ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
4 Μαρτίου 2019


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/348 της Επιτροπής, της 25ης Οκτωβρίου 2018, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τα κριτήρια για την εκτίμηση των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης ( 1 )

1

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2019/349 του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 2019, με την οποία καθορίζεται η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της επιτροπής για τις δημόσιες συμβάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όσον αφορά την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στην αναθεωρημένη συμφωνία για τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο της αποχώρησής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση

12

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

4.3.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/348 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Οκτωβρίου 2018

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τα κριτήρια για την εκτίμηση των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1) και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να διαπιστώνεται αν τα κράτη μέλη πρέπει να χορηγούν απλουστευμένες υποχρεώσεις στα ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ απαιτεί από τα εν λόγω κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η πτώχευση ενός ιδρύματος λόγω διαφόρων παραγόντων που προσδιορίζονται στο εν λόγω άρθρο.

(2)

Η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να μην προκαθορίζει, αφενός, και να είναι διακριτή, αφετέρου, από οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση που διενεργείται από τις αρχές εξυγίανσης, μεταξύ άλλων, ιδίως, εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ομίλου, ή εκτίμηση για το αν πληρούνται οι όροι εξυγίανσης που αναφέρονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(3)

Ο προσδιορισμός των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ πρέπει να είναι πρακτικός, αποδοτικός και αποτελεσματικός. Επομένως, οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η πτώχευση ενός ιδρύματος πρέπει να εκτιμώνται, πρώτον με βάση ποσοτικά κριτήρια και, επακολούθως, με βάση ποιοτικά κριτήρια. Γενικά, η εκτίμηση με βάση τα ποιοτικά κριτήρια πρέπει να διενεργείται μόνο σε περίπτωση που η εκτίμηση με βάση τα ποσοτικά κριτήρια δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει η πτώχευση του ιδρύματος, απαιτούνται πλήρεις υποχρεώσεις και όχι απλώς απλουστευμένες υποχρεώσεις.

(4)

Για να εξασφαλιστεί η συγκλίνουσα και αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να αξιολογούν τα ποσοτικά κριτήρια έναντι ενός κοινού ενωσιακού κατώτατου ορίου υπό τη μορφή συνολικής ποσοτικής βαθμολογίας. Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να υπολογίζουν την εν λόγω συνολική βαθμολογία σύμφωνα με ένα σύνολο δεικτών, με χρήση τιμών από το ισχύον πλαίσιο υποβολής εποπτικών αναφορών που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 (3).

(5)

Για να εξασφαλιστεί η επιθυμητή ισορροπία όσον αφορά την αναμενόμενη αναλογία μεταξύ των μη επιλέξιμων για απλουστευμένες υποχρεώσεις ιδρυμάτων εντός των κρατών μελών και της κατανομής των μη επιλέξιμων ιδρυμάτων σε όλα τα κράτη μέλη, το ενωσιακό κατώτατο όριο για τη συνολική ποσοτική βαθμολογία για τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει καταρχήν να θεσπιστεί σε 25 μονάδες βάσης. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να αυξομειώνουν το κατώτατο όριο των 25 μονάδων βάσης και να το ορίζουν σε κλίμακα κυμαινόμενη από 0 έως 105 μονάδες βάσης, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του τραπεζικού τομέα του κράτους μέλους. Ένας τραπεζικός τομέας με υψηλή συγκέντρωση μπορεί να δικαιολογεί υψηλότερο κατώτατο όριο, ενώ ένας μεγάλος αριθμός μικρών ιδρυμάτων σε συνδυασμό με μικρό αριθμό μεγάλων ιδρυμάτων μπορεί να συνεπάγεται χαμηλότερο κατώτατο όριο. Το κατώτατο όριο πρέπει να επιτυγχάνει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στη σωρευτική αξία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων που θα μπορούσαν να είναι επιλέξιμα για απλουστευμένες υποχρεώσεις σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος και των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν θα ήταν επιλέξιμα με βάση την ποσοτική εκτίμηση.

(6)

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να χρησιμοποιούν κατάλληλες προσεγγιστικές τιμές με βάση τις εθνικές γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές (ΓΑΛΑ), σε περίπτωση που δεν λαμβάνουν τις τιμές δεικτών από τα ιδρύματα στο πλαίσιο της υποβολής εποπτικών αναφορών. Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να αποδίδουν μηδενική τιμή στους σχετικούς δείκτες, όταν ο προσδιορισμός των προσεγγιστικών τιμών είναι υπερβολικά επαχθής. Ωστόσο, η ανωτέρω δυνατότητα πρέπει να αφορά μόνο τα ιδρύματα που δεν υποβάλλουν υπόδειγμα 20 βάσει του άρθρου 5 στοιχείο α) σημείο 4 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014, λόγω μη υπέρβασης του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

(7)

Για να διασφαλιστεί ότι η προσέγγιση που ακολουθείται στον παρόντα κανονισμό συμμορφώνεται πλήρως με την αρχή της αναλογικότητας, αφενός, και για να εξαλειφθεί το ενδεχόμενο δυσανάλογων επιβαρύνσεων, αφετέρου, τα μικρά πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ποιοτικής εκτίμησης βάσει του μεγέθους τους και μόνο. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώνουν ότι η πτώχευση ενός μικρού πιστωτικού ιδρύματος δεν θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, χωρίς να εφαρμόζουν τη συνολική ποσοτική βαθμολογία, υπό την προϋπόθεση ότι η ποιοτική εκτίμησή τους υποστηρίζει το εν λόγω συμπέρασμα. Για τα εν λόγω μικρά πιστωτικά ιδρύματα, η εκτίμηση των ποιοτικών κριτηρίων πρέπει επίσης να διενεργείται με αναλογικό τρόπο.

