ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 269

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

58ό έτος
15 Οκτωβρίου 2015


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1824 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν από τη Γερμανία όσον αφορά τον αερολιμένα Niederrhein (Weeze) και την εταιρεία Flughafen Niederrhein GmbH — SA.19880 και SA.32576 (πρώην NN/2011, πρώην CP/2011) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5084]  ( 1 )

1

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1825 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη μη κοινοποιηθείσα κρατική ενίσχυση SA.34791 (2013/C) (πρώην 2012/NN) — Βέλγιο — Ενίσχυση διάσωσης υπέρ της Val Saint-Lambert SA [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5402]  ( 1 )

47

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1826 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33797 — (2013/C) (ex 2013/NN) (ex 2011/CP) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Σλοβακία υπέρ της NCHZ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 7359]  ( 1 )

71

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/1827 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.28876 (12/C) (ex CP 202/09) την οποία χορήγησε η Ελλάδα στις εταιρείες Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε. και Cosco Pacific Limited [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 66]  ( 1 )

93

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

15.10.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 269/1


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1824 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 23ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν από τη Γερμανία όσον αφορά τον αερολιμένα Niederrhein (Weeze) και την εταιρεία Flughafen Niederrhein GmbH — SA.19880 και SA.32576 (πρώην NN/2011, πρώην CP/2011)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5084]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις (2) και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Κατά το διάστημα από το 2003 έως το 2006 η Επιτροπή έλαβε διάφορες καταγγελίες ότι περιφερειακές αρχές χορήγησαν παράνομη κρατική ενίσχυση στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze (στο εξής «ο αερολιμένας»).

(2)

Με επιστολές της 13ης Οκτωβρίου 2005, της 2ας Μαρτίου 2007, της 3ης Αυγούστου 2007, της 19ης Οκτωβρίου 2010 και της 1ης Απριλίου 2011 η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από τη Γερμανία σχετικά με τις εν λόγω καταγγελίες.

(3)

Η Γερμανία απάντησε στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής με επιστολές της 21ης Δεκεμβρίου 2005, της 2ας Φεβρουαρίου 2006, της 14ης Ιουνίου 2007, της 18ης Οκτωβρίου 2007, της 11ης Νοεμβρίου 2010 και της 30ής Μαΐου 2011. Ωστόσο, η απάντηση της Γερμανίας της 30ής Μαΐου 2011 ήταν ελλιπής, καθώς δεν κάλυπτε τα ερωτήματα σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν περιόδους προγενέστερες του Ιουλίου του 2009. Η Γερμανία δήλωσε την άρνησή της να δώσει απαντήσεις για τα ζητήματα αυτά για τον λόγο ότι είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας που, κατά τον ισχυρισμό της, η Επιτροπή είχε περατώσει τον Ιούλιο του 2009.

(4)

Στις 24 Αυγούστου 2011 η Επιτροπή απέστειλε επιστολή υπενθύμισης στη Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (3) (στο εξής: «διαδικαστικός κανονισμός»), παρέχοντάς της τη δυνατότητα να υποβάλει στοιχεία έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2011. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, εάν δεν λάμβανε απάντηση εντός της εν λόγω προθεσμίας, θα εξέταζε το ενδεχόμενο να εκδώσει διαταγή παροχής πληροφοριών.

(5)

Με ηλεκτρονική επιστολή της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 η Γερμανία ζήτησε παράταση της προθεσμίας αυτής μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 2011. Η Επιτροπή ενέκρινε τη ζητηθείσα παράταση.

(6)

Η Γερμανία υπέβαλε την απάντησή της στις 19 Οκτωβρίου 2011. Η απάντηση ωστόσο ήταν εκ νέου ελλιπής, καθώς η Γερμανία επέμεινε στην άρνησή της να απαντήσει σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν περιόδους προγενέστερες του Ιουλίου του 2009.

(7)

Με επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2012 η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία ότι αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») σχετικά με την προαναφερθείσα παράνομη ενίσχυση («η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας»).

(8)

Με ηλεκτρονική επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 2012 η Γερμανία ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεών της σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενέκριναν την εν λόγω παράταση με ηλεκτρονική επιστολή της 10ης Φεβρουαρίου 2012.

(9)

Η Γερμανία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή στις 13 Μαρτίου 2012 και απέστειλε συμπληρωματικά έγγραφα στις 4 Μαρτίου 2013.

(10)

Στις 13 Ιουλίου 2012 εκδόθηκε διορθωτικό της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(11)

Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 (4). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω μέτρα εντός ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης.

(12)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τον αερολιμένα του Ντίσελντορφ, την περιφερειακή αρχή του Kleve, την εταιρεία FN GmbH και πολλά άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδίως από επιχειρήσεις η δραστηριότητα των οποίων εξαρτάται από την ύπαρξη του αερολιμένα Niederrhein-Weeze. Στις 18 Απριλίου 2013, στις 3 Μαΐου 2013 και στις 19 Ιουνίου 2014 η Επιτροπή διαβίβασε τις εν λόγω παρατηρήσεις στη Γερμανία. Με επιστολές της 19ης Αυγούστου 2013 και της 3ης Ιουλίου 2014 η Γερμανία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών.

(13)

Με επιστολές της 18ης Απριλίου 2013, της 29ης Οκτωβρίου 2013, της 17ης Μαρτίου 2014 και της 16ης Μαΐου 2014 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Η Γερμανία απάντησε με επιστολές της 19ης Αυγούστου 2013, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, της 15ης Ιανουαρίου 2014, της 16ης Απριλίου 2014, της 8ης Μαΐου 2014 και της 25ης Μαΐου 2014.

(14)

Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 2014 η Γερμανία αποδέχθηκε η παρούσα απόφαση να εκδοθεί στην αγγλική γλώσσα. Ως εκ τούτου, το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

2.   ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

2.1.   Γενικά στοιχεία για τον αερολιμένα

(15)

Ο αερολιμένας βρίσκεται στη Γερμανία, στο ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στη Landkreis (διοικητική περιφέρεια) Kleve στα όρια των δήμων Weeze και Kevelaer κοντά στα γερμανοολλανδικά σύνορα. Στα νότια και σε απόσταση περίπου 60 km βρίσκεται η πλησιέστερη μεγάλη πόλη, το Duisburg. Στα βόρεια και σε απόσταση περίπου 50 km βρίσκεται η πόλη Nijmegen (Κάτω Χώρες).

(16)

Οι 10 πλησιέστεροι αερολιμένες είναι:

Ντίσελντορφ (απόσταση 51 λεπτά της ώρας οδικώς ή 76 km),

Αϊντχόβεν, NL (1 ώρα και 12 λεπτά ή 88 km),

Μάαστριχτ, NL (1 ώρα και 14 λεπτά ή 98 km),

Κολωνίας-Βόννης (1 ώρα και 23 λεπτά ή 133 km),

Ντόρτμουντ (1 ώρα και 25 λεπτά ή 120 km),

Λιέγης, BE (1 ώρα και 41 λεπτά ή 152 km),

Αμβέρσας, BE (1 ώρα και 54 λεπτά ή 153 km),

Ρότερνταμ, NL (1 ώρα και 44 λεπτά ή 172 km),

Münster-Osnabrück (1 ώρα και 46 λεπτά ή 175 km) και

Βρυξελλών, BE (2 ώρες και 10 λεπτά ή 200 km).

(17)

Από το 1954 έως το 1999 ο αερολιμένας χρησιμοποιούνταν από τη Royal Air Force (πολεμική αεροπορία) του Ηνωμένου Βασιλείου ως στρατιωτικό αεροδρόμιο. Μετά τη μετατροπή του σε πολιτικό αερολιμένα, άρχισαν επιβατικές πτήσεις το 2003.

(18)

Το αεροδρόμιο έχει διάδρομο προσγείωσης και απογείωσης μήκους 2 440 μέτρων. Ο αεροσταθμός του έχει ετήσια χωρητικότητα 3,5 εκατ. επιβατών. Ο αριθμός επιβατών έχει εξελιχθεί ως εξής:

Πίνακας 1

Κίνηση επιβατών στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze μεταξύ 2003 και 2012

Έτος

Αριθμός επιβατών (σύνολο)

Δείκτης αύξησης

2003

207 992

100

2004

796 745

383

2005

591 744

285

2006

585 403

281

2007

848 852

408

2008

1 524 955

733

2009

2 403 115

1 155

2010

2 896 999

1 392

2011

2 421 720

1 164

2012

2 200 000

1 058

Πηγή: Παρατηρήσεις της Γερμανίας επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας για τα έτη 2003-2011 και http://unternehmen.airport-weeze.com/de/historie.html για το 2012.

(19)

Το αεροδρόμιο επί του παρόντος χρησιμοποιείται από τις αεροπορικές εταιρείες Ryanair και Transavia (5). Οι εταιρείες αυτές καλύπτουν περισσότερους από 50 διεθνείς προορισμούς. Το σύνολο της επιβατικής κίνησης του αερολιμένα, επί του παρόντος, αφορά επιβάτες αερομεταφορέων χαμηλού κόστους (στο εξής «ΑΧΚ»). Το μερίδιο της Ryanair επί του συνόλου των επιβατών στον αερολιμένα ανέρχεται σε [80-99] (6) %. Η Ryanair είναι παρούσα στο αεροδρόμιο από την έναρξη της λειτουργίας του και κατά το διάστημα αυτό έχει καταστήσει τον αερολιμένα μία από τις βάσεις της στη Γερμανία, σταθμεύοντας σε αυτόν εννέα αεροσκάφη σε μόνιμη βάση (από το καλοκαίρι του 2013).

(20)

Έως το 2010 ποσοστό άνω του 50 % των επιβατών του αεροδρομίου προέρχονταν από τις Κάτω Χώρες, ενώ το υπόλοιπο αφορούσε επιβάτες κυρίως από τις γειτονικές γερμανικές περιοχές και, σε μικρότερο βαθμό, από βελγικές περιοχές. Σύμφωνα με τα τελευταία δημόσια στοιχεία (7), το μερίδιο των ολλανδών επιβατών μειώθηκε περίπου στο 40 %.

2.2.   Ανάπτυξη του αερολιμένα

2.2.1.   Εξέλιξη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του αερολιμένα

(21)

Το αεροδρόμιο ιδρύθηκε το 1954 από τη Royal Air Force για στρατιωτικούς σκοπούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Royal Air Force ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποχωρήσει από το αεροδρόμιο μέχρι το 1999. Η ιδιοκτησία του αερολιμένα θα μεταβιβαζόταν στη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ενόψει της αναμενόμενης απώλειας περίπου 400 θέσεων εργασίας πολιτικού προσωπικού, η διοικητική περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze αποφάσισαν το 1993 να δημιουργήσουν έναν πολιτικό αερολιμένα (Euroregionales Zentrum für Luftverkehr, Logistik und Gewerbe, «EuZZLG») στον χώρο του στρατιωτικού αεροδρομίου. Για τον σκοπό αυτό σύστησαν μια εταιρεία, τη Flughafen Niederrhein GmbH (στο εξής «FN GmbH»), για να διαχειριστεί τη μετατροπή του πρώην στρατιωτικού αεροδρομίου με σκοπό τη μεταγενέστερη μη στρατιωτική χρήση.

(22)

Η FN GmbH καταχωρίσθηκε το 1993 ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχικό κεφάλαιο ύψους 50 000 γερμανικών μάρκων (DM) (= 25 564 ευρώ). Οι ιδρυτικοί μέτοχοι ήταν η διοικητική περιφέρεια Kleve (52 %) και ο Δήμος Weeze (48 %).

(23)

Εξαρχής, ο Δήμος και η περιφέρεια Kleve πρόβλεψαν ότι την εκμετάλλευση του αερολιμένα θα αναλάμβανε ιδιωτική εταιρεία. Κατά την επιδίωξη του στόχου αυτού προσδιορίστηκαν τέσσερα βήματα:

α)

εξεύρεση του ιδιώτη επενδυτή ο οποίος θα έπρεπε να είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία και τη λειτουργία του αεροδρομίου·

β)

απόκτηση της αναγκαίας άδειας για τη μετατροπή του στρατιωτικού αεροδρομίου σε πολιτικό αεροδρόμιο·

γ)

σύναψη συνθήκης με τις Κάτω Χώρες σχετικά με τη χρήση του εναερίου χώρου τους·

δ)

αγορά της γης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

(24)

Η Royal Air Force μεταβίβασε την κυριότητα του αερολιμένα στις 30 Νοεμβρίου 1999 στη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

(25)

Στις 16 Δεκεμβρίου 1999 η διοικητική περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze σύστησαν μία ακόμη εταιρεία, την Entwicklungs- und Erschließungsgesellschaft Laarbruch GmbH («EEL GmbH»). Το 52 % των μετοχών της EEL GmbH κατέχει η διοικητική περιφέρεια Kleve και το 48 % κατέχει ο Δήμος Weeze.

(26)

Τα καθήκοντα της EEL GmbH ήταν τότε διαφορετικά από τα καθήκοντα της FN GmbH. Ενώ η FN GmbH είχε δημιουργηθεί για να διαχειριστεί τη μετατροπή του πρώην στρατιωτικού αεροδρομίου, η EEL GmbH ήταν επιφορτισμένη ιδίως με τη διαχείριση των εγκαταστάσεων μετά το κλείσιμο του στρατιωτικού αεροδρομίου το 1999 μέχρι την εξαγορά του από ιδιώτη επενδυτή.

(27)

Στο πλαίσιο αυτό, η EEL GmbH χρειάστηκε να κατεδαφίσει τις υποδομές και τις εγκαταστάσεις στον χώρο του πρώην στρατιωτικού αεροδρομίου για τη μετέπειτα εμπορική χρήση του.

(28)

Μετά την έγκριση στις 23 Αυγούστου 2000 από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας του σχεδίου μετατροπής του στρατιωτικού αεροδρομίου, το οποίο υποβλήθηκε από τη διοικητική περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze, και τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πολιτικού αερολιμένα στην FN GmbH από την Bezirksregierung Düsseldorf στις 20 Ιουνίου 2001 (8), η ιδιωτικοποίηση της εκμετάλλευσης του αερολιμένα και της ακίνητης περιουσίας πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια:

α)

Στάδιο 1: Την 1η Ιουλίου 2001 η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze αποσύρθηκαν από την FN GmbH πωλώντας το 99,261 % των μετοχών που κατείχαν στην επιχείρηση έναντι ποσού [0,5-3] εκατ. ευρώ σε ιδιώτη επενδυτή, την εταιρεία Airport Niederrhein Holding GmbH («ANH GmbH»). Η ANH GmbH είναι θυγατρική κατά 100 % της ολλανδικής εταιρείας Airport Network BV. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze κατείχαν αντίστοιχα το 0,0459 % και το 0,0279 % των μετοχών. Κατά τον χρόνο πώλησης της FN GmbH από τις δημόσιες αρχές στην ANH GmbH η FN GmbH δεν διέθετε ουσιαστικά ενσώματα περιουσιακά στοιχεία […].

β)

Στάδιο 2: Στις 14 Μαρτίου 2002 η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση πώλησε το ακίνητο στο οποίο κατασκευάστηκε ο αερολιμένας έναντι τιμήματος [5-15] εκατ. ευρώ στην εταιρεία FN GmbH. Πριν από την πώληση του εν λόγω ακινήτου στην FN GmbH, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε επικοινωνήσει και με άλλους δυνητικούς αγοραστές σε άτυπη βάση. Μόνο ένας άλλος επενδυτής είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον, προσφέροντας τίμημα […] εκατ. ευρώ και πρόσθετο ποσό […] εκατ. ευρώ, εάν επιτυγχάνονταν συγκεκριμένοι στόχοι για το κέρδος μέχρι το 2009.

(29)

Η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση καθόρισε την τιμή πώλησης του ακινήτου στο οποίο κατασκευάστηκε ο αερολιμένας σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 3 του Bundeshaushaltsordnung και του Wertermittlungsverordnung. Η διάταξη αυτή υποχρεώνει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να πωλήσει το ακίνητο στην τρέχουσα αξία του, δηλαδή στην αγοραία τιμή, όπως καθορίστηκε από ανεξάρτητο σύμβουλο σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο Wertermittlungsverordnung. Στην προκειμένη περίπτωση η αξία του ακινήτου αποτιμήθηκε από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα σε [11-20] εκατ. ευρώ, ενώ η αξία των κτιρίων στο ακίνητο αποτιμήθηκε σε [4-10] εκατ. ευρώ με βάση το προταθέν σχέδιο ανάπτυξης και χρήσης του ακινήτου. Από τις τιμές αυτές, ο εμπειρογνώμονας αφαίρεσε το ποσό των [4-10] εκατ. ευρώ που αντιπροσωπεύει το κόστος της κατεδάφισης των στρατώνων που αποτελούσε μέρος των έργων μετατροπής, καθώς και ένα επιπλέον ποσό [2-5] εκατ. ευρώ που αντιπροσωπεύει το κόστος των μέτρων που απαιτούνται από την ισχύουσα περιβαλλοντική και πολεοδομική νομοθεσία. Από το 2001 εφαρμόστηκαν τα πρώτα κατασκευαστικά μέτρα (κατεδάφιση αποθηκών, υποδομή για μονάδες καθαρισμού κ.λπ.) με σκοπό την προετοιμασία του αερολιμένα για πολιτική χρήση.

2.2.2.   Η οικονομική ανάπτυξη της EEL GmbH και της FN GmbH

(30)

Αμέσως μετά τη σύστασή της το 1999, η EEL GmbH ανέλαβε τη διαχείριση του ακινήτου του αερολιμένα με σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης. Τα πρώτα μέτρα ανάπτυξης και τα πρώτα μέτρα κατασκευής υλοποιήθηκαν μεταξύ 2000 και 2001.

(31)

Μετά τη χορήγηση της άδειας εκμετάλλευσης πολιτικού αερολιμένα από την Bezirksregierung Düsseldorf στην FN GmbH βάσει του γερμανικού νόμου περί αερομεταφορών και μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς της FN GmbH από τον ιδιώτη επενδυτή ANH την 1η Ιουλίου 2001, ο όμιλος ANH απέδωσε στην EEL GmbH τις δαπάνες που πραγματοποίησε για τη διαχείριση της αερολιμενικής υποδομής, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων έργων μετατροπής.

(32)

Κατά τη διάρκεια του 2002 η EEL GmbH μεταβίβασε τη διαχείριση της αερολιμενικής υποδομής στην FN GmbH. Το 2002 η FN GmbH εμφάνισε ζημίες ύψους 0,3 εκατ. ευρώ. Από το 2003 η EEL GmbH έπαψε να ασκεί καθήκοντα διαχείρισης του ακινήτου του αερολιμένα. Ωστόσο, η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze δεν εκκαθάρισαν την EEL GmbH το 2003.

(33)

Η FN GmbH αρχικά παρουσίασε συσσωρευμένες ζημίες πριν να πραγματοποιήσει κέρδη, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 2

Ετήσια αποτελέσματα και EBITDA (ΚΠΤΦΑ) 2003-2011

(σε χιλιάδες ευρώ)

Έτος

2003

2004

2005

2006

2007

2008

2009

2010

Ετήσιο κέρδος

– 6 960

– 8 336

– 7 914

– 4 822

663

707

426

34

ΚΠΤΦΑ

– 4 805

– 4 718

– 4 399

– 1 172

4 372

5 508

6 108

6 286

Πηγή: Γερμανία.

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥΣ

3.1.   Μέτρο 1: Δάνεια από την EEL GmbH στην FN GmbH

(34)

Στις αρχές του 2003 η FN GmbH αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, οι οποίες έθεσαν σε κίνδυνο την έναρξη των εμπορικών πτήσεων (που επρόκειτο να αρχίσουν την 1η Μαΐου 2003) και, ως εκ τούτου, το συνολικό έργο της ανάπτυξης και μετατροπής του αερολιμένα. Οι δημόσιοι ιδιοκτήτες της EEL GmbH αποφάσισαν, ως εκ τούτου, να συνεχίσουν τις δραστηριότητες της εταιρείας τους. Στις 11 Απριλίου 2003 η EEL GmbH χορήγησε στην FN GmbH ένα πρώτο δάνειο («δάνειο 1») ύψους [11-20] εκατ. ευρώ, με επιτόκιο [1-5] % πάνω από το βασικό επιτόκιο. Η Γερμανία ανέφερε ότι το βασικό επιτόκιο για το δάνειο αυτό ήταν το σύνηθες επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 247 του γερμανικού αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch ή «BGB»), το οποίο τη σχετική ημερομηνία ήταν 1,97 % (9). Η διάρκεια του δανείου καθορίστηκε μέχρι τις 30 Ιουνίου 2005. Για το ποσό του δανείου, ήτοι για ποσό [11-20] εκατ. ευρώ, δόθηκε εμπράγματη ασφάλεια επί της γης και των κτιρίων του αερολιμένα (Grundschuld) υπέρ της EEL GmbH. Στο ποσό αυτό θα προσθέτονταν κάθε έτος τόκοι [15-23] %, εάν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί η εγγύηση σε περίπτωση μη πληρωμής. Επιπλέον, […] χορήγησε εγγύηση προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης για το δάνειο (selbstschuldnerische Bürgschaft) για ανώτατο ποσό ύψους [5-15] εκατ. ευρώ. Η Γερμανία δεν υπέβαλε λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά την αξία της εν λόγω εγγύησης. Αυτή η εγγύηση προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης αντικαταστάθηκε στις 8 Ιουνίου 2003 από προσωπική εγγύηση που παρείχε η […] για το ποσό των [5-15] εκατ. ευρώ. Επιπλέον, οι ιδιώτες μέτοχοι της FN GmbH ενεχυρίασαν τόσο τις μετοχές τους της ANH GmbH στο κεφάλαιο της FN GmbH (που εκτιμάται σε [20-30] εκατ. ευρώ) όσο και τις μετοχές της Airport Network BV στο κεφάλαιο της ANH GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε πλήρη στοιχεία σχετικά με την αξία των εξασφαλίσεων που παρασχέθηκαν.

(35)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, με το δάνειο αυτό οι δημόσιοι ιδιοκτήτες της EEL GmbH θέλησαν να χορηγήσουν στην FN GmbH ενδιάμεση χρηματοδότηση για την κάλυψη των ελλείψεων επιχειρησιακής ρευστότητας, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει την αγορά και εγκατάσταση των στοιχείων ενεργητικού που είναι αναγκαία για την έγκαιρη έναρξη της λειτουργίας του αερολιμένα.

(36)

Το 2003 το αεροδρόμιο άρχισε να λειτουργεί και η FN GmbH εμφάνισε ζημίες 7 εκατ. ευρώ. Μόλις ένα έτος μετά την έναρξη των εμπορικών πτήσεων του αερολιμένα, δηλαδή το 2004, η πλέον σημαντική αεροπορική εταιρεία για τον αερολιμένα, η ολλανδική εταιρεία V-Bird, διέκοψε τις δραστηριότητές της λόγω αφερεγγυότητας. Υπό το πρίσμα των συνακόλουθων συνεχιζόμενων οικονομικών προβλημάτων της FN GmbH, η EEL GmbH συνέχισε να χορηγεί δάνεια στην FN GmbH κατά τη διάρκεια του 2004:

α)

Στις 17 Ιουνίου 2004 η EEL GmbH χορήγησε στην FN GmbH δεύτερο δάνειο («δάνειο 2») ύψους [2-5] εκατ. ευρώ με την ίδια ημερομηνία λήξης με εκείνη του πρώτου δανείου που χορηγήθηκε το 2003 (δηλαδή την 30ή Ιουνίου 2005). Το επιτόκιο ορίστηκε στο [1-5] % πάνω από το ισχύον βασικό επιτόκιο. Σύμφωνα με τη Γερμανία, το βασικό επιτόκιο που εφαρμόστηκε στο δάνειο αυτό ήταν το επιτόκιο που ορίζει το άρθρο 247 του BGB κατά την εν λόγω ημερομηνία, δηλαδή 1,14 %. Δόθηκε εμπράγματη ασφάλεια επί της γης και των κτιρίων του αερολιμένα (Grundschuld) υπέρ της EEL GmbH, η οποία καλύπτει το ποσό των [2-5] εκατ. ευρώ του δανείου. Επιπλέον, για τη χρήση της εγγύησης σε περίπτωση μη πληρωμής θα προσθέτονταν κάθε έτος τόκοι [15-23] %. Επιπροσθέτως, οι μετοχές της Airport Network BV ενεχυριάστηκαν στο κεφάλαιο της ANH GmbH και οι μετοχές της ANH GmbH ενεχυριάστηκαν στο κεφάλαιο της FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε πλήρη στοιχεία σχετικά με την αξία των εξασφαλίσεων που παρασχέθηκαν.

β)

Έναν μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου 2004, η EEL GmbH χορήγησε στην FN GmbH τρίτο δάνειο («δάνειο 3») ύψους [2-5] εκατ. ευρώ. Η ημερομηνία λήξης του τρίτου δανείου ορίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007 και καθορίστηκε επιτόκιο [3-8] % πάνω από το ισχύον βασικό επιτόκιο. Σύμφωνα με τη Γερμανία, το βασικό επιτόκιο που εφαρμόστηκε στο δάνειο αυτό ήταν το επιτόκιο που ορίζει το άρθρο 247 του BGB κατά την εν λόγω ημερομηνία, δηλαδή 1,13 %. Δόθηκε εμπράγματη ασφάλεια επί της γης και των κτιρίων του αερολιμένα (Grundschuld) υπέρ της EEL GmbH, η οποία καλύπτει το ποσό των [2-5] εκατ. ευρώ του δανείου. Επιπλέον, για τη χρήση της εγγύησης σε περίπτωση μη πληρωμής θα προσθέτονταν κάθε έτος τόκοι [15-23] % (10). Επιπροσθέτως, οι μετοχές της Airport Network BV ενεχυριάστηκαν στο κεφάλαιο της ANH GmbH και οι μετοχές της ANH GmbH ενεχυριάστηκαν στο κεφάλαιο της FN GmbH. Επιπλέον, ενεχυριάστηκε η επιχείρηση FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε πλήρη στοιχεία σχετικά με την αξία των εξασφαλίσεων που παρασχέθηκαν.

(37)

Συνολικά, μόνο το 2004 η FN GmbH έλαβε από την EEL GmbH δάνειο ύψους [4-10] εκατ. ευρώ (επιπλέον της υπό εξέταση δεύτερης σειράς μέτρων που χορηγήθηκαν απευθείας από την περιφέρεια Kleve — βλέπε ενότητα 3.2). Σύμφωνα με τη Γερμανία, αυτά τα δάνεια χορηγήθηκαν με σκοπό την ανάπτυξη και μετατροπή του πρώην στρατιωτικού αεροδρομίου και όχι για την κάλυψη λειτουργικών δαπανών.

(38)

Στα τέλη του 2004 η FN GmbH υπέστη εκ νέου ζημίες ύψους 8,3 εκατ. ευρώ. Για μία φορά ακόμη η FN GmbH είχε ανάγκη από πρόσθετη ρευστότητα. Η ημερομηνία οφειλής του δανείου 1 και του δανείου 2 (που από κοινού ανέρχονταν σε [10-20] εκατ. ευρώ), τα οποία χορηγήθηκαν από την EEL GmbH, ήταν η 30ή Ιουνίου 2005. Εκείνη τη χρονική στιγμή η FN GmbH είχε αποπληρώσει εν μέρει τόκους από προηγούμενα δάνεια. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι ζημίες της FN GmbH από το 2002 έως το 2006 βάρυναν ωστόσο τους ιδιώτες ιδιοκτήτες της.

(39)

Στο πλαίσιο αυτό, την 1η Ιουλίου 2005 η EEL GmbH χορήγησε τέταρτο δάνειο («δάνειο 4») στην FN GmbH, αυτή τη φορά ύψους [4-10] εκατ. ευρώ με ημερομηνία λήξης την 31η Δεκεμβρίου 2010. Η παράγραφος 1 σημείο 2 της δανειακής σύμβασης όριζε ότι το δάνειο προοριζόταν αποκλειστικά για επενδύσεις. Επιπλέον, η παράγραφος 2 όριζε ότι η FN GmbH (και εφόσον ζητηθεί και η EEL GmbH) όφειλε να επαληθεύει ότι τα τιμολόγια αφορούσαν αυστηρά την ολοκλήρωση του αερολιμένα και ότι η EEL GmbH (και όχι η FN GmbH) θα εξοφλούσε τα τιμολόγια από το δάνειο. Επιπροσθέτως, το δάνειο 1, το δάνειο 2 και το δάνειο 3, συνολικού ύψους [15-30] εκατ. ευρώ (άνευ τόκων), ανανεώθηκαν («πρώτη παράταση»). Η ημερομηνία λήξης των δανείων αυτών εναρμονίστηκε και παρατάθηκε για τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Ορίστηκε σταθερό επιτόκιο [1-5] % για όλα αυτά τα δάνεια, με εφαρμογή από την 1η Ιουλίου 2005. Με τον τρόπο αυτόν το επιτόκιο για το δάνειο 1, το δάνειο 2 και το δάνειο 3 μειώθηκε. Δόθηκε εμπράγματη ασφάλεια επί της γης και των κτιρίων του αερολιμένα (Grundschuld) υπέρ της EEL GmbH για το ποσό του τέταρτου δανείου (ύψους [4-10] εκατ. ευρώ) επιπλέον της παράτασης των προηγούμενων δεσμεύσεων για το δάνειο 1, το δάνειο 2 και το δάνειο 3 (επιπλέον, για τη χρήση της εγγύησης σε περίπτωση μη πληρωμής θα προσθέτονταν τόκοι [15-23] % ετησίως). Επιπροσθέτως, για να εξασφαλιστούν όλες οι απαιτήσεις της EEL GmbH από όλα τα δάνεια, δόθηκε εγγύηση προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης από […] την 1η Ιουλίου 2005. (selbstschuldnerische Bürgschafte) για ανώτατο ποσό ύψους [20-30] εκατ. ευρώ (συν τους τόκους και τους τόκους από ανατοκισμό). Η εν λόγω εγγύηση επέκτεινε την προηγούμενη εγγύηση που παρασχέθηκε από […] στις 8 Ιουνίου 2003 σε σχέση με το δάνειο 1. Τέλος, οι μετοχές της Airport Network BV ενεχυριάστηκαν στο κεφάλαιο της ANH GmbH και οι μετοχές της ANH GmbH ενεχυριάστηκαν στο κεφάλαιο της FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε πλήρη στοιχεία σχετικά με την αξία των εξασφαλίσεων που παρασχέθηκαν.

(40)

Επιπλέον, η EEL GmbH και η FN GmbH συμφώνησαν ότι η FN GmbH όφειλε να καταβάλει τόκους την ημερομηνία της λήξης, δηλαδή στις 31 Δεκεμβρίου 2010 το αργότερο, και ότι, σε περίπτωση που η FN GmbH θα πετύχαινε ισοσκέλιση και θα σημείωνε κέρδη πριν από αυτή την ημερομηνία, η FN GmbH θα ήταν υποχρεωμένη να αρχίσει να καταβάλλει τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπαυε να έχει ζημία. Όσον αφορά τα επιτόκια που εφαρμόζονται για τα τρία πρώτα δάνεια μέχρι την εναρμόνισή τους με τη δανειακή σύμβαση της 1ης Ιουλίου 2005, η παράγραφος 5 (5.4.) της σύμβασης παράτασης (Darlehensverlängerungsvertrag), της 29ης Νοεμβρίου 2010, αναφέρει ότι για καθένα από τα τέσσερα δάνεια καταβάλλονται τόκοι [15-23] % σε ετήσια βάση σε περίπτωση μη πληρωμής (11).

(41)

Η Γερμανία δήλωσε ότι η EEL GmbH αποδέχθηκε τη μειωμένη εξασφάλισή της ως πιστωτή (Rangrücktritterklärung) όσον αφορά την πρόσβαση στην εμπράγματη εξασφάλιση κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου του 2009 και 31 Δεκεμβρίου 2010, έτσι ώστε να μπορέσει η FN GmbH να λάβει βραχυπρόθεσμο δάνειο από την [τράπεζα] (βλέπε αιτιολογική σκέψη 73).

(42)

Η FN GmbH παρουσίασε κέρδη το 2007. Παρ' όλα αυτά, και σε αντίθεση με προγενέστερες συμβατικές συμφωνίες, η FN GmbH δεν άρχισε την αποπληρωμή δανείων ούτε την καταβολή τόκων. Από τις 31 Δεκεμβρίου 2010, τη συμβατικώς συμφωνηθείσα από τα μέρη ημερομηνία λήξης, η FN GmbH όφειλε στην EEL GmbH ποσό [20-30] εκατ. ευρώ σε κεφάλαιο δανείων και επιπλέον ποσό [7-10] εκατ. ευρώ σε τόκους, ήτοι συνολικό ποσό [24-40] εκατ. ευρώ. Η EEL GmbH συμφώνησε για δεύτερη φορά να παραταθούν και τα τέσσερα δάνεια και οι συσσωρευθείσες πληρωμές τόκων (δεύτερη παράταση). Στις 29 Νοεμβρίου 2010 η FN GmbH και η EEL GmbH υπέγραψαν πέμπτη δανειακή σύμβαση παρατείνοντας τη διάρκεια όλων των δανείων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016.

(43)

Το επιτόκιο γι' αυτήν τη δεύτερη παράταση των δανείων ορίστηκε στο [1-5] % ετησίως. Η Γερμανία ανέφερε ότι το επιτόκιο για τη δανειακή σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 2010 καθορίστηκε με την πρόσθεση […] μονάδων βάσης στο επιτόκιο αναφοράς του 1,24 % (12). Η FN GmbH και η EEL GmbH συμφώνησαν την κεφαλαιοποίηση των τόκων που οφείλονταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 αυξάνοντάς, ως εκ τούτου, το κεφάλαιο του δανείου σε [24-40] εκατ. ευρώ. Επιπλέον, η FN GmbH όφειλε να καταβάλλει τόκους σε τριμηνιαία βάση και η πρώτη πληρωμή τόκων θα έπρεπε να καταβληθεί έως το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2011.

(44)

Ο ακόλουθος πίνακας συνοψίζει τα κύρια χαρακτηριστικά των υπό αξιολόγηση πέντε δανειακών συμβάσεων:

Πίνακας 3

Επισκόπηση των μέτρων δημόσιας στήριξης της EEL GmbH υπέρ της FN GmbH

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Ημερομηνία δανειακής σύμβασης

Επιτόκιο

Ημερομηνία λήξης/παράτασης του δανείου

Εξασφάλιση

Τρόπος χρηματοδότησης (EEL)

[11-20]

11.4.2003

[1-5] % πάνω από το βασικό επιτόκιο (1,97 %)

Πρώτη ημερομηνία λήξης: 30.6.2005, με πρώτη παράταση για 31.12.2010 και δεύτερη παράταση για 31.12.2016

Εμπράγματο βάρος στο οικόπεδο και τα κτίρια (Grundschulden)

Προσωπική εγγύηση […] (selbstschuldnerische Bürgschaft)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH και των μετοχών της FN GmbH

Το δάνειο αυτό χορηγήθηκε από την περιφέρεια Kleve: ([5-15] εκατ. ευρώ με επιτόκιο [1-5] %)· [2-5] εκατ. ευρώ χορηγηθέν από [τράπεζα], (με εγγυητή του Δημοσίου: Δήμος Weeze). Μετατροπή του δανείου των [2-5] εκατ. ευρώ στις 30.6.2005 και εξαγορά του από την [τράπεζα] ως νέου πιστωτή.

[2-5]

17.6.2004

[1-5] % πάνω από το βασικό επιτόκιο (1,14 %)

Πρώτη ημερομηνία λήξης 30.6.2005, με πρώτη παράταση για 31.12.2010 και δεύτερη παράταση για 31.12.2016

Εμπράγματο βάρος στο οικόπεδο και τα κτίρια (Grundschulden)

Μετοχές της ANH GmbH και μετοχής της FN GmbH

Δάνειο στην EEL GmbH χορηγηθέν από την περιφέρεια Kleve («Kassenkredite»)

[2-5]

28.7.2004

[3-8] % πάνω από το βασικό επιτόκιο (1,13 %)

Πρώτη ημερομηνία λήξης 31.12.2007, με πρώτη παράταση για 31.12.2010 και δεύτερη παράταση για 31.12.2016

Εμπράγματο βάρος στο οικόπεδο και τα κτίρια (Grundschulden)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH και των μετοχών της FN GmbH

Ενεχυρίαση της επιχείρησης FN GmbH

Δάνειο στην EEL GmbH χορηγηθέν από την περιφέρεια Kleve («Kassenkredite») Η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze εισέφεραν κεφάλαιο [0,4-1] εκατ. ευρώ στην EEL GmbH.

[4-10]

01.7.2005

[1-5] %

Πρώτη ημερομηνία λήξης 31.12.2010, με παράταση για τις 31.12.2016

Εμπράγματο βάρος στο οικόπεδο και τα κτίρια (Grundschulden)

Προσωπική εγγύηση […] (selbstschuldnerische Bürgschaft) Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH και των μετοχών της FN GmbH

Η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze εισέφεραν κεφάλαιο [0,4-1] εκατ. ευρώ στην EEL GmbH.

[24-40] {= [20-30] (σύνολο και των τεσσάρων δανείων) συν [4-10] (συνολικοί τόκοι)}

29.11.2010

[1-5] %

31.12.2016

Εμπράγματο βάρος στο οικόπεδο και τα κτίρια (Grundschulden)

Προσωπική εγγύηση από […] (selbstschuldnerische Bürgschaft)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH και των μετοχών της FN GmbH

Παράταση όλων των προηγούμενων δανείων στην EEL που χορηγήθηκαν από την περιφέρεια Kleve («Kassenkredite») και του δανείου που χορηγήθηκε από [τράπεζα], πιθανόν με συνέχιση της εγγύησης του Δημοσίου από τον Δήμο Weeze.

(45)

Στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2011 η FN GmbH δεν ήταν και πάλι σε θέση να καταβάλει την πρώτη πληρωμή τόκων, όπως συμφωνήθηκε στην παράταση των δανειακών συμβάσεων (Darlehensverlängerungsvetrag) της 29ης Νοεμβρίου 2010. Η περιφέρεια Kleve δέχτηκε την προσφορά του μετόχου της FN GmbH να λάβει μετοχές της FN GmbH τον Μάρτιο του 2011 ως μετοχοποίηση χρέους για τη συνεχή αναβολή των πληρωμών τόκων και κεφαλαίου (13). Ωστόσο, η μετοχοποίηση του χρέους υπογράφηκε νομίμως μόλις στα τέλη του 2012. Η περιφέρεια Kleve κατέχει επί του παρόντος το 1,88 % του μετοχικού κεφαλαίου της FN GmbH (14).

3.2.   Μέτρο 2: Στήριξη από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας

(46)

Στις 15 Οκτωβρίου 2002 χορηγήθηκε στην FN GmbH δημόσια ενίσχυση ύψους 3,525 εκατ. ευρώ από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας για τη χρηματοδότηση του 50 % των ακόλουθων δαπανών: χώρος επίγειας εξυπηρέτησης, χώρος ανεφοδιασμού με καύσιμα, διαπλάτυνση των τροχοδρόμων και αποκατάσταση υφιστάμενων χώρων ελιγμών, σύστημα φωτισμού προσέγγισης ακριβείας, φωτισμός άκρων διαδρόμου, φωτισμός προσέγγισης και διαδρόμου.

(47)

Η νομική βάση για την εν λόγω στήριξη ήταν το διάταγμα του Υπουργείου Μεταφορών, Ενέργειας και Χωροταξίας του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας σχετικά με την κρατική στήριξη για τα μέτρα κατασκευής και ανακαίνισης (επενδύσεις σε υποδομές) των αεροδρομίων του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (Richtlinien über die Gewährung von Zuwendungen für Ausbau- und Erneuerungsmaßnahmen auf Flugplätzen RdErl. — MBl.NRW.1993 S. 617) («το διάταγμα του 1993»). Στη συνέχεια, αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές αντικαταστάθηκαν από τις κατευθυντήριες γραμμές με στοιχεία αναφοράς (VA 5 — 10 — 60/195 — v. 25 Νοεμβρίου 2002) (15), που ίσχυαν την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως την 1η Ιανουαρίου 2008.

(48)

Το διάταγμα του 1993 πρόβλεπε τη χορήγηση χρηματοδοτικής στήριξης για την κάλυψη των επενδυτικών δαπανών για ορισμένα είδη αερολιμενικής υποδομής, όπως οι διάδρομοι προσγείωσης-απογείωσης, οι τροχόδρομοι και οι χώροι στάθμευσης και ελιγμών, οι λωρίδες προστασίας, η υποδομή ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας (πύργος, ραντάρ, οπτικά συστήματα συναγερμού), φώτα πλοήγησης, όργανα στήριξης της οπτικής επαφής για την προσγείωση, κτίρια μεγάλου ύψους (τερματικοί σταθμοί, υπόστεγα αεροσκαφών κ.λπ.), χώροι στάθμευσης, περίφραξη, υποδομές για την ασφάλεια πτήσεων, τον εφοδιασμό και τη διάθεση, την προστασία από τους θορύβους, την πυρασφάλεια, οι υπηρεσίες εκχιονισμού, οι υπηρεσίες διάσωσης, καθώς και οι επενδυτικές δαπάνες για αντισταθμιστικά μέτρα για τη διατήρηση του τοπίου και την προστασία του περιβάλλοντος. Με το διάταγμα του 1993 το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας παρείχε στήριξη που κάλυπτε έως και το 40 % των επιλέξιμων δαπανών για τα προαναφερθέντα είδη αερολιμενικών υποδομών. Οι διεθνείς αερολιμένες και οι περιφερειακοί αερολιμένες μπορούσαν να λαμβάνουν στήριξη σε ποσοστό έως και 65 % των επιλέξιμων δαπανών. Για χώρους στάθμευσης, περιφράξεις και υποδομή ασφάλειας πτήσεων, ποσοστό έως και 80 % των επιλέξιμων δαπανών θα μπορούσε να χορηγηθεί ως στήριξη με αίτηση του αεροδρομίου.

3.3.   Μέτρο 3: Στήριξη από την περιφέρεια Kleve απευθείας στην FN GmbH για την αγορά του ακινήτου του αερολιμένα

(49)

Όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 28, η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση πώλησε το ακίνητο του αερολιμένα στις 14 Μαρτίου 2002 έναντι [5-15] εκατ. ευρώ στην FN GmbH. Την ίδια ημέρα η περιφέρεια Kleve σύναψε με την FN GmbH συμφωνία ενδιάμεσης χρηματοδότησης για να καλύψει ένα μέρος του κόστους αγοράς του ακινήτου του αερολιμένα. Η ενδιάμεση χρηματοδότηση είχε τη μορφή άτοκου δανείου, πλήρως εξασφαλισμένου με εμπράγματη ασφάλεια τα ακίνητα του αερολιμένα (επομένως, αξίας [5-15] εκατ. ευρώ κατά την ημερομηνία χορήγησης του δανείου). Συμφωνήθηκε ότι η περιφέρεια Kleve θα χορηγούσε προχρηματοδότηση ύψους [4-10] εκατ. ευρώ από το ποσό των [5-15] εκατ. ευρώ. Η Airport Network BV, μητρική εταιρεία της ANH GmbH, έπρεπε να αποπληρώσει μια πρώτη δόση ύψους [2-5] εκατ. ευρώ αυτού του άτοκου δανείου στην περιφέρεια Kleve έως τις 30 Δεκεμβρίου 2003 (το οποίο έπραξε). Η δεύτερη δόση ύψους [2-5] εκατ. ευρώ ήταν απαιτητή πέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης των πτητικών λειτουργιών του αερολιμένα, το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2007, εκτός αν εκπληρωνόταν ρήτρα της συμφωνίας για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης (350 θέσεις απασχόλησης) μεταξύ της περιφέρειας Kleve και της FN GmbH.

(50)

Στις 8 Ιουλίου 2004 η περιφέρεια Kleve αποφάσισε ότι η FN GmbH δεν όφειλε να καταβάλει τη δεύτερη δόση ύψους [2-5] εκατ. ευρώ εφόσον είχαν ήδη δημιουργηθεί περισσότερες από 350 θέσεις απασχόλησης.

3.4.   Μέτρο 4: Η δημόσια στήριξη στην EEL GmbH

(51)

Για να είναι σε θέση να χορηγεί δάνεια στην FN GmbH, η EEL GmbH είχε ανάγκη η ίδια από αναχρηματοδότηση. Η EEL GmbH αναχρηματοδοτήθηκε λαμβάνοντας δάνεια:

α)

[5-15] εκατ. ευρώ και [2-5] εκατ. ευρώ με ετήσιο επιτόκιο [1-5] %, με ημερομηνία λήξης στις 30 Ιουνίου 2005. Τα δύο αυτά δάνεια χορηγήθηκαν από την περιφέρεια Kleve στις 11 Απριλίου 2003 και στις 16 Ιουνίου 2004 αντίστοιχα.

β)

[1-5] εκατ. ευρώ με ετήσιο επιτόκιο [2-5] %, με ημερομηνία λήξης στις 30 Δεκεμβρίου 2007. Το δάνειο αυτό χορηγήθηκε από την περιφέρεια Kleve στις 28 Ιουλίου 2004 (16).

(52)

Τον Ιούλιο του 2005 οι μέτοχοι της EEL GmbH αποφάσισαν τη μεταβολή της διάρθρωσης του κεφαλαίου της, μέσω της εισφοράς κεφαλαίου ύψους [5-15] εκατ. ευρώ και τη μετοχοποίηση χρέους [1-4] εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα να μειωθεί η πρώτη δανειακή οφειλή σε [3-13] εκατ. ευρώ. Η EEL GmbH αποπλήρωσε το δεύτερο δάνειο ύψους [2-5] εκατ. ευρώ. Τέλος, οι υπόλοιπες δανειακές συμβάσεις ύψους [3-13] εκατ. ευρώ και [2-5] εκατ. ευρώ παρατάθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Στη συνέχεια, το επιτόκιο ορίστηκε σε [3-8] % την 1η Ιουλίου 2005 και σε [3-8] % την 1η Νοεμβρίου 2005. Στις 29 Νοεμβρίου 2010 δόθηκε επιπλέον παράταση αυτών των δύο δανείων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, με επιτόκιο [3-8] %.

(53)

Η περιφέρεια Kleve εισέφερε επιπλέον κεφάλαιο στην EEL GmbH το 2006 ([1-5] εκατ. ευρώ) και το 2007 ([2-6] εκατ. ευρώ). Τα ποσά αυτά είχαν καταλογιστεί ως αποθεματικό κεφάλαιο της εταιρείας και πρέπει να αποπληρωθούν μαζί με τις αποπληρωμές των δανείων στα τέλη του 2016. Συνολικά, οι δύο δημόσιοι μέτοχοι χορήγησαν στην EEL GmbH ποσό [24-40] εκατ. ευρώ ([15-25] εκατ. ευρώ σε εισφορές κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου του μέτρου μετοχοποίησης του χρέους, και [10-20] εκατ. ευρώ σε δάνεια).

(54)

Παράλληλα, η EEL GmbH έλαβε στις 2 Μαΐου 2003 δάνειο ύψους [2-5] εκατ. ευρώ από την ιδιωτική [τράπεζα]. Το δάνειο είχε ημερομηνία λήξης στις 30 Ιουνίου 2005 με επιτόκιο [1-5] %. Ο Δήμος Weeze χορήγησε εγγύηση του Δημοσίου για το 100 % του εν λόγω δανείου υπέρ της EEL GmbH και της [τράπεζας], αντίστοιχα. Στις 30 Ιουνίου 2005 το δάνειο αυτό μετατράπηκε και η κρατική [τράπεζα] (θυγατρική της [τράπεζας]) αντικατέστησε την [τράπεζα] ως πιστωτής. Η διάρκεια του δανείου παρατάθηκε για πρώτη φορά έως τις 30 Δεκεμβρίου 2010 με επιτόκιο [1-5] % και για δεύτερη φορά το 2010 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 με επιτόκιο [1-5] %.

4.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

4.1.   Μέτρο 1: Δάνεια που χορήγησε η EEL GmbH στην FN GmbH

(55)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον τα δάνεια που χορηγήθηκαν από την EEL GmbH στην FN GmbH είχαν χορηγηθεί και ανανεωθεί με τους όρους της αγοράς. Η Επιτροπή επισήμανε, καταρχάς, ότι η Γερμανία δεν είχε υποβάλει πιστωτικό ιστορικό ή πιστοληπτική διαβάθμιση του αποδέκτη του δανείου. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει το ότι η FN GmbH ήταν προβληματική εταιρεία. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η Γερμανία δεν έδωσε καμία εξήγηση σχετικά με τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν στο κάθε δάνειο ούτε για τις εξασφαλίσεις που έλαβε. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι δεν δόθηκαν εξηγήσεις γιατί ο ανήκων στο δημόσιο δανειοδότης δέχθηκε επανειλημμένα να ανανεώσει τα δάνεια, παρατείνοντας κάθε φορά την ημερομηνία λήξης τους, ούτε αναφέρθηκε ο λόγος για τον οποίο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ η εξόφληση του κεφαλαίου των δανείων και των οφειλόμενων τόκων.

(56)

Βάσει αυτών των εκτιμήσεων η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι, κατά τη χορήγηση και ανανέωση των δανείων στην FN GmbH, η EEL GmbH δεν ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς ούτε ως ιδιώτης πιστωτής. Δεδομένου ότι η FN GmbH ήταν, κατά τα φαινόμενα, προβληματική επιχείρηση καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου και δεν μπορούσε να λάβει χρηματοδότηση από εμπορικές τράπεζες τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2010, η Επιτροπή κατέληξε σε ένα πρώτο συμπέρασμα ότι το συνολικό ποσό των δανείων, προσαυξημένο με τους οφειλόμενους τόκους, θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.

(57)

Εφόσον τα εν λόγω μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή χωρίς να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, η Επιτροπή κατέληξε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση.

(58)

Τέλος, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των επίμαχων συμφωνιών με την εσωτερική αγορά, εάν χαρακτηρίζονταν ως κρατική ενίσχυση, ιδίως υπό το πρίσμα των κανόνων που θέσπισαν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (17).

4.2.   Μέτρο 2: Στήριξη από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στην FN GmbH

(59)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή παρατήρησε ότι η ενίσχυση που χορήγησε το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στην FN GmbH ήταν μέτρο επιλεκτικό, εφόσον δεν ήταν όλοι οι αερολιμένες αυτού του ομόσπονδου κράτους επιλέξιμοι για την εν λόγω ενίσχυση. Δεδομένου ότι η στήριξη παρεχόταν με δημόσιους πόρους και παρείχε πλεονέκτημα στον αερολιμένα με τη χορήγηση επενδυτικής ενίσχυσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ενίσχυση συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(60)

Εφόσον τα εν λόγω μέτρα είχαν τεθεί σε εφαρμογή χωρίς να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, η Επιτροπή κατέληξε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση.

(61)

Τέλος, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, εάν χαρακτηριζόταν ως κρατική ενίσχυση, ιδίως υπό το πρίσμα των κανόνων που θέσπισαν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (18).

4.3.   Μέτρο 3: Άμεση στήριξη από την περιφέρεια Kleve στην FN GmbH

(62)

Όσον αφορά την άμεση ενίσχυση από την περιφέρεια Kleve στην FN GmbH, η Επιτροπή κατέληξε στο αρχικό συμπέρασμα ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς δεν θα παρείχε τέτοια στήριξη χωρίς καμία αμοιβή. Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το αν ένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς θα δεχόταν να μην του επιστραφεί μέρος της χρηματοδοτικής ενίσχυσης την οποία είχε χορηγήσει για λόγους δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στην περιοχή.

(63)

Εφόσον τα εν λόγω μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή χωρίς να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, η Επιτροπή κατέληξε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση.

(64)

Τέλος, η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, εάν χαρακτηριζόταν ως κρατική ενίσχυση, ιδίως υπό το πρίσμα των κανόνων που θέσπισαν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (18).

4.4.   Μέτρο 4: Εισφορές κεφαλαίου και δάνεια προς όφελος της EEL GmbH

(65)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον η χρηματοδότηση που χορήγησαν οι δημόσιοι χρηματοδότες στην EEL GmbH είχε χορηγηθεί και ανανεωθεί με τους όρους της αγοράς.

(66)

Εφόσον τα εν λόγω μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή χωρίς να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, η Επιτροπή κατέληξε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση.

(67)

Τέλος, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των εν λόγω μέτρων με την εσωτερική αγορά, εάν αυτά χαρακτηρίζονταν ως κρατική ενίσχυση.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

5.1.   Γενικές παρατηρήσεις

5.1.1.   Ιστορικό του έργου

(68)

Η Γερμανία υπενθυμίζει το ιστορικό του έργου όπως περιγράφεται στην ενότητα 2.1 και 2.2 ανωτέρω. Ο ακρογωνιαίος λίθος του «Euroregionales Zentrum für Luftverkehr, Logistik und Gewerbe» ήταν η ανάπτυξη ενός ιδιωτικού αερολιμένα υπό τη διαχείριση πολιτικού φορέα στο πρώην στρατιωτικό αεροδρόμιο.

(69)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η αύξηση της κυκλοφορίας παρεμποδίστηκε από εξωτερικούς παράγοντες. Πρώτον, η πτώχευση της V-Bird τον Οκτώβριο του 2004, η οποία είχε ως κύρια βάση των δραστηριοτήτων της το Niederrhein-Weeze, προκάλεσε σημαντική απώλεια κίνησης, η οποία δεν θα μπορούσε να αντισταθμιστεί πλήρως από τη Ryanair και τις συμπληρωματικές πτήσεις της Hapagfly έως το 2008, όταν η κυκλοφορία έφθασε στο επίπεδο του 2004. Δεύτερον, η κατ' επανάληψη άσκηση μιας σειράς αγωγών στα εθνικά δικαστήρια δημιούργησε ανασφάλεια δικαίου για τις αεροπορικές εταιρείες (19) και προκάλεσε απρόβλεπτες πρόσθετες δαπάνες για την FN GmbH. Η FN GmbH δεν μπορούσε να εφαρμόσει τη στρατηγική της προτού λάβει την τελική άδεια λειτουργίας το 2009, λόγω των εκκρεμών διαφορών, και επέλεξε να προβεί σε εξωδικαστικό διακανονισμό. Για να υπάρξει επιτυχής έκβαση, ωστόσο, η FN GmbH έπρεπε να καταβάλει αποζημιώσεις [5-10] εκατ. ευρώ στους εμπλεκόμενους στις εν λόγω διαδικασίες. Τρίτον, η κίνηση του αεροδρομίου επηρεάστηκε το 2010 από τη διαταραχή της εναέριας κυκλοφορίας που προκλήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου Eyjafjallajokull της Ισλανδίας. Τέταρτον, η Γερμανία επισημαίνει ότι τον Σεπτέμβριο του 2010 εισήγαγε τέλος επιβατών, γεγονός που υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα του Niederrhein-Weeze έναντι άλλων ευρωπαϊκών αερολιμένων που δεν υπόκεινται στον φόρο αυτό. Σύμφωνα με τη Γερμανία, αυτό ώθησε τη Ryanair να μειώσει τις πτήσεις της από το Niederrhein-Weeze, ο αριθμός επιβατών του οποίου μειώθηκε τόσο το 2011 όσο και το 2012.

(70)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι, παρά τα εν λόγω δυσμενή συμβάντα που υπερβαίνουν τη δυνατότητα ελέγχου από την FN GmbH, την EEL GmbH ή τους μετόχους τους, η επιτυχία του έργου καταδεικνύεται από τη σταθερή αύξηση της κίνησης κατά την εξεταζόμενη περίοδο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 18), η οποία αντιστοιχούσε στις προβλέψεις της κίνησης στις διάφορες μελέτες εμπειρογνωμόνων ή και τις υπερέβαινε (με εξαίρεση το 2011). Επιπλέον, η Γερμανία επισημαίνει ότι η FN GmbH θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τα μη αεροναυτικά έσοδα και να βελτιώσει την αποδοτικότητά της με την πάροδο του χρόνου.

5.1.2.   Η λογική της ιδιωτικής χρηματοδότησης του αερολιμένα

(71)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze είναι ένας επιτυχημένος αερολιμένας, διότι δεν είναι μόνο το τρίτο σε μέγεθος αεροδρόμιο στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, αλλά και το μοναδικό παράδειγμα ιδιωτικοποιημένης υποδομής που πωλήθηκε στην αγοραία τιμή. Η Γερμανία προσθέτει ότι οι επενδύσεις στο αεροδρόμιο παρέμεναν συνεχώς σε πολύ υψηλό επίπεδο. Κατά την περίοδο 2002 έως 2011 οι συνολικές επενδύσεις της FN GmbH ανήλθαν σε [60 90] εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα [20-30] εκατ. ευρώ χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη των εμπορικών κτιρίων, [10-20] εκατ. ευρώ για εγκαταστάσεις διευκόλυνσης των πτήσεων και ελιγμών και στάθμευσης αεροσκαφών και [5-10] εκατ. ευρώ για τη δημιουργία και την επέκταση υποδομών. Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η FN GmbH από τότε που ιδιωτικοποιήθηκε μπορούσε να βασίζεται συνεχώς σε ιδιωτικούς πόρους για τη χρηματοδότηση αυτών των σημαντικών επενδύσεων, και συγκεκριμένα σε: i) δάνεια και εισφορές κεφαλαίου των μετόχων, ii) δάνεια εμπορικών τραπεζών και iii) λειτουργικά κέρδη της ίδιας της FN GmbH.

(72)

Όσον αφορά τη στήριξη του πλειοψηφικού μετόχου, η Γερμανία θεωρεί ότι η ANH GmbH και οι δικοί της μέτοχοι έχουν στηρίξει επανειλημμένα τη θυγατρική τους FN GmbH για να καλύψει τις αρχικές λειτουργικές ζημίες της καθώς και τις επενδύσεις της στην αερολιμενική υποδομή. Η στήριξη αυτή είχε τη μορφή εισφορών κεφαλαίου και δανείων, για τα οποία ο πλειοψηφικός μέτοχος αποδέχτηκε μειωμένη εξασφάλιση για τα δάνεια μετόχου (Rangrücktritterklärung). Με τον τρόπο αυτόν ο πλειοψηφικός μέτοχος μετέτρεψε τις εισπρακτέες οφειλές σε ίδια κεφάλαια που δεν θα μπορούσαν πλέον να αποτελούν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Η Γερμανία επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι ιδιώτες μέτοχοι δεν θα μπορούσαν να υποστούν μόνο αυτοί όλη την οικονομική επιβάρυνση για μια τόσο δαπανηρή επένδυση και χρειάζονταν πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης που μόνον οι δημόσιες αρχές θα μπορούσαν να διαθέσουν με τους όρους της αγοράς. Αυτή η εξωτερική στήριξη λήφθηκε ήδη υπόψη στο επιχειρηματικό σχέδιο του 2003 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 95).

(73)

Όσον αφορά τα δάνεια των εμπορικών τραπεζών, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η FN GmbH θα μπορούσε να λάβει πίστωση από εμπορικές τράπεζες πολύ γρήγορα χάρη στην εμπορική επιτυχία της. Σύμφωνα με τη Γερμανία, η πρόσβαση σε τράπεζες θα αποδείκνυε τη βιωσιμότητα ενός επιχειρηματικού μοντέλου που βασίζεται στην ιδιωτική χρηματοδότηση. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009 η FN GmbH μπορούσε να υπογράψει δανειακή σύμβαση για επενδυτικό δάνειο ύψους [0-10] εκατ. ευρώ με την [τράπεζα]. Το επιτόκιο αυτού του δανείου ήταν [2-6] %, αλλά υπό τον όρο της μειωμένης εξασφάλισης των δανείων που η EEL GmbH είχε χορηγήσει στην FN GmbH (και, ως εκ τούτου, της ανάγκης να αποδεχθεί η EEL GmbH τη μειωμένη εξασφάλιση για τα δάνειά της). Η ημερομηνία λήξης του δανείου ορίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2010. Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι όροι της εξασφάλισης και τα επιτόκια των συμβάσεων ήταν ως εκ τούτου συγκριτικά ευνοϊκά για την FN GmbH. Η FN GmbH εξόφλησε στην [τράπεζα] εξολοκλήρου το δάνειο την ημερομηνία οφειλής του. Η Γερμανία προσθέτει ότι η [τράπεζα] πρόσφερε στην FN GmbH δύο πιστωτικές διευκολύνσεις ([8-15] εκατ. ευρώ και [1-5] εκατ. ευρώ) με ενδεικτικό επιτόκιο [1-5] % (20) και ότι θα μπορούσε να υπογραφεί με την [τράπεζα] χρηματοδοτική μίσθωση για ποσό περίπου [0-3] εκατ. ευρώ.

(74)

Όσον αφορά την αυτοχρηματοδότηση, η Γερμανία επισημαίνει ότι η FN GmbH μπορούσε να χρηματοδοτεί σταδιακά τις επενδύσεις της μέσω των θετικών λειτουργικών ταμειακών ροών. Τα πρώτα θετικά ΚΠΤΦΑ (κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων) σημειώθηκαν το 2006 και το πρώτο καθαρό κέρδος το 2007, δηλαδή μόλις λίγα έτη μετά την έναρξη των εργασιών. Επιπλέον, η Γερμανία επικρίνει την Επιτροπή ότι παρουσίασε τον κύκλο εργασιών και τα στοιχεία κόστους της FN GmbH στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας με εσφαλμένο και παραπλανητικό τρόπο. Ως εκ τούτου, η Γερμανία υπέβαλε τα ακόλουθα στοιχεία όσον αφορά τη συγκριτική εξέλιξη του κύκλου εργασιών και του κόστους κατά την περίοδο 2003-2010:

Πίνακας 4

Έσοδα και έξοδα της FN GmbH κατά την περίοδο 2003-2010

(σε χιλιάδες ευρώ)

Έτος

2003

2004

2005

2006

2007

2008

2009

2010

Κύκλος εργασιών (Umsatz)

2 225

7 968

7 364

7 136

8 281

13 338

19 900

23 759

Λοιπά έσοδα εκμετάλλευσης (Sonstigebetriebliche Erträge)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

περιλαμβανομένης της φορολογικού χαρακτήρα συναλλαγής επί ακινήτων (Grundstückstransaktion)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Αγορές (Materialaufwand)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Δαπάνες προσωπικού (Personalaufwand)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Λοιπές λειτουργικές δαπάνες (Sonstiger betrieblicher Aufwand)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

(75)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη όλες τις δαπάνες που σχετίζονται με τα καθήκοντα δημόσιας αρχής (δαπάνες μη οικονομικών δραστηριοτήτων), οι οποίες δεν καταλογίζονται στις καθημερινές δραστηριότητες του αερολιμένα, μειώνοντας τεχνητά το λειτουργικό κέρδος. Η Γερμανία θεωρεί ότι ο κατωτέρω πίνακας αποτυπώνει την πραγματική επιχειρησιακή αποδοτικότητα της FN GmbH:

Πίνακας 5

Προσαρμοσμένη δομή κόστους της FN GmbH (χωρίς τις δαπάνες που σχετίζονται με τα καθήκοντα δημόσιας αρχής)

(σε χιλιάδες ευρώ)

Έτος

2002

2003

2004

2005

2006

2007

2008

2009

2010

Κέρδη σύμφωνα με την ετήσια έκθεση αποτελεσμάτων

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Δημόσια αποστολή

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

α)

Ασφάλεια και προστασία, εκ των οποίων:

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Πυρασφάλεια (προσωπικό)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Απόσβεση επενδυτικού κόστους (πυροπροστασίας)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Κόστος απόσβεσης (βιντεοπαρακολούθηση)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Περιπολίες

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Προσωπικό ασφαλείας

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

β)

Προστασία επιβατών και αεροσκαφών

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Όργανα ελέγχου (προσώπων και αντικειμένων)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Ασφάλεια πτήσεων DFS TTC

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Απόσβεση (πύργος ελέγχου)

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Προσαρμοσμένα ετήσια κέρδη

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

Προσαρμοσμένα ΚΠΤΦΑ

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

5.1.3.   Έννοια της ενίσχυσης — Η κατασκευή του αεροδρομίου θεωρείται μη οικονομική δραστηριότητα

(76)

Η Γερμανία θεωρεί ότι η κατασκευή ενός αερολιμένα δεν αποτελεί οικονομική δραστηριότητα την οποία οι ιδιώτες επενδυτές θα ήταν έτοιμοι να αναλάβουν από μόνοι τους και ότι δεν υπάρχει τέτοιο παράδειγμα στην Ευρώπη (βλέπε επόμενη ενότητα). Σύμφωνα με τη Γερμανία, οι ιδιώτες επενδυτές θα είχαν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση μιας αερολιμενικής υποδομής που ήδη υπάρχει, καθώς οι κίνδυνοι είναι μειωμένοι και διαχειρίσιμοι.

(77)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η κατασκευή αερολιμενικής υποδομής δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί μέρος του πεδίου του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων στον εν λόγω τομέα. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι η κατασκευή της εν λόγω υποδομής αποτελεί ένα μέσο με το οποίο το κράτος μπορεί να κατευθύνει την οικονομική ανάπτυξη και να οργανώσει τον χωροταξικό σχεδιασμό μέσω της πολιτικής μεταφορών.

(78)

Επιπλέον, η Γερμανία θεωρεί ότι η δημόσια στήριξη στην προκειμένη περίπτωση αφορούσε κατά κύριο λόγο δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή. Από το ποσό των [20-30] εκατ. ευρώ [20-30] επενδύθηκαν σε συστήματα πυροπροστασίας και ασφάλειας. Η Γερμανία πρόσθεσε ότι το υπόλοιπο ποσό των [2-5] εκατ. ευρώ είχε χρησιμοποιηθεί εξολοκλήρου για τη χρηματοδότηση άλλων δραστηριοτήτων το 2011.

5.1.4.   Έννοια της ενίσχυσης — Απουσία υποθετικού ιδιώτη επενδυτή αναφοράς

(79)

Η Γερμανία πιστεύει ότι δεν υπάρχει αγορά για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών περιφερειακών αερολιμενικών υποδομών στην Ευρώπη. Κατά τη Γερμανία οι πλήρως ιδιωτικοποιημένοι αερολιμένες στην Ευρώπη είναι ελάχιστοι. Τέτοια είναι τα αεροδρόμια Glasgow-Prestwick ή Luton. Μολονότι δεν κινήθηκε διαδικασία έρευνας για κρατική ενίσχυση όσον αφορά αυτούς τους πλήρως ιδιωτικούς αερολιμένες, η Γερμανία εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την απουσία δημόσιας στήριξης προς τους εν λόγω αερολιμένες. Η Γερμανία υπογράμμισε ότι, ακόμη και με το παράδειγμα του αερολιμένα Lübeck-Blankensee, ο Δήμος της Λυβέκης ανέκτησε την κυριότητα του αερολιμένα το 2009. Αυτή η σπανιότητα ιδιωτικής ιδιοκτησίας σχετίζεται με τις αυξημένες πάγιες δαπάνες που πραγματοποιούνται αναγκαστικά για την κατασκευή αερολιμενικών υποδομών, την οποία έχει αναγνωρίσει η Επιτροπή στο σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, οι οποίες ήταν υπό κατάρτιση κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας (21). Επιπλέον, η Γερμανία σημειώνει ότι η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται από την υποχρεωτική διαδικασία πιστοποίησης του αερολιμένα, τη συνακόλουθη έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris και την υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης μεταξύ της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών αποθάρρυνε τους ιδιώτες επενδυτές από το να εμπλακούν σε ένα έργο αυτού του είδους. Σύμφωνα με τη Γερμανία, στην αρχική της εκτίμηση η Επιτροπή, στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, κακώς δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι εμπορικές τράπεζες ήταν, όπως αναμενόταν εξάλλου, αντίθετες στη χρηματοδότηση της κατασκευής ιδιωτικών αερολιμένων και ότι δεν υπήρχε λειτουργούσα αγορά σε αυτόν τον τομέα.

(80)

Η Γερμανία θεωρεί ότι η αρχική εκτίμηση της Επιτροπής δεν βασιζόταν σε σαφή κριτήρια για την αξιολόγηση της συμβατότητας των εξεταζόμενων μέτρων. Κατά την άποψη της Γερμανίας, η Επιτροπή θα έπρεπε, αντιθέτως, να βασιστεί στην πάγια νομολογία (22) σχετικά με τις καθολικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, που επιβεβαιώνει ότι η δημιουργία και συντήρηση ενός δικτύου δεν συνάδει με μια αμιγώς εμπορική λογική. Η Γερμανία προτείνει επίσης να ληφθεί ως βάση η υφιστάμενη πρακτική της Επιτροπής, ισχυριζόμενη ότι η Επιτροπή έχει εγκρίνει παρόμοια μέτρα στήριξης. Για να στηρίξει αυτές τις απόψεις, η Γερμανία χρησιμοποίησε το παράδειγμα της χρηματοδότησης της αερολιμενικής υποδομής Kassel-Calden.

(81)

Η Γερμανία δήλωσε εν κατακλείδι ότι, ενόψει της επιτυχούς ανάπτυξης του αερολιμένα, κάθε ιδιώτης επενδυτής θα είχε επενδύσει στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze όπως έπραξε η Γερμανία.

5.1.5.   Η FN GmbH δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προβληματική επιχείρηση

(82)

Η Γερμανία αντικρούει το αρχικό συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η FN GmbH μπορεί να χαρακτηριστεί ως προβληματική κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων («κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση») (23).

(83)

Η Γερμανία στηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό της σε πέντε λόγους. Πρώτον, η FN GmbH θα είχε ήδη επιτύχει κέρδη μετά από μια πολύ σύντομη εναρκτήρια φάση (πρώτα θετικά ΚΠΤΦΑ το 2006 —εξαιρουμένων των δαπανών που εμπίπτουν στα καθήκοντα δημόσιας αρχής— και τα πρώτα καθαρά κέρδη το 2007). Η Γερμανία επισημαίνει ότι, κατά την αξιολόγηση μέτρων χρηματοδότησης περιφερειακών αερολιμένων, η Επιτροπή ουδέποτε χαρακτήρισε έναν ζημιογόνο δικαιούχο ως προβληματική επιχείρηση κατά το στάδιο της εκκίνησης. Κατά τη Γερμανία, εάν η Επιτροπή εμμείνει σε αυτήν τη συλλογιστική, δεν θα ήταν πλέον δυνατή η χρηματοδότηση καμίας αερολιμενικής υποδομής.

(84)

Δεύτερον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι σε καμία χρονική στιγμή δεν πληρούνταν κανένα από τα «αυστηρά» κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως προβληματικής. Η Γερμανία αμφισβητεί τις παρατηρήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας όσον αφορά την αρνητική καθαρή θέση και προσθέτει ότι ο πλειοψηφικός μέτοχος φρόντισε να συνεχιστεί η χρηματοδότηση της εταιρείας, μέσω δανείου, νέας εισφοράς κεφαλαίου και της αποδοχής της μειωμένης εξασφάλισής του ως πιστωτή (Rangrücktritterklärung). Επιπλέον, η Γερμανία αμφισβητεί την ερμηνεία από την Επιτροπή των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις T-102/07 και T-120/07 Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, στο μέτρο που υπονοεί την αυτόματη σύνδεση μεταξύ της αρνητικής καθαρής θέσης και του χαρακτηρισμού μιας επιχείρησης ως προβληματικής. Σύμφωνα με τη Γερμανία, το κριτήριο της αρνητικής καθαρής θέσης είναι μόνο ένα από τα πολλά κριτήρια που όρισε το Γενικό Δικαστήριο για τον καθορισμό του αν μια επιχείρηση είναι προβληματική.

(85)

Τρίτον, κατά την άποψη της Γερμανίας, η FN GmbH δεν εμφανίζει συμπτώματα που υποδηλώνουν ότι η επιχείρηση είναι προβληματική, εφόσον η FN GmbH παρουσιάζει θετική εξέλιξη από τη σύστασή της. Ειδικότερα, η αύξηση των καταβληθέντων τόκων της FN GmbH δεν δηλώνει οικονομικές δυσκολίες όπως η υπερχρέωση, αλλά μάλλον αντανακλά τις επανειλημμένες επενδύσεις του κύριου μετόχου της στην FN GmbH.

(86)

Τέταρτον, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η FN GmbH μπόρεσε να επιλύσει τις οικονομικές δυσκολίες της χάρη στα δικά της λειτουργικά κέρδη, σε δάνεια από εμπορικές τράπεζες, καθώς και σε δάνεια και κεφάλαια που εισέπραξε από τον πλειοψηφικό της μέτοχο.

(87)

Τέλος, η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η FN GmbH δεν μπορεί να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, οι οποίες εξαιρούν από τον εν λόγω χαρακτηρισμό τις επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν σε διάστημα μικρότερο των τριών ετών μετά τη δημιουργία τους (όπως η FN GmbH).

5.1.6.   Νόθευση του ανταγωνισμού

(88)

Η Γερμανία υποστηρίζει ότι στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή δεν απέδειξε τις επιπτώσεις των μέτρων στήριξης στον ανταγωνισμό εντός της σχετικής αγοράς, την οποία παρέλειψε να καθορίσει.

(89)

Μετά από αυτές τις γενικές παρατηρήσεις, η Γερμανία τοποθετήθηκε σχετικά με τα διάφορα υπό εξέταση μέτρα:

5.2.   Μέτρο 1: Η στήριξη της EEL GmbH στην FN GmbH

5.2.1.   Ο έλεγχος της EEL GmbH επί της FN GmbH

(90)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι όλες οι πληρωμές που χρηματοδοτήθηκαν από τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην FN GmbH από την EEL GmbH ήταν αυστηρά ελεγχόμενες από την EEL GmbH, η οποία επέβλεπε την άμεση μεταφορά τους στους πιστωτές για λογαριασμό (treuhänderisch) της FN GmbH.

(91)

Κατά την άποψη της Γερμανίας, με τον τρόπο αυτόν, η EEL GmbH μπορούσε να εξασφαλίσει ότι οι πόροι της θα χορηγούνταν αποκλειστικά για επενδύσεις και όχι για τις τρέχουσες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

(92)

Επιπλέον, η Γερμανία επισημαίνει ότι η ιδρυτική πράξη (Geschäftsvertrag) της FN GmbH παρείχε ορισμένα αποκλειστικά δικαιώματα στην περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze, ως μετόχους της EEL GmbH, όπως η εξουσία να διορίζουν τον διευθύνοντα σύμβουλο της FN GmbH (της οποίας έκαναν χρήση το 2004), και ορισμένα δικαιώματα αρνησικυρίας όσον αφορά μεμονωμένα μέτρα διαχείρισης, καθώς και οι τροποποιήσεις ή η πώληση του κεφαλαίου της FN GmbH. Τα δικαιώματα αυτά θα ισχύουν έως ότου η FN GmbH εξοφλήσει όλες τις οφειλές της προς αυτούς τους δύο μετόχους.

5.2.2.   Εκ των προτέρων εκτίμηση των συνθηκών της αγοράς και των αναγκαίων επενδύσεων

(93)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι, καθ' όλη την περίοδο έρευνας, όλες οι επενδυτικές αποφάσεις στηρίζονταν σε μελέτες της αγοράς, τα συμπεράσματα των οποίων καταδείκνυαν συστηματικά την αναγκαιότητα της επένδυσης.

(94)

Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία ανέφερε πρώτα μια μελέτη του 1998 (που πραγματοποιήθηκε από […]), που έδειχνε ότι το έργο Niederrhein-Weeze ήταν οικονομικά ασφαλές και βιώσιμο. Η Γερμανία ανέφερε και άλλες μελέτες που συντάχθηκαν λίγο αργότερα, οι οποίες συνέστησαν την εξειδίκευση του νέου αερολιμένα στο τμήμα της αγοράς των αερομεταφορέων χαμηλού κόστους (ΑΧΚ), η οποία είχε τότε οριστεί ως η πλέον ελπιδοφόρα πηγή ανάπτυξης στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η κατασκευή μιας αερολιμενικής υποδομής ειδικά σχεδιασμένης για την εξυπηρέτηση ΑΧΚ, η γεωγραφική θέση του αερολιμένα (που εξυπηρετεί περίπου 35 εκατ. κατοίκους), ο κορεσμός των γειτονικών αεροδρομίων του Άμστερνταμ και του Ντίσελντορφ θεωρήθηκαν τότε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

(95)

Ακόμη, η Γερμανία ανέφερε και άλλα επιχειρηματικά σχέδια που πρόβλεπαν την οικονομική επιτυχία του αερολιμένα με βάση την αναμενόμενη αύξηση της κίνησης των ΑΧΚ, τον κορεσμό των γειτονικών αερολιμένων και την υπογραφή συμφωνιών με τη Ryanair. Δεδομένης της ανάγκης εφαρμογής των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος, η FN GmbH ταυτόχρονα ανέθεσε τη σύνταξη προβλέψεων της εναέριας κυκλοφορίας από […] («η μελέτη […]»), η οποία προέβλεψε για το 2010 τη διακίνηση 2,88 εκατ. επιβατών και για το 2020 επιβατική κίνηση από 3,1 έως 4,85 εκατ. επιβάτες. Η Γερμανία παρατηρεί ότι τα καταγεγραμμένα στοιχεία για τον αριθμό των επιβατών δείχνουν ότι το επιχειρηματικό σχέδιο είχε τηρηθεί πλήρως μέχρι το 2010, παρά τα δυσμενή γεγονότα που περιγράφονται ανωτέρω.

(96)

Η Γερμανία εξηγεί περαιτέρω ότι, το 2009, ενόψει της διεύρυνσης του πεδίου δραστηριοτήτων της Ryanair στο αεροδρόμιο, η FN GmbH ανέθεσε την εκπόνηση και άλλου επιχειρηματικού σχεδίου για την περίοδο 2009-2020 («το επιχειρηματικό σχέδιο του 2009»). Το εν λόγω επιχειρηματικό σχέδιο διαβιβάστηκε στην [τράπεζα], η οποία θα μπορούσε να λάβει υπόψη τη μελέτη του εμπειρογνώμονα κατά τη λήψη της απόφασης για χορήγηση εμπορικού δανείου στην FN GmbH.

(97)

Με βάση τα στοιχεία αυτά, η Γερμανία αμφισβήτησε τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής ότι το επιχειρηματικό μοντέλο της FN GmbH δεν ήταν βιώσιμο και ότι η διαδικασία ιδιωτικοποίησης πραγματοποιήθηκε με πολιτικά κριτήρια και όχι σε καθαρά εμπορική βάση.

5.2.3.   Η συμβατότητα των δανείων της EEL GmbH στην FN GmbH με την αγορά

(98)

Η Γερμανία δήλωσε ότι η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας χρησιμοποιεί μια εσφαλμένη νομική βάση για την αξιολόγηση της συμβατότητας με την αγορά των επιτοκίων των δανείων που χορήγησε η EEL GmbH. Κατά τη Γερμανία, η Επιτροπή χρησιμοποίησε στην αξιολόγησή της την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2008 σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης («ανακοίνωση του 2008 για τα επιτόκια αναφοράς») (24). Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι, εφόσον τα περισσότερα υπό εξέταση μέτρα χορηγήθηκαν μεταξύ του 2003 και του 2005, η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει την ανακοίνωση του 1997 σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης («ανακοίνωση του 1997 για τα επιτόκια αναφοράς») (25).

(99)

Επιπλέον, ανεξάρτητα από το ποια από τις δύο ανακοινώσεις θα εφαρμοζόταν ratione temporis, η Γερμανία αμφισβήτησε τη δυνατότητα εφαρμογής οποιουδήποτε επιτοκίου αναφοράς της Επιτροπής στην παρούσα υπόθεση για τον λόγο ότι δεν υφίσταται λειτουργούσα χρηματοοικονομική αγορά για την κατασκευή αερολιμενικών υποδομών.

(100)

Η Γερμανία πρόσθεσε ότι τα δάνεια που χορηγήθηκαν από τις δημόσιες αρχές ήταν απολύτως συμβατά με την αγορά για τους ακόλουθους λόγους:

α)

όλες οι δανειακές συμφωνίες προέβλεπαν την αποπληρωμή του κεφαλαίου που έχει προκύψει με επιτόκια σύμφωνα με τους όρους της αγοράς και/ή που εφαρμόζονται κατά τον νόμο·

β)

όλα τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην FN GmbH ήταν πλήρως και διαρκώς εξασφαλισμένα με i) εμπράγματο βάρος κύριας εξασφάλισης (Grundschuld auf sämtliche Grundstücke), ii) τις μετοχές της Airport Network BV στο κεφάλαιο της ANH GmbH και iii) τις μετοχές της ANH GmbH στο κεφάλαιο της FN·

γ)

τα επιτόκια των δανείων που χορηγήθηκαν στην FN GmbH, τα οποία κυμαίνονταν μεταξύ [1-8] %, ήταν πάντοτε σύμφωνα με τους όρους της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική αρχική συμβολή των ιδιωτικών εισφορών κεφαλαίου (περίπου [20-50] %) στη συνολική χρηματοδότηση του έργου και το υψηλό επίπεδο εξασφάλισης·

δ)

τα εν λόγω επιτόκια είναι ισοδύναμα με τα επιτόκια που χορηγούνται για 10ετή δάνεια τα οποία είναι εξασφαλισμένα κατά 80 % με ακίνητα.

(101)

Όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, η Γερμανία παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (26), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «προκειμένου να καθοριστεί αν τέτοια μέτρα έχουν χαρακτήρα κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να κριθεί αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ιδιώτης επενδυτής μεγέθους συγκρίσιμου προς το μέγεθος των οργανισμών που διαχειρίζονται τον δημόσιο τομέα θα μπορούσε να θεωρήσει σκόπιμο να πραγματοποιήσει ενέργεια τέτοιας σημασίας». Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι ένας ιδιώτης επενδυτής στη θέση της EEL θα λάμβανε υπόψη την υποχρέωση τήρησης του νόμου και παραδέχτηκε ότι η αποδοτικότητα της επένδυσης θα μπορούσε να αναβληθεί λόγω του κόστους συμμόρφωσης, όπως έχει ήδη αναγνωρίσει η Επιτροπή στην υπόθεση ατομικής ενίσχυσης Einzelbeihilfe für Wasserwerke (27). Η Γερμανία πρόσθεσε επίσης ότι ένας ιδιώτης επενδυτής μπορεί επίσης να λάβει υπόψη τον στρατηγικό χαρακτήρα/στόχο του επιχειρηματικού μοντέλου για να προσαρμόσει τις προβλέψεις αποδοτικότητάς του. Σύμφωνα με την παράγραφο 3.2 (v) της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή των δημόσιων αρχών στα κεφάλαια των επιχειρήσεων, της 14ης Σεπτεμβρίου 1984 (28), «ο στρατηγικός χαρακτήρας της επένδυσης (άνοιγμα νέων αγορών, ανεφοδιασμός) είναι τέτοιος ώστε η συμμετοχή να μπορεί να εξομοιωθεί με τη συνήθη συμπεριφορά ενός επενδύοντα, μολονότι η αποδοτικότητα της επένδυσης διαφέρει». Η Γερμανία θεωρεί ότι η διάταξη αυτή αποκλείει την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος που ενέχει κρατική ενίσχυση.

5.3.   Μέτρο 2: Μέτρο στήριξης της FN GmbH από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας

(102)

Σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, η ενίσχυση που χορηγήθηκε με απόφαση του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στην FN GmbH, στις 15 Οκτωβρίου 2002, ύψους 3,525 εκατ. ευρώ, δεν συνιστά πράγματι ενίσχυση ή, τουλάχιστον, υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του διαδικαστικού κανονισμού. Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι το μέτρο εγκρίθηκε βάσει του διατάγματος του 1993. Σύμφωνα με τη Γερμανία, το διάταγμα είχε εκδοθεί πριν από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών («οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 1994») (29).

(103)

Η Γερμανία πρόσθεσε ότι η χρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών συνιστούσε κρατική ενίσχυση και αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχου από την Επιτροπή μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά: α) την έκδοση των κοινοτικών κατευθύνσεων για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες («οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005») το 2005 και β) την έκδοση αποφάσεων αναφοράς σε αυτόν τον τομέα από το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (30).

(104)

Η Γερμανία υποστήριξε επίσης ως προς αυτό ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε εσφαλμένη νομική βάση στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας για την αρχική αξιολόγηση του μέτρου 2. Πράγματι, η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας (31) βασιζόταν στη νέα έκδοση του διατάγματος του 1993, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003, μετά τη χορήγηση του μέτρου.

(105)

Τέλος, η Γερμανία θεωρεί ότι, εφόσον έχει καταργηθεί το διάταγμα του 1993, βάσει του οποίου εγκρίθηκε το υπό εξέταση μέτρο ενίσχυσης, δεν είναι απαραίτητο η Επιτροπή να κάνει χρήση των διατάξεων του διαδικαστικού κανονισμού σχετικά με υφιστάμενη ενίσχυση.

5.4.   Μέτρο 3: Άμεση ενίσχυση από την περιφέρεια Kleve προς την FN GmbH

(106)

Η Γερμανία θεωρεί ότι η χορήγηση της ενδιάμεσης χρηματοδότησης ήταν αναγκαία για τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων στον αερολιμένα κατά τη φάση εκκίνησης. Όσον αφορά την απαλλαγή από την υποχρέωση της FN GmbH να καταβάλει τη δεύτερη δόση του δανείου, η Γερμανία υποστηρίζει ότι η περιφέρεια Kleve έλαβε την απόφαση αυτή συνειδητά, εφόσον η FN GmbH είχε εκπληρώσει τη νομική υποχρέωσή της να δημιουργήσει τουλάχιστον 350 θέσεις εργασίας.

5.5.   Μέτρο 4: Δημόσια χρηματοδότηση της EEL GmbH

(107)

Η Γερμανία αμφισβητεί ότι η αναχρηματοδότηση της EEL GmbH συνιστά πράξη που ενέχει κρατική ενίσχυση, εφόσον είναι απλή εισφορά κεφαλαίου από τους μετόχους της EEL GmbH. Η Γερμανία επισημαίνει ότι η αναχρηματοδότηση της EEL GmbH πραγματοποιήθηκε από τις δημόσιες αρχές και ιδιωτικές τράπεζες.

(108)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας προσμετρά διπλά την εικαζόμενη κρατική ενίσχυση (στην αναχρηματοδότηση της FN GmbH από την EEL GmbH και στην αναχρηματοδότηση της EEL GmbH από τους δημόσιους μετόχους), μολονότι αποτελούν μόνον ένα ενιαίο μέτρο. Η Γερμανία υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε διπλή αξιολόγηση στην παρόμοια υπόθεση Leipzig/Halle (32).

(109)

Η Γερμανία αρνείται ότι η EEL GmbH συμμετείχε σε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα και υποστηρίζει ότι, αντιθέτως, η EEL GmbH θα πρέπει να θεωρηθεί προσωρινός φορέας ειδικού σκοπού («ΦΕΣ») που συστάθηκε για τη διαχείριση και την ανάπτυξη της υποδομής του αερολιμένα. Η Γερμανία πιστεύει ότι η EEL GmbH ιδρύθηκε για να είναι περισσότερο αποτελεσματική όσον αφορά τη διαχείριση του έργου από τους δύο μετόχους της χωριστά (την περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze) και για τη διάθεση της ενίσχυσης εκκίνησης που χορήγησε ο Δήμος με πιο διαφανή τρόπο. Σύμφωνα με τη Γερμανία, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα ασκούσε τις ίδιες δραστηριότητες με εκείνες της EEL GmbH.

(110)

Τέλος, η Γερμανία πρόσθεσε ότι η EEL GmbH δημιουργούσε ένα περιθώριο κέρδους χάρη στη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων των δανείων που έλαβε από τους μετόχους της και των δανείων που χορήγησε στην FN GmbH.

5.6.   Αξιολόγηση της συμβατότητας

(111)

Η Γερμανία αμφισβητεί ότι η Επιτροπή αξιολόγησε ενδελεχώς τη συμβατότητα των μέτρων στήριξης στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Επιπλέον δηλώνει ότι, σε σχέση με το ζήτημα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που εξηγείται κατωτέρω, η Επιτροπή δεν θα πρέπει ούτε να επεκτείνει την έρευνα ούτε να εξετάσει το ενδεχόμενο ανάκτησης του μέτρου στήριξης. Τέλος, η Γερμανία επισημαίνει ότι η Επιτροπή είχε ήδη εγκρίνει τα μέτρα στήριξης υπέρ του αερολιμένα Kassel-Calden, τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα που χορηγήθηκαν στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze. Ως εκ τούτου, η Γερμανία θεωρεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να κηρύξει τα εν λόγω μέτρα συμβατά με την εσωτερική αγορά.

5.7.   Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη

(112)

Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Γερμανία επανέλαβε τα προηγούμενα επιχειρήματα όσον αφορά τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Σύμφωνα με τη Γερμανία, η Επιτροπή την είχε ενημερώσει τον Ιούλιο του 2009 (33) ότι δεν είχε την πρόθεση να διερευνήσει περαιτέρω την υπόθεση και, με τον τρόπο αυτό, δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Τέλος, η Γερμανία δήλωσε ότι η Επιτροπή δεσμευόταν τότε από την αρχή της χρηστής διοίκησης και όφειλε να περατώσει την προκαταρκτική έρευνα. Για να στηρίξει την άποψή της, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε αποφανθεί στην υπόθεση Salzgitter (34) ότι η καθυστέρηση της Επιτροπής να ασκήσει τις εποπτικές εξουσίες της και να διατάξει την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων δεν καθιστούσε παράνομη μια απόφαση ανάκτησης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις (όπως στην παρούσα υπόθεση), όπου η Επιτροπή προδήλως παρέλειψε να ενεργήσει και σαφώς παρέβη το καθήκον επιμέλειας.

(113)

Η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι η επίσημη έρευνα της Επιτροπής δεν έλαβε υπόψη άλλες πράξεις της Επιτροπής όπως η απόφαση Konver II του 2005 (χορήγηση ποσού 14,9 εκατ. ECU για τη μετατροπή πρώην στρατιωτικών αερολιμένων στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία) και το σχέδιο δράσης για τη χωρητικότητα, την αποτελεσματική λειτουργία και την ασφάλεια των αερολιμένων (35), που απαιτούσαν ρητά τη δημιουργία νέων υποδομών αερολιμένων.

6.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

6.1.   Flughafen Düsseldorf GmbH

(114)

Η Flughafen Düsseldorf GmbH («Flughafen Düsseldorf»), φορέας εκμετάλλευσης του αεροδρομίου του Ντίσελντορφ, υποστήριξε ότι τα τέσσερα υπό εξέταση μέτρα επηρέασαν τον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά και θα πρέπει να κηρυχθούν ασυμβίβαστα. Σύμφωνα με τη Flughafen Düsseldorf, η κίνηση στο Niederrhein-Weeze δεκαπλασιάστηκε σε λιγότερο από δέκα έτη, μόνο για τον λόγο ότι η διάρθρωση του κόστους του αεροδρομίου είχε μειωθεί τεχνητά με τη δημόσια στήριξη. Λόγω της έναρξης των πτητικών λειτουργιών στο Niederrhein-Weeze, η Ryanair χρησιμοποιούσε καταχρηστικά το σήμα «Düsseldorf» στις εκστρατείες προβολής της, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση και διοχέτευση δυνητικών πελατών στο αεροδρόμιο Niederrhein-Weeze σε βάρος του Flughafen Düsseldorf.

6.2.   Niederrheinische Industrie— und Handelskammer Duisburg Wesel Kleve zu Duisburg

(115)

Το Niederrheinische Industrie— und Handelskammer Duisburg Wesel Kleve zu Duisburg («IHK Niederrheinische»), το τοπικό εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο, επισημαίνει ότι η διακοπή λειτουργίας του στρατιωτικού αεροδρομίου είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια 400 θέσεων απασχόλησης και εσόδων περίπου 100 εκατ. ευρώ ετησίως για την περιφέρεια, ενώ, αντίθετα, ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze παρουσίασε εξαιρετικά θετική ανάπτυξη και συνέβαλε στη δημιουργία περισσότερων από 1 200 θέσεων απασχόλησης στην περιοχή. Το IHK Niederrheinische επισημαίνει επιπλέον ότι ο αερολιμένας αναπτύχθηκε σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο του 2003 και εξελίχθηκε σε τρίτο σε μέγεθος περιφερειακό αερολιμένα του ομόσπονδου κράτους. Η πρόσφατη μείωση της επιβατικής κίνησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εισαγωγή του φόρου αερομεταφοράς επιβατών στη Γερμανία.

6.3.   Erlebe-Fernreisen και Atlasreisen

(116)

Η Erlebe-Fernreisen GmbH («Erlebe-Fernreisen») και η Atlasreisen Partnerunternehmen («Atlasreisen»), δύο τοπικά ταξιδιωτικά πρακτορεία, υποστηρίζουν τη θέση του αερολιμένα Niederrhein-Weeze στη διαδικασία. Η Erlebe-Fernreisen θεωρεί ότι η ανακαίνιση του στρατιωτικού αεροδρομίου και η συνεργασία με τον φορέα διαχείρισης του Niederrhein-Weeze τόνωσε την ανάπτυξη της εταιρείας. Η Atlasreisen τονίζει ότι ο αερολιμένας μπόρεσε να αντεπεξέλθει στη δύσκολη διαδικασία πιστοποίησης και την εισαγωγή του φόρου αερομεταφοράς επιβατών στη Γερμανία.

6.4.   Agello

(117)

Η Agello Service GmbH («Agello»), φορέας παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών, θεωρεί ότι η θετική ανάπτυξη του αερολιμένα Niederrhein-Weeze τον κατέστησε τον τρίτο σε μέγεθος περιφερειακό αερολιμένα στο ομόσπονδο κράτος και θεωρεί ότι είναι ένα επιτυχημένο ευρωπαϊκό έργο. Κατά την άποψή της, η πρόσφατη μείωση της επιβατικής κίνησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εισαγωγή του φόρου αερομεταφοράς επιβατών στη Γερμανία.

6.5.   Pro:niederrhein

(118)

Η Pro: niederrhein, μια ομάδα ντόπιων πολιτών που υποστηρίζουν τον αερολιμένα Niederrhein- Weeze θεωρεί ότι τα υπό αξιολόγηση μέτρα δεν είναι παράνομα και ότι ο αερολιμένας είναι σημαντικός για την περιοχή, όπως τονίζεται σε έκκληση που υπέγραψαν περισσότερα από 20 000 άτομα το 2006.

6.6.   Tower Company και STI

(119)

Η Tower Company GmbH («Tower Company»), ο φορέας παροχής αερολιμενικών υπηρεσιών που είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των πτήσεων, και η STI Security Training International GmbH («STI»), ο φορέας παροχής υπηρεσιών ελέγχου των επιβατών, θεωρούν ότι θα ήταν αδύνατη η μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων δημόσιας αρχής τις οποίες ασκούν, σε περίπτωση κλεισίματος του αεροδρομίου. Καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη, κατά την αξιολόγησή της, το ζήτημα της απασχόλησης.

6.7.   Serve2fly και I-Punkt

(120)

Η Serve2fly Heico Losch Airport Service GmbH («Serve2fly»), ο φορέας παροχής υπηρεσιών εδάφους του αερολιμένα, και η I-Punkt GmbH («I-Punkt»), τοπική κατασκευαστική εταιρεία, θεωρούν ότι η επιχειρηματική ανάπτυξη του αερολιμένα Niederrhein-Weeze έχει εξαιρετικά θετικό αντίκτυπο και συνέβαλε στη δημιουργία περισσότερων από 1 000 θέσεων εργασίας σε αυτήν τη λιγότερο ανεπτυγμένη περιοχή της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Η Serve2fly υποστηρίζει ότι οι απόψεις που διατυπώθηκαν στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας είναι αντίθετες με τις κατευθυντήριες γραμμές της ίδιας της Επιτροπής, διότι εμποδίζουν τον ανταγωνισμό των τοπικών αερολιμένων στην αγορά. Η Serve2fly υπενθυμίζει τα εξωτερικά δυσμενή γεγονότα που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο αερολιμένας και καλεί την Επιτροπή να τα λάβει υπόψη.

6.8.   Gaetan Data

(121)

Η Gaetan Data GmbH («Gaetan Data»), τοπική εταιρεία υπηρεσιών κατάρτισης, ισχυρίζεται ότι ο αερολιμένας είναι μοναδικός πόρος όσον αφορά την κατάρτιση σε αερολιμενικά θέματα και θεωρεί ότι η Επιτροπή πρέπει να λάβει σύντομα θέση για την υπόθεση.

6.9.   Van Boekel, RAS και SOV

(122)

Η Van Boekel GmbH («Van Boekel»), τοπική εταιρεία που δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα των οδικών έργων κατασκευής και σχεδιασμού τοπίου, η Rheinland Air Service Werft & Handel GmbH («RAS»), ο πάροχος υπηρεσιών ανεφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα, και η Schilling Omnibusverkehr GmbH («SOV»), η εταιρεία μεταφορών με λεωφορεία που εξυπηρετεί το αεροδρόμιο Niederrhein-Weeze από την Κολωνία και το Ντίσελντορφ, ισχυρίζονται ότι ο αερολιμένας είναι πλέον επικερδής ιδιωτικός αερολιμένας με πραγματικά ευρωπαϊκή διάσταση.

