ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

60ό έτος
1 Ιουνίου 2017


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/928 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 2017, περί θεσπίσεως προσωρινής απαγόρευσης της αλιείας μαύρου μπακαλιάρου στη ζώνη VI, καθώς και στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα των ζωνών Vb, XII και XIV από σκάφη που φέρουν σημαία Ισπανίας

1

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/929 της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2017, για τη θέσπιση παρέκκλισης από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου όσον αφορά την ελάχιστη απόσταση από την ακτή και το ελάχιστο βάθος θάλασσας που οφείλουν να τηρούν οι συρόμενοι από σκάφος γρίποι που αλιεύουν στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας

3

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/930 της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2017, σχετικά με τη χορήγηση άδειας για χρήση σκευάσματος του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για όλα τα είδη πτηνών και την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1016/2013 ( 1 )

6

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/931 της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2017, σχετικά με τον καθορισμό του συντελεστή κατανομής που εφαρμόζεται στις ποσότητες τις οποίες αφορούν οι αιτήσεις έκδοσης πιστοποιητικών εισαγωγής που έχουν υποβληθεί από τις 19 Μαΐου 2017 έως τις 26 Μαΐου 2017 στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων οι οποίες ανοίχθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2081 για ορισμένα σιτηρά καταγωγής Ουκρανίας

10

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2017/932 του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2017, για την τροποποίηση της απόφασης 1999/70/ΕΚ σχετικά με τους εξωτερικούς ελεγκτές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά τους εξωτερικούς ελεγκτές της Nationale Bank van België / Banque Nationale de Belgique

12

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2017/933 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ' εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40)

14

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2017/934 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων όσον αφορά τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων (ΕΚΤ/2016/41)

18

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2017/935 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας και τις απαιτήσεις καταλληλότητας (ΕΚΤ/2016/42)

21

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2017/936 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Μαΐου 2017, σχετικά με την ανάθεση της έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων (ΕΚΤ/2017/16)

26

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2017/937 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Μαΐου 2017, σχετικά με την ανάθεση της έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων όσον αφορά τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων (ΕΚΤ/2017/17)

28

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/928 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Μαΐου 2017

περί θεσπίσεως προσωρινής απαγόρευσης της αλιείας μαύρου μπακαλιάρου στη ζώνη VI, καθώς και στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα των ζωνών Vb, XII και XIV από σκάφη που φέρουν σημαία Ισπανίας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως ενωσιακού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 36 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/127 του Συμβουλίου (2) καθορίζει ποσοστώσεις για το 2017.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2017.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση των αλιευτικών δραστηριοτήτων για το εν λόγω απόθεμα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που χορηγήθηκε στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2017, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται επίσης σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύονται ειδικότερα η διατήρηση επί του σκάφους, η μετατόπιση, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση ιχθύων από το εν λόγω απόθεμα οι οποίοι έχουν αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Μαΐου 2017.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

João AGUIAR MACHADO

Γενικός Διευθυντής

Γενική Διεύθυνση Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1.

(2)  Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/127 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό, για το 2017, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και, για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ L 24 της 28.1.2017, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

αριθ.

08/TQ127

Κράτος μέλος

Ισπανία

Απόθεμα

POK/56-14

Είδος

Μαύρος μπακαλιάρος (Pollachius virens)

Ζώνη

VI· ενωσιακά και διεθνή ύδατα των Vb, XII και XIV

Ημερομηνία απαγόρευσης

8.5.2017


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/3


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/929 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 31ης Μαΐου 2017

για τη θέσπιση παρέκκλισης από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου όσον αφορά την ελάχιστη απόσταση από την ακτή και το ελάχιστο βάθος θάλασσας που οφείλουν να τηρούν οι συρόμενοι από σκάφος γρίποι που αλιεύουν στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με μέτρα διαχείρισης για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα (1), και ιδίως το άρθρο 13 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 απαγορεύει τη χρήση συρόμενων εργαλείων εντός 3 ναυτικών μιλίων από την ακτή ή εντός αποστάσεως από την ακτή μέχρι την ισοβαθή των 50 μέτρων στην περίπτωση που το βάθος αυτό συναντάται σε μικρότερη απόσταση από την ακτή.

(2)

Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, η Επιτροπή δύναται να επιτρέψει παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται μια σειρά από όρους που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 5 και 9.

(3)

Στις 2 Ιουνίου 2016, η Επιτροπή έλαβε από την Ελλάδα αίτημα παρέκκλισης από το άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, σχετικά με τη χρήση παραδοσιακών συρόμενων από σκάφη γρίπων που αλιεύουν μαρίδα (Spicara smaris) και γόπα (Boops boops) στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας.

(4)

Το αίτημα αφορά αλιευτικές δραστηριότητες που έχουν ήδη εγκριθεί από την Ελλάδα και καλύπτει σκάφη τα οποία διαθέτουν ιστορικό αλιείας των εν λόγω ειδών για πάνω από πέντε έτη και δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του σχεδίου διαχείρισης που εγκρίθηκε από την Ελλάδα.

(5)

Τον Σεπτέμβριο του 2016 η Επιστημονική, Τεχνική και Οικονομική Επιτροπή Αλιείας (ΕΤΟΕΑ) εξέτασε την παρέκκλιση που ζήτησε η Ελλάδα και το σχετικό προσχέδιο διαχείρισης.

(6)

Στις 29 Δεκεμβρίου 2016 η Ελλάδα ενέκρινε το σχέδιο διαχείρισης με υπουργική απόφαση (6719/146097/29-12-2016) σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 (εφεξής αναφερόμενο ως «ελληνικό σχέδιο διαχείρισης»).

(7)

Η παρέκκλιση που ζητεί η Ελλάδα συνάδει με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 5 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006.

(8)

Ειδικότερα, υπάρχουν συγκεκριμένοι γεωγραφικοί περιορισμοί δεδομένης αφενός της διακριτής μορφολογικής δομής της Ελλάδας που περιλαμβάνει πολυάριθμα νησιά κατανεμημένα σε διάφορα πελάγη και, αφετέρου, της γεωγραφικής κατανομής των στοχευόμενων ειδών που περιορίζονται αποκλειστικά σε ορισμένες συγκεκριμένες περιοχές και ζώνες στις παράκτιες περιοχές σε βάθη μικρότερα των 50 μέτρων. Ως εκ τούτου, τα αλιευτικά πεδία είναι περιορισμένα.

(9)

Η αλιεία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με άλλα αλιευτικά εργαλεία, δεδομένου ότι μόνον οι συρόμενοι από σκάφη γρίποι έχουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για την άσκηση του εν λόγω τύπου αλιείας.

(10)

Επιπλέον, η αλιεία δεν έχει σημαντική επίπτωση στο θαλάσσιο περιβάλλον, διότι οι συρόμενοι από σκάφη γρίποι είναι ιδιαιτέρως επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία, δεν εφάπτονται με τον πυθμένα της θάλασσας και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν πάνω από θαλάσσιο βυθό με βλάστηση ποσειδωνίας (Posidonia oceanica).

(11)

Το αίτημα περιλαμβάνει κατάλογο 244 σκαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα 5 του σχεδίου διαχείρισης για τη ρύθμιση της λειτουργίας των παραδοσιακών συρόμενων από σκάφος γρίπων στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Συνεπώς, η παρέκκλιση που ζητεί η Ελλάδα αφορά περιορισμένο αριθμό σκαφών, σε σύγκριση με την ευρεία περιοχή κατανομής του στόλου των συρόμενων από σκάφος γρίπων που αντιπροσωπεύει περίπου το 1,5 τοις εκατό του συνόλου του ελληνικού αλιευτικού στόλου και 1 697,72 κόρους ολικής χωρητικότητας (GT).

(12)

Τα εν λόγω σκάφη περιλαμβάνονται σε κατάλογο που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006.

(13)

Η ελληνική υπουργική απόφαση και το σχέδιο διαχείρισης εγγυώνται τη μη περαιτέρω αύξηση της αλιευτικής προσπάθειας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006.

(14)

Οι εν λόγω αλιευτικές δραστηριότητες πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 που απαγορεύει την αλιεία πάνω από τα εν λόγω ενδιαιτήματα. Πράγματι, οι συρόμενοι από σκάφη γρίποι ρυμουλκούνται εντός της στήλης ύδατος και δεν αγγίζουν τον θαλάσσιο πυθμένα. Επιπλέον, η ολοκλήρωση της χαρτογράφησης των λειμώνων ποσειδωνίας (Posidonia oceanica) στα ελληνικά χωρικά ύδατα συμβάλλει στην προστασία της Posidonia oceanica.

(15)

Οι απαιτήσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 δεν ισχύουν επειδή αφορούν μηχανότρατες.

