ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 219

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
12 Αυγούστου 2016


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (EE) 2016/1351 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2016, σχετικά με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και την κατάργηση της απόφασης 2004/676/ΕΚ

1

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/1352 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2016, για το καθεστώς που εφαρμόζεται στους εθνικούς εμπειρογνώμονες που είναι αποσπασμένοι στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας και για την κατάργηση της απόφασης 2004/677/ΕΚ

82

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2016/1353 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2016, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και την κατάργηση της απόφασης 2007/643/ΚΕΠΠΑ

98

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

12.8.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 219/1


ΑΠΌΦΑΣΗ (EE) 2016/1351 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 4ης Αυγούστου 2016

σχετικά με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και την κατάργηση της απόφασης 2004/676/ΕΚ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2015, για τον καθορισμό του καταστατικού, της έδρας και των κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, θα πρέπει να εγκρίνει τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού που προσλαμβάνεται απευθείας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (εφεξής «Οργανισμός») βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου κατόπιν επιλογής μεταξύ των υπηκόων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

(2)

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης θα πρέπει να εξασφαλίζει για τον οργανισμό την παροχή υπηρεσιών από προσωπικό με το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ικανότητας και αποδοτικότητας που προσλαμβάνεται μεταξύ υποψηφίων που προέρχονται από όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, καλύπτοντας όσο το δυνατόν ευρύτερη γεωγραφική βάση, και από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

(3)

Επειδή οι κανόνες που θεσπίζονται με την παρούσα απόφαση θα πρέπει να αντικαταστήσουν τους κανόνες που καθορίζονται με την απόφαση 2004/676/ΕΚ (2), η εν λόγω απόφαση θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

1.   Ο παρών κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στο προσωπικό που έχει προσληφθεί επί συμβάσει από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (εφεξής «υπάλληλοι»

Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν την ιδιότητα:

του έκτακτου υπαλλήλου,

του συμβασιούχου υπαλλήλου,

του ειδικού συμβούλου.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή (εφεξής «ΑΣΣΑ») προσδιορίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835.

3.   Κάθε αναφορά σε πρόσωπα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου γραμματικού γένους, νοείται ως αναφερόμενη εξίσου και στα δύο φύλα, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς το αντίθετο.

Άρθρο 2

Υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην επιτροπή προσωπικού που προβλέπεται στο άρθρο 138.

Το δικαίωμα του εκλέγειν έχει επίσης υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους εφόσον ασκεί τα καθήκοντά του επί τουλάχιστον έξι μήνες.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΕΚΤΑΚΤΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 3

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης «έκτακτος υπάλληλος» θεωρείται υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά θέση εντός του ανώτατου αριθμού θέσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης «ειδικός σύμβουλος» θεωρείται πρόσωπο το οποίο, λόγω των ιδιαίτερων προσόντων του και παρά την ύπαρξη άλλων επαγγελματικών απασχολήσεών του, προσλαμβάνεται για να συνδράμει τον Οργανισμό είτε σε τακτική βάση είτε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και αμείβεται από τις συνολικές πιστώσεις για τον σκοπό αυτό στο σχετικό τμήμα του προϋπολογισμού.

Άρθρο 4

Εξαιρουμένου του γενικού διευθυντή και του αναπληρωτή γενικού διευθυντή του Οργανισμού, οι οποίοι υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, η διάρκεια πρόσληψης έκτακτου υπαλλήλου δεν υπερβαίνει την τετραετία, δύναται όμως να περιορίζεται σε συντομότερο διάστημα.

Η σύμβασή του μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά για μέγιστη περίοδο τεσσάρων ετών. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 5

Κάθε πρόσληψη έκτακτου υπαλλήλου δύναται να έχει ως αντικείμενο μόνον την πλήρωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, κενής θέσης εντός του ανώτατου αριθμού έκτακτων θέσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

Άρθρο 6

1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης εξομοιώνονται προς τον γάμο, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παραρτήματος ΙV όροι.

2.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, πράγμα που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τον Οργανισμό να διατηρήσει ή να θεσπίσει μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

3.   Ο Οργανισμός, έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, καθορίζει μέτρα και δράσεις για την προαγωγή της παροχής ίσων ευκαιριών σε άνδρες και γυναίκες στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, και θεσπίζει τις κατάλληλες διατάξεις ιδίως για την επανόρθωση των πραγματικών ανισοτήτων που ανακόπτουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς αυτούς.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα άτομο θεωρείται ανάπηρο εφόσον παρουσιάζει μακροχρόνια σωματική, ψυχική, νοητική ή αισθητηριακή μειονεξία η οποία, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνει την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα. Η μειονεξία αυτή πιστοποιείται σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 38 διαδικασία.

Ένα πρόσωπο με αναπηρία πληροί τους όρους του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο δ) εάν δύναται να εκτελεί τα ουσιώδη καθήκοντα θέσης εργασίας, εφόσον γίνουν λογικές διαρρυθμίσεις.

Ως «λογικές διαρρυθμίσεις» σε σχέση με τα ουσιώδη καθήκοντα της θέσης εργασίας νοούνται τα κατάλληλα μέτρα, όπου απαιτείται, που παρέχουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο με αναπηρία να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει ή να προωθείται στην απασχόληση ή να εκπαιδεύεται, εκτός εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν υπερβολική επιβάρυνση για τον εργοδότη.

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει την ΑΣΣΑ να διατηρεί ή να εγκρίνει μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα για τα άτομα με αναπηρία ώστε να μπορούν ευκολότερα να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα ή να αποφεύγουν ή να αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

5.   Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο, δεν εφαρμόστηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, ο Οργανισμός φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

6.   Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. Οι στόχοι αυτοί μπορεί ιδίως να δικαιολογούν τον καθορισμό ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και ελάχιστης ηλικίας για τη λήψη σύνταξης αρχαιότητας.

Άρθρο 7

1.   Οι εν ενεργεία έκτακτοι υπάλληλοι έχουν πρόσβαση στα μέτρα κοινωνικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων ειδικών μέτρων για τον συνδυασμό της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, που θεσπίζει ο Οργανισμός και στις υπηρεσίες που παρέχονται από την επιτροπή προσωπικού. Οι πρώην έκτακτοι υπάλληλοι μπορούν να έχουν δικαίωμα σε περιορισμένα ειδικά μέτρα κοινωνικής φύσης.

2.   Στους εν ενεργεία έκτακτους υπαλλήλους παρέχονται όροι εργασίας που πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες εφαρμόζονται στο πλαίσιο των μέτρων που έχουν θεσπιστεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Άρθρο 8

1.   Οι θέσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μια ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοίκησης (στο εξής «AD»), σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής «AST») και σε μια ομάδα καθηκόντων των γραμματέων και υπαλλήλων γραφείου (στο εξής «AST/SC»).

2.   Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, συμβουλευτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε εργασίες γραφείου και τεχνικής φύσης. Η ομάδα καθηκόντων AST/SC περιλαμβάνει έξι βαθμούς που αντιστοιχούν σε εργασίες γραφείου και γραμματείας.

3.   Για διορισμό σε θέση υπαλλήλου απαιτούνται τουλάχιστον τα εξής:

α)

για τις ομάδες καθηκόντων AST και AST/SC:

i)

τριτοβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα·

ii)

δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών· ή

iii)

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου·

β)

για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 5 και 6:

i)

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα· ή

ii)

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου·

γ)

για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 7 έως 16:

i)

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέσσερα έτη ή περισσότερα· ή

ii)

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον τρία έτη· ή

iii)

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

4.   Στο παράρτημα VI περιλαμβάνεται πίνακας στον οποίο περιγράφονται οι τύποι θέσεων. Με αναφορά στον πίνακα αυτόν, η ΑΣΣΑ, έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, δύναται να καθορίζει τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε τύπο θέσης αρμοδιότητες.

Άρθρο 9

1.   Η ΑΣΣΑ τοποθετεί, με διορισμό ή μετάθεση, προς το συμφέρον και μόνον της υπηρεσίας και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε έκτακτο υπάλληλο σε θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στον βαθμό του.

Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να ζητήσει να μετατεθεί εντός του Οργανισμού.

2.   Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να κληθεί να καταλάβει, προσωρινά, θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο του βαθμού στον οποίο ανήκει. Από την αρχή του τέταρτου μήνα αυτής της προσωρινής τοποθέτησης, εισπράττει εξισωτική αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που αντιστοιχούν στον βαθμό και στο κλιμάκιο στα οποία ανήκει και των αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε στο κλιμάκιο στο οποίο θα είχε καταταγεί αν είχε διοριστεί στον βαθμό που αντιστοιχεί στην προσωρινή του τοποθέτηση.

Η διάρκεια της προσωρινής τοποθέτησης δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν η τοποθέτηση έχει ως αντικείμενο να εξασφαλίσει, άμεσα ή έμμεσα, την αντικατάσταση έκτακτου υπαλλήλου που έχει αποσπαστεί για το συμφέρον της υπηρεσίας σε άλλη θέση ή έχει κληθεί υπό τα όπλα ή είναι σε αναρρωτική άδεια μεγάλης διάρκειας.

Άρθρο 10

1.   Η σύμβαση του έκτακτου υπαλλήλου καθορίζει επακριβώς τον βαθμό και το κλιμάκιο στα οποία προσλαμβάνεται ο έκτακτος υπάλληλος.

2.   Η τοποθέτηση έκτακτου υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο από τον βαθμό στον οποίο έχει προσληφθεί καθιστά αναγκαία τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας στη σύμβαση προσλήψεώς του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Άρθρο 11

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ενεργεί λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τα συμφέροντα του Οργανισμού· δεν επιζητεί ούτε δέχεται υποδείξεις από οιαδήποτε κυβέρνηση, εξουσία, οργάνωση ή άτομο εκτός του Οργανισμού. Ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστης που υπέχει έναντι του Οργανισμού.

2.   Ο έκτακτος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δέχεται, χωρίς την άδεια της ΑΣΣΑ, από οιαδήποτε κυβέρνηση ή πηγή ξένη προς τον Οργανισμό, τιμητικές διακρίσεις, παράσημα, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσης, εκτός εάν πρόκειται για υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί είτε πριν από τον διορισμό του ή στη διάρκεια ειδικής άδειας για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας και στο πλαίσιο των υπηρεσιών αυτών.

Πριν προσλάβει έναν έκτακτο υπάλληλο, η ΑΣΣΑ εξετάζει εάν ο υποψήφιος έχει προσωπικό συμφέρον που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ή εάν στο πρόσωπό του διαπιστώνεται σύγκρουση συμφερόντων. Προς τούτο, ο υποψήφιος ενημερώνει την ΑΣΣΑ, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό έντυπο, για κάθε υφιστάμενη ή πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Στην περίπτωση αυτή η ΑΣΣΑ λαμβάνει το γεγονός υπόψη της σε δεόντως αιτιολογημένη γνώμη. Αν είναι αναγκαίο, η ΑΣΣΑ λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που επιστρέφουν από άδεια για προσωπικούς λόγους.

Άρθρο 12

1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκτός αντίθετης διάταξης, ο έκτακτος υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, αμέσως ή εμμέσως, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσης ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

2.   Έκτακτος υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμβαίνει να ασχοληθεί με υπόθεση όπως η αναφερόμενη στην παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως σχετικά την ΑΣΣΑ. Η ΑΣΣΑ λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα και δύναται, ιδίως, να απαλλάσσει τον υπάλληλο από τον χειρισμό της υπόθεσης αυτής.

3.   Ο έκτακτος υπάλληλος δεν δύναται να διατηρεί ή να αποκτά, αμέσως ή εμμέσως, στις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον έλεγχο του Οργανισμού ή σχετίζονται με τον εν λόγω Οργανισμό συμφέροντα τέτοιας φύσης και έκτασης που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

Άρθρο 13

Ο έκτακτος υπάλληλος απέχει από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του.

Άρθρο 14

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2.   Ο έκτακτος υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του Οργανισμού. Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του Οργανισμού, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

3.   Ως «ηθική παρενόχληση» νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή άλλες πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

4.   Ως «σεξουαλική παρενόχληση» νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.

Άρθρο 15

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, ο έκτακτος υπάλληλος που προτίθεται να ασκήσει εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, ή να εκτελέσει υπηρεσία εκτός του Οργανισμού λαμβάνει προηγουμένως άδεια από την ΑΣΣΑ. Άρνηση της άδειας χωρεί μόνον εάν η εν λόγω δραστηριότητα ή υπηρεσία είναι ικανή να παρεμποδίσει την άσκηση των καθηκόντων του έκτακτου υπαλλήλου ή είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του Οργανισμού.

2.   Ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνει την ΑΣΣΑ για οποιαδήποτε μεταβολή της επιτραπείσας εξωτερικής δραστηριότητας ή υπηρεσίας, η οποία μεσολάβησε μετά την υποβολή της αίτησής του προς την ΑΣΣΑ κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1. Η άδεια μπορεί να ανακαλείται στην περίπτωση που η δραστηριότητα ή η υπηρεσία δεν πληρούν πλέον τους όρους που αναφέρονται στην τελευταία πρόταση της παραγράφου 1.

Άρθρο 16

Εάν ο/η σύζυγος έκτακτου υπαλλήλου ασκεί κατ' επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα, ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνει την ΑΣΣΑ. Στην περίπτωση που η φύση της απασχόλησης αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με εκείνη του έκτακτου υπαλλήλου και εάν ο έκτακτος υπάλληλος δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τον τερματισμό της εντός συγκεκριμένης και εύλογης προθεσμίας, η ΑΣΣΑ, κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού, αποφασίζει αν ο έκτακτος υπάλληλος θα παραμείνει στη θέση του ή θα μεταφερθεί σε άλλη θέση.

Άρθρο 17

1.   Έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να θέσει υποψηφιότητα για δημόσιο λειτούργημα ειδοποιεί σχετικά την ΑΣΣΑ. Αυτή αποφασίζει κατά πόσον, έναντι του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος έκτακτος υπάλληλος:

α)

θα πρέπει να υποβάλει αίτηση αδείας για προσωπικούς λόγους· ή

β)

θα πρέπει να του χορηγηθεί ετήσια άδεια· ή

γ)

μπορεί να τύχει αδείας να εργάζεται με μειωμένο ωράριο· ή

δ)

μπορεί να εξακολουθήσει να εκπληρώνει της πριν τα καθήκοντά του.

2.   Σε περίπτωση εκλογής ή διορισμού του σε δημόσιο λειτούργημα, ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνει αμέσως την ΑΣΣΑ. Ανάλογα με το συμφέρον της υπηρεσίας, τη σπουδαιότητα του λειτουργήματος, τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τον έκτακτο υπάλληλο και τις σχετικές με αυτές αμοιβές και αποζημιώσεις, που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις, η ΑΣΣΑ λαμβάνει μία από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αποφάσεις. Εάν ζητηθεί από τον έκτακτο υπάλληλο να λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους ή του επιτραπεί να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, η διάρκεια της εν λόγω άδειας ή εργασίας με μειωμένο ωράριο αντιστοιχεί στη διάρκεια της θητείας που ανέλαβε ο υπάλληλος.

Άρθρο 18

Ο έκτακτος υπάλληλος έχει την υποχρέωση, μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, να σέβεται την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας, όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων παροχών.

Έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, κερδοσκοπική ή μη, εντός των δύο ετών που έπονται της αποχώρησής του από την υπηρεσία πρέπει να το δηλώσει στον Οργανισμό χρησιμοποιώντας ένα ειδικό έντυπο. Εάν η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με την πραγματοποιηθείσα από τον υπάλληλο εργασία κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσίας του, και αν ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τα νόμιμα συμφέροντα του Οργανισμού, η ΑΣΣΑ δύναται, σε συνάρτηση με το συμφέρον της υπηρεσίας, είτε να απαγορεύσει στον έκτακτο υπάλληλο την άσκηση της δραστηριότητας της είτε να την εγκρίνει υπό τους όρους που η ίδια κρίνει ενδεδειγμένους. Η ΑΣΣΑ, κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού, κοινοποιεί την απόφασή της εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί απόφαση μέχρι τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή αποδοχή.

Στην περίπτωση πρώην ανώτερων έκτακτων υπαλλήλων, η ΑΣΣΑ τους απαγορεύει, κατ' αρχήν, για δώδεκα μήνες μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, την εκπροσώπηση ή την προώθηση συμφερόντων έναντι του προσωπικού του Οργανισμού για λογαριασμό της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, των πελατών ή των εργοδοτών τους σχετικά με ζητήματα για τα οποία ήταν υπεύθυνοι κατά τα τελευταία τρία έτη τους στην υπηρεσία.

Σε συμμόρφωση με το άρθρο 31 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, ο Οργανισμός δημοσιεύει ετησίως πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, περιλαμβανομένου καταλόγου των περιπτώσεων που εξετάστηκαν.

Άρθρο 19

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος απέχει από τη χωρίς άδεια κοινολόγηση των πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή του εξαιτίας των καθηκόντων του, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή γίνει προσιτές στο κοινό.

2.   Ο έκτακτος υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτήν ακόμη και μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.

Άρθρο 20

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, τηρουμένων δεόντως των αρχών πίστης και αμεροληψίας.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 13 και 19, ο έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να δημοσιεύσει ή να δώσει προς δημοσίευση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους, οποιοδήποτε κείμενο αναφερόμενο στη δραστηριότητα του Οργανισμού, ενημερώνει εκ των προτέρων την ΑΣΣΑ.

Εάν η ΑΣΣΑ είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ζήτημα είναι φύσης τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα του Οργανισμού, ενημερώνει τον υπάλληλο για την απόφασή της εγγράφως εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της πληροφορίας. Εάν καμία απόφαση δεν έχει κοινοποιηθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θεωρείται ότι η ΑΣΣΑ δεν είχε αντιρρήσεις.

Άρθρο 21

1.   Όλα τα δικαιώματα, τα οποία αναφέρονται σε γραπτές ή άλλες εργασίες που πραγματοποιούνται από τον έκτακτο υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, περιέρχονται στον Οργανισμό με το έργο του οποίου σχετίζονται αυτές οι γραπτές ή άλλες εργασίες. Ο Οργανισμός δύναται να αξιώσει να του παραχωρηθούν νομίμως τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εργασίες αυτές.

2.   Κάθε εφεύρεση την οποία έκτακτος υπάλληλος επινόησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησής τους ανήκει αυτοδικαίως στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός δύναται, με δικά του έξοδα, να ζητά και να λαμβάνει σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε όλες τις χώρες. Κάθε εφεύρεση που σχετίζεται με το έργο του Οργανισμού και πραγματοποιείται από έκτακτο υπάλληλο στη διάρκεια του έτους που έπεται της λήξης των καθηκόντων του, θεωρείται, εκτός αποδείξεως του εναντίου, ότι είχε πραγματοποιηθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησής τους. Στην περίπτωση που εφευρέσεις κατοχυρώνονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, γίνεται μνεία του ονόματος του ή των εφευρετών.

3.   Ο Οργανισμός δύναται, οσάκις ενδείκνυται, να χορηγεί χρηματικό βραβείο, το ποσό του οποίου καθορίζει ο της, στον υπάλληλο δημιουργό εφεύρεσης κατοχυρωθείσας με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

Άρθρο 22

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος δεν δύναται να προβάλλει ενώπιον δικαστικής αρχής, για οποιονδήποτε λόγο, διαπιστώσεις που έκανε λόγω της άσκησης των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια της ΑΣΣΑ. Η άδεια αυτή είναι δυνατόν να μην χορηγηθεί μόνον εάν τούτο απαιτείται από τα συμφέροντα του Οργανισμού και εάν η σχετική άρνηση δεν δύναται να έχει ποινικές συνέπειες εις βάρος του ενδιαφερόμενου έκτακτου υπαλλήλου. Ο έκτακτος υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτήν ακόμη και μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.

2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ισχύουν για έκτακτο υπάλληλο ή τέως έκτακτο υπάλληλο ο οποίος καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου του Οργανισμού για θέμα που αφορά άλλον υπάλληλο ή τέως υπάλληλο του Οργανισμού και/ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Ο έκτακτος υπάλληλος έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο απασχόλησής του ή σε τόση απόσταση από αυτόν ώστε να μην παρεμποδίζεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ο έκτακτος υπάλληλος κοινοποιεί στην ΑΣΣΑ τη διεύθυνσή του και την ειδοποιεί αμέσως σχετικά με κάθε αλλαγή της.

Άρθρο 24

Ο έκτακτος υπάλληλος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την υποχρέωση να επικουρεί και να παρέχει συμβουλές στους ανωτέρους του· είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται.

Ο έκτακτος υπάλληλος ο επιφορτισμένος με τη λειτουργία μιας υπηρεσίας είναι υπεύθυνος έναντι των ανωτέρων του για την εξουσία η οποία του έχει παρασχεθεί και για την εκτέλεση των εντολών που δίδει. Η προσωπική ευθύνη των υφισταμένων του δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες που τον βαρύνουν.

Άρθρο 25

1.   Στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος λάβει διαταγή την οποία θεωρεί ως αντικανονική ή εάν εκτιμά ότι από την εκτέλεσή της είναι δυνατόν να προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες, ειδοποιεί σχετικά τον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά, ο οποίος, εάν η ειδοποίηση έχει διαβιβαστεί εγγράφως, απαντά εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος επιβεβαιώσει τη διαταγή, αλλά ο έκτακτος υπάλληλος κρίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν είναι ευλόγως καθησυχαστική, λαμβανομένων υπόψη των λόγων του να ανησυχεί, αναφέρει εγγράφως το θέμα στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή. Εάν η αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή επιβεβαιώσει τη διαταγή εγγράφως, ο έκτακτος υπάλληλος υποχρεούται να την εκτελέσει, εκτός εάν η διαταγή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

2.   Εάν ο αμέσως ανώτερος ιεραρχικά κρίνει ότι η διαταγή πρέπει να εκτελεστεί αμέσως, ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ο αμέσως ανώτερός του ιεραρχικά υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει ο έκτακτος υπάλληλος, να δίδει τέτοιες διαταγές εγγράφως.

3.   Ο έκτακτος υπάλληλος που ενημερώνει τους προϊσταμένους του για εντολές τις οποίες θεωρεί παράτυπες ή ικανές να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα δεν υφίσταται για τούτο κυρώσεις εκ μέρους των προϊσταμένων του.

Άρθρο 26

Ο έκτακτος υπάλληλος είναι δυνατόν να υποχρεωθεί σε ολική ή μερική αποκατάσταση ζημίας, την οποία υπέστη ο Οργανισμός λόγω βαρέως παραπτώματός του κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του.

Η ΑΣΣΑ λαμβάνει σχετική αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται όσον αφορά πειθαρχικά ζητήματα.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει πλήρη δικαιοδοσία, για να αποφαίνεται επί των διαφορών οι οποίες γεννώνται από την παρούσα διάταξη.

Άρθρο 27

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, λαμβάνει γνώση γεγονότων, βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα του Οργανισμού, ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των έκτακτων υπαλλήλων του Οργανισμού, ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά, τον γενικό διευθυντή του Οργανισμού ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον επικεφαλής του Οργανισμού.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να δίνονται γραπτώς.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει και στην περίπτωση σοβαρής παράλειψης συμμόρφωσης προς παρόμοια υποχρέωση εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου προσώπου υπηρετεί στον Οργανισμό ή εργάζεται γι' αυτόν.

2.   Ο έκτακτος υπάλληλος δεν υφίσταται από τον Οργανισμό καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός ότι γνωστοποίησε τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες, εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον έκτακτο υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

Άρθρο 28

1.   Έκτακτος υπάλληλος ο οποίος κοινολογεί πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, δεν υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια από πλευράς του Οργανισμού, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α)

ο έκτακτος υπάλληλος λογικά και έντιμα πιστεύει ότι οι κοινολογηθείσες πληροφορίες, όπως και κάθε ισχυρισμός που περιέχεται σ' αυτές, είναι ουσιαστικά αληθείς· και

β)

ο έκτακτος υπάλληλος έχει προηγουμένως κοινολογήσει τις ίδιες πληροφορίες στον Οργανισμό και έχει αφήσει να παρέλθει η προθεσμία που καθόρισε ο Οργανισμός, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, για την εκ μέρους του ανάληψη κατάλληλης δράσης. Ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω προθεσμία εντός 60 ημερών.

2.   Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι εύλογη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον έκτακτο υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

4.   Σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 168, ο Οργανισμός θέτει σε εφαρμογή μια διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών έκτακτων υπαλλήλων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν ως συνέπειά της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους δυνάμει του άρθρου 27 ή του παρόντος άρθρου. Ο οργανισμός μεριμνά ώστε οι καταγγελίες αυτές να εξετάζονται εμπιστευτικά και, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, πριν από τη λήξη των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 168.

Η ΑΣΣΑ καθορίζει εσωτερικούς κανόνες, μεταξύ άλλων, για:

την παροχή στους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 ή στο παρόν άρθρο πληροφοριών σχετικά με την αντιμετώπιση των ζητημάτων τα οποία ανέφεραν,

την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των υπαλλήλων αυτών και της ιδιωτικής τους ζωής, και

τη διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 29

Ο Οργανισμός παρέχει βοήθεια στον έκτακτο υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση δίωξης των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, δυσφημίσεων ή επιθέσεων εναντίον του προσώπου και της περιουσίας, είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Ο Οργανισμός χορηγεί αποζημίωση για την επανόρθωση της ζημίας που έχει υποστεί στην περίπτωση αυτή ο έκτακτος υπάλληλος, στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και δεν έχει επιτύχει επανόρθωση από τον δράστη.

Άρθρο 30

Ο Οργανισμός διευκολύνει την επαγγελματική επιμόρφωση των έκτακτων υπαλλήλων, εφόσον αυτή συμβιβάζεται με την καλή λειτουργία της υπηρεσίας και είναι σύμφωνη με τα συμφέροντά του.

Η επιμόρφωση αυτή λαμβάνεται υπόψη για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους.

Άρθρο 31

Οι έκτακτοι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι· δικαιούνται ιδίως να είναι μέλη συνδικαλιστικών ενώσεων ή συνδικαλιστικών οργανώσεων του προσωπικού.

Άρθρο 32

Οι έκτακτοι υπάλληλοι δύνανται να προσφεύγουν στην ΑΣΣΑ για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης κοινοποιείται αμέσως στον ενδιαφερόμενο έκτακτο υπάλληλο εγγράφως. Κάθε απόφαση σε βάρος έκτακτου υπαλλήλου είναι αιτιολογημένη.

Οι ειδικές αποφάσεις που αναφέρονται στον διορισμό, τη μονιμοποίηση, την προαγωγή, τη μετάθεση, τον καθορισμό της διοικητικής κατάστασης και την οριστική λήξη των καθηκόντων έκτακτου υπαλλήλου δημοσιεύονται στον Οργανισμό. Στη δημοσίευση έχει πρόσβαση όλο το προσωπικό για ένα ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα.

Άρθρο 33

Ο ατομικός φάκελος του έκτακτου υπαλλήλου περιέχει:

α)

όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση και τη συμπεριφορά του·

β)

τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον έκτακτο υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά.

Κάθε έγγραφο καταχωρείται, αριθμείται και αρχειοθετείται με αύξοντα αριθμό· ο Οργανισμός δεν δύναται ούτε να αντιτάξει στον έκτακτο υπάλληλο ούτε να επικαλεστεί εναντίον του έγγραφα τα οποία αναφέρονται στο ανωτέρω στοιχείο α) αν δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την αρχειοθέτησή τους.

Η κοινοποίηση κάθε εγγράφου στον έκτακτο υπάλληλο βεβαιώνεται με την υπογραφή του ή, ελλείψει υπογραφής, με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα από τον έκτακτο υπάλληλο διεύθυνση.

Ο ατομικός φάκελος του έκτακτου υπαλλήλου δεν δύναται να περιέχει καμία αναφορά στις πολιτικές, συνδικαλιστικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δραστηριότητες και πεποιθήσεις ή στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή του ή τον γενετήσιο προσανατολισμό του.

Η τέταρτη παράγραφος, ωστόσο, δεν απαγορεύει την εισαγωγή στον φάκελο διοικητικών πράξεων και εγγράφων των οποίων έχει γνώση ο έκτακτος υπάλληλος και τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Για κάθε έκτακτο υπάλληλο υπάρχει ένας μόνον φάκελος.

Ο έκτακτος υπάλληλος έχει το δικαίωμα, ακόμη και μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία, να λαμβάνει γνώση του συνόλου των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελό του και να λαμβάνει αντίγραφά τους.

Ο ατομικός φάκελος είναι απόρρητος και επιτρέπεται να αναγνωστεί μόνον στα γραφεία της διοίκησης ή από ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο. Διαβιβάζεται, ωστόσο, στην Επιτροπή Προσφυγών σε περίπτωση προσφυγής που αφορά τον έκτακτο υπάλληλο.

Άρθρο 34

Κάθε έκτακτος υπάλληλος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του ιατρικού φακέλου του σύμφωνα με τις οριζόμενες από τον Οργανισμό ρυθμίσεις.

Άρθρο 35

Η απόφαση να ζητηθεί αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί ο Οργανισμός λόγω σοβαρού παραπτώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 λαμβάνεται από την ΑΣΣΑ, αφού τηρηθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση απόλυσης λόγω βαρέως παραπτώματος.

Οι ατομικές αποφάσεις που αφορούν τους έκτακτους υπαλλήλους δημοσιεύονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32.

Άρθρο 36

Τα προνόμια και οι ασυλίες των οποίων απολαύουν οι έκτακτοι υπάλληλοι απονέμονται αποκλειστικά προς το συμφέρον του Οργανισμού. Οι έκτακτοι υπάλληλοι δεν απαλλάσσονται ούτε από την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων ούτε από την τήρηση των εν ισχύι νόμων και των αστυνομικών διατάξεων.

Οποτεδήποτε αμφισβητούνται τα προνόμια και οι ασυλίες του, ο έκτακτος υπάλληλος οφείλει να ενημερώνει πάραυτα τον Οργανισμό.

Οι άδειες διέλευσης που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης χορηγούνται στους έκτακτους υπαλλήλους αν το συμφέρον της υπηρεσίας απαιτεί κάτι τέτοιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όροι πρόσληψης

Άρθρο 37

1.   Η πρόσληψη των έκτακτων υπαλλήλων πρέπει να εξασφαλίζει στον Οργανισμό τις υπηρεσίες προσώπων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών που συμμετέχουν στον Οργανισμό.

Οι έκτακτοι υπάλληλοι επιλέγονται χωρίς διάκριση φυλής, πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή οικογενειακή τους κατάσταση.

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους κράτους μέλους. Εντούτοις, σε περίπτωση διαπίστωσης σημαντικής έλλειψης ισορροπίας μεταξύ των εθνικοτήτων όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους η οποία δεν αιτιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια, η αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει στον Οργανισμό να θεσπίζει κατάλληλα μέτρα. Τα εν λόγω κατάλληλα μέτρα πρέπει να αιτιολογούνται και δεν μπορούν να συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα από αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Προτού τέτοια κατάλληλα μέτρα εγκριθούν από την ΑΣΣΑ, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.   Έκτακτος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

α)

αν είναι υπήκοος ενός από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και αν απολαύει πλήρως των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β)

έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ)

παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ)

πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του· και

ε)

αποδεικνύει ότι κατέχει σε βάθος μία από τις γλώσσες των συμμετεχόντων κρατών μελών και ικανοποιητικά μία άλλη γλώσσα των συμμετεχόντων κρατών μελών στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

3.   Εφόσον χρειάζεται, η ΑΣΣΑ εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες πρόσληψης έκτακτων υπαλλήλων στο πλαίσιο της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835.

Άρθρο 38

Πριν από την πρόσληψή του, ο έκτακτος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρικό σύμβουλο εξουσιοδοτημένο από τον Οργανισμό, προκειμένου ο Οργανισμός να εξακριβώσει ότι ο υπάλληλος πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο δ).

Αν η ιατρική εξέταση που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο οδηγήσει σε αρνητική γνωμάτευση, ο υποψήφιος μπορεί να ζητήσει, μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από τη λήψη της γνωμάτευσης που του κοινοποιεί ο Οργανισμός, να υποβληθεί η περίπτωσή του σε ιατρική επιτροπή απαρτιζόμενη από τρεις ιατρούς που έχουν επιλεγεί από την ΑΣΣΑ μεταξύ των ιατρικών συμβούλων του Οργανισμού. Ο ιατρικός σύμβουλος που έκανε την πρώτη αρνητική γνωμάτευση ακούεται από την ιατρική επιτροπή. Ο υποψήφιος μπορεί να καταθέσει στην ιατρική επιτροπή τη γνώμη ιατρού της επιλογής του. Εάν η γνωμοδότηση της ιατρικής επιτροπής επιβεβαιώσει τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο, ο υποψήφιος καταβάλλει το 50 % της αμοιβής και των άλλων συναφών δαπανών.

Άρθρο 39

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος είναι δυνατόν να υποχρεώνεται να υπηρετήσει επί περίοδο δοκιμασίας, η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τους εννιά μήνες.

Αν στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας του ο έκτακτος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του επί έναν τουλάχιστον μήνα λόγω ασθενείας, άδειας μητρότητας σύμφωνα με το άρθρο 52 ή ατυχήματος, η ΑΣΣΑ μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους δεκαπέντε μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανεπάρκειας έκτακτου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της περιόδου αυτής.

Η έκθεση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του μέσα σε 8 εργάσιμες ημέρες. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως στην ΑΣΣΑ από τον άμεσο προϊστάμενο του έκτακτου υπαλλήλου. Βάσει της έκθεσης αυτής, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον εν λόγω έκτακτο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, δίνοντάς του προειδοποίηση ενός μηνός ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για μέγιστο διάστημα έξι μηνών και ενδεχομένως να τοποθετήσει τον εν λόγω έκτακτο υπάλληλο σε άλλη υπηρεσία για τον χρόνο που υπολείπεται από την περίοδο δοκιμασίας.

3.   Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας συντάσσεται για τον έκτακτο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του μέσα σε 8 εργάσιμες ημέρες.

Σε περίπτωση που συστήσει απόλυση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παράταση της περιόδου δοκιμασίας, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως στην ΑΣΣΑ από τον αμέσως ανώτερο ιεραρχικά του έκτακτου υπαλλήλου.

Ο έκτακτος υπάλληλος, του οποίου η εργασία δεν δικαιολογεί επαρκώς τη διατήρησή του στη θέση του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, καθώς και με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΑΣΣΑ σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά του έκτακτου υπαλλήλου σε σχέση με τον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2.

Άρθρο 40

1.   Οι προσλαμβανόμενοι έκτακτοι υπάλληλοι κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

Η ΑΣΣΑ δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του χορηγεί προσαύξηση αρχαιότητας 24 μηνών κατ' ανώτατο όριο. Εγκρίνονται γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

2.   Έκτακτος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει διετία σε κλιμάκιο του βαθμού του προάγεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού, εκτός εάν η επίδοσή του έχει αξιολογηθεί μη ικανοποιητική σύμφωνα με την ετήσια έκθεση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 41. Έκτακτος υπάλληλος προάγεται στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού του εντός τεσσάρων ετών το αργότερο.

Εάν έκτακτος υπάλληλος διοριστεί σε θέση προϊσταμένου μονάδας, διευθυντή ή γενικού διευθυντή και εφόσον έχει ασκήσει ικανοποιητικά τα νέα καθήκοντά του κατά τους πρώτους εννέα μήνες, απολαύει αναδρομικά κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του διορισμού προαγωγής κατά κλιμάκιο στον βαθμό αυτό. Η προαγωγή αυτή συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού του αντίστοιχη προς την εκατοστιαία μισθολογική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κλιμακίου κάθε βαθμού.

3.   Σε περίπτωση τοποθέτησης του έκτακτου υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε ανώτερο βαθμό, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 2, κατατάσσεται στο αρχικό κλιμάκιο του βαθμού αυτού. Ωστόσο, οι έκτακτοι υπάλληλοι των βαθμών AD 9 έως AD 13 που ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας, οι οποίοι διορίζονται σε ανώτερο βαθμό, κατατάσσονται στο δεύτερο κλιμάκιο του νέου βαθμού. Η ίδια ρύθμιση εφαρμόζεται σε έκτακτο υπάλληλο που κατόπιν προαγωγής διορίζεται διευθυντής ή σε ανώτερη θέση.

Άρθρο 41

Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε έκτακτου υπαλλήλου αποτελούν αντικείμενο ετήσιας έκθεσης. Στην έκθεση σημειώνεται κατά πόσον το επίπεδο επιδόσεων του υπαλλήλου ήταν ικανοποιητικό. Η ΑΣΣΑ θεσπίζει τις διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή ένστασης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 168 παράγραφος 2.

Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στον έκτακτο υπάλληλο. ο οποίος έχει την ευχέρεια να επισυνάπτει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Συνθήκες εργασίας

Τμήμα Α

Γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους

Άρθρο 42

Κάθε έκτακτος υπάλληλος δικαιούται, για κάθε τέκνο, γονική άδεια ανώτατης διάρκειας έξι μηνών, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, την οποία πρέπει να λαμβάνει στο διάστημα των δώδεκα ετών μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία του τέκνου. Η διάρκεια της άδειας αυτής μπορεί να διπλασιάζεται για τους μόνους γονείς, που αναγνωρίζονται δυνάμει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εγκρίνει η ΑΣΣΑ και για γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο. Η ελάχιστη διάρκεια της άδειας που λαμβάνεται κάθε φορά δεν είναι μικρότερη από έναν μήνα.

Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο έκτακτος υπάλληλος εξακολουθεί να συμμετέχει στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης· εξακολουθεί επίσης να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και διατηρεί το δικαίωμα του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο καθώς και του σχολικού επιδόματος. Επίσης, διατηρεί τη θέση του, το δικαίωμά του προαγωγής κατά κλιμάκιο και τη δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξής του. Η άδεια μπορεί να λαμβάνεται υπό τη μορφή είτε πλήρους παύσης της υπηρεσίας είτε εργασίας με μειωμένο ωράριο. Στην περίπτωση γονικής άδειας λαμβανόμενης υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η αναφερόμενη στην πρώτη παράγραφο ανώτατη διάρκεια διπλασιάζεται. Στη διάρκεια της γονικής άδειας, οι έκτακτοι υπάλληλοι δικαιούνται μηνιαίο επίδομα 919,02 ευρώ ή ποσοστό 50 % του ποσού αυτού, στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, αλλά δεν δύνανται να ασκούν καμία άλλη κερδοσκοπική δραστηριότητα. Ο Οργανισμός καταβάλλει ολόκληρη την εισφορά στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα άρθρα 68 και 69 υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

Ωστόσο, στην περίπτωση άδειας υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στη διαφορά μεταξύ του πλήρους βασικού μισθού και του κατ' αναλογία μειωμένου βασικού μισθού. Για το μέρος του βασικού μισθού που πράγματι καταβάλλεται, η εισφορά του έκτακτου υπαλλήλου υπολογίζεται με εφαρμογή των ίδιων εκατοστιαίων ποσοστών που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση πλήρους απασχόλησής του.

Το επίδομα ανέρχεται σε 1 225,36 ευρώ μηνιαίως ή σε ποσοστό 50 % του ποσού αυτού στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος εργάζεται με μειωμένο ωράριο, για τους αναφερόμενους στο πρώτο εδάφιο μόνους γονείς και τους γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο και στη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της γονικής άδειας, όταν την άδεια αυτή λαμβάνει ο πατέρας στη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή οποιοσδήποτε από τους γονείς αμέσως μετά την άδεια μητρότητας, στη διάρκεια της άδειας λόγω υιοθεσίας ή αμέσως μετά την άδεια λόγω υιοθεσίας.

Η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί για έξι επιπλέον μήνες με επίδομα που περιορίζεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο. Για τους μόνους γονείς όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί κατά δώδεκα μήνες, με επίδομα που ανέρχεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο.

Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο ποσά ενημερώνονται όπως και οι αποδοχές.

Άρθρο 43

Ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται να λαμβάνει άδεια για οικογενειακούς λόγους, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, στην περίπτωση που ο σύζυγός του, ανιών ή κατιών του, αδελφός ή αδελφή του πάσχει από ιατρικά πιστοποιημένη σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία. Η συνολική διάρκεια της άδειας αυτής δεν υπερβαίνει τους εννέα μήνες για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

Εφαρμόζεται εν προκειμένω η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 42.