(8)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα της εκτίμησης των επιπτώσεων της πτώχευσης στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, ο προσδιορισμός των ποσοτικών και των ποιοτικών κριτηρίων πρέπει να βασίζεται σε όρους και κατηγορίες που ήδη έχουν προβλεφθεί στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(9)

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα (G-SII) προσδιορίζονται ως τέτοια με βάση, μεταξύ άλλων, το μέγεθος, τη διασύνδεση με το χρηματοοικονομικό σύστημα, την πολυπλοκότητα και τη διασυνοριακή δραστηριότητά τους. Δεδομένου ότι τα εν λόγω κριτήρια αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν ότι η πτώχευση ενός G-SII θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, δίχως να απαιτείται διενέργεια ποσοτικής εκτίμησης.

(10)

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O-SII) προσδιορίζονται ως τέτοια με βάση, μεταξύ άλλων, το μέγεθος, τη σημασία για την οικονομία της Ένωσης ή του σχετικού κράτους μέλους, τη σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων και τη διασύνδεσή τους με το χρηματοοικονομικό σύστημα. Δεδομένου ότι τα ανωτέρω κριτήρια έχουν πολλές ομοιότητες με τα κριτήρια του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν ότι η πτώχευση ενός O-SII θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, δίχως να απαιτείται διενέργεια ποσοτικής εκτίμησης.

(11)

Επιπλέον, το άρθρο 107 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με κοινές διαδικασίες και μεθόδους για τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, που είναι οι αποδέκτες των κατευθυντήριων γραμμών, υποχρεούνται να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να συμμορφώνονται με αυτές. Επομένως, η κατηγοριοποίηση δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΤ για τη ΔΕΕΑ από τις αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Οι αρμόδιες αρχές ταξινομούν τα ιδρύματα σε τέσσερις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία (κατηγορία 1 της ΔΕΕΑ) περιλαμβάνει τα G-SII και τα O-GII και, κατά περίπτωση, άλλα ιδρύματα που κατηγοριοποιούνται ως τέτοια από κάποια αρμόδια αρχή με βάση το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση, καθώς και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Συνεπώς, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει διαπιστώσει ότι ένα ίδρυμα εμπίπτει στην κατηγορία 1 της ΔΕΕΑ, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν ότι η πτώχευση του εν λόγω ιδρύματος θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, δίχως να απαιτείται διενέργεια ποσοτικής αξιολόγησης.

(12)

Για να διασφαλιστεί η συνεκτική εκτίμηση των ιδρυμάτων, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί ένας ελάχιστος κατάλογος παραμέτρων, με βάση τις οποίες οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να διενεργούν τις ποιοτικές εκτιμήσεις τους, χωρίς να στερούνται τη δυνατότητα συνεκτίμησης άλλων σχετικών παραμέτρων. Ο ελάχιστος κατάλογος ποιοτικών παραμέτρων πρέπει να αναφέρει τις συνθήκες από τις οποίες διαφαίνεται ότι η πτώχευση ενός ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης.

(13)

Με γνώμονα το ευρύ φάσμα των επιχειρήσεων επενδύσεων που καλύπτονται από την οδηγία 2014/59/ΕΕ και την ανάγκη να μην προκαταλαμβάνεται το έργο που επιτελείται σε ενωσιακό επίπεδο σχετικά με την επανεξέταση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας των εν λόγω επιχειρήσεων, ο παρών κανονισμός πρέπει μόνο να προσδιορίσει τους δείκτες τους οποίους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης για την εκτίμηση του κριτηρίου του μεγέθους. Οι εν λόγω αρχές πρέπει να ορίζουν τις σταθμίσεις που αποδίδονται στους εν λόγω δείκτες και να καθορίζουν τα σχετικά κατώτατα όρια.

(14)

Ένα ίδρυμα που ανήκει σε όμιλο υποκείμενο σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (διασυνοριακός όμιλος) έχει μεγάλη διασύνδεση, οι δε δραστηριότητές του είναι πολύ πιο περίπλοκες από εκείνες ενός αυτόνομου ιδρύματος. Συνεπώς, οι επιπτώσεις της πτώχευσης ενός ιδρύματος που ανήκει σε διασυνοριακό όμιλο είναι πιθανόν να είναι πιο σημαντικές. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να συναγάγουν το συμπέρασμα ότι η πτώχευση ενός ιδρύματος που ανήκει σε διασυνοριακό όμιλο θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, σε περίπτωση που οποιαδήποτε από τις εκτιμήσεις σε επίπεδο επιμέρους κρατών μελών, όπου ο όμιλος έχει παρουσία, καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να συντονίζουν τις αξιολογήσεις τους και να ανταλλάσσουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, εντός της δομής της Τραπεζικής Ένωσης και στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτείας και εξυγίανσης.

(15)

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν ότι η πτώχευση ορισμένων ιδρυμάτων δεν θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ακόμη και στην περίπτωση που η συνολική ποσοτική βαθμολογία τους αγγίξει το προκαθορισμένο κατώτατο όριο. Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση των ανωτέρω ιδρυμάτων πρέπει να δικαιολογείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ο πρώτος τέτοιος όμιλος απαρτίζεται από αναπτυξιακές τράπεζες σκοπός των οποίων είναι η προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης ενός κράτους μέλους, ή τοπικής αρχής, μέσω της παροχής προνομιακών δανείων σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση. Τα δάνεια τα οποία χορηγούνται από τα εν λόγω ιδρύματα είναι, άμεσα ή έμμεσα, εν μέρει εγγυημένα από την κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή. Επομένως, οι αναπτυξιακές τράπεζες μπορεί να θεωρούνται ιδρύματα των οποίων η πτώχευση δεν θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι το συμπέρασμα συνάδει με την ποιοτική εκτίμηση που διενεργείται για τις εν λόγω αναπτυξιακές τράπεζες. Ο δεύτερος όμιλος απαρτίζεται από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας ομαλής εκκαθάρισης. Δεδομένου ότι μια ομαλή διαδικασία εκκαθάρισης γενικά λειτουργεί ως τροχοπέδη σε νέες εργασίες, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας διαδικασίας μπορεί επίσης να θεωρούνται ιδρύματα των οποίων η πτώχευση δεν θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο συνάδει με την ποιοτική εκτίμηση που διενεργείται για τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα.

