ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 78

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
20 Μαρτίου 2019


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2019/421 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44888 (2016/C) (πρώην 2016/NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο υπέρ της ENGIE [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2018) 3839]  ( 1 )

1

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2019/422 της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36112 (2016/C) (πρώην 2015/NN) την οποία η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ του Οργανισμού Λιμένος Νάπολης και της Cantieri del Mediterraneo S.p.A. [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2018) 6037]  ( 1 )

63

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

20.3.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 78/1


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/421 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 20ής Ιουνίου 2018

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44888 (2016/C) (πρώην 2016/NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο υπέρ της ENGIE

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2018) 3839]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («η Συνθήκη»), και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (1), και έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 23ης Μαρτίου 2015, η Επιτροπή απηύθυνε στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου («Λουξεμβούργο») αίτηση παροχής πληροφοριών (2) σχετικά με την πρακτική έκδοσης φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» του Λουξεμβούργου σε σχέση με τον όμιλο Engie (τότε GDF Suez) (3). Στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή ζήτησε από το Λουξεμβούργο να παράσχει όλες τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» που εκδόθηκαν υπέρ οποιασδήποτε οντότητας του εν λόγω ομίλου από το 2004 έως την ημερομηνία της επιστολής, και των οποίων αποδέκτης ήταν ο εν λόγω όμιλος ή οποιαδήποτε οντότητα του εν λόγω ομίλου η οποία υφίστατο εκείνη τη στιγμή ή υφίστατο κατά τα προηγούμενα 10 έτη, καθώς και τους ετήσιους λογαριασμούς του εν λόγω ομίλου και των νομικών οντοτήτων του εν λόγω ομίλου για τα έτη 2011, 2012 και 2013, και αντίγραφα των φορολογικών δηλώσεων.

(2)

Στις 25 Ιουνίου 2015, το Λουξεμβούργο απάντησε στην εν λόγω αίτηση υποβάλλοντας πληροφορίες σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» που είχαν εκδοθεί από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου υπέρ διαφόρων εταιρειών του ομίλου Engie που ήταν εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο, συμπεριλαμβανομένων των GDF Suez LNG Supply SA («LNG Supply») (4) και GDF Suez Treasury Management SARL («GSTM»). (5) Ειδικότερα, το Λουξεμβούργο προσκόμισε δύο αιτήσεις έκδοσης φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» και τις αντίστοιχες εγκρίσεις τους, οι οποίες αφορούσαν δύο σχεδόν πανομοιότυπες ενδοομιλικές πράξεις μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού από άλλες εταιρείες του ομίλου Engie προς τη LNG Supply και την GSTM αντιστοίχως. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μεταβιβάσεις χρηματοδοτήθηκαν με υποχρεωτικά μετατρέψιμα άτοκα δάνεια, τα επονομαζόμενα «ZORA» (6) (αντίστοιχα, «ZORA LNG» και «ZORA GSTM», και από κοινού «ZORA»), και με προπληρωμένες προθεσμιακές συμβάσεις πώλησης (αντίστοιχα, «προθεσμιακή σύμβαση LNG» και «προθεσμιακή σύμβαση GSTM», και από κοινού οι «προθεσμιακές συμβάσεις»).

(3)

Σε επιστολή της 1ης Απριλίου 2016, η Επιτροπή επισήμανε ότι, βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο, δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», που εκδόθηκαν υπέρ αυτών των εταιρειών του ομίλου Engie, να συνιστούσαν ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, ζήτησε από το Λουξεμβούργο να παράσχει λόγους για τους οποίους τα μέτρα αυτά δεν ήταν επιλεκτικά ή θα μπορούσαν να είναι δικαιολογημένα βάσει του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, και να υποβάλει περαιτέρω πληροφορίες και διευκρινίσεις.

(4)

Με επιστολή της 3ης Μαΐου 2016, η Επιτροπή υπενθύμισε στο Λουξεμβούργο να παράσχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 3.

(5)

Στις 23 Μαΐου 2016, το Λουξεμβούργο απάντησε στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 1ης Απριλίου 2016.

(6)

Στις 19 Σεπτεμβρίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της οποίας έτυχε η Engie βάσει των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax rulings» που εκδόθηκαν από το Λουξεμβούργο, για τον λόγο ότι μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (η «απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας») (7).

(7)

Στις 21 Νοεμβρίου 2016, το Λουξεμβούργο υπέβαλε με επιστολή τις παρατηρήσεις του σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας και τις αιτούμενες πληροφορίες.

(8)

Στις 3 Φεβρουαρίου 2017, η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (8). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το μέτρο.

(9)

Στις 27 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την Engie σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Με επιστολή της 10ης Μαρτίου 2017, η Επιτροπή διαβίβασε τις εν λόγω παρατηρήσεις στο Λουξεμβούργο, στο οποίο δόθηκε η ευκαιρία να τις σχολιάσει.

(10)

Με επιστολή της 22ας Μαρτίου 2017, κατόπιν των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο και την Engie, η Επιτροπή ζήτησε από το Λουξεμβούργο να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες.

(11)

Στις 10 Απριλίου 2017, το Λουξεμβούργο υπέβαλε επιστολή όπου ανέφερε ότι οι παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλε η Engie ευθυγραμμίζονται με τις δικές του παρατηρήσεις.

(12)

Στις 12 Μαΐου 2017, το Λουξεμβούργο υπέβαλε τις πληροφορίες που ζητήθηκαν στις 22 Μαρτίου 2017.

(13)

Την 1η Ιουνίου 2017, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής, της Engie και του Λουξεμβούργου. Το περιεχόμενο της συνάντησης καταγράφηκε σε πρακτικά που συμφωνήθηκαν μεταξύ της Επιτροπής και του Λουξεμβούργου. Κατόπιν της συνάντησης, το Λουξεμβούργο διαβίβασε πρόσθετες πληροφορίες στις 16 Ιουνίου 2017.

(14)

Με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017, κατόπιν των παρατηρήσεων που διατύπωσαν το Λουξεμβούργο και η Engie στο πλαίσιο της συνάντησης της 1ης Ιουνίου 2017, η Επιτροπή διευκρίνισε ορισμένες πτυχές της έρευνας («επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017») και ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες. Η Επιτροπή κάλεσε το Λουξεμβούργο να διαβιβάσει αντίγραφο της επιστολής αυτής στην Engie.

(15)

Στις 31 Ιανουαρίου 2018, το Λουξεμβούργο και η Engie υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017. Την ίδια ημερομηνία, το Λουξεμβούργο υπέβαλε επίσης τις πληροφορίες που ζητήθηκαν στην επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017.

2.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

2.1.   Ο ΟΜΙΛΟΣ ENGIE

(16)

Ο όμιλος Engie (πρώην όμιλος GDF Suez) αποτελείται από την Engie SA, εταιρεία που είναι εγκατεστημένη στη Γαλλία, και όλες τις εταιρείες που τελούν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της Engie SA (από κοινού αναφερόμενες ως «Engie»). Η Engie αποτελεί προϊόν συγχώνευσης που πραγματοποιήθηκε το 2008 μεταξύ των γαλλικών ομίλων GDF και Suez (πρώην Lyonnaise des Eaux) (9). Η έδρα της Engie είναι στη Γαλλία. Η Engie SA είναι εισηγμένη στα χρηματιστήρια του Παρισιού, των Βρυξελλών και του Λουξεμβούργου (10).

(17)

Η Engie έχει παρουσία σε τρεις βασικούς τομείς: παραγωγή ενέργειας, φυσικό αέριο και υγροποιημένο φυσικό αέριο, και υπηρεσίες ενεργειακής απόδοσης. Η Engie δραστηριοποιείται κυρίως στην παραγωγή και παροχή ενέργειας (11) και στην εμπορία ενέργειας, στην εξερεύνηση, παραγωγή, παροχή, μεταφορά και διανομή φυσικού αερίου, στις υπηρεσίες ενεργειακής απόδοσης και στις ενεργειακές υποδομές.

(18)

Η Engie απασχολεί 153 090 άτομα σε 70 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο (12). Το 2016 τα έσοδα της Engie ανήλθαν σε 66,6 δισεκατ. EUR (13). Από τα συνολικά έσοδα που κατέγραψε ο όμιλος, έσοδα ύψους 52,2 δισεκατ. EUR πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη (14). Το 2016, το 67,3 % των κερδών της εταιρείας προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη (15).

(19)

Στο Λουξεμβούργο, η Engie έχει παρουσία μέσω διαφόρων νομικών οντοτήτων, ορισμένες εκ των οποίων συμμετέχουν στις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling». Η Compagnie Européenne de Financement C.E.F. SA («CEF») (16) είναι θυγατρική της Engie που συστάθηκε στο Λουξεμβούργο το 1933. Σκοπός της εταιρείας είναι η απόκτηση συμμετοχών σε λουξεμβουργιανές και αλλοδαπές οντότητες, και η διαχείριση, η εκμετάλλευση και ο έλεγχος των συμμετοχών αυτών (17). Είναι κατεξοχήν αρμόδια για την παροχή ενδοεταιρικών εγγυήσεων και δανείων σε θυγατρικές εταιρείες του ομίλου. Τα έσοδα της CEF προέρχονται από τους τόκους και τις αμοιβές που χρεώνει για την παροχή αυτών των δανείων και εγγυήσεων (18).

(20)

Η GSTM είναι λουξεμβουργιανή εταιρεία που ανήκει εξολοκλήρου στη CEF. Ασκεί δραστηριότητες ταμειακής διαχείρισης και χρηματοδότησης για την Engie από το Λουξεμβούργο. Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 15ης Ιουνίου 2012, «γενικά, η GSTM χορηγεί δάνεια σε διάφορα νομίσματα (κυρίως EUR και USD) σε συνδεόμενες εταιρείες και ασκεί δραστηριότητα συγκεντρωτικής ταμειακής διαχείρισης […]. Η δραστηριότητα συγκεντρωτικής ταμειακής διαχείρισης της GSTM κυμαίνεται γενικά από [2-7] έως [7-12] δισεκατ. EUR» (19).

(21)

Η GDF Suez LNG Holding SARL («LNG Holding») (20) είναι θυγατρική της Engie που συστάθηκε στο Λουξεμβούργο το 2009. Σκοπός της εταιρείας είναι η απόκτηση συμμετοχών σε λουξεμβουργιανές και αλλοδαπές οντότητες, και η διαχείριση των συμμετοχών αυτών (21). Η LNG Holding ανήκει εξολοκλήρου στη CEF.

(22)

Η LNG Supply ανήκει εξολοκλήρου στη LNG Holding. Δραστηριοποιείται στην αγορά, πώληση και εμπορία ΥΦΑ, φυσικού αερίου και παραγώγων φυσικού αερίου, καθώς και στη μεταφορά ΥΦΑ. Έχει συνάψει σημαντικό αριθμό συμβάσεων με διεθνείς εταιρείες ενέργειας (22). Το 2018 η Engie ανακοίνωσε την πρόθεσή της να πωλήσει τμήματα της δραστηριότητάς της στον τομέα του ΥΦΑ, συμπεριλαμβανομένης της LNG Supply, στην Total S.A (23).

2.2.   ΟΙ ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

2.2.1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(23)

Η παρούσα απόφαση αφορά δύο δέσμες φορολογικών αποφάσεων που εκδόθηκαν από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου υπέρ εταιρειών του ομίλου Engie (οι «επίμαχες φορολογικές αποφάσεις»). Οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις αφορούν δύο παρόμοιες ενδοομιλικές πράξεις τις οποίες πραγματοποίησε η Engie μεταξύ διαφορετικών εταιρειών του ομίλου. Και στις δύο περιπτώσεις, η Engie μεταβιβάζει ένα σύνολο στοιχείων ενεργητικού που αποτελούν μια πλήρως λειτουργική επιχειρηματική δραστηριότητα σε θυγατρική εταιρεία στο Λουξεμβούργο, η οποία ασκεί στη συνέχεια αυτή την επιχειρηματική δραστηριότητα.

(24)

Η καταβολή του τιμήματος από τη θυγατρική εταιρεία χρηματοδοτείται μέσω 15ετούς υποχρεωτικού μετατρέψιμου άτοκου δανείου (ZORA), το οποίο χορηγείται από ενδιάμεση εταιρεία του ομίλου η οποία είναι εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο. Το ZORA δεν φέρει περιοδικό τόκο αλλά, κατά τη μετατροπή, η θυγατρική εταιρεία θα καταβάλει στον δανειστή μετοχές που αντιστοιχούν στο ονομαστικό ποσό του ZORA συν «πριμοδότηση», η οποία συνίσταται στο σύνολο των κερδών που θα έχει πραγματοποιήσει η θυγατρική εταιρεία κατά τη διάρκεια του ZORA, μείον ένα περιορισμένο περιθώριο (24) που έχει συμφωνηθεί με τις φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου (το ποσό αυτής της «πριμοδότησης» αναφέρεται στις επίμαχες αποφάσεις και στις φορολογικές δηλώσεις των εταιρειών ως «επαυξήσεις επί του ZORA») (25).

(25)

Με τη σειρά της, η ενδιάμεση οντότητα χρηματοδοτεί ταυτόχρονα το δάνειο αυτό μέσω προπληρωμένης προθεσμιακής σύμβασης πώλησης (η «προθεσμιακή σύμβαση») που έχει συναφθεί με εταιρεία χαρτοφυλακίου, η οποία είναι επίσης εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο και είναι ο μοναδικός μέτοχος τόσο της θυγατρικής εταιρείας όσο και της ενδιάμεσης οντότητας. Βάσει της προθεσμιακής σύμβασης, η εταιρεία χαρτοφυλακίου καταβάλλει στην ενδιάμεση εταιρεία ποσό ίσο με το ονομαστικό ποσό του ZORA έναντι της απόκτησης των δικαιωμάτων στις μετοχές που θα εκδώσει η θυγατρική εταιρεία κατά τη μετατροπή του ZORA. Ως εκ τούτου, εάν η θυγατρική εταιρεία πραγματοποιήσει κέρδη κατά τη διάρκεια του ZORA, η εταιρεία χαρτοφυλακίου θα λάβει κατά τη μετατροπή του ZORA τις μετοχές που ενσωματώνουν την αξία των επαυξήσεων επί του ZORA. Κατά συνέπεια, η εταιρεία χαρτοφυλακίου παρέχει στη θυγατρική εταιρεία τη χρηματοδότηση για την απόκτηση των στοιχείων ενεργητικού μέσω της προθεσμιακής σύμβασης και του ZORA.

(26)

Οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις συμφωνούν με την ακόλουθη φορολογική μεταχείριση των εμπλεκόμενων εταιρειών: η θυγατρική εταιρεία θα αφαιρεί κάθε έτος προβλέψεις για τις επαυξήσεις επί του ZORA που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη μετατροπή. Ως εκ τούτου, η θυγατρική θα φορολογείται μόνο για το περιορισμένο περιθώριο που έχει συμφωνηθεί με τις φορολογικές αρχές. Όταν η εταιρεία χαρτοφυλακίου εισπράξει τις επαυξήσεις επί του ZORA (26), αυτό το κέρδος θα είναι αφορολόγητο κατ' εφαρμογή του καθεστώτος απαλλαγής των συμμετοχών του Λουξεμβούργου, το οποίο επιτρέπει τη μη φορολόγηση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των κερδών που προκύπτουν από συμμετοχές σε άλλες εταιρείες. Ούτε η ενδιάμεση οντότητα φορολογείται, διότι τα κέρδη που προκύπτουν από τη μετατροπή του ZORA (οι επαυξήσεις επί του ZORA) αντισταθμίζονται από ζημία ίδιου ποσού που προκύπτει από την προθεσμιακή σύμβαση (27). Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι οι επαυξήσεις επί του ZORA εκπίπτουν σε επίπεδο θυγατρικής εταιρείας και ότι το ίδιο ποσό δεν υπόκειται σε φορολόγηση ούτε σε επίπεδο εταιρείας χαρτοφυλακίου διότι θεωρείται εισόδημα απαλλασσόμενο από τον φόρο. Ως εκ τούτου, οι επαυξήσεις επί του ZORA, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το σύνολο των κερδών που πραγματοποίησε η θυγατρική εταιρεία κατά τη διάρκεια του ZORA, θα παραμείνουν αφορολόγητες στο Λουξεμβούργο (28).

(27)

Η δομή που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 23 έως 26 απεικονίζεται στο Σχήμα 1.

Σχήμα 1

Απεικόνιση των δομών που δημιουργήθηκαν στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις

Image 1

Προθεσμίακή σύμβαση

Εταιρεία χαρτοφυλακίου

Εισόδημα

Μετοχές (περιλαμβανομένων των επαυξήσεων ΖΟRΑ)

ΖΟRΑ

Μετοχές (περιλαμβανομένων τών·επαυςήσεων ΖΟRΑ)

Στοιχεία ενεργητικού

Δανείστρια εταιρεία

Θυγατρική εταιρεία

2.2.2.   ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΜΑΧΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

(28)

Αυτή η φορολογική μεταχείριση εγκρίθηκε σε δύο δέσμες φορολογικών αποφάσεων που αφορούσαν δύο διαφορετικές δομές τις οποίες δημιούργησε η Engie.

(29)

Η πρώτη δέσμη φορολογικών αποφάσεων αφορά τη μεταβίβαση της δραστηριότητας αγοράς, πώλησης και εμπορίας ΥΦΑ και παραγώγων φυσικού αερίου («δραστηριότητα ΥΦΑ») (29) από τη λουξεμβουργιανή εταιρεία Suez LNG Trading SA («LNG Trading») στη LNG Supply. Περιλαμβάνει πέντε φορολογικές αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου κατόπιν αιτήσεων έκδοσης φορολογικών αποφάσεων που υποβλήθηκαν από τον φοροτεχνικό σύμβουλο της Engie («φοροτεχνικός σύμβουλος») εξ ονόματος διαφόρων εταιρειών της Engie (από κοινού, οι «φορολογικές αποφάσεις LNG»).

(1)

H πρώτη φορολογική απόφαση εκδόθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2008 («φορολογική απόφαση τύπου LNG του 2008»). Εκδόθηκε σε συνέχεια αίτησης έκδοσης φορολογικής απόφασης με την ίδια ημερομηνία («αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008»), η οποία αφορούσε τη φορολογική μεταχείριση των συμβάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της μεταβίβασης της δραστηριότητας ΥΦΑ από τη LNG Trading στη LNG Supply (το ZORA LNG και η προθεσμιακή σύμβαση LNG). Η φορολογική απόφαση του 2008 τροποποιήθηκε και/ή συμπληρώθηκε εν μέρει με άλλες αποφάσεις που εκδόθηκαν από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου.

(2)

Αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 30ής Σεπτεμβρίου 2008, η οποία αφορούσε τη μεταφορά της έδρας της πραγματικής διεύθυνσης της LNG Trading στις Κάτω Χώρες. Αυτή η αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης εγκρίθηκε την ίδια ημέρα από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου.

(3)

Αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 3ης Μαρτίου 2009 («αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2009»), η οποία τροποποίησε εν μέρει τη δομή που περιλαμβανόταν στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008. Αυτή η αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης εγκρίθηκε την ίδια ημέρα από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου.

(4)

Αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 9ης Μαρτίου 2012 («αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2012»), στην οποία διευκρινίζονται ορισμένοι λογιστικοί όροι που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό του περιθωρίου επί του οποίου φορολογείται η LNG Supply. Αυτή η αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης εγκρίθηκε την ίδια ημέρα από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου.

(5)

Τέλος, αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2013 με αντικείμενο τη διευκρίνιση της φορολογικής μεταχείρισης μερικής μετατροπής του ZORA LNG («αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG σχετικά με τη μετατροπή»). Αυτή η αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης έγινε δεκτή από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου με επιστολή της 13ης Μαρτίου 2014 («φορολογική απόφαση LNG σχετικά με τη μετατροπή»).

(30)

Η δεύτερη δέσμη φορολογικών αποφάσεων αφορά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων ταμειακής διαχείρισης και χρηματοδότησης («δραστηριότητες χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης») (30) από τη CEF στην GSTM. Περιλαμβάνει δύο φορολογικές αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου κατόπιν αιτήσεων έκδοσης φορολογικών αποφάσεων που υποβλήθηκαν από τον φοροτεχνικό σύμβουλο εξ ονόματος διαφόρων εταιρειών της Engie (από κοινού, οι «φορολογικές αποφάσεις τύπου GSTM»).

(1)

H πρώτη φορολογική απόφαση εκδόθηκε από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου στις 9 Φεβρουαρίου 2010 («φορολογική απόφαση GSTM του 2010»). Εκδόθηκε σε συνέχεια αίτησης έκδοσης φορολογικής απόφασης με την ίδια ημερομηνία («αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010»), η οποία αφορούσε τη φορολογική μεταχείριση των συμβάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της μεταβίβασης των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης από τη CEF στην GSTM (το ZORA GSTM και η προθεσμιακή σύμβαση GSTM).

(2)

Η φορολογική απόφαση GSTM του 2010 συμπληρώθηκε από αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 15ης Ιουνίου 2012, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, την πιθανή αύξηση του ποσού του ZORA GSTM («αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2012»). Αυτή η αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης εγκρίθηκε την ίδια ημέρα από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου («φορολογική απόφαση GSTM του 2012»).

(31)

Οι εταιρείες χαρτοφυλακίου σε καθεμία από τις δομές που δημιουργήθηκαν στις φορολογικές αποφάσεις LNG και στις φορολογικές αποφάσεις GSTM είναι, αντίστοιχα, η LNG Holding και η CEF (από κοινού, οι «εταιρείες χαρτοφυλακίου»). Οι ενδιάμεσες οντότητες που χορηγούν τα ZORA είναι, αντίστοιχα, η GDF Suez LNG (Luxembourg) SARL («LNG Luxembourg») και η Electrabel Invest Luxembourg SA («EIL», από κοινού με τη LNG Luxembourg, οι «δανειστές»). Τέλος, οι θυγατρικές εταιρείες που αποκτούν και διαχειρίζονται τη δραστηριότητα ΥΦΑ και τις δραστηριότητες χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης είναι, αντίστοιχα, η LNG Supply και η GSTM (από κοινού οι «θυγατρικές εταιρείες»).

2.2.3.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ LNG

2.2.3.1.    Οι πράξεις που περιγράφονται στις φορολογικές αποφάσεις LNG

(32)

Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, στη LNG Trading θα ενσωματωθούν δύο νέες λουξεμβουργιανές εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο. η LNG Luxembourg και η LNG Supply. Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 προβλεπόταν ότι η δραστηριότητα ΥΦΑ θα πωλούνταν στη LNG Luxembourg, η οποία θα την πωλούσε με τη σειρά της στη LNG Supply (31). Ωστόσο, αργότερα η δομή αυτή τροποποιήθηκε: σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2009, η CEF απέκτησε πρώτα τις μετοχές της LNG Trading και ακολούθως ενσωμάτωσε τη LNG Luxembourg, τη LNG Supply και τη LNG Holding. Η LNG Holding ανέλαβε τότε τον ρόλο της LNG Trading (32) στη δομή (33).

(33)

Η δομή εφαρμόζεται ως εξής:

(1)

Η LNG Supply αποκτά την επιχειρηματική δραστηριότητα της LNG Trading (τη δραστηριότητα ΥΦΑ) έναντι εκτιμώμενου τιμήματος περίπου 750 εκατ. USD.

(2)

Η LNG Supply χρηματοδοτεί το τίμημα της αγοράς μέσω 15ετούς υποχρεωτικά μετατρέψιμου άτοκου δανείου σε USD (το ZORA LNG) που χορηγείται από τη LNG Luxembourg. Κατά τη μετατροπή (34), η LNG Supply εκδίδει μετοχές («μετοχές LNG Supply») οι οποίες ενσωματώνουν το ονομαστικό ποσό του ZORA συν/πλην τις επαυξήσεις επί του ZORA.

(3)

Με τη σειρά της, η LNG Luxembourg χρηματοδοτεί την επένδυση στο LNG ZORA μέσω της προθεσμιακής σύμβασης LNG που συνήφθη με τη LNG Holding. Βάσει της σύμβασης αυτής, η LNG Luxembourg συμφωνεί να μεταβιβάσει στη LNG Holding τις μετοχές της LNG Supply. Το τίμημα για τις μετοχές της LNG Supply αντιστοιχεί στο ονομαστικό ποσό του ZORA LNG. (35)

2.2.3.2.    Οι συμφωνίες που υπέγραψαν τα μέρη

(34)

Το Λουξεμβούργο υπέβαλε αντίγραφα των συμφωνιών που αντικατοπτρίζουν την εκτέλεση από την Engie των πράξεων που περιγράφονται στις φορολογικές αποφάσεις LNG:

(1)

Συμφωνία μεταβίβασης δραστηριότητας που συνήφθη μεταξύ της LNG Trading και της LNG Supply στις 30 Οκτωβρίου 2009 («συμφωνία μεταβίβασης LNG») (36), με την οποία η πρώτη συμφωνεί να μεταβιβάσει στη δεύτερη τη δραστηριότητα ΥΦΑ με τίμημα 657 εκατ. USD (37) έναντι δύο γραμματίων που εκδόθηκαν από τη LNG Supply (ως δανειολήπτρια) υπέρ της LNG Trading (ως δανείστριας) ύψους 11 000 000 USD και 646 000 000 USD αντίστοιχα (38).

(2)

Συμφωνία υποχρεωτικά μετατρέψιμου δανείου η οποία συνήφθη μεταξύ της LNG Luxembourg και της LNG Supply στις 30 Οκτωβρίου 2009 («συμφωνία ZORA LNG») (39). Βάσει της συμφωνίας αυτής, η LNG Luxembourg χορηγεί στη LNG Supply (40) δάνειο αποπληρωτέο με την έκδοση μετοχών της LNG Supply (41). Το δάνειο έχει μέγιστη διάρκεια 15 ετών, δηλαδή λήγει στις 30 Οκτωβρίου 2024 (42). Στο τέλος αυτής της περιόδου θα μετατραπεί σε μετοχές, εκτός εάν μετατραπεί σε μετοχές νωρίτερα από οποιοδήποτε από τα μέρη με τη γραπτή συγκατάθεση του άλλου μέρους (43). Η «τιμή έκδοσης» του δανείου είναι 646 εκατ. USD (44). Η τιμή μετατροπής θα ισούται με την «τιμή έκδοσης» συν τις επαυξήσεις επί του ZORA που θα έχουν συσσωρευτεί μέχρι τη μετατροπή (45). Όπως εξηγείται στο σημείο 2.2.3.6, το ZORA LNG αποτέλεσε αντικείμενο μερικής μετατροπής το 2014.

(3)

Προπληρωμένη προθεσμιακή συμφωνία αγοράς μετοχών που συνήφθη μεταξύ της LNG Holding και της LNG Luxembourg την ίδια ημερομηνία (η προθεσμιακή σύμβαση LNG) (46). Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, η LNG Holding αγοράζει όλα τα δικαιώματα της LNG Luxembourg επί των μετοχών της LNG Supply έναντι 646 εκατ. USD (47), ήτοι το ίδιο ποσό με την «τιμή έκδοσης» του ZORA LNG. Οι μετοχές της LNG Supply θα μεταβιβαστούν στη LNG Holding την ημερομηνία έκδοσής τους (48).

2.2.3.3.    Φορολογική μεταχείριση της LNG Supply

(35)

Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, όπως έγινε δεκτή από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου, το ετήσιο κέρδος το οποίο πραγματοποιεί η LNG Supply θα ισούται με περιθώριο το οποίο έχει συμφωνηθεί με τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου («περιθώριο LNG»). Ως εκ τούτου, η LNG Supply θα φορολογείται μόνο επί αυτού του περιθωρίου. Η διαφορά μεταξύ του κέρδους που πράγματι πραγματοποιείται κάθε έτος από τη LNG Supply και του περιθωρίου LNG (οι επαυξήσεις επί του ZORA) θεωρείται εκπιπτόμενη δαπάνη που συνδέεται με το ZORA LNG. (49)

(36)

Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, το περιθώριο LNG καθορίζεται σε ποσό που αντιστοιχεί σε «συνολικό καθαρό περιθώριο της τάξης του 1/[(50-100)%] επί της αξίας των ακαθάριστων στοιχείων ενεργητικού όπως παρουσιάζονται στον ισολογισμό της [LNG Supply], χωρίς ωστόσο αυτό το καθαρό περιθώριο να είναι χαμηλότερο από το [0,00-0,50]% του ετήσιου ακαθάριστου κύκλου εργασιών της επιχείρησης» (50). Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, «το περιθώριο [LNG] θα θεωρηθεί ότι είναι σύμφωνο με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού» διότι η LNG Supply δεν θα «εκτεθεί σε συναλλαγματικό κίνδυνο και/ή κίνδυνο επισφαλών απαιτήσεων» (51). Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 εξηγείται περαιτέρω ότι «το ακαθάριστο εισόδημα της [LNG Supply] […], μείον το σύνολο των λειτουργικών δαπανών και τη δαπάνη επί του ZORA, αντιστοιχεί περίπου στο περιθώριο [LNG]» (52).

(37)

Με άλλα λόγια, πριν από τη μετατροπή του ZORA, η φορολογική βάση της LNG Supply περιορίζεται στο περιθώριο LNG. Η μετατροπή δεν έχει αντίκτυπο στη φορολογική βάση της LNG Supply διότι τα ποσά των επαυξήσεων επί του ZORA αφαιρούνταν από τη LNG Supply κάθε χρόνο πριν από τη μετατροπή.

2.2.3.4.    Φορολογική μεταχείριση της LNG Luxembourg

(38)

Η αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, όπως έγινε δεκτή από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου, επιτρέπει στη LNG Luxembourg, κατά τη διάρκεια του ZORA LNG, είτε να διατηρήσει την αξία του ZORA στους λογαριασμούς της στη λογιστική αξία (53) είτε, εναλλακτικά, να αυξήσει (ή να μειώσει) την αξία του από την τιμή απόκτησης έως την αναμενόμενη τιμή εξόφλησης (54). Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια του ZORA LNG, η LNG Luxembourg μπορεί να επιλέξει να μην καταχωρίσει στους λογαριασμούς οποιαδήποτε φορολογητέα έσοδα ή εκπιπτόμενες από τον φόρο δαπάνες που συνδέονται με το ZORA. Όπως θα εξηγηθεί στην αιτιολογική σκέψη (52) κατωτέρω, η LNG Luxembourg επέλεξε να διατηρήσει την αξία του ZORA στη λογιστική του αξία.

(39)

Κατά τη μετατροπή, η LNG Luxembourg θα λάβει τις μετοχές LNG Supply, στην αξία των οποίων θα ενσωματωθεί η τιμή έκδοσης του ZORA συν οι επαυξήσεις επί του ZORA που θα έχουν συσσωρευθεί έως την ημερομηνία της μετατροπής. Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης του 2008, η μετατροπή διέπεται από το ειδικό καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 22α του κώδικα φορολογίας εισοδήματος του Λουξεμβούργου (loi modifiée du 4 décembre 1967 concernant l'impôt sur le revenu, «LIR»), εκτός εάν η LNG Supply επιλέξει να μην εφαρμόσει το καθεστώς αυτό. (55) Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η μετατροπή του δανείου σε μετοχές δεν θα επιφέρει υπεραξία για φορολογικούς σκοπούς (56). Ως εκ τούτου, οι επαυξήσεις επί του ZORA που θα ληφθούν από τη LNG Luxembourg κατά τη μετατροπή δεν θα υπόκεινται σε φόρο κατά τη μετατροπή (57).

2.2.3.5.    Φορολογική μεταχείριση της LNG Holding

(40)

Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, όπως έγινε δεκτή από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου, η LNG Holding θα καταχωρίσει στους λογαριασμούς της την πληρωμή βάσει της προθεσμιακής σύμβασης ως «πάγια χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού» (58). Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 εξηγείται ότι αυτά τα στοιχεία ενεργητικού «θα αποτιμηθούν και θα συνεχίσουν να αποτιμώνται στην τιμή κόστους» (59). Ως εκ τούτου, η LNG Holding δεν θα καταχωρίσει στους λογαριασμούς της κανένα φορολογητέο εισόδημα ούτε εκπιπτόμενη δαπάνη πριν από τη μετατροπή του ZORA και τη μεταβίβαση των νεοεκδοθεισών μετοχών LNG Supply από τη LNG Luxembourg.

(41)

Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 ζητείται επίσης επιβεβαίωση ότι «για τους σκοπούς του άρθρου 166 του LIR […] η συμμετοχή την οποία αγόρασε η [LNG Holding] βάσει της προθεσμιακής σύμβασης [LNG] θα αντιμετωπιστεί ως τέτοια από τη στιγμή της σύναψης της προθεσμιακής σύμβασης [LNG]» (60) και ότι «οποιοδήποτε εισόδημα (μερίσματα και υπεραξία) δημιουργείται ή προέρχεται από λουξεμβουργιανές εταιρείες θα απαλλάσσεται βάσει του άρθρου 166 του LIR» (61). Όπως εξηγείται στην ενότητα 2.3.2, το άρθρο 166 του LIR είναι η διάταξη του νόμου περί φορολογίας του εισοδήματος εταιρειών που διέπει την απαλλαγή των συμμετοχών στο Λουξεμβούργο. Βάσει του καθεστώτος απαλλαγής των συμμετοχών, το εισόδημα που προέρχεται από συμμετοχές σε άλλες οντότητες, όπως μετοχές, απαλλάσσεται από τον φόρο εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

(42)

Κατά συνέπεια, κάθε φορολογητέο εισόδημα που συνδέεται με την ιδιοκτησία των μετοχών LNG Supply που εκδίδονται στο πλαίσιο της μετατροπής του ZORA LNG θα απαλλάσσεται από τον φόρο στο επίπεδο της LNG Holding υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 166 του LIR.

2.2.3.6.    Η φορολογική απόφαση LNG σχετικά με τη μετατροπή

(43)

Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG σχετικά με τη μετατροπή, όπως έγινε δεκτή από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου, η Engie θα προέβαινε σε μια πρώτη μερική μετατροπή του LNG ZORA σε μετοχές για εκτιμώμενο κατά την ημερομηνία εκείνη ποσό [300-400] εκατ. USD. Την ημέρα της μετατροπής θα λαμβανόταν απόφαση για τη μείωση του ονομαστικού κεφαλαίου της LNG Supply κατά ποσό ίσο με το ποσό της μετατροπής. Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης, «[γ]ια τη [LNG Luxembourg] η μερική μετατροπή του ZORA δεν έχει φορολογικές συνέπειες» (62). «Λόγω της μείωσης του κεφαλαίου της [LNG Supply], η [LNG Holding] θα αναγνωρίσει κέρδος ίσο με τη διαφορά μεταξύ του ονομαστικού ποσού των μετοχών μετατροπής και του ποσού της μετατροπής. Το κέρδος αυτό θα είναι ορατό στα βιβλία της [LNG Holding] και καλύπτεται από την απαλλαγή των συμμετοχών» (63). Ως εκ τούτου, το κέρδος που θα έχει πραγματοποιήσει η LNG Holding κατά την ακύρωση των μετοχών λόγω της μείωσης του κεφαλαίου θα απαλλαγεί από τον φόρο. Το κέρδος αυτό αντιστοιχεί στις επαυξήσεις επί του ZORA οι οποίες ενσωματώνονται στις μετοχές της LNG Supply που λαμβάνονται από τη LNG Holding κατά τη μετατροπή.

2.2.3.7.    Εφαρμογή των φορολογικών αποφάσεων LNG

(44)

Οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο αντικατοπτρίζουν τη φορολογική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι εταιρείες που εμπλέκονται στις πράξεις που περιγράφονται στις φορολογικές αποφάσεις LNG.

2.2.3.7.1.   LNG Supply

(45)

Στους υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Supply του 2010 αναφέρεται ότι το 2009 συνήφθη «συμφωνία δανείου υποχρεωτικά μετατρέψιμου σε μετοχές μεταξύ της LNG Luxembourg και της LNG Supply» έναντι ποσού 646 εκατ. USD και για διάρκεια 15 ετών από τις 30 Οκτωβρίου 2009 (64).

(46)

Το ZORA LNG καταχωρίζεται ως υποχρέωση στον ισολογισμό και περιλαμβάνεται στη φορολογική δήλωση της LNG Supply για ποσό ίσο με το ονομαστικό ποσό του ZORA (646 εκατ. USD) από το 2009 έως το 2013 (65). Το 2014 το ποσό μειώθηκε κατά 193,8 εκατ. USD σε [300-600] εκατ. USD κατόπιν της μερικής μετατροπής που πραγματοποιήθηκε κατά το έτος αυτό (66).

(47)

Για κάθε έτος, ποσό ίσο με τις ετήσιες επαυξήσεις επί του ZORA καταχωρίζεται ως υποχρέωση της LNG Supply (67) έναντι της αντίστοιχης δαπάνης στον λογαριασμό αποτελεσμάτων (68) και έχει συνεπώς αφαιρεθεί από τη φορολογική βάση της LNG Supply. Οι συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA που έχουν δηλωθεί στις φορολογικές δηλώσεις της LNG Supply παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Η μείωση των συσσωρευθεισών επαυξήσεων επί του ZORA κατά 193,8 εκατ. EUR το 2014 οφείλεται στον αντίκτυπο της μερικής μετατροπής του ZORA LNG, που αντισταθμίζεται επίσης εν μέρει από τις πρόσθετες επαυξήσεις επί του ZORA για το έτος (69).

Πίνακας 1

Συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA που δηλώθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις της LNG Supply

 

2009

2010

2011

2012

2013

2014

2015

2016

Συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA (εκατ. USD)

10,9

46,8

165,6

[350 – 400]

[650 – 700]

[450 – 550]

0

0

(48)

Η LNG Supply φορολογείται επί του περιθωρίου LNG. Όπως απεικονίζεται στο σχήμα 2 για το έτος 2011 (70), το περιθώριο LNG υπολογίζεται ως [1/(50-100)%] του συνολικού μέσου όρου των στοιχείων ενεργητικού της εταιρείας με ένα ελάχιστο ποσοστό [0,0-0,50]% του ετήσιου ακαθάριστου κύκλου εργασιών, σύμφωνα με τη φορολογική απόφαση LNG του 2008. Το 2011 η μέση αξία των στοιχείων ενεργητικού που χρηματοδότησαν το ZORA ήταν 752 703 699 USD. Ως εκ τούτου, το περιθώριο του [1/(50-100)%] ανήλθε σε [100 000-150 000] USD. Ο καταγεγραμμένος κύκλος εργασιών ανήλθε σε 1 573 579 569 USD, συνεπώς το περιθώριο του [0,0-0,50]% επί του ποσού αυτού ήταν [3 500 000-4 000 000] USD. Το τελευταίο αυτό ποσό θεωρήθηκε η φορολογική βάση της LNG Supply για την περίοδο 2011 (71). Η LNG Supply κατέβαλε επομένως φόρο εισοδήματος εταιρειών ύψους [500 000-1 500 000] EUR (72) για το φορολογικό έτος 2011.

Σχήμα 2

Υπολογισμός της φορολογικής βάσης της LNG Supply, όπως παρουσιάζεται στο παράρτημα 3 της φορολογικής δήλωσης του 2011

Επαύξηση επί του ZORA

Το ποσό της επαύξησης επί του ZORA όπως αναφέρεται στους ετήσιους λογαριασμούς δεν συνάδει με τις εκ των προτέρων συμφωνίες τις οποίες υπέγραψαν οι φορολογικές αρχές στις 9 Σεπτεμβρίου 2008 και τον Μάρτιο του 2012.

Κατά συνέπεια, καταρτίστηκε φορολογικός ισολογισμός προκειμένου να καταχωριστεί το ορθό ποσό. Σύμφωνα με την εκ των προτέρων συμφωνία, η εταιρεία δεν φορολογείται επί του περιθωρίου (βλέπε κατωτέρω).

Υπολογισμός του περιθωρίου

Καθαρό περιθώριο 1/(50-100)%] επί της αξίας των ακαθάριστων στοιχείων ενεργητικού (δηλαδή η μέση αξία των στοιχείων ενεργητικού που χρηματοδοτούν το ZORA) με ένα ελάχιστο ποσοστό [0,0-0,5 %] του ακαθάριστου κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία (δηλαδή τα συνολικά έσοδα της εταιρείας).

Ελάχιστο περιθώριο

Σύνολο κερδών

Φόρος

Ημερομηνία έναρξης

Ημερομηνία λήξης

Ελάχιστο περιθώριο (USD)

1 573 579 569

[0,0-0,5 %]

1/1/11

31/12/2011

[3 500 000 -4 000 000 ]

Καθαρό περιθώριο της τάξης του [1/(50-100)%] επί της μέσης αξίας των στοιχείων ενεργητικού που χρηματοδοτούν το ZORA.

Ημερομηνία

Zora

 

1/1/11

692 817 329

(Βλέπε φορολογική δήλωση του 2010)

31/12/2011

812 590 069

 

Σύνολο

1 505 407 398

 

Μέσος όρος

752 703 699

 


Zora

Φόρος

Ημερομηνία έναρξης

Ημερομηνία λήξης

Περιθώριο (USD)

752 703 699

[1/(50-100)%]

1/1/11

31/12/2011

[100 000 -150 000 ]

(49)

Σύμφωνα με τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Supply του 2014, η μερική μετατροπή του ZORA LNG χωρίστηκε «σε ένα τμήμα του ονομαστικού ποσού και σε ένα τμήμα επαυξήσεων» (73). Συνεπώς, το 2014 τόσο το ονομαστικό ποσό του ZORA όσο και οι συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA μειώθηκαν κατά 193,8 εκατ. USD (74). Τον Σεπτέμβριο του 2014, η LNG Supply αύξησε το κεφάλαιό της κατά 699,9 εκατ. USD (75) με σκοπό τη μερική εξόφληση του ZORA LNG. Οι μετοχές της LNG Supply εκδόθηκαν στην ονομαστική αξία και στη συνέχεια ακυρώθηκαν μέσω μείωσης κεφαλαίου στο ονομαστικό τους ποσό (76). Αυτή η μετατροπή δεν είχε φορολογικές συνέπειες για τη LNG Supply.

(50)

Το 2015, καθώς η LNG Supply κατέγραφε ζημίες, οι επαυξήσεις επί του ZORA κατέστησαν αρνητικές κατά [650-850] εκατ. USD, με συνέπεια τη μείωση, πρώτον, των υπόλοιπων συσσωρευθεισών επαυξήσεων επί του ZORA ([450-550] USD) σε 0 USD και, δεύτερον, της εκκρεμούσας ονομαστικής αξίας του ZORA LNG σε [200-250] εκατ. USD. (77)

(51)

Το 2016, οι επαυξήσεις επί του ZORA ήταν και πάλι αρνητικές κατά [100-200] εκατ. USD, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του εκκρεμούς ποσού του ZORA LNG σε [100-200] εκατ. USD (78).

2.2.3.7.2.   LNG Luxembourg

(52)

Σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις της LNG Luxembourg, η αξία του ZORA LNG διατηρήθηκε στο ονομαστικό ποσό του (646 εκατ. USD) μέχρι τη μερική μετατροπή του το 2014 (79), σύμφωνα με τη φορολογική απόφαση LNG του 2008 (80). Η προθεσμιακή σύμβαση LNG εμφανίζεται επίσης στη φορολογική δήλωση της LNG Luxembourg ως υποχρέωση για το ίδιο ποσό (81).

(53)

Το 2014, ως αποτέλεσμα της μερικής μετατροπής, η αξία τόσο του ZORA LNG (στοιχείο ενεργητικού) όσο και της προθεσμιακής σύμβασης LNG (υποχρέωση) μειώθηκε κατά 193,8 εκατ. USD σε [300-600] εκατ. USD, χωρίς αντίκτυπο στον λογαριασμό αποτελεσμάτων (82). Η LNG Luxembourg δεν επέλεξε την εφαρμογή του άρθρου 22α του LIR.

(54)

Το 2015, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 50, η αξία του ZORA LNG μειώθηκε σε [300-600] εκατ. USD λόγω αρνητικών επαυξήσεων επί του ZORA. Ως εκ τούτου, η LNG Luxembourg μείωσε την αξία του ZORA LNG κατά το ποσό αυτό και παράλληλα μείωσε την αξία της προθεσμιακής σύμβασης LNG κατά το ίδιο ποσό (83).

(55)

Το 2016 πραγματοποιήθηκαν οι ίδιες προσαρμογές στο ZORA LNG και στην προθεσμιακή σύμβαση LNG, με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας τους σε [100-200] εκατ. USD (84).

2.2.3.7.3.   LNG Holding

(56)

Το ZORA καταχωρίζεται στους υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Holding ως χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού (85). Από το 2012, μια συμμετοχή στη LNG Supply ποσού ίσου με το ονομαστικό ποσό του ZORA LNG εμφανίζεται επίσης στη φορολογική δήλωση της LNG Holding στην κατηγορία των συμμετοχών που είναι επιλέξιμες βάσει του άρθρου 166 του LIR (86).

(57)

Σύμφωνα με τη φορολογική δήλωση και τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG του 2014, η ακύρωση των μετοχών LNG Supply, που λήφθηκαν κατόπιν της μερικής μετατροπής του ZORA LNG το 2014, παρήγαγαν υπεραξία ύψους 506,2 εκατ. USD (87), η οποία παρέμεινε στο σύνολό της αφορολόγητη κατ' εφαρμογή του καθεστώτος απαλλαγής των συμμετοχών (άρθρο 166 LIR).

(58)

Το 2015 και το 2016 η LNG Holding προέβη σε καταχώριση προσαρμογής λόγω απομείωσης επί της προθεσμιακής σύμβασης ZORA LNG η οποία αντικατόπτριζε τη μείωση της αξίας του ZORA LNG κατόπιν των αρνητικών επαυξήσεων επί του ZORA, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 50 και 51 (88). Αυτή η απομείωση αποτυπώθηκε ως έξοδο στον λογαριασμό αποτελεσμάτων της LNG Holding.

2.2.4.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ GSTM

2.2.4.1.    Οι πράξεις που περιγράφονται στις φορολογικές αποφάσεις GSTM

(59)

Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, η Engie θα εφαρμόσει παρόμοια δομή με αυτή που περιγράφεται στις φορολογικές αποφάσεις LNG: η GSTM αποκτά τις δραστηριότητες χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης και χρηματοδοτεί την απόκτηση μέσω του ZORA GSTM που χορηγείται από την EIL. Κατά τη μετατροπή (89), η GSTM εκδίδει μετοχές («μετοχές GSTM») οι οποίες ενσωματώνουν το ονομαστικό ποσό του ZORA συν/πλην τις επαυξήσεις επί του ZORA. Με τη σειρά της, η EIL χρηματοδοτεί την επένδυση στο ZORA GSTM μέσω της προθεσμιακής σύμβασης GSTM που συνήφθη με τη CEF. Βάσει της σύμβασης αυτής, η EIL θα συμφωνήσει να μεταβιβάσει στη CEF τις μετοχές GSTM. Το τίμημα για τις μετοχές GSTM αντιστοιχεί στο ονομαστικό ποσό του ZORA GSTM (90).

(60)

Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2012 περιέχεται ανάλυση της φορολογικής θέσης του ίδιου ZORA, η οποία είναι σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη που περιέχεται στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, με τη διαφορά ότι σε αυτή την απόφαση προβλέπεται, μεταξύ άλλων, πιθανή μελλοντική αύξηση του ποσού του ZORA GSTM (91).

2.2.4.2.    Οι συμφωνίες που υπέγραψαν τα μέρη

(61)

Το Λουξεμβούργο υπέβαλε αντίγραφα των εγγράφων και των συμφωνιών που αντικατοπτρίζουν την εκτέλεση από την Engie των πράξεων που περιγράφονται στις φορολογικές αποφάσεις GSTM:

(1)

Έγγραφο με τίτλο «Πρόταση μεταβίβασης κλάδου δραστηριότητας» που κατατέθηκε στο μητρώο εμπορίου και εταιρειών του Λουξεμβούργου στις 13 Μαΐου 2011 («πρόταση μεταβίβασης GSTM») (92). Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, η CEF προτείνει να μεταβιβάσει στην GSTM τις δραστηριότητες χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης έναντι ποσού 1 036 912 506,84 EUR. Σύμφωνα με την πρόταση μεταβίβασης GSTM, η CEF μεταβιβάζει τον κλάδο δραστηριότητας έναντι γραμματίου από την GSTM (93).

(2)

Δύο συμφωνίες υποχρεωτικά μετατρέψιμου δανείου που συνήφθησαν μεταξύ της EIL και της GSTM, με ημερομηνίες 17 Ιουνίου 2011 και 30 Ιουνίου 2014 («συμφωνίες ZORA GSTM», εφεξής καλούμενες, από κοινού με τη συμφωνία LNG ZORA, οι «συμφωνίες ZORA») (94), οι οποίες έχουν ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο (95). Βάσει των συμφωνιών ZORA GSTM, η EIL χορηγεί στην GSTM δάνειο (96) το οποίο εξοφλείται με την έκδοση μετοχών της GSTM (97). Το δάνειο λήγει στις 17 Ιουνίου 2016 (98). Στο τέλος αυτής της περιόδου θα μετατραπεί σε μετοχές, εκτός εάν μετατραπεί σε μετοχές νωρίτερα από οποιοδήποτε από τα μέρη με τη γραπτή συγκατάθεση του άλλου μέρους (99). Η «τιμή έκδοσης» του δανείου είναι 1 036 912 507 EUR (100). Η τιμή μετατροπής θα ισούται με την «τιμή έκδοσης» συν τις επαυξήσεις επί του ZORA που θα έχουν συσσωρευτεί μέχρι τη μετατροπή (101).

(3)

Προπληρωμένη προθεσμιακή συμφωνία αγοράς μετοχών που συνήφθη μεταξύ της CEF και της EIL στις 17ης Ιουνίου 2011 (η προθεσμιακή σύμβαση GSTM) (102). Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, η CEF αγοράζει όλα τα δικαιώματα της EIL επί των μετοχών GSTM έναντι τιμήματος ίσου με την «τιμή έκδοσης» του ZORA GSTM (103). Οι μετοχές της GSTM θα μεταβιβαστούν στη CEF την ημερομηνία έκδοσής τους (104).

2.2.4.3.    Φορολογική μεταχείριση της GSTM

(62)

Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, όπως έγινε δεκτή από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου, το ετήσιο φορολογητέο κέρδος της GSTM ισούται με το περιθώριο που έχει συμφωνηθεί με τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου («περιθώριο GSTM»). Ως εκ τούτου, η GSTM θα φορολογηθεί μόνο επί του περιθωρίου αυτού. Η διαφορά μεταξύ του κέρδους που πράγματι πραγματοποιείται από την GSTM και του περιθωρίου GSTM (οι επαυξήσεις επί του ZORA) θα θεωρείται εκπιπτόμενη δαπάνη που συνδέεται με το ZORA GSTM (105).

(63)

Το περιθώριο GSTM καθορίζεται στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010 ως ποσό που αντιστοιχεί σε «συνολικό καθαρό περιθώριο της τάξης του [1/(50-100)%] επί της αρχικής αξίας του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού του, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων του ενεργητικού που χρηματοδοτούνται με κανονικά δάνεια» (106). Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, το περιθώριο GSTM θεωρείται σύμφωνο με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού (107).

(64)

Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2012 προβλέπεται τροποποίηση του περιθωρίου GSTM. Αναφέρεται ότι το ποσό του «θα καθοριστεί σε μελλοντική επιστολή APA συνοδευόμενη από έκθεση ενδοομιλικής τιμολόγησης» (108). Σύμφωνα με τους υποχρεωτικούς οικονομικούς λογαριασμούς της GSTM του 2011 (109), η αλλαγή στο περιθώριο GSTM από την 1η Ιανουαρίου 2012 οφειλόταν στην έναρξη ισχύος της διοικητικής εγκυκλίου της 28ης Ιανουαρίου 2011 σχετικά με τις δραστηριότητες ενδοομιλικής χρηματοδότησης («εγκύκλιος 164/2») (110). Η εν λόγω εγκύκλιος απαιτούσε την υποβολή μελετών ενδοομιλικής τιμολόγησης σε σχέση με κάθε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης με την οποία ζητείται η έγκριση των τιμών μεταβίβασης για πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης (όπως το περιθώριο GSTM) (111). Ως εκ τούτου, ο φοροτεχνικός σύμβουλος υπέβαλε, με επιστολές της 11ης Ιουλίου 2012 και της 11ης Νοεμβρίου 2013, δύο αιτήσεις έκδοσης φορολογικής απόφασης συνοδευόμενες από μελέτες ενδοομιλικής τιμολόγησης σχετικά με τον καθορισμό του περιθωρίου GSTM (112). Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, αυτές οι αιτήσεις έκδοσης φορολογικής απόφασης τύπου «tax ruling» δεν εγκρίθηκαν από τη φορολογική του διοίκηση. Με άλλα λόγια, η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου δεν έχει εκδώσει φορολογική απόφαση η οποία να επιβεβαιώνει την αξία του περιθωρίου GSTM που προτείνεται από τον φοροτεχνικό σύμβολο της Engie στις επιστολές της 11ης Ιουλίου 2012 και της 11ης Νοεμβρίου 2013 (113).

(65)

Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010 αναφέρεται επίσης ότι «στην απίθανη περίπτωση που η λογιστική μεταχείριση δεν συνάδει πλήρως με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία ZORA, τα επακόλουθα κέρδη ή ζημίες που αποτυπώνονται στους ετήσιους λογαριασμούς δεν θα επηρεάσουν τη φορολογική θέση που περιγράφεται ανωτέρω» (114).

(66)

Εν κατακλείδι, πριν από τη μετατροπή του ZORA GSTM, η φορολογική βάση της GSTM περιορίζεται στο περιθώριο GSTM. Η μετατροπή του ZORA GSTM δεν έχει επίπτωση στη φορολογική βάση της GSTM.

2.2.4.4.    Φορολογική μεταχείριση της EIL

(67)

Η φορολογική μεταχείριση της οποίας έτυχε η EIL είναι παρόμοια με αυτή που περιγράφεται για τη LNG Luxembourg (115) και βασίζεται σε πανομοιότυπες συμφωνίες (116). Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια του ZORA GSTM, η EIL μπορεί να επιλέξει να μην καταχωρίσει στους λογαριασμούς οποιαδήποτε φορολογητέα έσοδα ή εκπιπτόμενες από τον φόρο δαπάνες. Κατά τη μετατροπή, εάν η EIL επιλέξει να εφαρμόσει το ειδικό καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 22α του LIR, δεν θα αναγνωρίσει κανένα εισόδημα (117) και, συνεπώς, δεν θα οφείλεται φόρος εισοδήματος εταιρειών (118). Όπως θα εξηγηθεί στην αιτιολογική σκέψη (76), η EIL επέλεξε να διατηρήσει την αξία του ZORA GSTM στη λογιστική αξία.

2.2.4.5.    Φορολογική μεταχείριση της CEF

(68)

Η φορολογική μεταχείριση της οποίας έτυχε η CEF είναι παρόμοια με αυτή που περιγράφεται για τη LNG Holding (119). Συνεπώς, η CEF δεν θα καταχωρίσει στους λογαριασμούς της φορολογητέο εισόδημα ή εκπιπτόμενες δαπάνες πριν από τη μετατροπή του ZORA (120).

(69)

Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010 ζητείται επίσης επιβεβαίωση ότι «η συμμετοχή την οποία αγόρασε η CEF βάσει της προθεσμιακής σύμβασης θα αντιμετωπιστεί ως άμεση συμμετοχή στο κεφάλαιο της GSTM από τη στιγμή της σύναψης της προθεσμιακής σύμβασης για τους σκοπούς του άρθρου 166 του LIR» (121). Κατά συνέπεια, κάθε φορολογητέο εισόδημα που συνδέεται με την ιδιοκτησία των μετοχών της GSTM θα απαλλάσσεται από τον φόρο στο επίπεδο της CEF υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 166 του LIR.

2.2.4.6.    Εφαρμογή των φορολογικών αποφάσεων GSTM

(70)

Οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο αντικατοπτρίζουν τη φορολογική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι εταιρείες που εμπλέκονται στις πράξεις που περιγράφονται στις φορολογικές αποφάσεις GSTM.

2.2.4.6.1.   GSTM

(71)

Στους υποχρεωτικούς λογαριασμούς της GSTM του 2012 αναφέρεται ότι η EIL «χορήγησε στην [GSTM] υποχρεωτικά μετατρέψιμο δάνειο ύψους 1 036 912 506,84 EUR και διάρκειας 15 ετών από τις 17 Ιουνίου 2011 » (122).

(72)

Το ZORA GSTM καταχωρίζεται ως υποχρέωση στον ισολογισμό που περιλαμβάνεται στις φορολογικές δηλώσεις της GSTM για ποσό ίσο με το ονομαστικό ποσό του ZORA (1 036 912 506,84 EUR). Το ποσό αυτό δεν αλλάζει με την πάροδο των ετών (123).

(73)

Για κάθε έτος, ποσό ίσο με τις ετήσιες επαυξήσεις επί του ZORA έχει καταχωριστεί ως υποχρέωση της GSTM (124) έναντι της αντίστοιχης δαπάνης στον λογαριασμό αποτελεσμάτων (125) και έχει συνεπώς αφαιρεθεί από τη φορολογική βάση της GSTM Supply. Οι συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA που δηλώθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις της GSTM για την περίοδο 2011 έως 2015 παρουσιάζονται στον πίνακα 2 κατωτέρω.

Πίνακας 2

Συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA που δηλώθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις της GSTM

 

2011

2012

2013

2014

2015

2016

Συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA (εκατ. EUR)

44,9

[100-150]

[300-350]

[450 – 500]

[600 – 650]

[600-900]

(74)

Σύμφωνα με τη φορολογική απόφαση GSTM του 2010, η GSTM φορολογείται επί του περιθωρίου GSTM. Στο σχήμα 3 κατωτέρω απεικονίζεται ο καθορισμός του περιθωρίου GSTM για το έτος 2011 (126). Τα «καθαρά κέρδη προ φόρων και επαυξήσεων επί του ZORA» ανέρχονταν σε 45 522 581 EUR. Η φορολογική βάση της GSTM υπολογίζεται ως [1/(50-100)%] του συνολικού μέσου όρου των στοιχείων ενεργητικού της εταιρείας για την περίοδο 2011, που ανερχόταν σε 3,7 δισεκατ. EUR. Το φορολογητέο κέρδος της GSTM στη βάση αυτή ανέρχεται σε [500 000-600 000] EUR (στο οποίο προστίθεται ποσό που χαρακτηρίζεται ως «αμοιβή κεφαλαίου» και ανέρχεται σε [6 000-11 000] EUR). Η διαφορά μεταξύ του ποσού αυτού και «των καθαρών κερδών προ φόρων και επαύξησης επί του ZORA» είναι το ποσό των 44,9 εκατ. EUR, το οποίο δηλώθηκε στη φορολογική δήλωση ως η εκπιπτόμενη επαύξηση επί του ZORA.

Σχήμα 3

Ο υπολογισμός της φορολογικής βάσης της GSTM για το έτος 2011, όπως αναλύεται στο παράρτημα 3 της φορολογικής δήλωσης της GSTM του 2011

Σύνολο στοιχείων ενεργητικού

Από

Έως

Αριθ. ημερών

Μέσος όρος (*1)

8 691 871 776

2.5.2011

31.12.2011

244

3 729 884 433

 

Σύνολο χρεών που χρηματοδοτούν στοιχεία ενεργητικού

3 729 202 241

Καθαρά κέρδη προ φόρων και επαύξησης επί του ZORA

[45 000 000 -50 000 000 ]

Καθαρά κέρδη προ φόρων και επαύξησης επί του ZORA που συνδέονται με το κεφάλαιο

8 326

Καθαρά κέρδη προ φόρων και επαύξησης επί του ZORA που συνδέονται με χρέη που χρηματοδοτούν στοιχεία ενεργητικού

[45 000 000 -50 000 000 ]

Σύνολο

[45 000 000 -50 000 000 ]

Περιθώριο [1/(50-100)%]

[550 000 -600 000 ]

Απόδοση κεφαλαίου

 

Αμοιβή των χρεών που χρηματοδοτούν στοιχεία ενεργητικού (περιθώριο [1/(50-100)%])

[550 000 -600 000 ]

Συνολικό καθαρό περιθώριο

[550 000 -600 000 ]

Το περιθώριο έχει ήδη καταχωριστεί στους ετήσιους λογαριασμούς, οπότε δεν χρειάζεται προσαρμογή.

Υπολογισμός φορολογητέου ποσού

EUR

Αποτελέσματα χρήσης

420 802

Προστίθενται: φόροι

[150 000 -200 000 ]

Φορολογητέο ποσό

[550 000 -600 000 ]

Φόρος εισοδήματος εταιρειών

[100 000 -150 000 ]

(75)

Από τις φορολογικές δηλώσεις της GSTM προκύπτει ότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω (127), το περιθώριο GSTM μεταβλήθηκε μετά το 2011. Όπως απεικονίζεται στο σχήμα 4 για τα έτη 2012 και 2013, το περιθώριο GSTM δεν ορίζεται στο [1/(50-100)%] της αξίας των στοιχείων ενεργητικού, όπως αρχικά προβλεπόταν στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2018, αλλά σε [0-1 %] της αξίας των χρεών που χρηματοδοτούν τα στοιχεία ενεργητικού (128). Το 2014 το περιθώριο GSTM ορίστηκε σε [0-1 %] του συνολικού ποσού των δανείων και απαιτήσεων. Από τις φορολογικές δηλώσεις προκύπτει ότι το περιθώριο GSTM για τα έτη αυτά υπολογίστηκε σε συνάρτηση με τις αιτήσεις έκδοσης φορολογικής απόφασης της 11ης Ιουλίου 2012 και της 11ης Νοεμβρίου 2013 (129) οι οποίες, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (64) ουδέποτε έγιναν δεκτές από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου.

Σχήμα 4

Ο υπολογισμός της φορολογικής βάσης της GSTM σε συνάρτηση με τις αιτήσεις έκδοσης φορολογικής απόφασης του 2010 και του 2012 που επισυνάπτονται στο παράρτημα 3 της φορολογικής δήλωσης της GSTM του 2012

Παραρτήματα της Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial [δήλωση φόρου εισοδήματος εταιρειών και δημοτικού επιχειρηματικού φόρου] για το 2012 και της δήλωσης προσωπικών περιουσιακών στοιχείων της 1ης Ιανουαρίου 2013 στο όνομα της:

GDF SUEZ Treasury Management S.à r.l tax No 2011 2416 545

Παράρτημα 3

STAW/NGOK

Επεξηγηματικές σημειώσεις

Γενικές παρατηρήσεις

Γίνεται αναφορά στις επιστολές του φοροτεχνικού συμβούλου της 9ης Φεβρουαρίου 2010 και της 15ης Ιουνίου 2012.

Περιθώριο επί της δραστηριότητας χρηματοδότησης

Γίνεται αναφορά στις συμφωνίες προκαθορισμένων τιμών του φοροτεχνικού συμβούλου της 11ης Ιουλίου 2012 και της 11ης Νοεμβρίου 2013 («APA»).

Το περιθώριο επί της δραστηριότητας χρηματοδότησης υπολογίζεται ως εξής:

Μέσο ποσό χρεών που χρηματοδοτούν τα στοιχεία ενεργητικού (*)

από

έως

ημέρες

% (**)

περιθώριο

[9 000 000 000 -10 000 000 000 ]

1.1.2012

31.12.2012

366

4,2 μονάδες βάσης

[3 000 000 -4 000 000 ]

Σύνολο

 

 

366

 

 

Απόδοση του επιχειρηματικού κεφαλαίου

Μέσο κεφάλαιο

από

έως

ημέρες

Απόδοση του επιχειρηματικού κεφαλαίου

[2 000 000 -3 000 000 ]

1.1.2012

31.12.2012

366

[20 000 -30 000 ]

Σύνολο

 

 

366

 

Υπολογισμός της επαύξησης επί του ZORA

Καθαρά κέρδη προ φόρων και επαύξησης επί του ZORA

[100 000 000 -150 000 000 ]

Μείον: απόδοση κεφαλαίου

[20 000 -30 000 ]

Μείον: ελάχιστο περιθώριο

[3 000 000 -4 000 000 ]

Επαύξηση επί του ZORA

[100 000 000 -150 000 000 ]

Το ποσό της επαύξησης επί του ZORA, όπως αναφέρεται στους λογαριασμούς, δεν συνάδει με τις APA (μη επαρκές). Κατά συνέπεια, πραγματοποιήθηκε προσαρμογή [40 000 -50 000 ] EUR στον φορολογικό ισολογισμό και στον λογαριασμό αποτελεσμάτων, και η προσαρμογή αυτή θα καταχωριστεί στους εμπορικούς λογαριασμούς του 2013.

(*)

Υπολογιζόμενο σε μηνιαία βάση

(**)

Παραπέμπουμε στη μελέτη μεταβιβαστικής τιμολόγησης όπως προβλέπεται στις APA

2.2.4.6.2.   EIL

(76)

Η αξία του ZORA GSTM στα βιβλία της EIL διατηρήθηκε στο ονομαστικό ποσό, ήτοι 1 036 912 507 EUR (130), σύμφωνα με την επιλογή που παρασχέθηκε με τις φορολογικές αποφάσεις GSTM (131).

2.2.4.6.3.   CEF

(77)

Τέλος, στις φορολογικές δηλώσεις της CEF, στην κατηγορία των συμμετοχών που είναι επιλέξιμες βάσει του άρθρου 166, εμφανίζεται επίσης συμμετοχή στην GSTM ποσού ίσου με το ονομαστικό ποσό του ZORA GSTM (132).

2.3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

2.3.1.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ

(78)

Οι συνήθεις κανόνες της φορολόγησης εταιρειών στο Λουξεμβούργο διατυπώνονται στον LIR. Σύμφωνα με το άρθρο 159 του LIR, οι εταιρείες φορολογικοί κάτοικοι Λουξεμβούργου φορολογούνται επί του συνόλου των κερδών τους (133). Το άρθρο 163 του LIR προβλέπει ότι ο φόρος εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου εφαρμόζεται στα φορολογητέα κέρδη ενός φορολογουμένου εντός δεδομένου έτους (134). Πριν από το 2013, όλες οι εταιρείες που υπόκειντο σε φόρο στο Λουξεμβούργο φορολογούνταν επί των φορολογητέων κερδών τους με πάγιο φορολογικό συντελεστή 28,80 % (135). Από το 2013, ο πάγιος φορολογικός συντελεστής είναι 29,22 %.

(79)

Το άρθρο 18 παράγραφος 1 του LIR καθορίζει τη μέθοδο για τον προσδιορισμό του ετήσιου κέρδους φορολογούμενης εταιρείας: «Το κέρδος ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού ενεργητικού στο τέλος και του καθαρού ενεργητικού στην αρχή της περιόδου αναφοράς, επαυξημένη κατά τις αναλήψεις για προσωπική χρήση και μειωμένη κατά τις πρόσθετες συνεισφορές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς».

(80)

Στο άρθρο 23 του LIR εξηγείται ότι η αξία του καθαρού ενεργητικού θα πρέπει να προσδιορίζεται με βάση λογιστικούς κανόνες και αρχές (136).