(16)

Όσον αφορά την απαίτηση συμμόρφωσης με το άρθρο 9 παράγραφος 3 σχετικά με τον καθορισμό του ελάχιστου ανοίγματος ματιών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, επειδή οι σχετικές αλιευτικές δραστηριότητες είναι σε μεγάλο βαθμό επιλεκτικές, έχουν αμελητέα επίπτωση στο θαλάσσιο περιβάλλον και δεν διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 5, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, η Ελλάδα επέτρεψε παρέκκλιση από τις εν λόγω διατάξεις στο πλαίσιο του σχεδίου διαχείρισής της.

(17)

Οι επίμαχες αλιευτικές δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα σε πολύ μικρή απόσταση από την ακτή και, συνεπώς, δεν παρεμποδίζουν τις δραστηριότητες άλλων σκαφών.

(18)

Το σχέδιο διαχείρισης διασφαλίζει ότι τα αλιεύματα των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 είναι ελάχιστα δεδομένου ότι τα στοχευόμενα είδη είναι η μαρίδα (Spicara smaris) και η γόπα (Boops boops), οι οποίες δεν αναφέρονται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 και οι αλιευτικές δραστηριότητες είναι ιδιαιτέρως επιλεκτικές.

(19)

Οι αλιευτικές δραστηριότητες είναι ιδιαιτέρως επιλεκτικές και δεν στοχεύουν στην αλίευση κεφαλόποδων.

(20)

Το σχέδιο διαχείρισης περιλαμβάνει μέτρα παρακολούθησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων και, συνεπώς, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου (2).

(21)

Το ελληνικό σχέδιο διαχείρισης περιλαμβάνει μέτρα για την παρακολούθηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006.

(22)

Συνεπώς, θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη παρέκκλιση.

(23)

Οι Ελλάδα θα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σε τακτά διαστήματα και σύμφωνα με το σχέδιο παρακολούθησης που προβλέπεται στο ελληνικό σχέδιο διαχείρισης.

(24)

Ο περιορισμός της διάρκειας της παρέκκλισης θα επιτρέψει τη διασφάλιση ταχείας λήψης διορθωτικών μέτρων διαχείρισης σε περίπτωση που από την έκθεση στην Επιτροπή προκύψει ότι η κατάσταση διατήρησης των υπό εκμετάλλευση αποθεμάτων είναι κακή, ενώ παράλληλα θα προσφέρει περιθώριο βελτίωσης της επιστημονικής βάσης που θα επιτρέψει τη βελτίωση του σχεδίου διαχείρισης.

(25)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής αλιείας και υδατοκαλλιέργειας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Παρέκκλιση

1.   Το άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 δεν εφαρμόζεται στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας όσον αφορά την αλιεία μαρίδας (Spicara smaris) και γόπας (Boops boops) από συρόμενους από σκάφη γρίπους.

2.   Οι συρόμενοι από σκάφη γρίποι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χρησιμοποιούνται από σκάφη τα οποία:

α)

φέρουν τον αριθμό καταχώρισης που αναφέρεται στο παράρτημα 5 του ελληνικού σχεδίου διαχείρισης·

β)

διαθέτουν ιστορικό αλιείας των εν λόγω ειδών για πάνω από πέντε έτη· και

γ)

διαθέτουν άδεια αλιείας και δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του σχεδίου διαχείρισης που εγκρίθηκε από την Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006.

Άρθρο 2

Σχέδιο παρακολούθησης και υποβολή έκθεσης

Η Ελλάδα υποβάλει στην Επιτροπή έκθεση η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με το σχέδιο παρακολούθησης που ορίζεται στο σχέδιο διαχείρισης.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται για χρονικό διάστημα τριών ετών μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2017.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 409 της 30.12.2006, σ. 11.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1).


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/6


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/930 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 31ης Μαΐου 2017

σχετικά με τη χορήγηση άδειας για χρήση σκευάσματος του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για όλα τα είδη πτηνών και την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1016/2013

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 13 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 προβλέπει τη χορήγηση άδειας για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων και καθορίζει τους όρους και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της άδειας αυτής.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, υποβλήθηκε αίτηση για νέα χρήση σκευάσματος του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae και για τροποποίηση των όρων της σημερινής άδειας για τους χοίρους, η οποία χορηγήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1016/2013 της Επιτροπής (2). Η εν λόγω αίτηση συνοδευόταν από τα στοιχεία και τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 και από τα σχετικά στοιχεία προς υποστήριξη της αίτησης τροποποίησης.

(3)

Η αίτηση αφορά τη χορήγηση άδειας για νέα χρήση του σκευάσματος του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για όλα τα είδη πτηνών, η οποία ταξινομείται στην κατηγορία πρόσθετων υλών «τεχνολογικές πρόσθετες ύλες», καθώς και την τροποποίηση των όρων της σημερινής άδειας για τους χοίρους προκειμένου να επεκταθεί η χρήση σε όλες τις μυκοτοξίνες τύπου τριχοθεσίνης.

(4)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων («η Αρχή»), στη γνώμη της, της 7ης Δεκεμβρίου 2016 (3), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσης, το σκεύασμα του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae δεν έχει δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία των ζώων, στην υγεία του ανθρώπου ή στο περιβάλλον. Η Αρχή αναγνώρισε ότι το σκεύασμα του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae έχει την ικανότητα να μειώνει τη δεσοξυνιβαλενόλη (DON) από μολυσμένες ζωοτροφές. Η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σκεύασμα έχει την ικανότητα να μειώνει την 12,13-εποξειδική ομάδα σε έναν αριθμό αντιπροσωπευτικών τριχοθεσινών και σε άλλες μυκοτοξίνες του ίδιου δομικού τύπου ανεξάρτητα από το είδος ή την κατηγορία του ζώου στο οποίο χορηγείται μολυσμένη ζωοτροφή. Η Αρχή δεν κρίνει αναγκαία τη θέσπιση ειδικών απαιτήσεων παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά. Η Αρχή επαλήθευσε, επίσης, την έκθεση όσον αφορά τη μέθοδο ανάλυσης της πρόσθετης ύλης ζωοτροφών στις ζωοτροφές, η οποία υποβλήθηκε από το εργαστήριο αναφοράς που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.

(5)

Για να καταστεί δυνατή η χρήση της πρόσθετης ύλης με άλλες τριχοθεσίνες, είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1016/2013.

(6)

Από την αξιολόγηση του σκευάσματος του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση άδειας που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εγκριθεί η χρήση του εν λόγω σκευάσματος, όπως καθορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(7)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Άδεια

Χορηγείται άδεια για τη χρήση του σκευάσματος που προσδιορίζεται στο παράρτημα και υπάγεται στην κατηγορία πρόσθετων υλών «τεχνολογικές πρόσθετες ύλες» και στη λειτουργική ομάδα «ουσίες για τη μείωση της μόλυνσης των ζωοτροφών από μυκοτοξίνες» ως πρόσθετη ύλη στη διατροφή των ζώων, υπό τους όρους που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1016/2013

Το παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1016/2013 αντικαθίσταται από το παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2017.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1016/2013 της Επιτροπής, της 23ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με την έγκριση σκευάσματος του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae ως πρόσθετης ύλης ζωοτροφών για χοίρους (ΕΕ L 282 της 24.10.2013, σ. 36).

(3)  EFSA Journal 2017·15(1):4676.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Αριθμός ταυτοποίησης της πρόσθετης ύλης

Επωνυμία του κατόχου της άδειας

Πρόσθετη ύλη

Σύνθεση, χημικός τύπος, περιγραφή, αναλυτική μέθοδος

Είδος ή κατηγορία ζώου

Μέγιστη ηλικία

Ελάχιστη περιεκτικότητα

Μέγιστη περιεκτικότητα

Λοιπές διατάξεις

Λήξη της περιόδου ισχύος της άδειας

CFU ανά kg πλήρους ζωοτροφής με περιεκτικότητα σε υγρασία 12 %

Κατηγορία τεχνολογικών πρόσθετων υλών. Λειτουργική ομάδα: ουσίες για τη μείωση της μόλυνσης των ζωοτροφών από μυκοτοξίνες: τριχοθεσίνες

1m01

Στέλεχος DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae

Σύνθεση πρόσθετης ύλης

Σκεύασμα του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae που περιέχει τουλάχιστον 5 × 109 CFU/g πρόσθετης ύλης.

Σε στερεά μορφή

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας

Βιώσιμα κύτταρα: στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae

Αναλυτική μέθοδος  (1)

Καταμέτρηση των αποικιών του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae: τεχνική της ενσωμάτωσης σε τρυβλίο με VM άγαρ στο οποίο έχει προστεθεί Oxyrase.