Τμήμα Β

Ωράριο εργασίας

Άρθρο 44

1.   Οι εν ενεργεία έκτακτοι υπάλληλοι είναι διαρκώς στη διάθεση του Οργανισμού.

2.   Οι κανονικές ώρες εργασίας κυμαίνονται από 40 ως 42 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ το γενικό ωράριο καθορίζεται από την ΑΣΣΑ. Εντός των ιδίων ορίων, η ΑΣΣΑ μπορεί, αφού διαβουλευθεί με την επιτροπή προσωπικού, να καθορίσει τα ωράρια ορισμένων ομάδων έκτακτων υπαλλήλων οι οποίοι εκτελούν ειδικά καθήκοντα.

3.   Επιπλέον, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφαλείας, μπορεί να ζητηθεί από τον έκτακτο υπάλληλο να παραμείνει σε επιφυλακή στον τόπο εργασίας ή κατ' οίκον και πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας του. Η ΑΣΣΑ καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου έπειτα από διαβουλεύσεις με την επιτροπή προσωπικού.

4.   Η ΑΣΣΑ μπορεί να καθιερώσει ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις. Με βάση τις εν λόγω ρυθμίσεις, δεν χορηγούνται ολόκληρες εργάσιμες ημέρες σε έκτακτους υπαλλήλους με εν ενεργεία βαθμό AD/AST9 ή ανώτερο. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν έχουν εφαρμογή σε έκτακτους υπαλλήλους στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 40 παράγραφος 2. Οι εν λόγω έκτακτοι υπάλληλοι διαχειρίζονται τον χρόνο εργασίας τους σε συνεννόηση με τους ανωτέρους τους.

Άρθρο 45

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο. Η ΑΣΣΑ μπορεί να παράσχει τη σχετική άδεια, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το συμφέρον της υπηρεσίας.

2.   Η άδεια αυτή παρέχεται αυτοδικαίως στον έκτακτο υπάλληλο στις εξής περιπτώσεις:

α)

για να παράσχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας κάτω των 9 ετών·

β)

για να παράσχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας 9 έως 12 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 20 % του κανονικού χρόνου εργασίας·

γ)

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο μέχρι το τέκνο να φτάσει στην ηλικία των 14, όταν ο έκτακτος υπάλληλος είναι μόνος γονέας·

δ)

σε εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις, για να παράσχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο μέχρι το τέκνο να φτάσει σε ηλικία 14 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 5 % του κανονικού χρόνου εργασίας. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 3 του παραρτήματος Ι. Εάν απασχολούνται στην υπηρεσία της Ένωσης και οι δύο γονείς, μόνον ο ένας δικαιούται τη μείωση αυτή·

ε)

για να παράσχει φροντίδα σε σύζυγο, ανιόντα, κατιόντα, αδελφό ή αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία·

στ)

για την παρακολούθηση επιμόρφωσης· ή

ζ)

κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58 ετών.

Όταν ζητείται μειωμένο ωράριο εργασίας για την παρακολούθηση επιμόρφωσης ή κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58, η ΑΣΣΑ μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει έγκριση ή να αναβάλει την έναρξη εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για υπερέχοντες λόγους υπηρεσιακού συμφέροντος.

Όταν ένα τέτοιο δικαίωμα για χορήγηση άδειας ασκείται για την παροχή φροντίδας σε σύζυγο, ανιόντα, κατιόντα, αδελφό ή αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία ή για την παρακολούθηση επιμόρφωσης, η σωρευτική διάρκεια των διαστημάτων εργασίας με μειωμένο ωράριο περιορίζεται σε πέντε έτη για όλη τη σταδιοδρομία του έκτακτου υπαλλήλου.

3.   Η ΑΣΣΑ απαντά στο αίτημα του υπαλλήλου εντός 60 ημερών.

4.   Οι κανόνες που διέπουν την εργασία με μειωμένο ωράριο και η διαδικασία χορήγησης της άδειας καθορίζονται στο παράρτημα Ι.

Άρθρο 46

Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης, σε θέση την οποία η ΑΣΣΑ έχει προσδιορίσει ως κατάλληλη για τον σκοπό αυτό. Η άδεια εργασίας με μειωμένο ωράριο υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης δεν περιορίζεται χρονικά. Ωστόσο, η ΑΣΣΑ δύναται να την ανακαλεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με προειδοποίηση έξι μηνών προς τον έκτακτο υπάλληλο. Ομοίως, η ΑΣΣΑ δύναται να ανακαλεί την άδεια, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου έκτακτου υπαλλήλου, με προειδοποίηση έξι μηνών τουλάχιστον. Στην περίπτωση αυτή, ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να μετατίθεται σε άλλη θέση.

Εφαρμόζεται το άρθρο 54 και, εξαιρουμένης της τρίτης φράσης της δεύτερης παραγράφου, το άρθρο 3 του παραρτήματος Ι.

Η ΑΣΣΑ καθορίζει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 47

Ο έκτακτος υπάλληλος δυνατόν να υποχρεούται να εργαστεί υπερωριακά μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις ή περιπτώσεις εξαιρετικού φόρτου εργασίας· η νυκτερινή εργασία, καθώς και η εργασία κατά τις Κυριακές ή αργίες επιτρέπεται μόνον αν ακολουθείται η διαδικασία που θεσπίζεται από την ΑΣΣΑ. Το σύνολο των υπερωριών που μπορούν να απαιτηθούν από τον έκτακτο υπάλληλο δεν επιτρέπεται να υπερβεί τις 150 ώρες το εξάμηνο.

Οι υπερωρίες τις οποίες πραγματοποιούν οι έκτακτοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων AD και της ομάδας καθηκόντων AST5 έως 11 δεν παρέχουν δικαίωμα χορήγησης ούτε αντισταθμιστικής άδειας ούτε αμοιβής.

Όπως προβλέπεται στο παράρτημα IΙΙ, οι υπερωρίες που πραγματοποιούν οι έκτακτοι υπάλληλοι των βαθμών AST1 έως AST4 παρέχουν δικαίωμα χορήγησης είτε αντισταθμιστικής άδειας είτε αμοιβής, όταν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν την αντιστάθμιση κατά τον μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίον πραγματοποιούνται οι υπερωρίες.

Άρθρο 48

Οι έκτακτοι υπάλληλοι οι οποίοι κανονικά εργάζονται τη νύχτα, τα Σάββατα, τις Κυριακές ή κατά τις αργίες δικαιούνται ειδικές αποζημιώσεις όταν εκτελούν συνεχή εργασία που απαιτείται από τον Οργανισμό λόγω υπηρεσιακών αναγκών ή απαιτήσεων των κανόνων ασφαλείας και που θεωρείται από τον Οργανισμό ως τακτικό και μόνιμο χαρακτηριστικό.

Η ΑΣΣΑ καθορίζει τις κατηγορίες έκτακτων υπαλλήλων που δικαιούνται τις αποζημιώσεις αυτές, καθώς και τα ποσοστά και τους όρους χορήγησής τους.

Το κανονικό ωράριο ενός έκτακτου υπαλλήλου στα πλαίσια συνεχούς εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το ετήσιο σύνολο των κανονικών ωρών εργασίας.

Άρθρο 49

Οι έκτακτοι υπάλληλοι δικαιούνται ειδικές αποζημιώσεις όταν απαιτείται σύμφωνα με απόφαση της ΑΣΣΑ λόγω των αναγκών της υπηρεσίας ή των απαιτήσεων των κανόνων ασφαλείας να παραμείνουν σε επιφυλακή στον τόπο εργασίας τους ή κατ' οίκον, πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας.

Η ΑΣΣΑ καθορίζει τις κατηγορίες έκτακτων υπαλλήλων που δικαιούνται τις αποζημιώσεις αυτές, καθώς και τα ποσοστά και τους όρους χορήγησής τους.

Άρθρο 50

Μπορούν να χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις σε ορισμένους έκτακτους υπαλλήλους ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτέρως επίπονες συνθήκες εργασίας τους.

Ο Οργανισμός καθορίζει τις κατηγορίες των δικαιούχων, καθώς και τα ποσοστά και τους όρους χορήγησης των ειδικών αυτών αποζημιώσεων.

Τμήμα Γ

Άδειες

Άρθρο 51

Ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται ετήσια άδεια 24 έως 30 εργάσιμων ημερών ανά ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που θεσπίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

Εκτός από την ετήσια αυτή άδεια, είναι δυνατόν να χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο, κατ' εξαίρεση, ειδική άδεια κατόπιν αιτήσεώς του. Οι κανόνες χορήγησης των αδειών αυτών καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 52

Επιπλέον της προβλεπόμενης στο άρθρο 51 άδειας, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, άδεια είκοσι εβδομάδων. Η άδεια αυτή αρχίζει το νωρίτερο έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και λήγει το νωρίτερο δεκατέσσερις εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού. Σε περίπτωση πολλαπλού ή πρόωρου τοκετού ή σε περίπτωση γέννησης παιδιού με αναπηρία, η άδεια διαρκεί είκοσι τέσσερις εβδομάδες. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πρόωρος τοκετός είναι ο τοκετός που λαμβάνει χώρα πριν από το τέλος της 34ης εβδομάδας κύησης.

Άρθρο 53

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αναρρωτικής αδείας.

Ο ενδιαφερόμενος έκτακτος υπάλληλος πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στον Οργανισμό για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου βρίσκεται. Προσκομίζει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο την πέμπτη ημέρα της απουσίας, γεγονός αποδεικνυόμενο από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Άλλως, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη, εκτός εάν το πιστοποιητικό δεν εστάλη για λόγους πέραν της βούλησης του έκτακτου υπαλλήλου.

Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από τον Οργανισμό. Εάν, εξ υπαιτιότητας του έκτακτου υπαλλήλου, η εξέταση αυτή δεν μπορέσει να πραγματοποιηθεί, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να έχει λάβει χώρα η εξέταση.

Εάν το πόρισμα της εξέτασης είναι ότι ο έκτακτος υπάλληλος είναι ικανός να εκτελέσει τα καθήκοντά του, η απουσία του, με την επιφύλαξη του πέμπτου εδαφίου, θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εξέτασης.

Εάν ο έκτακτος υπάλληλος θεωρεί ότι τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που διοργανώθηκε από την ΑΣΣΑ είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα, μπορεί, είτε ο ίδιος είτε ένας ιατρός που ενεργεί για λογαριασμό του, να υποβάλει, εντός δύο ημερών, στον Οργανισμό αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

Ο Οργανισμός διαβιβάζει αμέσως το αίτημα αυτό σε άλλον ιατρό, κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ του ιατρού του έκτακτου υπαλλήλου και του ιατρικού συμβούλου του Οργανισμού. Εάν, εντός πέντε ημερών από το αίτημα, δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, ο Οργανισμός επιλέγει ένα από τα εγγεγραμμένα στον κατάλογο των ανεξάρτητων ιατρών πρόσωπα· ο εν λόγω κατάλογος συντάσσεται κάθε έτος με κοινή συμφωνία της ΑΣΣΑ και της επιτροπής προσωπικού. Ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να αμφισβητήσει, εντός δύο εργάσιμων ημερών, την επιλογή του Οργανισμού, οπότε ο Οργανισμός επιλέγει άλλο πρόσωπο από τον κατάλογο· αυτή η επιλογή είναι οριστική.

Η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού, που διατυπώνεται έπειτα από διαβούλευση με τον ιατρό του έκτακτου υπαλλήλου και τον ιατρικό σύμβουλο του Οργανισμού, είναι δεσμευτική. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού επιβεβαιώνει το πόρισμα της εξέτασης που διοργάνωσε ο Οργανισμός, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εν λόγω εξέτασης. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού δεν επιβεβαιώσει το πόρισμα της εν λόγω εξέτασης, η απουσία θεωρείται από κάθε άποψη δικαιολογημένη.

2.   Εάν οι απουσίες αυτές για λόγους ασθενείας δεν υπερβαίνουν τις τρεις ημέρες, υπερβαίνουν όμως σε περίοδο δώδεκα μηνών συνολικά τις δώδεκα ημέρες, ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθενείας. Από τη 13η ημέρα απουσίας του λόγω ασθενείας χωρίς ιατρικό πιστοποιητικό, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη.

3.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες, κάθε απουσία που κρίνεται αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερόμενου έκτακτου υπαλλήλου. Στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του για το αντίστοιχο διάστημα.

4.   Η ΑΣΣΑ δύναται να προσφύγει στην Επιτροπή Αναπηρίας για την περίπτωση έκτακτου υπαλλήλου του οποίου το σύνολο αναρρωτικών αδειών υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες κατά τη διάρκεια τριετίας.

5.   Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να τίθεται αυτεπαγγέλτως σε άδεια, έπειτα από εξέταση που διενεργείται από τον ιατρικό σύμβουλο του Οργανισμού, αν το απαιτεί η κατάσταση της υγείας του ή αν στην κατοικία του έχει εκδηλωθεί μεταδοτική νόσος.

Σε περίπτωση αμφισβήτησης, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πέμπτο έως έβδομο εδάφιο.

6.   Ο έκτακτος υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλλεται κάθε έτος σε προληπτική ιατρική εξέταση είτε από τον ιατρικό σύμβουλο του Οργανισμού είτε από ιατρό της επιλογής του.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ιατρικά έξοδα βαρύνουν τον Οργανισμό μέχρις ενός ανώτατου ποσού που ορίζεται από την ΑΣΣΑ για διάστημα το πολύ τριών ετών.

Άρθρο 54

Η ετήσια άδεια του έκτακτου υπαλλήλου, στον οποίο έχει επιτραπεί να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, ελαττώνεται κατ' αναλογία όσο διαρκεί η άδεια αυτή.

Άρθρο 55

Εκτός από περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος, ο έκτακτος υπάλληλος δεν δικαιούται να απουσιάζει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά. Με την επιφύλαξη της ενδεχόμενης εφαρμογής των προβλεπόμενων πειθαρχικών μέτρων, κάθε αποδεδειγμένα αδικαιολόγητη απουσία αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερόμενου έκτακτου υπαλλήλου. Εάν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του, δεν δικαιούται καταβολή της αμοιβής του για ισοδύναμη χρονική περίοδο.

Εάν ο έκτακτος υπάλληλος επιθυμεί να μεταβεί σε άλλο μέρος από τον τόπο απασχόλησής του στη διάρκεια της αναρρωτικής άδειάς του, ζητά προηγουμένως την άδεια της ΑΣΣΑ.

Η διάρκεια της ειδικής και της γονικής άδειας καθώς και της άδειας για οικογενειακούς λόγους δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

Εντούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές που προβλέπεται στο άρθρο 53 περιορίζεται στον χρόνο υπηρεσίας του υπαλλήλου, με ελάχιστο όριο τρεις μήνες. Η διάρκεια της άδειας δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

Κατά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών, o έκτακτος υπάλληλος του οποίου η σύμβαση δεν έχει λυθεί, παρά το γεγονός ότι δεν δύναται να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, τίθεται σε άδεια άνευ αποδοχών.

Ωστόσο, σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο έκτακτος υπάλληλος εξακολουθεί να λαμβάνει καθ' όλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία το σύνολο των αποδοχών του, εφόσον δεν απολαύει του επιδόματος αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 77.

Τμήμα Δ

Αργίες

Άρθρο 56

Ο Οργανισμός καταρτίζει κατάλογο των αργιών.

Άρθρο 57

Κατ' εξαίρεση, ο έκτακτος υπάλληλος δύναται, κατόπιν αιτήσεώς του, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Το άρθρο 15 συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την περίοδο άδειας άνευ αποδοχών για προσωπικούς λόγους.

Η άδεια δυνάμει του άρθρου 15 δεν χορηγείται σε έκτακτο υπάλληλο προκειμένου αυτός να αναλάβει μια επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπροσώπηση ή την υπεράσπιση συμφερόντων έναντι του Οργανισμού και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση ή σε πιθανότητα σύγκρουσης με τα νόμιμα συμφέροντα του Οργανισμού.

Η ΑΣΣΑ καθορίζει τη διάρκεια της άδειας αυτής, που δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο του χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο έκτακτος υπάλληλος, ούτε να υπερβαίνει:

τους τρεις μήνες όταν ο χρόνος υπηρεσίας του έκτακτου υπαλλήλου είναι μικρότερος από τέσσερα χρόνια,

τους δώδεκα μήνες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

Η διάρκεια της άδειας που δίδεται δυνάμει της τρίτης παραγράφου δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου του άρθρου 40 παράγραφος 2.

Στη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών του έκτακτου υπαλλήλου αναστέλλεται η κάλυψή του από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 68.

Εντούτοις, αν ο έκτακτος υπάλληλος δεν ασκεί κερδοσκοπική επαγγελματική δραστηριότητα, δύναται, κατ' αίτησή του που πρέπει να υποβληθεί το αργότερο ένα μήνα μετά την έναρξη της άδειας άνευ αποδοχών, να εξακολουθεί να απολαύει της κάλυψης κατά των κινδύνων που προβλέπονται στο άρθρο 68, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθεί να καταβάλλει στη διάρκεια της άδειάς του το ήμισυ του ποσού των εισφορών που προβλέπονται στο άρθρο αυτό· οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

Εξάλλου, ο έκτακτος υπάλληλος που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στα πλαίσια άλλου συνταξιοδοτικού συστήματος μπορεί να ζητήσει να εξακολουθήσει να αποκτά περαιτέρω συνταξιοδοτικά δικαιώματα καθ' όλη την περίοδο αδείας άνευ αποδοχών, εφόσον επωμίζεται το κόστος εισφοράς ίσης προς το τριπλάσιο του ποσού που ορίζεται στο άρθρο 90· οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού του βαθμού και του κλιμακίου του.

Γυναίκες των οποίων η άδεια μητρότητας αρχίζει πριν από το πέρας της σύμβασής τους δικαιούνται άδεια μητρότητας με τις σχετικές αποδοχές.

Άρθρο 58

Στον έκτακτο υπάλληλο που στρατεύεται για να τελέσει τη νόμιμη θητεία του, καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία, υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα, παρέχεται άδεια για εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων· η διάρκεια αυτής της άδειας δεν δύναται να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.

Ο έκτακτος υπάλληλος που στρατεύεται για να εκπληρώσει τη νόμιμη θητεία του ή καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία παύει να εισπράττει τις αποδοχές του, αλλά εξακολουθεί να απολαύει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την προαγωγή κατά κλιμάκιο. Διατηρεί επίσης το δικαίωμα επιδόματος αποχώρησης εφόσον, αφού περατώσει τη στρατιωτική ή εναλλακτική του θητεία, καταβάλλει αναδρομικά τις συνταξιοδοτικές εισφορές του.

Ο έκτακτος υπάλληλος που υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα εξακολουθεί, στη διάρκεια της περιόδου της στρατιωτικής εκπαίδευσης ή της ανάκλησής του, να εισπράττει τις αποδοχές του, οι οποίες, εντούτοις, μειώνονται κατά το ποσό του στρατιωτικού μισθού που εισπράττεται από τον ενδιαφερόμενο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Άρθρο 59

Οι αποδοχές του έκτακτου υπαλλήλου περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και άλλα επιδόματα και αποζημιώσεις.

Άρθρο 60

1.   Οι αποδοχές των έκτακτων υπαλλήλων εκφράζονται σε ευρώ. Οι διορθωτικοί συντελεστές, οι αφαιρέσεις, η ετήσια αναθεώρηση και οι προσαρμογές καθορίζονται με βάση τους κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 63, 64, 65, 65α και 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως έχουν στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (3), στο εξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ». Οι αφαιρέσεις που ορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ αποδίδονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού πλην των εισφορών στα συστήματα ασφάλισης ασθενείας, ατυχήματος και ανεργίας.

2.   Ο βασικός μισθός καθορίζεται με τους κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

3.   Τα οικογενειακά επιδόματα περιλαμβάνουν:

α)

το επίδομα αρχηγού οικογενείας·

β)

το επίδομα συντηρούμενου τέκνου·

γ)

το σχολικό επίδομα.

4.   Οι έκτακτοι υπάλληλοι που δικαιούνται οικογενειακά επιδόματα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο υποχρεούνται να δηλώνουν τα ομοειδή επιδόματα τα οποία εισπράττουν από άλλη πηγή και τα οποία αφαιρούνται από τα καταβαλλόμενα δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του παραρτήματος ΙV.

5.   Το επίδομα συντηρούμενου τέκνου είναι δυνατόν να διπλασιαστεί κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης απόφασης τις ΑΣΣΑ που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών ιατρικών εγγράφων, από τα οποία προκύπτει ότι το εν λόγω τέκνο, λόγω τις διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας του, επιβάλλει στον έκτακτο υπάλληλο δυσβάστακτα βάρη.

6.   Εάν δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του παραρτήματος ΙV, τα ανωτέρω οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται σε πρόσωπο άλλο από τον έκτακτο υπάλληλο, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται στο νόμισμα τις χώρας διαμονής του προσώπου αυτού, ενδεχομένως βάσει των ισοτιμιών που αναφέρονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ. Προσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που καθορίζεται για τη χώρα αυτήν εφόσον βρίσκεται στο εσωτερικό της Ένωσης ή με διορθωτικό συντελεστή ίσο τις 100 για χώρα διαμονής εκτός τις Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 ισχύουν όσον αφορά την καταβολή των οικογενειακών επιδομάτων στο πρόσωπο αυτό.

7.   Το επίδομα εκπατρισμού ισούται με το 16 % του συνόλου του βασικού μισθού, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου τα οποία δικαιούται ο έκτακτος υπάλληλος. Το επίδομα εκπατρισμού ανέρχεται σε τουλάχιστον 509,43 ευρώ μηνιαίως.

8.   Σε περίπτωση θανάτου έκτακτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται τις συνολικές αποδοχές του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου.

Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου σύνταξης ή επιδόματος αναπηρίας, οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν όσον αφορά τη σύνταξη ή το επίδομα του αποθανόντος.

Άρθρο 61

Η καταβολή οικογενειακών επιδομάτων και επιδόματος εκπατρισμού γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του παραρτήματος ΙV.

Άρθρο 62

Με την επιφύλαξη των άρθρων 63 έως 66, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 16 του παραρτήματος ΙV, επιστροφή των εξόδων στα οποία υπεβλήθη λόγω τις ανάληψης των καθηκόντων του, τις μετάθεσης ή τις αποχώρησης από την υπηρεσία, καθώς και επιστροφή των εξόδων στα οποία υπεβλήθη στη διάρκεια ή σε συνάρτηση με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Άρθρο 63

Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για χρόνο τουλάχιστον 12 μηνών δικαιούται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του παραρτήματος ΙV, επιστροφή των εξόδων μετακόμισής του.

Άρθρο 64

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για χρόνο τουλάχιστον ενός έτους δικαιούται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 του παραρτήματος ΙV, επίδομα εγκατάστασης, το ποσό του οποίου καθορίζεται για προβλεπόμενο χρόνο υπηρεσίας:

ίσο ή μεγαλύτερο από ένα έτος αλλά μικρότερο από δύο έτη,

στο 1/3

του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος ΙV

ίσο ή μεγαλύτερο από δύο έτη αλλά μικρότερο από τρία έτη,

στα 2/3

ίσο ή μεγαλύτερο από τρία έτη

στα 3/3

2.   Το επίδομα επανεγκατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙV χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο ο οποίος έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας. Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει περισσότερα από ένα αλλά λιγότερα από τέσσερα έτη υπηρεσίας δικαιούται επίδομα επανεγκατάστασης, το ποσό του οποίου είναι ανάλογο με τον χρόνο υπηρεσίας του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα μη συμπληρωμένα έτη.

3.   Εντούτοις, το επίδομα εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και το επίδομα επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν μπορούν να είναι μικρότερα από:

α)

1 123,91 EUR για τον έκτακτο υπάλληλο που δικαιούται επίδομα αρχηγού οικογενείας· και

β)

668,27 EUR για τον έκτακτο υπάλληλο που δεν δικαιούται επίδομα αρχηγού οικογενείας.

Όταν δύο σύζυγοι, αμφότεροι έκτακτοι υπάλληλοι του Οργανισμού, δικαιούνται και οι δύο επίδομα εγκατάστασης ή επανεγκατάστασης, αυτό καταβάλλεται μόνο στον/στην σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

Εφόσον ο/η σύζυγος έκτακτου υπαλλήλου του Οργανισμού είναι μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που δικαιούται επίδομα εγκατάστασης ή επανεγκατάστασης και λαμβάνει υψηλότερο βασικό μισθό, το επίδομα αυτό δεν καταβάλλεται στον έκτακτο υπάλληλο.

Άρθρο 65

Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί της ημερήσιας αποζημίωσης που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος ΙV. Εντούτοις, ο έκτακτος υπάλληλος που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μικρότερο των δώδεκα μηνών και αποδεικνύει ότι δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να διαμένει στην παλαιά του κατοικία δικαιούται ημερήσια αποζημίωση καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασής του και για ένα έτος κατ' ανώτατο όριο.

Άρθρο 66

Οι διατάξεις του άρθρου 8 του παραρτήματος ΙV περί επιστροφής των εξόδων ετήσιου ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής εφαρμόζονται μόνον στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας εννέα τουλάχιστον μηνών.

Άρθρο 67

Η καταβολή οφειλόμενων ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του παραρτήματος ΙV.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Τμήμα Α

Κάλυψη έναντι των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματος, παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 68

Ο έκτακτος υπάλληλος κατά την περίοδο της υπηρεσίας του, στη διάρκεια αναρρωτικής άδειας και στη διάρκεια των περιόδων άδειας άνευ αποδοχών που προβλέπονται στα άρθρα 17 και 57 σύμφωνα με τις προβλεπόμενες σε αυτά προϋποθέσεις, ή όταν λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, o/η σύζυγός του, εφόσον δεν δικαιούται παροχών της αυτής φύσης και του αυτού επιπέδου κατ' εφαρμογή οιωνδήποτε άλλων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, τα τέκνα του και τα λοιπά συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙV και οι δικαιούχοι σύνταξης επιζώντος, καλύπτονται έναντι των κινδύνων ασθενείας μέχρι του 80 % των πραγματοποιηθέντων εξόδων υποκείμενοι στους ίδιους κανόνες με εκείνους που έχουν θεσπιστεί σε κοινή συμφωνία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

Άρθρο 69

Ο έκτακτος υπάλληλος καλύπτεται, κατά την περίοδο της υπηρεσίας του, στη διάρκεια αναρρωτικής άδειας και στη διάρκεια των περιόδων άδειας άνευ αποδοχών που προβλέπονται στα άρθρα 17 και 57 σύμφωνα με τις προβλεπόμενες σε αυτά προϋποθέσεις, από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας, έναντι των κινδύνων επαγγελματικής ασθένειας και ατυχήματος, υποκείμενος στους ίδιους κανόνες με εκείνους που έχουν θεσπιστεί σε κοινή συμφωνία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 73 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ. Συνεισφέρει στο κόστος της ασφάλισης έναντι μη επαγγελματικών κινδύνων μέχρι ποσοστού 0,1 % του βασικού του μισθού.

Άρθρο 70

1.   Οι εισφορές των έκτακτων υπαλλήλων και του Οργανισμού στο σύστημα ασφάλισης ασθενείας και ατυχήματος καταβάλλονται καθ' ολοκληρία στο σύστημα ασφάλισης ασθενείας και ατυχήματος που συνιστά ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

2.   Αν, εντούτοις, η ιατρική εξέταση στην οποία υποβάλλεται ο έκτακτος υπάλληλος δυνάμει του άρθρου 37, δείξει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή αναπηρία, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει να αποκλειστούν από την επιστροφή των εξόδων που προβλέπεται στο άρθρο 68 οι δαπάνες που προκλήθηκαν ως επακόλουθα και συνέπειες αυτής της ασθένειας ή αναπηρίας.

Αν ο έκτακτος υπάλληλος αποδείξει ότι δεν δικαιούται κάλυψη από άλλο σύστημα ασφάλισης ασθενείας βάσει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, μπορεί να ζητήσει, το αργότερο εντός μηνός μετά τη λήξη της σύμβασής του, να εξακολουθήσει να απολαύει της ασφάλισης ασθενείας που προβλέπεται στα άρθρα 68 και 69, επί ένα εξάμηνο το πολύ μετά τη λήξη της σύμβασής του.

Οι εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 68 παράγραφος 2 υπολογίζονται με βάση τον τελευταίο βασικό μισθό του υπαλλήλου, τον οποίο και βαρύνουν κατά το ήμισυ.

3.   Έπειτα από σχετική απόφαση της ΑΣΣΑ και αφού δώσει τη γνώμη του ο εξουσιοδοτημένος ιατρικός σύμβουλος του Οργανισμού, η προθεσμία ενός μηνός για την υποβολή της αίτησης καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών της παραγράφου 2 δεν ισχύουν εφόσον ο ενδιαφερόμενος προσβλήθηκε κατά τον χρόνο υπηρεσίας του από βαριά ή παρατεταμένη ασθένεια, την οποία και δήλωσε στον Οργανισμό πριν από τη λήξη της εξάμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα υποβληθεί στην ιατρική εξέταση που διεξάγει ο Οργανισμός.

Άρθρο 71

1.   Πρώην έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται άνεργος μετά την οριστική λήξη των καθηκόντων του στον Οργανισμό, και εφόσον:

δεν δικαιούται επίδομα αναπηρίας από τον Οργανισμό,

η οριστική λήξη των καθηκόντων του δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους,

έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία, και

είναι κάτοικος ενός κράτους μέλους.

Δικαιούται μηνιαίο επίδομα ανεργίας υπό τους όρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

Αν δικαιούται παροχές ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στον Οργανισμό. Στην περίπτωση αυτήν, το ποσό των εν λόγω παροχών αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

2.   Για να δικαιούται επίδομα ανεργίας, o πρώην έκτακτος υπάλληλος οφείλει:

α)

να εγγραφεί, με αίτησή του, ως ζητών εργασία στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου κατοικεί·

β)

να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους βάσει των διατάξεών της στους δικαιούχους παροχών ανεργίας·

γ)

να διαβιβάζει κάθε μήνα στον Οργανισμό βεβαίωση τις αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας απασχόλησης, η οποία να αναφέρει κατά πόσον τηρεί τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

Ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση τις χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν τηρούνται οι εθνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή τις κατάστασης που θεωρείται ανάλογη καθώς και όταν η αρμόδια εθνική υπηρεσία απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από τις υποχρεώσεις αυτές.

Η ΑΣΣΑ καθορίζει τις απαιτούμενες διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

3.   Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με τον βασικό μισθό που είχε ο πρώην έκτακτος υπάλληλος κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων του. Το εν λόγω επίδομα ανέρχεται στο:

α)

60 % του βασικού μισθού για μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών·

β)

45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα.

Εκτός από την αρχική περίοδο των έξι μηνών, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται μόνον το κατώτερο και όχι το ανώτερο από τα όρια που ορίζονται στο παρόν εδάφιο, τα ποσά που προκύπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι κατώτερα από 1 347,89 ευρώ ούτε μεγαλύτερα από 2 695,79 ευρώ. Τα όρια αυτά προσαρμόζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 65 του ίδιου κανονισμού.

4.   Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην έκτακτο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 24 μήνες από την ημερομηνία οριστικής λήξης των καθηκόντων του και σε καμία περίπτωση το ισοδύναμο του ενός τρίτου του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Ωστόσο, εάν, στη διάρκεια του διαστήματος αυτού, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους των παραγράφων 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος ανεργίας επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους και δεν έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνική παροχή ανεργίας.

5.   Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται τα οικογενειακά επιδόματα σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους του άρθρου 1 του παραρτήματος ΙV.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώνει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στον/στη σύζυγό του, τα οποία και αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται βάσει του παρόντος άρθρου.

Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται, χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές, την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 68.

6.   Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από το Ειδικό Ταμείο Ανεργίας σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

7.   Οι έκτακτοι υπάλληλοι εισφέρουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η εισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού EUR 1 225,36, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

Η εισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και καταβάλλεται —μαζί με τα δύο τρίτα που βαρύνουν τον Οργανισμό— στο Ειδικό Ταμείο Ανεργίας που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 28α των όρων απασχόλησης του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (εφεξής «ΟΑΛΠ άλλες ΕΕ»).

8.   Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην έκτακτο υπάλληλο υπόκειται στους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου (4).

9.   Οι αρμόδιες για θέματα απασχόλησης και ανεργίας εθνικές υπηρεσίες, ενεργώντας στο πλαίσιο της οικείας εθνικής νομοθεσίας, και ο Οργανισμός συνεργάζονται ουσιαστικά για την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε κανόνες ταυτόσημους με εκείνους που καθορίζονται με κοινή συμφωνία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2.

Άρθρο 72

1.   Εάν o έκτακτος υπάλληλος αποκτήσει τέκνο, καταβάλλεται επίδομα ύψους 198,31 EUR στο πρόσωπο που έχει όντως τη φροντίδα του τέκνου.

Το ίδιο επίδομα καταβάλλεται και στον έκτακτο υπάλληλο που υιοθετεί τέκνο μέχρι πέντε ετών, το οποίο συντηρεί κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παραρτήματος ΙV.

2.   Το επίδομα χορηγείται σε περίπτωση διακοπής της κύησης έπειτα από επτά μήνες τουλάχιστον.

3.   Ο δικαιούχος του επιδόματος τοκετού υποχρεούται να δηλώσει τα ομοειδή επιδόματα που εισπράττει από άλλη πηγή για το ίδιο τέκνο· τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από το επίδομα που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Αν και o πατέρας και η μητέρα είναι έκτακτοι υπάλληλοι του Οργανισμού, το επίδομα καταβάλλεται εφάπαξ.

Άρθρο 73

Σε περίπτωση θανάτου του έκτακτου υπαλλήλου, του/της συζύγου του, των συντηρούμενων τέκνων ή άλλων συντηρούμενων προσώπων κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙV, και εφόσον τα πρόσωπα αυτά συγκατοικούσαν με τον έκτακτο υπάλληλο, τα έξοδα μεταφοράς της σορού από τον τόπο εργασίας στον τόπο καταγωγής του έκτακτου υπαλλήλου επιστρέφονται από τον Οργανισμό.

Ωστόσο, σε περίπτωση θανάτου του έκτακτου υπαλλήλου σ τη διάρκεια αποστολής, τα έξοδα μεταφοράς της σορού από τον τόπο του θανάτου στον τόπο καταγωγής του έκτακτου υπαλλήλου καταβάλλονται απ' ευθείας από τον Οργανισμό.

Άρθρο 74

Δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές είναι δυνατόν να χορηγούνται σε έκτακτο υπάλληλο, στη διάρκεια ή μετά τη λήξη της σύμβασής του, εφόσον, λόγω σοβαρής παρατεταμένης ασθένειας ή αναπηρίας ή λόγω ατυχήματος κατά την υπηρεσία, ο έκτακτος υπάλληλος είναι ανίκανος για εργασία και αποδεικνύει ότι η ασθένεια ή το ατύχημα δεν καλύπτεται από άλλο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Τμήμα Β

Ασφάλιση έναντι κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Άρθρο 75

Ο έκτακτος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις έναντι των κινδύνων θανάτου ή αναπηρίας που επέρχονται στη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Οι πληρωμές και οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αναστέλλονται, εάν η αμοιβή που λαμβάνει ο έκτακτος υπάλληλος λόγω της εργασίας του έχει ανασταλεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 76

Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης έκτακτου υπαλλήλου αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει να μην τον υπαγάγει στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, παρά μόνο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στον Οργανισμό, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

Ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτήν ενώπιον της Επιτροπής Αναπηρίας που συγκροτείται από τον Οργανισμό. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Οργανισμός μπορεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της Επιτροπής Αναπηρίας του Συμβουλίου.

Άρθρο 77

1.   Έκτακτος υπάλληλος ο οποίος πάσχει από ολική αναπηρία και ο οποίος υποχρεούται για τον λόγο αυτό να διακόψει την υπηρεσία του στον Οργανισμό, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία, επίδομα αναπηρίας του οποίου το ποσό καθορίζεται ως εξής.

Εάν ο έκτακτος υπάλληλος, ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας, φθάσει στο 66ο έτος της ηλικίας του, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του επιδόματος αποχώρησης. Το ποσό του επιδόματος αποχώρησης καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο έκτακτος υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

2.   Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης, δηλαδή τον βασικό μισθό έκτακτου υπαλλήλου της Ένωσης στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού συστήματος, που υπολογίζονται βάσει του επιδόματος αυτού.

3.   Εφόσον η αναπηρία του έκτακτου υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας για δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή και την αρτιμέλειά του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

4.   Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον έκτακτο υπάλληλο, η ΑΣΣΑ είναι δυνατόν να αποφασίσει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνον το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 86.

5.   Τα πρόσωπα που δικαιούνται επίδομα αναπηρίας δικαιούνται τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 60 παράγραφος 3, σύμφωνα με το παράρτημα ΙV· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του δικαιούχου.

Άρθρο 78

1.   Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την Επιτροπή Αναπηρίας που αναφέρεται στο άρθρο 76.

2.   Ο Οργανισμός μπορεί να απαιτεί από τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας να υποβάλλεται περιοδικά σε εξετάσεις, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η Επιτροπή Αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο έκτακτος υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στον Οργανισμό εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν να επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία του Οργανισμού, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 96. Εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 86.

Άρθρο 79

Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα έκτακτο υπάλληλο, όπως ορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που καθορίζονται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος V, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 80 έως 83.

Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην έκτακτου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, οι έλκοντες δικαίωμα από τον αποβιώσαντα έκτακτο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος V, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω παράρτημα.

Σε περίπτωση αφάνειας, για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, έκτακτου υπαλλήλου ή πρώην έκτακτου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, οι προσωρινές συντάξεις στον/τη σύζυγό του και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο καθορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που ορίζονται στα κεφάλαια 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

Άρθρο 80

Το δικαίωμα σύνταξης αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ο επιζών σύζυγος, τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος δικαιούνται τις απολαβές του κατ' εφαρμογή του άρθρου 60 παράγραφος 8.

Άρθρο 81

Ο επιζών σύζυγος έκτακτου υπαλλήλου δικαιούται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του παραρτήματος V, σύνταξη επιζώντος. Το ποσό της σύνταξης δεν είναι κατώτερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο έκτακτος υπάλληλος ούτε από τον βασικό μισθό έκτακτου υπαλλήλου της Ένωσης ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1.

Ο δικαιούχος σύνταξης επιζώντος δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα ΙV, τα οικογενειακά επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο 60 παράγραφος 3. Εντούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 3 στοιχείο β).

Άρθρο 82

Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξης επιζώντος, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙV, δικαιούνται σύνταξη ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 7 του παραρτήματος V.

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του/της συζύγου του δικαιούχου της σύνταξης επιζώντος.

Εάν o έκτακτος υπάλληλος ή o δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου, τα τέκνα που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙV δικαιούνται σύνταξη ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 10 του παραρτήματος V· εντούτοις, η σύνταξη ισούται με το ήμισυ της σύνταξης που υπολογίζεται βάσει του εν λόγω άρθρου.

Όσον αφορά τα εξομοιούμενα με συντηρούμενα τέκνα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 του παραρτήματος ΙV, η σύνταξη ορφανού δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίον έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα σύνταξης ορφανού.

Το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος ΙV.

Άρθρο 83

Σε περίπτωση διαζυγίου ή οσάκις συνυπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες επιζώντων που δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντος, η σύνταξη αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο παράρτημα V.

Άρθρο 84

1.   Ανεξάρτητα από κάθε άλλη διάταξη, όσον αφορά ιδίως τα ελάχιστα ποσά τα καταβαλλόμενα στους δικαιούχους σύνταξης επιζώντος, το συνολικό ποσό των εν λόγω συντάξεων που μπορούν να αξιώσουν η χήρα και όσοι άλλοι έλκουν δικαιώματα, προσαυξημένο κατά τα οικογενειακά επιδόματα και μειωμένο κατά τον φόρο και τις υποχρεωτικές κρατήσεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει:

α)

σε περίπτωση θανάτου έκτακτου υπαλλήλου εν ενεργεία, ή σε άδεια για προσωπικούς λόγους, για την εκτέλεση της στρατιωτικής θητείας, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους, το ύψος των αποδοχών που θα λάμβανε ο έκτακτος υπάλληλος στον αυτό βαθμό και κλιμάκιο εάν είχε παραμείνει στην υπηρεσία, προσαυξημένο κατά τα οικογενειακά επιδόματα τα οποία λάμβανε και μειωμένο κατά τον φόρο και τις λοιπές υποχρεωτικές κρατήσεις·

β)

για την περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία o αναφερόμενος στο στοιχείο α) έκτακτος υπάλληλος θα είχε συμπληρώσει την ηλικία των 66 ετών, το ύψος του επιδόματος αποχώρησής του το οποίο θα εδικαιούτο αν ζούσε, στον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο που είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του, προσαυξημένο κατά τα οικογενειακά επιδόματα και μειωμένο κατά τον φόρο και τις λοιπές υποχρεωτικές κρατήσεις·

γ)

σε περίπτωση θανάτου πρώην έκτακτου υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης αναπηρίας, το ποσό της σύνταξης που θα εδικαιoύτo αν ζούσε, προστιθέμενων και αφαιρούμενων των στοιχείων που αναφέρονται στο στοιχείο β),

2.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, δεν λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που μπορεί να επηρεάσουν τα εν λόγω ποσά.

