ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 171

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
29 Ιουνίου 2016


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους για την αναπαραγωγή, το εμπόριο και την είσοδο στην Ένωση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014, καθώς και των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της αναπαραγωγής ζώων (κανονισμός για την αναπαραγωγή ζώων) ( 1 )

66

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις άμεσες ξένες επενδύσεις ( 1 )

144

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαλλαγές για διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων ( 1 )

153

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

29.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 171/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η τιμολόγηση πολλών χρηματοπιστωτικών μέσων και συμβάσεων εξαρτάται από την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς. Οι σοβαρές περιπτώσεις παραποίησης των δεικτών αναφοράς επιτοκίων, όπως των LIBOR και Euribor, καθώς και οι καταγγελίες σχετικά με την παραποίηση δεικτών αναφοράς στον τομέα της ενέργειας, του πετρελαίου και του ξένου συναλλάγματος δείχνουν ότι οι δείκτες αναφοράς μπορεί να υπόκεινται σε συγκρούσεις συμφερόντων. Η χρήση διακριτικής ευχέρειας και τα ασθενή καθεστώτα διακυβέρνησης αυξάνουν την τρωτότητα των δεικτών αναφοράς στην παραποίηση. Οι ελλείψεις ή οι αμφιβολίες σε ό,τι αφορά την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς μπορούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά, να ζημιώσουν τους καταναλωτές και τους επενδυτές και να προκαλέσουν στρεβλώσεις στην πραγματική οικονομία. Επομένως, είναι απαραίτητο να διασφαλιστούν η ακρίβεια, η αρτιότητα και η ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς και της διαδικασίας καθορισμού τους.

(2)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με την αξιοπιστία των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την τιμολόγηση εισηγμένου χρηματοπιστωτικού μέσου. Η οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις για τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται από εκδότες. Η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις για τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται από ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ). Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) περιλαμβάνει διατάξεις για την απαγόρευση της παραποίησης των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής. Ωστόσο, οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις δεν καλύπτουν παρά ορισμένες πτυχές κάποιων δεικτών αναφοράς και δεν αντιμετωπίζουν όλα τα τρωτά σημεία που παρατηρούνται στην παροχή του συνόλου των δεικτών αναφοράς ούτε καλύπτουν όλες τις χρήσεις χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.

(3)

Οι δείκτες αναφοράς είναι ζωτικής σημασίας για την τιμολόγηση διασυνοριακών συναλλαγών, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων και υπηρεσιών. Πολλοί δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται ως τιμές αναφοράς σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, ιδίως ενυπόθηκα δάνεια, παρέχονται σε ένα κράτος μέλος, αλλά χρησιμοποιούνται από πιστωτικά ιδρύματα και καταναλωτές σε άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα συχνά αντισταθμίζουν τους κινδύνους τους ή εξασφαλίζουν χρηματοδότηση για τη χορήγηση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά. Μόνο λίγα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει εθνικούς κανόνες σχετικά με τους δείκτες αναφοράς, αλλά τα αντίστοιχα νομοθετικά πλαίσιά τους ήδη εμφανίζουν αποκλίσεις όσον αφορά πτυχές όπως το πεδίο εφαρμογής. Επιπλέον, η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) συμφώνησε σε αρχές σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς στις 17 Ιουλίου 2013 («αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς»), αρχές για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου στις 5 Οκτωβρίου 2012 («αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών») (μαζί, «αρχές της IOSCO») και, καθώς οι αρχές αυτές παρέχουν ένα βαθμό ευελιξίας ως προς το ακριβές πεδίο εφαρμογής και τα μέσα υλοποίησής τους, τα κράτη μέλη ενδέχεται να θεσπίσουν κανόνες σε εθνικό επίπεδο και οι αρχές αυτές να μην εφαρμοστούν με ενιαίο τρόπο.

(4)

Οι εν λόγω αποκλίνουσες προσεγγίσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς, καθώς οι διαχειριστές και οι χρήστες των δεικτών αναφοράς θα υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες σε κάθε κράτος μέλος. Συνεπώς, θα μπορούσε να παρεμποδιστεί η χρήση σε άλλα κράτη μέλη δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε ένα κράτος μέλος. Ελλείψει εναρμονισμένου πλαισίου για την εξασφάλιση της ακρίβειας και ακεραιότητας των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ένωση, υπάρχει πιθανότητα οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών να παρεμποδίσουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε ό,τι αφορά την παροχή δεικτών αναφοράς.

(5)

Οι κανόνες της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών δεν καλύπτουν ειδικά το θέμα της καταλληλότητας των πληροφοριών σχετικά με τους δείκτες αναφοράς στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις. Ως αποτέλεσμα των καταγγελιών των καταναλωτών και των διαφορών που προκύπτουν σε σχέση με τη χρήση δεικτών αναφοράς σε διάφορα κράτη μέλη, υπάρχει πιθανότητα, λόγω θεμιτών ανησυχιών για την προστασία των καταναλωτών, να θεσπιστούν σε εθνικό επίπεδο αποκλίνοντα μέτρα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς λόγω των αποκλίσεων στους όρους του ανταγωνισμού που ισχύουν για τα διάφορα επίπεδα προστασίας των καταναλωτών.

(6)

Συνεπώς, για να εξασφαλιστούν η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας της, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών, θεωρείται σκόπιμο να θεσπιστεί κανονιστικό πλαίσιο για τους δείκτες αναφοράς σε ενωσιακό επίπεδο.

(7)

Είναι σκόπιμο και αναγκαίο για το εν λόγω πλαίσιο να λάβει τη μορφή κανονισμού προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις που επιβάλλουν άμεσα υποχρεώσεις σε πρόσωπα που εμπλέκονται ή συμβάλλουν στην παροχή, συνεισφορά και τη χρήση δεικτών αναφοράς εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι το νομικό πλαίσιο για την παροχή δεικτών αναφοράς περιλαμβάνει απαραιτήτως μέτρα για τον προσδιορισμό ακριβών απαιτήσεων σχετικά με εγγενείς πτυχές της παροχής δεικτών αναφοράς, ακόμα και οι ήσσονος σημασίας αποκλίσεις στην προσέγγιση που ακολουθείται για μία από αυτές τις πτυχές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά εμπόδια για τη διασυνοριακή παροχή των δεικτών αναφοράς. Συνεπώς, εκτιμάται ότι η χρήση του κανονισμού, ο οποίος έχει άμεση ισχύ, θα περιορίσει την πιθανότητα λήψης μέτρων με αποκλίσεις σε εθνικό επίπεδο, θα διασφαλίσει την εφαρμογή συνεπούς προσέγγισης και μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και θα αποτρέψει την εμφάνιση σοβαρών εμποδίων στη διασυνοριακή παροχή δεικτών αναφοράς.

(8)

Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο, ώστε να δημιουργηθεί ένα προληπτικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η παροχή των δεικτών αναφοράς χαρακτηρίζεται από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό τους και ενέχει τον κίνδυνο ορισμένων τύπων σύγκρουσης συμφερόντων, γεγονός που συνεπάγεται την ύπαρξη ευκαιριών και κινήτρων παραποίησης των δεικτών αναφοράς. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί για όλους τους δείκτες αναφοράς και θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου. Ωστόσο, ο βαθμός κινδύνου ποικίλλει και, ως εκ τούτου, η προσέγγιση που υιοθετείται σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες. Καθώς η τρωτότητα και η σημασία ενός δείκτη αναφοράς ποικίλλουν ανάλογα με τη χρονική στιγμή, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής στους δείκτες που είναι σήμερα σημαντικοί ή ευπαθείς δεν αναμένεται ότι θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους που θα μπορούσε να δημιουργήσει στο μέλλον οποιοσδήποτε δείκτης αναφοράς. Ειδικότερα, οι δείκτες αναφοράς που δεν χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή ευρέως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν περισσότερο στο μέλλον, με αποτέλεσμα ακόμα και οι ήσσονος σημασίας παραποιήσεις να ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο.

(9)

Ο κρίσιμος καθοριστικός παράγοντας του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι το αν η αξία που προκύπτει από τον δείκτη αναφοράς προσδιορίζει την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης, ή μετρά την απόδοση ενός επενδυτικού κεφαλαίου. Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τη φύση δεδομένων εισόδου. Θα πρέπει επομένως να περιλαμβάνονται οι δείκτες αναφοράς που υπολογίζονται με βάση δεδομένα εισόδου οικονομικού χαρακτήρα, όπως οι τιμές μετοχών, και αριθμητικά στοιχεία ή τιμές μη οικονομικού χαρακτήρα, όπως οι καιρικές παράμετροι. Το πλαίσιο που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει επίσης να αναγνωρίζει την ύπαρξη μεγάλου αριθμού δεικτών αναφοράς και τον διαφορετικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει την αναλογική αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από διαφορετικούς δείκτες αναφοράς. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την τιμολόγηση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης.

(10)

Πολλοί καταναλωτές συμμετέχουν ως συμβαλλόμενα μέρη σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, κυρίως συμβάσεις καταναλωτικής πίστης εξασφαλιζόμενες με υποθήκες, οι οποίες αναφέρονται σε δείκτες αναφοράς που υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επομένως να καλύπτει τις συμβάσεις πίστωσης όπως ορίζονται στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2008/48/ΕΚ (8) και 2014/17/ΕΕ (9).

(11)

Πολλοί επενδυτικοί δείκτες χαρακτηρίζονται από σημαντικές συγκρούσεις συμφερόντων και χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων όπως οι ΟΣΕΚΑ. Ορισμένοι από τους εν λόγω δείκτες αναφοράς δημοσιεύονται, ενώ άλλοι διατίθενται, ατελώς ή έναντι καταβολής σχετικού τέλους, στο κοινό ή σε μέρος του κοινού, και η παραποίησή τους ενδέχεται να βλάψει τους επενδυτές. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τους δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων.

(12)

Όλοι οι συνεισφέροντες δεδομένα εισόδου για δείκτες αναφοράς μπορούν να κάνουν χρήση διακριτικής ευχέρειας και υπόκεινται δυνητικά σε συγκρούσεις συμφερόντων, και συνεπώς ενδέχεται να αποτελέσουν την πηγή της χειραγώγησης. Η συνεισφορά σε δείκτη αναφοράς αποτελεί εθελοντική δραστηριότητα. Εάν οποιαδήποτε πρωτοβουλία υποχρεώσει τους συνεισφέροντες να προβούν σε σημαντικές αλλαγές στα επιχειρηματικά μοντέλα τους, μπορεί να πάψουν να συνεισφέρουν. Ωστόσο, στην περίπτωση των οντοτήτων που ήδη υπόκεινται σε ρύθμιση και εποπτεία, η απαίτηση για συστήματα χρηστής διακυβέρνησης και ελέγχου δεν αναμένεται να επιφέρει σημαντικό κόστος ή δυσανάλογο διοικητικό φόρτο. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες. Όταν ένας δείκτης αναφοράς προσδιορίζεται με βάση άμεσα διαθέσιμα στοιχεία, η πηγή των στοιχείων αυτών δεν θα πρέπει να θεωρείται συνεισφέρων.

(13)

Οι χρηματοπιστωτικοί δείκτες αναφοράς δεν χρησιμοποιούνται μόνο στην έκδοση και παραγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων και συμβάσεων. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος βασίζεται επίσης σε δείκτες αναφοράς για τη μέτρηση των επιδόσεων επενδυτικών κεφαλαίων, προκειμένου να παρακολουθεί τις αποδόσεις ή να προσδιορίζει την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων των χαρτοφυλακίων ή για τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων. Ένας δείκτης αναφοράς μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε άμεσα ως στοιχείο αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, είτε έμμεσα, στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς. Στην τελευταία περίπτωση, ο καθορισμός και η επανεξέταση της βαρύτητας που θα αποδίδεται στους διάφορους δείκτες στο πλαίσιο ενός συνδυασμού με σκοπό τον προσδιορισμό της απόδοσης ή της αξίας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου συνιστά επίσης χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς, δεδομένου ότι στη δραστηριότητα αυτή, σε αντίθεση με τη δραστηριότητα του καθορισμού δεικτών αναφοράς, δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια. Η κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται σε κάποιον δείκτη αναφοράς δεν θεωρείται χρησιμοποίηση του δείκτη αναφοράς.

(14)

Οι κεντρικές τράπεζες ήδη συμμορφώνονται με αρχές, πρότυπα και διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία στην άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό κεντρικές τράπεζες. Όταν κεντρικές τράπεζες παρέχουν δείκτες αναφοράς, ιδίως δε όταν οι εν λόγω δείκτες αναφοράς προορίζονται για σκοπούς συναλλαγών, έχουν ευθύνη να ορίζουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζουν την ακρίβεια, την ακεραιότητα, την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία αυτών των δεικτών αναφοράς, ιδίως σε σχέση με τη διαφάνεια στη διακυβέρνηση και την υπολογιστική μεθοδολογία.

(15)

Επιπλέον, οι δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό όταν συνεισφέρουν με στοιχεία σε δείκτες αναφοράς, παρέχουν δείκτες αναφοράς ή ελέγχουν την παροχή δεικτών αναφοράς για σκοπούς δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού.

(16)

Διαχειριστής είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη αναφοράς και ειδικότερα διαχειρίζεται τις ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς, συλλέγει και αναλύει τα δεδομένα εισόδου, προσδιορίζει τον δείκτη αναφοράς και τον δημοσιεύει. Ο διαχειριστής θα πρέπει να μπορεί να αναθέτει σε τρίτο μέρος μία ή περισσότερες από τις εν λόγω λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης ή δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς ή άλλων σχετικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της παροχής του δείκτη αναφοράς. Ωστόσο, όταν ένα πρόσωπο απλώς δημοσιεύει ή αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων του, αλλά δεν ελέγχει την παροχή του, το πρόσωπο αυτό δεν θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις που επιβάλλει ο παρών κανονισμός στους διαχειριστές.

(17)

Ένας δείκτης υπολογίζεται βάσει τύπου ή με άλλη μεθοδολογία που βασίζεται σε υποκείμενες αξίες. Στη διαμόρφωση του εν λόγω τύπου, στην εκτέλεση του σχετικού υπολογισμού και στον καθορισμό των δεδομένων εισόδου υπάρχει διακριτική ευχέρεια, η οποία δημιουργεί κίνδυνο παραποίησης. Ως εκ τούτου, όλοι οι δείκτες αναφοράς στους οποίους εντοπίζεται το εν λόγω χαρακτηριστικό της διακριτικής ευχέρειας θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(18)

Ωστόσο, όταν χρησιμοποιείται μία μόνο τιμή ή αξία ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο, π.χ. όταν η τιμή μίας και μόνο κινητής αξίας αποτελεί την τιμή αναφοράς για ένα δικαίωμα προαίρεσης ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης, δεν υφίστανται υπολογισμός, δεδομένα εισόδου ή άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, οι τιμές αναφοράς που βασίζονται σε μία μόνον τιμή ή αξία δεν θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(19)

Οι τιμές αναφοράς ή οι τιμές διακανονισμού που καταρτίζονται από κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους (CCP) δεν θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του διακανονισμού, των περιθωρίων και της διαχείρισης κινδύνου και, ως εκ τούτου, δεν καθορίζουν το καταβλητέο ποσό στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

(20)

Η παροχή επιτοκίων δανεισμού από πιστωτές δεν θα πρέπει να θεωρείται παροχή δεικτών αναφοράς για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Τα επιτόκια δανεισμού που παρέχονται από πιστωτές είτε καθορίζονται με εσωτερική απόφαση είτε υπολογίζονται ως διαφορά ή περιθώριο με βάση μια κλίμακα (π.χ. Euribor). Στην πρώτη περίπτωση ο πιστωτής εξαιρείται από τον παρόντα κανονισμό για τη δραστηριότητα σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που συνάπτει με τους πελάτες του, ενώ στη δεύτερη ο πιστωτής θεωρείται απλώς χρήστης ενός δείκτη αναφοράς.

(21)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς, οι διαχειριστές τους θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν κατάλληλο πλαίσιο διακυβέρνησης για τον έλεγχο συγκρούσεων συμφερόντων και τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης στην ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς. Ακόμη και εάν υπόκεινται σε αποτελεσματική διαχείριση, οι περισσότεροι διαχειριστές διαπιστώνουν ορισμένες συγκρούσεις συμφερόντων και ενδέχεται να αναγκαστούν να προβούν σε κρίσεις και αποφάσεις που επηρεάζουν μια ετερόκλητη ομάδα ενδιαφερομένων. Επομένως, είναι σημαντικό οι διαχειριστές να διαθέτουν εποπτική λειτουργία που ασκείται με ακεραιότητα για την επίβλεψη της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του πλαισίου διακυβέρνησης που εξασφαλίζει αποτελεσματική εποπτεία.

(22)

Η παραποίηση ή η αναξιοπιστία δεικτών αναφοράς μπορεί να προκαλέσει ζημία στους επενδυτές και στους καταναλωτές. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίσει ένα πλαίσιο σχετικά με την τήρηση αρχείων από τους διαχειριστές και τους συνεισφέροντες, καθώς και για την εξασφάλιση διαφάνειας σχετικά με τον σκοπό ενός δείκτη αναφοράς και τη μεθοδολογία που διευκολύνει την επίλυση με αποτελεσματικότερο και ορθότερο τρόπο τυχόν αξιώσεων σε σχέση με το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.

(23)

Για τον έλεγχο και την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτούνται εκ των υστέρων ανάλυση και παροχή στοιχείων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει συνεπώς να καθορίζει απαιτήσεις για την κατάλληλη τήρηση αρχείων εκ μέρους των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς όσον αφορά τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, για επαρκές χρονικό διάστημα. Η πραγματικότητα της οποίας τη μέτρηση επιδιώκει ένας δείκτης αναφοράς και το περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση ενδέχεται να μεταβληθούν με την πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, είναι αναγκαία η περιοδική επανεξέταση της διαδικασίας και της μεθοδολογίας παροχής δεικτών αναφοράς, προκειμένου να εντοπίζονται οι ελλείψεις και οι πιθανές βελτιώσεις. Πολλοί ενδιαφερόμενοι μπορούν να επηρεάζονται από αδυναμίες στην παροχή του δείκτη αναφοράς και μπορούν να συμβάλουν στον εντοπισμό τέτοιων ελλείψεων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να θεσπίζει ένα πλαίσιο για την καθιέρωση μηχανισμού εξέτασης καταγγελιών εκ μέρους των διαχειριστών δεικτών αναφοράς, ο οποίος να επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους να ενημερώσουν τον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς σχετικά με τις καταγγελίες και να εξασφαλίζεται ότι ο διαχειριστής θα αξιολογεί αντικειμενικά την ουσία κάθε καταγγελίας

(24)

Η παροχή δεικτών αναφοράς περιλαμβάνει συχνά την εξωτερική ανάθεση σημαντικών λειτουργιών, όπως ο υπολογισμός του δείκτη αναφοράς, η συλλογή δεδομένων εισόδου και η διάδοση του δείκτη αναφοράς. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του πλαισίου διακυβέρνησης, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η όποια εξωτερική ανάθεση δεν απαλλάσσει τους διαχειριστές του δείκτη αναφοράς από οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους, και ότι η ανάθεση πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε να μην παρεμβαίνει ούτε στην ικανότητα των διαχειριστών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις ή ευθύνες τους ούτε στην ικανότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής να τους εποπτεύει.

(25)

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς είναι ο κεντρικός αποδέκτης των δεδομένων εισόδου και μπορεί να αξιολογεί την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου σε σταθερή βάση. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να απαιτεί ο παρών κανονισμός από τους διαχειριστές να λάβουν ορισμένα μέτρα σε περίπτωση που κρίνουν ότι τα δεδομένα εισόδου δεν αντιπροσωπεύουν την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων μέτρων αλλαγής των δεδομένων εισόδου, των συνεισφερόντων ή της μεθοδολογίας, είτε να παύσουν την παροχή του δείκτη αναφοράς. Επιπλέον, ο διαχειριστής θα πρέπει, ως μέρος του ελεγκτικού του πλαισίου, να θεσπίζει μέτρα παρακολούθησης, όπου είναι εφικτό, των δεδομένων εισόδου πριν τη δημοσίευση του δείκτη αναφοράς και επικύρωσης των δεδομένων εισόδου μετά τη δημοσίευση, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρισης τέτοιων δεδομένων με τάσεις του παρελθόντος, όπου αυτό έχει εφαρμογή.

(26)

Οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια μπορεί να ασκηθεί κατά την παροχή δεδομένων εισόδου δημιουργεί τη δυνατότητα παραποίησης ενός δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου αφορούν συναλλαγές, περιορίζεται η διακριτική ευχέρεια και, συνεπώς, η δυνατότητα παραποίησης των δεδομένων. Συνεπώς, κατά γενικό κανόνα, οι διαχειριστές των δεικτών αναφοράς θα πρέπει να χρησιμοποιούν δεδομένα εισόδου από πραγματικές συναλλαγές, όπου αυτό είναι δυνατό, μπορούν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν και άλλα δεδομένα, στην περίπτωση που τα δεδομένα των συναλλαγών δεν επαρκούν ή δεν είναι κατάλληλα για να διασφαλιστούν η ακεραιότητα και η ακρίβεια του δείκτη αναφοράς.

(27)

Η ακρίβεια και η αξιοπιστία του δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της οικονομικής πραγματικότητας της οποίας επιδιώκεται η μέτρηση εξαρτάται από τη μεθοδολογία και τα δεδομένα εισόδου που χρησιμοποιούνται. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η θέσπιση διαφανούς μεθοδολογίας που να διασφαλίζει την αξιοπιστία και την ακρίβεια του δείκτη αναφοράς. Ως διαφάνεια δεν νοείται η δημοσίευση του τύπου που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς, αλλά η κοινοποίηση επαρκών στοιχείων προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει ο δείκτης αναφοράς και να αξιολογήσουν την αντιπροσωπευτικότητα, τη συνάφεια και την καταλληλότητά του για τη χρήση για την οποία προορίζεται.

(28)

Ενδέχεται να χρειαστεί αλλαγή της μεθοδολογίας για να εξασφαλιστεί η ακρίβεια του δείκτη αναφοράς σε διαρκή βάση, αλλά οποιαδήποτε μεταβολή της μεθοδολογίας έχει αντίκτυπο στους χρήστες του δείκτη αναφοράς και τους ενδιαφερόμενους. Συνεπώς, είναι αναγκαίος ο καθορισμός των διαδικασιών που θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά την αλλαγή της μεθοδολογίας σχετικά με τους δείκτες αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για διαβούλευση, ώστε οι χρήστες και οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες ανάλογα με τις εν λόγω αλλαγές ή να ενημερώσουν τον διαχειριστή σε περίπτωση που οι εν λόγω αλλαγές τούς προβληματίζουν.

(29)

Οι υπάλληλοι του διαχειριστή μπορεί να εντοπίσουν πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού ή πιθανές αδυναμίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει ένα πλαίσιο που να επιτρέπει στους υπαλλήλους να ειδοποιούν εμπιστευτικώς τους διαχειριστές σχετικά με πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

(30)

Η ακεραιότητα και η ακρίβεια των δεικτών αναφοράς εξαρτώνται από την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου που παρέχουν οι συνεισφέροντες. Οι υποχρεώσεις των συνεισφερόντων σε ό,τι αφορά τα εν λόγω δεδομένα εισόδου πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια, η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις αυτές να είναι αξιόπιστη και οι υποχρεώσεις να συνάδουν με τους ελέγχους και τη μεθοδολογία που εφαρμόζει ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς. Κατά συνέπεια, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς οφείλει να καταρτίσει κώδικα συμπεριφοράς για τον προσδιορισμό των εν λόγω απαιτήσεων και των ευθυνών των συνεισφερόντων σε σχέση με την παροχή δεδομένων εισόδου. Ο διαχειριστής θα πρέπει να εξασφαλίζει την τήρηση του κώδικα συμπεριφοράς από τους συνεισφέροντες. Όταν οι συνεισφέροντες βρίσκονται σε τρίτες χώρες, ο διαχειριστής θα πρέπει να το επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού.

(31)

Οι συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς ενδέχεται να υπόκεινται σε συγκρούσεις συμφερόντων και δύνανται να ασκούν διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των δεδομένων εισόδου. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο οι συνεισφέροντες να υπόκεινται σε ρυθμίσεις διακυβέρνησης ώστε να διασφαλίζονται η διαχείριση των εν λόγω συγκρούσεων, όπως επίσης η ακρίβεια των δεδομένων εισόδου και η συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις του διαχειριστή, καθώς και η δυνατότητα επικύρωσής τους.

(32)

Πολλοί δείκτες αναφοράς προσδιορίζονται με την εφαρμογή ενός τύπου στον οποίο χρησιμοποιούνται δεδομένα εισόδου παρεχόμενα από τις ακόλουθες οντότητες: τόπους διαπραγμάτευσης, εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης, παρόχους ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών, εγκεκριμένους μηχανισμούς γνωστοποίησης συναλλαγών, χρηματιστήρια ενέργειας ή χώρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών. Σε κάποιες περιπτώσεις η συλλογή των δεδομένων ανατίθεται σε εξωτερικό πάροχο, ο οποίος λαμβάνει τα δεδομένα στο σύνολό τους και άμεσα από τις προαναφερθείσες οντότητες. Στις περιπτώσεις αυτές οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και η υφιστάμενη εποπτεία διασφαλίζουν την ακεραιότητα και τη διαφάνεια των δεδομένων εισόδου και προβλέπουν απαιτήσεις διακυβέρνησης και διαδικασίες για τη γνωστοποίηση παραβάσεων. Συνεπώς, οι εν λόγω δείκτες αναφοράς είναι λιγότερο ευπαθείς σε παραποίηση, υποβάλλονται σε ανεξάρτητες επαληθεύσεις και, συνεπώς, οι σχετικοί διαχειριστές απαλλάσσονται από ορισμένες υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

(33)

Οι διάφοροι τύποι και τομείς δεικτών αναφοράς έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, αδυναμίες και κινδύνους. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εξειδικευτούν περαιτέρω σε ό,τι αφορά συγκεκριμένους τομείς και τύπους δεικτών αναφοράς. Οι δείκτες αναφοράς για τα επιτόκια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, και, συνεπώς, είναι απαραίτητη η θέσπιση ειδικών διατάξεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς.

(34)

Οι πραγματικές αγορές βασικών προϊόντων έχουν μοναδικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη ρύθμισή τους. Οι δείκτες αναφοράς για τα βασικά προϊόντα χρησιμοποιούνται ευρέως και μπορεί να διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά για τον συγκεκριμένο τομέα, συνεπώς είναι απαραίτητη η θέσπιση ειδικών διατάξεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς. Ορισμένοι δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα εξαιρούνται από τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει ωστόσο να συμμορφώνονται προς τις σχετικές αρχές της IOSCO. Οι δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα μπορεί να αποκτήσουν καθοριστική σημασία, δεδομένου ότι το καθεστώς δεν περιορίζεται σε δείκτες αναφοράς βασισμένους σε στοιχεία παρεχόμενα από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες. Για τους κρίσιμης σημασίας δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων που εμπίπτουν στο παράρτημα II, δεν ισχύουν οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την υποχρεωτική συνεισφορά και τα συλλογικά όργανα.

(35)

Οι αδυναμίες δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορεί να επηρεάσουν ην ακεραιότητα της αγοράς, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους καταναλωτές, την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στα κράτη μέλη. Αυτά τα δυνητικά αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα της αποτυχίας δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να είναι αισθητά σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό διαδικασία για τον προσδιορισμό των δεικτών αναφοράς που θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, και να ισχύουν πρόσθετες απαιτήσεις ώστε να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα και η αρτιότητα των εν λόγω δεικτών αναφοράς.

(36)

Οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορούν να προσδιορίζονται με τη χρήση ποσοτικών κριτηρίων ή συνδυασμού ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων. Επιπλέον, μπορεί να αναγνωρίζονται ως κρίσιμης σημασίας και δείκτες αναφοράς που δεν φτάνουν το αντίστοιχο ποσοτικό κατώφλι, αν δεν έχουν ή αν έχουν πολύ λίγα αγορακεντρικά υποκατάστατα και αν η ύπαρξη και η ακρίβειά τους είναι σημαντικές για την ακεραιότητα της αγοράς, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την προστασία των καταναλωτών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, και αν όλες οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές συμφωνούν ότι ο συγκεκριμένος δείκτης θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων αρμόδιων αρχών, υπερισχύει η απόφαση της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή σχετικά με το αν ένας τέτοιος δείκτης θα πρέπει να χαρακτηριστεί κρίσιμης σημασίας. Στην περίπτωση αυτή, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), θα πρέπει να μπορεί να εκδώσει γνώμη σχετικά με την αξιολόγηση που διεξήγαγε η αρμόδια αρχή του διαχειριστή. Επιπλέον, μια αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να ορίζει δείκτες αναφοράς ως κρίσιμης σημασίας με βάση ορισμένα ποιοτικά κριτήρια αν ο διαχειριστής και η πλειονότητα των συνεισφερόντων στον δείκτη αναφοράς βρίσκονται στο κράτος μέλος της. Όλοι οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε κατάλογο που καταρτίζεται από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη, ο οποίος θα πρέπει να αναθεωρείται και να επικαιροποιείται τακτικά.

(37)

Η παύση της διαχείρισης ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας από διαχειριστή θα μπορούσε να καταστήσει άκυρες τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα, να προκαλέσει ζημίες στους καταναλωτές και στους επενδυτές και να έχει αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι συνεπώς αναγκαίο να περιληφθεί εξουσία της εμπλεκόμενης αρμόδιας αρχής να απαιτεί υποχρεωτική διαχείριση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ώστε να διατηρείται η ύπαρξη των εν λόγω δεικτών αναφοράς. Σε περίπτωση διαδικασιών αφερεγγυότητας διαχειριστή δείκτη αναφοράς, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να υποβάλλει αξιολόγηση προς εξέταση από την αρμόδια δικαστική αρχή σχετικά με το αν και με ποιον τρόπο ο κρίσιμης σημασίας δείκτης θα μπορούσε να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή ή να πάψει να παρέχεται.

(38)

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και της ικανότητας των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα για να διευκολύνουν τη συμμόρφωση προς αυτήν, είναι αναγκαίο να απαιτείται από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμης σημασίας δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων, να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι άδειες και οι πληροφορίες για τους δείκτες αναφοράς παρέχονται σε δίκαιη, εύλογη, διαφανή και αμερόληπτη βάση σε όλους τους χρήστες.

(39)

Η παύση της δραστηριότητας ορισμένων συνεισφερόντων δεδομένα εισόδου για δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία των εν λόγω δεικτών αναφοράς, δεδομένου ότι θα περιόριζε την ικανότητα των συγκεκριμένων δεικτών αναφοράς να μετρούν την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα. Είναι συνεπώς απαραίτητο να διαθέτει η σχετική αρμόδια αρχή την εξουσία να απαιτεί από εποπτευόμενες οντότητες υποχρεωτικές συνεισφορές στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ώστε να διατηρείται η αξιοπιστία των εν λόγω δεικτών αναφοράς. Με την υποχρεωτική συνεισφορά δεδομένων εισόδου δεν επιβάλλεται στις εποπτευόμενες οντότητες η υποχρέωση να προβούν ή να δεσμευτούν ότι θα προβούν σε συναλλαγές.

(40)

Λόγω της ύπαρξης μεγάλης ποικιλίας τύπων και μεγεθών δεικτών αναφοράς, είναι σημαντικό να καθιερωθεί με τον παρόντα κανονισμό η αναλογικότητα και να αποφευχθεί η υπερβολική διοικητική επιβάρυνση των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς των οποίων η παύση αντιπροσωπεύει μικρότερη απειλή στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Θα πρέπει, επιπλέον του καθεστώτος δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να καθιερωθούν δύο ξεχωριστά καθεστώτα: για σημαντικούς δείκτες αναφοράς και για μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

(41)

Οι διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν να μην εφαρμόσουν έναν περιορισμένο αριθμό λεπτομερών απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει ωστόσο να διατηρούν το δικαίωμα να απαιτούν την εφαρμογή των εν λόγω απαιτήσεων σύμφωνα με τα κριτήρια που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και στις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εφαρμογή σε διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας και να επιδιώκεται να αποφεύγεται η διοικητική επιβάρυνση όπου αυτό είναι δυνατόν.

(42)

Διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς υπόκεινται σε λιγότερο λεπτομερές καθεστώς, όπου οι διαχειριστές θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν ορισμένες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ο αρμόδιος διαχειριστής θα πρέπει να εξηγεί τους λόγους για τούτο σε δήλωση συμμόρφωσης που θα πρέπει να δημοσιεύσει και να υποβάλει στην αρμόδια για αυτόν αρχή. Η εν λόγω αρμόδια αρχή θα πρέπει να επανεξετάζει τη δήλωση συμμόρφωσης και θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες ή την πραγματοποίηση αλλαγών προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό. Μολονότι οι εν λόγω μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς παραμένουν ευπαθείς σε παραποίηση, είναι ευκολότερα αντικαταστάσιμοι, και συνεπώς η διαφάνεια έναντι των χρηστών θα πρέπει να αποτελεί το κύριο χρησιμοποιούμενο μέσο για την πραγματοποίηση τεκμηριωμένων επιλογών των συμμετεχόντων στην αγορά σχετικά με τους δείκτες αναφοράς που θεωρούν κατάλληλους προς χρήση. Για τον λόγο αυτό, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις στον τίτλο II θα πρέπει να μην εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

(43)

Για να προβούν οι χρήστες των δεικτών αναφοράς στις κατάλληλες επιλογές και να κατανοήσουν τους κινδύνους που ενέχουν, πρέπει να γνωρίζουν το αντικείμενο της μέτρησης των δεικτών αναφοράς και την ευπάθειά τους στην παραποίηση. Συνεπώς, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς θα πρέπει να δημοσιεύει δήλωση δείκτη αναφοράς, στην οποία προσδιορίζονται τα εν λόγω στοιχεία. Προκειμένου να εξασφαλίζονται αφενός η ομοιόμορφη εφαρμογή και αφετέρου ότι οι δηλώσεις δεικτών αναφοράς θα έχουν εύλογο μέγεθος αλλά παράλληλα θα εστιάζονται στην παροχή των βασικών πληροφοριών που χρειάζονται οι χρήστες με τρόπο εύληπτο, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να προσδιορίσει περαιτέρω το περιεχόμενο της δήλωσης δείκτη αναφοράς, με κατάλληλη διαφοροποίηση για τους διάφορους τύπους και τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους.

(44)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λάβει υπόψη τις αρχές της IOSCO, οι οποίες αποτελούν παγκόσμιο πρότυπο για τις ρυθμιστικές απαιτήσεις στον τομέα των δεικτών αναφοράς. Ως γενική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προστασία των επενδυτών, η εποπτεία και το ρυθμιστικό πλαίσιο σε τρίτη χώρα θα πρέπει να βρίσκονται σε ισοδύναμο επίπεδο με την εποπτεία και το ρυθμιστικό πλαίσιο για τους δείκτες αναφοράς εντός της Ένωσης. Συνεπώς, δείκτες αναφοράς παρεχόμενοι από τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιούνται από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση αν έχει ληφθεί θετική απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία του καθεστώτος της τρίτης χώρας από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συντονίζει την ανάπτυξη αυτών των συμφωνιών συνεργασίας και την ανταλλαγή των πληροφοριών που λαμβάνονται από τρίτες χώρες, μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν αρνητικός αντίκτυπος μιας πιθανής αιφνίδιας παύσης της χρήσης στην Ένωση δεικτών αναφοράς παρεχόμενων από τρίτη χώρα, ο παρών κανονισμός προβλέπει επίσης ορισμένους άλλους μηχανισμούς (και συγκεκριμένα, αναγνώρισης και προσυπογραφής) με τους οποίους δείκτες αναφοράς τρίτης χώρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εποπτευόμενες οντότητες που βρίσκονται στην Ένωση.

(45)

Ο παρών κανονισμός καθιερώνει μια διαδικασία για την αναγνώριση διαχειριστών που βρίσκονται σε τρίτη χώρα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς. Η αναγνώριση θα πρέπει να χορηγείται σε διαχειριστές που συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Σε αναγνώριση του ρόλου των αρχών της IOSCO ως παγκόσμιου προτύπου για την παροχή δεικτών αναφοράς, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να χορηγεί αναγνώριση σε διαχειριστές με βάση το ότι εφαρμόζουν τις αρχές της IOSCO. Για τούτο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να αξιολογεί την εφαρμογή των αρχών της IOSCO από έναν διαχειριστή και να προσδιορίζει κατά πόσο η εφαρμογή αυτή ισοδυναμεί, για τον συγκεκριμένο διαχειριστή, με συμμόρφωση προς τις διάφορες απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος αναγνώρισης σε σχέση με το καθεστώς ισοδυναμίας.

(46)

Ο παρών κανονισμός καθιερώνει επίσης καθεστώς προσυπογραφής που επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους διαχειριστές ή στις εποπτευόμενες οντότητες που βρίσκονται στην Ένωση να προσυπογράφουν δείκτες αναφοράς παρεχόμενους από τρίτη χώρα, προκειμένου τέτοιοι δείκτες αναφοράς να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση. Για τούτο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνεκτιμά αν με την παροχή του προσυπογραφόμενου δείκτη αναφοράς η συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO θα ισοδυναμούσε με συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος προσυπογραφής σε σχέση με το καθεστώς ισοδυναμίας. Ένας διαχειριστής ή μια εποπτευόμενη οντότητα που έχει προσυπογράψει δείκτη αναφοράς παρεχόμενο από τρίτη χώρα θα πρέπει να φέρει την πλήρη ευθύνη για τον εν λόγω προσυπογραφόμενο δείκτη αναφοράς και για την πλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(47)

Όλοι οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς μπορούν να κάνουν χρήση διακριτικής ευχέρειας, υπόκεινται δυνητικά σε συγκρούσεις συμφερόντων και ενδέχεται να εφαρμόζουν ανεπαρκή συστήματα διακυβέρνησης και ελέγχου. Δεδομένου ότι οι διαχειριστές ελέγχουν τη διαδικασία καθορισμού των δεικτών αναφοράς, η απαίτηση αδειοδότησης ή καταχώρισης και εποπτείας των διαχειριστών αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δεικτών αναφοράς.

(48)

Ορισμένοι διαχειριστές θα πρέπει να υπόκεινται σε αδειοδότηση και εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω διαχειριστές. Οντότητες υποκείμενες ήδη σε εποπτεία και οι οποίες παρέχουν χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να καταχωρίζονται και να εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Οντότητες που παρέχουν μόνο δείκτες οι οποίοι κατατάσσονται στους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς θα πρέπει επίσης να καταχωρίζονται από την οικεία αρμόδια αρχή. Η αδειοδότηση και η καταχώριση θα πρέπει να αποτελούν ξεχωριστές διαδικασίες, για δε την αδειοδότηση θα πρέπει να απαιτείται διεξοδικότερη αξιολόγηση της αίτησης του διαχειριστή. Το γεγονός ότι ένας διαχειριστής είναι αδειοδοτημένος ή καταχωρισμένος δεν θα πρέπει να έχει επιρροή στην εποπτεία του συγκεκριμένου διαχειριστή από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Επιπλέον, θα πρέπει να καθιερωθεί ένα μεταβατικό καθεστώς που να επιτρέπει την καταχώριση των προσώπων τα οποία παρέχουν δείκτες αναφοράς που δεν είναι κρίσιμης σημασίας και δεν χρησιμοποιούνται ευρέως σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρώτη φάση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να τηρεί μητρώο σε επίπεδο Ένωσης που περιέχει πληροφορίες για αδειοδοτημένους ή καταχωρισμένους διαχειριστές δεικτών αναφοράς, για διαχειριστές που παρέχουν τους εν λόγω δείκτες αναφοράς βάσει θετικής απόφασης είτε υπό καθεστώς ισοδυναμίας είτε υπό καθεστώς αναγνώρισης, για τους ενωσιακούς διαχειριστές ή τις εποπτευόμενες οντότητες που έχουν προσυπογράψει δείκτες αναφοράς από τρίτη χώρα, καθώς και για κάθε τέτοιους προσυπογεγραμμένους δείκτες αναφοράς και τους διαχειριστές τους που βρίσκονται σε τρίτη χώρα.

(49)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα πρόσωπο μπορεί να παράσχει δείκτη χωρίς να γνωρίζει ότι χρησιμοποιείται ως αναφορά για χρηματοπιστωτικό μέσο, χρηματοπιστωτική σύμβαση ή επενδυτικό κεφάλαιο. Αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση που οι χρήστες και ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Είναι επομένως αναγκαίο να ενισχυθεί το επίπεδο διαφάνειας όσον αφορά τον εκάστοτε χρησιμοποιούμενο δείκτη αναφοράς. Τέτοια διαφάνεια μπορεί να επιτευχθεί με τη βελτίωση του περιεχομένου των ενημερωτικών δελτίων ή εγγράφων βασικών πληροφοριών που απαιτούνται από το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και του περιεχομένου των κοινοποιήσεων που απαιτούνται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(50)

Ένα σύνολο αποτελεσματικών εργαλείων, εξουσιών και πόρων για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εγγυάται την αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ειδικότερα ένα ελάχιστο επίπεδο εποπτικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που θα πρέπει να ανατεθούν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να ενεργούν με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο διατηρώντας την αυτονομία τους σε ό,τι αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

(51)

Για τον εντοπισμό παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, είναι αναγκαίο να έχουν οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τη δυνατότητα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις νομικών προσώπων προκειμένου να προβούν σε κατάσχεση εγγράφων. Η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη στην περίπτωση που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι υπάρχουν τέτοια έγγραφα, καθώς και άλλα δεδομένα σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας, και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις είναι απαραίτητη στην περίπτωση που το πρόσωπο από το οποίο έχουν ζητηθεί οι πληροφορίες δεν έχει συμμορφωθεί με την απαίτηση ή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι, εάν υποβληθεί αίτηση, δεν θα υπάρξει συμμόρφωση ή ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που σχετίζονται με την απαίτηση παροχής πληροφοριών θα αφαιρεθούν, θα παραποιηθούν ή θα καταστραφούν. Εάν απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μετά την εξασφάλιση της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης.

(52)

Οι υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων εποπτευόμενων οντοτήτων μπορούν να αποτελούν στοιχεία κρίσιμης σημασίας και ενίοτε τα μοναδικά στοιχεία για τον εντοπισμό και την απόδειξη των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, ιδίως της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου. Τα εν λόγω αρχεία και οι εν λόγω καταγραφές μπορούν να συμβάλουν στην ταυτοποίηση του υπευθύνου για την υποβολή δεδομένων εισόδου προσώπου, των υπευθύνων για την έγκρισή της και στην εξακρίβωση του κατά πόσον διατηρείται ο οργανωτικός διαχωρισμός μεταξύ των υπαλλήλων. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ηλεκτρονικές επικοινωνίες και αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούν εποπτευόμενες οντότητες, στις περιπτώσεις που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι οι καταγραφές ή τα αρχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού.

(53)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και την πληροφόρηση, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το δικαίωμα στην προστασία του καταναλωτή, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και το δικαίωμα υπεράσπισης. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(54)

Τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα θα πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως. Ειδικότερα, στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία θα πρέπει να παρέχεται πρόσβαση στα πορίσματα με βάση τα οποία οι αρμόδιες αρχές έλαβαν την απόφαση, καθώς επίσης και το δικαίωμα ακρόασης.

(55)

Η διαφάνεια σχετικά με τους δείκτες αναφοράς είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την προστασία των επενδυτών. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12). Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(56)

Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που παρατίθενται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την ενίσχυση των συστημάτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και τις νομικές πράξεις της Ένωσης που εγκρίθηκαν σε συνέχεια της ανακοίνωσης αυτής, τα κράτη μέλη θα πρέπει, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια κοινή προσέγγιση και αποτρεπτικό αποτέλεσμα, να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, περιλαμβανομένων χρηματικών κυρώσεων, που εφαρμόζονται για παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα θα πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

(57)

Οι διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σε ειδικές περιπτώσεις θα πρέπει να καθοριστούν λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, παράγοντες όπως η επιστροφή τυχόν εντοπισθέντος οικονομικού οφέλους, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, τυχόν επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες, τον αναγκαίο αποτρεπτικό χαρακτήρα των διοικητικών χρηματικών κυρώσεων και, ανάλογα με την περίπτωση, να περιλαμβάνουν μείωση ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία με την αρμόδια αρχή. Ειδικότερα, το πραγματικό ποσό διοικητικού χρηματικού προστίμου που επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να μπορεί να ανέλθει στο μέγιστο επίπεδο που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό ή στο υψηλότερο επίπεδο που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο για πολύ σοβαρές παραβάσεις, ενώ θα πρέπει να μπορούν να επιβληθούν διοικητικές χρηματικές κυρώσεις αρκετά χαμηλότερα από το μέγιστο επίπεδο σε ήσσονος σημασίας παραβάσεις ή σε περίπτωση διακανονισμού. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα επιβολής προσωρινής απαγόρευσης της άσκησης των αρμοδιοτήτων διαχείρισης από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς ή τους συνεισφέροντες.

(58)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να περιορίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν υψηλότερα επίπεδα διοικητικών κυρώσεων ούτε να θίγει διατάξεις της νομοθεσίας κρατών μελών σε σχέση με ποινικές κυρώσεις.

(59)

Μολονότι τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά θα πρέπει να μπορούν να το πράττουν εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση των ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να μειώνει ή να επηρεάζει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών προς συνεργασία, πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ακόμη και έπειτα από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη.

(60)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών. Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ακόμα και σε καταστάσεις στις οποίες μία παράβαση ή μία εικαζόμενη παράβαση ενδιαφέρει τις αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών απαιτείται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου ώστε να εξασφαλίζονται η ομαλή διαβίβαση των πληροφοριών και η προστασία συγκεκριμένων δικαιωμάτων.

(61)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές για να επιβάλουν διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα για το ευρύ κοινό, θα πρέπει να δημοσιεύονται. Η δημοσίευση των αποφάσεων επιβολής διοικητικής κύρωσης ή άλλου διοικητικού μέτρου είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμη για τις αρμόδιες αρχές σε ό,τι αφορά την ενημέρωση των συμμετεχόντων στην αγορά σχετικά με τις συμπεριφορές που θεωρούνται ότι αποτελούν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και την ευρύτερη προώθηση της ορθής συμπεριφοράς μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Εάν η δημοσίευση αυτή ενδέχεται να προξενήσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, ή διακυβεύει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια έρευνα σε εξέλιξη, η αρμόδια αρχή θα πρέπει είτε να δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα διατηρώντας την ανωνυμία των εμπλεκομένων ή να καθυστερεί τη δημοσίευση. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην δημοσιεύουν τις αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων καθόλου στην περίπτωση που θεωρείται ότι η ανώνυμη ή η καθυστερημένη δημοσίευση δεν επαρκεί για να διασφαλίσει ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να δημοσιεύουν διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας, σε περίπτωση που η δημοσίευσή τους κρίνεται δυσανάλογη.

(62)

Οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να αφορούν τους συνεισφέροντες, τους διαχειριστές και τους χρήστες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Συνεπώς, η παύση της παροχής ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς ή οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό την ακεραιότητά του μπορεί να επηρεάσει περισσότερα του ενός κράτη μέλη, γεγονός που σημαίνει ότι η εποπτεία ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς μόνο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς βασίζεται δεν είναι επαρκής και αποτελεσματική σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενέχει ο δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας. Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να εξασφαλίζονται η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εποπτεία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ο συντονισμός των δραστηριοτήτων και των εποπτικών μέτρων τους, θα πρέπει να συσταθούν συλλογικά όργανα, που να περιλαμβάνουν τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΚΑ. Οι δραστηριότητες των οργάνων αυτών θα πρέπει να συμβάλλουν στην εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κανονισμού και στη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή θα πρέπει να καθιερώσει γραπτές ρυθμίσεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, που μπορεί να περιλαμβάνει κανόνες για διαδικασίες ψηφοφορίας, κάθε συνεργασία για τους σκοπούς των μέτρων υποχρεωτικής συνεισφοράς και τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβουλεύονται. Η νομικώς δεσμευτική διαμεσολάβηση της ΕΑΚΑΑ αποτελεί βασικό στοιχείο για την επίτευξη του συντονισμού, της εποπτικής συνοχής και της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών.

(63)

Οι δείκτες αναφοράς μπορεί να αναφέρονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις μακράς διαρκείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να μην επιτρέπεται πλέον η παροχή τέτοιων δεικτών αναφοράς μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, επειδή τα χαρακτηριστικά τους δεν μπορούν να προσαρμοστούν ώστε να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Συγχρόνως, η απαγόρευση της συνεχούς παροχής ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς ενδέχεται να συντελέσει στη λύση ή την αδυναμία εκπλήρωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων ή συμβάσεων και με αυτόν τον τρόπο να βλάψει τους επενδυτές. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί η δυνατότητα συνέχισης της παροχής αυτών των δεικτών αναφοράς κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου.

(64)

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παρών κανονισμός αφορά ή ενδέχεται να αφορά εποπτευόμενες οντότητες και αγορές που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1227/2011, η ΕΑΚΑΑ θα έπρεπε να καλεί σε διαβούλευση τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), προκειμένου να αξιοποιήσει την εμπειρογνωμοσύνη του ACER στον τομέα των αγορών ενέργειας και να περιορίσει τις διπλές ρυθμίσεις.

(65)

Προκειμένου να προσδιοριστούν περαιτέρω τα τεχνικά στοιχεία του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων των ορισμών· όσον αφορά τον υπολογισμό των ονομαστικών ποσών των χρηματοπιστωτικών μέσων, του ονομαστικού ποσού παραγώγων και της καθαρής αξίας ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων σε σχέση με δείκτη αναφοράς για να προσδιοριστεί αν ο συγκεκριμένος δείκτης αναφοράς είναι κρίσιμος· όσον αφορά την αναθεώρηση της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του ορίου προσδιορισμού των κρίσιμων και των σημαντικών δεικτών αναφοράς· όσον αφορά τον προσδιορισμό των αντικειμενικών λόγων για την προσυπογραφή ενός δείκτη αναφοράς ή μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς που παρέχεται σε τρίτη χώρα· τον προσδιορισμό των στοιχείων για την εκτίμηση του κατά πόσο η παύση ή η αλλαγή ενός υφιστάμενου δείκτη αναφοράς θα μπορούσε εύλογα να οδηγήσει σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου, ή των κανόνων οποιουδήποτε επενδυτικού κεφαλαίου, που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς· και όσον αφορά την παράταση της 24μηνης περιόδου που προβλέπεται για την καταχώριση αντί της αδειοδότησης ορισμένων διαχειριστών. Όταν εκδίδει τις εν λόγω πράξεις, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογίας και τη διεθνή σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς, ιδίως δε το έργο της IOSCO. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι εν λόγω διαβουλεύσεις να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (14) της 13ης Απριλίου 2016. Ειδικότερα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισότιμη συμμετοχή στην προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(66)

Τα τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να εξασφαλίζουν συνέπεια στην εναρμόνιση των απαιτήσεων για την παροχή και τη συνεισφορά στη διαμόρφωση δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς και στην κατάλληλη προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΕΑΚΑΑ είναι φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης πείρας, θα ήταν συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής τα οποία υποβάλλονται στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εκδίδει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχει αναπτύξει η ΕΑΚΑΑ μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις διαδικασίες και τα χαρακτηριστικά του έργου της εποπτείας, όσον αφορά τον τρόπο εξασφάλισης της καταλληλότητας και της επαληθευσιμότητας των δεδομένων εισόδου καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης των συνεισφερόντων, όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο διαχειριστής για το δείκτη αναφοράς και τη μεθοδολογία, όσον αφορά τα στοιχεία του κώδικα συμπεριφοράς, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τα συστήματα και τους ελέγχους, όσον αφορά τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή όταν αποφασίζει αν θα εφαρμόσει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις, όσον αφορά τα περιεχόμενα της δήλωσης δείκτη αναφοράς και τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ενημέρωση της δήλωσης αυτής, όσον αφορά το ελάχιστο περιεχόμενο των ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης αναγνώρισης διαχειριστή τρίτης χώρας και την παρουσίαση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται μαζί με την αίτηση αυτή και όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αδειοδότησης ή καταχώρισης.

(67)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για να καταρτίσει και να αναθεωρεί κατάλογο δημόσιων αρχών στην Ένωση, να καταρτίσει και να αναθεωρεί τον κατάλογο δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και να προσδιορίζει την ισοδυναμία του νομικού πλαισίου στο οποίο υπόκεινται οι πάροχοι δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών για τους σκοπούς της πλήρους ή μερικής ισοδυναμίας. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(68)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που έχει αναπτύξει η ΕΑΚΑΑ για την κατάρτιση υποδειγμάτων δήλωσης συμμόρφωσης και για την καθιέρωση διαδικασιών και τρόπων ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(69)

Επειδή οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η θέσπιση συνεκτικού και αποτελεσματικού καθεστώτος για την αντιμετώπιση των τρωτών σημείων των δεικτών αναφοράς, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι ο συνολικός αντίκτυπος των προβλημάτων σχετικά με τους δείκτες αναφοράς μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως μόνο στο πλαίσιο της Ένωσης, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(70)

Δεδομένης της επείγουσας ανάγκης να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στους δείκτες αναφοράς και να προαχθούν δίκαιες και διαφανείς χρηματοπιστωτικές αγορές, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του.

(71)

Οι καταναλωτές μπορούν να συνάπτουν χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, ιδίως συμβάσεις για ενυπόθηκα ή καταναλωτικά δάνεια, που περιλαμβάνουν αναφορά σε δείκτη αναφοράς, αλλά η άνιση διαπραγματευτική ισχύς και η χρήση τυποποιημένων όρων συντελεί στον περιορισμό των επιλογών τους σχετικά με τον χρησιμοποιούμενο δείκτη αναφοράς. Είναι συνεπώς αναγκαίο να εξασφαλίζεται τουλάχιστον η παροχή επαρκών πληροφοριών από τους πιστωτές ή τους πιστωτικούς διαμεσολαβητές στους καταναλωτές. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει συνεπώς οι οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ να τροποποιηθούν αναλόγως.

(72)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 απαιτεί τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με διευθυντικά καθήκοντα, καθώς και τα πρόσωπα που συνδέονται στενά μαζί τους, να ενημερώνουν τον εκδότη και την αρμόδια αρχή σχετικά με κάθε πράξη που πραγματοποιούν για δικό τους λογαριασμό σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεόμενα με μετοχές και χρεωστικούς τίτλους του εκδότη τους. Ωστόσο, υπάρχουν διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με μετοχές και χρεωστικούς τίτλους ενός συγκεκριμένου εκδότη. Στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνονται μονάδες σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων, διαρθρωμένα προϊόντα ή χρηματοπιστωτικά μέσα που περιλαμβάνουν παράγωγο το οποίο συνεπάγεται άνοιγμα στην απόδοση μετοχών ή χρεωστικών τίτλων που έχουν εκδοθεί από εκδότη. Κάθε συναλλαγή με τέτοιου είδους χρηματοπιστωτικά μέσα πάνω από ένα ελάχιστο όριο θα πρέπει να υπόκειται σε κοινοποίηση προς τον εκδότη και την αρμόδια αρχή. Εξαίρεση θα πρέπει να γίνεται αν είτε το συνδεδεμένο χρηματοπιστωτικό μέσο παρέχει άνοιγμα 20 % ή μικρότερο σε μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη είτε το πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που συνδέεται στενά με αυτό δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει την επενδυτική σύνθεση του συνδεδεμένου χρηματοπιστωτικού μέσου. Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την εξασφάλιση της ακρίβειας και ακεραιότητας των δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ένωση. Ο παρών κανονισμός συμβάλλει με αυτόν τον τρόπο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς, στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου για δείκτες αναφοράς και στη χρήση των δεικτών αναφοράς εντός της Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

σε κεντρικές τράπεζες·

β)

σε δημόσιες αρχές, όταν αυτές συνεισφέρουν με δεδομένα σε δείκτες αναφοράς, παρέχουν δείκτες αναφοράς ή ελέγχουν την παροχή δεικτών αναφοράς για σκοπούς δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού·

γ)

σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP), όταν παρέχουν τιμές αναφοράς ή διακανονισμού που χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου και διακανονισμού σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους·

δ)

στην παροχή των ενιαίων τιμών αναφοράς χρηματοπιστωτικών μέσων όπως παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε)

στον Τύπο, στα άλλα μέσα και στους δημοσιογράφους όταν απλώς δημοσιεύουν ή αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων τους χωρίς να ελέγχουν την παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς·

στ)

σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που χορηγούν ή υπόσχονται να χορηγήσουν πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας, μόνον εφόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο δημοσιεύει ή διαθέτει στο κοινό δικά του κυμαινόμενα ή σταθερά επιτόκια δανεισμού που καθορίζονται με διεθνείς αποφάσεις και εφαρμόζονται μόνο σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που συνάπτονται από το πρόσωπο αυτό ή εταιρεία του ίδιου ομίλου με τους αντίστοιχους πελάτες τους·

ζ)

σε δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων βασιζόμενους σε δεδομένα που υποβάλλουν συνεισφέροντες οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μη εποπτευόμενες οντότητες και για τους οποίους ισχύουν αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

ο δείκτης αναφοράς αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει γίνει αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή των οποίων η διαπραγμάτευση γίνεται σε έναν μόνο τέτοιο τόπο διαπραγμάτευσης·

ii)

η συνολική ονομαστική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αναφέρεται ο δείκτης αναφοράς δεν υπερβαίνει τα 100 εκατ. EUR·

η)

σε πάροχο δείκτη σε ό,τι αφορά δείκτη που παρέχει ο ίδιος όταν ο εν λόγω πάροχος δείκτη δεν γνωρίζει ή δεν θα ήταν σε θέση ευλόγως να γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος δείκτης χρησιμοποιείται για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«δείκτης»: οποιοδήποτε αριθμητικό δεδομένο:

α)

δημοσιεύεται ή διατίθεται στο κοινό·

β)

προσδιορίζεται τακτικά:

i)

εξολοκλήρου ή εν μέρει, με την εφαρμογή ενός τύπου ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο υπολογισμού ή μέσω αξιολόγησης· και

ii)

με βάση την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τις τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, τα πραγματικά ή εκτιμώμενα επιτόκια, προσφορές και δεσμευτικές προσφορές, ή άλλες αξίες ή έρευνες·

2)

«πάροχος δείκτη»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη·

3)

«δείκτης αναφοράς»: οποιοσδήποτε δείκτης σε σχέση με τον οποίο καθορίζεται το καταβλητέο ποσό βάσει ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ή ένας δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου με σκοπό την παρακολούθηση της απόδοσης ενός τέτοιου δείκτη ή τον καθορισμό της κατανομής των στοιχείων ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου ή τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων·

4)

«οικογένεια δεικτών αναφοράς»: ομάδα δεικτών αναφοράς που παρέχει ο ίδιος διαχειριστής και καθορίζεται βάσει δεδομένων εισόδου παρόμοιου χαρακτήρα, η οποία προσφέρει συγκεκριμένες μετρήσεις της ίδιας ή παρεμφερούς αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας·

5)

«παροχή δείκτη αναφοράς»:

α)

διαχείριση των ρυθμίσεων για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

β)

συλλογή, ανάλυση ή επεξεργασία δεδομένων εισόδου με στόχο τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς· και

γ)

προσδιορισμός ενός δείκτη αναφοράς μέσω της εφαρμογής ενός τύπου ή άλλης μεθόδου υπολογισμού ή μέσω της αξιολόγησης των δεδομένων εισόδου που παρέχονται για τον σκοπό αυτόν·

6)

«διαχειριστής»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη αναφοράς·

7)

«χρήση δείκτη αναφοράς»:

α)

έκδοση χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο αναφέρεται σε έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

β)

προσδιορισμός του καταβλητέου ποσού στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικού μέσου ή χρηματοπιστωτικής σύμβασης στη βάση ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών·

γ)

συμμετοχή ως συμβαλλόμενο μέρος σε χρηματοπιστωτική σύμβαση που αναφέρεται σε έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

δ)

παροχή επιτοκίου δανεισμού όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ι) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, υπολογιζόμενου ως διαφοράς ή περιθωρίου με βάση δείκτη ή συνδυασμό δεικτών και χρησιμοποιούμενου αποκλειστικά ως αναφοράς σε χρηματοπιστωτική σύμβαση στην οποία ο πιστωτής είναι συμβαλλόμενο μέρος·

ε)

μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου μέσω ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών με σκοπό την παρακολούθηση της απόδοσης του εν λόγω δείκτη ή συνδυασμού δεικτών ή τον καθορισμό της κατανομής των στοιχείων ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου ή τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων·

8)

«συνεισφορά δεδομένων εισόδου»: η παροχή δεδομένων εισόδου που δεν είναι άμεσα διαθέσιμα σε διαχειριστή, ή σε άλλο πρόσωπο προκειμένου να τα διαβιβάσει στον διαχειριστή, τα οποία απαιτούνται για τον καθορισμό δείκτη αναφοράς και παρέχονται για αυτόν ακριβώς τον σκοπό·

9)

«συνεισφέρων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει δεδομένα εισόδου·

10)

«εποπτευόμενος συνεισφέρων»: εποπτευόμενη οντότητα η οποία παρέχει δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή που βρίσκεται στην Ένωση·

11)

«υποβάλλων»: φυσικό πρόσωπο που απασχολείται από τον συνεισφέροντα για τον σκοπό της παροχής δεδομένων εισόδου·

12)

«εκτιμητής»: υπάλληλος του διαχειριστή δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ή άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου έχουν τεθεί στη διάθεση του διαχειριστή ή υπό τον έλεγχό του, που έχει την ευθύνη για την εφαρμογή μιας μεθοδολογίας ή αξιολόγησης δεδομένων εισόδου και άλλων πληροφοριών προκειμένου να καταλήξει σε μια τελική εκτίμηση όσον αφορά την τιμή ενός συγκεκριμένου βασικού προϊόντος·

13)

«κρίση του εμπειρογνώμονα»: η άσκηση διακριτικής ευχέρειας από διαχειριστή ή συνεισφέροντα σε σχέση με τη χρήση δεδομένων για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της παρεκβολής τιμών για παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την ποιότητα των δεδομένων όπως συμβάντα της αγοράς ή υποβάθμιση της πιστωτικής ποιότητας ενός αγοραστή ή πωλητή, και στάθμιση δεσμευτικών τιμών ή προσφορών μεγαλύτερων από μια συγκεκριμένη εκτελεσθείσα συναλλαγή·

14)

«δεδομένα εισόδου»: τα δεδομένα για την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή οι τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, οι προσφορές, οι δεσμευτικές προσφορές ή άλλες αξίες που χρησιμοποιούνται από διαχειριστή για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

15)

«δεδομένα συναλλαγών»: παρατηρήσιμες τιμές, συντελεστές, δείκτες ή τιμές που αντιστοιχούν σε συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων αντισυμβαλλομένων σε ενεργό αγορά που επηρεάζονται από ανταγωνιστικές δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης·

16)

«χρηματοπιστωτικό μέσο»: οποιοδήποτε από τα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τα οποία έχει υποβληθεί αίτημα εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 της εν λόγω οδηγίας·

17)

«εποπτευόμενη οντότητα»: πρόκειται για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες οντότητες:

α)

πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)·

β)

επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ)

ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)·

δ)

αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

ε)

ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή, κατά περίπτωση, εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας·

στ)

διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18)·

ζ)

ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως ορίζονται στο άρθρο 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

η)

πιστωτές, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τους σκοπούς των συμβάσεων πίστωσης όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) της εν λόγω οδηγίας·

θ)

μη πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 10) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ για τους σκοπούς των συμβάσεων πίστωσης όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 3) της εν λόγω οδηγίας·

ι)

διαχειριστές αγοράς, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ια)

CCP, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

ιβ)

αρχεία καταγραφής συναλλαγών, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ιγ)

διαχειριστές·

18)

ως «χρηματοπιστωτική σύμβαση» νοείται:

α)

οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ·

β)

οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 3) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ·

19)

«επενδυτικό κεφάλαιο»: ΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

20)

«διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα ενός διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας, διορισμένα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, που έχουν την εξουσία να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη συνολική κατεύθυνση του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας και οι οποίοι επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της, και περιλαμβάνουν πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας·

21)

«καταναλωτής»: φυσικό πρόσωπο το οποίο, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που καλύπτει ο παρών κανονισμός, επιδιώκει σκοπούς άσχετους με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

22)

«δείκτης αναφοράς επιτοκίου»: δείκτης αναφοράς ο οποίος για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου προσδιορίζεται με βάση το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορεί να δανείσουν ή να δανειστούν από άλλες τράπεζες ή εξωτραπεζικούς παράγοντες στη χρηματαγορά·

23)

«δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος»: δείκτης αναφοράς του οποίου το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου, είναι βασικό προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (21), εξαιρουμένων των δικαιωμάτων εκπομπών όπως αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

24)

«δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων»: δείκτης αναφοράς προσδιοριζόμενος με την εφαρμογή ενός τύπου από:

α)

δεδομένα εισόδου που αποτελούν εξολοκλήρου αντικείμενο απευθείας συνεισφοράς από:

i)

τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας για την οποία η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική απόφαση σύμφωνα με την οποία το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της εν λόγω χώρας θεωρείται ότι έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα υπό την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) ή ρυθμιζόμενη αγορά που θεωρείται ως ισοδύναμη δυνάμει του άρθρου 2α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, αλλά σε κάθε περίπτωση μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα·

ii)

εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πάροχο ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 53 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις διαφάνειας για τα μετασυναλλακτικά δεδομένα, αλλά μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα υποκείμενα σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

iii)

εγκεκριμένο μηχανισμό γνωστοποίησης συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 54 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, αλλά μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα υποκείμενα σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τα οποία πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας·

iv)

χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23)·

v)

χρηματιστήριο φυσικού αερίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24)·

vi)

χώρο πλειστηριασμών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 ή στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής (25)·

vii)

πάροχο υπηρεσιών στον οποίο ο διαχειριστής δεικτών αναφοράς έχει αναθέσει τη συλλογή των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 10, εφόσον ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών λαμβάνει τα δεδομένα καθ' ολοκληρία και απευθείας από οντότητα που καλύπτεται από τα σημεία i) έως vi)·

β)

καθαρές αξίες ενεργητικού επενδυτικών κεφαλαίων·

25)

«δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας»: δείκτης αναφοράς άλλος από τον δείκτη αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων που πληροί οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και ο οποίος βρίσκεται στον κατάλογο που καταρτίζεται από την Επιτροπή δυνάμει του εν λόγω άρθρου·

26)

«σημαντικός δείκτης αναφοράς»: δείκτης αναφοράς που πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1·

27)

«μη σημαντικός δείκτης αναφοράς»: δείκτης αναφοράς που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και στο άρθρο 24 παράγραφος 1·

28)

«βρίσκεται»: όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, η χώρα όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα ή άλλη επίσημη διεύθυνση του εν λόγω προσώπου και, όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, η χώρα όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει τη φορολογική του κατοικία·

29)

«δημόσια αρχή»:

α)

οποιοσδήποτε κρατικός ή άλλος φορέας δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή συμμετέχουν σε αυτήν·

β)

κάθε οντότητα ή πρόσωπο που είτε ασκεί καθήκοντα δημόσιας διοίκησης βάσει του εθνικού δικαίου είτε αναλαμβάνει δημόσιες ευθύνες ή δημόσια καθήκοντα ή παρέχει δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού, υπό τον έλεγχο μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο α).