(16)

Λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς σκοπούς του σχεδιασμού ανάκαμψης και εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης από το ίδιο κράτος μέλος πρέπει να είναι σε θέση να συναγάγουν διαφορετικά συμπεράσματα στις εκτιμήσεις τους που διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, μπορεί να λαμβάνουν διαφορετικές αποφάσεις κατά τον καθορισμό κατώτατων ορίων για τη συνολική ποσοτική βαθμολογία, με την εφαρμογή ειδικής μεταχείρισης για τις αναπτυξιακές τράπεζες και τα ιδρύματα που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας ομαλής εκκαθάρισης, καθώς και να συναγάγουν διαφορετικά συμπεράσματα όσον αφορά τη δυνατότητα χορήγησης απλουστευμένων υποχρεώσεων. Στις εν λόγω περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης πρέπει να εκτιμούν τακτικά κατά πόσον η διαφορά εξακολουθεί να δικαιολογείται.

(17)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΤ στην Επιτροπή.

(18)

Η ΕΑΤ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και οφέλη και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ποσοτική εκτίμηση για τα πιστωτικά ιδρύματα

1.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν τις επιπτώσεις της πτώχευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης με βάση μια συνολική ποσοτική βαθμολογία που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I. Η εκτίμηση διενεργείται τακτικά και τουλάχιστον ανά διετία.

2.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα με συνολική ποσοτική βαθμολογία ίση ή μεγαλύτερη των 25 μονάδων βάσης θεωρείται ίδρυμα του οποίου η πτώχευση θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να αυξομειώνουν το κατώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός κλίμακας κυμαινόμενης από 0 έως 105 μονάδες βάσης. Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης επανεξετάζουν σε τακτική βάση το κατώτατο τροποποιημένο όριο.

4.   Σε περίπτωση που οι τιμές δεικτών του παραρτήματος I δεν είναι διαθέσιμες, η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διενεργείται βάσει προσεγγιστικών τιμών που συσχετίζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό με τους δείκτες, όπως ορίζεται στο παράρτημα III.

5.   Σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν υπερβαίνει το κατώτατο όριο που καθορίζεται στο άρθρο 5 στοιχείο α) σημείο 4 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και δεν υποβάλλει το υπόδειγμα 20 του εν λόγω κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να αποδώσουν μηδενική τιμή στους σχετικούς δείκτες που καθορίζονται στο παράρτημα III.

6.   Σε περίπτωση που το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού ενός πιστωτικού ιδρύματος δεν υπερβαίνει το 0,02 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και, όταν παρέχονται σχετικά δεδομένα, των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορεί, χωρίς να εφαρμόσουν τις παραγράφους 1 έως 5, να διαπιστώσουν ότι η πτώχευση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος δεν θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, εκτός εάν αυτό δεν θα ήταν δικαιολογημένο βάσει του άρθρου 2.

7.   Σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει προσδιοριστεί ως G-SII ή O-SII δυνάμει του άρθρου 131 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή έχει ταξινομηθεί ως κατηγορία 1 βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με κοινές διαδικασίες και μεθόδους για τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορεί, χωρίς να εφαρμόσουν τις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, να διαπιστώσουν ότι η πτώχευση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης. Οι σχετικές τιμές δεικτών για τα εν λόγω ιδρύματα, σε κάθε περίπτωση, λαμβάνονται υπόψη και για τον καθορισμό του συνολικού ποσού που αναφέρεται στο σημείο 2 του παραρτήματος I, καθώς και για τον καθορισμό των συνολικών στοιχείων ενεργητικού όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στα κράτη μέλη για τους σκοπούς της παραγράφου 6.

Άρθρο 2

Ποιοτική εκτίμηση για τα πιστωτικά ιδρύματα

1.   Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 1, ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν θεωρείται ίδρυμα του οποίου η πτώχευση θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν τις επιπτώσεις της πτώχευσης του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης σε τακτική βάση και τουλάχιστον ανά διετία και λαμβάνοντας υπόψη, τουλάχιστον, όλες τις κατωτέρω ποιοτικές παραμέτρους:

α)

τον βαθμό στον οποίο το πιστωτικό ίδρυμα επιτελεί κρίσιμες λειτουργίες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)

κατά πόσον οι καλυπτόμενες καταθέσεις του πιστωτικού ιδρύματος θα υπερέβαιναν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του σχετικού συστήματος εγγύησης καταθέσεων και την ικανότητα του συστήματος εγγύησης καταθέσεων να συγκεντρώνει έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6)·

γ)

κατά πόσον η μετοχική σύνθεση του πιστωτικού ιδρύματος παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, μεγάλο βαθμό διασποράς ή δεν είναι αρκούντως διαφανής με τρόπο που θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα ή στην έγκαιρη εφαρμογή των ενεργειών ανάκτησης ή εξυγίανσης του ιδρύματος·

δ)

κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει σε ένα θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ), όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), παρέχει κρίσιμες λειτουργίες σε άλλα μέλη του θεσμικού συστήματος προστασίας, μεταξύ άλλων υπηρεσίες εκκαθάρισης, διαχείρισης κεφαλαίων ή άλλες υπηρεσίες·

ε)

κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα συνδέεται με έναν κεντρικό οργανισμό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η αμοιβαιοποίηση των ζημιών μεταξύ συνδεδεμένων ιδρυμάτων θα ήταν πιθανόν να αποτελέσει σοβαρό πρόσκομμα στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διενεργείται ανεξάρτητα από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης λαμβανομένων υπόψη των στόχων που επιδιώκονται από τον σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης.