3.   Το μέγιστο ποσό που καθορίζεται για κάθε ένα από τα στοιχεία α) έως γ) της παραγράφου 1 κατανέμεται μεταξύ των δικαιούχων σύνταξης επιζώντος ανάλογα με τα αντίστοιχα δικαιώματά τους, δίχως εν προκειμένω να λαμβάνεται υπόψη η παράγραφος 1.

Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του άρθρου 85 παράγραφος 1 εφαρμόζονται στα ούτως κατανεμημένα ποσά.

Άρθρο 85

1.   Οι συντάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης υπολογίζονται βάσει των μισθολογικών κλιμάκων που ισχύουν κατά την πρώτη ημέρα του μήνα της γένεσης δικαιώματος σύνταξης.

Στις συντάξεις δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

Οι συντάξεις σε ευρώ καταβάλλονται σε ένα από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του παραρτήματος V.

2.   Όταν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 60, αναπροσαρμόζονται οι αποδοχές, οι συντάξεις ενημερώνονται αντιστοίχως.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.

Τμήμα Γ

Επίδομα αποχώρησης

Άρθρο 86

Κατά την αποχώρηση από την υπηρεσία, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται επίδομα αποχώρησης ή τη μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος V.

Άρθρο 87

Εάν ο έκτακτος υπάλληλος άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 91, το επίδομα αποχώρησης που δικαιούται μειώνεται αναλογικά με την περίοδο που αντιστοιχεί στα ποσά που κρατήθηκαν.

Η πρώτη παράγραφος του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στον έκτακτο υπάλληλο ο οποίος, εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ζητεί να του επιτραπεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά, προσαυξημένα με σύνθετους τόκους υπολογιζόμενους με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %, το οποίο μπορεί να αναθεωρείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88.

Άρθρο 88

1.   Το επιτόκιο για τον υπολογισμό των σύνθετων τόκων είναι το πραγματικό επιτόκιο που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 και, εάν χρειάζεται, αναθεωρείται κατά τις πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις.

2.   Τα επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς βασίζονται στα διαπιστούμενα μέσα ετήσια επιτόκια επί του μακροπρόθεσμου δημόσιου χρέους των κρατών μελών, όπως δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο κατάλληλος δείκτης τιμών κατανάλωσης χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του αντίστοιχου καθαρού επιτοκίου μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού όπως απαιτείται για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς.

3.   Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς είναι ο μέσος όρος των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα 12 έτη που προηγούνται του συγκεκριμένου έτους.

Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Άρθρο 89

1.   Οι παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα τμήματα Β και Γ βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον Οργανισμό εγγυώνται από κοινού την καταβολή των εν λόγω παροχών σύμφωνα με την κλίμακα που έχει οριστεί για τη χρηματοδότηση των σχετικών δαπανών.

2.   Στις εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για μισθούς και επιδόματα αναπηρίας εφαρμόζονται πάντοτε οι εκπτώσεις που προβλέπονται στο τμήμα Β.

3.   Η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα τμήματα Β και Γ ορίζεται στο άρθρο 90 και στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος V.

4.   Οι εισφορές των έκτακτων υπαλλήλων και του Οργανισμού στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα τμήματα Β και Γ καταβάλλονται καθ' ολοκληρία στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

Άρθρο 90

Οι έκτακτοι υπάλληλοι συνεισφέρουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος συνταξιοδότησης. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται στο 10,3 % του βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές αναπροσαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 60, αφαιρείται δε κάθε μήνα από τους μισθούς των έκτακτων υπαλλήλων. Η εισφορά προσαρμόζεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που περιέχονται στο παράρτημα ΧΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

Άρθρο 91

Σύμφωνα με προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Οργανισμό, ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από τον Οργανισμό την πραγματοποίηση των πληρωμών στις οποίες υποχρεούται να προβεί για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής του. Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να αποφασίσει να πραγματοποιήσει οποιεσδήποτε πληρωμές στις οποίες υποχρεούται να προβεί έκτακτος υπάλληλος για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής του, ακόμη και χωρίς σχετική αίτηση του έκτακτου υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτήν, ο Οργανισμός οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την απόφασή του.

Οι πληρωμές αυτές δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 90, βαρύνουν δε τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

Τμήμα Ε

Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των έκτακτων υπαλλήλων

Άρθρο 92

Το σύστημα ασφάλισης αναπηρίας ή το συνταξιοδοτικό σύστημα επιζώντος ορίζονται στα άρθρα 19 έως 23 του παραρτήματος V.

Τμήμα ΣΤ

Καταβολή των παροχών

Άρθρο 93

1.   Η καταβολή των παροχών γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 84 και 85 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 28 του παραρτήματος V.

2.   Όλα τα ποσά που οφείλει ο έκτακτος υπάλληλος στον Οργανισμό, σύμφωνα με το παρόν σύστημα ασφάλισης, κατά την ημερομηνία καταβολής των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον έκτακτο υπάλληλο ή στους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν. Η απόδοση μπορεί να κλιμακωθεί σε μηνιαίες δόσεις.

Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση υπέρ του Οργανισμού

Άρθρο 94

1.   Όταν τρίτος ευθύνεται για τον θάνατο, το ατύχημα ή την ασθένεια ατόμου υποκείμενου στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ο Οργανισμός, αφού εκπληρώσει τις βάσει του παρόντος Κανονισμού υποχρεώσεις του τις απορρέουσες από το γεγονός που προκάλεσε τον θάνατο, το ατύχημα ή την ασθένεια, υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα δικαιώματα του θύματος ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα, και δικαιούται να στραφεί κατά του υπευθύνου τρίτου.

2.   Η υποκατάσταση της παραγράφου 1 καλύπτει μεταξύ άλλων:

τις αποδοχές που εξακολουθούν να καταβάλλονται στον έκτακτο υπάλληλο σύμφωνα με το άρθρο 53 κατά την περίοδο της προσωρινής ανικανότητάς του προς εργασία,

τις καταβολές που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 8 μετά τον θάνατο έκτακτου υπαλλήλου ή προσώπου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας,

τις παροχές που γίνονται με βάση τα άρθρα 68 και 69 και τις ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν για την εφαρμογή τους όσον αφορά την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματος,

την κατά το άρθρο 73 πληρωμή των εξόδων μεταφοράς της σορού,

τις καταβολές επιπλέον οικογενειακών επιδομάτων σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 5 και με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 5 του παραρτήματος ΙV για συντηρούμενο τέκνο, λόγω βαριάς ασθένειας, αναπηρίας ή μειονεκτήματος,

τις καταβολές συντάξεων αναπηρίας λόγω ατυχήματος ή ασθενείας τα οποία καθιστούν τον υπάλληλο οριστικώς ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του,

τις καταβολές σύνταξης επιζώντος λόγω θανάτου έκτακτου υπαλλήλου ή πρώην έκτακτου υπαλλήλου ή λόγω θανάτου του/της συζύγου του συνταξιούχου έκτακτου υπαλλήλου ή πρώην έκτακτου υπαλλήλου, σε περίπτωση που ο/η σύζυγος δεν είναι έκτακτος υπάλληλος,

τις καταβολές σύνταξης ορφανού, που διενεργούνται χωρίς όριο ηλικίας υπέρ τέκνου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, εφόσον το τέκνο προσβληθεί από βαριά ασθένεια, αναπηρία ή μειονέκτημα που το εμποδίζει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του μετά τον θάνατο του προσώπου από το οποίο ήταν συντηρούμενο.

3.   Ωστόσο, η υποκατάσταση του Οργανισμού δεν καλύπτει τα δικαιώματα αποζημίωσης για ζημίες καθαρά προσωπικές, δηλ. για ηθική βλάβη οποιασδήποτε μορφής (οδύνη, αποζημιώσεις για αισθητικές βλάβες ή για διαφυγούσα απόλαυση) υπερβαίνουσα την αποζημίωση η οποία θα είχε χορηγηθεί για τους λόγους αυτούς βάσει του άρθρου 69.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν παρακωλύουν την άσκηση αγωγής εξ ονόματος και εκ μέρους του Οργανισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων

Άρθρο 95

Όλα τα ποσά που καταβάλλονται αχρεωστήτως επιστρέφονται εάν ο ενδιαφερόμενος είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η πληρωμή ήταν αδικαιολόγητη ή αν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό ήταν σαφώς τέτοιο ώστε ο ενδιαφερόμενος να μην είναι δυνατόν να το αγνοεί.

Η αίτηση επιστροφής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εάν η ΑΣΣΑ είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένα τη διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού, η αίτηση επιστροφής δεν καθίσταται άκυρη ακόμη και μετά το πέρας της προθεσμίας αυτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Λύση της υπαλληλικής σχέσης

Άρθρο 96

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του έκτακτου υπαλλήλου λύεται:

α)

στο τέλος του μήνα στη διάρκεια του οποίου ο έκτακτος υπάλληλος φθάνει στην ηλικία των 66 ετών·

β)

όταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου:

i)

κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση·

ii)

στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον έκτακτο υπάλληλο ή στον Οργανισμό την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έναν μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον έναν μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες.

Όσον αφορά τον έκτακτο υπάλληλο του οποίου ανανεώθηκε η σύμβαση, το ανώτατο όριο είναι έξι μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει στη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, στη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του Οργανισμού, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του· ή

iii)

στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 37 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο στοιχείο β) σημείο ii) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 97

Η υπαλληλική σχέση λύεται εκ μέρους του Οργανισμού χωρίς προειδοποίηση:

α)

στη διάρκεια ή με τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας που προβλέπεται στο άρθρο 39·

β)

στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος δεν είναι σε θέση να αναλάβει εκ νέου υπηρεσία μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας μετ' αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 53. Στην περίπτωση αυτήν, ο υπάλληλος λαμβάνει αποζημίωση ίση με τον βασικό μισθό του και τα οικογενειακά του επιδόματα με βάση δύο ημέρες ανά μήνα παρασχεθεισών υπηρεσιών.

Άρθρο 98

1.   Μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται στον τίτλο V, η υπαλληλική σχέση μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους, σε σοβαρές περιπτώσεις παράλειψης του έκτακτου υπαλλήλου να εκπληρώσει τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Η ΑΣΣΑ εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγουμένως παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Πριν από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, o έκτακτος υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 161.

2.   Σε περίπτωση λύσης της υπαλληλικής σχέσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει:

α)

τον περιορισμό του επιδόματος αποχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 86 στο ύψος της επιστροφής της εισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 89, προσαυξημένης κατά το ποσό σύνθετων τόκων υπολογιζόμενων με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %·

β)

την παρακράτηση, εν όλω ή εν μέρει, του επιδόματος επανεγκατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 64 παράγραφος 2.

Άρθρο 99

1.   Η υπαλληλική σχέση έκτακτου υπαλλήλου λύεται από τον Οργανισμό χωρίς προειδοποίηση, εφόσον η ΑΣΣΑ διαπιστώσει:

α)

ότι ο ενδιαφερόμενος σκόπιμα προσκόμισε κατά την πρόσληψή του ψευδή στοιχεία σχετικά με τα επαγγελματικά του προσόντα και πείρα ή την ικανότητά του για την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 παράγραφος 2· και

β)

ότι τα ανωτέρω ψευδή στοιχεία είχαν καθοριστική σημασία για την πρόσληψη του ενδιαφερομένου.

2.   Στην περίπτωση αυτή, η λύση της υπαλληλικής σχέσης απαγγέλλεται από την ΑΣΣΑ αφού ακουστεί ο ενδιαφερόμενος και αφού ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο V.

Πριν από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, o υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 161.

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 98 παράγραφος 2.

Άρθρο 100

Με την επιφύλαξη των άρθρων 98 και 99, αν ο έκτακτος υπάλληλος ή ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, την εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, μπορεί να του επιβληθεί πειθαρχική κύρωση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο V.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 101

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ως «συμβασιούχοι υπάλληλοι» νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο είτε με πλήρες ωράριο.

Άρθρο 102

1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μισθοδοτούνται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται προς τον σκοπό αυτό στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Η ΑΣΣΑ εγκρίνει ειδικές διατάξεις που διέπουν τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων.

3.   Ο Οργανισμός παρέχει ετησίως ενδεικτικές προβλέψεις για τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων ανά ομάδα καθηκόντων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

Άρθρο 103

1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν. Κάθε ομάδα καθηκόντων υποδιαιρείται σε βαθμούς και σε κλιμάκια.

2.   Η αντιστοιχία μεταξύ τύπων καθηκόντων και των αντίστοιχων ομάδων καθηκόντων παρουσιάζεται στον ακόλουθο πίνακα:

Ομάδα καθηκόντων

Βαθμοί

Καθήκοντα

IV

13 έως 18

Διοικητικές, συμβουλευτικές, γλωσσικές και ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

III

8 έως 12

Εργασίες εκτέλεσης, σύνταξης κειμένων, λογιστηρίου και άλλες ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

II

4 έως 7

Εργασίες γραφείου και γραμματείας, διεύθυνση γραφείου και άλλες ισοδύναμες εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

I

1 έως 3

Εργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

3.   Με βάση τον παραπάνω πίνακα, ο Οργανισμός καθορίζει τις αρμοδιότητες για κάθε τύπο καθηκόντων.

4.   Το άρθρο 7 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Άρθρο 104

Τα άρθρα 11 έως 35 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όροι πρόσληψης

Άρθρο 105

1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των συμμετεχόντων κρατών μελών, χωρίς διάκριση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών φρονημάτων, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηλικίας ή αναπηρίας, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή την οικογενειακή τους κατάσταση.

2.   Η πρόσληψη συμβασιούχου υπαλλήλου απαιτεί τουλάχιστον:

α)

στην ομάδα καθηκόντων I, επιτυχή ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης·

β)

στις ομάδες καθηκόντων II και III:

i)

τριτοβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα· ή

ii)

δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών· ή

iii)

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου·

γ)

στην ομάδα καθηκόντων IV:

i)

εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα· ή

ii)

οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

3.   Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

α)

είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον Οργανισμό και απολαύει πλήρως των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β)

έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ)

παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ)

πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του· και

ε)

αποδεικνύει ότι κατέχει σε βάθος μια από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ικανοποιητικά μια άλλη επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

4.   Στην αρχική σύμβαση, η ΑΣΣΑ μπορεί να μη ζητεί από τον ενδιαφερόμενο την προσκόμιση δικαιολογητικών σχετικών με την εκπλήρωση των όρων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), των παραγράφων 2 και 3, εάν η πρόσληψη του ενδιαφερομένου δεν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες.

5.   Η ΑΣΣΑ εγκρίνει ειδικές διατάξεις που διέπουν τις διαδικασίες για την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων.

Άρθρο 106

Πριν από την πρόσληψή του, ο συμβασιούχος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρικό σύμβουλο εξουσιοδοτημένο από τον Οργανισμό, προκειμένου ο Οργανισμός να εξακριβώσει ότι ο υπάλληλος πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 105 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

Το άρθρο 38 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Άρθρο 107

1.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η σύμβαση του οποίου συνάπτεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διανύει περίοδο δοκιμασίας κατά τους έξι πρώτους μήνες της υπηρεσίας του εάν ανήκει στην ομάδα καθηκόντων I και κατά τους εννέα πρώτους μήνες εάν ανήκει σε μία από τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

Εάν, στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο συμβασιούχος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η ΑΣΣΑ μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους δεκαπέντε μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας συμβασιούχου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου αυτής.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως στην ΑΣΣΑ από τον αμέσως ανώτερο ιεραρχικά του συμβασιούχου υπαλλήλου. Βάσει της έκθεσης αυτής, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον συμβασιούχο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ή, κατ' εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για μέγιστο διάστημα έξι μηνών, ενδεχομένως με τοποθέτηση του συμβασιούχου υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία για το εναπομένον διάστημα της περιόδου δοκιμασίας.

3.   Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον συμβασιούχο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Σε περίπτωση που συστήσει απόλυση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παράταση της περιόδου δοκιμασίας, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως στην ΑΣΣΑ από τον αμέσως ανώτερο ιεραρχικά του συμβασιούχου υπαλλήλου.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, καθώς και με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΑΣΣΑ σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά του συμβασιούχου υπαλλήλου σε σχέση με το κεφάλαιο 2.

4.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.

Άρθρο 108

Οι συμβάσεις πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων μπορούν να συνάπτονται για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον τριών μηνών και τεσσάρων ετών το πολύ. Μπορούν να ανανεώνονται το πολύ για μία φορά για ορισμένο χρόνο έως και πέντε ετών. Η αρχική σύμβαση και η πρώτη ανανέωση πρέπει να έχουν συνολική διάρκεια 6 μηνών τουλάχιστον για την ομάδα καθηκόντων Ι και 9 μηνών τουλάχιστον για τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

Άρθρο 109

1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνον

α)

στους βαθμούς 13, 14 ή 16 για την ομάδα καθηκόντων IV·

β)

στους βαθμούς 8, 9 ή 10 για την ομάδα καθηκόντων III·

γ)

στους βαθμούς 4 ή 5 για την ομάδα καθηκόντων II·

δ)

στον βαθμό 1 για την ομάδα καθηκόντων I.

Για τη βαθμολογική κατάταξη των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων κάθε ομάδας καθηκόντων λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και η πείρα των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών του Οργανισμού μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

2.   Όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος μετακινείται σε νέα θέση της ίδιας ομάδας καθηκόντων, δεν μπορεί να κατατάσσεται σε βαθμό ή σε κλιμάκιο κατώτερα από ό,τι στην προηγούμενη θέση του.

Όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος ανέρχεται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, κατατάσσεται σε βαθμό και κλιμάκιο που να του αποφέρουν αποδοχές τουλάχιστον ίσες με εκείνες που λάμβανε με την προηγούμενη σύμβαση.

Άρθρο 110

1.   Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 41 που αφορά τις εκθέσεις εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους, οι οποίοι προσλαμβάνονται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους.

2.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του προβιβάζεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

3.   Στην περίπτωση συμβασιούχου υπαλλήλου, η κατάταξη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ίδιας ομάδας καθηκόντων γίνεται με απόφαση του Οργανισμού. Ο ούτως προαγόμενος συμβασιούχος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του αμέσως ανώτερου βαθμού. Αυτή η προαγωγή γίνεται αποκλειστικά με επιλογή, μεταξύ των συμβασιούχων υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στον βαθμό τους, έπειτα από συγκριτική εξέταση των προσόντων των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων που είναι επιλέξιμοι για προαγωγή σε υψηλότερο βαθμό καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς. Κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η ΑΣΣΑ λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις σχετικά με τους συμβασιούχους υπαλλήλους, τη χρησιμοποίηση γλωσσών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφος 3 στοιχείο ε) και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκούν.

4.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να μετακινείται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων μόνο μέσω συμμετοχής σε γενική διαδικασία επιλογής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Συνθήκες εργασίας

Άρθρο 111

Τα άρθρα 42 έως 58 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων IV δεν θεμελιώνουν δικαίωμα αντιστάθμισης ή αμοιβής.

Δυνάμει των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο παράρτημα IΙΙ, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων I, ΙΙ και ΙII παρέχουν δικαίωμα χορήγησης άδειας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορήγησης αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας εντός περιόδου δύο μηνών από τον μήνα κατά τον οποίον έχουν πραγματοποιηθεί οι υπερωρίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

Άρθρο 112

Τα άρθρα 59 έως 67 εφαρμόζονται κατ' αναλογία, με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 113 και 114.

Άρθρο 113

Η κλίμακα των βασικών μισθών καθορίζεται σύμφωνα με την ίδια κλίμακα με εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 93 των ΟΑΛΠ της ΕΕ.

Άρθρο 114

Ανεξάρτητα από το άρθρο 64 παράγραφος 3, το επίδομα εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και το επίδομα επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου δεν μπορούν να είναι κατώτερα από:

845,37 EUR για τον συμβασιούχο υπάλληλο που δικαιούται επίδομα στέγης, και

501,20 EUR για τον συμβασιούχο υπάλληλο που δεν δικαιούται επίδομα στέγης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Τμήμα Α

Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

Άρθρο 115

Τα άρθρα 68 έως 70 εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Εντούτοις, το άρθρο 68 παράγραφοι 4 και 5 δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος έχει παραμείνει στην υπηρεσία του Οργανισμού μέχρι την ηλικία των 63 ετών, εκτός εάν έχει εργαστεί ως συμβασιούχος υπάλληλος για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών.

Άρθρο 116

1.   Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται άνεργος μετά την οριστική λήξη των καθηκόντων του στον Οργανισμό και:

α)

δεν δικαιούται επίδομα αναπηρίας από τον Οργανισμό·

β)

η οριστική λήξη των καθηκόντων του δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους·

γ)

έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία· και

δ)

κατοικεί σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

δικαιούται μηνιαίο επίδομα ανεργίας υπό τους όρους που ορίζονται κατωτέρω.

Αν δικαιούται παροχές ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στον Οργανισμό. Στην περίπτωση αυτήν, το ποσό των εν λόγω παροχών αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

2.   Για να δικαιούται το επίδομα ανεργίας, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος οφείλει:

α)

να εγγραφεί, με αίτησή του, ως ζητών εργασία στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου κατοικεί·

β)

να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους στους βάσει των διατάξεών της δικαιούχους παροχών ανεργίας·

γ)

να διαβιβάζει κάθε μήνα στον Οργανισμό βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας απασχόλησης, η οποία να αναφέρει κατά πόσον τηρεί τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

Ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν τηρούνται οι εθνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που αναγνωρίζεται ως ανάλογη ή όταν η αρμόδια για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων εθνική υπηρεσία τον απαλλάσσει σχετικά.

Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τις απαιτούμενες διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

3.   Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με τον βασικό μισθό που λάμβανε ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων του. Το εν λόγω επίδομα ανέρχεται στο:

α)

60 % του βασικού μισθού για μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών·

β)

45 % του βασικού μισθού από τον δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα·

γ)

30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

Εκτός από την αρχική περίοδο των έξι μηνών, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται μόνον το κατώτερο και όχι το ανώτερο από τα όρια που ορίζονται παρακάτω, τα ποσά που προκύπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι κατώτερα από 1 010,92 ευρώ ούτε μεγαλύτερα από 2 021,83 ευρώ. Τα όρια αυτά προσαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕE, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους του άρθρου 65 του ίδιου κανονισμού.

4.   Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην συμβασιούχο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 36 μήνες από την ημερομηνία οριστικής λήξης των καθηκόντων του και σε καμία περίπτωση το ισοδύναμο του ενός τρίτου του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος παύσει να πληροί τουςς όρους που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος επαναλαμβάνεται εάν, πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος αυτού, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους, χωρίς να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνική παροχή ανεργίας.

5.   Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται τα οικογενειακά επιδόματα σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕE. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους του άρθρου 1 του παραρτήματος ΙV.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώνει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή τον/τη σύζυγό του, τα οποία και αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται βάσει του παρόντος άρθρου.

Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται κάλυψη των κινδύνων ασθενείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 68 εφαρμοζόμενο κατ' αναλογία, χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές.

6.   Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από το Ειδικό Ταμείο Ανεργίας σε ευρώ. Δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

7.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι συνεισφέρουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η εισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού 919,02 ευρώ και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ. Η εισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του ενδιαφερομένου και μαζί με τα δύο τρίτα που βαρύνουν τον Οργανισμό καταβάλλεται στο Ειδικό Ταμείο Ανεργίας που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28α των ΟΑΛΠ της ΕΕ. Το ύψος της εισφοράς επανεξετάζεται και προσαρμόζεται εφόσον χρειάζεται από τον Οργανισμό έπειτα από έξι έτη, βάσει του κινδύνου ανεργίας του συμβασιούχου προσωπικού του Οργανισμού.

8.   Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην συμβασιούχο υπάλληλο υπόκειται στους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68.

9.   Οι αρμόδιες για θέματα απασχόλησης και ανεργίας εθνικές υπηρεσίες, ενεργώντας στο πλαίσιο της οικείας εθνικής νομοθεσίας, και ο Οργανισμός συνεργάζονται ουσιαστικά για την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

10.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής που εκδίδονται βάσει του άρθρου 71 παράγραφος 10 εφαρμόζονται και στο παρόν άρθρο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 117

Τα άρθρα 72 και 73 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 118

Μπορούν να χορηγηθούν δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές στον συμβασιούχο υπάλληλο στη διάρκεια της σύμβασής του ή μετά τη λήξη της, εάν ο υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία συνεπεία βαρείας παρατεταμένης ασθένειας ή αναπηρίας ή ατυχήματος που συνέβη στη διάρκεια της υπηρεσίας του και εφόσον αποδεικνύει ότι η εν λόγω ασθένεια ή ατύχημα δεν καλύπτεται από άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.

Τμήμα Β

Ασφάλιση έναντι κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

Άρθρο 119

Ο συμβασιούχος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις έναντι των κινδύνων θανάτου ή αναπηρίας που επέρχονται στη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Οι πληρωμές και οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αναστέλλονται, εάν η αμοιβή που λαμβάνει ο συμβασιούχος υπάλληλος λόγω της εργασίας του έχει ανασταλεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 120

Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει να μην τον υπαγάγει στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, παρά μόνο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στον Οργανισμό, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον της Επιτροπής Αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 76.

Άρθρο 121

1.   Συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος πάσχει από ολική αναπηρία και ο οποίος υποχρεούται για τον λόγο αυτό να διακόψει την υπηρεσία του στον Οργανισμό, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία αυτή, επίδομα αναπηρίας του οποίου το ποσό καθορίζεται ως εξής.

Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος που είναι δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας φθάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες περί επιδόματος αποχώρησης. Το ποσό του επιδόματος αποχώρησης καθορίζεται με βάση το μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο συμβασιούχος υπάλληλος, όταν κατέστη ανάπηρος.

2.   Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του συμβασιούχου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τον μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού συστήματος, που υπολογίζονται βάσει του επιδόματος αυτού.

3.   Εφόσον η αναπηρία του συμβασιούχου υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς το δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή και την αρτιμέλειά του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του μηνιαίου βασικού μισθού συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Της περιπτώσεις αυτές ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού συστήματος.

4.   Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον συμβασιούχο υπάλληλο, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνον το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 129.

5.   Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δικαιούται σύμφωνα με το παράρτημα ΙV τα οικογενειακά επιδόματα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3, · το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του ενδιαφερομένου.

Άρθρο 122

1.   Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την Επιτροπή Αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 76.

2.   Το δικαίωμα επιδόματος αναπηρίας αρχίζει να ισχύει από την επόμενη ημέρα της λύσης της υπαλληλικής σχέσης του ενδιαφερόμενου συμβασιούχου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 96 και 97, που εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

3.   Ο Οργανισμός μπορεί να απαιτεί από τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας να υποβάλλεται περιοδικά σε εξετάσεις, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί της απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η Επιτροπή Αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο συμβασιούχος υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στον Οργανισμό, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν να επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία του Οργανισμού, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 96. Εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 129.

Άρθρο 123

1.   Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα συμβασιούχο υπάλληλο, που ορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που ορίζονται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος V, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 124 έως 127.

2.   Σε περίπτωση θανάτου πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, οι έλκοντες δικαίωμα από τον αποβιώσαντα πρώην συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος V, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω παράρτημα.

3.   Σε περίπτωση αφάνειας, για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συμβασιούχου υπαλλήλου ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφαρμόζονται στον/τη σύζυγό του και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο οι περί προσωρινών συντάξεων διατάξεις σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους των Κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

Άρθρο 124

Το δικαίωμα σύνταξης αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ο επιζών σύζυγος, τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος υπαλλήλου δικαιούνται τις απολαβές του κατ' εφαρμογή του άρθρου 60 παράγραφος 8.

Άρθρο 125

Ο επιζών σύζυγος συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του παραρτήματος V, σύνταξη επιζώντος. Το ποσό της σύνταξης δεν είναι κατώτερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο συμβασιούχος υπάλληλος ούτε από τον μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1.

Ο δικαιούχος σύνταξης επιζώντος δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα ΙV, τα οικογενειακά επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο 60 παράγραφος 3. Εντούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 3 στοιχείο β).

Άρθρο 126

1.   Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος που λάμβανε επίδομα αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξη επιζώντος, τα τέκνα που θεωρούνται συντηρούμενα από αυτόν δικαιούνται σύνταξη ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 82, εφαρμοζόμενο κατ' αναλογία.

2.   Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του/της συζύγου που δικαιούται σύνταξη επιζώντος.

3.   Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος που λάμβανε επίδομα αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 82 τρίτο εδάφιο.

4.   Η σύνταξη ορφανού ατόμου που εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του παραρτήματος ΙV, εφαρμοζόμενου κατ' αναλογία, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου. Εντούτοις, το δικαίωμα σύνταξης λήγει εάν τρίτος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

5.   Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίον έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα σύνταξης ορφανού.

6.   Το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος ΙV.

Άρθρο 127

Σε περίπτωση διαζυγίου ή οσάκις συνυπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες επιζώντων που δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντος, η σύνταξη αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος V.

Άρθρο 128

Το άρθρο 84 και το άρθρο 85 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Τμήμα Γ

Επίδομα αποχώρησης

Άρθρο 129

Κατά την αποχώρηση από την υπηρεσία, ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται επίδομα αποχώρησης ή τη μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος V.

Άρθρο 130

1.   Εάν συμβασιούχος υπάλληλος άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 132, το επίδομα αποχώρησης που δικαιούται μειώνεται αναλογικά με την περίοδο που αντιστοιχεί στα ποσά που κρατήθηκαν.

2.   Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος, εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, ζητεί να του επιτραπεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά, προσαυξημένα με σύνθετους τόκους, υπολογιζόμενους με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρείται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88.

Τμήμα Δ

Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

Άρθρο 131

Το άρθρο 89 και το άρθρο 90 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 132

Σύμφωνα με προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Οργανισμό, ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από τον Οργανισμό την πραγματοποίηση των πληρωμών τις οποίες υποχρεούται να προβεί για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ασφάλιση κατά της ανεργίας, ασφάλιση αναπηρίας, ασφάλεια ζωής και ασφάλιση ασθενείας στην τελευταία χώρα όπου καλυπτόταν από παρόμοια συστήματα. Ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίσει να πραγματοποιήσει οποιεσδήποτε πληρωμές στις οποίες υποχρεούται να προβεί συμβασιούχος υπάλληλος για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής του, ακόμη και χωρίς σχετική αίτηση του συμβασιούχου υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτήν, ο Οργανισμός οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την απόφασή του. Κατά τη διάρκεια καταβολής των εν λόγω εισφορών, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν καλύπτεται από το σύστημα ασφάλισης ασθενείας του Οργανισμού. Επιπλέον, κατά το διάστημα που αντιστοιχεί στις εν λόγω εισφορές, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν καλύπτεται από τα συστήματα ασφάλειας ζωής και ασφάλισης αναπηρίας του Οργανισμού και δεν αποκτά δικαιώματα στο πλαίσιο του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και του συνταξιοδοτικού συστήματος του Οργανισμού.

Η πραγματική διάρκεια των πληρωμών αυτών για κάθε συμβασιούχο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Εντούτοις, ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίζει να παρατείνει το διάστημα αυτό σε ένα έτος. Οι πληρωμές βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού. Οι πληρωμές για τη σύσταση ή διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 90.

Τμήμα Ε

Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των συμβασιούχων υπαλλήλων

Άρθρο 133

Το σύστημα ασφάλισης αναπηρίας ή το συνταξιοδοτικό σύστημα επιζώντος ορίζονται στα άρθρα 19 έως 23 του παραρτήματος V.

Τμήμα ΣΤ

Καταβολή των παροχών

Άρθρο 134

1.   Τα άρθρα 84 και 85 εφαρμόζονται κατ' αναλογία καθώς και το άρθρο 29 του παραρτήματος V.

2.   Όλα τα ποσά που οφείλει ο συμβασιούχος υπάλληλος στον Οργανισμό σύμφωνα με το παρόν σύστημα ασφάλισης κατά την ημερομηνία καταβολής των παροχών αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή τους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν. Η απόδοση μπορεί να κλιμακωθεί σε μηνιαίες δόσεις.

Τμήμα Ζ

Υποκατάσταση υπέρ του Οργανισμού

Άρθρο 135

Οι διατάξεις του άρθρου 94 εφαρμόζονται κατ' αναλογία υπέρ του Οργανισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

Άρθρο 136

Εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 95.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Λύση της υπαλληλικής σχέσης

Άρθρο 137

Τα άρθρα 96 έως 100 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Σε περίπτωση πειθαρχικής διαδικασίας κατά συμβασιούχου υπαλλήλου, το πειθαρχικό συμβούλιο που αναφέρεται στο άρθρο 143 περιλαμβάνει δύο επιπλέον μέλη της ίδιας ομάδας καθηκόντων και του ίδιου βαθμού με τον ενδιαφερόμενο συμβασιούχο υπάλληλο. Τα εν λόγω δύο επιπλέον μέλη διορίζονται με διαδικασία ad hoc που συμφωνείται μεταξύ της ΑΣΣΑ και της επιτροπής προσωπικού.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Άρθρο 138

1.   Συγκροτείται επιτροπή προσωπικού σύμφωνα με λεπτομερείς κανόνες που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο.

2.   Η επιτροπή προσωπικού εκπροσωπεί τα συμφέροντα του προσωπικού έναντι του Οργανισμού και διατηρεί συνεχή επαφή μεταξύ του Οργανισμού και του προσωπικού. Συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας παρέχοντας στο προσωπικό έναν δίαυλο μέσω του οποίου μπορεί να εκφράζει τη γνώμη του.

Η επιτροπή προσωπικού γνωστοποιεί στα αρμόδια όργανα του Οργανισμού οποιαδήποτε δυσχέρεια με γενικές επιπτώσεις στην ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Είναι δυνατόν να ζητείται η γνώμη της για οποιαδήποτε σχετική δυσχέρεια.

Η επιτροπή προσωπικού υποβάλλει στα αρμόδια όργανα του Οργανισμού συστάσεις όσον αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία της υπηρεσίας και προτάσεις για τη βελτίωση των όρων εργασίας του προσωπικού ή των γενικών όρων διαβίωσης.

Η επιτροπή προσωπικού συμμετέχει στη διαχείριση και την επίβλεψη των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας που συνιστά ο Οργανισμός προς όφελος του προσωπικού του. Μπορεί, με τη συγκατάθεση του Οργανισμού, να συνιστά τέτοιες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τμήμα Α

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 139

1.   Κάθε παράλειψη υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου να εκπληρώσει τις δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υποχρεώσεις του, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο επιβολής πειθαρχικών μέτρων.

2.   Όταν η ΑΣΣΑ διαθέτει στοιχεία σχετικά με παράλειψη κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορεί να διατάξει διοικητική έρευνα της διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων αυτών.

Άρθρο 140

1.   Όταν μια εσωτερική έρευνα αποκαλύπτει το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, ο υπάλληλος ενημερώνεται ταχέως, εφόσον αυτό δεν βλάπτει την έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να συντάσσονται πορίσματα αναφερόμενα ονομαστικά σε υπάλληλο κατά την περάτωση της έρευνας χωρίς να έχει δοθεί η δυνατότητα στον εν λόγω υπάλληλο να διατυπώσει παρατηρήσεις για τα γεγονότα που τον αφορούν. Τα πορίσματα κάνουν μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.

2.   Της περιπτώσεις που απαιτούν την απόλυτη τήρηση του απορρήτου για τους σκοπούς της έρευνας και συνεπάγονται προσφυγή σε ανακριτικές διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η εκτέλεση της υποχρέωσης να καλείται ο υπάλληλος να διατυπώσει παρατηρήσεις, μπορεί να αναβληθεί, σε συμφωνία με την ΑΣΣΑ. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να κινείται η πειθαρχική διαδικασία πριν να δοθεί στον υπάλληλο η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις.

3.   Εάν, κατόπιν εσωτερικής έρευνας, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατηγορία κατά υπαλλήλου εις βάρος του οποίου προβλήθηκαν ισχυρισμοί, η έρευνα που τον αφορά περατώνεται χωρίς να αναληφθεί περαιτέρω δράση με απόφαση της ΑΣΣΑ, η οποία ενημερώνει τον υπάλληλο γραπτώς. Ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

4.   Η ΑΣΣΑ ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για το πέρας της έρευνας και του γνωστοποιεί τα πορίσματα της σχετικής αναφοράς καθώς και, κατ' αίτησή του και με την επιφύλαξη των νόμιμων συμφερόντων τρίτων, όλα τα έγγραφα που συνδέονται με τις κατηγορίες εναντίον του.

Άρθρο 141

Η ΑΣΣΑ, βάσει της αναφοράς και αφού γνωστοποιήσει όλα τα στοιχεία του φακέλου στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, τον οποίο θα πρέπει να ακούσει, μπορεί:

α)

να αποφασίσει ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατηγορία κατά του υπαλλήλου, οπότε ο τελευταίος ενημερώνεται σχετικά γραπτώς· ή

β)

να αποφασίσει, μολονότι διαπιστώθηκε ή πιθανολογείται η παράλειψη του υπαλλήλου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ότι δεν είναι σκόπιμο να ληφθεί πειθαρχικό μέτρο και ενδεχομένως, να απευθύνει προειδοποίηση στον υπάλληλο· ή

γ)

σε περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 139:

i)

να αποφασίσει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα Δ του παρόντος τίτλου· ή

ii)

να αποφασίσει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου.

Άρθρο 142

Όταν τις υπάλληλος δεν μπορεί, για αντικειμενικούς λόγους, να ακουστεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος τίτλου, μπορεί να του ζητηθεί να διατυπώσει παρατηρήσεις εγγράφως ή μπορεί να εκπροσωπηθεί από πρόσωπο τις επιλογής του.

Τμήμα Β

Πειθαρχικό συμβούλιο

Άρθρο 143

1.   Στον Οργανισμό συνιστάται πειθαρχικό συμβούλιο. Το πειθαρχικό συμβούλιο περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος, το οποίο μπορεί να είναι ο πρόεδρός του, από το προσωπικό του Συμβουλίου τις Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Το πειθαρχικό συμβούλιο αποτελείται από τον πρόεδρο και τέσσερα τακτικά μέλη, που μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωματικά μέλη, ένα τουλάχιστον από τα οποία πρέπει να υπάγεται στην ίδια ομάδα καθηκόντων με τον υπάλληλο κατά του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία.

Άρθρο 144

1.   Η ΑΣΣΑ και η επιτροπή προσωπικού που αναφέρεται στο άρθρο 138 διορίζουν ταυτοχρόνως από δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη.

2.   Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος διορίζονται από την ΑΣΣΑ.

3.   Ο πρόεδρος, τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη διορίζονται για περίοδο τριών ετών.

Ωστόσο, ο Οργανισμός μπορεί να προβλέπει συντομότερη θητεία για τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον ετήσια.

4.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να απορρίψει ένα από τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου εντός πέντε ημερών από τη σύστασή του. Ο Οργανισμός δικαιούται τις να απορρίψει ένα από τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου.

Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου μπορούν να ζητήσουν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τις για νόμιμους λόγους, αποσύρονται δε εφόσον υφίσταται σύγκρουση καθηκόντων.

Άρθρο 145

Το πειθαρχικό συμβούλιο επικουρείται από γραμματέα που διορίζεται από την ΑΣΣΑ.

Άρθρο 146

1.   Ο πρόεδρος και τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου απολαύουν απόλυτης ανεξαρτησίας κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τις.

2.   Οι συσκέψεις και οι διαδικασίες του πειθαρχικού συμβουλίου έχουν απόρρητο χαρακτήρα.