(81)

Στο άρθρο 40 του LIR θεσπίζεται η αρχή της σύνδεσης του φορολογικού ισολογισμού με τον εμπορικό ισολογισμό («accrochement du bilan fiscal au bilan commercial»). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο φορολογικός ισολογισμός –που καθορίζει την ετήσια φορολογική βάση– θα πρέπει να αντιστοιχεί στον εμπορικό ισολογισμό εκτός εάν ισχύει ειδικός φορολογικός κανόνας που απαιτεί τη χρήση διαφορετικής αξίας. (137)

2.3.2.   ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ Η ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΝΕΜΟΜΕΝΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

(82)

Σύμφωνα με το άρθρο 97 παράγραφος 1 του LIR, στα έσοδα που προκύπτουν από επενδύσεις περιλαμβάνονται τα μερίσματα, οι συμμετοχές στα κέρδη και κάθε άλλο διανεμόμενο κέρδος βάσει μετοχών ή άλλων συμμετοχών σε εταιρείες (138).

(83)

Όσον αφορά τη φορολόγηση των μερισμάτων και άλλου εισοδήματος που προκύπτει από συμμετοχές, το άρθρο 166 του LIR καθιερώνει στο Λουξεμβούργο το λεγόμενο «καθεστώς απαλλαγής των συμμετοχών». Το καθεστώς αυτό προβλέπει την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών, την παρακράτηση φόρου και τον φόρο επί της καθαρής περιουσίας για εισοδήματα που προκύπτουν από συμμετοχές σε οντότητες οι οποίες πληρούν ορισμένα κριτήρια. Στη γνωμοδότησή του επί του νομοσχεδίου που ενσωματώνει την ανωτέρω διάταξη στον LIR, το Συμβούλιο Επικρατείας του Λουξεμβούργου αναφέρει ότι το καθεστώς αυτό κρίνεται σκόπιμο για την αποφυγή της τριπλής φορολόγησης για λόγους φορολογικής δικαιοσύνης και οικονομικής τάξης (139).

(84)

Στο άρθρο 166 παράγραφος 2 παρατίθενται οι οντότητες που μπορούν να επωφεληθούν από την απαλλαγή των συμμετοχών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανώνυμες εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (όπως «société anonyme» και «société à responsabilité limitée») και οι εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου (140).

(85)

Για την εφαρμογή της απαλλαγής, πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις: πρώτον, οι οντότητες πρέπει να κατέχουν ή να δεσμεύονται να κατέχουν τη συμμετοχή για αδιάλειπτη περίοδο τουλάχιστον 12 μηνών· δεύτερον, η συμμετοχή δεν πρέπει να είναι κατώτερη είτε του 10 % του κεφαλαίου της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή είτε τιμής κτήσης ύψους 1,2 εκατ. EUR (141).

(86)

Εφόσον πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις, το εισόδημα που προέρχεται από τη συμμετοχή (μερίσματα, υπεραξία ή κάθε άλλο εισόδημα που προέρχεται από τη συμμετοχή) απαλλάσσεται πλήρως από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου. Δυνάμει του άρθρου 166 παράγραφος 9 του LIR και του Règlement grand-ducal du 21 décembre 2001 («διάταγμα της 21ης Δεκεμβρίου 2001») (142), η απαλλαγή των συμμετοχών ισχύει επίσης για την υπεραξία (revenus dégagés par la cession de la participation) (143).

(87)

Η φορολόγηση των κερδών που διανέμονται στο επίπεδο της διανέμουσας οντότητας διέπεται από το άρθρο 164 του LIR. Το άρθρο 164 παράγραφος 1 του LIR προβλέπει ότι για τον προσδιορισμό της φορολογικής βάσης δεν έχει σημασία αν τα κέρδη έχουν διανεμηθεί ή όχι (144). Το άρθρο 164 παράγραφος 2 του LIR εξηγεί τι θα πρέπει να νοείται ως «διανομή» για τους σκοπούς του άρθρου 164 παράγραφος 1 του LIR και εντάσσει σε αυτή την κατηγορία κάθε είδους διανομή στους μετόχους και στους κατόχους πιστοποιητικών συμμετοχής, ιδρυτικών τίτλων, μετοχών επικαρπίας ή οποιουδήποτε άλλου τίτλου, περιλαμβανομένων των ομολόγων μεταβλητής απόδοσης (145).

2.3.3.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ

(88)

Η γενική αρχή που διέπει τη μετατροπή στοιχείων ενεργητικού ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 5 του LIR, σύμφωνα με το οποίο μια ανταλλαγή στοιχείων ενεργητικού θα πρέπει να θεωρείται ως πώληση του δεδομένου στοιχείου, ακολουθούμενη από την απόκτηση του στοιχείου που αποκτάται σε αντάλλαγμα έναντι τιμήματος που αντιστοιχεί στην εκτιμώμενη αξία εκποίησης (146), δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ενδεχόμενη φορολογητέα υπεραξία.

(89)

Ως εξαίρεση σε αυτόν τον γενικό κανόνα, το άρθρο 22α παράγραφος 2 αριθμός 1 του LIR ορίζει ότι η μετατροπή ενός δανείου στο μετοχικό κεφάλαιο του δανειστή δεν οδηγεί σε πραγματοποίηση υπεραξίας για σκοπούς φόρου εισοδήματος εταιρειών. Η ίδια διάταξη προβλέπει ότι η εξαίρεση αυτή δεν καλύπτει τους τόκους επί του δανείου που αντιστοιχούν στο έτος της μετατροπής έως την ημερομηνία της ανταλλαγής (147).

2.3.4.   ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΩΝ

(90)

Το άρθρο 6 του νόμου του Λουξεμβούργου περί φορολογικής προσαρμογής ή Steueranpassungsgesetz («StAnpG») απαγορεύει τη φοροδιαφυγή ή τη μείωση των φόρων μέσω της καταχρηστικής χρήσης μορφών ή δομών που είναι νόμιμες στο πλαίσιο του αστικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του StAnpG, εάν η νομική μορφή ή η δομή που περιβάλλει μια πράξη δεν είναι κατάλληλη όσον αφορά την ουσία της, ο φόρος θα πρέπει να αξιολογείται σύμφωνα με την ουσία της πράξης, ωσάν να είχε συναφθεί υπό την κατάλληλη νομική μορφή. (148)

3.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(91)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική γνώμη ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των φορολογικών αποφάσεων φαινόταν να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των μέτρων αυτών με την εσωτερική αγορά.

(92)

Ειδικότερα, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε τις ακόλουθες αμφιβολίες:

(1)

αν οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου ορθώς επέτρεψαν την έκπτωση των επαυξήσεων επί του ZORA και αν τα ZORA ήταν σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού·

(2)

σε περίπτωση που οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου ορθώς επέτρεψαν την έκπτωση των επαυξήσεων επί του ZORA, πρώτον αν οι εν λόγω αρχές ορθώς δέχθηκαν την εφαρμογή του άρθρου 22α του LIR· και δεύτερον, αν η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του φορολογητέου κέρδους της GSTM και της LNG Supply ήταν σύμφωνη με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού·

(3)

αν το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δυνατότητας έκπτωσης των δαπανών (επαυξήσεις επί του ZORA) στο επίπεδο της LNG Supply και της GSTM και της μη φορολόγησης του αντίστοιχου εισοδήματος στο επίπεδο της EIL και της LNG Luxembourg παρεκκλίνει από τον γενικό σκοπό του φορολογικού συστήματος του Λουξεμβούργου, παρέχοντας έτσι επιλεκτικό πλεονέκτημα στις εταιρείες χαρτοφυλακίου LNG Holding και CEF.

(93)

Στο πλαίσιο της πρώτης αμφιβολίας, η Επιτροπή αμφισβήτησε την έκπτωση των επαυξήσεων επί του ZORA (149). Η Επιτροπή αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό των επαυξήσεων επί του ZORA ως τόκο κατά την έννοια του άρθρου 109 του LIR και, συνεπώς, τη δυνατότητα έκπτωσής τους. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επαυξήσεις επί του ZORA θα έπρεπε να έχουν θεωρηθεί διανεμόμενα κέρδη σύμφωνα με το άρθρο 164 παράγραφοι 1 και 2 του LIR και, συνεπώς, δεν θα έπρεπε να έχει επιτραπεί η έκπτωση. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης την υποψία ότι επιτρέποντας την έκπτωση των επαυξήσεων επί του ZORA, το Λουξεμβούργο εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 164 παράγραφος 3 του LIR. Η διάταξη αυτή επιβάλλει τη συμπερίληψη στη φορολογική βάση μιας εταιρείας, ως διανομή κρυφών κερδών, κάθε ποσό που καταβάλλεται στους μετόχους της το οποίο δεν είναι σύμφωνο με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν μια ανεξάρτητη εταιρεία που διαπραγματεύεται σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού θα είχε χορηγήσει δάνειο στη LNG Supply και στην GSTM υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπουν τα ZORA.

(94)

Σε περίπτωση που οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου ορθώς επέτρεψαν την έκπτωση των επαυξήσεων επί του ZORA, η Επιτροπή εξέφρασε μια δεύτερη αμφιβολία που μπορεί να χωριστεί σε δύο σκέλη:

(1)

Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η Επιτροπή αμφισβήτησε την εφαρμογή του άρθρου 22α του LIR σύμφωνα με το οποίο δεν οφείλεται φόρος εισοδήματος εταιρειών κατά τη μετατροπή του ZORA σε μετοχές (150). Εάν οι επαυξήσεις επί του ZORA θεωρούνταν εκπιπτόμενοι χρεωστικοί τόκοι, κάτι που η Επιτροπή αμφισβήτησε στο πλαίσιο της πρώτης αμφιβολίας, θα έπρεπε να έχουν φορολογηθεί ως εισόδημα στο επίπεδο της EIL και της LNG Luxembourg ή στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου και δεν θα έπρεπε να έχουν τύχει απαλλαγής βάσει του άρθρου 22α του LIR.

(2)

Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών της LNG Supply και της GSTM –ένα φορολογητέο περιθώριο που δεν βασίζεται σε καμία οικονομική ανάλυση– και τη συμμόρφωση της μεθόδου αυτή με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού (151).

(95)

Τέλος, η τρίτη αμφιβολία βασίστηκε στο συνδυασμένο αποτέλεσμα της δυνατότητας έκπτωσης των επαυξήσεων επί του ZORA στο επίπεδο των θυγατρικών και της μη φορολόγησης του αντίστοιχου εισοδήματος στο επίπεδο της EIL και της LNG Luxembourg λόγω της εφαρμογής του άρθρου 22α του LIR (152). Συνδυάζοντας τα δύο αποτελέσματα, το Λουξεμβούργο ενέκρινε στην πραγματικότητα τη μη φορολόγηση σημαντικού μέρους των κερδών που αποκομίστηκαν από τις δραστηριότητες της GSTM και της LNG Supply στο Λουξεμβούργο. Η Επιτροπή αμφισβήτησε το κατά πόσον το αποτέλεσμα αυτό παρεκκλίνει από τον σκοπό του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 163 του LIR, συνίσταται στη φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (153).

(96)

Στο πλαίσιο της τρίτης αυτής αμφιβολίας, η Επιτροπή διατύπωσε επίσης αμφιβολίες για το αν η φορολογική μεταχείριση που εγκρίθηκε με τις φορολογικές αποφάσεις θα μπορούσε να συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR, σκοπός του οποίου είναι η εξάλειψη της οικονομικής διπλής φορολόγησης του ίδιου κέρδους. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι η CEF και η LNG Holding φαίνεται να επικαλέστηκαν την εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR για την απαλλαγή των κερδών που δεν είχαν φορολογηθεί στο επίπεδο της GSTM και της LNG Supply (154).

(97)

Η Επιτροπή ανέφερε ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις παρείχαν κατά τα φαινόμενα επιλεκτικό πλεονέκτημα όχι μόνο στις εταιρείες χαρτοφυλακίου CEF και LNG Holding, αλλά και στον όμιλο Engie συνολικά (155).

(98)

Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης την προκαταρκτική άποψη ότι το αποτέλεσμα των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» μπορεί να παρεξέκλινε από τις διατάξεις της λουξεμβουργιανής νομοθεσίας που αφορούν την κατάχρηση δικαίου στον φορολογικό τομέα (άρθρα 5 και 6 του StAnpG) (156).

(99)

Σε συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 2007 και στην επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017, κατόπιν της υποβολής πρόσθετων πληροφοριών από το Λουξεμβούργο και την Engie, η Επιτροπή ανέπτυξε περαιτέρω ορισμένες πτυχές της εκτίμησής της όσον αφορά την υπόθεση. Η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 109 παράγραφος 1 του LIR δεν έχει εφαρμογή σε εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του λουξεμβουργιανού δικαίου και/ή σε εταιρείες που φορολογούνται στο Λουξεμβούργο. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι το άρθρο 22α του LIR αποτελεί προαιρετικό καθεστώς και ότι οι εταιρείες που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση δεν έχουν επιλέξει μέχρι σήμερα την εφαρμογή του. Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε ότι, σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις βασίζονται στο γενικό καθεστώς φορολογίας των εταιρειών («se fondent sur le régime général d'imposition sur les sociétés») (157) και ειδικότερα στην αρχή της σύνδεσης του φορολογικού ισολογισμού με τον εμπορικό ισολογισμό («le principe de l'accrochement du bilan fiscal au bilan commercial») (158). Εν προκειμένω, και όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας (159), το εφαρμοστέο σύστημα αναφοράς θα μπορούσε να είναι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών, σκοπός του οποίου είναι η φορολόγηση των κερδών εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στο Λουξεμβούργο.

(100)

Επιπλέον, η Επιτροπή εξήγησε στην επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017, όσον αφορά το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στον όμιλο Engie (160), ότι δεδομένου ότι σκοπός του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών είναι η καταρχήν συμπερίληψη στη φορολογική βάση όλων των κερδών που καταχωρίζονται στους λογαριασμούς της εταιρείας, οι πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ εταιρειών που φορολογούνται στο Λουξεμβούργο δεν θα πρέπει να έχουν αντίκτυπο στο άθροισμα των φορολογικών βάσεων των οντοτήτων αυτών ή, με άλλα λόγια, στη συνδυασμένη φορολογική τους βάση. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις οδήγησαν σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης της Engie στο Λουξεμβούργο (σκεπτικό σε επίπεδο ομίλου).

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ

(101)

Το Λουξεμβούργο υπενθυμίζει καταρχήν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 114 της Συνθήκης, οι φορολογικές διατάξεις αποτελούν αρμοδιότητα των κρατών μελών. Μόνο εάν μια φορολογική διάταξη παραβιάζει το άρθρο 107 της Συνθήκης μπορεί η Επιτροπή να προβεί σε εκτίμησή της.

(102)

Δεύτερον, το Λουξεμβούργο αμφισβητεί την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, βάσει των ακόλουθων λόγων.

4.1.   ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΟ

(103)

Πρώτον, σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, το άρθρο 109 του LIR έχει εφαρμογή μόνο σε φυσικά πρόσωπα και όχι σε εταιρείες.

(104)

Δεύτερον, το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι τα ZORA αποτελούν, από τη σκοπιά της λουξεμβουργιανής φορολογίας, χρεωστικό μέσο· ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με συμμετοχές ιδίων κεφαλαίων (161). Αυτός ο χαρακτηρισμός αιτιολογείται κατά κύριο λόγο από την απουσία συνδεδεμένων δικαιωμάτων ψήφου, δικαιωμάτων διαχείρισης, μερισμάτων ή μερισμάτων εκκαθάρισης, την υποχρέωση εξόφλησης σε καθορισμένη ημερομηνία, την απουσία συμβολαιογραφικής πράξης που να αναγνωρίζει αύξηση κεφαλαίου και τη νομική μορφή της σύμβασης. Επιπλέον, το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι τα ZORA δεν είναι τίτλος που παρέχει δικαίωμα σε μερίσματα επί των ετήσιων κερδών ή σε μερίσματα εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη του Λουξεμβούργου, το άρθρο 164 παράγραφος 1 και το άρθρο 164 παράγραφος 2 του LIR δεν έχουν εφαρμογή.

(105)

Τρίτον, όσον αφορά τον χαρακτήρα πλήρους ανταγωνισμού των ZORA, το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι η Επιτροπή αγνόησε τις διάφορες κατηγορίες επενδυτών. Τα ZORA δεν είναι τυποποιημένες δανειακές συμβάσεις, αλλά ιδιόμορφα μέσα τα οποία καλύπτουν τον δανειολήπτη έναντι οποιουδήποτε λειτουργικού κινδύνου και επιτρέπουν στον επενδυτή να επωφεληθεί από την καλύτερη απόδοση της επένδυσης. Δεδομένης της μεταβλητότητας της αγοράς και της εξάρτησης από τη χρηματοδότηση, η χρήση ZORA είναι λογική για τον δανειστή και στη χρηματοπιστωτική αγορά παρατηρούνται παρόμοια μέσα, όπως οι τίτλοι που αναπαράγουν την απόδοση ενός δεδομένου υποκειμένου. Ως εκ τούτου, οι όροι του ZORA συνάδουν με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού και, κατά την άποψη του Λουξεμβούργου, το άρθρο 164 παράγραφος 3 του LIR δεν έχει εφαρμογή.

(106)

Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, το σύστημα αναφοράς αποτελείται, αφενός, από τα άρθρα 18, 40 και 23 του LIR, στα οποία προβλέπεται ο προσδιορισμός της φορολογικής βάσης, η σύνδεση του εμπορικού ισολογισμού με τον φορολογικό ισολογισμό και η αρχή της σύνεσης, και, αφετέρου, από το άρθρο 22α του LIR.

(107)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι ο προσδιορισμός των φορολογητέων κερδών, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 του LIR, βασίζεται σε δύο βασικές έννοιες: πρώτον, στη σύνδεση του εμπορικού ισολογισμού με τον φορολογικό ισολογισμό (άρθρο 40 του LIR) και, δεύτερον, στην έννοια της σύνεσης, σύμφωνα με την οποία ένα κέρδος δεν μπορεί να φορολογηθεί εάν δεν έχει πραγματοποιηθεί.

(108)

Όσον αφορά το άρθρο 22α του LIR, το Λουξεμβούργο αναφέρει ότι πρόκειται για προαιρετικό καθεστώς το οποίο εφαρμόζεται στις εταιρείες σύμφωνα με το άρθρο 162 του LIR (162).

(109)

Το Λουξεμβούργο αμφισβητεί ότι το άρθρο 163 του LIR κατοχυρώνει σκοπό, ή αρχή, του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, βάσει των οποίων όλα τα κέρδη που πραγματοποιούνται από εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο θα πρέπει να φορολογούνται. Το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι ο σκοπός αυτός δεν κατοχυρώνεται ούτε αποτυπώνεται σε οποιαδήποτε διάταξη του νόμου. Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, ο ορισμός ενός συστήματος αναφοράς θα πρέπει να βασίζεται σε νομοθετικές διατάξεις και όχι σε μια υποθετική αρχή ή έναν υποθετικό σκοπό, των οποίων η ερμηνεία υπάρχει κίνδυνος να παρεκκλίνει από τους ακριβείς όρους του νόμου.

4.2.   ΟΙ ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΝ ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

(110)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι, με την αποδοχή της δυνατότητας έκπτωσης των δαπανών που συνδέονται με τα ΖΟRA, η φορολογική μεταχείριση που εγκρίθηκε με τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις ήταν πλήρως σύμφωνη με τα άρθρα 14 έως 60 του LIR και, συνεπώς, με τα άρθρα 18, 40 και 23 του LIR. Το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι η Επιτροπή αγνόησε το γεγονός ότι οι εκπιπτόμενες δαπάνες στο επίπεδο της GSTM και της LNG Supply δεν είναι ούτε τόκοι ούτε μερίσματα. Η εξόφληση του ZORA μπορεί να πραγματοποιηθεί σε υψηλότερη τιμή από την ονομαστική αξία του μέσου. Σύμφωνα με την έννοια της σύνεσης, ο δανειολήπτης πρέπει να αναγνωρίσει δαπάνη η οποία αποτυπώνει αυτόν τον κίνδυνο. Σύμφωνα με τα άρθρα 18, 40 και 23 του LIR, η δαπάνη αυτή εκπίπτει από τον φόρο.

(111)

Το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι η φορολογική μεταχείριση που εγκρίθηκε με τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις ήταν πλήρως σύμφωνη με τα άρθρα 97 και 22α του LIR. Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θεώρησε εσφαλμένα ότι τυχόν κεφαλαιοποιημένοι τόκοι θα έπρεπε να υπόκεινται σε φόρο. Γενικότερα, το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη (110), οι εκπιπτόμενες δαπάνες δεν είναι ούτε τόκοι ούτε μερίσματα. Η έννοια της σύνεσης υποθέτει ότι μια δαπάνη, η οποία εκπίπτει από τον φόρο για ένα μέρος, δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε φορολογητέο κέρδος για το άλλο μέρος. Τα ZORA θα πρέπει να αποτιμώνται, στο επίπεδο του δανειστή, στην τιμή κτήσης και όχι στην τιμή της αγοράς. Ως εκ τούτου, το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι τα ZORA δεν δημιουργούν φορολογητέο εισόδημα στο επίπεδο του δανειστή έως την ημερομηνία μετατροπής.

(112)

Από φορολογική σκοπιά, την ημερομηνία της μετατροπής αναγνωρίζεται κέρδος το οποίο ισούται με τη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της αγοραίας αξίας των μετοχών. Ωστόσο, το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι η EIL και η LNG Luxembourg μπορούν να επιλέξουν να κάνουν χρήση του μηχανισμού του άρθρου 22α του LIR. Οι μετοχές που λαμβάνει ο δανειστής μπορεί να θεωρηθεί ότι υποκαθιστούν τα ZORA. Στην περίπτωση αυτή, οι μετοχές μπορούν να αποτιμηθούν στους λογαριασμούς στο ονομαστικό ποσό των ZORA.

(113)

Ωστόσο, το Λουξεμβούργο διευκρινίζει ότι κατόπιν της μερικής εξόφλησης του ZORA από τη LNG Supply, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2014, η LNG Luxembourg δεν επέλεξε το προαιρετικό καθεστώς του άρθρου 22α του LIR και αναγνώρισε φορολογητέο κέρδος.

(114)

Το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν παρεκκλίνουν από την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού αποδεχόμενες μια μέθοδο προσδιορισμού των κερδών της GSTM και της LNG Supply που βασίζεται στους κινδύνους, τα ασκούμενα καθήκοντα και τα στοιχεία ενεργητικού που χρησιμοποιεί κάθε οντότητα.

(115)

Το Λουξεμβούργο αμφισβητεί ότι υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR, διότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις απλώς επιβεβαιώνουν μια αυστηρή και ορθή ερμηνεία των διαφόρων φορολογικών διατάξεων που έχουν εφαρμογή σε κάθε επιχείρηση που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος εταιρειών.

(116)

Το Λουξεμβούργο αμφισβητεί ότι σκοπός του άρθρου 166 του LIR είναι η αποφυγή της οικονομικής διπλής φορολόγησης. Το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 166 του LIR, τα κέρδη δεν χρειάζεται να έχουν φορολογηθεί προηγουμένως ώστε να επωφεληθούν από την απαλλαγή των συμμετοχών. Οι μόνες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών είναι η φύση του μέσου, το ποσοστό που κατέχεται στο κεφάλαιο της σχετικής οντότητας ή η τιμή κτήσης, και η περίοδο κατοχής των συμμετοχών. Εν προκειμένω, το άρθρο 166 του LIR εφαρμόστηκε σύμφωνα με το σύνολο των προϋποθέσεων αυτών. Σε αυτή τη βάση, το Λουξεμβούργο θεωρεί όχι μόνο ότι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου δεν απαιτεί τη φορολόγηση όλων των κερδών, αλλά επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 166 του LIR, τα κέρδη που είναι επιλέξιμα για απαλλαγή των συμμετοχών δεν πρέπει απαραιτήτως να προκύπτουν από κέρδη που έχουν φορολογηθεί.

(117)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει επίσης ότι, εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 166 του LIR δεν παρεκκλίνει από το σύστημα αναφοράς, θα πρέπει να καταδείξει ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιτρέπουν την κατά παρέκκλιση εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR στη CEF και στη LNG Holding. Το Λουξεμβούργο αμφισβητεί ειδικότερα τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 164 και 166 του LIR δεδομένου ότι το άρθρο 164 του LIR δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR. Το άρθρο 164 του LIR εφαρμόζεται μόνο σε κέρδη που διανέμονται από ημεδαπή εταιρεία, ενώ το άρθρο 166 έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, καθώς το καθεστώς απαλλαγής των συμμετοχών εφαρμόζεται σε κέρδη που προκύπτουν από συμμετοχές τόσο σε ημεδαπές όσο και σε αλλοδαπές εταιρείες. Δεδομένου τούτου, το Λουξεμβούργο αναγνωρίζει ρητά ότι, με εξαίρεση την περίπτωση συμμετοχών σε αλλοδαπές εταιρείες, όλες οι συμμετοχές των οποίων το κέρδος μπορεί να επωφεληθεί από τις διατάξεις του άρθρου 166 υπόκεινται επίσης στο άρθρο 164 του LIR (163).

(118)

Όσον αφορά το σκεπτικό σε επίπεδο ομίλου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 100), το Λουξεμβούργο επαναδιατυπώνει τη θέση του ότι το σκεπτικό της Επιτροπής δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα ανεπαρκές και ανύπαρκτο σύστημα αναφοράς. Το Λουξεμβούργο επισημαίνει ότι στο δίκαιο του Λουξεμβούργου δεν διευκρινίζεται ότι οι πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων που φορολογούνται στο Λουξεμβούργο δεν μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν το άθροισμα των φορολογικών βάσεων των οντοτήτων αυτών στο Λουξεμβούργο, ή με άλλα λόγια τη συνδυασμένη φορολογική βάση του ομίλου στο Λουξεμβούργο. Επιπλέον, το Λουξεμβούργο εξηγεί ότι προκειμένου να προσδιοριστεί αν ένα μέτρο είναι επιλεκτικό, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι παρεκκλίνει από το ίδιο το σύστημα αναφοράς και όχι από τον σκοπό του συστήματος αναφοράς.

(119)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η επιλεκτικότητα ενός μέτρου, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι οι εταιρείες ενός συγκεκριμένου τομέα τυγχάνουν προτιμησιακής μεταχείρισης σε σύγκριση με άλλες εταιρείες και παραπέμπει στην ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής στην υπόθεση Comunidad Autonoma de Galicia (164).

(120)

Το Λουξεμβούργο αμφισβητεί επίσης τη δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία κάθε εκπιπτόμενη δαπάνη που καταχωρίστηκε από τον εκδότη ενός ZORA σε σχέση με τις επαυξήσεις επί του ZORA θα είχε συμπεριληφθεί στη φορολογική βάση του κατόχου, οπότε και δεν θα υπήρχε επίπτωση στη φορολογική βάση του ομίλου στο Λουξεμβούργο. Το Λουξεμβούργο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 22α του LIR επιτρέπει στον δανειστή μετατρέψιμου δανείου να μην καταχωρίσει τυχόν υπεραξία κατά τον χρόνο της μετατροπής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, η παρέμβαση της EIL και της LNG Luxembourg δεν οδήγησε σε μείωση της φορολογικής βάσης του ομίλου Engie σε σύγκριση με την περίπτωση στην οποία θα είχε χρησιμοποιήσει απευθείας ZORA.

(121)

Το Λουξεμβούργο αμφισβητεί επίσης οποιαδήποτε κατάχρηση δικαιωμάτων. Ειδικότερα, το Λουξεμβούργο καταγγέλλει τον υπαινιγμό της Επιτροπής ότι ενέκρινε μια εικονική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 5 του StAnpG και υπενθυμίζει ότι όλα τα μέρη έχουν πραγματική νομική υπόσταση και ότι εκπλήρωσαν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Το Λουξεμβούργο απορρίπτει επίσης το επιχείρημα βάσει του οποίου η νομική δομή της πράξης δεν συνάδει με την ουσία, διότι οι πράξεις πραγματοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού εντός του ομίλου κατά την έννοια του άρθρου 6 του StAnpG.

4.3.   ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ

(122)

Τέλος, σε περίπτωση που η Επιτροπή εκδώσει αρνητική απόφαση, το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι θα πρέπει να ισχύει μόνο μελλοντικά και ότι η Επιτροπή δεν θα πρέπει να ζητήσει την ανάκτηση της εικαζόμενης κρατικής ενίσχυσης, σύμφωνα με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ENGIE

(123)

Η Engie θεωρεί ότι τα ZORA είναι χρεωστικά μέσα. Το συνολικό ποσό προς αποπληρωμή εξαρτάται από τις επιδόσεις του δανειολήπτη. Ως εκ τούτου, η Engie υποστηρίζει ότι ο δανειστής δεν εισπράττει έσοδα πριν από τη μετατροπή. Επιπλέον, έως τη μετατροπή του, το ZORA είναι χρεωστικό μέσο στους λογαριασμούς και αντιμετωπίζεται ως τέτοιο τόσο για λογιστικούς όσο και για φορολογικούς σκοπούς.

(124)

Η Engie υποστηρίζει ότι η δυνατότητα έκπτωσης των δαπανών που συνδέονται με το ZORA στο επίπεδο του δανειολήπτη συνάδει με την εφαρμοστέα φορολογική νομοθεσία. Οι δαπάνες που συνδέονται με την αποπληρωμή του ZORA και καταλογίζονται στους λογαριασμούς σύμφωνα με τους εφαρμοστέους λογιστικούς κανόνες εκπίπτουν από τον φόρο σύμφωνα με τη βασική φορολογική αρχή της σύνδεσης του λογιστικού ισολογισμού με τον φορολογικό ισολογισμό. Σύμφωνα με τη λογιστική αρχή της σύνεσης, ο δανειστής δεν επιτρέπεται να καταχωρίσει κέρδος στους λογαριασμούς του πριν από τη μετατροπή του ZORA σε μετοχές. Ως εκ τούτου, μόνο την ημερομηνία της μετατροπής καταχωρίζει ο δανειστής κέρδος, το οποίο υπόκειται σε φόρο. Ωστόσο, σύμφωνα με την Engie, το άρθρο 22α του LIR επιτρέπει σε μια εταιρεία να τύχει προσωρινής αναστολής της φορολόγησης σε περίπτωση μετατροπής ενός μετατρέψιμου δανείου. Τέλος, η EIL και η LNG Luxembourg κάλυψαν τους κινδύνους τους συνάπτοντας προθεσμιακές συμβάσεις με τη CEF και τη LNG Holding αντίστοιχα. Τα έσοδα της CEF και της LNG Holding που προέρχονται από τις επενδύσεις τους υπόκεινται σε φόρο σύμφωνα με τη συναφή φορολογική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 166 του LIR.

(125)

Η Engie εξήγησε με περισσότερες λεπτομέρειες τις δραστηριότητες που μεταβιβάστηκαν στη LNG Supply και στην GSTM, οι οποίες συνίστανται, αντίστοιχα, σε μια μακροπρόθεσμη (διάρκειας περίπου 20 ετών) σύμβαση προμήθειας υγροποιημένου φυσικού αερίου («σύμβαση ΥΦΑ») στην Υεμένη και στα δευτερεύοντα στοιχεία ενεργητικού της (δυναμικότητα τερματικού σταθμού και ικανότητα μεταφοράς) αφενός, και στις δραστηριότητες συγκεντρωτικής ταμειακής διαχείρισης του ομίλου αφετέρου (165).

(126)

Η Engie εξήγησε επίσης ότι μόνο το ZORA μεταξύ της LNG Supply και της LNG Luxembourg αποτέλεσε αντικείμενο μερικής μετατροπής το 2014 λόγω των υψηλών κερδών της LNG Supply. Κατόπιν της μερικής μετατροπής, η LNG Luxembourg καταχώρισε στους λογαριασμούς φορολογητέο εισόδημα. Η LNG Luxembourg δεν επέλεξε το καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 22α του LIR. Το ίδιο φορολογικό έτος, η οντότητα καταχώρισε στους λογαριασμούς εκπιπτόμενη δαπάνη του ίδιου ποσού λόγω της μεταβίβασης των μετοχών στη LNG Holding στο πλαίσιο της προθεσμιακής σύμβασης ΥΦΑ.

(127)

Η Engie επιβεβαίωσε επίσης ότι η εφαρμογή του άρθρου 22α του LIR δεν θα είχε στην πραγματικότητα καμία επίπτωση στο φορολογητέο εισόδημα των δανειστών του ZORA (LNG Luxembourg ή EIL), διότι η τιμή πώλησης και η ημερομηνία πώλησης καθορίζονται εκ των προτέρων από τις προθεσμιακές συμβάσεις. Εν προκειμένω, κατά τη διάρκεια της συνάντησης της 1ης Ιουνίου 2017 πραγματοποιήθηκε συζήτηση σχετικά με το σενάριο στο οποίο η LNG Luxembourg ή η EIL θα πραγματοποιούσαν φορολογητέο κέρδος ή ζημία, δεδομένου ότι τα ZORA καλύπτονται από τις προθεσμιακές συμβάσεις. Η Engie διευκρίνισε ότι κάθε φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει από τη μετατροπή των ZORA μεταφράζεται σε αντίστοιχη εκπιπτόμενη ζημία επί των προθεσμιακών συμβάσεων.

(128)

Τέλος, όσον αφορά το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου (δηλαδή της CEF και της LNG Holding), η Engie διευκρίνισε ότι την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών, και σε περίπτωση που η αξία των μετοχών είναι υψηλότερη από την τιμή κτήσης που καθορίζεται στις προθεσμιακές συμβάσεις, η εταιρεία χαρτοφυλακίου δεν καταχωρίζει κανένα κέρδος στους λογαριασμούς της. Το κέρδος αυτό μπορεί να καταχωριστεί μόνο μεταγενέστερα εάν και όταν πωληθούν ή ακυρωθούν οι μετοχές των εκδοτών. Κατά την Engie, το δυνητικό αυτό κέρδος μπορεί να απαλλάσσεται από τον φόρο βάσει του καθεστώτος απαλλαγής των συμμετοχών που ισχύει για όλες τις ημεδαπές εταιρείες σύμφωνα με το άρθρο 166 του LIR.

(129)

Η Engie υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του ZORA GSTM και του ZORA LNG τηρεί τις φορολογικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία και δεν οδηγεί σε διπλή μη φορολόγηση. Η Engie εξήγησε επίσης κατά τη συνάντηση του Ιουνίου του 2017 ότι, βάσει μιας οικονομικής και όχι νομικής συλλογιστικής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η μακρά διάρκεια του ZORA και να μην δοθεί έμφαση στα επικερδή έτη κατά τα οποία καταβλήθηκαν περιορισμένοι φόροι. Η Engie εξήγησε ότι βάσει μιας συλλογιστικής ανά οντότητα και όχι μιας οικονομικής ή συνολικής προσέγγισης, το καθεστώς είναι συμμετρικό.

(130)

Η Engie εξήγησε επίσης ότι το ZORA GSTM δεν έχει αποτελέσει ακόμη αντικείμενο μετατροπής. Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλογιστεί κανένα κέρδος στο επίπεδο της EIL. Το ZORA LNG μετατράπηκε εν μέρει σε μετοχές το 2014, προσπορίζοντας κέρδος ίσο προς τις συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA στο επίπεδο της LNG Luxembourg. Η LNG Luxembourg δεν επέλεξε το προαιρετικό καθεστώς αναστολής της φορολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 22α του LIR και το κέρδος που προήλθε από τη μετατροπή λήφθηκε υπόψη κατά τον προσδιορισμό της φορολογικής της βάσης για το 2014.

(131)

Η Engie εξήγησε επίσης τους ακριβείς ρόλους της EIL και της LNG Luxembourg. Οι ρόλοι περιγράφονται σε εκθέσεις ενδοομολικής τιμολόγησης που καταρτίστηκαν από την Engie για την αιτιολόγηση των ZORA και τις οποίες υπέβαλε στην Επιτροπή μαζί με τις παρατηρήσεις της επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας (οι «εκθέσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης»). Η EIL και η LNG Luxembourg περιγράφονται στις εκθέσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης ως ο «επενδυτής» που αναλαμβάνει όλους τους κινδύνους που συνδέονται με τις δραστηριότητες και επιτελεί βασικά σχετικά καθήκοντα, ενώ παράλληλα οι οντότητες αυτές καλύπτονται πλήρως ως προς τους κινδύνους από τις προθεσμιακές συμβάσεις (166). Η Engie εξήγησε ότι, από την άποψη της μεταβιβαστικής τιμολόγησης, για τον προσδιορισμό της αμοιβής του εκδότη του ZORA, ο δανειστής του ZORA μπορεί να συνενωθεί με τον αγοραστή των μετοχών μετατροπής στο πλαίσιο των προθεσμιακών συμβάσεων.

(132)

Δεδομένου ότι η παρέμβαση της EIL και της LNG Luxembourg είναι ουδέτερη από οικονομικής και εμπορικής άποψης, η Επιτροπή ζήτησε κατά τη συνάντηση της 1ης Ιουνίου 2017 να διευκρινιστεί η ανάγκη ύπαρξης των οντοτήτων αυτών για τη χρηματοδότηση της μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού. Η Engie επιβεβαίωσε ότι θα μπορούσε να έχει διαρθρώσει με διαφορετικό τρόπο τη χρηματοδότηση της μεταβίβασης των δραστηριοτήτων. Παρότι υπάρχουν άλλοι τρόποι διάρθρωσης της πράξης αυτής, η παρούσα δομή επιλέχθηκε διότι παρείχε μεγαλύτερη ευελιξία για τη διαχείριση των εταιρειών και περισσότερες επιλογές για μελλοντικές πράξεις, κριτήρια που είναι σημαντικά για την οργάνωση ενός ομίλου εταιρειών.

5.1.   Η ENGIE ΑΝΤΙΚΡΟΥΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ

(133)

Η Engue υποστηρίζει ότι οι οικείες εταιρείες δεν επωφελούνται από κανένα πλεονέκτημα διότι δεν επωφελούνται από αδικαιολόγητη μείωση του φόρου. Η Engie αναφέρει ότι η έκπτωση των επαυξήσεων επί του ZORA δεν συνιστά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Επιπλέον, η Engie θεωρεί ότι δεν προκύπτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από τον συνδυασμό του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους δανειολήπτες του ZORA με το καθεστώς που εφαρμόζεται στους δανειστές, δεδομένου ότι το πλεονέκτημα αυτό δεν υλοποιήθηκε λόγω της μη μετατροπής του ZORA GSTM και της απόφασης να μην επιλεγεί το άρθρο 22α του LIR για το ZORA LNG.

5.2.   Η ENGIE ΑΝΤΙΚΡΟΥΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΜΑΧΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(134)

Πρώτον, η Engie θεωρεί ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν αποτελούν μέτρο ατομικής ενίσχυσης.

(135)

Η Engie αμφισβητεί το σύστημα αναφοράς που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Η Engie θεωρεί ότι το άρθρο 109 παράγραφος 1 και το άρθρο 164 του LIR δεν έχουν εφαρμογή, το πρώτο διότι αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα και το δεύτερο διότι δεν αφορά δάνεια. Το ορθό σύστημα αναφοράς αποτελείται από τα άρθρα 18 έως 45 του LIR, στα οποία κατοχυρώνονται οι θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας βάσης μιας εταιρείας, π.χ. η αρχή της σύνεσης (άρθρο 23 του LIR), η σύνδεση του φορολογικού ισολογισμού με τον εμπορικό ισολογισμό (άρθρο 40 του LIR) και η δυνατότητα έκπτωσης των επιχειρηματικών δαπανών (άρθρο 45 του LIR).

(136)

Κατά την Engie, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν παρεκκλίνουν από το εφαρμοστέο σύστημα αναφοράς. Η αύξηση του χρέους αποτελεί χρηματοοικονομική δαπάνη για τους δανειολήπτες. Αυτή η χρηματοοικονομική δαπάνη καταχωρίζεται στους ετήσιους λογαριασμούς και εκπίπτει από τον φόρο σύμφωνα με την αρχή της σύνδεσης του φορολογικού ισολογισμού με τον εμπορικό ισολογισμό και της έκπτωσης των λειτουργικών εξόδων. Αντιστρόφως, σε περίπτωση αρνητικών επαυξήσεων επί του ZORA, η μείωση του χρέους οδηγεί στην καταχώριση φορολογητέου εισοδήματος. Η μεταγενέστερη μετατροπή του δανείου σε μετοχές δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον αρχικό χαρακτηρισμό του μέσου ως χρέους. Όσον αφορά την EIL και τη LNG Luxembourg, το άρθρο 22α του LIR παρέχει σε αυτές τη δυνατότητα να επιλέξουν, κατά τη μετατροπή, την αναστολή της φορολόγησης. Η LNG Luxembourg δεν επέλεξε το καθεστώς αυτό κατόπιν της μερικής μετατροπής του ZORA LNG το 2014 και καταχώρισε στους λογαριασμούς φορολογητέο κέρδος. Το ZORA GSTM και το υπόλοιπο ZORA LNG δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο μετατροπής μέχρι σήμερα. Δεν έχει παραχθεί εισόδημα και δεν κατέστη δυνατή η χρήση του προαιρετικού καθεστώτος του άρθρου 22α του LIR. Ως εκ τούτου, η Engie θεωρεί ότι όσον αφορά τόσο την ουσία όσο και την εφαρμογή τους, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν παρεκκλίνουν από το σύστημα αναφοράς.

(137)

Με βάση τις εκθέσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης, η Engie υποστηρίζει ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση του φορολογητέου περιθωρίου στο επίπεδο των δανειοληπτών (δηλαδή η αμοιβή των δανειοληπτών) αποτελεί αξιόπιστη προσέγγιση ενός αποτελέσματος που βασίζεται στην αγορά σύμφωνα με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού. Τα καθήκοντα, οι κίνδυνοι και τα περιουσιακά στοιχεία των διαφόρων νομικών οντοτήτων αμείφθηκαν σύμφωνα με τα συγκρίσιμα στοιχεία της αγοράς. Στις δύο υποβληθείσες εκθέσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης αξιολογούνται τα καθήκοντα και οι κίνδυνοι που έχουν αναληφθεί από τους δανειολήπτες (LNG Supply ή GSTM) και τον «επενδυτή» (ο οποίος δεν προσδιορίζεται επακριβώς), και συνάγεται το συμπέρασμα ότι σχεδόν όλοι οι κίνδυνοι βαρύνουν τον «επενδυτή», ενώ ο δανειολήπτης συμμετέχει στην καθημερινή διαχείριση των δραστηριοτήτων που μεταβιβάστηκαν. Στις εκθέσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης, η μέθοδος συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής (167) χαρακτηρίζεται κατάλληλη για την αξιολόγηση του χαρακτήρα πλήρους ανταγωνισμού του ZORA και η αμοιβή των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων χαρακτηρίζεται ως συγκρίσιμη αμοιβή. Τέλος, οι εκθέσεις ενδοομιλικής τιμολόγησης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αμοιβή των δανειοληπτών είναι σύμφωνη με την αμοιβή των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων και πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί σύμφωνη με την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού.

(138)

Σύμφωνα με την Engie, η επιβεβαίωση από τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις της συνδυασμένης εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του λουξεμβουργιανού δικαίου συνάδει με τον σκοπό του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, ο οποίος συνίσταται στη φορολόγηση των κερδών κάθε εταιρείας που υπόκειται σε φόρο στο Λουξεμβούργο αφού ληφθεί υπόψη η αμοιβή των χρεωστικών μέσων. Κάθε δανειολήπτης υπόκειται στην ίδια φορολογική μεταχείριση, ήτοι στη δυνατότητα έκπτωσης των χρηματοοικονομικών δαπανών. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε δανειστής, ο οποίος συνάπτει παρόμοιο δάνειο, υπόκειται στην ίδια φορολογική μεταχείριση, ήτοι στη φορολόγηση ενός λογιστικού κέρδους κατά τον χρόνο εξόφλησης, εκτός εάν επιλέξει την αναστολή της φορολόγησης.

(139)

Η Engie αμφισβητεί επίσης οποιαδήποτε κατάχρηση δικαίου. Οι οντότητες που εμπλέκονται στις πράξεις είναι στο σύνολό τους νομικά πρόσωπα. Επιπλέον, οι επίμαχες πράξεις στηρίζονται σε μια οικονομική λογική, η οποία είναι η χρηματοδότηση της μεταβίβασης δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου, η Engie θεωρεί ότι το Λουξεμβούργο δεν απάλλαξε τις επαυξήσεις επί του ZORA από την καταβολή φόρου ούτε ενέκρινε τυχόν φοροδιαφυγή ή κατάχρηση του εθνικού δικαίου.

(140)

Δεύτερον, η Engie θεωρεί ότι, δεδομένου ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις απλώς επιβεβαιώνουν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να αξιολογηθούν ως καθεστώς. Συναφώς, η Engie θεωρεί ότι τα καθεστώτα αυτά, όπως διασαφηνίζονται στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις, δεν είναι επιλεκτικά. Είναι γενικού χαρακτήρα διότι εφαρμόζονται, μεμονωμένα ή σωρευτικά, σε όλους τους οικονομικούς φορείς, χωρίς διακρίσεις και χωρίς προϋποθέσεις. Η δυνατότητα εφαρμογής τους δεν εξαρτάται από την έκδοση φορολογικών αποφάσεων, η οποία εν προκειμένω επιδιώχθηκε για λόγους ασφάλειας του δικαίου. Οποιαδήποτε επιχείρηση βρίσκεται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του φορολογικού συστήματος, δηλαδή της φορολόγησης των κερδών, μπορεί να επωφεληθεί από αυτά τα καθεστώτα. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη της Engie, τα καθεστώτα δεν δημιουργούν με τα αποτελέσματά τους καμία διάκριση ή διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων.

(141)

Τρίτον, η Engie υποστηρίζει ότι τα επίμαχα μέτρα προκύπτουν από τις κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού συστήματος του Λουξεμβούργου, ειδικότερα από την αρχή της σύνεσης.

(142)

Η Engie αμφισβητεί ότι σκοπός του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου είναι η φορολόγηση των κερδών που καταχωρίζονται στους λογαριασμούς. Το σύστημα αναφοράς είναι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, όπου εντάσσεται το άρθρο 166 του LIR, του οποίου η εφαρμογή εγκρίθηκε στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις.

(143)

Η Engie αναφέρει επίσης ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν παρεκκλίνουν από το άρθρο 166 του LIR. Σύμφωνα με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, τα μερίσματα ή η υπεραξία που λαμβάνει ένας φορολογούμενος δεν μπορούν να φορολογηθούν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 166 του LIR. Η Engie επισημαίνει ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 166 του LIR πληρούνταν όταν η LNG Supply μείωσε το κεφάλαιό της μέσω της ακύρωσης των νεοεκδοθεισών μετοχών. Ως εκ τούτου, η Engie θεωρεί ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν παρέκκλιναν από τους ισχύοντες φορολογικούς κανόνες και δεν είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των φόρων που θα οφείλονταν εάν δεν είχαν εκδοθεί οι αποφάσεις αυτές.

(144)

Η Engie θεωρεί επίσης, σύμφωνα με τα άρθρα 99 και 101 του Συντάγματος του Λουξεμβούργου, ότι οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις αυστηρές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 166 του LIR.

(145)

Η Engie επισημαίνει ότι η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας αναφέρεται σε ένα ενδεχόμενο μέτρο ατομικής ενίσχυσης και όχι στο άρθρο 166 του LIR, το οποίο θα αποτελούσε καθεστώς. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι το άρθρο 166 του LIR συνιστά αφ' εαυτού παρέκκλιση, αλλά απλώς αμφισβητεί την εφαρμογή του στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις παρεκκλίνουν από το άρθρο 166 του LIR.

(146)

Η Engie υποστηρίζει ότι η επέκταση του καθεστώτος απαλλαγής των συμμετοχών –το οποίο καθιερώθηκε αρχικά στο Λουξεμβούργο το 1940– ήταν σύμφωνη με τον σκοπό της οικοδόμησης της εσωτερικής αγοράς. Σύμφωνα με την Engie, αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ. Η Engie θεωρεί ότι η οδηγία αυτή δεν απαιτεί τη φορολόγηση των προς διανομή κερδών.

(147)

Όσον αφορά το σκεπτικό σε επίπεδο ομίλου, η Engie αναφέρει ότι η εκτίμηση της επιλεκτικότητας πρέπει να πραγματοποιείται σε επίπεδο μεμονωμένης νομικής οντότητας και όχι σε επίπεδο ομίλου. Η Engie κατανοεί ότι σε προηγούμενες αποφάσεις (168) η Επιτροπή έκρινε ότι δεν δικαιολογούνταν η διενέργεια ανάλυσης σε επίπεδο ομίλου.

(148)

Σύμφωνα με την Engie, το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου δεν περιλαμβάνει αρχή συμμετρικής μεταχείρισης μεταξύ εταιρειών που φορολογούνται στο Λουξεμβούργο και αποτελούν μέρη της ίδιας πράξης ούτε «κανόνες σύνδεσης» όπως συνιστά ο ΟΟΣΑ (169). Η Engie επαναλαμβάνει ότι κάθε οντότητα του ομίλου φορολογήθηκε σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, όπως επιβεβαιώνεται από τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις.

(149)

Η Engie εξηγεί ότι οι πράξεις των οποίων τη φορολογική μεταχείριση ενέκριναν οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, ήτοι τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Engie, κριτήρια του άρθρου 6 του StAnpG δεν πληρούνται εν προκειμένω.

(150)

Κατά την Engie, οι εταιρείες υπέρ των οποίων εκδόθηκαν οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης από άλλες εταιρείες οι οποίες δεν θα επωφελούνταν από τέτοιου είδους φορολογικές αποφάσεις, δεδομένου ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις απλώς επιβεβαιώνουν την ορθή εφαρμογή των φορολογικών κανόνων που ισχύουν στο Λουξεμβούργο. Ως εκ τούτου, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν εισάγουν ούτε de jure ούτε de facto διακρίσεις σε βάρος άλλων επιχειρήσεων οι οποίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με την Engie υπό το πρίσμα των σκοπών του φορολογικού συστήματος του Λουξεμβούργου.

5.3.   ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ

(151)

Τέλος, η Engie υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που η Επιτροπή χαρακτηρίσει τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις ως ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, δεν θα μπορούσε να διατάξει την ανάκτησή τους χωρίς να παραβιάσει διάφορες γενικές αρχές του δικαίου, και συγκεκριμένα τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης.

(152)

Ειδικότερα, σύμφωνα με την Engie, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος παρά μόνο αν επιβάλει αναδρομικά τη δική της ερμηνεία του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένα στην επίμαχη υπόθεση. Η ανασφάλεια δικαίου που θα προέκυπτε θα έπρεπε να περιοριστεί με τη μη αναδρομικότητα των αποτελεσμάτων της απόφασης.

6.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(153)

Όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 92, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας διατυπώθηκαν τρεις βασικές αμφιβολίες. Στην παρούσα απόφαση, η Επιτροπή θα εστιάσει την εκτίμησή της στην τρίτη αμφιβολία, ήτοι στο συνδυασμένο αποτέλεσμα της έκπτωσης των επαυξήσεων επί του ZORA και της απαλλαγής του αντίστοιχου εισοδήματος, και θα εξηγήσει για ποιον λόγο δεν έχουν διασκεδαστεί οι αμφιβολίες που διατυπώθηκαν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

6.1.   ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(154)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(155)

Για τον χαρακτηρισμό ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, πρέπει να πληρούνται όλες οι προβλεπόμενες στην ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις (170). Συνεπώς, πρέπει, πρώτον, να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων· δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να δύναται να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών· τρίτον, πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση και, τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (171).

(156)

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τη διαπίστωση ύπαρξης ενίσχυσης, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις εκδόθηκαν από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου, η οποία είναι όργανο του κράτους του Λουξεμβούργου. Αυτές οι φορολογικές αποφάσεις συνεπάγονταν την αποδοχή από την εν λόγω διοίκηση μιας συγκεκριμένης φορολογικής μεταχείρισης. Βάσει των αποφάσεων αυτών, οι εταιρείες του ομίλου Engie LNG Supply, LNG Luxembourg, LNG Holding, GSTM, EIL και CEF προσδιόρισαν την υποχρέωσή τους για καταβολή φόρου εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο σε ετήσια βάση. Αυτές οι φορολογικές αποφάσεις χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια από τις εν λόγω εταιρείες του ομίλου Engie για τις ετήσιες δηλώσεις τους φόρου εισοδήματος εταιρειών, οι οποίες έγιναν δεκτές από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου ως αντιστοιχούσες στην υποχρέωσή τους για καταβολή φόρου εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο. Το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων μπορεί, ως εκ τούτου, να καταλογιστεί στο Λουξεμβούργο.

(157)

Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των μέτρων με κρατικούς πόρους, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή και το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση (172). Στην παρούσα υπόθεση, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν ότι οι επαυξήσεις επί του ZORA είναι εκπιπτόμενες δαπάνες στο επίπεδο της LNG Supply και της GSTM, ενώ το αντίστοιχο εισόδημα, αφού πραγματοποιηθεί στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, αντίστοιχα, θα απαλλασσόταν από τη φορολόγηση. Κατά συνέπεια, τα ποσά των επαυξήσεων επί του ZORA, τα οποία αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος των κερδών που αποκομίζονται από τη LNG Supply και την GSTM, παραμένουν αφορολόγητα στο Λουξεμβούργο. Ως εκ τούτου, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων αποφάσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώνει την υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο για τον όμιλο Engie και, συνεπώς, συνεπάγεται απώλεια κρατικών πόρων. Αυτό συμβαίνει διότι όλες οι δαπάνες των εταιρειών του ομίλου Engie που δηλώνονται ως εκπιπτόμενες στο Λουξεμβούργο, καθώς και όλα τα έσοδα των εταιρειών του ομίλου Engie που δηλώνονται ως απαλλασσόμενα από τον φόρο στο Λουξεμβούργο, οδηγούν σε απώλεια φορολογικών εσόδων τα οποία διαφορετικά θα ήταν στη διάθεση του Λουξεμβούργου (173). Συνεπώς, τα μέτρα χρηματοδοτούνται μέσω κρατικών πόρων.

(158)

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση για τη διαπίστωση ύπαρξης ενίσχυσης, οι εταιρείες που επωφελούνται από τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις ανήκουν στον όμιλο Engie, έναν πολυεθνικό όμιλο που δραστηριοποιείται σε διάφορες ενεργειακές αγορές σε αρκετά κράτη μέλη, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε ενίσχυση υπέρ τους να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο εντός της Ένωσης. Στο ίδιο πνεύμα, επιφυλάσσοντας ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση στην Engie, το Λουξεμβούργο ενδέχεται να στέρησε επενδύσεις από κράτη μέλη τα οποία δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να προσφέρουν παρόμοια ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Δεδομένου ότι η επίμαχη φορολογική απόφαση καθιστά ισχυρότερη την ανταγωνιστική θέση του αποδέκτη της σε σύγκριση με εκείνη άλλων επιχειρήσεων που την ανταγωνίζονται στο ενδοενωσιακό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι μπορεί να επηρεάσει το εν λόγω εμπόριο (174).

(159)

Ομοίως, όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση για τη διαπίστωση ύπαρξης ενίσχυσης, ένα μέτρο που χορηγείται από το κράτος θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό όταν είναι ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση του δικαιούχου του σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες ανταγωνίζεται (175).

(160)

Ειδικότερα, η Engie δραστηριοποιείται στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του ΥΦΑ, των υπηρεσιών ενεργειακής απόδοσης και σε άλλες συναφείς αγορές σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ. Πρόκειται στο σύνολό τους για αγορές στις οποίες η Engie αντιμετωπίζει ανταγωνισμό από άλλες επιχειρήσεις. Όπως θα καταδειχθεί, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων απαλλάσσει την Engie από μια φορολογική υποχρέωση την οποία διαφορετικά θα έπρεπε να επωμισθεί στο πλαίσιο της καθημερινής διαχείρισης των συνήθων δραστηριοτήτων της. Συνεπώς, η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει αυτών των φορολογικών αποφάσεων θα πρέπει να θεωρηθεί ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ενισχύοντας την οικονομική θέση της Engie στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται. Απαλλάσσοντας την Engie από μια φορολογική υποχρέωση την οποία διαφορετικά θα έπρεπε να επωμισθεί και την οποία οι ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις καλούνται να επωμισθούν, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων απελευθερώνει πόρους τους οποίους η Engie θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, για παράδειγμα, για την πραγματοποίηση επενδύσεων στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, την πραγματοποίηση περαιτέρω επενδύσεων ή τη βελτίωση της αμοιβής των μετόχων, με συνέπεια τη νόθευση του ανταγωνισμού στις αγορές στις οποίες δραστηριοποιείται. Ως εκ τούτου, στην παρούσα υπόθεση πληρούται επίσης η τέταρτη προϋπόθεση για τη διαπίστωση της ύπαρξης ενίσχυσης.

(161)

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση για τη διαπίστωση ύπαρξης ενίσχυσης, η λειτουργία μιας φορολογικής απόφασης τύπου «tax ruling» είναι η εκ των προτέρων επιβεβαίωση της εφαρμογής του κοινού φορολογικού συστήματος σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες και τις περιστάσεις της. Ωστόσο, όπως για κάθε άλλο φορολογικό μέτρο, η φορολογική μεταχείριση που παρέχεται βάσει φορολογικής απόφασης τύπου «tax ruling» πρέπει να τηρεί τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Στις περιπτώσεις που μια φορολογική απόφαση εγκρίνει μια φορολογική μεταχείριση η οποία δεν αντικατοπτρίζει το αποτέλεσμα που θα είχε η κανονική εφαρμογή του κοινού φορολογικού συστήματος, χωρίς αιτιολόγηση, το μέτρο θα παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη, στο μέτρο που αυτή η φορολογική μεταχείριση έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της οικονομικής θέσης της συγκεκριμένης επιχείρησης στο κράτος μέλος σε σύγκριση με επιχειρήσεις που βρίσκονται σε παρόμοια πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του φορολογικού συστήματος..

(162)

Σύμφωνα με τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας (176), η Επιτροπή θεωρεί ότι η φορολογική μεταχείριση που εγκρίθηκε με τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα. Η ύπαρξη του συγκεκριμένου επιλεκτικού πλεονεκτήματος μπορεί να αποδειχθεί με ανάλυση των αποτελεσμάτων της φορολογικής μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στην Engie από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Στην ενότητα 6.2, η Επιτροπή θα αποδείξει την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος αναλύοντας τα αποτελέσματα των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων στο ατομικό επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου LNG Holding και CEF. Στην ενότητα 6.3, η Επιτροπή θα αποδείξει την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος αναλύοντας τα αποτελέσματα των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων σε επίπεδο ομίλου. Τέλος, στην ενότητα 6.4, η Επιτροπή θα αποδείξει ότι λόγω της μη εφαρμογής των εσωτερικών φορολογικών του κανόνων για την αντιμετώπιση των καταχρήσεων, το Λουξεμβούργο χορήγησε επιλεκτικό πλεονέκτημα στην Engie.

6.2.   ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ LNG HOLDING ΚΑΙ ΤΗΣ CEF

(163)

Οσάκις μέτρο που θεσπίζεται από το κράτος βελτιώνει την καθαρή χρηματοοικονομική θέση επιχείρησης, υφίσταται πλεονέκτημα για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (177). Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος, γίνεται παραπομπή στο αποτέλεσμα του ίδιου του μέτρου (178). Όσον αφορά τα φορολογικά μέτρα, πλεονέκτημα μπορεί να χορηγηθεί μέσω διάφορων μορφών μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης επιχείρησης και, ιδίως, μέσω της μείωσης της φορολογητέας βάσης ή του ποσού του οφειλόμενου φόρου (179).

(164)

Οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις εγκρίνουν μια φορολογική μεταχείριση βάσει της οποίας η GSTM, η EIL, η CEF, η LNG Supply, η LNG Luxembourg και η LNG Holding προσδιόρισαν τα φορολογητέα κέρδη τους για σκοπούς φόρου εισοδήματος εταιρειών σε ετήσια βάση. Αυτή η φορολογική μεταχείριση καθορίζει, με τη σειρά της, την υποχρέωσή τους για καταβολή φόρου εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο κατά τη διάρκεια της περιόδου την οποία καλύπτουν οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις και, συνεπώς, μπορεί να παράσχει επιλεκτικό πλεονέκτημα.

(165)

Κατά συνέπεια, όσον αφορά το επιχείρημα της Engie που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 133, βάσει του οποίου δεν υπάρχει πλεονέκτημα διότι η φορολογική μεταχείριση δεν υλοποιήθηκε λόγω της μη μετατροπής του ZORA GSTM, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ύπαρξη του πλεονεκτήματος δεν εξαρτάται από τη μετατροπή των ZORA, αν και, όπως εξηγείται στην ενότητα 8, για τους σκοπούς του καθορισμού του ποσού της ανάκτησης, το πλεονέκτημα προκύπτει μόνο κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία απαλλάσσεται το εισόδημα που εισπράττεται από τη CEF και τη LNG Holding (180).

(166)

Επιπλέον, και ως απάντηση σε ορισμένες παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από το Λουξεμβούργο (181) και την Engie (182), η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η παρούσα απόφαση δεν αφορά αυτό καθαυτό το καθεστώς απαλλαγής των συμμετοχών που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR, αλλά την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, όπως εγκρίθηκε από τις φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου κατά την έκδοση των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων. Πράγματι, η υπό εξέταση φορολογική μεταχείριση συνίσταται στην έγκριση της εφαρμογής της απαλλαγής των συμμετοχών στο εισόδημα που εισπράττουν η LNG Holding και η CEF από τη συμμετοχή τους στη LNG Supply και στη GSTM αντίστοιχα, το οποίο αντιστοιχεί, από οικονομική άποψη, σε ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες (οι επαυξήσεις επί του ZORA) στο επίπεδο των τελευταίων οντοτήτων. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της έκπτωσης του ποσού των επαυξήσεων επί του ZORA και της απαλλαγής του αντίστοιχου εισοδήματος είναι να μην φορολογηθεί, στην πραγματικότητα, σχεδόν το σύνολο των κερδών που πραγματοποίησαν η LNG Supply και η GSTM (183). Όπως εξηγείται στην ενότητα 6.2.1, αυτή η φορολογική μεταχείριση παρεκκλίνει από το πλαίσιο αναφοράς, το οποίο είναι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου. Επιπλέον, συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση έναντι άλλων επιχειρήσεων που υπόκεινται στο ίδιο πλαίσιο αναφοράς στο Λουξεμβούργο, οι οποίες θα φορολογούνταν επί του συνόλου των κερδών τους.

(167)

Το άρθρο 107 της Συνθήκης απαγορεύει μόνο τις ενισχύσεις «που συνεπάγονται την ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής», δηλαδή απαγορεύει μέτρα που χορηγούν επιλεκτικό πλεονέκτημα (184). Για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού φορολογικού μέτρου ως επιλεκτικού βάσει της ανάλυσης αυτής, το Δικαστήριο έχει σχεδιάσει τη λεγόμενη δοκιμή τριών βημάτων. Στο πλαίσιο της δοκιμής αυτής, η Επιτροπή πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να προσδιορίσει το σύστημα αναφοράς. Σε δεύτερο στάδιο, πρέπει να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω σύστημα αναφοράς, καθόσον διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το σύστημα αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (εκ πρώτης όψεως επιλεκτικότητα) (185). Τέλος, φορολογικό μέτρο το οποίο παρεκκλίνει από την εφαρμογή του συστήματος αναφοράς μπορεί, παρ' όλα αυτά, να δικαιολογείται, εάν το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του συγκεκριμένου φορολογικού συστήματος (186). Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το φορολογικό μέτρο δεν είναι επιλεκτικό. Το βάρος απόδειξης στο τελευταίο αυτό στάδιο φέρει το κράτος μέλος.

(168)

Ως εκ τούτου, η ανάλυση της ύπαρξης επιλεκτικού πλεονεκτήματος πρέπει να ξεκινήσει με τον προσδιορισμό του συστήματος αναφοράς που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος. Σε σχέση με αυτό το σύστημα αναφοράς πρέπει να προσδιοριστεί αν το μέτρο συνιστά παρέκκλιση η οποία συνεπάγεται ευνοϊκή μεταχείριση σε σύγκριση με τη μεταχείριση άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα των σκοπών του συστήματος.

(169)

Ένα σύστημα αναφοράς αποτελείται από ένα συνεκτικό σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται –με βάση αντικειμενικά κριτήρια– σε όλες τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του όπως ορίζεται από τον στόχο του. Οι κανόνες αυτοί καθορίζουν όχι μόνο το πεδίο εφαρμογής του συστήματος, αλλά και τους όρους υπό τους οποίους εφαρμόζεται το σύστημα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που υπόκεινται σε αυτό και τις τεχνικές λεπτομέρειες της λειτουργίας του συστήματος (187). Στην περίπτωση των φόρων, το σύστημα αναφοράς βασίζεται σε στοιχεία όπως η φορολογική βάση, οι υποκείμενοι σε φόρο, η γενεσιουργός αιτία του φόρου και οι φορολογικοί συντελεστές (188).

(170)

Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή θα καταδείξει στην ενότητα 6.2.1 ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων συνιστά παρέκκλιση από το γενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου. Στην ενότητα 6.2.2, η Επιτροπή θα καταδείξει ότι αυτή η φορολογική μεταχείριση παρεκκλίνει επίσης από ένα στενότερο σύστημα αναφοράς το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από τους κανόνες του γενικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, οι οποίοι διέπουν την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών.

6.2.1.   ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣΑΓΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

6.2.1.1.    Πλαίσιο αναφοράς: σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου

(171)

Οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις εκδόθηκαν υπέρ διαφόρων εταιρειών του ομίλου Engie που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο προκειμένου να προσδιοριστεί η υποχρέωσή τους για καταβολή φόρου εισοδήματος εταιρειών βάσει των συνήθων κανόνων φορολόγησης του εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εν προκειμένω, το σύστημα αναφοράς αποτελείται από τους κανόνες αυτούς, ήτοι το γενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου.

(172)

Εν προκειμένω, οι βασικές διατάξεις της νομοθεσίας (189) υποδηλώνουν ότι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών εφαρμόζεται σε όλες τις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο για τον προσδιορισμό της υποχρέωσής τους για καταβολή φόρου εισοδήματος εταιρειών.

(173)

Σύμφωνα με το άρθρο 159 παράγραφος 1 του LIR, όλες οι εταιρείες των οποίων η έδρα ή η κεντρική διοίκηση βρίσκεται στο έδαφος του Λουξεμβούργου θεωρείται ότι έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο και υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος εταιρειών. Δυνάμει του άρθρου 159 παράγραφος 2 του LIR, οι εταιρείες που έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο υπόκεινται σε φόρο επί του συνόλου των κερδών τους (sur l'ensemble des revenus du contribuable). Σε συμφωνία με τη διάταξη αυτή, το άρθρο 163 του LIR προβλέπει ότι ο φόρος εισοδήματος εταιρειών εφαρμόζεται στο φορολογητέο κέρδος που πραγματοποιείται από τον φορολογούμενο σε ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος.

(174)

Το φορολογητέο κέρδος (revenu imposable) των φορολογουμένων εταιρειών καθορίζεται με βάση το λογιστικό τους κέρδος. Το άρθρο 18 του LIR (190) εξηγεί τον τρόπο προσδιορισμού του ετήσιου κέρδους του φορολογουμένου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το κέρδος είναι η διαφορά μεταξύ των καθαρών επενδεδυμένων στοιχείων ενεργητικού στο τέλος του φορολογικού έτους και των καθαρών επενδεδυμένων στοιχείων ενεργητικού στην αρχή του φορολογικού έτους, συν τις αναλήψεις για προσωπική χρήση, μείον τις πρόσθετες εισφορές που πραγματοποιήθηκαν εντός του έτους.