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 με στόχο τον περαιτέρω προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων των ορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα για τη διευκρίνιση του περιεχομένου του όρου «διάθεση στο κοινό» για τους σκοπούς του καθορισμού ενός δείκτη.

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καταρτίσει και να αναθεωρήσει κατάλογο δημόσιων αρχών στην Ένωση που εμπίπτουν στον ορισμό του σημείου 29 της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 50 παράγραφος 2.

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διακυβέρνηση και έλεγχος διαχειριστών

Άρθρο 4

Απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση και τη σύγκρουση συμφερόντων

1.   Ο διαχειριστής διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένους ρόλους και αρμοδιότητες, που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και συνέπεια, για όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην παροχή ενός δείκτη αναφοράς.

Ο διαχειριστής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εντοπίζει και να αποτρέπει ή να αντιμετωπίζει συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών του, των υπαλλήλων ή κάθε άλλου προσώπου υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό του, και των συνεισφερόντων ή χρηστών και να εξασφαλίζει ότι, στην περίπτωση που απαιτείται κρίση ή άσκηση διακριτικής ευχέρειας στη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, αυτή ασκείται με ανεξάρτητο και έντιμο τρόπο.

2.   Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διαχωρίζεται οργανωτικά από οποιοδήποτε τμήμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του διαχειριστή από το οποίο ενδέχεται να προκύψει πραγματική ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Αν προκύψει σύγκρουση συμφερόντων εντός του διαχειριστή λόγω της ιδιοκτησιακής του διάρθρωσης, ελέγχουσας συμμετοχής ή άλλων δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από οποιαδήποτε οντότητα που κατέχει ή ελέγχει τον διαχειριστή ή από οντότητα που κατέχεται ή ελέγχεται από τον διαχειριστή ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη επιχείρησή του, η οποία δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί επαρκώς, η αντίστοιχη αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον διαχειριστή την καθιέρωση καθήκοντος ανεξάρτητης εποπτείας, που να περιλαμβάνει ισόρροπη εκπροσώπηση των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών και των συνεισφερόντων.

4.   Αν δεν είναι δυνατή η κατάλληλη διαχείριση μιας τέτοιας σύγκρουσης συμφερόντων, η αντίστοιχη αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον διαχειριστή είτε την παύση των δραστηριοτήτων ή σχέσεων που προκαλούν την εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων ή την παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς.

5.   Ο διαχειριστής δημοσιεύει ή κοινοποιεί κάθε υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων στους χρήστες ενός δείκτη αναφοράς και τη σχετική αρμόδια αρχή, και, εφόσον απαιτείται, στους συνεισφέροντες, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων συμφερόντων που προκύπτουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή.

6.   Ο διαχειριστής θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, καθώς και αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, την πρόληψη, τη διαχείριση και τον περιορισμό των συγκρούσεων συμφερόντων προκειμένου να προστατεύσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία του προσδιορισμού των δεικτών αναφοράς. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται τακτικά. Οι πολιτικές και οι διαδικασίες λαμβάνουν υπόψη και αντιμετωπίζουν συγκρούσεις συμφερόντων, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας που ασκείται κατά τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς και τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δείκτης αναφοράς και:

α)

διασφαλίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που παρασχέθηκαν ή καταρτίστηκαν από τον διαχειριστή με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων περί κοινοποίησης και διαφάνειας δυνάμει του παρόντος κανονισμού· και

β)

περιορίζουν ειδικότερα τις συγκρούσεις συμφερόντων που απορρέουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή ή από άλλα συμφέροντα στον όμιλό του ή που οφείλονται σε άλλα πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως επηρεάζουν ή ελέγχουν τον διαχειριστή σε σχέση με τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς.

7.   Ο διαχειριστής εξασφαλίζει ότι οι υπάλληλοί του και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχό του και εμπλέκονται άμεσα στην παροχή του δείκτη αναφοράς:

α)

διαθέτουν τις αναγκαίες δεξιότητες, τη γνώση και την πείρα για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται και υπόκεινται σε αποτελεσματική διαχείριση και εποπτεία·

β)

δεν υπόκεινται σε αθέμιτη επιρροή ή δεν εμπλέκονται σε συγκρούσεις συμφερόντων, η δε αποζημίωση και η αξιολόγηση της απόδοσης των προσώπων αυτών δεν δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων και δεν θίγουν την ακεραιότητα της διαδικασίας καθορισμού του δείκτη αναφοράς·

γ)

δεν διαθέτουν συμφέροντα ή επιχειρηματικές σχέσεις που διακυβεύουν τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου διαχειριστή·

δ)

απαγορεύεται να συνεισφέρουν στον καθορισμό δείκτη αναφοράς μέσω της συμμετοχής σε προσφορές αγοράς, προσφορές πώλησης και συναλλαγές σε προσωπική βάση ή για λογαριασμό παραγόντων της αγοράς, παρά μόνο αν ο συγκεκριμένος τρόπος συνεισφοράς απαιτείται ρητώς στο πλαίσιο της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες της· και

ε)

υπόκεινται σε αποτελεσματικές διαδικασίες ελέγχου της ανταλλαγής πληροφοριών με άλλους υπαλλήλους και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα εμπλέκονται σε δραστηριότητες που ενδέχεται να συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων ή σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να επηρεάσουν τον δείκτη αναφοράς.

8.   Ο διαχειριστής θεσπίζει ειδικές διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του υπαλλήλου ή του προσώπου που προσδιορίζει τον δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον της εσωτερικής εξακρίβωσης από τη διοίκηση πριν τη διάδοση του δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις σχετικά με το καθήκον της εποπτείας

1.   Οι διαχειριστές θεσπίζουν και διατηρούν μόνιμη και αποτελεσματική εποπτική λειτουργία προκειμένου να εξασφαλίζουν την εποπτεία όλων των πτυχών της παροχής των δεικτών αναφοράς τους.

2.   Οι διαχειριστές καταρτίζουν και διατηρούν άρτιες διαδικασίες σχετικά με το καθήκον εποπτείας τους, οι οποίες κοινοποιούνται στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

3.   Το καθήκον εποπτείας ασκείται με ακεραιότητα και περιλαμβάνει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, οι οποίες προσαρμόζονται από τον διαχειριστή ανάλογα με την πολυπλοκότητα, τη χρήση και την τρωτότητα του δείκτη αναφοράς:

α)

αναθεώρηση του ορισμού και της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς·

β)

εποπτεία τυχόν αλλαγών στη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και δυνατότητα να καλείται ο διαχειριστής σε διαβούλευση σχετικά με τις αλλαγές αυτές·

γ)

εποπτεία του πλαισίου ελέγχου του διαχειριστή, της διαχείρισης και της λειτουργίας του δείκτη αναφοράς και, σε περίπτωση που ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου προερχόμενα από συνεισφέροντες, του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15·

δ)

επανεξέταση και έγκριση των διαδικασιών για την παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών διαβουλεύσεων·

ε)

εποπτεία κάθε τρίτου που συμμετέχει στην παροχή του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων που είναι υπεύθυνοι για τον υπολογισμό ή τη διάδοση·

στ)

αξιολόγηση εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων ή επανεξετάσεων και παρακολούθηση της υλοποίησης των προσδιοριζόμενων διορθωτικών ενεργειών·

ζ)

αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, παρακολούθηση των δεδομένων εισόδου και των συνεισφερόντων, καθώς και των μέτρων που λαμβάνει ο διαχειριστής προκειμένου να αμφισβητήσει ή να επικυρώσει τις συνεισφορές δεδομένων εισόδου·

η)

αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, λήψη αποτελεσματικών μέτρων σε περίπτωση παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15· και

θ)

αναφορά στις σχετικές αρμόδιες αρχές κάθε κρούσματος ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους συνεισφερόντων, αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, ή διαχειριστών, που γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της άσκησης του καθήκοντος εποπτείας, καθώς και τυχόν μη φυσιολογικών ή ύποπτων δεδομένων εισόδου.

4.   Το καθήκον εποπτείας ασκείται από χωριστή επιτροπή ή μέσω άλλης κατάλληλης διευθέτησης διακυβέρνησης.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διαδικασιών σε σχέση με το καθήκον εποπτείας και τα χαρακτηριστικά του καθήκοντος εποπτείας όσον αφορά το περιεχόμενο και τη θέση του στην οργανωτική διάρθρωση του διαχειριστή, ώστε να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα του καθήκοντος και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει μη εξαντλητικό κατάλογο κατάλληλων διευθετήσεων διακυβέρνησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και λαμβάνει υπόψη τις διαφορές όσον αφορά την ιδιοκτησιακή διάρθρωση και τη δομή ελέγχου των διαχειριστών, τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς, όπως επίσης τον κίνδυνο και τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων υπό το φως της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις διακυβέρνησης για τους δείκτες αναφοράς. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο ελέγχου

1.   Οι διαχειριστές διαθέτουν πλαίσιο ελέγχου που εξασφαλίζει ότι οι δείκτες αναφοράς τους παρέχονται και δημοσιεύονται ή διατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το πλαίσιο ελέγχου είναι ανάλογο με το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων που έχουν διαπιστωθεί, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας στην παροχή του δείκτη αναφοράς και τον χαρακτήρα των δεδομένων εισόδου.

3.   Το πλαίσιο ελέγχου περιλαμβάνει:

α)

διαχείριση του επιχειρησιακού κινδύνου·

β)

κατάλληλη και αποτελεσματική συνέχεια της δραστηριότητας και σχέδια αποκατάστασης σε περίπτωση καταστροφής·

γ)

έκτακτες διαδικασίες που εφαρμόζονται σε περίπτωση διακοπής της διαδικασίας παροχής του δείκτη αναφοράς.

4.   Ο διαχειριστής λαμβάνει μέτρα για:

α)

να εξασφαλίσει ότι οι συνεισφέροντες συμμορφώνονται προς τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και προς τα ισχύοντα πρότυπα για τα δεδομένα εισόδου·

β)

την παρακολούθηση των δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένων της παρακολούθησης, στο μέτρο του δυνατού, των δεδομένων εισόδου πριν από τη δημοσίευση του δείκτη αναφοράς και της επικύρωσής τους μετά τη δημοσίευση, προκειμένου να εντοπιστούν σφάλματα και παρατυπίες.

5.   Το πλαίσιο ελέγχου τεκμηριώνεται, αναθεωρείται και επικαιροποιείται καταλλήλως και τίθεται στη διάθεση της αντίστοιχης αρμόδιας αρχής και, κατόπιν αιτήματος, των χρηστών.

Άρθρο 7

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο λογοδοσίας

1.   Ο διαχειριστής διαθέτει πλαίσιο λογοδοσίας που καλύπτει την τήρηση αρχείων, τις διαδικασίες ελέγχων και επανεξέτασης και τη διαδικασία υποβολής καταγγελιών και παρέχει στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο διαχειριστής ορίζει εσωτερικό καθήκον με την αναγκαία ικανότητα επανεξέτασης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση του διαχειριστή προς τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τον παρόντα κανονισμό.

3.   Για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ο διαχειριστής ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή, ο οποίος επανεξετάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση την τήρηση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και του παρόντος κανονισμού από τον διαχειριστή και υποβάλλει σχετική έκθεση.

4.   Κατόπιν αιτήματος της οικείας αρμόδιας αρχής, ο διαχειριστής παρέχει στην οικεία αρμόδια αρχή τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις επανεξετάσεις και τις εκθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2. Κατόπιν αιτήματος της οικείας αρμόδιας αρχής ή οποιουδήποτε χρήστη του δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής δημοσιεύει τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τους ελέγχους που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 8

Απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση αρχείων

1.   Ο διαχειριστής τηρεί αρχεία σχετικά με τα εξής:

α)

όλα τα δεδομένα εισόδου και τη χρήση των δεδομένων αυτών·

β)

τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

γ)

κάθε άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας από τον διαχειριστή και, κατά περίπτωση, από αξιολογητές, κατά τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους σκεπτικού στο οποίο βασίζεται η εν λόγω κρίση ή η διακριτική ευχέρεια·

δ)

τη μη συνεκτίμηση τυχόν δεδομένων εισόδου, ιδιαίτερα αν αυτά συμμορφώνονταν προς τις απαιτήσεις της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς, και το σκεπτικό της μη συνεκτίμησης·

ε)

άλλες αλλαγές ή παρεκκλίσεις από συνήθεις διαδικασίες και μεθοδολογίες, συμπεριλαμβανομένων όσων εκτελούνται κατά τη διάρκεια περιόδων πίεσης ή διαταραχής της αγοράς·

στ)

την ταυτότητα κάθε υποβάλλοντος και φυσικού προσώπου που απασχολείται από τους διαχειριστές για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

ζ)

όλα τα έγγραφα που αφορούν οποιαδήποτε καταγγελία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλει ο καταγγέλλων· και

η)

τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή την ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ οποιουδήποτε προσώπου που απασχολεί ο διαχειριστής και των συνεισφερόντων ή υποβαλλόντων σχετικά με δείκτη αναφοράς.

2.   Ο διαχειριστής τηρεί τα αρχεία που καθορίζονται στην παράγραφο 1 για τουλάχιστον πέντε έτη, σε μορφή που καθιστά δυνατή την αναπαραγωγή και την πλήρη κατανόηση του καθορισμού ενός δείκτη αναφοράς καθώς και τον έλεγχο ή την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου, των υπολογισμών, των κρίσεων και της διακριτικής ευχέρειας. Τα αρχεία των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που καταγράφονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο η) παρέχονται στα εμπλεκόμενα στη συζήτηση ή τη διαβίβαση πρόσωπα κατόπιν αιτήματος και φυλάσσονται για περίοδο τριών ετών.

Άρθρο 9

Μηχανισμός διαχείρισης καταγγελιών

1.   Ο διαχειριστής εφαρμόζει και δημοσιοποιεί διαδικασίες για την παραλαβή, τη διερεύνηση και την τήρηση των αρχείων αναφορικά με υποβληθείσες καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη διαδικασία καθορισμού από τον διαχειριστή των δεικτών αναφοράς.

2.   Ο εν λόγω μηχανισμός υποβολής καταγγελιών διασφαλίζει ότι:

α)

ο διαχειριστής δημοσιοποιεί την πολιτική διαχείρισης καταγγελιών, μέσω της οποίας μπορούν να υποβάλλονται καταγγελίες σχετικά με το κατά πόσο ένας συγκεκριμένος καθορισμός δείκτη αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικός της αγοραίας αξίας, σχετικά με προτεινόμενες αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, σχετικά με εφαρμογές της μεθοδολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο καθορισμό δείκτη αναφοράς και σχετικά με άλλες αποφάσεις σε σχέση με τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς·

β)

οι καταγγελίες διερευνώνται έγκαιρα και αντικειμενικά, το δε αποτέλεσμα της έρευνας κοινοποιείται στον καταγγέλλοντα μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, εκτός αν η κοινοποίησή του θα αντέβαινε σε στόχους δημόσιας πολιτικής ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014· και

γ)

η έρευνα διεξάγεται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε υπάλληλο που ενδέχεται να εμπλέκεται ή να έχει εμπλακεί στο αντικείμενο της καταγγελίας.

Άρθρο 10

Εξωτερική ανάθεση

1.   Οι διαχειριστές δεν προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση λειτουργιών κατά τη διαδικασία παροχής ενός δείκτη αναφοράς κατά τρόπον που να βλάπτει ουσιωδώς τον έλεγχο του διαχειριστή σε ό,τι αφορά την παροχή του δείκτη αναφοράς ή την ικανότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής σχετικά με την εποπτεία του δείκτη αναφοράς.

2.   Όταν ένας διαχειριστής αναθέτει σε πάροχο υπηρεσιών λειτουργίες ή υπηρεσίες και δραστηριότητες σχετικές με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής εξακολουθεί να φέρει την πλήρη ευθύνη της συμμόρφωσής του προς το σύνολο των υποχρεώσεων του διαχειριστή που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Όταν προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση, ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος των υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση των καθηκόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό·

β)

ο διαχειριστής καθιστά διαθέσιμα στη σχετική αρμόδια αρχή την ταυτότητα και τα καθήκοντα του παρόχου υπηρεσιών που συμμετέχει στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς·

γ)

ο διαχειριστής λαμβάνει κατάλληλα μέτρα αν φαίνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών ενδέχεται να μην εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

δ)

ο διαχειριστής διατηρεί την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την αποτελεσματική εποπτεία των ανατεθέντων καθηκόντων και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

ε)

ο πάροχος των υπηρεσιών κοινοποιεί στον διαχειριστή κάθε εξέλιξη που ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς την ικανότητά του να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

στ)

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί, ο δε διαχειριστής και η οικεία αρμόδια αρχή έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα δεδομένα σχετικά με τις ανατεθείσες δραστηριότητες, καθώς και στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, ενώ η οικεία αρμόδια αρχή είναι σε θέση να ασκεί τα εν λόγω δικαιώματα πρόσβασης·

ζ)

ο διαχειριστής είναι σε θέση να τερματίσει τις διευθετήσεις εξωτερικής ανάθεσης, εάν παραστεί ανάγκη·

η)

ο διαχειριστής λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων έκτακτης ανάγκης, για την αποφυγή περιττού επιχειρησιακού κινδύνου που σχετίζεται με τη συμμετοχή του παρόχου υπηρεσιών στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δεδομένα εισόδου, μεθοδολογία και αναφορά των παραβάσεων

Άρθρο 11

Δεδομένα εισόδου

1.   Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διέπεται από τις εξής απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου:

α)

τα δεδομένα εισόδου πρέπει να είναι επαρκή ώστε να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια και αξιοπιστία την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς.

Τα δεδομένα εισόδου είναι δεδομένα συναλλαγών, αν υπάρχουν και είναι κατάλληλα. Αν τα δεδομένα συναλλαγών δεν επαρκούν ή δεν είναι κατάλληλα για την ακριβή και αξιόπιστη απεικόνιση της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν δεδομένα εισόδου που δεν αφορούν συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, ενδεικτικών προσφορών και δεσμευτικών προσφορών τιμής ή άλλων αξιών·

β)

τα δεδομένα εισόδου που αναφέρονται στο στοιχείο α) πρέπει να είναι επαληθεύσιμα·

γ)

ο διαχειριστής καταρτίζει και δημοσιεύει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους τύπους δεδομένων εισόδου, την προτεραιότητα στη χρήση των διαφόρων δεδομένων εισόδου και την άσκηση κρίσης εμπειρογνώμονα, προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με το στοιχείο α) και τη μεθοδολογία·

δ)

αν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, ο διαχειριστής λαμβάνει, όπου είναι σκόπιμο, τα δεδομένα εισόδου από αξιόπιστη και αντιπροσωπευτική ομάδα ή από δείγμα συνεισφερόντων, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο δείκτης αναφοράς που προκύπτει είναι αξιόπιστος και αντιπροσωπευτικός της αγοραίας ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται·

ε)

ο διαχειριστής δεν χρησιμοποιεί δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες αν ο διαχειριστής έχει ενδείξεις ότι οι εν λόγω συνεισφέροντες δεν τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και, σε τέτοιες περιπτώσεις, λαμβάνει αντιπροσωπευτικά δημόσια διαθέσιμα δεδομένα.

2.   Ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι οι έλεγχοί του σχετικά με τα δεδομένα εισόδου περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

κριτήρια που καθορίζουν ποιος μπορεί να συνεισφέρει παρέχοντας δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή, και διαδικασία επιλογής των συνεισφερόντων·

β)

διαδικασία για την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου του συνεισφέροντα και τη διακοπή της περαιτέρω παροχής δεδομένων εισόδου από αυτόν ή επιβολής άλλων κυρώσεων στον συνεισφέροντα λόγω μη συμμόρφωσης, κατά περίπτωση· και

γ)

διαδικασία επικύρωσης των δεδομένων εισόδου, μεταξύ άλλων με βάση άλλους δείκτες ή άλλα δεδομένα, προκειμένου να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα και η ακρίβειά τους.

3.   Σε περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου ενός δείκτη αναφοράς παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης (front office), ήτοι τμήμα, μονάδα, ομάδα ή υπαλλήλους των συνεισφερόντων ή οποιασδήποτε συνδεδεμένης με αυτούς οντότητας που πραγματοποιεί δραστηριότητες τιμολογήσεων, διαπραγμάτευσης, πωλήσεων, διάθεσης στην αγορά, διαφήμισης, προσέλκυσης, διάρθρωσης ή μεσιτείας, ο διαχειριστής:

α)

συγκεντρώνει δεδομένα από άλλες πηγές τα οποία επιβεβαιώνουν τα εν λόγω δεδομένα εισόδου· και

β)

μεριμνά ώστε οι συνεισφέροντες να διαθέτουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης.

4.   Σε περίπτωση που διαχειριστής κρίνει ότι τα δεδομένα εισόδου δεν αντιπροσωπεύουν την αγοραία ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, ο εν λόγω διαχειριστής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε μεταβάλλει τα δεδομένα εισόδου, τους συνεισφέροντες ή τη μεθοδολογία για να διασφαλίσει ότι τα δεδομένα εισόδου αντιπροσωπεύουν την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα είτε παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει περαιτέρω πώς θα εξασφαλίζονται η καταλληλότητα και η επαληθευσιμότητα των δεδομένων εισόδου, όπως απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος για τη διαθεσιμότητα των οποίων πρέπει να μεριμνά ο διαχειριστής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), προκειμένου να εξασφαλίσει την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τους διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς και τους τομείς που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, τη φύση των δεδομένων εισόδου, τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, την τρωτότητα των δεικτών αναφοράς στην παραποίηση καθώς και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με τους δείκτες αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12

Μεθοδολογία

1.   Ο διαχειριστής χρησιμοποιεί μεθοδολογία για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς η οποία:

α)

είναι άρτια και αξιόπιστη·

β)

διέπεται από σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο του καθορισμού του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς·

γ)

είναι αυστηρή και συστηματική και καθιστά δυνατή την επαλήθευση, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο, εκ των υστέρων ελέγχων με βάση διαθέσιμα δεδομένα συναλλαγών·

δ)

είναι ανθεκτική και διασφαλίζει ότι ο δείκτης αναφοράς μπορεί να υπολογιστεί στο ευρύτερο δυνατό σύνολο πιθανών περιστάσεων χωρίς να περιορίζεται η ακεραιότητά του·

ε)

είναι ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη.

2.   Κατά την ανάπτυξη της μεθοδολογίας ενός δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς:

α)

λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως το μέγεθος και η κανονική ρευστότητα της αγοράς, η διαφάνεια της διαπραγμάτευσης και οι θέσεις των συμμετεχόντων στην αγορά, η συγκέντρωση και η δυναμική της αγοράς και η καταλληλότητα κάθε δείγματος να αντιπροσωπεύει την αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς·

β)

προσδιορίζει το περιεχόμενο της έννοιας «ενεργός αγορά» για τους σκοπούς του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς· και

γ)

καθορίζει την προτεραιότητα που αποδίδεται στους διάφορους τύπους δεδομένων εισόδου.

3.   Ο διαχειριστής εφαρμόζει σαφές και δημοσιοποιημένο πλαίσιο που ορίζει τις περιστάσεις στις οποίες η ποσότητα ή η ποιότητα των δεδομένων εισόδου δεν πληροί τα πρότυπα που προβλέπονται στη μεθοδολογία για τον ακριβή και αξιόπιστο καθορισμό του δείκτη αναφοράς και περιγράφει εάν και με ποιον τρόπο γίνεται ο υπολογισμός του δείκτη στις εν λόγω περιστάσεις.

Άρθρο 13

Διαφάνεια της μεθοδολογίας

1.   Ο διαχειριστής αναπτύσσει, χειρίζεται και διαχειρίζεται με διαφάνεια τον δείκτη αναφοράς και τη μεθοδολογία του. Για τον σκοπό αυτό, ο διαχειριστής δημοσιεύει ή διαθέτει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που ο διαχειριστής χρησιμοποιεί για καθέναν από τους δείκτες αναφοράς που παρέχονται και δημοσιεύονται ή, κατά περίπτωση, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχεται και δημοσιεύεται·

β)

τις λεπτομέρειες σχετικά με την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση μιας δεδομένης μεθοδολογίας καθώς και τη συχνότητα της επανεξέτασης αυτής·

γ)

τις διαδικασίες διαβούλευσης για κάθε προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας του διαχειριστή και το σκεπτικό για τις αλλαγές αυτές, συμπεριλαμβανομένων του ορισμού της έννοιας της ουσιώδους αλλαγής και των περιστάσεων στις οποίες ο διαχειριστής ενημερώνει τους χρήστες σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή.

2.   Οι διαδικασίες που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο γ):

α)

παρέχουν εκ των προτέρων ενημέρωση βάσει σαφούς χρονοδιαγράμματος, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα ανάλυσης και διατύπωσης παρατηρήσεων σχετικά με τον αντίκτυπο των προτεινόμενων ουσιωδών αλλαγών· και

β)

προβλέπουν την παροχή πρόσβασης στις παρατηρήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου και στις απαντήσεις που παρέχει ο διαχειριστής στις παρατηρήσεις αυτές, μετά από κάθε διαβούλευση, εκτός αν έχει ζητηθεί η τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των παρατηρήσεων αυτών από το συντάκτη τους.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχουν οι διαχειριστές σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακρίνοντας μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να δημοσιοποιούνται τα στοιχεία της μεθοδολογίας τα οποία προβλέπουν επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να μπορούν οι χρήστες να κατανοούν πώς παρέχεται ένας δείκτης αναφοράς και να αξιολογούν την αντιπροσωπευτικότητά του, τη σημασία του για κάθε συγκεκριμένο χρήστη και την καταλληλότητά του ως αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και συμβάσεις, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 14

Αναφορά παραβάσεων

1.   Ο διαχειριστής καθιερώνει κατάλληλα συστήματα και αποτελεσματικούς ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων εισόδου προκειμένου να μπορεί να εντοπίζει και να αναφέρει στην αρμόδια αρχή κάθε συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης ενός δείκτη αναφοράς δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

2.   Ο διαχειριστής παρακολουθεί τα δεδομένα εισόδου και τους συνεισφέροντες προκειμένου να μπορεί να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες όταν έχει υπόνοιες για συμπεριφορά, σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς, που ενδέχεται να ενέχει παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης του δείκτη αναφοράς δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης σύμπραξης για τον σκοπό αυτό.

Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει, αν είναι σκόπιμο, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

3.   Οι διαχειριστές διαθέτουν διαδικασίες ώστε τα διευθυντικά στελέχη, οι υπάλληλοί τους και τυχόν άλλα φυσικά πρόσωπα οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεσή τους ή υπό τον έλεγχό τους να αναφέρουν σε εσωτερικό επίπεδο τυχόν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Κώδικας δεοντολογίας και απαιτήσεις για τους συνεισφέροντες

Άρθρο 15

Κώδικας δεοντολογίας

1.   Όταν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου που παρέχονται από συνεισφέροντες, ο διαχειριστής καταρτίζει κώδικα δεοντολογίας για κάθε δείκτη αναφοράς προσδιορίζοντας τις αρμοδιότητες των συνεισφερόντων σε σχέση με τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου και μεριμνά ώστε αυτός ο κώδικας δεοντολογίας να είναι σύμφωνος προς τον παρόντα κανονισμό. Ο διαχειριστής επαληθεύει την τήρηση του κώδικα δεοντολογίας από τους συνεισφέροντες σε διαρκή βάση, τουλάχιστον ετησίως και σε περίπτωση αλλαγής του.

2.   Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

σαφή περιγραφή των δεδομένων εισόδου που πρέπει να παρέχονται και των απαιτήσεων που διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα εισόδου παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 14·

β)

προσδιορισμό των προσώπων που μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή και τις διαδικασίες αξιολόγησης της ταυτότητας ενός συνεισφέροντα ή των υποβαλλόντων στοιχεία, καθώς και την αδειοδότηση των τελευταίων για να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου εξ ονόματος του συνεισφέροντος·

γ)

πολιτικές που εξασφαλίζουν ότι οι συνεισφέροντες παρέχουν όλα τα σχετικά δεδομένα εισόδου·

δ)

τα συστήματα και τους ελέγχους που υποχρεούται να καθιερώσει ο συνεισφέρων, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

διαδικασιών για την υποβολή δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του συνεισφέροντα να διευκρινίσει αν πρόκειται για δεδομένα συναλλαγών και αν τα δεδομένα εισόδου ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διαχειριστή·

ii)

πολιτικών για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας σε ό,τι αφορά την υποβολή δεδομένων εισόδου·

iii)

τυχόν απαιτήσεων για την επικύρωση των δεδομένων εισόδου πριν από την παροχή τους στον διαχειριστή·

iv)

πολιτικών τήρησης αρχείων·

v)

απαιτήσεων αναφοράς ύποπτων δεδομένων εισόδου·

vi)

απαιτήσεων για τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων.

3.   Οι διαχειριστές μπορούν να καταρτίσουν έναν ενιαίο κώδικα δεοντολογίας για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχουν.

4.   Σε περίπτωση που η οικεία αρμόδια αρχή, κατά την άσκηση των εξουσιών που της ανατίθενται με το άρθρο 41, εντοπίσει στοιχεία του κώδικα δεοντολογίας που αντιβαίνουν στον παρόντα κανονισμό, ενημερώνει σχετικά τον οικείο διαχειριστή. Ο διαχειριστής προσαρμόζει τον κώδικα δεοντολογίας μεριμνώντας για τη συμμόρφωσή του προς τον παρόντα κανονισμό μέσα σε 30 ημέρες από τη σχετική κοινοποίηση.

5.   Μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία εφαρμογής της απόφασης για τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1, ο διαχειριστής του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας κοινοποιεί τον κώδικα δεοντολογίας στην οικεία αρμόδια αρχή. Η οικεία αρμόδια αρχή ελέγχει μέσα σε διάστημα 30 ημερών κατά πόσον το περιεχόμενο τον κώδικα δεοντολογίας συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση που η οικεία αρμόδια αρχή εντοπίσει στοιχεία που αντιβαίνουν στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς, με στόχο τη συνεκτίμηση των εξελίξεων των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς και των συνεισφερόντων ιδίως σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου και τις μεθοδολογίες, τους κινδύνους παραποίησης των δεδομένων εισόδου και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς σε διεθνές επίπεδο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 16

Απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες

1.   Οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες υπόκεινται στις ακόλουθες απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου:

α)

ο εποπτευόμενος συνεισφέρων διασφαλίζει ότι η παροχή δεδομένων εισόδου δεν επηρεάζεται από υφιστάμενες ή δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων και ότι, στην περίπτωση που απαιτείται άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αυτή ασκείται με ανεξάρτητο και έντιμο τρόπο με βάση τις σχετικές πληροφορίες σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15·

β)

ο εποπτευόμενος συνεισφέρων πρέπει να διαθέτει πλαίσιο ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας, της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των δεδομένων εισόδου και την παροχή των δεδομένων αυτών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15.

2.   Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του συνόλου των δεδομένων εισόδου τα οποία συνεισφέρει στον διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων:

α)

ελέγχων σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένης, όπου είναι εύλογο, διαδικασίας για την εξακρίβωση από φυσικό πρόσωπο κατέχον θέση ανώτερη του υποβάλλοντος·

β)

κατάλληλης κατάρτισης για τους υποβάλλοντες, που να καλύπτει τουλάχιστον τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

γ)

μέτρων διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων του οργανωτικού διαχωρισμού του προσωπικού, όπου είναι σκόπιμος, και της διερεύνησης τρόπων εξάλειψης τυχόν κινήτρων για παραποίηση δείκτη αναφοράς τα οποία προκύπτουν από πολιτικές σε θέματα αποδοχών·

δ)

της τήρησης αρχείων, για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, των επικοινωνιών σε σχέση με την παροχή δεδομένων εισόδου, όλων των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται προκειμένου να μπορέσει ο συνεισφέρων να προβεί σε κάθε συνεισφορά και όλων των υφισταμένων ή δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένου μεταξύ άλλων του ανοίγματος του συνεισφέροντος σε χρηματοπιστωτικά μέσα που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς·

ε)

της τήρησης αρχείου των εσωτερικών και των εξωτερικών ελέγχων.

3.   Στην περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου βασίζονται σε κρίση εμπειρογνώμονα, οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες καταρτίζουν, πέρα από τα συστήματα και τους ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, πολιτικές για τον τρόπο χρησιμοποίησης της κρίσης αυτής ή για τον τρόπο άσκησης διακριτικής ευχέρειας και τηρούν αρχεία με το σκεπτικό κάθε τέτοιας κρίσης ή άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Όπου τούτο είναι εύλογο, οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες λαμβάνουν υπόψη τη φύση του δείκτη αναφοράς και των δεδομένων εισόδου.

4.   Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων συνεργάζεται πλήρως με τον διαχειριστή και τη σχετική αρμόδια αρχή για τον έλεγχο και την εποπτεία της παροχής ενός δείκτη αναφοράς και διαθέτει τα στοιχεία και τα αρχεία που τηρεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των απαιτήσεων περί διακυβέρνησης, συστημάτων, ελέγχων και πολιτικών που καθορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς και των εποπτευόμενων συνεισφερόντων, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διαφορές στα παρεχόμενα δεδομένα εισόδου και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται, τους κινδύνους παραποίησης των δεδομένων εισόδου και τη φύση των δραστηριοτήτων που επιτελούν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες, και τις εξελίξεις των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών, στο πλαίσιο της εποπτικής σύγκλισης σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε εποπτευόμενους συνεισφέροντες των μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους εποπτευόμενους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σε σχέση με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων

Άρθρο 17

Δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων

1.   Το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε), το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 15 και 16 δεν εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και στη συνεισφορά σε αυτούς. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων σε σχέση με δεδομένα εισόδου που συνεισφέρονται εξολοκλήρου και άμεσα κατά τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24.

2.   Για τους δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων που χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής αξίας έως 500 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή, τα άρθρα 24 και 25 ή το άρθρο 26 εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και τη συνεισφορά σε αυτούς, κατά περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δείκτες αναφοράς επιτοκίων

Άρθρο 18

Δείκτες αναφοράς επιτοκίων

Οι ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς επιτοκίων και στη συνεισφορά σε αυτούς επιπλέον ή εναλλακτικά προς τις απαιτήσεις του τίτλου II.

Τα άρθρα 24, 25 και 26 δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς επιτοκίων και στη συνεισφορά σε αυτούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων

Άρθρο 19

Δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων

1.   Οι ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα II εφαρμόζονται αντί των απαιτήσεων του τίτλου II, με εξαίρεση το άρθρο 10, για την παροχή δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων και τη συνεισφορά σε αυτούς, εκτός αν ο εν λόγω δείκτης αναφοράς είναι δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων ή βασίζεται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες.

Τα άρθρα 24, 25 και 26 δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων και στη συνεισφορά σε αυτούς.

2.   Αν ένας δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος είναι δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας και το υποκείμενο προϊόν είναι χρυσός, άργυρος ή λευκόχρυσος, αντί του παραρτήματος II εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του τίτλου II.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

Άρθρο 20

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, για την κατάρτιση και την αναθεώρηση τουλάχιστον ανά διετία καταλόγου δεικτών αναφοράς παρεχόμενων από διαχειριστές ευρισκόμενους εντός της Ένωσης, που είναι κρίσιμης σημασίας, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο δείκτης αναφοράς χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, συνολικής αξίας τουλάχιστον 500 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή·

β)

ο δείκτης αναφοράς βασίζεται στην υποβολή δεδομένων από συνεισφέροντες που βρίσκονται στην πλειονότητά τους σε ένα κράτος μέλος και αναγνωρίζεται ως κρίσιμης σημασίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου·

γ)

ο δείκτης αναφοράς πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

ο δείκτης αναφοράς χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής αξίας τουλάχιστον 400 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή, η οποία όμως δεν υπερβαίνει την αξία που καθορίζεται στο στοιχείο α)·

ii)

δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ελάχιστα κατάλληλα αγορακεντρικά υποκατάστατα για τον δείκτη αναφοράς·

iii)

στην περίπτωση που, αν ο δείκτης αναφοράς έπαυε να παρέχεται ή παρεχόταν στη βάση δεδομένων εισόδου που δεν είναι πλέον πλήρως αντιπροσωπευτικά για την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα ή στη βάση αναξιόπιστων δεδομένων εισόδου, θα υπήρχε σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Αν ο δείκτης αναφοράς πληροί τα κριτήρια του στοιχείου γ) σημεία ii) και iii) αλλά δεν πληροί το κριτήριο του στοιχείου γ) σημείο i), οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο διαχειριστής μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο εν λόγω δείκτης αναφοράς θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου. Σε κάθε περίπτωση, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έρχεται σε διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή αποφασίζει εάν ο δείκτης αναφοράς θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου, συνεκτιμώντας τους λόγους της διαφωνίας. Οι αρμόδιες αρχές, ή, σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει την αξιολόγηση στην Επιτροπή. Μετά την παραλαβή της αξιολόγησης, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Επιπλέον, σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει την αξιολόγησή της στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να εκδώσει γνώμη.

2.   Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) θεωρεί ότι ένας διαχειριστής που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παρέχει έναν δείκτη αναφοράς που θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμος, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ και της διαβιβάζει τεκμηριωμένη αξιολόγηση.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή αξιολογεί κατά πόσον η παύση της παροχής του δείκτη ή η παροχή του στη βάση δεδομένων εισόδου ή ομάδας συνεισφερόντων που δεν αντιπροσωπεύουν πλέον την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στο κράτος μέλος της. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη στην αξιολόγησή της τα ακόλουθα:

α)

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς και την αξία των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της απόδοσής τους εντός του κράτους μέλους και τη σημασία τους σε σχέση με τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των τρεχουσών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και τη συνολική αξία των επενδυτικών κεφαλαίων στο κράτος μέλος·

β)

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς και την αξία των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της απόδοσής τους εντός του κράτους μέλους και τη σημασία τους ως προς το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του κράτους μέλους·

γ)

κάθε άλλο αριθμητικό στοιχείο για την αντικειμενική αξιολόγηση του δυνητικού αντίκτυπου που θα είχε η παύση ή η αναξιοπιστία του δείκτη αναφοράς στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στο κράτος μέλος.

Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει την αξιολόγησή της όσον αφορά την κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς τουλάχιστον ανά διετία και κοινοποιεί και διαβιβάζει τη νέα αξιολόγηση στην ΕΑΚΑΑ.

4.   Μέσα σε έξι εβδομάδες από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη σχετικά με το αν η αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 και διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην Επιτροπή μαζί με την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής.

5.   Η Επιτροπή, αφού παραλάβει τη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4, θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με την παράγραφο 1.

6.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49, προκειμένου:

α)

να καθορίζει τον τρόπο αξιολόγησης του ονομαστικού ποσού χρηματοπιστωτικών μέσων άλλων από τα παράγωγα, του ονομαστικού ποσού των παραγώγων και της καθαρής αξίας ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης έμμεσης σύνδεσης με δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς, προκειμένου να συγκριθούν με τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β)

να επανεξετάζει τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπό το φως των εξελίξεων στην αγορά, της πορείας των τιμών και των ρυθμιστικών εξελίξεων, καθώς και την καταλληλότητα της κατάταξης δεικτών αναφοράς με συνολική αξία σε αναφερόμενα στον δείκτη χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή επενδυτικά κεφάλαια κοντά στο κατώτατο όριο· η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία από την 1η Ιανουαρίου 2018·

γ)

να καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής των κριτηρίων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) σημείο iii) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα που συμβάλλουν στην αντικειμενική εκτίμηση του δυνητικού αντίκτυπου της παύσης ή της αναξιοπιστίας του δείκτη αναφοράς στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Όπου έχει εφαρμογή, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εξελίξεις στην αγορά ή στην τεχνολογία.

Άρθρο 21

Υποχρεωτική διαχείριση δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.   Αν ένας διαχειριστής δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σκοπεύει να παύσει να παρέχει τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής:

α)

ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή· και

β)

εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ανωτέρω ενημέρωση υποβάλλει αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο ο δείκτης αναφοράς:

i)

πρόκειται να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή· ή

ii)

πρόκειται να παύσει να παρέχεται, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) ο διαχειριστής δεν παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς.

2.   Κατόπιν παραλαβής της αξιολόγησης του διαχειριστή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή:

α)

ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και, όπου έχει εφαρμογή, το συλλογικό όργανο που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46· και

β)

προβαίνει μέσα σε τέσσερις εβδομάδες σε δική της αξιολόγηση όσον αφορά τον τρόπο μεταβίβασης του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή ή παύσης της παροχής του δείκτη, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ο διαχειριστής δεν παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς χωρίς τη γραπτή συναίνεση της αρμόδια αρχής.

3.   Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της παραγράφου 2 στοιχείο β), η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να επιβάλει στον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς έως ότου:

α)

μεταβιβαστεί η παροχή του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή·

β)

καταστεί δυνατή η παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς με συντεταγμένο τρόπο· ή

γ)

ο δείκτης αναφοράς να μην είναι πλέον κρίσιμης σημασίας.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η περίοδος κατά την οποία η αρμόδια αρχή μπορεί να υποχρεώσει τον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

Έως το τέλος της περιόδου αυτής η αρμόδια αρχή επανεξετάζει την απόφασή της να υποχρεώσει τον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς και μπορεί, όταν είναι αναγκαίο, να παρατείνει τη χρονική περίοδο για κατάλληλο διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 ακόμα μήνες. Η μέγιστη περίοδος υποχρεωτικής διαχείρισης δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες συνολικά.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, σε περίπτωση εκκαθάρισης του διαχειριστή δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας λόγω διαδικασιών αφερεγγυότητας, η αρμόδια αρχή αξιολογεί αν και με ποιον τρόπο ο δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορεί να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή ή να πάψει να παρέχεται με συντεταγμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Άρθρο 22

Περιορισμός της ισχύος των διαχειριστών δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας στην αγορά

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού, κατά την παροχή δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ο διαχειριστής προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι άδειες και οι πληροφορίες για τον δείκτη αναφοράς παρέχονται σε όλους τους χρήστες σε δίκαιη, εύλογη, διαφανή και αμερόληπτη βάση.

Άρθρο 23

Υποχρεωτική συνεισφορά σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας με βάση στοιχεία υποβαλλόμενα από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες.

2.   Οι διαχειριστές ενός ή περισσοτέρων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας υποβάλλουν ανά διετία στην αρμόδια αρχή τους αξιολόγηση της ικανότητας κάθε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που παρέχουν για τη μέτρηση της υποκείμενης αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας.

3.   Αν ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας προτίθεται να παύσει να συνεισφέρει με δεδομένα εισόδου, κοινοποιεί αμέσως την απόφαση αυτή εγγράφως στον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς, ο οποίος πληροφορεί πάραυτα την αρμόδια αρχή του. Αν ο εποπτευόμενος συνεισφέρων βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του εν λόγω συνεισφέροντος. Ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του αξιολόγηση των συνεπειών για την ικανότητα του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα το συντομότερο δυνατόν αλλά όχι αργότερα από 14 ημέρες μετά την κοινοποίηση του εποπτευόμενου συνεισφέροντος.

4.   Μόλις λάβει την αξιολόγηση του διαχειριστή δείκτη αναφοράς που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και με βάση την αξιολόγηση αυτή, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ενημερώνει αμέσως την ΕΑΚΑΑ και, όπου έχει εφαρμογή, το συλλογικό όργανο που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46, και προβαίνει σε ιδία αξιολόγηση της ικανότητας του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία του διαχειριστή για την παύση του δείκτη αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

5.   Από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή η πρόθεση των συνεισφερόντων να παύσουν να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου και έως ότου ολοκληρώσει την αξιολόγησή της σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να απαιτεί από τους συνεισφέροντες που προέβησαν στην κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να συνεχίσουν να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου, σε κάθε περίπτωση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εβδομάδες, χωρίς να επιβάλει στις εποπτευόμενες οντότητες υποχρέωση διαπραγμάτευσης ή δέσμευσης για διαπραγμάτευση.

6.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή, μετά την περίοδο που καθορίζεται στην παράγραφο 5 και με βάση την ιδία αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, θεωρεί ότι διακυβεύεται η αντιπροσωπευτικότητα δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, έχει την εξουσία:

α)

να απαιτεί από τις εποπτευόμενες οντότητες που επιλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που δεν συνεισφέρουν ήδη στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή σύμφωνα με τη μεθοδολογία του, τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και άλλους κανόνες. Η απαίτηση αυτή τίθεται σε ισχύ για κατάλληλη χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η αρχική απόφαση για υποχρεωτική συνεισφορά δυνάμει της παραγράφου 5 ή, για εκείνες τις οντότητες που δεν συνεισφέρουν ακόμα, από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για υποχρεωτική συνεισφορά δυνάμει του παρόντος στοιχείου·

β)

να παρατείνει την περίοδο υποχρεωτικής συνεισφοράς κατά κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, κατόπιν επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 9 τυχόν μέτρων που ελήφθησαν δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου·

γ)

να καθορίζει τη μορφή με την οποία παρέχονται τα δεδομένα εισόδου και την προθεσμία συνεισφοράς τους, χωρίς να επιβάλλει υποχρέωση διαπραγμάτευσης ή δέσμευσης διαπραγμάτευσης στις εποπτευόμενες οντότητες·

δ)

να απαιτεί από τον διαχειριστή να τροποποιεί τη μεθοδολογία, τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 ή άλλους κανόνες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

Η μέγιστη περίοδος υποχρεωτικής συνεισφοράς δυνάμει του πρώτου εδαφίου στοιχεία α) και β) δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες συνολικά.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, οι εποπτευόμενες οντότητες που υποχρεούνται να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου επιλέγονται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων, βάσει του μεγέθους της πραγματικής και της δυνητικής συμμετοχής της εποπτευόμενης οντότητας στην αγορά που ο δείκτης αναφοράς επιδιώκει να μετρήσει.

8.   Η αρμόδια αρχή ενός εποπτευόμενου συνεισφέροντα ο οποίος υποχρεώθηκε να συνεισφέρει σε δείκτη αναφοράς μέσω της λήψης μέτρων δυνάμει της παραγράφου 6 στοιχείο α), β) ή γ) συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή του διαχειριστή στην επιβολή των εν λόγω μέτρων.

9.   Έως το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), η αρμόδια αρχή του διαχειριστή επανεξετάζει τα μέτρα που λήφθηκαν δυνάμει της παραγράφου 6. Ανακαλεί οποιοδήποτε από αυτά για το οποίο κρίνει ότι:

α)

είναι πιθανό οι συνεισφέροντες να εξακολουθήσουν να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου για τουλάχιστον ένα έτος σε περίπτωση ανάκλησης του μέτρου, γεγονός που αποδεικνύεται τουλάχιστον με:

i)

γραπτή δέσμευση από τους συνεισφέροντες προς τον διαχειριστή και την αρμόδια αρχή για τη συνέχιση συνεισφοράς των δεδομένων εισόδου στον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας για τουλάχιστον ένα έτος, σε περίπτωση ανάκλησης του μέτρου·

ii)

γραπτή έκθεση από τον διαχειριστή προς την αρμόδια αρχή με την οποία τεκμηριώνεται η εκτίμησή του ότι εξασφαλίζεται η συνεχής βιωσιμότητα του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας μετά την ανάκληση της εξουσίας περί υποχρεωτικής συνεισφοράς·

β)

η παροχή του δείκτη αναφοράς μπορεί να συνεχίσει και μετά την παύση της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου από τους υποχρεωτικά συνεισφέροντες·

γ)

υπάρχει αποδεκτός υποκατάστατος δείκτης αναφοράς και οι χρήστες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορούν να μεταβούν σε αυτόν με ελάχιστο κόστος, γεγονός που αποδεικνύεται τουλάχιστον με γραπτή έκθεση από τον διαχειριστή στην οποία αναλύονται διεξοδικά τα μέσα μετάβασης σε υποκατάστατο δείκτη αναφοράς, η ικανότητα των χρηστών να μεταβούν στον δείκτη αυτόν, καθώς και το κόστος με το οποίο θα επιβαρυνθούν· ή

δ)

δεν μπορούν να εντοπιστούν κατάλληλοι εναλλακτικοί συνεισφέροντες, και η διακοπή των συνεισφορών από τις οικείες εποπτευόμενες οντότητες θα αποδυνάμωνε τον δείκτη αναφοράς σε βαθμό που να καθιστά αναγκαία την παύση του.

10.   Σε περίπτωση παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, κάθε εποπτευόμενος συνεισφέρων στον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξακολουθεί να συνεισφέρει δεδομένα εισόδου για χρονική περίοδο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει τη μέγιστη προθεσμία 24 μηνών που καθορίζεται στην παράγραφο 6 δεύτερο εδάφιο.

11.   Ο διαχειριστής ενημερώνει την οικεία αρμόδια αρχή σε περίπτωση που οποιοσδήποτε συνεισφέρων παραβεί τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 μόλις τούτο καταστεί ευλόγως δυνατόν.

12.   Αν ένας δείκτης αναφοράς θεωρηθεί ότι είναι κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει την εξουσία να απαιτήσει δεδομένα εισόδου σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου αποκλειστικά από εποπτευόμενους συνεισφέροντες ευρισκόμενους στο δικό της κράτος μέλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Σημαντικοί δείκτες αναφοράς

Άρθρο 24

Σημαντικοί δείκτες αναφοράς

1.   Δείκτης αναφοράς που δεν πληροί κάποια από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 είναι σημαντικός όταν:

α)

χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής μέσης αξίας τουλάχιστον 50 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς για περίοδο έξι μηνών, όπου έχει εφαρμογή· ή

β)

δεν έχει ή έχει ελάχιστα αγορακεντρικά υποκατάστατα και, αν έπαυε να παρέχεται ή παρεχόταν στη βάση δεδομένων εισόδου που δεν είναι πλέον πλήρως αντιπροσωπευτικά για την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα ή αναξιόπιστων δεδομένων εισόδου, θα υπήρχε σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να επανεξετάζει τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου υπό το φως των εξελίξεων στην αγορά, της πορείας των τιμών και των ρυθμιστικών εξελίξεων, καθώς και την καταλληλότητα της κατάταξης δεικτών αναφοράς με συνολική αξία σε αναφερόμενα σε αυτούς χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή επενδυτικά κεφάλαια, που προσεγγίζει το κατώτατο αυτό όριο. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία από την 1η Ιανουαρίου 2018.

3.   Ο διαχειριστής ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του όταν ο σημαντικός δείκτης αναφοράς του πέσει κάτω από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

Άρθρο 25

Εξαιρέσεις από ειδικές απαιτήσεις για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς

1.   Ο διαχειριστής μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει σε αυτούς το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) ή το άρθρο 15 παράγραφος 2 όσον αφορά τους σημαντικούς του δείκτες αναφοράς, αν ο εν λόγω διαχειριστής θεωρεί ότι η εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις διατάξεις αυτές θα μπορούσε να είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή.

2.   Σε περίπτωση που ο διαχειριστής αποφασίσει να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή και της παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες επιβεβαιώνοντας την εκτίμησή του ότι η εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από αυτές τις διατάξεις θα ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή.

3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι ο διαχειριστής του σημαντικού δείκτη αναφοράς πρέπει ωστόσο να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) και του άρθρου 15 παράγραφος 2, αν το κρίνει σκόπιμο σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή. Στην αξιολόγησή της η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο διαχειριστής, τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

την τρωτότητα του δείκτη αναφοράς όσον αφορά την παραποίηση·

β)

τη φύση των δεδομένων εισόδου·

γ)

το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων·

δ)

τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή·

ε)

τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς στις αγορές·

στ)

τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς·

ζ)

τη σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

η)

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς·

θ)

το μέγεθος, την οργανωτική μορφή ή τη διάρθρωση του διαχειριστή.

4.   Μέσα σε 30 ημέρες από την παραλαβή της κοινοποίησης από διαχειριστή σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στον εν λόγω διαχειριστή την απόφασή της να εφαρμόσει πρόσθετες απαιτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3. Αν η κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή γίνει κατά τη διάρκεια διαδικασίας αδειοδότησης ή καταχώρισης, ισχύουν οι προθεσμίες που καθορίζονται στο άρθρο 34.

5.   Κατά την άσκηση των εποπτικών εξουσιών της σύμφωνα με το άρθρο 41, η εποπτική αρχή επανεξετάζει τακτικά την ισχύ της αξιολόγησής της σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Αν η αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι πληροφορίες που της υποβλήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου είναι ελλιπείς ή ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες, η προθεσμία των 30 ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υπολογίζεται μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία οι συμπληρωματικές αυτές πληροφορίες διαβιβάστηκαν από τον διαχειριστή, εκτός εάν οι προθεσμίες του άρθρου 34 εφαρμόζονται δυνάμει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

7.   Σε περίπτωση που διαχειριστής σημαντικού δείκτη αναφοράς δεν συμμορφώνεται προς μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) και στο άρθρο 15 παράγραφος 2, δημοσιεύει και τηρεί δήλωση συμμόρφωσης στην οποία αναφέρει σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι σκόπιμο ο συγκεκριμένος διαχειριστής να μη συμμορφώνεται προς τις εν λόγω διατάξεις.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την ανάπτυξη υποδείγματος της δήλωσης συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία εξειδικεύονται περαιτέρω τα κριτήρια της παραγράφου 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς

Άρθρο 26

Μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς

1.   Ο διαχειριστής μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει σε αυτούς το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), το άρθρο 4 παράγραφος 8, το άρθρο 5 παράγραφοι 2, 3 και 4, το άρθρο 6 παράγραφοι 1, 3 και 5, το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ), καθώς και το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 2 και το άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3 όσον αφορά τους μη σημαντικούς του δείκτες αναφοράς.

2.   Ο διαχειριστής ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του όταν ένας μη σημαντικός δείκτης αναφοράς του υπερβαίνει το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α). Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς μέσα σε τρεις μήνες.

3.   Σε περίπτωση που διαχειριστής μη σημαντικού δείκτη αναφοράς επιλέξει να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δημοσιεύει και τηρεί δήλωση συμμόρφωσης στην οποία αναφέρει σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι σκόπιμο ο συγκεκριμένος διαχειριστής να μη συμμορφώνεται προς τις εν λόγω διατάξεις. Ο διαχειριστής διαβιβάζει τη δήλωση συμμόρφωσης στην αρμόδια αρχή του.

4.   Η οικεία αρμόδια αρχή επανεξετάζει τη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τον διαχειριστή όσον αφορά τους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς του σύμφωνα με το άρθρο 41 και να απαιτήσει την πραγματοποίηση αλλαγών προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την ανάπτυξη υποδείγματος της δήλωσης συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Άρθρο 27

Δήλωση δείκτη αναφοράς

1.   Μέσα σε δύο εβδομάδες από την εγγραφή διαχειριστή στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 36 ο διαχειριστής δημοσιεύει, με τρόπο που να εξασφαλίζει ισότιμη και εύκολη πρόσβαση, δήλωση για κάθε δείκτη αναφοράς ή, όπου έχει εφαρμογή, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29.

Αν ο εν λόγω διαχειριστής αρχίσει να παρέχει έναν νέο δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29, ο διαχειριστής δημοσιεύει, μέσα σε δύο εβδομάδες και με μέσα που εξασφαλίζουν ισότιμη και εύκολη πρόσβαση, δήλωση δείκτη αναφοράς για κάθε νέο δείκτη αναφοράς ή, όπου έχει εφαρμογή, για κάθε νέα οικογένεια δεικτών αναφοράς.

Ο διαχειριστής επανεξετάζει και, αν είναι αναγκαίο, επικαιροποιεί τη δήλωση δείκτη αναφοράς για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς σε περίπτωση αλλαγών στις πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου και τουλάχιστον ανά διετία.

Η δήλωση δείκτη αναφοράς:

α)

προσδιορίζει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας χρησιμοποιείται ο δείκτης αναφοράς και τις συνθήκες υπό τις οποίες ενδέχεται η μέτρηση αυτή να καταστεί αναξιόπιστη·

β)

καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές που προσδιορίζουν με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο τα στοιχεία του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς σε σχέση με τα οποία ενδέχεται να ασκηθεί διακριτική ευχέρεια, τα κριτήρια που ισχύουν για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και τη θέση των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν διακριτική ευχέρεια, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αξιολογηθεί σε μεταγενέστερο επίπεδο η εν λόγω διακριτική ευχέρεια·

γ)

παρέχει προειδοποίηση ότι ενδέχεται ορισμένοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων και εξωτερικοί παράγοντες που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του διαχειριστή, να καταστήσουν αναγκαία την τροποποίηση ή την παύση του δείκτη αναφοράς· και

δ)

ενημερώνει τους χρήστες ότι η τροποποίηση του δείκτη αναφοράς ή η παύση της παροχής του μπορεί να έχει αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς ή στη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων.