3.   Η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να διενεργείται για μια κατηγορία πιστωτικών ιδρυμάτων σε περίπτωση που η οικεία αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι δύο ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά ως προς όλες τις ποιοτικές παραμέτρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 3

Ποσοτική εκτίμηση για τις επιχειρήσεις επενδύσεων

1.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν τις επιπτώσεις της πτώχευσης μιας επιχείρησης επενδύσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης σε τακτική βάση και τουλάχιστον ανά διετία και με γνώμονα:

α)

τη συνολική ποσοτική βαθμολογία, η οποία υπολογίζεται βάσει των δεικτών που αναφέρονται στο παράρτημα II·

β)

τις σταθμίσεις που αποδίδονται στους εν λόγω δείκτες από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης.

2.   Οι τιμές των δεικτών προσδιορίζονται με βάση τους δείκτες, όπως ορίζεται στο παράρτημα III. Σε περίπτωση που οι τιμές των δεικτών του παραρτήματος II δεν είναι διαθέσιμες, η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διενεργείται βάσει προσεγγιστικών τιμών που συσχετίζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό με τους δείκτες, όπως ορίζεται στο παράρτημα III. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν προσεγγιστικές τιμές, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να αντικαταστήσουν τους δείκτες που αναφέρονται στο παράρτημα II με άλλους σχετικούς δείκτες.

3.   Το κατώτατο όριο για τη συνολική ποσοτική βαθμολογία ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης.

4.   Μια επιχείρηση επενδύσεων με συνολική ποσοτική βαθμολογία ίση ή μεγαλύτερη του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 3 θεωρείται ίδρυμα του οποίου η πτώχευση θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης.

5.   Σε περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων έχει προσδιοριστεί ως G-SII ή O-SII σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή έχει ταξινομηθεί ως κατηγορία 1 βάσει των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με κοινές διαδικασίες και μεθόδους για τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορεί, χωρίς να εφαρμόσουν τις παραγράφους 1 έως 4 αυτού του άρθρου, να διαπιστώσουν ότι η πτώχευση του εν λόγω ιδρύματος θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης.

Άρθρο 4

Ποιοτική εκτίμηση για τις επιχειρήσεις επενδύσεων

1.   Σε περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ίδρυμα του οποίου η πτώχευση θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 3, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης εκτιμούν τις επιπτώσεις της πτώχευσης της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης σε τακτική βάση και τουλάχιστον ανά διετία και λαμβάνοντας υπόψη, τουλάχιστον, όλες τις κατωτέρω ποιοτικές παραμέτρους:

α)

τον βαθμό στον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων επιτελεί κρίσιμες λειτουργίες σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)

κατά πόσον η μετοχική σύνθεση της επιχείρησης επενδύσεων παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, μεγάλο βαθμό διασποράς ή δεν είναι αρκούντως διαφανής με τρόπο που θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα ή στην έγκαιρη εφαρμογή των ενεργειών ανάκτησης ή εξυγίανσης του ιδρύματος·

γ)

κατά πόσον μια επιχείρηση επενδύσεων που συμμετέχει σε ένα θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ), όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, παρέχει κρίσιμες λειτουργίες σε άλλα μέλη του θεσμικού συστήματος προστασίας, μεταξύ άλλων υπηρεσίες εκκαθάρισης, διαχείρισης κεφαλαίων ή άλλες υπηρεσίες·

δ)

κατά πόσον η πλειονότητα των πελατών της επιχείρησης επενδύσεων είναι ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες·

ε)

τον βαθμό στον οποίο τα μετρητά και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που βρίσκονται στην κατοχή της επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό των πελατών της δεν θα προστατεύονταν πλήρως από ένα σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών, όπως προβλέπεται στην οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)·

στ)

τον βαθμό στον οποίο το επιχειρηματικό μοντέλο της επιχείρησης επενδύσεων είναι περίπλοκο, συμπεριλαμβανομένης της κλίμακας των επενδυτικών δραστηριοτήτων της.

2.   Η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διενεργείται ανεξάρτητα από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης λαμβανομένων υπόψη των στόχων που επιδιώκονται από τον σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης.

Άρθρο 5

Ιδρύματα που ανήκουν σε ομίλους

1.   Για ένα ίδρυμα που ανήκει σε όμιλο, οι εκτιμήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 διενεργούνται στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στο κράτος μέλος όπου το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για ένα ίδρυμα που ανήκει σε όμιλο υποκείμενο σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι εκτιμήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 του παρόντος κανονισμού διενεργούνται στα κατωτέρω επίπεδα:

α)

στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση·

β)

στο επίπεδο κάθε μητρικής επιχείρησης σε ένα κράτος μέλος ή, σε περίπτωση που δεν υφίσταται μητρική επιχείρηση σε ένα κράτος μέλος, στο επίπεδο κάθε αυτόνομης θυγατρικής του ομίλου σε ένα κράτος μέλος.