(175)

Ως εκ τούτου, προκειμένου να προσδιοριστεί το κέρδος που θα υποβληθεί σε φόρο, πρέπει πρώτα να προσδιοριστούν οι αξίες των καθαρών επενδεδυμένων στοιχείων ενεργητικού της εταιρείας που θα χρησιμοποιηθούν για φορολογικούς σκοπούς. Για τον σκοπό αυτόν, στο άρθρο 23 του LIR (191) εξηγείται ότι η αξία των καθαρών στοιχείων ενεργητικού θα πρέπει να προσδιορίζεται με βάση λογιστικούς κανόνες και αρχές και στο άρθρο 40 (192) θεσπίζεται η αρχή της σύνδεσης του φορολογικού ισολογισμού με τον εμπορικό ισολογισμό, σύμφωνα με την οποία οι αξίες του φορολογικού ισολογισμού θα πρέπει να αντιστοιχούν στις αξίες του λογιστικού ισολογισμού εκτός εάν ειδικός φορολογικός κανόνας απαιτεί τη χρήση διαφορετικής αξίας (193). Αυτό σημαίνει ότι, σύμφωνα με το γενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, το λογιστικό κέρδος μιας εταιρείας περιλαμβάνεται στη φορολογική της βάση, εκτός εάν ειδική νομοθετική διάταξη ορίζει διαφορετικά.

(176)

Εν κατακλείδι, το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου εφαρμόζεται σε όλες τις εταιρείες των οποίων η έδρα ή η κεντρική διοίκηση βρίσκεται στο έδαφος του Λουξεμβούργου και η βάση υπολογισμού του φορολογητέου κέρδους είναι το λογιστικό κέρδος. Ως εκ τούτου, σκοπός του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου είναι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο, όπως προσδιορίζονται στους λογαριασμούς τους.

(177)

Αυτό δεν αμφισβητείται καταρχήν ούτε από το Λουξεμβούργο ούτε από την Engie (194). Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο (195), το σύστημα αναφοράς αποτελείται, αφενός, από τα άρθρα 18, 40 και 23 του LIR, τα οποία αφορούν τον προσδιορισμό της φορολογικής βάσης, τη σύνδεση του εμπορικού ισολογισμού με τον φορολογικό ισολογισμό και την αρχή της σύνεσης (196), και αφετέρου από το άρθρο 22α του LIR. Σύμφωνα με την Engie (197), το σύστημα αναφοράς αποτελείται από τα άρθρα 18 έως 45 του LIR, στα οποία κατοχυρώνονται οι θεμελιώδεις αρχές του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας βάσης μιας εταιρείας, π.χ. η αρχή της σύνεσης, η σύνδεση του φορολογικού ισολογισμού με τον εμπορικό ισολογισμό και η δυνατότητα έκπτωσης των επιχειρηματικών δαπανών (198). Η Engie συμφωνεί ρητά ότι σκοπός του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου είναι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (199).

(178)

Ο προσδιορισμός του γενικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου ως πλαισίου αναφοράς συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο έχει κατ' επανάληψη κρίνει ότι στην περίπτωση μέτρων που αφορούν τον προσδιορισμό της υποχρέωσης καταβολής φόρου εισοδήματος εταιρειών, το σύστημα αναφοράς που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του επίμαχου κράτους μέλους, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις, και όχι οι ειδικές διατάξεις του συστήματος αυτού που εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένους φορολογουμένους ή σε ορισμένες συναλλαγές. Για παράδειγμα, στην απόφασή του επί της υπόθεσης World Duty Free, η οποία αφορούσε τους κανόνες που διέπουν τις επενδύσεις σε μερίδια, το Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση της Επιτροπής, βάσει της οποίας το σύστημα αναφοράς ήταν το ισπανικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών και όχι οι ειδικοί κανόνες που διέπουν τη φορολογική μεταχείριση αυτών των επενδύσεων (200).

(179)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο περιορισμός του πλαισίου αναφοράς σε ειδικές διατάξεις της γενικής νομοθεσίας για τη φορολογία εισοδήματος, οι οποίες στοχεύουν ορισμένες συναλλαγές ή ορισμένες επιχειρήσεις, θα σήμαινε ότι ο προσδιορισμός του συστήματος αναφοράς σε μια δεδομένη περίπτωση θα εξαρτάτο εξολοκλήρου από το αν το επίμαχο κράτος μέλος έχει θεσπίσει ειδικούς φορολογικούς κανόνες, χωρίς να εξετάζεται ο σκοπός του φορολογικού συστήματος. Με τη θέσπιση ειδικών κανόνων που εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις ή συναλλαγές, το κράτος μέλος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η φορολογική μεταχείριση των εταιρειών αυτών δεν συνιστά ποτέ παρέκκλιση από το πλαίσιο αναφοράς. Με τον τρόπο αυτό, τα εν λόγω μέτρα θα θωρακίζονταν έναντι της εφαρμογής του άρθρου 107 της Συνθήκης και, συνεπώς, θα καθιστούσαν αναποτελεσματικό τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Με άλλα λόγια, η αποδοχή μιας τέτοιας προσέγγισης θα σήμαινε ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως παρέκκλισης από το σύστημα αναφοράς θα εξαρτάτο εξολοκλήρου από την κανονιστική τεχνική που χρησιμοποιεί το κράτος μέλος. Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, αυτό είναι ασυμβίβαστο με την παγιωμένη αρχή σύμφωνα με την οποία το άρθρο 107 της Συνθήκης ορίζει ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση με βάση τα αποτελέσματά του και, συνεπώς, ανεξάρτητα από τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές (201).

(180)

Το Λουξεμβούργο δεν αμφισβητεί ρητά ότι το πλαίσιο αναφοράς είναι το γενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών. Μολαταύτα, θεωρεί ότι ο σκοπός της φορολόγησης των κερδών που πραγματοποιούνται από εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο δεν κατοχυρώνεται ούτε αντανακλάται στις διατάξεις της νομοθεσίας για τη φορολογία εισοδήματος και ότι οι διατάξεις της νομοθεσίας δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως απαιτούσες τη φορολόγηση όλων των κερδών που πραγματοποιούνται από μια εταιρεία η οποία υπόκειται σε φόρο στο Λουξεμβούργο, σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και αντίθετα προς το γράμμα του νόμου (202). Το Λουξεμβούργο και η Engie επικαλούνται εν προκειμένω την αρχή της νομιμότητας, βάσει της οποίας ο τρόπος προσδιορισμού των φόρων καθορίζεται από τη νομοθεσία, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, και εάν μια συγκεκριμένη κατάσταση δεν προβλέπεται ρητά στη νομοθεσία (σιωπή του νομοθέτη), δεν μπορεί να υπαχθεί σε φορολόγηση (203).

(181)

Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τον ισχυρισμό αυτό.

(182)

Πρώτον, η Επιτροπή αδυνατεί να κατανοήσει πώς η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο δεν μπορεί να αποτελεί σκοπό ενός συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών. Πράγματι, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Λουξεμβούργο δεν προτείνει στις παρατηρήσεις του άλλον εναλλακτικό σκοπό. Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η Engie συμφωνεί με το γεγονός ότι σκοπός του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου είναι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (204). Τρίτον, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις (172) έως (176), μια απλή ανάγνωση των σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι σκοπός του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου είναι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο, όπως προσδιορίζονται βάσει των λογαριασμών τους.

(183)

Επικαλούμενα την αρχή της νομιμότητας, το Λουξεμβούργο και η Engie φαίνεται να παραπέμπουν στην ύπαρξη μιας εξαίρεσης ή ενός κενού στο φορολογικό δίκαιο του Λουξεμβούργου, που θα είχε οδηγήσει στην πραγματικότητα στη μη φορολόγηση σχεδόν του συνόλου των κερδών που πραγματοποιούν η LNG Supply και η GSTM στο Λουξεμβούργο. Η ουσία του επιχειρήματος αυτού είναι ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, τέτοιες εξαιρέσεις ή τέτοια κενά θα αποτελούσαν μέρος του συστήματος αναφοράς και, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να υπάρχει παρέκκλιση.

(184)

Η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα αυτό. Δεδομένου ότι οι δομές που σχεδιάστηκαν από την Engie στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις είναι –όπως παραδέχονται το Λουξεμβούργο και η Engie (205) – ανοιχτές σε κάθε φορέα εκμετάλλευσης στην αγορά, αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε επιχείρηση θα μπορούσε να μεταβιβάσει τις δραστηριότητές της σε θυγατρική εταιρεία, να δημιουργήσει μια παρόμοια δομή χρηματοδότησης και να φορολογηθεί, εντέλει, για ελάχιστο μέρος των κερδών της, όπως η Engie. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, οποιοσδήποτε φορολογούμενος στο Λουξεμβούργο μπορεί να επιλέξει να φορολογηθεί επί του συνόλου των κερδών του ή να μην φορολογηθεί σχεδόν καθόλου. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το συμπέρασμα. Θα αντέβαινε όχι μόνο στο γενικό χαρακτηριστικό κάθε φορολογικού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο το ποσό των φόρων προς καταβολή δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τον φορολογούμενο, αλλά και στη βασική αρχή –η οποία είναι κοινή σε όλα τα κράτη μέλη– βάσει της οποίας οι φόροι εισοδήματος θα πρέπει να εισπράττονται ανάλογα με την ικανότητα καταβολής των φορολογουμένων. Επιπλέον, θα έθετε σε κίνδυνο την ικανότητα του κράτους να κινητοποιήσει τους αναγκαίους πόρους για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, με αποτέλεσμα να καταστεί το φορολογικό του σύστημα αναποτελεσματικό.

(185)

Στην πράξη, η προσέγγιση την οποία υποστηρίζουν το Λουξεμβούργο και η Engie θα καθιστούσε τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων αναποτελεσματικό, διότι θα επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να εισαγάγουν στα φορολογικά τους συστήματα – σκοπίμως ή όχι – αδικαιολόγητες εξαιρέσεις από τη γενική αρχή της φορολόγησης των κερδών, από τις οποίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν ολόκληρες κατηγορίες επιχειρήσεων ή συναλλαγών. Δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις αυτές θα αποτελούσαν μέρος του πλαισίου αναφοράς, δεν θα μπορούσαν ποτέ να συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(186)

Ως συναφές επιχείρημα, το Λουξεμβούργο υποστηρίζει επίσης ότι το πλαίσιο αναφοράς θα πρέπει να οριστεί βάσει ενός συνόλου κανόνων που προβλέπονται ρητά από τον εθνικό νομοθέτη, και όχι βάσει μιας εικαζόμενης «αρχής» ή ενός εικαζόμενου «σκοπού», των οποίων η ερμηνεία θα μπορούσε να υπερβεί τους σαφείς και ακριβείς όρους του νόμου (206).

(187)

Η Επιτροπή δεν συμφωνεί ότι ένα σύστημα αναφοράς δεν μπορεί να οριστεί βάσει των σκοπών του, όπως η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο. Αντιθέτως, αυτός είναι ο πάγιος τρόπος με τον οποίο ορίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου το πλαίσιο αναφοράς σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της φορολογίας εισοδήματος εταιρειών (207). Πράγματι, η Επιτροπή υποχρεούται να ορίσει τον σκοπό του συστήματος προκειμένου να στοιχειοθετήσει την επιλεκτικότητα, δεδομένου ότι μόνο υπό το πρίσμα αυτού του σκοπού μπορεί να αποδείξει αν οι επιχειρήσεις που εξαιρούνται από το πλεονέκτημα βρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση η οποία είναι συγκρίσιμη με εκείνη των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου (208). Σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, ο οποίος εφαρμόζεται σε όλες τις εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο, ορίζεται στη νομοθεσία, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις (172) έως (176) και, για άλλη μία φορά, το Λουξεμβούργο δεν προσδιόρισε κάποιον εναλλακτικό σκοπό. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

(188)

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εφαρμοστέο σύστημα αναφοράς είναι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, σκοπός του οποίου είναι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (209). Το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις ή προσαρμογές ως προς τον τρόπο προσδιορισμού της φορολογικής βάσης, όπως ισχυρίζεται το Λουξεμβούργο (210) ή η Engie (211), δεν ανατρέπει το συμπέρασμα αυτό. Σε σχέση με το σύστημα αυτό πρέπει, επομένως, να καθοριστεί αν η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων συνιστά παρέκκλιση η οποία συνεπάγεται ευνοϊκή μεταχείριση σε σύγκριση με τη μεταχείριση άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος (212).

(189)

Μπορεί να θεωρηθεί ότι η LNG Holding και η CEF βρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση η οποία είναι συγκρίσιμη με εκείνη όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο υπό το πρίσμα του σκοπού του γενικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργο, ήτοι τη φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, όλες οι φορολογούμενες εταιρείες που είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν κέρδη βρίσκονται, καταρχήν, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση όσον αφορά την εκτίμηση της υποχρέωσής τους για καταβολή φόρο εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο.

(190)

Το γεγονός ότι η LNG Holding και η CEF –σε αντίθεση με άλλους φορολογούμενους– λαμβάνουν διανομές κερδών από εταιρείες στις οποίες κατέχουν συμμετοχές, οι οποίες μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς απαλλαγής των συμμετοχών που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR, δεν σημαίνει ότι οι δύο αυτές οντότητες δεν είναι συγκρίσιμες με τους φορολογούμενους που δεν τυγχάνουν αυτής της απαλλαγής υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος. Η απαλλαγή που προβλέπεται σε αυτήν τη διάταξη χορηγείται μόνο σε ορισμένα είδη εισοδήματος εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Ωστόσο, η φύση του εισοδήματος που αποκομίζει η εταιρεία (διανομή κερδών επιλέξιμη βάσει του άρθρου 166 του LIR ή άλλα εμπορικά κέρδη που έχει πραγματοποιήσει η εταιρεία), και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 166 του LIR (213) δεν έχουν καμία επίπτωση στον σκοπό του συστήματος, δηλαδή στη φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (214). Πράγματι, εάν το όφελος από μια απαλλαγή όσον αφορά την καταβολή φόρου εισοδήματος εταιρειών αρκούσε ώστε μια επιχείρηση να καταστεί μη συγκρίσιμη με άλλες επιχειρήσεις που επωφελούνται από αυτή την απαλλαγή, τότε οι απαλλαγές όσον αφορά την καταβολή φόρου εισοδήματος εταιρειών δεν θα θεωρούνταν, εξ ορισμού, επιλεκτικές.

6.2.1.2.    Παρέκκλιση από το πλαίσιο αναφοράς η οποία εισάγει διακρίσεις

(191)

Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αναφοράς που περιγράφεται στην ενότητα 6.2.1.1, η βάση προσδιορισμού της υποχρέωσης καταβολής φόρου εισοδήματος εταιρειών είναι η ίδια για όλες τις εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο, ήτοι το ποσό των καθαρών κερδών όπως προσδιορίζεται στους λογαριασμούς τους (215).

(192)

Η φορολογική μεταχείριση που εγκρίθηκε με τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιτρέπει την απαλλαγή εισοδήματος που εισπράττεται από τη LNG Holding και τη CEF: το εισόδημα που προκύπτει από τη συμμετοχή τους στη LNG Supply και στην GSTM αντίστοιχα. Όπως προκύπτει από τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις και τις συμφωνίες που έχουν υπογράψει τα μέρη, και όπως ρητά παραδέχεται το Λουξεμβούργο (216), υπάρχει άμεση και σαφής σύνδεση μεταξύ του εισοδήματος αυτού και των επαυξήσεων επί του ZORA που αφαιρούνται από τη φορολογική βάση της LNG Supply και της GSTM αντίστοιχα. Στην πραγματικότητα, κάθε κέρδος που πραγματοποιείται από τη LNG Supply και την GSTM το οποίο υπερβαίνει το περιθώριο LNG και το περιθώριο GSTM αφαιρείται από τις φορολογικές τους βάσεις υπό τη μορφή των επαυξήσεων επί του ZORA (και, επομένως, δεν φορολογείται). Το φορολογητέο κέρδος των θυγατρικών εταιρειών περιορίζεται, συνεπώς, στο περιθώριο LNG και στο περιθώριο GSTM. Το αφορολόγητο κέρδος που αφαιρείται υπό τη μορφή των επαυξήσεων επί του ZORA ενσωματώνεται στη συνέχεια στις μετοχές LNG και στις μετοχές GSTM οι οποίες, σύμφωνα με τα ZORA και τις προθεσμιακές συμβάσεις, λαμβάνονται κατά τη μετατροπή από τη LNG Holding και τη CEF αντίστοιχα. Ωστόσο, όταν το κέρδος που ενσωματώνεται στις μετοχές LNG και στις μετοχές GSTM συνιστά εισόδημα στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, μπορεί να επωφεληθεί από την απαλλαγή των συμμετοχών (217), παραμένοντας έτσι αφορολόγητο και στο επίπεδο των εταιρειών αυτών.

(193)

Κατά συνέπεια, σχεδόν το σύνολο των κερδών της LNG Supply και της GSTM μένουν αφορολόγητα στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF αντίστοιχα. Ωστόσο, τα κέρδη αυτά πραγματοποιούνται από εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο και καταχωρίζονται στους λογαριασμούς αρχικά της LNG Supply και της GSTM και, στη συνέχεια, της LNG Holding και της CEF. Κατά συνέπεια, βάσει του κοινού φορολογικού συστήματος, τα κέρδη αυτά θα έπρεπε να υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο. Ως εκ τούτου, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων συνιστά παρέκκλιση από το πλαίσιο αναφοράς.

(194)

Το Λουξεμβούργο επικαλείται ξανά την αρχή της νομιμότητας. Θεωρεί ότι το γράμμα των νομοθετικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις είναι σαφές και δεν επιδέχεται ερμηνείας ratio legis ή ερμηνείας σύμφωνα με τους σκοπούς τους. Δεδομένου ότι το γράμμα των νομοθετικών διατάξεων τηρήθηκε, δεν μπορεί να συντρέχει παρέκκλιση και, επομένως, δεν υπάρχει πλεονέκτημα (218).

(195)

Βάσει του επιχειρήματος αυτού, το Λουξεμβούργο θεωρεί στην ουσία ότι ένα μέτρο δεν μπορεί να συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα εάν συμμορφώνεται με το εθνικό δίκαιο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα συνιστούσε παρέκκλιση. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Όπως έχει ήδη εξηγηθεί, τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης αξιολογούνται με βάση τα αποτελέσματά τους. Ως εκ τούτου, ο ορισμός ενός μέτρου ως ενίσχυσης δεν μπορεί να εξαρτάται από τη νομιμότητά του στην εθνική έννομη τάξη. Σε τέτοια περίπτωση, σχεδόν κανένα κρατικό μέτρο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση (219). Αντιθέτως, όταν η εφαρμογή μίας ή περισσοτέρων νομοθετικών διατάξεων σε μια συγκεκριμένη περίπτωση εισάγει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα που καθορίζεται στο σύστημα αναφοράς (εν προκειμένω, η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο), η συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παρέκκλιση. Επιπλέον, εάν η παρέκκλιση αυτή εισάγει διακρίσεις έναντι επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος, η επίμαχη φορολογική μεταχείριση πρέπει να θεωρηθεί a priori επιλεκτική, και τούτο ανεξάρτητα από το αν τηρήθηκε το γράμμα των διατάξεων ή όχι.

(196)

Κατά συνέπεια, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων παρεκκλίνει από το γενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου και, επομένως, συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα για τη LNG Holding και τη CEF. Το γεγονός ότι στη νομοθεσία περί φορολογίας του εισοδήματος εταιρειών προβλέπονται διάφορες άλλες παρεκκλίσεις δεν ανατρέπει τον παρεκκλίνοντα χαρακτήρα της φορολογικής μεταχείρισης που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων (220).

(197)

Επιπλέον, όπως καταδείχθηκε στην ενότητα 6.2.1.1, η LNG Holding και η CEF βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με όλες τις εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο. Ως εκ τούτου, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στη LNG Holding και στη CEF βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων χορηγεί πλεονέκτημα στις δύο αυτές εταιρείες σε σύγκριση με όλες τις άλλες φορολογούμενες εταιρείες που βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με τον φόρο εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου.

(198)

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα που χορηγείται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό.

(199)

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν μόνο οι φορολογούμενες εταιρείες που υπόκεινται στους κανόνες σχετικά με την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών θεωρείτο ότι βρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση παρόμοια με εκείνη της LNG Holding και της CEF, στην ενότητα 6.2.2 η Επιτροπή θα αποδείξει επίσης ότι αυτές οι φορολογούμενες εταιρείες εξαιρούνται επίσης από το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγείται στη LNG Holding και τη CEF.

6.2.2.   ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΝΕΜΟΜΕΝΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

6.2.2.1.    Πλαίσιο αναφοράς: οι κανόνες του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου που αφορούν την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών

(200)

Η Engie ισχυρίζεται ότι οι προσαρμογές που επιβάλλονται από τη φορολογική νομοθεσία στα κέρδη που προσδιορίζονται στον εμπορικό ισολογισμό του φορολογουμένου, και ειδικότερα το καθεστώς απαλλαγής των συμμετοχών, αποτελούν μέρος του πλαισίου αναφοράς (221). Στην πράξη, με τον ισχυρισμό αυτόν η Engie επιχειρεί να περιορίσει το πλαίσιο αναφοράς στις ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας φόρου εισοδήματος που διέπουν την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών. Σε αυτό το στενότερο πλαίσιο αναφοράς, η αξιολόγηση των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη της LNG Holding και της CEF θα περιοριστεί αναγκαστικά στους φορολογουμένους στους οποίους εφαρμόζονται αυτές οι διατάξεις. Ωστόσο, όπως θα αποδειχθεί στην παρούσα ενότητα, σε αυτό το στενότερο πλαίσιο αναφοράς, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι επίσης εκ πρώτης όψεως επιλεκτική.

(201)

Το άρθρο 164 παράγραφος 1 του LIR προβλέπει ότι για τον προσδιορισμό της φορολογικής βάσης μιας εταιρείας δεν έχει σημασία αν το κέρδος έχει διανεμηθεί ή όχι. Αυτό σημαίνει ότι το κέρδος που διανέμεται από μια εταιρεία δεν μειώνει τη φορολογική της βάση, ήτοι δεν μπορεί να εκπέσει. Κατά συνέπεια, το κέρδος μπορεί να διανεμηθεί μόνο μετά την καταβολή φόρου. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη (87), το άρθρο 164 παράγραφος 2 του LIR εφαρμόζεται σε κάθε είδους διανομές προς τους μετόχους.

(202)

Αντιθέτως, οι δικαιούχοι καταχωρίζουν τα διανεμόμενα κέρδη στους λογαριασμούς τους ως εισόδημα. Σύμφωνα με την αρχή της σύνδεσης του εμπορικού ισολογισμού και με τον φορολογικό ισολογισμό, το εισόδημα αυτό, το οποίο αποτελεί μέρος του κέρδους που πραγματοποιούν οι εταιρείες αυτές και, συνεπώς, καταχωρίζεται στους λογαριασμούς τους, συμπεριλαμβάνεται καταρχήν στη φορολογική τους βάση. Η συμπερίληψη αυτή οδηγεί, συνεπώς, σε οικονομική διπλή φορολόγηση, εκτός εάν εφαρμοστεί απαλλαγή των συμμετοχών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 166 του LIR (222). Η απαλλαγή βάσει της διάταξης αυτής εφαρμόζεται σε εισόδημα που προέρχεται από «συμμετοχές», ένας όρος που δεν ορίζεται στη νομοθεσία. Ωστόσο, όπως διευκρίνισε το Λουξεμβούργο, όλες οι συμμετοχές των οποίων το εισόδημα μπορεί να επωφεληθεί της απαλλαγής βάσει του άρθρου 166 του LIR (συμπεριλαμβανομένων των μετοχών) καλύπτονται επίσης από την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 164 του LIR) με εξαίρεση τις συμμετοχές σε αλλοδαπές οντότητες) (223). Συνεπώς, βάσει του κοινού συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται στα μετά τους φόρους κέρδη (δηλαδή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ποσά που εκπίπτουν από τη φορολογική βάση της διανέμουσας οντότητας) (224).

(203)

Σύμφωνα με το διάταγμα της 21ης Δεκεμβρίου, η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται όχι μόνο σε κέρδη που διανέμονται από την οντότητα στην οποία κατέχεται η συμμετοχή, αλλά και στην υπεραξία που προκύπτει από συμμετοχές που είναι επιλέξιμες για το καθεστώς (225). Υπεραξία είναι το εισόδημα που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της αξίας ρευστοποίησης μιας συμμετοχής (σε περίπτωση πώλησης ή ακύρωσης) και της αξίας κτήσης της. Η υπεραξία που προκύπτει από συμμετοχές αντιστοιχεί είτε σε κέρδη που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από την οντότητα στην οποία κατέχεται η συμμετοχή αλλά δεν έχουν ακόμη διανεμηθεί, είτε σε κέρδη που αναμένεται να πραγματοποιηθούν στο μέλλον και, συνεπώς, επίσης δεν έχουν διανεμηθεί. Δυνάμει των άρθρων 18 και 40 του LIR, όλα τα κέρδη πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνονται στη φορολογική βάση της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή. Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν έχουν διανεμηθεί από την οντότητα στην οποία κατέχεται η συμμετοχή, τα κέρδη αυτά δεν μπορούν, εξ ορισμού, να αποτελέσουν αντικείμενο οποιασδήποτε έκπτωσης. Συνεπώς, και στην περίπτωση της υπεραξίας, η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται σε εισόδημα το οποίο δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει ποσά που έχουν εκπέσει από τη φορολογική βάση της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή (όπως οι επαυξήσεις επί του ZORA).

(204)

Με άλλα λόγια, σε ένα στενότερο πλαίσιο αναφοράς που αποτελείται αποκλειστικά από τους κανόνες που αφορούν την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών, η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται σε εισόδημα που δεν αντιστοιχεί σε ποσά που εκπίπτουν από τη φορολογική βάση της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή, και τούτο ανεξάρτητα από το αν το εισόδημα αυτό χαρακτηρίζεται ως διανεμόμενο κέρδος ή υπεραξία.

(205)

Η LNG Holding και η CEF βρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση που είναι συγκρίσιμη με εκείνη όλων των φορολογούμενων εταιρειών που εισπράττουν εισόδημα από συμμετοχές και οι οποίες υπόκεινται, συνεπώς, στους κανόνες σχετικά με την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών στο Λουξεμβούργο. Οι επιχειρήσεις αυτές κατέχουν τον ίδιο τύπο μέσων με τη LNG Holding και τη CEF (συμμετοχές) και το εισόδημα που εισπράττουν από τα μέσα αυτά είναι όμοιας φύσης με το εισόδημα που εισπράττουν η LNG Holding και η CEF, το οποίο είναι καταρχήν επιλέξιμο για την εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών.

6.2.2.2.    Παρέκκλιση από το πλαίσιο αναφοράς η οποία εισάγει διακρίσεις

(206)

Οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιτρέπουν στη LNG Holding και στη CEF (οντότητες που έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο) να εφαρμόσουν την απαλλαγή των συμμετοχών σε εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη σε ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες (επαυξήσεις επί του ZORA) στο επίπεδο της LNG Supply και της GSTM αντίστοιχα (οι οποίες επίσης έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο).

(207)

Πράγματι, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν ότι κάθε κέρδος που πραγματοποιείται από τη LNG Supply και την GSTM και το οποίο υπερβαίνει το περιθώριο LNG και το περιθώριο GSTM (και, συνεπώς, εκπίπτει από τις φορολογικές τους βάσεις υπό τη μορφή επαυξήσεων επί του ZORA) ενσωματώνεται στις μετοχές LNG και στις μετοχές GSTM. Σύμφωνα με τα ZORA και τις προθεσμιακές συμβάσεις, οι μετοχές αυτές λαμβάνονται κατά τη μετατροπή από τη LNG Holding και τη CEF αντίστοιχα. Στη συνέχεια, όταν το κέρδος που ενσωματώνεται στις μετοχές LNG και στις μετοχές GSTM προκύψει ως εισόδημα στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, μπορεί να επωφεληθεί από την απαλλαγή των συμμετοχών (226).

(208)

Η ύπαρξη άμεσης και σαφούς σύνδεσης μεταξύ του εισοδήματος που επωφελείται από την απαλλαγή των συμμετοχών στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ποσών που εκπίπτουν ως δαπάνες στο επίπεδο των θυγατρικών εταιρειών είναι εμφανής στην περίπτωση της μερικής μετατροπής του LNG ZORA. Στην περίπτωση αυτή, όπως προκύπτει από τις υποβληθείσες φορολογικές δηλώσεις, το εισόδημα που απέκτησε η LNG Holding ως αποτέλεσμα της μερικής μετατροπής και ακύρωσης των μετοχών της LNG Supply το 2014 αντιστοιχεί από οικονομική άποψη στις επαυξήσεις επί του ZORA που εξέπεσαν από τη LNG Supply μεταξύ των ετών 2009 και 2014, τις οποίες η LNG Holding έλαβε μέσω του ZORA LNG και της προθεσμιακής σύμβασης LNG (227). Αυτό επιβεβαιώθηκε ρητά από το Λουξεμβούργο: «La plus-value comptable de 506,2 MUSD réalisée par LNG Holding correspond économiquement à l'accroissement de valeur de LNG Supply entre 2009 et 2014» (228).

(209)

Η εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών σε εισόδημα στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη σε ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες στο επίπεδο των θυγατρικών συνιστά εξαίρεση από το πλαίσιο αναφοράς που περιγράφεται στην ενότητα 6.2.2.1 ανωτέρω, σύμφωνα με το οποίο η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται σε εισόδημα το οποίο δεν αντιστοιχεί σε ποσά που εκπίπτουν από τη φορολογική βάση της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή. Το αποτέλεσμα αυτής της παρέκκλισης είναι ότι σχεδόν το σύνολο των κερδών που πραγματοποιούν η LNG Supply και η GSTM δεν υπόκεινται ποτέ σε φορολόγηση στο Λουξεμβούργο. Κατά συνέπεια, η φορολογική μεταχείριση που εγκρίθηκε με τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις βελτιώνει την οικονομική θέση της LNG Holding και της CEF. Πράγματι, στο πλαίσιο του κοινού συστήματος που περιγράφεται στην ενότητα 6.2.2.1 ανωτέρω, το εισόδημα που εισπράχθηκε από αυτές τις οντότητες δεν θα είχε εκπέσει (υπό τη μορφή επαυξήσεων επί του ZORA) στο επίπεδο των θυγατρικών εταιρειών. Το εισόδημα αυτό θα ήταν χαμηλότερο διότι το αντίστοιχο κέρδος θα είχε προηγουμένως υποβληθεί σε φορολόγηση στο επίπεδο των θυγατρικών εταιρειών.

(210)

Το Λουξεμβούργο και η Engie αμφισβητούν τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 164 παράγραφος 2 του LIR στις επαυξήσεις επί του ZORA. Με άλλα λόγια, το Λουξεμβούργο και η Engie αμφισβητούν ότι οι επαυξήσεις επί του ZORA μπορούν να εξομοιωθούν με διανεμόμενα κέρδη.

(211)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η LNG Holding χαρακτηρίζει ρητά τα κέρδη που προέκυψαν από την ακύρωση των μετοχών της LNG Supply ως «απαλλασσόμενα μερίσματα», ήτοι ως διανεμόμενα κέρδη, στις φορολογικές της δηλώσεις για το έτος 2014 (229).

(212)

Επιπλέον, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις (207) και (208), υπάρχει άμεση και σαφής σύνδεση μεταξύ του εισοδήματος που μπορεί να απαλλαχθεί στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF και των ποσών που εκπίπτουν από τη LNG Supply και την GSTM ως δαπάνες (οι επαυξήσεις επί του ZORA). Ως εκ τούτου, από οικονομική άποψη, το εισόδημα που εισπράττεται από τη LNG Holding και τη CEF ισοδυναμεί με διανεμόμενα κέρδη (230).

(213)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο επίσημος χαρακτηρισμός των κερδών που απαλλάσσονται στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF ως διανεμόμενα κέρδη ή υπεραξία δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, όπως εξηγήθηκε στην ενότητα 6.2.2.1, σε ένα στενότερο πλαίσιο αναφοράς που αποτελείται αποκλειστικά από τους κανόνες που αφορούν την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών, η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται σε εισόδημα που δεν αντιστοιχεί σε ποσά που εκπίπτουν από τη φορολογική βάση της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή, και τούτο ανεξάρτητα από το αν το εισόδημα αυτό χαρακτηρίζεται ως διανεμόμενο κέρδος ή υπεραξία (231).

(214)

Εν κατακλείδι, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στη LNG Holding και στη CEF βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, το οποίο διέπει την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών.

(215)

Επιπλέον, η παρέκκλιση αυτή συνεπάγεται διακριτική μεταχείριση σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε νομική και πραγματική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη της LNG Holding και της CEF υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος. Πράγματι, άλλες φορολογούμενες εταιρείες που εισπράττουν εισόδημα από συμμετοχές και, συνεπώς, υπόκεινται στους κανόνες σχετικά με την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών στο Λουξεμβούργο δεν τυγχάνουν του φορολογικού πλεονεκτήματος που έχει χορηγηθεί στη LNG Holding και στη CEF, παρότι βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος. Είναι αληθές ότι όλες αυτές οι φορολογούμενες εταιρείες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR. Ωστόσο, η απαλλαγή των συμμετοχών θα είχε εφαρμοστεί σε ένα σχετικά χαμηλότερο εισόδημα (ήτοι στα κέρδη μετά φόρων της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή), όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 209.

(216)

Το Λουξεμβούργο ισχυρίζεται ότι το άρθρο 166 του LIR δεν θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του την προηγούμενη φορολόγηση των κερδών που προκύπτουν από συμμετοχές και ότι οι διατάξεις του άρθρου 164 του LIR δεν αποτελούν προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR (232). Στο ίδιο πνεύμα, η Engie θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR τηρήθηκαν στο σύνολό τους, οπότε δεν υπάρχει παρέκκλιση (233). Τόσο το Λουξεμβούργο όσο και η Engie αμφισβητούν επίσης ότι σκοπός του άρθρου 166 του LIR είναι η αποφυγή της διπλής φορολόγησης, διατυπώνοντας διάφορα επιχειρήματα που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την οδηγία (ΕΕ) 2015/121 του Συμβουλίου (234) («οδηγία μητρικών-θυγατρικών»).

(217)

Η Επιτροπή πρέπει να απορρίψει την ως άνω επιχειρηματολογία.

(218)

Καταρχήν, το γεγονός ότι δεν υφίσταται ρητή σύνδεση μεταξύ του άρθρου 166 του LIR και του άρθρου 164 παράγραφοι 1 και 2 δεν ασκεί επιρροή. Το Λουξεμβούργο έχει επιβεβαιώσει ρητά (235) ότι όλες οι συμμετοχές που είναι επιλέξιμες για την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 164 παράγραφοι 1 και 2 σε επίπεδο οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή (236). Η συνέπεια αυτού είναι ότι, βάσει του πλαισίου αναφοράς που περιγράφεται στην ενότητα 6.2.2.1, η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται επίσης σε εισόδημα το οποίο δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε ποσά που εκπίπτουν από τη φορολογική βάση της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή. Κατ' εξαίρεση στον κανόνα αυτό, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιτρέπουν την εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου (οντότητες που έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο) σε εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί οικονομικά στα ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες (οι επαυξήσεις επί του ZORA) στο επίπεδο των θυγατρικών (οι οποίες είναι επίσης εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο). Κατά συνέπεια, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων παρεκκλίνει από το πλαίσιο αναφοράς.

(219)

Δεύτερον, ακόμη και αν δεν υφίσταται ρητή σύνδεση μεταξύ των δύο διατάξεων, η συμπληρωματικότητα του άρθρου 166 του LIR και του άρθρου 164 παράγραφοι 1 και 2 του LIR είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η λογική συνοχή του φορολογικού συστήματος. Εάν το ίδιο ποσό μπορούσε να εκπέσει ως δαπάνη στο επίπεδο της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή και να τύχει απαλλαγής ως εισόδημα στο επίπεδο της δικαιούχου εταιρείας, το κέρδος αυτό θα διέφευγε της φορολόγησης στο Λουξεμβούργο. Η ερμηνεία αυτή θα επέτρεπε σε οποιονδήποτε εταιρικό όμιλο να παρακάμψει με ευκολία τον σκοπό του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, ο οποίος συνίσταται στη φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο, διανέμοντας στους μετόχους του το σύνολο των προηγουμένως αφορολόγητων κερδών των θυγατρικών εταιρειών (237). Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή δεν θα ήταν σύμφωνη με τον σκοπό της αποφυγής της διπλής ή τριπλής φορολόγησης (238).

(220)

Το άρθρο 107 ορίζει τα μέτρα ενίσχυσης σε σχέση με τα οικονομικά αποτελέσματά τους στην αγορά, και όχι σε σχέση με τη νομιμότητά τους στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, τις χρησιμοποιούμενες νομοθετικές τεχνικές ή την πρόθεση του νομοθέτη. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που το συνδυασμένο αποτέλεσμα της έκπτωσης των επαυξήσεων επί του ZORA και της απαλλαγής του αντίστοιχου εισοδήματος είναι ότι σχεδόν το σύνολο των κερδών που πραγματοποίησαν οι θυγατρικές παρέμεινε αφορολόγητο στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διακρίσεις σε βάρος επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση, πρέπει να θεωρηθεί ότι το κρατικό μέτρο που εγκρίνει αυτή τη φορολογική μεταχείριση χορηγεί εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό πλεονέκτημα. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ανεξάρτητα από το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 166 και 164 του LIR, από το αν υπάρχει ρητή σύνδεση μεταξύ των διατάξεων αυτών ή από τον σκοπό της οδηγίας μητρικών-θυγατρικών.

(221)

Η Engie παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Service public federal Finances (239), η οποία ερμηνεύει τις διατάξεις της οδηγίας μητρικών-θυγατρικών που ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων (240). Σύμφωνα με την Engie, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε στην εν λόγω απόφαση ότι η οδηγία μητρικών-θυγατρικών –η οποία εφαρμόζεται σε διασυνοριακές καταστάσεις– δεν απαιτεί την προηγούμενη φορολόγηση των κερδών που καλύπτονται από την απαλλαγή των συμμετοχών. Η Engie θεωρεί ότι εφαρμόζοντας το ίδιο καθεστώς απαλλαγής σε εσωτερικές καταστάσεις, το Λουξεμβούργο επέλεξε να διασφαλίσει την ισότιμη μεταχείριση μεταξύ ομίλων εταιρειών με θυγατρικές στο Λουξεμβούργο και ομίλων εταιρειών με θυγατρικές σε άλλα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι οι δύο καταστάσεις είναι πανομοιότυπες από πραγματική άποψη και ότι εφαρμόζονται οι ίδιες διατάξεις και στις δύο περιπτώσεις, η Engie θεωρεί ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απαλλαγή των συμμετοχών εφαρμόζεται μόνο στη διασυνοριακή κατάσταση και όχι στην εσωτερική.

(222)

Ευθύς εξαρχής, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η παρούσα απόφαση αφορά μια καθαρά εσωτερική κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας όλες οι εταιρείες που συμμετέχουν στις διάφορες πράξεις που αποτελούν αντικείμενο των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο. Το επιλεκτικό πλεονέκτημα απορρέει από μια παρέκκλιση η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι τα κέρδη που πραγματοποίησαν δύο θυγατρικές εταιρείες του ομίλου Engie που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο παρέμειναν σχεδόν αφορολόγητα στο επίπεδο των μετόχων τους, οι οποίοι είναι επίσης εγκατεστημένοι στο Λουξεμβούργο. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν διερεύνησε αν παρόμοιο μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται σε κατάσταση στην οποία οι οντότητες στις οποίες κατέχονται συμμετοχές δεν έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο, θα συνιστούσε επίσης επιλεκτικό πλεονέκτημα.

(223)

Η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα ότι το Λουξεμβούργο πρέπει απαραιτήτως να εφαρμόσει σε μια καθαρά εσωτερική κατάσταση την ευνοϊκότερη μεταχείριση την οποία θα εφάρμοζε στην ίδια πράξη σε διασυνοριακό επίπεδο. Προκύπτει αναντιστοιχία λόγω των διαφορών στον νομικό χαρακτηρισμό –και συνεπώς στη φορολογική μεταχείριση– ενός διασυνοριακού μέσου ή πράξης βάσει της νομοθεσίας δύο διαφορετικών φορολογικών δικαιοδοσιών, με συνέπεια τη μη φορολόγηση. Ωστόσο, τέτοιου είδους αναντιστοιχίες δεν θα πρέπει καταρχήν να προκύπτουν σε μια καθαρά εσωτερική κατάσταση, όπου η εσωτερική λογική και συνοχή του συστήματος αποσκοπούν ακριβώς στην αποφυγή κενών αυτού του είδους. Όπως είναι ευρέως γνωστό, προκειμένου να περιοριστεί η φοροαποφυγή, η Ένωση, ο ΟΟΣΑ και η διεθνής φορολογική κοινότητα καταβάλλουν προσπάθειες για τη μείωση των διαφορών στις φορολογικές νομοθεσίες και την εξάλειψη των αναντιστοιχιών και των κενών. Συνεπώς, το επιχείρημα, το οποίο φαίνεται να διατυπώνει η Engie, ότι το Λουξεμβούργο θα πρέπει να εφαρμόσει τις υφιστάμενες διασυνοριακές αναντιστοιχίες και σε εσωτερικό επίπεδο, ακόμη και ενάντια στην εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος, είναι όχι μόνο νομικά ασυνεπές, αλλά και αντίθετο προς τις προσπάθειες αυτές.

(224)

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα την απόφαση στην υπόθεση Service public federal Finances, δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό. Η εν λόγω υπόθεση αφορά έναν βελγικό νόμο ο οποίος επέκτεινε την εφαρμογή της οδηγίας μητρικών-θυγατρικών και σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις. Το βελγικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας (241). Η απόφαση επιβεβαιώνει ότι σκοπός της οδηγίας είναι να εξαλείψει τις περιπτώσεις διπλής φορολογήσεως κερδών τα οποία διανέμουν οι θυγατρικές στις μητρικές εταιρείες τους και να εξαλείψει τα μειονεκτήματα σε βάρος της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ εταιρειών τα οποία δημιουργούνται λόγω της λιγότερο ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης των διασυνοριακών σχέσεων μεταξύ μητρικών εταιρειών και θυγατρικών σε σύγκριση με τις καθαρά εσωτερικές σχέσεις (242). Στο πνεύμα αυτό, και σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες, το Δικαστήριο αναφέρει ότι η «αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη, εμποδίζει τα κράτη μέλη να μεταχειρίζονται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό τα προερχόμενα από την αλλοδαπή μερίσματα σε σχέση με τα ημεδαπά, εκτός αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικά συγκρίσιμες ή δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος» (243). Με άλλα λόγια, η απόφαση αυτή απλώς εφαρμόζει την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία οι θεμελιώδεις ελευθερίες εμποδίζουν τα κράτη μέλη να μεταχειρίζονται τις εγχώριες καταστάσεις με ευνοϊκότερο τρόπο σε σύγκριση με τις διασυνοριακές καταστάσεις. Ωστόσο, δεν ισχύει το αντίθετο. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, όπως φαίνεται να υποδηλώνει η Engie, να επεκτείνουν σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις την ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση που εφαρμόζεται σε διασυνοριακές καταστάσεις, ιδίως αν αυτή η ευνοϊκότερη μεταχείριση προκύπτει από αναντιστοιχίες ή κενά που οδηγούν σε μη φορολόγηση (244).

(225)

Το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στη LNG Holding και στη CEF βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι γενικής εφαρμογής, διότι οποιεσδήποτε άλλες επιχειρήσεις θα μπορούσαν δυνητικά να έχουν πρόσβαση σε παρόμοιο όφελος το οποίο αναπαράγει τη δομή που εφάρμοσε η Engie, είναι επίσης αλυσιτελές. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που μπορούν να ζητήσουν τη χορήγηση ενός εθνικού μέτρου είναι πολύ μεγάλος ή ότι οι επιχειρήσεις αυτές ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους δραστηριότητας δεν αρκεί για να αρθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του (245). Η ίδια αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις στις οποίες το πλεονέκτημα προκύπτει από μια φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» η οποία εφαρμόζει έναν συνδυασμό νομοθετικών διατάξεων σε ένα συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων όταν αυτά τα γεγονότα μπορούν να αναπαραχθούν από άλλες επιχειρήσεις. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επίσης ότι δεν απαιτείται από την Επιτροπή, στο πλαίσιο απόδειξης του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου, να προσδιορίζει ορισμένα ιδιαίτερα και συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να είναι οι δικαιούχοι του φορολογικού πλεονεκτήματος, τα οποία καθιστούν εφικτή τη διάκριση των τελευταίων αυτών επιχειρήσεων από εκείνες οι οποίες δεν δικαιούνται να τύχουν εφαρμογής του πλεονεκτήματος αυτού (246).

(226)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε ένα στενότερο πλαίσιο αναφοράς, το οποίο απαρτίζεται αποκλειστικά από τους κανόνες του γενικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου που διέπουν την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών, το πλεονέκτημα που χορηγείται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό διότι ευνοεί τη LNG Holding και τη CEF έναντι επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση.

6.2.3.   ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

(227)

Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης δεν αναφέρεται στα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων και είναι, επομένως, εκ πρώτης όψεως επιλεκτικά, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος, κάτι που απόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει (247).

(228)

Ένα μέτρο που δημιουργεί εξαίρεση από την εφαρμογή του γενικού φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογείται από τη φύση και την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος αν το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού του συστήματος ή όταν είναι το αποτέλεσμα των συμφυών μηχανισμών που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος (248). Συναφώς, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των στόχων τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση προς το σύστημα αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των στόχων αυτών (249).

(229)

Ούτε το Λουξεμβούργο ούτε η Engie προέβαλαν οποιαδήποτε πιθανή αιτιολογία για την ευνοϊκή μεταχείριση την οποία ενέκριναν οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις υπέρ της LNG Holding και της CEF. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το βάρος παρουσίασης μιας τέτοιας αιτιολογίας φέρει το κράτος μέλος. Συνεπώς, ελλείψει οποιασδήποτε αιτιολογίας από την πλευρά του Λουξεμβούργου, η Επιτροπή πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στη LNG Holding και στη CEF δεν μπορεί να αιτιολογηθεί από τη φύση ή την εν γένει οικονομία του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου.

(230)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προσδιορίσει κανέναν ενδεχόμενο λόγο που να αιτιολογεί την προνομιακή μεταχείριση της LNG Holding και της CEF, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι απορρέει ευθέως από τις εγγενείς, θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του συστήματος αναφοράς ή ότι είναι αποτέλεσμα συμφυών μηχανισμών αναγκαίων για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος (250).

(231)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το Συμβούλιο Επικρατείας του Λουξεμβούργου (251), ένας από τους σκοπούς του καθεστώτος απαλλαγής των συμμετοχών που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR είναι η αποφυγή της διπλής ή τριπλής φορολόγησης για λόγους φορολογικής ισότητας (252). Η διπλή φορολόγηση αφορά περιπτώσεις στις οποίες τα ίδια κέρδη φορολογούνται δύο φορές σε σχέση με τον ίδιο φορολογούμενο (γνωστή και ως νομική διπλή φορολόγηση) ή σε σχέση με δύο διαφορετικούς φορολογουμένους (οικονομική διπλή φορολόγηση). Η Επιτροπή δέχεται ότι μια φοροαπαλλαγή που αποσκοπεί στην αποφυγή της οικονομικής διπλής φορολόγησης μπορεί να δικαιολογείται από τη φύση και την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος (253). Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της απαλλαγής βάσει του άρθρου 166 του LIR με σκοπό την αποφυγή της οικονομικής διπλής ή τριπλής φορολόγησης μπορεί να απορρέει ευθέως από βασικές ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού συστήματος.

(232)

Ωστόσο, το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων τύπου δεν συνίσταται αποκλειστικά στην εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών, αλλά στην εφαρμογή της στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου σε εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη σε ποσά τα οποία εκπίπτουν ως δαπάνες (οι επαυξήσεις επί του ZORA) από τις θυγατρικές εταιρείες, με αποτέλεσμα τη μη φορολόγηση σε επίπεδο LNG Holding και CEF σχεδόν του συνόλου των κερδών τα οποία πραγματοποιούν η LNG Supply και η GSTM. Υπό αυτές τις συνθήκες, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στη LNG Holding και στη CEF βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τον σκοπό της αποφυγής της οικονομικής διπλής φορολόγησης. Η συνδυασμένη εφαρμογή της απαλλαγής και της έκπτωσης καθορίζεται στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις και, συνεπώς, η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει οικονομική διπλή φορολόγηση. Κατά συνέπεια, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων δεν συνδέεται με τον σκοπό της αποφυγής της (δυνητικής ή πραγματικής) διπλής ή τριπλής φορολόγησης ή με οποιουσδήποτε άλλους λόγους που αφορούν τη φορολογική ισότητα. Ως εκ τούτου, οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να προβληθούν εγκύρως ως αιτιολογία για τη διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει από τα επίμαχα μέτρα.

(233)

Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όπως το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει κατά το παρελθόν, προκειμένου φορολογικές απαλλαγές να θεωρηθεί ότι δικαιολογούνται από τη φύση και τη γενική οικονομία του φορολογικού συστήματος του οικείου κράτους μέλους, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι απαλλαγές αυτές είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας και ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου, υπό την έννοια ότι ο επιδιωκόμενος θεμιτός σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με μικρότερης εκτάσεως μέτρα (254). Στην προκειμένη περίπτωση, η εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών επί εισοδήματος που εισπράττουν η LNG Holding και η CEF και το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη σε ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες (οι επαυξήσεις επί του ZORA) από τη LNG Supply και την GSTM δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί αναλογική για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης ούτε συμβάλλει στην αρχή της φορολογικής ισότητας. Μάλλον το αντίθετο: τα επίμαχα μέτρα επιτρέπουν στη LNG Holding και στη CEF, καθώς και στην Engie ως όμιλο, να επωφεληθούν από διπλή μη φορολόγηση. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της φορολογικής απαλλαγής στην προκειμένη περίπτωση υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και του αναλογικού για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

(234)

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ένα πλεονέκτημα πρέπει να συνάδει όχι μόνον με τα εγγενή χαρακτηριστικά του επίμαχου φορολογικού συστήματος, αλλά και αναφορικά με την εφαρμογή του συστήματος αυτού (255). Στην προκειμένη περίπτωση, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων αντιβαίνει όχι μόνο σε έναν από τους σκοπούς της απαλλαγής των συμμετοχών, αλλά και στην οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το καθεστώς αυτό, δηλαδή τη φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (256).

(235)

Εν κατακλείδι, το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στη LNG Holding και στη CEF δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση και την οικονομία του συστήματος.

6.2.4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ LNG HOLDING ΚΑΙ ΤΗΣ CEF

(236)

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στη LNG Holding και στη CEF βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι επιλεκτικού χαρακτήρα.

6.3.   ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΟΜΙΛΟΥ

(237)

Με την επιφύλαξη του συμπεράσματος που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 236, η ανάλυση των αποτελεσμάτων των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων σε επίπεδο ομίλου και όχι μόνο σε επίπεδο μεμονωμένων νομικών οντοτήτων οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα: το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στην Engie.

(238)

Στο πλαίσιο αυτό, η Engie υποστηρίζει ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας των φορολογικών μέτρων μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε επίπεδο μεμονωμένων φορολογουμένων και όχι σε επίπεδο ομίλου και παραπέμπει στις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις FIAT (257) και Groepsrentebox (258).

(239)

Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις που διαβιβάστηκαν από το Λουξεμβούργο, από το 2015 οι οντότητες GSTM, EIL, LNG Supply, LNG Luxembourg και LNG Holding αποτελούσαν ενιαία φορολογική οντότητα μαζί με τη CEF για σκοπούς φορολογίας Λουξεμβούργου και ότι η CEF λειτουργούσε ως μητρική αυτής της ενιαίας οντότητας (259). Επομένως, βάσει της φορολογικής νομοθεσίας του Λουξεμβούργου, οι εταιρείες αυτές δεν αντιμετωπίζονταν από το 2015 ως χωριστές εταιρείες, αλλά κατέβαλλαν φόρους σε ενοποιημένη βάση, ήτοι ωσάν να ήταν ένας και μοναδικός φορολογούμενος (260). Η Επιτροπή θεωρεί ότι η περίσταση αυτή θα αιτιολογούσε αφ' εαυτής μια συνδυασμένη εκτίμηση, τουλάχιστον από το 2015.

(240)

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν οι οντότητες αυτές δεν αποτελούσαν ενιαία φορολογική οντότητα, το επιχείρημα της Engie δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως εξηγείται επίσης στην ενότητα 6.6, είναι πρόδηλο από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 107 της Συνθήκης ότι οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις αναλύουν τα οικονομικά αποτελέσματα των κρατικών μέτρων σε σχέση με «επιχειρήσεις» και όχι χωριστές νομικές οντότητες. Μια επιχείρηση πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα ακόμη και αν αποτελείται από περισσότερα νομικά πρόσωπα (261). Προκειμένου να διαπιστώσει αν περισσότερες εταιρείες συνιστούν οικονομική ενότητα, το Δικαστήριο εξετάζει την ύπαρξη πλειοψηφικής συμμετοχής ή λειτουργικών, οικονομικών ή οργανικών δεσμών (262). Στην προκειμένη περίπτωση, η GSTM, η EIL, η LNG Supply, η LNG Luxembourg και η LNG Holding τελούν υπό τον πλήρη έλεγχο της CEF, η οποία ελέγχεται με τη σειρά της από την Engie SA Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι όλες αυτές οι οντότητες ανήκουν σε μία ενιαία επιχείρηση.

(241)

Επιπλέον, το πλεονέκτημα που χορηγείται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων συνίσταται στην εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών, στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου, σε εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη σε ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες (επαυξήσεις επί του ZORA) από τις θυγατρικές εταιρείες. Ως εκ τούτου, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος, είναι λογικό να αξιολογηθούν επίσης τα συνδυασμένα αποτελέσματα των φορολογικών μέτρων και στα δύο επίπεδα. Το γεγονός ότι η νομοθεσία φορολογίας εισοδήματος του Λουξεμβούργου αφορά μεμονωμένες οντότητες δεν ανατρέπει το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αιτήσεις έκδοσης φορολογικής απόφασης που υποβλήθηκαν από τον φοροτεχνικό σύμβουλο αφορούν τη φορολογική μεταχείριση όλων των νομικών οντοτήτων του ομίλου που συμμετέχουν στις πράξεις και ότι οι οντότητες αυτές υπόκεινται στο σύνολό τους σε φόρο στο Λουξεμβούργο.

(242)

Η περίσταση αυτή διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από τις υποθέσεις Groepsrentebox και FIAT. Στην υπόθεση Groepsrentebox, η Επιτροπή αποφάσισε να αξιολογήσει το καθεστώς σε ατομικό επίπεδο δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο εφαρμοζόταν σε μεμονωμένες οντότητες (263). Ομοίως, στην υπόθεση FIAT, το μέτρο (η φορολογική απόφαση) αφορούσε μόνο τα φορολογητέα κέρδη μίας μεμονωμένης νομικής οντότητας, ενώ οι αντισυμβαλλόμενοι στην πράξη ήταν εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, κάθε μείωση των φορολογικών εσόδων, η οποία αποτέλεσε τη βάση του πλεονεκτήματος στη συγκεκριμένη υπόθεση, βασιζόταν κατ' ανάγκη στα αποτελέσματα της οντότητας που ήταν εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο και δεν χρειαζόταν να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο ο αντίκτυπος του μέτρου να είναι ουδέτερος στο επίπεδο άλλων εταιρειών του ομίλου FIAT ως αποτέλεσμα της μεταχείρισής τους από άλλα κράτη μέλη (264).

(243)

Αντιθέτως, στην προκειμένη υπόθεση, το αποτέλεσμα του μέτρου (η μη φορολόγηση μέρους των κερδών τα οποία πραγματοποίησαν ορισμένες οντότητες στο Λουξεμβούργο) προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή μιας απαλλαγής και μιας έκπτωσης στο επίπεδο διαφόρων οντοτήτων του ομίλου, το σύνολο των οποίων έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο. Συνεπώς, η αξιολόγηση των συνδυασμένων αποτελεσμάτων των φορολογικών αποφάσεων στο επίπεδο του ομίλου Engie στο Λουξεμβούργο επαρκεί για την πλήρη εκτίμηση του αποτελέσματος της φορολογικής μεταχείρισης.

(244)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι δεν δεσμεύεται από την πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Κάθε δυνητικό μέτρο ενίσχυσης πρέπει να αξιολογείται αυτοτελώς βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ώστε, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι υφίσταται αντίθετη πρακτική όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, αυτό να μην επηρεάζει τα πορίσματα της παρούσας απόφασης (265).

6.3.1.   ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

(245)

Όπως καταδείχθηκε στην ενότητα 6.2.1.1, στην παρούσα υπόθεση το σύστημα αναφοράς είναι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, το οποίο αποσκοπεί στη φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο. Η βάση υπολογισμού των φορολογητέων κερδών είναι τα λογιστικά κέρδη τα οποία πραγματοποιεί ο φορολογούμενος (αρχή της σύνδεσης μεταξύ εμπορικού και φορολογικού ισολογισμού). Ο σκοπός αυτός ισχύει για όλες τις φορολογούμενες εταιρείες στο Λουξεμβούργο.

(246)

Οι πράξεις που αποτελούν αντικείμενο των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι ενδοομιλικές πράξεις οι οποίες συνίστανται, πρώτον, στη μεταβίβαση ορισμένων στοιχείων ενεργητικού σε θυγατρικές της Engie που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο και, δεύτερον, στη χρηματοδότηση των μεταβιβάσεων αυτών από τις εταιρείες χαρτοφυλακίου, οι οποίες επίσης υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο (266).

(247)

Λαμβανομένου υπόψη ότι η φορολογική μεταχείριση αυτών των ενδοομιλικών πράξεων πρέπει να αξιολογηθεί σε σχέση με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου και προκειμένου να διαπιστωθεί αν η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων παρεκκλίνει από αυτό το σύστημα αναφοράς, η Επιτροπή θα περιορίσει την ανάλυσή της σε μια σύγκριση με άλλες πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης του ίδιου τύπου και, συνεπώς, θα αξιολογήσει τους κανόνες του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου που διέπουν τις πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο.

(248)

Η Επιτροπή θα καταδείξει ότι, βάσει του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, η καταβολή αμοιβής στο πλαίσιο πράξης (267) χρηματοδότησης μεταξύ δύο οντοτήτων ενός ομίλου που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο, και τούτο ανεξάρτητα από τη φύση του χρησιμοποιούμενου χρηματοδοτικού μέσου ή του επιπέδου της αμοιβής. Ως «συνδυασμένη φορολογική βάση» πρέπει να νοείται στο πλαίσιο αυτό το σύνολο των φορολογικών βάσεων όλων των οντοτήτων του ομίλου που συμμετέχουν σε μια πράξη ενδοομιλικής χρηματοδότησης και οι οποίες υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο.

(249)

Βάσει του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, τα χρηματοδοτικά μέσα μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: πρώτον, μέσα συμμετοχής, όπως μετοχές, τα κέρδη των οποίων μπορούν να τύχουν της απαλλαγής των συμμετοχών βάσει του άρθρου 166 του LIR («συμμετοχές»)· και δεύτερον, άλλα μέσα και συμβάσεις, τα κέρδη των οποίων δεν μπορούν να τύχουν της απαλλαγής των συμμετοχών («μέσα που δεν είναι μέσα συμμετοχής»).

(250)

Στην περίπτωση των μέσων που δεν είναι μέσα συμμετοχής, σύμφωνα τόσο με τις λογιστικές αρχές του Λουξεμβούργου όσο και με τις διεθνείς λογιστικές αρχές (268), η καταβολή της αμοιβής (όπως η καταβολή των τόκων ενός δανείου) καταχωρίζεται στους λογαριασμούς του δανειολήπτη ως έξοδο. Το ίδιο ποσό καταχωρίζεται σε κάποιο στάδιο ως έσοδο από τον δανειστή.

(251)

Όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση, σύμφωνα με την αρχή της σύνδεσης του εμπορικού ισολογισμού με τον φορολογικό ισολογισμό (269), το έσοδο που καταχωρίζεται από τον δανειστή είναι καταρχήν φορολογητέο, ενώ το έξοδο που καταχωρίζεται από τον δανειολήπτη εκπίπτει καταρχήν από τον φόρο. Ως εκ τούτου, η καταβολή της αμοιβής που προκύπτει από μέσο που δεν είναι μέσο συμμετοχής δεν οδηγεί σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργου σε σύγκριση με τη συνδυασμένη φορολογική βάση πριν από την καταβολή (270).

(252)

Στην περίπτωση των συμμετοχών, όπως οι μετοχές, η καταβολή της αμοιβής λαμβάνει τη μορφή διανομής των κερδών. Από λογιστική άποψη, τα διανεμόμενα ποσά καταχωρίζονται από τον δικαιούχο (την οντότητα που κατέχει τη συμμετοχή) ως έσοδο. Ωστόσο, τα διανεμόμενα ποσά έχουν αποτελέσει εξ ορισμού μέρος των κερδών της διανέμουσας οντότητας, ήτοι δεν έχουν καταχωριστεί ως έξοδο (271).

(253)

Όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 201 και 202, βάσει του άρθρου 164 παράγραφοι 1 και 2 του LIR η διανέμουσα οντότητα δεν μπορεί να αφαιρέσει από τη φορολογική της βάση τα διανεμηθέντα κέρδη. Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της σύνδεσης του εμπορικού ισολογισμού με τον φορολογικό ισολογισμό, ο δικαιούχος περιλαμβάνει επίσης στη φορολογική του βάση τα διανεμηθέντα κέρδη. Αυτό σημαίνει ότι η διανομή των κερδών οδηγεί σε οικονομική διπλή φορολόγηση εκτός εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να τύχει της απαλλαγής των συμμετοχών που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR (272) Ως εκ τούτου, η διανομή των κερδών που προκύπτουν από συμμετοχή δεν οδηγεί σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργου σε σύγκριση με την κατάσταση πριν από τη διανομή.

(254)

Εν κατακλείδι, σύμφωνα με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, η καταβολή αμοιβής στο πλαίσιο πράξης ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων που έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο, μέσω είτε μέσου συμμετοχής είτε μέσου που δεν είναι μέσο συμμετοχής, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο.

(255)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι στον ορισμό του συστήματος αναφοράς η Επιτροπή πρέπει απαραιτήτως να αναφερθεί στο κείμενο του νόμου. Συναφώς, υποστηρίζει ότι στον νόμο δεν διατυπώνεται η αρχή σύμφωνα με την οποία η καταβολή της αμοιβής (ή η διανομή των κερδών) που συνδέεται με μια πράξη ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο.

(256)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει, καταρχήν, ότι αντίθετα με τον ισχυρισμό του Λουξεμβούργου, ο σκοπός του φορολογικού συστήματος του Λουξεμβούργου, ήτοι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο, διατυπώνεται στον νόμο, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις (171) έως (176). Η αρχή σύμφωνα με την οποία η καταβολή αμοιβής που συνδέεται με μια πράξη ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου μπορεί να συναχθεί ευθέως από τον σκοπό αυτόν. Πράγματι, εάν η καταβολή αμοιβής μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο σε σύγκριση με τη φορολογική βάση πριν από την καταβολή, τότε μέρος των κερδών του δανειστή και/ή του δανειολήπτη θα διέφευγε της φορολόγησης διότι δεν θα περιλαμβανόταν σε καμία φορολογική βάση. Το αποτέλεσμα αυτό θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τον σκοπό του συστήματος. Επιπλέον, με τη δυνατότητα αυτή, το φορολογικό σύστημα του Λουξεμβούργου θα δημιουργούσε εγγενώς διακρίσεις, διότι θα επέτρεπε σε εταιρείες ενός ομίλου να εξαιρέσουν μέρος των κερδών τους από τη φορολογική τους βάση, δυνατότητα που δεν παρέχεται σε μεμονωμένες εταιρείες.

(257)

Δεύτερον, παρότι ο LIR δεν αναφέρεται ρητά σε πράξεις χρηματοδότησης ή στην αμοιβή των πράξεων χρηματοδότησης, προσδιορίζει σαφώς και αδιαμφισβήτητα τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να φορολογείται η καταβολή της αμοιβής για καθεμία από τις κατηγορίες χρηματοδοτικών μέσων. Η Επιτροπή απέδειξε στις αιτιολογικές σκέψεις (249) έως (254), βάσει της φορολογικής νομοθεσίας του Λουξεμβούργου, ότι η καταβολή αμοιβής που συνδέεται με μια πράξη ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης.

6.3.2.   ΣΥΓΚΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑ ΜΕ ΟΜΙΛΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΝΔΟΟΜΙΛΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΟΜΙΛΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

(258)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι όλοι οι όμιλοι εταιρειών που συμμετέχουν σε πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με την Engie, και τούτο ανεξάρτητα από τη φύση του χρησιμοποιούμενου χρηματοδοτικού μέσου.

(259)

Στην ενότητα 6.3.1 εξηγήθηκε ότι σκοπός του φορολογικού συστήματος είναι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όλοι οι όμιλοι εταιρειών που συμμετέχουν σε πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων του ομίλου οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο είναι κατ' ανάγκη συγκρίσιμοι, διότι το επιλεχθέν χρηματοδοτικό μέσο και το ποσό της αμοιβής για τη χρηματοδότηση δεν συνδέονται με την αρχή αυτή (273).

(260)

Ο τύπος μέσου που επιλέγεται για τη χρηματοδότηση μπορεί να έχει αντίκτυπο στον τύπο της αμοιβής, τις ημερομηνίες και τους τρόπους πληρωμής αυτής της αμοιβής, καθώς και στα δικαιώματα που χορηγούνται στον «δανειστή» ή στον «κάτοχο» του μέσου. Για παράδειγμα, στη περίπτωση κοινών μετοχών, οι οποίες είναι μέσα συμμετοχής, η αμοιβή λαμβάνει τη μορφή διανομής κερδών, της οποίας το ποσό και οι όροι αποφασίζονται συνήθως από τα εταιρικά όργανα της οντότητας που εκδίδει τις μετοχές. Επιπλέον, δεν υπάρχει υποχρέωση επιστροφής του ποσού της χρηματοδότησης. Οι κοινές μετοχές μπορούν επίσης να χορηγήσουν δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση των μετόχων και εκπροσώπησης στο διοικητικό συμβούλιο, στο εποπτικό συμβούλιο ή σε άλλα εταιρικά όργανα. Αντιθέτως, στην περίπτωση μέσων που δεν είναι μέσα συμμετοχής, όπως τα δάνεια, οι όροι και το ποσό της αμοιβής (τόκος) καθορίζονται από αμφότερα τα μέρη στη συμφωνία και ο δανειστής δεν έχει καταρχήν δικαίωμα συμμετοχής στη διαχείριση του δανειολήπτη ούτε ελέγχου με οποιονδήποτε τρόπο της διαχείρισης αυτής. Επιπροσθέτως, υπάρχει συμβατική υποχρέωση επιστροφής της ονομαστικής αξίας του δανείου.