2.   Η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει τουλάχιστον τα εξής:

α)

τους ορισμούς όλων των βασικών όρων σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς·

β)

το σκεπτικό για την υιοθέτηση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και τις διαδικασίες για την επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας·

γ)

τα κριτήρια και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων της περιγραφής των δεδομένων εισόδου, της προτεραιότητας που αποδίδεται στους διαφόρους τύπους δεδομένων εισόδου, των ελάχιστων δεδομένων που απαιτούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, της χρήσης μοντέλων ή μεθόδων παρεκβολής και όλων των διαδικασιών επανεξισορρόπησης των συνιστωσών του δείκτη αναφοράς·

δ)

τους ελέγχους και τους κανόνες που διέπουν κάθε άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας από τον διαχειριστή ή τους συνεισφέροντες με στόχο την εξασφάλιση συνέπειας στην άσκηση της κρίσης ή της διακριτικής ευχέρειας·

ε)

τις διαδικασίες που διέπουν τον καθορισμό των δεικτών αναφοράς σε περιόδους πίεσης ή περιόδους κατά τις οποίες οι πηγές για τα δεδομένα των συναλλαγών ενδέχεται να είναι ανεπαρκείς, ανακριβείς ή αναξιόπιστες και τους δυνητικούς περιορισμούς του δείκτη αναφοράς κατά τις περιόδους αυτές·

στ)

τις διαδικασίες αντιμετώπισης σφαλμάτων στα δεδομένα εισόδου ή στον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που απαιτείται εκ νέου καθορισμός του δείκτη αναφοράς· και

ζ)

τον εντοπισμό πιθανών περιορισμών ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας του σε αγορές χαμηλής ρευστοποίησης ή κατακερματισμένες αγορές και της δυνατής συγκέντρωσης δεδομένων εισόδου.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω διευκρίνιση του περιεχομένου της ανακοίνωσης δείκτη αναφοράς και των περιπτώσεων όπου απαιτείται επικαιροποίηση της δήλωσης αυτής.

Η ΕΑΚΑΑ διακρίνει μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 28

Τροποποιήσεις και παύση της παροχής δείκτη αναφοράς

1.   Ο διαχειριστής δημοσιεύει, μαζί με την ανακοίνωση δείκτη αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 27, διαδικασία σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιείται στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1. Η διαδικασία μπορεί, κατά περίπτωση, να αφορά ομάδες δεικτών αναφοράς, και όποτε σημειώνεται ουσιώδης αλλαγή επικαιροποιείται και δημοσιεύεται.

2.   Εποπτευόμενες οντότητες άλλες από τους διαχειριστές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 οι οποίες χρησιμοποιούν δείκτη αναφοράς καταρτίζουν και διατηρούν άρτια έγγραφα σχέδια όπου καθορίζουν τις ενέργειες στις οποίες θα προβούν σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής ή διακοπής της παροχής ενός δείκτη αναφοράς. Όπου είναι εφικτό και ενδεδειγμένο, τα σχέδια αυτά προσδιορίζουν έναν ή περισσότερους εναλλακτικούς δείκτες αναφοράς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς υποκατάσταση των δεικτών αναφοράς που έπαυσαν να παρέχονται, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους οι δείκτες αυτοί αποτελούν κατάλληλη εναλλακτική λύση. Οι εποπτευόμενες οντότητες παρέχουν στην οικεία αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος, τα εν λόγω σχέδια και κάθε επικαιροποίησή τους και φροντίζουν να αντικατοπτρίζονται τα σχέδια στις συμβατικές σχέσεις με τους πελάτες.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΧΡΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

Άρθρο 29

Χρήση δείκτη αναφοράς

1.   Μια εποπτευόμενη οντότητα μπορεί να χρησιμοποιεί έναν δείκτη αναφοράς ή έναν συνδυασμό δεικτών αναφοράς στην Ένωση αν ο δείκτης αυτός παρέχεται από διαχειριστή ευρισκόμενο στην Ένωση και εγγεγραμμένο στο μητρώο του άρθρου 36 ή εάν πρόκειται για δείκτη αναφοράς που περιλαμβάνεται στο μητρώο του άρθρου 36.

2.   Όταν το ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ή της οδηγίας 2009/65/ΕΚ αφορά κινητές αξίες ή άλλα επενδυτικά προϊόντα που αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς, ο εκδότης, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μεριμνά ώστε το ενημερωτικό δελτίο να περιλαμβάνει επίσης σαφείς και ευδιάκριτες πληροφορίες για το αν ο δείκτης αναφοράς παρέχεται από διαχειριστή εγγεγραμμένο στο μητρώο του άρθρου 36 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 30

Ισοδυναμία

1.   Προκειμένου δείκτης αναφοράς ή συνδυασμός δεικτών αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1, ο δείκτης αναφοράς και ο διαχειριστής συμπεριλαμβάνονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 36. Για τη συμπερίληψη στο μητρώο πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή να έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου·

β)

ο διαχειριστής να διαθέτει άδεια ή να έχει εγγραφεί σε μητρώο και να υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)

ο διαχειριστής να έχει κοινοποιήσει στην ΕΑΚΑΑ τη συναίνεσή του σχετικά με τη χρήση των υφιστάμενων ή μελλοντικών δεικτών αναφοράς του από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς για τους οποίους έχουν δώσει την έγκρισή τους για να χρησιμοποιηθούν εντός της Ένωσης και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα· και

δ)

οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου να βρίσκονται σε λειτουργία.

2.   Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει εκτελεστική απόφαση αναγνωρίζοντας ότι το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι διαχειριστές που διαθέτουν άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη εάν το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, ή, όπου έχει εφαρμογή, προς τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου· και

β)

οι δεσμευτικές απαιτήσεις να υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2.

3.   Εναλλακτικά, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστική απόφαση που να ορίζει ότι:

α)

οι δεσμευτικές απαιτήσεις σε τρίτη χώρα σε σχέση με συγκεκριμένους διαχειριστές ή συγκεκριμένους δείκτες αναφοράς ή οικογένειες δεικτών αναφοράς είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη το κατά πόσον το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, ή, όπου έχει εφαρμογή, με τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου· και

β)

τέτοιοι συγκεκριμένοι διαχειριστές ή οι συγκεκριμένοι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς υπόκεινται σε ουσιαστική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2.

4.   Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα νομοθετικά πλαίσια και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών των αντίστοιχων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον διαχειριστή που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα τις οποίες ζητεί η ΕΑΚΑΑ·

β)

τον μηχανισμό έγκαιρης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή τρίτης χώρας θεωρεί ότι ο διαχειριστής που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα που τελεί υπό την εποπτεία της παραβιάζει τις προϋποθέσεις της άδειας ή άλλη εθνική νομοθεσία στην τρίτη χώρα·

γ)

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ είναι σε θέση να ασκούν όλες τις εποπτικές εξουσίες τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 31

Ανάκληση της εγγραφής στο μητρώο, διαχειριστή ευρισκόμενου σε τρίτη χώρα

1.   Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή ενός διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα διαγράφοντάς τον από το μητρώο του άρθρου 36 αν έχει βάσιμους λόγους, στηριζόμενους σε τεκμηριωμένα στοιχεία, να θεωρεί ότι ο εν λόγω διαχειριστής:

α)

ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών· ή

β)

έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας της τρίτης χώρας ή άλλων διατάξεων που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την εκτελεστική απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3.

2.   Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει απόφαση δυνάμει της παραγράφου 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ΕΑΚΑΑ έχει παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας και η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα που χρειάζονται για την προστασία των επενδυτών και για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ένωση ή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος διαχειριστής συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα·

β)

η ΕΑΚΑΑ έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά με την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εγγραφή του διαχειριστή στο μητρώο τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ανάκληση.

3.   Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμελλητί τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με κάθε μέτρο που εγκρίνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 και δημοσιεύει την απόφασή της στον δικτυακό της τόπο.

Άρθρο 32

Αναγνώριση διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα

1.   Μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3, δείκτης αναφοράς που παρέχεται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενες οντότητες της Ένωσης με την προϋπόθεση ο διαχειριστής να έχει προηγουμένως αναγνωριστεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να πληροί όλες τις απαιτήσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός, με την εξαίρεση του άρθρου 11 παράγραφος 4 και των άρθρων 16, 20, 21 και 23. Ο διαχειριστής μπορεί να πληροί την εν λόγω προϋπόθεση αν εφαρμόζει τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για την εποπτεία των οργανισμών αναφοράς τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, με την προϋπόθεση η εφαρμογή τους να ισοδυναμεί με συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, με την εξαίρεση του άρθρου 11 παράγραφος 4 και των άρθρων 16, 20, 21 και 23.

Για τον σκοπό του προσδιορισμού του κατά πόσο πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για την εποπτεία των οργανισμών αναφοράς τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς μπορεί να βασιστεί σε αξιολόγηση ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή ή, αν ο διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα υπόκειται σε εποπτεία, στην πιστοποίηση που παρέχει η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας όπου βρίσκεται ο διαχειριστής.

Αν και στον βαθμό που ο διαχειριστής είναι σε θέση να δείξει ότι ένας δείκτης αναφοράς που προσφέρει είναι δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων ή δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος που δεν βασίζεται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες οι οποίοι είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες, δεν υπάρχει υποχρέωση του διαχειριστή να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων όπως προβλέπονται στο άρθρο 17 και στο άρθρο 19 παράγραφος 1 αντίστοιχα.

3.   Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτει νόμιμο εκπρόσωπο εγκατεστημένο στο κράτος μέλος αναφοράς του. Ο νόμιμος εκπρόσωπος πρέπει να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ένωση και να έχει οριστεί ρητά από τον διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα, ενεργεί δε εξ ονόματος του εν λόγω διαχειριστή έναντι των αρχών και κάθε άλλου προσώπου στην Ένωση σε σχέση με τις υποχρεώσεις του διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο νομικός εκπρόσωπος επιτελεί το καθήκον εποπτείας σε σχέση με την παροχή δεικτών αναφοράς εκτελούμενων από τον διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού από κοινού με τον διαχειριστή και, συνεπώς, είναι υπόλογος στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς.

4.   Το κράτος μέλος αναφοράς ενός διαχειριστή ευρισκόμενου σε τρίτη χώρα καθορίζεται ως εξής:

α)

αν ένας διαχειριστής είναι μέλος ομάδας που περιλαμβάνει μία εποπτευόμενη οντότητα ευρισκόμενη στην Ένωση, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η εποπτευόμενη οντότητα. Η εν λόγω εποπτευόμενη οντότητα ορίζεται ως ο νομικός εκπρόσωπος για τους σκοπούς της παραγράφου 3·

β)

σε περίπτωση που δεν ισχύει το στοιχείο α), αν ένας διαχειριστής είναι μέλος ομάδας που περιλαμβάνει περισσότερες της μίας εποπτευόμενες οντότητες ευρισκόμενες στην Ένωση, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων ή, σε περίπτωση που υπάρχει ίσος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων, κράτος μέλος αναφοράς είναι αυτό με τη μεγαλύτερη αξία χρηματοπιστωτικών μέσων, χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς. Μία από τις εποπτευόμενες οντότητες που βρίσκονται στο κράτος μέλος αναφοράς το οποίο καθορίζεται δυνάμει του παρόντος στοιχείου ορίζεται νομικός εκπρόσωπος για τους σκοπούς της παραγράφου 3·

γ)

σε περίπτωση που δεν ισχύει κανένα από τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, αν ένας ή περισσότεροι δείκτες αναφοράς που παρέχει ο διαχειριστής χρησιμοποιούνται ως αναφορά για χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται σε οποιονδήποτε από αυτούς του δείκτες αναφοράς. Αν τα αντίστοιχα χρηματοπιστωτικά μέσα εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά ταυτόχρονα σε διάφορα κράτη μέλη, και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, κράτος μέλος αναφοράς είναι αυτό με τη μεγαλύτερη αξία χρηματοπιστωτικών μέσων, χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς·

δ)

σε περίπτωση που δεν ισχύουν τα στοιχεία α), β) και γ), αν ένας ή περισσότεροι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από τον διαχειριστή χρησιμοποιούνται από εποπτευόμενες οντότητες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων ή, σε περίπτωση που υπάρχει ίσος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων, κράτος μέλος αναφοράς είναι αυτό με τη μεγαλύτερη αξία χρηματοπιστωτικών μέσων, χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς·

ε)

σε περίπτωση που δεν ισχύουν τα στοιχεία α), β), γ) και δ) και αν ο διαχειριστής έχει συνάψει συμφωνία με εποπτευόμενη οντότητα με την οποία συναινεί στη χρήση ενός δείκτη αναφοράς που παρέχει, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω εποπτευόμενη οντότητα.

5.   Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς του. Ο αιτών διαχειριστής παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να πείσει την αρμόδια αρχή ότι, κατά τη στιγμή της αναγνώρισης, έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και παρέχει κατάλογο των πραγματικών ή πιθανών δεικτών αναφοράς του που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση, καθώς και, κατά περίπτωση, υποδεικνύει την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του στην τρίτη χώρα.

Μέσα σε 90 ημέρες από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου η αρμόδια αρχή επαληθεύει την τήρηση των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

Αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 δεν πληρούνται, απορρίπτει την αίτηση αναγνώρισης και εξηγεί τους λόγους της απόρριψης. Επιπρόσθετα, δεν χορηγείται αναγνώριση παρά μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:

α)

αν διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα υπόκειται σε εποπτεία, υπάρχει κατάλληλη διευθέτηση συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους αναφοράς και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 5, προκειμένου να εξασφαλίζεται ουσιαστική ανταλλαγή πληροφοριών η οποία επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να επιτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

β)

η αποτελεσματική άσκηση, από την αρμόδια αρχή, των εποπτικών καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής ούτε, όπου έχει εφαρμογή, από περιορισμούς στις εξουσίες των εποπτικών αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας για την άσκηση εποπτείας και τη διεξαγωγή ερευνών.

6.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς θεωρεί ότι διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα παρέχει δείκτη αναφοράς που πληροί τις προϋποθέσεις σημαντικού ή μη σημαντικού δείκτη αναφοράς, όπως προβλέπεται στα άρθρα 24 και 26 αντιστοίχως, ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΚΑΑ σχετικά. Τεκμηριώνει αυτήν την εκτίμησή της με τις πληροφορίες που παρέχει ο διαχειριστής στη σχετική αίτηση αναγνώρισης.

Μέσα σε έναν μήνα από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο η ΕΑΚΑΑ εκδίδει συμβουλευτική γνώμη προς την αρμόδια αρχή σχετικά με τον τύπο του δείκτη αναφοράς και τις απαιτήσεις που ισχύουν για την παροχή του, όπως προβλέπεται στα άρθρα 24, 25 και 26. Η συμβουλευτική γνώμη μπορεί ιδίως να αναφέρεται στο αν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις για τον εν λόγω τύπο πληρούνται με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο διαχειριστής στην αίτηση αναγνώρισης.

Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 5 αναστέλλεται από την ημερομηνία που η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει την κοινοποίηση έως ότου η ΕΑΚΑΑ εκδώσει τη συμβουλευτική γνώμη σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς προτείνει να χορηγηθεί αναγνώριση σε αντίθεση προς τη συμβουλευτική γνώμη της ΕΑΚΑΑ που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ αναφέροντας τους λόγους. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί το γεγονός ότι μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω συμβουλευτική γνώμη. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να αποφασίζει, κατά περίπτωση, να δημοσιοποιεί τους λόγους που προβάλλει η αρμόδια αρχή για να αιτιολογήσει τη μη συμμόρφωση προς την εν λόγω συμβουλευτική γνώμη. Η ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή λαμβάνει εκ των προτέρων κοινοποίηση για τη δημοσίευση αυτή.

7.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ κάθε απόφαση για αναγνώριση διαχειριστή ευρισκόμενου σε τρίτη χώρα μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες, μαζί με τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που παρέχει ο διαχειριστής οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση και, κατά περίπτωση, την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του στην τρίτη χώρα.

8.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς αναστέλλει ή, όπου είναι σκόπιμο, αποσύρει την αναγνώριση που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 αν έχει βάσιμους λόγους, με τεκμηριωμένα στοιχεία, να θεωρεί ότι ο διαχειριστής ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την ομαλή λειτουργία των αγορών ή ότι ο διαχειριστής έχει υποπέσει σε σοβαρή παράβαση των σχετικών απαιτήσεων που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό ή ότι ο διαχειριστής έχει προβεί σε ψευδείς δηλώσεις ή έχει χρησιμοποιήσει άλλα αντικανονικά μέσα για να επιτύχει την αναγνώριση.

9.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών κανονιστικών προτύπων για τον καθορισμό της μορφής και του περιεχομένου της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 5, και ειδικότερα της παρουσίασης των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 6.

Στην περίπτωση που αναπτύσσονται τέτοια σχέδια ρυθμιστικών κανονιστικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ τα υποβάλλει στην Επιτροπή.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 33

Προσυπογραφή δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε τρίτη χώρα

1.   Διαχειριστής που βρίσκεται στην Ένωση και διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 34, ή οποιαδήποτε άλλη εποπτευόμενη οντότητα που βρίσκεται στην Ένωση και έχει σαφή και καθορισμένο ρόλο στο πλαίσιο ελέγχου ή λογοδοσίας ενός διαχειριστή τρίτης χώρας, ο οποίος είναι δυνατό να παρακολουθεί αποτελεσματικά την παροχή του δείκτη αναφοράς, μπορεί να ζητήσει από την οικεία αρμόδια αρχή του να προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε τρίτη χώρα για χρήση εντός της Ένωσης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο προσυπογράφων διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα έχει επαληθεύσει και είναι σε θέση να επιδεικνύει σε συνεχή βάση στην αρμόδια αρχή του ότι η παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που ζητείται να προσυπογραφεί πληροί απαιτήσεις, σε υποχρεωτική ή εθελοντική βάση, τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

β)

ο προσυπογράφων διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα διαθέτει την απαραίτητη πραγματογνωσία ώστε να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη δραστηριότητα παροχής δείκτη αναφοράς σε τρίτη χώρα και να διαχειρίζεται τους σχετικούς κινδύνους·

γ)

υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς σε τρίτη χώρα και την προσυπογραφή του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς για να χρησιμοποιούνται στην Ένωση.

Για τον σκοπό του στοιχείου α), κατά την αξιολόγηση του κατά πόσο η παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που ζητείται να προσυπογραφεί πληροί απαιτήσεις τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή μπορεί να λάβει υπόψη αν η συμμόρφωση της παροχής του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, θα ήταν ισοδύναμη με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που αιτείται την προσυπογραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι, κατά τη στιγμή της αίτησης, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου.

3.   Μέσα σε 90 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης προσυπογραφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 η οικεία αρμόδια αρχή εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση είτε για την έγκριση της προσυπογραφής είτε για την απόρριψή της. Οι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς που προσυπογράφονται κοινοποιούνται από την αρμόδια αρχή στην ΕΑΚΑΑ.

4.   Οι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς που προσυπογράφονται θεωρούνται δείκτες αναφοράς ή οικογένειες δεικτών αναφοράς που παρέχονται από τον διαχειριστή ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που τους προσυπογράφει. Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που προσυπογράφει δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την προσυπογραφή με σκοπό την παράκαμψη των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού.

5.   Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που έχει προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχεται σε τρίτη χώρα διατηρεί την πλήρη ευθύνη για τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς ή την οικογένεια δεικτών αναφοράς και για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

6.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας που προσυπογράφει έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έχει την εξουσία να ζητήσει από τον διαχειριστή ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που προσυπογράφει να πάψει την προσυπογραφή και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Σε περίπτωση παύσης της προσυπογραφής, ισχύει το άρθρο 28.

7.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά μέτρα για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι οικείες αρμόδιες αρχές μπορούν να αξιολογούν αν υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την παροχή ενός δείκτη αναφοράς ή μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς σε τρίτη χώρα και την προσυπογραφή τους για χρήση στην Ένωση. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως οι ιδιαιτερότητες της υποκείμενης αγοράς ή η οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, η ανάγκη συνάφειας της παροχής του δείκτη αναφοράς με την εν λόγω αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, η ανάγκη συνάφειας της παροχής του δείκτη αναφοράς με τους συνεισφέροντες, η υλική διαθεσιμότητα δεδομένων εισόδου λόγω διαφορετικών ζωνών ώρας και οι ειδικές δεξιότητες που απαιτούνται για την παροχή του δείκτη αναφοράς.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αδειοδότηση και εγγραφή σε μητρώο

Άρθρο 34

Αδειοδότηση και εγγραφή σε μητρώο, ενός διαχειριστή

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ένωση και προτίθεται να ενεργεί ως διαχειριστής υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 40 του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το εν λόγω πρόσωπο, προκειμένου να λάβει:

α)

άδεια, εάν παρέχει ή προτίθεται να παράσχει δείκτες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες αναφοράς κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού·

β)

εγγραφή σε μητρώο, αν είναι εποπτευόμενη οντότητα άλλη από διαχειριστή που παρέχει ή προτίθεται να παράσχει δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες αναφοράς κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, με την προϋπόθεση η δραστηριότητα παροχής δείκτη αναφοράς να μην παρεμποδίζεται από την τομεακή πειθαρχία που ισχύει για την εποπτευόμενη οντότητα και κανένας από τους παρεχόμενους δείκτες να μην κατατάσσεται στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας· ή

γ)

εγγραφή σε μητρώο αν παρέχει ή προτίθεται να παράσχει μόνο δείκτες οι οποίοι θα κατατάσσονταν στους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

2.   Ο διαχειριστής που διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος σε μητρώο συμμορφώνεται διαρκώς με τις προϋποθέσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός και ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τυχόν ουσιώδεις αλλαγές σε αυτές.

3.   Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλεται εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας από εποπτευόμενη οντότητα για τη χρήση του δείκτη που παρέχεται από τον αιτούντα ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοπιστωτική σύμβαση ή για τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικών κεφαλαίου.

4.   Ο αιτών παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι κατά τη στιγμή της αδειοδότησης ή της εγγραφής σε μητρώο έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης η οικεία αρμόδια αρχή αξιολογεί την πληρότητά της και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αίτηση δεν είναι πλήρης, ο αιτών υποβάλλει τα πρόσθετα στοιχεία που απαιτεί η σχετική αρμόδια αρχή. Η προθεσμία που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών παρέχει τα πρόσθετα αυτά στοιχεία.

6.   Η οικεία αρμόδια αρχή:

α)

εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης και εκδίδει απόφαση έγκρισης ή απόρριψης της αδειοδότησης του αιτούντος εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης·

β)

εξετάζει την αίτηση εγγραφής στο μητρώο και λαμβάνει την απόφαση σχετικά για την εγγραφή ή την άρνηση εγγραφής του αιτούντος μέσα σε 45 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

Μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο η αρμόδια αρχή την κοινοποιεί στον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή απορρίψει την αίτηση του αιτούντα για αδειοδότηση ή εγγραφή στο μητρώο, η απόφασή της συνοδεύεται από αιτιολόγηση.

7.   Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ κάθε απόφαση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο ενός αιτούντος εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την έγκριση της εν λόγω απόφασης.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την αποσαφήνιση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αδειοδότησης και στην αίτηση εγγραφής στο μητρώο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αδειοδότηση και η εγγραφή σε μητρώο είναι διακριτές διαδικασίες και ότι η αδειοδότηση απαιτεί διεξοδικότερη αξιολόγηση της αίτησης του διαχειριστή, την αρχή της αναλογικότητας, τη φύση των εποπτευόμενων οντοτήτων που υποβάλλουν αίτηση εγγραφής στο μητρώο δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β) και τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνονται οι αιτούντες και οι αρμόδιες αρχές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 35

Ανάκληση ή αναστολή της άδειας ή της εγγραφής σε μητρώο

1.   Αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλεί ή να αναστέλλει την άδεια ενός διαχειριστή ή την εγγραφή του στο μητρώο στην περίπτωση που ο διαχειριστής:

α)

παραιτείται ρητώς από την αδειοδότηση ή την εγγραφή στο μητρώο ή δεν έχει παράσχει δείκτες αναφοράς κατά τους προηγούμενους 12 μήνες·

β)

έλαβε άδεια ή εγγράφηκε στο μητρώο ή προσυπέγραψε δείκτη αναφοράς βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδειά του ή πραγματοποιήθηκε η εγγραφή του στο μητρώο· ή

δ)

έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2.   Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την έγκριση της εν λόγω απόφασης.

Η ΕΑΚΑΑ επικαιροποιεί εγκαίρως το μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 36.

3.   Μετά από την έκδοση απόφασης για αναστολή της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο, και σε περίπτωση που η παύση του δείκτη αναφοράς θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, όπως καθορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 6, η παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς μπορεί να επιτραπεί από την οικεία αρμόδια αρχή του κράτους μέλος στο οποίο βρίσκεται ο διαχειριστής μέχρις ότου ανακληθεί η απόφαση της αναστολής. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου η χρήση του εν λόγω δείκτη αναφοράς από εποπτευόμενες οντότητες επιτρέπεται μόνο για τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα επενδυτικά κεφάλαια που αναφέρονται ήδη στον δείκτη αναφοράς.

4.   Μετά από την έγκριση της απόφασης για ανάκληση της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο εφαρμόζεται το άρθρο 28 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Μητρώο διαχειριστών και δεικτών αναφοράς

1.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει και διατηρεί δημόσιο μητρώο το οποίο περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει άδεια ή που έχουν εγγραφεί στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 34 και την υπεύθυνη για την εποπτεία αρμόδια αρχή·

β)

την ταυτότητα των διαχειριστών που συμμορφώνονται προς τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και των αρμόδιων αρχών τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία τους·

γ)

την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 32, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 7 και, κατά περίπτωση, των αρμόδιων αρχών τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία τους·

δ)

τους δείκτες αναφοράς που προσυπογράφονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 33, την ταυτότητα των διαχειριστών τους και την ταυτότητα των προσυπογραφόντων διαχειριστών ή των προσυπογραφόντων εποπτευόμενων οντοτήτων.

2.   Το μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι προσβάσιμο από το κοινό μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΑΚΑΑ και ενημερώνεται έγκαιρα, όποτε απαιτείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εποπτική συνεργασία

Άρθρο 37

Μεταβίβαση καθηκόντων μεταξύ αρμόδιων αρχών

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει τα καθήκοντά της δυνάμει του παρόντος κανονισμού στην αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους με προηγούμενη γραπτή συγκατάθεσή της.

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε προτεινόμενη μεταβίβαση 60 ημέρες πριν τεθεί σε εφαρμογή.

2.   Η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει ορισμένα από τα καθήκοντά της που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον η τελευταία συμφωνεί.

3.   Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί στα κράτη μέλη την προτεινόμενη μεταβίβαση εντός επτά ημερών. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις λεπτομέρειες κάθε συμφωνηθείσας μεταβίβασης μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της σχετικής κοινοποίησης.

Άρθρο 38

Κοινοποίηση πληροφοριών από άλλο κράτος μέλος

Αρμόδια αρχή δύναται να κοινοποιήσει πληροφορίες που έχει λάβει από άλλη αρμόδια αρχή μόνον εφόσον:

α)

έχει εξασφαλίσει την έγγραφη συμφωνία της εν λόγω αρμόδιας αρχής και οι πληροφορίες κοινοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της· ή

β)

η κοινοποίηση αυτή απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

Άρθρο 39

Συνεργασία όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες

1.   Αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει τη συνδρομή άλλης αρμόδιας αρχής όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις ή έρευνες. Η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνεται το αίτημα συνεργάζεται στο μέτρο του δυνατού και στον ενδεδειγμένο βαθμό.

2.   Αρμόδια αρχή που υποβάλλει το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Στην περίπτωση διενέργειας έρευνας ή επιθεώρησης με διασυνοριακές επιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητήσουν από την ΕΑΚΑΑ να συντονίσει την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή λάβει αίτημα από άλλη αρμόδια αρχή για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης ή έρευνας, μπορεί να:

α)

διενεργεί η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

β)

επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει στην επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

γ)

ορίζει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για την υποστήριξη ή τη διενέργεια της επιτόπιας επιθεώρησης ή της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ρόλος των αρμόδιων αρχών

Άρθρο 40

Αρμόδιες αρχές

1.   Για τους διαχειριστές και τις εποπτευόμενες οντότητες κάθε κράτος μέλος ορίζει τη σχετική αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εκπλήρωση των καθηκόντων δυνάμει του παρόντος κανονισμού και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

2.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, καθορίζει σαφώς τον ρόλο της καθεμιάς και ορίζει μια και μόνο αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.

3.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 41

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Προκειμένου να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:

α)

διαθέτουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και σε άλλα δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή και λαμβάνουν έγγραφα ή αντίγραφά τους·

β)

απαιτούν ή ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται στην παροχή δείκτη αναφοράς και στη συνεισφορά σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών στους οποίους έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες σχετικές με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, καθώς επίσης των εντολέων τους, και, εάν είναι αναγκαίο, καλούν και θέτουν ερωτήματα σε οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο με στόχο τη λήψη πληροφοριών·

γ)

ζητούν πληροφορίες, όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων, από συνεισφέροντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω, κατά περίπτωση, τυποποιημένων μορφότυπων και εκθέσεων σχετικά με συναλλαγές και άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών·

δ)

διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες σε χώρους εκτός των ιδιωτικών κατοικιών φυσικών προσώπων·

ε)

εισέρχονται σε εγκαταστάσεις νομικών προσώπων, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, για να κατάσχουν έγγραφα και λοιπά δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή, στην περίπτωση που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα και τα λοιπά δεδομένα σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση που απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εξουσία αυτή ασκείται μόνον μετά την εξασφάλιση της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης·

στ)

απαιτούν υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούν εποπτευόμενες οντότητες·

ζ)

ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή και τα δύο·

η)

απαιτούν την προσωρινή παύση κάθε πρακτικής που κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής αντιβαίνει στον παρόντα κανονισμό·

θ)

επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·

ι)

λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν τη σωστή ενημέρωση του κοινού σχετικά με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων απαιτώντας από τον οικείο διαχειριστή ή το πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε τον εν λόγω δείκτη αναφοράς ή από αμφότερους να δημοσιεύσουν διορθωτική δήλωση σχετικά με τις προγενέστερες συνεισφορές ή προγενέστερα αριθμητικά στοιχεία για τον δείκτη αναφοράς.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τα καθήκοντα και τις εξουσίες τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 42, σύμφωνα με τα εθνικά νομικά τους πλαίσια, με οποιονδήποτε από τους εξής τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές ή με διαχειριστές της αγοράς·

γ)

υπό την ευθύνη τους με μεταβίβαση εξουσιών στις αρχές αυτές ή στους διαχειριστές των αγορών·

δ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν κατάλληλους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς διασφάλισης του δικαιώματος υπεράσπισης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

4.   Διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που διαθέτει πληροφορίες σε αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν θεωρείται ότι διαπράττει παράβαση τυχόν περιορισμού κοινοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από οποιαδήποτε συμβατική, νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη.

Άρθρο 42

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 41 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά τουλάχιστον τις εξής παραβάσεις:

α)

τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, όπου έχουν εφαρμογή· και

β)

μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση με έρευνα, επιθεώρηση ή αίτημα που καλύπτεται από το άρθρο 41.

Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

2.   Σε περίπτωση παράβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν τουλάχιστον τις εξής διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα:

α)

έκδοση εντολής που υποχρεώνει τον διαχειριστή ή την εποπτευόμενη οντότητα που ευθύνεται για την παραβίαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β)

αποστέρηση των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών λόγω της παράβασης, στην περίπτωση που το ύψος τους δύναται να προσδιοριστεί·

γ)

δημόσια προειδοποίηση που κατονομάζει τον διαχειριστή ή την εποπτευόμενη οντότητα που ευθύνεται, και προσδιορίζει τη φύση της παράβασης·

δ)

ανάκληση ή αναστολή της άδειας ή της εγγραφής στο μητρώο, ενός διαχειριστή·

ε)

προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διαχείρισης στον διαχειριστή ή στον εποπτευόμενο συνεισφέροντα, κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπεύθυνο για τέτοια παράβαση·

στ)

επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

ζ)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i)

για τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 και των άρθρων 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, σε 500 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016· ή

ii)

για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4, στο ποσό των 100 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016·

η)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i)

για τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 και των άρθρων 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, σε 1 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016 ή στο 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο, ανάλογα με το ποιο από τα ποσά είναι υψηλότερο· ή

ii)

για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4, σε ποσό 250 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016 ή στο 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό του όργανο, ανάλογα με το ποιο από τα ποσά είναι υψηλότερο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου η) σημεία i) και ii), σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), ο σχετικός συνολικός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (27) για τις τράπεζες και την οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου (28) για τις ασφαλιστικές εταιρείες σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής ή, εάν πρόκειται για ένωση, το 10 % του συνόλου των κύκλων εργασιών των μελών της.

3.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2018 τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες σχετικά με τις παραγράφους 1 και 2 στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 εάν οι παραβάσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας μαζί με την κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εκχωρούν στις αρμόδιες αρχές δυνάμει του εθνικού δικαίου άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων επιπροσθέτως αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να καθορίζουν υψηλότερα επίπεδα κυρώσεων από αυτά που προβλέπονται στη παράγραφο 2.

Άρθρο 43

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και των εξουσιών επιβολής κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

η κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία·

γ)

ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου·

δ)

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου προσώπου, όπως προκύπτει ιδιαίτερα από τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

ε)

το μέγεθος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης για εξασφάλιση της παράδοσης των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο αυτό·

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου·

η)

τα μέτρα που ελήφθησαν μετά την παράβαση από τον υπαίτιο για την αποφυγή της επανάληψής της.

2.   Κατά την άσκηση των εξουσιών τους για επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 42 οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά ώστε να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές και ερευνητικές αρμοδιότητες, καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα παρέχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, συντονίζουν τη δράση τους για την αποφυγή ενδεχόμενων επαναλήψεων και αλληλεπικαλύψεων κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων χρηματικών κυρώσεων, και άλλων διοικητικών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

Άρθρο 44

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με το άρθρο 42, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβιάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών σε σχέση με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώσουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργάζονται με αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των χρηματικών κυρώσεων.

Άρθρο 45

Δημοσίευση αποφάσεων

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον επίσημο δικτυακό της τόπο κάθε απόφαση επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων που λαμβάνονται σε περιπτώσεις παραβάσεων του παρόντος κανονισμού αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο. Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες για το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

2.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων θα ήταν δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή πράττει ένα από τα ακόλουθα:

α)

αναβάλλει τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου μέχρις ότου παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για την εν λόγω αναβολή·

β)

δημοσιεύει την απόφαση σε ανώνυμη βάση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτή η δημοσίευση διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

δεν δημοσιεύει καθόλου την απόφαση, αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η δημοσίευση σύμφωνα με τα στοιχεία α) ή β) δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· ή

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή αποφασίσει να δημοσιεύσει μία απόφαση με ανώνυμο τρόπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, μπορεί να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων επί εύλογο χρονικό διάστημα όταν προβλέπεται ότι οι λόγοι της ανώνυμης δημοσίευσης θα παύσουν κατά την περίοδο αυτή.

3.   Εάν η απόφαση υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των οικείων εθνικών δικαστικών, διοικητικών ή άλλων αρχών, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει επίσης, αμέσως, στον επίσημο δικτυακό της τόπο τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με τα αποτελέσματα της προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται και κάθε απόφαση περί ακυρώσεως προηγούμενης απόφασης επιβολής κύρωσης ή μέτρου.

4.   Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε κάθε απόφαση που δημοσιεύεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο να παραμένει προσβάσιμη στον επίσημο δικτυακό της τόπο για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά τη δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνει η δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το απαραίτητο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

5.   Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει του άρθρου 42. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για μέτρα σχετικά με έρευνες. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με το άρθρο 42, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τα στοιχεία σχετικά με τις επιβαλλόμενες ποινικές κυρώσεις σε ετήσια έκθεση.

Άρθρο 46

Συλλογικά όργανα

1.   Μέσα σε 30 εργάσιμες ημέρες από τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς αναφερόμενου στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) στον κατάλογο των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, με εξαίρεση τους δείκτες αναφοράς των οποίων οι συνεισφέροντες είναι μη εποπτευόμενες οντότητες, η αρμόδια αρχή συστήνει συλλογικό όργανο.

2.   Το συλλογικό όργανο αποτελείται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων συνεισφερόντων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο συλλογικό όργανο σε περίπτωση που μια ενδεχόμενη διακοπή της παροχής του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας αναμένεται να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων των συγκεκριμένων κρατών μελών.

Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή προτίθεται να συμμετάσχει σε συλλογικό όργανο, υποβάλλει αίτημα στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή, περιλαμβάνοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Η οικεία αρμόδια αρχή του διαχειριστή εξετάζει το αίτημα και ενημερώνει την αιτούσα αρχή μέσα σε 20 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή του αιτήματος για το αν θεωρεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις πληρούνται ή όχι. Σε περίπτωση που θεωρεί ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πληρούνται, η αιτούσα αρχή μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 9.

4.   Η ΕΑΚΑΑ συμβάλλει στην προώθηση και στην παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των συλλογικών οργάνων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΚΑΑ συμμετέχει καταλλήλως και θεωρείται αρμόδια αρχή για τον σκοπό αυτό.

Όταν η ΕΑΚΑΑ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σε σχέση με δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, εξασφαλίζει την κατάλληλη ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία με τα άλλα μέλη του συλλογικού οργάνου.

5.   Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου, συντονίζει τις ενέργειες του συλλογικού οργάνου και εξασφαλίζει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου.

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής παρέχει περισσότερους του ενός δείκτες αναφοράς, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή δύναται να συστήσει ένα και μόνο συλλογικό όργανο για όλους τους δείκτες αναφοράς που παρέχει ο συγκεκριμένος διαχειριστής.

6.   Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή προβλέπει γραπτές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του συλλογικού οργάνου για τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

τις πληροφορίες που θα ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών·

β)

τη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, καθώς και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να λαμβάνεται κάθε απόφαση·

γ)

τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαβουλεύονται μεταξύ τους·

δ)

τη συνεργασία που προβλέπεται βάσει του άρθρου 23 παράγραφοι 7 και 8.

7.   Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει δεόντως υπόψη κάθε συμβουλή της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις γραπτές ρυθμίσεις δυνάμει της παραγράφου 6 πριν συμφωνήσει στο τελικό τους κείμενο. Οι γραπτές ρυθμίσεις καταγράφονται σε ένα ενιαίο έγγραφο στο οποίο αναφέρονται πλήρως οι λόγοι οποιασδήποτε σημαντικής απόκλισης από τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει τις γραπτές ρυθμίσεις στα μέλη του συλλογικού οργάνου και στην ΕΑΚΑΑ.

8.   Πριν από τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφοι 6, 7 και 9 και στα άρθρα 34, 35 και 42, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβουλεύεται με τα μέλη του συλλογικού οργάνου. Τα μέλη του συλλογικού οργάνου καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία μέσα στο χρονικό πλαίσιο το οποίο καθορίζεται στις γραπτές ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Οποιαδήποτε απόφαση της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή για τη λήψη τέτοιων μέτρων λαμβάνεται με συνεκτίμηση του αντίκτυπου στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη τους, και ιδίως του δυνητικού αντίκτυπου στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους.

Όσον αφορά την απόφαση για αναστολή της άδειας ή της εγγραφής σε μητρώο, ενός διαχειριστή, σύμφωνα με το άρθρο 35, στις περιπτώσεις που η παύση του δείκτη αναφοράς θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου, ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς στην Ένωση, κατά την έννοια που ορίζει η Επιτροπή σε κατ' εξουσιοδότηση πράξη της που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 6, οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο συλλογικό όργανο εξετάζουν αν θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένων:

α)

της τροποποίησης του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15, της μεθοδολογίας ή άλλων κανόνων του δείκτη αναφοράς·

β)

μιας μεταβατικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται οι διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 2.

9.   Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου, αρμόδιες αρχές δύνανται να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η αρμόδια αρχή δεν έχει κοινοποιήσει απαραίτητα στοιχεία·

β)

κατόπιν αιτήματος υποβαλλόμενου δυνάμει της παραγράφου 3, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει γνωστοποιήσει στην αιτούσα αρχή ότι οι απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου δεν πληρούνται ή ότι δεν έχει ενεργήσει σε συνέχεια του αιτήματος μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

γ)

οι αρμόδιες αρχές δεν κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τα ζητήματα της παραγράφου 6·

δ)

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 34, 35 και 42·

ε)

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 6·

στ)

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.

10.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 9 στοιχεία α), β), γ), δ) και στ), αν το ζήτημα δεν έχει διευθετηθεί μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει την τελική απόφαση και παρέχει εγγράφως λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο και στην ΕΑΚΑΑ.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 6 στοιχείο α) αναστέλλεται από την ημερομηνία παραπομπής στην ΕΑΚΑΑ έως ότου ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Αν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει λάβει μέτρα αναφερόμενα στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου τα οποία ενδέχεται να αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΚΑ δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η εξουσία της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 6 μπορεί να ασκείται έως ότου η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύσει την απόφασή της.

Άρθρο 47

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές προσκομίζουν αμελλητί στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα είδη ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους της παραγράφου 2 περί επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για μια οποιαδήποτε αρχή ή επιχείρηση της αγοράς ή για οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει τις εξουσίες της, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή.

3.   Οι πληροφορίες υπό επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορούν να αποκαλυφθούν σε κανένα άλλο πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο δυνάμει διατάξεων που προβλέπονται από το ενωσιακό ή από το εθνικό δίκαιο.

4.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές και υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός αν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι η συγκεκριμένη πληροφορία δύναται να γνωστοποιηθεί ή εκτός εάν η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 49

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 20 παράγραφος 6, στο άρθρο 24 παράγραφος 2, στο άρθρο 33 παράγραφος 7, στο άρθρο 51 παράγραφος 6 και στο άρθρο 54 παράγραφος 3 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 30 Ιουνίου 2016.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 20 παράγραφος 6, στο άρθρο 24 παράγραφος 2, στο άρθρο 33 παράγραφος 7, στο άρθρο 51 παράγραφος 6 και στο άρθρο 54 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2, του άρθρου 20 παράγραφος 6, του άρθρου 24 παράγραφος 2, του άρθρου 33 παράγραφος 7, του άρθρου 51 παράγραφος 6 και του άρθρου 54 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 50

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 του ίδιου κανονισμού.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 51

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο πάροχος δείκτη που παρέχει δείκτη αναφοράς στις 30 Ιουνίου 2016 υποβάλλει αίτηση για αδειοδότηση ή εγγραφή σε μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 34 έως την 1η Ιανουαρίου 2020.

2.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2020 η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται πάροχος δείκτη που υποβάλλει αίτηση αδειοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 34 έχει την εξουσία να αποφασίζει να εγγράψει τον εν λόγω πάροχο δείκτη στο μητρώο ως διαχειριστή, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για εποπτευόμενη οντότητα, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος δείκτη δεν παρέχει δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας·

β)

η αρμόδια αρχή είναι εύλογα ενήμερη για το γεγονός ότι ο δείκτης ή οι δείκτες που παρέχει ο συγκεκριμένος πάροχος δείκτη δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ούτε στο κράτος μέλος όπου αυτός βρίσκεται ούτε σε άλλα κράτη μέλη.

Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την απόφασή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Η αρμόδια αρχή τηρεί στοιχεία που τεκμηριώνουν τους λόγους στους οποίους βασίστηκε η απόφασή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε μορφή που επιτρέπει την πλήρη κατανόηση των αξιολογήσεων της αρμόδιας αρχής ως προς το ότι ο δείκτης ή οι δείκτες που παρέχει ο πάροχος δείκτη δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δεδομένων για την αγορά, κρίσεων ή άλλων πληροφοριών, καθώς και πληροφοριών που έχει λάβει από τον πάροχο δείκτη.

3.   Πάροχος δείκτη δύναται να εξακολουθήσει να παρέχει υφιστάμενο δείκτη αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενες οντότητες έως την 1η Ιανουαρίου 2020 ή, εάν ο πάροχος δείκτη υπέβαλε αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν και έως ότου απορριφθεί η αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο.

4.   Σε περίπτωση που ένας υφιστάμενος δείκτης αναφοράς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, αλλά η παύση ή η αλλαγή του ώστε να συμμορφωθεί με τις εν λόγω απαιτήσεις θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, στην παρεμπόδιση της συμμόρφωσης ή σε παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο, που αναφέρονται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, η χρήση του δείκτη αναφοράς επιτρέπεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο πάροχος δείκτη. Κανένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χρηματοπιστωτική σύμβαση ή μέτρηση της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου δεν αναφέρεται σε τέτοιο υφιστάμενο δείκτη αναφοράς μετά την 1η Ιανουαρίου 2020.

5.   Εκτός από την περίπτωση όπου η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3, ή την περίπτωση όπου διαχειριστής έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 32 ή ένας δείκτης αναφοράς έχει προσυπογραφεί σύμφωνα με το άρθρο 33, η χρήση από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση δείκτη αναφοράς που παρέχεται από διαχειριστή ευρισκόμενο σε τρίτη χώρα, εφόσον ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται ήδη στην Ένωση για την αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου, επιτρέπεται μόνο για τέτοια χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και μετρήσεις της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου στα οποία ο συγκεκριμένος δείκτης αναφοράς αναφερόταν ήδη στην Ένωση ή τα οποία προσέθεσαν αναφορά σε τέτοιον δείκτη αναφοράς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά μέτρα για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η οικεία αρμόδια αρχή μπορεί να αξιολογεί κατά πόσο η παύση ή η τροποποίηση υφιστάμενου δείκτη αναφοράς ώστε να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού θα μπορούσε εύλογα να οδηγήσει σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 52

Προθεσμία για την επικαιροποίηση των ενημερωτικών δελτίων και των εγγράφων βασικών πληροφοριών

Το άρθρο 29 παράγραφος 2 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των υφιστάμενων ενημερωτικών δελτίων που είχαν εγκριθεί δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018. Για τα ενημερωτικά δελτία που είχαν εγκριθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018 δυνάμει της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, τα σχετικά έγγραφα ενημερώνονται με την πρώτη ευκαιρία ή το αργότερο μέσα σε 12 μήνες από την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 53

Επανεξέταση από την ΕΑΚΑΑ

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης εποπτείας και τη διασφάλιση συνέπειας όσον αφορά τις πρακτικές εποπτείας και τις προσεγγίσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την εφαρμογή των άρθρων 32 και 33. Για τον σκοπό αυτό, οι αναγνωρίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 32 και οι προσυπογραφές που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 33 επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ ανά διετία.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη προς κάθε αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει διαχειριστή από τρίτη χώρα ή προσυπογράψει δείκτη αναφοράς τρίτης χώρας στην οποία αξιολογεί πώς η αρμόδια αυτή αρχή εφαρμόζει τις σχετικές απαιτήσεις των άρθρων 32 και 33 αντιστοίχως και τις απαιτήσεις που προβλέπονται σε τυχόν σχετικές κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με βάση τον παρόντα κανονισμό.

2.   Η ΕΑΚΑΑ διαθέτει εξουσία να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές έγγραφη τεκμηρίωση για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, το άρθρο 24 παράγραφος 1 και το άρθρο 25 παράγραφος 2.

Άρθρο 54

Επανεξέταση

1.   Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή διεξάγει επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, και ειδικότερα όσον αφορά τα εξής:

α)

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, της υποχρεωτικής διαχείρισης και της υποχρεωτικής συνεισφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 20, 21 και 23, καθώς και τον ορισμό του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 25·

β)

την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος αδειοδότησης, εγγραφής στο μητρώο και εποπτείας των διαχειριστών δυνάμει του τίτλου VI και των συλλογικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 46, καθώς και τη σκοπιμότητα της εποπτείας ορισμένων δεικτών αναφοράς από οργανισμό της Ένωσης·

γ)

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του άρθρου 19 παράγραφος 2, ιδίως όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του.

2.   Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη των διεθνών αρχών που εφαρμόζονται στους δείκτες αναφοράς, καθώς επίσης των νομικών πλαισίων και των πρακτικών εποπτείας των τρίτων χωρών όσον αφορά την παροχή δεικτών αναφοράς, και υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ανά πενταετία από την 1η Ιανουαρίου 2018. Η έκθεση αυτή αξιολογεί ειδικότερα αν υπάρχει ανάγκη για τροποποίηση του παρόντος κανονισμού και συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση, αν είναι σκόπιμο.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά την παράταση της 42μηνης περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 κατά 24 μήνες, αν η έκθεση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τεκμηριώνει ότι το μεταβατικό καθεστώς εγγραφής στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 2 δεν αποβαίνει εις βάρος μιας κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης εποπτείας και της συνέπειας των πρακτικών και προσεγγίσεων εποπτείας μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 55

Κοινοποίηση χρησιμοποιούμενων δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους

Όταν ένας δείκτης αναφοράς αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνουν το όνομα του αναφερόμενου δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του.

Άρθρο 56

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Η υποχρέωση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές με χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές ή χρεωστικούς τίτλους του εκδότη που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο όταν κατά τον χρόνο της συναλλαγής πληρούται οποιαδήποτε από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι μονάδα ή μετοχή σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων στην οποία το άνοιγμα στις μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη δεν υπερβαίνει το 20 % των στοιχείων ενεργητικού που κατέχει ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων·

β)

το χρηματοπιστωτικό μέσο συνεπάγεται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού στο οποίο το άνοιγμα στις μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη δεν υπερβαίνει το 20 % των στοιχείων ενεργητικού του χαρτοφυλακίου·

γ)

το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι μονάδα ή μετοχή σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή συνεπάγεται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με αυτό δεν γνωρίζει, ούτε θα μπορούσε να γνωρίζει, τη σύνθεση των επενδύσεων ή το άνοιγμα του εν λόγω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού όσον αφορά τις μετοχές ή τους χρεωστικούς τίτλους του εκδότη ούτε συντρέχει λόγος να πιστεύει ότι οι μετοχές ή οι χρεωστικοί τίτλοι του εκδότη υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια του στοιχείου α) ή β).

Αν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση των επενδύσεων του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή το άνοιγμα στο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτό καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να αποκτήσει αυτές τις πληροφορίες.»·

β)

στην παράγραφο 7, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Για τον σκοπό του στοιχείου β), συναλλαγές σε μετοχές ή χρεωστικούς τίτλους ενός εκδότη ή παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεόμενα με αυτά εκ μέρους διευθυντικών στελεχών οργανισμού συλλογικών επενδύσεων στον οποίο έχει επενδύσει το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή πρόσωπο που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτό δεν χρειάζεται να κοινοποιούνται όταν το διευθυντικό στέλεχος του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ενεργεί με πλήρη διακριτική ευχέρεια, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο το διευθυντικό στέλεχος να έχει λάβει εντολές ή υποδείξεις σχετικά με τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου, άμεσα ή έμμεσα, από επενδυτές του συγκεκριμένου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων.».

2)

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

στις παραγράφους 2 και 3, η φράση «στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14» αντικαθίσταται από τη φράση «στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14 και στο άρθρο 38»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5 ή 6, του άρθρου 12 παράγραφος 5, του άρθρου 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, του άρθρου 17 παράγραφος 3, του άρθρου 19 παράγραφος 13 ή 14 ή του άρθρου 38 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

3)

Στο άρθρο 38, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Έως τις 3 Ιουλίου 2019 η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το ύψος των κατώτατων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1α στοιχεία α) και β) σε σχέση με τις συναλλαγές διευθυντικών στελεχών στις οποίες οι μετοχές ή οι χρεωστικοί τίτλοι του εκδότη αποτελούν μέρος οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή συνεπάγονται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, προκειμένου να αξιολογηθεί αν το ύψος αυτό είναι κατάλληλο ή αν πρέπει να αναπροσαρμοστεί.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για την προσαρμογή των κατώτατων ορίων του άρθρου 19 παράγραφος 1α στοιχεία α) και β) εάν κρίνει στην εν λόγω έκθεση ότι αυτά θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν.».

Άρθρο 57

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2008/48/ΕΚ

Η οδηγία 2008/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Όταν η σύμβαση πίστωσης αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*), ο πιστωτής ή, όπου έχει εφαρμογή, ο πιστωτικός διαμεσολαβητής παρέχει το όνομα του δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, σε χωριστό έγγραφο προοριζόμενο για τους καταναλωτές, το οποίο μπορεί να επισυνάπτεται στο έντυπο τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.

(*)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).»."

2)

Στο άρθρο 27 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Έως την 1η Ιουλίου 2018 τα κράτη μέλη εγκρίνουν, δημοσιεύουν και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 5 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο. Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2018.».

Άρθρο 58

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2014/17/ΕΕ

Η οδηγία 2014/17/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα)

όταν συμβάσεις που αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**) είναι διαθέσιμες, τα ονόματα των δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές·

(**)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).»."

2)

Στο άρθρο 42 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Έως την 1η Ιουλίου 2018 τα κράτη μέλη εγκρίνουν, δημοσιεύουν και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο εα) και τα κοινοποιούν στην Επιτροπή. Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2018.».

3)

Στο άρθρο 43 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο εα) δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικές συμφωνίες που υπήρχαν πριν από την 1η Ιουλίου 2018.».

Άρθρο 59

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 2, το άρθρο 5 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφος 5, το άρθρο 13 παράγραφος 3, το άρθρο 15 παράγραφος 6, το άρθρο 16 παράγραφος 5, το άρθρο 20 [εξαιρουμένης της παραγράφου 6 στοιχείο β)], τα άρθρα 21 και 23, το άρθρο 25 παράγραφοι 8 και 9, το άρθρο 26 παράγραφος 5, το άρθρο 27 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 5, το άρθρο 32 παράγραφος 9, το άρθρο 33 παράγραφος 7, το άρθρο 34 παράγραφος 8, το άρθρο 46, το άρθρο 47 παράγραφος 3 και το άρθρο 51 παράγραφος 6 εφαρμόζονται από τις 30 Ιουνίου 2016.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, το άρθρο 56 εφαρμόζεται από τις 3 Ιουλίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  ΕΕ C 113 της 15.4.2014, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 177 της 11.6.2014, σ. 42.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2016.

(4)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(5)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(6)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

(9)  Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(12)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(18)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(19)  Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(23)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(24)  Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1).

(26)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(27)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(28)  Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Ακριβή και επαρκή δεδομένα

1.

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), η προτεραιότητα όσον αφορά τη χρήση δεδομένων εισόδου δίνεται εν γένει ως εξής:

α)

σε συναλλαγές συνεισφερόντων στην υποκείμενη αγορά για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ή, αν δεν επαρκεί, στις συναλλαγές του σε συναφείς αγορές, όπως:

στη διατραπεζική αγορά καταθέσεων άνευ εγγυήσεων,

σε άλλες αγορές καταθέσεων άνευ εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιστοποιητικών καταθέσεων προθεσμίας και των εμπορικών χρεογράφων και

σε άλλες αγορές, όπως συμφωνίες ανταλλαγών σε επιτόκια δεικτών για καταθέσεις μιας νύχτας, συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, προθεσμιακές συμφωνίες συναλλάγματος, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και δικαιώματα προαίρεσης, με την προϋπόθεση οι συναλλαγές αυτές να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις δεδομένων εισόδου που περιλαμβάνει ο κώδικας δεοντολογίας·

β)

στις παρατηρήσεις του συνεισφέροντος σχετικά με συναλλαγές τρίτων στις συναλλαγές που περιγράφονται στο στοιχείο α)·

γ)

σε δεσμευτικές προσφορές τιμής·

δ)

σε ενδεικτικές προσφορές τιμής ή κρίσεις εμπειρογνωμόνων.

2.

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 11 παράγραφος 4, τα δεδομένα εισόδου μπορούν να προσαρμόζονται.

Ειδικότερα, τα δεδομένα εισόδου μπορούν να προσαρμοστούν με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

εγγύτητα των συναλλαγών σε σχέση με τον χρόνο παροχής των δεδομένων εισόδου και επιπτώσεις τυχόν γεγονότων της αγοράς μεταξύ του χρόνου πραγματοποίησης των συναλλαγών και του χρόνου παροχής των δεδομένων εισόδου·

β)

παρεμβολή ή παρεκβολή δεδομένων συναλλαγών·

γ)

προσαρμογές που αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στην πιστοληπτική ικανότητα των συνεισφερόντων και άλλων παραγόντων της αγοράς.

Λειτουργία εποπτείας

3.

Ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις εναλλακτικά προς τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφοι 4 και 5:

α)

ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς επιτοκίου διαθέτει ανεξάρτητη επιτροπή εποπτείας. Δημοσιεύονται λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα μέλη της εν λόγω επιτροπής, καθώς και τυχόν δηλώσεις σχετικά με συγκρούσεις συμφερόντων και οι διαδικασίες εκλογής ή διορισμού των μελών της·

β)

η επιτροπή εποπτείας συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά κάθε τέσσερις μήνες και τηρεί πρακτικά κάθε συνεδρίασης·

γ)

η επιτροπή εποπτείας ενεργεί με ακεραιότητα και είναι επιφορτισμένη με όλα τα καθήκοντα που προβλέπονται από το άρθρο 5 παράγραφος 3.

Έλεγχος

4.

Ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς επιτοκίου ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή για την επανεξέταση και την υποβολή έκθεσης σχετικά με τη συμμόρφωση του διαχειριστή προς τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τον παρόντα κανονισμό. Ο εξωτερικός έλεγχος του διαχειριστή διενεργείται για πρώτη φορά έξι μήνες μετά την κατάρτιση του κώδικα δεοντολογίας και οι επόμενοι κάθε δύο έτη.

Η επιτροπή εποπτείας δύναται να ζητήσει τη διενέργεια εξωτερικού ελέγχου ενός συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου εάν δεν μείνει ικανοποιημένη από οποιαδήποτε άποψη της συμπεριφοράς του.

Συστήματα και έλεγχοι των συνεισφερόντων

5.

Επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 16, για τους συνεισφέροντες σε δείκτες αναφοράς επιτοκίου ισχύουν επίσης οι ακόλουθες απαιτήσεις. Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 16 παράγραφος 5.

6.

Κάθε υποβάλλων του συνεισφέροντος και οι άμεσοι διευθυντές του υποβάλλοντος βεβαιώνουν εγγράφως ότι έχουν διαβάσει τον κώδικα δεοντολογίας και ότι θα συμμορφωθούν με αυτόν.

7.

Τα συστήματα και οι έλεγχοι των συνεισφερόντων περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

συνοπτική περιγραφή των αρμοδιοτήτων εντός κάθε επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών διαύλων αναφοράς και της λογοδοσίας, της θέσης των υποβαλλόντων και των διευθυντικών στελεχών και των ονομάτων των σχετικών προσώπων και των αναπληρωτών τους·

β)

εσωτερικές διαδικασίες εξακρίβωσης των συνεισφορών δεδομένων εισόδου·

γ)

πειθαρχικές διαδικασίες σχετικά με απόπειρες παραποίησης ή παράλειψη αναφοράς παραποίησης ή απόπειρας παραποίησης από μέρη που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία της συνεισφοράς·

δ)

αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων και αποτελεσματικοί έλεγχοι των επικοινωνιών, τόσο σε ό,τι αφορά τους συνεισφέροντες όσο και μεταξύ συνεισφερόντων και τρίτων μερών, με στόχο την αποφυγή τυχόν ανάρμοστης εξωτερικής επιρροής στους υπεύθυνους υποβολής των τιμών. Οι υποβάλλοντες στοιχεία και οι παράγοντες διαπραγμάτευσης παραγώγων επιτοκίων εργάζονται σε διαχωρισμένους χώρους·

ε)

αποτελεσματικές διαδικασίες για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των προσώπων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να επηρεάσει τα δεδομένα που έχουν παρασχεθεί για τον δείκτη αναφοράς·

στ)

κανόνες για την αποφυγή αθέμιτης σύμπραξης μεταξύ μόνον των συνεισφερόντων ή μεταξύ των συνεισφερόντων και των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς·

ζ)

μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό της άσκησης ανάρμοστης επιρροής από οποιονδήποτε σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή των δεδομένων εισόδου πραγματοποιούν τις δραστηριότητες αυτές·

η)

εξάλειψη κάθε άμεσης σύνδεσης μεταξύ της αμοιβής υπαλλήλων που εμπλέκονται στην παροχή δεδομένων εισόδου και της αμοιβής προσώπων που ασκούν άλλη δραστηριότητα ή των εσόδων που δημιουργούν αυτά τα πρόσωπα, όταν ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές·

θ)

ελέγχους για τον εντοπισμό τυχόν αντιστρεπτέων συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν μετά την παροχή των δεδομένων εισόδου.

8.

Ο συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου οφείλει να τηρεί λεπτομερή αρχεία σχετικά με:

α)

όλες τις σχετικές πτυχές των συνεισφορών του με δεδομένα εισόδου·

β)

τη διαδικασία που διέπει τον προσδιορισμό και την εξακρίβωση των δεδομένων εισόδου·

γ)

τα ονόματα των προσώπων που υποβάλλουν στοιχεία και τις αρμοδιότητές τους·

δ)

κάθε επικοινωνία μεταξύ των υποβαλλόντων και άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών και εξωτερικών διαπραγματευτών και χρηματιστών, σε σχέση με τον καθορισμό ή τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου·

ε)

οποιαδήποτε αλληλεπίδραση των προσώπων που υποβάλλουν στοιχεία με τον διαχειριστή ή οποιονδήποτε άλλο υπεύθυνο για τον υπολογισμό·

στ)

τυχόν υποβληθέντα ερωτήματα σχετικά με τα δεδομένα εισόδου και την έκβασή τους·

ζ)

εκθέσεις για την ευαισθησία των χαρτοφυλακίων πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων και άλλων χαρτοφυλακίων συναλλαγών παράγωγων προϊόντων με σημαντική έκθεση στους καθορισμούς διατραπεζικών επιτοκίων σε σχέση με τα δεδομένα εισόδου.

9.

Τα αρχεία φυλάσσονται σε μέσο που επιτρέπει την πρόσβαση στις αποθηκευμένες πληροφορίες για μελλοντική εξέταση με τεκμηριωμένη διαδρομή ελέγχου.

10.

Ο αρμόδιος για τη συμμόρφωση φορέας του συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου υποβάλλει σε τακτική βάση στη διοίκηση έκθεση με τα πορίσματά του, συμπεριλαμβανομένων των αντιστρεπτέων συναλλαγών.

11.

Τα δεδομένα εισόδου και οι διαδικασίες αποτελούν αντικείμενο τακτικών εσωτερικών επανεξετάσεων.

12.

