ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 176

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
30 Ιουνίου 2016


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1035 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά της ζημιογόνου τιμολόγησης των πλοίων

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

21

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίο, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

55

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

30.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 176/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1035 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

για την άμυνα κατά της ζημιογόνου τιμολόγησης των πλοίων

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 385/96 του Συμβουλίου (2) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς (3). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις οι οποίες διεξήχθησαν υπό την αιγίδα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης κατέληξαν, στις 21 Δεκεμβρίου 1994, στη σύναψη συμφωνίας όσον αφορά τις κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού στη βιομηχανία ναυπήγησης και επισκευής εμπορικών πλοίων (εφεξής καλούμενη «συμφωνία στον ναυπηγικό κλάδο»).

(3)

Στο πλαίσιο της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο, γίνεται αποδεκτό ότι, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών των συναλλαγών για την αγορά πλοίων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή αντισταθμιστικών δασμών και δασμών αντιντάμπινγκ, όπως προβλέπεται δυνάμει του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ) 1994, της συμφωνίας επί επιδοτήσεων και αντισταθμιστικών μέτρων και της συμφωνίας περί της εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 («συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994»), που προσαρτάται στη συμφωνία για την ίδρυση του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου. Επειδή έπρεπε να προβλεφθεί ένα αποτελεσματικό μέσο προστασίας κατά της πώλησης πλοίων σε τιμή χαμηλότερη της κανονικής τους αξίας που συνεπάγεται ζημία, συντάχθηκε κώδικας περί ζημιογόνου τιμολόγησης στον ναυπηγικό κλάδο, ο οποίος, μαζί με τις βασικές αρχές, αποτελεί το παράρτημα III της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο («κώδικας ΖΤ»).

(4)

Το κείμενο του κώδικα ΖΤ βασίζεται κυρίως στη συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994, παρεκκλίνει όμως από τη συμφωνία αυτή εφόσον δικαιολογείται λόγω του ειδικού χαρακτήρα των συναλλαγών για την αγορά πλοίου. Συνεπώς, είναι σκόπιμο το κείμενο του κώδικα ΖΤ να αποτυπώνεται στη νομοθεσία της Ένωσης, στο μέτρο του δυνατού, με βάση το κείμενο του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(5)

Η συμφωνία στον ναυπηγικό κλάδο και οι εξ αυτής απορρέουσες νομοθετικές διατάξεις είναι ουσιώδους σημασίας για το δίκαιο της Ένωσης.

(6)

Για να διατηρηθεί η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ορίζει η συμφωνία στον ναυπηγικό κλάδο, η Ένωση θα πρέπει να αναλάβει δράση κατά παντός πλοίου το οποίο έχει αποτελέσει αντικείμενο πρακτικής ζημιογόνου τιμολόγησης, και η πώληση του οποίου σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας προκαλεί ζημία στην ενωσιακή βιομηχανία.

(7)

Όσον αφορά τις ναυπηγικές εταιρείες, τις προερχόμενες από συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο, η πώληση πλοίου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας εκ μέρους της Ένωσης, μόνον εφόσον ο αγοραστής του πλοίου είναι από την Ένωση και εφόσον δεν πρόκειται περί πολεμικού πλοίου.

(8)

Είναι επιθυμητό να θεσπιστούν σαφείς και λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, και ειδικότερα να προβλεφθεί ότι, εφόσον είναι δυνατόν, ο υπολογισμός βασίζεται σε αντιπροσωπευτική πώληση ομοειδούς πλοίου στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων στη χώρα εξαγωγής. Είναι σκόπιμο να προσδιορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι μια εγχώρια πώληση πραγματοποιείται επί ζημία και δεν λαμβάνεται υπόψη, και υπό τις οποίες λαμβάνεται η πώληση ομοειδούς πλοίου σε τρίτη χώρα ή η κατασκευασμένη κανονική αξία. Είναι επίσης σκόπιμο να προβλέπεται ο ενδεικνυόμενος καταλογισμός των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων έναρξης λειτουργίας. Είναι επίσης αναγκαίο, όταν κατασκευάζεται η κανονική αξία, να επισημαίνεται η μέθοδος που πρόκειται να εφαρμοστεί για τον προσδιορισμό των ποσών που αντιστοιχούν στα έξοδα πωλήσεως, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το περιθώριο κέρδους, και τα οποία θα πρέπει να περιληφθούν στην αξία.

(9)

Για να μπορέσει να εφαρμοστεί ορθώς το νομοθέτημα περί καταπολέμησης της ζημιογόνου τιμολόγησης, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα εξακρίβωσης του βάσιμου των λογιστικών χρεώσεων των μεγάλων ελεγχουσών εταιρειών ή ομίλων των τρίτων χωρών, όταν πρόκειται για την εκτίμηση της δομής της τιμής κόστους.

(10)

Όταν ο καθορισμός της κανονικής αξίας αφορά χώρες χωρίς οικονομία αγοράς, φαίνεται ορθότερο να καθιερωθούν κανόνες για την επιλογή της κατάλληλης τρίτης χώρας με οικονομία αγοράς που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό και, όταν δεν είναι δυνατή η εξεύρεση κατάλληλης τρίτης χώρας, να προβλέπεται ότι η κανονική αξία είναι δυνατόν να καθορίζεται με οποιονδήποτε άλλο εύλογο τρόπο.

(11)

Είναι σκόπιμο να καθοριστεί η τιμή εξαγωγής και να απαριθμηθούν οι προσαρμογές που θα πρέπει να γίνονται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται αναγκαίο να ανακατασκευασθεί η τιμή αυτή με βάση την πρώτη τιμή στην ελεύθερη αγορά.

(12)

Για να εξασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, είναι χρήσιμο να γίνει απαρίθμηση των παραγόντων, μεταξύ άλλων, των συμβατικών κυρώσεων, που ενδέχεται να επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητα των τιμών.

(13)

Είναι ευκταίο να καθιερωθούν σαφείς και λεπτομερείς κατευθυντήριες ρυθμίσεις σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατόν να χρησιμεύσουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον η πώληση που αποτελεί αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης έχει προξενήσει σημαντική ζημία ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσει σημαντική ζημία. Όταν γίνεται προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η επίμαχη πώληση ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στη βιομηχανία της Ένωσης, θα πρέπει να δίδεται προσοχή στην επίδραση άλλων παραγόντων και, ειδικότερα, των συνθηκών που υφίστανται στην ενωσιακή αγορά.

(14)

Είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η έννοια του όρου «ενωσιακή βιομηχανία» με αναφορά στην ικανότητα κατασκευής ομοειδούς πλοίου και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με τους εξαγωγείς είναι δυνατό να εξαιρούνται από αυτή τη βιομηχανία, καθώς επίσης να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος».

(15)

Είναι απαραίτητο να προβλεφθούν οι διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υποβολή καταγγελίας ζημιογόνου τιμολόγησης, καθώς και ο απαιτούμενος βαθμός της υποστήριξης της καταγγελίας από την ενωσιακή βιομηχανία, καθώς και τα στοιχεία που αυτή η καταγγελία θα πρέπει να περιέχει σχετικά με τον αγοραστή του πλοίου, τη ζημιογόνο τιμολόγηση, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια. Είναι επίσης σκόπιμο να καθορισθούν οι διαδικασίες για την απόρριψη των καταγγελιών ή την κίνηση σχετικής διαδικασίας.

(16)

Όταν ο αγοραστής πλοίου που αποτελεί αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια άλλου συμβαλλόμενου μέρους της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο, η καταγγελία μπορεί επίσης να περιλαμβάνει αίτηση για την έναρξη έρευνας από τις αρχές αυτού του συμβαλλόμενου μέρους. Η εν λόγω αίτηση θα πρέπει να διαβιβάζεται στις αρχές του συμβαλλόμενου μέρους, εφόσον δικαιολογείται.

(17)

Εφόσον είναι αναγκαίο, είναι επίσης δυνατή η έναρξη έρευνας κατόπιν γραπτής καταγγελίας από τις αρχές του συμβαλλόμενου μέρους της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και υπό τους όρους της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο.

(18)

Είναι απαραίτητο να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο τα ενδιαφερόμενα μέρη θα ενημερώνονται σχετικά με τις πληροφορίες που χρειάζονται οι αρχές και θα τους παραχωρείται ευρεία δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου, καθώς και πλήρης δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, και ειδικότερα να ορίζονται οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αναγγέλλονται, να εκθέτουν τις απόψεις τους και να παρέχουν πληροφορίες εντός των τασσόμενων προθεσμιών, προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και πληροφορίες να λαμβάνονται υπόψη. Ενδείκνυται επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας ενδιαφερόμενος είναι δυνατόν να αποκτήσει πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί από άλλους ενδιαφερομένους και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχει συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής για τη συγκέντρωση των πληροφοριών.

(19)

Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι η περάτωση των περιπτώσεων, ανεξάρτητα από το αν έχει επιβληθεί ή όχι τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης, θα πρέπει να πραγματοποιείται το αργότερο ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ή την ημερομηνία παράδοσης του πλοίου, ανάλογα με την περίπτωση.

(20)

Οι έρευνες ή η διαδικασία θα πρέπει να περατώνονται όταν το περιθώριο της επιζήμιας τιμολόγησης είναι αμελητέο.

(21)

Η έρευνα μπορεί να περατωθεί χωρίς την επιβολή τέλους ζημιογόνου τιμολόγησης, εφόσον η πώληση πλοίου που αποτέλεσε αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης είναι οριστικά και άνευ όρων άκυρη, ή εφόσον έχει γίνει αποδεκτό ένα ισοδύναμο εναλλακτικό μέτρο επανόρθωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη η ανάγκη να αποφευχθεί η διακινδύνευση της πραγματοποίησης του στόχου που επιδιώκεται στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού.

(22)

Θα πρέπει να επιβληθεί, με απόφαση, τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης ίσο προς το ποσό του περιθωρίου ζημιογόνου τιμολόγησης, στη ναυπηγική εταιρεία η οποία πώλησε πλοίο με ζημιογόνο τιμολόγηση που προκάλεσε ζημία στην ενωσιακή βιομηχανία, εφόσον πληρούνται όλες οι προβλεπόμενες στον παρόντα κανονισμό προϋποθέσεις. Θα πρέπει να προβλεφθούν σαφείς και λεπτομερείς κανόνες για την εκτέλεση της απόφασης αυτής, μεταξύ άλλων όλα τα αναγκαία μέτρα για την πραγματική εφαρμογής της, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη λήψη αντιμέτρων, στην περίπτωση κατά την οποία η ναυπηγική εταιρεία δεν καταβάλλει το τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης εντός της ισχύουσας προθεσμίας.

(23)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν σαφείς κανόνες όσον αφορά την άρνηση των δικαιωμάτων φόρτωσης και εκφόρτωσης στους λιμένες της Ένωσης, στα πλοία τα οποία έχει κατασκευάσει η ναυπηγική εταιρεία έναντι της οποίας έχουν επιβληθεί αντίμετρα.

(24)

Η υποχρέωση καταβολής του τέλους ζημιογόνου τιμολόγησης παύει μόνον αφού καταβληθεί εις ακέραιον το εν λόγω τέλος ή κατά τη λήξη της περιόδου κατά την οποία εφαρμόζονται τα αντίμετρα.

(25)

Κάθε ενέργεια που θα επιχειρείται δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να μην αντιβαίνει στο συμφέρον της Ένωσης.

(26)

Η Ένωση, δρώντας δυνάμει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να έχει κατά νουν ότι είναι αναγκαία η ταχεία και αποτελεσματική δράση.

(27)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η πραγματοποίηση επισκέψεων επαλήθευσης, με σκοπό τον έλεγχο στοιχείων που έχουν υποβληθεί για τη ζημιογόνο τιμολόγηση και τη ζημία, αν και οι επισκέψεις αυτού του είδους πρέπει να προϋποθέτουν την παραλαβή προσηκουσών απαντήσεων στα αποσταλέντα ερωτηματολόγια.

(28)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι, όταν τα μέρη δεν συνεργάζονται κατά τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν άλλα στοιχεία προς συναγωγή συμπερασμάτων, και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για τα μέρη από εκείνα που θα υπήρχαν εάν αυτά είχαν συνεργαστεί.

(29)

Θα πρέπει να προβλεφθεί ο τρόπος μεταχείρισης των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά μυστικά.

(30)

Είναι σημαντικό να προβλεφθεί η προσήκουσα γνωστοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και των διαπιστώσεων που έχουν προκύψει σε μέρη που νομιμοποιούνται να λάβουν γνώση των εν λόγω στοιχείων, καθώς και η πραγματοποίηση της γνωστοποίησης αυτής εντός χρονικού διαστήματος που επιτρέπει στα μέρη να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, λαμβανομένης συγχρόνως υπόψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ισχύει στην Ένωση.

(31)

Η εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρων που απαιτούνται για την εφαρμογή του σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αρχές και ορισμοί

1.   Τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης είναι δυνατόν να επιβάλλεται στον κατασκευαστή κάθε πλοίου που έχει αποτελέσει αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης, η πώληση του οποίου σε αγοραστή εκτός από αγοραστή της χώρας καταγωγής του πλοίου προκαλεί ζημία.

2.   Ένα πλοίο θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης όταν η τιμή εξαγωγής του πλοίου που πωλείται είναι χαμηλότερη από συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς πλοίου, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, όταν πωλείται σε αγοραστή της χώρας εξαγωγής.

3.   Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:

α)

ως «πλοίο» νοείται κάθε αυτοπροωθούμενο ποντοπόρο πλοίο ολικής χωρητικότητας 100 κόρων και άνω, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή προσώπων ή για την εκτέλεση εξειδικευμένης υπηρεσίας (για παράδειγμα, παγοθραυστικά και βυθοκόροι), καθώς και τα ρυμουλκά ισχύος 365 kW και άνω·

β)

ως «ομοειδές πλοίο» νοείται κάθε πλοίο του ιδίου τύπου, σκοπού και μεγέθους περίπου όπως και το υπό εξέταση πλοίο, και το οποίο διαθέτει χαρακτηριστικά που ομοιάζουν ιδιαίτερα με αυτά του υπό εξέταση πλοίου·

γ)

ως «ιδίας γενικής κατηγορίας πλοίο» νοείται κάθε πλοίο του ιδίου τύπου και σκοπού, σημαντικά διαφορετικού όμως μεγέθους·

δ)

η «πώληση» καλύπτει την απόκτηση ή τη μεταβίβαση ιδιοκτησιακών συμφερόντων επί του πλοίου, εκτός από τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα τα οποία αποκτώνται ή αγοράζονται αποκλειστικά για την παροχή ασφάλειας ενός συνήθους εμπορικού δανείου·

ε)

τα «ιδιοκτησιακά συμφέροντα» περιλαμβάνουν όλα τα συμβατικά ή περιουσιακά συμφέροντα που επιτρέπουν στον δικαιούχο ή στους δικαιούχους να επωφεληθούν της εκμετάλλευσης του πλοίου εις τρόπον ουσιαστικά παρόμοιο με αυτόν ενός ιδιοκτήτη. Για τη διαπίστωση της ουσιαστικής συγκρισιμότητας, λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:

i)

οι όροι και οι περιστάσεις της συναλλαγής,

ii)

η εμπορική πρακτική του κλάδου,

iii)

αν το πλοίο της συναλλαγής περιλαμβάνεται στις δραστηριότητες του δικαιούχου ή των δικαιούχων, και

iv)

εάν στην πράξη είναι πιθανόν ο δικαιούχος ή οι δικαιούχοι των εν λόγω συμφερόντων να επωφεληθούν και να αναλάβουν τους κινδύνους από την εκμετάλλευση του πλοίου για σημαντικό μέρος της ζωής του πλοίου·

στ)

ως «αγοραστής» νοείται κάθε πρόσωπο ή εταιρεία που αποκτά ιδιοκτησιακό συμφέρον, μέσω, μεταξύ άλλων, χρηματοδοτικής μίσθωσης ή μακροπρόθεσμης ναύλωσης του πλοίου, σε συνδυασμό με την αρχική μεταβίβαση από τη ναυπηγική εταιρεία, άμεσα ή έμμεσα, περιλαμβανομένου του προσώπου ή της εταιρείας που κατέχει ή ελέγχει κάποιον αγοραστή, ή δίδει εντολές στον αγοραστή. Ένας αγοραστής «ανήκει» σε πρόσωπο ή εταιρεία εφόσον η συμμετοχή των τελευταίων υπερβαίνει το 50 % των συμφερόντων του αγοραστή. Ένα πρόσωπο ή εταιρεία ελέγχει έναν αγοραστή εφόσον το πρόσωπο ή η εταιρεία είναι νομικά ή λειτουργικά σε θέση να περιορίσει ή να διαχειριστεί τον αγοραστή, που θεωρείται ότι αφορά ποσοστό 25 % των συμφερόντων. Εφόσον αποδειχθεί ιδιοκτησιακό συμφέρον αγοραστή, εννοείται ότι δεν γίνεται χωριστός έλεγχος αυτού, εκτός εάν διαπιστωθεί το αντίθετο. Για ένα πλοίο μπορεί να υπάρχουν πλείονες αγοραστές·

ζ)

ως «εταιρεία» νοείται κάθε εταιρεία ή επιχείρηση που συστήνεται δυνάμει διάταξης του αστικού ή εμπορικού κώδικα, περιλαμβανομένων των συνεταιρικών εταιρειών και άλλων νομικών προσώπων που διέπονται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, μεταξύ άλλων αυτών που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα·

η)

ως «συμβαλλόμενο μέρος» νοείται κάθε τρίτη χώρα που είναι μέρος της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο.

Άρθρο 2

Καθορισμός της ζημιογόνου τιμολόγησης

1.   Η κανονική αξία βασίζεται καταρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, για ομοειδές πλοίο, από ανεξάρτητο αγοραστή στη χώρα εξαγωγής.

2.   Οι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ μερών που φαίνεται ότι συνδέονται μεταξύ τους ή ότι έχουν συνάψει μεταξύ τους συμψηφιστικό διακανονισμό, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν σε συνήθεις εμπορικές πράξεις και να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν επηρεάζονται από τη μεταξύ των μερών σχέση.

3.   Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις ομοειδών πλοίων στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία του ομοειδούς πλοίου υπολογίζεται με βάση την τιμή εξαγωγής ομοειδούς πλοίου, στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή αυτή είναι αντιπροσωπευτική. Εφόσον παρόμοιες πωλήσεις προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα δεν πραγματοποιούνται ή δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης, η κανονική αξία του ομοειδούς πλοίου υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό που αντιστοιχεί στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη.

4.   Οι πωλήσεις ομοειδών πλοίων στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής ή οι εξαγωγικές πωλήσεις προς μια τρίτη χώρα σε τιμές χαμηλότερες από το (πάγιο και μεταβλητό) κόστος παραγωγής ανά μονάδα, προσαυξημένο κατά τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων εξαιτίας της τιμής τους και να μη ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι οι πωλήσεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί σε τιμές που δεν επιτρέπουν την ολοσχερή κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο συνήθως θα πρέπει να είναι πενταετές.

5.   Το κόστος υπολογίζεται καταρχήν με βάση τα στοιχεία που τηρεί η ναυπηγική εταιρεία σε σχέση με την οποία διεξάγεται έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι αποδεικνύεται πως τα στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση πλοίου.

Τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί σε σχέση με την ορθή κατανομή του κόστους λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται πως η εκάστοτε κατανομή του κόστους ανταποκρίνεται σε πάγια τακτική. Εφόσον δεν υπάρχει καταλληλότερη μέθοδος, προκρίνεται η κατανομή του κόστους με βάση τον κύκλο εργασιών. Οι δαπάνες αναπροσαρμόζονται καταλλήλως όσον αφορά τα μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία του κόστους που ευνοούν τη μελλοντική ή/και τρέχουσα παραγωγή, ή κατά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δαπάνες επηρεάζονται λόγω των λειτουργιών εκκίνησης, εκτός αν ήδη αντικατοπτρίζονται στην κατανομή του κόστους βάσει του παρόντος εδαφίου.

6.   Τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, ομοειδών πλοίων, που έχει πραγματοποιήσει η υπό εξέταση ναυπηγική εταιρεία. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν με την εν λόγω βάση, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση:

α)

τον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθοριστεί για άλλες ναυπηγικές εταιρείες της χώρας καταγωγής, όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις των ομοειδών πλοίων στην εγχώρια αγορά αυτής της χώρας·

β)

τα πραγματικά ποσά που εφαρμόζονται στην παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ιδίας γενικής κατηγορίας πλοίων για την εν λόγω ναυπηγική εταιρεία στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής·

γ)

οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το προκύπτον βάσει αυτής ποσό κέρδους δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιούν υπό κανονικές συνθήκες άλλες ναυπηγικές εταιρείες, σε σχέση με τις πωλήσεις πλοίων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής.

Το κέρδος που προστίθεται για τον καθορισμό της κανονικής αξίας βασίζεται σε κάθε περίπτωση στο μέσο όρο του κέρδους που πραγματοποιείται σε εύλογη χρονική περίοδο κανονικά έξι μηνών, πριν και μετά την υπό εξέταση πώληση, και αντιστοιχεί σε εύλογο κέρδος κατά τον χρόνο που πραγματοποιήθηκε η πώληση αυτή. Κατά τον υπολογισμό αυτό, δεν λαμβάνεται υπόψη κάθε στρέβλωση που αποδεικνύεται ότι συμβάλλει σε κέρδος το οποίο δεν είναι εύλογο, κατά τη στιγμή της πώλησης.

7.   Επειδή μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της υπογραφής της σύμβασης και της παράδοσης των πλοίων, η κανονική αξία δεν περιλαμβάνει το πραγματικό κόστος, το οποίο η ναυπηγική εταιρεία αποδεικνύει ότι οφείλεται σε ανωτέρα βία και ότι υπερβαίνει σημαντικά την αύξηση του κόστους, την οποία λογικά θα μπορούσε να είχε προβλέψει η ναυπηγική εταιρεία και να τη λάβει υπόψη κατά τον χρόνο καθορισμού των όρων πώλησης.

8.   Στην περίπτωση πωλήσεων από χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς και, ιδιαίτερα, στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/755 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε μια τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή με βάση την τιμή που μια τέτοια τρίτη χώρα εφαρμόζει έναντι άλλων χωρών ή της Ένωσης ή, όταν τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, με βάση οποιοδήποτε άλλο εύλογο δεδομένο, όπως είναι η πράγματι πληρωθείσα ή η τιμή του ομοειδούς πλοίου στην Ένωση αναπροσαρμοσμένη καταλλήλως, εφόσον χρειάζεται, για να συμπεριλαμβάνει εύλογο περιθώριο κέρδους.

Μια ενδεδειγμένη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς επιλέγεται, κατά τρόπο μη στερούμενο λογικής, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη όλα τα αξιόπιστα ενημερωτικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής. Επίσης, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη τυχόν προθεσμίες.

Τα μέρη τα οποία αφορά η έρευνα ενημερώνονται λίγο χρόνο μετά την έναρξή της σχετικά με την τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς που σχεδιάζεται να επιλεγεί και τους χορηγείται προθεσμία 10 ημερών για να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους.

9.   Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το υπό εξέταση πλοίο.

10.   Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής, ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατόν να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ της ναυπηγικής εταιρείας και του αγοραστή ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατόν να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το πλοίο μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το πλοίο δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία αρχικά πωλήθηκε, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

Στις περιπτώσεις αυτές, για τον καθορισμό αξιόπιστης τιμής εξαγωγής πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ της αρχικής πώλησης και της μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

Οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή συμπεριλαμβάνουν εκείνες που επιβαρύνουν κανονικά τον αγοραστή αλλά έχουν καταβληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, είτε στο εσωτερικό της Ένωσης είτε εκτός αυτής, ο οποίος εμφανίζεται να συνδέεται ή να έχει συνάψει συμψηφιστικό διακανονισμό με τη ναυπηγική εταιρεία ή τον αγοραστή, περιλαμβάνουν δε τη συνήθη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραίωσης και φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα, τους δασμούς, τους τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ και τους λοιπούς φόρους που είναι πληρωτέοι στη χώρα εισαγωγής εξαιτίας της αγοράς του πλοίου, και ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.

11.   Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, που κανονικά σημαίνει πωλήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί εντός τριών μηνών πριν ή μετά την υπό εξέταση πώληση, ή, εάν δεν έχουν πραγματοποιηθεί παρόμοιες πωλήσεις, οποιαδήποτε κατάλληλη περίοδος. Για κάθε περίπτωση, σύμφωνα με επιμέρους αξιολόγηση, πραγματοποιούνται προσαρμογές, προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές οι οποίες επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, μεταξύ άλλων διαφορές όσον αφορά τους όρους πώλησης, τις συμβατικές κυρώσεις, τη φορολόγηση, το στάδιο εμπορίου, τις ποσότητες, τα φυσικά χαρακτηριστικά και κάθε άλλη διαφορά η οποία αποδεικνύεται ότι θίγει τη συγκρισιμότητα των τιμών. Εφόσον, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 10, θιγεί η συγκρισιμότητα των τιμών, η κανονική αξία καθορίζεται σε στάδιο εμπορίου ισοδύναμο προς το στάδιο εμπορίου της κατασκευασθείσας τιμής εξαγωγής, ή με τη δέουσα προσαρμογή που δικαιολογείται βάσει της παρούσας παραγράφου. Κατά τις προσαρμογές πρέπει να αποφεύγεται κάθε επανάληψη, κυρίως όσον αφορά τις εκπτώσεις και τις συμβατικές κυρώσεις. Όταν για τη σύγκριση της τιμής απαιτείται μετατροπή νομισμάτων, η μετατροπή αυτή διενεργείται με χρήση της τιμής συναλλάγματος κατά την ημερομηνία πώλησης, εκτός εάν η πώληση συναλλάγματος σε προθεσμιακές αγορές συνδέεται άμεσα με την υπό εξέταση εξαγωγική πώληση, οπότε λαμβάνεται υπόψη η τιμή συναλλάγματος της προθεσμιακής πώλησης. Για τον σκοπό της παρούσας διάταξης, η ημερομηνία πώλησης είναι η ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώνονται οι υλικοί όροι της πώλησης, συνήθως η ημερομηνία της σύμβασης. Ωστόσο, εφόσον οι υλικοί όροι της πώλησης μεταβάλλονται σημαντικά σε άλλη ημερομηνία, θα πρέπει να εφαρμόζεται η τιμή συναλλάγματος κατά την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη μεταβολή. Στην περίπτωση αυτή, πραγματοποιούνται οι κατάλληλες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη τυχόν παράλογες συνέπειες επί του περιθωρίου ζημιογόνου τιμολόγησης που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στις διακυμάνσεις της τιμής συναλλάγματος μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας πώλησης και της ημερομηνίας που πραγματοποιήθηκε η μεταβολή.

12.   Με την επιφύλαξη των συναφών διατάξεων που διέπουν το θέμα της δίκαιης σύγκρισης, η ύπαρξη περιθωρίων ζημιογόνου τιμολόγησης προσδιορίζεται, κατά κανόνα, με βάση τη σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με τον σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των πωλήσεων, ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Παρ' όλα αυτά, όταν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας έχει ληφθεί ως βάση ο σταθμισμένος μέσος όρος, η κανονική αυτή αξία είναι δυνατόν να συγκρίνεται με τις τιμές όλων των επιμέρους πωλήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται συστηματικά τιμές εξαγωγής οι οποίες διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο, και εφόσον η εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν οδηγεί στη διαπίστωση της εφαρμοζόμενης πρακτικής ζημιογόνου τιμολόγησης σε όλη της την έκταση.

13.   Ως περιθώριο ζημιογόνου τιμολόγησης λογίζεται το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής. Εφόσον τα περιθώρια ζημιογόνου τιμολόγησης ποικίλλουν, είναι δυνατόν να καθορίζεται ένα μέσο σταθμισμένο περιθώριο ζημιογόνου τιμολόγησης.

Άρθρο 3

Προσδιορισμός της ζημίας

1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος «ζημία» σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην ενωσιακή βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην ενωσιακή βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.   Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση:

α)

της επίπτωσης της πώλησης σε τιμή χαμηλότερη από την κανονική αξία στις τιμές στην αγορά της Ένωσης για τα ομοειδή πλοία· και

β)

των συνεπειών της πώλησης αυτής επί της ενωσιακής βιομηχανίας.

3.   Προκειμένου περί των επιπτώσεων της πώλησης σε τιμές χαμηλότερες από την κανονική αξία, εξετάζεται κατά πόσον είναι σημαντικά χαμηλότερες οι τιμές κατά την πώληση που έγινε σε τιμές κατώτερες της κανονικής αξίας, σε σύγκριση με την τιμή των ομοειδών πλοίων της ενωσιακής βιομηχανίας, ή κατά πόσον η εν λόγω πώληση προκαλεί με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε πολλοί εξ αυτών, δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία.

4.   Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες για ζημιογόνο τιμολόγηση σε σχέση με πωλήσεις πλοίων από περισσότερες από μία χώρες, οι επιπτώσεις των πωλήσεων αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι:

α)

το περιθώριο ζημιογόνου τιμολόγησης που προκύπτει σχετικά με τις αγορές από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέο, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3· και

β)

η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των πωλήσεων είναι η ενδεδειγμένη ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των πλοίων που πωλούνται από μη ενωσιακές ναυπηγικές εταιρείες στον αγοραστή, όπως επίσης και των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω πλοίων και των ομοειδών ενωσιακών πλοίων.

5.   Η εξέταση των επιπτώσεων της πώλησης σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας για την οικεία ενωσιακή βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της ενωσιακής βιομηχανίας· σε αυτούς περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι μια βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ, ζημιογόνου τιμολόγησης ή επιδοτήσεων· το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ζημιογόνου τιμολόγησης, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης της ικανότητας· παράγοντες επηρεάζοντες τις ενωσιακές τιμές· οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι περιοριστική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία.

6.   Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι η πώληση σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας προκαλεί ή έχει προκαλέσει ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι τα επίπεδα των τιμών, όπως αυτά έχουν καθορισθεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της ενωσιακής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατόν να θεωρηθούν σημαντικές.

7.   Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην της πώλησης σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στην ενωσιακή βιομηχανία, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στην πώληση σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές των πωλήσεων που πραγματοποιούν ναυπηγικές εταιρείες άλλων χωρών εκτός από τη χώρα εξαγωγής που δεν πραγματοποιούνται σε τιμές κατώτερες της κανονικής αξίας, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτης χώρας και της Ένωσης και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα της ενωσιακής βιομηχανίας.

8.   Οι επιπτώσεις της πώλησης σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας αξιολογούνται σε συνάρτηση με την παραγωγή ομοειδών πλοίων από την ενωσιακή βιομηχανία, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν τον χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις των παραγωγών και τα κέρδη. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι επιπτώσεις της πώλησης σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή σειράς πλοίων, που περιλαμβάνει το ομοειδές πλοίο, σε σχέση με το οποίο είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες πληροφορίες.