(261)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι καμία από τις διαφορές αυτές δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τη βασική αρχή βάσει της οποίας, σύμφωνα με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, το σύνολο των κερδών που πραγματοποιούν οι εταιρείες πρέπει να υπόκεινται σε φόρο και ότι, συνεπώς, η καταβολή της αμοιβής για πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο. Βάσει της αρχής αυτής, η επιλογή ενός χρηματοδοτικού μέσου έναντι ενός άλλου δεν καθιστά μια επιχείρηση λιγότερο συγκρίσιμη.

(262)

Πράγματι, στην περίπτωση των μέσων συμμετοχής, όπως οι μετοχές, στην ενότητα 6.3.1 εξηγήθηκε ήδη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 164 παράγραφοι 1 και 2, τα διανεμηθέντα κέρδη θα πρέπει να περιληφθούν, και συνεπώς να υποβληθούν σε φόρο, τουλάχιστον στη φορολογική βάση της οντότητας στην οποία κατέχονται οι συμμετοχές. Στην περίπτωση μέσων που δεν είναι μέσα συμμετοχής, όπως τα δάνεια, οι τόκοι που καταβάλλονται από τον δανειολήπτη εκπίπτουν από τη φορολογική του βάση αλλά περιλαμβάνονται στη φορολογική βάση του δανειστή. Ως εκ τούτου, παρά τις διαφορές στους όρους και στους τρόπους καταβολής της αμοιβής και της επιστροφής της χρηματοδότησης, καθώς και όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, και στις δύο περιπτώσεις η καταβολή της αμοιβής δεν οδηγεί σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης των εταιρειών που συμμετέχουν στην πράξη.

(263)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που διατύπωσε το Λουξεμβούργο, σύμφωνα με τα οποία η δομή που εφάρμοσε η Engie παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με μια απευθείας πράξη μεταξύ των εταιρειών χαρτοφυλακίου και των θυγατρικών και επιτρέπει στην Engie να χρηματοδοτήσει τις αποκτηθείσες δραστηριότητες και, ταυτόχρονα, να περιορίσει το προφίλ κινδύνου των θυγατρικών (274), είναι αλυσιτελή, διότι κανένας από τους λόγους αυτούς δεν συνδέεται με την αρχή βάσει της οποίας, σύμφωνα με το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, η καταβολή της αμοιβής για πράξεις ενδοομιλικής τιμολόγησης μεταξύ εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο.

(264)

Συνεπώς, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι όλοι οι όμιλοι εταιρειών που συμμετέχουν σε πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με την Engie. Η παρέμβαση των δανειστών στις δομές που δημιούργησε η Engie δεν επηρεάζει το συμπέρασμα αυτό, δεδομένου ότι οι δανειστές είναι επίσης εγκατεστημένοι στο Λουξεμβούργο και ο σκοπός των δομών αυτών εξακολουθεί να είναι η χρηματοδότηση της μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού, όπως παραδέχονται το Λουξεμβούργο και η Engie.

6.3.3.   ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣΑΓΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

(265)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων παρεκκλίνει από τη φορολογική μεταχείριση των πράξεων ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο βάσει του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου.

(266)

Αφενός, οι επαυξήσεις επί του ZORA, όταν είναι θετικές, καταχωρίζονται κάθε έτος ως εκπιπτόμενη δαπάνη από τις θυγατρικές εταιρείες. Αφετέρου, κατά τη μετατροπή του ZORA LNG, οι μετοχές LNG Supply –στις οποίες περιλαμβάνονται οι επαυξήσεις επί του ZORA– μεταβιβάζονται άμεσα στη LNG Holding δυνάμει της προθεσμιακής σύμβασης LNG. Ως εκ τούτου, η LNG Holding λαμβάνει την αμοιβή για τη χρηματοδότηση που χορηγείται στη LNG Supply (την οποία η LNG Supply έχει αφαιρέσει από τη φορολογική της βάση). Ωστόσο, η LNG Holding καταχωρίζει τις μετοχές LNG Supply στους λογαριασμούς της στην ονομαστική αξία του ZORA, ήτοι χωρίς να περιλαμβάνονται οι μετατραπείσες επαυξήσεις επί του ZORA.

(267)

Ως εκ τούτου, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιτρέπουν μια κατάσταση όπου η αμοιβή που καταβάλλεται από τη LNG Supply για τη χρηματοδότηση που έλαβε, ήτοι η έκδοση μετοχών ποσού ίσου με τις επαυξήσεις επί του ZORA, οδηγεί σε μείωση της φορολογικής βάσης της LNG Supply (η αξία των επαυξήσεων επί του ZORA) η οποία δεν αντισταθμίστηκε (και δεν θα αντισταθμιστεί μελλοντικά) με αύξηση της φορολογικής βάσης της LNG Holding (ή πραγματική αύξηση της φορολογικής βάσης της LNG Luxembourg).

(268)

Το ανωτέρω σκεπτικό ισχύει τηρουμένων των αναλογιών για την GSTM, την EIL και τη CEF (275).

(269)

Εν συντομία, οι φορολογικές αποφάσεις εγκρίνουν μια φορολογική μεταχείριση της αμοιβής που καταβλήθηκε από τη LNG Supply και τη GSTM για τη χρηματοδότηση που παρασχέθηκε από τη LNG Holding και τη CEF αντίστοιχα, η οποία επιτρέπει τη μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου Engie στο Λουξεμβούργο.

(270)

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων παρεκκλίνει από το σύστημα αναφοράς και, συνεπώς, συνιστά οικονομικό πλεονέκτημα για τον όμιλο Engie.

(271)

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα συνίσταται «στην εξακρίβωση του αν ο αποκλεισμός της δυνατότητας ορισμένων επιχειρηματιών να ωφεληθούν από φορολογικό πλεονέκτημα, το οποίο αποτελεί την απόρροια μέτρου παρεκκλίσεως από το κανονικό φορολογικό καθεστώς, συνιστά διάκριση εις βάρος τους» (276).

(272)

Όπως καταδείχθηκε στην ενότητα 6.3.2, όλοι οι όμιλοι που συμμετέχουν σε πράξεις ενδοομιλικής χρηματοδότησης μεταξύ εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με την Engie υπό το πρίσμα των σκοπών του συστήματος. Ωστόσο, οι όμιλοι αυτοί δεν θα είχαν πρόσβαση στο πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Engie διότι, όπως καταδείχθηκε στη ενότητα 6.3.1, βάσει του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, η καταβολή αμοιβής στο πλαίσιο χρηματοδοτικής πράξης μεταξύ δύο οντοτήτων ενός ομίλου που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο, και τούτο ανεξάρτητα από το είδος του χρησιμοποιούμενου χρηματοδοτικού μέσου ή του επιπέδου της αμοιβής. Ως εκ τούτου, τα επίμαχα μέτρα συνιστούν διάκριση σε βάρος αυτών των επιχειρηματιών.

(273)

Κατά συνέπεια, το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό.

(274)

Το Λουξεμβούργο (277) και η Engie (278) υποστηρίζουν ότι όμιλοι εταιρειών που χρησιμοποιούν ως χρηματοδοτικό μέσο ένα απευθείας ZORA μεταξύ δύο οντοτήτων ενός ομίλου που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο, ήτοι χωρίς ενδιάμεση οντότητα και προπληρωμένη προθεσμιακή σύμβαση, θα είχαν πρόσβαση στο ίδιο πλεονέκτημα με την Engie, δηλαδή σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο και ότι, συνεπώς, δεν θα υπήρχε παρέκκλιση από το πλαίσιο αναφοράς.

(275)

Η Επιτροπή θα ήθελε να υπενθυμίσει ευθύς εξαρχής ότι, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί επιλεκτικότητα, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι κάθε επιχείρηση που βρίσκεται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση δεν τυγχάνει του πλεονεκτήματος που χορηγείται στον δικαιούχο του μέτρου. Αρκεί να αποδειχθεί, όπως ήδη έπραξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 271, ότι «ορισμένοι επιχειρηματίες», οι οποίοι βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος, δεν τυγχάνουν του φορολογικού πλεονεκτήματος που χορηγείται στον δικαιούχο. (279). Ως εκ τούτου, ακόμη και αν μια συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων –όμιλοι εταιρειών που χρησιμοποιούν απευθείας ZORA– θα μπορούσε επίσης να επωφεληθεί από την ίδια φορολογική μεταχείριση με την Engie, το στοιχείο αυτό δεν θα αρκούσε αφ' εαυτού για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα που έχει χορηγηθεί στην Engie δεν είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό.

(276)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αντίθετα με τα όσα ισχυρίζονται το Λουξεμβούργο και η Engie, ένας όμιλος που χρησιμοποιεί απευθείας ZORA μεταξύ δύο οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο δεν θα επωφελούνταν από την ίδια φορολογική μεταχείριση με την Engie.

(277)

Αυτό επιβεβαιώνεται μάλιστα από τις φορολογικές δηλώσεις που προσκόμισε το Λουξεμβούργο, από τις οποίες προκύπτει ότι η φορολογική μεταχείριση ενός ZORA ακολουθεί τη φορολογική μεταχείριση οποιουδήποτε μέσου που δεν είναι μέσο συμμετοχής (280): οι θυγατρικές καταχώρισαν κάθε έτος ως εκπτιπτόμενη δαπάνη τις προβλέψεις για τις μελλοντικές πληρωμές των επαυξήσεων επί του ZORA (281) και, κατά τη μετατροπή, η LNG Luxembourg καταχώρισε τις επαυξήσεις επί του ZORA ως φορολογητέο εισόδημα (282).

(278)

Με άλλα λόγια, όπως και στην περίπτωση οποιουδήποτε άλλου μέσου το οποίο δεν είναι μέσο συμμετοχής, η καταβολή της αμοιβής που σχετίζεται με τα ZORA (ήτοι η μετατροπή των επαυξήσεων επί των ZORA) δεν οδηγεί σε μείωση της φορολογικής βάσης του ομίλου στο Λουξεμβούργο, σε σύγκριση με τη φορολογική βάση που υπήρχε πριν από αυτή την καταβολή (283).

(279)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει (284) ότι σε περίπτωση μετατροπής απευθείας ZORA, το κέρδος που προκύπτει από την καταβολή της αμοιβής, ήτοι η μετατροπή των επαυξήσεων επί του ZORA, δεν θα φορολογούνταν στο επίπεδο του δανειστή εάν επιλέξει την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 22α του LIR. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η μετατροπή ενός δανείου σε συμμετοχές στο κεφάλαιο της εταιρείας δεν θα δημιουργήσει υπεραξία και, συνεπώς, δεν θα οφείλεται φόρος εισοδήματος εταιρειών κατά τη μετατροπή, όπως ισχύει και στην περίπτωση των δομών που δημιούργησε η Engie.

(280)

Η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα αυτό. Το άρθρο 22α του LIR δεν θα οδηγούσε σε μη φορολόγηση των επαυξήσεων επί του ZORA που μετατρέπονται σε μετοχές. Πρώτον, διότι το άρθρο 22α του LIR δεν θα είχε εφαρμογή στις επαυξήσεις επί του ZORΑ· δεύτερον, διότι ακόμη και αν είχε εφαρμογή, το αποτέλεσμά του δεν θα ήταν μια μόνιμη φοροαπαλλαγή των επαυξήσεων επί του ZORA στο επίπεδο του δικαιούχου.

(281)

Πράγματι, το άρθρο 22α του LIR δεν θα είχε εφαρμογή στις επαυξήσεις επί του ZORA. Η διάταξη αυτή, αφενός, προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ της υπεραξίας που προκύπτει από τη μετατροπή του χρηματοδοτικού μέσου σε μετοχές και της αμοιβής αυτού του μέσου πριν από τη μετατροπή του και, αφετέρου, ορίζει ρητά ότι η δεύτερη δεν μπορεί να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 22α του LIR: «en cas de conversion d'un emprunt capitalisant convertible, l'intérêt capitalisé se rapportant à la période d'exploitation en cours précédant la conversion est imposable au moment de l'échange » (285). Οι όροι «emprunt capitalisant convertible» και «intérêt capitalisé» δεν ορίζονται στον νόμο. Ωστόσο, σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, τα ZORA είναι μετατρέψιμα δάνεια. Επιπλέον, οι επαυξήσεις επί του ZORA δεν καταβάλλονται ετησίως αλλά συσσωρεύονται στην τιμή έκδοσης του ZORA μόνο κατά τη μετατροπή προκειμένου να καθοριστεί το ποσό που θα μετατραπεί σε μετοχές. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ, αφενός, ενός «intérêt capitalisé» που θα μετατρεπόταν σε μετοχές κατά τον χρόνο της μετατροπής ενός δανείου και, αφετέρου, των επαυξήσεων επί του ZORA. Κατά συνέπεια, κατά τη μετατροπή, το τμήμα των νεοεκδοθεισών μετοχών που αντιστοιχεί στις επαυξήσεις επί του ZORA είναι φορολογητέο και θα πρέπει να συμπεριληφθεί στη φορολογική βάση του δικαιούχου.

(282)

Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, η απαλλαγή βάσει του άρθρου 22α του LIR μπορούσε θεωρητικά να εφαρμοστεί μόνο στις μετοχές που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία του ZORA, και όχι στις μετοχές που αντιστοιχούν στις επαυξήσεις επί του ZORA, οι οποίες θα πρέπει να συμπεριληφθούν απευθείας στη φορολογική βάση του δικαιούχου.

(283)

Επιπλέον, ακόμη και αν το άρθρο 22α του LIR είχε εφαρμογή στις επαυξήσεις επί του ZORA, δεν θα οδηγούσε στη μόνιμη απαλλαγή του κέρδους αυτού. Πράγματι, όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 22α παράγραφος 4 του LIR, η διάταξη αυτή επιτρέπει απλώς την προσωρινή αναστολή της φορολόγησης (286). Το γεγονός ότι σκοπός της δεν είναι η διευκόλυνση της μη φορολόγησης, όπως υποστηρίζουν το Λουξεμβούργο και η Engie, επιβεβαιώνεται ρητά από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου στην εγκύκλιο της 27ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή της διάταξης αυτής («εγκύκλιος 22α») (287). Στην εγκύκλιο αυτή διευκρινίζεται ότι η υπεραξία που προκύπτει από τη μετατροπή απλώς μεταφέρεται στα στοιχεία ενεργητικού που λαμβάνονται σε αντάλλαγμα (στην προκειμένη περίπτωση, τις μετοχές) αλλά παραμένει καταρχήν φορολογητέα κατά την πραγματοποίησή της (288).

(284)

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή απέδειξε ότι το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων δεν θα ήταν διαθέσιμο σε άλλες επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με την Engie υπό το πρίσμα του σκοπού του συστήματος. Ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό. Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η δομή που εφάρμοσε η Engie είναι καταρχήν ανοικτή σε οποιονδήποτε όμιλο στο Λουξεμβούργο. Κατά πάγια νομολογία, καθοριστικός παράγοντας για τη διαπίστωση της επιλεκτικότητας είναι το γεγονός ότι το μέτρο παρεκκλίνει από το γενικό πλαίσιο αναφοράς, με αποτέλεσμα να δημιουργεί διάκριση, κάτι που η Επιτροπή κατέδειξε στην παρούσα ενότητα (289).

6.3.4.   ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ

(285)

Ούτε το Λουξεμβούργο ούτε η Engie προέβαλαν οποιαδήποτε πιθανή αιτιολογία για την ευνοϊκή μεταχείριση που ενέκριναν οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις υπέρ της Engie. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το βάρος παρουσίασης μιας τέτοιας αιτιολογίας φέρει το κράτος μέλος.

(286)

Συνεπώς, ελλείψει οποιασδήποτε αιτιολογίας από την πλευρά του Λουξεμβούργου, η Επιτροπή πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Engie δεν μπορεί να αιτιολογηθεί από τη φύση ή την εν γένει οικονομία του συστήματος αυτού.

(287)

Όσον αφορά ενδεχόμενες αιτιολογίες που μπορεί υποθετικά να προβάλει το Λουξεμβούργο –κάτι που δεν έχει πράξει– σχετικά με την αποφυγή της οικονομικής διπλής φορολόγησης, η Επιτροπή παραπέμπει στην εκτίμησή της στην ενότητα 6.2.3.

6.3.5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΟΜΙΛΟΥ

(288)

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, και με την επιφύλαξη των συμπερασμάτων που διατυπώνονται στην ενότητα 6.2.4, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων είναι επιλεκτικού χαρακτήρα.

6.4.   ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΑΡΘΡΟ 6 StAnpG)

(289)

Επαλλήλως, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι δεν έχουν διασκεδαστεί οι αμφιβολίες τις οποίες διατύπωσε στην αιτιολογική σκέψη 158 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, ήτοι αν, με τη μη φορολόγηση του ομίλου, το Λουξεμβούργο παρέκκλινε από τους εσωτερικούς κανόνες για την κατάχρηση δικαίου στον τομέα της φορολογίας.

(290)

Όπως καταδείχθηκε στην ενότητα 6.2.1.1, το πλαίσιο αναφοράς είναι το σύστημα φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, το οποίο αποσκοπεί στη φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο. Η βάση υπολογισμού των φορολογητέων κερδών είναι τα κέρδη που καταχωρίζονται στους λογαριασμούς των εταιρειών. Ο σκοπός αυτός ισχύει για όλες τις εταιρείες που έχουν φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο.

(291)

Οι φορολογικοί κανόνες για την αντιμετώπιση των καταχρήσεων είναι το σύνολο κανόνων που έχει σχεδιαστεί με σκοπό να μην επιτρέπεται στους φορολογουμένους να παρακάμψουν τον κύριο σκοπό του συστήματος αναφοράς, ήτοι τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών. Ως εκ τούτου, οι κανόνες αυτοί πρέπει να θεωρούνται συμφυείς με το σύστημα αναφοράς, διότι διασφαλίζουν την εσωτερική συνοχή του συστήματος και έχουν ως στόχο την επίτευξη των θεμελιωδών σκοπών του.

6.4.1.   ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΩΝ

(292)

Το άρθρο 6 του StAnpG απαγορεύει τη φοροδιαφυγή ή τη μείωση των φόρων μέσω της καταχρηστικής χρήσης μορφών ή δομών που είναι νόμιμες στο πλαίσιο του αστικού δικαίου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εάν η νομική μορφή ή δομή που περιβάλλει μια πράξη δεν είναι κατάλληλη ως προς την ουσία της, ο φόρος θα πρέπει να αξιολογηθεί σύμφωνα με την ουσία της πράξης, ωσάν να είχε συναφθεί υπό την κατάλληλη νομική μορφή (290). Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, η διάταξη αυτή επιτρέπει στη φορολογική διοίκηση να παραβλέπει νομικές δομές ή πράξεις που συνάπτονται αποκλειστικά για φορολογικούς λόγους και δεν αιτιολογούνται από οικονομικές παραμέτρους, χωρίς ωστόσο να περιορίζονται οι επιλογές που έχει ο φορολογούμενος στη διάθεσή του (291).

(293)

Σύμφωνα με τη διοικητική εγκύκλιο της 21ης Αυγούστου 1989 (η «εγκύκλιος του 1989») (292), το άρθρο 6 του StAnpG εφαρμόζεται σε κάθε φορολογική διαδικασία, περιλαμβανομένων των φορολογικών αποφάσεων που εκδίδονται από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου. Κατά την έκδοση απόφασης, η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου πρέπει να διασφαλίζει ότι η δομή και/ή οι πράξεις, όπως παρουσιάζονται από τον φορολογούμενο στην αίτηση έκδοσης απόφασης, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαίου, όπως περιγράφεται στο άρθρο 6 του StAnpG. Αυτό σημαίνει ότι οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου δεν θα πρέπει να εκδίδουν δεσμευτικές αποφάσεις όπως φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» σε περίπτωση που ο κύριος λόγος για τον οποίο ο φορολογούμενος επιδιώκει την έκδοση τέτοιας απόφασης είναι η εξασφάλιση πλεονεκτήματος (293). Η εγκύκλιος του 1989 επιβεβαιώνει επίσης ότι στη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου επιβάλλεται η υποχρεωτική απαίτηση να αποκλείει την ύπαρξη ενδεχόμενης κατάχρησης δικαίου πριν από την έκδοση φορολογικής απόφασης τύπου «tax ruling» (294).

(294)

Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, με βάση τη σχετική νομολογία, προκειμένου ένα μέτρο να συνιστά κατάχρηση δικαίου πρέπει να πληρούνται τέσσερα κριτήρια: πρώτον, η χρήση μορφών ή θεσμών του ιδιωτικού δικαίου από τον φορολογούμενο· δεύτερον, ένα αποτέλεσμα φοροαποφυγής ή μείωσης της φορολογικής υποχρέωσης οποιουδήποτε είδους για τον φορολογούμενο· τρίτον, η χρήση επαρκούς νομικού μέσου από τον φορολογούμενο· και τέταρτον, η απουσία μη φορολογικών λόγων για την αιτιολόγηση της επιλογής του νομικού μέσου από τον φορολογούμενο. (295)

(295)

Το πρώτο κριτήριο απαιτεί η δομή μιας δεδομένης πράξης, όπως σχεδιάζεται από τον φορολογούμενο, να χρησιμοποιεί μορφές ή θεσμούς του ιδιωτικού δικαίου («Formen und Gestaltungsmöglichkeiten des bürgerlichen Rechts»). Παρότι ούτε στο άρθρο 6 του StAnpG ούτε στη νομολογία παρέχεται ακριβής ορισμός της ουσίας των μορφών και θεσμών ιδιωτικού δικαίου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ορίζονται ως οποιοδήποτε νομικό μέσο που δεν συνδέεται με το δημόσιο δίκαιο. Ως εκ τούτου, η σύσταση μιας εταιρείας και η εφαρμογή συμβάσεων ενδοομιλικής χρηματοδότησης πρέπει να θεωρούνται ως χρήση μορφής ή θεσμού του ιδιωτικού δικαίου από τον φορολογούμενο (296).

(296)

Το δεύτερο κριτήριο απαιτεί η καταχρηστική δομή να παρέχει στον φορολογούμενο τη δυνατότητα να μειώσει τη φορολογική του υποχρέωση («Minderung der Steuerpflicht») μέσω φοροαποφυγής, φοροαπαλλαγής ή μείωσης της φορολογικής βάσης (297).

(297)

Το τρίτο κριτήριο απαιτεί ο φορολογούμενος να χρησιμοποιεί ακατάλληλο νομικό μέσο («unangemessene rechtliche Gestaltung») στο πλαίσιο της ενδεχομένως καταχρηστικής δομής. Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο (298), αυτό σημαίνει ότι τα επιλεχθέντα μέσα πρέπει να παρέχουν στον φορολογούμενο τη δυνατότητα να εξασφαλίσει φορολογικό αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί να είναι σύμφωνο με την πρόθεση του νομοθέτη (299). Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, για να πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα να μπορεί να επιτευχθεί με τουλάχιστον δύο μέσα, ένα εκ των οποίων δεν θα ήταν κατάλληλο. Η χρήση του μη κατάλληλου μέσου πρέπει να αποφέρει εξοικονόμηση φόρου η οποία δεν θα ήταν δυνατή με χρήση κάποιου από τα κατάλληλα μέσα.

(298)

Το τέταρτο κριτήριο είναι η απουσία μη φορολογικών λόγων για την αιτιολόγηση της επιλογής του νομικού μέσου από τον φορολογούμενο για την επίτευξη των οικονομικών στόχων της πράξης ή της δομής. Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο (300), στη νομολογία αναφέρεται ότι οι μη φορολογικοί λόγοι, όπως οικονομικοί λόγοι, πρέπει να είναι πραγματικοί και να παρέχουν επαρκές οικονομικό όφελος στον φορολογούμενο (301). Η ύπαρξη τέτοιων οικονομικών λόγων αρκεί για να απορριφθεί η εφαρμογή των διατάξεων για την αντιμετώπιση των καταχρήσεων.

6.4.2.   Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΥΠΟΘΕΣΗ

(299)

Με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε το Λουξεμβούργο, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου δεν θα έπρεπε να έχει εκδώσει τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις, διότι οι δομές που δημιούργησε η Engie είναι καταχρηστικές κατά την έννοια του άρθρου 6 του StAnpG.

(300)

Πράγματι, οι πράξεις που παρουσιάζονται από την Engie στις αιτήσεις έκδοσης φορολογικών αποφάσεων πληρούν τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στην ενότητα 6.4.1 για την εφαρμογή του άρθρου 6 του StAnpG.

6.4.2.1.    Χρήση μορφών ή θεσμών ιδιωτικού δικαίου

(301)

Δεν αμφισβητείται ότι η Engie χρησιμοποίησε μορφές ή θεσμούς ιδιωτικού δικαίου για την υλοποίηση των δομών που περιγράφονται στην επίμαχη φορολογική απόφαση: τις προθεσμιακές συμβάσεις και μετατρέψιμα δάνεια όπως τα ZORA. Συνεπώς, το πρώτο κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 6 του StAnpG πληρούται.

6.4.2.2.    Μείωση της φορολογικής υποχρέωσης

(302)

Είναι προφανές, όπως καταδεικνύεται στις ενότητες 6.2.1, 6.2.2 και 6.3.3, ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις επιτρέπουν στην Engie να μειώσει σημαντικά τη φορολογική της υποχρέωση σε επίπεδο ομίλου στο Λουξεμβούργο, διότι τα κέρδη που προκύπτουν από τις δραστηριότητες που μεταβιβάζονται στις θυγατρικές (οι δραστηριότητες ΥΦΑ και χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης) παραμένουν σχεδόν αφορολόγητες. Συνεπώς, το δεύτερο κριτήριο για την αναγνώριση κατάχρησης δικαίου πληρούται επίσης.

6.4.2.3.    Χρήση ακατάλληλου νομικού μέσου

(303)

Το τρίτο κριτήριο απαιτεί, σε πρώτο στάδιο, την απόδειξη του οικονομικού σκοπού τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη πράξη. Μόνο τότε θα καταστεί δυνατό να διαπιστωθεί αν ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικό μέσο από αυτό που επέλεξε ο φορολογούμενος. Σε δεύτερο στάδιο, είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί αν το μέσο που επέλεξε ο φορολογούμενος είναι ακατάλληλο, υπό την έννοια ότι επιτρέπει φορολογική μείωση η οποία δεν μπορεί να συνάδει με την πρόθεση του νομοθέτη και η οποία δεν θα ήταν δυνατή με τη χρήση οποιουδήποτε από τα άλλα κατάλληλα μέσα.

(304)

Στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές, καταρχήν, ότι το οικονομικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η Engie με τις δομές που περιγράφονται στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις είναι η χρηματοδότηση της απόκτησης της δραστηριότητας ΥΦΑ και των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης από τις θυγατρικές εταιρείες. Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με διάφορα άλλα μέσα χρηματοδότησης: άμεσες συμμετοχές ιδίων κεφαλαίων ή χρεωστικά μέσα μεταξύ των θυγατρικών και των εταιρειών χαρτοφυλακίου (302).

(305)

Δεύτερον, όπως κατέδειξε η Επιτροπή στις ενότητες 6.2 και 6.3, το αποτέλεσμα των δομών που δημιούργησε η Engie είναι η σχεδόν μη φορολόγηση των κερδών που πραγματοποίησαν οι θυγατρικές στο Λουξεμβούργο. Το αποτέλεσμα αυτό είναι ασύμβατο με τον θεμελιώδη σκοπό του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου, ο οποίος είναι η φορολόγηση των κερδών όλων των εταιρειών που υπόκεινται σε φόρο στο Λουξεμβούργο. Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να συνάδει με την πρόθεση του νομοθέτη. Επιπλέον, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατό αν η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων στις θυγατρικές είχε χρηματοδοτηθεί με άμεσες συμμετοχές ιδίων κεφαλαίων ή χρεωστικά μέσα. Ως εκ τούτου, οι δομές που εφάρμοσε η Engie δεν συνιστούν κατάλληλο νομικό μέσο για τη χρηματοδότηση της μεταβίβασης των δραστηριοτήτων στις θυγατρικές.

6.4.2.4.    Απουσία μη φορολογικών λόγων

(306)

Τέλος, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει οικονομικούς λόγους οι οποίοι είναι πραγματικοί και παρέχουν επαρκές οικονομικό όφελος για τις πολύπλοκες δομές που σχεδίασε η Engie, πλην της επίτευξης σημαντικής εξοικονόμησης φόρου.

(307)

Το Λουξεμβούργο ισχυρίζεται (303) ότι οι δομές που εφαρμόστηκαν μέσω των προθεσμιακών συμβάσεων και των ZORA θα ήταν αναγκαίες για τη χρηματοδότηση της απόκτησης των δραστηριοτήτων από τις θυγατρικές εταιρείες. Το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις, η χρηματοδότηση παρέχεται από τις εταιρείες χαρτοφυλακίου στους δανειστές, οι οποίοι την ίδια ημέρα τη θέτουν στη διάθεση των θυγατρικών εταιρειών. Με άλλα λόγια, οι εταιρείες χαρτοφυλακίου είναι αυτές που παρέχουν χρηματοδότηση στις θυγατρικές εταιρείες για την απόκτηση των στοιχείων ενεργητικού.

(308)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η συμφωνία μεταβίβασης LNG και η πρόταση μεταβίβασης GSTM περιλάμβαναν ήδη διατάξεις σχετικά με τη χρηματοδότηση της μεταβίβασης των δραστηριοτήτων. Στη συμφωνία μεταβίβασης LNG διευκρινίζεται ότι σε αντάλλαγμα για τα ληφθέντα στοιχεία ενεργητικού, η LNG Supply θα έπρεπε να εκδώσει γραμμάτια σε διαταγή της LNG Trading ποσού ισοδύναμου με το ονομαστικό ποσό του ZORA (304). Στο ίδιο πνεύμα, στην πρόταση μεταβίβασης GSTM αναφέρεται ότι η CEF μεταβιβάζει τον κλάδο δραστηριότητας έναντι γραμματίου από την GSTM (305). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού είχε ήδη χρηματοδοτηθεί από τις εταιρείες χαρτοφυλακίου με χρεωστικά μέσα. Με άλλα λόγια, οι προθεσμιακές συμβάσεις και τα ZORA ήταν καθαρά περιττές δομές, οι οποίες αντικαθιστούσαν υφιστάμενες απευθείας δανειακές συναλλαγές μεταξύ των εταιρειών χαρτοφυλακίου και των θυγατρικών εταιρειών (306). Ο ρόλος των δανειστών ως απλών ενδιάμεσων οντοτήτων χωρίς δυνατότητα αποκόμισης κερδών επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο μοναδικός οικονομικός σκοπός της παρέμβασής τους είναι η διευκόλυνση της εξοικονόμησης φόρου.

(309)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει επίσης ότι οι πολύπλοκες δομές τις οποίες εφάρμοσε η Engie παρέχουν μεγαλύτερη ευελιξία και της επιτρέπουν να χρηματοδοτήσει τις αποκτηθείσες δραστηριότητες περιορίζοντας παράλληλα το προφίλ κινδύνου των θυγατρικών εταιρειών. Το επιχείρημα αυτό είναι επίσης αβάσιμο. Πράγματι, ο ίδιος σκοπός θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί μέσω της απευθείας έκδοσης μετοχών από τις θυγατρικές εταιρείες προς τις εταιρείες χαρτοφυλακίου. Μια πράξη άμεσων συμμετοχών ιδίων κεφαλαίων μεταξύ των εταιρειών χαρτοφυλακίου και των θυγατρικών εταιρειών θα παρείχε την ίδια προστασία για τις θυγατρικές εταιρείες με την πολύπλοκη δομή την οποία δημιούργησε η Engie. Οι δομές που δημιούργησε η Engie μπορούν να απορροφήσουν ζημίες ποσού ίσου με το ονομαστικό ποσό των ZORA. Σε περίπτωση που η ζημία υπερβεί το ονομαστικό ποσό των ZORA, θα επηρεαστεί το κεφάλαιο των θυγατρικών εταιρειών. Σε περίπτωση εισφοράς κεφαλαίου ύψους ίσου με το ονομαστικό ποσό του ZORA, οι θυγατρικές εταιρείες θα είχαν ακριβώς το ίδιο κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, προτού το αρχικό κεφάλαιο επηρεαστεί από τις ζημίες. Επιπλέον, η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η προσθήκη πρόσθετου επιπέδου (οι δανειστές) και η χρήση πολύπλοκων χρηματοοικονομικών προϊόντων (ZORA και προθεσμιακές συμβάσεις) αντί απλών εισφορών κεφαλαίου μπορεί να αυξήσει την ευελιξία. Αντιθέτως, θα μπορούσε να δημιουργήσει λειτουργικούς κινδύνους για τον όμιλο: η χρήση ενδιάμεσων οντοτήτων, αντί να παρέχει ευελιξία, δημιουργεί διοικητική επιβάρυνση, συνεπάγεται κίνδυνο εκτέλεσης για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου και προσθέτει έξοδα πράξεων.

(310)

Εν κατακλείδι, οι πολύπλοκες δομές που δημιούργησε η Engie θα μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμες από οικονομική άποψη με πράξεις άμεσης χρηματοδότησης μεταξύ των εταιρειών χαρτοφυλακίου και των θυγατρικών εταιρειών, με τη μορφή είτε συμμετοχών ιδίων κεφαλαίου είτε χρεωστικών μέσων. Όποια μορφή και αν θεωρηθεί ισοδύναμη από οικονομική άποψη με τις πολύπλοκες δομές που δημιούργησε η Engie, θα είχε οδηγήσει σε φορολόγηση των υποκείμενων κερδών. Αυτό σημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν θα υπήρχαν πραγματικοί οικονομικοί λόγοι οι οποίοι παρέχουν επαρκές οικονομικό όφελος στην Engie ώστε να επιλέξει τις πολύπλοκες δομές που εφαρμόστηκαν στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις, πλην της επίτευξης σημαντικής εξοικονόμησης φόρου.

(311)

Ως εκ τούτου, πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 6 του StAnpG και, επομένως, οι πολύπλοκες δομές τις οποίες εφάρμοσε η Engie θα έπρεπε να έχουν θεωρηθεί καταχρηστικές από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου. Σύμφωνα με την εγκύκλιο του 1989, η φορολογική διοίκηση θα πρέπει να εκδίδει φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» μόνο όταν ο κύριος λόγος δεν είναι η εξασφάλιση φορολογικού πλεονεκτήματος. Κατά συνέπεια, εγκρίνοντας τις αιτήσεις έκδοσης φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling», η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου εφάρμοσε εσφαλμένα τον νόμο και χορήγησε πλεονέκτημα στην Engie υπό τη μορφή εξαίρεσης από τη φορολόγηση σχεδόν όλων των κερδών που πραγματοποίησαν δύο από τις θυγατρικές της (LNG Supply και GSTM) στο Λουξεμβούργο (307).

(312)

Δεδομένου ότι το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων βασίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, η οποία, εξ ορισμού, δεν είναι διαθέσιμη σε καμία άλλη επιχείρηση, η Επιτροπή καταλήγει, βάσει του σκεπτικού αυτού, ότι το εν λόγω πλεονέκτημα είναι επιλεκτικού χαρακτήρα.

6.5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(313)

Δεδομένου ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Η ενίσχυση αυτή συνεπάγεται μείωση των επιβαρύνσεων που θα έφερε κανονικά η Engie στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι χορηγεί λειτουργική ενίσχυση στην Engie.

6.6.   ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(314)

Στην ενότητα 6.2, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα στη LNG Holding και στη CEF, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, διότι οδηγεί σε μείωση των φορολογητέων κερδών αυτών των οντοτήτων και, συνεπώς, της υποχρέωσής τους καταβολής φόρου εισοδήματος εταιρειών στο Λουξεμβούργο. Η LNG Holding και η CEF ανήκουν στον όμιλο Engie.

(315)

Οι κανόνες σχετικά με την απαλλαγή των συμμετοχών αφορούν κέρδη που διανέμονται από μία εταιρεία ενός ομίλου σε άλλη. Στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση εγκρίνει την απαλλαγή εισοδήματος, στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη στα ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες στο επίπεδο της LNG Supply και της GSTM αντίστοιχα, κάτι που οδηγεί ουσιαστικά στη μη φορολόγηση σχεδόν όλων των κερδών τα οποία πραγματοποίησαν η LNG Supply και η GSTM, πλην ενός περιορισμένου περιθωρίου. Υπάρχει ως εκ τούτου μια κατάσταση έκπτωσης και απαλλαγής η οποία, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 243, έχει θετικό αντίκτυπο στην υποχρέωση καταβολής φόρου της Engie στο Λουξεμβούργο.

(316)

Στο ίδιο πνεύμα, χωριστές νομικές οντότητες μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν μία οικονομική ενότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Η εν λόγω οικονομική ενότητα λογίζεται στη συνέχεια ως η σχετική επιχείρηση που επωφελείται από το μέτρο ενίσχυσης. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο παρελθόν, «[ο] όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, πρέπει να νοηθεί ως οικονομική ενότητα […], έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα» (308). Προκειμένου να διαπιστώσει αν περισσότερες εταιρείες συνιστούν οικονομική ενότητα, το Δικαστήριο εξετάζει την ύπαρξη πλειοψηφικής συμμετοχής ή λειτουργικών, οικονομικών ή οργανικών δεσμών (309). Στην παρούσα υπόθεση, αμφότερες η LNG Holding και η CEF τελούν υπό τον πλήρη έλεγχο της Engie SA, της μητρικής εταιρείας του ομίλου Engie.

(317)

Ως εκ τούτου, κάθε ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στη LNG Holding και τη CEF από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου ωφελεί όχι μόνο τις οντότητες αυτές αλλά και τον όμιλο Engie στο σύνολό του, παρέχοντας πρόσθετους οικονομικούς πόρους σε ολόκληρο τον όμιλο. Επομένως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο εν λόγω όμιλος είναι οργανωμένος σε διάφορα νομικά πρόσωπα και οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις αφορούν τη φορολογική μεταχείριση μεμονωμένων οντοτήτων, ο όμιλος πρέπει να θεωρηθεί ενιαία οικονομική οντότητα η οποία ωφελείται από το επίμαχο μέτρο ενίσχυσης (310).

(318)

Επιπλέον, το συμπέρασμα που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 317 ενισχύεται από τις διαπιστώσεις στις ενότητες 6.3 και 6.4, στις οποίες η Επιτροπή κατέδειξε ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης στον όμιλο Engie στο Λουξεμβούργο, διότι οδηγεί σε μείωση της συνδυασμένης φορολογικής βάσης του ομίλου σε αυτό το κράτος μέλος.

6.7.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(319)

Κρατική ενίσχυση θεωρείται ότι συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά εάν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 της Συνθήκης, και μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Ωστόσο, το κράτος μέλος που χορηγεί την ενίσχυση φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η κρατική ενίσχυση που χορήγησε συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 2 ή του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(320)

Το Λουξεμβούργο δεν επικαλέστηκε κανέναν από τους λόγους συμβατότητας που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε με τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις. Ούτε η Engie επικαλέστηκε τέτοιους λόγους.

(321)

Επιπλέον, δεδομένου ότι η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων απαλλάσσει την Engie από μια φορολογική υποχρέωση με την οποία διαφορετικά θα επιβαρυνόταν στο πλαίσιο της καθημερινής διαχείρισης συνήθων δραστηριοτήτων, η χορηγηθείσα ενίσχυση βάσει αυτών των φορολογικών αποφάσεων συνιστά λειτουργική ενίσχυση. Κατά γενικό κανόνα, οι ενισχύσεις αυτού του είδους δεν μπορούν, καταρχήν, να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, δεδομένου ότι δεν ευνοούν την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών τομέων. Επιπλέον, τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν είναι περιορισμένης διάρκειας, μειούμενα ή ανάλογα προς τα αναγκαία για την αποκατάσταση συγκεκριμένης αστοχίας της αγοράς ή την επίτευξη οποιουδήποτε στόχου γενικού συμφέροντος στους σχετικούς τομείς. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατά.

(322)

Ως εκ τούτου, η κρατική ενίσχυση που χορήγησε το Λουξεμβούργο στον όμιλο Engie δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

6.8.   ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(323)

Σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε σχέδιο χορήγησης ενίσχυσης (υποχρέωση κοινοποίησης) και δεν δικαιούνται να εφαρμόζουν οποιοδήποτε σχεδιαζόμενο μέτρο ενίσχυσης προτού η Επιτροπή λάβει τελική απόφαση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση (υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής).

(324)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Λουξεμβούργο δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή οποιοδήποτε σχέδιο χορήγησης του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης ούτε τήρησε την υποχρέωση αναστολής της εφαρμογής του κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου (311), η φορολογική μεταχείριση που παρασχέθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων συνιστά παράνομη ενίσχυση, η οποία εφαρμόστηκε κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

7.   ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ

(325)

Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει (312) ότι η Επιτροπή παραβίασε το δικαίωμα ακρόασής του λόγω της εικαζόμενης αλλαγής στο αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής από την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, όπως προκύπτει από την επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017. Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, η Επιτροπή θα έπρεπε είτε να περατώσει την εν εξελίξει διαδικασία και να ανοίξει νέα διαδικασία είτε να εκδώσει απόφαση περί επέκτασης της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, προκειμένου να δοθεί στο Λουξεμβούργο η δυνατότητα να κάνει δεόντως γνωστές τις απόψεις τους σχετικά με το εικαζόμενο νέο αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής.

(326)

Επιπλέον, η Engie υποστηρίζει (313) ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα υπεράσπισής της διότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με την ανάλυση, στην οποία προέβη η Επιτροπή, άλλων φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» που εξέδωσε το Λουξεμβούργο το διάστημα από το 2009 έως το 2016 και οι οποίες αφορούν την ύπαρξη ZORA ή «υποχρεωτικά μετατρέψιμων δανειακών συμβάσεων» και την αντίστοιχη φορολογική και λογιστική μεταχείρισή τους.

(327)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση τα δικονομικά δικαιώματα του Λουξεμβούργου και της Engie τηρήθηκαν πλήρως.

(328)

Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχήν ότι το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής περί ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης παρέμεινε ίδιο μεταξύ της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας και της έκδοσης της παρούσας απόφασης. Και οι δύο αποφάσεις αφορούν τις ίδιες επίμαχες φορολογικές αποφάσεις, τους ίδιους δικαιούχους (LNG Holding, CEF καθώς και ο όμιλος Engie) και τις ίδιες ανησυχίες σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης (αν η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στη LNG Holding, στη CEF και στον όμιλο Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων τηρεί τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης).

(329)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε τις αρχικές της αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της φορολογικής μεταχείρισης, η οποία επιφυλάσσεται βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων στις διάφορες οντότητες του ομίλου Engie στο Λουξεμβούργο, με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Ο σκοπός ενός σταδίου εμπεριστατωμένης έρευνας κατόπιν της έκδοσης απόφασης για την κίνηση διαδικασίας είναι να περιέλθουν σε γνώση της Επιτροπής πρόσθετα πραγματικά και νομικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω ή να διασκεδάσουν τις αρχικές αμφιβολίες της Επιτροπής, όπως εκτίθενται σε απόφαση για την κίνηση διαδικασίας. Συνεπώς, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η ανάλυση της Επιτροπής μπορεί να έχει αλλάξει, στοιχείο που συνεπάγεται ότι η τελική απόφαση μπορεί να διαφέρει κάπως από την απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, χωρίς οι διαφορές αυτές να επηρεάζουν τη νομιμότητα της τελικής απόφασης (314).

(330)

Στην προκειμένη περίπτωση, η ανάλυση της Επιτροπής εξελίχθηκε περαιτέρω ως απόρροια των γραπτών παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο και την Engie όσον αφορά τις ανησυχίες σχετικά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Για παράδειγμα, το Λουξεμβούργο διευκρίνισε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (315) ότι, κατόπιν της μερικής εξόφλησης του ZORA που πραγματοποιήθηκε το 2014, η LNG Luxembourg δεν έκανε χρήση του προαιρετικού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 22α παράγραφος 2 του LIR, αλλά ότι κάθε φορολογητέο κέρδος που προέκυψε από τη μετατροπή του ZORA μεταφράστηκε σε αντίστοιχη εκπιπτόμενη ζημία επί της προθεσμιακής σύμβασης LNG. Το κείμενο των προθεσμιακών συμβάσεων παρασχέθηκε από το Λουξεμβούργο μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, στις 21 Νοεμβρίου 2016, και ο ρόλος της LNG Luxembourg και της EIL ως ενδιάμεσων οντοτήτων, καθώς και η λειτουργία του άρθρου 22α παράγραφος 2, εξηγήθηκαν λεπτομερώς από το Λουξεμβούργο και την Engie στην Επιτροπή κατά τη συνάντηση της 1ης Ιουνίου 2017.

(331)

Ωστόσο, το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, ήτοι η φορολογική μεταχείριση διαφόρων οντοτήτων του ομίλου Engie στο Λουξεμβούργο ως αποτέλεσμα των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων, δεν άλλαξε ποτέ από την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει για τις βασικές αμφιβολίες της Επιτροπής όσον αφορά τη συμμόρφωση των επίμαχων μέτρων με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (316). Οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέστειλαν μόνο για λόγους διαφάνειας την επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017 στο Λουξεμβούργο, το οποίο τη διαβίβασε στην Engie.

(332)

Όσον αφορά την Engie, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, ως ενδιαφερόμενο μέρος, έχει δικαίωμα να υποβάλει παρατηρήσεις μόνο σε απάντηση στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας και όχι επί των πληροφοριών που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Ωστόσο, στην Engie δόθηκε επανειλημμένα η δυνατότητα –της οποίας έκανε χρήση– να υποβάλει τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή, τόσο εγγράφως όσο και προφορικά.

(333)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα δικονομικά δικαιώματα του Λουξεμβούργου και της Engie τηρήθηκαν στην παρούσα υπόθεση.

8.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(334)

Το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 προβλέπει την υποχρέωση της Επιτροπής να διατάσσει την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής ενίσχυσης. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει επίσης ότι το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης η οποία έχει διαπιστωθεί ότι είναι ασυμβίβαστη. Το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 ορίζει ότι το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους οι οποίοι υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής της. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (317) προσδιορίζει τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του επιτοκίου που εφαρμόζεται για την ανάκτηση. Τέλος, το άρθρο 16 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 ορίζει ότι «η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής».

8.1.   ΝΕΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

(335)

Κατά το άρθρο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589, ως νέα ενίσχυση νοείται κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων.

(336)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589, οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την αρχή. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούσης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, κάθε ενίσχυση της οποίας η περίοδος παραγραφής έχει εκπνεύσει, θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση.

(337)

Στην παρούσα υπόθεση, οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις εκδόθηκαν από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου και η ενίσχυση χορηγήθηκε λιγότερα από 10 έτη πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή διαβίβασε την πρώτη αίτηση παροχής πληροφοριών στο Λουξεμβούργο σχετικά με τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις (23 Μαρτίου 2015) (318). Κατά συνέπεια, κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων συνιστά νέα ενίσχυση.

8.2.   ΚΑΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΕΝ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(338)

Το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 προβλέπει ότι η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

8.2.1.   ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ

8.2.1.1.    Επιχειρήματα που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο και την Engie

(339)

Το Λουξεμβούργο και η Engie επικαλούνται τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να εμποδίσουν την ανάκτηση της παράνομης και ασυμβίβαστης ενίσχυσης χρησιμοποιώντας παρόμοια επιχειρήματα.

(340)

Όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου, το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι η αρχή αυτή εμποδίζει εν προκειμένω την ανάκτηση λόγω της «πολυπλοκότητας της ανάλυσης των φορολογικών καθεστώτων σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις» και διότι η Επιτροπή θα επέβαλε τη δική της ερμηνεία του δικαίου του Λουξεμβούργου (319). Το Λουξεμβούργο υποστηρίζει ότι ενήργησε καλόπιστα εφαρμόζοντας τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις κατά τρόπο αυστηρώς σύμφωνο με την πάγια εφαρμογή τους από το ίδιο (320). Στη συνέχεια, αναφέρεται (321) στις αποφάσεις της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2013 σχετικά με το ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης (322) και στις αποφάσεις στις υποθέσεις εταιρείες χόλντινγκ 1929 (323) και βελγικά κέντρα συντονισμού (324), και υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των υποθέσεων αυτών, οποιαδήποτε αρνητική απόφαση θα πρέπει να παραγάγει αποτελέσματα στο μέλλον, κατόπιν μεταβατικής περιόδου.

(341)

Η Engie υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή υιοθετεί μια καινοτόμο προσέγγιση (325) και επιβάλλει αναδρομικά τη δική της ερμηνεία του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου, παρεκκλίνοντας από ορισμένες αρχές του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου (η αρχή της σύνδεσης του φορολογικού ισολογισμού με τον εμπορικό ισολογισμό) και επιδεικνύοντας έλλειψη συνέπειας με το πλαίσιο αναφοράς που ορίζεται στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση FIAT (326). Αναφέρεται επίσης στην απόφαση της Επιτροπής σχετικά με το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στους ομίλους οικονομικού σκοπού (327), στην οποία η Επιτροπή περιόρισε την ανάκτηση για τον λόγο ότι η εικαζόμενη κακή διαχείριση του φακέλου είχε δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου (328).

(342)

Τέλος, το Λουξεμβούργο (329) και η Engie (330) υποστηρίζουν ότι η ανάκτηση θα οδηγούσε σε κίνδυνο σοβαρών οικονομικών συνεπειών ή σοβαρής διαταραχής τόσο για το Λουξεμβούργο όσο και για την Engie.

(343)

Όσον αφορά την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Engie επικαλείται επιχειρήματα και νομολογιακά προηγούμενα παρόμοια με αυτά τα οποία προέβαλε το Λουξεμβούργο σε σχέση με την ασφάλεια δικαίου (η καλόπιστη από την πλευρά του Λουξεμβούργου εφαρμογή των φορολογικών αποφάσεων και η αναφορά στις αποφάσεις επί των υποθέσεων εταιρείες χόλντινγκ 1929 και βελγικά κέντρα συντονισμού(331). Υποστηρίζει επίσης ότι η ανάκτηση εμποδίζεται από την απόφαση στην υπόθεση Unicredito (332), βάσει της οποίας δήθεν επιτρέπεται σε μια επιχείρηση να επιλέξει την επιλογή με τη λιγότερη φορολογία για μια συναλλαγή (333).

8.2.1.2.    Εκτίμηση

(344)

Παρότι οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου εμπνέουν ολόκληρο το νομικό πλαίσιο της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει προβεί σε ιδιαίτερα περιοριστική ερμηνεία των αρχών αυτών στο πλαίσιο της ανάκτησης. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου είναι γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ, η οποία επιτάσσει την προβλεψιμότητα των κανόνων και των έννομων συνεπειών τους. Κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να καθυστερεί επ' αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (334). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο επιτρέπεται η επίκληση της αρχής αυτής, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι όταν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη παράλειψη και σε καταφανή παράβαση του καθήκοντός της να επιδεικνύει επιμέλεια κατά την άσκηση των εξουσιών ελέγχου (335).

(345)

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Λουξεμβούργο δεν κοινοποίησε ποτέ τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις στην Επιτροπή, ούτε κατέστησε αυτές άλλως δημόσια διαθέσιμες, η Επιτροπή μπορούσε να πληροφορηθεί την ύπαρξή τους μόνο στις 25 Ιουνίου 2015, όταν το Λουξεμβούργο απάντησε στην αίτησή της περί παροχής πληροφοριών της 25ης Μαρτίου 2015. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις ούτε παράβαση του καθήκοντος της Επιτροπής να επιδεικνύει επιμέλεια κατά την άσκηση των εξουσιών της, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εφαρμογής της αρχής αυτής για την αποτροπή της ανάκτησης.

(346)

Το γεγονός ότι το Λουξεμβούργο θεωρεί ότι εφάρμοσε καλόπιστα το δικό του δίκαιο κατά τρόπο τον οποίο θεωρεί ορθό και συνεπή με την προηγούμενη πρακτική του, ή ότι διαφωνεί με την ερμηνεία του συστήματος αναφοράς στην οποία προέβη η Επιτροπή, δεν ασκεί επιρροή στην υποχρέωση ανάκτησης. Η αποδοχή του επιχειρήματος του Λουξεμβούργου θα είχε ως απαράδεκτο αποτέλεσμα ένα κράτος μέλος το οποίο χορηγεί επανειλημμένα παράνομες και ασυμβίβαστες ενισχύσεις να μην υποχρεούται να ανακτήσει καμία από αυτές. Θα σήμαινε επίσης ότι για να αποτραπεί η ανάκτηση θα μπορούσε να γίνει επίκληση απλώς και μόνο του γεγονότος ότι ένα μέτρο ενίσχυσης έχει εφαρμοστεί σύμφωνα με την ερμηνεία από το κράτος μέλος του εθνικού του δικαίου. Το συμπέρασμα αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την επιβολή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις σε σχέση με οποιοδήποτε μέτρο ενίσχυσης το οποίο έχει θεωρηθεί παράνομο και ασυμβίβαστο, καθώς η υποχρέωση ανάκτησης δεν μπορεί να βασιστεί στην πρόθεση των κρατών μελών όταν χορηγήθηκε η ενίσχυση, αλλά στις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που δημιουργούνται με την εν λόγω ενίσχυση. Επιπλέον, η εικαζόμενη «πολυπλοκότητα» της ανάλυσης των φορολογικών μέτρων στην οποία προέβη η Επιτροπή δεν συνιστά αποδεκτό επιχείρημα σε σχέση με την υποχρέωση ανάκτησης που θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589.

(347)

Όσον αφορά την εικαζόμενη «νέα προσέγγιση» στην οποία βασίζεται η παρούσα απόφαση, η Επιτροπή απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό. Η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή συνάδει με τις προηγούμενες αποφάσεις της και τη νομολογία: η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος αξιολογήθηκε σε σχέση με τους συνήθεις κανόνες φορολόγησης των εταιρικών κερδών στο Λουξεμβούργο. Στο πλαίσιο αυτό, παρότι τα κράτη μέλη απολαύουν δημοσιονομικής αυτονομίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας, κάθε μέτρο το οποίο θεσπίζει ένα κράτος μέλος πρέπει να συνάδει προς τους κανόνες της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίοι δεσμεύουν τα κράτη μέλη και υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας τους. (336). Το γεγονός ότι το Λουξεμβούργο ή η Engie ενδέχεται να μη συμφωνούν με την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων ή ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η παρούσα απόφαση διαφέρουν από εκείνα στα οποία βασίζονται προηγούμενες αποφάσεις δεν καθιστά την προσέγγιση της Επιτροπής «καινοτόμο». Επιπλέον, όπως ήδη καταδείχθηκε, το πλαίσιο αναφοράς που καθορίζεται από την Επιτροπή στην παρούσα απόφαση συνάδει πλήρως με τις προηγούμενες αποφάσεις της όχι μόνο στην υπόθεση FIAT αλλά και στην υπόθεση Amazon και στη νομολογία του Δικαστηρίου (337).

(348)

Όσον αφορά την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επίκληση της αρχής αυτής μπορεί να γίνει από κάθε πρόσωπο στο οποίο όργανο της ΕΕ «δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες» (338). Στην επίκληση της αρχής αυτής εφαρμόζονται σημαντικοί περιορισμοί. Πρώτον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η επίκληση της αρχής δεν επιτρέπεται παρά μόνο εάν το πρόσωπο που την επικαλείται έλαβε «συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως» (339). Οι διαβεβαιώσεις αυτές θα πρέπει να έχουν δοθεί από τα όργανα της Ένωσης (340). Δεύτερον, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή αυτή σε περιπτώσεις στις οποίες παρέλειψαν να κοινοποιήσουν το μέτρο ενίσχυσης στην Επιτροπή (341). Τρίτον, η εικαζόμενη παράλειψη της Επιτροπής να ενεργήσει είναι αλυσιτελής όταν μέτρο ενίσχυσης δεν κοινοποιήθηκε σε αυτήν (342) και, επομένως, η σιγή της Επιτροπής δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σιωπηρή έγκριση του μέτρου που μπορεί να δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (343). Στην παρούσα υπόθεση, ούτε το Λουξεμβούργο κοινοποίησε τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις στην Επιτροπή ούτε η Επιτροπή παρέσχε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις στο Λουξεμβούργο ότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις δεν συνιστούν ενίσχυση. Ως εκ τούτου, το Λουξεμβούργο δεν μπορεί να στηριχθεί στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(349)

Όσον αφορά το γεγονός ότι το Λουξεμβούργο και η Engie βασίζονται στην προηγούμενη πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής στο πλαίσιο τόσο της ασφάλειας δικαίου όσο και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Επιτροπή υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, ότι δεν δεσμεύεται από την πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων (344). Επιπλέον, οι αναφερόμενες υποθέσεις δεν τεκμηριώνουν τα επιχειρήματα του Λουξεμβούργου και της Engie.

(350)

Στην απόφαση επί της υπόθεσης βελγικά κέντρα συντονισμού, ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν διέταξε την ανάκτηση της ενίσχυσης ήταν επειδή δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις σε προηγούμενη απόφαση σχετικά με βελγικό καθεστώς με παρόμοια χαρακτηριστικά. Η Επιτροπή έκρινε επομένως ότι η προηγούμενη απόφασή της σχετικά με το βελγικό μέτρο δημιουργούσε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους δικαιούχους του νέου καθεστώτος το οποίο αξιολογούσε εκείνη την περίοδο. Ομοίως, στην απόφασή της σχετικά με το φορολογικό καθεστώς που εφαρμοζόταν στους ομίλους οικονομικού σκοπού, η Επιτροπή έκρινε ότι δύο εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούσαν τη μη ανάκτηση της χορηγηθείσας ενίσχυσης: πρώτον, η Επιτροπή καθυστέρησε στην άσκηση των εξουσιών της όσον αφορά την εξέταση του καθεστώτος, διότι δεν είχε δώσει συνέχεια σε διάφορες επιστολές τις οποίες υπέβαλε η Γαλλία και, δεύτερον, οι δικαιούχοι του καθεστώτος είχαν παραπλανηθεί όσον αφορά τη νομιμότητά του λόγω προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής, στην οποία είχε κριθεί ότι ένα παρόμοιο μέτρο δεν συνιστούσε ενίσχυση. Αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε με τη συγκεκριμένη προηγούμενη απόφαση δικαιολογούσε την απόφαση της Επιτροπής στο πλαίσιο της υπόθεσης για το ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης να μην ανακτήσει την ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης σχετικά με το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται σε ομίλους οικονομικού σκοπού. Εν προκειμένω, δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις αυτές. Ούτε η Επιτροπή καθυστέρησε σημαντικά ούτε το Λουξεμβούργο ή η Engie παραπλανήθηκαν από οποιαδήποτε προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής σχετικά με παρόμοια φορολογική ρύθμιση.

(351)

Η αναφορά στην απόφαση επί της υπόθεσης εταιρείες χόλντινγκ 1929 είναι εξίσου αλυσιτελής. Στην εν λόγω υπόθεση, η Επιτροπή έκρινε ότι καμία ενίσχυση δεν μπορούσε να ανακτηθεί δεδομένου του χαρακτήρα της υφιστάμενης ενίσχυσης του καθεστώτος που είχε θεσπιστεί το 1929, ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης. Στη συνέχεια, αποφάσισε να χορηγήσει μεταβατική περίοδο ώστε να τεθεί τέρμα στο καθεστώς, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων εξαιρετικών περιστάσεων που συνέτρεχαν στην υπόθεση αυτή, συγκεκριμένα της εξαιρετικά μακράς περιόδου κατά την οποία εφαρμοζόταν το καθεστώς (76 έτη) και του γεγονότος ότι η άμεση κατάργηση του μέτρου θα μπορούσε να έχει σχετικά σοβαρές συνέπειες για την απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη στο Λουξεμβούργο, όπου 13 000 απαλλασσόμενες εταιρείες χαρτοφυλακίου δραστηριοποιούνταν σε μια χώρα με ενεργό πληθυσμό που δεν υπερέβαινε τους 110 000 εργαζομένους. Και πάλι, καμία από τις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις δεν συντρέχει εν προκειμένω: η χορηγηθείσα εν προκειμένω ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση ούτε μπορούν να προκύψουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για το Λουξεμβούργο από την ανάκτηση της ενίσχυσης από την Engie. Η Επιτροπή απορρίπτει επίσης τα επιχειρήματα σχετικά με τις σοβαρές οικονομικές συνέπειες της ανάκτησης για την Engie. Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, η ανάκτηση δεν μπορεί να επηρεαστεί από περιστάσεις που συνδέονται με την οικονομική κατάσταση του δικαιούχου (345).

(352)

Ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου στην υπόθεση Unicredito εμποδίζει την ανάκτηση. Το μόνο που αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση είναι ότι, κατά το στάδιο της ανάκτησης, οι εθνικές αρχές μπορούν να λάβουν υπόψη ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση του κοινού δικαίου στην οποία θα υπέκειτο ο δικαιούχος «δυνάμει συμβατών προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικών κανόνων και εφόσον δεν είχε χορηγηθεί η παράνομη ενίσχυση» (346). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι μια επιχείρηση μπορεί να επιλέξει την «επιλογή με τη λιγότερη φορολογία» για μια συναλλαγή ή «μια ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση από τη μεταχείριση του κοινού δικαίου» ουδόλως εμποδίζει την ανάκτηση όταν η επιλογή ή η μεταχείριση αυτή συνιστά ακριβώς το παράνομο μέτρο ενίσχυσης που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης της Επιτροπής.

8.2.2.   ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(353)

Η Engie υποστηρίζει ότι η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας στερείται επαρκούς αιτιολόγησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Engie, η Επιτροπή αφιέρωσε μόνο μία παράγραφο στην εφαρμογή του τεκμηρίου της επιλεκτικότητας των ατομικών μέτρων στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις και στην επίκληση εικαζόμενης παρέκκλισης από τους κανόνες του Λουξεμβούργου σχετικά με την κατάχρηση δικαίου. Αυτή η έλλειψη αιτιολόγησης οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, η οποία επίσης εμποδίζει την ανάκτηση (347).

(354)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Η Επιτροπή έλαβε γνώση της ύπαρξης των μέτρων ενίσχυσης μόλις στις 25 Ιουνίου 2015, όταν το Λουξεμβούργο απάντησε στην αίτησή της για παροχή πληροφοριών της 25ης Μαρτίου 2015. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη διαδικασία.

(355)

Όσον αφορά την έλλειψη αιτιολόγησης, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή απλώς «αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για τη συμβατότητα του μέτρου με την κοινή αγορά» (348). Δεδομένου του προκαταρκτικού χαρακτήρα της εκτίμησης, η ανάκτηση δεν μπορεί να εμποδιστεί από εικαζόμενη έλλειψη αιτιολόγησης της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η εικαζόμενη ανεπαρκής αιτιολόγηση του τεκμηρίου της επιλεκτικότητας των ατομικών μέτρων συνιστά αλυσιτελές επιχείρημα διότι η Επιτροπή δεν βασίζει την παρούσα απόφαση στο εν λόγω τεκμήριο.

8.2.3.   ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

(356)

Τέλος, η Engie επικαλείται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, υποστηρίζοντας ότι τυχόν απόφαση περί ανάκτησης θα επηρεάσει μόνο την Engie και όχι άλλους φορολογουμένους οι οποίοι έχουν επωφεληθεί από την ίδια φορολογική μεταχείριση (349). Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι το γεγονός ότι χορηγείται κρατική ενίσχυση σε άλλες εταιρείες, ακόμη και ανταγωνιστές, είναι αλυσιτελές προκειμένου να καθοριστεί αν συγκεκριμένο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση (350). Δεδομένου ότι η ανάκτηση είναι η λογική συνέπεια της ύπαρξης παράνομης ενίσχυσης, αυτή πρέπει να εφαρμόζεται a fortiori στην επιστροφή παράνομης κρατικής ενίσχυσης.

(357)

Συμπερασματικά, καμία γενική αρχή του δικαίου δεν εμποδίζει την ανάκτηση στην προκειμένη περίπτωση.

8.3.   ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ

(358)

Η υποχρέωση κράτους μέλους να καταργήσει παράνομη ενίσχυση, την οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, έχει ως σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ανταγωνισμού στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο εν λόγω στόχος επιτυγχάνεται εφόσον ο δικαιούχος επιστρέψει τα ποσά που χορηγήθηκαν ως παράνομη ενίσχυση, χάνοντας με τον τρόπο αυτό το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση.

(359)

Καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί από την Επιτροπή, όταν η τελευταία διατάσσει την ανάκτηση ενίσχυσης που κηρύχθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά, να καθορίσει το ακριβές ύψος της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί (351). Αντιθέτως, αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει χωρίς δυσχέρειες το ύψος αυτό (352). Το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης απλώς για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και απαιτεί η επιστροφή να πραγματοποιείται κατά τον τρόπο που καθορίζει το εθνικό δίκαιο (353). Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη διαπίστωση της υποχρέωσης επιστροφής της επίμαχης ενίσχυσης και να αφήσει στις εθνικές αρχές τη μέριμνα του υπολογισμού του ακριβούς ποσού της προς ανάκτηση ενίσχυσης (354).

(360)

Σε περίπτωση παράνομης κρατικής ενίσχυσης φορολογικού χαρακτήρα, το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί θα πρέπει να υπολογίζεται συγκρίνοντας το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε πραγματικά με εκείνο που θα έπρεπε να έχει καταβληθεί ελλείψει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων. Η διαφορά μεταξύ των δύο τιμών αντιπροσωπεύει την ενίσχυση που χορηγήθηκε στον δικαιούχο, η οποία πρέπει να ανακτηθεί πλήρως.

(361)

Όπως εξηγείται στην ενότητα 6, η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων συνίσταται, ουσιαστικά, στην εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών, στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, σε εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη σε ποσά που εκπίπτουν ως δαπάνες στο επίπεδο της LNG Supply και της GSTM αντίστοιχα (355). Αυτή η συνδυασμένη εφαρμογή της απαλλαγής και της έκπτωσης στα ίδια ποσά είχε ως αποτέλεσμα να μη φορολογηθεί το σύνολο σχεδόν των κερδών που πραγματοποίησαν η LNG Supply και η GSTM. Ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα υλοποιείται στην πραγματικότητα τη στιγμή της εφαρμογής της απαλλαγής των συμμετοχών, στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, στο εισόδημα που αντιστοιχεί στις επαυξήσεις επί του ZORA που εξέπεσαν προηγουμένως στο επίπεδο της LNG Supply και της GSTM αντίστοιχα. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 (356), το ZORA GSTM δεν είχε μετατραπεί ακόμη σε μετοχές GSTM, το οποίο σημαίνει ότι, σε σχέση με τη συναλλαγή αυτή, η απαλλαγή των συμμετοχών δεν είχε εφαρμοστεί ακόμη. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει των φορολογικών αποφάσεων GSTM δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη και, επομένως, δεν υπάρχουν ποσά προς ανάκτηση (εκτός εάν το ZORA GSTM έχει μετατραπεί σε μετοχές GSTM, οι μετοχές αυτές έχουν ακυρωθεί ή πωληθεί και η απαλλαγή των συμμετοχών έχει εφαρμοστεί επί των αντίστοιχων κερδών μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 2016 και της ημερομηνία της παρούσας απόφασης).