6.10.   NRN Energie

(123)

Η NRN Energie GmbH («NRN Energie») αναφέρει ότι ο αερολιμένας χρηματοδοτήθηκε από ιδιώτη επενδυτή, σε αντίθεση με τον αερολιμένα Eindhoven, ο οποίος μπορούσε να βασιστεί στην πρόσθετη χρηματοδότηση στρατιωτικών επιχειρήσεων από τις Κάτω Χώρες. Όσον αφορά τη συμμετοχή του δημοσίου, η NRN Energie εκτιμά ότι τα δημόσια δάνεια χορηγήθηκαν με τους όρους της αγοράς. Η NRN Energie συμμερίζεται τις ανησυχίες της Γερμανίας σχετικά με την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

6.11.   KPP

(124)

Η KPP Steuerberatungsgesellschaft mbH («KPP»), εταιρεία παροχής υπηρεσιών φορολογικών συμβουλών αναφέρεται στη σημαντική απόδοση κεφαλαίου ([10-20] %) της FN GmbH το 2010. Η KPP υποστηρίζει ότι τα δάνεια που έλαβε η FN GmbH θα πρέπει να θεωρηθούν οιονεί ίδια κεφάλαια κατά σημαντικό μέρος και, σε κάθε περίπτωση, είναι πλήρως εξασφαλισμένα.

6.12.   Η περιφέρεια Kleve

(125)

Η περιφέρεια Kleve υποστηρίζει όλες τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Γερμανία, και ειδικότερα εκείνες που αφορούν την παραβίαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Τονίζει, επίσης, την αυξανόμενη ζήτηση για περιφερειακά αεροδρόμια στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, η οποία δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί πλήρως από το γειτονικό και σχεδόν κορεσμένο αεροδρόμιο του Ντίσελντορφ. Η περιφέρεια Kleve προσθέτει ότι η χρηματοδότηση του αερολιμένα Niederrhein-Weeze τήρησε αυστηρά τις κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005, καθώς το αεροδρόμιο αυτό χαρακτηρίστηκε ως αερολιμένας κατηγορίας Δ (έως και το 2007).

6.13.   FN GmbH

(126)

Η FN GmbH υποστηρίζει όλες τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η Γερμανία σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, στη σύνταξη των οποίων συνέβαλε. Η FN GmbH τονίζει ότι τα υπό εξέταση μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, και ιδίως τα δάνεια που χορήγησε η EEL GmbH, τα οποία χορηγήθηκαν με τους όρους της αγοράς. Κατά την FN GmbH, παρά τις πολύ σημαντικές επενδύσεις σε αερολιμενική υποδομή ([50-100] εκατ. ευρώ), η FN GmbH μπόρεσε να διατηρήσει υψηλό δείκτη ιδίων κεφαλαίων (άνω του [20-50] %) και να περιορίσει το ποσοστό των εξεταζόμενων μέτρων χρηματοδότησης σε επίπεδο κατώτερο του [20-50] % της συνολικής χρηματοδότησης. Η FN GmbH προσθέτει ότι τόσο η επιβατική κίνηση όσο και τα λειτουργικά κέρδη αυξάνονται από την έναρξη των πτήσεων το 2003 και η FN GmbH έχει κέρδη κάθε έτος από το 2007. Η FN GmbH επισημαίνει ακόμη ότι τα λειτουργικά έσοδα αυξάνονται διαρκώς και υπερβαίνουν κατά πολύ τις λειτουργικές δαπάνες, οι οποίες παραμένουν σε σταθερό επίπεδο. Η FN GmbH υποστηρίζει ότι η σταθερή επιχειρησιακή επίδοση θα ήταν ακόμη καλύτερη, εάν όλες οι δαπάνες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δημοσίου αφαιρούνταν από τους λογαριασμούς κερδών και ζημιών.

(127)

Η FN GmbH τονίζει ότι δεν είναι προβληματική επιχείρηση και ότι όλα τα δάνεια χορηγήθηκαν με τους όρους της αγοράς. Η FN GmbH ισχυρίζεται ότι, για την εν λόγω κατηγορία πίστωσης, τα δάνεια της EEL GmbH χορηγήθηκαν με επιτόκια υψηλότερα από τα επιτόκια της Bundesbank για νέες εξασφαλισμένες πιστώσεις ή από τα επιτόκια Pfandbriefindex (36) (συν ένα σύνηθες περιθώριο 80 έως 120 μονάδων βάσης)

6.14.   Λοιπά τρίτα μέρη

(128)

Πέντε ιδιώτες εξέφρασαν αμφιβολίες για το κατά πόσον:

α)

τα υποβληθέντα από τη Γερμανία στοιχεία αντιπροσώπευαν τα πραγματικά ποσά που χορηγήθηκαν στην FN GmbH και την EEL GmbH·

β)

ο αερολιμένας θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς δημόσια δάνεια·

γ)

δεν υπήρχε λειτουργούσα χρηματοοικονομική αγορά που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει έργα όπως το έργο του αερολιμένα Niederrhein-Weeze·

δ)

η FN GmbH θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει όλα τα δάνεια και τους τόκους κατά τις ημερομηνίες οφειλής το 2016· τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη ισχυρίζονται σχετικά με αυτό ότι η Γερμανία θα αναγκαζόταν να αποδεχτεί τη μετοχοποίηση χρέους που προβλέφτηκε το 2011, η οποία θα συνιστούσε παράνομη ενίσχυση καθώς και πράξη την οποία δεν θα αναλάμβανε κανένας ιδιώτης επενδυτής·

ε)

οι τόκοι τους οποίους χρέωσε η Γερμανία στην FN GmbH αντιστοιχούν στις συνθήκες της αγοράς·

στ)

η FN GmbH έχει δημιουργήσει 350 θέσεις εργασίας (προϋπόθεση την οποία είχε επιβάλει η Γερμανία στην FN GmbH για να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποπληρωμής της δεύτερης δόσης ύψους [2-5] εκατ. ευρώ το 2004)·

ζ)

η πραγματική αξία των εξασφαλίσεων που παρείχε η Airport Network B.V για τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην FN GmbH είναι μεγάλη (37)·

η)

ένας επενδυτής θα αναλάμβανε τον κίνδυνο να χορηγεί δάνεια σε έναν αερολιμένα που δεν είχε λάβει την άδεια λειτουργίας εξαρχής.

7.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΡΙΤΩΝ

(129)

Η Γερμανία θεωρεί ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο κ. Kleinschnittger δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν νομίμως στη διαδικασία διότι αποκαλύπτουν εμπιστευτικά στοιχεία των αποφάσεων της συνέλευσης της περιφέρειας Kleve, τα οποία συγκεντρώθηκαν και διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή παρανόμως.

(130)

Όσον αφορά τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από ιδιώτες, η Γερμανία παρέπεμψε στις απαντήσεις της 18ης Μαρτίου 2013 και της 19ης Αυγούστου 2013, που συνοψίζονται στην ενότητα 5.

8.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(131)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(132)

Τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ είναι σωρευτικά. Κατά συνέπεια, για να συνιστά ένα μέτρο κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να πληρούνται και οι τέσσερις ακόλουθες προϋποθέσεις. Η οικονομική ενίσχυση πρέπει:

να χορηγείται από το κράτος ή από τους κρατικούς πόρους·

να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής·

να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό· και

να επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(133)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Γερμανία υποστήριξε ότι η EEL GmbH και οι μέτοχοί της ενεργούσαν με συνέπεια ως συνετοί επιχειρηματίες σε οικονομία της αγοράς, επιδιώκοντας την κερδοφορία, και ότι τα υπό εξέταση μέτρα δεν παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο η επιχείρηση δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Εάν αυτό όντως συμβαίνει, τα μέτρα που εφάρμοσε η Γερμανία δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση.

8.1.   Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη

(134)

Παρά τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, η Επιτροπή δεν δημιούργησε καμία δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την περάτωση της προκαταρκτικής έρευνας. Πρώτον, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή παρέμεινε αδρανής δεν ευσταθεί. Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Demesa and Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής (38), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οποιαδήποτε φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής στερείται σημασίας, όταν το καθεστώς ενισχύσεως δεν της έχει κοινοποιηθεί. Εφόσον η Γερμανία δεν κοινοποίησε την ενίσχυση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 247), η Γερμανία δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναφορά στη νομολογία Salzgitter είναι άνευ σημασίας, διότι η εν λόγω δικαστική απόφαση αφορά μόνο την περίοδο της ανάκτησης σε περίπτωση που μια ενίσχυση έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με απόφαση της Επιτροπής και όχι την περίοδο της προκαταρκτικής έρευνας στην οποία αναφέρονται οι παρατηρήσεις της Γερμανίας. Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι, εφόσον ουδέποτε ενημέρωσε τη Γερμανία για το κλείσιμο της υπόθεσης, η Επιτροπή δικαιούται να διενεργήσει την επίσημη έρευνά της.

8.2.   Προβληματική επιχείρηση

(135)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η FN GmbH να ήταν προβληματική επιχείρηση. Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που υπέβαλε Γερμανία, η Επιτροπή πιστεύει ότι η οικονομική κατάσταση της FN GmbH έχει στο μεταξύ βελτιωθεί:

α)

η εταιρεία μπόρεσε να δημιουργήσει θετικές ταμειακές ροές σε διάστημα μικρότερο των πέντε ετών από την έναρξη λειτουργίας της (βλέπε πίνακα 5) και είχε κέρδη έως το τέλος του 2010, έτος του τελευταίου υπό εξέταση μέτρου·

β)

η εταιρεία είχε πάντοτε τη στήριξη των ιδιωτών μετόχων της (βλέπε αιτιολογική σκέψη 72) και θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει πρόσβαση σε πιστώσεις εμπορικών τραπεζών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 73)·

γ)

η διοίκηση της FN GmbH δεν εξέτασε ποτέ το ενδεχόμενο να κηρύξει πτώχευση κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

(136)

Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχείρηση δεν ήταν ποτέ στην κατάσταση που περιγράφεται στην παράγραφο 9 των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, κατά την οποία η επιχείρηση «δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες/μετόχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα». Η Επιτροπή κρίνει ότι η FN GmbH δεν θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως προβληματική επιχείρηση.

8.3.   Ύπαρξη ενίσχυσης όσον αφορά τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην FN GmbH (μέτρο 1)

8.3.1.   Οι έννοιες της επιχείρησης και της οικονομικής δραστηριότητας

(137)

Μέχρι πρόσφατα η ανάπτυξη των αεροδρομίων λάμβανε χώρα με κριτήρια χωροταξικού σχεδιασμού αμιγώς ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, βάσει στρατιωτικών αναγκών. Η λειτουργία των αεροδρομίων ήταν οργανωμένη στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης και όχι όπως μια εμπορική επιχείρηση. Επίσης, δεν υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των αεροδρομίων και των φορέων εκμετάλλευσης αερολιμένων.

(138)

Ωστόσο, η κατάσταση αυτή διαφοροποιήθηκε κατά τα τελευταία έτη. Μολονότι τα εν λόγω κριτήρια χωροταξικού σχεδιασμού και διοικητικών υποδομών εξακολουθούν να υφίστανται σε ορισμένες περιπτώσεις, τα περισσότερα αεροδρόμια έχουν συσταθεί ως εταιρείες βάσει του εμπορικού δικαίου, έτσι ώστε να μπορούν να λειτουργούν με τους όρους της αγοράς σε ολοένα και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η διαδικασία μεταβίβασης στον ιδιωτικό τομέα έλαβε κατά κανόνα τη μορφή ιδιωτικοποίησης ή σταδιακού ανοίγματος του κεφαλαίου. Τα τελευταία χρόνια εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών καθώς και επενδυτικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία επιδεικνύουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην αγορά αεροδρομίων, όπως δείχνει και η εξεταζόμενη υπόθεση.

(139)

Όπως επισημαίνεται στην παράγραφο 44 των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προς τους αερολιμένες και τις αεροπορικές εταιρείες («οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014») (39), η σταδιακή ανάπτυξη δυνάμεων της αγοράς στον τομέα των αερολιμένων δεν επιτρέπει τον καθορισμό ακριβούς ημερομηνίας από την οποία και εξής η εκμετάλλευση ενός αερολιμένα θα πρέπει αναμφίβολα να θεωρείται οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, τα Δικαστήρια της Ένωσης έχουν αναγνωρίσει την εξέλιξη της φύσης των αερολιμενικών δραστηριοτήτων. Στην απόφαση «Leipzig/Halle airport» (40) το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης «Aéroports de Paris» η χρηματοδότηση αερολιμενικών υποδομών δεν μπορούσε πλέον να εξαιρείται από την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Ως εκ τούτου, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην υπόθεση «Aéroports de Paris» (12 Δεκεμβρίου 2000) η λειτουργία και η κατασκευή υποδομών αερολιμένων πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτουν στο πεδίο ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

(140)

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, τα διάφορα δάνεια της EEL GmbH στην FN GmbH, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, για τη χρηματοδότηση του αερολιμένα Niederrhein-Weeze, χορηγήθηκαν από το 2003, δηλαδή μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι έχει την αρμοδιότητα να εξετάσει όλα τα δάνεια που χορήγησε η EEL GmbH στην FN GmbH.

8.3.2.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(141)

Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης αφορά κάθε πλεονέκτημα το οποίο χορηγείται άμεσα ή έμμεσα, χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους, χορηγείται από το ίδιο το κράτος ή από ενδιάμεσο φορέα που ενεργεί βάσει των εξουσιών που του έχουν ανατεθεί.

(142)

Στην παρούσα υπόθεση, η χορηγός της ενίσχυσης EEL GmbH ανήκει εξολοκλήρου σε δημόσιους φορείς, δηλαδή στην περιφέρεια Kleve, αφενός, και στον Δήμο Weeze, αφετέρου. Για τον λόγο αυτόν, είναι δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής (41) για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων.

(143)

Η κυρίαρχη επιρροή της περιφέρειας Kleve και του Δήμου Weeze, σε αυτό το στάδιο, είναι προφανής στη μετοχική δομή, εφόσον η περιφέρεια Kleve (με ποσοστό 52 %) και ο Δήμος Weeze (με 48 %) είναι οι μόνοι μέτοχοι της EEL GmbH. Επιπλέον, το διοικητικό συμβούλιο της EEL GmbH αποτελείται από δύο αντιπροσώπους των δημοσίων φορέων, συγκεκριμένα τον δήμαρχο του Δήμου Weeze και τον Landrat της περιφέρειας Kleve.

(144)

Η αποφασιστική επιρροή των δημόσιων αρχών στην EEL GmbH είναι και οικονομική, λόγω του προαναφερθέντος γεγονότος ότι κατά τα έτη 2004-2005 η EEL GmbH έλαβε από τους μετόχους της διάφορες επιδοτήσεις («πλεονεκτήματα ρευστότητας» και εισφορές κεφαλαίου). Ως εκ τούτου, υπήρξε άμεση χρηματοδοτική στήριξη προς την EEL GmbH από τη δημόσια διοίκηση.

(145)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η EEL GmbH είναι δημόσια επιχείρηση και ότι οι πόροι της πρέπει να θεωρηθούν κρατικοί πόροι.

(146)

Εντούτοις, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι, ακόμη και αν το Δημόσιο είναι σε θέση να ελέγχει μια δημόσια επιχείρηση και να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των συναλλαγών της, η αποτελεσματική άσκηση τέτοιου ελέγχου δεν μπορεί να τεκμαίρεται αυτόματα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Μια δημόσια επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί με περισσότερη ή λιγότερη ανεξαρτησία, ανάλογα με τον βαθμό αυτονομίας που της έχει παραχωρήσει το κράτος. Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνο ότι μια δημόσια επιχείρηση τελεί υπό κρατικό έλεγχο δεν επαρκεί ώστε μέτρα που λαμβάνονται από αυτήν την επιχείρηση, όπως τα επίμαχα δάνεια, να καταλογίζονται στο κράτος. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι ο καταλογισμός στο κράτος ενός μέτρου ενίσχυσης που ελήφθη από μια δημόσια επιχείρηση μπορεί να συναχθεί από ένα σύνολο δεικτών.

(147)

Τέτοιοι δείκτες μπορεί να είναι η ένταξη της επιχείρησης στις δομές της δημόσιας διοίκησης, η φύση των δραστηριοτήτων της και η άσκησή τους στην αγορά υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού με ιδιωτικές επιχειρήσεις, το νομικό καθεστώς της επιχείρησης (υπό την έννοια του να υπόκειται στο δημόσιο δίκαιο ή το κοινό εταιρικό δίκαιο), η ένταση της εποπτείας που ασκείται από τις δημόσιες αρχές στη διαχείριση της επιχείρησης, ή κάθε άλλος δείκτης ο οποίος αποδεικνύει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη συμμετοχή των δημόσιων αρχών στην έγκριση του μέτρου ή τον αποκλεισμό κάθε πιθανότητας να μην έχουν συμμετάσχει, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το πεδίο εφαρμογής του μέτρου, το περιεχόμενό του ή τους όρους που περιέχει.

(148)

Πρέπει πρώτα να επισημανθεί ότι τα σημαντικά επενδυτικά σχέδια που επηρεάζουν έναν αερολιμένα είναι προς το συμφέρον των τοπικών αρχών, οι οποίες συχνά συμμετέχουν σε κάποιο βαθμό σε τέτοια έργα. Αυτό συμβαίνει διότι ένα αεροδρόμιο μπορεί να έχει θεμελιώδη σημασία σε διάφορες πολιτικές: πολιτική διαφάνειας, πολιτική περιφερειακής ή εθνικής οικονομικής ανάπτυξης ή πολιτική πολεοδομικού σχεδιασμού και χρήσεων γης. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκμετάλλευση του αερολιμένα ασκείται πράγματι από ιδιωτική εταιρεία. Ωστόσο, η απόφαση για τη μετατροπή του πρώην στρατιωτικού αεροδρομίου σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας και την πώλησή του σε ιδιώτη επενδυτή ήταν μια πολιτική απόφαση. Επιπλέον, η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze είχαν καθοριστικό ρόλο στην εν λόγω μετατροπή.

(149)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η EEL GmbH ιδρύθηκε από δύο περιφερειακούς δημόσιους οργανισμούς με σκοπό να προετοιμάσει το ακίνητο του αεροδρομίου για να χρησιμοποιείται ως αερολιμένας πολιτικής αεροπορίας και να διαχειρίζεται το ακίνητο μέχρι την εξαγορά του από ιδιώτη επενδυτή, όπως ορίζει το άρθρο 2 της ιδρυτικής πράξης της (Gesellschaftsvertrag) (42) της 16ης Δεκεμβρίου 1999. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 32, η δραστηριότητα αυτή έπαυσε μέχρι την επανέναρξη της δραστηριότητας της εταιρείας τον Απρίλιο του 2003. Έκτοτε, η φύση των δραστηριοτήτων της EEL GmbH περιορίζεται στη διοχέτευση νέων επενδύσεων στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze, που εξακολουθεί να συνάδει με την αρχική της αποστολή.

(150)

Επιπλέον, κατά το διάστημα 1999 έως 2001 ο αερολιμένας λειτουργούσε από την περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze (μέσω της τότε κρατικής FN GmbH) και συστάθηκε η EEL GmbH ειδικά για να εξασφαλίσει τη μελλοντική λειτουργία του πολιτικού αερολιμένα.

(151)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η EEL GmbH πρέπει να θεωρείται φορέας που έχει συσταθεί όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 109 από την περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze για την επίτευξη των στόχων δημόσιας πολιτικής σε σχέση με τον αερολιμένα Niederrhein-Weeze και ιδίως για τη μετατροπή της χρήσης του από στρατιωτική σε μη στρατιωτική, την οποία τα εν λόγω μέτρα προορίζονταν να χρηματοδοτήσουν και να πλαισιώσουν. Αυτές είναι ισχυρές ενδείξεις για το ότι τα επίμαχα μέτρα είναι καταλογιστέα στην περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze.

(152)

Επιπλέον, η απόφαση για τη χορήγηση δανείων και τις παρατάσεις αυτών των δανείων στην FN GmbH από την EEL GmbH ελήφθη από τους μετόχους της EEL GmbH, που εκπροσωπούν τις δημόσιες αρχές. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι οι δύο δημόσιοι μέτοχοι έχουν καθορίσει το πεδίο, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις για καθένα από τα δάνεια που χορήγησε η EEL GmbH στην FN GmbH, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της γενικής συνέλευσης της EEL GmbH.

(153)

Εξάλλου, όλα τα δάνεια που χορήγησε η EEL GmbH στην εταιρεία εκμετάλλευσης του αερολιμένα FN GmbH αναχρηματοδοτήθηκαν από την περιφέρεια Kleve (43). Αυτό είναι μία επιπλέον ένδειξη ότι οι αποφάσεις για τη χορήγηση και τις ανανεώσεις δανείων στην FN GmbH λαμβάνονταν πράγματι από τις δημόσιες αρχές.

(154)

Επιπλέον, η EEL GmbH δεν διαθέτει διοικητικό συμβούλιο. Και οι δύο διευθύνοντες σύμβουλοί της είναι εκπρόσωποι των δημοσίων μετόχων. Ο ένας διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας είναι ο Landrat, επικεφαλής της περιφέρειας Kleve, και ο άλλος διευθύνων σύμβουλος είναι ο δήμαρχος του Δήμου Weeze. Επιπλέον, η EEL GmbH δεν έχει μόνιμο προσωπικό και διοικείται από έναν μόνο δημόσιο υπάλληλο της περιφέρειας Kleve. Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι κάθε απόφαση που λαμβάνει η EEL GmbH στην πραγματικότητα λαμβάνεται από εκπροσώπους των δημόσιων μετόχων, οι οποίοι ασκούν την καθημερινή διαχείριση, πέρα από τη συμμετοχή τους στα διοικητικά της όργανα. Αυτό επιβεβαιώνει ότι τα επίμαχα μέτρα είναι καταλογιστέα στους δημόσιους μετόχους.

(155)

Επιπλέον, μολονότι έχει τη νομική μορφή μιας ιδιωτικής εταιρείας, η EEL GmbH υπόκειται σε κανόνες δημόσιας λογιστικής (44).

(156)

Τέλος, προβλέπεται η διάλυση της EEL GmbH όταν η FN GmbH εξοφλήσει το σύνολο των δανείων και των τόκων που οφείλονται σε αυτήν. Ως εκ τούτου, όπως υποστήριξε η Γερμανία, η EEL GmbH πρέπει να θεωρηθεί φορέας που συστάθηκε από τους δύο δημόσιους μετόχους της, με αποκλειστικό σκοπό να συγκεντρώσει πόρους που θα διατεθούν στην FN GmbH για επενδυτικούς σκοπούς. Αυτό επιβεβαιώνει επίσης ότι τα μέτρα μπορούν να καταλογιστούν σε αυτούς τους δημόσιους μετόχους.

(157)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αποφάσεις που έλαβε η EEL GmbH να χορηγήσει τα δάνεια και να παρατείνει τις προθεσμίες εξόφλησης των δανείων που αποτελούν το μέτρο 1 στην FN GmbH συνιστούν μεταφορά κρατικών πόρων και πρέπει να καταλογιστούν στο κράτος.

8.3.3.   Επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα — Αρχή του ιδιώτη επενδυτή/πιστωτή σε οικονομία της αγοράς

(158)

Για να διαπιστώσει αν μια επιχείρηση έχει επωφεληθεί από οικονομικό πλεονέκτημα από τη χορήγηση δανείου με ευνοϊκούς όρους, η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο της «αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς». Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, τα κεφάλαια που τίθενται στη διάθεση μιας εταιρείας από το κράτος, άμεσα ή έμμεσα, υπό συνθήκες που ανταποκρίνονται στις κανονικές συνθήκες της αγοράς, δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση (45).

(159)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει, καταρχάς, αν οι όροι των τεσσάρων δανείων και των παρατάσεων των δύο δανείων που χορήγησε η EEL GmbH στην FN GmbH παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στην FN GmbH, το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς. Στην προκειμένη περίπτωση, η Γερμανία εξήγησε, σχετικά με τα τέσσερα δάνεια, ότι ήταν πολύ απίθανο να αναλάβουν εμπορικές τράπεζες δανειακές δεσμεύσεις υπέρ της FN GmbH εκείνη την περίοδο (2003-2005), όπως εξηγείται ανωτέρω.

(160)

Ο καθορισμός του στοιχείου ενίσχυσης των μέτρων αναφέρεται στην έννοια της κρατικής ενίσχυσης και, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «η έννοια της κρατικής ενίσχυσης αφορά αντικειμενική κατάσταση, η οποία εκτιμάται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής». Για να αξιολογηθεί κατά πόσον τα δάνεια από δημόσιες πηγές έχουν χορηγηθεί με όρους της αγοράς ή συνεπάγονται πλεονέκτημα για τον δανειοδότη, η Επιτροπή μπορεί, εάν δεν υπάρχει συγκρίσιμη τιμή της αγοράς, να βασιστεί σε αντιπροσωπευτικά επιτόκια αναφοράς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάλληλη μέθοδος για τον καθορισμό του στοιχείου ενίσχυσης είναι η μέθοδος που αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης («ανακοίνωση του 2008 σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς») (46), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2008. Η Επιτροπή προτίθεται να εξετάσει τα επίμαχα μέτρα υπό το πρίσμα αυτής της ανακοίνωσης (47).

(161)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς του 2008, το περιθώριο επιτοκίου ενός δανείου εξαρτάται από το επίπεδο εξασφάλισης και διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη. Κατά συνέπεια, για να καθορίσει το κατάλληλο επιτόκιο της αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη τη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της FN GmbH και την αξία της εξασφάλισης με την οποία το δάνειο ήταν καλυμμένο.

Η διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της FN GmbH

(162)

Κατά την περίοδο χορήγησης των τεσσάρων πρώτων δανείων η FN GmbH δεν διαβαθμίστηκε από οργανισμό αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας και δεν υπήρχε τραπεζική εσωτερική διαβάθμιση. Για τον λόγο αυτόν, η Γερμανία ανέθεσε στην εταιρεία συμβούλων […] («ο σύμβουλος») να βαθμολογήσει την πιστοληπτική ικανότητα της FN GmbH για καθένα από τα έτη κατά τα οποία χορηγήθηκαν τα δάνεια 1 έως 4. Ο σύμβουλος υπέβαλε εκτιμήσεις σχετικά με την πιθανότητα αθέτησης (ΠΑ) εντός ενός έτους και τη διαβάθμιση. Οι εν λόγω εκτιμήσεις στη συνέχεια επαληθεύτηκαν και επιβεβαιώθηκαν από την εταιρεία λογιστικού ελέγχου […].

(163)

Οι εκτιμήσεις του συμβούλου βασίζονται στον κανονισμό περί φερεγγυότητας του 2006 (48) ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ στη Γερμανία. Σύμφωνα με τον κανονισμό περί φερεγγυότητας, οι τράπεζες πρέπει να υπολογίζουν την πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων εντός ενός έτους στο πλαίσιο της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων (ΠΕΔ). Ωστόσο, ορισμένες μορφές χρηματοδότησης, που ονομάζονται Spezialfinanzierungen, εξαιρούνται από την υποχρέωση υπολογισμού μιας πιθανότητας αθέτησης. Γι' αυτές τις μορφές χρηματοδότησης, ο κανονισμός περί αφερεγγυότητας προβλέπει μια απλή στάθμιση κινδύνου. Ο εμπειρογνώμονας βάσισε την εκτίμησή του για την πιθανότητα αθέτησης και την πιστοληπτική ικανότητα σε αυτήν την απλοποιημένη μέθοδο αξιολόγησης. Σύμφωνα με αυτήν τη μέθοδο, αξιολογούνται οι ακόλουθοι πέντε παράγοντες: οικονομική ισχύς του δανειολήπτη· πολιτικό και νομικό πλαίσιο· χαρακτηριστικά της επιχείρησης· ισχύς του ιδιοκτήτη· και εξασφάλιση.

(164)

Η πιθανότητα αθέτησης για κάθε δάνειο εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ [0,5-3] % και [1-5] %. Κατά την άποψη του συμβούλου, αυτή η πιθανότητα αθέτησης αντιστοιχεί σε διαβάθμιση […]. Πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας περιλαμβάνει εκτίμηση του επιπέδου της εξασφάλισης και, ως εκ τούτου, της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης (LGD) σε σχέση με καθένα από τα δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι η παρεχόμενη από τον σύμβουλο διαβάθμιση περιλαμβάνει ήδη μια βαθμολόγηση για την παροχή εξασφάλισης και αντιπροσωπεύει τη διαβάθμιση της έκδοσης (σε αντίθεση με μια διαβάθμιση του εκδότη). Ωστόσο, η έκθεση του συμβούλου, δεν περιέχει στοιχεία σχετικά με την αξία της παρεχόμενης εξασφάλισης για τα εν λόγω δάνεια και δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πραγματικό ύψος της ζημίας λόγω αθέτησης σε σχέση με κάθε δάνειο.

(165)

Εάν ληφθούν υπόψη μόνο οι τέσσερις πρώτοι παράγοντες, τους οποίους αξιολόγησε ο σύμβουλος (και εξαιρεθεί ο τελευταίος παράγοντας της «εξασφάλισης»), τότε οι εκτιμήσεις του συμβούλου θα πρέπει να παρέχουν μια διαβάθμιση παραπλήσια με τη διαβάθμιση του εκδότη. Για παράδειγμα, ο μέσος όρος των βαθμών των πρώτων τεσσάρων παραγόντων είναι [1-5], που θα μπορούσε να θεωρηθεί παραπλήσιος μιας διαβάθμισης […]. Αυτή η διαβάθμιση του εκδότη εφαρμόζεται στα δάνεια 1, 2 και 3. Η διαβάθμιση του εκδότη για το δάνειο 4 που εκτιμάται σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση είναι […].

(166)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η έκθεση του συμβούλου δημιουργεί ορισμένες αμφιβολίες όσον αφορά την ποιότητα της εκτίμησης της αξιολόγησης. Επιπλέον, αυτή η εκτίμηση της αξιολόγησης πρέπει να αντιμετωπιστεί με σχετική επιφύλαξη λόγω του γεγονότος ότι ο σύμβουλος δεν έχει πιστωτική σχέση με τον δανειολήπτη. Ωστόσο, η εκτίμηση της αξιολόγησης είναι μάλλον χαμηλή στην κλίμακα διαβάθμισης που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και δεν φαίνεται να είναι ασύμβατη με την εκτίμηση της αξιολόγησης από την [τράπεζα] για μεταγενέστερη περίοδο.

(167)

Επιπλέον, η Γερμανία υπέβαλε την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης της FN GmbH που χρησιμοποίησε η [τράπεζα] για το 2009 και το 2010. Η [τράπεζα] χορήγησε διετές δάνειο ύψους [4-10] εκατ. ευρώ στην FN GmbH το 2009. Η [τράπεζα] υπολόγισε την πιθανότητα αθέτησης εντός ενός έτους σε [1-5] % το 2009 καθώς και το 2010. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των μέσων πιθανοτήτων αθέτησης υποχρεώσεων που δημοσιεύουν οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (49), μια πιθανότητα αθέτησης εντός ενός έτους [1-5] % αντιστοιχεί σε διαβάθμιση μεταξύ […] και […].

Εξασφάλιση και ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD) (50)

(168)

Το πρώτο δάνειο είναι εξασφαλισμένο με τις ακόλουθες εξασφαλίσεις κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου (11 Απριλίου 2003):

α)

Το εμπράγματο βάρος επί του οικοπέδου και των κτιρίων του αεροδρομίου (έκτασης περίπου 6,2 εκατ. m2). Η FN GmbH αγόρασε τη γη από το γερμανικό κράτος το 2002 έναντι τιμήματος [5-20] εκατ. ευρώ. Έκθεση ανεξάρτητου εκτιμητή του Σεπτεμβρίου του 2002 αναφέρει ότι η αγοραία αξία της γης ανέρχεται περίπου σε [5-20] εκατ. ευρώ. Η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων στοιχείων ενεργητικού του αερολιμένα στα τέλη του 2002 (συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στη γη και στα κτίρια) ήταν περίπου [5-20] εκατ. ευρώ. Κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου 1 υπήρχε υποθήκη πρώτης τάξεως επί του οικοπέδου υπέρ της […] για ποσό [1-6] εκατ. ευρώ.

β)

Προσωπική εγγύηση του κ. […]. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία της περιουσίας του εγγυητή.

γ)

Ενεχυρίαση των μετοχών της Airport Network (AV) BV στην Airport Niederrhein Holding (ANH) GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

δ)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH στην FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

(169)

Εάν ληφθεί υπόψη η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα ([5-20] εκατ. ευρώ) και αφαιρεθεί η απαίτηση πρώτης προτεραιότητας του […] ([1-6] εκατ. ευρώ), παραμένει ποσό περίπου [5-15] εκατ. ευρώ για την κάλυψη των απαιτήσεων του δανειοδότη ([5-15] εκατ. ευρώ). Με τον τρόπο αυτόν η ζημία λόγω αθέτησης (LGD) εκτιμάται περίπου σε […] % (51). Αυτή είναι κατά πάσα πιθανότητα μια συντηρητική εκτίμηση της LGD, εφόσον κάποια πρόσθετη αξία θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί στην προσωπική εγγύηση και στο ενέχυρο των μετοχών για τις οποίες δεν έχουν υποβληθεί στοιχεία.

(170)

Το δεύτερο δάνειο είναι εξασφαλισμένο με τις ακόλουθες εξασφαλίσεις κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου (17 Ιουνίου 2004):

α)

Υποθήκη του οικοπέδου και των κτιρίων του αεροδρομίου. Η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα στα τέλη του 2003 (συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στη γη και τα κτίρια) ήταν περίπου [20-40] εκατ. ευρώ. Κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου 2 υπήρχε υποθήκη πρώτης τάξεως υπέρ της […] για ποσό [1-6] εκατ. ευρώ και υποθήκη πρώτης τάξεως υπέρ της EEL GmbH για το πρώτο δάνειο ύψους [11-20] εκατ. ευρώ (βλέπε δάνειο 1 ανωτέρω).

β)

Ενεχυρίαση των μετοχών της Airport Network (AV) BV στην Airport Niederrhein Holding (ANH) GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

γ)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH στην FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

(171)

Εάν ληφθεί υπόψη η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα ([20-40] εκατ. ευρώ) και αφαιρεθούν οι δύο απαιτήσεις πρώτης προτεραιότητας του […] ύψους ([1-6] εκατ. ευρώ και [11-20] εκατ. ευρώ), παραμένει ποσό περίπου [10-25] εκατ. ευρώ για την κάλυψη των απαιτήσεων της EEL GmbH από το δάνειο 2 ([1-5] εκατ. ευρώ). Το εκτιμώμενο ποσοστό ανάκτησης στην προκειμένη περίπτωση προσεγγίζει το […] %. Με τον τρόπο αυτόν η ζημία λόγω αθέτησης (LGD) εκτιμάται σε […].

(172)

Το τρίτο δάνειο είναι εξασφαλισμένο με τις ακόλουθες εξασφαλίσεις κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου (28 Ιουλίου 2004):

α)

Υποθήκη του οικοπέδου και των κτιρίων του αεροδρομίου. Η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα στα τέλη του 2003 (συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στη γη και τα κτίρια) ήταν περίπου [20-40] εκατ. ευρώ. Κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου 3 υπήρχε υποθήκη πρώτης τάξεως υπέρ της […] για το ποσό των [1-6] εκατ. ευρώ και υπήρχε υποθήκη πρώτης τάξεως στο οικόπεδο υπέρ του δανειοδότη για το πρώτο και το δεύτερο δάνειο για το συνολικό ποσό των [10-20] εκατ. ευρώ.

β)

Ενεχυρίαση των μετοχών της Airport Network (AV) BV στην Airport Niederrhein Holding (ANH) GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

γ)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH στην FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

δ)

Ενεχυρίαση της επιχείρησης FN GmbH. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την αξία αυτής της εξασφάλισης.

(173)

Εάν ληφθεί υπόψη η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα ([20-40] εκατ. ευρώ) και αφαιρεθούν οι δύο απαιτήσεις πρώτης προτεραιότητας του […] και της EEL GmbH ύψους ([1-6] εκατ. ευρώ και [10-20] εκατ. ευρώ), παραμένει ποσό περίπου [10-20] εκατ. ευρώ για την κάλυψη των απαιτήσεων της EEL GmbH από το δάνειο 3 ([2-5] εκατ. ευρώ). Το ποσοστό ανάκτησης στην προκειμένη περίπτωση είναι περίπου […] %. Με τον τρόπο αυτόν η ζημία λόγω αθέτησης (LGD) εκτιμάται σε […].

(174)

Κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου 4 (1 Ιουλίου 2005) όλα τα προηγούμενα δάνεια μαζί με το μη καταβληθέν και τους οφειλόμενους τόκους ύψους περίπου [0,5 3] εκατ. ευρώ παρατάθηκαν με την ίδια ημερομηνία λήξης (31 Δεκεμβρίου 2010). Το συνολικό ποσό του δανείου ανέρχεται σε [20 30] εκατ. ευρώ συν [0,5-3] εκατ. ευρώ για τους μη καταβληθέντες τόκους. Οι συμφωνηθείσες εξασφαλίσεις για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της EEL GmbH ήταν οι ακόλουθες:

α)

Υποθήκη του οικοπέδου και των κτιρίων του αεροδρομίου. Η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα στα τέλη του 2004 (συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στη γη και τα κτίρια) ήταν περίπου [20-40] εκατ. ευρώ. Κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου 4, υπήρχε υποθήκη πρώτης τάξεως υπέρ του δανειοδότη για το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο δάνειο για το συνολικό ποσό των [10-25] εκατ. ευρώ. Δεν υπήρχε πλέον αξίωση προτεραιότητας για το δάνειο που χορηγήθηκε από […] (52).

β)

Ενεχυρίαση των μετοχών της Airport Network (AV) BV στην Airport Niederrhein Holding (ANH) GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

γ)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH στην FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών.

δ)

Επιπλέον, για να εξασφαλίσει όλες τις αξιώσεις της EEL GmbH από όλα τα δάνεια, ο […] παρείχε προσωπική εγγύηση την 1η Ιουλίου 2005. Η εν λόγω εγγύηση παρέτεινε μια προηγούμενη εγγύηση που είχε παράσχει ο […] σε σχέση με το πρώτο δάνειο στις 8 Ιουνίου 2003. Η Γερμανία υπέβαλε εκτίμηση της αξίας της προσωπικής περιουσίας του […], εξαιρουμένης της αξίας των μετοχών του στην Airport Niederrhein Holding GmbH και την FN GmbH, με σκοπό να αποφευχθεί ο διπλός υπολογισμός των εξασφαλίσεων. Στο τέλος του 2004 η αξία της ατομικής περιουσίας του εγγυητή εκτιμάτο σε περίπου [20-40] εκατ. ευρώ (53).

(175)

Η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα ([20-40] εκατ. ευρώ) και της προσωπικής εγγύησης […] ([20-40] εκατ. ευρώ) καλύπτει ποσοστό άνω του 100 % του συνολικού ποσού των δανείων και των οφειλόμενων τόκων ([20-30] εκατ. ευρώ συν [0,5-3] εκατ. ευρώ). Το ποσοστό ανάκτησης είναι συνεπώς […] % και, κατά συνέπεια, η LGD είναι […].

(176)

Στις 29 Νοεμβρίου 2010 όλα τα χορηγηθέντα δάνεια συνολικού ύψους [20-30] εκατ. ευρώ και επιπλέον οι συσσωρευμένοι και οφειλόμενοι τόκοι ύψους [5-10] εκατ. ευρώ παρατάθηκαν για 6 επιπλέον έτη, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016. Το οφειλόμενο ποσό εξασφαλίστηκε με τις ακόλουθες εξασφαλίσεις:

α)

Υποθήκη του οικοπέδου και των κτιρίων του αεροδρομίου. Η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα στα τέλη του 2009 (με τις επενδύσεις στη γη και τα κτίρια) είναι άγνωστη στην Επιτροπή. Η τελευταία γνωστή λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων ανερχόταν σε [20-40] εκατ. ευρώ στο τέλος του 2005. Η Γερμανία δήλωσε ότι η λογιστική αξία του οικοπέδου και των κτιρίων στα τέλη του 2010 ανερχόταν σε [30-70] εκατ. ευρώ (54). Εφόσον η τιμή αυτή εγγράφηκε στα βιβλία λίγο μετά τη δεύτερη παράταση του δανείου, μπορεί να γίνει δεκτή ως η αξία των διαθέσιμων εξασφαλίσεων. Μια υποθήκη πρώτης τάξεως επί του οικοπέδου και των κτιρίων υπήρχε τότε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της [τράπεζα] για ποσό [0,5-3] εκατ. ευρώ.

β)

Ενεχυρίαση των μετοχών της Airport Network (AV) BV στην Airport Niederrhein Holding (ANH) GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών κατά τον χρόνο της δεύτερης παράτασης.

γ)

Ενεχυρίαση των μετοχών της ANH GmbH στην FN GmbH. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών κατά τον χρόνο της δεύτερης παράτασης.

δ)

Ενεχυρίαση των μετοχών της FN GmbH στην FN Gewerbe GmbH και την FN Grundbesitzgesellschaft. Η Γερμανία δεν υπέβαλε στοιχεία σχετικά με την αξία αυτών των μετοχών κατά τον χρόνο της δεύτερης παράτασης.

ε)

Προσωπική εγγύηση που παρέσχε […] με εκτιμώμενη αξία ύψους περίπου [30-70] εκατ. ευρώ (55).

(177)

Η λογιστική αξία των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων του αερολιμένα ([30-70] εκατ. ευρώ) και η προσωπική εγγύηση με εκτιμώμενη αξία ύψους περίπου [30-70] εκατ. ευρώ, αφαιρουμένης της υποθήκης πρώτης τάξεως στην [τράπεζα] ([0,5-3]εκατ. ευρώ) καλύπτουν περίπου το […] % του συνολικού ποσού δανείων και των οφειλόμενων τόκων ([20-30] εκατ. ευρώ συν [5-10] εκατ. ευρώ), το οποίο σημαίνει LGD […].

(178)

Ο κατωτέρω πίνακας συνοψίζει τις πληροφορίες σχετικά με τη διαβάθμιση και τις εξασφαλίσεις για καθένα από τα δάνεια:

Πίνακας 6

Διαβάθμιση και εξασφάλιση για καθένα από τα δάνεια

Δάνειο

Ημερομηνία

Ποσό σε εκατομμύρια ευρώ (δάνειο+οφειλόμενοι τόκοι)

Διαβάθμιση του εκδότη

Αξία των εξασφαλίσεων (οικόπεδα και κτίρια και προσωπική εγγύηση)

Απαίτηση πρώτης προτεραιότητας […]

Απαίτηση πρώτης προτεραιότητας […]

Ποσοστό ανάκτησης

LGD

Δάνειο 1

11.4.2003

[11-20]

[…]

[5-20]

[1-6]

[…]

[…]

[…]

Δάνειο 2

17.6.2004

[2-5]

[…]

[20-40]

[1-6]

[…]

[…]

[…]

Δάνειο 3

28.7.2004

[2-5]

[…]

[20-40]

[1-6]

[…]

[…]

[…]

Δάνειο 4 και παράταση 1

1.7.2005

[20-33]

[…]

[40-100]

[…]

[…]

[…]

[…]

Παράταση 2

29.11.2010

[24-40]

[…]

[70-120]

[…]

[1-3]

[…]

[…]

(179)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς του 2008, τα επιτόκια αναφοράς καθορίζονται με την προσθήκη κατάλληλου ασφαλίστρου κινδύνου στο βασικό ετήσιο επιτόκιο. Τα κατάλληλα ασφάλιστρα κινδύνου καθορίζονται στην ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς του 2008 και λαμβάνουν υπόψη τη βαθμολογία του δανειολήπτη και το επίπεδο εξασφάλισης του δανείου. Για παράδειγμα, η δεύτερη παράταση του δανείου χορηγήθηκε με υψηλό επίπεδο εξασφάλισης και η πιστοληπτική διαβάθμιση της FN GmbH κυμαίνεται μεταξύ […] και […]. Η Επιτροπή θεωρεί συντηρητική μια πιστοληπτική διαβάθμιση […]. Κατά συνέπεια, η FN GmbH κατατάσσεται στην κατηγορία βαθμολογίας «([…])» (56) της κλίμακας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς του 2008. Το περιθώριο κινδύνου που αντιστοιχεί σε αυτήν την κατηγορία βαθμολογίας και σε υψηλό επίπεδο εξασφάλισης είναι […] μονάδες βάσης. Το βασικό επιτόκιο που ίσχυε κατά τον χρόνο παράτασης του δανείου (στις 29 Νοεμβρίου 2010) είναι 1,24 % (57).

(180)

Στον κατωτέρω πίνακα συνοψίζονται τα στοιχεία σχετικά με το πραγματικά επιτόκια δανείων και τα επιτόκια αναφοράς που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης των δανείων, σύμφωνα με την ανακοίνωση του 2008 για τα επιτόκια αναφοράς:

Πίνακας 7

Επιτόκια αναφοράς έναντι εφαρμοσθέντων επιτοκίων

Δάνειο

Ημερομηνία

Διάρκεια

Διαβάθμιση του εκδότη

LGD

Βασικό ετήσιο επιτόκιο Euribor (μέσοι όροι τριών μηνών) (%)

Περιθώριο κινδύνου ΑΠΑ

Συνολικό επιτόκιο αναφοράς

Χρεωθέν επιτόκιο

Δάνειο 1

11.4.2003

[…]

[…]

[…]

2,50

[…]

[1-6]

[3-7]

Δάνειο 2

17.6.2004

[…]

[…]

[…]

2,30

[…]

[1-6]

[3-7]

Δάνειο 3

28.7.2004

[…]

[…]

[…]

2,35

[…]

[1-6]

[6-9]

Δάνειο 4 και παράταση 1

1.7.2005

[…]

[…]

[…]

2,20

[…]

[1-6]

[1-5]

Παράταση 2

29.11.2010

[…]

[…]

[…]

2,20

[…]

[1-6]

[1-5]

(181)

Σύμφωνα με τις ανωτέρω εκτιμήσεις, τα δάνεια 1, 2 και 3 χορηγούνται με επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα ισχύοντα επιτόκια αναφοράς. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η FN GmbH δεν αποκόμισε κανένα οικονομικό πλεονέκτημα από τα εν λόγω μέτρα.

(182)

Όσον αφορά την παράταση 2, από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται επίσης ότι χορηγήθηκε με όρους της αγοράς, εφόσον το επιτόκιο αυτής της παράτασης είναι υψηλότερο από το εκτιμώμενο επιτόκιο αναφοράς. Ωστόσο, διάφορα στοιχεία γεννούν αμφιβολίες ως προς την απουσία κρατικής ενίσχυσης στην παράταση 2, όπως το γεγονός ότι ο δικαιούχος δεν είχε αποπληρώσει ακόμη προηγούμενα δάνεια, η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης στο δάνειο 4 και την παράταση 1 και η μικρή διάρκεια της περιόδου μεταξύ της χορήγησης της παράτασης 2 και της προκαταρκτικής συμφωνίας μεταξύ δημόσιων αρχών και της FN GmbH σχετικά με τη μετοχοποίηση του χρέους που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 45. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στην ενότητα 9.4 σχετικά με τη συμβατότητα της ενίσχυσης που ενέχεται στην παράταση 1 με την εσωτερική αγορά, εάν η παράταση 2 χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

(183)

Το δάνειο 4 και η παράταση 1 χορηγήθηκαν με επιτόκιο χαμηλότερο του επιτοκίου αναφοράς με διαφορά […] μονάδων βάσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, όσον αφορά το δάνειο 4 και την παράταση 1, η FN GmbH έχει λάβει οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (58).

8.3.4.   Επιλεκτικότητα

(184)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο 1 (δάνειο 4, παράταση 1 και ενδεχομένως παράταση 2) είναι ένα μεμονωμένο μέτρο ενίσχυσης που χορηγήθηκε μόνο στην FN GmbH και δεν αποτελεί μέτρο γενικού χαρακτήρα.

(185)

Κατά συνέπεια, το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην FN GmbH από το μέτρο 1 (δάνειο 4, παράταση 1 και ενδεχομένως παράταση 2) είναι επιλεκτικό.

8.3.5.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(186)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική στήριξη στρεβλώνει τον ανταγωνισμό δεδομένου ότι ενισχύει την οικονομική θέση μιας επιχείρησης σε σχέση με τους ανταγωνιστές της (59). Γενικά, όταν το πλεονέκτημα που παρέχει ένα κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται σε μια δεδομένη ενωσιακή αγορά, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζονται από το εν λόγω πλεονέκτημα (60).

(187)

Οι φορείς διαχείρισης αερολιμένων ανταγωνίζονται για την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να προσφέρουν νέα δρομολόγια από τους αερολιμένες τους ή να προσθέσουν νέες συχνότητες στα εν λόγω δρομολόγια. Κατά την επιλογή των αερολιμένων για την έναρξη νέων γραμμών ή όταν προσθέτουν νέες συχνότητες σε υφιστάμενα δρομολόγια, οι αεροπορικές εταιρείες συγκρίνουν παράγοντες όπως η φύση των προσφερόμενων αερολιμενικών υπηρεσιών και οι σχετικοί πελάτες, ο πληθυσμός ή η οικονομική δραστηριότητα, η συμφόρηση, η ύπαρξη χερσαίας πρόσβασης, καθώς και το ύψος των τελών και οι συνολικοί εμπορικοί όροι που ισχύουν για τη χρήση των αερολιμενικών υποδομών και υπηρεσιών (61). Χορηγώντας στην FN GmbH χρηματοδότηση με ευνοϊκότερους όρους από τους συνήθεις όρους της αγοράς, η Γερμανία της επέτρεψε, συνεπώς, να ασκεί επιθετικότερο ανταγωνισμό έναντι άλλων φορέων διαχείρισης αερολιμένων για την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών σε σχέση με τη δυνατότητα που θα είχε εάν κατέβαλλε κόστος κεφαλαίου με τις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

(188)

Ως εκ τούτου, το μέτρο 1 (δάνειο 4 και παράταση 1 και ενδεχομένως παράταση 2) είχε τη δυνατότητα να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές εντός της ΕΕ.

8.3.6.   Συμπέρασμα

(189)

Η σύγκριση των πραγματικών επιτοκίων δανείων με τα επιτόκια αναφοράς που προέρχονται από την ανακοίνωση του 2008 για τα επιτόκια αναφοράς δείχνει ότι όλα τα δάνεια και οι παρατάσεις δανείων, εκτός από το δάνειο 4 και την παράταση 1, χορηγούνται με επιτόκια που υπερβαίνουν τα επιτόκια αναφοράς.

(190)

Η Επιτροπή μπορεί, συνεπώς, να συμπεράνει ότι τα δάνεια 1, 2 και 3 χορηγήθηκαν σύμφωνα με τους όρους της αγοράς, σε αντίθεση με το δάνειο 4 και την παράταση 1. Η Επιτροπή αφήνει ανοικτό το ερώτημα κατά πόσον η παράταση 2 χορηγήθηκε σύμφωνα με τους όρους της αγοράς.

(191)

Εφόσον πληρούνται τα σωρευτικά κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θεωρεί ότι το δάνειο 4, η παράταση 1 και, ενδεχομένως, η παράταση 2 του μέτρου 1 ενέχουν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.4.   Ύπαρξη ενίσχυσης όσον αφορά τη στήριξη που ελήφθη από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (μέτρο 2)

8.4.1.   Οι έννοιες της επιχείρησης και της οικονομικής δραστηριότητας

(192)

Εφαρμόζεται η ίδια συλλογιστική όπως και για τον χαρακτήρα ενίσχυσης του μέτρου 1 (βλέπε ενότητα 8.3.1 ανωτέρω), αν και η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 102). Στην απόφαση Leipzig Halle το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η κατασκευή της αερολιμενικής υποδομής θα έπρεπε επίσης να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις από το 2000, δηλαδή πριν από την ημερομηνία χορήγησης του μέτρου ενίσχυσης 2 στις 15 Οκτωβρίου 2002. Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι το μέτρο συνιστούσε ενίσχυση όταν τέθηκε σε εφαρμογή. Παρά τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, το γεγονός ότι το μέτρο εγκρίθηκε βάσει του διατάγματος του 1993 δεν επηρεάζει την εκτίμηση αυτή. Το διάταγμα του 1993 απλώς παρείχε μια νομική βάση που θα επέτρεπε τα μέτρα στήριξης περιφερειακών αερολιμένων που θα προέβλεπε ενδεχομένως το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας από το 1993. Αλλά δεν προέβλεπε την αμετάκλητη δέσμευση έναντι της FN GmbH να χορηγήσει το μέτρο 2 ή να δημιουργήσει κάποιο νομικό δικαίωμα από μόνη της προς όφελος του δικαιούχου (όπως ορίζεται ρητώς στο άρθρο 1 του διατάγματος του 1993). Το μέτρο 2 συνιστά πράγματι μεμονωμένη εφαρμογή του καθεστώτος που θεσπίστηκε με το διάταγμα του 1993.

(193)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα να εξετάσει το επίμαχο μέτρο 2 βάσει των κανόνων κρατικών ενισχύσεων, εφόσον κατά τον χρόνο χορήγησής του ήταν σαφές ότι η FN GmbH ασκούσε οικονομική δραστηριότητα.

8.4.2.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(194)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 111 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η δημόσια ενίσχυση καταβλήθηκε απευθείας από τον προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας ως άμεση επιχορήγηση υπέρ της FN GmbH. Έτσι, η χορηγηθείσα από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας χρηματοδότηση είχε διατεθεί με κρατικούς πόρους και καταλογίζεται στο κράτος.

8.4.3.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(195)

Για να αξιολογηθεί κατά πόσον ένα κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, πρέπει να διαπιστωθεί αν η δικαιούχος επιχείρηση αντλεί κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει σε κανονικές συνθήκες της αγοράς.

(196)

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας έχει χορηγήσει δημόσιους πόρους υπό μορφή άμεσης επιχορήγησης για να στηρίξει τις επενδύσεις υποδομής στον αερολιμένα. Τα κεφάλαια αυτά τα εισέπραξε η FN GmbH, φορέας διαχείρισης του αερολιμένα για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στον αερολιμένα. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς δεν θα χορηγούσε τέτοια στήριξη χωρίς καμία αμοιβή και χωρίς καμία δυνατότητα κέρδους.

(197)

Ως εκ τούτου, η επενδυτική επιχορήγηση μειώνει το επενδυτικό κόστος το οποίο θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα χωρίς καμία αμοιβή και, ως εκ τούτου, παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της FN GmbH.

8.4.4.   Επιλεκτικότητα

(198)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το μέτρο 2 αποτελεί μεμονωμένη εφαρμογή ενός καθεστώτος βάσει του οποίου τα πλεονεκτήματα δεν παρέχονταν μόνο στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze, αλλά και σε διάφορα άλλα αεροδρόμια που βρίσκονται στο ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Ωστόσο, το εν λόγω καθεστώς δεν είναι γενικό μέτρο για όλους τους αερολιμένες της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, εφόσον τα μεγαλύτερα αεροδρόμια του Ντίσελντορφ και της Κολωνίας/Βόννης δεν είναι επιλέξιμα γι' αυτό το μέτρο στήριξης από το ομόσπονδο κράτος. Σε κάθε περίπτωση, εάν ήταν επιλέξιμα όλα τα αεροδρόμια της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ένα τέτοιο τομεακό μέτρο θα έπρεπε να θεωρηθεί επιλεκτικό, διότι ωφέλησε μόνον έναν συγκεκριμένο τομέα σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

(199)

Κατά συνέπεια, το πλεονέκτημα που χορηγήθηκε στην FN GmbH μέσω του μέτρου 2 είναι επιλεκτικό.

8.4.5.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(200)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική στήριξη στρεβλώνει τον ανταγωνισμό δεδομένου ότι ενισχύει την οικονομική θέση μιας επιχείρησης σε σχέση με τους ανταγωνιστές της (62). Γενικά, όταν το πλεονέκτημα που παρέχει ένα κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται σε μια δεδομένη ενωσιακή αγορά, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζονται από το εν λόγω πλεονέκτημα (63).

(201)

Οι φορείς διαχείρισης αερολιμένων ανταγωνίζονται για την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να προσφέρουν νέα δρομολόγια από τους αερολιμένες τους ή να προσθέσουν νέες συχνότητες στα εν λόγω δρομολόγια. Κατά την επιλογή των αερολιμένων για την έναρξη νέων γραμμών ή όταν προσθέτουν νέες συχνότητες σε υφιστάμενα δρομολόγια, οι αεροπορικές εταιρείες συγκρίνουν παράγοντες όπως η φύση των προσφερόμενων αερολιμενικών υπηρεσιών και οι σχετικοί πελάτες, ο πληθυσμός ή η οικονομική δραστηριότητα, η συμφόρηση, η ύπαρξη χερσαίας πρόσβασης, καθώς και το ύψος των τελών και οι συνολικοί εμπορικοί όροι που ισχύουν για τη χρήση των αερολιμενικών υποδομών και υπηρεσιών (64). Χορηγώντας στην FN GmbH χρηματοδότηση με ευνοϊκότερους όρους από τους συνήθεις όρους της αγοράς, η Γερμανία της επέτρεψε, συνεπώς, να ασκεί επιθετικότερο ανταγωνισμό έναντι άλλων φορέων διαχείρισης αερολιμένων για την προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών σε σχέση με τη δυνατότητα που θα είχε εάν κατέβαλλε κόστος κεφαλαίου με τις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

(202)

Ως εκ τούτου, το μέτρο 2 είχε τη δυνατότητα να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές στο εσωτερικό της ΕΕ.

8.4.6.   Συμπέρασμα

(203)

Το μέτρο 2 συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ της FN GmbH κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.5.   Ύπαρξη ενίσχυσης όσον αφορά τη στήριξη που έλαβε η περιφέρεια Kleve (μέτρο 3)

8.5.1.   Οι έννοιες της επιχείρησης και της οικονομικής δραστηριότητας

(204)

Εφαρμόζεται η ίδια συλλογιστική όπως και για τον χαρακτήρα ενίσχυσης των δανείων που χορηγήθηκαν από τη δημόσια επιχείρηση EEL GmbH (βλέπε ενότητα 8.3.1 ανωτέρω). Πράγματι, τα διάφορα μέτρα που συνιστούσαν το μέτρο 3 χορηγήθηκαν στις 14 Μαρτίου 2002, δηλαδή μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση Aéroports de Paris. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 σημείο 4 της δανειακής σύμβασης, η ημερομηνία χορήγησης του μέτρου είναι η ημερομηνία αγοράς από τον δικαιούχο της αερολιμενικής υποδομής από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας, ήτοι η 14η Μαρτίου 2002.

(205)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα να εξετάσει το επίμαχο μέτρο 3 βάσει των κανόνων κρατικών ενισχύσεων, εφόσον κατά τον χρόνο χορήγησής του ήταν σαφές ότι η FN GmbH ασκούσε οικονομική δραστηριότητα.

8.5.2.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(206)

Η στήριξη αυτή χορηγήθηκε απευθείας από τον προϋπολογισμό της περιφέρειας Kleve στην FN GmbH. Ως εκ τούτου, το μέτρο 3 χρηματοδοτήθηκε από κρατικούς πόρους και είναι καταλογιστέο στο κράτος.

8.5.3.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(207)

Για να αξιολογηθεί κατά πόσον ένα κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, πρέπει να διαπιστωθεί αν η δικαιούχος επιχείρηση αντλεί κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει σε κανονικές συνθήκες της αγοράς. Ως προς αυτό, η Επιτροπή πρέπει να αναλύσει κατά πόσο η περιφέρεια Kleve ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς με το να απαλλάξει την FN GmbH από την καταβολή μιας δόσης της ενδιάμεσης χρηματοδότησης που της είχε χορηγηθεί στο παρελθόν.

(208)

Η συμπεριφορά ενός επενδυτή σε οικονομία της αγοράς κατευθύνεται από προοπτικές κερδοφορίας (65). Το κριτήριο του επενδυτή σε οικονομία της αγοράς θεωρείται ότι ικανοποιείται όταν η διάρθρωση και οι μελλοντικές προοπτικές της εταιρείας είναι τέτοιες ώστε να αναμένεται μια κανονική απόδοση, με τη μορφή μερισμάτων ή υπεραξίας κεφαλαίου σε σύγκριση με ανάλογη ιδιωτική επιχείρηση εντός μιας εύλογης χρονικής περιόδου.

(209)

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, η περιφέρεια Kleve έχει χορηγήσει στην FN GmbH δάνειο με μηδενικό επιτόκιο ύψους [4-10] εκατ. ευρώ και απάλλαξε την FN GmbH από την υποχρέωση να καταβάλει μία δόση ύψους [2-5] εκατ. ευρώ, χωρίς να λάβει καμία περαιτέρω αμοιβή. Αυτή η τελευταία απόφαση συνιστούσε στην πράξη εφαρμογή της ρήτρας που προβλέπεται στην παράγραφο 4 σημείο 1 της ίδιας της δανειακής σύμβασης, βάσει της οποίας η δόση αυτή δεν θα αποπληρωνόταν εάν επιτυγχανόταν ο στόχος της δημιουργίας 350 θέσεων απασχόλησης. Συνεπώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς δεν θα χορηγούσε δάνειο με μηδενικό επιτόκιο και παραιτούμενος από την αποπληρωμή σημαντικού μέρους του χωρίς καμία αμοιβή.

(210)

Επιπλέον, η εκτίμηση του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς θα έπρεπε να παραβλέψει τυχόν θετικές επιπτώσεις στην οικονομία της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται ο αερολιμένας, και όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, δεδομένου ότι η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσο το συγκεκριμένο μέτρο συνιστά ενίσχυση εξετάζοντας εάν «υπό παρεμφερείς συνθήκες, ένας ιδιώτης μέτοχος, στηριζόμενος στις προβλέψιμες δυνατότητες αποδοτικότητας, ανεξάρτητα από κάθε άποψη κοινωνικής, περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής, θα είχε προβεί σε παρόμοια εισφορά κεφαλαίου» (66). Στην προκειμένη περίπτωση, η μόνη αντιπαροχή για την απαλλαγή από την υποχρέωση αποπληρωμής ήταν η δημιουργία ενός ορισμένου επιπέδου θέσεων απασχόλησης. Ωστόσο, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Με άλλους όρους, κανένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς δεν θα δεχόταν τη μη αποπληρωμή ποσού [2-5] εκατ. ευρώ με το κριτήριο της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στην περιοχή.

(211)

Ως εκ τούτου, ο άτοκος χαρακτήρας του δανείου και η απαλλαγή που αποδέχθηκε η περιφέρεια Kleve μειώνουν το κόστος το οποίο θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα και, κατά συνέπεια, παρέχει πλεονέκτημα στην FN GmbH το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκομίσει σε συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

8.5.4.   Επιλεκτικότητα

(212)

Το εν λόγω πλεονέκτημα χορηγήθηκε μόνο στην FN GmbH. Δεδομένου ότι η δημόσια χρηματοδότηση διατέθηκε σε μία μόνο επιχείρηση, είναι επιλεκτική κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.5.5.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(213)

Εφαρμόζεται η ίδια συλλογιστική για τη νόθευση του ανταγωνισμού και τις επιπτώσεις στις συναλλαγές, όπως αναλύθηκε ανωτέρω (βλέπε ενότητα 8.4.5).

8.5.6.   Συμπέρασμα

(214)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή κρίνει ότι τα δημόσια κεφάλαια που χορήγησε η περιφέρεια Kleve στην FN GmbH όσον αφορά τη συμφωνία σχετικά με την ενδιάμεση χρηματοδότηση ενός μέρους του κόστους αγοράς του ακινήτου του αερολιμένα ενέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.6.   Ύπαρξη ενίσχυσης όσον αφορά τη στήριξη που έλαβε η EEL GmbH από την περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze (μέτρο 4)

8.6.1.   Οι έννοιες της επιχείρησης και της οικονομικής δραστηριότητας

(215)

Η Γερμανία ισχυρίζεται ότι η EEL GmbH είναι φορέας ειδικού σκοπού για να διευκολύνει τη διάθεση κεφαλαίων στην FN GmbH με αποτελεσματικό και οικονομικό τρόπο.

(216)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25, η EEL GmbH ιδρύθηκε από την περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze για να διαχειριστεί το ακίνητο του αερολιμένα πριν από την ιδιωτικοποίησή του. Ως εκ τούτου, η EEL GmbH χορηγούσε δάνεια στην FN GmbH. Η χορήγηση δανείων σε τρίτους συνιστά αφ' εαυτής οικονομική δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, όταν τα διάφορα μέτρα που αποτελούν το μέτρο 4 χορηγήθηκαν στην EEL GmbH, αυτή ασκούσε οικονομική δραστηριότητα.

(217)

Σε σχέση με το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ, η έννοια της επιχείρησης καλύπτει μια οντότητα η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος της και του τρόπου χρηματοδότησής της. Η EEL GmbH ενεργεί μόνο ως φορέας δημόσιων αρχών και δεν ασκεί, με αυτήν την ιδιότητα, οικονομική δραστηριότητα: μοναδικός σκοπός της είναι να συγκεντρώνει τους πόρους δύο δημόσιων αρχών για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης των αεροδρομίων.

(218)

Εφόσον δεν πληρούνται τα σωρευτικά κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο 4 δεν ενέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(219)

Ακόμη και αν η EEL GmbH έπρεπε να θεωρηθεί επιχείρηση που υπόκειται στο δίκαιο ανταγωνισμού της ΕΕ καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου χορήγησης των μέτρων που συνθέτουν το μέτρο 4 (το οποίο δεν ισχύει), η αξιολόγηση της Επιτροπής θα οδηγούσε στο ίδιο συμπέρασμα ότι το μέτρο 4 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, όπως καταδεικνύεται στη συνέχεια.

8.6.2.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(220)

Η EEL GmbH έχει λάβει το σύνολο του κεφαλαίου, της ρευστότητας και των εισφορών κεφαλαίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του μέτρου 4 από τους μετόχους της, οι οποίοι χρηματοδοτούσαν αυτά τα μέτρα μέσω των αντίστοιχων προϋπολογισμών τους. Το μέτρο 4 περιλαμβάνει επίσης εγγύηση 100 % που χορηγήθηκε από τον Δήμο Weeze, στην οποία εκτέθηκε ο προϋπολογισμός του δήμου. Ως εκ τούτου, όλα τα μέτρα που συνιστούν το μέτρο 4 χρηματοδοτήθηκαν με πόρους του προϋπολογισμού των δύο τοπικών αρχών οι οποίες, επιπλέον, αποφάσισαν να χορηγήσουν αυτά τα διάφορα μέτρα.

(221)

Ως εκ τούτου, το μέτρο 4 χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους και είναι καταλογιστέο στο κράτος.

8.6.3.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(222)

Για να αξιολογηθεί κατά πόσον ένα κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, πρέπει να διαπιστωθεί αν η δικαιούχος επιχείρηση αντλεί κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει σε κανονικές συνθήκες της αγοράς.

(223)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρέπει να αναλύσει κατά πόσο η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze ενήργησαν όπως θα είχαν ενεργήσει συνετοί φορείς της οικονομίας της αγοράς με γνώμονα τις προοπτικές αποδοτικότητας (67) στις ίδιες συνθήκες, χορηγώντας στην EEL GmbH τα μέτρα κεφαλαίων, εγγυήσεων, δανείων και παρατάσεων της προθεσμίας αποπληρωμής των δανείων που συνθέτουν το μέτρο 4.

(224)

Καταρχάς είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, όπως συμπεραίνεται στην ενότητα 8.3.2, η EEL GmbH αποτελεί φορέα ειδικού σκοπού που συστάθηκε από τους δύο δημόσιους μετόχους της με σκοπό τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του αερολιμένα Niederrhein-Weeze, και χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από το 2003 για να χρηματοδοτεί τον ίδιο αερολιμένα. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στη (γραπτή) γενική συνέλευσή τους στις 10 και 11 Απριλίου 2003, αυτοί οι δύο δημόσιοι μέτοχοι της EEL GmbH οριοθέτησαν αυστηρά τη νέα χρηματοδοτική δραστηριότητα της EEL GmbH σε επενδύσεις στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze. Ο στόχος αυτός συνάδει με τον σκοπό της EEL GmbH που ορίζεται στο άρθρο 2 του ιδρυτικού της νόμου (Gesellschaftsvertrag) της 16ης Δεκεμβρίου 1999 (68). Επιπλέον, όπως εξηγήθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 153, η EEL GmbH δεν διαθέτει διοικητικό συμβούλιο. Και οι δύο διευθύνοντες σύμβουλοί της είναι εκπρόσωποι των δημοσίων οργανισμών. Ο ένας διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας είναι ο Landrat, επικεφαλής της περιφέρειας Kleve, και ο άλλος διευθύνων σύμβουλος είναι ο δήμαρχος του Δήμου Weeze. Επιπλέον, η EEL GmbH δεν έχει μόνιμο προσωπικό και διοικείται από έναν μόνο δημόσιο υπάλληλο της περιφέρειας Kleve. Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται ότι κάθε απόφαση που λαμβάνει η EEL GmbH στην πραγματικότητα λαμβάνεται από εκπροσώπους των δημόσιων μετόχων, οι οποίοι ασκούν την καθημερινή διαχείριση, πέρα από τη συμμετοχή τους στα διοικητικά της όργανα. Αυτό επιβεβαιώνει ότι τα επίμαχα μέτρα είναι καταλογιστέα στους δημόσιους μετόχους.

(225)

Κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς στο μέτρο 4, πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη το γεγονός ότι ο δικαιούχος των εν λόγω μέτρων χρηματοδότησης είναι φορέας ειδικού σκοπού (ΦΕΣ) που συστάθηκε από και ανήκει στις οντότητες από τις οποίες προέρχεται το μέτρο 4 και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση ενός σαφώς καθορισμένου στόχου που επιδιώκεται από αυτές τις ίδιες οντότητες. Επιπλέον, σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται δεόντως υπόψη ο βασικός στόχος για τον οποίο χρησιμοποιείται και διατηρείται σε λειτουργία ο φορέας ειδικού σκοπού.

(226)

Οι ΦΕΣ συνήθως δημιουργούνται και χρησιμοποιούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό διαφορετικές συνθήκες. Οι ΦΕΣ χρησιμοποιούνται συνήθως σε περιπτώσεις που δύο ανεξάρτητες επιχειρήσεις δημιουργούν μια κοινή επιχείρηση με σκοπό την υλοποίηση συγκεκριμένου έργου ή την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας ή λειτουργίας (όπως έρευνα και ανάπτυξη, παραγωγή, διανομή) (69) προς όφελος της κάθε επιχείρησης. Οι ΦΕΣ είναι επομένως νομική δομή στην οποία και οι δύο επιχειρήσεις χορηγούν τους πόρους (χρηματοδότηση, προσωπικό, στοιχεία ενεργητικού...) που είναι αναγκαίοι για την υλοποίηση του κοινού τους έργου, την άσκηση ενός καθήκοντος ή μιας δραστηριότητας και μέσω του οποίου υλοποιούν αυτό το κοινό σχέδιο ή ασκούν αυτό το καθήκον ή τη δραστηριότητα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν ο ΦΕΣ έχει μόνο μια αποστολή παραγωγής ή έρευνας και ανάπτυξης, λαμβάνει χρηματοδότηση εκ μέρους των μητρικών του εταιρειών χωρίς να δημιουργεί από μόνος του κέρδος το οποίο μπορεί να διανέμεται στους μετόχους, για παράδειγμα με τη μορφή μερισμάτων. Αντί να δημιουργεί κέρδη, συμβάλλει στην εκτέλεση των πράξεων που οι μητρικές επιχειρήσεις του θεωρούν αναγκαίες σε σχέση με τους στόχους τους.

(227)

Συνεπώς, είναι σαφές ότι, όταν δύο ανεξάρτητες ιδιωτικές επιχειρήσεις δημιουργούν και χρησιμοποιούν έναν ΦΕΣ για την επιδίωξη ενός σαφώς προσδιορισμένου στόχου και του χορηγούν χρηματοδότηση, δεν τον χρηματοδοτούν αναγκαστικά για να αποκομίσουν οικονομικό κέρδος με τη μορφή μερισμάτων ή καταβολής τόκων, όπως θα έπραττε ένας ιδιώτης επενδυτής ή μια τράπεζα. Αντίθετα, χορηγούν την εν λόγω χρηματοδότηση με σκοπό την επίτευξη του στόχου για τον οποίο χρησιμοποιείται ο εν λόγω ΦΕΣ.

(228)

Βάσει των ανωτέρω, η συμπεριφορά της περιφέρειας Kleve και του Δήμου Weeze προς την EEL GmbH έπρεπε να αναλυθεί λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι αυτές οι δυο δημόσιες αρχές είναι οι μόνοι μέτοχοι της EEL GmbH και λαμβάνοντας υπόψη το αποκλειστικό στόχο που ορίστηκε για την EEL GmbH από το 2003, συγκεκριμένα να χορηγήσει στην FN GmbH τα διάφορα δάνεια και τις παρατάσεις των προθεσμιών εξόφλησής τους που συνιστούν το μέτρο 1. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα διάφορα μέτρα που συνθέτουν το μέτρο 1 είναι, όπως αναφέρεται στην ενότητα 8.3.2, σαφώς καταλογιστέα στην περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze. Εν ολίγοις, οι δύο δημόσιες αρχές σχεδίασαν και αποφάσισαν να εφαρμόσουν το μέτρο 1 και αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την EEL GmbH για τον σκοπό αυτόν.

(229)

Ως εκ τούτου, κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς στο μέτρο 4, πρέπει να ληφθεί ως σημείο εκκίνησης το γεγονός ότι η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή το μέτρο 1 και να χρησιμοποιήσουν την EEL GmbH για τον σκοπό αυτόν. Το συναφές ζήτημα που θα πρέπει να εξετάσει η Επιτροπή είναι το ακόλουθο: εάν δύο υποθετικές επιχειρήσεις της οικονομίας της αγοράς αποφάσιζαν να εφαρμόσουν μέτρα παρόμοια με αυτά που συνθέτουν το μέτρο 1, θα χρησιμοποιούσαν έναν ΦΕΣ όπως η EEL GmbH και θα του χορηγούσαν αντίστοιχη χρηματοδότηση με αυτήν που προκύπτει από το μέτρο 4, με σκοπό την επίτευξη αυτού του στόχου;

(230)

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι ορισμένα δάνεια χορηγήθηκαν ενδεχομένως στην EEL GmbH από τους μετόχους της με επιτόκια χαμηλότερα από τα συνήθη επιτόκια της αγοράς, το ότι η εγγύηση χορηγήθηκε δωρεάν ή το ότι η εισφορά κεφαλαίου δεν είχε σαφείς προοπτικές οικονομικής απόδοσης δεν οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze δεν ενήργησαν έναντι της EEL GmbH όπως θα ενεργούσε ένας φορέας της οικονομίας της αγοράς. Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η χορηγηθείσα στην EEL GmbH χρηματοδότηση βάσει του μέτρου 4 είναι εύλογη, από τη σκοπιά ενός φορέα που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, σε σχέση με τον στόχο που επεδίωκαν οι μέτοχοι της EEL GmbH, και συγκεκριμένα την εφαρμογή του μέτρου 1.

(231)

Δύο συνετοί φορείς που ενεργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και επιδιώκουν τον ίδιο στόχο με αυτόν των δημοσίων μετόχων της EEL GmbH θα είχαν ουσιαστικά δύο επιλογές: να δημιουργήσουν έναν φορέα ειδικού σκοπού παρόμοιο με την EEL GmbH (επιλογή 1) ή να χορηγήσουν δάνεια απευθείας στην FN GmbH χωρίς φορέα ειδικού σκοπού (επιλογή 2). Ένας συνετός φορέας της οικονομίας της αγοράς δεν θα εξέταζε καμία άλλη επιλογή, όπως η χρήση ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών οι οποίοι θα εισέπρατταν αμοιβή για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας. Η επιλογή αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους της διοχέτευσης κεφαλαίων στην FN GmbH λόγω αυτών των αμοιβών.

(232)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με το να λάβουν την απόφαση να χρηματοδοτούν οι ίδιες την EEL GmbH, αντί να χρησιμοποιούν χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές, οι δημόσιοι μέτοχοι περιόρισαν την οικονομική τους έκθεση στο αυστηρά αναγκαίο για τη χρηματοδότηση της FN GmbH στο πλαίσιο του μέτρου 1:

α)

το επίπεδο της χρηματοδότησης που χορήγησαν απευθείας οι δημόσιοι μέτοχοι στην EEL GmbH έως το 2010 ([20-40] εκατ. ευρώ (70)) ήταν ανάλογο με τα ποσά που δανείστηκε η FN GmbH από την EEL GmbH ([20-40] εκατ. ευρώ (71)

β)

οι όροι της χρηματοδότησης της EEL GmbH (ημερομηνία, ποσό και διάρκεια) ευθυγραμμίστηκαν με τη χρηματοδότηση της FN GmbH από την EEL GmbH:

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Ημερομηνία της σύμβασης δανείου που χορήγησε η EEL GmbH στην FN GmbH

Ημερομηνία των δημόσιων μέτρων ενίσχυσης που χορήγησε η Γερμανία στην EEL GmbH

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

[11-20]

11.4.2003

11.4.2003

[5-15] (+ [2-5] εισπραχθέν από τραπεζικό δάνειο στις 2 Μαΐου 2003)

[2-5]

17.6.2004

16.6.2004

[2-5]

[2-5]

28.7.2004

28.7.2004

[2-5]

Παράταση δανείου έως τις 31. 12.2010

1.7.2005

1.7.2005

Παράταση δανείου έως τις 31.12.2010 και αναδιάρθρωση του χρέους

Παράταση δανείου έως τις 31.12.2016

29.11.2010

29.11.2010

Παράταση δανείου έως τις 31.12.2016

γ)

η EEL GmbH δεν διαθέτει κανένα υλικό περιουσιακό στοιχείο στον ισολογισμό της, εκτός από τις απαιτήσεις έναντι της FN GmbH. Τα (μικρά) κέρδη που προέρχονται από τις δραστηριότητες χρηματοδότησης της FN GmbH εμφανίζονται μόνο στους λογαριασμούς της EEL GmbH, αλλά δεν αντιστοιχούν σε μετρητά ή ρευστότητα, εφόσον η FN GmbH δεν έχει εξοφλήσει την οφειλή της στην EEL GmbH·

δ)

πράγματι, δεδομένης της στρατηγικής της EEL GmbH να χρηματοδοτεί την FN GmbH, μοναδικός σκοπός αυτών των τόκων είναι να μπορέσει η EEL GmbH να ισοσκελίσει και να καταβάλει τους τόκους των παραταθέντων δανείων που χορηγήθηκαν από τους δημόσιους μετόχους και την [τράπεζα], όπως προκύπτει από τα πρακτικά των γενικών συνελεύσεων της EEL GmbH·

ε)

η EEL GmbH δεν είναι, επομένως, σε θέση να αποπληρώσει στους δύο μετόχους της και την [τράπεζα], εφόσον η FN GmbH δεν έχει αποπληρώσει τα δάνεια και τους τόκους που οφείλει στην EEL GmbH.

(233)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η υιοθέτηση της επιλογής 1 από την πλευρά των δύο μετόχων ήταν, κατά συνέπεια, σύμφωνη με τον διακηρυγμένο στόχο τους να διαθέσουν τους πόρους της EEL GmbH αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση της FN GmbH.

(234)

Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι βάσει της επιλογής 1, οι δαπάνες διοικητικής λειτουργίας και διαχείρισης ενός ΦΕΣ όπως η EEL GmbH μειώνονται αυστηρά στο ελάχιστο (δεν απαιτείται δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, εκτός από τις απαιτήσεις έναντι της FN GmbH, δεν υπάρχει μόνιμο προσωπικό και διαχείριση, το κόστος λειτουργίας είναι σχεδόν μηδενικό, δεν υπάρχει οικονομικό κόστος, πλην της αποπληρωμής του δανείου που χορηγήθηκε από την [τράπεζα]). Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, όταν οι δύο δημόσιοι μέτοχοι αποφάσισαν να εφαρμόσουν το μέτρο 1, η EEL GmbH υπήρχε ήδη, ως αδρανής δομή, και δεν χρειάστηκε να δημιουργηθεί εκ του μηδενός. Η επιλογή ενός ΦΕΣ διευκολύνει επίσης τη διαχείριση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών με τρίτους (όπως η FN GmbH ή μια ιδιωτική τράπεζα), ενώ συγχρόνως περιορίζει στο ελάχιστο το κόστος των συναλλαγών μεταξύ των δύο μετόχων. Αντιθέτως, η υιοθέτηση της επιλογής 2 θα συνεπαγόταν την επικάλυψη των υφιστάμενων μηχανισμών για τη στήριξη της FN GmbH, η οποία θα αύξανε τις διοικητικές και νομικές δαπάνες για τη διοχέτευση κεφαλαίων στην FN GmbH (π.χ. διπλές νομικές συμβάσεις) και πιθανώς θα επηρέαζε την ποιότητα της εποπτείας και του συντονισμού του έργου.

(235)

Ως εκ τούτου, θα ήταν λογικό για δύο συνετούς φορείς που ενεργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς με γνώμονα τις προοπτικές μεσοπρόθεσμης έως μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας, εάν βρίσκονταν στη θέση των δημόσιων μετόχων της EEL GmbH, να υιοθετήσουν την επιλογή 1 αντί της επιλογής 2. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς και ότι δεν υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της EEL GmbH.

8.6.4.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές

(236)

Από το 2003 η δραστηριότητα της EEL GmbH περιοριζόταν αυστηρά στη χορήγηση χρηματοδότησης προς την FN GmbH. Ενδεικτικά, δεν θα μπορούσε να χορηγεί δάνεια σε οποιαδήποτε άλλη οντότητα.

(237)

Ως εκ τούτου, η μόνη δραστηριότητα για την οποία το μέτρο 4 θα μπορούσε να επηρεάσει την ανταγωνιστική δυναμική θα ήταν η χρηματοδότηση της FN GmbH. Τέτοια επίπτωση στον ανταγωνισμό θα υπήρχε εάν, ελλείψει του μέτρου 4, οι φορείς χρηματοδότησης εκτός από την EEL GmbH, όπως τράπεζες ή άλλοι επενδυτές, θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες να χορηγήσουν χρηματοδότηση στην FN GmbH με σκοπό να αποκομίσουν κέρδος.

(238)

Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ενότητα 8.5.3, η σαφής πρόθεση της περιφέρειας Kleve και του Δήμου Weeze ήταν να εφαρμόσουν οι ίδιοι το μέτρο 1 για τη χρηματοδότηση της FN GmbH. Πράγματι, η μόνη αιτιολογία για το μέτρο 4 είναι η εφαρμογή του μέτρου 1.

(239)

Χωρίς το μέτρο 4, η EEL GmbH δεν θα ήταν σε θέση να εφαρμόσει η ίδια το μέτρο 1. Ωστόσο, η απουσία του μέτρου 4 θα σήμαινε απλώς ότι η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze αποφάσισαν να εφαρμόσουν το μέτρο 1 χωρίς να χρησιμοποιήσουν την EEL GmbH, για παράδειγμα, μέσω άμεσης νομικής σχέσης μεταξύ των ιδίων και της FN GmbH. Ως εκ τούτου, εάν δεν υπήρχε το μέτρο 4, οι τράπεζες ή άλλοι επενδυτές δεν θα είχαν μεγαλύτερη ευκαιρία να χορηγήσουν χρηματοδότηση στην FN GmbH με σκοπό την επίτευξη κέρδους, διότι η αναγκαία χρηματοδότηση θα χορηγούνταν οπωσδήποτε από την περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze.

(240)

Κατά συνέπεια, αν υποτεθεί ότι το μέτρο 4 απέφερε οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της EEL GmbH (quod non), αυτό το πλεονέκτημα δεν θα είχε επίπτωση στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές και, ως εκ τούτου, δεν θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.6.5.   Συμπέρασμα

(241)

Για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, το μέτρο 4 δεν ενέχει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης στην EEL GmbH κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

8.7.   Νέα ενίσχυση έναντι υφιστάμενης ενίσχυσης

(242)

Οι καταστάσεις κατά τις οποίες ένα μέτρο συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (72).

(243)

Αναμφισβήτητα, τα επίμαχα μέτρα δεν είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν από την προσχώρηση της Γερμανίας στην ΕΕ [παράγραφος β) σημείο i) του εν λόγω άρθρου], δεν θεωρείται ότι έχουν εγκριθεί λόγω του ότι η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση εντός των καθορισμένων διαδικαστικών προθεσμιών [παράγραφος β) σημείο iii)] και δεν μπορεί να θεωρηθούν υφιστάμενη ενίσχυση λόγω της λήξης της περιόδου παραγραφής [παράγραφος β) σημείο iv)]. Τα μέτρα δεν μετατράπηκαν σε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθούν από το κράτος μέλος [παράγραφος β) περίπτωση v) πρώτη φράση] (73).

(244)

Η εκτίμηση αυτή ισχύει ιδίως για το μέτρο 2, παρά τους ισχυρισμούς της Γερμανίας ότι συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 102). Στην απόφαση Leipzig Halle το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαίωσε ότι η κατασκευή της αερολιμενικής υποδομής θα πρέπει επίσης να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις από το 2000 (74), δηλαδή πριν από την ημερομηνία χορήγησης του μέτρου ενίσχυσης 2 στις 15 Οκτωβρίου 2002 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 46). Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι το μέτρο συνιστούσε ενίσχυση όταν τέθηκε σε εφαρμογή. Παρά τους ισχυρισμούς της Γερμανίας, το γεγονός ότι το μέτρο εγκρίθηκε βάσει του διατάγματος του 1993 δεν επηρεάζει την εκτίμηση αυτή. Το διάταγμα του 1993 παρείχε απλώς μια νομική βάση που επέτρεπε πιθανά μέτρα στήριξης των περιφερειακών αερολιμένων που το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας μπορεί να εξέταζε από το 1993, αλλά δεν δημιούργησε από μόνο του νομικό δικαίωμα για τους εν λόγω αερολιμένες, όπως ορίζει ρητά το άρθρο 1 του διατάγματος του 1993.

(245)

Η ημερομηνία χορήγησης του μέτρου 2 είναι, συνεπώς, η 15η Οκτωβρίου 2002, δηλαδή μετά την έκδοση της απόφασης Aéroports de Paris. Ως εκ τούτου, το μέτρο 2 συνιστούσε ήδη κρατική ενίσχυση κατά τον χρόνο χορήγησης του, όπως παρουσιάζεται στην ενότητα 8.4.6 και δεν μετατράπηκε στη συνέχεια σε κρατική ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς. Επιπλέον, το μέτρο 2 χορηγήθηκε σε διάστημα μικρότερο από δέκα έτη πριν από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας από την Επιτροπή για το μέτρο αυτό και, ως εκ τούτου, δεν έγινε υφισταμένη ενίσχυση μετά την εκπνοή της προθεσμίας παραγραφής. Ως εκ τούτου, το μέτρο 2 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση.

8.8.   Νομιμότητα του μέτρου ενίσχυσης

(246)

Σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα θέσπισης ή τροποποίησης ενισχύσεων και δεν μπορούν να εφαρμόσουν τα εν λόγω μέτρα πριν από τη λήψη τελικής απόφασης.

(247)

Εφόσον η Γερμανία δεν κοινοποίησε όλα τα υπό εξέταση κρατικά μέτρα, τα μέτρα 1, 2 και 3 συνιστούν παράνομη ενίσχυση.

9.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ

9.1.   Δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014 και του 2005

(248)

Τα επίμαχα μέτρα θα πρέπει να εξεταστούν μόνο βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι: «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον», δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

(249)

Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014 παρέχουν ένα πλαίσιο το οποίο επιτρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσο οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε αερολιμένες μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(250)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις της ανακοίνωσής της σχετικά με τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε εκκρεμούσες υποθέσεις παράνομων ενισχύσεων λειτουργίας σε αερολιμένες που χορηγήθηκαν πριν από την 4η Απριλίου 2014. Αντιθέτως, η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν ενισχύσεις λειτουργίας (εκκρεμούσες κοινοποιήσεις και παράνομες μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις) σε αερολιμένες, ακόμη κι αν οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν πριν από την 4η Απριλίου 2014 και την έναρξη της μεταβατικής περιόδου (75).

(251)

Όσον αφορά τις επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες, η Επιτροπή, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης, εφαρμόζει στις παράνομες επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες τους κανόνες που ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, εφαρμόζει τις αρχές που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005 για τις παράνομες επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένες οι οποίες έχουν χορηγηθεί πριν από την 4η Απριλίου 2014 (76).

(252)

Η Επιτροπή έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα 2 και 3 συνιστούσαν παράνομες κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την 4η Απριλίου 2014, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα 1 και 4 δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(253)

Με βάση τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 250 και 251, στη συνέχεια η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να καθορίσει αν τα επίμαχα μέτρα συνιστούν παράνομη ενίσχυση λειτουργίας ή επενδυτικές ενισχύσεις.

9.2.   Επενδυτική ενίσχυση έναντι ενίσχυσης λειτουργίας

9.2.1.   Μέτρο 1

(254)

Όπως συμπεραίνεται στην ενότητα 8.3.6, η FN GmbH έχει λάβει κρατικές ενισχύσεις που εμπεριέχονται στο δάνειο 4 και την παράταση 1 και ενδεχομένως στην παράταση 2, που αποτελούν μέρος του μέτρου 1. Η Επιτροπή θα αξιολογήσει τον χαρακτήρα κάθε επιμέρους μέτρου χωριστά.

(255)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το δάνειο 4 χορηγήθηκε ενόψει της χρηματοδότησης επενδύσεων που πραγματοποίησε η FN GmbH: όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 39, η παράγραφος 1 σημείο 2 της δανειακής σύμβασης που υπογράφηκε την 1η Ιουλίου 2005 προσδιόριζε ότι τα δάνεια χορηγούνται αποκλειστικά για επενδύσεις. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η EEL GmbH έχει θέσει σε εφαρμογή μηχανισμούς ελέγχου που ορίζονται στην παράγραφο 2 της δανειακής συμφωνίας, βάσει της οποίας η FN GmbH (και η EEL GmbH κατόπιν δικού της αιτήματος) όφειλαν να ελέγχουν ότι τα τιμολόγια αφορούν αυστηρά την ολοκλήρωση του αερολιμένα και ότι η EEL GmbH (και όχι η FN GmbH) θα εξοφλούσε τα τιμολόγια από το δάνειο. Οι εν λόγω μηχανισμοί ελέγχου έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικοί, εφόσον η Γερμανία μπόρεσε να αποδείξει ότι οι δόσεις που εκταμιεύθηκαν από το εν λόγω δάνειο συνέβαλαν αποκλειστικά στην κάλυψη επενδυτικών δαπανών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το δάνειο 4 συνιστά παράνομη επενδυτική ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από την 4η Απριλίου 2014 και η συμβατότητά της πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005.

(256)

Όσον αφορά την παράταση 1, η Επιτροπή επισημαίνει ότι αυτή συνιστά ανανέωση των δανείων 1, 2 και 3. Ως εκ τούτου, η παράταση αυτή δεν προορίζεται για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων, την οποία η Γερμανία δεν απέδειξε. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η παράταση αυτή χορηγήθηκε μόνο για να μπορέσει η FN GmbH να ικανοποιήσει τη βραχυπρόθεσμη υποχρέωση να αποπληρώσει όλα τα συσσωρευμένα δάνεια και τους τόκους. Με τον τρόπο αυτόν η EEL GmbH και οι δημόσιοι μέτοχοί της θέλησαν να εξασφαλίσουν ότι η FN GmbH δεν θα στερούνταν ρευστότητα, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα ο δικαιούχος της ενίσχυσης να μειώσει τις επενδύσεις ή να καταστεί προβληματική επιχείρηση. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η παράταση 1 συνιστά παράνομη ενίσχυση λειτουργίας που χορηγήθηκε πριν από τις 4 Απριλίου 2014 και η συμβατότητά της πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.

(257)

Ανάλογες εκτιμήσεις ισχύουν για την παράταση 2, εάν θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.

9.2.2.   Μέτρο 2

(258)

Η FN GmbH έχει επωφεληθεί από το μέτρο 2 ως αποζημίωση για τις δαπάνες αγοράς και εγκατάστασης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 46. Σύμφωνα με την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, «ως» επενδυτικές ενισχύσεις «νοούνται οι ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως για την κάλυψη του ελλείμματος χρηματοδότησης του κόστους κεφαλαίου». Ως εκ τούτου, όλες οι δαπάνες που στηρίζονται βάσει του μέτρου 2 συνιστούν επενδυτικές δαπάνες. Το μέτρο 2 συνιστά παράνομη επενδυτική ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από την 4η Απριλίου 2014 και η συμβατότητά του πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005.

9.2.3.   Μέτρο 3

(259)

Όπως περιγράφεται στην ενότητα 3.3, το υπό εξέταση μέτρο 3 αφορούσε τη χορήγηση ενδιάμεσης χρηματοδότησης στην FN GmbH για να καλυφθεί ένα μέρος του κόστους αγοράς του ακινήτου του αερολιμένα (615 εκτάρια και περίπου 650 κτίρια διαφόρων τύπων που επρόκειτο να διαμορφωθούν σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας). Όπως ορίζεται στο σημείο 3 του προοιμίου και στην παράγραφο 1 της δανειακής σύμβασης της 14ης Μαρτίου 2002, η ενδιάμεση χρηματοδότηση χορηγήθηκε μέσω άτοκου δανείου που προοριζόταν ρητά για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών δαπανών που ήταν αναγκαίες για την ολοκλήρωση του EuZZLG (βλέπε αιτιολογική σκέψη 21).

(260)

Ως εκ τούτου, η εν λόγω ενδιάμεση χρηματοδότηση συνιστά παράνομη κρατική επενδυτική ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από τις 4 Απριλίου 2014 και η συμβατότητά της πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005.

9.2.4.   Συμπέρασμα

(261)

Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι το δάνειο 4 του μέτρου 1, το μέτρο 2 και το μέτρο 3 συνιστούν επενδυτικές κρατικές ενισχύσεις, ενώ η παράταση 1 και ενδεχομένως η παράταση 2 του μέτρου 1 πρέπει να θεωρηθούν ενισχύσεις λειτουργίας.

9.3.   Συμβατότητα των υφιστάμενων μέτρων ενίσχυσης

(262)

Σύμφωνα με την παράγραφο 61 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει κατά πόσον:

α)

η κατασκευή και η εκμετάλλευση της υποδομής ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης κ.λπ.)·

β)

η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη του καθορισμένου στόχου·

γ)

η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των υποδομών που ήδη υπάρχουν·

δ)

η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις·

ε)

η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό αντίθετο προς το κοινοτικό συμφέρον.

(263)

Εκτός από την υποχρέωση ικανοποίησης των συγκεκριμένων κριτηρίων συμβατότητας που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005, οι κρατικές ενισχύσεις προς αερολιμένες, όπως και κάθε άλλο μέτρο ενίσχυσης, πρέπει να είναι απαραίτητες και ανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο θεμιτό στόχο προκειμένου να χαρακτηριστούν συμβατές (77).

9.3.1.   Η κατασκευή και η εκμετάλλευση της υποδομής ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο γενικού συμφέροντος (περιφερειακή ανάπτυξη, δυνατότητα πρόσβασης κ.λπ.)

(264)

Τα υπό εξέταση μέτρα επενδυτικών ενισχύσεων αποσκοπούσαν στη χρηματοδότηση της μετατροπής της πρώην βρετανικής στρατιωτικής βάσης του Weeze σε πολιτικό αερολιμένα και στην ουσιαστική ανάπτυξη του αερολιμένα. Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν ουσιαστικά στην περιφερειακή ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης σε μια περιοχή που υπέστη οικονομικό πλήγμα από το κλείσιμο της βρετανικής στρατιωτικής βάσης. Όπως επισήμανε η Γερμανία, το κλείσιμο της βρετανικής στρατιωτικής βάσης είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση περίπου 6 300 ανθρώπων από την περιοχή, προκαλώντας την απώλεια 400 θέσεων εργασίας πολιτών οι οποίες συνδέονταν άμεσα με τη λειτουργία της στρατιωτικής βάσης και την απώλεια εσόδων περίπου 102 εκατ. ευρώ για περίπου 80 επιχειρήσεις. Επιπλέον, με την αναχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων εκκενώθηκαν 1 600 κατοικίες, δηλαδή άνω του 30 % του συνολικού αποθέματος κατοικιών μόνο στην κοινότητα Weeze.

(265)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τη Γερμανία, η δημιουργία και ανάπτυξη του αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας συνέβαλε στη δημιουργία περισσότερων από 1 200 θέσεων απασχόλησης στην περιφέρεια Kleeve και στη δημιουργία ομίλων εταιρειών παροχής υπηρεσιών στις εγκαταστάσεις του επιχειρηματικού πάρκου του αερολιμένα.

(266)

Όπως επισήμανε η Γερμανία, η συνεισφορά αυτού του έργου στην περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη —και, κατά συνέπεια, στην οικονομική συνοχή, που αποτελεί σημαντικό στόχο της Ένωσης— έχει ήδη αναγνωριστεί σε κάποιον βαθμό από την Επιτροπή. Η Επιτροπή έχει πράγματι χορηγήσει πόρους των διαρθρωτικών ταμείων στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία βάσει του προγράμματος Konver II, το οποίο προέβλεπε ρητά τη χρηματοδότηση της μετατροπής των πρώην στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο Kleve.

(267)

Τα επίμαχα μέτρα επενδυτικών ενισχύσεων συνέβαλαν επίσης στη βελτίωση της προσβασιμότητας της περιοχής. Πράγματι, τα πλησιέστερα αεροδρόμια στο Niederrhein-Weeze είναι τα αεροδρόμια του Ντίσελντορφ (σε απόσταση 76 km, 51 λεπτά διαδρομή με αυτοκίνητο) και του Αϊντχόφεν στις Κάτω Χώρες (88χλμ., 1 ώρα και 12 λεπτά διαδρομή με αυτοκίνητο) (78).

