το συγκεκριμένο μέτρο δεν εξυπηρετεί τους στόχους που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις.

(128)

Τέλος, οι συμβάσεις του 1984 και του 1999 αποτελούν αμιγώς εμπορικές συμβάσεις και οι διατάξεις τους δεν αναθέτουν στην JCD την αποστολή να παρέχει δημόσια υπηρεσία. Ως εκ τούτου, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και αφορά τις αντισταθμίσεις που χορηγούνται για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

(129)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διατήρηση των πινακίδων της σύμβασης του 1984 και μετά την ημερομηνία απομάκρυνσης που προβλεπόταν στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999, χωρίς την καταβολή μισθωμάτων ούτε φόρων, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι επιβαρύνσεις που θα επωμιζόταν κανονικά η JCD στο πλαίσιο της άσκησης της δραστηριότητάς της και ότι, ως εκ τούτου, η διατήρηση των εν λόγω πινακίδων πρέπει να θεωρηθεί ενίσχυση λειτουργίας, η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

(130)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η JCD ωφελήθηκε από παράνομη κρατική ενίσχυση, η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, μέσω της διατήρησης των πινακίδων της σύμβασης του 1984 και μετά την ημερομηνία απομάκρυνσης που προβλέπεται στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999, χωρίς την καταβολή μισθωμάτων και φόρων. Η ενίσχυση αυτή πρέπει να ανακτηθεί εφόσον η ανάκτησή της δεν έχει παραγραφεί βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589.

3.4.5.   Ύψος της ασυμβίβαστης ενίσχυσης

(131)

Για να υπολογιστεί το ύψος της ασυμβίβαστης ενίσχυσης λαμβάνεται καταρχήν υπόψη το κατ’ εκτίμηση ποσό των μισθωμάτων και των φόρων που θα έπρεπε να είχε εισπράξει ο Δήμος αν δεν εφαρμοζόταν το μέτρο.

(132)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ύψος της ασυμβίβαστης ενίσχυσης πρέπει να υπολογιστεί για κάθε πινακίδα που εμπίπτει στη σύμβαση του 1984 και παρέμεινε στη θέση της μετά τις 15 Σεπτεμβρίου 2001 (45) με βάση τα μισθώματα που οφείλονται δυνάμει της σύμβασης του 1999 και τους φόρους που ισχύουν εν γένει για τις διαφημιστικές πινακίδες (46), από την αρχική προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσης (47) (αν αυτή είναι μεταγενέστερη της 15ης Σεπτεμβρίου 2001) ή την 15η Σεπτεμβρίου 2001 (αν η αρχική προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσης ήταν προγενέστερη της 15ης Σεπτεμβρίου 2001) έως την ημερομηνία κατά την οποία απομακρύνθηκαν στην πράξη οι πινακίδες.

(133)

Όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 114, οι βελγικές αρχές, υιοθετώντας τη λογική του συμψηφισμού μεταξύ των πινακίδων που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1984 και διατηρήθηκαν στη θέση τους μετά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας και των πινακίδων που απομακρύνθηκαν πρόωρα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το ύψος της ενίσχυσης που χορηγήθηκε ενδεχομένως στην JCD ανέρχεται περίπου σε [100 000-150 000] EUR. Οι βελγικές αρχές υπολόγισαν αυτό το ποσό με βάση τις διαπιστώσεις του δικαστικού επιμελητή της CCB, οι οποίες διατυπώθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 2007 και στις 21 Δεκεμβρίου 2009. Οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι οι διαπιστώσεις του δικαστικού επιμελητή αποδεικνύουν ότι το 2007 ο αριθμός των διαφημιστικών επιφανειών που αντιστοιχούσαν στις πινακίδες που αποξηλώθηκαν πριν από την ημερομηνία απομάκρυνσης που προβλέπεται στο παράρτημα 10 ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των διαφημιστικών επιφανειών που αντιστοιχούσαν στις πινακίδες που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία απομάκρυνσης που προβλέπεται στο παράρτημα 10. Η διαπίστωση του δικαστικού επιμελητή της CCB της 21ης Δεκεμβρίου 2009 καταδεικνύει από μόνη της ότι η ισορροπία είχε διαταραχθεί υπέρ της JCD. Οι βελγικές αρχές θεωρούν επομένως ότι, ακόμα και αν στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης προσφέρθηκε πράγματι πλεονέκτημα στην JCD, ο ποσοτικός προσδιορισμός του εν λόγω πλεονεκτήματος μπορεί να περιοριστεί στα οικονομικά έτη 2007 έως 2011, χωρίς ενδεχομένως να ευνοηθεί η JCD.

(134)

Όπως διευκρινίζεται στο τμήμα 3.4.2.2, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία των βελγικών αρχών, η οποία οικοδομείται πάνω σε έναν μηχανισμό αντιστάθμισης, είναι ανυπόστατη και ότι το πλεονέκτημα που προσφέρθηκε στην JCD ισοδυναμεί με το σύνολο των ποσών που εξοικονόμησε η JCD όσο αυτή συνέχιζε να εκμεταλλεύεται τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1984 και δεν τις αντικατέστησε με άλλες πινακίδες δυνάμει της σύμβασης του 1999.

(135)

Άλλωστε, το επιχείρημα της Επιτροπής εν προκειμένω επιβεβαιώθηκε με απόφαση του Εφετείου Βρυξελλών της 29ης Απριλίου 2016 (48). Στην απόφαση αυτή, το Εφετείο επιβεβαιώνει ότι η JCD δεν τήρησε τις ημερομηνίες αφαίρεσης που προβλέπονται στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999 και ότι, ως εκ τούτου, εκμεταλλεύτηκε χωρίς νόμιμο τίτλο πολλές διαφημιστικές πινακίδες σε κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Βρυξελλών.

(136)

Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο καταρρίπτει τη λογική του μηχανισμού αντιστάθμισης, όπως τον επικαλούνται οι βελγικές αρχές για τις παλαιότερες πινακίδες που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία απομάκρυνσής τους ως αντάλλαγμα της πρόωρης αντικατάστασης άλλων παλαιότερων πινακίδων, αφού αυτός ο μηχανισμός ούτε προβλεπόταν ούτε επιτρεπόταν από τη σύμβαση του 1984. Το Εφετείο επιβεβαιώνει ότι κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν καταδεικνύει πως μετά τη σύναψη της σύμβασης του 1999, ο Δήμος Βρυξελλών έδωσε ανεπιφύλακτα το δικαίωμα στην JCD να αποκτήσει κυριότητα των διαφημιστικών πινακίδων με τη μέθοδο της χρησικτησίας. Το Εφετείο απορρίπτει την έφεση της JCD και επιβεβαιώνει την απόφαση που εκδόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2010 από το γαλλόφωνο Πρωτοδικείο Βρυξελλών. Επιβεβαιώνει ότι η JCD, εκμεταλλευόμενη χωρίς κανέναν νόμιμο τίτλο διαφημιστικές πινακίδες σε κοινόχρηστους χώρους του Δήμου Βρυξελλών, προέβη σε αντικειμενικά αθέμιτες ενέργειες που αντίκεινται στα συναλλακτικά ήθη, καθώς η εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων στο δίκτυό της, οι οποίες θα έπρεπε να μην βρίσκονται στο εν λόγω δίκτυο ή να έχουν απομακρυνθεί από αυτό, προσφέρει στην JCD αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο θα μπορούσε να απομακρύνει τους διαφημιζόμενους από την ανταγωνίστρια CCB.

(137)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ύψος της ασυμβίβαστης ενίσχυσης πρέπει να υπολογιστεί αποκλειστικά και μόνο με βάση τα μισθώματα και τους φόρους που δεν εισπράχθηκαν για τις πινακίδες οι οποίες διατηρήθηκαν στη θέση τους μετά την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας, χωρίς να υιοθετηθεί η λογική του συμψηφισμού. Για τον σκοπό αυτό, οι βελγικές αρχές πρέπει να λάβουν υπόψη, για την εκάστοτε πινακίδα και το εκάστοτε χρονικό διάστημα εκμετάλλευσης, τα μισθώματα και τους φόρους που αναλογούν σε μια πινακίδα της ίδιας επιφάνειας με βάση τις φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις του 2001 και εφεξής.

(138)

Στο πλαίσιο αυτό, η φορολογική κανονιστική ρύθμιση της 17ης Οκτωβρίου 2001 για τις διαφημίσεις προσωρινού χαρακτήρα εντός και επί κοινόχρηστων χώρων καθιέρωνε για τα φορολογικά έτη 2002 έως 2006 φόρο επί των διαφημίσεων προσωρινού χαρακτήρα εντός και επί κοινόχρηστων χώρων. Ο Δήμος Βρυξελλών θέσπισε επίσης τη φορολογική κανονιστική ρύθμιση της 18ης Δεκεμβρίου 2006, η οποία προέβλεπε τον ίδιο φόρο για το φορολογικό έτος 2007. Από το φορολογικό έτος 2008 και μετά, ο Δήμος Βρυξελλών επιβάλλει φόρο ειδικά για τις διαφημιστικές πινακίδες (49).

(139)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις για τις διαφημιστικές πινακίδες θα έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί αυτοδικαίως στις πινακίδες που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1984 και διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την παρέλευση της προθεσμίας, καθώς και ότι η απαλλαγή από τους φόρους που προβλέπεται σε αυτές τις φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις για τις πινακίδες του 1984 που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποτελεί παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς.

(140)

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δήμος Βρυξελλών θεώρησε αρχικά, δυνάμει της φοροαπαλλαγής των διαφημιστικών μηνυμάτων του Δήμου Βρυξελλών (50) που προβλέπεται στη φορολογική κανονιστική ρύθμιση της 17ης Οκτωβρίου 2001, ότι οι πινακίδες που τοποθετήθηκαν σύμφωνα με τη σύμβαση του 1999 και που ανήκαν στον ίδιο, δεν υπόκεινται σε φόρο, άποψη που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 139. Στη φορολογική κανονιστική ρύθμιση της 17ης Δεκεμβρίου 2017, στο άρθρο 9, και στις επακόλουθες φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2008, της 9ης Νοεμβρίου 2009, της 20ής Δεκεμβρίου 2010 και της 5ης Δεκεμβρίου 2011 (51) ενσωματώθηκε πράγματι απαλλακτική διάταξη ειδικά για τις διαφημιστικές πινακίδες του Δήμου Βρυξελλών.

(141)

Οι βελγικές αρχές επισήμαναν ωστόσο ότι ο Δήμος Βρυξελλών διαπίστωσε στη συνέχεια ότι η φοροαπαλλαγή των διαφημιστικών πινακίδων αποκλειστικά και μόνο επειδή οι πινακίδες ανήκαν στον Δήμο Βρυξελλών, ο οποίος ωστόσο δεν τις εκμεταλλευόταν, ήταν άδικη έναντι των φορέων που εκμεταλλεύονταν άλλες διαφημιστικές πινακίδες. Κατά συνέπεια, αποφάσισε να εισπράξει τους φόρους επί των πινακίδων που ενέπιπταν στη σύμβαση του 1999 και οι πρώτες πράξεις καταλογισμού φόρων εκδόθηκαν στις 29 Ιουλίου 2011 για το φορολογικό έτος 2009. Οι βελγικές αρχές διευκρίνισαν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου της 24ης Δεκεμβρίου 1996, ο οποίος καταργήθηκε με διάταγμα της 3ης Απριλίου 2014, δεν επιτρεπόταν η αναδρομική φορολόγηση των πινακίδων πέραν των τριών προηγούμενων ετών, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου του εκάστοτε φορολογικού έτους.

(142)

Στηριζόμενη στη συλλογιστική των βελγικών αρχών, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι φόροι επί των διαφημιστικών πινακίδων ισχύουν κανονικά για τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999 και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αντίφαση με τη θέση που εκφράστηκε από την ίδια, ότι δηλαδή θα πρέπει να φορολογηθούν και οι πινακίδες του 1984 που διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας.

(143)

Η Επιτροπή σημειώνει εν προκειμένω ότι οι δύο αποφάσεις της 4ης Νοεμβρίου 2016, οι οποίες εκδόθηκαν από το γαλλόφωνο Πρωτοδικείο Βρυξελλών και ορίζουν ότι η JCD δεν υπόκειται στον δημοτικό φόρο διαφήμισης όσον αφορά τις διαφημιστικές πινακίδες που ανήκουν στον Δήμο σύμφωνα με τη σύμβαση που ανατέθηκε στην JCD στις 14 Οκτωβρίου 1999, δεν λαμβάνουν υπόψη το ζήτημα της συμμόρφωσης με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

(144)

Το ποσό το οποίο εξοικονόμησε η JCD από τα μισθώματα και τους φόρους που δεν κατέβαλε δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπολογιστεί και οι βελγικές αρχές υπολόγισαν εν μέρει το ποσό αυτό στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας τους για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 52-53). Ωστόσο, οι βελγικές αρχές δεν διαβίβασαν στην Επιτροπή την εκτίμησή τους για το συνολικό ποσό των ενισχύσεων, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της Επιτροπής. Όσον αφορά τη CCB, διαβίβασε την εκτίμησή της για το ποσό της ενίσχυσης που πρέπει ανακτηθεί, το οποίο ανέρχεται περίπου σε 2 εκατ. EUR.

4.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ VILLO

4.1.   Λόγοι που οδήγησαν στην κίνηση της διαδικασίας

(145)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, όσον αφορά τα πρόσθετα μέτρα (απαλλαγή από ορισμένα τέλη ή αποζημίωση για ορισμένους φόρους σε δημοτικό ή περιφερειακό επίπεδο, βλέπε αιτιολογική σκέψη 22) που συνδέονται με την εκτέλεση της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας Villo από την JCD εντός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, πληρούνται τα σωρευτικά κριτήρια αναφορικά με τις κρατικές ενισχύσεις και ότι, ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(146)

Πιο συγκεκριμένα, το επιχείρημα των βελγικών αρχών, σύμφωνα με το οποίο τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να μην χαρακτηριστούν κρατικές ενισχύσεις με βάση τη νομολογία Altmark επειδή η JCD είχε επιλεγεί με διαφανή διαδικασία υποβολής προσφορών, δεν φαίνεται να ευσταθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς τα εν λόγω πρόσθετα μέτρα δεν είχαν συμπεριληφθεί στην εν λόγω πρόσκληση υποβολής προσφορών: τα μέτρα εγκρίθηκαν μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της σύμβασης παραχώρησης Villo. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, το κόστος των εν λόγω πρόσθετων μέτρων ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε [400 000-500 000] EUR περίπου ετησίως (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22).

(147)

Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των πρόσθετων μέτρων με την απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής (52) (εφεξής «η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005») και με την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012 που επικαλούνται οι βελγικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή αμφέβαλλε για την επάρκεια των ελέγχων της σύμβασης παραχώρησης που διενήργησαν οι βελγικές αρχές (οι οποίες εξέταζαν εξονυχιστικά τα έξοδα, όχι όμως και τα έσοδα των παρεχόμενων υπηρεσιών) προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο υπεραντιστάθμισης. Η Επιτροπή έτρεφε επίσης αμφιβολίες σχετικά με την ειδική μέθοδο που χρησιμοποίησε η JCD στην αναλυτική της λογιστική για να κατανείμει στη σύμβαση παραχώρησης Villo τα διαφημιστικά έσοδα των συμβάσεων που διαπραγματεύθηκε η ίδια σε εθνικό επίπεδο.

(148)

Για όλους τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με το επίμαχο μέτρο και κάλεσε τις βελγικές αρχές και κάθε άλλον ενδιαφερόμενο να της διαβιβάσουν οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία και παρατήρηση για το συγκεκριμένο μέτρο.

4.2.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τους ενδιαφερόμενους για την απόφαση κίνησης της διαδικασίας

(149)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από πολλούς ενδιαφερόμενους (CCB, JCD καθώς και από έναν τρίτο ενδιαφερόμενο που ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία του), οι οποίες εκτίθενται κατωτέρω.

4.2.1.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τη CCB

(150)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της CCB με επιστολή της 16ης Ιουλίου 2015.

(151)

Η CCB θεωρεί ότι η JCD έλαβε κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης Villo και διατυπώνει επιχειρήματα που συνδέονται κυρίως με το κριτήριο των κρατικών πόρων και το κριτήριο της παροχής πλεονεκτήματος.