(362)

Αντιθέτως, το ZORA LNG αποτέλεσε αντικείμενο μερικής μετατροπής το 2014 και οι μετοχές LNG Supply τις οποίες έλαβε η LNG Holding κατά τη μετατροπή ακυρώθηκαν το ίδιο έτος, δημιουργώντας εισόδημα ύψους 506,2 εκατ. USD για τη LNG Holding. Το εισόδημα αυτό παρέμεινε αφορολόγητο δυνάμει της εφαρμογής της απαλλαγής των συμμετοχών. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στις δαπάνες που εξέπεσαν, ως επαυξήσεις επί του ZORA, στο επίπεδο της LNG Supply.

(363)

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω παρατηρήσεων, το ποσό που πρόκειται να ανακτηθεί πρέπει να καθοριστεί: πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη κάθε εισόδημα που καταχωρίστηκε στις φορολογικές δηλώσεις της LNG Holding το οποίο αντιστοιχεί στις μετατραπείσες επαυξήσεις επί του ZORA που είχαν προηγουμένως εκπέσει στο επίπεδο της LNG Supply (357)· δεύτερον, εφαρμόζοντας στο προκύπτον ποσό τους συνήθεις κανόνες φορολογίας εταιρικών κερδών στο Λουξεμβούργο, συμπεριλαμβανομένων του συνήθους φόρου εισοδήματος εταιρειών, δημοτικού φόρου, προσαυξήσεων και φόρου επί της καθαρής περιουσίας. Το προκύπτον ποσό συνιστά το ποσό της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί για την εξάλειψη του επιλεκτικού πλεονεκτήματος που χορήγησε το Λουξεμβούργο βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων. Μέχρι και το φορολογικό έτος 2016, η Επιτροπή σημειώνει ότι το ποσό του εισοδήματος που καταχωρίστηκε στις φορολογικές δηλώσεις της LNG Holding και το οποίο αντιστοιχεί στις μετατραπείσες επαυξήσεις επί του ZORA οι οποίες εξέπεσαν στο επίπεδο της LNG Supply ανήλθε σε 506,2 εκατ. USD, εντός του φορολογικού έτους 2014 (358).

(364)

Η μεθοδολογία που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 363 θα έπρεπε να εφαρμοστεί στη CEF σε περίπτωση που οποιοδήποτε ποσό ενίσχυσης είχε υλοποιηθεί μέσω (ολικής ή μερικής) μετατροπής του ZORA GSTM σε μετοχές GSTM, ακύρωσης ή πώλησής τους, και μετέπειτα εφαρμογής της απαλλαγής των συμμετοχών στις φορολογικές δηλώσεις της CEF την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης. Το ίδιο ισχύει για κάθε πρόσθετη ενίσχυση που χορηγήθηκε στη LNG Holding την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ως αποτέλεσμα τυχόν περαιτέρω μετατροπών του ZORA LNG, της ακύρωσης ή πώλησης των αντίστοιχων μετοχών LNG Supply και της εφαρμογής της απαλλαγής των συμμετοχών στις φορολογικές δηλώσεις της LNG Holding.

8.4.   ΟΝΤΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΚΤΗΘΕΙ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ

(365)

Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που εκτίθενται στις ενότητες 6.6 και 8.3, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Λουξεμβούργο θα πρέπει, καταρχάς, να ανακτήσει την παράνομη και μη συμβατή ενίσχυση που ήδη υλοποιήθηκε από τη LNG Holding (359). Εάν η LNG Holding δεν είναι σε θέση να επιστρέψει το πλήρες ποσό της ενίσχυσης που έλαβε μέσω της επίμαχης φορολογικής απόφασης, το Λουξεμβούργο πρέπει να ανακτήσει τυχόν εναπομένοντα ποσά από τον όμιλο Engie και/ή οποιονδήποτε διάδοχό του, ή εταιρείες του ομίλου, δεδομένου ότι πρόκειται για την οντότητα που ελέγχει τον όμιλο Engie, ο οποίος είναι η ενιαία οικονομική μονάδα που επωφελείται από την ενίσχυση. Με τον τρόπο αυτό, το αδικαιολόγητο πλεονέκτημα που χορηγήθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων εξαλείφεται και αποκαθίσταται, μέσω της ανάκτησης, η προϋφιστάμενη κατάσταση στην αγορά.

9.   ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

(366)

Όπως εξηγείται στην ενότητα 6.2, η εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών, στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, σε εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί από οικονομική άποψη στα ποσά που εξέπεσαν ως δαπάνες στο επίπεδο της LNG Supply και της GSTM (οι επαυξήσεις επί του ZORA) είναι αυτή που παράγει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα και συνιστά στην ουσία την ενίσχυση που χορηγήθηκε από το Λουξεμβούργο βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων. Η Επιτροπή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση αυτή καθεαυτή τη νομιμότητα δυνάμει του φορολογικού δικαίου του Λουξεμβούργου ολόκληρης της δομής που συστάθηκε από την Engie για τη μεταβίβαση των δύο δραστηριοτήτων. Απλώς αντιτίθεται στα πρακτικά αποτελέσματα της δομής αυτής επί της συνολικής φορολογικής υποχρέωσης του ομίλου Engie, δηλαδή στο γεγονός ότι σχεδόν όλα τα κέρδη τα οποία πραγματοποιούν η LNG Supply και η GSTM παραμένουν στην ουσία αφορολόγητα. Ειδικότερα, η Επιτροπή απαιτεί, μεταξύ άλλων, να μην εφαρμόζει το Λουξεμβούργο την απαλλαγή των συμμετοχών στο επίπεδο των εταιρειών χαρτοφυλακίου σε οποιοδήποτε εισόδημα αντιστοιχεί σε ποσά που εξέπεσαν προηγουμένως από τη φορολογική βάση των θυγατρικών εταιρειών.

(367)

Δεδομένου ότι οι συμφωνίες ZORA πρόκειται να λήξουν το 2024 και το 2026 (360), σημαντικό μέρος του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στην Engie μέσω των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων θα υλοποιηθεί στην ουσία στο μέλλον, ανάλογα με τις επιλογές της Engie όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα της μετατροπής των ZORA σε μετοχές της LNG Supply και της GSTM, και τη μεταγενέστερη ακύρωση ή πώλησή τους. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι, επιπλέον της υποχρέωσης ανάκτησης της ενίσχυσης που έχει ήδη υλοποιηθεί, όπως περιγράφεται στην ενότητα 8, το Λουξεμβούργο δεν πρέπει να δεχτεί την εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών, στο επίπεδο της LNG Holding και της CEF, στο εισόδημα που αντιστοιχεί στις επαυξήσεις επί του ZORA που εξέπεσαν ήδη από τη LNG Supply και την GSTM, αντιστοίχως, ανεξάρτητα από το αν αυτό συμβεί την ημερομηνία λήξης των συμφωνιών ZORA το 2024 και το 2026, νωρίτερα ή ακόμη και μετά το 2026 (361).

(368)

Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην Engie δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη και προκειμένου να εξακριβωθεί ότι αυτό δεν θα συμβεί στο μέλλον, η Επιτροπή πρέπει να λάβει από το Λουξεμβούργο, μεταξύ άλλων, τις φορολογικές δηλώσεις, τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς και τις οριστικές πράξεις βεβαίωσης φόρου για τις ακόλουθες οντότητες του ομίλου Engie: Engie LNG Supply, SA, Engie Treasury Management SARL, Engie LNG Holding SARL, Engie Invest International SA (συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών δηλώσεων και των πράξεων βεβαίωσης φόρου στο πλαίσιο του καθεστώτος της ενιαίας φορολογικής οντότητας), (362) Engie LNG (Luxembourg) SARL και Electrabel Invest Luxembourg SA Η Επιτροπή πρέπει επίσης να λάβει κάθε νέα φορολογική απόφαση, που θα εκδοθεί από το Λουξεμβούργο υπέρ των οντοτήτων που παρατίθενται ανωτέρω ή κάθε άλλης οντότητας του ομίλου Engie, σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των δομών που συστάθηκαν από την Engie στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της συνεχούς εφαρμογής της παρούσας απόφασης με την πάροδο του χρόνου. Πράγματι, η Επιτροπή θα επαληθεύσει στη συνέχεια για κάθε οικονομικό έτος ότι, μεταξύ άλλων, δεν εφαρμόζεται καμία απαλλαγή των συμμετοχών, στο επίπεδο της Engie LNG Holding SARL και της Engie Invest International S.A, στο εισόδημα που αντιστοιχεί στις επαυξήσεις επί του ZORA που εκπίπτουν στο επίπεδο της Engie LNG Supply SA και της Engie Treasury Management SARL, αντιστοίχως. Αυτή η υποχρέωση ελέγχου δεν εξαρτάται από την ολοκλήρωση ή μη της προτεινόμενης πράξης που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη (22), δηλαδή από το αν η μητρική εταιρεία της Engie LNG Supply SA ανήκει στον όμιλο Engie ή στον όμιλο Total. Επιπλέον, σε περίπτωση που η Engie αποφασίσει να αναθεωρήσει τις δομές που δημιουργήθηκαν στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις, το Λουξεμβούργο θα ενημερώσει την Επιτροπή για τις σχετικές αλλαγές και τον αντίκτυπό τους στη συνολική φορολογική υποχρέωση του ομίλου Engie στο Λουξεμβούργο. Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρούσα αιτιολογική σκέψη ισχύουν έως ότου οι μετοχές της LNG Supply και της GSTM μετατραπούν εξολοκλήρου και ακολούθως ακυρωθούν ή πωληθούν.

10.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(369)

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το Λουξεμβούργο, κατά παράβαση του άρθρου 107 παράγραφος 1 και του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, χορήγησε παρανόμως κρατική ενίσχυση στην Engie βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων. Το Λουξεμβούργο πρέπει να ανακτήσει αυτή την κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 από τη LNG Holding ή, εάν η εταιρεία αυτή δεν επιστρέψει το πλήρες ποσό της ενίσχυσης, από την Engie SA ή από οποιονδήποτε διάδοχό της, ή εταιρείες του ομίλου για το εκκρεμές ποσό της ενίσχυσης. Το Λουξεμβούργο πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι δεν πρόκειται να χορηγηθεί στο μέλλον συμπληρωματική ενίσχυση στην Engie ή σε οποιαδήποτε εταιρεία του ομίλου της ως αποτέλεσμα της φορολογικής μεταχείρισης που εκτίθεται στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις. Συνεπώς, η Επιτροπή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε υπέρ της Engie SA και όλων των εταιρειών που τελούν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό της Engie SA βάσει της φορολογικής απόφασης που εκδόθηκε από τη φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου στις 9 Σεπτεμβρίου 2009, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις φορολογικές αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2008, της 3ης Μαρτίου 2009, της 9ης Μαρτίου 2012 και της 13ης Μαρτίου 2014, και βάσει της φορολογικής απόφασης την οποία εξέδωσε η φορολογική διοίκηση του Λουξεμβούργου στις 9 Φεβρουαρίου 2010, όπως συμπληρώθηκε με τη φορολογική απόφαση τη 15ης Ιουνίου 2012, και η οποία τέθηκε παρανόμως σε ισχύ από το Λουξεμβούργο κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.   Το Λουξεμβούργο ανακτά τη μη συμβατή και παράνομη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 από την Engie LNG Holding S.à.r.l.

2.   Τυχόν μη ανακτηθέντα ποσά από την Engie LNG Holding S.à.r.l, μετά την ανάκτηση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, ανακτώνται από την Engie SA και/ή οποιονδήποτε διάδοχό της, ή εταιρείες του ομίλου.

3.   Για τα προς ανάκτηση ποσά οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

4.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής.

5.   Το Λουξεμβούργο παύει να χορηγεί του μέτρο ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Το Λουξεμβούργο διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, το Λουξεμβούργο υποβάλλει πληροφορίες σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ακριβούς ποσού της ενίσχυσης.

2.   Το Λουξεμβούργο τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στο πλαίσιο των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, έπειτα από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2018.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)   ΕΕ C 36 της 3.2.2017, σ. 13.

(2)  Η επιστολή αυτή εστάλη με αριθμό αναφοράς SA.37267 (2013/CP) - Pratiques en matière de ruling fiscal - Luxembourg.

(3)  Το 2015 ο όμιλος GDF Suez μετονομάστηκε σε Engie· βλέπε τον δικτυακό τόπο της Engie (http://www.engie.com/en/group/history-engie-group/).

(4)  Το 2015 μετονομάστηκε σε Engie LNG Supply, SA, όπου «LNG» σημαίνει υγροποιημένο φυσικό αέριο.

(5)  Το 2015 μετονομάστηκε σε Engie Treasury Management S.à.r.l.

(6)  Παρότι η ακριβής έννοια του ακρωνυμίου ZORA δεν προσδιορίζεται στον φάκελο, ούτε διευκρινίστηκε από το Λουξεμβούργο, η Επιτροπή εικάζει ότι προέρχεται από τις λέξεις « Zero-intérêts Obligation Remboursable en Actions ».

(7)  Απόφαση της Επιτροπής της 19ης Σεπτεμβρίου 2016 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44888 (2016/NN) (πρώην 2016/EO), «Πιθανή κρατική ενίσχυση υπέρ της GDF SUEZ» (ΕΕ C 36 της 3.2.2017, σ. 13).

(8)  Πρβλ. υποσημείωση 1.

(9)  Βλέπε τον δικτυακό τόπο της Engie (http://www.engie.com/en/group/history-engie-group/).

(10)  Βλέπε τον δικτυακό τόπο της Engie (http://www.engie.com/en/journalists/press-releases/gdf-suez-becomes-engie/).

(11)  Το 2014 λειτουργούσε σχεδόν 650 σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής παγκοσμίως (Engie, Key Figures, http://library.engie.com//uid_3b0d9abd-abf7-404d-913f-0c30f10eb8d0/beevirtua/beevirtua.html#app=3d20&9557-source=xmlConfs/init.xml&adf3-lang=en&ccb3-pageId=0).

(12)  Στις 31 Δεκεμβρίου 2016 (http://www.engie.com/wp-content/uploads/2017/03/chifres-cles-2016-v1_va.jpg).

(13)  ENGIE, Key Figures (http://www.engie.com/wp-content/uploads/2017/03/chifres-cles-2016-v1_va.jpg).

(14)  ENGIE, Results 2016, Appendices FY 2016 (http://www.engie.com/en/investors/results/2016-results/). Κέρδη ύψους 3,8 δισεκατ. EUR πραγματοποιήθηκαν στη Λατινική Αμερική, 4,7 δισεκατ. EUR στη Βόρεια Αμερική, 5,5 δισεκατ. EUR στην Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ωκεανία και 0,3 δισεκατ. EUR στην Αφρική.

(15)  Ό.π. 15,1 % στη Λατινική Αμερική, 5,9 % στη Βόρεια Αμερική και 11,6 % στον υπόλοιπο κόσμο.

(16)  Το 2015 μετονομάστηκε σε Engie Invest International S.A.

(17)  Βλέπε μη ελεγμένους υποχρεωτικούς λογαριασμούς της CEF της 31ης Δεκεμβρίου 2014.

(18)  Βλέπε https://www.engie.com/wp-content/uploads/2015/06/gsii-co.pdf.

(19)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 15ης Ιουνίου 2012, σ. 2.

(20)  Το 2015 μετονομάστηκε σε Engie LNG Holding S.à.r.l.

(21)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Holding της 31ης Δεκεμβρίου 2013.

(22)  Σύμφωνα με την αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, τα βασικά στοιχεία ενεργητικού τη στιγμή εκείνη ήταν τα εξής: μια συμφωνία δυναμικότητας τερματικού σταθμού ΥΦΑ, μια συμφωνία ανταλλαγής σε σχέση με τον συγκεκριμένο τερματικό σταθμό, μια συμφωνία αγοράς και πώλησης ΥΦΑ με την Yemen LNG LLC, μακροχρόνιες συμφωνίες ναύλωσης και συμφωνίες αποθήκευσης. Ο πλήρης κατάλογος των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν περιγράφεται στο παράρτημα 1 της συμφωνίας μεταβίβασης δραστηριότητας της 30ής Οκτωβρίου 2009 μεταξύ της GDF Suez LNG Trading S.A και της LNG Supply.

(23)  Στις 11 Απριλίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1), περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων στην απόκτηση από την Total SA του αποκλειστικού ελέγχου τμημάτων των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Engie στον τομέα του ΥΦΑ, συμπεριλαμβανομένης της LNG Supply.

(24)  Λιγότερο από το 1 % των κερδών που πράγματι αποκόμισε η θυγατρική εταιρεία από τις εμπορικές της δραστηριότητες.

(25)  Σε περίπτωση που η θυγατρική εταιρεία καταγράψει ζημίες κατά τη διάρκεια του ZORA, οι επαυξήσεις επί του ZORA θα είναι αρνητικές και θα επιφέρουν μείωση του ονομαστικού ποσού του ZORA.

(26)  Για παράδειγμα, επειδή ακυρώνει τις μετοχές που λαμβάνει βάσει της προθεσμιακής σύμβασης.

(27)  Παρότι οι επίμαχες φορολογικές αποφάσεις προέβλεπαν ότι η ενδιάμεση οντότητα δεν θα φορολογούνταν κατ' εφαρμογή ειδικής διάταξης της φορολογικής νομοθεσίας του Λουξεμβούργου (άρθρο 22α), η οποία επιτρέπει την αναβολή φορολόγησης υπεραξιών που προκύπτουν από τη μετατροπή δανείων σε συμμετοχές, το Λουξεμβούργο ενημέρωσε στη συνέχεια ότι, κατά τη μοναδική μετατροπή που πραγματοποιήθηκε έως την ημερομηνία της παρούσας απόφασης, οι εταιρείες δεν έκαναν χρήση αυτής της διάταξης. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την εφαρμογή της ειδικής αυτής διάταξης, η ενδιάμεση οντότητα δεν θα πραγματοποιήσει κέρδη κατά τη μετατροπή.

(28)  Στην πραγματικότητα, φορολογείται μόνο η θυγατρική εταιρεία επί ποσοστού χαμηλότερου από το 1 % του κέρδους που πράγματι αποκόμισε από τις εμπορικές δραστηριότητές της.

(29)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 22.

(30)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 20.

(31)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, ενότητα 1.

(32)  Η έδρα της πραγματικής διεύθυνσης της LNG Trading μεταφέρθηκε στις Κάτω Χώρες (βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης της 30ής Σεπτεμβρίου 2008). Στη συνέχεια, η εταιρεία εκκαθαρίστηκε την 1η Οκτωβρίου 2012 (βλέπε επιστολή την οποία απέστειλε το Λουξεμβούργο στις 25 Ιουνίου 2015 με αριθμό αναφοράς SA 37.267 (2013/CP) - Pratiques en matière de ruling fiscal – Luxembourg).

(33)  Ωστόσο, αυτή η αλλαγή στη δομή της μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού δεν έχει αντίκτυπο στη φορολογική μεταχείριση των διαφόρων εταιρειών.

(34)  Η οποία πραγματοποιείται το αργότερο κατά τη λήξη του ZORA, βλέπε αιτιολογική σκέψη 34(2).

(35)  Η αναλυτική εφαρμογή της δομής είχε ως εξής: η δραστηριότητα ΥΦΑ αποκτήθηκε από τη LNG Supply έναντι δύο απαιτήσεων, μία ύψους [7-12] εκατ. USD και μία που αντιπροσωπεύει την εύλογη αγοραία αξία της δραστηριότητας ΥΦΑ μείον [7-12] εκατ. USD. Η δεύτερη απαίτηση μεταβιβάστηκε από τη LNG Trading στη LNG Holding, η οποία τη μεταβίβασε με τη σειρά της στη LNG Luxemburg έναντι της προθεσμιακής σύμβασης LNG. Η LNG Luxemburg μεταβίβασε την απαίτηση στη LNG Supply έναντι του ZORA LNG (βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης του 2009, ενότητα 1).

(36)  Υποβλήθηκε από το Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2017.

(37)  Βλέπε συμφωνία μεταβίβασης LNG, ρήτρα 2.1.

(38)  Βλέπε συμφωνία μεταβίβασης LNG, ρήτρες 2.1., 3 και 4.3.

(39)  Υποβλήθηκε από το Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 2016.

(40)  Βλέπε συμφωνία ZORA LNG, ρήτρα 2.

(41)  Βλέπε συμφωνία ZORA LNG, ρήτρα 5.

(42)  Βλέπε συμφωνία ZORA LNG, ρήτρα 4.

(43)  Βλέπε συμφωνία ZORA LNG, ρήτρες 4 και 5.

(44)  Βλέπε συμφωνία ZORA LNG, ρήτρα 2.

(45)  Βλέπε συμφωνία ZORA LNG, ρήτρα 5.2, πρβλ. με τους ορισμούς στη ρήτρα 1.

(46)  Υποβλήθηκε από το Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 2016.

(47)  Βλέπε προθεσμιακή σύμβαση LNG, ρήτρα 2. Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος της μεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού ΥΦΑ βάσει της συμφωνίας μεταβίβασης δραστηριότητας (657 εκατ. USD) και της «τιμής έκδοσης» του ZORA LNG και του τιμήματος βάσει της προθεσμιακής σύμβασης LNG (646 εκατ. USD) αντιστοιχεί στο γραμμάτιο ύψους 11 εκατ. USD που εξέδωσε η LNG Supply και το οποίο δεν περιλαμβάνεται στη δομή χρηματοδότησης (βλέπε υποσημείωση 35).

(48)  Βλέπε προθεσμιακή σύμβαση LNG, ρήτρα 3.

(49)  Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 αναφέρεται ότι «οι επαυξήσεις επί του ZORA ανέρχονται στο ύψος των προ φόρων κερδών της [LNG Supply] μείον ένα καθαρό περιθώριο […]. Η αύξηση της αξίας της υποχρέωσης βάσει του ZORA θα επιφέρει αντίστοιχη εκπίπτουσα δαπάνη για τη [LNG Supply]» (αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 2). Αυτή η αύξηση της αξίας της υποχρέωσης αναφέρεται στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 ως «επαύξηση επί του ZORA» ή «δαπάνη επί του ZORA».

(50)  Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2012, διευκρινίζεται ότι το «καθαρό περιθώριο της τάξης του [1/(50-100)%] επί της αξίας των ακαθάριστων στοιχείων ενεργητικού» θα πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει στη μέση αξία των στοιχείων ενεργητικού που χρηματοδοτήθηκαν με το ZORA, ενώ ο «ακαθάριστος κύκλος εργασιών» θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί στο συνολικό εισόδημα της LNG Supply σύμφωνα με τους λογαριασμούς της, περιλαμβανομένων των εσόδων και των δαπανών που προκύπτουν από καταβληθέντες τόκους και συναλλαγματικές διαφορές που συνδέονται με τις διάφορες δραστηριότητες της LNG Supply.

(51)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 5, παράγραφος 6 και, για την εξήγηση, σελίδα 3.

(52)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 2. Αυτό σημαίνει ότι οι επαυξήσεις επί του ZORA θα μπορούσαν επίσης να είναι αρνητικές σε περίπτωση που η LNG Supply κατέγραψε ζημίες.

(53)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 3.

(54)  Στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 αναγνωρίζεται (υποσημείωση 4) ότι «ελλείψει ειδικών απαιτήσεων βάσει της νομοθεσίας του Λουξεμβούργου και προκειμένου να αντικατοπτριστεί η ουσία της αμοιβής του ZORA, μπορεί να προταθεί να καταλογίζει η [LNG Luxembourg] τα έσοδα επί όλης της διάρκειας του ZORA. Αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση της αξίας του ZORA στους λογαριασμούς της [LNG Luxembourg], εκτός εάν η πραγματική αξία του ZORA είναι χαμηλότερη».

(55)  Το άρθρο 22α παράγραφος 2 του LIR ορίζει τα εξής: «Par dérogation à l'article 22, alinéa 5, les opérations d'échange visées aux numéros 1 à 4 ci-dessous ne conduisent pas à la réalisation des plus-values inhérentes aux biens échangés, à moins que, dans les cas visés aux numéros 1, 3 et 4, soit le créancier, soit l'associé ne renoncent à l'application de la présente disposition: 1. lors de la conversion d'un emprunt: l'attribution au créancier de titres représentatifs du capital social du débiteur. En cas de conversion d'un emprunt capitalisant convertible, l'intérêt capitalisé se rapportant à la période de l'exercice d'exploitation en cours précédant la conversion est imposable au moment de l'échange». Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι για τους φορολογικούς σκοπούς του Λουξεμβούργου, η ιστορική τιμή κτήσης, καθώς και η ιστορική ημερομηνία κτήσης του ZORA, θα χρησιμοποιηθούν για τις μετοχές που θα εκδοθούν εκείνη τη στιγμή.

(56)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, παράγραφος 7, σελίδα 5.

(57)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, παράγραφος 7, σελίδα 5.

(58)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 3.

(59)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 3.

(60)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 4 (η επισήμανση της Επιτροπής).

(61)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 9.

(62)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG σχετικά με τη μετατροπή του 2008, ενότητα 3.1.

(63)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG σχετικά με τη μετατροπή του 2008, ενότητα 3.2.

(64)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Supply του 2010, σημείωση 9.

(65)  Βλέπε, για κάθε έτος, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, παράρτημα 1.

(66)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial για το 2014, παράρτημα 1.

(67)  Βλέπε, για κάθε έτος, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, παράρτημα 1.

(68)  Βλέπε, για κάθε έτος, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, παράρτημα 2.

(69)  Σύμφωνα με τη Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial για το 2014, παράρτημα 2, οι επαυξήσεις επί του ZORA που αντιστοιχούσαν στο 2014 ανέρχονταν σε [250-350] εκατ. USD. Αυτό σημαίνει ότι το ποσό κατά το οποίο πράγματι μειώθηκαν το 2017 οι συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA ήταν [450-550] εκατ. USD (το άθροισμα των ποσών [250-350] εκατ. USD και 193,8 εκατ. USD).

(70)  Ο αριθμός αντιστοιχεί στον υπολογισμό του περιθωρίου LNG όπως αποτυπώνεται στο παράρτημα 3 της Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial για το 2011. Παρόμοιος υπολογισμός περιέχεται στις φορολογικές δηλώσεις προηγούμενων ετών.

(71)  Σύμφωνα με τη Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial για το 2011, παράρτημα 3, το ποσό αυτό μετατράπηκε σε [2 500 000-3 500 000] EUR.

(72)  Συμπεριλαμβανομένου ποσού [100 000-300 000] EUR, για impôt commercial communal και ποσού [550 000-750 000] EUR για impôt sur le revenu des collectivités.

(73)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Supply του 2014, σημείωση 8.

(74)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 46 και 47. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 69, το ποσό κατά το οποίο πράγματι μειώθηκαν οι συσσωρευθείσες επαυξήσεις επί του ZORA ήταν [450-550] εκατ. USD.

(75)  Στο ποσό των 699,9 εκατ. USD περιλαμβάνεται επίσης η επαύξηση επί του ZORA που αντιστοιχεί στο 2014 (βλέπε υποσημειώσεις 69 και 74).

(76)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Supply του 2014, σημείωση 7.

(77)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Supply για το 2015, σημείωση 8.

(78)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Supply για το 2016, σημείωση 8.

(79)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial de l'année 2013, παράρτημα 1.

(80)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 38.

(81)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial de l'année 2013, παράρτημα 1.

(82)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial de l'année 2014, παραρτήματα 1 και 2.

(83)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Luxembourg για το 2015, σημειώσεις 4 και 5.

(84)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Luxembourg για το 2016, σημειώσεις 3 και 6.

(85)  Βλέπε, για παράδειγμα, τους υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Holding για το 2013, σημείωση 3.

(86)  Βλέπε, για κάθε έτος από το 2012, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, Détails concernant les participations visées à l'Article 166 L.I.R.

(87)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Holding του 2014, σημείωση 3. Το ποσό της υπεραξίας αντιστοιχεί περίπου στο ποσό των συσσωρευθεισών επαυξήσεων του ZORA που μετατράπηκαν (βλέπε υποσημείωση 74).

(88)  Βλέπε υποχρεωτικούς λογαριασμούς της LNG Holding για το 2015 και το 2016, σημείωση 3.

(89)  Η οποία πραγματοποιείται το αργότερο κατά τη λήξη του ZORA, βλέπε αιτιολογική σκέψη 60(2).

(90)  Η αναλυτική εφαρμογή της δομής είχε ως εξής: η CEF μεταβιβάζει τις δραστηριότητες χρηματοδότησης και ταμειακής διαχείρισης στην GSTM έναντι γραμματίου από την GSTM. Η CEF θα πωλήσει το γραμμάτιο στην EIL έναντι δεύτερου γραμματίου που θα εκδοθεί από την EIL σε διαταγή της CEF για το ίδιο ποσό. Στη συνέχεια, η GSTM θα εκδώσει το ZORA GSTM υπέρ της EIL έναντι του πρώτου γραμματίου. Η EIL θα χρηματοδοτήσει την επένδυση στο ZORA GSTM μέσω της προθεσμιακής σύμβασης GSTM που συνήφθη με τη CEF. Ως τίμημα για την προθεσμιακή σύμβαση GSTM, η CEF θα καταβάλει ποσό ίσο με το δεύτερο γραμμάτιο, το οποίο θα αντισταθμιστεί (βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, ενότητα Ι).

(91)  Σύμφωνα με την παράγραφο 5 της αίτησης έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2012, «το ZORA που εκδόθηκε από την GSTM μπορεί να αυξηθεί. Αναμένεται ότι το συνολικό ποσό που θα εκδοθεί στο πλαίσιο του ZORA θα κυμανθεί μεταξύ [7-12] και [37-42] δισεκατ. EUR». Σύμφωνα με τους λογαριασμούς και τις φορολογικές δηλώσεις της GSTM, στις 31 Δεκεμβρίου 2016 το ποσό του ZORA GSTM δεν είχε αυξηθεί.

(92)   « Proposition de cession d'une branche d'activités déposé ou registre de commerce e des sociétés de Luxembourg », που υποβλήθηκε από το Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2017.

(93)  Βλέπε Proposition de cession d'une branche d'activités – Mémorial C – 13 mai 2011 – ενότητα 1: « En considération de cette cession de Branche d'Activités, la Société Bénéficiaire émettra un billet à ordre dont le montant s'élève à: EUR 1 036 912 506,84 ».

(94)  Υποβλήθηκε από το Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 2016.

(95)  Η συμφωνία του 2014 υπογράφηκε κατόπιν περαιτέρω αιτήματος χρηματοδότησης και περιλαμβάνει κάθε προηγουμένως αναληφθέν ποσό.

(96)  Βλέπε συμφωνίες ZORA GSTM, ρήτρα 2.

(97)  Βλέπε συμφωνίες ZORA GSTM, ρήτρα 5.

(98)  Βλέπε συμφωνίες ZORA GSTM, ρήτρα 4.

(99)  Βλέπε συμφωνίες ZORA GSTM, ρήτρες 4 και 5.

(100)  Βλέπε συμφωνίες ZORA GSTM, ρήτρα 2.

(101)  Βλέπε συμφωνίες ZORA GSTM, ρήτρα 5.2, πρβλ. με τους ορισμούς στη ρήτρα 1.

(102)  Υποβλήθηκε από το Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 2016.

(103)  Βλέπε προθεσμιακή σύμβαση GSTM, ρήτρα 2.

(104)  Βλέπε προθεσμιακή σύμβαση GSTM, ρήτρα 3.

(105)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης τύπου «tax ruling» σχετικά με την GSTM του 2010, σελίδα 2.

(106)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, σελίδα 2.

(107)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, σελίδα 5, παράγραφος 5.

(108)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2012, σελίδα 2. «APA» σημαίνει συμφωνία προκαθορισμένων τιμών.

(109)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial de l'année 2011, παράρτημα 3.

(110)   Circulaire du directeur des contributions no 164/2 du 28 janvier 2011 .

(111)  Βλέπε εγκύκλιο 164/2, παράγραφος 4.2.

(112)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial de l'année 2012, παράρτημα 3.

(113)  Βλέπε επιστολή του Λουξεμβούργου της 23ης Μαΐου 2016.

(114)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, σελίδα 2. Στο ίδιο πνεύμα, στην αίτηση έκδοση φορολογικής απόφασης GSTM του 2012 αναφέρονται τα εξής: «στον βαθμό που η λογιστική μεταχείριση διαφέρει από την ετήσια επαύξηση βάσει της συμφωνίας ZORA, η GSTM, για φορολογικούς σκοπούς, θα εξακολουθήσει να δηλώνει μόνο το περιθώριο».

(115)  Βλέπε ενότητα 2.2.3.4.

(116)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, σελίδα 3, και υποσημειώσεις 3 και 4, όπου περιλαμβάνονται επιχειρήματα πανομοιότυπα με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στην αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 38).

(117)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, σελίδα 3.

(118)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, παράγραφος 6, σελίδα 6.

(119)  Βλέπε ενότητα 2.2.3.5.

(120)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, σελίδα 3.

(121)  Βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, παράγραφος 2, σελίδα 5 (η επισήμανση της Επιτροπής).

(122)  Βλέπε επίσης επεξηγηματικές σημειώσεις στον ισολογισμό της GSTM της 31ης Δεκεμβρίου 2011, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial de l'année 2011 της GSTM, παράρτημα 3.

(123)  Βλέπε, για κάθε έτος, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, παράρτημα 1.

(124)  Βλέπε, για κάθε έτος, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, παράρτημα 1.

(125)  Βλέπε, για κάθε έτος, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, παράρτημα 2.

(126)  Ο αριθμός αντιστοιχεί στη Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial για το 2011, παράρτημα 3.

(*1)  υπολογιζόμενος σε μηνιαία βάση

(127)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 63.

(128)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial για το 2012, παράρτημα 3.

(129)  Βλέπε Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial για το 2012, παράρτημα 3.

(130)  Βλέπε, για κάθε έτος, τον ισολογισμό της EIL στην Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, παράρτημα 1.

(131)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 66.

(132)  Βλέπε, για κάθε έτος, Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial, Détails concernant les participations visées à l'Article 166 L.I.R.

(133)  Άρθρο 159 παράγραφος 1 του LIR: « Sont considérés comme contribuables résidents passibles de l'impôt sur le revenu des collectivités, les organismes à caractère collectif énumérés ci-après, pour autant que leur siège statutaire ou leur administration centrale se trouve sur le territoire du Grand-Duché ». Άρθρο 159 παράγραφος 2 του LIR: « L'impôt sur le revenu des collectivités porte sur l'ensemble des revenus du contribuable ».

(134)  Άρθρο 163 παράγραφος 1 του LIR: « L'impôt sur le revenu des collectivités frappe le revenu imposable réalisé par le contribuable pendant l'année du calendrier ».

(135)  Ο φόρος εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου συνίσταται σε φόρο εισοδήματος εταιρειών επί των κερδών (« impôt sur le revenue des collectivités » ή « IRC »), με συντελεστή 21 %, και, για τις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στον δήμο του Λουξεμβούργου, σε δημοτικό επιχειρηματικό φόρο επί των κερδών (« impôt commercial »), με συντελεστή 6,75 %. Επιπλέον, προβλέπεται προσαύξηση 5 % επί του φορολογικού συντελεστή 21 %, υπολογισμένη επί του IRC, για εισφορά στο ταμείο απασχόλησης. Το 2012, η εισφορά αλληλεγγύης αυξήθηκε από 5 % σε 7 % με ισχύ από το φορολογικό έτος 2013. Με τις αλλαγές που θεσπίστηκαν για το φορολογικό έτος 2013, ο συνολικός συντελεστής φόρου εισοδήματος αυξήθηκε από 28,80 % σε 29,22 % για εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στον δήμο του Λουξεμβούργου. Επιπλέον, οι λουξεμβουργιανές εταιρείες υπόκεινται σε ετήσιο φόρο επί της καθαρής περιουσίας, με συντελεστή 0,5 % επί της παγκόσμιας καθαρής αξίας της εταιρείας την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.

(136)  Άρθρο 23 παράγραφος 1 του LIR: «[…] l'évaluation des biens de l'actif net investi doit répondre aux règles prévues aux alinéas suivants et, en ce qui concerne les exploitants obligés à la tenue d'une comptabilité régulière, aux principes d'une comptabilité pareille ».

(137)  Άρθρο 40 παράγραφος 1 του LIR: « Lorsque les prescriptions régissant l'évaluation au point de vue fiscal n'exigent pas une évaluation à un montant déterminé, les valeurs à retenir au bilan fiscal doivent être celles du bilan commercial ou s'en rapprocher le plus possible dans le cadre des prescriptions prévisées, selon que les valeurs du bilan commercial répondent ou ne répondent pas aux même prescriptions ».

(138)  Άρθρο 97 παράγραφος 1 του LIR: « Sont considérés comme revenus provenant de capitaux mobiliers: 1. les dividendes, parts de bénéfice et autres produits alloués, sous quelque forme que ce soit, en raison des actions, parts de capital, parts bénéficiaires ou autres participations de toute nature dans les collectivités visées aux articles 159 et 160 ».

(139)   Avis du Conseil d'Etat du 2 avril 1965 concernant l'article 242 du projet de loi sur l'impôt sur le revenu: « La considération que les bénéfices sociaux produits par une société filiale et traversant une société mère avant d'être distribués aux actionnaires de celle-ci, sont exposés à une triple imposition qu'il faut éviter pour des raisons d'équité fiscale et d'ordre économique » (η επισήμανση της Επιτροπή).

(140)  Οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 6).

(141)  Άρθρο 166 παράγραφος 1 του LIR: « les revenus d'une participation […] sont exonérés lorsque à la date de la mise à disposition des revenus, le bénéficiaire détient ou s'engage à détenir ladite participation pendant une période ininterrompue d'au moins douze mois et que pendant toute cette période le taux de participation ne descend pas au-dessous du seuil de 10 pour cent ou le prix d'acquisition au-dessous de 1 200 000 euros ».

(142)   Règlement grand-ducal du 21 décembre 2001 portant exécution de l'article 166, alinéa 9, numéro 1 de la loi modifiée du 4 décembre 1967 concernant l'impôt sur le revenu.

(143)  Άρθρο 166 παράγραφος 9 του LIR: « Un règlement grand-ducal pourra: 1. étendre l'exonération, sous les conditions et modalités à déterminer, aux revenus dégagés par la cession de la participation, 2. prévoir, dans les conditions à spécifier, que les pertes de cession ne sont pas déductibles ». Άρθρο 1 παράγραφος 1 του Règlement της 21ης Δεκεμβρίου 2001: « Lorsqu'un contribuable visé à l'article 166, alinéa 1 er, numéros 1 à 4, cède des titres d'une participation directe détenue dans le capital social d'une société visée à l'alinéa 2, numéros 1 à 3 du même article, le revenu dégagé par la cession est exonéré, lorsqu'à la date de l'aliénation des titres le cédant détient ou s'engage à détenir ladite participation pendant une période ininterrompue d'au moins 12 mois et que pendant toute cette période le taux de participation ne descend pas au-dessous du seuil de 10 % ou le prix d'acquisition au-dessous de 6 000 000 d'euros ».

(144)  Άρθρο 164 παράγραφος 1 του LIR: « Pour déterminer le revenu imposable, il est indifférent que le revenu soit distribué ou non aux ayants droits ».

(145)  Άρθρο 164 παράγραφος 2 του LIR: « Sont à considérer comme distribution dans le sens de l'alinéa qui précède, les distributions de quelque nature qu'elles soient, faites à des porteurs d'actions, de part bénéficiaires ou de fondateurs, de parts de jouissance ou de tous autres titres, y compris les obligations à revenu variable donnant droit à une participation au bénéfice annuel ou au bénéfice de liquidation ».

(146)  Άρθρο 22 παράγραφος 5 του LIR: « L'échange de biens est à considérer comme cession à titre onéreux du bien donné en échange, suivie de l'acquisition à titre onéreux du bien reçu en échange. Le prix de cession du bien donné en échange correspond à sa valeur estimée de réalisation ».

(147)  Το άρθρο 22α παράγραφος 2 αριθμός 1 του LIR ορίζει τα εξής: « Par dérogation à l'Article 22, alinéa 5, les opérations d'échange visées aux numéros 1 à 4 ci-dessous ne conduisent pas à la réalisation des plus-values inhérentes aux biens échangés, à moins que, dans les cas visés aux numéros 1, 3 et 4, soit le créancier, soit l'associé ne renoncent à l'application de la présente disposition: 1. lors de la conversion d'un emprunt: l'attribution au créancier de titres représentatifs du capital social du débiteur. En cas de conversion d'un emprunt capitalisant convertible, l'intérêt capitalisé se rapportant à la période de l'exercice d'exploitation en cours précédant la conversion est imposable au moment de l'échange ». Επιπροσθέτως, το άρθρο 22α παράγραφος 4 προβλέπει τα εξής: « Dans le chef de l'associé, le prix et la date d'acquisition des titres reçus en échange correspondent au prix et à la date d'acquisition des titres donnés en échange. En cas de paiement d'une soulte à l'associé, le prix d'acquisition des titres reçus en échange est à diminuer du montant de ladite soulte ».

(148)  Το άρθρο 6 του StAnpG προβλέπει τα εξής: « Durch Missbrauch von Formen und Gestaltungsmöglichkeiten des bürgerlichen Rechts kann die Steuerpflicht nicht umgangen oder gemindert werden. Liegt ein Missbrauch vor, so sind die Steuern so zu erheben, wie sie bei einer den wirtschaftlichen Vorgängen, Tatsachen und Verhältnissen angemessenen rechtlichen Gestaltung zu erheben wären ».

(149)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ενότητα 4.2.1.

(150)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ενότητα 4.2.2.1.

(151)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ενότητα 4.2.2.2.

(152)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ενότητα 4.2.3.

(153)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αιτιολογικές σκέψεις 151-155.

(154)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αιτιολογική σκέψη 156.

(155)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αιτιολογική σκέψη 152.

(156)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αιτιολογική σκέψη 158.

(157)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφος 168.

(158)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφος 170.

(159)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αιτιολογική σκέψη 152.

(160)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 100.

(161)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, σελίδα 8: « Un ZORA constitue un contrat qui documente une dette ainsi que son remboursement, de sorte qu'on ne voit pas la pertinence de l'article 164 LIR en l'espèce ». « Les ZORAs ont, d'un point de vue fiscal luxembourgeois, les caractéristiques essentielles d'une dette et non d'une participation au capital ».

(162)  Άρθρο 162 του LIR: «(1) Les dispositions du titre 1er de la présente loi sont applicables pour la détermination du revenu imposable et des revenus nets qui le composent, pour la détermination du bénéfice de cession ou de liquidation et pour la déclaration, l'établissement et la perception de l'impôt, à moins qu'il n'en soit autrement disposé ci-après ou que l'application de ces disposition ne se justifie pas eu égard à la nature spéciale des organismes à caractère collectif. (2) En exécution de l'alinéa qui précède, un règlement grand-ducal spécifiera les dispositions applicables aux organismes à caractère collectif ».

(163)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 1.β: « Hormis l'exception faite aux sociétés étrangères […], toutes les participations dont les revenus peuvent bénéficier du régime d'éxonération au titre de l'article 166 LIR sont aussi couvertes par les dispositions de l'article 164 de la LIR ».

(164)  Υπόθεση C-70/16 P Comunidad Autónoma de Galicia and Retegal v Commission ECLI: EU:C:2017:1002.

(165)  Η Engie ανέφερε επίσης ότι η LNG Supply απασχολεί περίπου [1-40] εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, η δε GSTM περίπου [1-10] εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Η Engie επιβεβαίωσε επίσης ότι η LNG Luxembourg δεν διαθέτει άλλη δραστηριότητα πέραν των σχετικών με το ZORA LNG και την προθεσμιακή σύμβαση LNG.

(166)  Βλέπε έκθεση ενδοομιλικής τιμολόγησης, ενότητες 6.1.2 και 6.1.3.

(167)  Η μέθοδος συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής είναι μία από τις πέντε μεθόδους ενδοομιλικής τιμολόγησης που αναγνωρίζεται από τον ΟΟΣΑ στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ενδοομιλική τιμολόγηση για τις πολυεθνικές εταιρείες και τις φορολογικές αρχές του 2010.

(168)  Απόφαση 2009/809/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2009, για το καθεστώς σχετικά με το «Κουτί τόκων ομίλου/groepsrentebox» C 4/07 (ex N 465/06) το οποίο προτίθενται οι Κάτω Χώρες να εφαρμόσουν (ΕΕ L 288 της 4.11.2009, σ. 26). Απόφαση (ΕΕ) 2016/2326 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38375 (2014/C πρώην 2014/NN), την οποία έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο υπέρ της Fiat (ΕΕ L 351 της 22.12.2016, σ. 1).

(169)  Δράση 2 του σχεδίου για τη διάβρωση της βάσης και τη μετατόπιση των κερδών.

(170)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση C-399/08 P, Επιτροπή κατά Deutsche Post, ECLI:EU:C:2010:481, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(171)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P, Επιτροπή κατά World Duty Free, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(172)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, ECLI:EU:C:2011:732, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(173)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, ECLI:EU:C:2011:732, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(174)  Υπόθεση C-126/01, GEMO SA, ECLI:EU:C:2003:622, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(175)  Βλέπε υπόθεση 730/79, Phillip Morris, EU:C:1980:209, σκέψη 11 και συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97 κ.λπ., Alzetta, ECLI:EU:T:2000:151, σκέψη 80.

(176)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αιτιολογική σκέψη 152.

(177)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ανακοίνωση για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης») (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σ. 1), παράγραφος 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(178)  Υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1974:71, σκέψη 13.

(179)  Βλέπε υπόθεση C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2005:768, σκέψη 78· υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.ά., ECLI:EU:C:2006:8, σκέψη 132· υπόθεση C-522/13, Ministerio de Defensa και Navantia, ECLI:EU:C:2014:2262, σκέψεις 21 έως 31.

(180)  Επίσης, το ZORA LNG αποτέλεσε αντικείμενο μερικής μετατροπής.

(181)  Παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 5.

(182)  Παρατηρήσεις της Engie επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφος 33.

(183)  Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο των κερδών που πραγματοποίησαν οι δύο αυτές οντότητες μείον το περιθώριο LNG και το περιθώριο GSTM (αμφότερα ορίστηκαν αρχικά στο [1/(50-100)%] της αξίας των στοιχείων ενεργητικού τους).

(184)  Βλέπε υπόθεση C-6/12, P Oy, ECLI:EU:C:2013:525, σκέψη 17· υπόθεση C-522/13, Ministerio de Defensa και Navantia, ECLI:EU:C:2014:2262, σκέψη 32.

(185)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, Επιτροπή κατά World Duty Free Group, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(186)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 65.

(187)  Βλέπε ανακοίνωση για την έννοια της ενίσχυσης, παράγραφος 133.

(188)  Ανακοίνωση για την έννοια της ενίσχυσης, παράγραφος 134.

(189)  Βλέπε ενότητα 2.3.1.

(190)  Παρότι εφαρμόζεται καταρχήν στα φυσικά πρόσωπα, δυνάμει του άρθρου 162 του LIR η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης στις φορολογούμενες εταιρείες.

(191)  Παρότι εφαρμόζεται καταρχήν στα φυσικά πρόσωπα, δυνάμει του άρθρου 162 του LIR η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης στις φορολογούμενες εταιρείες.

(192)  Παρότι εφαρμόζεται καταρχήν στα φυσικά πρόσωπα, δυνάμει του άρθρου 162 του LIR η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης στις φορολογούμενες εταιρείες.

(193)  Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι λογιστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της σύνεσης, θα πρέπει να θεωρούνται μέρος του συστήματος αναφοράς. Στην παρούσα υπόθεση, η αρχή της σύνεσης εξηγεί την ύπαρξη χρονικής απόκλισης μεταξύ της στιγμής κατά την οποία οι θυγατρικές εταιρείες καταχωρίζουν τις επαυξήσεις επί του ZORA ως δαπάνες και της στιγμής κατά την οποία οι δανειστές καταχωρίζουν το αντίστοιχο εισόδημα.

(194)  Βλέπε ωστόσο αιτιολογική σκέψη 180.

(195)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 106 έως 108.

(196)  Βλέπε υποσημείωση 193.

(197)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 135.

(198)  Η δυνατότητα έκπτωσης των επιχειρηματικών δαπανών αντικατοπτρίζει απλώς το γεγονός ότι η βάση υπολογισμού των φορολογητέων κερδών των εταιρειών είναι τα κέρδη που προσδιορίζονται στους λογαριασμούς τους, δεδομένου ότι τα κέρδη αυτά αντιστοιχούν στα πραγματοποιηθέντα έσοδα μείον τις επιχειρηματικές δαπάνες και άλλες δαπάνες.

(199)   «La confirmation de l'application cumulative des articles visés par les décisions fiscales anticipatives est conforme à l'objectif du système luxembourgeois, d'imposer sur le bénéfice toute société assujettie à l'impôt au Luxembourg après prise en compte de la rémunération des instruments de dette émis par le contribuable» (παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, σύνοψη, ενότητα III (B)(a)(iv). Η επισήμανση της Επιτροπής).

(200)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, Επιτροπή κατά World Duty Free Group, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 92: «[σ]υγκεκριμένα, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Επιτροπή, προκειμένου να χαρακτηρίσει το επίμαχο μέτρο ως επιλεκτικού χαρακτήρα, επικαλέστηκε το γεγονός ότι το χορηγούμενο από το εν λόγω μέτρο φορολογικό πλεονέκτημα δεν ωφελούσε αδιακρίτως όλους τους επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονταν αντικειμενικώς σε συγκρίσιμη κατάσταση, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το ισπανικό κοινό φορολογικό καθεστώς σκοπού, δεδομένου ότι οι ημεδαπές επιχειρήσεις οι οποίες αποκτούσαν μερίδια του ίδιου είδους στο κεφάλαιο εταιρειών με φορολογική έδρα στην Ισπανία δεν είχαν τη δυνατότητα να τύχουν του πλεονεκτήματος αυτού» (η επισήμανση της Επιτροπής)· στο ίδιο πνεύμα, βλέπε σκέψεις 22 και 68. Στο ίδιο πνεύμα, βλέπε υπόθεση C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2005:266, σκέψη 95· υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, ECLI:ΕΕ:C:2006:511, σκέψη 56· υπόθεση C-519/07 P, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina ECLI:EU:C:2009:556, σκέψεις 2 έως 7· και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 50. Βλέπε επίσης ανακοίνωση για την έννοια της ενίσχυσης, παράγραφος 134.

(201)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, EU:C:2011:732, σκέψεις 92 έως 95. Όσον αφορά την αξιολόγηση των μέτρων με βάση τα αποτελέσματά τους, βλέπε επίσης απόφαση στην υπόθεση British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψεις 85 και 89 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση στην υπόθεση lC-279/08 P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, ECLI:EU:C:2011:551, σκέψη 51.

(202)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 2.

(203)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 2. Παρατηρήσεις της Engie επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφος 30.

(204)  Βλέπε υποσημείωση 199.

(205)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 8· παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφοι 125-126.

(206)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 2.

(207)  Βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση στην υπόθεση C-217/03 Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής ECLI:EU:C:2005:266 όπου, όπως και στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο όρισε το πλαίσιο αναφοράς βάσει της αρχής ότι οι εταιρείες φορολογούνται επί των εμπορικών κερδών τους: «Για να εκτιμηθεί αν ο καθορισμός των φορολογητέων εισοδημάτων, όπως προβλέπεται στο καθεστώς των κέντρων συντονισμού, παρέχει ευεργέτημα στα εν λόγω κέντρα, επιβάλλεται, όπως προτείνει η Επιτροπή με το σημείο 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σύγκριση του καθεστώτος αυτού με το καθεστώς κοινού δικαίου που στηρίζεται στη διαφορά μεταξύ κέρδους και ζημίας για μια επιχείρηση που ασκεί τις δραστηριότητές της υπό τους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού» (σκέψη 95). Στο ίδιο πνεύμα, βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 50. «Συναφώς, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει αφενός ότι, για τις ανάγκες του υπολογισμού του φόρου εισοδήματος των εταιρειών, η βάση υπολογισμού του φόρου των συνεταιριστικών εταιρειών παραγωγών και εργατών καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και αυτή των λοιπών εταιρειών, ήτοι σε συνάρτηση με το ποσό του καθαρού κέρδους που προκύπτει κατά τη λήξη του φορολογικού έτους από την άσκηση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο φόρος εταιρειών αποτελεί το νομικό καθεστώς αναφοράς, προκειμένου να εκτιμηθεί ο τυχόν επιλεκτικός χαρακτήρας του επίμαχου μέτρου» (η επισήμανση της Επιτροπής). Βλέπε επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, ECLI:EU:C:2011:732, σκέψη 95: «Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, βάσει αυτού, ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο ως προς τα σημεία 143, 144 και 150 της επίδικης αποφάσεως, από τα σημεία αυτά προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε την ύπαρξη επιλεκτικών πλεονεκτημάτων υπέρ των εταιρειών “offshore” σε σχέση με το επίδικο φορολογικό σύστημα το οποίο εφαρμόζεται τυπικώς σε όλες τις επιχειρήσεις. Επομένως, η επίδικη απόφαση καθορίζει προφανώς το καθεστώς αυτό ως πλαίσιο αναφοράς σε σχέση με το οποίο οι εταιρείες “offshore” ευνοούνται στην πράξη». Πιο πρόσφατα, υποθέσεις C-236/16 και C-237/16, ANGED κατά Generalitat de Catalunya, ECLI:EU:C:2018:280, σκέψεις 42 έως 45.

(208)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, Επιτροπή κατά World Duty Free Group, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και σκέψη 86.

(209)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08 Paint Graphos ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 54, όπου το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με το σύστημα φόρου εταιρειών είναι η φορολόγηση των κερδών των εταιρειών.

(210)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 2.

(211)  Βλέπε παρατηρήσεις της Engie επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφοι 22 και 23.

(212)  Σε κάθε περίπτωση, στην ενότητα 6.2.2 η Επιτροπή θα καταδείξει ότι, εάν εξεταστεί ένα στενότερο πλαίσιο αναφοράς, το οποίο περιορίζεται στους κανόνες που αφορούν την απαλλαγή των συμμετοχών και τη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών, η φορολογική μεταχείριση που επιφυλάχθηκε βάσει των επίμαχων φορολογικών αποφάσεων θα συνιστούσε επίσης παρέκκλιση που συνεπάγεται ευνοϊκή μεταχείριση σε σύγκριση με τη μεταχείριση άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

(213)  Κατοχή της συμμετοχής για περίοδο 12 μηνών και κατοχή τουλάχιστον του 10 % του κεφαλαίου της οντότητας στην οποία κατέχεται η συμμετοχή ή τιμή κτήσης ύψους 1,2 εκατ. EUR.

(214)  Πράγματι, οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν εισόδημα της ίδιας φύσης αλλά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 166 του LIR (για παράδειγμα, διότι η συμμετοχή είναι χαμηλότερη από 5 % ή διότι κατέχεται για λιγότερο από 12 μήνες) δεν επωφελούνται της ίδιας απαλλαγής.

(215)  Αυτό επιβεβαιώθηκε από το Λουξεμβούργο κατά τη συνάντηση της 1ης Ιουνίου 2017. Ειδικότερα, όταν η Επιτροπή ρώτησε στο πλαίσιο της συνάντησης αν η φορολογική προσαρμογή που προβλέπεται στο άρθρο 164 παράγραφος 3 του LIR θα μπορούσε να θεωρηθεί μία από τις παρεκκλίσεις από την αρχή της « accrochement » που προβλέπεται στο άρθρο 40 του LIR, το Λουξεμβούργο διευκρίνισε ότι « κάθε φορολογική διάταξη η οποία προβλέπει την προσαρμογή του εμπορικού ισολογισμού θα πρέπει να θεωρείται εξαίρεση ».

(216)  Βλέπε επιστολή του Λουξεμβούργου της 12ης Μαΐου 2017, απάντηση στην ερώτηση 2.ii: « La plus-value comptable de 506,2 MUSD réalisée par LNG Holding correspond économiquement à l'accroissement de valeur de LNG Supply entre 2009 et 2014 ».

(217)  Βλέπε ενότητες 2.2.3.3., 2.2.3.4., 2.2.3.5., 2.2.4.3., 2.2.4.4. και 2.2.4.5.

(218)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 4.

(219)  Με εξαίρεση περιπτώσεις εσφαλμένης εφαρμογής του εθνικού δικαίου.

(220)  Υπόθεση C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2005:266, σκέψη 120.

(221)  Βλέπε παρατηρήσεις της Engie επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφοι 22 έως 24.

(222)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 85.

(223)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 1.β: « Hormis l'exception faite aux sociétés étrangères précédemment développé, toutes les participations dont les revenus peuvent bénéficier du régime d'exonération au titre de l'article 166 LIT sont aussi couvertes par les dispositions de l'article 164 de la LIR » (η επισήμανση της Επιτροπής).

(224)  Βλέπε, εν προκειμένω, Steichen, Alain, Manuel de Droit fiscal. Droit fiscal général, Les cours de l'Université du Luxemburg, 2015, σελίδα 644: « L'article 166 LIR visant à éliminer la double imposition économique, la philosophie sous-jacente à cet article est qu'il s'applique aux revenus après impôts distribués par les sociétés. L'article 166 LIT doit donc être lu ensemble avec l'article 164 al. 2 LIR qui définit les distributions qui ne sont pas déductibles de la base imposable de la société opérant le paiement […]. Outre la cohérence logique entre l'article 166 LIR et 164 al. 2 LIR (peut n'être exonéré chez le bénéficiaire ce qui n'est pas déductible chez le débiteur di revenu; tout ce qui n'est pas déductible chez le débiteur du revenu doit pouvoir être exonéré chez le créancier du revenu) […]

(225)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 89. Η φορολογική απαλλαγή υπεραξίας που προκύπτει από συμμετοχές ακολουθεί την ίδια λογική με τη φορολογική απαλλαγή των διανεμόμενων κερδών. Ελλείψει απαλλαγής των συμμετοχών, τα ίδια κέρδη θα περιλαμβάνονταν στη φορολογική βάση τόσο της εκδίδουσας όσο και της κατέχουσας τη συμμετοχή οντότητας, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται οικονομική διπλή φορολόγηση.

(226)  Βλέπε ενότητες 2.2.3.3., 2.2.3.4., 2.2.3.5., 2.2.4.3., 2.2.4.4. και 2.2.4.5..

(227)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 49, 53 και 57.

(228)  Βλέπε επιστολή του Λουξεμβούργου της 12ης Μαΐου 2017, απάντηση στην ερώτηση 2.ii.

(229)   Déclaration pour l'impôt sur le revenu des collectivités et pour l'impôt commercial της LNG Holding για το έτος 2014, formulaire modèle 506A, « Détails concernant les participations visées à l'Article 166 LIR » σχετικά με τη LNG Supply, τμήμα 3), γραμμή 19: « dividendes exonérés ».

(230)  Το γεγονός ότι η LNG Supply δεν συγκάλεσε επισήμως συνεδρίαση των μετόχων για την έγκριση της διανομής μερίσματος δεν ασκεί επιρροή. Η LNG Holding είναι ο μοναδικός μέτοχος τόσο της LNG Supply όσο και της οντότητας που χορήγησε το LNG ZORA (LNG Luxembourg). Συνεπώς, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει μονομερώς τον χρόνο μετατροπής του ZORA, καθώς και τον χρόνο έγκρισης της διανομής των κερδών της LNG Supply στο πλαίσιο συνεδρίασης μετόχων.

(231)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 204.

(232)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδες 4, 6 και απαντήσεις στις ερωτήσεις 1.β και 1.γ.

(233)  Βλέπε παρατηρήσεις της Engie επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφοι 26-31.

(234)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/121 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2015, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/96/ΕΕ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 21 της 28.1.2015, σ. 1).

Στις παρατηρήσεις του επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, το Λουξεμβούργο εξηγεί ότι η πρόσφατη τροποποίηση που εισήχθη στην οδηγία μητρικών-θυγατρικών το 2015 –βάσει της οποίας η εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών επί των διανεμόμενων κερδών εξαρτάται από τη μη έκπτωση των κερδών αυτών από τη θυγατρική εταιρεία– θα ήταν περιττή αν σκοπός της απαλλαγής των συμμετοχών ήταν η αποφυγή της διπλής φορολόγησης (σελίδα 4). Η Engie αναφέρεται επίσης σε άλλους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η εν λόγω οδηγία (βλέπε παρατηρήσεις επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφοι 35-43).

(235)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 1.β: « Hormis l'exception faite aux sociétés étrangères précédemment développé, toutes les participations dont les revenus peuvent bénéficier du régime d'exonération au titre de l'article 166 LIT sont aussi couvertes par les dispositions de l'article 164 de la LIR » (η επισήμανση της Επιτροπής).

(236)  Εκτός εάν η οντότητα στην οποία κατέχεται η συμμετοχή δεν έχει φορολογική κατοικία στο Λουξεμβούργο, περίπτωση στην οποία δεν εφαρμόζεται το άρθρο 164 του LIR.

(237)  Βλέπε, εν προκειμένω, Steichen, Alain στην υποσημείωση 224.

(238)  Βλέπε τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του άρθρου 166 του LIR (αιτιολογική σκέψη 83)· βλέπε επίσης απόφαση 2006/940/ΕΚ, της 19ης Ιουλίου 2006, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 3/2006 που έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο για τη φοροαπαλλαγή εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 και εταιρειών με καθεστώς δισεκατομμυριούχου χόλντινγκ (ΕΕ L 366 της 21.12.2006, σ. 47), αιτιολογική σκέψη 63.

(239)  Βλέπε υπόθεση C-48/07 État belge – Service public fédéral Finances ECLI:EU:C:2008:758, σκέψεις 37 και 45.

(240)  Η απόφαση παραπέμπει στην οδηγία 90/435/ΕΟΚ.

(241)  Το Δικαστήριο αναφέρει ρητά στην απόφαση ότι παρότι το αιτούν δικαστήριο δεσμεύεται από την ερμηνεία του όσον αφορά την οδηγία, ο βαθμός στον οποίο η ερμηνεία αυτή εφαρμόζεται σε μια εσωτερική κατάσταση « εμπίπτει στο εσωτερικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κάθε κράτους μέλους » (σκέψη 27).

(242)   Ό.π.., σκέψη 37.

(243)   Ό.π.., σκέψεις 46 και 47 (η επισήμανση της Επιτροπής).

(244)  Πράγματι, οι θεμελιώδεις ελευθερίες αφορούν διασυνοριακές καταστάσεις, Οι καθαρά εσωτερικές καταστάσεις δεν καλύπτονται και, καταρχήν, η αντίστροφη δυσμενής διάκριση επιτρέπεται από την πλευρά του δικαίου της ΕΕ (βλέπε υποθέσεις C-60/91, Batista Morais, ECLI:EU:C:1992:140, σκέψη 7· C-29/94 έως C-35/94, Jean-Louis Aubertin, ECLI:EU:C:1995:39, σκέψεις 9-11· C-332/90, Steen v. Deutsche Bundespost, ECLI:EU:C:1992:40· C-139/12, Caixa d'Estalvis i Pensions de Barcelona κατά Generalidad de Cataluña, ECLI:EU:C:2014:174, σκέψεις 42 και 45, C-591/15, The Gibraltar Betting and Gaming Association Limited κατά Commissioners for Her Majesty's Revenue and Customs, ECLI:EU:C:2017:449, σκέψη 33.

Ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι οι εσωτερικές καταστάσεις δεν μπορούν να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από συγκρίσιμες διασυνοριακές καταστάσεις, η LNG Holding και η CEF δεν θα έπρεπε να λάβουν πλεονεκτήματα τα οποία δεν θα χορηγούνταν για διασυνοριακές καταστάσεις. Εν προκειμένω, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι βάσει του άρθρου 166 παράγραφος 2α –το οποίο εισήχθη στον LIR ως αποτέλεσμα της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2014/86/ΕΕ, η απαλλαγή των συμμετοχών δεν θα εφαρμοζόταν σε διασυνοριακές καταστάσεις σε περιπτώσεις στις οποίες τα έσοδα του δικαιούχου μπορούν να εκπέσουν στο κράτος μέλος από την οντότητα στην οποία κατέχονται οι συμμετοχές: « […] l'exonération ne s'applique pas aux revenus visés par la directive 2011/96/UE du Conseil du 30 novembre 2011 concernant le régime fiscal commun applicable aux sociétés mères et filiales d'Etats membres différents, qui proviennent d'une participation détenue directement dans le capital social d'un organisme à caractère collectif qui est un résident d'un autre Etat membre de l'Union européenne et visé par l'article 2 de la directive 2011/96/UE, dans la mesure où ils sont déductibles dans cet Etat membre ou lorsqu'ils sont alloués dans le cadre d'un montage ou d'une série de montages qui, ayant été mis en place pour obtenir, à titre d'objectif principal ou au titre d'un des objectifs principaux, un avantage fiscal allant à l'encontre de l'objet ou de la finalité de cette directive, n'est pas authentique compte tenu de l'ensemble des faits et circonstances pertinents. Au sens de la présente disposition, un montage, qui peut comprendre plusieurs étapes ou parties, ou une série de montages est considéré comme non authentique dans la mesure où ce montage ou cette série de montages n'est pas mis en place pour des motifs commerciaux valables qui reflètent la réalité économique ».

(245)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, World Duty Free, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 80, υπόθεση C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 48· υπόθεση C-279/08 P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, ECLI:EU:C:2011:551, σκέψη 50.

(246)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, World Duty Free, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 78.

(247)  Υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2006:511, σκέψεις 52 και 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(248)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 69.

(249)  Υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2006:511, σκέψη 81.

(250)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 69.

(251)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 83.

(252)  Βλέπε τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του άρθρου 166 του LIR (αιτιολογική σκέψη 86). Βλέπε επίσης απόφαση 2006/940/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 63. Ο σκοπός αυτός επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αλλοδαπές εταιρείες μπορούν να τύχουν της απαλλαγής που χορηγεί το άρθρο 166 του LIR μόνον εφόσον υπόκεινται σε φόρο αντίστοιχο με το φόρο εισοδήματος εταιρειών του Λουξεμβούργου. Με άλλα λόγια, η απαλλαγή δεν εφαρμόζεται ελλείψει προηγούμενης φορολόγησης των κερδών, ήτοι εάν δεν υπάρχει διπλή φορολόγηση.

(253)  Βλέπε, κατ' αναλογία, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos EU:C:2011:550, σκέψη 71, όπου το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη δυνατότητα επίκλησης της φύσης και της γενικής οικονομίας του εθνικού φορολογικού συστήματος προς δικαιολόγηση του ότι συνεταιριστικές εταιρείες, οι οποίες διανέμουν το σύνολο των κερδών τους στα μέλη τους, δεν φορολογούνται στο επίπεδο του συνεταιρισμού, υπό τον όρο πάντως ότι ο φόρος εισπράττεται στο επίπεδο των μελών τους.

(254)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 75. Βλέπε επίσης υπόθεση T-287/11 Heitkamp BauHolding v Commission ECLI:EU:T:2016:60, σκέψη 160 και T-620/11 GFKL Financial Services AG ECLI:EU:T:2016:59, σκέψη 154.