Ταυτοποίηση του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae: ηλεκτροφόρηση παλλόμενου πεδίου σε πήκτωμα (PFGE).

Όλα τα είδη πτηνών

1,7 × 108

1.

Στις οδηγίες χρήσης της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων πρέπει να αναφέρονται οι συνθήκες αποθήκευσης και η σταθερότητα στη θερμική επεξεργασία.

2.

Η χρήση της πρόσθετης ύλης επιτρέπεται σε ζωοτροφές που συμμορφώνονται με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές.

3.

Επιτρέπεται η χρήση σε ζωοτροφές που περιέχουν τα ακόλουθα εγκεκριμένα κοκκιδιοστατικά: ναρασίνη/νικαρβαζίνη, νατριούχο σαλινομυκίνη, νατριούχο μονενσίνη, υδροχλωρική ροβενιδίνη, δικλαζουρίλη, ναρασίνη ή νικαρβαζίνη.

4.

Για τους χρήστες της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών θεσπίζουν επιχειρησιακές διαδικασίες και οργανωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων μέσω της χρήσης. Όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν μπορούν να εξαλειφθούν ή να μειωθούν στο ελάχιστο με τις εν λόγω διαδικασίες και τα εν λόγω μέτρα, η πρόσθετη ύλη και τα προμείγματα πρέπει να χρησιμοποιούνται με μέσα ατομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων μέσων προστασίας της αναπνοής.

21 Ιουνίου 2027


(1)  Πληροφορίες σχετικά με τις αναλυτικές μεθόδους διατίθενται στην ακόλουθη διεύθυνση του εργαστηρίου αναφοράς: https://ec.europa.eu/jrc/en/eurl/feed-additives/evaluation-reports


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθμός ταυτοποίησης της πρόσθετης ύλης

Επωνυμία του κατόχου της άδειας

Πρόσθετη ύλη

Σύνθεση, χημικός τύπος, περιγραφή, αναλυτική μέθοδος

Είδος ή κατηγορία ζώου

Μέγιστη ηλικία

Ελάχιστη περιεκτικότητα

Μέγιστη περιεκτικότητα

Λοιπές διατάξεις

Λήξη της περιόδου ισχύος της άδειας

CFU ανά kg πλήρους ζωοτροφής με περιεκτικότητα σε υγρασία 12 %

Κατηγορία τεχνολογικών πρόσθετων υλών. Λειτουργική ομάδα: ουσίες για τη μείωση της μόλυνσης των ζωοτροφών από μυκοτοξίνες: τριχοθεσίνες

1m01

Στέλεχος DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae

Σύνθεση πρόσθετης ύλης

Σκεύασμα του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae που περιέχει τουλάχιστον 5 × 109 CFU/g πρόσθετης ύλης.

Σε στερεά μορφή

Χαρακτηρισμός της δραστικής ουσίας

Βιώσιμα κύτταρα: στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae

Αναλυτική μέθοδος  (1)

Καταμέτρηση των αποικιών του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae: τεχνική της ενσωμάτωσης σε τρυβλίο με VM άγαρ στο οποίο έχει προστεθεί Oxyrase.

Ταυτοποίηση του στελέχους DSM 11798 μικροοργανισμού της οικογένειας Coriobacteriaceae: ηλεκτροφόρηση παλλόμενου πεδίου σε πήκτωμα (PFGE).

Χοίροι

1,7 × 108

1.

Στις οδηγίες χρήσης της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων πρέπει να αναφέρονται οι συνθήκες αποθήκευσης και η σταθερότητα στη θερμική επεξεργασία.

2.

Η χρήση της πρόσθετης ύλης επιτρέπεται σε ζωοτροφές που συμμορφώνονται με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές.

3.

Για τους χρήστες της πρόσθετης ύλης και των προμειγμάτων, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων ζωοτροφών θεσπίζουν επιχειρησιακές διαδικασίες και οργανωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων μέσω της χρήσης. Όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν μπορούν να εξαλειφθούν ή να μειωθούν στο ελάχιστο με τις εν λόγω διαδικασίες και τα εν λόγω μέτρα, η πρόσθετη ύλη και τα προμείγματα πρέπει να χρησιμοποιούνται με μέσα ατομικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων μέσων προστασίας της αναπνοής.

13 Νοεμβρίου 2023

»

(1)  Πληροφορίες σχετικά με τις αναλυτικές μεθόδους διατίθενται στην ακόλουθη διεύθυνση του εργαστηρίου αναφοράς: https://ec.europa.eu/jrc/en/eurl/feed-additives/evaluation-reports


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/10


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/931 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 31ης Μαΐου 2017

σχετικά με τον καθορισμό του συντελεστή κατανομής που εφαρμόζεται στις ποσότητες τις οποίες αφορούν οι αιτήσεις έκδοσης πιστοποιητικών εισαγωγής που έχουν υποβληθεί από τις 19 Μαΐου 2017 έως τις 26 Μαΐου 2017 στο πλαίσιο των δασμολογικών ποσοστώσεων οι οποίες ανοίχθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2081 για ορισμένα σιτηρά καταγωγής Ουκρανίας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1), και ιδίως το άρθρο 188 παράγραφοι 1 και 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2081 της Επιτροπής (2) ανοίχθηκαν δασμολογικές ποσοστώσεις εισαγωγής για ορισμένα σιτηρά καταγωγής Ουκρανίας.

(2)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2081 καθορίζεται, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2017 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, η ποσότητα της ποσόστωσης με αύξοντα αριθμό 09.4306 σε 960 000τόνους.

(3)

Οι ποσότητες τις οποίες αφορούν οι αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής που υποβλήθηκαν από τις 19 Μαΐου 2017 στις 13.00 έως τις 26 Μαΐου 2017 στις 13.00, ώρα Βρυξελλών, για την ποσόστωση με αύξοντα αριθμό 09.4306, υπερβαίνουν τις διαθέσιμες ποσότητες. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστεί σε ποιον βαθμό μπορούν να εκδοθούν τα πιστοποιητικά εισαγωγής, με τον καθορισμό συντελεστή κατανομής που πρέπει να εφαρμόζεται στις αιτούμενες ποσότητες για τη σχετική ποσόστωση, ο οποίος υπολογίζεται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1301/2006 της Επιτροπής (3).

(4)

Κρίνεται επίσης σκόπιμο να μην εκδίδονται πλέον πιστοποιητικά εισαγωγής για τη δασμολογική ποσόστωση με αύξοντα αριθμό 09.4306, που αναφέρεται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2081 για την τρέχουσα περίοδο ποσόστωσης.

(5)

Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του μέτρου, ο παρών κανονισμός πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Στις ποσότητες τις οποίες αφορούν οι αιτήσεις έκδοσης πιστοποιητικών εισαγωγής στο πλαίσιο της ποσόστωσης με αύξοντα αριθμό 09.4306 που αναφέρεται στο παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2081, οι οποίες έχουν υποβληθεί από τις 19 Μαΐου 2017 στις 13.00 έως τις 26 Μαΐου 2017 στις 13.00, ώρα Βρυξελλών, εφαρμόζεται συντελεστής κατανομής 86,524176 % για τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο της δασμολογικής ποσόστωσης με αύξοντα αριθμό 09.4306.

2.   Η υποβολή νέων αιτήσεων έκδοσης πιστοποιητικών, στο πλαίσιο της ποσόστωσης με αύξοντα αριθμό 09.4306, που αναφέρεται στο παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2081, αναστέλλεται από τις 26 Μαΐου 2017 στις 13.00, ώρα Βρυξελλών, για την τρέχουσα περίοδο ποσόστωσης.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2017.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής

Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2081 της Επιτροπής, της 18ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ορισμένων σιτηρών καταγωγής Ουκρανίας (ΕΕ L 302 της 19.11.2015, σ. 81).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1301/2006 της Επιτροπής, της 31ης Αυγούστου 2006, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τον τρόπο διαχείρισης των δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής γεωργικών προϊόντων των οποίων η διαχείριση πραγματοποιείται με σύστημα πιστοποιητικών εισαγωγής (ΕΕ L 238 της 1.9.2006, σ. 13).


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/12


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/932 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Μαΐου 2017

για την τροποποίηση της απόφασης 1999/70/ΕΚ σχετικά με τους εξωτερικούς ελεγκτές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά τους εξωτερικούς ελεγκτές της Nationale Bank van België / Banque Nationale de Belgique

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο αριθ. 4 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 31ης Μαρτίου 2017 προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τους εξωτερικούς ελεγκτές της Nationale Bank van België / Banque Nationale de Belgique (ECB/2017/8) (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ ελέγχονται από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, τους οποίους υποδεικνύει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και εγκρίνει το Συμβούλιο.