4.2.1.1.   Κρατικοί πόροι

(152)

Όπως φαίνεται, οι βελγικές αρχές, χορηγώντας στην JCD το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης κοινόχρηστων χώρων για διαφημιστικούς σκοπούς (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 22), χωρίς να ζητήσουν την καταβολή ανταλλάγματος, αποποιήθηκαν το δικαίωμά τους να εισπράξουν δημόσια έσοδα που δικαιούνταν και παρείχαν στην JCD οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο συνιστά κρατική ενίσχυση (53).

4.2.1.2.   Πλεονέκτημα

(153)

Η CCB υποστηρίζει ότι η αντιστάθμιση που χορηγήθηκε στη CCB δεν ανταποκρίνεται σε κανένα από τα κριτήρια που καθιερώνονται με την απόφαση Altmark.

Το πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(154)

Η CCB θεωρεί ότι η εκμετάλλευση της υπηρεσίας Villo δεν συνιστά αποστολή δημόσιας υπηρεσίας που υποδηλώνει την παροχή υπηρεσιών τις οποίες δεν θα αναλάμβανε ένας φορέας που μεριμνά περί των ιδίων εμπορικών συμφερόντων ή τουλάχιστον δεν θα τις αναλάμβανε υπό τις αυτές προϋποθέσεις (54), αναφέροντας ως παράδειγμα πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις στις οποίες παρέχονται ήδη με ικανοποιητικό τρόπο και με εμπορικούς όρους αυτοματοποιημένες υπηρεσίες ενοικίασης ποδηλάτων (55).

Το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark

(155)

Όπως προκύπτει από τη συγγραφή υποχρεώσεων, σημαντικά στοιχεία όπως η διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης, η διαδικασία χρηματοδότησης της υπηρεσίας και η συμμετοχή της παραχωρούσας αρχής στη χρηματοδότηση της υπηρεσίας ορίζονταν με πολύ αόριστο τρόπο (56)· ως εκ τούτου, στη συγγραφή υποχρεώσεων δεν προβλέπονταν με σαφήνεια και διαφάνεια οι βασικές παράμετροι του συστήματος χρηματοδότησης της υπηρεσίας.

Το τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(156)

Η CCB θεωρεί ότι δεν υπήρξε κανενός είδους εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων έλεγχος για το μέγεθος των πλεονεκτημάτων που παρασχέθηκαν στην JCD στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης Villo και ότι ο ακριβής δημοσιονομικός αντίκτυπος των φοροαπαλλαγών που χορηγήθηκαν στην JCD παραμένει άγνωστος. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι δεν υπήρξε υπεραντιστάθμιση.

Το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(157)

Η CCB διαπιστώνει ότι η σύμβαση παραχώρησης ανατέθηκε στην JCD μέσω διαδικασίας διαπραγμάτευσης και αφού προηγουμένως δημοσιεύθηκε σχετική προκήρυξη. Η διαδικασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπληρώνει επαρκώς το τέταρτο αυτό κριτήριο της απόφασης Altmark σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις. Η CCB θεωρεί ότι, εφόσον συμπληρωματικά μέτρα που αφορούσαν σημαντικά στοιχεία της σύμβασης παραχώρησης (όπως π.χ. η χορήγηση απαλλαγών από δημοτικούς φόρους) αποφασίστηκαν μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών, είναι αδύνατο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι με τη συγκεκριμένη πρόσκληση υποβολής προσφορών επιλέχθηκε ο οικονομικός φορέας που θα παρείχε την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος με το μικρότερο δυνατό κόστος.

4.2.1.3.   Συμβατότητα

(158)

Το συμπέρασμα της Επιτροπής στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο η συμβατότητα των μέτρων θα πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012, αμφισβητείται από τη CCB.

Δυνατότητα εφαρμογής της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012

(159)

Η CCB υποστηρίζει ότι τα ποσά αντιστάθμισης που χορηγήθηκαν στην JCD στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης Villo ανέρχονται σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως και ότι, ως εκ τούτου, υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των 15 εκατ. EUR ετησίως, βάσει του οποίου καθορίζεται η δυνατότητα εφαρμογής της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 (57). Η CCB θεωρεί μάλιστα ότι, πέραν των διαφημιστικών εσόδων, του αντιτίμου που κατέβαλλαν οι χρήστες και των απαλλαγών από φόρους και τέλη, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη τα πλεονεκτήματα που παρασχέθηκαν στην JCD λόγω της απαλλαγής από την καταβολή ανταλλάγματος για τη χρήση και την εκμετάλλευση κοινόχρηστων χώρων για διαφημιστικούς σκοπούς.

Τήρηση των προϋποθέσεων της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012.

(160)

Άλλωστε, η CCB υποστηρίζει ότι πολλές προϋποθέσεις που προβλέπονται στην απόφαση ΥΓΟΣ του 2012 δεν πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

(161)

Ανάθεση: Η CCB αμφισβητεί ότι εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012. Αφενός μεν, το διάταγμα που διέπει την παροχή δημόσιας υπηρεσίας Villο της 25ης Νοεμβρίου 2010 εκδόθηκε περίπου 2 έτη μετά την ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης Villo (58), αφετέρου δε, η σύμβαση Villo παρατάθηκε στα 17 έτη και 4 μήνες, μολονότι στη σύμβαση Villo η διάρκεια της παροχής δημόσιας υπηρεσίας οριζόταν σε 15 έτη. Η CCB αμφισβητεί ότι η διάρκεια αυτή δικαιολογείται από τις επενδύσεις σημαντικής αξίας που πρέπει να υλοποιηθούν, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 99 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Η CCB σημειώνει ότι, με βάση τους ετήσιους λογαριασμούς της JCD, ο ετήσιος συντελεστής απόσβεσης των δαπανών για τα ποδήλατα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος Villo υπολογίστηκε σε 20 %, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η πλήρης απόσβεση των ποδηλάτων επέρχεται 5 έτη μετά την ημερομηνία της εγκατάστασής τους.

(162)

Αντιστάθμιση: φαίνεται ότι ο μηχανισμός αντιστάθμισης και οι παράμετροι του υπολογισμού, του ελέγχου και της αναπροσαρμογής της αντιστάθμισης δεν περιγράφονται επαρκώς. Για τον σκοπό αυτό, όσον αφορά την κατανομή των διαφημιστικών εσόδων, η CCB θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό οι βελγικές αρχές να λάβουν υπόψη τον συνολικό πληθυσμό του κοινού-στόχου (δείκτης GRP) (59) των διαφημιστικών επιφανειών της σύμβασης Villo, και όχι τα μέσα έσοδα που προέκυψαν από όλες τις επιφάνειες τις οποίες εκμεταλλεύτηκε η JCD στο πλαίσιο των δικτύων της. Σε ό,τι αφορά το κόστος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης, η CCB υπογραμμίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012, πρόκειται μόνο για «το κόστος διαχείρισης της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος», ορισμός ο οποίος φαίνεται να αποκλείει το κόστος που συνδέεται ενδεχομένως με την εγκατάσταση και την εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων.

(163)

Εξακρίβωση της απουσίας υπεραντιστάθμισης: όπως επισημαίνεται ανωτέρω (βλέπε αιτιολογική σκέψη 156), η CCB θεωρεί ότι δεν ελέγχεται με κανέναν τρόπο η απουσία υπεραντιστάθμισης της JCD στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης Villo. Άλλωστε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της CCB, η JCD ωφελήθηκε από σημαντική υπεραντιστάθμιση.

4.2.1.4.   Ποσά των αντισταθμίσεων

(164)

Η CCB αμφισβητεί τα ποσά που προκύπτουν από την απαλλαγή από τους δημοτικούς φόρους, όπως αναφέρονται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Σύμφωνα με τη CCB, οι εν λόγω απαλλαγές αυξήθηκαν σημαντικά μετά την πλήρη εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης Villo το 2014, καθώς το ύψος των εν λόγω απαλλαγών ανέρχονταν ετησίως σε τουλάχιστον 650 000 EUR, υπερβαίνοντας επομένως το ανώτατο ποσό των [250 000-350 000] EUR που είχε προβλεφθεί σε ετήσια βάση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22).

(165)

Άλλωστε, η CCB θεωρεί ότι η δωρεάν εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων συνιστά από μόνη της κρατική ενίσχυση. Η CCB θεωρεί ότι πρέπει να προσδιοριστεί ποσοτικά η αξία της κάθε διαφημιστικής επιφάνειας και, κάνοντας ειδική αναφορά σε σύμβαση που σύναψε η ίδια με τον Δήμο Αμβέρσας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των απαλλαγών που δικαιούται η JCD ισοδυναμεί με ενίσχυση της τάξης των 8 εκατ. EUR ετησίως.

4.2.2.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τον δεύτερο καταγγέλλοντα

(166)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις ενός ανώνυμου τρίτου ενδιαφερόμενου στις 17 Ιουλίου 2015. Ο ανώνυμος τρίτος ενδιαφερόμενος υπογραμμίζει και αυτός με τη σειρά του ότι μέσω της σύμβασης Villo χορηγούνται στην JCD κρατικές ενισχύσεις.

(167)

Συγκεκριμένα, ο ανώνυμος τρίτος ενδιαφερόμενος αμφισβητεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις της απόφασης Altmark καθώς οι παράμετροι της αντιστάθμισης φαίνεται ότι δεν είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο. Επίσης, δεδομένου ότι δεν εφαρμόστηκε κανένα σύστημα ελέγχου ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο της υπεραντιστάθμισης, είναι μάλλον δύσκολο να χαρακτηριστεί η ενίσχυση συμβιβάσιμη με βάση την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012.

(168)

Τέλος, ο ανώνυμος τρίτος ενδιαφερόμενος αμφισβητεί «έντονα» τη θέση των βελγικών αρχών, σύμφωνα με την οποία, για να κατανεμηθούν τα διαφημιστικά έσοδα στις επιμέρους επιφάνειες του συστήματος Villo, υπήρχε «κλείδα κατανομής» εξίσου σημαντική με τον δείκτη GRP (βλέπε αιτιολογική σκέψη 196).

4.2.3.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την JCD

(169)

Η JCD διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 17ης Ιουλίου 2015.

4.2.3.1.   Ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων

(170)

Η JCD υποστηρίζει ότι η σύμβαση Villo χρηματοδοτείται αποκλειστικά και μόνο με ιδιωτικούς πόρους και ισχυρίζεται ότι η σύμβαση δεν της παρέχει κανένα οικονομικό πλεονέκτημα. Κατά συνέπεια, η σύμβαση Villo δεν φαίνεται να περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση. Οι μοναδικοί πόροι που μπορούν να χαρακτηριστούν δημόσιοι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι πόροι που εξοικονομούνται από την απαλλαγή από τα περιφερειακά τέλη και από τις ρήτρες αναπροσαρμογής των τιμών, όπως περιλαμβάνονται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τους δήμους. Η JCD θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα πρέπει να χαρακτηριστούν μέτρα αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία καλύπτονται από τη νομολογία Altmark. Η JCD διατυπώνει μάλιστα τα ακόλουθα επιχειρήματα:

Το πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(171)

Σύμφωνα με το διάταγμα για την εκτέλεση της υπηρεσίας που παραχωρείται μέσω της σύμβασης Villo, η υπηρεσία αφορά «την οργάνωση αυτοματοποιημένου συστήματος ενοικίασης ποδηλάτων για τη μεταφορά ατόμων εντός των ορίων της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας.». Η JCD θεωρεί ότι οι υποχρεώσεις της εν λόγω υπηρεσίας συνίστανται κατά βάση στην εγκατάσταση συστήματος ενοικίασης ποδηλάτων στο οποίο θα έχει πρόσβαση το σύνολο του πληθυσμού σε συνεχή βάση και έναντι ελκυστικού αντιτίμου, ενώ προβλέπονται και υποχρεώσεις σχετικά με τη συντήρηση του συστήματος σε ό,τι αφορά π.χ. την εμβέλειά του και την αντικατάσταση των ελαττωματικών ποδηλάτων. Έτσι, η JCD θεωρεί ότι η τήρηση του κριτηρίου εκτέλεσης των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας «δεν είναι δύσκολο να εξακριβωθεί εν προκειμένω».

Το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark

(172)

Η JCD υπογραμμίζει ότι ο υποχρεωτικός εκ των προτέρων καθορισμός των παραμέτρων της αντιστάθμισης δεν σημαίνει ότι η αντιστάθμιση πρέπει να υπολογιστεί με ειδική μέθοδο. Στην προκειμένη περίπτωση, οι βασικές παράμετροι του συστήματος χρηματοδότησης φαίνεται ότι αναφέρονταν με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο στη συγγραφή υποχρεώσεων, οι οποίες προέβλεπαν μεταξύ άλλων ότι:

i)

ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει τον κίνδυνο εκμετάλλευσης·

ii)

η παραχωρούσα αρχή προτιμά τις προσφορές που δεν απαιτούν κανενός είδους χρηματοδοτική στήριξη από την πλευρά της Περιφέρειας· και

iii)

η Περιφέρεια δεν παρεμβαίνει σε καμία περίπτωση με εφάπαξ ή τακτική χρηματοδότηση.

(173)

Η JCD θεωρεί επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται η απαλλαγή από τα περιφερειακά τέλη επιτρέπει εκ των προτέρων τον ακριβή υπολογισμό του ποσού: το ποσό της απαλλαγής ισούται με το γινόμενο του επιβαλλόμενου παγίου τέλους επί τον αριθμό των εγκατεστημένων πινακίδων.

(174)

Όσον αφορά τις ρήτρες αναπροσαρμογής των τιμών, ο δημοσιονομικός τους αντίκτυπος είναι γνωστός εκ των προτέρων καθώς οι εν λόγω ρήτρες έχουν σκοπό να αντισταθμίσουν την αύξηση της δημοτικής φορολογίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να προβλεφθεί η εξέλιξη της εν λόγω φορολογίας.

Το τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(175)

Η JCD θεωρεί ότι δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση υπεραντιστάθμιση επειδή:

i)

η απαλλαγή από το τέλος χρήσης κοινόχρηστων χώρων για διαφημιστικούς σκοπούς χορηγήθηκε για να αντισταθμιστεί το –μεγαλύτερης αξίας– ποσό της αποθετικής ζημίας που δέχθηκε να υποστεί η JCD λόγω της μείωσης του αριθμού των διαφημιστικών πινακίδων που μπορούσαν να εγκατασταθούν σύμφωνα με τη σύμβαση Villo·

ii)

οι ρήτρες αναπροσαρμογής των τιμών που συμφωνήθηκαν με τους δήμους είχαν ως αποκλειστικό στόχο να προστατεύσουν την αρχική συμβατική ισορροπία στη σύμβαση Villo ενώ είχαν πολύ περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο: κάτω από [0-50 000] EUR για το οικονομικό έτος 2013 και κάτω από [0-50 000] EUR για το οικονομικό έτος 2014·

iii)

η ρήτρα που αποσκοπούσε στην αποζημίωση του παραχωρησιούχου λόγω της μεταβολής της περιφερειακής φορολογίας αποτελεί κοινή ρήτρα, η οποία δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ·

iv)

η σύμβαση Villo ελέγχεται αυστηρά από τις βελγικές αρχές: ο αριθμός των διαφημιστικών πινακίδων που μπορούν να εγκατασταθούν στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης προσδιορίζεται επακριβώς στη σύμβαση Villo· η σύμβαση προβλέπει αυστηρές υποχρεώσεις όσον αφορά τη λειτουργικότητα του συστήματος· η JCD είναι υποχρεωμένη να κοινοποιεί στις αρχές της Περιφέρειας τις πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση της σύμβασης· η σύμβαση προβλέπει την υποχρέωση της JCD να υποβάλλει στην επιτροπή διαχείρισης ετήσια έκθεση για τα δεδομένα χρησιμοποίησης του συστήματος· η επιτροπή διαχείρισης καταρτίζει κάθε τρία έτη έκθεση για την τεχνική και τεχνολογική κατάσταση του στόλου των ποδηλάτων· και το διάταγμα για την εκτέλεση της υπηρεσίας που παραχωρείται μέσω της σύμβασης Villo προβλέπει ότι η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο της Περιφέρειας ελέγχουν σε ετήσια βάση την εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 21 της σύμβασης Villo, αν η JCD δεν τηρεί την ισχύουσα νομοθεσία και τους κανόνες δεοντολογίας στον τομέα της διαφήμισης, θα τιμωρείται με χρηματική ποινή ύψους 4 000 EUR ανά ημέρα· και

v)

η σύμβαση Villo είναι ελλειμματική.