(255)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 73. Βλέπε επίσης T-287/11, Heitkamp BauHolding v Commission, ECLI:EU:T:2016:60, σκέψη 160· και T-620/11, GFKL Financial Services AG, ECLI:EU:T:2016:59 σκέψη 154.

(256)  Πράγματι, σύμφωνα με την οικονομία του συστήματος, τα κέρδη που πραγματοποιεί μια εταιρεία μπορούν να υποβληθούν σε φορολόγηση περισσότερες από μία φορές (για παράδειγμα, στην περίπτωση διανεμόμενων κερδών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να τύχουν της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR), αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μην υποβληθούν σε καμία φορολόγηση.

(257)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/2326 (ΕΕ L 351 της 22.12.2016, σ. 1).

(258)  Απόφαση 2009/809/ΕΚ (ΕΕ L 288 της 4.11.2009, σ. 26).

(259)  Βλέπε φορολογική δήλωση της LNG για το 2015, παράρτημα 3.

(260)  Στο πλαίσιο της ενιαίας φορολογικής οντότητας (régime d'intégration fiscal), η μητρική εταιρεία μπορεί να φορολογείται ως όμιλος μαζί με μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές της. Για σκοπούς φόρου εισοδήματος εταιρειών, αυτό σημαίνει ότι οι θυγατρικές θεωρούνται ότι έχουν απορροφηθεί από τη μητρική εταιρεία.

(261)  Υπόθεση C-170/83, Hydrotherm, ECLI:EU:C:1984:271, σκέψη 11. Βλέπε επίσης υπόθεση T-137/02, Pollmeier Malchow κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2004:304, σκέψη 50.

(262)  Υπόθεση C-480/09 P, Acea Electrabel Produzione SpA κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2010:787, σκέψεις 47 έως 55· υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze SpA κ.λπ., ECLI:EU:C:2006:8, σκέψη 112.

(263)  Βλέπε Groepsrentebox, αιτιολογική σκέψη 80.

(264)  Βλέπε FIAT, αιτιολογική σκέψη 198: «Εξάλλου, ακόμα και αν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις χρηματοδότησης λαμβάνονται με γνώμονα το υπέρτατο συμφέρον του ομίλου ως συνόλου, ο φόρος εταιρειών του Λουξεμβούργου εισπράττεται από την κάθε οντότητα χωριστά και όχι από ομίλους και η επίμαχη φορολογική απόφαση προέγκρισης αφορά αποκλειστικά τα φορολογητέα κέρδη της FFT, έτσι ώστε κάθε μείωση των φορολογικών εσόδων να βασίζεται σε κάθε περίπτωση στα αποτελέσματα της κάθε εταιρείας» (η επισήμανση της Επιτροπής). Βλέπε επίσης στην ίδια απόφαση, αιτιολογική σκέψη 314.

(265)  Βλέπε υπόθεση C-138/09, Todaro Nunziatina & C., ECLI:EU:C:2010:291, σκέψη 21.

(266)  Η χρηματοδότηση από τις εταιρείες χαρτοφυλακίου πραγματοποιείται μέσω προθεσμιακών συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ των εταιρειών χαρτοφυλακίου και των δανειστών και συμφωνιών ZORA που υπεγράφησαν μεταξύ των δανειστών και των θυγατρικών εταιρειών. Αυτό δεν αμφισβητείται ούτε από το Λουξεμβούργο ούτε από την Engie (βλέπε την περιγραφή των πράξεων που παρείχε το Λουξεμβούργο στις παρατηρήσεις του επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, ενότητες 2.1 και 2.2). Στις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις έγινε επίσης δεκτό ότι οι εταιρείες χαρτοφυλακίου « θα έπρεπε να θεωρηθούν κάτοχοι των μετοχών […] από τη στιγμή που συνάπτουν […] την προθεσμιακή σύμβαση » (βλέπε αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης LNG του 2008, σελίδα 4, και αίτηση έκδοσης φορολογικής απόφασης GSTM του 2010, σελίδα 4), στοιχείο που καταδεικνύει ότι θεωρείται ότι οι εταιρείες χαρτοφυλακίου παρέχουν τη χρηματοδότηση.

(267)  Ως καταβολή αμοιβής στο πλαίσιο πράξης χρηματοδότησης θα πρέπει να νοείται κάθε καταβολή που πραγματοποιείται από τον δανειολήπτη στον δανειστή, σε μετρητά ή σε οποιοδήποτε άλλο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, συμπεριλαμβανόμενων των ιδίων κεφαλαίων του δανειολήπτη, η οποία δεν αποσκοπεί σε εξόφληση/αποπληρωμή της χρηματοδότησης ή, σε περίπτωση εξόφλησης/αποπληρωμής, η οποία δεν υπερβαίνει το αρχικά χρηματοδοτούμενο ποσό.

(268)  Βλέπε ΔΛΠ 32 και loi du 19 décembre 2002 concernant le registre des sociétés ainsi que la comptabilité et les comptes annuels des entreprises.

(269)  Άρθρο 40 του LIR. Βλέπε αιτιολογική σκέψη 84.

(270)  Το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρξει χρονική απόκλιση μεταξύ της στιγμής κατά την οποία ο δανειολήπτης καταχωρίζει το έξοδο και της στιγμής κατά την οποία ο δανειστής καταχωρίζει το αντίστοιχο έσοδο, δεν επηρεάζει το συμπέρασμα αυτό. Από λογιστική άποψη, αυτή η χρονική απόκλιση δικαιολογείται από την αρχή της σύνεσης, σύμφωνα με την οποία ένα έσοδο καταχωρίζεται όταν πραγματοποιείται, ήτοι όταν είναι βέβαιο, ενώ ένα έξοδο πρέπει να καταχωρίζεται αμέσως μόλις καθίσταται πιθανό ή και δυνητικό.

(271)  Βλέπε ΔΛΠ 32 παράγραφος 35 « Οι διανομές προς τους κατόχους ενός συμμετοχικού τίτλου χρεώνονται από την οικονομική οντότητα απευθείας στα ίδια κεφάλαια, καθαρά από κάθε σχετικό όφελος φόρου εισοδήματος » και παράγραφος 36 « οι εξοφλήσεις και αναχρηματοδοτήσεις των συμμετοχικών τίτλων αναγνωρίζονται ως μεταβολές στα ίδια κεφάλαια ».

(272)  Αυτό σημαίνει ότι, σε επίπεδο ομίλου, το μόνο αποτέλεσμα της απαλλαγής των συμμετοχών είναι η εξάλειψη ενός μειονεκτήματος που προκαλείται από την οικονομική διπλή φορολόγηση.

(273)  Πράγματι, η συνδυασμένη φορολογική βάση του ομίλου στο Λουξεμβούργο πρέπει να παραμείνει ίδια μετά την καταβολή της αμοιβής. Όπως εξηγείται στην ενότητα 6.3.1, κατ' εξαίρεση στον κανόνα αυτό, η συνδυασμένη φορολογική βάση μπορεί σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις να αυξηθεί, οδηγώντας σε οικονομική διπλή φορολόγηση, και συγκεκριμένα στην περίπτωση διανομής κερδών όταν η συμμετοχή δεν μπορεί να τύχει της απαλλαγής των συμμετοχών που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR.

(274)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017.

(275)  Κατά τη μετατροπή και ακύρωση των μετοχών GSTM, όπως επιτρέπεται εξίσου από τις επίμαχες φορολογικές αποφάσεις.

(276)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, World Duty Free, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 71.

(277)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 8.

(278)  Βλέπε παρατηρήσεις της Engie επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφοι 89, 93 και 94.

(279)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, World Duty Free, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 71.

(280)  Αυτό συνάδει με τη θέση του Λουξεμβούργου, βάσει της οποίας τα ZORA πρέπει να θεωρηθούν μέσα που δεν είναι μέσα συμμετοχής (βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 1.δ).

(281)  Βλέπε ενότητες 2.2.3.7.1 και 2.2.4.6.1.

(282)  Βλέπε ενότητα 2.2.3.7.2.

(283)  Σε περίπτωση μείωσης της αξίας του ZORA λόγω αρνητικών συσσωρευθεισών επαυξήσεων επί του ZORA, η δαπάνη που καταλογίζεται από τους δανειστές λόγω της μείωσης της αξίας της απαίτησής τους θα πρέπει να αντιστοιχεί σε έσοδο που καταλογίζεται από τις θυγατρικές λόγω μείωσης των υποχρεώσεών τους.

(284)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 8.

(285)  Άρθρο 22α παράγραφος 2 εδάφιο 1 του LIR (η επισήμανση της Επιτροπής).

(286)  Άρθρο 22α παράγραφος 4 του LIR: « Dans le chef de l'associé, le prix et la date d'acquisition des titres reçus en échange correspondent au prix et à la date d'acquisition des titres donnés en échange ».

(287)   Circulaire du Directeur des Contributions Directes LIR no22bis/1 du 27 novembre 2002 .

(288)  Βλέπε εγκύκλιο 22α: « la plus-value inhérente aux titres donnés en changes est transférée sur les titres nouvellement acquis et devient en principe imposable lors de la réalisation ultérieure de ces derniers » (η επισήμανση της Επιτροπής).

Μπορεί να υποστηριχθεί ότι, αφού πραγματοποιηθούν, τα κέρδη θα απαλλάσσονταν κατ' εφαρμογή της απαλλαγής των συμμετοχών που προβλέπεται στο άρθρο 166 του LIR. Το επιχείρημα αυτό θα ήταν επίσης εσφαλμένο. Πράγματι, στην εγκύκλιο 22α διευκρινίζεται ότι, ακριβώς για να αποφευχθεί η χρήση του άρθρου 22α του LIR για την παράκαμψη της υποχρέωσης υποβολής όλων των κερδών σε φόρο, το καθεστώς αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μόνιμη απαλλαγή από τη φορολόγηση υπεραξίας η οποία θα ήταν φορολογητέα εάν δεν είχε εφαρμοστεί η διάταξη αυτή (βλέπε εγκύκλιο 22α: « L'objectif de l'Article 22bis LIR consiste à déterminer les opérations d'échanges de titres qui peuvent être réalisées dans la neutralité fiscale. L'Article 22bis LIR ne vise cependant pas à exempter de manière définitive des plus-values, qui à défaut de cette mesure auraient été imposables dans le chef du cédant, mais à reporter leur imposition dans le temps » (η επισήμανση της Επιτροπής).

Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή του άρθρου 166 του LIR σε εισόδημα του οποίου η φορολόγηση αναβάλλεται προσωρινά χάρη στην εφαρμογή του άρθρου 22α του LIR και το οποίο αντιστοιχεί σε ποσά που αφαιρούνται από τη φορολογική βάση του δανειολήπτη θα συνιστούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα σύμφωνα με το σκεπτικό που ανέπτυξε η Επιτροπή στην ενότητα 0.

(289)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-20/15 P και C-21/15 P, World Duty Free, ECLI:EU:C:2016:981, σκέψη 80.

(290)  Βλέπε ενότητα 2.3.4.

(291)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 2.α.

(292)   Note de service du directeur des contributions L.G/N.S no 3 du 21 août 1989 .

(293)  Βλέπε εγκύκλιο του 1989: « 5. Des renseignements à l'effet de lier l'administration ne sont pas fournis dans les cas où la préoccupation d'obtenir un avantage fiscal est le souci primordial (p.ex. l'examen des schémas aux fins d'épargner des impôts dits “Steuersparmodelle”, la fixation des limites pour échapper aux éléments constitutifs de la simulation ou de l'abus de droit) ».

(294)  Δεδομένου ότι μόνο το άρθρο 6 του StAnpG ορίζει την κατάχρηση δικαίου στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο της εγκυκλίου του 1989.

(295)  Στις παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017 περιλαμβάνεται περιγραφή των τεσσάρων αυτών κριτηρίων και επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να εφαρμόζονται.

(296)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 2.α.

(297)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 2.α.

(298)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 2.α.

(299)  Στην απάντησή του στην επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2017, το Λουξεμβούργο παραθέτει την απόφαση της 1ης Αυγούστου 2017 του Cour Administrative du Grand-Duché de Luxembourg, αριθ. 39009C: σημαίνει ότι παρέχεται στον φορολογούμενο η δυνατότητα « d'atteindre un objectif économique d'une manière telle que cette voie permet l'obtention d'un effet fiscal que le législateur ne peut pas être considéré comme ayant voulu accorder dans le cadre d'une application de la loi fiscale conforme à son intention ».

(300)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, απάντηση στην ερώτηση 2.α.

(301)  Το Λουξεμβούργο παραθέτει στην επιστολή του της 16ης Φεβρουαρίου 2016 την απόφαση του Cour Administrative du Grand-Duché de Luxembourg, αριθ. o35979C και αριθ. o35978C: « [I]l ne suffit pas que le contribuable fasse simplement état de motifs économiques pour que ceux-ci doivent nécessairement être admis comme valables, mais il faut que ces motifs puissent être considérés comme réels et présentent par eux-mêmes un avantage économique suffisant au-delà du seul bénéfice fiscal obtenu ».

(302)  Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στην περίπτωση απευθείας ZORA, τα υποκείμενα κέρδη θα πρέπει να υπόκεινται σε φορολόγηση όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 282 έως 286.

(303)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, σελίδα 16.

(304)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 34(1).

(305)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 62(1).

(306)  Στο ίδιο πνεύμα, η λεπτομερής εφαρμογή των δομών (βλέπε υποσημειώσεις 35 και 90) δείχνει ότι και στις δύο περιπτώσεις οι δραστηριότητες μεταβιβάστηκαν έναντι γραμματίων που εκδόθηκαν από τις θυγατρικές εταιρείες σε διαταγή των εταιρειών χαρτοφυλακίου. Ως εκ τούτου, οι προθεσμιακές συμβάσεις και τα ZORA απλώς αντικαθιστούν τη χρηματοδότηση από τις εταιρείες χαρτοφυλακίου που ήδη υπήρχαν.

(307)  Βλέπε επίσης ανακοίνωση για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, παράγραφος 174 στοιχείο γ).

(308)  Υπόθεση C-170/83, Hydrotherm, ECLI:EU:C:1984:271, σκέψη 11. Βλέπε επίσης υπόθεση T-137/02, Pollmeier Malchow κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2004:304, σκέψη 50.

(309)  Υπόθεση C-480/09 P, Acea Electrabel Produzione SpA κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2010:787, σκέψεις 47 έως 55· υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze SpA κ.λπ., ECLI:EU:C:2006:8, σκέψη 112.

(310)  Βλέπε, κατ' αναλογία, υπόθεση 323/82, Intermills, ECLI:EU:C:1984:345, σκέψη 11. Βλέπε επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, EU:C:2005:266, σκέψη 102: «η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι οι κανόνες περί καθορισμού των φορολογητέων εισοδημάτων αποτελούσαν ευεργέτημα για τα κέντρα συντονισμού και τους ομίλους στους οποίους ανήκουν».

(311)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(312)  Βλέπε παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, σελίδα 3.

(313)  Βλέπε παρατηρήσεις της Engie επί της επιστολής της 11ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφοι 98 έως 102.

(314)  Υπόθεση T-424/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2009:49, σκέψη 69· και συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-231/06 και T-237/06, Κάτω Χώρες και NOS κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2010:525, σκέψη 50. Βλέπε επίσης υπόθεση T-242/12, (SNCF) κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2015:1003, σκέψεις 345 έως 367.

(315)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 116.

(316)  Βλέπε απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, αιτιολογικές σκέψεις 152, 156, 158 και 160.

(317)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(318)  Βλέπε ενότητα 1 για τη διαδικασία και ενότητα 2 για το χρονοδιάγραμμα τόσο των αποφάσεων όσο και της χορήγησης της ενίσχυσης.

(319)  Παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, σελίδα 20.

(320)  Παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, σελίδα 21.

(321)  Παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, σελίδα 20.

(322)  Απόφαση 2014/200/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.21233 C/11 (πρώην NN/11, πρώην CP 137/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, γνωστό και ως «ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης» (ΕΕ L 114 της 16.4.2014, σ. 1).

(323)  Απόφαση 2006/940/ΕΚ, αιτιολογικές σκέψεις 102-113.

(324)  Απόφαση 2003/755/ΕΚ, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που σχεδιάζει να εφαρμόσει το Βέλγιο υπέρ των κέντρων συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο (ΕΕ L 282 της 30.10.2003, σ. 25), αιτιολογικές σκέψεις 117-120.

(325)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφοι 336-339.

(326)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφοι 346 και 349.

(327)  Απόφαση 2007/256/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία βάσει του άρθρου 39 CA του γενικού κώδικα φορολογίας — Κρατική ενίσχυση C 46/2004 (πρώην NN 65/2004) (ΕΕ L 112 της 30.4.2007, σ. 41).

(328)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφος 354.

(329)  Παρατηρήσεις του Λουξεμβούργου επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, σελίδα 21.

(330)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφος 356.

(331)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφοι 323-333.

(332)  Βλέπε υπόθεση C-148/04 Unicredito Italiano SpA κατά Agenzia delle Entrate ECLI:EU:C:2005:774, σκέψη 119.

(333)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφος 334.

(334)  Υπόθεση C-74/00, Falck y A. di Bolzano κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2002:524, σκέψη 140.

(335)  Υπόθεση C-408/04, Επιτροπή κατά Salzgitter, ECLI:EU:C:2008:236, σκέψεις 100-107.

(336)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 ASBL κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2006:416, σκέψη 81· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, ECLI:EU:C:2011:732· υπόθεση C-417/10, 3M Italia, ECLI:EU:C:2012:184, σκέψη 25, και διάταξη στην υπόθεση C-529/10, Safilo, ECLI:EU:C:2012:188, σκέψη 18· βλέπε επίσης υπόθεση T-538/11 Βέλγιο κατά Επιτροπής EU:T:2015:188, σκέψη 66.

(337)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 177.

(338)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2005:266, σκέψη 147, υπόθεση 265/85, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products Lopik, κατά Επιτροπής [1987] ECR 1155, σκέψη 44.

(339)   Ο.π..

(340)  Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση T-243/09, FEDECOM κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2012:497, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(341)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-471/09 P έως C-473/09 P, Territorio Histórico de Vizcaya – Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:521, σκέψη 64: « Sur ce point, il convient de rappeler qu'un État membre, dont les autorités ont octroyé une aide en violation des règles de procédure prévues à l'Article 88 CE, ne saurait, en principe, invoquer la confiance légitime des bénéficiaires pour se soustraire à l'obligation de prendre les mesures nécessaires en vue de l'exécution d'une décision de la Commission lui ordonnant de récupérer l'aide. Admettre une telle possibilité reviendrait, en effet, à priver les dispositions des Articles 87 CE et 88 CE de tout effet utile, dans la mesure où les autorités nationales pourraient ainsi se fonder sur leur propre comportement illégal pour mettre en échec l'efficacité des décisions prises par la Commission en vertu de ces dispositions du traité CE ». Στο ίδιο πνεύμα, βλέπε επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-465/09 έως C-470/09, Diputacion Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:372, σκέψη 150· και υπόθεση C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2003:275, σκέψη 112.

(342)  Βλέπε, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-471/09 P έως C-473/09 P, Territorio Histórico de Vizcaya – Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:521, σκέψη 68 Βλέπε επίσης υπόθεση C-183/02 P, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2004:701, σκέψη 52.

(343)  Βλέπε, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-471/09 P έως C-473/09 P, Territorio Histórico de Vizcaya – Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2011:521, σκέψη 76

(344)  Βλέπε υπόθεση C-138/09, Todaro Nunziatina & C., ECLI:EU:C:2010:291, σκέψη 21.

(345)  Υπόθεση C-52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου ECLI:EU:C:1986:3, σκέψη 14. Η νομολογία την οποία αναφέρει η Engie στις παρατηρήσεις της σε στήριξη του επιχειρήματος αυτού (υποσημειώσεις 168-170) είναι αλυσιτελής. Όχι μόνο οι αποφάσεις αυτές δεν συνδέονται με αποφάσεις ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων (αφορούν τον περιορισμό των αποτελεσμάτων των αποφάσεων του Δικαστηρίου επί αιτήσεων έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων) αλλά, επιπλέον, επιβεβαιώνουν τη θέση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα περιορισμού των αποτελεσμάτων μιας πράξης της ΕΕ είναι « όλως εξαιρετική » (βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-367/93 έως C-377/93 Roders BV ECLI:EU:C:1995:261, σκέψη 43).

(346)  Βλέπε υπόθεση C-148/04, Unicredito Italiano SpA κατά Agenzia delle Entrate, ECLI:EU:C:2005:774, σκέψη 119.

(347)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφοι 358-367.

(348)  C-194/09 P Alcoa Trasformazioni ECLI:EU:C:2011:497, σκέψη 102.

(349)  Παρατηρήσεις της Engie επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, παράγραφοι 368-372.

(350)  Υπόθεση T-214/95, Het Vlaamse Gewest (Περιφέρεια Φλάνδρας) κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:1998:77, σκέψη 54.

(351)  Μολονότι στο πλαίσιο της «αδυναμίας ανάκτησης» και όχι της «δυσκολίας ποσοτικοποίησης του ύψους της ενίσχυσης».

(352)  Βλέπε υπόθεση C-441/06, Επιτροπή κατά Γαλλίας, ECLI:EU:C:2007:616, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(353)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-427/04 και T-17/05, Γαλλία και France Telecom κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2009:474, σκέψη 297.

(354)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-427/04 και T-17/05, Γαλλία και France Telecom κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2009:474, σκέψη 299.

(355)  Ειδικότερα, βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 160, 195 και 244.

(356)  Η ημερομηνία των πιο πρόσφατων οικονομικών καταστάσεων της GSTM που υποβλήθηκαν από το Λουξεμβούργο.

(357)  Στο πλαίσιο αυτό, ο χαρακτηρισμός του εισοδήματος αυτού στους υποχρεωτικούς λογαριασμούς ή στις φορολογικές δηλώσεις της LNG Holding ως «υπεραξίας», «μερισμάτων» ή άλλως είναι αλυσιτελής.

(358)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 58.

(359)  Επίσης από την GSTM αν οποιοδήποτε ποσό ενίσχυσης είχε υλοποιηθεί την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης.

(360)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 34 και 60.

(361)  Αυτό σημαίνει, στην πράξη, ότι το Λουξεμβούργο δεν πρέπει να εκδώσει φορολογική εκτίμηση για τη LNG Supply και τη CEF στην οποία να κάνει δεκτή την απαλλαγή των συμμετοχών υπό αυτές τις προϋποθέσεις.

(362)  Αυτές είναι οι νέες ονομασίες των σχετικών εταιρειών: βλέπε υποσημειώσεις 4, 5, 16 και 20.


20.3.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 78/63


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/422 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 20ής Σεπτεμβρίου 2018

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36112 (2016/C) (πρώην 2015/NN) την οποία η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ του Οργανισμού Λιμένος Νάπολης και της Cantieri del Mediterraneo S.p.A.

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2018) 6037]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»), και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη ή διατάξεις (1) και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Τον Μάρτιο 2006, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές σχετικά με πιθανή χορήγηση κρατικής στήριξης στην εταιρεία Cantieri del Mediterraneo SpA («CAMED») σε σχέση με προγραμματισμένες εργασίες σε ναυτική δεξαμενή στον Λιμένα της Νάπολης (ναυτική δεξαμενή αριθ. 3). Μετά την παραλαβή της από 3ης Απριλίου 2006 απαντητικής επιστολής των ιταλικών αρχών, η Επιτροπή δεν προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, και οι υπηρεσίες της Επιτροπής έκλεισαν εσωτερικά τον φάκελο της υπόθεσης, καθώς κρίθηκε ότι η στήριξη δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Η Ιταλία δεν κοινοποίησε ποτέ στην Επιτροπή τα εν λόγω μέτρα.

(2)

Στις 21 Ιανουαρίου 2013, μια επιχείρηση επισκευής πλοίων που δραστηριοποιείται στον λιμένα της Νάπολης έθεσε θέμα χρηματοδότησης η οποία, όπως υποστήριξε, χορηγήθηκε από τις ιταλικές δημόσιες αρχές σε τρία επενδυτικά σχέδια μεταξύ 2006 και 2014 για την ανακαίνιση τριών ναυτικών δεξαμενών (bacini di carenaggio) τις οποίες εκμεταλλευόταν η CAMED βάσει σύμβασης παραχώρησης. Η υπόθεση καταχωρήθηκε ως SA.36112 (2013/CP) – Εικαζόμενη ενίσχυση στην Cantieri del Mediterraneo. Στις 27 Ιουνίου 2013, ο καταγγέλλων υπέβαλε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες.

(3)

Μεταξύ 28ης Φεβρουαρίου 2013 και 12ης Ιουνίου 2013 η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές με βάση τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντα.

(4)

Στις 21 Οκτωβρίου 2013 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν στον καταγγέλλοντα τις προκαταρκτικές διαπιστώσεις τους σχετικά με την εικαζόμενη κρατική ενίσχυση υπέρ της CAMED και ενημέρωσαν τον καταγγέλλοντα ότι, με βάση τις έως τότε διαθέσιμες πληροφορίες, τα εικαζόμενα μέτρα δεν φαίνονταν να συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ καθώς έδειχνε να αποκλείεται η παροχή πλεονεκτήματος στην CAMED. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξήγησαν ότι σε εκείνο το στάδιο δεν στοιχειοθετούνταν χορήγηση ενίσχυσης λειτουργίας στο επίπεδο του φορέα εκμετάλλευσης, καθώς δεν διαπιστωνόταν ότι η CAMED απαλλασσόταν από δαπάνες τις οποίες θα όφειλε κανονικά να επωμίζεται κατά την άσκηση των καθημερινών διαχειριστικών ή συνηθισμένων δραστηριοτήτων της.

(5)

Μεταξύ 19ης Νοεμβρίου 2013 και 10ης Φεβρουαρίου 2015 ο καταγγέλλων υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες. Ειδικότερα, ο καταγγέλλων εξέφρασε την άποψη ότι τα μέτρα συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ του Οργανισμού Λιμένος Νάπολης και παράνομη ενίσχυση λειτουργίας υπέρ της CAMED. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές στις 17 Ιουνίου 2014, στις 14 Νοεμβρίου 2014 και στις 12 Μαρτίου 2015, τις οποίες οι ιταλικές αρχές παρείχαν στις 1 Αυγούστου, 3 και 29 Σεπτεμβρίου 2014, 11 Φεβρουαρίου 2015, και 10 Ιουνίου 2015. Επειδή από τις διαθέσιμες πληροφορίες προέκυπτε ότι η δημόσια χρηματοδότηση είχε ήδη χορηγηθεί, στις 4 Ιουνίου 2015, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημέρωσαν την Ιταλία ότι τα μέτρα θα καταχωρίζονταν ως παράνομη ενίσχυση (2015/NN) - Επενδυτική ενίσχυση υπέρ του Οργανισμού Λιμένος Νάπολης και της Cantieri del Mediterraneo SpA, και ότι οι εφαρμοστέοι διαδικαστικοί κανόνες θα ήταν οι κανόνες που θεσπίζονται στο κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 659/1999 (2).

(6)

Στις 21 Σεπτεμβρίου 2015, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν συνάντηση με τις ιταλικές αρχές και η Επιτροπή υπέβαλε αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών στις 7 Οκτωβρίου 2015, στην οποία οι ιταλικές αρχές απάντησαν στις 9 Νοεμβρίου 2015. Στις 11 Νοεμβρίου 2015 οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν συνάντηση με τον καταγγέλλοντα.

(7)

Με έγγραφο της 28ης Ιουνίου 2016, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις ιταλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ για την ως άνω ενίσχυση.

(8)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία (εφεξής «η απόφαση κίνησης της διαδικασίας») δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3) στις 7 Οκτωβρίου 2016. Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση/τα εν λόγω μέτρα.

(9)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από δύο ενδιαφερόμενα μέρη, την CAMED και τον καταγγέλλοντα, τις οποίες διαβίβασε στις ιταλικές αρχές, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να τις σχολιάσουν και έλαβε τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2017.

(10)

Η Επιτροπή υπέβαλε συμπληρωματικές ερωτήσεις στην Ιταλία στις 9 και στις 16 Νοεμβρίου 2017, η οποία απάντησε στις 24 Νοεμβρίου 2017.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Ιστορικό και δικαιούχοι της ενίσχυσης

(11)

Ο λιμένας της Νάπολης βρίσκεται στην περιφέρεια Καμπανίας και τον διαχειρίζεται ο Οργανισμός Λιμένος Νάπολης (ΟΛΝ).

(12)

Στον λιμένα της Νάπολης υπάρχουν τρεις ναυτικές δεξαμενές που ανήκουν στο κράτος (ναυτικές δεξαμενές αριθ. 1, 2 και 3) και δύο πλωτές δεξαμενές που ανήκουν σε δύο ιδιώτες φορείς εκμετάλλευσης (δεξαμενές αριθ. 5 και 6).

(13)

Οι ναυτικές δεξαμενές αριθ. 1, 2 και 3 χρησιμοποιούνται για την άσκηση δραστηριοτήτων επισκευής πλοίων από την CAMED και, καταρχήν, από κάθε άλλη επιχείρηση επισκευής πλοίων σύμφωνα με τον «Κανονισμό για την εκμετάλλευση των δεξαμενών επισκευής πλοίων του λιμένα της Νάπολης» (4) που εκδόθηκε το 2002 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε (εφεξής «κανονισμός του 2002») (5). Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, όλες οι ναυτικές δεξαμενές στον λιμένα της Νάπολης πρέπει να διατίθενται σε όλους τους ενδιαφερόμενους χρήστες (π.χ. σε άλλες επιχειρήσεις επισκευής πλοίων) βάσει ορισμένων προκαθορισμένων και αντικειμενικών κανόνων.

(14)

Οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι, μετά την απόφαση του Ομίλου Fincantieri – ενός από τους μεγαλύτερους φορείς εκμετάλλευσης στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας εκείνη την εποχή – να αποχωρήσει από τον λιμένα της Νάπολης στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, οι δεξαμενές είχαν περιέλθει σε πολύ άσχημη κατάσταση. Εκείνη την εποχή, η CAMED (6) ασκούσε επισκευαστικές δραστηριότητες στον λιμένα της Νάπολης δυνάμει σύμβασης παραχώρησης γης με ισχύ από το 1909 έως το 2008. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η CAMED συμφώνησε να επενδύσει στην παραχωρούμενη έκταση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ΟΛΝ θα υλοποιούσε μια σειρά διαρθρωτικών επενδύσεων στις ναυτικές δεξαμενές αριθ. 1, 2, και 3. Μετά από αίτημα που υπέβαλε η CAMED στον ΟΛΝ το 1999, ο τελευταίος συμφώνησε να υλοποιηθούν έργα προκειμένου να εκσυγχρονιστεί και να καταστεί κατάλληλη προς χρήση η ναυτική δεξαμενή αριθ. 3 (εφεξής «η συμφωνία του 2001») (7).

(15)

Το 2001 η CAMED ζήτησε από τον ΟΛΝ την άδεια να εκτελέσει μια σειρά εργασιών στις δεξαμενές με αντάλλαγμα παράταση της υφιστάμενης σύμβασης παραχώρησης δημόσιας έκτασης (concessione demaniale) για διάστημα 40 ετών. Μετά από αίτημα της CAMED, ο ΟΛΝ κίνησε τη διοικητική διαδικασία που προβλέπεται από την ιταλική νομοθεσία για την ανάθεση σύμβασης παραχώρησης γης (8). Ο ΟΛΝ δημοσίευσε στο μητρώο του Δήμου καθώς και στο δικό του μητρώο την αίτηση της CAMED για παραχώρηση δημόσιας έκτασης μαζί με το επιχειρηματικό σχέδιο για ένα διάστημα 20 ημερών (από τις 18 Ιανουαρίου 2002 έως 6 Φεβρουαρίου 2002). Η δημοσίευση καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις ή εναλλακτικές προτάσεις τους. Σύμφωνα με τη διαδικασία, σε περίπτωση ενστάσεων ή καταγγελιών, η απόφαση για την ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης λαμβάνεται από τον αρμόδιο υπουργό.

(16)

Επειδή ο ΟΛΠ δεν έλαβε παρατηρήσεις μετά τη δημοσίευση της αίτησης της CAMED, προχώρησε στην ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας έκτασης (atto di concessione demaniale) αριθ. 125 της 29ης Ιουλίου 2004 (εφεξής «η σύμβαση παραχώρησης του 2004») στην CAMED για την εκμετάλλευση και χρήση των τριών ναυτικών δεξαμενών, με την υποχρέωση να τις διαθέτει σε όλους τους ενδιαφερόμενους χρήστες (π.χ. άλλες επιχειρήσεις επισκευής πλοίων) σύμφωνα με τον κανονισμό του 2002. Η CAMED συμφώνησε να καταγγείλει την προηγούμενη σύμβαση παραχώρησης δημόσιας έκτασης που βρισκόταν σε ισχύ από το 1909. Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης του 2004, η CAMED έχει δικαίωμα να εκμεταλλεύεται και να χρησιμοποιεί τις ναυτικές δεξαμενές για περίοδο 30 ετών ξεκινώντας από τις 28 Ιουλίου 2003, αντί των αιτηθέντων 40 ετών, με αντάλλαγμα την καταβολή ετησίου τέλους χρήσης, το οποίο υπολογίζεται με βάση πάγιες νομικές παραμέτρους (EUR/τ.μ.) και αναπροσαρμόζεται ετησίως με βάση τον πληθωρισμό σύμφωνα με υπουργικό διάταγμα της 15ης Νοεμβρίου 1995. Τα τέλη χρήσης γης που καταβλήθηκαν στη διάρκεια της περιόδου 2004-2017 παρουσιάζονται στον πίνακα 1.

Πίνακας 1

Τέλη παραχώρησης

(σε EUR)

Έτος

Ετήσιο τέλος παραχώρησης

2004

124 117

2005

103 300

2006

139 900

2007

147 800

2008

146 341

2009

154 392

2010

149 148

2011

153 321

2012

159 071

2013

143 671

2014

142 178

2015

132 664

2016

133 658

2017

133 257

(17)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 της σύμβασης παραχώρησης του 2004, η διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης επιτρέπει την απόσβεση των προηγούμενων επενδύσεων και ένα νέο πρόγραμμα επενδύσεων από την CAMED αξίας 24 εκατ. EUR (47 662 εκατ. ιταλικές λιρέτες) (9). Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης του 2004, η CAMED κατέβαλε επίσης εγγύηση (cauzione) ύψους 275 000 EUR σε σχέση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται βάσει της σύμβασης παραχώρησης.

(18)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης παραχώρησης του 2004, ο ΟΛΝ αναλάμβανε επίσης τη δέσμευση να υλοποιήσει δομικά έργα στην έκταση που παραχωρούνταν στην CAMED έως το 2006 και πιο συγκεκριμένα: (i) να προσαρμόσει τη μονάδα άντλησης των δεξαμενών αριθ. 1 και 2· (ii) να κατασκευάσει νέο πιστοποιημένο κιβώτιο ναυτικής δεξαμενής (barche-porte) για τις δεξαμενές αριθ. 1, 2 και 3· (iii) να αποκαταστήσει τα τοιχώματα (paramenti) και το δάπεδο (platea) για τη δεξαμενή αριθ. 2· (iv) πραγματοποιήσει δομική αποκατάσταση των αποβαθρών (banchine) και των τοιχωμάτων για τη δεξαμενή αριθ. 2 και την αποβάθρα 33β.

(19)

Μετά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι η CAMED πραγματοποίησε επενδύσεις ύψους 24 610 420 EUR σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης του 2004 και συμπληρωματικές επενδύσεις ύψους 17 931 075 EUR έως το 2016.

2.2.   Ισχυρισμός περί ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης από τον καταγγέλλοντα

(20)

Στα πρώτα στοιχεία που υπέβαλε, ο καταγγέλλων υποστήριξε ότι η CAMED έλαβε ενίσχυση σε δύο επίπεδα: i) ως φορέας εκμετάλλευσης (δηλαδή ως διαχειριστής των ναυτικών δεξαμενών), μέσω μείωσης των δαπανών για την ανακαίνιση της υποδομής (ενίσχυση λειτουργίας)· και ii) ως χρήστης της υποδομής (π.χ. ως επισκευαστής πλοίων), επειδή η υποδομή, που θα έπρεπε, καταρχήν, να διατίθεται σε όλες τις επιχειρήσεις-τελικούς χρήστες χωρίς διακρίσεις, χρησιμοποιούνταν στην πραγματικότητα μόνον από την CAMED. Η καταγγελία περιείχε επίσης ισχυρισμούς κατά των μονοπωλίων που δεν είναι συναφείς με την παρούσα απόφαση οι οποίοι αποτέλεσαν αντικείμενο χωριστής απόφασης που διαβιβάστηκε στον καταγγέλλοντα στις 24 Ιουλίου 2014.

(21)

Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, το πλεονέκτημα από το οποίο επωφελήθηκε η CAMED απέρρεε από την εκτέλεση των κατωτέρω εργασιών (εφεξής «οι παρεμβάσεις»):

1)

Παρέμβαση αριθ. 1: δομική ανακαίνιση ορισμένων τμημάτων της δεξαμενής αριθ. 3 (ποσό ενίσχυσης: 12 928 537 EUR).

2)

Παρέμβαση αριθ. 2: προσαρμογή της μονάδας άντλησης των δεξαμενών αριθ. 1 και 2, αντικατάσταση των τοιχωμάτων της προβλήτας που βρίσκεται παραπλεύρως της δεξαμενής αριθ. 2 (ποσό ενίσχυσης: 23 170 000 EUR).

3)

Παρέμβαση αριθ. 3: αποκατάσταση και ενίσχυση της εσωτερικής προβλήτας της δεξαμενής αριθ. 3 (Molo Cesario Console) (ποσό ενίσχυσης: 13 000 000 EUR).

(22)

Με την επιστολή της 19ης Νοεμβρίου 2013, ο καταγγέλλων διεύρυνε το αντικείμενο της καταγγελίας υποστηρίζοντας ότι οι παρεμβάσεις συνιστούσαν ενίσχυση υπέρ του ΟΛΝ, σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής (10). Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, υπήρχε επίσης ενίσχυση στο επίπεδο του παραχωρησιούχου (CAMED) επειδή η παραχώρηση δεν ανατέθηκε μέσω δημόσιου, διαφανούς, ανοικτού διαγωνισμού χωρίς διακριτική μεταχείριση. Ο καταγγέλλων υπογράμμισε εξάλλου την απουσία αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να συνάγεται ότι το τέλος χρήσης γης που καταβάλλεται από την CAMED αποκλείει την παροχή πλεονεκτήματος. Κατά την άποψη του καταγγέλλοντα, η μεθοδολογία που προβλεπόταν από την εθνική νομοθεσία για τον καθορισμό των τελών χρήσης γης (βλέπε αιτιολογική σκέψη (16)) δεν προβλέπει αναπροσαρμογή με βάση την αυξημένη αξία της υποδομής μετά από πιθανές παρεμβάσεις, καθώς συνίσταται σε ένα πάγιο ποσό EUR/τ.μ.

(23)

Την 1η Οκτωβρίου 2015, ο καταγγέλλων προσκόμισε επίσης κατάλογο των αποφάσεων του ΟΛΝ (delibere no. 308/2015, no. 181/2015, no. 233/2015, no. 277/2015, no. 279/2015, no. 281/2015, no. 293/2015, no. 302/2015) για τα έργα που επρόκειτο να εκτελεστούν στις ναυτικές δεξαμενές, ως αποδεικτικό της παραβίασης της υποχρέωσης αναστολής.

2.3.   Παρατηρήσεις της Ιταλίας σχετικά με την εικαζόμενη κρατική ενίσχυση/Χρηματοδότηση του επενδυτικού σχεδίου και νομική βάση

(24)

Οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν πριν από την έκδοση της απόφασης κίνησης της διαδικασίας ότι οι προβλεπόμενες εργασίες για την ανακαίνιση της ναυτικής δεξαμενής αριθ. 3 είχαν ολοκληρωθεί μόνον κατά ένα μέρος το 2006, μετά από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης (παρέμβαση αριθ. 1), ενώ τα έργα που προβλέπονταν από τις παρεμβάσεις 2 και 3 δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί εκείνη την εποχή. Από το σύνολο του έργου που είχε συμφωνηθεί με την CAMED στη συμφωνία του 2001 και στη σύμβαση παραχώρησης του 2004, είχε ολοκληρωθεί στην πράξη μόνον ένα μέρος.

(25)

Σύμφωνα με την Ιταλία, το νομικό δικαίωμα είσπραξης της χρηματοδότησης είχε ήδη εκχωρηθεί στον ΟΛΝ το 1998 δυνάμει του άρθρου 9 του νόμου αριθ. 413/1998, ο οποίος προβλέπει ότι το υπουργείο Μεταφορών και Ναυτιλίας (εφεξής το «Υπουργείο») εγκρίνει πρόγραμμα επενδύσεων σε λιμένες με βάση τα αιτήματα των οργανισμών λιμένων (11). Φαίνεται ότι το πρόγραμμα επενδύσεων εγκρίθηκε μέσω δύο διαταγμάτων που εκδόθηκαν από το υπουργείο, και τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Το πρώτο διάταγμα της 27ης Οκτωβρίου 1999 (12) (εφεξής το «υπουργικό διάταγμα της 27ης Οκτωβρίου 1999») απαριθμεί 20 λιμένες που λαμβάνουν την εθνική χρηματοδότηση και το δεύτερο διάταγμα (13) (εφεξής το «υπουργικό διάταγμα της 2ας Μαΐου 2001») διευρύνει αυτόν τον κατάλογο στους 25 λιμένες. Με βάση τα ανωτέρω διατάγματα, οι οργανισμοί λιμένων εξουσιοδοτούνται να συνάπτουν δάνεια ή να αιτούνται άλλες χρηματοδοτικές πράξεις για ένα συνολικό ποσό ανερχόμενο σε 100 δισεκατ. ιταλικές λιρέτες (περίπου 51 εκατ. EUR). Το υπουργείο θα εξοφλούσε απευθείας τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε ετήσια βάση (14). Συνεπώς, η Ιταλία υποστηρίζει ότι τα μέτρα υπέρ του ΟΛΝ θεσπίστηκαν το 1998 διά του νόμου αριθ. 413/1998.

(26)

Μετά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές διευκρινίσεις σχετικά με τα ποσά των επενδύσεων από το ιταλικό Δημόσιο και τον ΟΛΝ.

Παρέμβαση αριθ. 1

(27)

Οι ιταλικές αρχές επισήμαναν ότι τα έργα στην παρέμβαση αριθ. 1 άρχισαν στις 21 Οκτωβρίου 2002 και ολοκληρώθηκαν στις 24 Ιανουαρίου 2006. Οι δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί έως την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ανέρχονται σε 12 859 854,50 EUR.

Παρέμβαση αριθ. 2

(28)

Η παρέμβαση αριθ. 2 συγχρηματοδοτείται από το υπουργείο με το ποσό των 14 971 621,41 EUR. Ωστόσο, το ποσό των 5 498 378,59 EUR, που προβλεπόταν να προκαταβληθεί εν μέρει από τον ΟΛΝ και στη συνέχεια να επιστραφεί μέσω επιχορηγήσεων σε μετρητά από το υπουργείο, δεν έχει καταβληθεί από το υπουργείο.

(29)

Για την παρέμβαση αριθ. 2, ο ΟΛΝ διέθεσε ίδιους πόρους ύψους 2 700 000 (Delibera 89/2016 της 22ας Μαρτίου 2016) και 5 830 000 EUR (Delibera 175/2017 της 31ης Μαΐου 2017).

(30)

Τα έργα στο πλαίσιο της παρέμβασης αριθ. 2 άρχισαν στις 5 Νοεμβρίου 2012 και δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη. Οι δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί έως την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης ανέρχονται σε 11 192 515,79 EUR. Η συνολική δαπάνη για τη συγκεκριμένη παρέμβαση προβλέπεται να ανέλθει σε 29 000 000 EUR.

Παρέμβαση αριθ. 3

(31)

Τέλος, η παρέμβαση αριθ. 3 χρηματοδοτείται εν μέρει με ίδιους πόρους του ΟΛΝ (5 091 000 EUR, χορηγούμενα μέσω της Delibera 356/2014 της 24ης Δεκεμβρίου 2014).

(32)

Τον Δεκέμβριο 2017, οι εργασίες σε σχέση με την παρέμβαση αριθ. 3 δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη (τα έργα ανατέθηκαν στις 19 Ιουλίου 2017) και οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες ανέρχονταν σε 6 880,50 EUR. Η συνολική δαπάνη για τη συγκεκριμένη παρέμβαση προβλέπεται να ανέλθει σε 15 900 000 EUR.

(33)

Το συνολικό κόστος του επενδυτικού σχεδίου (δηλαδή και οι τρεις παρεμβάσεις) ανέρχεται σε 57 759 874,5 EUR, και χωρίζεται σε τρία μέρη όπως φαίνεται στον πίνακα 2.

Πίνακας 2

Προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις

Παρέμβαση

Ποσά

Έχουν καταβληθεί;

Ημερομηνία πληρωμής

Προβλεπόμενο κόστος επένδυσης

1.

Δομική ανακαίνιση ορισμένων τμημάτων της δεξαμενής αριθ. 3.

9 760 629,57

Ναι

8.1.2003

21.12.2004

14.7.2005

26.10.2005

12.12.2011

12 859 854,50

3 099 224,93

Ναι

31.12.2002

26.4.2004

19.4.2005

6.10.2005

24.4.2006

2.

Προσαρμογή της μονάδας άντλησης των δεξαμενών αριθ. 1 και 2, αντικατάσταση των τοιχωμάτων της προβλήτας που βρίσκεται παραπλεύρως της δεξαμενής αριθ. 2.

8 300 000,00

Ναι

4.8.2006

27.12.2006

29.12.2006

29 000 000,00

6 671 621,41

Ναι

1.9.2011

22.3.2013

17.12.2014

2 700 000,00 (ίδια συμμετοχή του ΟΛΝ)

Ναι

23.3.2016

5 498 378,59 (προκαταβάλλονται από τον ΟΛΝ και επιστρέφονται από το ιταλικό Δημόσιο)

Όχι

ά/α

5 830 000,00

(ίδια συμμετοχή του ΟΛΝ)

Ναι

31.5.2017

3.

Αποκατάσταση και ενίσχυση της εσωτερικής προβλήτας της δεξαμενής αριθ. 3

10 809 000,00

Ναι

18.11.2014

15 900 000

5 091 000,00 (ίδια συμμετοχή του ΟΛΝ)

Ναι

24.12.2014

Συνολική χρηματοδότηση από τον ΟΛΝ

13 621 000,00

Συνολική χρηματοδότηση από το ιταλικό Δημόσιο

44 138 854,50

Σύνολο

57 759 854,50

(34)

Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι η χρηματοδότηση που είχε ήδη χορηγηθεί ή δεσμευθεί από το ιταλικό Δημόσιο για το εν λόγω σχέδιο ανερχόταν σε 44 138 854,50 EUR. Η χρηματοδότηση λάμβανε κυρίως τη μορφή απευθείας εξόφλησης από το υπουργείο προς τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για τα δάνεια που είχε συνάψει ο ΟΛΝ καθώς και άμεσων επιχορηγήσεων του ΟΛΝ από τον ιταλικό εθνικό προϋπολογισμό. Οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι ο ΟΛΝ διέθεσε το εναπομένον ποσό των 13 621 000 EUR (εκ των οποίων 2 700 000 EUR και 5 830 000 EUR για την παρέμβαση αριθ. 2 και 5 091 000 EUR για την παρέμβαση αριθ. 3) από ίδιους πόρους, τους οποίους είχε συσσωρεύσει από την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας διαχείρισης του λιμένα.

2.4.   Λόγοι που οδήγησαν στην κίνηση της διαδικασίας

(35)

Στις 28 Ιουνίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας σε σχέση με τα προαναφερόμενα μέτρα προκειμένου να διαπιστώσει εάν τα εν λόγω μέτρα συνιστούν πράγματι κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ και εάν είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά.

2.4.1.   Αμφιβολίες σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ

(36)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι τα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ επειδή ο ΟΛΝ έλαβε κρατικούς πόρους για την αναβάθμιση εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων τις οποίες εκμεταλλεύεται εμπορικά ο ίδιος. Ο ΟΛΝ – ως φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα για λογαριασμό του ιδιοκτήτη, δηλαδή του ιταλικού Δημοσίου – μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση. Συνεπώς, η εν λόγω μεταφορά φαίνεται να αντιστοιχεί σε μεταφορά κρατικών πόρων και καταλογίζεται στο Δημόσιο.

(37)

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, φαίνεται ότι η δημόσια χρηματοδότηση παρέχει επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στον ΟΛΝ. Η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον ο ΟΛΝ υποχρεούται να εκπληρώνει υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας (εφεξής «ΥΔΥ») η οποία έχει οριστεί σαφώς και πληροί αθροιστικά τις τέσσερις προϋποθέσεις Altmark. Η υπηρεσία που παρέχεται από τον ΟΛΝ (δηλαδή η εκμίσθωση εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων έναντι αποζημίωσης) δεν παρουσιάζει ειδικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με εκείνα άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το εάν (i) ο ΟΛΝ οφείλει πράγματι να εκπληρώνει υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΔΥ) και οι εν λόγω υποχρεώσεις έχουν οριστεί με σαφήνεια, (ii) οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο, (iii) η αντιστάθμιση δεν υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη των δαπανών που προκύπτουν από την εκπλήρωση της ΥΔΥ, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων, (iv) ο φορέας εκμετάλλευσης επιλέχθηκε με βάση διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης ή οι δαπάνες για την εκπλήρωσης της ΥΔΥ περιορίζονται στις δαπάνες μιας μέσης επιχείρησης (με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένης προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώνει τις αναγκαίες απαιτήσεις για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας).

(38)

Η Επιτροπή έκρινε σε προκαταρκτικό επίπεδο ότι το επενδυτικό σχέδιο θα επιτρέψει στον ΟΛΝ να συνεχίσει την οικονομική δραστηριότητα της εκμίσθωσης των ναυτικών δεξαμενών, η οποία λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού και αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών σε ενωσιακό επίπεδο, και ότι το μέτρο είναι ικανό να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(39)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως κρατικής ενίσχυσης δεν θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 345 ΣΛΕΕ, που θεσπίζει την αρχή της ουδετερότητας μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών οντοτήτων. Η Επιτροπή επισήμανε σε προκαταρκτικό επίπεδο ότι ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως κρατικής ενίσχυσης δεν φαίνεται να συνιστά διάκριση εις βάρος των κρατικών ιδιοκτητών, καθώς ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης που δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα θα υποχρεούνταν επίσης να εκπονήσει εκ των προτέρων επιχειρηματικό σχέδιο και θα προχωρούσε στην επένδυση μόνον εάν αυτή αποδεικνυόταν κερδοφόρα σε αυτή τη βάση. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, τόσο οι κρατικοί όσο και οι ιδιώτες ιδιοκτήτες μπορούν δυνητικά να λάβουν συμβατή ενίσχυση εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στους εφαρμοστέους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας.

(40)

Επιπροσθέτως, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (εφεξής «ο διαδικαστικός κανονισμός») καθώς η παροχή κρατικής στήριξης σε εγκαταστάσεις ναυπήγησης και επισκευής πλοίων θεωρούνταν ότι συνιστά κρατική ενίσχυση ακόμη και πριν από την απόφαση Leipzig Halle.

2.4.2.   Αμφιβολίες σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ της CAMED

(41)

Όσον αφορά την πιθανή ενίσχυση υπέρ της CAMED, η Επιτροπή επισήμανε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι η κρατική στήριξη στον ΟΛΝ τον απάλλασσε εν μέρει από ένα κόστος επένδυσης το οποίο ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων στην αγορά θα επωμιζόταν εξολοκλήρου, γεγονός που έδινε στον ΟΛΝ τη δυνατότητα να χρεώνει χαμηλότερα τέλη στην CAMED.

(42)

Τα υπό εξέταση μέτρα καταλογίζονται στο Δημόσιο (δηλαδή χορηγούνται από τον ΟΛΝ, ο οποίος αποτελεί μέρος της κρατικής διοίκησης παρά το γεγονός ότι η εν λόγω οντότητα είναι νομικά ανεξάρτητη από άλλες δημόσιες αρχές). Επιπροσθέτως, η Επιτροπή διαπίστωνε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι η διάθεση των ναυτικών δεξαμενών στην CAMED σε τιμή δυνητικά χαμηλότερη από τις τιμές αγοράς ενδέχεται να συνιστά παραίτηση του ΟΛΝ από κρατικούς πόρους.

(43)

Ελλείψει διαδικασίας υποβολής προσφορών και δεδομένου ότι το τέλος χρήσης γης που καταβάλλεται από την CAMED στον ΟΛΝ υπολογίστηκε με βάση πάγιες νομικές παραμέτρους, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι οι συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ του ΟΛΝ και της CAMED θα μπορούσαν να παρέχουν δυνητικό οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της CAMED πέραν των όρων της αγοράς, με την παροχή ανακαινισμένων ναυτικών δεξαμενών σε τιμές δυνητικά χαμηλότερες από εκείνες της αγοράς. Επιπροσθέτως, ακόμη και αν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η CAMED προχώρησε σε ορισμένες επενδύσεις εν είδει ανταλλάγματος για την ολοκλήρωση των παρεμβάσεων δεν αποδεικνύεται ότι η αξία των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν από την CAMED για τον ΟΛΝ, σε συνδυασμό με το τέλος χρήσης γης, αντιστοιχούν στην αξία των παρεμβάσεων που υλοποιεί ο ΟΛΝ για την CAMED. Η Επιτροπή κάλεσε στη συνέχεια τις ιταλικές αρχές καθώς και τρίτους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των εν λόγω προκαταρκτικών συμπερασμάτων.

(44)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο πληρούνταν αθροιστικά οι τέσσερις προϋποθέσεις Altmark.

(45)

Η Επιτροπή επεσήμανε επίσης ότι τα μέτρα είναι ικανά να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

2.4.3.   Αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της ενίσχυσης

(46)

Όσον αφορά τη συμβατότητα, η Επιτροπή έκρινε σε προκαταρκτικό στάδιο ότι οι ναυτικές δεξαμενές δεν αποτελούν υποδομές μεταφορών, αλλά εγκαταστάσεις παραγωγής για ναυπηγεία δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται για τη ναυπήγηση ή την επισκευή πλοίων και όχι για μεταφορές. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση δεν μπορούσε να αξιολογηθεί απευθείας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ ως επενδυτική βοήθεια για υποδομές μεταφορών.

2.4.3.1.   Συμβατότητα της ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ

(47)

Η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ βάσει του πλαισίου για τις ΥΓΟΣ του 2011 και βάσει των εφαρμοστέων κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης του κάθε μέτρου. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε την προκαταρκτική άποψη ότι η χορήγηση λάμβανε, καταρχήν, χώρα κάθε φορά που μία από τις επενδύσεις εντασσόταν στο πρόγραμμα επενδύσεων βάσει αιτήματος των οργανισμών λιμένων. Η Επιτροπή θεώρησε ότι τα σχετικά στοιχεία ήταν ανεπαρκή και κάλεσε την Ιταλία να παράσχει τις σχετικές ημερομηνίες χορήγησης για κάθε μέτρο/παρέμβαση.

(48)

Εντούτοις, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς την πλήρη συμμόρφωση των υπό εξέταση μέτρων καθώς η ένταση της ενίσχυσης φαινόταν να υπερβαίνει τη μέγιστη επιτρεπόμενη ένταση ενίσχυσης για επενδυτικές επενδύσεις περιφερειακού χαρακτήρα σε εγκαταστάσεις ναυπήγησης πλοίων (στην οποία γίνεται αναφορά στα διαδοχικά πλαίσια), ανεξαρτήτως της ακριβούς ημερομηνίας χορήγησης του κάθε μέτρου και σύμφωνα με τις ακόλουθες βάσεις αξιολόγησης συμβατότητας που μπορεί να είναι εφαρμοστέες για τις ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία:

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1540/98 του Συμβουλίου (15)·

το πλαίσιο του 2004 για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία, που εφαρμόστηκε αρχικά από 1ης Ιανουαρίου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2006, και στη συνέχεια παρατάθηκε δύο φορές έως την 31η Δεκεμβρίου 2008 και έως την 31η Δεκεμβρίου 2011  (16)·

το πλαίσιο του 2011 για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία (17), το οποίο αφορούσε τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Η εφαρμογή του εν λόγω πλαισίου παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2014  (18)·

τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2014-2020 από 1ης Ιουλίου 2014  (19).

(49)

Επειδή η Ιταλία δεν προσκόμισε τις αναγκαίες πληροφορίες για τον σαφή προσδιορισμό της ημερομηνίας χορήγησης, η Επιτροπή δεν μπορούσε να διενεργήσει πλήρη αξιολόγηση συμβατότητας καθώς δεν ήταν σε θέση να καθορίσει τη σωστή νομική βάση. Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τουλάχιστον ένα μέρος των μέτρων να κηρυχθεί συμβατό σύμφωνα με τις σχετικές απαιτήσεις των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και κάλεσε τις ιταλικές αρχές να υποβάλουν ανάλυση συμβατότητας για το κάθε μέτρο.

2.4.3.2.   Συμβατότητα της ενίσχυσης υπέρ της CAMED

(50)

Η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των μέτρων, βάσει του πλαισίου για τις ΥΓΟΣ του 2011, όσον αφορά την εικαζόμενη ενίσχυση υπέρ της CAMED.

(51)

Ωστόσο, με δεδομένο ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο τουλάχιστον ένα μέρος των μέτρων που χορηγήθηκαν στον ΟΛΝ να κηρυχθεί συμβατό σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόζονταν στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των μέτρων, δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι η εν λόγω εκτίμηση θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει την αξιολόγηση συμβατότητας όσον αφορά την ενίσχυση υπέρ της CAMED. Η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να υποβάλουν ανάλυση συμβατότητας για το κάθε μέτρο (σχετικά με την CAMED) με βάση την εφαρμοστέα νομοθεσία, ανάλογα με τις ημερομηνίες χορήγησης του κάθε μέτρου.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ

3.1.   Παρατηρήσεις επί της απόφασης κίνησης της διαδικασίας

(52)

Κατά την άποψη των ιταλικών αρχών, η απόφαση κίνησης της διαδικασίας παραβιάζει τις πρωταρχικές πηγές του ενωσιακού δικαίου και τις γενικές αρχές τις χρηστής διοίκησης, της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Η Ιταλία υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε απόφαση της Επιτροπής ακυρώνει ουσιαστικά προγενέστερη απόφαση για περάτωση της εξέτασης της υπόθεσης, την οποία είχε λάβει η ίδια η Επιτροπή το 2006 (20).

(53)

Η Ιταλία υποστηρίζει επίσης ότι η περάτωση των διαδικασιών εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου (21), ώστε να μη μπορεί η Επιτροπή να παρατείνει κατά τη διακριτική της ευχέρεια τη διάρκεια της προκαταρκτικής φάσης της έρευνας που κινείται μετά την παραλαβή καταγγελίας σχετικά με εικαζόμενη ενίσχυση η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί εκτός εάν το εν λόγω μέτρο είναι παράνομο (22). Κατά τις ιταλικές αρχές, αυτό δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

(54)

Οι ιταλικές αρχές παραπέμπουν στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού, σύμφωνα με τον οποίο η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

3.1.1.   Σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ

(55)

Όσον αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ, η Ιταλία εξήγησε ότι οι οργανισμοί λιμένων δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά μη οικονομικές δημόσιες οντότητες (enti pubblici non economici), που υπάγονται στο δημόσιο δίκαιο (π.χ. στον νόμο αριθ. 84/1994, τον ιταλικό νόμο-πλαίσιο για τους λιμένες) (23). Οι εθνικοί οργανισμοί λιμένων διαθέτουν διοικητική, οργανωτική, κανονιστική, δημοσιονομική και χρηματοδοτική αυτονομία. Το ιταλικό κράτος έχει αναθέσει στους οργανισμούς λιμένων τη θεσμική εντολή να ασκούν, για λογαριασμό του και αποκλειστικά προς το δημόσιο συμφέρον, τα καθήκοντα της διοίκησης, της ρύθμισης και του ελέγχου των ιταλικών λιμένων. Οι οργανισμοί λιμένων, ως εκ τούτου, δεν εκμεταλλεύονται εμπορικά τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο Δημόσιο, αλλά απλώς τα διαχειρίζονται, εκπληρώνοντας τη θεσμική εντολή που τους έχει ανατεθεί.

(56)

Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι οργανισμοί λιμένων δεν προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες σε αγορά και, συνεπώς, δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του νόμου αριθ. 84/1994, οι οργανισμοί λιμένων δεν μπορούν να ασκούν λιμενικές δραστηριότητες άμεσα ή έμμεσα (24). Επιπροσθέτως, η διοίκηση των ιταλικών λιμένων ασκείται εκ του νόμου από τον οργανισμό λιμένος που είναι υπεύθυνος για τον εκάστοτε λιμένα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την άποψη της Ιταλίας, κατά την εκπλήρωση της θεσμικής εντολής διοίκησης των ιταλικών λιμένων, οι οργανισμοί λιμένων δεν δραστηριοποιούνται σε αγορά που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού αφού i) κανένας άλλος δεν μπορεί να ασκήσει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και ii) απαγορεύεται να ασκούν οικονομικές δραστηριότητες σε τομείς που λειτουργούν με όρους ανταγωνισμού.

(57)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, το τέλος χρήσης δημόσιας έκτασης (canone demaniale) δεν αποτελεί αντιστάθμιση για την παροχή οικονομικής υπηρεσίας, αλλά μάλλον αντιπαροχή για την κατάληψη δημόσιου ακινήτου από ιδιώτη. Η είσπραξη του τέλους, για λογαριασμό του Δημοσίου, εμπίπτει στη θεσμική εντολή που έχει ανατεθεί στους οργανισμούς λιμένων.

(58)

Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, μόνον η ύπαρξη εμπορικών τελών, τα οποία μπορούν να αποφασίζονται ανεξάρτητα από τους οργανισμούς λιμένων και να υπολογίζονται σύμφωνα με τις τιμές της αγοράς θα μπορούσε να χαρακτηρίζει τη δραστηριότητα ως οικονομική (25). Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, το τέλος καθορίζεται από το υπουργικό διάταγμα αριθ. 595/1995 στη βάση πάγιων παραμέτρων οι οποίες σχετίζονται με το εμβαδόν του ακινήτου που παραχωρείται. Τα τέλη εφαρμόζονται από όλους τους ιταλικούς οργανισμούς λιμένων για όλες τις παραχωρήσεις, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο προτίθεται να αξιοποιήσει την εν λόγω έκταση ο παραχωρησιούχος, ή των κερδών ή ζημιών που μπορεί να προκύψουν. Το τέλος αποτελεί, συνεπώς, μέρος της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης που επιβάλλεται στις οντότητες που ασκούν δραστηριότητα σε εκτάσεις γης του Δημοσίου, και όχι μόνο στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας. Επιπροσθέτως, οι ιταλικές αρχές επισημαίνουν ότι το τέλος δεν μπορεί να καθορίζεται με βάση τιμές αγοράς καθώς δεν υπάρχει αγορά που σχετίζεται με την ιδιοκτησία και/ή τη διαχείριση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων.

(59)

Η Ιταλία εξηγεί περαιτέρω ότι τα μέτρα δεν ήταν επιλεκτικά καθώς οι εργασίες στις ναυτικές δεξαμενές του λιμένα της Νάπολης αποτελούν μία από τις πολλές επενδύσεις που πραγματοποίησε το ιταλικό Δημόσιο σε ιδιόκτητα περιουσιακά στοιχεία του, οι οποίες δεν αφορούν αποκλειστικά λιμένες. Το ιταλικό Δημόσιο χρηματοδοτεί την ειδική συντήρηση ενός μεγάλου φάσματος κρατικών περιουσιακών στοιχείων, στα οποία συγκαταλέγονται (βάσει του Κώδικα Ναυσιπλοΐας και του Αστικού Κώδικα) οι ιταλικοί λιμένες, συμπεριλαμβανομένων των κτιστών δεξαμενών.

(60)

Επιπροσθέτως, η δημόσια χρηματοδότηση για εργασίες επέκτασης, εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης των λιμένων που χορηγήθηκε δυνάμει του νόμου αριθ. 413/1998 (και η αναχρηματοδότηση βάσει του νόμου αριθ. 388/2000 και του νόμου αριθ. 166/2002) ήταν διαθέσιμη σε όλους τους ιταλικούς οργανισμούς λιμένων (26). Η ειδική συντήρηση των ναυτικών δεξαμενών αριθ. 1, 2 και 3 δεν συνιστά ad hoc επενδυτική απόφαση αλλά αποτελεί εσωτερική μεταφορά κονδυλίων σε δημόσιες αρχές σύμφωνα με το εθνικό νομικό σύστημα, που ορίζει ότι το Δημόσιο έχει την ιδιοκτησία και είναι υπεύθυνο για τη διοίκηση των λιμένων. Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προσβάλει βάσει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ μέτρα τα οποία δεν είναι επιλεκτικά αλλά έχουν γενική εφαρμογή και αποτελούν έκφραση των επιλογών του κάθε κράτους μέλους σε επίπεδο οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής.

(61)

Όσον αφορά το ενδεχόμενο οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ του ΟΛΝ, οι ιταλικές αρχές θεωρούν ότι – βάσει του νόμου αριθ. 84/1994 και του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 112/1998 (27) – τις συγκεκριμένες εργασίες ανακαίνισης επωμίζεται ο ιδιοκτήτης, δηλαδή το ιταλικό Δημόσιο, και όχι ο διαχειριστής των υποδομών. Κατά συνέπεια, η δημόσια χρηματοδότηση των ειδικών δαπανών συντήρησης δεν επιφέρει μείωση της επιβάρυνσης του οργανισμού λιμένος, ούτε του παρέχει πλεονέκτημα.

(62)

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την Ιταλία, δεν υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα για τον ΟΛΝ καθώς τα μέτρα είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της ΥΓΟΣ, δηλαδή για τη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών (στο πλαίσιο της ανατεθείσας εντολής και των απαγορεύσεων που επιβάλλονται στον οργανισμό λιμένος βάσει του νόμου αριθ. 84/1994). Η Ιταλία διατείνεται ότι η εν λόγω δραστηριότητα που εκτελείται από όλους τους ιταλικούς οργανισμούς λιμένων ορίζεται ρητώς από την εθνική νομοθεσία ως εμπίπτουσα στο πεδίο των ΥΓΟΣ. Κατά συνέπεια, τα μέτρα δεν παρέχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα στον ΟΛΝ έναντι των άλλων ιταλικών οργανισμών λιμένων.

(63)

Οι ιταλικές αρχές παραπέμπουν στο πρωτόκολλο αριθ. 26 της ΣΛΕΕ το οποίο παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στις εθνικές αρχές όσον αφορά τις ΥΓΟΣ και θεωρούν ότι ο ρόλος της Επιτροπής περιορίζεται στον έλεγχο των πρόδηλων σφαλμάτων. Σύμφωνα με την Ιταλία, στην προκειμένη περίπτωση η ΥΓΟΣ δεν συνίσταται στη εκμίσθωση υποδομής έναντι αποζημίωσης ούτε στην απευθείας χρήση της υποδομής από τον ΟΛΝ για την εκτέλεση ναυπηγικών δραστηριοτήτων. Το αντικείμενο της ΥΓΟΣ είναι η υποχρέωση διαχείρισης των ναυτικών δεξαμενών για λογαριασμό του ιταλικού Δημοσίου η οποία επιβάλλεται στους ιταλικούς οργανισμούς λιμένων με τον νόμο αριθ. 84/1994 και, ειδικότερα, το καθήκον εκτέλεσης και μέριμνας για την εκτέλεση των ειδικών εργασιών συντήρησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν ιδιοκτησία του Δημόσιου, σε συμφωνία με το δημόσιο συμφέρον.