Τμήμα Γ

Πειθαρχικά μέτρα

Άρθρο 147

1.   Η ΑΣΣΑ μπορεί να επιβάλλει μια από τις ακόλουθες κυρώσεις:

α)

έγγραφη προειδοποίηση·

β)

επίπληξη·

γ)

αναστολή του προβιβασμού σε ανώτερο κλιμάκιο για διάστημα μεταξύ ενός και είκοσι τριών μηνών·

δ)

τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο·

ε)

προσωρινό βαθμολογικό υποβιβασμό για περίοδο μεταξύ 15 ημερών και ενός έτους·

στ)

υποβιβασμό στο εσωτερικό ίδιας ομάδας καθηκόντων·

ζ)

κατάταξη σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων, με ή χωρίς υποβιβασμό·

η)

παύση και, ενδεχομένως, παρακράτηση, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, ποσοστού καταβαλλόμενου επιδόματος αναπηρίας· οι επιπτώσεις του μέτρου αυτού δεν επεκτείνονται στα πρόσωπα που συντηρούνται από τον υπάλληλο. Στην περίπτωση σχετικής μείωσης, πάντως, το εισόδημα του πρώην υπαλλήλου δεν πρέπει να είναι κατώτερο από το ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό έκτακτου υπαλλήλου του πρώτου κλιμακίου του βαθμού 1, με την προσθήκη των τυχόν καταβαλλόμενων οικογενειακών επιδομάτων.

2.   Όταν ο υπάλληλος λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει να παρακρατήσει για καθορισμένο χρονικό διάστημα ποσοστό του επιδόματος αναπηρίας· οι επιπτώσεις του μέτρου αυτού δεν επεκτείνονται στα πρόσωπα που συντηρούνται από τον υπάλληλο. Το εισόδημα του υπαλλήλου δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι κατώτερο από το ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό έκτακτου υπαλλήλου του πρώτου κλιμακίου του βαθμού 1, με την προσθήκη των τυχόν καταβαλλόμενων οικογενειακών επιδομάτων.

3.   Για το ίδιο παράπτωμα μπορεί να επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική κύρωση.

Άρθρο 148

Η αυστηρότητα της επιβαλλόμενης πειθαρχικής κύρωσης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα του παραπτώματος. Για τον καθορισμό της βαρύτητας του παραπτώματος και τη λήψη απόφασης για την πειθαρχική κύρωση που πρέπει να επιβληθεί, λαμβάνονται υπόψη ιδίως τα εξής:

α)

η φύση του παραπτώματος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί·

β)

ο βαθμός στον οποίο το παράπτωμα επηρέασε αρνητικά την ακεραιότητα, τη φήμη ή τα συμφέροντα του Οργανισμού·

γ)

ο βαθμός πρόθεσης ή αμέλειας στο παράπτωμα·

δ)

τα κίνητρα που οδήγησαν τον υπάλληλο να διαπράξει το παράπτωμα·

ε)

ο βαθμός και η αρχαιότητα του υπαλλήλου·

στ)

ο βαθμός προσωπικής ευθύνης του υπαλλήλου·

ζ)

το επίπεδο των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου·

η)

το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά·

θ)

η συμπεριφορά του υπαλλήλου σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.

Τμήμα Δ

Πειθαρχική διαδικασία εκτός πειθαρχικού συμβουλίου

Άρθρο 149

Η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ποινή της έγγραφης προειδοποίησης ή της επίπληξης χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Η ΑΣΣΑ προβαίνει στην ενέργεια αυτή έπειτα από ακρόαση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

Τμήμα Ε

Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου

Άρθρο 150

1.   Η ΑΣΣΑ υποβάλλει αναφορά στο πειθαρχικό συμβούλιο, στην οποία πρέπει να σημειώνονται με σαφήνεια τα προσαπτόμενα και, εφόσον συντρέχει λόγος, οι περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθησαν, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

2.   Η αναφορά διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου, ο οποίος τη γνωστοποιεί στα μέλη του.

Άρθρο 151

1.   Από την παραλαβή της αναφοράς αυτής, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου καθώς και αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των υπέρ αυτού στοιχείων.

2.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διαθέτει προθεσμία δεκαπέντε ημερών τουλάχιστον από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς με την οποία κινείται η πειθαρχική διαδικασία, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

3.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.

Άρθρο 152

1.   Εάν, παρουσία του προέδρου του πειθαρχικού συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος αναγνωρίσει ότι υπάρχει παράπτωμα εκ μέρους του και αποδεχθεί άνευ επιφυλάξεων την αναφορά που αναφέρεται στο άρθρο 149, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από το πειθαρχικό συμβούλιο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της φύσης του παραπτώματος και της προβλεπόμενης κύρωσης. Όταν η υπόθεση αποσύρεται από το πειθαρχικό συμβούλιο, ο πρόεδρος διατυπώνει γνώμη σχετικά με την προβλεπόμενη κύρωση.

2.   Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, η ΑΣΣΑ μπορεί να επιβάλλει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 149, μία από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 147 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως και δ) του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ενημερώνεται προτού να αναγνωρίσει το παράπτωμά του για τις πιθανές συνέπειες της αναγνώρισης αυτής.

Άρθρο 153

Πριν από την πρώτη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου, ο πρόεδρος αναθέτει σε ένα από τα μέλη του το καθήκον να καταρτίσει γενική αναφορά για την υπόθεση και να ενημερώσει σχετικά τα λοιπά μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου.

Άρθρο 154

1.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος καλείται σε ακρόαση από το πειθαρχικό συμβούλιο· κατά την ακρόαση μπορεί να αναπτύξει έγγραφες ή προφορικές παρατηρήσεις, αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου. Μπορεί να καλεί μάρτυρες.

2.   Ο Οργανισμός εκπροσωπείται ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου από υπάλληλο ειδικά εξουσιοδοτημένο από την ΑΣΣΑ, ο οποίος διαθέτει τα ίδια δικαιώματα με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Άρθρο 155

1.   Εάν το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς για τα προσαπτόμενα ή για τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθησαν, διατάσσει έρευνα κατ' αντιπαράσταση.

2.   Ο πρόεδρος ή ένα μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου διεξάγει την έρευνα για λογαριασμό του πειθαρχικού συμβουλίου. Για τους σκοπούς της έρευνας, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να ζητεί τη διαβίβαση οποιουδήποτε εγγράφου έχει σχέση με την υπόθεση που του έχει υποβληθεί. Ο Οργανισμός απαντά σε κάθε αίτηση του είδους αυτού εντός της προθεσμίας την οποία τάσσει ενδεχομένως το πειθαρχικό συμβούλιο. Εάν η αίτηση αυτή απευθύνεται στον υπάλληλο, λαμβάνεται υπόψη η άρνησή του να συμμορφωθεί.

Άρθρο 156

Αφού εξετάσει τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιόν του και λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες, γραπτές ή προφορικές, δηλώσεις καθώς και τα πορίσματα της έρευνας η οποία διεξήχθη, το πειθαρχικό συμβούλιο εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη ως προς την πραγματική τέλεση των προσαπτόμενων πράξεων και, ως προς τις κυρώσεις που κρίνει ότι πρέπει να επισύρουν οι πράξεις αυτές. Την εν λόγω γνώμη υπογράφουν όλα τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου. Κάθε μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να επισυνάψει στη γνώμη την τυχόν διαφορετική άποψή του. Το πειθαρχικό συμβούλιο διαβιβάζει τη γνώμη στην ΑΣΣΑ και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψης της αναφοράς της ΑΣΣΑ, εφόσον η προθεσμία αυτή επαρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου. Όταν έχει διενεργηθεί έρευνα με πρωτοβουλία του πειθαρχικού συμβουλίου, η προθεσμία είναι τέσσερις μήνες, εφόσον αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου.

Άρθρο 157

1.   Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου δεν ψηφίζει, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας.

2.   Ο πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου και γνωστοποιεί, σε κάθε ένα από τα μέλη του, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν σχέση με την υπόθεση.

Άρθρο 158

Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά των συνεδριάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου. Οι μάρτυρες υπογράφουν το πρακτικό των καταθέσεών τους.

Άρθρο 159

1.   Τα έξοδα που προκαλούνται στη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, ιδίως οι αμοιβές που καταβάλλονται σε πρόσωπο που έχει επιλέξει για να τον βοηθήσει ή για την υπεράσπισή του, βαρύνουν τον υπάλληλο στην περίπτωση που η πειθαρχική διαδικασία καταλήξει στην επιβολή μιας από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 147.

2.   Εντούτοις, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίζει άλλως σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η επιβάρυνση αυτή θα ήταν υπερβολική για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

Άρθρο 160

1.   Έπειτα από ακρόαση του υπαλλήλου, η ΑΣΣΑ λαμβάνει απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 147 και 148 εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνώμης του πειθαρχικού συμβουλίου. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται.

2.   Εάν η ΑΣΣΑ αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλει πειθαρχική κύρωση, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εγγράφως. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η υπόθεση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

Τμήμα ΣΤ

Θέση σε αργία

Άρθρο 161

1.   Σε περίπτωση κατηγορίας υπαλλήλου για βαρύ παράπτωμα από την ΑΣΣΑ, είτε πρόκειται για παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του είτε για παράβαση του νόμου, η ΑΣΣΑ μπορεί αμέσως να θέτει σε αργία τον κατηγορούμενο υπάλληλο επί ορισμένο ή αόριστο διάστημα.

2.   Η ΑΣΣΑ λαμβάνει την απόφαση αυτή έπειτα από ακρόαση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, πλην εξαιρετικών περιστάσεων.

Άρθρο 162

1.   Η απόφαση με την οποία τίθεται σε αργία υπάλληλος καθορίζει αν, κατά την περίοδο της αργίας, ο εν λόγω υπάλληλος διατηρεί στο ακέραιο τις αποδοχές του ή εάν στις αποδοχές του επιβάλλεται παρακράτηση. Το ποσό που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό έκτακτου υπαλλήλου στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1, με την προσθήκη οποιωνδήποτε καταβαλλόμενων οικογενειακών επιδομάτων.

2.   Η κατάσταση του υπαλλήλου που έχει τεθεί σε αργία πρέπει να ρυθμίζεται οριστικά εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της αργίας του. Εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός έξι μηνών, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

3.   Η παρακράτηση μπορεί να διατηρείται και πέραν των έξι μηνών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εάν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διώκεται ποινικά για τις ίδιες πράξεις και βρίσκεται κρατούμενος για λόγους σχετικούς με τις διώξεις αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπάλληλος λαμβάνει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του μόνον αφού το αρμόδιο δικαστήριο απαγγείλει την άρση της κράτησής του.

4.   Τα παρακρατηθέντα βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ποσά καταβάλλονται στον υπάλληλο, εφόσον η οριστική απόφαση δεν του επέβαλε αυστηρότερη πειθαρχική κύρωση από έγγραφη προειδοποίηση, επίπληξη ή αναστολή προβιβασμού κατά κλιμάκιο ή εφόσον δεν του επεβλήθη καμία πειθαρχική κύρωση· στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πληρωμή γίνεται εντόκως βάσει του ποσοστού που ορίζεται στο άρθρο 88.

Τμήμα Ζ

Παράλληλη ποινική δίωξη

Άρθρο 163

Εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικώς για τις ίδιες πράξεις, η οριστική απόφαση λαμβάνεται μόνον μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

Τμήμα Η

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 164

Ο υπάλληλος στον οποίον έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση άλλη πλην της παύσης μπορεί, μετά την πάροδο τριών ετών εάν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή για επίπληξη, ή μετά την πάροδο έξι ετών εάν πρόκειται για άλλες κυρώσεις, να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό του φάκελο. Η ΑΣΣΑ κρίνει εάν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή.

Άρθρο 165

Σε περίπτωση νέων πραγματικών στοιχείων στηριζόμενων από σχετικές αποδείξεις, μπορεί να κινείται και πάλι η πειθαρχική διαδικασία από την ΑΣΣΑ, με δική της πρωτοβουλία ή με αίτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

Άρθρο 166

Εάν δεν γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 160 παράγραφος 2, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη μέσω της κατάλληλης δημοσιότητας της απόφασης της ΑΣΣΑ.

Άρθρο 167

Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διαδικασιών αυτών.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Άρθρο 168

1.   Κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να ζητά από την ΑΣΣΑ να λάβει απόφαση περί αυτού. Η ΑΣΣΑ κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή της στον ενδιαφερόμενο εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή της αίτησης. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απάντησης στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί ένσταση κατά την έννοια της παραγράφου 2.

2.   Κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλλει στην ΑΣΣΑ ένσταση κατά οποιασδήποτε πράξης η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει λάβει ήδη απόφαση όσο κι όταν έχει παραλείψει να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Η ένσταση πρέπει να υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

από την ημερομηνία δημοσίευσης της πράξης εάν πρόκειται για μέτρο γενικού χαρακτήρα,

από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της απόφασης, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα· εντούτοις, σε περίπτωση που η πράξη ατομικού χαρακτήρα θίγει τα συμφέροντα τρίτου, η εν λόγω προθεσμία για το πρόσωπο αυτό αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξης, όχι όμως αργότερα από την ημερομηνία της δημοσίευσης,

από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας απάντησης, εφόσον η ένσταση αφορά σιωπηρή απορριπτική απόφαση κατά την έννοια της παραγράφου 1.

Η ΑΣΣΑ κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο την αιτιολογημένη απόφασή της εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της υποβολής της ένστασης. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απάντησης στην ένσταση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 170.

Άρθρο 169

1.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ της Ένωσης και προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 168 παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.

2.   Προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αποδεκτή μόνο:

αν προηγουμένως έχει διατυπωθεί στην ΑΣΣΑ ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 168 παράγραφος 2 εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, και

η ένσταση απορρίφθηκε ρητώς ή σιωπηρώς.

3.   Οι προσφυγές δυνάμει της παραγράφου 2 υποβάλλονται εντός τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης σχετικά με την ένσταση,

από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας απάντησης, εφόσον η προσφυγή αφορά σιωπηρή απόφαση με την οποία απορρίπτεται ένσταση που έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 2· ωστόσο, στην περίπτωση που η ένσταση απορρίπτεται με ρητή απόφαση μετά την απόρριψή της με σιωπηρή απόφαση αλλά πριν λήξει η προθεσμία για την υποβολή προσφυγής, η τελευταία αυτή προθεσμία αρχίζει εκ νέου.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, ο ενδιαφερόμενος δύναται, αφού υποβάλει στην ΑΣΣΑ ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 168 παράγραφος 2, να προσφύγει αμέσως στο Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι στην εν λόγω προσφυγή επισυνάπτεται αίτηση αναβολής εκτέλεσης της προσβαλλομένης πράξης ή των προσωρινών μέτρων. Στην περίπτωση αυτή η κυρία διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αναστέλλεται μέχρι να ληφθεί ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση περί της διατυπωθείσας ένστασης.

5.   Οι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εξετάζονται και κρίνονται σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας που θεσπίζεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΕΙΔΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ

Άρθρο 170

1.   Οι αποδοχές των ειδικών συμβούλων καθορίζονται με άμεση συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου και της ΑΣΣΑ. Η διάρκεια της σύμβασης των ειδικών συμβούλων δεν δύναται να υπερβαίνει τα δύο έτη, για μέγιστο αριθμό ημερών κατά την περίοδο. Αυτή η σύμβαση είναι ανανεώσιμη.

2.   Όταν ο Οργανισμός προτίθεται να προσλάβει ειδικό σύμβουλο ή να ανανεώσει τη σύμβασή του, υποβάλλει την πρόταση στο διοικητικό συμβούλιο προσδιορίζοντας το ύψος των αποδοχών που προβλέπονται, τους όρους αναφοράς, τους λόγους για την πρόταση και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο.

Ο Οργανισμός μπορεί να συνάψει τη σύμβαση εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά μέσα σε έναν μήνα από την παραλαβή των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο πληροφοριών.

3.   Η ΑΣΣΑ εγκρίνει τους ιδιαίτερους κανόνες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 171

Τα άρθρα 1 παράγραφος 2, τα άρθρα 6, 11, 12, 13 και 14, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 18, τα άρθρα 19, 20, το άρθρο 21 παράγραφος1, τα άρθρα 22, 27 και 28, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 32 και το άρθρο 36, περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων του Οργανισμού, καθώς και τα άρθρα 168 και 169 περί προσφυγών εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Άρθρο 172

1.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις (άρθρα 11 έως 35 και 104), τους όρους πρόσληψης [άρθρα 37, με εξαίρεση την παράγραφο 2 στοιχείο α), άρθρο 38 έως 41 και άρθρο 105, με εξαίρεση το άρθρο 105 παράγραφος 3 στοιχείο α), και άρθρα 106 έως 110], τις συνθήκες εργασίας (άρθρα 42 έως 58 και άρθρο 111), τη λύση της υπαλληλικής σχέσης (άρθρα 96 έως 100 και άρθρο 137) και την πειθαρχική διαδικασία (άρθρα 139 έως 167) μπορούν να τροποποιούνται, στον βαθμό που απαιτείται, από το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο ι) και το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835 του Συμβουλίου. Οι τυχόν τροποποιήσεις που γίνονται με τον τρόπο αυτό διαβιβάζονται στο Συμβούλιο. Οι εν λόγω τροποποιήσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί εκτός εάν το Συμβούλιο, εντός δύο μηνών και με ειδική πλειοψηφία, αποφασίσει να τις τροποποιήσει.

2.   Οι τροποποιήσεις άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ιδίως όσων αφορούν τις αποδοχές, τα επιδόματα και άλλες παροχές κοινωνικής ασφάλισης, εγκρίνονται ομόφωνα από το Συμβούλιο κατόπιν πρότασης του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 173

Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξιολογεί και τροποποιεί τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή λαμβάνει ενδεχομένως απόφαση σχετικά με τη λήξη ισχύος του.

Άρθρο 174

Η απόφαση 2004/676/ΕΚ καταργείται.

Άρθρο 175

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 4 Αυγούστου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. LAJČÁK


(1)  ΕΕ L 266,13.10.2015, σ. 55.

(2)  Απόφαση 2004/676/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, σχετικά με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΕ L 310, 7.10.2004, σ. 9).

(3)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 1 σ. 108).

(4)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 1 σ. 115).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΟ ΩΡΑΡΙΟ

Άρθρο 1

Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εργασίας με μειωμένο ωράριο υποβάλλεται από τον υπάλληλο στον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την αιτούμενη ημερομηνία έναρξης, εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων επείγοντος.

Η άδεια μπορεί να χορηγείται για ελάχιστο χρονικό διάστημα ενός μηνός και μέγιστο χρονικό διάστημα τριών ετών, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 17 και στο άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο ε).

Η άδεια δύναται να ανανεώνεται υπό τους ίδιους όρους. Οι αιτήσεις για ανανέωση υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο δύο τουλάχιστον μήνες πριν από το τέλος του χρονικού διαστήματος για το οποίο χορηγήθηκε η άδεια. Η διάρκεια της εργασίας με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ημίσεως του κανονικού χρόνου εργασίας.

Εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, η περίοδος απασχόλησης με μειωμένο ωράριο αρχίζει την 1η ημέρα του μήνα.

Άρθρο 2

Η ΑΣΣΑ δύναται, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί. Η ημερομηνία ανάκλησης της άδειας δεν μπορεί να είναι πλέον των δύο μηνών μεταγενέστερη της ημερομηνίας που προτείνεται από τον υπάλληλο ή πλέον των τεσσάρων μηνών στην περίπτωση που η άδεια για εργασία με μειωμένο ωράριο είχε χορηγηθεί για περίοδο άνω του ενός έτους.

Η ΑΣΣΑ δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί, με δίμηνη προειδοποίηση προς τον υπάλληλο.

Άρθρο 3

Ο υπάλληλος δικαιούται, στη διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο του παρεσχέθη άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, να λαμβάνει ποσοστό των αποδοχών του αντίστοιχο του ποσοστού της κανονικής διάρκειας εργασίας. Εντούτοις, αυτό το ποσοστό δεν εφαρμόζεται στο επίδομα συντηρούμενου τέκνου, στο βασικό ποσό του επιδόματος στέγης και στο σχολικό επίδομα.

Οι εισφορές στο σύστημα ασφάλισης υγείας υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου. Οι εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού υπαλλήλου εργαζόμενου με μειωμένο ωράριο. Ο υπάλληλος δύναται επίσης να ζητήσει να υπολογίζονται οι εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 90. Για την εφαρμογή του άρθρου 1 του παραρτήματος V, τα αποκτώμενα δικαιώματα υπολογίζονται κατ' αναλογία του ποσοστού των καταβαλλόμενων εισφορών.

Στη διάρκεια της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να εργάζεται υπερωριακά ούτε να ασκεί οποιαδήποτε άλλη κερδοσκοπική επαγγελματική δραστηριότητα, εκτός από δραστηριότητα σύμφωνη με το άρθρο 17.

Άρθρο 4

Η ΑΣΣΑ δύναται να θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΑΔΕΙΕΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Ετήσια άδεια

Άρθρο 1

Κατά το έτος της ανάληψης υπηρεσίας και το έτος της αποχώρησης από την υπηρεσία, το κλάσμα έτους παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργάσιμων ημερών αν πρόκειται για πλήρη μήνα εργασίας, δύο εργάσιμων ημερών αν πρόκειται για διάστημα μικρότερο του μηνός και μεγαλύτερο από 15 ημέρες, μίας δε εργάσιμης ημέρας αν είναι ίσο ή μικρότερο από 15 ημέρες.

Άρθρο 2

Η ετήσια άδεια λαμβάνεται είτε εφάπαξ είτε τμηματικά ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της υπηρεσίας. Πρέπει, εντούτοις να περιλαμβάνει τουλάχιστον μία περίοδο δύο συνεχών εβδομάδων. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι δικαιούνται άδεια αφού συμπληρώσουν υπηρεσία τριών μηνών· είναι δυνατόν να εγκρίνεται άδεια νωρίτερα σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες.

Άρθρο 3

Εάν, στη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του, ο υπάλληλος προσβληθεί από ασθένεια που θα τον εμπόδιζε να εκτελέσει τα καθήκοντά του εάν ήταν εν υπηρεσία, η ετήσια άδειά του παρατείνεται κατά το διάστημα της ανικανότητας που αποδεικνύεται με ιατρικό πιστοποιητικό.

Άρθρο 4

Αν ο υπάλληλος, για λόγους άσχετους προς τις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν εξαντλήσει την ετήσια άδειά του εντός του οικείου ημερολογιακού έτους, η μεταφορά αδείας στο επόμενο έτος δεν υπερβαίνει τις 12 ημέρες.

Εάν, κατά την αποχώρηση από την υπηρεσία, ο υπάλληλος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του, δικαιούται αποζημίωση ίση προς το ένα τριακοστό των μηνιαίων αποδοχών του κατά την ημερομηνία αποχώρησης από τη υπηρεσία για κάθε ημέρα άδειας που του οφείλεται.

Από τις πληρωμές που οφείλονται σε υπάλληλο ο οποίος, κατά την ημερομηνία αποχώρησης από την υπηρεσία, έχει λάβει ετήσια άδεια πέραν εκείνης που εδικαιούτο κατά την ημερομηνία αυτήν, αφαιρείται ποσό το οποίο υπολογίζεται όπως προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.

Άρθρο 5

Αν, για υπηρεσιακούς λόγους, ο υπάλληλος ανακληθεί στην υπηρεσία στη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του ή ακυρωθεί η άδεια που του είχε χορηγηθεί, του επιστρέφεται το ποσό των εξόδων στα οποία αποδεδειγμένα υπεβλήθη συνεπεία του γεγονότος αυτού, και του παρέχεται νέα οδοιπορική άδεια.

ΤΜΗΜΑ 2

Ειδική άδεια

Άρθρο 6

Εκτός από την ετήσια άδεια, είναι δυνατόν να χορηγείται στον υπάλληλο ειδική άδεια, κατόπιν αιτήσεώς του. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που αναφέρονται κατωτέρω παρέχουν δικαίωμα τέτοιας άδειας ως εξής:

γάμος του υπαλλήλου: τέσσερις ημέρες,

μετακόμιση του υπαλλήλου: μέχρι δύο ημέρες,

σοβαρή ασθένεια συζύγου: μέχρι τρεις ημέρες,

θάνατος συζύγου: τέσσερις ημέρες,

σοβαρή ασθένεια ανιόντος: μέχρι δύο ημέρες,

θάνατος ανιόντος: δύο ημέρες,

γάμος τέκνου: δύο ημέρες,

γέννηση τέκνου: δέκα ημέρες, λαμβανόμενες μέσα στις δεκατέσσερις εβδομάδες που ακολουθούν τη γέννηση,

γέννηση τέκνου με αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια: είκοσι ημέρες, λαμβανόμενες μέσα στις δεκατέσσερις εβδομάδες που ακολουθούν τη γέννηση,

θάνατος της συζύγου στη διάρκεια της άδειας μητρότητας: αριθμός των ημερών που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της άδειας μητρότητας· εάν η αποβιώσασα σύζυγος δεν είναι υπάλληλος, η απομένουσα διάρκεια της άδειας μητρότητας προσδιορίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 52,

σοβαρή ασθένεια τέκνου: μέχρι δύο ημέρες,

ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια τέκνου πιστοποιούμενη από ιατρό ή νοσοκομειακή περίθαλψη τέκνου ηλικίας το πολύ δώδεκα ετών: μέχρι πέντε ημέρες,

θάνατος τέκνου: τέσσερις ημέρες,

υιοθεσία τέκνου: είκοσι εβδομάδες, και είκοσι τέσσερις εβδομάδες στην περίπτωση υιοθεσίας ανάπηρου τέκνου.

Κάθε υιοθετούμενο τέκνο παρέχει δικαίωμα μίας και μόνον περιόδου ειδικής άδειας, η οποία μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ των θετών γονέων, εφόσον είναι και οι δύο υπάλληλοι Η άδεια χορηγείται μόνον αν ο/η σύζυγος του υπαλλήλου ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα και τουλάχιστον κατά ημιαπασχόληση. Εάν ο/η σύζυγος εργάζεται εκτός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και του χορηγείται ανάλογη άδεια, τα δικαιώματα αδείας του υπαλλήλου μειώνονται κατά τον αντίστοιχο αριθμό ημερών.

Σε περίπτωση ανάγκης, η ΑΣΣΑ δύναται να χορηγεί πρόσθετη ειδική άδεια, εφόσον η εθνική νομοθεσία της χώρας στην οποία γίνεται η διαδικασία υιοθεσίας και η οποία δεν είναι η χώρα στην οποία απασχολείται ο υιοθετών υπάλληλος απαιτεί διαμονή του ενός ή και των δύο θετών γονέων.

Ειδική άδεια δέκα ημερών χορηγείται εάν ο υπάλληλος δεν δικαιούται την πλήρη ειδική άδεια των είκοσι ή είκοσι τεσσάρων εβδομάδων σύμφωνα με την πρώτη περίοδο της παρούσας περίπτωσης· αυτή η πρόσθετη ειδική άδεια χορηγείται μία μόνον φορά ανά υιοθετούμενο τέκνο.

Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να χορηγεί ειδική άδεια σε περίπτωση επαγγελματικής επιμόρφωσης, εντός των ορίων που προβλέπονται στο πρόγραμμα επαγγελματικής επιμόρφωσης το οποίο καταρτίζει ο Οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 30.

Ειδική άδεια μπορεί επίσης να χορηγείται, σε εξαιρετική βάση, σε υπαλλήλους σε περίπτωση έκτακτης εργασίας η οποία υπερβαίνει τις συνήθεις υποχρεώσεις του υπαλλήλου. Η ειδική αυτή άδεια χορηγείται το αργότερο τρεις μήνες μετά την απόφαση της ΑΣΣΑ σχετικά με τον έκτακτο χαρακτήρα της εργασίας του υπαλλήλου.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου εξομοιώνεται προς τον σύζυγο, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παραρτήματος ΙV.

Στην περίπτωση ειδικών αδειών οι οποίες προβλέπονται στο παρόν τμήμα, ορίζονται ενδεχομένως ημέρες οδοιπορικής άδειας με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.

ΤΜΗΜΑ 3

Οδοιπορική άδεια

Άρθρο 7

Οι υπάλληλοι που δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούνται, προκειμένου να μεταβούν στη χώρα καταγωγής τους, συμπληρωματική άδεια δυόμιση ημερών ετησίως.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙΙ

ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ

Άρθρο 1

Εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 48, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από υπαλλήλους των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα αντισταθμιστικής άδειας ή αμοιβής κατά τα οριζόμενα κατωτέρω:

α)

Κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας παρέχει δικαίωμα αντισταθμιστικής άδειας μιάμισης ώρας, εκτός αν η υπερωρία πραγματοποιείται μεταξύ 10 μ.μ. και 7 π.μ. ή Κυριακή ή αργία, οπότε για κάθε ώρα εργασίας παρέχονται δύο ώρες αντισταθμιστικής άδειας η οποία χορηγείται αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της υπηρεσίας και οι προτιμήσεις του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

β)

Αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν να ληφθεί αντισταθμιστική άδεια εντός του μήνα που ακολουθεί τον μήνα στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, η ΑΣΣΑ εγκρίνει την αμοιβή των εν λόγω υπερωριών. Η αμοιβή ανέρχεται σε 0,56 % του μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, με βάση τη ρύθμιση του ανωτέρω στοιχείου α).

γ)

Για να χορηγηθεί αντισταθμιστική άδεια ή αμοιβή για υπερωριακή εργασία μίας ώρας, πρέπει η εργασία να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά.

Άρθρο 2

Εάν ο υπάλληλος ευρίσκεται σε αποστολή εκτός έδρας, ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάβαση στον τόπο αποστολής δεν υπολογίζεται ως υπερωρία κατά την έννοια του παρόντος παραρτήματος. Για τις ώρες εργασίας στον τόπο της αποστολής οι οποίες υπερβαίνουν το κανονικό ωράριο είναι δυνατόν να δοθεί αντισταθμιστική άδεια ή αμοιβή ανάλογα με την απόφαση της ΑΣΣΑ.

Άρθρο 3

Ανεξάρτητα από τα άρθρα 1 και 2, η αμοιβή των υπερωριών που πραγματοποιούν ορισμένες ομάδες υπαλλήλων των βαθμών AST 1 έως AST 4 υπό ειδικές προϋποθέσεις μπορεί να καταβάλλεται υπό μορφή κατ' αποκοπή αποζημίωσης, το ύψος και οι όροι της οποίας καθορίζονται από την ΑΣΣΑ, έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΕΞΟΔΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Οικογενειακά επιδόματα

Άρθρο 1

1.   Το επίδομα στέγης ορίζεται σε βασικό ποσό 171,88 ευρώ, προσαυξημένο κατά 2 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

2.   Δικαιούνται επίδομα στέγης:

α)

οι έγγαμοι υπάλληλοι·

β)

οι υπάλληλοι οι οποίοι είναι χήροι, διαζευγμένοι, εν διαστάσει ή άγαμοι και έχουν ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3·

γ)

οι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν καταχωρηθεί ως σύντροφοι σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:

i)

το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης·

ii)

κανείς από τους συντρόφους της σχέσης συμβίωσης δεν διατελεί σε έγγαμη σχέση συμβίωσης ούτε σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης·

iii)

οι σύντροφοι δεν έχουν μεταξύ τους κανέναν από τους ακόλουθους δεσμούς: γονείς, τέκνα, πάπποι ή μάμμες, εγγονοί ή εγγονές, αδελφοί και αδελφές, θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, γαμβροί και νύφες·

iv)

το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος· ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο, για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους το οποίο επιτρέπει τον γάμο ενός τέτοιου ζεύγους·

δ)

με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΣΣΑ, βάσει αποδεικτικών εγγράφων, οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ), εντούτοις φέρουν όντως οικογενειακά βάρη.

3.   Εάν ο/η σύζυγος του υπαλλήλου ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα η οποία, προ της αφαίρεσης του φόρου, αποφέρει ετήσιο εισόδημα ανώτερο από τον ετήσιο βασικό μισθό ενός υπαλλήλου στο δεύτερο κλιμάκιο του βαθμού 3, σταθμισμένο κατά τον συντελεστή που ισχύει για τη χώρα στην οποία ο/η σύζυγος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα, το επίδομα στέγης δεν καταβάλλεται στον υπάλληλο, εκτός αν ληφθεί ειδική προς τούτο απόφαση της ΑΣΣΑ. Το επίδομα καταβάλλεται ωστόσο αν το ζεύγος έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα.

4.   Εφόσον, δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3, δικαιούνται επίδομα στέγης αμφότεροι οι απασχολούμενοι στον Οργανισμό σύζυγοι, το επίδομα καταβάλλεται μόνο στον υπάλληλο με τον υψηλότερο βασικό μισθό.

5.   Όταν ο υπάλληλος δικαιούται το επίδομα στέγης αποκλειστικά βάσει της παραγράφου 2 στοιχείο β), και η επιμέλεια όλων των συντηρούμενων τέκνων του, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3, έχει ανατεθεί σε άλλο πρόσωπο δυνάμει του νόμου ή κατόπιν δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το επίδομα στέγης καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Για τα ενήλικα συντηρούμενα τέκνα θεωρείται ότι ο όρος αυτός πληρούται εφόσον διαμένουν συνήθως με τον άλλο γονέα.

Εάν όμως η επιμέλεια των τέκνων του υπαλλήλου έχει ανατεθεί σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, το επίδομα στέγης κατανέμεται μεταξύ των προσώπων αυτών, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων των οποίων έχουν την επιμέλεια.

Αν το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να καταβληθεί το επίδομα στέγης υπαλλήλου δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων δικαιούται και αυτοτελώς το επίδομα αυτό, βάσει της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου, καταβάλλεται μόνο το υψηλότερο από τα δύο επιδόματα.

Άρθρο 2

1.   Ο υπάλληλος που έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα δικαιούται κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 επίδομα 375,59 ευρώ μηνιαίως για κάθε συντηρούμενο τέκνο.

2.   Ως «συντηρούμενο τέκνο» νοείται το νόμιμο, εξώγαμο ή θετό τέκνο του υπαλλήλου ή του/της συζύγου του, όταν συντηρείται πραγματικά από τον υπάλληλο.

Το αυτό ισχύει για το τέκνο για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση υιοθεσίας και για το οποίο έχει ξεκινήσει η διαδικασία υιοθεσίας.

Κάθε τέκνο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με δικαστική απόφαση βασιζόμενη στη νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ανηλίκων, εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο.

Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 επανεξετάζεται οσάκις αναθεωρείται η αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 60.

3.   Το επίδομα χορηγείται:

α)

αυτοδικαίως, για τα τέκνα που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών·

β)

κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του υπαλλήλου, για τα τέκνα ηλικίας 18 έως 26 ετών που βρίσκονται στο στάδιο της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης.

4.   Κατ' εξαίρεση είναι δυνατόν να εξομοιωθεί προς συντηρούμενο τέκνο, κατόπιν ειδικής αιτιολογημένης απόφασης της ΑΣΣΑ, η οποία λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών στοιχείων, κάθε πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει νόμιμη υποχρέωση διατροφής και του οποίου η συντήρηση συνεπάγεται γι' αυτόν σημαντική επιβάρυνση.

5.   Εάν το τέκνο προσβληθεί από βαριά ασθένεια ή αναπηρία που το καθιστά ανίκανο να συντηρήσει εαυτόν, η καταβολή του επιδόματος συνεχίζεται ανεξαρτήτως ηλικίας όσο διαρκεί η ασθένεια ή η αναπηρία.

6.   Έκαστο συντηρούμενο τέκνο, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, παρέχει δικαίωμα λήψης ενός μόνο επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

7.   Όταν η επιμέλεια του συντηρούμενου τέκνου, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο βάσει του νόμου ή κατόπιν δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό, για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου.

Άρθρο 3

1.   Υπό τους καθοριζόμενους στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις όρους, ο υπάλληλος δικαιούται σχολικό επίδομα ίσο προς τα πραγματικά σχολικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται, μέχρις ανωτάτου μηνιαίου ορίου 254,83 ευρώ για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος, το οποίο είναι τουλάχιστον πέντε ετών και φοιτά κανονικά και πλήρως σε σχολείο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρεώνει δίδακτρα ή σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει πάντως όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων μεταφοράς μαθητών.

Το δικαίωμα στο επίδομα αυτό αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο αρχίζει να φοιτά σε πρωτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα και λήγει στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο τελειώνει τις σπουδές του ή στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο φτάνει στην ηλικία των 26 ετών, ό,τι συμβεί πρώτο.

Το επίδομα καταβάλλεται μέχρι του διπλάσιου ποσού του αναφερόμενου στο πρώτο εδάφιο ανώτατου ορίου για:

υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από:

Ευρωπαϊκό Σχολείο ή,

από εκπαιδευτικό ίδρυμα της γλώσσας του στο οποίο το τέκνο φοιτά για επιβεβλημένους εκπαιδευτικούς λόγους, δεόντως τεκμηριωμένους,

υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα της οποίας είναι υπήκοος ή λειτουργεί στη γλώσσα του, εφόσον το τέκνο φοιτά σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου και ο τελευταίος δικαιούται επίδομα αποδημίας· η προϋπόθεση αυτή δεν εφαρμόζεται εάν δεν υπάρχει τέτοιο ίδρυμα στη χώρα της οποίας ο υπάλληλος είναι υπήκοος ή εάν το τέκνο φοιτά σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε χώρα άλλη από τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου,

υπό τον ίδιο με την πρώτη και δεύτερη περίπτωση όρο, τους δικαιούχους του επιδόματος οι οποίοι δεν είναι εν ενεργεία, λαμβανομένου υπόψη του τόπου διαμονής αντί του τόπου υπηρεσίας.

Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει όσον αφορά τις πληρωμές βάσει του τρίτου εδαφίου.

Όταν η επιμέλεια του τέκνου για το οποίο ο υπάλληλος δικαιούται σχολικό επίδομα ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο, δυνάμει του νόμου ή κατόπιν δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το σχολικό επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή, η αναφερόμενη στο τρίτο εδάφιο ελάχιστη απόσταση των 50 χιλιομέτρων υπολογίζεται από τον τόπο διαμονής του προσώπου που έχει την επιμέλεια του τέκνου.

2.   Για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος το οποίο είναι μικρότερο των πέντε ετών ή δεν φοιτά ακόμη κανονικά και πλήρως σε σχολείο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το ύψος του επιδόματος αυτού καθορίζεται στα 91,75 ευρώ μηνιαίως.

Το εν λόγω ποσό επανεξετάζεται οσάκις αναθεωρείται η αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 60

ΤΜΗΜΑ 2

Επίδομα αποδημίας

Άρθρο 4

1.   Το επίδομα αποδημίας, ίσο με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού και του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρούμενων τέκνων τα οποία δικαιούται ο υπάλληλος, χορηγείται:

α)

στον υπάλληλο:

ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, και

ο οποίος δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα έξι μήνες πριν από τη ανάληψη υπηρεσίας, την κυρία επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό·

β)

στον υπάλληλο ο οποίος, παρότι είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί, είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη υπηρεσίας, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή διεθνούς οργανισμού.

Το επίδομα αποδημίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 509,43 ευρώ μηνιαίως.

2.   Ο υπάλληλος ο οποίος, επειδή δεν έχει και δεν είχε ποτέ την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του και δεν πληροί τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δικαιούται επίδομα ίσο με το ένα τέταρτο του επιδόματος αποδημίας.

3.   Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, υπάλληλος ο οποίος με τον γάμο απέκτησε αυτοδικαίως και χωρίς δυνατότητα αποποίησης την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, εξομοιώνεται με τον υπάλληλο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) πρώτη περίπτωση.

ΤΜΗΜΑ 3

Επιστροφή εξόδων

Α.   ΕΠΙΔΟΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Άρθρο 5

1.   Επίδομα εγκατάστασης ίσο προς τον βασικό μισθό δύο μηνών, αν πρόκειται για υπάλληλο ο οποίος δικαιούται επίδομα στέγης, ή προς τον βασικό μισθό ενός μηνός, σε άλλες περιπτώσεις, καταβάλλεται στον υπάλληλο που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του, ο οποίος αποδεικνύει ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 23.

Όταν δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι και δικαιούνται αμφότεροι επίδομα εγκατάστασης, αυτό καταβάλλεται μόνο στον/στην σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

Το επίδομα εγκατάστασης σταθμίζεται βάσει του συντελεστή που ορίζεται για τον τόπο απασχόλησης του υπαλλήλου.