(2)

Η θητεία των εξωτερικών ελεγκτών της Nationale Bank van België / Banque Nationale de Belgique, Ernst & Young Bedrijfsrevisoren / Réviseurs d'Entreprises, έληξε μετά τον έλεγχο για το οικονομικό έτος 2016. Είναι επομένως αναγκαίος ο διορισμός εξωτερικών ελεγκτών από το οικονομικό έτος 2017 και εξής.

(3)

Η Nationale Bank van België / Banque Nationale de Belgique επέλεξε την εταιρεία Mazars Réviseurs d'entreprises / Mazars Bedrijfsrevisoren SCRL/CVBA ως εξωτερικό της ελεγκτή για τα οικονομικά έτη 2017 έως 2022.

(4)

Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ συνέστησε τον διορισμό της εταιρείας Mazars Réviseurs d'entreprises / Mazars Bedrijfsrevisoren SCRL/CVBA ως εξωτερικού ελεγκτή της Nationale Bank van België / Banque Nationale de Belgique για τα οικονομικά έτη 2017 έως 2022.

(5)

Κατόπιν της σύστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, η απόφαση 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (2) θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 1 παράγραφος 1 της απόφασης 1999/70/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η εταιρεία Mazars Réviseurs d'entreprises / Mazars Bedrijfsrevisoren SCRL/CVBA εγκρίνεται ως εξωτερικός ελεγκτής της Nationale Bank van België / Banque Nationale de Belgique για τα οικονομικά έτη 2017 έως 2022.».

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην ΕΚΤ.

Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2017.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

E. SCICLUNA


(1)  ΕΕ C 120 της 13.4.2017, σ. 1.

(2)  Απόφαση 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1999, σχετικά με τους εξωτερικούς ελεγκτές των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕΕ L 22 της 29.1.1999, σ. 69).


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/14


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/933 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 16ης Νοεμβρίου 2016

σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ' εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 12.3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ανάθεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καθηκόντων τραπεζικής εποπτείας με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (1) αποτελεί πρόκληση για την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεών της, λόγω του μεγάλου αριθμού αποφάσεων που η ίδια απαιτείται να εκδίδει σε σχέση με τα καθήκοντα αυτά.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όλα τα θεσμικά όργανα οφείλουν να δρουν εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Το άρθρο 9.3 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «το καταστατικό του ΕΣΚΤ») προβλέπει ότι η ΕΚΤ έχει δύο όργανα λήψης αποφάσεων, το διοικητικό συμβούλιο και την εκτελεστική επιτροπή.

(3)

Το άρθρο 11.6 του καταστατικού του ΕΣΚΤ ορίζει ότι η εκτελεστική επιτροπή είναι υπεύθυνη για τα τρέχοντα θέματα της ΕΚΤ. Συναφώς, τα άρθρα 10.1 και 10.2 του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής «ο εσωτερικός κανονισμός»), ο οποίος θεσπίστηκε με την απόφαση ΕΚΤ/2004/2 (2), ορίζουν ότι όλες οι υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ υπάγονται διοικητικά στην εκτελεστική επιτροπή. Σύμφωνα με το άρθρο 13ιγ.1 του εσωτερικού κανονισμού, η αρμοδιότητα της εκτελεστικής επιτροπής σε σχέση με την εσωτερική δομή και το προσωπικό της ΕΚΤ περιλαμβάνει και τα εποπτικά καθήκοντα.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ πρέπει να εκτελούνται με την επιφύλαξη των σχετικών με τη νομισματική πολιτική και λοιπών καθηκόντων της και διακριτά από αυτά. Το ίδιο άρθρο προβλέπει επίσης ότι το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων πρέπει να διαχωρίζεται οργανωτικά και να υπόκειται σε διαφορετικές απαιτήσεις λογοδοσίας από το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση άλλων καθηκόντων της EKT. Ο οργανωτικός αυτός διαχωρισμός εφαρμόζεται ήδη σύμφωνα με την απόφαση ΕΚΤ/2014/39 (3) και το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία αναθέτει στην ΕΚΤ ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 λογοδοτεί στον πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου.

(5)

Η εκτελεστική επιτροπή δεν διαθέτει αποφασιστική αρμοδιότητα σε σχέση με τις εποπτικές αποφάσεις. Με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 συστήθηκε το εποπτικό συμβούλιο ως εσωτερικό όργανο της ΕΚΤ το οποίο αναλαμβάνει τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των καθηκόντων που ο ως άνω κανονισμός της αναθέτει. Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, το εποπτικό συμβούλιο αναλαμβάνει πλήρως τις προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ και προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται εφόσον το τελευταίο δεν διατυπώσει αντιρρήσεις. Το εποπτικό συμβούλιο δεν αποτελεί όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ κατά το άρθρο 129 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και το άρθρο 9.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

(6)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η πρόβλεψη διαδικασίας για την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων ενίοτε καθίσταται απαραίτητη για ορισμένο όργανο προκειμένου αυτό να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του λόγω του σημαντικού αριθμού αποφάσεων που ενδεχομένως καλείται να εκδίδει. Tο ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι η εξασφάλιση της ικανότητας λειτουργίας ενός αποφασιστικού οργάνου αντιστοιχεί σε αρχή συμφυή σε κάθε θεσμικό σύστημα (4). Ως εκ τούτου, οι αρμοδιότητες που ανατίθενται σε ορισμένο όργανο περιλαμβάνουν το δικαίωμά του να εκχωρεί ορισμένες εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και με την επιφύλαξη τυχόν όρων που το ίδιο καθορίζει. Οποιοδήποτε θεσμικό όργανο της Ένωσης μπορεί επομένως να θεσπίζει μέτρα οργανωτικής φύσης εκχωρώντας αρμοδιότητες σε όργανα λήψης αποφάσεών του, στον βαθμό που τα συγκεκριμένα μέτρα κρίνονται δικαιολογημένα και διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας.

(7)

Για σκοπούς εσωτερικής οργάνωσης της ίδιας της ΕΚΤ και των οργάνων λήψης αποφάσεών της, απαιτείται η έκδοση απόφασης για τον καθορισμό γενικού εξουσιοδοτικού πλαισίου. Στις νομικές πράξεις που μπορούν να εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση περιλαμβάνονται οι εποπτικές αποφάσεις του άρθρου 2 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (5) ή οι οδηγίες εποπτικής φύσης κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 17α.3 του εσωτερικού κανονισμού. Σκοπός της παρούσας απόφασης σχετικά με τον καθορισμό γενικού εξουσιοδοτικού πλαισίου θα πρέπει να είναι η αποσαφήνιση της τηρητέας διαδικασίας ενόψει της έκδοσης συγκεκριμένων εποπτικών αποφάσεων και ο καθορισμός του πεδίου αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής επιτροπής και του εκάστοτε εξουσιοδοτούμενου προϊσταμένου υπηρεσιακής μονάδας της ΕΚΤ. Η παρούσα απόφαση δεν θα πρέπει να επηρεάζει την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ούτε να θίγει την αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου να προτείνει ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων προς το διοικητικό συμβούλιο.

(8)

Στο πλαίσιο αυτό το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να εκδίδει εξουσιοδοτικές αποφάσεις σύμφωνα με την παρούσα απόφαση σχετικά με τον καθορισμό γενικού εξουσιοδοτικού πλαισίου και τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013. Τούτο συνάδει με τη νομολογία του ΔΕΕ, κατά την οποία η εξουσιοδοτική απόφαση πρέπει να λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που θα εφαρμοζόταν αν επρόκειτο να εκδοθεί οριστική απόφαση από την εξουσιοδοτούσα αρχή. Το εποπτικό συμβούλιο μπορεί οποτεδήποτε να υποβάλει στο διοικητικό συμβούλιο πρόταση ολοκληρωμένου σχεδίου απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, προτείνοντας την κατάργηση ή την τροποποίηση συγκεκριμένης εξουσιοδοτικής απόφασης. Η εν λόγω κατάργηση ή τροποποίηση δεν θα πρέπει να θίγει οποιαδήποτε απόφαση έχει ήδη εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση. Αποφάσεις επί θεμάτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξουσιοδοτικής απόφασης πρέπει να εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Συμπληρωματικός χαρακτήρας

Η παρούσα απόφαση συμπληρώνει τον εσωτερικό κανονισμό.

