ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ό έτος
10 Μαρτίου 2016


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/337 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2016, για την έγκριση μη ήσσονος σημασίας τροποποίησης των προδιαγραφών ονομασίας καταχωρισμένης στο μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Karlovarský suchar (ΠΓΕ)]

1

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/338 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 2016, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

3

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/339 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2016, σχετικά με την εναρμόνιση της ζώνης συχνοτήτων των 2010-2025 MHz για φορητές ή κινητές ασύρματες βιντεοζεύξεις και ασύρματες μηχανές λήψης που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προγράμματος και σε ειδικές εκδηλώσεις [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2016) 1197]  ( 1 )

5

 

 

III   Λοιπές πράξεις

 

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 

*

Aπόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 404/14/COL, της 8ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με το καθεστώς επενδυτικών κινήτρων στην Ισλανδία (Ισλανδία) [2016/340]

9

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

10.3.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63/1


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/337 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Μαρτίου 2016

για την έγκριση μη ήσσονος σημασίας τροποποίησης των προδιαγραφών ονομασίας καταχωρισμένης στο μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Karlovarský suchar (ΠΓΕ)]

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 52 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η Επιτροπή εξέτασε την αίτηση της Τσεχικής Δημοκρατίας για την έγκριση τροποποίησης των προδιαγραφών της προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης «Karlovarský suchar», η οποία καταχωρίστηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 982/2007 της Επιτροπής (2).

(2)

Δεδομένου ότι η εν λόγω τροποποίηση δεν είναι ήσσονος σημασίας κατά την έννοια του άρθρου 53 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, η Επιτροπή δημοσίευσε την αίτηση τροποποίησης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3).

(3)

Δεδομένου ότι δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή καμία δήλωση ένστασης βάσει του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, πρέπει να εγκριθεί η τροποποίηση των προδιαγραφών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται η τροποποίηση των προδιαγραφών η οποία έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά την ονομασία «Karlovarský suchar» (ΠΓΕ).

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 2 Μαρτίου 2016.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Phil HOGAN

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 982/2007 της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2007, για την καταχώριση ορισμένων ονομασιών στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Pimentón de la Vera (ΠΟΠ) — Karlovarský suchar (ΠΓΕ) — Riso di Baraggia Biellese e Vercellese (ΠΟΠ)] (ΕΕ L 217 της 22.8.2007, σ. 22).

(3)  ΕΕ C 353 της 24.10.2015, σ. 6.


10.3.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63/3


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/338 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 9ης Μαρτίου 2016

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 136 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011 προβλέπει, κατ' εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών εισαγωγής από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XVI μέρος A του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής υπολογίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 136 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011, λαμβανομένων υπόψη των ημερήσιων μεταβλητών στοιχείων. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 136 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 9 Μαρτίου 2016.

Για την Επιτροπή,

εξ ονόματος του Προέδρου,

Jerzy PLEWA

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671.

(2)  ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι κατ' αποκοπή τιμές εισαγωγής για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(ευρώ/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή εισαγωγής

0702 00 00

IL

236,2

MA

100,3

TN

112,1

TR

102,5

ZZ

137,8

0707 00 05

MA

84,5

TR

159,7

ZZ

122,1

0709 93 10

MA

66,7

TR

154,8

ZZ

110,8

0805 10 20

EG

43,7

IL

77,0

MA

53,6

TN

56,9

TR

64,2

ZZ

59,1

0805 50 10

MA

108,5

TR

88,9

ZZ

98,7

0808 10 80

CL

93,0

CN

66,5

US

152,0

ZZ

103,8

0808 30 90

AR

145,1

CL

134,7

CN

112,4

TR

153,5

ZA

90,6

ZZ

127,3


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1106/2012 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 471/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις κοινοτικές στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, όσον αφορά την επικαιροποίηση της ονοματολογίας των χωρών και εδαφών (ΕΕ L 328 της 28.11.2012, σ. 7). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

10.3.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63/5


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/339 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2016

σχετικά με την εναρμόνιση της ζώνης συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz για φορητές ή κινητές ασύρματες βιντεοζεύξεις και ασύρματες μηχανές λήψης που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προγράμματος και σε ειδικές εκδηλώσεις

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2016) 1197]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την απόφαση 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα («απόφαση ραδιοφάσματος») (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρήση των ζωνών 1 900-1 980 MHz, 2 010-2 025 MHz και 2 110-2 170 MHz (που από κοινού ονομάζονται «ζώνη συχνοτήτων των 2 GHz») είχε ρυθμιστεί με την απόφαση 128/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2). Η εν λόγω απόφαση έληξε στις 22 Ιανουαρίου 2003, αλλά τα κράτη μέλη εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την εν λόγω ζώνη του ραδιοφάσματος κατά εναρμονισμένο τρόπο.

(2)

Η χρήση των συζευγμένων υποζωνών 1 920-1 980 MHz και 2 110-2 170 MHz («συζευγμένη επίγεια ζώνη συχνοτήτων των 2 GHz») εναρμονίστηκε στη συνέχεια με βάση την εκτελεστική απόφαση 2012/688/ΕΕ της Επιτροπής (3), σύμφωνα με την τεχνολογική εξέλιξη και τις αρχές της ουδετερότητας τεχνολογίας και υπηρεσιών.

(3)

Το μη συζευγμένο τμήμα της επίγειας ζώνης συχνοτήτων των 2 GHz περιλαμβάνει τις ζώνες συχνοτήτων των 1 900-1 920 MHz και 2 010-2 025 MHz, οι οποίες έχουν εκχωρηθεί σε φορείς εκμετάλλευσης κινητής τηλεφωνίας στην Ένωση, και παρέμεινε στα περισσότερα κράτη μέλη αχρησιμοποίητο από τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας για περισσότερο από δέκα χρόνια, με αποτέλεσμα να αδρανεί πολύτιμο τμήμα του ραδιοφάσματος. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί νέα μέτρα εναρμόνισης ώστε να διασφαλίζεται ότι το ραδιοφάσμα θα χρησιμοποιείται αποτελεσματικά και αποδοτικά, σύμφωνα με τους στόχους του πολυετούς προγράμματος πολιτικής για το ραδιοφάσμα («RSPP») (4). Τα εν λόγω μέτρα αποβλέπουν ιδίως στη διάθεση επαρκούς ραδιοφάσματος για την υποστήριξη της παραγωγής προγράμματος και ειδικών εκδηλώσεων (PMSE), σύμφωνα με τους στόχους για την εσωτερική αγορά και την πρόσβαση στον πολιτισμό, και προκειμένου να αναπτυχθεί η πολιτική προστασία και αρωγή σε περίπτωση καταστροφών (PPDR).

(4)

Σε απάντηση στην εντολή της Επιτροπής που εκδόθηκε το 2011 σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της απόφασης 676/2002/ΕΚ σχετικά με τους τεχνικούς όρους για τις επιλογές εναρμόνισης του ραδιοφάσματος για ασύρματα ραδιομικρόφωνα και ασύρματες μηχανές λήψης βίντεο (5), η Ευρωπαϊκή διάσκεψη των Διοικήσεων Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών («CEPT») υπέβαλε την 51η έκθεσή της (6) για τον προσδιορισμό της ζώνης συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz και άλλων ζωνών ως ενδεχόμενο νέο ραδιοφάσμα για ασύρματες μηχανές λήψης και βιντεοζεύξεις, με την επιφύλαξη περαιτέρω μελετών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απηύθυνε τον Οκτώβριο του 2012 (7) νέα εντολή στη CEPT να εκπονήσει μελέτες σχετικά με τους εναρμονισμένους τεχνικούς όρους για τις ζώνες συχνοτήτων των 1 900-1 920 MHz και 2 010-2 025 MHz στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, στις 6 Μαρτίου 2015, η CEPT εξέδωσε την 52η έκθεσή της (8), η οποία καθορίζει εναλλακτικές δυνατότητες χρήσης των εν λόγω μη συζευγμένων επίγειων ζωνών των 2 GHz για την υλοποίηση πολιτικών που επεσήμανε το RSPP σε ό,τι αφορά την PMSE και την PPDR.

(5)

Όπως επισημαίνουν οι εκθέσεις της CEPT, στην κατηγορία των φορητών ή κινητών ασύρματων βιντεοζεύξεων και ασύρματων μηχανών λήψης που μπορούν να χρησιμοποιούνται για παραγωγή προγράμματος και σε ειδικές εκδηλώσεις («βίντεο PMSE») συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι ασύρματες μηχανές λήψης χειρός ή μηχανές λήψης που προσαρμόζονται σε βάση, και διαθέτουν ενσωματωμένους ή πρόσθετους πομπούς, τροφοδοσία και κεραίες για τη μετάδοση βίντεο και ηχητικού σήματος μικρής εμβέλειας, με ή χωρίς οπτική επαφή· οι φορητές συσκευές βιντεοζεύξης μέσω μικρών πομπών, που χρησιμοποιούνται για μετάδοση με μεγαλύτερη εμβέλεια, συνήθως έως δύο χιλιόμετρα, και κινητές συσκευές βιντεοζεύξης, όπως συστήματα μετάδοσης βίντεο με ραδιοφωνικούς πομπούς και δέκτες που προσαρμόζονται εντός ή επί μοτοσικλετών, μοτοσικλετών αγώνων, ποδηλάτων, αυτοκινήτων, σκαφών, ελικοπτέρων, αερόπλοιων ή άλλων αεροσκαφών, με τη δυνατότητα ένας ή και οι δύο τερματικοί σταθμοί να χρησιμοποιούνται εν κινήσει.

(6)

Η χρήση της ζώνης συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz για βιντεοζεύξεις και ασύρματες μηχανές λήψης έχει το τεχνικό και οικονομικό πλεονέκτημα να επωφελείται από τη γειτονική ζώνη συχνοτήτων των 2 025-2 110 MHz, που χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένα κράτη μέλη για τέτοιου είδους ζεύξεις και ασύρματες μηχανές λήψης, και προτείνεται ως κατάλληλη ζώνη συχνοτήτων στη σύσταση του ΕΣΕ 25-10 (9). Δεδομένου ότι η 52η έκθεση της CEPT επιβεβαιώνει ότι τα βίντεο PMSE μπορούν να λειτουργούν στη ζώνη συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz υπό τους ίδιους τεχνικούς όρους που ισχύουν για χρήση PMSE στη ζώνη των 2 025-2 110 MHz, αυτό θα επεκτείνει το ραδιοφάσμα που διατίθεται για τις βιντεοζεύξεις και τις ασύρματες μηχανές λήψης από τα 85 MHz στα 100 MHz.

(7)

Μολονότι στα περισσότερα κράτη μέλη η ζώνη συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz είτε δεν έχει διατεθεί είτε δεν έχει χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια από τους φορείς εκμετάλλευσης κινητής τηλεφωνίας, σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται από υφιστάμενες υπηρεσίες· η κατάσταση αυτή μπορεί να απαιτήσει ευέλικτη προσέγγιση και τοπικές ρυθμίσεις, που θα λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως η τοποθεσία όπου χρησιμοποιείται το ραδιοφάσμα καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά της χρήσης του για βίντεο PMSE στη ζώνη συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz, τόσο στο οικείο κράτος μέλος όσο και σε γειτονικά κράτη μέλη.

(8)

Επιπλέον, η διάθεση και η χρήση της ζώνης συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz για συσκευές βίντεο PMSE πρέπει να γίνεται σε μη αποκλειστική βάση, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη θα μπορούν να επιτρέπουν σε εθνική βάση τη χρήση του εν λόγω ραδιοφάσματος από άλλους τύπους εφαρμογών, όπως για την πολιτική προστασία και αρωγή σε περίπτωση καταστροφών ή για προσωρινές διασημειακές βιντεοζεύξεις ή βιομηχανικές μηχανές λήψης, εφόσον οι εν λόγω εφαρμογές συμμορφώνονται με τις τεχνικές παραμέτρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.

(9)

Η εναρμόνιση των όρων σε ολόκληρη την Ένωση θα συμβάλει στη δημιουργία μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς για τις εν λόγω εφαρμογές, με οικονομίες κλίμακας και οφέλη τόσο για τους πολίτες της Ένωσης όσο και για τον κλάδο, σύμφωνα με την οδηγία για τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό (οδηγία 1999/5/ΕK) (10) και την οδηγία για τον ραδιοεξοπλισμό (οδηγία 2014/53/ΕΕ) (11).

(10)

Προκειμένου να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η αποτελεσματική χρήση της ζώνης συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz, τα κράτη μέλη πρέπει να ελέγχουν τη χρήση της και να υποβάλλουν εκθέσεις με τα πορίσματά τους στην Επιτροπή.

(11)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ραδιοφάσματος,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι η εναρμόνιση των τεχνικών όρων για τη διάθεση και αποδοτική χρήση της ζώνης συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz για συσκευές βίντεο PMSE σε μη αποκλειστική βάση.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ο όρος «βίντεο PMSE» σημαίνει ασύρματες βιντεοζεύξεις, φορητές ή κινητές, και ασύρματες μηχανές λήψης που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προγράμματος και σε ειδικές εκδηλώσεις.

Άρθρο 3

Το συντομότερο δυνατόν, και το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη καθορίζουν και διαθέτουν, σε μη αποκλειστική βάση, τη ζώνη συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz σε συσκευές βίντεο PMSE, σύμφωνα με τις παραμέτρους που ορίζονται στο παράρτημα.

Σε περίπτωση ανίχνευσης παρεμβολών σε άλλους τύπους χρηστών του ραδιοφάσματος ή υπηρεσίες που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τη ζώνη συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η παρούσα απόφαση, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν τη χρήση βίντεο PMSE στο σχετικό τμήμα της ζώνης συχνοτήτων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, σύμφωνα με το παράρτημα.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τη χρήση της ζώνης συχνοτήτων των 2 010-2 025 MHz και υποβάλλουν εκθέσεις με τα πορίσματά τους στην Επιτροπή, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τυχόν πληροφορίες σχετικά με την τροποποίηση ή την ανάκληση δικαιωμάτων χρήσης, ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη επανεξέταση της απόφασης, εφόσον απαιτηθεί.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2016.

Για την Επιτροπή

Günther OETTINGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 1.

(2)  Απόφαση αριθ. 128/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τη συντονισμένη εισαγωγή συστήματος τρίτης γενεάς κινητών και ασύρματων επικοινωνιών (UMTS) στην Κοινότητα (ΕΕ L 17 της 22.1.1999, σ. 1).

(3)  Εκτελεστική απόφαση 2012/688/ΕΕ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2012, σχετικά με την εναρμόνιση των ζωνών συχνοτήτων των 1 920-1 980 MHz και των 2 110-2 170 MHz για επίγεια συστήματα παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Ένωση (ΕΕ L 307 της 7.11.2012, σ. 84).

(4)  Απόφαση αριθ. 243/2012/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση πολυετούς προγράμματος πολιτικής για το ραδιοφάσμα (ΕΕ L 81 της 21.3.2012, σ. 7).

(5)  Εντολή προς την CEPT, με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου 2011, RSCOM 11-59 τελικό.

(6)  Σχετικά με τους τεχνικούς όρους για τη διασφάλιση της βιώσιμης λειτουργίας των ασύρματων μηχανών λήψης βίντεο, έκθεση που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών («ECC») στις 8 Νοεμβρίου 2013.

(7)  RSCOM 12-17 rev 3 που εγκρίθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2012.

(8)  52η έκθεση της CEPT στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ανταπόκριση στην εντολή «να εκπονήσει μελέτες σχετικά με τους εναρμονισμένους τεχνικούς όρους για τις ζώνες συχνοτήτων των 1 900-1 920 MHz και 2 010-2 025 MHz (“μη συζευγμένες επίγειες ζώνες 2 GHz”) στην ΕΕ», έκθεση που εγκρίθηκε από την ECC στις 6 Μαρτίου 2015.

(9)  Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ραδιοεπικοινωνιών 25-10 σχετικά με τα φάσματα συχνοτήτων για τη χρήση προσωρινών χερσαίων ηχητικών ζεύξεων και βιντεοζεύξεων για βοηθητικές υπηρεσίες αναμετάδοσης/παραγωγής προγράμματος (SAP/SAB) (περιλαμβανομένης της ηλεκτρονικής συλλογής ειδήσεων και των εξωτερικών μεταδόσεων (ENG/OB)).

(10)  Οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ. 10).

(11)  Οδηγία 2014/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα ραδιοεξοπλισμού στην αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/5/ΕΚ (ΕΕ L 153 της 22.5.2014, σ. 62).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, e.i.r.p σημαίνει ισοδύναμη ισότροπα ακτινοβολούμενη ισχύς (ι.ι.α.ι.), που είναι το γινόμενο της ισχύος που παρέχεται στην κεραία επί την απολαβή της κεραίας σε δεδομένη κατεύθυνση σε σύγκριση με ισότροπη κεραία (απόλυτη ή ισότροπη απολαβή).

ι.ι.α.ι. (e.i.r.p.) για βίντεο PMSE

Τύπος ζεύξης

ι.ι.α.ι. (e.i.r.p.)

Ασύρματη μηχανή λήψης

– 7 dBW

Φορητή βιντεοζεύξη

16 dBW

Κινητή βιντεοζεύξη

10 dBW

Η πρόσβαση στο ραδιοφάσμα μπορεί κατά κύριο λόγο να εγκρίνεται με βάση τοπικές ρυθμίσεις. Οι εν λόγω τοπικές ρυθμίσεις μπορούν να διαμορφωθούν κατάλληλα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η γεωγραφική θέση όπου χρησιμοποιείται το ραδιοφάσμα, καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά της χρήσης του ραδιοφάσματος για βίντεο PMSE ή για υφιστάμενες υπηρεσίες.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόζουν τα όρια της ι.ι.α.ι. για εφαρμογές βίντεο PMSE που σημειώνονται στον πίνακα εάν οι τοπικές συνθήκες στο οικείο κράτος μέλος καθώς και στα γειτονικά κράτη μέλη επιτρέπουν τη θέσπιση υψηλότερων ορίων χωρίς να διακυβεύεται η συνύπαρξη με τις υφιστάμενες υπηρεσίες.


III Λοιπές πράξεις

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

10.3.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 63/9


AΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 404/14/COL

της 8ης Οκτωβρίου 2014

σχετικά με το καθεστώς επενδυτικών κινήτρων στην Ισλανδία (Ισλανδία) [2016/340]

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (η «Αρχή»),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (η «συμφωνία για τον ΕΟΧ»), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου («Συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου»), και ιδίως το άρθρο 24,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το πρωτόκολλο 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου («πρωτόκολλο 3»), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους I, καθώς και το άρθρο 7 παράγραφος 5 και το άρθρο 14 του μέρους II,

ΑΦΟΥ ΚΑΛΕΣΕ τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις (1) και έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1.   ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

(1)

Στις 13 Οκτωβρίου 2010, η Αρχή ενέκρινε καθεστώς επενδυτικών κινήτρων (το «καθεστώς») το οποίο οι ισλανδικές αρχές κοινοποίησαν σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3. Η έγκριση της Αρχής δόθηκε με την απόφαση αριθ. 390/10/COL (2).

(2)

Το καθεστώς προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης ενισχύσεων υπό μορφή άμεσων επιχορηγήσεων, μέσω φορολογικών απαλλαγών και της πώλησης και μίσθωσης γης με τίμημα κατώτερο από την αγοραία αξία, σε εταιρείες όλων των τομέων πλην του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτές οι ενισχύσεις επρόκειτο να καταβληθούν για μια αρχική επένδυση σε περιοχές επιλέξιμες για περιφερειακές ενισχύσεις (γνωστές ως «c-regions») στην Ισλανδία.

(3)

Το καθεστώς έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2013.

(4)

Η νομική βάση για το καθεστώς που ενέκρινε η Αρχή ήταν:

α)

Ο νόμος αριθ. 99/2010 περί κινήτρων για αρχικές επενδύσεις στην Ισλανδία («νόμος αριθ. 99/2010»), που εγκρίθηκε από το ισλανδικό κοινοβούλιο στις 29 Ιουνίου 2010 και άρχισε να ισχύει στις 3 Ιουλίου 2010, υπό την αίρεση της έγκρισής του από την Αρχή, και

β)

Ο κανονισμός αριθ. 985/2010 περί κινήτρων για αρχικές επενδύσεις στην Ισλανδία, ο οποίος εκδόθηκε από το Υπουργείο Βιομηχανίας στις 25 Νοεμβρίου 2010 («κανονισμός περί κινήτρων») και αντιστοιχεί σε σχέδιο κανονισμού που υποβλήθηκε στην Αρχή στις 27 Σεπτεμβρίου 2010. Ο κανονισμός περί κινήτρων είναι πράξη δευτερογενούς νομοθεσίας που βασίζεται στον νόμο αριθ. 99/2010.

(5)

Στις 30 Δεκεμβρίου 2010, το Υπουργείο Βιομηχανίας εξέδωσε νέο κανονισμό, τον κανονισμό αριθ. 1150/2010 («συμπληρωματικός κανονισμός») για την τροποποίηση του κανονισμού περί κινήτρων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3, ο συμπληρωματικός κανονισμός έπρεπε να είχε κοινοποιηθεί στην Αρχή. Ωστόσο, η Αρχή δεν έλαβε καμία κοινοποίηση.

(6)

Κατά την περίοδο από το 2010 έως το 2013, το ισλανδικό κράτος συνήψε διάφορες συμφωνίες που θεωρούσε ότι εμπίπτουν στο καθεστώς και, ως εκ τούτου, ότι ήταν επιλέξιμες για τη χορήγηση ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος αυτού. Πρόκειται για τις ακόλουθες συμφωνίες: (3).

α)

Στις 30 Δεκεμβρίου 2010, το Υπουργείο Βιομηχανίας, εξ ονόματος της ισλανδικής κυβέρνησης, συνήψε επενδυτική συμφωνία με τη Becromal Iceland ehf. και τη Becromal Properties ehf. (νυν Krossaneseignir ehf.) (από κοινού αναφέρονται ως «Becromal»), Stokkur Energy ehf. και Becromal SpA («επενδυτική συμφωνία Becromal»).

β)

Στις 30 Δεκεμβρίου 2010, το Υπουργείο Βιομηχανίας, εξ ονόματος της ισλανδικής κυβέρνησης, συνήψε επενδυτική συμφωνία με την Thorsil ehf., Timminco Ltd. και την Stokkur Energy ehf. («επενδυτική συμφωνία Thorsil»).

γ)

Στις 17 Φεβρουαρίου 2011, το Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τουρισμού και το Υπουργείο Οικονομικών, εξ ονόματος της ισλανδικής κυβέρνησης, συνήψαν επενδυτική συμφωνία με την Íslenska Kísilfélagið ehf., Tomahawk Development á Íslandi ehf. και GSM Enterprises LLC («επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið»).

δ)

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2011, το Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τουρισμού, εξ ονόματος της ισλανδικής κυβέρνησης, συνήψε επενδυτική συμφωνία με τις Verne Real Estate II ehf. και Verne Holdings Ldt. («επενδυτική συμφωνία Verne»).

ε)

Στις 7 Μαΐου 2012, το Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τουρισμού, εξ ονόματος της ισλανδικής κυβέρνησης, συνήψε επενδυτική συμφωνία με την GMR Endurvinnslan ehf («επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan»).

στ)

Στις 28 Ιανουαρίου 2013, το Υπουργείο Βιομηχανίας, εξ ονόματος της ισλανδικής κυβέρνησης, συνήψε επενδυτική συμφωνία με την Μarmeti ehf. («επενδυτική συμφωνία Μarmeti»).