Το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(176)

Η JCD υποστηρίζει ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών που οδήγησε στη σύναψη της σύμβασης Villo ήταν σε κάθε περίπτωση ανοιχτή, διαφανής και αμερόληπτη και δεν έχει καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι η Περιφέρεια επέλεξε τον υποψήφιο που ήταν ικανός να παράσχει τη δημόσια υπηρεσία με το μικρότερο δυνατό κόστος για την τοπική αρχή, καθώς ακόμα και αν ληφθούν υπόψη τα πρόσθετα μέτρα που εγκρίθηκαν μετά τη διαγωνιστική διαδικασία, η προσφορά της JCD εξακολουθούσε να αποτελεί την περισσότερο συμφέρουσα λύση.

4.2.3.2.   Συμβατότητα

(177)

Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τα περιφερειακά τέλη και οι ρήτρες αναπροσαρμογής των τιμών συνιστούν κρατική ενίσχυση, η JCD ισχυρίζεται ότι τα μέτρα αυτά είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά με βάση την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012.

Δυνατότητα εφαρμογής της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012

(178)

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της στις ενισχύσεις που δεν υπερβαίνουν σε ετήσια βάση το ποσό των 15 εκατ. EUR. H JCD σημειώνει ότι ως αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας ορίζεται κάθε πλεονέκτημα που παρέχεται με δημόσιους πόρους· ως εκ τούτου, τόσο τα διαφημιστικά έσοδα όσο και το αντίτιμο που καταβάλλουν οι χρήστες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης. Κατά συνέπεια, η JCD θεωρεί ότι το ετήσιο ποσό της εικαζόμενης ενίσχυσης στη συγκεκριμένη περίπτωση υπολείπεται κατά πολύ του εν λόγω ανώτατου ορίου και, κατ’ επέκταση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης.

Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012.

(179)

Η JCD θεωρεί ότι η σύμβαση Villo συμμορφώνεται με τις διατάξεις της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 και διατυπώνει τα επιχειρήματα που ακολουθούν.

(180)

Ανάθεση: Η JCD αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας σύμφωνα με την οποία οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που βαρύνουν το παραχωρησιούχο παρατίθενται στη σύμβαση Villo και στο διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 2010 που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο της Περιφέρειας.

(181)

Σε ό,τι αφορά τη διάρκεια της ανάθεσης, η JCD θεωρεί ότι η διάρκεια των 15 ετών είναι δικαιολογημένη, αν ληφθούν υπόψη οι επενδύσεις σημαντικής αξίας που πρέπει να υλοποιηθούν. Μολονότι η εγκατάσταση των σταθμών και η προμήθεια των ποδηλάτων προϋποθέτουν την υλοποίηση επενδύσεων σημαντικής αξίας, η σύμβαση Villo περιορίζει τον αριθμό των διαφημιστικών πινακίδων που μπορούν να εγκατασταθούν, όπως επίσης και την τιμαριθμική αναπροσαρμογή του αντιτίμου που καταβάλλουν οι χρήστες. Επιπλέον, η JCD σημειώνει ότι η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005, η οποία ίσχυε κατά τη σύναψη της σύμβασης Villo, δεν προέβλεπε καμία διάταξη για τη διάρκεια της επίμαχης παραχώρησης.

(182)

Η JCD θεωρεί ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πράξη ανάθεσης δεν ήταν αναγκαίο να προβλέπει τη διαδικασία ανάκτησης των ενδεχόμενων υπεραντισταθμίσεων, καθώς από τη στιγμή κατά την οποία συνήφθη η σύμβαση Villo το ενδεχόμενο να υπάρξει υπεραντιστάθμιση είχε ήδη αποκλειστεί, μεταξύ άλλων επειδή η σύμβαση ανατέθηκε μετά από ανοιχτή, διαφανή και αμερόληπτη διαδικασία υποβολής προσφορών.

(183)

Αντιστάθμιση: Η JCD σημειώνει ότι στον βαθμό που η εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης ήταν μέχρι τη στιγμή εκείνη ελλειμματική, ήταν αδύνατο να έχει λάβει η ίδια υπεραντιστάθμιση. Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να υπολογιστεί το λειτουργικό περιθώριο κέρδους της JCD για να εξακριβωθεί αν το εν λόγω περιθώριο μπορεί να χαρακτηριστεί εύλογο και, ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να ελεγχθεί αν η τιμή αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για να εξακριβωθεί η απουσία υπεραντιστάθμισης είναι ενδεχομένως υπερεκτιμημένη.

(184)

Σε ό,τι αφορά την κατανομή των διαφημιστικών εσόδων που συνδέονται με τη σύμβαση Villo, η JCD σημειώνει ότι αποτιμά τις εγκατεστημένες πινακίδες με βάση την πληθυσμιακή τους κάλυψη, την απήχηση που έχουν στο κοινό και τον αριθμό των διαφημιστικών επιφανειών, χωρίς να εξετάζει τη συμβατική προέλευση των εν λόγω επιφανειών, και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες ανταγωνισμού και την τοποθεσία των πινακίδων σε μια πόλη στρατηγικής σημασίας. Η JCD θεωρεί επίσης ότι δεν είναι σωστό να αποτιμάται η πραγματική αξία αποκλειστικά και μόνο με βάση τον δείκτη GRP, όπως ισχυρίζεται η CCB (βλέπε αιτιολογική σκέψη 162), επειδή η πώληση μεμονωμένων επιφανειών (ακόμα και με πολύ υψηλό δείκτη GRP) δεν ενδιαφέρει τους διαφημιζόμενους που αναζητούν διαφημιστικά μέσα με εθνική εμβέλεια.

(185)

Έλεγχος της αντιστάθμισης: Η JCD θεωρεί ότι οι λειτουργικοί έλεγχοι που προβλέπονται στη σύμβαση Villo [βλέπε αιτιολογική σκέψη 175 στοιχείο iv)] διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση την απουσία υπεραντιστάθμισης.

4.2.3.3.   Ποσό των αντισταθμίσεων

(186)

Σε ό,τι αφορά την απαλλαγή από το τέλος για τη χρήση κοινόχρηστων χώρων της Περιφέρειας, η JCD διευκρινίζει ότι στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της σύναψης της σύμβασης Villo, η JCD αποδέχθηκε τη μείωση του αριθμού των διαφημιστικών πινακίδων που μπορούσαν να εγκατασταθούν στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας σε σύγκριση με τον αριθμό που αναγραφόταν στην προσφορά της.

(187)

Τόσο ο αριθμός των μεμονωμένων πινακίδων με εμβαδόν 2 m2, όσο και ο αριθμός των πινακίδων με εμβαδόν 8 m2 μειώθηκαν κατά 25 μονάδες. Ως αντάλλαγμα, η Περιφέρεια χορήγησε στην JCD απαλλαγή από το τέλος χρήσης των κοινόχρηστων χώρων της Περιφέρειας για τις πινακίδες των 8 m2 που είχαν εγκατασταθεί στο πλαίσιο της σύμβασης Villo.

(188)

Το ποσό της εν λόγω απαλλαγής ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε [50 000-150 000] EUR ανά έτος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22).

(189)

Όσον αφορά την αποζημίωση για τη μεταβολή των δημοτικών φόρων, η JCD διευκρινίζει ότι ο σχετικός δημοσιονομικός αντίκτυπος είναι στην πράξη πολύ περιορισμένος. Εξαρτάται τόσο από την έκδοση των αντίστοιχων πράξεων καταλογισμού φόρων όσο και από την έκδοση τιμολογίων από την JCD. Μέχρι το 2017, τα τέλη που ανατιμολογήθηκαν από την JCD, σύμφωνα με τις ρήτρες αναπροσαρμογής τιμών, ανέρχονταν στην πράξη σε λιγότερο από [0-50 000] EUR ετησίως.

4.3.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το Βέλγιο

4.3.1.   Παρατηρήσεις του Βελγίου σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας

(190)

Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 21ης Μαΐου 2015.

4.3.1.1.   Ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων

(191)

Οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν την αρχική τους θέση, σύμφωνα με την οποία τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo, η οποία συνήφθη με την JCD, πληρούν το σύνολο των κριτηρίων της απόφασης Altmark και, ως εκ τούτου, τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

(192)

Πιο συγκεκριμένα, διατύπωσαν τα ακόλουθα επιχειρήματα:

Το πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(193)

Ενθαρρύνοντας ένα οικολογικό μέσο μεταφοράς, το οποίο μπορεί να δώσει την απάντηση στο κυκλοφοριακό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Βρυξέλλες, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η διάθεση στο κοινό ενός αυτοματοποιημένου συστήματος ενοικίασης ποδηλάτων εξυπηρετεί αναμφίβολα σκοπό γενικού συμφέροντος.

Το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark

(194)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η συγγραφή υποχρεώσεων, βάσει της οποίας η JCD και η CCB εκπόνησαν την αναλυτική τους προσφορά, περιελάμβανε τις βασικές παραμέτρους του συστήματος χρηματοδότησης:

i)

τα έσοδα του συστήματος προέρχονται εξολοκλήρου από ιδιωτικούς πόρους·

ii)

δεν επιτρέπεται καμία άμεση επιδότηση ή άμεση αντιστάθμιση για τις ζημίες που προκαλεί η σύμβαση παραχώρησης· και

iii)

ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει εξολοκλήρου τον επιχειρηματικό κίνδυνο.

Το τρίτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(195)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν καταρχάς ότι η ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης βασίστηκε σε ανοιχτή, διαφανή και αμερόληπτη διαγωνιστική διαδικασία, από την οποία τεκμαίρεται ότι δεν υπάρχει υπεραντιστάθμιση. Στον βαθμό που η Περιφέρεια είχε αποκλείσει ρητά τη χορήγηση άμεσης επιδότησης ως αντάλλαγμα της παραχώρησης, και δεδομένης της εν λόγω ανοιχτής, διαφανούς και αμερόληπτης διαδικασίας, αποκλείεται λογικά το ενδεχόμενο να υπήρξε οποιουδήποτε είδους υπεραντιστάθμιση.

(196)

Δεύτερον, τα χρηματοδοτικά μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση παραχώρησης είναι αδύνατο να οδήγησαν σε υπεραντιστάθμιση υπέρ της JCD. Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι:

i)

η απαλλαγή από τα τέλη χρήσης των κοινόχρηστων χωρών της Περιφέρειας, η οποία χορηγήθηκε στην JCD και ανερχόταν κατ’ ανώτατο όριο σε [50 000-150 000] EUR ετησίως, κάλυπτε μικρό μόνο μέρος των συνολικών εξόδων εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης, δεδομένου ότι το ποσό της απαλλαγής αντιστοιχούσε στο -5 % των εν λόγω εξόδων το 2012·

ii)

η αποζημίωση που συνδέεται με το ενδεχόμενο μεταβολής των περιφερειακών φόρων στο μέλλον (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22) αποτελεί κοινή ρήτρα στις μακροχρόνιες συμβάσεις παραχώρησης και ενσωματώνεται στη σύμβαση λόγω κυρίως των αυτόνομων φορολογικών αρμοδιοτήτων της Περιφέρειας, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι δεν προβλέπεται κανενός είδους αντιστάθμιση, αν προκληθεί ζημία κατά την εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν επήλθε καμία αύξηση στους φόρους και στις επιβαρύνσεις της Περιφέρειας, με αποτέλεσμα η ρήτρα αποζημίωσης να μην εφαρμοστεί ποτέ·

iii)

οι ρήτρες αναπροσαρμογής των τιμών στις διμερείς συμβάσεις που συνάπτονται με τους δήμους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22) συνιστούν απλά διορθωτικό μέτρο για να διασφαλίζεται η συμβατική ισορροπία και δεν θίγουν σε καμία περίπτωση το ύψος του δημοτικού φόρου, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται ελεύθερα από τους δήμους. Όπως τεκμηριώνεται στην αιτιολογική σκέψη 82 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η εν λόγω αποζημίωση φαίνεται να ισοδυναμεί με ανώτατο ποσό ύψους από [50 000-100 000] έως[250 000-350 000] EUR, ανάλογα με την τιμή σύγκρισης που χρησιμοποιείται·

iv)

όσον αφορά την κατανομή των διαφημιστικών εσόδων, η JCD εφαρμόζει συντελεστή αποτίμησης σε κάθε σύμβαση, αξιολογώντας την προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα μέσα έσοδα ανά διαφημιστική επιφάνεια, μεθοδολογία η οποία εναρμονίζεται με τις σύγχρονες πρακτικές που εφαρμόζονται στον τομέα· και

v)

η σύμβαση παραχώρησης υπόκειται σε συστηματικό έλεγχο. Αφενός μεν, μια επιτροπή διαχείρισης (60) και μια συνοδευτική επιτροπή, στις οποίες η JCD διαβιβάζει ετησίως έκθεση σχετικά με τη λειτουργικότητα του συστήματος, είναι επιφορτισμένες με την επιτήρηση της ορθής εκτέλεσης της σύμβασης, αφετέρου δε, το διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 2010 προβλέπει τον ετήσιο έλεγχο της εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης από την κυβέρνηση της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και από το κοινοβούλιο της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας.

Το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(197)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η σύμβαση παραχώρησης Villo ανατέθηκε στην JCD με ανοιχτή, διαφανή και αμερόληπτη διαδικασία. Όσον αφορά τα χρηματοδοτικά μέτρα που προστέθηκαν μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22), φαίνεται ότι είχαν ως μοναδικό σκοπό να αντισταθμίσουν τη μείωση των αναμενόμενων διαφημιστικών εσόδων και να διατηρήσουν την ισορροπία της σύμβασης στο μέλλον.

4.3.1.2.   Συμβατότητα

(198)

Αν υποτεθεί ότι τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι οι ενισχύσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, δεδομένου ότι:

i)

η προμήθεια κοινόχρηστων ποδηλάτων και η ενθάρρυνση ενός οικολογικού μέσου μεταφοράς, αντί του αυτοκινήτου, συνιστούν έναν σαφώς καθορισμένο στόχο που εξυπηρετεί το κοινοτικό συμφέρον·

ii)

η χρηματοδότηση της σύμβασης παραχώρησης με –σχεδόν εξολοκλήρου– ιδιωτικά μέσα είναι προτιμότερη και αναλογική, παρέχοντας θετικά κίνητρα· και

iii)

οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και οι επιπτώσεις στο εμπόριο είναι περιορισμένες επειδή η σύμβαση παραχώρησης αποτελεί προϊόν αποδοτικής και διαφανούς διαγωνιστικής διαδικασίας, η οποία έχει αμιγώς τοπική διάσταση.

4.3.2.   Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το Βέλγιο για τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων

(199)

Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 2ας Οκτωβρίου 2015.

(200)

Οι βελγικές αρχές απορρίπτουν τα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι καταγγέλλοντες. Επισημαίνουν ότι τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo πληρούν το σύνολο των κριτηρίων της απόφασης Altmark και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Επικουρικώς, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι τα μέτρα είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά με βάση:

i)

το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης· και

ii)

την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012.

4.3.2.1.   Ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων

(201)

Ενώ η CCB υποστηρίζει ότι η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας παραχώρησε στην JCD το δικαίωμα να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται κοινόχρηστους χώρους για διαφημιστικούς σκοπούς χωρίς να ζητήσει την καταβολή ανταλλάγματος, οι βελγικές αρχές απορρίπτουν αυτόν τον συλλογισμό και σημειώνουν ότι το αντάλλαγμα της εκμετάλλευσης των διαφημιστικών πινακίδων είναι η παροχή της δημόσιας υπηρεσίας ενοικίασης ποδηλάτων, όπως προβλέπεται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών.

(202)

Επιπλέον, οι βελγικές αρχές επιβεβαιώνουν τη θέση που τεκμηρίωσαν στην επιστολή της 21ης Μαΐου 2015, σύμφωνα με την οποία τα κριτήρια της απόφασης Altmark εκπληρώνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 191-197). Οι βελγικές αρχές διατυπώνουν νέα επιχειρήματα σχετικά με τα δύο πρώτα κριτήρια της απόφασης Altmark (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 203-204).