Άρθρο 2

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση θεσπίζει κανόνες για την εκχώρηση σαφώς καθορισμένων αρμοδιοτήτων λήψης αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Οι όροι που χρησιμοποιούνται στην παρούσα απόφαση έχουν την ίδια έννοια με τους αντίστοιχους όρους του εσωτερικού κανονισμού, ισχύουν δε και οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «εποπτική νομική πράξη»: νομική πράξη σχετική με τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ·

2)   «εξουσιοδοτική απόφαση»: απόφαση του διοικητικού συμβουλίου με την οποία προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ εξουσιοδοτούνται να εκδίδουν εποπτικές νομικές πράξεις·

3)   «απόφαση ανάθεσης»: απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής με την οποία ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ η λήψη αποφάσεων βάσει εξουσιοδοτικής απόφασης·

4)   «κατ' εξουσιοδότηση απόφαση»: απόφαση που αφορά εποπτικές νομικές πράξεις και λαμβάνεται βάσει σχετικής εξουσιοδότησης.

Άρθρο 4

Εξουσιοδοτικές αποφάσεις

Με εξουσιοδοτική απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να εκχωρεί σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ εξουσίες λήψης αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις. Η εξουσιοδοτική απόφαση πρέπει να καθορίζει λεπτομερώς το καθ' ύλην αντικείμενο της εξουσιοδότησης και τους όρους υπό τους οποίους αυτή μπορεί να ασκείται, και ενεργοποιείται με την έκδοση σχετικής απόφασης ανάθεσης από την εκτελεστική επιτροπή κατά το άρθρο 5.

Άρθρο 5

Αποφάσεις ανάθεσης

1.   Με σχετική απόφαση ανάθεσης που εκδίδεται κατόπιν διαβούλευσης με τον πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να αναθέτει σε έναν ή περισσότερους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ τη λήψη αποφάσεων βάσει εξουσιοδοτικής απόφασης.

2.   Οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ κατά την παράγραφο 1 επιλέγονται μεταξύ των προϊσταμένων υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ που συμμετέχουν στην εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων τα οποία διαχωρίζονται οργανωτικά από τα καθήκοντα του προσωπικού που συμμετέχει στην εκτέλεση άλλων καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013. Στην επιλογή των προϊσταμένων των υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη η σημασία της εξουσιοδοτικής απόφασης και ο αριθμός των αποδεκτών των κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων.

Άρθρο 6

Κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις

1.   Οι κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις λαμβάνονται για λογαριασμό και με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο προϊστάμενος υπηρεσιακής μονάδας της ΕΚΤ στον οποίο ανατίθεται η λήψη αποφάσεων βάσει εξουσιοδοτικής απόφασης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 υπογράφει τις σχετικές κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις. Εφόσον η λήψη αποφάσεων βάσει εξουσιοδοτικής απόφασης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ανατίθεται σε περισσότερους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ, οι σχετικές κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις υπογράφονται από εκείνους που τις έχουν εγκρίνει.

Άρθρο 7

Καταχώριση των κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων και υποβολή εκθέσεων

1.   Η γραμματεία του εποπτικού συμβουλίου τηρεί μητρώο των κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, για τις οποίες και ενημερώνει τη γραμματεία του διοικητικού συμβουλίου σε μηνιαία βάση.

2.   Η γραμματεία του διοικητικού συμβουλίου υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο και στο εποπτικό συμβούλιο τριμηνιαία έκθεση σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση άσκηση των εξουσιών λήψης αποφάσεων όσον αφορά τις εποπτικές νομικές πράξεις.

Άρθρο 8

Έλεγχος των κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων

1.   Οι κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις της ΕΚΤ υπόκεινται σε εσωτερική διοικητική επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τις διατάξεις της απόφασης ΕΚΤ/2014/16 (6).

2.   Στις περιπτώσεις διοικητικής επανεξέτασης το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης, να υποβάλει προς έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο νέο σχέδιο απόφασης με βάση τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 16 Νοεμβρίου 2016.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ.1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(2)  Απόφαση ΕΚΤ/2004/2, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33).

(3)  Απόφαση EKT/2014/39, της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του διαχωρισμού μεταξύ της λειτουργίας νομισματικής πολιτικής και της εποπτικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 300 της 18.10.2014, σ. 57).

(4)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 1986 στην υπόθεση 5/85, AKZO Chemie BV και AKZO Chemie UK Ltd κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1986:328, σκέψη 37, και απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαΐου 2005 στην υπόθεση C-301/02 P, Carmine Salvatore Tralli κατά ΕΚΤ, ECLI:EU:C:2005:306, σκέψη 59.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(6)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/16, της 14ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ίδρυση διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και τον κανονισμό λειτουργίας του (ΕΕ L 175 της 14.6.2014, σ. 47).


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/18


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/934 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 16ης Νοεμβρίου 2016

σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων όσον αφορά τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων (ΕΚΤ/2016/41)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 6,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ' εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40) (2), και ιδίως το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 καθορίζει τα κριτήρια χαρακτηρισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών βάσει της σημασίας τους ως εποπτευόμενων οντοτήτων. Τα εν λόγω κριτήρια εξειδικεύονται περαιτέρω στο μέρος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (3).

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17), μια εποπτευόμενη οντότητα θεωρείται σημαντική εφόσον έτσι κρίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε απόφαση απευθυνόμενη προς εκείνη. Σύμφωνα με το άρθρο 40 του ίδιου κανονισμού, εάν μία ή περισσότερες εποπτευόμενες οντότητες ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, τα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας τους καθορίζονται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και κάθε εποπτευόμενη οντότητα χαρακτηρίζεται σημαντική με βάση τα συγκεκριμένα κριτήρια.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17), η ΕΚΤ, αφού λάβει σχετικές πληροφορίες, μπορεί οποτεδήποτε να επανεξετάζει εάν πληρούνται τα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας.

(4)

Η έκδοση νέων αποφάσεων χαρακτηρισμού εποπτευόμενων οντοτήτων βάσει της σημασίας τους θα πρέπει να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης. Η έκδοση τροποποιήσεων υφιστάμενων αποφάσεων χαρακτηρισμού θα πρέπει να είναι δυνατή με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και του μέρους III, τίτλος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17).

(5)

Τροποποιήσεις αποφάσεων χαρακτηρισμού, συνεπεία των οποίων αίρεται ο χαρακτηρισμός εποπτευόμενων οντοτήτων ή εποπτευόμενων ομίλων ως σημαντικών, δεν θα πρέπει να εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον βασίζονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17).

(6)

Ως αρμόδια αρχή για το σύνολο των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού η ΕΚΤ καλείται κάθε χρόνο να εκδίδει σημαντικό αριθμό αποφάσεων που τροποποιούν υφιστάμενες αποφάσεις χαρακτηρισμού των εν λόγω οντοτήτων. Για να διασφαλιστεί η ικανότητα λειτουργίας των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ απαιτείται απόφαση με την οποία θα παρέχεται εξουσιοδότηση για την έκδοση τροποποιήσεων αποφάσεων χαρακτηρισμού. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της εξουσιοδότησης ως μέσου που επιτρέπει σε όργανα τα οποία καλούνται να εκδίδουν σημαντικό αριθμό αποφάσεων να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. Ομοίως, το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει την ανάγκη να εξασφαλίζεται η ικανότητα λειτουργίας των αποφασιστικών οργάνων, η οποία αντιστοιχεί σε αρχή συμφυή σε κάθε θεσμικό σύστημα (4). Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων όσον αφορά τροποποιήσεις υφιστάμενων αποφάσεων χαρακτηρισμού απαιτείται εξουσιοδοτική απόφαση.

(7)

Η εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι περιορισμένη, να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας και να βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια. Ενώ οι αποφάσεις χαρακτηρισμού ενός εποπτευόμενου ομίλου περιέχουν κατάλογο των επιμέρους οντοτήτων του, τα συγκεκριμένα αυτά κριτήρια θα πρέπει να αφορούν περιπτώσεις τροποποίησης της σύνθεσης σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου ή αλλαγής της επωνυμίας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας που θα πρέπει να δικαιολογούνται και να διέπονται απόι την αρχή της αναλογικότητας.

(8)

Η απόφαση (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40) αποσαφηνίζει την τηρητέα διαδικασία ενόψει της έκδοσης συγκεκριμένων εποπτικών αποφάσεων και τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να παρέχεται η σχετική εξουσιοδότηση. Η εν λόγω απόφαση δεν επηρεάζει την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ούτε θίγει την αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου να προτείνει ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων προς το διοικητικό συμβούλιο.

(9)

Εφόσον δεν πληρούνται τα κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, οι τροποποιήσεις αποφάσεων χαρακτηρισμού θα πρέπει να εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τις διατάξεις του άρθρου 13ζ της απόφασης ΕΚΤ/2004/2 (5). Η παρούσα απόφαση δεν θα πρέπει να επηρεάζει την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ούτε να θίγει την αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου να προτείνει ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων προς το διοικητικό συμβούλιο.