(268)

Η κίνηση στα αεροδρόμια του Ντίσελντορφ και του Αϊντχόφεν αυξάνεται συνεχώς από το 2003: η κίνηση στο αεροδρόμιο του Ντίσελντορφ αυξήθηκε από 14,3 εκατ. επιβάτες το 2003 σε περίπου 21 εκατ. επιβάτες το 2013, ενώ η κίνηση στο αεροδρόμιο του Αϊντχόφεν αυξήθηκε από 0,4 εκατ. επιβάτες το 2003 σε περίπου 3,4 εκατ. επιβάτες το 2013. Τη σταθερή τους ανάπτυξη επηρέασαν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου μόνο τα δικά τους προβλήματα συμφόρησης και περιορισμένης χωρητικότητας (ιδίως ο ανεπαρκής αριθμός διαθέσιμων χρονοθυρίδων στο Ντίσελντορφ). Η χωρητικότητα του αερολιμένα του Ντίσελντορφ ανήλθε σε 22 εκατ. επιβάτες το 2013, ενώ το αεροδρόμιο του Αϊντχόφεν μπορούσε να εξυπηρετήσει μόνο 2,5 εκατ. επιβάτες το 2012. Παρά την αύξηση της κίνησης στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze, η Επιτροπή παρατηρεί ότι έχουν ολοκληρωθεί ή ξεκίνησαν από το 2012 έργα για την επέκταση της χωρητικότητας των δύο αεροδρομίων (79).

(269)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η επένδυση στο Niederrhein-Weeze δεν συνιστά επικάλυψη υφιστάμενης μη αποδοτικής υποδομής. Αντιθέτως, ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze συνέβαλε σημαντικά στην αποσυμφόρηση του αεροδρομίου του Ντίσελντορφ χωρίς να περιορίζει τα σχέδια επέκτασης των αεροδρομίων του Ντίσελντορφ και του Αϊντχόφεν. Χωρίς το εξεταζόμενο έργο, υπήρχε κίνδυνος ανεπαρκούς εξυπηρέτησης της περιοχής.

(270)

Η Επιτροπή μπορεί, συνεπώς, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή και λειτουργία της υποδομής ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένο στόχο κοινού συμφέροντος, ήτοι την περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση της προσβασιμότητας της περιφέρειας.

9.3.2.   Η υποδομή είναι αναγκαία και ανάλογη με τον στόχο που έχει καθοριστεί

(271)

Σύμφωνα με τη Γερμανία, ο προγραμματισμένος εκσυγχρονισμός του αεροδρομίου Niederrhein-Weeze ήταν αναγκαίος για να ολοκληρωθεί η μετατροπή μιας πρώην βάσης της πολεμικής αεροπορίας σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Έπρεπε να εκτελεστούν τα έργα κατασκευής και εκσυγχρονισμού των τροχοδρόμων και των χώρων ελιγμών και στάθμευσης για να αρχίσουν οι πτήσεις πολιτικής αεροπορίας.

(272)

Όπως υποστήριξε η Γερμανία, το έργο υποδομής αναλήφθηκε μόνο κατά τον βαθμό που ήταν αναγκαίο για την επίτευξη των καθορισμένων στόχων: ενώ η υποδομή κατασκευάστηκε για μέγιστη επιβατική κίνηση 3,5 εκατ. επιβατών, οι στατιστικές της κίνησης στον πίνακα 1 δείχνουν ότι η κίνηση αυξανόταν σταθερά μέχρι το 2010 σε 2,9 εκατ. επιβάτες και στη συνέχεια μειώθηκε σε 2,2 εκατ. το 2012. Αυτό σημαίνει ότι η αναμενόμενη ζήτηση της κίνησης ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό την πραγματική ζήτηση και ότι το έργο δεν είναι δυσανάλογα μεγάλο ή περίπλοκο.

(273)

Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να συμπεράνει ότι η υπό εξέταση υποδομή είναι αναγκαία και αναλογική προς τους στόχους που έχουν καθοριστεί.

9.3.3.   Η υποδομή προσφέρει ικανοποιητικές προοπτικές χρήσης μεσοπρόθεσμα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση υφιστάμενων υποδομών

(274)

Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, ο αριθμός επιβατών του αερολιμένα Niederrhein-Weeze το 2010 (2,9 εκατ. επιβάτες) ανήλθε σε επίπεδο που προσεγγίζει το όριο χωρητικότητάς του (3,5 εκατ. επιβάτες). Αυτή η επιβατική κίνηση επιτεύχθηκε σε διάστημα λειτουργίας μόλις 6 ετών, που αντιπροσωπεύει πολύ ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης σε σύγκριση με άλλα γερμανικά αεροδρόμια που ακολουθούν την ίδια στρατηγική συνεργασίας με ΑΧΚ (όπως το αεροδρόμιο Cassel ή Hahn). Η σημαντική ανάπτυξη του αερολιμένα Niederrhein-Weeze είναι αποτέλεσμα του ρόλου του στην αποσυμφόρηση των αερολιμένων του Ντίσελντορφ και του Αϊντχόφεν και της πυκνότητας του πληθυσμού στη ζώνη επιρροής του (άνω των 35 εκατ. κατοίκων).

(275)

Βάσει των ανωτέρω στοιχείων για τους αριθμούς επιβατών, μεσοπρόθεσμα, το έργο της ανάπτυξης του αερολιμένα Niederrhein-Weeze πρόσφερε καλές προοπτικές εκμετάλλευσης, ιδίως σε σχέση με την αρχική στρατιωτική υποδομή του αεροδρομίου, η μετατροπή του οποίου σε πολιτικό αεροδρόμιο επιτεύχθηκε με τις αρχικές επενδύσεις.

9.3.4.   Η πρόσβαση στην υποδομή είναι ανοικτή σε όλους τους πιθανούς χρήστες με ισότιμο τρόπο και χωρίς διακρίσεις

(276)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι αστικές υποδομές ήταν πάντοτε ανοικτές σε όλους τους δυνητικούς χρήστες χωρίς διακρίσεις.

9.3.5.   Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται αρνητικά σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της ΕΕ

(277)

Όταν χορηγήθηκε η ενίσχυση στις 15 Οκτωβρίου 2002, ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze εξυπηρετούσε λιγότερους από ένα εκατ. επιβάτες ετησίως, γεγονός που τον χαρακτήριζε ως «μικρό περιφερειακό αερολιμένα» (κατηγορίας Δ) βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005 (80).

(278)

Η ζώνη επιρροής του αερολιμένα Niederrhein-Weeze είναι οι δυτικές περιφέρειες της Γερμανίας και οι ανατολικές περιφέρειες των Κάτω Χωρών. Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze δεν έβλαψε σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εν λόγω ζώνη επιρροής, δηλαδή τους αερολιμένες του Ντίσελντορφ και του Αϊντχόφεν, οι οποίοι αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα συμφόρησης και έλλειψης χρονοθυρίδων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 268).

(279)

Επιπλέον, ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze δεν εξυπηρετείται ούτε με σύνδεση με τρένο ούτε με σύνδεση με σύστημα αυτοκινητόδρομου, σε αντίθεση με τα δύο ανταγωνιστικά του αεροδρόμια.

(280)

Ακόμη, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το τμήμα της αγοράς των επιχειρηματικών ταξιδιών κατέχει σημαντικό μερίδιο αγοράς 40 % στο αεροδρόμιο του Ντίσελντορφ, ενώ αντιπροσωπεύει μόνον το 7 % στο αεροδρόμιο Niederrhein-Weeze.

(281)

Όσον αφορά το αεροδρόμιο του Αϊντχόφεν, η Επιτροπή παρατηρεί ότι αυτό εξυπηρετεί τόσο πολιτικές όσο και στρατιωτικές πτήσεις και η χρηματοδότηση του κόστους της υποδομής κατανέμεται αναλογικά μεταξύ των φορέων διαχείρισης του πολιτικού αερολιμένα και του ολλανδικού στρατού. Το 2010 και το 2011 ο αερολιμένας του Αϊντχόφεν κατέβαλε ποσό περίπου 1 εκατ. ευρώ ετησίως για την αποζημίωση του ολλανδικού στρατού, κυρίως για το κόστος συντήρησης της υποδομής, της ασφάλειας και του ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας, αλλά δεν επιβαρύνθηκε με τις αρχικές επενδυτικές δαπάνες που χρειάστηκε να επωμιστεί (εν μέρει) ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze.

(282)

Επιπλέον, η ένταση της ενίσχυσης του συνολικού έργου (βλέπε ενότητα σχετικά με την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της ενίσχυσης κατωτέρω) περιορίζεται στην κάλυψη του χρηματοδοτικού του κενού. Οι μέτοχοι του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα θα χρηματοδοτήσουν ποσοστό άνω του 50 % του επενδυτικού κόστους.

(283)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί ότι η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

9.3.6.   Αναγκαιότητα και αναλογικότητα της ενίσχυσης

(284)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να εξακριβώσει κατά πόσο η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην FN GmbH έχει μεταβάλει τη συμπεριφορά της δικαιούχου επιχείρησης, ώστε αυτή να αναλάβει δραστηριότητα που συμβάλλει στην επίτευξη στόχου κοινού συμφέροντος και την οποία i) δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει χωρίς την ενίσχυση ή ii) θα την υλοποιούσε εν μέρει ή με διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, η ενίσχυση θεωρείται αναλογική μόνο εάν δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα με μικρότερη ενίσχυση και λιγότερη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Αυτό σημαίνει ότι το ποσό και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ενισχυόμενης δραστηριότητας.

(285)

Κατά τη Γερμανία, η ενίσχυση ήταν αναγκαία διότι θα είχε τεθεί σε κίνδυνο η ανάπτυξη του αερολιμένα λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης της FN GmbH κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης. Η Γερμανία προσθέτει επίσης ότι, εάν το έργο αναλαμβανόταν άμεσα από τις δημόσιες αρχές, οι αρχές αυτές θα έπρεπε να καλύψουν το κόστος κατασκευής καθώς και τις αρχικές ζημίες εκμετάλλευσης. Η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη αυτή και επισημαίνει ότι η δημόσια στήριξη χορηγήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία οι ιδιώτες μέτοχοι της FN GmbH πραγματοποίησαν πολύ σημαντικές επενδύσεις στην υποδομή κατά τη φάση έναρξης του έργου ([20-60] εκατ. ευρώ την περίοδο 2002-2003), ενώ υπέστησαν τις αρχικές ζημίες εκμετάλλευσης του αεροδρομίου. Είναι αμφίβολο αν οι τοπικές αρχές που διαθέτουν περιορισμένους οικονομικούς πόρους, όπως η περιφέρεια Kleve και ο Δήμος Weeze, θα μπορούσαν να επωμιστούν μόνες τους την οικονομική επιβάρυνση ενός έργου τόσο μεγάλης κλίμακας, ενώ θα μπορούσαν να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα με περιορισμένη συμμετοχή στηρίζοντας μια ιδιωτική πρωτοβουλία. Λόγω του ότι το έργο ενείχε οικονομικό κίνδυνο, ως μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις ιδιωτικών αερολιμένων στην Ευρώπη, μια περιορισμένη δημόσια στήριξη κρίνεται συνεπώς δικαιολογημένη κατά τη φάση εκκίνησης.

(286)

Κατά τη Γερμανία, χωρίς την ενίσχυση δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί η επένδυση στον ίδιο βαθμό χωρίς τα μέτρα 1, 2 και 3. Όπως ορθά υποστηρίζει η Γερμανία, μόνο περιορισμένες επενδύσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, όπως η διεύρυνση του διαδρόμου προσγείωσης-απογείωσης. Θα ήταν αναγκαίο ορισμένες επενδύσεις να καθυστερήσουν σημαντικά, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σοβαρές δυσκολίες στη λειτουργία του αερολιμένα ή να μην ικανοποιηθεί η αναμενόμενη ζήτηση των αεροπορικών εταιρειών και των επιβατών στη ζώνη επιρροής του. Ως εκ τούτου, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα ενίσχυσης 1, 2 και 3 έχουν χαρακτήρα κινήτρου, εφόσον επέτρεψαν στον δικαιούχο να πραγματοποιήσει την επένδυση.

(287)

Όσον αφορά την αξιολόγηση της αναλογικότητας του μέτρου 2, η δημόσια χρηματοδότηση που πράγματι χορηγήθηκε στον αερολιμένα ανήλθε σε [2-5] εκατ. ευρώ. Όπως εξηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 46, αυτό το μέτρο στήριξης αντιστοιχεί στη χρηματοδότηση του 50 % των επιλέξιμων δαπανών, σύμφωνα με το διάταγμα του 1993. Το υπόλοιπο ποσό ([2-5] εκατ. ευρώ) χρηματοδοτήθηκε από την FN GmbH. Κατά συνέπεια, η ένταση της ενίσχυσης ανέρχεται στο 50 %.

(288)

Εφόσον οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005 αφήνουν ανοικτό το ζήτημα της έντασης της ενίσχυσης, το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Η Επιτροπή σημειώνει ότι οι στηριχθείσες από το μέτρο 2 επενδύσεις χρηματοδοτήθηκαν υπό όρους pari passu. Ως εκ τούτου, η ένταση ενίσχυσης 50 % κρίνεται δικαιολογημένη στην προκειμένη περίπτωση.

(289)

Όσον αφορά την αναλογικότητα του δανείου 4 για το μέτρο 1 και το μέτρο 3, η Επιτροπή σημειώνει ότι η χορήγηση δανείων με χαμηλό επιτόκιο ή ατόκως συνιστά μέτρο που νοθεύει λιγότερο τον ανταγωνισμό από ό,τι μια άμεση επιχορήγηση. Επιπλέον, εφόσον οι δημόσιες αρχές έχουν εξασφαλίσει πλήρως τα δάνεια, η συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση ήταν πολύ περιορισμένη. Όσον αφορά την αναλογικότητα της απαλλαγής από την υποχρέωση αποπληρωμής του μισού της ενδιάμεσης χρηματοδότησης, η Επιτροπή συμφωνεί με τη Γερμανία ότι η προϋπόθεση της δημιουργίας 350 θέσεων απασχόλησης αποτελεί κίνητρο για τους ιδιώτες ιδιοκτήτες του αερολιμένα να ολοκληρώσουν την κατασκευή και την ανάπτυξη της αερολιμενικής υποδομής. Η Επιτροπή σημειώνει ότι το κίνητρο αυτό ήταν αποτελεσματικό, εφόσον δημιουργήθηκαν 445 θέσεις εργασίας κατά τον χρόνο της απαλλαγής (το 2004), πολύ πριν από τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας (στα τέλη του 2007).

9.3.7.   Συμπέρασμα σχετικά με τα μέτρα 1 (δάνειο 4), 2 και 3

(290)

Με βάση την ανωτέρω αξιολόγηση, η Επιτροπή κρίνει ότι τα μέτρα 1 (δάνειο 4), 2 και 3 είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης.

9.4.   Συμβατότητα του μέτρου ενίσχυσης λειτουργίας

(291)

Το τμήμα 5.1.2. των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014 καθορίζει τα κριτήρια που θα εφαρμόζει η Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας των ενισχύσεων λειτουργίας με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 172 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, η Επιτροπή θα εφαρμόσει τα εν λόγω κριτήρια σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν ενισχύσεις λειτουργίας στον αερολιμένα, καθώς και εκκρεμούσες κοινοποιήσεις και παράνομες μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, ακόμα και αν η ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από την 4η Απριλίου 2014, δηλαδή προτού τεθούν σε ισχύ οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014. Τα κριτήρια συμβατότητας για τις ενισχύσεις λειτουργίας, οι οποίες μπορούν να χορηγηθούν για μεταβατική περίοδο 10 ετών με έναρξη από την ημερομηνία δημοσίευσης των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, είναι:

α)

Συμβολή στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος: ο όρος αυτός πληρούται, μεταξύ άλλων, εάν η ενίσχυση αυξάνει την κινητικότητα των πολιτών της Ένωσης και τη συνδεσιμότητα των διαφόρων περιοχών ή διευκολύνει την περιφερειακή ανάπτυξη (81)·

β)

Ανάγκη για κρατική παρέμβαση: οι κρατικές ενισχύσεις θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες σε καταστάσεις στις οποίες οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να επιφέρουν ουσιαστική βελτίωση την οποία δεν δύναται να επιτύχει η ίδια η αγορά (82)·

γ)

Λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου: ο όρος αυτός πληρούται εάν είναι πιθανόν, σε περίπτωση μη χορήγησης ενίσχυσης λειτουργίας και λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή παρουσία επενδυτικής ενίσχυσης και το μέγεθος της κίνησης, να μειωθεί σημαντικά το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας του συγκεκριμένου αερολιμένα (83)·

δ)

Αναλογικότητα του ποσού της ενίσχυσης (περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο): για να είναι αναλογικές, οι ενισχύσεις λειτουργίας σε αερολιμένες πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο για την πραγματοποίηση της ενισχυόμενης δραστηριότητας (84)·

ε)

Αποφυγή αδικαιολόγητων αρνητικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές  (85).

(292)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενίσχυση λειτουργίας που συνίστατο στην παράταση 1 και, ενδεχομένως, στην παράταση 2 του μέτρου 1 χορηγήθηκε, στο σύνολό της, προτού τεθούν σε ισχύ οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, αυτά τα κριτήρια συμβατότητας εφαρμόζονται υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που εκτίθενται στην παράγραφο 137 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014 (δηλαδή ορισμένες προϋποθέσεις δεν εφαρμόζονται).

9.4.1.   Η ενίσχυση λειτουργίας συμβάλλει στην επίτευξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος

(293)

Η υπό αξιολόγηση ενίσχυση λειτουργίας είχε ως στόχο τη διατήρηση του κατάλληλου επιπέδου λειτουργίας του αερολιμένα Niederrhein-Weeze.

(294)

Σύμφωνα με την παράγραφο 113 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, οι ενισχύσεις λειτουργίας στους αερολιμένες θα θεωρείται ότι συμβάλλουν στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος, αυξάνουν την κινητικότητα των πολιτών της Ένωσης και τη συνδεσιμότητα των διαφόρων περιοχών, καταπολεμούν τη συμφόρηση της εναέριας κυκλοφορίας στους κύριους κεντρικούς αερολιμένες της Ένωσης ή διευκολύνουν την περιφερειακή ανάπτυξη.

(295)

Όπως συνάγεται στην αιτιολογική σκέψη 270, η κατασκευή και λειτουργία του αερολιμένα Niederrhein-Weeze ανταποκρίνονται σε σαφώς καθορισμένους στόχους κοινού συμφέροντος, όπως η περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη και η βελτίωση της προσβασιμότητας της περιφέρειας.

9.4.2.   Ανάγκη για κρατική παρέμβαση

(296)

Σύμφωνα με την παράγραφο 116 επ. των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, οι ενισχύσεις λειτουργίας σε αερολιμένες θα θεωρούνται αναγκαίες, εάν μπορούν να επιφέρουν ουσιαστική βελτίωση την οποία αδυνατεί να επιτύχει η ίδια η αγορά. Οι κατευθυντήριες γραμμές αναγνωρίζουν ακόμη ότι οι ανάγκες δημόσιας χρηματοδότησης για τη χρηματοδότηση των λειτουργικών δαπανών είναι συνήθως αναλογικά υψηλότερες για τους μικρότερους αερολιμένες, λόγω των υψηλών πάγιων δαπανών και ότι οι αερολιμένες με ετήσια κίνηση επιβατών από 200 000 έως 700 000 επιβάτες μπορεί να μην είναι σε θέση να καλύπτουν σημαντικό μέρος των λειτουργικών δαπανών τους·

(297)

Από την έναρξη λειτουργίας του νέου τερματικού σταθμού το 2003, ο ετήσιος αριθμός επιβατών του αερολιμένα Niederrhein-Weeze ανήλθε σε 207 992 το 2003, σε 796 745 το 2004 και σε 591 744 το 2005 (βλέπε πίνακα 1). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η κίνηση επιβατών παρουσιάζει τεράστιες διακυμάνσεις σε αυτό το αρχικό στάδιο λειτουργίας, και ιδίως μια σημαντική μείωση της τάξης του 34 % από το 2004 στο 2005. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι σε αυτά τα 3 έτη η επιβατική κίνηση παρέμεινε κατά μέσο όρο μεταξύ 200 000 και 700 000 επιβατών. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η FN GmbH ήταν πάντοτε ζημιογόνος (βλέπε πίνακα 5) και δεν μπορούσε καν να καλύψει τις λειτουργικές δαπάνες της (τα προσαρμοσμένα ΚΠΤΦΑ είναι αρνητικά το 2004 και το 2005), στοιχείο το οποίο οι κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014 χαρακτηρίζουν σύνηθες για αερολιμένες αυτού του μεγέθους.

(298)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze είναι αναγκαίες.

9.4.3.   Καταλληλότητα των κρατικών ενισχύσεων ως μέσου πολιτικής

(299)

Σύμφωνα με την παράγραφο 120 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, η ενίσχυση λειτουργίας πρέπει να είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου ή για την επίλυση των προβλημάτων στην αντιμετώπιση των οποίων αποβλέπει η ενίσχυση. Δεδομένου ότι ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze είναι ζημιογόνος σε επίπεδο λειτουργίας, το μόνο κατάλληλο μέσο είναι οι ενισχύσεις λειτουργίας που επιτρέπουν τη συνέχιση της λειτουργίας του αερολιμένα, διασφαλίζοντας τη συνδεσιμότητα της περιοχής Niederrhein. Άλλα μέσα, όπως οι επενδυτικές ενισχύσεις ή τα κανονιστικά μέτρα δεν κρίνονται κατάλληλα για την αντιμετώπιση των χρηματοοικονομικών προβλημάτων του αερολιμένα Niederrhein- Weeze στο επίπεδο της λειτουργίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση λειτουργίας που χορηγήθηκε στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze συνιστά κατάλληλο μέσο.

9.4.4.   Λειτουργία της ενίσχυσης ως κινήτρου και αναλογικότητα του ποσού της ενίσχυσης (περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο)

(300)

Σύμφωνα με την παράγραφο 124 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, οι ενισχύσεις λειτουργίας έχουν χαρακτήρα κινήτρου εάν είναι πιθανόν, σε περίπτωση μη χορήγησης ενίσχυσης λειτουργίας και λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή παρουσία επενδυτικής ενίσχυσης και το μέγεθος της κίνησης, να μειωθεί σημαντικά το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας του συγκεκριμένου αερολιμένα.

(301)

Ο αερολιμένας Niederrhein-Weeze έλαβε επενδυτική ενίσχυση για την κατασκευή νέου τερματικού σταθμού και για να εφαρμόσει τις νέες απαιτήσεις ασφάλειας και προστασίας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στον αερολιμένα να ικανοποιήσει τις ανάγκες μεταφορών και συνδεσιμότητας της περιοχής Niederrhein, το οποίο αποτυπώθηκε στην αύξηση του αριθμού των επιβατών κατά τα τελευταία έτη. Μολονότι ο αριθμός των επιβατών μάλλον αυξήθηκε, ο αερολιμένας δεν είναι σε θέση να καλύψει τις λειτουργικές δαπάνες του. Χωρίς την κρατική ενίσχυση λειτουργίας, ο αερολιμένας δεν θα μπορούσε να διατηρήσει το τρέχον επίπεδο κίνησης και οι επενδύσεις και η οικονομική του δραστηριότητα θα μειώνονταν. Ταυτόχρονα, η ενίσχυση δεν υπερέβη το ποσό που ήταν αναγκαίο για την κάλυψη των ζημιών εκμετάλλευσης και, ως εκ τούτου, το ποσό της ενίσχυσης περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο.

(302)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση λειτουργίας στον αερολιμένα Niederrhein-Weeze έχει χαρακτήρα κινήτρου και είναι αναλογική.

9.4.5.   Αποφυγή αδικαιολόγητων αρνητικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές

(303)

Σύμφωνα με την παράγραφο 131 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των ενισχύσεων λειτουργίας, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και τις επιπτώσεις στο εμπόριο. Μια ένδειξη πιθανών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ή επίπτωσης στις συναλλαγές μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο αερολιμένας βρίσκεται στην ίδια ζώνη επιρροής με άλλον αερολιμένα ο οποίος διαθέτει πλεονάζουσα χωρητικότητα.

(304)

Όπως αποδεικνύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 276 επ. ανωτέρω, η Επιτροπή έχει ήδη αποφανθεί ότι η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

9.5.   Συμπέρασμα σχετικά με τη συμβατότητα των μέτρων ενίσχυσης

(305)

Όλα τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας έρευνας και χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης. Το συμπέρασμα αυτό τελεί εξολοκλήρου υπό την αίρεση της αξιολόγησης τυχόν άλλων μέτρων κρατικών ενισχύσεων που οι δημόσιες αρχές έχουν ενδεχομένως χορηγήσει στην FN GmbH, την οποία η Επιτροπή θα μπορούσε να διενεργήσει στο μέλλον.

10.   ΓΛΩΣΣΑ

(306)

Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 2014 η Γερμανία αποδέχθηκε η παρούσα απόφαση να εκδοθεί στην αγγλική γλώσσα. Ως εκ τούτου, το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην FN GmbH από την EEL GmbH στις 11 Απριλίου 2004, 17 Ιουνίου 2004 και 28 Ιουλίου 2004 και τα μέτρα στήριξης που χορηγήθηκαν από την περιφέρεια Kleve και τον Δήμο Weeze στην EEL GmbH δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

1.   Το δάνειο που χορηγήθηκε στην FN GmbH από την EEL GmbH την 1η Ιουλίου 2005, καθώς και η παράταση της 1ης Ιουλίου 2005 όλων των υφιστάμενων δανείων που χορηγήθηκαν στην FN GmbH από την EEL GmbH, το μέτρο στήριξης που χορηγήθηκε από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στην FN GmbH και το μέτρο στήριξης που χορηγήθηκε από την περιφέρεια Kleve απευθείας στην FN GmbH για την αγορά του ακινήτου του αερολιμένα Niederrhein-Weeze συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η χορηγηθείσα στις 29 Νοεμβρίου 2010 παράταση όλων των υφιστάμενων δανείων της EEL GmbH στην FN GmbH, εάν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις δύο περιπτώσεις οι διατάξεις είναι κατ' ουσία ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ, κατά περίπτωση. Η ΣΛΕΕ εισήγαγε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως η αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση» και του όρου «κοινή αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά». Η ορολογία της ΣΛΕΕ χρησιμοποιείται σε όλο το κείμενο της παρούσας απόφασης.

(2)  ΕΕ C 279 της 14.9.2012, σ. 1.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 204 της 31.7.2013, σ. 15).

(4)  ΕΕ C 279 της 14.9.2012, σ. 1.

(5)  Εκτός από τη Ryanair και την Transavia, πτήσεις σε αυτό το αεροδρόμιο πραγματοποιούσαν στο παρελθόν οι εταιρείες Air Berlin, Wizz Air, XL Airways, Sky Airlines, Corendon Airlines και Bulgaria Air, καθώς και οι εταιρείες ναυλωμένων πτήσεων Tailwind και Solid Executive (βλέπε αιτιολογική σκέψη 11 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας).

(6)  Επιχερηματικο απόρρητο.

(7)  Πηγή: http://unternehmen.airport-weeze.com/de/kurzportrait.html

(8)  Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν περισσότερες από 1 000 καταγγελίες κατά της χορήγησης της άδειας λειτουργίας στην FN GmbH πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν επομένως να αρχίσουν πριν από την 1η Μαΐου 2003. Το 2006 ασκήθηκε νέα δικαστική προσφυγή κατά της άδειας λειτουργίας, γεγονός που δημιούργησε ανασφάλεια δικαίου για τη λειτουργία του αεροδρομίου. Το ζήτημα τελικά διευθετήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2007, όταν το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) επέτρεψε τις πτητικές λειτουργίες στο αεροδρόμιο. Η πλήρης νομική συμμόρφωση επιτεύχθηκε με τροποποίηση της άδειας εκμετάλλευσης, η οποία εκδόθηκε από τις περιφερειακές αρχές την 1η Μαΐου 2009.

(9)  Το βασικό επιτόκιο μεταβάλλεται την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους κατά το ποσοστό αύξησης ή μείωσης του επιτοκίου αναφοράς από την τελευταία μεταβολή του βασικού επιτοκίου. Το επιτόκιο αναφοράς είναι το επιτόκιο της τελευταίας πράξης κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του σχετικού εξαμήνου. Η Deutsche Bundesbank ανακοινώνει το πραγματικό βασικό επιτόκιο στην Εφημερίδα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου.

(10)  Η διαφορά ύψους [1-3] εκατ. ευρώ μεταξύ του ποσού του δανείου και του εμπράγματου βάρους επί του οικοπέδου απορρέει από το γεγονός ότι η FN GmbH και η EEL GmbH σύναψαν, στις 14 Ιουλίου 2004, ενδιάμεση πιστωτική συμφωνία συνοδευόμενη από εμπράγματο βάρος αξίας [1-3] εκατ. ευρώ. Αυτή η ενδιάμεση σύμβαση αντικαταστάθηκε εντέλει από την 3η δανειακή σύμβαση της 27ης Ιουλίου 2004, αλλά το εμπράγματο βάρος δεν ακυρώθηκε και εξακολουθεί να ισχύει, οπότε για την 3η δανειακή σύμβαση απαιτήθηκε μόνο εγγύηση ύψους [1-5] εκατ. ευρώ.

(11)  Καμία από τις συμβάσεις δεν περιέχει ειδική διάταξη σχετικά με τόκους υπερημερίας, εφόσον αυτοί προβλέπονται κατά τον νόμο από το άρθρο 288 του BGB και, επομένως, εφαρμόζονται σε όλες τις δανειακές συμβάσεις.

(12)  http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/reference_rates.html

(13)  Βάσει της συμφωνίας της 31ης Μαρτίου 2011, οι μετοχές μεταβιβάστηκαν στην EEL GmbH στις 31 Δεκεμβρίου 2011.Τελικά μεταβιβάστηκαν στην περιφέρεια Kleve.

(14)  Η παρούσα απόφαση δεν καλύπτει την εν λόγω μετοχοποίηση χρέους ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο που ενδεχομένως έλαβε η Γερμανία υπέρ της FN GmbH από το 2011.

(15)  https://recht.nrw.de/lmi/owa/br_bes_text?anw_nr=1&gld_nr=9&ugl_nr=96&bes_id=1284&val=1284&ver=7&sg=&aufgehoben=N&menu=1

(16)  Αυτό σημαίνει ότι, όταν η EEL GmbH ανανέωσε τα δάνεια που χορήγησε στην FN GmbH, ανανεώθηκαν αντίστοιχα και τα δικά της δάνεια που χορηγήθηκαν από την περιφέρεια Kleve και το δάνειο που χορήγησε η [τράπεζα] στην EEL GmbH ύψους [1-5] εκατ. ευρώ.

(17)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).

(18)  Βλέπε υποσημείωση 16.

(19)  Βλέπε υποσημείωση 7.

(20)  Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

(21)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 38 για περαιτέρω εξελίξεις σχετικά με τις τελικές κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές.

(22)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01, Chronopost κατά Ufex και λοιπών, Συλλογή, EU:C:2003:388, σκέψη 37.

(23)  Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2).

(24)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράςκαι προεξόφλησης (ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6).

(25)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 273 της 9.9.1997, σ. 3).

(26)  Υπόθεση C-305/89, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, EU:C:1991:142, σκέψη 19.

(27)  Απόφαση της Επιτροπής της 15.6.2011, N 322/10, αιτιολογική σκέψη 49. http://ec.europa.eu/competition/state_aid/cases/237041/237041_1243261_83_3.pdf

(28)  http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/transparency_extract_en.pdf

(29)  Εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (ΕΕ C 350 της 10.12.1994, σ. 5).

(30)  Συγκεκριμένα, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2000 στην υπόθεση T-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3929 EU:T:2000:290, της 17ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση T-196/04 Ryanair κατά Επιτροπής, EU:T:2008:585, καθώς και της 24ης Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-443/08, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής κ.ά., EU:T:2011:117.

(31)  Αιτιολογική σκέψη 42.

(32)  Υπόθεση SA. 30743 — Finanzierung von Infrastrukturprojekten am Flughafen Leipzig/Halle (ΕΕ C 284 της 28.9.2011, σ. 6).

(33)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 54 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(34)  Υπόθεση C-408/04, Salzgitter κατά Επιτροπής, EU:C:2008:236, σκέψη 106.

(35)  COM(2006) 819.

(36)  Ο δείκτης παρέχει τα επιτόκια των ομολόγων των γερμανικών τραπεζών με διαβάθμιση ΑΑΑ.

(37)  Τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη δικαιολόγησαν τις αμφιβολίες τους σχετικά με το σημείο αυτό υποστηρίζοντας ότι η Airport Network B.V ήταν διαρκώς ζημιογόνα.

(38)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-183/02 P και C-187/02 P, Demesa and Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2004:701, σκέψη 52.

(39)  Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες (ΕΕ C 99 της 4.4.2014, σ. 3).

(40)  Απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-443/08 και T-455/08, Mitteldeutsche Flughafen AG and Flughafen Leipzig Halle GmbH κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2011:117, και ιδίως σκέψεις 93 και 94· επικυρώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση C-288/11 P, Mitteldeutsche Flughafen and Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, EU:C:2012:821.

(41)  Οδηγία 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (ΕΕ L 318 της 17.11.2006, σ. 17).

(42)  

«Σκοπός της εταιρείας είναι η ανάπτυξη και η έναρξη της λειτουργίας του πρώην αεροδρομίου του ΝΑΤΟ Weeze-Laarbruch όσον αφορά τις αναγκαίες τεχνικές εγκαταστάσεις και υποδομές και η συντήρηση και ανακαίνιση του χώρου, προετοιμάζοντάς τον για επόμενη εμπορική χρήση».

(43)  Η μοναδική οικονομική ενίσχυση του Δήμου Weeze συνίστατο στην αρχική εισφορά κεφαλαίου κατά τη σύσταση της EEL GmbH, αλλά ο δήμος στήριξε όλες τις αποφάσεις τις οποίες έλαβαν η EEL GmbH και η περιφέρεια Kleve.

(44)  Βάσει της παραγράφου 53 του Haushaltsgrundsätzegesetz (HGrG), η οποία ορίζει τις δημοσιονομικές και λογιστικές αρχές των δημόσιων οργανισμών στη Γερμανία.

(45)  Ανακοίνωση της Επιτροπής στα κράτη μέλη: εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής επί των δημοσίων επιχειρήσεων στον κλάδο της μεταποίησης (ΕΕ C 307 της 13.11.1993, σ. 3, παράγραφος 11). Η εν λόγω ανακοίνωση αφορά τον κλάδο της μεταποίησης, αλλά εφαρμόζεται και σε άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Βλέπε επίσης υπόθεση T-16/96 Cityflyer, Συλλογή 1998, σ. II-757, σκέψη 51.

(46)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6).

(47)  Η ανακοίνωση του 2008 για τα επιτόκια αναφοράς θεσπίζει μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης που εφαρμόζονται ως αντιπροσωπευτικά επιτόκια αναφοράς. Μολονότι το επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής είναι απλώς αντιπροσωπευτικό, η Επιτροπή δεν έχει στην κατοχή της άλλα πειστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του επιτοκίου το οποίο ο δανειολήπτης θα μπορούσε να εξασφαλίσει στην αγορά.

(48)  Solvabilitätsverordnung — SolvV της 14ης Δεκεμβρίου 2006, δημοσιεύθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2006 στη γερμανική Bundesgesetzblatt (Μέρος I αριθ. 61, σ. 2926).

(49)  Βλέπε Standard and Poor's «2012 Annual Global Corporate Default Study and Rating Transitions» της 18ης Μαρτίου 2013, σ. 29, και Moody's «Corporate Default and Recovery Rates 1920-2010» της 28ης Φεβρουαρίου 2011, σ. 31.

(50)  Το επίπεδο των εξασφαλίσεων μπορεί να μετρηθεί ως ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD), η οποία είναι η ποσοστιαία αναμενόμενη ζημία της έκθεσης του οφειλέτη, λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από την εξασφάλιση και των πτωχευτικών περιουσιακών στοιχείων· ως εκ τούτου, η LGD είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την αξία των εξασφαλίσεων.

(51)  LGD = 1 – ποσοστό ανάκτησης = 1 – […] εκατ ευρώ/[…] εκατ ευρώ = […] %.

(52)  Βλέπε σ. 22 και 23 της δανειακής συμφωνίας της 1ης Ιουλίου 2005.

(53)  Βλέπε σ. 2 του παραρτήματος 2 της επιστολής της Γερμανίας της 23ης Μαΐου 2014.

(54)  Η αύξηση της αξίας από το 2005 έως το 2010 οφείλεται κυρίως σε […].

(55)  Βλέπε σ. 2 του παραρτήματος 2 της επιστολής της Γερμανίας της 23ης Μαΐου 2014.

(56)  Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τις βαθμολογίες […].

(57)  Κατάλογος με τα βασικά επιτόκια δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στον ακόλουθο διαδικτυακό τόπο: http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/base_rates_eu27_en.pdf

(58)  Η διαφορά των […] μονάδων βάσης ως προς τα επιτόκια αντιπροσωπεύει πλεονέκτημα ύψους περίπου […] ευρώ για τη διάρκεια του δανείου 4 και της παράτασης 1.

(59)  Υπόθεση C-99/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2004:207, σκέψη 65.

(60)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH (απόφαση «Altmark»), Συλλογή, EU:C:2003:415.

(61)  Κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, παράγραφος 43.

(62)  Υπόθεση C-99/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2004:207, σκέψη 65.

(63)  Απόφαση «Altmark», EU:C:2003:415

(64)  Κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014, παράγραφος 43.

(65)  Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000 στην υπόθεση T-296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2000:289, σκέψη 84· υπόθεση C-305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:1991:142, σκέψη 20.

(66)  Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές για τις αεροπορικές μεταφορές του 2005, παράγραφος 46.

(67)  Βλέπε υποσημείωση 65.

(68)  Βλέπε υποσημείωση 49.

(69)  Βλέπε κωδικοποιημένη ανακοίνωση της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ C 95 της 16.4.2008, σ. 1, παράγραφος 95).

(70)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 53.

(71)  Βλέπε πίνακα 3.

(72)  Το άρθρο 1 στοιχείο β) περίπτωση v) δεύτερη φράση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 αναφέρει: «Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθέρωσης μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθέρωσης».

(73)  

«Η ενίσχυση θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθέρωσης μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθέρωσης».

(74)  Αιτιολογικές σκέψεις 38 και 39.

(75)  Αιτιολογική σκέψη 172 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.

(76)  Αιτιολογική σκέψη 173 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.

(77)  Ενδεικτικά βλέπε υπόθεση SA. 34586 (12/N) — Ελλάδα — Εκσυγχρονισμός αερολιμένα Χανίων, αιτιολογική σκέψη 49.

(78)  Αν και το αεροδρόμιο του Μάαστριχτ απέχει λιγότερο από 100 km (98 km) από το Niederrhein-Weeze, για την πρόσβαση σε αυτό με αυτοκίνητο απαιτείται 1 ώρα και 14 λεπτά. Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι το αεροδρόμιο αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται εντός της ζώνης επιρροής του αερολιμένα Niederrhein-Weeze.

(79)  Μετά την επέκταση το 2012-2013, η χωρητικότητα του αεροδρομίου του Αϊντχόφεν αυξήθηκε σε 5 εκατ. επιβάτες· τα έργα επέκτασης του αεροδρομίου του Ντίσελντορφ αναμένεται να ξεκινήσουν το καλοκαίρι του 2014.

(80)  Βλέπε παράγραφο 15.

(81)  Παράγραφοι 137 και 113 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.

(82)  Παράγραφοι 137 και 116 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.

(83)  Παράγραφοι 137 και 124 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.

(84)  Παράγραφοι 137 και 125 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.

(85)  Παράγραφοι 137 και 131 των κατευθυντήριων γραμμών για τις αεροπορικές μεταφορές του 2014.


15.10.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 269/47


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1825 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 31ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τη μη κοινοποιηθείσα κρατική ενίσχυση SA.34791 (2013/C) (πρώην 2012/NN) — Βέλγιο — Ενίσχυση διάσωσης υπέρ της Val Saint-Lambert SA

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 5402]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 11 Μαΐου 2012 το Βέλγιο κοινοποίησε εκ των προτέρων στην Επιτροπή την ενίσχυση διάσωσης υπέρ της εταιρείας Val Saint-Lambert SA (εφεξής «VSL») υπό μορφή δανείου με ευνοϊκούς όρους ύψους 1 εκατ. ευρώ. Διαπιστώνοντας ότι ένα μέρος της ενίσχυσης διάσωσης ύψους 400 000 ευρώ είχε ήδη χορηγηθεί στις 3 Απριλίου 2012, η Επιτροπή καταχώρισε την εν λόγω υπόθεση στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων. Η ενίσχυση αυτή εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις μη κοινοποιηθείσες και δεν αποτέλεσε μεταγενέστερα αντικείμενο κοινοποίησης.

(2)

Στις 3 Οκτωβρίου 2012 οι βελγικές αρχές κοινοποίησαν την ενίσχυση αναδιάρθρωσης υπέρ της VSL. Αυτή συνίσταται στην παράταση του δανείου ύψους 1 εκατ. ευρώ για 10 έτη.

(3)

Με επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 2013 η Επιτροπή ενημέρωσε το Βέλγιο σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») όσον αφορά τις δύο αυτές ενισχύσεις και τα άλλα μέτρα που χορηγήθηκαν υπέρ τηςVSL.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2) (εφεξής η «απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας»). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ενίσχυση και τα επίμαχα μέτρα.

(5)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις για το θέμα αυτό από τρίτους ενδιαφερόμενους.

(6)

Το Βέλγιο διαβίβασε τις παρατηρήσεις του επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας στις 21 Μαρτίου 2013.

(7)

Με επιστολή της 14ης Νοεμβρίου 2013 οι βελγικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι επιθυμούσαν να αποσύρουν την κοινοποίηση σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό δεν αναλύεται στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης.

(8)

Με επιστολές της 17ης Οκτωβρίου και της 14ης Νοεμβρίου 2013 και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Δεκεμβρίου 2013 η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις βελγικές αρχές. Οι βελγικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου 2013 και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Δεκεμβρίου 2013, ζήτησαν δε συμπληρωματική προθεσμία για να απαντήσουν στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 14ης Νοεμβρίου 2013. Η προθεσμία αυτή τους παραχωρήθηκε με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2013. Η απάντηση των βελγικών αρχών ελήφθη τελικά στις 6 Ιανουαρίου 2014. Η Επιτροπή διαβίβασε νέο αίτημα παροχής πληροφοριών στις 7 Φεβρουαρίου 2014. Οι βελγικές αρχές και ο δικηγόρος της Société Wallonne de Gestion et de Participations (εφεξής «SOGEPA») απάντησαν, αντιστοίχως, στις 25 και στις 27 Φεβρουαρίου 2014. Στις 11 Απριλίου 2014 απευθύνθηκε στις βελγικές αρχές νέο αίτημα παροχής πληροφοριών. Με επιστολή της 30ής Απριλίου 2014 η Επιτροπή παρέτεινε την προθεσμία που είχε παραχωρηθεί στις βελγικές αρχές έως τις 23 Μαΐου 2014. Η απάντησή τους παραλήφθηκε πράγματι από την Επιτροπή την ημερομηνία εκείνη.

(9)

Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 2014 οι βελγικές αρχές εξουσιοδότησαν την Επιτροπή να εγκρίνει και να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση μόνο στη γαλλική γλώσσα.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

2.1.   Ο δικαιούχος

(10)

Η VSL παράγει αντικείμενα από κρύσταλλο ανώτερης κλάσης ή πολυτελείας. Είναι εγκατεστημένη στο Seraing στη Βαλλονία, απασχολεί 52 άτομα και έχει ετήσιο κύκλο εργασιών περίπου 2 εκατ. ευρώ. Τα προϊόντα χαίρουν καλής φήμης, ενώ χαρακτηριστικό στοιχείο κατά τη διαχρονική της πορεία είναι οι διάφορες πτωχεύσεις. Ειδικότερα, η Cristallerie du Val Saint-Lambert SA χρεοκόπησε το 2002 και τις δραστηριότητές της τις ανέλαβε η La cristallerie du Val Saint-Lambert SA (εφεξής «CVSL»), η οποία συστάθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2002. Το εμπορικό δικαστήριο της Λιέγης κήρυξε, στη συνέχεια, την πτώχευση της CVSL με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2008. Τις δραστηριότητες τις ανέλαβαν δύο ιδιώτες μέτοχοι: η Châteaux Finances Corporation (εφεξής «CFC»), εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία κατέχει περισσότερες εταιρείες ακινήτων ή ασκεί δραστηριότητες σχετικές με τον χώρο της οινοποιίας και της γαστρονομίας και η Société de Promotion d'Espaces Commerciaux et Industriels (εφεξής «SPECI»), επιχείρηση διαχείρισης και ανάπτυξης ακινήτων περιουσιακών στοιχείων.

(11)

Αρχικά οι CFC και SPECI κατείχαν αντιστοίχως το 70 % και το 30 % της VSL. Τον Μάρτιο του 2011 η CFC και η Περιφέρεια της Βαλλονίας προέβησαν σε αύξηση κεφαλαίου στην οποία δεν πήρε μέρος η SPECI. Η VSL ανήκει σήμερα κατά 76 % στην CFC, κατά 17 % στην Περιφέρεια της Βαλλονίας και κατά 7 % στην SPECI.

(12)

Από τις 14 Οκτωβρίου 2013 η VSL βρίσκεται εκ νέου σε διαδικασία πτώχευσης.

(13)

Η VSL επωφελείται από τη χρήση αποκλειστικής άδειας για την εκμετάλλευση των σημάτων, σχεδίων και ιχνογραφημάτων της VSL. Αυτή η άδεια της χορηγήθηκε από τον Ιανουάριο του 2009 από την Περιφέρεια της Βαλλονίας, τον σημερινό κάτοχο των σημάτων. Τα σήματα VSL ανήκαν προηγουμένως, έως τον Οκτώβριο του 2005, στην Compagnie financière du Val (εφεξής «CFV»), τη διάδοχο της Société de Gestion des marques du Val Saint-Lambert [εταιρεία διαχείρισης των σημάτων της Val Saint-Lambert], εταιρεία που ανήκει εξολοκλήρου στη SOGEPA (η οποία ανήκει με τη σειρά της κατά ποσοστό 100 % στην Περιφέρεια της Βαλλονίας).

(14)

Με τη συμφωνία εκχώρησης της 5ης Οκτωβρίου 2005 η CFV παραχώρησε τα σήματα αυτά στην Interagora SA, μητρική εταιρεία της CVSL, έναντι ποσού [500 000 — 800 000] (3) ευρώ. Στις 11 Αυγούστου 2008 η Interagora SA, η οποία είχε μετατραπεί σε Val Saint-Lambert International SA (εφεξής «VSLI»), χρεοκόπησε, ενώ συνέχισε να οφείλει ποσό 280 000 ευρώ στην CFV. Στη συνέχεια, η Περιφέρεια της Βαλλονίας χρησιμοποίησε το δικαίωμα προαιρέσεώς της και απέκτησε την κυριότητα των σημάτων για ποσό [700 000 — 1 000 000] ευρώ το 2008.

2.2.   Περιγραφή των μέτρων και των ενισχύσεων

2.2.1.   Μέτρο 1: Η ενίσχυση διάσωσης ύψους 1 εκατ. ευρώ της 3ης Απριλίου 2012

(15)

Η ενίσχυση διάσωσης υπέρ της VSL απαρτίζεται από το δάνειο με επιδότηση επιτοκίου 1 εκατ. ευρώ, το οποίο χορηγήθηκε στις 3 Απριλίου 2012 από την Περιφέρεια της Βαλλονίας, εκπροσωπούμενη από την SOGEPA (η SOGEPA ενεργεί για λογαριασμό της Περιφέρειας για όλα τα μέτρα όπου υπάρχει παρέμβαση της SOGEPA), για χρονικό διάστημα 6 μηνών με επιτόκιο 3,07 % (βασικό επιτόκιο 2,07 συν 100 μονάδες βάσης). Το επιτόκιο αυξήθηκε στη συνέχεια κατά περιθώριο 100 μονάδων βάσης υπό μορφήν αποζημίωσης προς κάλυψη των εξόδων της SOGEPA, ανερχόμενο επομένως σε 4,07 %. Ένα μέρος του δανείου ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ, ήτοι 400 000 ευρώ, χορηγήθηκε την ίδια ημέρα με τη σύναψη της πιστωτικής συμβάσεως της 3ης Απριλίου 2012, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο εκ των προτέρων κοινοποίησης στην Επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Το υπόλοιπο ποσό του δανείου, ήτοι ποσό 600 000 ευρώ, χορηγήθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, η οποία δεν έχει περιέλθει σε γνώση της Επιτροπής. Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι έχει χορηγηθεί το ακέραιο ποσό του δανείου, ήτοι 1 εκατ. ευρώ, δεδομένου ότι είχε συμπεριληφθεί στην αναγγελία απαιτήσεως που απευθύνθηκε στο εμπορικό δικαστήριο της Λιέγης στο πλαίσιο της πτωχεύσεως της VSL η οποία κηρύχθηκε από το ίδιο δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 2013.

2.2.2.   Μέτρο 2: Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης

(16)

Στις 3 Οκτωβρίου 2012 οι βελγικές αρχές κοινοποίησαν την ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Αυτή συνίστατο στην παράταση του δανείου ύψους 1 εκατ. ευρώ (δηλαδή του μέτρου 1) για 10 έτη. Ωστόσο, με επιστολή της 14ης Νοεμβρίου 2013 οι βελγικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι απέσυραν την κοινοποίηση σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν με επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου 2013 ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν τέθηκε σε εφαρμογή. Κατά συνέπεια, η εν λόγω ενίσχυση δεν αναλύεται στην παρούσα απόφαση.

2.2.3.   Μέτρα 3 έως 8

(17)

Πριν από την προαναφερθείσα ενίσχυση διάσωσης (μέτρο 1), η Περιφέρεια της Βαλλονίας, εκπροσωπούμενη από την SOGEPA και άλλους δημόσιους οργανισμούς η κυριότητα των οποίων ανήκει στην Περιφέρεια, και ενεργώντας εξ ονόματός τους υπό την ιδιότητα της CFV, παρενέβη έξι φορές υπέρ της VSL κατά το διάστημα μεταξύ 2008 και 2011, υπό τις εξής μορφές: με εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ (μέτρο 3), με τη χρήση και την εκχώρηση των σημάτων της Val Saint-Lambert (μέτρο 4), με δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 5), με την αύξηση του κεφαλαίου κατά 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 6), με ενισχύσεις περιορισμένου ύψους (μέτρο 7) και με τη χρηματοδότηση των εργασιών απορρύπανσης στο πλαίσιο του σχεδίου Cristal Park (μέτρο 8).

Μέτρο 3: Εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2008

(18)

Η πτώχευση της CVSL, η οποία εκμεταλλευόταν το εργοστάσιο κρυστάλλων πριν από την VSL, κηρύχθηκε στις 11 Αυγούστου 2008 από το εμπορικό δικαστήριο της Λιέγης. Για να εξασφαλιστεί η συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων παρά το καθεστώς της πτώχευσης, προκειμένου να βρεθεί αγοραστής, η Περιφέρεια της Βαλλονίας ανέθεσε στην SOGEPA, με την απόφαση της 28ης Αυγούστου 2008, να εκδώσει εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ για το δάνειο της ING που ανερχόταν σε 300 000 ευρώ υπέρ του συνδίκου του επιφορτισμένου με το έργο επίβλεψης της πτώχευσης της CVSL. Η εγγύηση αυτή χορηγήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 υπέρ του συνδίκου του επιφορτισμένου με το έργο επίβλεψης της πτώχευσης της CVSL, χωρίς ανταμοιβή.

Μέτρο 4: Εκχώρηση και χρήση των σημάτων Val Saint-Lambert τον Ιανουάριο του 2009

(19)

Όπως μνημονεύθηκε, η CFV είχε στην κυριότητά της έως τον Οκτώβριο του 2005 τα σήματα της VSL.

(20)

Ο CFV εκχώρησε τα σήματα αυτά στην Interagora SA για ποσό [500 000 — 800 000] ευρώ, με τη συμφωνία μεταβίβασης της 5ης Οκτωβρίου 2005. Η εκκαθάριση της πληρωμής των 700 000 ευρώ όφειλε να γίνει σε μία εφάπαξ δόση [100 000 — 500 000] ευρώ και με δέκα ετήσιες πληρωμές ύψους [10 000 — 50 000] ευρώ. Το άρθρο 7 της εν λόγω σύμβασης παραχωρούσε στην Περιφέρεια της Βαλλονίας το δικαίωμα προαίρεσης στην υποθετική περίπτωση που, πριν από τις 5 Οκτωβρίου 2010, η Interagora SA ή οι έλκοντες δικαιώματα από εκείνη θα εξέταζαν το ενδεχόμενο μεταβίβασης των σημάτων, σχεδίων και υποδειγμάτων που αποτελούν αντικείμενο της μεταβιβάσεως.

(21)

Στις 11 Αυγούστου 2008 η Interagora SA, νυν VSLI, χρεοκόπησε, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να οφείλεται στην CFV το υπόλοιπο των 280 000 ευρώ.

(22)

Την 1η Οκτωβρίου 2008 ο επίτροπος της πτώχευσης της CVSL υπέγραψε μνημόνιο συμφωνίας με τις CFC και SPECI (αγοραστές των δραστηριοτήτων CVSL), το οποίο προέβλεπε επίσης την αγορά των σημάτων Val Saint-Lambert που κατείχε η VLSI στην τιμή των [700 000 — 1 000 000] ευρώ. Η Περιφέρεια της Βαλλονίας άσκησε στη συνέχεια το δικαίωμα της προαίρεσης που διέθετε (άρθρο 7 της σύμβασης της 5ης Οκτωβρίου 2005) με την ίδια τιμή και προειδοποίησε σχετικά τον σύνδικο στις 7 Νοεμβρίου 2008. Κατόπιν θέσπισε τους ακόλουθους όρους στη σύμβαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, η οποία έχει συναφθεί μεταξύ της CFV και της VSL:

Παραχωρεί αποκλειστική, απεριόριστη και παγκόσμια άδεια για τη χρήση από την VSL των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που συνδέονται αποκλειστικά με τα εμπορικά σήματα, τους λογότυπους και τις ενδείξεις με την επιγραφή «Val Saint-Lambert», την κυριότητα της οποίας εξακολουθεί να διατηρεί η Περιφέρεια της Βαλλονίας. Η εν λόγω άδεια χορηγείται έναντι τιμήματος ίσου με ποσοστό 1,5 % επί των ενοποιημένων κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) κατά τα πρώτα 5 έτη οικονομικών χρήσεων και με 5 % από το έκτο οικονομικό έτος. Η παραχωρούμενη άδεια λήγει σε περίπτωση πτώχευσης, εκκαθάρισης ή πτωχευτικής συμφωνίας της VSL ή σε περίπτωση καταγγελίας της συμφωνίας, με υπαιτιότητα της VSL.

Παραχωρεί στην εταιρεία VSL δικαίωμα της προαίρεσης αγοράς για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Η VSL έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα προαίρεσης από το τέταρτο έτος μετά την υπογραφή της σύμβασης και έως την τελευταία ημέρα του πέμπτου έτους στην τιμή των [700 000 — 1 000 000] ευρώ (την τιμή που προτείνεται από τους αγοραστές στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου της συμφωνίας εξαγοράς της 1ης Οκτωβρίου). Η VSL μπορεί επίσης να ασκήσει το δικαίωμα αυτό προαίρεσης για το ίδιο τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένο ποσό των 800 000 ευρώ, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή του Βελγίου, μεταξύ του έκτου και του δέκατου έτους. Από το ενδέκατο έτος η Περιφέρεια Βαλλονίας θα δικαιούται να απαιτήσει από την VSL την εξαγορά των πνευματικών δικαιωμάτων στην ίδια τιμαριθμικά προσαρμοσμένη τιμή των [700 000 — 1 000 000] ευρώ.

Σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης αγοράς, η VSL θα πρέπει να εξοφλήσει όλα τα ποσά που εξακολουθούν να οφείλονται στην CFV (για τα οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 21).

(23)

Στις παρατηρήσεις τους οι βελγικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι, μετά το πέρας της διαδικασίας της δικαστικής αναδιοργάνωσης (4) που είχε κινηθεί στις 28 Φεβρουαρίου 2012, το υπόλοιπο που απέμενε να πληρωθεί δεν ανερχόταν πλέον σε 280 000, αλλά σε 61 250 ευρώ, συνεπεία της έκπτωσης κατά 43 750 ευρώ, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικής αναδιοργάνωσης, και μετά την αποπληρωμή των 105 000 ευρώ που πραγματοποιήθηκε πριν τεθεί σε εφαρμογή η παρούσα διαδικασία.

Μέτρο 5: Δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο του 2009

(24)

Στις 31 Αυγούστου 2009 η Περιφέρεια της Βαλλονίας, εκπροσωπούμενη από την SOGEPA, χορήγησε δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ στην VSL με επιτόκιο 4,7 % για περίοδο επτά ετών, με σκοπό να παρασχεθεί στην επιχείρηση η δυνατότητα να αποκτήσει νέους φούρνους. Το δάνειο αυτό είναι εξασφαλισμένο με υποθήκη πρώτης τάξης επί των ακινήτων της VSL, που φέρονται να έχουν υψηλότερη αξία από το δάνειο, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές.

Μέτρο 6: Αύξηση κεφαλαίου κατά 1,5 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο του 2011

(25)

Στις 17 Μαρτίου 2011 η Περιφέρεια της Βαλλονίας αποφάσισε να προβεί σε εισφορά κεφαλαίου 1,5 εκατ. ευρώ στην εταιρεία VSL για να καταστεί δυνατή η απόκτηση νέας καμίνου. Κατά το διάστημα μεταξύ της 25ης Μαΐου 2009 και της 29ης Μαρτίου 2011 η CFC (πλειοψηφικός μέτοχος της VSL) συνεισέφερε στην εν λόγω εταιρεία απαιτήσεις συνολικού ύψους 5,2 εκατ. ευρώ.

Μέτρο 7: Προγενέστερες ενισχύσεις περιορισμένου ύψους

(26)

Κατά το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2010 και Νοεμβρίου 2012 η VSL εισέπραξε 197 503 ευρώ μέσω διαφόρων ενισχύσεων περιορισμένου ύψους. Στις 25 Μαρτίου 2011 η SOGEPA κατέβαλε ενίσχυση ύψους 97 785 ευρώ για την πρόσληψη προσωρινού διαχειριστή. Η SOGEPA ζήτησε εντούτοις στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 την επιστροφή της εν λόγω ενίσχυσης με τόκο, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε σημειωθεί υπέρβαση του ανώτατου ορίου των 200 000 ευρώ που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής (5).

Μέτρο 8: Απορρύπανση των κτιρίων της VSL στο πλαίσιο του σχεδίου Cristal Park και δωρεάν διάθεση ορισμένων κτιρίων από την SPAQuE στη VSL

(27)

Το σχέδιο Cristal Park προέβλεπε την απορρύπανση κτιρίων που ανήκουν στην εταιρεία VSL με δημόσιους πόρους.

(28)

Με επιστολή της 20ής Αυγούστου 2012 η SPAQuE (δημόσια επιχείρηση στήριξης της ποιότητας του περιβάλλοντος) υπέβαλε προσφορά υπό όρους για την απόκτηση των ακινήτων της VSL έναντι ποσού 2 040 000 ευρώ, μείον τις δαπάνες απορρύπανσης για τις οποίες αναμένεται η αποτίμηση. Η τιμή των 2 040 000 ευρώ καθορίστηκε από τον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα Cushman & Wakefield στις 29 Μαρτίου 2012, ο οποίος διευκρίνισε ότι δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει ο ίδιος το κόστος της αποκατάστασης. Με επιστολή της 5ης Σεπτεμβρίου 2012 η VSL γνωστοποίησε στην SPAQuE ότι το κόστος της απορρύπανσης καθορίστηκε από την εταιρεία GEOLYS στο ποσό των 219 470 ευρώ τον Αύγουστο του 2012. Στην ίδια επιστολή η VSL ενημέρωσε επίσης την SPAQuE ότι συμφωνεί με την πώληση των ακινήτων στην τιμή των 2 040 000 ευρώ μείον 220 000 ευρώ. Στις 13 Δεκεμβρίου 2012 τα ακίνητα αυτά πωλήθηκαν στην SPAQuE στην τιμή των 2 040 000 ευρώ, μείον το κόστος απορρύπανσης, που εκτιμήθηκε σε 220 000 ευρώ, ήτοι για ποσό 1 820 000 ευρώ. Στο μεταξύ, σε σημείωμα της 1ης Δεκεμβρίου 2011 το οποίο διαβιβάστηκε από τις βελγικές αρχές, το κόστος της απορρύπανσης είχε υπολογισθεί ότι ανέρχεται σε περισσότερα εκατ. ευρώ.

(29)

Πριν από την εν λόγω πώληση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, το δημοτικό συμβούλιο της πόλεως Seraing ενέκρινε δύο σχέδια σύμβασης δικαιωμάτων προαίρεσης, κατά τη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου στις 10 Σεπτεμβρίου 2012, το πρώτο μεταξύ της SPAQuE και του Δήμου του Seraing και το δεύτερο μεταξύ της πόλεως του Seraing και της SPECI. Τα σχέδια αυτά ορίζουν τις προϋποθέσεις για τη μελλοντική μεταβίβαση των κτιρίων που πωλήθηκαν στη SPAQuE, μετά την απορρύπανσή τους, μεταξύ των προαναφερόμενων τριών οντοτήτων.

(30)

Μόνο η πώληση της 13ης Δεκεμβρίου 2012 έχει πραγματοποιηθεί έως σήμερα. Οι πράξεις που προβλέπονται από τα σχέδια συμβάσεων, τα οποία έχουν εγκριθεί από το δημοτικό συμβούλιο του Seraing και για τα οποία έγινε λόγος στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις (28 και 29) δεν έχουν εφαρμοστεί. Οι εργασίες απορρύπανσης δεν έχουν αρχίσει.

(31)

Εξάλλου, η σύμβαση για την περιστασιακή διάθεση μέρους των χώρων της μονάδας παραγωγής κρυστάλλων του Val Saint-Lambert μεταξύ της SPAQuE και της VSL υπογράφηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2012. Με τη σύμβαση αυτή η SPAQuE θέτει στη διάθεση της VSL για ορισμένο χρονικό διάστημα και δωρεάν ορισμένα κτίρια την κυριότητα των οποίων έχει αποκτήσει (βλέπε αιτιολογική σκέψη 27). Σε αντάλλαγμα, η VSL δεσμεύεται να συνεργαστεί με την SPAQuE προκειμένου να διαβιβάσει όλες τις πληροφορίες που κρίνονται χρήσιμες και αναγκαίες για τις εργασίες ανακαίνισης και αποκατάστασης που πρέπει να εκτελεστούν στον χώρο.

2.3.   Οι λόγοι που οδήγησαν στην κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας

(32)

Η Επιτροπή έκρινε ότι όλα τα υπό εξέταση μέτρα αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Όσον αφορά τα μέτρα 1 (ενίσχυση διάσωσης), 3 (εγγύηση χωρίς ανταμοιβή) και 4 (χρήση και εκχώρηση των σημάτων), η Επιτροπή είχε αμφιβολίες σχετικά με τη συμμόρφωση των μέτρων αυτών με την αρχή του «ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς». Όσον αφορά το μέτρο 5 (δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ), η Επιτροπή είχε αμφιβολίες κατά πόσον το επιτόκιο του δανείου δεν εμπεριείχε κρατική ενίσχυση. Την Επιτροπή είχε επίσης απασχολήσει το ερώτημα σχετικά με τον χαρακτήρα της επί ίσοις όροις χορήγησης όσον αφορά το μέτρο 6 (αύξηση κεφαλαίου), αλλά και όσον αφορά τον συμβιβάσιμο χαρακτήρα του με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Όσον αφορά το μέτρο 7, στο οποίο ενοποιούνται τα μέτρα περιορισμένου ύψους, η Επιτροπή δεν ήταν βέβαιη ότι κάθε ένα από τα μέτρα αυτά πληροί τα κριτήρια που περιγράφονται στην προαναφερόμενη ρύθμιση (6). Τέλος, όσον αφορά το μέτρο 8 (πώληση των κτιρίων και δωρεάν διάθεση ορισμένων κτιρίων), η Επιτροπή έθεσε το ερώτημα εάν ο χαρακτήρας της τιμής πώλησης των εκτάσεων γης από την VSL στην SPAQuE δεν εμπεριέχει ενίσχυση, εξαιτίας της αβεβαιότητας που περιβάλλει την αξιολόγηση του κόστους απορρύπανσης. Η Επιτροπή εξέτασε επίσης το ερώτημα κατά πόσο η πράξη η οποία συνίσταται στη δωρεάν διάθεση κτιρίων στην VSL από την SPAQuE εμπεριέχει στοιχεία ενίσχυσης. Όσον αφορά το μέτρο 3, η Επιτροπή ασχολήθηκε επίσης με το ερώτημα εάν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ CVSL και VSL. Τέλος, η Επιτροπή διατηρούσε αμφιβολίες κατά πόσο τα εν λόγω μέτρα ήταν στο σύνολό τους συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά και ιδίως με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (7) (στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης») (μέτρα 1, 2 και 3).

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

3.1.   Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της VSL ως προβληματικής επιχείρησης

(33)

Οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό της VSL ως προβληματικής επιχείρησης από τις 8 Φεβρουαρίου 2012, από την ημερομηνία κατά την οποία κατατέθηκε η αίτηση δικαστικής εξυγίανσης (πράγμα το οποίο, όπως θα φανεί, είναι σημαντικό για την ανάλυση πολλών από τα εξεταζόμενα μέτρα). Κρίνουν ωστόσο ότι η VSL δεν μπορούσε προηγουμένως να θεωρηθεί ότι αποτελούσε προβληματική επιχείρηση, διότι, κατά την άποψή τους, η VSL ήταν νεοσύστατη επιχείρηση και είχε την αμέριστη υποστήριξη του πλειοψηφικού της μετόχου, με άλλα λόγια δηλαδή της CFC, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις παραγράφους 10 και 11 των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης και την πρακτική που εφαρμόζεται κατά την έκδοση των αποφάσεων της Επιτροπής (8).

3.2.   Η ενίσχυση διάσωσης (μέτρο 1)

(34)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω δάνειο, το οποίο χορηγήθηκε χωρίς καμία εξασφάλιση σε μία προβληματική επιχείρηση, ενδέχεται να συνιστά ενίσχυση, δεδομένου ότι η VSL δεν θα μπορούσε να είχε λάβει δάνειο υπό τους αυτούς όρους από ιδιωτική τράπεζα.

(35)

Στις παρατηρήσεις τους οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν ότι το επιδοτούμενο δάνειο ύψους 1 εκατ. ευρώ, το οποίο χορηγήθηκε στις 3 Απριλίου 2012 από την Περιφέρεια της Βαλλονίας, συνιστά ενίσχυση. Ωστόσο, θεωρούν ότι το εν λόγω μέτρο συνιστά ενίσχυση διάσωσης σύμφωνα με το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, υπό την έννοια ότι οι δυσχέρειες της VSL είναι εγγενείς και δεν έχουν προκύψει από την αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου και ότι είναι τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο. Εξηγούν στην ουσία ότι η CFC δεν μπορούσε λόγω της πολυμορφίας των δραστηριοτήτων και συμμετοχών της να διαθέσει το σύνολο των πόρων της για την VSL. Τα ρευστά διαθέσιμα της CFC είχαν μειωθεί σημαντικά από το τέλος του οικονομικού έτους 2011 και ανέρχονταν πλέον μόλις σε 130 000 ευρώ στις 19 Οκτωβρίου 2012. Οι βελγικές αρχές υπενθυμίζουν επίσης ότι, δεδομένης της συχνότητας με την οποία η CFC είχε προκαταβάλει κεφάλαια στην VSL (9,5 εκατ. ευρώ από τη σύσταση της VSL), καθώς και της διαιώνισης των απογοητευτικών οικονομικών αποτελεσμάτων της VSL, η CFC δεν ήταν πλέον σε θέση να επιλύσει τις δυσχέρειες της VSL χρησιμοποιώντας τους πόρους του ομίλου.

(36)

Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης» βάσει της οποίας το μέτρο 1 δεν συμβιβάζεται με το σημείο 72 και επόμενα των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης, επειδή τα μέτρα 3, 5, 6 και 7 συνιστούν ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, οι βελγικές αρχές θεωρούν αντιθέτως ότι:

το μέτρο 3 (η εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ) χορηγήθηκε στον σύνδικο πτωχεύσεως της CVSL τον Σεπτέμβριο του 2008 και όχι στην VSL. Οι βελγικές αρχές θεωρούν εξάλλου ότι δεν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ VSL και CVSL.

το μέτρο 5 (δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ) δεν περιέχει κανένα στοιχείο ενίσχυσης αν ληφθεί υπόψη το επιτόκιο που εφαρμόστηκε και η ποιότητα των εξασφαλίσεων.

το μέτρο 6 (εισφορά κεφαλαίου 1,5 εκατ. ευρώ) δεν περιέχει κανένα στοιχείο ενίσχυσης, διότι πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την εισφορά κεφαλαίου ύψους 5,2 εκατ. ευρώ από την CFC υπό μορφή μετοχοποίησης χρεών.

οι ενισχύσεις περιορισμένου ύψους δεν χορηγήθηκαν σε προβληματική επιχείρηση και δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της αρχής της «εφάπαξ ενίσχυσης». Εξάλλου, ήταν σαφώς χαμηλότερες από τις προκαταβολές από τις προκαταβολές που χορηγήθηκαν από το 2009 από την CFC.

3.3.   Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης (μέτρο 2)

(37)

Συνεπεία της ανάκλησης της κοινοποίησης για το μέτρο αυτό και του γεγονότος ότι δεν τέθηκε σε εφαρμογή από τις βελγικές αρχές, το εν λόγω μέτρο δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης και, ως εκ τούτου, οι παρατηρήσεις των βελγικών αρχών στο θέμα αυτό, καθίστανται άνευ αντικειμένου.

3.4.   Η εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ (μέτρο 3)

(38)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η εγγύηση των 150 000 ευρώ χορηγήθηκε χωρίς αμοιβή σε προβληματική επιχείρηση, δεδομένου ότι η CVSL ήταν αφερέγγυα την εποχή εκείνη. Ως εκ τούτου, φαίνεται να παρέχει πλεονέκτημα στην CVSL δεδομένου ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε χορηγήσει την εν λόγω εγγύηση χωρίς αμοιβή.

(39)

Οι βελγικές αρχές δεν αποφαίνονται σχετικά με το κατά πόσον το συγκεκριμένο μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση ή όχι.

(40)

Διευκρίνισαν εξάλλου ότι η εγγύηση χορηγήθηκε στον σύνδικο πτωχεύσεως και όχι στην αφερέγγυα CVSL. Διατείνονται, ωστόσο, ότι δεν υπήρξε οικονομική συνέχεια μεταξύ CVSL και VSL. Θεωρούν ότι έχουν επαρκώς αποδείξει τη διακοπή της οικονομικής συνέχειας μεταξύ CVSL και VSL. Εμμένουν στο γεγονός ότι, εφόσον το εύρος των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού στην εταιρεία VSL είναι ευρύτερο από εκείνο που κατέχει η CVSL και εντελώς χωριστό, πρέπει να αποκλειστεί οποιαδήποτε συνέχεια.

(41)

Οι βελγικές αρχές υπενθυμίζουν επίσης ότι οι νέοι μέτοχοι της VSL ανέκαθεν επιθυμούσαν την ένταξη της εξαγοράς της CVSL σε ένα έργο οικιστικού και τουριστικού συγκροτήματος μεγάλης κλίμακας, το Cristal Park. Η οικονομική λογική της ανάκαμψης συνιστά, κατά την άποψή τους, σαφή ρήξη με την εκμετάλλευση της μονάδας κρυστάλλου από την CVSL, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην παραγωγή κρυστάλλου.

3.5.   Η χρήση και διάθεση των σημάτων Val Saint-Lambert (μέτρο 4)

(42)

Όπως σημείωνε η Επιτροπή στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ο μηχανισμός αμοιβής για την άδεια που παραχωρήθηκε στην εταιρεία VSL, ο οποίος βασιζόταν στο μελλοντικό EBITDA (ΚΠΤΦΑ) [κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων] της VSL, φαίνεται να παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα. Πράγματι, η Περιφέρεια της Βαλλονίας μεταβιβάζει με την παραχώρηση περιουσιακά στοιχεία αξίας χωρίς καμία εγγύηση αμοιβής, δεδομένου ότι το ΚΠΤΦΑ της VSL μπορεί να είναι αρνητικό, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, χωρίς μάλιστα να αναμένεται κέρδος κατά τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης, πλην της προσαρμογής για τον πληθωρισμό (τιμαριθμικός δείκτης), η οποία δεν θα εφαρμοζόταν εξάλλου παρά μόνο από το έκτο έτος. Ένας ιδιώτης επενδυτής θα επέλεγε κατά πάσα πιθανότητα τουλάχιστον την αμοιβή σε σταθερή και συγκεκριμένη βάση. Εξάλλου, η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας προέβλεπε τη δυνατότητα παρουσίας της ενίσχυσης υπό τους όρους που συνδέονται με την εκχώρηση του σήματος.

(43)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι το γεγονός ότι κάποιος επικαλείται τις κακές επιδόσεις των προκατόχων της VSL για να επικρίνει τον υπολογισμό της αποζημίωσης που έλαβε η Βαλλονία σε αντάλλαγμα για τη χορήγηση της άδειας για τα σήματα, όπως το πράττει η Επιτροπή, δεν δικαιολογείται.

(44)

Αντιθέτως, θεωρούν ότι ο υπολογισμός της αμοιβής για τη χρήση των εμπορικών σημάτων στη βάση του EBITDA δεν αποτελεί επιλογή στερούμενη εμπορικής λογικής. Η επιλογή αυτή δικαιολογείται, κατά τη γνώμη τους, στο μέτρο που το EBITDA παραμένει ένας από τους λογιστικούς δείκτες που επιτρέπουν στις αρχές της Βαλλονίας να μετρούν την εμπορική επιτυχία που συνδέεται με τις πωλήσεις των προϊόντων των οποίων κατέχουν τα σήματα.

(45)

Οι βελγικές αρχές δεν διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με τους όρους της μελλοντικής πώλησης των σημάτων στην VSL.

3.6.   Το δάνειο των 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 5)

(46)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή είχε εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με την ποιότητα των εξασφαλίσεων. Πράγματι, από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή προκύπτει ότι η υποθήκη αφορούσε τουλάχιστον εν μέρει κτίρια της VSL που όφειλαν να αποκατασταθούν. Η πραγματική αξία των εν λόγω αγροτεμαχίων δεν ήταν όμως γνωστή και ήταν ενδεχομένως αρνητική. Συνεπώς, φαινόταν ότι το επιτόκιο του δανείου που είχε καθοριστεί σε 4,7 %, ήταν υπερβολικά χαμηλό. Πράγματι, σε συνάρτηση με την ποιότητα των εξασφαλίσεων, θα ήταν σκόπιμο να προσαυξηθεί το βασικό επιτόκιο ύψους 1,778 % κατά 400 έως 1 000 μονάδες βάσης.

(47)

Οι βελγικές αρχές έκριναν ότι η αξία των αντασφαλίσεων ήταν εξαιρετική, δεδομένου ότι κάλυπταν το σύνολο του δανείου. Η αξιολόγησή τους βασίστηκε στην πραγματογνωμοσύνη του Γραφείου Marengo, η οποία καταρτίστηκε τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2009.

3.7.   Η αύξηση κεφαλαίου κατά 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 6)

(48)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αύξηση του κεφαλαίου δεν είχε αποφασιστεί με βάση επιχειρηματικό σχέδιο, αλλά βασιζόταν σε απλή χρηματοοικονομική πρόβλεψη. Αυτή δεν παρέχει καμία εξήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση σκοπεύει να ανακάμψει, ούτε σχετικά με την ανταμοιβή που προτίθεται να εξασφαλίσει στον χορηγό των κεφαλαίων, ήτοι την Περιφέρεια της Βαλλονίας. Εξάλλου, η Περιφέρεια της Βαλλονίας και η CFC δεν φαίνεται να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση και να διατρέχουν τους ίδιους κινδύνους. Η Περιφέρεια της Βαλλονίας δεν ήταν μέτοχος της VSL πριν από το εν λόγω μέτρο και δεν έχει κανένα συναφές οικονομικό ενδιαφέρον. Αντιθέτως, η CFC είναι μέτοχος της VSL και έχει συμφέρον να δει την επιχείρηση να ανακάμπτει, ή, τουλάχιστον, να περιορίζει τις ζημίες της.

(49)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η VSL δεν αποτελούσε προβληματική επιχείρηση τη χρονική στιγμή χορήγησης του εν λόγω μέτρου, στο βαθμό που ο πλειοψηφικός μέτοχος είχε επιδείξει απόλυτη εμπιστοσύνη και παρέσχε τη χρηματοδοτική του στήριξη στη θυγατρική της επιχείρηση.

(50)

Προσάπτουν στην Επιτροπή ότι βασίζεται στην εκ των υστέρων απόδοση κάποιας επένδυσης για να κρίνει αν υφίσταται ή όχι κρατική ενίσχυση, ενώ η εν λόγω πρακτική αντιβαίνει στη νομολογία της ΕΕ.

(51)

Υποστηρίζουν ότι η εισφορά κεφαλαίου είχε υποδεέστερη σημασία και ήταν παρεπόμενη εκείνης που πραγματοποιήθηκε από τους μετόχους της CFC. Εξάλλου, ακόμα και εάν η Περιφέρεια της Βαλλονίας δεν ήταν μέτοχος της VSL, είχε οικονομικό πλεονέκτημα σε συνδυασμό με την αύξηση του κεφαλαίου, δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη τους, είχε συμφέρον να υποστηρίξει τις δραστηριότητες με απώτερο σκοπό την ανάκαμψη και τη μεταγενέστερη εξόφληση του δανείου.

3.8.   Οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (μέτρο 7)

(52)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι η VSL φαινόταν να είναι προβληματική από το 2009 έως σήμερα και δεν ήταν συνεπώς σε θέση να επωφεληθεί από το εν λόγω είδος ενίσχυσης.

(53)

Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η VSL δεν θα πρέπει να θεωρείται προβληματική επιχείρηση στον βαθμό που πρόκειται για νεοσύστατη επιχείρηση επί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών ετών η οποία και απολαύει της εμπιστοσύνης του πλειοψηφικού μετόχου της, έως τη στιγμή που θα κινηθεί η διαδικασία δικαστικής αναδιοργάνωσης. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας και δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι συνιστούν ενισχύσεις.

3.9.   Απορρύπανση των κτιρίων της VSL στο πλαίσιο του έργου Cristal Park και δωρεάν διάθεση ορισμένων κτιρίων από την SPAQuE στη VSL (μέτρο 8)

(54)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή πίστευε ότι η SPAQuE είχε δεσμευτεί να αγοράσει κτίρια, χωρίς να γνωρίζει το κόστος της αποκατάστασής τους.

(55)

Όπως εξηγούν οι βελγικές αρχές αναφορικά με τις δαπάνες απορρύπανσης, η νομοθεσία της Βαλλονίας περιορίζει την έκταση των υποχρεώσεων του ιδιοκτήτη μολυσμένου ακινήτου στην περίπτωση της ιστορικής ρύπανσης και ανάλογα με τις ζώνες χρήσης γης στις οποίες βρίσκονται τα μολυσμένα κτίρια σύμφωνα με τα σχέδια χωροταξικής ανάπτυξης. Σύμφωνα πάντοτε με τις βελγικές αρχές, εάν θεωρηθεί ότι η VSL επιβαρύνεται με την υποχρέωση να επωμισθεί το κόστος για τη ρύπανση, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποκαταστήσει το χώρο, παρά μόνο για να τον καταστήσει συμβατό με τη χρήση του που προβλέπεται με βάση το χωροταξικό σχέδιο ανάπτυξης του τομέα στον οποίο εντάσσεται, ήτοι τη βιομηχανική χρήση. Κατά συνέπεια, το κόστος απολύμανσης ενός τόπου πρέπει να αξιολογείται προκειμένου να καταστεί σύμφωνο με την προκαθορισμένη χρήση της γης που ισχύει τη στιγμή της πώλησης, ήτοι εν προκειμένω τη βιομηχανική χρήση. Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η αξιολόγηση των δαπανών πραγματοποιήθηκε από την έκθεση GEOLYS. Οι εν λόγω δαπάνες αφαιρέθηκαν στη συνέχεια από την τιμή πώλησης.

(56)

Οι βελγικές αρχές εξηγούν κατόπιν ότι μετά την αγορά των ακινήτων από την SPAQuE, οι εργασίες απολύμανσης θα γίνουν με τη βοήθεια δημόσιων πόρων από δημόσια αρχή, την SPAQuE. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, τα έργα αποκατάστασης που πραγματοποιούνται από δημόσια αρχή σε ένα ή περισσότερα τεμάχια γης που της ανήκουν δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

(57)

Όσον αφορά τη δωρεάν διάθεση των κτιρίων υπέρ της VSL, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η εν λόγω διάθεση αφορά κτίρια που ανήκουν στην SPECI, ανώνυμη εταιρεία ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(58)

Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

5.1.   Αξιολόγηση της ύπαρξης ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(59)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους υπό οποιαδήποτε μορφή και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων.

(60)

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για να αναγνωριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, τα υπό εξέταση μέτρα πρέπει i) να έχουν κρατική προέλευση, δηλαδή να δεσμεύουν κρατικούς πόρους και να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος, ii) να παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο τους, iii) να είναι επιλεκτικά και iv) να είναι σε θέση να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(61)

Το Βέλγιο δεν αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό της ενίσχυσης για την ενίσχυση διάσωσης (μέτρο 1). Η Επιτροπή είχε λάβει γνώση σχετικά από τη στιγμή της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Όσον αφορά το μέτρο 2, το Βέλγιο απέσυρε την κοινοποίηση μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Συνεπώς, εκείνη δεν εξετάζεται στην παρούσα απόφαση. Το Βέλγιο αμφισβητεί, ωστόσο, τον εν λόγω χαρακτηρισμό για τα μέτρα 3 έως 6, 7 και 8 δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά δεν θα παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο τους ή θα ανήκαν στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας.

5.1.1.   Ύπαρξη κρατικών πόρων

Μέτρα 1, 3 5 και 6

(62)

Το μέτρο 1 (το δάνειο 1 εκατ. ευρώ), το μέτρο 3 (η εγγύηση ύψους 150 000 εκατ. ευρώ), το μέτρο 5 (το δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ) και το μέτρο 6 (η αύξηση κεφαλαίου κατά 1,5 εκατ. ευρώ) χορηγήθηκαν από τη SOGEPA για λογαριασμό της Περιφέρειας της Βαλλονίας. Δεδομένου ότι πρόκειται για εταιρεία η οποία ανήκει εξολοκλήρου στο Δημόσιο, οι πόροι της μπορούν να θεωρηθούν ως κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (9).

Μέτρο 4

(63)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η σύμβαση παραχώρησης στην εταιρεία VSL αποκλειστικής και απεριόριστης άδειας για τη χρήση των σημάτων Val Saint-Lambert και ρύθμισης των οργανωτικών πτυχών της μεταβίβασής της συνήφθη μεταξύ της VSL και της Περιφέρειας της Βαλλονίας. Το μέτρο αυτό, μαζί με τις προϋποθέσεις για τη μελλοντική πώληση των σημάτων, συνεπάγεται την παρουσία κρατικών πόρων

Μέτρο 7

(64)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι βελγικές αρχές, φαίνεται επίσης ότι οι ενισχύσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από τις τελευταίες ως ήσσονος σημασίας έχουν επίσης χορηγηθεί από αρχή ή δημόσια επιχείρηση, χωρίς το Βέλγιο να διευκρινίζει ωστόσο σχετικά εάν αυτό αφορά κάθε φορά την Περιφέρεια της Βαλλονίας ή την SOGEPA. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για κρατικούς πόρους ενώ οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν εξάλλου την κρατική προέλευση των εν λόγω μέτρων.

Μέτρο 8

(65)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η SPAQuE αποτελεί επιχείρηση δημοσίων κεφαλαίων, θυγατρική της Société Régionale d'Investissement de Wallonne (SRIW), και ότι οι πόροι που προορίζονται για την απορρύπανση των ακινήτων της VSL της έχουν ήδη χορηγηθεί από την κυβέρνηση της Βαλλονίας (10). Η αγορά εκτάσεων γης της SPAQuE από την VSL και η διάθεση μέρους αυτών δωρεάν συνεπάγεται την ύπαρξη κρατικών πόρων.

5.1.2   Κριτήριο της δυνατότητας καταλογισμού

(66)

Για να κρίνει τη δυνατότητα καταλογισμού, το Δικαστήριο στηρίζεται σε «ένα σύνολο ενδείξεων που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου» (11).

(67)

Δύο δημόσιοι οργανισμοί της περιφέρειας της Βαλλονίας, ενεργώντας εξ ονόματός της, η SOGEPA και η SPAQuE, προχώρησαν στη χορήγηση των μέτρων που απαριθμούνται στην ενότητα 2.2 ανωτέρω.

(68)

Η SOGEPA, (Société Wallonne de Gestion et de Participations), αποτελεί ανώνυμη εταιρεία δημοσίου μετοχικού κεφαλαίου, η οποία ανήκει κατά ποσοστό 100 % στην Περιφέρεια της Βαλλονίας. Μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεων που λαμβάνονται από την κυβέρνηση της Βαλλονίας όσον αφορά τις παρεμβάσεις στις εμπορικές εταιρείες και τη διαχείριση των παρεμβάσεων. Δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση, το 1999, της Société Wallonne pour la Sidérurgie (SWS) [βαλλονικής εταιρείας για τη χαλυβουργία] και της Société pour la gestion de participations de la Région wallonne dans des sociétés commerciales (SOWAGEP) [εταιρείας για τη διαχείριση των συμμετοχών της περιφέρειας της Βαλλονίας σε εμπορικές εταιρείες].

(69)

Η SOGEPA ενεργεί κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης της Βαλλονίας. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του καταστατικού της ορίζει ότι «η εταιρεία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση όλων των καθηκόντων που της ανατίθενται από την κυβέρνηση της Βαλλονίας, […]. Στο πλαίσιο αυτό, μεριμνά, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή των αποφάσεων παρέμβασης στις εμπορικές εταιρείες που λαμβάνονται από την κυβέρνηση της Βαλλονίας και τη διαχείριση των συμμετοχών, υποχρεώσεων, προκαταβολών ή συμφερόντων που τυχόν καταλήγουν να κατέχουν η Περιφέρεια της Βαλλονίας ή η ίδια σε τέτοιες εταιρείες».

(70)

Η SPAQuE συστάθηκε το 1991 και ασχολείται με τον καθαρισμό χώρων υγειονομικής ταφής αποβλήτων και βιομηχανικών εγκαταστάσεων που έχουν μολυνθεί. Είναι επιφορτισμένη με το έργο διενέργειας της απογραφής των μολυσμένων χώρων της Βαλλονίας. Η SPAQuE είναι θυγατρική επιχείρηση της société Régionale d'investissement de la Wallonie (SRIW), η οποία ανήκει κατά 98,66 % στην Περιφέρεια της Βαλλονίας και η οποία έχει ως αποστολή να συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας της Βαλλονίας με την παροχή χρηματοδοτικής στήριξης στις επιχειρήσεις της Βαλλονίας ή τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη Βαλλονία, οι οποίες εκτελούν βιομηχανικά έργα ή αναλαμβάνουν υπηρεσίες που δημιουργούν προστιθέμενη αξία.

(71)

Σύμφωνα με τη σύμβαση διαχείρισης που συνομολογήθηκε τον Ιούλιο του 2007 μεταξύ της κυβέρνησης της Βαλλονίας και της SPAQuE για την περίοδο 2008-2012 και η οποία ανανεώθηκε τον Οκτώβριο του 2012 για έξι επιπρόσθετους μήνες, η SPAQuE ασκεί τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των κατ' εξουσιοδότηση καθηκόντων που της ανατίθενται από την Περιφέρεια της Βαλλονίας. Στο πλαίσιο αυτό ενεργεί κατόπιν εντολής της Περιφέρειας. Η Περιφέρεια καθορίζει ιδίως τον κατάλογο των χώρων προτεραιότητας και τις ειδικές εντολές αποκατάστασης.

(72)

Υπό το πρίσμα των εν λόγω πληροφοριών, η Επιτροπή κρίνει ότι η Περιφέρεια της Βαλλονίας λαμβάνει τις αποφάσεις οι οποίες στη συνέχεια τίθενται σε εφαρμογή από την SOGEPA. Όσον αφορά την SPAQuE, φαίνεται ότι η Περιφέρεια, μέσω των κατ' εξουσιοδότηση καθηκόντων της που αναθέτει, είναι σε θέση να επηρεάζει άμεσα τις ενέργειες που αναλαμβάνονται από την SPAQuE.

(73)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, στο συμπέρασμα ότι τα υπό εξέταση μέτρα εμπεριέχουν κρατικούς πόρους και μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος.

5.1.3.   Το κριτήριο της επιλεκτικότητας

(74)

Ο όρος της επιλεκτικότητας πληρούται ευχερώς. Όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, τα υπό εξέταση μέτρα χορηγήθηκαν όλα υπέρ μιας μόνο εταιρείας, της VSL, ή υπέρ του συνδίκου πτωχεύσεως, της CVSL, για το μέτρο αριθ. 3 (την εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ).

5.1.4.   Ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος

(75)

Επιβάλλεται τώρα να εξετασθεί το κριτήριο του οικονομικού πλεονεκτήματος, τόσο για την ενίσχυση διάσωσης, όσο και για τα άλλα υπό εξέταση μέτρα, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από τις βελγικές αρχές σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

Μέτρο 1: Η ενίσχυση διάσωσης ύψους 1 εκατ. ευρώ

(76)

Η ενίσχυση διάσωσης που χορηγήθηκε υπό μορφή δανείου 1 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 3,07 %, προσαυξημένο κατά 100 μονάδες βάσης, ως αμοιβή για την SOGEPA, παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στην VSL. Πράγματι, το δάνειο αυτό χορηγήθηκε χωρίς καμία ασφάλεια σε προβληματική επιχείρηση, η οποία είχε υποβάλει δύο μήνες νωρίτερα αίτηση για δικαστική εξυγίανση (βλέπε ενότητα 5.2.1). Όπως αναγνωρίζεται από τις βελγικές αρχές, η VSL —μια προβληματική επιχείρηση— δεν θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να λάβει δάνειο από ιδιωτική τράπεζα. Κατά συνέπεια, το εν λόγω μέτρο προσπόρισε πλεονέκτημα στην VSL συνολικής αξίας 1 εκατ. ευρώ (την αξία του δανείου).

Μέτρο 3: Εγγύηση 150 000 ευρώ

(77)

Οι αμφιβολίες της Επιτροπής αφορούσαν το κατά πόσον η προαναφερόμενη δημόσια παρέμβαση συνάδει με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς.

(78)

Στις παρατηρήσεις τους, οι βελγικές αρχές δεν εξετάζουν το κριτήριο του οικονομικού πλεονεκτήματος και διερευνούν μόνο το θέμα της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ CVSL και VSL ή όχι.

(79)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει τελικά η Επιτροπή, η εγγύηση αυτή αφορούσε δάνειο ύψους 300 000 εκατ. ευρώ που χορηγήθηκε από την ING στον σύνδικο πτωχεύσεως της CVSL Το ποσό της εγγύησης που χορηγήθηκε ανερχόταν σε 150 000 ευρώ, χωρίς αμοιβή. Προορισμός του δανείου ήταν να επιτραπεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων της CVSL έως την ενδεχόμενη ανάκαμψη της εταιρείας.

(80)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι βελγικές αρχές την πληροφόρησαν ότι καμία σύμβαση εγγύησης δεν καταρτίστηκε και δεν υπογράφηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της ενίσχυσής τους. Κατά συνέπεια, το μοναδικό στοιχείο που έχει στη διάθεσή της είναι μια επιστολή της SOGEPA με ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 2008 η οποία απεστάλη στην ING, στην οποία η SOGEPA επιβεβαιώνει την εγγύησή της για την κάλυψη των τυχόν ζημιών που προκύπτουν από τη συνέχιση των δραστηριοτήτων με όριο το ποσό των 150 000 ευρώ. Η Επιτροπή παρατηρεί, ως εκ τούτου, ότι η SOGEPA χορήγησε εγγύηση για τους αφερέγγυους διαχειριστές μιας επιχειρήσεως που τελεί υπό πτώχευση, χωρίς αμοιβή. Όπως δήλωσαν εξάλλου οι βελγικές αρχές, η ING εξάρτησε τη χορήγηση του δανείου από τη χορήγηση της εγγύησης. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι, χωρίς την κρατική παρέμβαση, δεν θα είχε χορηγηθεί το συνολικό δάνειο. Η Επιτροπή επισημαίνει εξάλλου ότι η Περιφέρεια της Βαλλονίας δεν είχε κανέναν άμεσο νομικό ή εμπορικό δεσμό με την CVSL. Η Περιφέρεια δεν ήταν μέτοχος της CVSL ούτε άμεσα, αλλά ούτε έμμεσα μέσω της SOGEPA,. Κατά συνέπεια, η Περιφέρεια δεν είχε κανένα εμπορικό συμφέρον να χορηγήσει την εν λόγω εγγύηση χωρίς καμία αμοιβή στην CVSL.

(81)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση της εν λόγω εγγύησης χωρίς αμοιβή παραχώρησε πλεονέκτημα στα CVSL. Το πλεονέκτημα αντιστοιχεί στην προμήθεια την οποία θα απαιτούσε μία ιδιωτική επιχείρηση για να χορηγήσει την εγγύηση υπό παρόμοιες συνθήκες, από την οποία παραιτήθηκε η SOGEPA.

(82)

Οι βελγικές αρχές επισήμαναν ότι το δάνειο των 300 000 ευρώ αποπληρώθηκε στο ακέραιο στις 28 Ιουλίου 2009 από τον σύνδικο πτωχεύσεως από τα διαθέσιμα κεφάλαια και με ενεργοποίηση της εγγύησης για ποσό ύψους 150 000 ευρώ.

(83)

Κατά συνέπεια, το ποσό της ενίσχυσης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου για το δάνειο που ο σύνδικος πτωχεύσεως της CVSL θα χρειαζόταν να καταβάλει στην αγορά, εάν δεν δινόταν η δημόσια εγγύηση, και του επιτοκίου που πράγματι καταβάλλεται με την ύπαρξη της εγγύησης.

(84)

Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με το σημείο 4.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (12): «Για μια μεμονωμένη εγγύηση θα πρέπει να υπολογίζεται το ισοδύναμο επιχορήγησης μιας εγγύησης ως η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής της εγγύησης και της τιμής που καταβάλλεται στην πραγματικότητα. Όταν η αγορά δεν παρέχει εγγυήσεις για τη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγής, δεν είναι διαθέσιμη αγοραία τιμή για την εγγύηση. Στην περίπτωση αυτή, το στοιχείο ενίσχυσης πρέπει να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου υπό ευνοϊκούς όρους, δηλαδή ως η διαφορά μεταξύ του συγκεκριμένου επιτοκίου της αγοράς που θα έπρεπε να καταβάλει η εταιρεία αυτή χωρίς την εγγύηση και του επιτοκίου που επιτεύχθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση, αφού ληφθούν υπόψη οι καταβληθείσες προμήθειες».

(85)

Το ποσό αυτό πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Ποσό ενίσχυσης = (14,59 % – 10,75 %) × 300 000 × 343/365 = 10 825,64 ευρώ

(86)

Το 14,59 % υπολογίζεται ως εξής: 4,59 % (βασικό επιτόκιο για το Βέλγιο, τον Αύγουστο του 2008 (13)), στα οποία πρέπει να προστεθούν 1 000 μονάδες βάσης λόγω της κατάστασης της CVSL (επιχείρηση με διαβάθμιση CCC και με επίπεδο χαμηλών εξασφαλίσεων (14)). Το 10,75 % αντιπροσωπεύει το επιτόκιο του δανείου της ING, ενώ 343 ημέρες είναι η περίοδος κατά την οποία χορηγήθηκε το δάνειο έως την αποπληρωμή του.

Μέτρο 4: Εκχώρηση και χρήση των σημάτων Val Saint-Lambert

(87)

Οι αμφιβολίες της Επιτροπής αφορούσαν το κατά πόσον οι όροι που διέπουν την πώληση και την αμοιβή για τη χρήση των σημάτων από την VSL (αμοιβή ίση με το 1,5 % των EBITDA για τα πέντε πρώτα έτη και με 5 % από το έκτο οικονομικό έτος) είναι σύμφωνοι με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (15).

(88)

Η σύμβαση της 29ης Ιανουαρίου 2009 μεταξύ της εταιρείας Compagnie financière du Val που είναι στην κατοχή της Περιφέρειας της Βαλλονίας και της VSL προβλέπει τη χορήγηση αδείας αποκλειστικής χρήσεως των σημάτων και τους όρους εξαγοράς των σημάτων από την VSL (βλέπε αιτιολογική σκέψη 19 και ακόλουθες).