9.   Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από την πώληση σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας πρέπει να είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

Όταν εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος σημαντικής ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως:

α)

η ύπαρξη επαρκούς διαθέσιμης δυναμικότητας της ναυπηγικής εταιρείας ή η επικείμενη σημαντική αύξησή της, από την οποία προκύπτει πιθανή σημαντική αύξηση των πωλήσεων σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

β)

κατά πόσον τα πλοία εξάγονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σε σημαντικό βαθμό συμπίεση ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε διαφορετική περίπτωση και οι οποίες είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον αγορές από άλλες χώρες.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν μπορεί να έχει κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω πωλήσεων σε τιμές κατώτερες της κανονικής αξίας και ότι είναι πιθανή η πρόκληση σημαντικής ζημίας αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Άρθρο 4

Ορισμός της ενωσιακής βιομηχανίας

1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο όρος «ενωσιακή βιομηχανία» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των ενωσιακών παραγωγών που έχουν την ικανότητα παραγωγής ομοειδούς πλοίου στις σημερινές τους εγκαταστάσεις ή όταν αυτές μπορούν να τύχουν της έγκαιρης αναπροσαρμογής για την παραγωγή ομοειδούς πλοίου, ή εκείνους εξ αυτών, των οποίων αθροιστικά η ικανότητα παραγωγής ομοειδούς πλοίου αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6, του συνόλου της ενωσιακής ικανότητας παραγωγής ομοειδούς πλοίου. Ωστόσο, όταν κάποιοι παραγωγοί συνδέονται με τη ναυπηγική εταιρεία, τους εξαγωγείς ή τους αγοραστές, ή είναι οι ίδιοι αγοραστές του προϊόντος που εικάζεται ότι είναι πλοίο που αποτελεί αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης, ο όρος «ενωσιακή βιομηχανία» είναι δυνατόν να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνο τους υπόλοιπους παραγωγούς.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, γίνεται δεκτό ότι ένας παραγωγός συνδέεται με τη ναυπηγική εταιρεία, τους εξαγωγείς ή τους αγοραστές, μόνον εφόσον:

α)

ο ένας από αυτούς ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τον άλλον·

β)

και οι δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον τρίτο· ή

γ)

από κοινού ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η επίδραση της σχέσης είναι τέτοια, ώστε ο εκάστοτε παραγωγός να συμπεριφέρεται διαφορετικά εν συγκρίσει προς τους μη συνδεόμενους παραγωγούς.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι μια οντότητα ελέγχει κάποια άλλη, όταν η πρώτη έχει τη δυνατότητα, είτε νομικώς είτε λειτουργικώς, να θέτει περιορισμούς στη δεύτερη ή να κατευθύνει τις ενέργειές της.

3.   Στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 8.

Άρθρο 5

Έναρξη της διαδικασίας

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, η έναρξη έρευνας για να διαπιστωθούν η ύπαρξη, η έκταση και οι επιπτώσεις της εικαζόμενης ζημιογόνου τιμολόγησης, προϋποθέτει γραπτή καταγγελία εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και κάθε ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί επ' ονόματι της ενωσιακής βιομηχανίας.

Η καταγγελία είναι δυνατόν να υποβάλλεται προς την Επιτροπή ή προς ένα κράτος μέλος, το οποίο τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας την οποία λαμβάνει. Η καταγγελία τεκμαίρεται ότι έχει υποβληθεί την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοσή της στην Επιτροπή υπό μορφή συστημένης επιστολής, ή μετά την πράξη με την οποία η Επιτροπή πιστοποιεί ότι έλαβε την καταγγελία.

Όταν, χωρίς να έχει υποβληθεί κάποια καταγγελία, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη ζημιογόνο τιμολόγηση και τη ζημία που προκαλείται στην ενωσιακή βιομηχανία, τα κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.

2.   Η καταγγελία που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 1 κατατάσσεται το αργότερο:

α)

εντός έξι μηνών από τη στιγμή κατά την οποία ο καταγγέλλων γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει ότι πωλήθηκε το πλοίο όταν:

i)

ο καταγγέλλων κλήθηκε να υποβάλει προσφορά για την υπό αμφισβήτηση σύμβαση, μέσω ευρείας πολλαπλής προσφοράς ή κάθε άλλης διαδικασίας υποβολής προσφορών,

ii)

ο καταγγέλλων πράγματι υπέβαλε προσφορά, και

iii)

η προσφορά του καταγγέλλοντος ουσιαστικά ανταποκρινόταν στη συγγραφή υποχρεώσεων της προσφοράς·

β)

εντός εννέα μηνών από τη στιγμή κατά την οποία ο καταγγέλλων εγνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει ότι πωλήθηκε το πλοίο χωρίς πρόσκληση για την υποβολή προσφορών, δεδομένου ότι υποβλήθηκε ανακοίνωση σχετικά με την πρόθεση συμμετοχής, περιλαμβάνοντας στοιχεία τα οποία λογικά ήταν διαθέσιμα στον καταγγέλλοντα για να εντοπίσει την εν λόγω συναλλαγή, το αργότερο εντός έξι μηνών από τη στιγμή αυτή στην Επιτροπή ή σε κράτος μέλος.

Σε κάθε περίπτωση όμως η καταγγελία υποβάλλεται το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παράδοσης του πλοίου.

Λογίζεται ότι ο καταγγέλλων μπορεί να γνώριζε ότι πωλήθηκε το πλοίο, κατά τον χρόνο που δημοσιεύθηκε, στον διεθνή εμπορικό τύπο, το γεγονός της σύναψης της σύμβασης καθώς και όλα τα πολύ γενικά στοιχεία που αφορούν το πλοίο.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ως «ευρεία πολλαπλή προσφορά» λογίζεται η προσφορά κατά την οποία ο προτεινόμενος αγοραστής επεκτείνει την πρόσκληση για την υποβολή προσφοράς τουλάχιστον σε όλες τις ναυπηγικές εταιρείες, οι οποίες, όπως γνωρίζει ο αγοραστής, είναι ικανές να κατασκευάσουν το εν λόγω πλοίο.

3.   Η καταγγελία που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία:

α)

σχετικά με ζημιογόνο τιμολόγηση·

β)

σχετικά με τη ζημία·

γ)

σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πώλησης με ζημιογόνο τιμολόγηση και της ισχυριζόμενης ζημίας· και

δ)

i)

ότι, εάν το πλοίο πωλήθηκε μέσω ευρείας πολλαπλής προσφοράς, ο καταγγέλλων κλήθηκε να υποβάλει προσφορά για την υπό αμφισβήτηση σύμβαση, ότι πράγματι έπραξε αυτό, και ότι η προσφορά του καταγγέλλοντος ουσιαστικά ανταποκρίθηκε στη συγγραφή υποχρεώσεων της προσφοράς (δηλαδή, ημερομηνία παράδοσης και τεχνικές προδιαγραφές), ή

ii)

ότι, εάν το πλοίο πωλήθηκε μέσω κάθε άλλης διαδικασίας υποβολής προσφορών και ο καταγγέλλων κλήθηκε να υποβάλει προσφορά για την υπό αμφισβήτηση σύμβαση, πράγματι έπραξε τούτο και η προσφορά του καταγγέλλοντος ουσιαστικά ανταποκρίθηκε στη συγγραφή υποχρεώσεων της προσφοράς, ή

iii)

ότι, εν απουσία πρόσκλησης για την υποβολή προσφοράς εκτός από την ευρεία πολλαπλή προσφορά, ο καταγγέλλων διέθετε την ικανότητα ναυπήγησης του εν λόγω πλοίου και, αν ο καταγγέλλων εγνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει την προτεινόμενη αγορά, ότι κατέβαλε προσπάθειες που μπορούν να αποδειχθούν για να πραγματοποιήσει πώληση με τον αγοραστή, σύμφωνη με τη συγγραφή υποχρεώσεων της εν λόγω προσφοράς. Μπορεί να θεωρηθεί ότι ο καταγγέλλων εγνώριζε την προτεινόμενη αγορά, εφόσον αποδειχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής βιομηχανίας είχε καταβάλει προσπάθειες για να πραγματοποιηθεί η πώληση του εν λόγω πλοίου με τον αγοραστή αυτό, ή εφόσον αποδειχθεί ότι ήταν διαθέσιμα γενικά ενημερωτικά στοιχεία σχετικά με την προτεινόμενη αγορά από μεσίτες, οικονομολόγους, νηογνώμονες, ναυλωτές, εμπορικούς συνδέσμους ή άλλες οντότητες, οι οποίες κανονικά συμμετέχουν σε συναλλαγές του ναυπηγικού κλάδου και με τις οποίες είχε τακτικές επαφές ή δοσοληψίες ο καταγγέλλων.

4.   Η καταγγελία περιέχει τα στοιχεία που μπορεί ευλόγως να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α)

την ταυτότητα του καταγγέλλοντος και στοιχεία για τον όγκο και την αξία της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς πλοίου από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία επ' ονόματι της ενωσιακής βιομηχανίας, η καταγγελία πρέπει να προσδιορίζει τη βιομηχανία επ' ονόματι της οποίας υποβάλλεται η καταγγελία, με την απαρίθμηση όλων των γνωστών ενωσιακών παραγωγών που διαθέτουν ικανότητα ναυπήγησης ομοειδούς πλοίου και, στο μέτρο του δυνατού, πρέπει να περιέχει στοιχεία για τον όγκο και την αξία του τμήματος της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς πλοίου, το οποίο αντιπροσωπεύουν οι συγκεκριμένοι παραγωγοί·

β)

πλήρη περιγραφή του πλοίου που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης, το όνομα της εμπλεκόμενης χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και τα στοιχεία του αγοραστή του εν λόγω πλοίου·

γ)

στοιχεία για τις τιμές στις οποίες πωλούνται τα εν λόγω πλοία στις εγχώριες αγορές της χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής (ή, κατά περίπτωση, τις τιμές στις οποίες τα εν λόγω πλοία πωλούνται από τη χώρα ή τις χώρες καταγωγής ή εξαγωγής προς κάποια τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες, ή την κατασκευασμένη αξία του εν λόγω πλοίου)· επίσης, τις τιμές εξαγωγής ή, κατά περίπτωση, για τις τιμές στις οποίες τέτοια πλοία μεταπωλούνται για πρώτη φορά προς έναν ανεξάρτητο αγοραστή·

δ)

τις επιπτώσεις της πώλησης με ζημιογόνο τιμολόγηση επί των τιμών ομοειδούς πλοίου στην ενωσιακή αγορά και τις επακόλουθες συνέπειες της πώλησης στην ενωσιακή βιομηχανία, όπως προκύπτουν με βάση τους συναφείς παράγοντες και δείκτες που έχουν σημασία για την κατάσταση της ενωσιακής βιομηχανίας, όπως εκείνοι που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 5.

5.   Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

6.   Η έναρξη έρευνας βάσει της παραγράφου 1 επιτρέπεται μόνον αφού έχει διαπιστωθεί, μετά από εξέταση του βαθμού στήριξης της καταγγελίας ή αντίθεσης προς αυτήν που έχουν εκφράσει οι ενωσιακοί παραγωγοί που διαθέτουν την ικανότητα ναυπήγησης ομοειδούς πλοίου, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενωσιακής βιομηχανίας. Γίνεται δεκτό ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενωσιακής βιομηχανίας, αν υποστηρίζεται από τους ενωσιακούς παραγωγούς οι οποίοι αθροιστικά διαθέτουν ικανότητα παραγωγής ομοειδούς πλοίου αντιπροσωπεύουσα ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής ικανότητας παραγωγής ομοειδούς πλοίου, που πραγματοποιεί εκείνο το τμήμα της ενωσιακής βιομηχανίας το οποίο είτε εκφράζει την υποστήριξή του προς την καταγγελία είτε αντιτίθεται σε αυτήν. Εντούτοις, η έναρξη έρευνας δεν είναι δυνατή όταν οι ενωσιακοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής ικανότητας των ενωσιακών παραγωγών που διαθέτουν ικανότητα παραγωγής ομοειδούς πλοίου.

7.   Οι αρχές αποφεύγουν, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας, να δίδουν οποιαδήποτε δημοσιότητα στην καταγγελία για την έναρξη έρευνας. Εντούτοις, πριν γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για την έναρξη της έρευνας, πρέπει να ενημερώνεται σχετικά η κυβέρνηση της οικείας χώρας εξαγωγής.

8.   Αν, υπό ειδικές περιστάσεις, η Επιτροπή αποφασίζει την έναρξη έρευνας χωρίς να έχει ληφθεί γραπτή καταγγελία εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενωσιακής βιομηχανίας με αίτημα την έναρξη τέτοιας έρευνας, η απόφαση αυτή πρέπει να στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη ζημιογόνο τιμολόγηση, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και ότι ένα μέλος της κατά τον ισχυρισμό ζημιωθείσας ενωσιακής βιομηχανίας ανταποκρίνεται στα κριτήρια της παραγράφου 3 στοιχείο δ), τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

Εφόσον χρειάζεται, είναι επίσης δυνατή η έναρξη έρευνας κατόπιν γραπτής καταγγελίας που υποβάλλεται από τις αρχές συμβαλλόμενου μέρους. Η καταγγελία αυτή πρέπει να στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για την ύπαρξη ζημιογόνου τιμολόγησης όσον αφορά πλοίο και ότι η εν λόγω πώληση σε ενωσιακό αγοραστή σε τιμή κατώτερη της κανονικής αξίας προκαλεί ή προκάλεσε ζημία στην εγχώρια βιομηχανία του σχετικού συμβαλλόμενου μέρους.

9.   Τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη ζημιογόνο τιμολόγηση καθώς και τη ζημία αξιολογούνται ταυτοχρόνως στο πλαίσιο της απόφασης περί ενάρξεως ή μη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη ζημιογόνο τιμολόγηση ή τη ζημία, τα οποία να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης.

10.   Μια καταγγελία είναι δυνατόν να ανακαλείται πριν από την έναρξη σχετικής έρευνας, οπότε λογίζεται ως μη υποβληθείσα.

11.   Αν είναι προφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την έναρξη διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη σχετική διαδικασία εντός 45 ημερών από την υποβολή της καταγγελίας, ή, σε περίπτωση έναρξης δυνάμει της παραγράφου 8, το αργότερο εντός έξι μηνών από τη στιγμή που ήταν γνωστό ή έπρεπε να είναι γνωστό ότι πωλήθηκε το πλοίο, και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη αφού διαπιστώσει την ανάγκη έναρξης τέτοιας διαδικασίας.

12.   Στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αναγγέλλεται η έναρξη έρευνας, κατονομάζονται η επωνυμία και η χώρα της ναυπηγικής εταιρείας και του αγοραστή ή των αγοραστών και περιγραφή του σχετικού πλοίου, παρουσιάζονται περιληπτικά οι ληφθείσες πληροφορίες και ορίζεται ότι όλα τα συναφή στοιχεία πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή.

Καθορίζονται επίσης οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να αναγγελθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν τυχόν στοιχεία, προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα. Ακόμη καθορίζεται η προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5.

13.   Η Επιτροπή ενημερώνει τον εξαγωγέα, τον αγοραστή ή τους αγοραστές του πλοίου και τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις παραγωγών, των εξαγωγέων ή αγοραστών των εν λόγω πλοίων που γνωρίζει ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους εκπροσώπους της χώρας της οποίας το πλοίο αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω έρευνας και τους καταγγέλλοντες, σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας, επίσης, χωρίς να παραβλέπεται η ανάγκη προστασίας εμπιστευτικών πληροφοριών, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που έχει λάβει βάσει της παραγράφου 1 στον εξαγωγέα και στις αρχές της χώρας εξαγωγής, και ακόμη το θέτει, εφόσον της ζητηθεί, στη διάθεση άλλων εμπλεκόμενων ενδιαφερόμενων μερών για την υπόθεση.

Άρθρο 6

Η έρευνα

1.   Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και, εφόσον χρειάζεται, με τις αρχές τρίτων χωρών, αρχίζει έρευνα σε επίπεδο Ένωσης. Η έρευνα αυτή αφορά τόσο τη ζημιογόνο τιμολόγηση όσο και τη ζημία, και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως.

2.   Για τα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται σε έρευνα ζημιογόνου τιμολόγησης τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω τεκμαίρεται ότι λαμβάνεται μία εβδομάδα μετά την ημερομηνία αποστολής του στον εξαγωγέα ή διαβίβασής του στον ενδεδειγμένο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας εξαγωγής. Είναι δυνατόν να επιτραπεί παράταση της ανωτέρω προθεσμίας 30 ημερών, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη οι προθεσμίες που ισχύουν για την έρευνα, εφόσον το μέρος αποδεικνύει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την παράταση από άποψη ειδικών περιστάσεων.

3.   Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τις αρχές των τρίτων χωρών, εφόσον χρειάζεται, καθώς και από τα κράτη μέλη, να παρέχουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, και τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση των αιτήσεων αυτών.

Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία, μαζί με τα πορίσματα όλων των επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών που διενεργήθηκαν.

Όταν τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάζουν γενικό ενδιαφέρον ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι εμπιστευτικά· στην αντίθετη περίπτωση, διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους.

4.   Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τις αρχές των τρίτων χωρών, εφόσον χρειάζεται, καθώς και από τα κράτη μέλη, να διενεργούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδιαίτερα προκειμένου περί των ενωσιακών παραγωγών, καθώς και να διεξάγουν έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις παρέχουν τη συγκατάθεσή τους και ότι η κυβέρνηση της οικείας χώρας έχει ενημερωθεί επισήμως σχετικά και δεν προβάλλει αντίρρηση.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση των σχετικών αιτήσεων της Επιτροπής.

Μετά από αίτηση της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους, είναι δυνατόν να επιτρέπεται σε υπαλλήλους της Επιτροπής να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Παρομοίως, οι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να επικουρούν τους υπαλλήλους των αρχών των τρίτων χωρών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και των εν λόγω αρχών.

5.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 12, είναι δυνατόν να γίνονται δεκτά σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει γραπτή αίτηση ακρόασης εντός προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση και έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη που ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας και ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.

6.   Στη ναυπηγική εταιρεία, τον αγοραστή ή τους αγοραστές, τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της χώρας εξαγωγής, τους καταγγέλλοντες και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 12, παρέχονται, εφόσον το ζητήσουν, δυνατότητες να συναντήσουν εκείνα τα μέρη τα οποία έχουν συμφέροντα αντιτιθέμενα στα δικά τους, ούτως ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη των αντικρουόμενων απόψεων και η προβολή επιχειρημάτων προς αντίκρουση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς.

Κατά την παραχώρηση των ανωτέρω δυνατοτήτων, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του απορρήτου και διευκόλυνσης των ενδιαφερομένων.

Κανένα μέρος δεν υποχρεούται να παρίσταται στη συγκεκριμένη συνάντηση, ενώ η μη συμμετοχή σε μια συνάντηση δεν έχει αρνητικές συνέπειες για την υπόθεση του απόντος μέλους.

Τυχόν πληροφορίες που υποβάλλονται προφορικά, βάσει της παρούσας παραγράφου, λαμβάνονται υπόψη στο μέτρο που εκ των υστέρων επιβεβαιώνονται εγγράφως.

7.   Οι καταγγέλλοντες, η ναυπηγική εταιρεία, ο αγοραστής ή οι αγοραστές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 12, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής, δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, πλην των εσωτερικών εγγράφων των αρχών της Ένωσης ή των κρατών μελών, τα οποία είναι δυνατόν να χρησιμεύουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 13 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας.

Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.

8.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12, ελέγχεται κατά το δυνατόν διεξοδικότερα η ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα.

9.   Όσον αφορά τη διαδικασία σχετικά με τη σύγκριση μεταξύ τιμών, εφόσον έχει παραδοθεί ομοειδές πλοίο, η έρευνα περατώνεται το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία έναρξης.

Όσον αφορά τη διαδικασία κατά την οποία το ομοειδές πλοίο είναι υπό κατασκευήν, η έρευνα περατώνεται το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω ομοειδούς πλοίου.

Οι έρευνες που αφορούν την κατασκευασμένη αξία περατώνονται εντός έτους μετά την έναρξή τους, ή εντός έτους από την παράδοση του πλοίου, ανάλογα με το ποια είναι η τελευταία.

Οι εν λόγω προθεσμίες αναστέλλονται στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

Περάτωση χωρίς τη λήψη μέτρων, επιβολή και είσπραξη τελών ζημιογόνου τιμολόγησης

1.   Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατόν να περατωθεί.

2.   Αν δεν είναι αναγκαία η λήψη μέτρων, η έρευνα ή η διαδικασία περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 10 παράγραφος 2.

3.   Η διαδικασία περατώνεται άμεσα, όταν καθορισθεί ότι το περιθώριο ζημιογόνου τιμολόγησης είναι κατώτερο του 2 %, εκφραζόμενο σε ποσοστό της τιμής εξαγωγής.

4.   Αν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ζημιογόνος τιμολόγηση και ότι εξ αυτής προκαλείται ζημία, η Επιτροπή επιβάλλει στη ναυπηγική εταιρεία τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 10 παράγραφος 2. Το τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης ισούται με το καθορισμένο περιθώριο ζημιογόνου τιμολόγησης. Η Επιτροπή, αφού ενημερώσει τα κράτη μέλη, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασής της, και ιδίως για την είσπραξη του τέλους ζημιογόνου τιμολόγησης.

5.   Η ναυπηγική εταιρεία καταβάλλει το τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης εντός 180 ημερών αφού λάβει γνώση της σχετικής κοινοποίησης περί επιβολής του τέλους, η οποία, προς το σκοπό αυτό, θεωρείται ότι παραλαμβάνεται μία εβδομάδα από την ημερομηνία κατά την οποία αποστέλλεται στη ναυπηγική εταιρεία. Η Επιτροπή δύναται να παραχωρήσει στη ναυπηγική εταιρεία μια ευλόγως μεγαλύτερη προθεσμία πληρωμής, εφόσον η ναυπηγική εταιρεία αποδείξει ότι εάν πληρώσει εντός 180 ημερών θα καταστεί αφερέγγυος ή ότι τούτο δεν συμβιβάζεται με αναδιοργάνωση υπό δικαστική επίβλεψη, περίπτωση κατά την οποία υπολογίζεται τόκος για κάθε ανεξόφλητο τμήμα του τέλους, σε ποσοστό ίσο προς την απόδοση δευτερεύουσας αγοράς επί μεσοπρόθεσμων ομολόγων σε ευρώ, στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, συν 50 βασικές μονάδες.

Άρθρο 8

Εναλλακτικά μέτρα επανόρθωσης

Η έρευνα μπορεί να περατωθεί χωρίς την επιβολή τέλους ζημιογόνου τιμολόγησης, αν η ναυπηγική εταιρεία ακυρώσει οριστικά και άνευ όρων την πώληση που πλοίου που αποτέλεσε αντικείμενο ζημιογόνου τιμολόγησης ή αν συμμορφωθεί με ισοδύναμο εναλλακτικό μέτρο επανόρθωσης που αποδέχεται η Επιτροπή.

Η πώληση θεωρείται ακυρωθείσα μόνον εφόσον όλες οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων στην εν λόγω πώληση μερών έχουν περατωθεί, όλες οι αμοιβές που έχουν καταβληθεί σε σχέση με την πώληση έχουν επιστραφεί και όλα τα δικαιώματα επί του εν λόγω πλοίου ή μερών αυτού επιστρέφονται στη ναυπηγική εταιρεία.

Άρθρο 9

Αντίμετρα — άρνηση δικαιωμάτων φόρτωσης και εκφόρτωσης

1.   Αν η οικεία ναυπηγική εταιρεία δεν καταβάλει το τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 7, η Επιτροπή επιβάλλει αντίμετρα στα πλοία που κατασκευάζονται από την εν λόγω ναυπηγική εταιρεία με τη μορφή άρνησης των δικαιωμάτων φόρτωσης και εκφόρτωσης.

Η Επιτροπή παρέχει πληροφορίες στα κράτη μέλη μόλις προκύψουν οι λόγοι για αντίμετρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

2.   Η απόφαση περί επιβολής των αντιμέτρων αρχίζει να ισχύει 30 ημέρες μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανατρέπεται μόλις η ναυπηγική εταιρεία καταβάλει εις το ακέραιον το τέλος ζημιογόνου τιμολόγησης. Τα αντίμετρα αφορούν όλα τα πλοία τα οποία έχουν αγορασθεί στο διάστημα τετραετίας από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης. Σε κάθε πλοίο επιβάλλεται αντίμετρο επί τέσσερα έτη μετά την παράδοσή του. Οι εν λόγω περίοδοι μπορεί να μειωθούν μόνο κατόπιν και σύμφωνα με την έκβαση διεθνούς διαδικασίας για την επίλυση διαφορών σχετικά με τα επιβληθέντα αντίμετρα.

Τα πλοία για τα οποία απορρίπτονται τα δικαιώματα φόρτωσης και εκφόρτωσης καθορίζονται βάσει απόφασης την οποία εκδίδει η Επιτροπή και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών δεν επιτρέπουν τη φόρτωση και εκφόρτωση των πλοίων που έχουν στερηθεί των δικαιωμάτων φόρτωσης και εκφόρτωσης.

Άρθρο 10

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 11

Επιτόπιες επαληθεύσεις

1.   Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επιτόπιες επαληθεύσεις, προκειμένου να εξετάσει τα στοιχεία που τηρούν οι εξαγωγείς, οι ναυπηγικές εταιρείες, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί, οι εμπορικές ενώσεις και οργανισμοί, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί για τη ζημιογόνο τιμολόγηση και τη ζημία. Η Επιτροπή δύναται να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει επιτόπια επαλήθευση εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προσήκουσα και εμπρόθεσμη απάντηση.

2.   Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζει τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και επιπλέον ότι έχει ενημερώσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της οικείας χώρας, χωρίς αυτή η τελευταία να διατυπώσει αντίρρηση για τη διενέργεια της έρευνας. Το συντομότερο δυνατό μετά την εξασφάλιση της συγκατάθεσης των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιεί στις αρχές της χώρας εξαγωγής τις ονομασίες και διευθύνσεις των επιχειρήσεων, στις εγκαταστάσεις των οποίων πρόκειται να πραγματοποιηθεί επιτόπια επαλήθευση, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.

3.   Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με τον χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευθούν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, καθώς και τα σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης αυτής, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να ζητούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται χρήσιμα με βάση τις πληροφορίες που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.

4.   Κατά τις επιτόπιες επαληθεύσεις που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή επικουρείται από αξιωματούχους των κρατών μελών που υποβάλλουν το σχετικό αίτημα.

Άρθρο 12

Άρνηση συνεργασίας

1.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2.   Η μη παροχή απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παροχή απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα καθίστατο επαχθέστερη ή θα συνεπαγόταν υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.

3.   Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια, και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4.   Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της μη αποδοχής· επίσης, πρέπει να του δίδεται η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κριθούν ικανοποιητικές, πρέπει να καθίστανται γνωστοί οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών και να αναπτύσσονται στα δημοσιευόμενα πορίσματα.

5.   Σε περίπτωση που τα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για το θέμα της κανονικής αξίας, στηρίζονται στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όποτε είναι εφικτό και τηρουμένων των προθεσμιών που ισχύουν για την έρευνα, να ελέγχονται με βάση στοιχεία προερχόμενα από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, τα οποία ενδεχομένως είναι διαθέσιμα, όπως τιμοκαταλόγους, επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις πωλήσεις και τελωνειακές στατιστικές, ή στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έρευνα.

6.   Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργαστεί ή συνεργάζεται μεν αλλά μόνον εν μέρει και με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες, το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργαστεί.

Άρθρο 13

Εμπιστευτικότητα

1.   Οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως απόρρητη κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κάποιον ανταγωνιστή ή επειδή η γνωστοποίησή της θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε το συγκεκριμένο στοιχείο αυτός που το έχει προσκομίσει), ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα, με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες είναι υποχρεωμένα να υποβάλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των ιδίων πληροφοριών. Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως περιεκτικές, ώστε να επιτρέπουν σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας της εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίας που έχει προσκομισθεί. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη επιτρέπεται συγχρόνως να δηλώνουν ότι η πληροφορία που προσκομίζουν δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, πρέπει να επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.

3.   Σε περίπτωση που κρίνεται ότι μία αίτηση τήρησης του απορρήτου είναι απορριπτέα και ο παρέχων την πληροφορία είτε δεν είναι διατεθειμένος να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία, είτε να επιτρέψει την κοινοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μην λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδεικνύεται από έγκυρες πηγές ότι είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την τήρηση του απορρήτου δεν πρέπει να απορρίπτονται αυθαίρετα.

4.   Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στις αρχές της Ένωσης να αποκαλύπτουν πληροφορίες γενικού χαρακτήρα και ιδίως τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή να αποκαλύπτουν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν οι αρχές της Ένωσης, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επεξήγηση των λόγων αυτών κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Κάθε αποκάλυψη αυτής της μορφής λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών, ώστε να μη διαρρέουν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.

5.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν αποκαλύπτουν πληροφορίες που έλαβαν δυνάμει του παρόντος κανονισμού για τις οποίες ο πάροχός τους ζήτησε εμπιστευτική μεταχείριση, χωρίς τη ρητή άδεια του παρόχου. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και όλα τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, δεν αποκαλύπτονται, εκτός αν αυτό προβλέπεται ρητά στον παρόντα κανονισμό.

6.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.

Άρθρο 14

Αποκάλυψη πληροφοριών

1.   Οι καταγγέλλοντες, η ναυπηγική εταιρεία, ο εξαγωγέας, ο αγοραστής ή οι αγοραστές του πλοίου και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό, βάσει των οποίων πρόκειται να συσταθεί η επιβολή τέλους ζημιογόνου τιμολόγησης, ή η περάτωση έρευνας ή διαδικασίας χωρίς την επιβολή τέλους.

2.   Οι αιτήσεις για την τελική αποκάλυψη στοιχείων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, αποστέλλονται γραπτώς στην Επιτροπή και παραλαμβάνονται εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή.

3.   Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να γίνεται το συντομότερο δυνατό και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση. Αν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατό σε μεταγενέστερο στάδιο.

Η αποκάλυψη δεν θίγει μεταγενέστερες αποφάσεις που τυχόν λαμβάνει η Επιτροπή, αλλά αν η απόφαση στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατό.

4.   Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 10 ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος.

Άρθρο 15

Έκθεση

Η Επιτροπή, στην ετήσια έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή και την υλοποίηση μέτρων εμπορικής άμυνας, που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036, περιλαμβάνει και πληροφορίες σχετικά με την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 16

Τελικές διατάξεις

1.   Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:

α)

οιουδήποτε ειδικού κανόνα που προβλέπεται στις συμφωνίες οι οποίες συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών·

β)

ειδικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο.

2.   Δεν πραγματοποιείται έρευνα δυνάμει του παρόντος κανονισμού ούτε επιβάλλονται μέτρα, εφόσον τα μέτρα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις της Ένωσης, που αναλαμβάνει στο πλαίσιο της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο ή κάθε άλλης σχετικής διεθνούς συμφωνίας.

Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει με κανένα τρόπο την Ένωση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει δυνάμει των διατάξεων της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο όσον αφορά την επίλυση των διαφορών.

Άρθρο 17

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 385/96 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο (7).

Δεν εφαρμόζεται σε πλοία των οποίων η αγορά έχει συμφωνηθεί πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο, εκτός από τα πλοία των οποίων η αγορά συμφωνείται μετά τις 21 Δεκεμβρίου 1994 και η παράδοσή τους εντός πενταετίας τουλάχιστον από την ημερομηνία της σύμβασης. Τα πλοία αυτά υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν η ναυπηγική εταιρεία αποδείξει ότι η μεγάλη προθεσμία παράδοσης οφείλεται σε συνήθεις εμπορικούς λόγους και όχι για να αποφευχθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Ιανουαρίου 2016.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 385/96 του Συμβουλίου, της 29ης Ιανουαρίου 1996, για την άμυνα κατά της ζημιογόνου τιμολόγησης των πλοίων (ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 21).

(3)  Βλέπε παράρτημα I.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε σελίδα 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/755 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 33).