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(7)

Μετά από συζητήσεις που προηγήθηκαν της κοινοποίησης, και σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3, οι ισλανδικές αρχές κοινοποίησαν στην Αρχή, στις 13 Δεκεμβρίου 2012, μια σειρά από προτεινόμενες τροποποιήσεις («κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις») του νόμου αριθ. 99/2010.

(8)

Κατά την προκαταρκτική εξέταση των τροποποιήσεων που κοινοποιήθηκαν, η Αρχή εντόπισε τροποποιήσεις στον κανονισμό περί κινήτρων οι οποίες δεν είχαν κοινοποιηθεί. Από περαιτέρω έρευνα ανέκυψε, επιπλέον, ότι οι επενδυτικές συμφωνίες που συνάφθηκαν την περίοδο 2010-13, εμφανώς βάσει του καθεστώτος, έθεταν ενδεχομένως ορισμένα ζητήματα συμβιβάσιμου με το δίκαιο του ΕΟΧ.

(9)

Με την απόφαση αριθ. 177/13/COL της 30ής Απριλίου 2013, η Αρχή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά το καθεστώς και τις επενδυτικές συμφωνίες («απόφαση για την κίνηση διαδικασίας») (4). Οι ισλανδικές αρχές και η Becromal υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση για την κίνηση διαδικασίας (5). Με επιστολή της 10ης Οκτωβρίου 2013, η Αρχή διαβίβασε τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Becromal στις ισλανδικές αρχές και τις κάλεσε να σχολιάσουν τις εν λόγω παρατηρήσεις. Οι ισλανδικές αρχές, ωστόσο, δεν υπέβαλαν περαιτέρω παρατηρήσεις.

(10)

Το ζήτημα συζητήθηκε επίσης σε σύσκεψη στις Βρυξέλλες στις 29 Απριλίου 2014 μεταξύ της Αρχής και εκπροσώπων της Becromal.

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

3.1.    Ιστορικό

(11)

Το καθεστώς αποσκοπούσε στην προώθηση αρχικών επενδύσεων και, κατά συνέπεια, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε μειονεκτικές περιοχές της Ισλανδίας.

(12)

Η παρούσα απόφαση αφορά τρία σύνολα μέτρων που ελήφθησαν από την Ισλανδία σε σχέση με το καθεστώς: i) τις κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις, ii) τις μη κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις, και iii) τις επενδυτικές συμφωνίες. Στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο τα μέτρα είναι σύμφωνα με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και κατά πόσον η ενίσχυση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο των επενδυτικών συμφωνιών ήταν εντός του πεδίου εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε.

3.2.    Οι κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις του καθεστώτος

(13)

Στις 30 Νοεμβρίου 2012, η ισλανδική κυβέρνηση υπέβαλε νομοσχέδιο στο Κοινοβούλιο, προτείνοντας μία σειρά τροποποιήσεων του υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων. Στις 13 Δεκεμβρίου 2012, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν στην Αρχή κοινοποίηση των προτεινόμενων τροποποιήσεων. Το ισλανδικό κοινοβούλιο ενέκρινε το νομοσχέδιο, με τη μορφή νόμου υπ' αριθ. 25/2013, στις 13 Μαρτίου 2013, με το σκεπτικό ότι θα ετίθετο σε ισχύ μόνο εφόσον η Αρχή θα εξέδιδε απόφαση έγκρισης των τροποποιήσεων. Οι κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις, όπως περιγράφονται αναλυτικότερα στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας (6), αφορούσαν:

α)

την κατάργηση των άμεσων επιχορηγήσεων·

β)

τη μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος εταιρειών στο 18 %·

γ)

την κατάργηση των τελών χαρτοσήμου·

δ)

τη μείωση του δημοτικού φόρου ακίνητης περιουσίας για νέα επενδυτικά σχέδια κατά 50 %·

ε)

τη μείωση της γενικής εισφοράς κοινωνικής ασφάλισης για νέα επενδυτικά σχέδια κατά 50 %.

(14)

Οι τροποποιήσεις αυτές δεν τέθηκαν σε ισχύ πριν από τη λήξη του καθεστώτος.

3.3.    Οι μη κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις του καθεστώτος

(15)

Η ισλανδική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή τον συμπληρωματικό κανονισμό σύντομα μετά την έγκριση του καθεστώτος από την Αρχή.

(16)

Ο συμπληρωματικός κανονισμός τροποποίησε ορισμένες διατάξεις του κανονισμού περί κινήτρων, ο οποίος καθόρισε τους όρους για τη χορήγηση ενισχύσεων βάσει του νόμου αριθ. 99/2010.

(17)

Πρώτον, ο συμπληρωματικός κανονισμός επηρέασε την εφαρμογή του κριτηρίου περί δημιουργίας κινήτρου στο πλαίσιο του καθεστώτος, όπως ορίζει το άρθρο 3 του κανονισμού περί κινήτρων, με την προσθήκη αναφοράς σε «ειδική επενδυτική συμφωνία» συναφθείσα πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αριθ. 99/2010 (7). Όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, αυτό που η Αρχή κατανόησε εξαρχής ήταν ότι η τροποποίηση αυτή επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων σε έργα που είχαν ξεκινήσει πριν τεθεί σε ισχύ το καθεστώς.

(18)

Δεύτερον, ο συμπληρωματικός κανονισμός τροποποίησε το άρθρο 8 του κανονισμού περί κινήτρων με αναφορά στη εφαρμογή ανώτατου συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων «[…] σύμφωνα με ειδική επενδυτική συμφωνία πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου» (8). Στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή έκρινε καταρχήν ότι η εν λόγω τροποποίηση επέτρεπε επίσης, κατά τα φαινόμενα, την αναδρομική εφαρμογή του καθεστώτος, μέσω της χρήσης του συντελεστή φορολογίας εταιρειών που εφαρμοζόταν πριν από την έναρξη του καθεστώτος.

(19)

Τρίτον, ο συμπληρωματικός κανονισμός τροποποίησε το άρθρο 20 του κανονισμού περί κινήτρων. Η τροποποίηση αυτή επηρέασε την ημερομηνία για τον υπολογισμό της μέγιστης διάρκειας των επιτρεπόμενων στο πλαίσιο του προγράμματος φορολογικών απαλλαγών (9). Όπως επισήμανε η Αρχή στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, φαίνεται ότι προβλέπει μέγιστη διάρκεια των φορολογικών απαλλαγών, η οποία χρονολογείται από την υπογραφή συμφωνίας πριν από την έναρξη της ισχύος του καθεστώτος το 2010.

3.4.    Οι κοινοποιηθείσες συμφωνίες

(20)

Οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν στην Αρχή αντίγραφα έξι επενδυτικών συμφωνιών, που παρατίθενται κατωτέρω:

 

Ημερομηνία

Συμφωνία

Έργο

1

30 Δεκεμβρίου 2010

Επενδυτική συμφωνία Becromal

Μονάδα ανοδίωσης αλουμινόχαρτου στην πόλη Akureyri

2

30 Δεκεμβρίου 2010

Επενδυτική συμφωνία Thorsil

Παραγωγή πυριτιούχου μετάλλου στο Þorlákshöfn στον Δήμο Ölfus

3

17 Φεβρουαρίου 2011

Επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið

Παραγωγή πυριτιούχου μετάλλου στο Helguvík στον Δήμο Reykjanesbær

4

27 Σεπτεμβρίου 2011

Επενδυτική συμφωνία Verne

Κέντρο δεδομένων στον Δήμο Reykjanesbær

5

7 Μαΐου 2012

Επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan

Μονάδα ανακύκλωσης χάλυβα στο Grundartangi στον Δήμο hvalfjarðarsveit

6

28 Ιανουαρίου 2013

Επενδυτική συμφωνία Μarmeti

Εργοστάσιο μεταποίησης ιχθύων στην πόλη Sandgerði

4.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(21)

Όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις που ορίζονται στον νόμο αριθ. 25/2013, η Αρχή έκρινε καταρχάς, στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, ότι οι κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις θα έπρεπε να χαρακτηριστούν ως νέα ενίσχυση, όπως ορίζει το άρθρο 1 στοιχείο γ) του μέρους II του πρωτοκόλλου 3. Επιπλέον, οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως τροποποιήσεις που μπορούν να διαχωριστούν από το αρχικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, η Αρχή έκρινε ότι το καθεστώς στο σύνολό του θα πρέπει να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση, για την οποία έπρεπε να υπάρχει νέα έγκριση πριν τεθεί σε εφαρμογή (10).

(22)

Αναφορικά με τις μη κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή από τον συμπληρωματικό κανονισμό, η Αρχή έκρινε καταρχάς ότι αυτές επηρέασαν αρνητικά την απαίτηση για τον χαρακτήρα κινήτρου που είχε οριστεί στο αρχικό καθεστώς, διευρύνοντας το πεδίο του καθεστώτος πέρα από αυτό που είχε εγκριθεί με την απόφαση αριθ. 390/10/COL της Αρχής. Κρίθηκε, ιδίως, ότι ο συμπληρωματικός κανονισμός προέβλεπε τη χορήγηση ενίσχυσης σε έργα που είχαν αρχίσει ήδη να υλοποιούνται πριν τεθεί σε ισχύ το καθεστώς.

(23)

Ως εκ τούτου, η Αρχή διαμόρφωσε την αρχική άποψη ότι οι μη κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις του καθεστώτος θα είχαν επιπτώσεις στην προκαταρκτική αξιολόγηση του καθεστώτος από την Αρχή. Συγκεκριμένα, οι τροποποιήσεις θα μετέβαλαν την αξιολόγηση της Αρχής ως προς τον χαρακτήρα κινήτρου, που αποτελεί κομβικό στοιχείο κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των περιφερειακών ενισχύσεων με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, η Αρχή έκρινε σε ένα πρώτο στάδιο ότι το καθεστώς στο σύνολό του, όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό, θα έπρεπε να συνιστά νέα ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 1 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 (11).

(24)

Για να επανεξετάσει την εφαρμογή του κριτηρίου περί δημιουργίας κινήτρου, στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή εξέτασε τον τρόπο της εφαρμογής του καθεστώτος από τότε που άρχισε να ισχύει, το 2010 (12). Στο πλαίσιο αυτό, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν στην Αρχή πληροφορίες σχετικά με τις επενδυτικές συμφωνίες που συνήψαν, κατά την άποψή τους, βάσει του καθεστώτος αυτού.

(25)

Όσον αφορά την εφαρμογή του καθεστώτος μετά την εξέταση των επενδυτικών συμφωνιών, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο η εφαρμογή του καθεστώτος ήταν σύμφωνη με το καθεστώς όπως εγκρίθηκε. Ανέφερε ότι είχε αμφιβολίες για το αν οι διατάξεις και οι μηχανισμοί του καθεστώτος ήταν επαρκώς σαφείς για να διασφαλιστεί ότι η ενίσχυση είναι περιορισμένη και αναλογική, ώστε να είναι βέβαιο ότι πληροί τους στόχους των περιφερειακών ενισχύσεων και ότι δεν συνιστά κάποιο είδος λειτουργικής ενίσχυσης (13).

(26)

Επιπλέον, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για κατά πόσο ο συμπληρωματικός κανονισμός συμβιβάζεται με το δίκαιο του ΕΟΧ, εφόσον φαίνεται να προβλέπει την αναδρομική εφαρμογή του καθεστώτος όσον αφορά τον συντελεστή φορολογίας εταιρειών, καθώς και μέγιστη διάρκεια των φορολογικών απαλλαγών που καλύπτει επίσης τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος (14).

(27)

Ως εκ τούτου, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον το καθεστώς, όπως εφαρμόζεται και όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό και από τον νόμο αριθ. 25/2013, θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (15).

(28)

Τέλος, όσον αφορά τις επενδυτικές συμφωνίες, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες αν οι ενισχύσεις βάσει των συμφωνιών αυτών χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του καθεστώτος και για το κατά πόσον η ενίσχυση θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (16).

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ Η ΑΡΧΗ

(29)

Με επιστολή της 8ης Ιουλίου 2013, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση της Αρχής για την κίνηση διαδικασίας. Οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν επίσης αντίγραφα:

α)

Επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ του ισλανδικού κράτους και της Becromal, της 7ης Ιουλίου 2009

β)

Επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ του ισλανδικού κράτους και της Kísilfélagið, της 29ης Μαΐου 2009

γ)

Επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ του ισλανδικού κράτους και της Verne, της 29ης Μαΐου 2009

δ)

Δελτίου τύπου του εθνικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού της Ισλανδίας (Ríkisútvarpið), της 4ης Μαΐου 2012, σχετικά με το καθεστώς του έργου Kísilfélagið.

(30)

Στις 3 Οκτωβρίου 2013, η Αρχή έλαβε παρατηρήσεις της Becromal. Η Becromal υπέβαλε επίσης επιστολή του υπουργού Βιομηχανίας ο οποίος θήτευσε από τις 24 Μαΐου 2007 έως τις 10 Μαΐου 2009, αντίγραφα της αλληλογραφίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με υπαλλήλους του Υπουργείου Βιομηχανίας και επιχειρηματικό σχέδιο του 2007. Επιπλέον, με αίτημα της Becromal, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στις Βρυξέλλες, στις 29 Απριλίου 2014, για την εξέταση της υπόθεσης και των προκαταρκτικών πορισμάτων της Αρχής.

(31)

Η Αρχή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τους άλλους εικαζόμενους δικαιούχους (δηλαδή Verne, Marmeti, Íslenska Kísilfélagið, Endurvinnslan και Thorsil).

5.1.    Παρατηρήσεις των ισλανδικών αρχών

(32)

Οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις για τον συμπληρωματικό κανονισμό και τις μεμονωμένες επενδυτικές συμφωνίες.

(33)

Οι ισλανδικές αρχές εξέφρασαν τη λύπη τους για το γεγονός ότι καμία από τις επενδυτικές συμφωνίες δεν περιείχε αναφορά στην καθαρή παρούσα αξία της χορηγηθείσας ενίσχυσης και ότι μόνο δύο από τις έξι επενδυτικές συμφωνίες (η επενδυτική συμφωνία Becromal και η επενδυτική συμφωνία Verne) ανέφεραν το επενδυτικό κόστος των αντίστοιχων έργων, όπως απαιτείται από το καθεστώς όπως εγκρίθηκε. Οι ισλανδικές αρχές δεσμεύτηκαν να τροποποιήσουν τις συμφωνίες δεόντως και να εισαγάγουν τις σχετικές πληροφορίες.

(34)

Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές έχουν δηλώσει ότι σέβονται την προκαταρκτική άποψη της Αρχής ότι ορισμένες διατάξεις των επενδυτικών συμφωνιών Kísilfélagið, Thorsil και GMR Endurvinnslan, οι οποίες παρέχουν περισσότερα κίνητρα από αυτά που προβλέπει ο νόμος αριθ. 99/2010, καθώς και τη δυνατότητα παράτασης της περιόδου της ενίσχυσης πέραν των πρώτων δέκα ή δεκατριών ετών, δεν είναι σύμφωνες με το καθεστώς όπως εγκρίθηκε. Οι ισλανδικές αρχές έχουν ως εκ τούτου δεσμευθεί να τροποποιήσουν τις επενδυτικές συμφωνίες και να απαλείψουν αυτές τις διατάξεις (βλέπε τμήμα II. 5, κατωτέρω).

5.1.1.   Ο συμπληρωματικός κανονισμός

(35)

Όσον αφορά την αξιολόγηση της Αρχής, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας για τις μη κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις του καθεστώτος, οι οποίες τέθηκαν σε εφαρμογή με τον συμπληρωματικό κανονισμό, οι ισλανδικές αρχές έχουν υποβάλει ορισμένες παρατηρήσεις και έγγραφα.

(36)

Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι η αναφορά σε «ειδική επενδυτική συμφωνία» (που προστέθηκε στα άρθρα 3, 8 και 20 του κανονισμού περί κινήτρων από τον συμπληρωματικό κανονισμό) αφορά μόνο την εκπόνηση ενός επενδυτικού σχεδίου, το οποίο έπρεπε σε κάθε περίπτωση να πληροί τα κριτήρια της δημιουργίας κινήτρων του κανονισμού περί κινήτρων, όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό.

(37)

Η Αρχή είχε δηλώσει στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας ότι η Becromal, η Kísilfélagið και η Verne είχαν υπογράψει κατά τα φαινόμενα συμφωνίες πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος.

(38)

Συναφώς, οι ισλανδικές αρχές διαβεβαίωσαν ότι οι τροποποιήσεις που εισήγαγε στο καθεστώς ο συμπληρωματικός κανονισμός αφορούν μόνο μία ειδική επενδυτική συμφωνία: μία συμφωνία που συνάφθηκε με την Becromal πριν από τη σύναψη της επενδυτικής συμφωνίας Becromal στις 30 Δεκεμβρίου 2010. Οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι αποκλειστικός σκοπός και αποτέλεσμα των τροποποιήσεων ήταν η υλοποίηση του έργου Becromal. Επιπλέον, ανέφεραν ότι καμία άλλη ειδική επενδυτική συμφωνία δεν είχε ούτε επρόκειτο να υπογραφεί, σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός.

(39)

Οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν, συνεπώς, ότι ο συμπληρωματικός κανονισμός δεν έχει καμία επίπτωση στην επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið. Δήλωσαν ότι οι σχετικές διατάξεις της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið διαφέρουν από μια επενδυτική συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Ισλανδίας και της Kísilfélagið στις 29 Μαΐου 2009, η οποία αφορούσε εξαιρέσεις από τις διατάξεις περί συναλλάγματος. Κατά συνέπεια, οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι η προηγούμενη συμφωνία δεν μπορεί να θεωρηθεί «ειδική επενδυτική συμφωνία» κατά την έννοια του συμπληρωματικού κανονισμού. Οι ισλανδικές αρχές πρόσθεσαν ως προς αυτό ότι δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη, κατά τον χρόνο σύνταξης της παρούσας έκθεσης, οι εργασίες για το έργο το οποίο είχε σκοπό να στηρίξει η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið.

(40)

Παρομοίως, οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι ο συμπληρωματικός κανονισμός δεν έχει καμία επίπτωση στην επενδυτική συμφωνία Verne, με το σκεπτικό ότι δεν είχε προηγουμένως υπογραφεί επενδυτική συμφωνία με τη Verne. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, ένα σχέδιο επενδυτικής συμφωνίας μονογραφήθηκε (αλλά δεν υπεγράφη) στις 23 Οκτωβρίου 2009. Ως εκ τούτου, οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε καμία προηγούμενη υπογεγραμμένη επενδυτική συμφωνία με τη Verne που θα μπορούσε να αποτελεί «ειδική επενδυτική συμφωνία» κατά την έννοια του συμπληρωματικού κανονισμού.

5.1.2.   Οι επενδυτικές συμφωνίες

(41)

Στην απόφασή της για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον οι επενδυτικές συμφωνίες Verne και Becromal ήταν σύμφωνες με τις απαιτήσεις του καθεστώτος, εφόσον οι εργασίες για τα δύο έργα είχαν αρχίσει κατά τα φαινόμενα πριν από την έναρξη της ισχύος του καθεστώτος το 2010. Επιπλέον, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο πληρούνταν τα αναγκαία κριτήρια περί δημιουργίας κινήτρου όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið. Εντούτοις, η Αρχή επισήμανε επίσης ότι δεν διέθετε εκείνη τη χρονική στιγμή επαρκή στοιχεία σχετικά με την κατάσταση του εν λόγω έργου.

(42)

Οι ισλανδικές αρχές απάντησαν ότι:

οι κατασκευαστικές εργασίες του έργου Becromal ξεκίνησαν μετά τη σύναψη της επενδυτικής συμφωνίας στις 29 Μαΐου 2009, πριν από τη σύναψη της επενδυτικής συμφωνίας Becromal (στις 30 Δεκεμβρίου 2010),

το έργο Kísilfélagið δεν είχε ξεκινήσει όταν οι ισλανδικές αρχές απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους στην Αρχή. Η συμφωνία που υπεγράφη στις 29 Μαΐου 2009 αφορά την εξαίρεση από νομισματικούς περιορισμούς και δεν έχει καμία επίπτωση στην εφαρμογή του κριτηρίου περί κινήτρου,

επίσης, δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ της επενδυτικής συμφωνίας Verne της 27ης Σεπτεμβρίου 2011 και του σχεδίου συμφωνίας της 23ης Οκτωβρίου 2009, που κοινοποιήθηκε στην Αρχή αλλά αποσύρθηκε στη συνέχεια.

(43)

Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι όλες οι επενδυτικές συμφωνίες, με εξαίρεση την επενδυτική συμφωνία Becromal, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε (και όχι όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό), όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 8 του κανονισμού (σχετικά με την ενίσχυση που αφορά φόρους και τέλη). Για τον σκοπό αυτό, υποστήριξαν ότι οι τροποποιήσεις που εισήγαγε ο συμπληρωματικός κανονισμός, οι οποίες προβλέπουν την εφαρμογή του συντελεστή φορολογίας εταιρειών που εφαρμοζόταν πριν από την έναρξη του καθεστώτος, εγκρίθηκαν με μόνο σκοπό να καλύψουν την ειδική επενδυτική συμφωνία με τη Becromal.

(44)

Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, όλα τα έργα επανεξετάστηκαν από την επιτροπή κινήτρων, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους διοριζόμενους από το Υπουργείο Οικονομικών και το Υπουργείο Βιομηχανίας και Καινοτομίας. Η εν λόγω επιτροπή αξιολόγησε κατά πόσον το κάθε έργο πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας που ορίζονται στον νόμο αριθ. 99/2010 και στον κανονισμό περί κινήτρων. Επιπλέον, σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, ο Οργανισμός Invest in Iceland διενήργησε ανάλυση κόστους-οφέλους για κάθε έργο πριν από τη σύναψη κάθε συμφωνίας (17).

(45)

Οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι, αν και οι επενδυτικές συμφωνίες Kísilfélagið, Thorsil, GMR Endurvinnslan και Marmeti δεν αναφέρονται ρητά στο επενδυτικό κόστος των σχετικών έργων και δεν περιέχουν δήλωση όσον αφορά τη συνολική ένταση ενίσχυσης ή τα ανώτατα όρια ενίσχυσης, υπόκεινται, παρ' όλα αυτά, σε αυστηρές υποχρεώσεις παρακολούθησης, ώστε να διασφαλιστεί η ορθή χρήση των κινήτρων που προβλέπονται στις συμφωνίες. Οι συμφωνίες προβλέπουν επίσης ότι «Εάν διαπιστωθεί ότι τα κίνητρα που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία έχουν υπερβεί τα επίπεδα που επιτρέπονται από τον νόμο αριθ. 99/2010 ή τη συμφωνία, θα ζητηθεί από την εταιρεία να επιστρέψει το επιπλέον ποσό και η περαιτέρω χορήγηση κινήτρων θα διακοπεί» (18). Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει αυτών των συμφωνιών δεν θα μπορούσε ποτέ να υπερβεί το επιτρεπόμενο από το καθεστώς όριο.