Το πρώτο κριτήριο της απόφασης Altmark

(203)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, το επιχείρημα της CCB, σύμφωνα με το οποίο υπηρεσία ενοικίασης ποδηλάτων ανάλογη με το σύστημα Villo παρέχεται ήδη και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, χωρίς η υπηρεσία αυτή να χαρακτηρίζεται ρητά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, δεν ευσταθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι βελγικές αρχές σημειώνουν ότι η έννοια της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος είναι σχετική έννοια, η οποία εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας αντιμετωπίζει ιδιαίτερα έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα, το οποίο καθιστά επιβεβλημένη τη λήψη φιλόδοξων και αποτελεσματικών μέτρων. Όσον αφορά το παράδειγμα της πόλης της Αμβέρσας που αναφέρθηκε, οι βελγικές αρχές διαπιστώνουν ότι ο οικείος παραχωρησιούχος (CCB) λαμβάνει άμεση επιδότηση.

Το δεύτερο κριτήριο της απόφασης Altmark

(204)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι, αν στις προκηρύξεις των διαγωνισμών πρέπει να αναφέρονται επακριβώς οι μέθοδοι χρηματοδότησης των δημόσιων υπηρεσιών, τότε οι διαγωνιστικές διαδικασίες είναι περιττές αφού οι υποψήφιοι δεν διαθέτουν καμία ευχέρεια πρωτοβουλιών στο πεδίο αυτό. Οι βελγικές αρχές επιβεβαιώνουν τη θέση τους, σύμφωνα με την οποία στη συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπονταν με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο οι παράμετροι της χρηματοδότησης της υπηρεσίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 194).

4.3.2.2.   Συμβατότητα

Δυνατότητα εφαρμογής της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012

(205)

Μολονότι οι βελγικές αρχές δεν δέχονται ότι αξιοποιήθηκε οποιαδήποτε ενίσχυση, θεωρούν ότι το συνολικό ποσό της εικαζόμενης ενίσχυσης είναι σε κάθε περίπτωση χαμηλότερο των 15 εκατ. EUR, δεδομένου ότι τα αμιγώς ιδιωτικά έσοδα (όπως π.χ. είναι τα διαφημιστικά έσοδα) δεν προσμετρώνται στον υπολογισμό της ενίσχυσης. Κατά συνέπεια, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι το ετήσιο ποσό της εικαζόμενης ενίσχυσης εμπίπτει σε κάθε περίπτωση στο πεδίο εφαρμογής της απόφαση ΥΓΟΣ του 2012.

Εκπλήρωση των προϋποθέσεων της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012

(206)

Όσον αφορά την παράταση της διάρκειας της σύμβασης παραχώρησης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 161), σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, σκοπός είναι να εναρμονιστεί η διάρκεια της πρώτης φάσης με τη διάρκεια της δεύτερης φάσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 20). Η εναρμόνιση αυτή κρίνεται επιβεβλημένη για πολλούς λόγους: i) οι διάφορες διαδικασίες που απαιτούνται είναι περισσότερο χρονοβόρες από ό,τι είχε προβλεφθεί, ii) η επιδιωκόμενη εναρμόνιση των δύο φάσεων εξυπηρετεί την ορθή διαχείριση της σύμβασης, iii) η μείωση του αριθμού των διαφημιστικών πινακίδων είναι αναγκαίο να αντισταθμιστεί και iv) επιδίωξη των ενδιαφερομένων είναι να παρέχουν μια δημόσια υπηρεσία στους πολίτες για επαρκές χρονικό διάστημα.

(207)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η σύμβαση παραχώρησης Villo ανατέθηκε στην JCD με σαφή και ρητή πράξη ανάθεσης, η οποία καθορίζει τις παραμέτρους αντιστάθμισης και παρέχει τα εχέγγυα ώστε να μην υπάρξει καμία απολύτως υπεραντιστάθμιση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 193 έως 197).

Άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

(208)

Οι βελγικές αρχές επιβεβαιώνουν τη θέση που τεκμηρίωσαν στην επιστολή της 21ης Μαΐου 2015 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 198), σύμφωνα με την οποία τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι:

i)

η προμήθεια κοινόχρηστων ποδηλάτων συνιστά έναν σαφώς καθορισμένο στόχο που εξυπηρετεί το κοινοτικό συμφέρον·

ii)

η σύμβαση θεωρείται κατάλληλο και αναλογικό μέσο, παρέχοντας θετικά κίνητρα·

iii)

οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και οι επιπτώσεις στις συναλλαγές είναι περιορισμένες.

4.4.   Πρόσθετες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τους ενδιαφερόμενους

4.4.1.   Πρόσθετες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τη CCB

(209)

Σύμφωνα με τη CCB, το κόστος με το οποίο επιβαρύνεται η JCD για την εκτέλεση της σύμβασης Villo είναι σαφώς μικρότερο από το κόστος που είχε αρχικά δηλωθεί και, κατ’ επέκταση, και από το κόστος που επικαλούνται οι βελγικές αρχές για να αποδείξουν ότι δεν υπήρξε υπεραντιστάθμιση:

i)

η JCD φαίνεται να ωφελήθηκε από τη μείωση του αριθμού των διαθέσιμων ποδηλάτων από 5 000 σε 4 500 ποδήλατα·

ii)

η JCD φαίνεται ότι μπόρεσε να εξοικονομήσει σημαντικά ποσά χάρη στην τροποποιητική πράξη της σύμβασης Villo, η οποία μειώνει τον αριθμό των διαθέσιμων σταθμών ποδηλάτων από 400 σε 360· και

iii)

ο αριθμός των διαδρομών που καταγράφονται στη σύμβαση Villo φαίνεται να μειώθηκε κατά 150 000 το 2015 σε σύγκριση με το 2014.

(210)

Η CCB υπολόγισε τα διαφημιστικά έσοδα που αποκόμισε η JCD από την εκτέλεση της σύμβασης Villo ως εξής: καταρχάς, διαχώρισε τις διαφημιστικές πινακίδες ανάλογα με την ημερομηνία εγκατάστασής τους και την τοποθεσία τους, στη συνέχεια υπολόγισε τον αριθμό των διαφημιστικών επιφανειών που εκμεταλλευόταν η JCD και, τέλος, έλαβε υπόψη τις επίσημες τιμές που χρέωνε η JCD για το δίκτυό της στις Βρυξέλλες, καθώς επίσης και τις εκπτώσεις που εφαρμόζονται κατά κανόνα στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης για το συγκεκριμένο είδος πινακίδων. Σύμφωνα με τους εν λόγω υπολογισμούς, η JCD υποεκτίμησε σημαντικά τα σχετικά διαφημιστικά έσοδα.

(211)

Η CCB διαπιστώνει ότι η JCD ωφελήθηκε από υπεραντιστάθμιση ύψους 27,3 εκατ. EUR το διάστημα από τον Μάιο του 2009 έως τον Φεβρουάριο του 2017.

(212)

Δεδομένου ότι δεν ελέγχθηκε η απουσία υπεραντιστάθμισης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 163), η CCB θεωρεί ότι έπρεπε να εφαρμοστεί σύστημα ελέγχου με το οποίο θα εξακριβωνόταν, σε ετήσια βάση, αν υπάρχει υπεραντιστάθμιση του παραχωρησιούχου, και το οποίο θα διόρθωνε όποια υπεραντιστάθμιση εντοπιζόταν. Ο έλεγχος αυτός θα έπρεπε να διενεργείται από ανεξάρτητο τρίτο μέρος.

(213)

Η CCB θεωρεί, επιπλέον, ότι ο έλεγχος της απουσίας υπεραντιστάθμισης θα έπρεπε να βασίζεται σε ένα εύλογο κέρδος, το οποίο υπολογίζεται σε σχέση με το κόστος της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και όχι σε σχέση με τα αποκομισθέντα έσοδα.

4.4.2.   Πρόσθετες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την JCD

(214)

Σε ό,τι αφορά τη χρήση του δείκτη GRP για τον προσδιορισμό των διαφημιστικών εσόδων που αποκομίστηκαν από τη σύμβαση Villo (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 184), η JCD διευκρίνισε ότι πρόκειται όντως για ένα από τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η εταιρεία προκειμένου να προσδιορίσει την αξία των διαφημιστικών δικτύων. Ωστόσο, η JCD θεωρεί ότι ο θεωρητικός δείκτης των διαφημιστικών πινακίδων GRP δεν επαρκεί για την αποτίμηση των πινακίδων μιας σύμβασης. Η JCD αποτιμά τις πινακίδες που εγκαθίστανται στο πλαίσιο της κάθε σύμβασης με βάση τα μέσα έσοδα ανά διαφημιστική επιφάνεια, τα οποία υπολογίζονται σε εθνικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας στη συνέχεια έναν διορθωτικό συντελεστή που εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ άλλων από τον δείκτη GRP των διαφημιστικών επιφανειών, από την τοποθεσία των πινακίδων σε μια πόλη στρατηγικής σημασίας για τους διαφημιζόμενους, αλλά και από τον διαφορετικό βαθμό της διαφημιστικής πίεσης που ασκείται στις εκάστοτε πόλεις, καθώς και από τις συνθήκες ανταγωνισμού.

(215)

Υπογραμμίζοντας, πάντως, ότι ο δείκτης GRP έχει μικρή σημασία, η JCD σημειώνει ότι από τη σύγκριση του δείκτη GRP και της τιμής ανά διαφημιστική επιφάνεια μεταξύ του μεγαλύτερου εθνικού της δικτύου και του αντίστοιχου μεγαλύτερου δικτύου που έχει αναπτύξει στις Βρυξέλλες, προκύπτουν αυξημένες τιμές –[10-20]% και [20-30]% αντίστοιχα– παρόμοιες με τον διορθωτικό συντελεστή των διαφημιστικών επιφανειών που εκμεταλλεύτηκε η JCD στο πλαίσιο της σύμβασης Villo, ο οποίος ανέρχεται σε [20-30]%.

(216)

Όσον αφορά το κόστος της εκτέλεσης της σύμβασης Villo, η JCD θεωρεί ότι τα ποσά στα οποία κατέληξε η CCB δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα για τους εξής λόγους:

i)

η μέθοδος της CCB δεν έλαβε ουδόλως υπόψη τις επενδύσεις που έπρεπε να υλοποιηθούν για την παραγωγή των αναγκαίων υποδομών κατά την έναρξη της σύμβασης παραχώρησης·

ii)

η CCB θεώρησε ότι το ετήσιο κόστος ανά ποδήλατο ήταν 1 450 EUR. Το ποσό αυτό συμπεριλαμβανόταν στην προσφορά της JCD και, επομένως, βασιζόταν σε εκτιμήσεις.

(217)

Η JCD δεν αναγνωρίζει τα ποσά που παρουσιάζει η CCB όσον αφορά τις αποζημιώσεις για τους δημοτικούς φόρους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 164). Σύμφωνα με την JCD, η διαφορά μεταξύ των κατ’ εκτίμηση ποσών της CCB και των πραγματικών ποσών οφείλεται στους εξής λόγους:

i)

χρήση εσφαλμένων συντελεστών: σε αντίθεση με τους υπολογισμούς της CCB, μόνον ορισμένοι δήμοι επιβάλλουν φόρο επί των διαφημιστικών πινακίδων που υπερβαίνει τα 75 EUR ανά m2 κυλιόμενης επιφάνειας ανά έτος·

ii)

εφαρμογή του μηχανισμού σε μη εμπλεκόμενους δήμους: η CCB φαίνεται ότι εφάρμοσε τον μηχανισμό αναπροσαρμογής στους δήμους Etterbeek, Schaerbeek και Saint-Josse, μολονότι οι διμερείς συμβάσεις με τους εν λόγω δήμους δεν περιλαμβάνουν τη σχετική ρήτρα·

iii)

αυτόματη εφαρμογή του μηχανισμού: στην πράξη, η JCD εισπράττει ποσά δυνάμει του μηχανισμού αναπροσαρμογής, μόνον αφού χρεώσει το τέλος στους δήμους. Το διάστημα που μεσολαβεί από την εγκατάσταση και την εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων μέχρι την είσπραξη των ποσών σύμφωνα με τις ρήτρες αναπροσαρμογής μπορεί να είναι αρκετά μεγάλο.

(218)

Όσον αφορά το ύψος των διαφημιστικών εσόδων, η CCB φαίνεται ότι υποεκτίμησε την έκπτωση που εφάρμοσε η JCD: ο συντελεστής έκπτωσης προσεγγίζει το [60-70]% και όχι το 40 %. Αν εφαρμοστεί ο σωστός συντελεστής έκπτωσης, τα διαφημιστικά έσοδα είναι σαφώς χαμηλότερα –περίπου κατά το ήμισυ– από τις εκτιμήσεις που παρουσιάζει η CCB.

(219)

Η JCD αμφισβητεί επίσης το ποσό που παρουσιάζει η CCB όσον αφορά τη δωρεάν εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 165). Σύμφωνα με την JCD, η CCB παραβλέπει το γεγονός ότι η εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων που προβλέπεται στη σύμβαση παραχώρησης Villo συνδέεται άρρηκτα με την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας ενοικίασης ποδηλάτων. Τα διαφημιστικά έσοδα προορίζονται στην πραγματικότητα για τη χρηματοδότηση της δημόσιας υπηρεσίας.

(220)

Η JCD θεωρεί ότι η εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση της σύμβασης παραχώρησης Villo αφού η JCD εκμεταλλεύεται τις πινακίδες Villo προκειμένου να αντισταθμιστεί το σημαντικό κόστος που δημιουργεί η παροχή της δημόσιας υπηρεσίας ενοικίασης ποδηλάτων.

4.5.   Πρόσθετες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το Βέλγιο

(221)

Όσον αφορά τη διάρκεια της σύμβασης Villo (βλέπε αιτιολογική σκέψη 161), οι βελγικές αρχές σημειώνουν επίσης ότι η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005, η οποία ίσχυε κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης Villo, δεν προέβλεπε καμία διάταξη για τη διάρκεια της παροχής της δημόσιας υπηρεσίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 181). Άλλωστε, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η παράταση της διάρκειας της σύμβασης παραχώρησης Villo μέσω της τροποποιητικής πράξης ήταν επιβεβλημένη για τρεις λόγους:

i)

περιστάσεις που βρίσκονταν υπεράνω του ελέγχου των μερών και καθυστέρησαν την εκτέλεση της σύμβασης·

ii)

βούληση για εναρμόνιση των δύο φάσεων της σύμβασης Villo: σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις, οι δύο φάσεις της σύμβασης θα διαρκούσαν δεκαπέντε έτη, αλλά οι εν λόγω φάσεις ξεκίνησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η φάση 1 και η φάση 2 θα είχαν διαφορετικές ημερομηνίες λήξης (όπως επισημαίνεται στο προοίμιο της τροποποιητικής πράξης της σύμβασης)· και

iii)

μείωση του αριθμού των διαφημιστικών πινακίδων που εκμεταλλευόταν η JCD, όπως προκύπτει από την τροποποιητική πράξη της σύμβασης Villo.

4.6.   Δεύτερη τροποποιητική πράξη της σύμβασης Villo

(222)

Στις 29 Μαρτίου 2018 η κυβέρνηση της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και η JCD υπέγραψαν τροποποιητική πράξη της σύμβασης Villo. Η εν λόγω τροποποιητική πράξη θεσπίστηκε προκειμένου να καταστεί δυνατή η διενέργεια ακριβέστερων και τακτικότερων ελέγχων σε σχέση με την απουσία της υπεραντιστάθμισης.

(223)

Η τροποποιητική πράξη ορίζει ότι τα αποτελέσματα της αναλυτικής λογιστικής της JCD θα διαβιβαστούν στην Περιφέρεια. Στα αποτελέσματα θα απεικονίζονται τα έσοδα της σύμβασης παραχώρησης Villo, τα οποία θα υποδιαιρούνται στις ακόλουθες επιμέρους ομάδες: έσοδα που προέρχονται από το αντίτιμο που καταβάλλουν οι χρήστες, διαφημιστικά έσοδα, απαλλαγή από το περιφερειακό τέλος και αποζημίωση λόγω της αύξησης των δημοτικών φόρων. Επίσης, θα απεικονίζονται τα έξοδα της σύμβασης παραχώρησης, τα οποία θα υποδιαιρούνται στις ακόλουθες επιμέρους ομάδες: έξοδα διαχείρισης και απόσβεση των επενδύσεων που συνδέονται με την υπηρεσία Villo.