(7)  Η ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας στον ναυπηγικό κλάδο θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη σειρά L.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 385/96 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 21)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1)

Μόνο σημείο 5 του παραρτήματος


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 385/96

Παρών κανονισμός

Άρθρα 1 έως 4

Άρθρα 1 έως 4

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο εισαγωγική φράση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, εισαγωγική φράση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) εισαγωγική φράση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) εισαγωγική φράση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) πρώτη περίπτωση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο i)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο ii)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) τρίτη περίπτωση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο iii)

Άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφοι 3 έως 10

Άρθρο 5 παράγραφοι 3 έως 10

Άρθρο 5 παράγραφος 11 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 11 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 11 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 11 τρίτη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 12 πρώτη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 12 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 12 δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 12 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τρίτη και τέταρτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 6 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 7 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 7 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφοι 8 και 9

Άρθρο 6 παράγραφοι 8 και 9

Άρθρα 7 έως 11

Άρθρα 7 έως 11

Άρθρο 12 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος

Άρθρο 12 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 12 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 12 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 13

Άρθρο 13

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 14 παράγραφος 3 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 3 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 14α

Άρθρο 15

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 16

Άρθρο 18

Παράρτημα I

Παράρτημα II


30.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 176/21


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1036 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (2) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (3) και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 («συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994») περιέχει λεπτομερείς κανόνες, οι οποίοι αφορούν, ιδίως, τον υπολογισμό του ντάμπινγκ, τις διαδικασίες έναρξης και διεξαγωγής της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης και αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών, την επιβολή προσωρινών μέτρων, την επιβολή και είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ, τη διάρκεια ισχύος και την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ, καθώς και τη διάθεση στο κοινό στοιχείων σχετικών με έρευνες αντιντάμπινγκ.

(3)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994, το κείμενο της συμφωνίας αυτής θα πρέπει να αποτυπωθεί κατά το δυνατόν στην ενωσιακή νομοθεσία.

(4)

Κατά την εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994, είναι απαραίτητο, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), να ληφθεί υπόψη από την Ένωση η ερμηνεία που δίδουν στους κανόνες αυτούς οι σημαντικότεροι εμπορικοί της εταίροι.

(5)

Ενδείκνυται η θέσπιση σαφών και λεπτομερών κανόνων σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Ειδικότερα, θα πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις ο υπολογισμός να βασίζεται σε αντιπροσωπευτικές πωλήσεις στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων στη χώρα εξαγωγής. Είναι σκόπιμο να δοθούν διευκρινίσεις σχετικά με το πότε τα μέρη θεωρούνται συνδεδεμένα όσον αφορά τον καθορισμό του ντάμπινγκ. Είναι σκόπιμο να προσδιορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιούνται επί ζημία και δεν λαμβάνονται υπόψη, και εκείνες υπό τις οποίες λαμβάνονται υπόψη οι υπόλοιπες πωλήσεις ή μια κατασκευασμένη κανονική αξία ή οι πωλήσεις προς κάποια τρίτη χώρα. Είναι επίσης σκόπιμο να προβλέπεται ο ενδεικνυόμενος καταλογισμός των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων έναρξης λειτουργίας, και να θεσπισθούν κατευθυντήριες διατάξεις σχετικά με τον ορισμό της έναρξης λειτουργίας, καθώς και σχετικά με την έκταση και τη μέθοδο του καταλογισμού. Είναι επίσης αναγκαίο, όταν κατασκευάζεται η κανονική αξία, να επισημαίνεται η μέθοδος που πρόκειται να εφαρμοσθεί για τον προσδιορισμό των ποσών που αντιστοιχούν στα έξοδα πωλήσεως, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στο περιθώριο κέρδους και τα οποία θα πρέπει να περιληφθούν στην αξία.

(6)

Όταν ο καθορισμός της κανονικής αξίας αφορά χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, φαίνεται ορθότερο να καθιερωθούν κανόνες για την επιλογή της κατάλληλης τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό, όταν όμως δεν είναι δυνατή η εξεύρεση κατάλληλης τρίτης χώρας, να προβλέπεται ότι η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με οποιονδήποτε άλλο εύλογο τρόπο.

(7)

Είναι σκόπιμο να καθοριστεί η τιμή εξαγωγής και να απαριθμηθούν οι προσαρμογές που πρέπει να γίνονται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται αναγκαίο να ανασκευασθεί η τιμή αυτή με βάση την πρώτη τιμή στην ελεύθερη αγορά.

(8)

Για να εξασφαλισθεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, είναι χρήσιμο να γίνει απαρίθμηση των παραγόντων που ενδέχεται να επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητα των τιμών, και να θεσπισθούν ειδικοί κανόνες σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο πραγματοποίησης των προσαρμογών, να επισημανθεί δε ότι πρέπει να αποφεύγεται η επανάληψη προσαρμογών. Είναι ακόμη αναγκαίο να προβλέπεται η δυνατότητα συγκρίσεως χρησιμοποιώντας μέσες τιμές, αν και οι επιμέρους τιμές εξαγωγής είναι δυνατό να συγκρίνονται με μια μέση κανονική αξία, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επιμέρους τιμές εξαγωγής ποικίλλουν ανάλογα με τον πελάτη, την περιφέρεια ή τη χρονική περίοδο.

(9)

Ενδείκνυται η καθιέρωση σαφών και λεπτομερών κατευθυντήριων ρυθμίσεων σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ έχουν προξενήσει σημαντική ζημία ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσουν σημαντική ζημία. Όταν γίνεται προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο όγκος και το ύψος των τιμών των επίμαχων εισαγωγών ευθύνονται για τη ζημία που προξενείται στην ενωσιακή βιομηχανία, πρέπει να δίδεται προσοχή στην επίδραση άλλων παραγόντων, και ειδικότερα των συνθηκών που υφίστανται στην ενωσιακή αγορά.

(10)

Είναι χρήσιμο να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «ενωσιακή βιομηχανία» και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με εξαγωγείς είναι δυνατό να εξαιρούνται από αυτήν τη βιομηχανία, καθώς επίσης να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος». Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα λήψης μέτρων αντιντάμπινγκ για λογαριασμό των παραγωγών μιας περιφέρειας της Ένωσης και να θεσπιστούν κατευθυντήριες ρυθμίσεις σχετικά με τον ορισμό της εν λόγω περιφέρειας.

(11)

Είναι απαραίτητο να καθοριστεί ποιοι δύνανται να υποβάλλουν καταγγελία αντιντάμπινγκ, ο απαιτούμενος βαθμός υποστήριξης της καταγγελίας από την ενωσιακή βιομηχανία, καθώς και τα στοιχεία που αυτή η καταγγελία πρέπει να περιέχει σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια. Είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι διαδικασίες για την απόρριψη των καταγγελιών ή την κίνηση σχετικής διαδικασίας.

(12)

Πρέπει να προβλεφθεί ο τρόπος με τον οποίο οι ενδιαφερόμενοι θα ενημερώνονται σχετικά με τις πληροφορίες που χρειάζονται οι αρχές. Θα πρέπει να παραχωρείται στους ενδιαφερόμενους ευρεία δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου, καθώς και πλήρης δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, και ειδικότερα να ορίζονται οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αναγγέλλονται, να εκθέτουν τις απόψεις τους και να παρέχουν πληροφορίες εντός των τασσομένων προθεσμιών προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και πληροφορίες να λαμβάνονται υπόψη. Ενδείκνυται επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας ενδιαφερόμενος μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί από άλλους ενδιαφερομένους και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχει συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής για τη συγκέντρωση των πληροφοριών.

(13)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις για την επιβολή προσωρινών δασμών περιλαμβανομένης της προϋποθέσεως ότι η επιβολή προσωρινών δασμών δεν επιτρέπεται πριν από την πάροδο 60 ημερών από την κίνηση της σχετικής διαδικασίας, ούτε μετά την πάροδο εννέα μηνών από αυτήν. Για διοικητικούς λόγους, είναι ομοίως απαραίτητο να προβλέπεται ότι αυτοί οι δασμοί είναι δυνατό να επιβάλλονται σε όλες τις περιπτώσεις από την Επιτροπή είτε απευθείας για διάστημα εννέα μηνών είτε σε δύο στάδια διάρκειας έξι και τριών μηνών.

(14)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι διαδικασίες αποδοχής υποχρεώσεων, με τις οποίες εξαλείφεται το ντάμπινγκ και η ζημία, αντί της επιβολής προσωρινών ή οριστικών δασμών. Ενδείκνυται επίσης να καθοριστούν οι συνέπειες της μη τήρησης ή της ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, καθώς και να προβλεφθεί ότι είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες για μη τήρηση ή όταν απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη συμπλήρωση των πορισμάτων. Κατά την αποδοχή μιας ανάληψης υποχρέωσης πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και η τήρησή τους να μην οδηγούν σε συμπεριφορά αντίθετη στον ανταγωνισμό.

(15)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι η περάτωση των υποθέσεων, ανεξαρτήτως του αν θα ληφθούν ή όχι οριστικά μέτρα, θα πρέπει να γίνεται κατά κανόνα εντός 12 μηνών και σε κάθε περίπτωση όχι μετά την παρέλευση 15 μηνών από την έναρξη της έρευνας.

(16)

Οι έρευνες ή οι διαδικασίες πρέπει να περατούνται όταν το ντάμπινγκ είναι ασήμαντο ή όταν η ζημία είναι αμελητέα και είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι καταστάσεις αυτές. Όταν πρόκειται να επιβληθούν μέτρα, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών και να διευκρινίζεται ότι τα μέτρα πρέπει να αφορούν ποσό κατώτερο του περιθωρίου του ντάμπινγκ, εφόσον το κατώτερο αυτό ποσό αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, όπως επίσης να προσδιορίζεται η μέθοδος υπολογισμού του επιπέδου των μέτρων σε περιπτώσεις δειγματοληψίας.

(17)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί η δυνατότητα αναδρομικής είσπραξης προσωρινών δασμών αν κρίνεται ενδεδειγμένο και να καθοριστούν οι συνθήκες που μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα για την αναδρομική εφαρμογή δασμών, προκειμένου να αποτραπεί η υπονόμευση της αποτελεσματικότητας των οριστικών μέτρων που σχεδιάζεται να εφαρμοσθούν. Είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ότι η αναδρομική εφαρμογή δασμών επιτρέπεται σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης αναλήψεων υποχρεώσεων.

(18)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι τα μέτρα παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, από την επανεξέτασή τους, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ. Είναι ακόμη ανάγκη να προβλεφθεί ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν υποβληθεί επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταβολή των συνθηκών, διενεργείται επανεξέταση ή έρευνα, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, ενδείκνυται να προβλεφθεί ότι, σε περίπτωση επανυπολογισμού του ντάμπινγκ, για τον οποίον απαιτείται η ανακατασκευή των τιμών εξαγωγής, οι δασμοί δεν αντιμετωπίζονται ως δαπάνη προκύψασα μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκάστοτε δασμός αντανακλάται στις τιμές των προϊόντων που υπόκεινται σε μέτρα στην Ένωση.

(19)

Είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ρητώς η δυνατότητα επανεκτίμησης των τιμών εξαγωγής και των περιθωρίων ντάμπινγκ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δασμός απορροφάται από τον εξαγωγέα μέσω συμψηφιστικού διακανονισμού, ενώ τα επιβληθέντα μέτρα δεν αντανακλώνται στις τιμές των προϊόντων που υπόκεινται στα μέτρα αυτά στην Ένωση.

(20)

Η συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994 δεν περιλαμβάνει διατάξεις για το θέμα της καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ, μολονότι σε χωριστή απόφαση υπουργών της GATT αναγνωρίστηκε ότι οι καταστρατηγήσεις αποτελούν πρόβλημα, το οποίο παραπέμφθηκε προς επίλυση στην επιτροπή αντιντάμπινγκ της GATT. Δεδομένης της μέχρι σήμερα αποτυχίας των πολυμερών διαπραγματεύσεων και εν αναμονή της έκβασης της παραπομπής του θέματος στην επιτροπή αντιντάμπινγκ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), είναι ανάγκη να συμπεριληφθούν στην ενωσιακή νομοθεσία διατάξεις για την αντιμετώπιση ορισμένων πρακτικών, όπως είναι η απλή συναρμολόγηση στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα, με τις οποίες επιδιώκεται πρωτίστως η καταστρατήγηση μέτρων αντιντάμπινγκ.

(21)

Είναι επίσης σκόπιμο να διευκρινισθούν οι πρακτικές οι οποίες αποτελούν καταστρατήγηση των μέτρων που εφαρμόζονται. Οι πρακτικές καταστρατήγησης μπορούν να λάβουν χώρα στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Ένωσης. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι απαλλαγές από τους επεκταθέντες δασμούς που ενδεχομένως έχουν χορηγηθεί στους εισαγωγείς μπορούν επίσης να χορηγηθούν στους εξαγωγείς όταν επιβάλλονται δασμοί για να αντιμετωπιστεί η καταστρατήγηση που λαμβάνει χώρα εκτός Ένωσης.

(22)

Ενδείκνυται να επιτρέπεται η αναστολή μέτρων αντιντάμπινγκ σε περίπτωση πρόσκαιρης μεταβολής των συνθηκών στην αγορά, η οποία αίρει προσωρινά τη σκοπιμότητα της συνέχισης επιβολής των εκάστοτε μέτρων.

(23)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγές για τις οποίες διεξάγεται έρευνα είναι δυνατό να καταγράφονται κατά τη στιγμή που διενεργούνται ώστε να επιτρέπεται η μεταγενέστερη λήψη μέτρων κατ' αυτών.

(24)

Για να διασφαλισθεί η προσήκουσα επιβολή των μέτρων, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με το εισαγωγικό εμπόριο προϊόντων που υπόκεινται σε έρευνα ή σε μέτρα, καθώς και σχετικά με τα ποσά των δασμών που εισπράττονται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(25)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα πραγματοποίησης επισκέψεων, με σκοπό την επαλήθευση και τον έλεγχο στοιχείων που έχουν υποβληθεί για το θέμα του ντάμπινγκ και της ζημίας, αν και οι επισκέψεις αυτού του είδους πρέπει να προϋποθέτουν την παραλαβή προσηκουσών απαντήσεων στα αποσταλμένα ερωτηματολόγια.

(26)

Έχει σημασία να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψιών σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό συναλλασσομένων ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη ολοκλήρωση των ερευνών.

(27)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι, όταν τα μέρη δεν συνεργάζονται κατά τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν άλλα στοιχεία προς εξαγωγή συμπερασμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για τα μέρη από εκείνα που θα υπήρχαν αν είχαν συνεργασθεί.

(28)

Πρέπει να προβλεφθεί ο τρόπος μεταχείρισης των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά μυστικά.

(29)

Είναι σημαντικό να προβλεφθεί η προσήκουσα γνωστοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και των διαπιστώσεων που έχουν προκύψει σε μέρη που νομιμοποιούνται να λάβουν γνώση των εν λόγω στοιχείων, καθώς και η πραγματοποίηση της γνωστοποίησης αυτής εντός χρονικού διαστήματος που επιτρέπει στα μέρη να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, λαμβανομένης συγχρόνως υπόψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ισχύει στην Ένωση.

(30)

Θα ήταν φρόνιμο να καθιερωθεί διοικητικό σύστημα που θα προβλέπει τη δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων σχετικά με το κατά πόσον ένα μέτρο είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του συμφέροντος των καταναλωτών, όπως επίσης να καθορισθούν, αφενός, οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβάλλονται τα σχετικά στοιχεία και, αφετέρου, τα δικαιώματα ενημέρωσης των ενδιαφερόμενων μερών,

(31)

H εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις για την έγκριση προσωρινών και οριστικών δασμών και για την περάτωση της έρευνας χωρίς λήψη μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(32)

Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έγκριση προσωρινών μέτρων λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων αυτών των μέτρων και του γεγονότος ότι η έγκριση οριστικών μέτρων αποτελεί τη λογική τους συνέχεια. Πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, την έναρξη ή μη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, την παράταση της αναστολής των μέτρων και την αποκατάσταση των μέτρων λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων αυτών των μέτρων σε σύγκριση με οριστικά μέτρα. Όταν μια καθυστέρηση στην επιβολή μέτρων θα προκαλούσε ζημία που θα ήταν δύσκολο να επανορθωθεί, είναι απαραίτητο να επιτρέπεται στην Επιτροπή να εγκρίνει αμέσως εφαρμοστέα προσωρινά μέτρα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αρχές

1.   Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης προκαλεί ζημία.

2.   Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Ένωση είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

3.   Ως χώρα εξαγωγής θεωρείται κατά κανόνα η χώρα καταγωγής. Εντούτοις, χώρα εξαγωγής ενδέχεται να είναι κάποια ενδιάμεση χώρα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, επί παραδείγματι, τα εκάστοτε προϊόντα απλώς διαμετακομίζονται μέσω της χώρας αυτής ή δεν παράγονται σε αυτήν ή δεν υφίσταται γι' αυτά κάποια συγκρίσιμη τιμή στην εν λόγω χώρα.

4.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής τους παρόντος κανονισμού, ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.

Άρθρο 2

Καθορισμός του ντάμπινγκ

1.   Η κανονική αξία βασίζεται καταρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής.

Ωστόσο, στην περίπτωση που ο εξαγωγέας στη χώρα εξαγωγής δεν παράγει ή δεν πωλεί το ομοειδές προϊόν, η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι πωλητές ή παραγωγοί.

Οι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ μερών που φαίνεται ότι συνδέονται μεταξύ τους ή έχουν συνάψει μεταξύ τους συμψηφιστικό διακανονισμό είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν σε συνήθεις εμπορικές πράξεις και να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν επηρεάζονται από τη μεταξύ των μερών σχέση.

Για να καθοριστεί αν δύο μέρη είναι συνδεδεμένα, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ο ορισμός των συνδεδεμένων μερών που δίδεται στο άρθρο 127 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής (5).

2.   Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος που προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση χρησιμοποιούνται καταρχήν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εν λόγω πωλήσεων αντιπροσωπεύει ποσοστό 5 % τουλάχιστον του όγκου πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος προς την Ένωση. Εντούτοις, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και μικρότερος όγκος πωλήσεων, όταν, επί παραδείγματι, οι εφαρμοζόμενες τιμές θεωρούνται αντιπροσωπευτικές της οικείας αγοράς.

3.   Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν αυτές δεν είναι επαρκείς ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη ή με βάση τις τιμές εξαγωγής, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές.

Οι ειδικές συνθήκες της αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου θεωρείται ότι επικρατούν, μεταξύ άλλων, όταν οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές, όταν ασκείται σημαντικό αντισταθμιστικό εμπόριο ή όταν υπάρχουν καθεστώτα τελειοποίησης μη εμπορικού χαρακτήρα.

4.   Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής ή οι εξαγωγικές πωλήσεις προς μια τρίτη χώρα, σε τιμές χαμηλότερες από το (πάγιο και μεταβλητό) κόστος παραγωγής ανά μονάδα, προσαυξημένο κατά τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων εξαιτίας της τιμής τους και ενδέχεται να μη ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι οι πωλήσεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα και σε σημαντικές ποσότητες και ότι οι τιμές τους δεν επιτρέπουν την ολοσχερή κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Στην περίπτωση τιμών που υπολείπονται του κόστους κατά τον χρόνο της πώλησης, αλλά είναι υψηλότερες από το μέσο σταθμισμένο κόστος κατά την περίοδο έρευνας, γίνεται δεκτό ότι οι τιμές αυτές επιτρέπουν την κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Ως παρατεταμένο θεωρείται κατά κανόνα χρονικό διάστημα ενός έτους, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αρκεί χρονικό διάστημα βραχύτερο του εξαμήνου· επίσης, για να γίνει δεκτό ότι πωλήσεις σε τιμές κάτω του κόστους ανά μονάδα έχουν πραγματοποιηθεί σε σημαντικές ποσότητες εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η μέση σταθμισμένη τιμή πώλησης είναι κατώτερη του μέσου σταθμισμένου κόστους ανά μονάδα ή ότι ο όγκος των πωλήσεων σε τιμές κάτω του κόστους ανά μονάδα αντιπροσωπεύει ποσοστό 20 % τουλάχιστον των πωλήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

5.   Το κόστος υπολογίζεται καταρχήν με βάση τα στοιχεία που τηρεί το μέρος σε σχέση με το οποίο διεξάγεται έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι αποδεικνύεται πως τα στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος.

Αν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται ευλόγως στα στοιχεία του εν λόγω μέρους, αυτές προσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση το κόστος άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα, ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων των στοιχείων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

Τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σε σχέση με το θέμα της ορθής κατανομής του κόστους λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται πως η εκάστοτε κατανομή του κόστους ανταποκρίνεται σε πάγια πρακτική. Εφόσον δεν υπάρχει καταλληλότερη μέθοδος, προκρίνεται η κατανομή του κόστους με βάση τον κύκλο εργασιών. Το κόστος αναπροσαρμόζεται καταλλήλως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία του κόστους που ευνοούν τη μελλοντική και/ή την τρέχουσα παραγωγή, εκτός αν αυτά αντικατοπτρίζονται ήδη στην κατανομή του κόστους βάσει του παρόντος εδαφίου.

Σε περίπτωση που το κόστος που αντιστοιχεί σε τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους επηρεάζεται από τη χρήση νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων, οι οποίες προϋποθέτουν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και από χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, ως αποτέλεσμα της έναρξης λειτουργίας της επιχείρησης που λαμβάνει χώρα κατά την έρευνα ή κατά τη διάρκεια ενός τμήματος αυτής, ως μέσο κόστος του σταδίου έναρξης λειτουργίας θεωρείται εκείνο που ισχύει, βάσει των προαναφερθέντων κανόνων κατανομής, κατά τη λήξη του εν λόγω σταδίου· το μέσο αυτό κόστος, στην τιμή που έχει προκύψει γι' αυτό συνυπολογίζεται, για την οικεία χρονική περίοδο, στο μέσο σταθμισμένο κόστος για το οποίο γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4. Η διάρκεια του σταδίου έναρξης λειτουργίας καθορίζεται με βάση τα δεδομένα που ισχύουν για τον εκάστοτε παραγωγό ή εξαγωγέα, αλλά δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ένα ενδεδειγμένο αρχικό τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους. Για τους σκοπούς της αναπροσαρμογής του κόστους που ισχύει κατά την περίοδο έρευνας, λαμβάνονται υπόψη τυχόν πληροφορίες που αφορούν το στάδιο έναρξης λειτουργίας πέραν της ως άνω καθοριζόμενης περιόδου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά έχουν υποβληθεί πριν από την πραγματοποίηση επιτόπιων επαληθεύσεων και εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας.

6.   Τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίο αφορά η έρευνα. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν με αυτή τη βάση, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση:

α)

τον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθορισθεί για άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς ως προς τους οποίους γίνεται η έρευνα όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής·

β)

τα πραγματικά ποσά που εφαρμόζονται από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό στην παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής·

γ)

οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το προκύπτον βάσει αυτής ποσό κέρδους δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιούν υπό κανονικές συνθήκες άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί σε σχέση με τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής.

7.

α)

Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς (6), η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ένωσης, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Ένωση για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης αν χρειάζεται ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

Μία κατάλληλη τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς θα επιλέγεται με εύλογο τρόπο, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη κάθε αξιόπιστη πληροφορία διαθέσιμη κατά τη στιγμή της επιλογής. Επίσης θα λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές προθεσμίες. Όπου είναι σκόπιμο, θα χρησιμοποιείται μία τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς η οποία εμπλέκεται στην ίδια έρευνα.

Οι υποκείμενοι σε έρευνα θα ενημερώνονται, αμέσως μετά την έναρξή της, σχετικά με την τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς που προβλέπεται να χρησιμοποιηθεί, και θα έχουν προθεσμία 10 ημερών για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

β)

Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Βιετνάμ και το Καζαχστάν καθώς και από οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γ), ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως, εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο α).

γ)

Ένας ισχυρισμός κατά το στοιχείο β) γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό,

οι οικείες επιχειρήσεις υπόκεινται σε νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος η οποία εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα, και

ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο λαμβάνεται κανονικά εντός επτά μηνών, και εν πάση περιπτώσει όχι πέραν των οχτώ μηνών, από την έναρξη της έρευνας, αφού δοθεί στην ενωσιακή βιομηχανία η δυνατότητα να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με την ανάλυση των ισχυρισμών κατά το στοιχείο β) κανονικά εντός 28 εβδομάδων από την έναρξη της έρευνας.

δ)

Αν η Επιτροπή έχει περιορίσει το αντικείμενο της έρευνάς της κατ' εφαρμογή του άρθρου 17, η λήψη απόφασης σύμφωνα με τα στοιχεία β) και γ) της παρούσας παραγράφου περιορίζεται στα μέρη που περιλαμβάνονται στην έρευνα και σε κάθε παραγωγό στον οποίον αναγνωρίζεται ατομική μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3.

8.   Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Ένωση.

9.   Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

Στις περιπτώσεις αυτές, για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Ένωσης πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

Οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή συμπεριλαμβάνουν εκείνες που επιβαρύνουν κανονικά τον εισαγωγέα, αλλά έχουν καταβληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, είτε στο εσωτερικό της Ένωσης είτε εκτός αυτής, ο οποίος εμφανίζεται να συνδέεται ή να έχει συνάψει συμψηφιστικό διακανονισμό με τον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα, περιλαμβάνουν δε τη συνήθη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραίωσης και φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα· τους δασμούς, τους τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ και τους λοιπούς φόρους που είναι πληρωτέοι στη χώρα εισαγωγής εξαιτίας της εισαγωγής ή της πώλησης των εμπορευμάτων και ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.

10.   Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

Φυσικά χαρακτηριστικά

Πραγματοποιείται προσαρμογή για τις διαφορές των φυσικών χαρακτηριστικών του οικείου προϊόντος. Το ύψος της προσαρμογής αντιστοιχεί σε εύλογη εκτίμηση της αγοραίας αξίας της διαφοράς.

β)

Επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή και έμμεσοι φόροι

Η κανονική αξία προσαρμόζεται κατά ποσό που αντιστοιχεί στις τυχόν επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή στους έμμεσους φόρους στους οποίους υπόκειται το ομοειδές προϊόν, καθώς και τα φυσικώς ενσωματωμένα σε αυτό υλικά, όταν το προϊόν προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής και όταν οι εν λόγω επιβαρύνσεις και φόροι δεν εισπράττονται ή επιστρέφονται για το εξαγόμενο στην Ένωση προϊόν.

γ)

Εκπτώσεις επί της τιμής, επιστροφές και ποσότητες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές όσον αφορά τις εκπτώσεις επί της τιμής και τις επιστροφές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρέχονται με βάση διαφορές στις ποσότητες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι εκπεφρασμένες με τον δέοντα τρόπο σε αριθμούς και συνδέονται άμεσα με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Επίσης είναι δυνατό να πραγματοποιείται προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές επί προθεσμία, εφόσον η σχετική αίτηση στηρίζεται σε πάγια πρακτική κατά τις περιόδους που προηγήθηκαν, πληρούνται δε και προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να γεννηθεί δικαίωμα για έκπτωση ή επιστροφή.

δ)

Στάδιο εμπορίας

i)

Παρέχεται η δυνατότητα πραγματοποίησης προσαρμογής για διαφορές στα επίπεδα εμπορίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών εκείνων που είναι δυνατόν να προκύψουν από πωλήσεις των κατασκευαστών αναλόγου εξοπλισμού, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδεικνύεται, προκειμένου περί του κυκλώματος διανομής και στις δύο αγορές, ότι η τιμή εξαγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής, αντιστοιχεί σε διαφορετικό στάδιο εμπορίας σε σύγκριση με την κανονική αξία και εφόσον η διαφορά επέδρασε επί της συγκρισιμότητας των τιμών, η οποία αποδεικνύεται από τις επίμονες και σαφείς διαφορές στις λειτουργίες και στις τιμές του πωλητού για τα διάφορα επίπεδα εμπορίου στην εγχώρια αγορά της εξάγουσας χώρας. Το ποσό της προσαρμογής βασίζεται στην αγοραία αξία της διαφοράς.

ii)

Ωστόσο, σε περιστάσεις που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο i), όταν η διαφορά στο επίπεδο εμπορίου δεν μπορεί να υπολογισθεί ελλείψει αντιστοίχων επιπέδων στην εσωτερική αγορά, ή όταν ορισμένες λειτουργίες αφορούν σαφώς επίπεδα εμπορίου άλλα από αυτό που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για σύγκριση, μπορεί να επιτραπεί ειδική προσαρμογή.

ε)

Έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και παρεπόμενα έξοδα

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές όσον αφορά τις άμεσες δαπάνες για τη μεταφορά του εκάστοτε προϊόντος από τις εγκαταστάσεις του εξαγωγέα σε έναν ανεξάρτητο αγοραστή, εφόσον τα εν λόγω έξοδα συμπεριλαμβάνονται στις εφαρμοζόμενες τιμές. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται τα έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα.

στ)

Συσκευασία

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τη συσκευασία του εκάστοτε προϊόντος.

ζ)

Πίστωση

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στο κόστος των πιστώσεων που έχουν ενδεχομένως χορηγηθεί για τις υπό εξέταση πωλήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των εφαρμοζόμενων τιμών.

η)

Έξοδα μετά την πώληση

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις άμεσες δαπάνες για την παροχή εγγυήσεων, ασφαλειών, τεχνικής βοήθειας και υπηρεσιών, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος και/ή η σύμβαση πώλησης.

θ)

Προμήθειες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις.

Ο όρος «προμήθειες» εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

ι)

Μετατροπές νομισμάτων

Όταν για τη σύγκριση της τιμής απαιτείται μετατροπή νομισμάτων, η μετατροπή αυτή διενεργείται με τη χρήση της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημερομηνία πώλησης, εκτός αν μια πώληση συναλλάγματος σε προθεσμιακές αγορές συνδέεται άμεσα με την υπό εξέταση εξαγωγική πώληση, οπότε λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία της προθεσμιακής πώλησης. Κατά κανόνα, ως ημερομηνία πώλησης λαμβάνεται η ημερομηνία του τιμολογίου, αλλά είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της συμβάσεως, της εντολής αγοράς ή της επιβεβαίωσης εντολής, αν οι τελευταίες αυτές ημερομηνίες κρίνονται καταλληλότερες για τον καθορισμό των ουσιωδών όρων της πώλησης. Δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ στους εξαγωγείς παραχωρούνται 60 ημέρες προκειμένου να προσαρμοσθούν σε σταθερές αυξομειώσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά τη διάρκεια της υπό έρευνα περιόδου.

ια)

Άλλοι παράγοντες

Επίσης παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής για διαφορές που προκύπτουν λόγω άλλων παραγόντων μη προβλεπομένων στα στοιχεία α) έως ι), υπό τον όρο της κατάδειξης της επίδρασής τους επί της συγκρισιμότητας των τιμών, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, ιδίως εάν οι πελάτες συστηματικά πληρώνουν διαφορετικές τιμές στην εγχώρια αγορά επειδή υπάρχουν διαφορές στους παράγοντες αυτούς.

11.   Με την επιφύλαξη των συναφών διατάξεων που διέπουν το θέμα της δίκαιης σύγκρισης, η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας προσδιορίζεται κατά κανόνα με βάση τη σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Ένωση ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής στην Ένωση για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Παρ' όλα αυτά, όταν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας έχει ληφθεί ως βάση ο σταθμισμένος μέσος όρος, η κανονική αυτή αξία είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές όλων των επιμέρους συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται συστηματικά τιμές εξαγωγής οι οποίες διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο, ενώ η εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θα οδηγούσε στη διαπίστωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ σε όλη τους την έκταση. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει τη χρήση δειγματοληψιών σύμφωνα με το άρθρο 17.

12.   Ως περιθώριο ντάμπινγκ λογίζεται το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής. Όταν τα περιθώρια ντάμπινγκ ποικίλλουν, είναι δυνατό να καθορίζεται ένα μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ.

Άρθρο 3

Προσδιορισμός της ζημίας

1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος «ζημία» σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην ενωσιακή βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην ενωσιακή βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.   Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση:

α)

του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης· και

β)

των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την ενωσιακή βιομηχανία.

3.   Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα η ενωσιακή βιομηχανία ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία.

4.   Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές δεδομένου προϊόντος από περισσότερες της μίας χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι:

α)

το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζει το άρθρο 9 παράγραφος 3 και ότι ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέος· καθώς και ότι

β)

η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς ενωσιακού προϊόντος.