3.   Τα ιδρύματα τα οποία αποτελούν μέλος ομίλου υποκείμενου σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ θεωρούνται ιδρύματα των οποίων η πτώχευση θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, εφόσον ισχύει ένα από τα ακόλουθα σε οποιοδήποτε από τα επίπεδα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο παράγραφος 2 στοιχεία α) και β):

α)

το ίδρυμα έχει συνολική ποσοτική βαθμολογία ίση ή μεγαλύτερη του κατώτατου ορίου που ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 ή το άρθρο 3 παράγραφος 3·

β)

πληρούνται τα κριτήρια στο άρθρο 2 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

4.   Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται για ιδρύματα που υπόκεινται σε σχέδιο ανάκαμψης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συντονίζουν τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και ανταλλάσσουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες εντός του πλαισίου των σωμάτων εποπτείας και εξυγίανσης.

Άρθρο 6

Εκτίμηση των αναπτυξιακών τραπεζών

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να θεωρούν τις αναπτυξιακές τράπεζες, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 27 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/63 της Επιτροπής (9), ιδρύματα των οποίων η πτώχευση δεν θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφοι 2 και 7 και του άρθρου 5 παράγραφος 3, σε περίπτωση που οι ποιοτικές παράμετροι του άρθρου 2 παράγραφος 1 δεν πληρούνται σε κανένα από τα ακόλουθα επίπεδα:

α)

στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση·

β)

στο επίπεδο κάθε μητρικής επιχείρησης σε ένα κράτος μέλος ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει μητρική επιχείρηση σε ένα κράτος μέλος, στο επίπεδο κάθε αυτόνομης θυγατρικής του ομίλου σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 7

Εκτίμηση πιστωτικών ιδρυμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας ομαλής εκκαθάρισης

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να θεωρούν τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας ομαλής εκκαθάρισης, ιδρύματα των οποίων η πτώχευση δεν θα ήταν πιθανόν να έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης, χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 2 και 7 και του άρθρου 5 παράγραφος 3, σε περίπτωση που οι ποιοτικές πτυχές του άρθρου 2 παράγραφος 1 δεν πληρούνται σε κανένα από τα κατωτέρω επίπεδα:

α)

στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης στην Ένωση·

β)

στο επίπεδο κάθε μητρικής επιχείρησης σε ένα κράτος μέλος ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει μητρική επιχείρηση σε ένα κράτος μέλος, στο επίπεδο κάθε αυτόνομης θυγατρικής του ομίλου σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 8

Εκτίμηση από αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης από το ίδιο κράτος μέλος

Λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς σκοπούς του σχεδιασμού ανάκαμψης και εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης από το ίδιο κράτος μέλος μπορεί να συνάγουν διαφορετικά συμπεράσματα όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 1 έως 4, 6 και 7, οπότε και εκτιμούν τακτικά κατά πόσον τα εν λόγω διαφορετικά συμπεράσματα εξακολουθούν να δικαιολογούνται.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Οκτωβρίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(6)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(8)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

(9)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 44).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

Πίνακας 1

Δείκτες και σταθμίσεις για τον υπολογισμό της συνολικής ποσοτικής βαθμολογίας των πιστωτικών ιδρυμάτων

Κριτήριο

Δείκτης για τα πιστωτικά ιδρύματα

Στάθμιση

Μέγεθος

Σύνολο ενεργητικού

25 %

Διασύνδεση

Υποχρεώσεις εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος

8,33 %

Στοιχεία ενεργητικού εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος

8,33 %

Κυκλοφορούντα χρεόγραφα

8,33 %

Πεδίο και πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων

Αξία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (ονομαστική)

8,33 %

Διακρατικές υποχρεώσεις

8,33 %

Διακρατικές απαιτήσεις

8,33 %

Φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας

Καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα από καταθέτες στην ΕΕ

8,33 %

Δάνεια του ιδιωτικού τομέα σε δικαιούχους στην ΕΕ

8,33 %

Αξία εγχώριων πληρωμών

8,33 %

1.

Για κάθε δείκτη του πίνακα 1, η αντίστοιχη τιμή καθορίζεται με βάση τις προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα III.

2.

Η τιμή του δείκτη για κάθε πιστωτικό ίδρυμα διαιρείται με το συνολικό ποσό της αντίστοιχης τιμής του δείκτη για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος και, εφόσον τα σχετικά στοιχεία είναι διαθέσιμα, για τα υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα στο οικείο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος.

3.

Οι λόγοι που προκύπτουν πολλαπλασιάζονται επί 10 000 για να εκφράζονται οι βαθμολογίες των δεικτών σε όρους μονάδων βάσης.

4.

Κάθε βαθμολογία δείκτη (εκφραζόμενη σε μονάδες βάσης) πολλαπλασιάζεται επί τη στάθμιση που αντιστοιχεί σε κάθε δείκτη όπως καθορίζεται στον πίνακα 1.

5.

Η συνολική ποσοτική βαθμολογία είναι το άθροισμα όλων των σταθμισμένων βαθμολογιών των δεικτών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Πίνακας 2

Δείκτες για τις επιχειρήσεις επενδύσεων

Κριτήριο

Δείκτης για τις επιχειρήσεις επενδύσεων

Μέγεθος

Σύνολο ενεργητικού

Σύνολο υποχρεώσεων

Σύνολο εσόδων από αμοιβές και προμήθειες

Περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

Πίνακας 3

Προδιαγραφές δεικτών

Δείκτης

Πεδίο

Προδιαγραφές

Σύνολο ενεργητικού

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 01.01, γραμμή 380, στήλη 010

Σύνολο υποχρεώσεων

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 01.02, γραμμή 300, στήλη 010

Σύνολο εσόδων από αμοιβές και προμήθειες

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 02.00, γραμμή 200, στήλη 010

Περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 22.02, γραμμή 010, στήλη 010