(10)

Οι εποπτικές αποφάσεις της ΕΚΤ υπόκεινται σε διοικητική επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τα ειδικότερα οριζόμενα στην απόφαση ΕΚΤ/2014/16 (6). Στις περιπτώσεις διοικητικής επανεξέτασης το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης, να υποβάλει προς έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο νέο σχέδιο απόφασης με βάση τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «τροποποίηση απόφασης χαρακτηρισμού»: απόφαση η οποία εκδίδεται κατόπιν επανεξέτασης της σημασίας κατά τα άρθρα 43 παράγραφος 3 ή 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17) και τροποποιεί ή καταργεί υφιστάμενη απόφαση της ΕΚΤ που χαρακτηρίζει εποπτευόμενη οντότητα ή εποπτευόμενο όμιλο ως σημαντική/σημαντικό για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

2)   «συμμετέχον κράτος μέλος»: συμμετέχον κράτος μέλος κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

3)   «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα»: σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

4)   «εποπτευόμενη οντότητα»: εποπτευόμενη οντότητα κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

5)   «εποπτευόμενος όμιλος»: εποπτευόμενος όμιλος κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

6)   «σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος»: σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

7)   «κατ' εξουσιοδότηση απόφαση»: απόφαση εκδιδόμενη βάσει εξουσιοδότησης την οποία παρέχει το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40)·

8)   «προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων»: προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ οι οποίοι εξουσιοδοτούνται να εκδίδουν τροποποιήσεις αποφάσεων χαρακτηρισμού.

Άρθρο 2

Εξουσιοδότηση όσον αφορά τροποποιήσεις αποφάσεων χαρακτηρισμού

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40), με την παρούσα απόφαση το διοικητικό συμβούλιο εξουσιοδοτεί τους προϊστάμενους υπηρεσιακών μονάδων που ορίζονται από την εκτελεστική επιτροπή κατά το άρθρο 5 της ως άνω απόφασης να εκδίδουν τροποποιήσεις αποφάσεων χαρακτηρισμού.

2.   Η κατ' εξουσιοδότηση έκδοση τροποποιήσεων αποφάσεων χαρακτηρισμού είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται τα κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων του άρθρου 3.

Άρθρο 3

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων

1.   Τροποποίηση απόφασης χαρακτηρισμού, συνεπεία της οποίας εποπτευόμενη οντότητα σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου χαρακτηρίζεται σημαντική, μπορεί να εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον ως προς τον όμιλο εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17).

2.   Τροποποίηση απόφασης χαρακτηρισμού, συνεπεία της οποίας αίρεται ο χαρακτηρισμός εποπτευόμενης οντότητας σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου ως σημαντικής, μπορεί να εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον ως προς τον όμιλο εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17), παρόλο που η εποπτευόμενη οντότητα παύει να ανήκει στον όμιλο.

3.   Τροποποίηση απόφασης χαρακτηρισμού, συνεπεία της οποίας αίρεται ο χαρακτηρισμός εποπτευόμενης οντότητας / εποπτευόμενου ομίλου ως σημαντικής/σημαντικού, μπορεί να εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον παύουν να πληρούνται τα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17).

4.   Τροποποίηση απόφασης χαρακτηρισμού, συνεπεία της οποίας αλλάζει η επωνυμία σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, μπορεί να εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον δεν έχουν γνωστοποιηθεί στην ΕΚΤ νέες πληροφορίες σχετικά με τη σημασία της εν λόγω οντότητας.

5.   Τροποποίηση απόφασης χαρακτηρισμού δεν μπορεί να εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση όταν η οικεία εποπτευόμενη οντότητα ή ο οικείος εποπτευόμενος όμιλος έχει χαρακτηριστεί σημαντική/σημαντικός σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17).

6.   Τροποποίηση απόφασης χαρακτηρισμού δεν μπορεί να εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον έχει υποβληθεί εγγράφως στην ΕΚΤ ένσταση με την οποία αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός εποπτευόμενης οντότητας ως σημαντικής ή λιγότερο σημαντικής.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 16 Νοεμβρίου 2016.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  Βλέπε σ. 14 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17)ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(4)  Απόφαση του Δικαστηρίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 1986, στην υπόθεση 5/85, AKZO Chemie BV και AKZO Chemie UK Ltd κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1986:328, σκέψη 37, και απόφαση του Δικαστηρίου, της 26ης Μαΐου 2005, στην υπόθεση C-301/02 P, Carmine Salvatore Tralli κατά ΕΚΤ, ECLI:EU:C:2005:306, σκέψη 59.

(5)  Απόφαση ΕΚΤ/2004/2 της 19ης Φεβρουαρίου 2004 για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33).

(6)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/16 της 14ης Απριλίου 2014 σχετικά με την ίδρυση διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και τον κανονισμό λειτουργίας του (ΕΕ L 175 της 14.6.2014, σ. 47).


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/21


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/935 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 16ης Νοεμβρίου 2016

σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας και τις απαιτήσεις καταλληλότητας (ΕΚΤ/2016/42)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε),

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ' εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40) (2), και ιδίως το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ως αρμόδια αρχή για τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των μελών των διοικητικών τους οργάνων με τις απαιτήσεις καταλληλότητας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τα άρθρα 93 και 94 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (3).

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 91 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4): α) τα μέλη ενός διοικητικού οργάνου πρέπει να απολαύουν διαρκώς καλής φήμης και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για τους σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους, το δε διοικητικό όργανο συνολικά, ως συλλογικό όργανο, πρέπει να διαθέτει επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες του ιδρύματος· β) κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να διαθέτει αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων του στο ίδρυμα και, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών και της φύσης, του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του ιδρύματος, δεν μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου από τις εκάστοτε επιτρεπόμενες· γ) κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση· και δ) οι εποπτευόμενες οντότητες πρέπει να εφαρμόζουν πολιτική που να προάγει τη διαφορετικότητα στα διοικητικά τους όργανα.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013, κατά την εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων η ΕΚΤ υποχρεούται να εφαρμόζει το σύνολο της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας και, εφόσον αυτή συνίσταται σε οδηγίες, την εθνική νομοθεσία που τις μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη. Η ΕΚΤ υπόκειται επίσης στα ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκπονεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Η ΕΚΤ πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και με το ευρωπαϊκό εγχειρίδιο εποπτείας που έχει κληθεί να εκπονήσει η τελευταία σύμφωνα με τον ίδιο κανονισμό.

(4)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές EBA/GL/2012/06 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (6), κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας ορισμένου μέλους διοικητικού οργάνου, πέραν των κριτηρίων που αφορούν τη φήμη και εμπειρία του συγκεκριμένου μέλους θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και κριτήρια συναφή με τη λειτουργία του ίδιου του διοικητικού οργάνου. Εν προκειμένω η αξιολόγηση θα πρέπει να καταλαμβάνει τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων των μελών του διοικητικού οργάνου, την ικανότητά τους να διαθέτουν επαρκή χρόνο και να εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό συνθήκες ανεξαρτησίας, χωρίς να υπόκεινται σε αθέμιτες επιρροές τρίτων, την εν γένει σύνθεση του διοικητικού οργάνου και τη γνώση και εμπειρία που αυτό καλείται να διαθέτει ως συλλογικό όργανο. Τούτο δεν θίγει την αξιολόγηση της εφαρμογής των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 88 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(5)

Εκτός από την εθνική νομοθεσία που μεταφέρει το άρθρο 91 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ στην οικεία έννομη τάξη, οι αποφάσεις της ΕΚΤ για την αξιολόγηση της καταλληλότητας θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση και με απαιτήσεις που τυχόν προβλέπουν άλλες διατάξεις της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας. Επομένως, το κατά πόσον μια απόφαση μπορεί να εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση θα πρέπει να αξιολογείται με την επιφύλαξη της αξιολόγησης της πλήρωσης των απαιτήσεων καταλληλότητας που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία.

(6)

Ως αρμόδια αρχή η ΕΚΤ καλείται να εκδίδει σημαντικό αριθμό αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας κάθε χρόνο. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία λήψης των σχετικών αποφάσεων απαιτείται εξουσιοδοτική απόφαση. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της εξουσιοδότησης ως μέσου που επιτρέπει σε όργανα τα οποία καλούνται να εκδίδουν σημαντικό αριθμό αποφάσεων να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. Ομοίως, έχει αναγνωρίσει την ανάγκη να εξασφαλίζεται η ικανότητα λειτουργίας των αποφασιστικών οργάνων, η οποία αντιστοιχεί σε αρχή συμφυή σε κάθε θεσμικό σύστημα (7).