5.   Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία ενωσιακή βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας· σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι η μια βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις, το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, παράγοντες επηρεάζοντες τις ενωσιακές τιμές και οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία.

6.   Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 2, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη πως ο όγκος και/ή το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της ενωσιακής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.

7.   Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στην ενωσιακή βιομηχανία, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ' εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται: ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Ένωσης και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα της ενωσιακής βιομηχανίας.

8.   Οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται σε συνάρτηση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος από την ενωσιακή βιομηχανία, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις των παραγωγών και τα κέρδη. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνει το ομοειδές προϊόν και σε σχέση με την οποία ομάδα ή φάσμα προϊόντων είναι δυνατό να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες πληροφορίες.

9.   Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από το ντάμπινγκ, πρέπει να είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

Όταν εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)

τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα ουσιώδους αύξησης των εισαγωγών·

β)

η ύπαρξη επαρκούς, ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητάς του, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προς την Ένωση, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

γ)

το κατά πόσον τα εισαγόμενα προϊόντα εισέρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σε σημαντικό βαθμό συμπίεση ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές·

δ)

τα αποθέματα του υπό διεύρυνση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν έχει κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και ότι είναι πιθανή η πρόκληση σημαντικής ζημίας αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Άρθρο 4

Ορισμός της ενωσιακής βιομηχανίας

1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο όρος «ενωσιακή βιομηχανία» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των ενωσιακών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ενωσιακής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)

όταν κάποιοι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που εικάζεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, ο όρος «ενωσιακή βιομηχανία» είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνον τους υπόλοιπους παραγωγούς·

β)

σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Ένωσης είναι δυνατό, σε ό,τι αφορά την υπό εξέταση παραγωγή, να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς είναι δυνατό να θεωρηθούν ως ξεχωριστή βιομηχανία, εφόσον:

i)

οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων του υπό εξέταση προϊόντος που παράγουν στη συγκεκριμένη αγορά, και

ii)

η ζήτηση στη συγκεκριμένη αγορά δεν καλύπτεται υπολογίσιμα από παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος εγκατεστημένους σε διαφορετικό σημείο της Ένωσης.

Όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι προκαλείται ζημία ακόμη και αν μείζον μέρος του συνόλου της ενωσιακής βιομηχανίας δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι παρατηρείται συγκέντρωση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε μια τόσο απομονωμένη αγορά και επιπροσθέτως ότι οι επίμαχες εισαγωγές προξενούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής στη συγκεκριμένη αγορά.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, γίνεται δεκτό ότι ένας παραγωγός συνδέεται με κάποιον εξαγωγέα ή εισαγωγέα μόνον εφόσον:

α)

ο ένας από αυτούς ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τον άλλον·

β)

και οι δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον τρίτο·, ή

γ)

από κοινού ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η επίδραση της σχέσης είναι τέτοια ώστε ο εκάστοτε παραγωγός να συμπεριφέρεται διαφορετικά εν συγκρίσει με τους μη συνδεόμενους παραγωγούς.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου γίνεται δεκτό ότι μια οντότητα ελέγχει κάποια άλλη, όταν η πρώτη έχει τη δυνατότητα, είτε νομικώς είτε λειτουργικώς, να θέτει περιορισμούς στη δεύτερη ή να κατευθύνει τις ενέργειές της.

3.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει ορισθεί ότι η ενωσιακή βιομηχανία περιλαμβάνει τους παραγωγούς συγκεκριμένης περιφέρειας, παρέχεται στους οικείους εξαγωγείς η ευκαιρία να προτείνουν την ανάληψη εκ μέρους τους υποχρεώσεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8, αναφορικά με την εν λόγω περιφέρεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την εκτίμηση του ενωσιακού συμφέροντος των μέτρων συνεκτιμάται ιδίως το συμφέρον της περιφέρειας. Αν δεν υποβληθεί αμελλητί πρόταση για ανάληψη κατάλληλης υποχρέωσης ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατή η επιβολή προσωρινού ή οριστικού δασμού για το σύνολο της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί ενδέχεται, εφόσον είναι πρακτικώς εφικτό, να αφορούν μόνο συγκεκριμένους παραγωγούς ή εξαγωγείς.

4.   Στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 8.

Άρθρο 5

Έναρξη της διαδικασίας

1.   Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην παράγραφο 6, η έναρξη έρευνας για να διαπιστωθούν η ύπαρξη, η έκταση και οι επιπτώσεις των τυχόν εικαζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ προϋποθέτει γραπτή καταγγελία εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και κάθε ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί επ' ονόματι της ενωσιακής βιομηχανίας.

Η καταγγελία είναι δυνατό να υποβάλλεται προς την Επιτροπή ή προς ένα κράτος μέλος, το οποίο τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας την οποία λαμβάνει. Η καταγγελία τεκμαίρεται ότι έχει υποβληθεί την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοσή της στην Επιτροπή υπό μορφή συστημένης επιστολής ή μετά την πράξη με την οποία η Επιτροπή πιστοποιεί ότι έλαβε την καταγγελία.

Όταν, χωρίς να έχει υποβληθεί κάποια καταγγελία, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που αυτό προκαλεί στην ενωσιακή βιομηχανία, τα κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.

2.   Κάθε καταγγελία που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Η καταγγελία περιέχει τα στοιχεία που μπορεί ευλόγως να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α)

την ταυτότητα του καταγγέλλοντος και στοιχεία για τον όγκο και την αξία της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία επ' ονόματι της ενωσιακής βιομηχανίας, η καταγγελία πρέπει να προσδιορίζει τη βιομηχανία επ' ονόματι της οποίας υποβάλλεται η καταγγελία, με την απαρίθμηση όλων των γνωστών ενωσιακών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος (ή των ενώσεων που έχουν συστήσει οι ενωσιακοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος)· επίσης πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να περιέχει στοιχεία για τον όγκο και την αξία του τμήματος της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος το οποίο αντιπροσωπεύουν οι συγκεκριμένοι παραγωγοί·

β)

πλήρη περιγραφή του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, το όνομα της εμπλεκόμενης χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το υπό κρίση προϊόν·

γ)

τις τιμές στις οποίες πωλείται το υπό κρίση προϊόν, για κατανάλωση στις εγχώριες αγορές της χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής (ή, κατά περίπτωση, τις τιμές στις οποίες το εκάστοτε προϊόν πωλείται από τη χώρα ή τις χώρες καταγωγής ή εξαγωγής προς κάποια τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες, ή για την κατασκευασμένη αξία του εν λόγω προϊόντος)· επίσης, τις τιμές εξαγωγής ή, κατά περίπτωση, για τις τιμές στις οποίες το προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά προς έναν ανεξάρτητο αγοραστή στην Ένωση·

δ)

τις μεταβολές του όγκου των εισαγωγών που εικάζεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, σχετικά με την επίδραση των εν λόγω εισαγωγών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Ένωσης και σχετικά με τα επακόλουθα των εισαγωγών για την ενωσιακή βιομηχανία, όπως προκύπτουν με βάση τους συναφείς παράγοντες και δείκτες που έχουν σημασία για την κατάσταση της ενωσιακής βιομηχανίας, όπως εκείνοι που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 5.

3.   Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

4.   Η έναρξη έρευνας βάσει της παραγράφου 1 επιτρέπεται μόνον αφού έχει διαπιστωθεί, μετά από εξέταση του βαθμού στήριξης της καταγγελίας ή αντίθεσης προς αυτήν που έχουν εκφράσει οι ενωσιακοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενωσιακής βιομηχανίας. Γίνεται δεκτό ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενωσιακής βιομηχανίας, αν υποστηρίζεται από ενωσιακούς παραγωγούς των οποίων η αθροιστική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί εκείνο το τμήμα της ενωσιακής βιομηχανίας το οποίο είτε εκφράζει την υποστήριξή του προς την καταγγελία είτε αντιτίθεται σε αυτήν. Εντούτοις, η έναρξη έρευνας δεν είναι δυνατή, όταν οι ενωσιακοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί η ενωσιακή βιομηχανία.

5.   Οι αρχές αποφεύγουν, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας, να δίδουν οποιαδήποτε δημοσιότητα στην καταγγελία για την έναρξη έρευνας. Εντούτοις, μετά την παραλαβή μιας δεόντως τεκμηριωμένης καταγγελίας και προτού γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για την έναρξη έρευνας, πρέπει να ενημερώνεται σχετικά η κυβέρνηση της οικείας χώρας εξαγωγής.

6.   Αν, υπό ειδικές περιστάσεις, η Επιτροπή αποφασίζει την έναρξη έρευνας χωρίς να έχει ληφθεί γραπτή καταγγελία εκ μέρους ή για λογαριασμό της ενωσιακής βιομηχανίας με αίτημα την έναρξη τέτοιας έρευνας, η απόφαση αυτή πρέπει να στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, τα οποία να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη αφού διαπιστώσει την ανάγκη έναρξης τέτοιας έρευνας.

7.   Τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά τόσο με το ντάμπινγκ, όσο και με τη ζημία αξιολογούνται ταυτοχρόνως στο πλαίσιο της απόφασης περί ενάρξεως ή μη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ ή τη ζημία, τα οποία να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Δεν κινείται διαδικασία κατά χωρών των οποίων οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά 3 % ή και περισσότερο της ενωσιακής κατανάλωσης.

8.   Μια καταγγελία είναι δυνατό να ανακαλείται πριν από την έναρξη σχετικής έρευνας, οπότε λογίζεται ως μη υποβληθείσα.

9.   Αν καταστεί εμφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία αυτή εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει, κανονικά, τα κράτη μέλη σχετικά με την ανάλυση της καταγγελίας εντός 21 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.

10.   Στην ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλεται η έναρξη έρευνας, κατονομάζονται το προϊόν και οι χώρες που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας, παρουσιάζονται περιληπτικά οι ληφθείσες πληροφορίες και ορίζεται ότι όλα τα συναφή στοιχεία πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή.

Επίσης καθορίζονται οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να αναγγελθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν τυχόν στοιχεία, προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα· ακόμη καθορίζεται η προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5.

11.   Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους που γνωρίζει ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας· επίσης, χωρίς να προβλέπεται η ανάγκη προστασίας εμπιστευτικών πληροφοριών, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που έχει λάβει βάσει της παραγράφου 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας εξαγωγής, και ακόμη το θέτει, εφόσον της ζητηθεί, στη διάθεση των άλλων εμπλεκόμενων ενδιαφερόμενων μερών για την υπόθεση. Όταν ο αριθμός των εμπλεκόμενων εξαγωγέων είναι ιδιαίτερα μεγάλος, είναι δυνατόν το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα παραπάνω, να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση.

12.   Η διεξαγωγή έρευνας αντιντάμπινγκ δεν εμποδίζει την εξέλιξη των διαδικασιών εκτελωνισμού.

Άρθρο 6

Έρευνα

1.   Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αρχίζει έρευνα σε επίπεδο Ένωσης. Η έρευνα αυτή αφορά τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως.

Προκειμένου να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, συνήθως καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

Κατά κανόνα, τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη.

2.   Στα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται σε έρευνα αντιντάμπινγκ τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω τεκμαίρεται ότι λαμβάνεται μία εβδομάδα μετά την ημερομηνία αποστολής του στον εξαγωγέα ή διαβίβασής του στον ενδεδειγμένο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας εξαγωγής. Είναι δυνατό να επιτραπεί παράταση της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη οι προθεσμίες που ισχύουν για την έρευνα εφόσον το μέρος αποδεικνύει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την παράταση αυτή, από άποψη των ειδικών περιστάσεών της.

3.   Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία και τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση των αιτήσεων αυτών.

Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία, μαζί με τα πορίσματα όλων των επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών που διενεργήθηκαν.

Όταν τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάζουν γενικό ενδιαφέρον ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι εμπιστευτικά· στην αντίθετη περίπτωση, διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους.

4.   Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τα κράτη μέλη να διενεργούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδιαίτερα προκειμένου περί των εισαγωγέων, των εμπόρων και των ενωσιακών παραγωγών, καθώς και να διεξάγουν έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις παρέχουν τη συγκατάθεσή τους και ότι η κυβέρνηση της οικείας χώρας έχει ενημερωθεί επισήμως σχετικά και δεν προβάλλει αντίρρηση.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση της Επιτροπής.

Μετά από αίτηση της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους, είναι δυνατό να επιτρέπεται σε υπαλλήλους της Επιτροπής να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, είναι δυνατόν να γίνονται δεκτά σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει γραπτή αίτηση ακρόασης εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη που ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας και ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.

6.   Στους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς, τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες, οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, παρέχονται, εφόσον το ζητήσουν, δυνατότητες να συναντήσουν εκείνα τα μέρη τα οποία έχουν συμφέροντα αντιτιθέμενα στα δικά τους, ούτως ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη των αντικρουόμενων απόψεων και η προβολή επιχειρημάτων προς αντίκρουση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς.

Κατά την παραχώρηση των ανωτέρω δυνατοτήτων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του απορρήτου και διευκόλυνσης των ενδιαφερομένων.

Κανένα μέρος δεν υποχρεούται να παρίσταται σε συγκεκριμένη συνάντηση, ενώ η μη συμμετοχή σε μια συνάντηση δεν έχει αρνητικές συνέπειες για την υπόθεση του απόντος μέρους.

Τυχόν πληροφορίες που υποβάλλονται προφορικά βάσει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη στο μέτρο που επιβεβαιώνεται εγγράφως εκ των υστέρων.

7.   Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών, που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφορικά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας· το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει για τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που καταρτίζουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της.

Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη καθόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.

8.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18, ελέγχεται κατά το δυνατόν διεξοδικότερα η ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα.

9.   Για διαδικασίες κινηθείσες κατά το άρθρο 5 παράγραφος 9, η έρευνα περατούται ει δυνατόν εντός έτους. Εν πάση περιπτώσει, οι έρευνες περατούνται, σε όλες τις περιπτώσεις, εντός 15 μηνών από την έναρξη της διαδικασίας βάσει των πορισμάτων που εξάγονται σύμφωνα με το άρθρο 8 για τις αναλήψεις υποχρεώσεων ή βάσει των πορισμάτων που εξάγονται σύμφωνα με το άρθρο 9 για την επιβολή οριστικών δασμών.

Άρθρο 7

Προσωρινά μέτρα

1.   Είναι δυνατόν να επιβληθούν προσωρινοί δασμοί εφόσον:

α)

έχει αρχίσει η διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 5·

β)

έχει εκδοθεί δημόσια ανακοίνωση, έχει παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλη δυνατότητα για να υποβάλουν πληροφορίες και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10·

γ)

έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται η ύπαρξη ντάμπινγκ και η εξ αυτού πρόκληση ζημίας στην ενωσιακή βιομηχανία· και

δ)

εφόσον το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της ζημίας.

Δεν επιτρέπεται επιβολή προσωρινών δασμών ούτε πριν από την πάροδο 60 ημερών αλλά ούτε και μετά την παρέλευση εννέα μηνών από την έναρξη της διαδικασίας.

2.   Το ύψος του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το προσωρινώς καθορισθέν περιθώριο ντάμπινγκ και θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή αυτού του δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η ενωσιακή βιομηχανία.

3.   Οι προσωρινοί δασμοί εξασφαλίζονται με εγγύηση, ενώ η θέση των σχετικών προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση προϋποθέτει την παροχή παρόμοιας εγγύησης.

4.   Η Επιτροπή θεσπίζει προσωρινά μέτρα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 4.

5.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ζητεί την άμεση επέμβαση της Επιτροπής και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως, κατά πόσον είναι σκόπιμη η επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ.

6.   Οι προσωρινοί δασμοί είναι δυνατόν να επιβληθούν για ένα εξάμηνο που μπορεί να παραταθεί για ένα τρίμηνο, ή είναι δυνατόν να επιβληθούν για ένα εννεάμηνο. Εντούτοις, μπορούν να παραταθούν ή να επιβληθούν για εννεάμηνη περίοδο μόνον εφόσον το ζητούν εξαγωγείς που αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του σχετικού όγκου συναλλαγών ή εφόσον έχουν ενημερωθεί σχετικά από την Επιτροπή και δεν προβάλουν αντίρρηση.

Άρθρο 8

Αναλήψεις υποχρεώσεων

1.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξαχθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, να αποδεχθεί ικανοποιητική οικειοθελή ανάληψη υποχρεώσεων που προσφέρει εξαγωγέας για να αναθεωρήσει τις τιμές του ή να παύσει τις εξαγωγές του σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, αν διαπιστωθεί ότι αυτή η ανάληψη υποχρεώσεων εξουδετερώνει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ.

Στην περίπτωση αυτή και στον βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή οι οριστικοί δασμοί που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί στη συνέχεια.

Οι αυξήσεις τιμών βάσει αναλήψεων υποχρεώσεων αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες απ' αυτές που χρειάζονται για την εξουδετέρωση του περιθωρίου ντάμπινγκ, θα πρέπει δε να υπολείπονται του περιθωρίου ντάμπινγκ, αν οι αυξήσεις αυτής της κλίμακας είναι αρκετές για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

2.   Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγείται την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά κανείς εξαγωγέας δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί να αναλάβει τέτοιες υποχρεώσεις. Το γεγονός ότι ένας εξαγωγέας δεν προτείνει την ανάληψη εκ μέρους του υποχρέωσης ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόκληση που του έχει απευθυνθεί, δεν προδικάζει με κανένα τρόπο την αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης.

Παρ' όλα αυτά, είναι δυνατό να διαπιστώνεται ότι είναι πιθανότερο να επέλθει ζημία αν συνεχισθούν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας.

Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσφορά για ανάληψη υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να προβούν σε παραστάσεις, βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 5.

3.   Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνονται δεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά μεγάλος ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη γενική πολιτική. Ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας δύναται να πληροφορείται τους λόγους για τους οποίους σχεδιάζεται η υποβολή πρότασης για την απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης· επίσης ενδέχεται να του παραχωρείται η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις σχετικά. Οι λόγοι της απόρριψης πρέπει να μνημονεύονται στην οριστική απόφαση.

4.   Τα μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν κάποια υποχρέωση οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική περιγραφή της εν λόγω ανάληψης υποχρέωσης, ώστε να είναι δυνατόν να την πληροφορούνται τα ενδιαφερόμενα μέρη που μετέχουν στην έρευνα.

5.   Αν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνει αποδεκτή, η έρευνα περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3.

6.   Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για το ντάμπινγκ και για τη ζημία κανονικά ολοκληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για το ντάμπινγκ ή τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να απαιτηθεί η διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα.

Όταν το συμπέρασμα για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ σύμφωνα με το περιεχόμενό της και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

7.   Η Επιτροπή υποχρεούται να ζητεί από κάθε εξαγωγέα, από τον οποίον έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης, να υποβάλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στοιχεία σχετικά με την τήρηση της εν λόγω αναληφθείσας υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Τυχόν μη συμμόρφωση προς τις παραπάνω υποχρεώσεις εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.

8.   Όταν στο πλαίσιο διεξαγόμενης έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, για τους σκοπούς του άρθρου 11, τεκμαίρεται ότι αυτές τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία περάτωσης της έρευνας ως προς την οικεία χώρα εξαγωγής.

9.   Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης από οποιοδήποτε μέρος έχει αναλάβει υποχρεώσεις ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, κατά περίπτωση, και ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 εφαρμόζονται αυτομάτως, υπό τον όρο ότι ο οικείος εξαγωγέας είχε την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εκτός αν ο ίδιος ανακάλεσε την ανάληψη υποχρέωσης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη όταν αποφασίσει να ανακαλέσει ανάληψη υποχρέωσης.

Οιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων.

10.   Επιτρέπεται η επιβολή προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 7 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης έχει παραβιαστεί ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.

Άρθρο 9

Περάτωση χωρίς τη λήψη μέτρων· επιβολή οριστικών δασμών

1.   Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν είναι προς το συμφέρον της Ένωσης.

2.   Αν δεν χρειάζεται να ληφθούν προστατευτικά μέτρα, η έρευνα ή η διαδικασία περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3.

3.   Για όλες τις διαδικασίες που κινούνται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 9, η ζημία θεωρείται κατά κανόνα αμελητέα, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι επίμαχες εισαγωγές αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο αυτού που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7. Εξάλλου, κάθε διαδικασία αυτής της μορφής περατούται αμέσως, αν διαπιστώνεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εξαγωγής, είναι κατώτερο του 2 %, υπό την προϋπόθεση ότι η περάτωση, όταν το περιθώριο για κάθε εξαγωγέα χωριστά είναι κατώτερο του 2 %, αφορά μόνον την έρευνα· κάθε επιμέρους εξαγωγέας δεν παύει να συμπεριλαμβάνεται στο αντικείμενο της όλης διαδικασίας, ενώ ως προς αυτόν είναι δυνατόν να διεξαχθεί και νέα έρευνα στο πλαίσιο τυχόν μεταγενέστερης εξέτασης, η οποία διενεργείται ως προς την οικεία χώρα κατ' εφαρμογή του άρθρου 11.

4.   Αν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, η Επιτροπή επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Αν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, η Επιτροπή κινεί αυτή τη διαδικασία το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη τους.

Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

5.   Ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς διάκριση, στις εισαγωγές ενός προϊόντος από κάθε πηγή, εισαγωγές για τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές από εκείνες τις πηγές από τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων βάσει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

Ο κανονισμός που επιβάλλει τα μέτρα αντιντάμπινγκ προσδιορίζει τον δασμό για κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, για την οικεία προμηθεύτρια χώρα. Οι προμηθευτές που από νομική άποψη είναι ανεξάρτητοι από άλλους προμηθευτές ή ανεξάρτητοι από το κράτος μπορούν, παρ' όλα αυτά, να θεωρηθούν ως ενιαία οντότητα για τον προσδιορισμό του δασμού. Για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, μπορούν να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η ύπαρξη διαρθρωτικών ή εταιρικών δεσμών μεταξύ των προμηθευτών και του κράτους ή μεταξύ των προμηθευτών, ο έλεγχος ή η ουσιώδης επιρροή του κράτους όσον αφορά τις τιμές και την παραγωγή και η οικονομική δομή της προμηθεύτριας χώρας.

6.   Αν η Επιτροπή έχει περιορίσει το αντικείμενο της εξέτασής της κατ' εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν περιληφθεί στην εξέταση, δεν υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τα μέρη που επελέγησαν στο δείγμα, ανεξάρτητα από το αν η κανονική αξία για τα μέρη αυτά καθορίστηκε με βάση το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 ή το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α).

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε περιθώρια είτε είναι μηδενικά είτε ασήμαντα, είτε έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 18.

Μεμονωμένοι δασμοί επιβάλλονται για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίο επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17.

Άρθρο 10

Αναδρομική ισχύς

1.   Προσωρινά μέτρα και οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνον ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του μέτρου που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 παράγραφος 4, αντιστοίχως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Αν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ζημία, η Επιτροπή αποφασίζει, ανεξάρτητα από το αν πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ, ποιο ποσοστό του προσωρινού δασμού πρέπει να εισπραχθεί οριστικά.

Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενωσιακής βιομηχανίας, ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, εκτός αν διαπιστώνεται ότι χωρίς τα προσωρινά μέτρα θα προκαλούνταν πράγματι σοβαρή ζημία. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη του παραπάνω κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση.

3.   Αν ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν το τελικό συμπέρασμα είναι αποφατικό, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται.

4.   Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

οι εισαγωγές καταγράφηκαν συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5·

β)

η Επιτροπή έδωσε στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς την ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους·

γ)

κατά το παρελθόν έχουν ασκηθεί πρακτικές ντάμπινγκ ως προς το συγκεκριμένο προϊόν επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα ή ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη του ντάμπινγκ, και συγκεκριμένα την έκταση του ντάμπινγκ και την εικονιζόμενη ή αποδεδειγμένη ζημία· και

δ)

πέραν από τον όγκο των εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, έχει σημειωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί.

5.   Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατόν να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το πολύ 90 ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές καταγράφηκαν συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5 και ότι κάθε τέτοια εκτίμηση με αναδρομικό αποτέλεσμα δεν επιτρέπεται να αφορά τις εισαγωγές προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.

Άρθρο 11

Διάρκεια ισχύος, επανεξέταση και επιστροφές

1.   Κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

2.   Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η εν λόγω επανεξέταση.

Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να στηρίζεται σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ντάμπινγκ και η ζημία συνεχίζονται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω άσκηση ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών βάσει της παρούσας παραγράφου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους ενωσιακούς παραγωγούς η δυνατότητα να προβάλλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το αν τυχόν λήξη ισχύος μέτρων είναι ή όχι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

Στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του εκάστοτε μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ενδεδειγμένο χρόνο κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής των μέτρων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. Εν συνεχεία, οι ενωσιακοί παραγωγοί αποκτούν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

3.   Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή, ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των ενωσιακών παραγωγών, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξέτασης.

Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ και/ή ότι είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποίησης του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών δυνάμει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

4.   Επανεξέταση διενεργείται επίσης προκειμένου να καθοριστούν χωριστά περιθώρια ντάμπινγκ για νέους εξαγωγείς στην οικεία χώρα εξαγωγής οι οποίοι δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές του προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας που ελήφθη ως βάση για την επιβολή των μέτρων.

Η επανεξέταση αρχίζει εφόσον ο νέος εξαγωγέας ή παραγωγός είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν συνδέεται με κανέναν από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς της χώρας εξαγωγής οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα αντιντάμπινγκ επί του προϊόντος και ότι πράγματι πραγματοποίησε εξαγωγές στην Ένωση μετά την περίοδο έρευνας ή εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει αναλάβει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση για την εξαγωγή σημαντικής ποσότητας στην Ένωση.

Επανεξέταση για κάποιον νέο εξαγωγέα κινείται και διεξάγεται με ταχεία διαδικασία, αφού παρασχεθεί στους ενωσιακούς παραγωγούς η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις. Ο κανονισμός της Επιτροπής για την έναρξη επανεξέτασης καταργεί τον ισχύοντα δασμό έναντι του οικείου νέου εξαγωγέα, μέσω της τροποποίησης του κανονισμού με τον οποίο επεβλήθη ο δασμός και της καταγραφής των εισαγωγών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 5, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ αναδρομικά από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης και τούτο σε περίπτωση που από την επανεξέταση προκύψει ότι ο συγκεκριμένος εξαγωγέας ασκεί πρακτικές ντάμπινγκ.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται όταν ο δασμός έχει επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 6.

5.   Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4.

Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους.

Οι επανεξετάσεις δυνάμει της παραγράφου 4 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία έναρξής τους.

Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3 στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη για την επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προθεσμιών που προσδιορίζονται στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, τα μέτρα:

παύουν να ισχύουν για έρευνες που διεξάγονται δυνάμει της παραγράφου 2,

παύουν να ισχύουν για έρευνες βάσει των παραγράφων 2 και 3 εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά την παράγραφο 2 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά την παράγραφο 3 συνεχιζόταν στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως, ή

παραμένουν αμετάβλητα για έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4.

Ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει αυτής της παραγράφου δημοσιεύεται τότε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.   Κάθε επανεξέταση βάσει του παρόντος άρθρου κινείται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή αποφασίζει αν θα αρχίσει επανεξετάσεις δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2. Η Επιτροπή ενημερώνει επίσης τα κράτη μέλη εφόσον ένας φορέας ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη επανεξέτασης δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον η ίδια η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να επανεξεταστεί κατά πόσον η επιβολή μέτρων πρέπει να συνεχισθεί.

Όταν κρίνεται δικαιολογημένο μετά από σχετική επανεξέταση, τα μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 15 παράγραφος 3, καταργούνται ή διατηρούνται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ή καταργούνται, διατηρούνται ή τροποποιούνται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου για μεμονωμένους εξαγωγείς αλλά όχι για τη χώρα στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας, και είναι δυνατόν να διεξαχθεί αυτοδικαίως ως προς αυτούς νέα έρευνα στο πλαίσιο επανεξέτασης που θα διενεργηθεί ενδεχομένως μεταγενέστερα για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου.

7.   Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2, βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει της παραγράφου 3, η επανεξέταση αυτή καλύπτει επίσης τις περιστάσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2.

8.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

Προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ, ο εισαγωγέας υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των προς επιβολή οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή.

Μια αίτηση επιστροφής θεωρείται δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων μόνον όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της ζητούμενης επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και το σύνολο των τελωνειακών εγγράφων που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Επίσης, πρέπει να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με τις κανονικές αξίες και τις τιμές εξαγωγής προς την Ένωση που ισχύουν για τον υποκείμενο στον δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Στις περιπτώσεις που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία δεν είναι δυνατό να διατεθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο εκάστοτε εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα καταστήσει γνωστά στον εισαγωγέα, η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη της αίτησης πρόκειται να υποβληθούν στην Επιτροπή. Αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν υποβληθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, η αίτηση απορρίπτεται.

Η Επιτροπή αποφασίζει αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση ή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, οπότε τα στοιχεία και τα πορίσματα που προκύπτουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τις επανεξετάσεις αυτού του είδους, χρησιμοποιούνται για να κριθεί αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις ολοκληρώσει την ανάλυση της αίτησης.

Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός δωδεκαμήνου και πάντως όχι μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο αφορά ο επιβληθείς δασμός αντιντάμπινγκ υπέβαλε την αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς τη με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήξη της απόφασης της Επιτροπής.

9.   Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17.

10.   Στο πλαίσιο κάθε έρευνας που διεξάγεται βάσει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξετάζει την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2. Εντούτοις, όταν αποφασίζεται η κατασκευή της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην Ένωση.

Άρθρο 12

Απορρόφηση

1.   Αν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλει, κανονικά εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκείς πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι, μετά την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν υπήρξε μεταβολή των τιμών ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης ή των τιμών πώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Ένωση, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει εκ νέου την έρευνα, για να εξεταστεί αν τα μέτρα επηρέασαν τις προαναφερθείσες τιμές. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλει επαρκή στοιχεία που αιτιολογούν την επανέναρξη έρευνας και η Επιτροπή ολοκληρώσει τη σχετική της ανάλυση.

Η έρευνα μπορεί επίσης να κινηθεί εκ νέου, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους.

2.   Όταν διεξάγεται εκ νέου έρευνα βάσει του παρόντος άρθρου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τους ενωσιακούς παραγωγούς η δυνατότητα να διευκρινίσουν τα δεδομένα που αναφέρονται στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης. Σε περίπτωση που συμπεραίνεται ότι το μέτρο έπρεπε να είχε προκαλέσει μεταβολή των εν λόγω τιμών, ούτως ώστε να εξαλειφθεί η ζημία που είχε ήδη προσδιορισθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, τότε οι τιμές εξαγωγής επανεκτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 2, ενώ τα περιθώρια ντάμπινγκ υπολογίζονται εκ νέου προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τις τιμές εξαγωγής που προκύπτουν από την επανεκτίμηση. Σε περίπτωση που συμπεραίνεται ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 12 παράγραφος 1 λόγω μείωσης των τιμών εξαγωγής που σημειώθηκε μετά την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την επιβολή των μέτρων, τα περιθώρια του ντάμπινγκ μπορούν να υπολογιστούν εκ νέου για να ληφθούν υπόψη αυτές οι χαμηλότερες τιμές εξαγωγής.

3.   Αν από τη διεξαχθείσα, βάσει του παρόντος άρθρου, νέα έρευνα προκύψει αύξηση του ντάμπινγκ, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τα ισχύοντα μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3, ώστε αυτά να εκφράζουν τα νέα πορίσματα για τις τιμές εξαγωγής. Το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του δασμού που είχε επιβληθεί αρχικά.

4.   Για κάθε έρευνα που διενεργείται εκ νέου βάσει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις των άρθρων 5 και 6, με την εξαίρεση ότι οι επανεξετάσεις αυτού του είδους διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έναρξης της εκ νέου έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι εκ νέου έρευνες περατώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την έναρξη της έρευνας.