2.   Ισόποσο επίδομα εγκατάστασης καταβάλλεται σε οιονδήποτε υπάλληλο ο οποίος μετατίθεται σε νέο τόπο απασχόλησης και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να αλλάξει τόπο διαμονής προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 23.

3.   Το επίδομα εγκατάστασης υπολογίζεται ανάλογα με την προσωπική κατάσταση και τον μισθό του υπαλλήλου, με βάση είτε την πραγματική ημερομηνία εγκατάστασής του είτε την ημερομηνία της μετάθεσής του στον νέο τόπο απασχόλησης.

Το επίδομα εγκατάστασης καταβάλλεται με την προσκόμιση εγγράφων που πιστοποιούν το γεγονός ότι ο υπάλληλος, μαζί με την οικογένειά του, εάν είναι δικαιούχος επιδόματος στέγης, έχει εγκατασταθεί στον τόπο υπηρεσίας του.

4.   Υπάλληλος ο οποίος δικαιούται επίδομα στέγης, αλλά δεν εγκαθίσταται με την οικογένειά του στον τόπο υπηρεσίας του, λαμβάνει μόνον το ήμισυ του επιδόματος το οποίο άλλως θα εδικαιούτο, Το δεύτερο ήμισυ καταβάλλεται όταν εγκατασταθεί η οικογένειά του στον τόπο υπηρεσίας του, εφόσον αυτό συμβεί εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3. Εάν ο υπάλληλος μετατεθεί στον τόπο όπου διέμενε η οικογένειά του πριν από την εγκατάστασή της στον τόπο υπηρεσίας του, δεν δικαιούται να λαμβάνει προκαταβολή για την εγκατάσταση.

5.   Υπάλληλος που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του ο οποίος έχει λάβει επίδομα εγκατάστασης και αποχωρεί οικεία βουλήσει από την υπηρεσία του στον Οργανισμό εντός διετίας από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία επιστρέφει μέρος του επιδόματος ανάλογο με το υπόλοιπο για τη συμπλήρωση διετίας διάστημα.

6.   Υπάλληλος ο οποίος λαμβάνει επίδομα εγκατάστασης δηλώνει εάν έχει λάβει παρεμφερές επίδομα από άλλες πηγές· τυχόν επιδόματα από άλλες πηγές αφαιρούνται από το επίδομα που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

B.   ΕΠΙΔΟΜΑ ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Άρθρο 6

1.   Υπάλληλος που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας ο οποίος προσκομίζει στοιχεία για αλλαγή διαμονής δικαιούται κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων του υπηρεσία επίδομα επανεγκατάστασης ίσο με τον βασικό μισθό δύο μηνών στην περίπτωση υπαλλήλου που δικαιούται επίδομα στέγης ή ίσο με τον βασικό μισθό ενός μηνός στις υπόλοιπες περιπτώσεις, υπό τον όρο ότι έχει ολοκληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας και δεν λαμβάνει παρόμοιο επίδομα από τη νέα του απασχόληση. Στην περίπτωση συζύγων οι οποίοι είναι αμφότεροι υπάλληλοι δικαιούνται και οι δύο επίδομα επανεγκατάστασης, το οποίο καταβάλλεται μόνο στον/στην σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

Για τον υπολογισμό της υπηρεσίας λαμβάνονται υπόψη τα έτη εν ενεργεία, άδειες για την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων και γονικές άδειες ή άδειες για οικογενειακούς λόγους.

Το επίδομα επανεγκατάστασης σταθμίζεται με βάση τον συντελεστή που ορίζεται για τον τόπο της τελευταίας απασχόλησης του υπαλλήλου.

2.   Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του, το επίδομα επανεγκατάστασης καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο ή, ελλείψει συζύγου, στα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, ακόμη και αν δεν πληρούται ο όρος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σχετικά με τη διάρκεια της υπηρεσίας.

3.   Το επίδομα επανεγκατάστασης υπολογίζεται ανάλογα με την προσωπική κατάσταση και τον μισθό του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία οριστικής λήξης των καθηκόντων.

4.   Το επίδομα επανεγκατάστασης καταβάλλεται βάσει στοιχείων που πιστοποιούν ότι ο υπάλληλος και η οικογένειά του ή, εάν ο υπάλληλος έχει αποβιώσει, μόνο η οικογένειά του, έχει επανεγκατασταθεί σε τόπο απέχοντα τουλάχιστον 70 χιλιόμετρα από τον τόπο απασχόλησης του υπαλλήλου.

Η επανεγκατάσταση υπαλλήλου ή της οικογένειας θανόντος υπαλλήλου πραγματοποιείται εντός τριετίας από την ημερομηνία οριστικής λήξης των καθηκόντων.

Το χρονικό αυτό όριο δεν ισχύει για πρόσωπα τα οποία δικαιούνται επίδομα λόγω του υπαλλήλου, τα οποία μπορούν να αποδείξουν ότι δεν γνώριζαν τις προαναφερόμενες διατάξεις.

Γ.   ΈΞΟΔΑ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Άρθρο 7

1.   Ο υπάλληλος δικαιούται κατ' αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου για τον ίδιο, τον/τη σύζυγό του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα:

α)

κατά την ανάληψη καθηκόντων, από τον τόπο πρόσληψης στον τόπο υπηρεσίας·

β)

κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων κατά την έννοια του άρθρου 96, από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου·

γ)

για κάθε μετακίνηση που συνεπάγεται μεταβολή του τόπου υπηρεσίας.

Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος και τα συντηρούμενα πρόσωπα δικαιούνται κατ' αποκοπή πληρωμή υπό τους ίδιους όρους.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ' όλο το ημερολογιακό έτος δεν επιστρέφονται.

2.   Η κατ' αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημίωσης που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 0 και 200 km,

0,1895 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 201 και 1 000 km,

0,3158 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 1 001 και 2 000 km,

0,1895 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 2 001 και 3 000 km,

0,0631 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 3 001 και 4 000 km,

0,0305 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 4 001 και 10 000 km,

0 EUR ανά km για την άνω των 10 000 km απόσταση.

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται κατ' αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

94,74 EUR εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι από 600 έως 1 200 km,

189,46 EUR εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπερβαίνει τα 1 200 km.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και το κατ' αποκοπή ποσό ενημερώνονται κάθε χρόνο στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί κατ' αρχήν υπόψη ο τόπος πρόσληψής του ή, κατόπιν ρητού και αιτιολογημένου αιτήματός του, ο τόπος όπου βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο καθορισμός αυτός είναι δυνατόν να αναθεωρηθεί ακολούθως για όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται εν ενεργεία και επ' ευκαιρία της αποχώρησής του από την υπηρεσία, κατόπιν ειδικής απόφασης της ΑΣΣΑ. Εντούτοις, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκεί τα καθήκοντά του, η απόφαση αυτή λαμβάνεται μόνο σε εξαιρετική περίπτωση και κατόπιν προσκόμισης από τον ενδιαφερόμενο κατάλληλων αποδεικτικών στοιχείων. Η μεταβολή αυτή, ωστόσο, δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην αναγνώριση ως κέντρου των συμφερόντων ενός τόπου που βρίσκεται εκτός των εδαφών των κρατών μελών καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών.

Άρθρο 8

1.   Ο υπάλληλος που δικαιούται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούται, εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ' αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, για τον ίδιο και, εάν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή τη σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2.

Όταν και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του Οργανισμού, καθένας δικαιούται, για τον εαυτό του και για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, την κατ' αποκοπή πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις· για κάθε συντηρούμενο πρόσωπο γεννάται δικαίωμα μίας και μόνον πληρωμής. Όσον αφορά τα συντηρούμενα τέκνα, η πληρωμή καθορίζεται κατόπιν αίτησης ενός των συζύγων, βάσει του τόπου καταγωγής του.

Εάν ο υπάλληλος τελέσει γάμο στη διάρκεια ενός δεδομένου έτους και, ως εκ τούτου, αποκτήσει το δικαίωμα επιδόματος στέγης, τα οφειλόμενα για τον σύζυγο έξοδα ταξιδίου υπολογίζονται κατ' αναλογία προς το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία τέλεσης του γάμου μέχρι το τέλος του έτους.

Ενδεχόμενη μεταβολή στη βάση υπολογισμού η οποία απορρέει από αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης και επέρχεται μετά την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω ποσών, δεν δημιουργεί υποχρέωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ' όλο το ημερολογιακό έτος δεν επιστρέφονται.

2.   Η κατ' αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημίωσης που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου καταγωγής του.

Όταν ο τόπος καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, βρίσκεται εκτός των εδαφών των κρατών μελών καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, η κατ' αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημίωσης που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια. Οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος καταγωγής βρίσκεται εκτός των εδαφών των κρατών μελών καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και οι οποίοι δεν είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη, δεν δικαιούνται κατ' αποκοπή πληρωμή.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 ευρώ ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 0 και 200 km,

0,3820 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 201 και 1 000 km,

0,6367 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 1 001 και 2 000 km,

0,3820 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 2 001 και 3 000 km,

0,1272 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 3 001 και 4 000 km,

0,0614 EUR ανά km για το τμήμα απόστασης μεταξύ 4 001 και 10 000 km

0 EUR ανά km για την άνω των 10 000 km απόσταση.

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ' αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

191,00 EUR, αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 725 km και 1 450 km,

381,96 EUR αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι ίση ή ανώτερη των 1 450 km.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και το κατ' αποκοπή ποσό ενημερώνονται κάθε χρόνο στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

3.   Ο υπάλληλος του οποίου τα καθήκοντα λήγουν οριστικά στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, για άλλη αιτία εκτός του θανάτου ή ο οποίος λαμβάνει άδεια για προσωπικούς λόγους για ένα μέρος του χρόνου και εφόσον ο χρόνος ενεργού υπηρεσίας στη διάρκεια του εν λόγω έτους σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κατώτερος των εννέα μηνών, δικαιούται μέρος μόνο του κατ' αποκοπή ποσού που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, το οποίο υπολογίζεται κατ' αναλογία προς τον χρόνο ενεργού υπηρεσίας.

4.   Οι παράγραφοι 1 έως 3 εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος υπηρεσίας βρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών δικαιούνται, για τους ίδιους και, αν δικαιούνται επίδομα στέγης, για τον/τη σύζυγό τους και τα συντηρούμενα από αυτούς πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ' αποκοπή ποσό για τα έξοδα ταξιδίου στον τόπο καταγωγής τους ή για τα έξοδα ταξιδίου σε άλλο προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου μέχρι τον τόπο καταγωγής τους. Εντούτοις, αν ο/η σύζυγος και τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρόσωπα δεν διαμένουν με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, τότε δικαιούνται, κάθε ημερολογιακό έτος, επιστροφή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας ή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μέχρι άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας.

Η πληρωμή κατ' αποκοπή ποσού βασίζεται στην τιμή αεροπορικού εισιτηρίου οικονομικής θέσης.

Δ.   ΈΞΟΔΑ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗΣ

Άρθρο 9

1.   Τα έξοδα που πραγματοποιούνται για τη μετακόμιση της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων ασφάλισης για την κάλυψη των απλών κινδύνων (διάρρηξης, κλοπής, πυρκαγιάς) επιστρέφονται, εντός των ανώτατων ορίων κόστους και εφόσον δεν έχουν επιστραφεί από άλλη πηγή, στους υπαλλήλους που υποχρεώνονται να αλλάξουν τόπο κατοικίας για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 23, κατά την ανάληψη υπηρεσίας ή σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής τόπου υπηρεσίας ενώ είναι εν ενεργεία.

Τα ανώτατα όρια λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου τη στιγμή της μετακόμισης, καθώς και το μέσο κόστος μετακόμισης και τη σχετική ασφάλιση.

Η ΑΣΣΑ κάθε θεσμικού οργάνου εγκρίνει γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.   Κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, τα επιστρεφόμενα έξοδα μετακόμισης από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής υπολογίζονται εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Αν ο αποβιώσας υπάλληλος ήταν άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα.

3.   Στην περίπτωση υπαλλήλου που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του, η μετακόμιση πραγματοποιείται εντός ενός έτους από το τέλος της περιόδου δοκιμασίας του. Κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων, η μετακόμιση πραγματοποιείται εντός τριών ετών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο. Μετακομίσεις που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών επιστρέφονται μόνο κατ' εξαίρεση και κατόπιν ειδικής απόφασης της ΑΣΣΑ.

Ε.   ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Άρθρο 10

1.   Υπάλληλος ο οποίος αποδεικνύει ότι είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής για να συμμορφωθεί προς το άρθρο 23 δικαιούται, για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και ανά ημερολογιακή ημέρα, ημερήσια αποζημίωση, το ποσό της οποίας καθορίζεται ως εξής:

Υπάλληλος που δικαιούται επίδομα στέγης: 39,48 ευρώ.

Υπάλληλος που δεν δικαιούται επίδομα στέγης: 31,83 ευρώ.

Η ανωτέρω κλίμακα αναθεωρείται επ' ευκαιρία κάθε επανεξέτασης του επιπέδου των αποδοχών που πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 60.

2.   Το διάστημα για το οποίο χορηγείται η ημερήσια αποζημίωση ορίζεται ως εξής:

α)

στην περίπτωση υπαλλήλου που δεν δικαιούται επίδομα στέγης: 120 ημέρες·

β)

στην περίπτωση υπαλλήλου που δικαιούται επίδομα στέγης: 180 ημέρες ή, εάν ο υπάλληλος τελεί υπό δοκιμασία, το διάστημα που διαρκεί η περίοδος δοκιμασίας προσαυξημένο κατά ένα μήνα.

Στην περίπτωση συζύγων οι οποίοι είναι αμφότεροι υπάλληλοι και δικαιούνται και οι δύο ημερήσια αποζημίωση, το διάστημα για το οποίο αυτή χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχείο β) εφαρμόζεται στον/στην σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό. Για τον έτερο σύζυγο εφαρμόζεται το διάστημα που ορίζεται στο στοιχείο α).

Η ημερήσια αποζημίωση δεν καταβάλλεται επ' ουδενί πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος μετακομίζει προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του άρθρου 23.

ΣΤ.   ΈΞΟΔΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

Άρθρο 11

1.   Ο υπάλληλος που ταξιδεύει δεόντως εξουσιοδοτημένος για τις ανάγκες υπηρεσιακής αποστολής δικαιούται επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και ημερήσια αποζημίωση, κατά τα οριζόμενα ακολούθως.

2.   Η υπηρεσιακή εντολή ταξιδίου καθορίζει την πιθανή διάρκεια της αποστολής, βάσει της οποίας υπολογίζεται η προκαταβολή που μπορεί να εισπράξει ο υπάλληλος έναντι της προβλεπόμενης ημερήσιας αποζημίωσης. Δεν δίδεται προκαταβολή, ει μη μόνον με ειδική απόφαση, αν πιθανολογείται ότι λόγω της αποστολής η απουσία του υπαλλήλου δεν θα διαρκέσει άνω των 24 ωρών, όταν η αποστολή λαμβάνει χώρα σε κράτος που χρησιμοποιεί το ίδιο νόμισμα με το κράτος στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος.

3.   Εκτός ιδιαιτέρων περιπτώσεων, που καθορίζονται με ειδική απόφαση, και ιδίως στην περίπτωση ανάκλησης του υπαλλήλου από άδεια, τα έξοδα αποστολής επιστρέφονται μέχρι του ποσού της πλέον οικονομικής δυνατότητας μετακίνησης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου αποστολής, η οποία δεν αναγκάζει τον ευρισκόμενο σε αποστολή υπάλληλο να παρατείνει σημαντικά τη διαμονή του.

Άρθρο 12

Τα έξοδα ταξιδίου στις αποστολές που διενεργούνται με χρήση σιδηρόδρομου επιστρέφονται με την προσκόμιση των δικαιολογητικών βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης της συντομότερης διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου της αποστολής.

Επιτρέπεται στους υπαλλήλους να ταξιδεύουν με αεροπλάνο εάν η μετ' επιστροφής διαδρομή είναι ίση ή ανώτερη των 800 χιλιομέτρων, υπολογιζόμενη βάσει του σιδηροδρομικού δρομολογίου.

Οι κατηγορίες θέσεων στα πλοία καθώς και οι επιβαρύνσεις για καμπίνα προσδιορίζονται από την ΑΣΣΑ κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με τη διάρκεια και το κόστος του ταξιδίου.

Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται κατ' αποκοπή, βάσει της τιμής σιδηροδρομικού εισιτηρίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 και αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης συμπληρωματικής επιστροφής.

Πάντως, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει στον υπάλληλο που εκτελεί αποστολή υπό ειδικές περιστάσεις, και εφόσον η χρήση δημόσιων μεταφορικών μέσων παρουσιάζει σαφή μειονεκτήματα, αποζημίωση ανά διανυόμενο χιλιόμετρο αντί της επιστροφής των ανωτέρω προβλεπομένων εξόδων ταξιδίου.

Άρθρο 13

1.   Η ημερήσια αποζημίωση σε αποστολές περιλαμβάνει ένα κατ' αποκοπή ποσό προοριζόμενο να καλύψει όλες τις δαπάνες του ευρισκόμενου σε αποστολή υπαλλήλου: πρωινό, δύο κύρια γεύματα και άλλες τρέχουσες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών μετακινήσεων. Οι δαπάνες στέγασης, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών φόρων, επιστρέφονται, εφόσον προσκομιστούν σχετικά δικαιολογητικά, εντός των ορίων ανώτατου ποσού καθοριζόμενου για κάθε χώρα.

2.

α)

Η κλίμακα για τα κράτη μέλη έχει ως εξής:

Προορισμοί

Ημερήσια αποζημίωση

(σε EUR)

Ανώτατο όριο δαπανών στέγασης

(σε EUR)

Αυστρία

95

130

Βέλγιο

92

140

Βουλγαρία

58

169

Κροατία

60

120

Τσεχική Δημοκρατία

55,00

175,00

Κύπρος

93

145

Δανία

120

150

Εσθονία

71

110

Φινλανδία

104

140

Γαλλία

95

150

Γερμανία

93

115

Ελλάδα

82

140

Ισπανία

87

125

Ουγγαρία

72

150

Ιρλανδία

104

150

Ιταλία

95

135

Λετονία

66

145

Λιθουανία

68

115

Λουξεμβούργο

92

145

Μάλτα

90

115

Κάτω Χώρες

93

170

Πολωνία

72

145

Πορτογαλία

84

120

Ρουμανία

52

170

Σλοβενία

70

110

Σλοβακία

80

125

Σουηδία

97

160

Ηνωμένο Βασίλειο

101

175

Εάν υπάλληλος σε αποστολή συμμετάσχει σε γεύμα ή εάν η στέγασή του προσφέρεται δωρεάν ή πληρώνεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, από διοίκηση ή από τρίτο φορέα, υποχρεούται να το δηλώνει. Στην περίπτωση αυτή, επιφέρονται οι αντίστοιχες μειώσεις.

β)

Η κλίμακα για τις αποστολές στις χώρες εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους των κρατών μελών καθορίζεται και προσαρμόζεται περιοδικά από την ΑΣΣΑ.

3.   Τα ποσά που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου επανεξετάζονται ανά διετία, βάσει της επανεξέτασης που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

Άρθρο 14

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 11, 12 και 13 καθορίζονται από τον Οργανισμό.

Ζ.   ΚΑΤ' ΑΠΟΚΟΠΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ

Άρθρο 15

1.   Η ΑΣΣΑ είναι δυνατόν να χορηγεί στους υπαλλήλους οι οποίοι λόγω των καθηκόντων τους υποβάλλονται τακτικά σε έξοδα παραστάσεως, σχετική κατ' αποκοπή αποζημίωση, το ποσό της οποίας καθορίζει η ίδια.

Σε ειδικές περιπτώσεις, η ΑΣΣΑ μπορεί επιπλέον να αποφασίσει ότι ο Οργανισμός επωμίζεται μέρος των εξόδων διαμονής για τους εν λόγω υπαλλήλους.

2.   Στην περίπτωση υπαλλήλων οι οποίοι, κατόπιν ειδικών εντολών, υποβάλλονται κατά καιρούς σε έξοδα παραστάσεως για υπηρεσιακούς σκοπούς, το ποσό της αποζημίωσης για την κάλυψη εξόδων παραστάσεως καθορίζεται ανά περίπτωση, βάσει αποδεικτικών στοιχείων και όρων που θέτει η ΑΣΣΑ.

Άρθρο 16

Με απόφαση της ΑΣΣΑ, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη (γενικός διευθυντής ή ισότιμοί του των βαθμών AD16 ή AD15 και διευθυντές ή ισότιμοί τους των βαθμών AD15 ή AD14) που δεν διαθέτουν υπηρεσιακό αυτοκίνητο μπορούν να λαμβάνουν κατ' αποκοπή αποζημίωση ύψους 892,42 ευρώ ετησίως το πολύ για την κάλυψη των συνήθων μετακινήσεων εντός των ορίων της πόλης στην οποία υπηρετούν.

Η αποζημίωση μπορεί να χορηγείται, εφόσον υπάρχει αιτιολογημένη απόφαση της ΑΣΣΑ, σε υπαλλήλους τα καθήκοντα των οποίων τους υποχρεώνουν να ταξιδεύουν διαρκώς και μπορούν, για τον σκοπό αυτόν, να χρησιμοποιούν το προσωπικό τους αυτοκίνητο.

ΤΜΗΜΑ 4

Διακανονισμός οφειλόμενων ποσών

Άρθρο 17

1.   Ο μισθός καταβάλλεται στον υπάλληλο τη 15η κάθε μηνός για τον οικείο μήνα. Το ύψος του μισθού στρογγυλοποιείται προς τα πάνω στο επόμενο λεπτό.

2.   Αν ο υπάλληλος δεν δικαιούται ολόκληρο το ποσό των μηνιαίων αποδοχών, το εν λόγω ποσοστό κατανέμεται σε τριακοστά:

α)

εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι ίσος ή κατώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τον πραγματικό αριθμό αμειβόμενων ημερών·

β)

εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι μεγαλύτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τη διαφορά μεταξύ τριάντα και του πραγματικού αριθμού των μη αμειβόμενων ημερών.

3.   Όταν το δικαίωμα επί των οικογενειακών επιδομάτων και επί του επιδόματος αποδημίας γεννάται μετά την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας, ο υπάλληλος λαμβάνει τα ανωτέρω από την πρώτη ημέρα του μηνός στη διάρκεια του οποίου γεννάται το δικαίωμα αυτό. Όταν αποσβέννυται το δικαίωμα επί των επιδομάτων, ο υπάλληλος λαμβάνει τα οφειλόμενα ποσά μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τον οποίον απεσβέσθη το δικαίωμα.

Άρθρο 18

1.   Η πληρωμή γίνεται για κάθε υπάλληλο στον τόπο και στο νόμισμα του κράτους στο οποίο εκτελεί τα καθήκοντά του ή, αν το ζητήσει ο υπάλληλος, σε ευρώ σε τράπεζα στην Ένωση.

2.   Υπό τους όρους που καθορίζονται με ρύθμιση εκδιδόμενη από την ΑΣΣΑ κοινή συναινέσει και κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού, ο υπάλληλος δύναται να υποβάλει αίτηση για την ειδική τακτική μεταφορά μέρους των αποδοχών του.

Δυνάμει της πρώτης πρότασης της παραγράφου, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μεταφοράς, χωριστά ή σωρευτικά, είναι τα εξής:

α)

στην περίπτωση τέκνων που φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άλλο κράτος μέλος, ένα ανώτατο ποσό ανά συντηρούμενο τέκνο το οποίο ισούται προς το ποσό του σχολικού επιδόματος που πράγματι εισπράττεται για το τέκνο αυτό·

β)

εφόσον προσκομιστούν έγκυρα σχετικά δικαιολογητικά, οι τακτικές πληρωμές υπέρ οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαμένει στο οικείο κράτος μέλος και για τις οποίες ο υπάλληλος αποδεικνύει ότι υπέχει υποχρέωση δυνάμει δικαστικής απόφασης ή απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής.

Οι μεταφορές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν δύνανται να υπερβαίνουν το 5 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

3.   Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μεταφορές γίνονται στο νόμισμα του αντίστοιχου κράτους μέλους με τις τιμές συναλλάγματος που αναφέρει το άρθρο 63 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ. Τα μεταφερόμενα ποσά πολλαπλασιάζονται επί συντελεστή που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του διορθωτικού συντελεστή που ισχύει για τη χώρα προς την οποία διενεργείται η μεταφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο β) του παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των ΕΕ, και του διορθωτικού συντελεστή που εφαρμόζεται στις αποδοχές του υπαλλήλου, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α), του παραρτήματος XI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ΕΕ.

4.   Πέραν των αναφερομένων στα εδάφια 1 έως 3 μεταφορών, ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει τακτική μεταφορά προς άλλο κράτος μέλος, βάσει της μηνιαίας τιμής συναλλάγματος και χωρίς εφαρμογή οποιουδήποτε συντελεστή. Η μεταφορά αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το 25 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Επίδομα αποχώρησης

Άρθρο 1

1.   Ο υπάλληλος του οποίου τα καθήκοντα λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία δικαιούται κατά την αποχώρησή του:

α)

εάν έχει υπηρετήσει λιγότερο από ένα έτος, την καταβολή επιδόματος αποχώρησης ίσο προς το τριπλάσιο των ποσών που έχουν παρακρατηθεί από τον βασικό μισθό του ως συνταξιοδοτικές εισφορές, αφαιρουμένων των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί κατ' εφαρμογή των άρθρων 91 και 132·

β)

στις άλλες περιπτώσεις, δικαιούται:

το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων στον Οργανισμό, προσαρμοσμένο στην πραγματική ημερομηνία μεταφοράς, να μεταφερθεί στο ταμείο συντάξεων διοίκησης ή οργάνωσης ή στο ταμείο συντάξεων στα πλαίσια του οποίου αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα λόγω μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, ή

καταβολή του αναλογιστικού ισοδυνάμου των παροχών αυτών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

i)

τη μη επιστροφή του κεφαλαίου·

ii)

την καταβολή μηνιαίας προσόδου το νωρίτερο από το εξηκοστό και το αργότερο από το εξηκοστό έκτο έτος της ηλικίας·

iii)

συμπερίληψη διατάξεων περί ανακληρονόμησης ή συντάξεων επιζώντων·

iv)

ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο πληρούν τους καθοριζόμενους στα σημεία i), ii) και iii) όρους.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο β), υπάλληλος ο οποίος, από την είσοδό του στην υπηρεσία, έχει καταβάλει εισφορές για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ή σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή σε ταμείο συντάξεων της επιλογής του που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και του οποίου τα καθήκοντα λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία δικαιούται, κατά την αποχώρησή του, καταβολή επιδόματος αποχώρησης ίσου με το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε λόγω της υπηρεσίας του στον Οργανισμό. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ποσά που έχουν καταβληθεί για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, σύμφωνα με τα άρθρα 91 ή 132, αφαιρούνται από το επίδομα αποχώρησης.

3.   Στην περίπτωση οριστικής λήξης των καθηκόντων υπαλλήλου λόγω παύσης, το προς καταβολή επίδομα αποχώρησης ή, κατά περίπτωση, το προς μεταφορά αναλογιστικό ισοδύναμο καθορίζεται σε συνάρτηση με την απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 147.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Επίδομα αναπηρίας

Άρθρο 2

1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 76 ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών ο οποίος στο διάστημα της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούσε δικαιώματα προς σύνταξη κρίνεται από την Επιτροπή Αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία που τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντίστοιχων προς κάποια θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος υποχρεούται ως εκ τούτου να αναστείλει την υπηρεσία στον Οργανισμό, δικαιούται, επί όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητά του, επίδομα αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 77.

2.   Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δύναται να ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα, μόνον εφόσον η ΑΣΣΑ του έχει προηγουμένως χορηγήσει άδεια. Κάθε εισόδημα από την εν λόγω κερδοσκοπική δραστηριότητα το οποίο, σε συνδυασμό με το επίδομα αναπηρίας, υπερβαίνει τις τελευταίες εν ενεργεία συνολικές αποδοχές του τις καθοριζόμενες βάσει της μισθολογικής κλίμακας που ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο καταβάλλεται το επίδομα, εκπίπτει από το επίδομα αναπηρίας.

Ο δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να υποβάλλει, κατόπιν αιτήματος, τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που, ενδεχομένως, θα του ζητηθούν και να κοινοποιεί στον Οργανισμό κάθε στοιχείο ικανό να μεταβάλει το εν λόγω δικαίωμα επί του επιδόματος.

Άρθρο 3

Εάν ο πρώην υπάλληλος που απολαύει επιδόματος αναπηρίας δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, ο Οργανισμός δικαιούται να τον υποβάλλει περιοδικά σε ιατρική εξέταση, για να βεβαιώνεται ότι εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αυτού του επιδόματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Σύνταξη επιζώντος

Άρθρο 4

Ο επιζών σύζυγος υπαλλήλου ο οποίος απεβίωσε ευρισκόμενος σε ενεργό υπηρεσία, σε άδεια για προσωπικούς λόγους, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους δικαιούται, εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του επί ένα τουλάχιστον έτος πριν από τον θάνατό του και με την επιφύλαξη του άρθρου 76 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 11 του παρόντος παραρτήματος, σύνταξη επιζώντος ίση με το 60 % της σύνταξης αρχαιότητας των δικαιωμάτων σύνταξης αρχαιότητας που έχει αποκτήσει ο υπάλληλος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από αυτό τον γάμο ή από προγενέστερο γάμο του υπαλλήλου, εφόσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων ή αν ο θάνατος του υπαλλήλου προήλθε από σωματική αναπηρία ή από ασθένεια από την οποία προσεβλήθη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή από ατύχημα.

Άρθρο 5

Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφόσον ήταν σύζυγός του κατά την ημερομηνία έναρξης της καταβολής του επιδόματος, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8, σύνταξη επιζώντος ίση με το 60 % του επιδόματος αναπηρίας το οποίο λάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Το ελάχιστο της σύνταξης επιζώντος ορίζεται στο 35 % του τελευταίου βασικού μισθού, Εντούτοις, το ποσό της σύνταξης επιζώντος δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό του επιδόματος αναπηρίας το οποίο λάμβανε ο/η σύζυγος κατά τον χρόνο του θανάτου.

Άρθρο 6

Για τους σκοπούς των άρθρων 4 και 5, η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη εφόσον ο γάμος, έστω και αν συνήφθη μετά την οριστική λήξη των καθηκόντων του υπαλλήλου, διήρκησε τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 7

1.   Η σύνταξη ορφανού που προβλέπεται στο άρθρο 82 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθορίζεται, για το πρώτο ορφανό, στα οκτώ δέκατα της σύνταξης επιζώντος που θα εδικαιούτο ο επιζών σύζυγος του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται επίδομα αναπηρίας χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος.

Δεν είναι κατώτερη από το ελάχιστο όριο διαβίωσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος παραρτήματος.

2.   Η σύνταξη αυτή προσαυξάνεται, για καθένα από τα συντηρούμενα τέκνα από το δεύτερο, με ποσό ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

Το ορφανό δικαιούται σχολικό επίδομα σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος ΙV.

3.   Το συνολικό ποσό της σύνταξης και των επιδομάτων που υπολογίζονται με τον τρόπο αυτό κατανέμεται ισομερώς μεταξύ των ορφανών που έλκουν δικαίωμα.

Άρθρο 8

Σε περίπτωση που υπάρχει επιζών σύζυγος και ορφανά από προηγούμενο γάμο ή άλλοι έλκοντες δικαίωμα, η συνολική σύνταξη, η οποία υπολογίζεται ως σύνταξη επιζώντος συζύγου ο οποίος συντηρεί όλα αυτά τα πρόσωπα, κατανέμεται μεταξύ των κατηγοριών ενδιαφερομένων κατ' αναλογία προς τις συντάξεις που θα είχαν χορηγηθεί σε κάθε κατηγορία χωριστά.

Σε περίπτωση που υπάρχουν ορφανά από διαφορετικούς γάμους, η συνολική σύνταξη, που υπολογίζεται σαν να προέρχονταν όλα από τον ίδιο γάμο, κατανέμεται μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων κατ' αναλογία προς τις συντάξεις που θα είχαν χορηγηθεί σε κάθε κατηγορία χωριστά.

Για τον υπολογισμό της κατανομής αυτής, τα τέκνα που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ενός των συζύγων και αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙV, συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των τέκνων που προέρχονται από τον γάμο με τον υπάλληλο ή πρώην υπάλληλο ο οποίος εδικαιούτο επίδομα αναπηρίας.

Στην περίπτωση που προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου, οι ανιόντες που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενοι, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος ΙV, εξομοιώνονται με τα συντηρούμενα τέκνα και για τον υπολογισμό της κατανομής συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των κατιόντων.

Άρθρο 9

Το δικαίωμα σύνταξης επιζώντος γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τον θάνατο του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος λάμβανε επίδομα αναπηρίας. Εντούτοις, όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή του δικαιούχου σύνταξης δικαιολογεί την πληρωμή που προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 8, το δικαίωμα καθίσταται ενεργό την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα από τον μήνα του θανάτου.

Το δικαίωμα σύνταξης επιζώντος λήγει στο τέλος του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του δικαιούχου ή κατά τη διάρκεια του οποίου ο δικαιούχος παύει να πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης.

Ομοίως, το δικαίωμα σύνταξης ορφανού λήγει, εάν ο δικαιούχος παύσει να θεωρείται συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος ΙV.

Άρθρο 10

Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται επίδομα αναπηρίας και του επιζώντος συζύγου, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη επιζώντος που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις υφίσταται, κατά πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που ορίζεται σε:

1 % από το 10ο μέχρι το 20ό έτος,

2 % από 20 έτη έως κάτω των 25 ετών,

3 % από 25 έτη έως κάτω των 30 ετών,

4 % από 30 έτη έως κάτω των 35 ετών,

5 % για τα έτη από το 35ο και πάνω.

Άρθρο 11

Ο επιζών σύζυγος που τελεί εκ νέου γάμο παύει να δικαιούται σύνταξη επιζώντος. Δικαιούται την άμεση καταβολή ποσού σε κεφάλαιο ίσο με το διπλάσιο του ετήσιου ποσού της σύνταξης επιζώντος που λαμβάνει, με την επιφύλαξη της μη εφαρμογής του άρθρου 82 δεύτερο εδάφιο.

Άρθρο 12

Ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται σύνταξη επιζώντος κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ τους ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί.

Η σύνταξη επιζώντος δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβαίνει το ποσό της διατροφής που καταβαλλόταν κατά τον χρόνο του θανάτου του πρώην συζύγου, ενώ το ύψος της αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 85.

Ο διαζευγμένος σύζυγος στερείται του δικαιώματός του εάν είχε συνάψει νέο γάμο πριν από τον θάνατο του πρώην συζύγου. Εφαρμόζεται το άρθρο 11 του παρόντος παραρτήματος εάν συνάψει νέο γάμο μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου.

Άρθρο 13

Σε περίπτωση που υπάρχουν ταυτόχρονα περισσότεροι του ενός διαζευγμένοι σύζυγοι που δικαιούνται σύνταξη επιζώντος ή ένας ή περισσότεροι διαζευγμένοι σύζυγοι και επιζών σύζυγος δικαιούμενος σύνταξη επιζώντος, η σύνταξη αυτή κατανέμεται ανάλογα με την αντίστοιχη διάρκεια των γάμων. Εφαρμόζονται οι διατάξεις της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του άρθρου 12 του παρόντος παραρτήματος.

Σε περίπτωση παραίτησης ή θανάτου ενός των δικαιούχων το μερίδιό του επαυξάνει το μερίδιο των άλλων, εκτός αν υπάρχουν δικαιώματα ορφανών, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 82 δεύτερο εδάφιο.

Οι μειώσεις για διαφορά ηλικίας που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται χωριστά στις συντάξεις που κατανέμονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 14

Εάν ο διαζευγμένος σύζυγος εξέπεσε των δικαιωμάτων του επί της σύνταξης κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 του παρόντος παραρτήματος, η ολική σύνταξη χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο εφόσον δεν εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 82 του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Προσωρινές συντάξεις

Άρθρο 15

Εάν υπάλληλος εν ενεργεία ή τελών σε άδεια για προσωπικούς λόγους, άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή οικογενειακή άδεια εξαφανιστεί επί διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ο/η σύζυγος και τα πρόσωπα που έχουν αναγνωριστεί ως συντηρούμενα εισπράττουν προσωρινά τη σύνταξη επιζώντος την οποία θα εδικαιούντο σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

Άρθρο 16

Εάν πρώην υπάλληλος δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας εξαφανιστεί επί διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ο/η σύζυγος και τα πρόσωπα που έχουν αναγνωριστεί ως συντηρούμενα εισπράττουν προσωρινά τη σύνταξη επιζώντος την οποία θα εδικαιούντο σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

Άρθρο 17

Οι διατάξεις του άρθρου 16 εφαρμόζονται στα πρόσωπα που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα από πρόσωπο που λάμβανε ή εδικαιούτο σύνταξη επιζώντος και έχει εξαφανιστεί επί διάστημα μεγαλύτερο του έτους.

Άρθρο 18

Οι προσωρινές συντάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 15, 16 και 17 μετατρέπονται σε οριστικές συντάξεις όταν πιστοποιηθεί δεόντως ο θάνατος του υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου, ή αν ο εν λόγω αγνοούμενος κηρυχθεί άφαντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αύξηση σύνταξης για τα συντηρούμενα τέκνα

Άρθρο 19

Οι διατάξεις του άρθρου 81 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται στους δικαιούχους προσωρινής σύνταξης.

Τα άρθρα 81 και 82 εφαρμόζονται επίσης στα τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την παρέλευση 300 ημερών από τον θάνατο του υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου που λάμβανε επίδομα αναπηρίας.

Άρθρο 20

Η χορήγηση σύνταξης επιζώντος ή επιδόματος αναπηρίας ή προσωρινής σύνταξης δεν παρέχει δικαίωμα για επίδομα αποδημίας.

Άρθρο 21

Από τους μισθούς και τα επιδόματα αναπηρίας αφαιρείται πάντοτε η εισφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα που προβλέπεται στα άρθρα 78 έως 88.

Άρθρο 22

Υπάλληλος ο οποίος διατελεί σε άδεια για προσωπικούς λόγους και εξακολουθεί να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 57 παράγραφος 3, εξακολουθεί να καταβάλλει την εισφορά που αναφέρεται στο άρθρο 21 του παρόντος παραρτήματος, υπολογιζόμενη επί του μισθού που αντιστοιχεί στο οικείο κλιμάκιο και βαθμό.

Όλες οι παροχές που δικαιούται ο υπάλληλος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα δυνάμει του παρόντος συνταξιοδοτικού συστήματος υπολογίζονται βάσει αυτού του μισθού.

Άρθρο 23

Οι εισφορές που κρατήθηκαν κανονικά δεν επιστρέφονται. Αυτές που δεν κρατήθηκαν κανονικά δεν παρέχουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα· επιστρέφονται ατόκως κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου ή των ελκόντων εξ αυτού δικαίωμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Εκκαθάριση της σύνταξης

Άρθρο 24

Η εκκαθάριση της σύνταξης επιζώντος ή της προσωρινής σύνταξης ή του επιδόματος αναπηρίας εναπόκειται στην αρμοδιότητα του Οργανισμού. Η λεπτομερής ανάλυση της εκκαθάρισης αυτής κοινοποιείται στον υπάλληλο ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα, ταυτόχρονα προς την απόφαση περί χορήγησης της εν λόγω σύνταξης.

Το επίδομα αναπηρίας δεν δύναται να καταβάλλεται παράλληλα με την καταβολή μισθού από τον γενικό προϋπολογισμό του Οργανισμού. Ομοίως, δεν συμβιβάζεται με οποιαδήποτε αμοιβή προκύπτει από ανάληψη καθηκόντων σε ένα από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης.

Άρθρο 25

Σε περίπτωση σφάλματος ή παράλειψης οποιασδήποτε φύσης, είναι ανά πάσα στιγμή δυνατόν να υπολογιστεί εκ νέου το ποσό της σύνταξης.

Η σύνταξη μεταβάλλεται ή διακόπτεται, εάν η χορήγησή της έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του παρόντος παραρτήματος.

Άρθρο 26

Οι έλκοντες δικαίωμα εξ αποθανόντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου που λάμβανε επίδομα αναπηρίας οι οποίοι δεν ζήτησαν την εκκαθάριση της σύνταξης ή του επιδόματός τους εντός ενός έτους από την ημερομηνία του θανάτου του υπαλλήλου, χάνουν τα δικαιώματά τους, πλην περίπτωσης ανωτέρας βίας που αποδεικνύεται δεόντως.