(89)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι η αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης για τη χρήση των σημάτων υπόκειται σε όρους που δεν θα είχαν απαιτηθεί από έναν ιδιώτη επενδυτή. Πράγματι, η Περιφέρεια της Βαλλονίας απαίτησε από την VSL την εξής αντιπαροχή: «Η παρούσα άδεια χρήσης δύναται να καταγγελθεί ανά πάσα στιγμή αυτοδικαίως και χωρίς προειδοποίηση από την Περιφέρεια της Βαλλονίας, στην περίπτωση που η VSL (ή οι εξ αυτής έλκοντες δικαιώματα) δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μεταποιητική παραγωγή στον χώρο των εγκαταστάσεων του Val Saint-Lambert στο Seraing ειδών από κρύσταλλο υψηλής προστιθέμενης αξίας, εξακολουθώντας να απασχολεί τουλάχιστον το 60 % του εργατικού δυναμικού υπό καθεστώς ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης εξαιρουμένης της παύσης οικονομικών δραστηριοτήτων που υπήρχε κατά τη χρονική στιγμή της πτωχεύσεως της CVSL […]». Όπως διαπιστώνει η Επιτροπή, η Περιφέρεια επιβάλλει στην VSL, σε αντάλλαγμα για τη χορήγηση της άδειας αποκλειστικής εκμετάλλευσης, την υποχρέωση να διατηρηθεί η παραγωγή στο χώρο των εγκαταστάσεων του Seraing και την υποχρέωση να διατηρηθεί το προκαθοριζόμενο επίπεδο απασχόλησης. Οι όροι αυτοί επηρέασαν την αμοιβή για την άδεια και το τίμημα της μελλοντικής πώλησης των σημάτων.

(90)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πολιτικές προϋποθέσεις (διατήρηση της δραστηριότητας στο Seraing και ενός ορισμένου επιπέδου απασχόλησης) οδήγησαν σε μείωση της αμοιβής για τη χρήση της άδειας και της τιμής πώλησης. Κατά συνέπεια, η αμοιβή που ανέρχεται σε 1,5 % του EBITDA κατά τα πέντε πρώτα έτη και σε 5 % από το έκτο οικονομικό έτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αποζημίωση η οποία συνάδει με την τιμή της αγοράς. Η τιμή των [700 000 — 1 000 000] ευρώ που προτάθηκε από τους αγοραστές τον Οκτώβριο του 2008 στο πλαίσιο της διαδικασίας εξαγοράς, δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι συνιστά την τιμή της αγοράς λόγω της παρουσίας των προαναφερόμενων όρων, τους οποίους δεν θα είχε επιβάλει ένας ιδιώτης επενδυτής υπό τις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν αποθαρρύνει ορισμένους επενδυτές να υποβάλουν σχετική προσφορά.

(91)

Το ποσό ενίσχυσης το οποίο προκύπτει από τη χρήση των σημάτων αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της αμοιβής που θα είχε προτείνει ένας ιδιώτης επενδυτής χωρίς τις πολιτικές προϋποθέσεις που επιβάλλονται από την Περιφέρεια της Βαλλονίας και της αμοιβής που εφαρμόζεται στην πράξη. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης, οι βελγικές αρχές θα πρέπει να διορίσουν ανεξάρτητο πραγματογνώμονα, κάτοχο των απαιτούμενων προσόντων για να διενεργήσει αυτό το είδος αξιολόγησης, ο οποίος επιλέγεται κατόπιν ανοικτής και διαφανούς διαδικασίας και διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας θα εκπονήσει μελέτη που θα επιτρέπει τον προσδιορισμό της αμοιβής σύμφωνα με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται συνήθως και γίνονται αποδεκτές για τη διαχείριση των στοιχείων ενεργητικού της διανοητικής ιδιοκτησίας.

(92)

Το μέτρο που αφορά την εκχώρηση δεν εφαρμόστηκε ουδέποτε εξαιτίας της πτώχευσης της VSL. Η εκχώρηση των σημάτων δεν πραγματοποιήθηκε και η Περιφέρεια της Βαλλονίας εξακολουθεί πάντοτε να είναι κάτοχος των σημάτων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να διατάξει την ανάκτησή του, δεδομένου ότι δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή.

Μέτρο 5: Δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ

(93)

Οι αμφιβολίες της Επιτροπής αφορούσαν την αξία που κατονομάζεται για τις εξασφαλίσεις του δανείου και το επιτόκιο. Η Επιτροπή έκρινε όντως ότι η πραγματική αξία των γηπέδων που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις, θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι χαμηλότερη ή μάλιστα και αρνητική, εφόσον οι εν λόγω εκτάσεις ή ένα μέρος τους έπρεπε να καθαρισθούν από τις πηγές ρύπανσης.

(94)

Η Επιτροπή διαπιστώνει στην ουσία ότι, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που της υποβλήθηκαν, η υποθήκη αφορούσε εν μέρει ακίνητα της VSL που θα έπρεπε να αποκατασταθούν και να καθαρισθούν από τις πηγές ρύπανσης εάν επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο πώλησης. Οι βελγικές αρχές απάντησαν ότι κατά την ημερομηνία που καταρτίσθηκε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ο κύριος των εν λόγω ακινήτων δεν επιβαρυνόταν με οιαδήποτε νομική υποχρέωση. Κατά συνέπεια, στην αξία των ακινήτων δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες δαπάνες της απορρύπανσης.

(95)

Στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, οι βελγικές αρχές προσκόμισαν την έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνετάγη τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2009 από το γραφείο ειδικευμένων πραγματογνωμόνων Marengo, βάσει της οποίας η αγοραία αξία των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας που καλύπτεται από την υποθήκη υπολογίστηκε σε 3 137 000 ευρώ. Σε περίπτωση πωλήσεως με εκούσιο πλειστηριασμό, η αξία των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού υπολογίζεται σε 2 871 000 ευρώ και σε 1 915 000 ευρώ, σε περίπτωση επίσπευσης της διαδικασίας πλειστηριασμού. Οι βελγικές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αξία της εξασφάλισης ήταν εξαιρετική, δεδομένου ότι εκτεινόταν στο σύνολο του δανείου.

(96)

Εξάλλου, η έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου η οποία επισυνάπτεται στους ετήσιους λογαριασμούς του οικονομικού έτους που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2009 διευκρινίζει ότι στην έκθεση που συνετάγη από το γραφείο ειδικευμένων συμβούλων Marengo για την αξιοποίηση των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της VSL κατά τη διάρκεια του 2009 αναφέρεται ότι οι καθοριζόμενες τιμές είναι ορθές μόνο στον βαθμό που έχει γίνει ο καθαρισμός των γηπέδων και των κτιρίων από τις πηγές της ρύπανσης, γεγονός που δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Η έκθεση συνεχίζει τονίζοντας ότι η VSL έλαβε πρόταση εξαγοράς για το σύνολο των γηπέδων και κτιρίων «ως έχουν» για ποσό 2 000 000 ευρώ από την εταιρεία που είναι επιφορτισμένη με την ανάπτυξη του έργου Cristal Park. Για να αντιμετωπίσει καλύτερα την πραγματική κατάσταση, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε συνεπώς να εντάξει στον ισολογισμό μόνο την αξία που αντιστοιχεί σε προσφορά αγοράς η οποία βρίσκεται στο μέσο μεταξύ της τιμής του επισπευδόμενου αναγκαστικού πλειστηριασμού και της εκούσιας πώλησης για τα γήπεδα και τα κτίρια στα οποία έχει πραγματοποιηθεί ο καθαρισμός.

(97)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι, επειδή υπάρχουν η αξιολόγηση που έχει γίνει από ανεξάρτητο πραγματογνώμονα και η προσφορά εξαγοράς, οι εξασφαλίσεις μπορούν να χαρακτηριστούν υψηλές.

(98)

Το Βέλγιο δεν ήταν εξάλλου σε θέση να χορηγήσει στην Επιτροπή στοιχεία για τη λογιστική κατάσταση της επιχείρησης στις 31 Αυγούστου 2009, την ημερομηνία δηλαδή κατά την οποία χορηγήθηκε το δάνειο, λόγω της κατάρρευσης των συστημάτων πληροφορικής που σημειώθηκε το καλοκαίρι του 2009. Εφόσον δεν γνώριζε την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, όπως αυτή είχε στις 31 Αυγούστου 2009, η Επιτροπή έλαβε γνώση της κατάστασης που επικρατούσε στις 31 Δεκεμβρίου 2009. Την ημερομηνία εκείνη το έλλειμμα της VSL έφτανε τα 2 εκατ. ευρώ, με αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 2 εκατ. ευρώ. Η επιχείρηση διέθετε επίσης σημαντικά αποθεματικά ύψους 3 εκατ. ευρώ και χρέη ανερχόμενα σε 5,759 εκατ. ευρώ. Το EBITDA (ΚΠΤΦΑ) της VSL ήταν αρνητικό. Κατά συνέπεια, ελλείψει άλλων πληροφοριών από το Βέλγιο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η VSL βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, παρά τις τακτικές εισφορές κεφαλαίων από τον πλειοψηφικό της μέτοχο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι υπό το πρίσμα των λογιστικών στοιχείων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η διαβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας της VSL κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης του δανείου ισοδυναμούσε με CCC, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (εφεξής «ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς») (16).

(99)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το επιτόκιο του δανείου που χορηγήθηκε στις 31 Αυγούστου 2009 καθορίστηκε από τις βελγικές αρχές σε 4,7 %. Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς προβλέπει την προσθήκη 400 μονάδων βάσης στο επιτόκιο 1,77 % (17) που ίσχυε στο Βέλγιο τη χρονική στιγμή χορήγησης του δανείου για μια επιχείρηση η διαβάθμιση της οποίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί CCC και καθορίζοντας υψηλό επίπεδο εξασφάλισης, ήτοι επιτόκιο 5,77 % (1,77 % + 400 μονάδες βάσης).

(100)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το επιτόκιο του δανείου που χορηγήθηκε στις 31 Αυγούστου 2009, το οποίο καθορίστηκε από την Περιφέρεια της Βαλλονίας, εκπροσωπούμενη από την SOGEPA, σε 4,7 % για περίοδο επτά ετών, βρίσκεται κάτω από το όριο του 5,77 % που έχει καθοριστεί από την ανακοίνωση και συμπεραίνει ότι πρόκειται για στοιχείο ενίσχυσης υπέρ της VSL.

(101)

Αυτό το στοιχείο ενίσχυσης αντιστοιχεί σε ποσοστό 1,07 %, δηλαδή στη διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών (5,77 % – 4,7 %), ήτοι σε ποσό 16 050 ευρώ ετησίως.

Μέτρο 6: Αύξηση του κεφαλαίου κατά 1,5 εκατ. ευρώ

(102)

Οι αμφιβολίες της Επιτροπής αφορούσαν τον εικαζόμενο επί ίσοις όροις (pari passu) χαρακτήρα του μέτρου και, τέλος, τη συμμόρφωση του εν λόγω μέτρου με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό τις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς, λόγω, αφενός, της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης της εταιρείας κατά τη χρονική στιγμή που έγινε η αύξηση του κεφαλαίου και, αφετέρου, λόγω του απολύτως συνοπτικού χαρακτήρα των εγγράφων που προσκομίστηκαν από τις βελγικές αρχές για να δικαιολογηθεί η εγκυρότητα του μέτρου αυτού.

(103)

Στις παρατηρήσεις τους οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η Επιτροπή δεν δύναται να επικαλεστεί εκ των υστέρων την απόδοση κάποιας επένδυσης για να χαρακτηρίσει ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση. Θεωρούν επίσης ότι, ακόμα και αν δεν ήταν μέτοχος, η Περιφέρεια είχε ως σημαντικός πιστωτής συμφέρον να στηρίξει τη δραστηριότητα της VSL (βλέπε μέτρο 4).

(104)

Η Επιτροπή επισημαίνει όμως ότι η Περιφέρεια της Βαλλονίας συνεισέφερε φρέσκο χρήμα, ενώ η CFC εισφέρει την απαίτηση που έχει έναντι της θυγατρικής της εταιρείας. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι βελγικές αρχές, η παρέμβαση της Περιφέρειας στις 17 Μαρτίου 2011 δεν συμβαδίζει με εκείνη του μετόχου CFC. Πράγματι, η εισφορά ποσού 5,2 εκατ. ευρώ από την CFC συναπαρτίζεται στην πραγματικότητα από το αθροιστικό ποσό περισσότερων προκαταβολών που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από τις 25 Μαΐου 2009 έως τις 29 Μαρτίου 2011. Η Περιφέρεια της Βαλλονίας και η CFC δεν βρίσκονται εξάλλου στην ίδια κατάσταση και δεν διατρέχουν τους ίδιους κινδύνους. Η Περιφέρεια της Βαλλονίας δεν ήταν μέτοχος της VSL πριν από αυτό το μέτρο. Αντιθέτως, η CFC είναι μέτοχος της VSL και έχει συμφέρον να δει την ανάκαμψη της επιχείρησης ή, τουλάχιστον, να περιορίσει τις ζημίες της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αύξηση του κεφαλαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε επί ίσοις όροις (pari passu).

(105)

Το γεγονός ότι η Περιφέρεια της Βαλλονίας είχε χορηγήσει δάνειο προ διετίας δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τον συνετό χαρακτήρα της αύξησης του κεφαλαίου. Το γεγονός εξάλλου ότι η Περιφέρεια της Βαλλονίας είχε, αφενός, απαίτηση για αρχικό ποσό 280 000 ευρώ, η οποία ήταν όμως αναμφίβολα χαμηλότερη κατά τη χρονική στιγμή της αύξησης του κεφαλαίου, δεδομένου ότι οι βελγικές αρχές διευκρίνισαν ότι το χρέος αυτό είχε εξοφληθεί από την VSL με καταβολή δόσεων 35 000 ευρώ ανά έτος από τις 5 Οκτωβρίου 2008 και ότι, αφετέρου, είχε χορηγήσει δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ το 2009, δεν δικαιολογεί τον συνετό χαρακτήρα της πρόσθετης επένδυσης 1,5 εκατ. ευρώ σε μια εταιρεία η οικονομική κατάσταση της οποίας συνέχιζε να επιδεινώνεται (βλέπε ενότητα 5.2.1)

(106)

Η Επιτροπή επισημαίνει εξάλλου ότι η αύξηση κεφαλαίου δεν είχε αποφασιστεί με βάση επιχειρηματικό σχέδιο, αλλά στη βάση μιας απλής χρηματοοικονομικής πρόβλεψης μιας σελίδας. Η πρόβλεψη αυτή δεν παρέχει καμία εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση σκοπεύει να ανακάμψει, ούτε σχετικά με την αποζημίωση που σκοπεύει να εξασφαλίσει για τον χορηγό παροχής των κεφαλαίων, ήτοι για την Περιφέρεια της Βαλλονίας. Από το οικονομικό έτος 2008-2009 είχε ήδη φανεί ότι η επιχείρηση βρισκόταν σε τεταμένη οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση (βλέπε μέτρο 4). Η απλή αύξηση του κύκλου εργασιών δεν μπορεί αυτή καθαυτή να δικαιολογήσει την αύξηση του κεφαλαίου κατά ποσό 1,5 εκατ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα κριτήρια, όπως το EBITDA ή ακόμα και το επίπεδο του χρέους της επιχείρησης.

(107)

Κατά συνέπεια, η αύξηση κεφαλαίου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, αλλά με ενίσχυση ύψους 1,5 εκατ. ευρώ, η οποία είναι αντίστοιχη με το σύνολο της αύξησης κεφαλαίου.

Μέτρο 7: Προηγούμενες ενισχύσεις περιορισμένου ύψους

(108)

Το μέτρο 7 ομαδοποιεί τα πλεονεκτήματα που παραχωρήθηκαν στην εταιρεία VSL για συνολικό ποσό 197 503,04 ευρώ. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτά δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και, συνεπώς, δεν συνιστούν ενισχύσεις, μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 (18). Το άρθρο 7 προβλέπει ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται στις ενισχύσεις οι οποίες έχουν χορηγηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον η εκάστοτε ενίσχυση πληροί όλες τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(109)

Ο δικαιούχος δεν είναι επιχείρηση ο κλάδος δραστηριοτήτων της οποίας εμπίπτει στις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο πρώτο άρθρο του πλαισίου. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του προαναφερθέντος κανονισμού, οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το συνολικό ποσό των μέτρων που χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια, δεν υπερβαίνει το ποσό των 200 000 ευρώ σε οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών. Ο έλεγχος που προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού πραγματοποιήθηκε από τη SOGEPA. Η Επιτροπή καταλήγει συνεπώς στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα στην προκειμένη περίπτωση πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού. Επιπλέον, δεδομένης της μορφής τους (επιχορηγήσεις), τα εν λόγω μέτρα μπορούν να θεωρηθούν διαφανή, υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού. Τέλος, αντίθετα με τον προηγούμενο κανονισμό, ο παρών ισχύων κανονισμός δεν αποκλείει τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας σε προβληματικές επιχειρήσεις.

(110)

Κατά συνέπεια, τα μέτρα στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και θεωρείται ότι δεν συνιστούν ενισχύσεις.

Μέτρο 8: Απορρύπανση των κτιρίων της VSL στο πλαίσιο του σχεδίου Cristal Park και δωρεάν διάθεση ορισμένων κτιρίων από την SPAQuE στη VSL

(111)

Η Επιτροπή έθεσε το ερώτημα κατά πόσον η τιμή πώλησης των γηπέδων και κτιρίων που αγοράστηκαν από την SPAQuE, ήτοι 2 040 000 ευρώ, αποτελούσαν την τιμή της αγοράς λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε σχετικά με την εκτίμηση του κόστους εξυγίανσης, το οποίο βαρύνει την VSL. Η Επιτροπή αναρωτήθηκε επίσης σχετικά με τη δωρεάν διάθεση ακινήτων που ανήκουν στην SPAQuE προς όφελος της VSL.

(112)

Η Επιτροπή κατέγραψε την ακόλουθη χρονολογική σειρά των γεγονότων:

Απρίλιος 2011: Σύνταξη από την Antea Group εγγράφου με τίτλο: «έρευνα των χαρακτηριστικών διαβάθμισης προτεραιοτήτων, τεχνικός φάκελος, συγγραφή τεχνικών υποχρεώσεων αριθ. 6: ερμηνεία των αποτελεσμάτων» που περιγράφει και εντοπίζει λεπτομερώς τη ρύπανση του εδάφους.

Δεκέμβριος 2011: Σύνταξη του σημειώματος του 2011, σκοπός του οποίου είναι «η εξεύρεση λύσεων για την εξυγίανση των γηπέδων και ορισμένων κτιρίων που αποτελούν προς το παρόν ιδιοκτησία της Val Saint-Lambert (VSL SA)». Το κόστος των εργασιών εξυγίανσης και απορρύπανσης εκτιμάται σε +/– 7,5 εκατ. ευρώ.

Αύγουστος 2012: Έκθεση από τον εγκεκριμένο εμπειρογνώμονα GEOLYS της 23ης Αυγούστου 2012 που αποτελείται από μονοσέλιδη επιστολή στην οποία παρέχονται οι εξής διευκρινίσεις: «Η αξιολόγηση αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην προκαταρκτική μελέτη της Antea (του Μαρτίου 2011) και στις ακόλουθες παραδοχές: […]». Το κόστος της εξυγίανσης εκτιμάται σε 219 740 ευρώ.

Δεκέμβριος 2012: Αγορά από την SPAQuE (δημόσια επιχείρηση στήριξης της ποιότητας του περιβάλλοντος) κτιρίων έναντι 2 040 000 ευρώ (η αξιολόγηση εκπονήθηκε από τα γραφείο ανεξάρτητων συμβούλων Cushman &Wakefield) μείον το κόστος απορρύπανσης, το οποίο εκτιμάται σε 220 000 ευρώ, δηλαδή 1 820 000 EUR. Η SPAQuE παραχώρησε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στην πόλη του Seraing, βάσει συμφωνίας που έχει ήδη καταρτιστεί αλλά δεν έχει ακόμη υπογραφεί, δικαίωμα προαίρεσης επί των ίδιων ακινήτων για 2 090 000 ευρώ. Η πόλη του Seraing ανέλαβε τη δέσμευση, με δεύτερη συμφωνία, που έχει ήδη καταρτιστεί, αλλά παραμένει ανυπόγραφη, να μεταβιβάσει το εν λόγω δικαίωμα προαίρεσης στην SPECI.

Ιανουάριος 2014: Οι βελγικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι οι εργασίες απορρύπανσης και εξυγίανσης δεν έχουν αρχίσει και ότι η SPAQuE εξακολουθεί επί του παρόντος να εργάζεται για την ολοκλήρωση της μελέτης χαρακτηρισμού της ρύπανσης του χώρου.

(113)

Εν προκειμένω, η Επιτροπή βρίσκεται αντιμέτωπη με την ύπαρξη δύο εγγράφων που παρέχουν δύο διαφορετικές αξιολογήσεις για το κόστος απορρύπανσης.

(114)

Οι βελγικές αρχές επικαλούνται τους λόγους που αναλύονται στη συνέχεια για την απόρριψη της επιστολής του Δεκεμβρίου 2011. Θεωρούν καταρχάς ότι αυτή δεν αναφέρεται σε εργασίες εξυγίανσης και απορρύπανσης με σκοπό τη διασφάλιση του χώρου για την τρέχουσα βιομηχανική χρήση του, αλλά έχει ως στόχο να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη του εμπορικού χωριού με θεματικό επίκεντρο τον εξοπλισμό των οικιών, τη διακόσμηση και την ψυχαγωγία κατά τον ελεύθερο χρόνο που αντιστοιχεί σε επιδιωκόμενη χρήση του χώρου. Κατά την άποψή τους, το σημείωμα αυτό αποτελεί απλώς εσωτερικό σημείωμα που δεν έχει καταρτισθεί από εγκεκριμένο πραγματογνώμονα και αναφέρεται εν μέρει σε εκτάσεις γης που δεν μεταβιβάστηκαν στην SPAQuE. Οι βελγικές αρχές διευκρινίζουν, τέλος, ότι το σημείωμα βασίζεται σε μελέτη χάραξης προσανατολισμών με αποκλειστική αποστολή την επαλήθευση της πιθανής παρουσίας ρύπανσης και την παράθεση σχετικής περιγραφής. Το σημείωμα διευκρινίζει επίσης ότι η μελέτη χαρακτηρισμού (19) ήταν σε εξέλιξη.

(115)

Οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν περαιτέρω ότι τα κτίρια που αναφέρονται στο σημείωμα του Δεκεμβρίου 2011 δεν είναι αναγνωρίσιμα και εξηγούν στη συνέχεια ότι, δεδομένου ότι η συνολική τους επιφάνεια ανέρχεται σε +/– 67 000 m2, είναι μεγαλύτερη από τη συνολική έκταση (50 299 m2) των κτιρίων που αναφέρονται στην πράξη πωλήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2012. Κατά την άποψή τους, αυτή η διαφορά των 17 000 m2 δικαιολογεί χαμηλότερο κόστος εξυγίανσης. Οι βελγικές αρχές διευκρίνισαν επίσης ότι ο πυρήνας του πρώην βιομηχανικού χώρου, δηλαδή τα κτίρια με αύξοντα αριθμό 18, 19, 22 και 22A, δεν έχουν συμπεριληφθεί στην πώληση προς την SPAQuE και παραμένουν ως εκ τούτου στην κυριότητα της VSL. Σύμφωνα πάντοτε με τις αρχές αυτές, τα κτίρια αποτελούν συγκεντρωτικό πόλο των εκπομπών από τις ρυπογόνες βιομηχανικές δραστηριότητες.

(116)

Η Επιτροπή διαπιστώνει καταρχάς ότι η τιμή πώλησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτίμησης από γραφείο ανεξάρτητων πραγματογνωμόνων, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2012. Σύμφωνα με την εν λόγω εκτίμηση, η τιμή πώλησης ανέρχεται σε 2 090 000 ευρώ. Η έκθεση διευκρινίζει επίσης ότι το κόστος απορρύπανσης είναι υπό αξιολόγηση από ειδικευμένο Γραφείο Μελετών, στο οποίο ανατέθηκε η σχετική εντολή από τον σημερινό ιδιοκτήτη του χώρου. Συνεπώς, το κόστος απορρύπανσης έχει επίσης αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης από ανεξάρτητο και εξειδικευμένο πραγματογνώμονα, το Γραφείο Συμβούλων GEOLYS.

(117)

Στην απάντησή τους της 23ης Μαΐου 2014 οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα γήπεδα και τα κτίρια που αξιολογούνται από την έκθεση της GEOLYS ήταν όντως ταυτόσημα με εκείνα που αφορούσε η πώληση της 13ης Δεκεμβρίου 2012. Όπως διευκρίνισαν εξάλλου οι βελγικές αρχές, σε περίπτωση ιστορικού ρύπανσης και σε συνάρτηση με τις ζώνες καθορισμένης χρήσης στις οποίες βρίσκονταν τα γήπεδα και κτίρια που είχαν ρυπανθεί, με γνώμονα τις ζώνες χωροταξικού σχεδιασμού, η νομοθεσία που εφαρμόζεται στη Βαλλονία περιορίζει την έκταση των υποχρεώσεων του ιδιοκτήτη γηπέδου ή κτιρίου που έχουν ρυπανθεί. Ως εκ τούτου, μόνο οι δαπάνες για την απορρύπανση του χώρου, προκειμένου να συμμορφώνεται με την ισχύουσα καθορισμένη χρήση κατά τη χρονική στιγμή της πώλησης, ήτοι τη βιομηχανική χρήση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να αφαιρούνται από την αξία των γηπέδων και των κτιρίων. Η Επιτροπή σημειώνει ότι στην επιστολή του GEOLYS διευκρινίζεται ρητά ότι οι δαπάνες υπολογίστηκαν για τη βιομηχανική χρήση του χώρου.

(118)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω στοιχεία, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τιμή στην οποία πωλήθηκαν τα κτίρια της VSL στην SPAQuE (που ήταν αντίστοιχη με την τιμή πώλησης, όπως αξιολογήθηκε από εμπειρογνώμονα, μείον το κόστος απορρύπανσης, όπως αξιολογήθηκε από την Geolys) αποτελεί τιμή της αγοράς και δεν εμπεριέχει στοιχεία ενίσχυσης.

(119)

Όσον αφορά τη δωρεάν διάθεση ορισμένων κτιρίων από την SPAQuE, οι βελγικές αρχές τη δικαιολογούν με τη δέσμευση που ανέλαβε η VSL να συνεργαστεί με την SPAQuE, προκειμένου να διαβιβάσει όλες τις πληροφορίες που είναι χρήσιμες και αναγκαίες για τις εργασίες ανακαίνισης και απορρύπανσης του χώρου.

(120)

Η Επιτροπή επισημαίνει πρώτα απ' όλα ότι οι βελγικές αρχές ανέφεραν στις παρατηρήσεις τους ότι τα κτίρια ανήκουν στην SPECI. Η συμφωνία για τη δωρεάν παροχή κτιρίων υπογράφηκε ωστόσο από την SPAQuE και την VSL, ενώ η SPECI δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία. Οι βελγικές αρχές δεν προσκόμισαν εξάλλου την απόδειξη ότι η SPECI ήταν ο ιδιοκτήτης των ακινήτων αυτών.

(121)

Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η δικαιολογία αυτή δεν συνοδεύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσον το ποσό των μισθωμάτων από τα οποία παραιτήθηκε οικειοθελώς η SPAQuE είναι ισοδύναμα με τη δέσμευση της VSL. Οι βελγικές αρχές δεν προσκομίζουν όντως κανένα διεξοδικό στοιχείο για τον τρόπο και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της εν λόγω δέσμευσης.

(122)

Η Επιτροπή θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι η δωρεάν διάθεση των εκτάσεων γης που μνημονεύονται στη σύμβαση για την προσωρινή διάθεση μέρους του χώρου των «Cristalleries du Val Saint-Lambert» της 11ης Δεκεμβρίου 2012 παραχωρεί πλεονέκτημα στην VSL.

(123)

Το ποσό της ενίσχυσης είναι αντίστοιχο με το ποσό των μισθωμάτων που θα όφειλε να καταβάλει η VSL υπό τους όρους μίσθωσης που ισχύουν στην αγορά. Το ποσό αυτό θα πρέπει να υπολογίζεται βάσει της αξίας του εισοδήματος σύμφωνα με το κτηματολόγιο (προσαρμοζόμενης με τιμαριθμική κλίμακα), το οποίο καθορίζεται από τις αρμόδιες βελγικές αρχές (δηλαδή από την Αdministration du Cadastre, de l'Enregistrement et des Domaines (ACED)) για κάθε μισθωμένο ακίνητο και ανάλογα με τη διάρκεια της μίσθωσής τους. Πράγματι, το εισόδημα από ακίνητα (προσαρμοζόμενο με τιμαριθμική κλίμακα) καθορίζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αντικατοπτρίζει το μέσο καθαρό εισόδημα που θα απέφερε κάποιο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο στον ιδιοκτήτη του κατά τη διάρκεια ενός έτους, λαμβανομένης υπόψη της αγοράς ενοικίασης, και το οποίο η Επιτροπή κρίνει ως εκ τούτου ότι συνιστά την εύλογη βάση για την εκτίμηση της αξίας μίσθωσης των εξεταζόμενων ακινήτων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης, οι βελγικές αρχές μπορούν, βασιζόμενες στη γνωμοδότηση ενός ανεξάρτητου και αναγνωρισμένου πραγματογνώμονα, η οποία θα πρέπει να εγκρίνεται από την Επιτροπή, να αποδείξουν ότι είναι αναγκαία η διόρθωση των εν λόγω ποσών, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

5.1.5.   Επηρεασμός του ανταγωνισμού και των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών

(124)

Με γνώμονα τις προϋποθέσεις που σχετίζονται με τον επηρεασμό του ανταγωνισμού και των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αριθμεί πολλούς παραγωγούς κρυστάλλων και ειδών από κρύσταλλο και ότι τα τελευταία αυτά είδη χρησιμοποιούνται ως λειτουργικά εξαρτήματα ή περισσότερο ως αντικείμενα τέχνης ή πολυτελείας. Με βάση τις πληροφορίες που διαβίβασε το Βέλγιο, φαίνεται, για παράδειγμα, ότι οι ακόλουθες εταιρείες έχουν, τουλάχιστον εν μέρει, φάσμα προϊόντων παρόμοιο με αυτό της VSL: Baccarat (Γαλλία), Saint-Louis (Γαλλία), Lalique (Γαλλία), Daum (Γαλλία), Arc International (Γαλλία), Montbronn (Γαλλία) et Bohemian Glassworks (Τσεχική Δημοκρατία). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η παραγωγή των εν λόγω επιχειρήσεων και των άλλων παραγόντων της αγοράς αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

(125)

Ειδικότερα, όσον αφορά το μέτρο 3 (την εγγύηση των 150 000 ευρώ) και το μέτρο 5 (το δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ), το ποσό της ενίσχυσης, ακόμη και αν δεν μπορεί να υπολογιστεί επακριβώς λόγω της έλλειψης ορισμένων δεδομένων, είναι χαμηλότερο από το κατώτατο όριο των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας (de minimis). Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι το μέτρο αυτό δεν μπορεί πράγματι να χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση ήσσονος σημασίας και ότι επηρεάζει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Τα μέτρα που θεσπίστηκαν το 2008 και 2009 δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν ως ενίσχυση de minimis, επειδή με τον κανονισμό που ίσχυε προγενέστερα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 (20) οι ενισχύσεις αυτού του είδους δεν μπορούσαν να χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις. Η CVSL βρισκόταν στη διαδικασία της πτώχευσης τη χρονική στιγμή που χορηγήθηκε η εγγύηση. Εξάλλου, με τον νέο κανονισμό που άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014 (21), αυτός, όπως και ο προηγούμενος κανονισμός, εφαρμόζεται μόνο στις διαφανείς ενισχύσεις. Όμως, η εγγύηση που εξετάζεται εν προκειμένω δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκαταλέγεται σε αυτήν την κατηγορία. Όντως, το άρθρο 4 σημείο 6 στοιχείο α) του κανονισμού ορίζει ότι: «Οι ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων λογίζονται ως διαφανείς ενισχύσεις ήσσονος σημασίας εάν ο δικαιούχος δεν έχει υπαχθεί σε συλλογική διαδικασία αφερεγγυότητας […]». Όπως ήδη διαπιστώθηκε προηγουμένως, η CVSL βρισκόταν στη διαδικασία της πτωχεύσεως κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της εγγύησης. Όσον αφορά το δάνειο, το άρθρο 4 σημείο 3 στοιχεία α) και β) προβλέπει ότι «Οι ενισχύσεις υπό μορφήν δανείου θεωρούνται διαφανείς ενισχύσεις ήσσονος σημασίας εάν ο δικαιούχος δεν έχει υπαχθεί σε συλλογική διαδικασία αφερεγγυότητας […] και εάν το δάνειο εξασφαλίζεται με ασφάλειες που καλύπτουν τουλάχιστον το 50 % του δανείου και το ποσό του δανείου ανέρχεται είτε σε 1 000 000 ευρώ […] για διάστημα πέντε ετών είτε σε 500 000 ευρώ […] για διάστημα δέκα ετών». Η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν πληρούται εν προκειμένω από το δάνειο.

(126)

Η Επιτροπή θεωρεί εξάλλου ότι η έννοια της κρατικής ενίσχυσης δεν απαιτεί να είναι αισθητοί ή πραγματικοί η νόθευση του ανταγωνισμού ή ο επηρεασμός των συναλλαγών. Το γεγονός ότι το ποσό της ενίσχυσης είναι χαμηλό ή ότι η δικαιούχος επιχείρηση είναι μεσαίου μεγέθους δεν αποκλείει αυτή καθαυτή τη νόθευση του ανταγωνισμού ή την απειλή νόθευσης του ανταγωνισμού, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η πιθανότητα τέτοιων νοθεύσεων δεν είναι καθαρά υποθετική. Στην παρούσα περίπτωση, με δεδομένη τη φύση της αγοράς που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 124 ανωτέρω, η πιθανότητα αυτή δεν είναι υποθετική. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, υπάρχουν 40 ενεργές παραγωγικές μονάδες επεξεργασίας κρυστάλλου εντός και εκτός της Ευρώπης. Η Val Saint-Lambert δραστηριοποιείται στην αγορά κρυστάλλου που σχετίζεται με τα κρυστάλλινα επιτραπέζια σκεύη ή τα είδη διακόσμησης. Από τη στιγμή που ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων ομοειδών προϊόντων, μια κανάτα VSL ή μια κανάτα κάποιας άλλης μονάδας παραγωγής ειδών κρυστάλλου π.χ. με διαφορετικά εμπορικά σήματα, κάθε ενίσχυση που λαμβάνει κάποιος από τους παραγωγούς που δραστηριοποιείται σε αυτό το τμήμα της αγοράς συνεπάγεται τη νόθευση του ανταγωνισμού στους άλλους.

(127)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα τα υπό εξέταση μέτρα, με την εξαίρεση του μέτρου 7, συνιστούν ενισχύσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(128)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των υπό εξέταση μέτρων, εξαιρουμένου του μέτρου 7 και της πώλησης των κτιρίων της VSL στην SPAQuE (μέρος του μέτρου 8), συνιστούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

5.2.   Συμβιβάσιμος χαρακτήρας των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά

(129)

Η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπεται από το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε ανεπιφύλακτη. Ιδίως οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ αποτελούν νομικές βάσεις που επιτρέπουν να θεωρούνται ορισμένες ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Εν προκειμένω επιβάλλεται να εξεταστεί εάν τα υπό εξέταση μέτρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ κατ' εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Για το σκοπό αυτό επιβάλλεται πρώτα να καθοριστεί για ποιες περιόδους οι CVSL και VSL μπορούν να θεωρηθούν προβληματικές επιχειρήσεις.

(130)

Εξάλλου, για το μέτρο 3, το οποίο χορηγήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008, είναι επίσης αναγκαίο να εξακριβωθεί κατά πόσον υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της υπό πτώχευση CVSL και των δραστηριοτήτων που μεταβιβάστηκαν στους αγοραστές οι οποίοι συγκρότησαν την VSL, προκειμένου να καθοριστεί εάν η VSL καρπώθηκε τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η χορήγηση του εν λόγω μέτρου. Τα συμπεράσματα της εξέτασης αυτής έχουν όντως επιπτώσεις για την ανάλυση του συμβιβάσιμου χαρακτήρα των μέτρων 3 και 1.

5.2.1.   Επιλεξιμότητα των VSL και CVSL σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές

(131)

Πρέπει να καθοριστεί για ποιες περιόδους οι CVSL και VSL θα μπορούσαν να θεωρηθούν προβληματικές επιχειρήσεις.

(132)

Στις παρατηρήσεις τους, οι βελγικές αρχές δεν αμφισβητούν ότι η CVSL είχε την ιδιότητα της προβληματικής επιχείρησης κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της εγγύησης τον Σεπτέμβριο του 2008 (μέτρο 3), αλλά υπερασπίζονται την άποψη ότι η παρέμβαση αυτή απέφερε οφέλη στην CVSL και όχι στην VSL.

(133)

Εξάλλου, θεωρούν ότι η VSL μπορεί να χαρακτηρισθεί προβληματική επιχείρηση μόνο από την 8η Φεβρουαρίου 2012, από την ημερομηνία καταθέσεως της αίτησης δικαστικής εξυγίανσης. Προηγουμένως, η VSL δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί προβληματική επιχείρηση, εφόσον πίστευαν ότι η VSL αποτελούσε νέα επιχείρηση και ότι απολάμβανε την άνευ όρων υποστήριξη του πλειοψηφικού μετόχου της VSL, δηλαδή της CFC, σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 11 των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης της πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

(134)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά τον χρόνο της χορήγησης του μέτρου 3, η CVSL τελούσε υπό πτώχευση από τη στιγμή της απόφασης της 11ης Αυγούστου 2008.

(135)

Όσον αφορά τα μέτρα 5, 6 και 8, οι βελγικές αρχές στηρίζονται στην απόφαση Saab (22) για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι η VSL δεν ήταν προβληματική. Προσκόμισαν ιδίως το ιστορικό των καταστάσεων γενικών λογαριασμών, στο οποίο απεικονίζονται οι χρηματοοικονομικές ροές μεταξύ της VSL και του πλειοψηφικού της μετόχου, της CFC, προκειμένου να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά της CFC μπορεί πράγματι να εξομοιωθεί με εκείνη της General Motors, η οποία συνέχισε να παρέχει στήριξη στη θυγατρική της Saab με εισφορές κεφαλαίου και ρευστότητας για να αντισταθμίσει τις ζημίες της, γεγονός που οδήγησε την Επιτροπή να αποκλείσει το ενδεχόμενο ότι η Saab αποτελούσε προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 59 της απόφασης).

(136)

Από τις 25 Μαΐου 2009 και μετά η CFC εισέφερε όντως σε τακτά διαστήματα επιπλέον κεφάλαια εκτός από εκείνα που είχε καταβάλει τη στιγμή της εξαγοράς, άνω των 8 εκατ. ευρώ, πράγμα που καταδεικνύει ότι η VSL δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση κατά την πρώτη χρονική περίοδο μετά την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της CVSL, βάσει των παραγράφων 12 και 13 των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο πλειοψηφικός μέτοχος της VSL ήταν σε θέση να τη στηρίξει με τακτικές συνεισφορές, αποδεικνύοντας έτσι ότι ο πλειοψηφικός της μέτοχος θα μπορούσε να επωμισθεί τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η VSL. Συνεπώς, από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Φεβρουάριο του 2012, η Επιτροπή θεωρεί ότι η VSL δεν πληρούσε τα κριτήρια της προβληματικής επιχειρήσεως κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών.

(137)

Αντιθέτως, η VSL βρισκόταν και πάλι από τον Φεβρουάριο του 2012 υπό το καθεστώς της διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης. Οι βελγικές αρχές απέδειξαν εξάλλου ότι η CFC δεν ήταν πλέον σε θέση να υποστηρίξει τη θυγατρική της επιχείρηση, όπως είχε πράξει έως σήμερα. Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας διευκρινιζόταν ότι το επίπεδο ρευστότητας της CFC ανερχόταν σε 1,26 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα η χορήγηση στην VSL ενός ισοδύναμου ποσού (του ελάχιστου αναγκαίου ποσού για τη διάσωσή της) να τη στερήσει επομένως από σχεδόν όλα τα ρευστά διαθέσιμά της. Η VSL θα πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια του σημείου 10 στοιχείο γ) των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της ενίσχυσης διάσωσης (μέτρο 1) τον Απρίλιο του 2012.

(138)

Συνοψίζοντας, η Επιτροπή θεωρεί ότι η CVSL είχε καταστεί προβληματική από τις 11 Αυγούστου 2008 (ημερομηνία έκδοσης της απόφασης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση) έως το τέλος Νοεμβρίου του 2008 (πράξη σύστασης της VSL). Η VSL θα πρέπει να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση από τις 9 Φεβρουαρίου 2012 (ημερομηνία της διαδικασίας δικαστικής εξυγίανσης) έως την απόφαση που εκδόθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2013 (ημερομηνία της απόφασης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση).

(139)

Κατά συνέπεια, οι CVSL και VSL ήταν προβληματικές επιχειρήσεις κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των μέτρων 1 και 3. Η εξέταση του συμβιβάσιμου χαρακτήρα τους πρέπει επομένως να διενεργηθεί βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών

5.2.2.   Συμβιβάσιμος χαρακτήρας των ενισχύσεων (μέτρα 1 και 3)

Μέτρο 1: Η ενίσχυση διάσωσης της 3ης Απριλίου 2012

(140)

Το Βέλγιο θεωρεί ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Αντιθέτως, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης, η οποία προβλέπεται στα σημεία 72 και επόμενα των κατευθυντηρίων γραμμών. Πράγματι, η VSL έλαβε μη συμβιβάσιμη ενίσχυση διάσωσης τον Σεπτέμβριο του 2008 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 141). Συνεπώς, δεν μπορούσε να λάβει νέα ενίσχυση διάσωσης πριν από το 2018. Οι βελγικές αρχές επιβεβαίωσαν εξάλλου ότι το δάνειο του 1 εκατ. ευρώ αποτέλεσε αντικείμενο αναγγελίας της απαίτησης στον σύνδικο πτωχεύσεως στις 5 Νοεμβρίου 2013 υπέρ της SOGEPA. Η απαίτηση αυτή καταχωρίστηκε στο παθητικό της VSL και δεν έχει εξοφληθεί έως σήμερα. Κατά συνέπεια, το δάνειο δεν είχε αποπληρωθεί εντός έξι μηνών από τη χορήγησή του, σύμφωνα με το σημείο 25 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών. Η Επιτροπή θεωρεί ως εκ τούτου ότι η ενίσχυση διάσωσης της 3ης Απριλίου 2012 που αντιστοιχεί στο ποσό του δανείου, ήτοι 1 εκατ. ευρώ, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Μέτρο 3: Η εγγύηση των 150 000 ευρώ

(141)

Η Επιτροπή έκρινε στην ενότητα 5.2.1. ότι η CVSL αποτελούσε προβληματική επιχείρηση κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της εγγύησης. Το στοιχείο ενίσχυσης που προκύπτει από τη δωρεάν χορήγηση της εγγύησης θα μπορούσε επομένως να κηρυχθεί συμβιβάσιμο μόνο εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατευθυντήριες γραμμές διάσωσης και αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, όπως είδαμε, η εγγύηση αυτή χορηγήθηκε χωρίς αμοιβή. Το σημείο 25 στοιχείο α) των κατευθυντηρίων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβλέπει ότι οι ενισχύσεις ρευστότητας, υπό τη μορφή εγγυήσεων δανείων πρέπει να συνάπτονται με «με επιτόκια ανάλογα με εκείνα που ισχύουν για τα δάνεια σε υγιείς επιχειρήσεις […]». Εξάλλου, οι βελγικές αρχές, παρά το ειδικό αίτημα πληροφόρησης για το σημείο αυτό, δεν προσκόμισαν στοιχεία σχετικά με την τήρηση της υποχρέωσης να αποσβεσθεί η εγγύηση εντός έξι μηνών [σημείο 25 στοιχείο α) των κατευθυντηρίων γραμμών]. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι το στοιχείο ενίσχυσης που προκύπτει από τη δωρεάν χορήγηση της εγγύησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενίσχυση διάσωσης συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, ούτε μπορεί να κηρυχθεί συμβιβάσιμη επί άλλων βάσεων.

(142)

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το μέτρο 3 συνιστά ασυμβίβαστη ενίσχυση διάσωσης που χορηγήθηκε το 2008 πριν από την εξαγορά της CVSL, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί εάν υπήρξε οικονομική συνέχεια μεταξύ της υπό πτώχευση CVSL και των δραστηριοτήτων που μεταβιβάστηκαν στους αγοραστές οι οποίοι συγκρότησαν την VSL, προκειμένου να καθοριστεί εάν η VSL επωφελήθηκε από τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με τη χορήγηση του εν λόγω μέτρου.

5.2.3.   Αξιολόγηση της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ CVSL και VSL

(143)

Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή διερεύνησε τη δυνατότητα να υπάρξει οικονομική συνέχεια μεταξύ CVSL και VSL· εξέτασε με άλλα λόγια κατά πόσο τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη χορήγηση της εγγύησης ύψους 150 000 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2008 είχαν μετακυλιστεί στους αγοραστές της CVSL οι οποίοι συγκρότησαν την VSL. Από τα πορίσματα της ανάλυσης αυτής θα εξαρτηθούν τόσο ο εντοπισμός της οντότητας η οποία θα επιφορτισθεί με την υποχρέωση επιστροφής σε περίπτωση τυχόν παράνομων ενισχύσεων που κρίθηκαν ασυμβίβαστες, όσο και η ανάλυση της συμβατότητας του μέτρου 1, ιδίως όσον αφορά την αρχή της «εφάπαξ ενίσχυσης».

(144)

Όσον αφορά το σημείο αυτό, οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι από το εν λόγω μέτρο ευεργετήθηκε η CVSL και όχι η VSL και ότι σημειώθηκε ρήξη της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της CVSL και των αγοραστών.

(145)

Σύμφωνα με τη νομολογία, η υποχρέωση ανάκτησης μπορεί να επεκταθεί σε μια νέα εταιρεία προς την οποία η δικαιούχος εταιρεία έχει μεταβιβάσει τα στοιχεία του ενεργητικού της, όταν η μεταβίβαση αυτή επιτρέπει τη διαπίστωση της οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο εταιρειών (23). Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η υποχρέωση ανάκτησης να επεκταθεί σε άλλη οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι η οντότητα αυτή αποκομίζει τους πραγματικούς καρπούς των εν λόγω ενισχύσεων, λόγω της οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο οντοτήτων.

(146)

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-328/99 και C-399/00 Ιταλία κατά Επιτροπής (24), η εξέταση της οικονομικής συνέχειας ανάμεσα στην παλαιά επιχείρηση και τις νέες δομές γίνεται με χρήση δέσμης δεικτών: ιδίως το αντικείμενο της μεταβίβασης (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία), το τίμημα της μεταβίβασης, την ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της αγοράστριας και της αρχικής επιχείρησης, τον χρόνο πραγματοποίησης της μεταβίβασης (μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της οριστικής απόφασης) ή, ακόμη, την οικονομική λογική της πράξης.

Αξιολόγηση του κριτηρίου του αντικειμένου της πώλησης (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία)

(147)

Οι βελγικές αρχές διευκρίνισαν καταρχάς ότι τα στοιχεία του ενεργητικού που συνδέονταν με την CVSL ήταν διάσπαρτα σε διάφορες οντότητες (τη μητρική εταιρεία VSLI, την VSLI SARL στη Γαλλία και την CVSL). Για να διευκολυνθεί η υλοποίηση της εξαγοράς, οι σύνδικοι συνήψαν στις 23 Οκτωβρίου 2008 συμφωνία συμβιβασμού για την εκτέλεση της μεταβίβασης, στα χέρια της πτωχευμένης επιχείρησης, των στοιχείων του ενεργητικού που ήταν διασκορπισμένα μεταξύ των διαφόρων αυτών εταιρειών.

(148)

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο συμφωνίας της 1ης Οκτωβρίου 2008 και τη σύμβαση εξαγοράς της 31ης Αυγούστου 2009, η VSL απέκτησε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην CVSL εκτός από τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία: τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν τα εργαστήρια της CVSL και τους χώρους αποθήκευσης, τα οικόπεδα στα οποία κατασκευάστηκαν, τον υλικό εξοπλισμό και τη φήμη και την πελατεία της CVSL, ήτοι τα εργαλεία παραγωγής, τα προπλάσματα (μήτρες), τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα σήματα που ανήκαν τυχόν στην CVSL, τις παραγγελίες που είναι στη φάση της εκτέλεσης, τα αποθέματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν πωληθεί στην Val Saint-Lambert International SARL, εταιρεία γαλλικού δικαίου, που οι σύνδικοι πτωχεύσεως είχαν αναλάβει να θέσουν στη διάθεση των αγοραστών.

(149)

Παραχωρήθηκε επίσης μέρος των περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν στην VSLI, ήτοι τα σήματα, σχέδια και υποδείγματα και άλλα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας [τα στοιχεία που αναφέρονται στη σύμβαση που υπογράφηκε στις 5 Οκτωβρίου 2005 και επιπλέον τα σκαριφήματα, προπλάσματα (μήτρες), σχέδια, σκίτσα …], τα οικοδομημένα και μη οικοδομημένα ακίνητα και τα πλαίσια, των οποίων η VSLI ήταν ιδιοκτήτης στο Seraing, τα αποθέματα προϊόντων της VSL, τη φήμη και την πελατεία της CVSL Seraing (εκθεσιακό χώρο), τα αποθέματα των σημείων πώλησης του Seraing και των Βρυξελλών (Sablon).

(150)

Στην VSL παραχωρείται επίσης η πλήρης κυριότητα των μέσων παραγωγής (μηχάνημα κοπής, κάμινος και ρύγχος καμίνου) που έχουν αποτελέσει αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης.

(151)

Η VSL δεσμεύθηκε να συνεχίσει να εκτελεί, με απαλλαγή της CVSL από κάθε ευθύνη, όλες τις συμβάσεις εργασίας και απασχόλησης που συνάπτονται από την VSL και είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία της 30ής Σεπτεμβρίου 2008. Η VSL έχει επίσης δεσμευτεί να σέβεται τα πρωτόκολλα των κοινωνικών, των συλλογικών και των ατομικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί, επιφυλασσόμενη απλώς να ασκήσει τη δυνατότητα να επαναδιαπραγματευθεί ισομερώς ορισμένους όρους προκειμένου να τους προσαρμόσει στη νέα πραγματικότητα, όπως κρίνεται σκόπιμο.

(152)

Τέλος, η VSL ανέλαβε επίσης υποχρεώσεις ύψους 280 000 ευρώ που συνιστούν απόρροια της μεταβίβασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της CVSL από την CFV. Σύμφωνα με τη σύμβαση της 29ης Ιανουαρίου 2009 μεταξύ της Compagnie financière du Val SA και της VSL, η VSL υποκατέστησε την Interagora και επωμίστηκε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Interagora SA έναντι της CFV με τη σύμβαση της 5ης Οκτωβρίου 2005. Με τη σύμβαση αυτή, η CFV εκχώρησε στην Interagora SA το σύνολο των σημάτων, σχεδίων και υποδειγμάτων που αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα την CVSL. Από το συμφωνημένο τίμημα παρέμεινε ανεξόφλητο ποσό 280 000 ευρώ.

(153)

Η εξαγορά των στοιχείων ενεργητικού της CVSL επικυρώθηκε από το Τribunal de commerce (εμπορικό δικαστήριο) της Λιέγης στις 20 Οκτωβρίου 2009.

(154)

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα πραγματικά δεδομένα, η Επιτροπή καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα όσον αφορά το αντικείμενο της πώλησης: η εξαγορά αφορά το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων της CVSL (συμπεριλαμβανομένων των υπό εκτέλεση παραγγελιών), επί του συνόλου των συμβάσεων εργασίας και απασχόλησης που είχαν συναφθεί από την εταιρεία που πτώχευσε και ίσχυαν κατά την ημερομηνία της 30ής Σεπτεμβρίου 2008, καθώς και τη χρήση των εμπορικών σημάτων και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

(155)

Η Επιτροπή επισημαίνει ως εκ τούτου ότι το εύρος των δραστηριοτήτων που αναλήφθηκαν ήταν ίσο με εκείνο της CVSL και ότι το πεδίο εφαρμογής της εξαγοράς υπερβαίνει μάλιστα τα όρια της CVSL και συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού της VSLI που ήταν αναγκαία για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων παραγωγής κρυστάλλου.

Εκτίμηση της τιμής μεταβίβασης

(156)

Για να τεκμηριωθεί κατά πόσον υφίσταται οικονομική συνέχεια μετά την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της CVSL, πρέπει επίσης να εξετασθεί εάν η πώληση αυτή πραγματοποιήθηκε σε τιμή αγοράς. Ο όρος αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως στα υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία.

(157)

Όπως διευκρίνισαν οι βελγικές αρχές, σύμφωνα με το βελγικό πτωχευτικό δίκαιο, καθοριστικό κριτήριο για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων είναι το συμφέρον των πιστωτών. Το άρθρο 75 παράγραφος 3 του νόμου περί πτώχευσης, επιτρέπει στους πιστωτές ή στον πτωχεύσαντα να αντιταχθούν σε ορισμένες περιπτώσεις εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, εάν κρίνουν ότι η σκοπούμενη εκποίηση κινδυνεύει να τους ζημιώσει. Οι βελγικές αρχές διευκρίνισαν ότι η χορήγηση της κρατικής εγγύησης των 150 000 ευρώ υποκινήθηκε ακριβώς από την επιθυμία για τη διατήρηση της συνέχειας και την αξιοποίηση των πρωτοβουλιών διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων.

(158)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων της CVSL πραγματοποιήθηκε κατόπιν ανοικτής διαδικασίας, υπό τη διαχείριση των συνδίκων πτώχευσης της εταιρείας αυτής που τελούσε υπό εκκαθάριση. Στους συνδίκους της πτώχευσης υποβλήθηκαν 36 προσφορές, από τις οποίες αυτοί ενέκριναν 12 μετά το πέρας της πρώτης φάσης. Διοργανώθηκε αίθουσα δεδομένων η οποία περισυλλέγει πληροφορίες για την CVSL. Η δημοσιότητα κάλυψε προφανώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να έχουν προηγουμένως προσδιορισθεί οι ομάδες των περιουσιακών στοιχείων.

(159)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η διαδικασία αυτή θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να επιτρέψει να μεγιστοποιηθεί η τιμή πώλησης για κάθε περιουσιακό στοιχείο της CVSL.

(160)

Ωστόσο, δύο στοιχεία εξωθούν την Επιτροπή στην κρίση ότι η διαδικασία αυτή δεν είναι καθαυτή επαρκής ώστε να εξασφαλίζεται ότι η τιμή που προσφέρουν οι αγοραστές για τα περιουσιακά στοιχεία αντιστοιχεί σε τιμή της αγοράς.

(161)

Η πώληση των περιουσιακών στοιχείων της CVSL εξαρτάται από την εξαγορά όλων των συμβάσεων εργασίας. Αυτό δείχνει ότι η πώληση αυτή δεν έγινε χωρίς όρους και ότι η σχετική υποχρέωση μπόρεσε να μειώσει την τιμή πώλησης.

(162)

Τέλος, η αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης για τη χρήση των σημάτων υπόκειται επίσης σε όρους που δεν θα απαιτούσε ένας ιδιώτης επιχειρηματίας. Σε αντάλλαγμα, η Περιφέρεια της Βαλλονίας απαίτησε από την VSL αντιστάθμισμα το οποίο καταγράφηκε στη σύμβαση ανανέωσης της οφειλής της 29ης Ιανουαρίου 2009 μεταξύ της Περιφέρειας της Βαλλονίας (εκπροσωπούμενης από την CFV) και της VSL: «Η εν λόγω άδεια χρήσης μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να καταγγελθεί αυτοδικαίως και χωρίς προειδοποίηση από την Περιφέρεια Βαλλονίας σε περίπτωση που η VSL (ή οι εξ αυτής έλκοντες δικαιώματα) δεν θα ήταν σε θέση να παράγουν στη μεταποιητική μονάδα στους χώρους του Val Saint-Lambert στο Seraing είδη από κρύσταλλο υψηλής προστιθέμενης αξίας, εξακολουθώντας να απασχολούν τουλάχιστον το 60 % των εργαζομένων με γνώμονα το ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ανεργία που υπήρχε κατά τη χρονική στιγμή της πτώχευσης της CVSL […]». Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σε αντάλλαγμα για τη χορήγηση της αποκλειστικής αδείας, η Περιφέρεια της Βαλλονίας επιβάλλει στην VSL την υποχρέωση να διατηρήσει την παραγωγή στις εγκαταστάσεις του Seraing και την υποχρέωση να διατηρηθεί ένα προκαθορισμένο επίπεδο απασχόλησης. Οι εν λόγω πολιτικές συνθήκες μπορεί να έχουν οδηγήσει σε μείωση της τιμής πώλησης και να έχουν αποθαρρύνει άλλους πιθανούς υποψήφιους αγοραστές από την εξαγορά, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο της πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών, με αποτέλεσμα η υποβαλλόμενη προσφορά που θα ήταν από οικονομική άποψη η συμφερότερη να μην αντιστοιχεί στην πραγματική αγοραία αξία (25).

(163)

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα πραγματικά στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν πληρούται το κριτήριο της τιμής μεταβίβασης.

Αξιολόγηση του κριτηρίου της οικονομικής λογικής της πράξεως

(164)

Με το κριτήριο της οικονομικής λογικής της πράξεως επιδιώκεται να ελεγχθεί κατά πόσο ο αγοραστής των περιουσιακών στοιχείων χρησιμοποιεί τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία με τον ίδιο τρόπο όπως και ο εκδοχέας, για τη συνέχιση της ίδιας οικονομικής δραστηριότητας.

(165)

Οι βελγικές αρχές θεωρούν ότι η λογική που ακολούθησε η VSL ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη των προκατόχων της ιδίως εξαιτίας του το γεγονότος ότι επικροτεί το σχέδιο αξιοποίησης των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων Cristal Park κατά την εξαγορά των δραστηριοτήτων της μονάδας παραγωγής κρυστάλλων.

(166)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι βελγικές αρχές δεν απέδειξαν την ύπαρξη άμεσης σχέσης, από τον Οκτώβριο του 2008, μεταξύ της εξαγοράς της CVSL και του σχεδίου με επίκεντρο το Cristal Park. Τα παλαιότερα από τα έγγραφα για το σχέδιο του Cristal Park που κοινοποιήθηκαν από τις βελγικές αρχές χρονολογούνται από τον Δεκέμβριο του 2011.

(167)

Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αγοραστές εξαγόρασαν το εμπορικό σήμα προκειμένου να εξακολουθήσουν να το εκμεταλλεύονται μαζί με όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα μέσα παραγωγής. Ο εταιρικός σκοπός που αναφέρεται στην πράξη σύστασης της VSL της 20ής Νοεμβρίου 2008 είναι πράγματι πολύ παραπλήσιος με εκείνον της CVSL. Ο στόχος της VSL είναι πράγματι να συνεχίσει τις δραστηριότητες της μονάδας παραγωγής κρυστάλλων της CVSL με τους ίδιους ανθρώπινους και παραγωγικούς πόρους. Η ίδια η εγγύηση έχει εξάλλου χορηγηθεί ακριβώς με τον σκοπό να διατηρηθεί η συνέχεια της δραστηριότητας.

(168)

Κατά συνέπεια, για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ CVSL και VSL. Η ανάληψη του συνόλου των μέσων παραγωγής (σε τιμή υπό όρους, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αγοραία αξία), των συμβάσεων εργασίας και της αποκλειστικής και απεριόριστης χρήσης των σημάτων με σκοπό να συνεχιστεί η παραγωγή ειδών από κρύσταλλο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επίτευξη της οικονομικής συνέχειας. Το πλεονέκτημα που απορρέει από τη χορήγηση της εγγύησης στην CVSL, η οποία είχε περιέλθει τότε σε πτώχευση, συνεχίστηκε μετά την ανάληψη και η VSL διατήρησε το όφελος από αυτό το πλεονέκτημα.

5.2.4.   Συμβιβάσιμο των μέτρων 4 (εκχώρηση και χρήση των σημάτων), 5 (δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ), 6 (αύξηση κεφαλαίου ύψους 1,5 εκατ. ευρώ) et 8 (διάθεση ορισμένων κτιρίων από την SPAQuE στη VSL)

(169)

Το Βέλγιο δεν επικαλέστηκε κανέναν λόγο σχετικά με τον συμβιβάσιμο χαρακτήρα των μέτρων αυτών με τις παρατηρήσεις της για την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ενώ η Επιτροπή δεν διαθέτει στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3. Η Επιτροπή κρίνει κατά συνέπεια ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

5.3.   Ανάκτηση

(170)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (26), κάθε ενίσχυση που είναι παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο της.

(171)

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες σκέψεις, τα ακόλουθα μέτρα περιέχουν στοιχεία ενίσχυσης, οι ενισχύσεις αυτές είναι παράνομες και ασυμβίβαστες και, στον βαθμό που τέθηκαν στη διάθεση της VSL, οφείλουν να ανακτηθούν:

 

Μέτρο 1: Επιδοτούμενο δάνειο ύψους 1 εκατ. ευρώ που χορηγήθηκε στην VSL στις 3 Απριλίου 2012 από την Περιφέρεια της Βαλλονίας, εκπροσωπούμενη από την Société Wallonne de Gestion et de Participations (εφεξής «SOGEPA»)

Το σύνολο του δανείου συνιστά ενίσχυση. Τα 400 000 ευρώ χορηγήθηκαν την ίδια ημέρα με τη σύναψη της σύμβασης. Τα υπόλοιπα 600 000 ευρώ χορηγήθηκαν σε μεταγενέστερη ημερομηνία που δεν κοινοποιήθηκε από τις βελγικές αρχές.

 

Μέτρο 2: Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης που συνίσταται στην παράταση του δανείου ύψους 1 εκατ. ευρώ

Το μέτρο αυτό δεν εφαρμόστηκε, επομένως δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης.

 

Μέτρο 3: Εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ που χορήγησε η SOGEPA στις 24 Σεπτεμβρίου 2008 στον σύνδικο της CVSL

Η εν λόγω εγγύηση περιλαμβάνει στοιχείο ενίσχυσης, στον βαθμό που δεν αμείβεται με βάση την τιμή της αγοράς. Το στοιχείο της ενίσχυσης πρέπει να υπολογίζεται ανάλογα με τη μέθοδο που αναφέρεται στην παρούσα απόφαση.

 

Μέτρο 4: Εκχώρηση και χρήση των σημάτων Val Saint-Lambert η οποία συμφωνήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2009 μεταξύ της CFV και της VSL

Το μέτρο που αφορά την εκχώρηση των σημάτων δεν τέθηκε σε εφαρμογή, άρα δεν υπάρχει λόγος να διαταχθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης. Το στοιχείο ενίσχυσης που αφορά τη χρήση του σήματος πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τις συνήθεις μεθόδους που χρησιμοποιούνται και γίνονται αποδεκτές για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων διανοητικής ιδιοκτησίας.

 

Μέτρο 5: Δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ που χορηγήθηκε από την SOGEPA στην VSL στις 31 Αυγούστου 2009

Το εν λόγω δάνειο περιλαμβάνει ένα στοιχείο ενίσχυσης υπέρ της VSL, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκε η τιμή, δηλαδή σε 1,07 %, (5,77 % – 4,7 %), άρα ανέρχεται σε 16 050 ευρώ ετησίως. Η εν λόγω ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή παράνομα και πρέπει ως εκ τούτου να επιστραφεί.

 

Μέτρο 6: Αύξηση κεφαλαίου ύψους 1,5 εκατ. ευρώ από την Περιφέρεια της Βαλλονίας στην VSL η οποία αποφασίστηκε στις 17 Μαρτίου 2011

Όλη αυτή η αύξηση κεφαλαίου συνιστά ενίσχυση στο βαθμό που δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή. Η εν λόγω ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή παράνομα και πρέπει συνεπώς να ανακτηθεί.

 

Μέτρο 8: Μέρος που αφορά τη δωρεάν διάθεση μέρους του χώρου εγκατάστασης των «Cristalleries du Val Saint-Lambert»

Η σύμβαση για την προσωρινή διάθεση μέρους του χώρου εγκατάστασης των «Cristalleries du Val Saint-Lambert», η οποία συνήφθη στις 11 Δεκεμβρίου 2012 μεταξύ της SPAQuE και της VSL, παραχωρεί πλεονέκτημα στην VSL, το οποίο συνίσταται στο ποσό των μισθωμάτων από το οποίο η SPAQuE παραιτήθηκε οικειοθελώς. Το ακριβές ποσό αυτής της ενίσχυσης υπολογίζεται με τον τρόπο που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 123.

(172)

Για τους σκοπούς της εν λόγω ανάκτησης, οι βελγικές αρχές οφείλουν επίσης να προσθέσουν στο ποσό των ενισχύσεων τους τόκους ανάκτησης που αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία οι επίμαχες ενισχύσεις τέθηκαν στη διάθεση της επιχείρησης έως και την πραγματική τους ανάκτηση, σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (27).

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(173)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το Βέλγιο έθεσε παρανόμως σε εφαρμογή ένα σύνολο μέτρων, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μέτρα αυτά είναι τα εξής: Η ενίσχυση διάσωσης ύψους 1 εκατ. ευρώ (μέτρο 1), η εγγύηση των 150 000 ευρώ (μέτρο 3), η εκχώρηση και η χρήση των σημάτων Val Saint-Lambert (μέτρο 4), το δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 5), η αύξηση κεφαλαίου κατά 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 6) και η δωρεάν διάθεση ορισμένων κτιρίων από την SPAQuE στην VSL (μέρος του μέτρου 8).

(174)

Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 2014 οι βελγικές αρχές εξουσιοδότησαν την Επιτροπή να θεσπίσει και να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση μόνον στη γαλλική γλώσσα.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα ακόλουθα μέτρα: η ενίσχυση διάσωσης ύψους 1 εκατ. ευρώ (μέτρο 1), η εγγύηση ύψους 150 000 ευρώ (μέτρο 3), η εκχώρηση και η χρήση των σημάτων Val Saint-Lambert (μέτρο 4), το δάνειο ύψους 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 5), η αύξηση κεφαλαίου κατά 1,5 εκατ. ευρώ (μέτρο 6) και η δωρεάν διάθεση ορισμένων κτιρίων από την SPAQuE στην VSL (μέρος του μέτρου 8) περιέχουν στοιχεία ενισχύσεων, οι οποίες τέθηκαν παράνομα σε εφαρμογή από το Βέλγιο κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, το Βέλγιο απέσυρε την κοινοποίησή του σχετικά με το μέτρο 2 (την ενίσχυση αναδιάρθρωσης) μετά την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

Άρθρο 2

1.   Το Βέλγιο οφείλει να ανακτήσει από τον δικαιούχο τις ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου έως τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής (28), ο οποίος τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Το Βέλγιο διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης το Βέλγιο υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Το Βέλγιο τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης έως την πλήρη ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βέλγιο.

Βρυξέλλες, 31 Ιουλίου 2014.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Κρατική ενίσχυση SA.34791 20../C (πρώην 2012/NN) — Βέλγιο — Ενίσχυση για τη διάσωση της Val Saint-Lambert — και κρατική ενίσχυση SA.35528 20../C (πρώην 2012/N) — Βέλγιο — Ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της Val Saint-Lambert — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 213 της 26.7.2013, σ. 38).

(2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(3)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(4)  Η διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης αποσκοπεί στη διατήρηση, υπό τον έλεγχο δικαστικού λειτουργού, της συνέχισης του συνόλου ή μέρους της προβληματικής επιχείρησης ή των δραστηριοτήτων της. Προηγήθηκε της απόφασης πτωχεύσεως της 14ης Οκτωβρίου 2013.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(6)  Βλέπε υποσημείωση 4.

(7)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(8)  Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2010, N541/09 — Σουηδία — Κρατική εγγύηση υπέρ της Saab Automobile AB.

(9)  Βλέπε απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C-482/99, Συλλογή, I-4397, σκέψη 38.

(10)  Με την απόφαση της 27ης Απριλίου 2012, του αρμόδιου υπουργού για θέματα χωροταξικού σχεδιασμού.

(11)  ΔΕΚ, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, στην υπόθεση C-482/99.

(12)  ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10.

(13)  http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/base_rates_eu27_en.pdf

(14)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης, (ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6).

(15)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 23.

(16)  ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6.

(17)  http://ec.europa.eu/competition/state_aid/legislation/reference_rates.html

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 352 της 24.12.2013, σ. 1).

(19)  Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, η μελέτη χαρακτηρισμού περιγράφει και εντοπίζει λεπτομερώς τη ρύπανση του εδάφους, για να παρέχεται στη διοίκηση η δυνατότητα να αποφανθεί σχετικά με την αναγκαιότητα και τον τρόπο εξυγίανσης.

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006.

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1407/2013.

(22)  SA N 541/09 — Σουηδία — Κρατική εγγύηση υπέρ της Saab Automobile AB, 8 Φεβρουαρίου 2010.

(23)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Μαρτίου 2012 στην υπόθεση Τ-123/09, Ryanair Ltd κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 155.

(24)  Συλλογή, I-4035.

(25)  Βλέπε, κατ' αναλόγια, την απόφαση της Επιτροπής 2008/717/ΕΚ, της 27ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 46/07 (πρώην NN 59/07) την οποία χορήγησε η Ρουμανία στην Αutomobile Craiova (πρώην Daewoo Ρουμανίας) (ΕΕ L 239 της 6.9.2008, σ. 12).

(26)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21 Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(28)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πληροφορίες σχετικά με τα εισπραχθέντα ποσά ενισχύσεων, τα προς ανάκτηση και τα ήδη ανακτηθέντα

(σε εκατομμύρια εθνικού νομίσματος)

Ταυτότητα του δικαιούχου

Συνολικό ύψος της ενίσχυσης που εισπράχθηκε βάσει του καθεστώτος

Συνολικό ύψος της προς ανάκτηση ενίσχυσης

(Αρχικό κεφάλαιο)

Συνολικό ήδη επιστραφέν ποσό

Αρχικό κεφάλαιο

Τόκοι ανάκτησης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


15.10.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 269/71


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1826 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 15ης Οκτωβρίου 2014

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33797 — (2013/C) (ex 2013/NN) (ex 2011/CP) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Σλοβακία υπέρ της NCHZ

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 7359]

(Το κείμενο στη σλοβακική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψητη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 13ης Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία (2) σχετικά με εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση η οποία χορηγήθηκε σε εταιρεία με την επωνυμία Novácké chemické závody, a.s. v konkurze (εφεξής «NCHZ»).

(2)

Η Επιτροπή διαβίβασε την καταγγελία στη Σλοβακία στις 17 Οκτωβρίου 2011, από κοινού με αίτηση παροχής πληροφοριών. Οι σλοβακικές αρχές ζήτησαν τα έγγραφα στη σλοβακική γλώσσα, τα οποία τους εστάλησαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 16 Ιανουαρίου 2012.

(3)

Οι σλοβακικές αρχές υπέβαλαν τις αιτηθείσες πληροφορίες με επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 2012. Περαιτέρω αιτήσεις παροχής πληροφοριών εστάλησαν από την Επιτροπή στις 22 Μαρτίου 2012 και στις 21 Ιουνίου 2012. Η Σλοβακία απάντησε στις 23 Απριλίου 2012 και στις 11 Σεπτεμβρίου 2012.

(4)

Στις 14 Ιουνίου 2012, ο καταγγέλλων απέστειλε περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την καταγγελία. Στις 24 Ιανουαρίου 2013, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και του καταγγέλλοντος κατόπιν αιτήματος του καταγγέλλοντος. Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 8 και 22 Μαρτίου 2013, ο καταγγέλλων διαβίβασε πρόσθετα στοιχεία.

(5)

Με την επιστολή της 2ας Ιουλίου 2013, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Σλοβακία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

(6)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εικαζόμενο μέτρο ενίσχυσης.

(7)

Στις 3 Σεπτεμβρίου 2013 και στις 2 και 30 Δεκεμβρίου 2013, η Σλοβακία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Στις 7 Οκτωβρίου 2013 και στις 17 Φεβρουαρίου 2014, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της Σλοβακίας και της Επιτροπής κατόπιν αιτήματος των σλοβακικών αρχών.

(8)

Η Επιτροπή έλαβε δύο παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενους (αμφότερες στις 12 Νοεμβρίου 2013). Στις 2 Δεκεμβρίου 2014, τις διαβίβασε στη Σλοβακία από κοινού με ένα σύνολο πρόσθετων ζητημάτων. Η Σλοβακία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει· οι παρατηρήσεις της ελήφθησαν με επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2014.

(9)

Στις 2 Μαΐου 2014, η Επιτροπή έθεσε περαιτέρω ερωτήματα στη Σλοβακία, στα οποία η Σλοβακία απάντησε στις 14 και 30 Μαΐου 2014. Η Επιτροπή απέστειλε επίσης πρόσθετο αίτημα για την παροχή διευκρινήσεων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε έναν από τους ενδιαφερόμενους τρίτους στις 20 Μαρτίου 2014, στο οποίο ο τρίτος απάντησε τελικώς στις 6 Μαΐου 2014.

2.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.1.   Δικαιούχος

(10)

Η NCHZ (της οποίας οι δραστηριότητες συνεχίζονται σήμερα από την εταιρεία Fortischem, a.s.) ήταν παραγωγός χημικών προϊόντων με τρία τμήματα. Οι βασικές δραστηριότητες της εταιρείας ήταν η παραγωγή ανθρακασβεστίου και τεχνικών αερίων, η παραγωγή πολυβινυλοχλωρίδιου (PVC) και μεταποιημένων προϊόντων του και —σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό— βασικών και ειδικών χημικών χαμηλού όγκου.

(11)

Η NCHZ λειτουργούσε εργοστάσιο χημικών προϊόντων (που ιδρύθηκε το 1940) στην περιοχή Trenčín της δυτικής Σλοβακίας, η οποία αποτελεί ενισχυόμενη περιοχή κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ. Η εταιρεία ήταν ιδιωτική (4).

2.2.   Πτωχευτική διαδικασία της NCHZ

(12)

Στις 8 Οκτωβρίου 2009, η NCHZ ξεκίνησε πτωχευτική διαδικασία υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τη λειτουργία της λόγω προστίμου ύψους 19,6 εκατ. ευρώ το οποίο επέβαλε η Επιτροπή για συμμετοχή της εταιρείας σε καρτέλ ανθρακασβεστίου (5). Η Επιτροπή επισημαίνει, όμως, ότι το πρόστιμο δεν ήταν η μόνη βασική υποχρέωση της NCHZ και ότι η NCHZ είχε καταθέσει αίτηση κήρυξης σε πτώχευση πριν το πρόστιμο για το καρτέλ καταστεί ληξιπρόθεσμο.

2.2.1.   O νόμος περί εταιρειών στρατηγικής σημασίας

(13)

Ένα μήνα αφότου η NCHZ ξεκίνησε την πτωχευτική διαδικασία, η Σλοβακία θέσπισε τον νόμο αριθ. 493 της 5ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με τη λήψη ορισμένων μέτρων όσον αφορά τις εταιρείες στρατηγικής σημασίας, ο οποίος παρέχει δικαίωμα προτίμησης στο δημόσιο να αγοράζει στρατηγικές εταιρείες σε πτωχευτική διαδικασία και απαιτεί από τον σύνδικο πτώχευσης να εξασφαλίζει τη συνέχιση της λειτουργίας της στρατηγικής εταιρείας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η NCHZ κηρύχθηκε από την κυβέρνηση στρατηγική εταιρεία σύμφωνα με τον νόμο, στις 2 Δεκεμβρίου 2009, δηλαδή μία ημέρα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου. Η ισχύς του νόμου έληξε τον Δεκέμβριο του 2010. Η NCHZ ήταν η μόνη εταιρεία στην οποία εφαρμόστηκε ο εν λόγω νόμος.

2.2.2.   Απόφαση για συνέχιση της λειτουργίας σε πτωχευτική διαδικασία

(14)

Τον Ιανουάριο του 2011, με βάση απόφαση που έλαβαν η επιτροπή πιστωτών και οι ενέγγυοι πιστωτές, ζητήθηκε από τον σύνδικο πτώχευσης να συνεχιστεί η λειτουργία της NCHZ σε πτωχευτική διαδικασία ακόμα και μετά τη λήξη ισχύος του νόμου. Η απόφαση βασίστηκε σε οικονομική έκθεση η οποία αναλύει την κατάσταση της εταιρείας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αποτέλεσμα της πτωχευτικής διαδικασίας θα ήταν πιο ευνοϊκό για τους πιστωτές εάν η εταιρεία συνέχιζε να λειτουργεί. Η απόφαση για συνέχιση της λειτουργίας εγκρίθηκε επίσης από το δικαστήριο της Trenčín τον Φεβρουάριο του 2011.

(15)

Υπήρχαν δύο συναφείς φορείς πιστωτών που συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης σχετικά με τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ: η επιτροπή πιστωτών, αποτελούμενη από 5 οντότητες (6), τέσσερις εκ των οποίων ήταν ιδιωτικές. H μόνη δημόσια οντότητα στην επιτροπή ήταν το σλοβακικό Ταμείο Εθνικής Περιουσίας (Fond národného majetku Slovenskej Republiky). Επιπλέον, η NCHZ είχε έξι ενέγγυους πιστωτές. Από αυτούς τους έξι ενέγγυους πιστωτές, οι τέσσερις ήταν δημόσιες οντότητες — το Ταμείο Εθνικής Περιουσίας, το Ταμείο προστασίας του περιβάλλοντος (Environmentálny fond), η σλοβακική Τράπεζα Εγγυήσεων και Ανάπτυξης (Slovenská záručná a rozvojová banka, a. s.) και ο Δήμος Nováky.

2.2.3.   Πώληση της δραστηριότητας της NCHZ

(16)

Κατά την πτωχευτική διαδικασία, ο σύνδικος οργάνωσε δύο ανοιχτούς διαγωνισμούς για την πώληση της δραστηριότητας της NCHZ. Ο πρώτος ήταν ανεπιτυχής εφόσον στο τελικό στάδιο συμμετείχε μόνον ένας υποψήφιος, ο οποίος προσέφερε 2 εκατ. ευρώ. Ο σύνδικος αρνήθηκε αυτή την προσφορά και ο διαγωνισμός ακυρώθηκε με απόφαση του δικαστηρίου της Trenčín. Η δραστηριότητα πωλήθηκε μετά από δεύτερο διαγωνισμό που οργανώθηκε το 2011. Στον συγκεκριμένο διαγωνισμό, δύο υποψήφιοι κρίθηκαν επιλέξιμοι για το τελικό στάδιο, όπου ο ένας πρόσφερε 2 046 000 ευρώ και ο άλλος 2 200 000 ευρώ. Επιλέχθηκε ο υποψήφιος με την υψηλότερη προσφορά. O πλειοδότης ήταν μια τσεχική εταιρεία με την επωνυμία Via Chem Slovakia. Η σύμβαση πώλησης με τη Via Chem Slovakia συνήφθη στις 16 Ιανουαρίου 2012 και η πώληση ολοκληρώθηκε στις 31 Ιουλίου 2012. Η NCHZ έλαβε […] (7), ποσό που συμπεριλήφθηκε στα έσοδα από την πώληση. Επιπλέον, η Via Chem Slovakia συμφώνησε να αναλάβει τις υποχρεώσεις της δραστηριότητας της NCHZ προς τον ιδιωτικό τομέα που δημιουργήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία και ανέρχονται συνολικά σε [10-13] εκατ. ευρώ.

(17)

Σύμφωνα με τους όρους του δεύτερου διαγωνισμού, οι δυνητικοί υποψήφιοι είχαν δύο επιλογές: μπορούσαν να υποβάλουν προσφορά είτε αναλαμβάνοντας τις «Υποχρεώσεις του εκδοχέα» που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 7 των όρων του διαγωνισμού είτε μη αναλαμβάνοντας αυτές τις υποχρεώσεις. Οι υποχρεώσεις περιλάμβαναν τους εξής όρους:

για πενταετή περίοδο μετά την εξαγορά της δραστηριότητας της NCHZ, η παραγωγή θα διατηρείτο σε επίπεδο τουλάχιστον 75 % της παραγωγής του 2010·

θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί επένδυση τουλάχιστον 11 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο της εφαρμογής μέτρων συμμόρφωσης προς τον κανόνα προστασίας του περιβάλλοντος απαραίτητων για τη συνέχιση της παραγωγής χημικών προϊόντων· και

για πενταετή περίοδο ο αγοραστής δεν θα μπορεί να μεταπωλήσει ή να μεταβιβάσει τη δραστηριότητα της NCHZ κατά τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας της.

(18)

Οι κανόνες του διαγωνισμού όριζαν ότι, εάν η υψηλότερη προσφορά προερχόταν από υποψήφιο που δεν αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις, ο πλειοδότης που θα τις αποδεχόταν θα είχε τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί την υψηλότερη προσφορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε η Σλοβακική Δημοκρατία, κανένας από τους συμμετέχοντες στον δεύτερο διαγωνισμό δεν υπέβαλε προσφορά με την οποία αναλάμβανε τις υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, η δραστηριότητα της NCHZ πωλήθηκε σε υποψήφιο που δεν ανέλαβε τις υποχρεώσεις.

(19)

Την 1η Αυγούστου 2012, μία ημέρα μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής μεταξύ της NCHZ σε πτωχευτική διαδικασία και της Via Chem Slovakia, η βασική δραστηριότητα της NCHZ —το τμήμα χημικών προϊόντων— πωλήθηκε από τη Via Chem Slovakia στη Fortischem έναντι […] ευρώ. Η Fortischem ανέλαβε επίσης όλες τις υποχρεώσεις και τις συμβάσεις σχετικά με το τμήμα χημικών προϊόντων. Οι περισσότεροι από τους 1 412 εργαζόμενους της NCHZ μεταφέρθηκαν στη Fortischem. Η Σλοβακία ισχυρίζεται ότι μεταβιβάστηκε λιγότερο από το 60 % της αρχικής περιουσίας της NCHZ, εφόσον στη μεταβίβαση δεν συμπεριλήφθηκε κανένα ακίνητο. Ωστόσο, βάσει της σύμβασης, η Fortischem δύναται να χρησιμοποιεί την ακίνητη περιουσία που ανήκε αρχικά στη μεταβιβασθείσα δραστηριότητα αλλά παρέμεινε στην ιδιοκτησία της Via Chem Slovakia.

(20)

Παρόλο που όλα τα στοιχεία ενεργητικού της NCHZ πωλήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία, η διαδικασία δεν έχει ακόμα περατωθεί (ένας από τους λόγους είναι οι εκδικαζόμενες υποθέσεις όσον αφορά ορισμένες απαιτήσεις). Το 2012, μέρος των απαιτήσεων των δημόσιων πιστωτών, της τάξης των 4 εκατ. ευρώ, εξοφλήθηκαν από τα έσοδα της από την πώληση της δραστηριότητας της NCHZ. Όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν έσοδα από την πώληση στοιχείων ενεργητικού που δεν έχουν ακόμα διανεμηθεί.

2.3.   Περιγραφή των μέτρων

(21)

Τα υπό αξιολόγηση μέτρα είναι η μη καταβολή υποχρεώσεων έναντι διαφόρων κρατικών οντοτήτων στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας της NCHZ.

(22)

Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της NCHZ προς δημόσιες οντότητες ή κρατικές εταιρείες που δημιουργήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία ανέρχονταν συνολικά 13 353 877,46 ευρώ την 1η Αυγούστου 2012, την ημερομηνία πώλησης της δραστηριότητας της NCHZ. Οι υποχρεώσεις αυτές αντιπροσωπεύουν μόνο τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία (δεν είναι οι συνολικές υποχρεώσεις προς το δημόσιο). Οι εν λόγω απαιτήσεις ορίζονται στο άρθρο 87 του σλοβακικού νόμου περί πτωχεύσεων (8) ως «απαιτήσεις έναντι της περιουσίας». Οι απαιτήσεις έναντι της περιουσίας περιλαμβάνουν απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την κήρυξη σε πτώχευση όσον αφορά τη διαχείριση και εκκαθάριση των στοιχείων ενεργητικού σε πτωχευτική διαδικασία και απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την κήρυξη σε πτώχευση όσον αφορά φόρους, έξοδα, δασμούς, ασφάλιστρα υγείας, ασφαλιστικές εισφορές και μισθούς ή ημερομίσθια εργαζομένων της εταιρείας σε πτωχευτική διαδικασία. Τυχόν υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν από τη συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας κατά την πτωχευτική διαδικασία και που δεν μπορούν να καταβληθούν από τα έσοδα από την εν λόγω συνέχιση της λειτουργίας θεωρούνται επίσης απαιτήσεις έναντι της περιουσίας.

(23)

Οι δημόσιες υποχρεώσεις της NCHZ που ανέκυψαν κατά την πτωχευτική διαδικασία παρατίθενται στον ακόλουθο πίνακα 1.

Πίνακας 1

Υποχρεώσεις της NCHZ προς το δημόσιο ή προς κρατικές εταιρείες που ανέκυψαν κατά την πτωχευτική διαδικασία (κατάσταση την 1η Αυγούστου 2012)

Δημόσιες αρχές/Κρατική εταιρεία

Ποσό της υποχρέωσης σε ευρώ

Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης

[…]

Všeobecná zdravotná poisťovňa (Κρατική εταιρεία ασφάλισης υγείας)

[…]

Κρατική επιχείρηση διαχείρισης υδάτων (Slovenský vodohospodársky podnik, š.p.)

[…]

Δήμος Nováky (τέλη αποβλήτων, φόρος ακίνητης περιουσίας)

[…]

Ταμείο προστασίας του περιβάλλοντος

[…]

RTVS, s.r.o.

[…]

Διάφοροι δήμοι (τέλη αποβλήτων, φόρος ακίνητης περιουσίας)

[…]

Κοινή εταιρεία ασφάλισης υγείας (Spoločná zdravotná poisťovna)

[…]

Αρμόδια αρχή για τους φόρους επί των οχημάτων με κινητήρα (Daň z motorových vozidiel)

[…]

ΣΥΝΟΛΟ

13 353 877,46

(24)

Βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 5 του σλοβακικού νόμου περί πτωχεύσεων, οι υποχρεώσεις που ανακύπτουν ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της επιχείρησης διευθετούνται από τον σύνδικο από τα έσοδα της συγκεκριμένης λειτουργίας με τη σειρά κατά την οποία καθίστανται ληξιπρόθεσμες.

(25)

Από τα διαθέσιμα στοιχεία της Επιτροπής εμφαίνεται ότι τουλάχιστον ορισμένοι κρατικοί οργανισμοί (π.χ. η Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης) προσπάθησαν να εισπράξουν απαιτήσεις στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ δεν απέφερε επαρκή έσοδα για την κάλυψη των συνολικών λειτουργικών εξόδων συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και λοιπών δημόσιων απαιτήσεων που δημιουργήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία. Τα έσοδα της NCHZ χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την κάλυψη του κόστους που σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία της επιχείρησης (προμήθεια πρώτων υλών, ενέργεια κ.λπ.) προκειμένου να διατηρηθεί η εμπορική της δραστηριότητα, ενώ οι υποχρεώσεις προς το δημόσιο δεν καταβλήθηκαν και συνέχισαν να αυξάνουν κατά τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ σε πτωχευτική διαδικασία.

(26)

Η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ, που αποτέλεσε τη βασική αιτία αυτών των συσσωρευμένων υποχρεώσεων, βασίστηκε σε δύο διαφορετικά μέτρα στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας: στον νόμο —την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2009έως τον Δεκέμβριο του 2010— και στην απόφαση των πιστωτών τον Ιανουάριο του 2011.

2.3.1.   Λειτουργία βάσει του νόμου

(27)

Από την έναρξη ισχύος του νόμου την 1η Δεκεμβρίου 2009 και την απόφαση της κυβέρνησης της 2ας Δεκεμβρίου 2009 μέχρι τη λήξη ισχύος του νόμου στις 31 Δεκεμβρίου 2010, η NCHZ επωφελήθηκε από το καθεστώς «στρατηγικής εταιρείας». Βάσει του νόμου, ο σύνδικος πτώχευσης υποχρεούτο: (i) να εξασφαλίσει τη συνέχιση της λειτουργίας της στρατηγικής εταιρείας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμα και αν τα έσοδα δεν κάλυπταν πλήρως τα λειτουργικά έξοδα συμπεριλαμβανομένων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης· και (ii) να αποτρέψει την αδικαιολόγητη ομαδική απόλυση εργαζομένων.

(28)

Ο νόμος επρόκειτο να εφαρμοστεί σε εμπορικές εταιρείες στρατηγικής σημασίας που υπόκειντο σε πτωχευτική διαδικασία. Σκοπός του νόμου ήταν να διατηρήσει σε λειτουργία επιχειρήσεις που ήταν σε πτωχευτική διαδικασία αλλά είχαν κηρυχθεί επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας από τη σλοβακική κυβέρνηση. Επιπλέον, ο νόμος παρέσχε στη σλοβακική κυβέρνηση δικαίωμα προτίμησης για την εξαγορά εταιρειών στρατηγικής σημασίας σε πτωχευτική διαδικασία.

(29)

Για να εμπίπτει μία εταιρεία στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, πρέπει να πληροί όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

η εταιρεία έπρεπε να είναι εμπορική εταιρεία της οποίας τα στοιχεία ενεργητικού αποτελούσαν αντικείμενο πτωχευτικής διαδικασίας που έχει κηρυχθεί·

η εταιρεία έπρεπε να έχει σημασία για την προστασία της υγείας, την εθνική ασφάλεια ή την ορθή λειτουργία της οικονομίας·

η εταιρεία έπρεπε να απασχολεί περισσότερους από 500 εργαζόμενους, ή να εφοδιάζει σε σημαντικό βαθμό με ενέργεια, φυσικό αέριο, θέρμανση ή προϊόντα του κλάδου των διυλιστηρίων το κοινό, άλλους κλάδους και μεταφορές σε εθνική κλίμακα, ή να έχει αναλάβει τη λειτουργία δικτύων ύδρευσης, δημόσιας μονάδας επεξεργασίας, λυμάτων, δημόσιου δικτύου αποχέτευσης ή δημόσιου δικτύου υδροδότησης·

η εταιρεία έπρεπε να είχε κηρυχθεί στρατηγικής σημασίας από τη σλοβακική κυβέρνηση.

(30)

Η NCHZ ήταν η μόνη εταιρεία που επωφελήθηκε από τον νόμο που εκδόθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2009 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Στις 2 Δεκεμβρίου 2009, η NCHZ κηρύχθηκε από την κυβέρνηση στρατηγική εταιρεία με την απόφαση αριθ. 534/2009.

(31)

Αποφασίζοντας ότι η NCHZ ήταν εταιρεία στρατηγικής σημασίας, η σλοβακική κυβέρνηση επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι η πτώχευση της εταιρείας θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια άνω των 1 700 άμεσων θέσεων απασχόλησης, και να θέσει σε κίνδυνο επιπλέον 5 000 θέσεις απασχόλησης σε προμηθευτές της NCHZ στη Σλοβακία. Ανέφερε επίσης ότι η διακοπή της παραγωγής στην NCHZ θα επηρέαζε αρνητικά την απόδοση και ανταγωνιστικότητα του κλάδου χημικών προϊόντων στη Σλοβακία και επομένως θα επιδείνωνε σημαντικά τη θέση ολόκληρης της σλοβακικής οικονομίας (9).

2.3.2.   Λειτουργία στο πλαίσιο της απόφασης της επιτροπής πιστωτών

(32)

Μετά τη λήξη ισχύος του νόμου στις 31 Δεκεμβρίου 2010, ο σύνδικος πτώχευσης, που δεσμευόταν από τις οδηγίες της επιτροπής πιστωτών, αποφάσισε τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ σύμφωνα με τις διατάξεις του σλοβακικού πτωχευτικού νόμου.

(33)

Βάσει του σλοβακικού πτωχευτικού νόμου, οι πιστωτές όλων των ανέγγυων απαιτήσεων που καταχωρίστηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία πρέπει να εκλέξουν μια επιτροπή πιστωτών προκειμένου να ασκούν τα δικαιώματά τους στη διάρκεια της πτώχευσης. Η επιτροπή δύναται να εκδίδει οδηγίες προς τον σύνδικο πτώχευσης στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς στον σλοβακικό πτωχευτικό νόμο, μεταξύ άλλων όταν τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης σε πτωχευτική διαδικασία υπερέβαιναν τα έσοδα που προέκυπταν από τη λειτουργία της και τοιουτοτρόπως η συνέχιση της λειτουργίας της οδηγεί σε περαιτέρω συσσώρευση υποχρεώσεων. Σε μια τέτοια κατάσταση ο σύνδικος οφείλει να ζητεί οδηγίες όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο επιτρέπεται η συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας (άρθρο 88 του σλοβακικού νόμου περί πτωχεύσεων). Οι εν λόγω οδηγίες πρέπει να ψηφίζονται από την επιτροπή πιστωτών από κοινού με τους ενέγγυους πιστωτές και στη συνέχεια να εγκρίνονται και να καθίσταται δεσμευτικές με απόφαση πτωχευτικού δικαστηρίου.

(34)

Στην περίπτωση της πτωχευτικής διαδικασίας της NCHZ η επιτροπή συνίστατο από πέντε οντότητες, τέσσερις από τις οποίες ήταν ιδιωτικές (10). Η δημόσια οντότητα μέλος της επιτροπής ήταν το Ταμείο Εθνικής Περιουσίας (Fond národného majetku). Επιπλέον, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Επιτροπής, η NCHZ είχε έξι ενέγγυους πιστωτές. Τέσσερις από αυτούς τους ενέγγυους πιστωτές ήταν κρατικές/δημόσιες επιχειρήσεις: το Ταμείο Εθνικής Περιουσίας, το Ταμείο προστασίας του περιβάλλοντος (Environmentálny fond), η σλοβακική Τράπεζα Εγγυήσεων και Ανάπτυξης (Slovenská záručná a rozvojová banka, a.s.) και ο Δήμος Nováky.

(35)

Όπως απαιτείται βάσει του σλοβακικού πτωχευτικού νόμου, ο σύνδικος ενημέρωσε τόσο τους ανέγγυους όσο και τους ενέγγυους πιστωτές (κατά την κοινή συνεδρίασή τους στις 26 Ιανουαρίου 2011) ότι τα λειτουργικά έξοδα της NCHZ ήταν υψηλότερα από τα έσοδα που προκύπτουν από τη λειτουργία. Ο σύνδικος διαβίβασε επίσης στους πιστωτές οικονομική ανάλυση της 23ης Δεκεμβρίου 2010, στην οποία αναφέρονται ορισμένα πιθανά σενάρια και συγκρίνονται έξοδα και έσοδα από την άποψη των πιστωτών της NCHZ. Η ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν προς το συμφέρον των πιστωτών η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ και η πώληση της δραστηριότητας σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης. Η ανάλυση του σύνδικου συμπληρώθηκε από παρουσίαση της διαχείρισης της NCHZ με τον τίτλο «NCHZ Nováky — Μελέτη σκοπιμότητας της αναδιάρθρωσης», στην οποία επίσης υποστηρίχθηκε ότι η βέλτιστη λύση για τους πιστωτές θα ήταν η πώληση της NCHZ ως λειτουργούσας εταιρείας. Λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω μελέτες, όλοι οι πιστωτές που συμμετείχαν στην επιτροπή πιστωτών και όλοι οι εχέγγυοι πιστωτές συμφώνησαν στις 26 Ιανουαρίου 2011 για τη συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας. Η συγκεκριμένη απόφαση εγκρίθηκε και ως εκ τούτου κατέστη δεσμευτική για τον σύνδικο από το δικαστήριο της Trenčín με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2011.

(36)

Κατόπιν της έγκρισης των πιστωτών και του δικαστηρίου της Trenčín, η δραστηριότητα της NCHZ συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι την πώλησή της σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης στη Via Chem Slovakia τον Ιούλιο του 2012.

2.3.3.   Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας

(37)

Στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας της 2ας Ιουλίου 2013 διαπιστώθηκε ότι η NCHZ δεν κατέβαλε εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζομένους της, καθώς και όλες τις άλλες υποχρεώσεις της έναντι διαφόρων κρατικών οντοτήτων στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας. Το ποσό του χρέους προς το δημόσιο για την περίοδο 2009-2011 ανήλθε σε 12,1 εκατ. EUR. Ενόψει των οικονομικών δυσκολιών της NCHZ κατά τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε της αίτησης πτώχευσης, φαίνεται να έχει καταστεί σαφές ότι, επιτρέποντας τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ, το κράτος διέτρεξε πραγματικό κίνδυνο συσσώρευσης των δημόσιων υποχρεώσεων τις οποίες η NCHZ ενδεχομένως να μην ήταν σε θέση να εκπληρώσει. Το ληξιπρόθεσμο χρέος θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να είχε αποφευχθεί ή τουλάχιστον μειωθεί σημαντικά με διακοπή της λειτουργίας της NCHZ στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας.

(38)

Επίσης, υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι η απόφαση των πιστωτών για τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ μετά τη λήξη ισχύος του νόμου είναι καταλογιστέα στο κράτος και παρέσχε στην εταιρεία αδικαιολόγητο και επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα.

(39)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι επιτρέποντας στην NCHZ να συνεχίσει τη λειτουργία και τις εμπορικές δραστηριότητές της, χωρίς να πρέπει να καταβάλλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και λοιπές δημόσιες υποχρεώσεις στη διάρκεια σημαντικού χρονικού διαστήματος, της χορηγήθηκε πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, το οποίο δεν θα είχε λάβει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς.