(224)

Η τροποποιητική πράξη ορίζει ότι, κάθε χρόνο, ο επίτροπος που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών της JCD («επίτροπος λογαριασμών») εξακριβώνει αν οι αρχές του λογιστικού διαχωρισμού που εφαρμόζει η JCD συμμορφώνονται με την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012. Κάθε χρόνο, μετά την εξακρίβωση στην οποία προβαίνει ο επίτροπος λογαριασμών, τα αναλυτικά αποτελέσματα χρήσης διαβιβάζονται στον ελεγκτή.

(225)

Κάθε χρόνο, ο ελεγκτής εξακριβώνει αν ο αριθμοδείκτης των σωρευτικών ετήσιων αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης (κέρδη προ φόρων και τόκων) προς τα σωρευτικά ετήσια έξοδα (από το 2009 και μετά) που συνδέονται με την εκτέλεση της σύμβασης Villo δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο του [10-20] % (61). Σε περίπτωση υπέρβασης και στο πλαίσιο της υπέρβασης του ανώτατου ορίου, το ποσό του περιφερειακού τέλους από το οποίο απαλλάσσεται η JCD, επαυξημένο κατά το ποσό το οποίο προκύπτει από τον αντίκτυπο των μέτρων που συνδέονται με τους δημοτικούς φόρους, καταβάλλεται αναδρομικά, εξολοκλήρου ή εν μέρει, για το προηγούμενο έτος.

(226)

Η τροποποιητική πράξη ορίζει επίσης ότι ο επίτροπος λογαριασμών εξακριβώνει με την ίδια μέθοδο την απουσία υπεραντιστάθμισης για την περίοδο 2009-2017 και καταρτίζει συγκεφαλαιωτική έκθεση για την επιτροπή διαχείρισης. Η έκθεση έπρεπε να καταρτιστεί το συντομότερο δυνατό μετά την υπογραφή της εν λόγω τροποποιητικής πράξης.

4.7.   Αξιολόγηση των μέτρων πριν από τη δεύτερη τροποποιητική πράξη

(227)

Η Επιτροπή διαχωρίζει στην αξιολόγησή της την περίοδο που προηγείται της τροποποιητικής πράξης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 222) από την περίοδο που έπεται της τροποποιητικής πράξης.

4.7.1.   Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(228)

Τα κριτήρια βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 70-71. Στις αιτιολογικές σκέψεις 229 έως 249 εξακριβώνεται αν πληρούνται τα εν λόγω κριτήρια για το κάθε μέτρο: απαλλαγή από τα περιφερειακά τέλη χρήσης κοινόχρηστων χώρων, αποζημίωση για την αύξηση των δημοτικών φόρων και ρήτρα απρόοπτης μεταβολής των περιφερειακών φόρων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22).

4.7.1.1.   Καταλογισμός και κρατικοί πόροι

(229)

Τα κριτήρια βάσει των οποίων στοιχειοθετείται ο καταλογισμός και η ύπαρξη κρατικών πόρων περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 72-73.

Καταλογισμός

(230)

Δεν αμφισβητείται ότι η σύμβαση παραχώρησης Villo ανατέθηκε από την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και ότι η Περιφέρεια ενέκρινε τα πρόσθετα μέτρα μετά την εν λόγω ανάθεση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 19-22). Ως εκ τούτου, τα αμφιλεγόμενα μέτρα καταλογίζονται στο κράτος.

Κρατικοί πόροι

(231)

Τα έσοδα που απωλέσθηκαν τόσο για την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας όσο και για τους διάφορους δήμους που βρίσκονται εντός των ορίων της Περιφέρειας και συνδέονται με τα αμφιλεγόμενα μέτρα, συνιστούν αποθετική ζημία για τις δημόσιες αρχές και, ως εκ τούτου, αποτελούν κρατικούς πόρους που μεταβιβάστηκαν στην JCD.

(232)

Οι κρατικοί πόροι αφορούν εν προκειμένω i) την αποθετική ζημία που προκάλεσε η απαλλαγή των διαφημιστικών πινακίδων με εμβαδόν 8 m2 από το τέλος χρήσης κοινόχρηστων χώρων της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, το ύψος της οποίας ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε [50 000-150 000] EUR ανά έτος· ii) τα διαφυγόντα έσοδα που συνδέονται με την αποζημίωση για την ενδεχόμενη αύξηση των περιφερειακών φόρων, τα οποία είναι ανάλογα του ποσού της εν λόγω αύξησης· και iii) τα διαφυγόντα έσοδα που συνδέονται με την αποζημίωση για την ενδεχόμενη αύξηση των δημοτικών φόρων, τα οποία είναι ανάλογα του ποσού της εν λόγω αύξησης και ανέρχονται κατ’ ανώτατο όριο σε [250 000-350 000] EUR ανά έτος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22).

(233)

Το σύστημα ενοικίασης ποδηλάτων Villo χρηματοδοτείται, πέρα από το αντίτιμο που καταβάλλουν οι πελάτες, από τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων. Τόσο τα διαφημιστικά έσοδα όσο και τα ποσά που καταβάλλουν οι χρήστες του συστήματος αποτελούν αμιγώς ιδιωτικούς πόρους και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρούνται κρατικοί πόροι.

(234)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα διαφημιστικά έσοδα που εισέπραξε η JCD δεν συνιστούν προφανώς κρατικούς πόρους, στον βαθμό που τα εν λόγω διαφημιστικά έσοδα προέρχονται από ιδιωτικές συμβάσεις μεταξύ της JCD και των πελατών της, στις οποίες το κράτος δεν έχει καμία απολύτως ανάμειξη.

(235)

Άλλωστε, δεν είναι δυνατό να θεωρείται ότι η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας αρνείται να εισπράξει κρατικούς πόρους απλά και μόνο επειδή η ίδια δεν ασκεί συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Μια τέτοια προσέγγιση όσον αφορά τους κρατικούς πόρους θα ήταν άκρως διασταλτική και θα σήμαινε ότι το κράτος εγκρίνει την άσκηση μιας δραστηριότητας στην επικράτειά του, μόνο αν προηγουμένως βεβαιωθεί ότι δεν μπορεί να ασκήσει το ίδιο τη δραστηριότητα αυτή.

4.7.1.2.   Η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος

(236)

Τα κριτήρια βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 82 και 83.

(237)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απαλλαγή από τα περιφερειακά τέλη και η αποζημίωση λόγω της αύξησης των δημοτικών τελών επιτρέπουν στην JCD να μην επιβαρύνεται με έξοδα που θα επιβάρυναν κανονικά τον προϋπολογισμό της και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να της προσφέρουν πλεονέκτημα.

(238)

Ωστόσο, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι τα πρόσθετα μέτρα πρέπει να χαρακτηριστούν ως αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες καλύπτονται από τη νομολογία της απόφασης Altmark.

(239)

Στην απόφαση Altmark, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρίνισε ότι η αντιστάθμιση που χορηγείται μέσω κρατικών πόρων για τα έξοδα που συνδέονται με την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν συνιστά πλεονέκτημα όταν πληρούνται σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις (62):

i)

η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη·

ii)

οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια·

iii)

η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που προκύπτουν κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός εύλογου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών· και

iv)

όταν η επιλογή της επιχείρησης στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο, για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη.

(240)

Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο Altmark, η Επιτροπή σημειώνει ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος που προκάλεσαν στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας τα πρόσθετα μέτρα τα οποία ενσωματώθηκαν στη σύμβαση μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών, και κυρίως μέτρα όπως αυτό της αποζημίωσης που πρέπει να χορηγείται λόγω της αύξησης των δημοτικών τελών, ήταν άγνωστος τη στιγμή κατά την οποία εγκρίθηκε το συγκεκριμένο μέτρο, καθώς το εν λόγω μέτρο εξαρτάται πλήρως από τη μεταβολή των δημοτικών φόρων στο μέλλον. Εφόσον δεν προβλέπεται περιορισμός σχετικά με τον μέγιστο δημοσιονομικό αντίκτυπο του εν λόγω μέτρου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο δεν είναι απολύτως διαφανές.

(241)

Όσον αφορά το τρίτο κριτήριο Altmark, δεν εξακριβώθηκε πριν από την έγκριση των πρόσθετων μέτρων που εξετάστηκαν, αν το ποσό αντιστάθμισης που εισέπραξε η JCD κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης παραχώρησης υπερέβαινε το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που προέκυψαν για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός εύλογου κέρδους για την εκτέλεση των εν λόγω υποχρεώσεων.

(242)

Τέλος, όσον αφορά το τέταρτο κριτήριο Altmark, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εφόσον προστέθηκαν ορισμένα μέτρα μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών, δεν είναι σαφές αν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπληρώθηκε ο στόχος της εν λόγω πρόσκλησης υποβολής προσφορών υπό το πρίσμα της απόφασης Altmark, δηλαδή η επιλογή του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος. Πράγματι, από τη στιγμή που στην επίμαχη πρόσκληση υποβολής προσφορών δεν συμπεριλαμβάνονται όλα τα μέτρα αντιστάθμισης, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι με την εν λόγω πρόσκληση υποβολής προσφορών επιλέχθηκε ο οικονομικός φορέας που θα παρείχε την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος με το μικρότερο δυνατό κόστος, ακόμα και αν η καθαυτή διαδικασία υποβολής προσφορών ήταν διαφανής.

(243)

Για τους λόγους που εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 240 έως 242, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις της νομολογίας Altmark δεν εκπληρώνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι, κατά συνέπεια, η μεταβίβαση πρόσθετων κρατικών πόρων που αποφασίστηκε μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών προσφέρει ασφαλώς οικονομικό πλεονέκτημα στην JCD.

(244)

Όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού του εν λόγω πλεονεκτήματος, αρχικά, οι βελγικές αρχές εκτίμησαν ότι η αποζημίωση που συνδέεται με τους δημοτικούς φόρους αντιστοιχούσε περίπου σε ανώτατο ποσό ύψους [50 000-100 000] EUR ετησίως. Ωστόσο, κατά τον εν λόγω υπολογισμό λαμβανόταν υπόψη το γεγονός ότι οι δήμοι επιβάλλουν συνήθως μειωμένους φορολογικούς συντελεστές στις δημόσιες υπηρεσίες, σε αντίθεση με τους υψηλότερους κανονικούς φορολογικούς συντελεστές με τους οποίους βαρύνονται οι εμπορικές επιχειρήσεις. Οι βελγικές αρχές θεωρούν πλεονέκτημα μόνο τη διαφορά μεταξύ του ύψους του ευνοϊκότερου φορολογικού συντελεστή που ισχύει κατά κανόνα για τις δημόσιες υπηρεσίες και του ύψους του φορολογικού συντελεστή που εφαρμόστηκε στην πράξη για την JCD στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης Villo. Η Επιτροπή θεωρεί από την πλευρά της ότι το πλεονέκτημα που όντως παρασχέθηκε στην JCD αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του κανονικού συντελεστή και του συντελεστή που εφαρμόστηκε για την JCD. Το εν λόγω πλεονέκτημα θα μπορούσε να ανέρχεται, κατά μέγιστο όριο, σε [250 000-350 000] EUR ετησίως σύμφωνα με τους αρχικούς υπολογισμούς των βελγικών αρχών (63).

(245)

Συνολικά, η JCD φαίνεται ότι ωφελήθηκε από πλεονέκτημα, το ύψος του οποίου ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε [400 000-500 000] EUR ανά έτος ([50 000-150 000] EUR για την απαλλαγή από το τέλος χρήσης κοινόχρηστων χώρων της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας και [250 000-350 000] EUR για την εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής των τιμών σχετικά με τους δημοτικούς φόρους, βλέπε αιτιολογική σκέψη 22).

4.7.1.3.   Επιλεκτικός χαρακτήρας

(246)

Τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογείται ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 97.

(247)

Δεδομένου ότι τα αμφιλεγόμενα μέτρα συνιστούν ατομικά μέτρα ενίσχυσης, βάσει της διαπίστωσης του οικονομικού πλεονεκτήματος (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 236-245), τεκμαίρεται ο επιλεκτικός χαρακτήρας των μέτρων (64). Μέχρι αποδείξεως του εναντίου, το τεκμήριο αυτό ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση και θεωρείται επαρκές για τον χαρακτηρισμό των εν λόγω μέτρων ως επιλεκτικών.

4.7.1.4.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και συνέπειες στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών

(248)

Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αναπτύχθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 121, τα πρόσθετα μέτρα που εγκρίθηκαν για την JCD σχετικά με τη σύμβαση παραχώρησης Villo έχουν επιπτώσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών

4.7.1.5.   Συμπέρασμα για την ύπαρξη ενίσχυσης

(249)

Με βάση τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή εκτιμά ότι, όσον αφορά τα πρόσθετα μέτρα που συνδέονται με την εκτέλεση, από την πλευρά της JCD, της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας Villo εντός της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, πληρούνται τα σωρευτικά κριτήρια αναφορικά με τις κρατικές ενισχύσεις και ότι τα μέτρα αυτά συνιστούν επομένως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

4.7.2.   Νομιμότητα της ενίσχυσης

(250)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα πρόσθετα μέτρα που θίγονται σε αυτό το σκέλος της καταγγελίας και συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(251)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ωστόσο ότι, αν τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, πρόκειται εν προκειμένω για αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει της απόφασης ΥΓΟΣ που ίσχυε κατά τον χρόνο των υπό κρίση περιστατικών (κατά την περίοδο της έγκρισης των εν λόγω μέτρων, ίσχυε η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005, η οποία αντικαταστάθηκε από την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012). Τα δύο κείμενα προβλέπουν απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης για τα μέτρα που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις συμβατότητας (65).

(252)

Για να χαρακτηριστούν τα μέτρα συμβιβάσιμα, αρκεί να πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην απόφαση ΥΓΟΣ του 2005, η οποία ίσχυε κατά την περίοδο έγκρισης των μέτρων. Η συμβατότητα με την απόφαση ΥΓΟΣ του 2005 αναλύεται στη συνέχεια.

4.7.3.   Συμβατότητα της ενίσχυσης με βάση την απόφαση ΥΓΟΣ του 2005

4.7.3.1.   Πεδίο εφαρμογής

(253)

Η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005 ισχύει αποκλειστικά και μόνο για τις υπηρεσίες που μπορούν να χαρακτηριστούν γενικού οικονομικού συμφέροντος. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, εφόσον το θέμα αυτό δεν έχει ρυθμιστεί ανά τομέα σε επίπεδο Ένωσης, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια εκτίμησης ως προς τον χαρακτηρισμό μιας υπηρεσίας ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και καθήκον της Επιτροπής είναι να μεριμνά ώστε να μην υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή.

(254)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη στον βαθμό που η υπηρεσία ανταποκρίνεται σε ανάγκη των πολιτών, η οποία δεν θα εκπληρωνόταν υπό τις ίδιες συνθήκες χωρίς κρατική παρέμβαση (είναι ενδεικτικό ότι το αντίτιμο που καταβάλλουν οι χρήστες δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της υπηρεσίας). Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι το βελγικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε του συγκεκριμένου ζητήματος, επιβεβαίωσε ότι το αυτοματοποιημένο σύστημα ενοικίασης ποδηλάτων Villo παρουσιάζει χαρακτηριστικά δημόσιας υπηρεσίας (66).

(255)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005, η εν λόγω απόφαση εφαρμόζεται στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντισταθμίσεων για παροχή δημόσιας υπηρεσίας των οποίων το ύψος δεν υπερβαίνει τα 30 εκατ. EUR ανά έτος και οι οποίες χορηγούνται σε επιχειρήσεις με μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών προ φόρων, για όλες τις δραστηριότητές τους, μικρότερο των 100 εκατ. EUR κατά τις δύο χρήσεις που προηγούνται της ανάθεσης της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος.

(256)

Το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην JCD με τη μορφή της απαλλαγής από το τέλος χρήσης των κοινόχρηστων χωρών και της αποζημίωσης λόγω της αύξησης των δημοτικών φόρων υπολείπεται κατά πολύ του ανώτατου ορίου των 30 εκατ. EUR ανά έτος, καθώς δεν υπερβαίνει τα [400 000-500 000] EUR ανά έτος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 245) σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των βελγικών αρχών. Επιπλέον, ο ετήσιος κύκλος εργασιών υπολειπόταν κατά πολύ των 100 εκατ. EUR την περίοδο 2006-2007. Ως εκ τούτου, δεδομένων των ανωτέρω, η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005 μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοστεί.