Διενεργείται εξωτερικός έλεγχος των δεδομένων εισόδου ενός συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου, της συμμόρφωσής του με τον κώδικα δεοντολογίας και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού για πρώτη φορά έξι μήνες μετά την κατάρτιση του κώδικα δεοντολογίας και οι επόμενοι κάθε δύο έτη.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Μεθοδολογία

1.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος επισημοποιεί, τεκμηριώνει και δημοσιοποιεί κάθε μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό ενός δείκτη αναφοράς. Η μεθοδολογία αυτή περιλαμβάνει και περιγράφει τουλάχιστον τα εξής:

α)

όλα τα κριτήρια και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ο διαχειριστής χρησιμοποιεί τα δεδομένα εισόδου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον συγκεκριμένο όγκο τους, τις πραγματοποιηθείσες και τις αναφερθείσες συναλλαγές, τις προσφορές και τυχόν άλλα στοιχεία για την αγορά στην αξιολόγησή του ή τις περιόδους ή τις προθεσμίες αξιολόγησης, τον λόγο για το οποίο ο διαχειριστής συλλέγει τα συγκεκριμένα δεδομένα εισόδου, τις κατευθυντήριες γραμμές για τον έλεγχο της άσκησης της κρίσης από τους αξιολογητές και τυχόν άλλες πληροφορίες, όπως υποθέσεις, μοντέλα ή παρεκβολές από τα συλλεχθέντα δεδομένα που συνεκτιμώνται κατά την αξιολόγηση·

β)

τις διαδικασίες και τις πρακτικές που έχουν σχεδιαστεί για τη διασφάλιση της συνέπειας μεταξύ των αξιολογητών κατά την άσκηση της κρίσης τους·

γ)

τη σχετική σημασία που πρέπει να δοθεί σε κάθε κριτήριο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, ειδικότερα το είδος των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται και τον τύπο του κριτηρίου που χρησιμοποιείται για την καθοδήγηση της κρίσης ώστε να διασφαλιστούν η ποιότητα και η ακεραιότητα του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς·

δ)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ελάχιστης ποσότητας δεδομένων συναλλαγών που απαιτείται για τον υπολογισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς. Εάν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν έχει καθοριστεί ελάχιστο όριο, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των διαδικασιών που πρέπει να χρησιμοποιούνται όπου δεν υπάρχουν δεδομένα συναλλαγών·

ε)

τα κριτήρια σχετικά με τις περιόδους αξιολόγησης, στην περίπτωση που τα υποβληθέντα δεδομένα δεν υπερβαίνουν το συνιστώμενο κατώτατο όριο δεδομένων συναλλαγών της μεθοδολογίας ή δεν πληρούν τα υποχρεωτικά πρότυπα ποιότητας του διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης, όπως τα θεωρητικά μοντέλα εκτίμησης. Τα εν λόγω κριτήρια εξηγούν τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχουν δεδομένα συναλλαγών·

στ)

τα κριτήρια για τον έγκαιρο χαρακτήρα των συνεισφορών δεδομένων εισόδου και τα μέσα των συνεισφορών αυτών, ηλεκτρονικά, τηλεφωνικά ή με άλλον τρόπο·

ζ)

τα κριτήρια και τις διαδικασίες για τις περιόδους αξιολόγησης, στην περίπτωση που ένας ή περισσότεροι συνεισφέροντες υποβάλλουν δεδομένα εισόδου τα οποία αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνόλου των δεδομένων εισόδου για τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς. Ο διαχειριστής καθορίζει επίσης στα εν λόγω κριτήρια και διαδικασίες τον ορισμό του σημαντικού ποσοστού για τον υπολογισμό κάθε δείκτη αναφοράς·

η)

κριτήρια σύμφωνα με τα οποία δεδομένα συναλλαγών μπορούν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό ενός δείκτη αναφοράς.

2.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος δημοσιεύει ή διαθέτει τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που αυτός χρησιμοποιεί για κάθε δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος που παρέχει και δημοσιεύει ή, κατά περίπτωση, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχονται και δημοσιεύονται.

3.

Παράλληλα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο σημείο 2, ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος περιγράφει επίσης και δημοσιεύει όλα τα ακόλουθα:

α)

το σκεπτικό για την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προσαρμογής της τιμής και αναφορά των λόγων για τους οποίους η χρονική περίοδος ή η προθεσμία μέσα στην οποία τα δεδομένα εισόδου γίνονται αποδεκτά αποτελεί αξιόπιστο δείκτη των αξιών της πραγματικής αγοράς·

β)

τη διαδικασία εσωτερικής επανεξέτασης και έγκρισης μιας δεδομένης μεθοδολογίας, αλλά και τη συχνότητα της επανεξέτασης·

γ)

τη διαδικασία εξωτερικής επανεξέτασης μιας δεδομένης μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την επίτευξη της αποδοχής της αγοράς για τη μεθοδολογία μέσω διαβούλευσης με τους χρήστες σχετικά με τις σημαντικές αλλαγές στις διαδικασίες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς.

Αλλαγές σε μεθοδολογία

4.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος υιοθετεί και κοινοποιεί στους χρήστες ειδικές διαδικασίες και το σκεπτικό τυχόν προτεινόμενων ουσιωδών αλλαγών στη μεθοδολογία του. Οι διαδικασίες αυτές συνάδουν με τον γενικό στόχο σύμφωνα με τον οποίο ο διαχειριστής οφείλει να διασφαλίσει τη συνεχή ακεραιότητα των υπολογισμών του δείκτη αναφοράς και να εφαρμόσει τις αλλαγές για την ομαλή λειτουργία της αγοράς την οποία αφορούν οι συγκεκριμένες αλλαγές. Οι διαδικασίες αυτές:

α)

παρέχουν έγκαιρη ενημέρωση εντός σαφούς χρονοδιαγράμματος που παρέχει στους χρήστες επαρκή δυνατότητα ανάλυσης και σχολιασμού του αντίκτυπου των προτεινόμενων αλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τον υπολογισμό του συνόλου των περιστάσεων από τον διαχειριστή·

β)

προβλέπουν την παροχή πρόσβασης σε όλους τους χρήστες της αγοράς στις παρατηρήσεις των χρηστών και τις απαντήσεις που παρέχει ο διαχειριστής μετά από κάθε δεδομένη περίοδο διαβούλευσης, εκτός εάν το πρόσωπο που υποβάλλει τις παρατηρήσεις ζητήσει την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα.

5.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εξετάζει τακτικά τις μεθοδολογίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι αντικατοπτρίζουν με αξιόπιστο τρόπο την αξιολογούμενη πραγματική αγορά και περιλαμβάνει διαδικασίες συνεκτίμησης των απόψεων των οικείων χρηστών.

Ποιότητα και ακεραιότητα των υπολογισμών δεικτών αναφοράς

6.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος οφείλει:

α)

να προσδιορίζει τα κριτήρια για τον καθορισμό του βασικού προϊόντος που αφορά μια συγκεκριμένη μεθοδολογία·

β)

να δώσει προτεραιότητα στα δεδομένα εισόδου με την εξής σειρά, στην περίπτωση που συνάδουν με τις μεθοδολογίες του:

i)

πραγματοποιηθείσες και αναφερθείσες συναλλαγές,

ii)

προσφορές και τιμές αγοράς,

iii)

άλλα στοιχεία.

Σε περίπτωση που δεν δοθεί προτεραιότητα στις πραγματοποιηθείσες και αναφερθείσες συναλλαγές, αναφέρεται η αιτιολογία, όπως απαιτείται στο σημείο 7 στοιχείο β).

γ)

να εφαρμόζει επαρκή μέτρα σχεδιασμένα για τη χρήση των δεδομένων εισόδου που υποβλήθηκαν και ελήφθησαν καλόπιστα υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέρη που υποβάλλουν τα δεδομένα εισόδου έχουν εκτελέσει ή είναι διατεθειμένα να εκτελέσουν συναλλαγές από τις οποίες προκύπτουν τέτοια δεδομένα εισόδου, και οι πραγματοποιηθείσες συναλλαγές εκτελέστηκαν σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς, ενώ θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις συναλλαγές μεταξύ θυγατρικών·

δ)

να καθιερώσει και να χρησιμοποιεί διαδικασίες για τον εντοπισμό μη κανονικών ή ύποπτων δεδομένων συναλλαγών και να τηρεί αρχεία των αποφάσεων αποκλεισμού δεδομένων συναλλαγών από τη διαδικασία που εφαρμόζει ο διαχειριστής για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς·

ε)

να ενθαρρύνει τους συνεισφέροντες να υποβάλλουν το σύνολο των δεδομένων εισόδου τους τα οποία πληρούν τα κριτήρια του διαχειριστή για τον εν λόγω υπολογισμό. Οι διαχειριστές επιδιώκουν, εφόσον διαθέτουν την ικανότητα και σε εύλογα πλαίσια, να διασφαλίσουν ότι τα υποβληθέντα δεδομένα εισόδου είναι αντιπροσωπευτικά των πραγματικών εκτελεσθεισών συναλλαγών των συνεισφερόντων· και

στ)

εφαρμόζουν σύστημα κατάλληλων μέτρων για να διασφαλίσουν ότι οι συνεισφέροντες συμμορφώνονται με τα εφαρμοστέα πρότυπα ποιότητας και ακεραιότητας του διαχειριστή σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου.

7.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος περιγράφει και δημοσιεύει για κάθε υπολογισμό, σε εύλογο βαθμό και με την επιφύλαξη της δέουσας δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς:

α)

συνοπτική επεξήγηση, επαρκή για τη διευκόλυνση της κατανόησης του συνδρομητή ενός δείκτη αναφοράς ή της αρμόδιας αρχής, του τρόπου με τον οποίο αναπτύχθηκε ο υπολογισμός, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον του μεγέθους και της ρευστότητας της αξιολογούμενης πραγματικής αγοράς (όπως ο υποβληθείς αριθμός και όγκος των συναλλαγών), του εύρους και του μέσου όρου της τιμής και των ενδεικτικών ποσοστών κάθε τύπου δεδομένων εισόδου που έχουν συνεκτιμηθεί κατά τον υπολογισμό· συμπεριλαμβάνονται όροι σχετικά με τη μεθοδολογία τιμολόγησης, όπως «με βάση τις συναλλαγές», «με βάση τη διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης» ή «κατόπιν παρεμβολής ή παρεκβολής»· και

β)

συνοπτική εξήγηση του βαθμού στον οποίο και της βάσης επί της οποίας χρησιμοποιήθηκε σε οποιονδήποτε υπολογισμό η απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των αποκλεισμών δεδομένων που κατά τα λοιπά συμμορφώνονταν προς τις απαιτήσεις της σχετικής μεθοδολογίας για τον εν λόγω υπολογισμό, βασίζοντας τις τιμές σε διαφορές μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης ή παρεμβολές, παρεκβολές, σταθμισμένες προσφορές ή προσφορές ανώτερες των ενδεχόμενων πραγματοποιηθεισών συναλλαγών.

Ακεραιότητα της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων

8.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος οφείλει:

α)

να καθορίσει τα κριτήρια που προσδιορίζουν τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή·

β)

να εφαρμόζει διαδικασίες ελέγχου ποιότητας για την εκτίμηση ταυτότητας συνεισφέροντος και κάθε υποβάλλοντος του συνεισφέροντος που υποβάλλει δεδομένα εισόδου και τη χορήγηση άδειας στον υποβάλλοντα αυτόν για την υποβολή δεδομένων εισόδου εκ μέρους συνεισφέροντος·

γ)

να προσδιορίζει τα κριτήρια που ισχύουν για τους απασχολούμενους του συνεισφέροντος στους οποίους επιτρέπεται να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή εκ μέρους του συνεισφέροντος· να ενθαρρύνει τους συνεισφέροντες να υποβάλλουν δεδομένα συναλλαγών από λειτουργίες διεκπεραίωσης ανειλημμένων συναλλαγών και να αναζητούν δεδομένα επαλήθευσης από άλλες πηγές, στην περίπτωση που τα δεδομένα συναλλαγών λαμβάνονται απευθείας από διαπραγματευτή· και

δ)

να εφαρμόζει εσωτερικούς ελέγχους και έγγραφες διαδικασίες για τον εντοπισμό επαφών μεταξύ συνεισφερόντων και αξιολογητών που επιχειρούν να επηρεάσουν τον υπολογισμό προς όφελος οποιασδήποτε θέσης διαπραγμάτευσης (του συνεισφέροντος, των υπαλλήλων του ή άλλου τρίτου μέρους) ή επιχειρούν να προκαλέσουν την παράβαση, από αξιολογητή, των κανόνων του διαχειριστή ή των κατευθυντήριων γραμμών του ή να εντοπίζει τους συνεισφέροντες που εμπλέκονται σε υποβολή μη κανονικών ή ύποπτων δεδομένων συναλλαγών. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν, κατά το μέτρο του δυνατού, την πρόβλεψη κλιμάκωσης της έρευνας από τον διαχειριστή εντός της εταιρείας του συνεισφέροντος. Οι έλεγχοι περιλαμβάνουν τη διασταύρωση των δεικτών της αγοράς για την επικύρωση των υποβληθέντων στοιχείων.

Αξιολογητές

9.

Όσον αφορά τον ρόλο του αξιολογητή, ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος πρέπει:

α)

να θεσπίζει και να εφαρμόζει ειδικούς εσωτερικούς κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές για την επιλογή των αξιολογητών, που περιλαμβάνουν το ελάχιστο επίπεδο κατάρτισης, πείρας και δεξιοτήτων τους, καθώς επίσης τη διαδικασία για την περιοδική επανεξέταση της ικανότητάς τους·

β)

να εφαρμόζει ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί μπορούν να πραγματοποιούνται σε σταθερή και τακτική βάση·

γ)

να μεριμνά για τη συνέχεια και τον προγραμματισμό της διαδοχής σε σχέση με τους αξιολογητές του, ώστε να διασφαλίσει ότι οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται με συνέπεια και από υπαλλήλους που διαθέτουν το κατάλληλο επίπεδο πραγματογνωσίας· και

δ)

να καθιερώσει διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας των υπολογισμών. Κατ' ελάχιστον, οι εσωτερικοί αυτοί έλεγχοι και οι διαδικασίες απαιτούν τη συνεχή εποπτεία των αξιολογητών για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της μεθοδολογίας και διαδικασίες για εσωτερική επαλήθευση από επόπτη πριν από την έγκριση της δημοσίευσης τιμών για χρήση στην αγορά.

Διαδρομές ελέγχου

10.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εφαρμόζει κανόνες και διαδικασίες για την ταυτόχρονη τεκμηρίωση των σχετικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων:

α)

όλων των δεδομένων εισόδου·

β)

των κρίσεων των αξιολογητών σχετικά με την πραγματοποίηση του υπολογισμού κάθε δείκτη αναφοράς·

γ)

του αν αποκλείστηκε από τον υπολογισμό μια συγκεκριμένη συναλλαγή που κατά τα λοιπά πληροί τις απαιτήσεις της σχετικής μεθοδολογίας για τον εν λόγω υπολογισμό και της αιτιολόγησης του αποκλεισμού της·

δ)

της ταυτότητας κάθε αξιολογητή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που υπέβαλε ή διέθεσε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).

11.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εφαρμόζει κανόνες και διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι η διαδρομή ελέγχου των σχετικών πληροφοριών διατηρείται τουλάχιστον για πέντε έτη, με στόχο την τεκμηρίωση της ανάπτυξης των υπολογισμών.

Συγκρούσεις συμφερόντων

12.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, τη διαχείριση ή τον περιορισμό και την αποφυγή τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και την προστασία της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των υπολογισμών. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται συστηματικά και:

α)

διασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί του δείκτη αναφοράς δεν επηρεάζονται από την ύπαρξη ή το ενδεχόμενο εμφάνισης εμπορικής ή προσωπικής επιχειρηματικής σχέσης ή συμφέροντος μεταξύ του διαχειριστή ή των συνδεδεμένων οντοτήτων, του προσωπικού του, των πελατών, τυχόν συμμετεχόντων στην αγορά ή προσώπων που συνδέονται με αυτούς·

β)

διασφαλίζουν ότι τα προσωπικά συμφέροντα και οι επιχειρηματικές σχέσεις του προσωπικού του διαχειριστή δεν επιτρέπεται να διακυβεύουν τις λειτουργίες του διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων των μετακινήσεων, της εξωτερικής απασχόλησης, της αποδοχής δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας, δώρων και φιλοξενίας από πελάτες του διαχειριστή ή άλλους παράγοντες της αγοράς βασικών προϊόντων·

γ)

διασφαλίζουν, σε ό,τι αφορά τις εντοπισθείσες συγκρούσεις, τον κατάλληλο διαχωρισμό των καθηκόντων στον διαχειριστή μέσω της εποπτείας, της αντιστάθμισης, της πρόσβασης στα συστήματα και της ροής πληροφοριών·

δ)

διαφυλάσσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που υποβλήθηκαν στον διαχειριστή ή παρήχθησαν από αυτόν, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων περί κοινοποίησης, του διαχειριστή·

ε)

απαγορεύουν στα διευθυντικά στελέχη, στους αξιολογητές και άλλους υπαλλήλους του διαχειριστή τη συνεισφορά στοιχείων σε υπολογισμό του δείκτη αναφοράς μέσω της συμμετοχής σε προσφορές και συναλλαγές είτε σε προσωπική βάση είτε για λογαριασμό παραγόντων της αγοράς· και

στ)

αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά εντοπισθείσες συγκρούσεις συμφερόντων που ενδεχομένως υφίστανται μεταξύ της παροχής του δείκτη αναφοράς από τον διαχειριστή (συμπεριλαμβανομένων όλων των υπαλλήλων που επιτελούν ή συμμετέχουν με άλλον τρόπο στις αρμοδιότητες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς) και τυχόν άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του διαχειριστή.

13.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος διασφαλίζει ότι οι άλλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες επιτελούνται βάσει κατάλληλων διαδικασιών και μηχανισμών που έχουν σχεδιαστεί για την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας επίδρασης των συγκρούσεων συμφερόντων στην ακεραιότητα των υπολογισμών του δείκτη αναφοράς.

14.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος διασφαλίζει ότι διαθέτει ξεχωριστούς διαύλους αναφοράς μεταξύ των διευθυντικών στελεχών του, των αξιολογητών και άλλων υπαλλήλων και από τους διευθυντές μέχρι το ανώτερο επίπεδο διοίκησης του διαχειριστή και το συμβούλιό του, ώστε να διασφαλίσει:

α)

ότι ο διαχειριστής εφαρμόζει με ικανοποιητικό τρόπο τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού· και

β)

ότι οι αρμοδιότητες είναι σαφώς καθορισμένες και δεν προκαλούν συγκρούσεις ή αντιλήψεις συγκρούσεων.

15.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ενημερώνει τους χρήστες του μόλις λάβει γνώση σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει από την ιδιοκτησία του διαχειριστή.

Καταγγελίες

16.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος πρέπει να εφαρμόζει και να δημοσιοποιεί πολιτική διαχείρισης εγγράφων καταγγελιών για την παραλαβή, τη διερεύνηση και την τήρηση αρχείων αναφορικά με τις καταγγελίες που υποβλήθηκαν σχετικά με τη διαδικασία υπολογισμού του διαχειριστή. Οι εν λόγω μηχανισμοί υποβολής καταγγελιών πρέπει να διασφαλίζουν ότι:

α)

οι συνδρομητές του δείκτη αναφοράς δύνανται να υποβάλλουν καταγγελίες σχετικά με το κατά πόσο ο υπολογισμός ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικός της αξίας της αγοράς, προτεινόμενες αλλαγές στον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, τις εφαρμογές της μεθοδολογίας σε σχέση με τον υπολογισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς και άλλες συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις διαδικασίες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς·

β)

εφαρμόζεται στοχευόμενο χρονοδιάγραμμα για τη διαχείριση των καταγγελιών·

γ)

οι επίσημες καταγγελίες που υποβάλλονται εναντίον του διαχειριστή και του προσωπικού του ερευνώνται από τον διαχειριστή έγκαιρα και με αμεροληψία·

δ)

η έρευνα διεξάγεται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε υπάλληλο ενδέχεται να ενέχεται στο αντικείμενο της καταγγελίας·

ε)

ο διαχειριστής επιδιώκει την ταχεία ολοκλήρωση της έρευνάς του·

στ)

ο διαχειριστής ενημερώνει τον καταγγέλλοντα και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με το πόρισμα της έρευνας εγγράφως και μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

ζ)

υφίσταται δυνατότητα προσφυγής σε ανεξάρτητο τρίτο μέρος που ορίζεται από τον διαχειριστή, εάν ο καταγγέλλων δεν ικανοποιηθεί από τον τρόπο χειρισμού από τον οικείο διαχειριστή ή την απόφαση του διαχειριστή για την υπόθεση, το αργότερο έξι μήνες από την υποβολή της αρχικής καταγγελίας· και

η)

όλα τα έγγραφα που αφορούν την καταγγελία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλει ο καταγγέλλων, καθώς και το αρχείο του ίδιου του διαχειριστή τηρούνται για τουλάχιστον πέντε έτη.

17.

Διαφορές σε ό,τι αφορά τον ημερήσιο προσδιορισμό των τιμών, που δεν αποτελούν επίσημες καταγγελίες, επιλύονται από τον διαχειριστή δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος σύμφωνα με τις σχετικές καθιερωμένες διαδικασίες του. Αν μια καταγγελία οδηγήσει σε μεταβολή της τιμής, τα στοιχεία για την εν λόγω μεταβολή της τιμής γνωστοποιούνται στην αγορά το συντομότερο δυνατόν.

Εξωτερικοί έλεγχοι

18.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή που διαθέτει την απαιτούμενη πείρα και ικανότητα για την επανεξέταση και την υποβολή εκθέσεων όσον αφορά την τήρηση των κριτηρίων που καθορίζονται στη μεθοδολογία του και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Οι έλεγχοι διεξάγονται σε ετήσια βάση και τα αποτελέσματά τους δημοσιεύονται τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου, ενώ διεξάγονται κατά περίπτωση και περαιτέρω ενδιάμεσοι έλεγχοι.


29.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 171/66


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους για την αναπαραγωγή, το εμπόριο και την είσοδο στην Ένωση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014, καθώς και των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της αναπαραγωγής ζώων («κανονισμός για την αναπαραγωγή ζώων»)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ·

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 42 και το άρθρο 43 παράγραφος 2·

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια·

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών·

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η αναπαραγωγή βοοειδών, χοίρων, αιγοπροβάτων και ιπποειδών κατέχει, από οικονομική και κοινωνική άποψη, στρατηγική θέση στη γεωργία της Ένωσης και συμβάλλει στην πολιτιστική κληρονομιά της Ένωσης. Η γεωργική αυτή δραστηριότητα, η οποία συμβάλλει στην επισιτιστική ασφάλεια της Ένωσης, αποτελεί πηγή εισοδήματος για τον γεωργικό πληθυσμό. Η αναπαραγωγή ζώων των συγκεκριμένων ειδών ενισχύεται καλύτερα με την ενθάρρυνση της χρήσης καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής ή υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής καταγεγραμμένης υψηλής γενετικής ποιότητας.

(2)

Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής τους, τα κράτη μέλη καταβάλλουν συνεχείς προσπάθειες προώθησης της παραγωγής ζωικού κεφαλαίου συγκεκριμένων γενετικών χαρακτηριστικών, καθορίζοντας πρότυπα, ορισμένες φορές μέσω δημόσιων επενδύσεων. Οι αποκλίσεις μεταξύ των εν λόγω προτύπων ενδέχεται να εγείρουν τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους, καθώς και τεχνικά εμπόδια στην είσοδό τους στην Ένωση.

(3)

Το νομικό πλαίσιο για το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με την αναπαραγωγή καθαρόαιμων βοοειδών, χοίρων, αιγοπροβάτων και ιπποειδών αναπαραγωγής και υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής παρέχεται από τις οδηγίες 88/661/ΕΟΚ (3), 89/361/ΕΟΚ (4), 90/427/ΕΟΚ (5), 91/174/ΕΟΚ (6), 94/28/ΕΚ (7) και 2009/157/ΕΚ (8) του Συμβουλίου. Ο σκοπός των εν λόγω οδηγιών ήταν η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στην Ένωση, ρυθμίζοντας παράλληλα το εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και την είσοδό τους στην Ένωση, και η διατήρηση κατ' αυτόν τον τρόπο της ανταγωνιστικότητας στον τομέα αναπαραγωγής ζώων στην Ένωση.

(4)

Οι οδηγίες 87/328/ΕΟΚ (9), 90/118/ΕΟΚ (10) και 90/119/ΕΟΚ (11) του Συμβουλίου εκδόθηκαν για να προλάβουν τα κράτη μέλη από τη διατήρηση ή την έκδοση εθνικών διατάξεων σχετικά με την αποδοχή για σκοπούς αναπαραγωγής βοοειδών και χοίρων αναπαραγωγής και σχετικά με την παραγωγή και τη χρήση του σπέρματος, των ωοκυττάρων και των εμβρύων τους οι οποίες θα μπορούσαν να συνιστούν απαγόρευση ή περιορισμό των συναλλαγών, είτε πρόκειται για φυσική αναπαραγωγή είτε για τεχνητή σπερματέγχυση ή συλλογή σπέρματος, ωοκυττάρων ή εμβρύων.

(5)

Με βάση τις οδηγίες 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 91/174/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μόνιμης ζωοτεχνικής επιτροπής η οποία συστάθηκε σύμφωνα με την απόφαση 77/505/ΕΟΚ του Συμβουλίου (12), εξέδωσε μια σειρά αποφάσεων που προέβλεπαν ειδικά ανά είδος κριτήρια για την έγκριση ή την αναγνώριση οργανώσεων αναπαραγωγής και ενώσεων εκτροφέων, για την εγγραφή των ζώων αναπαραγωγής σε γενεαλογικά μητρώα, σε βιβλία αγέλης και σε βιβλία αναπαραγωγής, για την αποδοχή καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής όσον αφορά τα αιγοπρόβατα για αναπαραγωγή και τεχνητή σπερματέγχυση, για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων αναπαραγωγής, καθώς και για την κατάρτιση γενεαλογικών ή ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για το εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους.

(6)

Η Επιτροπή έχει επίσης καταρτίσει κατάλογο των φορέων αναπαραγωγής που βρίσκονται σε τρίτες χώρες και τα υποδείγματα γενεαλογικών ή ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για την είσοδο στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής, σπέρματος, ωοκυττάρων και εμβρύων τους.

(7)

Οι οδηγίες 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 91/174/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ παρουσιάζουν, σε μεγάλο βαθμό, ομοιότητες ως προς τη δομή και το περιεχόμενο. Πολλές από τις οδηγίες αυτές έχουν τροποποιηθεί με την πάροδο του χρόνου. Για τους σκοπούς της απλοποίησης και της συνοχής του ενωσιακού δικαίου, είναι σκόπιμος ο εξορθολογισμός των ενωσιακών κανόνων που προβλέπονται στις εν λόγω οδηγίες.

(8)

Την τελευταία εικοσαετία, η Επιτροπή χρειάστηκε να ανταποκριθεί σε έναν σημαντικό αριθμό καταγγελιών, εκ μέρους εκτροφέων και επιχειρήσεων που πραγματοποιούν προγράμματα αναπαραγωγής, οι οποίες αφορούσαν τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την ερμηνεία των νομικών πράξεων της Ένωσης όσον αφορά την αναπαραγωγή των ζώων σε διάφορα κράτη μέλη. Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης για τα ζώα αναπαραγωγής και για να αποφευχθούν τα εμπόδια στο εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους, τα οποία απορρέουν από τις αποκλίσεις στη μεταφορά των οδηγιών αυτών στο εθνικό δίκαιο, οι ζωοτεχνικοί και γενεαλογικοί όροι για το εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και την είσοδό τους στην Ένωση θα πρέπει να ορίζονται με κανονισμό.

(9)

Επιπλέον, η πείρα έχει δείξει ότι, για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στις οδηγίες αυτές, απαιτείται σε αρκετές από τις διατάξεις τους ακριβέστερη διατύπωση, καθώς και συνεπής και τυποποιημένη για όλα τα κράτη μέλη ορολογία. Για λόγους σαφήνειας και συνέπειας του ενωσιακού δικαίου, είναι επίσης σκόπιμο να προβλέπονται περισσότεροι ορισμοί, συμπεριλαμβανομένου ορισμού για τη «φυλή».

(10)

Η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας στον τομέα της αναπαραγωγής ζώων δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην εξαφάνιση φυλών των οποίων τα γνωρίσματα είναι προσαρμοσμένα σε ειδικές βιοφυσικές συνθήκες. Ενδέχεται να χαθεί η γενετική ποικιλότητα τοπικών φυλών, εάν ο πληθυσμός τους είναι υπερβολικά μικρός. Ως σημαντικό μέρος της γεωργικής βιοποικιλότητας, οι ζωικοί γενετικοί πόροι αποτελούν ουσιαστική βάση για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα του ζωικού κεφαλαίου και προσφέρουν ευκαιρίες για την προσαρμογή των ζώων σε περιβάλλοντα, συνθήκες παραγωγής και απαιτήσεις των καταναλωτών και της αγοράς που μεταβάλλονται. Οι νομικές πράξεις της Ένωσης σχετικά με την αναπαραγωγή ζώων θα πρέπει, ως εκ τούτου, να συμβάλουν στη διατήρηση των ζωικών γενετικών πόρων, στην προστασία της βιοποικιλότητας και στην παραγωγή περιφερειακών προϊόντων τυπικής ποιότητας που βασίζονται στα συγκεκριμένα κληρονομικά χαρακτηριστικά τοπικών φυλών οικόσιτων ζώων. Οι νομικές πράξεις της Ένωσης θα πρέπει επίσης να προωθούν βιώσιμα προγράμματα αναπαραγωγής για τη βελτίωση φυλών και, ιδίως όταν πρόκειται για φυλές που απειλούνται με εξαφάνιση ή αυτόχθονες φυλές που συνήθως δεν απαντούν στην Ένωση, για τη διατήρηση των φυλών και τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας εντός και μεταξύ των φυλών.

(11)

Μέσω της επιλογής και της αναπαραγωγής έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στην ανάπτυξη χαρακτηριστικών που συνδέονται με την παραγωγικότητα εκτρεφόμενων ζώων, η οποία αποφέρει μείωση του κόστους παραγωγής σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, το γεγονός αυτό είχε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανεπιθύμητες παρενέργειες με αποτέλεσμα να διατυπωθούν ανησυχίες της κοινωνίας για την καλή μεταχείριση των ζώων και για περιβαλλοντικά ζητήματα. Η εφαρμογή της γονιδιωματικής και η χρήση προηγμένων τεχνολογιών της πληροφορίας όπως «Κτηνοτροφία με ακρίβεια» —που επιτρέπει την καταγραφή μεγάλων συνόλων δεδομένων σχετικά με εναλλακτικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την καλή μεταχείριση των ζώων και με θέματα βιωσιμότητας- προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες για την αντιμετώπιση των ανησυχιών της κοινωνίας και για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ζωικής αναπαραγωγής ως προς τη βελτίωση της αποδοτικότητας των πόρων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ευρωστίας των ζώων. Η συλλογή δεδομένων σχετικά με τα εναλλακτικά αυτά χαρακτηριστικά θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο των προγραμμάτων αναπαραγωγής και θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τον καθορισμό στόχων επιλογής. Στο πλαίσιο αυτό, οι γενετικοί πόροι φυλών που απειλούνται με εξαφάνιση θα πρέπει να θεωρούνται δεξαμενή γονιδίων που μπορεί ενδεχομένως να συμβάλει στην επίτευξη των εν λόγω στόχων ως προς την καλή μεταχείριση των ζώων και τη βιωσιμότητα.

(12)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στα βοοειδή, τους χοίρους, τα αιγοπρόβατα και τα ιπποειδή αναπαραγωγής και στο αναπαραγωγικό υλικό τους, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εν λόγω ζώα ή οι απόγονοι που προέρχονται από το εν λόγω αναπαραγωγικό υλικό πρόκειται να εγγραφούν ως καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής σε βιβλίο αναπαραγωγής ή να καταχωριστούν ως υβριδικοί χοίροι αναπαραγωγής σε μητρώο αναπαραγωγής, ιδίως με σκοπό το εμπόριο εντός της Ένωσης, καθώς και εντός κράτους μέλους, ή την είσοδο στην Ένωση των εν λόγω ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους.

(13)

Ο όρος «ζώο αναπαραγωγής» ή «καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής» δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι καλύπτει μόνο τα ζώα που διατηρούν την αναπαραγωγική λειτουργία τους. Πράγματι, ευνουχισμένα ζώα ενδέχεται να συμβάλουν με τα γενεαλογικά και ζωοτεχνικά μητρώα τους στην εκτίμηση της γενετικής ποιότητας του αναπαραγωγικού πληθυσμού και, κατ' επέκταση, στο αδιάβλητο της κατάταξης των ζώων αναπαραγωγής με βάση τα αποτελέσματα αυτά. Ανάλογα με τους στόχους του προγράμματος αναπαραγωγής, η έλλειψη ή η απώλεια στοιχείων που προκύπτουν από τον ρητό αποκλεισμό ευνουχισμένων ζώων από την εγγραφή σε βιβλίο ή μητρώο αναπαραγωγής είναι πιθανόν να έθιγε τα αποτελέσματα της εκτίμησης της γενετικής ποιότητας ζώων αναπαραγωγής τα οποία συνδέονται γενετικά με τα εν λόγω ευνουχισμένα ζώα.

(14)

Ο σκοπός των κανόνων για τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι η παροχή πρόσβασης σε συναλλαγές που βασίζονται σε συμφωνημένες αρχές οι οποίες ισχύουν για την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής που διαχειρίζονται φυλές ζώων και την έγκριση των αντίστοιχων προγραμμάτων αναπαραγωγής των ζώων αυτών. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να θεσπίζει κανόνες που διέπουν την εγγραφή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής στο κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής και, όπου υπάρχουν, στις διάφορες κλάσεις αξιολόγησης του κύριου τμήματος. Θα πρέπει επίσης να θεσπίζει κανόνες για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση και κανόνες για την αποδοχή ζώων αναπαραγωγής για αναπαραγωγή, καθώς και για το περιεχόμενο των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών.

(15)

Ομοίως, ο σκοπός των κανόνων για τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι η παροχή πρόσβασης σε συναλλαγές που βασίζονται σε συμφωνημένες αρχές για την αναγνώριση των επιχειρήσεων αναπαραγωγής που διαχειρίζονται διάφορες φυλές, σειρές ή διασταυρώσεις χοίρειου είδους και στην έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής τους. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να θεσπίζει κανόνες που να διέπουν την καταχώριση υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής στα μητρώα αναπαραγωγής. Θα πρέπει επίσης να θεσπίζει κανόνες για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση και κανόνες για την αποδοχή υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής για αναπαραγωγή, καθώς και το περιεχόμενο των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών.

(16)

Δεν προσήκει στον παρόντα κανονισμό να εξεταστούν ζητήματα σχετικά με την κλωνοποίηση.

(17)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η εξασφάλιση μιας εναρμονισμένης προσέγγισης για το εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και την είσοδό τους στην Ένωση, καθώς και για τους επίσημους ελέγχους που πρέπει να διενεργούνται στα προγράμματα αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από κοινωνίες εκτροφής και επιχειρήσεις αναπαραγωγής, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο, μπορεί όμως, λόγω των αποτελεσμάτων, της πολυπλοκότητας, του διασυνοριακού και διεθνούς χαρακτήρα του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λαμβάνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(18)

Η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από τις κοινωνίες εκτροφής και τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής και ο τρόπος με τον οποίο αξιολογούν και ταξινομούν τα ζώα αναπαραγωγής επηρεάζουν την ποιότητα και την ακρίβεια των ζωοτεχνικών και γενεαλογικών πληροφοριών που συλλέγονται ή καθορίζονται για τα ζώα αυτά και την αξία τους στην αγορά. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για την αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής και για την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής τους με βάση εναρμονισμένα κριτήρια της Ένωσης. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει επίσης να καλύπτουν την εποπτεία τους από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες που θεσπίζονται από κοινωνίες εκτροφής και επιχειρήσεις αναπαραγωγής δεν οδηγούν σε ανισότητες μεταξύ των προγραμμάτων αναπαραγωγής και δεν θέτουν, κατ' αυτόν τον τρόπο, τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο στην Ένωση.

(19)

Στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προβλέπονται παρόμοιες διαδικασίες με εκείνες που προβλέπονται στις οδηγίες 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 91/174/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ για την αναγραφή των αναγνωρισμένων κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής σε κατάλογο, καθώς και για την επικαιροποίηση, τη διαβίβαση και τη δημοσίευση των καταλόγων στους οποίους αναγράφονται.

(20)

Τα προγράμματα αναπαραγωγής στα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής πραγματοποιούνται με γενικό στόχο τη βελτίωση, με βιώσιμο τρόπο, των παραγωγικών και μη παραγωγικών χαρακτηριστικών των ζώων μιας φυλής ή τη διατήρηση μιας φυλής. Τα προγράμματα αναπαραγωγής αυτά θα πρέπει να καλύπτουν έναν αρκούντως μεγάλο αριθμό καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που διατηρούνται από εκτροφείς οι οποίοι, μέσω της αναπαραγωγής και της επιλογής, προωθούν και αναπτύσσουν επιθυμητά χαρακτηριστικά των εν λόγω ζώων ή διασφαλίζουν τη διατήρηση της φυλής, σύμφωνα με στόχους που τυγχάνουν κοινής αποδοχής από τους συμμετέχοντες εκτροφείς. Ομοίως, τα προγράμματα αναπαραγωγής για τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής πραγματοποιούνται με σκοπό την ανάπτυξη επιθυμητών χαρακτηριστικών μέσα από τον σχεδιασμό των διασταυρώσεων μεταξύ διαφόρων φυλών, σειρών ή διασταυρώσεων χοίρων. Τα ζώα αναπαραγωγής (καθαρόαιμα ή υβριδικά) που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής εγγράφονται σε βιβλίο ή σε μητρώο αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τους προγόνους τους, και υποβάλλονται, ανάλογα με τους στόχους που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, σε έλεγχο της απόδοσης ή οποιαδήποτε άλλη αξιολόγηση που έχει ως αποτέλεσμα την καταχώριση δεδομένων που αφορούν τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τους στόχους του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής. Όταν υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, η γενετική αξιολόγηση διενεργείται για να εκτιμηθεί η αναπαραγωγική αξία των ζώων που μπορούν να κατατάσσονται αναλόγως. Οι εν λόγω αναπαραγωγικές τιμές και τα αποτελέσματα των ελέγχων απόδοσης, καθώς και οι γενεαλογικές πληροφορίες, αποτελούν τη βάση της αναπαραγωγής και της επιλογής.

(21)

Το δικαίωμα της αναγνώρισης ως κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής που πληροί τα καθορισθέντα κριτήρια θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης για την αναπαραγωγή ζώων και της ενιαίας αγοράς. Η προστασία της οικονομικής δραστηριότητας μιας υφιστάμενης αναγνωρισμένης κοινωνίας εκτροφής δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την άρνηση της αρμόδιας αρχής να αναγνωρίσει μια άλλη κοινωνία εκτροφής για την ίδια φυλή ή παραβιάσεις των αρχών που διέπουν την εσωτερική αγορά. Το ίδιο ισχύει για την έγκριση επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής ή για την έγκριση της γεωγραφικής επέκτασης ενός υφιστάμενου προγράμματος αναπαραγωγής το οποίο πραγματοποιείται στην ίδια φυλή ή σε ζώα αναπαραγωγής της ίδιας φυλής που μπορούν να επιλεγούν από τον αναπαραγωγικό πληθυσμό της κοινωνίας εκτροφής η οποία ήδη πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής στην εν λόγω φυλή. Ωστόσο, όταν σε ένα κράτος μέλος μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες κοινωνίες εκτροφής ήδη πραγματοποιούν εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής για μια δεδομένη φυλή, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους θα πρέπει, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, να μπορεί να αρνείται να εγκρίνει ένα επιπλέον πρόγραμμα αναπαραγωγής για την ίδια φυλή, ακόμη και εάν το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής συμμορφώνεται με όλες τις αναγκαίες για την έγκρισή του απαιτήσεις. Λόγο απόρριψης θα μπορούσε να συνιστά το γεγονός ότι η έγκριση ενός επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής για την ίδια φυλή θα έθετε σε κίνδυνο τη διατήρηση της εν λόγω φυλής ή της γενετικής ποικιλότητας εντός της εν λόγω φυλής στο εν λόγω κράτος μέλος. Η διατήρηση της εν λόγω φυλής θα μπορούσε ιδίως να τεθεί σε κίνδυνο λόγω του κατακερματισμού του αναπαραγωγικού πληθυσμού, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ενδογαμία, σε αυξημένα κρούσματα γενετικών ελαττωμάτων, σε απώλεια δυνατοτήτων επιλογής ή σε μειωμένη πρόσβαση των εκτροφέων σε καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής ή στο αναπαραγωγικό υλικό τους. Ένας άλλος λόγος άρνησης θα μπορούσε να συνδέεται με ασυνέπειες στα καθορισμένα γνωρίσματα της φυλής ή στους κύριους στόχους των συγκεκριμένων προγραμμάτων αναπαραγωγής. Πράγματι, ανεξαρτήτως του σκοπού του προγράμματος αναπαραγωγής, δηλαδή της διατήρησης της φυλής ή της βελτίωσης της φυλής, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την έγκριση ενός επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής για την ίδια φυλή όταν οι διαφορές ως προς τους κύριους στόχους των δύο προγραμμάτων αναπαραγωγής ή ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των γνωρισμάτων της φυλής που καθορίζονται στα συγκεκριμένα προγράμματα αναπαραγωγής θα οδηγούσαν σε μείωση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά τη γενετική πρόοδο ως προς τους εν λόγω στόχους ή τα εν λόγω χαρακτηριστικά ή οποιαδήποτε συσχετιζόμενα χαρακτηριστικά, ή όταν η ανταλλαγή ζώων μεταξύ των δύο πληθυσμών αναπαραγωγής θα ενείχε τον κίνδυνο μη επιλογής ή μη αναπαραγωγής των εν λόγω βασικών χαρακτηριστικών στον αρχικό πληθυσμό αναπαραγωγής. Τέλος, σε περίπτωση απειλούμενης φυλής ή αυτόχθονος φυλής που δεν απαντά συχνά σε ένα ή περισσότερα από τα εδάφη της Ένωσης, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να αρνηθεί την έγκριση ενός επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής για την ίδια φυλή, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω επιπλέον πρόγραμμα αναπαραγωγής θα παρεμπόδιζε την αποτελεσματική εφαρμογή του υφιστάμενου προγράμματος αναπαραγωγής, ιδίως ελλείψει συντονισμού ή ανταλλαγής των γενεαλογικών και ζωοτεχνικών πληροφοριών, με αποτέλεσμα να μην αντλούνται οφέλη από την κοινή αξιολόγηση των συλλεγόμενων δεδομένων για την εν λόγω φυλή. Σε περίπτωση απόρριψης της έγκρισης ενός προγράμματος, η αρμόδια αρχή θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παρέχει στους αιτούντες τεκμηριωμένη αιτιολόγηση και να τους εξασφαλίζει το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόρριψης.

(22)

Οι εκτροφείς θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής για δική τους χρήση, χωρίς το πρόγραμμα αυτό αναπαραγωγής να πρέπει να έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές. Ωστόσο, καθένα από τα κράτη μέλη, ή οι αρμόδιες αρχές τους, θα πρέπει να διατηρούν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν τις δραστηριότητες αυτές, ιδίως όταν παρόμοιο πρόγραμμα αναπαραγωγής οδηγεί σε εμπορικές συναλλαγές σε σχέση με ζώα αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού υλικού τους ή θέτει σε κίνδυνο ήδη υφιστάμενο, εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής για την ίδια φυλή.

(23)

Σε περίπτωση που το πρόγραμμα αναπαραγωγής έχει ως στόχο τη διατήρηση της φυλής, οι απαιτήσεις του προγράμματος αναπαραγωγής θα μπορούσαν να συμπληρώνονται με ex situ και in situ μέτρα διατήρησης ή με άλλα εργαλεία για την παρακολούθηση της κατάστασης της φυλής που θα μπορούσαν να διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη, βιώσιμη διατήρηση της φυλής αυτής. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι δυνατόν να ορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

(24)

Ενώσεις εκτροφέων, οργανώσεις αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων αναπαραγωγής που είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ή δημόσιοι φορείς θα πρέπει να αναγνωρίζονται ως κοινωνίες εκτροφής μόνον όταν έχουν εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους και διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εκτροφείς έχουν τη διακριτική ευχέρεια επιλογής και αναπαραγωγής των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής τους, το δικαίωμα να έχουν απογόνους που προέρχονται από τα ζώα αυτά που είναι εγγεγραμμένα στα βιβλία αναπαραγωγής τους και τη δυνατότητα να αποκτούν την κυριότητα των ζώων αυτών.

(25)

Πριν από την εφαρμογή αλλαγών στο εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής, μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής θα πρέπει να υποβάλλει τις εν λόγω αλλαγές στην αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής. Προκειμένου να αποφεύγεται περιττή διοικητική επιβάρυνση για τις αρμόδιες αρχές και την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής, μόνον οι αλλαγές που ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιαστικά το πρόγραμμα αναπαραγωγής θα πρέπει να κοινοποιούνται από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής στην αρμόδια αρχή. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει, ιδίως, να αφορούν την επέκταση της γεωγραφικής περιοχής, αλλαγές στον στόχο ή στους σκοπούς επιλογής και αναπαραγωγής του προγράμματος αναπαραγωγής, αλλαγές στην περιγραφή των χαρακτηριστικών της φυλής ή στην ανάθεση καθηκόντων σε τρίτους, καθώς και σημαντικές αλλαγές στο σύστημα καταγραφής των γενεαλογιών ή στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση, καθώς και τυχόν άλλες αλλαγές τις οποίες η αρμόδια αρχή θεωρεί ως σημαντική τροποποίηση του προγράμματος αναπαραγωγής. Ανεξάρτητα από την υποχρεωτική υποβολή των σημαντικών αλλαγών στην αρμόδια αρχή, η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής θα πρέπει, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, να της παρέχει επικαιροποιημένη έκδοση του προγράμματος αναπαραγωγής.

(26)

Όπου υπάρχει αναγνωρισμένη ανάγκη να διατηρηθεί ή να προαχθεί η ανάπτυξη μιας φυλής σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή σε περίπτωση απειλούμενης φυλής, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει η ίδια τη δυνατότητα να πραγματοποιεί, σε προσωρινή βάση, πρόγραμμα αναπαραγωγής για τη φυλή αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι πράγματι δεν υφίσταται ήδη πρόγραμμα αναπαραγωγής για τη φυλή αυτή. Η αρμόδια αρχή που πραγματοποιεί ένα τέτοιο πρόγραμμα αναπαραγωγής δεν θα πρέπει, ωστόσο, να έχει πλέον αυτή τη δυνατότητα όταν το πρόγραμμα αναπαραγωγής μπορεί να μεταβιβαστεί σε επιχείρηση η οποία πληροί τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για την ορθή εφαρμογή του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής.

(27)

Επειδή η διατήρηση απειλούμενων φυλών απαιτεί τη σύσταση και την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής οι οποίες έχουν περιορισμένο αριθμό ζώων αναπαραγωγής που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους, το μέγεθος του πληθυσμού αναπαραγωγής θα πρέπει σε γενικές γραμμές να μη θεωρείται ουσιαστική προϋπόθεση για την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής που διαχειρίζονται απειλούμενες φυλές ή για την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής τους, ιδίως δεδομένου ότι η αναγνώριση πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο.

(28)

Θα πρέπει να θεσπιστούν στον παρόντα κανονισμό ειδικοί κανόνες σχετικά ιδίως με την αναβάθμιση από το συμπληρωματικό τμήμα στο κύριο τμήμα και τις παρεκκλίσεις για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση των απειλούμενων φυλών.

(29)

Η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης για τη βιολογική ποικιλομορφία, που εγκρίθηκε με την απόφαση 93/626/ΕΟΚ του Συμβουλίου (13) και έχει ως στόχο συγκεκριμένα τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλομορφίας, τη βιώσιμη χρήση των συστατικών της μερών και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών που απορρέουν από την αξιοποίηση των γενετικών πόρων. Η εν λόγω σύμβαση ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν κυριαρχικά δικαιώματα επί των βιολογικών πόρων τους και ότι είναι υπεύθυνα για τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλομορφίας τους και για τη βιώσιμη χρήση των βιολογικών τους πόρων. Η Ένωση είναι επίσης μέρος του πρωτοκόλλου της Ναγκόγια για την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών που απορρέουν από τη χρησιμοποίησή τους, το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση για τη βιολογική ποικιλομορφία, που εγκρίθηκε με την απόφαση 2014/283/ΕΕ του Συμβουλίου (14). Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, ως εκ τούτου, να λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση, τη σύμβαση για τη βιολογική ποικιλομορφία, καθώς και το πρωτόκολλο της Ναγκόγια, και θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 511/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(30)

Οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής που αναγνωρίζονται σε ένα κράτος μέλος θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν το εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής τους σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, προκειμένου να εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή χρήση, εντός της Ένωσης, των ζώων αναπαραγωγής υψηλής γενετικής αξίας. Για τον σκοπό αυτό, μια απλουστευμένη διαδικασία κοινοποίησης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους έχει λάβει γνώση της πρόθεσης εκτέλεσης διασυνοριακών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, οι εποχιακές μετακινήσεις ζώων αναπαραγωγής εντός των συνόρων κράτους μέλους ή που λαμβάνουν χώρα σε περισσότερα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να συνεπάγονται υποχρεωτικά επέκταση της γεωγραφικής περιοχής.

(31)

Θα πρέπει να διευκολύνεται η διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ κοινωνιών εκτροφής και μεταξύ επιχειρήσεων αναπαραγωγής που επιθυμούν να συμμετάσχουν, με παράλληλη εξασφάλιση της επιχειρηματικής ελευθερίας και της εξάλειψης των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία ζώων αναπαραγωγής και του γενετικού υλικού τους.

(32)

Δεδομένου ότι μια αρμόδια αρχή ενδέχεται να πρέπει να εγκρίνει διάφορα προγράμματα αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής την οποία έχει αναγνωρίσει και δεδομένου ότι μια αρμόδια αρχή ενδέχεται να πρέπει να εγκρίνει την επέκταση στα εδάφη της προγραμμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής αναγνωρισμένη σε άλλο κράτος μέλος, η αναγνώρισης της κοινωνίας εκτροφής ή της επιχείρησης αναπαραγωγής θα πρέπει να διαχωρίζεται από την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής της. Ωστόσο, κατά την αξιολόγηση αίτησης για την αναγνώριση κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής, θα πρέπει επίσης να προσκομίζεται στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής, συνοδευόμενο από αίτηση για έγκριση.

(33)

Από διάφορες καταγγελίες τις οποίες κλήθηκε να εξετάσει η Επιτροπή κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, διαφαίνεται ότι ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει σαφείς κανόνες που να διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της κοινωνίας εκτροφής η οποία καταρτίζει βιβλίο αναπαραγωγής θυγατρικής φυλής για μια συγκεκριμένη φυλή καθαρόαιμων ιπποειδών αναπαραγωγής και της κοινωνίας εκτροφής η οποία υποστηρίζει ότι έχει καταρτίσει το βιβλίο αναπαραγωγής καταγωγής της εν λόγω φυλής.

(34)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ των εκτροφέων και των κοινωνιών εκτροφής, ιδίως προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμά τους να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής εντός της γεωγραφικής περιοχής για την οποία έχει εγκριθεί και, όταν προβλέπεται η ιδιότητα του μέλους, για να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω εκτροφείς έχουν το δικαίωμα να γίνονται μέλη. Οι κοινωνίες εκτροφής θα πρέπει να έχουν θεσπίσει κανόνες για την επίλυση των διαφορών με τους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους και για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εν λόγω εκτροφέων. Θα πρέπει επίσης να καθορίζουν τα δικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους.

(35)

Οι εκτροφείς των οποίων τα ζώα αναπαραγωγής μετακινούνται εποχιακά εντός των συνόρων κράτους μέλους ή σε μια περιοχή που εκτείνεται εκατέρωθεν εθνικών συνόρων θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής εφόσον η έδρα της εκμετάλλευσής τους βρίσκεται στη γεωγραφική περιοχή του συγκεκριμένου προγράμματος αναπαραγωγής.

(36)

Η ειδική κατάσταση που επικρατεί στον τομέα των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον παρόντα κανονισμό. Οι περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις του τομέα των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής διαθέτουν κλειστά συστήματα παραγωγής και διαχείρισης των δικών τους ζώων αναπαραγωγής. Θα πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθούν ορισμένες παρεκκλίσεις για τις επιχειρήσεις αυτές, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συμμετοχή των εκτροφέων στο πρόγραμμα αναπαραγωγής και το δικαίωμα καταχώρισης υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής στα μητρώα αναπαραγωγής.

(37)

Ο ορισμός «υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής» καλύπτει ζώα από όλα τα επίπεδα της πυραμίδας αναπαραγωγής και επιλογής που χρησιμοποιούνται για τη βελτιστοποίηση της διασταύρωσης, με τον συνδυασμό συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων διαφόρων γονοτύπων τους και εκμεταλλευομένου του φαινομένου της ετέρωσης. Ανάλογα με το επίπεδο της πυραμίδας αναπαραγωγής και επιλογής, ο «υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής» καλύπτει φυλές, σειρές ή διασταυρώσεις. Επομένως, δεν είναι κατ' ανάγκη όλα τα ζώα «υβριδικά» με την παραδοσιακή έννοια.

(38)

Η εμπειρία που αποκτήθηκε, ιδίως από την εφαρμογή της οδηγίας 90/427/ΕΟΚ και, σε μικρότερο βαθμό, των οδηγιών 89/361/ΕΟΚ και 2009/157/ΕΚ, δείχνει ότι απαιτούνται ακριβέστεροι κανόνες για την αποτελεσματική επίλυση διαφορών μεταξύ, αφενός, εκτροφέων και, αφετέρου, κοινωνιών εκτροφής, βάσει ενός σαφώς καθορισμένου εσωτερικού κανονισμού και σαφώς καθορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εκτροφέων. Τούτο επιτυγχάνεται καλύτερα εάν οι διαφορές επιλύονται εντός του νομικού συστήματος του κράτους μέλους στο οποίο ανακύπτουν.

(39)

Οι κοινωνίες εκτροφής που καταρτίζουν και τηρούν βιβλία αναπαραγωγής για καθαρόαιμα βοοειδή, χοίρους, αιγοπρόβατα και ιπποειδή αναπαραγωγής, καθώς και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής εκτός από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε κλειστά συστήματα παραγωγής, που καταρτίζουν και τηρούν μητρώα αναπαραγωγής για υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, θα πρέπει να εγγράφουν τα ζώα αναπαραγωγής στα βιβλία αναπαραγωγής τους ή να τα καταχωρίζουν στα μητρώα αναπαραγωγής τους χωρίς διακρίσεις όσον αφορά το κράτος μέλος προέλευσης των ζώων ή τους ιδιοκτήτες τους και, όπου αυτό προβλέπεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, θα πρέπει να τα ταξινομούν ανάλογα με τις ιδιότητές τους.

(40)

Οι κοινωνίες εκτροφής θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν συμπληρωματικά τμήματα για την εγγραφή ζώων τα οποία δεν πληρούν τα κριτήρια καταγωγής αλλά, κατά την κρίση των κοινωνιών εκτροφής, συμμορφώνονται με τα γνωρίσματα της φυλής που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της οικείας φυλής, με στόχο τη μετέπειτα αναπαραγωγή των ζώων αυτών με καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που ανήκουν στη φυλή που καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής, προκειμένου οι απόγονοί τους να αναβαθμιστούν στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής. Οι ειδικοί κανόνες για την αναβάθμιση των απογόνων των εν λόγω ζώων στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής θα πρέπει να καθορίζονται σε ενωσιακό επίπεδο.

(41)

Η αναβάθμιση των απογόνων στο κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο μέσω της μητρικής γραμμής, εκτός της περίπτωσης ιπποειδών. Ωστόσο, για απειλούμενη φυλή βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων και για «άγριες» φυλές προβάτων για τις οποίες δεν υπάρχει επαρκής αριθμός αρσενικών καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν στις κοινωνίες εκτροφής να εφαρμόζουν λιγότερο αυστηρούς κανόνες για την αναβάθμιση των απογόνων των εν λόγω ζώων που έχουν καταγραφεί σε συμπληρωματικά τμήματα του κύριου τμήματος του βιβλίου αναπαραγωγής, προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση της γενετικής ποικιλότητας των φυλών αυτών. Ομοίως, θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικοί κανόνες προκειμένου να καθίσταται δυνατή η ανασύσταση φυλών που έχουν εξαφανιστεί ή απειλούνται σοβαρά με εξαφάνιση. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση παρόμοιων παρεκκλίσεων θα πρέπει να αξιολογούν προσεκτικά την κατάσταση κινδύνου των εν λόγω πληθυσμών αναπαραγωγής και να κατοχυρώνουν την ασφαλή διαχείριση των γενετικών πόρων.

(42)

Όταν υπάρχει ανάγκη για τη δημιουργία νέας φυλής με συνδυασμό χαρακτηριστικών καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής από διαφορετικές φυλές ή με τη συγκέντρωση ζώων αναπαραγωγής με επαρκή βαθμό σωματικής ομοιότητας τα οποία αναπαράγονται ήδη με επαρκή γενετική σταθερότητα ώστε να θεωρηθεί ότι έχουν εξελιχθεί σε μια νέα φυλή, οι κοινωνίες εκτροφής θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταρτίζουν βιβλία αναπαραγωγής και να πραγματοποιούν προγράμματα αναπαραγωγής στις εν λόγω νέες φυλές.

(43)

Τίποτε στον παρόντα κανονισμό δεν θα πρέπει να εμποδίζει ζώα που έχουν εγγραφεί σε συμπληρωματικό τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής συγκεκριμένης φυλής από το να εμπίπτουν στις δεσμεύσεις στο πλαίσιο του μέτρου για τη γεωργία, το περιβάλλον και το κλίμα που προβλέπεται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) και ότι, ως εκ τούτου, είναι επιλέξιμα για στήριξη από τις εθνικές ή περιφερειακές αρχές βάσει των προγραμμάτων τους αγροτικής ανάπτυξης.

(44)

Για τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, οι κοινωνίες εκτροφής θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν κανόνες στα προγράμματα αναπαραγωγής τους που θα απαγορεύουν ή θα περιορίζουν τη χρήση ορισμένων τεχνικών αναπαραγωγής και ορισμένων καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης του αναπαραγωγικού υλικού τους. Οι κοινωνίες εκτροφής θα πρέπει να μπορούν, για παράδειγμα, να απαιτήσουν οι απόγονοι να προέρχονται μόνο από φυσική οχεία. Οι κοινωνίες εκτροφής που κάνουν χρήση αυτής της απαγόρευσης ή του περιορισμού θα πρέπει να θεσπίζουν τους εν λόγω κανόνες στο πρόγραμμα αναπαραγωγής τους σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν οριστεί από την κοινωνία εκτροφής που τηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής στο οποίο δηλώνεται η καταγωγή.

(45)

Τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα σε βιβλία αναπαραγωγής θα πρέπει να ταυτοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(46)

Στην περίπτωση των καθαρόαιμων ιπποειδών αναπαραγωγής, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές στον τομέα της υγείας των ζώων εκδίδουν, για τα ιπποειδή, ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης το οποίο πρόκειται να εξειδικευθεί περαιτέρω από την Επιτροπή μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Προκειμένου το ζωοτεχνικό πιστοποιητικό να είναι, στο μέτρο του δυνατού, προσαρμοσμένο στο εν λόγω ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης ως προς το περιεχόμενο και τη διοικητική διαδικασία, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο του ενιαίου ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης για ιπποειδή.

(47)

Η επιλεξιμότητα καθαρόαιμων ιπποειδών αναπαραγωγής για διεθνείς διαγωνισμούς διέπεται από διεθνείς ιδιωτικές συμφωνίες. Δεδομένης της διεθνούς διάστασης του τομέα των ιπποειδών, η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και την εκπόνηση των σχετικών κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω συμφωνίες, ώστε να διατηρηθεί η δυνατότητα των εν λόγω καθαρόαιμων ιπποειδών αναπαραγωγής να διαγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο.

(48)

Η αποδοχή ζώων αναπαραγωγής για αναπαραγωγικούς σκοπούς και ιδίως για φυσική οχεία ή υποβοηθούμενη αναπαραγωγή θα πρέπει να ρυθμίζεται σε επίπεδο Ένωσης για την αποφυγή τυχόν εμποδίων στις συναλλαγές, ιδίως όταν τα ζώα αναπαραγωγής έχουν υποβληθεί σε έλεγχο της απόδοσης ή σε γενετική αξιολόγηση που διενεργείται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, και συγκεκριμένα στο παράρτημα III.

(49)

Εξυπακούεται ότι τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν τον παρόντα κανονισμό για να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να εμποδίζουν τη χρήση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού υλικού τους για την παραγωγή ζώων που δεν προορίζονται να εγγραφούν ή να καταχωριστούν ως ζώα αναπαραγωγής σε βιβλίο αναπαραγωγής ή σε μητρώο αναπαραγωγής.

(50)

Οι κανόνες για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων αναπαραγωγής, τα οποία ελέγχονται για ορισμένο αριθμό χαρακτηριστικών, έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο Ένωσης, ωστόσο, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, οι πολυάριθμες απαιτήσεις για τις διάφορες φυλές, χρήσεις και επιλογές έχουν μέχρι στιγμής εμποδίσει την εναρμόνισή τους. Αντ' αυτού, επί του παρόντος, οι ειδικοί για μια φυλή κανόνες που διέπουν τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση θεσπίζονται στο γενεαλογικό βιβλίο καταγωγής της φυλής.

(51)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις ή η ανάγκη προστασίας αξιόλογων γενετικών πόρων, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή για την τροποποίηση του παραρτήματος III στον παρόντα κανονισμό. Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει επίσης να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες, για να θεσπίζει ενιαίους και λεπτομερέστερους κανόνες σχετικά με τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση για τα καθαρόαιμα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής.

(52)

Ο έλεγχος της απόδοσης ή η γενετική αξιολόγηση θα πρέπει να μπορούν να διενεργούνται από τρίτο που ορίζεται από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής ή από δημόσιο φορέα, περιλαμβανομένης αρχής που ασκεί την αποστολή αυτή ως καθήκον δημόσιας αρχής. Ο εν λόγω τρίτος θα μπορούσε να εγκρίνεται και να αξιολογείται από την αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της έγκρισης του προγράμματος αναπαραγωγής. Μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής που προχωρεί σε εξωτερική ανάθεση του ελέγχου απόδοσης ή της γενετικής αξιολόγησης θα πρέπει, εκτός εάν υπάρξει διαφορετική απόφαση του σχετικού κράτους μέλους ή των αρμόδιων αρχών, να εξακολουθεί να φέρει την ευθύνη για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις δραστηριότητες αυτές και θα πρέπει να προσδιορίζει τον ορισθέντα τρίτο στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της.