(40)

Η Επιτροπή έχει επίσης αμφιβολίες κατά πόσο ο διαγωνισμός με τον οποίο πωλήθηκε η NCHZ ήταν άνευ όρων δεδομένου ότι κατέστη δυνατό για ορισμένους από τους υποψηφίους να υποβάλουν τις προσφορές τους σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν όλες οι προσφορές είχαν ήδη υποβληθεί. Επομένως, η Επιτροπή διατηρεί αμφιβολίες για το κατά πόσο η τιμή που καταβλήθηκε για τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης από τον πλειοδότη αποτελεί αγοραία τιμή που εξασφάλιζε τη μεγιστοποίηση των εσόδων που προορίζονταν να ικανοποιήσουν τους πιστωτές, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου. Επιπλέον, υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η οικονομική συνέχεια μεταξύ της NCHZ και της νέας οντότητας δεν έχει διακοπεί. Αυτό θα σήμαινε ότι ο νέος ιδιοκτήτης της δραστηριότητας της εταιρείας ενδέχεται να κληθεί να επιστρέψει κάθε μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην NCHZ.

(41)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(42)

Δύο από τους τρεις ενδιαφερόμενους διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση για κίνηση της διαδικασίας: ο καταγγέλλων και ένας άλλος τρίτος ενδιαφερόμενος που επιθυμούν να παραμείνουν ανώνυμοι. Αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι προσυπέγραψαν τα γεγονότα και το σκεπτικό που διατύπωσε η Επιτροπή στην απόφαση για κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

(43)

Οι τρίτοι τόνισαν τον προφανή χρονικό δεσμό μεταξύ των οικονομικών δυσκολιών της NCHZ και της θέσπισης του νόμου περί στρατηγικών εταιρειών, που εκδόθηκε με ταχεία νομοθετική διαδικασία. Επιπλέον, μόλις μία ημέρα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, η σλοβακική κυβέρνηση εξέδωσε την απόφαση με την οποία η NCHZ κηρύσσεται στρατηγική εταιρεία κατά την έννοια του νόμου. Αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι ισχυρίστηκαν ότι το κράτος, εάν δεν χορηγούσε στην NCHZ το καθεστώς στρατηγικής εταιρείας, θα απότρεπε τον προβλέψιμο κίνδυνο της συσσώρευσης των μην καταβληθεισών δημόσιων υποχρεώσεων.

(44)

Επιπλέον, η NCHZ πιθανόν επωφελήθηκε από το πλεονέκτημα ότι είχε εκ του νόμου το καθεστώς εταιρείας μη δυνάμενης να εξέλθει από την αγορά και τοιουτοτρόπως παρέμεινε αξιόπιστος επιχειρηματικός εταίρος, ενώ άλλες εταιρείες που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με την NCHZ, δηλαδή σε πτωχευτική διαδικασία, θα είχαν πιθανότατα επιδεινούμενες επιχειρηματικές σχέσεις με τους προμηθευτές και τους πελάτες τους λόγω της πιθανότητας εξόδου τους από την αγορά.

(45)

Όσον αφορά τη λειτουργία της NCHZ μετά την απόφαση της επιτροπής πιστωτών, ένας από τους ενδιαφερόμενους υποστηρίζει ότι η κρατική οντότητα-μέλος της επιτροπής πιστωτών μπορούσε και θα έπρεπε να καταβάλει προσπάθειες για την επίτευξη διαφορετικού αποτελέσματος — πείθοντας τα άλλα μέλη της επιτροπής ή τουλάχιστον καταψηφίζοντας τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για το Δημόσιο ως ένας από τους ενέγγυους πιστωτές, που σύμφωνα με τους ενδιαφερόμενους είχε το δικαίωμα αρνησικυρίας στην απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Οι ενδιαφερόμενοι θεωρούν ότι η συγκεκριμένη παράλειψη είχε την έννοια ότι η απόφαση της επιτροπής πιστωτών και των ενέγγυων πιστωτών μπορούσε να αποδοθεί στο κράτος.

(46)

Σε κάθε περίπτωση, οι ενδιαφερόμενοι υποστήριξαν επίσης ότι η απόφαση του δικαστηρίου της Trenčín βάσει της οποίας επετράπη η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ ήταν επίσης καταλογιστέα στο κράτος.

(47)

Αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι υποστήριξαν ότι η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ στρέβλωνε τον ανταγωνισμό, ιδίως στην αγορά ανθρακασβεστίου, και ότι, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η NCHZ ασκούσε πολύ επιθετική τιμολογιακή πολιτική.

(48)

Όσον αφορά την πώληση της NCHZ, ένας από τους ενδιαφερόμενους υποστήριξε ότι οι δεσμεύσεις του διαγωνισμού κατέστησαν το αποτέλεσμα του διαγωνισμού αβέβαιο και ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν συμμετείχε στον διαγωνισμό, αν και η εξαγορά της δραστηριότητας της NCHZ ενδεχομένως τον ενδιέφερε.

(49)

Τέλος, οι ενδιαφερόμενοι ανέφεραν ότι η συνολική λειτουργία και παρουσία στην αγορά της Fortischem ήταν βασικά πανόμοια με την προηγούμενη δραστηριότητα της NCHZ. Η μόνη παρατηρούμενη αλλαγή ήταν η αλλαγή επωνυμίας και ιδιοκτήτη.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΛΟΒΑΚΙΑΣ

Ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος για την NCHZ

(50)

Η Σλοβακία ισχυρίστηκε ότι ο σύνδικος της πτωχευτικής διαδικασίας της NCHZ ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει τη λειτουργία της εταιρείας βάσει του νόμου μέχρι την 31ή Δεκεμβρίου 2010. Όσον αφορά τη φύση του νόμου, η Σλοβακία ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε ένα γενικό μέτρο εφαρμοστέο σε όλες τις εταιρείες που πληρούν τους όρους.

(51)

Η Σλοβακία υποστήριξε ότι, ακόμα κι αν κατά την πρώτη περίοδο δεν λήφθηκε απόφαση από τους πιστωτές ή το δικαστήριο, ήταν πιθανόν ότι ελλείψει του νόμου οι πιστωτές σε καμία περίπτωση δεν θα αποφάσιζαν τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Η Σλοβακία παρέπεμψε στην προκαταρκτική ανάλυση και στις δημόσιες δηλώσεις του συνδίκου τον Οκτώβριο του 2009 (δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου) που καταδεικνύουν προτίμηση για τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Ως εκ τούτου, ο νόμος δεν είχε ουδεμία ουσιώδη επίδραση, εφόσον η NCHZ θα συνέχιζε να λειτουργεί —ακόμα και χωρίς την έκδοση του νόμου— αποκλειστικά και μόνο στη βάση των τυπικών πτωχευτικών κανόνων.

(52)

Συνεπώς, μετά τη λήξη ισχύος του νόμου τον Δεκέμβριο του 2010, ο σύνδικος ζήτησε οδηγίες όσον αφορά τη συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας από την επιτροπή πιστωτών. Η επιτροπή συμφώνησε και η συγκεκριμένη απόφαση επιβεβαιώθηκε από το δικαστήριο της Trenčín (11). Η Σλοβακία υπέβαλε την οικονομική ανάλυση που προετοιμάστηκε ως η βάση για τη λήψη απόφασης εκ μέρους της επιτροπής πιστωτών. Η εταιρεία συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την πώλησή της το 2012.

(53)

Η Σλοβακία διαβίβασε επίσης μια υποθετική ανάλυση του συνδίκου βασισμένη στη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση της δεύτερης περιόδου (συνέχιση της λειτουργίας με βάση την απόφαση των πιστωτών και του δικαστηρίου), που καταδεικνύει ότι εφόσον η εκκαθάριση εξετάστηκε στην αρχή της πρώτης περιόδου (συνέχιση της λειτουργίας στη βάση του νόμου), το αποτέλεσμα της ανάλυσης θα ήταν το ίδιο. Παρά το χαμηλότερο επίπεδο των τρεχουσών υποχρεώσεων που ανέρχονται συνολικά σε 8,5 εκατ. ευρώ, τα έσοδα από την εκκαθάριση δεν θα υπερέβαιναν τα έξοδα και τις τρέχουσες υποχρεώσεις.

(54)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, η Σλοβακία υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του κράτους καθ' όλη την πτωχευτική διαδικασία ήταν σύμφωνη με την αρχή του πιστωτή σε οικονομία της αγοράς. Ως εκ τούτου, δεν παρέσχε οικονομικό πλεονέκτημα στην NCHZ και δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

Ανάκτηση των απαιτήσεων της Σλοβακίας από την NCHZ σε πτωχευτική διαδικασία

(55)

Η Σλοβακία ισχυρίστηκε ότι, κατά τη διαχείριση και ανάκτηση απαιτήσεων έναντι της NCHZ, ο βασικός πιστωτής, η Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης (Sociálna poisťovňa), ενήργησε σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 461/2003 περί κοινωνικής ασφάλισης όπως τροποποιήθηκε, και σύμφωνα με τον σλοβακικό πτωχευτικό νόμο. Η Sociálna poisťovňa εξάντλησε όλα τα διαθέσιμα μέσα που προέβλεπε η νομοθεσία. Δεν αποδέχτηκε τη μη καταβολή των ασφαλίστρων και καταχώρισε δεόντως την απαίτησή της στον σύνδικο.

(56)

Η Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης δεν διέθετε στοιχεία για τυχόν απαιτήσεις έναντι της NCHZ προκύπτουσες πριν από την κήρυξη της πτώχευσης που θα έπρεπε να καταχωριστούν στην πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 28 του σλοβακικού πτωχευτικού νόμου (12). Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να καταστεί μέλος των οργάνων των πιστωτών που αποφασίζουν για τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ.

(57)

Ως εκ τούτου, το μόνο διαθέσιμο μέσο για τη διασφάλιση της καταβολής των απαιτήσεών της ήταν η καταχώρισή τους στην τρέχουσα πτωχευτική διαδικασία ως απαιτήσεις έναντι της περιουσίας. Αυτό ακριβώς έκανε η Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης (μέσω του παραρτήματός της στην Prievidza) σε συνεχή βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του σλοβακικού πτωχευτικού νόμου (για λεπτομέρειες βλέπε πίνακα 2).

(58)

Βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 του σλοβακικού πτωχευτικού νόμου, απαιτήσεις έναντι της περιουσίας ικανοποιούνται από τον σύνδικο από τα έσοδα της εκκαθάρισης των στοιχείων ενεργητικού της εν λόγω περιουσίας μέχρι την προθεσμία εξόφλησης. Ο σύνδικος είναι υπόχρεος προς πιστωτές με απαίτηση έναντι της περιουσίας για ζημίες που υπέστησαν όταν η απαίτησή τους έναντι της περιουσίας δεν ικανοποιήθηκε ορθά και άμεσα σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, εκτός και αν αποδείξει ότι ενήργησε με τη δέουσα επαγγελματική επιμέλεια. Στις 24 Αυγούστου 2011, πραγματοποιήθηκε στο υποκατάστημα της Prievidza συνεδρίαση των εκπροσώπων της Εταιρείας Κοινωνικής Ασφάλισης και της NCHZ. Κατά τη συνεδρίαση ο σύνδικος ενημέρωσε τους εκπροσώπους της Εταιρείας Κοινωνικής Ασφάλισης ότι δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει απαιτήσεις έναντι της περιουσίας διότι έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης έτσι ώστε η εταιρεία να μπορεί να πωληθεί στη βέλτιστη δυνατή τιμή.

(59)

Βάσει του άρθρου 47 παράγραφος 1 του σλοβακικού πτωχευτικού νόμου, η κήρυξη πτώχευσης αναστέλλει όλες τις δικαστικές και λοιπές διαδικασίες όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού που υπόκεινται στην πτωχευτική διαδικασία και ανήκουν στο μέρος που βρίσκεται σε πτωχευτική διαδικασία. Οι προθεσμίες που έχουν τεθεί ή καθοριστεί για τις συγκεκριμένες διαδικασίες δεν εκπνέουν κατά την περίοδο της αναστολής.

(60)

Βάσει του άρθρου 47 του σλοβακικού νόμου περί πτωχεύσεων, η Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης δύναται να μην προβάλει αξίωση με απόφαση βάσει του νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης ούτε συνεπώς να ανακτήσει απαίτηση κινώντας διαδικασία εκτέλεσης (βλέπε άρθρο 48 του σλοβακικού νόμου περί πτωχεύσεων). Ο πίνακας 2 κατωτέρω δείχνει επισκόπηση των απαιτήσεων που καταχωρίστηκαν από την Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης την περίοδο Σεπτέμβριος 2009-Ιανουάριος 2012.

(61)

Ωστόσο, στις 15 Νοεμβρίου 2011 η Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης — υποκατάστημα της Prievidza υπέβαλε καταγγελία κατά ατόμων εξουσιοδοτημένων να ενεργούν εξ ονόματος της NCHZ στον Περιφερειακό Εισαγγελέα της Prievidza, ισχυριζόμενη ότι κατά την περίοδο Ιούνιος 2011-Σεπτέμβριος 2011 διέπραξαν το ποινικό αδίκημα της παράλειψης της επιβολής και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με τα άρθρα 277 και 278 του νόμου αριθ. 300/2005 («ποινικός κώδικας»), όπως τροποποιήθηκε. Στις 7 Φεβρουαρίου 2012, ο ανακριτής της Περιφερειακής Αστυνομικής Διεύθυνσης στη Prievidza ανέστειλε την ποινική διαδικασία διότι δεν κατέστη δυνατή η διαπίστωση γεγονότων που να επιτρέπουν την ποινική δίωξη των συγκεκριμένων ατόμων.

Πίνακας 2

Απαιτήσεις που καταχωρίστηκαν στην πτωχευτική διαδικασία (σε χιλιάδες ευρώ)  (13) από την Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Ιανουάριο του 2012

Περιγραφή της απαίτησης

Ημερομηνία καταχώρισης από τον σύνδικο πτώχευσης

Ποσό σε χιλιάδες ευρώ

Κοινωνική ασφάλιση και ασφάλιση συντάξεων

11.10.2010

[…]

Κοινωνική ασφάλιση και ασφάλιση συντάξεων

24.6.2011

[…]

Κοινωνική ασφάλιση και ασφάλιση συντάξεων

Δεκέμβριος 2011

[…]

Εγγύηση ασφαλιστικής κάλυψης

11.10.2010

[…]

Εγγύηση ασφαλιστικής κάλυψης

24.6.2011

[…]

Εγγύηση ασφαλιστικής κάλυψης

18.1.2012

[…]

Συνολικό ποσό απαιτήσεων που καταχωρίστηκαν μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2012

 

[…]

Πώληση της NCHZ

(62)

Όσον αφορά την πώληση της NCHZ, η Σλοβακία υποστήριξε ότι η πώληση πραγματοποιήθηκε με ανοικτό, διαφανή και άνευ όρων τρόπο και ότι μέσω του διαγωνισμού επιλέχθηκε δεόντως ο πλειοδότης. Όσον αφορά τον τύπο πώλησης, η Σλοβακία υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί ειδική περίπτωση μιας συμφωνίας μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού όπου όλα τα στοιχεία ενεργητικού μεταβιβάζονται από κοινού με τα δικαιώματά τους και ορισμένες υποχρεώσεις συναφείς με αυτά.

(63)

Η Σλοβακία υποστήριξε περαιτέρω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι όροι οι συναφείς με τον δεύτερο διαγωνισμό μάλλον δεν θα επηρέαζαν την πιθανότητα επίτευξης της υψηλότερης δυνατής τιμής διότι κανείς από τους δύο υποψήφιους που συμμετείχαν στον δεύτερο διαγωνισμό δεν επρόκειτο να αναλάβει τις υποχρεώσεις. Επιπροσθέτως, η τελικά επιτευχθείσα τιμή (2,2 εκατ. ευρώ) ήταν παραπλήσια της τιμής του πρώτου διαγωνισμού που ακυρώθηκε (2 εκατ. ευρώ). Ο πρώτος διαγωνισμός δεν συμπεριλάμβανε καμία ανάληψη υποχρέωσης.

(64)

Δεδομένου ότι η NCHZ πωλήθηκε, κατά την άποψη της Σλοβακίας, με επαρκώς ανοικτό, διαφανή και άνευ όρων διαγωνισμό, επιτεύχθηκε μια αγοραία τιμή για τα στοιχεία ενεργητικού της NCHZ. Κατά την άποψη της Σλοβακίας δεν υπάρχει σχέση οικονομικής συνέχειας μεταξύ της NCHZ, της Via Chem Slovakia και τώρα της Fortischem. Η Σλοβακία υποστήριξε ότι όσον αφορά τη συναλλαγή μεταξύ Via Chem Slovakia και Fortischem μεταβιβάστηκε λιγότερο από το 60 % της δραστηριότητας, ιδίως επειδή δεν συμπεριλήφθηκε στην πώληση κανένα ακίνητο. Τελικά, η Σλοβακία ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδεικτικά στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι η NCHZ πωλήθηκε σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης με σκοπό την αποφυγή της ανάκτησης της κρατικής ενίσχυσης.

(65)

Η Σλοβακία επιβεβαίωσε ότι όλες οι μη νομισματικές υποχρεώσεις σχετικά με συμβάσεις με εργαζόμενους μεταβιβάστηκαν επίσης στον νέο αγοραστή — τη Via Chem Slovakia. Η Σλοβακία διευκρίνισε επίσης ότι ουδεμία έκθεση αποτίμησης εκπονήθηκε η οποία να αξιολογεί τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού ή την εταιρεία σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης. Επιπλέον, η Σλοβακία επιβεβαίωσε ότι όλες οι υποχρεώσεις προς το δημόσιο που δημιουργήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία παρέμειναν στην NCHZ και θα διευθετούνταν από τα έσοδα της πώλησης.

5.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

5.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(66)

Δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι μη συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

(67)

Προκειμένου να συναχθεί συμπέρασμα σχετικά με την παρουσία κρατικής ενίσχυσης, πρέπει ως εκ τούτου να αξιολογηθεί κατά πόσο πληρούνται στην παρούσα υπόθεση τα σωρευτικά κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 107 παράγραφος της ΣΛΕΕ (δηλαδή μεταβίβαση κρατικών πόρων, δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος, επιλεκτικό πλεονέκτημα, ενδεχόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού και επιπτώσεις στις συναλλαγές στο εσωτερικό της ΕΕ). Αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί ιδίως σε σχέση με τη μη καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και λοιπόν υποχρεώσεων προς το δημόσιο κατά τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ σε πτωχευτική διαδικασία: (i) σύμφωνα με την εφαρμογή του νόμου μετά την απόφαση της κυβέρνησης να κηρύξει τη NCHZ στρατηγική εταιρεία κατά την έννοια του νόμου (βλέπε σημείο 5.2) και (ii) με τη συνέχιση της λειτουργίας βάσει της απόφασης της επιτροπής πιστωτών με τη συμφωνία των δημόσιων πιστωτών (βλέπε σημείο 5.3).

(68)

Η αξιολόγηση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί συνεκτιμώντας ότι, ενόψει των οικονομικών δυσκολιών της NCHZ κατά τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε της αίτησης πτώχευσης, η κυβέρνηση κηρύσσοντας την NCHZ στρατηγική εταιρεία διέτρεξε ένα πραγματικό κίνδυνο συσσώρευσης των δημόσιων υποχρεώσεων τις οποίες ενδεχομένως η NCHZ να μην ήταν, στη συνέχεια, σε θέση να εκπληρώσει. Εν προκειμένω, υπήρξε ουσιαστικός κίνδυνος ότι η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ κατά την πτωχευτική διαδικασία δεν θα απόφερε επαρκή έσοδα για την κάλυψη των συνολικών λειτουργικών εξόδων συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και λοιπών δημόσιων απαιτήσεων και ότι οι διογκούμενες υποχρεώσεις προς το δημόσιο δεν θα καταβάλλονταν δεόντως. Καθώς αυτό το σενάριο όντως υλοποιήθηκε το 2010, ο εν λόγω κίνδυνος της περαιτέρω διόγκωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς το δημόσιο κατέστη ακόμα σαφέστερος στην αρχή του 2011 όταν, μετά τη λήξη ισχύος του νόμου, η επιτροπή πιστωτών αποφάσισε να συνεχίσει τη λειτουργία της NCHZ. Στην πραγματικότητα, οι πιστωτές της NCHZ ενημερώθηκαν ειδικότερα για το συγκεκριμένο ζήτημα από τον σύνδικο.

(69)

Η συνέχιση της λειτουργίας της πτωχεύσασας εταιρείας οδήγησε στη διόγκωση του χρέους προς το δημόσιο. Το ποσό του μη καταβληθέντος χρέους που συσσωρεύτηκε την περίοδο της πτωχευτικής διαδικασίας (2009-2012) υπερβαίνει συνολικά τα 13,3 εκατ. ευρώ.

(70)

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι συσσωρευθείσες δημόσιες υποχρεώσεις είναι απίθανο να ανακτηθούν πλήρως από τα έσοδα της πώλησης της δραστηριότητας της NCHZ (2,2 εκατ. ευρώ τιμή πώλησης και […] και επιστροφή […]). Όντως, επί του παρόντος μόνο γύρω στα 4 εκατ. ευρώ απαιτήσεων από δημόσιες οντότητες έχουν εξοφληθεί από τα έσοδα της πώλησης.

5.2.   Εφαρμογή του νόμου στην NCHZ

(71)

Για 13 μήνες (από την έναρξη ισχύος του νόμου την 1η Δεκεμβρίου 2009 μέχρι τη λήξη του στις 31 Δεκεμβρίου 2010), η εφαρμογή του νόμου στην NCHZ παρέσχε τη βάση για τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ παρά το γεγονός ότι τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης ήταν σταθερά υψηλότερα από τα εισπραχθέντα έσοδα, γεγονός που οδηγεί σε διογκούμενο χρέος.

(72)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος α του νόμου, ο σύνδικος πτώχευσης υποχρεώθηκε να διασφαλίσει τη λειτουργία μιας εταιρείας η οποία κηρύχθηκε από την κυβέρνηση στρατηγικής σημασίας. Στην απάντησή του σε αίτηση παροχής πληροφοριών ο σύνδικος ανέφερε ότι η συνέχιση της λειτουργίας της πτωχεύσασας εταιρείας ήταν μία αναγκαία συνέπεια συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις της που απορρέουν άμεσα από τον νόμο. Τοιουτοτρόπως, η NCHZ ήταν σε θέση να συνεχίσει τη λειτουργία της και να διατηρήσει τις επιχειρηματικές της σχέσεις παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση στην οποία ο σύνδικος θα ήταν υποχρεωμένος να εξετάσει την πιθανότητα διακοπής της λειτουργίας και εκκαθάρισης της επιχείρησης (διότι δεν ήταν σε θέση να καταβάλει το σύνολο των οφειλών της).

5.2.1.   Μεταβίβαση κρατικών πόρων και δυνατότητα καταλογισμού

(73)

Όπως προαναφέρθηκε, η Σλοβακία εξέδωσε τον νόμο και κήρυξε την NCHZ στρατηγική εταιρεία βάσει του εν λόγω νόμου. Ως εκ τούτου, ο σύνδικος ήταν υποχρεωμένος εκ του νόμου να συνεχίσει τη λειτουργία της NCHZ κατά την πτωχευτική διαδικασία.

(74)

Σύμφωνα με αυτή την κήρυξη, η λειτουργία της εταιρείας διατηρήθηκε παρόλο που υπήρχε σοβαρός κίνδυνος (που όντως υλοποιήθηκε) ι τα έσοδα να μην επαρκέσουν για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης κατά την πτωχευτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και λοιπών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο.

(75)

Επομένως, ο προβλεπόμενος κίνδυνος συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων προς το δημόσιο θα μπορούσε να έχει προληφθεί από το κράτος, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια βάσει του νόμου και μη χορηγώντας στην NCHZ το καθεστώς στρατηγικής εταιρείας, το οποίο υποχρέωσε τον σύνδικο να συνεχίσει τη λειτουργία της NCHZ κατά την πτωχευτική διαδικασία.

(76)

Επιπλέον, η συνέχιση της λειτουργίας και η συσσώρευση πρόσθετων υποχρεώσεων ως συνέπεια της εφαρμογής του νόμου κατέστησε δυσχερέστερη για τους υφιστάμενους δημόσιους πιστωτές της NCHZ την ανάκτηση των υφιστάμενων απαιτήσεών τους.

(77)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κήρυξη της NCHZ ως στρατηγικής εταιρείας οδήγησε σε μεταβίβαση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η εν λόγω μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε υπό μορφή διαφυγόντων εσόδων από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και λοιπών απαιτήσεων του Δημοσίου τις οποίες δεν εκπλήρωσε η NCHZ την περίοδο κατά την οποία εφαρμόστηκε σε αυτήν ο νόμος. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η απόφαση για την κήρυξη της NCHZ ως στρατηγικής εταιρείας εκδόθηκε από την κυβέρνηση και ως εκ τούτου είναι σαφώς καταλογιστέα στο σλοβακικό κράτος.

5.2.2.   Οικονομικό πλεονέκτημα

(78)

Η εφαρμογή του νόμου στην NCHZ της παρέσχε οικονομικό πλεονέκτημα, καθώς προστάτευσε την εταιρεία από τη συνήθη εξέλιξη μιας πτωχευτικής διαδικασίας βάσει της συνήθους πτωχευτικής νομοθεσίας. Για σχεδόν 13 μήνες, η NCHZ συνέχισε τη λειτουργία της αποκλειστικά και μόνο δυνάμει της εφαρμογής του νόμου. Ο σύνδικος πτώχευσης όφειλε να διασφαλίσει τη λειτουργία της επιχείρησης ακόμα και αν τα έσοδά της δεν κάλυπταν πλήρως τα λειτουργικά της έσοδα συμπεριλαμβανομένων φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Τοιουτοτρόπως, η εφαρμογή του νόμου στέρησε τον σύνδικο και τους πιστωτές από τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσουν κατά πόσο η συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας ήταν συμφέρουσα από οικονομική άποψη.

(79)

Λόγω του ζημιογόνου χαρακτήρα της συνέχισης της λειτουργίας, η NCHZ δεν ήταν σε θέση να καταβάλει πλήρως τις υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και εισφορών ασφάλισης υγείας για τους εργαζόμενούς της καθώς και τις λοιπές υποχρεώσεις προς διάφορες κρατικές οντότητες κατά την πτωχευτική διαδικασία.

(80)

Η εφαρμογή του νόμου στην NCHZ απαίτησε από τον σύνδικο: (i) να διασφαλίσει τη λειτουργία της NCHZ και (ii) να αποτρέψει την αδικαιολόγητη ομαδική απόλυση εργαζομένων. Σε αυτή τη βάση, ο ίδιος ο σύνδικος ανέφερε ότι στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου υποχρεώθηκε να συνεχίσει την πλήρη λειτουργία της NCHZ, χωρίς καμιά δυνατότητα ανάλυσης εναλλακτικών λύσεων και επιλογής της πλέον συμφέρουσας για τους πιστωτές της εταιρείας που βρίσκεται σε πτωχευτική διαδικασία.

(81)

Καίτοι ο νόμος ίσχυε, σε καμία συνεδρίαση των πιστωτών δεν ελήφθη απόφαση για το οικονομικό μέλλον της NCHZ και δεν έγινε καμία αξιολόγηση κατά πόσο η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ ήταν στο συγκεκριμένο στάδιο προς το συμφέρον των πιστωτών. Μόνο όταν ο νόμος επρόκειτο να λήξει ο σύνδικος αναθέτει την εκπόνηση συνολικής οικονομικής ανάλυσης και συγκαλεί συνεδρίαση των πιστωτών της εταιρείας για να αποφασίσουν εάν η NCHZ θα συνεχίσει ή όχι να λειτουργεί.

(82)

Επιπλέον, η εφαρμογή του νόμου στην NCHZ βασίστηκε όχι σε προβληματισμούς που θα ελάμβαναν υπόψη οι πιστωτές της εταιρείας, αλλά σε άλλους προβληματισμούς δημοσίου συμφέροντος. Η αιτιολογική έκθεση της απόφασης της κυβέρνησης της 2ας Δεκεμβρίου 2009 με την οποία η NCHZ κηρύσσεται στρατηγική εταιρεία βάσει του νόμου αναφέρει την απειλή της άμεσης απώλειας 1 700 θέσεων απασχόλησης στην NCHZ και της απώλειας πρόσθετων 5 000 θέσεων απασχόλησης σε προμηθευτές της NCHZ σε περίπτωση κλεισίματος της εταιρείας. Αναφέρει επίσης ότι η διακοπή της παραγωγής στην NCHZ θα επηρέαζε αρνητικά την απόδοση και την ανταγωνιστικότητα ολόκληρης της χημικής βιομηχανίας στη Σλοβακία και τοιουτοτρόπως θα επιδείνωνε τη θέση της σλοβακικής οικονομίας συνολικά. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του νόμου στην NCHZ δεν αιτιολογείτο προφανώς βάσει της αρχής του πιστωτή σε οικονομία της αγοράς. Η Σλοβακία διατείνεται ότι, αν και κατά την πρώτη περίοδο καμία απόφαση δεν ελήφθη ούτε από τους πιστωτές ούτε από το δικαστήριο, είναι πιθανόν οι πιστωτές να αποφάσιζαν τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ ακόμα και αν δεν είχε εφαρμοστεί σε αυτήν ο νόμος. Η Σλοβακία παραπέμπει σε προκαταρκτική ανάλυση της 26ης Οκτωβρίου 2009 και στις δημόσιες δηλώσεις που έκανε ο σύνδικος τον Οκτώβριο του 2009 (δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου) καταδεικνύοντας ότι η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ ήταν η προτιμώμενη επιλογή του.

(83)

Ωστόσο, η προκαταρκτική ανάλυση του συνδίκου είναι μάλλον ελλιπής, δεν περιλαμβάνει οιαδήποτε ανάλυση εναλλακτικών επιλογών (πώληση στοιχείων ενεργητικού ή εκκαθάριση) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί στέρεη βάση που θα χρησιμοποιούσαν οι πιστωτές για να αποφασίσουν σχετικά με τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο του 2009 το Δικαστήριο αντικατέστησε τον αρχικό σύνδικο της NCHZ με άλλον, ο οποίος θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα βάσει διεξοδικότερης αξιολόγησης. Ωστόσο, οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση του ζητήματος ανεστάλη με την έναρξη ισχύος του νόμου και τοιουτοτρόπως οι πιστωτές και το δικαστήριο δεν είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν και να αποφασίσουν εν προκειμένω από την άποψη των οικονομικών συμφερόντων τους.

(84)

Αν και οι πιστωτές και το δικαστήριο αποφάσισαν τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ μετά τη λήξη ισχύος του νόμου, η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη σε διαφορετική οικονομική κατάσταση και βασίστηκε σε μια σημαντικά πιο περίπλοκη και ακριβή οικονομική αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2010 ενόψει της λήξης της ισχύος του νόμου. Η ανάλυση αυτή έπρεπε πρωτίστως να λάβει υπόψη ότι μετά την πρώτη περίοδο η NCHZ είχε ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές) από την προηγούμενη συνέχιση της λειτουργίας της που ανέρχονται συνολικά σε 16 εκατ. ευρώ και αυτές είχαν προτεραιότητα έναντι τυχόν υποχρεώσεων πριν από την πτώχευση. Ως εκ τούτου, η κατάσταση για τους πιστωτές δεν ήταν η ίδια όπως στην αρχή της πτωχευτικής διαδικασίας όταν δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα σημαντικό μέρος αυτών των υποχρεώσεων.

(85)

Επιπλέον, η αβεβαιότητα που συνεπαγόταν αυτομάτως η διαδικασία λήψης αποφάσεων βάσει των συνήθων πτωχευτικών κανόνων εξαλείφθηκε με την εφαρμογή του νόμου στην NCHZ ο οποίος διασφάλιζε ότι τουλάχιστον μέχρι τη λήξη ισχύος του νόμου στα τέλη του 2010 η NCHZ θα ήταν πλήρως λειτουργική. Αυτό έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα στους προμηθευτές και τους πελάτες της εταιρείας, οι οποίοι βεβαιώθηκαν ότι μπορούσαν να συνεχίσουν τις συναλλαγές τους με την NCHZ, διότι η εταιρεία, λόγω του καθεστώτος της στρατηγικής εταιρείας που είχε αποκτήσει βάσει του νόμου, θα παρέμενε πλήρως λειτουργική. Εφόσον η ασφάλεια του εφοδιασμού αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τους πελάτες του τομέα χημικών προϊόντων, η εφαρμογή του νόμου παρέσχε σημαντικό πλεονέκτημα στην NCHZ σε σύγκριση με τη συνήθη πτωχευτική διαδικασία. Παρέσχε στους πελάτες της NCHZ σημαντικά μεγαλύτερη εξασφάλιση ότι, παρά τυχόν περαιτέρω ζημίες και ανεξαρτήτως των απόψεων και συμφερόντων των πιστωτών της, η NCHZ θα συνέχιζε τη λειτουργία της τουλάχιστον μέχρι τη λήξη ισχύος του νόμου. Τοιουτοτρόπως, η NCHZ έτυχε προνομιακής μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση.

(86)

Ο κίνδυνος από πελάτες που μεταστρέφονται προς άλλους προμηθευτές ως αποτέλεσμα της πτώχευσης δεν είναι υποθετικός. Στην πραγματικότητα, ακόμα και με την ασπίδα που παρέσχε η εφαρμογή του νόμου, παρατηρήθηκε κάποια απώλεια πελατών την περίοδο 2009-2010, όπως κατέδειξε η οικονομική ανάλυση που εκπόνησε ο σύνδικος μετά τη λήξη ισχύος του νόμου. Χωρίς την εφαρμογή του νόμου ο κίνδυνος να απολεσθούν ακόμα περισσότερες πωλήσεις λόγω των αβεβαιοτήτων που δημιούργησε η πτωχευτική διαδικασία θα ήταν σημαντικά υψηλότερος. Αυτό θα αύξανε επίσης τον κίνδυνο οι πιστωτές να θεωρούσαν ότι η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ δεν θα είχε πλέον οικονομική σημασία.

(87)

Η Σλοβακία διαβίβασε μία υποθετική ανάλυση του συνδίκου βασισμένη στη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση της δεύτερης περιόδου η οποία καταδεικνύει ότι, εάν η εκκαθάριση είχε εξεταστεί στην αρχή της πρώτης περιόδου, το αποτέλεσμα της ανάλυσης δεν θα ήταν διαφορετικό από το αποτέλεσμα της ανάλυσης της δεύτερης περιόδου. Ανεξαρτήτως του χαμηλότερου επιπέδου των τρεχουσών υποχρεώσεων που ανέρχονται συνολικά σε 8,5 εκατ. ευρώ, τα έσοδα από την εκκαθάριση δεν θα υπερέβαιναν το κόστος και τις τρέχουσες υποχρεώσεις. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ανάλυση είναι πολύ συνοπτική και υποθετική και πραγματοποιήθηκε από τον σύνδικο μετά το γεγονός (14), καθώς δεν είχε συνταχθεί και υποβληθεί μέχρι τον Μάρτιο του 2014.

(88)

Η Σλοβακία δεν κατέδειξε ότι η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ θα μπορούσε πράγματι να εγκριθεί στην αρχή της περιόδου πτώχευσης με βάση μία κατάλληλη διεξοδική ανάλυση και συζήτηση με όλους τους συμμετέχοντες, ακόμα και αν ο νόμος δεν είχε εφαρμοστεί στην NCHZ. Στην πραγματικότητα, εάν δεν είχε εφαρμοστεί στην NCHZ, η εταιρεία θα αντιμετώπιζε πρόσθετες αρνητικές συνέπειες (όπως μεταστροφή πελατών σε ασφαλέστερους προμηθευτές) που θα αύξαναν σημαντικά τον κίνδυνο των πιστωτών που επιλέγουν να διακόψουν τη λειτουργία σε αυτό το στάδιο.

(89)

Τοιουτοτρόπως η εφαρμογή του νόμου παρέσχε στην NCHZ ένα επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα, καθώς προστάτευσε την εταιρεία από τη συνήθη εξέλιξη μιας πτωχευτικής διαδικασίας στο πλαίσιο της συνήθους πτωχευτικής νομοθεσίας. Στέρησε τον σύνδικο, τους πιστωτές και το δικαστήριο από τη δυνατότητα να διακόψουν τη λειτουργία της NCHZ ή να προβούν σε σημαντικές περικοπές προσωπικού (βλέπε αιτιολογική σκέψη 27), είτε στην αρχή της πτωχευτικής διαδικασίας είτε μεταγενέστερα (δηλαδή στη διάρκεια του 2010) ενόψει των εξελίξεων της οικονομικής κατάστασης της NCHZ. Παρέσχε επίσης στην NCHZ και σε τρίτους (όπως πελάτες και προμηθευτές) τη βεβαιότητα της συνεχούς λειτουργίας, η οποία ουδέποτε διασφαλίζεται βάσει των συνήθων κανόνων περί πτωχεύσεων.

(90)

Υπό το πρίσμα των προαναφερομένων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εφαρμογή του νόμου παρέσχε στην NCHZ αδικαιολόγητο οικονομικό πλεονέκτημα.

5.2.3.   Επιλεκτικότητα του μέτρου

(91)

Η απόφαση περί εφαρμογής του νόμου στην NCHZ, που διασφαλίζει τοιουτοτρόπως τη συνεχή λειτουργία της, αποτελεί μεμονωμένο μέτρο που εξέδωσε η κυβέρνηση ιδίως όσον αφορά την NCHZ και επομένως είναι, εξ ορισμού, επιλεκτικό.

(92)

Οι σλοβακικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο νόμος ήταν ένα γενικό μέτρο που εφαρμόζεται σε όλες τις εταιρείες που πληρούν τα προβλεπόμενα κριτήρια. Πέραν του ότι το οικείο μέτρο δεν αποτελεί νόμο καθαυτό αλλά η εφαρμογή του στην NCHZ με την απόφαση της κυβέρνησης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ το γεγονός ότι ο νόμος ήταν ένα γενικό μέτρο δεν αποκλείει την πιθανότητα να αποδίδει επιλεκτικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένη οντότητα.

(93)

Πρώτον, ακόμα και αν ο νόμος ήταν ένα γενικό νομοθετικό μέτρο, οι περιστάσεις της υπόθεσης υποδηλώνουν ότι στην πραγματικότητα στόχευε ειδικά την NCHZ (ορισμένα άρθρα στον τύπο μάλιστα αποκάλεσαν τον νόμο «lex NCHZ»). Ο νόμος εκδόθηκε ένα μήνα αφότου η εταιρεία κήρυξε πτώχευση και η NCHZ ήταν η μόνη εταιρεία στην οποία εφαρμόστηκε ο νόμος.

(94)

Δεύτερον, για να εφαρμοστεί ο νόμος σε δεδομένη εταιρεία, απαιτήθηκε απόφαση της κυβέρνησης με την οποία η εταιρεία να κηρύσσεται «στρατηγική», καθώς ο νόμος δεν εφαρμοζόταν αυτομάτως σε κάθε εταιρεία που πληροί τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του νόμου. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της γενικόλογης διατύπωσης αυτών των όρων, η κυβέρνηση είχε σημαντική διακριτική ευχέρεια όσον αφορά ποιες εταιρείες θεωρεί στρατηγικές (15).

(95)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι το μέτρο επιτρέποντας τη συσσώρευση μη καταβληθεισών οφειλών της NCHZ προς το δημόσιο συνιστά επιλεκτικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

5.2.4.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επίπτωση στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών

(96)

Η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ δυνάμει της εφαρμογής του νόμου είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους που άλλως έπρεπε να επωμισθεί η NCHZ. Η λειτουργία της NCHZ δεν απέδωσε επαρκή έσοδα η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ δεν απόφερε επαρκή έσοδα για την κάλυψη των συνολικών λειτουργικών εξόδων συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και λοιπών δημόσιων απαιτήσεων που δημιουργήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία. Παρά την αδυναμία της να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις της, και ιδίως εκείνες προς το δημόσιο (που συνέχιζαν να μην καταβάλλονται για τους 13 μήνες της ισχύος του νόμου), η NCHZ εξακολουθούσε να δραστηριοποιείται στην αγορά προσφέροντας τα προϊόντα της ανταγωνιζόμενη με άλλους Ευρωπαίους παραγωγούς χημικών προϊόντων.

(97)

Επιπλέον, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, η εφαρμογή του νόμου παρέσχε στην NCHZ οικονομικά πλεονεκτήματα που δεν απολάμβαναν άλλες εταιρείες που βρίσκονταν σε παρεμφερή κατάσταση. Ειδικότερα, πιθανόν μείωσε σημαντικά τους κινδύνους της απώλειας πελατών και προμηθευτών κατά την πτωχευτική διαδικασία. Το γεγονός ότι η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη, βάσει του νόμου, να συνεχίσει τη λειτουργία της ενθάρρυνε τους επιχειρηματικούς εταίρους της NCHZ να διατηρήσουν τη σχέση τους με την εταιρεία. Η ασφάλεια του εφοδιασμού για πελάτες της NCHZ, ιδιαίτερα σημαντική στη χημική βιομηχανία, διασφαλίστηκε μέσω της συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης όπως προέβλεπε ο νόμος. Εάν δεν εφαρμοζόταν ο νόμος, οι πελάτες της NCHZ θα αναζητούσαν πιθανότατα εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού φοβούμενοι ξαφνική διακοπή της λειτουργίας λόγω της επιδεινούμενης χρηματοοικονομικής κατάστασης της πτωχεύσασας εταιρείας.

(98)

Η μείωση του κόστους μιας και μόνο εταιρείας αντιστοιχεί σε ενίσχυση λειτουργίας και τοιουτοτρόπως στρεβλώνει τον ανταγωνισμό καθώς οι ανταγωνιστές της NCHZ έπρεπε να επωμισθούν το συγκεκριμένο κόστος ή τις συνέπειες της αδυναμίας πληρωμής. Επιπροσθέτως, τα μέτρα ενδεχομένως να έχουν στρεβλώσει τον ανταγωνισμό διατηρώντας τεχνητά την NCHZ στην αγορά ανθρακασβεστίου και στις λοιπές αγορές όπου δραστηριοποιείτο.

(99)

Εφόσον υπάρχει μόνον περιορισμένος αριθμός παραγωγών ανθρακασβεστίου στην ΕΕ και οι συναλλαγές αυτών των προϊόντων πραγματοποιούνται σε ευρωπαϊκή κλίμακα, το εν λόγω μέτρο επηρεάζει επίσης σαφώς τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

5.2.5.   Συμπέρασμα σχετικά με την παρουσία κρατικής ενίσχυσης

(100)

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κήρυξη της NCHZ ως στρατηγικής εταιρείας βάσει του νόμου συνιστούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ της συγκεκριμένης εταιρείας, ήταν καταλογιστέα στο κράτος και συνεπαγόταν τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε μια αγορά ανοικτή στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Ως εκ τούτου, το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά του έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(101)

Το ποσό της ενίσχυσης αντιστοιχεί στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς το δημόσιο και τις κρατικές οντότητες που συσσωρεύτηκαν κατά την περίοδο εφαρμογής του νόμου στην NCHZ. Βάσει των πληροφοριών που διαβίβασε η Σλοβακία, το ληξιπρόθεσμο χρέος στην αρχή της περιόδου ανήλθε σε 735 817,44 ευρώ (16). Με τη λήξη ισχύος του νόμου, οι εκκρεμείς υποχρεώσεις ανήλθαν σε 5 519 241,54 ευρώ (17). Ως εκ τούτου, το ποσό της ενίσχυσης ανέρχεται σε 4 783 424,10 ευρώ.

5.3.   Συνέχιση της λειτουργίας βάσει της απόφασης της επιτροπής πιστωτών

(102)

Μετά τη λήξη ισχύος του, ο σύνδικος δεν ήταν πλέον νομικά υποχρεωμένος να συνεχίσει τη λειτουργία της εταιρείας. Ενημέρωσε τους πιστωτές (ενέγγυους και ανέγγυους) ότι οι ζημίες της NCHZ αυξάνονταν συνεχώς μετά την κήρυξη της πτώχευσης και ότι τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησης ήταν υψηλότερα από τα έσοδα που προέκυπταν από τη λειτουργία της. Παρά την ενημέρωσή τους για την κακή κατάσταση της εταιρείας, όλοι οι πιστωτές της επιτροπής πιστωτών και οι ενέγγυοι πιστωτές συμφώνησαν τον Ιανουάριο του 2011 ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η λειτουργία της NCHZ. Στη συνέχεια, η συγκεκριμένη απόφαση επιβεβαιώθηκε από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με τον σλοβακικό πτωχευτικό νόμο και τοιουτοτρόπως κατέστη δεσμευτικός για τον σύνδικο.

5.3.1.   Δυνατότητα καταλογισμού και οικονομικό πλεονέκτημα

(103)

Η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ μετά τη λήξη ισχύος του νόμου βασίστηκε σε απόφαση της επιτροπής πιστωτών (αντιπροσωπευτικός φορέας των ανέγγυων πιστωτών), της οποίας τα μέλη ήταν κυρίως ιδιωτικές εταιρείες. Η επίσημη διαδικασία έρευνας αποκάλυψε ότι τα μέλη της επιτροπής πιστωτών ή οι ενέγγυοι πιστωτές δεν είχαν δικαίωμα αρνησικυρίας βάσει του σλοβακικού νόμου περί πτωχεύσεων. Στην πραγματικότητα, στους συγκεκριμένους φορείς οι αποφάσεις λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία. Ως εκ τούτου, καμία κρατική οντότητα δεν κατάφερε να διεκδικήσει τα συμφέροντά της σταματώντας την περαιτέρω συσσώρευση χρεών.

(104)

Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ βασίστηκε σε απόφαση που καθόρισαν οι ιδιώτες πιστωτές, καθώς οι δημόσιοι πιστωτές δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν αρνησικυρία στη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Για τον λόγο αυτό, η απόφαση για τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ μετά τη λήξη ισχύος του νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί καταλογιστέα στο κράτος.

(105)

Αυτό δείχνει επίσης ότι η απόφαση των διαφόρων δημόσιων πιστωτών να υποστηρίξουν ενεργά τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ κατά τη δεύτερη περίοδο ελήφθη ταυτόχρονα και υπό τις ίδιες συνθήκες (pari passu) με τις αποφάσεις των συγκρίσιμων ιδιωτών πιστωτών, πράγμα που σημαίνει ότι οι δημόσιοι πιστωτές ενήργησαν σύμφωνα με την αρχή του πιστωτή σε οικονομία της αγοράς.

(106)

Επιπλέον, και επικουρικώς, η Επιτροπή επαλήθευσε την οικονομική ανάλυση που εκπόνησε ο σύνδικος και η οποία διατέθηκε στους πιστωτές και το δικαστήριο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η ανάλυση εντοπίζει ορισμένα πιθανά σενάρια και συγκρίνει τα έξοδα και τα έσοδα από την άποψη των πιστωτών της NCHZ. Ειδικότερα, η ανάλυση καταδεικνύει ότι η διακοπή της λειτουργίας της NCHZ θα οδηγούσε σε σημαντικό κόστος το οποίο υπερβαίνει συνολικά τα 48 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους σχετιζόταν με το κλείσιμο και τον καθαρισμό του περιβάλλοντος των χώρων παραγωγής χημικών προϊόντων (γύρω στα 37,3 εκατ. ευρώ) και το κόστος προσωπικού (10,5 εκατ. ευρώ εφόσον πληρούνταν όλες οι νόμιμες υποχρεώσεις). Ταυτόχρονα, τα αναμενόμενα έσοδα από την πώληση μεμονωμένων στοιχείων ενεργητικού ήταν της τάξης των 47-52 εκατ. ευρώ (χωρίς να συνεκτιμηθεί το πρόσθετο κόστος της αποσυναρμολόγησης και μεταφοράς του εξοπλισμού).

(107)

Καθώς οι ληξιπρόθεσμες (δημόσιες και ιδιωτικές) υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν από τη λειτουργία κατά την πτωχευτική διαδικασία (16 εκατ. ευρώ τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) έτυχαν προτιμησιακής μεταχείρισης, δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ουδεμία από τις απαιτήσεις πριν από την πτώχευση. Ωστόσο, η ανάλυση εκτιμά ότι η πώληση της επιχείρησης σε συνεχή λειτουργία πιθανόν να απόφερε υψηλότερα έσοδα, εφόσον μέρος του τεχνολογικού εξοπλισμού θα υφίστατο ανεπανόρθωτες ζημίες σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας. Η ανάλυση αναφέρει επίσης ότι, παρά την αποτυχία του πρώτου διαγωνισμού, υπήρξαν ορισμένοι ενδιαφερόμενοι αγοραστές. Συνολικά, η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν προς το συμφέρον των πιστωτών να συνεχιστεί η λειτουργία της NCHZ και να πωληθεί η δραστηριότητα σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης.

(108)

Η οικονομική ανάλυση του συνδίκου συνοδευόταν επίσης από ανάλυση που εκπόνησε η διαχείριση της NCHZ. Η συγκεκριμένη ανάλυση εκτίμησε την αναμενόμενη πραγματική αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας σε μόλις 15,5 εκατ. ευρώ, πράγμα που καθιστά τη διακοπή της δραστηριότητας της NCHZ ακόμα λιγότερο ελκυστική για τους πιστωτές. Επιπροσθέτως, η μελέτη υποστήριξε ότι η εταιρεία μπορούσε να πωληθεί επιτυχώς μετά την έκδοση ορισμένων μέτρων αναδιάρθρωσης· εφόσον ο νόμος καθιστούσε μάλλον δυσχερή την απόλυση προσωπικού, οι περικοπές προσωπικού εφαρμόστηκαν από την NCHZ μόνον μετά τη λήξη ισχύος του νόμου στην αρχή της δεύτερης περιόδου. Εν γένει, η μελέτη κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι πιστωτές θα ήταν σε καλύτερη θέση εάν η NCHZ πωλείτο σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης.

(109)

Η πρόταση για συνέχιση της λειτουργίας η οποία βασίστηκε στα συγκεκριμένα έγγραφα έγινε επομένως δεκτή από όλους τους πιστωτές, τόσο δημόσιους όσο και ιδιωτικούς. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι οφειλές προς τουλάχιστον ορισμένους ιδιώτες πιστωτές αυξήθηκαν επίσης κατά την περίοδο της πτώχευσης, ανερχόμενες τελικά σε 11,5 εκατ. ευρώ.

(110)

Επιπλέον, η διεξοδική έρευνα κατέδειξε ότι μόνον δύο από τους τέσσερις δημόσιους πιστωτές που αντιπροσωπεύονταν στους φορείς των πιστωτών (το Ταμείο Εθνικής Περιουσίας, το Ταμείο Προστασίας του Περιβάλλοντος, η σλοβακική Τράπεζα Εγγυήσεων και Ανάπτυξης και ο Δήμος Nováky) ανησύχησαν άμεσα από την απειλή της περαιτέρω συσσώρευσης των οφειλών της NCHZ προς αυτούς κατά την περίοδο της συνέχισης της λειτουργίας. Οι συγκεκριμένοι πιστωτές ήταν το Ταμείο Προστασίας του Περιβάλλοντος, του οποίου οι πρόσθετες απαιτήσεις κατά τη δεύτερη περίοδο ήταν μόλις [100-500] χιλιάδες ευρώ, και ο Δήμος Nováky, του οποίου οι πρόσθετες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά τη δεύτερη περίοδο ανέρχονταν σε [300-800] χιλιάδες ευρώ. Οι βασικοί δημόσιοι πιστωτές προς τους οποίους οφείλονταν τα ποσά αυξήθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία, ιδίως οι εταιρείες προστασίας δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, δεν αντιπροσωπεύονταν σε κανέναν από τους οργανισμούς πιστωτών που αποφασίζουν για τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Ως εκ τούτου, δεν είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν άμεσα τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τοιουτοτρόπως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ. Οι συγκεκριμένοι δημόσιοι πιστωτές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για την είσπραξη των οφειλών καταχωρίζοντας τις απαιτήσεις τους στον σύνδικο πτώχευσης και χρησιμοποιώντας όλους τους μηχανισμούς επιβολής που διατίθενται βάσει του πτωχευτικού νόμου.

(111)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η συμπεριφορά των διαφόρων κρατικών οντοτήτων ήταν σύμφωνη με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

(112)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η NCHZ δεν επωφελήθηκε από κάποιο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της το οποίο δεν θα το είχε λάβει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς κατά τη δεύτερη περίοδο όταν ο νόμος δεν εφαρμοζόταν πλέον και η NCHZ συνέχιζε τη λειτουργία της βάσει της απόφασης της επιτροπής πιστωτών.

5.3.2.   Συμπέρασμα σχετικά με την παρουσία κρατικής ενίσχυσης

(113)

Εφόσον δεν πληρούνται τουλάχιστον δύο από τους σωρευτικούς όρους για τον ορισμό της κρατικής ενίσχυσης (δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος και ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος), η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ βάσει της απόφασης της επιτροπής πιστωτών δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

5.4.   Παράνομη ενίσχυση

(114)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εφόσον η εφαρμογή του νόμου στην NCHZ συνιστά κρατική ενίσχυση, η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποίησης και αναστολής («stand-still») που θεσπίσθηκαν με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Τοιουτοτρόπως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην NCHZ συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση.

5.5.   Συμβιβάσιμο των μέτρων με την εσωτερική αγορά

(115)

Εφόσον το μέτρο που προσδιορίζεται ανωτέρω συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, το συμβιβάσιμό του πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του συγκεκριμένου άρθρου.

(116)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο κράτος μέλος να παραθέσει πιθανούς λόγους συμβιβάσιμου και να καταδείξει ότι πληρούνται οι όροι του συμβιβάσιμου (18). Οι σλοβακικές αρχές θεωρούν ότι τα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση και δεν παραθέτουν πιθανούς λόγους βάσει των οποίων εκτιμάται το συμβιβάσιμο.

(117)

Η Επιτροπή εκτίμησε παρά ταύτα το κατά πόσο κάποιος από τους λόγους που αναφέρονται στη ΣΛΕΕ θα μπορούσε να εφαρμοστεί εκ πρώτης όψεως στα υπό αξιολόγηση μέτρα.

(118)

Εφόσον η NCHZ αποτελούσε αντικείμενο πτωχευτικής διαδικασίας το χρονικό διάστημα της χορήγησης των μέτρων, ήταν σαφώς μια προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων («κατευθυντήριες γραμμές Δ&Α») (19).

(119)

Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε εκτίμηση του συμβιβάσιμου της κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά θα πρέπει καταρχήν να πραγματοποιηθεί βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στις συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές.

(120)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι όροι για τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης που προβλέπονται στο σημείο 3.1 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α δεν φαίνεται να πληρούνται: ιδίως, τα μέτρα δεν συνιστούν ενισχύσεις ρευστότητας υπό μορφή εγγυήσεων δανείου ή δανείων και δεν συνοδεύονταν από τη δέσμευση της Σλοβακίας να κοινοποιήσει στην Επιτροπή ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης ή ένα σχέδιο εκκαθάρισης κ.ο.κ.

(121)

Σε σχέση με τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης όπως ορίζεται στο σημείο 3.2 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Σλοβακία δεν κοινοποίησε κανένα από τα προαναφερόμενα μέτρα ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης και δεν κατάφερε να καταδείξει ότι υπάρχει κάποιο από τα απαραίτητα στοιχεία ώστε τα εν λόγω μέτρα να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις (σχέδιο αναδιάρθρωσης, ίδια συνεισφορά, αντισταθμιστικά μέτρα κ.ο.κ.).

(122)

Το σημείο 34 των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α απαιτεί η χορήγηση της ενίσχυσης να εξαρτάται από την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο πρέπει να εγκρίνει η Επιτροπή σε όλες τις περιπτώσεις μεμονωμένης ενίσχυσης. Η ενίσχυση στην προκειμένη υπόθεση χορηγήθηκε χωρίς αξιόπιστο σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο θα πληρούσε τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών Δ&Α. Αυτό και μόνο θα επαρκούσε για να αποκλειστεί το συμβιβάσιμο των μέτρων με την εσωτερική αγορά.

(123)

Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Σλοβακία δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή τυχόν γεγονότα που θα διασφάλιζαν τη συμμόρφωση προς τις απαραίτητες απαιτήσεις ώστε η ενίσχυση αναδιάρθρωσης να θεωρηθεί συμβιβάσιμη: αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της NCHZ, αποδεκτά επίπεδα ίδιας συνεισφοράς, κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα, κ.ο.κ.

(124)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προαναφερόμενο μέτρο δεν είναι συμβιβάσιμο βάσει των κατευθυντήριων γραμμών Δ&Α και τοιουτοτρόπως συνιστά κρατική ενίσχυση που είναι μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά.

5.6.   Ανάκτηση της ενίσχυσης

(125)

Σύμφωνα με τη Συνθήκη και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή είναι αρμόδια να αποφασίσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει ενίσχυση εφόσον διαπιστωθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά (20). Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η υποχρέωση για το κράτος μέλος να καταργήσει ενίσχυση την οποία η Επιτροπή θεωρεί ασυμβίβαστ με την εσωτερική αγορά αποσκοπεί στην επαναφορά στην προτέρα κατάσταση (21).

(126)

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εν λόγω στόχος επιτυγχάνεται εφόσον ο δικαιούχος επιστρέψει τα ποσά που χορηγήθηκαν ως παράνομη ενίσχυση, χάνοντας με τον τρόπο αυτό το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση (22).

(127)

Σύμφωνα με τη νομολογία, το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου προβλέπει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο […]» (23).

(128)

Επομένως, δεδομένου ότι κανένα από τα εν λόγω μέτρα δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 108 της Συνθήκης και θεωρούνται, συνεπώς, παράνομες και μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις, θα πρέπει να ανακτηθούν προκειμένου να αποκατασταθεί η κατάσταση που υπήρχε στην αγορά πριν από τη χορήγησή τους. Η ανάκτηση θα πρέπει να έχει ως σημείο εκκίνησης τη στιγμή που χορηγήθηκε το πλεονέκτημα στον δικαιούχο, δηλαδή όταν η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεσή του, ο οποίος επιβαρύνεται με τους τόκους ανάκτησης έως την πραγματική ανάκτηση της ενίσχυσης. Η ανάκτηση συνεκτιμά τα ποσά των ληξιπρόθεσμων οφειλών που συνιστούν κρατική ενίσχυση και τα οποία αποδεδειγμένα έχουν ήδη αποπληρωθεί από τα έσοδα της πώλησης των στοιχείων ενεργητικού της NCHZ.

(129)

Λαμβανομένης υπόψη της πώλησης της δραστηριότητας της NCHZ στη Via Chem Slovakia και στη Fortischem, η Επιτροπή θα εξετάσει πιθανή οικονομική συνέχεια μεταξύ αυτών των εταιρειών προκειμένου να αναλυθεί κατά πόσο η ανάκτηση της ενίσχυσης θα πρέπει ή όχι να επεκταθεί σε αυτές.

5.7.   Οικονομική συνέχεια της NCHZ μέσω της πώλησης της δραστηριότητας

(130)

Όπως αναφέρθηκε, στην περίπτωση αρνητικής απόφασης της Επιτροπής όσον αφορά την ανάκτηση της μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης σε μια επιχείρηση στο πλαίσιο των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να ανακτήσει τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση. Η υποχρέωση ανάκτησης μπορεί να επεκταθεί σε μια νέα εταιρεία στην οποία η εν λόγω εταιρεία μεταβίβασε ή πώλησε μέρος των στοιχείων ενεργητικού της, όταν η συγκεκριμένη δομή μεταβίβασης ή πώλησης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ των εταιρειών (24).

(131)

Όσον αφορά τον σκοπό της συναλλαγής, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν και δεν έχει άμεσες αποδείξεις ότι στόχος της συναλλαγής ήταν να παρακάμψει τις επιπτώσεις ενδεχόμενης απόφασης ανάκτησης, κατέστησε όμως σαφές στις σλοβακικές αρχές ότι η Επιτροπή είχε διερευνήσει προκαταρκτικά καταγγελία κατά της NCHZ από τις 17 Οκτωβρίου 2011 (βλέπε αιτιολογική σκέψη(2)) και υπήρχε η υφιστάμενη απαίτηση για την καταβολή του προστίμου για καρτέλ ύψους 19,6 εκατ. ευρώ που επιβλήθηκε στην NCHZ με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009 (βλέπε αιτιολογική σκέψη (12)).

(132)

Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Italy και SIM 2 κατά Επιτροπής  (25), την οποία η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως βάση για τις αποφάσεις της σχετικά με τις εταιρείες Olympic Airlines, Alitalia και SERNAM (26), η αξιολόγηση της οικονομικής συνέχειας μεταξύ του δικαιούχου της ενίσχυσης και της επιχείρησης στην οποία διαβιβάστηκαν βασίζεται σε ένα σύνολο δεικτών. Μπορεί να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες: η τιμή πώλησης που αντιστοιχεί σε αγοραία τιμή ή όχι, το πεδίο των πωληθέντων στοιχείων ενεργητικού (στοιχεία ενεργητικού και υποχρεώσεις, διατήρηση του εργατικού δυναμικού, τα στοιχεία ενεργητικού συνολικά), η ταυτότητα του/των αγοραστή/ών, η χρονική στιγμή της πώλησης (μετά την έναρξη της προκαταρκτικής αξιολόγησης, την επίσημη διαδικασία έρευνας ή τη λήψη της τελικής απόφασης) και η οικονομική λογική της πράξης. Αυτό το σύνολο δεικτών επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο στην απόφασή του της of 28ης Μαρτίου 2012 στην απόφαση Ryanair κατά Επιτροπής, που επιβεβαίωσε την απόφαση για την Alitalia (27).

(133)

Λαμβανομένης υπόψη της πώλησης της δραστηριότητας της NCHZ στη Via Chem Slovakia, και στη συνέχεια στη Fortischem, η Επιτροπή θα αναλύσει τοιουτοτρόπως, βάσει των προαναφερομένων κριτηρίων, το κατά πόσο υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ της NCHZ και της τελικά εξαγορασθείσας δραστηριότητας την οποία επί του παρόντος ασκεί η Fortischem.

(134)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν ενδείκνυται η ξεχωριστή ανάλυση της οικονομικής συνέχειας των δύο συναλλαγών που οδηγεί στην εξαγορά των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τη Fortischem, δηλαδή πρώτον η πώληση στη Via Chem Slovakia και κατόπιν η πώληση στη Fortischem. Η Via Chem Slovakia πώλησε τη δραστηριότητα στη Fortischem στη δεύτερη συναλλαγή την 1η Αυγούστου 2012, δηλαδή μόλις μία ημέρα μετά την περάτωση της πρώτης συναλλαγής. Ως εκ τούτου, η Via Chem Slovakia ουδέποτε ανέλαβε τη διαχείριση και την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της NCHZ που εξαγόρασε.

(135)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το πεδίο των δύο συναλλαγών δεν είναι ακριβώς το ίδιο, εφόσον η Via Chem Slovakia διατήρησε την ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας (κτίρια και γεωτεμάχια). Ωστόσο, είναι προφανές από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν ότι όλες οι οικονομικές δραστηριότητες της NCHZ που εξαγοράστηκαν από τη Via Chem Slovakia διαβιβάστηκαν άμεσα στη Fortischem. Με μόνη εξαίρεση την ακίνητη περιουσία, η Fortischem ανέκτησε από τη Via Chem Slovakia όλα τα στοιχεία ενεργητικού και τα δικαιώματα σχετικά με την παραγωγή χημικών προϊόντων (μηχανές και εξοπλισμός παραγωγής, συμβάσεις κ.λπ.) καθώς και υποχρεώσεις που σχετίζονταν με την παραγωγή χημικών προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων όλων των συμβάσεων εργασίας). Η ακίνητη περιουσία που δεν πωλήθηκε στη Fortischem αλλά ήταν απαραίτητη για τη συνέχιση των οικονομικών δραστηριοτήτων της NCHZ διατέθηκε στη Fortischem βάσει σύμβασης μίσθωσης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα αναλύσει άμεσα κατά πόσο υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ της NCHZ και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της που εξαγόρασε η Fortischem. Τα ειδικά χαρακτηριστικά των δύο συναλλαγών θα συνεκτιμηθούν στο βαθμό που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη αξιολόγηση.

5.7.1.   Τιμή πώλησης

(136)

Στην απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο η τιμή των 2,2 εκατ. ευρώ για τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας που κατέβαλε η Via Chem Slovakia, ο πλειοδότης, αντιπροσώπευε αγοραία τιμή.

(137)

Ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε υπό όρους που πιθανόν να μείωσαν την αξία των στοιχείων ενεργητικού. Σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού οι δυνητικοί υποψήφιοι μπορούσαν να επιλέξουν να υποβάλουν την προσφορά τους με ή χωρίς την ανάληψη των «Δεσμεύσεων του εκδοχέα» (για λεπτομέρειες βλέπε αιτιολογικές σκέψεις (17) και (18)).

(138)

Οι κανόνες του διαγωνισμού όριζαν ότι, εάν η υψηλότερη προσφορά προερχόταν από υποψήφιο που επέλεξε να μην αναλάβει τις υποχρεώσεις, ο πλειοδότης που αναλαμβάνει αυτές τις υποχρεώσεις θα είχε την ευκαιρία να προσαρμόσει την υψηλότερη προσφορά. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα για έναν υποψήφιο να αυξήσει την προσφορά του μετά την υποβολή όλων των προσφορών είναι πιθανόν να αποθαρρύνει δυνητικούς συμμετέχοντες και/ή έχει αρνητικό αντίκτυπο στις υποβληθείσες προσφορές.

(139)

Στην πραγματικότητα, ένα από τα στοιχεία που διασφαλίζουν ότι επιτυγχάνεται η υψηλότερη τιμή σε διαγωνισμό είναι η αβεβαιότητα όσον αφορά τις τιμές που προσφέρουν οι άλλοι υποψήφιοι. Εάν ο υποψήφιος που υποβάλλει προσφορά με ανάληψη υποχρεώσεων γνωρίζει ότι η προσφορά πρέπει απλώς να είναι η υψηλότερη μεταξύ των προσφορών με ανάληψη υποχρεώσεων και ότι θα είναι σε θέση να συνδυάσει την προσφορά του με εκείνη του πλειοδότη που δεν αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις, μπορεί κάλλιστα να υποβάλει χαμηλότερη προσφορά από ό,τι αν δεν προβλεπόταν στους όρους του διαγωνισμού η δυνατότητα του συνδυασμού.

(140)

Επιπροσθέτως, αυτός ο όρος μπορούσε να αποθαρρύνει υποψήφιους που δεν επιθυμούν να υποβάλουν προσφορά με ανάληψη υποχρεώσεων επειδή γνωρίζουν ότι, ακόμα και αν η προσφορά τους είναι η υψηλότερη, μπορεί να απορριφθεί επειδή ένας άλλος αγοραστής που είναι έτοιμος να αναλάβει τις υποχρεώσεις μπορεί να αυξήσει την προσφορά του. Εάν συμβεί αυτό, ο υποψήφιος που δεν αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει νέα προσφορά και να προσφέρει υψηλότερη τιμή εξαγοράς.

(141)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, οι όροι του διαγωνισμού φαίνεται να δίνουν προτεραιότητα σε υποψήφιους που αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις, εφόσον εάν δύο υποψήφιοι προσφέρουν την ίδια τιμή, ένας με ανάληψη υποχρεώσεων και ένας χωρίς, η προσφορά με την ανάληψη υποχρεώσεων προτιμάται έναντι της άλλης. Αυτό θα θεωρείτο ένδειξη ότι η τιμή που θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την ανάληψη των υποχρεώσεων μπορούσε δυνητικά να είναι υψηλότερη από την τιμή που πρόσφερε ο πλειοδότης. Εύλογα εικάζεται ότι η υποχρέωση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων έχει χρηματοοικονομικές επιπτώσεις για τον αγοραστή τις οποίες λαμβάνει υπόψη κατά την υποβολή της προσφοράς του. Χωρίς την ανάληψη υποχρεώσεων, η τιμή που προσφέρεται από τον συγκεκριμένο αγοραστή θα ήταν τοιουτοτρόπως πιθανόν υψηλότερη.

(142)

Η Σλοβακία υποστηρίζει ότι ακόμα κι αν ένας υποψήφιος αποδεχόταν την ανάληψη υποχρεώσεων δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι δεν θα υπήρχε άλλος υποψήφιος που αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις με δυνητικά υψηλότερη προσφορά. Ωστόσο, αυτό δεν υποστηρίζει το γεγονός ότι υποψήφιοι που δεν ανέλαβαν υποχρεώσεις έτυχαν εν γένει λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης από υποψήφιους που ανέλαβαν υποχρεώσεις, και ότι δυνητικοί υποψήφιοι που δεν επιθυμούν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις θα μπορούσαν τοιουτοτρόπως να έχουν αποθαρρυνθεί να συμμετάσχουν.

(143)

Η Σλοβακία υποστηρίζει επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού όγκου των υποχρεώσεων, που υπερέβησαν τα 11 εκατ. ευρώ, ήταν άκρως απίθανο ο οποιοσδήποτε υποψήφιος να αναλάμβανε αυτές τις υποχρεώσεις. Ισχυρίζεται ότι, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της τιμής των μόλις 2 εκατ. ευρώ που προσφέρθηκαν κατά τον πρώτο διαγωνισμό, ουδείς λογικός συμμετέχων στον διαγωνισμό θα αναλάμβανε υποχρεώσεις με τέτοιες χρηματοοικονομικές επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, οι υποχρεώσεις περιλαμβάνουν επενδύσεις τουλάχιστον 11 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η επένδυση προορίζεται για τη χρηματοδότηση μέτρων που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος που απαιτούνται για τη συνέχιση της παραγωγής χημικών προϊόντων. Οποιοσδήποτε υποψήφιος που επιθυμεί να συνεχίσει την παραγωγή χημικών προϊόντων θα έπρεπε να προβεί σε μια τέτοια επένδυση και το συγκεκριμένο ποσό θα έπρεπε τοιουτοτρόπως να συνεκτιμηθεί επίσης από υποψήφιους που δεν αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις. Ενώ οι άλλες δύο υποχρεώσεις (που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη (17)) είχαν δυνητική επίπτωση στην τιμή, ένας αγοραστής που σχεδιάζει να διατηρήσει ή ακόμα και να επεκτείνει τις δραστηριότητες της NCHZ δεν θα θεωρούσε τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις υπερβολικά επαχθείς, λαμβάνοντας υπόψη το πλεονέκτημα που παρέχει ο διαγωνισμός σε υποψήφιους με υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο μιας προσφοράς με ανάληψη των υποχρεώσεων δεν μπορεί να αγνοείται ως «άκρως απίθανο» και αυτή η πιθανότητα μπορούσε επομένως να επηρεάσει την τιμή που προσφερόταν στον διαγωνισμό.

(144)

Αν και τελικά καμιά προσφορά με ανάληψη υποχρεώσεων δεν έγινε δεκτή, οι όροι δεν επέτρεψαν τη συμπερίληψη του υψηλότερου δυνατού αριθμού υποψηφίων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους υποβάλλοντας τις βέλτιστες προσφορές τους, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για πώληση στην υψηλότερη δυνατή αγοραία τιμή.

(145)

Επιπλέον, η πώληση οργανώθηκε ως πώληση ολόκληρης της δραστηριότητας σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, δηλαδή με όλα τα στοιχεία ενεργητικού αθροιζόμενα και κανείς υποψήφιος δεν μπορούσε να αγοράσει κάποιο στοιχείο ενεργητικού ξεχωριστά. Αυτό απέκλεισε τη δυνατότητα μεγιστοποίησης της τελικής τιμής μέσω υποβολής προσφορών για επιμέρους τομείς των δραστηριοτήτων της NCHZ (αποφεύγοντας ή περιορίζοντας παράλληλα δυνητικές δυσκολίες που απορρέουν από την πιθανή διακοπή της λειτουργίας). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα έγγραφα που υπέβαλαν οι σλοβακικές αρχές δείχνουν ότι υπήρχαν δυνητικοί υποψήφιοι που ενδιαφέρονταν για την εξαγορά ορισμένων μόνο μερών της δραστηριότητας της NCHZ (για παράδειγμα, η bluO Epsilon Limited ενδιαφερόταν για την εξαγορά μόνο των εγκαταστάσεων παραγωγής ανθρακασβεστίου). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η πώληση επιμέρους τομέων της δραστηριότητας της NCHZ δεν θα οδηγούσε σε υψηλότερη συνολική τιμή πώλησης.

(146)

Όσον αφορά την πώληση από τη Via Chem Slovakia στη Fortischem, υπήρξε συναλλαγή μεταξύ δύο ιδιωτών ενδιαφερόμενων χωρίς να οργανωθεί διαγωνισμός. Η τιμή αποτέλεσε απλώς αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο ιδιωτών ενδιαφερόμενων χωρίς καμία δυνατότητα για άλλους ενδιαφερόμενους να προσφέρουν υψηλότερη τιμή. Ως εκ τούτου, οι αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο η τιμή που κατέβαλε η Via Chem Slovakia αντιστοιχούσε σε αγοραία τιμή σχετίζονται επίσης με την τιμή που κατέβαλε η Fortischem.

(147)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, πιθανολογείται ότι τα στοιχεία ενεργητικού της NCHZ δεν πωλήθηκαν κατά τρόπο που διασφάλισε τη μεγιστοποίηση των εσόδων για τη μεταβιβασθείσα δραστηριότητα.

(148)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τιμή που κατέβαλε η Via Chem Slovakia για τη δραστηριότητα της NCHZ πιθανόν να μην ήταν μια πραγματική αγοραία τιμή, καθώς οι όροι του διαγωνισμού όπως και το γεγονός ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να υποβάλουν προσφορές για όλα τα στοιχεία ενεργητικού αθροιζόμενα είχαν αντίκτυπο στην τιμή.

5.7.2.   Πεδίο της συναλλαγής

(149)

Προκειμένου να αποφεύγεται η οικονομική συνέχεια, τα στοιχεία ενεργητικού και τα λοιπά στοιχεία της μεταβιβαζόμενης δραστηριότητας αντιπροσωπεύουν απλώς ένα μέρος της προηγούμενης εταιρείας ή των δραστηριοτήτων της. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέρος της αρχικής δραστηριότητας που μεταβιβάζεται σε μια νέα οντότητα, τόσο πιθανότερο είναι η οικονομική δραστηριότητα που σχετίζεται με αυτά τα στοιχεία ενεργητικού να συνεχίσει να επωφελείται από την ασυμβίβαστη ενίσχυση.

(150)

Αν και η Σλοβακία ισχυρίζεται ότι η πώληση ήταν «συμφωνία εκχώρησης», οι όροι της πώλησης δείχνουν στην πραγματικότητα ότι η εταιρεία πωλήθηκε σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης. Όπως προαναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη (19), όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και τουλάχιστον μέρος των μεταβιβασθεισών υποχρεώσεων πωλήθηκαν στον νέο ιδιοκτήτη.

(151)

Η πώληση της NCHZ στη Via Chem Slovakia εγκρίθηκε από τη σλοβακική αρχή ανταγωνισμού στις 19 Ιουλίου 2012. Από την απόφαση αυτή καθίσταται σαφές ότι ολόκληρη η δραστηριότητα της NCHZ, σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, αποτέλεσε το αντικείμενο της κοινοποιηθείσας συγχώνευσης και τοιουτοτρόπως της πώλησης (28).

(152)

Το πεδίο δραστηριότητας της επιχείρησης που εξαγοράστηκε από τη Fortischem παραμένει το ίδιο με το προηγούμενο πεδίο των δραστηριοτήτων της NCHZ. Αυτό καταδεικνύεται από σύγκριση του προγράμματος παραγωγής της NCHZ στο αρχικό στάδιο της πτωχευτικής διαδικασίας (29) με το τρέχον πρόγραμμα παραγωγής σύμφωνα με τον ιστότοπο της Fortischem (30). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι βασικοί τομείς δραστηριότητας της NCHZ και της Fortischem αντίστοιχα συνίστανται από ανόργανα (ηλεκτρολυτικά) χημικά προϊόντα, μεταξύ άλλων ανθρακασβέστιο, οργανικά χημικά προϊόντα, πολυμερή και προϊόντα επεξεργασίας PVC. Και τα 14 βασικά προϊόντα από αυτούς τους τομείς παραγωγής, που αντιπροσώπευαν το 99 % των εσόδων NCHZ το 2008 (31), παράγονται επίσης από τη Fortischem. Τα έσοδα που προέκυψαν από τα προαναφερόμενα προϊόντα που πωλήθηκαν από τη Fortischem ανήλθαν συνολικά σε 161,3 εκατ. ευρώ το 2013 (32). Τα έσοδα αυτά είναι συγκρίσιμα με τα έσοδα της NCHZ της τάξης των 150-160 εκατ. κατά την πτωχευτική διαδικασία (33). Ως εκ τούτου, τόσο το πρόγραμμα παραγωγής όσο και τα έσοδα της μεταβιβασθείσας δραστηριότητας παρέμειναν τα ίδια όπως τα αντίστοιχα της NCHZ. Άνω του 95 % των 1 412 εργαζομένων της NCHZ μεταφέρθηκαν επίσης στη Fortischem. Οι εργαζόμενοι δεν απολύθηκαν και στη συνέχεια επαναπροσλήφθηκαν από τη Fortischem, αλλά οι συμβάσεις εργασίας τους μεταβιβάστηκαν απλώς στη Fortischem.

(153)

Η Σλοβακία υποστηρίζει ότι λιγότερο από το 60 % της δραστηριότητας μεταβιβάστηκε, ιδίως διότι συμπεριλήφθηκε η μη ακίνητη περιουσία. Ωστόσο, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω (βλέπε αιτιολογική σκέψη (134)), η Fortischem μισθώνει την ακίνητη περιουσία (γεωτεμάχια και κτίρια) που είναι αναγκαία για την παραγωγή χημικών προϊόντων από τη Via Chem Slovakia. Εκτός από την ακίνητη περιουσία, όλα τα λοιπά στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα και υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη μεταβιβασθείσα δραστηριότητα αναλήφθηκαν από τη Fortischem. Τοιουτοτρόπως η Fortischem ασκεί τις δραστηριότητες της NCHZ και συνεχίζει με το ίδιο χαρτοφυλάκιο προϊόντων.

(154)

Επιπλέον, η Fortischem διατήρησε επίσης την υπάρχουσα διαχείριση της NCHZ. Για παράδειγμα, ο διευθύνων σύμβουλος της NCHZ πριν από τη μεταβίβαση της δραστηριότητας έγινε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Fortischem.

(155)

Κατά τη χρονική στιγμή της εξαγοράς της δραστηριότητας της NCHZ, η Fortischem ανακοίνωσε δημόσια στον τύπο ότι δεν σχεδίαζε τυχόν μείζονες μεταβολές όσον αφορά το προσωπικό ή την παραγωγή και ότι θα διατηρούσε την υφιστάμενη διαχείριση (34).

(156)

Ως εκ τούτου, όσον αφορά το πεδίο της συναλλαγής, η Fortischem ανέλαβε ουσιαστικά όλες τις οικονομικές δραστηριότητες της NCHZ, από κοινού με όλα τα συναφή στοιχεία ενεργητικού, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το γεγονός ότι μέρος των στοιχείων ενεργητικού χρησιμοποιούνται βάσει σύμβασης μίσθωσης παρά άμεσης ιδιοκτησίας δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Fortischem συνεχίζει απλώς τις οικονομικές δραστηριότητες της NCHZ στο ίδιο πεδίο όπως πριν από τη συναλλαγή.

(157)

Επιπλέον, οι δύο ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις ισχυρίστηκαν επίσης ότι η Fortischem συνεχίζει να συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με την NCHZ, προσφέροντας το ίδιο χαρτοφυλάκιο προϊόντων στις ίδιες γεωγραφικές αγορές και ότι η μόνη εμφανής μεταβολή είναι η αλλαγή επωνυμίας.

(158)

Ως εκ τούτου, η Fortischem συνεχίζει τη δραστηριότητα της NCHZ χωρίς τυχόν μείζονες αλλαγές στην εμπορική, στη συναφή με το προσωπικό ή την παραγωγή πολιτική.

5.7.3.   Ταυτότητα των ιδιοκτητών

(159)

Εάν οι ιδιοκτήτες μιας εξαγορασθείσας εταιρείας είναι οι ίδιοι με εκείνους της πωληθείσας εταιρείας, αυτό θα μπορούσε να αποτελεί ισχυρή ένδειξη οικονομικής συνέχειας.

(160)

Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να συλλέξει τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που θα επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος ότι υπάρχουν δεσμοί μεταξύ των αρχικών και των νέων τελικών ιδιοκτητών της δραστηριότητας της NCHZ. Καίτοι οι άμεσοι ιδιοκτήτες είναι διαφορετικοί, δεν είναι δυνατόν να επαληθευθεί από ανεξάρτητες και αξιόπιστες πηγές ποιοι είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες πίσω από κάποιες άμεσες ή έμμεσες μητρικές εταιρείες που εδρεύουν στην Κύπρο.

(161)

Ωστόσο, οι σλοβακικές αρχές έλαβαν υπεύθυνες δηλώσεις από την Energochemica, την παρούσα μητρική εταιρεία της Fortischem, στις οποίες δηλώνεται ότι οι ιδιοκτήτες της Fortischem επ' ουδενί σχετίζονται με τους πρώην ιδιοκτήτες της NCHZ.

(162)

Ελλείψει απόδειξης περί του αντιθέτου, η Επιτροπή εικάζει ότι δεν υπάρχουν δεσμοί μεταξύ των αρχικών και των νέων ιδιοκτητών της δραστηριότητας της NCHZ που μεταβιβάστηκε Fortischem.

5.7.4.   Χρονική στιγμή της πώλησης

(163)

Η πώληση πραγματοποιήθηκε αφού η Επιτροπή είχε κινήσει την προκαταρκτική έρευνα της καταγγελίας και διαβίβασε την καταγγελία στο κράτος για την υποβολή παρατηρήσεων. Ως εκ τούτου, τουλάχιστον το σλοβακικό κράτος ενημερώθηκε ότι υπήρχε πιθανότητα τα εν λόγω μέτρα να συνιστούν ενδεχομένως παράνομη και ασυμβίβαστη ενίσχυση η οποία θα έπρεπε να ανακτηθεί.

5.7.5.   Οικονομική λογική της πράξης

(164)

Ο σκοπός του κριτηρίου της οικονομικής λογικής είναι να επαληθεύσει εάν ο αγοραστής των περιουσιακών στοιχείων τα χρησιμοποιεί κατά τον ίδιο τρόπο με τον πωλητή ή, αντιθέτως, εάν ενσωματώνει τα στοιχεία ενεργητικού στην ίδια εμπορική στρατηγική του και τοιουτοτρόπως υλοποιεί συνέργειες που δικαιολογούν το ενδιαφέρον του για την απόκτηση αυτών των στοιχείων ενεργητικού.

(165)

Η εξαγορά από τη Fortischem περιλάμβανε ολόκληρο το τμήμα χημικών προϊόντων της NCHZ, δηλαδή το κύριο μέρος της δραστηριότητας της NCHZ σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, από κοινού με πλέον του 95 % των εργαζομένων και των συναφών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, το χαρτοφυλάκιο παραγωγής και το πεδίο δραστηριοτήτων της Fortischem είναι πανομοιότυπα με εκείνα της NCHZ.

(166)

Η Fortischem ανακοίνωσε δημόσια στον Τύπο ότι δεν σχεδίαζε τυχόν μείζονες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας της NCHZ και στο πεδίο των δραστηριοτήτων της (35). Ακόμα και αν η Fortischem αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ομίλου εταιρειών, όμιλος Energochemica, δεν φαίνεται να υπάρχουν τυχόν μείζονες επιπτώσεις συνέργειας με άλλα μέλη του ομίλου. Ακόμα και αν ορισμένα από αυτά δραστηριοποιούνται επίσης στη χημική βιομηχανία, ο τομέας της δραστηριότητάς τους διαφέρει (σταθεροποιητές φωτός, φαινολικές ρητίνες, απορρυπαντικά κ.λπ.), και επομένως δεν φαίνεται να υπάρχει ισχυρή σύνδεση με τις δραστηριότητες της Fortischem.

(167)

Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε καμία αλλαγή στην εμπορική στρατηγική και η Fortischem χρησιμοποιεί απλώς τα στοιχεία ενεργητικού κατά τον ίδιο τρόπο με τον πωλητή.

5.7.6.   Συμπέρασμα σχετικά με την οικονομική συνέχεια μεταξύ της NCHZ και των οικονομικών δραστηριοτήτων που εξαγοράστηκαν και των οποίων την άσκησηανέλαβε η Fortischem

(168)

Συνολικά, φαίνεται ότι οι μόνες αλλαγές αφορούν την επωνυμία της εταιρείας και της νομικής οντότητας στην οποία ανήκει. Το άρθρο 1 παράγραφος 2 των όρων του διαγωνισμού ορίζει ότι η NCHZ πρόκειται να πωληθεί εξ ολοκλήρου ως ένα σύνολο υλικών και άυλων στοιχείων ενεργητικού από κοινού με το προσωπικό της. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της συμφωνίας πώλησης μεταξύ της Via Chem Slovakia και της NCHZ της 16ης Ιανουαρίου 2012 αναφέρει ότι «η λειτουργούσα επιχείρηση που μεταβιβάστηκε σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία περιλαμβάνει το σύνολο της ακίνητης και κινητής περιουσίας, άλλα δικαιώματα και αξίες ακινήτων που: (i) εξυπηρετούν τη λειτουργία σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και, λόγω της φύσης τους, σκοπεύουν να εξυπηρετήσουν τον συγκεκριμένο σκοπό, και (ii) για τον καθορισμένο χρόνο ανήκουν στον πωλητή». Επιπροσθέτως, ο αγοραστής συνεχίζει το χαρτοφυλάκιο παραγωγής και εμπορικής πολιτικής της NCHZ. Τέλος, η καταβληθείσα τιμή για τη δραστηριότητα της NCHZ πιθανόν να μην συνιστά αγοραία τιμή.

(169)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει οικονομική συνέχεια μεταξύ της μεταξύ της NCHZ και της Fortischem.

(170)

Ως συνέπεια των προαναφερομένων, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι το πλεονέκτημα που χορήγησε η Σλοβακία στην NCHZ συνιστά παράνομη και ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση, και ότι η ανάκτηση της ασυμβίβαστης κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε στην NCHZ πρέπει να επεκταθεί επίσης στον νέο ιδιοκτήτη της δραστηριότητας. Με τη συνεχή λειτουργική παρουσία της στην αγορά, η Fortischem συνεχίζει να επωφελείται από την κρατική ενίσχυση που εισπράχθηκε για τις οικονομικές δραστηριότητες της NCHZ και συνεχίζει να στρεβλώνει την αγορά.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(171)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της σλοβακικής κυβέρνησης να κηρύξει την NCHZ στρατηγική εταιρεία βάσει του νόμου, προστατεύοντάς την από την κανονική εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(172)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε παράνομα κατά παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης και της υποχρέωσης αναστολής που προβλέπεται από το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(173)

Τέλος, η Επιτροπή καταλήγει ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, διότι δεν πληρούνταν οι σχετικοί όροι των κατευθυντήριων γραμμών διάσωσης και αναδιάρθρωσης και δεν προσδιορίστηκαν άλλοι λόγοι συμβιβάσιμου.

(174)

Η παρούσα ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί από την NCHZ και η εντολή ανάκτησης θα πρέπει να επεκταθεί και στη Fortischem, που έχει σχέση οικονομικής συνέχειας με την NCHZ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση ύψους 4 783 424,10 ευρώ που χορηγήθηκε στην NCHZ μέσω της ανάδειξής της σε στρατηγική εταιρεία σύμφωνα με τον νόμο περί εταιρειών στρατηγικής σημασίας, με αποτέλεσμα την προστασία της από την κανονική εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου, εφαρμόστηκε παράνομα από τη Σλοβακία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Η απόφαση για τη συνέχιση της λειτουργίας της NCHZ μετά τη λήξη ισχύος του νόμου με βάση την απόφαση της επιτροπής πιστωτών δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

Άρθρο 3

1.   Η Σλοβακία ανακτά την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ασυμβίβαστη ενίσχυση από τη δικαιούχο εταιρεία NCHZ.

2.   Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της NCHZ και της Fortischem, η υποχρέωση επιστροφής της ενίσχυσης θα πρέπει επίσης να επεκταθεί στη Fortischem.

3.   Το προς ανάκτηση ποσό φέρει τόκους από την ημερομηνία που τέθηκε στη διάθεση της NCHZ έως ότου ανακτηθεί πλήρως.

4.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 (36) της Επιτροπής και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 (37) που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

Άρθρο 4

1.   Η ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να ανακτηθεί άμεσα και πραγματικά.

2.   Η Σλοβακία διασφαλίζει την εφαρμογή της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Σλοβακία διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή

α)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκοι ανάκτησης) που πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και έχει προγραμματίσει να λάβει προς συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Η Σλοβακία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Η Σλοβακία υποβάλλει άμεσα, κατόπιν απλού αιτήματος της Επιτροπής, στοιχεία σχετικά με τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί και προγραμματιστεί για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση. Προσκομίζει επίσης αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τα ποσά της ενίσχυσης και τους τόκους που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Σλοβακία.

Βρυξέλλες, 15 Οκτωβρίου 2014

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Απόφαση της Επιτροπής C(2013) 3555 τελικό της 2ας Ιουλίου 2013 (ΕΕ C 297 της 12.10.2013, σ. 85).

(2)  Ο καταγγέλλων ζήτησε να μην δημοσιοποιηθεί η ταυτότητά του.

(3)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(4)  Ιδιοκτήτης της εταιρείας ήταν η Disor Holdings Limited, μια εταιρεία χωρίς δηλωθείσα επιχειρηματική δραστηριότητα εγγεγραμμένη στην Κύπρο της οποίας οι τελευταίοι ιδιοκτήτες δεν έχουν δημοσιοποιηθεί.

(5)  Το πρόστιμο επιβλήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 22ας Ιουλίου 2009 στην υπόθεση COMP/39.396 — Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία (ΕΕ C 301 της 11.12.2009, σ. 18).

(6)  Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, τα μέλη της επιτροπής πιστωτών είναι ανέγγυοι πιστωτές που εκλέχτηκαν κατά τη συνεδρίαση όλων των πιστωτών όπου η ψήφος εκάστου πιστωτή αντιστοιχεί στο ποσό των απαιτήσεών του.

(7)  Εμπιστευτική πληροφορία.

(8)  Zákon č. 7/2005 Z.z. z 9. decembra 2004 o konkurze a reštrukturalizácii a o zmene a doplnení niektorých zákonov [Νόμος αριθ. 7/2005 της 9ης Δεκεμβρίου 2004 σχετικά με την πτώχευση και την αναδιάρθρωση και τροποποιητικός ορισμένων νόμων].

(9)  Αιτιολογική έκθεση της απόφασης αριθ. 534/2009 της κυβέρνησης της 2ας Δεκεμβρίου 2009 με την οποία η NCHZ κηρύσσεται στρατηγική εταιρεία.

(10)  Οι ιδιωτικές οντότητες μέλη της επιτροπής πιστωτών ήταν η INVEST — KREDIT, s.r.o. (που ανήκε στην DISOR HOLDINGS LIMITED, μοναδικό μέτοχο της NCHZ) η Novácká Energetika, a.s. (αρχικά θυγατρική της NCHZ, ενώ από τον Ιανουάριο του 2011 ο κύριος μέτοχος είναι η STUPEFY HOLDINGS LIMITED) η M-ENERGO, s.r.o. (κύριος μέτοχος η STUPEFY HOLDINGS LIMITED) και η DAK KIABA, s.r.o.

(11)  Obchodný vestník [Εμπορική εφημερίδα] αριθ. 37B, 23.2.2011.

(12)  Η Εταιρεία Κοινωνικής Ασφάλισης δεν ήταν ενέγγυος πιστωτής διότι οι υποχρεώσεις προς αυτήν δημιουργήθηκαν αποκλειστικά και μόνο μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας.

(13)  Όλα τα αριθμητικά στοιχεία στρογγυλοποιούνται.

(14)  Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10, EU:C:2012:318, σκέψεις 83-85 και 105 απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψεις 71 και 72 απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, City Flyer Express Ltd κατά Επιτροπής, T-16/96, EU:T:1998:78, σκέψη 76.

(15)  Εν προκειμένω, βλέπε ιδίως υπόθεση T-152/99, Hijos de Andrés Molina, SA (HAMSA) κατά Επιτροπής, EU:T:2002:188, σκέψη 157.

(16)  Το ποσό αντιστοιχεί στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς δημόσιους πιστωτές στις 31 Δεκεμβρίου 2009. Οι σλοβακικές αρχές υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία σχετικά με τα ποσά τη συγκεκριμένη ημερομηνία όπου η NCHZ κηρύχθηκε στρατηγική εταιρεία. Ως εκ τούτου, αυτό το αριθμητικό στοιχείο είναι η ακριβέστερη διαθέσιμη εκτίμηση (και μάλλον συντηρητική) του ποσού των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων στην αρχή της εφαρμογής του νόμου.

(17)  Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς δημόσιους πιστωτές στις 31 Δεκεμβρίου 2010. Οι σλοβακικές αρχές υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία σχετικά με τα ποσά τη συγκεκριμένη ημερομηνία όταν η NCHZ έπαψε να είναι στρατηγική εταιρεία βάσει του νόμου. Ως εκ τούτου, αυτό το αριθμητικό στοιχείο είναι η ακριβέστερη διαθέσιμη εκτίμηση (και μάλλον συντηρητική) του ποσού των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων στη λήξη της εφαρμογής του νόμου.

(18)  Υπόθεση C-364/90, Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:C:1993:157, σκέψη 20.

(19)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(20)  Βλέπε υπόθεση C-70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας,EU:C:1973:87, σκέψη 13.

(21)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής EU:C:1994:325, σκέψη 75.

(22)  Βλέπε υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, EU:C:1999:311, σκέψεις 64 και 65.

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1).

(24)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair Ltd κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής Υπόθεση T-123/09, σκέψη 155.

(25)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, Ιταλική Δημοκρατία και SIM 2 Multimedia SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-328/99 και C-399/00.

(26)  Απόφαση της Επιτροπής της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, κρατική ενίσχυση αριθ. 321/2008, αριθ. 322/2008 και αριθ. 323/2008– Ελλάδα — Vente de certains actifs d'Olympic Airlines/Olympic Airways Services απόφαση της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2008 κρατική ενίσχυση αριθ. 510/2008 — Italy — Sale of assets of Alitalia· απόφαση της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 2012 SA.34547 — Γαλλία — Reprise des actifs du groupe SERNAM dans le cadre de son redressement judiciaire.

(27)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 28ης Μαρτίου 2012, στην υπόθεση T-123/09, Ryanair Ltd κατά Επιτροπής.

(28)  Βλέπε ειδικότερα αιτιολογικές σκέψεις (25) — (29) της απόφασης για την έγκριση συγχώνευσης (απόφαση αριθ. 2012/FH/3/1/032) που διατίθεται στον ιστότοπο http://www.antimon.gov.sk/2012fh31032/.

(29)  Βλέπε την παρουσίαση του συνδίκου της πτώχευσης της 26ης Οκτωβρίου 2009«Novácké chemické závody, a.s. — Prezentácia správcu», διαφάνειες 4 και 5.

(30)  Βλέπε www.fortischem.sk.

(31)  Βλέπε διαφάνεια 5 της παρουσίασης του συνδίκου της πτώχευσης της 26ης Οκτωβρίου 2009«Novácké chemické závody, a.s. — Prezentácia správcu».

(32)  Βλέπε ετήσια έκθεση του ομίλου Energochemica για το 2013, του οποίου η Fortischem είναι το μεγαλύτερο μέλος, http://www.energochemica.eu/data/files/Vyrocka_ECH_2013.pdf.

(33)  Βλέπε, για παράδειγμα, την οικονομική ανάλυση που εκπόνησε ο σύνδικος τον Δεκέμβριο του 2010, σελίδα 3 (βλέπε αιτιολογική σκέψη (106)).

(34)  Βλέπε, για παράδειγμα, το άρθρο «Novácku chemičku bude prevádzkovať spoločnosť Fortischem» [Τη λειτουργία της NCHZ πρέπει να αναλάβει η Fortischem] της 2ας Αυγούστου 2012, που δημοσιεύτηκε στο Webnoviny: http://www.webnoviny.sk/ekonomika/novacku-chemicku-bude-prevadzkovat-s/526742-clanok.html

(35)  Βλέπε υποσημείωση 33.

(36)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21 Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(37)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1).


15.10.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 269/93


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/1827 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 23ης Μαρτίου 2015

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.28876 (12/C) (ex CP 202/09) την οποία χορήγησε η Ελλάδα στις εταιρείες Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε. και Cosco Pacific Limited

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 66]

(Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που έλαβε από την Ελλάδα και την εταιρεία Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε.,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ

(1)

Με επιστολή της 30ής Απριλίου 2009, ο Νομάρχης Πειραιά υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή ισχυριζόμενος ότι το ελληνικό κράτος χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση στον νέο παραχωρησιούχο ενός τμήματος του λιμένα Πειραιά, την εταιρεία Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε. («ΣΕΠ»), θυγατρική ειδικού σκοπού της COSCO Pacific Limited («COSCO»). Η εικαζόμενη ενίσχυση χορηγήθηκε υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών και με την εισαγωγή ευνοϊκών ρυθμίσεων στη σύμβαση παραχώρησης μετά την υποβολή των προσφορών.