(46)

Όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Becromal, οι ισλανδικές αρχές θεωρούν ότι η Becromal δεν έλαβε καμία δεσμευτική απόφαση σχετικά με τη συγκεκριμένη επένδυση πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος. Επιπλέον, η Becromal δεν έχει μέχρι στιγμής λάβει καμία απόφαση όσον αφορά την επένδυση σε […]. Εάν η Becromal αποφάσιζε να πραγματοποιήσει την επένδυσή της στην […], βάσει ανεξάρτητης αξιολόγησης και χωριστής απόφασης από την εταιρεία, οι ισλανδικές αρχές θεωρούν ότι η επένδυση αυτή θα ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων, εφόσον πληρούνται όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις.

(47)

Όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Verne, οι ισλανδικές αρχές εξέφρασαν την άποψη ότι η Verne είχε κίνητρο να εντάξει στο καθεστώς το έργο που αναφέρεται σε αυτήν, δεδομένου ότι αποφάσισε να αποσυρθεί από το αρχικό έργο της κατασκευής κέντρου δεδομένων και να διακόψει κάθε κατασκευή στο εργοτάξιο λόγω της οικονομικής κρίσης.

(48)

Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι η επενδυτική συμφωνία Verne αφορά ένα νέο έργο, ανεξάρτητο από το αρχικό έργο (το οποίο κατέστη απολύτως ανεπίκαιρο από τον Δεκέμβριο του 2009). Υποστηρίζουν ότι αυτή η νέα συμφωνία έχει διαφορετικά συμβατικά χαρακτηριστικά:

α)

τα μέρη είναι διαφορετικά·

β)

υπήρξε εισφορά νέων κεφαλαίων στη νέα οντότητα που συστάθηκε για να επωφεληθεί από το καθεστώς·

γ)

το δυνητικό επίπεδο επένδυσης είναι χαμηλότερο·

δ)

αφορά τη νέα επέκταση του χώρου και της υποδομής του κέντρου δεδομένων·

ε)

τα συμβαλλόμενα μέρη δεν απαλλάσσονται από νομικές υποχρεώσεις όπως οι περιορισμοί στους ελέγχους κεφαλαίων, οι βιομηχανικές επιβαρύνσεις, τα τέλη οδικών συνδέσεων κ.λπ., και

στ)

επιβάλλει πρόσθετες υποχρεώσεις όσον αφορά τη μεταβίβαση μετοχών.

(49)

Οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ακόμη ότι το πεδίο της επενδυτικής συμφωνίας Verne είναι πιο περιορισμένο από τις 27 Σεπτεμβρίου 2011 σε σχέση με τη συμφωνία του 2009, όσον αφορά τα οφέλη από τις κρατικές ενισχύσεις που παρέχει. Ενδεικτικά, ο συντελεστής του καταβλητέου φόρου εισοδήματος καθορίζεται σε ποσοστό 20 % αντί του 15 % που προέβλεπε η συμφωνία του 2009. Επιπλέον, η διάρκειά της είναι 13 (και όχι 20) έτη και επεκτείνονται οι εποπτικές εξουσίες των ισλανδικών αρχών.

(50)

Οι ισλανδικές αρχές έχουν την άποψη ότι η επενδυτική συμφωνία Verne είναι απολύτως σύμφωνη με τους όρους του καθεστώτος.

5.1.3.   Οι κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις

(51)

Όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις του καθεστώτος μετά την έκδοση του νόμου αριθ. 25/2013, οι ισλανδικές αρχές πιστεύουν ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτές αποτελούν μέρος του καθεστώτος έως ότου εγκριθούν από την Αρχή. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Αρχή δεν ενέκρινε τις τροποποιήσεις που κοινοποιήθηκαν πριν από τη λήξη του καθεστώτος στο σύνολό τους, αυτές δεν τέθηκαν σε ισχύ.

5.1.4.   Προτεινόμενα μέτρα

(52)

Όσον αφορά τον συμπληρωματικό κανονισμό, οι ισλανδικές αρχές εξέφρασαν την προθυμία τους να τον ανακαλέσουν και να τον ακυρώσουν με άμεση ισχύ.

(53)

Οι ισλανδικές αρχές έχουν προτείνει τα ακόλουθα:

α)

Τα αριθμητικά στοιχεία των υπολογισμών στην ανάλυση κόστους/ωφέλειας, που πραγματοποίησε ο οργανισμός Invest in Iceland θα εισαχθούν στις επενδυτικές συμφωνίες, καθώς και σε όλες τις μελλοντικές συμφωνίες.

β)

Οι επενδυτικές συμφωνίες, καθώς και τυχόν μελλοντικές συμφωνίες, θα τροποποιηθούν, ώστε να περιέχουν αναφορά στο συνολικό ανώτατο όριο των επιλέξιμων επενδυτικών δαπανών.

γ)

Θα απαλειφθεί η διάταξη στις επενδυτικές συμφωνίες Kísilfélagið, Verne, GMR Endurvinnslan και Marmeti, ότι οι δικαιούχοι έχουν, «σε περίπτωση τροποποιήσεων του νόμου αριθ. 99/2010, οι οποίες κατά την εταιρεία παρέχουν πρόσθετα κίνητρα από αυτά που ορίζει ήδη η πράξη», το δικαίωμα να ζητήσουν την τροποποίηση των επενδυτικών συμφωνιών τους και να τους παρασχεθούν «νέα κίνητρα που θα αρχίζουν να ισχύουν από την ημερομηνία υπογραφής της τροποποιημένης συμφωνίας».

δ)

Η ρήτρα που προστέθηκε στις επενδυτικές συμφωνίες Becromal και Thorsil η οποία επιτρέπει τη δυνατότητα παράτασης της περιόδου ενίσχυσης πέραν της προβλεπόμενης για το καθεστώς μέγιστης διάρκειας, θα απαλειφθεί.

5.2.    Παρατηρήσεις της Becromal

(54)

Η Becromal υποστήριξε ότι η επενδυτική συμφωνία της είναι σύμφωνη με τις αρχές περί της συμβατότητας των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθώς και με τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής σχετικά με τα κριτήρια για την αναλυτική αξιολόγηση περιφερειακών ενισχύσεων προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια («κατευθυντήριες γραμμές ΜΕΣ») (19). Επιπλέον, υποστηρίζει ότι τα επενδυτικά κίνητρα που δόθηκαν στη Becromal συνάδουν με τα προβλεπόμενα στο καθεστώς κίνητρα.

(55)

Ειδικότερα, η Becromal ανέφερε ότι τα μέτρα ενισχύσεων έχουν θετικές επιπτώσεις: αύξηση της οικονομικής μεγέθυνσης, δημιουργία θέσεων απασχόλησης (άμεσων και έμμεσων θέσεων απασχόλησης), αύξηση των αναγκών κατάρτισης για την απόκτηση ειδικών δεξιοτήτων και δημιουργία συστάδων επιχειρήσεων.

(56)

Επίσης, η Becromal θεωρεί ότι η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης ήταν το κατάλληλο μέσο για τη δημιουργία σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος στην Ισλανδία και την προώθηση ξένων επενδύσεων.

(57)

Όσον αφορά την έννοια της δημιουργίας κινήτρων, η Becromal διαφωνεί με την αναφορά της Αρχής στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας στην απόφαση Kronoply, βάσει της οποίας η Αρχή υποστήριξε ότι μπορεί να στηρίξει την αξιολόγησή της για τον χαρακτήρα κινήτρου με αναφορά σε στοιχείο χρονικής φύσεως (20). Η παρούσα υπόθεση, ισχυρίζεται, αφορούσε την ερμηνεία των προηγούμενων κατευθυντήριων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις του 1998 και έκτοτε, η εξέταση υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων άλλαξε με την εισαγωγή πιο εμπεριστατωμένης οικονομικής ανάλυσης (21). Ως εκ τούτου, κατά την αξιολόγηση του χαρακτήρα κινήτρου της ενίσχυσης, η Αρχή πρέπει επίσης να αξιολογήσει τον οικονομικό χαρακτήρα της ενίσχυσης (δηλαδή εάν έχει συμβάλει στη μεταβολή της συμπεριφοράς του δικαιούχου της ενίσχυσης) (22).

(58)

Επιπλέον, η Becromal υποστηρίζει ότι η αγορά γης ή/και η οικοδόμηση μιας μονάδας δεν σηματοδοτεί κατ' ανάγκη την έναρξη της υλοποίησης μιας επενδυτικής απόφασης, εφόσον μια τέτοια επένδυση μπορεί εύκολα να πωληθεί ανά πάσα στιγμή. Αντίθετα, η παραγγελία εξοπλισμού ειδικά σχεδιασμένου για μία μονάδα συγκεκριμένου τύπου συνιστά την «έναρξη εργασιών» κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΚΓΠΕ). Κατά την Becromal, οι εργασίες κατασκευής της μονάδας άρχισαν το 2008, μετά την υποβολή επίσημης προσφοράς από τις ισλανδικές αρχές για τη σύναψη επενδυτικής συμφωνίας. Ωστόσο, κατά την άποψη της Becromal, η παραγγελία του εξειδικευμένου εξοπλισμού δεν έγινε πριν το 2009, όταν οι διαπραγματεύσεις για την προκαταρκτική επενδυτική συμφωνία είχαν ήδη αρχίσει.

(59)

Εξάλλου, έχει ήδη πραγματοποιηθεί επένδυση ύψους περίπου 76 εκατ. ευρώ κατά το πρώτο στάδιο του έργου Becromal (23) […].

(60)

Η Becromal υπέβαλε επίσης επιστολή της 20ής Σεπτεμβρίου 2013, του πρώην υπουργού Βιομηχανίας, στην οποία ο εν λόγω υπουργός επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση συμφώνησε να συνάψει επενδυτική συμφωνία με την εταιρεία το 2007 και ότι οι εργασίες σχετικά με τη συμφωνία είχαν αρχίσει το 2008. Ενώ συντασσόταν μια επενδυτική συμφωνία, αποφασίστηκε, ως προσωρινό μέτρο μέχρι να οριστικοποιηθεί η πλήρης συμφωνία, η υπογραφή μιας απλούστερης επενδυτικής συμφωνίας με τη Becromal που θα παρείχε στην επιχείρηση απαλλαγές από τους ελέγχους κεφαλαίων.

(61)

Σύμφωνα με την Becromal, το αίτημά της να συναφθεί πλήρης επενδυτική συμφωνία το 2009 απορρίφθηκε. Κατά την άποψή της, οι ισλανδικές αρχές αρνήθηκαν να συνάψουν επενδυτική συμφωνία με την εταιρεία μέχρι τη θέσπιση καθεστώτος παροχής επενδυτικών κινήτρων. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Becromal, προκαταρκτική επενδυτική συμφωνία υπεγράφη το 2009, με σκοπό να παρασχεθεί στη Becromal απαλλαγή από τους ελέγχους κεφαλαίων. Η πλήρης επενδυτική συμφωνία υπεγράφη μόλις το 2010, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός καθεστώτος επενδυτικών κινήτρων και της οικονομικής κρίσης.

(62)

Επιπλέον, η Becromal ισχυρίστηκε ότι δεν έχει αποκομίσει ακόμη τα πλήρη οφέλη από τα κίνητρα που παρέχει η συμφωνία. Σύμφωνα με τα υποβληθέντα στοιχεία, οι ισλανδικές αρχές δεν έχουν χορηγήσει ενισχύσεις κατάρτισης μέχρι στιγμής, ενώ η εισπραχθείσα μέχρι σήμερα ενίσχυση στο πλαίσιο των επενδυτικών συμφωνιών Becromal ανέρχεται σε:

Μείωση κατά 20 % των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης

[…] ευρώ

Απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης

[…] ευρώ

Μείωση τελών χαρτοσήμου

[…] ευρώ

Σύνολο

[…] ευρώ

(63)

Η Becromal υποστήριξε ακόμη ότι τα μέτρα ενίσχυσης δεν επηρεάζουν τις συναλλαγές εντός του ΕΟΧ, καθώς η αγορά αλουμινόχαρτου που χρησιμοποιείται σε ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου είναι παγκόσμια και οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές είναι εταιρείες από […].

II.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

(64)

Με βάση τις πληροφορίες που έλαβε κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Αρχή θεωρεί σκόπιμο να περιορίσει το πεδίο της αξιολόγησής της.

1.1.    Λήξη του καθεστώτος

(65)

Το καθεστώς ενισχύσεων, όπως εγκρίθηκε με την απόφαση αριθ. 390/10/COL, έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2013.

(66)

Οι κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις του καθεστώτος (που ορίζονται στον νόμο αριθ. 25/2013) δεν τέθηκαν σε ισχύ, διότι δεν είχαν εγκριθεί από την Αρχή πριν από τη λήξη του ίδιου του καθεστώτος. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι οι κοινοποιηθείσες τροποποιήσεις δεν ωφέλησαν καμία από τις εταιρείες που είχαν ήδη υπογράψει επενδυτική συμφωνία με τις ισλανδικές αρχές.

(67)

Η λήξη του καθεστώτος συνεπάγεται ότι δεν θα συναφθεί καμία άλλη επενδυτική συμφωνία βάσει αυτού του καθεστώτος.

(68)

Συνεπώς, η Αρχή θεωρεί ότι δεν είναι πλέον αναγκαία η επίσημη έρευνα για το καθεστώς, η οποία κινήθηκε βάσει του άρθρου 1 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η Αρχή περατώνει την έρευνα όσον αφορά το καθεστώς καθαυτό, με εξαίρεση τις τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός.

(69)

Όσον αφορά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός (σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου περί δημιουργίας κινήτρου βάσει του καθεστώτος, τον εφαρμοστέο ανώτατο συντελεστή εταιρικού φόρου και την ημερομηνία για τον υπολογισμό της μέγιστης διάρκειας των φορολογικών απαλλαγών που επιτρέπονται βάσει του καθεστώτος), η Αρχή θα αξιολογήσει i) κατά πόσον οι τροποποιήσεις αυτές συνιστούν κρατική ενίσχυση, και εάν όντως αυτό συμβαίνει, ii) τον χαρακτήρα ενίσχυσης των μέτρων.

1.2.    Η επενδυτική συμφωνία Μarmeti

(70)

Η επενδυτική συμφωνία Μarmeti αφορούσε την κατασκευή και λειτουργία μονάδας μεταποίησης ιχθύων στο Sandgerði. Οι εργασίες της Μarmeti αφορούσαν την αλάτιση και την ξήρανση θαλασσινών. Η Μarmeti ιδρύθηκε το 2012 και άρχισε να λειτουργεί τον Φεβρουάριο του 2013. Η εταιρεία λειτούργησε επί 8 μήνες και στις 18 Φεβρουαρίου 2014 η Μarmeti κηρύχθηκε σε πτώχευση.

(71)

Για να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων των άρθρων 61 έως 63 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, οι κρατικές ενισχύσεις πρέπει να χορηγούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Το άρθρο 8 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ορίζει τα ακόλουθα:

«Εκτός εάν άλλως ορίζεται, οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας εφαρμόζονται μόνο:

α)

στα προϊόντα που υπάγονται στα κεφάλαια 25 μέχρι 97 του εναρμονισμένου συστήματος περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων, εκτός από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο πρωτόκολλο 2·

β)

στα προϊόντα που αναφέρονται στο πρωτόκολλο 3, με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω πρωτόκολλο».

(72)

Το άρθρο 8 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ περιορίζει, συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας για τον ΕΟΧ στα ανωτέρω προϊόντα, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Τα ψάρια και τα προϊόντα αλιείας, στο μέτρο που δεν υπάγονται στα κεφάλαια 25 έως 97 του εναρμονισμένου συστήματος περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων (ΕΣ) ή αναφέρονται στο πρωτόκολλο 3, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Μολονότι το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 9 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ορίζει ότι οι ενισχύσεις «[…] που χορηγούνται από κρατικούς πόρους στον τομέα της αλιείας και που νοθεύουν τον ανταγωνισμό πρέπει να καταργηθούν», η αρμοδιότητα για την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας εναπόκειται στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (24).

(73)

Κατά την άποψη της Αρχής, τα προϊόντα που παράγει η Marmeti υπάγονται στα κεφάλαια 03, 05, 15, 16 και 23 του εναρμονισμένου συστήματος περιγραφής και κωδικοποίησης των εμπορευμάτων (ΕΣ) και, ως εκ τούτου, δεν εντάσσονται στα προϊόντα που καλύπτει η συμφωνία για τον ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, η Αρχή δεν έχει αρμοδιότητα να αξιολογήσει ενδεχόμενη ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο της επενδυτικής συμφωνίας Μarmeti.

(74)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή περατώνει την έρευνά της για την επενδυτική συμφωνία Μarmeti.

1.3.    Συμπέρασμα

(75)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή θα περιοριστεί στην αξιολόγηση των τροποποιήσεων του καθεστώτος που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός και στην επίπτωση που είχαν οι τροποποιήσεις αυτές στις επενδυτικές συμφωνίες που υπεγράφησαν με τη Becromal, την Kísilfélagið, τη Verne, την Thorsil και την GMR Endurvinnslan («πέντε επενδυτικές συμφωνίες»).

2.   ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.    Κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

(76)

Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ορίζει τα ακόλουθα:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως».

(77)

Στη συνέχεια, η Αρχή θα εκτιμήσει κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ για i) το καθεστώς όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό και ii) για τις πέντε επενδυτικές συμφωνίες.

2.2.    Παρουσία κρατικών πόρων

(78)

Για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, πρέπει να παρέχεται πλεονέκτημα από το κράτος ή με κρατικούς πόρους. Για τους σκοπούς των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ο όρος «κράτος» καλύπτει επίσης τους φορείς περιφερειακής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης (25). Η απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με ανάλωση κρατικών πόρων υπό μορφή δημοσιονομικών δαπανών και η κρατική ενίσχυση μπορεί να χορηγείται τόσο μέσω φορολογικών διατάξεων νομοθετικού, κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα, όσο και με πρακτικές της φορολογικής αρχής (26). Μια μείωση της φορολογικής βάσης ή ολική ή μερική μείωση του ποσού του φόρου, των τελών ή επιβαρύνσεων συνεπάγεται απώλεια εσόδων και, ως εκ τούτου, ισοδυναμεί με ανάλωση κρατικών πόρων υπό τη μορφή φορολογικών δαπανών.

2.2.1.   Το καθεστώς όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό

(79)

Η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην απόφαση αριθ. 390/10/COL, ότι το εν λόγω καθεστώς συνιστούσε μεταφορά κρατικών πόρων. Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός δεν μεταβάλλουν το συμπέρασμα αυτό.

2.2.2.   Οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες

(80)

Ειδικότερα, οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες προέβλεπαν τις ακόλουθες παρεκκλίσεις από φόρους και τέλη:

α)

Ο ανώτατος πληρωτέος φορολογικός συντελεστής εισοδήματος εταιρειών για την εταιρεία που επενδύει στο σχετικό έργο καθορίστηκε στο ποσοστό που ισχύει κατά τη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας μεταξύ της εταιρείας και του Υπουργείου Βιομηχανίας.

β)

Εγκρίθηκαν παρεκκλίσεις από τους κανόνες περί απόσβεσης:

i)

Αποσβέσεις περιουσιακών στοιχείων χωρίς υπολειμματική αξία, αντί του 10 % που ορίζει ο νόμος για τον φόρο εισοδήματος που προβλέπεται στον νόμο αριθ. 90/2003, και

ii)

Ο δικαιούχος μπορεί επίσης, κατά το έτος που τίθενται σε λειτουργία τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, να επιλέξει να αποσβέσει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία με αναλογικό συντελεστή της ετήσιας απόσβεσης, αντί της απόσβεσης ενός πλήρους έτους, όπως απαιτείται από το άρθρο 34 του νόμου αριθ. 90/2003.

γ)

Έχουν χορηγηθεί απαλλαγές από τις βιομηχανικές επιβαρύνσεις που ορίζονται στον νόμο αριθ. 134/1992 και από τις επιβαρύνσεις της αγοράς που ορίζονται στον νόμο αριθ. 160/2002.

δ)

Ο φόρος χαρτοσήμου στα έγγραφα σε σχέση με την επένδυση καθορίστηκε στο 0,15 % αντί του υποχρεωτικού τέλους χαρτοσήμου που προβλέπεται από τον νόμο αριθ. 36/1978.

ε)

Έχουν χορηγηθεί απαλλαγές από το τέλος ελέγχου ασφαλείας των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων που ορίζονται στα άρθρα 14(1)(1), 14 (1)(4) και 14(1)(5) του νόμου αριθ. 146/1996.

στ)

Ο συντελεστής του δημοτικού φόρου ακίνητης περιουσίας καθορίστηκε σε 30 %, σε επίπεδο κατώτερο από το ανώτατο ποσοστό που προβλέπεται στο κεφάλαιο II του νόμου αριθ. 4/1995.

ζ)

Η γενική εισφορά κοινωνικής ασφάλισης ορίστηκε στο 20 %, χαμηλότερα από το ποσοστό που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου αριθ. 113/1990.

η)

Έχουν χορηγηθεί απαλλαγές από τελωνειακούς δασμούς δυνάμει του νόμου αριθ. 88/2005 και από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης δυνάμει του νόμου αριθ. 97/1987.

(81)

Εξάλλου, το προοίμιο της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið αναφέρεται σε συμφωνία μεταξύ της Kísilfélagið, του δήμου Reykjanesbær και της Harbour Fund Company περί αδειών εκμετάλλευσης και τελών όσον αφορά το έργο, συμπεριλαμβανομένων των αρχών σχετικά με τη φορολόγηση ακινήτων και τη μίσθωση γης (27). Η μίσθωση γης ή ακινήτου σε τιμή χαμηλότερη από την αγοραία τιμή συνεπάγεται απώλεια εσόδων και, ως εκ τούτου, συνιστά μεταφορά κρατικών πόρων.

(82)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανή η εμπλοκή κρατικών πόρων στις πέντε επενδυτικές συμφωνίες.

2.3.    Ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής

2.3.1.   Το καθεστώς όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό

(83)

Στην απόφαση αριθ. 390/10/COL, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω καθεστώς είναι επιλεκτικό, εφόσον μόνον οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις σε συγκεκριμένες περιοχές της Ισλανδίας για ενίσχυση βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ μπορούν να λάβουν ενίσχυση βάσει του καθεστώτος. Ομοίως, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς θα επέτρεπε στους δικαιούχους να απαλλαγούν από μέρος του κόστους με το οποίο κανονικά θα επιβαρύνονταν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Οι δαπάνες αυτές περιλάμβαναν την πληρωμή του ισχύοντος φορολογικού συντελεστή εισοδήματος εταιρειών σε κάθε δεδομένη στιγμή, του πάγιου δημοτικού φόρου ακίνητης περιουσίας και της επιβάρυνσης κοινωνικής ασφάλισης γενικής εφαρμογής.

(84)

Η Αρχή αποδέχεται το επιχείρημα των ισλανδικών αρχών ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο καθεστώς με τον συμπληρωματικό κανονισμό επεκτείνουν τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος στην Becromal. Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός, συνεπώς, συνιστούν επιλεκτικό μέτρο, εφόσον αφορούν μία συγκεκριμένη επιχείρηση.

(85)

Η Αρχή, συνεπώς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο συμπληρωματικός κανονισμός ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

2.3.2.   Οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες

(86)

Παρομοίως, οι δικαιούχοι των πέντε επενδυτικών συμφωνιών είναι μεμονωμένες εταιρείες και ως εκ τούτου τα μέτρα είναι επιλεκτικά.