Υποχρεώσεις εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 20.06, γραμμές 020 + 030 + 050 + 060 + 100 + 110, στήλη 010, Όλες οι χώρες (άξονας των z)

Στοιχεία ενεργητικού εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 20.04, γραμμές 020 + 030 + 050 + 060 + 110 + 120 + 170 + 180, στήλη 010, Όλες οι χώρες (άξονας των z)

Κυκλοφορούντα χρεόγραφα

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 01.02, γραμμές 050 + 090 + 130, στήλη 010

Αξία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (ονομαστική)

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ) → F 10.00, γραμμές 300 + 310 + 320, στήλη 030 + F 11.00, γραμμές 510 + 520 + 530, στήλη 030

FINREP (ΓΑΛΑ) → F 10.00, γραμμές 300 + 310 + 320, στήλη 030 + F 11.00, γραμμές 510 + 520 + 530, στήλη 030

Διακρατικές υποχρεώσεις

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 20.06, γραμμές 010 + 040 + 070, στήλη 010, Όλες οι χώρες εκτός από τη χώρα καταγωγής (άξονας των z)

Σημείωση: Από την υπολογιζόμενη αξία θα πρέπει να αποκλείονται i) εσωτερικές υποχρεώσεις μεταξύ τμημάτων (intra-office liabilities) και ii) υποχρεώσεις αλλοδαπών υποκαταστημάτων και θυγατρικών έναντι αντισυμβαλλομένων στην ίδια χώρα υποδοχής

Διακρατικές απαιτήσεις

Σε παγκόσμιο επίπεδο

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 20.04, γραμμές 010 + 040 + 080 + 140, στήλη 010, Όλες οι χώρες εκτός από τη χώρα καταγωγής (άξονας των z)

Σημείωση: Από την υπολογιζόμενη αξία θα πρέπει να αποκλείονται i) εσωτερικά στοιχεία ενεργητικού μεταξύ τμημάτων (intra-office assets) και ii) στοιχεία ενεργητικού αλλοδαπών υποκαταστημάτων και θυγατρικών έναντι αντισυμβαλλομένων στην ίδια χώρα υποδοχής

Καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα από καταθέτες στην ΕΕ

Μόνον ΕΕ

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 20.06, γραμμές 120 + 130, στήλη 010, Χώρες της ΕΕ (άξονας των z)

Δάνεια του ιδιωτικού τομέα σε δικαιούχους στην ΕΕ

Μόνον ΕΕ

FINREP (ΔΠΧΑ ή ΓΑΛΑ) → F 20.04, γραμμές 190 + 220, στήλη 010, Χώρες της ΕΕ (άξονας των z)

Αξία εγχώριων πράξεων πληρωμής

Σε παγκόσμιο επίπεδο

Πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος αναφοράς (εξαιρουμένων των ενδοομιλικών πληρωμών): ο δείκτης αυτός υπολογίζεται ως η αξία των πληρωμών μιας τράπεζας, οι οποίες αποστέλλονται μέσω του συνόλου των κύριων συστημάτων πληρωμών των οποίων είναι μέλος.

Αναφέρεται η συνολική ακαθάριστη αξία όλων των πληρωμών σε μετρητά που απέστειλε η οικεία οντότητα μέσω συστημάτων πληρωμών μεγάλης αξίας και η ακαθάριστη αξία όλων των πληρωμών σε μετρητά που εστάλησαν μέσω της αντιπροσώπου τράπεζας (για παράδειγμα, με τη χρήση λογαριασμού αντιπροσώπου ή λογαριασμού nostro) κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς σε κάθε προσδιοριζόμενο νόμισμα. Όλες οι πληρωμές που αποστέλλονται μέσω της αντιπροσώπου τράπεζας θα πρέπει να δηλώνονται, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο η αντιπρόσωπος τράπεζα διακανονίζει πράγματι τη συναλλαγή. Δεν περιλαμβάνονται οι ενδοομιλικές συναλλαγές (δηλαδή οι συναλλαγές των οποίων η επεξεργασία γίνεται εντός ή μεταξύ οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με την οικεία οντότητα). Εάν δεν υπάρχουν ακριβή σύνολα, μπορούν να αναφέρονται γνωστές υπερεκτιμήσεις.

Οι πληρωμές θα πρέπει να αναφέρονται ανεξαρτήτως του σκοπού, της τοποθεσίας ή της μεθόδου διακανονισμού. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πληρωμές σε μετρητά που συνδέονται με παράγωγα, συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων και συναλλαγές σε ξένο συνάλλαγμα. Δεν περιλαμβάνεται η αξία των μη ταμειακών στοιχείων που διακανονίζονται σε σχέση με τις εν λόγω συναλλαγές. Περιλαμβάνονται οι πληρωμές σε μετρητά που καταβάλλονται για λογαριασμό της αναφέρουσας οντότητας, καθώς και οι πληρωμές που καταβάλλονται για λογαριασμό πελατών (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων εμπορικών πελατών). Δεν περιλαμβάνονται πληρωμές που πραγματοποιούνται μέσω συστημάτων πληρωμών μικρής αξίας.

Περιλαμβάνονται μόνον οι εξερχόμενες πληρωμές (δηλαδή αποκλείονται οι εισπραχθείσες πληρωμές). Περιλαμβάνεται το ποσό των πληρωμών που πραγματοποιούνται μέσω του συστήματος Διακανονισμού Αδιάλειπτης Σύνδεσης (Continuous Linked Settlement — CLS). Εκτός από τις πληρωμές μέσω του συστήματος CLS, να μην συμψηφίζονται τα ποσά των εξερχόμενων πληρωμών χονδρικής, ακόμη και αν η συναλλαγή έχει διακανονιστεί σε καθαρή βάση (δηλαδή όλες οι πληρωμές χονδρικής που πραγματοποιούνται μέσω συστημάτων πληρωμών μεγάλης αξίας ή μέσω αντιπροσώπου πρέπει να αναφέρονται σε ακαθάριστη βάση). Οι πληρωμές μικρής αξίας που αποστέλλονται μέσω συστημάτων πληρωμών μεγάλης αξίας ή μέσω αντιπροσώπου μπορούν να αναφέρονται σε καθαρή βάση.