(7)

Η εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι περιορισμένη και να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας, η δε έκτασή της να ορίζεται με σαφήνεια.

(8)

Η απόφαση (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40) καθορίζει την τηρητέα διαδικασία ενόψει της έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση εποπτικών αποφάσεων και τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να παρέχεται η σχετική εξουσιοδότηση. Η εν λόγω απόφαση δεν επηρεάζει την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ούτε θίγει την αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου να προτείνει ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων προς το διοικητικό συμβούλιο.

(9)

Εφόσον δεν πληρούνται τα κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, οι αποφάσεις αξιολόγησης της καταλληλότητας θα πρέπει να εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και του άρθρου 13ζ της απόφασης ΕΚΤ/2004/2 (8).

(10)

Εφόσον θεωρείται ότι ορισμένο μέλος διοικητικού οργάνου δεν πληροί τις απαιτήσεις καταλληλότητας, η σχετική απόφαση αξιολόγησης της καταλληλότητας δεν θα πρέπει να εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση, αλλά βάσει της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων. Έτσι, στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων αν είναι δυνατή η έκδοση κατ' εξουσιοδότηση απόφασης είναι αναγκαίο να προβλέπεται επαρκής χρόνος για την εφαρμογή της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων. Για τον λόγο αυτό, εάν ορισμένη εθνική αρμόδια αρχή δεν υποβάλλει στην ΕΚΤ σχέδιο κατ' εξουσιοδότηση απόφασης το αργότερο 20 εργάσιμες ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την έκδοση της απόφασης αξιολόγησης της καταλληλότητας βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, η απόφαση θα πρέπει να εκδίδεται βάσει της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων. Εξάλλου, η διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που, λόγω ελλιπούς πληροφόρησης εκ μέρους της εθνικής αρμόδιας αρχής ή πολυπλοκότητας της αξιολόγησης, οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων διατηρούν επιφυλάξεις ως προς το αν ορισμένο μέλος πληροί τις απαιτήσεις καταλληλότητας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «απαιτήσεις καταλληλότητας»: οι απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν σε διαρκή βάση τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 91 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και με κάθε άλλη ισχύουσα νομοθεσία·

2)   «απόφαση αξιολόγησης της καταλληλότητας»: απόφαση της ΕΚΤ η οποία ορίζει αν ορισμένο πρόσωπο πληροί τις απαιτήσεις καταλληλότητας·

3)   «ισχύουσα νομοθεσία»: το σχετικό ενωσιακό δίκαιο κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και κάθε εθνική νομοθεσία σχετική με την αξιολόγηση των απαιτήσεων καταλληλότητας·

4)   «συμμετέχον κράτος μέλος»: συμμετέχον κράτος μέλος κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

5)   «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα»: σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

6)   «εποπτευόμενη οντότητα»: εποπτευόμενη οντότητα κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

7)   «σημαντικός εποπτευόμενοs όμιλος»: σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

8)   «κατ' εξουσιοδότηση απόφαση»: απόφαση εκδιδόμενη βάσει εξουσιοδότησης την οποία παρέχει το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40)·

9)   «διοικητικό όργανο»: διοικητικό όργανο κατά τους ορισμούς του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 2 αυτής·

10)   «μέλος»: μέλος διοικητικού οργάνου που έχει προταθεί ή ορισθεί ή, κατά περίπτωση, κάτοχος καίριας θέσης που έχει προταθεί ή ορισθεί, κατά τους ορισμούς της ισχύουσας νομοθεσίας·

11)   «προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων»: προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ οι οποίοι εξουσιοδοτούνται για την από κοινού έκδοση αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας·

12)   «εθνική αρμόδια αρχή»: εθνική αρμόδια αρχή κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

13)   «διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων»: η διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, όπως εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 13ζ της απόφασης ΕΚΤ/2004/2·

14)   «Οδηγός για την αξιολόγηση της ικανότητας και καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων πιστωτικών ιδρυμάτων»: κείμενο που φέρει τον συγκεκριμένο τίτλο, το οποίο εκδίδεται και τροποποιείται κατά καιρούς σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων, δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ και περιέχει κατευθυντήριες οδηγίες για τον ενδεδειγμένο τρόπο αξιολόγησης της καταλληλότητας για εποπτικούς σκοπούς·

15)   «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα κατά τους ορισμούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

Άρθρο 2

Εξουσιοδότηση όσον αφορά αποφάσεις αξιολόγησης της καταλληλότητας

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40), με την παρούσα απόφαση το διοικητικό συμβούλιο εξουσιοδοτεί τους προϊστάμενους υπηρεσιακών μονάδων που ορίζονται από την εκτελεστική επιτροπή κατά το άρθρο 5 της ως άνω απόφασης να εκδίδουν αποφάσεις αξιολόγησης της καταλληλότητας.

2.   Οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων εκδίδουν κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις σύμφωνα με την παρούσα απόφαση και την ισχύουσα νομοθεσία.

Άρθρο 3

Πεδίο της εξουσιοδότησης

1.   Απόφαση αξιολόγησης της καταλληλότητας δεν μπορεί να εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση εάν η οικεία εποπτευόμενη οντότητα είναι ένα από τα παρακάτω:

α)

η εποπτευόμενη οντότητα στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου στα συμμετέχοντα κράτη μέλη·

β)

το πιστωτικό ίδρυμα σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου με τη μεγαλύτερη συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού, εφόσον είναι διαφορετικό από την οντότητα του στοιχείου α)·

γ)

σημαντική εποπτευόμενη οντότητα που δεν ανήκει σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο.

2.   Απόφαση αξιολόγησης της καταλληλότητας δεν μπορεί να εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση εάν:

α)

ορίζει ότι το μέλος δεν πληροί τις απαιτήσεις καταλληλότητας· ή

β)

περιέχει όρους, εκτός αν αυτοί είναι αναγκαίοι για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του μέλους με τις απαιτήσεις καταλληλότητας και έχουν συνομολογηθεί γραπτώς.

3.   Απόφαση αξιολόγησης της καταλληλότητας δεν μπορεί να εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση εάν, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στην ΕΚΤ:

α)

εκκρεμούν κατά του μέλους ποινικές διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου ή το μέλος έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα σε πρώτο ή τελευταίο βαθμό·

β)

έχει ολοκληρωθεί ή βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα που αφορά τη μη συμμόρφωση του μέλους με νομοθετική ή κανονιστική διάταξη σχετική με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή εκκρεμεί εις βάρος του ή του έχει επιβληθεί σχετική πράξη εκτέλεσης ή διοικητική κύρωση·

4.   Απόφαση αξιολόγησης της καταλληλότητας δεν μπορεί να εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση εάν:

α)

η εθνική αρμόδια αρχή δεν υποβάλει στην ΕΚΤ σχέδιο κατ' εξουσιοδότηση απόφασης το αργότερο 20 εργάσιμες ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την έκδοση της απόφασης αξιολόγησης της καταλληλότητας βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας· ή

β)

λόγω ελλιπούς πληροφόρησης ή πολυπλοκότητας της αξιολόγησης, η απόφαση αξιολόγησης της καταλληλότητας πρέπει να εκδοθεί βάσει της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων.

5.   Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η έκδοση κατ' εξουσιοδότηση απόφασης αξιολόγησης της καταλληλότητας σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4, αυτή πρέπει να εκδίδεται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων.

6.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 έως 4, εάν η αξιολόγηση των απαιτήσεων καταλληλότητας αφορά περισσότερα μέλη διοικητικού οργάνου και δεν μπορεί να εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση απόφαση για ένα ή περισσότερα εξ αυτών, κατόπιν της αξιολόγησης πρέπει να εκδίδονται δύο αποφάσεις αξιολόγησης της καταλληλότητας. Η μία απόφαση πρέπει να εκδίδεται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων και η άλλη κατ' εξουσιοδότηση.

Άρθρο 4

Αξιολόγηση των απαιτήσεων καταλληλότητας

Η αξιολόγηση των απαιτήσεων καταλληλότητας πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, να λαμβάνει υπόψη τον Οδηγό για την αξιολόγηση της ικανότητας και καταλληλότητας των μελών των διοικητικών οργάνων πιστωτικών ιδρυμάτων (κεφάλαιο σχετικά με τα κριτήρια αξιολόγησης) και να καλύπτει τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

Εμπειρία. Το μέλος πρέπει να διαθέτει επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του.

β)

Φήμη. Το μέλος πρέπει πάντα να απολαύει επαρκώς καλής φήμης προκειμένου να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση της εποπτευόμενης οντότητας. Στην αξιολόγηση της καλής φήμης δεν εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας.