Άρθρο 27

Ο πρώην υπάλληλος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα, οι οποίοι δικαιούνται των παροχών του συνταξιοδοτικού συστήματος, προσκομίζουν τις απαιτούμενες γραπτές αποδείξεις και γνωστοποιούν στον Οργανισμό κάθε στοιχείο ικανό να τροποποιήσει τα επί της παροχής δικαιώματά τους.

Άρθρο 28

Ο υπάλληλος που έχασε προσωρινά, εν όλω ή εν μέρει, το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 147 δικαιούται να απαιτήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε ως εισφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα, κατ' αναλογία προς τη μείωση της σύνταξής του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Καταβολή των παροχών

Άρθρο 29

Οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν συνταξιοδοτικό σύστημα καταβάλλονται στο τέλος κάθε μήνα.

Τις εν λόγω παροχές χορηγεί ο Οργανισμός.

Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι παροχές καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα του κράτους μέλους διαμονής.

Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εκτός της Ένωσης, οι συντάξεις καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας διαμονής. Η σύνταξη μπορεί, κατ' εξαίρεση, να καταβάλλεται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την έδρα του ο Οργανισμός, είτε σε συνάλλαγμα στη χώρα διαμονής του συνταξιούχου, με μετατροπή βάσει των πλέον πρόσφατων ισοτιμιών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Οργανισμού.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΘΕΣΕΙΣ-ΤΥΠΟΙ ΣΕ ΚΑΘΕΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

1.   

Ομάδα καθηκόντων AD

Γενικός διευθυντής

AD 16

Αναπληρωτής γενικός διευθυντής

AD 15

Διευθυντής

AD 14

Αναπληρωτής διευθυντής ή ισότιμη

AD 13

Προϊστάμενος μονάδας ή ισότιμη

AD 9 — AD 13

Υπάλληλος διοίκησης

AD 5 — AD 12

2.   

Ομάδα καθηκόντων AST

Ανώτερος βοηθός υπάλληλος

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται υψηλός βαθμός αυτονομίας και εκπλήρωση σημαντικών ευθυνών στους τομείς της διαχείρισης προσωπικού, της εκτέλεσης του προϋπολογισμού ή του πολιτικού συντονισμού

AST 10 — AST 11

Βοηθός υπάλληλος

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται ένας ορισμένος βαθμός αυτονομίας, ιδιαίτερα σε σχέση με την εφαρμογή κανόνων και κανονισμών ή γενικών οδηγιών ή υπό την ιδιότητα του προσωπικού βοηθού ενός μέλους του Οργανισμού ή του προϊσταμένου του Ιδιαίτερου Γραφείου ενός μέλους ή ενός (αναπληρωτή) γενικού διευθυντή ή άλλου ανώτερου διευθυντικού στελέχους ανάλογου επιπέδου

AST 1 — AST 9

3.   

Ομάδα καθηκόντων AST/SC

Γραμματέας/υπάλληλος γραφείου

Εκτέλεση εργασιών γραφείου ή γραμματείας, διαχείριση γραφείου και άλλα παρεμφερή καθήκοντα που απαιτούν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας

SC 1 — SC 6


12.8.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 219/82


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/1352 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 4ης Αυγούστου 2016

για το καθεστώς που εφαρμόζεται στους εθνικούς εμπειρογνώμονες που είναι αποσπασμένοι στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας και για την κατάργηση της απόφασης 2004/677/ΕΚ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τα άρθρα 42 και 45,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2015, για τον καθορισμό του καταστατικού, της έδρας και των κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (1), και ιδίως το άρθρο 11,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόσπαση εμπειρογνωμόνων θα πρέπει να επιτρέπει στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (στο εξής «οργανισμό») να αξιοποιεί τις υψηλού επιπέδου γνώσεις και την επαγγελματική τους πείρα, ιδιαίτερα σε τομείς στους οποίους δεν υπάρχει άμεσα διαθέσιμη τέτοια εμπειρογνωμοσύνη στο πλαίσιο του ίδιου του οργανισμού.

(2)

Η ανταλλαγή επαγγελματικής εμπειρίας και γνώσεων στον τομέα της άμυνας, όπως ορίζεται στην απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, καθώς και οι σχετικές υπηρεσίες υποστήριξης θα πρέπει να εξασφαλίζονται μέσω του προσωρινού διορισμού αποσπασμένων εθνικών εμπειρογνωμόνων (στο εξής αναφέρονται ως «ΑΕΕ») από τον δημόσιο τομέα των κρατών μελών.

(3)

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ΑΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι ανωτέρω υπάλληλοι εκτελούν τα καθήκοντά τους με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα του οργανισμού.

(4)

Ο όρος «απόσπαση» θα πρέπει να νοείται ως απόσπαση στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης.

(5)

Δεδομένου ότι οι κανόνες που θεσπίζονται με την παρούσα απόφαση θα πρέπει να αντικαταστήσουν τους κανόνες της απόφασης 2004/677/ΕΚ του Συμβουλίου (2), η εν λόγω απόφαση θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Οι κανόνες που θεσπίζονται με την παρούσα απόφαση εφαρμόζονται στους ΑΕΕ οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 και είναι αποσπασμένοι στον οργανισμό και οι οποίοι είναι εμπειρογνώμονες που έχουν αποσπαστεί από τις δημόσιες διοικήσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, ιδίως από τα υπουργεία άμυνας ή/και από τις οικείες υπηρεσίες, φορείς, εθνικές στρατιωτικές ακαδημίες, ερευνητικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των αναφερόμενων στο άρθρο 11 παράγραφος 4 στοιχείο β) της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835.

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 στοιχείο α) της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, οι εμπειρογνώμονες:

από τρίτη χώρα με την οποία ο οργανισμός έχει συνάψει διοικητική συμφωνία ή

από οργανώσεις/οντότητες που έχουν συνάψει διοικητική συμφωνία με τον οργανισμό, υπό τον όρο ότι ο ΑΕΕ είναι πολίτης κράτους μέλους ή τρίτης χώρας με την οποία ο οργανισμός έχει συνάψει διοικητική συμφωνία,

αποσπώνται ή τοποθετούνται, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 της εν λόγω απόφασης, στον οργανισμό με τη σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στις εν λόγω συμφωνίες.

Άρθρο 2

Όροι απόσπασης

Για να είναι επιλέξιμοι για απόσπαση στον οργανισμό, οι εμπειρογνώμονες πρέπει:

1)

να έχουν εργαστεί για τον εργοδότη τους ως μόνιμοι υπάλληλοι ή ως συμβασιούχοι για 12 μήνες τουλάχιστον πριν από την απόσπασή τους·

2)

να παραμένουν στην υπηρεσία του εργοδότη τους κατά τη διάρκεια της απόσπασής τους και να εξακολουθούν να αμείβονται από τον εργοδότη αυτόν·

3)

να διαθέτουν επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών πλήρους απασχόλησης στη διεκπεραίωση στρατιωτικών, διοικητικών, επιστημονικών, τεχνικών, επιχειρησιακών, συμβουλευτικών ή εποπτικών καθηκόντων σχετικών με την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατίθενται. Ο εργοδότης υποβάλλει στον οργανισμό, πριν από την απόσπαση, βεβαίωση απασχόλησης του εμπειρογνώμονα η οποία καλύπτει τους τελευταίους δώδεκα μήνες·

4)

να είναι πολίτες συμμετέχοντος κράτους μέλους ή να εμπίπτουν στις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1·

5)

να γνωρίζουν άριστα μία επίσημη γλώσσα ενός από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και να έχουν ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας εξ αυτών, ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους.

Άρθρο 3

Διαδικασία επιλογής

1.   Οι ΑΕΕ επιλέγονται με ανοικτή και διαφανή διαδικασία η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 42.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 4, οι ΑΕΕ αποσπώνται για να εξασφαλίσουν στον οργανισμό την παροχή υπηρεσιών από πρόσωπα που κατέχουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ικανότητας, αποδοτικότητας, ακεραιότητας και αξίας. Οι αποσπάσεις πραγματοποιούνται με όσο το δυνατόν ευρύτερη γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και ο οργανισμός συνεργάζονται για την κατά το δυνατό διατήρηση της ισορροπίας ανδρών και γυναικών και τον σεβασμό της αρχής των ίσων ευκαιριών.

3.   Η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος αποστέλλεται στις μόνιμες αντιπροσωπείες των συμμετεχόντων κρατών μελών, στις αποστολές τρίτων χωρών, στην οργάνωση ή στην οντότητα, κατά περίπτωση, και δημοσιεύεται στο δικτυακό τόπο του οργανισμού. Η πρόσκληση αναφέρει τις περιγραφές των θέσεων, τα κριτήρια επιλογής και την προθεσμία υποβολής των αιτήσεων. Οι υποψήφιοι για μια θέση ΑΕΕ πρέπει να υποστηρίζονται από τις οικείες εθνικές αρχές, την οργάνωση ή την οντότητα. Απαιτείται βεβαίωση υπό τη μορφή επιστολής ανάληψης ευθύνης με αποδέκτη τον οργανισμό, εάν είναι δυνατόν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την παραλαβή των αιτήσεων και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως την ημερομηνία πρόσληψης.

4.   Στην περίπτωση των άνευ εξόδων ΑΕΕ και εθνικών εμπειρογνωμόνων σε επαγγελματική κατάρτιση (στο εξής αναφέρονται ως «ΕΕΕΚ»), ο οργανισμός δύναται να αποφασίσει την επιλογή ενός ΑΕΕ χωρίς να προσφύγει στις διαδικασίες επιλογής που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

5.   Η απόσπαση εμπειρογνωμόνων υπόκειται στις ειδικές απαιτήσεις και τη δημοσιονομική ικανότητα του οργανισμού.

6.   Ο οργανισμός δημιουργεί ατομικό φάκελο για τον ΑΕΕ. Ο εν λόγω φάκελος περιέχει τις σχετικές διοικητικές πληροφορίες.

Άρθρο 4

Διοικητική διαδικασία απόσπασης

Η απόσπαση διενεργείται με ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του γενικού διευθυντή του οργανισμού και της μόνιμης αντιπροσωπείας ή της αποστολής του οικείου κράτους μέλους, της οργάνωσης ή της οντότητας, κατά περίπτωση. Ο τόπος της απόσπασης και η ομάδα καθηκόντων στην οποία θα ενταχθεί ο ΑΕΕ, σε ομάδα καθηκόντων διοικητικών (στο εξής «AD») ή σε ομάδα καθηκόντων βοηθών (στο εξής «AST»), αναφέρονται στην ανταλλαγή επιστολών. Στην ανταλλαγή επιστολών αναφέρεται επίσης η διεύθυνση ή η μονάδα στην οποία αποσπάται ο ΑΕΕ, καθώς και λεπτομερής περιγραφή των καθηκόντων που καλείται να εκτελέσει. Στην ανταλλαγή επιστολών επισυνάπτεται αντίγραφο του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους ΑΕΕ.

Άρθρο 5

Περίοδος απόσπασης

1   Η περίοδος της απόσπασης έχει ελάχιστη διάρκεια δύο μηνών και μέγιστη τριών ετών. Μπορεί να ανανεωθεί διαδοχικά για συνολικό χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών.

Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατόπιν αιτήσεως του αρμόδιου διευθυντή και συμφωνίας του εργοδότη, ο γενικός διευθυντής του οργανισμού μπορεί να εγκρίνει μία ή περισσότερες παρατάσεις της απόσπασης για μέγιστη περίοδο δύο ετών μετά το τέλος της προαναφερόμενης τετραετίας.

2.   Η περίοδος απόσπασης καθορίζεται εξαρχής στην ανταλλαγή επιστολών που αναφέρεται στο άρθρο 4. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται σε περίπτωση οποιασδήποτε ανανέωσης ή παράτασης της περιόδου απόσπασης ή αλλαγής θέσης.

3.   Ένας ΑΕΕ ο οποίος είχε στο παρελθόν αποσπαστεί στον οργανισμό μπορεί να αποσπαστεί εκ νέου, μετά από διαβούλευση με την εθνική διοίκηση προέλευσης, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να πληροί τους όρους επιλεξιμότητας για απόσπαση που αναφέρονται στο άρθρο 2 και στο πλαίσιο του συνολικού ανώτατου ορίου που καθορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 5 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835.

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις του εργοδότη

Καθ' όλη τη διάρκεια της απόσπασης ο εργοδότης του ΑΕΕ συνεχίζει:

α)

να καταβάλλει τον μισθό του ΑΕΕ·

β)

να είναι υπεύθυνος για όλα τα κοινωνικά δικαιώματα του ΑΕΕ, και ειδικότερα τα δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης, τα ασφαλιστικά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα· και

γ)

να διατηρεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 2 στοιχείο δ), την υπηρεσιακή κατάσταση του εμπειρογνώμονα είτε ως μόνιμου υπαλλήλου είτε ως συμβασιούχου και να ενημερώνει τον γενικό διευθυντή του οργανισμού για οποιαδήποτε μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης του ΑΕΕ είτε ως μόνιμου υπαλλήλου είτε ως συμβασιούχου.

Άρθρο 7

Καθήκοντα

1.   Οι ΑΕΕ επικουρούν τα μέλη του προσωπικού του οργανισμού και ασκούν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται από τον γενικό διευθυντή του οργανισμού.

2.   Λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθεση του προσωπικού του οργανισμού και, ιδίως, τη συμβολή των ΑΕΕ στην αποτελεσματική λειτουργία του οργανισμού, ο γενικός διευθυντής μπορεί να αναθέτει στους ΑΕΕ διοικητικά καθήκοντα εφόσον αυτό απαιτείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο ΑΕΕ δεν δύναται να δεσμεύει νομικά τον οργανισμό.

3.   Ο ΑΕΕ μπορεί να συμμετέχει σε αποστολές και συνεδριάσεις. Ωστόσο, ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει να περιορίσει τη συμμετοχή του ΑΕΕ σε αποστολές και συνεδριάσεις μόνον:

α)

εφόσον συνοδεύει μέλος του προσωπικού του οργανισμού· ή

β)

εάν είναι μόνος, προκειμένου να συμμετέχει ως παρατηρητής ή αποκλειστικά για ενημερωτικούς σκοπούς.

4.   Ο οργανισμός είναι ο μόνος αρμόδιος να εγκρίνει τα αποτελέσματα των καθηκόντων που ασκεί ο ΑΕΕ.

5.   Ο οργανισμός, ο εργοδότης του ΑΕΕ και ο ίδιος ο ΑΕΕ καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται κάθε πραγματική ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντα του ΑΕΕ κατά τη διάρκεια της απόσπασής του. Προς τούτο, ο οργανισμός ενημερώνει εγκαίρως τον ΑΕΕ και τον εργοδότη του σχετικά με τα προς ανάληψη καθήκοντα και τους ζητεί να επιβεβαιώσουν γραπτώς ότι δεν γνωρίζουν κανέναν λόγο για τον οποίο τα καθήκοντα αυτά δεν θα πρέπει να ανατεθούν στον ΑΕΕ.

Ζητείται ιδιαίτερα από τον ΑΕΕ να δηλώσει κάθε ενδεχόμενο ασυμβίβαστου μεταξύ των οικογενειακών του περιστάσεων (και ειδικότερα τυχόν επαγγελματικές δραστηριότητες στενών συγγενών του, μελών της ευρύτερης οικογένειάς του ή ουσιαστικά οικονομικά συμφέροντα του ίδιου ή συγγενών του) και των καθηκόντων που προβλέπεται ότι θα εκτελεί κατά τη διάρκεια της απόσπασής του.

Ο εργοδότης και ο ΑΕΕ δεσμεύονται να δηλώσουν στον οργανισμό οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων εξαιτίας της οποίας θα μπορούσε να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων κατά τη διάρκεια της απόσπασης.

6.   Όταν ο οργανισμός θεωρεί ότι η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται στον ΑΕΕ απαιτεί να ληφθούν ιδιαίτερες προφυλάξεις ως προς την ασφάλεια, χορηγείται διαβάθμιση ασφαλείας πριν από την απόσπαση του ΑΕΕ.

Άρθρο 8

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των ΑΕΕ

1.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης ο ΑΕΕ ενεργεί με ακεραιότητα. Ειδικότερα:

α)

ο ΑΕΕ εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται και συμπεριφέρεται έχοντας κατά νου αποκλειστικά τα συμφέροντα του οργανισμού.

Ειδικότερα, ο ΑΕΕ κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν δέχεται εντολές από τον εργοδότη του, κυβέρνηση ή άλλο πρόσωπο, ιδιωτική επιχείρηση, δημόσιο φορέα ούτε αναλαμβάνει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό τους·

β)

ο ΑΕΕ απέχει από κάθε πράξη, και ειδικότερα κάθε δημόσια έκφραση γνώμης, που δύναται να θίξει την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του στο πλαίσιο του οργανισμού·

γ)

ο ΑΕΕ ενημερώνει τον προϊστάμενό του εφόσον κατά την άσκηση των καθηκόντων του καλείται να αποφασίσει για τον χειρισμό ή για την έκβαση υπόθεσης στην οποία έχει ο ίδιος προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία του·

δ)

ο ΑΕΕ δεν δημοσιεύει ούτε δίνει για δημοσίευση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους, οποιοδήποτε κείμενο του οποίου το θέμα συνδέεται με τη δραστηριότητα της Ένωσης χωρίς να λάβει σχετική άδεια υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στον οργανισμό. Η άδεια μπορεί να μη δοθεί σε περίπτωση μόνο που η δημοσίευση θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα του οργανισμού ή της Ένωσης·

ε)

όλα τα δικαιώματα σχετικά με εργασίες που επιτελεί ο ΑΕΕ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ανήκουν στον οργανισμό·

στ)

ο ΑΕΕ διαμένει στον τόπο της απόσπασης ή σε απόσταση από αυτόν που συμβιβάζεται με την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται·

ζ)

ο ΑΕΕ επικουρεί και συμβουλεύει τους ιεραρχικά ανωτέρους του στην υπηρεσία στην οποία έχει αποσπαστεί, και είναι υπεύθυνος απέναντί τους για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται.

2.   Τόσο κατά τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης όσο και μετά τη λήξη της ο ΑΕΕ τηρεί τη μεγαλύτερη δυνατή εχεμύθεια σχετικά με όλα τα γεγονότα και τις πληροφορίες που έχουν υποπέσει στην αντίληψή του κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά. Ο ΑΕΕ δεν κοινοποιεί, υπό οποιαδήποτε μορφή και προς οποιοδήποτε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, έγγραφα ή πληροφορίες που δεν έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί νομίμως ούτε τα χρησιμοποιεί για προσωπικό όφελος.

3.   Μετά το τέλος της απόσπασης ο ΑΕΕ παραμένει υποχρεωμένος να ενεργεί με εντιμότητα και διακριτικότητα κατά την άσκηση των νέων καθηκόντων που του ανατίθενται και κατά την αποδοχή ορισμένων θέσεων και πλεονεκτημάτων.

Προς τον σκοπό αυτό, κατά την τριετία μετά την απόσπαση ο ΑΕΕ ενημερώνει αμέσως τον οργανισμό για οποιαδήποτε καθήκοντα ή εργασίες που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις εργασίες που εκτέλεσε κατά τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης.

4.   Ο ΑΕΕ υπόκειται στους κανόνες ασφάλειας που ισχύουν στον οργανισμό, περιλαμβανομένων των κανόνων για την προστασία των δεδομένων και των κανόνων προστασίας του δικτύου του οργανισμού. Ο ΑΕΕ υπόκειται επίσης στο καθεστώς που διέπει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του οργανισμού.

5.   Η μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου κατά τη διάρκεια της απόσπασης παρέχει στον οργανισμό το δικαίωμα να τερματίσει την απόσπαση του ΑΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο γ).

6.   Ο ΑΕΕ ενημερώνει αμέσως τον προϊστάμενό του γραπτώς εάν κατά τη διάρκεια της απόσπασής του λάβει γνώση γεγονότων βάσει των οποίων τεκμαίρεται η ύπαρξη:

α)

πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα του οργανισμού· ή

β)

συμπεριφοράς σχετιζόμενης με την εκπλήρωση επαγγελματικών καθηκόντων που μπορεί να συνιστά σοβαρή παράλειψη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων του οργανισμού ή των εμπειρογνωμόνων.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και στην περίπτωση σοβαρής παράλειψης συμμόρφωσης προς παρόμοια υποχρέωση εκ μέρους μέλους του προσωπικού ή κάθε άλλου προσώπου που υπηρετεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ή εργάζεται γι' αυτό.

7.   Εάν ο προϊστάμενος ενημερωθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 27 της απόφασης (ΕΕ) 2016/1351 του Συμβουλίου (3) (στο εξής αναφέρεται ως «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού»). Τα άρθρα 27, 28 και 29 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού εφαρμόζονται στον προϊστάμενο, υπό τους όρους του άρθρου 4 της παρούσας απόφασης. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν επίσης, κατ' αναλογία, και για τον εν λόγω ΑΕΕ, ώστε να εξασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων του.

Άρθρο 9

Αναστολή της απόσπασης

1.   Κατόπιν γραπτής αιτήσεως του ΑΕΕ ή του εργοδότη του και με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου, ο οργανισμός δύναται να εγκρίνει αναστολές της απόσπασης και να καθορίσει τους σχετικούς όρους. Κατά τη διάρκεια της αναστολής:

α)

δεν καταβάλλονται οι αποζημιώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19·

β)

τα έξοδα που αναφέρονται στο άρθρο 20 αποδίδονται μόνον εφόσον η αναστολή ζητηθεί από τον οργανισμό.

2.   Ο οργανισμός ενημερώνει τον εργοδότη και τη μόνιμη αντιπροσωπεία ή την αποστολή του οικείου κράτους.

Άρθρο 10

Τερματισμός των περιόδων απόσπασης

1.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η απόσπαση μπορεί να τερματιστεί κατόπιν αιτήματος του οργανισμού ή του εργοδότη του ΑΕΕ, με προειδοποίηση τριών μηνών. Μπορεί επίσης να τερματιστεί κατόπιν αιτήματος του ΑΕΕ, με την ίδια προειδοποίηση και εφόσον συμφωνούν ο εργοδότης και ο οργανισμός.

2.   Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, η απόσπαση μπορεί να τερματιστεί χωρίς προειδοποίηση:

α)

από τον εργοδότη του ΑΕΕ, εάν το απαιτούν τα ουσιώδη συμφέροντα του εργοδότη·

β)

με συμφωνία μεταξύ του οργανισμού και του εργοδότη, κατόπιν αιτήματος που απευθύνει ο ΑΕΕ και στα δύο μέρη, εάν το απαιτούν ουσιώδη προσωπικά ή επαγγελματικά συμφέροντα του ΑΕΕ·

γ)

από τον οργανισμό, σε περίπτωση μείζονος μη συμμόρφωσης του ΑΕΕ με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση. Ο οργανισμός διαβουλεύεται με τη μόνιμη αντιπροσωπεία ή με την αποστολή του οικείου κράτους και συνυπολογίζει τυχόν σχόλια που έλαβε ενόψει της απόφασής του·

δ)

από τον οργανισμό, σε περίπτωση τερματισμού ή αλλαγής της υπηρεσιακής κατάστασης του ΑΕΕ είτε ως μόνιμου υπαλλήλου του εργοδότη είτε ως συμβασιούχου. Προηγουμένως παρέχεται στον ΑΕΕ η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις.

3.   Σε περίπτωση τερματισμού της απόσπασης βάσει της παραγράφου 2 στοιχείο γ), ο οργανισμός διαβουλεύεται αμέσως με τον εργοδότη και τη μόνιμη αντιπροσωπεία ή την αποστολή του οικείου κράτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Όροι εργασίας

Άρθρο 11

Κοινωνική ασφάλιση

1.   Πριν από την έναρξη της περιόδου απόσπασης ο εργοδότης πιστοποιεί στον οργανισμό ότι, καθ' όλη την περίοδο της απόσπασής του, ο ΑΕΕ θα εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που εφαρμόζεται στην εθνική δημόσια διοίκηση ή την οργάνωση ή την οντότητα που απασχολεί τον ΑΕΕ. Προς τούτο, η δημόσια διοίκηση του κράτους μέλους διαβιβάζει στον οργανισμό το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) (στο εξής αναφέρεται ως «φορητό έντυπο Α1»). Η οργάνωση ή η οντότητα διαβιβάζει στον οργανισμό πιστοποιητικό ισοδύναμο με το φορητό έντυπο Α1 και αποδεικνύει ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει την κάλυψη των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης στην αλλοδαπή.

2.   Από την έναρξη της απόσπασής του ο ΑΕΕ καλύπτεται από τον οργανισμό έναντι του κινδύνου ατυχήματος. Ο οργανισμός παρέχει στον ΑΕΕ αντίγραφο των ισχυόντων όρων κάλυψής του την ημέρα παρουσίασής του στον γενικό διευθυντή του οργανισμού για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων σχετικά με την απόσπαση.

3.   Όταν απαιτείται συμπληρωματική ή ειδική ασφάλιση, στο πλαίσιο αποστολής στην οποία ο ΑΕΕ συμμετέχει κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 και του άρθρου 29, τα συναφή έξοδα καλύπτονται από τον οργανισμό ή από την εθνική διοίκηση προέλευσης σε περίπτωση άνευ εξόδων ΑΕΕ και ΕΕΕΚ, κατόπιν διαβούλευσης με το κράτος μέλος σχετικά με την αποστολή.

Άρθρο 12

Ωράριο εργασίας

1.   Ο ΑΕΕ υπόκειται στους κανόνες που ισχύουν στον οργανισμό όσον αφορά το ωράριο εργασίας, ανάλογα με τις απαιτήσεις της θέσης στην οποία τοποθετείται στο πλαίσιο του οργανισμού.

2.   Ο ΑΕΕ εργάζεται με πλήρες ωράριο καθ' όλη την περίοδο απόσπασης. Κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος εκ μέρους διευθυντικού στελέχους και εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει στα συμφέροντα του οργανισμού, ο οργανισμός δύναται να επιτρέψει στον ΑΕΕ να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, με τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη.

3.   Σε περίπτωση που επιτρέπεται η μερική απασχόληση, ο ΑΕΕ εργάζεται τουλάχιστον το ήμισυ του κανονικού ωραρίου εργασίας.

Άρθρο 13

Απουσία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος

1.   Στην περίπτωση απουσίας λόγω ασθένειας ή ατυχήματος, ο ΑΕΕ ειδοποιεί τον προϊστάμενό του το συντομότερο δυνατό, προσδιορίζοντας την τρέχουσα διεύθυνσή του. Ο ΑΕΕ υποχρεούται να προσκομίσει, εφόσον απουσιάσει πέραν των τριών συνεχόμενων ημερών, ιατρικό πιστοποιητικό και ενδέχεται να υποβληθεί σε ιατρικό έλεγχο που κανονίζεται από τον οργανισμό.

2.   Όταν οι απουσίες του ΑΕΕ λόγω ασθένειας ή ατυχήματος δεν υπερβαίνουν μεν τις τρεις συνεχόμενες ημέρες, εντός όμως περιόδου δώδεκα μηνών έχουν υπερβεί το όριο των δώδεκα ημερών, ο ΑΕΕ υποχρεούται να προσκομίζει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος.

3.   Εάν η απουσία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος υπερβαίνει τον έναν μήνα ή τη διάρκεια του χρόνου που έχει ήδη υπηρετήσει ο ΑΕΕ, ανάλογα με την περίοδο που είναι εκτενέστερη, αναστέλλεται αυτομάτως η καταβολή των αποζημιώσεων του άρθρου 19 παράγραφοι 1 και 2. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ασθένειας συνδεόμενης με κυοφορία. Η απουσία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος δεν δύναται να παραταθεί πέραν της διάρκειας απόσπασης του ενδιαφερομένου.

4.   Ωστόσο, ο ΑΕΕ που υπήρξε θύμα ατυχήματος συνδεόμενου με την εργασία του το οποίο συνέβη κατά τη διάρκεια της απόσπασης συνεχίζει να εισπράττει το πλήρες ποσό των αποζημιώσεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 καθ' όλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία και έως το τέλος της περιόδου απόσπασης.

Άρθρο 14

Ετήσια άδεια, ειδική άδεια και αργίες

1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που θεσπίζονται στην παρούσα απόφαση, ο ΑΕΕ υπόκειται στους κανόνες που ισχύουν στον οργανισμό όσον αφορά την ετήσια άδεια, την ειδική άδεια και τις αργίες.

2.   Η άδεια υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση της διοικητικής μονάδας στην οποία έχει τοποθετηθεί ο ΑΕΕ.

3.   Κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αίτησης του εργοδότη, είναι δυνατόν να χορηγηθούν από τον οργανισμό έως και δύο επιπλέον ημέρες ειδικής άδειας ανά περίοδο δώδεκα μηνών. Οι αιτήσεις εξετάζονται κατά περίπτωση.

4.   Οι ημέρες ετήσιας άδειας που δεν έχουν ληφθεί έως το τέλος της περιόδου απόσπασης εκπίπτουν.

5.   Ο ΑΕΕ του οποίου η περίοδος απόσπασης είναι μικρότερη των έξι μηνών δύναται να λάβει, βάσει αιτιολογημένης αίτησης εκ μέρους του, ειδική άδεια με απόφαση του γενικού διευθυντή του οργανισμού. Η εν λόγω ειδική άδεια δεν δύναται να υπερβαίνει τις τρεις ημέρες για ολόκληρη την περίοδο της απόσπασης. Πριν από τη χορήγηση αυτής της άδειας ο διευθυντής της υπηρεσίας ζητεί διαβούλευση με το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού (στο εξής αναφέρεται ως «τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού») του οργανισμού.

Άρθρο 15

Ειδική επιμορφωτική άδεια

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 14 παράγραφος 3, ο οργανισμός δύναται να χορηγεί στους ΑΕΕ των οποίων η περίοδος απόσπασης διαρκεί έξι μήνες ή περισσότερο πρόσθετη ειδική άδεια με σκοπό ο εμπειρογνώμονας να συμμετάσχει σε κατάρτιση που παρέχει ο εργοδότης, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αίτησης του εργοδότη ενόψει της επανένταξης του ΑΕΕ.

Άρθρο 16

Άδεια μητρότητας και πατρότητας

1.   Ο ΑΕΕ υπόκειται στους ισχύοντες κανόνες του οργανισμού όσον αφορά τις άδειες μητρότητας και πατρότητας.

2.   Στις περιπτώσεις όπου η εθνική νομοθεσία του εργοδότη προβλέπει μεγαλύτερη άδεια μητρότητας, κατόπιν αιτήσεως της ΑΕΕ και με συμφωνία του εργοδότη, η απόσπαση αναστέλλεται για το διάστημα που υπερβαίνει την περίοδο που χορηγείται από τον οργανισμό. Στην περίπτωση αυτή και εφόσον δικαιολογείται από το συμφέρον του οργανισμού, προστίθεται στο τέλος της απόσπασης περίοδος ίση προς τη διάρκεια της αναστολής.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η ΑΕΕ μπορεί να ζητήσει αναστολή της απόσπασης για διάστημα ίσο προς τη συνολική άδεια μητρότητας που χορηγήθηκε, κατόπιν συμφωνίας του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή και εφόσον δικαιολογείται από το συμφέρον του οργανισμού, προστίθεται στο τέλος της απόσπασης περίοδος ίση προς τη διάρκεια της αναστολής.

4.   Οι παράγραφοι 2 και 3 ισχύουν επίσης στις περιπτώσεις υιοθεσίας.

5.   H θηλάζουσα ΑΕΕ δύναται να ζητήσει, βάσει ιατρικού πιστοποιητικού που πιστοποιεί το γεγονός αυτό, να της χορηγηθεί ειδική άδεια το πολύ τεσσάρων εβδομάδων η οποία αρχίζει από το τέλος της άδειας μητρότητας και κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνει τις αποζημιώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19.

Άρθρο 17

Διαχείριση και έλεγχος

Η διαχείριση και ο έλεγχος του ωραρίου εργασίας και των απουσιών αποτελεί καθήκον του τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού και της διεύθυνσης ή της μονάδας στην οποία έχει τοποθετηθεί ο ΑΕΕ, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που ισχύουν στον οργανισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Αποζημιώσεις και έξοδα

Άρθρο 18

Υπολογισμός των αποζημιώσεων και των εξόδων ταξιδίου

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι τόποι πρόσληψης, απόσπασης και επιστροφής ενός ΑΕΕ καθορίζονται από τον οργανισμό ως προς τη γεωγραφική θέση των τόπων αυτών βάσει του γεωγραφικού πλάτους και μήκους, όπως υπολογίζεται από το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

α)

ως τόπος πρόσληψης νοείται ο τόπος στον οποίο ο ΑΕΕ ασκούσε τα καθήκοντά του για τον εργοδότη του πριν από την απόσπασή του·

β)

ως τόπος απόσπασης νοούνται οι Βρυξέλλες·

γ)

ως τόπος επιστροφής νοείται ο τόπος στον οποίο ο ΑΕΕ θα ασκήσει την κύρια δραστηριότητά του μετά τη λήξη της απόσπασης.

Ο τόπος πρόσληψης διευκρινίζεται στην ανταλλαγή επιστολών που αναφέρεται στο άρθρο 4.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δεν λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις προκύπτουσες από καθήκοντα που εκτελεί ο ΑΕΕ για κράτος διαφορετικό από εκείνο του τόπου απόσπασης.

Άρθρο 19

Αποζημιώσεις

1.   Ο ΑΕΕ δικαιούται ημερήσια αποζημίωση διαβίωσης καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης με τα ίδια κριτήρια που εφαρμόζονται στην αποζημίωση αποδημίας των έκτακτων υπαλλήλων σύμφωνα με το άρθρο 4 του παραρτήματος ΙV του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού. Εάν πληρούνται τα κριτήρια αυτά, η ημερήσια αποζημίωση ανέρχεται σε 128,67 EUR. Σε αντίθετη περίπτωση, ανέρχεται σε 32,18 EUR. Πρέπει να είναι ίση προς την αποζημίωση που καταβάλλεται σε εθνικό εμπειρογνώμονα αποσπασμένο στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο ΑΕΕ δικαιούται, για όλο το διάστημα της απόσπασής του, πρόσθετη μηνιαία αποζημίωση υπολογιζόμενη σύμφωνα με τον κατωτέρω πίνακα:

Γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου πρόσληψης και του τόπου απόσπασης (σε χλμ.)

Ποσό σε EUR

0-150

0,00

> 150

82,70

> 300

147,03

> 500

238,95

> 800

385,98

> 1 300

606,55

> 2 000

726,04

3.   Οι αποζημιώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 προορίζονται να καλύψουν επίσης τις δαπάνες μετακόμισης των ΑΕΕ και ενδεχόμενα ετήσια έξοδα ταξιδίου κατά τη διάρκεια της απόσπασης. Οι αποζημιώσεις καταβάλλονται κατά τις περιόδους αποστολής, ετήσιας άδειας, άδειας μητρότητας, πατρότητας ή υιοθεσίας, ειδικής άδειας και αργιών που χορηγούνται από τον οργανισμό, με την επιφύλαξη των άρθρων 14, 15 και 16. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η μειωμένη απασχόληση, ο ΑΕΕ δικαιούται μειωμένες αποζημιώσεις σε αναλογική βάση.

4.   Όταν αρχίζει η περίοδος απόσπασης του ΑΕΕ, ο ΑΕΕ δικαιούται προκαταβολή ίση προς 75 ημερήσιες αποζημιώσεις διαβίωσης, η δε καταβολή της συνεπάγεται απώλεια κάθε δικαιώματος νέων αποζημιώσεων διαβίωσης για την περίοδο στην οποία αντιστοιχεί. Σε περίπτωση που τα καθήκοντα του ΑΕΕ στον οργανισμό λήξουν οριστικά προτού παρέλθει η περίοδος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της προκαταβολής, ο ΑΕΕ επιστρέφει υποχρεωτικά το τμήμα της προκαταβολής που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της περιόδου αυτής.

5.   Κατά την ανταλλαγή των επιστολών που προβλέπεται στο άρθρο 4 ο εργοδότης ενημερώνει τον οργανισμό σχετικά με κάθε παροχή ανάλογη με εκείνες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου την οποία εισπράττει ο ΑΕΕ. Τα σχετικά ποσά αφαιρούνται από τις αντίστοιχες αποζημιώσεις που καταβάλλει ο οργανισμός στον ΑΕΕ.

6.   Η επικαιροποίηση των αποδοχών και των αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 60 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού εφαρμόζεται αυτόματα στη μηνιαία αποζημίωση και στην αποζημίωση διαβίωσης τον μήνα που ακολουθεί την έγκρισή τους και χωρίς αναδρομική ισχύ. Μετά την προσαρμογή, τα νέα ποσά δημοσιεύονται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 20

Έξοδα ταξιδίου

1.   Ο ΑΕΕ δικαιούται κατ' αποκοπή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου του ιδίου κατά την έναρξη της απόσπασης.

2.   Η κατ' αποκοπή επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει αποζημίωσης που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου πρόσληψης και του τόπου απόσπασης. Η χιλιομετρική αποζημίωση καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του παραρτήματος ΙV του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού.

3.   Μετά τη λήξη της απόσπασης ο ΑΕΕ δικαιούται επιστροφή των εξόδων ταξιδίου του ιδίου προς τον τόπο επιστροφής. Η επιστροφή αυτή δεν μπορεί να συνεπάγεται καταβολή ποσού υψηλότερου από εκείνο που θα μπορούσε να λάβει ο ΑΕΕ εάν επέστρεφε στον τόπο πρόσληψής του.

4.   Τα έξοδα ταξιδίου των μελών της οικογένειας του ΑΕΕ δεν επιστρέφονται.

Άρθρο 21

Αποστολές και έξοδα αποστολής

1.   Ο ΑΕΕ δύναται να σταλεί σε αποστολή.

2.   Τα έξοδα αποστολής επιστρέφονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στον οργανισμό.

Άρθρο 22

Κατάρτιση

Ο ΑΕΕ δικαιούται να συμμετέχει στα επιμορφωτικά προγράμματα που οργανώνει ο οργανισμός, εφόσον το δικαιολογεί το συμφέρον του οργανισμού. Κατά τη λήψη της απόφασης για συμμετοχή του ΑΕΕ σε προγράμματα αυτού του είδους λαμβάνονται υπόψη τα εύλογα συμφέροντά του, ιδίως από την άποψη της εξέλιξης της σταδιοδρομίας του μετά την απόσπαση.

Άρθρο 23

Διοικητικές διατάξεις

1.   Ο ΑΕΕ παρουσιάζεται την πρώτη ημέρα της απόσπασής του στο αρμόδιο τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού για τη διεκπεραίωση των απαιτούμενων διοικητικών διατυπώσεων. Ο ΑΕΕ αναλαμβάνει υπηρεσία την πρώτη ή τη δέκατη έκτη ημέρα του μηνός.

2.   Οι πληρωμές πραγματοποιούνται από τον οργανισμό σε ευρώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Εμπειρογνώμονες σε ανέξοδη απόσπαση

Άρθρο 24

Εμπειρογνώμονες σε ανέξοδη απόσπαση

1.   Ένας ΑΕΕ μπορεί να αποσπαστεί στον οργανισμό στο πλαίσιο ανέξοδης απόσπασης.

Η απόσπαση αυτή δεν συνεπάγεται την καταβολή τυχόν αποζημίωσης ή δαπάνης από τον οργανισμό πλην, κατά περίπτωση, εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25.

2.   Τα άρθρα 18, 19 και 20 δεν εφαρμόζονται στους ανέξοδους ΑΕΕ.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 8, η συμπεριφορά ενός ανέξοδου ΑΕΕ αντικατοπτρίζει πάντοτε το γεγονός ότι είναι αποσπασμένος στον οργανισμό και είναι πάντοτε προσαρμοσμένη στην αξιοπρέπεια της θέσης του στον οργανισμό.

Άρθρο 25

Αποστολές

1.   Εάν ο ΑΕΕ σε ανέξοδη απόσπαση συμμετέχει σε αποστολές σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο απόσπασης, οι δαπάνες τού αποδίδονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για την επιστροφή των δαπανών των αποστολών των υπαλλήλων, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί άλλος διακανονισμός μεταξύ του οργανισμού και του εργοδότη.

2.   Εάν στο πλαίσιο αποστολής ο οργανισμός παρέχει στους υπαλλήλους ειδική ασφάλιση υψηλού κινδύνου, η ασφάλιση αυτή παρέχεται επίσης στον ανέξοδο ΑΕΕ που συμμετέχει στην ίδια αποστολή.