Παρακαλείσθε να αναφέρετε τις τιμές σε ευρώ, χρησιμοποιώντας την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίζεται στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/budget/contracts_grants/info_contracts/inforeuro/inforeuro_en.cfm (για τις μηνιαίες ισοτιμίες) ή http://www.ecb.europa.eu/stats/exchange/eurofxref/html/index.en.html (για τις ημερήσιες ισοτιμίες).


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

4.3.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63/12


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/349 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 22ας Φεβρουαρίου 2019

με την οποία καθορίζεται η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της επιτροπής για τις δημόσιες συμβάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όσον αφορά την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στην αναθεωρημένη συμφωνία για τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο της αποχώρησής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση είναι μέρος της αναθεωρημένης συμφωνίας για τις δημόσιες συμβάσεις («αναθεωρημένη ΣΔΣ») και τα κράτη μέλη της καλύπτονται από την αναθεωρημένη συμφωνία δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

(2)

Στις 29 Μαρτίου 2017 το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση δυνάμει του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Συνθήκες θα παύσουν να ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει συμφωνίας, δύο έτη μετά την εν λόγω γνωστοποίηση, δηλαδή στις 30 Μαρτίου 2019, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, αποφασίσει ομόφωνα να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία. Η αναθεωρημένη ΣΔΣ θα πάψει αυτομάτως να ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο από την εν λόγω ημερομηνία.

(3)

Την 1η Ιουνίου 2018 το Ηνωμένο Βασίλειο, με την υποστήριξη της Ένωσης, υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στην αναθεωρημένη ΣΔΣ.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο ΧΧΙΙ παράγραφος 2 της αναθεωρημένης ΣΔΣ, κάθε μέλος του ΠΟΕ μπορεί να προσχωρήσει στην εν λόγω συμφωνία βάσει όρων οι οποίοι θα συμφωνηθούν μεταξύ του εν λόγω μέλους και των μερών και οι οποίοι θα οριστούν σε απόφαση που εκδίδει η επιτροπή για τις δημόσιες συμβάσεις («επιτροπή ΣΔΣ»). Η προσχώρηση πραγματοποιείται μέσω της κατάθεσης υπόψη του Γενικού Διευθυντή του ΠΟΕ πράξης προσχώρησης στην οποία αναφέρονται οι συμφωνηθέντες όροι. Η αναθεωρημένη ΣΔΣ, για μέλος που προσχωρεί σ' αυτή, τίθεται σε ισχύ την 30ή ημέρα από την κατάθεση της πράξης προσχώρησής του.

(5)

Οι υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την κάλυψη της πρόσβασης στις αγορές δημόσιων συμβάσεων καθορίζονται στην τελική του προσφορά, η οποία διαβιβάστηκε στα μέρη της ΣΔΣ στις 2 Οκτωβρίου 2018.

(6)

Η τελική προσφορά του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ενδεδειγμένη, δεδομένου ότι οι δεσμεύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς την κάλυψη προσφέρουν στην Ένωση τη μέγιστη κάλυψη, την οποία έχει και επί του παρόντος το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του πίνακα της Ένωσης στη ΣΔΣ και η οποία αντιστοιχεί στην κάλυψη που έχει επί του παρόντος το Ηνωμένο Βασίλειο ως κράτος μέλος βάσει του πίνακα της Ένωσης. Η Ένωση θα πρέπει να παράσχει αμοιβαία μεταχείριση και να προσαρμόσει τον πίνακά της ώστε να παρέχει αντίστοιχο επίπεδο πρόσβασης στους οικονομικούς φορείς του Ηνωμένου Βασιλείου δυνάμει της αναθεωρημένης ΣΔΣ. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν ορισμένες διευκρινίσεις στον πίνακα της Ένωσης που περιλαμβάνεται στο προσάρτημα I της αναθεωρημένης ΣΔΣ, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα καλύπτεται πλέον από τον εν λόγω πίνακα στο πλαίσιο της αναθεωρημένης ΣΔΣ. Οι όροι αυτοί, όπως παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης, θα αποτελέσουν μέρος των όρων προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου στην αναθεωρημένη ΣΔΣ και θα αντικατοπτρίζονται στην απόφαση που πρόκειται να εκδώσει η η επιτροπή ΣΔΣ σχετικά με την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

(7)

Ενδείκνυται επομένως να καθοριστεί η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στην επιτροπή ΣΔΣ σε σχέση με την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην αναθεωρημένη ΣΔΣ.

(8)

Σε περίπτωση συμφωνίας αποχώρησης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ένωσης που προβλέπει μεταβατική περίοδο, κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης θα εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού, η Ένωση θα πρέπει να ενημερώσει τα άλλα μέρη της ΣΔΣ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να λογίζεται ως κράτος μέλος για τους σκοπούς της αναθεωρημένης ΣΔΣ κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβατικής περιόδου. Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα καλύπτεται από την αναθεωρημένη ΣΔΣ μέχρι την ημερομηνία λήξης της συμφωνηθείσας μεταβατικής περιόδου. Στην περίπτωση αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να υποβάλει επικαιροποιημένη δέσμη απαντήσεων σχετικά με τον κατάλογο σημείων το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Η επιτροπή ΣΔΣ θα επανεξετάσει την επικαιροποιημένη δέσμη απαντήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τον κατάλογο σημείων και θα κρίνει ποια είναι η ενδεδειγμένη απόφαση εκείνη τη χρονική στιγμή.