4.7.3.2.   Τήρηση των προϋποθέσεων

(257)

Το άρθρο 4 της απόφασης ΥΓΟΣ 2005 ορίζει ότι «η ευθύνη για τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος πρέπει να ανατίθεται στη σχετική επιχείρηση με μία ή περισσότερες επίσημες πράξεις, η μορφή των οποίων προσδιορίζεται από το κάθε κράτος μέλος. Η πράξη ή οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν ιδίως τα ακόλουθα: […] τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης.».

(258)

Σαφής και ρητή περιγραφή των ρυθμίσεων για την αποφυγή και την ανάκτηση ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης συμπεριλήφθηκε στην πράξη ανάθεσης της JCD μόλις στις 29 Μαρτίου 2018, με την έγκριση της δεύτερης τροποποιητικής πράξης της σύμβασης Villo (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 222 έως 226). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω προϋπόθεση της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005 δεν έχει τηρηθεί και ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005.

4.7.4.   Συμβατότητα της ενίσχυσης με βάση την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012

4.7.4.1.   Πεδίο εφαρμογής

(259)

Η απόφαση ΥΓΟΣ του 2012 προβλέπει στο άρθρο 10 στοιχείο β) ότι «οποιεσδήποτε ενισχύσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, οι οποίες δεν ήταν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά ούτε εξαιρούντο από την υποχρέωση κοινοποίησης σύμφωνα με την απόφαση 2005/842/ΕΚ, αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα απόφαση, είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης». Ως εκ τούτου, με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση πρέπει να εξεταστεί με βάση την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012.

(260)

Όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 253 και 254, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υφίσταται πρόδηλη πλάνη ως προς τον χαρακτηρισμό της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012, η εν λόγω απόφαση εφαρμόζεται στις κρατικές ενισχύσεις, υπό μορφή αντισταθμίσεων για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα 15 εκατ. EUR ανά έτος. Το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην JCD υπολείπεται κατά πολύ του εν λόγω ανώτατου ορίου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 245) σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των βελγικών αρχών. Ως εκ τούτου, δεδομένων των ανωτέρω, η απόφαση ΥΓΟΣ του 2012 μπορεί εν προκειμένω να εφαρμοστεί.

4.7.4.2.   Τήρηση των προϋποθέσεων

(261)

Το άρθρο 4 της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 (όπως και της απόφασης ΥΓΟΣ του 2005) ορίζει ότι «η ευθύνη για τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος πρέπει να ανατίθεται στη σχετική επιχείρηση με μία ή περισσότερες επίσημες πράξεις, η μορφή των οποίων προσδιορίζεται από το κάθε κράτος μέλος. Η πράξη ή οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν ιδίως τα ακόλουθα: […] τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης.».

(262)

Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 258, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω απαίτηση της απόφασης ΥΓΟΣ δεν έχει τηρηθεί και ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012.

4.7.5.   Συμβατότητα της ενίσχυσης με βάση το πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2012

4.7.5.1.   Πεδίο εφαρμογής

(263)

Σύμφωνα με το σημείο 7 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στις αντισταθμίσεις για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (67) (εφεξής «το πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2012») «[ο]ι αρχές που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζονται στις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μόνο στον βαθμό που συνιστούν κρατική ενίσχυση η οποία δεν καλύπτεται από την απόφαση [ΥΓΟΣ του 2012].». Ως εκ τούτου, με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση πρέπει να εξεταστεί με βάση το πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2012.

(264)

Σύμφωνα με το σημείο 69 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012, «[η] Επιτροπή θα εφαρμόσει τις διατάξεις που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση σε παράνομες ενισχύσεις για τις οποίες λαμβάνει απόφαση μετά τις 31 Ιανουαρίου 2012, ακόμα και αν η ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από την εν λόγω ημερομηνία.». Ως εκ τούτου, το πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2012 μπορεί να εφαρμοστεί από την έναρξη ισχύος της σύμβασης παραχώρησης Villo.

4.7.5.2.   Τήρηση των προϋποθέσεων

(265)

Η Επιτροπή θα εξακριβώσει τη συμβατότητα της ενίσχυσης με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα 2 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με το σημείο 61 του πλαισίου, «[ο]ι αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 14, 19, 20, 24, 39, 51 έως 59 και 60 στοιχείο α) δεν εφαρμόζονται στις ενισχύσεις οι οποίες πληρούν τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης [ΥΓΟΣ του 2012].» Όπως αποδείχθηκε ανωτέρω (βλέπε αιτιολογική σκέψη 260), η συγκεκριμένη ενίσχυση εκπληρώνει τις εν λόγω προϋποθέσεις.

Γνήσια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος

(266)

Σύμφωνα με το σημείο 12 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012 «[η] ενίσχυση πρέπει να χορηγείται για μια γνήσια και ορθώς προσδιοριζόμενη υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως ορίζεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης […].». Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εκτέλεση της σύμβασης Villo αντιστοιχεί σε γνήσια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 253-254).

Ανάγκη για πράξη ανάθεσης που θα καθορίζει τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας και τον τρόπο υπολογισμού της αντιστάθμισης

(267)

Σύμφωνα με το σημείο 15 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012 «η ευθύνη για τη διαχείριση ΥΓΟΣ ανατίθεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση με μία ή περισσότερες πράξεις, η μορφή των οποίων καθορίζεται από το κάθε κράτος μέλος.». Σύμφωνα με το σημείο 16, η πράξη αυτή πρέπει κυρίως να προσδιορίζει το περιεχόμενο και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας· την εταιρεία που είναι επιφορτισμένη με τις υποχρεώσεις αυτές και, κατά περίπτωση, τη σχετική γεωγραφική περιοχή· τη φύση των ενδεχόμενων αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που χορηγούνται στην επιχείρηση· την περιγραφή του μηχανισμού αντιστάθμισης και τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντιστάθμισης· τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση της ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης.

(268)

Η σύμβαση παραχώρησης Villo χαρακτηρίστηκε σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας από τις βελγικές αρχές. Επιπλέον, στις 25 Νοεμβρίου 2010 το κοινοβούλιο και η Περιφέρεια θέσπισαν διάταγμα για την εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας Villo.

(269)

Στη σύμβαση Villo η δημόσια υπηρεσία ορίζεται ως «η διάθεση αυτοματοποιημένου συστήματος ενοικίασης ποδηλάτων εντός των ορίων της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας, οι δαπάνες και οι κίνδυνοι του οποίου βαρύνουν τον παραχωρησιούχο, υπό την εποπτεία της κυβέρνησης και υπό τις ελάχιστες προϋποθέσεις που καθορίζονται από αυτήν». Στη σύμβαση ορίζονται οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που βαρύνουν τον παραχωρησιούχο. Στην εν λόγω πράξη περιγράφονται η φύση, η γεωγραφική περιοχή και η εκτέλεση της υπηρεσίας. Περιγράφεται επίσης το σύστημα χρέωσης που ισχύει για τους χρήστες του συστήματος.

(270)

Διάρκεια της πράξης ανάθεσης: η διάρκεια της παραχώρησης ορίστηκε σε 15 έτη και παρατάθηκε κατά δύο έτη και 4 μήνες (βλέπε αιτιολογική σκέψη 161) με τροποποιητική πράξη της σύμβασης παραχώρησης της 9ης Ιουνίου 2011. Η διάρκεια αυτή δικαιολογείται από τις επενδύσεις σημαντικής αξίας που πρέπει να υλοποιηθούν. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η JCD υπέστη σημαντικές οικονομικές ζημίες και εισήλθε σε κερδοφόρα τροχιά μόλις το 2016 (βλέπε τον πίνακα 1 που ακολουθεί).

(271)

Παράμετροι αντιστάθμισης: οι παράμετροι της αντιστάθμισης που αφορούν τα υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης (πρόσθετα μέτρα) ορίζονται σαφώς στη σύμβαση Villo.

(272)

Εξακρίβωση της απουσίας υπεραντιστάθμισης: ο έλεγχος της απουσίας υπεραντιστάθμισης συνιστά προϋπόθεση συμβατότητας τόσο για την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012 ((βλέπε άρθρο 4 στοιχείο ε) της απόφασης)) όσο και για το πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2012 ((βλέπε σημείο 16 στοιχείο ε) του πλαισίου). Η Επιτροπή διαπίστωσε στην αιτιολογική σκέψη 262 ότι η προϋπόθεση του άρθρου 4 στοιχείο ε) της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 δεν τηρήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους ελέγχους του επιτρόπου λογαριασμών, δηλαδή του ελεγκτικού γραφείου KPMG, δεν υπήρξε πραγματική υπεραντιστάθμιση την περίοδο 2009-2017 (βλέπε πίνακα 1 που ακολουθεί).

Image 3

(273)

Η CCB υπέβαλε πολλές παρατηρήσεις για την εξακρίβωση της απουσίας υπεραντιστάθμισης.

(274)

Καταρχάς, η CCB θεωρεί ότι οι δαπάνες που συνδέονται με την εγκατάσταση και την εκμετάλλευση των διαφημιστικών πινακίδων δεν πρέπει να προσμετρηθούν στον υπολογισμό της αντιστάθμισης που χορηγήθηκε στην JCD (βλέπε αιτιολογική σκέψη 162). Επιπλέον, η CCB θεωρεί ότι η δωρεάν εκμετάλλευση κοινόχρηστων χώρων για διαφημιστικούς σκοπούς (όπως αποκαλεί την απαλλαγή από το τέλος χρήσης των δημοτικών κοινόχρηστων χώρων) θα πρέπει να προσδιοριστεί ποσοτικά με βάση την αξία των διαφημιστικών πινακίδων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 165).

(275)

Η Επιτροπή θεωρεί πράγματι ότι η αξία των διαφημιστικών πινακίδων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εξακρίβωση της υπεραντιστάθμισης. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά έσοδα και έξοδα που προέκυψαν από τις εν λόγω πινακίδες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν χρειάζεται να βασιστεί στην αξιολόγηση των διαφημιστικών επιφανειών, εξετάζοντας τα έσοδα και τα έξοδα που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις εν λόγω πινακίδες (βλέπε πίνακα 1 που ακολουθεί). Αν η αξία εκμετάλλευσης των διαφημιστικών πινακίδων είναι υψηλότερη από αυτήν που απαιτείται για την κάλυψη των εξόδων που προκαλεί η εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης Villo, η ανισορροπία αυτή οδηγεί εκ των πραγμάτων στο συμπέρασμα –μέσω του συγκεκριμένου υπολογισμού– ότι υπήρξε υπεραντιστάθμιση.

(276)

Η CCB αμφισβητεί το ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε μέσω της απαλλαγής από τους δημοτικούς φόρους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 164). Η JCD εντόπισε πολλά σφάλματα στους υπολογισμούς της CCB (βλέπε αιτιολογική σκέψη 217). Ωστόσο, η Επιτροπή σημειώνει ότι, ακόμα και αν συνυπολογιστεί το ποσό ενίσχυσης ύψους 650 000 EUR ετησίως, όπως διαπίστωσε η CCB, η αποστολή δημόσιου χαρακτήρα εξακολουθεί να είναι συνολικά ελλειμματική την περίοδο 2009-2017.

(277)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της CCB ότι τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε η JCD κατά την εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης Villo ήταν σαφώς χαμηλότερα από τα έξοδα που είχαν δηλωθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 209), αρκεί η διαπίστωση ότι η εξακρίβωση της απουσίας υπεραντιστάθμισης βασίζεται στα πραγματικά έξοδα που επιβάρυναν την JCD, και όχι σε προβολές ή εκτιμήσεις.

(278)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η JCD δεν έλαβε υπεραντιστάθμιση για την παροχή της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος Villo το διάστημα 2009-2017.

(279)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ύπαρξη μηχανισμού για τον έλεγχο της απουσίας υπεραντιστάθμισης είναι τελικά πραγματικά απαραίτητη μόνο για να κρίνεται κατά πόσον μια ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με βάση την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012, στον βαθμό που το κράτος είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο της απουσίας υπεραντιστάθμισης, καθώς και για να κρίνεται κατά πόσον μια ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη δυνάμει του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012 όσον αφορά τα κοινοποιηθέντα μέτρα, στον βαθμό που ο εν λόγω μηχανισμός ελέγχου αποτελεί το μέσο πάνω στο οποίο στηρίζεται η Επιτροπή για να αποκλείσει το ενδεχόμενο μελλοντικής υπεραντιστάθμισης και για να μην προχωρήσει σε εκ των υστέρων εξακρίβωση. Όταν η Επιτροπή εξακριβώνει εκ των υστέρων την απουσία υπεραντιστάθμισης, το τυπικό αυτό κριτήριο χάνει τη χρησιμότητά του, η οποία συνίσταται στη πρόληψη του ενδεχόμενου υπεραντιστάθμισης. Αν η Επιτροπή διενεργήσει εκ των υστέρων εξακρίβωση, οποιαδήποτε υπεραντιστάθμιση εντοπιστεί πρέπει να ανακτηθεί, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι ελέγχου και, αντίστροφα, η απουσία υπεραντιστάθμισης αρκεί για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις συμβατότητας του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012.

(280)

Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ύπαρξη ελλιπούς ελέγχου στο παρελθόν από το κράτος μέλος, όταν δεν υπάρχει υπεραντιστάθμιση, έχει μικρή σημασία στον βαθμό που ο στόχος της εν λόγω προϋπόθεσης (η απουσία υπεραντιστάθμισης) έχει επιτευχθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή έλαβε αρνητικές αποφάσεις και διέταξε την ανάκτηση των αντισταθμίσεων για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (εφόσον δεν υπήρξε πρόδηλη πλάνη ως προς τον χαρακτηρισμό της δημόσιας υπηρεσίας), τα εν λόγω ανακτηθέντα ποσά αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο την υπεραντιστάθμιση, όπως ακριβώς υπολογίστηκε από την Επιτροπή, ανεξάρτητα από την ποιότητα του ελέγχου που διενεργήθηκε από το κράτος μέλος (68). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο έλεγχος υπεραντιστάθμισης από το κράτος μέλος ήταν είτε ανύπαρκτος, είτε ελλιπής (στο γεγονός αυτό οφείλεται άλλωστε και η ύπαρξη υπεραντιστάθμισης). Στις καταστάσεις αυτές, η εναλλακτική επιλογή είναι να ανακτηθεί το σύνολο των αντισταθμίσεων που έχουν χορηγηθεί για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας στον φορέα παροχής της δημόσιας υπηρεσίας, μολονότι βέβαια εν λόγω φορέας έχει ήδη παράσχει τη δημόσια υπηρεσία, αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι ο μηχανισμός ελέγχου δεν ήταν ικανοποιητικός και ανεξάρτητα από το πραγματικό ποσό της υπεραντιστάθμισης.

(281)

Η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει ακόμα και στην ανάκτηση όλων των αντισταθμίσεων που έχουν χορηγηθεί στον φορέα για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον δεν υπάρχει καμία απολύτως υπεραντιστάθμιση. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εναλλακτική αυτή επιλογή αντίκειται στις αρχές της ΣΛΕΕ σχετικά με τον ουσιώδη ρόλο που επιτελούν οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως στο άρθρο 14 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Ένωση οφείλει να μεριμνά ούτως ώστε οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος να λειτουργούν βάσει αρχών και προϋποθέσεων, οι οποίες επιτρέπουν την εκπλήρωση του σκοπού τους.

(282)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προϋπόθεση της εξακρίβωσης της απουσίας υπεραντιστάθμισης μπορεί εν προκειμένω να θεωρηθεί ότι έχει εκπληρωθεί.

Τήρηση της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής (69)

(283)

Δυνάμει του σημείου 18 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012, «[η] ενίσχυση θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης μόνο όταν η επιχείρηση συμμορφώνεται, κατά περίπτωση, με την οδηγία 2006/111/ΕΚ.».