(87)

Η έννοια της ενίσχυσης είναι ευρύτερη από αυτήν της επιδότησης, διότι περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, όπως οι καθαυτό επιδοτήσεις, αλλά και κρατικά μέτρα τα οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (28). Κατά πάγια νομολογία, ένα μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με άλλους φορολογουμένους, συνιστά ενίσχυση που χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους (29).

(88)

Οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες έδωσαν στους δικαιούχους τη δυνατότητα να απαλλαγούν από μέρος του κόστους με το οποίο κανονικά θα επιβαρύνονταν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, όπως η πληρωμή του ισχύοντος φορολογικού συντελεστή εισοδήματος εταιρειών σε κάθε δεδομένη στιγμή, του πάγιου δημοτικού φόρου ακίνητης περιουσίας και της επιβάρυνσης κοινωνικής ασφάλισης γενικής εφαρμογής.

(89)

Επομένως, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις και ορισμένους κλάδους παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

2.4.    Νόθευση του ανταγωνισμού και επίπτωση στις συναλλαγές μεταξύ συμβαλλόμενων μερών

(90)

Κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης απαιτείται να εξεταστεί μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και νοθεύουν όντως τον ανταγωνισμό (30).

(91)

Εξάλλου, όταν η χορηγούμενη ενίσχυση από ένα κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης έναντι άλλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο των συναλλαγών εντός του ΕΟΧ, πρέπει να θεωρείται ότι η εν λόγω ενίσχυση επηρεάζει τις συναλλαγές (31).

2.4.1.   Το καθεστώς όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό

(92)

Στην απόφασή της αριθ. 390/10/COL, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς ενίσχυσε την ανταγωνιστική θέση των ενισχυόμενων επιχειρήσεων στις επιλέξιμες περιοχές, σε σύγκριση με τους πραγματικούς ή δυνητικούς ανταγωνιστές τους στον ΕΟΧ. Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός δεν μεταβάλλουν το συμπέρασμα αυτό.

2.4.2.   Οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες

(93)

Η επενδυτική συμφωνία Becromal ενισχύει την ανταγωνιστική θέση της Becromal έναντι άλλων παραγωγών αλουμινόχαρτου για ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου. Όπως έχει επιβεβαιώσει η Becromal, η αγορά αλουμινόχαρτου που χρησιμοποιείται σε ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου είναι παγκόσμια και μεταξύ των πελατών της Becromal είναι εταιρείες στην […] και […]. Συνεπώς, το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές της Becromal είναι εταιρείες από […] δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιπτώσεις στις συναλλαγές στο εσωτερικό του ΕΟΧ.

(94)

Η επενδυτική συμφωνία Verne ενισχύει την ανταγωνιστική θέση της Verne έναντι άλλων κέντρων δεδομένων που είναι εγκατεστημένα στην Ισλανδία. Επιπλέον, η Verne διατηρεί σε λειτουργία ένα παγκόσμιο κέντρο δεδομένων χονδρικής που παρέχει υπηρεσίες σε πελάτες εντός του ΕΟΧ και στην παγκόσμια αγορά.

(95)

Η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið ενισχύει την ανταγωνιστική θέση της Kísilfélagið έναντι άλλων παραγωγών πυριτίου μεταλλουργικής ποιότητας και σκόνης χαλαζία. Η αγορά πυριτίου μεταλλουργικής ποιότητας και σκόνης χαλαζία είναι παγκόσμια.

(96)

Η επενδυτική συμφωνία Thorsil ενισχύει την ανταγωνιστική θέση της Thorsil έναντι άλλων παραγωγών πυριτιούχου μετάλλου. Όπως επισημαίνεται στο προοίμιο της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil, το έργο είχε, μεταξύ άλλων, αρχίσει να ανταποκρίνεται στην αυξημένη ζήτηση πυριτιούχου μετάλλου στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.

(97)

Η επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan ενισχύει την ανταγωνιστική θέση της GMR Endurvinnslan έναντι άλλων εταιρειών ανακύκλωσης χάλυβα και των παραγωγών χάλυβα. Η εταιρεία προτίθεται να εξαγάγει το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων της σε αγοραστές στον κατασκευαστικό κλάδο (32).

(98)

Κατά συνέπεια, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες ενισχύουν την ανταγωνιστική θέση των ενισχυόμενων επιχειρήσεων στις επιλέξιμες περιοχές έναντι των πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών τους στον ΕΟΧ.

2.5.    Συμπέρασμα

(99)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός και οι πέντε επενδυτικές συμφωνίες συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

3.   ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ — ΕΝΑ ΝΕΟ ΜΕΤΡΟ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

3.1.    Ουσιαστική μεταβολή του καθεστώτος

(100)

Στην απόφασή της για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον οι ενισχύσεις στο πλαίσιο των επενδυτικών συμφωνιών είχαν χορηγηθεί εντός του πεδίου εφαρμογής του καθεστώτος, εφόσον οι συμφωνίες είχαν, εκ πρώτης όψεως, επηρεαστεί από τις τροποποιήσεις του καθεστώτος τις οποίες επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός.

(101)

Βάσει του άρθρου 1 στοιχείο γ) του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 «οι μεταβολές σε υφιστάμενη ενίσχυση» πρέπει να θεωρούνται νέα ενίσχυση. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1 της απόφασης της Αρχής αριθ. 195/04/COL για τις διατάξεις εφαρμογής βάσει του άρθρου 27 του μέρος II του πρωτοκόλλου 3, (η «εκτελεστική απόφαση»), «[…] με τον όρο» μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης «νοείται κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, που δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου ενίσχυσης με την κοινή αγορά». Ως εκ τούτου, οι μεταβολές που δεν αφορούν την ουσία της ενίσχυσης δεν επηρεάζουν τον τρόπο χαρακτηρισμού του μέτρου.

(102)

Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός επιτρέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων σε έργα των οποίων οι εργασίες έχουν αρχίσει πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης, και μάλιστα πριν ακόμη αρχίσει να ισχύει το καθεστώς.

(103)

Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός μεταβάλλουν τα βασικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος. Ειδικότερα, έχει απαλειφθεί η απαίτηση να έχει το καθεστώς χαρακτήρα κινήτρου. Η απαίτηση αυτή αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της αξιολόγησης του συμβιβάσιμου των μέτρων ενίσχυσης που χορηγούνται βάσει του καθεστώτος που είχε αρχικά εγκριθεί (όπως περιγράφεται στην απόφαση αριθ. 390/10/COL).

(104)

Συνεπώς, η Αρχή θεωρεί ότι οι τροποποιήσεις του καθεστώτος από τον συμπληρωματικό κανονισμό συνιστούν ουσιώδη τροποποίηση του καθεστώτος όπως αυτό είχε εγκριθεί.

(105)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει του άρθρου 1 στοιχείο γ) του μέρους II του πρωτοκόλλου 3, οι μεταβολές σε υφιστάμενη ενίσχυση πρέπει να θεωρούνται νέα ενίσχυση, τίθεται το ερώτημα αν αυτό που πρέπει να χαρακτηριστεί ως νέα ενίσχυση είναι η τροποποιηθείσα υφιστάμενη ενίσχυση ή οι τροποποιήσεις αυτές καθαυτές. Στην απόφασή του στην υπόθεση Γιβραλτάρ, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι:

«[…] Μόνο στην περίπτωση που η τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού καθεστώτος μεταβάλλεται το καθεστώς αυτό σε νέο καθεστώς ενισχύσεων. Όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια ουσιώδη τροποποίηση όταν το νέο στοιχείο μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από το αρχικό καθεστώς» (33).

(106)

Κατά συνέπεια, η Αρχή πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσον οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός αποτελούν στοιχεία που μπορούν να αποσπαστούν από το αρχικό καθεστώς. Σε αυτή την περίπτωση, οι τροποποιήσεις καθαυτές συνιστούν νέα ενίσχυση και πρέπει, ως εκ τούτου να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις περιφερειακές ενισχύσεις για την περίοδο 2007-2013 («ΚΓΠΕ του 2007») (34).

3.2.    Οι τροποποιήσεις μπορούν να αποσπαστούν από το καθεστώς

(107)

Κατά πάγια νομολογία, μια μεταβολή υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων που το επεκτείνει σε νέα κατηγορία δικαιούχων διαχωρίζεται σαφώς από το αρχικό καθεστώς, εφόσον η εφαρμογή του υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων στη νέα κατηγορία δικαιούχων δεν επηρεάζει την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του αρχικού καθεστώτος (35).

(108)

Η τροποποιημένη διατύπωση του άρθρου 3 στοιχείο γ) του κανονισμού περί κινήτρων ορίζει ότι οι ενισχύσεις μπορούν να χορηγούνται επίσης για ένα έργο που ξεκίνησε μετά από τη σύναψη ειδικής επενδυτικής συμφωνίας και πριν από την έναρξη της ισχύος του συμπληρωματικού κανονισμού. Η εν λόγω τροποποίηση διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος πέραν αυτού που είχε εγκριθεί με την απόφαση της Αρχής αριθ. 390/10/COL, από την άποψη ότι επιτρέπει τη χορήγηση ενίσχυσης για έργα των οποίων οι εργασίες είχαν αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος και τα οποία, επομένως, δεν θα πληρούσαν το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου που προέβλεπε το καθεστώς όπως είχε εγκριθεί. Ως εκ τούτου, ο συμπληρωματικός κανονισμός άνοιξε το καθεστώς σε μια νέα κατηγορία δικαιούχων. Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός στα άρθρα 8 και 20 του κανονισμού περί κινήτρων, δηλαδή τη μείωση του επιτοκίου αναφοράς για τον φόρο εισοδήματος εταιρειών και την επέκταση της μέγιστης διάρκειας των φορολογικών απαλλαγών, έχουν εισαχθεί με αποκλειστικό σκοπό να ωφεληθεί αυτή η νέα κατηγορία δικαιούχων. Αυτοί οι νέοι δικαιούχοι μπορούν επομένως να λάβουν μεγαλύτερη ενίσχυση από αυτήν που προβλεπόταν βάσει του καθεστώτος που είχε εγκριθεί. Ως εκ τούτου, οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο καθεστώς είναι ουσιαστικά αλληλένδετες. Οι εν λόγω τροποποιήσεις, ωστόσο, δεν επηρεάζουν το συμβιβάσιμο των μεμονωμένων μέτρων τα οποία καλύπτονται ήδη από το καθεστώς όπως εγκρίθηκε.

(109)

Ως εκ τούτου, η Αρχή θεωρεί ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός συνιστούν τροποποίηση που μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από το αρχικό καθεστώς. Κατά συνέπεια, η Αρχή έχει την άποψη ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις του καθεστώτος συνιστούν νέο μέτρο ενίσχυσης. Επομένως, κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του συμπληρωματικού κανονισμού θα θεωρηθεί επίσης νέα ενίσχυση.

3.3.    Συμβιβάσιμο των νέων μέτρων ενίσχυσης

(110)

Η Αρχή, συνεπώς, θα αξιολογήσει το συμβιβάσιμο των τροποποιήσεων που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός στο καθεστώς.

(111)

Στην απόφασή της αριθ. 390/10/COL για την έγκριση του καθεστώτος, η Αρχή ανέφερε ότι:

«Το καθεστώς αποκλείει τη χορήγηση ενισχύσεως για έργα που έχουν αρχίσει πριν από τη σύναψη συμφωνίας με τις ισλανδικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 21 του νόμου περί παροχής κινήτρων» (36).

(112)

Επιπλέον, στην εν λόγω απόφαση, η Αρχή σχολίασε τους ισχυρισμούς των ισλανδικών αρχών σχετικά με τον χαρακτήρα κινήτρου του καθεστώτος, ως εξής:

«Επιπλέον, δεν θα χορηγηθεί καμία ενίσχυση στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων για έργα των οποίων η εκτέλεση έχει αρχίσει πριν από την υπογραφή συμφωνίας σχετικά με τη χορήγηση ενίσχυσης μεταξύ του κράτους και των δικαιούχων. Οι ισλανδικές αρχές έχουν επιβεβαιώσει ότι το καθεστώς αποκλείει τη χορήγηση ενίσχυσης για έργα που έχουν αρχίσει πριν από τη δημοσίευση του τελικού κειμένου του καθεστώτος σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 93 τελευταία περίοδος των κατευθυντήριων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις» (37).

(113)

Οι απαιτήσεις και η μέθοδος για την επαλήθευση της ύπαρξης χαρακτήρα κινήτρου της ενίσχυσης, όπως περιγράφονται από τις ΚΓΠΕ του 2007, ήταν προϋπόθεση για την έγκριση του καθεστώτος από την Αρχή. Ωστόσο, η προσθήκη από τον συμπληρωματικό κανονισμό του νέου κειμένου «ή σύμφωνα με ειδική επενδυτική συμφωνία πριν από την έναρξη ισχύος της πράξης» στο άρθρο 3 του κανονισμού περί κινήτρων επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων σε έργα τα οποία ξεκίνησαν πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος.

(114)

Επιπλέον, η τροποποίηση την οποία επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός στο άρθρο 8 του κανονισμού περί κινήτρων τροποποιεί το επιτόκιο αναφοράς για τον φόρο εισοδήματος εταιρειών που μπορεί να είναι εγγυημένο για ένα δικαιούχο ως ανώτατος φορολογικός συντελεστής. Σύμφωνα με το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου, το επιτόκιο αναφοράς σε περίπτωση «ειδικής επενδυτικής συμφωνίας» είναι ο συντελεστής φορολογίας επιχειρήσεων που ισχύει σε μία δεδομένη χρονική στιγμή πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος. Βάσει της αρχικής διατύπωσης του άρθρου, το επιτόκιο αναφοράς θα ήταν ο φορολογικός συντελεστής κατά τον χρόνο υπογραφής της επενδυτικής συμφωνίας βάσει του καθεστώτος. Η Αρχή θεωρεί ότι ο συμπληρωματικός κανονισμός αλλάζει τους όρους της ενίσχυσης για κάθε νέο δικαιούχο που εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος με τις τροποποιήσεις τις οποίες εισήγαγε ο συμπληρωματικός κανονισμός.

(115)

Τέλος, οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός στο άρθρο 20 του κανονισμού περί κινήτρων προβλέπουν μέγιστη διάρκεια των φορολογικών απαλλαγών, η οποία υπολογίζεται από την υπογραφή συμφωνίας πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος το 2010. Οι τροποποιήσεις αυτές μεταβάλλουν επίσης τους όρους της ενίσχυσης για κάθε νέο δικαιούχο που εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος με τις τροποποιήσεις τις οποίες εισήγαγε ο συμπληρωματικός κανονισμός.

(116)

Η Αρχή θεωρεί ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός υπονομεύουν την απαίτηση ελέγχου της τήρησης του χαρακτήρα κινήτρου που ορίζεται στο άρθρο 5 του νόμου αριθ. 99/2010, όπως εγκρίθηκε από την Αρχή. Επιπλέον, οι εν λόγω τροποποιήσεις μεταβάλλουν την απαίτηση δημιουργίας κινήτρου σε σημείο που παύουν να πληρούνται οι όροι σχετικά με τον χαρακτήρα κινήτρου που περιγράφονται στην παράγραφο 30 των ΚΓΠΕ του 2007 (38).

(117)

Κατά συνέπεια, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός στα άρθρα 3, 8 και 20 του καθεστώτος συνιστούν νέα ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και με τις ΚΓΠΕ του 2007.

(118)

Επομένως, κάθε ενίσχυση που χορηγείται με βάση τις τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός είναι επίσης ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και με τις ΚΓΠΕ του 2007.

(119)

Η Αρχή θα εξετάσει στη συνέχεια τις πέντε επενδυτικές συμφωνίες κατά σειρά.

4.   ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ BECROMAL

4.1.    Επίπτωση του συμπληρωματικού κανονισμού

(120)

Η επενδυτική συμφωνία Becromal προβλέπει επένδυση για την κατασκευή μονάδας ανοδίωσης αλουμινόχαρτου στην πόλη Akureyri σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση επρόκειτο να ολοκληρωθεί έως το τέλος Μαρτίου 2011 και η δεύτερη φάση πρόκειται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους 2014, για συνολικό κόστος επένδυσης περίπου 117,25 εκατ. ευρώ (39).

(121)

Τα τμήματα D, H και I της επενδυτικής συμφωνίας Becromal αναφέρονται σε προηγούμενη επενδυτική συμφωνία για το ίδιο έργο, την οποία συνήψαν τα ίδια συμβαλλόμενα μέρη στις 7 Ιουλίου 2009.

(122)

Όπως προαναφέρθηκε, οι ισλανδικές αρχές έχουν δηλώσει ότι ο συμπληρωματικός κανονισμός εκδόθηκε για τους σκοπούς της επέκτασης του καθεστώτος στο έργο Becromal. Κατά την άποψή τους, το να επιτραπεί στη Becromal να υποβάλει αίτηση για κίνητρα βάσει του καθεστώτος ήταν αναγκαίο, προκειμένου οι ισλανδικές αρχές να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις με τη Becromal.

(123)

Οι αναφορές σε «ειδική επενδυτική συμφωνία πριν από την έναρξη ισχύος της πράξης», κατά συνέπεια, προστέθηκαν στον κανονισμό περί κινήτρων από τον συμπληρωματικό κανονισμό, με σκοπό να εξυπηρετηθεί η Becromal. Κατά συνέπεια, η Becromal μπορούσε να ικανοποιήσει το προβλεπόμενο από το καθεστώς κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου μόνο βάσει των τροποποιήσεων που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός.

(124)

Η Αρχή έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τροποποιήσεις του καθεστώτος που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός συνιστούν νέα ενίσχυση διαχωρίσιμη από το καθεστώς. Επομένως, κάθε ενίσχυση που χορηγείται βάσει της επενδυτικής συμφωνίας Becromal καθίσταται επίσης νέα ενίσχυση, διότι η εν λόγω συμφωνία συνάφθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού περί κινήτρων μόνο όπως τροποποιήθηκε από τον συμπληρωματικό κανονισμό.

(125)

Η Αρχή έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάθε ενίσχυση που χορηγείται με βάση τις τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός αποτελεί νέα ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Επομένως, η επενδυτική συμφωνία Becromal συνιστά επίσης ασυμβίβαστη ενίσχυση, διότι δεν πληροί το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου που προβλέπεται από το καθεστώς όπως εγκρίθηκε και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να ενταχθεί στο πεδίο εφαρμογής του.

(126)

Για λόγους πληρότητας και για την αντίκρουση των επιχειρημάτων που προέβαλαν η Becromal και οι ισλανδικές αρχές, η Αρχή εξέτασε επικουρικώς την επενδυτική συμφωνία Becromal ως μέτρο ad hoc. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή παραπέμπει στις ΚΓΠΕ του 2007 και ιδίως στην αναφερόμενη σε αυτές απαίτηση περί δημιουργίας κινήτρου.

4.2.    Χαρακτήρας κινήτρου

(127)

Όπως σημειώνεται ανωτέρω, η επενδυτική συμφωνία Becromal αναφέρεται σε προηγούμενη συμφωνία της 7ης Ιουλίου 2009. Και οι δύο συμφωνίες αποτελούν μέρος του ίδιου έργου το οποίο η Αρχή θεωρεί ότι συνιστά «ενιαίο επενδυτικό σχέδιο» κατά την έννοια της παραγράφου 49 και της υποσημείωσης 47 των ΚΓΠΕ του 2007.

(128)

Σύμφωνα με την παράγραφο 30 των ΚΓΠΕ του 2007, η ύπαρξη κινήτρου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση συμβατότητας:

«Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι η περιφερειακή ενίσχυση θα αποτελέσει πραγματικό κίνητρο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση δεν θα πραγματοποιούνταν στις ενισχυόμενες περιφέρειες. Ως εκ τούτου, οι ενισχύσεις αυτές είναι δυνατόν να χορηγηθούν στο πλαίσιο καθεστώτων μόνο εφόσον ο δικαιούχος έχει υποβάλει σχετική αίτηση και η αρμόδια για τη διαχείριση του καθεστώτος αρχή έχει εν συνεχεία επιβεβαιώσει εγγράφως ότι, υπό την αίρεση λεπτομερούς επαλήθευσης, το σχέδιο ικανοποιεί καταρχήν τους όρους επιλεξιμότητας που τίθενται από το καθεστώς πριν από την έναρξη των εργασιών του σχεδίου. Ρητή αναφορά στις δύο ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να περιλαμβάνεται σε όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων. Σε περίπτωση ενίσχυσης ειδικού σκοπού (ad hoc), η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει συντάξει επιστολή προθέσεων, υπό την αίρεση της έγκρισης της ενίσχυσης από την Επιτροπή, ως προς τη χορήγηση της ενίσχυσης πριν από την έναρξη των εργασιών του σχεδίου. Εάν οι εργασίες αρχίσουν πριν από την ικανοποίηση των όρων που τίθενται στην παρούσα παράγραφο, ολόκληρο το σχέδιο δεν θα είναι επιλέξιμο για ενίσχυση».

(129)

Σύμφωνα με την πρακτική λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Αρχής, μια επιστολή προθέσεων κατά την έννοια των ΚΓΠΕ του 2007 μπορεί να περιγραφεί ως «έγγραφο που να μπορεί να θεωρηθεί ότι χορηγεί ρητώς [στην εταιρεία] ενίσχυση για την επένδυση.» (40) Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 30 των ΚΓΠΕ του 2007, η εν λόγω δήλωση προθέσεων θα πρέπει να σταλεί στην Αρχή προς έγκριση πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης.

(130)

Σκοπός της αιτιολογικής σκέψης 30 των ΚΓΠΕ του 2007 είναι να επιτρέψει στην Αρχή να διαπιστώνει κατά πόσο η ενίσχυση έχει επαρκώς χαρακτήρα κινήτρου, χωρίς τη διενέργεια πλήρους ανάλυσης των οικονομικών περιστάσεων της επενδυτικής απόφασης του δικαιούχου, όταν λήφθηκε αυτή η απόφαση (41). Εάν δεν δοθούν τέτοιες διαβεβαιώσεις και αρχίσουν οι εργασίες, «το έργο δεν θα είναι επιλέξιμο στο σύνολό του». Συνεπώς, όπως επιβεβαιώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της Kronoply, η Αρχή μπορεί να στηρίξει την αξιολόγησή της για τον χαρακτήρα κινήτρου με αναφορά σε στοιχείο χρονικής φύσεως (42).

(131)

Η Becromal ισχυρίστηκε ότι η αξιολόγηση υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων έχει αλλάξει, με την εισαγωγή μιας πιο εμπεριστατωμένης οικονομικής ανάλυσης, με αποτέλεσμα, κατά την αξιολόγηση του χαρακτήρα κινήτρου της ενισχύσεως, η Αρχή να οφείλει επίσης να αξιολογήσει την οικονομική φύση (δηλαδή εάν έχει συμβάλει στη μεταβολή της συμπεριφοράς του δικαιούχου της ενίσχυσης), λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών για τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια (ΜΕΣ). Η Αρχή δεν μπορεί να δεχθεί αυτό το επιχείρημα.

(132)

Η Becromal παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση HGA (43) για να υποστηρίξει ότι: «[…] Επανεξετάζοντας την απόφαση του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο μόνος καθορισμένος παράγοντας για το κατά πόσο ένα μέτρο ενίσχυσης είχε χαρακτήρα κινήτρου ήταν να εξεταστεί κατά πόσο μετέβαλε τη συμπεριφορά του επενδυτή και παρέκαμψε όλες τις παραπομπές που είχε κάνει το Πρωτοδικείο στην υπόθεση Kronoply» (44).