Αν η εκ νέου έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προθεσμιών που προσδιορίζονται στο πρώτο εδάφιο, τα μέτρα διατηρούνται ως έχουν. Ανακοίνωση για τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει αυτής της παραγράφου δημοσιεύεται επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Τυχόν ισχυρισμοί περί μεταβολών της κανονικής αξίας λαμβάνονται τότε μόνον υπόψη, βάσει του παρόντος άρθρου, όταν εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας προσκομίζονται στην Επιτροπή πλήρη στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις αναθεωρημένες κανονικές αξίες και συνοδεύονται από τη δέουσα τεκμηρίωση. Όταν η έρευνα περιλαμβάνει επανεξέταση των κανονικών αξιών, οι εισαγωγές είναι δυνατό να καταγράφονται συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5 μέχρις ότου ολοκληρωθεί εκ νέου η έρευνα.

Άρθρο 13

Καταστρατήγηση

1.   Οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι, ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ή έναντι μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

Δασμοί αντιντάμπινγκ όχι υψηλότεροι από τους υπολειπόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

Με τον όρο καταστρατήγηση νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης ή μεταξύ ατομικών εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Ένωσης, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν, αν χρειαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.

Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

α)

την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα υπό τον όρο ότι η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά του·

β)

την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών·

γ)

την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Ένωση μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών ·

δ)

υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται παράγραφο 2, τη συναρμολόγηση μερών από δράση συναρμολόγησης στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα.

2.   Μια συναρμολόγηση στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα γίνεται δεκτό ότι καταστρατηγεί τα ισχύοντα μέτρα όταν:

α)

η συναρμολόγηση άρχισε ή αυξήθηκε σημαντικά από την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ ή αμέσως πριν από αυτήν, και τα χρησιμοποιούμενα μέρη προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· και

β)

τα μέρη αντιπροσωπεύουν ποσοστό 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπάρχει καταστρατήγηση, αν η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης υπερβαίνει το 25 % του κόστους κατασκευής· και

γ)

οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του συναρμολογημένου ομοειδούς προϊόντος εξουδετερώνονται και υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν.

3.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα κινείται με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον ένα ενδιαφερόμενο μέρος ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη έρευνας και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον η ίδια η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να κινηθεί έρευνα.

Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από τελωνειακές αρχές, η δε έρευνα ολοκληρώνεται εντός εννέα μηνών.

Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, αυτή αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή από την ημερομηνία που απαιτήθηκε η παροχή εγγύησης. Οι σχετικές διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών εφαρμόζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

4.   Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές.

Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες με αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία καταστρατήγησης εντός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής και ισχύουν για την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει η εν λόγω απόφαση. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις ολοκληρώσει την ανάλυσή της.

Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 4, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας που οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 5, όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3.

5.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει την κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 14

Γενικές διατάξεις

1.   Οι δασμοί αντιντάμπινγκ, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τα λοιπά κριτήρια που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται οι δασμοί. Επίσης οι δασμοί αντιντάμπινγκ εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

Κανένα προϊόν δεν υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς για την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών.

2.   Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και οι κανονισμοί και οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών ή διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εν λόγω κανονισμοί και αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των εμπλεκόμενων εξαγωγέων, αν αυτό είναι πρακτικώς δυνατό, ή χωρών, περιγραφή του οικείου προϊόντος, καθώς και περίληψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για το ντάμπινγκ και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για τις επανεξετάσεις.

3.   Βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις, ιδίως όσον αφορά τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός περιέχεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

4.   Για την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατόν να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, μπορεί να παρατείνει την αναστολή για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Τα μέτρα μπορούν να ανασταλούν μόνο αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που καθίσταται απίθανη η επανάληψη της ζημίας συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις, οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα δύνανται ανά πάσα στιγμή να τεθούν εκ νέου σε ισχύ κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 εάν ο λόγος αναστολής δεν ισχύει πλέον.

5.   Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, αφού ενημερώσει τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο, να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταγενέστερη επιβολή μέτρων έναντι των εισαγωγών αυτών με ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής τους. Οι εισαγωγές είναι δυνατό να καταγράφονται μετά από σχετική αίτηση της ενωσιακής βιομηχανίας η οποία να περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν αυτή την ενέργεια. Η καταγραφή θεσπίζεται με κανονισμό ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό της εν λόγω ενέργειας και, αν χρειάζεται, το υπολογιζόμενο ποσό στο οποίο θα ανέρχεται η ενδεχόμενη μελλοντική οφειλή. Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των εννέα μηνών.

6.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή σε μηνιαία βάση τα στοιχεία για το εισαγωγικό εμπόριο των προϊόντων σε σχέση με τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 6.

Άρθρο 15

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.

5.   Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία για την έγκριση οριστικών μέτρων δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ή για να ληφθεί απόφαση σχετικά με την έναρξη ή μη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, εντός προθεσμίας που ορίζει ο πρόεδρος, το αποφασίσει ο πρόεδρος ή το ζητήσει η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός προθεσμίας που ορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου δεν έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός προθεσμίας που ορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος της ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.

6.   Η επιτροπή μπορεί να εξετάζει κάθε ζήτημα που αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής ή αιτήσεως κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν πληροφορίες και να ανταλλάσσουν απόψεις εντός της επιτροπής ή άμεσα με την Επιτροπή.

Άρθρο 16

Επιτόπιες επαληθεύσεις

1.   Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επιτόπιες επαληθεύσεις προκειμένου να εξετάσει τα στοιχεία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανισμοί, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί για το ντάμπινγκ και τη ζημία. Η Επιτροπή δύναται να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει επιτόπια επαλήθευση, εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προσήκουσα και εμπρόθεσμη απάντηση.

2.   Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζει τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και επιπλέον ότι έχει ενημερώσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της οικείας χώρας, χωρίς αυτή η τελευταία να διατυπώσει αντίρρηση για τη διενέργεια της έρευνας. Το συντομότερο δυνατό μετά την εξασφάλιση της συγκατάθεσης των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιεί στις αρχές της χώρας εξαγωγής τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις εγκαταστάσεις των οποίων πρόκειται να πραγματοποιηθεί επιτόπια επαλήθευση, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.

3.   Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με τον χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης αυτής, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται χρήσιμα με βάση τις πληροφορίες που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.

4.   Κατά τις επιτόπιες έρευνες που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή επικουρείται από αξιωματούχους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα.

Άρθρο 17

Δειγματοληψίες

1.   Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερόμενων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής· εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

2.   Η τελική επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται για τους σκοπούς των δειγματοληψιών κατ' εφαρμογή των παρουσών διατάξεων, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τη συγκατάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίσει εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη της έρευνας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος.

3.   Ακόμη και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της έρευνας κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

4.   Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και υπάρχει κάποιος βαθμός άρνησης συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων ενδιαφερόμενων μερών, ο οποίος είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος.

Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται σημαντικός βαθμός άρνησης συνεργασίας ή δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 18.

Άρθρο 18

Άρνηση συνεργασίας

1.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2.   Η μη παροχή απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα καθίστατο επαχθέστερη ή θα συνεπαγόταν υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.

3.   Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4.   Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της μη αποδοχής· επίσης πρέπει να του δίδεται η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κριθούν ικανοποιητικές, πρέπει να καθίστανται γνωστοί οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών και να αναπτύσσονται στα δημοσιευόμενα πορίσματα.

5.   Σε περίπτωση που τα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για το θέμα της κανονικής αξίας, στηρίζονται στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όποτε είναι εφικτό και τηρουμένων των προθεσμιών που ισχύουν για την έρευνα, να ελέγχονται με βάση στοιχεία προερχόμενα από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, τα οποία ενδεχομένως είναι διαθέσιμα, όπως τιμοκαταλόγους, επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές και τελωνειακές στατιστικές ή στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έρευνα.

Αυτές οι πληροφορίες μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

6.   Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει και με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες, το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί.

Άρθρο 19

Εμπιστευτική μεταχείριση

1.   Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο έλαβε την πληροφορία αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των πληροφοριών αυτών. Οι εν λόγω περιλήψεις είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιούμενων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω μέρη δύνανται να δηλώσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.

3.   Σε περίπτωση που κρίνεται ότι μια αίτηση τήρησης του απορρήτου είναι απορριπτέα και ο παρέχων την πληροφορία είτε δεν είναι διατεθειμένος να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία είτε να επιτρέψει την κοινοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδεικνύεται από έγκυρες πηγές ότι είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την τήρηση του απορρήτου δεν πρέπει να απορρίπτονται αυθαίρετα.

4.   Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στις αρχές της Ένωσης να αποκαλύπτουν πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, και ιδίως τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή να αποκαλύπτουν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι αρχές της Ένωσης, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επεξήγηση των λόγων αυτών κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Κάθε αποκάλυψη αυτής της μορφής πρέπει να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των ενδιαφερόμενων μερών ώστε να μη διαρρέουν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.

5.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν αποκαλύπτουν καμία από τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που έχει παράσχει την πληροφορία, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και όλα τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, δεν αποκαλύπτονται, εκτός αν η αποκάλυψή τους προβλέπεται ρητά στον παρόντα κανονισμό.

6.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.

Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει τη χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το οικείο προϊόν.

Άρθρο 20

Αποκάλυψη

1.   Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης.

2.   Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

3.   Οι αιτήσεις για την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η οποία ορίζεται στην παράγραφο 2, αποστέλλονται γραπτώς στην Επιτροπή και παραλαμβάνονται, σε περιπτώσεις που έχει ήδη επιβληθεί προσωρινός δασμός, το αργότερο έναν μήνα μετά τη δημοσίευση της πράξης επιβολής του εν λόγω δασμού. Αν δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα να ζητήσουν την τελική αποκάλυψη στοιχείων εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή.

4.   Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο έναν μήνα πριν από την έναρξη των διαδικασιών που ορίζονται στο άρθρο 9. Αν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, οφείλει να το πραγματοποιήσει το συντομότερο δυνατόν στη συνέχεια.

Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει καμία μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.   Τυχόν παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 10 ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος. Μπορεί να οριστεί μικρότερη προθεσμία αν πρέπει να γίνει πρόσθετη τελική αποκάλυψη στοιχείων.

Άρθρο 21

Συμφέρον της Ένωσης

1.   Κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της εγχώριας βιομηχανίας, των χρηστών και των καταναλωτών. Η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές, με βάση όλες τις προσκομισθείσες πληροφορίες, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης.

2.   Προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε οι αρχές να μπορούν να λάβουν υπόψη τους όλες τις απόψεις και όλα τα στοιχεία, πριν αποφασίσουν αν η επιβολή μέτρων εξυπηρετεί ή όχι το συμφέρον της Ένωσης, παρέχεται το δικαίωμα στους καταγγέλλοντες, στους εισαγωγείς και τις αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των χρηστών και των καταναλωτών να αναγγελθούν εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας αντιντάμπινγκ και να προσκομίσουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Τα στοιχεία αυτά ή κατάλληλη περίληψη αυτών διατίθενται στα λοιπά μέρη που ορίζονται στο παρόν άρθρο, τα οποία έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν απόψεις και παρατηρήσεις σχετικά με τα στοιχεία αυτά.

3.   Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει συμφώνως προς την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Οι αιτήσεις ακρόασης γίνονται δεκτές, εφόσον έχουν υποβληθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και επιπλέον αναφέρουν τους ειδικούς λόγους για τους οποίους είναι επιβεβλημένη, από την άποψη του συμφέροντος της Ένωσης, η ακρόαση των μερών.

4.   Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή τυχόν προσωρινών δασμών. Οι εν λόγω παρατηρήσεις, για να ληφθούν υπόψη, πρέπει να παραληφθούν εντός 25 ημερών από την ημερομηνία εφαρμογής των εν λόγω μέτρων και πρέπει, ενδεχομένως με κατάλληλη περιληπτική μορφή, να ανακοινωθούν στα άλλα μέρη, τα οποία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν επ' αυτών.

5.   Η Επιτροπή εξετάζει όλες τις πληροφορίες που της έχουν προσηκόντως υποβληθεί, καθώς και τον βαθμό αντιπροσωπευτικότητάς τους, ενώ τα αποτελέσματα της ανάλυσης αυτής, μαζί με γνωμοδότηση για το βάσιμο των πληροφοριών αυτών, διαβιβάζονται στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 15 ως τμήμα του σχεδίου μέτρου που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 9. Οι απόψεις που εκφράζονται στην επιτροπή λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

6.   Τα, μέρη τα οποία ενήργησαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 μπορούν να ζητήσουν να τους δοθούν τα στοιχεία και την αιτιολογία επί των οποίων ενδέχεται να βασισθούν οι τελικές αποφάσεις. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στο μέτρο του δυνατού και με την επιφύλαξη τυχόν μεταγενέστερης απόφασης της Επιτροπής.

7.   Μια πληροφορία λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία της.

Άρθρο 22

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:

α)

οιουδήποτε ειδικού κανόνα που προβλέπεται στις συμφωνίες οι οποίες συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών·

β)

των ενωσιακών κανονισμών στον γεωργικό τομέα ούτε των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 (8), (ΕΚ) αριθ. 614/2009 (9) και (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 (10). Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των προαναφερθέντων κανονισμών και κατά παρέκκλιση των διατάξεών τους που ενδεχομένως αποκλείουν την εφαρμογή δασμών αντιντάμπινγκ·

γ)

ειδικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994.

Άρθρο 23

Έκθεση

1.   Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 19, η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση περιέχει πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή προσωρινών και οριστικών μέτρων, την περάτωση ερευνών χωρίς λήψη μέτρων, τις επανεξετάσεις και τους επιτόπιους ελέγχους και τις δραστηριότητες των διαφόρων οργάνων τα οποία είναι υπεύθυνα για την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και την τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτόν.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, εντός ενός μηνός από την υποβολή της έκθεσης της Επιτροπής, να καλέσει την Επιτροπή σε ειδική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του προκειμένου να παρουσιάσει και να διευκρινίσει τα οιαδήποτε θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

3.   Το αργότερο έξι μήνες μετά την υποβολή της έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, η Επιτροπή δημοσιοποιεί την έκθεση αυτή.

Άρθρο 24

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαΐου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2016.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51).

(3)  Βλέπε παράρτημα I.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(5)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 558).

(6)  Συμπεριλαμβάνονται το Αζερμπαϊτζάν, η Αλβανία, η Αρμενία, η Βόρεια Κορέα, η Γεωργία, η Κιργιζία, η Λευκορωσία, η Μογγολία, η Μολδαβία, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν και το Τουρκμενιστάν.

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1667/2006, της 7ης Νοεμβρίου 2006, περί της γλυκόζης και της λακτόζης (ΕΕ L 312 της 11.11.2006, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 614/2009 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2009, περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (ΕΕ L 181 της 14.7.2009, σ. 8).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 328 της 15.12.2009, σ. 10).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 765/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 237 της 3.9.2012, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1168/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 344 της 14.12.2012, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1)

Μόνο σημείο 22 του παραρτήματος


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009

Παρών κανονισμός

Άρθρα 1 έως 4

Άρθρα 1 έως 4

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 9

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 9

Άρθρο 5 παράγραφος 10 πρώτη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 10 δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 10 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφοι 11 και 12

Άρθρο 5 παράγραφοι 11 και 12

Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 1 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 6 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 7 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 7 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφοι 8 και 9

Άρθρο 6 παράγραφοι 8 και 9

Άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος

Άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 7 παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 7 παράγραφος 7

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 τρίτη και τέταρτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πέμπτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 8 παράγραφος 6 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 6 τρίτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 8 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 8 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 10

Άρθρο 8 παράγραφος 10

Άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφος 6 πρώτη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 6 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 6 τρίτη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 10 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 2 δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 10 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Article 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 4 εισαγωγική φράση

Άρθρο 10 παράγραφος 4 εισαγωγική φράση και άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο τέταρτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο πέμπτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 έκτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πέμπτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 8 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο πρώτη και δεύτερη περίοδος

Article 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 8 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο τέταρτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 8 έκτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφοι 9 και 10

Άρθρο 11 παράγραφοι 9 και 10

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 και 3

Άρθρο 13 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο τέταρτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πέμπτο εδάφιο

Article 13 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 έκτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 έβδομο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 14 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 4 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 4 τρίτη και τέταρτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφοι 5, 6 και 7

Άρθρο 14 παράγραφοι 5, 6 και 7

Άρθρα 15 και 16

Άρθρα 15 και 16

Άρθρο 17 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 17 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 17 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος

Άρθρο 18 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 18 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 18 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 18 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 19 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 19 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 19 παράγραφος 6 πρώτη περίοδος

Άρθρο 19 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 19 παράγραφος 6 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 19 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 20 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 20 παράγραφος 4 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 20 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφος 4 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 20 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρα 21 και 22

Άρθρα 21 και 22

Άρθρο 22α

Άρθρο 23

Άρθρο 23

Άρθρο 24

Άρθρο 24

Άρθρο 25

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα I

Παράρτημα II


30.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 176/55


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1037 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟ

της 8ης Ιουνίου 2016

για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς (4). Είναι ως εκ τούτου σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Το παράρτημα 1Α της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου («συμφωνία για τον ΠΟΕ») περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 («ΓΣΔΕ του 1994»), μια συμφωνία για τη γεωργία («συμφωνία για τη γεωργία»), μια συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994, καθώς και μια συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα («συμφωνία για τις επιδοτήσεις»).

(3)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, θα πρέπει να αποτυπωθούν, κατά το δυνατόν, οι διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας στην ενωσιακή νομοθεσία.

(4)

Επιπλέον, είναι σκόπιμο να διευκρινιστούν, με επαρκείς λεπτομέρειες, οι όροι που καθορίζουν την ύπαρξη επιδότησης, οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα εφαρμογής των αντισταθμιστικών δασμών (ειδικότερα, κατά πόσον η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα) και τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

(5)

Είναι ανάγκη, κατά τον προσδιορισμό της ύπαρξης επιδότησης, να αποδεικνύεται ότι έχει παρασχεθεί χρηματοδοτική συνεισφορά από το Δημόσιο ή από κρατικό φορέα, εντός της επικράτειας μιας χώρας, ή ότι έχει παρασχεθεί στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών υπό οποιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994, και ότι έχει προσποριστεί κάποιο όφελος στην επιχείρηση.

(6)

Για τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης στην περίπτωση που δεν υπάρχει σημείο αναφοράς της αγοράς στη συγκεκριμένη χώρα, το σημείο αναφοράς θα πρέπει να καθορίζεται με την προσαρμογή των όρων και συνθηκών που επικρατούν στην εν λόγω αγορά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν στην εν λόγω χώρα. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό επειδή, μεταξύ άλλων, αυτές οι τιμές ή το κόστος είτε δεν υπάρχουν ή δεν είναι αξιόπιστες, τότε θα πρέπει να καθοριστεί το κατάλληλο σημείο αναφοράς με τη χρήση των όρων και συνθηκών που επικρατούν σε άλλες αγορές.

(7)

Είναι σκόπιμο να θεσπιστούν σαφείς και λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον οι επιδοτούμενες εισαγωγές έχουν προξενήσει ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσουν σημαντική ζημία. Κατά την απόδειξη του γεγονότος ότι ο όγκος και οι τιμές των επίμαχων εισαγωγών ευθύνονται για τη ζημία που έχει υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, ενδείκνυται να προσμετράται η επίδραση άλλων παραγόντων και, ειδικότερα, των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά της Ένωσης.

(8)

Είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η έννοια του όρου «ενωσιακός κλάδος παραγωγής» και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με εξαγωγείς είναι δυνατόν να εξαιρούνται από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, καθώς επίσης να προσδιοριστεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος». Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα διαδικασίας αντισταθμιστικών δασμών για λογαριασμό των παραγωγών μιας περιφέρειας της Ένωσης και να θεσπιστούν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον ορισμό τέτοιας περιφέρειας.

(9)

Είναι αναγκαίο να καθοριστεί ποιος είναι αρμόδιος να υποβάλει καταγγελία για αντισταθμιστικούς δασμούς, καθώς και ο απαιτούμενος βαθμός υποστήριξης της καταγγελίας από τον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής, και να καθοριστούν τα στοιχεία που κάθε καταγγελία θα πρέπει να περιέχει σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, τη ζημία και τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια. Είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι διαδικασίες που διέπουν την απόρριψη των καταγγελιών ή την κίνηση διαδικασίας.

(10)

Είναι αναγκαίο να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίον θα πρέπει να ενημερώνονται τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τα στοιχεία που χρειάζονται οι αρχές. Θα πρέπει να παρέχεται στα ενδιαφερόμενα μέρη πλήρης δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου και προάσπισης των συμφερόντων τους. Είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, ιδίως οι κανόνες βάσει των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να αναγγέλλονται, να διατυπώνουν τις απόψεις τους και να υποβάλλουν στοιχεία εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη. Θα πρέπει επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα ενδιαφερόμενο μέρος είναι δυνατόν να αποκτήσει πρόσβαση σε στοιχεία υποβληθέντα από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επ' αυτών. Θα πρέπει επίσης να καθιερωθεί συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής για τη συγκέντρωση των στοιχείων.

(11)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθούν προσωρινοί δασμοί, καθώς και προϋποθέσεις υπό τις οποίες η επιβολή των προσωρινών δασμών δεν επιτρέπεται πριν από την πάροδο 60 ημερών ούτε μετά την πάροδο εννέα μηνών από την έναρξη της διαδικασίας. Οι εν λόγω δασμοί είναι δυνατόν να επιβληθούν, σε όλες τις περιπτώσεις, από την Επιτροπή μόνο για διάστημα τεσσάρων μηνών.

(12)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι διαδικασίες αποδοχής των αναλήψεων υποχρεώσεων, με τις οποίες εξαλείφονται ή εξουδετερώνονται οι αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και η ζημία, αντί της επιβολής προσωρινών ή οριστικών δασμών. Είναι, επίσης, σκόπιμο να προβλεφθούν οι επιπτώσεις της παραβίασης ή της ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων και να προβλεφθεί ότι είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες περί παραβίασης ή όταν απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη συμπλήρωση των πορισμάτων. Κατά την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και η επιβολή τους να μην οδηγούν σε αντιανταγωνιστική συμπεριφορά.

(13)

Είναι σκόπιμο να επιτραπεί η ανάκληση μιας ανάληψης υποχρεώσεων και η εφαρμογή του δασμού με μία ενιαία νομική πράξη. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία ανάκλησης περατώνεται εντός προθεσμίας κανονικά έξι μηνών και σε καμία περίπτωση μεγαλύτερης των εννέα μηνών, για να γίνει η ορθή εφαρμογή του ισχύοντος μέτρου.

(14)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι υποθέσεις θα πρέπει κατά κανόνα να περατώνονται εντός διαστήματος 12 μηνών και, πάντως, το αργότερο εντός 13 μηνών από την έναρξη της έρευνας, ανεξαρτήτως εάν έχουν ή όχι θεσπιστεί οριστικά μέτρα.

(15)

Οι έρευνες ή οι διαδικασίες θα πρέπει να περατώνονται, όταν το ύψος της επιδότησης είναι ασήμαντο ή όταν, ιδίως στην περίπτωση εισαγωγών καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών ή η ζημία είναι αμελητέα και είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι καταστάσεις αυτές. Όταν πρόκειται να επιβληθούν μέτρα, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών και να ορίζεται ότι το ύψος των δασμών θα πρέπει να είναι μικρότερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον αυτό το κατώτερο ποσό αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, και να οριστεί επίσης η μέθοδος υπολογισμού του ύψους των δασμών σε περιπτώσεις δειγματοληψίας.

(16)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί η δυνατότητα αναδρομικής είσπραξης των προσωρινών δασμών, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, και να καθοριστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να αποφασίζεται η αναδρομική επιβολή δασμών, προκειμένου να αποτρέπεται η μείωση της αποτελεσματικότητας των οριστικών μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν. Είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ότι οι δασμοί είναι δυνατόν να επιβάλλονται αναδρομικά σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης ανειλημμένων υποχρεώσεων.

(17)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι τα μέτρα παύουν να ισχύουν μετά την πάροδο πενταετίας, εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από επανεξέταση, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή τους σε ισχύ. Είναι ακόμη ανάγκη να προβλεφθεί, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλονται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταβολή των συνθηκών, η δυνατότητα διενέργειας ενδιάμεσης επανεξέτασης ή ερευνών, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών.

(18)

Αν και η συμφωνία για τις επιδοτήσεις δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με την καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων, η πιθανότητα αυτή υφίσταται, υπό όρους παρεμφερείς, μολονότι όχι πανομοιότυπους, σε σχέση με τον κίνδυνο καταστρατήγησης των μέτρων αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί διάταξη κατά της καταστρατήγησης στον παρόντα κανονισμό.

(19)

Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ποια είναι τα μέρη που διαθέτουν το δικαίωμα να ζητήσουν την έναρξη ερευνών για καταστρατήγηση.

(20)

Είναι επίσης επιθυμητό να διασαφηνιστούν οι πρακτικές οι οποίες αποτελούν καταστρατήγηση των μέτρων που εφαρμόζονται. Οι πρακτικές καταστρατήγησης μπορούν να λάβουν χώρα στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Ένωσης. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι απαλλαγές από τους επεκταθέντες δασμούς που ενδεχομένως έχουν χορηγηθεί στους εισαγωγείς μπορούν επίσης να χορηγηθούν στους εξαγωγείς όταν επιβάλλονται οι δασμοί για να αντιμετωπιστεί η καταστρατήγηση που λαμβάνει χώρα εκτός της Ένωσης.

(21)

Είναι σκόπιμο να επιτραπεί η αναστολή αντισταθμιστικών μέτρων σε περίπτωση παροδικής μεταβολής των συνθηκών στην αγορά, η οποία καθιστά τη διατήρησή τους προσωρινά άσκοπη.

(22)

Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο έρευνας είναι δυνατό να υποβάλλονται σε καταγραφή κατά την εισαγωγή, ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταγενέστερη εφαρμογή μέτρων κατά των εισαγωγών αυτών.

(23)

Για να διασφαλιστεί η προσήκουσα εφαρμογή των μέτρων, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές των προϊόντων που υπόκεινται σε έρευνα ή σε μέτρα, καθώς και σχετικά με το ύψος των δασμών που εισπράττονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα για την Επιτροπή να ζητεί από τα κράτη μέλη να υποβάλλουν, τηρουμένων των κανόνων εμπιστευτικότητας, στοιχεία που θα χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των ανειλημμένων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές και για την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των ισχυόντων μέτρων.

(24)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα επισκέψεων με σκοπό την επαλήθευση στοιχείων που έχουν υποβληθεί σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και τη ζημία, αν και οι επισκέψεις αυτές θα πρέπει να εξαρτώνται από την ποιότητα των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια που έχουν αποσταλεί.

(25)

Είναι ουσιώδες να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψίας σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων μερών ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η περάτωση των ερευνών εντός των οριζομένων προθεσμιών.

(26)

Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι, όταν τα μέρη δεν συνεργάζονται με τρόπο ικανοποιητικό, είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται άλλα πληροφοριακά στοιχεία για τη συναγωγή των πορισμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για τα μέρη αυτά απ' ό,τι εάν είχαν συνεργαστεί.

(27)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για τη μεταχείριση πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά μυστικά.

(28)

Είναι απαραίτητο να προβλέπονται προσήκουσα ενημέρωση για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις των μερών που δικαιούνται τέτοια μεταχείριση και να προβλέπεται ότι η ενημέρωση αυτή γίνεται εντός προθεσμίας που επιτρέπει στα μέρη να υπερασπίζουν τα συμφέροντά τους, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην Ένωση.

(29)

Είναι φρόνιμο να καθιερωθεί ένα διοικητικό σύστημα που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων σχετικά με το εάν δεδομένο μέτρο είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των καταναλωτών, και να καθοριστούν αφενός οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβάλλονται τα σχετικά στοιχεία και, αφετέρου, τα δικαιώματα ενημέρωσης των ενδιαφερόμενων μερών.

(30)

Κατά την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, είναι ουσιώδες, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που η εν λόγω συμφωνία επιδιώκει να θεσπίσει, να λαμβάνει υπόψη της η Ένωση την ερμηνεία των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ένωσης, όπως αυτή εκφράζεται στη νομοθεσία ή την πάγια πρακτική.

(31)

H εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις για την έγκριση προσωρινών και οριστικών δασμών και για την περάτωση της έρευνας χωρίς λήψη μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(32)

Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έγκριση προσωρινών μέτρων, δεδομένων των επιπτώσεων αυτών των μέτρων και του γεγονότος ότι η έγκριση οριστικών μέτρων αποτελεί τη λογική τους συνέχεια. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, την έναρξη ή μη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, την παράταση της αναστολής των μέτρων και την αποκατάσταση των μέτρων, δεδομένων των επιπτώσεων αυτών των μέτρων σε σύγκριση με οριστικά μέτρα. Όταν μια καθυστέρηση στην επιβολή μέτρων θα προκαλούσε ζημία που θα ήταν δύσκολο να επανορθωθεί, είναι απαραίτητο να επιτρέπεται στην Επιτροπή να εγκρίνει αμέσως εφαρμοστέα προσωρινά μέτρα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αρχές

1.   Αντισταθμιστικός δασμός είναι δυνατό να επιβάλλεται με σκοπό την εξουδετέρωση των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί, άμεσα ή έμμεσα, για την κατασκευή, την παραγωγή, την εξαγωγή ή τη μεταφορά οποιουδήποτε προϊόντος του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση προκαλεί ζημία.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα δεν εισάγονται απευθείας από τη χώρα καταγωγής, αλλά εξάγονται στην Ένωση μέσω μιας ενδιάμεσης χώρας, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και, όταν είναι σκόπιμο, η εκάστοτε συναλλαγή ή συναλλαγές θεωρείται ότι έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ της χώρας καταγωγής και της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α)

ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο επιδότησης εάν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, κατά την έννοια των άρθρων 3 και 4. Η επιδότηση είναι δυνατό να χορηγείται από το Δημόσιο της χώρας καταγωγής του εισαγόμενου προϊόντος ή από το Δημόσιο μιας ενδιάμεσης χώρας από την οποία το προϊόν εξάγεται στην Ένωση και η οποία καλείται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, «χώρα εξαγωγής»·

β)

ως «Δημόσιο» νοείται κάθε δημόσιος ή κυβερνητικός οργανισμός στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής·

γ)

ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν, ή, αν δεν υπάρχει ένα τέτοιο προϊόν, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν στενή ομοιότητα με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος·

δ)

ως «ζημία» νοείται, αν δεν ορίζεται άλλως, η σημαντική ζημία η οποία προκαλείται στον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή η σημαντική καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής, και ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8.