(53)

Ανάλογα, μεταξύ άλλων, με το είδος ή με τη φυλή, ενδέχεται να χρειάζεται εναρμόνιση ή βελτίωση των μεθόδων ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που χρησιμοποιούνται από τις κοινωνίες εκτροφής ή από τρίτους που έχουν οριστεί από αυτές. Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για να ορίζει τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου, κατά περίπτωση, να τροποποιηθούν τα καθήκοντα των εν λόγω κέντρων αναφοράς, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ. Τα εν λόγω κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις για χρηματοδοτική στήριξη από την Ένωση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 652/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18). Στην περίπτωση των καθαρόαιμων βοοειδών αναπαραγωγής, τα καθήκοντα αυτά εκτελούνται από το κέντρο Interbull, μόνιμη επιτροπή της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου των Αποδόσεων των Ζώων (ICAR), η οποία είναι το κέντρο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζεται δυνάμει της απόφασης 96/463/ΕΚ του Συμβουλίου (19).

(54)

Επιπλέον, προκειμένου να παρέχεται υποστήριξη στις κοινωνίες εκτροφής που διαχειρίζονται απειλούμενες φυλές, όπου υπάρχει αναγνωρισμένη ανάγκη, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να ορίζει τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν σκοπό την προώθηση της καθιέρωσης ή την εναρμόνιση των μεθόδων που χρησιμοποιούν οι εν λόγω κοινωνίες εκτροφής. Προκειμένου, κατά περίπτωση, να τροποποιηθούν τα καθήκοντα των εν λόγω κέντρων αναφοράς, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει επίσης να ανατεθεί στην Επιτροπή. Κατά τον ορισμό των εν λόγω κέντρων και την περιγραφή των καθηκόντων τους, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Περιφερειακού Εστιακού Σημείου για τους Ζωικούς Γενετικούς Πόρους (ΕΠΕΣ) που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο του παγκόσμιου σχεδίου δράσης για τους ζωικούς γενετικούς πόρους στην Ευρώπη, του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (ΟΤΓ). Οι μέθοδοι που θεσπίζονται από τα κέντρα αυτά δεν θα πρέπει να είναι δεσμευτικές.

(55)

Οι εκτροφείς που συμμετέχουν σε πρόγραμμα αναπαραγωγής θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν ζωοτεχνικά πιστοποιητικά για τα ζώα αναπαραγωγής τους που καλύπτονται από το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής και για το αναπαραγωγικό υλικό των εν λόγω ζώων. Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά θα πρέπει να συνοδεύουν τα ζώα αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό τους όταν διατίθενται στο εμπόριο ή εισέρχονται στην Ένωση ενόψει εγγραφής ή καταχώρισης των εν λόγω ζώων ή των απογόνων που έχουν παραχθεί από το εν λόγω αναπαραγωγικό υλικό σε άλλα βιβλία αναπαραγωγής ή μητρώα αναπαραγωγής. Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά θα πρέπει να ενημερώνουν τον εκτροφέα σχετικά με τη γενετική ποιότητα και τη γενεαλογία του αποκτηθέντος ζώου. Τα εν λόγω πιστοποιητικά θα πρέπει, για παράδειγμα, να εκδίδονται, εφόσον απαιτείται, για να συνοδεύουν τα ζώα αναπαραγωγής για εκθεσιακούς σκοπούς ή όταν εισάγονται σε σταθμούς ελέγχου ή σε κέντρα τεχνητής σπερματέγχυσης.

(56)

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη ή τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν, στο πλαίσιο των συναλλαγών, να συνοδεύεται το σπέρμα καθαρόαιμων βοοειδών, χοίρων, αιγοπροβάτων και ιπποειδών αναπαραγωγής που προορίζονται για τεχνητή σπερματέγχυση με σκοπό την παραγωγή ζώων που δεν προορίζονται να αποτελέσουν καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, από τις πληροφορίες για την ποιότητα και τη γενεαλογία του εν λόγω ζώου. Σε γενικές γραμμές, αναμένεται ότι θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα του ενωσιακού τομέα αναπαραγωγής ζώων, καθιστώντας διαθέσιμο τόσο το αναπαραγωγικό υλικό των ζώων αναπαραγωγής, ιδίως το σπέρμα, όσο και τις σχετικές πληροφορίες που περιλαμβάνουν τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, και στις επιχειρήσεις που αναπαράγουν ζώα χωρίς να σκοπεύουν να εγγράψουν τους απογόνους τους σε βιβλίο αναπαραγωγής.

(57)

Η είσοδος στην Ένωση και η εξαγωγή σε τρίτες χώρες ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους είναι σημαντική για τη γεωργία της Ένωσης. Η είσοδος στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους θα πρέπει να πραγματοποιείται με όρους που ευθυγραμμίζονται με τους κανόνες που εφαρμόζονται στο εμπόριο στην Ένωση. Ωστόσο, τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους θα πρέπει να έχουν δικαίωμα εγγραφής στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής ή του μητρώου αναπαραγωγής στην Ένωση μόνον εφόσον το επίπεδο των ελέγχων που διενεργούνται στην εξάγουσα τρίτη χώρα εξασφαλίζει το ίδιο επίπεδο βεβαιότητας όσον αφορά τα γενεαλογικά στοιχεία και τα αποτελέσματα των ελέγχων της απόδοσης και της γενετικής αξιολόγησης με το αντίστοιχο της Ένωσης και εφόσον οι φορείς αναπαραγωγής που παρέχουν τα εν λόγω στοιχεία και αποτελέσματα περιλαμβάνονται σε κατάλογο που τηρεί η Επιτροπή. Επιπλέον, οι φορείς αναπαραγωγής σε τρίτες χώρες θα πρέπει να δέχονται χάριν αμοιβαιότητας τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους από την αντίστοιχη κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής που είναι αναγνωρισμένη στην Ένωση.

(58)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου (20) προβλέπει την εκ μέρους της Επιτροπής καθιέρωση της ονοματολογίας των εμπορευμάτων, η οποία καλείται «συνδυασμένη ονοματολογία» ή κατά σύντμηση «ΣΟ», η οποία πληροί ταυτόχρονα τις απαιτήσεις του κοινού δασμολογίου και των στατιστικών του εξωτερικού εμπορίου της Κοινότητας, καθώς και άλλων πολιτικών της Ένωσης σχετικά με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων. Το παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού παραθέτει τους κωδικούς ΣΟ για τα καθαρόαιμα βοοειδή, χοίρους, αιγοπρόβατα και ιπποειδή αναπαραγωγής και του σπέρματος βοοειδών, ενώ αναφέρει ότι εξαιρούνται από τον συμβατικό συντελεστή δασμού. Στην περίπτωση αυτή, τα ζώα αυτά και το αναπαραγωγικό υλικό τους θα πρέπει να συνοδεύονται από το κατάλληλο ζωοτεχνικό πιστοποιητικό, ώστε να μπορεί να δικαιολογείται η ταξινόμησή τους ως καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής ή ως αναπαραγωγικού υλικού αυτών. Στην περίπτωση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, θα πρέπει επίσης να συνοδεύονται από έγγραφο στο οποίο εμφαίνεται ότι πρόκειται να εγγραφούν σε βιβλίο αναπαραγωγής το οποίο τηρείται από κοινωνία εκτροφής ή να καταχωριστούν σε μητρώο αναπαραγωγής που τηρείται από επιχείρηση αναπαραγωγής.

(59)

Κατά την είσοδό τους στην Ένωση, τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους υποβάλλονται στους κτηνιατρικούς ελέγχους που προβλέπονται στις οδηγίες 91/496/ΕΟΚ (21) και 97/78/ΕΚ (22) του Συμβουλίου. Στην περίπτωση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής θα πρέπει αυτά να υποβάλλονται επίσης στους απαραίτητους ελέγχους για την εφαρμογή της εξαίρεσης από τον συμβατικό συντελεστή δασμού για καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής.

(60)

Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με τους επίσημους ελέγχους που διενεργούνται για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και σχετικά με τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στον τομέα της αναπαραγωγής των ζώων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν επίσημους ελέγχους σε όλες τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως στις κοινωνίες εκτροφής, τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής, τους τρίτους που διενεργούν έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση και τους εκτροφείς, και, σε περίπτωση έκδοσης ζωοτεχνικών πιστοποιητικών, τα κέντρα συλλογής και αποθήκευσης σπέρματος, τα κέντρα αποθήκευσης εμβρύων και τις ομάδες συλλογής ή παραγωγής εμβρύων.

(61)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διενεργούν επίσημους ελέγχους για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τους κανόνες του παρόντα κανονισμού και με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής. Οι εν λόγω έλεγχοι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιθεώρηση των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της απόδοσης ή την εξακρίβωση των διαδικασιών που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για την καταγραφή των ζωοτεχνικών και γενεαλογικών δεδομένων ή την εξέταση εγγράφων ή συστημάτων που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση και την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων που συλλέγονται σχετικά με τα ζώα αναπαραγωγής. Η εν λόγω εξέταση μπορεί να λαμβάνει υπόψη τους ελέγχους ποιότητας ή τα συστήματα ελέγχου που διασφαλίζουν την ακρίβεια των καταγεγραμμένων δεδομένων όπως ελέγχους καταγωγής, προκειμένου να επαληθευτεί η γενεαλογία ενός ζώου. Οι αρμόδιες αρχές θα μπορούσαν να διενεργούν επίσημους ελέγχους στις εγκαταστάσεις και τα γραφεία και στον εξοπλισμό των εκτροφέων, των κοινωνιών εκτροφής ή των επιχειρήσεων αναπαραγωγής, καθώς και στα ζώα αναπαραγωγής ή στο αναπαραγωγικό υλικό που έχει συλλεχθεί από τα συγκεκριμένα ζώα αναπαραγωγής που καλύπτονται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής.

(62)

Όταν στον παρόντα κανονισμό γίνεται αναφορά σε «άλλες επίσημες δραστηριότητες», αυτό θα πρέπει να ερμηνεύεται ότι καλύπτει την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής, την έγκριση προγραμμάτων αναπαραγωγής ή την παροχή συνδρομής σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες.

(63)

Για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης για τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, είναι απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συνεργάζονται μεταξύ τους και να παρέχουν διοικητική συνδρομή, όποτε είναι απαραίτητο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεσπιστούν στον παρόντα κανονισμό γενικοί κανόνες σχετικά με τη διοικητική συνδρομή και τη συνεργασία, ανάλογοι με εκείνους που καθορίζονται στον τίτλο IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), με τις αναγκαίες προσαρμογές.

(64)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες, για την έκδοση, στις περιπτώσεις που υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υφίσταται σε τρίτη χώρα εκτεταμένη και σοβαρή μη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης για την αναπαραγωγή ζώων, ειδικών μέτρων, ώστε να περιορίζονται οι επιπτώσεις παρόμοιας μη συμμόρφωσης.

(65)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει επίσης να διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες για την επιβολή των ζωοτεχνικών και γενεαλογικών κανόνων της Ένωσης για τα ζώα αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής της έγκρισης ενός προγράμματος αναπαραγωγής ή της ανάκλησης της αναγνώρισης μιας κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους κανόνες του παρόντος κανονισμού.

(66)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργεί ελέγχους στα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, μεταξύ άλλων λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων των επίσημων ελέγχων που διεξάγονται από τα κράτη μέλη, για να διασφαλίζει την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό σε όλα τα κράτη μέλη.

(67)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργεί ελέγχους σε τρίτες χώρες, κατά περίπτωση, για την κατάρτιση του καταλόγου φορέων αναπαραγωγής από τρίτες χώρες από τις οποίες θα πρέπει να επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής και του σπέρματος, των ωοκυττάρων και των εμβρύων τους, ενόψει του καθορισμού των προϋποθέσεων για την είσοδό τους στην Ένωση και ενόψει της συγκέντρωσης των ζωοτεχνικών και γενεαλογικών πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή συμφωνιών ισοδυναμίας. H Επιτροπή θα πρέπει ακόμη να διενεργεί ελέγχους σε τρίτες χώρες κάθε φορά που διαπιστώνεται επαναλαμβανόμενο ή νέο πρόβλημα σε σχέση με ζώα αναπαραγωγής ή με το αναπαραγωγικό υλικό τους.

(68)

Η εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό μέσω επίσημων ελέγχων είναι θεμελιώδους σημασίας για να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού πράγματι επιτυγχάνονται σε όλη την Ένωση. Αδυναμίες στο σύστημα ελέγχου ενός κράτους μέλους θα μπορούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να παρεμποδίσουν σημαντικά την επίτευξη των στόχων αυτών και να οδηγήσουν σε καταστάσεις σοβαρής και εκτεταμένης μη συμμόρφωσης προς τους εν λόγω κανόνες. Συνεπώς, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιδρά στις σοβαρές ανεπάρκειες στο σύστημα ελέγχου ενός κράτους μέλους με τη θέσπιση εφαρμοστέων μέτρων εν αναμονή της ανάληψης της αναγκαίας δράσης από το εν λόγω κράτος μέλος για την αποκατάσταση της διαταραχής. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την απαγόρευση ή την επιβολή ειδικών όρων για το εμπόριο ζώων αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού υλικού τους ή κάθε άλλο μέτρο που η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης εκτεταμένης παράβασης.

(69)

Δεδομένου ότι οι οδηγίες 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ πρόκειται να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από τον παρόντα κανονισμό, είναι επίσης αναγκαίο να καταργηθούν οι πράξεις της Επιτροπής που εκδόθηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές και να αντικατασταθούν, κατά περίπτωση, είτε από κατ' εξουσιοδότηση πράξεις είτε από εκτελεστικές πράξεις που θα εκδοθούν δυνάμει των αντίστοιχων εξουσιοδοτήσεων στον παρόντα κανονισμό. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω πράξεις της Επιτροπής θα πρέπει να καταργηθούν και, κατά περίπτωση, να αντικατασταθούν.

(70)

Για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και τη συμπλήρωσή του ή την τροποποίηση των παραρτημάτων του, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον ορισμό των απαιτήσεων για τους ελέγχους της απόδοσης και για τη γενετική αξιολόγηση, καθώς και των καθηκόντων και των απαιτήσεων για τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για το περιεχόμενο και τη μορφή των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών.

(71)

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου της 13ης Απριλίου 2016 (24). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(72)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με τα υποδείγματα εντύπων για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη στο κοινό σχετικά με τον κατάλογο των αναγνωρισμένων κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής, τις μεθόδους εξακρίβωσης της ταυτότητας των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση, τον ορισμό των κέντρων αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα υποδείγματα για το ενιαίο ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης για τα ιπποειδή, τα υποδείγματα για τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά που συνοδεύουν τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους, την αναγνώριση των μέτρων ισοδυναμίας που εφαρμόζονται σε τρίτες χώρες, τις σοβαρές διαταραχές στο σύστημα ελέγχου ενός κράτους μέλους και τη θέσπιση ειδικών μέτρων σχετικά με την είσοδο στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25). Σε περίπτωση που η μόνιμη ζωοτεχνική επιτροπή δεν εκδώσει γνωμοδότηση, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να εγκρίνει την εκτελεστική πράξη.

(73)

Οι κανόνες που προβλέπονται στις οδηγίες 87/328/ΕΟΚ, 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/118/ΕΟΚ, 90/119/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 91/174/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ και στην απόφαση 96/463/ΕΚ πρόκειται να αντικατασταθούν από τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις της Επιτροπής που θα εκδοθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω νομικές πράξεις θα πρέπει να καταργηθούν.

(74)

Οι ακόλουθες αποφάσεις της Επιτροπής, σχετικά μεταξύ άλλων με ειδικά ανά είδος κριτήρια για την έγκριση ή την αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής, την εγγραφή των ζώων αναπαραγωγής σε βιβλία αναπαραγωγής, την αποδοχή για αναπαραγωγή και τεχνητή σπερματέγχυση, για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση, έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις οδηγίες 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ: οι αποφάσεις 84/247/ΕΟΚ (26), 84/419/ΕΟΚ (27), 89/501/ΕΟΚ (28), 89/502/ΕΟΚ (29), 89/504/ΕΟΚ (30), 89/505/ΕΟΚ (31), 89/507/ΕΟΚ (32), 90/254/ΕΟΚ (33), 90/255/ΕΟΚ (34), 90/256/ΕΟΚ (35), 90/257/ΕΟΚ (36), 92/353/ΕΟΚ (37), 96/78/ΕΚ (38) και 2006/427/ΕΚ (39) της Επιτροπής. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κανόνες οι οποίοι αντικαθιστούν εκείνους που προβλέπονται στις εν λόγω αποφάσεις της Επιτροπής.

(75)

Στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προβλέπονται παρόμοιοι κανόνες με εκείνους που θεσπίζονται στην απόφαση 92/354/ΕΟΚ της Επιτροπής (40).

(76)

Οι ακόλουθες νομικές πράξεις της Επιτροπής έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις οδηγίες 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ: οι αποφάσεις 89/503/ΕΟΚ (41), 89/506/ΕΟΚ (42), 90/258/ΕΟΚ (43), 96/79/ΕΚ (44), 96/509/ΕΚ (45), 96/510/ΕΚ (46) και 2005/379/ΕΚ (47) της Επιτροπής και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/262 της Επιτροπής (48). Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κανόνες οι οποίοι αντικαθιστούν τους κανόνες που προβλέπονται στις εν λόγω νομικές πράξεις της Επιτροπής.

(77)

Για λόγους σαφήνειας του δικαίου και προς αποφυγή αλληλεπικαλύψεων, οι νομικές πράξεις της Επιτροπής που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 74, 75 και 76 θα πρέπει να καταργηθούν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει, τουλάχιστον 18 μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, να εκδώσει τις εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τον ορισμό των υποδειγμάτων εντύπων για τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αναγνωρισμένων κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής που πρέπει να δημοσιοποιούν τα κράτη μέλη και των υποδειγμάτων εντύπων για τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά για τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή έως την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(78)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ομαλή μετάβαση για τις οργανώσεις εκτροφέων, τις οργανώσεις αναπαραγωγής, τις ενώσεις εκτροφέων, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ή άλλες οργανώσεις ή ενώσεις που έχουν εγκριθεί ή αναγνωριστεί με ή χωρίς χρονικό περιορισμό σύμφωνα με τις καταργούμενες από τον παρόντα κανονισμό πράξεις και για τα προγράμματα αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από τις εν λόγω επιχειρήσεις, οι εν λόγω επιχειρήσεις και τα προγράμματα αναπαραγωγής τους θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν αναγνωριστεί ή εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Συνεπώς, οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις διαδικασίες αναγνώρισης, έγκρισης και κοινοποίησης της επέκτασης της γεωγραφικής περιοχής σε άλλα κράτη μέλη που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, εντούτοις οι λοιπές διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται σε αυτές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις συμμορφώνονται με όλους τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως με τη διενέργεια επίσημων ελέγχων σε αυτές με βάση τον κίνδυνο. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης, καθώς και, κατά περίπτωση, αναστέλλουν ή ανακαλούν την αναγνώριση των εν λόγω επιχειρήσεων ή την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής τους.

(79)

Η Επιτροπή ενέκρινε πρόσφατα πρόταση νέου κανονισμού για τους επίσημους ελέγχους και άλλες επίσημες δραστηριότητες. Ο νέος αυτός κανονισμός προορίζεται να καταργήσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004, την οδηγία 89/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου (49), την οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου (50) και τις οδηγίες 91/496/ΕΟΚ και 97/78/ΕΚ. Προορίζεται επίσης να ενσωματώσει, με τις απαραίτητες προσαρμογές, ορισμένους από τους κανόνες που θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και στις οδηγίες αυτές. Ωστόσο, η αναπαραγωγή ζώων δεν πρόκειται να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής αυτού του νέου κανονισμού. Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας του δικαίου και εν αναμονή της κατάργησης των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ, 91/496/ΕΟΚ και 97/78/ΕΚ από τον εν λόγω νέο κανονισμό, είναι αναγκαίο να απαλειφθούν οι παραπομπές στον όρο «ζωοτεχνικός» από τις οδηγίες 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ, ενώ οι οδηγίες 91/496/ΕΟΚ και 97/78/ΕΚ δεν χρειάζονται καμία τέτοια τροποποίηση. Ως εκ τούτου, οι οδηγίες 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν ανάλογα.

(80)

Έως την ημερομηνία εφαρμογής του άρθρου 110 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, οι κοινωνίες εκτροφής που πραγματοποιούν εγκεκριμένα προγράμματα αναπαραγωγής στα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσουν να εκδίδουν έγγραφα ταυτοποίησης για τα εν λόγω καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 90/427/ΕΟΚ.

(81)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται από την πρώτη μέρα του εικοστού όγδοου μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία που τίθεται σε ισχύ·

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει:

α)

ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς κανόνες για το εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την είσοδό τους στην Ένωση·

β)

κανόνες για την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής και για την έγκριση προγραμμάτων αναπαραγωγής·

γ)

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων, των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής·

δ)

κανόνες για την εγγραφή των ζώων αναπαραγωγής στα βιβλία αναπαραγωγής και τα μητρώα αναπαραγωγής και για την αποδοχή για αναπαραγωγή ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους·

ε)

κανόνες για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση ζώων αναπαραγωγής·

στ)

κανόνες για την έκδοση ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους·

ζ)

κανόνες για την εκτέλεση επίσημων ελέγχων και ιδίως στις κοινωνίες εκτροφής και τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής και κανόνες για την εκτέλεση άλλων επίσημων δραστηριοτήτων·

η)

κανόνες για τη διοικητική συνδρομή και συνεργασία και κανόνες για την επιβολή από τα κράτη μέλη·

θ)

κανόνες για την εκτέλεση ελέγχων από την Επιτροπή σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους στις περιπτώσεις που τα εν λόγω ζώα ή οι απόγονοι που προέρχονται από το εν λόγω αναπαραγωγικό υλικό πρόκειται να εγγραφούν ως καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής σε βιβλίο αναπαραγωγής ή να καταχωριστούν ως υβριδικοί χοίροι αναπαραγωγής σε μητρώο αναπαραγωγής.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους στις περιπτώσεις που τα εν λόγω ζώα και το αναπαραγωγικό υλικό προορίζονται για τεχνικά ή επιστημονικά πειράματα τα οποία διενεργούνται υπό την επίβλεψη της αρμόδιας αρχής.

4.   Το άρθρο 9 παράγραφος 4, το άρθρο 13, το άρθρο 14 παράγραφοι 3 και 4, τα άρθρα 23 και 24, το άρθρο 28 παράγραφος 2 και το άρθρο 36 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις αναγνωρισμένες ως επιχειρήσεις αναπαραγωγής που λειτουργούν σε κλειστά συστήματα παραγωγής.

5.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν εθνικά μέτρα για να ρυθμίσουν τη διεξαγωγή των προγραμμάτων αναπαραγωγής που δεν έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ζώο»: οικόσιτο ζώο που ανήκει

α)

στα είδη των βοοειδών (Bos taurus, Bos indicus και Bubalus bubalis

β)

στο είδος του χοίρου (Sus scrofa

γ)

στο είδος του προβάτου (Ovis aries

δ)

στο είδος της αίγας (Capra hircus)· ή

ε)

στα είδη των ιπποειδών (Equus caballus και Equus asinus

2)   «φυλή»: πληθυσμός ζώων επαρκώς ομοιόμορφος ώστε να διακρίνεται από άλλα ζώα του ιδίου είδους από μία ή περισσότερες ομάδες εκτροφέων που συμφωνούν για την εγγραφή των συγκεκριμένων ζώων αναπαραγωγής σε βιβλία αναπαραγωγής με λεπτομέρειες σχετικά με τους γνωστούς προγόνους τους, προκειμένου να αναπαράγουν τα κληρονομηθέντα χαρακτηριστικά τους, μέσω αναπαραγωγής, ανταλλαγής και επιλογής στο πλαίσιο προγράμματος αναπαραγωγής·

3)   «ζώο αναπαραγωγής»: καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής ή υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής·

4)   «αναπαραγωγικό υλικό»: το σπέρμα, τα ωοκύτταρα και τα έμβρυα που συλλέγονται ή παράγονται από τα ζώα αναπαραγωγής για τον σκοπό της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής·

5)   «κοινωνία εκτροφής»: κάθε ένωση εκτροφέων, οργάνωση αναπαραγωγής ή δημόσιος φορέας εξαιρουμένων των αρμόδιων αρχών, που έχει λάβει αναγνώριση από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 για την εκτέλεση ενός προγράμματος αναπαραγωγής στα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα στο βιβλίο ή τα βιβλία αναπαραγωγής που τηρεί ή καταρτίζει·

6)   «επιχείρηση αναπαραγωγής»: κάθε ένωση εκτροφέων, οργάνωση αναπαραγωγής, ιδιωτική επιχείρηση που λειτουργεί σε κλειστό σύστημα παραγωγής ή δημόσιος φορέας, εξαιρουμένων των αρμόδιων αρχών, που έχει λάβει αναγνώριση από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 για την εκτέλεση ενός προγράμματος αναπαραγωγής στους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένοι στο γενεαλογικό μητρώο ή τα μητρώα αναπαραγωγής που τηρεί ή καταρτίζει·

7)   «φορέας αναπαραγωγής»: κάθε ένωση εκτροφέων, οργάνωση αναπαραγωγής, ιδιωτική επιχείρηση, κτηνοτροφική οργάνωση ή επίσημη υπηρεσία σε τρίτη χώρα που, όσον αφορά τα ζώα αναπαραγωγής καθαρής φυλής που ανήκουν στα είδη της οικογένειας των βοοειδών, στο είδος του χοίρου, του προβάτου ή της αίγας και στα είδη των ιπποειδών ή στους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, έχει γίνει αποδεκτός από την οικεία τρίτη χώρα για την είσοδο στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής με σκοπό την αναπαραγωγή·

8)   «αρμόδιες αρχές»: οι αρχές ενός κράτους μέλους που είναι υπεύθυνες, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, για:

α)

την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής και την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που διενεργούν σε ζώα αναπαραγωγής·

β)

τους επίσημους ελέγχους σε επιχειρήσεις·

γ)

την παροχή συνδρομής σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες σε περίπτωση διαπιστωθείσας μη συμμόρφωσης·

δ)

επίσημες δραστηριότητες άλλες από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ)·

9)   «καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής»: ζώο το οποίο είναι εγγεγραμμένο ή καταχωρισμένο και δυνάμενο να εγγραφεί στο κύριο τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής·

10)   «υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής»: ζώο του είδους του χοίρου που είναι εγγεγραμμένο σε μητρώο αναπαραγωγής και το οποίο προέρχεται από σχεδιασμένη διασταύρωση ή χρησιμοποιείται για σχεδιασμένη διασταύρωση μεταξύ:

α)

καθαρόαιμων χοίρων αναπαραγωγής που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές ή σειρές·

β)

χοίρων αναπαραγωγής που προέρχονται από διασταύρωση (υβρίδιο) μεταξύ διαφορετικών φυλών ή σειρών·

γ)

χοίρων αναπαραγωγής που ανήκουν σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β),

11)   «σειρά»: γενετικά καθορισμένος σταθερός και ενιαίος υποπληθυσμός καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής μιας συγκεκριμένης φυλής·

12)   «βιβλίο αναπαραγωγής»:

α)

κάθε γενεαλογικό βιβλίο, βιβλίο αγέλης, αρχείο ή μέσο δεδομένων τηρούμενο από μια κοινωνία εκτροφής που αποτελείται από ένα κεντρικό τμήμα και, στις περιπτώσεις που η κοινωνία εκτροφής λάβει σχετική απόφαση, ένα ή περισσότερα συμπληρωματικά τμήματα για τα ζώα του ίδιου είδους που δεν είναι επιλέξιμα για εγγραφή στο κύριο τμήμα·

β)

κατά περίπτωση, κάθε αντίστοιχο βιβλίο τηρούμενο από φορέα αναπαραγωγής·

13)   «κύριο τμήμα»: το τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής στο οποίο εγγράφονται ή καταχωρίζονται και είναι επιλέξιμα προς εγγραφή τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής με στοιχεία των προγόνων τους και, κατά περίπτωση, των ιδιοτήτων αυτών·

14)   «κλάση»: οριζόντια διαίρεση του κύριου τμήματος στην οποία εγγράφονται καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής ανάλογα με τις ιδιότητές τους·

15)   «ιδιότητα»: μετρήσιμο κληρονομικό γνώρισμα ή γενετική ιδιαιτερότητα ενός ζώου αναπαραγωγής·

16)   «αναπαραγωγική αξία»: εκτίμηση της προσδοκώμενης επίπτωσης του γενοτύπου ενός ζώου αναπαραγωγής σε ένα συγκεκριμένο γνώρισμα των απογόνων του·

17)   «μητρώο αναπαραγωγής»:

α)

κάθε αρχείο ή μέσο δεδομένων που τηρείται από επιχείρηση αναπαραγωγής στο οποίο καταχωρίζονται οι υβριδικοί χοίροι αναπαραγωγής με τα στοιχεία των προγόνων τους·

β)

κατά περίπτωση, κάθε αντίστοιχο μητρώο που τηρείται από φορέα αναπαραγωγής·

18)   «επίσημος έλεγχος»: κάθε τύπος ελέγχου που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές με σκοπό την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες του παρόντα κανονισμού·

19)   «άλλες επίσημες δραστηριότητες»: κάθε δραστηριότητα πέραν του επίσημου ελέγχου η οποία πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των κανόνων του παρόντα κανονισμού·

20)   «ζωοτεχνικό πιστοποιητικό»: κάθε πιστοποιητικό, βεβαίωση ή εμπορικό έγγραφο που εκδίδεται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή για τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους και παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη γενεαλογία, την ταυτοποίηση και, όπου υπάρχουν, τα αποτελέσματα του ελέγχου της απόδοσης ή της γενετικής αξιολόγησης·

21)   «εισέρχεται στην Ένωση» ή «είσοδος στην Ένωση»: η ενέργεια της εισαγωγής ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους σε ένα από τα εδάφη που αναφέρονται στο παράρτημα VI από περιοχές εκτός των εν λόγων εδαφών, εξαιρουμένης της διέλευσης·

22)   «εμπόριο»: η ενέργεια της αγοράς, πώλησης, ανταλλαγής ή με άλλο τρόπο απόκτησης ή διάθεσης ζώων ή του αναπαραγωγικού υλικού τους εντός της Ένωσης, καθώς και εντός κράτους μέλους·

23)   «επιχείρηση»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπόκειται στους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, όπως κοινωνίες εκτροφής, επιχειρήσεις αναπαραγωγής, τρίτοι που έχουν οριστεί από κοινωνίες εκτροφής ή επιχειρήσεις αναπαραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), κέντρα συλλογής και αποθήκευσης σπέρματος, κέντρα αποθήκευσης εμβρύων, ομάδες συλλογής ή παραγωγής εμβρύων και εκτροφείς·

24)   «απειλούμενη φυλή»: τοπική φυλή, η οποία έχει αναγνωριστεί από κράτος μέλος ως απειλούμενη με εξαφάνιση, γενετικά προσαρμοσμένη σε ένα ή περισσότερα παραδοσιακά συστήματα ή περιβάλλοντα παραγωγής στο εν λόγω κράτος μέλος και εφόσον το καθεστώς της απειλούμενης φυλής έχει αποδειχθεί επιστημονικά από φορέα που διαθέτει τις απαιτούμενες δεξιότητες και γνώσεις στον τομέα των απειλούμενων φυλών·

25)   «ιδιωτική επιχείρηση που λειτουργεί σε κλειστό σύστημα παραγωγής»: ιδιωτική επιχείρηση που έχει πρόγραμμα αναπαραγωγής στο οποίο είτε δεν συμμετέχουν εκτροφείς είτε συμμετέχει περιορισμένος αριθμός εκτροφέων οι οποίοι συνδέονται με τη συγκεκριμένη ιδιωτική επιχείρηση έχοντας αποδεχθεί να εφοδιάζονται από αυτήν με υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής ή να την εφοδιάζουν με υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής·

26)   «πρόγραμμα αναπαραγωγής»: σύνολο συστηματικών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων της καταγραφής, επιλογής, αναπαραγωγής και ανταλλαγής ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους, που έχει σχεδιαστεί και υλοποιείται με στόχο τη διατήρηση ή την ενίσχυση των επιθυμητών φαινοτυπικών και/ή γενοτυπικών χαρακτηριστικών μεταξύ του αναπαραγωγικού πληθυσμού-στόχου.

Άρθρο 3

Γενικοί ζωοτεχνικοί και γενεαλογικοί κανόνες για το εμπόριο στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την είσοδό τους στην Ένωση

1.   Το εμπόριο ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και η είσοδος ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους στην Ένωση δεν απαγορεύονται, περιορίζονται ή παρεμποδίζονται για ζωοτεχνικούς ή γενεαλογικούς λόγους πέραν εκείνων των λόγων που απορρέουν από τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Δεν εφαρμόζονται διακρίσεις, βάσει της χώρας προέλευσης ή της χώρας καταγωγής των ζώων αναπαραγωγής τους ή του αναπαραγωγικού υλικού τους έναντι των εκτροφέων ζώων αναπαραγωγής, των κοινωνιών εκτροφής, των επιχειρήσεων αναπαραγωγής ή των φορέων αναπαραγωγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής στα κράτη μέλη και έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής

Τμήμα 1

Αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής

Άρθρο 4

Αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής

1.   Όσον αφορά καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, ενώσεις εκτροφέων, οργανώσεις αναπαραγωγής ή δημόσιοι φορείς μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις προς τις αρμόδιες αρχές για αναγνώριση ως κοινωνίες εκτροφής.

Όσον αφορά υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, ενώσεις εκτροφέων, οργανώσεις αναπαραγωγής ή ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε κλειστό σύστημα παραγωγής ή δημόσιοι φορείς μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις προς τις αρμόδιες αρχές για αναγνώριση ως επιχειρήσεις αναπαραγωγής.

2.   Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 γίνεται εγγράφως, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή.

3.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τις αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Αναγνωρίζουν ως κοινωνία εκτροφής κάθε αιτούντα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και ως επιχείρηση αναπαραγωγής κάθε αιτούντα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο ο οποίος πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

έχει την έδρα του στο έδαφος του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η αρμόδια αρχή·

β)

αποδεικνύει στην αίτησή του ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 1, όσον αφορά τα προγράμματα αναπαραγωγής της για τα οποία σκοπεύει να υποβάλει αίτηση προς έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12·

γ)

η αίτησή του περιλαμβάνει, για κάθε σχεδιαζόμενο πρόγραμμα αναπαραγωγής, σχέδιο του προγράμματος αναπαραγωγής που πρέπει να περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 2 και, επιπλέον, στις περιπτώσεις των καθαρόαιμων ιπποειδών, στο παράρτημα I μέρος 3·

δ)

κατά την υποβολή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υποβάλλει αίτηση για την έγκριση ενός τουλάχιστον από τα σχεδιαζόμενα προγράμματα αναπαραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Άρνηση αναγνώρισης κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1, όταν η αρμόδια αρχή σκοπεύει να αρνηθεί να αναγνωρίσει αιτούντα ως κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής, παρέχει στον εν λόγω αιτούντα τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για αυτό. Ο εν λόγω αιτών έχει το δικαίωμα να ζητήσει να επανεξετάσει η αρμόδια αρχή τη σχεδιαζόμενη άρνηση εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της τεκμηριωμένης αιτιολόγησης ή νωρίτερα, εάν οι εθνικοί κανόνες προβλέπουν συντομότερες προθεσμίες.

2.   Εφόσον, με βάση τα στοιχεία της επανεξέτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή αποφασίσει να επιβεβαιώσει την άρνησή της, παρέχει στον αιτούντα τεκμηριωμένη αιτιολόγηση της απόφασής της για άρνηση της αναγνώρισης εντός 90 ημερών από την ημερομηνία που παρέλαβε την αίτηση επανεξέτασης του αιτούντος ή νωρίτερα, εάν οι εθνικοί κανόνες προβλέπουν συντομότερες προθεσμίες. Ταυτόχρονα, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή της να αρνηθεί την αναγνώριση, καθώς και τους συντρέχοντες λόγους.

Άρθρο 6

Υποβολή τροποποιημένων προγραμμάτων αναπαραγωγής σε περίπτωση άρνησης και ανάκλησης της αναγνώρισης κοινωνιών εκτροφής ή επιχειρήσεων αναπαραγωγής ελλείψει εγκεκριμένων προγραμμάτων αναπαραγωγής

1.   Όταν η αρμόδια αρχή που αναγνωρίζεται ως κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 αρνηθεί να εγκρίνει ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει υποβληθεί από την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 8, η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τροποποιημένη έκδοση του συγκεκριμένου προγράμματος αναπαραγωγής εντός διαστήματος έξι μηνών από την εν λόγω άρνηση.

2.   Η αρμόδια αρχή ανακαλεί την αναγνώριση της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής εάν, έως το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δεν έχει υποβληθεί τροποποιημένη έκδοση του προγράμματος αναπαραγωγής και εφόσον η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής δεν έχει κανένα άλλο πρόγραμμα αναπαραγωγής εγκεκριμένο σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

Άρθρο 7

Κατάλογος των αναγνωρισμένων κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν και τηρούν επικαιροποιημένο κατάλογο των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής που έχουν αναγνωρίσει οι αρμόδιες αρχές τους, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και οι οποίες έχουν τουλάχιστον ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3. Τα κράτη μέλη θέτουν τον κατάλογο αυτό στη διάθεση του κοινού.

2.   Ο κατάλογος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την επωνυμία, τα στοιχεία επικοινωνίας και, κατά περίπτωση, τον δικτυακό τόπο της κοινωνίας εκτροφής ή της επιχείρησης αναπαραγωγής·

β)

για κάθε κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής που περιλαμβάνεται στον κατάλογο:

i)

στην περίπτωση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, την ονομασία της φυλής ή, στην περίπτωση των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής, της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης, που καλύπτονται από καθένα από τα προγράμματα αναπαραγωγής τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3, και, εφόσον η κοινωνία εκτροφής κάνει χρήση των παρεκκλίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 19 ή στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο III σημείο 2, αναφορά στις εν λόγω παρεκκλίσεις·

ii)

τη γεωγραφική περιοχή στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί καθένα από τα προγράμματα αναπαραγωγής·

iii)

στην περίπτωση καθαρόαιμων ιπποειδών αναπαραγωγής, κατά περίπτωση, την επωνυμία και τα στοιχεία επικοινωνίας της κοινωνίας εκτροφής η οποία τηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής για την καταγωγή της φυλής·

iv)

για καθένα από τα προγράμματα αναπαραγωγής, κατά περίπτωση, αναφορά σε δικτυακό τόπο που παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής.

3.   Τα κράτη μέλη συμπεριλαμβάνουν επίσης στον κατάλογο που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου κάθε αρμόδια αρχή η οποία πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 38.

4.   Όταν η αναγνώριση μιας κοινωνίας εκτροφής ή μιας επιχείρησης αναπαραγωγής ανακληθεί σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο στοιχείο ε) ή η έγκριση ενός προγράμματος αναπαραγωγής ανασταλεί ή ανακληθεί σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο στοιχείο δ), τα κράτη μέλη δηλώνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την εν λόγω αναστολή ή ανάκληση στον κατάλογο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Εάν, εντός περιόδου 24 μηνών, η εν λόγω αναγνώριση παραμένει υπό ανάκληση ή η εν λόγω έγκριση παραμένει υπό αναστολή ή ανάκληση, τα κράτη μέλη αφαιρούν οριστικά την εν λόγω κοινωνία εκτροφής, επιχείρηση αναπαραγωγής ή πρόγραμμα αναπαραγωγής από τον κατάλογο που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την κατάρτιση υποδειγμάτων εντύπων σχετικά με την παρουσίαση των πληροφοριών που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο των αναγνωρισμένων κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

Τμήμα 2

Έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής

Άρθρο 8

Έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από τις κοινωνίες εκτροφής και τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής

1.   Μία κοινωνία εκτροφής ή μία επιχείρηση αναπαραγωγής υποβάλλει αιτήσεις για την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής της στην αρμόδια αρχή η οποία έχει αναγνωρίσει την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3.

2.   Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλεται εγγράφως, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή.

3.   Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αξιολογεί τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής και τα εγκρίνει, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

έχουν έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους στόχους:

i)

στην περίπτωση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής:

βελτίωση της φυλής,

διατήρηση της φυλής,

δημιουργία νέας φυλής,

ανασύσταση μιας φυλής,

ii)

στην περίπτωση των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής:

βελτίωση της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης,

δημιουργία νέας φυλής, σειράς ή διασταύρωσης·

β)

περιγράφουν λεπτομερώς τους στόχους επιλογής και αναπαραγωγής·

γ)

συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος 2 και επιπλέον, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, στο παράρτημα I μέρος 3.

4.   Οι κοινωνίες εκτροφής ή οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής μπορούν να αναθέτουν σε τρίτο συγκεκριμένες τεχνικές δραστηριότητες που συνδέονται με τη διαχείριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής τους, καθώς και τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής παραμένουν υπεύθυνες έναντι της αρμόδιας αρχής για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα I μέρη 2 και 3·

β)

δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του εν λόγω τρίτου και των οικονομικών δραστηριοτήτων των εκτροφέων που συμμετέχουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής·

γ)

ο εν λόγω τρίτος πληροί όλες τις αναγκαίες απαιτήσεις για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων αυτών·

δ)

οι εν λόγω κοινωνίες εκτροφής και επιχειρήσεις αναπαραγωγής έχουν επισημάνει στις αιτήσεις τους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τις δραστηριότητες που σκοπεύουν να αναθέσουν σε τρίτο και την επωνυμία και τα στοιχεία επικοινωνίας του εν λόγω τρίτου.

5.   Σε περίπτωση που, για περίοδο τουλάχιστον 24 μηνών, δεν υπάρχουν εκτροφείς των οποίων οι εκμεταλλεύσεις, στις οποίες τηρούν τα ζώα αναπαραγωγής τους, βρίσκονται σε ένα δεδομένο τμήμα της γεωγραφικής περιοχής και οι οποίοι συμμετέχουν σε πρόγραμμα αναπαραγωγής εγκεκριμένο σύμφωνα με την παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής να αναπροσαρμόσει τη γεωγραφική περιοχή του προγράμματος αναπαραγωγής της ώστε να μην περιλαμβάνει το δεδομένο αυτό τμήμα.

Άρθρο 9

Αλλαγές σε εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής

1.   Πριν από την εφαρμογή οιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών όσον αφορά τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της που έχει εγκριθεί σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής κοινοποιεί τις αλλαγές αυτές στην αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3.

2.   Η κοινοποίηση πραγματοποιείται εγγράφως είτε σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή.

3.   Εντός προθεσμίας 90 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης οι εν λόγω αλλαγές θεωρείται ότι έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή, εκτός εάν υπάρχει διαφορετική δήλωση από την αρμόδια αρχή.

4.   Οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής ενημερώνουν εγκαίρως και με διαφανή τρόπο τους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους για τις αλλαγές στο πρόγραμμα αναπαραγωγής τους που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Άρθρο 10

Παρεκκλίσεις από το άρθρο 8 παράγραφος 3 σχετικά με την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 8 παράγραφος 3, η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει πρόγραμμα αναπαραγωγής της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I μέρος 2, και επιπλέον, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, στο παράρτημα I μέρος 3, με το σκεπτικό ότι το πρόγραμμα αναπαραγωγής θα έθετε σε κίνδυνο το πρόγραμμα αναπαραγωγής που πραγματοποιεί άλλη κοινωνία εκτροφής για την ίδια φυλή το οποίο έχει ήδη εγκριθεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, σε σχέση με τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α)

τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των γνωρισμάτων της φυλής ή τους κύριους στόχους του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής·

β)

τη διατήρηση της εν λόγω φυλής ή της γενετικής ποικιλότητας εντός της φυλής· ή

γ)

όταν το πρόγραμμα αναπαραγωγής στοχεύει στη διατήρηση της εν λόγω φυλής, την αποτελεσματική εκτέλεση του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής:

i)

όταν πρόκειται για απειλούμενη φυλή· ή

ii)

όταν πρόκειται για αυτόχθονα φυλή η οποία δεν απαντά συχνά σε ένα ή περισσότερα από τα εδάφη της Ένωσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τον αριθμό των προγραμμάτων αναπαραγωγής τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί για τη φυλή αυτή στο εν λόγω κράτος μέλος·

β)

το μέγεθος των πληθυσμών αναπαραγωγής που καλύπτονται από τα συγκεκριμένα προγράμματα αναπαραγωγής·

γ)

την πιθανή συνεισφορά γενετικού υλικού από άλλα προγράμματα που πραγματοποιούν άλλες κοινωνίες εκτροφής για την ίδια φυλή σε άλλα κράτη μέλη ή φορείς αναπαραγωγής σε τρίτες χώρες.

Άρθρο 11

Άρνηση έγκρισης των προγραμμάτων αναπαραγωγής

Όταν η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 απορρίψει την έγκριση προγράμματος αναπαραγωγής που έχει υποβάλει μια τέτοια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1, ή απορρίψει την έγκριση αλλαγών στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, παρέχει στην εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για την άρνησή της.

Άρθρο 12

Κοινοποίηση και έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος στο οποίο είναι αναγνωρισμένη η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής

1.   Όταν μια κοινωνία εκτροφής ή μια επιχείρηση αναπαραγωγής προτίθεται να πραγματοποιήσει ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και σε ζώα αναπαραγωγής που διατηρούνται σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος στο οποίο είναι αναγνωρισμένη η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 («το εν λόγω άλλο κράτος μέλος» για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου), η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής κοινοποιεί την προβλεπόμενη επέκταση της γεωγραφικής περιοχής της στην αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3.

2.   Η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3:

α)

απευθύνει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους, τουλάχιστον 90 ημέρες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης του προγράμματος αναπαραγωγής στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος και, μετά από αίτηση της αρχής προς την οποία γίνεται η κοινοποίηση, προσκομίζει μετάφραση της κοινοποίησης σε μια από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω άλλου κράτους μέλους·

β)

εφόσον το ζητήσει η αρχή προς την οποία γίνεται η κοινοποίηση, προσκομίζει, τουλάχιστον 60 ημέρες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης του προγράμματος αναπαραγωγής στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, αντίγραφο του προγράμματος αναπαραγωγής όπως έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3, το οποίο συνοδεύεται, εάν ζητηθεί από την εν λόγω αρχή, από μετάφραση σε μία από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω άλλου κράτους μέλους, την οποία προσκομίζει η αιτούσα κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής.

3.   Η αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους μπορεί, εντός 90 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), να αρνηθεί τη χορήγηση έγκρισης για την επί του εδάφους της διενέργεια προγράμματος αναπαραγωγής, σε περίπτωση που:

α)

διεξάγεται ήδη εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος για καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής της ίδιας φυλής· και

β)

η έγκριση ενός επιπλέον προγράμματος αναπαραγωγής θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το πρόγραμμα αναπαραγωγής που πραγματοποιεί άλλη κοινωνία εκτροφής για την ίδια φυλή το οποίο έχει ήδη εγκριθεί στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, σε σχέση με τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

i)

τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των γνωρισμάτων της φυλής ή τους κύριους στόχους του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής·

ii)

τη διατήρηση της εν λόγω φυλής ή της γενετικής ποικιλότητας εντός της φυλής·

iii)

στην περίπτωση που το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής στοχεύει στη διατήρηση της συγκεκριμένης φυλής, την αποτελεσματική εκτέλεση του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής:

όταν πρόκειται για απειλούμενη φυλή ή

όταν πρόκειται για αυτόχθονα φυλή η οποία δεν απαντά συχνά σε ένα ή περισσότερα από τα εδάφη της Ένωσης.

4.   Η αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους ενημερώνει την αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 σχετικά με την έκβαση της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και, εφόσον αρνηθεί τη χορήγηση έγκρισης για τη διεξαγωγή του προγράμματος αναπαραγωγής στο έδαφός της, παρέχει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για την άρνησή της.

5.   Η απουσία απάντησης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του εν λόγω άλλου κράτους μέλους στην κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) εντός 90 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω κοινοποίησης συνιστά έγκριση.

6.   Η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής σχετικά με την έκβαση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και, σε περίπτωση άρνησης, παρέχει στην εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής την τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για την άρνησή της που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

7.   Εφόσον η αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους αρνηθεί τη χορήγηση έγκρισης σύμφωνα με την παράγραφο 3, ενημερώνει την Επιτροπή για την άρνησή της, την οποία συνοδεύει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση σχετικά με την εν λόγω άρνηση.

8.   Όταν η αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους αρνηθεί τη χορήγηση έγκρισης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής που προτίθεται να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα αναπαραγωγής στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος ζητήσει επανεξέταση της άρνησης αυτής, η αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους και η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 συνεργάζονται μεταξύ τους όσον αφορά την αίτηση επανεξέτασης.

9.   Η αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει την κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 ενημερώνει την αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους σχετικά με τις αλλαγές στα προγράμματα αναπαραγωγής τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3.

10.   Μετά από αίτηση της αρμόδιας αρχής του εν λόγω άλλου κράτους μέλους, η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής που λειτουργεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο στο έδαφος του εν λόγω άλλου κράτους μέλους παρέχει επικαιροποιημένες πληροφορίες στην εν λόγω αρμόδια αρχή, ιδίως όσον αφορά τον αριθμό των εκτροφέων και των ζώων αναπαραγωγής στα οποία πραγματοποιείται το πρόγραμμα αναπαραγωγής στο εν λόγω έδαφος. Κάθε παρόμοια αίτηση υποβάλλεται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι αιτήσεις προς τις κοινωνίες εκτροφής ή τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής που είναι αναγνωρισμένες στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

11.   Η αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους μπορεί να αποσύρει την έγκριση του προγράμματος αναπαραγωγής που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εφόσον, για τουλάχιστον 12 μήνες, κανένας εκτροφέας στο έδαφος του εν λόγω άλλου κράτους μέλους δεν συμμετέχει στο συγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εκτροφέων, των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής

Άρθρο 13

Δικαιώματα των εκτροφέων που συμμετέχουν σε προγράμματα αναπαραγωγής τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12

1.   Οι εκτροφείς έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα ζώα αναπαραγωγής τους διατηρούνται σε εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται εντός της γεωγραφικής περιοχής του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής·

β)

τα ζώα αναπαραγωγής τους ανήκουν, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, στη φυλή ή, όσον αφορά τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, στη φυλή, σειρά ή διασταύρωση, η οποία καλύπτεται από το συγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

2.   Οι εκτροφείς που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, έχουν το δικαίωμα:

α)

εγγραφής των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής τους στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί για τη φυλή από την κοινωνία εκτροφής σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 20·

β)

καταγραφής των ζώων τους σε συμπληρωματικό τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί για τη φυλή από την κοινωνία εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 20·

γ)

καταχώρισης των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής τους στο μητρώο αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί για τη φυλή, τη σειρά ή τη διασταύρωση από την επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 23·

δ)

συμμετοχής σε έλεγχο της απόδοσης και γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

ε)

εφοδιασμού με ζωοτεχνικό πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 4·

στ)

κατόπιν αιτήσεως, απόκτησης των επικαιροποιημένων αποτελεσμάτων του ελέγχου της απόδοσης και της γενετικής αξιολόγησης για τα ζώα αναπαραγωγής τους, εφόσον τα εν λόγω αποτελέσματα είναι διαθέσιμα·

ζ)

πρόσβασης σε όλες τις άλλες υπηρεσίες που παρέχει στους συμμετέχοντες εκτροφείς σε σχέση με το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής που πραγματοποιεί το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής.

3.   Εκτός από τα δικαιώματα που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, σε περίπτωση που οι κανόνες μιας κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής προβλέπουν τη συμμετοχή υπό την ιδιότητα του μέλους, οι εκτροφείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχουν επίσης το δικαίωμα:

α)

να γίνουν μέλη της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής·

β)

να συμμετέχουν στον καθορισμό και την ανάπτυξη του προγράμματος αναπαραγωγής σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 1 στοιχείο Β παράγραφος 1 στοιχείο β).

Άρθρο 14

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής

1.   Όσον αφορά τα προγράμματα αναπαραγωγής τους τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής έχουν το δικαίωμα να ορίζουν και να διεξάγουν τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής αυτόνομα, με παράλληλη τήρηση του παρόντος κανονισμού και των προϋποθέσεων για την έγκρισή τους.

2.   Οι κοινωνίες εκτροφής ή οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής έχουν το δικαίωμα να αποκλείουν τη συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής σε εκτροφείς στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εκτροφείς δεν συμμορφώνονται προς τους κανόνες του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής ή προς τις υποχρεώσεις όπως αυτές απορρέουν από τον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 1 στοιχείο Β παράγραφος 1 στοιχείο β).

3.   Εκτός από το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι κοινωνίες εκτροφής και επιχειρήσεις αναπαραγωγής που προβλέπουν συμμετοχή υπό την ιδιότητα του μέλους έχουν το δικαίωμα να αποκλείουν τη συμμετοχή σε εκτροφείς, στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εκτροφείς δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους, όπως αυτές απορρέουν από τον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 1 στοιχείο Β παράγραφος 1 στοιχείο β).

4.   Οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής έχουν, με την επιφύλαξη του ρόλου των δικαστηρίων, ευθύνη για την επίλυση των διαφορών που ενδέχεται να ανακύψουν μεταξύ των εκτροφέων, καθώς και μεταξύ των εκτροφέων και της κοινωνίας εκτροφής ή της επιχείρησης αναπαραγωγής, κατά τη διεξαγωγή των προγραμμάτων αναπαραγωγής που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 1 στοιχείο Β παράγραφος 1 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Εγγραφή των ζώων αναπαραγωγής σε βιβλία αναπαραγωγής και μητρώα αναπαραγωγής και αποδοχή για αναπαραγωγή

Τμήμα 1

Εγγραφή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής σε βιβλία αναπαραγωγής και αποδοχή για αναπαραγωγή

Άρθρο 15

Δομή των βιβλίων αναπαραγωγής

Τα βιβλία αναπαραγωγής αποτελούνται από ένα κεντρικό τμήμα και, όπου προβλέπεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, από ένα ή περισσότερα συμπληρωματικά τμήματα.

Άρθρο 16

Κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής

1.   Όταν οι κοινωνίες εκτροφής καθορίζουν διαφορετικά κριτήρια ή διαδικασίες για την εγγραφή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής σε διαφορετικές κλάσεις, οι εν λόγω κοινωνίες εκτροφής μπορούν να διαιρούν το κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής σε δύο κλάσεις:

α)

ανάλογα με τις ιδιότητες των εν λόγω ζώων και να υποδιαιρούν τις κλάσεις αυτές ανάλογα με την ηλικία ή το φύλο τους· ή

β)

ανάλογα με την ηλικία ή το φύλο των εν λόγω ζώων υπό τον όρο ότι οι κλάσεις αυτές υποδιαιρούνται επίσης με βάση τις ιδιότητές τους.

Τα εν λόγω κριτήρια και διαδικασίες μπορεί να απαιτούν την υποβολή του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 ή σε οιαδήποτε άλλη αξιολόγηση που περιγράφεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12 πριν από την εγγραφή του σε μια συγκεκριμένη κλάση του κύριου τμήματος.

2.   Σε περίπτωση που το πρόγραμμα αναπαραγωγής καθορίζει συμπληρωματικές προϋποθέσεις εγγραφής στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής πέραν των προβλεπομένων στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I, η κοινωνία εκτροφής που πραγματοποιεί το πρόγραμμα αναπαραγωγής καθορίζει, στο εν λόγω κύριο τμήμα, τουλάχιστον μία κλάση στην οποία καταχωρίζονται κατόπιν αιτήσεως του εκτροφέα μόνο τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που πληρούν τις προϋποθέσεις του παραρτήματος II μέρος 1 κεφάλαιο I και του άρθρου 21.

Άρθρο 17

Συμπληρωματικά τμήματα των βιβλίων αναπαραγωγής

Οι κοινωνίες εκτροφής μπορούν να καταρτίζουν ένα ή περισσότερα συμπληρωματικά τμήματα στο βιβλίο αναπαραγωγής για τα ζώα του ίδιου είδους που δεν είναι επιλέξιμα για εγγραφή στο κύριο τμήμα, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής επιτρέπουν να εγγράφονται στο κύριο τμήμα οι απόγονοι των ζώων αυτών σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται:

α)

όταν πρόκειται για θηλυκά βοοειδή, χοίρους, πρόβατα και αίγες, στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο III σημείο 1 στοιχείο α)·

β)

όταν πρόκειται για βοοειδή, χοίρους και αιγοπρόβατα απειλούμενων φυλών ή για «άγριες» φυλές προβάτων, στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο III σημείο 2· ή

γ)

όταν πρόκειται για αρσενικά και θηλυκά ιπποειδή, στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο III σημείο 1 στοιχείο β).

Άρθρο 18

Εγγραφή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής

1.   Κατόπιν αίτησης των εκτροφέων, οι κοινωνίες εκτροφής εγγράφουν ή καταχωρίζουν προς εγγραφή στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής τους κάθε καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής της φυλής που καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα ζώα αυτά πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I και, κατά περίπτωση, ότι τα ζώα αυτά προέρχονται από τους απογόνους ζώων αναπαραγωγής ή προέρχονται από αναπαραγωγικό υλικό τους, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 21.

2.   Οι κοινωνίες εκτροφής δεν αρνούνται την εγγραφή ενός καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής στο κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής τους με την αιτιολογία ότι είναι ήδη εγγεγραμμένο στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής ή, στην περίπτωση προγράμματος διασταύρωσης που πραγματοποιείται για τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, για διαφορετική φυλή, βιβλίο το οποίο έχει καταρτιστεί από άλλη κοινωνία εκτροφής που είναι αναγνωρισμένη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 ή από φορέα αναπαραγωγής σε τρίτη χώρα ο οποίος περιλαμβάνεται στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 34.

3.   Όταν το κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής είναι χωρισμένο σε κλάσεις, τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που πληρούν τα κριτήρια για την εγγραφή στο κύριο τμήμα εγγράφονται από την κοινωνία εκτροφής στην κλάση που αντιστοιχεί στις ιδιότητες των συγκεκριμένων καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής.

Άρθρο 19

Παρεκκλίσεις από τις προϋποθέσεις για την εγγραφή ζώων στο κύριο τμήμα των βιβλίων αναπαραγωγής στην περίπτωση δημιουργίας νέας φυλής ή ανασύστασης μιας φυλής

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 18 παράγραφος 1, σε περίπτωση που μια κοινωνία εκτροφής εκτελεί πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, για μια φυλή για την οποία δεν υπάρχει βιβλίο αναπαραγωγής σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 34, η εν λόγω κοινωνία εκτροφής μπορεί να εγγράφει στο κύριο τμήμα του νεοκαταρτισθέντος βιβλίου αναπαραγωγής καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής ή απογόνους καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής από διαφορετικές φυλές ή οποιοδήποτε ζώο διαθέτει, κατά την κρίση της κοινωνίας εκτροφής, τα χαρακτηριστικά της εν λόγω νέας φυλής και, ανάλογα με την περίπτωση, πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις απόδοσης που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

Οι κοινωνίες εκτροφής που κάνουν χρήση της παρέκκλισης αυτής:

α)

καθορίζουν στο πρόγραμμα αναπαραγωγής τους χρονική περίοδο για την κατάρτιση του νέου βιβλίου αναπαραγωγής η οποία είναι κατάλληλη για το διάστημα γενεάς του είδους ή της φυλής που καλύπτει·

β)

παραπέμπουν σε οποιοδήποτε υφιστάμενο βιβλίο αναπαραγωγής στο οποίο έχουν εγγραφεί τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής ή οι γεννήτορές τους για πρώτη φορά μετά τη γέννηση, μαζί με τον αρχικό αριθμό καταχώρισης στο εν λόγω βιβλίο αναπαραγωγής·

γ)

επισημαίνουν, στο σύστημα καταγραφής των γενεαλογιών, τα ζώα τα οποία θεωρούν οι ίδιες ότι αποτελούν το αρχικό γενετικό υλικό της φυλής.

2.   Όταν μια κοινωνία εκτροφής προτίθεται να ανασυστήσει μια φυλή η οποία έχει εξαφανιστεί ή απειλείται σοβαρά με εξαφάνιση, ένα κράτος μέλος ή, εάν έτσι αποφασίσει, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει στην κοινωνία εκτροφής να εγγράφει στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής τους απογόνους των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής της προς ανασύσταση φυλής ή τους απογόνους καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής άλλων φυλών που συμμετέχουν στην ανασύσταση της εν λόγω φυλής ή κάθε ζώο το οποίο, κατά την κρίση της κοινωνίας εκτροφής, διαθέτει τα γνωρίσματα της προς ανασύσταση φυλής και, ανάλογα με την περίπτωση, πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις απόδοσης που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

στο πρόγραμμα αναπαραγωγής ορίζεται μια περίοδος για την αρχική ή την εκ νέου κατάρτιση του εν λόγω βιβλίου αναπαραγωγής, κατάλληλη για τη συγκεκριμένη φυλή·

β)

ανάλογα με την περίπτωση, γίνεται αναφορά σε οιοδήποτε βιβλίο αναπαραγωγής στο οποίο έχουν εγγραφεί τα εν λόγω καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής ή οι πρόγονοί τους μαζί με τον αρχικό αριθμό καταχώρισης στο βιβλίο αυτό αναπαραγωγής·

γ)

τα ζώα τα οποία, κατά την κρίση της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής, αποτελούν υλικό ανασύστασης της φυλής επισημαίνονται στο σύστημα καταγραφής των γενεαλογιών.

3.   Κοινωνία εκτροφής που προτίθεται να κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή της παρέκκλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου καθορίζει ένα λεπτομερές σχέδιο για τη δημιουργία ή την ανασύσταση της φυλής στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1.

4.   Έως το τέλος της περιόδου κατάρτισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή διενεργεί επίσημο έλεγχο όπως προβλέπεται στο άρθρο 43.

5.   Όταν φυλή δημιουργείται ή ανασυσταίνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τις σχετικές πληροφορίες συμπεριλαμβάνοντας σχετική ένδειξη στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 7.