(284)

Όσον αφορά τον λογιστικό διαχωρισμό, εκδηλώθηκαν ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με την αναλυτική λογιστική της JCD, και κυρίως σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα έσοδα των συμβάσεων για τις οποίες διεξάγεται διαπραγμάτευση σε εθνικό επίπεδο κατανέμονται στις πινακίδες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση παραχώρησης Villo (βλέπε αιτιολογική σκέψη 184). Μετά τη θέσπιση της δεύτερης τροποποιητικής πράξης της σύμβασης Villo (βλέπε τμήμα 4.6), ο επίτροπος λογαριασμών θα ελέγξει τις αρχές του λογιστικού διαχωρισμού που εφάρμοσε η JCD σε ετήσια βάση. Αντίστοιχος έλεγχος διενεργήθηκε άλλωστε για όλη την προηγούμενη περίοδο (2009-2017), και μετά τις διευκρινίσεις των βελγικών αρχών και της JCD (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 196, 214 και 215), η Επιτροπή θεωρεί ότι το σύστημα αναλυτικής λογιστικής εκπληρώνει τις απαιτήσεις της οδηγίας 2006/111/ΕΚ και ότι ο έλεγχος της απουσίας υπεραντιστάθμισης (βλέπε πίνακα 1 ανωτέρω) διασφαλίζεται με τον κατάλληλο λογιστικό διαχωρισμό.

Απουσία υπεραντιστάθμισης

(285)

Σύμφωνα με το σημείο 49 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012, «[τ]α κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι […] οι επιχειρήσεις δεν λαμβάνουν αντιστάθμιση που υπερβαίνει το ποσό το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις του παρόντος τμήματος.».

(286)

Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 272, η JCD δεν έλαβε υπεραντιστάθμιση για το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

Συμπέρασμα

(287)

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην JCD στο πλαίσιο της σύμβασης Villo είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012 όσον αφορά την περίοδο ισχύος της σύμβασης Villo που προηγήθηκε της δεύτερης τροποποιητικής πράξης, δηλαδή για την περίοδο από τις 5 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 29 Μαρτίου 2018.

4.8.   Αξιολόγηση των μέτρων μετά τη δεύτερη τροποποιητική πράξη

4.8.1.   Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(288)

Δεδομένου ότι η δεύτερη τροποποιητική πράξη δεν τροποποιεί τα μέτρα που εγκρίθηκαν για την JCD στο πλαίσιο της σύμβασης Villo, η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 229 έως 249) παραμένει αμετάβλητη.

4.8.2.   Συμβατότητα της ενίσχυσης με βάση την απόφαση ΥΓΟΣ του 2012

(289)

Η δεύτερη τροποποιητική πράξη διορθώνει τις αδυναμίες που εντοπίστηκαν στην προηγούμενη πράξη ανάθεσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 262), ενσωματώνοντας σαφή και ρητή περιγραφή των κανόνων ανάκτησης των ενδεχόμενων υπεραντισταθμίσεων και των τρόπων αποφυγής των τελευταίων.

(290)

Το άρθρο 6 της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι […] η επιχείρηση δεν λαμβάνει αντισταθμίσεις πέραν του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 [το ποσό της αντιστάθμισης δεν υπερβαίνει εκείνο που απαιτείται για να καλυφθεί το καθαρό κόστος εκτέλεσης των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους]. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν αποδεικτικά στοιχεία κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής. Διενεργούν τακτικούς ελέγχους, ή μεριμνούν για τη διενέργεια τέτοιων ελέγχων, τουλάχιστον ανά τριετία κατά την περίοδο ανάθεσης, καθώς και στο τέλος της εν λόγω περιόδου.».

(291)

Το άρθρο 6 προβλέπει επίσης ότι «όταν μια επιχείρηση λαμβάνει αντιστάθμιση πέραν του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5, το κράτος μέλος ζητεί από την επιχείρηση να επιστρέψει την τυχόν εισπραχθείσα υπεραντιστάθμιση.».

(292)

Η δεύτερη τροποποιητική πράξη ορίζει ότι ένας ελεγκτής εξακριβώνει σε ετήσια βάση αν το ποσό της αντιστάθμισης υπερβαίνει εκείνο που απαιτείται για την εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας, περιλαμβανομένου ενός εύλογους κέρδους. Σε περίπτωση υπέρβασης και στο πλαίσιο της υπέρβασης του ανώτατου ποσού, το καθ’ υπέρβαση ποσό καταβάλλεται αναδρομικά από την JCD (βλέπε αιτιολογική σκέψη 225).

(293)

Για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 292, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα ενίσχυσης που εγκρίθηκαν για την JCD στο πλαίσιο της σύμβασης Villo είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά βάσει της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012, μετά τη θέσπιση της δεύτερης τροποποιητικής πράξης.

(294)

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της εν λόγω εξακρίβωσης, το ποσοστό του κέρδους επί του κόστους συγκρίνεται με ένα τυπικό περιθώριο κέρδους, το οποίο ανέρχεται σε [10-20]% –το αντίστοιχο τυπικό περιθώριο κέρδους επί των εσόδων ανέρχεται σε [10-20]%– και το οποίο θεωρείται εύλογο βάσει των πληροφοριών που ανταλλάχθηκαν με τη CCB και την JCD (70). Για να ληφθεί υπόψη και η σχετική παρατήρηση της CCB (βλέπε αιτιολογική σκέψη 213), προτιμήθηκε να αξιολογηθεί το περιθώριο κέρδους επί του κόστους αντί του περιθωρίου κέρδους επί των εσόδων.

5.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΙΔΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ 1984

(295)

Σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα, όταν διαπιστώσει το ασυμβίβαστο μιας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, να αποφασίζει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει (71). Επίσης, τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αποφανθεί, παγίως, ότι η υποχρέωση για το κράτος μέλος να καταργήσει ενίσχυση την οποία η Επιτροπή κρίνει ως ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά, αποσκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (72).

(296)

Στο πλαίσιο αυτό, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν αποφανθεί ότι ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται όταν ο δικαιούχος έχει επιστρέψει τα ποσά των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα. Με την απόδοση αυτή, ο λαβών την ενίσχυση χάνει το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής κατάσταση (73).

(297)

Σύμφωνα με τη νομολογία, το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 προβλέπει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο.».

(298)

Συνεπώς, δεδομένου ότι τα υπό εξέταση μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και χαρακτηρίστηκαν παράνομα και ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά, πρέπει να ανακτηθούν προκειμένου να αποκατασταθεί η κατάσταση που επικρατούσε στην αγορά πριν από την έγκρισή τους. Η ανάκτηση πρέπει να καλύπτει το χρονικό διάστημα από τη στιγμή της διάθεσης της ενίσχυσης στον δικαιούχο μέχρι την πραγματική ανάκτησή της, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που τεκμηριώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 131-141. Τα προς ανάκτηση ποσά πρέπει να αποφέρουν τόκους μέχρι την πραγματική ανάκτησή τους.

6.   ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

6.1.   Σκέλος των διαφημιστικών πινακίδων της σύμβασης του 1984

(299)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, όσον αφορά την εκμετάλλευση ορισμένων διαφημιστικών πινακίδων από την JCD, οι οποίες εγκαταστάθηκαν σύμφωνα με τη σύμβαση του 1984 εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών και διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία αφαίρεσής τους που προβλεπόταν στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999, χωρίς να καταβάλλονται μισθώματα ούτε φόροι, συντρέχουν τα σωρευτικά κριτήρια που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις και, κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(300)

Όσον αφορά τη νομιμότητα του μέτρου ενίσχυσης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το μέτρο που θίγεται σε αυτό το σκέλος της καταγγελίας και συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και τέθηκε σε εφαρμογή. Ως εκ τούτου, το εν λόγω μέτρο συνιστά παράνομη ενίσχυση.

(301)

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και, ως εκ τούτου, πρέπει να ανακτηθεί, μαζί με το αρχικό κεφάλαιο και τους τόκους, σύμφωνα με τη νομολογία «CELF» του Δικαστηρίου (74).

6.2.   Σκέλος Villo

(302)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo συνιστούν κρατικές ενισχύσεις με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(303)

Ωστόσο, τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά με βάση το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(304)

Όσον αφορά τη χρονική περίοδο που εκτείνεται από τις 5 Δεκεμβρίου 2008, ημερομηνία έναρξης της ισχύος της σύμβασης παραχώρησης, μέχρι τις 29 Μαρτίου 2018, ημερομηνία υπογραφής της τροποποιητικής πράξης (βλέπε τμήμα 4.6), η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo εκπληρώνουν τις απαιτήσεις του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012 (βλέπε τμήμα 4.7). Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει επομένως να οδηγήσουν σε ανάκτηση, μολονότι πρόκειται για παράνομες ενισχύσεις, αφού δεν κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

(305)

Όσον αφορά την περίοδο που εκτείνεται από την ημερομηνία υπογραφής της δεύτερης τροποποιητικής πράξης μέχρι τη λήξη ισχύος της σύμβασης παραχώρησης (16 Σεπτεμβρίου 2026), η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 εκπληρώνονται, με την επιφύλαξη της αυστηρής τήρησης των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην εν λόγω τροποποιητική πράξη (βλέπε τμήμα 4.8),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση υπέρ της JCD, το ποσό της οποίας αντιστοιχεί στα μισθώματα και στους φόρους που δεν καταβλήθηκαν για τις διαφημιστικές πινακίδες που εγκαταστάθηκαν σύμφωνα με τη σύμβαση του 1984 εντός των ορίων του Δήμου Βρυξελλών και διατηρήθηκαν στη θέση τους και μετά την ημερομηνία αφαίρεσης που προβλέπεται στο παράρτημα 10 της σύμβασης του 1999, και η οποία χορηγήθηκε παράνομα το διάστημα από τις 15 Σεπτεμβρίου 2001 έως τις 21 Αυγούστου 2010 από το Βέλγιο κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.   Το Βέλγιο είναι υποχρεωμένο να ανακτήσει από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2.   Τα προς ανάκτηση ποσά περιλαμβάνουν τόκους που αναλογούν στο χρονικό διάστημα το οποίο εκτείνεται από την ημερομηνία διάθεσης των ποσών στον δικαιούχο μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με βάση τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (75).

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Το Βέλγιο μεριμνά για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης το Βέλγιο υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκοι) που πρόκειται να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και αυτών που προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Το Βέλγιο οφείλει να τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης έως την πλήρη ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Διαβιβάζει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, οποιαδήποτε πληροφορία αφορά τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης αναλυτικές πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

1.   Τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo συνιστούν κρατικές ενισχύσεις με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Όσον αφορά την περίοδο που εκτείνεται από τις 5 Δεκεμβρίου 2008, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης Villo, έως τις 29 Μαρτίου 2018, ημερομηνία υπογραφής της δεύτερης τροποποιητικής πράξης της σύμβασης Villo, τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo εκπληρώνουν τις απαιτήσεις του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2012 (76) και είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά. Οι ενισχύσεις αυτές είναι παράνομες επειδή δεν κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

3.   Όσον αφορά την περίοδο που εκτείνεται από τις 29 Μαρτίου 2018, ημερομηνία υπογραφής της δεύτερης τροποποιητικής πράξης, μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου 2026, ημερομηνία λήξης της της σύμβασης παραχώρησης, τα μέτρα που προβλέπονται στη σύμβαση Villo εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012 (77) και είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά με την επιφύλαξη της αυστηρής τήρησης των προϋποθέσεων που προβλέπονται στη δεύτερη τροποποιητική πράξη της σύμβασης Villo.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου.

Βρυξέλλες, 24 Ιουνίου 2019.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 203 της 19.6.2015, σ. 12.

(2)  Όπ.π.

(3)  Στην παρούσα απόφαση δεν εξετάζεται η πρόσθετη καταγγελία της CCB που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 8 και αφορά τις πινακίδες που εμπίπτουν στη σύμβαση του 1999, καθώς η σύμβαση αυτή δεν ελήφθη υπόψη στην επίσημη διαδικασία εξέτασης (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 69).

(4)  «Ville de Bruxelles (Δήμος Βρυξελλών)» είναι η επίσημη ονομασία του δήμου που βρίσκεται στο κέντρο της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας (Bruxelles-Capitale). Ο Δήμος Βρυξελλών περιβάλλεται από 18 στενά διασυνδεδεμένους δήμους, οι οποίοι συγκροτούν από κοινού τη μεγάλη διοικητική οντότητα της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτεύουσας. Η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας διαθέτει κυβέρνηση και κοινοβούλιο. Πρόκειται για αστικό σύμπλεγμα με πληθυσμό 1 200 000 κατοίκων, τα μέρη του οποίου συγκροτούν ένα ενιαίο διοικητικό διαμέρισμα, το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό με την ονομασία Βρυξέλλες.

(5)  Έναντι της άπαξ καταβολής καθαρού τιμήματος για κάθε παρεχόμενο, πλήρως εξοπλισμένο, εγκατεστημένο και λειτουργικό προϊόν.

(6)  Τα στοιχεία αυτά συμπεριλήφθηκαν σε τροποποιητική πράξη της σύμβασης Villo, η οποία υπογράφηκε στις 9 Ιουνίου 2011.

(7)  Το ετήσιο τέλος ανέρχεται σε […] EUR ανά πινακίδα. Ως εκ τούτου, το ανώτατο ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει η JCD ως τέλος χρήσης, χωρίς την απαλλαγή, ανέρχεται σε […] πινακίδες των 8 m2 * […] EUR ανά πινακίδα = [50 000-150 000] EUR.

(8)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 82 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(9)  Απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 7 της 11.1.2012, σ. 3).

(10)  Απόφαση του Εφετείου Βρυξελλών της 29ης Απριλίου 2016 (ένατο τμήμα) στο πλαίσιο της υπόθεσης 2011/AR/140. Το Εφετείο Βρυξελλών κατέρριψε το επιχείρημα της κτήσης κυριότητας του εξοπλισμού μέσω χρησικτησίας και διευκρίνισε ότι κτήση κυριότητας μέσω χρησικτησίας δεν προβλεπόταν ούτε επιτρεπόταν από τις συμβάσεις του 1984 και του 1999. Άλλωστε, δεν εγκρίθηκε από τον Δήμο ούτε μετά τη σύναψη της σύμβασης του 1999.

(11)  Ο Δήμος Βρυξελλών θέσπισε την πρώτη φορολογική κανονιστική του ρύθμιση για την αποκλειστική χρήση κοινόχρηστων χώρων για εμπορικούς σκοπούς τον Οκτώβριο του 2001. Η εν λόγω ρύθμιση τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2002 (φορολογική κανονιστική ρύθμιση της 17ης Οκτωβρίου 2001, φόρος επί των διαφημίσεων προσωρινού χαρακτήρα εντός και επί κοινόχρηστων χώρων) αλλά οι βελγικές αρχές ζήτησαν την καταβολή των φόρων για τις πινακίδες του 1999 μόλις από το φορολογικό έτος 2009 και μετά.

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5), ο οποίος ίσχυε κατά τη χορήγηση της ενίσχυσης.

(13)  Η σύμβαση του 1999 προβλέπει στο άρθρο 12 τη μέθοδο αυξομείωσης των μισθωμάτων και διευκρινίζει ότι η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται τη μέθοδο αυξομείωσης (τιμαριθμική αναπροσαρμογή κατά την επέτειο της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της σύμβασης). Στο ίδιο άρθρο επισημαίνονται τα βασικά δεδομένα για τον υπολογισμό του μηνιαίου μισθώματος.

(14)  Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 5 της φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης της 17ης Οκτωβρίου 2001 προέβλεπε απαλλαγή φόρου για τα «διαφημιστικά μηνύματα του Δήμου ή των οργανισμών που έχουν δημιουργηθεί από τον Δήμο, υπάγονται στον Δήμο ή χρηματοδοτούνται από αυτόν.».

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(16)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post, C-399/08 P, ECLI:EU:C:2010:481, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C-524/14 P, ECLI:EU:C:2016:971, σκέψη 40, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C-20/15 P και C-21/15 P, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 53, και απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Kosice, C-300/16 P, ECLI:EU:C:2017:706, σκέψη 19.

(17)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Compagnie nationale Air France κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, T-358/94, ECLI:EU:T:1996:194, σκέψη 56.

(18)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1987, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, C‐248/84, ECLI:EU:C:1987:437, σκέψη 17, και συνεκδικασθείσες υποθέσεις της 6ης Μαρτίου 2002, Territorio Histórico de Álava - Diputación Foral de Álava, T-92/00, και Ramondín, SA και Ramondín Cápsulas SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, T-103/00, ECLI:EU:T:2002:61, σκέψη 57.