γ)

Πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων και ανεξάρτητη βούληση. Το μέλος πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί ανεξάρτητα. Η αξιολόγηση των στοιχείων αυτών πρέπει να περιλαμβάνει και αξιολόγηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της εποπτευόμενης οντότητας όσον αφορά την αποκάλυψη, τον μετριασμό, τη διαχείριση ή την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων.

δ)

Διάθεση επαρκούς χρόνου. Το μέλος πρέπει να είναι σε θέση να αφιερώνει επαρκή χρόνο στην άσκηση των καθηκόντων του στην εποπτευόμενη οντότητα. Την αξιολόγηση του συγκεκριμένου κριτηρίου μπορούν να επηρεάζουν διάφοροι παράγοντες, όπως ο αριθμός των θέσεων που αυτό κατέχει σε διοικητικά συμβούλια, η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της εποπτευόμενης οντότητας, καθώς και άλλες σχετικές δεσμεύσεις.

ε)

Καταλληλότητα σε συλλογικό επίπεδο. Κατά τον χρόνο της αρχικής αξιολόγησης της καταλληλότητάς του το μέλος πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την απαίτηση καταλληλότητας σε συλλογικό επίπεδο, λαμβανομένης υπόψη της διαρκούς εποπτείας του πλαισίου διακυβέρνησης της εποπτευόμενης οντότητας, καθώς και της αυτοαξιολόγησης του διοικητικού οργάνου, ιδίως ως προς τη σύνθεσή του και τις ανάγκες του από άποψη καταλληλότητας σε συλλογικό επίπεδο.

Άρθρο 5

Μεταβατική διάταξη

Η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται σε προτάσεις για την έκδοση αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας που έχουν υποβάλει στην ΕΚΤ εθνικές αρμόδιες αρχές πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 16 Νοεμβρίου 2016.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  Βλέπε σελίδα 14 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(6)  Κατευθυντήριες γραμμές της EBA/GL/2012/06 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της 22ας Νοεμβρίου 2012, σχετικά με την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και των κατόχων καίριων θέσεων.

(7)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 1986 στην υπόθεση 5/85, AKZO Chemie BV και AKZO Chemie UK Ltd κατά Επιτροπής, ECLI: ΕΕ: C: 1986: 328, σκέψη 37, και απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαΐου 2005 στην υπόθεση C-301/02 P, Carmine Salvatore Tralli κατά ΕΚΤ, ECLI:EU:C:2005:306, σκέψη 59.

(8)  Απόφαση ΕΚΤ/2004/2, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/26


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/936 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 23ης Μαΐου 2017

σχετικά με την ανάθεση της έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων αξιολόγησης της καταλληλότητας σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων (ΕΚΤ/2017/16)

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 11.6,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ' εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40) (1), και ιδίως τα άρθρα 4 και 5,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/935 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων όσον αφορά τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων (ΕΚΤ/2016/42) (2), και ιδίως το άρθρο 2,

Έχοντας υπόψη την απόφαση ΕΚΤ/2004/2, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (3), και ιδίως το άρθρο 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να αντιμετωπιστεί ο σημαντικός αριθμός αποφάσεων που καλείται να εκδίδει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των εποπτικών της καθηκόντων, θεσπίστηκε διαδικασία έκδοσης συγκεκριμένων κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων.

(2)

Μια εξουσιοδοτική απόφαση ενεργοποιείται με την έκδοση απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής με την οποία ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων η λήψη αποφάσεων βάσει της σχετικής εξουσιοδότησης.

(3)

Κατά την ανάθεση της λήψης αποφάσεων σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων η εκτελεστική επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εξουσιοδοτικής απόφασης και τον αριθμό των αποδεκτών της εκάστοτε κατ' εξουσιοδότησης απόφασης.

(4)

Ως προς τους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων οι οποίοι θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν να εκδίδουν αποφάσεις αξιολόγησης της καταλληλότητας, έλαβε χώρα διαβούλευση με την πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις αξιολόγησης της καταλληλότητας

Οι κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις κατά το άρθρο 2 της απόφασης (ΕΕ) 2017/935 (ΕΚΤ/2016/42) εκδίδονται από τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας IV, που είναι αρμόδια για τις αποφάσεις αξιολόγησης της καταλληλότητας, ή, σε περίπτωση κωλύματός του, από τον προϊστάμενο του Τμήματος Εποπτικής Έγκρισης, και έναν εκ των ακόλουθων προϊσταμένων υπηρεσιακής μονάδας:

α)

τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας I, αν η εποπτεία της οικείας εποπτευόμενης οντότητας ή του ομίλου διενεργείται από την εν λόγω Γενική Διεύθυνση·

β)

τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας II, αν η εποπτεία της οικείας εποπτευόμενης οντότητας ή του ομίλου διενεργείται από την εν λόγω Γενική Διεύθυνση· ή

γ)

τον αρμόδιο αναπληρωτή γενικό διευθυντή, σε περίπτωση κωλύματος του οικείου γενικού διευθυντή.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 23 Μαΐου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Βλέπε σελίδα 14 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(2)  Βλέπε σελίδα 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3)  ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33.


1.6.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 141/28


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/937 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 23ης Μαΐου 2017

σχετικά με την ανάθεση της έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων όσον αφορά τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων (ΕΚΤ/2017/17)

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 11.6,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ' εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40) (1), και ιδίως τα άρθρα 4 και 5,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/934 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων όσον αφορά τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων (ΕΚΤ/2016/41) (2), και ιδίως το άρθρο 2,

Έχοντας υπόψη την απόφαση ΕΚΤ/2004/2, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (3), και ιδίως το άρθρο 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να αντιμετωπιστεί ο σημαντικός αριθμός αποφάσεων που καλείται να εκδίδει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των εποπτικών της καθηκόντων, θεσπίστηκε διαδικασία έκδοσης συγκεκριμένων κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων.

(2)

Μια εξουσιοδοτική απόφαση ενεργοποιείται με την έκδοση απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής με την οποία ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων η λήψη αποφάσεων βάσει της σχετικής εξουσιοδότησης.

(3)

Κατά την ανάθεση της λήψης αποφάσεων σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων η εκτελεστική επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εξουσιοδοτικής απόφασης και τον αριθμό των αποδεκτών της εκάστοτε κατ' εξουσιοδότησης απόφασης.

(4)

Ως προς τους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων οι οποίοι θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν να εκδίδουν αποφάσεις όσον αφορά τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων, έλαβε χώρα διαβούλευση με την πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις με τις οποίες εποπτευόμενη οντότητα σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου χαρακτηρίζεται ή παύει να χαρακτηρίζεται σημαντική ή αλλάζει η επωνυμία της

Οι κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις κατά το άρθρο 3 παράγραφοι 1, 2 ή 4 της απόφασης (ΕΕ) 2017/934 (ΕΚΤ/2016/41) εκδίδονται από έναν εκ των ακόλουθων προϊστάμενων υπηρεσιακής μονάδας:

α)

τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας I, αν η εποπτεία της οικείας εποπτευόμενης οντότητας ή του ομίλου διενεργείται από την εν λόγω Γενική Διεύθυνση·

β)

τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας II, αν η εποπτεία της οικείας εποπτευόμενης οντότητας ή του ομίλου διενεργείται από την εν λόγω Γενική Διεύθυνση· ή

γ)

τον αρμόδιο αναπληρωτή γενικό διευθυντή, σε περίπτωση κωλύματος του οικείου γενικού διευθυντή.

Άρθρο 2

Κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις με τις οποίες σημαντική εποπτευόμενη οντότητα ή σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος παύουν να χαρακτηρίζονται σημαντικά

Οι κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεις κατά το άρθρο 3 παράγραφος 3 της απόφασης (ΕΕ) 2017/934 (ΕΚΤ/2016/41) εκδίδονται από τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας III ή, σε περίπτωση κωλύματός του, από τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή, και έναν εκ των ακόλουθων προϊστάμενων υπηρεσιακής μονάδας:

α)

τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας I, αν η εποπτεία της οικείας εποπτευόμενης οντότητας ή του ομίλου διενεργείται από την εν λόγω Γενική Διεύθυνση·

β)

τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μικροπροληπτικής Εποπτείας II, αν η εποπτεία της οικείας εποπτευόμενης οντότητας ή του ομίλου διενεργείται από την εν λόγω Γενική Διεύθυνση· ή

γ)

τον αρμόδιο αναπληρωτή γενικό διευθυντή, σε περίπτωση κωλύματος του οικείου γενικού διευθυντή.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 23 Μαΐου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  Βλέπε σελίδα 14 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(2)  Βλέπε σελίδα 18 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3)  ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33.