Άρθρο 20

Καταγραφή ζώων σε συμπληρωματικά τμήματα και αναβάθμιση των απογόνων τους στο κύριο τμήμα

1.   Στην περίπτωση που μια κοινωνία εκτροφής καταρτίζει συμπληρωματικά τμήματα σύμφωνα με το άρθρο 17, κατόπιν αίτησης των εκτροφέων, η εν λόγω κοινωνία εκτροφής καταγράφει στα κατάλληλα συμπληρωματικά τμήματα που προβλέπονται στο άρθρο 17 τα ζώα των ειδών που καλύπτονται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής τους, τα οποία δεν είναι επιλέξιμα για εγγραφή στο κύριο τμήμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω ζώα πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο II.

2.   Οι κοινωνίες εκτροφής, κατόπιν αίτησης των εκτροφέων, εγγράφουν τους απογόνους των ζώων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο κύριο τμήμα που προβλέπεται στο άρθρο 16 και θεωρούν τους απογόνους αυτούς ως καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι οι απόγονοι αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο III.

Άρθρο 21

Αποδοχή καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους για αναπαραγωγή

1.   Κοινωνία εκτροφής η οποία πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής για μια φυλή το οποίο έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, αποδέχεται:

α)

για φυσική οχεία, κάθε καθαρόαιμο ζώο της φυλής αυτής·

β)

για τεχνητή σπερματέγχυση, σπέρμα που έχει συλλεχθεί από καθαρόαιμα βοοειδή αναπαραγωγής που έχουν υποβληθεί σε γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

γ)

για τεχνητή σπερματέγχυση, σπέρμα που έχει συλλεχθεί από καθαρόαιμους χοίρους ή καθαρόαιμα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής που έχουν υποβληθεί σε γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

δ)

για τεχνητή σπερματέγχυση, σπέρμα που έχει συλλεχθεί από καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής που έχουν υποβληθεί, εφόσον απαιτείται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

ε)

για μεταφορά εμβρύου, ωοκυττάρων που συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για παραγωγή εμβρύων in vitro και εμβρύων in vivo που έχουν συλληφθεί με τη χρήση σπέρματος που αναφέρεται στο στοιχείο β) ή γ) της παρούσας παραγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι τα ωοκύτταρα και τα έμβρυα αυτά έχουν συλλεχθεί από καθαρόαιμα βοοειδή, χοίρους ή αιγοπρόβατα που έχουν υποβληθεί σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

στ)

για μεταφορά εμβρύου, ωοκυττάρων που συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για παραγωγή εμβρύων in vitro και εμβρύων in vivo που έχουν συλληφθεί με τη χρήση σπέρματος που αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι τα ωοκύτταρα και τα έμβρυα αυτά έχουν συλλεχθεί από καθαρόαιμα ιπποειδή που έχουν υποβληθεί, εφόσον απαιτείται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

ζ)

για έλεγχο αρσενικών καθαρόαιμων βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων αναπαραγωγής, το σπέρμα που έχει συλλεχθεί από καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής τα οποία δεν έχουν υποβληθεί σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση, υπό την προϋπόθεση ότι το σπέρμα αυτό χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς του εν λόγω ελέγχου των συγκεκριμένων αρσενικών καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής εντός των ποσοτικών ορίων που απαιτούνται ώστε η εν λόγω κοινωνία εκτροφής να διεξαγάγει τον έλεγχο αυτό σύμφωνα με το άρθρο 25.

2.   Όσον αφορά τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μια κοινωνία εκτροφής μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρήση μιας ή περισσότερων τεχνικών αναπαραγωγής που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο ή τη χρήση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής για μία ή περισσότερες από τις εν λόγω τεχνικές αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης του αναπαραγωγικού υλικού τους, υπό την προϋπόθεση ότι η απαγόρευση ή ο περιορισμός αυτός προβλέπεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

Κάθε τέτοια απαγόρευση ή περιορισμός που προβλέπεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής μιας κοινωνίας εκτροφής η οποία έχει καταρτίσει το βιβλίο αναπαραγωγής καταγωγής της φυλής σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 3 σημείο 3 στοιχείο α) είναι δεσμευτικός για τα προγράμματα αναπαραγωγής των κοινωνιών εκτροφής που καταρτίζουν βιβλία αναπαραγωγής θυγατρικής φυλής για την ίδια φυλή σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 3 σημείο 3 στοιχείο β).

3.   Σε περίπτωση απειλούμενης φυλής, μια κοινωνία εκτροφής μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρήση καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής της φυλής αυτής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης του αναπαραγωγικού υλικού του, εφόσον η χρήση αυτή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση ή τη γενετική ποικιλότητα της συγκεκριμένης φυλής.

4.   Το σπέρμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ) που συλλέγεται από καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής εγγεγραμμένα στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί από κοινωνία εκτροφής η οποία πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, γίνεται αποδεκτό από άλλη κοινωνία εκτροφής που πραγματοποιεί εγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής στην ίδια φυλή στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος υπό τους ίδιους όρους και ποσοτικούς περιορισμούς όσον αφορά τον έλεγχο της απόδοσης, και, κατά περίπτωση, τη γενετική αξιολόγηση με αυτούς που εφαρμόζει στα δικά της αρσενικά καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής.

5.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 4, το αναπαραγωγικό υλικό των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που αναφέρεται στις παραγράφους αυτές συλλέγεται, παράγεται, υφίσταται επεξεργασία και αποθηκεύεται σε κέντρο συλλογής ή αποθήκευσης σπέρματος, ή από ομάδα συλλογής ή παραγωγής εμβρύων, που έχουν λάβει έγκριση για ενδοενωσιακές συναλλαγές των εμπορευμάτων αυτών, σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη συλλογή, την παραγωγή, την επεξεργασία και την αποθήκευση για χρήση εντός της επικράτειας τους αναπαραγωγικού υλικού καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής σε κέντρο συλλογής ή αποθήκευσης σπέρματος, σε κέντρο αποθήκευσης εμβρύων, από ομάδα συλλογής ή παραγωγής εμβρύων ή από εξειδικευμένο προσωπικό, που έχουν λάβει επίσημη έγκριση σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχεία β), γ) και ε), όταν ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12 έχει ως στόχο τη διατήρηση της φυλής ή τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας που υπάρχει εντός της φυλής, ο έλεγχος της απόδοσης ή η γενετική αξιολόγηση διενεργείται μόνον όταν το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής απαιτεί τη διενέργεια ελέγχου της απόδοσης ή γενετικής αξιολόγησης.

Άρθρο 22

Μέθοδοι εξακρίβωσης της ταυτότητας

1.   Στις περιπτώσεις που καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής των ειδών των βοοειδών, των αιγοπροβάτων και των ιπποειδών αναπαραγωγής χρησιμοποιούνται για τη συλλογή σπέρματος για τεχνητή σπερματέγχυση, οι κοινωνίες εκτροφής απαιτούν την ταυτοποίηση αυτών των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής μέσω ανάλυσης της ομάδας αίματος ή με κάθε άλλη κατάλληλη μέθοδο που παρέχει τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό βεβαιότητας όπως η ανάλυση DNA.

2.   Όταν βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα και ιπποειδή αναπαραγωγής χρησιμοποιούνται για τη συλλογή ωοκυττάρων και εμβρύων και όταν χοίροι αναπαραγωγής χρησιμοποιούνται για τη συλλογή σπέρματος για τεχνητή σπερματέγχυση, οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής μπορούν να απαιτούν την ταυτοποίηση των εν λόγω ζώων αναπαραγωγής με μία από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή ευρωπαϊκής ένωσης για τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής των οικείων ειδών, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις, για τις μεθόδους εξακρίβωσης της ταυτότητας ζώων αναπαραγωγής οι οποίες παρέχουν τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό βεβαιότητας με την ανάλυση της ομάδας αίματος των εν λόγω ζώων αναπαραγωγής, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις και τις συστάσεις των κέντρων αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 29, της ICAR ή της Διεθνούς οργάνωσης γενετικής των ζώων (ISAG). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

Τμήμα 2

Καταχώριση υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής στα μητρώα αναπαραγωγής και αποδοχή για αναπαραγωγή

Άρθρο 23

Καταχώριση υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής σε μητρώα αναπαραγωγής

1.   Οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής, κατόπιν αιτήσεως των εκτροφέων τους, καταχωρίζουν στο μητρώο αναπαραγωγής τους κάθε υβριδικό χοίρο αναπαραγωγής της ίδιας φυλής, σειράς ή διασταύρωσης ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα II μέρος 2.

2.   Οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής δεν αρνούνται να καταχωρίσουν στα μητρώα αναπαραγωγής τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής που είναι καταχωρισμένοι σύμφωνα με το παράρτημα II μέρος 2 σε μητρώο αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί για την ίδια φυλή, σειρά ή διασταύρωση από μια επιχείρηση αναπαραγωγής που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 24

Αποδοχή υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους για αναπαραγωγή

1.   Επιχείρηση αναπαραγωγής η οποία πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, σε υβριδικούς χοίρους μιας φυλής, σειράς ή διασταύρωσης αποδέχεται:

α)

για φυσική οχεία, κάθε υβριδικό χοίρο αναπαραγωγής της ίδιας φυλής, σειράς ή διασταύρωσης όπως ορίζεται στο σχετικό πρόγραμμα αναπαραγωγής·

β)

για τεχνητή σπερματέγχυση, σπέρμα που συλλέγεται από υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής που έχουν υποβληθεί, εφόσον απαιτείται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

γ)

για μεταφορά εμβρύου, ωοκύτταρα που συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για παραγωγή εμβρύων in vitro και εμβρύων in vivo που έχουν συλληφθεί με τη χρήση σπέρματος που αναφέρεται στο στοιχείο β), υπό την προϋπόθεση ότι τα ωοκύτταρα και τα έμβρυα αυτά έχουν συλλεχθεί από υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής που έχουν υποβληθεί, εφόσον απαιτείται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25·

δ)

για έλεγχο αρσενικών υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής, το σπέρμα που συλλέγεται από τέτοιους υβριδικούς χοίρους οι οποίοι δεν έχουν υποβληθεί σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση, υπό την προϋπόθεση ότι το σπέρμα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς του ελέγχου των συγκεκριμένων υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής εντός των ποσοτικών ορίων που απαιτούνται προκειμένου η εν λόγω επιχείρηση αναπαραγωγής να διεξαγάγει τον έλεγχο αυτό σύμφωνα με το άρθρο 25.

2.   Αρσενικοί υβριδικοί χοίροι αναπαραγωγής που είναι καταχωρισμένοι σε μητρώο αναπαραγωγής που καταρτίζεται από επιχείρηση αναπαραγωγής που πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, και το αναπαραγωγικό υλικό τους, γίνονται δεκτοί από άλλη επιχείρηση αναπαραγωγής που διενεργεί πρόγραμμα αναπαραγωγής στην ίδια φυλή, σειρά ή διασταύρωση στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος υπό τους ίδιους όρους και ποσοτικούς περιορισμούς για τον έλεγχο της απόδοσης, και, κατά περίπτωση, τη γενετική αξιολόγηση με αυτούς που εφαρμόζει στους δικούς της υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, το αναπαραγωγικό υλικό των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής που αναφέρεται στις παραγράφους αυτές συλλέγεται, παράγεται, υφίσταται επεξεργασία και αποθηκεύεται σε κέντρο συλλογής ή αποθήκευσης σπέρματος ή από ομάδα συλλογής ή παραγωγής εμβρύων που έχουν λάβει επίσημη έγκριση για ενδοενωσιακές συναλλαγές των εμπορευμάτων αυτών, σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει τη συλλογή, την παραγωγή, την επεξεργασία και την αποθήκευση για χρήση εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους αναπαραγωγικού υλικού υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής σε κέντρο συλλογής ή αποθήκευσης σπέρματος, σε κέντρο αποθήκευσης εμβρύων, από ομάδα συλλογής ή παραγωγής εμβρύων ή από εξειδικευμένο προσωπικό, που έχουν λάβει επίσημη έγκριση σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Έλεγχος της απόδοσης και γενετική αξιολόγηση

Άρθρο 25

Μέθοδοι ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης

Όταν μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής ή τρίτος που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) διενεργεί έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση ζώων αναπαραγωγής, η εν λόγω κοινωνία εκτροφής, επιχείρηση αναπαραγωγής ή ο εν λόγω τρίτος διασφαλίζει ότι ο εν λόγω έλεγχος της απόδοσης ή η γενετική αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με τους κανόνες, όπως ορίζονται:

α)

όσον αφορά τα καθαρόαιμα βοοειδή, χοίρους και αιγοπρόβατα αναπαραγωγής και τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, στο παράρτημα III·

β)

όσον αφορά τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που πραγματοποιεί η εν λόγω κοινωνία εκτροφής όπως έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

Άρθρο 26

Κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές αρμοδιότητες σχετικά με τις απαιτήσεις για τη διενέργεια ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 61 σχετικά με τις τροποποιήσεις στο παράρτημα III όσον αφορά τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση καθαρόαιμων βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων αναπαραγωγής, οι οποίες απαιτούνται ώστε να λαμβάνει υπόψη:

α)

την επιστημονική πρόοδο·

β)

τις τεχνικές εξελίξεις· ή

γ)

την ανάγκη διατήρησης αξιόλογων γενετικών πόρων.

2.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση καθαρόαιμων βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων αναπαραγωγής που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, καθώς και για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων τους. Όταν πράττει τούτο, λαμβάνει υπόψη τις τεχνικές και επιστημονικές εξελίξεις ή τις συστάσεις των σχετικών κέντρων αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 ή, εάν δεν υπάρχουν, τις αρχές που συμφωνούνται από την ICAR. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Διενέργεια ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης

1.   Όταν πρόκειται να διενεργηθεί έλεγχος της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση βάσει του προγράμματος αναπαραγωγής τους το οποίο έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής:

α)

διενεργούν οι ίδιες τον έλεγχο της απόδοσης ή τη γενετική αξιολόγηση· ή

β)

ορίζουν τους τρίτους στους οποίους ανατίθεται ο έλεγχος της απόδοσης ή η γενετική αξιολόγηση.

2.   Ένα κράτος μέλος ή, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος το αποφασίσει, οι αρμόδιες αρχές του μπορεί να αποφασίσουν ότι, για τον ορισμό των τρίτων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), οι εν λόγω τρίτοι υποχρεούνται να λαμβάνουν έγκριση για τη διενέργεια ελέγχου της απόδοσης ή γενετικής αξιολόγησης των ζώων αναπαραγωγής από το εν λόγω κράτος μέλος ή από τις αρμόδιες αρχές του, εκτός εάν ο συγκεκριμένος ορισθείς τρίτος είναι δημόσιος φορέας που υπόκειται σε έλεγχο από το εν λόγω κράτος μέλος ή τις αρμόδιες αρχές του.

3.   Ένα κράτος μέλος ή, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος το αποφασίσει, οι αρμόδιες αρχές του, που κάνουν χρήση της διάταξης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, διασφαλίζουν ότι χορηγείται έγκριση στους τρίτους που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, αν αυτοί διαθέτουν:

α)

τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό που απαιτούνται για τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου της απόδοσης ή της γενετικής αξιολόγησης·

β)

κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό· και

γ)

τη δυνατότητα να διενεργήσουν τον έλεγχο της απόδοσης ή τη γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 25.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο α), ένα κράτος μέλος ή η αρμόδια αρχή του μπορεί να αποφασίσει ότι ένας τρίτος ο οποίος έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ή ο ορισθείς δημόσιος φορέας που υπόκειται σε έλεγχο από το κράτος μέλος ή τις οικείες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου είναι υπεύθυνος έναντι της εν λόγω αρμόδιας αρχής για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό που εφαρμόζονται στον εν λόγω ανατεθέντα έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση.

5.   Οι κοινωνίες εκτροφής ή οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής που διενεργούν οι ίδιες έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση ή τρίτοι που ορίζονται από κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή που έχουν λάβει έγκριση από ένα κράτος μέλος ή τις οικείες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μπορούν να δεσμεύονται από τους κανόνες και τις προδιαγραφές που καθορίζονται από την ICAR ή να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που διεξάγονται από τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 29.

Τα αποτελέσματα των εν λόγω δεσμεύσεων ή η συμμετοχή σε δραστηριότητες αυτού του είδους μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές κατά την αναγνώριση των εν λόγω κοινωνιών εκτροφής ή επιχειρήσεων αναπαραγωγής, την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής τους, την έγκριση των εν λόγω τρίτων ή τη διενέργεια επίσημων ελέγχων στις εν λόγω επιχειρήσεις.

6.   Οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής δημοσιοποιούν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το ποιος διενεργεί τον έλεγχο της απόδοσης ή τη γενετική αξιολόγηση.

Άρθρο 28

Υποχρεώσεις των κοινωνιών εκτροφής, των επιχειρήσεων αναπαραγωγής και των τρίτων που διενεργούν έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση

1.   Όταν μια κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής διενεργεί έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση των ζώων αναπαραγωγής ή αναθέτει σε τρίτους τις δραστηριότητες αυτές σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής παρέχει στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

αρχεία όλων των στοιχείων που προκύπτουν από τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση που αφορούν ζώα αναπαραγωγής από εκμεταλλεύσεις στο έδαφος στο οποίο η αρμόδια αρχή ασκεί τις δραστηριότητές της·

β)

λεπτομέρειες σχετικά με τις μεθόδους καταγραφής των χαρακτηριστικών·

γ)

λεπτομέρειες σχετικά με το περιγραφικό πρότυπο όσον αφορά τις αποδόσεις, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανάλυση των αποτελεσμάτων του ελέγχου της απόδοσης·

δ)

λεπτομέρειες σχετικά με τις στατιστικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση των αποτελεσμάτων του ελέγχου της απόδοσης για κάθε αξιολογούμενο χαρακτηριστικό·

ε)

λεπτομέρειες σχετικά με τις γενετικές παραμέτρους που χρησιμοποιήθηκαν για κάθε αξιολογούμενο χαρακτηριστικό, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, λεπτομερειών για τη γονιδιωματική αξιολόγηση.

2.   Η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής ή, κατόπιν αίτησης της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής, ο τρίτος που ορίζεται από την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), δημοσιοποιεί και επικαιροποιεί τα αποτελέσματα της γενετικής αξιολόγησης των ζώων αναπαραγωγής των οποίων το σπέρμα χρησιμοποιείται για τεχνητή σπερματέγχυση σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) και το άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Άρθρο 29

Κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Όπου υπάρχει αναγνωρισμένη ανάγκη για την προαγωγή της εναρμόνισης ή τη βελτίωση των μεθόδων ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που χρησιμοποιούνται από κοινωνίες εκτροφής ή από τρίτους που ορίζονται από κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για να ορίζει τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αρμόδια για την επιστημονική και τεχνική συμβολή στην εναρμόνιση ή τη βελτίωση των μεθόδων αυτών.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

2.   Όταν υπάρχει αναγνωρισμένη ανάγκη για την προαγωγή της καθιέρωσης ή την εναρμόνιση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται από κοινωνίες εκτροφής, τρίτους που ορίζονται από κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), τις αρμόδιες αρχές ή άλλες αρχές των κρατών μελών για τη διατήρηση απειλούμενων φυλών ή τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας που υπάρχει εντός των εν λόγω φυλών, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για τον ορισμό των κέντρων αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αρμόδια για την επιστημονική και τεχνική συμβολή στην καθιέρωση ή τη βελτίωση των μεθόδων αυτών. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

3.   Οι ορισμοί που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 γίνονται σύμφωνα με δημόσια διαδικασία επιλογής και έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια ή επανεξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.

4.   Τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου:

α)

συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 1· και

β)

είναι αρμόδια για τα καθήκοντα που ορίζονται:

i)

όσον αφορά τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όπως ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 2·

ii)

όσον αφορά τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, όπως ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 3·

εφόσον τα καθήκοντα αυτά περιλαμβάνονται στα ετήσια ή πολυετή προγράμματα εργασίας των κέντρων αναφοράς που θεσπίζονται σύμφωνα με τους στόχους και τις προτεραιότητες των σχετικών προγραμμάτων εργασίας που εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 61 για τις τροποποιήσεις:

α)

των απαιτήσεων για τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 1·

β)

των καθηκόντων των κέντρων αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται στο παράρτημα IV σημεία 2 και 3.

Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις της παρούσας παραγράφου λαμβάνουν δεόντως υπόψη:

α)

τα είδη των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής για τα οποία πρέπει να εναρμονιστούν ή να βελτιωθούν οι μέθοδοι ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης, καθώς και τις επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις στον τομέα του ελέγχου της απόδοσης ή της γενετικής αξιολόγησης· ή

β)

τις απειλούμενες φυλές για τις οποίες πρόκειται να καθοριστούν ή να εναρμονιστούν οι μέθοδοι διατήρησής τους ή διατήρησης της γενετικής ποικιλότητας εντός των φυλών, και τις επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις στους τομείς αυτούς.

6.   Τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 υπόκεινται σε ελέγχους που διενεργεί η Επιτροπή προκειμένου να εξακριβώσει ότι:

α)

συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 1·

β)

εκπληρώνουν τα καθήκοντα που αναφέρονται:

i)

όσον αφορά τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, όπως ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 2·

ii)

όσον αφορά τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, όπως ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 3.

Εάν από τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών αποκαλυφθεί ότι ένα κέντρο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα IV σημείο 1 ή δεν εκπληρώνει τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παράρτημα IV σημείο 2 ή 3, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για να μειώσει τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης η οποία χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014 ή να ανακαλέσει τον ορισμό του εργαστηρίου ως κέντρο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται βάσει της διαδικασίας εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά

Άρθρο 30

Έκδοση, περιεχόμενο και μορφή των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών που συνοδεύουν τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους

1.   Όταν εκτροφείς που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12 υποβάλλουν αίτηση για ζωοτεχνικά πιστοποιητικά για τα ζώα αναπαραγωγής τους ή το αναπαραγωγικό υλικό τους, τα πιστοποιητικά αυτά εκδίδονται από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής που πραγματοποιεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής.

2.   Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά που συνοδεύουν τα ζώα αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό τους εκδίδονται μόνο από:

α)

κοινωνίες εκτροφής ή επιχειρήσεις αναπαραγωγής που πραγματοποιούν τα προγράμματα αναπαραγωγής που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12 στα συγκεκριμένα ζώα αναπαραγωγής· ή

β)

τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α), εάν έτσι αποφασίσουν οι εν λόγω αρχές· ή

γ)

φορείς αναπαραγωγής που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 34 οι οποίοι πραγματοποιούν προγράμματα αναπαραγωγής στα συγκεκριμένα ζώα αναπαραγωγής.

3.   Οι κοινωνίες εκτροφής ή οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής διασφαλίζουν την έγκαιρη διαβίβαση των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών.

4.   Όταν ζώα αναπαραγωγής που έχουν εγγραφεί σε βιβλίο αναπαραγωγής το οποίο τηρείται από κοινωνία εκτροφής ή καταχωρισμένα σε μητρώο που τηρείται από επιχείρηση αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό τους αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής και τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής ή οι απόγονοι που παράγονται από το εν λόγω αναπαραγωγικό υλικό πρόκειται να εγγραφούν ή να καταχωριστούν σε άλλο βιβλίο αναπαραγωγής ή μητρώο αναπαραγωγής, τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό συνοδεύονται από ζωοτεχνικό πιστοποιητικό.

Το ζωοτεχνικό πιστοποιητικό εκδίδεται από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής αποστολής των ζώων αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού υλικού αυτού που τηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής ή το μητρώο αναπαραγωγής όπου εγγράφονται ή καταχωρίζονται τα συγκεκριμένα ζώα αναπαραγωγής.

5.   Όταν τα ζώα αναπαραγωγής που έχουν εγγραφεί σε βιβλίο αναπαραγωγής ή καταχωριστεί σε μητρώο αναπαραγωγής το οποίο τηρείται από φορέα αναπαραγωγής που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 34, ή των οποίων το αναπαραγωγικό υλικό εισέρχεται στην Ένωση και τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής ή οι απόγονοι που παράγονται από το εν λόγω αναπαραγωγικό υλικό πρόκειται να εγγραφούν σε βιβλίο αναπαραγωγής που τηρεί μια κοινωνία εκτροφής ή να καταχωριστούν σε μητρώο εκτροφής που τηρεί μια επιχείρηση αναπαραγωγής, τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό συνοδεύονται από ζωοτεχνικό πιστοποιητικό.

Το εν λόγω ζωοτεχνικό πιστοποιητικό εκδίδεται από τον φορέα αναπαραγωγής που είναι καταγεγραμμένος σύμφωνα με το άρθρο 34 και ο οποίος τηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής ή το μητρώο αναπαραγωγής όπου τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής εγγράφονται ή καταχωρίζονται, ή από την επίσημη υπηρεσία της τρίτης χώρας αποστολής.

6.   Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5:

α)

περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που ορίζονται στα αντίστοιχα μέρη και κεφάλαια του παραρτήματος V·

β)

συμμορφώνονται προς τα αντίστοιχα υποδείγματα των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών που προβλέπονται στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 10.

7.   Μια κοινωνία εκτροφής ή φορέας αναπαραγωγής που διενεργεί έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση σύμφωνα με το πρόγραμμα αναπαραγωγής του ή αναθέτει τις δραστηριότητες αυτές σε τρίτους, στην περίπτωση κοινωνίας εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), αναφέρει στο ζωοτεχνικό πιστοποιητικό που εκδίδεται για καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό του τα εξής:

α)

τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου απόδοσης·

β)

επικαιροποιημένα αποτελέσματα της εν λόγω γενετικής αξιολόγησης· και

γ)

γενετικά ελαττώματα και γενετικές ιδιομορφίες σε σχέση με το συγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής που επηρεάζουν το εν λόγω ζώο αναπαραγωγής ή τους δότες του συγκεκριμένου αναπαραγωγικού υλικού.

8.   Επιχείρηση αναπαραγωγής ή φορέας αναπαραγωγής που διενεργεί έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση ή και τα δύο σύμφωνα με το πρόγραμμα αναπαραγωγής του ή αναθέτει τις δραστηριότητες αυτές σε τρίτους, στην περίπτωση επιχείρησης αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), αναφέρει, όπου απαιτείται από το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής, στο ζωοτεχνικό πιστοποιητικό που εκδίδεται για υβριδικό χοίρο αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό του τα εξής:

α)

τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου απόδοσης·

β)

επικαιροποιημένα αποτελέσματα της εν λόγω γενετικής αξιολόγησης· και

γ)

γενετικά ελαττώματα και γενετικές ιδιομορφίες σε σχέση με το συγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής που επηρεάζουν το εν λόγω ζώο αναπαραγωγής ή τους δότες του συγκεκριμένου αναπαραγωγικού υλικού.

9.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 61 σχετικά με τις τροποποιήσεις στο περιεχόμενο των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών που ορίζονται στο παράρτημα V, προκειμένου να τα ενημερώνει λαμβάνοντας υπόψη:

α)

την επιστημονική πρόοδο·

β)

τις τεχνικές εξελίξεις·

γ)

τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· ή

δ)

την ανάγκη διατήρησης αξιόλογων γενετικών πόρων.

10.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις, για να καταρτίζει υποδείγματα εντύπων των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

Άρθρο 31

Παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις για την έκδοση, το περιεχόμενο και τη μορφή των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για τις συναλλαγές ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο α), η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει να συνοδεύεται το αναπαραγωγικό υλικό από ζωοτεχνικό πιστοποιητικό το οποίο εκδίδεται με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνονται από κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής, από κέντρο συλλογής σπέρματος ή κέντρο αποθήκευσης ή από ομάδα συλλογής ή παραγωγής εμβρύων που έχουν εγκριθεί για ενδοενωσιακές συναλλαγές του αναπαραγωγικού αυτού υλικού, σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 30 παράγραφος 6 στοιχείο β), η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει να μη χρησιμοποιούνται τα υποδείγματα των εντύπων που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 6 στοιχείο β) υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

όσον αφορά τα βοοειδή, τους χοίρους και τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής, οι πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα V μέρος 2 κεφάλαιο I ή στο παράρτημα V μέρος 3 κεφάλαιο I συμπεριλαμβάνονται σε άλλα έγγραφα που συνοδεύουν τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής, που εκδίδονται από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής·

β)

όσον αφορά το αναπαραγωγικό υλικό των βοοειδών, των χοίρων, των αιγοπροβάτων και των ιπποειδών:

i)

οι πληροφορίες που αφορούν τους δότες του εν λόγω αναπαραγωγικού υλικού συμπεριλαμβάνονται σε άλλα έγγραφα ή σε αντίγραφα του πρωτότυπου ζωοτεχνικού πιστοποιητικού που συνοδεύει το εν λόγω ζωικό αναπαραγωγικό υλικό ή, πριν ή μετά την αποστολή του εν λόγω αναπαραγωγικού υλικού, διατίθενται, κατόπιν αιτήσεως, από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής ή τις άλλες επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

ii)

οι πληροφορίες που αφορούν το σπέρμα, τα ωοκύτταρα ή τα έμβρυα συμπεριλαμβάνονται σε άλλα έγγραφα που συνοδεύουν το συγκεκριμένο σπέρμα, τα ωοκύτταρα ή τα έμβρυα, που εκδίδονται από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής ή τις άλλες επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 30 παράγραφος 7 στοιχεία α) και β) και του άρθρου 30 παράγραφος 8 στοιχεία α) και β), όταν τα αποτελέσματα της γενετικής αξιολόγησης δημοσιοποιούνται σε δικτυακό τόπο, οι κοινωνίες εκτροφής, οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής ή οι άλλες επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να αναφέρουν στο ζωοτεχνικό πιστοποιητικό ή στα έγγραφα που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου τον δικτυακό τόπο στον οποίο είναι προσβάσιμα τα εν λόγω αποτελέσματα.

Άρθρο 32

Παρεκκλίσεις από απαιτήσεις που αφορούν τη μορφή των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών που εκδίδονται για τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 30 παράγραφος 6, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, οι πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα V μέρος 2 κεφάλαιο I συμπεριλαμβάνονται σε μοναδικό ισόβιο έγγραφο ταυτοποίησης για τα ιπποειδή. Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 61 σχετικά με το περιεχόμενο και τη μορφή των εν λόγω εγγράφων ταυτοποίησης.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις, για να καταρτίζει υποδείγματα εντύπων του μοναδικού ισόβιου εγγράφου ταυτοποίησης για τα ιπποειδή. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν δημοσιοποιούνται σε δικτυακό τόπο επικαιροποιημένα αποτελέσματα του ελέγχου της απόδοσης και της γενετικής αξιολόγησης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν να μη συμπεριλαμβάνονται οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα V μέρος 2 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο ιγ) στο έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι η κοινωνία εκτροφής στο εν λόγω έγγραφο ταυτοποίησης παραπέμπει στον συγκεκριμένο δικτυακό τόπο.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα V μέρος 2 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχεία ιγ) και ιδ) να συμπεριλαμβάνονται σε άλλα έγγραφα που έχουν εκδοθεί από την κοινωνία εκτροφής για τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο βιβλίο αναπαραγωγής που τηρεί η εν λόγω κοινωνία εκτροφής.

Άρθρο 33

Παρεκκλίσεις από τις απαιτήσεις για την έκδοση, το περιεχόμενο και τη μορφή των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για την είσοδο στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και το άρθρο 30 παράγραφος 5, το αναπαραγωγικό υλικό μπορεί να συνοδεύεται από ζωοτεχνικό πιστοποιητικό που εκδίδεται για λογαριασμό του φορέα αναπαραγωγής με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τον εν λόγω φορέα αναπαραγωγής, από κέντρο συλλογής σπέρματος ή κέντρο αποθήκευσης, ή από ομάδα συλλογής ή παραγωγής εμβρύων, που έχουν εγκριθεί για την είσοδο του εν λόγω αναπαραγωγικού υλικού στην Ένωση σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 30 παράγραφος 6 στοιχείο β), δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούνται τα υποδείγματα εντύπων που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 6 στοιχείο β), εάν:

α)

οι πληροφορίες που αναφέρονται στα σχετικά μέρη και κεφάλαια του παραρτήματος V συμπεριλαμβάνονται σε άλλα έγγραφα που συνοδεύουν το ζώο αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό του·

β)

ο φορέας αναπαραγωγής που πραγματοποιεί το πρόγραμμα αναπαραγωγής ή μια άλλη επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχουν αναλυτικό κατάλογο των εν λόγω εγγράφων, δηλώνουν ότι οι πληροφορίες που προβλέπονται στα σχετικά τμήματα και κεφάλαια του παραρτήματος V συμπεριλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα και πιστοποιούν το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 30 παράγραφος 7 στοιχεία α) και β) και από το άρθρο 30 παράγραφος 8 στοιχεία α) και β), όταν τα αποτελέσματα της γενετικής αξιολόγησης δημοσιοποιούνται σε δικτυακό τόπο, οι φορείς αναπαραγωγής ή οι άλλες επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να αναφέρουν στο ζωοτεχνικό πιστοποιητικό ή στα άλλα έγγραφα που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, τον δικτυακό τόπο στον οποίο είναι προσβάσιμα τα εν λόγω αποτελέσματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Είσοδος στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους

Άρθρο 34

Καταγραφή των φορέων αναπαραγωγής

1.   Η Επιτροπή τηρεί, επικαιροποιεί και δημοσιεύει κατάλογο των φορέων αναπαραγωγής.

2.   Η Επιτροπή καταγράφει στον κατάλογο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μόνο τον φορέα αναπαραγωγής για τον οποίο έχει λάβει από επίσημη υπηρεσία της τρίτης χώρας έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο φορέας αναπαραγωγής πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής που είναι ισοδύναμο με προγράμματα αναπαραγωγής που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και πραγματοποιούνται από κοινωνίες εκτροφής στην ίδια φυλή ή πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις αναπαραγωγής στην ίδια φυλή, σειρά ή διασταύρωση όσον αφορά:

i)

την εγγραφή των ζώων αναπαραγωγής στα βιβλία αναπαραγωγής ή την καταχώρισή τους στα μητρώα αναπαραγωγής·

ii)

την αποδοχή ζώων αναπαραγωγής για αναπαραγωγή·

iii)

τη χρήση αναπαραγωγικού υλικού των ζώων αναπαραγωγής για έλεγχο και αναπαραγωγή·

iv)

τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης·

β)

εποπτεύεται ή ελέγχεται από επίσημη υπηρεσία της συγκεκριμένης τρίτης χώρας·

γ)

έχει θεσπίσει εσωτερικό κανονισμό προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα ζώα αναπαραγωγής που εγγράφονται στα βιβλία αναπαραγωγής από κοινωνίες εκτροφής ή καταχωρίζονται στα μητρώα αναπαραγωγής από επιχειρήσεις αναπαραγωγής και οι απόγονοι που παράγονται από αναπαραγωγικό υλικό των εν λόγω ζώων αναπαραγωγής εγγράφονται ή δύνανται να εγγραφούν χωρίς διάκριση με βάση τη χώρα καταγωγής τους στο βιβλίο αναπαραγωγής της ίδιας φυλής, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, ή στο μητρώο αναπαραγωγής της ίδια φυλής, σειράς ή διασταύρωσης, όσον αφορά τους υβριδικούς χοίρους, τα οποία διατηρεί ο εν λόγω φορέας αναπαραγωγής.

3.   Η Επιτροπή περιλαμβάνει επίσης στον κατάλογο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αναφορά σε εκείνες τις τρίτες χώρες οι οποίες έχουν θέσει μέτρα που θεωρούνται ισοδύναμα σύμφωνα με το άρθρο 35, συμπεριλαμβανομένης αναφοράς σε όλους τους φορείς αναπαραγωγής στις εν λόγω τρίτες χώρες.

4.   Η Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αφαιρεί από τον κατάλογο κάθε φορέα αναπαραγωγής που παύει να πληροί τουλάχιστον μία από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 35

Ισοδυναμία των μέτρων που εφαρμόζονται στην αναπαραγωγή ζώων σε τρίτες χώρες

1.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να αναγνωρίζει ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται σε μια τρίτη χώρα είναι ισοδύναμα με εκείνα που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με:

α)

την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4·

β)

την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής των κοινωνιών εκτροφής και των επιχειρήσεων αναπαραγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8·

γ)

την εγγραφή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής σε βιβλία αναπαραγωγής και την καταχώριση υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής σε μητρώα αναπαραγωγής όπως προβλέπεται στα άρθρα 18, 20 και 23·

δ)

την αποδοχή ζώων αναπαραγωγής για αναπαραγωγή, όπως προβλέπεται στα άρθρα 21, 22 και 24·

ε)

τη χρήση αναπαραγωγικού υλικού των ζώων αναπαραγωγής για έλεγχο και αναπαραγωγή όπως προβλέπεται στα άρθρα 21 και 24·

στ)

τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση όπως προβλέπεται στο άρθρο 25·

ζ)

τους επίσημους ελέγχους στις επιχειρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 43.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκδίδονται με βάση:

α)

τη διεξοδική εξέταση των πληροφοριών και των δεδομένων που παρέχονται από την τρίτη χώρα η οποία επιδιώκει την αναγνώριση των μέτρων της ως ισοδύναμων με τα μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός·

β)

κατά περίπτωση, την ικανοποιητική έκβαση ελέγχου που έχει διενεργηθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 57.

3.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να καθορίζουν τις λεπτομέρειες που διέπουν την είσοδο των ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους στην Ένωση από την εν λόγω τρίτη χώρα και ενδέχεται να περιλαμβάνουν:

α)

τη μορφή και το περιεχόμενο των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών τα οποία συνοδεύουν τα συγκεκριμένα ζώα αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό τους·

β)

ειδικές απαιτήσεις που ισχύουν για την είσοδο στην Ένωση των συγκεκριμένων ζώων αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού υλικού τους και για τους επίσημους ελέγχους που πρέπει να εκτελούνται στα συγκεκριμένα ζώα αναπαραγωγής ή στο αναπαραγωγικό υλικό τους κατά την είσοδο στην Ένωση·

γ)

όπου απαιτείται, διαδικασίες για την κατάρτιση και την τροποποίηση των καταλόγων των φορέων αναπαραγωγής, που βρίσκονται στην εν λόγω τρίτη χώρα, από την οποία επιτρέπεται η είσοδος στην Ένωση των ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκτελεστικές πράξεις για την κατάργηση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στις περιπτώσεις κατά τις οποίες παύει να πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ισοδυναμίας των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατά τη στιγμή της έκδοσής τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Εγγραφή στα βιβλία αναπαραγωγής και καταχώριση στα μητρώα αναπαραγωγής ζώων αναπαραγωγής και των απογόνων τους που παράγονται από αναπαραγωγικό υλικό που έχει εισέλθει στην Ένωση

1.   Κατόπιν αίτησης ενός εκτροφέα, η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής εγγράφει στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ή καταχωρίζει στο μητρώο αναπαραγωγής της ζώα αναπαραγωγής που έχουν εισέλθει στην Ένωση και τους απογόνους που παράγονται από αναπαραγωγικό υλικό που έχει εισέλθει στην Ένωση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το συγκεκριμένο ζώο αναπαραγωγής ή οι δότες του συγκεκριμένου ζωικού αναπαραγωγικού υλικού είναι εγγεγραμμένοι σε βιβλίο αναπαραγωγής ή καταχωρισμένοι σε μητρώο αναπαραγωγής που τηρεί φορέας αναπαραγωγής στην τρίτη χώρα αποστολής·

β)

το συγκεκριμένο αναπαραγωγικό υλικό πληροί τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 ή 2, εφόσον απαιτείται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής που πραγματοποιεί η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή η εν λόγω επιχείρηση αναπαραγωγής·

γ)

το συγκεκριμένο ζώο αναπαραγωγής πληροί τα χαρακτηριστικά της φυλής ή, όσον αφορά τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, τα χαρακτηριστικά της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που πραγματοποιεί η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής·

δ)

ο φορέας αναπαραγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο α) συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των φορέων αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 34.

2.   Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές δεν απαγορεύουν, δεν περιορίζουν ούτε παρεμποδίζουν για ζωοτεχνικούς ή γενεαλογικούς λόγους την είσοδο στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού υλικού τους και τη μετέπειτα χρήση των εν λόγω ζώων ή του αναπαραγωγικού υλικού τους, όταν τα συγκεκριμένα ζώα αναπαραγωγής ή οι δότες του συγκεκριμένου αναπαραγωγικού υλικού είναι εγγεγραμμένοι σε βιβλίο αναπαραγωγής ή καταχωρισμένοι σε μητρώο αναπαραγωγής που τηρείται από φορέα αναπαραγωγής ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των φορέων αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 34.

Άρθρο 37

Έλεγχοι για το δικαίωμα στον συμβατικό συντελεστή δασμού για τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που εισέρχονται στην Ένωση

1.   Όταν η επιχείρηση που είναι υπεύθυνη για ένα φορτίο καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής ζητά την εφαρμογή του συμβατικού συντελεστή δασμού για τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 για τα ζώα του εν λόγω φορτίου:

α)

τα συγκεκριμένα ζώα συνοδεύονται από:

i)

το ζωοτεχνικό πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 5 ή στο άρθρο 32·

ii)

έγγραφο το οποίο αναφέρει ότι πρόκειται να εγγραφούν σε βιβλίο αναπαραγωγής το οποίο τηρείται από κοινωνία εκτροφής ή να καταχωριστούν σε μητρώο αναπαραγωγής που τηρείται από επιχείρηση αναπαραγωγής·

β)

διενεργούνται έλεγχοι στο συγκεκριμένο φορτίο στους συνοριακούς σταθμούς ελέγχου όπου διενεργούνται οι έλεγχοι εγγράφων, ταυτότητας και οι φυσικοί έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ.

2.   Ο σκοπός των ελέγχων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) συνίσταται σε επαλήθευση όσον αφορά τα εξής:

α)

ότι το φορτίο συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α)·

β)

ότι το περιεχόμενο και η επισήμανση του φορτίου αντιστοιχούν στις πληροφορίες που παρέχονται στα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

Αρμόδιες αρχές που πραγματοποιούν πρόγραμμα αναπαραγωγής σε καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής

Άρθρο 38

Αρμόδιες αρχές που πραγματοποιούν πρόγραμμα αναπαραγωγής σε καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής

1.   Εάν, σε κράτος μέλος ή σε έδαφος στο οποίο η αρμόδια αρχή ασκεί τις δραστηριότητές της, δεν υπάρχει οργάνωση αναπαραγωγής, ένωση εκτροφέων ή δημόσιος οργανισμός που πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής σε καθαρόαιμα βοοειδή, χοίρους, αιγοπρόβατα και ιπποειδή αναπαραγωγής, η εν λόγω αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να διεξαγάγει πρόγραμμα αναπαραγωγής στη συγκεκριμένη φυλή, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

είναι αναγκαία η διατήρηση της φυλής αυτής ή η δημιουργία της φυλής αυτής στο κράτος μέλος ή στο έδαφος στο οποίο η εν λόγω αρμόδια αρχή ασκεί τις δραστηριότητές της· ή

β)

η συγκεκριμένη φυλή είναι απειλούμενη φυλή.

2.   Αρμόδια αρχή η οποία πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής σύμφωνα με το παρόν άρθρο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι το πρόγραμμα δεν έχει αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τη δυνατότητα:

α)

των οργανώσεων αναπαραγωγής, ενώσεων εκτροφέων ή δημόσιων φορέων να αναγνωριστούν ως κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3·

β)

των κοινωνιών εκτροφής να έχουν τα δικά τους προγράμματα αναπαραγωγής τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

3.   Όταν μια αρμόδια αρχή πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής σε καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, η αρμόδια αρχή:

α)

διαθέτει επαρκές και εξειδικευμένο προσωπικό και κατάλληλες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό για την αποτελεσματική εκτέλεση του προγράμματος αναπαραγωγής·

β)

είναι σε θέση να διενεργεί τους αναγκαίους ελέγχους για την καταγραφή της γενεαλογίας των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που καλύπτονται από το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής·

γ)

διαθέτει αρκούντως μεγάλο πληθυσμό καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής και επαρκή αριθμό εκτροφέων εντός της γεωγραφικής περιοχής που καλύπτει το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής·

δ)

είναι σε θέση να παράγει ή έχει παραγάγει για αυτά και είναι σε θέση να χρησιμοποιεί δεδομένα που συλλέγονται από τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που είναι αναγκαία για την εκτέλεση του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής·

ε)

έχει θεσπίσει εσωτερικό κανονισμό:

i)

ο οποίος ρυθμίζει την επίλυση των διαφορών με τους εκτροφείς που συμμετέχουν στο εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής·

ii)

ο οποίος διασφαλίζει ίση μεταχείριση στους εκτροφείς που συμμετέχουν στο εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής·

iii)

ο οποίος καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων που συμμετέχουν στο εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής.

4.   Το πρόγραμμα αναπαραγωγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει:

α)

πληροφορίες σχετικά με τον στόχο ο οποίος είναι η διατήρηση της φυλής, η βελτίωση της φυλής, η δημιουργία νέας φυλής ή η ανασύσταση μιας φυλής ή οποιοσδήποτε συνδυασμός αυτών·

β)

την ονομασία της φυλής που καλύπτεται από το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής, ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση με παρόμοια καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής άλλων φυλών εγγεγραμμένα σε άλλα υφιστάμενα βιβλία αναπαραγωγής·

γ)

τα λεπτομερή γνωρίσματα της φυλής, συμπεριλαμβανομένης μνείας των ουσιωδών χαρακτηριστικών, που καλύπτονται από το εν λόγω πρόγραμμα αναπαραγωγής·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική περιοχή στην οποία πραγματοποιείται το πρόγραμμα·

ε)

πληροφορίες σχετικά με το σύστημα για την ταυτοποίηση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής η οποία πρέπει να διασφαλίζει ότι τα ζώα αναπαραγωγής εγγράφονται σε βιβλίο αναπαραγωγής μόνον όταν έχουν ταυτοποιηθεί ατομικά και σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την ταυτοποίηση και την καταχώριση των ζώων του οικείου είδους·

στ)

πληροφορίες σχετικά με το σύστημα καταγραφής της γενεαλογίας των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα και επιλέξιμα προς εγγραφή στα βιβλία αναπαραγωγής·

ζ)

τους στόχους επιλογής και αναπαραγωγής του προγράμματος αναπαραγωγής, καθώς και μνεία των κύριων στόχων του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής, και, κατά περίπτωση, τα λεπτομερή κριτήρια αξιολόγησης σχετικά με τους εν λόγω στόχους για την επιλογή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

η)

σε περίπτωση που το πρόγραμμα αναπαραγωγής απαιτεί έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση:

i)

τις πληροφορίες σχετικά με τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή, καταγραφή, κοινοποίηση και χρήση των αποτελεσμάτων του ελέγχου της απόδοσης·

ii)

τις πληροφορίες για το σύστημα σχετικά με τη γενετική αξιολόγηση και, κατά περίπτωση, για τη γονιδιωματική αξιολόγηση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

θ)

όταν καταρτίζονται συμπληρωματικά τμήματα όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 ή όταν το κύριο τμήμα υποδιαιρείται σε κλάσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16, τους κανόνες για τη διαίρεση του βιβλίου αναπαραγωγής και τα κριτήρια ή τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για την καταχώριση των ζώων σε αυτά τα τμήματα ή την ταξινόμησή τους στις συγκεκριμένες κατηγορίες·

ι)

όταν, όσον αφορά τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, το πρόγραμμα αναπαραγωγής απαγορεύει ή περιορίζει τη χρήση μιας ή περισσότερων τεχνικών αναπαραγωγής ή τη χρήση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής για μία ή περισσότερες τεχνικές αναπαραγωγής, όπως αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2, πληροφορίες σχετικά με παρόμοιες απαγορεύσεις ή περιορισμούς·

ια)

όταν η αρμόδια αρχή αναθέτει ειδικές τεχνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διαχείριση του προγράμματος αναπαραγωγής της σε τρίτους, πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω δραστηριότητες, καθώς και το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας των ορισθέντων τρίτων.

5.   Όταν μια αρμόδια αρχή πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής σε καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, οι απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος 3 σημεία 1, 2 και 3 και στο παράρτημα I μέρος 3 σημείο 4 στοιχεία α) και γ) ισχύουν παράλληλα με αυτές που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4.

6.   Όταν μια αρμόδια αρχή πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής σε καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, η εν λόγω αρμόδια αρχή ενημερώνει εγκαίρως και με διαφανή τρόπο τους εκτροφείς που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα αναπαραγωγής για τυχόν αλλαγές στο πρόγραμμα.

7.   Όταν μια αρμόδια αρχή πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής για καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, το άρθρο 3, τα άρθρα 13 έως 22, τα άρθρα 25 και 27, το άρθρο 28 παράγραφος 2, τα άρθρα 30, 31 και 32 και το άρθρο 36 παράγραφος 1 εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

Επίσημοι έλεγχοι και άλλες επίσημες δραστηριότητες, διοικητική συνδρομή, συνεργασία και επιβολή από τα κράτη μέλη

Άρθρο 39

Ορισμός αρμόδιων αρχών

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές στις οποίες αναθέτουν την αρμοδιότητα να διενεργούν επίσημους ελέγχους για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, και για τη διενέργεια άλλων επίσημων δραστηριοτήτων για τη διασφάλιση της εφαρμογής των εν λόγω κανόνων.

2.   Κάθε κράτος μέλος:

α)

καταρτίζει και ενημερώνει κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχει ορίσει σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων και των στοιχείων επικοινωνίας τους·

β)

επισημαίνει, στον κατάλογο που προβλέπεται στο στοιχείο α), τη διεύθυνση στην οποία πρέπει να αποστέλλονται τα ακόλουθα:

i)

οι κοινοποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12· ή

ii)

οι πληροφορίες, αιτήσεις ή κοινοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 48 και 49·

γ)

δημοσιοποιεί τον κατάλογο που προβλέπεται στο στοιχείο α) σε δικτυακό τόπο τον οποίο και κοινοποιεί στην Επιτροπή.

3.   Η Επιτροπή καταρτίζει και ενημερώνει κατάλογο των δικτυακών τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) τον οποίο και δημοσιοποιεί.

Άρθρο 40

Συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών που πραγματοποιούν προγράμματα αναπαραγωγής

Κατά παρέκκλιση από το παρόν κεφάλαιο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξακριβώνουν ότι οι αρμόδιες αρχές που πραγματοποιούν προγράμματα αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 38, συμμορφώνονται προς τους κανόνες που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο.

Άρθρο 41

Γενικές υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών

Οι αρμόδιες αρχές:

α)

διαθέτουν διαδικασίες ή ρυθμίσεις, ή και τα δύο, για να διασφαλίζουν και να εξακριβώνουν την αποτελεσματικότητα, την καταλληλότητα, την αμεροληψία, την ποιότητα και τη συνέπεια των επίσημων ελέγχων και των άλλων επίσημων δραστηριοτήτων που εκτελούν·

β)

διαθέτουν διαδικασίες ή ρυθμίσεις, ή και τα δύο, για να διασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους που διενεργεί τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες είναι απαλλαγμένο από οιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις στις οποίες διενεργεί τους εν λόγω επίσημους ελέγχους και άλλες επίσημες δραστηριότητες·

γ)

διαθέτουν, ή έχουν πρόσβαση σε, κατάλληλα ειδικευμένο, καταρτισμένο και έμπειρο προσωπικό σε επαρκή αριθμό ώστε οι επίσημοι έλεγχοι και οι άλλες επίσημες δραστηριότητες να μπορούν να πραγματοποιούνται με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο·

δ)

διαθέτουν κατάλληλα και ορθά συντηρούμενες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό ώστε να διασφαλίζεται ότι το προσωπικό μπορεί να διενεργεί τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο·

ε)

διαθέτουν τις νομικές εξουσίες για τη διενέργεια επίσημων ελέγχων και άλλων επίσημων δραστηριοτήτων και για την ανάληψη της δράσης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό·

στ)

διαθέτουν νομικές διαδικασίες για να διασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους έχει πρόσβαση στους χώρους και στα έγγραφα και στα ηλεκτρονικά συστήματα διαχείρισης πληροφοριών των επιχειρήσεων έτσι ώστε να μπορεί να εκτελεί σωστά τα καθήκοντά του.

Άρθρο 42

Υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας των αρμόδιων αρχών

1.   Με την επιφύλαξη περιπτώσεων στις οποίες το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο απαιτεί την αποκάλυψή τους, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα μέλη του προσωπικού τους να δεσμευθούν μην αποκαλύπτουν σε τρίτους πληροφορίες που αποκτούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στο πλαίσιο επίσημων ελέγχων και άλλων επίσημων δραστηριοτήτων οι οποίες από τη φύση τους καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο, εκτός εάν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί την αποκάλυψή τους.

2.   Στις πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο περιλαμβάνονται πληροφορίες των οποίων η αποκάλυψη θα μπορούσε να υπονομεύσει:

α)

τον σκοπό των επίσημων ελέγχων ή ερευνών·

β)

την προστασία εμπορικών συμφερόντων μιας επιχείρησης ή κάθε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ)

την προστασία δικαστικών διαδικασιών και νομικών συμβουλών.

Άρθρο 43

Κανόνες για τους επίσημους ελέγχους

1.   Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν επίσημους ελέγχους στις επιχειρήσεις ανά τακτά διαστήματα, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

τον κίνδυνο μη συμμόρφωσης προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

β)

το ιστορικό των επιχειρήσεων όσον αφορά τα αποτελέσματα των επίσημων ελέγχων στους οποίους υποβλήθηκαν και τη συμμόρφωσή τους προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

γ)

την αξιοπιστία και τα αποτελέσματα των εσωτερικών ελέγχων που έχουν διενεργηθεί από τις επιχειρήσεις ή από τρίτους κατ' αίτησή τους, με σκοπό την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

δ)

κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να δηλώνει μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν επίσημους ελέγχους σύμφωνα με τεκμηριωμένες διαδικασίες, οι οποίες περιλαμβάνουν οδηγίες για το προσωπικό που διενεργεί τους επίσημους ελέγχους.

3.   Οι επίσημοι έλεγχοι διενεργούνται κατόπιν προηγούμενης ειδοποίησης της επιχείρησης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι διενέργειας των επίσημων ελέγχων χωρίς προειδοποίηση.

4.   Οι επίσημοι έλεγχοι διενεργούνται, κατά το δυνατόν, με τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται η επιβάρυνση των επιχειρήσεων χωρίς να επηρεάζεται δυσμενώς η ποιότητα των εν λόγω επίσημων ελέγχων.

5.   Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν επίσημους ελέγχους με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από το εάν τα ζώα αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό τους:

α)

προέρχονται από το κράτος μέλος στο οποίο εκτελούνται οι επίσημοι έλεγχοι ή από άλλο κράτος μέλος· ή

β)

εισέρχονται στην Ένωση.

Άρθρο 44

Διαφάνεια των επίσημων ελέγχων

Η αρμόδια αρχή διενεργεί επίσημους ελέγχους με υψηλό επίπεδο διαφάνειας και δημοσιοποιεί τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν την οργάνωση και την εκτέλεση των επίσημων ελέγχων.

Άρθρο 45

Γραπτές εκθέσεις των επίσημων ελέγχων

1.   Οι αρμόδιες αρχές συντάσσουν γραπτές εκθέσεις για κάθε επίσημο έλεγχο που διενεργούν.

Στις γραπτές εκθέσεις περιλαμβάνονται:

α)

η περιγραφή του σκοπού του επίσημου ελέγχου·

β)

οι μέθοδοι ελέγχου που εφαρμόστηκαν·

γ)

τα αποτελέσματα του επίσημου ελέγχου·

δ)

όπου απαιτείται, τα μέτρα που πρέπει να λάβουν οι επιχειρήσεις κατ' απαίτηση των αρμόδιων αρχών ως αποτέλεσμα του επίσημου ελέγχου.

2.   Εκτός εάν οι σκοποί δικαστικών ερευνών ή η προστασία δικαστικών διαδικασιών επιτάσσουν διαφορετικά, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε επίσημο έλεγχο αντίγραφο της γραπτής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 46

Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που υπόκεινται σε επίσημους ελέγχους ή άλλες επίσημες δραστηριότητες

1.   Στον βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των επίσημων ελέγχων ή άλλων επίσημων δραστηριοτήτων, οι επιχειρήσεις παρέχουν, όταν το ζητούν οι αρμόδιες αρχές, στο προσωπικό των εν λόγω αρμόδιων αρχών την απαραίτητη πρόσβαση:

α)

στον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις και σε άλλους χώρους που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους·

β)

στα μηχανογραφικά τους συστήματα διαχείρισης πληροφοριών·

γ)

στα ζώα αναπαραγωγής τους και το αναπαραγωγικό υλικό τους που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους·

δ)

στα έγγραφά τους και σε κάθε άλλη σχετική πληροφορία.

2.   Κατά τη διάρκεια των επίσημων ελέγχων και άλλων επίσημων δραστηριοτήτων, οι επιχειρήσεις επικουρούν το προσωπικό των αρμόδιων αρχών στην εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεργάζονται με αυτό.

Άρθρο 47

Ενέργειες σε περίπτωση διαπιστωμένης μη συμμόρφωσης

1.   Σε περίπτωση που διαπιστώνεται η μη συμμόρφωση, οι αρμόδιες αρχές:

α)

προβαίνουν σε κάθε ενέργεια για να προσδιορίσουν την αιτία και την έκταση της εν λόγω μη συμμόρφωσης και να καθορίσουν τις ευθύνες των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων·

β)

λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αποκαθιστούν τη συμμόρφωση και αποτρέπουν περαιτέρω επανάληψή της.

Στην απόφαση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη φύση της μη συμμόρφωσης και το ιστορικό των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων όσον αφορά τη συμμόρφωση.

Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές, κατά περίπτωση:

α)

διατάσσουν την κοινωνία εκτροφής να αναβάλει την εγγραφή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής στα βιβλία αναπαραγωγής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής να αναβάλει την καταχώριση των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής στα μητρώα αναπαραγωγής·

β)

διατάσσουν να μη χρησιμοποιηθούν τα ζώα αναπαραγωγής ή το αναπαραγωγικό υλικό τους για αναπαραγωγή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ)

αναστέλλουν την έκδοση ζωοτεχνικών πιστοποιητικών από την κοινωνία εκτροφής ή την επιχείρηση αναπαραγωγής·

δ)

αναστέλλουν ή ανακαλούν την έγκριση προγράμματος αναπαραγωγής που πραγματοποιείται από κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής, στις περιπτώσεις που οι δραστηριότητες της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής κατ' επανάληψη, συνεχώς ή κατά κανόνα δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του προγράμματος αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12·

ε)

ανακαλούν την αναγνώριση της κοινωνίας εκτροφής ή της επιχείρησης αναπαραγωγής η οποία έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3, εάν η εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής κατ' επανάληψη, συνεχώς ή κατά κανόνα δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3·

στ)

λαμβάνουν κάθε άλλο μέτρο που κρίνουν κατάλληλο για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή στους εκπροσώπους τους:

α)

γραπτή κοινοποίηση της απόφασής τους, σχετικά με τη δράση ή το μέτρο που πρέπει να ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση αυτή·

β)

πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών, καθώς και σχετικά με την εφαρμοστέα διαδικασία και τις προθεσμίες.

3.   Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν την κατάσταση και τροποποιούν, αναστέλλουν ή αποσύρουν τα μέτρα που έλαβαν σύμφωνα με το παρόν άρθρο ανάλογα με τη σοβαρότητα της μη συμμόρφωσης και την ύπαρξη σαφών αποδεικτικών στοιχείων για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το σύνολο ή μέρος των δαπανών που πραγματοποιούνται βάσει του παρόντος άρθρου από τις οικείες αρμόδιες αρχές βαρύνουν τις σχετικές επιχειρήσεις.

Άρθρο 48

Συνεργασία και διοικητική συνδρομή

1.   Σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης οι οποίες είτε πηγάζουν είτε εκτείνονται είτε επηρεάζουν περισσότερα του ενός κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους και επίσης παρέχουν αμοιβαία διοικητική συνδρομή προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Η συνεργασία και η διοικητική συνδρομή που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνουν:

α)

την αιτιολογημένη αίτηση αρμόδιας αρχής κράτους μέλους («αιτούσα αρμόδια αρχή») για την παροχή πληροφοριών από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους («αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση») οι οποίες απαιτούνται για τη διενέργεια ή την παρακολούθηση επίσημων ελέγχων·

β)

σε περίπτωση μη συμμόρφωσης που μπορεί να έχει επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη, την κοινοποίηση των αρμόδιων αρχών των εν λόγω άλλων κρατών μελών από την αρμόδια αρχή που εντόπισε τη μη συμμόρφωση·

γ)

την παροχή, από την αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση, των απαραίτητων πληροφοριών και εγγράφων στην αιτούσα αρμόδια αρχή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μόλις οι σχετικές πληροφορίες και έγγραφα είναι διαθέσιμες·

δ)

τη διενέργεια ερευνών ή επίσημων ελέγχων από την αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση που απαιτούνται προκειμένου να:

i)

παρασχεθούν στην αιτούσα αρμόδια αρχή όλες οι απαραίτητες πληροφορίες και έγγραφα, μεταξύ άλλων τα αποτελέσματα των εν λόγω ερευνών ή επίσημων ελέγχων και, ανάλογα με την περίπτωση, τα μέτρα που ελήφθησαν·

ii)

να εξακριβωθεί επιτόπου, όπου απαιτείται, η συμμόρφωση προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας της·

ε)

με συμφωνία μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών, τη συμμετοχή αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους στους επίσημους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους.

3.   Εάν από επίσημους ελέγχους που διενεργούνται σε ζώα αναπαραγωγής ή στο αναπαραγωγικό υλικό τους που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος προκύψουν επανειλημμένα περιστατικά μη συμμόρφωσης προς τους κανόνες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που διενήργησε τους επίσημους αυτούς ελέγχους ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων:

α)

που ισχύουν για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας ή συνδέονται με δικαστική διαδικασία·

β)

που αποσκοπούν στην προστασία εμπορικών συμφερόντων που αναγνωρίζονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

5.   Όλες οι κοινοποιήσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το παρόν άρθρο πραγματοποιούνται εγγράφως, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή.

Άρθρο 49

Ενημέρωση της Επιτροπής και των κρατών μελών με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τρίτες χώρες

1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν ενημέρωση από τρίτη χώρα που αφορά μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση:

α)

γνωστοποιούν τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών τα οποία είναι γνωστό ότι αφορά η εν λόγω μη συμμόρφωση·

β)

όταν πρόκειται για ζήτημα που είναι ή ενδέχεται να είναι σημαντικό σε επίπεδο Ένωσης, κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή.