(19)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing Ltd και Επιτροπής, C‐83/98 P, ECLI:EU:C:2000:248, σκέψεις 48 έως 51. Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, ECLI:EU:C:2015:9, σκέψη 33.

(20)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, Syndicat français de l’Express international (SFEI) και λοιποί κατά La Poste και λοιπών, C-39/94, ECLI:EU:C.1996:285, σκέψη 60, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 1999, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, C-342/96, ECLI:EU:C:1999:210, σκέψη 41.

(21)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, 173/73, ECLI:EU:C:1974:71, σκέψη 13.

(22)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline, C-143/99, ECLI:EU:C:2001:598· επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C-301/87, ECLI:EU:C:1990:67, σκέψη 41.

(23)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C-211/15 P, ECLI:EU:C:2016:798.

(24)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T-385/12, ECLI:EU:T:2015:117.

(25)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2016:78.

(26)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C-211/15 P, ECLI:EU:C:2016:798, σκέψεις 41 έως 44.

(27)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής, C-211/15 P, ECLI:EU:C:2016:798, σκέψη 44.

(28)  Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σ. 1).

(29)  Όσον αφορά τον αγροτικό τομέα, παραδείγματα επιβολής κανονιστικής υποχρέωσης θα ήταν οι κτηνιατρικοί έλεγχοι ή οι έλεγχοι και δοκιμές ασφάλειας τροφίμων που επιβάλλονται στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων. Αντιθέτως, έλεγχοι και δοκιμές που πραγματοποιούνται και χρηματοδοτούνται από δημόσιους οργανισμούς και δεν προβλέπεται από τον νόμο η διενέργεια ή χρηματοδότησή τους από τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων δεν θεωρούνται κανονιστικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις. Βλέπε απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για ελέγχους ποιότητας του γάλακτος στο πλαίσιο του νόμου για το γάλα και το λίπος SA.35484 και απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2016, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για γενικές δραστηριότητες υγειονομικού ελέγχου στο πλαίσιο του νόμου για το γάλα και το λίπος SA.35484.

(30)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 2015, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T-538/11, ECLI:EU:T:2015:188, σκέψεις 74 έως 78.

(31)  Για παράδειγμα, εάν μια εταιρεία λαμβάνει επιδότηση για την πραγματοποίηση επένδυσης σε ενισχυόμενη περιοχή, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό δεν μειώνει το κόστος που κανονικά περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό της επιχείρησης, διότι, εν απουσία της επιδότησης, η εταιρεία δεν θα είχε πραγματοποιήσει την επένδυση.

(32)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom SA κατά Επιτροπής, C-81/10 P, ECLI:EU:C:2011:811, σκέψεις 43 έως 50. Αυτό ισχύει λογικά για την ελάφρυνση των δαπανών που αναλαμβάνει μια επιχείρηση προκειμένου να αντικαταστήσει το καθεστώς των δημόσιων υπαλλήλων της με καθεστώς μισθωτών υπαλλήλων συγκρίσιμο με εκείνο των ανταγωνιστών της, το οποίο παρέχει ένα πλεονέκτημα στην οικεία επιχείρηση (επί της οποίας υπήρχε κάποια προηγούμενη αβεβαιότητα κατόπιν της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2004 στην υπόθεση T-157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2004:76, σκέψη 57). Βλέπε επίσης σχετικά με την απόδοση του μη ανακτήσιμου κόστους, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2009, Iride SpA και Iride Energia SpA κατά Επιτροπής, T-25/07, ECLI:EU:T:2009:33, σκέψεις 46 έως 56.

(33)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1980, Amministrazione delle finanze dello Stato, C‐61/79, ECLI:EU:C:1980:100, σκέψεις 29 έως 32.

(34)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Asteris AE κ.λπ. κατά Ελλάδας, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/87 έως C-120/87, ECLI:EU:C:1988:457, σκέψεις 23 και 24.

(35)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, Nuova Terni Industrie Chimiche SpA κατά Επιτροπής, T-64/08, ECLI:EU:T:2010:270, σκέψεις 59 έως 63, 140 και 141, στην οποία διευκρινίζεται ότι ενώ η καταβολή αποζημίωσης για απαλλοτρίωση δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα, η εκ των υστέρων επέκταση της εν λόγω αποζημίωσης μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση.

(36)  Απόφαση του Εφετείου Βρυξελλών της 29ης Απριλίου 2016 (ένατο τμήμα) στο πλαίσιο της υπόθεσης 2011/AR/140.

(37)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-66/02, ECLI:EU:C:2005:768, σκέψη 94.

(38)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T-385/12, ECLI:EU:T:2015:117.

(39)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, C-730/79, ECLI:EU:C:1980:209, σκέψη 11, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2000, Alzetta Mauro κ.λπ. κατά Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως 607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, ECLI:EU:T:2000:151, σκέψη 80.

(40)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2019, Fallimento Traghetti del Mediterraneo, C‐387/17, ECLI:EU:C:2019:51, σκέψη 40.

(41)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 2001, Regione Friuli Venezia Giulia κατά Επιτροπής, T-288/97, ECLI:EU:T:1999:125, σκέψη 41.

(42)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C-279/08 P, ECLI:EU:C:2011:551, σκέψη 131.

(43)  Βλέπε εν προκειμένω την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2013, Eric Libert κ.λπ. κατά Gouvernement flamand· All Projects & Developments NV κ.λπ. κατά Vlaamse Regering, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-197/11 και C- 203/11, ECLI:EU:C:2013:288.

(44)  Παραδείγματος χάρη, η πρόσκληση υποβολής προσφορών που προκηρύχθηκε από την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτεύουσας στις 15 Μαρτίου 2008 στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης Villo δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(45)  Λόγω της 10ετούς περιόδου παραγραφής, απαγορεύεται οποιαδήποτε ανάκτηση πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου 2001.

(46)  Το ύψος της ασυμβίβαστης ενίσχυσης που αφορά τον φόρο πρέπει να υπολογιστεί με βάση τα άρθρα 3, 4 και 5 του κανονισμού της 17ης Οκτωβρίου 2001, τα άρθρα 4 έως 7 του κανονισμού της 18ης Δεκεμβρίου 2006 και τα άρθρα 4, 5 και 6 των φορολογικών κανονιστικών ρυθμίσεων της 17ης Δεκεμβρίου 2007, της 15ης Δεκεμβρίου 2008, της 9ης Νοεμβρίου 2009, της 20ής Δεκεμβρίου 2010 και της 5ης Δεκεμβρίου 2011.

(47)  Οι ημερομηνίες αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα 10.

(48)  Απόφαση του Εφετείου Βρυξελλών της 29ης Απριλίου 2016 (ένατο τμήμα) στο πλαίσιο της υπόθεσης 2011/AR/140.

(49)  Φορολογικές κανονιστικές ρυθμίσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2007, της 15ης Δεκεμβρίου 2008, της 9ης Νοεμβρίου 2009, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, της 5ης Δεκεμβρίου 2011. Το άρθρο 2 των εν λόγω φορολογικών κανονιστικών ρυθμίσεων προέβλεπε ότι «οι διαφημιστικές πινακίδες που αναφέρονται στην παρούσα ρύθμιση περιλαμβάνουν τις διαφημιστικές πινακίδες, τις προσωρινές διαφημιστικές πινακίδες, τις επιγραφές οχημάτων και τους διαφημιστικούς πάγκους». Ο υπολογισμός του φόρου αναφερόταν στα άρθρα 4 έως 6. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 4 του φόρου επί των διαφημιστικών πινακίδων:

α)

«το ποσό του φόρου επί των διαφημιστικών πινακίδων ανέρχεται σε 150,00 EUR ανά οικονομικό έτος ανά m2.

β)

§1. Το ποσό του φόρου επί των διαφημιστικών πινακίδων που προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για διαφημίσεις πολιτιστικού, κοινωνικού, αθλητικού και συναφούς περιεχομένου, μεταξύ άλλων για διαφημίσεις κινηματογραφικών ταινιών, καλλιτεχνικών δημιουργιών και διαφημίσεις που γνωστοποιούν στο κοινό τη διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων, συνεδρίων, επιδείξεων ή τσίρκων, ανέρχεται σε 50,00 EUR ανά οικονομικό έτος ανά m2.

§2. Ωστόσο, όταν πάνω από το 1/7 της ορατής διαφημιστικής επιφάνειας χρησιμοποιείται για επιγραφές, ονομασίες ή λογότυπα εμπορικής φύσεως, οι διαφημιστικές πινακίδες που προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για διαφημίσεις πολιτιστικού, κοινωνικού, αθλητικού και συναφούς περιεχομένου, μεταξύ άλλων για διαφημίσεις κινηματογραφικών ταινιών, καλλιτεχνικών δημιουργιών και διαφημίσεις που γνωστοποιούν στο κοινό τη διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων, συνεδρίων, επιδείξεων, φορολογούνται με το ποσό που αναγράφεται στο στοιχείο α) του παρόντος άρθρου.

γ)

Ο φόρος επιβάλλεται για το σύνολο του οικονομικού έτους ανεξαρτήτως της ημερομηνίας εγκατάστασης ή αποξήλωσης της εκάστοτε διαφημιστικής πινακίδας.».

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του φόρου επί των προσωρινών διαφημιστικών πινακίδων: […]

Σύμφωνα με το άρθρο 6 - Κοινές διατάξεις για τα άρθρα 4 και 5:

α)

ο φόρος επιβάλλεται ανά διαφημιστική πινακίδα.

β)

§1. Για τον υπολογισμό του φόρου, οι δεκαδικοί αριθμοί των τετραγωνικών μέτρων (m2) στρογγυλοποιούνται.

§2. Κατ’ εξαίρεση της §1, στις διαφημιστικές πινακίδες που έχουν επιφάνεια μικρότερη των 4 m2, ο φόρος επιβάλλεται ανά 0,25 εκατοστά του m2 και το ποσό του φόρου που καθορίζεται διαιρείται διά του 4.

γ)

Στις διαφημιστικές πινακίδες που διαθέτουν πολλές όψεις για την προβολή διαφημίσεων, το ποσό του φόρου πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των όψεων.

α.

Όσον αφορά τις διαφημιστικές πινακίδες που διαθέτουν σύστημα προβολής εναλλασσόμενων ή κυλιόμενων διαφημίσεων στην ίδια όψη, το ποσό του φόρου διπλασιάζεται.

δ)

Όταν η επιφάνεια της διαφημιστικής πινακίδας διαφέρει από την ορατή διαφημιστική επιφάνεια, ο φόρος υπολογίζεται επί της ορατής διαφημιστικής επιφάνειας.

(50)  Το άρθρο 5 προέβλεπε ότι απαλλάσσονται από τον φόρο που προβλέπεται στην παρούσα κανονιστική ρύθμιση, μεταξύ άλλων «τα διαφημιστικά μηνύματα του Δήμου ή των οργανισμών που δημιουργούνται από τον Δήμο, υπάγονται στον Δήμο ή χρηματοδοτούνται από αυτόν.». Όπως διευκρινίζεται στις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι βελγικές αρχές στις 20 Φεβρουαρίου 2017 απαντώντας στις συμπληρωματικές ερωτήσεις της Επιτροπής της 14ης Φεβρουαρίου 2017, ο Δήμος Βρυξελλών δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ ο ίδιος τις διαφημιστικές πινακίδες. Η εκμετάλλευση αυτή είχε πάντα τη μορφή της εκμετάλλευσης μέσω τρίτων. Οι μοναδικές διαφημιστικές πινακίδες που ανήκουν στον Δήμο Βρυξελλών είναι αυτές οι οποίες διέπονται από τη δημόσια σύμβαση που ανατέθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1999 και ανανεώθηκε κατά τη λήξη της. Ο εν ενεργεία ανάδοχος, δηλαδή η CCB, καταβάλλει μίσθωμα για τις διαφημιστικές πινακίδες, όπως επίσης και τους ισχύοντες φόρους.

(51)  Το άρθρο 9 της φορολογικής κανονιστικής ρύθμισης της 17ης Δεκεμβρίου 2007 απαλλάσσει ρητά «τις διαφημιστικές πινακίδες του Δήμου ή των οργανισμών που δημιουργούνται από τον Δήμο ή υπάγονται σε αυτόν.».

(52)  Απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 67).

(53)  Βλέπε σημείο 33 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 4).

(54)  Αυτόθι, σκέψη 47.

(55)  Αναφέρονται ενδεικτικά η Βαρκελώνη και η Αμβέρσα.

(56)  Παραδείγματος χάρη, όσον αφορά τη χρηματοδότηση, στη συγγραφή υποχρεώσεων επισημαινόταν ότι ο παραχωρών «επιτρέπει διάφορες μεθόδους χρηματοδότησης».

(57)  Βλέπε άρθρο 2 στοιχείο α) της απόφασης ΥΓΟΣ του 2012.

(58)  Διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 2010 για την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας αυτοματοποιημένης ενοικίασης ποδηλάτων, το οποίο δημοσιεύθηκε στη βελγική Εφημερίδα της κυβερνήσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2010, άρθρο 2.

(59)  Ο δείκτης GRP καθορίζει την εμπορική αξία της διαφημιστικής επιφάνειας, η οποία υπολογίζεται με βάση τη δυνατότητα της διαφημιστικής επιφάνειας να προσελκύει όσο το δυνατόν περισσότερους καταναλωτές, καθώς επίσης και με βάση τη συχνότητα της οπτικής επαφής μεταξύ της εκάστοτε διαφημιστικής επιφάνειας και του καταναλωτή στον οποίο απευθύνεται η διαφήμιση.

(60)  Η επιτροπή διαχείρισης συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 6 της σύμβασης Villo και απαρτίζεται, στη βάση ίσης εκπροσώπησης, από δύο τουλάχιστον μέλη που ορίζονται από τον υπουργό κινητικότητας της Περιφέρειας και από δύο τουλάχιστον μέλη που ορίζονται από την JCD.

(61)  Ο αντίστοιχος τυπικός αριθμοδείκτης για τα έσοδα είναι το 15 %.

(62)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C-280/00, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψεις 87 έως 95.

(63)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 82 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(64)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά MOL, C-15/14 P, ECLI:EU:C:2015:362, σκέψη 60. Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2006, Βασίλειο του Βελγίου κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, C-270/15 P, ECLI:EU:C:2016:489, σκέψη 49. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, T-314/15, ECLI:EU:T:2017:903, σκέψη 79.

(65)  Βλέπε άρθρο 3 της απόφασης ΥΓΟΣ 2005, καθώς και της απόφασης ΥΓΟΣ 2012.

(66)  Βλέπε απόφαση του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου 68/2012 της 31ης Μαΐου 2012.

(67)  ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 4.

(68)  Βλέπε εν προκειμένω κυρίως την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2012 στην υπόθεση SA.14588, καθώς και την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2018 στην υπόθεση SA. 37977.

(69)  Οδηγία 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (ΕΕ L 318 της 17.11.2006, σ. 17).

(70)  Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 109 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(71)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-70/72, ECLI:EU:C:1973:87, σκέψη 13.

(72)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-142/87, ECLI:EU:C:1990:125, σκέψη 66.

(73)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-75/97, ECLI:EU:C:1999:311, σκέψεις 64 και 65.

(74)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και Ministre de la Culture et de la Communication («CELF I»), C-199/06, ECLI:EU:C:2008:79.

(75)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(76)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 4).

(77)  Απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 7 της 11.1.2012, σ. 3).


Διορθωτικά

11.12.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 320/159


Διορθωτικό στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1198 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2019, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές επιτραπέζιων σκευών από κεραμευτική ύλη καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2016/1036

(Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 189 της 15ης Ιουλίου 2019)

Στη σελίδα 52, στο άρθρο 2 στοιχείο α):

αντί:

«δεν εξήγαγε στην Ένωση το προϊόν που περιγράφεται στην παράγραφο 1 κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2010 και 30ής Σεπτεμβρίου 2011 (περίοδος αρχικής έρευνας),»

διάβαζε:

«δεν εξήγαγε στην Ένωση το προϊόν που περιγράφεται στο άρθρο 1 κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2011 και 31ης Δεκεμβρίου 2011 (περίοδος αρχικής έρευνας),».