3.   Ο ανέξοδος ΑΕΕ που συμμετέχει σε αποστολή εκτός του εδάφους της Ένωσης υπόκειται στις ρυθμίσεις ασφάλειας που ισχύουν στον οργανισμό στο πλαίσιο των εν λόγω αποστολών.

Άρθρο 26

Οι ανέξοδοι ΑΕΕ δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα προσωπικού. Ωστόσο, για λόγους διαφάνειας και ενημέρωσης, ο αριθμός τους πρέπει να αναφέρεται στο διοικητικό συμβούλιο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης του γενικού διευθυντή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Κάλυψη των εξόδων των αποσπασμένων εμπειρογνωμόνων από προϋπολογισμούς που συνδέονται με ad hoc σχέδια ή προγράμματα

Άρθρο 27

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται επίσης στους ΑΕΕ των οποίων οι αποζημιώσεις καταβάλλονται από προϋπολογισμούς που συνδέονται με ad hoc σχέδια ή προγράμματα του οργανισμού, που αναφέρονται στα άρθρα 19 και 20 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835 (στο εξής αναφέρονται ως «ad hoc ΑΕΕ»).

Άρθρο 28

Οι ad hoc ΑΕΕ πρέπει να τοποθετούνται αποκλειστικά σε ad hoc σχέδια ή προγράμματα ο προϋπολογισμός των οποίων καλύπτει τις αντίστοιχες αποζημιώσεις και έξοδα.

Η πρόσληψη ad hoc ΑΕΕ υπόκειται στην προηγούμενη έγκριση των συνεισφερόντων κρατών μελών με βάση πρόταση, στην οποία περιλαμβάνεται και το σχέδιο ανακοίνωσης για την πλήρωση θέσης που συνδέεται με κάθε τοποθέτηση, από ένα ή περισσότερα συνεισφέροντα κράτη μέλη ή από τον οργανισμό.

Άρθρο 29

Οι ad hoc ΑΕΕ δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα προσωπικού. Ωστόσο, για λόγους διαφάνειας και ενημέρωσης, ο αριθμός τους πρέπει να αναφέρεται στο διοικητικό συμβούλιο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης του γενικού διευθυντή.

Άρθρο 30

Οι προϋπολογισμοί που συνδέονται με ad hoc σχέδια ή προγράμματα που καλύπτουν τις αποζημιώσεις και τα έξοδα ΑΕΕ μπορούν να αποτελούνται από συνεισφορές τρίτων χωρών που συμμετέχουν σε αυτά τα σχέδια και προγράμματα, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 5 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1, οι εν λόγω συνεισφορές δεν παρέχουν το δικαίωμα στους πολίτες των εν λόγω τρίτων χωρών να θεωρούνται επιλέξιμοι σε διαδικασίες πρόσληψης για ad hoc ΑΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Εθνικοί εμπειρογνώμονες σε επαγγελματική κατάρτιση

Άρθρο 31

Γενικές διατάξεις και ορισμοί

Οι ΕΕΕΚ είναι ΑΕΕ που γίνονται δεκτοί από τον οργανισμό για σκοπούς επαγγελματικής κατάρτισης.

Άρθρο 32

Σκοπός της επαγγελματικής κατάρτισης

1.   Ο σκοπός της επαγγελματικής κατάρτισης είναι:

α)

να αποκτήσουν οι ΕΕΕΚ εμπειρία στις μεθόδους εργασίας και στα προγράμματα του οργανισμού·

β)

να αποκτήσουν πρακτική εμπειρία και γνώση του καθημερινού έργου του οργανισμού και να τους δοθεί η δυνατότητα να εργαστούν σε ένα πολυπολιτισμικό και πολύγλωσσο περιβάλλον·

γ)

να δοθεί η δυνατότητα στους υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων, και ειδικότερα του υπουργείου Άμυνας, να θέσουν σε πρακτική εφαρμογή τις γνώσεις που απέκτησαν στο πλαίσιο των σπουδών τους, ιδίως στους αντίστοιχους τομείς αρμοδιότητάς τους.

2.   Από την πλευρά του, ο οργανισμός αποκομίζει οφέλη από τη συμβολή ανθρώπων που μπορούν να προσφέρουν νέες απόψεις και επικαιροποιημένες γνώσεις που θα εμπλουτίζουν το καθημερινό έργο του, και δημιουργεί ένα δίκτυο ανθρώπων με άμεση εμπειρία των εργασιών του.

Άρθρο 33

Επιλεξιμότητα

Οι διατάξεις του άρθρου 2, με εξαίρεση την παράγραφο 3, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους ΕΕΕΚ.

Άρθρο 34

Διάρκεια της επαγγελματικής κατάρτισης

1.   Οι περίοδοι επαγγελματικής πρακτικής άσκησης διαρκούν από τρεις έως 24 μήνες. Η διάρκεια καθορίζεται εξαρχής και μπορεί να παραταθεί για δεόντως αιτιολογημένους λόγους έως το πολύ 24 μήνες.

2.   Οι ΕΕΕΚ μπορούν να ολοκληρώσουν μόνο μία επαγγελματική πρακτική άσκηση.

Άρθρο 35

Οργάνωση της επαγγελματικής κατάρτισης

Καθ' όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής πρακτικής άσκησής τους οι ΕΕΕΚ βρίσκονται υπό την επίβλεψη συμβούλου κατάρτισης. Ο σύμβουλος κατάρτισης οφείλει να ενημερώνει το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού για κάθε σημαντικό συμβάν κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης, ιδίως απουσίες, ασθένειες, ατυχήματα ή ενδεχόμενη διακοπή, το οποίο γνωρίζει ή για το οποίο έχει ενημερωθεί από τον ΕΕΕΚ.

Οι ΕΕΕΚ ακολουθούν τις οδηγίες που τους δίδουν o σύμβουλος κατάρτισης, οι προϊστάμενοι της διεύθυνσης ή της υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένοι, καθώς και το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού.

Οι ΕΕΕΚ επιτρέπεται να παρίστανται σε συνεδριάσεις, εκτός αν είναι απόρρητες ή εμπιστευτικές και δεν διαθέτουν εξουσιοδότηση ασφάλειας, να λαμβάνουν τεκμηρίωση και να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένοι.

Άρθρο 36

Αναστολή της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης

Κατόπιν γραπτού αιτήματος του ΕΕΕΚ ή του εργοδότη του και με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου, ο γενικός διευθυντής του οργανισμού μπορεί να εγκρίνει μια πολύ σύντομη αναστολή της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης ή την πρόωρη διακοπή της. Ο ΕΕΕΚ δύναται να επανέλθει για να ολοκληρώσει το υπόλοιπο της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης, αλλά μόνο μέχρι το τέλος της εν λόγω περιόδου. Η πρακτική άσκηση δεν δύναται να παραταθεί σε καμία περίπτωση.

Άρθρο 37

Συνθήκες εργασίας και αποδοχές

1.   Οι διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3 και των άρθρων 3, 5, 18, 19 και 20 δεν εφαρμόζονται στους ΕΕΕΚ.

2.   Οι ΕΕΕΚ λογίζονται ως ΑΕΕ άνευ εξόδων κατά την έννοια του κεφαλαίου IV. Εξακολουθούν να αμείβονται από τον εργοδότη τους χωρίς να καταβάλλεται καμία οικονομική αποζημίωση από τον οργανισμό.

Ο οργανισμός δεν δέχεται αιτήσεις για υποτροφίες ή δίδακτρα ή την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου ή άλλων εξόδων, εκτός από την επιστροφή των εξόδων αποστολής που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της επαγγελματικής πρακτικής άσκησης.

Άρθρο 38

Εκθέσεις και βεβαίωση παρακολούθησης των μαθημάτων

Οι ΕΕΕΚ που έχουν ολοκληρώσει την προβλεπόμενη επαγγελματική κατάρτιση πρέπει να συμπληρώσουν τις εκθέσεις αξιολόγησης που ζητούνται από το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού στο τέλος της πρακτικής άσκησης. Οι σύμβουλοι κατάρτισης συμπληρώνουν επίσης την αντίστοιχη έκθεση αξιολόγησης.

Με την επιφύλαξη της ολοκλήρωσης των εν λόγω εκθέσεων, οι ΕΕΕΚ που έχουν πραγματοποιήσει επαγγελματική πρακτική άσκηση λαμβάνουν βεβαίωση που αναφέρει τις ημερομηνίες της επαγγελματικής τους κατάρτισης και την υπηρεσία στην οποία αυτή πραγματοποιήθηκε.

Άρθρο 39

Οι ΕΕΕΚ δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα προσωπικού. Ωστόσο, για λόγους διαφάνειας και ενημέρωσης, ο αριθμός τους πρέπει να αναφέρεται στο διοικητικό συμβούλιο στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης του γενικού διευθυντή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIΙ

Ενστάσεις

Άρθρο 40

Ενστάσεις

Με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων άσκησης προσφυγής μετά την ανάληψη καθηκόντων, υπό τους όρους και εντός των προθεσμιών του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε ΑΕΕ μπορεί να υποβάλει ένσταση στην αρχή που είναι αρμόδια να συνάπτει συμβάσεις απασχόλησης (στο εξής αναφέρεται ως «ΑΑΣΣΑ») βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού, σχετικά με οποιαδήποτε πράξη της αρχής που είναι αρμόδια να συνάπτει συμβάσεις απασχόλησης που εκδίδεται δυνάμει της παρούσας απόφασης και θίγει τα συμφέροντα του ΑΕΕ, με εξαίρεση τις αποφάσεις που αποτελούν άμεση συνέπεια αποφάσεων του εργοδότη.

Η ένσταση πρέπει να υποβάλλεται εντός προθεσμίας δύο μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο, σε καμία περίπτωση ωστόσο μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της απόφασης. Η ΑΑΣΣΑ κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο αιτιολογημένη απόφαση εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία υποβολής της ένστασης. Εάν κατά τη λήξη της περιόδου αυτής ο ΑΕΕ δεν έχει λάβει απάντηση επί της ένστασης, η ένσταση θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 41

Ενημέρωση

Οι μόνιμες αντιπροσωπείες όλων των κρατών μελών ενημερώνονται σε ετήσια βάση σχετικά με τον αριθμό των ΑΕΕ στον οργανισμό. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνονται επίσης:

α)

η ιθαγένεια των ΑΕΕ που αποσπώνται από οργάνωση ή οντότητα όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1·

β)

οποιαδήποτε εξαίρεση από τη διαδικασία επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3·

γ)

οι τοποθετήσεις όλων των ΑΕΕ·

δ)

οποιαδήποτε αναστολή ή πρόωρος τερματισμός της απόσπασης των ΑΕΕ, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10·

ε)

η ετήσια επικαιροποίηση των αποζημιώσεων των ΑΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 42

Ανάθεση εξουσιών

Όλες οι εξουσίες που ανατίθενται στον οργανισμό δυνάμει της παρούσας απόφασης ασκούνται από την ΑΑΣΣΑ.

Άρθρο 43

Κατάργηση

Καταργείται η απόφαση 2004/677/ΕΚ. Ωστόσο, τα άρθρα 15 έως 19 της απόφασης εξακολουθούν να εφαρμόζονται, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ΑΕΕ, στις τρέχουσες κατά τη στιγμή της έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης αποσπάσεις, με την επιφύλαξη του άρθρου 44.

Άρθρο 44

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται σε κάθε νέα απόσπαση ή ανανέωση ή παράταση απόσπασης από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την έναρξη ισχύος της.

Βρυξέλλες, 4 Αυγούστου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. LAJČÁK


(1)  ΕΕ L 266 της 13.10.2015, σ. 55.

(2)  Απόφαση 2004/677/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, για το καθεστώς που εφαρμόζεται στους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες και στρατιωτικούς των κρατών μελών στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (ΕΕ L 310, 7.10.2004, σ. 64).

(3)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/1351 της 4ης Αυγούστου 2016 για την υπηρεσιακή κατάσταση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ L 284, 30.10.2009, σ. 1).


12.8.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 219/98


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/1353 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 4ης Αυγούστου 2016

σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και την κατάργηση της απόφασης 2007/643/ΚΕΠΠΑ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835 της 12ης Οκτωβρίου 2015 για τον καθορισμό του καταστατικού, της έδρας και των κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (1), και ιδίως το άρθρο 18,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2007, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2007/643/ΚΕΠΠΑ (2) σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και με τους κανόνες για τη σύναψη συμβάσεων και για χρηματοδοτικές συνεισφορές από τον επιχειρησιακό προϋπολογισμό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας.

(2)

Μετά την έκδοση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, είναι αναγκαίο να καταργηθεί η απόφαση 2007/643/ΚΕΠΠΑ και να καθορισθούν νέοι δημοσιονομικοί κανόνες για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα απόφαση θεσπίζει τους ουσιώδεις δημοσιονομικούς κανόνες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (εφεξής αναφέρεται ως «ο οργανισμός»).

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «συμμετέχον κράτος μέλος»: το κράτος μέλος που συμμετέχει στον οργανισμό·

β)   «συνεισφέροντα κράτη μέλη»: τα συμμετέχοντα κράτη μέλη που συνεισφέρουν σε συγκεκριμένο σχέδιο ή πρόγραμμα του οργανισμού·

γ)   «γενικός προϋπολογισμός»: ο γενικός προϋπολογισμόςπου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 13 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835·

δ)   «πρόσθετα έσοδα»: πρόσθετα έσοδα, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται στο άρθρο 15 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835·

ε)   «διατάκτης»: ο γενικός διευθυντής του οργανισμού ο οποίος ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 10, παράγραφος 5 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835·

στ)   «προϋπολογισμός»: η πράξη που προβλέπει και εγκρίνει, για κάθε οικονομικό έτος, όλα τα έσοδα και τις εκτιμώμενες ως αναγκαίες δαπάνες του οργανισμού·

ζ)   «έλεγχος»: κάθε μέτρο που λαμβάνεται προκειμένου να υπάρξει εύλογη επιβεβαίωση όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και οικονομία των πράξεων, την αξιοπιστία της υποβολής εκθέσεων, τη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων και των πληροφοριών, την πρόληψη, ανίχνευση και διόρθωση των κρουσμάτων απάτης και των παρατυπιών, και όσον αφορά τον μετέπειτα χειρισμό τους, καθώς και την επαρκή διαχείριση των κινδύνων των σχετικών με τη νομιμότητα και την κανονικότητα των υποκειμένων δικαιοπραξιών, λαμβανομένων υπόψη του πολυετούς χαρακτήρα των προγραμμάτων και της φύσεως των οικείων πληρωμών. Οι έλεγχοι μπορούν να περιλαμβάνουν διάφορες επαληθεύσεις καθώς και την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών για να επιτευχθούν οι στόχοι της πρώτης πρότασης·

η)   «επαλήθευση»: εξακρίβωση συγκεκριμένης πτυχής μιας πράξης εσόδων ή δαπανών.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 3

Προϋπολογισμός του οργανισμού

Ο προϋπολογισμός του οργανισμού περιλαμβάνει τον γενικό προϋπολογισμό, τους προϋπολογισμούς που συνδέονται με τις δραστηριότητες που αφορούν ειδικά σχέδια ή προγράμματα όπως καθορίζονται στο κεφάλαιο IV της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835και τους προϋπολογισμούς που προκύπτουν από τα πρόσθετα έσοδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Δημοσιονομικές αρχές

Άρθρο 4

Τήρηση των αρχών που διέπουν τον προϋπολογισμό

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 12 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, ο προϋπολογισμός του οργανισμού καταρτίζεται και εκτελείται σύμφωνα με τις δημοσιονομικές αρχές που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 5

Αρχές της ενότητας και της ακρίβειας του προϋπολογισμού

1.   Κανένα έσοδο και καμία δαπάνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο εφόσον καταλογιστεί σε γραμμή του προϋπολογισμού του οργανισμού.

2.   Καμία δαπάνη δεν μπορεί να δεν μπορεί να αναληφθεί ούτε να επιτραπεί πέραν των εγκεκριμένων πιστώσεων του προϋπολογισμού του οργανισμού.

3.   Καμία πίστωση δεν μπορεί να εγγραφεί στον προϋπολογισμό του οργανισμού αν δεν αντιστοιχεί σε δαπάνη που εκτιμάται ως αναγκαία.

4.   Δεν οφείλονται στον οργανισμό τόκοι λόγω πληρωμών προχρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό του οργανισμού.

Άρθρο 6

Αρχή της ενιαυσιότητας

1.   Οι πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του οργανισμού εγκρίνονται για τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους το οποίο αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου.

2.   Οι πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων καλύπτουν το συνολικό κόστος των νομικών δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους ή έως τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους για εκείνες τις νομικές δεσμεύσεις για τις οποίες τα περισσότερα προπαρασκευαστικά στάδια έχουν αναληφθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου.

3.   Οι πιστώσεις πληρωμών καλύπτουν τις πληρωμές για την εκπλήρωση των νομικών δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια του εκάστοτε οικονομικού έτους ή προηγούμενων οικονομικών ετών.

4.   Λαμβανομένων υπόψη των αναγκών του οργανισμού και υπό την προϋπόθεση έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 15, οι μη χρησιμοποιηθείσες πιστώσεις μπορούν να εγγράφονται στις προβλέψεις εσόδων και δαπανών για το επόμενο οικονομικό έτος. Οι εν λόγω πιστώσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εμποδίζουν να μπορούν αναλήψεις υποχρεώσεων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό για δράσεις διάρκειας άνω του ενός οικονομικού έτους να κατανέμονται σε περισσότερα έτη ως ετήσιες δόσεις.

Άρθρο 7

Αρχή της ισοσκέλισης

1.   Ο προϋπολογισμός είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις πιστώσεις πληρωμών.

2.   Ο οργανισμός δεν μπορεί να συνάπτει δάνεια στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του οργανισμού.

3.   Τυχόν δημοσιονομικό πλεόνασμα, που προκύπτει από τον γενικό προϋπολογισμό του οργανισμού ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος, θεωρείται πίστωση η οποία διατίθεται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και επιστρέφεται σε αυτά ως μείωση από την τρίτη συνεισφορά του επόμενου οικονομικού έτους.

Άρθρο 8

Αρχή της ενιαίας λογιστικής μονάδας

Ο προϋπολογισμός του οργανισμού καταρτίζεται και εκτελείται σε ευρώ και οι λογαριασμοί εμφανίζονται σε ευρώ. Ωστόσο, για τις ταμειακές ανάγκες, ο υπόλογος είναι εξουσιοδοτημένος να πραγματοποιεί πράξεις σε άλλα νομίσματα.

Άρθρο 9

Αρχή της καθολικότητας

Το σύνολο των εσόδων καλύπτει το σύνολο των πιστώσεων πληρωμών. Όλα τα έσοδα και οι δαπάνες εγγράφονται πλήρως στον προϋπολογισμό χωρίς συμψηφισμό μεταξύ τους.

Άρθρο 10

Αρχή της ειδικότητας

1.   Οι πιστώσεις εξειδικεύονται για συγκεκριμένους σκοπούς κατά τίτλους και κεφάλαια.

2.   Ο διατάκτης μπορεί να μεταφέρει πιστώσεις από ένα κεφάλαιο σε άλλο χωρίς περιορισμό και από έναν τίτλο σε άλλον κατ' ανώτατο όριο 10 % επί των πιστώσεων του έτους που εμφαίνονται στη γραμμή από την οποία πραγματοποιείται η μεταφορά.

Πέραν του ορίου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ο διατάκτης μπορεί να προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο μεταφορές πιστώσεων από τίτλο σε τίτλο. Το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει προθεσμία τριών μηνών για να αντιταχθεί στις εν λόγω μεταφορές. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, οι μεταφορές λογίζονται εγκριθείσες.

Ο διατάκτης ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για όλες τις μεταφορές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του πρώτου εδαφίου. Οι προτάσεις μεταφοράς πιστώσεων και οι διενεργούμενες μεταφορές πιστώσεων συνοδεύονται από τα κατάλληλα και λεπτομερή δικαιολογητικά που παρουσιάζουν εκτέλεση των πιστώσεων και εκτιμήσεις των αναγκών έως το τέλος του οικονομικού έτους, τόσο για τους τροφοδοτούμενους τομείς όσο και για τους τομείς από τους οποίους γίνεται η ανάληψη πιστώσεων.

Άρθρο 11

Αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης

1.   Η χρησιμοποίηση των πιστώσεων είναι σύμφωνη με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δηλαδή σύμφωνη με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας.

2.   Η αρχή της οικονομίας ορίζει ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων του καθίστανται εγκαίρως διαθέσιμα, στην ενδεδειγμένη ποσότητα και ποιότητα και στην καλύτερη τιμή.

Η αρχή της αποδοτικότητας επιδιώκει την καλύτερη σχέση μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται.

Η αρχή της αποτελεσματικότητας αφορά την εκπλήρωση των ειδικών στόχων που έχουν ορισθεί και την επίτευξη των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων.

Άρθρο 12

Εσωτερικός έλεγχος της εκτέλεσης του προϋπολογισμού

1.   Η εκτέλεση του προϋπολογισμού του οργανισμού πραγματοποιείται με αποτελεσματικό και αποδοτικό εσωτερικό έλεγχο.

2.   Για τους σκοπούς της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του οργανισμού, ως εσωτερικός έλεγχος ορίζεται η διαδικασία που εφαρμόζεται σε όλα τα επίπεδα διαχείρισης και αποσκοπεί στην παροχή εύλογης βεβαιότητας ως προς την επίτευξη των ακόλουθων στόχων:

α)

αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και οικονομία των πράξεων·

β)

αξιοπιστία των εκθέσεων·

γ)

διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων και ενημέρωση·

δ)

πρόληψη, εντοπισμός, διόρθωση και παρακολούθηση των περιπτώσεων απάτης και των παρατυπιών·

ε)

επαρκής διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με τη νομιμότητα και την κανονικότητα των υποκείμενων πράξεων.

3.   Ο αποτελεσματικός και αποδοτικός εσωτερικός έλεγχος βασίζεται στις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και περιλαμβάνει, ειδικότερα, τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), λαμβανομένων υπόψη της δομής και του μεγέθους του οργανισμού, της φύσεως των καθηκόντων που ανατίθενται σε αυτόν και των ποσών και των συνεπαγομένων χρηματοδοτικών και επιχειρησιακών κινδύνων.

Άρθρο 13

Αρχή της διαφάνειας

1.   Ο προϋπολογισμός του οργανισμού καταρτίζεται, εκτελείται και αποτελεί αντικείμενο απόδοσης λογαριασμών σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 35 στοιχείο 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, ο προϋπολογισμός του οργανισμού, μεταξύ άλλων ο πίνακας προσωπικού και οι διορθωτικοί προϋπολογισμοί, ως έχουν εγκριθεί, δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο του οργανισμού εντός τεσσάρων εβδομάδων από την έγκρισή τους.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Οικονομικός σχεδιασμός

Άρθρο 14

Ο γενικός προϋπολογισμός

1.   Ως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο επικεφαλής του οργανισμού παρέχει στο διοικητικό συμβούλιο προκαταρκτική εκτίμηση του σχεδίου γενικού προϋπολογισμού για το επόμενο έτος.

2.   Ως τις 30 Ιουνίου κάθε έτους, ο επικεφαλής του οργανισμού προτείνει αναθεωρημένη προκαταρκτική εκτίμηση του σχεδίου γενικού προϋπολογισμού για το επόμενο έτος μαζί με το σχέδιο τριετούς πλαισίου προγραμματισμού στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Ως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ο επικεφαλής του οργανισμού προτείνει το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού μαζί με το σχέδιο τριετούς πλαισίου προγραμματισμού στο διοικητικό συμβούλιο. Το σχέδιο περιλαμβάνει:

α)

τις πιστώσεις που κρίνονται αναγκαίες:

i)

για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας, προσωπικού και συνεδριάσεων του οργανισμού,

ii)

για την αναζήτηση εξωτερικών συμβουλών, ιδίως επιχειρησιακής ανάλυσης, που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του οργανισμού και για συγκεκριμένες δραστηριότητες προς το κοινό όφελος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών·

β)

πρόβλεψη των εσόδων που απαιτούνται για την κάλυψη των δαπανών.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι πιστώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) σημείο ii) αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα των συνολικών πιστώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Οι εν λόγω πιστώσεις αντανακλούν πραγματικές ανάγκες και επιτρέπουν στον οργανισμό να αναλάβει επιχειρησιακό ρόλο.

5.   Το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού συνοδεύεται από αναλυτική αιτιολόγηση και πίνακα προσωπικού.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να αποφασίσει με ομοφωνία ότι το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού καλύπτει επιπροσθέτως ένα συγκεκριμένο σχέδιο ή πρόγραμμα, εφόσον αυτό αποβαίνει σαφώς προς το κοινό όφελος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

7.   Ανάλογα με το είδος ή τον σκοπό τους, οι πιστώσεις ταξινομούνται σε τίτλους και κεφάλαια, που υποδιαιρούνται, εφόσον απαιτείται, σε άρθρα.

8.   Κάθε τίτλος μπορεί να περιλαμβάνει κεφάλαιο επιγραφόμενο ως «προσωρινές πιστώσεις». Οι πιστώσεις αυτές εγγράφονται όταν υπάρχει αβεβαιότητα, για σοβαρούς λόγους, ως προς το ποσό των απαιτούμενων πιστώσεων ή τη δυνατότητα εφαρμογής των εγγραφόμενων πιστώσεων.

9.   Τα έσοδα αποτελούνται από:

α)

συνεισφορές που καταβάλλουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη βάσει της κλείδας του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ)·

β)

λοιπά έσοδα, τα οποία περιλαμβάνουν τις κρατήσεις επί των αποδοχών του προσωπικού και τους τόκους που παράγονται από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του οργανισμού.

Το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού του οργανισμού περιλαμβάνει γραμμές για την εγγραφή εσόδων με ειδικό προορισμό και, όταν είναι δυνατόν, αναφέρει το προβλεπόμενο ύψος τους.

10.   Το διοικητικό συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, εγκρίνει το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού έως τις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Στην περίπτωση αυτή, προεδρεύει του διοικητικού συμβουλίου ο επικεφαλής του οργανισμού ή αντιπρόσωπος, που ορίζεται από τον επικεφαλής του οργανισμού, ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου, που καλείται από τον επικεφαλής του οργανισμού να εκπληρώσει το συγκεκριμένο καθήκον. Ο γενικός διευθυντής κηρύσσει την έγκριση του προϋπολογισμού και την κοινοποιεί στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

11.   Εάν, στην αρχή ενός οικονομικού έτους, δεν έχει εγκριθεί το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού, μπορεί να δαπανάται κάθε μήνα κατά κεφάλαιο ή κατά άλλη υποδιαίρεση του προϋπολογισμού ποσό που ισούται κατά μέγιστο όριο με το ένα δωδέκατο των πιστώσεων του προϋπολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους. Η εν λόγω διευθέτηση, ωστόσο, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να τίθενται στη διάθεση του οργανισμού πιστώσεις που να υπερβαίνουν το ένα δωδέκατο των πιστώσεων που προβλέπονται στο υπό κατάρτιση σχέδιο γενικού προϋπολογισμού. Το διοικητικό συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία κατόπιν πρότασης του γενικού διευθυντή, δύναται να εγκρίνει δαπάνες που υπερβαίνουν το ένα δωδέκατο, εφόσον τα συνολικά κονδύλια του προϋπολογισμού για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος δεν υπερβαίνουν εκείνα του προηγούμενου οικονομικού έτους. Ο γενικός διευθυντής δύναται να αποστέλλει πρόσκληση για την καταβολή των συνεισφορών οι οποίες είναι απαραίτητες για την κάλυψη των πιστώσεων, που εγκρίνονται δυνάμει της παρούσας διάταξης, και οι οποίες είναι καταβλητέες εντός 30 ημερών από την αποστολή της πρόσκλησης για την καταβολή των συνεισφορών.

Άρθρο 15

Διορθωτικός προϋπολογισμός

1.   Σε περίπτωση αναπόφευκτων, εξαιρετικών ή απρόβλεπτων περιστάσεων, ο γενικός διευθυντής μπορεί να προτείνει σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού καταρτίζεται, προτείνεται, θεσπίζεται και κοινοποιείται με την ίδια διαδικασία όπως και ο γενικός προϋπολογισμός. Το διοικητικό συμβούλιο ενεργεί λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω περιστάσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δημοσιονομικοί παράγοντες και εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης

Άρθρο 16

Εξουσίες και καθήκοντα του διατάκτη

1.   Ο γενικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη. Ο διατάκτης εκτελεί τον γενικό προϋπολογισμό σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες και την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, με δική του ευθύνη και εντός των ορίων των διαθέσιμων πιστώσεων. Ο διατάκτης είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της νομιμότητας και της κανονικότητας.

2.   Ο γενικός διευθυντής μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες του ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού σε υπαλλήλους του οργανισμού που υπάγονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1351 του Συμβουλίου (4) (εφεξής αναφέρεται ως «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού»), σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στους παρόντες δημοσιονομικούς κανόνες. Οι εν λόγω εξουσιοδοτούμενοι μπορούν να ενεργούν μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που τους μεταβιβάζονται ρητά.

3.   Καθήκοντα τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και διοικητικά, προπαρασκευαστικά ή δευτερεύοντα καθήκοντα που δεν συνεπάγονται άσκηση δημόσιας εξουσίας ούτε άσκηση διακριτικής ευχέρειας, είναι δυνατόν να ανατίθενται μέσω συμβάσεων σε εξωτερικούς φορείς ή οντότητες.

4.   Ο γενικός διευθυντής, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που συνδέονται με το διαχειριστικό περιβάλλον και με τη φύση των χρηματοδοτούμενων ενεργειών, προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο και συγκροτεί την οργανωτική δομή καθώς και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου που ενδείκνυνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η δημιουργία αυτής της δομής και των συστημάτων υποστηρίζεται από συνολική ανάλυση κινδύνου, η οποία λαμβάνει υπόψη τη σχετική σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας.

Το διοικητικό συμβούλιο εκφράζει σύμφωνη γνώμη στις αποφάσεις για την οργανωτική δομή του οργανισμού.

Ο γενικός διευθυντής δημιουργεί μια υπηρεσία εμπειρογνωμοσύνης και παροχής συμβουλών που θα τον βοηθά να ελέγχει τους κινδύνους που ενυπάρχουν στις δραστηριότητες του.

5.   Ο διατάκτης φυλάσσει τα δικαιολογητικά σχετικά με εκτελεσθείσες πράξεις επί πέντε έτη από την ημερομηνία της απόφασης απαλλαγής του οργανισμού για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού για το συγκεκριμένο έτος.

6.   Το άρθρο 31 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835 ισχύει για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 17

Εκ των προτέρων έλεγχοι

1.   Κάθε ενέργεια υπόκειται τουλάχιστον σε εκ των προτέρων έλεγχο στηριζόμενο σε εξέταση βάσει εγγράφων και στα διαθέσιμα αποτελέσματα ελέγχων που έχουν ήδη διενεργηθεί, σε σχέση με τις επιχειρησιακές και οικονομικές πτυχές της ενέργειας.

Οι εκ των προτέρων έλεγχοι περιλαμβάνουν την έναρξη και την επαλήθευση μιας ενέργειας.

Η έναρξη και η επαλήθευση μιας ενέργειας αποτελούν χωριστά καθήκοντα.

2.   Ως έναρξη μιας ενέργειας πρέπει να νοείται το σύνολο των προπαρασκευαστικών εργασιών πριν από τη θέσπιση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού του οργανισμού.

3.   Ως εκ των προτέρων επαλήθευση μιας ενέργειας νοείται το σύνολο των εκ των προτέρων ελέγχων που οργανώνονται από τον αρμόδιο διατάκτη με σκοπό την επαλήθευση των επιχειρησιακών και οικονομικών στοιχείων της ενέργειας. Για κάθε ενέργεια, οι υπάλληλοι που διενεργούν την επαλήθευση είναι διαφορετικοί από τους υπαλλήλους που κίνησαν τη διαδικασία.

4.   Με τους εκ των προτέρων ελέγχους επαληθεύεται η συνεκτικότητα των δικαιολογητικών εγγράφων που έχουν ζητηθεί με κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία.

Η συχνότητα και η ένταση των εκ των προτέρων ελέγχων καθορίζονται από τον αρμόδιο διατάκτη βάσει εκτιμήσεων σχετικών με τον κίνδυνο και τη σχέση κόστους-οφέλους. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο διατάκτης που είναι αρμόδιος για την επικύρωση της σχετικής πληρωμής ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες ή προβαίνει σε επιτόπιο έλεγχο, ώστε να αποκτήσει εύλογη βεβαιότητα, ως μέρος του εκ των προτέρων ελέγχου.

Σκοπός των εκ των προτέρων ελέγχων είναι να βεβαιωθεί ιδίως:

α)

η κανονικότητα της δαπάνης και του εσόδου και η συμμόρφωση τους προς τις εφαρμοστέες διατάξεις·

β)

ότι έχει τηρηθεί η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης που ορίζεται στο άρθρο 11.

Για τους σκοπούς των ελέγχων, ο διατάκτης μπορεί να θεωρεί ότι ένα σύνολο παρόμοιων μεμονωμένων πράξεων που αφορούν τρέχουσες δαπάνες μισθοδοσίας, καταβολής συντάξεων, επιστροφής εξόδων αποστολής και ιατρικών εξόδων αποτελεί ενιαία ενέργεια.

Άρθρο 18

Εκ των υστέρων έλεγχοι

1.   Ο διατάκτης μπορεί να καθιερώσει εκ των υστέρων ελέγχους προκειμένου να επαληθεύσει τις ενέργειες που έχουν ήδη εγκριθεί με βάση τους εκ των προτέρων ελέγχους. Οι εν λόγω έλεγχοι μπορούν να διοργανώνονται δειγματοληπτικά σε συνάρτηση με τους κινδύνους.

Οι εκ των υστέρων έλεγχοι μπορούν να διεξάγονται βάσει εγγράφων και, κατά περίπτωση, επιτόπου.

2.   Οι εκ των υστέρων έλεγχοι διενεργούνται από υπαλλήλους άλλους από εκείνους οι οποίοι είναι αρμόδιοι για τους εκ των προτέρων ελέγχους. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι για τους εκ των υστέρων ελέγχους δεν υπάγονται ιεραρχικά στους υπαλλήλους που είναι υπεύθυνοι για τους εκ των προτέρων ελέγχους.

Οι υπάλληλοι που είναι υπεύθυνοι για τον έλεγχο της διαχείρισης των οικονομικών πράξεων οφείλουν να διαθέτουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα.

Άρθρο 19

Ετήσια υποβολή εκθέσεων

Ο γενικός διευθυντής υποβάλλει ετήσια έκθεση στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του. Για τον σκοπό αυτό, ο γενικός διευθυντής υποβάλλει τους ετήσιους λογαριασμούς του οργανισμού εντός των προθεσμιών του άρθρου 44.

Οι ετήσιοι λογαριασμοί του οργανισμού αποτελούνται από διάφορα τμήματα, και ιδίως από:

α)

την έκθεση πεπραγμένων, στην οποία περιγράφονται οι κύριες πτυχές του οικονομικού έτους·

β)

τα δημοσιονομικά δελτία·

γ)

την έκθεση εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Οι οριστικοί λογαριασμοί συνοδεύονται από σημείωμα συντασσόμενο από τον υπόλογο, με το οποίο αυτός δηλώνει ότι οι οριστικοί λογαριασμοί έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με τις εφαρμοστέες λογιστικές αρχές, κανόνες και μεθόδους.

Οι οριστικοί λογαριασμοί περιλαμβάνουν δημοσιονομικές και διαχειριστικές πληροφορίες, καθώς και τα αποτελέσματα των ελέγχων, δηλώνοντας ότι, εκτός εάν ορίζεται άλλως σε τυχόν επιφυλάξεις σχετικές με συγκεκριμένους τομείς εσόδων και δαπανών, ο γενικός διευθυντής έχει εύλογη βεβαιότητα ότι:

α)

τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση παρέχουν πραγματική και πιστή εικόνα·

β)

οι πόροι που χορηγήθηκαν για τις δραστηριότητες που περιγράφονται στην έκθεση χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τον προβλεπόμενο σκοπό τους και με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

γ)

οι θεσπισθείσες διαδικασίες ελέγχου παρέχουν την απαραίτητη αξιοπιστία ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητα των υποκείμενων πράξεων. Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων αναφέρει τα αποτελέσματα των ενεργειών σε συνάρτηση με τους στόχους που έχουν τεθεί, τους συναφείς με τις ενέργειες κινδύνους, τη χρησιμοποίηση των παρεχόμενων πόρων και την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβάνοντας συνολική εκτίμηση του κόστους και του οφέλους των ελέγχων.

Άρθρο 20

Δημοσιονομικό δελτίο

1.   Τα δημοσιονομικά δελτία παρουσιάζονται σε ευρώ και περιλαμβάνουν:

α)

τον ισολογισμό και τον λογαριασμό κερδών και ζημιών, που εκφράζουν το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και το οικονομικό αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου του διαρρεύσαντος έτους· καταρτίζονται σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 39·

β)

την κατάσταση ταμειακών ροών, που εμφανίζει τις εισπράξεις και τις εκταμιεύσεις του οικονομικού έτους και την τελική ταμειακή κατάσταση·

γ)

την κατάσταση μεταβολών του καθαρού ενεργητικού, που παρουσιάζει επισκόπηση των κινήσεων κατά τη διάρκεια του έτους στα αποθεματικά και στα σωρευτικά αποτελέσματα.

2.   Οι σημειώσεις στις δημοσιονομικά δελτία συμπληρώνουν και σχολιάζουν τα στοιχεία που παρουσιάζονται στα δελτία της παραγράφου 1 και παρέχουν όλες τις συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες απαιτεί η διεθνώς αποδεκτή λογιστική πρακτική, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι συναφείς προς τις δραστηριότητες του οργανισμού.

Άρθρο 21

Κατάσταση σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού

Η κατάσταση σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οργανισμού περιλαμβάνει το γενικό προϋπολογισμό, τους προϋπολογισμούς που συνδέονται με ειδικές δραστηριότητες και τα πρόσθετα έσοδα, παρουσιάζεται δε σε ευρώ. Η κατάσταση εκτέλεσης του προϋπολογισμού ακολουθεί την ίδια διάρθρωση με τον προϋπολογισμό.

Περιλαμβάνει:

α)

κατάσταση που παρουσιάζει συγκεντρωτικά το σύνολο των ενεργειών του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες·

β)

τις επεξηγηματικές σημειώσεις που συμπληρώνουν και σχολιάζουν τις πληροφορίες της κατάστασης.

Άρθρο 22

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Εάν υπάλληλος συμμετέχων στη δημοσιονομική διαχείριση και στον έλεγχο των πράξεων θεωρήσει ότι μια απόφαση, την οποία οι ιεραρχικά ανώτεροί του τού επιβάλλουν να εκτελέσει ή να αποδεχθεί, είναι παράτυπη ή αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης ή την επαγγελματική δεοντολογία που υποχρεούται να τηρεί, ενημερώνει εγγράφως το γενικό διευθυντή ο οποίος επίσης απαντά εγγράφως. Εάν ο γενικός διευθυντής αδρανήσει ή επιβεβαιώσει την αρχική απόφαση ή εντολή, και ο υπάλληλος πιστεύει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν αποτελεί εύλογη απάντηση στον προβληματισμό του, ενημερώνει εγγράφως τον επικεφαλής του οργανισμού.

2.   Σε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή δωροδοκίας που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα του οργανισμού ή των μελών του, ο υπάλληλος ενημερώνει τις αρχές και τις υπηρεσίες που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Το σώμα των ελεγκτών καθώς και τυχόν εξωτερικοί ελεγκτές που διενεργούν δημοσιονομικούς ελέγχους του οργανισμού ενημερώνουν τον διατάκτη για κάθε υπόνοια παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή δωροδοκίας που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα του οργανισμού ή των μελών του.

Άρθρο 23

Υπόλογος

1.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει υπόλογο, ο οποίος υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού, είναι απολύτως ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του εντός του οργανισμού και επέχει ευθύνη έναντι του διοικητικού συμβουλίου. Ο υπόλογος ευθύνεται, στο πλαίσιο του οργανισμού, για τα εξής:

α)

ορθή εκτέλεση των πληρωμών, είσπραξη των εσόδων και των βεβαιωμένων απαιτήσεων·

β)

τήρηση, προετοιμασία και παρουσίαση των λογαριασμών σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 του παρόντος τίτλου και με τα άρθρα 19, 20 και 21·

γ)

εφαρμογή, σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 του παρόντος τίτλου, των λογιστικών κανόνων και του λογιστικού σχεδίου·

δ)

επικύρωση των συστημάτων που θεσπίζονται από το διατάκτη για την παροχή ή την αιτιολόγηση λογιστικών πληροφοριών· ο υπόλογος έχει την εξουσία να επαληθεύει την τήρηση των κριτηρίων επικύρωσης ανά πάσα στιγμή·

ε)

διαχείριση του ταμείου.