2.   Οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω επίσημων ελέγχων ή ερευνών που διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό είναι δυνατόν να κοινοποιούνται στην τρίτη χώρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

οι αρμόδιες αρχές που τις έχουν παράσχει συναινούν στην κοινοποίησή τους·

β)

τηρούνται οι σχετικοί ενωσιακοί και εθνικοί κανόνες που ισχύουν για την κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων προς τρίτες χώρες.

Άρθρο 50

Συντονισμένη συνδρομή και παρακολούθηση από την Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή συντονίζει, χωρίς καθυστέρηση, τα μέτρα και τις δράσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, στην περίπτωση που:

α)

οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή επισημαίνουν την ύπαρξη δραστηριοτήτων οι οποίες δεν συμμορφώνονται ή φαίνεται να μην συμμορφώνονται προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οποίες αφορούν περισσότερα από ένα κράτη μέλη·

β)

οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών δεν είναι σε θέση να συμφωνήσουν σχετικά με τις κατάλληλες δράσεις για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί:

α)

να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τα οποία αφορούν οι δραστηριότητες οι οποίες δεν συμμορφώνονται, ή φαίνεται να μη συμμορφώνονται, προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, να της υποβάλουν έκθεση για τα μέτρα που έλαβαν·

β)

σε συνεργασία με τα κράτη μέλη τα οποία αφορούν οι δραστηριότητες οι οποίες δεν συμμορφώνονται, ή φαίνεται να μη συμμορφώνονται, προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, να αποστείλει ομάδα επιθεώρησης για τη διενέργεια επιτόπιου επίσημου ελέγχου της Επιτροπής·

γ)

να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποστολής, και κατά περίπτωση, άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών, να εντείνουν όπως ενδείκνυται τους επίσημους ελέγχους που διενεργούν και να της υποβάλουν έκθεση για τα μέτρα που έλαβαν·

δ)

να υποβάλει στοιχεία σχετικά με τις περιπτώσεις αυτές στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 62 παράγραφος 1, μαζί με πρόταση για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

ε)

να λάβει κάθε άλλο ενδεδειγμένο μέτρο.

Άρθρο 51

Γενική αρχή για τη χρηματοδότηση των επίσημων ελέγχων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υπάρχουν επαρκείς οικονομικοί πόροι προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν τους ανθρώπινους και άλλους πόρους που απαιτούνται για τη διενέργεια των επίσημων ελέγχων και άλλων επίσημων δραστηριοτήτων.

Άρθρο 52

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού, και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή έως την 1η Νοεμβρίου 2018 και κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

Έλεγχοι της Επιτροπής

Τμήμα 1

Έλεγχοι της Επιτροπής στα κράτη μέλη

Άρθρο 53

Έλεγχοι της Επιτροπής στα κράτη μέλη

1.   Οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής μπορούν, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, να διενεργούν ελέγχους στα κράτη μέλη με σκοπό, κατά περίπτωση:

α)

να εξακριβώσουν την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

β)

να εξακριβώσουν τις πρακτικές επιβολής και τη λειτουργία των επίσημων συστημάτων ελέγχου και των αρμόδιων αρχών που τα εφαρμόζουν·

γ)

να διερευνήσουν και να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με:

i)

σημαντικά ή επαναλαμβανόμενα προβλήματα όσον αφορά την εφαρμογή ή την επιβολή των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

ii)

ανακύπτοντα προβλήματα ή νέες εξελίξεις σε σχέση με συγκεκριμένες πρακτικές των επιχειρήσεων.

2.   Οι έλεγχοι που προβλέπονται στην παράγραφο 1 οργανώνονται σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

3.   Οι έλεγχοι που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνουν επιτόπιες επαληθεύσεις, διενεργούμενες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές που διενεργούν τους επίσημους ελέγχους.

4.   Οι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών μπορούν να επικουρούν τους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής. Στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών που συνοδεύουν τους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής παρέχονται τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης με αυτά που παρέχονται στους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής.

Άρθρο 54

Εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με τους ελέγχους που διενεργούν οι εμπειρογνώμονές της στα κράτη μέλη

1.   Η Επιτροπή:

α)

εκπονεί σχέδιο έκθεσης σχετικά με τα πορίσματα και τις συστάσεις για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών που εντόπισαν οι εμπειρογνώμονές της στο πλαίσιο των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1·

β)

αποστέλλει στο κράτος μέλος στα οποία διενεργήθηκαν οι εν λόγω έλεγχοι, αντίγραφο του σχεδίου έκθεσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του·

γ)

λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις του κράτους μέλους που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου κατά την εκπόνηση της τελικής έκθεσης σχετικά με τα πορίσματα των ελέγχων που προβλέπεται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 τους οποίους διενήργησαν οι εμπειρογνώμονές της στο εν λόγω κράτος μέλος·

δ)

δημοσιοποιεί την τελική έκθεση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) και τις παρατηρήσεις του κράτους μέλους που αναφέρονται στο στοιχείο β).

2.   Κατά περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να διατυπώσει συστάσεις στην τελική έκθεσή της, που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σχετικά με διορθωτικά ή προληπτικά μέτρα που θα πρέπει να λάβουν τα κράτη μέλη για να αντιμετωπίσουν τις ειδικές ή συστημικές ανεπάρκειες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων της Επιτροπής που διενεργήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1.

Άρθρο 55

Υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τους ελέγχους της Επιτροπής

1.   Τα κράτη μέλη:

α)

μετά από αίτηση των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, παρέχουν την απαιτούμενη τεχνική συνδρομή και τη διαθέσιμη τεκμηρίωση και λοιπή τεχνική υποστήριξη για να μπορέσουν οι εν λόγω εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν αποδοτικά και αποτελεσματικά τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1·

β)

παρέχουν την απαιτούμενη συνδρομή ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής διαθέτουν πρόσβαση σε όλες τις εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων τους, και σε άλλους χώρους, στον εξοπλισμό και στις πληροφορίες, μεταξύ άλλων στα ηλεκτρονικά συστήματα διαχείρισης πληροφοριών καθώς και, κατά περίπτωση, στα ζώα αναπαραγωγής και στο αναπαραγωγικό υλικό τους, που απαιτούνται για τη διενέργεια των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα παρακολούθησης, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που διατυπώνονται στην τελική έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 στοιχείο γ), προκειμένου να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 56

Σοβαρή διαταραχή στο σύστημα ελέγχου κράτους μέλους

1.   Όταν η Επιτροπή διαθέτει αποδείξεις σχετικά με σοβαρή διαταραχή στο σύστημα ελέγχου κράτους μέλους η οποία μπορεί να συνεπάγεται εκτεταμένη παράβαση των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίσει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

α)

ειδικούς όρους για την εμπορία ζώων αναπαραγωγής ή του αναπαραγωγικού υλικού τους, ή την απαγόρευσή της, τα οποία αφορά η διαταραχή του συστήματος επίσημων ελέγχων·

β)

κάθε άλλο ενδεδειγμένο προσωρινό μέτρο.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εφαρμόζονται μόνον η εν λόγω διαταραχή εκλείψει.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εγκρίνονται μόνον εφόσον η Επιτροπή ζήτησε από το οικείο κράτος μέλος να επανορθώσει την κατάσταση εντός της ενδεδειγμένης προθεσμίας και το κράτος μέλος παρέλειψε να το πράξει.

3.   Η Επιτροπή παρακολουθεί την κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και εκδίδει εκτελεστικές πράξεις, με τις οποίες τροποποιεί ή καταργεί τα εγκριθέντα μέτρα, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

Τμήμα 2

Έλεγχοι της Επιτροπής σε τρίτες χώρες

Άρθρο 57

Έλεγχοι της Επιτροπής σε τρίτες χώρες

1.   Οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής μπορούν να διενεργούν ελέγχους σε τρίτη χώρα προκειμένου, κατά περίπτωση:

α)

να εξακριβώσουν τη συμμόρφωση ή την ισοδυναμία της νομοθεσίας και των συστημάτων της τρίτης χώρας προς τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό·

β)

να εξακριβώσουν την ικανότητα του συστήματος ελέγχου της τρίτης χώρας να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των φορτίων ζώων αναπαραγωγής και αναπαραγωγικού υλικού τους τα οποία εισέρχονται στην Ένωση προς τις σχετικές απαιτήσεις του κεφαλαίου VIΙΙ του παρόντος κανονισμού·

γ)

να συλλέξουν πληροφορίες και δεδομένα με σκοπό να διευκρινίσουν τα αίτια προβλημάτων που επαναλαμβάνονται ή ανακύπτουν σε σχέση με ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους που προέρχονται από την τρίτη χώρα και εισέρχονται στην Ένωση.

2.   Οι έλεγχοι της Επιτροπής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αφορούν ιδιαιτέρως:

α)

τη ζωοτεχνική και γενεαλογική νομοθεσία της τρίτης χώρας για τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους·

β)

την οργάνωση των αρμόδιων αρχών της τρίτης χώρας, τις εξουσίες και την ανεξαρτησία τους, την εποπτεία στην οποία υπόκεινται και την αρμοδιότητα που διαθέτουν για την ουσιαστική επιβολή της ισχύουσας νομοθεσίας·

γ)

την κατάρτιση του προσωπικού στην τρίτη χώρα που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια των ελέγχων στους φορείς αναπαραγωγής ή για την εποπτεία των φορέων αυτών·

δ)

τους πόρους που διατίθενται στις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας·

ε)

την ύπαρξη και τη λειτουργία τεκμηριωμένων διαδικασιών ελέγχου και συστημάτων ελέγχου βάσει προτεραιοτήτων·

στ)

το φάσμα και τη λειτουργία των ελέγχων που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας σε ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους τα οποία φθάνουν από άλλες τρίτες χώρες·

ζ)

τις διαβεβαιώσεις τις οποίες μπορεί να δώσει η τρίτη χώρα όσον αφορά τη συμμόρφωση ή την ισοδυναμία προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 58

Συχνότητα και οργάνωση των ελέγχων της Επιτροπής σε τρίτες χώρες

1.   Η συχνότητα των ελέγχων σε τρίτες χώρες που αναφέρονται από το άρθρο 57 παράγραφος 1 καθορίζεται με βάση:

α)

τις αρχές και τους στόχους των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

β)

τον όγκο και τη φύση των ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους που εισέρχονται στην Ένωση από τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα·

γ)

τα αποτελέσματα ήδη διενεργηθέντων ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1·

δ)

τα αποτελέσματα των επίσημων ελέγχων που διενεργούνται σε ζώα αναπαραγωγής και στο αναπαραγωγικό υλικό τους που εισέρχονται στην Ένωση από την τρίτη χώρα, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων επίσημων ελέγχων που έχουν διενεργήσει οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών·

ε)

κάθε άλλη πληροφορία την οποία θεωρεί ενδεδειγμένη η Επιτροπή.

2.   Για να διευκολύνει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1, η Επιτροπή μπορεί, πριν από τη διενέργεια των ελέγχων αυτών, να ζητήσει από την οικεία τρίτη χώρα να παράσχει:

α)

τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 35 παράγραφος 2 στοιχείο α)·

β)

όταν κρίνεται σκόπιμο και απαραίτητο, τις γραπτές εκθέσεις των ελέγχων που έχουν διενεργήσει οι αρμόδιες αρχές της οικείας τρίτης χώρας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να ορίζει εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη για να επικουρούν τους δικούς της εμπειρογνώμονες κατά τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1.

Άρθρο 59

Εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με τους ελέγχους που διενεργούν οι εμπειρογνώμονές της σε τρίτες χώρες

Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με τα πορίσματα κάθε ελέγχου που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 58.

Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, συστάσεις. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις εκθέσεις αυτές.

Άρθρο 60

Θέσπιση ειδικών μέτρων σχετικά με την είσοδο στην Ένωση ζώων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους

1.   Εφόσον υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υφίσταται εκτεταμένη σοβαρή μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό σε μια τρίτη χώρα, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

την απαγόρευση της εισόδου στην Ένωση, ως ζώων αναπαραγωγής, ζώων ή του σπέρματος, των ωοκυττάρων ή των εμβρύων τους, ή αναπαραγωγικού υλικού τους, που προέρχονται από τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα·

β)

την απαγόρευση της εγγραφής στα βιβλία αναπαραγωγής που τηρούνται από κοινωνίες εκτροφής ή την καταχώριση σε μητρώα αναπαραγωγής που τηρούνται από επιχειρήσεις αναπαραγωγής ζώων αναπαραγωγής και των απογόνων που παράγονται από αναπαραγωγικό υλικό τους που προέρχεται από τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 62 παράγραφος 2.

Επιπλέον ή αντί των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

α)

στη διαγραφή της συγκεκριμένης τρίτης χώρας ή των φορέων αναπαραγωγής της συγκεκριμένης τρίτης χώρας από τον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 1·

β)

στη λήψη κάθε άλλου ενδεδειγμένου μέτρου.

2.   Οι εκτελεστικές πράξεις και τα άλλα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προσδιορίζουν τα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους με τους κώδικές τους στη συνδυασμένη ονοματολογία.

3.   Κατά την έκδοση των εκτελεστικών πράξεως και των άλλων μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα εξής:

α)

πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2·

β)

οιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει παράσχει η τρίτη χώρα την οποία αφορά η μη συμμόρφωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

γ)

εφόσον είναι σκόπιμο, τα αποτελέσματα των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1.

4.   Η Επιτροπή παρακολουθεί τη μη συμμόρφωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, με βάση την ίδια διαδικασία που ισχύει για την έγκριση, τροποποιεί ή καταργεί τα εγκριθέντα μέτρα, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII

Εξουσιοδότηση και εφαρμογή

Άρθρο 61

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1, στο άρθρο 29 παράγραφος 5, στο άρθρο 30 παράγραφος 9 και στο άρθρο 32 παράγραφος 1 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 19 Ιουλίου 2016. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1, στο άρθρο 29 παράγραφος 5, στο άρθρο 30 παράγραφος 9 και στο άρθρο 32 παράγραφος 1, μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της ημέρας δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Πριν την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 13ης Απριλίου 2016.

5.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

6.   Μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1, το άρθρο 29 παράγραφος 5, το άρθρο 30 παράγραφος 9 και το άρθρο 32 παράγραφος 1, τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν προβληθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 62

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη ζωοτεχνική επιτροπή η οποία συστάθηκε με την απόφαση 77/505/ΕΟΚ. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Κάθε φορά που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Κάθε φορά που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 αυτού.

Άρθρο 63

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με την ημερομηνία έκδοσης ορισμένων εκτελεστικών πράξεων

Η Επιτροπή εκδίδει τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 5 και στο άρθρο 30 παράγραφος 10 έως την 1η Μαΐου 2017. Σύμφωνα με το άρθρο 69, οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εφαρμόζονται από την 1η Νοεμβρίου 2018.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 64

Καταργήσεις και μεταβατικά μέτρα

1.   Καταργούνται οι οδηγίες 87/328/ΕΟΚ, 88/661/ΕΟΚ, 89/361/ΕΟΚ, 90/118/ΕΟΚ, 90/119/ΕΟΚ, 90/427/ΕΟΚ, 91/174/ΕΟΚ, 94/28/ΕΚ και 2009/157/ΕΚ και η απόφαση 96/463/ΕΚ.

2.   Οι παραπομπές στις καταργούμενες οδηγίες και στην καταργούμενη απόφαση ερμηνεύονται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VII του παρόντος κανονισμού.

3.   Το άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 90/427/ΕΟΚ εξακολουθεί να ισχύει έως την 21η Απριλίου 2021.

4.   Οι οργανώσεις εκτροφέων, οι οργανώσεις αναπαραγωγής, οι ενώσεις εκτροφέων, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, άλλες οργανώσεις ή ενώσεις που έχουν εγκριθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με τις καταργούμενες πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, θεωρούνται ότι έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό· κατά τα άλλα, υπόκεινται στους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Τα προγράμματα αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 θεωρείται ότι έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό· κατά τα άλλα, υπόκεινται στους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

6.   Σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 πραγματοποιούν ήδη προγράμματα αναπαραγωγής σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος στο οποίο τους χορηγήθηκε η έγκριση ή η αναγνώριση βάσει των καταργούμενων πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι εν λόγω επιχειρήσεις ενημερώνουν την αρμόδια αρχή η οποία έχει χορηγήσει την έγκριση ή την αναγνώριση για τις δραστηριότητες αυτές.

Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ενημερώνει τη σχετική αρμόδια αρχή αυτού του άλλου κράτους μέλους για τη διενέργεια των δραστηριοτήτων αυτών.

7.   Εάν, πριν από τις 19 Ιουλίου 2016, επιχείρηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 τηρεί, σύμφωνα με τις καταργούμενες πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, βιβλίο αναπαραγωγής με ειδικό τμήμα όπου εγγράφονται οι καθαρόαιμοι χοίροι αναπαραγωγής μιας φυλής από άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα που έχουν ειδικά γνωρίσματα που τους διακρίνουν από τον πληθυσμό της συγκεκριμένης φυλής που καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής που πραγματοποιεί η εν λόγω επιχείρηση, η επιχείρηση αυτή μπορεί να συνεχίσει να τηρεί το εν λόγω ειδικό τμήμα.

Άρθρο 65

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 652/2014

Το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εργαστήρια και κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης»·

2)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Είναι δυνατή η χορήγηση επιδοτήσεων στα εργαστήρια αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και στα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*) για την κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιούν για την εφαρμογή των προγραμμάτων εργασίας τα οποία εγκρίνονται από την Επιτροπή.

(*)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους για την αναπαραγωγή, το εμπόριο και την είσοδο στην Ένωση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής και του αναπαραγωγικού υλικού τους και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 652/2014, καθώς και των οδηγιών 89/608/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της αναπαραγωγής ζώων (“Κανονισμός για την αναπαραγωγή ζώων”) (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 66).»·"

3)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

δαπάνες για τα μέλη του προσωπικού τα οποία, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, εμπλέκονται άμεσα στις δραστηριότητες που εκτελούν τα εργαστήρια ή τα κέντρα ως εργαστήρια ή κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης·».

Άρθρο 66

Τροποποιήσεις στην οδηγία 89/608/ΕΟΚ

Η οδηγία 89/608/ΕΟΚ τροποποιείται ως ακολούθως:

1)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οδηγία 89/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1989, για την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της κτηνιατρικής νομοθεσίας»·

2)

το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία καθορίζει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών στις οποίες έχει ανατεθεί ο έλεγχος της κτηνιατρικής νομοθεσίας, συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, με σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως αυτών των νομοθεσιών.»·

3)

στο άρθρο 2 παράγραφος 1, η δεύτερη περίπτωση διαγράφεται·

4)

στο άρθρο 4 παράγραφος 1, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

ανακοινώνει στην αιτούσα αρχή πάσης φύσεως πληροφορίες πιστοποιητικά και έγγραφα ή επικυρωμένα αντίγραφα τα οποία έχει στη διάθεσή της, ή τα οποία αποκτά κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2, βάσει των οποίων η εν λόγω αρχή να δύναται να εξακριβώσει κατά πόσον εφαρμόζονται πιστά οι διατάξεις της κτηνιατρικής νομοθεσίας,»·

5)

το άρθρο 5 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Μετά από αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρμόδια αρχή, τηρώντας τους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, γνωστοποιεί ή δίνει εντολή να γνωστοποιηθούν στον παραλήπτη οι πράξεις ή αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τις διοικητικές αρχές για τον τρόπο εφαρμογής της κτηνιατρικής νομοθεσίας.»·

6)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Μετά από αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρμόδια αρχή της γνωστοποιεί, ιδίως υπό μορφή εκθέσεων και άλλων εγγράφων, ή επικυρωμένων αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες τις οποίες διαθέτει ή αποκτά σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, σχετικά με πράγματι διαπιστωμένες πράξεις που η αρμόδια αρχή θεωρεί αντίθετες προς την κτηνιατρική νομοθεσία.»·

7)

το άρθρο 8 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι κτηνιατρικές αρχές κάθε κράτους μέλους εφόσον το κρίνουν σκόπιμο για την τήρηση της κτηνιατρικής νομοθεσίας:

α)

ασκούν ή δίνουν εντολή για την άσκηση, στο μέτρο του δυνατού, της εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 6·

β)

γνωστοποιούν το συντομότερο δυνατό στις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών, ιδίως υπό μορφή εκθέσεων και άλλων εγγράφων, ή επικυρωμένων αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους, όλες τις πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με πράξεις που είναι ή τις οποίες θεωρούν αντίθετες προς την κτηνιατρική νομοθεσία, και κυρίως τα μέσα ή τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση αυτών των πράξεων.»·

8)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών γνωστοποιούν στην Επιτροπή, μόλις περιέλθουν σε γνώση τους:

α)

κάθε πληροφορία που θεωρούν χρήσιμη σχετικά με:

τα εμπορεύματα που αποτέλεσαν ή για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι αποτελούν αντικείμενο πράξεων αντιθέτων προς την κτηνιατρική νομοθεσία,

τις μεθόδους και τρόπους που χρησιμοποιήθηκαν ή για τους οποίους υπάρχει υπόνοια ότι χρησιμοποιήθηκαν για την παράβαση της προαναφερόμενης νομοθεσίας·

β)

κάθε πληροφορία σχετικά με ανεπάρκειες ή κενά της προαναφερόμενης νομοθεσίας τα οποία καταδείχθηκαν ή θεωρήθηκαν πιθανά κατά την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας.

2.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί στις αρμόδιες κτηνιατρικές αρχές των κρατών μελών, μόλις περιέλθουν σε γνώση της, κάθε πληροφορία που είναι δυνατόν να τους επιτρέψει τη διασφάλιση της τηρήσεως της κτηνιατρικής νομοθεσίας.»·

9)

το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν πράξεις που είναι ή φαίνεται να είναι αντίθετες με τους κανόνες επί κτηνιατρικών ζητημάτων διαπιστώνονται από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε επίπεδο Ένωσης, και ειδικότερα:»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Πληροφορίες σχετικές με φυσικά ή νομικά πρόσωπα περιέχονται στις γνωστοποιήσεις της παραγράφου 1 μόνο στο βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίος για να διαπιστωθούν οι πράξεις που είναι αντίθετες προς την κτηνιατρική νομοθεσία.»·

10)

στο άρθρο 11, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που συνέρχονται στα πλαίσια της Μόνιμης Κτηνιατρικής Επιτροπής:»·

11)

στο άρθρο 15 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η παράγραφος 1 δεν αντιτίθεται στη χρησιμοποίηση πληροφοριών που ελήφθησαν κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα πλαίσια δικαστικών αγωγών ή διώξεων που συνελήφθησαν στη συνέχεια λόγω της μη τηρήσεως της κτηνιατρικής νομοθεσίας και στην περίπτωση της πρόληψης ή της διερεύνησης παρατυπιών εις βάρος ενωσιακών κεφαλαίων.».

Άρθρο 67

Τροποποιήσεις στην οδηγία 90/425/ΕΟΚ

Η οδηγία 90/425/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοενωσιακό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς»·

2)

στο άρθρο 1, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται·

3)

το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 2) διαγράφεται·

β)

το σημείο 6) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6)   “αρμόδια αρχή”: η κεντρική αρχή κράτους μέλους που είναι αρμόδια για τη διενέργεια των κτηνιατρικών ελέγχων ή κάθε αρχή στην οποία η κεντρική αρχή έχει μεταβιβάσει την αρμοδιότητα αυτή·»·

4)

στο άρθρο 3 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα εν λόγω πιστοποιητικά ή έγγραφα, τα οποία εκδίδονται από τον επίσημο κτηνίατρο που είναι υπεύθυνος για την εκμετάλλευση, το κέντρο ή τον οργανισμό καταγωγής, πρέπει να συνοδεύουν τα ζώα και τα προϊόντα μέχρι τον προορισμό τους.»·

5)

το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

οι κάτοχοι ζώων και προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 τηρούν τις εθνικές ή ενωσιακές υγειονομικές απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία σε όλα τα στάδια της παραγωγής και της εμπορίας των ζώων·»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη αποστολής λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να επιβάλουν κυρώσεις για κάθε παράβαση της κτηνιατρικής νομοθεσίας, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνονται παραβάσεις των ενωσιακών κανόνων, και ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι τα σχετικά πιστοποιητικά, έγγραφα ή σήματα αναγνώρισης δεν ανταποκρίνονται στο καθεστώς των ζώων ή των εκμεταλλεύσεων προέλευσής τους ή στα πραγματικά χαρακτηριστικά των προϊόντων.»·

6)

το άρθρο 19 διαγράφεται·

7)

στο παράρτημα Α, το κεφάλαιο II διαγράφεται.

Άρθρο 68

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 66 και 67 έως την 1η Νοεμβρίου 2018. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, τα μέτρα αυτά περιέχουν αναφορά στον παρόντα κανονισμό ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Επίσης περιλαμβάνουν δήλωση ότι οι αναφορές σε υπάρχουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις στις οδηγίες που καταργούνται από τον παρόντα κανονισμό νοούνται και ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό. Ο τρόπος αναφοράς και η διατύπωσή του αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 69

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Νοεμβρίου 2018.

Το άρθρο 65 εφαρμόζεται από τις 19 Ιουλίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  ΕΕ C 226 της 16.7.2014, σ. 70.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 12ης Απριλίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2016.

(3)  Οδηγία 88/661/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται στα αναπαραγωγά χοιροειδή (ΕΕ L 382 της 31.12.1988, σ. 36).

(4)  Οδηγία 89/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1989, που αφορά τα αιγοειδή και προβατοειδή αναπαραγωγής καθαράς φυλής (ΕΕ L 153 της 6.6.1989, σ. 30).

(5)  Οδηγία 90/427/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους όρους ζωοτεχνικού και γενεαλογικού χαρακτήρα που διέπουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο ιπποειδών (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 55).

(6)  Οδηγία 91/174/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1991, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους που διέπουν την εμπορία ζώων φυλής (ράτσας), και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 77/504/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 85 της 5.4.1991, σ. 37).

(7)  Οδηγία 94/28/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 1994, για τον καθορισμό των αρχών σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους που εφαρμόζονται κατά τις εισαγωγές προελεύσεως τρίτων χωρών ζώων, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους και για την τροποποίηση της οδηγίας 77/504/ΕΟΚ περί των ζώων αναπαραγωγής του βοείου είδους καθαρόαιμου γένους (ΕΕ L 178 της 12.7.1994, σ. 66).

(8)  Οδηγία 2009/157/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί των καθαρόαιμων βοοειδών αναπαραγωγής (ΕΕ L 323 της 10.12.2009, σ. 1).

(9)  Οδηγία 87/328/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1987, για την αποδοχή στην αναπαραγωγή βοοειδών αναπαραγωγής καθαρόαιμου γένους (ΕΕ L 167 της 26.6.1987, σ. 54).

(10)  Οδηγία 90/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των αναπαραγωγών χοιροειδών καθαρής φυλής (ΕΕ L 71 της 17.3.1990, σ. 34).

(11)  Οδηγία 90/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής (ΕΕ L 71 της 17.3.1990, σ. 36).

(12)  Απόφαση 77/505/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1977, περί συστάσεως Μονίμου Ζωοτεχνικής Επιτροπής (ΕΕ L 206 της 12.8.1977, σ. 11).

(13)  Απόφαση 93/626/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης για τη βιολογική ποικιλομορφία (ΕΕ L 309 της 13.12.1993, σ. 1).

(14)  Απόφαση 2014/283/ΕΕ του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου της Ναγκόγια για την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών που απορρέουν από τη χρησιμοποίησή τους, το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση για τη βιολογική ποικιλομορφία (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 231).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 511/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με τα μέτρα συμμόρφωσης των χρηστών βάσει του πρωτοκόλλου της Ναγκόγια για την πρόσβαση στους γενετικούς πόρους και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των οφελών που απορρέουν από τη χρησιμοποίησή τους στην Ένωση (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 59).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 487).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/429 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, σχετικά με τις μεταδοτικές νόσους των ζώων και για την τροποποίηση και την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της υγείας των ζώων («νόμος για την υγεία των ζώων») (ΕΕ L 84 της 31.3.2016, σ. 1).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 652/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με τη διαχείριση των δαπανών που αφορούν, αφενός, τη διατροφική αλυσίδα, την υγεία των ζώων και την καλή μεταχείριση των ζώων και, αφετέρου, την υγεία των φυτών και το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό, για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 98/56/ΕΚ, 2000/29/ΕΚ και 2008/90/ΕΚ, των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 178/2002, (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και (ΕΚ) αριθ. 396/2005, της οδηγίας 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 66/399/ΕΟΚ, 76/894/ΕΟΚ και 2009/470/ΕΚ (ΕΕ L 189 της 27.6.2014, σ. 1).

(19)  Απόφαση 96/463/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, για τον ορισμό του οργανισμού αναφοράς που αναλαμβάνει να συνεργαστεί στο θέμα της ομοιομορφίας των μεθόδων δοκιμής και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των βοοειδών αναπαραγωγής καθαρής φυλής (ΕΕ L 192 της 2.8.1996, σ. 19).

(20)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256 της 7.9.1987, σ. 1).

(21)  Οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και περί τροποποίησης των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (ΕΕ L 268 της 24.9.1991, σ. 56).

(22)  Οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

(24)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(26)  Απόφαση 84/247/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1984, για καθορισμό των κριτηρίων αναγνώρισης των οργανώσεων και ενώσεων κτηνοτρόφων που τηρούν ή καταρτίζουν γενεαλογικά βιβλία για τα βοοειδή αναπαραγωγής καθαρόαιμου γένους (ΕΕ L 125 της 12.5.1984, σ. 58).

(27)  Απόφαση 84/419/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1984, για τον καθορισμό των κριτηρίων εγγραφής των βοοειδών στα γενεαλογικά βιβλία (ΕΕ L 237 της 5.9.1984, σ. 11).

(28)  Απόφαση της Επιτροπής 89/501/ΕΟΚ, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού των κριτηρίων αναγνώρισης και εποπτείας των ενώσεων και οργανώσεων κτηνοτρόφων που τηρούν ή καταρτίζουν γενεαλογικά βιβλία για τα χοιροειδή αναπαραγωγής καθαρής φυλής (ΕΕ L 247 της 23.8.1989, σ. 19).

(29)  Απόφαση 89/502/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού των κριτηρίων εγγραφής στα γενεαλογικά βιβλία των αναπαραγωγών χοιροειδών καθαρής φυλής (ΕΕ L 247 της 23.8.1989, σ. 21).

(30)  Απόφαση 89/504/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού των κριτηρίων αναγνώρισης και εποπτείας των ενώσεων ή οργανώσεων κτηνοτρόφων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων που τηρούν ή καταρτίζουν μητρώα για τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής (ΕΕ L 247 της 23.8.1989, σ. 31).

(31)  Απόφαση 89/505/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού των κριτηρίων εγγραφής στα μητρώα των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής (ΕΕ L 247 της 23.8.1989, σ. 33).

(32)  Απόφαση 89/507/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού των μεθόδων ελέγχου των αποδόσεων και των μεθόδων εκτίμησης της γενετικής αξίας των αναπαραγωγών χοιροειδών καθαρής φυλής και των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής (ΕΕ L 247 της 23.8.1989, σ. 43).

(33)  Απόφαση 90/254/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1990, για τον καθορισμό των κριτηρίων αναγνώρισης και εποπτείας των ενώσεων και οργανώσεων κτηνοτρόφων που τηρούν ή καταρτίζουν γενεαλογικά βιβλία για τα αιγοειδή και προβατοειδή αναπαραγωγής καθαράς φυλής (ΕΕ L 145 της 8.6.1990, σ. 30).

(34)  Απόφαση 90/255/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1990, που καθορίζει τα κριτήρια εγγραφής στα γενεαλογικά βιβλία αιγοειδών και προβατοειδών αναπαραγωγής καθαράς φυλής (ΕΕ L 145 της 8.6.1990, σ. 32).

(35)  Απόφαση 90/256/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1990, που καθορίζει τις μεθόδους ελέγχου των επιδόσεων και τις μεθόδους εκτίμησης της γενετικής αξίας των αναπαραγωγών αιγοειδών και προβατοειδών καθαράς φυλής (ΕΕ L 145 της 8.6.1990, σ. 35).

(36)  Απόφαση 90/257/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1990, για τον καθορισμό των κριτηρίων αποδοχής των αναπαραγωγών αιγοειδών και προβατοειδών, όσον αφορά την αναπαραγωγή και χρησιμοποίηση του σπέρματός τους, των ωαρίων και των εμβρύων τους (ΕΕ L 145 της 8.6.1990, σ. 38).

(37)  Απόφαση 92/353/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1992, για τον καθορισμό των κριτηρίων έγκρισης ή αναγνώρισης των οργανώσεων και ενώσεων που τηρούν ή συντάσσουν γενεαλογικά βιβλία για τα καταχωρημένα ιπποειδή (ΕΕ L 192 της 11.7.1992, σ. 63).

(38)  Απόφαση 96/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 1996, για τον καθορισμό των κριτηρίων για την εγγραφή και την καταχώρηση των ιπποειδών σε γενεαλογικά βιβλία για τους σκοπούς της αναπαραγωγής (ΕΕ L 19 της 25.1.1996, σ. 39).

(39)  Απόφαση 2006/427/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2006, για καθορισμό των μεθόδων ελέγχου των αποδόσεων και των μεθόδων εκτιμήσεως της γενετικής αξίας των αναπαραγωγικών βοοειδών καθαράς φυλής (ΕΕ L 169 της 22.6.2006, σ. 56).

(40)  Απόφαση 92/354/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1992, για τον καθορισμό ορισμένων κανόνων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του συντονισμού μεταξύ οργανώσεων ή ενώσεων που τηρούν ή καταρτίζουν γενεαλογικά βιβλία για τα καταχωρισμένα ιπποειδή (ΕΕ L 192 της 11.7.1992, σ. 66).

(41)  Απόφαση 89/503/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού του τύπου πιστοποιητικού για τα αναπαραγωγά χοιροειδή καθαρής φυλής, το σπέρμα, τα ωάρια και τα έμβρυά τους (ΕΕ L 247 της 23.8.1989, σ. 22).

(42)  Απόφαση 89/506/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1989, περί καθορισμού του τύπου του πιστοποιητικού για τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής, το σπέρμα, τα ωάρια και τα έμβρυά τους (ΕΕ L 247 της 23.8.1989, σ. 34).

(43)  Απόφαση 90/258/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1990, για τον καθορισμό του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού των αναπαραγωγών αιγοειδών και προβατοειδών καθαράς φυλής, του σπέρματός τους, των ωαρίων και των εμβρύων τους (ΕΕ L 145 της 8.6.1990, σ. 39).

(44)  Απόφαση 96/79/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 1996, για τον καθορισμό των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών όσον αφορά το σπέρμα, τα ωάρια και τα έμβρυα καταχωρημένων ιπποειδών (ΕΕ L 19 της 25.1.1996, σ. 41).

(45)  Απόφαση 96/509/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1996, για τον καθορισμό γενεαλογικών και ζωοτεχνικών απαιτήσεων όσον αφορά την εισαγωγή σπέρματος ορισμένων ζώων (ΕΕ L 210 της 20.8.1996, σ. 47).

(46)  Απόφαση 96/510/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1996, για καθορισμό των ζωοτεχνικών και γενεαλογικών πιστοποιητικών εισαγωγής ζώων αναπαραγωγής, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους (ΕΕ L 210 της 20.8.1996, σ. 53).

(47)  Απόφαση 2005/379/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2005, για τα γενεαλογικά πιστοποιητικά και τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται για τα καθαρόαιμα βοοειδή αναπαραγωγής, το σπέρμα, τα ωάρια και τα έμβρυά τους (ΕΕ L 125 της 18.5.2005, σ. 15).

(48)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/262 της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2015, για τη θέσπιση κανόνων σύμφωνα με τις οδηγίες 90/427/ΕΟΚ και 2009/156/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις μεθόδους αναγνώρισης των ιπποειδών (κανονισμός διαβατηρίου ιπποειδών) (ΕΕ L 59 της 3.3.2015, σ. 1).

(49)  Οδηγία 89/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1989, για την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της κτηνιατρικής και ζωοτεχνικής νομοθεσίας (ΕΕ L 351 της 2.12.1989, σ. 34).

(50)  Οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΜΕΡΟΣ 1

Απαιτήσεις για την αναγνώριση κοινωνιών εκτροφής και επιχειρήσεων αναπαραγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Α.

Οι ενώσεις εκτροφέων, οι οργανώσεις αναπαραγωγής, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε κλειστό σύστημα παραγωγής και οι δημόσιοι φορείς:

1.

έχουν νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει στο κράτος μέλος όπου υποβάλλεται η αίτηση για αναγνώριση·

2.

διαθέτουν επαρκές και εξειδικευμένο προσωπικό και κατάλληλες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό για την αποτελεσματική εφαρμογή των προγραμμάτων αναπαραγωγής για τα οποία σκοπεύουν να υποβάλουν αίτηση για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12·

3.

είναι σε θέση να διενεργούν τους αναγκαίους ελέγχους για την καταγραφή της γενεαλογίας των ζώων αναπαραγωγής που πρόκειται να καλύπτονται από τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής·

4.

διαθέτουν για κάθε πρόγραμμα αναπαραγωγής αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής εντός των γεωγραφικών περιοχών που πρόκειται να καλύπτονται από τα εν λόγω προγράμματα αναπαραγωγής·

5.

είναι σε θέση να παράγουν ή έχουν παραγάγει και χρησιμοποιούν δεδομένα που συλλέγονται από τα ζώα αναπαραγωγής που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή των εν λόγω προγραμμάτων αναπαραγωγής.

Β.

Εκτός από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο Α:

1.

οι ενώσεις εκτροφέων, οι οργανώσεις αναπαραγωγής και οι δημόσιοι φορείς:

α)

διαθέτουν επαρκή αριθμό εκτροφέων που συμμετέχουν σε καθένα από τα προγράμματα αναπαραγωγής τους·

β)

έχουν θεσπίσει εσωτερικό κανονισμό:

i)

ο οποίος ρυθμίζει την επίλυση των διαφορών με τους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους·

ii)

ο οποίος διασφαλίζει ίση μεταχείριση στους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους·

iii)

ο οποίος ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων οι οποίοι συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους και της κοινωνίας εκτροφής ή της επιχείρησης αναπαραγωγής·

iv)

ο οποίος ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτροφέων που έχουν την ιδιότητα του μέλους, όταν αυτή προβλέπεται για τους εκτροφείς·

2.

καμία διάταξη των εσωτερικών κανονισμών που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεν εμποδίζει τους εκτροφείς που συμμετέχουν στα προγράμματα αναπαραγωγής από το να έχουν:

α)

διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή και την αναπαραγωγή των ζώων αναπαραγωγής τους·

β)

το δικαίωμα να εγγράφουν τους απογόνους που προέρχονται από τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής στα βιβλία αναπαραγωγής ή να τους καταχωρίζουν στα μητρώα αναπαραγωγής σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο κεφάλαιο IV του παρόντος κανονισμού·

γ)

τη δυνατότητα να έχουν την κυριότητα των ζώων αναπαραγωγής τους.

ΜΕΡΟΣ 2

Απαιτήσεις για την έγκριση των προγραμμάτων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται από κοινωνίες εκτροφής και επιχειρήσεις αναπαραγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12

1.

Το πρόγραμμα αναπαραγωγής που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 12 περιλαμβάνει:

α)

πληροφορίες σχετικά με τον στόχο, ο οποίος είναι η διατήρηση της φυλής, η βελτίωση της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης, η δημιουργία νέας φυλής, σειράς ή διασταύρωσης ή η ανασύσταση μιας φυλής ή ο συνδυασμός αυτών·

β)

την ονομασία της φυλής, στην περίπτωση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, ή της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης, στην περίπτωση των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής η οποία καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής, ώστε να αποφεύγεται η σύγχυση με παρόμοια ζώα αναπαραγωγής από άλλες φυλές, σειρές ή διασταυρώσεις που είναι εγγεγραμμένα ή καταχωρισμένα σε άλλα υφιστάμενα βιβλία αναπαραγωγής ή μητρώα αναπαραγωγής·

γ)

στην περίπτωση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής, τα λεπτομερή γνωρίσματα της φυλής η οποία καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της μνείας των ουσιωδών χαρακτηριστικών της·

δ)

στην περίπτωση των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής, τα λεπτομερή γνωρίσματα της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης η οποία καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής·

ε)

τις πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική περιοχή στην οποία πραγματοποιείται ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα·

στ)

τις πληροφορίες σχετικά με το σύστημα για την ταυτοποίηση των ζώων αναπαραγωγής που πρέπει να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω ζώα αναπαραγωγής εγγράφονται σε βιβλίο αναπαραγωγής ή καταχωρίζονται σε μητρώο αναπαραγωγής μόνο όταν έχουν ταυτοποιηθεί ατομικά και σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την ταυτοποίηση και την καταχώριση των ζώων του οικείου είδους·

ζ)

πληροφορίες για το σύστημα καταγραφής των γενεαλογιών των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα ή καταχωρισμένα και επιλέξιμα για εγγραφή σε βιβλία αναπαραγωγής ή των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής που είναι καταχωρισμένοι σε μητρώα αναπαραγωγής·

η)

τους στόχους επιλογής και αναπαραγωγής του προγράμματος αναπαραγωγής, καθώς και μνεία των κύριων στόχων του εν λόγω προγράμματος αναπαραγωγής και, κατά περίπτωση, τα λεπτομερή κριτήρια αξιολόγησης σχετικά με τους εν λόγω στόχους για την επιλογή των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

θ)

στην περίπτωση της δημιουργίας νέας φυλής ή στην περίπτωση της ανασύστασης μιας φυλής όπως αναφέρεται στο άρθρο 19, τις πληροφορίες σχετικά με τις ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη δημιουργία της συγκεκριμένης νέας φυλής ή την ανασύσταση της συγκεκριμένης φυλής·

ι)

σε περίπτωση που το πρόγραμμα αναπαραγωγής απαιτεί έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση:

i)

τις πληροφορίες για το σύστημα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή, καταγραφή, κοινοποίηση και χρήση των αποτελεσμάτων του ελέγχου της απόδοσης·

ii)

τις πληροφορίες για τα συστήματα γενετικής αξιολόγησης και, κατά περίπτωση, για τη γονιδιωματική αξιολόγηση των ζώων αναπαραγωγής·

ια)

όταν καταρτίζονται συμπληρωματικά τμήματα ή το κύριο τμήμα υποδιαιρείται σε κλάσεις, τους κανόνες για τη διαίρεση του βιβλίου αναπαραγωγής και τα κριτήρια ή τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για την καταχώριση των ζώων σε αυτά τα τμήματα ή την ταξινόμησή τους στις συγκεκριμένες κατηγορίες·

ιβ)

όταν η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής αναθέτει ειδικές τεχνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διαχείριση του προγράμματος αναπαραγωγής της σε τρίτους όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 4, πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω δραστηριότητες, καθώς και το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας των ορισθέντων τρίτων·

ιγ)

όταν η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής προτίθεται να κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1, πληροφορίες για το κέντρο συλλογής ή αποθήκευσης σπέρματος ή την ομάδα συλλογής ή παραγωγής εμβρύων που εκδίδει τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά και πληροφορίες σχετικά με τις λεπτομέρειες της έκδοσης αυτών των ζωοτεχνικών πιστοποιητικών·

ιδ)

όταν η επιχείρηση αναπαραγωγής αποφασίσει να αναφέρει πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα του ελέγχου της απόδοσης ή της γενετικής αξιολόγησης, τα γενετικά ελαττώματα και τις γενετικές ιδιομορφίες που περιλαμβάνονται στα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά που εκδίδονται για τους υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 8, πληροφορίες σχετικά με την απόφαση αυτή.

2.

Το πρόγραμμα αναπαραγωγής καλύπτει αρκούντως μεγάλο πληθυσμό ζώων αναπαραγωγής και επαρκή αριθμό εκτροφέων εντός της γεωγραφικής περιοχής όπου πραγματοποιείται ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

ΜΕΡΟΣ 3

Συμπληρωματικές απαιτήσεις για κοινωνίες εκτροφής που καταρτίζουν ή τηρούν βιβλία αναπαραγωγής για καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής

1.

Εκτός από τις απαιτήσεις ταυτοποίησης που ορίζονται στο μέρος 2 σημείο 1 στοιχείο στ), τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής εγγράφονται σε βιβλίο αναπαραγωγής όταν ταυτοποιούνται με συνοδευτικό πιστοποιητικό και όταν το απαιτεί το πρόγραμμα αναπαραγωγής ταυτοποιούνται ως«νεογέννητα πουλάρια».

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, ένα κράτος μέλος ή, εάν έτσι αποφασίσει, η αρμόδια αρχή του, μπορεί να επιτρέπει σε μια κοινωνία εκτροφής να εγγράψει καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής στο βιβλίο αναπαραγωγής που τηρεί η εν λόγω κοινωνία εκτροφής, όταν τα εν λόγω ζώα ταυτοποιούνται με οιαδήποτε άλλη κατάλληλη μέθοδο που παρέχει τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό βεβαιότητας με ένα συνοδευτικό πιστοποιητικό ελέγχου όπως ο έλεγχος καταγωγής με βάση ανάλυση DNA ή ανάλυση των ομάδων αίματος, υπό την προϋπόθεση ότι η εξουσιοδότηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές που καθορίζονται από την κοινωνία εκτροφής που τηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής καταγωγής της εν λόγω φυλής.

2.

Εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο μέρος 2, τα προγράμματα αναπαραγωγής τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12 που πραγματοποιούνται στα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής φυλής ιπποειδών περιλαμβάνουν:

α)

κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις για την εγγραφή στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που ανήκουν σε άλλη φυλή ή σε ειδική σειρά επιβήτορα ή σε οικογένεια φοράδας εντός της εν λόγω φυλής·

β)

όταν το πρόγραμμα αναπαραγωγής απαγορεύει ή περιορίζει τη χρήση μιας ή περισσότερων τεχνικών αναπαραγωγής ή τη χρήση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής για μία ή περισσότερες τεχνικές αναπαραγωγής όπως αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2, πληροφορίες για την εν λόγω απαγόρευση ή περιορισμό·

γ)

κανόνες σχετικά με την έκδοση συνοδευτικών πιστοποιητικών, με άλλες κατάλληλες μεθόδους που αναφέρονται στο σημείο 1 και, όταν το απαιτεί το πρόγραμμα αναπαραγωγής, με την ταυτοποίηση ως «νεογέννητου πουλαριού».

3.

Οι ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις εφαρμόζονται στα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής, πέραν εκείνων που ορίζονται στα μέρη 1 και 2:

α)

όταν μια κοινωνία εκτροφής δηλώνει στην αρμόδια αρχή ότι το βιβλίο αναπαραγωγής που έχει καταρτίσει είναι το βιβλίο αναπαραγωγής καταγωγής της φυλής η οποία καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής της, η εν λόγω κοινωνία εκτροφής:

i)

διαθέτει ιστορικά αρχεία όσον αφορά την κατάρτιση του εν λόγω βιβλίου αναπαραγωγής και έχει δημοσιοποιήσει τις αρχές του συγκεκριμένου προγράμματος αναπαραγωγής·

ii)

καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει, κατά τη στιγμή της αίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, καμία άλλη γνωστή κοινωνία εκτροφής ή φορέας αναπαραγωγής, αναγνωρισμένος στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, ο οποίος να έχει καταρτίσει βιβλίο αναπαραγωγής για την ίδια φυλή ή να πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής στην ίδια φυλή με βάση τις αρχές που αναφέρονται στο σημείο i)·

iii)

συνεργάζεται στενά με τις κοινωνίες εκτροφής που αναφέρονται στο στοιχείο β) και ιδίως ενημερώνει, κατά τρόπο διαφανή και εγκαίρως, τις εν λόγω κοινωνίες εκτροφής για τυχόν αλλαγές στις αρχές που αναφέρονται στο σημείο i)·

iv)

έχει καθορίσει, εφόσον είναι αναγκαίο, αμερόληπτους κανόνες όσον αφορά τις δραστηριότητές της σε σχέση με τα βιβλία αναπαραγωγής που έχουν καταρτιστεί για την ίδια φυλή από φορείς αναπαραγωγής που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 34·

β)

όταν μια κοινωνία εκτροφής δηλώνει στην αρμόδια αρχή ότι το βιβλίο αναπαραγωγής που έχει καταρτίσει είναι βιβλίο αναπαραγωγής που αφορά τη θυγατρική φυλή της φυλής που καλύπτεται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής της, η εν λόγω κοινωνία εκτροφής:

i)

ενσωματώνει στο δικό της πρόγραμμα αναπαραγωγής τις αρχές που έχουν καθοριστεί από την αναφερόμενη στο στοιχείο α) κοινωνία εκτροφής που τηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής καταγωγής της ίδιας φυλής·

ii)

δημοσιοποιεί τις πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των αρχών που αναφέρονται στο σημείο i), καθώς και την πηγή τους·

iii)

διαθέτει μηχανισμούς για να διασφαλίζει τις αναγκαίες προσαρμογές των κανόνων που έχει ορίσει στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, στις αλλαγές που έχει επιφέρει στις αρχές αυτές η κοινωνία εκτροφής που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παρόντος σημείου η οποία τηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής καταγωγής της φυλής.

4.

Για την αναγνώριση των κοινωνιών εκτροφής καθαρόαιμων ιπποειδών αναπαραγωγής εφαρμόζονται οι ακόλουθες παρεκκλίσεις:

α)

κατά παρέκκλιση από το μέρος 1 στοιχείο Β σημείο 1 στοιχείο β), σε περίπτωση που στα εδάφη της Ένωσης που περιλαμβάνονται στο παράρτημα VI, υπάρχουν πολλές κοινωνίες εκτροφής που τηρούν βιβλία αναπαραγωγής για την ίδια φυλή, και τα προγράμματα αναπαραγωγής τους που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 καλύπτουν από κοινού το σύνολο των εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα VI, οι κανόνες διαδικασίας που αναφέρονται στο μέρος 1 στοιχείο Β σημείο 1 στοιχείο β) οι οποίοι έχουν καθοριστεί από τις εν λόγω κοινωνίες εκτροφής:

i)

μπορούν να προβλέπουν ότι τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής της φυλής αυτής πρέπει να γεννηθούν σε καθορισμένο έδαφος που αναφέρεται στο παράρτημα IV προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για την εγγραφή τους στο βιβλίο αναπαραγωγής της φυλής αυτής για τον σκοπό της δήλωσης της γέννησης·

ii)

πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο περιορισμός που προβλέπεται στο σημείο i) δεν ισχύει για την εγγραφή σε βιβλίο αναπαραγωγής της εν λόγω φυλής για σκοπούς αναπαραγωγής·

β)

κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) του σημείου 3 του παρόντος μέρους, εάν οι αρχές του προγράμματος αναπαραγωγής καθορίζονται κατ' αποκλειστικότητα από διεθνή οργανισμό που δραστηριοποιείται παγκοσμίως και δεν υπάρχει καμία κοινωνία εκτροφής σε κράτος μέλος ή φορέας αναπαραγωγής σε τρίτη χώρα που να διατηρεί το βιβλίο αναπαραγωγής καταγωγής της συγκεκριμένης φυλής, η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους αναγνωρίζει κοινωνίες εκτροφής που τηρούν βιβλίο αναπαραγωγής θυγατρικής φυλής για τη συγκεκριμένη φυλή, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζουν τους στόχους και τα κριτήρια που αναφέρονται στο μέρος 2 σημείο 1 στοιχείο η) σύμφωνα με τις αρχές που έχουν καθοριστεί από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό και ότι οι αρχές αυτές:

i)

διατίθενται από την εν λόγω κοινωνία εκτροφής στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 για σκοπούς επαλήθευσης·

ii)

έχουν ενσωματωθεί στο πρόγραμμα αναπαραγωγής της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής.

γ)

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β) του σημείου 3 του παρόντος μέρους, μια κοινωνία εκτροφής που τηρεί βιβλίο αναπαραγωγής για θυγατρική φυλή μπορεί να δημιουργεί πρόσθετες κλάσεις ανάλογα με τις ιδιότητες, υπό την προϋπόθεση ότι τα καθαρόαιμα ιπποειδή αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα στις κλάσεις του κύριου τμήματος του βιβλίου αναπαραγωγής καταγωγής της φυλής ή άλλων βιβλίων αναπαραγωγής θυγατρικής φυλής της φυλής είναι δυνατό να εγγραφούν στις αντίστοιχες κλάσεις του κύριου τμήματος του εν λόγω βιβλίου αναπαραγωγής της θυγατρικής φυλής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΒΙΒΛΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΣΕ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ ΜΗΤΡΩΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΜΕΡΟΣ 1

Εγγραφή καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής σε βιβλία αναπαραγωγής και καταγραφή ζώων σε συμπληρωματικά τμήματα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Εγγραφή καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής στο κύριο τμήμα

1.

Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 είναι οι εξής:

α)

το ζώο πληροί τα ακόλουθα κριτήρια καταγωγής:

i)

για τα βοοειδή, τους χοίρους και τα αιγοπρόβατα, το ζώο κατάγεται από γεννήτορες και προγεννήτορες εγγεγραμμένους στο κύριο τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής·

ii)

για τα ιπποειδή, το ζώο κατάγεται από γεννήτορες και προγεννήτορες εγγεγραμμένους στο κύριο τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής·

β)

η γενεαλογία του ζώου καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, του άρθρου 12·

γ)

το ζώο ταυτοποιείται σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και καταχώριση ζώων του συγκεκριμένου είδους και με τους κανόνες που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12·

δ)

στην περίπτωση εμπορίου ή εισόδου ζώου στην Ένωση και εφόσον το ζώο πρόκειται να εγγραφεί ή να καταχωριστεί για εγγραφή στο βιβλίο αναπαραγωγής, το εν λόγω ζώο συνοδεύεται από ζωοτεχνικό πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 30·

ε)

στην περίπτωση που ένα ζώο παράγεται από αναπαραγωγικό υλικό που αποτελεί αντικείμενο εμπορίας ή εισέρχεται στην Ένωση και όταν το ζώο αυτό πρόκειται να εγγραφεί ή να καταχωριστεί για εγγραφή σε βιβλίο αναπαραγωγής, το συγκεκριμένο αναπαραγωγικό υλικό συνοδεύεται από ζωοτεχνικό πιστοποιητικό που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 30.

2.

Κατά παρέκκλιση από το σημείο ii) του στοιχείου α) του σημείου 1 του παρόντος κεφαλαίου, μια κοινωνία εκτροφής που εκτελεί πρόγραμμα σε καθαρόαιμα ιπποειδή μπορεί να εγγράφει στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ένα καθαρόαιμο ιπποειδές αναπαραγωγής:

α)

το οποίο, σε περίπτωση διασταύρωσης, εγγράφεται στο κύριο τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής μιας διαφορετικής φυλής, υπό την προϋπόθεση ότι η άλλη αυτή φυλή και τα κριτήρια για την εγγραφή του εν λόγω καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής ορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12· ή

β)

το οποίο, σε περίπτωση αναπαραγωγής σειράς συγγένειας, ανήκει σε ειδική σειρά επιβήτορα ή σε οικογένεια φοράδας διαφορετικής φυλής, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω σειρές και οικογένειες και τα κριτήρια για την εγγραφή του συγκεκριμένου καθαρόαιμου ζώου ορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

3.

Επιπλέον των κανόνων που ορίζονται στο στοιχείο γ) του σημείου 1 του παρόντος κεφαλαίου, κοινωνία εκτροφής η οποία εγγράφει στο βιβλίο αναπαραγωγής της ένα καθαρόαιμο ιπποειδές αναπαραγωγής ήδη εγγεγραμμένο σε βιβλίο αναπαραγωγής που έχει καταρτιστεί από άλλη κοινωνία εκτροφής που πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, εγγράφει το εν λόγω καθαρόαιμο ιπποειδές αναπαραγωγής με τον αριθμό ταυτοποίησης που του καταλογίζεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/429, ο οποίος εξασφαλίζει τη μοναδικότητα και τη συνέχεια της ταυτοποίησης του συγκεκριμένου ζώου και, εκτός εάν οι δύο κοινωνίες εκτροφής έχουν ορίσει κάποια παρέκκλιση, το ίδιο όνομα με την ένδειξη, σύμφωνα με τις διεθνείς συμφωνίες για την εν λόγω φυλή, του κωδικού της χώρας γέννησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Καταγραφή ζώων σε συμπληρωματικά τμήματα

1.

Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 είναι οι εξής:

α)

το ζώο ταυτοποιείται σύμφωνα με τη ζωοϋγειονομική νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και καταχώριση ζώων του συγκεκριμένου είδους και με τους κανόνες που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12·

β)

το ζώο έχει κριθεί από την κοινωνία εκτροφής ότι διαθέτει το χαρακτηριστικό της φυλής που αναφέρεται στο παράρτημα I μέρος 2 σημείο 1 στοιχείο γ)·

γ)

το ζώο, ανάλογα με την περίπτωση, πληροί τουλάχιστον τις ελάχιστες απαιτήσεις απόδοσης που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12 όσον αφορά τα χαρακτηριστικά για τα οποία τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένα στο κύριο τμήμα υποβάλλονται σε έλεγχο σύμφωνα με το παράρτημα III.

2.

Η κοινωνία εκτροφής μπορεί να εφαρμόζει διαφορετικές απαιτήσεις για τη συμμόρφωση με τα χαρακτηριστικά της φυλής που αναφέρεται στο στοιχείο β) του σημείου 1 του παρόντος κεφαλαίου ή τις απαιτήσεις απόδοσης που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του σημείου 1 του παρόντος κεφαλαίου ανάλογα με το εάν το ζώο:

α)

ανήκει στη φυλή, μολονότι δεν είναι γνωστή η καταγωγή του· ή

β)

έχει ληφθεί από πρόγραμμα διασταύρωσης που αναφέρεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Αναβάθμιση των απογόνων ζώων που έχουν καταγραφεί σε συμπληρωματικά τμήματα του κύριου τμήματος

1.

Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 είναι οι εξής:

α)

για τα βοοειδή, τους χοίρους και τα αιγοπρόβατα, το θηλυκό ζώο κατάγεται από:

i)

μητέρα και εκ μητρός μάμμη που είναι καταγεγραμμένες στο συμπληρωματικό τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1·

ii)

πατέρα και δύο πάππους που είναι εγγεγραμμένοι στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής.

Οι απόγονοι πρώτης γενεάς που κατάγονται από το θηλυκό ζώο που αναφέρεται στην εισαγωγική φράση του πρώτου εδαφίου και από αρσενικό καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής που είναι εγγεγραμμένο στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ίδιας φυλής θεωρούνται επίσης καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής και εγγράφονται ή καταχωρίζονται και είναι επιλέξιμοι για εγγραφή στο κύριο τμήμα του εν λόγω βιβλίου αναπαραγωγής·

β)

για τα ιπποειδή, το ζώο πληροί τις προϋποθέσεις για εγγραφή στο κύριο τμήμα των αρσενικών και θηλυκών ζώων που κατάγονται από ζώα που έχουν καταγραφεί στο συμπληρωματικό τμήμα, όπως ορίζεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

2.

Κατά παρέκκλιση από το σημείο 1 του παρόντος κεφαλαίου και από το κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο α) σημείο i), ένα κράτος μέλος ή, εάν έτσι αποφασίσει, η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 μπορεί να επιτρέψει σε μια κοινωνία εκτροφής που πραγματοποιεί πρόγραμμα αναπαραγωγής για καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής μιας απειλούμενης φυλής βοοειδών, χοίρων και αιγοπροβάτων ή «άγριας» φυλής προβάτων να εγγράψει στο κύριο τμήμα του βιβλίου αναπαραγωγής της ένα ζώο που κατάγεται από γεννήτορες και προγεννήτορες εγγεγραμμένους ή καταχωρισμένους στο κύριο ή στα συμπληρωματικά τμήματα του βιβλίου αναπαραγωγής της συγκεκριμένης φυλής.

Ένα κράτος μέλος ή, εάν έτσι αποφασίσει, η αρμόδια αρχή που επιτρέπει σε μια κοινωνία εκτροφής να κάνει χρήση της παρέκκλισης αυτής διασφαλίζει ότι:

α)

η εν λόγω κοινωνία εκτροφής έχει αιτιολογήσει την ανάγκη να κάνει χρήση της εν λόγω παρέκκλισης, ιδίως αποδεικνύοντας την έλλειψη αρσενικών καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής της συγκεκριμένης φυλής διαθέσιμων για αναπαραγωγή·

β)

η εν λόγω κοινωνία εκτροφής έχει καταρτίσει ένα ή περισσότερα συμπληρωματικά τμήματα στο βιβλίο αναπαραγωγής της·

γ)

οι κανόνες βάσει των οποίων η κοινωνία εκτροφής εγγράφει ή καταγράφει στο κύριο ή σε συμπληρωματικά τμήματα του εν λόγω βιβλίου αναπαραγωγής καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της παρούσας παρέκκλισης δημοσιοποιούν τις φυλές στις οποίες χορηγείται η εν λόγω παρέκκλιση στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 7.

ΜΕΡΟΣ 2

Καταχώριση υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής σε μητρώα αναπαραγωγής

Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 23 είναι οι εξής:

α)

ο υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής κατάγεται από γεννήτορες και προγεννήτορες εγγεγραμμένους σε βιβλία αναπαραγωγής ή καταχωρισμένους σε μητρώα αναπαραγωγής·

β)

ο υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής ταυτοποιείται μετά τη γέννησή του σύμφωνα με το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και καταχώριση χοίρων και με τους κανόνες που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12·

γ)

η γενεαλογία του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρου 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12·

δ)

ο υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από ζωοτεχνικό πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 30.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 25

ΜΕΡΟΣ 1

Γενικές απαιτήσεις

Όταν οι κοινωνίες εκτροφής ή οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής ή τρίτοι που ορίζονται από τις εν λόγω κοινωνίες εκτροφής ή τις επιχειρήσεις αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) διενεργούν έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση, καθορίζουν και χρησιμοποιούν μεθόδους για τον έλεγχο της απόδοσης ή τη γενετική αξιολόγηση που είναι επιστημονικά αποδεκτές σύμφωνα με τις καθιερωμένες ζωοτεχνικές αρχές και λαμβάνουν υπόψη, εφόσον υπάρχουν:

α)

τους κανόνες και τις προδιαγραφές που καθορίζονται από τα σχετικά κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 1· ή

β)

ελλείψει των κανόνων και των προδιαγραφών αυτών, τις αρχές που έχουν συμφωνηθεί από την ICAR.