(64)

Η κρατική χρηματοδότηση που χορηγήθηκε από το Δημόσιο για την επισκευή των ναυτικών δεξαμενών αριθ. 1, 2 και 3 δεν παρείχε πλεονέκτημα στον ΟΛΝ, καθώς αποτελούσε απλώς μεταφορά πόρων μεταξύ φορέων του Δημοσίου για την εκτέλεση των ειδικών καθηκόντων που έχουν ανατεθεί από το κράτος στους οργανισμούς λιμένων ή, εναλλακτικά, επιστροφή των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί ο ΟΛΝ για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο νόμος αριθ. 84/1994 σε όλους τους ιταλικούς οργανισμούς λιμένων.

(65)

Όσον αφορά τις εργασίες ανακαίνισης, οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι η κρατική χρηματοδότηση δεν υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την επιστροφή των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τον ΟΛΝ. Οι συμβάσεις για τις εργασίες ανατέθηκαν μετά από δημόσια διαδικασία υποβολής προσφορών (που είχε ως αποτέλεσμα μείωση του κόστους σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις). Επιπροσθέτως, η CAMED πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις συμπληρωματικά των επενδύσεων του ΟΛΝ ύψους άνω των 40 εκατ. EUR.

(66)

Όσον αφορά το θεσμικό καθήκον της διαχείρισης των λιμένων για λογαριασμό του Δημοσίου, η Ιταλία υποστήριξε επίσης ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 29 του Κώδικα Ναυσιπλοΐας και τα άρθρα 822 και 823 του Αστικού Κώδικα, το καθήκον αυτό δεν μπορεί να ανατεθεί σε άλλες οντότητες εκτός των οργανισμών λιμένων, πολύ δε λιγότερο μέσω διαδικασίας υποβολής προσφορών. Αντιθέτως, η σύμβαση παραχώρησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου ανατέθηκε στην CAMED βάσει της εθνικής νομοθεσίας (28), με όρους ανταγωνισμού και χωρίς διακριτική μεταχείριση, και σύμφωνα με τις αρχές της Ένωσης.

(67)

Η Ιταλία υποστηρίζει επίσης ότι τα μέτρα δεν προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Ο τομέας των λιμένων στην Ιταλία δεν είναι απελευθερωμένος και, συνεπώς, οι ιταλικοί οργανισμοί λιμένων δεν δραστηριοποιούνται σε τομέα που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η ταξινόμηση της δραστηριότητας ως «εκμίσθωσης» και όχι ως «παραχώρησης δημόσιων περιουσιακών στοιχείων» στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας αποτελούσε σφάλμα της Επιτροπής. Σε αντίθεση με έναν εκμισθωτή που ενοικιάζει ένα περιουσιακό στοιχείο, ο παραχωρησιούχος οφείλει να υποτάσσεται στο δημόσιο συμφέρον και υπόκειται στον έλεγχο του οργανισμού λιμένος σύμφωνα με το δημόσιο δίκαιο.

(68)

Επιπροσθέτως, η Ιταλία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών στον τρόπο διαχείρισης των λιμένων. Ελλείψει ομοιόμορφης προσέγγισης σε επίπεδο ΕΕ, η Ιταλία επέλεξε να παραμείνει η διαχείριση του τομέα των λιμένων στη δικαιοδοσία του Δημοσίου. Συνεπώς, αφού ο τομέας των λιμένων στην Ιταλία δεν είναι απελευθερωμένος, και αφού οι οργανισμοί λιμένων δεν δραστηριοποιούνται σε τομέα που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού, κατά την άποψη της Ιταλίας, τα μέτρα δεν προκάλεσαν στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε επηρέασαν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(69)

Οι ιταλικές αρχές πιστεύουν ότι ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως κρατικής ενίσχυσης θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 345 ΣΛΕΕ, που θεσπίζει την αρχή της ουδετερότητας μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων οντοτήτων. Ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης μπορεί να επενδύει κατά βούληση στην περιουσία του, ενώ οι επενδύσεις που πραγματοποιεί το Δημόσιο στις δικές του υποδομές αποτελούν πάντοτε κρατική ενίσχυση. Οι ιταλικές αρχές διαφωνούν με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι ιδιώτες ιδιοκτήτες πραγματοποιούν κατά κανόνα επενδύσεις που αναμένεται να αποφέρουν κέρδος (ένα παράδειγμα μπορεί να είναι οι επενδύσεις για σκοπούς βελτίωσης της εικόνας).

(70)

Η Ιταλία υποστηρίζει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, το ενωσιακό δίκαιο δεν μπορεί να επιβάλλει ιδιωτικοποιήσεις στα κράτη μέλη, ούτε να απαιτεί την πώληση περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ένα κράτος μέλος έχει αποφασίσει να παραμείνουν στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, ιδίως όταν δεν υφίστανται κοινά μέτρα για την απελευθέρωση του τομέα. Κάθε άλλη ερμηνεία θα συνιστούσε παραβίαση της γενικής αρχής της ισότιμης μεταχείρισης η οποία καθιστά έκνομη την αντιμετώπιση με τον ίδιο τρόπο γεγονότων που είναι καταφανώς διαφορετικά.

(71)

Η Επιτροπή, εξάλλου, δεν μπορεί να απαγορεύει στα κράτη μέλη να μεριμνούν για τη συντήρηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να διατηρεί τα περιουσιακά στοιχεία του σε λειτουργική κατάσταση και να διασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία τους βρίσκεται στον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, το οποίο προστατεύεται εφεξής και από τον χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασικής πηγής δικαίου η οποία είναι επίσης δεσμευτική για τα όργανα της Ένωσης.

(72)

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των μέτρων ως υφιστάμενης ενίσχυσης, η Ιταλία επισημαίνει ότι η Επιτροπή – στα προκαταρκτικά συμπεράσματα που διαβιβάστηκαν στον καταγγέλλοντα το 2013 – ανέφερε ότι οι συγκεκριμένες ναυτικές δεξαμενές αποτελούν μέρος της δημόσιας θαλάσσιας περιουσίας. Οι ιταλικές αρχές επισημαίνουν ότι πριν από την απόφαση Leipzig Halle, η ίδια η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι επενδύσεις σε υποδομές, μεταξύ των οποίων και οι ζώνες των λιμένων, αποτελούν δραστηριότητα που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Την περίοδο κατά την οποία αποφασίστηκαν οι εργασίες στις δεξαμενές αριθ. 1, 2 και 3 στον λιμένα της Νάπολης (δηλαδή πριν από το 2001), η κρατική στήριξη σε υποδομές συνήθως δεν συνιστούσε ενίσχυση, αλλά θεωρούνταν περισσότερο ένα γενικό μέτρο που απέρρεε από το κυριαρχικό δικαίωμα του κάθε κράτους όσον αφορά την οικονομική πολιτική, τη χωροταξία και τη χωροταξική ανάπτυξη.

(73)

Οι ιταλικές αρχές αναφέρονται επίσης στην ανακοίνωση σχετικά με την έννοια της ενίσχυσης (29), η οποία ορίζει ότι λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε πριν από την απόφαση στην υπόθεση Aéroports de Paris, οι δημόσιες αρχές μπορούσαν δικαιολογημένα να θεωρούν ότι οι κρατικές χρηματοδοτήσεις υποδομών που είχαν χορηγηθεί πριν από την εν λόγω απόφαση δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση και ότι, ως εξ αυτού, τα εν λόγω μέτρα δεν χρειαζόταν να κοινοποιούνται στην Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η Ιταλία θεωρεί ότι τα μέτρα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στη βάση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (30).

(74)

Αναφορικά με το προκαταρκτικό συμπέρασμα της Επιτροπής στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι η κρατική στήριξη σε εγκαταστάσεις ναυπήγησης και επισκευής πλοίων θεωρούνταν ανέκαθεν κρατική ενίσχυση (ακόμη και πριν από την απόφαση Leipzig Halle), οι ιταλικές αρχές διατύπωσαν τις ακόλουθες παρατηρήσεις. Κατά την Ιταλία, η Επιτροπή εσφαλμένα παραπέμπει στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας στην απόφαση αριθ. 94/374/ΕΚ της Επιτροπής (31). Η Ιταλία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, τα διάφορα μέτρα κρατικής στήριξης για τη συνδρομή «εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων σε ναυτική δεξαμενή» μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Επομένως, η απόφαση αφορούσε τις «εγκαταστάσεις», δηλαδή τις λιμενικές υπερδομές (κινητές κατασκευές, γερανούς κ.λπ.) που ανήκουν σε μεμονωμένους παραχωρησιούχους, και όχι τις λιμενικές υποδομές που ανήκουν στο Δημόσιο. Η απόφαση ορίζει ρητώς ότι (i) η κρατική χρηματοδότηση στην οντότητα που διαχειρίζεται έναν ιταλικό λιμένα «αφορ[ά] τη διαχείριση των υποδομών του τομέα της περιφέρειας και, ως εκ τούτου, […] δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση» και (ii) τα μέτρα για «τη χρηματοδότηση σε υποδομές τις οποίες αναλαμβάνει δημόσιος οργανισμός … δεν είναι δυνατόν να εκληφθούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου» 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, επιβεβαιώνοντας ότι πριν από την απόφαση Leipzig Halle η ίδια η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι επενδύσεις σε υποδομές, μεταξύ των οποίων και σε ζώνες λιμένων, αποτελεί δραστηριότητα που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

(75)

Η Ιταλία επαναλαμβάνει το επιχείρημα ότι οι ιταλικοί οργανισμοί λιμένων δεν δραστηριοποιούνται σε αγορά που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού. Σύμφωνα με πάγια νομοθεσία, μια ενίσχυση που χορηγείται σε μη απελευθερωμένες αγορές αποτελεί υφιστάμενη εγγύηση που μπορεί να θεωρηθεί μη συμβατή μόνον από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και μετά (ex nunc) και ως εξ τούτου δεν απαιτείται επιστροφή της.

3.1.2.   Σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ της CAMED

(76)

Όσον αφορά της εικαζόμενη ενίσχυση υπέρ της CAMED, οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι βάσει της ιταλικής νομοθεσίας, οι έκτακτες εργασίες για την ανακαίνιση των ναυτικών δεξαμενών εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας του ιδιοκτήτη (δηλαδή του Δημοσίου), και όχι του φορέα εκμετάλλευσης της υποδομής. Όπως και στις συμβάσεις εκμίσθωσης, οι συνήθεις εργασίες εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας του φορέα εκμετάλλευσης, ενώ ο ιδιοκτήτης οφείλει να διασφαλίζει ότι η υποδομή παραμένει κατάλληλη για τη χρήση που επιτρέπεται στον φορέα εκμετάλλευσης βάσει της σύμβασης παραχώρησης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Με τη λήξη της περιόδου παραχώρησης, η υποδομή παραμένει στην ιδιοκτησία του Δημοσίου. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, αυτό ισχύει όχι μόνο για τη σύμβαση παραχώρησης του 2004 που ανατέθηκε στην CAMED, αλλά και για όλες τις συμβάσεις παραχώρησης που αφορούν τη χρήση και εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων του Δημόσιου (32).

(77)

Η Ιταλία υποστηρίζει, συνεπώς, ότι τα μέτρα έχουν γενικό και οριζόντιο πεδίο εφαρμογής, επειδή, βάσει του δημόσιου μοντέλου που έχει υιοθετήσει η ιταλική νομοθετική εξουσία για την οργάνωση του τομέα των λιμένων, όλοι οι ιταλικοί οργανισμοί λιμένων (και όχι μόνον ο ΟΛΝ) ήταν ανέκαθεν, και συνεχίζουν να είναι, δικαιούχοι δημόσιων κονδυλίων που προορίζονται για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής σε περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου. Συνάγεται λοιπόν ότι όλες οι επιχειρήσεις (και όχι μόνον η CAMED) που δραστηριοποιούνται στη ζώνη του λιμένα σε όλους τους ιταλικούς λιμένες (όχι μόνο στη Νάπολη) και σε όλους τους οικονομικούς τομείς (όχι μόνο στη ναυπηγική βιομηχανία) έχουν «επωφεληθεί» από «ενίσχυση» που είναι πανομοιότυπη με την ενίσχυση που φέρεται να έχει λάβει η CAMED. Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι όλοι οι οικονομικοί φορείς στους οποίους έχει παραχωρηθεί η εκμετάλλευση κρατικής περιουσίας: (i) συμμετείχαν σε ανοικτή και ανταγωνιστική διαδικασία, (ii) μπορούσαν να χρησιμοποιούν εκτάσεις, περιουσιακά στοιχεία και υποδομές που κατασκευάστηκαν και επισκευάζονται με δημόσια κονδύλια και (iii) κατέβαλλαν τέλος χρήσης γης σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συνεπώς, η CAMED δεν απολάμβανε επιλεκτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, όπως οι λοιπές εταιρείες ναυπήγησης πλοίων, οι φορείς εκμετάλλευσης τερματικών σταθμών, οι ναυτιλιακές εταιρείες κ.λπ. (33). Επιπλέον, η CAMED υποχρεούται από τον κανονισμό του 2002 να παρέχει πρόσβαση στις κρατικές υποδομές σε άλλους φορείς εκμετάλλευσης επί ίσοις όροις και με βάση διαφανή κριτήρια προτεραιότητας χωρίς διακρίσεις, σύμφωνα με δημοσιευμένα τιμολόγια, γεγονός που κατά την άποψη των ιταλικών αρχών επιβεβαιώνει περαιτέρω τον μη επιλεκτικό χαρακτήρα των μέτρων.

(78)

Το τέλος χρήσης γης που κατέβαλλε η CAMED για τη χρήση της κρατικής περιουσίας καθορίστηκε σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και συγκεκριμένα σύμφωνα με το υπουργικό διάταγμα αριθ. 595/1995. Ο ΟΛΝ δεν μπορούσε εξάλλου να χρεώσει στην CAMED χαμηλότερα τέλη καθώς δεν πρόκειται για ένα εμπορικό τέλος το ύψος του οποίου αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών με βάση τις τιμές της αγοράς. Τα τέλη χρήσης γης καθορίζονται με αντικειμενικό τρόπο και είναι ίδια για όλες τις παραχωρήσεις παραθαλάσσιων εκτάσεων για δραστηριότητες αυτού του είδους, έχουν δηλαδή μη επιλεκτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, το μέτρο δεν είχε ως αποτέλεσμα μείωση των δαπανών που θα επωμιζόταν ο ΟΛΝ ούτε παρείχε στον ΟΛΝ τη δυνατότητα να χρεώσει στην CAMED χαμηλότερα τέλη.

(79)

Επιπροσθέτως, οι ιταλικές αρχές θεωρούν ότι δεν απαιτείται από τον παραχωρησιούχο εκμετάλλευσης περιουσιακών στοιχείων του Δημόσιου, στη διάρκεια της περιόδου παραχώρησης, να προχωρήσει σε επένδυση ποσού το οποίο, συνδυαζόμενο με το καταβληθέν τέλος, ισούται με το ποσό των ειδικών εργασιών συντήρησης που μπορεί να πραγματοποίησε το Δημόσιο ως μοναδικός ιδιοκτήτης του περιουσιακού στοιχείου. Ο παραχωρησιούχος – για την προσωρινή χρήση του περιουσιακού στοιχείου – δεν έχει καθήκον να αναλάβει την ίδια οικονομική επιβάρυνση που θα αναλάμβανε ως ιδιοκτήτης προκειμένου να διατηρήσει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία σε λειτουργική κατάσταση, αυξάνοντας έτσι την αξία τους.

(80)

Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η απόφαση κίνησης της διαδικασίας δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, αν και δεν όφειλε, η CAMED υλοποίησε σημαντικό επενδυτικό πρόγραμμα συμπληρωματικά των επενδύσεων του ΟΛΝ, ύψους άνω των 40 εκατ. EUR.

(81)

Οι ιταλικές αρχές θεωρούν ότι με το επενδυτικό σχέδιο η CAMED δεν επωφελήθηκε από πλεονέκτημα, καθώς η σύμβαση παραχώρησης του 2004 ανατέθηκε στην CAMED μέσω ανοικτής και δημόσιας διαδικασίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15) και η CAMED έχει δικαίωμα να εκμεταλλεύεται μια υποδομή η οποία πρέπει να είναι κατάλληλη για τη συμφωνηθείσα χρήση. Επιπροσθέτως, κατά την άποψη των ιταλικών αρχών, η οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34) σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης δεν έχει εφαρμογή στους διαγωνισμούς για συμβάσεις παραχώρησης στις ζώνες των λιμένων. Συνεπώς, ο ΟΛΝ δεν ήταν υποχρεωμένος να προκηρύξει διαγωνισμό για την ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης που σχετίζεται με τις συγκεκριμένες ναυτικές δεξαμενές ιδίως σε σχέση με μια σύμβαση παραχώρησης η οποία είχε ανατεθεί 10 και πλέον έτη πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας.

(82)

Η Ιταλία υποστηρίζει επίσης ότι τα μέτρα δεν προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών καθώς δεν ενισχύουν τη θέση μίας επιχείρησης έναντι των λοιπών επιχειρήσεων του ίδιου τομέα. Με βάση τους όρους που θεσπίζονται στον κανονισμό του 2002, οποιαδήποτε εταιρεία δύναται να αιτηθεί τη χρήση των δεξαμενών, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής της. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, τα μέτρα δεν έχουν, ως εξ αυτού, αντίκτυπο στις διασυνοριακές επενδύσεις και/ή στους όρους εγκατάστασης.

(83)

Κατά την άποψη της Ιταλίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να στραφεί κατά μέτρου το οποίο έχει εφαρμογή σε όλη την εθνική επικράτεια και σε όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εντός της, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο παρέχει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένους φορείς εκμετάλλευσης σε σύγκριση με τους όρους που ισχύουν για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν σε άλλα κράτη μέλη. Το εάν υφίσταται επιλεκτικό πλεονέκτημα ή όχι πρέπει στην πραγματικότητα να διαπιστώνεται αποκλειστικά σε εθνική βάση, καθώς ελλείψει κοινών κανόνων για το σύνολο της Ένωσης, μια σύγκριση των όρων που προσφέρονται στις επιχειρήσεις στα διάφορα κράτη μέλη θα παρέβαλλε διαφορετικές πραγματικές και νομικές καταστάσεις οι οποίες απορρέουν από τις νομοθετικές και κανονιστικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, θα συνιστούσε διαστρέβλωση του σκοπού και της λειτουργίας του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

(84)

Οι ιταλικές αρχές επαναλαμβάνουν την επιχειρηματολογία σχετικά με τον χαρακτηρισμό των μέτρων ως υφιστάμενης ενίσχυσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 75).

3.1.3.   Σχετικά με τη συμβατότητα της εικαζόμενης ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ και της CAMED

(85)

Η Ιταλία διαφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η χορήγηση λάμβανε χώρα κάθε φορά που μία από τις επενδύσεις εντασσόταν στο πρόγραμμα επενδύσεων βάσει αιτήματος των οργανισμών λιμένων. Η Ιταλία επαναλαμβάνει ότι ως ημερομηνία ανάθεσης ενός καθεστώτος κρατικής ενίσχυσης πρέπει να προσδιορίζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η νομική βάση που θεμελίωσε δικαίωμα λήψης των μέτρων στήριξης για τον εικαζόμενο δικαιούχο, και όχι η ημερομηνία έγκρισης των επακόλουθων, ενδεχομένων πολυάριθμων, εκτελεστικών μέτρων. Η Ιταλία επισημαίνει ότι όλα τα εκτελεστικά μέτρα που αναφέρθηκαν από την Επιτροπή περιέχουν ρητή αναφορά στις πράξεις αναχρηματοδότησης βάσει του νόμου αριθ. 413/1998, η οποία αποτελεί, ως εκ τούτου, την πραγματική και μοναδική νομική βάση των ενεργειών, καθώς και στις διάφορες αποφάσεις του ΟΛΝ το 2001 και στη σύμβαση παραχώρησης που ανατέθηκε στην CAMED το 2004.

(86)

Σύμφωνα με την Ιταλία, τα μέτρα δεν θα πρέπει να αξιολογηθούν με βάση τα πλαίσια για τη ναυπηγική βιομηχανία (βλέπε αιτιολογική σκέψη 48), επειδή τα μέτρα αφορούν απλώς τις ειδικές εργασίες συντήρησης λιμενικών υποδομών που ανήκουν στο Δημόσιο. Κατά την άποψη των ιταλικών αρχών, η εικαζόμενη ενίσχυση δεν έχει σχεδιαστεί με σκοπό να συμβάλει σε αύξηση της παραγωγικότητας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων σε ναυπηγείο, δηλαδή των λιμενικών υπερδομών (κινητών κατασκευών, γερανών κ.λπ.), αλλά με σκοπό την εκτέλεση ειδικών εργασιών συντήρησης σε ορισμένα στοιχεία της λιμενικής υποδομής που αποτελούν αποκλειστική ιδιοκτησία του Δημοσίου. Αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου μην καταστούν παρωχημένες, ιδίως σε επίπεδο ασφάλειας, και με δεδομένο ότι όλοι οι χρήστες του λιμένα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτές επί ίσοις όροις και χωρίς διακρίσεις. Η συμβατότητα των μέτρων δεν μπορεί, συνεπώς, να αξιολογηθεί με βάση τους τομεακούς κανόνες για τις ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία.

(87)

Σύμφωνα με την Ιταλία, τα μέτρα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια τόσο του άρθρου 107 παράγραφος 2 στοιχείο β) όσο και του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ, επειδή στοχεύουν στην αποκατάσταση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου μετά τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τον σεισμό του 1980 στην πόλη της Νάπολης. Τα εικαζόμενα μέτρα ενίσχυσης είναι αναλογικά καθώς η κρατική χρηματοδότηση περιορίζεται στο ποσό που ήταν απολύτως αναγκαίο και οι εργασίες της ειδικής συντήρησης ανατέθηκαν μέσω ανοικτής, ανταγωνιστικής διαδικασίας υποβολής προσφορών που είχε ως αποτέλεσμα μείωση του κόστους σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Οι ιταλικές αρχές επισημαίνουν περαιτέρω ότι η CAMED πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις, μειώνοντας την ένταση της δημόσιας συμμετοχής περίπου στο 40 % του συνολικού κόστους επένδυσης. Τα μέτρα είναι αναλογικά επιπροσθέτως επειδή – με βάση την εφαρμοστέα νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις παραχώρησης – οι εργασίες που εκτελούνται από τον παραχωρησιούχο παραμένουν στην ιδιοκτησία του Δημοσίου μετά το πέρας της σύμβασης και η CAMED δεν θα δικαιούνταν αντιστάθμιση ή επιστροφή. Η Ιταλία επαναλαμβάνει ότι τα εικαζόμενα μέτρα ενίσχυσης είναι επωφελή για την οικονομία μιας υποβαθμισμένης περιφέρειας η οποία εντάσσεται στις ενισχυόμενες περιφέρειες σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) ΣΛΕΕ.

(88)

Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν περαιτέρω πληροφορίες τον Νοέμβριο 2017, στις οποίες επανέλαβαν την άποψή τους ότι οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόζονται στη ναυπηγική βιομηχανία δεν αποτελούν την ορθή νομική βάση για την αξιολόγηση της συμβατότητας της ενίσχυσης. Παρά ταύτα, οι ιταλικές αρχές διατύπωσαν τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

(89)

Όσον αφορά τη συμβατότητα της ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ, η Ιταλία επιβεβαίωσε ότι ο ΟΛΝ δεν υπέβαλε αιτήσεις ενίσχυσης (επικαλούμενος τους σχετικούς κανόνες για τη ναυπηγική βιομηχανία) πριν από την έναρξη των εργασιών στην κάθε επένδυση. Οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν τη θέση τους ότι τα κεφάλαια χρησιμοποιήθηκαν για τη συντήρηση της υπάρχουσας λιμενικής υποδομής και δεν συνιστούν ενίσχυση υπέρ εγκαταστάσεων ναυπήγησης πλοίων.

(90)

Τέλος, η Ιταλία υποστηρίζει ότι τα υπό αξιολόγηση ποσά δεν μπορούν να ανακτηθούν, καθώς η προθεσμία παραγραφής που ορίζεται στο άρθρο 17 του διαδικαστικού κανονισμού έχει εκπνεύσει.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

4.1.   Παρατηρήσεις της CAMED

(91)

Η CAMED υποστηρίζει ότι η νομιμότητα των συγκεκριμένων μέτρων έχει ήδη εξεταστεί και επιβεβαιώθηκε το 2006, όταν η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές και, στη συνέχεια, αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία. Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας αποτελεί, ως εκ τούτου, παράνομη ανάκληση της εν λόγω απόφασης περάτωσης, μία δεκαετία και πλέον μετά τη χορήγηση του πρώτου μέτρου, η οποία παραβιάζει τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης, της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που διέπουν το ενωσιακό δίκαιο.

(92)

Επίσης, η CAMED θεωρεί ότι τα υπό εξέταση μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση ούτε υπέρ του ΟΛΝ ούτε υπέρ της CAMED καθώς αφορούν τη συνήθη διαχείριση και διοίκηση μιας ειδικής κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στο Δημόσιο, και όχι μια ειδική οικονομική δραστηριότητα. Δεν εκπληρώνεται καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(93)

Η CAMED επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα της Ιταλίας ότι οι οργανισμοί λιμένος είναι μη οικονομικές δημόσιες οντότητες οι οποίες απαγορεύεται βάσει του νόμου αριθ. 84/1994 να ασκούν οικονομική δραστηριότητα ή να παρέχουν λιμενικές υπηρεσίες. Ούτε είναι ελεύθερες οι ιταλικές αρχές, κατά την CAMED, να καθορίζουν το ύψος των κρατικών τελών που εισπράττεται από τους παραχωρησιούχους για λογαριασμό του Δημοσίου, καθώς τα τέλη ορίζονται στο υπουργικό διάταγμα αριθ. 595/1995.

(94)

Σύμφωνα με την CAMED, το έργο δεν παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στον ΟΛΝ ή στην ίδια. Τα διορθωτικά μέτρα συντήρησης των εν λόγω δημόσιων περιουσιακών στοιχείων επιβαρύνουν διά του νόμου αποκλειστικά το Δημόσιο, ως ιδιοκτήτη τους, και, επιπροσθέτως, είναι αναγκαία και καθοριστικής σημασίας για την εκπλήρωση της ΥΔΥ. Ως εκ τούτου, τα μέτρα δεν απαλλάσσουν την CAMED από οικονομική επιβάρυνση ούτε της παρέχουν πλεονέκτημα.

(95)

Η CAMED επισημαίνει εξάλλου ότι όταν σχεδιάστηκαν και εγκρίθηκαν τα κρατικά μέτρα, δεν αφορούσαν τον παραχωρησιούχο της εκμετάλλευσης δημόσιας γης, καθώς δεν είχε ακόμη διενεργηθεί η ανοικτή και ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών. Κατά συνέπεια, ο ΟΛΝ ανέλαβε τη δέσμευση να πραγματοποιήσει την επένδυση ανεξάρτητα από το ποιος θα ήταν ο μελλοντικός παραχωρησιούχος. Οποιαδήποτε επιχείρηση μπορούσε να έχει υποβάλει ανταγωνιστική προσφορά για τη σύμβαση παραχώρησης, και να έχει πετύχει την ανάθεση των υπό παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων. Συνεπώς, η διαδικασία πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς και δεν παρέχει πλεονέκτημα στον προσφέροντα που επιλέχθηκε.

(96)

Η CAMED υποστηρίζει επίσης ότι τα εξεταζόμενα μέτρα δεν είναι επιλεκτικά καθώς αποτελούν τυπική μέθοδο παρέμβασης του Δημόσιου η οποία, γενικά (και όχι μόνο για τους λιμένες ή τη ναυπηγική βιομηχανία), έχει ως στόχο να διατηρήσει τα πολυάριθμα και πολυποίκιλα δημόσια περιουσιακά στοιχεία και υποδομές σε ασφαλή κατάσταση λειτουργίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία το κράτος έχει αποφασίσει ότι πρέπει να παραμείνουν υπό την κυριότητα του Δημοσίου – απόφαση η οποία δεν υπόκειται στην κρίση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 345 ΣΛΕΕ. Στην προκειμένη περίπτωση, το έργο σχεδιάστηκε και εγκρίθηκε επίσης στο πλαίσιο χρηματοδοτικού προγράμματος που θεσπίστηκε με εθνικό νόμο το 1998 για την κατασκευή υποδομών με σκοπό την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό και την αποκατάσταση όλων των ιταλικών λιμένων.

(97)

Κατά την άποψη της CAMED, αυτό καταδεικνύει τον μη επιλεκτικό χαρακτήρα των μέτρων, τόσο σε σχέση με (i) τη θέση του ΟΛΝ έναντι όλων των άλλων οργανισμών λιμένων, στους οποίους χορηγήθηκε η ίδια δημόσια χρηματοδότηση για την εκτέλεση εργασιών σε περιουσιακά στοιχεία και υποδομές του Δημοσίου σε λιμένες εντός της εδαφικής δικαιοδοσίας τους όσο και με (ii) τη θέση της CAMED έναντι των άλλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη ναυπηγική βιομηχανία και σε άλλους τομείς, είτε στον λιμένα της Νάπολης είτε σε οποιονδήποτε άλλο ιταλικό λιμένα.

(98)

Επιπροσθέτως, όπως υποστηρίζει η CAMED, με βάση τους κανόνες που διέπουν τη χρήση των δημόσιων υποδομών στις οποίες έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες συντήρησης, οποιαδήποτε επιχείρηση δικαιούται, κατόπιν αιτήματος, να έχει πρόσβαση στις δεξαμενές τις οποίες εκμεταλλεύεται η CAMED δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης, με βάση διαφανή κριτήρια χωρίς διακρίσεις και με αντάλλαγμα την καταβολή δημόσιων τελών. Η πρόσβαση στις υποδομές γίνεται υπό ισότιμους όρους ανταγωνισμού με άλλους πιθανούς χρήστες, που μπορεί να είναι όχι μόνον άλλες επιχειρήσεις επισκευής πλοίων, αλλά οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται να χρησιμοποιήσει τις υποδομές, π.χ. ναυτιλιακές εταιρείες, φορείς παροχής λιμενικών υπηρεσιών, ναυτιλιακοί πράκτορες και εταιρείες διαχείρισης σκαφών. Η CAMED θεωρεί ότι αυτό λειτουργεί ως περαιτέρω επιβεβαίωση του μη επιλεκτικού χαρακτήρα των μέτρων για την ανακαίνιση των δεξαμενών, τα οποία δεν ευνοούν «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής».

(99)

Η CAMED επαναλαμβάνει επίσης τα επιχειρήματα της Ιταλίας περί μη στρέβλωσης του ανταγωνισμού ή επιπτώσεων στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(100)

Η CAMED πιστεύει ότι τα μέτρα είναι σε κάθε περίπτωση συμβατά με την εσωτερική αγορά τόσο δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, καθώς στοχεύουν στην επανόρθωση «ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή έκτακτα γεγονότα», στην περίπτωση των βομβαρδισμών και του σεισμού του 1980, όσο και δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, καθώς προωθούν στόχο κοινού ενδιαφέροντος. Επιπροσθέτως, τα μέτρα είναι αναλογικά λόγω των επενδύσεων της ίδιας της CAMED (ύψους 42 541 495 EUR) η οποία μείωσε την ένταση της παρέμβασης του Δημοσίου περίπου στο 40 % του συνολικού κόστους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν, η CAMED επένδυσε 11,1 εκατ. EUR στις δεξαμενές, ενώ το υπόλοιπο ποσό διατέθηκε σε άλλα στοιχεία που σχετίζονταν, π.χ., με τα αγαθά/τις εκτάσεις που καλύπτονται από το τέλος παραχώρησης, με αποθήκες και κτίρια, έξοδα μεταφοράς, εξοπλισμό ΤΠ και γραφείου.

(101)

Τέλος, η CAMED υποστηρίζει ότι στην περίπτωση που τα μέτρα θεωρηθούν ενίσχυση, θα επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση, δεδομένου ότι η προθεσμία παραγραφής που ορίζεται στο άρθρο 17 του διαδικαστικού κανονισμού έχει εκπνεύσει.

4.2.   Παρατηρήσεις του καταγγέλλοντα

(102)

Ο καταγγέλλων συμφωνεί με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο ΟΛΝ πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες. Ο καταγγέλλων θεωρεί ότι πρέπει πλέον να αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εθνικοί λιμένες ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους αλλά και με τους άλλους ευρωπαϊκούς και μεσογειακούς λιμένες, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που έχει παράσχει η Επιτροπή στο πλαίσιο της πάγιας πρακτικής της. Π.χ., σε απόφαση που έλαβε το 2012 (35), η Επιτροπή έκρινε ότι ο Οργανισμός Λιμένος της Augusta λειτουργούσε ως επιχείρηση κατά την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητάς της η οποία συνίστατο στην εκμετάλλευση λιμενικών υποδομών που ανήκαν στο Δημόσιο μέσω μίσθωσης της εν λόγω υποδομής σε φορείς εκμετάλλευσης λιμένων, έναντι τέλους παραχώρησης. Αυτό αποτελεί προηγούμενο για τον ΟΛΝ αφού ο Οργανισμός Λιμένος της Augusta λειτουργεί με βάση τους ίδιους εθνικούς κανόνες (36).

(103)

Όσον αφορά το τέλος παραχώρησης, ο καταγγέλλων πιστεύει ότι ορίστηκε βάσει της εθνικής νομοθεσίας (37) η οποία εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι είχε εφαρμογή καθώς η παραχώρηση δεν αφορά αποκλειστικά τη χρήση των δεξαμενών για ναυπηγικούς σκοπούς, αλλά και τη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών από την CAMED. Σε αυτό το πλαίσιο, ο καταγγέλλων διατείνεται ότι με την απευθείας ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης στην CAMED χωρίς διοργάνωση διαδικασίας διαγωνισμού, ο ΟΛΝ παραιτήθηκε του δικαιώματος είσπραξης τέλους για τη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών, καθώς ο ΟΛΝ εισπράττει τέλος μόνο για την παραχώρηση γης. Ο καταγγέλλων διευκρινίζει επίσης ότι το άρθρο 6 της σύμβασης παραχώρησης προβλέπει ρητώς ότι η CAMED καταβάλλει το τέλος στον ΟΛΝ «ως αντιπαροχή για την εν λόγω παραχώρηση» και όχι εν είδει φορολογίας.

(104)

Ο καταγγέλλων συμφωνεί με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τον δημόσιο χαρακτήρα των πόρων και την επιλεκτικότητα των μέτρων από τα οποία επωφελείται ο ΟΛΝ. Ο καταγγέλλων υποστηρίζει επίσης συγκεκριμένα ότι τα μέτρα δεν μπορεί να αποτελούν απλή μεταφορά πόρων μεταξύ δημόσιων διοικήσεων. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 84/1994, παρόλο που οι οργανισμοί λιμένων είναι μη οικονομικές δημόσιες οντότητες, διαθέτουν ευρεία διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία, ενώ δεν υπόκεινται σε υπουργικό έλεγχο για την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, μεταξύ άλλων, για τη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών.

(105)

Ο καταγγέλλων συμφωνεί με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα μέτρα δεν πληρούν τις τέσσερις προϋποθέσεις της υπόθεσης Altmark και ότι, ως εκ τούτου, η διοίκηση των ναυτικών δεξαμενών που ασκεί ο ΟΛΝ δεν αποτελεί υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στον ΟΛΝ.

(106)

Ο καταγγέλλων συμφωνεί με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα μέτρα είναι ικανά να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών λιμένων και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, ο καταγγέλλων επαναλαμβάνει ότι οι ιταλικοί λιμένες ανταγωνίζονται με διάφορους ευρωπαϊκούς λιμένες σε μια ανταγωνιστική αγορά και ότι, ως εκ τούτου, το επιχείρημα των ιταλικών αρχών ότι η ζήτηση για υποδομές επισκευής πλοίων είναι τοπικής κλίμακας πρέπει να απορριφθεί.

(107)

Ο καταγγέλλων συμφωνεί με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης υπέρ της CAMED επειδή ο ΟΛΝ ενδέχεται να παραιτήθηκε από κρατικούς πόρους όταν ανέθεσε στην CAMED τη σύμβαση παραχώρησης των ναυτικών δεξαμενών έναντι τιμήματος χαμηλότερου από την τιμή της αγοράς. Ο καταγγέλλων συμμερίζεται επίσης την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής ότι η CAMED απολάμβανε οικονομικό πλεονέκτημα αφενός επειδή η παραχώρηση ανατέθηκε χωρίς κανονικό διαγωνισμό αλλά μέσω άλλης διαδικασίας (η οποία δημοσιοποιήθηκε μόνο σε τοπικό επίπεδο) και αφετέρου επειδή το τέλος παραχώρησης ορίστηκε βάσει πάγιων παραμέτρων (χωρίς να ληφθούν υπόψη οι υποδομές με τις οποίες είναι εξοπλισμένος ο χώρος) και όχι με βάση τις τιμές της αγοράς. Ο καταγγέλλων εξηγεί και πάλι ότι η παραχώρηση περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα χρήσης των κρατικών υποδομών ναυπήγησης πλοίων, αλλά και τη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών. Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται το τέλος παραχώρησης δεν αντικατοπτρίζει τις δύο δραστηριότητες που ασκεί η CAMED και την πραγματική οικονομική αξία της παραχώρησης.

(108)

Ο καταγγέλλων διατείνεται επίσης ότι η διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών είναι μια υπηρεσία σημαντικής οικονομικής αξίας που υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει ετήσιο κύκλο εργασιών μεταξύ 6 εκατ. EUR και 9 εκατ. EUR για την CAMED (έναντι ετήσιου τέλους ύψους 137 409,68 EUR που καταβάλλει η CAMED) και ότι, ως εκ τούτου, η αξία της διαχείρισης των δημόσιων ναυτικών δεξαμενών για τη συνολική διάρκεια της παραχώρησης ανέρχεται μεταξύ 180 εκατ. EUR και 270 εκατ. EUR. Συγκεκριμένα, τα έσοδα από τέλη που εισπράττει η CAMED περιλαμβάνουν τα τέλη που καταβάλλονται για: (i) τη χρήση των ναυτικών δεξαμενών και (ii) την παροχή από την CAMED άλλων συνδεδεμένων υπηρεσιών (όπως οι υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για την είσοδο, έξοδο και συντήρηση ενός σκάφους σε δεξαμενή ή η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος). Ο καταγγέλλων υπογραμμίζει ότι η CAMED μπορεί να ορίζει ελεύθερα τα τέλη χωρίς έλεγχο από τον ΟΛΝ και ότι τα τέλη που χρεώνει η CAMED είναι υπερβολικά και πολύ υψηλότερα από τα τέλη που χρεώνουν οι διαχειριστές παρεμφερών υποδομών σε άλλους λιμένες (τον Νοέμβριο 2012 η CAMED προχώρησε σε αύξηση των τελών κατά περισσότερο του 300 %).

(109)

Ο καταγγέλλων συμφωνεί με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι προϋποθέσεις της υπόθεσης Altmark δεν πληρούνται αθροιστικά στην περίπτωση της CAMED και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δραστηριότητες της CAMED συνιστούν εκπλήρωση ΥΔΥ. Ο καταγγέλλων θεωρεί ότι μόνον η εκμετάλλευση της ναυτικής δεξαμενής αριθ. 3 ενδέχεται να συνιστά παροχή δημόσιας υπηρεσίας καθώς αποτελεί τη μεγαλύτερη δεξαμενή στον λιμένα της Νάπολης. Εξάλλου, οι ναυτικές δεξαμενές τις οποίες διαχειρίζεται η CAMED δεν είναι πραγματικά ανοικτές σε τρίτους χρήστες. Η CAMED είναι ένας προνομιούχος χρήστης που δημιουργεί εμπόδια στην ελεύθερη πρόσβαση άλλων φορέων εκμετάλλευσης λιμένων. Επιπροσθέτως, τα τέλη που χρεώνει η CAMED για χορήγηση πρόσβασης στις υποδομές σε τρίτους χρήστες εικάζεται ότι υπερβαίνουν την τιμή της αγοράς.

(110)

Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, τα μέτρα προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτον, ως διαχειριστής υποδομής, η CAMED απολάμβανε πλεονέκτημα έναντι των πιθανών ανταγωνιστών της καθώς (i) της είχε παραχωρηθεί η διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών χωρίς διαδικασία διαγωνισμού και (ii) κατέβαλλε αδικαιολόγητα χαμηλό ύψος τελών στον ΟΛΝ ενώ επέβαλλε υπερβολικά υψηλά τέλη στις άλλες εταιρείες επισκευής πλοίων που επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν τις δεξαμενές. Δεύτερον, ούσα επιχείρηση επισκευής πλοίων, η CAMED απολάμβανε πλεονέκτημα ως αδικαιολόγητα προνομιούχος χρήστης των δημόσιων δεξαμενών.

(111)

Όσον αφορά τις επιπτώσεις στις συναλλαγές, ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι η ζήτηση για υποδομές επισκευής πλοίων προέρχεται κυρίως από διεθνείς παράγοντες, που πολλές φορές ανήκουν σε μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους.

(112)

Όσον αφορά τη συμβατότητα των μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, ο καταγγέλλων συμφωνεί με την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι ναυτικές δεξαμενές δεν αποτελούν υποδομές μεταφορών και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, ο καταγγέλλων θεωρεί ότι τα μέτρα δεν πληρούν τα κριτήρια συμβατότητας i) του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) ή γ) σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις ή ii) του πλαισίου για τις ΥΓΟΣ του 2011 ή (iii) των τομεακών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας.

(113)

Τέλος, ο καταγγέλλων συντάσσεται με την άποψη της Επιτροπής ότι τα μέτρα ενίσχυσης χορηγούνταν όταν τα σχετικά έργα εντάσσονταν στο επενδυτικό πρόγραμμα που καταρτίστηκε με βάση τα αιτήματα του ΟΛΝ, και όχι το 1998 (όπως υποστηρίχθηκε από τις ιταλικές αρχές) μέσω του άρθρου 9 του νόμου αριθ. 413/1998.

5.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

(114)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, «[ε]νισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(115)

Για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως ενίσχυση κατά την έννοια της συγκεκριμένης διάταξης πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) το μέτρο πρέπει να καταλογίζεται στο κράτος και να χρηματοδοτείται μέσω κρατικών πόρων· ii) πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο του μέτρου· iii) το εν λόγω πλεονέκτημα πρέπει να είναι επιλεκτικό· και iv) το μέτρο πρέπει να προκαλεί ή να απειλεί να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού και να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

5.1.   Ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ του Οργανισμού Λιμένος της Νάπολης

5.1.1.   Η έννοια της επιχείρησης

(116)

Βάσει της ιταλικής νομοθεσίας, οι οργανισμοί λιμένων είναι μη οικονομικές οντότητες που έχουν ως αποστολή τη συνολική συντήρηση και ανάπτυξη των λιμενικών υποδομών. Προς τούτο, οι οικονομικοί πόροι που έχει στη διάθεσή του ένας οργανισμός λιμένος μπορούν να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη διαχείριση του λιμένα και την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί βάσει της νομοθεσίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 55).

(117)

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (38) (εφεξής το «Δικαστήριο») έχει επανειλημμένα ορίσει τις επιχειρήσεις ως οντότητες που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τις διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής τους. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά συνιστά οικονομική δραστηριότητα (39).

(118)

Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός μιας συγκεκριμένης οντότητας ως επιχείρησης εξαρτάται αποκλειστικά από τη φύση των δραστηριοτήτων που ασκεί. Η εν λόγω γενική αρχή έχει τρεις σημαντικές επιπτώσεις: i) το καθεστώς μιας οντότητας βάσει της εθνικής νομοθεσίας δεν είναι καθοριστικής σημασίας, ii) η εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων δεν εξαρτάται από το κατά πόσο η οντότητα έχει ως στόχο την κερδοφορία, και iii) ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας ως επιχείρησης συνδέεται πάντοτε με συγκεκριμένη δραστηριότητα.

(119)

Τα υπό εξέταση μέτρα αφορούν χρηματοδότηση για τη δομική ανακαίνιση υποδομών επισκευής πλοίων (ναυτικών δεξαμενών) σε λιμένα που τελεί υπό την κυριότητα του ιταλικού Δημόσιου, το οποίο ασκεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του μέσω του ΟΛΝ, που λειτουργεί ως διαχειριστής. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ναυτικές δεξαμενές δεν αποτελούν λιμενικές υποδομές αλλά εγκαταστάσεις παραγωγής για ναυπηγεία προοριζόμενες για δραστηριότητες κατασκευής ή επισκευής πλοίων. Η Επιτροπή στις αποφάσεις της έχει υιοθετήσει εδώ και χρόνια την άποψη ότι η ναυπήγηση πλοίων συνιστά οικονομική δραστηριότητα που περιλαμβάνει συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών (40).

(120)

Ο ΟΛΝ εκμεταλλεύεται εμπορικά τις ναυτικές δεξαμενές χρεώνοντας τέλη χρήσης γης για τη χρήση τους. Από αυτή την άποψη, αντίθετα με τον ισχυρισμό των ιταλικών αρχών (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 57 και 58), τα τέλη αυτά αποτελούν αντιστάθμιση για την παροχή οικονομικής υπηρεσίας (δηλαδή την εκμίσθωση εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων έναντι αποζημίωσης). Τα τέλη αποτελούν μία από τις πηγές εισοδήματος που επιτρέπουν στον ΟΛΝ να χρηματοδοτεί τις δραστηριότητές του, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επενδύσεις για τη διατήρηση της λειτουργικότητας των ναυτικών δεξαμενών. Η διατήρηση των ναυτικών δεξαμενών σε λειτουργική κατάσταση για την εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών σε πλοία επιτρέπει στον ΟΛΝ να αποφύγει τη συρρίκνωση των διαχειριστικών δραστηριοτήτων του σε σχέση με τον λιμένα και να προσελκύσει επιχειρήσεις επισκευής πλοίων. Στην πραγματικότητα, αν δεν εκτελούνταν επισκευαστικές εργασίες, οι ναυτικές δεξαμενές δεν θα λειτουργούσαν σωστά και, μακροπρόθεσμα, ο ΟΛΝ δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την εμπορική δραστηριότητα της εκμίσθωσής τους έναντι αποζημίωσης. Ως προς αυτό, η σύμβαση παραχώρησης του 2004 ορίζει στο άρθρο 1 ότι «η παραχώρηση χορηγείται για τον σκοπό της εκτέλεσης εργασιών μετατροπής και επισκευής πλοίων και σκαφών αναψυχής, καθώς και για τη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών…» (41), καθορίζοντας έτσι εξαρχής την ακριβή χρήση της οικείας δημόσιας γης.

(121)

Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, δεδομένων των δημόσιων αρμοδιοτήτων του, ο ΟΛΝ ενδέχεται επίσης να ασκεί δραστηριότητες που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δημόσιου, η παρούσα απόφαση αφορά αποκλειστικά τη διαχείριση των εγκαταστάσεων ναυτικών δεξαμενών που επωφελήθηκαν από ενίσχυση και την εκμίσθωσή τους έναντι αποζημίωσης. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας ως επιχείρησης συνδέεται πάντοτε με συγκεκριμένη δραστηριότητα. Εάν μια οντότητα ασκεί και οικονομικές και μη οικονομικές δραστηριότητες, πρέπει να θεωρείται επιχείρηση μόνον σε σχέση με τις πρώτες. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει θέση ως προς το εάν οι υπόλοιπες δραστηριότητες του ΟΛΝ (εκτός της εκμίσθωσης εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων έναντι αποζημίωσης) συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες.

5.1.2.   Καταλογισμός και κρατικοί πόροι

(122)

Οι πόροι που διατέθηκαν για τα επενδυτικά σχέδια μεταφέρθηκαν στον ΟΛΝ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 5.1.1, ο ΟΛΝ μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, καθώς είναι οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα για λογαριασμό του ιδιοκτήτη, που είναι το ιταλικό Δημόσιο. Συνεπώς, η εν λόγω μεταφορά ισοδυναμεί με μεταφορά κρατικών πόρων και καταλογίζεται στο κράτος.

5.1.3.   Επιλεκτικότητα

(123)

Για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, ένα μέτρο πρέπει να έχει ειδικό και επιλεκτικό χαρακτήρα παρέχοντας ευνοϊκή μεταχείριση μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις και/ή ορισμένους κλάδους παραγωγής.

(124)

Δεδομένου ότι η παρούσα υπόθεση αφορά τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν μεμονωμένα στον ΟΛΝ, η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα (42).

(125)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα υπό εξέταση μέτρα παρέχουν ευνοϊκή μεταχείριση στον ΟΛΝ έναντι άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση με τον ΟΛΝ. Ο νόμος αριθ. 413/1998 ορίζει ότι το υπουργείο, με βάση τα αιτήματα των οργανισμών λιμένων, καταρτίζει πρόγραμμα επενδύσεων. Κατόπι αιτήματος του ΟΛΝ, το πρόγραμμα επενδύσεων εγκρίθηκε με δύο υπουργικά διατάγματα (27 Οκτωβρίου 1999 και 2 Μαΐου 2001) (βλέπε αιτιολογική σκέψη 25). Παρά το γεγονός ότι αριθμός άλλων οργανισμών λιμένων που απαριθμούνται στο εν λόγω πρόγραμμα επενδύσεων (43) μπορούσε επίσης να χρησιμοποιεί δημόσια κονδύλια για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλους ιταλικούς λιμένες, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα παρέχουν επιλεκτική ευνοϊκή μεταχείριση στην εγκατάσταση ναυπήγησης πλοίων του ΟΛΝ. Πράγματι, ο ΟΛΝ έλαβε κρατική χρηματοδότηση για την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της εγκατάστασης ναυπήγησης πλοίων που διαχειρίζεται, σε αντίθεση με άλλους διαχειριστές εγκαταστάσεων ναυπήγησης πλοίων που δεν απαριθμούνται στο πρόγραμμα επενδύσεων, π.χ. επειδή δεν είναι οργανισμοί λιμένων. Οι εν λόγω μη απαριθμούμενοι διαχειριστές εγκαταστάσεων ναυπήγησης πλοίων βρίσκονται σε πραγματική και νομική κατάσταση που είναι συγκρίσιμη με εκείνη του ΟΛΝ, αλλά υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε επέκταση, εκσυγχρονισμό ή αναβάθμιση της εγκατάστασής τους χωρίς να λάβουν ανάλογη κρατική χρηματοδότηση. Κατά το Δικαστήριο, ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελούμενων επιχειρήσεων (περιλαμβανομένου ενδεχομένως και του συνόλου των επιχειρήσεων ενός δεδομένου κλάδου) ούτε η ποικιλία και το μέγεθος των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό ενός κρατικού μέτρου ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής (44). Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα επιπροσθέτως επειδή εξασφαλίζουν ευνοϊκή μεταχείριση σε διαχειριστή εγκαταστάσεων ναυπήγησης και επισκευής πλοίων έναντι των διαχειριστών κατασκευαστικών ή επισκευαστικών εγκαταστάσεων σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Οι τελευταίοι βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση εφόσον και εκείνοι ασκούν την οικονομική δραστηριότητά τους με βάση τις κατασκευαστικές ή επισκευαστικές εγκαταστάσεις τις οποίες διαχειρίζονται. Ωστόσο, καλούνται να ασκήσουν την οικονομική δραστηριότητά τους χωρίς να επωφελούνται από την επενδυτική στήριξη που χορηγήθηκε στον ΟΛΝ.

5.1.4.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(126)

Η δημόσια χρηματοδότηση ύψους 44 138 854,50 EUR παρέχεται μέσω επιχορηγήσεων ή μέσω της αποπληρωμής δανείων που έχουν συναφθεί από τον ΟΛΝ με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως παρουσιάζονται στον πίνακα 2 ανωτέρω. Οι επιχορηγήσεις είναι μη επιστρεπτέα χρηματοδοτικά μέσα που δεν έχουν χρηματοδοτικό κόστος. Ομοίως, η αποπληρωμή από το Δημόσιο δανείων που έχουν συναφθεί από επιχείρηση με αποτέλεσμα τη μη επιβάρυνση της εν λόγω επιχείρησης, ως δικαιούχου, με χρηματοοικονομικά έξοδα δεν διατίθεται σε κανονικές συνθήκες αγοράς αφού απαλλάσσει την επιχείρηση από τις οικονομικές υποχρεώσεις που θα καλούνταν κανονικά να επωμιστεί. Στην ελεύθερη αγορά, τέτοιου είδους χρηματοδοτικά μέσα δεν θα ήταν διαθέσιμα στον δικαιούχο. Συνεπώς, η χορηγηθείσα κρατική χρηματοδότηση παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στον ΟΛΝ.

(127)

Ωστόσο, από την απόφαση Altmark συνάγεται ότι η αντιστάθμιση που χορηγείται από το Δημόσιο ή μέσω κρατικών πόρων σε επιχειρήσεις ως αντιπαροχή για ΥΔΥ τις οποίες υποχρεούνται να εκπληρώσουν δεν παρέχει πλεονέκτημα στις εν λόγω επιχειρήσεις και, συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αθροιστικά τέσσερις προϋποθέσεις (45):

Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση υποχρεούται πράγματι να εκπληρώσει ΥΔΥ και οι εν λόγω υποχρεώσεις έχουν οριστεί σαφώς. Δεδομένου ότι ο ορισμός της ΥΓΟΣ εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, οι εξουσίες της Επιτροπής περιορίζονται, καταρχήν, στον έλεγχο για ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος κατά τον ορισμό μιας υπηρεσίας ως ΥΓΟΣ.

Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια. Η ανάγκη να προσδιοριστούν εκ των προτέρων οι παράμετροι για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης δεν σημαίνει ότι η αντιστάθμιση πρέπει να υπολογίζεται βάσει συγκεκριμένου μαθηματικού τύπου. Αυτό που περισσότερο έχει σημασία είναι να αποσαφηνίζεται εξαρχής με ποιον τρόπο καθορίζεται η αντιστάθμιση. Συνήθως, η σχετική πράξη ανάθεσης των ΥΔΥ πρέπει τουλάχιστον να προσδιορίζει το περιεχόμενο και τη διάρκεια των ΥΔΥ, την επιχείρηση και την επικράτεια που αυτές αφορούν, τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντιστάθμισης, καθώς και τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση τυχόν υπεραντιστάθμισης.

Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

(128)

Στην παρούσα υπόθεση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 62), η Ιταλία υποστήριξε ότι το άρθρο 1.ζ) του υπουργικού διατάγματος της 14ης Νοεμβρίου 1994 επέβαλε ΥΔΥ σε όλους τους ιταλικούς οργανισμούς λιμένων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα κρίνει κατά πόσον πληρούνται και τα τέσσερα κριτήρια Altmark.

(129)

Σύμφωνα με τη νομολογία (46), εφόσον η πρώτη προϋπόθεση Altmark έχει ως στόχο να διασφαλίσει διαφάνεια και ασφάλεια δικαίου, πρέπει να πληρούνται δύο ελάχιστα κριτήρια: i) πρέπει να έχει πράγματι ανατεθεί στην επιχείρηση η εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιου συμφέροντος, και ii) πρέπει να ορίζεται σαφώς η φύση, η διάρκεια και το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω υποχρεώσεων. Πράγματι, σε περίπτωση μη σαφούς καθορισμού τέτοιων αντικειμενικών κριτηρίων, δεν θα ήταν δυνατόν να ελεγχθεί κατά πόσον συγκεκριμένη δραστηριότητα μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της ΥΓΟΣ. Τα δύο αυτά ελάχιστα κριτήρια εφαρμόζονται αυστηρά και δεν καλύπτονται από την ευρεία διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Συνεπώς, η Επιτροπή ελέγχει αυστηρά την εκπλήρωσή τους και σε αυτό το στάδιο δεν εφαρμόζει το κριτήριο του πρόδηλου σφάλματος. Το εν λόγω κριτήριο εφαρμόζεται μόνο σε επόμενο στάδιο, προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσον οι πράγματι ανατεθείσες και σαφώς καθορισμένες υπηρεσίες και υποχρεώσεις είναι κατάλληλες για να χαρακτηριστούν ως ΥΓΟΣ. Μόνο σε αυτό το μεταγενέστερο στάδιο μπορεί να έχει νόημα η διαπίστωση αποτυχίας της αγοράς.

(130)

Στην παρούσα υπόθεση, η φύση, η διάρκεια και το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας που εικάζεται ότι είχε ανατεθεί στον ΟΛΝ δεν ορίζονται σαφώς. Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των ιταλικών αρχών (βλ αιτιολογική σκέψη 63), η εθνική νομοθεσία (άρθρο 1.ζ) του υπουργικού διατάγματος της 14ης Νοεμβρίου 1994) περιγράφει μόνο με πολύ γενικούς όρους την υποχρέωση που επιβάλλεται σε όλους τους οργανισμούς λιμένων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών («gestione di […] bacini di carenaggio per il settore industriale»), χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες. Το άρθρο 1.ζ) δεν ορίζει καθόλου τη διάρκεια της εικαζόμενης υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Επιπροσθέτως, μια τόσο γενικόλογη διάταξη δεν ορίζει με σαφή τρόπο τη φύση και το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης.

(131)

Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά το κατά πόσο οι εικαζόμενες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας αρμόζει να χαρακτηριστούν ως ΥΓΟΣ, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ιταλικές αρχές διέπραξαν πρόδηλο σφάλμα. Οι ιταλικές αρχές δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο ΟΛΝ, με την εκμίσθωση εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων έναντι αποζημίωσης, ασκεί μια δραστηριότητα που δεν διατίθεται στην αγορά υπό συγκρίσιμους όρους τιμής, ποιότητας, συνέχειας και πρόσβασης στην υπηρεσία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ύπαρξη (ή η πιθανότητα κατασκευής) άλλων ναυτικών δεξαμενών και πλωτών δεξαμενών του ίδιου μεγέθους στον λιμένα της Νάπολης και σε άλλους γειτονικούς λιμένες μπορεί να αποκλείει τον χαρακτηρισμό της διαχείρισης μιας συγκεκριμένης ναυτικής δεξαμενής από τον Οργανισμό Λιμένος ως ΥΓΟΣ. Επιπροσθέτως, οι επιδοτηθείσες εγκαταστάσεις δεν παρέχουν κάποιο γενικό όφελος για την κοινωνία αλλά μάλλον μια απλή υπηρεσία στις επιχειρήσεις επισκευής πλοίων στην περιοχή της Νάπολης (47). Στην υπόθεση Enirisorse (48), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η εκμετάλλευση ενός εμπορικού λιμένα δεν συνεπάγεται αυτομάτως την εκπλήρωση υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας. Η Επιτροπή θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι οι οικονομικές υπηρεσίες που παρέχει ο ΟΛΝ δεν παρουσιάζουν ειδικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με την εκμίσθωση εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων στην αγορά (49) και δεν αντιμετωπίζουν κάποια αποτυχία της αγοράς.

(132)

Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη προϋπόθεση Altmark, η Επιτροπή παρατηρεί τα εξής. Το υπουργικό διάταγμα της 14ης Νοεμβρίου 1994 δεν παρέχει ποσοτικοποίηση ή αντικειμενικές και διαφανείς παραμέτρους για εκ των προτέρων υπολογισμό της αντιστάθμισης σε σχέση με την ΥΔΥ που εικάζεται ότι παρείχε ο ΟΛΝ. Επίσης, οι πράξεις χορήγησης (αιτιολογική σκέψη 125) δεν προσδιορίζουν περαιτέρω την αντιστάθμιση για την εικαζόμενη ΥΔΥ.

(133)

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί εάν η χορηγηθείσα αντιστάθμιση δεν υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη των σχετικών εξόδων που προκύπτουν από την εκπλήρωση της εικαζόμενης ΥΔΥ, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους.

(134)

Όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση Altmark, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την Ιταλία, η ΥΔΥ δεν ανατέθηκε, και δεν μπορεί να ανατεθεί στον ΟΛΝ μέσω διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία (βλέπε αιτιολογική σκέψη (66)).

(135)

Σύμφωνα με την απόφαση Altmark, όταν η επιλογή της επιχείρησης στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση ΥΔΥ δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης για την επιλογή του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο, το επίπεδο της απαραίτητης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει ανάλυσης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της ΥΔΥ προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός εύλογου κέρδους από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

(136)

Οι ιταλικές αρχές δεν υπέβαλαν ολοκληρωμένη ανάλυση των δαπανών μιας τέτοιας επιχείρησης που είναι κατάλληλα εξοπλισμένη με μέσα για την εκπλήρωση της εικαζόμενης ΥΔΥ, ούτε ανέφεραν ότι είχε διενεργηθεί σχετική ανάλυση με σκοπό τον καθορισμό της μεθοδολογίας για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης.

(137)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν πληρούνται αθροιστικά οι τέσσερις προϋποθέσεις· συνάγεται, ως εξ αυτού, ότι τα υπό εξέταση μέτρα παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα.

5.1.5.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των εμπορικών συναλλαγών

(138)

Βάσει πάγιας νομολογίας, όταν μια χρηματοδοτική στήριξη που χορηγείται από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι των άλλων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, αυτό μπορεί τουλάχιστον δυνητικά να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και τον ανταγωνισμό (50).

(139)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα επιχειρήματα της Ιταλίας ότι βάσει της εθνικής νομοθεσίας, η διαχείριση των λιμένων εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δημοσίου και ότι οι οργανισμοί λιμένων δεν δραστηριοποιούνται σε έναν απελευθερωμένο τομέα που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού και αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

(140)

Όπως υποδεικνύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119, το εν λόγω επενδυτικό σχέδιο, αποκαθιστώντας τις ναυτικές δεξαμενές σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, θα επιτρέψει στον ΟΛΝ να συνεχίσει την οικονομική δραστηριότητα της εκμίσθωσης των ναυτικών δεξαμενών και, συνεπώς, να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση του. Παρόλο που ο ΟΛΝ δραστηριοποιείται σε αγορά προηγούμενου σταδίου στον τομέα της εκμίσθωσης υποδομών ναυπήγησης/επισκευής πλοίων, το γεγονός ότι οι εν λόγω υποδομές επιδοτούνται και ακολούθως χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών ναυπήγησης και επισκευής πλοίων σε επόμενο στάδιο προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεάζει τις συναλλαγές σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό συμβαίνει επειδή ο τομέας της ναυπήγησης/επισκευής πλοίων λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού και αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών σε ενωσιακό επίπεδο. Για τον λόγο αυτό, οι ειδικοί τομεακοί κανόνες που εφαρμόζονται στη ναυπηγική βιομηχανία ορίζουν ένα πλαίσιο για πιθανή δημόσια παρέμβαση στις εν λόγω εγκαταστάσεις (51). Επιπλέον, ο ΟΛΝ ανταγωνίζεται άλλους φορείς διαχείρισης που μπορούν να εκμισθώνουν υποδομές ναυπήγησης/επισκευής πλοίων στην επικράτεια της Ένωσης και, συνεπώς, δραστηριοποιείται σε μια αγορά που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού και αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών σε ενωσιακό επίπεδο.

(141)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέτρα είναι ικανά να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

5.1.6.   Σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση του άρθρου 345 ΣΛΕΕ

(142)

Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως κρατικής ενίσχυσης θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 345 ΣΛΕΕ, που θεσπίζει την αρχή της ουδετερότητας μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων οντοτήτων. Ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης μπορεί να επενδύει κατά βούληση στις εγκαταστάσεις επισκευής πλοίων που του ανήκουν, ενώ οι επενδύσεις που πραγματοποιεί το Δημόσιο στις δικές του υποδομές αποτελούν πάντοτε κρατική ενίσχυση.

(143)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η έννομη τάξη της Ένωσης είναι ουδέτερη όσον αφορά το καθεστώς της ιδιοκτησίας και κατ' ουδένα τρόπο θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να ενεργούν ως οικονομικοί φορείς. Ωστόσο, όταν οι δημόσιες αρχές πραγματοποιούν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικές συναλλαγές σε οποιαδήποτε μορφή (52), υπόκεινται στους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Οι οικονομικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται από δημόσιους οργανισμούς (συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων επιχειρήσεων) δεν εξασφαλίζουν πλεονέκτημα για τον αντισυμβαλλόμενό τους και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση εφόσον πραγματοποιούνται υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς (53).

(144)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι με την παροχή κρατικής χρηματοδότησης στον ΟΛΝ το ιταλικό Δημόσιο δεν τήρησε την «αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς» κατά την πραγματοποίηση της επένδυσης. Κατά πρώτον, η εν λόγω αρχή δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις στις οποίες μια δημόσια αρχή εμφανίζεται ως οργανώτρια και αναθέτουσα αρχή μιας δημόσιας υπηρεσίας. Η εφαρμογή της εν λόγω αρχής αναγκαστικά αποκλείεται, καθώς εξ ορισμού το κράτος μέλος ενεργεί ως δημόσια αρχή κατά την οργάνωση και ανάθεση της εικαζόμενης δημόσιας υπηρεσίας (54). Δεύτερον, ακόμη και αν ήταν εφαρμοστέα η αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας ιδιώτης φορέας εκμετάλλευσης στον ίδιο τομέα θα είχε εκ των προτέρων εκπονήσει επιχειρηματικό σχέδιο και θα προχωρούσε στην επένδυση μόνον εάν αυτή αποδεικνυόταν κερδοφόρα σε αυτή τη βάση. Άλλες πτυχές (π.χ. η βελτίωση της εικόνας, όπως αναφέρθηκε από την Ιταλία, βλέπε αιτιολογική σκέψη 69) θα μπορούσαν κατ' εξαίρεση να συμπεριληφθούν στην ανάλυση αποδοτικότητας, αλλά θα έπρεπε να τεκμηριώνονται με αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία δεν προσκόμισαν οι ιταλικές αρχές.

(145)

Όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι ιταλικές αρχές παρουσίασαν μια οικονομική ανάλυση με βάση το χρηματοδοτικό κενό που υπολογίστηκε ως η διαφορά μεταξύ της προεξοφλημένης αξίας των προσδοκώμενων κερδών εκμετάλλευσης της επένδυσης και του προεξοφλημένου κόστους επένδυσης του σχεδίου. Τα αποτελέσματα αυτού του υπολογισμού δείχνουν ότι με περίοδο αναφοράς τα 25 έτη το σχέδιο έχει αρνητική καθαρή παρούσα αξία της τάξης των – 44 274 286,68 EUR.

(146)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως κρατικής ενίσχυσης δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 345 ΣΛΕΕ.