(133)

Ωστόσο, η ερμηνεία της Becromal για την απόφαση HGA παραβλέπει τη ρητή διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι «[…] η προϋπόθεση ότι το επενδυτικό σχέδιο πρέπει να αρχίσει πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση ενίσχυσης συνιστά ένα απλό, λυσιτελές και κατάλληλο κριτήριο που επιτρέπει στην Επιτροπή να υποθέσει ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση είναι απαραίτητη» δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (45).

(134)

Επιπλέον, το Δικαστήριο σε μείζονα σύνθεση έκρινε στην υπόθεση Nuova Agricast ότι: «Η διαπίστωση της μη αναγκαιότητας μιας ενισχύσεως μπορεί, ιδίως, να απορρέει από το γεγονός ότι η υλοποίηση του προς ενίσχυση σχεδίου άρχισε, αν όχι δεν ολοκληρώθηκε, από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προτού η αίτηση για τη λήψη ενισχύσεως διαβιβασθεί στις αρμόδιες αρχές». Το Δικαστήριο αποφάνθηκε περαιτέρω ότι: «Σε αυτή την περίπτωση αποκλείεται το ενδεχόμενο να διαδραματίσει η οικεία ενίσχυση παρακινητικό ρόλο» (46). Ως εκ τούτου, η Αρχή έχει την άποψη ότι, ως προς αυτό, πρέπει να βασίσει το συμπέρασμά της περί του ασυμβίβαστου σε αξιολόγηση χρονολογικής φύσεως: συγκεκριμένα ότι i) το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου που ορίζεται στις ΚΓΠΕ του 2007 δεν τηρούνταν, και ii) οι εργασίες για το έργο άρχισαν πριν από τη σύναψη της επενδυτικής συμφωνίας και τη χορήγηση της ενίσχυσης.

(135)

Η Αρχή απορρίπτει επίσης το επιχείρημα της Becromal ότι η Αρχή πρέπει να εξετάσει το έργο υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών ΜΕΣ (για την αξιολόγηση περιφερειακών ενισχύσεων προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια) και να εφαρμόσει το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου που προβλέπεται σε αυτήν. Η Αρχή επισημαίνει ότι για ορισμένα μεγάλα επενδυτικά σχέδια, το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου που ορίζεται στην παράγραφο 30 των ΚΓΠΕ του 2007 (με βάση την απαίτηση χρονολογικού χαρακτήρα ότι έχει υποβληθεί αίτηση και έχει επιβεβαιωθεί η επιλεξιμότητα πριν από την έναρξη των εργασιών) συμπληρώνεται με ένα δεύτερο έλεγχο οικονομικής φύσεως (βάσει οικονομικής ανάλυσης ότι η ενίσχυση συμβάλλει στην αλλαγή της συμπεριφοράς του δικαιούχου της ενίσχυσης), που προβλέπονται στην παράγραφο 57 των ΚΓΠΕ και τις κατευθυντήριες γραμμές για τα ΜΕΣ.

(136)

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τα ΜΕΣ προβλέπουν τη διενέργεια διεξοδικής ανάλυσης για ορισμένα μεγάλα επενδυτικά σχέδια, δηλαδή εκείνα που έχουν σημαντική επίπτωση στο εμπόριο και μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή νόθευση του ανταγωνισμού (47). Η ανάλυση του χαρακτήρα κινήτρου σε αυτές τις υποθέσεις περιγράφεται στην παράγραφο 19 των κατευθυντήριων γραμμών για τα ΜΕΣ. Η αξιολόγηση αυτή «[…] θα πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα: πρώτον, σε γενικό, διαδικαστικό επίπεδο και, δεύτερον, σε αναλυτικότερο, οικονομικό επίπεδο». Κατά συνέπεια, εκτός από την υποβολή αίτησης πριν από την έναρξη των εργασιών για ένα έργο, απαιτείται επίσης και διεξοδικότερη οικονομική ανάλυση για ορισμένα μεγάλα επενδυτικά σχέδια.

(137)

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 των κατευθυντήριων γραμμών για τα ΜΕΣ και την παράγραφο 49 των ΚΓΠΕ του 2007, ως μεγάλο επενδυτικό σχέδιο νοείται μια αρχική επένδυση με επιλέξιμες δαπάνες άνω των 50 εκατ. ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε, η επενδυτική συμφωνία Becromal αναφέρεται σε συνολικό κόστος επένδυσης ύψους 117,25 εκατ. ευρώ και για τις δύο φάσεις του έργου. Όμως, ούτε η Becromal ούτε οι ισλανδικές αρχές έχουν υποβάλει στοιχεία στην Αρχή σχετικά με την ένταση της ενίσχυσης ή τις επιλέξιμες δαπάνες που σχετίζονται με το έργο. Ούτε υπέβαλαν κάποιο στοιχείο σχετικά με τους όρους για την υποχρέωση λεπτομερούς επαλήθευσης που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές ΜΕΣ, οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 57 στοιχεία α) και β) των ΚΓΠΕ του 2007 (δηλαδή ότι ο δικαιούχος της ενίσχυσης καλύπτει περισσότερο από το 25 % του σχετικού προϊόντος στην αγορά και ότι η παραγωγική ικανότητα που δημιουργείται με το σχέδιο υπερβαίνει το 5 % της αγοράς για το σχετικό προϊόν). Κατά την άποψη της Αρχής, από πουθενά δεν συνάγεται ότι το έργο Becromal υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο 57 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2007.

(138)

Επομένως, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διεξοδική ανάλυση που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τα ΜΕΣ δεν εφαρμόζεται στην επενδυτική συμφωνία Becromal.

(139)

Κατά συνέπεια, βάσει της νομολογίας και της διατύπωσης των ΚΓΠΕ του 2007, αρκεί να επαληθευτεί αν έχει υποβληθεί αίτηση ενίσχυσης από τον δικαιούχο και αν έχει παρασχεθεί γραπτή επιβεβαίωση της χορηγούσας αρχής, υπό την αίρεση της έγκρισης του μέτρου από την Αρχή, πριν από την έναρξη των εργασιών για το έργο.

(140)

Στις ΚΓΠΕ του 2007, με τον όρο «έναρξη εργασιών» νοείται η «έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών ή η πρώτη επίσημη δέσμευση για την παραγγελία εξοπλισμού. Δεν περιλαμβάνει τις προκαταρκτικές μελέτες σκοπιμότητας».

(141)

Όπως έχουν επιβεβαιώσει οι ισλανδικές αρχές και η Becromal, οι κατασκευαστικές εργασίες για το έργο Becromal είχαν αρχίσει το 2008, ακόμη και πριν από την υπογραφή της προηγούμενης συμφωνίας στις 7 Ιουλίου 2009.

(142)

Η Αρχή δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα της Becromal ότι η «έναρξη των εργασιών» θα πρέπει να περιορίζεται στην παραγγελία εξοπλισμού ειδικά σχεδιασμένου για το συγκεκριμένο έργο, και ότι η αγορά γης ή/και η οικοδόμηση μιας μονάδας δεν σηματοδοτεί κατ' ανάγκη την έναρξη της υλοποίησης μιας επενδυτικής απόφασης, εφόσον η επένδυση αυτή θα μπορούσε να εκποιηθεί εύκολα ανά πάσα στιγμή. Αυτή η συσταλτική ερμηνεία δεν είναι σύμφωνη με το γράμμα των ΚΓΠΕ του 2007. Όπως προαναφέρθηκε, οι ΚΓΠΕ του 2007 ορίζουν σαφώς ως «έναρξη των εργασιών» την «έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών ή την πρώτη επίσημη δέσμευση για την παραγγελία εξοπλισμού […]». Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία ακόμη και ένα χαμηλό επίπεδο επενδύσεων του δικαιούχου είναι αρκετό για να παράγει έννομα αποτελέσματα και, επομένως, θεωρείται ότι αποτελεί την πρώτη φάση του έργου (48).

(143)

Επιπλέον, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Αρχή προκύπτει ότι η Becromal άρχισε την κατασκευή του εργοστασίου της στις αρχές του 2008 (49), και η διαδικασία προσλήψεων άρχισε αργότερα το ίδιο έτος (50). Κατά τη διάρκεια του 2008, η Becromal συνήψε δύο συμφωνίες με τους αναδόχους για τον αναγκαίο εξοπλισμό (51).

(144)

Τα γεγονότα αυτά ενισχύουν την άποψη της Αρχής ότι οι περιφερειακές ενισχύσεις δεν ήταν το κύριο κίνητρο για την επένδυση της Becromal στην πόλη Akureyri. Αντίθετα, η Becromal ξεκίνησε τις εργασίες για το έργο χωρίς να έχει υποβάλει στις ισλανδικές αρχές αίτηση για τη χορήγηση ενίσχυσης και χωρίς να έχουν λάβει οι ισλανδικές αρχές καμία δέσμευση να χορηγήσουν περιφερειακή ενίσχυση.

(145)

Επιπλέον, βάσει του ίδιου του καθεστώτος: «μόνο αιτήσεις ενίσχυσης που έχουν παραληφθεί, μαζί με όλα τα αναγκαία έγγραφα για την αξιολόγηση της αίτησης, πριν από την έναρξη των εργασιών για το επενδυτικό σχέδιο θα λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση περιφερειακής ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος» (52). Εφόσον οι εργασίες για το επενδυτικό σχέδιο Becromal είχαν ήδη αρχίσει πριν την υποβολή αίτησης ενίσχυσης, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο δεν πληρούσε το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου και, ως εκ τούτου, δεν ήταν επιλέξιμο για χορήγηση περιφερειακής ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος όπως εγκρίθηκε.

(146)

Η Αρχή δεν έχει λάβει στοιχεία που θα της επέτρεπαν να επαληθεύσει εάν οι ισλανδικές αρχές είχαν δεσμευθεί να χορηγήσουν ενίσχυση στο έργο πριν από την έναρξη των εργασιών. Η Becromal δήλωσε ότι έλαβε επίσημο αίτημα από τις ισλανδικές αρχές που την καλούσαν να συνάψει επενδυτική συμφωνία πριν από την έναρξη των εργασιών κατασκευής στο εργοτάξιο. Ωστόσο, ούτε η Becromal ούτε οι ισλανδικές αρχές προσκόμισαν στην Αρχή κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της εν λόγω αίτησης.

(147)

Όπως σημειώνεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 141, οι ισλανδικές αρχές συνήψαν μια πρώτη επενδυτική συμφωνία με τη Becromal στις 7 Ιουλίου 2009. Η εν λόγω συμφωνία παρείχε στη Becromal διαβεβαιώσεις ότι οι ισλανδικές αρχές είχαν δεσμευτεί να συνάψουν πλήρη επενδυτική συμφωνία με την εταιρεία. Μολονότι η Becromal υπέβαλε στην Αρχή επιστολή του πρώην υπουργού Βιομηχανίας με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 2013, στην οποία ο υπουργός αναφέρει ότι η κυβέρνηση συμφώνησε να συνάψει επενδυτική συμφωνία με την εταιρεία το 2007 και ότι οι εργασίες για τη συμφωνία είχαν αρχίσει το 2008, αυτή η δήλωση δεν τεκμηριώνεται από κανένα έγγραφο της εποχής, το οποίο θα μπορούσε να αποδείξει ότι είχαν δοθεί ειδικά κίνητρα στην Becromal πριν από την έναρξη των εργασιών του έργου. Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή δεν είχε εγκρίνει το μέτρο πριν από την έναρξη των εργασιών.

(148)

Ως εκ τούτου, στην εξεταζόμενη υπόθεση, ούτε οι ισλανδικές αρχές ούτε η Becromal έχουν αποδείξει ότι υπάρχουν στοιχεία που (παρότι οι εργασίες για το έργο είχαν αρχίσει πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης) μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου παρ' όλα αυτά ικανοποιείται (53).

(149)

Η Αρχή, συνεπώς, κρίνει ότι το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου δεν τηρείται όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Becromal.

4.3.    Συμπέρασμα

(150)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει της επενδυτικής συμφωνίας Becromal είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατ' εφαρμογή του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

5.   ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ — ΜΕΤΡΑ AD HOC

5.1.    Η επενδυτική συμφωνία Verne

5.1.1.   Επίπτωση των τροποποιήσεων που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός

(151)

Οι ισλανδικές αρχές δήλωσαν ότι οι τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός στο καθεστώς δεν έχουν καμία σχέση με την επενδυτική συμφωνία Verne. Προβάλλουν αυτό το επιχείρημα με το σκεπτικό ότι η επενδυτική συμφωνία Verne εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε. Ενώ η Αρχή δέχεται το πρώτο επιχείρημα των ισλανδικών αρχών στο θέμα αυτό, δεν μπορεί να δεχθεί ότι η επενδυτική συμφωνία Verne πληροί το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου που προβλέπεται από το καθεστώς όπως εγκρίθηκε.

(152)

Στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι, αν και η επενδυτική συμφωνία Verne δεν παραπέμπει σε προηγούμενη συμφωνία, παρ' όλα αυτά, φαίνεται να αφορά το ίδιο ή παρόμοιο επενδυτικό σχέδιο με αυτό που ήταν αντικείμενο προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από την Αρχή: απόφαση αριθ. 418/10/COL (54).

(153)

Το αρχικό επενδυτικό σχέδιο ξεκίνησε στις 26 Φεβρουαρίου 2008 με την υπογραφή της συμφωνίας αγοράς ακινήτων, με την οποία η Verne αγόρασε πέντε κτίρια από το ισλανδικό κράτος για τους σκοπούς της δημιουργίας του κέντρου δεδομένων. Επενδυτική συμφωνία μονογραφήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2009 (55). Στη συνέχεια το σχέδιο ανεστάλη και επανήλθε με την υπογραφή της επενδυτικής συμφωνίας Verne στις 27 Σεπτεμβρίου 2011, προκειμένου, σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, να καλυφθεί από το καθεστώς όπως εγκρίθηκε.

(154)

Το έργο, όπως είχε σχεδιαστεί αρχικά, αφορούσε την κατασκευή ενός κέντρου περιαγωγής δεδομένων χονδρικής, υψηλής ενεργειακής πυκνότητας, στον Δήμο Reykjanesbær. Στο πλαίσιο της επενδυτικής συμφωνίας Verne, η τοποθεσία του έργου δεν έχει αλλάξει. Θα χρησιμοποιηθούν τα ίδια τα κτίρια για την ολοκλήρωση του έργου, όπως ορίζεται σαφώς στο προοίμιο τόσο της επενδυτικής συμφωνίας του 2009 όσο και της επενδυτικής συμφωνίας Verne (56). Επιπλέον, τα κύρια μέρη της συμφωνίας (ήτοι η Verne Real Estate II ehf. («VRE II») και Verne Holdings Ltd) είναι τα ίδια. Εξάλλου, και οι δύο επενδυτικές συμφωνίες έχουν σαφώς καθορισμένο κοινό στόχο: να παρέχουν υπηρεσίες κέντρου δεδομένων καθοριστικής σημασίας στην παγκόσμια αγορά τεχνολογίας των πληροφοριών.

(155)

Βάσει των ανωτέρω, η Αρχή δεν μπορεί να αποδεχθεί το επιχείρημα των ισλανδικών αρχών ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο έργων. Οι ισλανδικές αρχές δεν υπέβαλαν στην Αρχή πειστικά στοιχεία για τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, η Αρχή δεν μπορεί να αποδεχθεί το επιχείρημα των ισλανδικών αρχών ότι, εφόσον η επενδυτική συμφωνία Verne αφορά μόνο μια νέα επέκταση του χώρου και υποδομής δεδομένων, θα πρέπει να αφορά ένα νέο έργο.

(156)

Σύμφωνα με τις ΚΓΠΕ του 2007: «[…] Για να αποφεύγεται η υποδιαίρεση ενός μεγάλου επενδυτικού σχεδίου σε υποσχέδια με σκοπό την παράκαμψη των διατάξεων των προκείμενων κατευθυντήριων γραμμών, ένα μεγάλο επενδυτικό σχέδιο θα θεωρείται ενιαίο εφόσον η αρχική επένδυση, εκ μέρους μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων για περίοδο τριών ετών, αποτελείται από πάγια περιουσιακά στοιχεία συνδυαζόμενα κατά αδιαίρετο από οικονομική άποψη τρόπο» (57).

(157)

Επιπλέον, «[…] Για να αξιολογηθεί αν μια αρχική επένδυση είναι οικονομικά αδιαίρετη, η Αρχή θα λαμβάνει υπόψη τους τεχνικούς, λειτουργικούς και στρατηγικούς δεσμούς, αλλά και την άμεση γεωγραφική γειτνίαση. Ο οικονομικά αδιαίρετος χαρακτήρας θα αξιολογείται ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς» (58). Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, η τοποθεσία και η φύση του έργου δεν έχουν μεταβληθεί, ενώ τα κύρια συμβαλλόμενα μέρη παραμένουν τα ίδια και στις δύο συμφωνίες του 2009 και του 2011. Οι ισλανδικές αρχές τόνισαν το γεγονός ότι το πιθανό επίπεδο επένδυσης είναι σήμερα χαμηλότερο —εφόσον οι τρεις φάσεις που είχαν προγραμματισθεί αρχικά για την κατασκευή του κέντρου περιαγωγής δεδομένων χονδρικής έχουν αντικατασταθεί από ad hoc επεκτάσεις μικρότερων μονάδων, και ότι η Verne, στο πλαίσιο της νέας επενδυτικής στρατηγικής της, επιδίωξε επίμονα να μεταπωλήσει τα κτίρια στις τοπικές αρχές, με σκοπό να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση. Ωστόσο, αυτό δεν αντανακλά καμία τεχνική, λειτουργική ή στρατηγική διαφορά μεταξύ του αρχικού επενδυτικού σχεδίου και του έργου στην επενδυτική συμφωνία Verne. Αντιθέτως, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, η Αρχή θεωρεί ότι η εν λόγω εξέλιξη συνιστά πολιτική ή εμπορική απόφαση που είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών της εταιρείας να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πελατών της (59).

(158)

Τέλος, σύμφωνα με τις ΚΓΠΕ του 2007: «[…] για να προσδιορισθεί αν ένα μεγάλο επενδυτικό σχέδιο αποτελεί ενιαίο σχέδιο, η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι η ίδια, ανεξάρτητα από το αν το σχέδιο υλοποιείται από μία και μόνο επιχείρηση, από περισσότερες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν από κοινού τις επενδυτικές δαπάνες ή από περισσότερες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν τις δαπάνες χωριστών επενδύσεων στο πλαίσιο του ίδιου επενδυτικού σχεδίου (π.χ. στην περίπτωση των κοινών επιχειρήσεων)» (60). Κατά συνέπεια, η Αρχή θεωρεί ότι κάθε διαφοροποίηση όσον αφορά τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι συναφής για τους σκοπούς του προσδιορισμού του αδιαίρετου ενός επενδυτικού σχεδίου.

(159)

Οι ισλανδικές αρχές παραπέμπουν επίσης σε μια νέα εισφορά κεφαλαίου στη VRE II στα τέλη του 2011, υποστηρίζοντας ότι αυτό συνεπάγεται τη δομική αλλαγή του αρχικού επενδυτικού σχεδίου. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η VRE II είναι νέα οικονομική οντότητα, η οποία συστάθηκε το 2011 για να επωφεληθεί από το καθεστώς αυτό, πέραν της οριστικοποίησης της συμμετοχής της Verne στο καθεστώς. Με την επιφύλαξη τυχόν απόφασης της Αρχής να κινήσει χωριστή έρευνα σχετικά με την εν λόγω εισφορά, η Αρχή θεωρεί ότι η εν λόγω εισφορά καλύπτει τις πρόσθετες επιλέξιμες δαπάνες του εκάστοτε σχεδίου. Ωστόσο, η Αρχή τονίζει ότι, σύμφωνα με τις ΚΓΠΕ του 2007, οι συνολικές επιλέξιμες δαπάνες καθορίζονται σε ορισμένο ποσό πριν από την έναρξη του έργου. Μετά την έναρξη του έργου, δεν είναι δυνατή η τεχνητή αύξηση των εν λόγω επιλέξιμων δαπανών και του ποσού της ενίσχυσης, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας κινήτρου μιας τέτοιας ενίσχυσης εκτιμάται κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

(160)

Περαιτέρω, οι ισλανδικές αρχές δηλώνουν ότι η επενδυτική συμφωνία Verne επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις που δεν αποτελούσαν μέρος της προηγούμενης συμφωνίας. Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή θεωρεί ότι οι διατάξεις της επενδυτικής συμφωνίας Verne όσον αφορά την επιβολή νομικών υποχρεώσεων, όπως οι περιορισμοί στους ελέγχους κεφαλαίων, οι βιομηχανικής επιβαρύνσεις, τα τέλη οδικής σύνδεσης κ.λπ., ή/και η επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων όσον αφορά τη μεταβίβαση μετοχών, συνιστούν διοικητικές αλλαγές που δεν μεταβάλλουν τη φύση του αρχικού έργου βάσει της προηγούμενης συμφωνίας.

(161)

Επιπλέον, το ζήτημα του κατά πόσον τα οφέλη από την κρατική ενίσχυση διαφέρουν είναι αλυσιτελές για την εκτίμηση του χαρακτήρα του επενδυτικού σχεδίου. Η Αρχή επισημαίνει ότι η επενδυτική συμφωνία Verne προβλέπει διαφορετικούς όρους όσον αφορά τον καταβλητέο από την εταιρεία φόρο εισοδήματος ή τη διάρκεια της σύμβασης. Ωστόσο, όπως επιβεβαίωσαν οι ισλανδικές αρχές, αυτό έγινε για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους κανόνες του καθεστώτος. Ως εκ τούτου, δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα του επενδυτικού σχεδίου ούτε αποδεικνύει ότι πρόκειται για νέο, μη συνδεόμενο έργο.

(162)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι η επενδυτική συμφωνία Verne είναι μια πρόσθετη επένδυση για εργασίες που είχαν ήδη αρχίσει με την αγορά κτιρίων στις 26 Φεβρουαρίου 2008.

(163)

Η Αρχή δεν έλαβε καμία πρόσθετη πληροφορία ούτε από τις ισλανδικές αρχές ούτε από τη Verne για να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό τους ότι πρόκειται για ένα νέο επενδυτικό σχέδιο. Ειδικότερα, τα μέρη δεν παρείχαν καμία τέτοια πληροφορία που θα έπειθε την Αρχή ότι θα ήταν δυνατό να γίνει διάκριση των δραστηριοτήτων της Verne βάσει τεχνικών, λειτουργικών ή στρατηγικών χαρακτηριστικών.

(164)

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το καθεστώς, όπως εγκρίθηκε, απέκλειε κάθε χορήγηση ενίσχυσης για έργα των οποίων οι εργασίες είχαν αρχίσει πριν από τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της εταιρείας και των ισλανδικών αρχών στο πλαίσιο του καθεστώτος. Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το καθεστώς αποκλείει τη χορήγηση ενίσχυσης για έργα η υλοποίηση των οποίων άρχισε πριν από τη δημοσίευση του τελικού κειμένου του καθεστώτος. Ως εκ τούτου, η Αρχή έχει την άποψη ότι κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε στη Verne θα μπορούσε να ικανοποιεί το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου που προβλέπεται από το καθεστώς μόνο βάσει των τροποποιήσεων που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός (61).