(9)

Παρότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα αποτελεί τρίτη χώρα όταν η επιτροπή ΣΔΣ θα αποφασίσει σχετικά με την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην αναθεωρημένη ΣΔΣ, είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να διασφαλίσει ότι η αναθεωρημένη ΣΔΣ θα αρχίσει να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης θα παύσει να εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού. Το Ηνωμένο Βασίλειο, έως ότου αποχωρήσει από την Ένωση, παραμένει πλήρες κράτος μέλος, το οποίο απολαύει όλων των δικαιωμάτων και δεσμεύεται από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.

(10)

Αν το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να ενημερώσει την επιτροπή ΣΔΣ, εξ ονόματος της Ένωσης, εντός 30 ημερών από την κατάθεση της πράξης προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να καλύπτεται από την αναθεωρημένη ΣΔΣ σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στην επιτροπή για τις δημόσιες συμβάσεις («επιτροπή ΣΔΣ») είναι να εγκριθεί η προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην αναθεωρημένη συμφωνία για τις δημόσιες συμβάσεις («αναθεωρημένη ΣΔΣ»), με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 2 της παρούσας απόφασης και των όρων προσχώρησης που παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης, στο μέτρο που τα συμφέροντα της Ένωσης δεν επηρεάζονται αρνητικά από τη θέση άλλων μερών της ΣΔΣ.

Άρθρο 2

Η θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1, υπόκειται στην προϋπόθεση ότι η απόφαση της επιτροπής ΣΔΣ περιέχει διατάξεις που διασφαλίζουν τα ακόλουθα:

1.

ελλείψει συμφωνίας αποχώρησης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ένωσης που προβλέπει μεταβατική περίοδο, επιτρέπεται στο Ηνωμένο Βασίλειο να καταθέσει υπόψη του Γενικού Διευθυντή του ΠΟΕ την πράξη προσχώρησής του υπό την προϋπόθεση ότι το κάνει:

α)

το νωρίτερο 30 ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα παύσει να αποτελεί κράτος μέλος και

β)

εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της απόφασης της επιτροπής ΣΔΣ, εκτός αν η περίοδος για την υποβολή της πράξης παραταθεί από την εν λόγω επιτροπή,

2.

η κατάθεση της πράξης προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρείται ως μη γενόμενη για τους σκοπούς του άρθρου XXIV παράγραφος 2 της συμφωνίας του 1994 για τις δημόσιες συμβάσεις και του άρθρου XXII παράγραφος 2 της αναθεωρημένης ΣΔΣ, εάν, εντός 30 ημερών μετά την εν λόγω κατάθεση, η Ένωση κοινοποιήσει στην επιτροπή ΣΔΣ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να καλύπτεται από την αναθεωρημένη ΣΔΣ σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 3

Σε περίπτωση που το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να ενημερώσει την επιτροπή ΣΔΣ, εξ ονόματος της Ένωσης, εντός 30 ημερών από την κατάθεση της πράξης προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να καλύπτεται από την αναθεωρημένη ΣΔΣ σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 22 Φεβρουαρίου 2019.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΗ ΣΔΣ

Με την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για τις δημόσιες συμβάσεις ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο αυτοτελώς:

το σημείο 1 του τμήματος 2 («Οι κεντρικές κυβερνητικές αναθέτουσες αρχές των κρατών μελών της ΕΕ») του παραρτήματος 1 του προσαρτήματος I σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της αναθεωρημένης συμφωνίας έχει ως εξής:

«1.

Για τα εμπορεύματα, τις υπηρεσίες, τους προμηθευτές και τους παρόχους υπηρεσιών του Λιχτενστάιν, της Ελβετίας, της Ισλανδίας, της Νορβηγίας, των Κάτω Χωρών όσον αφορά την Αρούμπα και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι συμβάσεις που συνάπτονται από όλες τις κεντρικές κυβερνητικές αναθέτουσες αρχές των κρατών μελών της ΕΕ. Ο κατωτέρω κατάλογος είναι ενδεικτικός».

το τμήμα 2 του παραρτήματος 6 του προσαρτήματος I σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της αναθεωρημένης συμφωνίας έχει ως εξής:

«Οι συμβάσεις παραχώρησης έργων, όταν ανατίθενται από τους φορείς των παραρτημάτων 1 και 2, υπάγονται σε καθεστώς εθνικής μεταχείρισης για τους παρόχους κατασκευαστικών υπηρεσιών της Ισλανδίας, του Λιχτενστάιν, της Νορβηγίας, των Κάτω Χωρών όσον αφορά την Αρούμπα, την Ελβετία, το Μαυροβούνιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την προϋπόθεση ότι η αξία των συμβάσεων ισούται με ή υπερβαίνει τα 5 000 000 ΕΤΔ και για τους παρόχους κατασκευαστικών υπηρεσιών της Κορέας, υπό την προϋπόθεση ότι η αξία των συμβάσεων ισούται με ή υπερβαίνει τα 15 000 000 ΕΤΔ».

η υποσημείωση στον τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση» των παραρτημάτων του προσαρτήματος I σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της αναθεωρημένης συμφωνίας καθώς και στον τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση» στο πλαίσιο της συμφωνίας του 1994 περιλαμβάνει την εξής υποσημείωση:

«Όλες οι παραπομπές στις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς του Ηνωμένου Βασιλείου που περιέχονται επί του παρόντος στα παραρτήματα του προσαρτήματος I σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι άνευ αντικειμένου».