(2)

Στις 7 Μαΐου 2009 η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδας έστειλε επιστολή (2) με την οποία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την εικαζόμενη παροχή από το ελληνικό κράτος φορολογικών απαλλαγών στον ΣΕΠ. Με επιστολή της 31ης Αυγούστου 2009, η Ομοσπονδία Υπαλλήλων Λιμανιών Ελλάδας επιβεβαίωσε ότι η αρχική της επιστολή έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως καταγγελία και ισχυρίστηκε ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών, αλλά και με την προσθήκη ευνοϊκών διατάξεων στη σύμβαση παραχώρησης.

(3)

Με επιστολή της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 (3), το Διεθνές Συμβούλιο Λιμενεργατών υπέβαλε καταγγελία με αναλυτική περιγραφή των μέτρων που, κατά τους ισχυρισμούς τους, συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(4)

Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες από την Ελλάδα για τα εικαζόμενα μέτρα κρατικής ενίσχυσης. Με επιστολή της 12ης Νοεμβρίου 2009, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας να απαντήσουν, την οποία η Επιτροπή ενέκρινε με την επιστολή της 18ης Νοεμβρίου 2009. Στις 3 Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή έστειλε επιστολή υπενθύμισης σχετικά με αυτό το αίτημα και, στις 23 Φεβρουαρίου 2010, οι ελληνικές αρχές απάντησαν στην εν λόγω αίτηση πληροφοριών.

(5)

Στις 5 Μαΐου 2010 οι υπηρεσίες της Επιτροπής συνάντησαν εκπροσώπους των ελληνικών αρχών για να συζητήσουν πρόσθετες διευκρινίσεις.

(6)

Η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές με επιστολή της 27ης Οκτωβρίου 2010. Οι ελληνικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας με επιστολή της 18ης Νοεμβρίου 2011 την οποία η Επιτροπή αποδέχτηκε με επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 2011. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στην εν λόγω αίτηση πληροφοριών στις 8 Φεβρουαρίου 2011.

(7)

Με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2012 (4), η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελλάδα ότι είχε αποφασίσει ότι οι διαφορές μεταξύ της σύμβασης παραχώρησης και της διακήρυξης, καθώς και το φορολογικό μέτρο που προέβλεπε απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος επιχειρήσεων για αγαθά, εργασίες και υπηρεσίες που παρέχονται στον ΣΕΠ εκτός Ελλάδας δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Αποφάσισε επίσης να κινήσει τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με όλα τα υπόλοιπα εικαζόμενα μέτρα κρατικής ενίσχυσης.

(8)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 5 Οκτωβρίου 2012 (5). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των μέτρων.

(9)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τον δικαιούχο στις 5 Νοεμβρίου 2012. Οι παρατηρήσεις αυτές προωθήθηκαν στην Ελλάδα στις 14 Ιανουαρίου 2013, οπότε και της δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει. Οι παρατηρήσεις και οι πρόσθετες πληροφορίες της ελήφθησαν με τις επιστολές της 2ας Νοεμβρίου 2012, της 27ης Μαρτίου 2013 και της 10ης Ιουλίου 2013. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, οι οποίες συνοδεύονταν από τον δικαιούχο. Στις 23 Οκτωβρίου 2013 οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν πρόσθετες πληροφορίες. Στις 17 Ιανουαρίου 2014 η Επιτροπή απέστειλε υπενθύμιση σχετικά με τις πληροφορίες που δεν είχαν σταλεί ακόμη. Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στις 4 Φεβρουαρίου 2014, ενώ διεξήχθη και άλλη συνάντηση στις 10 Φεβρουαρίου 2014. Μετά τη συνάντηση αυτή, οι ελληνικές αρχές έδωσαν πρόσθετες πληροφορίες στις 10 Μαρτίου 2014, ενώ διεξήχθη και άλλη συνάντηση στις 12 Μαρτίου 2014. Μετά τη συνάντηση αυτή, οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες στις 31 Μαρτίου 2014, στις 16 Απριλίου 2014 και στις 28 Απριλίου 2014. Πρόσθετες συναντήσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών και του δικαιούχου διεξήχθησαν στις 19 Μαΐου 2014 και στις 8 Δεκεμβρίου 2014.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΎΧΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΑΖΌΜΕΝΩΝ ΜΈΤΡΩΝ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Ο λιμένας του Πειραιά

(10)

Ο λιμένας του Πειραιά χωρίζεται σε δύο τμήματα: τον εμπορευματικό λιμένα και τον επιβατηγό λιμένα. Ο εμπορευματικός λιμένας έχει 3 τερματικούς σταθμούς: τον τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων, τον τερματικό σταθμό διακίνησης συμβατικού φορτίου και τον τερματικό σταθμό αυτοκινήτων.

(11)

Ο τερματικός σταθμός εμπορευματοκιβωτίων διαθέτει δύο προβλήτες. Ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) αποφάσισε να επεκτείνει την υποδομή του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων με την επέκταση του προβλήτα Ι, την αναβάθμιση του εξοπλισμού του προβλήτα ΙΙ και την κατασκευή προβλήτα ΙΙΙ.

2.2.   Ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.

(12)

Η εταιρεία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. συστάθηκε με τον νόμο 2688/1999, μέσω της μετατροπής ενός οργανισμού δημόσιου δικαίου, της Λιμενικής Αρχής Πειραιώς που ιδρύθηκε το 1930, σε δημόσια εταιρεία κοινής ωφέλειας.

(13)

Στις 13 Φεβρουαρίου 2002 υπεγράφη σύμβαση παραχώρησης διάρκειας 40 ετών μεταξύ του ελληνικού κράτους και του ΟΛΠ. Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε με τον νόμο 3654/2008. Σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, ο ΟΛΠ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της λιμενικής ζώνης του λιμένα Πειραιώς (6). Συγκεκριμένα, η σύμβαση παραχώρησης προβλέπει το δικαίωμα του ΟΛΠ να παραχωρεί προσωρινά σε τρίτους επιμέρους χώρους του λιμένα έναντι πληρωμής (7).

2.3.   Η σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του ΟΛΠ και του ΣΕΠ και το επενδυτικό πρόγραμμα

(14)

Με σκοπό την παραχώρηση της εκμετάλλευσης των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ, ο ΟΛΠ προκήρυξε ευρωπαϊκό δημόσιο διαγωνισμό (8) για την παροχή λιμενικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτού του διαγωνισμού, ο ΟΛΠ έλαβε προσφορές από την COSCO και από κοινοπραξία των εταιρειών Hutchinson Port Holdings L.T.D., Hutchinson Ports Investments S.A.R.L., Alapis Joint Stock Company SA και Lyd S.A.

(15)

Η διακήρυξη της σύμβασης περιείχε διάταξη για διαδικασίες προσφυγών. Εντούτοις, κανένας από τους συμμετέχοντες δεν άσκησε δικαστική προσφυγή όσον αφορά τη διαδικασία του διαγωνισμού ή το τελικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, η διαδικασία και το σχέδιο της σύμβασης παραχώρησης ελέγχθηκαν και εγκρίθηκαν από το ελληνικό Ελεγκτικό Συνέδριο.

(16)

Τον Νοέμβριο του 2008 ο ΟΛΠ υπέγραψε σύμβαση παραχώρησης με τον ΣΕΠ μέσω της οποίας ο ΟΛΠ παραχωρούσε στον ΣΕΠ την εκμετάλλευση και αποκλειστική χρήση του λεγόμενου «νέου σταθμού εμπορευματοκιβωτίων (Ν.ΣΕΜΠΟ)», ο οποίος αποτελείται από τον υφιστάμενο προβλήτα ΙΙ, προς αναβάθμιση, τον νέο προβλήτα ΙΙΙ, προς κατασκευή, και την παρακείμενη περιοχή τους, καθώς και τη χρήση της παρακείμενης θαλάσσιας περιοχής ελιγμών ελλιμενισμού πλοίων, η οποία επιτρέπει την ασφαλή πρόσδεση και εξυπηρέτηση των πλοίων.

(17)

Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης, ο ΣΕΠ υποχρεούται να αναβαθμίσει τον υφιστάμενο προβλήτα ΙΙ, να κατασκευάσει το νέο προβλήτα ΙΙΙ και να παρέχει το πλήρες φάσμα λιμενικών υπηρεσιών που συνδέονται με τη λειτουργία του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων. Ο παραχωρησιούχος θα χρηματοδοτήσει επιπλέον, εξ ολοκλήρου με δικά του έξοδα, όλες τις αναβαθμίσεις του προβλήτα ΙΙ καθώς και την κατασκευή και λειτουργία του προβλήτα ΙΙΙ. Συνεπώς, τόσο η διακήρυξη της σύμβασης όσο και η σύμβαση παραχώρησης προέβλεψαν ότι ο παραχωρησιούχος δεν θα εισπράξει δημόσιο χρήμα για τις επενδύσεις του.

(18)

Επιπλέον, προβλέφθηκε ότι ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει όλους τους (εμπορικούς) κινδύνους σε σχέση με τις αναβαθμίσεις και την κατασκευή της αναγκαίας υποδομής. Αναλαμβάνει επίσης μια σειρά υποχρεώσεων για τη διασφάλιση μιας εγγυημένης δυναμικότητας του νέου σταθμού εμπορευματοκιβωτίων.

(19)

Η σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του ΟΛΠ και του ΣΕΠ επικυρώθηκε με τον νόμο 3755/2009 («ο νόμος»). Το άρθρο 1 του νόμου ενσωματώνει τη σύμβαση παραχώρησης όπως υπογράφηκε, ενώ το άρθρο 2 ορίζει ειδικές φορολογικές απαλλαγές για τον ΣΕΠ και το άρθρο 3 προβλέπει τη δυνατότητα υπαγωγής των επενδύσεων του ΣΕΠ που συνδέονται με τη σύμβαση παραχώρησης σε ειδικό προστατευτικό καθεστώς των αλλοδαπών επενδύσεων το οποίο θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953.

3.   ΛΌΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΊΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΊΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΈΡΕΥΝΑΣ

(20)

Η Επιτροπή έκρινε βάσει της απόφασης της 11ης Ιουλίου 2012 (9) ότι οι διαφορές μεταξύ της σύμβασης παραχώρησης και της διακήρυξης, καθώς και τα δύο φορολογικά μέτρα (10) δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Με την ίδια απόφαση, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες και κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας σε σχέση με άλλα εικαζόμενα μέτρα κρατικής ενίσχυσης:

1.

Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ (11).

2.

Δικαίωμα πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκλήρωσης του αντικειμένου της σύμβασης· ορισμός του όρου «αγαθό επένδυσης» σε σχέση με τους κανόνες περί ΦΠΑ· δικαίωμα χρέωσης τόκων υπερημερίας από την πρώτη ημέρα μετά την 60ή ημέρα από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος επιστροφής ΦΠΑ (12).

3.

Μεταφορά ζημιών χωρίς χρονικό περιορισμό (13).

4.

Επιλογή ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές μεθόδους απόσβεσης του κόστους της επένδυσης που συνδέεται με την ανακατασκευή του προβλήτα ΙΙ και του προβλήτα ΙΙΙ (14).

5.

Απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου των συμβάσεων δανείων που συνάπτονται για τη χρηματοδότηση του έργου καθώς και των παρεπόμενων αυτών συμφώνων (15).

6.

Απαλλαγή από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή κράτηση υπέρ του δημοσίου ή τρίτων των συμβάσεων μεταξύ των πιστωτών των δανειακών συμβάσεων με τις οποίες μεταβιβάζονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές (16).

7.

Απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου κάθε είδους αποζημιώσεων που καταβάλλονται από τον ΟΛΠ στον ΣΕΠ δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης, οι οποίες δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ (17).

8.

Παροχή προστασίας βάσει του ειδικού καθεστώτος προστασίας ξένων επενδύσεων (18).

9.

Εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

(21)

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ, εφόσον συνιστούν παρέκκλιση από τους κοινώς εφαρμοστέους φορολογικούς κανόνες, η οποία δεν δύναται να δικαιολογηθεί βάσει των κριτηρίων οικονομικής πολιτικής που επικαλούνται οι ελληνικές αρχές. Ειδικότερα, κατά την άποψη της Επιτροπής ο στόχος της προώθησης των επενδύσεων στο πλαίσιο μεγάλων έργων υποδομών συνιστά κριτήριο οικονομικής πολιτικής που είναι εξωγενές προς το υπό εξέταση φορολογικό σύστημα και δεν δύναται να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση προς όφελος του ΣΕΠ.

(22)

Επιπροσθέτως, κατά την άποψη της Επιτροπής το γεγονός ότι μερικές από αυτές ή άλλες παρόμοιες φοροαπαλλαγές συμπεριλήφθηκαν σε προηγούμενες δημόσιες συμβάσεις για τις οποίες η Επιτροπή εξέδωσε θετικές αποφάσεις δεν επαρκεί για να αποδειχθεί ότι τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται βάσει της λογικής του ελληνικού φορολογικού συστήματος.

(23)

Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο των επίδικων μέτρων με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της ΣΛΕΕ, όπως υποστηρίζουν οι ελληνικές αρχές. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ, εφόσον οι προϋποθέσεις συμβατότητας με το εν λόγω άρθρο καθορίστηκαν από την Επιτροπή στις κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις για την περίοδο 2007-2013, και οι ελληνικές αρχές δεν πρόβαλαν επιχειρήματα όσον αφορά τη συμβατότητα των μέτρων με τις προϋποθέσεις των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των μέτρων.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΌΜΕΝΩΝ ΜΕΡΏΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΆΔΑΣ

(24)

Η Ελλάδα και ο δικαιούχος υπέβαλαν από κοινού τις παρατηρήσεις τους για την υπόθεση αυτή. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τρίτους μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

4.1.   Όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

Απουσία πλεονεκτήματος

(25)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι η εξαίρεση από τον γενικώς εφαρμοστέο φορολογικό κανόνα δεν χορηγεί κατ' ανάγκην πλεονέκτημα που είναι επιλεκτικό, καθώς επίσης ότι η Επιτροπή δεν διαφοροποιεί την ύπαρξη επιλεκτικότητας από την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Επομένως, ακόμη και εάν διαπιστωθεί επιλεκτικό μέτρο, δεν δύναται να λεχθεί ότι αυτό χορηγεί αυτομάτως πλεονέκτημα, και αντιστρόφως. Η εφαρμογή του ίδιου γενικού κανόνα σε διαφορετικές περιπτώσεις θα μπορούσε να δημιουργήσει διάκριση ή μειονέκτημα σε βάρος ορισμένων προσώπων που υπόκεινται σε αυτόν τον κανόνα. Η απαλλαγή έχει σκοπό να διασφαλίσει τη διαφορετική αντιμετώπιση περιπτώσεων που είναι αντικειμενικά διαφορετικές, και ως εκ τούτου δεν δημιουργεί ούτε διάκριση ούτε ακούσια μειονεκτήματα.

(26)

Υποστηρίζουν επίσης ότι, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίον ανατίθεται σε επιχειρήσεις η εκτέλεση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, έτσι και οι επιχειρήσεις στις οποίες ανατίθενται μακροπρόθεσμες παραχωρήσεις για τη δημιουργία και εκμετάλλευση δημόσιων υποδομών μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων αναλαμβάνουν συμβατικές υποχρεώσεις για την επένδυση σημαντικών χρηματικών ποσών για υποδομές που θα επιστραφούν στο δημόσιο κατά το πέρας της παραχώρησης. Επομένως, τα υπό συζήτηση φορολογικά μέτρα έχουν σκοπό να αντισταθμίσουν τα «διαρθρωτικά μειονεκτήματα» που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες αυτές. Ως προς αυτό παραπέμπουν στην απόφαση στην υπόθεση Combus (19), όπου το Γενικό Δικαστήριο δήλωσε ότι η εξάλειψη ενός «διαρθρωτικού μειονεκτήματος» δεν ισοδυναμεί με τη χορήγηση «πλεονεκτήματος» δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

Απουσία επιλεκτικότητας ή/και αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

1.    Όσον αφορά το «σύστημα αναφοράς» των υπό εξέταση μέτρων

(27)

Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές και τον ΣΕΠ, το σωστό σύστημα αναφοράς είναι το γενικό καθεστώς που ισχύει για έργα υποδομών του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των συμπράξεων δημόσιου/ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Το καθεστώς αυτό ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα έργα υποδομών και ΣΔΙΤ και δεν διαφοροποιείται μεταξύ των μεν και των δε. Οι φορολογικές διατάξεις του νόμου 3755/2009 αντιπροσωπεύουν τη μεμονωμένη εφαρμογή του γενικού αυτού συστήματος.

(28)

Εφόσον τα έργα αυτά έχουν (20) ειδικά χαρακτηριστικά που τα διαχωρίζουν από άλλα έργα, οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν έργα υποδομών του δημόσιου τομέα βρίσκονται αντικειμενικά σε σαφώς διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που ασκούν διαφορετικούς τύπους δραστηριότητας. Επομένως, οι γενικώς εφαρμοστέοι φορολογικοί κανόνες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι συνιστούν έγκυρο «σύστημα αναφοράς». Το σωστό σύστημα αναφοράς είναι εκείνο που λαμβάνει υπόψη τα εν λόγω χαρακτηριστικά που αναγνωρίζονται και από το δίκαιο της ΕΕ, (21) το οποίο απαιτεί ειδική αντιμετώπιση (22).

(29)

Ως εκ τούτου, ο μηχανισμός που έχει συσταθεί από την Ελλάδα για τη διασφάλιση της δέουσας αντιμετώπισης των ειδικών χαρακτηριστικών των έργων υποδομών του δημόσιου τομέα, που τα διακρίνει από τις υπόλοιπες δραστηριότητες, συνίσταται στην εισαγωγή ορισμένων φορολογικών διατάξεων που διασαφηνίζουν τους κανόνες οι οποίοι ισχύουν σε ορισμένους φορολογικούς τομείς, η εφαρμογή των οποίων α) θα μπορούσε διαφορετικά να δημιουργήσει διακρίσεις σε βάρος των έργων υποδομών του δημόσιου τομέα, β) χαρακτηρίζεται από έλλειψη σαφήνειας και συνέπειας προς τις γενικές αρχές του φορολογικού συστήματος, ή γ) αντισταθμίζεται από την ως άνω υποχρεωτική απαίτηση όσον αφορά τη διασφάλιση της πλέον αποδοτικής χρήσης/κατανομής δημόσιων πόρων.

(30)

Επιπλέον, επισημαίνουν ότι η νομοθετική τεχνική που χρησιμοποιείται για την υιοθέτηση ενός φορολογικού μέτρου δεν καθορίζει τη γενική φύση του μέτρου. Παραπέμποντας στην απόφαση στην υπόθεση του Γιβραλτάρ (23), υποστηρίζουν ότι η υιοθέτηση από μέρους ενός κράτους μέλους εξαίρεσης από γενικά εφαρμοστέους κανόνες δεν δημιουργεί επιλεκτικότητα ούτε χορηγεί πλεονέκτημα αυτομάτως. Η εφαρμογή απλώς και μόνο μιας προσέγγισης «βασισμένης σε παρεκκλίσεις» θα συνιστούσε φορμαλιστική μεθοδολογία η οποία θα μπορούσε να παρακαμφθεί εύκολα.

2.    Στόχος του υπό εξέταση μέτρου

(31)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι, δεδομένης της νομολογίας από την υπόθεση Adria-Wien, ο στόχος του μέτρου βάσει του οποίου αξιολογήθηκαν οι διατάξεις που ευνοούν τον ΣΕΠ συνίσταται στην προώθηση της επιτυχούς υλοποίησης έργων υποδομών του δημόσιου τομέα. Αντικρούουν την εκτίμηση της Επιτροπής, όπως διατυπώνεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, βάσει της οποίας αυτού του είδους ο στόχος στερείται «συνάφειας» και «εγκυρότητας».

(32)

Αναφέρονται επίσης στο στόχο που επιδιώκεται με τα περιβαλλοντικά τέλη προκειμένου να υποστηρίξουν ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής, όπως διατυπώνεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, συνεπάγεται ότι κάθε φορολογικό μέτρο που έχει άλλο ειδικό στόχο εκτός της συλλογής φορολογικών εσόδων δεν θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογηθεί από τη φύση του γενικού φορολογικού συστήματος. Τα κράτη μέλη έχουν το ελεύθερο, εντός των ορίων της συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ, να εφαρμόζουν την πολιτική που κρίνουν κατάλληλη μέσω των φορολογικών συστημάτων τους.

(33)

Επιπροσθέτως, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έσφαλε όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εν λόγω στόχος του φορολογικού συστήματος στερείται «συνάφειας» (24), εφόσον το δικαστήριο στην υπόθεση των Αζορών (25) δεν δήλωσε ότι ο στόχος στερούνταν σημασίας. Η ανάλυση της επιλεκτικότητας δεν αποσκοπεί στον καθορισμό του κατά πόσον ο «στόχος» του υπό εξέταση μέτρου «αυτός καθαυτός» είναι «έγκυρος» ή «συναφής». Ο «στόχος» του μέτρου συνίσταται «στη βάση» επί της οποίας δύναται να γίνει η σύγκριση της «νομικής και πραγματικής κατάστασης» των επιχειρήσεων.

(34)

Διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί ο «στόχος» πολιτικής δεν είναι «έγκυρος» ή «συναφής» για τους σκοπούς της αξιολόγησης επιλεκτικότητας. Σχετικά με αυτό παραπέμπουν στις αποφάσεις για τις υποθέσεις Adria-Wien (26), Regione Sardegna (27) και British Aggregates (28) υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο δεν αντιτάχθηκε στους στόχους αυτούς, αλλά προέβη απλώς σε αξιολόγηση του κατά πόσον τα επίδικα μέτρα ήταν επιλεκτικά.

3.    Η νομική και πραγματική κατάσταση του ΣΕΠ δεδομένου του στόχου του υπό εξέταση μέτρου

(35)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ διατείνονται ότι δεδομένου του στόχου της επιτυχούς υλοποίησης έργων υποδομών του δημόσιου τομέα, ο ΣΕΠ και άλλες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν τέτοια μεγάλα έργα υποδομών βρίσκονται σε διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις. Επί αυτής της βάσης, ισχυρίζονται ότι στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις περιστάσεις ή τα ειδικά χαρακτηριστικά των έργων αυτών. Η φορολογική αντιμετώπιση που επιφυλάσσεται στον ΣΕΠ και σε άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση δεν δύναται να χορηγήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων επιχειρήσεων οι οποίες δεν έχουν την ίδια αντιμετώπιση, εφόσον τα δύο είδη επιχειρήσεων δεν ανταγωνίζονται ως προς την εκτέλεση των σχετικών έργων υποδομών του δημόσιου τομέα.

(36)

Όλες οι επιχειρήσεις που υλοποιούν τέτοια έργα υπόκεινται εξίσου στο καθεστώς αυτό και δεν εξαιρείται καμία τους. Επίσης, δεν υφίστανται περιορισμοί ως προς την περιοχή ή τον τομέα εφαρμογής, ούτε όρια ως προς τον προϋπολογισμό ή το χρόνο. Επομένως, δεν υφίσταται de facto επιλεκτικότητα

(37)

Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές δεν έχουν διατηρήσει καμία δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας ως προς τον τρόπο εφαρμογής των εν λόγω φορολογικών διατάξεων οι οποίες εφαρμόζονται συστηματικά σε όλα τα έργα υποδομών του δημόσιου τομέα επί αρκετά έτη.

4.    Η λογική του φορολογικού συστήματος

(38)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ ισχυρίζονται ότι οι εν λόγω φορολογικές διατάξεις και ο μηχανισμός του οποίου αποτελούν μέρος συνάδουν με τις βασικές ή κατευθυντήριες αρχές που διέπουν τους σχετικούς ελληνικούς φορολογικούς κανόνες, εφόσον α) αποσκοπούν στην επιδίωξη ενός στόχου δημόσιας πολιτικής ο οποίος συνάδει με τις βασικές αρχές του γενικού φορολογικού συστήματος, ιδίως με την αρχή της αναλογικότητας, την οικονομία και το στόχο της εξασφάλισης εσόδων του φορολογικού συστήματος και με τις βασικές πολιτικές της Ελλάδας για τη δημιουργία δημόσιων υποδομών, β) έχουν σκοπό να διασφαλίσουν τη διαφορετική αντιμετώπιση αντικειμενικά διαφορετικών συνθηκών, εφαρμόζοντας έτσι τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και εξασφαλίζοντας τη μη νόθευση των αποτελεσμάτων που επιδιώκει το φορολογικό σύστημα, γ) εφαρμόζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δ) είναι σχεδιασμένες ειδικά ως ο νομοθετικός μηχανισμός αντιμετώπισης βασικών χρηματοοικονομικών δυσκολιών που προκύπτουν από την υλοποίηση έργων υποδομών του δημόσιου τομέα και οι οποίες ενδέχεται να διακινδυνεύσουν τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (29).

(39)

Επιπλέον, εξασφαλίζοντας ασφάλεια δικαίου μέσω των εν λόγω διατάξεων και, ως εκ τούτου, διασφαλίζοντας την ικανότητα του φορολογουμένου να καταβάλλει το φόρο, προωθούνται οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα σε υποδομές του δημόσιου τομέα και, κατά συνέπεια, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η συλλογή αυξημένων φορολογικών εσόδων. Συνεπώς, τα σχετικά μέτρα δικαιολογούνται με βάση τη λογική του συστήματος.

Έλλειψη αξιολόγησης σε σχέση με τις συνθήκες που σχετίζονται με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και των επηρεασμό των εμπορικών συναλλαγών

(40)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έσφαλε κατά τον προσδιορισμό των υπηρεσιών και των γεωγραφικών αγορών που σχετίζονται με την αξιολόγηση του ανταγωνισμού, δεν ανέλυσε τις συνθήκες του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές και δεν απέδειξε ότι οι ανταγωνιστικοί λιμένες της ΕΕ οι οποίοι αναφέρονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας αποτελούν πραγματικούς ή δυνητικούς ανταγωνιστές του λιμένα του Πειραιά ή του ΣΕΠ.

(41)

Υποστηρίζουν επίσης ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τη σχετική αγορά στην οποία λειτουργεί ο σταθμός εμπορευματοκιβωτίων του ΣΕΠ, καθώς και τις συνθήκες ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Μια τέτοια εξέταση θα καταδείκνυε ότι οι επίδικες φορολογικές διατάξεις δεν έχουν αρνητική επίδραση στον ανταγωνισμό και στις εμπορικές συναλλαγές εντός της ΕΕ.

(42)

Σχετικά με τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά, ισχυρίζονται ότι, βάσει της απόφασης στην υπόθεση WAM (30), απλώς και μόνο το γεγονός ότι διεξάγεται εμπόριο φορτίων εμπορευματοκιβωτίων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και ότι υπάρχουν διάφοροι λιμένες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης εμπορευματοκιβωτίων από λιμενικές εγκαταστάσεις δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι ένας φορέας εκμετάλλευσης λιμένα πληροί το κριτήριο που αφορά τον επηρεασμό των εμπορικών συναλλαγών ή/και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1της ΣΛΕΕ. Συνεπώς, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε την επίδραση των φορολογικών διατάξεων στον ανταγωνισμό και στις εμπορικές συναλλαγές στις σχετικές αγορές.

(43)

Ο ΣΕΠ υπέβαλε λεπτομερέστερες παρατηρήσεις σε σχέση με την ως άνω επιχειρηματολογία.

Ορισμός της σχετικής αγοράς

(44)

Σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς, ο ΣΕΠ παραπέμπει σε αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των συγχωνεύσεων (31) προκειμένου να υποστηρίξει ότι υπάρχουν δύο διακριτές σχετικές αγορές για τις υπηρεσίες των λιμενικών σταθμών εμπορευματοκιβωτίων, αυτές που αφορούν την κίνηση από την ενδοχώρα και εκείνες που αφορούν την κίνηση μεταφόρτωσης.

(45)

Ισχυρίζεται επίσης ότι, όσον αφορά την κίνηση από την ενδοχώρα, η Επιτροπή, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, φαίνεται ότι θεωρεί πως το γεωγραφικό εύρος της αγοράς περιλαμβάνει την «Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο», χωρίς να εξηγεί γιατί χρησιμοποιεί ορισμό διαφορετικό από εκείνον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία έχει κρίνει ότι το γεωγραφικό εύρος της αγοράς υπηρεσιών φορτοεκφόρτωσης σε σχέση με την κίνηση από την ενδοχώρα περιορίζονται στην κεντρική και νότια Ελλάδα (32).

(46)

Επιπλέον, ο ΣΕΠ υποστηρίζει ότι τόσο από την άποψη της προσφοράς όσο και από την άποψη της ζήτησης, το κεντρικό και νότιο τμήμα της Ελλάδας αποτελούν γεωγραφική αγορά η οποία είναι διακριτή από το βόρειο τμήμα της Ελλάδας λόγω των εξής παραγόντων: α) της ικανότητας που έχει ο σταθμός εμπορευματοκιβωτίων του ΣΕΠ να χειρίζεται πολύ μεγαλύτερο όγκο κίνησης από ό,τι ο λιμένας της Θεσσαλονίκης και οποιοσδήποτε άλλος ελληνικός λιμένας, μάλιστα υπό ανταγωνιστικότερους όρους λόγω της μεγαλύτερης τεχνικής ικανότητάς του, β) της συγκέντρωσης των βιομηχανιών, του εμπορίου και του πληθυσμού κυρίως στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών και γενικότερα στο κεντρικό/νότιο τμήμα της χώρας, γ) της τοπογραφίας της Ελλάδας, η οποία συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για τη μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων μεταξύ του λιμένα της Θεσσαλονίκης στο βόρειο τμήμα της Ελλάδας και του κεντρικού και νότιου τμήματος της χώρας, και αντιστρόφως.

(47)

Όσον αφορά την κίνηση μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων, ο ΣΕΠ παραπέμπει στις αποφάσεις της Επιτροπής για τις υποθέσεις Maersk/ECT και Hutchinson/Evergreen όπου η Επιτροπή προσδιόρισε ως σχετική γεωγραφική αγορά για τις υπηρεσίες μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Θεωρεί επίσης ότι η Επιτροπή, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, θεωρεί ότι το γεωγραφικό εύρος της αγοράς περιλαμβάνει την «Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο».

Συνθήκες ανταγωνισμού στη σχετική αγορά

(48)

Όσον αφορά την κίνηση μεταφόρτωσης, ο ΣΕΠ διατείνεται ότι ο σταθμός εμπορευματοκιβωτίων του ΣΕΠ δεν ανταγωνίζεται τους λιμένες της ΕΕ στην παροχή υπηρεσιών φορτοεκφόρτωσης για την κίνηση μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων ανοιχτής θάλασσας στην ανατολική Μεσόγειο, παρά μόνο το σταθμό εμπορευματοκιβωτίων του προβλήτα Ι του ΟΛΠ. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε γιατί θεωρεί ότι υπάρχουν διάφοροι λιμένες στα κράτη μέλη της ΕΕ (33) που ανταγωνίζονται το σταθμό εμπορευματοκιβωτίων του ΣΕΠ στην εν λόγω αγορά. Σύμφωνα με τον ΣΕΠ, η δήλωση της Επιτροπής ότι «[…] ο λιμένας της Θεσσαλονίκης, ο λιμένας της Κωνστάντζας στη Ρουμανία, ο λιμένας του Koper στη Σλοβενία και αρκετοί λιμένες στην Ιταλία μπορεί να θεωρηθούν ως άμεσοι ανταγωνιστές» έρχεται σε αντίθεση με τα πορίσματα της Επιτροπής στην υπόθεση C 21/2009 (34). Οι λιμένες της Ιταλίας και ο λιμένας του Koper στη Σλοβενία δεν βρίσκονται στο τμήμα της αγοράς της ανατολικής Μεσογείου που προσδιόρισε η Επιτροπή σύμφωνα με τον ΣΕΠ, αλλά στο τμήμα της κεντρικής Μεσογείου. Επιπλέον, η κίνηση μεταφόρτωσης που προορίζεται για την ενδοχώρα η οποία καλύπτεται από αυτούς τους λιμένες («ζώνη επιρροής») δεν καλύπτεται επί του παρόντος μέσω του λιμένα του Πειραιά (35).

(49)

Από την άποψη της προσφοράς, ο ΣΕΠ διατείνεται ότι οι λιμένες αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένα βαθμό υποκατάστατα του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων του ΣΕΠ, εφόσον θα μπορούσαν να εξυπηρετούν ορισμένους, αλλά όχι όλους, τους τύπους πλοίων εμπορευματοκιβωτίων που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ο σταθμός εμπορευματοκιβωτίων του ΣΕΠ εφόσον οι λιμένες αυτοί έχουν μικρότερο βάθος υδάτων και μικρότερες δυνατότητες γερανών (36). Από την άποψη της ζήτησης, οι λιμένες αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν υποκατάστατα του λιμένα του Πειραιά εφόσον: α) ο Πειραιάς προσφέρει τη συντομότερη και οικονομικότερη (37) παράκαμψη από τον άξονα Σουέζ/Γιβραλτάρ, η οποία αντιστοιχεί στις κύριες θαλάσσιες οδούς των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων ανοιχτής θάλασσας στη Μεσόγειο (38), β) ο Πειραιάς προσφέρει τις χαμηλότερες τιμές πετρελαίου ανεφοδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο, και γ) ιδίως η Κωστάντζα συνεπάγεται πρόσθετες δαπάνες για πλοηγούς στα Δαρδανέλια και στο Βόσπορο.

(50)

Επομένως, ο ΣΕΠ υποστηρίζει ότι οι λιμένες που αναφέρονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας δεν μπορούν να θεωρηθούν πραγματικά και δυνητικά υποκατάστατα του λιμένα εμπορευματοκιβωτίων του ΣΕΠ σε σχέση με τις υπηρεσίες φορτοεκφόρτωσης για την κίνηση μεταφόρτωσης στην ανατολική Μεσόγειο.

(51)

Επιπροσθέτως, ο ΣΕΠ παραπέμπει στην απόφαση της Επιτροπής που αφορά τις επενδύσεις στον λιμένα του Πειραιά, όπου η Επιτροπή έκρινε ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ συγκεκριμένων λιμένων και του λιμένα του Πειραιά είναι ασήμαντος (39). Επιπλέον, διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε την επίδραση των φορολογικών διατάξεων στον ανταγωνισμό και τις εμπορικές συναλλαγές στις σχετικές αγορές. Επιπροσθέτως, η εκτίμηση της επίδρασης αυτής θα απαιτούσε εξέταση των ισοδύναμων φορολογικών συστημάτων που ισχύουν στις σχετικές αγορές, εφόσον άλλοι λιμένες ίσως επωφελούνται από παρόμοιες ή ισοδύναμες φορολογικές διατάξεις.

(52)

Υποστηρίζει επίσης ότι ο ΣΕΠ αντιμετωπίζει ανταγωνισμό στις υπό εξέταση αγορές μόνο από τον ΟΛΠ, ο οποίος εκμεταλλεύεται το σταθμό εμπορευματοκιβωτίων του προβλήτα Ι στον λιμένα του Πειραιά. Ωστόσο, όσον αφορά τον ΟΛΠ, η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει ότι η παραχώρηση προς τον ΣΕΠ θα αυξήσει τον ανταγωνισμό ως προς τις υπηρεσίες φορτοεκφόρτωσης για την κίνηση εμπορευματοκιβωτίων στον λιμένα του Πειραιά (40).

(53)

Όσον αφορά τους δυνητικούς ανταγωνιστές που ενδέχεται να προκύψουν από την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ και άλλων ελληνικών λιμένων, ο ΣΕΠ ισχυρίζεται ότι οι φορείς εκμετάλλευσης των ελληνικών λιμένων στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί παρόμοια παραχώρηση δεν βρίσκονται σε ανάλογη θέση και, ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή στρέβλωση του ανταγωνισμού από τις επίδικες φορολογικές διατάξεις.

(54)

Ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή δεν παραθέτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι άλλοι φορείς εκμετάλλευσης λιμένων θα ενδιαφέρονταν να υλοποιήσουν σημαντική επένδυση προκειμένου να εγκαταστήσουν έναν μεγάλο λιμενικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον ΣΕΠ, είναι εξαιρετικά απίθανο να ανακύψει τέτοιου είδους ανταγωνισμός, εφόσον κανένας άλλος υφιστάμενος λιμένας στην Ελλάδα δεν θα συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του Πειραιά (41).

(55)

Τελικά, όσον αφορά τον ανταγωνισμό από τον ΟΛΠ, υποστηρίζει ότι η άποψη της Επιτροπής είναι ανακριβής, εφόσον ο ΣΕΠ βρίσκεται ήδη αντιμέτωπος με τον ανταγωνισμό του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων που εκμεταλλεύεται ο ΟΛΠ στον προβλήτα Ι και η επίδραση της παραχώρησης συνίσταται στο άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό και όχι στη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Σχετικά με αυτό, υποστηρίζει επίσης ότι ο ΣΕΠ επωφελείται από ορισμένες νομοθετικές διατάξεις φορολογικής φύσης βάσει των οποίων η θέσπιση ορισμένων από τις επίδικες φορολογικές διατάξεις κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ΣΕΠ δεν θα αντιμετώπιζε ανταγωνιστικό μειονέκτημα

4.2.   Σύγκριση των εικαζόμενων μέτρων κρατικής ενίσχυσης με παρόμοιες διατάξεις άλλων συμβάσεων που αφορούν μεγάλα έργα υποδομών  (42)

(56)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ τονίζουν ότι παρόμοιες διατάξεις με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του νόμου συμπεριλήφθηκαν στους ελληνικούς νόμους που κύρωσαν αρκετά επιμέρους έργα υποδομών του δημόσιου τομέα, καθώς και στο νόμο 3389/2005 για τις ΣΔΙΤ. Εφόσον η Επιτροπή εξέτασε τους νόμους αυτούς δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και αποφάσισε ότι δεν συνεπάγονταν κρατική ενίσχυση, το συμπέρασμα βάσει του οποίου οι φορολογικές διατάξεις που ευνοούν τον ΣΕΠ συνιστούν επιλεκτικό μέτρο και χορηγούν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια δικαίου και θα αντίκειτο στην πρακτική και στις προγενέστερες δηλώσεις της Επιτροπής σε σχέση με την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων σε έργα υποδομών του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα.

(57)

Σχετικά με την υπόθεση του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (43), όπου η Επιτροπή έκρινε ότι οι φορολογικές διατάξεις εφαρμόζονταν σε αεροπορικές υπηρεσίες οι οποίες δεν είχαν ελευθερωθεί τότε, υποστηρίζουν ότι μπορεί να εξαχθεί το ίδιο συμπέρασμα για τις υπηρεσίες λιμενικών εγκαταστάσεων στην παρούσα υπόθεση. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές εμμένουν στην επιχειρηματολογία ότι η Επιτροπή εξέτασε τις εν λόγω διατάξεις σε εκείνη την υπόθεση.

(58)

Σχετικά με την περιφερειακή οδό Αθηνών (Αττική Οδό) (44) και τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, κατά την άποψή τους, η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά τις συμμετοχές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έναντι των δαπανών του έργου, καθώς και τις υπό εξέταση φορολογικές διατάξεις. Η Επιτροπή κατέληξε τότε στο συμπέρασμα ότι το ποσό της συμμετοχής του δημόσιου τομέα (υπό τη μορφή χορηγήσεων και κρατικών εγγυήσεων) καθορίστηκε ως η «τιμή αγοράς» (δηλαδή το μικρότερο ποσό με το οποίο απαιτούνταν να συμμετέχει ο δημόσιος τομέας) μέσω μιας ανοικτής διαγωνιστικής διαδικασίας χωρίς διακρίσεις. Στην απόφαση για την Αττική Οδό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φορολογικές διατάξεις συνιστούσαν αποσαφήνιση του εφαρμοστέου φορολογικού καθεστώτος, ελλείψει των οποίων θα ετίθετο σε κίνδυνο η επιτυχία του έργου, και δεν θεώρησε ότι αποτελούσαν μέρος της αμοιβής του παραχωρησιούχου. Οποιαδήποτε χρηματοοικονομική αξία που θα μπορούσε να συσχετιστεί με την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων που εγκρίθηκαν δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί μέρος της συμμετοχής του δημόσιου τομέα, εφόσον αυτή θα μπορούσε να καθοριστεί επακριβώς μόνο μετά τη λήξη της περιόδου παραχώρησης. Οι διατάξεις αυτές συνιστούσαν μόνο τις διασαφηνίσεις που απαιτούνταν προκειμένου να μην αποθαρρυνθούν οι ιδιώτες επενδυτές ιδίως όσον αφορά το συγκεκριμένο τύπο μη βιώσιμων κατασκευαστικών έργων υψηλού κινδύνου. Συνεπώς ο ΣΕΠ δεν δύναται να διαφοροποιηθεί από τους παραχωρησιούχους εκείνων των περιπτώσεων, εφόσον οι διατάξεις αυτές συνιστούσαν σε όλες τις περιπτώσεις «διασαφήνιση» και όχι «αμοιβή», όπως έκρινε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(59)

Επιπροσθέτως, η νομολογία (45) την οποία αναφέρει η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας σε σχέση με το γεγονός ότι η μη διατύπωση θέσης από την Επιτροπή σχετικά με συγκεκριμένα μέτρα δεν συνεπάγεται ότι τα μέτρα αυτά έχουν εγκριθεί (46), δεν δύναται να εφαρμοστεί σε κοινοποιούμενες υποθέσεις όπως αυτές που επικαλούνται οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ.

(60)

Σχετικά με τις μεταγενέστερες αποφάσεις περί κρατικών ενισχύσεων για τα υπόλοιπα έργα υποδομών, η Επιτροπή δεν χρειάστηκε να αναφερθεί λεπτομερώς στις υπό εξέταση φορολογικές διατάξεις διότι αυτό δεν θα μετέβαλε τη θέση που διατύπωσε για τις υποθέσεις της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου και της Αττικής Οδού (47).

(61)

Υποστηρίζουν ότι το ζήτημα που ανακύπτει συνίσταται στο κατά πόσον, δεδομένης της έγκρισης της Επιτροπής βάσει των ως άνω προγενέστερων αποφάσεων, οι επίδικες φορολογικές διατάξεις δύνανται να θεωρηθούν συμβατές με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και όχι κατά πόσον οι διατάξεις αυτές σχετίζονται με την προγενέστερη αξιολόγηση της Επιτροπής, όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας. Επιπροσθέτως, εάν οι διατάξεις αυτές είχαν συμπεριληφθεί στα τεύχη του διαγωνισμού της εν λόγω παραχώρησης, η Επιτροπή θα είχε καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα με εκείνα των προγενέστερων αποφάσεών της.

(62)

Διατείνονται επίσης ότι η διαφοροποίηση που έκανε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας μεταξύ της παρούσας υπόθεσης και των προγενέστερων υποθέσεων βασίζεται σε μια τεχνική λεπτομέρεια, συγκεκριμένα στο γεγονός ότι οι φορολογικές διατάξεις εγκρίθηκαν με τον νόμο 3755/2009 αντί να συμπεριληφθούν στη σύμβαση παραχώρησης. Επιπλέον, τονίζουν τα εξής: α) οι διαγωνιζόμενοι είχαν ενημερωθεί για την εφαρμογή των εν λόγω φορολογικών διατάξεων ως του πρότυπου πλαισίου που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για έργα υποδομών του δημόσιου τομέα και σε σχέση με ΣΔΙΤ στην Ελλάδα· β) οι συμβάσεις του ΣΕΠ όσον αφορά τις παραχωρήσεις των σταθμών εμπορευματοκιβωτίων του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκαν σε επίπεδο πρωθυπουργού και Υπουργού Ναυτιλίας της Ελλάδας, ο οποίοι προωθούσαν το έργο σε επενδυτές σε διεθνές επίπεδο και προσέφεραν την πλήρη δέσμη μέτρων που διαθέτει η Ελλάδα για τα έργα υποδομών του δημόσιου τομέα τα οποία χρηματοδοτούνται με πόρους του ιδιωτικού τομέα· γ) ο ΣΕΠ γνώριζε ότι η Επιτροπή είχε εξετάσει όλα τα προγενέστερα τέτοια έργα και δεν είχε εγείρει αντιρρήσεις· δ) ο ΣΕΠ ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση και τον ΟΛΠ, κατά τη διάρκεια της διαγωνιστικής διαδικασίας, να συμπεριληφθούν οι διατάξεις αυτές στη σύμβαση παραχώρησης· ε) ο ΣΕΠ έθεσε το ζήτημα αυτό στον Έλληνα πρωθυπουργό και στον Υπουργό Ναυτιλίας, οπότε και έλαβε εκ νέου διαβεβαιώσεις ότι θα εγκρινόταν η σχετική νομοθεσία· στ) δεδομένων των εν λόγω διαβεβαιώσεων και καθ' όλη τη διάρκεια του διαγωνισμού και της προετοιμασίας της προσφοράς της, ο ΣΕΠ έλαβε υπόψη ότι η σύμβαση παραχώρησης θα λειτουργούσε επί της ίδιας βάσεως με τις υπόλοιπες παραχωρήσεις έργων υποδομών του δημόσιου τομέα και ότι, ως εκ τούτου, οι πιστωτές θα ήταν εξοικειωμένοι με τους όρους της παραχώρησης.

(63)

Επομένως, η διαδικασία του διαγωνισμού για την ανάθεση της παραχώρησης στον ΣΕΠ δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τις προγενέστερες περιπτώσεις, εφόσον το πρότυπο φορολογικό πλαίσιο για τα μεγάλα έργα υποδομών ήταν γνωστό σε όλους τους διαγωνιζομένους. Τονίζουν επίσης ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος για να τηρηθεί αρχείο όλων αυτών των ανταλλαγών στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού εφόσον ο ΟΛΠ δεν είχε την αρμοδιότητα να εγκρίνει τέτοιες διατάξεις και, εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή τους συνιστούσε καθιερωμένη πρακτική στην Ελλάδα σύμφωνα με το προηγούμενο που είχε τεθεί από την Επιτροπή.

(64)

Συνεπώς, εάν η Επιτροπή βασιστεί σε μια τεχνική λεπτομέρεια ως τον μοναδικό λόγο διαφοροποίησης του ΣΕΠ από όλες τις άλλες επιχειρήσεις που υλοποιούν δημόσιες υποδομές στην Ελλάδα, η τυπικότητα αυτή αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(65)

Σχετικά με τη δήλωση της Επιτροπής ότι «τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ελληνικές αρχές ενισχύουν τη διαπίστωση ότι οι διαγωνιζόμενοι δεν έλαβαν υπόψη τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα […]» (48), ο ΣΕΠ υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζει τα στοιχεία αυτά και ότι η υιοθέτηση αυτών των διατάξεων διά του νόμου που κύρωσε τη σύμβαση παραχώρησης δεν συνιστά επ' ουδενί αποδεικτικό στοιχείο.

4.3.   Σχετικά με τη συμβατότητα των εικαζόμενων μέτρων κρατικής ενίσχυσης

(66)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ ισχυρίζονται ότι εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες φορολογικές διατάξεις συνεπάγονται κρατική ενίσχυση, η εν λόγω ενίσχυση θα πρέπει να κριθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ), δεδομένης της σημασίας που έχουν οι σχετικές επενδύσεις, υποδομές και υπηρεσίες για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, ιδίως δε για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του τομέα των θαλάσσιων μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων.

(67)

Το επίδικο επενδυτικό πρόγραμμα αποσκοπεί στην ανάπτυξη του λιμένα του Πειραιά ως σύγχρονου σταθμού θαλάσσιων μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων στη Μεσόγειο Θάλασσα, με αύξηση της χωρητικότητας και του αποθηκευτικού χώρου του, έτσι ώστε να βελτιωθούν οι επιδόσεις του για την αποδοτικότερη διεκπεραίωση της διά θαλάσσης κίνησης εμπορευματοκιβωτίων. Τα δεδομένα επιδόσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία του προβλήτα ΙΙ (49) αποδεικνύουν ήδη την επίτευξη του στόχου αυτού. Επιπροσθέτως, το πρόγραμμα αυτό αποσκοπεί στην επίτευξη του στόχου κοινού συμφέροντος της Επιτροπής σχετικά με την πολιτική μεταφορών της ΕΕ, όπως έχει αναλυθεί σε διάφορους κανονισμούς και ανακοινώσεις της ΕΕ.

(68)

Η απόκτηση εξοπλισμού και η κατασκευή του προβλήτα ΙΙΙ θεωρείται ότι συνιστούν την αρχική επένδυση που υλοποιείται δυνάμει των σχετικών κανόνων για τις ενωσιακές περιφερειακές ενισχύσεις σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ. Αντιστοιχούν στο ποσό των […] (50) εκατ. ευρώ και έχουν δημιουργήσει άμεσα και έμμεσα περίπου 900 θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, οι οποίες θα διατηρηθούν κατά την 35 ετή διάρκεια της παραχώρησης. Δεδομένου του ύψους της επένδυσης, οποιοδήποτε δυνητικό ποσό ενίσχυσης παραμένει πολύ κάτω από το ανώτατο όριο ενίσχυσης του 30 %, το οποίο εφαρμόζεται στην περιφέρεια της Αττικής έως το τέλος του 2010 ή τα μέγιστα ποσά ενίσχυσης που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή βάσει αποφάσεων σχετικών με λιμενικές υποδομές (51). Επομένως, τα μέτρα ενίσχυσης συνιστούν τα ελάχιστα απαραίτητα και εύλογα μέτρα για τη στήριξη ενός τέτοιου μεγάλου έργου υποδομής. Η συμμετοχή του ιδίου του ΣΕΠ στο έργο είναι μέσα στα όρια που έχουν τεθεί βάσει των κανόνων για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Επιπλέον, οποιαδήποτε δυνητική ενίσχυση θα ήταν συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ επί της ίδιας βάσεως με την ενίσχυση που ενέκρινε η Επιτροπή για τον ΟΛΠ στην υπόθεση C 21/2009 (52).

(69)

Συγκεκριμένα, η ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία δεδομένης της ανάγκης για δημόσια χρηματοδότηση με σκοπό την ανάπτυξη λιμενικών υποδομών κατά την οικονομική κρίση, σύμφωνα με την πολιτική της ΕΕ στον τομέα αυτόν (53), καθώς και τη διασφάλιση της σαφήνειας, της ευελιξίας και της προβλεψιμότητας του φορολογικού συστήματος που εφαρμόζεται για παραχωρήσεις όπως αυτή. Όσον αφορά την ανάγκη για μέτρα ενίσχυσης, υποστηρίζουν ότι οι φορολογικές διατάξεις διασφάλισαν τη συμμόρφωση με τις ρυθμίσεις περί χρηματοδότησης έργων από τον ιδιωτικό τομέα και την αποφυγή της χρεωκοπίας της επιχείρησης λόγω ανικανότητάς της να αποπληρώσει τα δάνεια και τις δυνητικές υποχρεώσεις της. Ελλείψει των εν λόγω φορολογικών διατάξεων, οι ρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση του έργου τις οποίες θα μπορούσε να έχει επιτύχει ο ΣΕΠ θα ήταν ουσιωδώς επαχθέστερες, κάτι που ενδεχομένως να είχε θέσει σε κίνδυνο την προσφορά του ή την υλοποίηση της σύμβασης παραχώρησης (ανεπάρκεια της αγοράς). Στην πράξη οι φορολογικές διατάξεις ήταν απαραίτητες για τη διασφάλιση της πρόσβασης του παραχωρησιούχου στην απαραίτητη χρηματοδότηση από χρηματοδότες του ιδιωτικού τομέα (54). Τελικά, η χορήγηση μετρητών αντί των εν λόγω μέτρων θα συνιστούσε αδικαιολόγητο και περιττό κίνητρο δεδομένου ότι είναι δύσκολο να υπολογιστούν επακριβώς εκ των προτέρων οι απαιτήσεις που προκύπτουν από μια τέτοια ανεπάρκεια της αγοράς.

(70)

Επιπροσθέτως, διατείνονται ότι τα μέτρα αυτά έχουν σαφή χαρακτήρα κινήτρου, εφόσον η έναρξη και η υλοποίηση της σύμβασης παραχώρησης και οποιωνδήποτε επενδυτικών εργασιών προέκυψαν μετά την έγκριση των εν λόγω φορολογικών μέτρων. Δεδομένης της οικονομικής κρίσης και της έλλειψης χρηματοδοτικών πιστώσεων στην Ελλάδα και παγκοσμίως το 2008-2009, ο ΣΕΠ είχε το κίνητρο να προχωρήσει στην υλοποίηση της παραχώρησης μόνο μετά την ψήφιση του νόμου. Διαφορετικά, θα είχε εγκαταλείψει την παραχώρηση με κίνδυνο να χάσει την τραπεζική εγγυητική επιστολή ύψους 5 εκατ. ευρώ. Ο χαρακτήρας του κινήτρου αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι ο ΣΕΠ είχε αναλάβει τον κίνδυνο ολόκληρης της χρηματοδότησης του έργου.

(71)

Ισχυρίζονται επίσης ότι οι εκτιμήσεις που υπέβαλαν (55) καταδεικνύουν ότι οι φορολογικές διατάξεις εξασφαλίζουν ποσό που κυμαίνεται μεταξύ […] και […] εκατ. ευρώ (56) για ολόκληρη τη διάρκεια της παραχώρησης, συγκεκριμένα […] % έως […] % των συνολικών επενδυτικών δαπανών που ανέρχονται σε […] εκατ. ευρώ, ποσό πολύ χαμηλότερο από τα ποσά ενίσχυσης που έχει εγκρίνει η Επιτροπή σε περιπτώσεις σχετικές με λιμενικές επενδύσεις.

(72)

Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι δεν ήταν απαραίτητες οι εκ των προτέρων ποσοτικές εκτιμήσεις των ειδικών πλεονεκτημάτων για την έγκρισή τους ή για την υλοποίηση της επένδυσης. Κατά την άποψή τους, η εν λόγω εκ των προτέρων προσέγγιση για τους σκοπούς της εκτίμησης, δυνάμει του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ, οποιουδήποτε εικαζόμενου οφέλους που θα μπορούσε να λεχθεί ότι προκύπτει από οποιαδήποτε εκ των φορολογικών διατάξεων είναι δικαιολογημένη κατά πάγια νομολογία (57).

(73)

Παραπέμπουν επίσης σε ορισμένες αποφάσεις της Επιτροπής (58) όπου η τελευταία ενέκρινε μη κοινοποιηθείσες κρατικές ενισχύσεις, αφού διαπίστωσε τον χαρακτήρα κινήτρου καθώς και την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των εν λόγω ενισχύσεων, σε περιπτώσεις όπου η ενίσχυση δεν είχε εκτιμηθεί ποσοτικά εκ των προτέρων ή/και δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί ποσοτικά ακόμη και κατά τον χρόνο έγκρισης της οριστικής απόφασης της Επιτροπής. Συνεπώς, ο υπολογισμός (59) του οικονομικού οφέλους δεν ήταν απαραίτητος προκειμένου να διαπιστωθεί ότι τα υπό εξέταση μέτρα συνιστούσαν κίνητρο και ήταν αναλογικά.

(74)

Τέλος, ανέφεραν ότι κανένα από τα υπό εξέταση μέτρα δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη.

5.   ΑΞΙΟΛΌΓΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑ ΚΡΑΤΙΚΉΣ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΈΤΡΩΝ

(75)

Κατά το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ως κρατικές ενισχύσεις νοούνται οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών συναλλαγές. Ως εκ τούτου, προκειμένου να καθοριστεί εάν τα κοινοποιηθέντα μέτρα συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα το μέτρο πρέπει α) να χορηγείται με κρατικούς πόρους, β) να χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση, γ) να είναι επιλεκτικό, δ) να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

5.1.   Η έννοια της επιχείρησης

(76)

Με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις εφαρμόζονται μόνο όταν ο αποδέκτης ενίσχυσης είναι «επιχείρηση». Κατά πάγια νομολογία, επιχείρηση είναι ένας φορέας ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (60). Επιπροσθέτως, κάθε δραστηριότητα που αφορά την παροχή εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών σε μια συγκεκριμένη αγορά θεωρείται οικονομική δραστηριότητα (61).

(77)

Η Επιτροπή έχει ήδη κρίνει ότι η κατασκευή και εκμετάλλευση ορισμένων μορφών υποδομών μπορεί να θεωρηθεί οικονομική δραστηριότητα (62). Επιπλέον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία (63), συνιστά δραστηριότητα οικονομικής φύσεως η διάθεση εγκαταστάσεων υποδομών σε τρίτους έναντι αμοιβής.

(78)

Εφόσον ο ΣΕΠ αναβάθμισε τον υφιστάμενο προβλήτα ΙΙ, κατασκεύασε το νέο προβλήτα ΙΙΙ και παρέχει όλο το φάσμα των λιμενικών υπηρεσιών που σχετίζονται με τη λειτουργία τη σταθμού εμπορευματοκιβωτίων, δύναται να θεωρηθεί επιχείρηση για τους σκοπούς των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Συνεπώς ο ΣΕΠ υπόκειται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

5.2.   Κρατικοί πόροι

(79)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ένα εικαζόμενο μέτρο κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να χορηγείται από κράτος μέλος ή με κρατικούς πόρους. Το μέτρο αποφασίστηκε από το κράτος και καταλογίζεται στο κράτος. Επιτρέποντας στον ΣΕΠ να απολαμβάνει ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση, το ελληνικό κράτος στερείται κρατικών πόρων τους οποίους θα εισέπραττε, εάν δεν είχε θέσει σε ισχύ τις εικαζόμενες ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις. Συνεπώς, τα επίδικα μέτρα συνεπάγονται απώλεια κρατικών πόρων και μπορεί να θεωρηθεί ότι χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους.

5.3.   Ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος

(80)

Κατά πάγια νομολογία, για να καθοριστεί εάν ένα κρατικό μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να προσδιοριστεί εάν η ωφελούμενη επιχείρηση αντλεί οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, συγκεκριμένα ελλείψει της κρατικής παρέμβασης (64).

(81)

Αυτό που έχει σημασία είναι μόνο το αποτέλεσμα του μέτρου στην επιχείρηση και όχι η αιτία ούτε ο στόχος της κρατικής παρέμβασης (65). Για την αξιολόγηση της ύπαρξης αυτού, θα πρέπει να συγκριθεί η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης μετά το μέτρο με την οικονομική της κατάσταση εάν δεν είχε εφαρμοστεί το μέτρο. Η έννοια της ενίσχυσης δεν καλύπτει μόνον τις θετικές παροχές, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (66). Όσον αφορά τον φόρο, το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι ένα μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές χορηγούν φοροαπαλλαγή σε κάποια επιχείρηση, θέτοντάς την έτσι σε ευνοϊκότερη θέση από τους υπόλοιπους φορολογουμένους, ισοδυναμεί με κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Ομοίως, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση ένα μέτρο που χορηγεί σε ορισμένες επιχειρήσεις μείωση φόρου ή μετάθεση του χρόνου καταβολής του κανονικώς οφειλόμενου φόρου (67).

(82)

Τα υπό εξέταση μέτρα περιλαμβάνουν απαλλαγές ή μεταθέσεις του χρόνου καταβολής κανονικών φόρων ή τελών που θα έπρεπε να καταβάλει ο ΣΕΠ ελλείψει των σχετικών διατάξεων, ή διαφορετική μεταχείριση που επιτρέπει στον ΣΕΠ να διασφαλίζει καλύτερες ροές διαθεσίμων κατά τα πρώτα έτη της φάσης κατασκευής (βλέπε κατωτέρω την περιγραφή ενός κανονικού συστήματος φόρων ή συστημάτων αναφοράς). Συνεπώς, με τα εν λόγω μέτρα, η οικονομική κατάσταση του ΣΕΠ βελτιώνεται σε σύγκριση με την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ελλείψει των μέτρων. Ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά συνεπάγονται πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ.

(83)

Η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να αποκλειστεί όταν η υπό εξέταση επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος σύμφωνα με τα κριτήρια που θεσπίστηκαν βάσει της νομολογίας στην υπόθεση Altmark (68) ή όταν η κρατική παρέμβαση γίνεται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (69). Ωστόσο, οι δύο αυτές εκδοχές δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω.

(84)

Όσον αφορά το «διαρθρωτικό μειονέκτημα» που επικαλούνται ο δικαιούχος και οι ελληνικές αρχές, η Επιτροπή σημειώνει καταρχάς ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη διαρθρωτικού μειονεκτήματος δεν έχει καμία σημασία όσον αφορά τον αποκλεισμό της ύπαρξης πλεονεκτήματος και επομένως κρατικής ενίσχυσης (70). Επιπλέον, η υπόθεση Combus δεν είναι επ' ουδενί εφαρμοστέα στην παρούσα υπόθεση. Στην εν λόγω υπόθεση, η Combus είχε όντως διαρθρωτικό μειονέκτημα σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του ιδιωτικού τομέα, και το μέτρο σε εκείνη την περίπτωση απέκλειε όντως την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι περισσότεροι οδηγοί της Combus είχαν την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, οι δαπάνες προσωπικού ήταν υψηλότερες από ό,τι θα ήταν εάν οι απασχολούμενοι οδηγοί είχαν προσληφθεί βάσει σύμβασης, τακτική που ακολουθούν όλοι οι άλλοι φορείς εκμετάλλευσης λεωφορείων. Ωστόσο, ο ΣΕΠ δεν έχει διαρθρωτικό μειονέκτημα σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του, δεδομένου ότι το γεγονός ότι ανέλαβε να επενδύσει σε ένα μεγάλο έργο υποδομών του δημόσιου τομέα δεν συνιστά αυτό καθαυτό διαρθρωτικό μειονέκτημα, αλλά απόφαση ενός ιδιώτη επενδυτή η οποία ελήφθη από τη μητρική εταιρεία, την Cosco, στο πλαίσιο των κανονικών επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων. Επομένως, οι διαπιστώσεις της νομολογίας στην υπόθεση Combus δεν ισχύουν εν προκειμένω.

(85)

Ιδίως όσον αφορά το μέτρο το σχετικό με την απαλλαγή από φόρους, εισφορές και τυχόν δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ τρίτων για τις συμβάσεις μεταξύ των πιστωτών, και ιδιαίτερα της μητρικής εταιρείας του Cosco, των δανειακών συμβάσεων βάσει των οποίων μεταβιβάζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές (71), η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη αυτή ισοδυναμεί με τη χορήγηση ασφαλιστηρίου συμβολαίου το οποίο το κράτος παραχωρεί στους πιστωτές του ΣΕΠ δωρεάν. Κατ' ουσίαν, οι πιστωτές του ΣΕΠ, και ιδιαίτερα η Cosco, μπορούν να απολαμβάνουν ασυλία από την πληρωμή οποιουδήποτε φόρου, εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ τρίτων τα οποία το ελληνικό κράτος μπορεί να αποφασίσει να επιβάλει στο μέλλον, χωρίς να υποχρεούνται να καταβάλουν οποιαδήποτε αποζημίωση στο κράτος έναντι της ασυλίας αυτής. Επομένως, λόγω του μέτρου αυτού, η Cosco βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τους πιστωτές των άλλων επενδυτών, καθώς δεν υποχρεούται να καταβάλλει αμοιβή στο κράτος για την εν λόγω ασυλία.

(86)

Δεδομένης της φύσης του εν λόγω μέτρου που προβλέπεται να εφαρμόζεται στην περίπτωση που το κράτος θεσπίσει γενικά εφαρμοστέους κανόνες για την επιβολή έμμεσων φόρων για αυτό το είδος πράξεων, κατ' ουσίαν προβλέπει ένα είδος φορολογικής ασυλίας υπέρ των πιστωτών του ΣΕΠ, ιδιαίτερα της Cosco, σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση με άλλους πιστωτές εταιρειών που πραγματοποιούν επενδύσεις. Σε περίπτωση που το κράτος θεσπίσει γενικά εφαρμοστέους κανόνες για την επιβολή έμμεσων φόρων επί της μεταβίβασης δανειακών υποχρεώσεων από εταιρείες, οι πιστωτές όλων των άλλων επενδυτών θα πρέπει να καταβάλλουν τους εν λόγω έμμεσους φόρους σε περίπτωση μεταβίβασης των εν λόγω δανειακών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, στην περίπτωση του ΣΕΠ, η μεταβίβαση τυχόν δικαιωμάτων που απορρέουν από δάνεια για τη χρηματοδότηση της επένδυσής του μεταξύ των πιστωτών του και ιδίως της Cosco, δεν υπόκειται στο φόρο αυτό, χωρίς το κράτος να αποζημιώνεται για τη χορήγηση της εν λόγω ασυλίας. Έτσι, το εν λόγω πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό δεδομένου ότι αφορά μόνο τους πιστωτές του ΣΕΠ, ιδιαίτερα την Cosco, που μεταβιβάζουν δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις που απορρέουν από τα δάνεια που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της σύμβασης παραχώρησης και του ΣΕΠ.

(87)

Προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ένα κρατικό μέτρο πρέπει να «ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο καθεστώς (72). Συνεπώς, καταρχήν, για φορολογικά μέτρα, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει την ουσιώδη επιλεκτικότητα του μέτρου με την πραγματοποίηση μιας ανάλυσης σε τρία στάδια.

(88)

Πρώτον, απαιτείται να προσδιορίσει το κοινό ή «κανονικό» μέτρο βάσει του εφαρμοστέου φορολογικού συστήματος (του «συστήματος αναφοράς»). Δεύτερον, θα πρέπει να αξιολογηθεί το κατά πόσον ένα συγκεκριμένο μέτρο συνιστά παρέκκλιση από το εν λόγω σύστημα αναφοράς καθόσον διαφοροποιεί τους οικονομικούς φορείς οι οποίοι, υπό το πρίσμα των στόχων που είναι εγγενείς στο σύστημα, βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (73).

(89)

Εάν διαπιστωθεί μια τέτοια παρέκκλιση, δηλαδή εάν το υπό εξέταση μέτρο είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, θα πρέπει να εξεταστεί σε τρίτο στάδιο το κατά πόσον το μέτρο παρέκκλισης απορρέει από τη φύση ή το γενικότερο σκοπό του φορολογικού συστήματος του οποίου αποτελεί μέρος και, ως εκ τούτου, είναι δικαιολογημένο. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος πρέπει να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση απορρέει ευθέως από τις βασικές ή κατευθυντήριες αρχές του συστήματος αυτού (74).

(90)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ παρέθεσαν εκτενή επιχειρηματολογία προκειμένου να υποστηρίξουν ότι, για όλα τα φορολογικά μέτρα, το ορθό σύστημα αναφοράς είναι το γενικό σύστημα που εφαρμόζεται για μεγάλα έργα υποδομών του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα, που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της χρηματοδότησης δεδομένων των αυξημένων κινδύνων που ενέχουν τα έργα αυτά, καθώς επίσης ότι βάσει της απόφασης στην υπόθεση του Γιβραλτάρ (75) προκύπτει ότι η εφαρμογή παρέκκλισης από τους γενικά εφαρμοστέους κανόνες από ένα κράτος μέλος δεν συνεπάγεται αυτομάτως επιλεκτικότητα και πλεονέκτημα.

(91)

Η Επιτροπή θα αναλύσει πρώτα κατά πόσον η επιχειρηματολογία αυτή δύναται να γίνει δεκτή σε σχέση με όλα τα στοιχεία της ανάλυσης επιλεκτικότητας, συγκεκριμένα το σύστημα αναφοράς, το στόχο του συστήματος, την εκτίμηση της συγκρίσιμης νομικής και πραγματικής κατάστασης δεδομένου του εν λόγω στόχου και την αιτιολόγηση βάσει του στόχου αυτού. Κατόπιν θα προβεί στην ανάλυση επιλεκτικότητας του κάθε μέτρου ξεχωριστά.

1.    Σχετικά με το «σύστημα αναφοράς» και το στόχο του

(92)

Το σύστημα αναφοράς συνιστά το πλαίσιο βάσει του οποίου αξιολογείται η επιλεκτικότητα ενός μέτρου. Καθορίζει τα όρια εντός των οποίων εξετάζεται το κατά πόσον ορισμένες επιχειρήσεις επωφελούνται από παρέκκλιση από τους συνήθεις κανόνες που αποτελούν από κοινού το σύστημα αναφοράς και επομένως αντιμετωπίζονται ως επωφελούμενες σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που υπόκεινται στους γενικούς κανόνες του συστήματος.

(93)

Κατά τη θέσπιση του συγκεκριμένου φορολογικού πλαισίου αναφοράς, το πεδίο εφαρμογής του πρέπει να καθοριστεί με τρόπο ομοιόμορφο προκειμένου να μη χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον ορισμό του στόχοι που είναι εξωγενείς προς το σύστημα. Εάν ο ορισμός του συστήματος αναφοράς γινόταν λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο πολιτικής που επιδιώκουν τα κράτη μέλη σε κάθε περίπτωση, ο οποίος είναι εξωγενής προς τη λογική του φορολογικού συστήματος, τότε όλα τα φορολογικά μέτρα που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την προώθηση ορισμένων κλάδων, δραστηριοτήτων ή ειδών επιχειρήσεων θα εξαιρούνταν στην πράξη από την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (76).

(94)

Εν προκειμένω, ο στόχος που συνίσταται στη διευκόλυνση των επιχειρήσεων οι οποίες εμπλέκονται σε μεγάλα έργα υποδομών μέσω διασφάλισης ασφάλειας δικαίου και πρόσθετων ροών διαθεσίμων κατά τη φάση της κατασκευής, τον οποίον επικαλούνται οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ, συνιστά στόχο πολιτικής που είναι εξωγενής προς τα φορολογικά κριτήρια και δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της ανάλυσης επιλεκτικότητας. Τα χαρακτηριστικά των μεγάλων έργων υποδομών του δημόσιου τομέα είναι εξωγενή προς το φορολογικό σύστημα και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον καθορισμό του εφαρμοστέου συστήματος αναφοράς. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος θεσπίζει έναν ειδικό νόμο κάθε φορά που επιθυμεί να επιτρέψει μια συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση σε μια συγκεκριμένη εταιρεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενικό πλαίσιο το οποίο εφαρμόζει η διοίκηση χωρίς άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

2.    Η νομική και πραγματική κατάσταση του ΣΕΠ δεδομένου του στόχου του υπό εξέταση μέτρου

(95)

Αφού οριστεί το σύστημα αναφοράς, το επόμενο στάδιο της ανάλυσης συνίσταται στην εξέταση του κατά πόσον ένα συγκεκριμένο μέτρο διαφοροποιεί τις επιχειρήσεις κατά παρέκκλιση από το εν λόγω σύστημα. Προς τούτο, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί αν το μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής, σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, υπό το πρίσμα του στόχου που είναι εγγενής στο σύστημα αναφοράς. Ωστόσο, για τον σκοπό αυτό, δεν είναι δυνατή η επίκληση εξωγενών στόχων πολιτικής προκειμένου να αναλυθεί η διαφορετική μεταχείριση των επιχειρήσεων που υπάγονται σε ένα ορισμένο φορολογικό καθεστώς.

(96)

Όσον αφορά τον «οριζόντιο» χαρακτήρα του υπό εξέταση συστήματος που ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες υλοποιούν μεγάλα έργα υποδομών, κατά πάγια νομολογία, (77) το γεγονός ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που μπορούν να ζητήσουν τη χορήγηση του επίμαχου μέτρου είναι πολύ μεγάλος ή ότι οι επιχειρήσεις αυτές ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους δραστηριότητας δεν αρκεί για να αρθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του και, συνεπώς, για να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός του ως κρατικής ενισχύσεως (78). Επομένως, το γεγονός ότι δύνανται να επωφεληθούν από αρκετές φοροαπαλλαγές οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν μεγάλα έργα υποδομών δεν αρκεί για να αποκλειστεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας των υπό εξέταση μέτρων. Αντιθέτως τα κριτήρια βάσει των οποίων οι επιχειρήσεις αυτές δύνανται να επωφεληθούν από τις εν λόγω απαλλαγές ίσως συνεπάγονται de facto επιλεκτικότητα (79).

(97)

Επομένως, η συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση του ΣΕΠ θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση δεδομένου του σκοπού του σχετικού εφαρμοστέου φορολογικού συστήματος και όχι βάσει στόχων πολιτικής που είναι εξωγενείς προς το σύστημα αυτό.

3.    Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(98)

Ακόμη και αν ένα μέτρο παρεκκλίνει από το σύστημα αναφοράς, και είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό, μπορεί να διαπιστωθεί ότι δεν είναι επιλεκτικό εάν αυτό δικαιολογείται από τη φύση ή τον γενικότερο σκοπό του συστήματος αυτού. Αυτό ισχύει σε περιπτώσεις στις οποίες ένα μέτρο απορρέει άμεσα από τις εγγενείς βασικές ή κατευθυντήριες αρχές του συστήματος αναφοράς ή όταν είναι το αποτέλεσμα των εγγενών μηχανισμών που απαιτούνται για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος (80). Αντιθέτως, δεν ευσταθεί η επίκληση εξωγενών στόχων πολιτικής, οι οποίοι δεν είναι εγγενείς στο σύστημα για τον σκοπό αυτό (81). Επομένως, φοροαπαλλαγές που προκύπτουν από στόχο ο οποίος δεν σχετίζεται με το φορολογικό σύστημα του οποίου αποτελούν μέρος δεν δύνανται να παρακάμπτουν τις απαιτήσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(99)

Σχετικά με αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ακόμη και αν ένας στόχος πολιτικής συγκαταλέγεται στους ουσιώδεις σκοπούς της Ένωσης, η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός αυτός δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό επιλεκτικών μέτρων από την ταξινόμηση ως μέτρων ενίσχυσης (82). Η επιτυχής υλοποίηση των μεγάλων έργων υποδομών και η ασφάλεια δικαίου για την υλοποίηση των έργων αυτών δεν δύναται να θεωρηθεί εγγενής στόχος του φορολογικού συστήματος. Επιπροσθέτως, οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ δεν απέδειξαν πώς ο στόχος αυτός συνάδει με την αρχή της ισότητας και αναλογικότητας του γενικού φορολογικού συστήματος, ιδίως δε με το στόχο του συστήματος που αφορά τη συγκέντρωση εσόδων. Ο τελευταίος αυτός στόχος δύσκολα συμβιβάζεται με τη χορήγηση φοροαπαλλαγών (83). Ούτε δύνανται οι βασικές φορολογικές ανησυχίες των εταιρειών που υλοποιούν μεγάλα έργα υποδομών να θεωρηθούν στόχοι που δικαιολογούν τη διαφορετική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων αυτών εταιρειών, κυρίως δε του ΣΕΠ.

(100)

Συνεπώς, εάν τα φορολογικά μέτρα που θα εξεταστούν κατωτέρω είναι επιλεκτικά, δεν δύνανται να θεωρηθούν δικαιολογημένα βάσει του στόχου δημόσιας πολιτικής που προβάλλουν οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος.

5.3.1.   Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας  (84) του προβλήτα ΙΙΙ  (85)

Σύστημα αναφοράς

(101)

Βάσει του ελληνικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος, καταρχήν όλα τα κέρδη των ανώνυμων εταιρειών και των εταιρειών ιδιωτικού κεφαλαίου με έδρα την Ελλάδα, τα οποία δημιουργούνται είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, φορολογούνται (86) με βάση τον εφαρμοστέο συντελεστή κατά το σχετικό οικονομικό έτος, και το υπόλοιπο ποσό των κερδών μετά φόρου μπορεί να διανέμεται σε μετόχους, να συσσωρεύεται ως αποθεματικό ή να ενσωματώνεται/μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο μέσω αύξησης του κεφαλαίου. Όταν το ποσό των κερδών μετά φόρου διανέμεται σε μετόχους ή ενσωματώνεται/μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο, φορολογείται εκ νέου με τον ίδιο συντελεστή κατά το σχετικό οικονομικό έτος (87).

(102)

Επομένως, το σύστημα αναφοράς σε σχέση με τη φορολόγηση των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ είναι το ελληνικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων, και πιο συγκεκριμένα η φορολόγηση του εισοδήματος επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από δεδουλευμένους τόκους.

Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

(103)

Οι «δεδουλευμένοι τόκοι» (88) αποτελούν μέρος του ακαθάριστου φορολογητέου εισοδήματος του ΣΕΠ και φυσιολογικά θα έπρεπε να υπόκεινται σε φορολόγηση. Εντούτοις, ο ΣΕΠ απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος επί των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ (89), μεταχείριση που συνιστά παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς, και ιδίως από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων βάσει του ελληνικού κώδικα φορολογίας εισοδήματος («ΚΦΕ»). Ο ΣΕΠ μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με όλες τις ανώνυμες εταιρείες που φορολογούνται επί των κερδών τους βάσει του γενικά εφαρμοστέου πλαισίου. Συνεπώς, μπορεί να συναχθεί ότι του έχει παραχωρηθεί επιλεκτικό πλεονέκτημα.

(104)

Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές και τον ΣΕΠ, το άρθρο 99 του ΚΦΕ προβλέπει ότι το απαλλασσόμενο από φορολόγηση εισόδημα υπόκειται σε φόρο εισοδήματος επιχειρήσεων κατά το χρόνο διανομής ή κεφαλαιοποίησής του. Επί τη βάσει αυτή, ισχυρίζονται ότι η επίδικη διάταξη επιτρέπει απλώς και μόνο αναβολή της φορολόγησης για τον ΣΕΠ, υπό την έννοια ότι, όταν ο ΣΕΠ θα κεφαλαιοποιήσει ή θα διανείμει τα κέρδη του, θα υπόκειται σε φόρο εισοδήματος επιχειρήσεων επί όλων των κερδών του, καθώς και σε παρακράτηση φόρου επί του μερίσματος των μετόχων.

(105)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι το άρθρο 99 παράγραφος 1 στοιχείο α) τρίτη περίπτωση του ΚΦΕ δηλώνει ότι για εταιρείες που απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος επιχειρήσεων σύμφωνα με συγκεκριμένη νομοθεσία (εν προκειμένω βάσει της υπό εξέταση διάταξης) φορολογούνται μόνο τα κέρδη που κεφαλαιοποιούνται ή διανέμονται, αφού πρώτα παρακρατηθεί από την αξία τους ο αντίστοιχος φόρος εισοδήματος επιχειρήσεων. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι, βάσει της διάταξης αυτής, ο ΣΕΠ δεν οφείλει να καταβάλει φόρο εισοδήματος από δεδουλευμένους τόκους μέχρις ότου κεφαλαιοποιηθεί ή διανεμηθεί το σχετικό εισόδημά του ή το αργότερο μέχρι την έναρξη λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ. Συνεπώς η αναβολή της φορολόγησης σχετίζεται μόνο με τα κέρδη που μπορεί να διανεμηθούν ή να κεφαλαιοποιηθούν. Λόγω της διάταξης αυτής, ο ΣΕΠ μπορεί να χρησιμοποιεί τα κέρδη που αποκομίζει από δεδουλευμένους τόκους μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ για τη συσσώρευση αποθεματικών χωρίς να χρειάζεται να καταβάλει φόρο εισοδήματος επιχειρήσεων για τα κέρδη αυτά. Επιπλέον, εφόσον, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, δεν υποχρεούται βάσει της ελληνικής νομοθεσίας να μετατρέψει τα αποθεματικά σε μετοχικό κεφάλαιο ή να διανείμει κέρδη, ο ΣΕΠ δύναται, βάσει στης διάταξης αυτής, να απολαμβάνει ολοκληρωτική φορολογική απαλλαγή για τα κέρδη του από δεδουλευμένους τόκους που δημιουργούνται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (90). Σε κάθε περίπτωση, η αναβολή της φορολόγησης συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ.

(106)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ τονίζουν ότι ο ΣΕΠ θα χρειαστεί να διατηρεί καταθέσεις σε μετρητά για να χρηματοδοτεί τις αναγκαίες επενδύσεις κατά τη διάρκεια του σταδίου κατασκευής και κατά το διάστημα πριν την έναρξη της λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ, και συνεπώς σκοπός της επίμαχης φορολογικής απαλλαγής είναι να διευκολυνθούν αυτές οι επενδύσεις για τη δημιουργία υποδομών του δημόσιου τομέα. Υπό την έννοια αυτή, θεωρούν ότι ο ΣΕΠ βρίσκεται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με όλες τις εταιρείες που αναλαμβάνουν την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων για την κατασκευή υποδομών του δημόσιου τομέα.

(107)

Ωστόσο, το γεγονός ότι το μέτρο είναι διαθέσιμο για όλες τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές δεν σημαίνει ότι το μέτρο δεν είναι επιλεκτικό. Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων, αυτές που επενδύουν σε δημόσιες υποδομές, μπορούν να επωφεληθούν από το μέτρο αυτό. Οι άλλες εταιρείες που δεν δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα δραστηριοτήτων δεν μπορούν να επωφεληθούν από το ίδιο μέτρο. Επιπλέον, όπως αναλύθηκε ανωτέρω (91), ο στόχος πολιτικής που συνίσταται στη διευκόλυνση εταιρειών που ασχολούνται με την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομών κατά τη φάση κατασκευής δεν δύναται να θεωρηθεί στόχος εγγενής στο φορολογικό σύστημα βάσει του οποίου μπορεί να καθοριστεί η συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση των εταιρειών.

Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(108)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ τονίζουν ότι η φορολογική απαλλαγή επί των δεδουλευμένων τόκων βασίζεται απευθείας σε γενική διάταξη του ΚΦΕ (92) η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ συγκεκριμένων τύπων απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος, τα «εισοδήματα που απαλλάσσονται δυνάμει σύμβασης κυρωθείσας από νόμο». Υποστηρίζουν ότι, καθόσον ο Έλληνας νομοθέτης χρησιμοποιεί με συνέπεια αυτή τη γενική απαλλαγή για να θεσπίσει φορολογικές απαλλαγές που εφαρμόζονται ειδικά σε όλα τα μεγάλα δημόσια έργα υποδομής που υλοποιούνται στην Ελλάδα, η υπό εξέταση διάταξη δεν εισάγει ειδική φορολογική απαλλαγή. Αντιθέτως, αποτελεί μέρος του γενικότερου συστήματος που βασίζεται στο γενικό φορολογικό καθεστώς το οποίο αποσκοπεί στη διευκόλυνση και στήριξη της υλοποίησης μεγάλων δημόσιων υποδομών ή επενδυτικών προγραμμάτων. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμοστεί με συνέπεια σε όλα τα έργα υποδομών του δημόσιου τομέα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εταιρείες που αναλαμβάνουν τέτοια έργα δεν θα υπόκεινται σε διακρίσεις ή σε «διαρθρωτικό μειονέκτημα».

(109)

Από τη νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ συνάγεται ότι η διακριτική μεταχείριση οικονομικών φορέων μπορεί να σημαίνει ότι η κατά περίπτωση εφαρμογή ενός γενικού μέτρου αποκτά τα χαρακτηριστικά επιλεκτικού μέτρου, ειδικότερα όταν η άσκηση μιας διακριτικής εξουσίας υπερβαίνει την απλή διαχείριση φορολογικών εσόδων με αναφορά σε αντικειμενικά κριτήρια (93).

(110)

Βάσει αυτής της νομολογίας, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η εικαζόμενη «γενική» διάταξη παρέχει στον νομοθέτη απόλυτη διακριτική ευχέρεια να απαλλάσσει στην πράξη από φορολόγηση οποιοδήποτε εισόδημα μετά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη από το κράτος οιασδήποτε μορφής σύμβασης με οποιονδήποτε φορολογικά υπόχρεο. Συνεπώς, στην πράξη, αυτή η «γενική» διάταξη επιτρέπει την εφαρμογή απαλλαγών οι οποίες δεν εντάσσονται στη λογική του γενικού φορολογικού συστήματος, αλλά στη λογική της ευνοϊκής μεταχείρισης της συγκεκριμένης επιχείρησης με την οποία μπορεί κάθε φορά να γίνεται διαπραγμάτευση και ανάθεση σύμβασης. Συνεπώς, η εικαζόμενη «γενική» διάταξη του ΚΦΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στη λογική του συστήματος φορολογίας εισοδήματος.

(111)

Όσον αφορά την αιτιολόγηση του μέτρου ως εγγενούς στο στόχο δημόσιας πολιτικής που συνίσταται στη διευκόλυνση έργων υποδομών του δημόσιου τομέα, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση της έννοιας της ενίσχυσης.

(112)

Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μέτρο συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα που ευνοεί τον ΣΕΠ, το οποίο ισούται με τον φόρο εισοδήματος που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλλει ο ΣΕΠ επί των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την έναρξη των εργασιών του προβλήτα III.

5.3.2.   Επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από το βαθμό ολοκλήρωσης του συμβατικού αντικειμένου — «ενιαίο αγαθό συγκεκριμένα» — επιστροφή ΦΠΑ εντός 60 ημερών από την εφαρμογή· τόκος υπερημερίας  (94)

Σύστημα αναφοράς

(113)

Σύμφωνα με το φορολογικό σύστημα για τον ΦΠΑ, ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει τον ΦΠΑ εισροών που συνδέεται άμεσα με τις ενεργούμενες από αυτόν φορολογητέες πράξεις (95) ή που δεν είναι φορολογητέες, αλλά συνεπάγονται απαλλαγή. Η έκπτωση παραχωρείται για το μέρος των αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται πράγματι για τη συντέλεση πράξεων που υπόκεινται σε φόρο. Επιπλέον, η πίστωση ΦΠΑ που προκύπτει από την αφαίρεση του ΦΠΑ εισροών από τον ΦΠΑ εκροών σε μια δεδομένη φορολογική περίοδο δεν επιστρέφεται αλλά μεταφέρεται στην επόμενη φορολογική περίοδο (96). Η επιστροφή επιτρέπεται εάν η εταιρεία δεν είναι σε θέση να συμψηφίσει την πίστωση ΦΠΑ έναντι ΦΠΑ εκροών για τριετή περίοδο και αφού ολοκληρωθεί η περίοδος αυτή (97).

(114)

Η πίστωση ΦΠΑ μπορεί να επιστρέφεται και να μην μεταφέρεται στην επόμενη φορολογική περίοδο μόνο βάσει των εξαιρέσεων που ορίζονται στο άρθρο 34 του κώδικα ΦΠΑ. Μία από τις εξαιρέσεις αυτές αφορά τον ΦΠΑ που έχει επιβληθεί σε «αγαθά επένδυσης», όπως αυτά ορίζονται στον κώδικα ΦΠΑ (98),δηλαδή «τα ενσώματα αγαθά που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη στον φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σε αυτήν, αλλά έχει, βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, τη χρήση του ακινήτου αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 9 χρόνων […]. Στην αξία των αγαθών επένδυσης δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης».

(115)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 της υπουργικής απόφασης 1073/2004 (99), στις προβλεπόμενες έκτακτες περιπτώσεις (100), το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ μπορεί να επιστέφεται με τους ακόλουθους τρόπους: α) για την 1η αίτηση επιστροφής ΦΠΑ, εντός 2 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης· β) για τις επόμενες αιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ ποσού άνω των 6 000 ευρώ: i) το 90 % του αιτούμενου ποσού επιστρέφεται εντός 1 μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και ii) το υπόλοιπο 10 % εντός 2 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης· γ) για τις επόμενες αιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ ποσού κατώτερου των 6 000 ευρώ, το συνολικό ποσό του ΦΠΑ επιστρέφεται εντός 1 μηνός από την ημερομηνία της αίτησης.

(116)

Όπως επισημαίνουν ορθά οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ, για τις κατασκευές ακινήτων, η επιστροφή του φόρου ενεργείται μετά την έναρξη εργασιών κατασκευής και μέχρι του ποσού που αναλογεί στις εργασίες που έχουν εκτελεστεί και τιμολογηθεί κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου για την οποία υποβάλλεται το αίτημα επιστροφής ΦΠΑ (101).

(117)

Όταν πρόκειται συγκεκριμένα για αγαθά επένδυσης, το δικαίωμα παρακράτησης του ΦΠΑ αποφασίζεται οριστικά κατά το χρόνο κατά τον οποίο τίθενται σε χρήση τα αγαθά επένδυσης. Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθούν οι καταχρήσεις του μηχανισμού επιστροφής ΦΠΑ, εάν εντός 5 ετών από την πραγματοποίηση της δαπάνης για την απόκτηση ή την κατασκευή ενός αγαθού επένδυσης, αυτό δεν τεθεί σε χρήση, τότε ο ΦΠΑ εισροών που παρακρατήθηκε πρέπει να επιστραφεί στο κράτος, εφόσον θεωρείται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε για φορολογητέες πράξεις (102).

(118)

Τέλος, σύμφωνα με το γενικά εφαρμοστέο πλαίσιο, ο καταλογισμός τόκων επί της επιστροφής φόρου ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών αρχίζει μετά την παρέλευση 6 μηνών την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου (103). Παρ' όλα αυτά, τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι η διάταξη αυτή δεν είναι σύμφωνη με τη συνταγματική αρχή της ισότητας των φορολογουμένων (104). Συνεπώς, δεν εφαρμόζεται η εν λόγω διάταξη θεωρώντας ότι ο τόκος πρέπει να καταλογίζεται από την ημέρα που ο υπόχρεος έχει ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης της φορολογικής αρχής που αποκλείει την επιστροφή του αιτούμενου πιστωτικού υπόλοιπου ΦΠΑ (105).

(119)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διατάξεις αυτές συνιστούν το σύστημα αναφοράς για την επιστροφή ΦΠΑ στην Ελλάδα

Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

—   Σχετικά με την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από το στάδιο της ολοκλήρωσης του αντικειμένου της σύμβασης

(120)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου 3755/2009, ο ΣΕΠ δικαιούται την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκλήρωσης του κατασκευαστικού αντικειμένου ή επιμέρους κατασκευών ή τμημάτων του. Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο ΣΕΠ δεν χάνει το δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ σε περίπτωση που δεν έχει τεθεί σε χρήση το αγαθό επένδυσης εντός 5 ετών από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης, μολονότι αυτό θα ίσχυε σύμφωνα με τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες.

(121)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι, εφόσον όλες οι εταιρείες έχουν δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ αφού πραγματοποιηθεί και τιμολογηθεί η σχετική δαπάνη, οι διατάξεις που αφορούν τον ΣΕΠ δεν χορηγούν πρόσθετο πλεονέκτημα στον τελευταίο, καθότι, σε κάθε περίπτωση, ο ΣΕΠ θα είχε δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ μετά την έναρξη των εργασιών και όχι μόνο όταν θα ολοκληρωνόταν η κατασκευή των έργων αυτών.

(122)

Βάσει των πρόσθετων πληροφοριών και εξηγήσεων που δόθηκαν, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ΣΕΠ όντως θα είχε σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ μετά την έναρξη των εργασιών του έργου και μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στα εκδοθέντα τιμολόγια. Ωστόσο, η απόφαση για το δικαίωμα αυτό λαμβάνεται οριστικά αφού τεθεί σε χρήση το αγαθό επένδυσης. Δεδομένου ότι ο ΣΕΠ έχει δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ ανεξάρτητα από τον βαθμό ολοκλήρωσης του επενδυτικού σχεδίου και ταυτόχρονα δεν χάνει αυτό το δικαίωμα σε περίπτωση που δεν θέσει σε χρήση το αγαθό επένδυσης εντός 5 ετών, κάτι που θα ίσχυε βάσει των κανόνων που εφαρμόζονται συνήθως, απολαμβάνει επιλεκτικό πλεονέκτημα.

(123)

Το εν λόγω πλεονέκτημα συνίσταται στην επιστροφή του ΦΠΑ που δικαιούται να κρατήσει ο ΣΕΠ αν 5 έτη μετά την πραγματοποίηση των δαπανών που σχετίζονται με την εν λόγω επιστροφή, το έργο δεν είχε ξεκινήσει, ενώ άλλες εταιρείες θα έπρεπε να επιστρέψουν στο ελληνικό κράτος τον ΦΠΑ που επιστρέφεται σε περίπτωση μη έναρξης του έργου εντός 5 ετών (από την πραγματοποίηση των σχετικών δαπανών). Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τους γενικά ισχύοντες κανόνες, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι σχετικές πράξεις (που συνδέονται με αυτές τις δαπάνες) δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον ως φορολογητέες πράξεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 117 ανωτέρω). Αυτό σημαίνει ότι, σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι άλλες εταιρείες δεν θα πρέπει κανονικά να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ που συνδέεται με τις εν λόγω δαπάνες για την αντιστάθμιση του ΦΠΑ που οφείλεται σε μεταγενέστερη περίοδο. Ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα που απολαμβάνει ο ΣΕΠ από τη διάταξη αυτή είναι ίσο με το συνολικό ποσό της επιστροφής ΦΠΑ που επιτρέπεται να κρατήσει (δυνάμει της παρούσας διάταξης) αν το έργο δεν έχει ξεκινήσει 5 έτη μετά την υλοποίηση των σχετικών δαπανών.

(124)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ διατείνονται ότι η παρέκκλιση αυτή εφαρμόζεται και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, εφόσον αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις κατασκευάζουν έργα υποδομών των οποίων η διάρκεια ολοκλήρωσης ίσως είναι μεγαλύτερη από την εν λόγω γενικώς εφαρμοστέα πενταετή περίοδο. Κατά την άποψή τους, το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για τον ΣΕΠ, ο οποίος θα κατασκεύαζε ένα μεγάλο έργο υποδομής του οποίου η διάρκεια ολοκλήρωσης ίσως ξεπερνούσε τα 5 έτη. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίον η συγκεκριμένη διάταξη συμπεριλήφθηκε σε όλες τις υπόλοιπες συμβάσεις παραχώρησης που σχετίζονται με μεγάλα έργα υποδομών. Επομένως, θεωρούν ότι η παρέκκλιση αυτή από τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες δεν συνιστά απαλλαγή, αλλά διαφορετική εφαρμογή των κανόνων σε διαφορετικές περιπτώσεις που δεν είναι συγκρίσιμες.

(125)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω παρέκκλιση συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα, εφόσον δίνει στον ΣΕΠ τη δυνατότητα ευελιξίας όσον αφορά την πρόσβαση στην επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από το πότε θα τεθεί σε χρήση το αγαθό επένδυσης, συγκεκριμένα για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ακόμη και εάν ο ΣΕΠ δεν έθετε ποτέ σε χρήση το αγαθό επένδυσης, το δικαίωμα του για επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ δεν θα αποφασιζόταν ούτε θα ρυθμιζόταν ποτέ, επ' αόριστον, γεγονός που σημαίνει ότι, εάν δεν ολοκλήρωνε το έργο, δεν θα είχε την υποχρέωση να επιστρέψει την πίστωση ΦΠΑ που θα είχε εξασφαλίσει καθ' όλη τη διάρκεια της κατασκευής. Το γεγονός ότι επωφελούνται από το ίδιο πλεονέκτημα επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας δεν σημαίνει ότι το πλεονέκτημα δεν είναι επιλεκτικό. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας αποτελούν μια κατηγορία εταιρειών οι οποίες μπορούν να επωφεληθούν από το μέτρο αυτό. Κατά συνέπεια, το μέτρο είναι επιλεκτικό.

—   Σχετικά με τον ορισμό του αγαθού επένδυσης

(126)

Το άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου 3755/2009 προβλέπει ότι, σύμφωνα με τον κώδικα ΦΠΑ, το κατασκευαστικό αντικείμενο που προβλέπεται από τη σύμβαση παραχώρησης και κάθε συναφής προς τον σκοπό αυτόν παροχή αγαθών, εργασιών, υπηρεσιών και παρεμπιπτόντων έργων θεωρούνται ως «ενιαίο αγαθό επένδυσης». Συνεπώς, η διάταξη αυτή αναφέρει ότι, για τους σκοπούς της σύμβασης παραχώρησης, η προβλεπόμενη στον Κώδικα ΦΠΑ έννοια του «αγαθού επένδυσης» περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης, δηλαδή όχι μόνο τα «ενσώματα αγαθά» (106) που έχουν κατασκευαστεί, αλλά και κάθε παροχή αγαθών, εργασιών και υπηρεσιών που συνδέονται ή είναι παρεμπίπτοντα στο αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης.

(127)

Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 33 παράγραφος 4 του κώδικα ΦΠΑ σχετικά με το «αγαθό επένδυσης», η υπό εξέταση διάταξη συνιστά απλώς διασάφηση των κανόνων γενικής εφαρμογής η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή εσφαλμένης εφαρμογής των κανόνων περί επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ από τις φορολογικές αρχές, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων και των υψηλών ποσών που συνδέονται με τα μεγάλα έργα υποδομών. Κατά την άποψή τους, με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά της σύμβασης παραχώρησης, σκοπός του υπό εξέταση μέτρου είναι να αντιμετωπίσει κάθε στοιχείο των επενδυτικών δαπανών ως μια ενιαία επιχειρηματική μονάδα για τους σκοπούς του ΦΠΑ. Εφόσον όλες οι δαπάνες που σχετίζονται με το επενδυτικό πρόγραμμα είναι ενσωματωμένες στο αγαθό επένδυσης από λογιστικής άποψης σε κάθε περίπτωση, η διάταξη αυτή απλώς και μόνο διασαφηνίσει αυτά που ήδη ισχύουν. Δεδομένου ότι ο ΣΕΠ έχει αναλάβει να πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις που θα περιελάμβαναν διακριτές δράσεις και στάδια και τύπους δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες, εάν το καθένα από αυτά τα αντικείμενα δαπανών αντιμετωπίζονταν χωριστά, ο ΣΕΠ θα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά για τους σκοπούς του καθεστώτος ΦΠΑ από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που επενδύει για να ασκήσει μια οικονομική δραστηριότητα.