(165)

Ωστόσο, με βάση τους ισχυρισμούς των ισλανδικών αρχών ότι το έργο Verne δεν καλύπτεται από τις τροποποιήσεις του κανονισμού περί κινήτρων που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός, η επενδυτική συμφωνία Verne πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε, εφόσον η υλοποίηση του έργου είχε αρχίσει πολύ πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του τελικού κειμένου του καθεστώτος. Κατά συνέπεια, η Αρχή θα αξιολογήσει το συμβιβάσιμο της επενδυτικής συμφωνίας Verne ως νέο ad hoc μέτρο ενίσχυσης.

5.1.2.   Μεγάλο επενδυτικό σχέδιο — η ανάγκη διεξοδικής ανάλυσης

(166)

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 των κατευθυντήριων γραμμών ΜΕΣ και την παράγραφο 49 των ΚΓΠΕ του 2007, ως μεγάλο επενδυτικό σχέδιο νοείται μια αρχική επένδυση με επιλέξιμες δαπάνες άνω των 50 εκατ. ευρώ. Όπως σημειώνεται στο προοίμιο της επενδυτικής συμφωνίας Verne, η Verne και οι επενδυτές εκτιμούν ότι το δυνητικό ύψος της επένδυσης για το έργο θα μπορούσε να υπερβεί τα 675 εκατ. δολάρια ΗΠΑ. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω σε σχέση με το έργο Becromal, οι κατευθυντήριες γραμμές για τα ΜΕΣ εφαρμόζονται μόνον σε ορισμένα μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Οι ισλανδικές αρχές δεν υπέβαλαν στην Αρχή κανένα στοιχείο σχετικά με την ένταση της ενίσχυσης ή τις επιλέξιμες δαπάνες του έργου Verne. Ούτε υπέβαλαν κάποιο στοιχείο σχετικά με τους όρους για την υποχρέωση λεπτομερούς επαλήθευσης που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τα ΜΕΣ, οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 57 στοιχεία α) και β) των ΚΓΠΕ του 2007 (δηλαδή ότι ο δικαιούχος της ενίσχυσης καλύπτει περισσότερο από το 25 % του σχετικού προϊόντος στην αγορά και ότι η παραγωγική ικανότητα που δημιουργείται με το σχέδιο υπερβαίνει το 5 % της αγοράς για το σχετικό προϊόν). Κατά την άποψη της Αρχής, από πουθενά δεν συνάγεται ότι το έργο Verne υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο 57 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2007.

(167)

Ως εκ τούτου, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προβλεπόμενη στις κατευθυντήριες γραμμές για τα ΜΕΣ εμπεριστατωμένη ανάλυση δεν εφαρμόζεται στην επενδυτική συμφωνία Verne.

5.1.3.   Χαρακτήρας κινήτρου

(168)

Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 153, οι εργασίες για το έργο είχαν ήδη ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 2008, όταν η Verne αγόρασε πέντε κτίρια από το ισλανδικό κράτος. Στη συνέχεια, το 2008 και 2009 η Verne ανακαίνισε τις δύο μεγάλες αποθήκες (κτίρια 868 και 869) στο πλαίσιο της αρχικά σχεδιασθείσας εγκατάστασης πολλαπλών κτιρίων (62). Εφόσον η αγορά και ανακαίνιση των κτιρίων αυτών (που συνδέονται άμεσα με τη δημιουργία κέντρου δεδομένων της Verne) θεωρείται αρχική επένδυση, ως ημερομηνία έναρξης των εργασιών για το έργο πρέπει να θεωρηθεί η ημερομηνία αγοράς αυτών των κτιρίων (63). Η Αρχή δεν έλαβε καμία πληροφορία που θα της επέτρεπε να υποστηρίξει ότι ήταν πιθανό οι ισλανδικές αρχές να είχαν δεσμευθεί να χορηγήσουν ενίσχυση στο έργο πριν από την έναρξη των εργασιών. Αντιθέτως, οι ισλανδικές αρχές έχουν πλέον επιβεβαιώσει ότι δεν είχαν συνάψει καμία συμφωνία με τη Verne για την παροχή κινήτρων πριν από την επενδυτική συμφωνία Verne της 27ης Σεπτεμβρίου 2011. Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, το 2009 η επενδυτική συμφωνία απλώς μονογραφήθηκε χωρίς να υπογραφεί και, ως εκ τούτου, δεν παρήγαγε κανένα έννομο αποτέλεσμα. Ο λόγος για τον οποίο η επενδυτική συμφωνία Verne δεν παραπέμπει σε προγενέστερη συμφωνία, σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, είναι το ότι δεν είχαν υπογραφεί προηγουμένως επενδυτικές συμφωνίες με τη Verne.

(169)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 134 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον η επενδυτική συμφωνία Verne πληροί το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου που ορίζουν οι ΚΓΠΕ του 2007. Οι ισλανδικές αρχές, στην απάντησή τους στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, υποστήριξαν ότι χωρίς την επενδυτική συμφωνία το σχέδιο θα είχε εγκαταλειφθεί λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης (64). Επιπλέον, θεωρούν ότι η Αρχή θα πρέπει να ακολουθήσει την προσέγγιση που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πολλές αποφάσεις της, να μην προβάλει αντιρρήσεις για απαλλαγές που χορηγήθηκαν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπου ο χαρακτήρας κινήτρου δεν αποτελούσε προϋπόθεση για το συμβιβάσιμο.

(170)

Η Αρχή δεν μπορεί να δεχθεί αυτό το επιχείρημα. Η πρακτική κατά τη λήψη αποφάσεων της Επιτροπής στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης αφορούσε μόνο ενισχύσεις χορηγούμενες στον χρηματοπιστωτικό τομέα, χρησιμοποιώντας κυρίως ως νομική βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΛΕΕ [ισοδυναμεί με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ενίσχυση χορηγούνταν για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταραχής στο σύνολο της οικονομίας ενός κράτους μέλους. Το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει κατ' επανάληψη ότι η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται περιοριστικά (65). Η Αρχή θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραλληλισμός με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σε εταιρείες ως ενίσχυση περιφερειακού χαρακτήρα βάσει των ΚΓΠΕ του 2007, ο στόχος των οποίων είναι η ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης γεωγραφικώς καθορισμένης περιοχής και ο χαρακτήρας κινήτρου συνιστά το κύριο κριτήριο συμβατότητας. Κατά συνέπεια, η Αρχή δεν μπορεί να ακολουθήσει εν προκειμένω την προσέγγιση της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

(171)

Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την αναγκαιότητα της ενίσχυσης για την ολοκλήρωση του έργου. Εάν, όπως ισχυρίζονται οι ισλανδικές αρχές, το έργο δεν θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς την ενίσχυση, θα έπρεπε να είχαν παράσχει πληροφορίες και αναλύσεις που θα επέτρεπαν στην Αρχή να επαληθεύσει αυτόν τον ισχυρισμό. Η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τους υπολογισμούς της αποδοτικότητας του έργου με ή χωρίς τη χορήγηση ενίσχυσης, αναλύσεις ευαισθησίας και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η χρηματοπιστωτική κρίση επηρέασε την επενδυτική απόφαση.

(172)

Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές δεν έχουν αποδείξει ότι υπάρχουν στοιχεία που (μολονότι οι εργασίες για το έργο είχαν αρχίσει πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης) μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι, παρ' όλα αυτά, το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου τηρείται (66).

(173)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου δεν τηρείται όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Verne.

(174)

Η διαπίστωση αυτή είναι καθαυτή αρκετή για να αποδειχθεί ότι η επενδυτική συμφωνία Verne δεν συμβιβάζεται με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και των ΚΓΠΕ του 2007.

(175)

Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, η Αρχή θα εξετάσει επίσης τις ειδικές διατάξεις της συμφωνίας και θα αξιολογήσει κατά πόσον αυτές συμμορφώνονται με τους όρους που ορίζουν οι ΚΓΠΕ του 2007.

5.1.4.   Οι επενδυτικές δαπάνες και τα ανώτατα όρια ενίσχυσης

(176)

Για να χαρακτηριστούν τα φορολογικά μέτρα που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της επενδυτικής συμφωνίας Verne ως επενδυτικές ενισχύσεις πρέπει:

να συνδέονται με την υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου,

να βασίζονται σε ένα ποσό που επενδύεται στην περιοχή,

να είναι δυνατό να προσδιοριστεί το ποσό της ενίσχυσης,

να υπάρχει ανώτατο όριο εκφραζόμενο ως ποσοστό του ποσού που έχει επενδυθεί στην περιοχή (67).

(177)

Οι συνολικές επενδυτικές δαπάνες της επενδυτικής συμφωνίας Verne καθορίζονται περίπου σε 675 εκατ. δολάρια ΗΠΑ. Στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε σαφής συσχέτιση στη συμφωνία μεταξύ των επενδυτικών δαπανών και της ενίσχυσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιλέξιμες δαπάνες δεν ορίστηκαν συγκεκριμένα, η ενίσχυση δεν είχε προσδιοριστεί ποσοτικά και δεν είχε καθοριστεί ανώτατο όριο ενίσχυσης. Οι ισλανδικές αρχές δεν υπέβαλαν στοιχεία για να αντικρούσουν αυτά τα προκαταρκτικά συμπεράσματα. Η απουσία των εν λόγω στοιχείων από την επενδυτική συμφωνία Verne αντίκειται στις διατάξεις των ΚΓΠΕ του 2007.

(178)

Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 44 ανωτέρω, οι ισλανδικές αρχές δήλωσαν ότι ο οργανισμός Invest in Iceland διενήργησε ανάλυση κόστους-οφέλους για κάθε έργο, πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας, και η επιτροπή κινήτρων αξιολόγησε κατά πόσο τα έργα πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που ορίζονται στον νόμο αριθ. 99/2010 και στον κανονισμό περί κινήτρων.

(179)

Σύμφωνα με τις ΚΓΠΕ του 2007, «[…] οι επενδυτικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα υπολογίζονται είτε με αναφορά στις δαπάνες υλικών και άυλων επενδύσεων που απορρέουν από το σχέδιο αρχικής επένδυσης, είτε στο (εκτιμώμενο) εργατικό κόστος των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται άμεσα από το επενδυτικό σχέδιο […]. Το ύψος των ενισχύσεων προσδιορίζεται ως ποσοστό επί του κόστους αναφοράς» (68).

(180)

Προκειμένου η Αρχή να αξιολογήσει το συμβιβάσιμο του μέτρου ενίσχυσης σύμφωνα με τις ΚΓΠΕ του 2007, το ανώτατο όριο ενίσχυσης πρέπει να διατυπώνεται σαφώς με αναφορά σε συγκεκριμένες, επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες. Το γεγονός ότι οι ισλανδικές αρχές έχουν δημιουργήσει ένα μηχανισμό για να ελέγχουν εκ των υστέρων την επιλεξιμότητα των έργων με το καθεστώς είναι άνευ σημασίας για την αξιολόγηση της συμβατότητας από την Αρχή, εφόσον ένας τέτοιος μηχανισμός δεν εγγυάται ότι η ένταση της ενίσχυσης σε ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης προεξοφλείται στην αξία της και εκφράζεται ως ποσοστό της προεξοφλημένης αξίας των επιλέξιμων δαπανών, ούτε εγγυάται ότι οι επιλέξιμες δαπάνες που προβλέπονται στην επενδυτική συμφωνία Verne αφορούν τις επενδυτικές δαπάνες για υλικά περιουσιακά στοιχεία όπως προβλέπουν οι ΚΓΠΕ του 2007 (69).

(181)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι η επενδυτική συμφωνία Verne δεν συνάδει με τους όρους που καθορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον i) η συμφωνία δεν αποδεικνύει τις επιλέξιμες δαπάνες, ii) η ενίσχυση δεν προσδιορίζεται ποσοτικά σωστά, και iii) δεν υπάρχει μεθοδολογία υπολογισμού της έντασης ενίσχυσης για το έργο.

5.1.5.   Πρόσθετη ενίσχυση σε περίπτωση τροποποιήσεων του καθεστώτος

(182)

Το άρθρο 23.7 της επενδυτικής συμφωνίας Verne προβλέπει την άνευ όρων υποχρέωση των ισλανδικών αρχών να χορηγήσουν συμπληρωματική ενίσχυση στον δικαιούχο για έργο στο οποίο έχει ήδη χορηγηθεί ενίσχυση βάσει του καθεστώτος, σε περίπτωση που οι μελλοντικές τροποποιήσεις του καθεστώτος θα ήταν πιο επωφελείς.

(183)

Η διάταξη αυτή εγγυάται στον δικαιούχο το δικαίωμα να λάβει την ενίσχυση, επιπλέον της ενίσχυσης που χορηγήθηκε αρχικά στο πλαίσιο του καθεστώτος, όπως εγκρίθηκε από την Αρχή. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος.

(184)

Η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει της ανωτέρω διάταξης πρέπει να χαρακτηρισθεί ως λειτουργική ενίσχυση, εφόσον δεν συνδέεται με κάποια αρχική επένδυση. Οι εν λόγω λειτουργικές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Ειδικότερα, η ενίσχυση δεν χορηγείται για ένα σαφώς προκαθορισμένο σύνολο επιλέξιμων δαπανών, όπως ορίζεται στην παράγραφο 66 των ΚΓΠΕ του 2007.

5.1.6.   Συμπέρασμα όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Verne

(185)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει της επενδυτικής συμφωνίας Verne είναι νέα, ad hoc κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

5.2.    Η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið

5.2.1.   Επίπτωση των τροποποιήσεων που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός

(186)

Η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið αφορά την κατασκευή, σε δύο ή περισσότερα στάδια, ενός εργοστασίου παραγωγής πυριτίου στο Helguvík, στον Δήμο Reykjanesbær.

(187)

Στην απόφασή της για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή διαμόρφωσε την προκαταρκτική άποψη ότι η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið αφορά προηγούμενη συμφωνία, η οποία είχε συναφθεί μεταξύ των ιδίων μερών για το ίδιο έργο στις 29 Μαΐου 2009 (70). Όπως αναφέρει ρητά το προοίμιο της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið: «[…] η επενδυτική συμφωνία που υπεγράφη στις 29 Μαΐου 2009 θεωρήθηκε ως ένα πρώτο βήμα προς τη σύναψη μιας πιο ολοκληρωμένης επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ των μερών» και ότι «[η] παρούσα επενδυτική συμφωνία είναι, συνεπώς παρεπόμενη συμφωνία της προηγούμενης επενδυτικής συμφωνίας της 29ης Μαΐου 2009» (71).

(188)

Εξάλλου, το άρθρο 2.2 της συμφωνίας της 29ης Μαΐου 2009 αναφέρει ότι: «Η πλήρης συμφωνία θα περιλαμβάνει, αλλά δεν θα περιορίζεται σε διατάξεις σχετικές με την απομείωση της αξίας και τη διαγραφή πάγιων στοιχείων ενεργητικού και άλλα λογιστικά πρότυπα, την απαλλαγή από κρατικά τέλη, φορολογικούς συντελεστές και γενική φορολογία της εταιρείας Tomahawk and the Investors, τιμολόγια εισαγωγών και εξαγωγών, ειδικούς φόρους κατανάλωσης κ.λπ.». Επιπλέον, το σημείο 1.1 (στ.1) αναφέρει ότι «η διάρκεια της παρούσας επενδυτικής συμφωνίας και της επακόλουθης πλήρους επενδυτικής συμφωνίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 20 ετών από την εκτέλεση […]. Η παρούσα επενδυτική συμφωνία θα αντικατασταθεί από την πλήρη επενδυτική συμφωνία και, ως εκ τούτου, θα τερματιστεί όταν η πλήρης επενδυτική συμφωνία καταστεί δεσμευτική από νομική άποψη […]».

(189)

Οι ισλανδικές αρχές δήλωσαν ότι οι τροποποιήσεις του καθεστώτος που επήλθαν με τον συμπληρωματικό κανονισμό είχαν ως στόχο την επενδυτική συμφωνία Becromal και ότι δεν είχαν δοθεί κίνητρα βάσει του καθεστώτος σε άλλα έργα η υλοποίηση των οποίων είχε αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος.

(190)

Μολονότι η Kísilfélagið είχε συνάψει συμφωνία με τις ισλανδικές αρχές πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος, οι εργασίες σχετικά με το έργο που καθορίζονται στη συμφωνία του 2009 δεν είχαν ακόμη αρχίσει όταν υπεγράφη η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið βάσει του καθεστώτος. Κατά συνέπεια, το έργο θα ήταν επιλέξιμο για κίνητρα, δεδομένου ότι ικανοποιούνταν το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου βάσει του καθεστώτος, ανεξάρτητα από τις τροποποιήσεις τις οποίες εισήγαγε ο συμπληρωματικός κανονισμός. Επιπλέον, η Kísilfélagið δεν επωφελήθηκε από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός στα άρθρα 8 και 20 του κανονισμού περί κινήτρων.

(191)

Η Αρχή, συνεπώς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός δεν έχουν επιπτώσεις στην επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið.

5.2.2.   Χαρακτήρας κινήτρου

(192)

Η Αρχή επισημαίνει ότι, όπως επιβεβαιώνουν οι ισλανδικές αρχές, οι εργασίες για το έργο δεν έχουν αρχίσει ακόμη. Επιπλέον, δεν είναι σαφές αν θα αρχίσουν κάποτε. Η Αρχή δεν γνωρίζει αν έχει ξεκινήσει η κατασκευή για το έργο Kísilfélagið ή αν έχουν εκδοθεί αμετάκλητες δεσμεύσεις για την παραγγελία εξοπλισμού. Ως εκ τούτου, δεν χορηγήθηκε καμία ενίσχυση στον δικαιούχο πριν ξεκινήσουν οι εργασίες για το έργο.

(193)

Η Αρχή, συνεπώς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο για τη δημιουργία κινήτρου τηρείται όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið.

5.2.3.   Οι επενδυτικές δαπάνες και τα ανώτατα όρια ενίσχυσης

(194)

Μολονότι η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið πληροί το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου, οι ισλανδικές αρχές συμφωνούν με το προκαταρκτικό συμπέρασμα της Αρχής ότι η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið προέβλεπε πρόσθετα κίνητρα που υπερέβαιναν το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε (72).

(195)

Βάσει της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið, η κατασκευή της μονάδας παραγωγής πυριτιούχου μετάλλου προβλέπεται να πραγματοποιηθεί σε δύο ή περισσότερα στάδια σε διάστημα τριών ετών. Η συμφωνία δεν προβλέπει ημερομηνία έναρξης ή λήξης για την κατασκευή της εγκατάστασης, ούτε προβλέπει κάποιο από τα στάδια που απαιτούνται για την κατασκευή του. Επιπλέον, η συμφωνία δεν περιέχει αναφορά σε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες ούτε αναφέρει ρητά τις εντάσεις ενίσχυσης ή ανώτατο όριο ενίσχυσης. Εφαρμόζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, τη συλλογιστική που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 176 έως 181 ανωτέρω, σχετικά με την επενδυτική συμφωνία Verne, η Αρχή θεωρεί ότι τα εν λόγω στοιχεία επηρεάζουν την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið στο σύνολό της και κατά συνέπεια πρέπει να αξιολογηθούν ως μη διαχωρίσιμο μέρος της συμφωνίας.

(196)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið δεν είναι απολύτως σύμφωνη με τους όρους που καθορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον i) η συμφωνία δεν αποδεικνύει τις επιλέξιμες δαπάνες, ii) η ενίσχυση δεν προσδιορίζεται ποσοτικά σωστά, και iii) δεν υπάρχει μεθοδολογία υπολογισμού της έντασης ενίσχυσης για το έργο.

(197)

Κατά συνέπεια, η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið πρέπει να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση ad hoc, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε.

5.2.4.   Πρόσθετη ενίσχυση σε περίπτωση τροποποιήσεων του καθεστώτος

(198)

Το άρθρο 22.8 της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið προβλέπει την άνευ όρων υποχρέωση των ισλανδικών αρχών να χορηγήσουν συμπληρωματική ενίσχυση στον δικαιούχο για έργο στο οποίο έχει ήδη χορηγηθεί ενίσχυση βάσει του καθεστώτος, σε περίπτωση που οι μελλοντικές τροποποιήσεις του καθεστώτος θα ήταν πιο επωφελείς.

(199)

Η διάταξη αυτή εγγυάται στον δικαιούχο το δικαίωμα να λάβει την ενίσχυση, επιπλέον της ενίσχυσης που χορηγήθηκε αρχικά στο πλαίσιο του καθεστώτος. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε από την Αρχή. Οι ισλανδικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τηρούν την άποψη της Αρχής ότι η εφαρμογή του καθεστώτος δεν συνάδει με το καθεστώς όπως εγκρίθηκε. Ως εκ τούτου, δεσμεύτηκαν να απαλείψουν αυτή τη διάταξη από τη συμφωνία. Ωστόσο, οι ισλανδικές αρχές δεν κοινοποίησαν το εν λόγω μέτρο ad hoc στην Αρχή, ως όφειλαν, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3.

(200)

Η Αρχή θεωρεί ότι κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει της ανωτέρω διάταξης πρέπει να χαρακτηριστεί ως λειτουργική ενίσχυση, εφόσον δεν συνδέεται με κάποια αρχική επένδυση. Η εν λόγω λειτουργική ενίσχυση είναι εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ και η Αρχή δεν έλαβε πληροφορίες ή επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε, παρ' όλα αυτά, να είναι συμβιβάσιμη. Ειδικότερα, τα μέτρα δεν χορηγούνται για ένα σαφώς προκαθορισμένο σύνολο επιλέξιμων δαπανών, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 66 των ΚΓΠΕ του 2007.

5.2.5.   Συμπέρασμα όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið

(201)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið πληροί το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου που ορίζεται στις ΚΓΠΕ του 2007 και, ως εκ τούτου, η Kísilfélagið ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση δυνάμει του καθεστώτος.

(202)

Ωστόσο, η Αρχή συμπεραίνει επίσης ότι η επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið δεν τηρεί τους όρους που ορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον δεν υπάρχουν αναφορές σε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες, ούτε σε ένταση των ενισχύσεων και σε ανώτατο όριο ενίσχυσης. Η Αρχή θεωρεί, συνεπώς, ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið συνιστούν μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

5.3.    Η επενδυτική συμφωνία Thorsil

5.3.1.   Μέτρο ενίσχυσης ad hoc

(203)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Αρχή, η επενδυτική συμφωνία Thorsil δεν συνδέεται με καμία προγενέστερη επενδυτική συμφωνία.

(204)

Ωστόσο, στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο το άρθρο 15.3 της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil προέβλεπε τη χορήγηση ενισχύσεων εκτός του εγκεκριμένου καθεστώτος (73).

(205)

Όπως προαναφέρθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34, οι ισλανδικές αρχές συμφωνούν με το προκαταρκτικό συμπέρασμα της Αρχής ότι η συμφωνία προβλέπει περαιτέρω κίνητρα από αυτά που επιτρέπει το σύστημα.

(206)

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η συμφωνία έχει ήδη τεθεί σε ισχύ, η Αρχή δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα η ενίσχυση να έχει χορηγηθεί εκτός του εγκεκριμένου καθεστώτος. Η Αρχή θα αξιολογήσει τα πρόσθετα κίνητρα που προβλέπονται στο άρθρο 15.3 της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil ως ενίσχυση ad hoc.

5.3.2.   Χαρακτήρας κινήτρου

(207)

Η επενδυτική συμφωνία Thorsil υπεγράφη στις 30 Δεκεμβρίου 2010. Αφορά μονάδα παραγωγής μεταλλικού πυριτίου που θα κατασκευαστεί στον Δήμο Ölfus, ετήσιας παραγωγικής ικανότητας περίπου 50 000 μετρικών τόνων.