ΜΕΡΟΣ 2

Απαιτήσεις για τον έλεγχο της απόδοσης

1.

Ο έλεγχος της απόδοσης διενεργείται με βάση ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα συστήματα ελέγχου της απόδοσης που ορίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1:

α)

ατομικός έλεγχος της απόδοσης των ίδιων των ζώων αναπαραγωγής ή ζώων αναπαραγωγής βάσει των απογόνων, αδελφών («sib») ή συγγενών πλάγιας γραμμής σε σταθμούς ελέγχου·

β)

ατομικός έλεγχος της απόδοσης των ίδιων των ζώων αναπαραγωγής ή ζώων αναπαραγωγής βάσει των απογόνων, αδελφών («sib»), συγγενών πλάγιας γραμμής και άλλων συγγενών σε εκμεταλλεύσεις·

γ)

έλεγχος της απόδοσης μέσω δεδομένων από έρευνες τα οποία συγκεντρώθηκαν από εκμεταλλεύσεις, σημεία πώλησης ή σφαγής ή άλλες επιχειρήσεις·

δ)

έλεγχος της απόδοσης σύγχρονων ομάδων ζώων αναπαραγωγής (σύγκριση σύγχρονης ομάδας)·

ε)

κάθε άλλο πρόγραμμα ελέγχου της απόδοσης που διενεργείται σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1.

Τα προγράμματα ελέγχου της απόδοσης καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται η έγκυρη σύγκριση μεταξύ των ζώων αναπαραγωγής. Οι απόγονοι, αδελφοί ή συγγενείς πλάγιας γραμμής που πρόκειται να ελεγχθούν σε σταθμούς ελέγχου ή σε εκμετάλλευση επιλέγονται κατά τρόπο αμερόληπτο και δεν έχουν επιλεκτική μεταχείριση. Σε περίπτωση ελέγχου στην εκμετάλλευση, τα ζώα κατανέμονται μεταξύ των γεωργικών εκμεταλλεύσεων κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή μια έγκυρη σύγκριση μεταξύ των ελεγχόμενων ζώων αναπαραγωγής.

Οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής που πραγματοποιούν τα εν λόγω προγράμματα ελέγχου της απόδοσης σε σταθμούς ελέγχου καθορίζουν, σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο μέρος 1, σε πρωτόκολλο ελέγχου τους όρους εισδοχής ζώων αναπαραγωγής, τις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και προηγούμενα συναφή αποτελέσματα ελέγχων των συμμετεχόντων ζώων, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να καταγράφονται, τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους ελέγχου και κάθε άλλη συναφή πληροφορία.

2.

Οι κοινωνίες εκτροφής και οι επιχειρήσεις αναπαραγωγής καθορίζουν στα προγράμματα αναπαραγωγής τους που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να καταγράφονται σε σχέση με τους στόχους επιλογής που ορίζονται στα συγκεκριμένα προγράμματα αναπαραγωγής.

3.

Όταν πρόκειται να καταγραφούν χαρακτηριστικά γαλακτοπαραγωγής, καταγράφονται τα δεδομένα για τη γαλακτοπαραγωγή, τη σύνθεση του γάλακτος και άλλα συναφή χαρακτηριστικά που καθορίζονται στις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1. Μπορούν να καταγράφονται πρόσθετα δεδομένα για άλλα χαρακτηριστικά του γάλακτος ή της ποιότητας του γάλακτος.

4.

Όταν πρόκειται να καταγραφούν χαρακτηριστικά για την παραγωγή κρέατος, καταγράφονται τα δεδομένα για την παραγωγή κρέατος και άλλα συναφή χαρακτηριστικά που καθορίζονται στις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1. Μπορούν να καταγράφονται πρόσθετα δεδομένα για άλλα χαρακτηριστικά του κρέατος ή της ποιότητας του κρέατος.

5.

Όταν πρόκειται να καταγραφούν χαρακτηριστικά άλλα από εκείνα στα σημεία 3 και 4 του παρόντος μέρους, τα χαρακτηριστικά αυτά καταγράφονται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο μέρος 1. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν ειδικά χαρακτηριστικά του είδους και της φυλής όπως σωματική διάπλαση, γονιμότητα, ευτοκία, χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υγεία, τη βιωσιμότητα των απογόνων, τη μακροζωία, την ποιότητα της ίνας, την απόδοση της ζωοτροφής, την πραότητα, χαρακτηριστικά βιωσιμότητας και κάθε άλλο συναφές χαρακτηριστικό σε σχέση με τους στόχους επιλογής του προγράμματος αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

6.

Τα δεδομένα που συλλέγονται σχετικά με τα χαρακτηριστικά των σημείων 3, 4 και 5 περιλαμβάνονται στη γενετική αξιολόγηση μόνον εάν παράγονται βάσει συστήματος καταγραφής που ορίζεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

7.

Για καθένα από τα καταγραφόμενα χαρακτηριστικά των σημείων 3, 4 και 5, οι πληροφορίες σχετικά με τα εφαρμοζόμενα προγράμματα ελέγχου της απόδοσης, το εφαρμοζόμενο πρωτόκολλο ελέγχου και, ανάλογα με την περίπτωση, τη μέθοδο που εφαρμόζεται για την επικύρωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων ορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

8.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διενεργείται γενετική αξιολόγηση σχετικά με τα εν λόγω χαρακτηριστικά που αναφέρονται στα σημεία 3, 4 και 5, στην καταγραφή των εν λόγω χαρακτηριστικών διασφαλίζεται ότι, μετά το πέρας του ελέγχου, μπορούν να εκτιμηθούν αξιόπιστα οι αναπαραγωγικές τιμές για τα χαρακτηριστικά αυτά.

9.

Τα δεδομένα της έρευνας που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του σημείου 1 του παρόντος μέρους μπορούν να καταγράφονται και να περιλαμβάνονται στη γενετική αξιολόγηση μόνο στην περίπτωση που τα εν λόγω δεδομένα έχουν επικυρωθεί σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο μέρος 1.

ΜΕΡΟΣ 3

Απαιτήσεις για τη γενετική αξιολόγηση

1.

Η γενετική αξιολόγηση ζώων αναπαραγωγής περιλαμβάνει τα συναφή παραγωγικά και μη παραγωγικά χαρακτηριστικά τα οποία αναφέρονται στο μέρος 2 σε σχέση με τους στόχους επιλογής που ορίζονται στα προγράμματα αναπαραγωγής τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

2.

Η γενετική αξιολόγηση περιλαμβάνει μόνο χαρακτηριστικά τα οποία αναφέρονται στο μέρος 2 των οποίων η καταγραφή πραγματοποιείται όπως ορίζεται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12.

3.

Οι αναπαραγωγικές τιμές των ζώων αναπαραγωγής υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο μέρος 1 με βάση:

α)

δεδομένα που συλλέγονται από ζώα αναπαραγωγής μέσω του ελέγχου της απόδοσης, που αναφέρεται στο μέρος 2·

β)

γονιδιωματικές πληροφορίες που συλλέγονται από ζώα αναπαραγωγής·

γ)

δεδομένα που παράγονται με οιαδήποτε άλλη μέθοδο σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο μέρος 1· ή

δ)

συνδυασμό των πληροφοριών και των δεδομένων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ).

4.

Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται για τη γενετική αξιολόγηση είναι σύμφωνες με τις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1. Οι εν λόγω στατιστικές μέθοδοι εγγυώνται την αμεροληψία της γενετικής αξιολόγησης όσον αφορά τις κυριότερες περιβαλλοντικές επιδράσεις και τη δομής δεδομένων και λαμβάνουν υπόψη όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για το ζώο αναπαραγωγής, τους απογόνους του, τα αδέλφια, τους συγγενείς πλάγιας σειράς και άλλους συγγενείς ανάλογα με το πρόγραμμα ελέγχου της απόδοσης.

5.

Η αξιοπιστία των εκτιμώμενων αναπαραγωγικών τιμών υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο μέρος 1. Κατά τη δημοσίευση των εκτιμώμενων αναπαραγωγικών τιμών για τα ζώα αναπαραγωγής, αναφέρεται η αξιοπιστία των εν λόγω δημοσιευμένων αναπαραγωγικών τιμών και η ημερομηνία αξιολόγησης.

6.

Τα αρσενικά καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής το σπέρμα των οποίων προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για τεχνητή σπερματέγχυση υποβάλλονται σε γενετική αξιολόγηση. Η γενετική αξιολόγηση αυτή διενεργείται για τα κύρια παραγωγικά χαρακτηριστικά σε σχέση με το πρόγραμμα αναπαραγωγής όπως καθορίζεται στις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1 και μπορεί να διενεργείται σε άλλα συναφή παραγωγικά και μη παραγωγικά χαρακτηριστικά που καθορίζονται στις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1. Στις περιπτώσεις που για τα εν λόγω χαρακτηριστικά διενεργείται γενετική αξιολόγηση σε αρσενικά καθαρόαιμα βοοειδή αναπαραγωγής το σπέρμα των οποίων προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για τεχνητή σπερματέγχυση, οι αναπαραγωγικές τιμές που αφορούν τα χαρακτηριστικά αυτά δημοσιοποιούνται με εξαίρεση τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με ζώα που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) (απογονικά μη ελεγμένοι ταύροι).

7.

Για τα αρσενικά καθαρόαιμα βοοειδή αναπαραγωγής το σπέρμα των οποίων προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για τεχνητή σπερματέγχυση, ο ελάχιστος βαθμός αξιοπιστίας των αναπαραγωγικών τιμών είναι τουλάχιστον:

α)

στην περίπτωση ταύρων που ανήκουν σε γαλακτοπαραγωγικές φυλές (συμπεριλαμβανομένων των φυλών διπλής παραγωγικής κατεύθυνσης), 0,5 για τα κύρια χαρακτηριστικά γαλακτοπαραγωγής ή για τους κύριους σύνθετους δείκτες που συνδυάζουν αναπαραγωγικές τιμές για διάφορα επιμέρους χαρακτηριστικά·

β)

στην περίπτωση ταύρων που ανήκουν σε κρεατοπαραγωγικές φυλές (συμπεριλαμβανομένων των φυλών διπλής παραγωγικής κατεύθυνσης), 0,3 για τα κύρια χαρακτηριστικά κρεατοπαραγωγής ή για τους κύριους σύνθετους δείκτες που συνδυάζουν αναπαραγωγικές τιμές για διάφορα επιμέρους χαρακτηριστικά.

8.

Οι απαιτήσεις για τους ελάχιστους βαθμούς αξιοπιστίας που αναφέρονται στο σημείο 7 δεν ισχύουν για αρσενικά καθαρόαιμα βοοειδή αναπαραγωγής τα οποία:

α)

χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του ελέγχου εντός των ποσοτικών ορίων που είναι απαιτούνται προκειμένου μια κοινωνία εκτροφής να διενεργεί τους ελέγχους αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) (απογονικά μη ελεγμένοι ταύροι)· ή

β)

συμμετέχουν σε πρόγραμμα αναπαραγωγής το οποίο απαιτεί έλεγχο της απόδοσης και γενετική αξιολόγηση και το οποίο έχει στόχο τη διατήρηση της φυλής ή τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας εντός της φυλής.

9.

Τα αρσενικά καθαρόαιμα βοοειδή αναπαραγωγής που έχουν αξιολογηθεί γονιδιωματικά θεωρούνται κατάλληλα για τεχνητή σπερματέγχυση εάν η γονιδιωματική αξιολόγησή τους:

α)

επικυρώνεται σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο μέρος 1 για κάθε χαρακτηριστικό που έχει αξιολογηθεί γονιδιωματικά·

β)

επικυρώνεται εκ νέου για καθένα από τα χαρακτηριστικά ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς και ανά πάσα στιγμή, όταν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στη γονιδιωματική αξιολόγηση ή στη γενετική αξιολόγηση ή στον πληθυσμό αναφοράς.

10.

Η κοινωνία εκτροφής ή η επιχείρηση αναπαραγωγής ή, κατόπιν αιτήσεως της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής ή επιχείρησης αναπαραγωγής, ο τρίτος που ορίζεται από την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή επιχείρηση αναπαραγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), δημοσιοποιεί τις πληροφορίες σχετικά με τα γενετικά ελαττώματα και τις γενετικές ιδιομορφίες των ζώων αναπαραγωγής τα οποία έχουν σχέση με το πρόγραμμα αναπαραγωγής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΚΕΝΤΡΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 29

1.   Απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 29:

α)

διαθέτουν κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό:

i)

που έχει επαρκή κατάρτιση:

όταν τα κέντρα αυτά έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1, στον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

όταν τα κέντρα αυτά έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2, στη διατήρηση απειλούμενων φυλών·

ii)

που έχει λάβει την εντολή να τηρεί τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων θεμάτων, αποτελεσμάτων ή επικοινωνίας· και

iii)

που έχει επαρκή γνώση των ερευνητικών δραστηριοτήτων σε εθνικό, ενωσιακό και διεθνές επίπεδο·

β)

διαθέτουν ή έχουν πρόσβαση στην υποδομή, τον εξοπλισμό και τα προϊόντα που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων:

i)

που αναφέρονται στο σημείο 2, όταν τα εν λόγω κέντρα ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1· και

ii)

που αναφέρονται στο σημείο 3, όταν τα εν λόγω κέντρα ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2.

2.   Καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο i) για τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1

Τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1:

α)

συνεργάζονται με κοινωνίες εκτροφής και τρίτους που ορίζονται από κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) προκειμένου να διευκολύνουν την ομοιόμορφη εφαρμογή των μεθόδων ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης για καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής, που αναφέρονται στο άρθρο 25·

β)

ενημερώνουν τις κοινωνίες εκτροφής, τους τρίτους που ορίζουν οι εν λόγω κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τις μεθόδους για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

γ)

επανεξετάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα αποτελέσματα των ελέγχων της απόδοσης και των γενετικών αξιολογήσεων που διενεργούνται από κοινωνίες εκτροφής ή τρίτους που ορίζουν οι εν λόγω κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), καθώς και τα δεδομένα στα οποία βασίζονται·

δ)

συγκρίνουν τις μεθόδους ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

ε)

κατόπιν αίτησης της Επιτροπής ή κράτους μέλους:

i)

παρέχουν συνδρομή για την εναρμόνιση των μεθόδων ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

ii)

συνιστούν μεθόδους υπολογισμού που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

iii)

δημιουργούν μια πλατφόρμα για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των μεθόδων ελέγχου της απόδοσης και γενετικής αξιολόγησης καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη, ιδίως με:

την εκπόνηση πρωτοκόλλων ελέγχου για τον έλεγχο της απόδοσης και τη γενετική αξιολόγηση καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη για τη βελτίωση της συγκρισιμότητας των αποτελεσμάτων και της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων αναπαραγωγής·

τη διενέργεια διεθνούς αξιολόγησης των ζώων με βάση τα συνδυασμένα αποτελέσματα του ελέγχου της απόδοσης και της γενετικής αξιολόγησης των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες·

τη διάδοση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τις συγκεκριμένες διεθνείς αξιολογήσεις·

τη δημοσίευση των τύπων μετατροπής και των σχετικών πληροφοριών βάσει των οποίων έχουν διαμορφωθεί οι τύποι·

στ)

την παροχή στοιχείων σχετικά με τη γενετική αξιολόγηση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής και την παροχή κατάρτισης για την υποστήριξη κοινωνιών εκτροφής ή τρίτων που ορίζονται από τις εν λόγω κοινωνιών εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), που συμμετέχουν σε διεθνείς συγκρίσεις των αποτελεσμάτων των γενετικών αξιολογήσεων·

ζ)

τη διευκόλυνση της επίλυσης των προβλημάτων που ανακύπτουν στα κράτη μέλη τα οποία συνδέονται με τη γενετική αξιολόγηση των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής·

η)

τη συνεργασία στο πεδίο των καθηκόντων τους με διεθνώς αναγνωρισμένους οργανισμούς·

θ)

την παροχή, κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης στη μόνιμη ζωοτεχνική επιτροπή.

3.   Καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο ii) για τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2

Τα κέντρα αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2:

α)

συνεργάζονται με κοινωνίες εκτροφής, τρίτους που ορίζονται από τις εν λόγω κοινωνίες εκτροφής, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), αρμόδιες αρχές και άλλες αρχές των κρατών μελών για να διευκολυνθεί η διατήρηση απειλούμενων φυλών ή η διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας που υφίσταται εντός των εν λόγω φυλών·

β)

ενημερώνουν κοινωνίες εκτροφής, τρίτους που ορίζονται από τις εν λόγω κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), αρμόδιες αρχές και άλλες αρχές των κρατών μελών σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για τη διατήρηση απειλούμενων φυλών ή τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας εντός των εν λόγω φυλών·

γ)

κατόπιν αίτησης της Επιτροπής:

i)

αναπτύσσουν ή εναρμονίζουν τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την in situ και ex situ διατήρηση απειλούμενων φυλών ή τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας εντός των φυλών αυτών ή παρέχουν συνδρομή για την ανάπτυξη ή την εναρμόνιση·

ii)

αναπτύσσουν μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος των απειλούμενων φυλών όσον αφορά τη γενετική τους ποικιλότητα ή τον κίνδυνο να απολεσθούν για τη γεωργία ή παρέχουν συνδρομή για την ανάπτυξη των μεθόδων αυτών·

iii)

ενθαρρύνουν τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση απειλούμενων φυλών ή τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας εντός των εν λόγω φυλών·

iv)

παρέχουν κατάρτιση για να υποστηρίξουν κοινωνίες εκτροφής ή τρίτους που ορίζονται από τις εν λόγω κοινωνίες εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β), τις αρμόδιες αρχές και άλλες αρχές των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση απειλούμενων φυλών ή η διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας εντός των εν λόγω φυλών·

v)

συνεργάζονται, στο πεδίο των καθηκόντων τους, με ευρωπαϊκούς και διεθνώς αναγνωρισμένους οργανισμούς·

vi)

παρέχουν, στο πεδίο των καθηκόντων τους, τεχνική εμπειρογνωμοσύνη στη μόνιμη ζωοτεχνική επιτροπή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΖΩΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΜΕΡΟΣ 1

Γενικές απαιτήσεις

Ο τίτλος του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού:

α)

αναφέρει εάν το ζώο είναι καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής ή υβριδικός χοίρος αναπαραγωγής ή εάν το αναπαραγωγικό υλικό προέρχεται από καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής ή υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής·

β)

περιλαμβάνει αναφορά για το είδος σύμφωνα με τη συστηματική ταξινόμηση·

γ)

αναφέρει εάν το φορτίο προορίζεται για συναλλαγές ή για είσοδο στην Ένωση·

δ)

περιλαμβάνει αναφορά στον παρόντα κανονισμό.

ΜΕΡΟΣ 2

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά για τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για τα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής

1.

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την επωνυμία της εκδίδουσας κοινωνίας εκτροφής ή, στην περίπτωση εισόδου του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής στην Ένωση, την ονομασία του εκδίδοντος φορέα αναπαραγωγής και, εφόσον υπάρχει, αναφορά στον δικτυακό τόπο της εν λόγω κοινωνίας εκτροφής ή φορέα αναπαραγωγής·

β)

το όνομα του βιβλίου αναπαραγωγής·

γ)

κατά περίπτωση, την κλάση εντός του κύριου τμήματος στο οποίο είναι εγγεγραμμένο το καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής·

δ)

την ονομασία της φυλής του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής·

ε)

το φύλο του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής·

στ)

τον αριθμό εγγραφής του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής στο βιβλίο αναπαραγωγής («Αριθ. βιβλίου αναπαραγωγής»),

ζ)

το σύστημα ταυτοποίησης και τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης που δίδεται στο καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής σύμφωνα με:

i)

το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και την καταχώριση ζώων του οικείου είδους·

ii)

ελλείψει ζωοϋγειονομικής νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και καταχώριση του συγκεκριμένου ζώων για το οποίο απαιτείται ατομικός αριθμός ταυτοποίησης, τους κανόνες που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12· ή

iii)

σε περίπτωση εισόδου του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής στην Ένωση, τη νομοθεσία της τρίτης χώρας·

η)

εφόσον απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 2, τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση της ταυτότητας των καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή σπέρματος, ωοκυττάρων και εμβρύων και τα αποτελέσματα της εξακρίβωσης της ταυτότητας·

θ)

την ημερομηνία και τη χώρα γέννησης του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής·

ι)

το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, όταν υπάρχει, την ηλεκτρονική διεύθυνση του εκτροφέα (τόπος γέννησης του καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής),

ια)

το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση και, όταν υπάρχει, την ηλεκτρονική διεύθυνση του ιδιοκτήτη·

ιβ)

τη γενεαλογία:

Πατέρας

Αριθ. και τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής

Εκ πατρός πάππος

Αριθ. και τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής

 

Εκ πατρός μάμμη

Αριθ. και τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής

Μητέρα

Αριθ. και τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής

Εκ μητρός πάππος

Αριθ. και τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής

 

Εκ μητρός μάμμη

Αριθ. και τμήμα βιβλίου αναπαραγωγής

ιγ)

εφόσον υπάρχουν, τα αποτελέσματα των ελέγχων της απόδοσης και τα επικαιροποιημένα αποτελέσματα της γενετικής αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένων της ημερομηνίας της αξιολόγησης και των γενετικών ελαττωμάτων και γενετικών ιδιομορφιών σε σχέση με το πρόγραμμα αναπαραγωγής που επηρεάζουν το συγκεκριμένο καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής·

ιδ)

στην περίπτωση εγκύων θηλυκών, την ημερομηνία σπερματέγχυσης ή ζευγαρώματος και την ταυτοποίηση του σπερματοδότη ο οποίος μπορεί να αναφέρεται σε χωριστό έγγραφο·

ιε)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα κοινωνία εκτροφής ή, στην περίπτωση εισόδου στην Ένωση καθαρόαιμου ζώου αναπαραγωγής, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή φορέα αναπαραγωγής ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).

2.

Κατά την έκδοση ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για ομάδα καθαρόαιμων χοίρων αναπαραγωγής, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 1 του παρόντος κεφαλαίου μπορούν να περιλαμβάνονται σε ένα μοναδικό ζωοτεχνικό πιστοποιητικό, υπό την προϋπόθεση ότι τα συγκεκριμένα καθαρόαιμα ζώα αναπαραγωγής είναι συνομήλικα και έχουν την ίδια γενετική μητέρα και τον ίδιο γενετικό πατέρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για σπέρμα καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για σπέρμα καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο I του παρόντος μέρους οι οποίες αφορούν το καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής-σπερματοδότη·

β)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του σπέρματος, τον αριθμό των δόσεων προς αποστολή, τον τόπο και την ημερομηνία συλλογής του, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον αριθμό έγκρισης του κέντρου συλλογής ή αποθήκευσης και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του παραλήπτη·

γ)

όσον αφορά το σπέρμα που προορίζεται για έλεγχο καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής τα οποία δεν έχουν υποβληθεί σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση, τον αριθμό των δόσεων του συγκεκριμένου σπέρματος ο οποίος είναι σύμφωνος με τα ποσοτικά όρια που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), την επωνυμία και τη διεύθυνση της κοινωνίας εκτροφής ή του τρίτου που ορίζεται από την εν λόγω κοινωνία εκτροφής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) ως υπεύθυνος για τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου της απόδοσης σύμφωνα με το άρθρο 25·

δ)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα κοινωνία εκτροφής ή, στην περίπτωση εισόδου σπέρματος στην Ένωση, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή φορέα αναπαραγωγής ή επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 33 παράγραφος 1 ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για ωοκύτταρα καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για ωοκύτταρα καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο I του παρόντος μέρους για τον θηλυκό δότη από τον οποίο προέρχονται τα ωοκύτταρα·

β)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των ωοκυττάρων, τον αριθμό των σωληναρίων, τον τόπο και την ημερομηνία συλλογής τους, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον αριθμό έγκρισης της ομάδας συλλογής ή παραγωγής εμβρύων και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του παραλήπτη·

γ)

σε περίπτωση που ένα σωληνάριο περιέχει πλέον του ενός ωοκυττάρου, σαφή αναφορά του αριθμού των ωοκυττάρων τα οποία έχουν συλλεχθεί από το ίδιο καθαρόαιμο ζώο αναπαραγωγής·

δ)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα κοινωνία εκτροφής ή, στην περίπτωση εισόδου ωοκυττάρων στην Ένωση, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή φορέα αναπαραγωγής ή επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 33 παράγραφος 1 ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για έμβρυα καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για έμβρυα καθαρόαιμων ζώων αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο I του παρόντος μέρους για τον θηλυκό δότη και τον σπερματοδότη·

β)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των εμβρύων, τον αριθμό των σωληναρίων, τον τόπο και την ημερομηνία συλλογής ή παραγωγής τους, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον αριθμό έγκρισης της ομάδας συλλογής ή παραγωγής εμβρύων και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του παραλήπτη·

γ)

σε περίπτωση που ένα σωληνάριο περιέχει πλέον του ενός εμβρύου, σαφή αναφορά του αριθμού των εμβρύων τα οποία έχουν την ίδια καταγωγή·

δ)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα κοινωνία εκτροφής ή, στην περίπτωση εισόδου εμβρύων στην Ένωση, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω κοινωνία εκτροφής ή φορέα αναπαραγωγής ή επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 33 παράγραφος 1 ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).

ΜΕΡΟΣ 3

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής και το αναπαραγωγικό υλικό τους

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά για υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής

1.

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για υβριδικούς χοίρους αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την επωνυμία της εκδίδουσας επιχείρησης αναπαραγωγής ή, στην περίπτωση εισόδου του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής στην Ένωση, την ονομασία του εκδίδοντος φορέα αναπαραγωγής και, εφόσον υπάρχει, αναφορά στον δικτυακό τόπο της εν λόγω επιχείρησης αναπαραγωγής ή φορέα αναπαραγωγής·

β)

το όνομα του μητρώου αναπαραγωγής·

γ)

την ονομασία της φυλής, της σειράς ή της διασταύρωσης του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής και των γεννητόρων και των προγεννητόρων του·

δ)

το φύλο του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής·

ε)

τον αριθμό εγγραφής του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής («Αριθ. μητρώου αναπαραγωγής») στο μητρώο αναπαραγωγής·

στ)

το σύστημα ταυτοποίησης και τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης που δίδεται στον υβριδικό χοίρο αναπαραγωγής σύμφωνα με:

i)

το ζωοϋγειονομικό δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και την καταχώριση χοίρων·

ii)

ελλείψει ζωοϋγειονομικής νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και καταχώριση ζώων για τα οποία απαιτείται ατομικός αριθμός ταυτοποίησης, τους κανόνες που καθορίζονται στο πρόγραμμα αναπαραγωγής που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 12· ή

iii)

σε περίπτωση εισόδου του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής στην Ένωση, τη νομοθεσία της τρίτης χώρας·

ζ)

εφόσον απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2, τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση της ταυτότητας του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής και τα αποτελέσματα της εξακρίβωσης της ταυτότητας·

η)

την ημερομηνία και τη χώρα γέννησης του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής·

θ)

το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση και, όταν υπάρχει, την ηλεκτρονική διεύθυνση του εκτροφέα (τόπος γέννησης του υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής)·

ι)

το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση και, όταν υπάρχει, την ηλεκτρονική διεύθυνση του ιδιοκτήτη·

ια)

τη γενεαλογία:

Πατέρας

Αριθ. μητρώου αναπαραγωγής

Φυλή, σειρά ή διασταύρωση

Εκ πατρός πάππος

Αριθ. μητρώου αναπαραγωγής

Φυλή, σειρά ή διασταύρωση

Εκ πατρός μάμμη

Αριθ. μητρώου αναπαραγωγής

Φυλή, σειρά ή διασταύρωση

Μητέρα

Αριθ. μητρώου αναπαραγωγής

Φυλή, σειρά ή διασταύρωση

Εκ μητρός πάππος

Αριθ. μητρώου αναπαραγωγής

Φυλή, σειρά ή διασταύρωση

Εκ μητρός μάμμη

Αριθ. μητρώου αναπαραγωγής

Φυλή, σειρά ή διασταύρωση

ιβ)

όταν τούτο απαιτείται από το πρόγραμμα αναπαραγωγής, τα αποτελέσματα του ελέγχου της απόδοσης ή τα επικαιροποιημένα αποτελέσματα της γενετικής αξιολόγησης ή και τα δύο, συμπεριλαμβανομένων της ημερομηνίας της εν λόγω αξιολόγησης και των γενετικών ελαττωμάτων και γενετικών ιδιομορφιών σε σχέση με το πρόγραμμα αναπαραγωγής που επηρεάζουν τον συγκεκριμένο υβριδικό χοίρο αναπαραγωγής ή, στον βαθμό που αυτό είναι γνωστό, τους απογόνους του·

ιγ)

στην περίπτωση εγκύων θηλυκών, τις πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία σπερματέγχυσης ή ζευγαρώματος, καθώς και την ταυτοποίηση του σπερματοδότη ο οποίος μπορεί να αναφέρεται σε χωριστό έγγραφο·

ιδ)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα επιχείρηση αναπαραγωγής ή, στην περίπτωση εισόδου υβριδικού χοίρου αναπαραγωγής στην Ένωση, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω επιχείρηση αναπαραγωγής ή φορέα αναπαραγωγής ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).

2.

Κατά την έκδοση ζωοτεχνικών πιστοποιητικών για ομάδα υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 1 του παρόντος κεφαλαίου μπορούν να περιλαμβάνονται σε ένα μοναδικό ζωοτεχνικό πιστοποιητικό, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι υβριδικοί χοίροι αναπαραγωγής είναι συνομήλικοι και έχουν την ίδια γενετική μητέρα και τον ίδιο γενετικό πατέρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για σπέρμα υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για σπέρμα υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο I του παρόντος μέρους οι οποίες αφορούν τον υβριδικό χοίρο αναπαραγωγής-σπερματοδότη·

β)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του σπέρματος, τον αριθμό των δόσεων, τον τόπο και την ημερομηνία συλλογής του, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον αριθμό έγκρισης του κέντρου συλλογής ή αποθήκευσης και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του παραλήπτη·

γ)

όσον αφορά το σπέρμα που προορίζεται για έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής οι οποίοι δεν έχουν υποβληθεί σε έλεγχο της απόδοσης ή γενετική αξιολόγηση, τον αριθμό των δόσεων του συγκεκριμένου σπέρματος, ο οποίος είναι σύμφωνος με τα ποσοτικά όρια που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο δ), την επωνυμία και τη διεύθυνση της επιχείρησης αναπαραγωγής ή του τρίτου που ορίζεται από την εν λόγω επιχείρηση αναπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 στοιχείο β) ως υπεύθυνος για τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 25·

δ)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα επιχείρηση αναπαραγωγής ή, στην περίπτωση εισόδου σπέρματος στην Ένωση, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω επιχείρηση αναπαραγωγής ή φορέα αναπαραγωγής ή επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 33 παράγραφος 1 ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για ωοκύτταρα υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για ωοκύτταρα υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο I του παρόντος μέρους για τον θηλυκό δότη από τον οποίο προέρχονται τα ωοκύτταρα·

β)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των ωοκυττάρων, τον αριθμό των σωληναρίων, τον τόπο και την ημερομηνία συλλογής τους, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον αριθμό έγκρισης της ομάδας συλλογής ή παραγωγής εμβρύων και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του παραλήπτη·

γ)

σε περίπτωση που ένα σωληνάριο περιέχει περισσότερα από ένα ωοκύτταρα, σαφή αναφορά του αριθμού των ωοκυττάρων τα οποία έχουν συλλεχθεί από τον ίδιο υβριδικό χοίρο αναπαραγωγής·

δ)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα επιχείρηση αναπαραγωγής ή, στην περίπτωση εισόδου στην Ένωση των ωοκυττάρων, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω επιχείρηση αναπαραγωγής ή φορέα αναπαραγωγής ή επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 33 παράγραφος 1 ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για έμβρυα υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής

Τα ζωοτεχνικά πιστοποιητικά, που αναφέρονται στο άρθρο 30, για έμβρυα υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο κεφάλαιο I του παρόντος μέρους για τον θηλυκό δότη και τον σπερματοδότη·

β)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των εμβρύων, τον αριθμό των σωληναρίων, τον τόπο και την ημερομηνία συλλογής ή παραγωγής τους, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον αριθμό έγκρισης της ομάδας συλλογής ή παραγωγής εμβρύων και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του παραλήπτη·

γ)

σε περίπτωση που ένα σωληνάριο περιέχει πλέον του ενός έμβρυα, σαφή αναφορά του αριθμού των εμβρύων τα οποία έχουν την ίδια καταγωγή·

δ)

την ημερομηνία και τον τόπο έκδοσης του ζωοτεχνικού πιστοποιητικού και το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την υπογραφή του ατόμου που εξουσιοδοτήθηκε να υπογράψει το εν λόγω πιστοποιητικό από την εκδίδουσα επιχείρηση αναπαραγωγής ή, στην περίπτωση εισόδου εμβρύων στην Ένωση, από τον εκδίδοντα φορέα αναπαραγωγής· το εν λόγω άτομο εκπροσωπεί την εν λόγω επιχείρηση αναπαραγωγής ή φορέα αναπαραγωγής ή επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 33 παράγραφος 1 ή εκπροσωπεί την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο β).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΕΔΑΦΗ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΣΗΜΕΙΟ 21)

1.

Το έδαφος του Βασιλείου του Βελγίου

2.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας

3.

Το έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας

4.

Το έδαφος του Βασιλείου της Δανίας, πλην των Νήσων Φερόε και της Γροιλανδίας

5.

Το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

6.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Εσθονίας

7.

Το έδαφος της Ιρλανδίας

8.

Το έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας

9.

Το έδαφος του Βασιλείου της Ισπανίας, εκτός από τη Θέουτα και τη Μελίλια

10.

Το έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας

11.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Κροατίας

12.

Το έδαφος της Ιταλικής Δημοκρατίας

13.

Το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας

14.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Λετονίας

15.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας

16.

Το έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

17.

Το έδαφος της Ουγγαρίας

18.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Μάλτας

19.

Το έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών στην Ευρώπη

20.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Αυστρίας

21.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας

22.

Το έδαφος της Πορτογαλικής Δημοκρατίας

23.

Το έδαφος της Ρουμανίας

24.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Σλοβενίας

25.

Το έδαφος της Σλοβακικής Δημοκρατίας

26.

Το έδαφος της Δημοκρατίας της Φινλανδίας

27.

Το έδαφος του Βασιλείου της Σουηδίας

28.

Το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 2009/157/ΕΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 2 σημεία 9) και 12)

Άρθρο 2 στοιχεία α), β), ε)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 3

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 5

Άρθρο 30 παράγραφος 1, άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, άρθρο 30 παράγραφος 6 και παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 στοιχείο α)

Άρθρο 26 παράγραφος 1 και παράρτημα III

Άρθρο 6 στοιχείο β)

Παράρτημα I μέρος 1

Άρθρο 6 στοιχείο γ)

Παράρτημα I μέρος 2

Άρθρο 6 στοιχείο δ)

Παράρτημα II μέρος 1

Άρθρο 6 στοιχείο ε)

Άρθρο 30 παράγραφοι 9 και 10 και παράρτημα V

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 11


Οδηγία 87/328/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρα 12 και 13

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 3

Άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 4

Άρθρο 21 παράγραφος 5

Άρθρο 5

Άρθρο 29 παράγραφος 1

Άρθρο 6

Άρθρο 7


Απόφαση 96/463/ΕΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 29 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 29 παράγραφος 4 στοιχείο α) και άρθρο 29 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο i)

Άρθρο 2

Παράρτημα II

Παράρτημα IV σημεία 1 και 2


Οδηγία 88/661/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 2 σημεία 9), 10), 12) και 17)

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1, άρθρο 4 παράγραφος 3 και άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 3

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 64 παράγραφος 7

Άρθρο 4α πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 4α δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 5

Άρθρο 30 παράγραφος 1, άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, άρθρο 30 παράγραφος 6 και παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφοι 9 και 10, παράρτημα I μέρη 1 και 2, παράρτημα II μέρος 1, παράρτημα III και παράρτημα V

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1, άρθρο 4 παράγραφος 3 και άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 7α

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 5

Άρθρο 8

Άρθρο 25 παράγραφος 2

Άρθρο 9

Άρθρο 30 παράγραφος 1, άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, άρθρο 30 παράγραφος 6 και παράρτημα II μέρος 2 σημείο 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφοι 9 και 10, παράρτημα I μέρη 1 και 2, παράρτημα II μέρος 2, παράρτημα III και παράρτημα V

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 12

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 13

Άρθρο 14


Οδηγία 90/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρα 12 και 13 και άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 14 και άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 3

Άρθρο 21 παράγραφος 5

Άρθρο 4

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 5

Άρθρο 6


Οδηγία 90/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 25

Άρθρο 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4


Οδηγία 89/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2

Άρθρο 2 σημεία 9) και 12)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1, άρθρο 4 παράγραφος 3 και άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 4

Παράρτημα I μέρη 1 και 2, παράρτημα II μέρος 1 και παράρτημα III

Άρθρο 5

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 5

Άρθρο 6

Άρθρο 30 παράγραφος 1, άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, άρθρο 30 παράγραφος 6 και παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 7

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 8

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 9

Άρθρο 10


Οδηγία 90/427/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2 σημεία 9) και 12)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Παράρτημα I μέρη 1 και 3

Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3, άρθρο 19 παράγραφος 4, άρθρο 33, άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο γ), άρθρο 30 παράγραφοι 9 και 10, άρθρο 32, παράρτημα I, παράρτημα II μέρος 1 και παράρτημα V

Άρθρο 5

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 5

Άρθρο 6

Παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I σημείο 3

Άρθρο 7

Παράρτημα II μέρος 1 και παράρτημα III μέρος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 1, άρθρο 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, άρθρο 30 παράγραφος 6, άρθρο 32 και παράρτημα II μέρος 1 κεφάλαιο I σημείο 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 9

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 10

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Παράρτημα


Οδηγία 91/174/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3, άρθρο 35 παράγραφος 1 και άρθρο 45 παράγραφος 1

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 8


Οδηγία 94/28/ΕΚ του Συμβουλίου

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 1 και άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 34

Άρθρο 4

Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) και δ) και άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 5

Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ)

Άρθρο 6

Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ)

Άρθρο 7

Άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία β) και δ)

Άρθρο 8

Άρθρο 39 παράγραφος 2

Άρθρα 9 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχείο β) και άρθρο 37 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 10

Άρθρα 57 και 60

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 15


29.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 171/144


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005 σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις άμεσες ξένες επενδύσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 338 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ως συνέπεια της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(2)

Στατιστικές υψηλής ποιότητας και υψηλού βαθμού συγκρισιμότητας για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) είναι απαραίτητες για τους υπεύθυνους χάραξης δημόσιας πολιτικής στην Ένωση, τους ερευνητές και όλους τους ευρωπαίους πολίτες. Η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για εύκολη και φιλική προς τους χρήστες επιγραμμική (online) πρόσβαση σε σειρές δεδομένων, καθώς και για εύληπτη παρουσίαση των δεδομένων.

(3)

Οι ευρωπαϊκές στατιστικές για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις ΑΞΕ είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση τεκμηριωμένης χάραξης οικονομικής πολιτικής και ακριβών οικονομικών προβλέψεων.

(4)

Στο πλαίσιο της έκδοσης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), η Επιτροπή δεσμεύτηκε με δήλωση (5) να επανεξετάσει, με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στη ΣΛΕΕ, τις νομοθετικές πράξεις που περιέχουν επί του παρόντος αναφορές στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005 περιέχει αναφορές στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο και θα πρέπει, συνεπώς, να αναθεωρηθεί με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στη ΣΛΕΕ.

(6)

Προκειμένου να ευθυγραμμισθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005 με τα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ, οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί με τον εν λόγω κανονισμό στην Επιτροπή θα πρέπει να αντικατασταθούν με τις αρμοδιότητες για την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και εκτελεστικών πράξεων.

(7)

Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατίθεται στην Επιτροπή, όταν, λόγω οικονομικών ή τεχνικών αλλαγών, χρειάζεται να επικαιροποιηθούν τα επίπεδα γεωγραφικής ανάλυσης, τα επίπεδα ανάλυσης των θεσμικών τομέων και τα επίπεδα ανάλυσης των οικονομικών δραστηριοτήτων όπως καθορίζονται στους πίνακες 6, 7 και 8 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005, υπό την προϋπόθεση ότι οι επικαιροποιήσεις αυτές δεν επηρεάζουν το φόρτο υποβολής στοιχείων ούτε μεταβάλλουν το υφιστάμενο εφαρμοστέο εννοιολογικό πλαίσιο. Η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει επίσης να ανατίθεται στην Επιτροπή όταν χρειάζεται να καταργηθούν ή να μειωθούν ορισμένες απαιτήσεις για τις ροές δεδομένων στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω κατάργηση ή μείωση δεν υποβαθμίζει την ποιότητα των στατιστικών που παράγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τέτοιες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει επίσης να καλύπτουν την παράταση της προθεσμίας υποβολής της έκθεσης σχετικά με τα πορίσματα των μελετών για τις στατιστικές ΑΞΕ με βάση την έννοια τελικής ιδιοκτησίας και για τις στατιστικές ΑΞΕ με διάκριση των συναλλαγών ΑΞΕ για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων (greenfield FDI) από τις εξαγορές. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δεν συνεπάγονται σημαντική πρόσθετη επιβάρυνση για τα κράτη μέλη ή τις ερευνώμενες μονάδες που υπερβαίνει αυτήν που είναι αναγκαία για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ούτε μεταβάλλουν υφιστάμενο το εφαρμοστέο εννοιολογικό πλαίσιο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (6). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(8)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες με σκοπό την εναρμόνιση των τεχνικών λεπτομερειών, της δομής και της περιοδικότητας των εκθέσεων ποιότητας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(9)

Η επιτροπή ισοζυγίου πληρωμών που αναφέρεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005 συμβούλευσε και βοήθησε την Επιτροπή κατά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της. Στο πλαίσιο της στρατηγικής για μια νέα δομή του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ), που στοχεύει στη βελτίωση του συντονισμού και της σύμπραξης σε μια σαφή πυραμιδική δομή εντός του ΕΣΣ, η Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (Επιτροπή ΕΣΣ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), θα πρέπει να έχει συμβουλευτικό ρόλο και να επικουρεί την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών της αρμοδιοτήτων. Για τον σκοπό αυτόν, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005 θα πρέπει να τροποποιηθεί με αντικατάσταση των αναφορών στην επιτροπή ισοζυγίου πληρωμών με αναφορά στην Επιτροπή ΕΕΣ.

(10)

Η υφιστάμενη καλή επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) και των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών (ΕΣΥ), αφενός, και μεταξύ της Eurostat και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αφετέρου, αποτελεί κεκτημένο που θα πρέπει να διαφυλαχθεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω με σκοπό τη βελτίωση της συνολικής συνέπειας και ποιότητας των μακροοικονομικών στατιστικών, όπως των στατιστικών του ισοζυγίου πληρωμών, των χρηματοοικονομικών στατιστικών, των δημοσιονομικών στατιστικών και των εθνικών λογαριασμών. Οι ΕθνΚΤ και οι ΕΣΥ θα εξακολουθήσουν να συμμετέχουν ενεργά στην προετοιμασία όλων των αποφάσεων που αφορούν στο ισοζύγιο πληρωμών, στο διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και στις στατιστικές για τις ΑΞΕ μέσω της συμμετοχής τους στις σχετικές ομάδες εμπειρογνωμόνων που είναι αρμόδιες για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις στατιστικές για τις ΑΞΕ. Η συνεργασία μεταξύ του ΕΣΣ και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) συντονίζεται σε στρατηγικό επίπεδο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Στατιστικού φόρουμ, το οποίο συστάθηκε σύμφωνα με το μνημόνιο Συνεργασίας για τη συνεργασία μεταξύ των μελών του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος και των μελών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών που υπεγράφη στις 24 Απριλίου 2013.

(11)

Με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ του ΕΣΣ και του ΕΣΚΤ, η Επιτροπή θα πρέπει να ζητεί τη γνώμη της επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών (CMFB), που συγκροτήθηκε με την απόφαση 2006/856/ΕΚ του Συμβουλίου (8), για όλα τα ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της κατά τα προβλεπόμενα στην εν λόγω απόφαση.

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 4 και το άρθρο 282 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη της ΕΚΤ για κάθε προτεινόμενη πράξη της Ένωσης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητας της ΕΚΤ.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν εγκαίρως, στην κατάλληλη μορφή και με την απαιτούμενη ποιότητα τα δεδομένα που χρειάζονται για την παραγωγή ευρωπαϊκών στατιστικών όσον αφορά το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο αγαθών και τις ΑΞΕ.

(14)

Μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005, οι διεθνείς ροές κεφαλαίων έχουν αφενός ενταθεί και αφετέρου έχουν γίνει πιο σύνθετες. Η αυξημένη χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού και νομικών ρυθμίσεων για τη διοχέτευση των ροών κεφαλαίων έχουν καταστήσει δυσκολότερη την παρακολούθηση αυτών των ροών για τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητάς τους και την αποφυγή διπλής ή πολλαπλής λογιστικής τους καταχώρησης.

(15)

Συνεπώς, θα πρέπει να επικαιροποιηθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005, ώστε να βελτιωθεί η διαφάνεια και ο βαθμός λεπτομέρειας αναφορικά με το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις ΑΞΕ.

(16)

Για τη συλλογή των κατάλληλων πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν όλες τις σχετικές και ενδεδειγμένες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των πηγών διοικητικών δεδομένων, όπως μητρώα επιχειρήσεων ή το μητρώο των Ευρωπαϊκών Ομίλων Επιχειρήσεων (EGR). Η διαφάνεια θα μπορούσε επίσης να ενισχυθεί με την αξιοποίηση πρόσφατων καινοτομιών, όπως ο διεθνής κωδικός αναγνώρισης νομικής οντότητας (GLEI), καθώς και τα μητρώα δικαιούχων που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(17)

Για την ανάπτυξη στατιστικών για τις ΑΞΕ με βάση την έννοια της τελικής ιδιοκτησίας και στατιστικών για τις ΑΞΕ με διάκριση των συναλλαγών ΑΞΕ για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων (greenfield FDI) από τις συναλλαγές ΑΞΕ που καταλήγουν σε εξαγορές, οι οποίες για δεδομένη χρονική περίοδο δεν οδηγούν γενικά σε αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου στα κράτη μέλη, θα πρέπει να αναπτυχθεί και να βελτιωθεί η κατάλληλη μεθοδολογία σε αυτούς τους τομείς. Αυτό θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς, όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη.

(18)

Οι προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένου του μεθοδολογικού πλαισίου για την εισαγωγή νέων συλλογών δεδομένων για τις ετήσιες στατιστικές των ΑΞΕ και τα κόστη των σχετικών συλλογών δεδομένων, για την ποιότητα των στατιστικών, καθώς και για τη συγκρισιμότητα μεταξύ των χωρών, θα πρέπει να καθοριστούν με πιλοτικές μελέτες. Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών θα πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο έκθεσης που θα εκπονήσει η Επιτροπή και θα υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(19)

Για τη διασφάλιση της ποιότητας των στατιστικών δεδομένων που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή θα πρέπει να κάνει χρήση των ενδεδειγμένων προνομίων και εξουσιών που της ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009.

(20)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10, όταν, λόγω οικονομικών ή τεχνικών αλλαγών, χρειάζεται να επικαιροποιηθούν τα επίπεδα γεωγραφικής ανάλυσης, τα επίπεδα ανάλυσης των θεσμικών τομέων και τα επίπεδα ανάλυσης των οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως καθορίζονται στους πίνακες 6, 7 και 8 του παραρτήματος I, υπό την προϋπόθεση ότι οι επικαιροποιήσεις αυτές δεν επηρεάζουν το φόρτο υποβολής στοιχείων ούτε μεταβάλλουν το υφιστάμενο εφαρμοστέο εννοιολογικό πλαίσιο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10 οποτεδήποτε χρειάζεται να καταργηθούν ή να μειωθούν ορισμένες απαιτήσεις ροών δεδομένων στο παράρτημα I, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω κατάργηση ή μείωση δεν υποβαθμίζει την ποιότητα των στατιστικών που παράγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δεν επιβάλλουν σημαντική πρόσθετη επιβάρυνση στα κράτη μέλη και στους ερευνώμενους.

Επιπλέον, η Επιτροπή αιτιολογεί δεόντως τις δράσεις που προβλέπονται στις εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένων της επιβάρυνσης για τους ερευνώμενους και των δαπανών παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*).

(*)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).»."

2)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Κριτήρια και εκθέσεις ποιότητας

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα κριτήρια ποιότητας που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 εφαρμόζονται στα δεδομένα προς διαβίβαση σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) έκθεση σχετικά με την ποιότητα των διαβιβαζόμενων δεδομένων («έκθεση ποιότητας»).

3.   Κατά την εφαρμογή των κριτηρίων ποιότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στα δεδομένα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι τεχνικές λεπτομέρειες, η δομή και η περιοδικότητα των εκθέσεων ποιότητας καθορίζονται από την Επιτροπή μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 11 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζόμενων δεδομένων βάσει κατάλληλης ανάλυσης των εκθέσεων ποιότητας με τη συνδρομή της επιτροπής του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και εκπονεί και δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την ποιότητα των ευρωπαϊκών στατιστικών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Η εν λόγω έκθεση της Επιτροπής υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προς ενημέρωση.

5.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή (Eurostat) οποιαδήποτε σημαντική μεθοδολογική ή άλλου είδους αλλαγή που ενδέχεται να έχει επίδραση στα διαβιβαζόμενα δεδομένα, το αργότερο τρεις μήνες από την έναρξη ισχύος της εν λόγω αλλαγής. Η Επιτροπή κοινοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα λοιπά κράτη μέλη την εν λόγω κοινοποίηση.».

3)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Ροές δεδομένων

1.   Για τη διαβίβασή τους στην Επιτροπή (Eurostat), οι παραγόμενες στατιστικές ομαδοποιούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες ροές δεδομένων:

α)

μηνιαίες στατιστικές ισοζυγίου πληρωμών·

β)

τριμηνιαίες στατιστικές ισοζυγίου πληρωμών·

γ)

διεθνές εμπόριο υπηρεσιών·

δ)

ροές ΑΞΕ·

ε)

θέσεις ΑΞΕ.

2.   Η Επιτροπή (Eurostat) και τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με τους αρμόδιους διεθνείς εταίρους, αναπτύσσουν την κατάλληλη μεθοδολογία για την κατάρτιση στατιστικών για τις ΑΞΕ με βάση την έννοια της τελικής ιδιοκτησίας, εκτός από την αρχή του άμεσου αντισυμβαλλόμενου, και στατιστικές για τις ΑΞΕ με διάκριση των συναλλαγών ΑΞΕ για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων από τις εξαγορές.

3.   Έως τις 20 Ιουλίου 2018, η Επιτροπή (Eurostat) θεσπίζει πιλοτικές μελέτες προς εκπόνηση από τα κράτη μέλη αναφορικά με τις ετήσιες στατιστικές για τις ΑΞΕ με βάση την έννοια της τελικής ιδιοκτησίας και με διάκριση των συναλλαγών ΑΞΕ για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων από τις εξαγορές. Σκοπός των εν λόγω μελετών είναι ο καθορισμός των προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένου του μεθοδολογικού πλαισίου, που απαιτούνται για την εισαγωγή νέων συλλογών δεδομένων για τις ετήσιες στατιστικές των ΑΞΕ, για την εκτίμηση του κόστους των σχετικών συλλογών δεδομένων και της επακόλουθης ποιότητας των στατιστικών, καθώς και για τη δυνατότητα αξιολόγησης της συγκρισιμότητας μεταξύ των χωρών.

4.   Για να διευκολυνθεί η εκπόνηση των μελετών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η Ένωση μπορεί να παράσχει χρηματοδοτική στήριξη στα κράτη μέλη με τη μορφή επιχορηγήσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**).

5.   Έως τις 20 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή (Eurostat) καταρτίζει έκθεση σχετικά με τα πορίσματα των μελετών που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Η εν λόγω έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και προσδιορίζει, κατά περίπτωση, τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την ανάπτυξη της μεθοδολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10, προκειμένου να παραταθεί κατά 12 μήνες η προθεσμία υποβολής της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, εάν κατά την αξιολόγηση από την Επιτροπή των πιλοτικών μελετών που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο διαπιστωθεί ότι ενδείκνυται ο προσδιορισμός των υπόλοιπων προϋποθέσεων.

Κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δεν επιβάλλουν σημαντική πρόσθετη επιβάρυνση στα κράτη μέλη ή στους ερευνώμενους.

Επιπλέον, η Επιτροπή αιτιολογεί δεόντως τις δράσεις που προβλέπονται στις εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένων της επιβάρυνσης για τους ερευνώμενους και των δαπανών παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009.

7.   Το αργότερο 12 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η Επιτροπή, κατά περίπτωση, και ιδίως ανάλογα με την αξιολόγησή της επί του αποτελέσματος των πιλοτικών μελετών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού για τον καθορισμό των μεθοδολογικών απαιτήσεων και των απαιτήσεων σε σχέση με τα δεδομένα για τις ετήσιες στατιστικές για τις ΑΞΕ με βάση την έννοια της τελικής ιδιοκτησίας και για τις ετήσιες στατιστικές για τις ΑΞΕ με διάκριση των συναλλαγών ΑΞΕ για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων από τις εξαγορές.

(**)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).»."

4)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Διάδοση δεδομένων

1.   Η Επιτροπή (Eurostat) διαδίδει τις ευρωπαϊκές στατιστικές που παράγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με περιοδικότητα παρόμοια με αυτήν που καθορίζεται στο παράρτημα I. Οι εν λόγω στατιστικές διατίθενται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής (Eurostat).

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 και με την επιφύλαξη της προστασίας του στατιστικού απορρήτου, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή (Eurostat) διασφαλίζουν τη διάδοση των δεδομένων και των μεταδεδομένων που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, καθώς και της ακριβούς μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για την κατάρτισή τους.».

5)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 3 και το άρθρο 5 παράγραφος 6 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για μία περίοδο πέντε ετών από τις 19 Ιουλίου 2016. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλει αντιρρήσεις για την εν λόγω παράταση, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 και το άρθρο 5 παράγραφος 6 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται σε αυτήν. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που προσδιορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (***).

5.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 3 και του άρθρου 5 παράγραφος 6 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός μιας προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(***)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»."

6)

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (****).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(****)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

7)

Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή

Έως τις 28 Φεβρουαρίου 2018 και εφεξής ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Ειδικότερα, η εν λόγω έκθεση:

α)

αξιολογεί την ποιότητα των δεδομένων για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις ΑΞΕ·

β)

αξιολογεί τα οφέλη που προκύπτουν από τις παραγόμενες στατιστικές, για την Ένωση, τα κράτη μέλη και τους παρόχους και χρήστες στατιστικών πληροφοριών, σε σχέση με το κόστος των στατιστικών·

γ)

εντοπίζει τομείς όπου υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και τροποποιήσεις που κρίνονται αναγκαίες υπό το πρίσμα των παραγόμενων αποτελεσμάτων.».

8)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12α

Συνεργασία με άλλες επιτροπές

Για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών που συστάθηκε με την απόφαση 2006/856/ΕΚ του Συμβουλίου (*****), η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη της εν λόγω επιτροπής σύμφωνα με αυτή την απόφαση.

(*****)  Απόφαση 2006/856/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2006, για τη σύσταση επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών (ΕΕ L 332 της 30.11.2006, σ. 21).»."

9)

Το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  ΕΕ C 31 της 30.1.2015, σ. 3.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαΐου 2016 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2016.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 184/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το ισοζύγιο πληρωμών, το διεθνές εμπόριο υπηρεσιών και τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 23).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.)

(5)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 19.

(6)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(8)  Απόφαση 2006/856/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2006, για τη σύσταση επιτροπής στατιστικών για θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών (ΕΕ L 332 της 30.11.2006, σ. 21).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 184/2005 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το εισαγωγικό κείμενο στον πίνακα 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Περιοδικότητα: Τριμηνιαία

Πρώτη περίοδος αναφοράς: Πρώτο τρίμηνο 2014

Προθεσμία: T+85 από το 2014 έως το 2016; T+82 από το 2017 (2)

(2)  Η μετάβαση σε T+82 δεν είναι υποχρεωτική για τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη Νομισματική Ένωση.»."

2.

Στον πίνακα 2 μέρος Ε «Διεθνής επενδυτική θέση», το λήμμα «Χρηματοοικονομικά παράγωγα (εκτός των συναλλαγματικών διαθεσίμων) και δικαιώματα υπαλλήλων προς απόκτηση μετοχών» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Χρηματοοικονομικά παράγωγα (εκτός των συναλλαγματικών διαθεσίμων) και δικαιώματα υπαλλήλων προς απόκτηση μετοχών

Κατά τομέα κάτοικο (Τομ. 2)

Γεω. 2 (1)

 

 

Γεω. 2 (1)

 

 

Γεω. 2 (1)».

3.

Ο πίνακας 4.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η καταχώριση «Άμεσες επενδύσεις στην αλλοδαπή (ΑΕΑ) — Συναλλαγές» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Άμεσες επενδύσεις στην αλλοδαπή (ΑΕΑ) –

Γεω. 6

Γεω. 6 (*)

Γεω. 6 (*)».

β)

Η καταχώριση «Άμεσες επενδύσεις στην οικονομία που υποβάλλει τα στοιχεία (ΑΕΟΥΣ) — Συναλλαγές» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Άμεσες επενδύσεις στην οικονομία που υποβάλλει τα στοιχεία (ΑΕΟΥΣ) — Συναλλαγές

Γεω. 6

Γεω. 6 (*)

Γεω. 6 (*)».

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη υποσημείωση:

«(*)

Γεω. 6: Γεω. 6 με έντονους χαρακτήρες, υποχρεωτικό από το 2015 και μετά.».

4.

Ο πίνακας 4.2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η καταχώριση «Άμεσες επενδύσεις στην αλλοδαπή (ΑΕΑ) — Εισόδημα» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Άμεσες επενδύσεις στην αλλοδαπή (ΑΕΑ) — Εισόδημα

Γεω. 6

Γεω. 6 (*)

Γεω. 6 (*)».

β)

Η καταχώριση «Άμεσες επενδύσεις στην οικονομία που υποβάλλει τα στοιχεία (ΑΕΟΥΣ) — Εισόδημα» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Άμεσες επενδύσεις στην οικονομία που υποβάλλει τα στοιχεία (ΑΕΟΥΣ) — Εισόδημα

Γεω. 6

Γεω. 6 (*)

Γεω. 6 (*)».

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη υποσημείωση:

«(*)

Γεω. 6: Γεω. 6 με έντονους χαρακτήρες, υποχρεωτικό από το 2015 και μετά.».

5.

Ο πίνακας 5.1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η καταχώριση «Άμεσες επενδύσεις στην αλλοδαπή (ΑΕΑ)» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Άμεσες επενδύσεις στην αλλοδαπή (ΑΕΑ)

Γεω. 6

Γεω. 6 (*)

Γεω. 6 (*)».

β)

Η καταχώριση «Άμεσες επενδύσεις στην οικονομία που υποβάλλει τα στοιχεία (ΑΕΟΥΣ)» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Άμεσες επενδύσεις στην οικονομία που υποβάλλει τα στοιχεία (ΑΕΟΥΣ)

Γεω. 6

Γεω. 6 (*)

Γεω. 6 (*)».

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη υποσημείωση:

«(*)

Γεω. 6: Γεω. 6 με έντονους χαρακτήρες, υποχρεωτικό από το 2015 και μετά.».



29.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 171/153


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαλλαγές για διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), απαλλάσσονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή τα χρηματοοικονομικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5, 6, 7, 9 και 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και για τις οποίες δεν ίσχυε η οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6) στις 31 Δεκεμβρίου 2006 («διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων») από τις απαιτήσεις μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και ιδίων κεφαλαίων. Οι εν λόγω απαλλαγές εφαρμόζονται έως την 31η Δεκεμβρίου 2017.

(2)

Βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαιτείται επίσης από την Επιτροπή να συντάξει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, έκθεση σχετικά με το κατάλληλο σύστημα προληπτικής εποπτείας των διαπραγματευτών βασικών εμπορευμάτων. Επιπλέον, βάσει του εν λόγω κανονισμού, απαιτείται από την Επιτροπή να συντάξει, έως την ίδια ημερομηνία, έκθεση σχετικά με το κατάλληλο σύστημα προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων εν γένει. Εάν είναι σκόπιμο, οι εν λόγω εκθέσεις πρέπει να συνοδεύονται από νομοθετικές προτάσεις.

(3)

Η επανεξέταση της μεταχείρισης των επιχειρήσεων επενδύσεων («επανεξέταση επιχειρήσεων επενδύσεων»), καθώς και των διαπραγματευτών βασικών εμπορευμάτων, όσον αφορά την προληπτική εποπτεία είναι επί του παρόντος σε εξέλιξη, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Η ολοκλήρωση της επανεξέτασης και η θέσπιση νέας νομοθεσίας που ενδέχεται να απαιτηθεί κατόπιν της εν λόγω επανεξέτασης θα περατωθούν μόνον μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2017.

(4)

Βάσει του υφιστάμενου καθεστώτος, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2017, οι διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων θα υπόκεινται στις απαιτήσεις μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να τους αναγκάσει να αυξήσουν σημαντικά το ποσό ιδίων κεφαλαίων που χρειάζεται να έχουν προκειμένου να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να αυξήσει το σχετικό κόστος για την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων.

(5)

Η απόφαση να εφαρμοστούν οι απαιτήσεις μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων δεν θα πρέπει να επέλθει ως αποτέλεσμα της λήξης ισχύος μιας απαλλαγής. Αντιθέτως, η απόφαση θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη, βασισμένη στα συμπεράσματα της επανεξέτασης των επιχειρήσεων επενδύσεων, και να διατυπώνεται σαφώς στη νομοθεσία.

(6)

Είναι, επομένως, αναγκαίο να καθοριστεί νέα ημερομηνία μέχρι την οποία θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι απαλλαγές για τους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 493 παράγραφος 1, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εξαίρεση αυτή μπορεί να ασκείται έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ή έως ότου τεθούν σε ισχύ, εάν αυτό συμβεί νωρίτερα, τροποποιήσεις κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.».

2)

Στο άρθρο 498 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εν λόγω απαλλαγή εφαρμόζεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ή έως ότου τεθούν σε ισχύ, εάν αυτό συμβεί νωρίτερα, τροποποιήσεις κατ' εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  ΕΕ C 130 της 13.4.2016, σ. 1.

(2)  Γνώμη της 27ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαΐου 2016 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2016.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(6)  Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27).