(128)

Για να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους, οι ελληνικές αρχές παραπέμπουν στη νομολογία από την απόφαση INZO (107), σύμφωνα με την οποία οι οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια της οδηγίας για τον ΦΠΑ «[…] μπορεί να συνίστανται σε διάφορες διαδοχικές συναλλαγές και προπαρασκευαστικές πράξεις […]» (108) που επιτρέπουν τη σχετική επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ κατά τη διάρκεια της κατασκευαστικής περιόδου. Επισημαίνουν επίσης ότι, κατά το ίδιο σκεπτικό, ο νόμος σχετικά με τις ΣΔΙΤ τροποποιήθηκε το 2011 (109) προκειμένου να προβλέψει ότι οι ΣΔΙΤ νομιμοποιούνται να αξιώσουν επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ κάθε έτος με την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ, δίχως επομένως να οφείλουν να μεταφέρουν το πιστωτικό υπόλοιπο στην επόμενη χρήση για συμψηφισμό.

(129)

Τελικά υποστήριξαν ότι ακόμη και αν η επένδυση δεν θεωρούνταν ότι ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού του «αγαθού επένδυσης», ο ΣΕΠ θα δικαιούνταν να αξιώσει την επιστροφή α) σε ετήσια βάση εάν μπορούσε να αποδείξει ότι δεν θα ήταν σε θέση να συμψηφίσει το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ με τον ΦΠΑ εκροών για περίοδο τριών ετών, και β) κατά τη συμπλήρωση τριών ετών.

(130)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η υπό εξέταση διάταξη περιλαμβάνει έναν συγκεκριμένο ορισμό της έννοιας «αγαθό επένδυσης» ο οποίος είναι ευρύτερος για τον ΣΕΠ από ό,τι για άλλες εταιρείες που βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση. Στην πράξη, επακόλουθο αυτού του ορισμού είναι ότι ο ΣΕΠ θα έχει δικαίωμα επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ για όλες τις εργασίες, υπηρεσίες και αγαθά που συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης, μολονότι, βάσει των κανόνων γενικής εφαρμογής, η δυνατότητα αυτή θα αφορούσε μόνο τα ενσώματα αγαθά και όχι τις υπηρεσίες, τις εργασίες και τα έξοδα επισκευής και συντήρησης. Εφόσον, βάσει των κανόνων γενικής εφαρμογής, ο ΣΕΠ θα δικαιούνταν επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ σε ετήσια βάση εάν αποδείκνυε ότι δεν ήταν σε θέση να συμψηφίσει το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ με τον ΦΠΑ εκροών για περίοδο τριών ετών καθώς και κατά τη συμπλήρωση τριών ετών, ο ευρύτερος ορισμός του ενιαίου αγαθού επένδυσης για τους σκοπούς της σύμβασης παραχώρησης συνεπάγεται στην πράξη προκαταρκτική χορήγηση πρόσθετων μετρητών στον ΣΕΠ από το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ που θα επιστρεφόταν κανονικά αργότερα. Συνεπάγεται επίσης την ασφάλεια δικαίου που διασφαλίζει ότι όλων των ειδών οι δαπάνες του ΣΕΠ θα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, μολονότι αυτό δεν θα ίσχυε βάσει των κανόνων γενικής εφαρμογής (110).

(131)

Πράγματι, χάρη στην εν λόγω διάταξη, ο ΣΕΠ μπορεί να λάβει επιστροφή φόρου όχι μόνο για ενσώματα αγαθά, αλλά και για δαπάνες που αφορούν υπηρεσίες, έργα, επισκευές και συντήρηση, ενώ οι άλλες εταιρείες θα μπορούσαν, για τις δαπάνες αυτές, να αντισταθμίζουν μόνον τον ΦΠΑ επί των εισροών με τον ΦΠΑ επί των εκροών ή να περιμένουν 3 χρόνια για να λάβουν επιστροφή χρημάτων. Ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα που απολαμβάνει ο ΣΕΠ χάρη στην εν λόγω διάταξη είναι ίσο με τους τόκους που προκύπτουν από την επιστροφή του ΦΠΑ για όλες τις δαπάνες πλην αυτών που αφορούν ενσώματα αγαθά (σε σχέση με το επενδυτικό αγαθό), από τη στιγμή που η επιστροφή τέθηκε στη διάθεση του ΣΕΠ, μέχρι τη στιγμή που ο ΣΕΠ θα εδικαιούτο τέτοια επιστροφή, δηλαδή 3 έτη αργότερα ή μέχρι τη στιγμή που ΣΕΠ θα ήταν σε θέση να αντισταθμίσει το πιστωτικό του υπόλοιπο ΦΠΑ (σχετικά με τις εν λόγω δαπάνες) με τον ΦΠΑ επί των εκροών.

(132)

Το γεγονός ότι οι φορολογικές αρχές θα μπορούσαν πιθανώς να εφαρμόσουν διαφορετικά τους κανόνες περί επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ελλείψει αυτού του ορισμού καταδεικνύει ότι ο ορισμός αυτός συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ, το οποίο δεν ισχύει για όλες τις εταιρείες. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι ο νόμος περί ΣΔΙΤ, που εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο στα έργα υποδομών, τροποποιήθηκε προκειμένου να προβλεφθεί το δικαίωμα των ΣΔΙΤ να αξιώνουν την επιστροφή και να αποφεύγουν τη μεταφορά του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ στο επόμενο έτος αποδεικνύει επίσης ότι, βάσει των κανόνων γενικής εφαρμογής, δεν αντιμετωπίζονται όλες οι δαπάνες που σχετίζονται με έργα υποδομής ως «ενιαίο αγαθό επένδυσης» για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ. Η επιστολή του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας προς το Υπουργείο Οικονομικών (111) με την οποία ζητήθηκε από το τελευταίο η έγκριση ρυθμίσεων επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ (112) για τον ΣΕΠ και τον τότε επιτυχόντα διαγωνιζόμενο για τον λιμένα της Θεσσαλονίκης αποδεικνύει ότι οι κανόνες γενικής εφαρμογής που σχετίζονται με την επιστροφή δεν θα ήταν οι ίδιοι. Τελικά, το γεγονός ότι μετά την υπουργική απόφαση του 2013 δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τους κανόνες επιστροφής άσχετα με τον ορισμό του αγαθού επένδυσης αποδεικνύει επίσης ότι εν λόγω ορισμός συνιστούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα προς όφελος του ΣΕΠ κατά χρόνο χορήγησής του.

(133)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η νομολογία από την υπόθεση INZO αναφέρεται στο δικαίωμα παρακράτησης ΦΠΑ για συναλλαγές που υπόκεινται σε ΦΠΑ και σχετίζονται με την οικονομική δραστηριότητα του υπόχρεου, όχι με το δικαίωμα επιστροφής.

—   Σχετικά με τον υπολογισμό τόκων από την 1η ημέρα μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 60 ημερών

(134)

Η υπό εξέταση διάταξη χορηγεί επίσης στον ΣΕΠ το δικαίωμα χρέωσης τόκων για το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ σε βάρος του κράτους, οι οποίοι προκύπτουν αυτομάτως μετά τη λήξη της προθεσμίας των 60 ημερών, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθηθούν οι διαδικαστικές και χρονικές απαιτήσεις που ορίζονται βάσει του πλαισίου γενικής εφαρμογής το οποίο σχετίζεται με την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, συγκεκριμένα νωρίτερα από ό,τι για άλλες εταιρείες και χωρίς να ακολουθηθεί η οδός των διοικητικών δικαστηρίων. Συνεπώς αυτό συνιστά πρόσθετο επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ.

(135)

Το πλεονέκτημα αυτό συνίσταται στους τόκους που μπορεί να ζητήσει ο ΣΕΠ (δυνάμει της παρούσας διάταξης) από το ελληνικό κράτος μετά την παρέλευση 60 ημερών από την κατάθεση της σχετικής φορολογικής δήλωσης (για να ζητήσει την επιστροφή του ΦΠΑ), ενώ οι άλλες εταιρείες σε παρόμοια κατάσταση δεν θα δικαιούται τόκους κατά την ίδια χρονική στιγμή.

(136)

Οι ελληνικές αρχές συμφωνούν με την επιχειρηματολογία που υποστηρίζει ο ΣΕΠ αναφερόμενες στη νομολογία της ΕΕ σχετικά με τον ΦΠΑ (113), που δηλώνει ότι η επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ συνιστά επιστροφή χρημάτων του φορολογουμένου και όχι κρατικών πόρων. Διατείνονται επίσης ότι το χρονικό όριο των 60 ημερών προκύπτει από την αρχή της ουδετερότητας και της ισότητας η οποία βασίζεται στην ενωσιακή νομοθεσία περί ΦΠΑ (114). Όταν το κράτος καθυστερεί να επιστρέψει το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ για διάστημα μεγαλύτερο αυτού που έχει οριστεί ως «λογική χρονική περίοδος», θα πρέπει να απαιτείται να καταβάλλει τόκο υπερημερίας αποζημιώνοντας έτσι τον φορολογούμενο που αξιώνει την εν λόγω επιστροφή. Συνεπώς η εν λόγω καταβολή τόκων υπερημερίας επί του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ δεν συνιστά καταβολή κρατικών πόρων.

(137)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο υπολογισμός τόκων για την καθυστέρηση καταβολής της επιστροφής ΦΠΑ υποδηλώνει καταβολή κρατικών πόρων, όσον αφορά τους πρόσθετους τόκους που θα πρέπει να καταβάλει το κράτος στον ΣΕΠ λόγω της διάταξης αυτής. Στην πράξη, λόγω της διάταξης αυτής, το κράτος θα καταβάλει τόκους αυτομάτως από την επομένη της ημερομηνίας λήψης της περιόδου 60 ημερών και όχι από την ημερομηνία κατά την οποία ο ΣΕΠ θα υποβάλει προσφυγή για το σκοπό αυτό, γεγονός που θα ίσχυε σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες. Εφόσον μόνο ο ΣΕΠ αποκτά αυτό το δικαίωμα αυτομάτως, μολονότι αυτό είναι εφικτό γενικότερα μόνο με την υποβολή προσφυγής, η εν λόγω διάταξη συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ.

(138)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ διατείνονται ότι η εν λόγω διάταξη απλώς δεν επιτρέπει στο κράτος να αποκτήσει οικονομικό πλεονέκτημα σε βάρος του ΣΕΠ. Όταν πρόκειται για συμβάσεις παραχώρησης αυτού του τύπου, η μεγάλη καθυστέρηση στην επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ θα συνιστούσε σημαντική δαπάνη και, ως εκ τούτου, σοβαρό διαρθρωτικό μειονέκτημα για τον ΣΕΠ. Επιπλέον, η πιθανή καταβολή μικρότερων ποσών για τόκους υπερημερίας σε άλλες επιχειρήσεις δεν μειώνει το κόστος που θα επιφορτιζόταν κανονικά ο ΣΕΠ κατά την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Επομένως, ο ΣΕΠ δεν διαθέτει κανένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και δεν αντιμετωπίζεται διαφορετικά από άλλες εταιρείες.

(139)

Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι ο ΣΕΠ βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από άλλες εταιρείες η οποία θα δικαιολογούσε διαφορετική μεταχείριση. Όπως αναφέρθηκε ήδη, το γεγονός ότι ο ΣΕΠ υλοποιεί μια μεγάλη επένδυση δεν συνιστά επιχείρημα σε σχέση με την έννοια της επιλεκτικότητας. Επιπρόσθετα, η αυτόματη καταβολή τόκων στον ΣΕΠ μειώνει τις φυσιολογικές δαπάνες της επιχείρησης και συνεπάγεται για τον ΣΕΠ πλεονέκτημα σε σύγκριση με άλλες εταιρείες.

Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(140)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν υπήρχε ένα στοιχείο επιλεκτικότητας στις διατάξεις που σχετίζονται με την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, αυτό αιτιολογείται με βάση τις βασικές ή κατευθυντήριες αρχές που είναι εγγενείς στο σύστημα του ΦΠΑ, όπως αυτό έχει επιβεβαιωθεί από τα ενωσιακά και ελληνικά δικαστήρια.

(141)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι εν προκειμένω τα μέτρα που ευνοούν τον ΣΕΠ αποδεικνύουν ότι επιφυλάχθηκε ευνοϊκότερη μεταχείριση για τον ΣΕΠ όσον αφορά την επιστροφή ΦΠΑ σε σύγκριση με άλλες εταιρείες που υλοποιούν επενδύσεις και παρακρατούν ΦΠΑ, και αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτιολογείται βάσει της αρχής της ουδετερότητας, πολλώ δε μάλλον της ισότητας του φορολογικού συστήματος ΦΠΑ.

(142)

Συγκεκριμένα, όσον αφορά την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από το βαθμό ολοκλήρωσης του συμβατικού αντικειμένου, αν και θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει δεκτή μια παρέκκλιση λόγω της μεγαλύτερης κατασκευαστικής περιόδου που αναμένεται για τα μεγαλύτερα έργα, η επ' αόριστον διάρκεια της παρέκκλισης αυτής δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνάδει με την αρχή της ισότητας και της ουδετερότητας του συστήματος ΦΠΑ. Συγκεκριμένα, εφόσον βάσει των όρων της σύμβασης παραχώρησης ο ΣΕΠ είχε την υποχρέωση να ολοκληρώσει τον προβλήτα ΙΙ έως 30 Απριλίου 2014 και τον προβλήτα ΙΙΙ έως 31 Οκτωβρίου 2015 το αργότερο, η εν λόγω επ' αόριστον ευελιξία δεν δύναται να εξηγήσει υπό ποιους όρους η συγκρίσιμη και νομική κατάσταση του ΣΕΠ διαφέρει από εκείνη άλλων επιχειρήσεων που υλοποιούν επενδύσεις και λαμβάνουν επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ. Δεδομένων των αρχών του συστήματος ΦΠΑ, βάσει των οποίων θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι εταιρείες δεν επωφελούνται από αδικαιολόγητο πλεονέκτημα βάσει του ισχύοντος συστήματος ΦΠΑ, η εν λόγω ειδική μεταχείριση δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται βάσει της λογικής του συστήματος.

(143)

Σχετικά με τον ευρύ ορισμό της έννοιας του αγαθού επένδυσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η οδηγία για τον ΦΠΑ επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποφασίσουν αφενός εάν οι εταιρείες θα λαμβάνουν επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ή εάν θα μεταφέρουν το υπόλοιπο αυτό στο επόμενο έτος και αφετέρου το πώς θα ορίσουν το «αγαθό επένδυσης» για τους σκοπούς του ΦΠΑ. Επομένως, το ελληνικό κράτος έχει τη διακριτική ευχέρεια να καθορίζει τους κανόνες που θα ισχύουν στον τομέα αυτό και να προσδιορίζει σε ποιες περιπτώσεις και επί ποιας βάσεως θα μπορούσε μια επιχείρηση να αξιώσει επιστροφή. Ωστόσο, ο ευρύς ορισμός της έννοιας του αγαθού επένδυσης, ο οποίος επέτρεψε στον ΣΕΠ να επιτύχει την ευκολότερη και ταχύτερη επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται βάσει της λογικής του συστήματος, εφόσον αυτό θα αντίκειτο στην αρχή της ισότητας που θα πρέπει να ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες υλοποιούν επενδύσεις και όχι μόνο για τον ΣΕΠ.

(144)

Όσον αφορά τον υπολογισμό των τόκων μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 60 ημερών, η Επιτροπή θεωρεί ότι ούτε ο υπολογισμός αυτός είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται βάσει της λογικής του ελληνικού συστήματος ΦΠΑ. Η γενική αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή τόκων σε περίπτωση καθυστερημένης επιστροφής ΦΠΑ, προκειμένου να υποχρεωθεί το κράτος να μην μεταφέρει το βάρος του συστήματος ΦΠΑ στον φορολογούμενο. Οι σχετικές ελληνικές διατάξεις έχουν ερμηνευτεί από τα ελληνικά δικαστήρια με τρόπο που διασφαλίζει ότι όλοι οι φορολογούμενοι δεν θα υφίστανται τις συνέπειες της πιθανής αδράνειας του κράτους. Η ερμηνεία έγινε ανεξαρτήτως των ποσών που οφείλει να επιστρέψει το κράτος στον φορολογούμενο. Συνεπώς το πλεονέκτημα που αποκομίζει ο ΣΕΠ από την υπό εξέταση διάταξη, η οποία υποτίθεται ότι ασκεί πρόσθετη πίεση στο ελληνικό κράτος σε περίπτωση μη έγκαιρης επιστροφής του ΦΠΑ, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί δικαιολογημένη λόγω των αυξημένων δαπανών της επένδυσης του ΣΕΠ.

(145)

Ως εκ τούτου η Επιτροπή κρίνει ότι τα προαναφερθέντα μέτρα που αφορούν τις προϋποθέσεις επιστροφής ΦΠΑ συνεπάγονται επιλεκτικό πλεονέκτημα προς όφελος του ΣΕΠ.

5.3.3.   Μεταφορά ζημιών χωρίς χρονικό περιορισμό — Φόρος εισοδήματος (άρθρο 2 παράγραφος 5 του νόμου 3755/2009)

Σύστημα αναφοράς

(146)

Σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο εφαρμογής (115), για σκοπούς υπολογισμού του φόρου εισοδήματος, οι ζημιές ενός έτους για εμπορικές δραστηριότητες και δραστηριότητες ελεύθερου επαγγέλματος μπορούν να μεταφερθούν για μέγιστο διάστημα 5 ετών. Ο ΚΦΕ δεν προβλέπει καμία εξαίρεση από αυτό τον κανόνα.

Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

(147)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του νόμου 3755/2009, ο ΣΕΠ μπορεί να μεταφέρει τις ζημιές του χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό. Το μέτρο αυτό παρέχει σαφές επιλεκτικό πλεονέκτημα στον ΣΕΠ, διότι παρεκκλίνει από τον κανόνα γενικής εφαρμογής, για τον οποίο δεν προβλέπονται εξαιρέσεις σύμφωνα με τον ΚΦΕ. Λόγω αυτής της διάταξης, ο ΣΕΠ μπορεί να μεταφέρει τις ζημιές του στην πλέον συμφέρουσα για τον ίδιο χρονική στιγμή, και κυρίως όταν θα μεταβληθεί η ισορροπία ανάμεσα στο κόστος της επένδυσής του και το φορολογητέο εισόδημά του, δηλαδή όταν θα έχει μεγάλα κέρδη, ώστε να αποφύγει να πληρώσει φόρους τους οποίους κανονικά θα πλήρωνε εάν δεν απολάμβανε το όφελος αυτής της απαλλαγής.

(148)

Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή παρέχει στον ΣΕΠ πλεονέκτημα το οποίο ισούται με τη διαφορά μεταξύ του φόρου εισοδήματος που καταβάλλει πραγματικά και του φόρου εταιρειών που θα είχε καταβάλει αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να μεταφέρει σε επόμενη χρήση τις ζημίες του για περισσότερα από 5 έτη από την εμφάνιση των εν λόγω ζημιών.

(149)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ ισχυρίζονται επίσης ότι το δικαίωμα μεταφοράς των ζημιών κατά τη διάρκεια της παραχώρησης εν προκειμένω κρίθηκε κατάλληλο ως εφαρμογή της αρχής της εξισορρόπησης εσόδων-εξόδων. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές και τον ΣΕΠ, αυτή είναι μια από τις βασικές αρχές του ΚΦΕ και έχει εφαρμοστεί ως τέτοια στο γενικό σύστημα του οποίου το άρθρο 2 παράγραφος 5 αποτελεί μέρος και το οποίο κρίνουν ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ως το σύστημα αναφοράς.

(150)

Διατείνονται επίσης ότι κατά την κατασκευή και λειτουργία δημόσιων επενδύσεων, παρατηρείται αυξημένη ανισορροπία μεταξύ της αρχικής περιόδου κατασκευής της υποδομής και των επόμενων σταδίων λειτουργίας της υποδομής αυτής κατά τα οποία αναμένεται ότι η υποδομή θα αποδώσει κέρδη καλύπτοντας έτσι τις αρχικές ζημιές. Εφόσον οι επενδύσεις που απαιτούνται αρχικά συνεπάγονται σημαντικές ζημιές για περίοδο άνω των 5 ετών, οι οποίες είναι δυνατόν να καλυφθούν μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο της περιόδου παραχώρησης, ο πενταετής περιορισμός θα αποστερούσε από τον παραχωρησιούχο το όφελος που προκύπτει από τον κανόνα για τη μεταφορά των φορολογικών ζημιών. Ως προς αυτό, οι επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες για μεγάλα έργα υποδομής βρίσκονται σε διαφορετική θέση σε σχέση με τις συνήθεις επιχειρήσεις.

(151)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή η παρέκκλιση από το γενικό κανόνα δεν δύναται να θεωρηθεί εγγενής στη λογική του ελληνικού φορολογικού συστήματος. Εφόσον ο κανόνας που επιτρέπει τη μεταφορά των φορολογικών ζημιών εις νέον για περίοδο 5 ετών είναι γενικός και δεν επιτρέπει διαφοροποιήσεις, η μεταφορά εις νέον χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται για έργα υποδομών του δημόσιου τομέα. Ο δεκαετής περιορισμός που ισχύει επί του παρόντος για τις ΣΔΙΤ ενισχύει το συμπέρασμα ότι η επ' αόριστον προθεσμία που προβλέπεται για τον ΣΕΠ συνιστά σαφές επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον τελευταίο. Τελικά η Επιτροπή θεωρεί ότι όλες οι επιχειρήσεις που υλοποιούν επενδύσεις των οποίων η ολοκλήρωση διαρκεί αρκετά έτη βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση με τον ΣΕΠ και άλλους παραχωρησιούχους στην Ελλάδα, δεδομένων των στόχων του γενικού κώδικα φορολογίας εισοδήματος. Εφόσον το ελληνικό φορολογικό σύστημα δεν επιτρέπει διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη διάρκεια των επενδύσεων, αλλά ορίζει τον εν λόγω γενικό κανόνα των 5 ετών για όλους, ο ΣΕΠ δεν δύναται να θεωρηθεί ότι διαφοροποιείται από άλλες εταιρείες όσον αφορά τον κανόνα αυτόν. Όπως αναφέρεται στο σημείο 107, ένα μέτρο που ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες για μεγάλα έργα υποδομής είναι επιλεκτικό διότι αφορά μόνο μία περιορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων.

Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(152)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι α) ο «επιδιωκόμενος στόχος» του μέτρου αυτού θα πρέπει να είναι αυτός που επιδιώκεται με την παρεκκλίνουσα διάταξη· β) η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στην εφαρμογή της γενικής αρχής του φορολογικού συστήματος περί εξισορρόπησης εσόδων-εξόδων στα ειδικά χαρακτηριστικά των παραχωρήσεων· γ) η εφαρμογή της εν λόγω αρχής στα έργα αυτά δεν ισοδυναμεί με εξάλειψη του κινδύνου που αναλαμβάνει ο παραχωρησιούχος, αλλά αποσκοπεί να διασφαλίσει ίση μεταχείριση και εξάλειψη του «διαρθρωτικού μειονεκτήματος» των έργων αυτών· δ) η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται με συνέπεια σε όλα τα μεγάλα έργα υποδομών του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα· ε) η πιθανότητα μεταφοράς ζημιών κατά τη διάρκεια της παραχώρησης συνιστά τον κατάλληλο μηχανισμό για την αντιμετώπιση των ειδικών χαρακτηριστικών των παραχωρήσεων αυτών και της αντικειμενικής διαφοράς μεταξύ του παραχωρησιούχου και άλλων εμπορικών επιχειρήσεων.

(153)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο στόχος του φορολογικού συστήματος πρέπει να οριστεί στο επίπεδο του συστήματος αναφοράς και όχι στο επίπεδο του μέτρου εξαίρεσης (116). Εάν το μέτρο αυτό καθαυτό συνιστούσε το σύστημα αναφοράς, τότε όλα τα φορολογικά μέτρα δεν θα ταξινομούνταν ως κρατική ενίσχυση άσχετα με το πόσο εξαιρετικά θα μπορούσαν να είναι. Ο στόχος του συστήματος φορολογίας εισοδήματος εταιρειών είναι να δημιουργήσει έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισμό, και ο στόχος αυτός θα ετίθετο σε κίνδυνο εάν επιτρεπόταν σε συγκεκριμένες εταιρείες να μειώνουν τη φορολογητέα τους βάση όταν το κρίνουν κατάλληλο, σύμφωνα με τα οικονομικά τους συμφέροντα. Επιπροσθέτως, τα υψηλά ποσά των επενδύσεων που απαιτούνται για τα μεγάλα έργα υποδομών δεν συνεπάγονται ότι οι εταιρείες που τα αναλαμβάνουν αντιμετωπίζουν διαρθρωτικό μειονέκτημα το οποίο πρέπει να διορθωθεί διά του συστήματος φορολογίας εισοδήματος. Όλες οι εταιρείες που υλοποιούν επενδύσεις καταγράφουν ζημιές κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών κατασκευής της επένδυσής τους και ενδέχεται να μην καταγράφουν έσοδα εντός της πενταετούς περιόδου που προβλέπει ο ΚΦΕ. Η αιτιολόγηση αυτή δεν θα προέκυπτε επ' ουδενί από τις αρχές του ελληνικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος. Επιπλέον, το γεγονός ότι έχει εφαρμοστεί παρόμοια διάταξη για ορισμένα μεγάλα έργα υποδομών στην Ελλάδα δεν σημαίνει ότι το μέτρο είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί για τον ΣΕΠ. Τελικά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εικαζόμενα ειδικά χαρακτηριστικά των μεγάλων παραχωρήσεων συνιστούν βάσιμο στόχο των κανόνων γενικής εφαρμογής που σχετίζονται με τη μεταφορά φορολογικών ζημιών εις νέον, όπως εξηγήθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 100 ανωτέρω. Συνεπώς οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ δεν απέδειξαν ότι, δεδομένων των αρχών του ελληνικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος, δύναται να δικαιολογηθεί η διαφοροποίηση προς όφελος του ΣΕΠ.

(154)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το υπό εξέταση επιλεκτικό μέτρο δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί με βάση τη λογική του ελληνικού συστήματος αναφοράς που περιγράφεται ανωτέρω.

5.3.4.   Επιλογή μεταξύ τριών μεθόδων απόσβεσης

Σύστημα αναφοράς

(155)

Το ΚΦΕ προβλέπει ότι ο γενικός κανόνας για την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού είναι η «μέθοδος της σταθερής απόσβεσης» (117)  (118). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 299/2003 (119), οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να αποσβένουν τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού τους με τους συντελεστές απόσβεσης που ορίζονται σε αυτό το διάταγμα, ανεξάρτητα από το αν σημειώνουν κέρδη ή ζημιές κατά την περίοδο απόσβεσης. Κατά συνέπεια, εάν η απόσβεση πραγματοποιείται με συντελεστές μεγαλύτερους από αυτούς που προβλέπει το προεδρικό διάταγμα, αυτοί οι συντελεστές δεν λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς.

(156)

Ειδικά όσον αφορά τις συμβάσεις παραχώρησης, αποθεματικά για την αποκατάσταση του ενεργητικού που, με βάση σύμβαση, θα περιέλθει μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε τρίτους (120) εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα (121). Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 100/2005 (122), τα αποθεματικά για την αποκατάσταση ενεργητικού που θα επιστραφούν στο δημόσιο ή σε τρίτους χωρίς αποζημίωση, δημιουργούνται κάθε έτος και επί όσα έτη διαρκεί η παραχώρηση του έργου. Το αποθεματικό αυτό αφαιρείται από τα ακαθάριστα έσοδα και δεν υπολογίζεται στα κέρδη της επιχείρησης. Η επιχείρηση δεν μπορεί να υπολογίζει τις αποσβέσεις με βάση το προεδρικό διάταγμα 299/2003, το οποίο έχει γενική εφαρμογή, λόγω αυτής της ειδικής αυτής διάταξης, αλλά και επειδή το έργο που κατασκευάζεται από την επιχείρηση για εκμετάλλευση δεν ανήκει στην επιχείρηση αλλά στο δημόσιο ή σε τρίτο. Η εν λόγω έκπτωση υπολογίζεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη κερδών.

(157)

Τέλος η απόσβεση δαπανών που συνδέονται με βελτιώσεις και προσθήκες σε μισθωμένα ακίνητα πραγματοποιείται σε ίσες δόσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου μίσθωσης, υπό τον όρο ότι ο εφαρμοστέος συντελεστής απόσβεσης δεν είναι κατώτερος από τον συντελεστή που προβλέπει το προεδρικό διάταγμα 299/2003 (123).

(158)

Συνεπώς το γενικό σύστημα αναφοράς σε σχέση με το εν λόγω μέτρο είναι η μέθοδος σταθερής απόσβεσης, η οποία εφαρμόζεται γενικώς, για ολόκληρη την περίοδο παραχώρησης, που είναι η χρονική περίοδος η οποία καθορίζεται για συμβάσεις βάσει των οποίων το αποσβεσθέν στοιχείο ενεργητικού πρόκειται να επιστραφεί στο δημόσιο ή σε τρίτο.

(159)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις περί απόσβεσης διασφαλίζουν την ευελιξία επιλογής εναλλακτικών μεθόδων και συντελεστών απόσβεσης, επιτρέποντας έτσι τη δέουσα αντιμετώπιση διαφορετικών συνθηκών. Δεδομένης αυτής της προοπτικής, παραπέμπουν στη δυνατότητα των βιομηχανικών, μεταλλευτικών, λατομικών και μεικτών επιχειρήσεων του είδους αυτού να αποφασίζουν τη χρήση της μεθόδου σταθερής απόσβεσης ή της φθίνουσας μεθόδου απόσβεσης. Κατά την άποψή τους, η επιλογή της μεθόδου απόσβεσης, όπως επίσης η επιλογή των συντελεστών απόσβεσης, τελεί υπό τη διακριτική ευχέρεια των φορολογούμενων. Σύμφωνα με τις δύο αυτές μεθόδους και αντανακλώντας την αρχή της ευελιξίας όσον αφορά το θέμα αυτό, παραπέμπουν στη δυνατότητα που έχουν οι ΣΔΙΤ να επιλέξουν μεταξύ της μεθόδου της σταθερής απόσβεσης για ολόκληρη τη διάρκεια του έργου και της μεθόδου της σταθερής απόσβεσης εντός 10 ετών με δυνατότητα επιλογής μεγαλύτερης περιόδου απόσβεσης εντός ενός μηνός από την ολοκλήρωση του έργου (124). Τελικά, επαναλαμβάνουν το επιχείρημα που παρατέθηκε πριν από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας, επισημαίνοντας ότι η ευελιξία του συστήματος καταδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι και άλλες εταιρείες που αναλαμβάνουν παραχωρήσεις για μεγάλα έργα υποδομών στην Ελλάδα έχουν το περιθώριο επιλογής μεταξύ διάφορων μεθόδων απόσβεσης.

(160)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η δυνατότητα που έχουν οι βιομηχανικές, μεταλλευτικές, λατομικές και μεικτές επιχειρήσεις του είδους αυτού να επιλέξουν μεταξύ δύο μεθόδων απόσβεσης δεν θα ίσχυε για τον ΣΕΠ εφόσον η δυνατότητα αυτή δεν κάλυπτε συμβάσεις μέσω των οποίων το στοιχείο ενεργητικού επιστρέφεται στο δημόσιο ή σε τρίτους κατά τη λήξη της σύμβασης.

(161)

Επιπλέον, το γεγονός ότι και άλλες εταιρείες θα μπορούσαν να έχουν επωφεληθεί από παρόμοια πλεονεκτήματα δεν σημαίνει ότι τα εν λόγω πλεονεκτήματα συνιστούν σύστημα αναφοράς. Ειδικότερα, το γεγονός ότι άλλες εταιρείες στις οποίες έχουν ανατεθεί συμβάσεις παραχώρησης μεγάλων δημόσιων έργων υποδομής στην Ελλάδα έχουν την επιλογή μεταξύ διαφορετικών μεθόδων απόσβεσης δείχνει μόνο ότι η δυνατότητα αυτή περιορίζεται σε μια κατηγορία εταιρειών, εκείνων που εκτελούν μεγάλα δημόσια έργα υποδομής.

(162)

Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι το σύστημα αναφοράς για το μέτρο αυτό είναι εκείνο που ορίζεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 155 έως 156.

Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

(163)

Το άρθρο 2 παράγραφος 6 του υπό εξέταση νόμου δίνει στον ΣΕΠ το περιθώριο επιλογής μεταξύ 3 διαφορετικών μεθόδων απόσβεσης:

α)

της μεθόδου σταθερής απόσβεσης καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου παραχώρησης·

β)

της απόσβεσης του κόστους κατασκευής των έργων εντός 10 ετών από την ολοκλήρωση των έργων σε ετήσιες ίσες δόσεις (125). Σε περίπτωση που ο ΣΕΠ επιθυμήσει να αποσβέσει τέτοια κόστη σε μεγαλύτερο διάστημα, μπορεί να το πράξει, αλλά οφείλει να το κοινοποιήσει στη φορολογική αρχή εντός ενός μηνός από το τέλος της χρήσης στην οποία ολοκληρώθηκε το έργο·

γ)

της απόσβεσης οποιουδήποτε ποσού έως το 100 % του κόστους κατασκευής του έργου εντός 5 ετών από την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης του έργου (126). Για όλα τα επόμενα έτη, μπορεί να αποσβέσει έως 50 % του μη αποσβεσθέντος κόστους της κατασκευής των έργων που έχουν αποπερατωθεί, ανεξάρτητα από τον χρόνο ολοκλήρωσής τους. Εάν ο ΣΕΠ θελήσει να χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο, οφείλει να δηλώσει την πρόθεσή του στην αρμόδια φορολογική αρχή εντός 6 ετών από την έναρξη της παραχώρησης.

(164)

Έχει δοθεί στον ΣΕΠ η δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα στη γενικής εφαρμογής μέθοδο της σταθερής απόσβεσης και σε δύο άλλες μεθόδους απόσβεσης που είναι διαθέσιμες για μερικά από τα μεγάλα έργα υποδομών στην Ελλάδα. Η εν λόγω διάταξη δίνει στον ΣΕΠ το δικαίωμα επιλογής μεθόδων απόσβεσης, το οποίο δύναται να συνεπάγεται πλεονέκτημα σε σύγκριση με το γενικό σύστημα. Για παράδειγμα, εάν ο ΣΕΠ επιλέξει μία από τις δύο ταχύτερες μεθόδους απόσβεσης, θα είναι επίσης σε θέση να μειώσει τη φορολογητέα του βάση περισσότερο και νωρίτερα από ό,τι θα ίσχυε εάν εφάρμοζε τη μέθοδο της σταθερής απόσβεσης. Επιπροσθέτως, η διακριτική ευχέρεια που του παρέχεται να επιλέξει την 3η μέθοδο απόσβεσης εντός 6 ετών από την έναρξη της παραχώρησης, στην πράξη σημαίνει ότι ο ΣΕΠ δύναται αν επιλέξει τον τρόπο και το ύψος μείωσης της φορολογητέας του βάσης σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν θα είναι σε θέση να υπολογίσει τα φορολογητέα του έσοδα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Επομένως, ανάλογα με τα τότε έσοδά του, δύναται να επωφεληθεί από το πλεονέκτημα μείωσης των φορολογητέων κερδών και να καταβάλει μειωμένους φόρους σε σύγκριση με εκείνους που θα κατέβαλε εάν προέβαινε σε απόσβεση όλων των στοιχείων του ενεργητικού του σύμφωνα με τους κανόνες γενικής εφαρμογής.

(165)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι η επιλογή της μεθόδου απόσβεσης δεν δύναται να συνιστά πλεονέκτημα εφόσον το όφελος της φορολογικής έκπτωσης εξακολουθεί να συνίσταται στο σύνολο των δαπανών απόσβεσης και το μόνο που διαφέρει είναι ο αριθμός των ετών κατά τα οποία διαρκεί η απόσβεση αυτή.

(166)

Η Επιτροπή επισημαίνει ως προς αυτό ότι η πλήρης απόσβεση ενός στοιχείου ενεργητικού κατά τη διάρκεια μικρότερης ή μεγαλύτερης χρονικής περιόδου μπορεί να καταλήξει σε διαφοροποίηση του οικονομικού αποτελέσματος και της φορολογητέας κατάστασης της επιχείρησης σε δεδομένη χρονική περίοδο και, ως εκ τούτου, να δημιουργήσει όφελος. Για παράδειγμα, εάν μια εταιρεία αποσβέσει το σύνολο της αξίας ενός στοιχείου ενεργητικού κατά τη διάρκεια 10ετούς περιόδου, και όχι 35ετούς περιόδου, θα είναι σε θέση να μειώσει τη φορολογητέα της βάση νωρίτερα. Η αξία των αποσβεσθεισών δαπανών που θα ληφθούν υπόψη στην πρώτη περίπτωση θα είναι υψηλότερη από την αξία των αντίστοιχων αποσβεσθεισών δαπανών σε περίπτωση μεγαλύτερης σχετικής περιόδου. Συνεπώς η Επιτροπή θεωρεί ότι η φορολογική έκπτωση όντως εξακολουθεί να αφορά το σύνολο του κόστους απόσβεσης, αλλά ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιείται αυτό το κόστος απόσβεσης για φορολογικούς σκοπούς ενδέχεται να καταλήξει σε πρόσθετο πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ που δεν διαθέτουν οι υπόλοιπες επιχειρήσεις.

(167)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ ανέφεραν ότι η ευελιξία που είναι εγγενής στους κανόνες περί απόσβεσης στην Ελλάδα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλο το εύρος των επιλογών προκειμένου να επιτρέπει τη δέουσα αντιμετώπιση διαφορετικών περιπτώσεων δημόσιων έργων υποδομής, διασφαλίζοντας παράλληλα την πλήρη απόσβεση του κόστους των στοιχείων ενεργητικού.

(168)

Όμως, ο κανόνας γενικής εφαρμογής της μεθόδου σταθερής απόσβεσης για συμβάσεις παραχώρησης, δηλαδή για εταιρείες που βρίσκονται στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση, προβλέπεται σαφώς στον νόμο και η «ευελιξία» που συνδέεται με το εύρος των συντελεστών απόσβεσης δεν εφαρμόζεται γενικά σε δαπάνες συμβάσεων παραχώρησης, αλλά σε άλλους τύπους επενδυτικών δαπανών.

(169)

Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ακόμη ότι η Επιτροπή, στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, παρερμήνευσε την πρόσθετη ευελιξία που χορηγήθηκε στον ΣΕΠ, η οποία δεν συνεπάγεται αυτομάτως και απαραιτήτως πλεονέκτημα. Οι παράμετροι της κάθε διαθέσιμης μεθόδου απόσβεσης, ιδίως δε το εύρος των συντελεστών απόσβεσης σε κάθε μέθοδο, σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη δέσμη συνθηκών (127), συνεπάγονται ότι, καταρχήν, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι οποιαδήποτε από τις εναλλακτικές μεθόδους και αν χρησιμοποιηθεί, μπορεί να καταλήξει σε παρόμοιο αποτέλεσμα. Επιπλέον, το γεγονός και μόνο ότι μια επιχείρηση διαθέτει περισσότερες εναλλακτικές λύσεις από μια άλλη δεν συνεπάγεται αυτόματα τη δημιουργία πλεονεκτήματος. Η ύπαρξη ή μη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος θα μπορούσε να καθοριστεί βάσει αξιολόγησης των ανταγωνιστικών συνθηκών και των διάφορων αποτελεσμάτων που θα προέκυπταν υπό συγκεκριμένες περιστάσεις από την εφαρμογή των εναλλακτικών μεθόδων απόσβεσης σε κάθε ανταγωνιστή.

(170)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το σκεπτικό της που παρουσιάζεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας (128) ως προς αυτό επιβεβαιώνεται στην ουσία από την ως άνω επιχειρηματολογία. Εφόσον κάθε μέθοδος απόσβεσης περιλαμβάνει διαφορετικές παραμέτρους που πρέπει να εξεταστούν προκειμένου να επιλεγεί η πλεονεκτικότερη, βάσει της διάταξης αυτής, ο ΣΕΠ έχει το ελεύθερο να κάνει τους υπολογισμούς του και να επιλέξει μεταξύ των διάφορων μεθόδων απόσβεσης εκείνη που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά του. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι μπορεί ακόμη και εντός 6 ετών από την έναρξη του έργου να αποφασίσει να αλλάξει την εφαρμοστέα μέθοδο απόσβεσης, τα περιθώρια ελευθερίας του είναι πιο μεγάλα από εκείνα που διαθέτει ένας κανονικός φορέας (129). Επιπροσθέτως, εφόσον ο ΣΕΠ μπορεί να διαλέξει τη μέθοδο απόσβεσης που θεωρεί κατάλληλη, εν αντιθέσει με άλλες επιχειρήσεις που μπορούν να εφαρμόσουν μόνο τους κανόνες που ισχύουν κανονικά για τις παραχωρήσεις, είναι βέβαιο ότι διαθέτει επιλεκτικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με αυτές τις επιχειρήσεις. Είναι άσχετη ως προς αυτό η εξέταση των ανταγωνιστικών συνθηκών και των διάφορων αποτελεσμάτων που θα μπορούσαν να προκύψουν για τους διάφορους ανταγωνιστές υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, οπότε αυτό δεν είναι το αντικείμενο έναντι του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί η συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση του ΣΕΠ.

(171)

Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές εμμένουν στην αρχική επιχειρηματολογία τους σχετικά με τους κανόνες περί απόσβεσης που ισχύουν για τον ΟΛΠ και τον λιμένα της Θεσσαλονίκης (130), τους άλλους δύο μεγάλους λιμένες της Ελλάδας, και επιμένουν στη γνώμη τους ότι η υπό εξέταση διάταξη αποτρέπει τη δυσμενέστερη μεταχείριση του ΣΕΠ έναντι των δύο αυτών φορέων εκμετάλλευσης λιμένων.

(172)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τότε συγκεκριμένοι συντελεστές απόσβεσης για τον ΟΛΠ και τον λιμένα της Θεσσαλονίκης δεν συνεπάγεται ότι ο ΣΕΠ θα μπορούσε να δικαιούται ειδικής μεταχείρισης, ούτε ότι η συγκεκριμένη μεταχείριση ήταν δικαιολογημένη. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η υπό εξέταση διάταξη συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ.

(173)

Το εν λόγω πλεονέκτημα συνίσταται στη δυνατότητα του ΣΕΠ να επιλέγει μεταξύ 3 μεθόδων απόσβεσης και ισούται με τη διαφορά μεταξύ του φόρου εισοδήματος που, θα έπρεπε να καταβάλει ο ΣΕΠ εάν εφαρμοζόταν η μέθοδος της σταθερής απόσβεσης και του φόρος εισοδήματος που κατέβαλε τελικά με την εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου απόσβεσης.

Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(174)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι α) η επιλογή εναλλακτικών μεθόδων απόσβεσης αποτελεί μέρος του γενικότερου συστήματος που εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την υλοποίηση έργων επενδύσεων του δημόσιου τομέα σε όλους τους κλάδους της οικονομίας· β) δεν υφίσταται διάκριση εφόσον οι παραχωρησιούχοι μεγάλων έργων υποδομών βρίσκονται σε διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση από εκείνους που εμπλέκονται σε άλλες δραστηριότητες· γ) η διάταξη συνάδει με το στόχο της και είναι διαθέσιμη σε όλες τις επιχειρήσεις· δ) οι συναφείς παράμετροι είναι ο επιδιωκόμενος στόχος, ο επιλεχθείς μηχανισμός και η αρχή της ευελιξίας στο γενικό σύστημα απόσβεσης στοιχείων ενεργητικού· ε) ελλείψει της εν λόγω διάταξης, θα υφίστατο ανασφάλεια δικαίου εφόσον υπάρχουν δύο ειδών στοιχεία ενεργητικού για τα οποία δεν υπάρχουν διαθέσιμοι συντελεστές απόσβεσης· στ) η ουσία της διάταξης αυτής είναι η διασφάλιση αυξημένης ευελιξίας για την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού που δεν καλύπτονται από τους συνήθεις συντελεστές, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των παραχωρήσεων δημόσιων υποδομών· ζ) εφόσον ο μηχανισμός αυτός εφαρμόζεται συστηματικά σε όλες τις παραχωρήσεις δημόσιων υποδομών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, συνάδει με τη σχετική αρχή της ευελιξίας του συστήματος απόσβεσης· η) ο μηχανισμός αυτός είναι δικαιολογημένος και αναλογικός εφόσον εφαρμόζει την αρχή της ευελιξίας και δεν υπάρχει καταλληλότερη εναλλακτική λύση για τη διασφάλιση τέτοιας ευελιξίας στην απόσβεση δεδομένου ότι οι περιστάσεις που αντιμετωπίζει κάθε επιχείρηση κατά τον χρόνο κατά τον οποίο επιλέγει τη μέθοδο απόσβεσης που θα χρησιμοποιήσει δεν είναι γνωστές εκ των προτέρων· θ) ο ΣΕΠ δεν έχει ειδική διακριτική ευχέρεια άλλη εκτός εκείνης που δικαιολογείται βάσει της γενικής αρχής της ευελιξίας.

(175)

Κατ' αρχάς η Επιτροπή επιθυμεί να υπενθυμίσει ότι, κατά πάγια νομολογία, το κράτος μέλος οφείλει να αιτιολογεί τα επιλεκτικά μέτρα (131). Η επιχειρηματολογία που παρέθεσαν οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος δεν προσδιορίζει πώς είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ένα μέτρο που παρέχει διακριτική ευχέρεια στον δικαιούχο δύναται να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται από τη λογική του φορολογικού συστήματος. Επομένως, εμμένει στα προκαταρκτικά συμπεράσματά της, όπως παρουσιάστηκαν στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, ότι δηλαδή το μέτρο αυτό δεν δύναται να δικαιολογηθεί από τη φύση και το γενικότερο χαρακτήρα του συστήματος.

(176)

Επιπροσθέτως, επισημαίνει ότι η ευελιξία που παρέχει στον δικαιούχο πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς την απόσβεση των στοιχείων του ενεργητικού του δεν δύναται να θεωρηθεί ως υποκείμενη αρχή του φορολογικού συστήματος που μπορεί να δικαιολογήσει το μέτρο αυτό. Στην ουσία με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε τελικά να θεωρηθεί ότι το ίδιο το μέτρο συνιστά το γενικό σύστημα και ότι οι μηχανισμοί του συνιστούν το στόχο βάσει του οποίου μπορεί να αιτιολογηθεί το μέτρο αυτό. Εάν ίσχυε αυτό το σκεπτικό, τότε κάθε φορολογικό μέτρο που λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια θα μπορούσε να αποφύγει τον χαρακτηρισμό της κρατικής ενίσχυσης. Επιπλέον η συνολική επιχειρηματολογία που παρατέθηκε σε σχέση με το γεγονός ότι ισχύουν παρόμοιοι κανόνες και για άλλες συμβάσεις παραχώρησης δημόσιων υποδομών στην Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δικαιολογεί το μέτρο αυτό (132). Ως εκ τούτου, το εν λόγω μέτρο συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη λογική και το γενικότερο χαρακτήρα του συστήματος.

5.3.5.   Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου επί συμβάσεων δανείων που συνάπτονται για τη χρηματοδότηση του επενδυτικού προγράμματος καθώς και των παρεπόμενων αυτών συμφώνων (άρθρο 2 παράγραφος 8)

Σύστημα αναφοράς

(177)

Σύμφωνα με τη γενικά ισχύουσα νομοθεσία, επιβάλλονται τέλη χαρτοσήμου στο γραπτό έντυπο διαφόρων πράξεων αστικού και εμπορικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων κατά συνέπεια των δανειακών συμβάσεων, των πιστωτικών συμβάσεων και των παρεπόμενων σύμφωνων τους. Σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα για τα τέλη χαρτοσήμου (133), τα τέλη χαρτοσήμου εισπράττονται για ένα συγκεκριμένο έγγραφο που θεσπίζει εγγράφως μια πράξη. Το τέλος χαρτοσήμου επιβάλλεται στην ίδια την πράξη. Συνεπώς, εναπόκειται στους συμβαλλόμενους να συμφωνήσουν ποιος από τους δύο θα το πληρώσει. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι, για τις δανειακές και πιστωτικές συμβάσεις και τα παρεπόμενα σύμφωνα, ο δανειολήπτης οφείλει κατά κύριο λόγο να καταβάλει τα σχετικά τέλη χαρτοσήμου, εφόσον ο πιστωτής έχει τη δυνατότητα να του επιβάλει αυτή την επιβάρυνση. Η εισαγωγή του ΦΠΑ ως γενικής φορολογικής δαπάνης με τον νόμο 1642/1986 στην ελληνική έννομη τάξη είχε ως επακόλουθο να αντικατασταθούν διάφορα τέλη χαρτοσήμου και φόροι κύκλου εργασιών με τον ΦΠΑ (134).

(178)

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου 1676/1986 και το άρθρο 36 του νόμου 3220/2004, απαλλάσσονται από τέλος χαρτοσήμου οι δανειακές και πιστωτικές συμβάσεις, καθώς και τα παρεπόμενα σύμφωνά τους που χορηγούνται από ελληνικές τράπεζες και αλλοδαπές τράπεζες οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα ή διατηρούν σύνδεσμο με την Ελλάδα, δηλαδή αυτές που συνάπτονται ή/και εκτελούνται στην Ελλάδα, που δημιουργούν υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να εκτελεστούν στην Ελλάδα, που περιλαμβάνουν εγγυήσεις στην Ελλάδα (αρχή της εδαφικότητας) (135). Συνεπώς, σύμφωνα με τον ισχύοντα κώδικα για το τέλος χαρτοσήμου, τα δάνεια που χορηγούνται σε επιχειρήσεις εκτός από τράπεζες υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου (136) εκτός εάν δεν συνδέονται με την Ελλάδα ή εκδίδονται ως ομολογιακά δάνεια. Τα δάνεια που μεταβιβάζονται μεταξύ επιχειρήσεων εκτός των τραπεζών υπόκεινται και αυτά σε τέλος χαρτοσήμου (137), εάν το κυρίως δάνειο υπόκειτο αρχικά σε τέλος χαρτοσήμου.

(179)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η νομοθεσία για το τέλος χαρτοσήμου περιλαμβάνει αρκετές απαλλαγές, ιδίως μετά την εισαγωγή του συστήματος του ΦΠΑ ή/και την αντικατάσταση του τέλους χαρτοσήμου με άλλες χρεώσεις ή φόρους. Ωστόσο, το πλαίσιο γενικής εφαρμογής για το μέτρο αυτό παραμένει το ελληνικό σύστημα του τέλους χαρτοσήμου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έγκρισης της υπό εξέταση διάταξης. Η ύπαρξη απαλλαγών στο σύστημα αυτό δεν συνεπάγεται τη μη ύπαρξη του συστήματος του τέλους χαρτοσήμου, αλλά ότι κάθε απαλλαγή (138) θα πρέπει να εκτιμάται επί της ουσίας.

Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

(180)

Καθόσον, σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο εφαρμογής, οι δανειακές και πιστωτικές συμβάσεις και τα παρεπόμενα σύμφωνά τους με εταιρείες εκτός από τράπεζες που συνάπτονται και εκτελούνται στην Ελλάδα ή συνδέονται με την Ελλάδα (139) υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου, ο ΣΕΠ θα έπρεπε φυσιολογικά να καταβάλει τέλη χαρτοσήμου για πράξεις αυτού του τύπου. Εντούτοις, με βάση την εξεταζόμενη διάταξη, ο ΣΕΠ έχει απαλλαγεί από τα τέλη χαρτοσήμου τα οποία θα έπρεπε κανονικά να καταβάλλει για πράξεις αυτού του τύπου. Ο ΣΕΠ έχει απαλλαγεί από τα τέλη χαρτοσήμου τα οποία θα έπρεπε κανονικά να καταβάλλει για δάνεια που συνάπτει με κάθε είδους επιχειρήσεις εκτός από τράπεζες, ιδίως δε με τη μητρική εταιρεία, την Cosco (140).

(181)

Με αυτόν τον τρόπο, ο ΣΕΠ απολαμβάνει επιλεκτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση. Το πλεονέκτημα αυτό ισούται με το τέλος χαρτοσήμου που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλει ο ΣΕΠ σύμφωνα με τους γενικώς ισχύοντες κανόνες.

(182)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ δεν αμφισβητούν ότι οι εν λόγω δανειακές πράξεις απαλλάσσονται από την καταβολή του τέλους χαρτοσήμου που θα οφειλόταν κανονικά. Υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι η απαλλαγή αυτή παρέχει στον ΣΕΠ μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά τη χρηματοδότηση που απαιτείται για την εκτέλεση των υποχρεώσεων παραχώρησης χωρίς κανένα πρόσθετο κόστος, σε περίπτωση που κριθεί αναγκαία η ύπαρξη ευελιξίας αυτού του τύπου υπό εξαιρετικές περιπτώσεις. Αναφέρουν επίσης ότι και ο ΟΛΠ επωφελείται από την απαλλαγή αυτή στο πλαίσιο της παραχώρησης της διαχείρισης του λιμένα του Πειραιά. Συνεπώς, το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος ενός γενικού μέτρου που είναι εγγενές στο ελληνικό φορολογικό σύστημα, σκοπός του οποίου είναι η διευκόλυνση της χρηματοδότησης μεγάλων έργων υποδομής.

(183)

Εντούτοις, όπως έχει ήδη αναφερθεί για άλλα μέτρα, η διευκόλυνση της χρηματοδότησης μεγάλων έργων υποδομής είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της πιθανής συμβατότητας της κρατικής ενίσχυσης, όχι όμως και της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης.

(184)

Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές και ο παραχωρησιούχος υποστηρίζουν ότι τα δύο δάνεια μειωμένης εξασφάλισης αξίας […] εκατ. ευρώ και 54,8 εκατ. ευρώ που χορήγησε η Cosco στον ΣΕΠ για την έναρξη των επενδύσεών του στον λιμένα του Πειραιά δεν υπόκειντο σε τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τους κανόνες γενικής εφαρμογής, εφόσον α) εκτελέστηκαν εκτός Ελλάδας, β) κατατέθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό που άνοιξε ο ΣΕΠ σε τράπεζα εκτός Ελλάδας, και γ) αποπληρώθηκαν από τον ΣΕΠ με μεταφορά μετρητών από τον τραπεζικό του λογαριασμό που τηρούνταν εκτός Ελλάδας. Σχετικά με αυτό υπέβαλαν έκθεση γενικού φορολογικού ελέγχου για τη σχετική χρήση του ΣΕΠ που επιβεβαίωνε την εν λόγω απαλλαγή.

(185)

Η Επιτροπή επισημαίνει αρχικά ότι το γεγονός ότι ο ΣΕΠ δεν κατέβαλε τέλος χαρτοσήμου για τις προαναφερθείσες πράξεις δεν αποδεικνύει ότι δεν θα έπρεπε να καταβάλει το τέλος αυτό βάσει των κανόνων γενικής εφαρμογής. Η έκθεση φορολογικού ελέγχου που υποβλήθηκε αναφέρεται συγκεκριμένα στην υπό εξέταση διάταξη. Επιπλέον, οι υπό εξέταση πράξεις είναι πανομοιότυπες με μια παρόμοια πράξη για την οποία το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε (141) ότι είχε παραβιαστεί η αρχή της εδαφικότητας που ορίζεται στον κώδικα για το τέλος χαρτοσήμου (142). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση αυτή η δανειακή σύμβαση καταρτίστηκε μεταξύ μιας επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα, του δανειολήπτη, και μιας αλλοδαπής εταιρείας με έδρα εκτός Ελλάδας, του δανειστή. Η δανειακή σύμβαση υπεγράφη εκτός Ελλάδας. Ο δανειστής κατέθεσε το ποσό του δανείου σε τραπεζικό λογαριασμό του δανειολήπτη εκτός Ελλάδας, και μετά την κατάθεση η ξένη τράπεζα είχε την υποχρέωση να μεταφέρει το ποσό του δανείου σε τραπεζικό λογαριασμό του δανειολήπτη στην Ελλάδα εντός της ίδιας ημέρας. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι το δάνειο αυτό επέφερε τα ίδια νομικά αποτελέσματα ωσάν να είχε υπογραφεί στην Ελλάδα και ωσάν το ποσό του δανείου να είχε μεταφερθεί απευθείας στην Ελλάδα χωρίς τη διαμεσολάβηση της αλλοδαπής τράπεζας, και ως εκ τούτου υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου.

(186)

Το ίδιο σενάριο ισχύει και για τα δάνεια που χορήγησε η Cosco στον ΣΕΠ. Συγκεκριμένα, η δανειακή σύμβαση υπεγράφη εκτός Ελλάδας, ενώ τα ποσά των δανείων κατατέθηκαν σε λογαριασμό που τηρούσε ο ΣΕΠ στην HSBC Λουξεμβούργου στις 21 Απριλίου 2009 και μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό που τηρούσε ο ΣΕΠ στον Πειραιά στις 22 Απριλίου 2009. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που υπέβαλαν οι ελληνικές αρχές, ο ΣΕΠ χρησιμοποίησε 50 εκατ. ευρώ συν ΦΠΑ ως εγγυητική επιστολή την οποία όφειλε να καταθέσει ο ΣΕΠ στον ΟΛΠ προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η δανειακή σύμβαση (143). Επομένως, οι πραγματικές συνθήκες της δανειακής σύμβασης που ίσχυαν στην προαναφερθείσα περίπτωση είναι ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν για τις δανειακές συμβάσεις μεταξύ της Cosco και του ΣΕΠ. Συγκεκριμένα, το δάνειο υπεγράφη εκτός Ελλάδας και κατατέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό εκτός Ελλάδας, και κατόπιν μεταφέρθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό του ΣΕΠ στην Ελλάδα προκειμένου ο τελευταίος να χρησιμοποιήσει το σχετικό ποσό για τους σκοπούς της σύμβασης παραχώρησης στην Ελλάδα. Επομένως, σύμφωνα με την αρχή της εδαφικότητας που θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 8 του κώδικα για το τέλος χαρτοσήμου, όπως αυτή έχει ερμηνευτεί από τα ελληνικά δικαστήρια, οι υπό εξέταση δανειακές συμβάσεις θα πρέπει να υπόκεινται στην καταβολή τέλους χαρτοσήμου σύμφωνα με τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ΣΕΠ έχει ήδη επωφεληθεί από ένα αποδεδειγμένο φορολογικό πλεονέκτημα λόγω της εν λόγω διάταξης η οποία δεν συνιστά εφαρμογή των γενικώς εφαρμοστέων κανόνων, αλλά παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς.

(187)

Οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος διατείνονται ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν ισχύει στην περίπτωση του ΣΕΠ εφόσον οι πραγματικές συνθήκες στην προκείμενη περίπτωση διαφέρουν από εκείνες που σχετίζονται με τις δανειακές συμβάσεις του ΣΕΠ. Υποστηρίζουν ότι ο ΣΕΠ θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα ποσά των δανείων αυτών εκτός Ελλάδας για τους σκοπούς του. Υποστηρίζουν ακόμη ότι έχει ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και ότι η ελληνική διοίκηση εφαρμόζει μια ερμηνευτική εγκύκλιο (144) βάσει της οποίας μια τέτοια πράξη δεν υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου. Η εγκύκλιος αυτή έχει γενική ισχύ και δεσμεύει τη δημόσια διοίκηση. Επομένως, η μη καταβολή τελών χαρτοσήμου για τις δύο αυτές πράξεις δεν συνιστά παρέκκλιση από τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες.

(188)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι μια ερμηνευτική εγκύκλιος που αφορά την εφαρμογή του κώδικα για το τέλος χαρτοσήμου δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τις δικαστικές αποφάσεις. Το γεγονός ότι έχει ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δεν σημαίνει ότι η απόφαση αυτή δεν ισχύει. Επιπλέον, η ερμηνεία της αρχής της εδαφικότητας, όπως περιγράφεται ανωτέρω (145), από τα ελληνικά δικαστήρια συνάδει με την εν λόγω απόφαση. Η Επιτροπή επισημαίνει ακόμη ότι τα δεδομένα που συνδέονται με τις δανειακές συμβάσεις του ΣΕΠ είναι τα ίδια, και ως εκ τούτου δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι, βάσει των κανόνων που ισχύουν κανονικά, όπως αυτοί έχουν ερμηνευτεί από τα ελληνικά δικαστήρια, ο ΣΕΠ θα έπρεπε να έχει καταβάλει το σχετικό τέλος χαρτοσήμου. Δεδομένης αυτής της ερμηνείας, η υπό εξέταση διάταξη συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ.

Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(189)

Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι η εν λόγω απαλλαγή συνάδει με το γενικότερο σύστημα της σταδιακής κατάργησης του τέλους χαρτοσήμου, στο πλαίσιο του οποίου ο νομοθέτης αποφασίζει ότι η απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου συνιστά κατάλληλο μηχανισμό που διασφαλίζει τη διαφορετική αντιμετώπιση αντικειμενικά διαφορετικών καταστάσεων για φορολογικούς σκοπούς. Σχετικά με αυτό, η απαλλαγή ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις που υλοποιούν δημόσια έργα υποδομής. Δεδομένου ότι πρόκειται για μηχανισμό που λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, είναι επίσης αναλογικός εφόσον δεν διακινδυνεύει την είσπραξη εσόδων από το τέλος χαρτοσήμου, αν λάβουμε υπόψη ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δύνανται σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιήσουν αρκετούς εναλλακτικούς τύπους πράξεων που απαλλάσσονται και αυτοί από το τέλος χαρτοσήμου.

(190)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σταδιακή κατάργηση του τέλους χαρτοσήμου δεν δύναται να ισχύει ως αρχή του συστήματος του τέλους χαρτοσήμου η οποία δικαιολογεί το εν λόγω μέτρο, εφόσον η σταδιακή αυτή κατάργηση θα ήταν δυνατόν να προβλεφθεί μόνο σε σχέση με όλες τις δανειακές συμβάσεις, όχι μόνο εκείνες που αφορούν τον ΣΕΠ. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των δημόσιων έργων υποδομής, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυσή της που αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 100 της παρούσας απόφασης. Επομένως, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ δεν απέδειξαν ότι το εν λόγω επιλεκτικό μέτρο δικαιολογείται με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος.

5.3.6.   Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου για τις συμβάσεις μεταξύ πιστωτών των δανειακών συμβάσεων βάσει των οποίων μεταβιβάζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές (άρθρο 2 παράγραφος 9)

(191)

Σύμφωνα με τον υφιστάμενο κώδικα των νόμων περί τελών χαρτοσήμου, τα δάνεια που μεταβιβάζονται μεταξύ επιχειρήσεων εκτός των τραπεζών υπόκεινται και αυτά σε τέλος χαρτοσήμου (146), εάν το κυρίως δάνειο υπέκειτο αρχικά σε τέλος χαρτοσήμου.

(192)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 9 ανωτέρω συνεπάγεται άμεσο πλεονέκτημα προς όφελος των πιστωτών του ΣΕΠ, μεταξύ των οποίων και η μητρική του εταιρεία Cosco. Το πλεονέκτημα αυτό ισούται με το ποσό του τέλους χαρτοσήμου που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλουν οι πιστωτές του ΣΕΠ, σύμφωνα με τους γενικά ισχύοντες κανόνες, σε περίπτωση μεταβίβασης δανείου σχετικού με τη σύμβαση παραχώρησης το οποίο έχει συναφθεί με τον ΣΕΠ. Η διάταξη αυτή προβλέπει επίσης ένα έμμεσο πλεονέκτημα υπέρ του ΣΕΠ, στον βαθμό που θα μπορούσε να διευκολύνει τον ΣΕΠ να λάβει δάνειο.

(193)

Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, η Cosco χορήγησε δύο δάνεια στον ΣΕΠ το 2009 τα οποία, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές και τον ΣΕΠ, αποπληρώθηκαν στο 2011. Λόγω της υπό εξέταση διάταξης, η Cosco, συγκεκριμένα η μητρική εταιρεία του ΣΕΠ, θα μπορούσε να επωφεληθεί από απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου εάν μεταβίβαζε τα δάνεια αυτά σε άλλες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές και τον ΣΕΠ, τα δάνεια αυτά έχουν ήδη αποπληρωθεί από τον ΣΕΠ. Επί αυτής της βάσεως, η Επιτροπή δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι πραγματοποιήθηκε μια τέτοια μεταβίβαση. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη μπορεί να συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα για την Cosco ή για άλλους πιστωτές του ΣΕΠ.

(194)

Η επιχειρηματολογία που παρέθεσαν οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ σε σχέση με την εν λόγω απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου είναι η ίδια με εκείνη που αφορά την απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου για δάνεια προς όφελος του ΣΕΠ. Επί αυτής της βάσεως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σκεπτικό που παρατέθηκε σε σχέση με εκείνη την απαλλαγή ισχύει και για το εν λόγω μέτρο. Ως εκ τούτου, το εν λόγω μέτρο είναι επιλεκτικό και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται από τον χαρακτήρα ή τον γενικότερο σκοπό του συστήματος.

5.3.7.   Απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου κάθε είδους αποζημιώσεων που καταβάλλονται από τον ΟΛΠ στον ΣΕΠ δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης, οι οποίες δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ (άρθρο 2 παράγραφος 10)

Σύστημα αναφοράς

(195)

Όσον αφορά αυτό το μέτρο, το σύστημα αναφοράς είναι το καθεστώς του τέλους χαρτοσήμου που εφαρμόζεται στις πράξεις αστικού ή εμπορικού δικαίου στην Ελλάδα. Οι κανόνες που διέπουν το εν λόγω καθεστώς έχουν ήδη αναφερθεί στις αιτιολογικές σκέψεις 177 και 179 της παρούσας απόφασης. Σύμφωνα με τους κανόνες για το τέλος χαρτοσήμου, τα τέλη χαρτοσήμου επιβάλλονται σε νομικά έγγραφα στα οποία τίθενται και όχι στους υπόχρεους οι οποίοι υπογράφουν αυτά τα έγγραφα. Σύμφωνα με την υπουργική εγκύκλιο 44/1987 (147), η οποία ερμηνεύει τις διατάξεις περί τέλους χαρτοσήμου μετά τις αλλαγές που επήλθαν με το καθεστώς του ΦΠΑ, οι νομικές πράξεις ή συναλλαγές που υπόκεινται σε ΦΠΑ δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου.

(196)

Επιπλέον, σύμφωνα με το γενικά εφαρμοστέο δίκαιο, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί και εφαρμοστεί από τις αρμόδιες ελληνικές φορολογικές υπηρεσίες, η καταβολή αποζημιώσεων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου (148).

(197)

Σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο, η ενεργοποίηση παρεπόμενου συμφώνου (ενεχύρου, υποθήκης, εγγύησης, ποινικής ρήτρας και κάθε άλλης ασφάλειας), που σχετίζεται με σύμβαση και υπόκειται σε ΦΠΑ και ως εκ τούτου εξαιρείται από το τέλος χαρτοσήμου, δεν υπόκειται σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου. Ωστόσο, όταν η κύρια σύμβαση υπόκειται σε ΦΠΑ ή υπόκειται σε πάγιο (και όχι αναλογικό) τέλος χαρτοσήμου, η ενεργοποίηση παρεπόμενου συμφώνου που σχετίζεται με τη σύμβαση αυτή υπόκειται σε πάγιο τέλος χαρτοσήμου.

(198)

Τελικά η καταβολή άλλων ειδών αποζημιώσεων, λόγου χάρη για ζημιές ή αθέτηση διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων, υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου.

(199)

Οι ελληνικές αρχές ανέφεραν ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού κώδικα για τα τέλη χαρτοσήμου, η αποζημίωση που καταβάλλεται στην Ελλάδα για ζημία υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου με συντελεστή 3,6 %. Η πληρωμή αποζημίωσης κατ' εφαρμογή ρήτρας αποζημίωσης που περιλαμβάνεται σε σύμβαση υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου 2,4 %.

Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

(200)

Το άρθρο 2 παράγραφος 10 του κυρωτικού νόμου προέβλεψε ότι κάθε είδους αποζημίωση που θα κατέβαλε ο ΟΛΠ στον ΣΕΠ βάσει της σύμβασης παραχώρησης και η οποία δεν θα εντασσόταν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ απαλλάσσεται από το τέλος χαρτοσήμου.

(201)

Δεδομένου ότι σύμφωνα με το γενικώς εφαρμοστέο πλαίσιο τα τέλη χαρτοσήμου επιβάλλονται σε νομικά έγγραφα και όχι στα μέρη που εμπλέκονται στην πράξη και δεδομένου ότι ο ΟΛΠ απαλλάχθηκε από τα τέλη χαρτοσήμου διά νόμου (149) κατά τον χρόνο έγκρισης του κυρωτικού νόμου, σε περίπτωση οποιασδήποτε καταβολής αποζημίωσης εκ μέρους του ΟΛΠ σε σχέση με τη σύμβαση παραχώρησης η οποία δεν θα εντασσόταν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ και θα υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου, ο ΣΕΠ θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το τέλος βάσει των γενικώς εφαρμοστέων κανόνων. Συγκεκριμένα λόγω της διάταξης αυτής, ο ΣΕΠ θα απαλλασσόταν από την καταβολή πάγιου τέλους χαρτοσήμου σε περίπτωση ενεργοποίησης ρήτρας αποζημίωσης της σύμβασης παραχώρησης, καθώς και σε περίπτωση που ο ΟΛΠ θα κατέβαλε αποζημίωση για ζημιές σχετικές με τη σύμβαση παραχώρησης ή για αθέτηση των σχετικών συμβατικών υποχρεώσεων. Επιπλέον οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος αναφέρουν ότι, δεδομένου ότι ο ΟΛΠ απαλλάχθηκε τότε από την καταβολή τέλους χαρτοσήμου για τις πράξεις που αφορούσαν την υλοποίηση των έργων για λογαριασμό τρίτων, λόγω της διάταξης αυτής, ο ΣΕΠ θα απαλλασσόταν και από την καταβολή τέλους χαρτοσήμου σε σχέση με τις συμφωνίες του με τον ΟΛΠ οι οποίες υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου. Επομένως, η επίδικη απαλλαγή απαλλάσσει τον ΣΕΠ από την υποχρέωση καταβολής τελών χαρτοσήμου σε αυτές τις περιπτώσεις, γεγονός που συνεπάγεται σαφώς επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ΣΕΠ.

(202)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ διατείνονται ότι, όταν η καταβολή αποζημίωσης συνδέεται αιτιωδώς με σύμβαση που εντάσσεται στον πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ βάσει ρήτρας αποζημίωσης («ποινικής ρήτρας») που περιλαμβάνεται στη σύμβαση αυτή, η καταβολή αυτή απαλλάσσεται από το τέλος χαρτοσήμου. Αυτό ισχύει διότι η ρήτρα αποζημίωσης θεωρείται παρεπόμενο σύμφωνο που εξαιρείται από το τέλος χαρτοσήμου όταν η κύρια σύμβαση εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ. Εφόσον η σύμβαση παραχώρησης εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ, οποιαδήποτε καταβολή βάσει ρήτρας αποζημίωσης που προβλέπεται στη σύμβαση παραχώρησης απαλλάσσεται από το τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τους κανόνες γενικής εφαρμογής.

(203)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι όντως, σύμφωνα με τους κανόνες γενικής εφαρμογής, δεν επιβάλλεται αναλογικό τέλος χαρτοσήμου στην ενεργοποίηση ρήτρας αποζημίωσης μιας σύμβασης που υπόκειται σε ΦΠΑ. Εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται πάγιο τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο που επικαλούνται οι ελληνικές αρχές. Συνεπώς, εάν ο ΟΛΠ θα έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση λόγω ενεργοποίησης ρήτρας αποζημίωσης της σύμβασης παραχώρησης, βάσει της υπό εξέταση διάταξης, ο ΣΕΠ δεν θα κατέβαλε το εφαρμοστέο πάγιο τέλος χαρτοσήμου. Επομένως, η διάταξη θα συνεπάγετο επιλεκτικό πλεονέκτημα προς όφελος του ΣΕΠ.

(204)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ αναφέρουν επίσης ότι η καταβολή άλλων ειδών αποζημιώσεων, δηλαδή για ζημιές ή για αθέτηση διεθνών συμβατικών υποχρεώσεων, υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου. Υπό την έννοια αυτή, το άρθρο 2 παράγραφος 10 εισάγει απαλλαγή σε σχέση με αυτού του είδους την αποζημίωση. Ωστόσο, κατά την άποψή τους, η απαλλαγή αυτή αποτελεί μέρος του γενικότερου συστήματος που αποσκοπεί στην αντικειμενική αντιμετώπιση των διαφορετικών χαρακτηριστικών/ιδιαιτεροτήτων των παραχωρήσεων δημόσιων υποδομών. Επομένως, δεν προκύπτει γνήσια διαφοροποίηση και επιλεκτικότητα από την άποψη αυτή.

(205)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ επιβεβαιώνουν τη διαπίστωσή της ότι στις περιπτώσεις όπου ο ΟΛΠ θα κατέβαλλε αποζημίωση στον ΣΕΠ για ζημιές σχετικές με τη σύμβαση παραχώρησης ή/και για οποιαδήποτε αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών του, ο ΣΕΠ, δυνάμει της υπό εξέταση διάταξης, δεν θα κατέβαλε το τέλος χαρτοσήμου που θα όφειλε να καταβάλει κανονικά. Συνεπώς, η διάταξη αυτή παρέχει στον ΣΕΠ πλεονέκτημα το οποίο ισούται με το τέλος χαρτοσήμου που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει σε παρόμοιες περιστάσεις, και από το οποίο απαλλάσσεται. Όσον αφορά την επιχειρηματολογία σε σχέση με το γενικότερο σύστημα που σχετίζεται συγκεκριμένα με τα δημόσια έργα υποδομής, η Επιτροπή παραπέμπει στην ανάλυσή της που αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 97 και 107 ανωτέρω. Ειδικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα μέτρο που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με την εκτέλεση δημόσιων έργων υποδομής εφαρμόζεται μόνο σε μια κατηγορία επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, είναι επιλεκτικό.

Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(206)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι η εν λόγω απαλλαγή συνάδει με το γενικότερο σύστημα της σταδιακής κατάργησης του τέλους χαρτοσήμου και με την αρχή της ισότητας, εφόσον συνιστά το μηχανισμό που διασφαλίζει την ανάλογη αντιμετώπιση των ειδικών χαρακτηριστικών των δημόσιων έργων υποδομής για φορολογικούς σκοπούς. Η Επιτροπή δεν δύναται να δεχτεί ότι αυτοί οι «στόχοι» δικαιολογούν το επίδικο μέτρο και παραπέμπει στην ανάλυσή της που αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 189 έως 190 ανωτέρω σε σχέση με τα την απαλλαγή των δανείων του ΣΕΠ από το τέλος χαρτοσήμου.

(207)

Επιπροσθέτως, οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ διατείνονται ότι η εν λόγω απαλλαγή συνάδει με την αρχή της ισότητας. Συγκεκριμένα, ελλείψει της εν λόγω απαλλαγής και δεδομένου ότι ο ΟΛΠ απαλλάχθηκε κατά τον χρόνο έγκρισης του κυρωτικού νόμου από την καταβολή τέλους χαρτοσήμου για τις πράξεις που αφορούσαν την υλοποίηση των έργων για λογαριασμό τρίτων, ο ΣΕΠ θα υποχρεούτο να καταβάλει τέλος χαρτοσήμου οποτεδήποτε αυτό θα προέκυπτε από τις συμφωνίες του με τον ΟΛΠ.

(208)

Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας (150), το γεγονός ότι ο ΟΛΠ μπορεί να απαλλάσσεται από τέλη χαρτοσήμου δεν σημαίνει ότι μια τέτοια απαλλαγή προς όφελος του ΣΕΠ δικαιολογείται από τη φύση του φορολογικού συστήματος.

(209)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο νόμος 4152/2013 κατήργησε τη διάταξη αυτή. Επομένως, το επιλεκτικό πλεονέκτημα προς όφελος του ΣΕΠ θα σχετιζόταν μόνο με το παρελθόν.

5.3.8.   Μετά από αίτηση του ΣΕΠ, δυνατότητα παροχής της προστασίας του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953 για την επένδυση της σύμβασης παραχώρησης (άρθρο 3)

Περιγραφή του νομοθετικού διατάγματος και των μέτρων που μπορεί να περιλαμβάνει

α.   Διαδικασία

(210)

Το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 παρέχει τη δυνατότητα στην ελληνική διοίκηση να παραχωρεί ένα ειδικό ευνοϊκό καθεστώς σε κάθε επιχείρηση η οποία εισάγει ξένα κεφάλαια, ώστε να πραγματοποιήσει «παραγωγικές επενδύσεις». Για να επωφεληθεί μια επιχείρηση από αυτό το καθεστώς, πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Μετά από αίτηση της επιχείρησης, ειδική επιτροπή εκδίδει γνώμη αφού προηγουμένως εκτιμήσει:

αν η επένδυση είναι «παραγωγική», δηλαδή αν αποσκοπεί στην ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής ή συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας·

αν αφορά αλλοδαπά κεφάλαια, που περιλαμβάνουν κεφάλαια πάσης φύσεως, δηλαδή συνάλλαγμα, μηχανολογικό εξοπλισμό και υλικά, εφευρέσεις, τεχνικές μεθόδους καθώς και εμπορικά σήματα·

τη «χρησιμότητα» της εισαγωγής ξένων κεφαλαίων· ως προς αυτό το συγκεκριμένο σημείο, το διάταγμα δεν περιέχει κανέναν ορισμό ούτε κριτήρια που πρέπει να πληρούνται, γεγονός που παρέχει διακριτική εξουσία στην εθνική διοίκηση.

(211)

Μετά την υποβολή της εν λόγω γνώμης, το αρμόδιο υπουργείο, ανάλογα με τη σημασία της επένδυσης, προτείνει ένα αμετάκλητο προεδρικό διάταγμα ή εκδίδει υπουργική απόφαση που εγκρίνει την εισαγωγή ξένου κεφαλαίου βάσει ειδικών όρων τους οποίους θεσπίζει και παραχωρεί ένα αμετάκλητο ευνοϊκό καθεστώς (151).

β.   Προνόμια που μπορεί να παραχωρηθούν

(212)

Το προεδρικό διάταγμα/υπουργική απόφαση που μπορεί να εκδίδεται για μια συγκεκριμένη εταιρεία παραχωρεί τις ακόλουθες φορολογικές «διευκολύνσεις» (152):

εφαρμογή πάγιου φορολογικού συντελεστή στα κέρδη της επιχείρησης για μέγιστο διάστημα 10 ετών ή εφαρμογή χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή (153)·

μείωση των τελωνειακών δασμών ή απαλλαγή από παρόμοιους δασμούς ή επιβαρύνσεις στις εισαγωγές μηχανημάτων κ.λπ. για μέγιστο διάστημα 10 ετών·

εφαρμογή κατώτερου φορολογικού συντελεστή ή απαλλαγή από οποιονδήποτε φόρο επιβάλλεται από αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή λιμενικές αρχές για μέγιστο διάστημα 10 ετών·

μείωση ή απαλλαγή από τυχόν επιβαρύνσεις και πάσης φύσεως δικαιώματα σε σχέση με την εγγραφή υποθηκών ή τη σύσταση ενεχύρου ως ασφάλειας για το εισαγόμενο κεφάλαιο ή για τη σύναψη οποιασδήποτε σχετικής σύμβασης·

απαγόρευση εξαγωγικών περιορισμών ή εξαγωγικών φόρων·

απαγόρευση αναδρομικής επιβολής φόρων·

εξαίρεση από αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του δημοσίου περιουσιακών στοιχείων επιχειρήσεων που τελούν υπό προστασία·

απαγόρευση επίταξης των περιουσιακών στοιχείων επιχειρήσεων που τελούν υπό προστασία·

πρόσληψη αλλοδαπών ως τεχνικού και διοικητικού προσωπικού και άδεια εξαγωγής του ποσού της αμοιβής τους σε συνάλλαγμα·

άδεια επαναπατρισμού δανείων ή μετοχικού κεφαλαίου (έως 10 % του εισαχθέντος κεφαλαίου ετησίως)· σωρευτική εξαγωγή κερδών (έως 12 %, χωρίς τους φόρους, του εισαχθέντος και επαναπατρισθέντος κεφαλαίου ετησίως)· εξαγωγή τόκων (έως 10 % ετησίως) (154).

(213)

Σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα, τα στοιχεία ενεργητικού επιχειρήσεων που έχουν δημιουργηθεί ή αυξηθεί σημαντικά (155) με ξένο κεφάλαιο βάσει του εν λόγω διατάγματος απαλλάσσονται από κάθε αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του κράτους καθώς και από κάθε επίταξη των περιουσιακών στοιχείων τους (156). Τέλος, υπάρχει ειδική διάταξη που θεσπίζει την αρχή της μη αναδρομικής επιβολής φόρου για όλες τις επιχειρήσεις που καλύπτονται από το νομοθετικό διάταγμα (157).

Σύστημα αναφοράς

(214)

Εφόσον η παρεχόμενη βάσει του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953 προστασία μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα μέτρα που αποφασίζονται κάθε φορά σε σχέση με κάθε συγκεκριμένη επιχείρηση που τελεί υπό παρόμοια «προστασία», και οι απαλλαγές που δύνανται να χορηγηθούν στον ΣΕΠ λόγω του διατάγματος αυτού έχουν καθοριστεί ενδεικτικά στο εν λόγω διάταγμα, το γενικό σύστημα αναφοράς μπορεί να περιλαμβάνει κάθε φορά τα διάφορα φορολογικά μέτρα από τα οποία θα επωφελείται ο δικαιούχος αφότου η διοίκηση εγκρίνει το συγκεκριμένο καθεστώς που θα ζητήσει ο ΣΕΠ.

(215)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι, εφόσον το διάταγμα αυτό έχει εγκριθεί ως νόμος υπέρτερης ισχύος βάσει του συντάγματος, δεν δύναται να θεωρηθεί ως «ειδικό» μέτρο που μπορεί να συγκριθεί με το «γενικό» νομοθετικό πλαίσιο. Όταν εγκρίθηκε το διάταγμα αυτό και του προσδόθηκε υπέρτερη νομοθετική ισχύς, το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού νομοθετικού πλαισίου που χρησιμοποιεί η Επιτροπή ως το «σύστημα αναφοράς» δεν υφίστατο καν. Επομένως, το «σύστημα αναφοράς», που πρέπει να ληφθεί υπόψη ως προς αυτό είναι το Ελληνικό Σύνταγμα και το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 αυτό καθαυτό ως γενικό μέτρο. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ήταν ήδη ενήμερη για την ύπαρξή του κατά την προσχώρηση της Ελλάδας.

(216)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι το ειδικό καθεστώς προστασίας των αλλοδαπών επενδύσεων συνιστά γενικό μέτρο που εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν αντικειμενικά κριτήρια για την εφαρμογή του. Υποστηρίζουν ακόμη ότι το σκεπτικό του διατάγματος συνίστατο στο γεγονός ότι έπρεπε α) να αναγνωριστεί ότι οι αλλοδαπές επενδύσεις υπό τις περιστάσεις που υφίσταντο στην Ελλάδα αντιμετώπιζαν ειδικούς κινδύνους και προκλήσεις και, ως εκ τούτου, απαιτούσαν ειδική αντιμετώπιση για την επίτευξη του στόχου της προσέλκυσης τέτοιων επενδύσεων, και β) να εξασφαλιστεί η δέουσα αντιμετώπιση ως προς αυτό.

(217)

Επιπροσθέτως, οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν επίσης ότι η απάντηση του Επιτρόπου Tajani (158) σε σχέση με το διάταγμα αυτό εξαίρεσε μόνο τα νέα μέτρα στον τομέα των τελωνειακών δασμών και όχι τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης. Κατά την άποψή τους, είναι σαφές ότι η εφαρμογή του εν λόγω διατάγματος έως σήμερα δεν έχει οδηγήσει σε νέες παράνομες κρατικές ενισχύσεις, δεδομένου ότι βρισκόταν σε ισχύ όταν η Ελλάδα προσχώρησε στην ΕΕ και εξακολουθεί να ισχύει χωρίς τροποποίηση, και έως σήμερα η Επιτροπή δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια αμφισβήτησης της νομιμότητας του διατάγματος αυτού βάσει του δικαίου της ΕΕ.

(218)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το υπό εξέταση νομοθετικό διάταγμα δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά έγκυρο σύστημα αναφοράς. Αν και είναι αλήθεια ότι το διάταγμα αυτό προϋπήρχε της προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΕ, αυτό δεν σημαίνει ότι το εν λόγω διάταγμα υπερτερεί σε ισχύ από τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, των διατάξεων της συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων. Όταν η Ελλάδα προσχώρησε στην ΕΕ, όφειλε να συμμορφώνεται με το «κοινοτικό κεκτημένο» και κυρίως να σέβεται τους κανόνες της συνθήκης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Επομένως, σε περίπτωση που η Ελλάδα χρησιμοποιεί το εν λόγω διάταγμα για τη χορήγηση ειδικών πλεονεκτημάτων σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, θα πρέπει πρώτα να τα κοινοποιεί στην Επιτροπή προς αξιολόγηση βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και έγκριση βάσει των κανόνων της συνθήκης (159).

(219)

Επιπροσθέτως, το διάταγμα αυτό αφήνει μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας (160) στη διοίκηση προκειμένου να θεσπίζει τους όρους, καθώς και τα πλεονεκτήματα που θα χορηγούνται στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις που θα αξιοποιούν το εν λόγω διάταγμα. Η ειδική αντιμετώπιση αλλοδαπών επενδύσεων στην Ελλάδα με σκοπό την προώθησή τους ενέχει ήδη επιλεκτικά στοιχεία. Ταυτοχρόνως, αποσκοπεί στην εκπλήρωση ενός στόχου δημόσιας πολιτικής, όχι φορολογικού στόχου. Ένα έγκυρο σύστημα αναφοράς για τους σκοπούς της εκτίμησης επιλεκτικότητας μπορεί να βασιστεί μόνο σε φορολογικές αρχές. Οι στόχοι δημόσιας πολιτικής είναι εξωγενείς προς το φορολογικό σύστημα, όπως τονίστηκε ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 94 της παρούσας απόφασης και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστούν τους σκοπούς ενός συστήματος αναφοράς για τους σκοπούς της εκτίμησης επιλεκτικότητας.

Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

(220)

Το άρθρο 3 του νόμου 3755/2009 επιτρέπει στον ΣΕΠ να ζητήσει να υπαχθεί στο προβλεπόμενο στο ανωτέρω νομοθετικό διάταγμα καθεστώς προστασίας. Με βάση αυτή τη διάταξη, η ελληνική διοίκηση μπορεί να παραχωρήσει στον ΣΕΠ διάφορα επιλεκτικά πλεονεκτήματα, κατόπιν αιτήματός του. Τα πλεονεκτήματα αυτά συνίστανται κυρίως στους φόρους που θα έπρεπε να καταβάλει ο ΣΕΠ βάσει των συνήθων κανόνων και από τους οποίους θα μπορούσε να απαλλαγεί χάρη στην εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, η απαλλαγή από άλλους νομικούς περιορισμούς (αναγκαστική απαλλοτρίωση, επίταξη περιουσιακών στοιχείων, άδεια να προσλαμβάνει αλλοδαπό προσωπικό και εξαγωγή των αποδοχών τους σε ξένο συνάλλαγμα, άδεια επαναπατρισμού δανείων ή μετοχικού κεφαλαίου) θα μπορούσε επίσης στο μέλλον να ευνοήσει τον ΣΕΠ. Το γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα αυτά, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, δεν έχουν ακόμη χορηγηθεί πραγματικά στον ΣΕΠ, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η υπό εξέταση διάταξη παρέχει στον ΣΕΠ το δικαίωμα να ζητήσει και να αποκτήσει το προνομιακό πλαίσιο που ορίζεται στο διάταγμα.

(221)

Όσον αφορά το μέτρο που ευνοεί τον ΣΕΠ, οι ελληνικές αρχές δεν παρέθεσαν πρόσθετα επιχειρήματα εκτός των αρχικώς παρατεθέντων. Επομένως, το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου αυτού παραμένει ως έχει (161).

(222)

Όπως προαναφέρθηκε (162), το γεγονός ότι ένα μέτρο μπορεί να συνιστά στόχο οικονομικής πολιτικής δεν σημαίνει ότι δεν είναι επιλεκτικό, αλλά ότι μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά εάν πληροί ορισμένες προϋποθέσεις. (163).

(223)

Επιπλέον, ανεξάρτητα από τη φύση του παρεχόμενου βάσει του νομοθετικού διατάγματος καθεστώτος (164), η επιμέρους εφαρμογή του μπορεί να έχει τον χαρακτήρα επιλεκτικού πλεονεκτήματος (165), δεδομένου ότι κάθε απόφαση της ελληνικής διοίκησης μπορεί να παρεκκλίνει από τους γενικούς φορολογικούς κανόνες προς όφελος του ΣΕΠ. Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τις φορολογικές ενισχύσεις (166), αυτή η διαπίστωση οδηγεί στην ύπαρξη τεκμηρίου κρατικής ενίσχυσης και πρέπει να αναλυθεί διεξοδικά. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίδικη διάταξη συνεπάγεται επιλεκτικό πλεονέκτημα προς όφελος του ΣΕΠ, το οποίο θα υλοποιηθεί εάν ο τελευταίος αποφασίσει να το αξιοποιήσει.

Αιτιολόγηση με βάση τη λογική του φορολογικού συστήματος

(224)

Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν ότι σκοπός του ειδικού καθεστώτος βάσει του εν λόγω διατάγματος ήταν η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και η διευκόλυνση της ανοικοδόμησης της χώρας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο τη δεκαετία του 1940. Δεδομένης της σημασίας του για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, το άρθρο 107 του ελληνικού Συντάγματος αναγνωρίζει ρητά ότι αυτό υπερισχύει των κοινών νόμων. Πράγματι, αυτό συνέβη για να εξασφαλιστεί η προστασία επενδυτών ξένων κεφαλαίων από τις συνεχείς τροποποιήσεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας οι οποίες δεν είναι ευνοϊκές για τις ξένες επενδύσεις. Εντούτοις, ο ίδιος σκοπός αυτού του προστατευτικού καθεστώτος που είναι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο πλαίσιο της εκτίμησης του συμβιβάσιμου.

(225)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, εφόσον το εν λόγω προστατευτικό καθεστώς που θα μπορούσε να χορηγηθεί στον ΣΕΠ κατόπιν αιτήματός του θα χορηγούνταν επί διακριτικής βάσεως, δεν μπορεί να αιτιολογηθεί από τον χαρακτήρα ή τον γενικότερο σκοπό του φορολογικού συστήματος (167).

(226)

Ως εκ τούτου, η επίδικη διάταξη συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα προς όφελος του ΣΕΠ που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον χαρακτήρα ή τον γενικότερο σκοπό του φορολογικού συστήματος.

Υφιστάμενη ενίσχυση

(227)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι η εφαρμογή του διατάγματος αυτού συνιστά ενίσχυση, τότε θα πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση.

(228)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η διάταξη που ευνοεί τον ΣΕΠ εγκρίθηκε το 2009 και όχι πριν από την προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΕ. Η διάταξη αυτή παρέχει στον ΣΕΠ το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για αυτό το ειδικό καθεστώς και να του χορηγηθεί αυτό. Όταν ο ΣΕΠ υποβάλει την αίτηση, πρέπει να εκδοθεί προεδρικό διάταγμα ή υπουργική απόφαση που θα καθορίσει τα συγκεκριμένα πλεονεκτήματα που θα έχει ο ΣΕΠ. Έτσι, μια ειδική εφαρμογή του διατάγματος κατόπιν αιτήματος του ΣΕΠ θα έχει ως συνέπεια ότι η συγκεκριμένη υλοποίηση των μέτρων θα πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο έγκρισης της πράξης χορήγησης. Συνεπώς, το μέτρο που ευνοεί τον ΣΕΠ συνιστά νέα ενίσχυση.

5.3.9.   Εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης

(229)

Οι καταγγελίες που ελήφθησαν εν προκειμένω αναφέρονται στην εξαίρεση του ΣΕΠ από τους κανόνες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Ο νόμος που κύρωσε τη σύμβαση παραχώρησης δεν ανέφερε καμία τέτοια εξαίρεση. Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ αναφέρουν ότι δεν χορηγήθηκε καμία τέτοια εξαίρεση, και η Επιτροπή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι αυτό δεν ισχύει. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν χορηγήθηκε στον ΣΕΠ τέτοιου είδους πλεονέκτημα.

5.4.   Σύγκριση των προαναφερθέντων μέτρων κρατικής ενίσχυσης με παρόμοιες διατάξεις σε άλλες συμβάσεις μεγάλων έργων υποδομής

(230)

Η βασική επιχειρηματολογία που παρατέθηκε σε σχέση με την αιτιολόγηση όλων των προαναφερθέντων μέτρων κρατικής ενίσχυσης σχετίζεται με την αναγκαιότητα να υποστηριχθούν τα μεγάλα έργα υποδομών του δημόσιου τομέα μέσω διασφάλισης σαφούς, ευέλικτου και σταθερού φορολογικού καθεστώτος για τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν να τα υλοποιήσουν στην Ελλάδα. Για να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους, οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ αναφέρουν μια σειρά αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες έκριναν ότι δεν υφίστατο κρατική ενίσχυση στη χρηματοδότηση συμβάσεων παραχώρησης μεγάλων έργων υποδομής οι οποίες περιλάμβαναν παρόμοιες φορολογικές απαλλαγές.

(231)

Η Επιτροπή εξέτασε την παρατεθείσα επιχειρηματολογία και κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα.

(232)

Πρώτα από όλα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία (168), τα επιχειρήματα αυτού του είδους δεν έχουν καμία σημασία για την αξιολόγηση της νομιμότητας μιας απόφασης της Επιτροπής. Κάθε υπόθεση θα πρέπει να αξιολογείται με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τα δικά της χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στο σημείο 107 της παρούσας απόφασης, η ύπαρξη παρόμοιων μέτρων σε άλλες συμβάσεις για μεγάλα έργα υποδομής σημαίνει απλώς ότι τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται σε μια κατηγορία επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, είναι επιλεκτικά.

(233)

Σε κάθε περίπτωση, όλες οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρονται οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ αφορούσαν διαφορετικές καταστάσεις.

(234)

Η Επιτροπή θεωρεί επιπλέον ότι το συμπέρασμα που αφορούσε την υπόθεση του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (169) δεν ισχύει εν προκειμένω. Στην περίπτωση αυτή, οι δραστηριότητες που ωφελήθηκαν από την ενίσχυση δεν ήταν οικονομικές ή δεν είχαν ιδιωτικοποιηθεί ακόμη, και ως εκ τούτου δεν υφίστατο κρατική ενίσχυση. Αντιθέτως, στην προκειμένη περίπτωση ήταν το ίδιο το ελληνικό κράτος που άνοιξε στον ανταγωνισμό την παροχή υπηρεσιών λιμενικών εγκαταστάσεων προσφέροντας μέσω διαγωνισμού το τμήμα εκείνο του λιμένα που συνιστά το αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης. Επομένως, το σκεπτικό περί «μη απελευθέρωσης» της συγκεκριμένης παλαιάς απόφασης δεν ισχύει εν προκειμένω.

(235)

Όσον αφορά τις περιπτώσεις της Αττικής Οδού και της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, έστω και αν είχε συμπεριληφθεί στην περιγραφή των κρατικών μέτρων που αφορούσαν εκείνα τα έργα σύνοψη των φορολογικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στις εν λόγω παραχωρήσεις, η Επιτροπή δεν έλαβε θέση ρητά για τις διατάξεις αυτές, αλλά αρκέστηκε στην αξιολόγηση του κατά πόσον η κρατική στήριξη για το έργο ήταν η ελάχιστη αναγκαία, καθώς και κατά πόσον η διενεργηθείσα διαγωνιστική διαδικασία κατέληξε στην επίτευξη της τιμής της αγοράς. Οι περισσότερες από τις άλλες αποφάσεις (170) δεν αναφέρονται καν στις φορολογικές απαλλαγές υπέρ των παραχωρησιούχων (αλλά ούτε στο ότι αιτιολογούνται από τη λογική φορολογικού συστήματος) και απλά αξιολογούν αν η διαδικασία του διαγωνισμού ήταν επαρκώς ανοικτή, χωρίς διακρίσεις και βασιζόταν στη χαμηλότερη προσφορά ή όχι. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε τις σχετικές συμβάσεις παραχώρησης που αναφέρονταν σε μερικές φορολογικές απαλλαγές κατά τη διάρκεια της κοινοποίησης δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή τις εξέτασε από πλευράς κρατικών ενισχύσεων ή ότι έλαβε θέση για τον χαρακτήρα αυτών των μέτρων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή θα πρέπει σαφώς και ρητά να λάβει θέση για κάποια μέτρα, ώστε οι δικαιούχοι να θεωρήσουν ότι τα μέτρα αυτά δεν ενέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Το ότι δεν έλαβε θέση η Επιτροπή δεν σημαίνει ότι ενέκρινε τα εν λόγω μέτρα (171).

(236)

Με το ίδιο σκεπτικό, και στην απόφαση για την ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων (172), το γεγονός ότι η Επιτροπή ανέφερε ως νομική βάση το νόμο περί ΣΤΙΔ που περιλαμβάνει παρόμοιες διατάξεις δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή προέβη εμμέσως σε εκτίμηση των εν λόγω διατάξεων. Τέλος, η υπόθεση της υποθαλάσσιας σήραγγας της Θεσσαλονίκης (173) δεν φαίνεται να είναι συναφής, καθώς τα φορολογικά μέτρα δεν περιλαμβάνονταν στην εκτίμηση και, σε κάθε περίπτωση, ο επιτυχών διαγωνιζόμενος δεν αξιοποίησε αυτή τη δυνατότητα, που προβλεπόταν στο τεύχος δημοπράτησης, για να ωφεληθεί από λειτουργικές επιδοτήσεις.