(208)

Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου προβλεπόταν για τον Οκτώβριο του 2014. Ωστόσο, η κατασκευή του εργοστασίου δεν έχει ξεκινήσει ακόμη και δεν είναι σαφές αν το έργο θα υλοποιηθεί. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι δεν χορηγήθηκε καμία ενίσχυση στον δικαιούχο πριν ξεκινήσουν οι εργασίες για το έργο. Η Αρχή, συνεπώς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο για τη δημιουργία κινήτρου τηρείται όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία Thorsil.

5.3.3.   Οι επενδυτικές δαπάνες και τα ανώτατα όρια ενίσχυσης

(209)

Σύμφωνα με την επενδυτική συμφωνία Thorsil, η κατασκευή της μονάδας παραγωγής πυριτιούχου μετάλλου αναμένεται να πραγματοποιηθεί στον Δήμο Ölfus με προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης της παραγωγής την 1η Οκτωβρίου 2014. Η συμφωνία, ωστόσο, δεν προβλέπει ημερομηνία έναρξης ή λήξης για την κατασκευή της εγκατάστασης, ούτε προβλέπει κάποιο από τα στάδια που απαιτούνται για την κατασκευή του. Επιπλέον, η συμφωνία δεν κάνει αναφορά σε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες ούτε αναφέρει ρητά τις εντάσεις ενίσχυσης ή ανώτατο όριο ενίσχυσης.

(210)

Εφαρμόζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, τη συλλογιστική που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 176 έως 181 ανωτέρω σχετικά με την επενδυτική συμφωνία Verne, η Αρχή θεωρεί ότι τα εν λόγω στοιχεία επηρεάζουν την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil στο σύνολό της και κατά συνέπεια πρέπει να αξιολογηθεί ως μη διαχωρίσιμο μέρος της συμφωνίας.

(211)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι η επενδυτική συμφωνία Thorsil δεν είναι απολύτως σύμφωνη με τους όρους που καθορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον i) η συμφωνία δεν αποδεικνύει τις επιλέξιμες δαπάνες, ii) η ενίσχυση δεν προσδιορίζεται ποσοτικά σωστά, και iii) δεν υπάρχει μεθοδολογία υπολογισμού της έντασης ενίσχυσης για το έργο.

(212)

Κατά συνέπεια, η επενδυτική συμφωνία Thorsil πρέπει να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση ad hoc, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε.

5.3.4.   Η δυνατότητα παράτασης της περιόδου φορολογικών απαλλαγών

(213)

Το άρθρο 15.3 της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil προβλέπει τη δυνατότητα παράτασης της περιόδου ενίσχυσης πέραν της μέγιστης διάρκειας που προβλέπεται από το καθεστώς, όπως έχει εγκριθεί. Αυτό το ad hoc πρόσθετο μέτρο κινήτρου δεν κοινοποιήθηκε στην Αρχή, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3.

(214)

Η δυνατότητα παράτασης της περιόδου ενίσχυσης δεν συνδέεται με κάποια αρχική επένδυση, αντιθέτως μειώνει το κόστος που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί η Thorsil κατά την άσκηση των καθημερινών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της. Κατά συνέπεια, συνιστά λειτουργική ενίσχυση. Η εν λόγω λειτουργική ενίσχυση είναι εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ και η Αρχή δεν έλαβε πληροφορίες ή επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε, παρ' όλα αυτά, να είναι συμβιβάσιμη. Ειδικότερα, τα μέτρα δεν χορηγούνται για ένα σαφώς προκαθορισμένο σύνολο επιλέξιμων δαπανών, όπως ορίζεται στην παράγραφο 66 των ΚΓΠΕ του 2007.

5.3.5.   Συμπέρασμα σχετικά με την επενδυτική συμφωνία Thorsil

(215)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επενδυτική συμφωνία Thorsil πληροί το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου που ορίζεται στις ΚΓΠΕ του 2007 και, ως εκ τούτου, η Thorsil ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση δυνάμει του καθεστώτος.

(216)

Η Αρχή συμπεραίνει επίσης ότι η επενδυτική συμφωνία Thorsil δεν τηρεί τους όρους που ορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον δεν υπάρχουν αναφορές σε επιλέξιμες και συνολικές επενδυτικές δαπάνες, ούτε σε ένταση των ενισχύσεων και σε ανώτατο όριο ενίσχυσης. Η Αρχή θεωρεί, συνεπώς, ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil συνιστούν μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

5.4.    Η επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan

5.4.1.   Μέτρο ad hoc

(217)

Η επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan δεν συνδέεται με καμία προηγούμενη επενδυτική συμφωνία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Αρχή.

(218)

Ωστόσο, στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο το άρθρο 22.7 της επενδυτικής συμφωνίας GMR endurvinnslan προέβλεπε τη χορήγηση ενισχύσεων εκτός του εγκεκριμένου καθεστώτος (74).

(219)

Όπως προαναφέρθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34, οι ισλανδικές αρχές συμφωνούν με το προκαταρκτικό συμπέρασμα της Αρχής ότι η συμφωνία προβλέπει περαιτέρω κίνητρα από αυτά που επιτρέπει το καθεστώς.

(220)

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η συμφωνία έχει ήδη τεθεί σε ισχύ, η Αρχή δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα η ενίσχυση να έχει χορηγηθεί εκτός του εγκεκριμένου καθεστώτος. Η Αρχή θα αξιολογήσει τα εν λόγω πρόσθετα κίνητρα που προβλέπονται στο άρθρο 22.7 ως ενίσχυση ad hoc.

5.4.2.   Χαρακτήρας κινήτρου

(221)

Στις 7 Μαΐου 2012, οι ισλανδικές αρχές συνήψαν συμφωνία με την GMR Endurvinnslan σχετικά με τη χορήγηση φορολογικών απαλλαγών για την κατασκευή εργοστασίου ανακύκλωσης στο Grundartangi στον Δήμο Hvalfjarðarsveit. Η συμφωνία αναφέρει ότι η GMR είχε την πρόθεση να αρχίσει την παραγωγή στα τέλη του 2012 και ότι η μονάδα θα λειτουργούσε πλήρως το 2014.

(222)

Όπως επιβεβαιώθηκε από τις ισλανδικές αρχές, δεν χορηγήθηκε καμία ενίσχυση στον δικαιούχο πριν ξεκινήσουν οι εργασίες για το έργο.

(223)

Η Αρχή, συνεπώς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο για τη δημιουργία κινήτρου τηρείται όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan.

(224)

Η Αρχή οφείλει, ωστόσο, να εξετάσει κατά πόσον ορισμένα στοιχεία της συμφωνίας πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007.

5.4.3.   Οι επενδυτικές δαπάνες και τα ανώτατα όρια ενίσχυσης

(225)

Η συμφωνία δεν κάνει αναφορά σε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες ούτε αναφέρει ρητά τις εντάσεις ενίσχυσης ή ανώτατο όριο ενίσχυσης.

(226)

Εφαρμόζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, τη συλλογιστική που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 176 έως 181 ανωτέρω, σχετικά με την επενδυτική συμφωνία Verne, η Αρχή θεωρεί ότι τα εν λόγω στοιχεία επηρεάζουν την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της επενδυτικής συμφωνίας GMR Endurvinnslan στο σύνολό της και κατά συνέπεια πρέπει να αξιολογηθεί ως μη διαχωρίσιμο μέρος της συμφωνίας.

(227)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι η επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan δεν είναι απολύτως σύμφωνη με τους όρους που καθορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον i) η συμφωνία δεν αποδεικνύει τις επιλέξιμες δαπάνες, τις οποίες θα έπρεπε να αντανακλά η επένδυση, ii) η ενίσχυση δεν προσδιορίζεται ποσοτικά σωστά, και iii) δεν υπάρχει μεθοδολογία υπολογισμού της έντασης ενίσχυσης για το έργο.

(228)

Κατά συνέπεια, η επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan πρέπει να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση ad hoc, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε.

5.4.4.   Πρόσθετη ενίσχυση σε περίπτωση τροποποιήσεων του καθεστώτος

(229)

Το άρθρο 22.7 της επενδυτικής συμφωνίας GMR Endurvinnslan περιέχει όμοια διάταξη με εκείνη που περιλαμβάνεται στην επενδυτική συμφωνία Kísilfélagið (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 200 όσον αφορά το άνευ όρων δικαίωμα να ζητήσει αυξημένη ενίσχυση, σε περίπτωση επέκτασης του καθεστώτος.

(230)

Όπως σημειώνεται στην αιτιολογική σκέψη 199 ανωτέρω, η διάταξη αυτή εγγυάται στον δικαιούχο το δικαίωμα να λάβει ενίσχυση, επιπλέον της ενίσχυσης που χορηγήθηκε αρχικά στο πλαίσιο του καθεστώτος. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος. Οι ισλανδικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τηρούν την άποψη της Αρχής ότι η εφαρμογή του καθεστώτος δεν συνάδει με το καθεστώς όπως εγκρίθηκε και, ως εκ τούτου, έχουν δεσμευθεί να απαλείψουν αυτή τη διάταξη από τη συμφωνία. Ωστόσο, οι ισλανδικές αρχές δεν κοινοποίησαν το εν λόγω μέτρο ad hoc στην Αρχή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3.

(231)

Η Αρχή θεωρεί ότι κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει της ανωτέρω διάταξης πρέπει να χαρακτηρισθεί ως λειτουργική ενίσχυση, εφόσον δεν συνδέεται με κάποια αρχική επένδυση. Η εν λόγω λειτουργική ενίσχυση είναι εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστη με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ και η Αρχή δεν έλαβε πληροφορίες ή επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε, παρ' όλα αυτά, να είναι συμβιβάσιμη. Ειδικότερα, η ενίσχυση δεν χορηγείται για ένα σαφώς προκαθορισμένο σύνολο επιλέξιμων δαπανών, όπως ορίζεται στην παράγραφο 66 των ΚΓΠΕ του 2007.

5.4.5.   Συμπέρασμα όσον αφορά την επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan

(232)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επενδυτική συμφωνία Thorsil πληροί το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου που ορίζεται στις ΚΓΠΕ του 2007 και, ως εκ τούτου, η GMR Endurvinnslan ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση δυνάμει του καθεστώτος.

(233)

Η Αρχή συμπεραίνει επίσης ότι η επενδυτική συμφωνία GMR Endurvinnslan δεν τηρεί τους όρους που ορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον δεν υπάρχουν αναφορές σε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες, ούτε σε ένταση των ενισχύσεων και σε ανώτατο όριο ενίσχυσης. Η Αρχή θεωρεί, συνεπώς, ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο της επενδυτικής συμφωνίας GMR Endurvinnslan συνιστούν μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

5.5.    Συμπέρασμα

(234)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σύναψη της επενδυτικής συμφωνίας Verne ήταν στο σύνολό της εκτός του πλαισίου των διατάξεων του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε από την Αρχή, και ως εκ τούτου συνιστά μέτρο ad hoc. Η αξιολόγηση έδειξε ότι οι διατάξεις της επενδυτικής συμφωνίας Verne προβλέπουν ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

(235)

Εξάλλου, μολονότι τα έργα της Thorsil, της Kísilfélagið και της GMR Endurvinnslan πληρούν το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου, ώστε να είναι επιλέξιμα στο πλαίσιο του καθεστώτος, οι αντίστοιχες συμφωνίες, που αξιολογήθηκαν επίσης ως μέτρα ad hoc, δεν πληρούν τους όρους που ορίστηκαν στις ΚΓΠΕ του 2007, εφόσον δεν υπάρχουν αναφορές σε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες, ούτε στην ένταση των ενισχύσεων ή σε ανώτατο όριο ενίσχυσης στο οποίο θα έπρεπε να αντιστοιχούν τα έξοδα αυτά. Οι συμφωνίες περιλαμβάνουν επίσης ορισμένες πρόσθετες διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων εκτός του πλαισίου του εγκεκριμένου καθεστώτος. Ως εκ τούτου, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες αυτές αποτελούν στο σύνολό τους μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

6.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

(236)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους 1 του πρωτοκόλλου 3, «η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ενημερώνεται, έγκαιρα, ώστε να είναι σε θέση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, για κάθε πρόθεση χορήγησης ενίσχυσης. Το εκάστοτε κράτος δεν θέτει τα προτεινόμενα μέτρα σε εφαρμογή πριν να ολοκληρωθεί η διαδικασία με την έκδοση τελικής απόφασης».

(237)

Οι ισλανδικές αρχές δεν κοινοποίησαν τις μεταβολές του καθεστώτος τις οποίες επέφερε ο συμπληρωματικός κανονισμός, επιτρέποντας τη χορήγηση ενισχύσεων σε έργα για τα οποία οι εργασίες είχαν αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος. Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Αρχή τις επενδυτικές συμφωνίες Verne, Thorsil, Kísilfélagið και GMR Endurvinnslan, διότι θεωρούσαν ότι οι εν λόγω επενδυτικές συμφωνίες εμπίπτουν στο καθεστώς. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Αρχής στην αιτιολογική σκέψη 235 ότι οι εν λόγω επενδυτικές συμφωνίες στο σύνολό τους δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος, όπως αυτό εγκρίθηκε, συνάγεται ότι οι συμφωνίες αυτές θα έπρεπε να έχουν κοινοποιηθεί στην Αρχή για να αξιολογηθούν ως μέτρα ad hoc.

(238)

Εφόσον οι τροποποιήσεις του καθεστώτος συνεπάγονται κρατική ενίσχυση που μπορεί να διαχωριστεί από το καθεστώς και οι επενδυτικές συμφωνίες Verne, Thorsil, Kísilfélagið και GMR Endurvinnslan συνεπάγονται κρατική ενίσχυση η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εγκεκριμένου καθεστώτος, υπάγονταν, καταρχήν, στις απαιτήσεις ατομικής κοινοποίησης που ορίζονταν στις ΚΓΠΕ του 2007.

(239)

Ως εκ τούτου, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ισλανδικές αρχές δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

7.   ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ

(240)

Οι δικαιούχοι ενίσχυσης μπορούν να επικαλεστούν τις θεμελιώδεις νομικές αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου προκειμένου να αμφισβητήσουν τυχόν διαταγή ανάκτησης μιας παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενίσχυσης. Οι αρχές αυτές ισχύουν όμως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μια επιχείρηση δεν μπορεί κατά κανόνα να έχει δικαιολογημένες προσδοκίες ότι μια ενίσχυση είναι σύννομη, παρά μόνον εάν έχει χορηγηθεί με την τήρηση της διαδικασίας για την κοινοποίηση της ενίσχυσης στην Αρχή (ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά περίπτωση) (75). Η αρχή αυτή έχει επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο: «Σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ύπαρξη εξαιρετικής περιστάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε από απόψεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ' ουσίαν, ότι, καθόσον χρόνο η Επιτροπή δεν έχει λάβει εγκριτική απόφαση και εφόσον δεν έχει εκπνεύσει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, ο δικαιούχος δεν είναι βέβαιος ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως, οπότε δεν χωρεί επίκληση ούτε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε της αρχής της ασφάλειας δικαίου» (76).

(241)

Η νομολογία του Δικαστηρίου αναφέρει ότι, καταρχήν, η επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα της ενίσχυσης είναι δυνατή μόνο εφόσον η ενίσχυση έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 (77), επισημαίνοντας ότι ένας επιμελής επιχειρηματίας θα πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να διαπιστώνει αν έχει τηρηθεί η διαδικασία αυτή (78).

(242)

Μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί ο αποδέκτης μιας ενίσχυσης που έχει χορηγηθεί παρανόμως, διότι δεν κοινοποιήθηκε, να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του στη νομιμότητα της εν λόγω ενίσχυσης για να αντιταχθεί στην επιστροφή της (79). Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι μια οντότητα μπορεί να βασιστεί στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εάν μία αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (80).

(243)

Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, οι υπάλληλοι της Αρχής σε σύσκεψη στις Βρυξέλλες στις 27 Μαΐου 2011 έδωσαν το «πράσινο φως» στις ισλανδικές αρχές και στη Verne να συνάψουν αναθεωρημένη συμφωνία η οποία θα επέτρεπε τη Verne να επωφεληθεί από το καθεστώς. Αν και οι ισλανδικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η εκπροσώπηση αυτού του είδους από την Αρχή ή από μεμονωμένους υπαλλήλους της δεν επιδέχεται προσφυγής σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ, έχουν ζητήσει από την Αρχή να λάβει δεόντως υπόψη το τι συνέβη στην προαναφερθείσα σύσκεψη και, αναλόγως, να συμπεράνει ότι έχει διαπιστωθεί το συμβιβάσιμο της επενδυτικής συμφωνίας Verne με το καθεστώς.

(244)

Η Αρχή συμφωνεί με τις ισλανδικές αρχές ότι οι δηλώσεις ενός υπαλλήλου της Αρχής σε μια άτυπη σύσκεψη δεν είναι δυνατό να προβληθούν ως επιχείρημα για το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης και δεν δημιουργούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαιούχων. Η Αρχή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αξιολογεί το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Μέχρις ότου η Αρχή εκδώσει τελική απόφαση σχετικά με ένα συγκεκριμένο μέτρο, το εν λόγω μέτρο δεν έχει κριθεί συμβατό με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η Αρχή δεν έχει λάβει μέχρι στιγμής καμία απόφαση έγκρισης περιφερειακής ενίσχυσης στη Verne.

(245)

Επιπλέον, η Αρχή απορρίπτει τον ισχυρισμό των ισλανδικών αρχών ότι έδωσε «πράσινο φως» για τη χορήγηση περιφερειακής ενίσχυσης στη Verne βάσει του καθεστώτος όπως είχε εγκριθεί. Η Αρχή ποτέ δεν δήλωσε στην αλληλογραφία της με τις ισλανδικές αρχές ότι το έργο της Verne θα μπορούσε να είναι επιλέξιμο για τη χορήγηση περιφερειακής ενίσχυσης. Αντιθέτως, από το 2010, στις συζητήσεις προ της κοινοποίησης σχετικά με το έργο της Verne, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσον τηρούνταν το κριτήριο της δημιουργίας κινήτρου. Με επιστολή της 31ης Μαρτίου 2010, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο οι ισλανδικές αρχές είχαν αποδείξει τον πραγματικό χαρακτήρα κινήτρου των διαφόρων φόρων και τελών παραχώρησης που προβλέπονταν στην επενδυτική συμφωνία του 2009. Η αρχή κατέστησε επίσης σαφές ότι οι ισλανδικές αρχές δεν είχαν υποβάλει έγγραφα για να αποδείξουν ότι εξέδωσαν επιστολή προθέσεων για τη χορήγηση της ενίσχυσης πριν από την έναρξη των εργασιών και ότι τα στοιχεία που είχαν προβάλει ανέφεραν ότι οι εργασίες για το έργο ξεκίνησαν λίγο πριν ξεκινήσουν οι συνομιλίες μεταξύ του δικαιούχου και των ισλανδικών αρχών για τη σύναψη επενδυτικής συμφωνίας. Όπως σημειώνεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 153, οι ισλανδικές αρχές απέσυραν στη συνέχεια τη συμφωνία του 2009 και στις 27 Σεπτεμβρίου 2011 συνήψαν νέα συμφωνία με τη Verne, ούτως ώστε το έργο να καλυφθεί από το καθεστώς. Η επενδυτική συμφωνία Verne δεν κοινοποιήθηκε στην Αρχή και, κατά συνέπεια, δεν κρίθηκε συμβατή με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(246)

Ως εκ τούτου, η Αρχή δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι τα επιχειρήματα που αφορούν την ασφάλεια δικαίου ή τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη θα μπορούσαν να είναι έγκυρα στην παρούσα υπόθεση, ιδίως υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου και της ευρείας εφαρμογής του άρθρου 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ.

8.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(247)

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται χωρίς να έχουν κοινοποιηθεί στην Αρχή συνιστούν παράνομες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του μέρους II του πρωτοκόλλου 3. Όπως συνάγεται από το άρθρο 14 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3, η Αρχή αποφασίζει ότι κάθε παράνομη ενίσχυση που δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ πρέπει να ανακτηθεί από τους δικαιούχους, εκτός εάν αυτό αντίκειται σε γενική αρχή του δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 14 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3. Οι ισλανδικές αρχές και οι δικαιούχοι της ενίσχυσης δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα που να δικαιολογεί μια γενική παρέκκλιση από τη γενική αρχή του δικαίου.

(248)

Η υποχρέωση του κράτους να καταργήσει την ασυμβίβαστη ενίσχυση έχει σχεδιαστεί με σκοπό να αποκατασταθεί η προτεραία κατάσταση (81). Με την επιστροφή της ενίσχυσης, οι δικαιούχοι χάνουν το πλεονέκτημα που απολάμβαναν στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών τους και επανέρχεται η προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση, στο βαθμό του εφικτού (82).

(249)

Η ανάκτηση της παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενίσχυσης πρέπει να περιλαμβάνει τόκους και ανατοκισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 και τα άρθρα 9 και 11 της απόφασης 195/04/COL της Αρχής της 14ης Ιουλίου 2004 (83).

(250)

Οι ισλανδικές αρχές έχουν υποβάλει μέχρι στιγμής περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με τα ποσά των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του συμπληρωματικού κανονισμού και των επενδυτικών συμφωνιών. Επιπλέον, δεν έχουν παράσχει επαρκή στοιχεία σχετικά με τις ημερομηνίες κατά τις οποίες οι ενισχύσεις τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων. Κατά συνέπεια, η Αρχή δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να προσδιορίσει τα πραγματικά ποσά που πρέπει να ανακτηθούν από τους δικαιούχους.

(251)

Οι ισλανδικές αρχές πρέπει να υποβάλουν στην Αρχή κατάλληλη έκθεση για την κατάσταση προόδου της ανάκτησης της ενίσχυσης και να προσδιορίσουν με σαφήνεια τα συγκεκριμένα μέτρα που ελήφθησαν για την άμεση και αποτελεσματική ανάκτηση των ενισχύσεων. Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές πρέπει να διαβιβάσουν, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πραγματοποιηθείσα έναρξη των διαδικασιών ανάκτησης από τους δικαιούχους των παράνομων ενισχύσεων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων (όπως εγκύκλιοι, εκδοθείσες διαταγές ανάκτησης κ.λπ.).

9.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(252)

Η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ισλανδικές αρχές χορήγησαν παρανόμως τις ενισχύσεις βάσει του συμπληρωματικού κανονισμού (και, κατ' επέκταση, της επενδυτικής συμφωνίας Becromal), κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3. Η εν λόγω χορηγηθείσα κρατική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και πρέπει να ανακτηθεί, εφόσον έχει καταβληθεί.

(253)

Η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ισλανδικές αρχές χορήγησαν παρανόμως την ad hoc κρατική ενίσχυση βάσει της επενδυτικής συμφωνίας Verne, κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3. Η εν λόγω κρατική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και πρέπει να ανακτηθεί, εφόσον έχει καταβληθεί.