Άρθρο 3

Ορισμός της επιδότησης

Θεωρείται ότι συντρέχει επιδότηση εφόσον:

1)

α)

υπάρχει χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής, δηλαδή στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

όταν το Δημόσιο ενεργεί κατά τρόπο που συνεπάγεται άμεση μεταφορά κεφαλαίων (π.χ. υπό μορφή επιχορηγήσεων, δανείων ή εισφοράς στο κεφάλαιο), δυνητική άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή υποχρεώσεων (π.χ. παροχή εγγύησης για δάνεια)·

ii)

όταν το Δημόσιο παραιτείται από απαίτηση σε έσοδο που κανονικά του οφείλεται ή δεν το εισπράττει (π.χ. μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων, όπως είναι οι πιστώσεις φόρου). Εν προκειμένω, δεν θεωρείται ως επιδότηση η απαλλαγή ενός εξαγόμενου προϊόντος από δασμούς ή φόρους που επιβαρύνουν το ομοειδές προϊόν όταν αυτό προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση, ούτε η διαγραφή αυτών των δασμών ή φόρων μέχρι ενός ποσού που δεν υπερβαίνει το ύψος της αναλογούσας οφειλής, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διαγραφή παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I, II και ΙΙΙ·

iii)

όταν το Δημόσιο παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες, εκτός από τη γενικότερη υποδομή, ή όταν αγοράζει αγαθά·

iv)

όταν το Δημόσιο:

καταβάλλει ποσά σε ένα σύστημα χρηματοδοτήσεων ή

αναθέτει ή δίνει εντολή σε έναν ιδιωτικό φορέα να διενεργήσει μία ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται στα στοιχεία i), ii) και iii), οι οποίες κανονικά υπάγονται στην αρμοδιότητά του, και εφόσον η διενέργεια των εν λόγω πράξεων δεν διαφέρει κατ' ουσία διόλου από τη συνήθη διενέργεια πράξεων εκ μέρους του Δημοσίου·

ή

β)

παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών, υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994· και

2)

με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο όφελος.

Άρθρο 4

Αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις

1.   Οι επιδοτήσεις υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα μόνον εφόσον έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει ατομικό χαρακτήρα μια επιδότηση προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή προς συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής («συγκεκριμένες επιχειρήσεις»), που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:

α)

μια επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζει ρητώς ότι η επιδότηση μπορεί να χορηγείται μόνο σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις·

β)

θεωρείται ότι η επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, όταν η αρχή που παρέχει την επιδότηση ή η εφαρμοστέα νομοθεσία θέτει αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τα οποία διέπουν το δικαίωμα λήψης της επιδότησης και το ύψος αυτής, υπό τον όρο όμως ότι το δικαίωμα λήψης της επιδότησης γεννάται αυτομάτως και ότι τα σχετικά κριτήρια ή προϋποθέσεις τηρούνται απαρεγκλίτως·

γ)

εάν, παρόλο που εκ πρώτης όψεως, από την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), προκύπτει ότι μια δεδομένη επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι στην πραγματικότητα η επιδότηση μπορεί να έχει ατομικό χαρακτήρα, είναι δυνατό να συνεκτιμώνται ορισμένοι άλλοι παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι ακόλουθοι: η συμμετοχή σε πρόγραμμα επιδοτήσεων περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων επιχειρήσεων, η σε πολύ μεγάλο βαθμό συμμετοχή συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε κάποιο πρόγραμμα επιδοτήσεων, η παροχή σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις δυσανάλογα υψηλών ποσών επιδότησης και ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια για την παροχή της επιδότησης αρχή άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε προκειμένου να αποφασίσει για την παροχή της επιδότησης. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ιδίως στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα απόρριψης ή έγκρισης των αιτήσεων παροχής επιδότησης, καθώς και οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι εν λόγω αποφάσεις.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ως «αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις» νοούνται τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις που έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, είναι οικονομικής φύσεως και εφαρμόζονται οριζοντίως, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των απασχολούμενων ή το μέγεθος της επιχείρησης.

Τα κριτήρια ή οι προϋποθέσεις πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στον νόμο, στη ρύθμιση ή σε κάθε άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εφαρμογής τους.

Κατά την εφαρμογή του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, συνεκτιμάται ο βαθμός διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, καθώς και η διάρκεια εφαρμογής του οικείου προγράμματος επιδοτήσεων.

3.   Έχει ατομικό χαρακτήρα η επιδότηση που παρέχεται αποκλειστικά προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες ευρίσκονται εντός προκαθορισμένης γεωγραφικής περιοχής, υπαγόμενης στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θεωρούνται ως επιδότηση ατομικού χαρακτήρα, ο καθορισμός ή η μεταβολή φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος από διοικητική αρχή οποιασδήποτε βαθμίδας η οποία είναι αρμόδια να προβεί στις ενέργειες αυτές.

4.   Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, οι ακόλουθες επιδοτήσεις θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα:

α)

οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται, de jure ή de facto, από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων οι οποίες παρατίθενται, χάριν παραδείγματος, στο παράρτημα I·

β)

οι επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται από τη μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση της χρησιμοποίησης εγχώριων κατά προτίμηση και όχι εισαγόμενων προϊόντων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), οι επιδοτήσεις θεωρείται ότι εξαρτώνται στην πράξη από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης όταν από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η παροχή της επιδότησης ακόμα και αν δεν εξαρτάται νομικά από την επίτευξη εξαγωγής επίδοσης, ωστόσο στην πράξη συνδέεται με κάποιες πραγματικές ή προσδοκώμενες εξαγωγές ή έσοδα από εξαγωγές. Το γεγονός και μόνον ότι δεδομένη επιδότηση παρέχεται προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν αρκεί, εξ αυτού και μόνον του λόγου, για να της προσδώσει το χαρακτήρα εξαγωγικής επιδότησης κατά την έννοια της παρούσας διάταξης.

5.   Κάθε προσδιορισμός του ατομικού ή μη χαρακτήρα μιας επιδότησης βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου τεκμηριώνεται με σαφήνεια βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.

Άρθρο 5

Υπολογισμός του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης

Το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με βάση το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης της επιδότησης και το οποίο διαπιστώνεται και καθορίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Κανονικά, η περίοδος αυτή είναι η πλέον πρόσφατη λογιστική χρήση του δικαιούχου, αλλά μπορεί να είναι οποιαδήποτε άλλη περίοδος, διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών πριν από την έναρξη της έρευνας για την οποία είναι διαθέσιμα αξιόπιστα οικονομικά και άλλα στοιχεία.

Άρθρο 6

Υπολογισμός του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης

Όσον αφορά τον υπολογισμό του οφέλους που προσπορίζεται ο αποδέκτης, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης εκ μέρους του δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζεται όφελος, εκτός αν η επένδυση είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται προς τη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης επιχειρηματικών κεφαλαίων) την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην επικράτεια της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής·

β)

η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια επιχείρηση για το δάνειο που της χορηγεί το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο το οποίο θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών·

γ)

η παροχή εγγύησης εκ μέρους του Δημοσίου για κάποιο δάνειο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η επιχείρηση, υπέρ της οποίας παρεσχέθη η εγγύηση, για το δάνειο που έχει συνομολογήσει με την εγγύηση του Δημοσίου και του ποσού που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η ίδια επιχείρηση για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εγγύηση του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποσών, αφού γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες διαφορές στις προμήθειες·

δ)

η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ή η αγορά αγαθών από το Δημόσιο δεν θεωρείται ότι προσπορίζει όφελος, εκτός αν η διάθεση πραγματοποιείται έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού, ή αν για την αγορά καταβάλλεται τίμημα μεγαλύτερο από το κανονικό. Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η παροχή ή η αγορά όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, το κατά πόσον είναι διαθέσιμο το συγκεκριμένο αγαθό ή η υπηρεσία, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).

Αν δεν επικρατούν τέτοιοι όροι και συνθήκες για το εν λόγω προϊόν ή υπηρεσία στη χώρα παροχής ή αγοράς, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατάλληλα σημεία αναφοράς, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην εν λόγω χώρα, προσαρμόζονται, με βάση το πραγματικό κόστος, τις τιμές και άλλα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα σε αυτή τη χώρα, με το κατάλληλο ποσό που αντανακλά τις κανονικές συνθήκες και όρους της αγοράς· ή

ii)

ενδεχομένως, χρησιμοποιούνται οι όροι και οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά άλλης χώρας ή στην παγκόσμια αγορά και οι οποίες είναι διαθέσιμες στον αποδέκτη.

Άρθρο 7

Γενικές διατάξεις υπολογισμού

1.   Το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθορίζεται ανά μονάδα του προϊόντος που επιδοτείται και εξάγεται προς την Ένωση.

Κατά τον καθορισμό του εν λόγω ποσού, είναι δυνατό να αφαιρούνται τα ακόλουθα στοιχεία από τη συνολική επιδότηση:

α)

κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση ή τη λήψη της επιδότησης·

β)

οι φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στο προϊόν κατά την εξαγωγή του στην Ένωση και που αποσκοπούν ειδικά στην αντιστάθμιση της επιδότησης.

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητάει μια τέτοια αφαίρεση, οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο.

2.   Όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

3.   Όταν η επιδότηση μπορεί να συνδεθεί με την απόκτηση ή τη μελλοντική απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με την κατανομή της στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των εκάστοτε στοιχείων ενεργητικού στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

Το ποσό που υπολογίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο και το οποίο είναι δυνατό να αποδοθεί στην περίοδο έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του ποσού που προκύπτει από πάγια στοιχεία του ενεργητικού που αποκτήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο, κατανέμεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2.

Όταν τα στοιχεία δεν υπόκεινται σε απόσβεση, η επιδότηση εξομοιώνεται με άτοκο δάνειο και διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 στοιχείο β).

4.   Όταν μια επιδότηση δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, το ύψος του οφέλους που έχει προσποριστεί κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας αποδίδεται, καταρχήν, σε αυτήν την περίοδο και κατανέμεται με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 2, εκτός αν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν την απόδοση του οφέλους σε διαφορετική περίοδο.

Άρθρο 8

Προσδιορισμός της ζημίας

1.   Ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση τόσο:

α)

του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην ενωσιακή αγορά· και

β)

των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

2.   Όσον αφορά τον όγκο των επιδοτούμενων εισαγωγών, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους εν λόγω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

3.   Όταν διεξάγονται ταυτόχρονα έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών σε σχέση με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από περισσότερες από μια χώρες, οι συνέπειες των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικά μόνον εάν:

α)

το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο κατά την έννοια του άρθρου 14 παράγραφος 5, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος· και

β)

η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς ενωσιακού προϊόντος.

4.   Η εξέταση της επίπτωσης των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του οικείου ενωσιακού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του υπόψη κλάδου παραγωγής και στους οποίους περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ· το μέγεθος του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων· η πραγματική και η ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού· παράγοντες που επηρεάζουν τις ενωσιακές τιμές· οι πραγματικές και οι δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

5.   Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 1, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη πως ο όγκος και/ή τα επίπεδα τιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 έχουν επίπτωση επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την έννοια της παραγράφου 4, και ότι λόγω του μεγέθους της η επίπτωση αυτή είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως σοβαρή.

6.   Εξετάζονται ακόμη τυχόν άλλοι γνωστοί παράγοντες, εκτός από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η ζημία που προκαλείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες δεν αποδίδεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές κατά την έννοια της παραγράφου 5. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη συμπεριλαμβάνονται: ο όγκος και οι τιμές των μη επιδοτούμενων εισαγωγών, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των προτύπων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Ένωσης, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

7.   Οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται σε σχέση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνουν το ομοειδές προϊόν, και για τα οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία.

8.   Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, εικοτολογίες ή απομακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία η επίμαχη επιδότηση θα προξενούσε ζημία, πρέπει να έχει προβλεφθεί με βεβαιότητα και πρέπει να είναι επικείμενη.

Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας, θα πρέπει να εξετάζονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)

ο χαρακτήρας της επίμαχης επιδότησης και οι συνέπειες που είναι πιθανόν να προκληθούν από αυτή για το εμπόριο·

β)

αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των επιδοτούμενων εισαγωγών στην αγορά της Ένωσης, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών·

γ)

η ύπαρξη επαρκούς και ελεύθερα διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητας αυτής, με βάση την οποία πιθανολογείται σημαντική αύξηση των επιδοτούμενων εξαγωγών προς την Ένωση, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

δ)

το κατά πόσον οι εισαγωγές έρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση των τιμών ή την παρεμπόδιση σε σημαντικό βαθμό της αύξησης των τιμών και οι οποίες είναι πιθανό να αυξήσουν τη ζήτηση για νέες εισαγωγές·

ε)

τα αποθέματα του υπό εξέταση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά οι εξεταζόμενοι παράγοντες στο σύνολό τους πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εξαγωγών και ότι πρόκειται να προκληθεί σημαντική ζημία σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Άρθρο 9

Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ενωσιακός κλάδος παραγωγής» νοείται το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων στην Ένωση ή όσων εξ αυτών η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό, κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 6, του συνόλου της ενωσιακής παραγωγής των προϊόντων αυτών. Ωστόσο:

α)

όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που φέρεται να αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων, ο όρος «ενωσιακός κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνων τους λοιπούς παραγωγούς·

β)

σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Ένωσης είναι δυνατό, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη παραγωγή, να διαιρείται σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί στο εσωτερικό κάθε αγοράς είναι δυνατό να θεωρούνται ως χωριστός κλάδος παραγωγής, εφόσον:

i)

οι παραγωγοί στο εσωτερικό μιας τέτοιας αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά αυτή· και

ii)

η ζήτηση σε αυτή την αγορά δεν ικανοποιείται σε αξιόλογο βαθμό από τους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο μέρος της Ένωσης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι υπάρχει ζημία, ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές συγκεντρώνονται σ' αυτή τη μεμονωμένη αγορά και ότι, επιπροσθέτως, οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής εντός της συγκεκριμένης αγοράς.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι παραγωγοί θεωρείται ότι συνδέονται με εξαγωγείς ή εισαγωγείς μόνον εφόσον:

α)

ένας από αυτούς ελέγχει τον άλλον, άμεσα ή έμμεσα·

β)

και οι δύο ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από κάποιον τρίτο· ή

γ)

ελέγχουν από κοινού, άμεσα ή έμμεσα, κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η σχέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ο εκάστοτε παραγωγός διαφορετικά απ' ό,τι συμπεριφέρονται οι μη συνδεόμενοι παραγωγοί.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι ο ένας ελέγχει τον άλλο όταν ο πρώτος έχει τη δυνατότητα, de jure ή de facto, να θέτει περιορισμούς στον δεύτερο ή να κατευθύνει τις ενέργειές του.

3.   Όταν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θεωρείται ότι αναφέρεται στους παραγωγούς μιας συγκεκριμένης περιφέρειας, παρέχεται η δυνατότητα στους εξαγωγείς ή στο Δημόσιο που χορηγεί τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις να προτείνουν την ανάληψη εκ μέρους τους υποχρεώσεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 13, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιφέρεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την εξέταση του εάν η επιβολή μέτρων θα έγκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στα συμφέροντα της συγκεκριμένης περιφέρειας. Σε περίπτωση που δεν προσφερθεί πάραυτα κάποια ικανοποιητική ανάληψη υποχρέωσης ή εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατό να επιβληθεί προσωρινός ή οριστικός αντισταθμιστικός δασμός για το σύνολο της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί, εάν είναι εφικτό, είναι δυνατό να ισχύουν μόνον έναντι συγκεκριμένων παραγωγών ή εξαγωγέων.

4.   Οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 7 εφαρμόζονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 10

Κίνηση της διαδικασίας

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, η έναρξη έρευνας για τη διαπίστωση της ύπαρξης, της έκτασης και των συνεπειών οποιασδήποτε πιθανολογούμενης επιδότησης, προϋποθέτει την υποβολή γραπτής καταγγελίας εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, ή ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

Η καταγγελία είναι δυνατό να υποβάλλεται στην Επιτροπή ή σε κάποιο κράτος μέλος που τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας που λαμβάνει. Η καταγγελία λογίζεται υποβληθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα από αυτήν της παράδοσής της στην Επιτροπή με συστημένη επιστολή ή της αναγραφόμενης στην απόδειξη παραλαβής.

Όταν, ελλείψει καταγγελίας, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν επιδότηση και την εξ αυτής προκύπτουσα ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τα γνωστοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.

2.   Κάθε καταγγελία κατά την παράγραφο 1 περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων (συμπεριλαμβανομένων, ει δυνατόν, του ύψους τους), τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων και της κατά τους ισχυρισμούς ζημίας. Η καταγγελία περιλαμβάνει τα στοιχεία που είναι ευλόγως δυνατό να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα εξής:

α)

την ταυτότητα του καταγγέλλοντος, καθώς και την περιγραφή του όγκου και της αξίας της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται στην Ένωση από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η καταγγελία διευκρινίζει τον κλάδο παραγωγής για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία, υπό μορφή καταλόγου με όλους τους γνωστούς ενωσιακούς παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος (ή τις ενώσεις ενωσιακών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος)· επίσης περιέχει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία για τον όγκο και την αξία της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω παραγωγοί·

β)

πλήρη περιγραφή του προϊόντος που φέρεται να επιδοτείται, την ονομασία της εκάστοτε χώρας ή των εκάστοτε χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το οικείο προϊόν·

γ)

τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, το ύψος και το χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιδότησης, καθώς και τη δυνατότητα εφαρμογής αντισταθμιστικών μέτρων·

δ)

τις μεταβολές του όγκου των εισαγωγών που καταγγέλλεται ότι αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, για την επίδραση των εισαγωγών αυτών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην ενωσιακή αγορά, καθώς και για την επακόλουθη επίπτωση των εισαγωγών αυτών επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπως αυτή αποδεικνύεται με βάση συναφείς παράγοντες και δείκτες που αποτελούν συνάρτηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, όπως αυτοί που απαριθμούνται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 4.

3.   Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον αυτά είναι ικανά να δικαιολογήσουν την έναρξη έρευνας.

4.   Η έναρξη έρευνας είναι δυνατή προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι καταγγελλόμενες επιδοτήσεις έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 3.

5.   Επίσης, είναι δυνατόν να αρχίσει έρευνα σχετικά με τα μέτρα του είδους εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, στο βαθμό που αυτά περιέχουν κάποιο στοιχείο επιδότησης, κατά την έννοια του άρθρου 3, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα εν λόγω μέτρα συνάδουν πλήρως με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος.

6.   Η έναρξη έρευνας σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί, έπειτα από εξέταση του βαθμού υποστήριξης ή αντίθεσης προς την υποβληθείσα εκ μέρους των ενωσιακών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγγελία, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Η καταγγελία θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, εάν υποστηρίζεται από παραγωγούς της Ένωσης των οποίων η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από το τμήμα εκείνο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που έχει εκφράσει είτε την υποστήριξή του είτε την αντίθεσή του προς την καταγγελία. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η έναρξη έρευνας όταν οι ενωσιακοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

7.   Οι αρχές αποφεύγουν να δίδουν δημοσιότητα σε αιτήσεις για έναρξη έρευνας, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας. Ωστόσο, το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη δεόντως τεκμηριωμένης καταγγελίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο και, πάντως, πριν από την έναρξη έρευνας, η Επιτροπή ενημερώνει την οικεία χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής και την καλεί να συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις, με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης όσον αφορά τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 2 και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

8.   Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή αποφασίσει να αρχίσει έρευνα χωρίς να έχει λάβει γραπτή καταγγελία προς τούτο εκ μέρους ή για λογαριασμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, κατά την έννοια της παραγράφου 2, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη αφού διαπιστώσει την ανάγκη έναρξης τέτοιας έρευνας.

9.   Τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά τόσο με τις επιδοτήσεις, όσο και με τη ζημία, εξετάζονται ταυτοχρόνως προκειμένου να αποφασιστεί εάν ενδείκνυται η έναρξη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά είτε με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις είτε με τη ζημία δεν είναι επαρκή για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της διαδικασίας. Δεν είναι δυνατή η κίνηση διαδικασίας εναντίον χωρών οι εισαγωγές από τις οποίες αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν οι χώρες αυτές αντιπροσωπεύουν συλλογικά ποσοστό τουλάχιστον 3 % της ενωσιακής κατανάλωσης.

10.   Η καταγγελία είναι δυνατό να αποσυρθεί πριν από την κίνηση διαδικασίας, και στην περίπτωση αυτή θεωρείται ως μη υποβληθείσα.

11.   Αν είναι προφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει, κανονικά, τα κράτη μέλη σχετικά με την ανάλυση της καταγγελίας εντός 21 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.

12.   Η ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλει την έναρξη έρευνας, διευκρινίζει το προϊόν και τις χώρες που αυτή αφορά, περιέχει περίληψη των προσκομισθέντων στοιχείων και ορίζει ότι κάθε χρήσιμο στοιχείο πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

Καθορίζει επίσης την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναγγελθούν, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν στοιχεία, προκειμένου οι απόψεις αυτές και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα. Καθορίζει, εξάλλου, την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5.

13.   Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις εισαγωγέων ή εξαγωγέων που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τη χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας και, μεριμνώντας για την προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, καθώς και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατόπιν αιτήσεώς τους. Όταν ο αριθμός των ενεχομένων εξαγωγέων είναι ιδιαιτέρως υψηλός, το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας είναι δυνατό να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση.

14.   Έρευνα η οποία έχει ως αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών δεν εμποδίζει τις διαδικασίες εκτελωνισμού.

Άρθρο 11

Έρευνα

1.   Κατόπιν της κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή αρχίζει έρευνα, σε ενωσιακό επίπεδο, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Η έρευνα αυτή καλύπτει ταυτόχρονα την επιδότηση και τη ζημία.

Προκειμένου να συναχθεί αντιπροσωπευτικό πόρισμα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση των επιδοτήσεων, καλύπτει κανονικά την περίοδο έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 5.

Τα στοιχεία που αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας, κανονικά, δεν λαμβάνονται υπόψη.

2.   Στα ενδιαφερόμενα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς, η προθεσμία αρχίζει να προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω θεωρείται ότι λαμβάνεται επτά ημέρες από την ημερομηνία αποστολής του προς αυτόν που καλείται να το συμπληρώσει ή από την ημερομηνία διαβίβασής του στον αρμόδιο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής. Είναι δυνατόν να χορηγείται παράταση της προθεσμίας των 30 ημερών, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η προθεσμία που ισχύει για την έρευνα και υπό την επιφύλαξη ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλει ικανό λόγο, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αντιμετωπίζει, προκειμένου να λάβει την παράταση αυτή.

3.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να παρέχουν στοιχεία και τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στα αιτήματα αυτά.

Αποστέλλουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που έχουν ζητηθεί, μαζί με τα πορίσματα του συνόλου των επιθεωρήσεων, ελέγχων ή ερευνών που έχουν διεξαχθεί.

Όταν αυτά τα στοιχεία είναι γενικού ενδιαφέροντος ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα· στην περίπτωση αυτή διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους.

4.   Η Επιτροπή δύναται να ζητάει από τα κράτη μέλη να πραγματοποιούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδίως των εισαγωγέων, των εμπόρων και των ενωσιακών παραγωγών, και να προβαίνουν σε έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι οι οικείες επιχειρήσεις συγκατατίθενται και ότι η κυβέρνηση της εκάστοτε χώρας έχει ενημερωθεί επίσημα για το θέμα και δεν προβάλλει αντιρρήσεις.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να δώσουν συνέχεια στις αιτήσεις της Επιτροπής.

Υπάλληλοι της Επιτροπής δύνανται, εάν το ζητήσει η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος, να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 γίνονται δεκτά σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει σχετική γραπτή αίτηση, εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας, καθώς και ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι που υπαγορεύουν την ακρόασή τους.

6.   Κατόπιν αιτήσεώς τους, δίδεται η ευκαιρία στους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς και τους καταγγέλλοντες που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12, καθώς και στην κυβέρνηση της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, να συναντήσουν τα μέρη που έχουν αντίθετα συμφέροντα, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη των τυχόν αντικρουόμενων απόψεων.

Κατά την παροχή της ευκαιρίας αυτής, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διαφύλαξης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των στοιχείων, καθώς και η διευκόλυνση των μερών.

Η παρουσία των μερών στις συναντήσεις δεν είναι υποχρεωτική, η δε απουσία από μία συνάντηση δεν επιβαρύνει τη θέση του απόντος μέρους.

Τα στοιχεία που παρέχονται προφορικώς βάσει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή στο βαθμό που επιβεβαιώνονται μεταγενέστερα γραπτώς.

7.   Οι καταγγέλλοντες, η κυβέρνηση της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12 δύνανται, έπειτα από γραπτή αίτηση, να λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή από οποιοδήποτε μέρος το οποίο αφορά η έρευνα, εκτός από τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης τα οποία έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι κατάλληλα για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 29 και χρησιμοποιούνται στην έρευνα.

Τα εν λόγω μέρη έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους σχετικά με τα υπόψη στοιχεία, και οι παρατηρήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη εφόσον συνοδεύονται από επαρκή τεκμηρίωση.

8.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28, η ακρίβεια των στοιχείων που προσκομίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα οποία χρησιμεύουν ως βάση για την άντληση συμπερασμάτων, επαληθεύονται, στο μέτρο του δυνατού.

9.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η έρευνα ολοκληρώνεται, ει δυνατόν εντός προθεσμίας ενός έτους. Οι έρευνες αυτές, σε όλες τις περιπτώσεις, ολοκληρώνονται εντός προθεσμίας 13 μηνών από την έναρξή τους, κατ' εφαρμογή είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 13 για τις αναλήψεις υποχρεώσεων είτε των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί βάσει του άρθρου 15 για την επιβολή οριστικών μέτρων.

10.   Καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή παρέχει στη χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής εύλογη δυνατότητα να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις, με στόχο την αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

Άρθρο 12

Προσωρινά μέτρα

1.   Η επιβολή προσωρινών δασμών επιτρέπεται εφόσον:

α)

έχει κινηθεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 10·

β)

έχει δημοσιευτεί ανακοίνωση για το σκοπό αυτό και έχουν παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλη δυνατότητα για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10 παράγραφος 12·

γ)

έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι το εισαγόμενο προϊόν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης, με επακόλουθο την πρόκληση ζημίας στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης· και

δ)

το συμφέρον της Ένωσης υπαγορεύει τη λήψη μέτρων προκειμένου να αποτραπεί η εν λόγω ζημία.

Οι προσωρινοί δασμοί επιβάλλονται το νωρίτερο 60 ημέρες και το αργότερο εννέα μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας.

Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογιστεί προσωρινά, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο από το εν λόγω ποσό, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός θα αρκούσε για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

2.   Για τους προσωρινούς δασμούς παρέχεται ασφάλεια υπό μορφή εγγύησης και η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση των σχετικών προϊόντων εξαρτάται από τη σύσταση αυτής της εγγύησης.

3.   Η Επιτροπή θεσπίζει τα προσωρινά μέτρα με τη διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 4.

4.   Σε περίπτωση που ζητηθεί από ένα κράτος μέλος η άμεση ανάληψη δράσης εκ μέρους της Επιτροπής και πληρούνται οι όροι του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών κατ' ανώτατο όριο από την παραλαβή της αίτησης, εάν συντρέχει λόγος επιβολής προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού.

5.   Οι προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί ισχύουν για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.

Άρθρο 13

Αναλήψεις υποχρεώσεων

1.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη επιδοτήσεων και την εξ αυτών πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2, να αποδεχθεί οικειοθελώς προτεινόμενες ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων, βάσει των οποίων:

α)

η χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της· ή

β)

ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να αναθεωρήσει τις τιμές που εφαρμόζει ή να διακόψει τις εξαγωγές προϊόντων που τυγχάνουν αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων προς την εκάστοτε περιοχή, ούτως ώστε να πειστεί η Επιτροπή ότι εξαλείφθηκαν οι ζημιογόνες συνέπειες των επιδοτήσεων.

Στην περίπτωση αυτή και στο βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 και οι οριστικοί δασμοί που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, όπως έχει τροποποιηθεί στη συνέχεια.

Οι αυξήσεις τιμών βάσει αυτών των αναλήψεων υποχρεώσεων δεν είναι μεγαλύτερες απ' αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, θα πρέπει δε να υπολείπονται του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων αν αυτές οι αυξήσεις επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

2.   Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγηθεί την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά καμία χώρα ή εξαγωγέας δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να αποδεχθεί μια ανάληψη υποχρέωσης. Το γεγονός ότι μία χώρα ή ένας εξαγωγέας δεν προσφέρεται να αναλάβει κάποια υποχρέωση ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόσκληση να το πράξει, δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την εξέταση της υπόθεσης.

Παρ' όλα αυτά, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη εάν συνεχιστούν οι επιδοτούμενες εισαγωγές. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους χωρών ή εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται η ύπαρξη επιδότησης και η εξ αυτής πρόκληση ζημίας.

Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 30 παράγραφος 5.

3.   Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνουν αποδεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά υψηλός ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη γενική πολιτική. Ο εκάστοτε εξαγωγέας και/ή η οικεία χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής δύνανται να πληροφορούνται τους λόγους για τους οποίους προτείνεται η απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης, και είναι επίσης δυνατό να τους παραχωρείται η ευχέρεια να διατυπώνουν τυχόν παρατηρήσεις επ' αυτών. Οι λόγοι της απόρριψης αναπτύσσονται στην οριστική απόφαση.

4.   Τα μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν κάποια υποχρέωση οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική εκδοχή της ανάληψης αυτής της υποχρέωσης, ώστε να είναι δυνατό να την πληροφορούνται τα μέρη που αφορά η έρευνα.

5.   Αν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνει αποδεκτή, η έρευνα περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 3.

6.   Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για την παροχή επιδοτήσεων και για τη ζημία κανονικά ολοκληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης ή τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι δυνατό να απαιτείται η διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα.

Όταν το συμπέρασμα για την ύπαρξη επιδότησης και για τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ σύμφωνα με το περιεχόμενό της και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

7.   Η Επιτροπή ζητάει από κάθε χώρα και κάθε εξαγωγέα από τον οποίο έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης να υποβάλλει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στοιχεία σχετικά με την τήρηση της ανάληψης αυτής της υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.

8.   Όταν κατά τη διάρκεια μιας έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, τότε αυτές, για τους σκοπούς των άρθρων 18, 19, 20 και 22 θεωρείται ότι τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία περατούται η έρευνα ως προς την οικεία χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής.

9.   Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης των αναλήψεων υποχρεώσεων από οποιοδήποτε μέρος ανέλαβε υποχρεώσεις ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται από την Επιτροπή, κατά περίπτωση, και εφαρμόζεται ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 12 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, υπό τον όρο ότι ο οικείος εξαγωγέας ή η χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής έλαβαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, εκτός αν η ανάληψη υποχρέωσης ανακληθεί από τον εν λόγω εξαγωγέα ή χώρα. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη όταν αποφασίσει να ανακαλέσει ανάληψη υποχρέωσης.

Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι, περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων.

10.   Επιτρέπεται η επιβολή προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 12 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης έχει παραβιαστεί ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.

Άρθρο 14

Περάτωση της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων

1.   Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης.

2.   Αν δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων, η έρευνα ή η διαδικασία περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 25 παράγραφος 3.

3.   Η διαδικασία περατούται αμέσως όταν διαπιστώνεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι ασήμαντο, σύμφωνα με την παράγραφο 5, ή όταν ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών, πραγματικών ή δυνητικών ή η ζημία είναι αμελητέα.

4.   Όταν πρόκειται για διαδικασία κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 11, η ζημία κρίνεται κανονικά αμελητέα αν το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών είναι κατώτερο από τα μεγέθη που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 9. Όταν πρόκειται για έρευνα σχετική με εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες, ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών κρίνεται ομοίως αμελητέος εάν αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 4 % του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση, εκτός εάν πραγματοποιούνται εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες καθεμιά από τις οποίες συμμετέχει στις εισαγωγές κατά ποσοστό κατώτερο του 4 % επί του συνόλου, αλλά όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 9 % επί του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση.

5.   Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων θεωρείται ασήμαντο εάν το εν λόγω ποσό αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 1 % κατ' αξία, εκτός εάν πρόκειται για έρευνες που αφορούν τις εισαγωγές, καταγωγής αναπτυσσόμενων χωρών, το όριο των οποίων, κάτω από το οποίο το ποσό θεωρείται ασήμαντο, είναι 2 % κατ' αξία, και υπό τον όρο ότι περατώνεται αποκλειστικά και μόνον η έρευνα όταν το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι κατώτερο του επιπέδου που θεωρείται ασήμαντο για τους συγκεκριμένους εξαγωγείς, ενώ οι εν λόγω εξαγωγείς εξακολουθούν να υπόκεινται στη διαδικασία και είναι δυνατό να υποβληθούν σε νέα έρευνα στα πλαίσια ενδεχόμενης μεταγενέστερης επανεξέτασης που θα διενεργηθεί για την εν λόγω χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 18 και 19.