2.   Ο υπόλογος λαμβάνει από τον διατάκτη όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση λογαριασμών οι οποίοι παρέχουν πραγματική και πιστή απεικόνιση της οικονομικής κατάστασης του οργανισμού και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Ο διατάκτης εγγυάται την αξιοπιστία αυτών των πληροφοριών.

3.   Πριν εγκριθούν οι λογαριασμοί από τον γενικό διευθυντή, ο υπόλογος τους υπογράφει, πιστοποιώντας κατά τον τρόπο αυτό ότι μπορεί να έχει την εύλογη βεβαιότητα ότι οι λογαριασμοί αποδίδουν πραγματική και πιστή εικόνα της δημοσιονομικής κατάστασης του οργανισμού.

Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου, ο υπόλογος επαληθεύει ότι οι λογαριασμοί έχουν καταρτισθεί σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες του άρθρου 39 και ότι όλα τα έσοδα και οι δαπάνες έχουν εγγραφεί στους λογαριασμούς αυτούς.

Ο διατάκτης ή οι εντολοδόχοι του διατηρούν πλήρως την ευθύνη για την ορθή χρησιμοποίηση των πόρων που διαχειρίζονται, για τη νομιμότητα και κανονικότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται υπό τον έλεγχό τους καθώς και για την πληρότητα και την ακρίβεια των πληροφοριών που διαβιβάζονται στον υπόλογο.

Ο υπόλογος έχει την εξουσία να ελέγχει τις λαμβανόμενες πληροφορίες καθώς και να πραγματοποιεί τυχόν περαιτέρω ελέγχους που κρίνει αναγκαίους πριν από την υπογραφή των λογαριασμών.

Εάν απαιτείται, διατυπώνει επιφυλάξεις και εξηγεί επακριβώς τη φύση και την έκταση των επιφυλάξεων αυτών.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, ο υπόλογος είναι ο μόνος εξουσιοδοτημένος να διαχειρίζεται μετρητά και ισοδύναμα μετρητών. Ο υπόλογος είναι υπεύθυνος για τη φύλαξή τους.

4.   Ο υπόλογος μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, να μεταβιβάσει ορισμένα καθήκοντα σε μέλη του προσωπικού που υπάγονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την άσκηση των καθηκόντων του σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες του οργανισμού.

5.   Με την επιφύλαξη ενδεχόμενων πειθαρχικών μέτρων, ο υπόλογος μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακληθεί από τα καθήκοντά του, προσωρινά ή οριστικά, από το διοικητικό συμβούλιο. Στην εν λόγω περίπτωση, το διοικητικό συμβούλιο διορίζει προσωρινό υπόλογο.

Άρθρο 24

Ευθύνη των δημοσιονομικών παραγόντων

1.   Τα άρθρα 16 έως 26 δεν προδικάζουν την ποινική ευθύνη που είναι δυνατόν να υπέχουν οι δημοσιονομικοί παράγοντες, σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας εθνικής νομοθεσίας και με τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του οργανισμού και καταπολέμησης του χρηματισμού των υπαλλήλων της Ένωσης ή των κρατών μελών.

2.   Κάθε διατάκτης και υπόλογος υπέχει πειθαρχική ευθύνη καθώς και ευθύνη προς χρηματική αποζημίωση υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του οργανισμού. Σε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή δωροδοκίας που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα του οργανισμού ή των μελών του, επιλαμβάνονται του θέματος οι αρχές και υπηρεσίες που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία, και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

3.   Κάθε υπάλληλος μπορεί να υποχρεωθεί να αποκαταστήσει, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, τη ζημία που υπέστη ο οργανισμός λόγω προσωπικών του σοβαρών παραπτωμάτων τα οποία διέπραξε κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του. Η σχετική αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται για τα πειθαρχικά ζητήματα στην ισχύουσα νομοθεσία.

4.   Όσον αφορά την ευθύνη των διατακτών, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 73 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

Άρθρο 25

Σύγκρουση συμφερόντων

1.   Απαγορεύεται σε κάθε δημοσιονομικό παράγοντα, κατά την έννοια του κεφαλαίου 2 του τίτλου III, και σε κάθε άλλο πρόσωπο που συμμετέχει στην εκτέλεση και τη διαχείριση του προϋπολογισμού, μεταξύ άλλων στις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις και στον λογιστικό ή άλλο έλεγχο, να προβαίνουν σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να δημιουργήσει σύγκρουση των συμφερόντων του με τα συμφέροντα του οργανισμού.

Εάν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, το εν λόγω πρόσωπο απέχει από τις σχετικές ενέργειες και αναφέρει το γεγονός στον γενικό διευθυντή, ο οποίος επιβεβαιώνει εγγράφως κατά πόσον υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων. Το εν λόγω πρόσωπο ενημερώνει επίσης τον ιεραρχικά ανώτερό του. Εάν ο παράγοντας είναι ο γενικός διευθυντής, τότε πρέπει να αναφέρει το ζήτημα στον επικεφαλής του οργανισμού.

Όταν διαπιστωθεί σύγκρουση συμφερόντων, το εμπλεκόμενο πρόσωπο παύει να ασκεί κάθε δραστηριότητα σχετική με το συγκεκριμένο θέμα. Ο γενικός διευθυντής, ή ο επικεφαλής του οργανισμού στην περίπτωση που η σύγκρουση συμφερόντων αφορά τον γενικό διευθυντή, προβαίνει σε περαιτέρω κατάλληλες ενέργειες.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται όταν η αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων δημοσιονομικού παράγοντα ή άλλου προσώπου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, υπονομεύεται από οικογενειακούς ή συναισθηματικούς λόγους ή από πολιτικούς ή εθνικούς δεσμούς, από οικονομικό συμφέρον ή από οποιαδήποτε σύμπτωση συμφερόντων με τον δικαιούχο.

Άρθρο 26

Διαχωρισμός καθηκόντων

Τα καθήκοντα του διατάκτη και του υπολόγου είναι διαχωρισμένα και ασυμβίβαστα μεταξύ τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Εσωτερικός έλεγχος

Άρθρο 27

Διορισμός, αρμοδιότητες και καθήκοντα του εσωτερικού ελεγκτή

1.   Ο οργανισμός έχει λειτουργία εσωτερικού ελέγχου ο οποίος διενεργείται σύμφωνα με τα σχετικά διεθνή πρότυπα.

2.   Ο εσωτερικός ελεγκτής δεν μπορεί να είναι ούτε διατάκτης ούτε ο υπόλογος.

3.   Οι εσωτερικοί ελεγκτές συμβουλεύουν τον οργανισμό ως προς την αντιμετώπιση των κινδύνων διατυπώνοντας ανεξάρτητες γνώμες σχετικά με την ποιότητα των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου και εκδίδοντας συστάσεις για τη βελτίωση των όρων εκτέλεσης των πράξεων και για την προώθηση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

Ο εσωτερικός ελεγκτής είναι ιδίως επιφορτισμένος:

α)

με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας των εσωτερικών συστημάτων διαχείρισης, καθώς και της απόδοσης των υπηρεσιών κατά την υλοποίηση της εκάστοτε πολιτικής, των προγραμμάτων και των ενεργειών σε σχέση με τους αντίστοιχους κινδύνους τους·

β)

με την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των συστημάτων εσωτερικού και λογιστικού ελέγχου που εφαρμόζονται σε κάθε πράξη εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

4.   Ο εσωτερικός ελεγκτής ασκεί τα καθήκοντά του ως προς όλες τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του οργανισμού. Διαθέτει πλήρη και απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων του. Ο εσωτερικός ελεγκτής λαμβάνει υπόψη του την ετήσια έκθεση του γενικού διευθυντή και κάθε άλλο διαθέσιμο πληροφοριακό στοιχείο.

5.   Ο εσωτερικός ελεγκτής καταρτίζει ετήσιο σχέδιο ελέγχων και το υποβάλλει στον γενικό διευθυντή.

6.   Ο εσωτερικός ελεγκτής λαμβάνει γνώση της ετήσιας εκθέσεως του διατάκτη δυνάμει του άρθρου 19 καθώς και των λοιπών διαθέσιμων ενημερωτικών στοιχείων.

7.   Ο εσωτερικός ελεγκτής υποβάλλει στον γενικό διευθυντή έκθεση σχετικά με τις διαπιστώσεις και τις συστάσεις του.

Ο εσωτερικός ελεγκτής υποβάλλει επίσης έκθεση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

εάν δεν έχουν ληφθεί υπόψη κρίσιμοι κίνδυνοι και συστάσεις,

εάν υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στην εκτέλεση των συστάσεων που διατυπώθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη.

Ο γενικός διευθυντής διασφαλίζει την τακτική παρακολούθηση της εκτέλεσης των συστάσεων λογιστικού ελέγχου.

Κάθε έτος, ο γενικός διευθυντής αποστέλλει έκθεση στο διοικητικό συμβούλιο η οποία περιέχει σύνοψη του αριθμού και του είδους των εσωτερικών λογιστικών ελέγχων που έχουν διεξαχθεί, των διατυπωθεισών συστάσεων και της συνέχειας που δόθηκε στις συστάσεις αυτές. Το διοικητικό συμβούλιο εξετάζει τις πληροφορίες και κατά πόσον οι συστάσεις έχουν εκτελεστεί πλήρως και εγκαίρως.

8.   Ο οργανισμός καθιστά διαθέσιμα τα στοιχεία επικοινωνίας του εσωτερικού ελεγκτή σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εμπλέκεται σε πράξεις δαπανών, για τους σκοπούς της εμπιστευτικής επικοινωνίας με τον εσωτερικό ελεγκτή.

9.   Οι εκθέσεις και τα πορίσματα του εσωτερικού ελεγκτή είναι προσβάσιμα στο κοινό μόνο μετά την επικύρωση από τον εσωτερικό ελεγκτή των μέτρων που λαμβάνονται για την εφαρμογή τους.

Άρθρο 28

Ανεξαρτησία του εσωτερικού ελεγκτή

Η ανεξαρτησία του εσωτερικού ελεγκτή, η ευθύνη του εσωτερικού ελεγκτή για ενέργειες κατά την άσκηση των καθηκόντων του και το δικαίωμα του εσωτερικού ελεγκτή να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Πράξεις εσόδων και δαπανών

Άρθρο 29

Πραγματοποίηση των εσόδων

1.   Η πραγματοποίηση των εσόδων περιλαμβάνει τη σύνταξη των προβλέψεων απαιτήσεων, τη βεβαίωση των δικαιωμάτων είσπραξης και την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, περιλαμβάνει και την παραίτηση από απαιτήσεις ήδη βεβαιωθείσες.

2.   Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτώνται.

Αν κατά την καταληκτική ημερομηνία που προβλέπεται στο χρεωστικό σημείωμα δεν έγινε πράγματι η είσπραξη, ο υπόλογος ενημερώνει σχετικά τον διατάκτη και κινεί αμέσως τη διαδικασία ανάκτησης με κάθε νόμιμο μέσο, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της είσπραξης με συμψηφισμό και, αν αυτός δεν είναι δυνατός, με αναγκαστική εκτέλεση.

Όταν ο διατάκτης προτίθεται να παραιτηθεί εν όλω ή εν μέρει από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης, βεβαιώνεται ότι η παραίτηση είναι κανονική και σύμφωνη με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της αναλογικότητας. Η απόφαση παραίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η απόφαση παραίτησης αναφέρει τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την είσπραξη και τα νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία βασίζεται.

Ο υπόλογος τηρεί κατάσταση των ποσών που πρέπει να εισπραχθούν. Οι απαιτήσεις του οργανισμού ομαδοποιούνται στην κατάσταση βάσει της ημερομηνίας έκδοσης του σχετικού εντάλματος είσπραξης. Ο υπόλογος αναφέρει επίσης τις αποφάσεις παραίτησης ή μερικής παραίτησης από την είσπραξη των βεβαιωθέντων ποσών. Η κατάσταση αυτή προσαρτάται στους ετήσιους λογαριασμούς του οργανισμού.

3.   Κάθε οφειλή μη εξοφλούμενη μέχρι την καταληκτική ημερομηνία που καθορίζεται στο χρεωστικό σημείωμα παράγει τόκους σύμφωνα με το άρθρο 83 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής (5).

4.   Οι απαιτήσεις του οργανισμού έναντι τρίτων καθώς και οι απαιτήσεις τρίτων έναντι του οργανισμού υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή.

Άρθρο 30

Συνεισφορά των κρατών μελών στον γενικό προϋπολογισμό του οργανισμού

1.   Ο καθορισμός συνεισφορών όταν εφαρμόζεται η κλείδα ΑΕΕ γίνεται ως εξής:

α)

όταν εφαρμόζεται η κλείδα του ΑΕΕ, η κατανομή των συνεισφορών μεταξύ των κρατών μελών από τα οποία απαιτείται συνεισφορά καθορίζεται σύμφωνα με την κλείδα ακαθάριστου εθνικού προϊόντος που προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με την απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (6) ή σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη απόφαση η οποία ενδεχομένως την αντικαθιστά·

β)

για τον υπολογισμό κάθε συνεισφοράς χρησιμοποιούνται τα δεδομένα της στήλης «Ίδιοι πόροι ΑΕΕ» του πίνακα «Ανακεφαλαίωση της χρηματοδότησης του γενικού προϋπολογισμού ανά κατηγορία ιδίων πόρων και ανά κράτος μέλος» που επισυνάπτεται στον πλέον πρόσφατο προϋπολογισμό της Ένωσης. Η συνεισφορά κάθε κράτους μέλους το οποίο απαιτείται να καταβάλλει συνεισφορά είναι ανάλογη προς το μερίδιο του ΑΕΕ του εν λόγω κράτους μέλους στο συνολικό ΑΕΕ των κρατών μελών τα οποία οφείλουν να καταβάλλουν συνεισφορά.

2.   Το χρονοδιάγραμμα καταβολής των συνεισφορών είναι το ακόλουθο:

α)

οι συνεισφορές που προορίζονται για τη χρηματοδότηση του γενικού προϋπολογισμού του οργανισμού καταβάλλονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σε τρεις ίσες δόσεις, έως τις 15 Μαρτίου, τις 15 Ιουνίου και τις 15 Οκτωβρίου του οικείου οικονομικού έτους. Ο οργανισμός αποστέλλει επιστολές προσκλήσεων για συνεισφορές στα συμμετέχοντα κράτη μέλη τουλάχιστον 60 ημέρες πριν από τις ημερομηνίες καταβολής των δόσεων·

β)

όταν εγκρίνεται διορθωτικός προϋπολογισμός, οι αναγκαίες συνεισφορές καταβάλλονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη εντός 60 ημερών από την αποστολή της πρόσκλησης για τις συνεισφορές·

γ)

κάθε κράτος μέλος καταβάλλει τα τραπεζικά τέλη που σχετίζονται με την καταβολή των συνεισφορών του·

δ)

αν ο ετήσιος προϋπολογισμός δεν εγκριθεί μέχρι τις 30 Νοεμβρίου, ο οργανισμός, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, μπορεί να εκδώσει χωριστή πρόσκληση για καταβολή συνεισφοράς για το εν λόγω κράτος μέλος, το οποίο οφείλει να την καταβάλει εντός 60 ημερών από την αποστολή της πρόσκλησης για τις συνεισφορές.

Όταν η πληρωμή γίνει εντός της προθεσμίας και παραληφθεί από τον οργανισμό το πολύ εντός 10 ημερών καθ' υπέρβαση της προθεσμίας, δεν καταβάλλονται στον οργανισμό οι τόκοι που προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 3. Όταν η καταβολή καθυστερεί πάνω από δέκα ημέρες, η εισφορά βαρύνεται με τόκους υπερημερίας για όλη την περίοδο καθυστέρησης.

Άρθρο 31

Εκτέλεση δαπανών

1.   Για την εκτέλεση των δαπανών, ο διατάκτης προβαίνει σε δημοσιονομικές δεσμεύσεις και σε νομικές δεσμεύσεις, στην εκκαθάριση των δαπανών και στην έκδοση των ενταλμάτων πληρωμής, καθώς και στις προκαταρκτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των πιστώσεων.

2.   Η δημοσιονομική δέσμευση έγκειται στην πράξη κράτησης των πιστώσεων που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση μεταγενέστερων πληρωμών προς εκπλήρωση νομικών δεσμεύσεων. Νομική δέσμευση είναι η πράξη με την οποία ο διατάκτης δημιουργεί ή διαπιστώνει υποχρέωση από την οποία προκύπτει επιβάρυνση. Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις και οι νομικές δεσμεύσεις εγκρίνονται από τον ίδιο διατάκτη, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις κατατάσσονται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

ατομική: η δημοσιονομική δέσμευση είναι ατομική εφόσον ο δικαιούχος και το ποσό της δαπάνης έχουν προσδιορισθεί·

β)

συνολική: η δημοσιονομική δέσμευση είναι συνολική εφόσον τουλάχιστον ένα από τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον καθορισμό της ατομικής δέσμευσης δεν έχει προσδιορισθεί·

γ)

προσωρινή: η δημοσιονομική δέσμευση είναι προσωρινή όταν προορίζεται να καλύψει τις τρέχουσες δαπάνες διοικητικής φύσης και είτε το ποσό είτε οι τελικοί αποδέκτες δεν έχουν προσδιορισθεί οριστικά.

Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις για την ανάληψη ενεργειών των οποίων η υλοποίηση εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη μπορούν να κατανέμονται σε περισσότερα οικονομικά έτη με ετήσιες δόσεις, μόνον όταν αυτό προβλέπεται από τη βασική πράξη ή όταν αφορούν διοικητικές δαπάνες.

3.   Κάθε δαπάνη αποτελεί το αντικείμενο ανάληψης, εκκαθάρισης, εντολής πληρωμής και πληρωμής.

Εκκαθάριση μιας δαπάνης είναι η πράξη με την οποία ο διατάκτης:

α)

επαληθεύει την ύπαρξη των δικαιωμάτων είσπραξης του πιστωτή·

β)

προσδιορίζει ή επαληθεύει την ύπαρξη και το ποσό της απαίτησης·

γ)

επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η πληρωμή καθίσταται απαιτητή.

Εντολή πληρωμής των δαπανών είναι η πράξη με την οποία ο διατάκτης, αφού βεβαιωθεί για τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων, παραγγέλλει στον υπόλογο να πληρώσει το ποσό της δαπάνης την οποία έχει εκκαθαρίσει.

4.   Για κάθε μέτρο που είναι δυνατόν να προκαλέσει δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού του οργανισμού, ο διατάκτης προβαίνει σε δημοσιονομική δέσμευση πριν αναλάβει νομική δέσμευση έναντι τρίτων.

5.   Κατά το πρώτο έτος του τριετούς πλαισίου προγραμματισμού του οργανισμού παρέχεται η έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο για τις επιχειρησιακές δαπάνες του οργανισμού σχετικά τις καλυπτόμενες δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο προσδιορίζονται σαφώς.

Το πλαίσιο προγραμματισμού περιλαμβάνει λεπτομερείς στόχους και αναμενόμενα αποτελέσματα. Επίσης, περιλαμβάνει περιγραφή της ή των ενεργειών που θα χρηματοδοτηθούν, αναφέρεται δε το ποσό που διατίθεται για κάθε ενέργεια.

Οιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση στο πρώτο έτος του τριετούς πλαισίου προγραμματισμού του οργανισμού εγκρίνεται με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται για το αρχικό τριετές πλαίσιο προγραμματισμού του.

Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να μεταβιβάζει στον διατάκτη του οργανισμού την εξουσία να επιφέρει μη ουσιαστικές τροποποιήσεις στο τριετές πλαίσιο προγραμματισμού του.

Άρθρο 32

Προθεσμίες

Η πληρωμή των δαπανών πρέπει να εκτελείται εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 και στο άρθρο 111 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

Άρθρο 33

Δημόσιες συμβάσεις

1.   Όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις, ο τίτλος V του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 και ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Για τις συμβάσεις αξίας μεταξύ 60 000 EUR και των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία που ορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 για τις συμβάσεις χαμηλής αξίας που δεν υπερβαίνει τις 60 000 ευρώ.

3.   Ο οργανισμός μπορεί, χωρίς να προσφύγει σε διαδικασία ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, να συνάψει σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τις διοργανικές υπηρεσίες, το Μεταφραστικό Κέντρο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δημιουργήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2965/94 του Συμβουλίου (7), και με άλλους οργανισμούς της Ένωσης για την προμήθεια αγαθών, την παροχή υπηρεσιών ή την εκτέλεση εργασιών που παρέχουν οι τελευταίοι.

Άρθρο 34

Συμβάσεις από κοινού

1.   Ο οργανισμός μπορεί να συμμετέχει, κατόπιν αιτήσεώς του, με την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής, στην ανάθεση συμβάσεων της Επιτροπής ή διοργανικών συμβάσεων καθώς και συμβάσεων άλλων οργανισμών και οργάνων της Ένωσης.

2.   Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων συνεργασίας με τα κράτη μέλη, όπως αυτές που προβλέπονται στο κεφάλαιο IV της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, ο οργανισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει τις από κοινού διεξαγόμενες διαδικασίες σύναψης σύμβασης.

3.   Σε περίπτωση διαδικασίας σύναψης σύμβασης διεξαγόμενης από κοινού μεταξύ του οργανισμού και της αναθέτουσας αρχής ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, ισχύουν οι διαδικαστικοί κανόνες που εφαρμόζονται από τον οργανισμό.

Σε περίπτωση όπου το μερίδιο που αντιστοιχεί στην αναθέτουσα αρχή ή το οποίο διαχειρίζεται η αναθέτουσα αρχή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ισούται ή υπερβαίνει το 50 % της συνολικής εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης, ή σε άλλες δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ισχύουν οι διαδικαστικοί κανόνες της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), της οδηγίας 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ή οιασδήποτε άλλης νομικής πράξης της ΕΕ εφαρμοστέας ενδεχομένως σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο αντικείμενο.

4.   Ο οργανισμός μπορεί να χρησιμοποιεί τις από κοινού διεξαγόμενες διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων με τις αναθέτουσες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για την κάλυψη των διοικητικών του αναγκών. Στη περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται κατ' αναλογία το άρθρο 133 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012.

Άρθρο 35

Εμπειρογνώμονες

Για την επιλογή των εμπειρογνωμόνων, ο οργανισμός μπορεί να εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 287 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικής διαδικασίας που προβλέπεται στη βασική πράξη του προγράμματος, η εφαρμογή της οποίας έχει ανατεθεί στον οργανισμό. Οι εμπειρογνώμονες αυτοί αμείβονται βάσει προκαθορισμένων ποσών και επιλέγονται βάσει της επαγγελματικής τους ικανότητας.

Οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες επιλέγονται βάσει των δεξιοτήτων, της εμπειρίας και των γνώσεων που απαιτούνται προς εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και σύμφωνα με τις αρχές της αμεροληψίας, της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων.

Άρθρο 36

Επιδοτήσεις

Όσον αφορά τις επιδοτήσεις, ισχύουν ο τίτλος VI του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 και ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων της ιδρυτικής πράξης.

Άρθρο 37

Έπαθλα

1.   Όσον αφορά τα έπαθλα, ισχύουν ο τίτλος VII του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 και ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι διαγωνισμοί για έπαθλα μοναδιαίας αξίας ίσης ή ανώτερης των 10 000 EUR μπορούν να δημοσιευθούν μόνο αν προβλέπονται στο πλαίσιο προγραμματισμού του οργανισμού.

Άρθρο 38

Επισήμανση των μέσων προσφυγής

1.   Εάν μια διαδικαστική πράξη ενός διατάκτη επιδρά δυσμενώς στα δικαιώματα ενός υποψηφίου ή προσφέροντος, δικαιούχου ή αναδόχου, περιέχει επισήμανση των διαθέσιμων μέσων διοικητικής και/ή δικαστικής προσφυγής για την αμφισβήτηση της πράξης αυτής.

2.   Ειδικότερα, αναφέρονται η φύση της προσφυγής, το όργανο ή τα όργανα ενώπιον των οποίων μπορεί να ασκηθεί, καθώς και οι προθεσμίες για την άσκησή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Λογιστική

Άρθρο 39

Κανόνες που διέπουν τους λογαριασμούς

Ο οργανισμός δημιουργεί ένα λογιστικό σύστημα που να παρέχει εγκαίρως ακριβή, πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία.

Ο υπόλογος του οργανισμού εγκρίνει κανόνες με βάση τα διεθνώς αποδεκτά λογιστικά πρότυπα για τον δημόσιο τομέα. Ο υπόλογος μπορεί να παρεκκλίνει από τα εν λόγω πρότυπα εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο για να παρέχεται η πραγματική και πιστή εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού, των επιβαρύνσεων, των εσόδων και των ταμειακών ροών. Όταν ένας υπόλογος παρεκκλίνει ουσιωδώς από τα εν λόγω πρότυπα, το γεγονός αυτό αναφέρεται και αιτιολογείται στις σημειώσεις των δημοσιονομικών δελτίων.

Άρθρο 40

Λογιστικές αρχές

Τα δημοσιονομικά δελτία παρουσιάζουν στοιχεία, περιλαμβανομένων στοιχείων για τις λογιστικές πολιτικές, κατά τρόπο που να παρέχουν ουσιώδη, αξιόπιστη, συγκρίσιμη και κατανοητή πληροφόρηση. Τα δημοσιονομικά δελτία καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 39.

Άρθρο 41

Λογιστικό σύστημα

1.   Το λογιστικό σύστημα αποτελείται από τη γενική λογιστική και τη λογιστική του προϋπολογισμού. Αυτές οι δύο μορφές λογιστικής τηρούνται ανά ημερολογιακό έτος σε ευρώ.

2.   Η γενική λογιστική καταγράφει, με χρονολογική σειρά και σύμφωνα με τη διπλογραφική μέθοδο, τα γεγονότα και τις πράξεις που επηρεάζουν την οικονομική, δημοσιονομική και περιουσιακή κατάσταση του οργανισμού.

3.   Η λογιστική του προϋπολογισμού παρέχει λεπτομερή καταγραφή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του οργανισμού. Καταγράφει όλες τις πράξεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

Άρθρο 42

Βιβλία απογραφής

Ο οργανισμός τηρεί, κατά ποσότητα και κατ' αξία, βιβλία απογραφής όλων των ενσώματων, άυλων και χρηματοοικονομικών παγίων στοιχείων που αποτελούν την περιουσία του. Ο οργανισμός επαληθεύει τη συμφωνία μεταξύ των εγγραφών των βιβλίων απογραφής και της πραγματικότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Εξωτερικοί έλεγχοι και καταπολέμηση της απάτης

Άρθρο 43

Εξωτερικός έλεγχος

1.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει το σώμα των ελεγκτών για τη διενέργεια του εξωτερικού λογιστικού ελέγχου του προϋπολογισμού διοικητικής λειτουργίας και του επιχειρησιακού προϋπολογισμού, των χρηματοοικονομικών λογαριασμών και των δημοσιονομικών δελτίων του οργανισμού. Ο έλεγχος διενεργείται σύμφωνα με τα διεθνώς αποδεκτά πρότυπα ελέγχου και με την επιφύλαξη έγκρισης από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με επιπλέον όρους αναφοράς.

Τουλάχιστον ανά τριετία το σώμα των ελεγκτών παρέχει ανεξάρτητη διαβεβαίωση και γνωστοποίηση προς το διοικητικό συμβούλιο ότι οι δραστηριότητες του οργανισμού πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Για την εκπλήρωση του καθήκοντος αυτού, το σώμα των ελεγκτών δύναται να καταφύγει σε περιοδικό πρόσθετο προσωπικό, σε συμφωνία με το διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το σώμα των ελεγκτών αποτελείται από τουλάχιστον τρεις ελεγκτές προερχόμενους από διαφορετικά συμμετέχοντα κράτη μέλη και επικουρούμενους από προσωπικό που διορίζεται από το σώμα των ελεγκτών. Το εν λόγω μέλος του προσωπικού μπορεί να παραμένει καθ· ό χρόνο το μέλος του σώματος των ελεγκτών που τον πρότεινε παραμένει εν ενεργεία.

3.   Τα μέλη του σώματος των ελεγκτών διορίζονται για διάστημα τριών διαδοχικών ελέγχων. Πρέπει να διασφαλίζεται η δίκαιη εκ περιτροπής εναλλαγή των συμμετεχόντων κρατών μελών που επιθυμούν να αποστείλουν ελεγκτές.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει το σώμα των ελεγκτών επιλέγοντας μεταξύ των υποψηφίων που προτείνουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι κατά προτίμηση μέλη του ανώτατου εθνικού οργανισμού λογιστικών ελέγχων του συμμετέχοντος κράτους μέλους και να παρέχουν επαρκή εχέγγυα ασφάλειας και ανεξαρτησίας. Πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν καθήκοντα για λογαριασμό του οργανισμού ανάλογα με τις ανάγκες. Κατά την άσκηση των καθηκόντων αυτών:

α)

τα μέλη του σώματος των ελεγκτών και το προσωπικό που τα επικουρεί εξακολουθούν να πληρώνονται από τον φορέα λογιστικού ελέγχου από τον οποίον προέρχονται, ενώ εισπράττουν μόνον τα έξοδα αποστολής τους από τον οργανισμό με τους ίδιους όρους που προβλέπονται στους κανόνες που ισχύουν για τον οργανισμό·

β)

δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από κανέναν εκτός από το διοικητικό συμβούλιο· στο πλαίσιο της εντολής του για λογιστικό έλεγχο, το σώμα των ελεγκτών και τα μέλη του είναι απολύτως ανεξάρτητα και ευθύνονται μόνον για τη διενέργεια του εξωτερικού λογιστικού ελέγχου·

γ)

δίνουν αναφορά για την αποστολή τους μόνο στο διοικητικό συμβούλιο·

δ)

εξακριβώνουν εάν τα έσοδα και οι δαπάνες που διαχειρίζεται ο οργανισμός έχουν εκτελεσθεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τις αρχές της ορθής οικονομικής διαχείρισης.

5.   Το σώμα των ελεγκτών εκλέγει κάθε χρόνο τον πρόεδρό του για το επόμενο οικονομικό έτος. Θεσπίζει τους κανόνες που ισχύουν για τους λογιστικούς ελέγχους που διενεργούν τα μέλη του σύμφωνα με τα πλέον αυστηρά διεθνή πρότυπα περί λογιστικών ελέγχων. Το σώμα των ελεγκτών εγκρίνει τις εκθέσεις λογιστικού ελέγχου που συντάσσουν τα μέλη του πριν αυτές διαβιβασθούν στον γενικό διευθυντή και στο διοικητικό συμβούλιο.

6.   Οι ελεγκτές μεριμνούν για την τήρηση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και για την προστασία των δεδομένων που περιέρχονται εις γνώση τους κατά τη διάρκεια του λογιστικού ελέγχου, σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τις εν λόγω πληροφορίες και δεδομένα.

7.   Οι ελεγκτές έχουν πρόσβαση αμελλητί και χωρίς προειδοποίηση στα έγγραφα και στο περιεχόμενο οιουδήποτε υποθέματος πληροφοριών σχετικά με τα έσοδα και τις δαπάνες αυτές καθώς και στους χώρους όπου φυλάσσονται τα εν λόγω έγγραφα και υποθέματα πληροφοριών. Μπορούν να λαμβάνουν αντίγραφα. Οι συμμετέχοντες στην εκτέλεση των εσόδων και των δαπανών του οργανισμού παρέχουν στον γενικό διευθυντή και τους υπεύθυνους για το λογιστικό έλεγχο των δαπανών την αναγκαία βοήθεια για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Οι δαπάνες που συνδέονται με τον λογιστικό έλεγχο βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό του οργανισμού.

8.   Κατόπιν προτάσεως του γενικού διευθυντή ή ενός από τα κράτη μέλη το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει κατά περίπτωση να χρησιμοποιεί άλλους εξωτερικούς φορείς για τη διενέργεια ειδικών ελέγχων σε συντονισμό με την ανάθεση καθηκόντων στο σώμα ελεγκτών.

9.   Σε ειδικές περιπτώσεις, οι εθνικές ελεγκτικές αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών μπορούν, με δικά τους έξοδα και με τη σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, να λαμβάνουν οιαδήποτε πληροφορία και να εξετάζουν οιαδήποτε έγγραφα κρίνουν αναγκαία για τον έλεγχο του αντίστοιχου εθνικού μεριδίου ή για την υποβολή εκθέσεων προς την κυβέρνηση και τη Βουλή, χωρίς να θίγουν τα άλλα συμμετέχοντα κράτη μέλη ή τις αρμοδιότητες του σώματος των ελεγκτών και σύμφωνα με τους κανόνες του οργανισμού, ιδίως με τους κανόνες προστασίας δεδομένων.

Άρθρο 44

Ετήσιος έλεγχος και απαλλαγή του προϋπολογισμού του οργανισμού

1.   Έως τις 31 Μαρτίου που έπεται της λήξεως του οικονομικού έτους, ο γενικός διευθυντής υποβάλλει στο σώμα των ελεγκτών προς εξέταση και γνωμοδότησή τους σχέδιο των ετήσιων λογαριασμών του οργανισμού, όπως προβλέπονται στο άρθρο 19.

2.   Έως τις 30 Ιουνίου που έπεται της λήξεως του οικονομικού έτους, το σώμα των ελεγκτών υποβάλλει στον γενικό διευθυντή την ετήσια έκθεσή του από τον λογιστικό έλεγχο που διεξήγαγε, στην οποία περιλαμβάνεται η γνώμη και οι παρατηρήσεις του σώματος για το σχέδιο των ετήσιων λογαριασμών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3.   Έως τις 15 Ιουλίου που έπεται της λήξεως του οικονομικού έτους, ο γενικός διευθυντής υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο τους τελικούς ετήσιους λογαριασμούς που υποβλήθηκαν στο λογιστικό έλεγχο και την έκθεση επί του λογιστικού ελέγχου, συνοδευόμενους από τις απαντήσεις του οργανισμού.

4.   Έως τις 30 Οκτωβρίου που έπεται της λήξεως του οικονομικού έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τους ετήσιους λογαριασμούς που υποβλήθηκαν στο λογιστικό έλεγχο και απαλλάσσει τον γενικό διευθυντή και τον υπόλογο για το οικονομικό έτος.

5.   Αφού εγκριθούν από το διοικητικό συμβούλιο, οι ετήσιοι λογαριασμοί που υποβλήθηκαν στο λογιστικό έλεγχο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.   Όλοι οι λογαριασμοί και τα βιβλία απογραφής φυλάσσονται από τον υπόλογο επί μία πενταετία από την ημερομηνία χορήγησης της απαλλαγής τους.

Άρθρο 45

Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

1.   Η OLAF δύναται να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΕ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (11) για να διαπιστώσει εάν έχει διαπραχθεί απάτη, δωροδοκία ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα του οργανισμού σε συνάρτηση με συνεισφορά ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από τον οργανισμό.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι συμβάσεις, συμφωνίες και αποφάσεις του οργανισμού περιέχουν διατάξεις που εξουσιοδοτούν ρητά το σώμα των ελεγκτών και την OLAF να διενεργούν λογιστικούς ελέγχους και έρευνες σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΕΣΟΔΑ

Άρθρο 46

Πρόσθετα έσοδα

1.   Στο πλαίσιο της εντολής του σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, ο οργανισμός μπορεί να δεχτεί πρόσθετα έσοδα για ειδικό προορισμό:

α)

από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης κατά περίπτωση με απόλυτη τήρηση των εφαρμοστέων κανόνων, διαδικασιών και διεργασιών λήψης αποφάσεων·

β)

από κράτη μέλη, τρίτα κράτη ή άλλα τρίτα μέρη, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών από τον οργανισμό.

2.   Τα έσοδα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για τον ειδικό τους προορισμό.

3.   Το πρόσθετο διοικητικό κόστος που απορρέει από τη διαχείριση των πρόσθετων εσόδων καλύπτεται, κατά περίπτωση, από τον προϋπολογισμό των ίδιων των πρόσθετων εσόδων.

4.   Οι διατάξεις των κεφαλαίων 2 και 7 του τίτλου III ισχύουν για τα πρόσθετα έσοδα, εκτός εάν η συγκεκριμένη ή οι συγκεκριμένες συμφωνίες προβλέπουν διαφορετικούς κανόνες, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση συνάδουν με τις δημοσιονομικές αρχές του τίτλου II.

5.   Τυχόν δημοσιονομικά πλεονάσματα που προκύπτουν από τυχόν πρόσθετα έσοδα στο τέλος της περιόδου υλοποίησης, θεωρούνται πίστωση που διατίθεται για τις οντότητες που συνεισέφεραν σε αυτά, επιστρέφονται δε σε αυτές. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για άλλους ειδικούς σκοπούς, όπως ορίζεται στη συγκεκριμένη ή στις συγκεκριμένες συμφωνίες ή, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών από τον οργανισμό, όπως προτείνεται από την οικεία οντότητα.

6.   Ο υπόλογος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι παρακολουθείται χωριστά η χρησιμοποίηση των πρόσθετων εσόδων και των αντίστοιχων πιστώσεων. Ως εκ τούτου, οι συνεισφορές που προκύπτουν από πρόσθετα έσοδα υπολογίζονται χωριστά και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον ειδικό προορισμό που έχει καθοριστεί για αυτά. Για λόγους διαφάνειας, θα πρέπει επίσης να τοποθετούνται σε χωριστούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Επιπλέον, θα πρέπει να παρουσιάζονται χωριστά στην κατάσταση σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οργανισμού του άρθρου 21.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Άρθρο 47

Διαχείριση από τον οργανισμό των προϋπολογισμών που συνδέονται με ειδικές δραστηριότητες

1.   Το διοικητικό συμβούλιο δύναται, κατόπιν πρότασης του γενικού διευθυντή ή κράτους μέλους, να αποφασίζει να ανατεθεί στον οργανισμό από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη η διοικητική και οικονομική διαχείριση ορισμένων δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο, στο πλαίσιο των ειδικών σχεδίων και προγραμμάτων του οργανισμού, μπορεί να εξουσιοδοτεί τον οργανισμό, υπό τους όρους που προβλέπονται στις ρυθμίσεις που διέπουν την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων, να συνάπτει συμβάσεις και συμφωνίες επιδότησης καθώς και να συλλέγει εγκαίρως τις αναγκαίες συνεισφορές από τα εν λόγω κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς των εν λόγω κρατών μελών, προκειμένου να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από εν λόγω συμβάσεις και συμφωνίες επιδότησης.

3.   Οι διατάξεις των κεφαλαίων 2 ως 7 του τίτλου III της παρούσας απόφασης ισχύουν για τις ειδικές δραστηριότητες που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20 της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1835, εκτός αν η βασική ή οι βασικές πράξεις του προγράμματος ή του σχεδίου προβλέπουν διαφορετικούς κανόνες, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση συνάδουν με τις δημοσιονομικές βασικές αρχές του τίτλου II της παρούσας απόφασης.

4.   Τυχόν δημοσιονομικά πλεονάσματα που προκύπτουν από οιοδήποτε ειδικό σχέδιο ή πρόγραμμα θεωρούνται πίστωση διαθέσιμη για στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οιαδήποτε άλλη οντότητα που συνεισέφερε σε αυτά, και επιστρέφονται σε αυτά στο τέλος της περιόδου εφαρμογής ή χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, όπως ορίζεται στην ή στις σχετικές συμφωνίες ή αποφασίζεται από το οικείο κράτος μέλος ή την οικεία οντότητα.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48

Τροποποιήσεις

Κάθε παραπομπή στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 θεωρείται επίσης ότι λαμβάνει υπόψη τις τροποποιήσεις του.

Άρθρο 49

Κατάργηση της απόφασης 2007/643/ΚΕΠΠΑ

Η απόφαση 2007/643/ΚΕΠΠΑ καταργείται.

Άρθρο 50

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 4 Αυγούστου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. LAJČÁK


(1)  ΕΕ L 266 της 13.10.2015, σ. 55.

(2)  ΕΕ L 269 της 12.10.2007, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(4)  Απόφαση (ΕΕ) 2016/1351 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2016, σχετικά με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και την κατάργηση της απόφασης 2004/676/ΕΚ (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1).

(6)  Απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 163 της 23.6.2007, σ. 17).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2965/94 του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 1994 για τη δημιουργία Μεταφραστικού Κέντρου των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 314 της 7.12.1994, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

(9)  Οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 216 της 20.8.2009, σ. 76).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 1996 σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).