(254)

Όσον αφορά τις επενδυτικές συμφωνίες με τις εταιρείες Thorsil, Kísilfélagið και GMR Endurvinnslan, η Αρχή θεωρεί ότι, αν και τα τρία έργα πληρούν το κριτήριο περί δημιουργίας κινήτρου, ώστε να είναι επιλέξιμα βάσει του καθεστώτος ενισχύσεων, οι συμφωνίες δεν πληρούν τους όρους που ορίζονται στις ΚΓΠΕ του 2007, διότι δεν δηλώνονται ούτε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες, ούτε οι εντάσεις των ενισχύσεων και τα ανώτατα όρια των ενισχύσεων και, συνεπώς, θεωρούνται ως νέες ad hoc κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και με τις ΚΓΠΕ του 2007. Επιπλέον, οι συμφωνίες αυτές περιέχουν ορισμένες διατάξεις, συγκεκριμένα τα άρθρα 22.8 της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið, 15.3 της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil και 22.7 της επενδυτικής συμφωνίας GMR, που προβλέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων εκτός του πεδίου του εγκεκριμένου καθεστώτος. Οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν επίσης ενισχύσεις ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) και των ΚΓΠΕ του 2007. Κάθε ενίσχυση ad hoc που χορηγείται βάσει αυτών των συμφωνιών ανακτάται, στο βαθμό που έχει καταβληθεί.

(255)

Τέλος, επισημαίνεται ότι, με βάση τα προταθέντα από τις ισλανδικές αρχές μέτρα στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 ανωτέρω, η Αρχή δεν είναι σε θέση να αποκλείσει το ασυμβίβαστο των επίμαχων ενισχύσεων στην παρούσα υπόθεση,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το ισλανδικό καθεστώς επενδυτικών κινήτρων, με τις κοινοποιηθείσες από τις ισλανδικές αρχές τροποποιήσεις, τερματίζεται.

Η επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με την επενδυτική συμφωνία Μarmeti τερματίζεται.

Άρθρο 2

Ο συμπληρωματικός κανονισμός συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Άρθρο 3

Η επενδυτική συμφωνία Becromal συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Άρθρο 4

Η επενδυτική συμφωνία Verne συνιστά ad hoc κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Άρθρο 5

Οι επενδυτικές συμφωνίες Kísilfélagið, Thorsil και GMR Endurvinnslan δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο καθεστώς όπως εγκρίθηκε με την απόφαση αριθ. 390/10/COL, διότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν περιέχουν αναφορές σε επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες ούτε στην ένταση των ενισχύσεων και το ανώτατο όριο ενίσχυσης.

Οι επενδυτικές συμφωνίες Kísilfélagið, Thorsil και GMR Endurvinnslan συνιστούν ad hoc κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Άρθρο 6

Οι ισλανδικές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσουν από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5, οι οποίες χορηγήθηκαν παράνομα σε αυτούς.

Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από ανατοκισμό από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής τους.

Άρθρο 7

Η ανάκτηση της ενίσχυσης είναι άμεση και πραγματική, σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου.

Οι ισλανδικές αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ανάκτηση των ενισχύσεων πραγματοποιείται εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Οι ισλανδικές αρχές ακυρώνουν όλες τις εκκρεμείς πληρωμές των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 5, με ισχύ από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 8

Οι ισλανδικές αρχές υποβάλλουν, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, τα ακόλουθα στοιχεία στην Αρχή:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκοι) που θα ανακτηθεί από τους δικαιούχους·

β)

τις ημερομηνίες κατά τις οποίες τα προς ανάκτηση ποσά τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων·

γ)

αναλυτική έκθεση σχετικά με την επιτευχθείσα πρόοδο και τα μέτρα που έχουν ήδη λάβει για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση·

δ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η ανάκτηση των παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων από τους δικαιούχους είναι σε εξέλιξη (όπως εγκυκλίους, εκδοθείσες εντολές ανάκτησης κ.λπ.).

Άρθρο 9

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ισλανδία.

Άρθρο 10

Το κείμενο της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 8 Οκτωβρίου 2014.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Oda Helen SLETNES

Πρόεδρος

Helga JÓNSDÓTTIR

Μέλος του Σώματος


(1)  Απόφαση της Αρχής της 30ής Απριλίου 2013 να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά το καθεστώς επενδυτικών κινήτρων και ορισμένων επενδυτικών συμφωνιών (ΕΕ C 237 της 15.8.2013, σ. 4, και Συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 45 της 15ης Αυγούστου 2013, σ. 1).

(2)  Διατίθεται στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/media/state-aid/390-10-COL.pdf

(3)  Οι επενδυτικές συμφωνίες είναι διαθέσιμες στο κοινό, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4 του νόμου αριθ. 99/2010, και είναι (από τις 4 Μαρτίου 2013) διαθέσιμες στα αγγλικά και στα ισλανδικά, στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://stjornartidindi.is/AdvertList.aspx?ID=7F3926F3-992D-4211-903D-D4F28F1DC87A&view=2&value=ddc9274e-1111-44ac-9d52-5ffa832684fc

(4)  Διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση www.eftasurv.int

(5)  Βλέπε τμήμα 4.5 κατωτέρω.

(6)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 15.

(7)  Μετάφραση της Αρχής που εμφανίζει με έμφαση το κείμενο το οποίο προσέθεσε ο συμπληρωματικός κανονισμός:

«Άρθρο 3 — Όροι για τη χορήγηση ενίσχυσης:

Κατά την αξιολόγηση του αν θα χορηγηθεί ενίσχυση σε νέα επενδυτικά σχέδια, σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 99/2010, πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια: […]

γ.

το μελλοντικό επενδυτικό σχέδιο δεν έχει αρχίσει να υλοποιείται πριν από την υπογραφή συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 20, ή με αμοιβαία επενδυτική συμφωνία πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου, και αποδεικνύεται ότι η χορήγηση της ενίσχυσης αποτελεί προϋπόθεση για την υλοποίηση του έργου στην Ισλανδία.»

(8)  Μετάφραση της Αρχής που εμφανίζει με έμφαση το κείμενο το οποίο προσέθεσε ο συμπληρωματικός κανονισμός:

«Άρθρο 8 — Ενισχύσεις σχετιζόμενες με φόρους και άλλα τέλη:

Επιτρέπεται η χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων βάσει του νόμου αριθ. 99/2010 μέσω της μείωσης των φόρων ή άλλων δημόσιων τελών που αφορούν το εν λόγω επενδυτικό σχέδιο.

Μια εταιρεία, που έχει συσταθεί για σκοπούς αρχικής επένδυσης, η οποία πληροί σωρευτικά τα κριτήρια που ορίζονται στον νόμο αριθ. 99/2010 και στον παρόντα κανονισμό, τυγχάνει των ακόλουθων φορολογικών παρεκκλίσεων:

1.

Ο συντελεστής φορολογίας εισοδήματος της εταιρείας, για την περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 3, δεν υπερβαίνει τον συντελεστή φορολογίας εισοδήματος που ίσχυε κατά τη σύναψη της επενδυτικής συμφωνίας βάσει του άρθρου 20, ή σύμφωνα με ειδική επενδυτική συμφωνία πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου.»

(9)  Μετάφραση της Αρχής που εμφανίζει με έμφαση το κείμενο το οποίο προσέθεσε ο συμπληρωματικός κανονισμός:

«Άρθρο 20 — Συμφωνία για τη χορήγηση ενίσχυσης:

Εάν ο αιτών αποδεχθεί την προσφορά του υπουργού να συνάψει συμφωνία για ενίσχυση, η εν λόγω συμφωνία υπογράφεται μεταξύ του αιτούντος και του υπουργού εξ ονόματος των εθνικών αρχών και, κατά περίπτωση, των τοπικών αρχών, όσον αφορά τη χορήγηση ενίσχυσης για την υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου.

Η διάρκεια της συμφωνίας χορήγησης της ενίσχυσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν υπερβαίνει τα 13 έτη από την ημερομηνία υπογραφής της, λαμβανομένης υπόψη μιας ειδικής επενδυτικής συμφωνίας, σε περίπτωση που είχε συναφθεί προηγουμένως παρόμοια συμφωνία που αφορά το έργο. Ενίσχυση χορηγούμενη βάσει του άρθρου 9 του νόμου αριθ. 99/2010 εφαρμόζεται επί 10 έτη υπολογιζόμενα από την ημερομηνία οφειλής της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης ή της ενεργοποίησης της υποχρέωσης καταβολής των σχετικών τελών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 99/2010, χωρίς, ωστόσο, να υπερβαίνει τα 13 έτη από την υπογραφή συμφωνίας για τη χορήγηση ενίσχυσης, λαμβανομένης υπόψη μιας ειδικής επενδυτικής συμφωνίας, εφόσον είχε συναφθεί προηγουμένως παρόμοια συμφωνία που αφορά το έργο. Η καθαρή παρούσα αξία της εκτιμώμενης συνολικής κρατικής ενίσχυσης που θα χορηγηθεί κατά τη διάρκεια μιας επενδυτικής συμφωνίας καθορίζεται στη συμφωνία. Μια επενδυτική συμφωνία που συνάπτεται βάσει του νόμου αριθ. 99/2010 δημοσιεύεται στο τεύχος Β της Επίσημης Εφημερίδας.».

(10)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 46.

(11)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 50.

(12)  Βλέπε τμήμα 4.2.1.

(13)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 70.

(14)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 83.

(15)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 85.

(16)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 160 έως 163.

(17)  Ο Invest in Iceland είναι δημόσιος οργανισμός παροχής πληροφοριών σε ξένους επενδυτές σχετικά με επενδυτικές ευκαιρίες και το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ισλανδία. Ο Invest in Iceland συλλέγει επίσης στοιχεία σχετικά με το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ισλανδία, διοργανώνει επιτόπου επισκέψεις και συναντήσεις με δυνητικούς επενδυτές, ασκεί πίεση για τη βελτίωση των συνθηκών για ξένους επενδυτές και επηρεάζει το νομοθετικό σώμα. Ο Invest in Iceland ιδρύθηκε με τον νόμο αριθ. 38/2010, νόμο για την προβολή της Ισλανδίας. Περισσότερες πληροφορίες διατίθενται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.invest.is/.

(18)  Βλέπε άρθρο 22.5 της επενδυτικής συμφωνίας Kísilfélagið, το άρθρο 21.5 της επενδυτικής συμφωνίας Thorsil, το άρθρο 22.5 της επενδυτικής συμφωνίας GMR Endurvinnslan και το άρθρο 20.5 της επενδυτικής συμφωνίας Μarmeti.

(19)  Διατίθεται στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/media/state-aid-guidelines/Part-III----Criteria-for-an-In-depth-Assessment-of-Regional-Aid-to-Large-Investment-Projects.pdf

(20)  Υπόθεση T-162/06, Kronoply, Συλλογή 2009, σ. II- 1, σκέψη 101.

(21)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-630/11 P έως 633/11 P, HGA Srl, ECLI:EU:C:2013:387.

(22)  Απόσπασμα από το έγγραφο της Becromal: «Συνεπώς, η αγορά γης ή/και κτιρίου της εγκατάστασης δεν σηματοδοτεί οπωσδήποτε την έναρξη μιας επενδυτικής απόφασης. Μια τέτοια επένδυση μπορεί να εκποιηθεί εύκολα ανά πάσα στιγμή. Η παραγγελία εξοπλισμού ειδικά σχεδιασμένου για ένα συγκεκριμένο τύπο εγκατάστασης, ωστόσο, συνιστά έναρξη εργασιών» (σελίδα 10).

(23)  Για διεξοδικότερη περιγραφή του έργου Becromal βλέπε τμήμα II. 4 κατωτέρω.

(24)  Για περαιτέρω ανάλυση του πεδίου των προϊόντων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και της αρμοδιότητας της Αρχής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, βλέπε απόφαση αριθ. 176/05/COL της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ σχετικά με εικαζόμενη κρατική ενίσχυση στον τομέα της αλιείας, που διατίθεται στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/?1=1&showLinkID=10276&1=1

(25)  Υπόθεση 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4013, σκέψη 17.

(26)  Βλέπε παράγραφο 3 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τη φορολογία των επιχειρήσεων.

(27)  Η πώληση και η μίσθωση της έκτασης από το κράτος σε τιμή χαμηλότερη από την αγοραία αξία τους ήταν ένα από τα μέτρα ενίσχυσης που προέβλεπε το καθεστώς, βλέπε τμήμα I. 2.5.2.6 και τμήμα I. 2.5.3 της απόφασης αριθ. 390/10/COL.

(28)  Βλέπε ειδικότερα, υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline and Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 38· υπόθεση C-501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-6717, σκέψη 90, και υπόθεση C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 77.

(29)  Βλέπε συναφώς υπόθεση C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 14, και υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze και λοιποί, Συλλογή 2006, σ. I-289, σκέψη 132.

(30)  Υπόθεση Cassa di Risparmio di Firenze, σκέψη 140.

(31)  Όπ.π., σκέψη 141.

(32)  Βλέπε http://www.mbl.is/vidskipti/frettir/2012/03/31/ny_verksmidja_opnud_i_byrjun_naesta_ars/

(33)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-195/01 και T-207/01, Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2309, σκέψη 109.

(34)  Διαθέσιμες στη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/state-aid/legal-framework/state-aid-guidelines/

(35)  Βλέπε υπόθεση T-189/03, ASM Brescia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-1831, σκέψη 106, και υπόθεση T-151/11, Telefónica de España and Telefónica Móviles España κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη), σκέψη 64.

(36)  Τμήμα I. 2.13.

(37)  Τμήμα II.3.6.

(38)  Η παράγραφος 30 αναφέρει: «Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι η περιφερειακή ενίσχυση θα αποτελέσει πραγματικό κίνητρο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση δεν θα πραγματοποιούνταν στις ενισχυόμενες περιφέρειες. Έτσι, οι ενισχύσεις αυτές είναι δυνατόν να χορηγηθούν στο πλαίσιο καθεστώτων μόνο εφόσον ο δικαιούχος έχει υποβάλει σχετική αίτηση και η αρμόδια για τη διαχείριση του καθεστώτος αρχή έχει εν συνεχεία επιβεβαιώσει εγγράφως ότι, υπό την αίρεση λεπτομερούς επαλήθευσης, το σχέδιο ικανοποιεί καταρχήν τους όρους επιλεξιμότητας που τίθενται από το καθεστώς πριν από την έναρξη των εργασιών του σχεδίου.»

(39)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 95 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(40)  Υπόθεση C 8/2009, Fri-El Acerra S.r.l. (Ιταλία), σκέψη 40. Βλέπε, επίσης, απόφαση 2011/110/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 8/09 (πρώην N 357/08) που η Ιταλία προτίθεται να χορηγήσει υπέρ της Fri-El Acerra S.r.l. [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 6159] (ΕΕ L 46 της 19.2.2011, σ. 28), και την απόφαση της Αρχής αριθ. 418/10/COL για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις για την κατασκευή κέντρου δεδομένων της Verne, τμήμα II. 3.1.

(41)  Βλέπε υπόθεση T-162/06, Kronoply, Συλλογή 2009, σ. II-1, σκέψη 81. «Όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 30 της Αποφάσεως, σκοπός της εφαρμογής του κριτηρίου του σημείου 4.2 των κατευθυντηρίων γραμμών είναι να ελεγχθεί αν η ενίσχυση λειτουργεί ως κίνητρο, χωρίς να καθυστερήσει υπερβολικά η επένδυση από πλήρη εξέταση όλων των οικονομικών πτυχών της επενδυτικής απόφασης του αποδέκτη της ενισχύσεως, η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ δυσχερής ή/και υπερβολικά χρονοβόρα. Η τελευταία αυτή μέριμνα εξηγεί το ότι η απλή διαπίστωση του ότι η αίτηση ενισχύσεως είναι προγενέστερη της ενάρξεως εκτελέσεως του επενδυτικού σχεδίου χρησιμεύει ως τεκμήριο, κατά την Επιτροπή, σχετικά με τον χαρακτήρα της ενισχύσεως ως κινήτρου».

(42)  Όπ.π., σκέψη 80. «Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διάταξη αυτή [το σημείο 4.2, τρίτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών του 1998 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα] αναφέρεται σε ένα στοιχείο χρονικής φύσεως και παραπέμπει, συνεπώς, σε μια ratione temporis εξέταση, η οποία είναι απολύτως κατάλληλη για την εκτίμηση του χαρακτήρα της ενισχύσεως ως κινήτρου. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σε σχέση με την περί επενδύσεως απόφαση της οικείας επιχειρήσεως, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της δυναμικής αυτής διαδικασίας την οποία αποτελεί αναγκαστικά μια επένδυση εκμετάλλευσης όπως αυτή που πραγματοποίησε η Kronoply».

(43)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-630/11 P έως C-633/11 P, HGA srl κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2013:387.

(44)  Βλέπε επιστολή της Becromal της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, σ. 10.

(45)  HGA κατά Επιτροπής, σκέψεις 106-107.

(46)  Υπόθεση C-390/06, Nuova Agricast, Συλλογή 2008, σ. I-2577, σκέψη 69.

(47)  Παράγραφος 6.

(48)  Υπόθεση T-551/10, Fri-el Acerra κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2013:430, σκέψη 67.

(49)  Ενδεικτικά, βλέπε: http://www.loftorka.is/frettirloftorku/nr/74674/ and http://vikudagur.is/vikudagur/nordlenskar-frettir/2008/01/11/nytt-hus-fyrir-aflthynnuverksmidju-krossanesi

(50)  Βλέπε: http://www.capacent.is/frettir/nr/612

(51)  Ενδεικτικά, βλέπε: http://www.rafeyri.is/en/news/167-substation-for-becromal

(52)  Απόφαση αριθ. 390/10/COL, τμήμα I.2.13.

(53)  Υπόθεση T-394/08, Regione autonoma della Sardegna και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II- 6255, σκέψη 226.

(54)  Με την απόφαση αριθ. 418/10/COL της 3ης Νοεμβρίου 2010, η Αρχή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με επενδυτική συμφωνία που είχε συναφθεί στις 23 Οκτωβρίου 2009 μεταξύ του Δημοσίου και της Verne Real Estate ehf. και Verne Holdings Ltd. για την υλοποίηση του έργου κατασκευής κέντρου δεδομένων στο Reykjanesbær. Η κοινοποίηση αποσύρθηκε αργότερα. Διαθέσιμο στο http://www.eftasurv.int/media/decisions/418-10-COL.pdf. Βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 131-139 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(55)  Η εν λόγω επενδυτική συμφωνία δεν συνάφθηκε επισήμως και η έναρξη της ισχύος της ήταν υπό την αίρεση της έγκρισής της από το Κοινοβούλιο, της έγκρισης των διοικητικών συμβουλίων της Verne και της θετικής απόφασης της Αρχής.

(56)  Το προοίμιο και των δύο αυτών συμφωνιών αναφέρει ότι: «ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι οι επενδυτές και η Verne έχουν προβεί στις αναγκαίες πρώτες ενέργειες για τη δημιουργία ενός συγκροτήματος κέντρου δεδομένων στην Ισλανδία αποτελούμενου από τέσσερα μεμονωμένα κτίρια, ηλεκτρολογικό, μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό ΤΠ, και πρόσθετα κτίρια διοικητικών υπηρεσιών και ηλεκτρικής υποστήριξης που θα εξυπηρετούν ως επί το πλείστον μη διεθνείς πελάτες (εφεξής το “κέντρο δεδομένων”) […]».

(57)  Παράγραφος 49.

(58)  Υποσημείωση 47.

(59)  Βλέπε επιστολή των ισλανδικών αρχών της 8ης Ιουλίου 2013, σ. 15.

(60)  Όπ.π.

(61)  Βλέπε, επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 131-134 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας.

(62)  Σύμφωνα με πληροφορίες που παρείχαν οι ισλανδικές αρχές, η κατεδάφιση, οι εργασίες μηχανικής, ο σχεδιασμός, η διαχείριση έργου και άλλες προπαρασκευαστικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έως τον Οκτώβριο του 2008 ανήλθαν σε 8,1 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και σε επιπλέον 10 εκατ. δολάρια ΗΠΑ κατά την περίοδο Νοεμβρίου 2008 έως τον Δεκέμβριο του 2009, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής κατασκευής και αγοράς ηλεκτρολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού.

(63)  Βλέπε σχετικά την απόφαση 2011/110/ΕΕ, αιτιολογική σκέψη 79.

(64)  Ειδικότερα, οι ισλανδικές αρχές αναφέρουν ότι: i) οι κεφαλαιακές δαπάνες της Verne μειώθηκαν από 8,5 δισεκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2009 σε 1,54 δισεκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2010· ii) πραγματοποιήθηκαν απολύσεις για να διατηρηθεί η εταιρεία· iii) τα στάδια της προταθείσας επένδυσης βάσει του αρχικού σχεδίου ήταν ανεπίκαιρα από τον Δεκέμβριο του 2009 και θα ήταν αναγκαία σημαντική ανανέωση· iv) ο μόνος νέος εξωτερικός επενδυτής που ενδιαφέρθηκε για τη Verne από το 2009 ήταν η The Wellcome Trust, η οποία δεν επρόκειτο να επενδύσει νέα κεφάλαια σε έργο κέντρου δεδομένων χωρίς σαφή δέσμευση του ισλανδικού κράτους να χορηγήσει την ενίσχυση, και v) οι επενδύσεις από το εξωτερικό δεν ήταν αξιόπιστες.

(65)  Υπόθεση T-132/96, Sachsen-VW κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-3663, σκέψη 167.

(66)  Υπόθεση T-394/08, Regione autonoma della Sardegna και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II- 6255, σκέψη 226.

(67)  Βλέπε απόφαση αριθ. 390/10/COL, τμήμα II.3.3.

(68)  Παράγραφοι 28 και 33.

(69)  Παράγραφοι 33 και 39.

(70)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 118-130.

(71)  Τμήματα N και O του προοιμίου.

(72)  Όπως προαναφέρθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34.

(73)  Τμήμα 4.3.5.

(74)  Βλέπε τμήμα 4.3.6 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας.

(75)  Υπόθεση C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I-3437, σκέψη 14· υπόθεση C-169/95, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 51· υπόθεση C-24/95, Land Rheinland-Pfalz v Alcan Deutschland GmbH, Συλλογή 1997, σ. I-1591, σκέψη 25.

(76)  Υπόθεση C-1-09, Centre d'Exportation du Livre Français (CELF), Ministre de la Culture et de la Communication κατά Société Internationale de Diffusion et d'Édition, Συλλογή 2010, σ. I-2099, σκέψη 53. Βλέπε, επίσης, υπόθεση C-91/01, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-4355, σκέψεις 66 και 67.

(77)  Υπόθεση C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I-3437, σκέψη 14· Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-183/02 P και C-187/02 P, Demesa and Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-10609, σκέψη 51.

(78)  Υπόθεση C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. I-3437, σκέψη 14· υπόθεση C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 51.

(79)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-183/02 P και C-187/02 P, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-10609, σκέψη 51.

(80)  Υπόθεση T-290/97, Mehibas Dordstelaan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-15, και υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Belgium and Forum 187 ASBL κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-05479, σκέψη 147.

(81)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-04103, σκέψη 75.

(82)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις E-17/10 και E-6/11, Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν και VTM Fundmanagement κατά της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, Συλλογή 2012, Έκθεση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ, σ. 117, σκέψεις 141-142.

(83)  Όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 789/08/COL της 17ης Δεκεμβρίου 2008 για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 195/04/COL για τις διατάξεις εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 27 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας μεταξύ των κρατών ΕΖΕΣ για την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, σχετικά με τα τυποποιημένα έντυπα κοινοποίησης ενισχύσεων (ΕΕ L 340 της 22.12.2010, σ. 1 και Συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 72 της 22ας Δεκεμβρίου 2010, σ. 1).