Άρθρο 15

Επιβολή οριστικών δασμών

1.   Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει η ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και ζημίας, καθώς και ότι το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 31, η Επιτροπή επιβάλλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 3. Αν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, η Επιτροπή κινεί αυτή τη διαδικασία το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη τους.

Δεν θεσπίζονται μέτρα αν ανακληθεί η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις ή αν αποδεικνύεται ότι οι επιδοτήσεις δεν προσπορίζουν πλέον κανένα όφελος στους εξαγωγείς που τις λαμβάνουν.

Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογιστεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

2.   Ο αντισταθμιστικός δασμός επιβάλλεται στο ύψος που ενδείκνυται σε κάθε περίπτωση για όλες, αδιακρίτως προελεύσεως, τις εισαγωγές ενός προϊόντος που έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές οι οποίες καλύπτονται από αναλήψεις υποχρεώσεων οι οποίες έχουν γίνει δεκτές κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλεται ο δασμός προσδιορίζει το ύψος του δασμού που επιβάλλεται για κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, για την οικεία προμηθεύτρια χώρα.

3.   Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της έρευνάς της σύμφωνα με το άρθρο 27, οποιοσδήποτε αντισταθμιστικός δασμός ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 27 αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στην έρευνα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον σταθμισμένο μέσο όρο του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχει προκύψει για τις επιχειρήσεις του δείγματος.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που είναι είτε μηδενικά είτε ασήμαντα, ούτε τυχόν ποσά αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχουν καθοριστεί υπό τις συνθήκες που προβλέπει το άρθρο 28.

Ατομικοί δασμοί επιβάλλονται επί των εισαγωγών που προέρχονται από κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό για τον οποίον έχει υπολογιστεί ατομικό ύψος επιδότησης σύμφωνα με το άρθρο 27.

Άρθρο 16

Αναδρομική ισχύς

1.   Προσωρινά μέτρα και οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί επιβάλλονται μόνο ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του μέτρου που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1 ή του άρθρου 15 παράγραφος 1, ανάλογα με την περίπτωση, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Όταν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχουν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και ζημία, η Επιτροπή αποφασίζει, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται να επιβληθεί οριστικός αντισταθμιστικός δασμός, ποιο ποσοστό του προσωρινού δασμού πρέπει να εισπραχθεί οριστικά.

Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενωσιακού κλάδου παραγωγής ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας, εκτός αν διαπιστωθεί ότι ο κίνδυνος αυτός θα εξελισσόταν, αν δεν λαμβάνονταν προσωρινά μέτρα, σε σημαντική ζημία. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση.

3.   Όταν ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν ο τελικός προσδιορισμός είναι αποφατικός, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται.

4.   Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού επί προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5·

β)

έχει παρασχεθεί από την Επιτροπή στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς η ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους·

γ)

υπάρχουν κρίσιμες περιστάσεις υπό τις οποίες, προκειμένου περί του οικείου επιδοτούμενου προϊόντος, προκαλείται ζημία που είναι δύσκολο να αποκατασταθεί, εξαιτίας μαζικών εισαγωγών, σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, ενός προϊόντος που τυγχάνει αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού· και

δ)

κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη της ζημίας αυτής, η αναδρομική επιβολή αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές αυτές.

5.   Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατό να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί επί προϊόντων που ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το πολύ 90 ημέρες, πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 και ότι η αναδρομική επιβολή δασμών δεν αφορά τις εισαγωγές πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.

Άρθρο 17

Διάρκεια ισχύος

Κάθε αντισταθμιστικό μέτρο παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Άρθρο 18

Επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων

1.   Κάθε οριστικό αντισταθμιστικό μέτρο παύει να ισχύει πέντε έτη μετά την επιβολή του ή πέντε έτη μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης επανεξέτασης, η οποία κάλυψε τόσο την παροχή επιδοτήσεων, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση μέτρων ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό ενωσιακών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η εν λόγω επανεξέταση.

2.   Διενεργείται επανεξέταση μέτρου ενόψει της λήξης του, όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της παροχής της επιδοτήσεως και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να προκύπτει με βάση στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παροχή της επιδότησης ή η ζημία συνεχίζεται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ύπαρξη μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά είναι τέτοιες ώστε να πιθανολογείται η περαιτέρω ζημιογόνος παροχή επιδοτήσεων.

3.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών βάσει του παρόντος άρθρου, παρέχεται στους εξαγωγείς, στους εισαγωγείς, στο Δημόσιο της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής και στους ενωσιακούς παραγωγούς, η δυνατότητα να προβάλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το κατά πόσον τυχόν η λήξη της ισχύος των εκάστοτε μέτρων είναι ή όχι πιθανό να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής της επιδότησης και της ζημίας.

4.   Ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν ευθέτω χρόνω, κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής του, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Εν συνεχεία, οι ενωσιακοί παραγωγοί δικαιούνται, το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 2. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση με την οποία αναγγέλλεται η πραγματική λήξη ισχύος ενός μέτρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 19

Ενδιάμεση επανεξέταση

1.   Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατό να επανεξετάζεται, όταν αυτό κρίνεται δικαιολογημένο, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή κράτους μέλους, ή, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο του έτους, από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των ενωσιακών παραγωγών ή της χώρας καταγωγής και/ή εξαγωγής, η οποία αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα ενδιάμεσης επανεξέτασης.

2.   Ενδιάμεση επανεξέταση διενεργείται όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση των συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης και/ή ότι η ζημία είναι απίθανο να συνεχιστεί ή να επαναληφθεί σε περίπτωση άρσης ή τροποποίησης του μέτρου ή ότι το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

3.   Όταν οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται είναι κατώτεροι από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που διαπιστώθηκε, κινείται ενδιάμεση επανεξέταση αν οι ενωσιακοί παραγωγοί ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλει κανονικά, εντός δύο ετών από την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ότι, μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν σημειώθηκε μεταβολή των τιμών ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Ένωση. Αν η έρευνα αποδείξει την ορθότητα των ισχυρισμών, οι αντισταθμιστικοί δασμοί μπορούν να αυξηθούν στο ύψος της τιμής που απαιτείται για να εξαλειφθεί η ζημία. Εντούτοις, το αυξημένο επίπεδο δασμού δεν υπερβαίνει το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Η ενδιάμεση επανεξέταση μπορεί επίσης να κινηθεί, υπό τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους.

4.   Κατά τη διεξαγωγή ερευνών δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την παροχή επιδοτήσεων και τη ζημία ή κατά πόσον τα υφιστάμενα μέτρα παρήγαγαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και εξάλειψαν τη ζημία που έχει ήδη διαπιστωθεί, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8. Εν προκειμένω, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος, λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

Άρθρο 20

Επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες

Κάθε εξαγωγέας οι εξαγωγές του οποίου υπόκεινται σε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό, αλλά ο οποίος δεν αποτέλεσε ατομικά αντικείμενο της αρχικής έρευνας για λόγους άλλους από την άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή, δικαιούται να ζητήσει επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες, προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει να καθορίσει, το συντομότερο δυνατό, ατομικό αντισταθμιστικό δασμό που θα ισχύσει για τον εν λόγω εξαγωγέα ατομικά.

Η επανεξέταση αυτή αρχίζει αφού προηγουμένως δοθεί η δυνατότητα στους ενωσιακούς παραγωγούς να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους.

Άρθρο 21

Επιστροφές

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 18, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδειχθεί ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή ότι έχει μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

2.   Ο εισαγωγέας που ζητάει την επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των εισπρακτέων οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε η οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή.

3.   Αίτηση επιστροφής δεν θεωρείται δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων παρά μόνον όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της αιτούμενης επιστροφής αντισταθμιστικών δασμών και συνοδεύεται από όλα τα τελωνειακά έγγραφα που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Περιέχει επίσης αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που αφορούν τον υποκείμενο στο δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Σε περίπτωση που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία στοιχεία δεν είναι δυνατό να συγκεντρωθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο οικείος εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα διαθέσει στον εισαγωγέα, η αίτηση περιλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και ότι τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία πρόκειται να διατεθούν στην Επιτροπή. Εάν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν διατεθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός εύλογης προθεσμίας, η αίτηση απορρίπτεται.

4.   Η Επιτροπή αποφασίζει αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση ή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, οπότε τα στοιχεία και τα πορίσματα που προκύπτουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τις επανεξετάσεις αυτού του είδους, χρησιμοποιούνται προκειμένου να κριθεί αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή.

Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός 12 μηνών και, εν πάση περιπτώσει, μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο υπόκειται στον αντισταθμιστικό δασμό υπέβαλε αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς τη με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 22

Γενικές διατάξεις σχετικά με την επανεξέταση και τις επιστροφές

1.   Οι σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των άρθρων 18, 19 και 20.

Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 18 και 19 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και κανονικά ολοκληρώνονται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των άρθρων 18 και 19 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους.

Οι επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 20 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία ενάρξεώς τους.

Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 19 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται ανωτέρω για την επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 18.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, τα μέτρα:

α)

παύουν να ισχύουν στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει του άρθρου 18·

β)

παύουν να ισχύουν σε περίπτωση ερευνών βάσει των άρθρων 18 και 19 εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά το άρθρο 18 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά το άρθρο 19 συνεχιζόταν στην ίδια διαδικασία, είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως· ή

γ)

παραμένουν αμετάβλητα στις έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των άρθρων 19 και 20.

Σχετική ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Κάθε επανεξέταση βάσει των άρθρων 18, 19 και 20 κινείται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσον να αρχίσει επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 18 σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2. Η Επιτροπή ενημερώνει επίσης τα κράτη μέλη εφόσον ένας φορέας ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη επανεξέτασης δυνάμει των άρθρων 19 και 20 και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον αυτή καθαυτή η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να επανεξεταστεί κατά πόσον η επιβολή μέτρων πρέπει να συνεχιστεί.

3.   Όταν κρίνεται δικαιολογημένο, μετά από σχετική επανεξέταση, τα μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 25 παράγραφος 3, καταργούνται ή διατηρούνται δυνάμει του άρθρου 18 ή καταργούνται, διατηρούνται ή τροποποιούνται δυνάμει των άρθρων 19 και 20.

4.   Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου έναντι μεμονωμένων εξαγωγέων αλλά όχι έναντι της οικείας χώρας στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να υπάγονται στη διαδικασία, και είναι δυνατό να διεξαχθεί, ως προς αυτούς, νέα έρευνα, στο πλαίσιο επανεξέτασης που διενεργείται για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου.

5.   Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, κατά την έννοια του άρθρου 18, ευρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει του άρθρου 19, διενεργείται επίσης έρευνα για το μέτρο αυτό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18.

6.   Για όλες τις έρευνες που διεξάγονται στα πλαίσια διαδικασίας επανεξέτασης ή επιστροφής δασμών, δυνάμει των άρθρων 18 έως 21, η Επιτροπή εφαρμόζει, εφόσον δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοστεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 5, 6, 7 και 27.

Άρθρο 23

Καταστρατήγηση

1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι, ή στις εισαγωγές του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ή σε μέρη αυτών, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

2.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που δεν υπερβαίνουν τους υπολειπόμενους αντισταθμιστικούς δασμούς που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2, μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

3.   Με τον όρο «καταστρατήγηση» νοείται μια μεταβολή των εμπορικών ροών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης ή μεταξύ συγκεκριμένων εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Ένωσης, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας για την οποία δεν υφίσταται επαρκής αιτιολόγηση, ούτε οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές και/ή οι ποσότητες των ομοειδών προϊόντων έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού, και το εισαγόμενο ομοειδές προϊόν και/ή τα μέρη αυτού του προϊόντος εξακολουθούν να τυγχάνουν της επιδότησης.

Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει:

α)

την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα, υπό τον όρο ότι οι τροποποιήσεις δεν μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά του·

β)

την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών·

γ)

την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Ένωση μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών.

4.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στις παραγράφους 1, 2 και 3. Η έρευνα κινείται με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον ένας ενδιαφερόμενος ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη έρευνας και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον αυτή καθαυτή η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να κινηθεί έρευνα.

Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από τελωνειακές αρχές, οι δε έρευνες ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών.

Αν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, αυτή αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 25 παράγραφος 3.

Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.

5.   Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές.

6.   Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες από αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 3.

Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εντός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής και ισχύουν κατά την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει αυτή η απόφαση. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον ολοκληρώσει την ανάλυσή της.

Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 20, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας η οποία οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

7.   Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις βάσει του άρθρου 19.

8.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν παρακωλύει την κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 24

Γενικές διατάξεις

1.   Οι αντισταθμιστικοί δασμοί, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο καθορισμένο ύψος και με βάση τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται. Οι δασμοί αυτοί εισπράττονται επίσης ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

Κανένα προϊόν δεν επιτρέπεται να υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς με σκοπό την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης η οποία είναι αποτέλεσμα ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών.

2.   Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών, καθώς και οι κανονισμοί ή οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών και διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εν λόγω κανονισμοί ή οι αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των ενεχομένων εξαγωγέων, αν αυτό είναι εφικτό, ή των ενεχομένων χωρών, περιγραφή του προϊόντος, καθώς και περίληψη των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για την επιδότηση και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται, mutatis mutandis, και για τις επανεξετάσεις.

3.   Είναι δυνατό να θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ειδικές διατάξεις, ειδικότερα σε σχέση με τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός περιέχεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

4.   Για την προστασία του συμφέροντος της Ένωσης, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατόν να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2 για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2, μπορεί να παρατείνει την αναστολή για επιπλέον χρονικό διάστημα μέχρις ενός έτους.

Τα μέτρα μπορούν να ανασταλούν μόνο αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που καθιστά απίθανη την επανάληψη της ζημίας συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις, οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα δύνανται ανά πάσα στιγμή να τεθούν εκ νέου σε ισχύ κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2, εάν ο λόγος αναστολής δεν ισχύει πλέον.

5.   Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, αφού ενημερώσει τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο, να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταγενέστερη επιβολή μέτρων έναντι των εισαγωγών αυτών με ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής τους.

Οι εισαγωγές είναι δυνατό να υποβάλλονται υποχρεωτικά σε καταγραφή μετά από αίτηση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής επαρκώς αιτιολογημένη.

Η καταγραφή επιβάλλεται με κανονισμό ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό του μέτρου και, ενδεχομένως, το κατ' εκτίμηση ύψος της πιθανής μελλοντικής οφειλής. Οι εισαγωγές δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται σε καταγραφή για περίοδο μεγαλύτερη από εννέα μήνες.

6.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν κάθε μήνα στην Επιτροπή τα στοιχεία για τις εισαγωγές των προϊόντων για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 παράγραφος 6.

Άρθρο 25

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.

5.   Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία για την έγκριση οριστικών μέτρων δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ή τη λήψη απόφασης σχετικά με την έναρξη ή μη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 18 του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, μέσα στην προθεσμία που ορίζει ο πρόεδρος, το αποφασίσει ο πρόεδρος ή το ζητήσει η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας την οποία καθορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου δεν έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας την οποία καθορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.

6.   Η επιτροπή μπορεί να εξετάζει κάθε ζήτημα που αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής ή αίτησης κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν πληροφορίες και να ανταλλάσσουν απόψεις εντός της επιτροπής ή άμεσα με την Επιτροπή.

Άρθρο 26

Επιτόπιοι έλεγχοι

1.   Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επισκέψεις, προκειμένου να εξετάσει τα βιβλία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανώσεις, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί σχετικά με την επιδότηση και τη ζημία. Αν δεν έχει δοθεί προσήκουσα απάντηση εγκαίρως, ο επιτόπιος έλεγχος είναι δυνατόν να μη διεξαχθεί.

2.   Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την επιφύλαξη ότι έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, και ότι δεν υπάρχει αντίρρηση εκ μέρους της οικείας χώρας, η οποία έχει επισήμως ενημερωθεί. Μόλις εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ενεχομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει κανονικά να γνωστοποιήσει στη χώρα καταγωγής και/ή εξαγωγής τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.

3.   Οι ενεχόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με το χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των ελέγχων αυτών, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται επιτοπίως περαιτέρω διευκρινίσεις με βάση τα στοιχεία που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.

4.   Κατά τις έρευνες που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή επικουρείται από υπαλλήλους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα.

Άρθρο 27

Δειγματοληψίες

1.   Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται:

α)

σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγμάτων στατιστικά αντιπροσωπευτικών με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής· ή

β)

στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών για τον οποίον είναι λογικό να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

2.   Η τελική επιλογή των μερών, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη ή με τη συγκατάθεσή τους, υπό την επιφύλαξη ότι αυτά τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίζουν, εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη της έρευνας, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος.

3.   Σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της έρευνας κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται το ατομικό ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή αλλά ο οποίος υποβάλλει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων εκάστου εξ αυτών και να παρεμποδίζεται η ολοκλήρωση της έρευνας εγκαίρως.

4.   Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και διαπιστώνεται άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων μερών ή ορισμένων εξ αυτών, ούτως ώστε να είναι δυνατόν να επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος.

Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται άρνηση συνεργασίας ή αν δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 28.

Άρθρο 28

Άρνηση συνεργασίας

1.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη, και είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα στοιχεία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη κανονικά ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2.   Τυχόν παράλειψη απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπάγετο υπέρμετρη επιπλέον προσπάθεια ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.

3.   Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι άρτιες από κάθε άποψη, δεν λαμβάνονται παρ' όλα αυτά υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τυχόν ελλείψεις τους δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπερασμάτων με ικανοποιητική ακρίβεια και ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται εγκαίρως, είναι επαληθεύσιμες και το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4.   Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της απόρριψής τους και του παραχωρείται επίσης η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κρίνονται ικανοποιητικές, οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών γνωστοποιούνται και αναπτύσσονται κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων.

5.   Εάν τα εξαχθέντα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, βασίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1, ιδίως στα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, διασταυρώνονται, όταν τούτο είναι εφικτό και τηρουμένης της προθεσμίας της έρευνας, με στοιχεία από άλλες τυχόν διαθέσιμες ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, οι επίσημες στατιστικές εισαγωγών και τα τελωνειακά έσοδα, ή με στοιχεία που έχουν προσκομιστεί από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της έρευνας.

Αυτά τα στοιχεία μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

6.   Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα από την έρευνα κατάσταση για το συγκεκριμένο μέρος ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή απ' ό,τι θα ήταν εάν είχε συνεργαστεί.

Άρθρο 29

Εμπιστευτική μεταχείριση

1.   Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη επειδή η κοινολόγησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο έλαβε την πληροφορία αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των πληροφοριών αυτών. Οι εν λόγω περιλήψεις είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιουμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω μέρη δύνανται να δηλώσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατό να παρουσιαστούν σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις αυτές, επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.

3.   Εάν κριθεί ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν δικαιολογείται, και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος να την καταστήσει ευρύτερα γνωστή ούτε να επιτρέψει την κοινολόγησή της, σε γενικόλογη ή σε περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη ληφθεί υπόψη, εκτός αν είναι δυνατό να αποδειχθεί με πειστικό τρόπο βάσει αξιόπιστων αποδείξεων ότι η εν λόγω πληροφορία είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την παροχή εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται αυθαίρετα.

4.   Το παρόν άρθρο δεν αντιτίθεται στην κοινολόγηση, από τις αρχές της Ένωσης, πληροφοριών γενικού χαρακτήρα, και, ειδικότερα, των λόγων στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ούτε η κοινολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων βασίζονται οι αρχές της Ένωσης, στο βαθμό που απαιτείται για την επεξήγηση των λόγων αυτών στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών. Για κάθε κοινολόγηση τέτοιας φύσεως, λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών να μη διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά τους απόρρητα.

5.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν αποκαλύπτουν καμία από τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που έχει παράσχει την πληροφορία, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και όλα τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, δεν αποκαλύπτονται, εκτός αν η αποκάλυψή τους προβλέπεται ρητά στον παρόντα κανονισμό.

6.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.

Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει τη χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το ίδιο ομοειδές προϊόν.

Άρθρο 30

Ενημέρωση των μερών

1.   Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι χώρες καταγωγής και/ή εξαγωγής δύνανται να ζητούν να ενημερωθούν λεπτομερώς σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και με τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι αιτήσεις ενημέρωσης υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και η ενημέρωση γίνεται γραπτώς το συντομότερο δυνατό.

2.   Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν τελική ενημέρωση σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προτίθεται να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων· ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στην ενημέρωση σχετικά με τυχόν πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις που διαφέρουν εκείνων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή προσωρινών μέτρων.

3.   Οι αιτήσεις για τελική ενημέρωση απευθύνονται γραπτώς στην Επιτροπή και παραλαμβάνονται, σε περίπτωση που έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, το αργότερο ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιβολής αυτού του δασμού. Σε περίπτωση που δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται η δυνατότητα στα μέρη να ζητήσουν να ενημερωθούν εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή.

4.   Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Πραγματοποιείται, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, το συντομότερο δυνατόν και, υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο έναν μήνα πριν από την έναρξη των διαδικασιών που ορίζονται στο άρθρο 14 ή στο άρθρο 15. Αν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, οφείλει να το πραγματοποιήσει το συντομότερο δυνατόν στη συνέχεια.

Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει καμία μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή, αλλά, αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.   Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος. Μπορεί να οριστεί μικρότερη προθεσμία αν πρέπει να γίνει πρόσθετη τελική αποκάλυψη στοιχείων.

Άρθρο 31

Συμφέρον την Ένωσης

1.   Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η λήψη μέτρων είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, αξιολογούνται όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, των χρηστών και των καταναλωτών· κάθε τέτοια διαπίστωση, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται μόνον αφού έχει δοθεί η δυνατότητα σε όλα τα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους σύμφωνα με την παράγραφο 2. Κατά την εξέταση αυτή, αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη εξάλειψης των επιπτώσεων από τις στρεβλώσεις του εμπορίου που προκαλούν οι ζημιογόνες επιδοτήσεις καθώς και στην ανάγκη αποκατάστασης ουσιαστικού ανταγωνισμού. Μέτρα τα οποία έχουν προσδιοριστεί με βάση τις διαπιστωθείσες επιδοτήσεις και τη ζημία δεν μπορούν να εφαρμόζονται αν οι αρχές μπορούν, βάσει όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί, να συμπεράνουν με σαφήνεια ότι τούτο δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ένωσης.

2.   Προκειμένου να συγκροτηθεί μια κατάλληλη βάση επί της οποίας οι αρχές να μπορούν να λάβουν υπόψη όλες τις απόψεις και τα στοιχεία προκειμένου να αποφανθούν κατά πόσον η επιβολή μέτρων είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις χρηστών και καταναλωτών δύνανται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση περί έναρξης της έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, να αναγγελθούν και να παράσχουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Οι πληροφορίες αυτές ή κατάλληλες περιλήψεις αυτών των πληροφοριών, ανακοινώνονται στα λοιπά μέρη που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, τα οποία έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις επ' αυτών.

3.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν ακρόαση. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 και εφόσον αναφέρουν τους ιδιαίτερους λόγους οι οποίοι επιβάλλουν την ακρόαση, σε σχέση με το συμφέρον της Ένωσης.

4.   Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή τυχόν προσωρινών δασμών. Οι εν λόγω παρατηρήσεις, για να ληφθούν υπόψη, πρέπει να παραληφθούν εντός 25 ημερών από την ημερομηνία εφαρμογής των εν λόγω μέτρων και πρέπει, ενδεχομένως με κατάλληλη περιληπτική μορφή, να ανακοινωθούν στα άλλα μέρη, τα οποία έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν παρατηρήσεις επ' αυτών.

5.   Η Επιτροπή εξετάζει όλες τις πληροφορίες που της έχουν προσηκόντως υποβληθεί, καθώς και τον βαθμό αντιπροσωπευτικότητάς τους, ενώ τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής, μαζί με γνωμοδότηση για το βάσιμο των πληροφοριών αυτών, διαβιβάζονται στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 25 ως τμήμα του σχεδίου μέτρου που υποβάλλεται βάσει των άρθρων 14 και 15. Οι απόψεις που εκφράζονται στην επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

6.   Τα μέρη που έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να πληροφορηθούν τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις στα οποία είναι πιθανό να βασιστούν οι τελικές αποφάσεις. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στο μέτρο του δυνατού και με την επιφύλαξη τυχόν μεταγενέστερης απόφασης της Επιτροπής.

7.   Οι πληροφορίες λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον συνοδεύονται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία τους.

Άρθρο 32

Σχέση μεταξύ των αντισταθμιστικών μέτρων και των πολυμερών μέτρων αποκατάστασης

Σε περίπτωση που ένα εισαγόμενο προϊόν αποτελέσει αντικείμενο μέτρων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή των διαδικασιών επίλυσης των διαφορών που προβλέπονται από τη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, και τα μέτρα αυτά επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που προκαλείται από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, κάθε αντισταθμιστικός δασμός που έχει επιβληθεί σε σχέση με το εν λόγω προϊόν αναστέλλεται αμέσως ή καταργείται, ανάλογα με την περίπτωση.

Άρθρο 33

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:

α)

τυχόν ειδικών κανόνων που προβλέπονται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών·

β)

των ενωσιακών κανονισμών στο γεωργικό τομέα και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 (8), (ΕΚ) αριθ. 614/2009 (9) και (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 του Συμβουλίου (10). Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των κανονισμών αυτών και κατά παρέκκλιση τυχόν διατάξεών τους οι οποίες αντιτίθενται στην επιβολή αντισταθμιστικών δασμών·

γ)

ειδικών μέτρων, εφόσον δεν αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια της ΓΣΔΕ του 1994.

Άρθρο 34

Έκθεση

Η Επιτροπή, στην ετήσια έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή και την υλοποίηση μέτρων εμπορικής άμυνας, που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036, περιλαμβάνει και πληροφορίες σχετικά με την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 35

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VI.

Άρθρο 36

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (ΕΕ C 230 της 14.7.2015, σ. 129).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Μαΐου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2016.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 93).

(4)  Βλέπε παράρτημα V.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε σ. 21 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 του Συμβουλίου, της 7ης Νοεμβρίου 2006, περί της γλυκόζης και της λακτόζης (ΕΕ L 312 της 11.11.2006, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 614/2009 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2009, περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (ΕΕ L 181 της 14.7.2009, σ. 8).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 328 της 15.12.2009, σ. 10).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

α)

Η παροχή από το Δημόσιο άμεσων επιδοτήσεων προς μία επιχείρηση ή προς έναν κλάδο παραγωγής ανάλογα με τις εξαγωγικές τους επιδόσεις.

β)

Συστήματα μη επανεκχωρήσεως συναλλάγματος και κάθε ανάλογη πρακτική που συνίσταται στην πριμοδότηση των εξαγωγών.

γ)

Η κάλυψη εκ μέρους ή με εντολή του Δημοσίου των εξόδων για την εσωτερική μεταφορά και των ναύλων φορτίων που προορίζονται για εξαγωγή, υπό όρους ευνοϊκότερους από εκείνους που ισχύουν για τις αποστολές εσωτερικού.

δ)

Η παροχή, από το Δημόσιο ή από κρατικούς φορείς, είτε αμέσως είτε εμμέσως, στο πλαίσιο προγραμμάτων που εφαρμόζονται με εντολή του Δημοσίου, εισαγόμενων ή εγχώριων προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών προς εξαγωγή, υπό ευνοϊκότερους όρους και προϋποθέσεις εν συγκρίσει με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την παροχή ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση (όταν πρόκειται για προϊόντα) ότι οι εν λόγω όροι και οι προϋποθέσεις είναι ευνοϊκότεροι από τους εμπορικούς όρους (1) που είναι σε θέση να εξασφαλίζουν οι εξαγωγείς του οικείου κράτους στις διεθνείς αγορές.

ε)

Η ολοσχερής ή μερική απαλλαγή, η διαγραφή ή η αναστολή πληρωμής (2) που παραχωρούνται ειδικώς για εξαγωγές και αφορούν άμεσους φόρους (3) ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που έχουν καταβληθεί ή οφείλονται από βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις.

στ)

Η πρόβλεψη για ειδικές μειώσεις οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τις εξαγωγές ή τις εξαγωγικές επιδόσεις και οι οποίες, κατά τον υπολογισμό της βάσης επί της οποίας επιβάλλονται οι άμεσοι φόροι, υπερβαίνουν τις μειώσεις που προβλέπονται για την παραγωγή η οποία προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση.

ζ)

Η απαλλαγή ή η διαγραφή έμμεσων φόρων (4), οι οποίοι οφείλονται για την παραγωγή και τη διανομή εξαγόμενων προϊόντων, πέραν του ύψους των ίδιων που επιβάλλονται για την παραγωγή και τη διανομή ομοειδών προϊόντων που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση.

η)

Η απαλλαγή, η διαγραφή ή η αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους (4) επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων, σε έκταση μεγαλύτερη της απαλλαγής, της διαγραφής ή της αναστολής πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με ανάλογους προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων, τα οποία πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση· πάντως, η απαλλαγή από προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους, η διαγραφή τους ή η αναστολή της πληρωμής τους επιτρέπονται σε σχέση με εξαγόμενα προϊόντα, ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ομοειδή προϊόντα που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι προανακύψαντες σωρευτικοί έμμεσοι φόροι επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες) (5). Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II.

θ)

Η διαγραφή ή η επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών (4), καθ' υπέρβαση των επιβαρύνσεων επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες)· γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι, σε ειδικές περιπτώσεις, μια επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιήσει ορισμένη ποσότητα συντελεστών παραγωγής τους οποίους έχει προμηθευτεί στην εγχώρια αγορά, προκειμένου να υποκαταστήσει δι' αυτών ίδια ποσότητα εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής, της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά, και με τον τρόπο αυτό να επωφεληθεί από την παρούσα διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο η εισαγωγή όσο και οι αντίστοιχες εξαγωγικές πράξεις πραγματοποιούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα δύο έτη. Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II, καθώς και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στο παράρτημα III και οι οποίες ακολουθούνται για να κριθεί κατά πόσον ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή εξαγωγικών επιδοτήσεων.

ι)

Η θέση σε εφαρμογή από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο) προγραμμάτων εγγύησης ή ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, προγραμμάτων παροχής ασφάλισης ή εγγύησης έναντι αυξήσεων του κόστους εξαγόμενων προϊόντων ή προγραμμάτων παροχής κάλυψης έναντι συναλλαγματικών κινδύνων, με την εφαρμογή ασφαλίστρων τέτοιου ύψους, ώστε να μην επαρκούν για την κάλυψη των μακροπρόθεσμων εξόδων λειτουργίας και των απωλειών των προγραμμάτων.

ια)

Η χορήγηση από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο και/ή δρουν υπό τις εντολές του Δημοσίου) εξαγωγικών πιστώσεων με επιτόκια κατώτερα από αυτά που πρέπει στην πραγματικότητα να καταβάλει για να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που παρέχει (ή από αυτά που θα υποχρεούτο να καταβάλει αν για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων συνήπτε δάνεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με την ίδια ημερομηνία λήξης, ίδιους όρους δανεισμού γενικότερα και στο ίδιο νόμισμα στο οποίο παρέχεται η εξαγωγική πίστωση)· επίσης, η καταβολή εκ μέρους του Δημοσίου του συνόλου ή μέρους των εξόδων που επιβαρύνουν τους εξαγωγείς ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την εξεύρεση των πιστώσεων, στο βαθμό που ο σκοπός των εν λόγω πράξεων είναι η εξασφάλιση ενός σημαντικού πλεονεκτήματος όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η εξαγωγική πίστωση.

Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι αν ένα μέλος του ΠΟΕ αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος διεθνούς συμφωνίας στον τομέα των επίσημων εξαγωγικών πιστώσεων, της οποίας αποτελούσαν μέρη την 1η Ιανουαρίου 1979 δώδεκα τουλάχιστον από τα αρχικά μέλη (ή άλλης, διαδόχου, συμφωνίας, την οποία έχουν συνάψει τα εν λόγω αρχικά μέλη) ή σε περίπτωση που ένα μέλος του ΠΟΕ στην πράξη εφαρμόζει τις σχετικές με τα επιτόκια διατάξεις της οικείας συμφωνίας, τότε δεδομένη πρακτική παροχής εξαγωγικών πιστώσεων η οποία συνάδει με τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν θεωρείται ως εξαγωγική επιδότηση.

ιβ)

Κάθε άλλη επιβάρυνση για λογαριασμό του Δημοσίου η οποία αποτελεί εξαγωγική επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994.


(1)  Ο όρος «εμπορικοί όροι» σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ εγχωρίων και εισαγόμενων προϊόντων είναι εντελώς ελεύθερη και γίνεται με βάση εμπορικά και μόνο κριτήρια.

(2)  Η αναστολή πληρωμής δεν ισοδυναμεί κατ' ανάγκη με εξαγωγική επιδότηση σε περίπτωση που, παραδείγματος χάρη, καταβάλλονται οι σχετικοί τόκοι.

(3)  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

ο όρος «άμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των μισθών, των κερδών, των τόκων, των μισθωμάτων, των ποσών που καταβάλλονται για δικαιώματα εκμετάλλευσης και επί όλων των υπολοίπων μορφών εισοδήματος, καθώς και τους φόρους επί της ακινήτου περιουσίας,

ο όρος «επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών» σημαίνει τους τελωνειακούς δασμούς, λοιπά τέλη και άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών που δεν απαριθμούνται σε διαφορετικό σημείο της παρούσας υποσημείωσης,

ο όρος «έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των πωλήσεων, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τους φόρους κύκλου εργασιών, τους φόρους προστιθέμενης αξίας, τους φόρους επί της δικαιοχρησίας, τα τέλη χαρτοσήμου, τους φόρους μεταβίβασης, τους φόρους επί των αποθεμάτων και του εξοπλισμού, τους φόρους που επιβάλλονται στα σύνορα, καθώς και όλους τους άλλους φόρους πλην των άμεσων φόρων και των επιβαρύνσεων επί εισαγωγών,

ο όρος «προανακύψαντες έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους που επιβάλλονται επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται αμέσως ή εμμέσως για την παραγωγή δεδομένου προϊόντος,

ο όρος «σωρευτικοί έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους κλιμακούμενους σε πολλαπλά στάδια φόρους, οι οποίοι επιβάλλονται όταν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τη μεταγενέστερη πίστωση του φόρου σε περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε φόρο σε ένα στάδιο της παραγωγής χρησιμοποιούνται σε μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγής,

ο όρος «διαγραφή των φόρων» περιλαμβάνει την επιστροφή ή μείωση φόρων,

ο όρος «διαγραφή ή επιστροφή» περιλαμβάνει την ολοσχερή ή μερική απαλλαγή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 2 στο στοιχείο ε).

(5)  Το στοιχείο η) δεν ισχύει για συστήματα που στηρίζονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας ούτε για εκείνα που τον υποκαθιστούν με προσαρμογές του φόρου που επιβάλλεται στο σύνορα· το πρόβλημα της υπέρμετρης διαγραφής οφειλών από φόρους προστιθέμενης αξίας ρυθμίζεται αποκλειστικά από το στοιχείο ζ).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  (1)

1.

Τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να προβλέπουν την παραχώρηση απαλλαγής, διαγραφής ή αναστολής πληρωμής σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες). Παρομοίως, τα συστήματα επιστροφής είναι δυνατό να προβλέπουν τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων, οι οποίες επιβάλλονται για την εισαγωγή συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις απώλειες).

2.

Στον «επεξηγηματικό κατάλογο εξαγωγικών επιδοτήσεων» του παραρτήματος I, και ειδικότερα στα στοιχεία η) και θ), χρησιμοποιείται ο όρος «συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος». Σύμφωνα με το στοιχείο η), τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο βαθμό που συνεπάγονται την απαλλαγή, τη διαγραφή ή την αναστολή πληρωμής που παραχωρούνται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους πέραν του ποσού των αντίστοιχων φόρων που όντως επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Σύμφωνα με το στοιχείο θ), τα συστήματα επιστροφών είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο μέτρο που συνεπάγονται τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, οι οποίες αφορούν ποσά μεγαλύτερα των επιβαρύνσεων οι οποίες επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Και οι δύο παράγραφοι ορίζουν ότι, κατά την αξιολόγηση της κατανάλωσης των συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνήθεις απώλειες. Το στοιχείο θ) προβλέπει ακόμη τη δυνατότητα υποκατάστασης στις κατάλληλες περιπτώσεις.

3.

Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εξετάζει κατά πόσον συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, οφείλει κανονικά να ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο.

4.

Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα μείωσης έμμεσου φόρου ή ένα σύστημα επιστροφής φόρου ισοδυναμεί με την παροχή επιδότησης εξαιτίας της υπέρμετρης μείωσης ή της επιστροφής σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών συντελεστών παραγωγής οι οποίοι καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, η Επιτροπή εξετάζει κατά κανόνα πρώτα κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή διαδικασία προκειμένου να εξακριβώνουν ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος και σε ποιες ποσότητες. Όταν διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει κανονικά στη συνέχεια το εν λόγω σύστημα ή την εν λόγω διαδικασία, για να κρίνει αν είναι εύλογα και κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτά στόχου, καθώς και κατά πόσον στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 2, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι το σύστημα ή η διαδικασία εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

5.

Όταν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, όταν υπάρχει μεν αλλά δεν κρίνεται εύλογο ή όταν καθιερωθεί και κριθεί εύλογο, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι δεν εφαρμόζεται καθόλου είτε ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε η χώρα εξαγωγής οφείλει κατά κανόνα να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση με βάση τους πραγματικούς συντελεστές παραγωγής που έχουν χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης βάσει του σημείου 4.

6.

Η Επιτροπή οφείλει κανονικά να αντιμετωπίζει τους συντελεστές παραγωγής ως φυσικώς ενσωματωμένους, εφόσον αυτοί χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγική διαδικασία και έχουν ενσωματωθεί υλικά στο εξαγόμενο προϊόν. Ένας συντελεστής παραγωγής είναι δυνατόν να μην εμφανίζεται στο τελικό προϊόν με την ίδια μορφή υπό την οποία εισήλθε στην παραγωγική διαδικασία.

7.

Για τον προσδιορισμό της ποσότητας δεδομένου συντελεστή παραγωγής ο οποίος καταναλώνεται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει κανονικά να συνυπολογίζονται οι «συνήθεις απώλειες», οι οποίες πρέπει κανονικά να αντιμετωπίζονται ως αναλωθείσες για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Ο όρος «απώλειες» αναφέρεται σε εκείνο το μέρος δεδομένου συντελεστή παραγωγής, το οποίο δεν εξυπηρετεί κάποια ανεξάρτητη λειτουργία στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, δεν καταναλώνεται κατά την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λόγω προβλημάτων αναποτελεσματικότητας ή για άλλους λόγους) και το οποίο δεν ανακτάται, χρησιμοποιείται ή πωλείται από τον ίδιο κατασκευαστή.

8.

Όταν η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι απώλειες που ζητείται να ληφθούν υπόψη είναι οι «συνήθεις», οφείλει κατά κανόνα να συνεκτιμά τη μέθοδο παραγωγής, τη μέση πείρα του κλάδου παραγωγής στη χώρα εξαγωγής, καθώς και άλλους τεχνικούς παράγοντες, ανάλογα με την περίπτωση. Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη το ζήτημα του κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν υπολογίσει ορθώς το ποσό του αντιπροσωπεύουν οι απώλειες, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ποσό αυτό πρόκειται να συνυπολογιστεί στο ποσό της μείωσης ή της διαγραφής του οφειλόμενου φόρου ή δασμού.


(1)  ο όρος «σωρευτικοί έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους κλιμακούμενους σε πολλαπλά στάδια φόρους, οι οποίοι επιβάλλονται όταν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τη μεταγενέστερη πίστωση του φόρου σε περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε φόρο σε ένα στάδιο της παραγωγής χρησιμοποιούνται σε μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγής,


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΟΤΑΝ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

I

Σύστημα επιστροφής φόρου είναι δυνατό να προβλέπει την απόδοση ή την επιστροφή επιβαρύνσεων οι οποίες έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος, εφόσον το εν λόγω άλλο προϊόν κατά την εξαγωγή του περιέχει εγχώριους συντελεστές παραγωγής της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και εκείνοι που υποκατέστησαν τους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Σύμφωνα με το στοιχείο θ) του παραρτήματος I, ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ενδέχεται να αποτελεί εξαγωγική επιδότηση στο βαθμό που συνεπάγεται την επιστροφή σε έκταση μεγαλύτερη από το κανονικό των επιβαρύνσεων που επεβλήθησαν αρχικά στις εισαγωγές των συντελεστών παραγωγής σε σχέση με τους οποίους ζητείται η επιστροφή.

II

Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της έρευνάς της με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εξετάζει δεδομένο σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης, οφείλει κανονικά να ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο:

1.

Στο στοιχείο θ) του παραρτήματος I ορίζεται ότι συντελεστές παραγωγής προερχόμενοι από την εγχώρια αγορά είναι δυνατό να υποκαταστήσουν εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής για την παραγωγή ενός προϊόντος που προορίζεται για εξαγωγή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συντελεστές παραγωγής είναι της ίδιας ποσότητας και της ίδιας ποιότητας, και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους υποκαθιστάμενους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Η ύπαρξη συστήματος ή διαδικασίας επαλήθευσης είναι σημαντική, διότι επιτρέπει στις αρχές της χώρας εξαγωγής να εξασφαλίζουν και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η ποσότητα συντελεστών παραγωγής για την οποία ζητείται η επιστροφή δεν υπερβαίνει την ποσότητα παρόμοιων προϊόντων που εξάγονται υπό οιαδήποτε μορφή και ότι δεν σημειώνεται επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών πέραν εκείνων που επεβλήθησαν αρχικά στους εκάστοτε εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής.

2.

Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή επιδοτήσεων, η Επιτροπή πρέπει κανονικά να εξετάζει πρώτα κατά πόσον οι αρχές της χώρας εξαγωγής έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή κάποια διαδικασία επαλήθευσης. Εφόσον διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει κανονικά στη συνέχεια τις σχετικές διαδικασίες επαλήθευσης, για να κρίνει κατά πόσον αυτές είναι εύλογες και κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτές στόχου, καθώς και αν στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Αν διαπιστωθεί ότι οι διαδικασίες πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και επιπλέον ότι εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε τεκμαίρεται ότι δεν παρέχεται επιδότηση. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 2, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι οι εκάστοτε διαδικασίες επαλήθευσης εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

3.

Όταν δεν προβλέπονται διαδικασίες επαλήθευσης, όταν προβλέπονται μεν αλλά δεν είναι εύλογες ή όταν τέτοιου είδους διαδικασίες προβλέπονται και έχουν κριθεί εύλογες, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζονται καθόλου, είτε ότι δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε ενδέχεται να συντρέχει περίπτωση επιδότησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η χώρα εξαγωγής είναι σκόπιμο να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση, με βάση τις συναλλαγές που όντως πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης κατ' εφαρμογή του σημείου 2.

4.

Το γεγονός ότι στο πλαίσιο καθεστώτος επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη ότι οι εξαγωγείς δικαιούνται να επιλέξουν το συγκεκριμένο φορτίο εισαγόμενων προϊόντων για το οποίο θα ζητήσουν την επιστροφή του φόρου δεν ισοδυναμεί από μόνο του με την παροχή επιδότησης.

5.

Γίνεται δεκτό ότι έχει σημειωθεί καθ' υπέρβαση επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του στοιχείου θ) του παραρτήματος I, όταν το Δημόσιο έχει καταβάλει τόκους για ποσά που έχει ενδεχομένως επιστρέψει στο πλαίσιο των συστημάτων επιστροφής φόρου που εφαρμόζει· η υπέρβαση ισούται με το ποσό του πράγματι καταβληθέντος ή του οφειλόμενου τόκου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

(Το παρόν παράρτημα αναπαράγει το παράρτημα 2 της συμφωνίας για τη γεωργία. Οι όροι ή οι εκφράσεις που δεν επεξηγούνται σε αυτό ή οι οποίοι δεν είναι αυτονόητοι, ερμηνεύονται με βάση την εν λόγω συμφωνία.)

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: Η ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΜΕΙΩΣΕΩΝ

1.   Τα μέτρα εσωτερικών ενισχύσεων για τα οποία ζητείται εξαίρεση από τις υποχρεώσεις επιβολής μειώσεων πληρούν το βασικό όρο, ήτοι ότι οι επιπτώσεις τους στη στρέβλωση των εμπορικών συναλλαγών ή στην παραγωγή είναι μηδενικές ή, το πολύ, ελάχιστες. Συνεπώς, όλα τα μέτρα για τα οποία ζητείται εξαίρεση πληρούν τις ακόλουθες βασικές προϋποθέσεις:

α)

οι σχετικές ενισχύσεις παρέχονται στο πλαίσιο κρατικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από πόρους του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων των διαφυγόντων κρατικών εσόδων), χωρίς μεταβιβάσεις από τους καταναλωτές· και

β)

οι σχετικές ενισχύσεις δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στήριξη των τιμών προς όφελος των παραγωγών·

καθώς και τα συγκεκριμένα για κάθε πολιτική κριτήρια και όρους, που ορίζονται κατωτέρω.

Προγράμματα δημοσίων υπηρεσιών

2.   Γενικές υπηρεσίες

Οι πολιτικές της συγκεκριμένης κατηγορίας αφορούν δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σε σχέση με προγράμματα, στο πλαίσιο των οποίων παρέχονται υπηρεσίες ή οφέλη στον τομέα της γεωργίας ή στους αγρότες. Δεν είναι δυνατό να περιλαμβάνουν άμεσες πληρωμές στους παραγωγούς ή στις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Αυτά τα προγράμματα, τα οποία περιλαμβάνουν εκείνα, μεταξύ άλλων, του ακόλουθου καταλόγου, πληρούν τα γενικά κριτήρια του σημείου 1 και, ανάλογα με την περίπτωση, τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται κατωτέρω:

α)

έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της γενικής έρευνας, σχετική με περιβαλλοντικά προγράμματα και ερευνητικά προγράμματα που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα·

β)

έλεγχος παρασίτων και νόσων, συμπεριλαμβανομένων των γενικών και ειδικών για κάθε προϊόν μέτρων ελέγχου παρασίτων και νόσων, όπως τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, η θέση σε απομόνωση και η εκρίζωση·

γ)

υπηρεσίες κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένων τόσο των γενικών, όσο και των εξειδικευμένων προγραμμάτων κατάρτισης·

δ)

υπηρεσίες γενικών εφαρμογών και παροχής συμβουλών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μέσων για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης πληροφοριών και πορισμάτων έρευνας στους παραγωγούς και τους καταναλωτές·

ε)

υπηρεσίες επιθεώρησης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών υπηρεσιών επιθεώρησης και του ελέγχου συγκεκριμένων προϊόντων για λόγους υγείας, ασφάλειας, ελέγχου της ποιότητας ή τυποποίησης·

στ)

υπηρεσίες εμπορίας και προώθησης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών των σχετικών με τις αγορές, της παροχής συμβουλών και της προώθησης συγκεκριμένων προϊόντων, αλλά εξαιρουμένων των δαπανών για μη καθορισμένους λόγους που θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν από τους πωλητές για τη μείωση της τιμής πώλησης ή για την παροχή άμεσου οικονομικού οφέλους στους αγοραστές· και

ζ)

υπηρεσίες υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτροδότησης, των οδών και άλλων μέσων μεταφοράς, των εγκαταστάσεων αγοράς και των λιμενικών εγκαταστάσεων, των δικτύων ύδρευσης, των φραγμάτων και συστημάτων αποστράγγισης, καθώς και έργα υποδομών που συνδέονται με περιβαλλοντικά προγράμματα. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι δαπάνες προορίζονται μόνο για την παροχή ή κατασκευή βασικού εξοπλισμού και δεν περιλαμβάνουν την επιδοτούμενη παροχή εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, πλην αυτών που προορίζονται για τη δικτύωση εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας. Δεν περιλαμβάνονται επιδοτήσεις για συντελεστές παραγωγής ή λειτουργικές δαπάνες ούτε η επιβολή ευνοϊκών τελών χρήσης.

3.   Δημόσια αποθέματα για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας (1)

Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικές με τη σώρευση και την κατοχή αποθεμάτων προϊόντων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός προγράμματος επισιτιστικής ασφάλειας το οποίο προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Στην κατηγορία αυτή είναι δυνατό να ανήκει η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την ιδιωτική αποθήκευση προϊόντων στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος.

Ο όγκος και η σώρευση των σχετικών αποθεμάτων αντιστοιχεί σε προκαθορισμένους στόχους, που συνδέονται αποκλειστικά με την επισιτιστική ασφάλεια. Η διαδικασία σώρευσης και διάθεσης αποθεμάτων είναι διαφανής από χρηματοδοτική άποψη. Οι αγορές ειδών διατροφής από κρατικές αρχές πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς, και οι πωλήσεις από τα αποθέματα επισιτιστικής ασφάλειας πραγματοποιούνται σε τιμές όχι κατώτερες από τις τρέχουσες τιμές που ισχύουν στην εγχώρια αγορά για το εκάστοτε εξεταζόμενο προϊόν και ποιότητα.

4.   Εσωτερική επισιτιστική βοήθεια (2)

Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικά με τη χορήγηση εσωτερικής επισιτιστικής βοήθειας σε τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε ανάγκη.

Το δικαίωμα λήψης επισιτιστικής βοήθειας βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια που συνδέονται με τους στόχους διατροφής. Η εν λόγω βοήθεια συνίσταται στην απευθείας χορήγηση τροφίμων στους δικαιούχους ή στην παροχή των αναγκαίων μέσων προκειμένου να μπορέσουν οι επιλέξιμοι αποδέκτες να αγοράσουν τρόφιμα είτε σε τιμές αγοράς, είτε σε επιδοτούμενες τιμές. Οι αγορές τροφίμων από το Δημόσιο πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς, ενώ η χρηματοδότηση και η διαχείριση της βοήθειας είναι διαφανείς.

5.   Άμεσες ενισχύσεις σε παραγωγούς

Οι ενισχύσεις που παρέχονται μέσω άμεσων πληρωμών (ή διαφυγόντων εσόδων, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε είδος) σε παραγωγούς, για τις οποίες ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων, πληρούν τα βασικά κριτήρια που προβλέπονται στο σημείο 1, πέραν των ειδικών κριτηρίων που ισχύουν για μεμονωμένες κατηγορίες άμεσων πληρωμών, κατά τα οριζόμενα στα σημεία 6 έως 13. Στις περιπτώσεις που ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων για υφιστάμενες ή νέες κατηγορίες άμεσων πληρωμών, εκτός εκείνων που επισημαίνονται στα σημεία 6 έως 13, είναι αναγκαίο να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 6 στοιχεία β) έως ε), επιπλέον των γενικών κριτηρίων που καθορίζονται στο σημείο 1.

6.   Αποσυνδεδεμένη εισοδηματική ενίσχυση

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια, όπως το εισόδημα, η ιδιότητα του δικαιούχου ως παραγωγού ή γαιοκτήμονα, η χρησιμοποίηση συντελεστών παραγωγής ή το επίπεδο παραγωγής σε καθορισμένη και σταθερή περίοδο βάσης.

β)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στον τύπο ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης.

γ)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή προϊόντων κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Το ύψος των σχετικών ενισχύσεων, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

ε)

Για την απολαβή των σχετικών ενισχύσεων δεν απαιτείται η πραγματοποίηση παραγωγής.

7.   Χρηματοδοτική συμμετοχή του Δημοσίου σε προγράμματα ασφάλισης των εισοδημάτων και σε προγράμματα τα οποία θεσπίζουν μηχανισμό ασφάλειας των εισοδημάτων

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές καθορίζεται βάσει της απώλειας εισοδήματος, λαμβανομένου υπόψη μόνο του εισοδήματος που προέρχεται από τη γεωργία, που υπερβαίνει το 30 % του μέσου ακαθάριστου εισοδήματος ή του ισοδύναμου σε όρους καθαρού εισοδήματος (εξαιρουμένων τυχόν πληρωμών από τα ίδια ή παρόμοια προγράμματα) κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων ετών ή ενός μέσου όρου τριών ετών που εκτιμάται βάσει των προηγουμένων πέντε ετών, αποκλειομένων της μεγαλύτερης και της μικρότερης τιμής. Όλοι οι παραγωγοί που πληρούν αυτή την προϋπόθεση έχουν δικαίωμα απολαβής των σχετικών πληρωμών.

β)

Το ποσό των σχετικών πληρωμών αντισταθμίζει σε ποσοστό κατώτερο του 70 % την απώλεια εισοδήματος του παραγωγού κατά το έτος στο οποίο ο παραγωγός αποκτά το δικαίωμα απολαβής της σχετικής βοήθειας.

γ)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών εξαρτάται αποκλειστικά από το εισόδημα. Δεν συνδέεται με τον τύπο ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό ούτε με τις εγχώριες ή διεθνείς τιμές που εφαρμόζονται για την εν λόγω παραγωγή ούτε με τους χρησιμοποιούμενους συντελεστές παραγωγής.

δ)

Στην περίπτωση που καταβάλλονται σε έναν παραγωγό, κατά το ίδιο έτος, πληρωμές βάσει τόσο του παρόντος σημείου, όσο και του σημείου 8 (ενισχύσεις για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών), το ύψος του συνόλου των σχετικών πληρωμών είναι κατώτερο από το 100 % της συνολικής ζημίας του παραγωγού.

8.   Πληρωμές (που πραγματοποιούνται είτε απευθείας είτε μέσω χρηματοδοτικής συμμετοχής του κράτους σε προγράμματα ασφάλισης των καλλιεργειών) με στόχο την ανακούφιση από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών

α)

Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται στην επίσημη αναγνώριση εκ μέρους των δημοσίων αρχών ότι έχει επέλθει ή βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια φυσική ή παρόμοια καταστροφή (συμπεριλαμβανομένων των επιδημιών, της προσβολής από παράσιτα, των πυρηνικών ατυχημάτων και των πολεμικών συγκρούσεων στην επικράτεια του οικείου μέλους)· καθορίζεται βάσει απώλειας παραγωγής που υπερβαίνει το 30 % της μέσης παραγωγής κατά την προηγούμενη τριετία ή του μέσου όρου τριών ετών που βασίζεται στην προηγούμενη πενταετία, αποκλειομένων της υψηλότερης και της χαμηλότερης τιμής.

β)

Η καταβολή πληρωμών ύστερα από μια καταστροφή πραγματοποιείται μόνον όσον αφορά τις απώλειες εισοδήματος, ζωικού κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που αφορούν την κτηνιατρική περίθαλψη των ζώων), γης ή άλλων συντελεστών παραγωγής, εξαιτίας της εκάστοτε φυσικής καταστροφής.

γ)

Οι πληρωμές δεν παρέχουν αντιστάθμισμα ανώτερο από το συνολικό κόστος της αποκατάστασης των σχετικών απωλειών και δεν εξαρτώνται από, ούτε προσδιορίζουν τον τύπο ή τον όγκο της μελλοντικής παραγωγής.

δ)

Οι πληρωμές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας καταστροφής δεν υπερβαίνουν το επίπεδο που απαιτείται για την πρόληψη ή την άμβλυνση των περαιτέρω απωλειών, όπως ορίζονται στο στοιχείο β).

ε)

Σε περίπτωση που καταβάλλονται σε έναν παραγωγό, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, πληρωμές τόσο βάσει του παρόντος σημείου, όσο και του σημείου 7 (προγράμματα εγγύησης εισοδημάτων και δημιουργίας μηχανισμών προστασίας εισοδημάτων), το σύνολο των εν λόγω πληρωμών επιβάλλεται να είναι κατώτερο του 100 % της συνολικής ζημίας του παραγωγού.

9.   Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται μέσω των προγραμμάτων συνταξιοδότησης των παραγωγών

α)

Η επιλεξιμότητα για τέτοιου είδους πληρωμές κρίνεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της συνταξιοδότησης ατόμων που απασχολούνται στην παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων ή τη μετακίνησή τους σε μη γεωργικές δραστηριότητες.

β)

Προϋπόθεση της πραγματοποίησης των πληρωμών είναι η ολοκληρωτική και μόνιμη αποχώρηση των δικαιούχων από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

10.   Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται στο πλαίσιο προγραμμάτων απόσυρσης παραγωγικών πόρων

α)

Η επιλεξιμότητα για τις σχετικές πληρωμές κρίνεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στην απόσυρση των γαιών ή άλλων πόρων, συμπεριλαμβανομένου του ζωικού κεφαλαίου, από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

β)

Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των πληρωμών είναι η απόσυρση των γαιών από την παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων για ελάχιστο χρονικό διάστημα τριών ετών και, στην περίπτωση του ζωικού κεφαλαίου, η σφαγή ή η οριστική και μόνιμη διάθεσή του.

γ)

Η πραγματοποίηση των πληρωμών δεν προϋποθέτει ούτε καθορίζει τυχόν εναλλακτική χρήση των σχετικών γαιών ή άλλων πόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων.

δ)

Οι πληρωμές δεν συνδέονται με το είδος ή τον όγκο παραγωγής ούτε με τις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή που πραγματοποιείται με χρήση των γαιών ή των λοιπών πόρων που παραμένουν στην παραγωγή.

11.   Βοήθεια για διαρθρωτικές προσαρμογές που παρέχεται μέσω ενισχύσεων για τις επενδύσεις

α)

Η επιλεξιμότητα των εν λόγω πληρωμών κρίνεται με σαφώς καθορισμένα κριτήρια, στο πλαίσιο κρατικών προγραμμάτων, που αποσκοπούν στην υποβοήθηση της χρηματοδοτικής ή υλικής αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων ενός παραγωγού για την αντιμετώπιση αντικειμενικά αποδεδειγμένων διαρθρωτικών μειονεκτημάτων. Η επιλεξιμότητα για τα εν λόγω προγράμματα μπορεί επίσης να βασίζεται σε σαφώς καθορισμένο κρατικό πρόγραμμα επανιδιωτικοποίησης των γεωργικών εκτάσεων.

β)

Το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, εφόσον τούτο δεν προβλέπεται στο στοιχείο ε).

γ)

Το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Οι πληρωμές πραγματοποιούνται μόνο κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την υλοποίηση των επενδύσεων για τις οποίες παρέχονται.

ε)

Για την πραγματοποίηση των πληρωμών δεν επιβάλλονται ούτε καθορίζονται με οιονδήποτε τρόπο τα γεωργικά προϊόντα τα οποία οφείλουν να παράγουν οι αποδέκτες, με εξαίρεση την περίπτωση που ζητείται από αυτούς να μην παράγουν ένα συγκεκριμένο προϊόν.

στ)

Οι πληρωμές περιορίζονται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την αντιστάθμιση του διαρθρωτικού μειονεκτήματος.

12.   Πληρωμές στο πλαίσιο περιβαλλοντικών προγραμμάτων

α)

Η επιλεξιμότητα των σχετικών πληρωμών κρίνεται στο πλαίσιο ενός σαφώς καθορισμένου κρατικού προγράμματος προστασίας του περιβάλλοντος ή διαφύλαξης των φυσικών πόρων και εξαρτάται από την τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, στο πλαίσιο του κρατικού προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων που αφορούν τις μεθόδους ή τους συντελεστές παραγωγής.

β)

Το ποσό των πληρωμών περιορίζεται στις επιπλέον δαπάνες ή τις απώλειες εισοδήματος που απορρέουν από την τήρηση του κρατικού προγράμματος.

13.   Πληρωμές στο πλαίσιο προγραμμάτων περιφερειακών ενισχύσεων

α)

Δικαίωμα σε τέτοιου είδους πληρωμές έχουν μόνον οι παραγωγοί μειονεκτικών περιοχών. Κάθε τέτοια περιοχή πρέπει να συνιστά ευκρινώς καθορισμένη και συνεχόμενη γεωγραφική περιφέρεια, με σαφή οικονομική και διοικητική ταυτότητα, η οποία θεωρείται μειονεκτική βάσει ουδέτερων και αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται επακριβώς σε νόμο ή ρύθμιση και από τα οποία συνάγεται ότι οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η εκάστοτε περιοχή δεν οφείλονται μόνο σε προσωρινές συνθήκες.

β)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που πραγματοποιείται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, εκτός εάν πρόκειται για μείωση της εν λόγω παραγωγής.

γ)

Το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για προϊόντα που παράγονται κατά τη διάρκεια οιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης.

δ)

Δικαίωμα στις πληρωμές έχουν αποκλειστικά οι παραγωγοί των επιλέξιμων περιοχών· ωστόσο, δικαίωμα στις εν λόγω πληρωμές έχει το σύνολο των παραγωγών των σχετικών περιοχών.

ε)

Στις περιπτώσεις που συνδέονται με τους συντελεστές παραγωγής, οι πληρωμές πραγματοποιούνται βάσει προοδευτικά μειούμενου συντελεστή, πέραν του καθορισμένου για τον εκάστοτε συντελεστή παραγωγής ορίου.

στ)

Οι πληρωμές περιορίζονται στις επιπλέον δαπάνες ή στην απώλεια εισοδήματος που ανακύπτουν κατά την παραγωγή γεωργικών προϊόντων στην καθορισμένη περιοχή.


(1)  Για τους σκοπούς του σημείου 3 του παρόντος παραρτήματος, τα κρατικά προγράμματα αποθεμάτων για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας σε αναπτυσσόμενες χώρες, η λειτουργία των οποίων είναι διαφανής και εξασφαλίζεται σύμφωνα με επισήμως δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια ή κατευθυντήριες γραμμές, θεωρείται ότι συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος σημείου, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων στο πλαίσιο των οποίων αποθέματα ειδών διατροφής για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας αγοράζονται και διατίθενται σε προκαθορισμένες τιμές, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της εξωτερικής τιμής αναφοράς λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της AME.

(2)  Για τους σκοπούς των σημείων 3 και 4 του παρόντος παραρτήματος, η παροχή ειδών διατροφής σε επιδοτούμενες τιμές με στόχο την κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών των πτωχών στις αστικές και αγροτικές περιοχές των αναπτυσσομένων χωρών, σε τακτική βάση και σε λογικές τιμές, θεωρείται ότι συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος σημείου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 93)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1)

Μόνο το σημείο 18 του παραρτήματος


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009

Παρών κανονισμός

Άρθρα 1 έως11

Άρθρα 1 έως 11

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 12 παράγραφος 6

Άρθρο 12 παράγραφος 5

Άρθρα 13 και 14

Άρθρα 13 και 14

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 15 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρα 16 έως 27

Άρθρα 16 έως 27

Άρθρο 28 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 28 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 28 παράγραφος 5 πρώτη περίοδος

Άρθρο 28 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 28 παράγραφος 5 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 28 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 28 παράγραφος 6

Άρθρο 28 παράγραφος 6

Άρθρα 29 έως 33

Άρθρα 29 έως 33

Άρθρο 33α

Άρθρο 34

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 35

Άρθρο 36

Παραρτήματα I έως IV

Παραρτήματα I έως IV

Παράρτημα V

Παράρτημα VI

Παράρτημα V

Παράρτημα VI