5.1.7.   Χαρακτηρισμός των μέτρων ως υφιστάμενης ενίσχυσης

(147)

Η Ιταλία υποστηρίζει ότι τα υπό εξέταση μέτρα συνιστούν υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) σημείο κβ) του διαδικαστικού κανονισμού, που ορίζει την υφιστάμενη ενίσχυση ως «κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξελίξεως της εσωτερικής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος». Το άρθρο στοιχείο β) σημείο κβ) ορίζει επίσης ότι «[ό]ταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθέρωσης μιας δραστηριότητας από τη νομοθεσία της Ένωσης, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθέρωσης».

(148)

Η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση καθώς η κρατική στήριξη σε εγκαταστάσεις ναυπήγησης και επισκευής πλοίων θεωρούνταν ανέκαθεν κρατική ενίσχυση, ακόμη και πριν από την απόφαση Leipzig Halle (55).

(149)

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα επιχειρήματα της Ιταλίας ότι η απόφαση 94/374/ΕΚ σχετικά με τον νόμο της περιφέρειας της Σικελίας (που παρατίθεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, βλέπε αιτιολογική σκέψη 74) δεν τεκμηριώνει το συμπέρασμα ότι τα μέτρα κρατικής στήριξης για τις εγκαταστάσεις επισκευής πλοίων σε ναυτική δεξαμενή ενέπιπταν ανέκαθεν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εν λόγω απόφαση ορίζει σαφή διάκριση ανάμεσα στην κρατική στήριξη η οποία χορηγείται στον φορέα που είναι αρμόδιος για τη διοίκηση του λιμένα (η οποία δεν χαρακτηριζόταν ως κρατική ενίσχυση) και στην κρατική στήριξη που χορηγείται στον ίδιο φορέα για τις εργασίες συντήρησης της ναυτικής δεξαμενής (η οποία χαρακτηριζόταν ως κρατική ενίσχυση). Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης είναι αντικειμενική έννοια που εξαρτάται μόνον από το ζήτημα αν ένα κρατικό μέτρο απονέμει πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση ή σε ορισμένες επιχειρήσεις, και η εν λόγω αντικειμενική έννοια δεν επηρεάζεται από την πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (56).

(150)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιβεβαιώνει το συμπέρασμά της ότι τα υπό εξέταση μέτρα συνιστούσαν κρατική ενίσχυση και πριν από την απόφαση Leipzig Halle.

5.2.   Ύπαρξη ενίσχυσης υπέρ της CAMED

(151)

Επειδή ο ΟΛΝ έλαβε και θα συνεχίσει να λαμβάνει κρατική στήριξη για τη χρηματοδότηση των παρεμβάσεων που έχουν συμφωνηθεί με την CAMED, η CAMED δεν ήταν υποχρεωμένη να καλύψει το σύνολο του κόστους της επένδυσης όπως κάθε άλλος ιδιώτης φορέας εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων επισκευής πλοίων στην αγορά. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι με την παραχώρηση των ναυτικών δεξαμενών στην CAMED κάτω από τις τιμές της αγοράς, η Ιταλία χορήγησε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της CAMED.

5.2.1.   Καταλογισμός και κρατικοί πόροι

(152)

Επειδή ο ΟΛΝ είναι μια δημόσια οντότητα που αποτελεί μέρος της κρατικής διοίκησης (παρόλο που θεωρείται ότι ενεργεί ως ιδιωτική επιχείρηση, βλέπε αιτιολογική σκέψη 118), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα πρέπει να καταλογιστούν στο Δημόσιο. Όταν μια δημόσια αρχή χορηγεί ενίσχυση σε δικαιούχο, η μεταφορά αυτή καταλογίζεται στο Δημόσιο, ακόμη και εάν η εν λόγω οντότητα είναι νομικά ανεξάρτητη από άλλες δημόσιες αρχές.

(153)

Στους κρατικούς πόρους περιλαμβάνονται όλοι οι πόροι του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένων των πόρων από ενδοκρατικές οντότητες (αποκεντρωμένες, ομοσπονδιακές, περιφερειακές ή άλλες). Επιπροσθέτως, η παραίτηση από την είσπραξη εσόδων που διαφορετικά θα είχαν καταβληθεί στο Δημόσιο συνιστά μεταφορά κρατικών πόρων. Εάν μια δημόσια αρχή παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες σε τιμή χαμηλότερη από τις τιμές της αγοράς, αυτό συνεπάγεται παραίτηση από κρατικούς πόρους (καθώς και παροχή πλεονεκτήματος).

(154)

Συνεπώς, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η διάθεση των ναυτικών δεξαμενών στην CAMED σε τιμή χαμηλότερη από τις τιμές της αγοράς συνιστά παραίτηση του ΟΛΝ από κρατικούς πόρους.

5.2.2.   Επιλεκτικότητα

(155)

Για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, ένα μέτρο πρέπει να έχει ειδικό και επιλεκτικό χαρακτήρα παρέχοντας ευνοϊκή μεταχείριση μόνο σε ορισμένες επιχειρήσεις και/ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Η Ιταλία υποστηρίζει ότι τα μέτρα έχουν γενικό και οριζόντιο πεδίο εφαρμογής, επειδή, βάσει του δημόσιου μοντέλου που έχει υιοθετήσει η ιταλική νομοθετική εξουσία για την οργάνωση του τομέα των λιμένων, όλες οι επιχειρήσεις (και όχι μόνον η CAMED) που δραστηριοποιούνται στη ζώνη του λιμένα σε όλους τους ιταλικούς λιμένες (όχι μόνο στη Νάπολη) και σε όλους τους οικονομικούς τομείς (όχι μόνο στη ναυπηγική βιομηχανία) έχουν «επωφεληθεί» από «ενίσχυση» που είναι πανομοιότυπη με την ενίσχυση που φέρεται να έχει λάβει η CAMED. Η Επιτροπή διαφωνεί με αυτή την εκτίμηση για τους εξής λόγους.

(156)

Κατά πρώτον, εφόσον η σύμβαση παραχώρησης υπογράφηκε συγκεκριμένα με την CAMED, το πλεονέκτημα θεωρείται ότι παρασχέθηκε στην CAMED με επιλεκτικό τρόπο. Στην περίπτωση των μέτρων ενίσχυσης που χορηγούνται μεμονωμένα, η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα (57). Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, τα μέτρα είναι επιλεκτικά επειδή παρέχουν ευνοϊκή μεταχείριση στην CAMED σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Όπως καταδεικνύεται στην παράγραφο 5.2.3 της παρούσας κατάστασης, η CAMED μπορεί να εκμεταλλεύεται τις εγκαταστάσεις ναυπήγησης και επισκευής πλοίων στον λιμένα της Νάπολης καταβάλλοντας μόνον ένα μικρό μέρος του κόστους τους. Αντιθέτως, άλλα ναυπηγεία (σε άλλους λιμένες ή εκτός της ζώνης των λιμένων), τα οποία εκμεταλλεύονται εγκαταστάσεις που δεν ανήκουν στο Δημόσιο και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του υπουργικού διατάγματος αριθ. 595/1995, πρέπει καταρχήν να επωμιστούν το σύνολο των δαπανών για τη δημιουργία δικών τους εγκαταστάσεων ναυπήγησης και επισκευής πλοίων, τις οποίες εκμεταλλεύονται για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα επιπροσθέτως επειδή εξασφαλίζουν ευνοϊκή μεταχείριση σε φορέα εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων ναυπήγησης και επισκευής πλοίων έναντι των φορέων εκμετάλλευσης κατασκευαστικών ή επισκευαστικών εγκαταστάσεων σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Οι τελευταίοι βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση εφόσον και εκείνοι ασκούν την οικονομική δραστηριότητά τους με βάση τις κατασκευαστικές ή επισκευαστικές εγκαταστάσεις τις οποίες εκμεταλλεύονται. Ωστόσο, σε αντίθεση με την CAMED, καλούνται να ασκήσουν την οικονομική δραστηριότητά τους χωρίς να επωφελούνται από τιμές εκμίσθωσης κάτω του κόστους για τις εγκαταστάσεις τους.

5.2.3.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(157)

Όσον αφορά την CAMED, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σύμβαση παραχώρησης δεν ανατέθηκε μέσω ανοικτού διαγωνισμού αλλά με ένα άλλο είδος διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας οι άλλοι φορείς εκμετάλλευσης μπορούσαν να παρουσιάζουν παρατηρήσεις ή εναλλακτικές προτάσεις σε σχέση με μια μεμονωμένη αίτηση για παραχώρηση (ένα είδος «διαδικασίας διατύπωσης ενστάσεων», βλέπε αιτιολογική σκέψη 15).

(158)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το τέλος που καταβάλλεται από την CAMED σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης του 2004 δεν αντιστοιχεί σε ένα τέλος σύμφωνο με τους όρους της αγοράς. Το τέλος χρήσης γης που καταβάλλεται από την CAMED στον ΟΛΝ υπολογίζεται με βάση πάγιες νομικές παραμέτρους και ανέρχεται σε περίπου 140 201,29 EUR κατά μέσο όρο ετησίως, δηλαδή σε περίπου 4,2 εκατ. EUR για την περίοδο παραχώρησης των 30 ετών (58). Το τέλος αυτό ορίζεται με βάση το διάταγμα αριθ. 595 της 15ης Νοεμβρίου 1995 και λαμβάνει υπόψη τον αριθμό τετραγωνικών μέτρων της δημόσιας έκτασης που αποτελεί το αντικείμενο της παραχώρησης πολλαπλασιαζόμενο επί ένα μοναδιαίο ποσό σε ευρώ, το οποίο προσαυξάνεται ετησίως με βάση έναν ποσοστιαίο συντελεστή. Το μοναδιαίο ποσό σε ευρώ ποικίλλει ανάλογα με τις δραστηριότητες που καλύπτονται από την παραχώρηση. Μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο εν λόγω διάταγμα είναι οι «δραστηριότητες ναυπηγείου» (δηλαδή οι επισκευές/μετατροπές πλοίων). Ωστόσο, η δραστηριότητα της διαχείρισης των ναυτικών δεξαμενών που επίσης ανατέθηκε στην CAMED βάσει της σύμβασης παραχώρησης δεν αναφέρεται στο εν λόγω διάταγμα.

(159)

Η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι το τέλος που ορίστηκε με βάση την προαναφερθείσα μέθοδο αποτελεί απλώς μια αντιπαροχή για την κατάληψη δημόσιου ακινήτου αλλά δεν λαμβάνει υπόψη το πραγματικό αντικείμενο και την απορρέουσα οικονομική αξία της παραχώρησης. Συγκεκριμένα, το τέλος δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η παραχώρηση επιτρέπει στην CAMED όχι μόνο να αναπτύσσει δραστηριότητες επισκευής πλοίων, αλλά και να είναι ο μοναδικός διαχειριστής των ναυτικών δεξαμενών που αποτελούν ιδιοκτησία του Δημοσίου. Αυτό παρέχει στην CAMED τη δυνατότητα να επιβάλλει τέλος σε άλλους φορείς εκμετάλλευσης λιμένων που επιθυμούν να εκτελούν επισκευαστικές εργασίες στις εν λόγω δεξαμενές (59).

(160)

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης του 2004, η CAMED ανέλαβε να πραγματοποιήσει επενδύσεις ύψους 24 610 420 EUR. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές και την CAMED, το επενδυτικό πρόγραμμα της CAMED ανήλθε στην πραγματικότητα σε 42 541 495 EUR (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 80 και 100).

(161)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η CAMED, ως ο διαχειριστής και φορέας εκμετάλλευσης των ναυτικών δεξαμενών (δηλαδή πάροχος υπηρεσιών επισκευής πλοίων) θα όφειλε να επωμιστεί το συνολικό κόστος των εργασιών ανακαίνισης. Εναλλακτικά, εάν της διατίθενται οι ανακαινισμένες εγκαταστάσεις, η CAMED θα πρέπει να καταβάλλει τέλος (παραχώρησης) που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στην αξία της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί από το ιταλικό Δημόσιο και τον ΟΛΝ για τις ανακαινίσεις. Αυτό αιτιολογείται από το γεγονός ότι η CAMED χρησιμοποιεί τις επιδοτηθείσες υποδομές για όλο τον κύκλο ζωής τους, με αποτέλεσμα στο τέλος της περιόδου παραχώρησης το Δημόσιο να κατέχει μόνο μια περιορισμένη καθαρή λογιστική αξία.

(162)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι μόνον ένα μέρος των επενδύσεων της CAMED αφορούν την ανακαίνιση των ναυτικών δεξαμενών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 100). Το υπόλοιπο (και μεγαλύτερο) μέρος των επενδύσεων διατίθεται άμεσα για την καθημερινή λειτουργία και διαχείριση των εγκαταστάσεων για τις οποίες η CAMED θα ήταν σε κάθε περίπτωση υπεύθυνη.

(163)

Κατά συνέπεια, οι επενδύσεις ύψους 42 εκατ. EUR που πραγματοποίησε η CAMED προς όφελός της (δηλαδή για την κάλυψη εξόδων τα οποία θα υποχρεούνταν ούτως ή άλλως να επωμιστεί) αποτελούν συμπληρωματική ιδιωτική επένδυση επιπροσθέτως όλων των δημόσιων παρεμβάσεων που απαριθμούνται στον πίνακα 2 και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνεισφορά σε τέλος παραχώρησης με όρους αγοράς. Ούτε το μέρος αυτού του ποσού (11,1 εκατ. EUR) που διατέθηκε από την CAMED για επενδύσεις στις δεξαμενές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15) μπορεί να θεωρηθεί ως ίδια συμμετοχή, καθώς στη λήξη της σύμβασης παραχώρησης δεν θα αποδιδόταν στον ΟΛΝ καμία (ή ελάχιστη) αξία, λόγω της απόσβεσης όλων των στοιχείων ενεργητικού.

(164)

Επίσης, όπως αναφερόταν στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή αμφισβήτησε το κατά πόσο η CAMED υποχρεούνταν να εκπληρώνει ΥΔΥ στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης. Η Ιταλία είχε υποστηρίξει πριν από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας ότι, εφόσον οι ναυτικές δεξαμενές χρησιμοποιούνται από την CAMED για την παροχή ΥΓΟΣ, οποιαδήποτε επένδυση απαιτούνταν για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας αποτελούσε αντιστάθμιση για την εν λόγω υπηρεσία.

(165)

Παρόλο που μετά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Ιταλία δεν υποστήριζε πλέον ότι είχε επιβληθεί στην CAMED η εκπλήρωση ΥΔΥ, για λόγους πληρότητας, η Επιτροπή αξιολογεί στις αμέσως επόμενες αιτιολογικές σκέψεις εάν πληρούνται αθροιστικά οι τέσσερις προϋποθέσεις Altmark σε σχέση με τα μέτρα υπέρ της CAMED.

(166)

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση Altmark, δεν πληρούνται τα ελάχιστα κριτήρια που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη (129). Συγκεκριμένα, η φύση και το πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας που εικάζεται ότι έχει ανατεθεί στην CAMED δεν ορίζονται σαφώς. Η υποχρέωση καθορίζεται στη σύμβαση παραχώρησης με απλή αναφορά στη γενικόλογη διάταξη του άρθρου 1.ζ του υπουργικού διατάγματος της 14ης Νοεμβρίου 1994. Συνεπώς, παρόλο που μπορεί να υποστηριχθεί ότι η διάρκεια της υποχρέωσης ορίζεται μέσω της 30ετούς διάρκειας της σύμβασης παραχώρησης, και πάλι δεν υφίσταται σαφής ορισμός της φύσης και του πεδίου εφαρμογής της εικαζόμενης υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 130 της παρούσας απόφασης.

(167)

Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά το εάν οι εικαζόμενες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι κατάλληλες για να χαρακτηριστούν ως ΥΓΟΣ, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η CAMED οφείλει να εκπληρώνει υποχρεώσεις που μπορούν να οριστούν ως υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Πράγματι, η υπηρεσία (διαχείριση ναυτικών δεξαμενών) παρέχεται ήδη και μπορεί να παρέχεται ικανοποιητικά από άλλες επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό κανονικούς όρους αγοράς. Η υπηρεσία δεν παρουσιάζει ειδικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις υπηρεσίες των ιδιωτών ιδιοκτητών υπηρεσιών επισκευής πλοίων και των διαχειριστών τέτοιων εγκαταστάσεων και δεν αντιμετωπίζει κάποια αποτυχία της αγοράς. Οι ιταλικές αρχές δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η CAMED ασκεί μια δραστηριότητα που δεν παρέχεται στην αγορά υπό συγκρίσιμους όρους τιμής, ποιότητας, συνέχειας και πρόσβασης στην υπηρεσία. Επιπροσθέτως, οι επιδοτηθείσες εγκαταστάσεις δεν παρέχουν κάποιο γενικό όφελος για την κοινωνία αλλά μάλλον μια απλή υπηρεσία στους ιδιοκτήτες πλοίων στην περιοχή της Νάπολης (60).

(168)

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση Altmark, η σύμβαση παραχώρησης του 2004 δεν παρέχει ποσοτικοποίηση ή παραμέτρους που έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης που πρέπει να καταβάλλει ο ΟΛΝ στην CAMED ως αντάλλαγμα για την υποχρέωση παροχής ελεύθερης πρόσβασης στις ναυτικές δεξαμενές σε άλλες επιχειρήσεις επισκευής πλοίων. Η σύμβαση παραχώρησης του 2004 δεν διατυπώνει ρητή σύνδεση μεταξύ της εν λόγω υποχρέωσης και της δέσμευσης του ΟΛΝ να πραγματοποιήσει τις συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Επίσης, η σύμβαση παραχώρησης του 2004 δεν ορίζει σαφώς την εικαζόμενη ζημία εκμετάλλευσης που υφίσταται η CAMED ούτε το ποσό των παρεμβάσεων.

(169)

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η χρηματοδότηση των παρεμβάσεων ως αντιστάθμιση υπέρ της CAMED για την υποχρέωση παροχής ελεύθερης πρόσβασης στις ναυτικές δεξαμενές δεν μπορεί να αποκλείσει τον κίνδυνο υπεραντιστάθμισης όπως απαιτείται από το τρίτο κριτήριο Altmark. Στην πραγματικότητα, απουσία υπολογισμού ή εκτίμησης της ζημίας εκμετάλλευσης που εικάζεται ότι προκύπτει από την εκπλήρωση ΥΔΥ, φαίνεται ότι δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί εάν το ποσό των επενδύσεων που διατέθηκε για τις παρεμβάσεις αντιστοιχεί σε αυτή τη ζημία εκμετάλλευσης, λαμβανομένου υπόψη ενός εύλογου κέρδους.

(170)

Όσον αφορά την τέταρτη προϋπόθεση Altmark, η σύμβαση παραχώρησης γης ανατέθηκε στην CAMED χωρίς διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης και η Ιταλία δεν προσκόμισε ποτέ τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να εκτιμηθεί εάν το ύψος των επενδύσεων που διατέθηκε για τις παρεμβάσεις αντιστοιχεί στο επίπεδο των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση η οποία παρέχει ελεύθερη πρόσβαση στις ναυτικές δεξαμενές σε άλλες επιχειρήσεις επισκευής πλοίων.

(171)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν πληρούνται αθροιστικά οι τέσσερις προϋποθέσεις· συνάγεται, ως εξ αυτού, ότι τα υπό εξέταση μέτρα παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα.

5.2.4.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των εμπορικών συναλλαγών

(172)

Η επισκευή πλοίων συνιστά οικονομική δραστηριότητα σε ένα τομέα που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού και αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών σε ενωσιακό επίπεδο. Συνεπώς, οποιοδήποτε πλεονέκτημα παρέχεται στην CAMED είναι ικανό να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

5.2.5.   Χαρακτηρισμός των μέτρων ως υφιστάμενης ενίσχυσης

(173)

Για τους λόγους που αναλύθηκαν στην παράγραφο 5.1.7 της παρούσας απόφασης σχετικά με τον ΟΛΝ, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι τα μέτρα υπέρ της CAMED δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υφιστάμενη ενίσχυση.

5.3.   Συμβατότητα

(174)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ναυτικές δεξαμενές δεν αποτελούν υποδομές μεταφορών, αλλά εγκαταστάσεις παραγωγής για ναυπηγεία δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται για τη ναυπήγηση ή την επισκευή πλοίων και όχι για μεταφορές. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι τα μέτρα δεν μπορούν να αξιολογηθούν απευθείας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ ως επενδυτική ενίσχυση για υποδομές μεταφορών, όπως υποστηρίζουν οι ιταλικές αρχές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 86).

(175)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να αξιολογηθεί βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) ΣΛΕΕ, σχετικά με τις ενισχύσεις που στοχεύουν στην επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή έκτακτα γεγονότα. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι μια ενίσχυση μπορεί να αποδειχθεί συμβατή δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνον εάν πληρούνται πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων, εάν η ενίσχυση αποτελεί αντιστάθμιση για τη ζημία που προκλήθηκε άμεσα από το συγκεκριμένο γεγονός και εάν δεν οδηγεί σε υπεραντιστάθμιση, κάτι το οποίο δεν αποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση (61).

(176)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εξέταση της συμβατότητας των μέτρων για τον ΟΛΝ και για την CAMED πρέπει να διενεργηθεί πρώτα στη βάση της ανακοίνωσης της Επιτροπής - Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (εφεξής «το πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ του 2011») (62).

(177)

Εάν οι προϋποθέσεις συμβατότητας που ορίζονται στο πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ του 2011 δεν πληρούνται, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εξέταση της συμβατότητας των μέτρων που χορηγήθηκαν στον ΟΛΝ και στην CAMED μπορεί επίσης να διενεργηθεί με βάση τους εφαρμοστέους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης του κάθε μέτρου.

(178)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ημερομηνία χορήγησης της κάθε μεμονωμένης ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ δεν είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αριθ. 413/1998, όπως υποστηρίζει η Ιταλία (βλέπε αιτιολογική σκέψη 85). Ο εν λόγω νόμος είναι πολύ γενικός και δεν μπορεί να εκχωρήσει σε δικαιούχο το νομικό δικαίωμα είσπραξης της ενίσχυσης καθώς δεν απαριθμεί συγκεκριμένους δικαιούχους ή τα ποσά των ενισχύσεων (63). Απεναντίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το δικαίωμα είσπραξης της εν λόγω ενίσχυσης απορρέει από το υπουργικό διάταγμα της 27ης Δεκεμβρίου 1999, το οποίο εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του γενικού πλαισίου που θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 413/1998 και σε συνδυασμό με το υπουργικό διάταγμα της 2ας Μαΐου 2001 αποτελούν τις πραγματικές εκτελεστικές πράξεις του μέτρου, σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 413/1998.

(179)

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου αριθ. 413/1998, στη βάση αιτήματος των συναφών οργανισμών λιμένων, το άρθρο 1 του υπουργικού διατάγματος της 27ης Οκτωβρίου 1999 προβλέπει την έγκριση προγράμματος έργων υποδομής για την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό και την αποκατάσταση των λιμένων και τη διάθεση των πόρων που ορίζονται σε παράρτημά του. Σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα, το υπουργείο θα διέθετε στον ΟΛΝ 51,403 εκατ. EUR (99,53 δισεκατ. ιταλικές λιρέτες) εν είδει επένδυσης για έργα στις ναυτικές δεξαμενές του λιμένα της Νάπολης. Τα ποσά που επρόκειτο να διατεθούν σε όλες τις επενδύσεις λιμενικών υποδομών από το 2001 έως το 2017 ορίζονται στο παράρτημα του υπουργικού διατάγματος της 2ας Μαΐου 2001, που εκδόθηκε επίσης στη βάση του νόμου αριθ. 413/1998. Όσον αφορά τον ΟΛΝ, το εν λόγω διάταγμα όριζε το ανώτατο χρηματοδοτικό όριο στα 102 εκατ. EUR (197,5 δισεκατ. ιταλικές λιρέτες). Τα προαναφερθέντα διατάγματα παρείχαν στον ΟΛΝ, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να εξασφαλίζει αποπληρωμή από το υπουργείο δανείων σε σχέση με έργα λιμενικών υποδομών τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα των υπουργικών διαταγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των έργων που σχετίζονται με τις οικείες ναυτικές δεξαμενές. Οι εν λόγω επενδύσεις είχαν ήδη προβλεφθεί όταν συνάφθηκε η σύμβαση παραχώρησης του 2004 με την CAMED και η ίδια η σύμβαση αναφέρεται σε αυτές τις επενδύσεις που ορίζονταν ήδη στη συμφωνία του 2001. Συνεπώς, θα μπορούσε να εφαρμοστεί η ακόλουθη βάση αξιολόγησης της συμβατότητας για τις ενισχύσεις στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας (περιφερειακή ενίσχυση για επενδύσεις αναβάθμισης ή εκσυγχρονισμού υφιστάμενων ναυπηγείων με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων) υπέρ του ΟΛΝ και της CAMED:

1)

κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1540/98·

2)

το πλαίσιο του 2004 για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία, που εφαρμόστηκε αρχικά από 1ης Ιανουαρίου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2006, και στη συνέχεια παρατάθηκε δύο φορές έως την 31η Δεκεμβρίου 2008 και έως την 31η Δεκεμβρίου 2011·

3)

το πλαίσιο του 2011 για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία, το οποίο αφορούσε τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Η εφαρμογή του εν λόγω πλαισίου παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2014·

4)

τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2014-2020 από 1ης Ιουλίου 2014.

(180)

Η Ιταλία υποστήριξε ότι η ανωτέρω βάση αξιολόγησης της συμβατότητας για τις ενισχύσεις στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας δεν έπρεπε να εφαρμοστεί ως έχει και ότι, αντί αυτής, η συμβατότητα έπρεπε να αξιολογηθεί απευθείας στη βάση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, και με βάση άλλες διατάξεις παράγωγου δικαίου που έχουν εκδοθεί στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (64). Η Ιταλία ανέφερε τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τους σεισμούς, την ανάπτυξη της οικονομίας μιας ενισχυόμενης περιφέρειας και τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη λιμενικών υποδομών.

(181)

Σύμφωνα με τη νομολογία, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι οι περιστάσεις ενός εθνικού μέτρου είναι διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές και ότι, ως εξ αυτού, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει το μέτρο απευθείας δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ (65). Στον βαθμό που η Ιταλία παρουσιάζει τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τους σεισμούς ως λόγους παρέκκλισης από τις ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή έχει ήδη εξηγήσει στην αιτιολογική σκέψη 175 γιατί οι προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 2 στοιχείο β) ΣΛΕΕ δεν πληρούνται για τα υπό εξέταση μέτρα. Όσον αφορά το επιχείρημα περί εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης των λιμενικών υποδομών ως λόγο για εκτίμηση των μέτρων απευθείας βάσει της Συνθήκης, η Επιτροπή έχει επίσης εξηγήσει στην αιτιολογική σκέψη (174) ότι οι ναυτικές δεξαμενές δεν είναι υποδομές μεταφορών και συνεπώς δεν μπορούν να αξιολογηθούν απευθείας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλίας σχετικά με την ανάπτυξη της οικονομίας της συναφούς ενισχυόμενης περιφέρειας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι μια τέτοια ενίσχυση δεν θα αξιολογούνταν βάσει των εφαρμοστέων κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των μέτρων, καθώς οι ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία διέπονται από τους τομεακούς κανόνες όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη (176), κάτι που αναγνωρίζεται σαφώς από τις εκάστοτε εφαρμοστέες κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης (66). Είναι εξάλλου λογικό οι ενισχύσεις σε υποδομές της ναυπηγικής βιομηχανίας να αξιολογούνται στο πλαίσιο των ειδικών τομεακών κανόνων και όχι βάσει των πιο γενικών κανόνων για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, καθώς μόνον οι τομεακές κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να καλύψουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του τομέα και, ως εκ τούτου, να αντιμετωπίσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον κοινό στόχο που επιδιώκεται από την ενίσχυση.

5.3.1.   Αξιολόγηση συμβατότητας της ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ

(182)

Μία από τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί η ενίσχυση συμβατή βάσει του πλαισίου για τις ΥΓΟΣ του 2011 είναι ότι η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται για πραγματική και σωστά καθορισμένη ΥΓΟΣ όπως αναφέρεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, η ΥΓΟΣ πρέπει να ανατίθεται μέσω πράξης η οποία ορίζει τις ΥΔΥ και τις μεθόδους υπολογισμού της αντιστάθμισης, το δε ύψος της αντιστάθμισης δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη των καθαρών δαπανών που προκύπτουν από την εκπλήρωση των ΥΔΥ, συμπεριλαμβανομένου ενός ευλόγου κέρδους.

(183)

Τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 5.1.4 καταδεικνύουν ότι η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Ιταλία διέπραξε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης στον ορισμό της δημόσιας υπηρεσίας που υποχρεούται να εκπληρώνει ο ΟΛΝ. Επιπροσθέτως, οι συναφείς πράξεις δεν υποδεικνύουν το ποσό της αντιστάθμισης που πρέπει να χορηγείται στον ΟΛΝ για τη διαχείριση των ναυτικών δεξαμενών ή τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπολογίζεται αυτή η αντιστάθμιση και, συνεπώς, δεν επιτρέπουν να συναχθεί συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσο η χορηγούμενη αντιστάθμιση περιορίζεται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη των συναφών εξόδων που προκύπτουν από την εκπλήρωση της εικαζόμενης ΥΔΥ. Εξάλλου, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 167, η φύση, η διάρκεια και το πεδίο εφαρμογής των εικαζόμενων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας του ΟΛΝ δεν ορίζονται σαφώς.

(184)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι τα μέτρα δεν συμμορφώνονται με όλες τις προϋποθέσεις συμβατότητας και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδουν με το πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ του 2011 όσον αφορά την ενίσχυση υπέρ του ΟΛΝ.

(185)

Η Επιτροπή εκτίμησε επίσης εάν τα μέτρα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδουν με τους εφαρμοστέους κανόνες για τη ναυπηγική βιομηχανία.

(186)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των πράξεων χορήγησης της ενίσχυσης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 25 και 179), οι εφαρμοστέες νομικές βάσεις για τις διάφορες ενισχύσεις είναι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1540/98 και το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία, που αναφέρονται ως σημεία i) και ii) αντίστοιχα στην αιτιολογική σκέψη 179 (67). Ακολούθως η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για καθεμία από τις αναφερθείσες βάσεις αξιολόγησης της συμβατότητας.

(187)

Για να είναι επιλέξιμη βάσει των κανόνων για τη ναυπηγική βιομηχανία, η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται για επενδύσεις αναβάθμισης ή εκσυγχρονισμού υφιστάμενων ναυπηγείων, που δεν σχετίζονται με οικονομική αναδιάρθρωση του(των) σχετικού(-ών) ναυπηγείου(-ων), με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων (εξαιρουμένων των απλών αντικαταστάσεων αποσβεσθέντων περιουσιακών στοιχείων) (68).

(188)

Οι ιταλικές αρχές υποστήριξαν (βλέπε αιτιολογική σκέψη 86) ότι η εικαζόμενη ενίσχυση δεν είχε σχεδιαστεί με σκοπό να συμβάλει σε αύξηση της παραγωγικότητας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων σε ναυπηγείο, αλλά με σκοπό την εκτέλεση ειδικών εργασιών συντήρησης σε ορισμένα στοιχεία της λιμενικής υποδομής που αποτελούν αποκλειστική ιδιοκτησία του ιταλικού κράτους και την αποφυγή της αχρήστευσής τους. Συνεπώς, οι επενδύσεις δεν είναι επιλέξιμες για ενίσχυση βάσει των κανόνων για τη ναυπηγική βιομηχανία.

(189)

Επιπροσθέτως, η Ιταλία δεν απέδειξε ότι η ενίσχυση λειτουργεί ως κίνητρο, δηλαδή ότι υποβλήθηκε αίτηση ενίσχυσης πριν από την ημερομηνία έναρξης των εργασιών ή ότι η ενίσχυση περιορίζεται στη στήριξη των επιλέξιμων δαπανών όπως ορίζονται στις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 89).

(190)

Η κρατική χρηματοδότηση που έχει ήδη χορηγηθεί για το συγκεκριμένο σχέδιο (44 138 854,50 EUR, δηλαδή 76,42 % του συνολικού κόστους επένδυσης) υπερβαίνει τη μέγιστη επιτρεπόμενη ένταση ενίσχυσης για επενδυτικές επενδύσεις περιφερειακού χαρακτήρα σε εγκαταστάσεις ναυπήγησης πλοίων βάσει και των τριών διαδοχικών πλαισίων για τη ναυπηγική βιομηχανία (η οποία κυμαινόταν μεταξύ 12,5 % και 22,5 % του συνολικού κόστους επένδυσης ανάλογα με το καθεστώς ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα της εκάστοτε περιφέρειας).

(191)

Με δεδομένο το γεγονός ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις συμβατότητας δεν πληρούνται, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ δεν είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά.

5.3.2.   Αξιολόγηση συμβατότητας της ενίσχυσης υπέρ της CAMED

(192)

Όπως καταδεικνύεται στην παράγραφο 5.2.3., η Ιταλία διέπραξε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά τον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων της CAMED ως ΥΔΥ. Εξάλλου, οι συναφείς πράξεις δεν υποδεικνύουν το ποσό της αντιστάθμισης που πρέπει να χορηγείται στην CAMED για την υποχρέωση παροχής ελεύθερης πρόσβασης στις ναυτικές δεξαμενές και, συνεπώς, δεν επιτρέπουν να συναχθεί συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσο η χορηγούμενη αντιστάθμιση δεν υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη των συναφών εξόδων που προκύπτουν από την εκπλήρωση της ΥΔΥ. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο χαρακτηρισμός της χρηματοδότησης των παρεμβάσεων (με το ποσό των 44 138 854,50 EUR από το ιταλικό Δημόσιο και των 13 621 000 EUR από ίδιους πόρους του ΟΛΝ) ως αντιστάθμισης έναντι της υποχρέωσης παροχής ελεύθερης πρόσβασης στις ναυτικές δεξαμενές δεν μπορεί να αποκλείσει τον κίνδυνο υπεραντιστάθμισης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 169). Εξάλλου, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 162, η φύση και το πεδίο εφαρμογής των εικαζόμενων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν ορίζονται σαφώς.

(193)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα δεν συνάδουν με το πλαίσιο για τις ΥΓΟΣ του 2011 όσον αφορά την εικαζόμενη ενίσχυση υπέρ της CAMED.

(194)

Όσον αφορά τη συμβατότητα της ενίσχυσης υπέρ της CAMED με βάση τους κανόνες για τη ναυπηγική βιομηχανία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η CAMED – ως ο διαχειριστής και φορέας εκμετάλλευσης των ενισχυόμενων εγκαταστάσεων – επωφελήθηκε από ενίσχυση λειτουργίας (υπό μορφή μειωμένων τελών παραχώρησης) που είχε ως στόχο τον περιορισμό των δαπανών που θα έπρεπε να επωμιστεί η CAMED. Οι εφαρμοστέοι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων για τον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των μέτρων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 179) δεν προβλέπουν ενίσχυση λειτουργίας για τους διαχειριστές ή τους χρήστες εγκαταστάσεων ναυπήγησης πλοίων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση υπέρ της CAMED δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή ενίσχυση.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(195)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ιταλία χορήγησε παράνομα επενδυτική ενίσχυση στον ΟΛΝ κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ.

(196)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι η Ιταλία χορήγησε παράνομα ενίσχυση λειτουργίας στην CAMED κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ.

(197)

Δεδομένου ότι δεν προσδιορίζονται λόγοι που να θεμελιώνουν συμβατότητα των μέτρων με την εσωτερική αγορά, διαπιστώνεται ότι τα μέτρα δεν είναι συμβατά.

7.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΠΟΣΩΝ

7.1.   Προθεσμία παραγραφής

(198)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η υπό αξιολόγηση κρατική στήριξη δεν μπορεί να ανακτηθεί καθώς η προθεσμία παραγραφής που ορίζεται στο άρθρο 17 του διαδικαστικού κανονισμού έχει εκπνεύσει.

(199)

Το άρθρο 17 παράγραφος 1 ορίζει ότι «[ο]ι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής». Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2: «[η] προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την αρχή. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούσης ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]».

(200)

Η Επιτροπή αποφαίνεται ότι τα επιχειρήματα των ιταλικών αρχών δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πράγματι, οι ενέργειες της Επιτροπής, και συγκεκριμένα η αποστολή αίτησης παροχής πληροφοριών τον Μάρτιο 2006, οι δύο επιστολές προσωρινής εκτίμησης προς τον καταγγέλλοντα το 2013 και το 2014 και οι αιτήσεις παροχής περαιτέρω πληροφοριών στις ιταλικές αρχές (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 3, 5 και 6) ανέστειλαν την παραγραφή και, συνεπώς, η προθεσμία παραγραφής των 10 ετών δεν έχει εκπνεύσει.

7.2.   Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και ασφάλεια δικαίου

(201)

Όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού, οι ενισχύσεις που διαπιστώνεται ότι είναι ασύμβατες με την εσωτερική αγορά πρέπει να ανακτώνται.

(202)

Όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1, ωστόσο, «[η] Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενισχύσεως, εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου». Ως προς αυτό, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή πρέπει με δική της πρωτοβουλία να λαμβάνει υπόψη εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1, παραίτηση από την απαίτηση επιστροφής παράνομης ενίσχυσης, εάν αυτό αντίκειται σε γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου (69).

(203)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ιταλία και η CAMED υποστήριξαν στις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης κίνησης της διαδικασίας ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι παράνομη και ότι συνιστά παραβίαση των γενικών αρχών της χρηστής διοίκησης, της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 52-54 και 91).

(204)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι έχουν δοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (70). Οι διαβεβαιώσεις αυτές, σύμφωνα με τη νομολογία, μπορεί να είναι είτε ρητές (π.χ. άμεση επικοινωνία με το κράτος μέλος σχετικά με την εγκυρότητα ενός ορισμένου μέτρου) (71) είτε έμμεσες (π.χ. αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις διαδικασίες, έγκριση παρόμοιων καθεστώτων στο παρελθόν) (72). Δεν μπορεί καταρχήν, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να γίνει επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας κρατικής ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις κοινοποίησης του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (73).

(205)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, όπως εξηγήθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 150, η ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στην Επιτροπή από τις ιταλικές αρχές. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή δεν έδωσε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ή ότι συνιστά συμβατή ενίσχυση (74).

(206)

Η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου, που καλύπτεται επίσης από το άρθρο 16 του διαδικαστικού κανονισμού, έχει ως στόχο τη διασφάλιση της προβλεψιμότητας των νομικών καταστάσεων και σχέσεων που διέπονται από το ενωσιακό δίκαιο και, συνεπώς, αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να καθυστερεί επ' αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (75).

(207)

Η Επιτροπή εκτιμά, υπό το φως των εξαιρετικά ειδικών περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν έχει ληφθεί δεόντως υπόψη έναντι των ιταλικών αρχών.

(208)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι υπάρχει ένα σύνολο ενδείξεων που επιτρέπουν να θεωρηθεί i) ότι η Επιτροπή καθυστέρησε την άσκηση των εξουσιών της όσον αφορά την εξέταση των εν λόγω μέτρων και ii) ότι η έμμεση υπόδειξη της Επιτροπής στις ιταλικές αρχές πριν από το εκ νέου άνοιγμα του φακέλου της υπόθεσης το 2013 θα μπορούσε να τις έχει παραπλανήσει ως προς τη νομιμότητα των εν λόγω μέτρων (76).

(209)

Πρώτον, η Επιτροπή καθυστέρησε να ασκήσει τις εξουσίες της όσον αφορά την εξέταση των οικείων μέτρων: η Επιτροπή έστειλε αίτημα παροχής πληροφοριών τον Μάρτιο 2006, στο οποίο η Ιταλία απάντησε στις 3 Απριλίου 2006 παρέχοντας διεξοδικές πληροφορίες που θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι το υπό διερεύνηση μέτρο συνιστούσε στην πραγματικότητα κρατική στήριξη. Παρά ταύτα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν έδωσαν συνέχεια στην επιστολή της Ιταλίας κατά κανένα τρόπο και, επιπροσθέτως, ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε. Χρειάστηκε να παρέλθουν επτά έτη για να ανοίξει εκ νέου ο φάκελος, μετά από επίσημη καταγγελία τον Φεβρουάριο 2013. Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας εκδόθηκε τελικά τον Ιούνιο 2016.

(210)

Δεύτερον, η έμμεση υπόδειξη της Επιτροπής στις ιταλικές αρχές πριν από το εκ νέου άνοιγμα του φακέλου το 2013 θα μπορούσε να έχει παραπλανήσει τις εν λόγω αρχές ως προς τη νομιμότητα των μέτρων. Με την επιστολή της 3ης Απριλίου 2006, οι ιταλικές αρχές υποστήριξαν ότι οι υπό εξέταση ναυτικές δεξαμενές αποτελούσαν δημόσιες υποδομές και ότι, ως εξ αυτού, δεν υπάγονταν στις κατευθυντήριες γραμμές για τη ναυπηγική βιομηχανία. Ωστόσο, οι πληροφορίες που παρείχαν οι ιταλικές αρχές στην Επιτροπή θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση μέτρο αποτελούσε στην πραγματικότητα κρατική στήριξη σε εγκαταστάσεις ναυπήγησης και επισκευής πλοίων η οποία συνιστούσε κρατική ενίσχυση, γεγονός που θα έπρεπε να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Συνεπώς, παρόλο που η Επιτροπή ενημερώθηκε σχετικά με τη φύση του ενισχυόμενου επενδυτικού σχεδίου, δεν προχώρησε σε περαιτέρω ενέργειες ούτε διενήργησε περαιτέρω έρευνα στη διάρκεια της περιόδου 2006-2013, γεγονός που υποδείκνυε εμμέσως στην Ιταλία ότι ο χαρακτηρισμός των ναυτικών δεξαμενών ως λιμενικών υποδομών ήταν ορθός.

(211)

Η επταετία που μεσολάβησε από την απάντηση των ιταλικών αρχών στην επιστολή της Επιτροπής έως το επόμενο αίτημα παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στην Ιταλία, θα μπορούσε να οδηγήσει την Ιταλία – στη προκειμένη περίπτωση – στην υπόθεση ότι, δεδομένης της σιωπής της Επιτροπής, η Επιτροπή αποδεχόταν εμμέσως την αρχική θέση της, σύμφωνα με την οποία το μέτρο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και, ως εκ τούτου, δεν απαιτούνταν κοινοποίησή του. Αν και είναι αλήθεια ότι, καταρχήν, η απουσία αντίδρασης από την Επιτροπή στην απάντηση κράτους μέλους δεν μπορεί, από μόνη της, να στοιχειοθετήσει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, είναι, ωστόσο, σαφές ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν διαπιστώνεται απλώς απραξία της Επιτροπής, αλλά και μια έμμεση υπόδειξη των υπηρεσιών της Επιτροπής στην Ιταλία, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένας εξαιρετικός συνδυασμός περιστάσεων. Κατά συνέπεια, (i) η επταετής καθυστέρηση στην αρχική διαδικασία λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (που δεν έδωσε συνέχεια στην αρχική επιστολή των ιταλικών αρχών με ημερομηνία 3 Απριλίου 2006), σε συνδυασμό με (ii) την απραξία της Επιτροπής που, στις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως έμμεση αποδοχή της θέσης των ιταλικών αρχών σχετικά με τον καθορισμό και την ερμηνεία του νομικού πλαισίου για την αξιολόγηση του μέτρου, μπορεί να άφησαν περιθώριο για παρερμηνεία όσον αφορά τη νομιμότητα των μέτρων και να εμπόδισαν τις ιταλικές αρχές να προβούν σε ενέργειες προκειμένου να εξασφαλίσουν εγκαίρως τη συμβατότητα των εξεταζόμενων μέτρων με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(212)

Συνεπώς, με βάση τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και συνδυάζοντας τα ανωτέρω στοιχεία, για να διασφαλιστεί η προβλεψιμότητα των νομικών καταστάσεων και σχέσεων που διέπονται από το ενωσιακό δίκαιο, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης συνεπάγονται ότι η Ιταλία δεν υποχρεούται να ζητήσει επιστροφή της αναφερόμενης στην ενότητα 5 μη συμβατής ενίσχυσης υπέρ του ΟΛΝ ή της CAMED η οποία χορηγήθηκε πριν από την αίτηση παροχής πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή στην Ιταλία στις 28 Φεβρουαρίου 2013 και με την οποία άνοιξε εκ νέου η παρούσα υπόθεση.

(213)

Όσον αφορά την ενίσχυση που χορηγήθηκε μετά τις 28 Φεβρουαρίου 2013, κάθε μη συμβατή ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί από τους δικαιούχους της. Πράγματι, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μετά την αποστολή της λεπτομερούς αίτησης παροχής πληροφοριών στις 28 Φεβρουαρίου 2013, οι ιταλικές αρχές έλαβαν πλήρη γνώση των αμφιβολιών της Επιτροπής σχετικά με τη νομιμότητα και τη συμβατότητα της ενίσχυσης.

(214)

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 178 ανωτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι όλα τα υπό εξέταση μέτρα χορηγήθηκαν στον ΟΛΝ πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2013, ημερομηνία αποστολής της αίτησης παροχής πληροφοριών από την Επιτροπή στην Ιταλία μετά την επίσημη καταγγελία του 2013. Όσον αφορά την CAMED, όλα τα εξεταζόμενα μέτρα χορηγήθηκαν στην CAMED επίσης πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2013, καθώς απέκτησε το νομικό δικαίωμα είσπραξης της ενίσχυσης δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης του 2004. Κατά συνέπεια, κανένα από τα μέτρα ενίσχυσης που αποτέλεσαν αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης δεν χορηγήθηκε μετά τις 28 Φεβρουαρίου 2013.

7.3.   Ενίσχυση που πρέπει να ανακτηθεί από τον ΟΛΝ και την CAMED

(215)

Υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, όπως εξηγήθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 211, και του συμπεράσματος στην αιτιολογική σκέψη 214, η Ιταλία δεν προβαίνει σε ανάκτηση ποσών ενίσχυσης τόσο από τον ΟΛΝ όσο και από την CAMED. Για τους ίδιους λόγους, η παρούσα απόφαση δεν απαγορεύει μελλοντικές πληρωμές σε σχέση με τα συγκεκριμένα ποσά ενίσχυσης που είχαν ήδη χορηγηθεί στον ΟΛΝ (δυνάμει του υπουργικού διατάγματος της 27ης Οκτωβρίου 1999, το οποίο εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του γενικού πλαισίου που θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 413/1998, σε συνδυασμό με το υπουργικό διάταγμα της 2ας Μαΐου 2001) και στην CAMED (δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης του 2004) πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2013.

(216)

Ωστόσο, εάν η Ιταλία εξετάσει το ενδεχόμενο χορήγησης άλλων μέτρων ενίσχυσης στον λιμένα της Νάπολης, η Ιταλία θα είναι προφανώς υποχρεωμένη, βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, να κοινοποιήσει τα εν λόγω μέτρα στην Επιτροπή προς αξιολόγηση της συμβατότητάς τους με την εσωτερική αγορά (εκτός, βέβαια, εάν τα μέτρα αυτά τυγχάνουν απαλλαγής κατά κατηγορία από την κοινοποίηση).

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Η κρατική ενίσχυση με τη μορφή επενδυτικής ενίσχυσης που διατέθηκε από την Ιταλία υπέρ του ΟΛΝ μέσω του υπουργικού διατάγματος της 27ης Οκτωβρίου 1999, το οποίο εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του γενικού πλαισίου που θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 413/1998, σε συνδυασμό με το υπουργικό διάταγμα της 2ας Μαΐου 2001, η οποία χορηγήθηκε παράνομα από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

2.   Η κρατική ενίσχυση με τη μορφή αδικαιολόγητα χαμηλών τελών παραχώρησης από τον Οργανισμό Λιμένος Νάπολης υπέρ της CAMED, η οποία χορηγήθηκε παράνομα από την Ιταλία μέσω της σύμβασης παραχώρησης του 2004 που υπογράφηκε μεταξύ ΟΛΝ και CAMED στις 29 Ιουλίου 2004, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Η Ιταλία δεν υποχρεούται να ανακτήσει την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 20 Σεπτεμβρίου 2018.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)   ΕΕ C 369 της 7.10.2016, σ. 78.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(3)  Πρβλ. υποσημείωση 1.

(4)   Regolamento per l'esercizio dei bacini di carenaggio, http://porto.napoli.it/wp-content/uploads/2015/05/RegolamentoBacini.pdf.

(5)  Η πιο πρόσφατη τροποποίηση του κανονισμού πραγματοποιήθηκε το 2012, http://porto.napoli.it/wp-content/uploads/2015/06/Ordinanza_N.6_03-04-2012.pdf.

(6)  Οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι η εταιρεία προχώρησε επανειλημμένα σε αλλαγή της εταιρικής μορφής της αλλά και σε αλλαγή επωνυμίας. Για λόγους απλούστευσης, η παρούσα απόφαση αναφέρεται στην εταιρεία χρησιμοποιώντας την επωνυμία «CAMED», παρόλο που στο παρελθόν η επωνυμία της ήταν άλλη (Bacini Napoletani SpA).

(7)  Συμφωνία (Convenzione) μεταξύ του Οργανισμού Λιμένος Νάπολης και της Bacini Napoletani SpA (δηλαδή της CAMED) της 12ης Ιουνίου 2001. Σύμφωνα με τη συμφωνία του 2001, η CAMED εκμεταλλεύεται τη ναυτική δεξαμενή αριθ. 3 τουλάχιστον από το 1959.

(8)  Άρθρο 36 του Ναυτιλιακού Κώδικα (Codice navale) και άρθρο 18 του κανονισμού περί εφαρμογής του κώδικα θαλάσσιας ναυσιπλοΐας (Regolamento per l' esecuzione del codice della navigazione marittima).

(9)  Το ύψος της επένδυσης που καθορίζεται στη σύμβαση παραχώρησης του 2004 ανέρχεται πράγματι σε 24 εκατ. EUR και όχι σε 24 000 EUR όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(10)  Ο καταγγέλλων παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης αριθ. SA.34940 (N/2012) - Ιταλία - Λιμένας Augusta της 19ης Δεκεμβρίου 2012, ΕΕ C 77 της 15.3.2013, σ. 1.

(11)   « Per la realizzazione di opere infrastrutturali di amplimento, ammodernamento e riqualificazione dei porti, il Ministero dei trasporti e della navigazione adotta un programma sulla base delle richieste delle autorità portuali o, laddove non istituite, delle autorità marittime, sentite le regioni interessate ».

(12)   «Decreto 27 ottobre 1999 Adozione del programma di opere infrastrutturali di ampliamento, ammodernamento e riqualificazione dei porti. (GU Serie Generale n.10 del 14-01-2000)»

(13)   «Decreto 2 maggio 2001 Ripartizione delle risorse di cui all'art. 9 della legge n. 413 del 1998, rifinanziate dall'art. 54, comma 1, della legge n. 488 del 1999 e dall'art. 144, comma 1, della legge n. 388 del 2000 per la realizzazione di opere infrastrutturali di ampliamento, l'ammodernamento e riqualificazione dei porti. (GU Serie Generale n.199 del 28-08-2001)»

(14)  Αργότερα χορηγήθηκε συμπληρωματική χρηματοδότηση και μέσω του άρθρου 54, παράγραφος 1, του νόμου αριθ. 488/1999, του άρθρου 144, παράγραφος 1, του νόμου αριθ. 388/2000 και του άρθρου 36 του νόμου αριθ. 166/2002.

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1540/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, περί των νέων κανόνων ενισχύσεως της ναυπηγικής βιομηχανίας, ο οποίος ήταν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ L 202 της 18.7.1998, σ. 1).

(16)   ΕΕ C 317 της 30.12.2003, σ. 11. Βλέπε επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την παράταση ισχύος του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία, ΕΕ C 260 της 28.10.2006, σ. 7 και ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την παράταση ισχύος του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία (ΕΕ C 173 της 8.7.2008, σ. 3).

(17)   ΕΕ C 364 της 14.12.2011, σ. 9.

(18)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής - «Παράταση της εφαρμογής του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία» (ΕΕ C 357 της 6.12.2013, σ. 1).

(19)   ΕΕ C 209 της 23.7.2013, σ. 1.

(20)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση C-222/92, SFEI, ECLI:EU:C:1994:396.

(21)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση T-156/94, Siderurgica Aristrain v Commission, ECLI:EU:T:1999:53.

(22)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση C-362/09 P, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής ECLI:EU:C/2010:783.

(23)  Βλέπε Legge 28 gennaio 1994, n. 84: Riordino della legislazione in materia portuale, Gazzetta Ufficiale n.28 del 4-2-1994 - Supplemento Ordinario n. 21.

(24)  Δυνάμει του εν λόγω νόμου, τα βασικά καθήκοντα των ιταλικών οργανισμών λιμένων είναι τα εξής: α) ο προγραμματισμός, ο συντονισμός και η προώθηση των εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στον λιμένα· β) η διατήρηση ανοικτής πρόσβασης στις υποδομές και τους χώρους· γ) η ανάθεση σε τρίτους και ο έλεγχος των λιμενικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην παροχή υπηρεσιών γενικού ενδιαφέροντος στους χρήστες των λιμένων έναντι χρηματικού τιμήματος.

(25)  Οι ιταλικές αρχές αναφέρονται στην απόφαση στην υπόθεση T-128/98 Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2000:290. Σύμφωνα με την Ιταλία, η δυνατότητα ελεύθερης διαμόρφωσης του ύψους του τέλους το οποίο επιβάλλεται στους πιθανούς χρήστες από τον διαχειριστή μιας υποδομής αποτελεί αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό του τέλους ως εμπορικού και της δραστηριότητας ως οικονομικής.

(26)  Κατά την Ιταλία, στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου για την αναβάθμιση των ιταλικών λιμένων, με τη θέσπιση του νόμου αριθ. 413/1998, οι εθνικές αρχές διέθεσαν κονδύλια για την εκτέλεση έργων υποδομής με στόχο την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των λιμένων, εξουσιοδοτώντας τους οργανισμούς λιμένων να επενδύσουν σε έργα υποδομών συνολικού ύψους περίπου 50 εκατ. EUR ετησίως.

(27)  Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 84/1994 και το άρθρο 104 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 112/1998, η οικονομική δαπάνη της εκτέλεσης ειδικών εργασιών ανακατασκευής σε δημόσιες υποδομές, των οποίων είναι ο μοναδικός ιδιοκτήτης, επιβαρύνει αποκλειστικά το ιταλικό Δημόσιο.

(28)  Η σύμβαση παραχώρησης ανατέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36 του Ναυτιλιακού Κώδικα (Codice navale) και το άρθρο 18 του κανονισμού περί εφαρμογής του κώδικα θαλάσσιας ναυσιπλοΐας (Regolamento per l' esecuzione del codice della navigazione marittima).

(29)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σ. 1).

(30)  Η Ιταλία επισημαίνει ότι η απόφαση στην υπόθεση Aéroports de Paris περιέγραφε ως οικονομική δραστηριότητα τη διαχείριση των αερολιμένων και όχι την κατασκευή των υποδομών. Είναι συνεπώς αναγκαίο να υπάρξει τουλάχιστον παραπομπή στην απόφασηLeipzig Halle. Οι ιταλικές αρχές συνεχίζουν να αντιτάσσονται στη μεταφορά αυτής της απόφασης στην εσωτερική νομοθεσία για τους λιμένες, καθώς υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος η εφαρμογή της να έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή του συνόλου της οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής στον τομέα των λιμένων στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, μεταβάλλοντας τον συσχετισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών εις βάρος των κρατών μελών.

(31)  Απόφαση 94/374/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με το νόμο αριθ. 23/1991 της περιφέρειας της Σικελίας όσον αφορά τις έκτακτες παρεμβάσεις υπέρ της βιομηχανίας και το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 8/1991 της περιφέρειας της Σικελίας όσον αφορά, ιδίως, τις χρηματοδοτήσεις της εταιρείας Sitas (ΕΕ L 170 της 5.7.1994, σ. 36).

(32)  Οι ιταλικές αρχές παρέθεσαν επίσης παραδείγματα ανάλογων καταστάσεων στις οποίες άλλοι παραχωρησιούχοι που δραστηριοποιούνται στον λιμένα της Νάπολης έχουν υπογράψει παρεμφερείς συμφωνίες, βάσει των οποίων εργασίες που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα στοιχεία της υποδομής έχουν χρηματοδοτηθεί από τον Οργανισμό Λιμένος. Συγκεκριμένα, οι ιταλικές αρχές αναφέρονται σε σύμβαση παραχώρησης που υπέγραψε ο Οργανισμός Λιμένος με τον καταγγέλλοντα στην παρούσα υπόθεση για την άσκηση ναυπηγικών δραστηριοτήτων στον λιμένα της Νάπολης, βάσει της οποίας οι (τακτικές) εργασίες συντήρησης αποτελούν ευθύνη του παραχωρησιούχου, ενώ ο Οργανισμός Λιμένος συμφώνησε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή μιας νέας δεξαμενής (ειδική εργασία).

(33)  Οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι ειδικά σε τοπικό επίπεδο και κατ' εφαρμογή του νόμου αριθ. 413/1998, ο Οργανισμός Λιμένος της Νάπολης υλοποίησε μια σειρά μέτρων, αξιοποιώντας δημόσια κονδύλια για την ανακαίνιση και τον εκσυγχρονισμό ενός μεγάλου αριθμού περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων υποδομών του Δημοσίου, τα οποία χρησιμοποιούνται από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε όλους τους οικονομικούς τομείς και όχι μόνον από εταιρείες ναυπήγησης πλοίων, παρέχοντας συγκεκριμένα παραδείγματα.

(34)  Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 1).

(35)  Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.34940 – Λιμένας Augusta (ΕΕ C 77 της 15.3.2013, σ. 1).

(36)  Νόμος αριθ. 84/1994, ο ιταλικός νόμος-πλαίσιο για τους λιμένες.

(37)  Διάταγμα του υπουργείου Μεταφορών και Ναυτιλίας αριθ. 595 της 15ης Νοεμβρίου 1995, σε διαβούλευση με το υπουργείο Οικονομικών, με τίτλο «Κανονισμός σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για τον καθορισμό των τελών για τις δημόσιες συμβάσεις παραχώρησης παραθαλάσσιων εκτάσεων» στην GURI αριθ. 158 της 8ης Ιουλίου 1996.

(38)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση C-41/90 Höfner et Elser v Macrotron, ECLI:EU:C:1991:161, σκέψη 21· απόφαση στην υπόθεση C-160/91 Poucet και Pistre κατά AGF και Cancava, ECLI:EU:C:1993:63, σκέψη 17 απόφαση στην υπόθεση C-35/96 Επιτροπή κατά Ιταλίας, ECLI:EU:C:1998:303.

(39)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση 118/85 Επιτροπή κατά Ιταλίας, ECLI:EU:C:1987:283, σκέψη 7· απόφαση στην υπόθεση C-35/96 Επιτροπή κατά Ιταλίας, ECLI:EU:C:1998:303, σκέψη 36· απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98 Pavlov κ.λπ., ECLI:EU:C:2000:428, σκέψη 75.

(40)  Βλέπε, π.χ., την απόφαση της Επιτροπής της 12ης Μαΐου 2004 σχετικά με κρατική ενίσχυση που κατέβαλε η Ισπανία ως νέα ενίσχυση αναδιάρθρωσης των δημοσίων ναυπηγείων, υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C 40/00 (πρώην NN 61/00) (2005/173/ΕΚ).

(41)   « la concessione è assentita allo scopo di esercitarvi un cantiere di transformazioni e riparazioni di navi e/o imbarcazioni da diporto nonché per la gestione dei bacini di carenaggio in muratura… »

(42)  Απόφαση στην υπόθεση T-314/15 Ελλάδα κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2017:903, σκέψη 79.

(43)  Το πρόγραμμα της 27ης Οκτωβρίου 1999 απαριθμεί 20 λιμένες που είναι δικαιούχοι εθνικής χρηματοδότησης και το πρόγραμμα της 2ας Μαΐου 2001 διευρύνει περαιτέρω τον εν λόγω κατάλογο (σε 25 λιμένες).

(44)  Βλέπε, π.χ., απόφαση στην υπόθεση C-75/97 Βέλγιο κατά Επιτροπής ECLI:EU:C:1999:311, σκέψη 32· απόφαση στην υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline et Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke ECLI:EU:C:2001:598, σκέψη 48.

(45)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση C-280/00 Altmark Trans κατά Regierungsprasidium Magdeburg, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψεις 87-88.

(46)  Απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-66/16 P έως C-69/16 P Comunidad Autónoma del País Vasco και Itelazpi κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2017:999, σκέψεις 72, 73 και 75· βλέπε επίσης γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα Wathelet στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-66/16 P έως C-69/16 P Comunidad Autónoma del País Vasco και Itelazpi κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2017:654, σκέψεις 112, 114-117 και 121-122.

(47)  Βλέπε ανακοίνωση ΥΓΟΣ 2011, σημείο 50.

(48)  Απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-34/01 έως C-38/01 Enirisorse SpA κατά Ministero delle Finanze, ECLI:EU:C:2003:640, σκέψη 33.

(49)  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής (C (2011) 9404 final) σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, της 20ής Δεκεμβρίου 2011 (ανακοίνωση ΥΓΟΣ 2011), σημείο 45.

(50)  Βλέπε, π.χ., απόφαση στην υπόθεση 730/79 Philip Morris κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1980:209, σκέψη 11 και απόφαση στην υπόθεση C-372/97 Ιταλία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2004:234, σκέψη 44.

(51)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής της 12ης Μαΐου 2004 σχετικά με κρατική ενίσχυση που κατέβαλε η Ισπανία ως νέα ενίσχυση αναδιάρθρωσης των δημοσίων ισπανικών ναυπηγείων· Υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C 40/00 (πρώην NN 61/00) (2005/173/ΕΚ).

(52)  Βλέπε, π.χ., την απόφαση στην υπόθεση C-40/85 Βέλγιο κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1986:305, σκέψη 12.

(53)  Απόφαση στην υπόθεση C-39/94 SFEI κ.λπ., ECLI:EU:C:1996:285, σκέψη 60-61.

(54)  Απόφαση στην υπόθεση T-454/13 SNCM κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2017:134, σκέψη 233.

(55)  Βλέπε, π.χ., απόφαση 94/374/ΕΚ.

(56)  Απόφαση στην υπόθεση T-445/05 Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2009:50, σκέψη 145.

(57)  Απόφαση στην υπόθεση T-314/15 Ελλάδα κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2017:903, σκέψη 79.

(58)  Ο αριθμός αυτός προκύπτει από την παρέκταση για περίοδο 30 ετών του μέσου τέλους παραχώρησης που έχει ήδη καταβάλει η CAMED για την περίοδο 2004-2017.

(59)  Συγκεκριμένα, το τέλος που καταβάλλεται από άλλους φορείς εκμετάλλευσης λιμένων στην CAMED καλύπτει: (i) τη χρήση των ναυτικών δεξαμενών και (ii) την παροχή από την CAMED «συνδεδεμένων υπηρεσιών» όπως η είσοδος, η έξοδος και η συντήρηση ενός σκάφους στη δεξαμενή, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, συμπιεσμένου αέρα, γερανού δεξαμενής, η παρακολούθηση και η περιβαλλοντική ασφάλεια.

(60)  Βλέπε ανακοίνωση ΥΓΟΣ 2011, σημείο 50.

(61)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης SA.39622 (2014/N), Δημοκρατία της Σλοβενίας - Ενίσχυση για επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από υαλόπαγο στη Σλοβενία τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2014 (όλοι οι τομείς εκτός της γεωργίας, της δασοκομίας, της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας).

(62)   ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 15.

(63)  Βλέπε απόφαση στην υπόθεση C-245/16 NEREA, ECLI:EU:C:2017:521, σκέψη 32.

(64)  Η Ιταλία αναφέρεται εδώ στην ανακοίνωση αριθ. 2003/C 317/06 (ΕΕ C 317 της 30.12.2003, σ. 11) και ιδιαίτερα στην παράγραφο 12 η οποία ορίζει ότι οι ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία μπορούν «να χορηγηθούν σύμφωνα με τα άρθρα [107 και 108 ΣΛΕΕ] καθώς και κάθε νομοθεσία και μέτρα που θεσπίζονται βάσει αυτών.»

(65)  Υπόθεση C-431/14 P Ελλάδα κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2016:145, σκέψεις 70-72.

(66)  Βλέπε σημείο 8 (και υποσημείωση 9) των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13): «[…] και ορισμένοι άλλοι τομείς [μεταφορές και ναυπηγική βιομηχανία] διέπονται από ιδιαίτερους κανόνες, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη την ιδιάζουσα κατάσταση των τομέων αυτών και είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν, εν όλω ή εν μέρει, από τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές»· βλέπε σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (2000-2006) (ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9): «Σε ορισμένους από τους τομείς που καλύπτονται από τις κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται, εξάλλου, ειδικοί κανόνες που αφορούν μόνον αυτούς».

(67)  Βλέπε i) κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1540/98 ο οποίος ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003· ii) το πλαίσιο του 2004 για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία, που εφαρμόστηκε αρχικά από 1ης Ιανουαρίου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2006, και στη συνέχεια παρατάθηκε δύο φορές έως την 31η Δεκεμβρίου 2008 και έως την 31η Δεκεμβρίου 2011.

(68)  Βλέπε άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1540/98· παράγραφο 26 του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία του 2003· αιτιολογική σκέψη 13 του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία του 2011· βλέπε επίσης απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 21/06 (πρώην N 635/05), που έθεσε σε εφαρμογή η Σλοβακική Δημοκρατία για την Slovenské lodenice Komárno 2007/529/EC.

(69)  Απόφαση στην υπόθεση 223/85 RSV κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1987:502.

(70)  Απόφαση στην υπόθεση C-537/08 Kahla Thuringen Porzellan, ECLI:EU:C:2010:769, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(71)  Απόφαση στην υπόθεση 267/85 Van den Bergh en Jurgens BV en Van Dijk Food Products κατά Επιτροπής (Lopik) BV, ECLI:EU:C:1987:121, σκέψη. 44.

(72)  Απόφαση στην υπόθεση 223/85 Rijn Schelde Verolme, ECLI:EU:C:1987:502.

(73)  Απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-630/11 P έως C-633/11 PHGA Srl κ.λπ., ECLI:EU:C:2013:387, σκέψη 134.

(74)  Βλέπε σχετικά με τον ορισμό της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τις αποφάσεις του δικαστηρίου στις υποθέσεις 265/85 Van den Bergh en Jurgens κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1987:121, σκέψη 44 και C-152/88 Sofrimport κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1990:259, σκέψη 26· τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις T-290/97 Mehibas Dordtselaan κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2000:8, σκέψη 59, και T- 223/00 Kyowa Hakko Kogyo κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2003:194, σκέψη 51· βλέπε, σχετικά με την απουσία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους των δικαιούχων παράνομων ενισχύσεων, την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-183/02 P και C-187/02 P Demesa and Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2004:701, σκέψεις 44 και 45, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(75)  Βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-74/00 P και C-75/00 P Falck and Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2002:524, σκέψη 140.

(76)  Βλέπε απόφαση 2007/256/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία βάσει του άρθρου 39 CA του γενικού κώδικα φορολογίας — Κρατική ενίσχυση C 46/2004 (πρώην NN 65/2004) (ΕΕ L 112 της 30.4.2007, σ. 41) και απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-408/04 Επιτροπής κατά Salzgitter, ECLI:EU:C:2008:236, σκέψη 106.