(237)

Επιπλέον οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή επέμεινε στη θέση της όσον αφορά τη σχετική εκτίμηση στις υποθέσεις αυτές μετά την έκδοση των αποφάσεών της περί κρατικών ενισχύσεων τον Δεκέμβριο του 2013 για τις τροποποιήσεις τεσσάρων από αυτά τα έργα (174). Η Επιτροπή επισημαίνει ως προς αυτό ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν αναφέρονται καν σε οποιεσδήποτε φορολογικές διατάξεις, εφόσον το αντικείμενό τους διαφέρει, πολύ δε περισσότερο δεν γίνεται εκτίμησή τους από μέρους της Επιτροπής.

(238)

Δεδομένων των ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή «ενέκρινε» παρόμοιες διατάξεις στο παρελθόν και ότι θα μπορούσε ο δικαιούχος να επικαλεστεί την εν λόγω «έγκριση» για να αποκλείσει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης (175).

(239)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που εξετάστηκαν ανωτέρω (με εξαίρεση το μέτρο του 5.3.9) είναι επιλεκτικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν δικαιολογούνται από τη φύση και τον γενικότερο σκοπό του φορολογικού συστήματος.

5.5.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των εμπορικών συναλλαγών

(240)

Τα ανωτέρω μέτρα που παρέχουν επιλεκτικά πλεονεκτήματα δύνανται να συνιστούν κρατικές ενισχύσεις εάν νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και στο βαθμό που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές. Κατά πάγια νομολογία, ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα που χορηγείται από το Δημόσιο θεωρείται ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, όταν είναι ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της δικαιούχου επιχείρησης σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις με τις οποίες ανταγωνίζεται (176). Η νόθευση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ, τεκμαίρεται μόλις το Δημόσιο παράσχει οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε έναν απελευθερωμένο τομέα όπου υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρχει ανταγωνισμός (177).

(241)

Εφόσον το ελληνικό κράτος προέβη στη συγκεκριμένη παραχώρηση προς την Cosco μέσω διεθνούς διαγωνισμού, άνοιξε στον ανταγωνισμό τις υπηρεσίες λιμενικών υπηρεσιών. Εφόσον δύνανται διάφορες επιχειρήσεις από διάφορα κράτη μέλη να ανταγωνίζονται για την εξασφάλιση παραχωρήσεων λιμένων, η χορήγηση των συγκεκριμένων φορολογικών πλεονεκτημάτων στον ΣΕΠ, τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα σε όλους τους υπόλοιπους υποψηφίους κατά τον χρόνο του διαγωνισμού, μπορεί να θεωρηθεί ότι τουλάχιστον δύναται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(242)

Ήδη όταν ανατέθηκε η σύμβαση παραχώρησης στον ΣΕΠ, ο λιμένας του Πειραιά είχε σημαντική δυναμικότητα (1,6 εκατ. TEU) και θεωρούνταν δυνητικός ανταγωνιστής άλλων λιμένων της ΕΕ (178). Για παράδειγμα, ο λιμένας Θεσσαλονίκης, ο λιμένας της Κωνστάντζας στη Ρουμανία, ο λιμένας Koper στη Σλοβενία και ορισμένοι λιμένες στην Ιταλία μπορεί να θεωρηθούν ως άμεσοι, ή τουλάχιστον δυνητικοί, ανταγωνιστές του ΣΕΠ. Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης, οι προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων τους οποίους εκμεταλλεύεται ο ΣΕΠ προβλέπεται να αποκτήσουν σημαντικότατη δυναμικότητα (μέχρι 3,7 εκατ. TEU) έως το 2015. Η νέα αυτή δυναμικότητα, η δημιουργία της οποίας διευκολύνθηκε με τα επίδικα μέτρα, δύναται να επηρεάσει τόσο τον ανταγωνισμό όσο και τις μεταξύ των κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές, εφόσον άλλοι λιμένες σε αρκετά κράτη μέλη ίσως έχουν τους ίδιους πελάτες με τον ΣΕΠ και είναι τουλάχιστον δυνητικοί ανταγωνιστές του.

(243)

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι σταθμοί μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων, όπως και ο σταθμός του δικαιούχου, είναι πολύ πιο εκτεθειμένοι στον ανταγωνισμό, συμπεριλαμβανομένου και του ανταγωνισμού από τρίτες χώρες (στην περιοχή της Μεσογείου). Για παράδειγμα, λόγω της επένδυσης αυτής, η Cosco συγκέντρωσε στον Πειραιά τις εργασίες αποστολής της που αφορούν τη Μεσόγειο, αντί των ιταλικών και ισπανικών λιμένων που χρησιμοποιούσε προηγουμένως. Ο ΣΕΠ ανταγωνίζεται άλλους λιμένες της ΕΕ και θα ενισχύσει τη θέση του στην αγορά τα επόμενα έτη.

(244)

Εφόσον τα υπό εξέταση φορολογικά μέτρα εξασφάλισαν πρόσθετες ροές διαθεσίμων για τον ΣΕΠ, ιδίως κατά τα αρχικά στάδια του έργου κατασκευής, βοήθησαν την Cosco να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην ενωσιακή αγορά λιμενικών υπηρεσιών και πιθανώς ενίσχυσαν την ανταγωνιστική της θέση στην εν λόγω αγορά.

(245)

Από τα ως άνω κριτήρια προκύπτει ότι τα επίδικα μέτρα είναι πιθανό να επηρεάσουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές και να νοθεύσουν ή να απειλήσουν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Κατά πάγια νομολογία του δικαστηρίου, για να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό η ενίσχυση, αρκεί να επηρεάζει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές και να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (179). Δεδομένης της ως άνω ανάλυσης, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί περαιτέρω το ακριβές φάσμα των σχετικών υπηρεσιών ή η σχετική γεωγραφική αγορά ούτε να αναλυθεί λεπτομερώς η δομή της και οι σχέσεις ανταγωνισμού που απορρέουν από αυτήν (180).

(246)

Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε ο ΣΕΠ ότι η εκτίμηση της επίδρασης των φορολογικών μέτρων στον ανταγωνισμό και στις εμπορικές συναλλαγές θα απαιτούσε εξέταση των ισοδύναμων φορολογικών συστημάτων που εφαρμόζονται στις σχετικές αγορές, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία (181), το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιδιώκει να επιτύχει την προσέγγιση, μέσω μονομερών μέτρων, των όρων ανταγωνισμού που ισχύουν σε ορισμένο οικονομικό τομέα με αυτούς που επικρατούν σε άλλα κράτη μέλη δεν μπορεί να στερήσει από τα μέτρα αυτά τον χαρακτήρα ενισχύσεως.

Συμπέρασμα

(247)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα τα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στον ΣΕΠ συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, εκτός από την εικαζόμενη εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

6.   ΕΚΤΊΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΆΣΙΜΟΥ ΤΗΣ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ

(248)

Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ υποστηρίζουν ότι τα μέτρα ενίσχυσης θα πρέπει να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της ΣΛΕΕ, καθώς και των σχετικών κανόνων για τις ενωσιακές περιφερειακές ενισχύσεις.

6.1.   Δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις για την περίοδο 2007-2013  (182)

(249)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το νόμιμο δικαίωμα που έχει ο ΣΕΠ να αξιοποιεί τα μέτρα ενίσχυσης του χορηγήθηκαν κατά τη δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα του νόμου που περιλάμβανε τα μέτρα, συγκεκριμένα στις 30 Μαρτίου 2009 (183). Επομένως, η Επιτροπή θα εκτιμήσει τα μέτρα βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις για την περίοδο 2007-2013 που ισχύουν από τον Μάρτιο του 2009.

(250)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα υπό εκτίμηση μέτρα ενίσχυσης συνίστανται σε φορολογικά πλεονεκτήματα χωρίς ανώτατο όριο, τα οποία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν επενδυτική ενίσχυση, αλλά θεωρούνται λειτουργική ενίσχυση σύμφωνα με τους κανόνες για τις περιφερειακές ενισχύσεις. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις για την περίοδο 2007-2013 δύνανται, κατ' εξαίρεση και σε εξαιρετικά περιορισμένες περιπτώσεις, να επιτρέψουν τη χορήγηση λειτουργικών ενισχύσεων (184) σε επιλέξιμες περιοχές δυνάμει της παρέκκλισης του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ. Ο λιμένας του Πειραιά βρίσκεται στην περιφέρεια Αττικής, η οποία ήταν τον Μάρτιο του 2009 επιλέξιμη για περιφερειακές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ, ως περιφέρεια «στατιστικού αποτελέσματος» (185). Επομένως, έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσον τα μέτρα ενίσχυσης συμβιβάζονταν με τους όρους των λειτουργικών ενισχύσεων που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις. Οι λειτουργικές ενισχύσεις δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις για την περίοδο 2007-2013 είναι δυνατόν να επιτραπούν υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται λόγω της συμβολής τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και της φύσης τους και ότι το επίπεδό τους είναι ανάλογο των μειονεκτημάτων που αποσκοπούν να μετριάσουν. Επιπλέον, οι λειτουργικές ενισχύσεις θα πρέπει να χορηγούνται, καταρχήν, σε σχέση με προκαθορισμένη δέσμη επιλέξιμων δαπανών ή εξόδων (186) και να περιορίζονται σε ορισμένο ποσοστό των εξόδων αυτών. Πρέπει επίσης να είναι προσωρινές και να μειώνονται με το χρόνο και πρέπει να καταργούνται σταδιακά όταν οι περιφέρειες επιτυγχάνουν πραγματική σύγκλιση με τις πιο εύπορες περιοχές της ΕΕ.

(251)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, δεδομένης της φύσης των ενισχύσεων και των μειονεκτημάτων που έχουν σκοπό να μετριάσουν, καταρχήν οι ad hoc ενισχύσεις δεν δύνανται να επιλύσουν τέτοια προβλήματα, εφόσον η χορήγηση λειτουργικής ενίσχυσης σε μια επιχείρηση είναι εξαιρετικά απίθανο να επιλύσει τα όλα προβλήματα με ομοιόμορφο τρόπο. Επιπλέον, οι λόγοι που παραθέτουν οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ για να δικαιολογήσουν τα μέτρα ενίσχυσης, συγκεκριμένα η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός του κλάδου θαλάσσιων μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων μέσω της δημιουργίας ασφάλειας δικαίου ως προς το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για το επενδυτικό πρόγραμμα, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν μειονεκτήματα που σχετίζονται με την οικεία περιοχή τα οποία θα έπρεπε να μετριαστούν. Επιπλέον, έστω και αν η Επιτροπή δεχόταν τους λόγους αυτούς ως σχετικούς με την υπόθεση, δεν υπάρχει προκαθορισμένη επιλέξιμη δαπάνη που να σχετίζεται με τέτοια μειονεκτήματα και συνεπώς με το ποσό της ενίσχυσης. Επιπροσθέτως, τα μέτρα ενίσχυσης δεν φθίνουν με το χρόνο και δεν είχαν σχεδιαστεί έτσι ώστε να καταργηθούν σταδιακά όταν η περιφέρεια Αττικής θα γινόταν περιφέρεια «γ» την 1η Ιανουαρίου 2011 (187). Επομένως, τα μέτρα ενίσχυσης δεν δύνανται να θεωρηθούν συμβιβάσιμα βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις για την περίοδο 2007-2013.

6.2.   Άμεση εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

Στόχος κοινού συμφέροντος

(252)

Στην ανακοίνωση με τίτλο «Αειφόρο μέλλον για τις μεταφορές: προς ένα ενοποιημένο καθοδηγούμενο από την τεχνολογία και εύχρηστο σύστημα μεταφορών» (188),η Επιτροπή τόνισε ότι η ανάπτυξη των λιμένων και διατροπικών τερματικών σταθμών αποτελεί κεντρικό στοιχείο για την επίτευξη ενός ενοποιημένου και ευφυούς συστήματος επιμελητείας στην ΕΕ. Στην ανακοίνωση με τίτλο «Στρατηγικοί στόχοι και συστάσεις πολιτικής της ΕΕ για τις θαλάσσιες μεταφορές μέχρι το 2018» (189), η Επιτροπή τονίζει ότι η παροχή νέων λιμενικών υποδομών, καθώς και η βελτίωση της χρήσης των υφισταμένων δυνατοτήτων είναι ουσιώδεις ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι λιμένες της ΕΕ θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τη λειτουργία τους ως πύλες.

(253)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (190), το ΔΕΔ-Μ θα μπορούσε να αναπτυχθεί καλύτερα με μια δομή δύο επιπέδων, αποτελούμενη από ένα εκτεταμένο δίκτυο και ένα κεντρικό δίκτυο. Το εκτεταμένο δίκτυο αποτελεί το βασικό επίπεδο του νέου ΔΕΔ-Μ. Απαρτίζεται από όλες τις υπάρχουσες και τις προγραμματιζόμενες υποδομές που πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού για το ΔΕΔ-Μ. Το κεντρικό δίκτυο θα πρέπει να αποτελέσει το σκελετό της ανάπτυξης ενός βιώσιμου δικτύου συνδυασμένων μεταφορών, καθώς επίσης θα πρέπει να τονώσει την ανάπτυξη ολόκληρου του εκτεταμένου δικτύου και να είναι έτοιμο το αργότερο έως το 2030. Ο λιμένας του Πειραιά είναι ένας από τους λιμένες που περιλαμβάνονται στο βασικό δίκτυο της ΕΕ.

(254)

Στο πλαίσιο αυτό, ο λιμένας του Πειραιά είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους λιμένες της Μεσογείου και η λειτουργία του διαδραματίζει κεντρικό ρόλο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και είναι σημαντική για την ανάπτυξη των στόχων της ενωσιακής πολιτικής μεταφορών. Η επένδυση που ανέλαβε ο ΣΕΠ αναβάθμισε μέρος του λιμένα του Πειραιά σε σύγχρονο σταθμό θαλάσσιων μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων βελτιώνοντας τις επιδόσεις, τη δυνατότητα αποθήκευσης και την ικανότητά του να εξυπηρετεί νέας γενιάς φορτηγά πλοία, καθώς και τη δυνατότητα διασύνδεσής του. Βάσει της σύμβασης παραχώρησης, αναμένεται ότι η δυνατότητά του θα αυξηθεί από τουλάχιστον 300 000 TEU κατά το πρώτο έτος της περιόδου παραχώρησης σε τουλάχιστον 3 700 000 TEU κατά το όγδοο έτος της περιόδου παραχώρησης. Επομένως, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η επένδυση σε λιμενικές εγκαταστάσεις που εμπεριέχει στοιχεία κρατικών ενισχύσεων δύναται να συμβάλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος.

Αναγκαιότητα και χαρακτήρας κινήτρου

(255)

Βάσει της πείρας που έχει αποκομίσει η Επιτροπή στον τομέα αυτό, η αναγκαιότητα της ενίσχυσης διαπιστώνεται εάν δύναται να αποδειχθεί ότι το ποσό των εισερχομένων καθαρών εσόδων που δημιουργεί το επενδυτικό πρόγραμμα δεν επαρκεί για την απόσβεση των επενδυτικών δαπανών που επενδυτή. Ουσιαστικά, εάν δεν επαρκούσαν τα έσοδα αυτά, ο ιδιώτης επενδυτής δεν θα αναλάμβανε το έργο χωρίς δημόσια στήριξη, οπότε η κρατική ενίσχυση κρίνεται αναγκαία.

(256)

Οι ελληνικές αρχές και ο δικαιούχος ισχυρίζονται ότι τα μέτρα ενίσχυσης ήταν αναγκαία διότι, ελλείψει αυτών, οι ρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση του έργου τις οποίες θα μπορούσε να έχει επιτύχει ο ΣΕΠ θα ήταν ουσιωδώς επαχθέστερες και ενδεχομένως να έθεταν σε κίνδυνο την υλοποίηση του έργου.

(257)

Η Επιτροπή έκρινε ανέκαθεν ότι τα έργα λιμενικών υποδομών απαιτούν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, οι οποίες είναι δυνατό να ανακτηθούν μόνον πολύ μακροπρόθεσμα, και η οικονομική τους βιωσιμότητα μπορεί να μην είναι πάντα εξασφαλισμένη χωρίς δημόσια στήριξη. Ωστόσο, στην παρούσα περίπτωση, ο ΟΛΠ, η αναθέτουσα αρχή που διεξήγαγε τη διαδικασία υποβολής προσφορών για την επιλογή του αναδόχου του λιμένα του Πειραιά, είχε ήδη εκτιμήσει ότι η οικονομική βιωσιμότητα του έργου θα ήταν εξασφαλισμένη, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα έγγραφα της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, ο επιλεγμένος δικαιούχος επρόκειτο να αναλάβει το σύνολο της επένδυσης με δικά του έξοδα. Επιπλέον, ο ΣΕΠ ανέλαβε την επέκταση του προβλήτα ΙΙ και την κατασκευή του προβλήτα ΙΙΙ αποδεχόμενος να καλύψει ο ίδιος όλες τις επενδυτικές δαπάνες που θα συνεπάγετο το έργο. Όταν υπέβαλε την προσφορά του, η οποία έγινε δεκτή από τον ΟΛΠ, είχε εκτιμήσει ότι η επένδυσή του στον λιμένα του Πειραιά θα ήταν κερδοφόρα αυτή καθαυτή χωρίς να χρειάζεται καμία δημόσια στήριξη, εφόσον δεν θα υπέβαλε προσφορά εάν δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, ή θα την είχε υποβάλει με επιφύλαξη όσον αφορά την κερδοφορία του έργου ελλείψει ειδικής φορολογικής μεταχείρισης. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Cosco είχε στόχο να καταστήσει τον λιμένα του Πειραιά τον πρώτο σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στη Μεσόγειο Θάλασσα καταδεικνύει το δυναμικό αυτού του λιμένα, καθώς και την κερδοφορία του επενδυτικού σχεδίου που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ (191). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα υπό εξέταση μέτρα ήταν αναγκαία για να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα του επενδυτικού σχεδίου.

(258)

Το γεγονός ότι η China Development Bank (Κινεζική Τράπεζα Ανάπτυξης) ανέμενε την έγκριση του κυρωτικού νόμου δεν αποδεικνύει την αναγκαιότητα των μέτρων ενίσχυσης. Δεδομένου ότι η σύμβαση παραχώρησης έπρεπε να κυρωθεί διά νόμου, σύμφωνα με την ελληνική νομοθετική πρακτική, η κάθε τράπεζα θα ανέμενε την έγκριση του κυρωτικού νόμου, χωρίς αυτό να συνδέεται ειδικά με τη χορήγηση των υπό εξέταση μέτρων. Επιπλέον, η αναγκαιότητα της ενίσχυσης δεν αποδεικνύεται ούτε από την προστασία που ζήτησε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έναντι γενικών αλλαγών της νομοθεσίας ή αλλαγών της νομοθεσίας που συνιστούν διακριτική μεταχείριση.

(259)

Ο ΣΕΠ ξεκίνησε τις εργασίες κατασκευής μετά τη διά νόμου κύρωση της σύμβασης παραχώρησης. Αυτό όμως σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι όλες οι δημόσιες συμβάσεις αυτού του είδους πρέπει να κυρωθούν διά νόμου. Κάθε εταιρεία που θα βρισκόταν στη θέση του ΣΕΠ θα περίμενε την κύρωση της σύμβασης σε κάθε περίπτωση. Επιπλέον, η Cosco είχε ήδη δεσμευτεί να υλοποιήσει το έργο κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της, και αυτό έγινε πριν από την έγκριση της πράξης χορήγησης, συγκεκριμένα του κυρωτικού νόμου. Με την υποβολή της προσφοράς, η Cosco γνώριζε ότι δεσμεύτηκε νομικά να υλοποιήσει την επένδυση εάν ο ΟΛΠ θα την επέλεγε ως τον επιτυχόντα διαγωνιζόμενο.

(260)

Επιπλέον, η δικαιούχος εταιρεία ουδέποτε επικαλέστηκε την ύπαρξη κενού χρηματοδότησης που έπρεπε να καλυφθεί με τα υπό εξέταση μέτρα. Το γεγονός ότι ο ΣΕΠ προέβη στον ποσοτικό προσδιορισμό της ενίσχυσης μόνον μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας από την Επιτροπή, δηλαδή σχεδόν 5 έτη μετά την υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης, αποδεικνύει ότι ο ΣΕΠ δεν είχε λάβει υπόψη το ποσό της ενίσχυσης στο αρχικό του επιχειρηματικό σχέδιο, και ιδίως όταν Cosco αποφάσισε να πραγματοποιήσει την επένδυση. Όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής που επικαλείται ο δικαιούχος, όταν η Επιτροπή εγκρίνει μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ενισχύσεις δεν είχαν προσδιοριστεί ποσοτικά εκ των προτέρων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι περιπτώσεις που αναφέρονται δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση, δεδομένου ότι δεν αφορούν τη χρηματοδότηση λιμενικών υποδομών, όπου πρέπει να προσδιοριστεί ένα συγκεκριμένο κενό χρηματοδότησης ακόμη και για μια εκ των υστέρων ανάλυση της συμβατότητας. Επομένως, η ενίσχυση αυτή δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί αναγκαία για την υλοποίηση του έργου, δεδομένου ότι ο ΣΕΠ θα το πραγματοποιούσε σε κάθε περίπτωση.

(261)

Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγήθηκε ήδη ανωτέρω, τα υπό εξέταση μέτρα συνίστανται σε απεριόριστα φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία συνιστούν λειτουργικές ενισχύσεις οι οποίες κανονικά απαγορεύονται. Ενισχύσεις τέτοιου είδους μπορούν να γίνουν αποδεκτές μόνο σε εξαιρετικές ειδικά καθορισμένες περιστάσεις. Στο πλαίσιο της ανάλυσης συμβατότητας της χρηματοδότησης του έργου λιμενικών υποδομών με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ), ενισχύσεις αυτού του είδους δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβατές.

(262)

Ο δικαιούχος ισχυρίζεται ότι η ανεπάρκεια της αγοράς στην παρούσα περίπτωση συνίσταται στην ανάγκη να εξασφαλιστεί σταθερότητα, ασφάλεια δικαίου και ευελιξία όσον αφορά το δημοσιονομικό πλαίσιο για την εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με την πάγια πρακτική της, η ανάγκη να εξασφαλιστεί σταθερότητα, ασφάλεια δικαίου και ευελιξία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπάρκεια της αγοράς, ούτε ως έγκυρη βάση για τη συμβατότητα των μέτρων ενίσχυσης. Επιπλέον, ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η απουσία ενός τέτοιου «πλαισίου» δεν αποθάρρυνε την Cosco από το να προβεί στην επένδυση στον λιμένα του Πειραιά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κρίνει ότι ο στόχος να εξασφαλιστεί σταθερότητα, ασφάλεια δικαίου και ευελιξία δεν μπορεί να αποδείξει την αναγκαιότητα ή τον χαρακτήρα κινήτρου των υπό εξέταση μέτρων ενίσχυσης.

(263)

Δεδομένων των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν στον ΣΕΠ δεν ήταν αναγκαία, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ότι η Cosco θα είχε εγκαταλείψει την υλοποίηση του έργου ελλείψει των εν λόγω μέτρων. Επομένως, τα μέτρα ενίσχυσης συνιστούν λειτουργική ενίσχυση, η οποία απαλλάσσει τον ΣΕΠ από δαπάνες τις οποίες θα κάλυπτε κανονικά, και δεν είναι δυνατόν να κριθούν συμβιβάσιμα. Με δεδομένο το συμπέρασμα αυτό, η Επιτροπή δεν κρίνει απαραίτητη την περαιτέρω εξέταση των υπόλοιπων όρων του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ), σχετικά με την αναλογικότητα και τη νόθευση του ανταγωνισμού, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα ενίσχυσης δεν είναι συμβιβάσιμα.

7.   ΑΝΆΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΊΣΧΥΣΗΣ

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, οι ενισχύσεις τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά πρέπει να ανακτώνται προκειμένου να αποκαθίσταται η προηγουμένως υφιστάμενη κατάσταση (192). Δεδομένου ότι τα ανωτέρω μέτρα συνιστούν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει εντολή για την ανάκτηση της παρανόμως χορηγηθείσας ενίσχυσης που είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, εκτός αν ο δικαιούχος μπορεί να έχει θεμιτές προσδοκίες ή να βασίζεται σε μια γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ (193).

Ποσοτικός προσδιορισμός

(264)

Ο ποσοτικός προσδιορισμός της ενίσχυσης που χορηγήθηκε από τις ελληνικές αρχές και τον δικαιούχο βασίστηκε στις υποθετικές παραδοχές του επιχειρηματικού σχεδίου του ΣΕΠ του 2009. Επομένως, οι παραδοχές αυτές δεν δύνανται να χρησιμεύσουν ως βάση για τον ακριβή ποσοτικό προσδιορισμό των ποσών της ενίσχυσης.

(265)

Ελλείψει κατάλληλων στοιχείων από τις ελληνικές αρχές, η παρούσα απόφαση δεν καθορίζει το ακριβές ποσό της ενίσχυσης που έλαβε ο ΣΕΠ για το καθένα από τα μέτρα. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την κάτωθι μεθοδολογία προκειμένου να καθορίσει το ποσό της ασυμβίβαστης κρατικής ενίσχυσης που πρόκειται να λάβει ο ΣΕΠ:

—   Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του προβλήτα ΙΙΙ:

(266)

Το μέτρο αυτό προβλέπει τη χορήγηση, στον ΣΕΠ, ενισχύσεων που ισούνται με τον φόρο εισοδήματος που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλλει ο ΣΕΠ επί των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την έναρξη των εργασιών του προβλήτα III και από τον οποίο απαλλάχθηκε ο ΣΕΠ με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 του νόμου.

(267)

Οι ελληνικές αρχές δήλωσαν ότι ο ΣΕΠ στην πράξη δεν επωφελήθηκε από τη συγκεκριμένη διάταξη, δεδομένου ότι συμπεριέλαβε στο φορολογητέο εισόδημά του το ποσό των τόκων από καταθέσεις σε μετρητά (και, ως εκ τούτου, το εισόδημα αυτό υπόκειται σε φόρο εισοδήματος). Επομένως, θα πρέπει να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό πράγματι συνέβη.

(268)

Στην περίπτωση που ο ΣΕΠ έκανε χρήση αυτής της διάταξης, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει πρώτα να αναφέρουν τις ακόλουθες ημερομηνίες:

την ημερομηνία από την οποία ο ΣΕΠ απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων·

η ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η λειτουργία του προβλήτα III.

(269)

Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν ως βάση τις σχετικές καταθέσεις του ΣΕΠ στις ελληνικές τράπεζες κατ' έτος (μετά την ημερομηνία της απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων) και τους σχετικούς τόκους που προκύπτουν κατ' έτος, και να εφαρμόσουν σε αυτά το συντελεστή φορολογίας εισοδήματος που ισχύει κατ' έτος.

—   Δικαίωμα επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ανεξάρτητα από την ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου κατασκευής ή των επιμέρους μερών του

(270)

Το μέτρο αυτό προβλέπει τη χορήγηση, στον ΣΕΠ, ενισχύσεων που ισούνται με το συνολικό ποσό της επιστροφής ΦΠΑ που επιτρέπεται να διατηρεί ο ΣΕΠ (βάσει της διάταξης αυτής) εάν το έργο δεν έχει ξεκινήσει 5 έτη μετά την πραγματοποίηση των σχετικών δαπανών.

(271)

Οι ελληνικές αρχές ανέφεραν ότι ο ΣΕΠ χρησιμοποιεί ήδη το επενδυτικό έργο εντός 5 ετών από την έναρξη του έργου, και επομένως η πενταετής περίοδος απαλλαγής δεν είχε ως αποτέλεσμα την ανάκτηση συγκεκριμένου ποσού.

(272)

Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές δεν υπέβαλαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η κατασκευή του έργου έχει ολοκληρωθεί και ότι η επένδυση έχει τεθεί σε χρήση. Ως εκ τούτου, οι ελληνικές αρχές πρέπει να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ολοκλήρωση της κατασκευής του έργου. Επιπλέον, πρέπει επίσης να προσκομίσουν τον κατάλογο των τιμολογίων που σχετίζονται με την κατασκευή αυτή και τις ημερομηνίες κατά τις οποίες ο ΣΕΠ έλαβε επιστροφές ΦΠΑ για τα τιμολόγια αυτά.

(273)

Σε περίπτωση που η κατασκευή του έργου δεν έχει ολοκληρωθεί, η πέμπτη επέτειος από την ημερομηνία της επιστροφής του ΦΠΑ για κάθε τιμολόγιο που σχετίζεται με την κατασκευή αυτή θα θεωρείται η ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης. Η ενίσχυση σε κάθε περίπτωση θα είναι το ποσό του ΦΠΑ που έχει επιστραφεί.

—   Ευρύς ορισμός του αγαθού επένδυσης => άμεσο δικαίωμα επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ύψους 90 % χωρίς έλεγχο

(274)

Το μέτρο αυτό αφορά τη χορήγηση, στον ΣΕΠ, ενισχύσεων που ισούνται με τους δεδουλευμένους τόκους των επιστροφών ΦΠΑ για όλες τις δαπάνες πλην αυτών που αφορούν ενσώματα αγαθά (σε σχέση με το επενδυτικό αγαθό), από τη στιγμή που η επιστροφή τέθηκε στη διάθεση του ΣΕΠ, μέχρι τη στιγμή που ο ΣΕΠ θα εδικαιούτο την εν λόγω επιστροφή, δηλαδή 3 έτη αργότερα ή μέχρι τη στιγμή που ο ΣΕΠ θα είχε τη δυνατότητα να αντισταθμίσει τον ΦΠΑ εισροών (σχετικά με τις εν λόγω δαπάνες) με τον ΦΠΑ εκροών.

(275)

Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να διακρίνουν μεταξύ του ΦΠΑ που σχετίζεται με ενσώματα στοιχεία ενεργητικού τα οποία εμπίπτουν στον ορισμό του αγαθού επένδυσης και του ΦΠΑ εισροών που σχετίζεται με άλλες εργασίες και υπηρεσίες. Ο εν λόγω ΦΠΑ εισροών θα πρέπει τότε να υπολογιστεί. Βάσει του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να υπολογίσουν τον τόκο που θα πρέπει να ζητήσει το κράτος για την προκαταβολή σε μετρητά πριν από την τριετή περίοδο, έως της οποίας ο ΣΕΠ θα μπορούσε να λαμβάνει επιστροφή σε κάθε περίπτωση. Ο τόκος αυτός πρέπει να υπολογιστεί για την περίοδο από τη στιγμή που η επιστροφή τέθηκε στη διάθεση του ΣΕΠ, μέχρι τη στιγμή που ο ΣΕΠ θα εδικαιούτο την εν λόγω επιστροφή, δηλαδή 3 έτη αργότερα. Εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι θα ήταν δυνατή η επιστροφή πριν από την τριετή περίοδο, ο σχετικός τόκος θα υπολογιστεί μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο ΣΕΠ θα ήταν σε θέση να αντισταθμίσει τον ΦΠΑ εισροών του (σχετικά με τις εν λόγω δαπάνες) με τον ΦΠΑ εκροών.

—   Δικαίωμα χρέωσης τόκων υπερημερίας χωρίς χρονικές ή διαδικαστικές απαιτήσεις σε περίπτωση μη επιστροφής του ΦΠΑ από το κράτος

(276)

Το μέτρο αυτό αφορά τη χορήγηση, στον ΣΕΠ, ενισχύσεων που ισούνται με τους τόκους που μπορεί να ζητήσει ο ΣΕΠ (δυνάμει της παρούσας διάταξης) από το ελληνικό κράτος όταν θα έχουν παρέλθει 60 ημέρες από τη στιγμή που ο ΣΕΠ κατέθεσε τη σχετική φορολογική δήλωση (για να ζητήσει την επιστροφή του ΦΠΑ), ενώ οι άλλες εταιρείες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, δεν θα είχαν δικαίωμα να ζητήσουν τόκους.

(277)

Ο ΣΕΠ δήλωσε ότι δεν αξιοποίησε την εν λόγω διάταξη. Εάν, ωστόσο, δεν συμβαίνει αυτό και το κράτος έχει πράγματι καταβάλει τους εν λόγω τόκους, τότε οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να αναφέρουν το ακριβές ποσό των τόκων που έχουν καταβληθεί μαζί με τις ημερομηνίες κατά τις οποίες έλαβαν χώρα οι εν λόγω πληρωμές. Οι ημερομηνίες αυτές θα είναι οι ημερομηνίες χορήγησης και οι αντίστοιχοι τόκοι που έχουν καταβληθεί θα είναι τα χορηγηθέντα ποσά ενίσχυσης κατά τις ημερομηνίες αυτές.

—   Μεταφορά ζημιών χωρίς χρονικό περιορισμό

(278)

Η ενίσχυση στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν ο πρόσθετος εταιρικός φόρος τον οποίο θα έπρεπε να καταβάλει ο ΣΕΠ εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί μεταφορά ζημιών πέραν του χρονικού περιορισμού των πέντε ετών. Με άλλα λόγια, η ενίσχυση είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ του φόρου εισοδήματος που όντως κατέβαλε ο ΣΕΠ και του φόρου εισοδήματος που θα είχε καταβάλει αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να μεταφέρει τις ζημίες του περισσότερα από 5 έτη από την εμφάνιση των εν λόγω ζημιών.

(279)

Η ημερομηνία χορήγησης στην περίπτωση αυτή θα είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο φόρος θα είχε καταστεί καταβλητέος. Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να υποβάλουν δεδομένα που να αποδεικνύουν τις κατ' έτος φορολογικές απώλειες του ΣΕΠ και κατά πόσον αυτές μεταφέρθηκαν εις νέον για περίοδο που υπερβαίνει τα 5 έτη. Εάν συνέβη αυτό, τότε θα πρέπει να υπολογίσουν την επίπτωση των απωλειών αυτών στη φορολογητέα του βάση και, ως εκ τούτου, τον αντίστοιχο φόρο εισοδήματος που δεν κατέβαλε ο ΣΕΠ λόγω της μεταφοράς αυτής.

—   Επιλογή μεταξύ 3 μεθόδων απόσβεσης

(280)

Ο ΣΕΠ δήλωσε ότι χρησιμοποίησε τη μέθοδο σταθερής απόσβεσης. Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να προσκομίσουν αποδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε μόνο η μέθοδος της γραμμικής απόσβεσης και να μην αφήσουν κανένα περιθώριο μετάβασης σε άλλη μέθοδο απόσβεσης. Αν χρησιμοποιήθηκε οποιαδήποτε άλλη μέθοδος απόσβεσης, η ενίσχυση θα είναι η διαφορά μεταξύ του εταιρικού φόρου που θα έπρεπε να καταβάλει ο ΣΕΠ χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της γραμμικής απόσβεσης και του εταιρικού φόρου που προκύπτει από τη χρήση οποιασδήποτε από τις άλλες δύο μεθόδους. Η ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης θα είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο συμπληρωματικός φόρος θα είχε καταστεί καταβλητέος.

—   Απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου των συμβάσεων δανείων που συνάπτονται για τη χρηματοδότηση του έργου καθώς και των παρεπόμενων αυτών συμφώνων

(281)

Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να δηλώσουν εάν ο ΣΕΠ έχει συνάψει άλλες συμβάσεις δανείων εκτός από τις αναφερθείσες συμβάσεις με την Cosco. Όσον αφορά τις συμβάσεις αυτές, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον ΣΕΠ θα ισούνται με τα αντίστοιχα τέλη χαρτοσήμου που εφαρμόζονται για τα εν λόγω δάνεια. Οι ημερομηνίες χορήγησης των ποσών της ενίσχυσης θα είναι οι ημερομηνίες κατά τις οποίες τα εν λόγω τέλη χαρτοσήμου θα είχαν καταστεί καταβλητέα.

—   Απαλλαγή προς όφελος των πιστωτών του ΣΕΠ από φόρους, τέλη χαρτοσήμου, συνεισφορές και τυχόν δικαιώματα υπέρ του δημοσίου ή τρίτων που θα έπρεπε να καταβάλουν κανονικά οι πιστωτές για τις συμβάσεις βάσει των οποίων μεταβιβάζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από τις συμβάσεις δανείων του ΣΕΠ

(282)

Το μέτρο αυτό αφορά τη χορήγηση ενίσχυσης στους πιστωτές του ΣΕΠ, ιδίως την Cosco, η οποία ισούται με το ποσό του τέλους χαρτοσήμου που θα έπρεπε κανονικά να καταβάλει η Cosco, σύμφωνα με τους γενικά ισχύοντες κανόνες, σε περίπτωση μεταβίβασης σε τρίτο μέρος δανείου που έχει συναφθεί με τον ΣΕΠ.

(283)

Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, η Cosco χορήγησε δύο δάνεια στον ΣΕΠ το 2009 τα οποία εκταμιεύθηκαν το 2011. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι έχει πραγματοποιηθεί τέτοιου είδους μεταβίβαση.

(284)

Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να αποσαφηνίσουν εάν αξιοποιήθηκε η διάταξη αυτή. Εάν όντως αξιοποιήθηκε, θα πρέπει στη συνέχεια να προσδιορίσουν το τέλος χαρτοσήμου που θα οφειλόταν για τέτοιες νομικές πράξεις.

—   Απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου κάθε είδους αποζημιώσεων που καταβάλλονται από τον ΟΛΠ στον ΣΕΠ δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης, οι οποίες δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ

(285)

Το μέτρο αυτό παρέχει στον ΣΕΠ πλεονέκτημα το οποίο ισούται με το τέλος χαρτοσήμου που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει σε παρόμοιες περιστάσεις, και από το οποίο απαλλάσσεται. Οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να δηλώσουν εάν αξιοποιήθηκε η διάταξη αυτή. Εάν αξιοποιήθηκε, θα πρέπει στη συνέχεια να προσδιορίσουν τα ποσά των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον ΣΕΠ και τις αντίστοιχες ημερομηνίες χορήγησης κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν που περιγράφεται για τα ανωτέρω μέτρα.

—   Προνομιακό καθεστώς για αλλοδαπές επενδύσεις, κατόπιν αιτήματος του ΣΕΠ

(286)

Οι ελληνικές αρχές δήλωσαν ότι το καθεστώς αυτό δεν έχει χρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 220, ο ΣΕΠ έχει το δικαίωμα να ζητήσει και να αποκτήσει αυτό το προνομιακό καθεστώς.

Χρονοδιάγραμμα Ενεργειών

(287)

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στην Ελληνική Δημοκρατία, η Ελλάδα πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει ή έχει λάβει:

i)

να αναφέρει τα μέτρα που ενδέχεται να εμπίπτουν όντως στον κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας και να υποβάλει τη σχετική τεκμηρίωση για να το αποδείξει αυτό·

ii)

να αναφέρει τα μέτρα για τα οποία έχει γίνει ανάκτηση ή το πρόγραμμα ανάκτησης που έχει τεθεί σε ισχύ.

(288)

Εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στην Ελληνική Δημοκρατία, η Ελλάδα πρέπει να ενημερώσει την Επιτροπή ότι εφάρμοσε την ανάκτηση.

(289)

Κατ' αρχήν αυτή θα είναι η οριστική προθεσμία για την ανάκτηση.

(290)

Στις περιπτώσεις όπου ο ΣΕΠ εξασφάλισε πλεονέκτημα που υπερέβη τα όρια που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής (194), το εν λόγω πλεονέκτημα δεν θεωρείται κρατική ενίσχυση εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στον εν λόγω κανονισμό, οπότε το πλεονέκτημα αυτό δεν υπόκειται σε ανάκτηση.

(291)

Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του ΣΕΠ μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης. Ο τόκος υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (195) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής (196) για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

8.   ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ

(292)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελλάδα υλοποίησε παρανόμως τα κάτωθι μέτρα ενισχύσεων, κατά παράβαση του άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

1.

Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του προβλήτα III.

2.

Δικαίωμα επιστροφής του πιστωθέντος ΦΠΑ, ανεξάρτητα από το στάδιο ολοκλήρωσης του αντικειμένου της σύμβασης· ορισμός της έννοιας του «επενδυτικού αγαθού» για τους σκοπούς των κανόνων περί ΦΠΑ· δικαίωμα τόκων υπερημερίας από την πρώτη ημέρα μετά την 60ή ημέρα από την αίτηση επιστροφής του ΦΠΑ.

3.

Μεταφορά ζημιών εις νέον χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό.

4.

Επιλογή μεταξύ τριών μεθόδων απόσβεσης όσον αφορά τις επενδυτικές δαπάνες για την ανακατασκευή του προβλήτα ΙΙ και την κατασκευή του προβλήτα III.

5.

Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου επί συμβάσεων δανείων καθώς και των παρεπόμενων αυτών συμφώνων για τη χρηματοδότηση του προγράμματος.

6.

Απαλλαγή από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή κράτηση υπέρ του δημοσίου ή τρίτων των συμβάσεων μεταξύ των πιστωτών των δανειακών συμβάσεων με τις οποίες μεταβιβάζονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές.

7.

Απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου κάθε είδους αποζημιώσεων που καταβάλλονται από τον ΟΛΠ στον ΣΕΠ δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης, που είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ.

8.

Προστασία στο πλαίσιο του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος για τις ξένες επενδύσεις.

(293)

Οι ελληνικές αρχές δεν απάλλαξαν τον ΣΕΠ από τους κανόνες τους σχετικούς με την αναγκαστική απαλλοτρίωση και, επομένως, δεν χορήγησαν καμία ενίσχυση στον ΣΕΠ στο πλαίσιο αυτό.

(294)

Όλα τα μέτρα ενίσχυσης που προσδιορίζονται παραπάνω είναι ασυμβίβαστα με τη Συνθήκη και πρέπει να ανακτηθούν.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα ακόλουθα μέτρα κρατικής ενίσχυσης προς όφελος του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε. και του πιστωτή του, της Cosco, τα οποία παρανόμως εφάρμοσε η Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά:

1)

Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του προβλήτα III.

2)

Δικαίωμα για την επιστροφή του πιστωθέντος ΦΠΑ, ανεξάρτητα από το στάδιο ολοκλήρωσης του αντικειμένου της σύμβασης· ορισμός της έννοιας του «επενδυτικού αγαθού» για τους σκοπούς των κανόνων περί ΦΠΑ· δικαίωμα για τόκους υπερημερίας από την πρώτη ημέρα μετά την 60ή ημέρα από την αίτηση επιστροφής του ΦΠΑ.

3)

Μεταφορά ζημιών εις νέον χωρίς χρονικό περιορισμό.

4)

Επιλογή μεταξύ τριών μεθόδων απόσβεσης όσον αφορά τις επενδυτικές δαπάνες για την ανακατασκευή του προβλήτα ΙΙ και την κατασκευή του προβλήτα III.

5)

Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου επί των συμφωνιών δανειοδότησης καθώς και οποιασδήποτε συμπληρωματικής συμφωνίας για τη χρηματοδότηση του έργου.

6)

Απαλλαγή από φόρους, τέλη χαρτοσήμου, εισφορές και τυχόν δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων για τις συμβάσεις μεταξύ των πιστωτών των δανειακών συμβάσεων βάσει των οποίων μεταβιβάζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές.

7)

Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου για κάθε οικονομική αντιστάθμιση που καταβάλλεται από τον ΟΛΠ στον ΣΕΠ δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης, πράγμα που είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής του κώδικα ΦΠΑ.

8)

Προστασία στο πλαίσιο του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος για τις ξένες επενδύσεις.

Άρθρο 2

Οι ελληνικές αρχές δεν χορήγησαν ενίσχυση απαλλάσσοντας τον Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε. από τους κανόνες τους σχετικούς με την αναγκαστική απαλλοτρίωση.

Άρθρο 3

1.   Η Ελλάδα οφείλει να ανακτήσει τη χορηγηθείσα μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 από τον ΣΕΠ και τη μητρική του εταιρεία Cosco.

2.   Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Ο τόκος υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 271/2008 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

4.   Η Ελλάδα καταργεί όλες τις διατάξεις που επιτρέπουν τη συνέχιση των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 1, με ισχύ από την ημερομηνία έγκρισης της παρούσας απόφασης.

5.   Η Ελλάδα ακυρώνει όλες τις εκκρεμείς πληρωμές της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

1.   Η ανάκτηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι άμεση και εκτελεστέα.

2.   Η Ελλάδα διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (κεφάλαιο και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από τον ΣΕΠ και τη μητρική του εταιρεία Coscο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση· και

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο ΣΕΠ και η μητρική του εταιρεία Cosco έχουν διαταχθεί να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.   Η Ελλάδα τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της χορηγηθείσας ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελλάδα.

Βρυξέλλες, 23 Μαρτίου 2015.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(2)  Πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 13 Μαΐου 2009.

(3)  Πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή αυθημερόν.

(4)  Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2012, C(2012) 4217 final, για την υπόθεση SA. 28876 [C (12/C) (ex CP 202/09) — Ελλάδα — Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά & Cosco Pacific Limited (ΕΕ C 301 της 5.10.2012, σ. 55).

(5)  Βλέπε υποσημείωση 4 ανωτέρω.

(6)  Βλέπε άρθρο 1.1 της σύμβασης παραχώρησης σχετικά με το πεδίο της σύμβασης και άρθρο 3 σχετικά με το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης.

(7)  Βλέπε άρθρο 3.1.iii. της σύμβασης παραχώρησης.

(8)  Δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Αριθ. αναφοράς 2008/S 20-026332 της 30ής Ιανουαρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με το έγγραφο 2008/S 54-072476 της 18ης Μαρτίου 2008, που παρατείνει την προθεσμία υποβολής προσφορών έως τις 19 Μαΐου 2008.

(9)  Βλέπε υποσημείωση 4 ανωτέρω.

(10)  i) Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επιχειρήσεων για υλικά, εργασίες και υπηρεσίες που παρέχονται στον ΣΕΠ εκτός Ελλάδας από εταιρείες ή κοινοπραξίες που έχουν την έδρα τους εκτός Ελλάδας, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται σε ισχύ διμερής σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας στην οποία έχουν την έδρα τους οι εν λόγω εταιρείες· και ii) επιστροφή ΦΠΑ εντός 60 ημερών από την περίοδο υποβολής της σχετικής αίτησης και επιτόκιο που ισχύει για τον υπολογισμό των τόκων σε περίπτωση μη επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ εντός 60 ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

(11)  Άρθρο 2 παράγραφος 1 του νόμου.

(12)  Άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 4 του νόμου.

(13)  Άρθρο 2 παράγραφος 5 του νόμου.

(14)  Άρθρο 2 παράγραφος 6 του νόμου.

(15)  Άρθρο 2 παράγραφος 8 του νόμου.

(16)  Άρθρο 2 παράγραφος 9 του νόμου.

(17)  Άρθρο 2 παράγραφος 10 του νόμου.

(18)  Άρθρο 3 του νόμου.

(19)  Υπόθεση T-157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, συλλογή 2004, σ. I-917, σκέψη 44.

(20)  α) Ο μακροχρόνιος χαρακτήρας των συμβάσεων· β) η ανάγκη για σημαντικότατες αρχικές επενδύσεις, γεγονός που σημαίνει στην πράξη ότι τα έσοδα κατά την αρχική περίοδο είναι περιορισμένα ή μηδενικά·γi) η ανάγκη εξασφάλισης εξωτερικής χρηματοδότησης· δ) η αβέβαιη οικονομική απόδοση· ε) το αυξημένο δημόσιο συμφέρον για την επιτυχή και επικερδή ολοκλήρωση του έργου.

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 670/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2012, τροποποιητικός της απόφασης αριθ. 1639/2006/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος-πλαισίου για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (2007-2013) και κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 680/2007 για καθορισμό των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής οικονομικής συνδρομής στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών και ενέργειας (ΕΕ L 204 της 31.7.2012, σ. 1) και κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1).

(22)  Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 («ο κανονισμός για την Υποχρέωση Δημόσιας Υπηρεσίας — “ΥΔΥ”») αναγνωρίζει ότι, όταν αυτό δικαιολογείται βάσει της ανάγκης διασφάλισης φορολογικού οφέλους ή πλήρους απόσβεσης του κεφαλαίου σε σχέση με τις έκτακτες επενδύσεις υποδομής, τροχαίου υλικού ή οχημάτων, η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι δυνατόν να έχει μεγαλύτερη διάρκεια.

(23)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, συλλογή 2011, ECLI:EU:C:2011:732, σκέψεις 90-92.

(24)  Αιτιολογική σκέψη 115 της απόφασης της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας.

(25)  Υπόθεση C-88/03, Πορτογαλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 81.

(26)  Υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline, συλλογή 2001, σ. I-8384.

(27)  Υπόθεση C-169/08, Presidente del Consiglio dei Ministri κατά Regione Sardegna, συλλογή 2009, σ. I-10821.

(28)  Υπόθεση T-210/02 RENV, British Aggregates Association κατά Επιτροπής, συλλογή 2012.

(29)  Βλέπε, για παράδειγμα, την ανάλυση του γενικού δικαστηρίου για την υπόθεση T-210/02 RENV, British Aggregates Association κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συλλογή 2012, σκέψεις 83-91.

(30)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-304/04 και T-316/04, Ιταλική Δημοκρατία και WAM SpA κατά Επιτροπής, συλλογή 2006, σ. II-64.

(31)  Υποθέσεις COMP/M.5398 — Hutchinson/Evergreen, COMP/M.5450 — Kuhne/HGV/TIU/Hapag-Lloyd, COMP/JV.55 — Hutchinson/RCPM/ECT, COMP/JV.56 — Hutchinson/ECT, COMP/M.3863 — TUI/CP Ships, COMP/M.5398 — Hutchinson/Evergreen, COMP/M.3576 — ECT/PONL/Euromax, COMP/M.3973 —CMA CGM/Delmas, COMP/M.3829 Maerrsk/Ponl, COMP/M.1674 — Maersk/ECT, IV/M.831 — P&O/Royal Nedlloyd.

(32)  Υπόθεση 409/V/2009, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2009, σ. 22.

(33)  Λιμένας της Θεσσαλονίκης, λιμένας της Κωνστάντζας στη Ρουμανία, λιμένας του Koper στη Σλοβενία και αρκετοί λιμένες στην Ιταλία (βλέπε υποσημείωση 173 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(34)  Απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2009, για την υπόθεση C 21/09 (ex N 105/08, N 168/08 και N 169/08) — Ελλάδα — Δημόσια χρηματοδότηση υποδομής και εξοπλισμού στον λιμένα Πειραιώς (ΕΕ C 402 της 29.12.2012, σ. 25).

(35)  Λόγω της απόστασης του Πειραιά από τις περιοχές αυτές, της έλλειψης σύγχρονης σιδηροδρομικής σύνδεσης και υπηρεσιών, των πρόσθετων σημαντικών δαπανών που θα απαιτούνταν, και των ρυθμίσεων των βασικών θαλάσσιων οδών που χρησιμοποιούνται για μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων ανοιχτής θάλασσας και οι οποίες εξυπηρετούν την περιοχή της κεντρικής Μεσογείου μέσω των σταθμών εμπορευματοκιβωτίων στην Μάλτα (π.χ. Maersk), στον Τάραντα (π.χ. Evergreen), στη Βενετία (π.χ. MSC) και στο Gioia Tauro (π.χ. MSC).

(36)  Για παράδειγμα, το Koper προσφέρει βάθος υδάτων περίπου 9 μέτρων, έναντι 15-19 μέτρων που προσφέρει ο Πειραιάς (κανονικά απαιτούνται βάθη αρκετά μεγαλύτερα των 12 μέτρων για τα πλοία που εξυπηρετεί). Πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων χωρητικότητας 13 500 TEU εισέρχονται στον σταθμό του Πειραιά κάθε εβδομάδα, κίνηση που θα δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει κανένας από τους λιμένες αυτούς.

(37)  Το σημαντικό κόστος που απαιτεί η πρόσθετη διαδρομή για τη μεταφορά της κίνησης μεταφόρτωσης σε οποιονδήποτε από τους υπόλοιπους λιμένες θα τους καθιστούσε μη ελκυστικούς για αυτού του είδους την κίνηση.

(38)  Η μετ' επιστροφής απόσταση του Πειραιά από αυτή τη θαλάσσια οδό απαιτεί από ένα σύνηθες πλοίο ανοιχτής θάλασσας περίπου 16 ώρες πλεύσης, έναντι 44 ωρών για τη Θεσσαλονίκη, 120 ωρών για το Koper και αρκετών ημερών για την Κωνστάντζα (λόγω της ανάγκης διάπλου των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου και των προβλημάτων που σχετίζονται με την εκεί κυκλοφοριακή συμφόρηση).

(39)  Σύμφωνα με την παράγραφο 117 της απόφασης της Επιτροπής: «Οι μόνοι λιμένες που αποτελούν μέρος της αγοράς της ανατολικής Μεσογείου είναι εκείνοι που βρίσκονται στη Μαύρη Θάλασσα (όπως η Κωνστάντζα στη Ρουμανία, η Βάρνα στη Βουλγαρία). Ωστόσο, λόγω της ειδικής κατάστασης που επικρατεί στα στενά που συνδέουν τη Μαύρη Θάλασσα με το Αιγαίο Πέλαγος, οι λιμένες της Μαύρης Θάλασσας δεν είναι κύριοι ανταγωνιστές του λιμένα του Πειραιά. Παρόμοια, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το γεγονός ότι και άλλοι λιμένες της ΕΕ, όπως οι λιμένες της Ιταλίας και της Σλοβενίας στην Αδριατική, δύνανται ίσως να ανταγωνιστούν τον λιμένα του Πειραιά, ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών και του λιμένα του Πειραιά είναι ασήμαντος».

(40)  Παράγραφοι 114 και 115 της απόφασης της Επιτροπής για την υπόθεση C 21/2009 που αναφέρεται στην υποσημείωση 4 ανωτέρω.

(41)  α) Η θέση του στη μεγαλύτερη οικιστική περιοχή της Ελλάδας με πληθυσμό που υπερβαίνει τα 5 εκατ., στη μεγαλύτερη βιομηχανική/εμπορική περιοχή της χώρας, β) ο εκτεταμένος χώρος πλεύρισης, οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις και το μεγάλο αγκυροβόλιο, γ) το μέγιστο βάθος υδάτων, δ) η ελάχιστη απόσταση από τον άξονα Σουέζ/Γιβραλτάρ, ε) μία από τις ανταγωνιστικότερες αγορές ανεφοδιασμού καυσίμων παγκοσμίως, στ) οι εκτεταμένες ναυπηγοεπισκευαστικές εγκαταστάσεις και το ευρύ φάσμα υπηρεσιών που χρειάζονται οι φορείς εκμετάλλευσης πλοίων.

(42)  Αποφάσεις της Επιτροπής για τις υποθέσεις N 508/07 Ιόνια Οδός, N 45/08 Αυτοκινητόδρομος Ελευσίνα-Κόρινθος-Πάτρα-Πύργος-Τσακώνα, N 566/07 Αυτοκινητόδρομος Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα και τμήμα Λεύκτρων-Σπάρτης, N 565/07 Αυτοκινητόδρομος Κεντρικής Ελλάδας, N 633/07 Σύμβαση παραχώρησης τμήματος Μαλιακός-Κλειδί του αυτοκινητόδρομου Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Εύζωνοι, N 134/07 Σύμβαση παραχώρησης υποθαλάσσιας σήραγγας Θεσσαλονίκης, N 462/99 Αττική Οδός, NN 143/97 Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, NN 27/96 Διεθνής Αερολιμένας Σπάτων.

(43)  Απόφαση της Επιτροπής για την υπόθεση NN 27/96 Διεθνής Αερολιμένας Σπάτων.

(44)  Αποφάσεις της Επιτροπής για τις υποθέσεις N 462/99 Αττική Οδός και NN 143/97 Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου.

(45)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-427/04, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής και T-17/05, France Télécom SA κατά Επιτροπής, συλλογή 2009, σ. II-0435, σκέψεις 264-266· C-474/09 P έως C-476/09 P, Territorio Historico de Vizcaya, ECLI:EU:C:2011:522, σκέψη 70.

(46)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 221 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(47)  Βάσει του ίδιου σκεπτικού, η Επιτροπή ενέκρινε επίσης ένα σύστημα για ευρυζωνικές υποδομές σε αγροτικές περιοχές [SA. 32866 (11/N)] το οποίο είχε ως νομική βάση το νόμο 3389/2005 για τις ΣΔΙΤ, ο οποίος περιλαμβάνει φορολογικές διατάξεις παρόμοιες με εκείνες του νόμου 3755/2009.

(48)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 225 και 226 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(49)  Το 2012 α) η κίνηση στον προβλήτα ΙΙ αυξήθηκε κατά 76,5 % σε σύγκριση με το 2011 (2,108 εκατ. TEU το 2012 σε σύγκριση με 1,188 εκατ. TEU το 2011), β) η χωρητικότητα ήταν κατά 700 000 TEU υψηλότερη από την πρόβλεψη της σύμβασης παραχώρησης, γ) τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 43 % σε σύγκριση με το 2011 (από 72,87 εκατ. ευρώ σε 104,3 εκατ. ευρώ). Το 2012 ο ΣΕΠ, η ΤΡΕΝΟΣΕ και η Hewlett Packard υπέγραψαν σύμβαση βάσει της οποίας η τελευταία θα διοχέτευε τα προϊόντα της μέσω της Ελλάδας σε άλλες γειτονικές χώρες.

(50)  Καλύπτεται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

(51)  Αποφάσεις της Επιτροπής για τις υποθέσεις C 39/09 — Λετονία — Δημόσια χρηματοδότηση λιμενικής υποδομής στον λιμένα Ventspils (ένταση ενίσχυσης 50 %), SA.30742 — Κατασκευή υποδομών για τον τερματικό σταθμό επιβατικών και φορτηγών σκαφών στο Klaipeda (ένταση ενίσχυσης 65 %), SA.34940 (2012/N) — Λιμένας Augusta (ένταση ενίσχυσης 68,87 %), N 649/2001 — Καθεστώς επιχορηγήσεων για τις εγκαταστάσεις διακίνησης φορτίων (ένταση ενίσχυσης 94 %), C 21/2009 — Δημόσια χρηματοδότηση υποδομής και εξοπλισμού στον λιμένα Πειραιώς.

(52)  Βλέπε υποσημείωση 34 ανωτέρω.

(53)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 670/2012.

(54)  Ως προς αυτό αναφέρονται στο γεγονός ότι η China Development Bank, ένας από τους πιστωτές του ΣΕΠ, ανέμενε την έγκριση του κυρωτικού νόμου προκειμένου να υπογράψει το δάνειό της προς τον ΣΕΠ. Αναφέρονται επίσης σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εστάλη από […] προς τον ΣΕΠ τον Ιανουάριο του 2009, στην οποία η τράπεζα εξέφραζε τις βασικές ανησυχίες της σχετικά με τη χρηματοδότηση της εν λόγω σύμβασης παραχώρησης. Σύμφωνα με το μήνυμα αυτό, η σύμβαση παραχώρησης δεν εξασφάλιζε προστασία έναντι γενικών αλλαγών της νομοθεσίας ή αλλαγών της νομοθεσίας που συνιστούν διακριτική μεταχείριση και διατείνονται ότι αυτό αφορούσε το φορολογικό πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης.

(55)  Οι υποβληθείσες εκτιμήσεις βασίζονταν σε μελέτη που συνέταξε η PricewaterhouseCoopers Business Solutions ΑΕ. Οι εκτιμήσεις αυτές συνίσταντο σε σύγκριση των παραδοχών που περιείχε το επιχειρηματικό σχέδιο της Cosco κατά τον χρόνο δημοσίευσης του κυρωτικού νόμου (Μάρτιο 2009) και τις διατάξεις γενικής εφαρμογής. Από το αποτέλεσμα της σύγκρισης αυτής κατέληξαν στο ποσό που αντιστοιχεί στην πρόσθετη χρηματοδότηση που θα χρειαζόταν ο ΣΕΠ ελλείψει των φορολογικών μέτρων. Το ποσό που προκύπτει από τους υπολογισμούς αυτούς υπολογίστηκε εντέλει σε τιμές προεξόφλησης (χρησιμοποιώντας ετήσιο επιτόκιο προεξόφλησης 9,0 %, συγκεκριμένα το επιτόκιο προεξόφλησης που χρησιμοποιείται για την προεξόφληση του ελάχιστου εγγυημένου ανταλλάγματος που προσέφερε ο ΣΕΠ κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, αλλά και ετήσιο επιτόκιο προεξόφλησης 4,47 % του Μαρτίου του 2009, συγκεκριμένα το επιτόκιο αναφοράς που αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής). Τέλος, οι υπολογισμοί αυτοί δεν συμπεριλαμβάνουν τα μέτρα των άρθρων 2.3, 2.5, 2.9, 2.10 και 3 του νόμου.

(56)  Σύμφωνα με το χειρότερο πιθανό σενάριο.

(57)  Για παράδειγμα, υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline GmbH και Wieterdorfer & Peggauer Zementwerke GmbH κατά Finanzlandesdirektion für Kärnten, συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41· υπόθεση T-335/08, BNP Paribas και Banca Nazionale del Lavoro SpA (BNL) κατά Επιτροπής, συλλογή 2010, σ. II-3323, σκέψη 204· και υποθέσεις T-425/04, T-444/04, T-450/04 και T-456/04, Γαλλική Δημοκρατία, France Télécom, Bouyges SA, Bouyges Télécom SA και AFORS Télécom κατά Επιτροπής, συλλογή 2010, σ. II-2009, σκέψη 216.

(58)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.21918 — Γαλλία — Ρυθμιζόμενα τιμολόγια της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία (ΕΕ C 398 της 22.12.2012, σ. 10). Απόφαση 98/353/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπέρ της επιχείρησης Gemeinnützige Abfallverwertung GmbH (ΕΕ L 159 της 3.6.1998, σ. 58). Απόφαση C(2007) 134 της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενίσχυσης NN 67/05 — Λιθουανία — Μείωση του συντελεστή φορολόγηση κερδών για την «Bite GSM». Απόφαση 2003/227/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2002, σχετικά με διάφορα μέτρα και σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία υπέρ του κέντρου αναψυχής «Terra Mítica SA» στο Benidorm (Alicante) (ΕΕ L 91 της 8.4.2003, σ. 23). Απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 2010, σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενίσχυσης NN 30/09 — Ιρλανδία — Ξενοδοχειακές φορολογικές απαλλαγές για το Ritz-Carlton Hotel, Powerscourt, Co. Wicklow. Απόφαση 2003/590/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2003, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο σχεδιάζει να εφαρμόσει υπέρ της CDC Group plc (ΕΕ L 199 της 7.8.2003, σ. 28). Απόφαση 2009/476/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με ενίσχυση υπό μορφή σύστασης ταμείου αντιστάθμισης στο πλαίσιο της οργάνωσης της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που χορηγεί το Λουξεμβούργο [C 43/02 (ex NN 75/01)] (ΕΕ L 159 της 20.6.2009, σ. 11). Απόφαση 98/212/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 1997, σχετικά με τις ενισχύσεις που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Enirisorse SpA (ΕΕ L 80 της 18.3.1998, σ. 32). Απόφαση της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2007, σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενίσχυσης NN4/07 — «Delitissue Sp. z o.o.» υπό τον αριθμό C(2007) 769.

(59)  Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΣΕΠ, η επίπτωση της έγκρισης των φορολογικών διατάξεων στον πραγματικό εσωτερικό συντελεστή απόδοσης («IRR») που ελήφθη υπόψη στο πρότυπο επιχειρηματικό σχέδιο του ΣΕΠ του Μαρτίου 2009 υπολογίστηκε στη βάση των […] μονάδων βάσης (δηλαδή […] %), γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση του εν λόγω IRR υπολογιζόμενη, ελλείψει των σχετικών φορολογικών διατάξεων, περίπου σε […] % (δηλαδή από […] % σε […] %).

(60)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98, Pavlov και λοιποί, συλλογή 2000, σ. I-6451.

(61)  Υπόθεση 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψη 7· υπόθεση C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, συλλογή 1998, σ. I-3851, σκέψη 36· συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98, συλλογή 2000, σ. I-6451.

(62)  Αποφάσεις της Επιτροπής για τις ακόλουθες υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων: N 44/10 — Δημόσια χρηματοδότηση της λιμενικής εγκατάστασης Krievu Sala (ΕΕ C 215 της 21.7.2011, σ. 21), αιτιολογικές σκέψεις 60-68· C 39/09 — Λετονία — Δημόσια χρηματοδότηση της λιμενικής υποδομής στον λιμένα Ventspils (ΕΕ C 62 της 20.3.2010, σ. 7), αιτιολογικές σκέψεις 53-58· N 60/06 — Λιμένας Ρόττερνταμ (ΕΕ C 196 της 24.8.2007, σ. 1), αιτιολογικές σκέψεις 42-52· N 520/03 — Φλαμανδικοί λιμένες (ΕΕ C 176 της 16.7.2005, σ. 12), αιτιολογικές σκέψεις 34-54.

(63)  Βλέπε μεταξύ άλλων απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2002 στην υπόθεση C-82/01P, Αερολιμένας Παρισίων, συλλογή 2002, I-9297 και απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-455/08, Freistaat Sachsen και Mitteldeutsche Flughafen AG κατά Επιτροπής, T-443/08 Freistaat Sachsen και Land Sachsen- Anhalt κατά Επιτροπής, συλλογή 2011, σ. II-1311.

(64)  Υπόθεση C-39/94 και λοιποί, συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 60· υπόθεση C-342/96 Ισπανία κατά Επιτροπής, συλλογή 1999, σ. I-2459, σκέψη 41.

(65)  Υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής, συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 13.

(66)  Υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline, συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 38· υπόθεση C-387/92, Banco Exterior de España, συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 13· και υπόθεση C-200/97, Ecotrade, συλλογή 1998, σ. I-7907, σκέψη 34.

(67)  Υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze και λοιποί, συλλογή 2006, σ. I-289, σκέψη 132.

(68)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans, συλλογή 2003, σ. I-7747.

(69)  Υπόθεση C-39/94, SFEI και λοιποί, συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψεις 60-61.

(70)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere», Hotel Cipriani Srl και Società Italiana per il gas SpA (Italgas) κατά Επιτροπής, συλλογή 2011 σ. I-4727, σκέψεις 92 και 94 έως 96, και διάταξη του προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-172/14 R, Stahlwerk Bous κατά Επιτροπής, σκέψεις 59 και 60.

(71)  Άρθρο 2 παράγραφος 9 του νόμου.

(72)  Υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline, συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41· υπόθεση C-308/01, GIL Insurance και λοιποί, συλλογή 2004, σ. I-4777, σκέψη 68· υπόθεση C-172/03, Heiser, συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 40.

(73)  Βλέπε υποθέσεις C-143/99 Adria-Wien Pipeline, σκέψη 41· C-308/01 GIL Insurance, συλλογή 2004, σ. I-4777, σκέψη 68· C-172/03, Heiser, συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 40· C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 54· T-233/04, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 86.

(74)  Βλέπε, για παράδειγμα, υπόθεση C-279/08Ρ, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (NOx), συλλογή 2011, σ. I-7671, σκέψη 62.

(75)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, συλλογή 2011, σ. I-11113.

(76)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-92/00 και T-103/00, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Ramondín, SA και Ramondín Cápsulas κατά Επιτροπής, συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 51.

(77)  Βλέπε υπόθεση C 279/08 P, Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών, συλλογή 2011, σ. I-7671, σκέψη 50.

(78)  Υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, συλλογή 1999, σ. I 3671, σκέψη 32· υπόθεση C-143/99, Adria Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, συλλογή 2011, σ. I-8365, σκέψη 48· υπόθεση C- 409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 48.

(79)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-92/00 και T-103/00, Ramondin και Ramondín Cápsulas κατά Επιτροπής, συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 39. Στην απόφαση αυτή το δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή ενός φορολογικού μέτρου μόνο σε επενδύσεις που υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο θα σήμαινε ότι το μέτρο αυτό θα ίσχυε de facto μόνο για επιχειρήσεις που διαθέτουν σημαντικούς χρηματικούς πόρους.

(80)  Βλέπε, για παράδειγμα, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos κ.λπ., συλλογή 2011, σ. I-7611, σκέψη 69.

(81)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, Paint Graphos κ.λπ., συλλογή 2011, σ. I-7611, σκέψεις 69 και 70· υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 81· υπόθεση C-279/08 P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (NOx), συλλογή 2011, σ. I-7671· υπόθεση C-487/06 P, Βritish Aggregates Association κατά Επιτροπής, συλλογή 2008, σ. I-10515.

(82)  Βλέπε μεταξύ άλλων υπόθεση C-279/08P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, συλλογή 2011, σ. I-07671, σκέψη 75· υπόθεση C-487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, συλλογή 2008, σ. I-10505, σκέψη 92· υπόθεση C-241/94, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 21· υπόθεση C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, συλλογή 1999, σ. I-2459, σκέψη 23· υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 25.

(83)  Βλέπε ως προς αυτό τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-92/00 και Τ-103/00, Ramondín SA και Ramondín Cápsulas SA κατά Επιτροπής, συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 62.

(84)  Ή μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2015 το αργότερο.

(85)  Άρθρο 2 παράγραφος 1 του νόμου 3755/2009.

(86)  Άρθρο 99 παράγραφος 1 στοιχείο α) πρώτο εδάφιο σε συνδυασμό με τα άρθρα 12 παράγραφος 1, 105 παράγραφος 1 στοιχείο β) και 109 παράγραφος 1 του ελληνικού κώδικα φορολογίας εισοδήματος. Ο εν λόγω φόρος εισοδήματος εταιρειών ανήλθε σε 25 % κατά το οικονομικό έτος 2010, 24 % κατά το οικονομικό έτος 2011, 20 % κατά το οικονομικό έτος 2012, 22 % κατά το οικονομικό έτος 2013, 26 % κατά το οικονομικό έτος 2014 και έπειτα.

(87)  Τότε ίσχυε παρακράτηση φόρου δυνάμει του άρθρου 99 παράγραφος 1 στοιχείο α) του ΚΦΕ.

(88)  Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, ο όρος «δεδουλευμένοι τόκοι» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια λογιστική μέθοδο για τον υπολογισμό της σώρευσης τόκων, σύμφωνα με την οποία ο τόκος προκύπτει ανάλογα με τον χρόνο τον ροών διαθεσίμων και τα εμπλεκόμενα ποσά. Με άλλα λόγια, «δεδουλευμένος τόκος» είναι ο τόκος επί συγκεκριμένου ποσού ο οποίος αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη περίοδο (ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο τόκος είναι ληξιπρόθεσμος ή απαιτητός). Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, ο ΣΕΠ αναμένεται κανονικά να αποκομίσει τέτοιους τόκους από καταθέσεις μετρητών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

(89)  Η φορολογική απαλλαγή επί δεδουλευμένων τόκων θα εφαρμόζεται για περίοδο που μπορεί να διαφέρει, ανεξάρτητα από την έγκαιρη ή καθυστερημένη αποπεράτωση των έργων, αλλά έχει καθορισμένη καταληκτική ημερομηνία. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της σύμβασης παραχώρησης, ο προβλήτας ΙΙΙ πρέπει να τεθεί σε λειτουργία 48 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης της κατασκευής και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως 31 Οκτωβρίου 2015.

(90)  Εάν δεν υπάρχει συμφωνία αποφυγής διπλής φορολόγησης.

(91)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 95 έως 97.

(92)  Δηλαδή άρθρο 103 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ).

(93)  Υπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής (Kimberly Clark), συλλογή 1996, σ. I-4451. Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 21 της ανακοίνωσης για τις φορολογικές ενισχύσεις.

(94)  Άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3 του νόμου 3755/2009.

(95)  Άρθρο 30 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ.

(96)  Άρθρο 32 παράγραφος 3 του κώδικα ΦΠΑ.

(97)  Εφόσον υπάρχει τριετές όριο για τη μεταφορά πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ.

(98)  Άρθρο 33 παράγραφος 4 του κώδικα ΦΠΑ.

(99)  Όπως ίσχυε η απόφαση αυτή κατά τον χρόνο έγκρισης του κυρωτικού νόμου.

(100)  Συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που αφορά αγαθό επένδυσης.

(101)  Άρθρο 2 παράγραφος 7 της υπουργικής απόφασης 1073/2004.

(102)  Άρθρο 33 παράγραφος 3 του κώδικα ΦΠΑ. Ο πενταετής αυτός περιορισμός δεν ισχύει για επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

(103)  Άρθρο 38 παράγραφος 2 του νόμου 1473/1984.

(104)  Αποφάσεις 1948/1992, 3035/1992, 1274/2002, 1207/2012 και 1501/2012 του Συμβουλίου Επικρατείας, καθώς και αποφάσεις 222/2009, 223/2009 και 2141/2009 του Διοικητικού Δικαστηρίου Αθηνών και 4793/2013 του Διοικητικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης. Η ερμηνεία αυτή βασιζόταν στο άρθρο 21 του νομοθετικού διατάγματος 26-6/10-7/1944 (Κώδικας δικαστικών διαδικασιών) σύμφωνα με την οποία «οι συνήθεις νόμιμοι τόκοι και οι τόκοι υπερημερίας […] αρχίζουν από τη στιγμή που γνωστοποιείται στο κράτος η άσκηση προσφυγής».

(105)  Σύμφωνα με τον κώδικα της φορολογικής διαδικασίας, ο υπόχρεος μπορεί να ασκήσει προσφυγή εντός 20 ημερών από την ημέρα που του κοινοποιείται η εν λόγω πράξη.

(106)  Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στο άρθρο 33 παράγραφος 4 του κώδικα ΦΠΑ.

(107)  Υπόθεση C-110/94, Intercommunale voor Zeewaterontzilting (INZO), συλλογή 1997, σ. I-870.

(108)  Παράγραφος 15 της απόφασης στην υπόθεση C-110/94.

(109)  Βλέπε άρθρο 29 παράγραφος 3 του νόμου 3389/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 παράγραφος 2 του νόμου 4013/2011.

(110)  Συνεπάγεται επίσης την ασφάλεια δικαίου, ότι οι κάθε είδους δαπάνες του ΣΕΠ θα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, παρόλο που αυτό δεν θα συνέβαινε σύμφωνα με τους γενικώς ισχύοντες κανόνες.

(111)  Η επιστολή αυτή έχει ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 2008 και υποβλήθηκε στις ελληνικές αρχές κατά την εξέλιξη της διαδικασίας πριν από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, υπό τη μορφή του παραρτήματος 2 των παρατηρήσεων με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 2011. Πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 8 Φεβρουαρίου 2011 με αριθμό πρωτοκόλλου 2011/013591.

(112)  Συγκεκριμένα, ζήτησαν επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου 90 % εντός 1 μηνός από την ημερομηνία της αίτησης και του υπολοίπου 10 % εντός ενός έτους. Η επιστροφή αυτή αντιστοιχεί ουσιαστικά στην επιστροφή που ισχύει για αγαθά επένδυσης.

(113)  Υπόθεση T-68/03, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες ΑΕ κατά Επιτροπής, συλλογή 2007, σ. II-2911, σκέψη 361· υπόθεση C-25/07, Alicja Sosnowska κατά Dyrektor Izby Skarbowej, συλλογή 2008, σ. I-5129.

(114)  Η υποχρέωση επιστροφής ΦΠΑ προκύπτει κατά τον χρόνο καταβολής του ΦΠΑ εισροών και το δικαίωμα παρακράτησης του ΦΠΑ«[…] ασκείται αμέσως […] ενώ τα κράτη μέλη διαθέτουν μεν κάποια διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό της διαδικασίας επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, πλην όμως η διαδικασία που θεσπίζουν δεν θα πρέπει να θίγει την αρχή της ουδετερότητας του κοινού συστήματος ΦΠΑ, υποχρεώνοντας τον υποκείμενο στον φόρο να επωμισθεί, εν όλω ή εν μέρει, τη σχετική φορολογική επιβάρυνση. […] πράγμα που σημαίνει ότι η διαφορά πρέπει να επιστρέφεται, εντός εύλογης προθεσμίας.» Υπόθεση C-25/07, Alicjia Sosnowska, συλλογή 2008, σ. I-5129, σκέψεις 15-16.

(115)  Άρθρο 105 παράγραφος 11 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του ΚΦΕ.

(116)  Υπόθεση T-55/99, Confederación Española de Transporte de Mercancías (CETM) κατά Επιτροπής, συλλογή 2000, σ. II-03207, σκέψη 53.

(117)  Με τη μέθοδο της σταθερής απόσβεσης, η απόσβεση της αξίας υπολογίζεται βάσει σταθερού συντελεστή στην αρχική αξία αγοράς ή την αναπροσαρμοσμένη αξία αγοράς συν την αξία των βελτιώσεων ή πρόσθετων μερών.

(118)  Κατά το χρόνο έγκρισης της υπό εξέταση διάταξης, το άρθρο 31.1.στ) του ΚΦΕ προέβλεπε εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, σε σχέση με την απόσβεση νέων μηχανημάτων και μηχανολογικού ή τεχνικού εξοπλισμού βιομηχανικών, μεταλλευτικών, λατομικών και μεικτών επιχειρήσεων του είδους αυτού. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εταιρείες θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν τη φθίνουσα μέθοδο απόσβεσης. Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε και τώρα προβλέπει μόνο τη γενική μέθοδο σταθερής απόσβεσης για όλες τις περιπτώσεις.

(119)  Προεδρικό διάταγμα 299/2003 σχετικά με τον «καθορισμό των ανώτατων και κατώτατων συντελεστών απόσβεσης». Το διάταγμα αυτό ορίζει το εύρος ανάμεσα στον ανώτατο και κατώτατο συντελεστή απόσβεσης ανά κατηγορία πάγιων στοιχείων ενεργητικού. Οι φορολογούμενες εταιρείες πρέπει να επιλέξουν οποιοδήποτε συντελεστή απόσβεσης εντός αυτού του εύρους. Όταν μια εταιρεία έχει επιλέξει συντελεστή απόσβεσης εντός αυτού του εύρους, είναι υποχρεωμένη να ολοκληρώσει την απόσβεση με την εφαρμογή του ίδιου συντελεστή σε όλα τα στοιχεία ενεργητικού της ίδιας κατηγορίας τα οποία έχουν αγοραστεί από την επιχείρηση κατά τη διάρκεια της ίδιας φορολογικής περιόδου. Για στοιχεία ενεργητικού της ίδιας κατηγορίας που αγοράστηκαν σε διαφορετικές φορολογικές περιόδους, οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν διαφορετικό συντελεστή απόσβεσης, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι υποχρεωμένες να ολοκληρώνουν τη διαδικασία απόσβεσης με τον αρχικό συντελεστή απόσβεσης που εφαρμόζεται σε όλα τα στοιχεία ενεργητικού της ίδιας κατηγορίας τα οποία αγοράστηκαν την ίδια φορολογική περίοδο.

(120)  Το «αποθεματικό» αυτού του είδους δεν αποτελεί πραγματικό στοιχείο ενεργητικού της εταιρείας, αλλά αποσβέσεις πάγιων στοιχείων ενεργητικού που θα επιστραφούν στο κράτος ή σε τρίτους.

(121)  Άρθρο 31.1.ζ) του ΚΦΕ.

(122)  Υπουργική απόφαση 100/2005 (ΥΑ 1003821/10037/B0012, ΦΕΚ B 80 του 2005): Εκπίπτουσες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα επιχειρήσεων βάσει των διοικητικών αποφάσεων και της νομολογίας.

(123)  Άρθρο 31.1.ιβ) του ΚΦΕ.

(124)  Άρθρο 105 παράγραφος 12 του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 4013/2011. Μέθοδος που ορίζεται από το άρθρου 97 παράγραφος 5 του νόμου 1892/1990 για τους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων.

(125)  Μέθοδος που ορίζεται από το νόμο 1914/1990 για τα έργα BOT. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 8 του νόμου 2052/1992, τα έργα που εκτελούνται με συνολική ή μερική χρηματοδότηση από τρίτους, η απόσβεση του κόστους κατασκευής και οι τόκοι επί δανείων και πιστώσεων κατά την περίοδο κατασκευής, που θεωρούνται ως δαπάνες κατασκευής, εκτελούνται σύμφωνα με την ίδια μέθοδο.

(126)  Μέθοδος απόσβεσης για εταιρείες που κατασκευάζουν αερολιμένες, η οποία ορίζεται από το άρθρο 26 παράγραφος 8 του νόμου 2093/1992.

(127)  Π.χ. αξία στοιχείων ενεργητικού, κερδοφορία, επιχειρηματικό σχέδιο.

(128)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 165 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(129)  Είναι ακόμα μεγαλύτερα από εκείνα που προβλέπονται, για παράδειγμα, για τις ΣΔΙΤ (με την επιφύλαξη της θέσης που μπορεί να λάβει η Επιτροπή σχετικά με τις φορολογικές διατάξεις που αφορούν τις ΣΔΙΤ).

(130)  Η υπό εξέταση διάταξη συνέβαλε στο να εξαλειφθεί ένα κενό στο ελληνικό γενικό φορολογικό σύστημα σε σχέση με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία ενός λιμενικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων, όπως αυτά που θα χρησιμοποιήσει ο ΣΕΠ για τους σκοπούς της σύμβασης παραχώρησης. Το άρθρο 34 του νόμου 2937/2001 καθορίζει ειδικά ποσοστά απόσβεσης που θα χρησιμοποιήσουν ο ΟΛΠ και ο λιμένας Θεσσαλονίκης με βάση τη μέθοδο της σταθερής απόσβεσης για τους συγκεκριμένους τύπους λιμενικών στοιχείων ενεργητικού τους οποίους χρησιμοποιούν. Οι ελληνικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι συντελεστές αυτοί δεν εφαρμόζονται στον ΣΕΠ. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, εάν ο ΣΕΠ επέλεγε να εφαρμόσει τη μέθοδο της σταθερής απόσβεσης και του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει αυτούς τους συντελεστές απόσβεσης, η περίοδος απόσβεσης θα ήταν μεγαλύτερη από την περίοδο της σύμβασης παραχώρησης. Από την άλλη πλευρά, εάν ο ΣΕΠ υποχρεωνόταν να εφαρμόσει τη μέθοδο σταθερής απόσβεσης με διαφορετικούς συντελεστής απόσβεσης από αυτούς που εφαρμόζονται για τον ΟΛΠ και τον λιμένα Θεσσαλονίκης, θα ήταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με αυτές τις επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 166 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(131)  Βλέπε υπόθεση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 81 στην υποσημείωση 80.

(132)  Βλέπε ως προς αυτό την εκτίμηση της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 100 ανωτέρω.

(133)  Προεδρικό διάταγμα της 28ης Ιουλίου 1931 (ΦΕΚ A' 239/1931), όπως τροποποιήθηκε συγκεκριμένα με το νόμο 2873/2000.

(134)  Ωστόσο, η εισαγωγή του ΦΠΑ δεν επηρέασε το τέλος χαρτοσήμου που επιβάλλεται στις δανειακές συμβάσεις.

(135)  Κατά πάγια νομολογία, ένα δάνειο που συνάπτεται εκτός Ελλάδας με ιδιωτικό έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου στην Ελλάδα, όταν το δάνειο αυτό εκτελείται στην Ελλάδα. «Εκτέλεση στην Ελλάδα» υπάρχει όταν η παράδοση του ποσού του δανείου από τον αλλοδαπό δανειστή προς τον δανειολήπτη, ο οποίος βρίσκεται στην Ελλάδα, πραγματοποιείται στην Ελλάδα. «Παράδοση του ποσού του δανείου στην Ελλάδα» επέρχεται όταν ο δανειστής στην πράξη καταθέτει το ποσό του δανείου σε λογαριασμό του δανειολήπτη σε ελληνική τράπεζα (Ν.Σ.Κ. γνωμ. 964/1955, Πρωτ. Θεσ. 2123/1963, Φορ. Πρωτ. Αθ. 2163/1967, Διοικ. Πρωτ. Αθ. 6043/2001, Σ.τ.Ε. 2996/1991, 984/1992). Επιπλέον, η απόφαση 3639/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας (του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Ελλάδας) έκρινε ότι «[…] σύμβαση δανείου συναφθείσα με ιδιωτικό έγγραφο στην αλλοδαπή, εφόσον περιέχει υποχρεώσεις εκτελεστέες στην Ελλάδα, υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου, τέτοια δε υποχρέωση αποτελεί η απορρέουσα από τη σχετική σύμβαση υποχρέωση του οφειλέτη να εμβάσει στην Ελλάδα, με εντολή του προς αλλοδαπή τράπεζα, το κατατεθέν από το δανειστή στο όνομά του στην αλλοδαπή συμφωνηθέν ποσό του δανείου».

(136)  Με συντελεστή 2,4 %.

(137)  Και πάλι με συντελεστή 2,4 %.

(138)  Η εκτίμηση της Επιτροπής εν προκειμένω τελεί υπό την επιφύλαξη της θέσης που θα λάβει εκτός της παρούσας διαδικασίας σχετικά με τις απαλλαγές.

(139)  Όπως περιγράφεται στην υποσημείωση 134 ανωτέρω.

(140)  Οι ελληνικές αρχές και ο ΣΕΠ αναφέρονται σε δύο δάνεια αξίας 54,8 εκατ. ευρώ και […] εκατ. ευρώ που σύναψε ο ΣΕΠ με τη μητρική εταιρεία, την Cosco, προκειμένου να ξεκινήσει τις επενδύσεις του στον λιμένα του Πειραιά.

(141)  Απόφαση 617/2006 που ερμηνεύει το άρθρο 8 του κώδικα για το τέλος χαρτοσήμου.

(142)  Άρθρο 8 του κώδικα για το τέλος χαρτοσήμου. Βλέπε νομολογία περί αυτού στην υποσημείωση 134 ανωτέρω.

(143)  Σύμφωνα με το άρθρο 3.1 της σύμβασης παραχώρησης.

(144)  Ερμηνευτική εγκύκλιος 1027/1990.

(145)  Βλέπε υποσημείωση 134 ανωτέρω.

(146)  Και πάλι με συντελεστή 2,4 %.

(147)  Άρθρο 3 της υπουργικής απόφασης 44/1987: Εφαρμογή διατάξεων φορολογίας χαρτοσήμου σε διάφορες συμβάσεις και πράξεις.

(148)  Σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 1 στοιχείο β) του νόμου 1642/1986, οι συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο του ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 2 του ιδίου νόμου και τα παρεπόμενα σύμφωνά τους απαλλάσσονται από το τέλος χαρτοσήμου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ελληνικού κώδικα ΦΠΑ (νόμος 2859/2000 που αντικατέστησε το νόμο 1642/1986, ο οποίος εισήγαγε τον ΦΠΑ στην ελληνική έννομη τάξη), ο ΦΠΑ εφαρμόζεται στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών όταν η εν λόγω προσφορά πραγματοποιείται για την καταβολή ανταλλάγματος. Σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία αυτών των διατάξεων, η καταβολή αποζημίωσης δεν εμπίπτει στην έννοια της παροχής υπηρεσιών έναντι αμοιβής και, κατά συνέπεια, δεν υπάγεται σε ΦΠΑ και, αντ' αυτού, υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου.

(149)  Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου 2688/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 362 του νόμου 1559/1950. Η θέση της Επιτροπής στην παρούσα απόφαση διατυπώνεται με την επιφύλαξη ενδεχόμενης θέσης που μπορεί να λάβει στο μέλλον όσον αφορά αυτή τη διάταξη.

(150)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 188 και 203 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(151)  Αυτό το συγκεκριμένο καθεστώς μπορεί να τροποποιηθεί μόνο εφόσον συμφωνεί η επιχείρηση για την οποία επιτρέπεται.

(152)  Άρθρα 8 και 11 του νομοθετικού διατάγματος.

(153)  Μπορεί να προβλεφθεί επίσης προσαρμογή σε περίπτωση μείωσης των συνήθων περιορισμών.

(154)  Το μέτρο αυτό δεν προβλέπεται στο προεδρικό διάταγμα, αλλά οι ελληνικές αρχές το περιέλαβαν στη σειρά των μέτρων που έχουν ληφθεί στο παρελθόν επί τη βάσει αυτού του ειδικού καθεστώτος.

(155)  Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος, η αύξηση αυτή νοείται ότι υπερβαίνει το ήμισυ του ποσού που αντιστοιχεί στο σύνολο των στοιχείων ενεργητικού αυτών των εταιρειών ή υπερβαίνει το 1 εκατ. δολάρια ΗΠΑ.

(156)  Εκτός εάν η επίταξη αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων σε περιόδους πολέμου και μόνο για όσο διάστημα διαρκούν οι συγκρούσεις και με την επιφύλαξη δίκαιης αποζημίωσης.

(157)  Το διάταγμα προβλέπει επίσης και άλλα προνόμια/όρους για τις καλυπτόμενες επιχειρήσεις: α) ειδικούς όρους για τον επαναπατρισμό δανείων ή μετοχικού κεφαλαίου (έως 10 % του εισαχθέντος κεφαλαίου ετησίως), σωρευτική εξαγωγή κερδών (έως 12 %, χωρίς τους φόρους, του εισαχθέντος και μη επαναπατρισθέντος κεφαλαίου ετησίως) και εξαγωγή τόκων (έως 10 % ετησίως) και άδεια για τη μεταφορά εκτός Ελλάδας του συναλλάγματος που απαιτείται για τις πληρωμές μισθωμάτων που αφορούν μηχανήματα ή άλλες μορφές κεφαλαίου μισθωμένου στο εξωτερικό· β) την πρόσληψη αλλοδαπών ως τεχνικού και διοικητικού προσωπικού και άδεια εξαγωγής του ποσού της αμοιβής τους σε συνάλλαγμα, και άδεια τήρησης εταιρικών λογαριασμών με εγγραφές σε ξένο νόμισμα.

(158)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 213 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(159)  Η εκτίμηση της Επιτροπής εν προκειμένω τελεί υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε ενέργειας στην οποία μπορεί να προβεί σχετικά με το εν λόγω προεδρικό διάταγμα.

(160)  Το άρθρο 3 παράγραφος 2 του διατάγματος αναφέρει ενδεικτικά ορισμένα προνόμια και απαλλαγές που μπορούν να χορηγηθούν βάσει αυτού. Το άρθρο 5 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος 4256/1962, που ερμηνεύει διάταγμα του 1953, ορίζει ότι «δύνανται να ρυθμισθώσι, κατά την κρίσιν της διοικήσεως οιαδήποτε έτερα θέματα σχετιζόμενα με την επένδυσιν […] και καθ' ον τρόπον η διοίκησις κρίνει σκόπιμον προς εξυπηρέτησιν του σκοπού του Νομοθετικού τούτου Διατάγματος, συγκεκριμένα της προσελκύσεως αλλοδαπών κεφαλαίων […], υπό τον μόνον περιορισμόν ότι […] η ρύθμισις δεν θα αντίκειται προς τας διατάξεις ταύτας». Επομένως, μπορεί να συναχθεί ότι η διοίκηση διαθέτει πλήρη διακριτική ευχέρεια για τη θέσπιση νέων όρων, καθώς «διευκολύνσεων» που καθιστούν αυτές τις επενδύσεις ελκυστικότερες για τις επιχειρήσεις.

(161)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 209 έως 216 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(162)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 97 της παρούσας απόφασης.

(163)  Υπόθεση C-487/06 P, British Aggregates, συλλογή 2008, σ. I-10515, σκέψη 92.

(164)  Η παρούσα απόφαση δεν προδικάζει τη θέση που δύναται να λάβει η Επιτροπή όσον αφορά το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα.

(165)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για τις φορολογικές ενισχύσεις.

(166)  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3).

(167)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 24 και 27 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για τις φορολογικές ενισχύσεις.

(168)  Βλέπε για παράδειγμα την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-445/05, Assogestioni et Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, σκέψη 145, και την παρατεθείσα νομολογία.

(169)  Βλέπε απόφαση της επιτροπής για την υπόθεση NN 27/96, Διεθνής Αερολιμένας Σπάτων.

(170)  Βλέπε αποφάσεις της Επιτροπής για τις υποθέσεις N 508/07 Ιόνια Οδός, N 45/08 Αυτοκινητόδρομος Ελευσίνα-Κόρινθος-Πάτρα-Πύργος-Τσακώνα, N 566/07 Αυτοκινητόδρομος Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα και τμήμα Λεύκτρων-Σπάρτης, N 565/07 Αυτοκινητόδρομος Κεντρικής Ελλάδας, N 633/07 Σύμβαση παραχώρησης τμήματος Μαλιακός-Κλειδί του αυτοκινητόδρομου Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Εύζωνοι, N 134/07 Σύμβαση παραχώρησης υποθαλάσσιας σήραγγας Θεσσαλονίκης.

(171)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-427/04, Γαλλία κατά Επιτροπής και T-17/05, France Télécom SA κατά Επιτροπής, συλλογή 2009, σ. II-0435, σκέψεις 264-266· C-474-09 P έως C-476/09 P, Territorio Historico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, και Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συλλογή 2011 σ. I-113, σκέψη 70.

(172)  SA.32866 (11/N) — Ελλάδα — Ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας.

(173)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής για την υπόθεση 134/07 σχετικά με τη σύμβαση παραχώρησης Υποθαλάσσιας Σήραγγας Θεσσαλονίκης.

(174)  Βλέπε απόφαση C(2013) 9253 final — Κρατική ενίσχυση SA.36894 σχετικά με την αναδιάρθρωση του έργου της Ιονίας Οδού ΑΕ· απόφαση C(2013) 9275 final — Κρατική ενίσχυση SA.36877 σχετικά με την αναδιάρθρωση του έργου του Αυτοκινητόδρομου Αιγαίου ΑΕ· απόφαση C(2013) 9253 final — Κρατική ενίσχυση SA.36878 σχετικά με την αναδιάρθρωση του έργου της Ολυμπίας Οδού ΑΕ· και απόφαση C(2013) 9274 final — Κρατική ενίσχυση SA.36893 σχετικά με την αναδιάρθρωση του έργου του Αυτοκινητόδρομου Κεντρικής Ελλάδας (E65).

(175)  Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή κατανοεί περαιτέρω ότι οι φοροαπαλλαγές υπέρ του ΣΕΠ εισάγονται μόνο στο νόμο που επικυρώνει τη σύμβαση παραχώρησης και όχι στην ίδια τη σύμβαση παραχώρησης, επειδή ο ΟΛΠ δεν έχει αρμοδιότητα να χορηγεί φοροαπαλλαγές. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις υποθέσεις τις οποίες επικαλούνται οι ελληνικές αρχές, ο παραχωρησιούχος στην παρούσα υπόθεση επρόκειτο να εκτελέσει αποκλειστικά και μόνον το επενδυτικό έργο, χωρίς κανενός είδους κρατική ή δημόσια ενίσχυση.

(176)  Υπόθεση 730/79 Phillip Morris, συλλογή 1980, σ. 267, σκέψη 11· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως 607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Alzetta Mauro και λοιποί κατά Επιτροπής, συλλογή 2000, σ. II-2325, σκέψη 80.

(177)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97 κ.λπ. Alzetta, συλλογή 2000, σ. II-2325, σκέψεις 141 έως 147· υπόθεση C-280/00, Altmark Trans, συλλογή 2003, σ. I-7747.

(178)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2009 για την υπόθεση C21/09 (ex N 105/08, N 168/08 και N 169/08) — Ελλάδα — Δημόσια χρηματοδότηση υποδομής και εξοπλισμού στον λιμένα Πειραιώς ( ΕΕ C 402 της 29.12.2012, σ. 25), σκέψεις 90 και 91.

(179)  Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/097 κ.λπ. Alzetta, συλλογή 2000, σ. II-2325, σκέψη 95, και υπόθεση 730/97, Philip Morris, συλλογή 1980, σ. 267, σκέψεις 9 έως 12.

(180)  Βλέπε μεταξύ άλλων τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Alzetta, σκέψη 95.

(181)  Βλέπε υπόθεση C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 67, και τη νομολογία που αναφέρεται σε αυτήν.

(182)  Κατευθυντήριες γραμμές για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις 2007-2013 (ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13).

(183)  Βλέπε άρθρο 8 του νόμου 3755/2009 που ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.

(184)  Βλέπε κεφάλαιο 5 των κατευθυντήριων γραμμών για τις εθνικές περιφερειακές ενισχύσεις 2007-2013 και την απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Φεβρουαρίου 2008, για την υπόθεση C 7/08 (ex N 655/07) — Γερμανία — Καθεστώς εγγυήσεων του ομοσπονδιακού κρατιδίου της Σαξονίας σχετικά με δάνεια για κεφάλαια κίνησης.

(185)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής, της 31ης Αυγούστου 2006, για την υπόθεση N 408/06 — Ελλάδα — Χάρτης εθνικών περιφερειακών κρατικών ενισχύσεων 2007-2013 (ΕΕ C 286 της 23.11.2006, σ. 5).

(186)  Για παράδειγμα, επένδυση αντικατάστασης, μεταφορικά έξοδα ή εργατικό κόστος.

(187)  Βλέπε υποσημείωση 184 ανωτέρω.

(188)  COM(2009) 279/4, σκέψη 46.

(189)  COM(2009), 8.

(190)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, περί των προσανατολισμών της Ένωσης για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 661/2010/EE, ΕΕ L 348 της 20.12.2013, σ. 1.

(191)  Επιπλέον, η οικονομική βιωσιμότητα και η κερδοφορία του επενδυτικού σχεδίου είχαν ήδη επιβεβαιωθεί από το γεγονός ότι οι επενδύσεις του ΣΕΠ στον λιμένα του Πειραιά έχουν ήδη πολύ θετικά οικονομικά αποτελέσματα.

(192)  Βλέπε για παράδειγμα υπόθεση C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, συλλογή 1995, σ. I-00673, σκέψη 26, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(193)  Βλέπε για παράδειγμα συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-239/04 και T-323/04, Ιταλία και Brandt Italia SpA κατά Επιτροπής, συλλογή 2007, σ. II-3265, σκέψεις 153-154 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(194)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 352 της 24.12.2013, σ. 1).

(195)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(196)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2008, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1).